You are on page 1of 255

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ KAI ΣΥΓΚΡΙΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΧΡΥΣΑ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

Τα σημειώματα λογοτεχνικής κριτικής στη Νέα Εστία (1927-1987)

Διδακτορική Διατριβή

Τριμελής συμβουλευτική επιτροπή:


Λάμπρος Βαρελάς (επόπτης)
Λίζυ Τσιριμώκου
Μιχαήλ Μπακογιάννης

Θεσσαλονίκη, 2021
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΧΡΥΣΑ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

Τα σημειώματα λογοτεχνικής κριτικής στη Νέα Εστία (1927-1987)

Διδακτορική Διατριβή

Επταμελής εξεταστική επιτροπή:


Λάμπρος Βαρελάς (επόπτης)
Λίζυ Τσιριμώκου
Μιχαήλ Μπακογιάννης

Σωτηρία Σταυρακοπούλου
Μάρθα Βασιλειάδη
Δημήτρης Κόκορης
Κωστής Δανόπουλος

Θεσσαλονίκη, 2021

2
Ραούλ Χάουσμαν, Ο Κριτικός Τέχνης, 1919-20, λιθογραφία και κολάζ τυπωμένου
χαρτιού σε χαρτί, 31,8 x 25,4 cm, Πινακοθήκη Tate, Λονδίνο.

3
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Α΄ ΜΕΡΟΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ - ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ..................................................................................... 6


ΕΙΣΑΓΩΓΗ ................................................................................................................... 8
1. Προσδιορισμός του θέματος .............................................................................. 8
2. Μεθοδολογία-ερευνητικά ερωτήματα.............................................................. 10
3. Η δομή της εργασίας ........................................................................................ 13
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Η επικαιρική κριτική......................................................................... 17
1.1 Η διάκριση των ειδών της λογοτεχνικής κριτικής ............................................. 17
1.2 Ο ρόλος του κριτικού της τρέχουσας λογοτεχνικής παραγωγής ....................... 21
1.3 Η κριτική στην Ελλάδα ..................................................................................... 29
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Τα σημειώματα λογοτεχνικής κριτικής στη Νέα Εστία .................... 40
2.1 H μορφή της στήλης .......................................................................................... 40
2.2 Η κριτική του βιβλίου κατά τους Ξενόπουλο και Χάρη ................................... 47
2.3 Οι αρχές άσκησης της κριτικής ......................................................................... 54
2.4 Οι αντιδράσεις που προκαλεί η στήλη .............................................................. 57
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: Τα πρόσωπα της κριτικής ................................................................. 73
3.1 Ο πυρήνας των βασικών συνεργατών ............................................................... 73
3.2 Οι δηλώσεις για τη συνεργασία τους ................................................................ 76
3.3 Η δομή των βιβλιοκριτικών τους σημειωμάτων ............................................... 84
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: Μια ιστορία της κριτικής πρόσληψης ............................................. 119
Ι. Γρηγόριος Ξενόπουλος ...................................................................................... 121
ΙΙ. Πέτρος Χάρης ................................................................................................... 125
ΙΙΙ. Ναπολέων Λαπαθιώτης ................................................................................... 132
IV. Λέων Κουκούλας ............................................................................................ 134
V. Τέλλος Άγρας ................................................................................................... 136
VI. Κλέων Παράσχος ............................................................................................ 139
VII. Μήτσος Παπανικολάου.................................................................................. 153
VIII. Αιμίλιος Χουρμούζιος .................................................................................. 159
IX. Γιάννης Χατζίνης ............................................................................................ 162
X. Ξενοφών Καράκαλος ........................................................................................ 166

4
ΧΙ. Ανδρέας Καραντώνης ..................................................................................... 170
ΧΙΙ. Ε. Ν. Μόσχος ................................................................................................. 174
XIII. Δ. Κ. Παπακωνσταντίνου ............................................................................. 177
XIV. Θεόδωρος Ξύδης .......................................................................................... 179
XV. Σόλων Μακρής .............................................................................................. 181
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: Ευστοχίες και αστοχίες της λογοτεχνικής κριτικής της Νέας Εστίας
στη διαχρονία ............................................................................................................ 185
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ................................................................................................. 230
ΠΙΝΑΚΕΣ ................................................................................................................. 235
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ...................................................................................................... 242

Β΄ ΜΕΡΟΣ

Καταγραφή των βιβλιοκριτικών σημειωμάτων σε υπολογιστικά φύλλα του excel

https://www.dropbox.com/scl/fi/5wuexv787m9tmid8kspzi/.xlsx?dl=0&rlkey=iid3ul3925kzq
ksa7ol2ro8bg

5
ΠΡΟΛΟΓΟΣ - ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Η παρούσα διδακτορική διατριβή εκπονήθηκε υπό την εποπτεία του


Αναπληρωτή Καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας του Α.Π.Θ. κυρίου Λάμπρου
Βαρελά, τον οποίο και ευχαριστώ θερμά για την έμπρακτη βοήθεια και υποστήριξη σε
κάθε στάδιο της μακράς διαδικασίας της συγγραφής της. Ο αρχικός δισταγμός για την
επιλογή του θέματος, κυρίως λόγω του αυξημένου χρονικού εύρους της μελέτης,
ξεπεράστηκε με τη διαρκή παρότρυνση του επότπη και αναμφίβολα η ολοκλήρωσή
της οφείλεται και στη δική του υπομονή κι επιμονή.
Θερμές ευχαριστίες οφείλω και στα άλλα δύο μέλη της τριμελούς
συμβουλευτικής επιτροπής, την κυρία Λίζυ Τσιριμώκου, ομότιμη καθηγήτρια Γενικής
και Συγκριτικής Φιλολογίας του Α.Π.Θ., και τον κύριο Μιχ. Γ. Μπακογιάννη,
Επίκουρο καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας του Α.Π.Θ., για τις ιδιαιτέρως
εποικοδομητικές παρατηρήσεις τους που οδήγησαν στη βελτίωση της τελικής μορφής
της διδακτορικής διατριβής και στην επιτυχή ολοκλήρωσή της.
Μέσα στις δύσκολες συγκυρίες που διαμόρφωσε κατά τα τελευταία στάδια της
διατριβής η πανδημία, οι δυσκολίες συγκέντρωσης και μελέτης του υλικού από τον
χώρο των βιβλιοθηκών αυξήθηκαν σημαντικά. Ωστόσο, χάρη στην καταβολή κάθε
δυνατής προσπάθειας από το προσωπικό της Βιβλιοθήκης του Τομέα ΝΕΣΣ, της
Κεντρικής Βιβλιοθήκης του Α.Π.Θ., καθώς και της Κεντρικής Δημοτικής Βιβλιοθήκης
Θεσσαλονίκης, τα εμπόδια ξεπεράστηκαν. Για την πρόθυμη εξυπηρέτηση σ’ αυτές τις
κρίσιμες συνθήκες οφείλω να τους ευχαριστήσω από καρδιάς. Ιδιαίτερες ευχαριστίες
χρωστώ και στην κυρία Σοφία Μπόρα που με την πάντα πρόθυμη διάθεσή της
διευκόλυνε το έργο μου κατά τις επανειλημμένες μου επισκέψεις στη Βιβλιοθήκη του
Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου στην Αθήνα.
Θα ήθελα ακόμα να ευχαριστήσω τις οργανωτικές επιτροπές του 13ου Διεθνούς
Συνεδρίου του Πανεπιστημίου του Princeton, του 4ου Συνεδρίου των Νεοελληνιστών
των Βαλκανικών χωρών, του 6ου Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών, του
Διεθνούς Θερινού Σχολείου Καβάφη 2018 και του 9ου Συνεδρίου Μεταπτυχιακών
Φοιτητών και Υποψήφιων Διδακτόρων του ΕΚΠΑ. Καθεμία από τις συμμετοχές μου
στα παραπάνω Συνέδρια αποτέλεσε για μένα ξεχωριστή εμπειρία, αφενός γιατί έστω
και προσωρινά με έβγαζε από τον μοναχικό δρόμο της συγγραφής, αφετέρου γιατί η
ανατροφοδότηση που λάμβανα στάθηκε σημαντική για τη συνέχισή του.

6
Νιώθω τέλος, την ανάγκη να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στους δικούς μου
ανθρώπους που ο καθένας με τον δικό του τρόπο, αλλά όλοι με απεριόριστη υπομονή
και αγάπη στάθηκαν στο πλευρό μου καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας προς την
ολοκλήρωση του παρόντος πονήματος. Πρώτους απ’ όλους τους γονείς μου και την
αδερφή μου (επίσης Υποψήφια Διδάκτορα Νεοελληνικής Φιλολογίας του Α.Π.Θ.), με
την οποία μοιραστήκαμε αυτήν τη διαδρομή. Χωρίς εκείνους το αποτέλεσμα δεν θα
ήταν σε καμία περίπτωση το ίδιο.
Στον Κωστή που ήταν δίπλα μου με τρυφερότητα κι αγάπη, οφείλω πολλά,
καθώς επίσης στις αδερφικές φίλες μου για τη συμπαράσταση, την υπομονή και την
αντοχή τους. Είμαι πεπεισμένη ότι χωρίς την πολύπλευρη βοήθειά τους δεν θα τα
κατάφερνα.
Επιπλέον, οι συζητήσεις –επί της διατριβής και όχι μόνο– με τους φίλους και
συναδέλφους υποψήφιους διδάκτορες (πολλοί από τους οποίους είναι πλέον
διδάκτορες) υπήρξαν αληθινό στήριγμα σε κάθε στάδιο της διατριβής. Στον καιρό της
πανδημίας οι διαδικτυακές συνομιλίες μας θα μου μείνουν αξέχαστες.
Τέλος, ένα ξεχωριστό ευχαριστώ στον Ζήση που αν και δεν το ξέρει με βοήθησε
τόσο…

Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 2021.

7
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. Προσδιορισμός του θέματος

«Ο όγκος της Νέας Εστίας και η τεράστια ποικιλία των δημοσιευμάτων της είναι
αλήθεια ότι τρομάζει και αποθαρρύνει κάθε ερευνητή να ασχοληθεί μαζί της σε
αποκλειστική μονογραφία. Δεν έχει γίνει, για παράδειγμα, καμία διατριβή για το
σημαντικότατο αυτό περιοδικό (πλην μίας στον γερμανόγλωσσο χώρο)1 ούτε ακόμη
και για κάποια περιορισμένη φάση του ή χρονική περίοδο (π.χ. την περίοδο διεύθυνσης
Ξενόπουλου)». Η προαναφερόμενη επισήμανση του Λάμπρου Βαρελά, με αφορμή τα
85χρονα της Νέας Εστίας,2 αποτέλεσαν το έναυσμα για την έναρξη και
πραγματοποίηση ενός φιλόδοξου εγχειρήματος που αφορά την κάλυψη ενός
τουλάχιστον από τα πολλαπλά κενά της έρευνας γύρω από το μακροβιότερο
λογοτεχνικό περιοδικό του τόπου.
Παρά τον αρχικό προσανατολισμό προς την ενασχόληση μόνο με την περίοδο
της διεύθυνσης του περιοδικού από τον Χάρη (δηλαδή το διάστημα: Χριστούγεννα
1934-Δεκέμβριος 1987), η παρούσα διατριβή περιλαμβάνει τελικά και τη χρονική
περίοδο της διεύθυνσης του Ξενόπουλου, από το έτος δηλαδή ίδρυσης του περιοδικού
το 1927 έως και το 1987. Θεωρήθηκε ότι τα δύο χρονικά διαστήματα αποτελούν
αλληλένδετα τμήματα της έρευνας για το περιοδικό, καθώς ο Χάρης συμμετείχε
ενεργά, ως κριτικός, από το πρώτο έτος κυκλοφορίας του για να το συνδιευθύνει τελικά
με τον Ξενόπουλο στις αρχές του 1933. Συνεπώς, η ανάληψη της διεύθυνσης από τον
Χάρη αποτελεί συνέχεια της πορείας του στην ενεργή συμμετοχή του και τον
καθοριστικό του ρόλο στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του περιοδικού από την
ίδρυσή του. Η περίοδος διεύθυνσης της Νέας Εστίας από τους Ε. Ν. Μόσχο και Σταύρο

1
Βλ. Mylonaki Ioanna, Die Suche nach der “nationalen Identität”. Eine griechische literarische
Zeitschrift der Zwischenkriegszeit, Frankfurt am Main, Peter Lang, 1995. Οι βασικότερες εργασίες που
περιλαμβάνουν αποσπασματικές παρουσιάσεις του περιοδικού είναι οι τόμοι της ερευνητικής ομάδας
του Χ. Λ. Καράογλου, όπου γίνεται παρουσίαση της προπολεμικής μόνο φάσης του περιοδικού. Επίσης,
στους τόμους της Ιστορίας της ελληνικής λογοτεχνίας του Αργυρίου γίνεται παρουσίαση διαφόρων
φάσεων και συνεργασιών που δημοσιεύει το περιοδικό σε ευρύτερα όμως συμφραζόμενα. Τέλος, η
συμβολή της Νέας Εστίας στην κριτική σχολιάζεται σε μονογραφίες/διατριβές για τη μεταπολεμική
κριτική, με κυριότερη αυτή του Αντώνη Καρτσάκη, Μεταπολεμική κριτική και ποίηση, Ζητήματα
αισθητικής και ιδεολογίας, Αθήνα, Εστία, 2009 [στο εξής: Καρτσάκης, Μεταπολεμική κριτική και
ποίηση].
2
Βλ. Λάμπρος Βαρελάς, «Να μη βασκαθεί! Για τα 85χρονα της Νέας Εστίας», The Athens Review of
Books, τχ. 23 (Νοέμβριος 20011) 37 [στο εξής: Βαρελάς, «Να μη βασκαθεί»].

8
Ζουμπουλάκη αποφασίστηκε να αποκλειστούν από την έρευνα για λόγους πρακτικούς
αλλά και ουσίας, καθώς για την καθεμία απαιτείται ξεχωριστή μονογραφία.
Η παρούσα μελέτη καλύπτει, έτσι, το χρονικό διάστημα εξήντα ενός ετών, από
το τεύχος 1 (15.1.1927) έως και το τεύχος 1451 (Χριστούγεννα 1987). Αντικείμενό της
αποτελεί, όπως προκύπτει και από τον τίτλο της, η λογοτεχνική κριτική του
περιοδικού, όπως αυτή ασκείται από τη στήλη των βιβλιοκρισιών της. Από την
εξαιρετικά μεγάλη και ποικίλη ύλη του, επιλέχθηκε η εστίαση στη σταθερή όλα αυτά
τα χρόνια στήλη της ενότητας του «Δεκαπενθημέρου», που φέρει τον τίτλο «Τα
Βιβλία» και περιλαμβάνει σημειώματα κριτικής για τα νεοεκδομένα βιβλία. Να
σημειωθεί ότι μελετώνται όλα τα σημειώματα που περιλαμβάνονται στη στήλη, έστω
κι αν κάποια παρουσιάζουν περισσότερο χαρακτηριστικά βιβλιοπαρουσίασης, είναι
πολύ σύντομα ή επιφανειακός ο σχολιασμός τους.
Η στήλη καλύπτει την κριτική ενός ιδιαίτερα ευρέος φάσματος βιβλίων (βλ. πιο
αναλυτικά στο κεφ. 2) και όχι μόνο λογοτεχνικών -όπως θα ήταν αναμενόμενο στην
περίπτωση ενός λογοτεχνικού περιοδικού- και όπως εν πολλοίς συνέβαινε στα
υπόλοιπα περιοδικά του αντίστοιχου είδους. Η ποικιλία των κρινόμενων βιβλίων,
καθώς και ο ιδιαίτερα μεγάλος αριθμός τους καθιστά απαραίτητη μια επιλογή των
έργων που εντάσσονται στην παρούσα μελέτη. Συνεπώς, στο ερευνητικό πεδίο
περιλαμβάνονται: 1) Τα λογοτεχνικά έργα· δηλαδή: ποιητικές συλλογές, συλλογές
δημοτικών τραγουδιών, ανθολογίες, ποιητικές συλλογές γραμμένες από Έλληνες σε
ξένη γλώσσα, μεταφρασμένη στα ελληνικά ξένη ποίηση, μεταφράσεις κειμένων της
κλασικής γραμματείας στα νέα ελληνικά. Επίσης, διηγήματα, μυθιστορήματα,
μυθιστορηματικές βιογραφίες, ταξιδιωτικά έργα γραμμένα από λογοτέχνες (που
παρουσιάζουν και λογοτεχνικό ενδιαφέρον και όχι μόνο πληροφοριακό),
χρονογραφήματα και παιδικά λογοτεχνικά βιβλία. 2) Μελέτες και άλλα έργα
θεωρητικού περιεχομένου που αφορούν πρόσωπα και θέματα της νεοελληνικής
λογοτεχνίας· δηλαδή: μελέτες, δοκίμια, εκδόσεις «Απάντων», εκδόσεις επιστολών,
βιβλιογραφίες. 3) Θεατρικά έργα που εκδόθηκαν αυτοτελώς και κρίθηκαν στη στήλη
των «Βιβλίων», συμπεριλαμβανομένων αρχαίων τραγωδιών που αποδόθηκαν στα νέα
ελληνικά. Με βάση τα παραπάνω, όσα βιβλία δεν ανήκουν στις προαναφερόμενες
κατηγορίες, ακόμα κι αν γι’ αυτά έχουν κάποτε συντάξει βιβλιοκρισίες τακτικοί

9
κριτικοί της Νέας Εστίας,3 δεν περιλαμβάνονται στα υπό εξέταση κριτικά σημειώματα
της παρούσα διατριβής.

2. Μεθοδολογία-ερευνητικά ερωτήματα

Η προσέγγιση του θέματος, λόγω και του προαναφερόμενου όγκου του υλικού (το
σύνολο των κριτικών σημειωμάτων αγγίζει τις 3.650, βλ. και Πίνακα 2), απαίτησε την
κατανομή της έρευνας σε διαφορετικά στάδια προκειμένου τα σημειώματα αρχικά να
καταγραφούν και στη συνέχεια να μελετηθούν.
Συνεπώς, ένα πρώτο στάδιο αποτέλεσε η αποδελτίωση του υλικού (σε
υπολογιστικά φύλλα excel) με στόχο να συγκεντρωθούν όλα τα βιβλιοκριτικά
σημειώματα λογοτεχνικής κριτικής της Νέας Εστίας στην εξεταζόμενη εξηκονταετία.
Ιδιαίτερα σημαντική στάθηκε σε αυτό το στάδιο η ψηφιοποίηση του περιοδικού από
το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ). Αξιοποιώντας έτσι τις δυνατότητες του ψηφιακού
αποθετηρίου –και παρά τις ελλείψεις τευχών από τον ιστότοπο του ΕΚΕΒΙ–4
επιτεύχθηκε η συγκέντρωση, καταγραφή και ταξινόμηση του υλικού σε πίνακες, με
συμπληρωματική επιτόπια έρευνα στις βιβλιοθήκες του Τομέα Μεσαιωνικών και
Νεοελληνικών Σπουδών του Α.Π.Θ. και της Κεντρικής Δημοτικής Βιβλιοθήκης
Θεσσαλονίκης, για όσα τεύχη δεν έχουν ψηφιοποιηθεί. Η μέθοδος που επιλέχθηκε για
τη συγκρότηση των πινάκων ήταν η χρονολογική καταγραφή (ανά έτος) των
βιβλιοκρισιών ανά κριτικό και κρινόμενο συγγραφέα. Οι πίνακες περιλαμβάνουν έτσι:
το έτος, τον τόμο, τον αριθμό κάθε τεύχους, τον κρινόμενο συγγραφέα, τον τίτλο του
κρινόμενου βιβλίου, το λογοτεχνικό είδος στο οποίο ανήκει, τις σελίδες του εκάστοτε
κριτικού σημειώματος,5 καθώς και το σύνολο των σελίδων που καταλαμβάνει η στήλη
των «Βιβλίων» σε κάθε τεύχος.

3
Συμβαίνει ορισμένες φορές, όπως θα αναφερθεί και στη συνέχεια, βασικοί συνεργάτες του περιοδικού
στους οποίους έχει ανατεθεί η κριτική μιας συγκεκριμένης κατηγορίας έργων, να γράφουν βιβλιοκριτικά
σημειώματα για διαφορετικές κατηγορίες, καθώς και για μη λογοτεχνικά βιβλία. Βλ. κεφ. 3. Το γεγονός
αποδεικνύεται επίσης από τους «Πίνακες» της διατριβής, στους οποίους διαχωρίζεται ο συνολικός
αριθμός των κριτικών σημειωμάτων που έχουν συντάξει σε σχέση με τον αριθμό των σημειωμάτων για
τα λογοτεχνικά έργα.
4
Από την ψηφιοποιημένη Νέα Εστία λείπουν συνολικά 181 τεύχη: 25-36, 265-276, 337-373, 436-438,
459, 485-491, 564-587, 626, 648-656, 658-671, 724, 746, 840, 870, 957, 1089-1091, 1145-1146, 1176-
1187, 1204-1211, 1356-1367, 1391, 1408-1415, 1470-1471, 1520, 1578, 1596, 1632, 1643, 1667, 1681,
1699. Βλ. και Βαρελάς, «Να μη βασκαθεί», ό.π. (σημ. 2).
5
Αναφέρομαι στις σελίδες που καταλαμβάνει το σημείωμα στο κάθε τεύχος, με βάση τη σελιδαρίθμηση
του περιοδικού.

10
Σε ένα δεύτερο στάδιο της έρευνάς μου, προσπάθησα να εξαγάγω με βάση τα
ποσοτικά δεδομένα των ολοκληρωμένων πινάκων, στατιστικά στοιχεία που
αφορούσαν: τον μέσο όρο των σελίδων της στήλης ανά δεκαετία, τον αριθμό των
κριτικών σημειωμάτων ανά έτος, τον αριθμό των κριτικών σημειωμάτων ανά κριτικό,
τον αριθμό των κρινόμενων βιβλίων ανά κριτικό και τον αριθμό των κρινόμενων
βιβλίων ανά είδος (βλ. Πίνακες 1-5 στις σσ. 229-235 της διατριβής). Η ποσοτική
ανάλυση των δεδομένων ήταν απαραίτητη για να σχηματιστεί μια κατά το δυνατόν
ολοκληρωμένη εικόνα της σημασίας που είχαν η στήλη και οι συνεργάτες της για τους
διευθυντές του περιοδικού.
Προκειμένου, ωστόσο, να διαπιστωθεί ακόμα πιο σφαιρικά και ολοκληρωμένα
η θέση της στήλης των κριτικών σημειωμάτων, πρωτίστως για τους διευθυντές της
Νέας Εστίας που ήταν οι κύριοι υπεύθυνοι για την πολιτική του περιοδικού ως προς
την άσκηση της κριτικής και την επιλογή των συνεργατών, κρίθηκε απαραίτητο σε ένα
τρίτο στάδιο να διερευνηθούν όσα στοιχεία υπήρχαν στη διάθεσή μας που θα
μπορούσαν να φωτίσουν πτυχές των επιλογών τους. Έτσι, πραγματοποίησα καταρχάς
έρευνα στο αρχείο του Πέτρου Χάρη που βρίσκεται στο ΕΛΙΑ (για την περιγραφή του
αρχείου και την αξιοποίηση των ευρημάτων βλ. κεφ. 2), καθώς επίσης, σε επόμενες
επισκέψεις, στα αρχεία του Τέλλου Άγρα και του Αντρέα Καραντώνη, δύο από τους
βασικότερους συνεργάτες του περιοδικού. Η καταγραφή των συμπερασμάτων που
προέκυψαν, κυρίως από τη μελέτη των επιστολών των προαναφερόμενων προσώπων,
οδήγησαν στο επόμενο στάδιο που αφορά την ποιοτική πλέον ανάλυση των
ερευνητικών δεδομένων.
Συνεπώς, στο τέταρτο στάδιο επιχειρήθηκε η μετάβαση από την ποσοτική στην
ποιοτική ανάλυση των στοιχείων, δηλαδή στην αναλυτική μελέτη των βιβλιοκρισιών
που περιλαμβάνονται στο πεδίο της έρευνας, προκειμένου να σχηματιστούν οι βασικοί
άξονες στους οποίους θα κινούνταν η εργασία. Βασική διαπίστωση ήταν πως η κριτική
του περιοδικού υπήρξε εν πολλοίς προσωποπαγής, με συνέπεια οι βασικοί άξονες να
διαμορφωθούν ως εξής: μελέτη του υλικού στη χρονολογική του σειρά με κεντρικό
άξονα τους κριτικούς του περιοδικού (με βασικό κριτικό για πολλά χρόνια και τον ίδιο
τον Χάρη).
Καθώς όμως η κριτική τους δραστηριότητα μέσω της στήλης των βιβλιοκρισιών
δεν ήταν η αποκλειστική τους ενασχόληση τόσο εντός όσο και εκτός της Νέας Εστίας,
κρίθηκε απαραίτητη η μελέτη και του συνόλου των πνευματικών τους δραστηριοτήτων
μέσα από άλλες στήλες. Μελετήθηκαν, έτσι, τα άρθρα τους (όσα αφορούσαν πρόσωπα

11
και έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, καθώς και θέματα κριτικής) στο κύριο σώμα
του περιοδικού, καθώς και τα σημειώματά τους σε άλλες στήλες του
«Δεκαπενθημέρου». Στο πέμπτο αυτό στάδιο, μελετήθηκε επιπλέον η στήλη
«Περιοδικά κι Εφημερίδες», στην οποία για αρκετά χρόνια (βλ. αναλυτικά κεφ. 2)
υπήρχε καταγραφή των βασικότερων διατυπωμένων κρίσεων από κριτικούς άλλων
περιοδικών κι εφημερίδων για νεοεκδοθέντα λογοτεχνικά έργα, παρέχοντάς μας έτσι
μια εποπτεία της υποδοχή τους από τον περιοδικό και ημερήσιο τύπο. Η χρησιμότητα
της στήλης (για το χρονικό διάστημα που παρείχε αυτές τις πληροφορίες) υπήρξε
σημαντικό ερευνητικό εργαλείο που μου επέτρεψε συγκρίσεις μεταξύ των
βιβλιοκρισιών της Νέας Εστίας και αντίστοιχες άλλων εντύπων.
Τέλος, στο έκτο στάδιο μετά την επεξεργασία των ποσοτικών και ποιοτικών
δεδομένων που προέκυψαν, όπως αναφέρθηκε, από τη μελέτη των πινάκων, των
βιβλιοκρισιών, των άρθρων των κριτικών του περιοδικού στο κύριο σώμα, των
σημειωμάτων τους στο «Δεκαπενθήμερο» και της στήλης «Περιοδικά κι Εφημερίδες»,
μελετήθηκε η βιβλιογραφία για μια σειρά θεμάτων που θα αποτελούσαν τα κεφάλαια
της εργασίας. Όπως θα διαπιστωθεί και από την ανάλυσή τους αμέσως παρακάτω,
συγκεντρώθηκε και μελετήθηκε βιβλιογραφία ελληνόγλωσση και ξενόγλωσση
αναφορικά με τη βιβλιοκρισία ως είδος της λογοτεχνικής κριτικής. Αξιοποιήθηκε
επίσης επιπλέον βιβλιογραφία σχετική με την κριτική της Νέας Εστίας, καθώς και με
τα πρόσωπα που την ασκούσαν. Μία από τις δυσκολίες που κλήθηκα να αντιμετωπίσω
στο σημείο αυτό ήταν η απουσία βιβλιογραφικών στοιχείων για αρκετούς από τους
κριτικούς του περιοδικού, και ιδίως τους νεότερους. Για τη μερική έστω κάλυψη του
κενού αυτού προσπάθησα να επικεντρωθώ στα κριτικά τους σημειώματα και στην
υπόλοιπη εργογραφία τους στο περιοδικό, για την εξαγωγή συμπερασμάτων
αναφορικά με τα αισθητικά και ιδεολογικά τους κριτήρια.
Η επεξεργασία του υλικού από το σύνολο των σταδίων της έρευνας οδήγησε με
τη σειρά της στη διατύπωση των βασικών ερευνητικών ερωτημάτων που θα
επιχειρηθεί να απαντηθούν στο πλαίσιο της εργασίας. Με βασικό αντικείμενο μελέτης
τα σημειώματα λογοτεχνικής κριτικής, το πρωταρχικό ερώτημα αφορά το είδος αυτό
του κριτικού λόγου. Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του; Μπορεί να σχηματιστεί
μια τυπολογία του είδους; Σε τι διαφέρει από συγγενή αλλά διακριτά είδη, όπως η
φιλολογική κριτική και το κριτικό άρθρο; Ποιος είναι ο ρόλος του κριτικού της
τρέχουσας λογοτεχνικής κριτικής; Τέλος, ποια είναι η σημασία του είδους στη μελέτη
της λογοτεχνίας γενικά και της νεοελληνικής ειδικότερα;

12
Εστιάζοντας στα κριτικά σημειώματα της Νέας Εστίας, αρχικά ζητούμενα είναι
η διερεύνηση της υποδοχής των έργων των σπουδαιότερων εκπροσώπων των
ελληνικών γραμμάτων, καθώς επίσης και η συνακόλουθη σχέση περιοδικού και
κριτικών με τα νέα ρεύματα και τις τάσεις τόσο στην ποίηση όσο και στην πεζογραφία.
Άλλα ερωτήματα είναι: ποια και σε ποιο βαθμό ήταν η συμβολή της στήλης της Νέας
Εστίας στη νεοελληνική κριτική για το λογοτεχνικό βιβλίο; Σε ποιο βαθμό επηρέασε
τη φιλολογική έρευνα και τις γραμματολογίες; Αν, πόσο και πώς συνέβαλε στη
διαμόρφωση του λογοτεχνικού κανόνα; Και τελικά, μπορεί πράγματι το περιοδικό
αυτό και η κριτική του στήλη να θεωρηθούν ένας καθρέφτης της πορείας της
νεοελληνικής κριτικής, όπου αποτυπώνονται οι εξελίξεις στον χώρο; Ή παρέμεινε, από
ένα σημείο και μετά, ένα συστημικό, «ακαδημαϊκό» έντυπο που οι εξελίξεις το
ξεπέρασαν;

3. Η δομή της εργασίας

Η διατριβή χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο τμήμα της απαρτίζεται από 5


κεφάλαια, τα Συμπεράσματα και ένα Παράρτημα 5 πινάκων. Στο Κεφάλαιο 1 («Η
επικαιρική κριτική») επιχειρείται ο προσδιορισμός του όρου της λογοτεχνικής κριτικής
και ο διαχωρισμός των ειδών της μέσω μιας διαχρονικής θεώρησής της. Εστιάζοντας
στο είδος της επικαιρικής λογοτεχνικής κριτικής, που αποτελεί και το αντικείμενο της
διατριβής, επιχειρείται να διερευνηθεί η συμβολή και ο ρόλος του κριτικού που
αντιπροσωπεύει αυτό το είδος, τόσο μέσα από τη διεθνή βιβλιογραφία (καθώς το θέμα
απασχόλησε, όπως θα διαπιστωθεί, πλήθος μορφών της παγκόσμιας πνευματικής
σκηνής) όσο και –κυρίως– μέσα από τις συζητήσεις που έλαβαν χώρα στον ελληνικό
πνευματικό χώρο. Ο διάλογος γύρω από το θέμα της κριτικής και την κρίση της είναι,
όπως θα διαπιστωθεί, διαχρονικός και ιδιαίτερα εκτενής, οπότε στόχος του πρώτου
κεφαλαίου είναι μέσα από την εποπτική ιστορική επισκόπηση να αποκαλυφθούν οι
βασικότερες πτυχές του.
Στο Κεφάλαιο 2 («Τα σημειώματα λογοτεχνικής κριτικής στη Νέα Εστία»)
εξετάζεται μια σειρά από ζητήματα που αφορούν τη θέση της στήλης στο περιοδικό,
τη σταθερότητά της, τη δομή της, την έκτασή της, καθώς επίσης τη μορφή των
κριτικών σημειωμάτων κ.ά. Διερευνώνται επίσης τα προγραμματικά σημειώματα των
διευθυντών, οι αρχές άσκησης της κριτικής όπως καταγράφονται σε αυτά, αλλά και οι
αντιδράσεις που προκαλούν. Τόσο οι αρχές άσκησης της κριτικής, όσο και τα ίδια τα

13
σημειώματα γίνονται αφορμή, όπως θα διαπιστωθεί, για διαμαρτυρίες, αντεγκλήσεις,
αλλά και εποικοδομητικές συζητήσεις γύρω από ποικίλα θέματα της νεοελληνικής
λογοτεχνίας και καθώς η Νέα Εστία κατέχει την πρωτοκαθεδρία των λογοτεχνικών
περιοδικών ο ρόλος των βιβλιοκρισιών της αποκτά, όπως φαίνεται, καθοριστική
σημασία στη διεξαγωγή του διαλόγου. Στην τελευταία ενότητα του κεφαλαίου
αξιοποιούνται οι επιστολές που εντοπίστηκαν στα αρχεία των Χάρη και Καραντώνη,
καθώς περιλαμβάνουν, ως επί το πλείστον, τις αντιδράσεις των κρινόμενων
συγγραφέων στην ασκούμενη κριτική, άλλοτε με τη μορφή παραπόνων και άλλοτε
ευχαριστιών.
Στο Κεφάλαιο 3 («Τα πρόσωπα της κριτικής») συντελείται η σταδιακή μετάβαση
στην αναλυτικότερη προσέγγιση των βιβλιοκριτικών σημειωμάτων μέσω των
προσώπων που τα συντάσσουν. Αφού αναφερθούν έτσι οι συνεργάτες της στήλης
(τακτικοί και έκτακτοι κριτικοί) γίνεται προσπάθεια να αναλυθούν τα βασικά
χαρακτηριστικά των σημειωμάτων των τακτικών μόνο συνεργατών, επιχειρείται
δηλαδή μια ανάδειξη της τυπολογίας των κριτικών σημειωμάτων. Δίνεται έμφαση σε
δύο βασικούς άξονες, στη μεθοδολογία του κάθε κριτικού και στο προσωπικό του ύφος
που τον διαχωρίζει από τους υπόλοιπους. Στόχος του κεφαλαίου είναι συνεπώς μια
πρώτη προσέγγιση των προσώπων της κριτικής της Νέας Εστίας βασισμένη στη δομή
των σημειωμάτων τους, στη μέθοδο και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που
παρουσιάζουν.
Στο κεφάλαιο 4 («Μια ιστορία της κριτικής πρόσληψης»), επιχειρείται η
βαθύτερη διείσδυση στην πνευματική προσωπικότητα των κριτικών του περιοδικού,
προκειμένου να διερευνηθούν τα αισθητικά και ιδεολογικά τους χαρακτηριστικά,
εκείνα δηλαδή που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διατύπωση των κρίσεων. Ο στόχος
του κεφαλαίου καθίσταται έτσι διττός: από τη μια η σκιαγράφηση των «πορτραίτων»
των κριτικών με βάση τα στοιχεία εκείνα που συντέλεσαν στην διαμόρφωση των
αισθητικών και ιδεολογικών τους πιστεύω, και από την άλλη η συγκρότηση μιας
εποπτικής ιστορίας της κριτικής πρόσληψης των κυριότερων συγγραφέων των
ελληνικών γραμμάτων. Η επιλεγείσα για το κεφάλαιο αυτό χρονολογική (με βάση το
χρονικό διάστημα κατά το οποίο ανέλαβαν τη θέση του τακτικού κριτικού-συνεργάτη)
προσέγγιση των κριτικών, μέσω της εστίασης στα βιβλιοκριτικά τους σημειώματα στο
κεφάλαιο, παρέχει, εκτός των άλλων, μια εικόνα της υποδοχής αντιπροσωπευτικών
συγγραφέων και των λογοτεχνικών ρευμάτων που εκπροσωπούν στον χώρο της
ποίησης και της πεζογραφίας, κατά το χρονικό άνυσμα των 60 ετών, δηλαδή σε

14
περιόδους κρίσιμων ιστορικοπολιτικών συγκυριών και ποικίλων καλλιτεχνικών
τάσεων. Επιμέρους θέματα που αναδεικνύονται είναι οι διαφοροποιήσεις ή μη των
κριτικών του ίδιου χρονικού διαστήματος σε ιδεολογικό και αισθητικό επίπεδο και η
στάση που τήρησαν μέσω της κριτικής τους στις κρίσιμες ιστορικές συνθήκες και στην
αποτύπωση αυτών στη λογοτεχνία.
Τέλος, στο Κεφάλαιο 5 («Eυστοχίες και αστοχίες της λογοτεχνικής κριτικής της
Νέας Εστίας στη διαχρονία») με βάση την προηγηθείσα διερεύνηση των αισθητικών
και ιδεολογικών κριτηρίων των συνεργατών κατά την άσκηση της κριτικής τους,
εξετάζεται η ευρύτερη στάση της Νέας Εστίας απέναντι σε ποικίλα ανακύπτοντα
ζητήματα. Μεταξύ αυτών η υποδοχή νεοεμφανιζόμενων συγγραφέων που
καθιερώθηκαν με τα χρόνια στον λογοτεχνικό κανόνα, η στάση της απέναντι σε
καθιερωμένες –τον καιρό άσκησης της κριτικής– μορφές της λογοτεχνίας, επίσης
απέναντι σε καλλιτεχνικές πρωτοπορίες και μια σειρά επιμέρους παρουσιαζόμενων
θεμάτων, όπως αυτό τη στρατευμένης τέχνης κ.ά. Οι ευστοχίες και αστοχίες της
στήλης θα οδηγήσουν στην εξαγωγή συμπερασμάτων για τη συμβολή του περιοδικού
στην εξέλιξη της νεοελληνικής λογοτεχνικής κριτικής.
Στην τελική ενότητα των Συμπερασμάτων παρουσιάζονται οι βασικές
διαπιστώσεις που προκύπτουν από τα ερευνητικά ερωτήματα που τέθηκαν σε κάθε
κεφάλαιο της διατριβής. Επιπλέον, ελέγχεται η επίτευξη των κεντρικών στόχων και
επισημαίνονται τα όρια της συνεισφοράς του πονήματος στην έρευνα.
Στο Παράρτημα της εργασίας περιλαμβάνονται, όπως ήδη αναφέρθηκε, πέντε
πίνακες που συγκεντρώνουν αριθμητικά δεδομένα [ο Πίνακας 1 περιλαμβάνει τον
μέσο όρο σελίδων της στήλης ανά δεκαετία· ο Πίνακας 2 τον αριθμό των κριτικών
σημειωμάτων ανά έτος· ο Πίνακας 3 τον αριθμό κριτικών σημειωμάτων ανά κριτικό,
για τους τακτικούς κριτικούς του περιοδικού· ο Πίνακας 4 τον αριθμό των κρινόμενων
βιβλίων ανά κριτικό, για τους τακτικούς κριτικούς του περιοδικού· ο Πίνακας 5 τον
αριθμό των κρινόμενων βιβλίων ανά είδος (ποίηση, πεζογραφία και μελέτες για
πρόσωπα και θέματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας)] που προέρχονται από την
επεξεργασία του αποδελτιωμένου περιεχομένου των υπολογιστικών φύλλων και
ενισχύουν, όπως θα διαπιστωθεί, την αναμφίβολη αξία της στήλης των βιβλιοκρισιών
του περιοδικού, την προσφορά των διευθυντών και των συνεργατών του, δικαιώνοντας
τήν επί σειρά ετών αδιάκοπη παρουσία της που την καθιστά πολύτιμο ερευνητικό
εργαλείο για την εξαγωγή πολλαπλών και πολύπλευρων συμπερασμάτων. Δικαιώνει
πρωτίστως την αντίληψη των διευθυντών για τον ρόλο του κριτικού «να μεσολαβεί με

15
ευφυία και στιλ ανάμεσα στο έργο και στο κοινό του»,6 όπως σημειώνει και ο Ντάνιελ
Μέντελσον ενενήντα περίπου χρόνια μετά την ίδρυση της Νέας Εστίας.
Το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει αποδελτιωμένο το σύνολο των βιβλιοκριτικών
σημειωμάτων του περιοδικού από το 1927 έως το 1987 (σε υπολογιστικά φύλλα, με το
πρόγραμμα excel). Το τμήμα αυτό (έκτασης περίπου 200 σελίδων) διατίθεται σε
ηλεκτρονική μορφή. Ο προαναφερόμενος τρόπος ταξινόμησης του υλικού (ανά
τεύχος, συντάκτη του κριτικού σημειώματος, του κρινόμενου συγγραφέα, του τίτλου
του κρινόμενου βιβλίου, του είδους του και των σελίδων που καταλαμβάνει το
σημείωμα στο τεύχος) έχει στόχο ο κατάλογος των βιβλιοκρισιών να είναι όσο το
δυνατό περισσότερο εύχρηστος, καθώς επίσης και να αποτυπώνει με ακρίβεια την
καταγραφή τους. Έτσι, διατηρήθηκαν επακριβώς τόσο τα ονόματα των κριτικών (όπως
θα αναφερθεί, κατά την περίοδο του Ξενόπουλου ο τρόπος υπογραφής τους διαφέρει
από την περίοδο συνδιεύθυνσης με τον Χάρη και εξής), όσο και η ορθογραφία των
τίτλων των κρινόμενων βιβλίων. Σε περιπτώσεις φανερών τυπογραφικών λαθών
διορθώθηκε η ορθογραφία, καθώς επίσης σε σπάνιες περιπτώσεις παράλειψης της
υπογραφής του κριτικού, προστέθηκε όταν η ταύτιση ήταν αναμφίβολα ορθή. Από
τους πίνακες μπορεί ο χρήστης να εξαγάγει συμπεράσματα και αριθμητικά δεδομένα
για μια σειρά επιμέρους θεμάτων, μεταξύ των οποίων για το διάστημα συνεργασίας
του κάθε κριτικού με το περιοδικό, τη συχνότητα σύνταξης σημειωμάτων, τον αριθμό
τους, ακόμα και τη μορφολογία τους (έτσι, προκειμένου να αποτυπωθεί η μορφή
εκείνη του σημειώματος στο οποίο περιλαμβάνονται περισσότερα του ενός κρινόμενα
βιβλία, τα ονόματα των κρινόμενων συγγραφέων καθώς και οι τίτλοι των βιβλίων
τοποθετούνται παρατακτικά στο ίδιο κελί) την έκτασή τους, καθώς και την έκταση της
στήλης σε κάθε τεύχος ελέγχοντας παράλληλα τις μεταβολές των παραπάνω (και
άλλων) στοιχείων μέσα στον χρόνο.

6
Ντάνιελ Μέντελσον, «Το μανιφέστο ενός κριτικού», The Athens Review of books, τχ. 69 (Ιανουάριος
2016) 37.

16
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Η επικαιρική κριτική7

1.1 Η διάκριση των ειδών της λογοτεχνικής κριτικής

«Η λέξη “κριτική” χρησιμοποιείται τόσο πλατιά, σε τόσα πολλά συμφραζόμενα –από


τα πιο οικεία ώς τα πιο αφηρημένα– ώστε, αν σκοπεύουμε να φθάσουμε σε διακρίσεις
ευμεταχείριστες, πρέπει να περιορισθούμε στη λογοτεχνική κριτική», σημειώνει ο
René Wellek.8 Πράγματι, ανατρέχοντας στην ιστορία του όρου και στην ελληνική λέξη
«κριτής» (=δικαστής) και «κριτικός» ως κριτής λογοτεχνίας, που πρωτοεμφανίστηκε
τον 4ο αιώνα π.Χ., διαπιστώνει κανείς τη μακραίωνη και σημαντική εξέλιξη που
έλαβαν οι παραπάνω έννοιες μέσα στον χρόνο. Σύμφωνα με τον Δημήτρη Ραυτόπουλο,
«η κριτική ανήκει στην κοινή λειτουργία της σκέψης που λέγεται κρίση: επιλογή,
αξιολόγηση, έλεγχος ιδεών, ιδίως αισθητικών. Κοινή είναι η ρίζα των δύο λέξεων
(κρίση, κριτική), και η αφετηρία τους τοποθετείται στις κωμωδίες του Αριστοφάνη».9
Ήδη λοιπόν από την αριστοφάνεια αφετηρία η λέξη «κριτική» συνδέεται, όπως ο ίδιος
σημειώνει, «με την έριδα, τη λογομαχία, τη διακωμώδηση, με την επικαιρότητα και το
λάθος».10

7
Το κεφάλαιο αυτό αποτέλεσε τη βάση της ομιλίας μου στο 13 ο Διεθνές Συνέδριο του Κέντρου
Ελληνικών Σπουδών (Seeger Center for Hellenic Studies) του πανεπιστημίοιυ του Princeton. Ευχαριστώ
θερμά και από τη θέση αυτή τον διευθυντή του Κέντρου κ. Δημήτρη Γόντικα, τον μεταδιδακτορικό
ερευνητή του πανεπιστημίου του Princeton Γιάννη Στάμο, καθώς και όλα τα μέλη της οργανωτικής
επιτροπής για τις ιδιαιτέρως εποικοδομητικές πρατηρήσεις τους που συνέβαλαν στην ανάπτυξη
τμημάτων του παρόντος κεφαλαίου.
8
René Wellek, «Ο όρος και η έννοια της λογοτεχνικής κριτικής», μετάφραση Λάμπρος Ξενίας,
Εκηβόλος, τχ. 1 (Χειμώνας 1978) 19 [στο εξής: Wellek, «Ο όρος και έννοια της λογοτεχνικής
κριτικής»]. Το σύνολο σχεδόν των μελετητών επισημαίνει την πολυσημία του όρου κριτική. Έτσι, όπως
υπογραμμίζει και ο Γιάννης. Ν. Παρίσης, «ο όρος κριτική τόσο στην ελληνική όσο και στην ξένη
βιβλιογραφία συμπεριλαμβάνει ένα ευρύτατο φάσμα δραστηριοτήτων σχετικών με την προσέγγιση και
τη μελέτη των λογοτεχνικών κειμένων. Αυτό το σημασιολογικό εύρος καθιστά ουσιαστικά αδύνατη
κάθε προσπάθεια για ακριβή ορισμό». Γιάννης Ν. Παρίσης, «Κριτική» στο: Λεξικό Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας, πρόσωπα-έργα-ρεύματα-όροι, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σ. 1170 [στο εξής: Παρίσης,
«Κριτική»]. Σε αντίστοιχη επισήμανση ο Παντελής Μπουκάλας αναφέρει ότι «το Μέγα Λεξικόν όλης
της ελληνικής γλώσσης του Δημητράκου αποθησαυρίζει δεκαοχτώ σημασίες του ρήματος “κρίνω”».
Βλ. Παντελής Μπουκάλας, «Τα πάθη μας, τα λάθη μας», Νέα Εστία, τχ. 1730 (Ιανουάριος 2001) 53.
9
Βλ. Δημήτρης Ραυτόπουλος, Κριτική της κριτικής, Αθήνα, Gutenberg, 2017, σσ. 9-10. Ο Ραυτόπουλος
επισημαίνει ότι οι λέξεις απαντώνται ιδιαίτερα στους Βατράχους. Διευκρινίζει επίσης ότι οι όροι
«κρίση» και «κριτική» εμφανίζονται στον Αθηναίο Αριστοφάνη, ενώ από την άλλη ο Αλεξανδρινός
Αριστοφάνης Βυζάντιος του 3ου-2ου αιώνα π.Χ. θεωρείται εισηγητής και θεμελιωτής της φιλολογικής
κριτικής και της φιλολογίας.
10
Ό.π., σσ. 9-10.

