Professional Documents
Culture Documents
«ἴ λ ι ο ν · τὸ τῆς γυναικὸς ἐφήβαιον δηλοῖ. καὶ κόσμον γυναικεῖον παρὰ Κῴοις» (Hesychius Lexicogr. : Lexicon (Α—Ο) : Alphabetic letter iota, entry 563,
line 2)
Hesychius Lexicogr. : Lexicon (Α—Ο) : Alphabetic letter iota, entry 541, line 1
ἰ λ ι κ ρ ι ν ε ῖ ς · καθαροί
ἰ λ έ ω σ ι ν · ἴσχωσιν
Ἰ λ ή ϊ ο ν · τὸ Ἰλιακόν s, ἀπὸ Ἴλου· τὸ τῆς Ἰλίου πεδίον (Φ 558)
ἵ λ η θ ι · χαῖρε, ἵλεως ἴσθι (γ 380)
ἱ λ ή κ ο ι ς · ἵλεως εἴης r. p
ἱ λ ή κ ο ι · ἐν εὐμενείᾳ ἔστω
[ἴ λ ι λ ο ν · ἀθρόον. ἀθρόως]
ἴ λ η ν · ὄχλου συναναστροφὴν ἐν τάξει ἱππικῇ
ἴ λ ι α · δῶρα γυναικεῖα
Ἰ λ ι ά δ η ς · ὁ Ἰλέως παῖς (Ν 203 v. l.)
Ἰ λ ι ά ς · τὸ Ὁμήρου σωμάτιον. καὶ ὄρνις, ἡ κίχλη· Ἀριστοτέλης
(h. an. 9 p. 617a 22)
[ἰ λ ί γ γ η · συστροφή. καὶ τὰ ὅμοια]
ἰ λ ι γ γ ι ᾶ ν · τὸ ἐσκοτῶσθαι. καὶ δοκεῖν περιφέρεσθαι, κύκλῳ
συστρέφεσθαι
*ἰ λ ι γ γ ι ᾶ ν · συστροφοῦσθαι g. bp. σκοτοῦσθαι g. v
ἴ λ ι γ γ ο ς καὶ ἶ λ ι γ ξ · ὁ τῆς κεφαλῆς σκοτισμός r. g. ὁ γὰρ
τῶν ἐντέρων θόρυβος ἰ λ ε ό ς λέγεται r, ὁ σπαραγμός. λέγουσι
δὲ οὕτω καὶ τὴν τῶν πραγμάτων ταραχήν
*> ι λ ι γ ύ φ θ ο γ γ ο ι · ἡδύφωνοι (Β 50 ..) Agp
Ἰ λ ί ε ι α · ἑορτὴ ἐν [Ἀθήναις. ἐν] Ἰλίῳ Ἀθηνᾶς Ἰλιάδος καὶ
πομπὴ καὶ ἀγών
ἰ λ ι κ ρ ι ν έ ς · ἄμικτον
*ἶ λ ι γ ξ · συστροφὴ ὑδάτων r. An
*Ἰ λ ι ό θ ι <π ρ ό >· πρὸ τῆς Ἰλίου n πόλεως (Θ 561)
ἴ λ η ο ι · θηρία διὰ φρυγάνων, ἢ σκώληκες ἐν ταῖς δρυσίν, οἷς
χρῶνται εἰς δέλεαρ. Ἀντίγονος δὲ ὁ Καρύστιος ἐν τῷ περὶ
ζῴων τὸν καλούμενον μῦν ἐλειόν
*Ἴ λ ι ο ν ε ἴ σ ω · εἰς Ἴλιον εἴσω (Α 71) n
ἴ λ ι ο ν · τὸ τῆς γυναικὸς ἐφήβαιον δηλοῖ. καὶ κόσμον γυναικεῖον
παρὰ Κῴοις
ἴ λ ι ο ς · μῦς τις [ἰλίς]
ἰ λ ι κ ρ ι ν ῶ ς · ψιλῶς. οὐ καλυψάμενος