17
Με την ευρεία έννοια, η κριτική συνδέεται αναμφίβολα με τη διανοητική
λειτουργία του ανθρώπου, αποτελεί μια «φυσική δραστηριότητα του εγγράμματου
ανθρώπου. Οποιοσδήποτε συγκρίνει αυτό που βρίσκει σε ένα βιβλίο με το περιεχόμενο
της δικής του εμπειρίας, οποιοσδήποτε συγκρίνει ένα βιβλίο με ένα άλλο, έχει αρχίσει
να γίνεται κριτικός», επισημαίνει ο Graham Hough.11 Επιμέρους κατηγορία της
ευρείας, όπως επισημάνθηκε, έννοιας της κριτικής είναι η λογοτεχνική κριτική, η
οποία «περιλαμβάνει το διάλογο σχετικά με τις αρχές, τη θεωρία και την αισθητική
της λογοτεχνίας, τη γνωστή από το παρελθόν ποιητική και ρητορική». 12 Ωστόσο, και
η έννοια της λογοτεχνικής κριτικής, της περιγραφής δηλαδή των χαρακτηριστικών και
της αποτίμησης της αξίας των λογοτεχνικών έργων, περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα
διαφορετικών κατηγοριών που την καθιστά εξίσου πολύπλοκη και πολύπλευρη. O
Jeremy Hawthorn, εντάσσοντας και τον απλό αναγνώστη στη διαδικασία της
λογοτεχνικής κριτικής σημειώνει χαρακτηριστικά:

Η λογοτεχνική κριτική δεν είναι ομοιογενής, αλλά συμπυκνώνει ένα φάσμα διαφορετικών
δραστηριοτήτων και λειτουργιών. Όταν μιλάμε για τον λογοτεχνικό κριτικό μπορεί να μας
έρχεται φυσικά στο νου ένας ακαδημαϊκός δάσκαλος –αλλά θα πρέπει να θυμόμαστε ότι οι
κριτικοί βιβλίων, σύμβουλοι εκδοτικών οίκων, και ασφαλώς, και πάνω απ’ όλα, όλοι οι
αναγνώστες της λογοτεχνίας, εμπλέκονται σε κάποιες μορφές λογοτεχνικής κριτικής.13

Με βάση τα παραπάνω, οι τύποι της λογοτεχνικής κριτικής διαχωρίζονται τόσο


στην ελληνική όσο και στη διεθνή βιβλιογραφία, με τον αριθμό και τη σημασιολογική
διαφοροποίηση των ειδών να ποικίλλουν. Έτσι για παράδειγμα, αρκετοί είναι οι
μελετητές που αναγνωρίζουν τέσσερις βασικούς τρόπους άσκησης της λογοτεχνικής
κριτικής. Μεταξύ αυτών και ο Edward Said, ο οποίος διακρίνει έναν τύπο της στην
«πρακτική» κριτική, την κριτική δηλαδή σημειωματογραφία από τις στήλες των
εφημερίδων και των περιοδικών. Ένα δεύτερο είδος είναι η «πανεπιστημιακή
λογοτεχνική ιστορία», εννοώντας με τον όρο την επιμέρους φιλολογική επιστήμη, ενώ
ένα τρίτο είδος αφορά τη «λογοτεχνική αποτίμηση και ιστορία» ακαδημαϊκού τύπου,
όρος παραπλήσιος σημασιολογικά με τον προηγούμενο, που ωστόσο διαχωρίζεται από

11
Graham Hough, “An Essay on Criticism”, 1966, στο: Topics in Criticism, Arranged by Christopher
Butler and Alastair Fowler, Great Britain, Longman, 1971.
12
Καρτσάκης, Μεταπολεμική κριτική και ποίηση, ό.π. (σημ. 1), σ. 27.
13
Jeremy Hawthorn, Ξεκλειδώνοντας το κείμενο. Μια εισαγωγή στη Θεωρία της Λογοτεχνίας. Απόδοση
στα ελληνικά Μαρία Αθανασοπούλου, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σ. 56.

18
αυτόν όσο και από τον πρώτο στο ότι δεν περιορίζεται στους επαγγελματίες
συγγραφείς ή στους συγγραφείς με τακτική παρουσία. Τέλος, η τέταρτη κατηγορία
λογοτεχνικής κριτικής, σύμφωνα πάντα με τον Said, είναι η λογοτεχνική θεωρία, ένα
«σχετικά νέο», όπως το χαρακτηρίζει, αντικείμενο τουλάχιστον για τις Ηνωμένες
Πολιτείες Αμερικής, «στις οποίες παρουσιάστηκε αρκετά αργότερα από την
Ευρώπη».14
Τέσσερις τύπους κριτικού αναγνωρίζει αντίστοιχα και ο Eliot. Όπως και ο Said,
εντάσσει στην πρώτη κατηγορία τον «επαγγελματία κριτικό», αυτόν δηλαδή για τον
οποίο η λογοτεχνική κριτική αποτελεί τη βασική επαγγελματική του ιδιότητα. «Ο
κριτικός αυτός θα μπορούσε επίσης να αποκληθεί Σούπερ Βιβλιοκριτικός, διότι συχνά
είναι ο επίσημος κριτικός ενός περιοδικού ή μιας εφημερίδας και τα κείμενά του
γράφονται με την ευκαιρία της κυκλοφορίας κάποιου καινούριου βιβλίου». 15 Οι δύο
επόμενοι τύποι κριτικών είναι αφενός ο κριτικός που μιλά, όπως υποστηρίζει ο Eliot,
για συγγραφείς «που είναι αδίκως λησμονημένοι ή περιφρονημένοι», ενώ τρίτος είναι
ο Ακαδημαϊκός και Θεωρητικός κριτικός, μια διευρυμένη, κατά τον Eliot, κατηγορία
που εκτείνεται από τους «καθαρούς φιλολόγους» μέχρι τον «φιλοσοφικό κριτικό».
Τέλος, ο Eliot εντάσσει στην τέταρτη κατηγορία τους κριτικούς των οποίων η κριτική
δραστηριότητα είναι «παραπροϊόν της δημιουργικής τους δράσης»,16 εννοώντας
κυρίως τον κριτικό που είναι και ποιητής.
Συμπεραίνοντας από τα παραπάνω, παρά την αριθμητική και σημασιολογική
διαφοροποίηση ορισμένων τύπων κριτικής από τους μελετητές, κοινή είναι, όπως
διαπιστώνεται, η αναγνώριση μιας βασικής κατηγορίας λογοτεχνικής κριτικής, αυτής
δηλαδή που ασκείται από τις στήλες φιλολογικών περιοδικών και εφημερίδων, μέσω

14
Edward Said, Ο κόσμος, το κείμενο και ο κριτικός, μτφρ. Λίζυ Εξαρχοπούλου, επιμ. Γιώργος
Μερτίκας, Αθήνα, Scripta, 2004, σ. 11.
15
Τ. Σ. Έλιοτ, «Ας κρίνουμε τον κριτικό», στο: Οι φωνές της ποίησης, μετάφραση Άρης Μπερλής,
Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2013, σ. 219. Ο Eliot διαχωρίζει κατηγορηματικά τον
εαυτό του από τον τύπο αυτόν του επαγγελματία κριτικού, «τον συγγραφέα δηλαδή του οποίου η
λογοτεχνική κριτική είναι ο κυριότερος, ή ο μόνος, συγγραφικός του τίτλος». Ως πρότυπο αυτού του
τύπου κριτικού αναγνωρίζει τον Γάλλο κριτικό Σαιν-Μπεβ, τον οποίο θεωρεί ως έναν αποτυχημένο
δημιουργικό συγγραφέα. Θεωρεί ωστόσο, ότι ο επαγγελματίας κριτικός δεν είναι κατ’ ανάγκη ένας
αποτυχημένος συγγραφέας. Όπως σημειώνει ο Frank Kermode, «στο Για να κρίνουμε τον κριτικό, μια
διάλεξη που έδωσε στο Πανεπιστήμιο του Leeds, ο Έλιοτ αναπολεί τη σταδιοδρομία του ως κριτικού,
τοποθετώντας τον εαυτό του στην κατηγορία εκείνη στην οποία η κριτική είναι ένα παραπροϊόν του
δημιουργικού έργου του συγγραφέα της, και ιδιαίτερα του κριτικού που είναι και δημιουργός», Τ. Σ.
Έλιοτ, Δοκίμια για την ποίηση και την κριτική (1919-1961-Επιλογή), μετάφραση-επιμέλεια Στέφανος
Μπεκατώρος, Αθήνα, Ηριδανός, 1983 [στο εξής: Έλιοτ, Δοκίμια για την ποίηση και την κριτική].
16
Ό.π., σ. 223.

19
των κριτικών που «οι Εγγλέζοι ονομάζουν “book reviewers”».17 Να σημειωθεί ότι για
τον όρο «βιβλιοκρισία», ο René Wellek παρατηρεί ότι μόλις τον δέκατο έβδομο αιώνα
συμβαίνει «η διαστολή του όρου criticus»18 ώστε να περιλαμβάνει το όλο σύστημα της
λογοτεχνικής θεωρίας και συνάμα ό,τι σήμερα καλούμε πρακτική κριτική (practical
criticism) και τρέχουσα βιβλιοκρισία».19
Ανεξαρτήτως του ορισμού που δίνεται, τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού του
τύπου κριτικής παρουσιάζονται, όπως διαπιστώθηκε, ως εξής: ο συνεργάτης του
εντύπου ασκεί επαγγελματικά (συνήθως) την ιδιότητά του ως κριτικός των προσφάτως
εκδομένων βιβλίων με σύντομα σχετικά σε έκταση σημειώματα (στο πλαίσιο του
περιορισμένου χώρου των ειδικών στηλών των εφημερίδων και των περιοδικών) που
περιλαμβάνουν συνήθως σχόλια και αισθητικές αποτιμήσεις για το παρουσιαζόμενο
έργο και την προσωπικότητα του συγγραφέα. Ο τύπος αυτός του κριτικού «θα πιάσει
στα χέρια του και θα ξεφυλλίσει πρώτος τα έργα που μόλις κυκλοφόρησαν, χωρίς
καμιά γνώμη, καμιά ουσιαστική συζήτηση να έχει προηγηθεί», 20 όπως σημειώνει και
η Ελισάβετ Κοτζιά. Πρότυπο αυτής της κατηγορίας κριτικού –και σύμφωνα με την
πλειονότητα των μελετητών, θεμελιωτής της νεότερης λογοτεχνικής κριτικής–
θεωρείται ο Γάλλος Sainte-Beuve. Η επίδρασή του στη διαμόρφωση των
χαρακτηριστικών της κατηγορίας της επικαιρικής κριτικής αξιολογείται διεθνώς ως
καθοριστική. Σημαντική είναι δε και η αναγνώρισή του ανάμεσα στους περισσότερους
Έλληνες ομοτέχνους του, μεταξύ των οποίων και στον διευθυντή της Νέας Εστίας,

17
Ελισάβετ Κοτζιά, «Ο κριτικός της τρέχουσας λογοτεχνικής παραγωγής», Ποίηση, τχ. 11 (1998) 219
[στο εξής: Κοτζιά, «Ο κριτικός της τρέχουσας λογοτεχνικής παραγωγής»]. Συνηθισμένη είναι στην
ελληνική και ξένη βιβλιογραφία και η χρήση του όρου «δημοσιογραφική κριτική», για «τον σχολιασμό
ενός λογοτεχνικού έργου και του συγγραφέα του σε ένα ειδικό περιοδικό ή εφημερίδα σε σχετικά μικρό
χρονικό διάστημα από τη δημοσίευσή του, δηλαδή όσο διατηρεί ακόμη την επικαιρότητά του». Βλ.
Γιώργος Βελουδής, «Πόσο κριτική είναι η “λογοτεχνική κριτική”;», Το Βήμα (12.3.2000) [στο εξής:
Βελουδής, «Πόσο κριτική είναι η “λογοτεχνική κριτική”;].
18
Ο όρος «criticus» (κριτικός) εμφανίζεται, σύμφωνα με τον Wellek, σε αντίστιξη με τον όρο
«γραμματικός» σε χαμένη πραγματεία του Γαληνού σχετική με τον αν μπορεί να είναι κάποιος
«κριτικός» και συνάμα «γραμματικός». Βλ. Wellek, ««Ο όρος και η έννοια της λογοτεχνικής κριτικής»,
ό.π. (σημ. 8), σ. 20.
19
Ό.π., σ. 21.
20
Κοτζιά, «Ο κριτικός της τρέχουσας λογοτεχνικής παραγωγής», ό.π. (σημ. 17), σ. 219. Παρά τις
αναμφισβήτητες δυσκολίες που καλείται να αντιμετωπίσει ο κριτικός της τρέχουσας λογοτεχνικής
παραγωγής και παρά την αξία της προσφοράς του, όπως συνοψίζονται από την Κοτζιά, «το πεδίο της
καλλιτεχνικής αξιολόγησης υπήρξε και παραμένει εξαιρετικά αμφιλεγόμενο». Στην πρόσφατη μελέτη
της η Κοτζιά επισημαίνει ότι «ζητήματα όπως το εάν η λογοτεχνική αποτίμηση αποτελεί ενέργεια
σκόπιμη και εγχείρημα εφικτό, και με τι είδους κριτήρια πραγματοποιείται, συνέστησαν περιοχή
ισχυρότατων συγκρούσεων». Ελισάβετ Κοτζιά, Ελληνική πεζογραφία 1974-2010. Το μέτρο και τα
σταθμά, Αθήνα, Πόλις, 2020, σσ. 21-22. Περισσότερα για το θέμα των συγκρούσεων μεταξύ κριτικών
και κρινόμενων βλ. και παρακάτω, ενότητα 2.4.

20
Ξενόπουλο, ο οποίος μνημονεύει συχνά, όπως επισημαίνει η Φαρίνου, γνωστούς
κριτικούς των γαλλικών κυρίως εφημερίδων.21
Αξιοσημείωτο είναι ότι ορισμένοι μελετητές διαχωρίζουν τη βιβλιοκρισία ως
επιμέρους είδος και σε περαιτέρω κατηγορίες και κυρίως –ανάλογα με τον τύπο του
αναγνωστικού κοινού του εντύπου– σε λογοτεχνική και φιλολογική που δημοσιεύεται
σε ανάλογου χαρακτήρα έντυπα. «Η λογοτεχνική απευθύνεται στο ευρύ κοινό των
αναγνωστών ποίησης, πεζογραφίας, δοκιμίων και άλλων συναφών λογοτεχνικών
ειδών, ενώ η φιλολογική, συνήθως πιο εκτεταμένη, στο ειδικό επιστημονικό κοινό των
φιλολόγων».22
Άμεσα σχετιζόμενο με τη διάκριση των τύπων της λογοτεχνικής κριτικής και
ειδικότερα με τον βιβλιοκριτικό ενός φιλολογικού περιοδικού ή/και μιας εφημερίδας
είναι η αντίληψη του ρόλου και της προσφοράς του στην πνευματική ζωή, με
συνεπαγόμενη την αντίληψη για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του που καθορίζουν την
κριτική εργασία του.

1.2 Ο ρόλος του κριτικού της τρέχουσας λογοτεχνικής παραγωγής

Συνεπώς, η σημασία που αποδίδουν τόσο οι μελετητές όσο και οι ίδιοι οι κριτικοί
διαχρονικά στον ρόλο και την προσφορά του κριτικού της τρέχουσας λογοτεχνικής
παραγωγής και κατ’ επέκταση της βιβλιοκρισίας ως είδος της λογοτεχνικής κριτικής,
ποικίλλει. «Η αξία του επικαιρικού κριτικού λόγου, της βιβλιοκρισίας, έχει εκτιμηθεί
σήμερα», σημειώνει ο Καρτσάκης, υποστηρίζοντας ότι «η εν θερμώ εκφρασμένη
άποψη του κριτικού διασώζει τις πρώτες αντιδράσεις απέναντι στα έργα και συνιστά
μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία εποχής για τον μελετητή. Οι βιβλιοκρισίες αποτελούν την
πρώτη ύλη για τη λογοτεχνική έρευνα και την ιστορία της Λογοτεχνίας, τμήμα
αναπόσπαστο της λογοτεχνικής γραφής».23

21
Γρηγόριος Ξενόπουλος, Επιλογή κριτικών κειμένων, ανθολόγηση-εισαγωγή-επιμέλεια: Γ. Φαρίνου-
Μαλαματάρη, Αθήνα, Αδελφοί Βλάσση, 2002, σ. 15 [στο εξής: Φαρίνου, Ξενόπουλος: επιλογή κριτικών
κειμένων]. Η Φαρίνου σημειώνει: «Επισημαίνω τους σύγχρονους του Ξενόπουλου ξένους συγγραφείς
που γράφουν κριτική και έχουν ένα όνομα στην Ελλάδα, όπως ο Ανατόλ Φρανς, είτε γνωστούς κριτικούς
των γαλλικών κυρίως εφημερίδων, όπως ο Λεμαίτρ ή ο Σαρσέ, που τους μνημονεύει ο Ξενόπουλος. Ο
Γουέλλεκ σημειώνει ότι ο Φρανς και ο Λεμαίτρ ακολουθώντας τον Σαιν Μπεβ καλλιέργησαν το κριτικό
σκίτσο, που αποτελείται από ένα “φαινομενικά άτεχνο μωσαϊκό αναμνήσεων και γνωμών, όμως
εξυπηρετεί πολύ καλά το σκοπό του”. […] Γι’ αυτούς το καθήκον της κριτικής δεν είναι μια “διανοητική
κατανόηση της τέχνης” και συγκρότηση θεωρίας, όσο “ο καθορισμός και η διαμόρφωση του γούστου”».
22
Αλέξης Ζήρας, «Βιβλιοκριτική ή λογοτεχνική κριτική», στο: Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας,
πρόσωπα-έργα-ρεύματα-όροι, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σ. 289 [στο εξής: Ζήρας, «Βιβλιοκριτική»].
23
Καρτσάκης, Μεταπολεμική κριτική και ποίηση, ό.π. (σημ. 1), σ. 29.

21
Το εάν και κατά πόσο σήμερα η εκφρασμένη αντίληψη του Καρτσάκη για τον
ρόλο της βιβλιοκρισίας και την αναγνώρισή του έχει εν πολλοίς καθιερωθεί, παραμένει
ένα ζήτημα προς διερεύνηση. Χαρακτηριστική είναι έτσι η διαπίστωση της Phillipa K.
Chong για τη δραματική μείωση των βιβλιοκριτικών στηλών των εφημερίδων και των
περιοδικών (με αναφερόμενα παραδείγματα αυτά των Los Angeles Times, Chicago
Sun-Times και New York Times),24 που οφείλεται στη σταδιακή και σταθερή ανάδειξη
των ερασιτεχνών κριτικών έναντι των παραδοσιακών. Όπως σημειώνει η Chong, η
ανάδειξη αυτή οδηγεί στο εξής ερώτημα από την πλευρά των αναγνωστών: «Γιατί θα
πρέπει να προσέχουμε αυτό που έχουν να πουν οι επαγγελματίες κριτικοί όταν
μπορούμε να πάρουμε πληροφορίες για βιβλία σε μυριάδες άλλους χώρους; Αν οι
αναγνώστες μπορούν να μπουν στον ιστότοπο της Amazon και να διαβάσουν πενήντα
κριτικές απλών ανθρώπων τι ανάγκη έχουμε από επαγγελματίες βιβλιοκριτικούς»; 25
Κοινή, εν μέρει, με τη διαπίστωση της Chong είναι και η αντίστοιχη του Michael
Brenson, ο οποίος αναφερόμενος στην κρίση της δημοσιογραφικής κριτικής26
παρατηρεί ότι «η τεράστια επίδραση του είδους αυτού λαμβάνεται», στην Αμερική
τουλάχιστον, «ως δεδομένη, ανάμεσα στους καλλιτέχνες, ωστόσο γενικές συζητήσεις
για το συγκεκριμένο πεδίο κριτικής σπάνια λαμβάνουν χώρα, και ιδιαίτερα στον
ακαδημαϊκό κόσμο μόνο οι πιο γενναιόδωροι μελετητές της συμπεριφέρονται [στη
δημοσιογραφική κριτική] με σεβασμό».27
Οι προααναφερόμενες διφορούμενες απόψεις για την αναγνώριση της συμβολής
και προσφοράς του κριτικού της τρέχουσας λογοτεχνικής παραγωγής στις μέρες μας,
αντικατοπτρίζουν απόλυτα τα ποικίλα στάδια αμφισβήτησης από τα οποία
αναμφίβολα πέρασε ο κριτικός αυτού του είδους, καθώς στην ιστορία των γραμμάτων
υπήρξε ανέκαθεν ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο. «Επί έναν σχεδόν αιώνα, η κριτική ως
νέο είδος σε σύγκριση με την τέχνη βρισκόταν σε δεύτερη μοίρα (ή σε ανυποληψία)»,28

24
Για τους New York Times η Chong παρατηρεί ότι είναι «η τελευταία εναπομείνασα εφημερίδα της
Βόρειας Αμερικής που διατηρεί έναν ανεξάρτητο τομέα βιβλιοκριτικών σημειωμάτων». Ωστόσο, η ίδια
η εφημερίδα, κατά την Chong, επισήμανε ότι «το βασικό ερώτημα αναφορικά με τη δημοσιογραφική
κριτική της άλλαζε σταδιακά από το: αξίζει αυτό το βιβλίο κριτική; Στο: Αξίζει αυτό το βιβλίο κάλυψη;
Με το τελευταίο ερώτημα να προτείνει ουσιαστικά ένα άνοιγμα σε διαφορετικά μέσα σχολιασμού των
βιβλίων». Βλ. Phillipa K. Chong, Inside the critics’ circle, Book reviewing in uncertain times, United
States of America, Princeton University Press, 2020, σ. 2 [στο εξής: Chong, Inside the critics’ circle].
25
Chong, Inside the critics’ circle, ό.π. (σημ. 24), σ. 2.
26
“Crisis in journalistic criticism” είναι ο όρος που χρησιμοποιεί ο Brenson, κατ’ αντιστοιχία με τις
ελληνικές συζητήσεις για την «κρίση της κριτικής».
27
Michael Brenson, The crisis of criticism, New York, New Press, 1998, σ. 2.
28
Χ. Λ. Καράογλου, «Η κριτική της κριτικής», στο: Για μια ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας του
εικοστού αιώνα-προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα, επιμ. Αγγέλα Καστρινάκη, Αλέξης

22
υπογραμμίζει ο Καράογλου, με αποτέλεσμα η πορεία για την αναγνώριση της
προσφοράς του κριτικού να γνωρίσει διακυμάνσεις και να προκαλέσει θεωρητικές
συζητήσεις και αντιδικίες (όχι μόνο μεταξύ κριτικών και κρινόμενων, αλλά και μεταξύ
των ίδιων των κριτικών). Η πιο συνηθισμένη μορφή συζήτησης γύρω από τον ρόλο
του και τα βασικά χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας και της δραστηριότητάς του,
υπήρξε εκείνη που περιστρέφεται γύρω από το δίπολο του κριτικού ως δημιουργού
από τη μια πλευρά και ως αποτυχημένου συγγραφέα από την άλλη.
Από τις πιο χαρακτηριστικές ίσως εκφράσεις του παραπάνω δίπολου είναι η
περίπτωση του διαλογικής μορφής έργου του Oscar Wilde, Ο κριτικός ως
δημιουργός,29 στο οποίο μέσα από τη συζήτηση των συνομιλητών και τις αντιρρήσεις
που διατυπώνει ο ένας εξ αυτών, αναδεικνύεται ο σημαντικός ρόλος του κριτικού, με
βασικό πρότυπο τον Αριστοτέλη και την Ποιητική του, ως ένα «τέλειο έργο αισθητικής
κριτικής». Βασικό, θα λέγαμε, συμπέρασμα αποτελεί η εξής φράση: «Ένας αιώνας που
δεν παράγει κριτική ή είναι ένας αιώνας του οποίου η τέχνη είναι στατική, ιερατική
και περιορισμένη στην αναπαραγωγή μορφικών τύπων, ή είναι ένας αιώνας χωρίς
καθόλου τέχνη».30 Ως ένα από τα χαρακτηριστικά του κριτικού, όπως το προβάλλει ο
Wilde διά στόματος του ενός εκ των συμμετεχόντων στον διάλογο, είναι η πνευματική
καλλιέργεια:

Οι κριτικοί κατά κανόνα –μιλώ φυσικά για την ανώτερη τάξη, γι’ αυτούς που γράφουν στις
ακριβότερες εφημερίδες– είναι πολύ πιο καλλιεργημένοι από τους συγγραφείς των οποίων

Πολίτης, Δημήτρης Τζιόβας, Ηράκλειο, ΠΕΚ/Μουσείο Μπενάκη, 2012, σ. 98 [στο εξής: Καράογλου,
«Η κριτική της κριτικής»].
29
Ο πρωτότυπος τίτλος του έργου: Critic as artist (1890). Τα πρόσωπα του διαλόγου είναι οι Έρνεστ
και Γκίλμπερτ.
30
Όσκαρ Ουάιλντ, Ο κριτικός ως δημιουργός, μετάφραση Σπύρος Τσακνιάς, Αθήνα, στιγμή, 1984, σ.
39 [στο εξής: Ουάιλντ, Ο κριτικός ως δημιουργός]. Την άποψη αυτή του Wilde για τη ζωτικής σημασίας
σύνδεση τέχνης και κριτικής, καθώς και για τη σύνδεση της κριτικής με την εποχή της συμμερίζονται
πολλοί μελετητές, που βλέπουν την υποβάθμιση της κριτικής ως υποβάθμιση της τέχνης και
αντιστρόφως. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει η Τιτίκα Δημητρούλια, «η κριτική υποβαθμίζεται
επειδή ακριβώς υποβαθμίζεται και η λογοτεχνία». Βλ. Τιτίκα Δημητρούλια, «Για την κριτική
λογοτεχνίας», Φρέαρ, τχ. 10 (Ιανουάριος 2015). Για τη σχέση της λογοτεχνικής κριτικής με την εποχή
της ο Έλιοτ υποστηρίζει ότι «η λογοτεχνική κριτική αλλάζει ανάλογα με τις εποχές και την ίδια την
ποίηση». Βλ. Νίκος Κολοβός, «Ο κριτικός κι η κριτική», Η λέξη, τχ. 43 (Μάρτης-Απρίλης 1985) 307-
313. Στην «ιδιοτέλεια» της κριτικής αποδίδει ο Λευτέρης Παπαλεοντίου την εξάρτησή της από την
εκάστοτε εποχή. «Η κριτική, η κάθε είδους κριτική, είναι πολύ πιο σκόπιμη και ιδιοτελής από την ίδια
τη λογοτεχνία και επομένως περισσότερο προσδεδεμένη στην εποχή που τη γέννησε». Ελευθέριος
Παπαλεοντίου, Κυπριακή λογοτεχνική κριτική. Τα πρώτα βήματα (1878-1925). Αδημοσίευτη
Διδακτορική Διατριβή, ΑΠΘ – Τμήμα Φιλολογίας 1994, σ. 16. Επισημαίνει, επιπλέον, ότι ανάλογες
παρατηρήσεις για τη σύνδεση λογοτεχνικής κριτικής και κοινωνικής ιστορίας διατυπώνει και ο Wellek
αφορμώμενος από την αντίστοιχη διαπίστωση του Bernard Smith (Forces in American Criticism: A
study in the History of American Literary Thought, 1939).

23
τα βιβλία καλούνται να κρίνουν. Αυτό βεβαίως δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει. Γιατί η
κριτική απαιτεί απείρως περισσότερη καλλιέργεια από τη δημιουργία.31

Εκτός από τον Wilde ο οποίος αναγνωρίζει την πνευματική καλλιέργεια του
κριτικού της τρέχουσας λογοτεχνικής παραγωγής και την καθοριστική σημασία της
κριτικής του για την προαγωγή κάθε μορφής τέχνης, πολλοί μελετητές τάσσονται με
τη γνώμη του για την αξία της προσφοράς του και παραθέτουν μια σειρά περαιτέρω
χαρακτηριστικών του. Έτσι, παραλληλιζόμενος άλλοτε με εκτιμητή έργων τέχνης που
«είναι ο πρώτος που θα αξιολογήσει τον αδιαφοροποίητο σωρό», 32 άλλοτε με
«ξεναγό» της λογοτεχνίας,33 και άλλοτε παρουσιαζόμενος ως ισάξιος του δημιουργού
πρωτότυπων λογοτεχνικών έργων (ή και ανώτερος κατά περίσταση), καθώς η κριτική
προέρχεται όπως κι η λογοτεχνική δημιουργία από το ακαθόριστο υποσυνείδητο, η
προσφορά του θεωρείται συχνά αντίστοιχη με αυτήν του πνευματικού οδηγού.
Ο συνεργάτης κριτικός των εφημερίδων και των περιοδικών γίνεται «πρόδρομος
που κατευθύνει και διαμορφώνει το γούστο του κοινού∙ αυτός το προσανατολίζει το
κοινό αποτελώντας την ενδιάμεση τάξη ανάμεσα στο μεγάλο πλήθος και στον
δημιουργό».34 Η εργασία του λαμβάνει κάποτε διαστάσεις «μάχης με τη διάρκεια,
κατά τη διατύπωση της κρίσης του για ένα έργο, και ελπίζει να δικαιωθεί από τη θέση
που πρόκειται να λάβει το κρινόμενο έργο μέσα στο πέρασμα του καιρού».35
Σημαντικό είναι και το ζήτημα του βαθμού της επίδρασης και του ρόλου του στην
εξέλιξη του δημιουργού, κατά πόσο δηλαδή η κριτική του παρέμβαση βοηθά τον
συγγραφέα να βελτιωθεί, εντοπίζοντας τα λάθη του και τις αδυναμίες του. Σε αυτή την
περίπτωση θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ο κριτικός δεν αναλαμβάνει
διαμορφωτικό ρόλο μόνο για το ευρύ κοινό αλλά και για την πορεία του ίδιου του
συγγραφέα.

31
Ουάιλντ, Ο κριτικός ως δημιουργός, ό.π. (σημ. 30), σ. 41.
32
Κοτζιά, «Ο κριτικός της τρέχουσας λογοτεχνικής παραγωγής», ό.π. (σημ. 17), σ. 220.
33
Αλέξανδρος Αργυρίου, Κείμενα περί κειμένων, Αθήνα, Σοκόλης, 1995, σ. 79.
34
Δ. Νικολαρεΐζης, «Σκέψεις για την κριτική», στο: Δοκίμια Κριτικής, Αθήνα, Πλέθρον, 1983, σ. 126.
35
Στρατής Πασχάλης, «Κριτικές ελευθερίες στον Σεφέρη και στον Ελύτη», Νέα Εστία, τχ. 1730
(Ιανουάριος 2001) 73. Αντίστοιχη άποψη για τη μάχη του κριτικού με τον χρόνο εκφράζει και ο
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, σημειώνοντας ότι: «η ευστοχία ή αστοχία της κριτικής της λογοτεχνίας είναι
η αμφίστομη απόρροια ενός και του αυτού στοιχήματος: της αναμέτρησης του κριτικού με τον χρόνο,
ή, για να πω το ίδιο πράγμα με διαφορετικά λόγια, της τύχης που θα βρουν τα κείμενά του στο μέλλον
-όταν θα κριθούν μαζί με τα πρωτότυπα έργα που παρακολούθησαν και σχολίασαν κατά καιρούς,
άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο συστηματικά». Βλ. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Το παιχνίδι
της μακράς διάρκειας», Νέα Εστία, τχ. 1730 (Ιανουάριος 2001) 64.

24
Στις δυσκολίες της αποστολής του εντάσσεται, όπως αναγνωρίζει και ο Γιάννης
Χατζίνης, η απουσία προγενέστερων κρίσεων που ενδέχεται συχνά να οδηγεί σε
μελλοντική διάψευση των αρχικά διατυπωμένων αισθητικών αποτιμήσεων:

Για τον ίδιο τον κριτικό είναι τρομερά δύσκολο να μιλάει για τους συγχρόνους του, που το
έργο τους δεν έχει ακόμα συντελεστεί. Ο κριτικός που μιλάει για ζωντανούς συγγραφείς,
είναι σα να περπατάει πάνω σ’ ένα τεντωμένο σύρμα, που τίποτα δεν τον βεβαιώνει για την
στερεότητά του. Σε ό,τι θα πει είναι πολύ πιθανόν να διαψευσθεί από τη μια μέρα στην
άλλη. Τίποτε πιο απρόοπτο από την καλλιτεχνική δημιουργία.36

Η συζήτηση συνεπώς γύρω από τον ρόλο του κριτικού, και ειδικότερα του
κριτικού της τρέχουσας λογοτεχνικής παραγωγής, έλαβε κυρίως τη μορφή
αντιπαράθεσης μεταξύ της τέχνης και της κριτικής, με την πρώτη να κερδίζει συχνά
την υπεροχή και ο κριτικός να θεωρείται πολλές φορές ένας αποτυχημένος
συγγραφέας. Έτσι, στην αντίθετη πλευρά των προαναφερόμενων θετικών
χαρακτηριστικών του, ο υποκειμενισμός της εργασίας του θεωρείται ως μία από τις
βασικότερες αιτίες αμφισβήτησής της. Η επικαιρική κριτική «ενδέχεται να αποσιωπά,
να αδιαφορεί, να μεροληπτεί. Άλλοτε εκφράζει την απόλυτη διάθεση του κρίνοντος
υποκειμένου, εξελίσσεται σε έναν αυθαίρετο και εξουσιαστικό λόγο»,37 παρατηρεί ο
Καρτσάκης. Ο υποκειμενισμός της κριτικής (η ιμπρεσσιονιστική κριτική, όπως συχνά
ονομάζεται) και η εκδήλωση του προσωπικού αισθητικού γούστου του κριτικού μέσω
αυτής αποτελούν ένα από τα βασικότερα μειονεκτήματά της, σύμφωνα με τους
μελετητές. Εστιάζοντας στη συνήθη σύνδεση της υποκειμενικότητας της κριτικής με
μια αδόμητη έκφραση αισθητικών προτιμήσεων, ο Roland Barthes σημειώνει:

Όπως συμβαίνει με τον συγγραφέα, η αναμόρφωση που ο κριτικός αποτυπώνει στο


αντικείμενό του είναι πάντα κατευθυνόμενη. Ποια είναι αυτή η κατεύθυνση; Κείνη της
υποκειμενικότητας, που την έκαναν για τον νέο κριτικό σωστή σπαζοκεφαλιά; Συνήθως
μιλώντας για “υποκειμενική” κριτική, εννοούν ένα λόγο αφημένο στην πλήρη διάκριση
ενός υποκειμένου, που δεν λογαριάζει καθόλου το αντικείμενο, και που το υποθέτουν (για

36
Γιάννης Χατζίνης, «Αλήθειες της αυτοκριτικής», Νέα Εστία, τχ. 1147 (15.4.1975) 502.
37
Καρτσάκης, Μεταπολεμική κριτική και ποίηση, ό.π. (σημ. 1), σ. 29.

25
να το κατακεραυνώσουν καλύτερα) καταδικασμένο στην αναρχική και φλύαρη έκφραση
ατομικών συναισθημάτων.38

Γενικότερα, από την αντίληψη του Harold Bloom για τη σύνδεση της άσκησης
της κριτικής με την επιδίωξη εξουσίας από την πλευρά του κριτικού,39 μέχρι τις
«βιβλιοκρισίες-μάρκετινγκ» που δημιουργούν το ύποπτο φαινόμενο των best sellers,40
ο κριτικός έχει διαχρονικά κατηγορηθεί και αμφισβητηθεί. Ακόμα και σημαντικοί
ποιητές και πεζογράφοι της ελληνικής και ξένης πνευματικής ζωής που άλλοτε
περιστασιακά άλλοτε συστηματικότερα άσκησαν και οι ίδιοι κριτική από τις στήλες
περιοδικών κι εφημερίδων, στάθηκαν επιφυλακτικοί απέναντι στον ρόλο τους
υποβαθμίζοντας τη σημασία της κριτικής έναντι της τέχνης. Όπως παρατηρεί κι ο
Παντελής Μπουκάλας, «μια εκδοχή, κι από τις πιο ριζωμένες θέλει όσους
καταπιάνονται με την κριτική (περιστασιακά ή οιωνεί επαγγελματικά, με διπλώματα
σαν εχέγγυα ή και δίχως αυτά), κι όποια μορφή τέχνης κι αν κρίνουν, τύπους μίζερους
και ζηλόφθονες, που δοκιμάζουν άνευ της σχετικής αδείας να σιτιστούν από τα
αποφάγια και τα ψίχουλα της Καθαυτό Τέχνης, της Πραγματικής Έμπνευσης».41 Κι
ενώ ο ρόλος της ευρύτερης κριτικής ενδέχεται να αναγνωρίζεται ως υψηλός κατά
καιρούς, ο κριτικός των εφημερίδων και των περιοδικών και ο τύπος της κριτικής που

38
Roland Barthes (μτφρ. Κώστας Σταματίου), «Η κριτική», Η λέξη, τχ. 6 (Ιούλιος-Αύγουστος 1981)
443.
39
Βλ. Harold Bloom, Η θραύση των δοχείων. Πρόλογος-μετάφραση Γιάννης Σκαρπέλος, Αθήνα,
Πλέθρον, 1998. Ο Bloom υποστηρίζει πως η εξουσία επί των ποιημάτων που επιζητά ο κριτικός
«βρίσκει το αντίστοιχό της στην εξουσία που ασκεί κάθε ισχυρό ποίημα στα προδρομικά του ποιήματα».
Αναγνωρίζει, ωστόσο, ότι «η κριτική είναι αναλαμπή και πράξη, αλλιώς δεν χρειάζεται να τη
διαβάζουμε καθόλου», σ. 28.
40
Συχνά επισημαίνεται πως ο υποκειμενισμός της κριτικής κατευθύνει το γούστο του κοινού με
κεντρικό άξονα τις συμπάθειες και αντιπάθειες του κριτικού που οδηγούν στο φαινόμενο των βιβλίων
best sellers. Βλ. για παράδειγμα την άποψη του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, που είναι αντιπροσωπευτική
της άποψης μιας σημαντικής μερίδας μελετητών: «Μέσα στο τέλμα του υποκειμενισμού και του
σχετικισμού της κριτικής, συχνά εμφανίζεται ως δήθεν “αντικειμενικός” όρος, ως ψυχρός, απόλυτος,
μαθηματικός όρος μετρήσεως ή συγκρίσεως κάποιων έργων οι αλλεπάλληλες εκδόσεις
πεζογραφημάτων, οι κατά χιλιάδες πωλήσεις, η παραμονή των βιβλίων αυτών επί εβδομάδες και μήνες
ανάμεσα στα “τοπς”, προς δόξαν των συγγραφέων και υπέρ της κρυφής χαράς των εκδοτών και της
ομολογημένης τέρψεως των πολυπληθών αναγνωστών». Γιώργης Γιατρομανωλάκης, «Για ένα βιβλίο
αδειανό για ένα μπεστ-σέλερ», Η λέξη, τχ. 99-100 (Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1990) 735.
41
Παντελής Μπουκάλας, «Η κριτική και οι επικριτές», στο: Ενδεχομένως, Στάσεις στην ελληνική και
ξένη τέχνη του λόγου, Αθήνα, Άγρα, 1996, σ. 19 [=Η Καθημερινή, 30.6.1992]. Χαρακτηριστικό είναι και
το καυστικό ποίημα του William Yeats, “The Scholars”, (μτφρ. Γ. Π. Σαββίδη) που εκφράζει την
αντιπαλότητα συγγραφέων και κριτικών: Φαλάκρες που ξεχνούν τις αμαρτίες τους, / γέρικες, σοφές,
σεβάσμιες φαλάκρες, / διορθώνουν και σχολιάζουν τους στίχους / που κάποιοι νέοι, ξάγρυπνοι στο
στρώμα, / ταιριάζανε μες στην απόγνωση του έρωτα / για να χαϊδέψουν το άμαθο αφτί της καλλονής. //
Όλοι τους σέρνονται∙ όλοι βήχουνε μελάνι∙ όλοι λειώνουν με τα παπούτσια το χαλί∙ / όλοι σκέφτονται
αυτά που σκέφτονται άλλοι∙ / όλοι ξέρουν αυτόν που ξέρει ο διπλανός. / Θεέ, και τι θα λέγαν αν ο
Κάτουλλος τους / έσερνε κι αυτός έτσι τα βήματά του; W. B. Yeats, Ποιήματα, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1994, σ.
18.

26
ασκεί μέσω αυτών, θεωρείται συχνά «δημιούργημα των αναγκών του ευρύτερου
κοινού, που είναι ανίκανος να ανταποκριθεί στη δύσκολη και υψηλή αποστολή της
κριτικής».42
Εδραιωμένη έτσι ήταν η πεποίθηση, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη περίπου του
ευρωπαϊκού δέκατου ένατου αιώνα, ότι η λεγόμενη δημοσιογραφική κριτική43
βασιζόμενη στη διαίσθηση, στο γούστο, σε υποκειμενικά δηλαδή αισθητικά καθώς και
ιδεολογικά κριτήρια είναι εντελώς αναξιόπιστη, ενώ οι κριτικοί αυτού του είδους
μπαίνουν συχνά στο στόχαστρο των συγγραφέων και σε περιπτώσεις έντονων
αντιπαραθέσεων οδηγούνται ακόμα και σε δικαστικές διαμάχες. «Θα υφίσταται
πάντοτε η αντιδικία ανάμεσα στον ποιητή και στον κριτικό, όσο κι αν τα μέσα είναι
διαφορετικά, με τα οποία ασκούν το θέλγητρό τους πάνω στον αναγνώστη. Η ποίηση,
η πεζογραφία, αντλούν τη δύναμή τους κυρίως απ’ την καρδιά, και πάλι προς αυτήν
απευθύνονται όταν ζητούν ν’ αποκαλύψουν στιγμές της ζωής και του ανθρώπου. Ο
κριτικός λόγος, απ’ αυτή τη δύναμη της καρδιάς φτιάνει μια διανοητική λειτουργία. Η
πηγή είναι η ίδια, το τέρμα διαφορετικό», 44 σημειώνει ο Γιάννης Χατζίνης,
αποτυπώνοντας την επικρατούσα άποψη για την προέλευση της διαχρονικής διαμάχης.
Ωστόσο, η διαμάχη τέχνης και κριτικής «δεν εμπόδισε τον κριτικό λόγο να
οικοδομήσει την ιστορία του παράλληλα με τον δημιουργικό λόγο». 45 Έτσι, στη
διάρκεια των ετών, η κριτική άρχισε σταδιακά να κερδίζει έδαφος στις περισσότερες
ευρωπαϊκές χώρες (αν και η έναρξη της διαδικασίας δεν είναι παντού ταυτόχρονη)46
και να αναγνωρίζεται ως ισότιμη των άλλων τεχνών. Ένας σταθμός στην ιστορία της
μακράς αναγνώρισης θεωρείται από τους μελετητές το δοκίμιο του Άγγλου ποιητή και
καθηγητή της ποίησης στην Οξφόρδη Matthew Arnold, Η λειτουργία της κριτικής στις

42
Χ. Λ. Καράογλου, «Ο Δημήτρης Νικολαρεΐζης και η κριτική της κριτικής», στο: Δ. Νικολαρεΐζης, Η
κριτική-προπάντων η κριτική, επίμ.-σημειώσεις και επιλεγόμενα: Χ. Λ. Καράογλου, Αθήνα, Άγρα, 2011,
σ. 511 [στο εξής: Καράογλου, «Ο Δημήτρης Νικολαρεΐζης και η κριτική της κριτικής»].
43
Όπως σημειώνει και ο Γιώργος Βελουδής, ο όρος «δημοσιογραφική κριτική» χρησιμοποιείται για να
δηλώσει την «παρουσίαση και τον σχολιασμό ενός λογοτεχνικού έργου και του συγγραφέα του σε ένα
“ειδικό” περιοδικό ή εφημερίδα σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα από τη δημοσίευσή του, δηλαδή
όσο διατηρεί ακόμη την επικαιρότητά του, γι’ αυτό, όχι αδικαιολόγητα, χαρακτηρίζεται
“δημοσιογραφική κριτική”». Βελουδής, «Πόσο κριτική είναι η “λογοτεχνική κριτική”;», ό.π. (σημ. 16).
44
Γιάννης Χατζίνης, «Χαρακτηριστικά του κριτικού λόγου», Νέα Εστία, τχ. 717 (15.5.1957) 658.
45
Σπύρος Τσακνιάς, «Συζήτηση για τη λογοτεχνική κριτική στην Ελλάδα», Γράμματα και Τέχνες, τχ.
25 (Ιανουάριος 1984) 6.
46
Ο Wellek παρατηρεί έτσι ότι «ενώ στη Γαλλία ο Sainte-Beuve τον 19ο αιώνα αποκαθιστούσε την
υπεροχή του κριτικού ως δημόσιας μορφής και στην Αγγλία ο Matthew Arnold έκαμνε την κριτική
κλειδί του νέου πολιτισμού και της σωτηρίας της Αγγλίας, στη Γερμανία η κριτική έχανε τη θέση της
ραγδαία», βλ. Wellek, «Ο όρος και η έννοια της λογοτεχνικής κριτικής», ό.π. (σημ. 8), σ. 26.

27
μέρες μας (The function of Criticism at the Present Time, 1864).47 Ο Wellek
αναφερόμενος στην εξέλιξη της ευρωπαϊκής κριτικής επισημαίνει ότι:

Στα τέλη του 19ου αιώνα, η διάσταση ανάμεσα αφενός στις αντιλήψεις για την κριτική που
απέβλεπαν σε επιστημονική αντικειμενικότητα και αφετέρου, στις απόψεις που θεωρούσαν
την κριτική μια πράξη προσωπικής αξιολόγησης, έγινε πιο έντονη. […] Ο 20ός αιώνας
έφερε μια νέα όξυνση των συγκρούσεων ανάμεσα στις κύριες έννοιες της κριτικής.48

Συνεπώς, κατά τον 19ο αιώνα και 20ό αιώνα η κριτική «αυτονομείται και
σταδιακά χάνει τον αυστηρό και προγραμματικό της χαρακτήρα. Με την ανάπτυξη του
ημερήσιου και περιοδικού Τύπου (και αργότερα των υπόλοιπων μέσων μαζικής
ενημέρωσης), εμφανίζονται οι πρώτοι επαγγελματίες κριτικοί, οι οποίοι δεν είναι
απαραίτητα λογοτέχνες».49 Ο ρόλος του κριτικού αναβαθμίζεται και ο διάλογος για τη
λειτουργία του, τον διαχωρισμό των τύπων του και την προσφορά του λαμβάνει
ολοένα και ευρύτερη έκταση.
Ανεξαρτήτως της προσπάθειας εύρεσης ενός συγκεκριμένου χρονικού
προσδιορισμού αναβάθμισης της σημασίας της κριτικής, και παρά το ότι οι απόψεις
των μελετητών ενδέχεται να ποικίλλουν για την ακριβή ανάδειξη και ανάπτυξή της,50
γεγονός είναι, όπως διαπιστώθηκε, ότι στα τέλη του 19ου αιώνα στην Ευρώπη αρχίζει
να διεκδικεί τη θέση της ως ισότιμη των υπόλοιπων τεχνών. Με κάποια καθυστέρηση
η συζήτηση για τη θέση της κάνει την εμφάνισή της και στην Ελλάδα (φτάνοντας σε
μια κορύφωση περίπου στα 1930, όπως θα παρουσιαστεί αναλυτικά στη συνέχεια)
παραμένοντας ωστόσο υπό διερεύνηση, όπως σημειώνει ο Καράογλου, «μέσα από
ποια κανάλια επικοινωνίας, υπό ποίους όρους κλπ., οι περί κριτικής αντιλήψεις
περνούν και στην ελληνική πνευματική ζωή».51

47
Αξιοσημείωτη είναι η οπτική του Eliot για τον διαχωρισμό (όχι και τόσο ξεκάθαρο, ωστόσο) μεταξύ
κριτικής και δημιουργικής δραστηριότητας από τον Arnold. Όπως παρατηρεί: «Ο Matthew Arnold
διαχωρίζει, όχι και τόσο ξεκάθαρα μου φαίνεται, τις δυο δραστηριότητες κι αυτό επειδή παραβλέπει την
κεφαλαιώδη σημασία της κριτικής μέσα στην ίδια τη δημιουργική εργασία. Στην πραγματικότητα, ίσως
το μεγαλύτερο μέρος του μόχθου ενός συγγραφέα όταν συνθέτει το έργο του, είναι μόχθος κριτικής».
Βλ. Τ. Σ. Έλιοτ, Δοκίμια για την ποίηση και την κριτική, σ. 115.
48
René Wellek. “Literary Criticism”, στο Dictionary of the History of Ideas, New York, 1973, σ. 599
και 602.
49
Παρίσης, «Κριτική», ό.π. (σημ. 8), σ. 1171.
50
Να σημειωθεί έτσι ενδεικτικά ότι ο Αλέξης Ζήρας τοποθετεί στα μέσα περίπου του 20ού αιώνα (από
τη δεκαετία του 1960 κι έπειτα, όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται) την ποιοτική αναβάθμιση του έργου
και τη σημασία της λογοτεχνικής κριτικής στην οποία συνέβαλαν οι σύγχρονες λογοτεχνικές θεωρίες».
Ζήρας, «Βιβλιοκριτική», ό.π. (σημ. 22), σ. 290.
51
Καράογλου, «Η κριτική της κριτικής», ό.π. (σημ. 28), σ. 98.

28
1.3 Η κριτική στην Ελλάδα

Το χρονικό διάστημα 1920-1940 χαρακτηρίζεται αναμφίβολα στην ελληνική


πνευματική ζωή ως μια περίοδος «ευφορίας του κριτικού λόγου και ειδικότερα
προβληματισμού της κριτικής γύρω από την έννοια της ίδιας της κριτικής».52 Η ίδρυση
των εδρών της νεοελληνικής φιλολογίας –στην Αθήνα το 1925 (Βυζαντινή και
Νεοελληνική Φιλολογία, για την ακρίβεια) και στο νεοϊδρυθέν πανεπιστήμιο της
Θεσσαλονίκης το 1926– ευνόησε την προώθηση του διαλόγου γύρω από μια σειρά
ζητημάτων σχετικών με τη φύση, τον προορισμό της, καθώς και τον διαχωρισμό των
ειδών της. Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές η ανάδειξη της νέας μορφής κριτικής
(της φιλολογικής), ερχόταν σε σύγκρουση με την εξωπανεπιστημιακή, καθώς τα δικά
της θεμέλια παρουσιάζονταν αντικειμενικά σε αντίθεση με τον υποκειμενισμό της
επικαιρικής κριτικής. Η Βενετία Αποστολίδου επισημαίνει χαρακτηριστικά:

Η ιστορία της νεοελληνικής κριτικής δεν μπορεί παρά να αντιμετωπίσει ερωτήματα που
αφορούν στη συγκρότηση της επιστήμης της νεοελληνικής φιλολογίας. […] Το
συνολικότερο ζήτημα της θεμελίωσης της πανεπιστημιακής φιλολογίας πάνω στην
αντίθεσή της με την κριτική της λογοτεχνίας δεν αποτελεί μια ελληνική πρωτοτυπία. Ο
Gerald Graff, μελετώντας τη θεμελίωση της νεότερης φιλολογίας στα αμερικανικά
πανεπιστήμια, παρατηρεί ότι στην περίοδο του μεσοπολέμου συγκρούονται δύο αντιθετικά
μοντέλα, του επιστήμονα φιλολόγου και του κριτικού, σύμφωνα με τα οποία, στον πρώτο
αποδίδονται η έρευνα, η αντικειμενικότητα, η επιστημονική εξειδίκευση ενώ στον δεύτερο
η εκτίμηση, η αξιολόγηση και η γενική πολιτισμική εγρήγορση και ενημέρωση.53

52
Καράογλου, «Ο Δημήτρης Νικολαρεΐζης και η κριτική της κριτικής», ό.π. (σημ. 42), σ. 507. Αντίθετα
ο Τζιόβας υποστηρίζει ότι η έλλειψη προβληματισμού πάνω στην έννοια της κριτικής είναι «ένα από τα
στοιχεία που φανερώνουν τη χαμηλή υπόληψη ανάμεσα στις διανοητικές ενασχολήσεις»,
υπογραμμίζοντας ότι «είναι ελάχιστα τα κείμενα γραμμένα από Έλληνες κριτικούς, που αναφέρονται
αποκλειστικά στη φύση της κριτικής και συζητούν στοιχειώδεις αλλά καίριες απορίες αναφορικά με τη
λειτουργία της, τα κριτήρια και τον τρόπο άσκησής της». Δημήτρης Τζιόβας, Μετά την αισθητική,
Θεωρητικές δοκιμές και ερμηνευτικές αναγνώσεις της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα, Οδυσσέας,
2
2003, σ. 323 [στο εξής: Τζιόβας, Μετά την αισθητική]. Θεωρεί έτσι ότι σε σχέση με τις πολυάριθμες
συζητήσεις του διεθνούς χώρου τα αντίστοιχα ελληνικά δημοσιεύματα υπήρξαν σποραδικά.
53
Βενετία Αποστολίδου, «Η συγκρότηση της νεοελληνικής φιλολογίας και ο Λίνος Πολίτης: ποίηση,
κριτική και επιστήμη», στο: Ο λόγος της παρουσίας, τιμητικός τόμος για τον Παν. Μουλλά, επιμ.: Μαίρη
Μικέ, Μίλτος Πεχλιβάνος, Λίζυ Τσιριμώκου, Αθήνα, Σοκόλης, 2005, σ. 45 και 49. Η εισαγωγή της
διδασκαλίας της λογοτεχνίας στην ανώτατη εκπαίδευση αποτέλεσε πρωτίστως, σύμφωνα με τους
μελετητές, αφορμή αντιπαραθέσεων στην Ευρώπη και στην Αμερική. Βλ. ενδεικτικά την επισήμανση
του Καράογλου ότι «από τη μια πλευρά η εισαγωγή της διδασκαλίας της λογοτεχνίας στην ανώτατη
εκπαίδευση οδήγησε στη διαμόρφωση της επιστημονικής (φιλολογικής) κριτικής, ενώ από την άλλη
πλευρά, κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η πανεπιστημιακή κριτική κατηγορήθηκε (ακόμα
και από το εσωτερικό της) για συντηρητισμό, ότι δεν ασχολιόταν με τη σύγχρονή της λογοτεχνία».
Καράογλου, «Ο Δημήτρης Νικολαρεΐζης και η κριτική της κριτικής», ό.π. (σημ. 42), σσ. 517-518. Με

29
Ως επιπρόσθετα στοιχεία που ευνόησαν την ανάπτυξη της λογοτεχνικής κριτικής
στις αρχές του εικοστού αιώνα, αναγνωρίζουν οι μελετητές το «καταλάγιασμα του
πολέμου για τη γλώσσα καθώς και της διαμάχης ανάμεσα στην παράδοση και τα νέα
μηνύματα που φτάνουν από την Ευρώπη».54 Ενδεικτικό τoυ αυξημένου ενδιαφέροντος
για την «κριτική της κριτικής»55 είναι το γεγονός ότι τη δεκαετία του 1930 δύο
λογοτεχνικά περιοδικά, οι Μακεδονικές Ημέρες και το Ξεκίνημα, διεξήγαγαν έρευνα
σχετική με τη θέση της στην ελληνική πνευματική ζωή, με συμμετέχοντες ορισμένους
από τους σημαντικότερους εκπροσώπους των ελληνικών γραμμάτων, οι περισσότεροι
εκ των οποίων ήταν υπεύθυνοι για την κριτική μέσα από τις στήλες λογοτεχνικών
περιοδικών κι εφημερίδων της εποχής.
Μέσα από την έρευνα των Μακεδονικών Ημερών, με τίτλο: «η θέση της κριτικής
στην Ελλάδα»,56 αποτυπώνεται καταρχάς η κυριαρχία –στις αρχές της δεκαετίας του
1930 τουλάχιστον– της βιβλιοκρισίας ως υπο-είδος του γένους της λογοτεχνικής
κριτικής. Έτσι, τόσο ο Άγρας, όσο και ο Κοτζιούλας διευκρινίζουν με τις απαντήσεις
τους πως η υπάρχουσα μορφή κριτικής στην Ελλάδα (και για κάποιους η μοναδική)
είναι κατά βάση η βιβλιοκρισία: ο Άγρας σημειώνει χαρακτηριστικά: «Πρώτα-πρώτα
λέγοντας κριτική, φυσικά, εννοείτε τη βιβλιοκρισία και τη θεατρική κριτική. Πολύ
τους πηγαίνει βέβαια τόσο σοβαρό όνομα».57 Αντίστοιχα, και ο Κοτζιούλας,
αναγνωρίζοντας την κριτική ως «νεόφαντο» κλάδο της φιλολογίας, παρουσιαζόμενος

τη διδασκαλία της λογοτεχνίας στα πανεπιστήμια της Αγγλίας σχετίζεται και η κατηγορία της
«πρακτικής κριτικής», (practical criticism). «Πρακτική κριτική» είναι σύμφωνα με τους John Peck και
Martin Coyle «η άσκηση στην οποία δίνεται στους φοιτητές ένα ποίημα, ή απόσπασμα πεζού που δεν
έχουν δει ξανά και τους ζητείται να γράψουν μία κριτική ανάλυση αυτού». John Peck & Martin Coyle,
Practical Criticism, how to write a critical appreciation, New York, Palgrave, 1985, p. 3. Ανατρέχοντας
οι Peck και Coyle στην ιστορία του όρου, επισημαίνουν ότι η διδασκαλία της αγγλικής λογοτεχνίας στα
πανεπιστήμια, ξεκίνησε στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου τον 18ο αιώνα.
54
Κώστας Παπαγεωργίου, «Κριτική της Ποίησης: 1900-1920», στο: Πρακτικά δευτέρου συμποσίου
ποίησης, Πανεπιστήμιο Πατρών 2-4 Ιουλίου 1982, επιμ. Σωκρ. Λ. Σκαρτσής, Αθήνα, Γνώση, 1983, σ.
279.
55
Δύο από τους σημαντικότερους τόμους για το πολύπλευρο ζήτημα της «κριτικής της κριτικής» είναι
οι εξής: Νεοελληνική Κριτική, επιμέλεια: Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου-Διον. Ζακυθηνού – Ε. Π.
Παπανούτσου, Αθήνα, Αετός/Ζαχαρόπουλος, 1959 (Βασική βιβλιοθήκη, αρ. 42), καθώς και: Η Κριτική
στη Νεότερη Ελλάδα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας/Ίδρυμα
Σχολής Μωραϊτη, Αθήνα, 1981.
56
Η έρευνα των Μακεδονικών Ημερών ξεκίνησε από το τχ. 8 (Οκτώβριος 1932). Για μια σύντομη
παράθεση των βασικότερων απόψεων που διατυπώθηκαν στην έρευνα βλ. και Αλέξανδρος Αργυρίου,
Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα χρόνια του Μεσοπολέμου (1918-1940), τόμ
Α΄, Αθήνα, Καστανιώτης, 2001, σσ. 441-450. Ο Αργυρίου υποστηρίζει ότι με την έρευνα αυτή «τίθεται
έμμεσα υπό αμφισβήτηση η αθηναϊκή κριτική ή έστω ελέγχεται η απόδοσή της», σ. 441.
57
Τέλλος Άγρας, στην έρευνα των Μακεδονικών Ημερών με θέμα: H θέση της κριτικής στην Ελλάδα,
τχ. 8 (Οκτώβριος 1932) 267.

30
ωστόσο μόνο με τη μορφή των βιβλιοκρισιών, επισημαίνει τα μειονεκτήματα αυτού
του τύπου ως εξής:

Δεν είναι δύσκολο να παρατηρηθεί πως στον τόπο και στην εποχή μας η κριτική, ο
νεόφαντος αυτός κλάδος της φιλολογίας παρουσιάζεται μονάχα με τη μορφή της κριτικής
των βιβλίων. Οι ορισμένοι –μόλις πεντέξι τεχνοκρίτες– που έτυχε να βρεθούν κι εδώ,
καλλιεργητές ενός είδους πολύ εκλεκτού για την Ελλάδα που έχει ανάγκη ακόμα από
προϊόντα πρώτης ανάγκης, ασκούν τον έλεγχό τους μονάχα πάνω σε βιβλία. […] Με τη
μέθοδο της βιβλιοκρισίας, παρακολουθούνται τακτικά οι σύγχρονες εκδόσεις, αλλά
παραμερίζονται και βυθίζονται στην αφάνεια χρονικές περίοδες με αφάνταστα, συχνά,
φιλολογικά ενδιαφέροντα.58

Στην έρευνα του περιοδικού Ξεκίνημα,59 η αρχική ερώτηση («Νομίζετε πως


υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα κριτική, ικανή να δώσει την πραγματική αξία και θέση
σ’ ένα έργο Ελληνικό που πρωτοφανερώνεται»;) είναι προσανατολισμένη, όπως
φαίνεται, στο είδος της βιβλιοκρισίας, με τους συμμετέχοντες άλλοτε να μέμφονται
τους βιβλιοκριτικούς (π.χ., Γαλάτεια Καζαντζάκη) και άλλοτε να τους υπερασπίζονται,
θεωρώντας ότι ιδιαίτερα οι νέοι έχουν σημειώσει σημαντική εξέλιξη.
Χαρακτηριστική είναι η άποψη του θεατρικού συγγραφέα Δημ. Μπόγρη, ο
οποίος κινούμενος στη συνηθισμένη αντίληψη εκείνων που βλέπουν την κριτική ως
καταφύγιο των αποτυχημένων λογοτεχνών, εκφράζει την πεποίθησή του ότι την
υπάρχουσα κατάσταση θα αλλάξουν οι νέοι, ως ικανότεροι να αντιληφθούν την αξία
μοντέρνων και πρωτοποριακών έργων.

Η κριτική εξελίσσεται και αποκτά περισσότερη συνείδηση. Το επάγγελμα, δυστυχώς, του


κριτικού είχε παραγνωριστεί στην Ελλάδα. Κατέφευγαν, συνήθως όλοι οι αποτυχημένοι
δημιουργοί. Σήμερα, οι νέοι, μπορούν, κατά τη γνώμη μου, να κρίνουν καλύτερα ένα
πρωτοποριακό έργο. Άλλωστε ποια σχέση μπορούν να έχουν οι περισσότεροι των
σημερινών κριτικών –άνθρωποι δηλαδή ζυμωμένοι με το παρελθόν και προπαντός
αποτυχημένοι- με τους ζωντανούς σημερινούς νέους; Ελπίζω ότι η Ελλάς θ’ αποκτήσει,

58
Γ. Κοτζιούλας, στην έρευνα των Μακεδονικών Ημερών, ό.π., τχ. 10-11 (Δεκέμβριος 1932-Ιανουάριος
1933) 346.
59
Η έρευνα του περιοδικού Ξεκίνημα άρχισε από το τχ. 16 (Απρίλιος 1934) και συνεχίστηκε σε ένα
μόνο ακόμα τεύχος [τχ. 18 (Ιούνιος 1934)].

31
πολύ σύντομα, από τις τάξεις των νέων, μια κριτική αντάξια της μεγάλης και δημιουργικής
εποχής μας.60

Κατ’ αντιστοιχία, συνεπώς, με την προηγηθείσα (κατά εικοσιπέντε με τριάντα


χρόνια) αναγνώρισή της στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, στον ελληνικό
μεσοπόλεμο61 η κριτική διεκδίκησε την αναγνώρισή της με επανερχόμενο κεντρικό
δίπολο και σ αυτή την περίπτωση, εκείνο του κριτικού ως δημιουργού, ή ως
αποτυχημένου συγγραφέα και προσώπου που δεν έχει καμία σχέση με την τέχνη.
«Εφόσον», όπως σημειώνει και ο Δημήτρης Τζιόβας, «λείπουν ιστορίες της
νεοελληνικής κριτικής και η συστηματική της μελέτη χρονίζει, είναι αναγκαίο να
προσεγγίζουμε την κριτική του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα συνολικά και
εποπτικά».62 Εκτός από τις δύο προαναφερόμενες έρευνες, ο διάλογος για την κριτική
τη δεκαετία του 1930 επεκτάθηκε σε ποικίλα και πολυάριθμα περιοδικά κι εφημερίδες,
μεταξύ των οποίων και στη νεοϊδρυθείσα Νέα Εστία. Από τις στήλες των
βιβλιοκριτικών της σημειωμάτων κάνουν την εμφάνισή τους ορισμένοι από τους
σημαντικότερους κριτικούς της περιόδου, όπως θα διαπιστωθεί και στη συνέχεια, οι
οποίοι τοποθετούνται σε ζητήματα σχετικά με τον ρόλο τους, την αποστολή τους,
καθώς εν τέλει και την αξία της προσφοράς τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στη διάρκεια της προσπάθειας αυτοπροσδιορισμού της
ελληνικής κριτικής εκτός από το ότι ο ημερήσιος και περιοδικός τύπος γινόταν πεδίο
και φορέας διαλόγου, φιλοξενούσε επίσης άρθρα για την κριτική ξένων εκπροσώπων

60
Δημ. Μπόγρης, στην έρευνα του περιοδικού Ξεκίνημα, τχ. 16 (Απρίλιος 1934) 19.
61
Χωρίς, ωστόσο, να υποτιμώνται τα προανακρούσματα της «αυτοσυνείδησης της ελληνικής κριτικής,
μέσω σημαντικότατων κειμένων που δημοσιεύτηκαν ώς τις αρχές του 20ού αιώνα, όπως ενδεικτικά το
“Περί συγχρόνου εν Ελλάδι κριτικής”, του Εμμανουήλ Ροΐδη και “Ο νέος κριτικός” του Άγγελου
Βλάχου, από τη διαμάχη Ροΐδη και Βλάχου». (Βλ. Άπαντα, φιλολογική επιμέλεια Άλκης Αγγέλου,
Αθήνα, Ερμής, 1978, τ. 2, 246-285). Καράογλου, «Ο Δημήτρης Νικολαρεΐζης και η κριτική της
κριτικής», ό.π. (σημ. 42), σ. 515. Ο Καράογλου καταγράφει και μια σειρά επιπρόσθετων κειμένων (11
στο σύνολο) αντιπροσωπευτικών του προηγηθέντος του μεσοπολέμου περί κριτικής διαλόγου. Έτος-
σταθμό για την έναρξη του προβληματισμού γύρω από την έννοια της λογοτεχνικής κριτικής θεωρεί ο
Κώστας Παπαγεωργίου, το 1874, όταν ο Αλέξανδρος Ραγκαβής αναφερόμενος στις κρίσεις των
επιτροπών των ποιητικών διαγωνισμών -πριν τη διαμάχη Ροΐδη-Βλάχου- διαπιστώνει την παντελή
έλλειψη αντικειμενικής κριτικής. Βλ. Κώστας Παπαγεωργίου, «Κριτική της ποίησης: 1900-1920», στο:
Πρακτικά δεύτερου συμποσίου ποίησης, Πανεπιστήμιο Πατρών 2-4 Ιουλίου 1982, επιμ. Σωκρ. Λ.
Σκαρτσής, Αθήνα, Γνώση, 1983, σσ. 273-281.
62
Τζιόβας, Μετά την αισθητική, ό.π. (σημ. 52), σ. 321. Ο Τζιόβας, καθώς και άλλοι μελετητές,
σημειώνουν ως τη μοναδική Ιστορία της νεοελληνικής κριτικής αυτή του Άριστου Καμπάνη το 1935, «η
οποία ωστόσο παρουσιάζει περισσότερο τα χαρακτηριστικά ιστορίας του γλωσσικού ζητήματος, παρά
της νεοελληνικής κριτικής», όπως επισημαίνει ο Τζιόβας, σ. 324. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ιστορία της
νέας ελληνικής κριτικής του Καμπάνη, δημοσιεύτηκε ως παράρτημα της Νέας Εστίας, το 1935. Μάλιστα
σε σύντομο σημείωμά του στο τχ. 196 (15.2.1935), ο Καμπάνης υπερασπίζεται το έργο του, τονίζοντας
την απουσία συνθετικών έργων για τη μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας, όπως «μια γενική κριτική
βιβλιογραφία».

32
της, παρακολουθώντας επιπλέον τις συζητήσεις για την εξέλιξή της. Από την
παρακολούθηση των συζητήσεων στον περιοδικό και ημερήσιο τύπο, προκύπτουν τα
εξής συμπεράσματα: μέσα από τις συγκρούσεις για τις διαφορετικές μορφές κριτικής,
κοινή είναι η διαπίστωση ότι η κυρίαρχη μορφή, έως τις πρώτες τουλάχιστον δεκαετίες
του 20ού αιώνα, είναι η κριτική σημειωματογραφία για τα νέα βιβλία, όπως αυτή
ασκείται συστηματικά από τις στήλες των λογοτεχνικών περιοδικών και των
εφημερίδων. Ως περίοδο τακτικής εμφάνισης του είδους αυτού αρκετοί μελετητές
ορίζουν την ακμή των Παναθηναίων. Έτσι, ο Άγρας σημειώνει, σε άρθρο του στη
Φιλολογική Κυριακή:

Οι νεαρότεροι που διαβάζουν αυτές τις γραμμές, πρέπει βέβαια να ξέρουν ότι συστηματική
κριτική δεν υπάρχει και στην Ελλάδα, παρά με τον Κωστή Παλαμά και, ολίγο αργότερα με
τον Ξενόπουλο. Αλλ’ η τακτική παρακολούθηση του βιβλίου από ορισμένους ειδικούς είναι
φαινόμενο εντελώς χθεσινό, εντελώς πρόσφατο –και πιστεύω σύγχρονο με τα Παναθήναια
του Μιχαηλίδη, αφ’ ότου έφθασαν την μεγάλη τους ακμή δηλαδή κατά το 1906 και εξής.63

Ένας από τους λόγους για την επικράτηση αυτού του είδους κριτικής θεωρείται
από τους συμμετέχοντες στον διάλογο, η οικονομική κατάσταση και οι δυσκολίες με
τις οποίες έρχονταν αντιμέτωποι οι ασχολούμενοι με τη λογοτεχνική κριτική
συγγραφείς. Όπως σημειώνει ο Τάκης Καγιαλής: «Ο Παράσχος παρατηρούσε το 1930
ότι “η κριτική περιορίζεται κατ’ ανάγκη στην καθημερινή των εφημερίδων και στην
όχι λιγότερο καθημερινή επίσης, όσον αφορά το ποιόν, των περιοδικών”»,
καταλήγοντας στο ότι «κριτικά βιβλία δεν εκδίδονται στην Ελλάδα για τους ίδιους
λόγους που δεν εκδίδονται και αρκετά μυθιστορήματα: υλικούς».64 Το περιορισμένο
αναγνωστικό και αγοραστικό κοινό της λογοτεχνίας αναδεικνύεται σε έναν από τους
βασικούς λόγους μη έκδοσης βιβλίων κριτικής, με συνέπεια, κατά πολλούς, την
κυριαρχία του είδους της βιβλιοκρισίας.

63
Τέλλος Άγρας, «Η κριτική είναι βλαβερή», Φιλολογική Κυριακή, τχ. 10 (26.12.1943) 156. Στο ίδιο
άρθρο ο Άγρας υποστηρίζει ότι «η συστηματική, η αυτοτελής φιλολογική κριτική, καθώς την ξέρομε
σήμερα, καθώς μας φαίνεται μάλιστα σήμερα απαραίτητη, είναι δημιούργημα μόλις των τελευταίων
εβδομήντα-ογδόντα χρόνων». Και αμέσως μετά: «Αν δε γελιέμαι, το βιβλίο του Βιλλεμαίν, με τον τίτλο
“Συνθετικός πίναξ της φιλολογίας του 19ου αιώνος” στάθηκε το πρώτο-πρώτο κριτικό φιλολογικό
δοκίμιο. Αλλά τα περισσότερα από τα μεγάλα ονόματα που αναφέρει, είχαν βέβαια επιβληθεί πριν απ’
αυτό, καθώς πριν από την Ποιητική του Αριστοτέλη είχαν επιβληθεί οι μεγάλοι τραγικοί», σ. 156.
64
Τάκης Καγιαλής, Η επιθυμία για το Μοντέρνο. Δεσμεύσεις και αξιώσεις της λογοτεχνικής διανόησης
στην Ελλάδα του 1930, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2007, σ. 30 [στο εξής: Καγιαλής, Η επιθυμία για το
Μοντέρνο].

33
Η κριτική αυτού του είδους παρουσιάζει βεβαίως πολλά από τα ελαττώματα που
είχαν ήδη επισημανθεί στις αντίστοιχες συζητήσεις των υπόλοιπων ευρωπαϊκών
χωρών, με κυριότερο τον υποκειμενισμό που της καταλογίζει η πλειοψηφία των
συμμετεχόντων. Αρνητική είναι συνεπώς η αξιολόγηση της επικαιρικής κριτικής
καθώς και των εκπροσώπων της, ενώ οι αντιδικίες κριτικών και κρινόμενων γνωρίζουν
κατά διαστήματα κορυφώσεις, οι οποίες προκαλούν εκ νέου συζητήσεις και
αμφισβήτηση των κριτηρίων της.65 Συνηθισμένη είναι η διατύπωση της αντίληψης ότι
οι κριτικοί είναι κατά βάση αποτυχημένοι συγγραφείς που «μπήκαν στο ξέφραγο
αμπέλι της κριτικής κι άρχισαν ν’ αλωνίζουν ανενόχλητοι».66
Το ύφος των επικρίσεων εναντίον τους γίνεται συχνά ειρωνικό, αποτυπώνοντας
τη διάχυτη αντίληψη της αναποτελεσματικότητας των βιβλιοκριτικών σημειωμάτων
ελλείψει επιστημονικών/αντικειμενικών κριτηρίων. Ένα από τα πολυάριθμα άρθρα,
ιδιαιτέρως χαρακτηριστικό για το καυστικό ύφος με το οποίο ο συγγραφέας του
αποδίδει τις αδυναμίες της, είναι αυτό του Ηλία Ηλιού, Πώς γράφεται στην Ελλάδα η
κριτική (1925)∙ μεταξύ άλλων επισημαίνει:

Πάντα τα γραψίματά σου να δείχνουν πως έχεις ένα ιδανικό της τέχνης πολύ ψηλό,
ψηλότερο απ’ ό,τι παρουσιάζεται στα έργα που κρίνεις, γι’ αυτό, όταν παινάς ένα έργο να
δείχνεις μέσα από τις φράσεις σου πως κι η συγκατάβαση κ’ η επιείκεια είναι μια από τις
αφορμές που το παινάς και τα παινέματά σου δε δείχνουνε πως μένεις ικανοποιημένος από
το έργο εκείνο ολότελα. Όταν πάλι κατακρίνεις άλλο έργο ν’ αφήνεις να φαίνεται η
αυστηρή αγανάχτησή σου για το πόσο χαμηλά νιώθουν οι άλλοι και σέρνουν το ιδανικό
της τέχνης.67

65
Βλ. και παρακάτω (ενότητα 2.4) για τις αντιδικίες κριτικών και κρινόμενων, με αφορμή τις
βιβλιοκρισίες της Νέας Εστίας.
66
Βλ. Κοτζιούλας στην έρευνα των Μακεδονικών Ημερών, ό.π. (σημ. 58), σ. 351. Καθολική είναι η
αναγνώριση της διαχρονικής αντιπαλότητας κριτικών και κρινόμενων. Όπως σημειώνει ο Π.
Καλογερίκος: «Οι συγγραφείς και οι κριτικοί είναι οι μοιραίοι εχθροί, καταδικασμένοι να προσφέρουν
αμοιβαία διαφόρων ειδών υπηρεσίες […] αυτή η αμοιβαία εξάρτησις είναι η πραγματική αιτία της
εχθρότητος». Βλ. Κ. Π. Καλογερίκος, «Κριτική και Κριτικοί», Τα Παρασκήνια, φ. 45 (25.3.1939) 4.
67
Ηλίας Φ. Ηλιού, «Πώς γράφεται στην Ελλάδα η κριτική, Συνταγή στο νέο μου φίλο Α. Β.», στο:
Κριτικά κείμενα για την τέχνη 1925-1937, πρόλογος Παν. Μουλλάς, Αθήνα, Θεμέλιο, 2005, σ. 25. Ο
Ηλιού υπογράφει με το ψευδώνυμο «Επαρχιώτης». Το άκρως αιχμηρό ύφος του κειμένου με το οποίο
ο Ηλιού κατακεραυνώνει τους κριτικούς, επιβεβαιώνεται στον επίλογο: «Όμως, αν ύστερ’ απ’ όλ’ αυτά
νιώθεις πως σου κόβεται η όρεξη για ένα τέτοιο επάγγελμα, γιατί βλέπεις πόσο τιποτένια και ταπεινά
μέσα χρειάζεται και τι απόδοση έχει, αν αισθάνεσαι μέσα σου ψυχή θαρραλέα κι αντρίκια, άλλο δρόμο
θα σου δείξω εγώ, πιο ίσιο και μα πιο τραχύ. Λέγε με θάρρος και αντρισμό την αλήθεια όπως τη νιώθεις,
απλή και σκέτη, για ό,τι διαβάζεις, για όποια ιδέα συναντάς», σ. 32.

34
Ωστόσο, τα διατυπωμένα παράπονα κι ο προβληματισμός δεν συνεπάγονται το
αίτημα της οριστικής κατάργησης αυτού του τύπου κριτικής και της αντικατάστασής
του με κάποιο άλλο. Απεναντίας, η παρακολούθηση και ο κριτικός σχολιασμός των
νεοεκδοθέντων βιβλίων μέσα από τις στήλες περιοδικών κι εφημερίδων θεωρείται ως
ένας παράγοντας άμεσα συνδεδεμένος με τις περιόδους άνθισης και κρίσης του
λογοτεχνικού βιβλίου και ως εκ τούτου καθοριστικός για την πορεία των συγγραφέων
και των έργων τους.
Αυτό που καθίσταται έτσι ως ζητούμενο είναι αφενός η ανάδειξη νέων μορφών
κριτικού λόγου (ως «έκδηλη τάση μερικών κριτικών να προσδώσουν κύρος στην
εργασία τους, αποσυνδέοντάς την από την υποκειμενικότητα του προσωπικού γούστου
ή από τον “ερασιτεχνισμό” και από την ιδιοτέλεια της “δημοσιογραφικής” κριτικής»)68
αφετέρου η βελτίωση, η αναμόρφωση του είδους της επικαιρικής κριτικής. Συχνές
είναι συνεπώς από την άλλη πλευρά οι αναφορές στα θετικά χαρακτηριστικά της
εργασίας των κριτικών, στις δυσκολίες που καλούνται να αντιμετωπίσουν, καθώς εν
τέλει και στην αξία της προσφοράς τους. Το μορφωτικό υπόβαθρο αναγνωρίζει έτσι ο
Άλκης Θρύλος (σε αντιστοιχία με τους περισσότερους μελετητές που υπερασπίζονται
τους κριτικούς στη διεθνή βιβλιογραφία) ως το βασικό εκείνο χαρακτηριστικό που
επιτρέπει στον κριτικό την «άγρυπνη παρακολούθηση της κάθε τάσης που
διαμορφώνεται», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει:

Η κριτική δεν είναι δογματισμός, δεν είναι δικαστήριο. Ο κριτικός δεν καταλήγει σε θετική
απόφαση, σε οριστική ετυμηγορία. Η κριτική είναι συζήτηση. Μπορεί να σταθεί μια
συζήτηση χωρίς επιχειρήματα; Τα επιχειρήματα αυτά θα τα δώσει η μόρφωση του κριτικού,
που κι όταν δεν θα παρουσιάζεται αναγλυφικά πάντα θα διαφαίνεται μαζί με την άγρυπνή
του παρακολούθηση της κάθε τάσης που διαμορφώνεται, αναπηδά κι εκκολάπτεται.69

Στις συχνότερα αναφερόμενες δυσκολίες που καλείται να αντιμετωπίσει ο


κριτικός των εφημερίδων και των περιοδικών, συγκαταλέγεται η υποχρέωση να
μελετήσει έργα που δεν αξίζουν την προσοχή του, «να εμβαθύνει εις έργα ρηχά, και
να κρίνει -σχεδόν διαρκώς- τα ανώμαλα προϊόντα εποχής καθαρώς μεταβατικής»,
όπως σημειώνει ο Π. Καλογερίκος.70 Στην υπεράσπιση της κριτικής συνηγορεί και η

68
Καράογλου, «Ο Δημήτρης Νικολαρεΐζης και η κριτική της κριτικής», ό.π. (σημ. 42), σ. 517.
69
Άλκης Θρύλος, Συζητήσεις με τον εαυτό μου, Αθήνα, Δίφρος, 1961, σ. 325.
70
Π. Καλογερίκος, «Κριτική και Κριτικοί», Τα Παρασκήνια, φ. 48 (15.4.1939) 4.

35
συχνά εκφρασμένη πεποίθηση ότι οι κριτικοί γίνονται συχνά στόχος εύκολων και
άδικων πολλές φορές επιθέσεων, καθώς, όπως επισημαίνει και ο Φουσάρας:

Δεν υπάρχει μέρος σ’ ολάκερο τον κόσμο, που να μη συμβαίνει τούτο το παράδοξο. Όλοι
οι συγγραφείς κάθε τόπου, λογοτέχνες και μη, φτασμένοι και πρωτόβγαλτοι, χωρίς καμιά
σχεδόν εξαίρεση, αναγνωρίζουν από τη μια την κριτική σαν αυτόνομο λογοτεχνικό είδος,
χρήσιμο κι απαραίτητο για την προκοπή της εθνικής τους λογοτεχνίας, μα δεν
παραδέχονται απ’ την άλλη τους κριτικούς […] κι ας στέλνουνε στους κριτικούς τα
τυπωμένα βιβλία τους με θερμότατες αφιερώσεις.71

Ο κριτικός παρουσιάζεται έτσι στον αντίποδα του απλού αναγνώστη με βασικά


στοιχεία της προσωπικότητάς του το μορφωτικό επίπεδο, την εμπειρία και την
ικανότητα να συνθέτει ο ίδιος. Αρκετοί είναι εκείνοι που στις τοποθετήσεις τους
αναζητούν παραδείγματα κριτικών άξιων προς μίμηση, επιχειρώντας μ’ αυτόν τον
τρόπο να διερευνήσουν αφενός την ιστορία του είδους στην Ελλάδα, αφετέρου να
θέσουν το έργο τους ως θεμέλιο για την ανασυγκρότησή του. Συνήθως, τα πρότυπα
των εργασιών των κριτικών που αναφέρονται αφορούν μονογραφίες για πρόσωπα της
νεοελληνικής λογοτεχνίας, και όχι βιβλιοκριτικές εργασίες. Ωστόσο, πολλοί από τους
κριτικούς που παρατίθενται συνεργάστηκαν λιγότερο ή περισσότερο συστηματικά και
στις βιβλιοκριτικές στήλες περιοδικών κι εφημερίδων, εμπίπτοντας έτσι και στην
αμφισβητούμενη κατηγορία της δημοσιογραφικής κριτικής. Η ταύτιση κριτικής και
σημειωματογραφίας γίνεται συνεπώς αναπόφευκτη και πρότυπο αυτού του τύπου
κριτικού θεωρείται διεθνώς ο Sainte-Beuve. Ενδεικτική είναι η επισήμανση του
Παράσχου σε άρθρο του στη Νέα Εστία, στο οποίο αναφέρει μεταξύ άλλων:

Τον ταυτισμό κριτικής και “σημειωματογραφίας” τον έκαμαν κατά καιρούς και άλλοι
λογοτέχνες και φαίνεται ως ένα σημείο σωστός. Με άρθρα εφημερίδας ή περιοδικού
εκφράζει συνήθως, σε όλα τα μέρη του κόσμου, τις γνώμες του ο κριτικός, άρθρα ήσαν και
οι causeries του Sainte-Beuve, αυτό όμως δεν εμποδίζει μια αίσθηση κι ένα νου να
εκφράζονται και να πραγματοποιείται ένα ύφος. Ένα πλήθος κι απ’ τους ξακουστούς στον
καιρό τους, διηγηματογράφοι και μυθιστοριογράφοι, σύγχρονοι του Sainte-Beuve,
κοιμούνται κάτω από τρίδιπλα στρώματα λησμονιάς, ενώ τα βδομαδιάτικα άρθρα του
Sainte-Beuve τα διαβάζουν ως σήμερα ακόμα, εκατομμύρια άνθρωποι.72

71
Γ. Ι. Φουσάρας, «Η κριτική και οι κριτικοί», Νέα Εστία, τχ. 703 (15.10.1956) 1404.
72
Κλέων Παράσχος, «Κριτικολογία», Νέα Εστία, τχ. 487 (15.10.1947) 1257.

36
Στην ελληνική πνευματική σκηνή, και κατά το πρότυπο του Sainte-Beuve, συχνά
ξεχωρίζει στις αναφορές ο Άγρας, βασικός συνεργάτης, όπως θα διαπιστωθεί και στη
συνέχεια, της στήλης της κριτικής του βιβλίου της Νέας Εστίας. Ως άκρως σημαντικό
αναγνωρίζεται και το κριτικό έργο του Φώτου Πολίτη από το σύνολο σχεδόν των
συμμετεχόντων στον περί κριτικής διάλογο (βλ. ενδεικτικά την τοποθέτηση του Νικ.
Τωμαδάκη στην έρευνα των Μακεδονικών Ημερών). Στην ίδια έρευνα ο Κοτζιούλας
αναφέρεται σε κριτικούς όπως ο Αποστολάκης, ο Βάρναλης, καθώς και στον Θρύλο.
Ξεχωρίζει ωστόσο τον Άγρα και τον Νικολαρεΐζη. Ανάμεσα στους νέους κριτικούς
αναφέρεται και ο Θεοτοκάς. Συνεπώς, όπως επισημαίνει και ο Τζιόβας: «οι πιο
γνωστοί κριτικοί υπήρξαν ποιητές, πεζογράφοι ή δοκιμιογράφοι, αν θυμηθούμε τον
Πολυλά, τον Ροΐδη, τον Παλαμά, τον Ξενόπουλο, τον Παράσχο, τον Σεφέρη, τον
Βάρναλη που παράλληλα με τη λογοτεχνία ασκούσαν και την κριτική».73 Λόγω αυτής
τους της ιδιότητας ο Τζιόβας διαπιστώνει ότι η άσκηση της κριτικής σήμαινε
«προσωπική έκφραση, έμφυτη και πηγαία παρά συστηματική μελέτη, μεθοδική
εξέταση και εκτίμηση του λογοτεχνικού κειμένου σύμφωνα με θεωρητικές αρχές».74
Αξίζει να σημειωθεί –με βάση και την καθολική αναγνώριση των κριτικών που
προαναφέρθηκαν– ότι οι διευθυντές της Νέας Εστίας Ξενόπουλος και Χάρης, εκτός
του ότι άσκησαν οι ίδιοι κριτική μέσα από τις στήλες του περιοδικού και ημερήσιου
τύπου, ενεπλάκησαν επίσης στις συζητήσεις για τον αυτοπροσδιορισμό της.75
Συνεπώς, παρότι η κριτική της τρέχουσας λογοτεχνικής παραγωγής στον
περιοδικό και ημερήσιο τύπο ασκείται από νωρίς στην Ελλάδα (ήδη από τη δεκαετία
του 1830), η περίοδος του μεσοπολέμου στάθηκε καθοριστική και αποτέλεσε μια
κρίσιμη καμπή για την αυτοσυνειδησία και τον αναστοχασμό της ίδιας της
λογοτεχνικής κριτικής. Το ζήτημα του ρόλου της και της προσφοράς της είναι βεβαίως
διαχρονικό και επανέρχεται συχνά και κατά τη μεταπολεμική περίοδο. 76 Πολλοί από

73
Τζιόβας, Μετά την αισθητική, ό.π. (σημ. 52), σ. 328.
74
Ό.π., σ. 328.
75
Όπως σημειώνει η Φαρίνου για τον Ξενόπουλο: «το ζωηρό ενδιαφέρον για τις συνθήκες άσκησης και
τις μεθόδους της λογοτεχνικής και θεατρικής κριτικής ή για την ανυπαρξία τους μπορεί εύκολα να το
συναγάγει κανείς από τους σχετικούς και μόνο τίτλους της αρθρογραφίας του Ξενόπουλου». (βλ. και
πριν, σ. 19, για τη σχέση του Ξενόπουλου με Γάλλους κριτικούς). Βλ. Φαρίνου, Ξενόπουλος: επιλογή
κριτικών κειμένων, ό.π. (σημ. 20), σ. 13. Αντίστοιχη διαπίστωση ισχύει και για τον Χάρη.
76
Αντίστοιχα με τη μεσοπολεμική περίοδο και στα μεταπολεμικά χρόνια οι έρευνες των περιοδικών για
την κριτική αποτελούν δείκτη του ενδιαφέροντος της πνευματικής ζωής γύρω από το ζήτημα του ρόλου
της. Ενδεικτικά αναφέρεται η έρευνα του περιοδικού Νέα Πορεία με τίτλο: Συζήτηση πάνω στο
πρόβλημα της σύγχρονης κριτικής, από τον Ιούνιο του 1961 (τχ. 76) έως τον Ιούλιο-Άυγουστο του ίδιου

37
τους βασικούς κριτικούς των μεταπολεμικών χρόνων παραμένουν σταθεροί στην
άσκηση των καθηκόντων τους από τις στήλες των μεσοπολεμικών περιοδικών που
συνεχίζουν την πορεία τους. Ωστόσο, αλλαγές παρατηρούνται στον τρόπο άσκησης
της κριτικής, καθώς όπως σημειώνει ο Καρτσάκης:

Κατά τη μεταπολεμική περίοδο υποχωρεί η λεγόμενη προσωποπαγής ή εντυπωσιολογική


κριτική του μεσοπολέμου, η οποία επικράτησε ώς τις αρχές της δεκαετίας του 1950, και
παράλληλα αναπτύσσεται η ιδεολογικά καθορισμένη κριτική η οποία είχε προετοιμαστεί
στη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Παρά την πρόοδο αυτή, ο πρώτος τύπος κριτικής
συνεχίζει να κυριαρχεί κατά τη μεταπολεμική περίοδο σε έντυπα όπως η Ελληνική
Δημιουργία, Νέα Εστία, Νέα Πορεία κ.ά., και να επηρεάζει την αισθητική του αναγνωστικού
κοινού.77

Με βάση τα παραπάνω διαπιστώνεται ότι η μεταπολεμική κριτική εμπλέκεται


στην οξυμένη ιδεολογική αντιπαράθεση. Ωστόσο, αυτή την εποχή τα ζητήματα που
την απασχολούν διαφέρουν από τα αντίστοιχα του παλιότερου αυτοπροσδιορισμού
της, και αγγίζουν ως επί το πλείστον ερωτήματα σχετικά με την ελευθερία της τέχνης
και της κριτικής. Ο κριτικός λόγος των περιοδικών εκφέρεται μέσα στο διχασμένο
μετεμφυλιακό ελληνικό τοπίο, επηρεάζοντας αναπόφευκτα τις συζητήσεις γύρω από
τον ρόλο της, με τη στράτευσή της στην πολιτική ιδεολογία να μονοπωλεί σχεδόν το
ενδιαφέρον του διαλόγου. Όπως σημειώνει ο Καρτσάκης: «Η ιδεολογική και
αισθητική πόλωση του μεταπολέμου αποτυπώθηκε στην κριτική ως αντιπαράθεση
δεξιού και αριστερού (κατά τη σχηματική σήμανση ) λόγου».78
Παρόλο που οφείλει να αναγνωριστεί η ανάδυση νέων μορφών κριτικής, η
επικαιρική κριτική αποτελεί, όπως σημειώνουν οι μελετητές, και κατά τη
μεταπολεμική περίοδο το κυρίαρχο είδος κριτικής, το οποίο εξακολουθεί να ασκεί
σημαντική επίδραση στο γούστο του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού. Σημειώνεται
έτσι πως «ο ιμπρεσιονισμός, σαν μια διαδικασία ταύτισης του κριτικού υποκειμένου
με τον συγγραφέα φαίνεται να διασχίζει και τον μεταπόλεμο. Θα ήταν ωστόσο άδικο
να μην ομολογήσουμε το ξεμύτισμα ορισμένων νέων τάσεων, που ξεπήδησαν αρχικά

χρόνου (τχ. 77-78), καθώς και η έρευνα του περιοδικού Γράμματα και Τέχνες με τίτλο: Η λογοτεχνική
κριτική στην Ελλάδα, τον Ιανουάριο του 1984 (τχ. 25).
77
Καρτσάκης, Μεταπολεμική κριτική και ποίηση, ό.π. (σημ. 1), σ. 34.
78
Ό.π., σ. 35.

38
δειλά και ασπόνδυλα, αργότερα περισσότερο θαρραλέα και προγραμματικά όχι από
ομάδες, αλλά από τα περιοδικά μας».79
Η κριτική της ποίησης και του πεζού λόγου της εποχής αυτής ασκήθηκε κατά
βάση από εκπροσώπους προηγούμενων γενεών, ως επί το πλείστον με κριτικά
σημειώματα στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο με την αφορμή κυκλοφορίας νέων
βιβλίων. Κριτικοί όπως οι Αιμ. Χουρμούζιος, Π. Σπανδωνίδης, Π. Χάρης, Β. Βαρίκας,
Α. Καραντώνης, Κλ. Παράσχος, Γ. Χατζίνης και αρκετοί άλλοι εξακολουθούν να
κρατούν τις στήλες κριτικής των σημαντικότερων λογοτεχνικών περιοδικών κι
εφημερίδων των μεταπολεμικών χρόνων. Ανάμεσα σ’ αυτά, το μακροβιότερο κι ένα
από τα σπουδαιότερα όλων, η Νέα Εστία. Όπως θα διαπιστωθεί και από τα επόμενα
κεφάλαια, συνεργάτες της υπήρξαν οι περισσότεροι από τους μεσοπολεμικούς και
μεταπολεμικούς κριτικούς, οι οποίοι με βάση τα όσα αναφέρθηκαν για την ισχύ της
προσωποπαγούς κριτικής στο μεγαλύτερο υπό εξέταση χρονικό διάστημα, άσκησαν
καθοριστική επίδραση τόσο στην παρακολούθηση και αξιολόγηση νέων τάσεων και
ρευμάτων σε ποίηση και πεζογραφία, καθώς και σε ζητήματα που άπτονται της ίδιας
της κριτικής. Αποτελώντας τελικά έναν σημαντικό φορέα διαλόγου για την ίδια τη
φύση της «δέκατης Μούσας»,80 τον ρόλο και την αξία της προσφοράς της, καθώς και
την αναζήτηση των κατάλληλων μεθοδολογικών εργαλείων (με παράλληλη
παρακολούθηση των τάσεων της κριτικής σε άλλες χώρες της Ευρώπης και στην
Αμερική), η Νέα Εστία αντικατοπτρίζει από τις σελίδες της την εξέλιξη της
νεοελληνικής κριτικής.