[ἰ λ ί σ σ α ι · κατωχῆσαι]
ἰ λ ι σ π ῶ ν τ ε ς · συνειλοῦντες
ἰ λ ι τ ε ν ή ς · κισσὸς ἄκαρπος
ἰ λ ι μ έ ν ο ι · διωκόμενοι
ἴ λ κ α · γλοιός. ῥύπος
ἰ λ λ ά δ α ς γ ο ν ά ς · ἀγελαίας. καὶ τὰς συντρόφους. Εὐριπίδης
Φρίξῳ (fr. 837) καὶ Σοφοκλῆς Ἀκρισίῳ (fr. 67)
ἰ λ λ ά δ α ς · σειρὰς ἐξ ἱμάντων ἢ σχοίνων. παρὰ τὴν ε ἴ λ η σ ι ν
(Ν 572)
ἴ λ λ α ι · τάξεις. συστροφαί. δεσμοί. ἀγέλαι
ἰ λ λ ά ζ ε ι · δεσμεύει. συστρέφει. ἀγελάζει
[ἰ λ λ α ο ι δ ό ς · ἐπιμυλίδιος ᾠδός]
ἴ λ λ ι κ ο ν · τὸν τραγίσκον. ἐθνικῶς
ἰ λ λ ί ς · στρεβλή, διεστραμμένη
*ἰ λ λ ό ς · στρεβλός, στραβός (Avgn), διεστραμμένος
ἰ λ ύ ε ι · στρέφει. κρύπτει
Ἰ λ λ υ ρ ὶ ς γ ο ν ή · ἀντὶ τοῦ Ἰλλυρὶς γενεά. γράφεται δὲ καὶ
γ υ ν ή . ὁ δὲ Καλλίστρατος γύη, ἀντὶ τοῦ γῆ· χρῶνται γὰρ
οὕτως. Σοφοκλῆς Τριπτολέμῳ (fr. 544)
ἰ λ λ ώ π τ ε ι ν · στραβίζειν, ἀπὸ τῶν ἴ λ λ ω ν τῶν ὀφθαλμῶν.
ἐμβλέπειν. τὸ καταμύειν (Com. ad. fr. 1019)
[ἰ λ ό ς ] ἰ λ ύ ς · βόρβορος. γλοιός r
ἰ λ ο ύ μ ε ν ο ς · περιστρεφόμενος
Ἴ λ ο υ σ ῆ μ α · Ἴλου μνῆμα (Λ 166)
ἰ λ ύ α τ α ι · περιειλημένοι <εἰσίν> (υ 352)
ἰ λ ι γ γ ι ζ ό μ ε ν ο ν · συστρεφόμενον
ἰ λ ύ α ι · ἔνθα τὰ θηρία αὐλίζεται, φωλεοί
ἰ λ ύ ε ι · [κοιμᾶται.] κρύπτει. συστρέφει. [διατρίβει]
ἰ λ ύ θ μ α τ α · πέταλα
ἰ λ ύ μ ε ν ο ν · ἐρχόμενον, προβαίνοντα
*<ἰ λ υ ό ε σ σ ι ν ·> ἰλυώδεσι βορβορώδεσιν (Greg. Naz. c. 2,1,
1,36) g
ἰ λ ύ ω μ α ι · ἐῤῥύπωμαι
*ἰ λ ύ ς · πηλός Avg. ὑποστάθμη
ἰ λ ύ ο ς · πηλώδους ὑποστάθμης ποταμοῦ (Φ 318) (n)
ἰ λ ύ σ α ι · κρύψαι, καλύψαι
ἰ λ υ σ π ᾶ σ θ α ι · τὸ παραπλησίως τοῖς ὄφεσιν ἢ σκώληξιν ἰέναι,
κυλίεσθαι r, εἰλεῖσθαι
ἰ λ ύ σ ω · ἰλύϊ περικαλύψω, κρύψω (Φ 319)
ἴ λ υ τ α ι · κέκρυπται, καλύπτεται (Μ 286 v. l.)