79
Γιώργης Αριστηνός, «Προβλήματα νεοελληνικής κριτικής κατά την τελευταία εικοσαετία», στα:
Πρακτικά Δεύτερου Συμποσίου Ποίησης, Πανεπιστήμιο Πατρών, 2-4 Ιουλίου 1982, επιμ. Σωκρ. Λ.
Σκαρτσής, Αθήνα, Γνώση, 1983, σ. 317.
80
Τον χαρακτηρισμό έδωσε ο Δανός κριτικός Georg Brandès (1842-1927). Συχνά χρησιμοποιείται από
τους μελετητές σε κείμενά τους για την κριτική. Ενδεικτικά αναφέρω τον τόμο του Παναγιώτη Μουλλά,
Η δέκατη μούσα. Μελέτες για την κριτική, Αθήνα, Σοκόλης, 2001.

39
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Τα σημειώματα λογοτεχνικής κριτικής στη Νέα Εστία

2.1 H μορφή της στήλης

Από το πρώτο κιόλας τεύχος της Νέας Εστίας, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος –ιδρυτής και
πρώτος διευθυντής της, από τις 15.4.1927 έως και τις 15.12.1932 (από την 1.1.1933
έως την 1.12.1934 συνδιευθύνει με τον Πέτρο Χάρη)– διευκρινίζει στο προγραμματικό
του σημείωμα ότι εκείνο το τμήμα του περιοδικού που τιτλοφορείται «Τo
δεκαπενθήμερον», «θα είναι χωριστόν από τ’ άλλο περιεχόμενον του τεύχους. Διότι
αυτό θα περιλαμβάνει γενικώς ειδήσεις, πληροφορίας και συντόμους κριτικάς επί
προσφάτων γεγονότων και δημοσιευμάτων».81 Στο «Δεκαπενθήμερο», λοιπόν,
σταθερή θέση, ανάμεσα στις στήλες με την κριτική που αφορά πολλαπλούς τομείς της
πνευματικής ζωής, όπως το θέατρο, τον κινηματογράφο, τη μουσική, τη ζωγραφική
κ.ά. καταλαμβάνει και η στήλη με τα κριτικά σημειώματα για νεοεκδοθέντα βιβλία,
που από το δεύτερο τεύχος φέρει τον τίτλο: «Τα Βιβλία».82
Στο πρώτο τεύχος η στήλη αυτή δεν παρουσιάζει την καθιερωμένη μετέπειτα
μορφή της. Έχουμε μια απλή παρουσίαση των προσφάτως εκδοθέντων βιβλίων με
ελάχιστα σχόλια για καθένα από αυτά.83 Με αυτή τη μορφή της –δηλαδή, την απλή
καταγραφή των νέων εκδόσεων– η στήλη επανέρχεται με τον τίτλο «Νέα Βιβλία», στο
τεύχος 21/45 (1.11.1928), για να συμπληρώσει μαζί με τη στήλη των βιβλιοκρισιών

81
[Γρ. Ξενόπουλος], «Προς τους αναγνώστας», Νέα Εστία, τχ. 1 (15.4.1927) 3.
82
Κατά το πρότυπο άλλων περιοδικών –και ιδίως των Παναθηναίων, των οποίων ο Ξενόπουλος υπήρξε
βασικός συνεργάτης γράφοντας πρωτότυπα έργα, κριτικές μελέτες, ενώ κρατούσε συστηματικά και την
κριτική θεάτρου– στα οποία η αντίστοιχη στήλη έφερε τίτλους, όπως: «Κριτικά Σημειώματα»,
«Βιβλιοκρισίες», «Κριτική Βιβλίου» κ.ά. Για τη σχέση του διευθυντή της Νέας Εστίας με τα
Παναθήναια βλ. και Φαρίνου, Ξενόπουλος: επιλογή κριτικών κειμένων, ό.π. (σημ. 20), σ. 33. Επίσης, σε
συσχέτιση της Νέας Εστίας και των Παναθηναίων προβαίνει ο Ξενόπουλος σε σημείωμά του για τον
νέο τόμο του περιοδικού στο τχ. 85 (1.7.1930), στο οποίο αναφέρει: «Πολλοί σήμερα λένε: “Η Νέα
Εστία είναι το μόνο λογοτεχνικό περιοδικό που απέμεινε”. Κάνουν όμως ένα μικρό λάθος: Η “Νέα
Εστία” δεν είναι το μόνο που απέμεινε, αλλά το μόνο που ιδρύθηκε λογοτεχνικό περιοδικό, ύστερ’ από
τη διακοπή της παλιάς εκείνης “Εστίας” και των “Παναθηναίων” του Μιχαηλίδη».
83
Την παρουσίαση υπογράφει ο Χάρης (με το αρχικό [Χ.]. Βλ. και παρακάτω για τα αρχικά των
κριτικών). Δεν γίνεται διαχωρισμός των παρουσιαζόμενων βιβλίων σε ποίηση και πεζογραφία. Τέλος,
εκτός από την παρουσίαση των νεοεκδοθέντων βιβλίων, γίνεται αναφορά και σε ένα υπό έκδοση βιβλίο:
«Ο κύριος Δημοσθένης Βουτυράς αναγγέλλει την υπό του ιδίου έκδοσιν του σατυρικού του
μυθιστορήματος Μέσα στην Κόλαση».

40
την παρακολούθηση των νεοεκδοθέντων βιβλίων πολλαπλών κατηγοριών.84 Ιδιαίτερα
σημαντικό, ωστόσο, στο πρώτο αυτό τεύχος της Νέας Εστίας είναι το προγραμματικό
σημείωμα του Ξενόπουλου που προηγείται της παρουσίασης των νέων βιβλίων. Στο
σημείωμά του ο Ξενόπουλος καθορίζει ουσιαστικά τον τρόπο επιλογής των
απεσταλμένων προς κρίση βιβλίων. Αναφέρει έτσι ότι:

Οι κκ. Εκδόται ημπορούν να μας στέλλουν απλήν σημείωσιν των νέων των εκδόσεων, κατά
δεκαπενθήμερον ή κατά μήνα. Θα την δημοσιεύομεν ευχαρίστως εις την στήλην αυτήν.
Όσο διά τα βιβλία, τα οποία οι συγγραφείς των θα επεθύμουν και να κριθούν, πρέπει να
μας στέλλουν και από έν αντίτυπον. Πάλιν όμως δεν θα κάμνομεν λόγον παρά διά βιβλία
τα οποία, κατά την κρίσιν μας, αξίζουν.

Από το δεύτερο τεύχος, η στήλη «Τα Βιβλία» καθιερώνεται ως η κατεξοχήν


στήλη με τα βιβλιοκριτικά σημειώματα. Έκτοτε, κατέχει σταθερή αλλά όχι ανελλιπή
θέση σε κάθε τεύχος. Σε αρκετές περιπτώσεις απουσιάζει είτε λόγω έλλειψης χώρου
(ή/και χρόνου) όπως συχνά τονίζεται,85 είτε όταν τα τεύχη είναι αφιερωμένα σε κάποιο
πρόσωπο ή θέμα της νεοελληνικής λογοτεχνίας (οπότε και απουσιάζει συνήθως
ολόκληρο το «Δεκαπενθήμερο»), είτε στα χριστουγεννιάτικα τεύχη, που από το τέλος
του 1930 γίνονται αυτόνομα (οπότε και πάλι απουσιάζει εντελώς το
«Δεκαπενθήμερο»).86 Για την απουσία της στήλης παρέχεται, τις περισσότερες φορές,
διευκρινιστικό σημείωμα, κυρίως στο σώμα του «Δεκαπενθημέρου», ενίοτε όμως και

84
Η αξία της στήλης «Νέα Βιβλία» (καθώς αργότερα και του «βιβλιογραφικού δελτίου», βλ. παρακάτω,
σ. 51) είναι αδιαμφισβήτητη, καθώς παρέχει ουσιαστικά έναν δεκαπενθήμερο κατάλογο των νέων
εκδόσεων. Στον απολογισμό του «λογοτεχνικού 1928», ο Ξενόπουλος τη χρησιμοποιεί ως τεκμήριο της
εκδοτικής άνθισης του έτους, σε αντίστιξη με τους «επιθεωρητές της λογοτεχνικής κινήσεως του 1928,
οι οποίοι εις τας αθηναϊκάς εφημερίδας, εθρήνησαν πενίαν…». Ο Ξενόπουλος παρατηρεί ότι ο
συντάκτης στον οποίο οι εφημερίδες αναθέτουν τον εκάστοτε απολογισμό «δεν αναφέρει παρά όσα
θυμάται από τα λίγα που εδιάβασε. Κι’ επειδή θα του ήτο πολύ δύσκολον να διαβάσει εις μίαν ημέραν
και τα επίλοιπα, ή έστω να εύρει και να ψάξει μερικούς καταλόγους, -π.χ. τα «Νέα Βιβλία» ενός έτους
της «Νέας Εστίας»,- κάμνει το πολύ ευκολότερον ναρνηθεί τα πάντα». Βλ. τχ. 50 (15.1.1929).
85
Βλ. π.χ. ενδεικτικά το σημείωμα στο «Δεκαπενθήμερο» του τχ. 49 (1.1.1929) «Διά να δώσωμεν εις
το τεύχος τούτο ολόκληρον το αριστούργημα του Zahn "Ρόδα", αναγκαζόμεθα ν’ αφήσωμεν διά το
επόμενον πολλά του Δεκαπενθημέρου, προπάντων κριτικάς περί βιβλίων», σ. 33. Επίσης, στο
«Δεκαπενθήμερο» του τχ. 314 (15.1.1940), στη στήλη «Τα Βιβλία», αντί των βιβλιοκρισιών υπάρχει το
εξής σημείωμα: «Οι ανάγκες της επικαιρότητος μας υποχρεώνουν να μην περιλάβουμε στο τεύχος τούτο
τις βιβλιοκρισίες που έχουμε έτοιμες. Στο ερχόμενο θα διατεθούν γι’ αυτόν το σκοπό πολλές σελίδες».
86
Εξαίρεση αποτελούν δύο τεύχη. Το τχ. 72 (15.12.1929), το τελευταίο δηλαδή του έτους, στο οποίο
υπάρχει κανονικά τόσο το «Δεκαπενθήμερο» όσο και η στήλη με τις βιβλιοκρισίες, καθώς και το τχ.
1283 (Χριστούγεννα 1980), στο οποίο και πάλι βρίσκουμε κανονικά το «Δεκαπενθήμερο» και τη στήλη
«Τα Βιβλία».

41
στη στήλη της «Αλληλογραφίας».87 Να σημειωθεί επίσης, ότι από το τχ. 690
(1.4.1956) συναντούμε πολύ σύντομες σε έκταση βιβλιοκρισίες, για μη λογοτεχνικά –
κατά κύριο λόγο– βιβλία και στο τμήμα εκείνο του «Δεκαπενθημέρου» που
τιτλοφορείται «Επικαιρότητες», όχι μόνο δηλαδή στην καθιερωμένη στήλη «Τα
Βιβλία».88
Η έκταση της στήλης κυμαίνεται συνήθως στις 3 με 6 σελίδες σε κάθε τεύχος
(Βλ. και Πίνακα 1 για τον Μέσο Όρο που καταλαμβάνει η στήλη ανά έτος). Εξαίρεση
αποτελούν οι περιπτώσεις στις οποίες, λόγω της απουσίας της σε κάποιο τεύχος,
καταλαμβάνει περισσότερες σελίδες στο επόμενο, φτάνοντας να καλύπτει ορισμένες
φορές ακόμα και το 1/3 της συνολικής έκτασης του τεύχους.89 Τις συσσωρευμένες
βιβλιοκρισίες που καταλαμβάνουν σημαντικό μέρος του «Δεκαπενθημέρου»,
συνοδεύει συνήθως σημείωμα των διευθυντών που παρέχει εξηγήσεις για την
κατάληψη μεγαλύτερου χώρου στο τεύχος. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το
σημείωμα του Χάρη, που αιτιολογεί τη μεγάλη έκταση που καταλαμβάνει η στήλη της
κριτικής του βιβλίου στο τεύχος 303 (1.8.1939), την ώρα που τα μηνύματα του Β΄
Παγκόσμιου Πολέμου αρχίζουν να κυριαρχούν στην επικαιρότητα.

Η κριτική του βιβλίου οφείλει να χει κάτι το θετικότερο, κάτι το οριστικότερο, θα έλεγα,
από την κριτική κάθε άλλης πνευματικής εκδηλώσεως, του θεάτρου, λ.χ., που πρέπει να
γίνει μέσα σε λίγες ώρες […] Έπειτα, το βιβλίο είναι το λιγότερο επίκαιρο και γι’ αυτό ίσως
το διαρκέστερο είδος πνευματικής εργασίας […] Αλλ’ οι επικαιρότητες κάποτε περνούν ή
λιγοστεύουν και η κριτική του βιβλίου έχει το χώρο της. Της τον δίνουμε με ακλόνητη
πάντα την πεποίθησή μας για τη μεγάλη χρησιμότητά της. Ελπίζουμε ότι με την ίδια
διάθεση της τον δίνουν και οι αναγνώστες μας, που ξέρουν πώς γίνεται στη Νέα Εστία η
κριτική του βιβλίου.90

87
Βλ., π.χ., το σημείωμα στην «Αλληλογραφία» του τχ. 230 (15.7.1936), στο οποίο εξηγείται ότι λόγω
της «μεγάλης έρευνας περί του αρχαίου ελληνικού πνεύματος και της ενδεχόμενης επιστροφής του»,
από τη συνηθισμένη ύλη του τεύχους περιλαμβάνονται μόνο οι συνέχειες των έργων, των οποίων η
δημοσίευση άρχισε στο προηγούμενο, και απουσιάζει το «Δεκαπενθήμερο» με τα επιμέρους τμήματά
του.
88
Κάποτε στο τμήμα των «Επικαιροτήτων» εντοπίζονται βιβλιοκρισίες και για λογοτεχνικά έργα,
κυρίως όμως, σ’ αυτή την περίπτωση, γίνεται λόγος για επανεκδόσεις. Βλ., π.χ., ενδεικτικά το σημείωμα
του Θεόδωρου Ξύδη για την επανέκδοση του Δωδεκάλογου του Γύφτου του Παλαμά στις
«Επικαιρότητες» του τχ. 699 (15.8.1956). Να σημειωθεί ότι τις κριτικές αυτές γράφει συνήθως ο
Δημήτρης Γιάκος.
89
Έτσι, για παράδειγμα, στο τεύχος 303 του 1939, η στήλη με τις βιβλιοκρισίες καταλαμβάνει 24 από
τις 72 συνολικά σελίδες του.
90
Χ., «Η κριτική του βιβλίου», Νέα Εστία, τχ. 303 (1.8.1939) 1060.

42
Ως προς την έκταση παρατηρούμε ότι τα περισσότερα σημειώματα δεν
ξεπερνούν συνήθως τις 2 με 3 σελίδες, ανεξαρτήτως του είδους του βιβλίου που
κρίνεται,91 όχι ωστόσο εντελώς ανεξάρτητα και από τον κριτικό. Έτσι, όπως θα
διαπιστωθεί και σε επόμενο κεφάλαιο, στο πλαίσιο του ορισμένου χώρου που
αφιερώνεται σε κάθε τεύχος στις βιβλιοκρισίες, η έκταση της καθεμίας ποικίλλει ανά
κριτικό. Σημειώνω, τέλος, ότι η αλλαγή στη διεύθυνση το 1935 δεν επιφέρει
ουσιαστικές τροποποιήσεις στην έκταση τόσο της στήλης «Τα Βιβλία», όσο και σε
αυτή του εκάστοτε βιβλιοκριτικού σημειώματος, καθώς επίσης, όπως θα δούμε και
στη συνέχεια, στη μορφή τους.
Τα κριτικά σημειώματα καλύπτουν πολλαπλές κατηγορίες των νεοεκδοθέντων
βιβλίων και συγκεκριμένα αφορούν: ποιητικές συλλογές, μυθιστορήματα, διηγήματα,
δράματα, χρονικά, ταξιδιωτικά βιβλία, βιβλιογραφίες λογοτεχνών, μεταφράσεις έργων
ξένων συγγραφέων, καθώς επίσης (σπανιότερα) και μεταφράσεις έργων ελλήνων
συγγραφέων σε άλλη γλώσσα,92 βιβλία ελλήνων λογοτεχνών γραμμένα σε άλλη
γλώσσα,93 μεταφράσεις έργων της αρχαίας γραμματείας, μελέτες για νεοελληνικά έργα
και έργα της βυζαντινής και αρχαίας γραμματείας, καθώς επίσης και μελέτες για
γενικότερα ζητήματα της πνευματικής ζωής (όπως βιβλία για το «γλωσσικό ζήτημα»).
Επίσης, βιβλία θρησκευτικού περιεχομένου, βιβλία ιστορίας, τέχνης, λαογραφίας,

91
Εξαιρέσεις, στη διάρκεια των 60 ετών που μελετώ, αποτελούν τέσσερα κριτικά σημειώματα, εκ των
οποίων τα τρία έχουν έκταση 10 σελίδων και το ένα 11 σελίδων. Το πρώτο είναι το δεκασέλιδο κριτικό
σημείωμα της Έλλης Λαμπρίδη στο τχ. 256 (15.8.1937), για το βιβλίο του Α. Ρουσοπούλου, Προς
ουσιαστικόν Λογισμόν και Τάξιν. Κατασκευάζειν και χαίρειν. Στην αρχή του σημειώματος διαβάζουμε:
«Η κριτική τούτη είναι περίληψη και απόσταγμα από ένα είδος συνεχές σχόλιο από 35 πυκνογραμμένες
σελίδες, που έγραψα όσο διάβαζα το βιβλίο του κ. Ρουσοπούλου». Το δεύτερο είναι το επίσης
δεκασέλιδο σημείωμα του Μαρίνου Καλλιγά στο τχ. 350 (1.8.1941) για το βιβλίο του Παντελή
Πρεβελάκη, Ο Γκρέκο στη Ρώμη. Το τρίτο είναι το σημείωμα του Δημ. Κ. Παπακωνσταντίνου στο τχ.
1230 (1/10/1978) για το βιβλίο του Ανδρέα Καραντώνη, Φυσιογνωμίες Β΄. Τέλος, τέταρτο και
μεγαλύτερο είναι άλλο ένα σημείωμα του Δημ. Κ. Παπακωνσταντίνου για τον έκτο τόμο των Ελλήνων
Πεζογράφων του Χάρη στο τχ. 1315 (15.4.1982). Στα τρία τελευταία σημειώματα δεν υπάρχουν σχόλια
των κριτικών που να εξηγούν τη μεγάλη έκταση, όπως είδαμε να συμβαίνει στο σημείωμα της
Λαμπρίδη.
92
Βλ., π.χ., ενδεικτικά, στο τχ. 143/44 (1-15.12.1932) το κριτικό σημείωμα του Ευαγγ. Στ. Τζιάτζιου
για τη μετάφραση στα αλβανικά του βιβλίου του Ξενόπουλου Κόκκινος Βράχος. Επίσης, στο τχ. 910
(1.6.1965), το κριτικό σημείωμα του Μιραμπέλ για τη γαλλική μετάφραση της ποιητικής συλλογής
Sensation d’etre (ο μεταφρασμένος τίτλος) της Μαρίας Δ. Χανιώτη.
93
Πρόκειται, συνήθως, για ποιητικές συλλογές γραμμένες κυρίως στα γαλλικά. Ο Παράσχος κυρίως,
που ως τακτικός κριτικός της ποίησης γράφει για τις συλλογές αυτές, υπογραμμίζει πάντα –με αρνητική
συνήθως διάθεση– την προτίμηση των ελλήνων συγγραφέων, εγκατεστημένων στο εξωτερικό, να
γράφουν σε άλλη γλώσσα και όχι στη μητρική τους. Βλ., π.χ., στο σημείωμά του στο τχ. 217 (1.1.1936),
για το βιβλίο του Αλέξανδρου Εμπειρίκου Physionomies (Études critiques): «Ας μην το κρύψω. Και
μόνο που γράφω το τόσο ελληνικό όνομα Εμπειρίκος γαλλικά, όπως το βλέπω στο εξώφυλλο ενός
βιβλίου γαλλικά γραμμένου, νιώθω ένα δυσάρεστο αίσθημα».

43
συλλογές δημοτικών τραγουδιών και παιδικά βιβλία. Παρουσιάζονται και κρίνονται
στη στήλη αυτή ακόμα και νεοεκδοθέντα περιοδικά.94
Η μορφή των σημειωμάτων διατηρείται επίσης διαχρονικά σταθερή, με
ελάχιστες αλλαγές στη διάρκεια των ετών που εξετάζουμε. Παρατηρούμε ότι σταθερά
παρατίθεται πρώτα το όνομα του συγγραφέα του βιβλίου και έπειτα ο τίτλος του μαζί
με το είδος του (βλ., π.χ., τχ. 65, 1.9.1929, Μαριέττας Μινώτου: «Ζακυθινά
Αγρολούλουδα», διηγήματα), το οποίο προσθέτει κάποιες φορές ο κριτικός ή το
περιοδικό ακόμα κι όταν λείπει από τη σελίδα τίτλου του βιβλίου, καθώς επίσης
(σπανιότερα) και ο εκδοτικός οίκος (βλ., π.χ., τχ. 97, 1.1.1931, Θράσου Καστανάκη,
«Το μαστίγιο και οι πολυέλαιοι», διηγήματα. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Ι. Δ.
Κολλάρου και Σια) ή ο τόπος και ο χρόνος έκδοσης (βλ., π.χ., τχ. 139, 1.10.1932, Μιχ.
Αργυροπούλου (Ρήγα Ραγιά): «Περασμένα και Τωρινά» (ποιήματα). Αθήναι, 1932).
Από το 1928 (και συγκεκριμένα πρώτη φορά στο τχ. 19-43) συναντούμε στο ίδιο
σημείωμα κριτική για περισσότερα από ένα βιβλία (βλ. τχ. 19-43, 1.10.1928, Μ.
Καλλοναίου: Μαγδαληνές. –Γ. Κ. Σταμπολή: Ηδονικά Σονέττα. –Ι. Μοσχονά: Τα
Δώδεκα Νησιά της Παφίας). Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως αυτή του τεύχους 19-43,
τα κρινόμενα βιβλία δεν διαχωρίζονται μέσα στο σημείωμα με τη χρήση κάποιου
διακριτικού συμβόλου, ενώ σε άλλες περιπτώσεις (βλ., π.χ., τχ. 186, 15.9.1934)
χρησιμοποιείται τυπογραφικό κόσμημα προκειμένου να διαχωρίσει την κριτική για το
κάθε βιβλίο (συνεπώς άλλος ο αριθμός των κριτικών σημειωμάτων και άλλος αυτός
των κρινόμενων βιβλίων).
Η μορφή αυτή του σημειώματος, που περιλαμβάνει περισσότερα από ένα
κρινόμενα βιβλία, αφορά, ως επί το πλείστον, ποιητικές συλλογές οι οποίες δεν
αποσπούν θετικά σχόλια και που, όπως πολλές φορές επισημαίνουν οι κριτικοί,

94
Βλ. ενδεικτικά τα κριτικά σημειώματα που γράφονται για τα περιοδικά: Ελληνικά, Θρακικά και
Κρητικά στα τχ. 76 (15.2.1930), 77 (1.3.1930) και 87 (1.8.1930) αντίστοιχα. Ωστόσο, ανάλογα
σημειώματα βρίσκουμε και στη στήλη «Περιοδικά κι’ Εφημερίδες», στήλη κατεξοχήν αφιερωμένη στην
καταγραφή των «φιλολογικών δημοσιευμάτων και στην αναδημοσίευση αποσπασμάτων από τον Ω»,
όπως σημειώνει ο Καράογλου, των περιοδικών και των εφημερίδων που κυκλοφορούν την εκάστοτε
χρονική περίοδο. Ερευνητική ομάδα – Χ. Λ. Καράογλου (εποπτεία), Περιοδικά Λόγου και Τέχνης (1901-
1940). Αναλυτική βιβλιογραφία και παρουσίαση. Τόμος τρίτος: Αθηναϊκά περιοδικά (1934-1940),
Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2007, σ. 22 [στο εξής: Ερευνητική ομάδα – Καράογλου,
Περιοδικά Λόγου και Τέχνης, και αναγραφή του τόμου]. Βλ., π.χ., στο τχ. 148 (15.2.1933) το σημείωμα
για το περιοδικό Σήμερα, το οποίο προκάλεσε αντιδράσεις από τη μεριά των ιδρυτών του περιοδικού,
όπως θα δούμε και παρακάτω. Η προσφορά της στήλης «Περιοδικά κι Εφημερίδες» είναι ιδιαίτερα
αξιόλογη, καθώς, μεταξύ άλλων, σε αυτήν καταγράφεται (τουλάχιστον μέχρι το 1935) η υποδοχή έργων
από τους κριτικούς των σημαντικότερων εντύπων του περιοδικού και ημερήσιου Τύπου, γεγονός που
μας επιτρέπει συγκρίσεις μεταξύ τους. Επίσης, ανάλογα κριτικά σημειώματα για περιοδικά εντοπίζονται
κάποτε και στη στήλη «Επικαιρότητες» του «Δεκαπενθημέρου». Βλ. ενδεικτικά την παρουσίαση του
περ. Κυκλαδικά στη στήλη «Επικαιρότητες» του τχ. 693 (15.5.1956).

44
«μοιάζουν γραμμένες από τον ίδιο άνθρωπο». 95 Μια πρώτη εξαίρεση αποτελούν τα 17
κριτικά σημειώματα του Ανδρέα Καραντώνη που φέρουν τον γενικό τίτλο: «Ποιητικές
συλλογές» και κάποτε «Νέες ποιητικές συλλογές»,96 και στα οποία περιλαμβάνονται
(σε έκταση 3 με 5 σελίδων) συνήθως τα «ποιητικά φανερώματα που ξεχωρίζουν
ανάμεσα σε λογής άλλα αδιάφορα ή ασήμαντα». 97 Τα σημειώματα αυτά
διαφοροποιούνται και ως προς τη μορφή από τα υπόλοιπα, καθώς περιλαμβάνουν
συνήθως απλή παρουσίαση των συλλογών με ελάχιστα συνοδευτικά σχόλια.
Πρόκειται δηλαδή περισσότερο για βιβλιοπαρουσιάσεις παρά για βιβλιοκρισίες, ή,
σύμφωνα με όρο που χρησιμοποιεί ο ίδιος, για «κριτικές συντομογραφίες».98 Ο
Καραντώνης είναι ο μόνος που διαφοροποιεί σε δύο ακόμα τεύχη την καθιερωμένη
μορφή των κριτικών σημειωμάτων, χρησιμοποιώντας αντίστοιχους με τους παραπάνω
γενικούς τίτλους: «Πανηγυρικά τεύχη για ποιητές» και «Εκδόσεις ΕΛΙΑ», 99 χωρίς
μάλιστα στην πρώτη από τις δύο περιπτώσεις να παρέχει τα στοιχεία των εκδόσεων
που κρίνει (χρονολογία έκδοσης, εκδοτικό οίκο κλπ.). Δεύτερη εξαίρεση αποτελούν
τα σημειώματα –όσα αφορούν περισσότερα του ενός βιβλία– του Ε. Ν. Μόσχου. Όπως
ο ίδιος επισημαίνει σε βιβλιοκρισία του στο τχ. 1317 (15.5.1982):

Η συσσώρευση πολλών βιβλίων πάνω στο γραφείο μου και η ανάγκη για μιαν έγκαιρη,
οπωσδήποτε, κριτικήν ενημέρωση των αναγνωστών της Νέας Εστίας, με αναγκάζει σήμερα
να περιλάβω περισσότερα βιβλία στο κριτικό μου τούτο σημείωμα, παρά το ότι θα
επιθυμούσα να μιλήσω πλατύτερα και γι’ αυτά. Πάντως το γεγονός ότι αναγκάζομαι να
μιλήσω για τα βιβλία τούτα συνοπτικότερα, τίποτα απολύτως δεν υποδηλώνει αυτό για την
αξία τους, ούτε θετικά, ούτε αρνητικά. Απλούστατα σημαίνει ότι ενδίδω στην ανάγκη να

95
Π., «Ποιήματα…», Νέα Εστία, τχ. 19/43 (1.10.1928) 905.
96
Πρόκειται για τα εξής τεύχη: 765 (15.5.1959), 769 (15.7.1959), 770 (1.8.1959), 775 (15.10.1959),
783 (15.2.1960), 794 (1.8.1960), 969 (15.11.1967), 1049 (15.3.1971), 1054 (1.6.1971), 1055
(15.6.1971), 1057 (15.7.1971), 1060 (1.9.1971), 1069 (15.1.1972), 1151 (15.6.1975), 1192 (1.3.1977),
1195 (15.4.1977), 1209 (15.11.1977). Στο τχ. 797 (15.9.1960) χρησιμοποιεί τον τίτλο: «Πέντε νέες
ποιητικές συλλογές», όμως κατ’ εξαίρεση με τις υπόλοιπες περιπτώσεις, σε αυτό το σημείωμα γίνεται
λόγος για συλλογές «που προσφέρουν ελάχιστα πράγματα ή και τίποτε στην ίδια την ποίηση». Τέλος,
στο τχ. 1049 (15.3.1971) χρησιμοποιεί τον τίτλο: «Ποιητικές μεταφράσεις», καθώς κρίνει μεταφράσεις
ποιημάτων από ξένες γλώσσες.
97
Ανδρέας Καραντώνης, «Ποιητικές Συλλογές», τχ. 765 (15.5.1959) 694.
98
Σε κριτικό του σημείωμα για πλήθος ποιητικών συλλογών, κατά την προαναφερόμενη μορφή:
«Ποιητικές συλλογές», του τχ. 1151 (15.6.1975), ο Καραντώνης δηλώνει πως θα ακολουθήσει –χωρίς
απόλυτη επιδοκιμασία– τη μέθοδο που εφάρμοσε συστηματικά ο Άλκης Θρύλος, «όταν παρακινημένος
από άκρα επαγγελματική ευσυνειδησία, δεν εννοούσε ν’ αφήνει ασχολίαστο, έστω και με τρεις μόνο
γραμμές ή μ’ έναν χαρακτηρισμό, καθένα από τα πεζογραφήματα και τα έμμετρα που του στέλναν όσοι
καταπιανόνταν με τη λογοτεχνία. Έτσι, σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες δημοσίευε αυτές τις
“κριτικές συντομογραφίες”, που τον βοηθούσαν να παρουσιάζει σε δυο στήλες π.χ. είκοσι ή και
περισσότερα βιβλία. Αν αυτή η μέθοδος ικανοποιούσε τους κρινόμενους, είναι άλλο ζήτημα» (σ. 827).
99
Πρόκειται για τα τεύχη 1084 (1.9.1972) και 1294 (1.6.1981) αντίστοιχα.

45
μιλήσω και να παρουσιάσω περισσότερα βιβλία, που δε θα πρέπει να περιμένουν
περισσότερο πάνω στο γραφείο μου.

Στο τέλος των κριτικών σημειωμάτων προστίθεται το όνομα του κριτικού που
υπογράφει τη βιβλιοκρισία. Διευκρινίσεις για τη μέχρι το 1932 επιλογή του περιοδικού
να υπογράφουν οι τακτικοί κριτικοί με τα αρχικά τους, παρέχονται στο
«Δεκαπενθήμερο» του τεύχους 16-40 (15.8.1928):100

Είναι ανάγκη να δηλώσωμεν και πάλιν –διότι βλέπομεν να γίνωνται διάφοροι


παρεξηγήσεις– ότι οι τακτικοί συνεργάται του Δεκαπενθημέρου είναι οι Άλκης Θρύλος,
Κλέων Παράσχος, Θράσος Καστανάκης, Πέτρος Χάρης, Τέλλος Άγρας, Μιχαήλ
Στασινόπουλος, Ηλίας Βουτιερίδης, Σοφία Σπανούδη, Γεωργία Ταρσούλη και Γρηγόριος
Ξενόπουλος, οι οποίοι, διά να μην επαναλαμβάνωνται εις κάθε σελίδα τα ίδια ονόματα,
υπογράφουν με τα αρχικά των. Εκτάκτως όμως συνεργάζονται και άλλοι.

Από το πρώτο τεύχος του 1933 (υπενθυμίζεται ότι στη διεύθυνση του περιοδικού
μπαίνει και ο Χάρης) οι κριτικοί δηλώνονται είτε, κάποιες φορές, με αρχικό το όνομα
και πλήρες το επώνυμο ή με το πλήρες ονοματεπώνυμό τους. Σε εξαιρετικά σπάνιες
περιπτώσεις δεν αναγράφεται το όνομα του κριτικού στο τέλος της βιβλιοκρισίας –
προφανώς από τυπογραφικό λάθος– καθώς αυτό σημειώνεται στον Πίνακα
Περιεχομένων του τεύχους.101
Τέλος, να σημειωθεί ότι σπάνιες είναι οι περιπτώσεις στις οποίες στη στήλη «Τα
Βιβλία» (και όχι στη στήλη των «Επικαιροτήτων» που ενίοτε κρίνονται, όπως
επισημάνθηκε, κυρίως επανεκδόσεις βιβλίων που είχαν κριθεί παλιότερα στη στήλη
των «Βιβλίων») γράφονται κριτικά σημειώματα από διαφορετικούς κριτικούς για το
ίδιο βιβλίο.102 Όποτε συμβαίνει αυτό, παρέχεται συνήθως επεξηγηματικό σημείωμα

100
Αλλά και στο τχ. 73 (1.1.1930), βρίσκουμε το ίδιο περίπου σημείωμα. «Στο Δεκαπενθήμερο, οι
συνεργάται υπογράφουν μόνο με τα αρχικά των. Αλλ’ αυτό, καθώς εξηγήσαμε κι άλλοτε, γίνεται μόνο
για να μην επαναλαμβάνονται κάθε τόσο φαρδιά-πλατιά τα ίδια ονόματα. Τα ονόματα αυτά έχουν γίνει
ήδη γνωστά στους παλαιούς αναγνώστας της “Νέας Εστίας”∙ αλλά πρέπει να τα ξαναπούμε κι εδώ για
τους νέους» (σ. 45). Ο Αλέξανδρος Αργυρίου σχολιάζει την επιλογή αυτή του Ξενόπουλου για την
υπογραφή των κριτικών με τα αρχικά τους ως εξής: «Λες και δεν ήθελε να προβάλλονται οι τακτικοί
συνεργάτες του ιδιαίτερα και γι’ αυτό υπέγραφαν μόνο με τα αρχικά τους». Βλ. Αλέξανδρος Αργυρίου,
Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα χρόνια του Μεσοπολέμου (1918-1940), τόμ.
Α΄, σ. 22, υποσημ. 35 [στο εξής: Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, και αναγραφή του τόμου].
101
Βλ. τα τεύχη 897 (15.11.1964) και 898 (1.12.1964). Στο τέλος των βιβλιοκρισιών παραλείπεται το
όνομα του Χατζίνη, που βρίσκουμε όμως στον Πίνακα Περιεχομένων των προαναφερόμενων τευχών.
102
Πρόκειται συγκεκριμένα για τα τεύχη: 82 (15.5.1930) και 86 (15.7.1930), στα οποία κρίνεται το
βιβλίο Ρήγας ο Βελεστινλής του Φάνη Μιχαλόπουλου, από τους Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο και Παράσχο
αντίστοιχα∙ 131 (1.6.1932) και 135 (1.8.1932), στα οποία κρίνεται το βιβλίο της Β. Κυριακού-

46
είτε από τους διευθυντές του περιοδικού (με τη μορφή: Σ. τ. Ν.Ε. = Σημείωμα της Νέας
Εστίας), είτε από τους κριτικούς που γράφουν δεύτερη φορά για το ήδη κριθέν βιβλίο
και αναφερόμενοι στο προηγηθέν σημείωμα αιτιολογούν την επιλογή τους. Οι
εξαιρέσεις αυτές παραβιάζουν, θα λέγαμε, τη, σύμφωνα με τον Χάρη διατυπωμένη
αρχή του περιοδικού, τα νέα βιβλία να κρίνονται μία μόνο φορά. Η διευκρίνιση δόθηκε
(με τη γνωστή μορφή, ως «Σημ. τ. Νέας Εστίας» δηλαδή) στο κύριο σώμα του τχ. 1353
(15.11.1983) με αφορμή το κείμενο του Μακρή που τιτλοφορείται: «Ένα κριτικό
έργο» και τη δήλωσή του ότι πρόκειται να αναφερθεί σε δύο βιβλία του Χάρη που
είχαν κριθεί σε παλιότερα τεύχη.103 Σε σημείωση της Νέας Εστίας διευκρινίζεται ότι:

Το κείμενο τούτο, μολονότι αναφέρεται και σε ορισμένες κριτικές εργασίες του κ. Πέτρου
Χάρη, που έχουν κριθεί σε παλαιότερα τεύχη μας, προχωρεί σε γενικότερη θεώρηση του
κριτικού του έργου κ’ έτσι μένει αμετακίνητη η συνήθεια του περιοδικού να κρίνονται μόνο
μια φορά τα νέα βιβλία.

2.2 Η κριτική του βιβλίου κατά τους Ξενόπουλο και Χάρη

Με εξαίρεση το ιδιαίτερα σύντομο σημείωμα του Ξενόπουλου στο πρώτο τεύχος του
περιοδικού, στο οποίο, όπως είδαμε, έδινε εξηγήσεις για τη διαδικασία αποστολής των
βιβλίων προς κρίση, κάνοντας επιγραμματικά μόνο μια πρώτη νύξη για την επιλογή
της αξιολογικής κριτικής που θα ακολουθούσε η Νέα Εστία, ο τρόπος άσκησης της
κριτικής από τη στήλη των βιβλιοκρισιών δεν προσδιορίζεται εξαρχής αναλυτικά με
κάποιο εκτενές προγραμματικό σημείωμα. Ωστόσο, μπορούν να εξαχθούν ασφαλή
συμπεράσματα αναφορικά με τις κατευθυντήριες γραμμές των Ξενόπουλου και Χάρη
στην επιλογή της κριτικής μεθόδου, τόσο μέσα από τις διάσπαρτες στο περιοδικό
δηλώσεις τους, όσο και μέσα από τις επιστολές απάντησής τους σε σημειώματα
διαμαρτυρίας των συγγραφέων, που θεωρούν ότι θίγονται από την κριτική που τους

Μιτζωτάκη Οι Αδύναμοι, από τους Χάρη και Σοφία Αντωνιάδου αντίστοιχα∙ 308 (15.10.1939) και 310
(15.11.1939) στα οποία κρίνεται η ποιητική συλλογή Κύκνοι στο Λυκόφως του Γιώργου Γεραλή, από
τον Μήτσο Παπανικολάου και τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη αντίστοιχα∙ 1214 (1.2.1978) και 1215
(15.2.1978), στα οποία κρίνεται η νουβέλα του Γιάννη Καμαρινάκη Η θαυμαστή Τριανταφυλλιά, από
τους Καραντώνη και Ξεν. Ι. Καράκαλο, αντίστοιχα. Για τη διπλή κριτική για την ποιητική του συλλογή,
ο Γεραλής στέλνει ευχαριστήρια επιστολή στον Χάρη (εντοπίστηκε στο αρχείο του Χάρη στο Ε.Λ.Ι.Α.).
Βλ. και παρακάτω.
103
Πρόκειται για τον πρώτο τόμο του βιβλίου του Σαράντα χρόνια κριτικής του Ελληνικού πεζού λόγου,
που είχε κριθεί στο τχ. 1301 (15.9.1981) από τον Καραντώνη και στους έξι τόμους των Ελλήνων
πεζογράφων, με αφορμή τον έκτο τόμο που κυκλοφόρησε το 1982 και κρίθηκε από τον
Παπακωνσταντίνου στο τχ. 1315 (15.4.1982).

47
ασκήθηκε και αμφισβητούν τον τρόπο άσκησής της μέσα από τις στήλες της Νέα
Εστίας, εν γένει. (Για τις αντιδράσεις των συγγραφέων βλ. και παρακάτω, ενότητα 2.4).
Έτσι, εκτός από το σημείωμα του Ξενόπουλου που παρατέθηκε παραπάνω,
καταγράφονται και τα εξής:
Στο τχ. 8 (1.8.1927) και πάλι ο Ξενόπουλος, με αφορμή την επιστολή παραίτησης
του Στέφανου Δάφνη, έπειτα από την αρνητική κριτική του Θρύλου στο προηγούμενο
τεύχος για την παράσταση του έργου του Τραγούδι της Καρδιάς, αναγκάζεται να
γράψει ένα σύντομο μα χαρακτηριστικό σημείωμα, στο οποίο εξηγεί τις βασικές αρχές
άσκησης της κριτικής της Νέας Εστίας. Μεταξύ άλλων σημειώνει:

Η δε τακτική μας είναι η ειλικρίνεια, η αυστηρότης και η ελευθερία της γνώμης. Είναι
ανάγκη να μάθωμεν όλοι ν’ ακούωμεν και να υποφέρωμεν την αλήθειαν, και μάλιστα την
επαύριον μιας κλασσικής μας αποτυχίας. Δι’ αυτό ίσα ίσα εδιαλέξαμεν ως θεατρικόν
κριτικόν τον κ. Άλκην Θρύλον: αγαπά και γνωρίζει το Θέατρον όσο κανένας άλλος, -η
τέχνη του τελοσπάντων,- λέγει δε παντού και πάντοτε την αλήθειαν χωρίς να χαρίζεται εις
κανένα. Διά ν’ αναδεχθεί την θεατρικήν κριτικήν της Νέας Εστίας, μας έθεσε ως όρον την
απόλυτον ελευθερίαν της γνώμης του. Τω είπαμεν: «Και για τον διευθυντήν τον ίδιον θα
γράφετε εις το περιοδικόν αυτό όπως και για έναν ξένον». Το ίδιον είπαμεν και εις όλους
τους άλλους κριτικούς μας. Δεν εννοούμεν να γίνει ποτέ εξαίρεσις διά κανένα. Οι κριτικοί
μας θα λέγουν προς όλους τους κρινομένους την αλήθειαν, είτε φίλους, είτε αδελφούς, είτε
συνεργάτας. Φυσικά, κάποτε θα τύχει, προσωπικώς, να έχομεν άλλην γνώμην περί κάποιου
έργου, περί κάποιου βιβλίου […] Πιθανόν να την εγράφαμεν μαλακότερα, -ζήτημα
ιδιοσυγκρασίας- πιθανόν ν’ αναφέραμεν και μερικά…ελαφρυντικά, εις τα οποία ο κ. Άλκης
Θρύλος δεν δίδει σημασίαν, αλλά το συμπέρασμα θα ήτο ότι επρόκειτο περί αποτυχίας. (σ.
501).104

Όπως γίνεται φανερό από τα παραπάνω, ο διευθυντής της Νέας Εστίας θέτει το
ζήτημα της ελευθερίας έκφρασης των συνεργατών κριτικών (υιοθετώντας, βέβαια, μια
παγιωμένη προγραμματική δήλωση σχεδόν όλων των περιοδικών ότι θα είναι
αμερόληπτα στις κρίσεις τους) ανεξάρτητα αφενός από τη δική του συμφωνία ή
διαφωνία με την εκάστοτε κριτική, αφετέρου από το κόστος που ενδέχεται να
επιφέρουν στο περιοδικό αρνητικές κριτικές. Στις περισσότερες περιπτώσεις το κόστος

104
Προβλέπει μάλιστα, με αφορμή την αντίδραση του Δάφνη, τη συνέχιση των διαμαρτυριών γύρω από
τη στήλη των βιβλιοκρισιών, σημειώνοντας: «Αλλά τι να γίνει! Θα το υποστώμεν. Και αυτό, και όλα τα
όμοια ατυχήματα που ίσως μας περιμένουν…».

48
εντοπίζεται στον γενικότερο θόρυβο που προκαλούν οι επιστολές διαμαρτυρίας των
κρινόμενων συγγραφέων, καθώς επίσης (σπανιότερα) και στις παραιτήσεις
συνεργατών, όπως αυτή του Δάφνη.
Ιδιαίτερα σημαντικό για την καταγραφή των βασικών αρχών άσκησης της
κριτικής από το περιοδικό είναι ένα ακόμα σημείωμα του Ξενόπουλου στο τχ. 129
(1.5.1932), με τον τίτλο: «Ένα είδος κριτικής…». Ο Ξενόπουλος απαντώντας στην
επιστολή διαμαρτυρίας συγγραφέα που ενώ έστειλε το βιβλίο του προς κρίση, αυτό
δεν είδε την «πολυπόθητη», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει, κριτική, εκφράζει
αρχικά τον προβληματισμό του σχετικά με τον αριθμό των βιβλίων που θα πρέπει να
κρίνονται σε κάθε τεύχος:

Το γράμμα μάς ξαναφέρνει ένα ζήτημα, ένα πρόβλημα, που πολλές φορές μας απασχόλησε:
Επιτρέπεται σ’ ένα περιοδικό σαν τη Νέα Εστία να μη γράφει για όλα τα βιβλία που
λαβαίνει –αν θέλετε μάλιστα, για όλα τα βιβλία που βγαίνουν, γιατί μπορεί να βγει κι ένα
σημαντικότατο κι ο συγγραφέας του να παραλείψει να της το στείλει– και να μην είναι
ενήμερη, σα λογοτεχνικό περιοδικό, και σ’ αυτή τη λογοτεχνική κίνηση, που είναι η
κυριότερη;

Για να εξηγήσει αμέσως μετά την απόφασή του, στην οποία γίνεται αναφορά,
μεταξύ άλλων, στην εφαρμογή συγκεκριμένων μεθόδων άσκησης της κριτικής σε
σχέση και με ξένα πρότυπα:

Ένας μόνο τρόπος υπήρχε, κι αυτόν τον είχαμε σκεφθεί στην αρχή. Επειδή η κριτική θα
’πρεπε να είναι όχι μόνο ταχτική, αλλά κι’ ενιαία, να την αναθέταμε σ’ ένα συνεργάτη που
να μην κάνει άλλη δουλειά, παρά να διαβάζει τα βιβλία του Δεκαπενθημέρου και να γράφει
έστω κι από ένα μικρό άρθρο για το καθένα, στο αμέσως επόμενο τεύχος. Ή το πολύ-πολύ
σε δυο. Ο ένας να γράφει για τα πεζά -λογοτεχνήματα εννοούμε πάντα- κι ο άλλος για τα
έμμετρα. Αυτό κάνουν και τα ξένα περιοδικά. Πολλές φορές όμως παρατηρήσαμε σ’ εκείνα
–και στα σπουδαιότερα ακόμα,– πως ο τακτικός κριτικός, υποχρεωμένος να κάνει την
τεράστια αυτή εργασία δεν την έκανε μ’ όλη την ευσυνειδησία. Γιατί απλούστατα ο
άνθρωπος δεν πρόφταινε να διαβάζει τόσα βιβλία, και για τα περισσότερα έγραφε –ω, αυτό
ήταν ολοφάνερο!– ύστερ’ από ένα βιαστικό φυλλομέτρημα. […] Αλλά εμάς πρώτα πρώτα
μας ενδιαφέρει η ευσυνειδησία της κριτικής. Προτιμούμε να γράψουμε αργά για ένα βιβλίο
–ή να μη γράψουμε και καθόλου– παρά να το κρίνουμε όπως όπως ύστερ’ από ένα βιαστικό
φυλλομέτρημα ή έν’ άκεφο διάβασμα, επειδή θα ’μαστε υποχρεωμένοι. Έτσι, χωρίς να μας

49
νοιάζει πια ούτε για την ενότητα –ανέφικτη γι’ αυτούς τους λόγους– αναθέσαμε την κριτική
των βιβλίων σε τρεις-τέσσερεις συνεργάτες, χωρίς να υποχρεώσουμε κανέναν σε τίποτε.
Τους μοιράζουμε τα βιβλία που λαβαίνουμε, τους αφήνουμ’ ελεύθερους να γράφουν και
για κείνα που λαβαίνουν αυτοί απευθείας ή κι αγοράζουν. Κι όχι μόνο δεν επεμβαίνουμε
καθόλου στην κριτική τους –είν’ εντελώς ελεύθεροι να κρίνουν όπως θέλουν κι όπως
ξέρουν– αλλά ούτε να κρατούν σειρά τους απαιτούμε, ούτε να γράφουν κατά προτίμηση
για τούτο ή εκείνο το βιβλίο, ας είναι και του στενότερου φίλου μας, του αδελφού μας. […]
Μ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να μην είμαστε και τόσο ενήμεροι, είμαστε όμως ειλικρινείς.
[…] Όσο για τους συγγραφείς που δεν βλέπουν να κρίνεται το βιβλίο τους αν και πέρασε
πολύς καιρός αφότου το έστειλαν, πρέπει να ξέρουν ότι κι’ αυτό είναι…ένα είδος κριτικής.

Η είσοδος του Χάρη στη διεύθυνση του περιοδικού προαναγγέλλεται από το


χριστουγεννιάτικο τεύχος του 1932. Έτσι, στο σημείωμα του χριστουγεννιάτικου
τεύχους (αρ. 144), στο οποίο εξαγγέλλονται οι αλλαγές του επόμενου έτους,105
ανακοινώνεται ότι η Νέα Εστία ανακαινίζεται και η ανακαίνιση αυτή αφορά εκτός από
τη συνδιεύθυνση και τα επιμέρους τμήματά της. Για το «Δεκαπενθήμερο», λοιπόν, και
συγκεκριμένα για την κριτική του βιβλίου, η μόνη διευκρίνιση που δίνεται είναι ότι
αυτή θα ασκείται: «από τους κκ. Παράσχον (ποιήματα), Π. Χάρην (πεζά), Κ. Ουράνην
(καλλιτεχνικά), Ν. Ανδριώτην (γλωσσολογικά-επιστημονικά), Κ. Δημαράν106
(φιλοσοφικά) κτλπ.». Γίνεται δηλαδή αναφορά στην ομάδα των τακτικών κριτικών.
Στο «Δεκαπενθήμερο» όμως του επόμενου τεύχους (αρ. 145), το πρώτο δηλαδή
του έτους 1933, συναντάμε το πρώτο σημείωμα με κοινή υπογραφή των Ξενόπουλου-
Χάρη. Στο σημείωμα παρέχονται αυτή τη φορά περισσότερες διευκρινίσεις σχετικά με
το περιεχόμενο της «ανακαίνισης» που είχε εξαγγελθεί και γίνεται λόγος, μεταξύ
άλλων, για τους στόχους της κριτικής του περιοδικού:

Η Νέα Εστία είχε φιλοδοξία πολύ ευρύτερη και, κατά τη γνώμη μας, πολύ χρησιμότερη για
την πνευματική μας ζωή: να συγκεντρώνει στις σελίδες την εκλεκτότερη εργασία των

105
Από τον πρώτο χρόνο καθιερώνεται η δημοσίευση στο χριστουγεννιάτικου τεύχος, σημειώματος που
αναγγέλλει τη συνέχεια της κυκλοφορίας του περιοδικού και το επόμενο έτος. Εξαγγέλλονται δε τυχόν
αλλαγές που αφορούν την τυπογραφική εμφάνιση, τα περιεχόμενα των επιμέρους τμημάτων (ανάμεσα
στα οποία και το «Δεκαπενθήμερο»), καθώς –πάντα– και τους όρους της συνδρομής.
106
Ο Δημαράς εγκαινιάζει τη στήλη του «Η κίνησις των ιδεών» στο «Δεκαπενθήμερο» του τχ. 145
(1.1.1933) με το άρθρο του: «Κριτική, ποίηση και ψυχανάλυση». Αναφέρεται στην έρευνα των
Μακεδονικών Ημερών (που ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1932, βλ. εδώ κεφ. 1) για την κριτική και
διατυπώνει την άποψη ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει κριτική, με την έννοια ότι «δεν έχει ακόμη
δημιουργηθεί μια τάξη λογοτεχνών –ανάλογη στο πλήθος με τον αριθμό των άλλων λογοτεχνών– που
να ασχολούνται συστηματικά με την κριτική».

50
λογοτεχνών μας, να καθοδηγεί με την κριτική της, να κατατοπίζει τους αναγνώστες της στα
πνευματικά ζητήματα της εποχής μα προπάντων να μορφώνει το γούστο του μεγάλου
κοινού, που είναι η σπουδαιότερη προϋπόθεση για την καλή ανάπτυξη μιας λογοτεχνίας.
Στην ίδια γραμμή θα βαδίσει και με την ανακαίνισή της. Μόνη και σταθερή βάση η
εκλεκτικότης. Και μέτρο στις εκτιμήσεις της, το δίκαιο αλλά και αυστηρό αντίκρισμα όλων
των εκδηλώσεων της πνευματικής μας ζωής. Για να είναι όμως γενικότερο και
διαφωτιστικότερο το αντίκρισμα αυτό, στις γνώριμες επικεφαλίδες της (rubriques)
προστίθενται αρκετές νέες, και στους παλιούς συνεργάτες της οι λογοτέχνες και οι κριτικοί
που αναγγείλαμε τη συνεργασία τους με το πανηγυρικό χριστουγεννιάτικο τεύχος.

Με την αποχώρηση του Ξενόπουλου και την ανάληψη της διεύθυνσης


αποκλειστικά από τον Χάρη, η βασική φυσιογνωμία του περιοδικού δεν τροποποιείται,
όπως θα διαπιστωθεί και στη συνέχεια. Αξίζει ωστόσο να επισημανθούν δύο
προσθήκες που ενισχύουν τη δυναμική της παρακολούθησης των νεοεκδοθέντων
βιβλίων. Η πρώτη αφορά την προσθήκη συνεργατών κριτικών για την παρακολούθηση
της ποίησης και πεζογραφίας (από το 1939 ο Μήτσος Παπανικολάου προστίθεται
στους κριτικούς της ποίησης μαζί με τον Παράσχο και ο Ναπολέων Λαπαθιώτης στους
κριτικούς της πεζογραφίας. Βλ. και παρακάτω)∙ γενικά, «η ενίσχυση της ομάδας της
κριτικής», επί διεύθυνσης Χάρη, αποσκοπεί, όπως σημειώνει ο Χ. Λ. Καράογλου,
«στην τακτικότερη παρακολούθηση της εκδοτικής κίνησης».107
Η δεύτερη προσθήκη αφορά τη δημιουργία «βιβλιογραφικού δελτίου»
(ανατέθηκε στον Γ. Ι. Φουσάρα)108 προκειμένου να καταγράφονται σ’ αυτό όλες οι

107
Ερευνητική ομάδα – Καράογλου, Περιοδικά Λόγου και Τέχνης, ό.π. (σημ. 94), τρίτος τόμ., σ. 19. Και
ο Ξύδης παρατηρεί σε άρθρο του τη διεύρυνση του κύκλου των συνεργατών της Νέα Εστίας κατά τη
διεύθυνση του Χάρη (παράλληλα με την αύξηση του αριθμού των σελίδων των τόμων της), χωρίς να
εστιάζει, ωστόσο, στην ομάδα της κριτικής. «Ο Χάρης επλάτυνε τον κύκλο των συνεργατών της από τη
λογοτεχνία, την επιστήμη, την καλλιτεχνία, και εδημιούργησε με συνεχείς καινοτομίες νέους τομείς
πνευματικής εποπτείας», σημειώνει χαρακτηριστικά. Βλ. Θεόδωρος Ξύδης, «Πέτρος Χάρης: Ο
διευθυντής της Νέας Εστίας», στο: Εθνική Εταιρία των Ελλήνων Λογοτεχνών, Τρεις λογοτέχνες
Ακαδημαϊκοί: Μιχ. Δ. Στασινόπουλος - Πέτρος Χάρης - Θαν. Πετσάλης-Διομήδης, Αθήνα, εκδότης: Ηλίας
Καμπανάς, 1986, σ. 45 [στο εξής: Ξύδης, «Πέτρος Χάρης: Ο διευθυντής της Νέας Εστίας»].
108
Έως το τχ. 433 (1.7.1945) η στήλη με τον τίτλο «Νέα Βιβλία» περιλάμβανε, όπως ήδη αναφέρθηκε,
απλή καταγραφή των νέων εκδόσεων. Από το τχ. 433, οπότε και ανατίθεται στον Φουσάρα,
μετονομάζεται σε «Νέα Βιβλία. Δελτίο αναλυτικής βιβλιογραφίας» και περιλαμβάνει μια εκτενέστερη
παρουσίαση των νέων βιβλίων, με προσδιορισμό του είδους τους και σύντομη περίληψη του
περιεχομένου τους, ακόμα (κάποτε) και παράθεση επιμέρους τμημάτων των ποιητικών συλλογών. Βλ.
π.χ. ενδεικτικά την παρουσίαση της συλλογής του Σαχτούρη Η λησμονημένη στη στήλη του τχ. 434
(15.7.1945), στην οποία ο Φουσάρας αναφέρει: «Συλλογή από 21 μοντέρνα ποιήματα, γραμμένα στα
χρόνια της σκλαβιάς. Αντιγράφω το τελευταίο τους»∙ και ακολουθεί η παράθεση του ποιήματος. Σε
αυτή τη μορφή η στήλη διατηρείται μέχρι το 1957 [τελευταία παρουσίαση του Φουσάρα στο τχ. 712
(1.3.1957)]. Από το τχ. 727 (15.10.1957) –και μέχρι το 1987– επανέρχεται στην αρχική της μορφή
(δηλαδή, με απλή καταγραφή των νέων τίτλων) με τον τίτλο: «Τα νέα βιβλία».

51
νέες εκδόσεις, ανεξάρτητα από αυτές που επιλέγονται να κριθούν στη στήλη «Τα
Βιβλία». Χαρακτηριστικά τα όσα σημειώνει ο Χάρης:

Από το τεύχος τούτο η Νέα Εστία χωρίζει την παρακολούθηση των νέων βιβλίων σε δύο
στάδια. Η ανάλυση και η αξιολόγησή τους θα γίνεται από τους ταχτικούς κριτικούς της,
όπως πάντα στις γνωστές μόνιμες στήλες και διεξοδικά. Πριν όμως από την εργασία αυτή,
που κάποτε αργεί και συχνά δε δίνει όλες τις πληροφορίες που θέλει να έχει ο αναγνώστης
ενός φιλολογικού περιοδικού, –η κριτική στέκεται μόνο στα αξιολογότερα από τα νέα
βιβλία,– απαραίτητη είναι, τώρα μάλιστα που υπάρχει τόση εκδοτική κίνηση, μια άλλη
εργασία που να κατατοπίζει και να εξυπηρετεί αμέσως: το βιβλιογραφικό δελτίο. 109

Εκτός από τις προαναφερόμενες προσθήκες, οι αρχές του περιοδικού ως προς


την άσκηση της κριτικής παραμένουν σταθερές και συνοψίζονται από τον Χάρη στο
παρακάτω σημείωμα: συστηματική παρακολούθηση των νέων βιβλίων, επιλογή
εκλεκτών συνεργατών κριτικών, εκφραστική ελευθερία και αυστηρός έλεγχος.
Δηλώνει χαρακτηριστικά:

Η Νέα Εστία, μολονότι εφιλοξένησε στις σελίδες της δριμύτατες κριτικές κ’ έχει
εμπιστευθεί τον έλεγχο των εκδηλώσεων της πνευματικής μας ζωής σε κριτικούς που είναι
από τους απαιτητικότερους κι εννοούν να διατυπώνουν τις γνώμες τους χωρίς περιστροφές
και δισταγμούς, δεν είναι περιοδικό μάχης. Εξηγούμαι: στον περιοδικό Τύπο, όπως και
στον καθημερινό, ο τρόπος της εργασίας δεν είναι πάντα ο ίδιος. Κάθε περιοδικό έχει το
κοινόν του. Έχει όμως και τον τρόπο με τον οποίο νομίζει ότι συνεννοείται καλύτερα μαζί
του, ότι το καθοδηγεί, ότι το εξυπηρετεί. […] Γίνεται σε άλλο περιοδικό, σε άλλο ελληνικό
έντυπο, –τολμώ να νομίζω,– κριτική των βιβλίων, του θεάτρου, των εκθέσεων, του
κινηματογράφου, κάθε πνευματικής και καλλιτεχνικής εκδηλώσεως συστηματικότερα, με
μεγαλύτερη ενότητα και με ενοχλητικότερη αυστηρότητα; Κάποιοι χαρακτήρισαν τη Νέα
Εστία περιοδικό των κριτικών. Αλλ’ αν αυτό δεν είναι τίτλος τιμής, είναι ό,τι ακριβώς
ζητούν οι καλοί και απαιτητικοί φίλοι μας: η σταθερή αντιμετώπιση των λογοτεχνικών και
καλλιτεχνικών πραγμάτων μας, όπως λέμε μεις. Η πολεμική προς όλα τα σημεία, όπως θα
έλεγαν εκείνοι.110

109
Χ., «Τα νέα βιβλία», τχ. 433 (1.7.1945) 530.
110
Πέτρος Χάρης, «Ενθουσιασμοί και παρανοήσεις», Νέα Εστία, τχ. 207 (1.8.1935) 729-730.

52
Για να συνοψίσουμε τα όσα αναφέρθηκαν: από το πρώτο κιόλας τεύχος ο
Ξενόπουλος κάνει λόγο για μια αξιολογική κριτική, ξεκαθαρίζοντας πως στη στήλη
«Τα Βιβλία» θα κρίνονται μόνο εκείνα τα έργα που θεωρείται ότι είναι άξια κριτικής,
ότι δηλαδή ξεχωρίζουν ανάμεσα στην πληθώρα των εκδόσεων που λαμβάνει το
περιοδικό. Η απόφαση αυτή προκάλεσε καταρχάς αντιδράσεις από τη μεριά των
συγγραφέων που δεν είδαν τα βιβλία τους να κρίνονται. Αντιδράσεις όμως προκάλεσε
και η επιλογή αποδοχής απόλυτης εκφραστικής ελευθερίας των κριτικών της στήλης,
ελευθερία που υπερασπίζονται σταθερά στη διάρκεια των εξεταζόμενων ετών με
δηλώσεις τους οι δύο διευθυντές.
Συνεπώς, οι αρχές άσκησης κριτικής του περιοδικού, όπως τουλάχιστον αυτές
προκύπτουν από τις δηλώσεις των Ξενόπουλου και Χάρη, βασίζονται στη σταθερή
παρακολούθηση των νέων βιβλίων, στην πρόκριση της ποιότητας των βιβλιοκρισιών
έναντι της ποσότητάς τους, στην ίση αντιμετώπιση των συγγραφέων των οποίων τα
βιβλία κρίνονται (ανεξάρτητα από το εάν πρόκειται για βιβλίο καθιερωμένου ή
πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα) καθώς και στην αποδοχή της εκφραστικής
ελευθερίας των συνεργατών-κριτικών, με κάθε κόστος. Ακλόνητη πεποίθηση και των
δύο διευθυντών, ότι η αυστηρή μα δίκαιη κριτική καθοδηγεί το κοινό και διαμορφώνει
τα αισθητικά του κριτήρια. Μια τέτοια κριτική, που ως «δημιουργία ισάξια με κάθε
άλλη λογοτεχνική εργασία»111 απαιτεί τον δικό της χώρο και χρόνο ώστε να
λειτουργήσει ανεξάρτητα και εποικοδομητικά, πρεσβεύουν –τουλάχιστον σύμφωνα με
τα όσα διατείνονται– οι δύο διευθυντές. Το απολογιστικό σημείωμα του Χάρη για τον
δέκατο τρίτο χρόνο της Νέας Εστίας, συμπυκνώνει τις παραπάνω αντιλήψεις:

Είναι η Νέα Εστία, πρώτ’ απ’ όλα και περισσότερο απ’ όλα, μια κριτική προσπάθεια, που
επιμένει, φυσικά, στα σύγχρονα πνευματικά μας προβλήματα, αλλ’ απλώνεται και στα
περασμένα. Δε γίνεται, βέβαια, μόνο από τη διεύθυνσή της. Κατευθύνεται όμως και
τοποθετείται στο βάθρο που κρίνει αυτή κατάλληλο. Και το βάθρο αυτό είναι η
εκλεκτικότητα και η αυστηρότητα. Δεν κανοναρχούμε την κριτική της Νέας Εστίας. Της
αφήνουμε την πρωτοβουλία και την άνεση που της χρειάζονται για ν’ αναπνεύσει, να
σκεφτεί και να δημιουργήσει. Τονίζουμε: να δημιουργήσει, γιατί πιστεύουμε ότι η αξιόλογη
κριτική είναι ισότιμη με κάθε άλλη λογοτεχνική εργασία. Της εξασφαλίζουμε την
ελευθερία. Αλλά και την παρακολουθούμε.112

111
Πέτρος Χάρης, «Έτος Δέκατον Τρίτον», τχ. 289 (1.1.1939) 55.
112
Πέτρος Χάρης, «Έτος Δέκατον Τρίτον», τχ. 289 (1.1.1939) 55. Η αντίληψη του Χάρη για την κριτική
ως δημιουργία, όπως εκφράζεται στο παραπάνω σημείωμα, αλλά και επανειλημμένα σε βιβλιοκρισίες

53
2.3 Οι αρχές άσκησης της κριτικής

Οι δηλώσεις, εξαγγελίες και αναφορές στις μεθόδους άσκησης της κριτικής από τη
Νέα Εστία, αποτελούν, όπως παρατηρήθηκε, συχνό φαινόμενο. Το κατά πόσο όμως οι
προαναφερόμενες περιγραφές των αρχών της κριτικής τηρούνται πράγματι ή μένουν
σε επίπεδο εξαγγελίας και υπεράσπισης της θεωρητικά επιλεγμένης γραμμής, αποτελεί
αντικείμενο διερεύνησης. Ας επανέλθουμε συνεπώς στα βασικότερα σημεία τους
προσπαθώντας να τα ελέγξουμε πιο αναλυτικά.
Ο πρώτος άξονας που αφορά τη σταθερότητα παρακολούθησης και κριτικής των
νέων βιβλίων τηρείται πράγματι, αν λάβουμε υπόψη τον σταθερό μέσο όρων των
σελίδων που αφιερώνονται στη στήλη ανά έτος. (βλ. και Πίνακα για τον Μέσο Όρο
σελίδων ανά δεκαετία). Διαπιστώνεται έτσι ότι η αναπλήρωση των βιβλιοκρισιών σε
περιπτώσεις απουσίας τους σε ορισμένα τεύχη, ή σε περιπτώσεις που υπάρχουν μεν,
καταλαμβάνουν όμως μικρότερη από τη συνηθισμένη έκταση, επιφέρει μια ισορροπία
που καθιστά την ύπαρξη της στήλης πράγματι σημαντική για τους διευθυντές του
περιοδικού.
Ακόμα και σε περιόδους κρίσιμων ιστορικών, πολιτικών και οικονομικών
συγκυριών, με αναμενόμενη τη μειωμένη έκταση των τευχών του περιοδικού και τον
συνεπαγόμενο περιορισμό ή ακόμα και την παντελή απουσία της στήλης, η κριτική
του βιβλίου διατηρεί τη θέση της στο ακέραιο. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι
το 1939 και το 1940 ο συνολικός αριθμός των κριτικών σημειωμάτων ανέρχεται στα
81 και 97 σημειώματα αντίστοιχα, αποτελώντας δύο από τους μεγαλύτερους αριθμούς
στη διάρκεια των 60 ετών. (Βλ. Πίνακα με συνολικό αριθμό κριτικών σημειωμάτων
ανά έτος). Ο δε μικρός αριθμός βιβλιοκρισιών κατά το 1941, με το σύνολο των
κριτικών σημειωμάτων να είναι μόλις 36 (πρέπει να ληφθεί βεβαίως υπόψη ότι τον
Μάιο καθώς και από τον Ιούλιο έως τον Δεκέμβριο το περιοδικό κυκλοφορεί μία φορά
τον μήνα) επισημαίνεται και δικαιολογείται από τον ίδιο τον Χάρη τον επόμενο χρόνο,
σε σημείωμά του στο τχ. 359 (1.4.1942):

Η κριτική του βιβλίου, όσο κι αν τυπώνονται αραιά και πού νέες λογοτεχνικές και
φιλολογικές εργασίες, θα είναι από το τεύχος τούτο πυκνότερη. Θα εξετάζονται, βέβαια, τα

και σε άρθρα του τόσο στη Νέα Εστία όσο και σε άλλα περιοδικά και εφημερίδες, τον κατατάσσει στη
μερίδα εκείνων που στη θεωρητική αντιπαράθεση τέχνης και κριτικής τάσσονται με την ισοτιμία των
δύο. (Βλ. και κεφ. 1).

54
λίγα νέα βιβλία, αλλά θα κριθούν και όσα εκυκλοφόρησαν απάνω στην πολεμική περίοδο,
παραμερίστηκαν από τα μεγάλα γεγονότα κ’ έμειναν ασχολίαστα. Έτσι θα ξοφλήσει η Νέα
Εστία μιαν οφειλή προς τους αναγνώστες της που ποτέ δεν την ξέχναγε αλλά και κάθε φορά
εμποδιζόταν να την ταχτοποιήσει.

Επίσης, η προσθήκη τακτικών κριτικών μέσα στα χρόνια καθώς και η επιλογή
συνεργασίας με τα πιο καταξιωμένα πρόσωπα στον χώρο της ελληνικής κριτικής
επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς περί «εκλεκτικότητας» των συνεργατών, όπως αυτή
είδαμε ότι διατυπώθηκε επανειλημμένα. Αρκεί να αναφερθούν τα ονόματα των
Κλέωνος Παράσχου, Τέλλου Άγρα, Πέτρου Χάρη, Αιμίλιου Χουρμούζιου, Γιάννη
Χατζίνη, Αντρέα Καραντώνη ως μερικών από τους τακτικούς κριτικούς της Νέας
Εστίας με πολυετή συνεργασία, αλλά και πολλών άλλων που για συντομότερο χρονικό
διάστημα συμμετείχαν στην άσκηση της κριτικής μέσα από τη στήλη «Τα Βιβλία».
Ενδεικτικά αναφέρω εδώ τους: Μήτσο Παπανικολάου, Ναπολέοντα Λαπαθιώτη,
Λέοντα Κουκούλα (αναλυτικά για τα πρόσωπα της κριτικής βλ. στο επόμενο
κεφάλαιο).
Ο δεύτερος άξονας αφορά την αποδοχή της εκφραστικής ελευθερίας, άρα την
έλλειψη υφολογικής ομοιομορφίας των κριτικών σημειωμάτων. Η τήρηση και αυτής
της αρχής είναι εύκολα αποδείξιμη καταρχάς από το εύρος των συνεργατών κριτικών
στο χρονικό άνυσμα της παρούσας μελέτης, που συνεπάγεται τη διαφορετική
εκφραστική και ιδεολογική προσέγγιση των κρινόμενων έργων. Ο κάθε κριτικός
διατηρεί το δικό του κριτικό ύφος, τη δική του κριτική πολιτική, με αποτέλεσμα η
εκφραστική ποικιλομορφία να κυμαίνεται από την επιείκεια και τη μετριοπάθεια μέχρι
τα αιχμηρά και ειρωνικά σχόλια. Η ποικιλία των αντιδράσεων, που, όπως θα δούμε και
αμέσως παρακάτω, προκαλούν με τα σχόλια αυτά οι κριτικοί, είναι ένας επιπλέον
δείκτης τήρησης της εξαγγελθείσας εκφραστικής ελευθερίας. Υπ’ αυτήν την έννοια
(της εκφραστικής αυστηρότητας ορισμένων τουλάχιστον κριτικών) οι συνηθισμένοι
ισχυρισμοί των δύο διευθυντών περί αυστηρού ελέγχου της πνευματικής ζωής εν γένει,
επαληθεύονται. Τόσο οι κριτικοί της Νέας Εστίας μεμονωμένα, όσο και συνολικά η
στήλη των βιβλιοκρισιών της, αποκτά μέσα στα χρόνια τον χαρακτήρα ενός αυστηρού
κριτικού συστήματος, ο έπαινος ή η απόρριψη του οποίου μπορεί να καθορίσει εν

55
πολλοίς την πορεία που θα ακολουθήσει ένα λογοτεχνικό βιβλίο.113 Η εκφραστική
ελευθερία, συνεπώς, που πολλές φορές συνεπάγεται την «ενοχλητική αυστηρότητα»,
όπως σημειώνει ο Χάρης, γίνεται σεβαστή από τους διευθυντές της. Ακόμα και η
δομική διαφοροποίηση μεταξύ των βιβλιοκρισιών γίνεται αποδεκτή, με τον κάθε
κριτικό να διατηρεί τον δικό του τρόπο σύνταξης των κριτικών σημειωμάτων. (Για
λεπτομερή περιγραφή της υφολογικής και εκφραστικής ιδιομορφίας των κριτικών
συνεργατών βλ. το επόμενο κεφάλαιο).
Να σημειωθεί επιπλέον ότι δεν έχουν εντοπιστεί ούτε στο αρχειακό υλικό του
Πέτρου Χάρη ούτε σε αρχεία των κριτικών στοιχεία (επιστολές κ.ά.) που να δείχνουν
παρεμβάσεις των δύο διευθυντών στο κριτικό έργο των συνεργατών του περιοδικού.
Συνεπώς, το σημείωμα του Χάρη που συνοδεύει τη δημοσίευση του Σόλωνα Μακρή
επαληθεύεται από τη συνολική πολιτική της Νέας Εστίας:

Με τις περισσότερες παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα του κ. Σόλ. Μακρή η διεύθυνση


της Νέας Εστίας συμφωνεί. Ίσως βλέπει από διαφορετική σκοπιά την εργασία μερικών
κριτικών, που ελέγχονται με κάποια αυστηρότητα. Τούτο όμως δεν εμπόδισε τη
δημοσίευση του μελετήματος. Υπογράφεται από συνεργάτη μας, που μπορεί να έχει δική
του ευθύνη. –Π. Χ.114

Κι αν οι εξαγγελίες των διευθυντών για τις αρχές άσκησης της κριτικής γύρω
από τους δύο πρώτους άξονες τηρούνται, με βάση τα παραπάνω, στο ακέραιο, ο τρίτος
άξονας, αυτός δηλαδή της ίσης αντιμετώπισης όλων των συγγραφέων (είτε πρόκειται
για μεγαλύτερους ή νεότερους σε ηλικία, για πρωτοεμφανιζόμενους ή για
καθιερωμένους) φαίνεται πως δεν τηρείται στην πραγματικότητα απόλυτα, έστω κι αν
τονίζεται επανειλημμένως ως μία από τις βασικότερες αρχές του περιοδικού στον
τρόπο άσκησης της κριτικής μέσα από τη στήλη των βιβλιοκρισιών.115 Συχνά είναι

113
Το γεγονός επισημαίνουν και οι περισσότεροι από τους επιστολογράφους (καθιερωμένοι και
πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς) στα ευχαριστήρια –κατά βάση– γράμματά τους που εντοπίζονται στα
αρχεία των Χάρη και Καραντώνη στο Ε.Λ.Ι.Α. Βλ. περισσότερα στην αμέσως επόμενη ενότητα.
114
Με τη γνωστή μορφή: «Σημ. τ. Ν. Ε.», το σημείωμα εντοπίζεται στο κύριο σώμα του τχ. 1297
(15.7.1981) και σαν σχόλιο στο μελέτημα του Σ. Μακρή, με τίτλο: «Η κριτική».
115
Δηλωτικό των απόψεων του Ξενόπουλου για την αντιμετώπιση των «παλιών και νέων λογοτεχνών»
στη Νέα Εστία (όχι, ωστόσο, στη στήλη των βιβλιοκρισιών) είναι το σημείωμά του με τίτλο «Ισοτιμία
κι’ ιεραρχία» στο τχ. 114 (15.9.1931) στο οποίο διευκρινίζεται, μεταξύ άλλων: «Σ’ ένα περιοδικό σαν
τη Νέα Εστία, ισοτιμία μεταξύ παλιών και νέων, κατά τύπο, δεν μπορεί να υπάρξει. Θα φαινόταν σαν
αταξία, σαν αναρχική καταπάτηση της ιεραρχίας, ή σαν ασυναίσθητο ανακάτωμα –το ανακάτωμα που
γίνεται σ’ άλλα περιοδικά, που δεν είναι λογοτεχνικά, που δεν έχουν ιδέα από λογοτεχνία, όταν
φιλοξενούν κάποτε και μερικούς λογοτέχνες. Ισοτιμία όμως κατ’ ουσία μπορεί να υπάρξει και σ’ αυτήν
πρέπει να αρκείται η “πνευματική νεολαία”».

56
έτσι τα παράπονα νέων συγγραφέων που κατηγορούν τη Νέα Εστία για παραγνώριση
του έργου τους, ενώ κατά περιόδους αρκετές φορές το περιοδικό κατηγορείται για την
«ελιτίστικη» πολιτική του, που περιλαμβάνει κριτική συγκεκριμένων συγγραφέων που
ανταποκρίνονται στις αισθητικές και ιδεολογικές αντιλήψεις των διευθυντών του. Η
εφαρμογή ή μη της εξαγγελθείσας αρχής της ίσης υποδοχής κι αξιολόγησης του έργου
των συγγραφέων θα εξεταστεί αναλυτικότερα στο Κεφάλαιο 5, όπου και θα
παρουσιαστούν και τα στατιστικά στοιχεία της κριτικής ενός μεγάλου αριθμού
λογοτεχνών. Όπως θα διαπιστωθεί, ενώ αναγνωρισμένες μορφές των ελληνικών
γραμμάτων, όπως ο Σολωμός και ο Παλαμάς, κατέχουν κυρίαρχη θέση στην κριτική
της Νέας Εστίας, το έργο νέων ποιητών και πεζογράφων δεν στερείται πυκνού
σχολιασμού και αξιολόγησης από τη στήλη της. Ακόμα κι αν συχνά ο Ξενόπουλος ως
διευθυντής του περιοδικού στέκεται επιφυλακτικά απέναντί τους, διαχωρίζοντας τη
θέση του από εκείνους ως έμπειρος και ώριμος,116 ως κριτικός δεν διστάζει να επαινεί
τις εμφανίσεις τους.
Ανεξάρτητα από την τήρηση ή μη της εξαγγελθείσας αρχής της ίσης
μεταχείρισης, γεγονός αδιαμφισβήτητο είναι ότι ο τρόπος αντιμετώπισης των
συγγραφέων μέσα από τη στήλη προκάλεσε πλήθος συζητήσεων, αντιδράσεων,
διαμαρτυριών και συχνών αντιπαραθέσεων –που αρκετές φορές έλαβαν τον
χαρακτήρα προσωπικών επιθέσεων– και εκφράστηκαν ως έναν μεγάλο βαθμό από τις
στήλες του ίδιου του περιοδικού (όχι όμως αποκλειστικά σε αυτό) όπως θα δούμε
αμέσως παρακάτω.

2.4 Οι αντιδράσεις που προκαλεί η στήλη

Η διεξοδική μελέτη του «Δεκαπενθημέρου», τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της


συνδιεύθυνσης Ξενόπουλου-Χάρη, φέρνει στο φως έναν σημαντικό αριθμό επιστολών
συγγραφέων προς τους διευθυντές της Νέας Εστίας (με άμεσους ή έμμεσους αποδέκτες
τους κριτικούς του περιοδικού) με αφορμή τα σημειώματα κριτικής της στήλης «Τα

116
Βλ. ενδεικτικά το σημείωμά του, με τίτλο: «Σημεία των καιρών», στο «Δεκαπενθήμερο» του τχ. 72
(15.12.1929), στο οποίο με αφορμή την επίθεση «ενός περιοδικού που το βγάζουν νέοι», απέναντι σε
όλους εκείνους που εκτόξευαν κατηγορίες στον Ψυχάρη ενόσω ζούσε και άλλαξαν στάση μετά τον
θάνατό του (εννοώντας πιθανόν και τη Νέα Εστία με τον διευθυντή της), ο Ξενόπουλος αναφέρει: «Αυτό
ήταν όλο! Για να βρίσουν παλιανθρώπους, και χωρίς κανέναν λόγο, τους πνευματικούς ηγέτες! Πώς σας
φαίνεται αυτός ο τρόπος; Αυτή η γλώσσα; Σημεία των καιρών βέβαια. Μπορεί όμως να στηριχθεί καμιά
ελπίδα σε νέους που μιλούν σήμερα έτσι και που φιλοδοξούν να γίνουν αύριο πνευματικοί ηγέτες
αυτοί»;

57
Βιβλία». Πρόκειται για επιστολές διαμαρτυρίας, οι οποίες προέρχονται, ως επί το
πλείστον, από συγγραφείς των οποίων τα έργα δεν κρίθηκαν, αν και είχαν σταλεί προς
κρίση, είτε –κυρίως– κρίθηκαν με τρόπο που δεν ικανοποιούσε τις προσδοκίες τους,
προκαλώντας αφενός την οργισμένη, συνήθως, αντίδρασή τους, και αφετέρου
απαντήσεις υπεράσπισης των συνεργατών κριτικών από τον Ξενόπουλο και τον Χάρη.
Ο πιο συνηθισμένος (όχι όμως και ο μόνος, όπως θα αναλυθεί και παρακάτω)
χώρος δημοσίευσής τους είναι το «Δεκαπενθήμερο» και πολλές φορές οι
αντιπαραθέσεις που πυροδοτούν εκτείνονται σε περισσότερα του ενός τεύχη, με τη
συμμετοχή κάποτε και άλλων (πέρα των άμεσα εμπλεκόμενων) συγγραφέων, λογίων
και κριτικών που παρεμβαίνουν παίρνοντας το μέρος της μιας ή της άλλης πλευράς.117
Ενίοτε –σπανίως, ωστόσο– στο «Δεκαπενθήμερο» δημοσιεύονται και απαντήσεις
συγγραφέων σε βιβλιοκρισίες γραμμένες σε άλλα έντυπα (όχι δηλαδή στη Νέα Εστία),
οι οποίες θίγουν όμως τους διευθυντές καθώς και συνεργάτες-κριτικούς του
περιοδικού. Συνεπώς, οι ανταπαντήσεις των τελευταίων αποκτούν, σ’ αυτήν την
περίπτωση, τον χαρακτήρα υπεράσπισης των προσώπων της κριτικής της Νέας Εστίας,
ακόμα κι αν η βιβλιοκρισία που πυροδότησε την αντίδραση δεν γράφτηκε στις στήλες
της.118
Όπως ήδη σημειώθηκε (βλ. παραίτηση Δάφνη) η στήλη των βιβλιοκρισιών
γίνεται επίκεντρο συζητήσεων και αντεγκλήσεων από τα πρώτα κιόλας χρόνια

117
Η αντίδραση στην ασκούμενη κριτική είναι βεβαίως αναμενόμενη, και έχει τις ρίζες της στην ίδια τη
φύση του κριτικού συστήματος. Όπως σημειώνει ο Δημήτρης Δημηρούλης: «Η κριτική, ως θεσμός, έχει
τις δικές της συμβάσεις που αντιπροσωπεύουν ένα μεταβλητό σύνολο ιδεών και απόψεων. Δεν είναι
ένα κλειστό στατικό σύστημα αλλά ένα ανοιχτό δυναμικό πεδίο που συμμετέχει στην ιστορία. Οι
διαφωνίες, οι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις εμφανίζονται έτσι ως νόμιμες πρακτικές που συνδέονται
με τις ανάγκες του κριτικού λόγου». Βλ. Δημήτρης Δημηρούλης, Οι κριτικοί και η ποίηση (η διαμάχη
Εμμανουήλ Ροΐδη-Άγγελου Βλάχου). Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 1984,
σ. 5.
118
Βλ. το σημείωμα του Χάρη στο «Δεκαπενθήμερο» του τχ. 474 (1.4.1947), με τον τίτλο: «Ο “γίγας”
που έγινε “κώνωψ”…», με αφορμή την οργισμένη –και αιχμηρά εκφρασμένη– αντίδραση του Μανώλη
Κανελλή απέναντι σε κριτική του Χάρη στο Ελληνικόν Αίμα της 23ης Μαρτίου (στο στόχαστρο
βρίσκεται ωστόσο και ο Χουρμούζιος). Αμέσως μετά από τη δημοσίευση της επιστολής του Κανελλή,
ακολουθεί το σχόλιο του Χάρη. Παραθέτω ολόκληρο το σημείωμα: «Κώνωψ ανωφελής ή δάγκειος των
(Α) Γραμμάτων, ονόματι Ιωάννης Μαρμαριάδης ή Πετροχάρης επιχείρησε να κεντήσει και εμέ και τα
ποιήματά μου “Οι Βάρβαροι”. Επειδή συνηθίζω να χρησιμοποιώ κουνουπιέρα εσχάτης περιφρονήσεως
κατά παντός κώνωπος ή κορέου της “κριτικής”, είτε λέγεται Χουρμούζιος είτε Πετροχάρης, ειδοποιώ
το κεντήσαν με έντομον ότι το δήγμα του υπήρξε τόσο ανώδυνον και επέρασε τόσον απαρατήρητον,
ώστε δεν παρέστη καν ανάγκη να φλιτάρω». Αμέσως μετά η απάντηση του Χάρη: «Ο ίδιος, όταν
επαινέσαμε τους “Βουλγάρους” του μας έγραφε στις 4 Σεπτεμβρίου 1945: “Το σημείωμά σου στη Ν.
Εστία ήτανε γ ι γ ά ν τ ι ο (δεν υπογραμμίζω εγώ), –αντάξιο του Χάρη. Ενώ μ’ έκρινες, -εκρίθης άλλη
μια φορά: Είσαι Μ ε γ ά λ ο ς Σ υ γ γ ρ α φ ε ύ ς. (και πάλι δεν υπογραμμίζω εγώ). Σός. –Μ. Κανελλής.
Τα σχόλια είναι περιττά». Η ευχαριστήρια επιστολή του Κανελλή προς τον Χάρη εντοπίζεται στο αρχείο
του στο Ε.Λ.Ι.Α., ακριβώς όπως την παραθέτει εδώ ο ίδιος. Οι λέξεις «γιγάντιο», και «Μεγάλος
Συγγραφεύς», είναι πράγματι υπογραμμισμένες από τον Κανελλή.

58
κυκλοφορίας του περιοδικού.119 Η γραμμή υπεράσπισης των συνεργατών είναι σχεδόν
πάντα δεδομένη. Οι διευθυντές παραθέτουν συνήθως αποσπάσματα των επιστολών
διαμαρτυρίας, –με περικοπές ενίοτε επίμαχων φράσεων και κατηγοριών, όπως θα
διαπιστωθεί και στο αμέσως επόμενο παράδειγμα– αντικρούοντας τις επιθέσεις με
δικά τους σημειώματα.120 Ενδεικτικά αναφέρεται, έτσι, η δημοσίευση επιστολής
διαμαρτυρίας του Σπαταλά για τη βιβλιοκρισία του Παράσχου για το βιβλίο του: Ο
Βίος μιας ψυχής [τχ. 81 (1.5.1930)]. Στο σημείωμα υπεράσπισης του Παράσχου από
τον Ξενόπουλο επισημαίνεται η περικοπή του επιλόγου της επιστολής Σπαταλά:

Από τον εκλεκτό συνεργάτη μας, που κατά χρέος του δημοσιεύομε αυτό το γράμμα,
ζητούμε συγγνώμη αν, κατά χρέος επίσης, παραλείψαμε τον επίλογο κι’ εκολάσαμε εδώ κι
εκεί κάποιες φράσεις. Ο κ. Σπαταλάς είχε βέβαια όλο το δικαίωμα να πει το δίκιο του, αλλά
και χωρίς να πειράξει τον κριτικό μας, παρά όσο τυχόν θα πειραζόταν από τα πράγματα, -
όχι από λόγια,- στα οποία πάλι μπορεί, αν θέλει, να απαντήσει. Νομίζομε ότι σε τέτοιες
περιστάσεις, οι βιαιότητες είναι περιττές –Σ.τ.Ν.Ε.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση υπεράσπισης μεν του Χάρη από τον


Ξενόπουλο σε επιστολή εναντίον του πρώτου από τον Τυμφρηστό (επιστολή που δεν
δημοσιεύεται), αλλά και η διαφωνία μεταξύ τους, όπως εκφράστηκε με αφορμή τη
βιβλιοκρισία του Χάρη. Στο κριτικό του σημείωμα για την έκδοση δύο βιβλίων του
Τυμφρηστού,121 ο Χάρης επισήμαινε, μεταξύ άλλων, την «έλλειψη στη Λογοτεχνία
μας παράδοσης καλού πεζού λόγου». Ο Ξενόπουλος, θεωρώντας ότι η δήλωση αυτή
θίγει και τον ίδιο, απαντά με ένα σημείωμα στον «μορφωμένο, όμως νέο» Χάρη,
παραθέτοντας παραδείγματα του καλού πεζού λόγου, που καταρρίπτουν τον ισχυρισμό
του. Στο ίδιο σημείωμα γίνεται αναφορά στο γράμμα απάντησης του Τυμφρηστού
στην κριτική του Χάρη, το οποίο δεν δημοσιεύεται, καθώς, σύμφωνα με τον
Ξενόπουλο: «θίγει τον συνεργάτη μας. Αλίμονο, αν ύστερ’ από κάθε δυσμενή κριτική,
είμεθα υποχρεωμένοι να δημοσιεύουμε και μια τέτοια απάντηση του συγγραφέα: δεν

119
Γεγονός που επισημαίνεται συχνά και από τους ίδιους τους κριτικούς στις βιβλιοκρισίες τους. Βλ.,
π.χ., στο σημείωμα του Άγρα [τχ. 107 (1.6.1931)] για το βιβλίο του Δημ. Κουρέτα: Αι ψυχώσεις εις την
λογοτεχνίαν. «Πρόκειται τάχα να δοθή και πάλι αφορμή για αντιρρήσεις, καθώς συνηθίζεται απ’ αυτή
τη στήλη»;
120
Συνήθως δηλώνονται ως: Σ.τ.Ν.Ε. Σε αρκετές περιπτώσεις παρατίθενται απευθείας οι επιστολές των
κριτικών με υποσημειώσεις των διευθυντών να τις συνοδεύουν.
121
Πρόκειται για τα βιβλία «Στα δίχτυα του έρωτα» και «Τρελλός από αγάπη», που κρίθηκαν από τον
Χάρη στο τχ. 59 (1.6.1929).

59
θα μας έμενε συνεργάτης!».122 Ο Χάρης απαντά με τη σειρά του στον Ξενόπουλο, σε
ένα σημείωμα στο οποίο θίγει, μεταξύ άλλων, τον ρόλο και την ευθύνη της κριτικής,
που αν «στεκόταν πάνω από συμπάθειες, συμφέροντα και φανατισμούς, θα εμπόδιζε,
ως ένα σημείο τουλάχιστον, την επιβολή των σεβαστών και μεγάλων ονομάτων και
συγχρόνως θ’ άφηνε το έδαφος ελεύθερο στη μικρή, αλλ’ αξιόλογη παραγωγή των
καλών πεζογράφων».123 Ακριβώς μετά παρατίθεται το τελευταίο σύντομο σημείωμα
του Ξενόπουλου που κλείνει τη συζήτηση και αντιπαράθεση που προκάλεσε η
βιβλιοκρισία του Χάρη.
Κάποιες φορές, οι αντεγκλήσεις γύρω από τον τρόπο άσκησης της κριτικής από
τις στήλες της Νέας Εστίας λαμβάνουν μεγαλύτερη έκταση και αφορούν όχι μόνο
συγγραφείς και κριτικούς, αλλά και άλλα περιοδικά. Έτσι, στο τχ. 150 (15.3.1933),
παραδείγματος χάριν, πληροφορούμαστε ότι στα «Σημειώματα» του περιοδικού
Σήμερα δημοσιεύεται η ακόλουθη απάντηση στην επισήμανση της Νέας Εστίας, σε
προηγούμενο τεύχος, ότι το Σήμερα «δεν πρόκειται να κάμη κριτικήν αλλά πολεμικήν
εναντίον προσώπων»: 124

Η Νέα Εστία, αναγγέλνοντας την έκδοσιν του Σήμερα, θεωρεί πως πρέπει να συνοδεύσει
την αναγγελία με την παρατήρηση ότι τα σημειώματά του δείχνουν πως δεν πρόκειται να
κάμη κριτική, αλλά πολεμικήν εναντίον προσώπων. Να μας συγχωρεί η Νέα Εστία: κριτική
κάνουμε. Όχι όμως σαν εκείνη που γίνεται –κατά κανόνα- σ’ αυτόν εδώ τον τόπο από τον
ημερήσιο και περιοδικό τύπο, δηλαδή: με συμβιβασμούς, μ’ ανεκτικότητα, μ’
αλληλολιβανίσματα, με επιείκειες, με δειλίες. Αλλά κριτική αληθινή, θαρραλέα, που
αποσκοπεί, όπως είπαμε στο πρόγραμμά μας, να βάλει ιδέες και πρόσωπα στη θέση τους, -
την πραγματική τους, εννοούμε, θέση. Κριτική κατά της ψευτιάς, της σύγχυσης των
πραγμάτων, των μικροσυμφερόντων, των εμπαθειών, της προχειρολογίας και της άγνοιας.
Μια τέτοια κριτική μόνο στην Ελλάδα μπορεί να θεωρείται προσωπική επίθεση. Για όλους
τους παραπάνω λόγους.

122
Ξ., «Ο καλός πεζός λόγος», Νέα Εστία, τχ. 60 (15.6.1929) 486-487.
123
Π. Χ., «Ο πεζός λόγος και αι δύο παραδόσεις», Νέα Εστία, τχ. 61 (1.7.1929) 532-533.
124
Βλ. το σημείωμα παρουσίασης του Σήμερα στη στήλη «Περιοδικά κι’ Εφημερίδες», Νέα Εστία, τχ.
148 (15.2.1933) 231. Περισσότερα για το περιοδικό και τη φυσιογνωμία του βλ. Μαρία Σακελλαρίου,
Το περιοδικό Σήμερα (1933-1934), Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1994 (Ευρετήρια
Περιοδικών Λόγου και Τέχνης, αρ. 1), Ερευνητική ομάδα – Καράογλου, Περιοδικά Λόγου και Τέχνης
(1910-1940), ό.π. (σημ. 93), τόμ. 2, σσ. 384-391, καθώς επίσης και Αλέξανδρος Αργυρίου, «Τάσεις της
κριτικής σκέψης στον μεσοπόλεμο», στο: Η κριτική στη νεότερη Ελλάδα, Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών και
Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, σσ. 228-237. Βλ. τέλος, και Καγιαλής, Η επιθυμία για το Μοντέρνο,
ό.π. (σημ. 63), σσ. 139-141. Ο Καγιαλής χαρακτηρίζει το Σήμερα ως ένα «ιδιαίτερα αξιόλογο περιοδικό
κριτικού προβληματισμού της ευρύτερης (μη κομμουνιστικής) Αριστεράς. Μεταξύ των συνεργατών και
οι κριτικοί της Νέας Εστίας: Παράσχος και Θρύλος», σσ. 139-140.

60
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αντίδραση της ομάδας των
Μακεδονικών Ημερών απέναντι στον τρόπο άσκησης της κριτικής της Νέας Εστίας,
και κυρίως απέναντι στον Χάρη ως συνδιευθυντή και κριτικό. Αφορμή στάθηκε η
βιβλιοκρισία του στο τχ. 179 (1.1.1934) για το βιβλίο του Σπανδωνίδη: Η πεζογραφία
των νέων.125 Ο Χάρης απαντά στις κατηγορίες που του αποδόθηκαν μέσα από
σημείωμά του («Προς Θεσσαλονικείς») στο «Δεκαπενθήμερο» του τχ. 189
(1.11.1934). Βασική γραμμή του σημειώματος είναι η αντίκρουση της κατηγορίας ότι
η κριτική της Νέας Εστίας αγνοεί συστηματικά τους Θεσσαλονικείς συγγραφείς ή/και
γράφει δυσμενέστερα για τα έργα τους συγκριτικά με τα αντίστοιχα των Αθηναίων
συγγραφέων. Τα επιχειρήματα του Χάρη βασίζονται πρωτίστως στον δικό του έλεγχο
απέναντι στους κριτικούς των Μακεδονικών Ημερών, οι οποίοι «στο τελευταίο τεύχος
κρίνουν πέντε βιβλία. Για τα τρία που είναι έργα Θεσσαλονικέων –επαρχιωτών, δεν
έχουν παρά ενθουσιασμούς. Για τα άλλα δυο, που τα ’χουν γράψει Αθηναίοι, οι κρίσεις
τους είναι αυστηρότατες».126 Η κατηγορία, τέλος, της ομάδας του περιοδικού για την
άδικη βιβλιοκρισία του Χάρη για το βιβλίο του Σπανδωνίδη Η πεζογραφία των νέων
καταρρίπτεται εμμέσως με το επιχείρημα της αναξιοπιστίας των λεγομένων των
διευθυντών του εντύπου.
Με την έναρξη της διεύθυνσης Χάρη περιορίζονται αισθητά οι δημοσιεύσεις
επιστολών αντιπαράθεσης με αφορμή κάποια βιβλιοκρισία. Δεν υπάρχει εξαρχής
προγραμματική δήλωση του Χάρη για την επιλογή αυτή, ωστόσο διάσπαρτα –και

125
Η διαμάχη μεταξύ του Χάρη και των Μακεδονικών Ημερών (με κυριότερο εκπρόσωπό τους σ’ αυτήν
τον Σπανδωνίδη) ξεκίνησε νωρίτερα από τη δημοσίευση της βιβλιοκρισίας του Χάρη για το βιβλίο του
Σπανδωνίδη. Πιο συγκεκριμένα, σε σημείωμά του στη Νέα Εστία με τον τίτλο «Επαρχιακοί ορίζοντες»,
[τχ. 78 (15.5.1934)], ο Χάρης προβαίνει σε σύσταση στους νέους που γράφουν σε επαρχιακές
εφημερίδες και το σημείωμά του αυτό προκαλεί την απάντηση των Μακεδονικών Ημερών με το άρθρο
«Επαρχία και πρωτεύουσα», στο τχ. 6-7 (Ιούνιος-Ιούλιος 1934). Στο ίδιο τεύχος των Μακεδονικών
Ημερών ο Γιώργος Θέμελης με σημείωμά του με τον τίτλο «Ecce Criticus!», επιτίθεται στον Χάρη για
την κριτική του στη Νέα Εστία για το βιβλίο του Σπανδωνίδη. Σχετικά με τη διαμάχη Χάρη-Σπανδωνίδη
βλ. και Τραϊανός Μάνος, «Η κριτική ως εκδούσα αρχή: το παράδειγμα της «σχολής Θεσσαλονίκης»,
Πρακτικά Δ΄ Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών, τόμ. Ε΄, Αθήνα, 2011, σσ. 413-418. Για
το ευρύτερο ζήτημα της αντιπαλότητας αθηναίων και επαρχιωτών λογίων στη δεκαετία του 1930 βλ. τη
διδακτορική διατριβή του Λάμπρου Βαρελά, Η αντιμετώπιση λογοτεχνικών και πνευματικών κινήσεων
στην ελληνική επαρχία (1929-1940). Θέματα ιστορίας και βιβλιογραφίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας,
ΑΠΘ-Τμήμα Φιλολογίας 1997. Βέβαια, τα επόμενα χρόνια η στάση του Χάρη για την πνευματική
κίνηση της Θεσσαλονίκης αλλάζει. Βλ. τχ. 485 (15.9.1947). «Η Θεσσαλονίκη μας στέλνει στη δύσκολη
αυτή ελληνική ώρα ένα μήνυμα […] ενισχύει και οργανώνει τις πνευματικές και καλλιτεχνικές δυνάμεις
της. Αλλεπάλληλα είναι τα αξιόλογα νέα λογοτεχνικά και φιλολογικά βιβλία […] Οι κριτικές στήλες
της Νέας Εστίας θα παρακολουθήσουν με προσοχή ολόκληρο τον πνευματικό οργασμό της
Θεσσαλονίκης». Αλλά και ο ίδιος ο Σπανδωνίδης χαίρει ιδιαίτερης θέσης στη Νέα Εστία τα επόμενα
χρόνια. Βλ. π.χ. τη δημοσίευση της μελέτης του: «Συνομιλίες με τον εαυτό μου» σε πέντε τεύχη [από
το τχ. 761 (15.3.1959) έως το τχ. 765 (15.5.1959)]. Στο τμήμα της μελέτης, μάλιστα, που δημοσιεύεται
στο τχ. 762, ο Σπανδωνίδης αναφέρεται στη «σημειωματογραφία και λογοτεχνική κριτική».
126
Πέτρος Χάρης, «Προς Θεσσαλονικείς», Νέα Εστία, τχ. 189 (1.11.1934) 999.

61
κυρίως με τη μορφή αιτιολόγησης παραβίασης της αρχής– εντοπίζονται σημειώσεις
του ίδιου γι’ αυτή του την απόφαση. Έτσι, στο τχ. 220 (15.2.1936) σε υποσημείωση
στη δημοσίευση της επιστολής-απάντησης του Γιάννη Βλαχογιάννη στο κριτικό
σημείωμα του Αγγελομάτη [τχ. 219 (1.2.1936)] διαβάζουμε:

Η Νέα Εστία έχει την αρχή να μη δημοσιεύει απαντήσεις στις κριτικές των συνεργατών της,
γιατί πιστεύει πως κάθε συγγραφέας λέει στο βιβλίο του ό,τι είχε να πει. Αλλά το κύρος
του ιστορικού που έγραψε τους Κλέφτες του Μοριά και το γενικότατο θέμα που
πραγματεύεται στην απάντησή του, δικαιολογούν την εξαίρεση αυτή.

Και στο τχ. 271 (1.4.1938), σε απάντηση του Γεράσιμου Δ. Καψάλη σε


βιβλιοκρισία του Λεκατσά (τχ. 266), ο Χάρης διευκρινίζει:

Η Νέα Εστία –το δηλώνει ακόμα μια φορά– δε δημοσιεύει απαντήσεις σε βιβλιοκρισίες
συνεργατών της, παρά μόνο όταν προέρχονται από συγγραφείς με εξαιρετική θέση στα
ελληνικά γράμματα ή ανοίγουν γενικότερη συζήτηση γύρω από ένα πραγματικά αξιόλογο
φιλολογικό ή καλλιτεχνικό ζήτημα. Το σημείωμα του κ. Γερ. Καψάλη, πρώην προέδρου
του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, ανήκει στις ελάχιστες εξαιρέσεις του κανόνος αυτού, που
τόσες δυσαρέσκειες και τόσες επιθέσεις έχει προκαλέσει.

Συνολικά από το 1935 και μέχρι την παραίτηση του Χάρη από τη διεύθυνση το
1987, δημοσιεύονται στο «Δεκαπενθήμερο» ελάχιστες επιστολές αντιπαραθέσεων
μεταξύ κριτικών και κρινόμενων, με σημαντικότερες (λόγω της θέσης που έλαβαν
στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων) και εκτενέστερες δύο έριδες –με διαφορά
μερικών μηνών– με κεντρικό πρόσωπο τον Νικόλαο Τωμαδάκη. Η πρώτη είναι αυτή
των Τωμαδάκη-Συκουτρή, που είχε ως αφετηρία την πεντασέλιδη βιβλιοκρισία του
Συκουτρή στο τχ. 194 (15.1.1935) για τη Σολωμική βιβλιογραφία των Τωμαδάκη-
Βογιατζάκη. Το σημείωμα, αν και επαινετικό στο μεγαλύτερο μέρος του, προκάλεσε
την απάντηση του Τωμαδάκη, ο οποίος με επιστολή του στη Νέα Εστία, δηλώνει πως
κατά παράβαση της αρχής του να μην απαντά σε κριτικούς, και παρά το ότι «ο κ.
Συκουτρής φάνηκε προς την εργασία επιεικής όσο ποτέ δεν εστάθηκα, εγώ
τουλάχιστον, για επιστημονικές εργασίες των άλλων»,127 θα σταθεί σε ορισμένες από
τις παρατηρήσεις του, εκφράζοντας τη διαφωνία του. Σε απάντησή του στην

127
Νικόλαος Β. Τωμαδάκης, «Βιβλιογραφικά αμφισβητούμενα», Νέα Εστία, τχ. 196 (15.2.1935) 196.

62
προαναφερόμενη επιστολή, στο «Δεκαπενθήμερο» του τχ. 197 (1.3.1935), ο
Συκουτρής, δηλώνει: «υποχρεωμένος ν’ απαντήσω εις όσα έγραψεν ο Τωμαδάκης
εναντίον της βιβλιοκρισίας που εδημοσίευσα περί της “Σολωμικής Βιβλιογραφίας”»,
εκφράζοντας την άποψη ότι «ο κρίνων ένα βιβλίον δεν απευθύνεται προς τον
κρινόμενον μόνον∙ απευθύνεται και προς το κοινόν, προς το οποίον είναι
υποχρεωμένος να δώση υ π ε υ θ ύ ν ω ς εικόνα του κρινομένου βιβλίου». 128 Στην
ανταλλαγή παρατηρήσεων και διαφωνιών παίρνει μέρος και ο Άγρας (γεγονός που
επαναφέρει –έστω και προσωρινά– την πριν τη διεύθυνση Χάρη πολιτική, να
δημοσιεύονται απαντήσεις και δευτερολογίες με τη συμμετοχή και άλλων προσώπων
πέρα των άμεσα εμπλεκομένων) με σημείωμά του στο ίδιο τεύχος.129 Συνέχεια και
τέλος, από τις στήλες της Νέας Εστίας τουλάχιστον, δίνεται με τη δημοσίευση της
επιστολής απάντησης του Τωμαδάκη στη δευτερολογία του Συκουτρή και στην
τοποθέτηση του Άγρα, στο «Δεκαπενθήμερο» του τχ. 199 (1.4.1935).130
Μερικούς μήνες αργότερα, και πάλι με αφορμή κριτικό σημείωμα για βιβλίο του
Τωμαδάκη, ξεσπά η δεύτερη διαμάχη. Αυτή τη φορά στο στόχαστρο του Τωμαδάκη
βρίσκεται ο Γεράσιμος Σπαταλάς για τη βιβλιοκρισία του σχετικά με τη διδακτορική
του διατριβή, Εκδόσεις και χειρόγραφα του ποιητού Διον. Σολωμού, στο τχ. 209
(1.9.1935), βιβλιοκρισία η οποία προκάλεσε την αντίδραση του Τωμαδάκη στο
επόμενο τεύχος (αρ. 210) αλλά και τις τοποθετήσεις των Κριαρά και Παράσχου
(επίσης στο τχ. 210).131 Σε επιστολή του στο «Δεκαπενθήμερο» του τχ. 211 (1.10.1935)
ο Σπαταλάς απαντά στο σημείωμα του Τωμαδάκη, υπογραμμίζοντας τον μετριοπαθή
τόνο του κριτικού του σημειώματος, που έδωσε αφορμή για τον «λίβελλο», όπως
χαρακτηριστικά σημειώνει, του τελευταίου απέναντί του:

Ευχαριστώ τη Νέα Εστία που δημοσίευσε ολόκληρο το λίβελλο του Τωμαδάκη εναντίο
μου, για να φανεί κατάγυμνο το διανοητικό και ηθικό του κατάντημα. Γιατί, τι
εφαντάστηκε, πως αν με βρίσει εμέ κι ολόκληρο το έργο μου κι’ αν καλέσει βοηθούς κι’

128
Ι. Συκουτρής, «Δευτερολογία», Νέα Εστία, τχ. 197 (1.3.1935) 245-246.
129
Βλ. Τέλλος Άγρας, «Λογοτεχνία και Βιβλιογραφία», Νέα Εστία, τχ. 197 (1.3.1935) 247. Στο
σημείωμά του ο Άγρας στέκεται στη διατυπωμένη στην επιστολή του Τωμαδάκη άποψη, ότι σύμφωνα
με τη γνώμη των λογοτεχνών, «μόνο οι δικές τους εργασίες έχουν αξία, και μονάχα αυτές πρέπει να
εκτιμώνται, σαν δημιουργικές που είναι». Ο Άγρας, με αφορμή το σχόλιο αυτό του Τωμαδάκη
επισημαίνει τις διαφορές Λογοτεχνίας και Βιβλιογραφίας (εξ ου και ο τίτλος του σημειώματός του).
130
Βλ. Ν. Β. Τωμαδάκης, «Τελευταία Απάντηση», Νέα Εστία, τχ. 199 (1.4.1935) 343.
131
Αφορμή των τοποθετήσεων των Κριαρά και Παράσχου υπήρξε όχι η βιβλιοκρισία του Σπαταλά,
αλλά η ανάθεση της Ακαδημίας Αθηνών στον Τωμαδάκη για την κριτική έκδοση των «Απάντων» του
Σολωμού.

63
όλους τους πεθαμένους θα μπορέσει να ξεγελάσει κανένα; Εγώ έγραψα ένα
μετριοπαθέστατο κριτικό σημείωμα για το βιβλίο του. Αυτός ενόμισε πως τον αδίκησα. Δεν
είχε παρά ν’ ανασκευάσει τα όσα του έγραφα. Αυτός επροτίμησε ν’ ανακατέψει τα πάντα.

Η αντιπαράθεση Τωμαδάκη-Σπαταλά συνεχίζεται και στο τχ. 212


(15.10.1935),132 με την τελευταία απάντηση Τωμαδάκη, αυτή τη φορά στην
προαναφερόμενη επιστολή του Σπαταλά στο προηγούμενο τεύχος (αρ. 211). Σε
υποσημείωση ο ίδιος διευκρινίζει:

Δεν μπορούμε να βρούμε άκρη συζητώντας ζητήματα παρόμοια με την έκδοση του
Σολωμού, από τις στήλες εφημερίδων και περιοδικών μ’ ευρύτερο αναγνωστικό κοινό και
στερώντας τους έτσι αναγκαίο γι’ άλλες δουλειές χώρο. Μπορούσα, βέβαια, ν’ απαντήσω
και σ’ άλλους και στον Κλ. Παράσχο, που ’γραψε στη Νέα Εστία της 15 Σεπτ. για να
προτείνει διαμαρτυρία των λογοτεχνών εναντίον μου. Αλλά κάποτε πρέπει να πάψουν οι
εριστικές συζητήσεις. Περιορίζομαι να απαντήσω στον κ. Σπαταλά, γιατί κι η σημερινή
μου απάντησις είναι γόνιμη για τη Σολωμική φιλολογία.

Οριστικό τέλος στην αντιπαράθεση δίνεται με την τελευταία δημοσίευση επί του
θέματος, με την επιστολή-απάντηση του Σπαταλά στο τχ. 213 (1.11.1935), και την
εξής υποσημείωση από τη Νέα Εστία:

Ο κ. Ν. Τωμαδάκης έδωσε στο προηγούμενο τεύχος την «τελευταία απάντησή» του. Κι’ ο
κ. Γεράσιμος Σπαταλάς βάζει σήμερα «τελεία και παύλα». Ας ελπίσουμε ότι κι’ ο ένας κι’
ο άλλος δε θ’ αναθεωρήσουν την απόφασή τους. (σ. 1023)

Ο περιορισμός του αριθμού των επιστολών απάντησης σε βιβλιοκρισίες, που


φτάνει ως την τελική διακοπή κάθε σχετικής δημοσίευσης, αποτελεί προφανώς γνωστή
στην πνευματική κοινότητα επιλογή του περιοδικού και του Χάρη προσωπικά, καθώς
επισημαίνεται από συγγραφείς, κριτικούς αλλά και τον ίδιο τον Χάρη. Έτσι, ο Θ. Δ.
Φραγκόπουλος στην επιστολή απάντησης σε κριτικό σημείωμα του Καράκαλου133 που
δημοσιεύεται, κατ’ εξαίρεση, στο «Δεκαπενθήμερο» του τχ. 1252 (1.9.1979) δηλώνει:

132
Στο ίδιο τεύχος ο Σπαταλάς κρίνει, με φανερή αρνητική διάθεση, στη στήλη «Τα Βιβλία», τα
Φιλολογικά του Τωμαδάκη. Η συγκεκριμένη, ωστόσο, βιβλιοκρισία δεν προκάλεσε τη δημοσίευση στη
Νέα Εστία απάντησης από την πλευρά του.
133
Με αφορμή το κριτικό σημείωμα του Καράκαλου για το βιβλίο του Φραγκόπουλου, Κριτική της
Κριτικής-Δοκίμια, στο τχ. 1251 (15.8.1979).

64
Γνωρίζω πως η μακριά παράδοση της Νέας Εστίας δεν επιτρέπει τη δημοσίευση επιστολών
που να αποτελούν απάντηση σε κριτική βιβλίου από τον ίδιο τον κρινόμενο –και ούτε
αποτελεί συνήθειά μου μια τέτοια πράξη. Ωστόσο, για μια και μόνη φορά ας μου επιτραπεί
να κάνω μιαν εξαίρεση.

Επίσης, στο «Δεκαπενθήμερο» του τχ. 1421 (15.9.1986), στη δημοσιευμένη –


κατ’ εξαίρεση κι εδώ, όπως δηλώνεται– επιστολή της Άννας Σικελιανού, με αφορμή
το κριτικό σημείωμα του Μόσχου [τχ. 1417 (15.7.1986)] για το βιβλίο της Η ζωή μου
με τον Άγγελο, προτάσσεται από τον Χάρη η παρακάτω διευκρινιστική εισαγωγή,
σχετικά με την προσωπική του επιλογή:

Παλιά, και για πολλούς και ευνόητους λόγους, δικαιολογημένη συνήθεια, της Νέας Εστίας,
αποκλείει τη δημοσίευση επιστολών για κριτικές βιβλίων που δημοσιεύθηκαν στις σελίδες
της. Όλοι όμως οι κανόνες έχουν και τις εξαιρέσεις τους. Και θα συμφωνήσει, ελπίζουμε ο
αναγνώστης για την εξαίρεση που γίνεται για το κείμενο που ακολουθεί. Έχει την
υπογραφή της κυρίας Άννας Σικελιανού και συμπληρώνει τις σκέψεις και τις παρατηρήσεις
του κ. Ε. Ν. Μόσχου για τη βαθύτερη έρευνα στο έργο του Σικελιανού.

Πέρα όμως από τις αντιπαραθέσεις που είναι επόμενο να προκαλεί παντός είδους
κριτική (ακόμα και η θετική),134 η στήλη με τις βιβλιοκρισίες της Νέας Εστίας γίνεται
πολλές φορές αφορμή για έναρξη γόνιμων συζητήσεων και προβληματισμών γύρω
από βιβλία, πρόσωπα και θέματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αρκεί να σημειώσω
εδώ τη συζήτηση που πυροδότησε το 1931 η κριτική του Παράσχου για τη Στροφή του
Σεφέρη και την «καθαρή ποίηση». Στα τεύχη που ακολούθησαν, απάντηση στο
σημείωμα του Παράσχου έγραψε ο Άγρας και αργότερα ο Βαφόπουλος, με τον
Παράσχο να ανταπαντά και τον διάλογο να συνεχίζεται όχι μόνο μέσα από τις στήλες
της Νέας Εστίας αλλά και από τις αντίστοιχες στήλες και άλλων περιοδικών.135

134
Βλ. π.χ. την επιστολή του Θεοδ. Μακρή στο «Δεκαπενθήμερο» του τχ. 207 (1.8.1935), με αφορμή
τη θετική κριτική του Παράσχου για την έκδοση των Σονέττων του Μαβίλη, με σχόλια του Γ. Σπαταλά
[βλ. τχ. 205 (1.7.1935)]. Σημειώνεται, μεταξύ άλλων: «Το άρθρο του κ. Παράσχου στο τεύχος της 1ης
Ιουλίου προκαλεί μια δίκαιη κερκυραϊκή διαμαρτυρία. Ο κ. Παράσχος εκφράζεται με ικανοποίηση για
την εργασία του κ. Σπαταλά […] Λυπούμεθα για την κρίση αυτή του κ. Παράσχου, γιατί εμείς δυστυχώς
δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε την αφάνταστη πενιχρότητα των σχολίων», κλπ., σ. 731.
135
Η βιβλιοκρισία του Παράσχου δημοσιεύτηκε στο τχ. 109 (1.7.1931). Ήταν μάλιστα η μοναδική
βιβλιοκρισία του τεύχους, με έκταση 2,5 σελίδων. Στον Παράσχο, και τις απόψεις του περί «καθαρής
ποίησης», απάντησε ο Άγρας με σημείωμά του: «Poésie Pure», στο τχ. 110 (15.7.1931). Η συζήτηση
συνεχίστηκε και στο επόμενο τεύχος, 111 (1.8.1931), με ανταπάντηση του Παράσχου στον Άγρα και τη

65
Πολύ συχνά επίσης, η στήλη προκαλεί συζητήσεις για τον ρόλο της κριτικής.
Αποκτά δηλαδή έναν αυτοαναφορικό χαρακτήρα. Έτσι, εκτός από τις συχνές
τοποθετήσεις των ίδιων των συνεργατών-κριτικών στις βιβλιοκρισίες τους για την
κριτική γενικότερα, το είδος της βιβλιοκρισίας ειδικότερα, καθώς και τον ρόλο του
επαγγελματία κριτικού (βλ. και κεφ. 1), η στήλη πυροδοτεί συχνά και τοποθετήσεις
των διευθυντών αλλά και συγγραφέων, λογίων και κριτικών για τα προαναφερόμενα
ζητήματα, που συχνά μάλιστα ξεπερνούν τα όρια του περιοδικού και εκφράζονται και
από τις στήλες άλλων εντύπων. Χαρακτηριστικό είναι το σημείωμα του Χάρη στο
«Δεκαπενθήμερο» του τχ. 390 (1.9.1943), στο οποίο κάνει λόγο για τα παράπονα που
διατυπώνει ο Μυριβήλης στη Φιλολογική Κυριακή αναφορικά με την κριτική
αντιμετώπιση της Ζωής εν Τάφω, καθώς και του Νούμερου 31328 του Βενέζη.136 Ο
Χάρης αντικρούει τη διαμαρτυρία του Μυριβήλη, για την παραμέληση από τη στήλη
των βιβλιοκριτικών σημειωμάτων της Νέας Εστίας, του βιβλίου του, αναφέροντας τα
εξής:

Λοιπόν, η Ζωή εν Τάφω δεν αγνοήθηκε από τη Νέα Εστία, καθώς παραπονείται ο
συγγραφέας της: ο υποφαινόμενος ταχτικός κριτικός της, τότε, για τα λογοτεχνικά
πεζογραφήματα, την ανέλυσε σε έξι ολόκληρες στήλες (τόμος Η΄, τεύχος 93) και δεν ήταν
καθόλου τσιγκούνης σ’ ευμενέστατες κρίσεις. Αλλά και το Νούμερο του Βενέζη πάλι εγώ
το έκρινα στη Νέα Εστία (τόμος ΙΑ΄, τεύχος 126) και πολύ στάθηκα στην αξία του, κι’ όχι
ο κ. Κλέων Παράσχος, που καθώς σημειώνει ο Μυριβήλης «είπε πάνω κάτω πως το βιβλίο
δεν αξίζει τίποτα». […] Η κριτική, δεν υπάρχει αμφιβολία, είναι δύσκολη κι’ αχάριστη
δουλειά. Έρχεται όμως και η ώρα που αποζημιώνεται. Και την ευχαρίστηση αυτή δεν την
είχα λίγες φορές μέσα στα δεκαπέντε και περισσότερα χρόνια που κάνω κριτική. Αλλά μου

δημοσίευση επιστολής του Βαφόπουλου. Ο Βαφόπουλος επισημαίνει πως: «το κριτικό σημείωμα του
κ. Κλέωνα Παράσχου, για τη συλλογή ποιημάτων του κ. Γ. Σεφέρη, μπορεί να δώσει αφορμή σε μια
γενικότερη συζήτηση του ζητήματος του αγνού λυρισμού». (σ. 828). Τέλος, στο τχ. 112 (15.8.1931)
δημοσιεύτηκε στο κύριο σώμα του περιοδικού απόσπασμα της μελέτης του Άγγλου καθηγητή A. C.
Bradley, με πρόλογο του Γ. Κ. Κατσίμπαλη. Ο Κατσίμπαλης σημειώνει χαρακτηριστικά: «Οι
αναγνώστες της “Νέας Εστίας” όσοι, από την αφορμή της ποιητικής συλλογής του κ. Γ. Σεφέρη,
παρακολούθησαν τη συζήτηση εκλεκτών συνεργατών της γύρω από το ζήτημα της καθαρής ποίησης,
μ’ ενδιαφέρον θα διαβάσουνε και τις παρακάτω γραμμές του άγγλου καθηγητή A. C. Bradley», σ. 862.
Βλ. και: Αντώνης Δρακόπουλος, Ο Σεφέρης και η κριτική. Η υποδοχή του σεφερικού έργου (1931-1971),
Αθήνα, Πλέθρον, 2002. Για περισσότερα βλ. στη συνέχεια και κεφ. 4.
136
Βλ. Στράτης Μυριβήλης, «Ο συγγραφέας κι οι κριτικοί», Φιλολογική Κυριακή, τχ. 1
(Δεκαπενταύγουστος 1943) 14-16. Το περιοδικό βρίσκεται ψηφιοποιημένο στη ΛΗΚΥΘΟ (βάση
Ψηφιακών συλλογών και του Ιδρυματικού Αποθετηρίου της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κύπρου):
https://lekythos.library.ucy.ac.cy/handle/10797/22517 Ευχαριστώ και από τη θέση αυτή, την κυρία
Ελένη Σακκά που μου επέτρεψε την πλήρη πρόσβαση στα ψηφιοποιημένα από τη ΛΗΚΥΘΟ περιοδικά
του Ε.Λ.Ι.Α.

66
την έδωσε ζηωρότερη η επιτυχία της Γαλήνης που την επρόβλεψα με τις ενθουσιώδεις
κρίσεις μου στη Νέα Εστία.

Εκτός από το «Δεκαπενθήμερο», αρκετές επιστολές συγγραφέων –κυρίως


ευχαριστήριες, σε αντίθεση με τις επιστολές διαμαρτυρίας που προαναφέρθηκαν– με
αφορμή τη δημοσίευση βιβλιοκρισιών στη Νέα Εστία για τα έργα τους, εντοπίζονται
στο προσωπικό αρχείο του Πέτρου Χάρη στο Ε.Λ.Ι.Α.137 Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται
για τις εξής επιστολές (παραθέτω αλφαβητικά, με βάση το επίθετο του αποστολέα,
όπως ακριβώς ταξινομούνται και στους φακέλους του αρχείου): Ν. Ανδριώτη, για την
κριτική του Ε. Κριαρά, για το Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, στο τχ.
596 (1.5.1952)∙ Γ. Γεραλή, για τη διπλή κριτική των Μ. Παπανικολάου και Ν.
Λαπαθιώτη, για την ποιητική του συλλογή Κύκνοι στο Λυκόφως, στα τχ. 308
(15.10.1939) και 310 (15.11.1939) αντίστοιχα∙138 Τ. Ζάππα, για το κριτικό σημείωμα
του Χάρη, για το βιβλίο Στο Ιόνιο με μια βάρκα, στο τχ. 285 (1.11.1938)∙ Ν.
Καζαντζάκη (3), για τη βιβλιοκρισία του Χάρη για την Ισπανία, στο τχ. 252
(15.6.1937), του Χατζίνη για τον Καπετάν Μιχάλη, στο τχ. 637 (15.1.1954) και πάλι
του Χάρη για την Ιαπωνία-Κίνα, στο τχ. 304 (15.8.1939)∙ Μ. Κανελλή, για την κριτική
του Χάρη, για το βιβλίο του Οι Βούλγαροι. Ιστορία μιας ορδής, στο τχ. 435
(1.8.1945)∙139 Δημ. Ι. Λάμψα, για την κριτική του Π. Κανελλόπουλου, για τη
μετάφραση του δεύτερου μέρους του Φάουστ, στο τχ. ∙ Θ. Νιάρχου, για το κριτικό
σημείωμα του Καραντώνη, για τα βιβλία του Κατά μέτωπο και Κιβωτό, στο τχ. 1298

137
Πρόκειται για επιστολές που βρίσκονται στους φακέλους 8 και 9 του αρχείου. Τίτλος φακέλων:
«Αλληλογραφία Πέτρου Χάρη». Για αναλυτική περιγραφή των περιεχομένων του αρχείου βλ.
http://www.elia.org.gr/userfiles/archives/%ce%a7%ce%91%ce%a1%ce%97%ce%a3__%ce%a0%ce%
95%ce%a4%ce%a1%ce%9f%ce%a3_-
_%ce%9d%ce%95%ce%91_%ce%95%ce%a3%ce%a4%ce%99%ce%91.pdf (τελευταία προσπέλαση:
4.11.2021). Ευχαριστώ θερμά και από τη θέση αυτή την κυρία Σοφία Μπόρα, υπεύθυνη του Τμήματος
των Αρχείων Λογοτεχνίας του Ε.Λ.Ι.Α., για την επανειλημμένη ευγενική φιλοξενία και την τόσο
πρόθυμη βοήθεια καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνάς μου στις εγκαταστάσεις του Αρχείου. Χωρίς την
υποστήριξή της –σε κάθε επίπεδο– η έρευνα δεν θα ήταν εφικτή.
138
Ωστόσο, τριάντα εφτά χρόνια αργότερα, εντοπίζεται στο «Δεκαπενθήμερο» του τχ. 1169 (15.3.1976),
(και όχι στα προσωπικά αρχεία των Χάρη ή/και Καραντώνη), επιστολή διαμαρτυρίας του Γεραλή προς
τον Χάρη, με αφορμή τη βιβλιοκρισία του Καραντώνη [τχ. 1167 (15.2.1976)], για την ποιητική συλλογή
του Ε. Χ. Κάσδαγλη, Εμβόλιμα, στην οποία εμπλέκει και τον ίδιο. Η επίμαχη φράση του Καραντώνη
που προκάλεσε την αντίδρασή του είναι ότι «ο Κάσδαγλης ζει καλά κάτω από την πίεση, της τυραννίας,
αλλά αυτό, όπως και ο Γεραλής, δεν το υποφέρει κι έχει το θάρρος να το εξομολογηθή με θερμούς
τόνους μεταμέλειας…» κλπ. Ο Γεραλής στην επιστολή του προς τον Χάρη σημειώνει, μεταξύ άλλων,
ότι «αυτό το “ζει καλά κάτω από την πίεση της τυραννίας” είναι προσβλητικότατο για έναν ποιητή,
όπως και για οποιονδήποτε άνθρωπο που δεν έτυχε να πωρωθή στο διάστημα της εφτάχρονης νύχτας».
Βλ. «Οι “αληθινοί ήρωες”», σ. 407.
139
Στην επιστολή δεν αναγράφεται ο τίτλος του κρινόμενου έργου. Επίσης, για την οργισμένη
αντίδραση του Κανελλή με αφορμή αρνητική κριτική του Χάρη στο Ελληνικόν Αίμα, βλ. και υποσημ.
117.

67
(1.8.1981)∙ Γ. Πεσμαζόγλου, επίσης για κριτικό σημείωμα του Καραντώνη, για το
βιβλίο του Το χρονικόν της ζωής μου, στο τχ. 1264 (1.3.1980)∙ Ρ. Ρηγόπουλου, για την
κριτική του Χατζίνη για το βιβλίο του Μυστικός Πόλεμος, που κρίθηκε στις
«Επικαιρότητες» και όχι στην κατεξοχήν στήλη των βιβλιοκρισιών «Τα Βιβλία», του
τχ. 1095 (15.2.1973)∙140 Π. Στειακάκη [στην επιστολή δεν αναφέρεται το κρινόμενο
βιβλίο και δεν εντοπίστηκε κανένα κριτικό σημείωμα οπουδήποτε κριτικού για έργο
της συγγραφέως]·141 Α. Τραυλαντώνη, για την κριτική του Χάρη για το βιβλίο του
Απολογία μισανθρώπου και άλλα διηγήματα, στο τχ. 84 (15.6.1930). Σημειώνω επίσης
εδώ (και κατά παράβαση της αλφαβητικής παράθεσης των αποστολέων, λόγω του
περιεχομένου της) την επιστολή του Γ. Βαφόπουλου, η οποία παρόλο που δεν
γράφτηκε με αφορμή δημοσιευμένη βιβλιοκρισία στη Νέα Εστία, αλλά για την
αποστολή ποιημάτων προς δημοσίευση σε αυτήν, περιέχει μια σύντομη αναφορά σε
παλιότερη βιβλιοκρισία του Παράσχου για τη συλλογή του Προσφορά [τχ. 287
(1.12.1938)]. Ο Βαφόπουλος σημειώνει σχετικά με την προαναφερόμενη
βιβλιοκρισία: «Η κριτική της Νέας Εστίας για την “Προσφορά”, ήταν από τις
επαινετικές εκείνες κριτικές, που δεν βλέπει κανείς συχνά στις σελίδες της». 142
Οι αποστολείς απευθύνονται στον Χάρη με σκοπό να τον ευχαριστήσουν
συνήθως για δική του βιβλιοκρισία στο περιοδικό, κάποτε όμως και μέσω αυτού –όπως
ήδη αναφέρθηκε– για βιβλιοκρισία που γράφτηκε από άλλον συνεργάτη-κριτικό. (Βλ.,
π.χ., την επιστολή του Λάμψα, στην οποία παρακαλεί τον Χάρη να διαβιβάσει τις
ευχαριστίες του προς τον Κανελλόπουλο για την «επιεική» του κρίση για το βιβλίο
του). Οι περισσότεροι θεωρούν, όπως τουλάχιστον δηλώνουν στις επιστολές τους,
άκρως τιμητική –και ιδιαιτέρως βοηθητική για την εκδοτική πορεία που θα
ακολουθήσει το κρινόμενο έργο– τη δημοσίευση σημειώματος για τα απεσταλμένα

140
Στο κυρίως σώμα του ίδιου τεύχους δημοσιεύεται ένα κεφάλαιο του βιβλίου του, με την
υποσημείωση ότι είναι το δεύτερο μετά τη δημοσίευση ενός ακόμα στο τχ. 1089 (15.11.1972). Στην
επιστολή του ο Ρηγόπουλος εκφράζει τη συγκίνησή του για τόσο για το γεγονός αυτό, όσο και για την
κριτική του Χατζίνη.
141
Στην επιστολή, με ημερομηνία αποστολής: 25.8.1984, η Στειακάκη εκφράζει τις ευχαριστίες της
στον Χάρη για δημοσίευση διηγήματός της (πρόκειται για το: Σαν δεν το περιμένεις), στο τχ. της 15ης
Αυγούστου (αρ. 1371) και «ακόμα περισσότερο για την κρίση της Νέας Εστίας για το διήγημα αυτό στο
τεύχος της 1ης Ιουνίου (αρ. 1366)», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά. Δεν εντοπίστηκε η αναφερόμενη
βιβλιοκρισία ούτε στη στήλη των βιβλιοκρισιών ούτε σε άλλο τμήμα του αναγραφόμενου στην επιστολή
τεύχους.
142
Να σημειωθεί ότι στο αρχείο του Χάρη εντοπίστηκε ακόμα μία ευχαριστήρια επιστολή της Μαρίας
Καραβία για τα θετικά, όπως η ίδια αναφέρει, σχόλιά του για έργο της που όμως δεν περιλαμβάνεται
στο χρονικό διάστημα μελέτης της παρούσας διατριβής. Η επιστολή έχει ημερομηνία αποστολής:
18.2.1996.

68
προς κρίση βιβλία τους στη Νέα Εστία και εκφράζονται με ιδιαιτέρως επαινετικά
σχόλια για το περιοδικό γενικά και για τον Χάρη ειδικότερα.143
Στους φακέλους της «Αλληλογραφίας» του Χάρη δεν εντοπίζονται επιστολές
διαμαρτυρίας ή έστω απλής διαφωνίας και έκφρασης παραπόνων προς τον ίδιο ή προς
άλλον κριτικό με αφορμή τη δημοσίευση αρνητικής για το έργο τους βιβλιοκρισίας.
Εξαίρεση θα μπορούσε να θεωρηθεί η επιστολή του Τραυλαντώνη για τη δημοσίευση
κριτικού σημειώματος του Χάρη, επιστολή στην οποία εκφράζει τη διαφωνία του σε
«μερικές από τις επικρίσεις», όπως χαρακτηριστικά δηλώνει, με τη σημείωση σε
παρένθεση: «ενώ άλλες τις δέχομαι». Ωστόσο, το συνολικό περιεχόμενό της δεν μας
επιτρέπει να την κατατάξουμε στις επιστολές διαμαρτυρίας, καθώς αυτό που κυριαρχεί
είναι ο ευχαριστήριος τόνος και οι επαινετικοί χαρακτηρισμοί του Χάρη ως κριτικού.
Οι κρίσεις του Χάρη χαρακτηρίζονται, έτσι, «σοβαρές» και «αμερόληπτες», και ο
Τραυλαντώνης καταλήγει να τον ευχαριστεί που ασχολήθηκε με το βιβλίο «τόσο, όσο
ίσως δεν το άξιζε».
Αρκετοί είναι αυτοί που, σαν τον Τραυλαντώνη, επισημαίνουν στις επιστολές
τους τις αυστηρές κρίσεις του Χάρη, χωρίς ωστόσο να εκφράζουν άμεση ή έμμεση
διαμαρτυρία και παράπονα, αλλά αναγνωρίζοντας το αυστηρό κριτικό σύστημα της
Νέας Εστίας θεωρούν τις διατυπωμένες κριτικές παρατηρήσεις ως ευκαιρία βελτίωσης
της ποιότητας του μελλοντικού τους έργου και τη Νέα Εστία ως δίκαιο όργανο
προώθησης της εργασίας νέων ιδιαιτέρως λογοτεχνών. Ενδεικτικά αναφέρω την
επιστολή της Παρήνας Στειακάκη, στην οποία γίνεται λόγος για τη «δίκαιη, αδιάβλητη
και χωρίς προκαταλήψεις» διαδικασία κρίσης των εργασιών νέων λογοτεχνών, που
«δημιουργεί την πεποίθηση στο δημιουργό ότι μια μέτρια ή και κακή κριτική ακόμα

143
Επαινετικά σχόλια για το περιοδικό γράφονται και σε επιστολές που εντοπίζονται στο αρχείο, ακόμα
κι αν δεν έχουν αφορμή κάποια βιβλιοκρισία. Π.χ., ενδεικτικά αναφέρω ότι ο Γ. Βαφόπουλος αποκαλεί
συχνά στις επιστολές του προς τον Χάρη τη Νέα Εστία «Alma Mater» και «Βήμα Ιερό». Επίσης, στο
αρχείο εντοπίζεται και ένας αριθμός ευχαριστήριων επιστολών προς τον Χάρη, με αφορμή
βιβλιοκρισίες του σε άλλα έντυπα –και κυρίως στην Ελευθερία– και όχι στη Νέα Εστία. Και σε αυτές
τις επιστολές, οι συγγραφείς εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους στον Χάρη για τις θετικές κριτικές που
απέσπασαν τα απεσταλμένα βιβλία, με εγκωμιαστικά συνήθως λόγια για τον ίδιο ως κριτικό. Ενδεικτικά
αναφέρω την τοποθέτηση του Μηνά Δημάκη σε επιστολή του στις 16.11.1946, στην οποία χαρακτηρίζει
τον Χάρη ως έναν από τους δυο τρεις κριτικούς (μαζί με τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο) που «έχουν
αξιολογήσει πρόσωπα και κείμενα με τρόπο τελειωτικό και έχουν κάμει παρατηρήσεις που
ετοποθέτησαν καίρια, ζητήματα και ρεύματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας». «Πρόχειρα», σημειώνει
ο Δημάκης, «αναφέρω τον τρόπο με τον οποίο μιλήσατε πρώτος πριν πολλά χρόνια για το έργο του
Βενέζη, όπως μιλούν γι’ αυτό σήμερα».

69
γίνεται με κριτήρια αδιάβλητα και αποκλειστικά ποιοτικά και όχι κριτήρια
ενδεχομένως κομματικά ή κριτήρια προσωπικά, “κυκλωμάτων”, “παρεών”».144
Αντίθετα, ένας μικρός αριθμός επιστολών έκφρασης παραπόνων –ανάμεσα,
ωστόσο, στο πλήθος των ευχαριστήριων– εντοπίζεται στο αρχείο του Καραντώνη που
βρίσκεται επίσης στο Ε.Λ.Ι.Α.145 Σ’ αυτές, οι κριθέντες συγγραφείς εκφράζουν
παράπονα συνήθως για τη διάψευση των προσδοκιών τους για μια εκτενέστερη και πιο
ενδελεχή κριτική, καθώς –κάποτε– και τη διαφωνία τους με το σύνολο ή τμήμα της
βιβλιοκρισίας. Αναφέρω ενδεικτικά δύο επιστολές της Αντιγόνης Γαλάνη-Βουρλέκη,
με αφορμή βιβλιοκρισίες του Καραντώνη για τα έργα: Ευθείες και καμπύλες και Οι
κουρσάροι της ψυχής μας [τχ. 921 (15.11.1965) και τχ. 1151 (15.6.1975) αντίστοιχα].
Στις επιστολές, η συγγραφέας εκφράζει την έλλειψη ικανοποίησής της, σημειώνοντας
ότι θα περίμενε «περισσότερη προσοχή», καθώς και «κάτι πιο ζεστό» από τις κριτικές
του Καραντώνη –με την επιπλέον επισήμανση ότι «τα κριτήρια για τον κριτικό είναι
το πιο υποκειμενικό πράγμα που υπάρχει»– ευχαριστώντας τον, ωστόσο, παράλληλα,
για τον χρόνο που αφιέρωσε στην ανάγνωση των έργων της και με καταληκτήρια
σημείωση ότι θα ακολουθήσει τις συμβουλές του.
Στην πλειονότητά τους οι επιστολές που εντοπίζονται στο αρχείο Καραντώνη
είναι ευχαριστήριες, με κυρίαρχους τους επαινετικούς χαρακτηρισμούς για τον ίδιο ως
κριτικό (αντίστοιχα, ίσως και θερμότερα εκφρασμένους, με τους χαρακτηρισμούς προς
τον Χάρη). «Αδερφή-ψυχή» τον αποκαλεί ο Γιαλουράκης,146 ενώ η πλειονότητα των

144
Προσθέτω επίσης εδώ, τα όσα σημειώνει ο Αντώνης Σαμαράκης για τον Χάρη ως κριτικό, και όχι
γενικά για την κριτική της Νέας Εστίας, σε ευχαριστήρια επιστολή του [20.9.1954], για τη βιβλιοκρισία
του για το Ζητείται ελπίς, η οποία ωστόσο δεν δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία. Μεταξύ άλλων ο
Σαμαράκης ευχαριστεί τον Χάρη γιατί «οι επικριτικές παρατηρήσεις του, τον βοηθούν», όπως
σημειώνει, να «ξεκαθαρίσει μερικά πράγματα και να προχωρήσει στον δύσκολο δρόμο της Τέχνης».
«Μου έδωσε πολλή χαρά το ότι ζητάτε πολλά από μένα», αναφέρει χαρακτηριστικά, ενώ τον ευχαριστεί
παράλληλα και για τη δημοσίευση, κατά καιρούς, στίχων του στη «μοναδική Νέα Εστία».
145
Για αναλυτική περιγραφή των περιεχομένων του αρχείου βλ.
http://www.elia.org.gr/userfiles/archives/%ce%9a%ce%91%ce%a1%ce%91%ce%9d%ce%a4%ce%a9
%ce%9d%ce%97%ce%a3__%ce%91%ce%9d%ce%94%ce%a1%ce%95%ce%91%ce%a3.pdf
(τελευταία προσπέλαση: 4.11.2021). Εκτός από τις επιστολές που έχουν ως αφορμή βιβλιοκρισίες
δημοσιευμένες στη Νέα Εστία, υπάρχει κι ένας αριθμός επιστολών –συνήθως, αλλά όχι πάντα,
ευχαριστήριων– με αφορμή κριτικές του Καραντώνη σε άλλα έντυπα, καθώς και σε ραδιοφωνικές
εκπομπές του. Σημειώνω την εκτενή επιστολή διαμαρτυρίας του Γ. Καμαρινάκη, με αφορμή τα «όσα
λίγα» είπε για την ποιητική συλλογή του στο ραδιόφωνο. (Υποθέτω πως αναφέρεται στην εκπομπή «Ο
κόσμος του πνεύματος και της τέχνης»). Ο αποστολέας παραθέτει μάλιστα ως επιχείρημα εναντίον της
«απογοητευτικής» κριτικής, τις ενθουσιώδεις κρίσεις των Χατζίνη, Θρύλου και Παναγιωτόπουλου,
παρακινώντας τον Καραντώνη να αναθεωρήσει την κριτική του, γράφοντας θετικό σημείωμα στη Νέα
Εστία. Ενάμιση χρόνο, περίπου, αργότερα, ο Καμαρινάκης στέλνει ευχαριστήρια επιστολή για τη
«δίκαιη αυτή τη φορά κριτική» στη Νέα Εστία. [βλ. τχ. 1057 (15.7.1971) για τη συλλογή: Πέραν της
ερήμου].
146
Πρόκειται για ευχαριστήρια επιστολή, για κριτική του Καραντώνη για το βιβλίο του Αλεξάνδρεια,
που δεν δημοσιεύτηκε, ωστόσο, στη Νέα Εστία. Ο Γιαλουράκης εκφράζεται με άκρως επαινετικά

70
αποστολέων –και ιδιαίτερα οι νέοι– θεωρούν τιμητικές τις βιβλιοκρισίες και
καθοριστικές τόσο για την εκδοτική πορεία του βιβλίου τους όσο και για την
προσωπική τους εξέλιξη. Πολλοί είναι έτσι εκείνοι που εκφράζουν ένα αίσθημα
«δικαίωσης» (τη λέξη χρησιμοποιεί η κύπρια λογοτέχνης Πίτσα Γαλάζη σε επιστολή
της για την κρίση του Καραντώνη στη Νέα Εστία),147 κάποιοι μάλιστα επισημαίνοντας
το μεγάλο διάστημα αναμονής προκειμένου να δουν δημοσιευμένη κριτική του
Καραντώνη και να νιώσουν την ικανοποίηση της ενασχόλησης με το έργο τους. Σε
επιστολή της η Ναδίνα Δημητρίου, παραδείγματος χάριν, αναφέρει: «ήθελα τόσο ν’
ακούσω από σας, τη γνώμη σας, ύστερα απ’ όσα είχαμε ανταλλάξει πριν μερικά
χρόνια. Κι επιτέλους έγινε!».148 Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ακόμα και
καθιερωμένοι κριτικοί, συνάδελφοι του Καραντώνη στη στήλη των κριτικών
σημειωμάτων της Νέας Εστίας, όπως για παράδειγμα ο Χατζίνης, θεωρούν ότι οι
βιβλιοκρισίες του στο περιοδικό δίνουν «καινούργιες διαστάσεις» στο έργο τους. [Η
φράση ανήκει στον Χατζίνη, με αφορμή βιβλιοκρισία του Καραντώνη για τον τόμο
δοκιμίων του Το Δώρο της Ζωής, τχ. 1093 (15.1.1973)].
Τέλος, να σημειωθεί ότι εκτός από ευχαριστήριες επιστολές και επιστολές
διαμαρτυρίας με αφορμή βιβλιοκρισίες της Νέας Εστίας, που είτε δημοσιεύονται στο
«Δεκαπενθήμερο» είτε εντοπίζονται στο αρχείο του Χάρη, υπάρχει και μια τρίτη
κατηγορία που δεν εντάσσεται ξεκάθαρα στην πρώτη ή τη δεύτερη. Πρόκειται
περισσότερο για «διευκρινιστικές» επιστολές, στις οποίες οι κρινόμενοι συγγραφείς
ευχαριστώντας συνήθως τον Χάρη ή/και τον κριτικό που έγραψε τη βιβλιοκρισία,
προχωρούν έπειτα σε διευκρινιστικές απαντήσεις επί συγκεκριμένων σημείων του
κριτικού σημειώματος. Έτσι, για παράδειγμα, με αφορμή το κριτικό σημείωμα του
Καράκαλου για το βιβλίο του Τάκη Χατζηαναγνώστου: Ένας πολίτης ελεεινής μορφής
[τχ. 1180 (1.9.1976)], ο συγγραφέας στέλνει διευκρινιστική επιστολή,149 με την
ακόλουθη μορφή:

σχόλια, επισημαίνοντας ότι «πρώτη φορά κριτικός είδε σωστά κείνο που ήθελα να πω στην
Αλεξάνδρεια».
147
Η επιστολή αφορά τη βιβλιοκρισία του Καραντώνη για την ποιητική συλλογή της Υπνοπαιδεία, που
δημοσιεύτηκε στο τχ. 1254 (1.10.1979).
148
Η επιστολή αφορά τη βιβλιοκρισία του Καραντώνη για την ποιητική συλλογή της Δημητρίου
Αναζητήσεις, η οποία δημοσιεύτηκε στο τχ. 1060 (1.9.1971).
149
Η επιστολή δημοσιεύεται στο «Δεκαπενθήμερο» του τχ. 1182 (1.10.1976), με τον τίτλο: «Ο τίτλος
ενός βιβλίου».

71
Ο κ. Καρακάλος στην κριτική του για το βιβλίο μου, που είχατε την καλωσύνη να
δημοσιέψετε στο τεύχος Νο 1180 της 1ης Σεπτεμβρίου –και σας ευχαριστώ, όπως
ευχαριστώ και τον ίδιο για τα καλά του λόγια–, διατυπώνει μια απορία σχετικά με τον τίτλο
που χρησιμοποίησα. Συγκεκριμένα, αναρωτιέται ποια σχέση μπορεί να υπάρχει ανάμεσα
στον ήρωά μου και στον ιππότη της ελεεινής μορφής, τον Δον Κιχώτη, του Θερβάντες.

Επίσης, σε επιστολή της που δημοσιεύεται στο «Δεκαπενθήμερο» του τχ. 1192
(1.3.1977), η Γεωργία Ταρσούλη αφού πρωτίστως ευχαριστεί τον Γλέζο για την
«ευσυνείδητη», όπως τη χαρακτηρίζει, κριτική για το βιβλίο της: Γεωργίου Βιζυηνού:
Στη Θράκη του παππού μου. Διηγήματα για παιδιά. Διασκευή Γεωργίας Ταρσούλη,150
εξηγεί ότι «για την τάξη» θα προβεί σε διευκρινίσεις.
Ανακεφαλαιώνοντας, η ασκούμενη από τη στήλη «Τα Βιβλία» κριτική της Νέας
Εστίας παρέμεινε σταθερή από την ίδρυσή της αποτελώντας προτεραιότητα των
διευθυντών της. Η ανελλιπής παρουσία της στήλης στο «Δεκαπενθήμερο», ακόμα και
στη διάρκεια κρίσιμων ιστορικών περιόδων, αποδεικνύει την καθοριστική λειτουργία
της. Λόγω της σπουδαιότητας του εντύπου, καθώς και των ονομάτων που αποτέλεσαν
τον βασικό πυρήνα της (όπως θα διαπιστωθεί αναλυτικά αμέσως παρακάτω)
προκάλεσε συζητήσεις και αντιδράσεις, προς κάθε κατεύθυνση, όπως αποκαλύπτει και
το πλήθος των επιστολών που δημοσιεύτηκαν ή κρατήθηκαν στο προσωπικό αρχείο
του Χάρη. Στόχος του επόμενου κεφαλαίου είναι να επικεντρωθεί στα πρόσωπα που
άσκησαν την κριτική από τη στήλη της Νέας Εστίας, στις αισθητικές και ιδεολογικές
αντιλήψεις τους που την επηρέασαν, καθώς και στη μέθοδο που χρησιμοποίησαν
προκειμένου να εξυπηρετήσουν τη διαρκή παρακολούθηση και σχολιασμό των
νεοεκδοθέντων βιβλίων.

150
Το κριτικό σημείωμα του Γλέζου, δημοσιεύτηκε, ωστόσο, στη στήλη των «Επικαιροτήτων», εκτός
δηλαδή της στήλης «Τα Βιβλία», γεγονός που, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως δεν είναι
ασυνήθιστο.

72
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Τα πρόσωπα της κριτικής

3.1 Ο πυρήνας των βασικών συνεργατών

Από τη στήλη των βιβλιοκρισιών της Νέας Εστίας παρέλασαν όλοι σχεδόν οι
γνωστότεροι και πιο σημαντικοί εκπρόσωποι της νεοελληνικής κριτικής, άλλοι ως
μόνιμοι συνεργάτες επί σειρά ετών, άλλοι ως επίσης σταθεροί συνεργάτες για
συντομότερα χρονικά διαστήματα και άλλοι δημοσιεύοντας μεμονωμένες
βιβλιοκρισίες σε περισσότερα ή λιγότερα τεύχη. Ο παρακάτω πίνακας περιλαμβάνει
όλα τα ονόματα των κριτικών (με αλφαβητική σειρά) που δημοσίευσαν βιβλιοκρισίες
περισσότερες από δύο φορές (πολλοί απ’ αυτούς δεν ανήκουν ωστόσο στους τακτικούς
κριτικούς της) ενώ καταγράφεται και το χρονικό διάστημα της συνεργασίας τους στη
στήλη του περιοδικού. (Βλ. επίσης τον Πίνακα 3 του παραρτήματος, ο οποίος
περιλαμβάνει καταγραφή του αριθμού των κριτικών σημειωμάτων ανά κριτικό για
τους τακτικούς όμως κριτικούς της Νέας Εστίας).

Κριτικοί
1. Τέλλος Άγρας:
από 1.7.1927 (τχ. 6) έως 1.10.1932 (τχ. 139). Επίσης: μεμονωμένα στα εξής τεύχη: 1
βιβλιοκρισία στο τχ. 181 (1.7.1934), 1 στο τχ. 207 (1.8.1935), 1 στο τχ. 260 (15.10.1937),
2 τχ. 391 (15/9/1943) και 1 στο τχ. 400 (1.2.1944)
2. Ν. Ανδριώτης:
από 15.5.1933 (τχ. 154) έως 15.8.1934 (τχ. 184) και 1 στο τχ. 275 (1.6.1938)
3. Ηλίας Βουτιερίδης:
από 15.7.1928 (τχ. 14/38) έως 1.11.1929 (τχ. 69)
4. Δ. Γιάκος:
από 15.8.1977 (τχ. 1203) έως 1.10.1982 (τχ. 1322)
5. Ρήγας Γκόλφης:
3 μεμονωμένες βιβλιοκρισίες στα εξής τεύχη: 1 στο τχ. 59 (1.6.1929), 1 στο τχ. 138
(15.9.1932) και 1 στο τχ. 667 (15.4.1955)
6. Άλκης Θρύλος:
από 15.11.1930 (τχ. 94) έως (126 (15.3.1932). Επίσης μεμονωμένα στα εξής τεύχη:151 1
στο τχ. 616 (1.3.1953), 1 στο τχ. 658 (1.12.1954) και 1 στο τχ. 678 (1.10.1955)
7. Ξενοφών Καράκαλος:
από 1.9.1966 (τχ. 940) [μία μόνο βιβλιοκρισία] και από 1.6.1975 (τχ. 1150), έως
15.8.1980 (τχ. 1275)

Στα τεύχη αυτά εντός της στήλης «Τα Βιβλία» και όχι σε ξεχωριστή στήλη του «Δεκαπενθημέρου»,
151

όπως σε άλλες περιπτώσεις, βρίσκεται η ενότητα: «Έργα που δεν παραστάθηκαν».

73
8. Ανδρέας Καραντώνης:
από 15.7.1954 (τχ. 649) έως 1.8.1982 (τχ. 1322) *αν και πεθαίνει στις 27 Ιουνίου του
1982
9. Λέων Κουκούλας:
από 1.3.1941 (τχ. 341) έως 1.8.1941 (τχ. 350)
10. Ναπολέων Λαπαθιώτης:
από 15.11.1939 (τχ. 310) έως 15.8.1940 (τχ. 328)
11. Σόλων Μακρής:
από 1.12.1982 (τχ. 1330) έως 15.10.1987 (τχ. 1447)
12. Τίμος Μαλάνος:
από 1.7.1952 (τχ. 600) έως 15.3.1954 (τχ. 641). Και διάσπαρτες οι εξής: 1 στο τχ. 876
(1.1.1964), 1 στο τχ. 977 (15.3.1968), 1 στο τχ. 1020 (1.1.1970). Έπειτα ξανά από
15.10.1973 (τχ. 1111) έως 1.6.1975 (τχ. 1150)
13. Ε. Ν. Μόσχος:
από 1.7.1979 (τχ. 1248) έως 1.12.1987 (τχ. 1450)
14. Θεόδωρος Ξύδης:
από 15.8.1976 (τχ. 1179) έως 1.9.1984 (τχ. 1372) *Έγραφε και πριν πολύ σποραδικά:
703 (15/10/1956) (1) + 925 (15/1/1966) (1)
15. Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος:
από 1.3.1934 (τχ. 173), έως 15.7.1937 (τχ. 254)
16. Δημ. Κ. Παπακωνσταντίνου:
από 1.4.1976 (τχ. 1170) έως 1.11.1987 (τχ. 1448)
17. Μήτσος Παπανικολάου:
από 15.9.1939 (τχ. 306) έως 1.10.1942 (τχ. 368)
18. Κλέων Παράσχος:
από 1.5.1927 (τχ. 2), έως 15.5.1953 (τχ. 621)
19. Μιχαήλ Στασινόπουλος:
από 1.1.1929 (τχ. 49) έως 15.10.1930 (τχ. 92). Διάσπαρτες επίσης στα εξής τεύχη: 1 στο
τχ. 27 (1.4.1938), 1 στο τχ. 439 (1.10.1945) και 1 στο τχ. 581 (15.9.1951)
20. Ι. Συκουτρής:
από 15.10.1931 (τχ. 116) έως 1.6.1932 (131), και από: 15.7.1934 (τχ. 82) έως 15.7.1935
(τχ. 206)
21. Πέτρος Χάρης:
από 15.4.1927 (τχ. 1) έως 1.5.1951 (τχ. 572). Διάσπαρτες επίσης στα εξής τεύχη: 1 στο
τχ. 120 (1.7.1977), 1 στο τχ. 1212 (1.1.1978), 1 στο τχ. 1262 (1.2.1980) και 1 στο 1296
(1.7.1981)
22. Ερρίκος Χατζηανέστης:
Από 15.4.1963 (τχ. 859) [μία βιβλιοκρισία όλο το έτος]. Και μετά από: 15.11.1980 (τχ.
1281) έως 15.3.1987 (1433)
23. Γιάννης Χατζίνης:
από 1.8.1942 (τχ. 363-364) έως 1.7.1975 (τχ. 1152)
24. Αιμίλιος Χουρμούζιος:
από *15/1/1943 (τχ. 375) έως 15.6.1953 (τχ. 623) *όμως την επίσημη συνεργασία του
την ξεκινά το 1946 (τχ. 444).

Όπως προκύπτει από τον πίνακα των ονομάτων των κριτικών που παρατέθηκε,
επιλογή του Ξενόπουλου κατά την ίδρυση της Νέας Εστίας φαίνεται να ήταν (χωρίς να
το δηλώνει ο ίδιος σε κάποιο από τα πρώτα τεύχη του περιοδικού) η συγκρότηση ενός
πυρήνα συνεργατών νέων σε ηλικία (εξαίρεση ίσως αποτελεί ο Βουτιερίδης, γενν.
1874, ο οποίος ωστόσο δεν μπορεί να θεωρηθεί τακτικός συνεργάτης-κριτικός του

74
περιοδικού, καθώς έγραψε ελάχιστες βιβλιοκρισίες κατά τη διάρκεια των δύο μόνο
πρώτων ετών της κυκλοφορίας του)152 οι οποίοι, όμως, είχαν ήδη στο ενεργητικό τους
σημαντικό κριτικό έργο, με τη σταθερή παρουσία τους σε περιοδικά της εποχής, τόσο
μέσω της δημοσίευσης σε αυτά βιβλιοκρισιών, όσο και μέσω της συγγραφής κριτικών
άρθρων, μελετών και δοκιμίων.153
Τις ικανότητες ορισμένων εξ αυτών, είχε επισημάνει με το ένστικτό του ο ίδιος
ο Ξενόπουλος, όταν ακόμα ήταν συνεργάτες άλλων περιοδικών και έδιναν ένα πρώτο
στίγμα για τον ρόλο που επρόκειτο να διαδραματίσουν στο πεδίο της κριτικής στην
Ελλάδα. Έτσι, ο Άγρας, ένας από τους βασικούς συνεργάτες της Νέας Εστίας (και
«άτυπος αρχισυντάκτης της», έως το 1931),154 είχε εντοπιστεί από τον Ξενόπουλο,
«από την εποχή της Διαπλάσεως των Παίδων», σύμφωνα με τον Αργυρίου, και είχε
«σταθερή παρουσία σε όλα σχεδόν τα περιοδικά με ποιήματα, κριτικές και μελέτες».155
Αλλά και οι Παράσχος και Χάρης (με μικρή σχετικά ηλικιακή διαφορά, γενν. το 1894
και 1902 αντίστοιχα) είχαν πριν την ανάληψη στήλης κριτικής στη Νέα Εστία –θέση
την οποία διατήρησαν αμφότεροι για πολλά χρόνια, όντες από τους μακροβιότερους
κριτικούς της– παρουσία σε σημαντικά έντυπα. Ο Παράσχος αναδεικνύεται, σύμφωνα
και πάλι με τον Αργυρίου, από το 1919 και το δοκίμιό του για τον Κάλβο, σε «νέο
κριτικό των ημερών».156 Πυκνή υπήρξε και η κριτική δραστηριότητα του Χάρη, ο
οποίος συνεργαζόταν στη στήλη βιβλιοκρισιών διαφόρων περιοδικών και εφημερίδων,
μεταξύ των οποίων η Μούσα, ο Όρθρος, ο Ερωτόκριτος και τα Νέα Γράμματα.157
Συνεπώς, επιλογή του ιδρυτή της Νέας Εστίας είναι η ανάθεση της στήλης των
βιβλιοκρισιών σε νέους, αλλά πολλά υποσχόμενους και με προηγούμενη εμπειρία από
τη συνεργασία με άλλα έντυπα, κριτικούς.

152
Ο Βουτιερίδης έγραψε, ωστόσο, βιβλιοκρισίες σε άλλα περιοδικά, όπως στον Νουμά, στα
Παναθήναια, στην Εθνική Ζωή κ.ά.
153
Πολλοί από τους κριτικούς είχαν παρουσιάσει βεβαίως και συγγραφικό έργο σε άλλα είδη λόγου,
όπως στην ποίηση και στην πεζογραφία, όπως θα διαπιστωθεί και στο επόμενο κεφάλαιο. Βλ.
ενδεικτικά, τη συλλογή του Παράσχου: Είκοσι οχτώ ποιήματα Κλέωνος Παράσχου και είκοσι δύο του
Baudelaire (1922) και Tην Τελευταία νύχτα της γης του Χάρη (1924), για να αναφερθούν δύο από τους
βασικούς συνεργάτες της στήλης. Για πληροφορίες σχετικά με το συγγραφικό τους έργο τη δεκαετία
του 1920 βλ. και Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, ό.π. (σημ. 100), τόμ. Α΄, σσ. 39-50.
154
Βλ. Καγιαλής, Η επιθυμία για το μοντέρνο, ό.π. (σημ. 64), σ. 118.
155
Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, ό.π. (σημ. 100), τόμ. Α΄, σ. 40. Υπογραμμίζεται επίσης
από τον Αργυρίου η συνεργασία του ως κριτικού με το «Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου», στο οποίο
γράφει την κριτική για τους Αθ. Κυριαζή, Θρ. Σταύρου (Μελικέρτη), Γ. Δελή (1921). Και ο
Στεργιόπουλος αναφέρεται στα χρόνια της Διάπλασης και στην επιρροή του Ξενόπουλου που έπαιξε,
σύμφωνα με τον ίδιο, καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ποιητικής και κριτικής φυσιογνωμίας του
Άγρα. Βλ. Κώστας Στεργιόπουλος, Ο Τέλλος Άγρας και το πνεύμα της παρακμής, Αθήνα, Εστία, 1962,
σσ. 63-74 [στο εξής: Στεργιόπουλος, Ο Τέλλος Άγρας και το πνεύμα της παρακμής].
156
Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, ό.π. (σημ. 100), τόμ. Α΄, σ. 51.
157
Ό.π., σ. 126.

75
3.2 Οι δηλώσεις για τη συνεργασία τους

Η έναρξη της συνεργασίας τακτικών ή έκτακτων κριτικών της Νέας Εστίας δεν
αναγγέλλεται συνήθως μέσα από κάποιο προγραμματικό σημείωμα, προερχόμενο είτε
από την πλευρά των διευθυντών είτε από αυτήν των κριτικών.158 Ωστόσο, σε λίγες
περιπτώσεις εντοπίζονται –στις πρώτες κυρίως βιβλιοκρισίες τους– δηλώσεις των
συνεργατών κριτικών με τις οποίες εκφράζεται –ως επί το πλείστον– η ευγνωμοσύνη
τους, καθώς και το αίσθημα ευθύνης που συνοδεύει την ανάληψη της θέσης τους, σε
συνδυασμό, κάποτε, με σύντομη περιγραφή της στοχοθεσίας και με διευκρινιστικές
παρατηρήσεις για το είδος των βιβλίων με το οποίο πρόκειται να ασχοληθούν στο
πλαίσιο της συνεργασίας τους.
Με χρονολογική σειρά, οι προαναφερόμενες δηλώσεις είναι οι ακόλουθες: ο
Λαπαθιώτης εγκαινιάζοντας στο τχ. 310 (15.11.1939) τη συνεργασία του στη στήλη
«Τα Βιβλία», με ανάθεση της κριτικής της πεζογραφίας (βλ. και παρακάτω σ. 109),
σημειώνει χαρακτηριστικά:

Εγκαινιάζοντας τη σειρά των κριτικών σημειωμάτων μου, σ’ αυτήν εδώ τη θέση, δίπλα και
παράλληλα προς άλλους αγαπητούς μου συναδέλφους, που έχουν ήδη αναλάβει, από πιο
μπροστά, αυτό το έργο, –και παρά τη συγκεκριμένη συμφωνία, να μην ασχοληθώ παρά,
ειδικά, με την τρέχουσα πεζογραφία,– αρχίζω σήμερα με μια μικρή παράβαση αυτής της
συμφωνίας.

Ο Λέων Κουκούλας στην πρώτη του βιβλιοκρισία στο τχ. 341 (1.3.1941) κάνει
μια ιδιαίτερα σύντομη αναφορά στην ανάθεση από το περιοδικό της κριτικής του
πεζού λόγου, την οποία μοιράζεται για ένα διάστημα με τον Χάρη (βλ. παρακάτω σ.
110)

158
Το ίδιο συμβαίνει και με τη λήξη της συνεργασίας τους. Δεν εντοπίζονται σημειώματα που να
εξηγούν τους λόγους διακοπής της συνεργασίας, παρά μόνο όταν αυτή οφείλεται στον θάνατο του
συνεργάτη-κριτικού, οπότε και αναγγέλλεται (με σημειώματα στο «Δεκαπενθήμερο») η είδηση του
θανάτου του, με εκτενέστερο –συνήθως– μεταγενέστερο αφιέρωμα στον ίδιο ως συνεργάτη της Νέας
Εστίας. Στα προαναφερόμενα σημειώματα και αφιερώματα γίνεται λόγος, μεταξύ άλλων, και στην
κριτική προσφορά τους από τη στήλη του περιοδικού. Βλ. π.χ. το αφιέρωμα στον Παράσχο στο τχ. 894
(1.10.1964) και το σημείωμα του Χάρη στο «Δεκαπενθήμερο» του τχ. 1373 (15.9.1984) για τον θάνατο
του Ξύδη, στο οποίο γίνεται σύντομη αναφορά στην ευσυνειδησία του ως κριτικού, με αφορμή τις
τελευταίες διορθώσεις επικείμενης βιβλιοκρισίας του στη Νέα Εστία, [για τις μεταφράσεις των Ορφικών
Ύμνων απ’ τον Παπαδίτσα. Βλ. τχ. 1372 (1.9.1984)] ως τελευταία πράξη πριν τον θάνατό του μία μέρα
αργότερα.

76
Μες στα βιβλία που μου έστειλε η Νέα Εστία για να μοιραστώ μαζί με τον κ. Πέτρο Χάρη
την κριτική του πεζού λόγου, υπάρχουν και δύο του Δημοσθένη Βουτυρά.

Ο Χουρμούζιος, αν και πρωτοεμφανίστηκε στο τχ. 375 (15.1.1943),159 με


βιβλιοκρισίες για διαφορετικά είδη λόγου, εκφράζει τρία χρόνια αργότερα τη
συγκίνησή του για την επίσημη πρόσκληση της Νέας Εστίας να αναλάβει από τη στήλη
της την κριτική της ποίησης. Σε βιβλιοκρισία του στο τχ. 444 (1.1.1946) σημειώνει:

Δέχτηκα την τιμητική πρόσκληση της “Νέας Εστίας” ν’ αναλάβω την κριτική της στήλη
για την ποίηση με κάποια συγκίνηση, τ’ ομολογώ. Ήταν σαν μια παρακίνηση επιστροφής
σ’ ό,τι άφησα μακριά μου, με συνειδητή αδιαφορία, με θελημένην αποξένωση.

Ο Καραντώνης αναφερόμενος, στο τχ. 649 (15.7.1954), στην έναρξη της


συνεργασίας του με τη Νέα Εστία για την παρακολούθηση και κριτική της ποιητικής
παραγωγής, θέτει εξαρχής τους στόχους και τον τρόπο άσκησης της κριτικής του:

Από τις φιλόξενες στήλες της Νέας Εστίας, θα παρακολουθούμε τη σύγχρονη ποιητική
παραγωγή, όσο μπορούμε πιο καλόπιστα και πιο αντικειμενικά. Μολονότι πιστεύουμε πια
πως το εριστικό ή το δικαστικό ύφος δεν ταιριάζουν στην κριτική των ποιητικών
εκδηλώσεων, γιατί επί τέλους, ένας κακός ή πολύ μέτριος ποιητής δεν κάνει κακό παρά
μονάχα στον εαυτό του –κι’ αυτό με την προϋπόθεση να το καταλαβαίνει– συχνά θα
βρισκόμαστε στη δυσάρεστη θέση να μην ικανοποιούμε τη μυστική φιλοδοξία όλων των
ποιητών, που είναι η ανεπιφύλακτη αναγνώριση.

Ο Παράσχος, ως τακτικός κριτικός της ποίησης από το πρώτο έτος ίδρυσης του
περιοδικού, δεν δηλώνει σε σημείωμά του την έναρξη της συνεργασίας του, παρά μόνο
το 1947 –και συγκεκριμένα στο τχ. 474 (1.4.1947)– όταν, σύμφωνα και με το ακόλουθο
σύντομο σημείωμα, εγκαινιάζει τις βιβλιοκρισίες του για τη μεταφρασμένη στα
ελληνικά ξένη λογοτεχνία.

159
Στο τεύχος αυτό κρίνει δύο βιβλία: Του έρωτα και του θανάτου του Τερζάκη και Την τελευταία νύχτα
της γης του Χάρη [την πέμπτη έκδοση της οποίας κρίνει πολλά χρόνια αργότερα και ο
Παπακωνσταντίνου στο τχ. 1205 (15.9.1977)]. Συνολικά το 1943 κρίνει 4 βιβλία. Το 1944 δεν γράφει
καμία βιβλιοκρισία, ενώ το 1945 μόνο μία για τον Ιουλιανό του Καζαντζάκη, βλ. τχ. 442 (15.11.1945).

77
Νιώθω ιδιαίτερη ευχαρίστηση που αρχίζω τα μικρά σημειώματά μου για τα ξένα βιβλία, τα
μεταφρασμένα στα Ελληνικά, και για τους ξένους συγγραφείς, μ’ ένα βιβλίο για τον André
Suares.

Τέλος, ο Σόλων Μακρής, έπειτα από τη ανάληψη της θέσης της κριτικής
βιβλίων θεωρητικού περιεχομένου, δηλώνει στο τχ. 1332 (1.1.1983):160

Από τούτη τη στήλη θα μου δοθεί η ευκαιρία, μετά την…αποστρατεία μου από τη θεατρική
κριτική, ν’ αναφερθώ σε κάποια αξιοπρόσεκτα βιβλία, που ερευνούν θέματα της τέχνης και
των γραμμάτων. Είναι πολλά. Και ας μου συγχωρέσουν οι συγγραφείς που με τίμησαν με
την αποστολή τους, την καθυστέρηση και την αναγκαστικά σύντομη κρίση τους.

Προβαίνει μάλιστα στην εξής διευκρίνιση μερικούς μήνες αργότερα, στο τχ.
1343 (15.6.1983):

Πρέπει να θυμίσω στους αγαπητούς φίλους που με τιμούν με τα βιβλία τους, πως η στήλη
αυτή δεν σχολιάζει λογοτεχνικά έργα –ποίηση, πεζογραφία– αλλά μόνο βιβλία θεωρητικού
περιεχομένου, για τα γράμματα και την τέχνη. Είναι εύλογη η επιθυμία τους να έχουν μια
–κατά συνθήκη τουλάχιστον– υπεύθυνη κρίση της δουλειάς τους, όταν μάλιστα η αξία της
δικαιούται την επαινετική κρίση. Και πρέπει να ελπίζω πως θα μου δοθεί η ευκαιρία –όπως
έγινε και άλλοτε– ν’ αναφερθώ, σ’ ένα ευρύτερο μελέτημα, στα τελευταία αξιόλογα
λογοτεχνικά έργα.161

Οι τακτικοί κριτικοί της Νέας Εστίας αναλαμβάνουν να ασχοληθούν –είτε το


δηλώνουν, όπως είδαμε, οι ίδιοι ή οι διευθυντές, είτε όχι– με την κριτική συνήθως ενός
συγκεκριμένου λογοτεχνικού είδους (χωρίς ωστόσο να αποκλείεται η ενασχόληση και
με άλλα είδη ή η αλλαγή λογοτεχνικού είδους μέσα στα χρόνια, όπως παρατηρήθηκε,
παραδείγματος χάριν, στο σημείωμα του Μακρή, που από θεατρικός κριτικός ανέλαβε
την κριτική βιβλίων θεωρητικού περιεχομένου). Έτσι, ο Παράσχος πρώτα και ο
Χουρμούζιος αργότερα (αντικαθιστώντας τον Παράσχο όταν εκείνος ξεκινά το 1946

160
Την πρώτη του βιβλιοκρισία, ωστόσο, για βιβλίο θεωρητικού περιεχομένου, δημοσιεύει λίγο
νωρίτερα, στο τχ. 1330 (1.12.1982). Στο σημείωμα αυτό κρίνει την Κρίσιμη ώρα, του Χάρη.
161
Αντίστοιχο σημείωμα βρίσκουμε και στο τέλος της βιβλιοκρισίας του για το Παράλογο και
προνομιούχος τόπος, του Γιώργου Κ. Παππά, στο τχ. 1431 (15.2.1987). «Έχω χρέος να θυμίσω πάλι
στους αγαπητούς φίλους που με τιμούν με τα βιβλία τους ότι η στήλη δεν κάνει βιβλιοκρισία
λογοτεχνικών έργων (πεζογραφίας-ποίησης). Αλλά επειδή κάθε πνευματική προσφορά δικαιούται μια
κρίση, ελπίζω πως θα μπορέσω ν’ αναφερθώ σ’ ένα ευρύτερο μελέτημα, στην εργασία τους», σσ. 274-
275.

78
την κριτική της μεταφρασμένης ξένης λογοτεχνίας) είναι υπεύθυνοι για την κριτική
της ποίησης. Στην περίπτωση του Παράσχου, παρόλο που τα ποσοστά βιβλιοκρισιών
ποίησης (ποιητικών συλλογών Ελλήνων αλλά και ξένων δημιουργών μεταφρασμένων
στα ελληνικά, και το αντίστροφο)162 έναντι των άλλων ειδών υπερέχουν συντριπτικά,
υπάρχουν και ορισμένες εξαιρέσεις (αφορούν κυρίως μελέτες, δοκίμια και
μεταφράσεις τραγωδιών).163 Αντίθετα στην περίπτωση του Χουρμούζιου δεν
συναντάμε καμία εξαίρεση, δηλαδή όλες του οι βιβλιοκρισίες αφορούν αποκλειστικά
και μόνο ποιητικές συλλογές.
Τον Χουρμούζιο διαδέχεται ο Καραντώνης, ο οποίος παραμένει σταθερά στη
θέση του τακτικού κριτικού της ποίησης (χωρίς ωστόσο να λείπουν σποραδικά και οι
βιβλιοκριτικές του παρεμβάσεις και στην πεζογραφία)164 μέχρι τον θάνατό του. Ο
Ξενόπουλος (στις λίγες ωστόσο βιβλιοκρισίες του) κρίνει κατά βάση πεζογραφικά
λογοτεχνικά έργα, και πολύ σπάνια (συγκεκριμένα σε τρεις περιπτώσεις) δοκίμια και
μελέτες.165 Ο Χάρης, ο οποίος σε αντίθεση με τον Ξενόπουλο διατηρεί ως διευθυντής
και μόνιμη θέση κριτικού,166 ασχολείται κατά βάση με την κριτική της πεζογραφίας,
με συχνές βιβλιοκρισίες και για μη λογοτεχνικά βιβλία (μελέτες, δοκίμια που δεν
αφορούν αποκλειστικά λογοτεχνικά θέματα).167 Ο Παπανικολάου και ο Λαπαθιώτης
ξεκινούν με διαφορά δύο μηνών τη σχετικά σύντομη θητεία τους στην κριτική της
ποίησης και της πεζογραφίας αντίστοιχα, ο πρώτος παράλληλα με τον Παράσχο και ο
δεύτερος παράλληλα με τον Χάρη. Μοναδική εξαίρεση στη σταθερή παρακολούθηση
της πεζογραφικής παραγωγής της περιόδου από τον Λαπαθιώτη αποτελεί, όπως ήδη

162
Κάποτε όμως και ξενόγλωσσων ποιητικών συλλογών (κυρίως γαλλικών). Βλ. π.χ. τχ. 204
(15.6.1935), Paul Baldassera, “La Colonne Corinthienne”. Για τα σημειώματα μεταφρασμένων σε άλλη
γλώσσα (κυρίως και πάλι στα γαλλικά) ποιητικών συλλογών Ελλήνων δημιουργών, βλ. ενδεικτικά: τχ.
205 (1.7.1935), Κ. Παλαμά: La flute du Roi, μετάφραση Eugène Clement. Κρίνει κάποτε και πεζά
γραμμένα στα γαλλικά: τχ. 327: (1.8.1940) F. Perilla, Au pays des Centaures. Le Pelion.
163
Βλ. π.χ. ενδεικτικά: τχ. 166 (15.11.1933), Γιάννη Σιδέρη: Το κωμειδύλλιο (1888-1896), δοκίμιο
ιστορικό και κριτικό. Επίσης, τχ. 167 (1.12.1933), Σοφοκλή: Οιδίπους Τύραννος, μετάφραση Γεράσ.
Σπαταλάς.
164
Έτσι, από το 1975 –κυρίως– κρίνει ενίοτε και πεζά. Βλ. π.χ. ενδεικτικά τχ. 1159 (15.10.1975), το
κριτικό σημείωμά του για το μυθιστόρημα του Αριστοτέλη Νικολαΐδη, Η Εξαφάνιση, καθώς και εκείνο
για τη μυθιστορηματική βιογραφία (ο Καραντώνης το χαρακτηρίζει «ιστορικό και μη ιστορικό
μυθιστόρημα») της Ιουλίας Ιατρίδη, Πυρίγονος, στο τχ. 1195 (15.4.1977).
165
Βλ. τα κριτικά του σημειώματα για τα εξής: Ορέστης Διγενής: Ελεύθερο Πνεύμα, δοκίμιο στο τχ. 72
(15.12.1929), Δημ. Μ. Σάρρου: Εισαγωγή στο αρχαίο δράμα «Αντιγόνη», στο τχ. 86 (15.7.1930) και
τέλος, πάλι για μελέτη του Σάρρου: Ο «Κύκλωπας» του Ευριπίδη, στο τχ. 113 (1.9.1931).
166
Παράλληλα με τη μόνιμη στήλη του «Προβλήματα κ’ Ερωτήματα», στο κύριο σώμα του περιοδικού,
την οποία διατηρεί και μετά την παραίτησή του από τη διεύθυνση.
167
Βλ. π.χ. ενδεικτικά τις εξής βιβλιοκρισίες: Νικόλαος Ι. Λάσκαρης: Η θεατρική διαφήμισις ανά τον
κόσμον, τχ. 233 (1.9.1936), Θ. Μαλαβέτας: Άγιον Όρος, στο τχ. 391 (15.9.1943), Κ. Α. Δοξιάδης: Η
πορεία των λαών, στο τχ. 533 (15.9.1949).

79
αναφέρθηκε, το κριτικό σημείωμά του για την ποιητική συλλογή του Γεραλή, Κύκνοι
στο Λυκόφως, με το οποίο εγκαινιάζει τη συνεργασία του ως κριτικός της Νέας Εστίας.
Όταν ο Λαπαθιώτης αποσύρεται, τον αντικαθιστά ο Κουκούλας, ο οποίος
παράλληλα και πάλι με τον Χάρη επωμίζεται την κριτική της πεζογραφίας, κατά τη
διάρκεια της πεντάμηνης συνεργασίας του (βλ. και τη δήλωσή του στο σημείωμα που
παρατέθηκε προηγουμένως). Οι –μόλις δέκα– βιβλιοκρισίες του αφορούν κατεξοχήν
λογοτεχνικά έργα, με εξαίρεση αυτή των Κριτικών Δοκιμίων του Μαλάνου [στο τχ.
344 (15.4.1941)].168 Με τη διακοπή της συνεργασίας του Κουκούλα τακτικός (και ένας
από τους μακροβιότερους) κριτικός του πεζού λόγου στη Νέα Εστία αναλαμβάνει ο
Χατζίνης (τα πρώτα εννιά περίπου χρόνια μοιράζεται την κριτική με τον Χάρη) ο
οποίος παραμένει στη θέση αυτή μέχρι τον θάνατό του. Στο φάσμα των πεζογραφικών
έργων με τα οποία ασχολείται ο Χατζίνης, περιλαμβάνονται, εκτός των λογοτεχνικών
κειμένων, μελέτες, δοκίμια, καθώς και έργα θεωρητικού περιεχομένου ευρύτερων
θεματικών,169 κατ’ αντιστοιχία με την περίπτωση του Χάρη. Ο Άγρας, τέλος, είναι ο
μόνος που έχει μοιρασμένη συνεισφορά στην κριτική της ποιητικής και πεζογραφικής
παραγωγής της περιόδου που εξετάζει. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τον πρώτο
χρόνο –όταν συνήθως ο κάθε κριτικός δίνει το στίγμα του για το είδος των βιβλίων με
τα οποία πρόκειται να ασχοληθεί– κρίνει τρία βιβλία ποίησης και δύο πεζογραφίας.170
Από τους νεότερους κριτικούς –εκείνους δηλαδή που ανέλαβαν συστηματικά
την άσκηση κριτικής από τη στήλη της Νέας Εστίας από το 1975 και εξής–171 ο Μόσχος
τα δύο πρώτα χρόνια (1979-1980) κρίνει δοκίμια, μελέτες και γενικότερα βιβλία
κριτικής. Από το 1981 οι βιβλιοκρισίες του αφορούν λογοτεχνικά πεζογραφικά έργα,
ενώ από τον Σεπτέμβριο του 1982, αρχίζει και τη συστηματική κριτική της ποίησης –
αντικαθιστώντας ουσιαστικά τον Καραντώνη, μετά τον θάνατό του– παράλληλα
ωστόσο με την εντατική ενασχόλησή του και με την πεζογραφία (λογοτεχνικά έργα,

168
Στην οποία σημειώνει, μεταξύ άλλων, για τον Μαλάνο ως κριτικό: «Πρόκειται για έναν κριτικό, που
κι αν ακόμα διαφωνείς με τις προτιμήσεις του και το είδος της δεκτικότητας και της ευαισθησίας του,
είσαι υποχρεωμένος να ομολογήσεις πως σου επιβάλλεται με την αισθητική του κατάρτιση και την
αυτοσυνέπειά του».
169
Βλ., π.χ., ενδεικτικά τη βιβλιοκρισία του για το: Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος: Τα πρόσωπα και τα κείμενα
–Γ΄, στο τχ. 439 (1.10.1945), για τις Δοκιμές του Σεφέρη, τχ. 440 (15.10.1945), Γιώργου Πράτσικα
Μορφές της Γαλλίας, στο τχ. 506 (1.8.1948). Κάποτε και μελέτες που αφορούν ποίηση βλ. π.χ. τχ. 589
(15.1.1952) Κρίτων Αθανασούλης, Ο ποιητής Ρήγας Γκόλφης.
170
Και συνολικά μέχρι το 1932 –οπότε και σταματά τη συστηματική συγγραφή βιβλιοκρισιών– κρίνει
17 βιβλία ποίησης και 10 πεζογραφίας. Επίσης, 4 μελέτες με θέμα την ποιητική και πεζογραφική
παραγωγή, 1 ποιητική ανθολογία και 1 έμμετρη τραγωδία.
171
Αναφέρομαι, ωστόσο, σε συστηματική ανάληψη στήλης κριτικής βιβλίων, καθώς ορισμένοι εξ
αυτών έγραφαν βιβλιοκρισίες σποραδικά και παλιότερα, όπως προκύπτει και από τον παραπάνω πίνακα
(βλ. σσ. 73-74).

80
αλλά και μελέτες, δοκίμια, βιβλιογραφίες, ταξιδιωτικά κ.ά.), όπως φανερώνουν οι
αριθμοί. Έτσι, το 1983 από τον συνολικό αριθμό των 49 κριτικών σημειωμάτων τα 18
αφορούν ποιητικές συλλογές και τα 31 πεζά κείμενα (λογοτεχνικά και μη). Το 1985
από το σύνολο των 42 κριτικών σημειωμάτων τα 8 αφορούν ποιητικές συλλογές και
τα 34 πεζογραφικά κείμενα διαφόρων –και πάλι– ειδών. Ενώ, τέλος, το 1987 η κριτική
της ποίησης και της πεζογραφίας είναι σχεδόν απολύτως μοιρασμένη με 33 και 35
βιβλία αντίστοιχα. Το εύρος των ειδών που αναλαμβάνει να κρίνει δικαιολογείται από
το γεγονός ότι από το 1983 έως το 1987 αναλαμβάνει σε μεγάλο βαθμό τη στήλη
κριτικής. Να σημειωθεί έτσι ότι: το 1983 γράφει πάνω από τα μισά κριτικά
σημειώματα του έτους (πιο συγκεκριμένα, τα 49 από τα 93). Το 1984 τα 31 από τα 77.
Το 1985 και πάλι παραπάνω από τα μισά με αριθμό 42 σημειωμάτων από το σύνολο
των 76. Το 1986, τα 44 από τα 79, με κορύφωση το τελευταίο έτος, στο οποίο γράφει
τα 68 απ’ τα 98, δηλαδή περίπου τα 2/3 των συνολικών σημειωμάτων του έτους.
Επιπλέον: ο Παπακωνσταντίνου είναι υπεύθυνος κυρίως για την κριτική της
πεζογραφίας, με σημειώματα τόσο για λογοτεχνικά πεζά κείμενα καθώς και για
μελέτες, δοκίμια και γενικότερα για βιβλία θεωρητικού περιεχομένου. Από το 1978,
παράλληλα με τον Καραντώνη (χωρίς ωστόσο να είναι μοιρασμένη η ανάθεση) κρίνει
αραιά και ποιητικές συλλογές. Από το 1982 (και αυτός μετά τον θάνατο του
Καραντώνη) οι βιβλιοκρισίες ποιητικών συλλογών αυξάνονται, σε σχέση με το
προηγούμενο διάστημα, και παράλληλα με τον Μόσχο, με αποτέλεσμα το 1985 ο
συνολικός αριθμός των βιβλιοκρισιών ποιητικών συλλογών να υπερέχει έναντι του
αντίστοιχου της πεζογραφίας (με 10 κριτικά σημειώματα για ποιητικές συλλογές και
μόλις 4 για πεζογραφικά έργα). Ο Καράκαλος στη διάρκεια της πενταετούς
συνεργασίας του ως κριτικός της Νέας Εστίας, ασχολείται με την πεζογραφική, κατά
βάση, παραγωγή, χωρίς, ωστόσο, να λείπουν και οι βιβλιοκρισίες για μελέτες
(λογοτεχνικού και μη περιεχομένου), δοκίμια και ταξιδιωτικά κείμενα. Η κριτική της
πεζογραφικής παραγωγής υπερισχύει πάντως, δεδομένων των 23 βιβλιοκρισιών μη
λογοτεχνικών βιβλίων έναντι των 39 που αφορούν λογοτεχνικά πεζά έργα.172 Ο Ξύδης,
από την έναρξη της συστηματικής συνεργασίας του ως κριτικού το 1976 (οι 2
βιβλιοκρισίες του που εντοπίζονται παλιότερα, μία το 1956 και μία το 1966, δεν
επιτρέπουν την κατάταξή του ως τακτικού κριτικού της Νέας Εστίας πριν το 1976)

172
Μοναδική εξαίρεση στο σύνολο των βιβλιοκρισιών πεζών έργων αποτελεί το κριτικό του σημείωμα
για την ποιητική συλλογή του Νίκου Παππά: Ιστορικά Ψεύδη. Ποιήματα, στο τχ. 1219 (15.4.1968).

81
μέχρι και τη λήξη της το 1984, αναλαμβάνει την κριτική βιβλίων θεωρητικού
περιεχομένου (μελέτες, δοκίμια, συγκεντρωτικούς τόμους αλληλογραφίας,
βιβλιογραφίες) που αφορούν περισσότερο λογοτεχνικά θέματα, χωρίς, ωστόσο, να
απουσιάζουν οι βιβλιοκρισίες και για μη λογοτεχνικά έργα.173 Μπορεί να γίνει
διακριτή και μια τάση να κρίνει έργα και μελέτες της κλασικής και μεταβυζαντινής
γραμματείας, ωστόσο, ο κατεξοχήν κριτικός έργων της αρχαίας γραμματείας είναι ο
Χατζηανέστης.174
Τον Ξύδη διαδέχεται (αν και συμπίπτουν χρονικά για δύο περίπου έτη) από το
1983 ο Μακρής, ο οποίος αναλαμβάνει κατά δήλωσή του τη θέση του κριτικού βιβλίων
θεωρητικού περιεχομένου, για τα «γράμματα και την τέχνη», όπως ήδη αναφέρθηκε
[ο ίδιος χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο, στο σημείωμα του τχ. 1343 (15.6.1983) που
παρατέθηκε προηγουμένως, βλ. σ. 78)].175 Η προηγούμενη θητεία του Μακρή στη
θεατρική κριτική λάμβανε χώρα από τη στήλη της Νέας Εστίας: «Το Θέατρο». Σε δύο,
ωστόσο, τεύχη, και συγκεκριμένα στα 1270 (1.6.1980) και 1271 (15.6.1980) οι
βιβλιοκρισίες του περιλαμβάνονται στη στήλη «Τα Βιβλία». Πρόκειται για κριτικά
σημειώματα που αφορούν μελέτες για το θέατρο (βλ. τχ. 1270, εξ ου και ο τίτλος του
σημειώματος: «Περί το Θέατρο»), θεατρικά έργα σε βιβλία (βλ. τχ. 1271, όπου και ο
ομώνυμος τίτλος του σημειώματος),176 καθώς, τέλος, και μεταφράσεις θεατρικών
έργων (βλ. τχ. 1270: «μεταφράσεις Λατίνων συγγραφέων»). Βεβαίως ο κατεξοχήν
θεατρικός κριτικός της Νέας Εστίας είναι ο Άλκης Θρύλος. Ο Θρύλος «κράτησε με
απαρομοίαστη αφοσίωση τη θεατρική κριτική της Νέας Εστίας», από τη στήλη «Το
Θέατρο», «με πολύ λιγοστές απουσίες, κατά τα ταξίδια της, κυριότατα, μέσα σε

173
Βλ., π.χ., τη βιβλιοκρισία του για το λεύκωμα του Ν. Α. Βαρβιάνη: Η Ζάκυνθος, στο τχ. 1218
(1.4.1978), καθώς κι εκείνη για τη μελέτη του Κ. Τσάτσου: Θεωρία της τέχνης, στο τχ. 1239 (15.2.1979).
Στο τχ. 1274 (1.8.1980) κρίνεται, σε τετρασέλιδο μάλιστα σημείωμα, ακόμα και το βιβλίο του
Αθανάσιου Κανελλόπουλου, Η οικονομία ανάμεσα στο χθες και στο αύριο.
174
Βλ. έτσι: Μανουήλ Γεδεών, Η πνευματική κίνησις του Γένους/Το Εικοσιένα (έκδοση του Ιδρύματος
Ουράνη). Μοναδικές εξαιρέσεις στο είδος των βιβλίων που κρίνονται από τον Ξύδη αποτελούν: το
κριτικό του σημείωμα για την ποιητική συλλογή του Γιάννη Ντεγιάννη: Επιστροφή, στο τχ. 1230
(1.10.1978), καθώς κι εκείνο για τα Ποιήματα (Δύο Εποχές), του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, στο τχ. 1267
(15.4.1980).
175
Σημειώνω μερικά παραδείγματα βιβλιοκρισιών του που εξηγούν τον προαναφερόμενο όρο: Βασίλη
Κατσαβού: Το παράλογο και η τέχνη [τχ. 1332 (1.1.1983)], Θόδωρου Ξύδη: Παλαμάς [τχ. 1360
(1.3.1984)], Βασίλη Λαζανά: Φρειδερίκος Χαίλντερλιν [τχ. 1381 (15.1.1985)], Γιάννη Κουγιούλη:
Ταξιδιωτικά [τχ. 1404 (1.1.1986)], Ιω. Κανδήλη: Η Αθήνα όπως την έζησα και τη γνώρισα [τχ. 1447
(15.10.1987)].
176
Διευκρινίζει μάλιστα στην αρχή του σημειώματος το εξής: «Παράλειψα ως τώρα να μιλήσω για
δημοσιευμένα θεατρικά έργα. Πρώτα γιατί, λόγω της σπανιότητάς τους, δεν δικαιολογούν και μια
βιβλιοκριτική θεατρική στήλη. Αλλά κυρίως γιατί το μέτρο κρίσης του δραματικού έργου το δίνει η
παρουσίασή του στη σκηνή. Εκεί ολοκληρώνεται –και για να το πω καλύτερα, εκεί επιτρέπει να
ελέγξουμε αν αποτελεί μια ολοκληρωμένη, στο είδος της, δημιουργία», σ. 894.

82
σαράντα τόσα χρόνια», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος.177
Ωστόσο στα χρόνια της διεύθυνσης Ξενόπουλου γράφει σποραδικά, όπως προκύπτει
και από τον Πίνακα στη σ. 72, κριτικά σημειώματα και από τη στήλη των «Βιβλίων»,
για θεατρικά έργα που εκδόθηκαν και σε βιβλία, καθώς και για μελέτες γύρω από το
θέατρο.178
Σε περίπτωση που κάποιος τακτικός συνεργάτης, ενώ έχει επωμισθεί την κριτική
μίας συγκεκριμένης κατηγορίας βιβλίων, κρίνει κατ’ εξαίρεση κάποιο έργο που ανήκει
σε διαφορετικό είδος, το δηλώνει συνήθως στη βιβλιοκρισία του, απολογούμενος, τις
περισσότερες φορές, για την «παράβασή» του. Εκτός από το σημείωμα του
Λαπαθιώτη, που παρατέθηκε παραπάνω, και στο οποίο επισημαίνει την «παράβαση»
της συμφωνίας ενασχόλησης με την πεζογραφική παραγωγή της περιόδου, ενδεικτικό
είναι και το ακόλουθο σημείωμα του Άγρα: «Ο αγαπητός μου συνάδελφος κ. Πέτρος
Χάρης, ο ειδικός, ο αποκλειστικός κριτικός της πρόζας, από τις στήλες της Νέας
Εστίας, θα συγχωρήση, ελπίζω, την επέμβασή μου στην περιοχή του».179
Σε αντίστοιχη με την παραπάνω επισήμανση του Άγρα για την αρμοδιότητα του
Χάρη ως βασικού κριτικού της πεζογραφίας, προβαίνει και ο Χατζίνης αναφερόμενος
αυτή τη φορά στον Καραντώνη ως κατεξοχήν κριτικό της ποίησης. Τη δήλωση
συναντάμε σε σύντομο σημείωμά του για Τα δυο Φεγγάρια της Διαλεχτής Ζευγώλη-
Γλέζου, στη στήλη των «Επικαιροτήτων» του τχ. 1030 (1.6.1970).180 Ο Χατζίνης
αναφέρει χαρακτηριστικά: «Δε νομίζω πως μπαίνω στα χωράφια του φίλου Αντρέα
Καραντώνη αν πω δυο λόγια, αυτά μου έρχονται αυθόρμητα να πω, για τα Δυο
Φεγγάρια της Γλέζου». (σ. 759).181

177
Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, «Ένας άνθρωπος του θεάτρου», στον τόμο: Η κριτική για τον Άλκη Θρύλο,
επιμ.: Θανάσης Θ. Νιάρχος, Αθήνα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 2009, σ. 261.
178
Κάποτε και για βιβλία σε άλλη γλώσσα. Βλ. π.χ. τχ. 126 (15.3.1932).
179
Βλ. τχ. 80 (15.4.1930), στη βιβλιοκρισία του για τα διηγήματα του Άγγελου Τερζάκη, με τίτλο:
Φθινοπωρινή Συμφωνία. Στη συνέχεια του σημειώματος ο Άγρας αιτιολογεί την «επέμβαση» του,
υπογραμμίζοντας πως «πρόκειται για ένα βιβλίο που βγήκε εδώ και πολλούς μήνες, και που κινδυνεύει
να περάση, χωρίς από το περιοδικό μας να γίνη κανείς λόγος γι’ αυτό». σ. 441.
180
Η θέση της σύντομης αυτής βιβλιοκρισίας, στις «Επικαιρότητες» και όχι στη στήλη «Τα Βιβλία»,
δεν είναι ασυνήθιστη, σύμφωνα και με τα όσα επισημάνθηκαν προηγουμένως: βλ. σ. 42.
181
Η συλλογή δεν κρίνεται, ωστόσο, από τον Καραντώνη σε κανένα τεύχος του περιοδικού.

83
3.3 Η δομή των βιβλιοκριτικών τους σημειωμάτων

«Ως λόγος περί λογοτεχνίας η κριτική εμπερικλείει περιγραφή, ανάλυση, ερμηνεία,


και αξιολόγηση συγκεκριμένων λογοτεχνικών έργων», σημειώνει ο Α. Καρτσάκης.182
Σε μια συντομευμένη μορφή, λόγω του εγγενούς χαρακτηριστικού της περιορισμένης
έκτασης μιας βιβλιοκρισίας, τα στοιχεία που σημειώνει ο Καρτσάκης περιλαμβάνονται
στα μέρη ενός κριτικού σημειώματος. Στο πλαίσιο του εύρους σελίδων (βλ. κεφ 2) που
αφιερώνονται σε κάθε τεύχος του περιοδικού στην κριτική του βιβλίου, τα σημειώματα
των συνεργατών-κριτικών εμπεριέχουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά.
Με βάση την παρότρυνση για απόλυτη εκφραστική/υφολογική και μορφολογική
ελευθερία, όπως αυτή είδαμε ότι δόθηκε από τον Ξενόπουλο και τον Χάρη, ο κάθε
κριτικός διατηρεί τον δικό του τρόπο σύνταξης των κριτικών του σημειωμάτων,
γεγονός που δεν προσδίδει στις βιβλιοκρισίες μια συγκεκριμένη και απολύτως
ομοιόμορφη δομή. Η επιλογή, άλλωστε, των διευθυντών για καταμερισμό της κριτικής
του βιβλίου σε συνεργάτες με διαμορφωμένο, σε μεγάλο βαθμό, το προσωπικό ύφος183
ενισχύει το αποτέλεσμα αυτό. Η κριτική της Νέας Εστίας μπορεί να χαρακτηριστεί εν
πολλοίς προσωποπαγής, σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της,184 με
αποτέλεσμα, όπως θα διαπιστωθεί και στη συνέχεια, ο κάθε κριτικός να αφήνει το δικό
του στίγμα και να καθίσταται εύκολα εφικτή η διάκριση των βιβλιοκρισιών ακόμη και
σε περιπτώσεις ανυπόγραφων σημειωμάτων. Ωστόσο, μια ταξινόμηση των ιδιαίτερων
χαρακτηριστικών τους, ειδικότερα στο εισαγωγικό μέρος τους, μπορεί να οδηγήσει σε
επιμέρους ομαδοποιήσεις.

182
Καρτσάκης, Μεταπολεμική κριτική και ποίηση, ό.π. (σημ. 1), σ. 27. Το αντίστοιχο τρίπτυχο σχολιάζει
και η Φαρίνου στην εισαγωγή στο: Φαρίνου, Ξενόπουλος: επιλογή κριτικών κειμένων, ό.π. (σημ. 21).
«Κριτικά κείμενα, με την αυστηρή έννοια του όρου, είναι κείμενα στα οποία συζητώνται συγκεκριμένα
λογοτεχνήματα ή το συνολικό έργο ενός συγγραφέα και τα οποία εστιάζουν στην εμπειρία της
ανάγνωσης: περιγράφουν, ερμηνεύουν και αξιολογούν το νόημα και την αποτελεσματικότητα που ένα
έργο έχει στον αναγνώστη», σ. 13.
183
Παρατηρείται ότι η υφολογική ποικιλία είναι ανεξάρτητη από τη θέση του κάθε κριτικού στον χώρο
των ελληνικών γραμμάτων, αντίθετα, ίσως, από το αναμενόμενο. Έτσι, όπως θα διαπιστωθεί στη
συνέχεια, ο Άγρας, ως κριτικός παλιότερης γενιάς, διατηρεί, παρά την καθιέρωσή του στην πνευματική
σκηνή, μετριοπαθή στάση σε σύγκριση με νεότερους (ανερχόμενους) και λιγότερο γνωστούς κριτικούς,
την περίοδο τουλάχιστον της συνεργασίας τους με τη Νέα Εστία.
184
Συμβαδίζοντας γενικά με την καθιερωμένη προσωποπαγή κριτική του Περιοδικού Τύπου του
μεσοπολέμου. Βλ. Καρτσάκης, Μεταπολεμική κριτική και ποίηση, ό.π. (σημ. 1), σ. 34. «Μια πρώτη
παρατήρηση από τη μελέτη του κριτικού λόγου των περιοδικών είναι ότι κατά την μεταπολεμική
περίοδο υποχωρεί σταδιακά η λεγόμενη “προσωποπαγής” ή “εντυπωσιολογική” κριτική του
Μεσοπολέμου, η οποία επικράτησε ως τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Παρ’ όλα αυτά, ο τύπος αυτός
της κριτικής συνεχίζει να κυριαρχεί κατά τη μεταπολεμική περίοδο σε έντυπα όπως η Ελληνική
Δημιουργία, η Νέα Εστία, η Νέα Πορεία κ.ά. και να επηρεάζει την αισθητική του αναγνωστικού κοινού».

84
I. Το εισαγωγικό μέρος

Πολύ συχνή είναι, καταρχάς, μια σύντομη σε έκταση εισαγωγή που περιλαμβάνει
συνήθως –εν είδει παραπόνων περισσότερο– αναφορά στις δυσκολίες που
αντιμετωπίζουν οι επαγγελματίες κριτικοί λόγω αφενός της φύσης της δουλειάς τους
(μεγάλος όγκος βιβλίων που πρέπει να διαβαστεί σε σύντομο χρονικό διάστημα),
αφετέρου λόγω της χαμηλής ποιότητας της λογοτεχνικής παραγωγής (επισημαίνεται
γενικά σε όλο το διάστημα της εξεταζόμενης εξηκονταετίας)185 που προκαλεί
επανειλημμένες διαμαρτυρίες. Συχνός είναι ο εντοπισμός τέτοιων εισαγωγών κυρίως
σε βιβλιοκρισίες των Χουρμούζιου, Καραντώνη και Χατζίνη.
Πιο αναλυτικά: ο Χουρμούζιος στην αρχή σχεδόν κάθε βιβλιοκριτικού του
σημειώματος αναφέρεται στη μεγάλη πυκνότητα της λογοτεχνικής παραγωγής που σε
συνδυασμό –κάποτε– με τη χαμηλή, σύμφωνα με τον ίδιο, ποιότητα δημιουργεί
δυσκολίες στη συνεπή παρακολούθηση και κριτική της. Χαρακτηριστική είναι
άλλωστε η μορφή πολλών σημειωμάτων του, η οποία σε σημαντική αντιστοιχία με

185
Η συχνά παρατηρούμενη χαμηλή ποιοτική στάθμη της λογοτεχνικής παραγωγής, αποτελεί, κατά τους
κριτικούς που την παρακολουθούν συστηματικά, μία από τις αιτίες της «κρίσης» του λογοτεχνικού
βιβλίου στην Ελλάδα. Η συζήτηση για την κρίση του λογοτεχνικού –κατά κύριο λόγο– βιβλίου
παραμένει διαχρονικά στο προσκήνιο, με κύριο μέσο έκφρασής της τον περιοδικό και ημερήσιο Τύπο.
Συχνά, ευθύνη για το φαινόμενο της μειωμένης ζήτησης αποδίδεται και στους κριτικούς του Τύπου για
την απουσία συνεπούς παρακολούθησης και αξιολόγησης των νεοεκδοθέντων βιβλίων, όπως
διαπιστώνεται από τις τοποθετήσεις εκπροσώπων του πνευματικού κόσμου και στη Νέα Εστία.
Ενδεικτικά παραθέτω δύο δηλώσεις διαφορετικών χρονικών περιόδων πάνω στο ζήτημα αυτό. 1) Το
σημείωμα του Ουράνη στο τχ. 190 (15.11.1934) μεταξύ άλλων αναφέρει: «Σ’ όλο τον άλλο κόσμο η
πληροφοριακή ακτίνα των εφημερίδων περιορίζεται στην επικαιρότητα –αφού αυτός άλλωστε είναι κι
ο προορισμός τους. Οι αθηναϊκές εφημερίδες της εποχής μας έχουν απλώσει τη δική τους…στο παν.
Για ένα μόνο πράγμα δε μιλούν ποτέ: για τα ελληνικά βιβλία που εκδίδονται. Οι έλληνες συγγραφείς
δεν έχουν μόνο το ατύχημα να στερούνται αναγνωστών και να μην κερδίζουν τη ζωή τους από τα βιβλία
τους. Δεν έχουν ούτε την παρηγορία ότι γίνεται λόγος γι’ αυτά. Τα βιβλία που εκδίδουν (από την τσέπη
τους τις πλείστες φορές) είναι σαν πέτρες που πέφτουν σ’ ένα “άπατο” κενό απ’ όπου ποτέ δεν έρχεται
καμιά απήχηση». 2) Τη δήλωση του Τερζάκη σε άρθρο του δημοσιευμένο στο τχ. 567 (15.2.1951): «Ο
ημερήσιος τύπος –το μέσο δηλαδή που φτάνει ασφαλέστερα στη συνείδηση του μεγάλου κοινού–
παραμελεί κατά κανόνα το ελληνικό βιβλίο. Αν συνδυάσει κανείς εξ άλλου το γεγονός ότι, ενώ λείπουν
οι κριτικές στήλες που θα ενημέρωναν κατά πλάτος και θ’ αξιολογούσαν, η πληθώρα των κάθε λογής
εκδόσεων προκαλεί μια σύγχυση αφάνταστη στη συνείδηση του ανειδίκευτου κοινού, θα βγάλει
αναγκαστικά ορισμένα συμπεράσματα». Περισσότερα για το ζήτημα αυτό βλ. Γιώργος Μιχαηλίδης,
«Άνθηση και κρίση του βιβλίου στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου», Κονδυλοφόρος 13 (2014) 207-236,
Χρύσα Θεολόγου, «Περίοδοι κρίσης του λογοτεχνικού βιβλίου στην Ελλάδα (1927-1967). Η
αποτύπωσή τους μέσα από τον ημερήσιο και περιοδικό τύπο», Εύα Γανίδου, «Αναψηλαφώντας την
κρίση του βιβλίου στον μεσοπόλεμο: πρόσθετες όψεις και στοιχεία του ζητήματος στη δεκαετία του
ʼ30», Σωκράτης Νιάρος, «Η ρητορική της εκδοτικής κρίσης: στοιχεία για την απαρχή της σωματειακής
οργάνωσης των λογοτεχνών στην Ελλάδα», στα: Πρακτικά του 6ου Ευρωπαϊκού Συνεδρίου
Νεοελληνικών Σπουδών, Λουντ, 4-7 Οκτωβρίου 2018, Β΄ τόμος, Αθήνα, Ευρωπαϊκή Εταιρεία
Νεοελληνικών Σπουδών, 2020.

85
αυτή του Καραντώνη186 περιλαμβάνει σύντομα σε έκταση κριτικά σημειώματα για
περισσότερες από μία ποιητικές συλλογές. Τα σημειώματα αυτά, περιλαμβάνουν
σύντομες κρίσεις (που κάποιες φορές αγγίζουν τα όρια της απλής βιβλιοπαρουσίασης)
για τα ποιητικά βιβλία που ξεχωρίζουν από το πλήθος των υπόλοιπων, αντίστιξη που
επισημαίνεται πολλές φορές στο εισαγωγικό τμήμα της βιβλιοκρισίας, στο οποίο
γίνεται συχνά λόγος για την πληθώρα των μέτριων και ανάξιων προς κρίση ποιητικών
συλλογών. Έτσι, στην εισαγωγή του σημειώματός του για την ποιητική συλλογή του
Κρίτωνα Πολίτη, Φωνές από έναν άλλο κόσμο [τχ. 574 (1.6.1951)], ο κριτικός της Νέας
Εστίας κάνει λόγο για το «κουραστικό του καθήκον»:

Και η στήλη τούτη που έχει το κουραστικό καθήκον να πορεύεται συχνά ανάμεσα σε
ασημαντότητες το θεωρεί σαν ακριβή ανταμοιβή της όταν τη σταματά για να τη θέλξει το
τάλαντο που υψώνεται σαν ωραίος πίδακας, φωτεινός και περήφανος.

Αλλά και στο τχ. 623 (15.6.1953), στην εισαγωγή του σημειώματος για την
ποιητική συλλογή της Λίνας Κάσδαγλη, Ηλιοτρόπια, υπογραμμίζει –με τρόπο σχεδόν
πανομοιότυπο με τις εισαγωγές του Καραντώνη, όπως θα δούμε στη συνέχεια– την
πληθώρα ποιητικών συλλογών νέων δημιουργών με μικρή ή/και μηδαμινή, κατά τον
ίδιο, αξία, ξεχωρίζοντας (όπως και ο Καραντώνης) αυτές για τις οποίες πρόκειται να
μιλήσει.

Μαζεύτηκαν πάλιν τα βιβλία των στίχων, σωρός. Νομίζω πως θα είμαστε η μόνη χώρα
όπου οι νέοι δείχνουν τόσην προσήλωση και τόσην επιμονή στον έμμετρο λόγο –μ’ όλο
που η λέξις «έμμετρος» δεν αντιστοιχεί πια στη νέα μορφή της ποιήσεως που
καλλιεργείται– και θα είμαστε η μόνη χώρα όπου οι νέοι της θεωρούν ποίηση και ό,τι δεν
είναι παρά γύμνασμα εκφράσεως ή πρόζα ψιλοκομμένη. Ξέρει πια ο καθείς ανοίγοντας ένα
βιβλίο νέου ανθρώπου τι θα συναντήση και ξέρει από πριν ότι σπάνια θα σταματήση στο
τάλαντο, ή σ’ ό,τι προαγγέλλεται σαν τάλαντο.

Η πιο χαρακτηριστική, ωστόσο, περιγραφή της βιβλιοκριτικής του δυστοκίας


εντοπίζεται δύο περίπου χρόνια αργότερα, στο κριτικό του σημείωμα για την ποιητική

186
Μικρή μορφολογική διαφορά παρουσιάζεται μεταξύ των σημειωμάτων των Χουρμούζιου και
Καραντώνη στις περιπτώσεις κρίσης πολλών ποιητικών συλλογών. Στα σημειώματα του Χουρμούζιου
ο τίτλος και ο συγγραφέας αναγράφονται ξεχωριστά για κάθε βιβλίο που κρίνεται και όχι
συγκεντρωτικά, ή με τον τίτλο «ποιητικές συλλογές», όπως είδαμε να συμβαίνει στον Καραντώνη.

86
συλλογή του Πάρι Τακόπουλου, Πολυτέκνου Θεάς [τχ. 613 (15.1.1953)]. Το σημείωμα
ξεκινά ως εξής:

Νομίζω πως έγραψα κάποτε, -προ ετών; προ μηνών;…Δεν κρατώ ποτέ σημειώσεις, δεν
κρατώ ποτέ αρχεία, δεν έχω φακέλους, δεν μου μένει καιρός ν’ αναδιφήσω τις σελίδες των
τόμων της Νέας Εστίας για ν’ ανακαλύψω πότε, και αυτά που γράφω μου τα τραβά ο φίλος
Χάρης κυριολεκτικώς με το τσιγκέλι, και είναι συχνά πρόχειρα και άστατα- μα νομίζω πως
έγραψα κάποτε για τον νέο αυτόν ποιητή και τ’ ότι έγραψα, μου το υπενθυμίζει ο ίδιος σ’
ένα χιουμοριστικό τραγουδάκι που πρέπει ν’ αφορά εμέ.

Η περιγραφή των δυσκολιών με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπος ο επαγγελματίας


κριτικός, που συνοψίζονται στη φράση: «αυτά που γράφω μου τα τραβά ο φίλος Χάρης
με το τσιγκέλι», προκάλεσε την απάντηση του διευθυντή της Νέας Εστίας, σε ένα
σημείωμα επιβεβαίωσης, θα λέγαμε, εκ μέρους του, των προαναφερόμενων
δυσκολιών. Έτσι, στο επόμενο τεύχος [614 (1.2.1953)], ο Χάρης στο χαρακτηριστικό
σημείωμά του με τίτλο «Με το τσιγκέλι», επισημαίνει:

Έδωσε αλήθεια ο αγαπητός μου Αιμ. Χουρμούζιος με την έκφραση αυτή την εικόνα μιας
ολόκληρης προσπάθειας. Αποκάλυψε στο προηγούμενο τεύχος: Αυτά που γράφω μου τα
τραβά ο φίλος Χάρης κυριολεκτικώς με το τσιγκέλι κλπ. Και δεν είπε καμιάν υπερβολή. Η
Νέα Εστία δεν στηρίζεται στην προσφορά, στο πλήθος των χειρογράφων που την
κατακλύζουν, -αδιάφορο αν ξεχωρίζει μερικά και τα χρησιμοποιεί,- αλλά στη ζ ή τ η σ η
και προπάντων στην α ν α ζ ή τ η σ η των εργασιών εκείνων που της χρειάζονται, που της
δίνουν πληρότητα και την βοηθούν να έχει έγκυρη γνώμη για τα πνευματικά και τα
καλλιτεχνικά γεγονότα του καιρού μας. Θα εξακολουθήσει λοιπόν να τραβά με το τσιγκέλι
τα χειρόγραφα από τον κ. Αιμ. Χουρμούζιο και για τη στήλη της κριτικής των ποιητικών
συλλογών και για τις άλλες σελίδες της. […]

Η επισήμανση της ποιοτικής μετριότητας πολλών ποιητικών συλλογών έρχεται


πολύ συχνότερα στο προσκήνιο –σε σχέση με τις αντίστοιχες αναφορές του
Χουρμούζιου– στις βιβλιοκρισίες του Καραντώνη, φτάνοντας να αποτελεί μόνιμο
σχεδόν παράπονο –διατυπωμένο πολλές φορές με αιχμηρό ύφος–187 καθώς και βασική

187
Ενδεικτικά αναφέρω την αρχή του κριτικού του σημειώματος, «Ποιητικές Συλλογές», στο τχ. 1179
(15.8.1976). «Συχνά, καθώς νιώθουμε καταπλακωμένοι κάτω από τον όγκο των ποιητικών συλλογών
που οι συγγραφείς τους έχουν την ευγένεια να μας τις στείλουν με συγκινητικές και τιμητικές
αφιερώσεις, μας κυριεύει μια διάθεση να φωνάξουμε: "Έλληνες όλων των γενεών και των ηλικιών, μη

87
αιτία της μορφολογικής ιδιαιτερότητας των κριτικών του σημειωμάτων. Όπως ήδη
αναφέρθηκε, συχνά κάτω από τον γενικό τίτλο «Ποιητικές συλλογές» ο Καραντώνης
συμπεριλαμβάνει κριτικές για βιβλία που ξεχωρίζουν ανάμεσα στα πολυάριθμα άλλα
που σύμφωνα με τον ίδιο δεν αξίζουν την προσοχή και την ενασχόληση. Σε πολλές,
έτσι, βιβλιοκρισίες του εντοπίζονται εισαγωγές σαν και την ακόλουθη:

Έχουμε πάλι να σχολιάσουμε δεκαέξι ποιητικές συλλογές. Απ’ αυτές οι τέσσερες είναι,
λίγο ή πολύ, άσχετες με την ποίηση, με τη λογοτεχνία, με τη σοβαρή μορφή του λόγου.
Μοιάζουν είτε με τα πρωτόλεια νέων, που δεν έχουν ακριβώς αντιληφθεί ακόμη τι είναι
ποίηση, είτε με…πρωτόλεια ωρίμων ανθρώπων, που αφού ως τώρα δεν κατάλαβαν τι είναι
ποίηση, δεν υπάρχουν πολλές ελπίδες να το καταλάβουν στο μέλλον. [τχ. 680 (1.11.1955),
σ. 1451].

Τέλος, και ο Χατζίνης, σε μικρότερο βαθμό από τους υπόλοιπους, κάνει λόγο
στις εισαγωγές των βιβλιοκρισιών του για τον μεγάλο αριθμό βιβλίων που ως τακτικός
κριτικός της Νέας Εστίας οφείλει να διαβάσει, εστιάζοντας και σε άλλου τύπου
δυσκολίες, όπως αυτή της εξάρτησης της δουλειάς του από την ψυχική κατάσταση με
την παράλληλη πιεστική ανάγκη για γρήγορη παραγωγή βιβλιοκρισιών προκειμένου
να καλυφθεί κατά το δυνατόν η συνεπής παρακολούθηση της εκδοτικής
δραστηριότητας.188 Στην αρχή του κριτικού του σημειώματος για έντεκα πεζά βιβλία
[τχ. 528 (1.7.1949)] αναφέρει χαρακτηριστικά:

γράφετε πια ποιήματα με την ευκολία που συντάσσετε μια επιστολή για να εξομολογηθήτε σ’ ένα πολύ
οικείο σας πρόσωπο, τους καημούς σας και, γενικώτερα, ό,τι σας αφορά ποιητικά"».
188
Την άποψή του αυτή εκφράζει πιο χαρακτηριστικά σε σημείωμά του στο «Δεκαπενθήμερο» του τχ.
939 (15.8.1966), με τον τίτλο: «Τα ενδεχόμενα της κριτικής», το οποίο γράφτηκε με αφορμή άρθρο
«από ένα περιοδικό νέων», όπως επισημαίνει ο ίδιος, σύμφωνα με το οποίο η απουσία κριτικών
σημειωμάτων είναι πράξη «ανέντιμη και αντιπνευματική». Ο Χατζίνης δηλώνει μεταξύ άλλων: «Ο
συγγραφέας του άρθρου έχει υπέρ εαυτού το θάρρος της ανωριμότητας, της αφέλειας. Αφίνει την
ασύνετη αγανάκτησή του να ξεσπάσει. Αλλά φαντασθείτε σύμφωνα με την αντίληψή του αυτή, ένας
έλληνας κριτικός, να είναι υποχρεωμένος να γράψει εφτακόσια άρθρα το χρόνο (και να τα δημοσιέψει
πού;), αφού τόσα είναι πάνω κάτω και τα βιβλία που βγαίνουν! Για λογαριασμό μου, δεν έχω περιθώριο
ούτε χρόνου, ούτε χώρου, κάποτε ούτε κεφιού, για να γράψω περισσότερα από τα σαράντα έως πενήντα
σημειώματα που φιλοξενεί η “Νέα Εστία”. Είμαι, λοιπόν, εξακόσιες πενήντα φορές ανέντιμος και
ποινικά διώξιμος!». Του παρατιθέμενου αποσπάσματος έχει προηγηθεί η περιγραφή μιας
«συνηθισμένης περίπτωσης», ψυχικής αδυναμίας κρίσης βιβλίου από τη μεριά του. «Το διάβασμα ενός
κειμένου δεν είναι μια δουλειά τυπική, όπως λόγου χάρη το ξύρισμα ή το πλύσιμο των χεριών»,
σημειώνει», σ. 1180. Παρόμοια συναισθηματική κατάσταση εκφράζει και ο Άγρας σε άρθρο του στη
Φιλολογική Κυριακή, με τίτλο: «Το “φιλολογικόν φαινόμενον”», τχ. 11 (30.1.1944): «Βρίσκομαι
σήμερα περιστοιχισμένος από βιβλία, βιβλία, βιβλία…Το βιβλίο φέρνει την κριτική, η κριτική μιαν
άλλη, η άλλη ένα άλλο βιβλίο. Πού είναι η θάλασσα, τα στάχυα, τα μάτια του πατέρα; Η παλιά μου
απόλαυση γίνεται μέρα με την ημέρα –και Θεέ μου, γιατί τέλοσπάντων; – ένα δούναι και λαβείν, ένας
μόχθος», σ. 9.

88
Ο κριτικός που βλέπει να μεγαλώνουν πάνω στο γραφείο του οι στοίβες των βιβλίων,
κυριαρχείται αλληλοδιάδοχα από τα πιο αντιφατικά συναισθήματα. Η πιο δυσάρεστη ώρα
του είναι όταν τα βαριέται πια, όταν ζητάει με την οποιαδήποτε πρόφαση, να ξεφύγει από
την τυραννία τους και τα κοιτάζει χωρίς να κάνει διάκριση ανάμεσα στο καλύτερο και στο
χειρότερο, γιατί δε θέλει να διαβάσει τίποτε. Προτιμά ν’ αναπνεύσει αέρα, να χαρεί τη
συντροφιά των ανθρώπων.189

Μια άλλου τύπου εισαγωγή αποτελεί και η σύντομη αναφορά των κριτικών στην
υποδοχή του κρινόμενου έργου ή/και του συγγραφέα του από άλλα έντυπα, για να
συμφωνήσουν ή να διαφωνήσουν κατόπιν με την κριτική που έχει ήδη ασκηθεί ή
ακόμα και με την απουσία της. Σποραδικά συναντάμε τέτοιες εισαγωγές σε
βιβλιοκρισίες των Παράσχου, Άγρα, Χατζίνη και Παπανικολάου.
Έτσι, στο τχ. 129 (1.5.1932) ο Παράσχος σημειώνει:

Κάπως αργοπορημένα ίσως, αργοπορημένα μα και –πράγμα περίεργο– πιο επίκαιρα,


έρχομαι να μιλήσω για τις Προφητείες, τη συλλογή της νεαρής ποιήτριας Ήβης Κούγια
(Μελισσάνθης). Πραγματικά η συλλογή κυκλοφόρησε εδώ και τρις μήνες κιόλας, μα τώρα
τελευταία μόλις δημιουργήθηκε ο πρωτοφανής θόρυβος γύρω της, που την έχει κάνει τόσο
επίκαιρη και που θα την κρατή στο πρώτο επίπεδο της επικαιρότητας για πολύν ίσως καιρό
ακόμη.

Επίσης, στο ακόλουθο απόσπασμα της εισαγωγής της βιβλιοκρισίας του Άγρα
για την ποιητική συλλογή του Γ. Σπαταλά, Αντίλαλοι, γίνεται λόγος για την απουσία
της κριτικής (όχι, ωστόσο, χωρίς λόγο)190 και το χρέος της Νέας Εστίας να μην την
προσπεράσει αφήνοντάς την ασχολίαστη.

189
Στη συνέχεια της βιβλιοκρισίας αντιδιαστέλλει την επίπονη αυτή κατάσταση με την ψυχική ευφορία
που άλλες φορές προκαλεί ακριβώς αυτός ο περιγραφόμενος όγκος των αδιάβαστων βιβλίων. «Τώρα
όμως πρόκειται για τις ώρες, που οι στοίβες αυτές των βιβλίων ασκούν επάνω στο πνεύμα μας, επάνω
στις περιέργειες της ψυχής μας, μιαν ακατανίκητη έλξη, όπως το ψωμί και το νερό σ’ έναν που τα έχει
καιρό στερηθεί». σ. 874. Και σε άλλες εισαγωγές βιβλιοκρισιών του Χατζίνη συναντάται το μοτίβο της
παράθεσης των συναισθημάτων (συνήθως καταπιεστικών) που του δημιουργεί ο όγκος των βιβλίων σε
σχέση με την ελευθερία που προσφέρει ο εξωτερικός χώρος. Βλ., π.χ., τχ. 413/14 (15.8-1.9.1944). «Τα
κλαδιά του δέντρου, έξω απ’ το παράθυρό μου, φαίνεται να λυγίζουν κάτω από το βάρος του
καλοκαιριού […] Ο ουρανός, η ατμόσφαιρα, ολόκληρο το μικρό κομμάτι του κήπου, που μπορώ να ιδώ,
είναι φωτεινά, διάφανα, σε βαθμό ανυπόφορο. Δοκιμάζω να διαβάσω. Έχω ξεχωρίσει μια στοίβα βιβλία,
που περιμένουν, άλλα περισσότερο άλλα λιγότερο, πάνω στο γραφείο μου, για να δοκιμάσουν επάνω
μου τη σαγήνη τους».
190
Στη συνέχεια της παρατήρησης του Άγρα για τη σιωπή της κριτικής γύρω από τη συλλογή του
Σπαταλά, επισημαίνεται το εξής: «Αληθινά η σιωπή στο προκείμενο καθόλου δεν είναι ζήτημα τύχης ή
αμελείας: ο ποιητής “εξετίναξε” κυριολεκτικώς, στον ολιγοσέλιδο πρόλογό του, όλους σχεδόν τους
κριτικούς των προηγούμενων βιβλίων του, που είναι συγχρόνως και οι συστηματικοί φιλολογικοί

89
Ιδού κ’ ένα άλλο βιβλίο, για το οποίο δεν ασχολήθηκε η συστηματική κριτική. Εδώ όμως
δεν μας παρουσιάζεται απλώς μια και πάλι περίπτωση ευκαιρίας, αλλά κάτι περισσότερο –
ένα καθήκον– να γραφεί κάτι στη Νέα Εστία για μια ποιητική συλλογή της υπογραφής του
κ. Σπαταλά, που αλλιώς επί τέλους θα εκινδύνευε ν’ αγνοηθεί «κριτικώς»!

Στις εισαγωγές των βιβλιοκρισιών των Παπανικολάου [τχ. 317 (1.3.1940)] και
Χατζίνη [τχ. 497 (15.3.1948)] για τους Προσανατολισμούς του Ελύτη και τη νουβέλα
της Μόνας Μητροπούλου Απασιονάτα αντίστοιχα, γίνεται αναφορά στην υποδοχή που
επιφύλαξε η κριτική στις πρώτες εμφανίσεις τους στον χώρο των ελληνικών
γραμμάτων.
Ο Παπανικολάου, με αυτοαναφορική διάθεση, επισημαίνει τη δική του συμβολή
στην ανάδειξη της αξίας του Ελύτη:

Για τον Οδυσσέα Ελύτη έγραψα άλλοτε, εντελώς αυθόρμητα, χωρίς καν να τον ξέρω, ένα
άρθρο ασυγκράτητου ενθουσιασμού, όπου, χωρίς καμιά επιφύλαξη, χαιρετούσα την
εμφάνιση ενός πραγματικού ποιητή με λαμπρό μέλλον. Κι άλλοι όμως, εχτός από μένα
συμμερίστηκαν τον ενθουσιασμό μου κ’ έγραψαν κ’ εκείνοι ανάλογα. Έτσι ο Ελύτης επήρε
μια σημαντική θέση στη νέα μας ποίηση. […] Και, δεν το κρύβω, αισθάνομαι αρκετή χαρά,
γιατί στην απόδειξη της αξίας του –που σ’ αυτήν άλλωστε μόνο χρωστάει την επιβολή του–
συντέλεσα κ’ εγώ.

Ενώ ο Χατζίνης επικροτεί την ενθουσιώδη στάση της κριτικής απέναντι στα
διηγήματα της Μητροπούλου:

Σπάνια έπαινος υπήρξε τόσο δικαιολογημένος για τα πρωτόλεια ενός συγγραφέα, όσο
εκείνος που, πριν από τον πόλεμο ακόμη, μια μεγάλη μερίδα του κοινού και της κριτικής
επιφύλαξε στα διηγήματα της κ. Μόνας Μητροπούλου.

Στις εισαγωγές αυτού του είδους, –της σύντομης επισκόπησης δηλαδή της
υποδοχής του κρινόμενου συγγραφέα– οι κριτικοί της Νέας Εστίας προβαίνουν κάποτε
σε απολογία για τις καθυστερήσεις ή/και τις παραλείψεις της δικής τους κριτικής, σε

κριτικοί των περιοδικών. Ελάχιστοι, -ένας ή δυο ίσως- έμειναν συγκαταβατικά έξω από την επίθεσή
του, που, -πρέπει να το ομολογήσωμε,- καμωμένη χωρίς καμμιά προσοχή ή την παραμικρή
υποχρεωτικότητα, έγινεν ανεπιφύλακτα σωφρονιστική! Φρόνιμο μάθημα και για τους
υπολοίπους…Ευτυχώς όμως δεν έχω σκοπό να θέσω τον ποιητή στο δίλημμα να περιορίση περισσότερο
τον κύκλο των πιο καλοπροαίρετων κριτικών του, -ένα δίλημμα άλλως τε που δε θάταν, παρά, είμαι
βέβαιος, στιγμιαίο, και όχι εις βάρος της αλήθειας…».

90
σχέση με τις αντίστοιχες κριτικών-συνεργατών άλλων εντύπων.191 Ο Καραντώνης,
έτσι, στην αρχή της βιβλιοκρισίας του για το μυθιστόρημα του Αριστοτέλη Νικολαΐδη,
Η Εξαφάνιση, [τχ. 1159 (15.10.1975)] ομολογεί, εκ των υστέρων, την απουσία
βιβλιοκρισίας από τη Νέα Εστία για το πρώτο μυθιστόρημα του συγγραφέα το 1969.
Δηλώνει χαρακτηριστικά:

Όταν στα 1969 τύπωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, τους Συνυπάρχοντες, ο Βάσος Βαρίκας,
κριτικός οξύς είχε γράψει πως ήταν «το καλύτερο μυθιστόρημα των τελευταίων πέντε
χρόνων». Δεν έλαχε να προσυπογράψουμε με ανάλογα κριτικά μας σχόλια τη γνώμη του
Βαρίκα. Κι’ αυτή την παράλειψη δεν τη συγχωρούσαμε στον εαυτό μας.

Και ο Χουρμούζιος, σε σημείωμά του για την ποιητική συλλογή του Ι. Π.


Αραβαντινού, Παλίρροια, στο τχ. 524 (1.5.1949), κάνει λόγο για τις καθυστερήσεις
της στήλης, υπογραμμίζοντας:

Η στήλη αυτή υπήρξε τόσον ελλιπής που έχει πολλά ανεξόφλητα χρέη. Ένα από τα παλιά
χρέη της είναι και η Παλίρροια, το τετρασέλιδο τραγούδι του κ. Αραβαντινού. Αν σταματώ
σε τούτο, τώρα καθώς προσπαθώ να φανώ κατά κάποιον τρόπο συνεπής, δεν είναι γιατί ο
νέος, καθώς εικάζω, ποιητής προσφέρει σημαντικά πράγματα στην ποίηση της γενιάς του.
Αλλ’ είναι μια παρουσία που υπόσχεται μελλοντικά επιτεύγματα.192

191
Χωρίς, ωστόσο, να λείπουν και οι αντίθετες αναφορές στον έγκαιρο, δηλαδή, και ενίοτε μοναδικό
κριτικό σχολιασμό έργων από τις στήλες της Νέας Εστίας, παράλληλα με τη διατύπωση προσωπικών
απόψεων αναφορικά με την κριτική γενικότερα και τους λόγους στους οποίους οφείλονται τα
αργοπορημένα ή και ανύπαρκτα (σε αυτές τις περιπτώσεις απουσίας της) αντανακλαστικά της. Έτσι,
εκτός από την εισαγωγή του σημειώματος του Άγρα, που παρατέθηκε προηγουμένως, βλ. και το
σημείωμα του ίδιου για το βιβλίο του Παπανούτσου, Περί Τέχνης, στο τχ. 110 (15.7.1931). Μεταξύ
άλλων αναφέρει: «Δεν είναι το πρώτο, ούτε το τελευταίο έμπρακτο παράδειγμα που δίνω, σχετικά, απ’
αυτή τη στήλη. Έχω ενάμισυ χρόνο εμπρός μου το παραπάνω βιβλίο, -το πρώτο στην ελληνική γλώσσα
αισθητικό βιβλίο από έλληνα γραμμένο, σε 250 σελίδες μεγάλου ογδόου σχήματος, στη δημοτική,-
και πουθενά δεν είδα να γραφή κάτι!». σ. 779. Έχει προηγηθεί η επισήμανση του Άγρα για τη γενικότερη
απροθυμία ανάληψης θέσεων κριτικής από νεότερους κριτικούς: «Ο αγαπητός συνάδελφος σ’ αυτή τη
στήλη κ. Πέτρος Χάρης έχει, νομίζω, άδικο, όταν παραπονιέται πως τελευταία πολλοί νέοι έπεσαν στην
κριτική, χωρίς μάλιστα να είναι ούτε καταρτισμένοι, ούτε κατάλληλοι. Βλέπω αντίθετα, ότι καθένας
από τους νεωτέρους μας επιθυμεί μόνο να κριθή, και ποτέ να διαβάση και να κρίνη». σ. 779.
192
Το σημείωμα κλείνει με την παραδοχή του ίδιου του Χουρμούζιου ότι δεν πρόκειται ουσιαστικά για
βιβλιοκρισία αλλά για απλή καταγραφή της συλλογής και του συγγραφέα της ως πολλά υποσχόμενης
παρουσίας στον χώρο των ελληνικών γραμμάτων: «Θα ήθελα, λοιπόν, απλώς να καταγράψω αυτή την
παρουσία στο κατάστιχο των προσδοκιών». Σημειώνω επίσης, ότι η καθυστέρηση της απλής, έστω,
παρουσίασης της συλλογής του Αραβαντινού υπήρξε τετραετής, καθώς το βιβλίο κυκλοφόρησε το
1945.

91
Συχνές είναι, επίσης, και οι αυτοαναφορικού τύπου εισαγωγές∙ εκείνες, δηλαδή,
στις οποίες γίνεται λόγος για την κριτική γενικότερα, τον ρόλο της και τη θέση της στη
συνείδηση του κοινού και του πνευματικού κόσμου, ειδικότερα, τον τρόπο
αξιολόγησης συγγραφέων και έργων από τη μεριά των κριτικών του Τύπου, κ.ά.
Τέτοιου είδους εισαγωγές εντοπίζονται ιδιαιτέρως –όχι όμως αποκλειστικά– στα
κριτικά σημειώματα που γράφονται για βιβλία κριτικής (κυρίως για δοκίμια και
μελέτες γύρω από πρόσωπα και θέματα της νεοελληνικής γραμματείας, μεταξύ των
οποίων και για την ίδια την κριτική). Το είδος των βιβλίων αυτών αποτελεί πρόσφορο
έδαφος για την έκφραση προβληματισμών και τοποθετήσεων γύρω από τα
προαναφερόμενα ζητήματα (και σε αυτή την περίπτωση, βιβλίων δηλαδή κριτικής, δεν
είναι μόνο η εισαγωγή αλλά και το βασικό μέρος του σημειώματος που πραγματεύεται
αυτά τα θέματα). Σε κάθε περίπτωση, εισαγωγές αυτοαναφορικού χαρακτήρα
γράφονται από όλους σχεδόν τους τακτικούς συνεργάτες-κριτικούς της Νέας Εστίας.
Έτσι, ενδεικτικά αναφέρω τα παρακάτω: στο εισαγωγικό σημείωμα, που
προηγείται της επιμέρους κριτικής των ποιητικών συλλογών των Δ. Φλεγύα, Ήχοι και
Σταύρου Καρακάση, Τα Φώτα της Πόλης, στο τχ. 306 (15.9.1939), ο Παπανικολάου
(στην πρώτη του βιβλιοκρισία ως τακτικός συνεργάτης του περιοδικού) τοποθετείται
πάνω στο ζήτημα της κριτικής αντιμετώπισης των νέων ποιητών:

Εδώ έχουμε μπροστά μας νέους που κάνουνε την πρώτη τους ποιητική εμφάνιση.
Χρειάζεται επιείκεια και συμπάθεια. Σύμφωνοι, η διάθεση αυτή υπάρχει. Κι’ ένας μόνο
καλός στίχος ακόμα θα έχει όλη μας τη συμπάθεια, ένα μόνο καλό ποίημα όλο μας τον
ενθουσιασμό και μια καλή συλλογή τέλος θα τη ζητωκραυγάσουμε, θα την υψώσουμε
σημαία, θα την προπαγανδίσουμε… Γιατί –αυτή είναι η αλήθεια– στην Ελλάδα,
τουλάχιστον σήμερα, δεν υπάρχει ανειλικρίνεια και κακή διάθεση από τη σοβαρή (υπάρχει
και η κωμική) κριτική: Ο Ελύτης, μέσα σ’ ένα-δυο χρόνια, πήρε με την ομοφωνία όλων
σχεδόν των κριτικών, μιαν από τις πρώτες θέσεις στο νεώτερο λυρισμό μας, κι’ όλοι οι
άλλοι νέοι που το αξίζουνε, κρίνονται πλατειά, συζητούνται, σχολιάζονται. Μα πώς μπορεί
κανείς να δείξει επιείκεια και συμπάθεια, όταν διαβάζει βιβλία με στίχους κι’ οι στίχοι αυτοί
του προκαλούνε την αγανάκτηση ή του φέρνουνε ναυτία; […] Ποια είναι όμως η
υποχρέωση του κριτικού στην περίπτωση αυτή; Εγώ τουλάχιστον νομίζω πως πρέπει να
δείχνει όλη του την αυστηρότητα κι όλο του το σαρκασμό ακόμα γι’ αυτούς που τολμούν
και παίζουνε με την ποίηση χωρίς να έχουνε καμμιά σχέση μ’ αυτή.

92
Ο Λαπαθιώτης, αντίθετος με τη στάση αυστηρότητας και σαρκασμού που
προκρίνει ο Παπανικολάου στο παραπάνω απόσπασμα, εκφράζει την άποψή του για
τον κριτικό ως «καλοπροαίρετο ανατόμο», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει στις
πρώτες σειρές του κριτικού του σημειώματος για το βιβλίο του Πέτρου Α. Δήμα, Στη
βορινή πλευρά της Κυραβγένας, στο τχ. 328 (15.8.1940):

Δε νομίζω να υπάρχη μεγαλύτερη χαρά, για έναν κριτικό, -έτσι καθώς τον δέχομαι,
τουλάχιστον, εγώ, προσωπικά, τον κριτικό, σαν έναν καλοπροαίρετο και συγκινημένον
ανατόμο και διονυχιστή των έργων Τέχνης-, από το να βρίσκεται στη θέση να επαινή, χωρίς
επιφυλάξεις ένα έργο, κι’ ένα συγγραφέα. Πολύ φοβούμαι πως αυτό το αίσθημα, άλλοι
συνάδελφοί μου αξιόλογοι, δεν το απολαμβάνουν όσο πρέπει, και προτιμούν να βρίσκωνται
σε θέση να επιτιμούν και να ελέγχουν σκορπώντας αδυσώπητα τις αυστηρές εκφράσεις,
και κάποτε κι’ αυτούς τους σαρκασμούς, σ’ όλη τη δυνατή σκληρότητά τους. Δεν ανήκω
στην κατηγορία των, και είμαι υπερήφανος γι’ αυτό. Δοκιμάζω τη βαθύτερη χαρά, την πιο
ειλικρινή ικανοποίηση, κάθε φορά που μου δοθή αυτή η ευκαιρία, να επαινέσω κάτι
αξιέπαινο,- και προσπαθώ, όσο μου είναι δυνατόν, να μην έχω παρ’ αυτές τις ευκαιρίες.

Ο Χατζίνης, έχοντας επωμισθεί την κριτική της πεζογραφίας, επομένως και την
κριτική βιβλίων κριτικής, δράττεται συχνά της ευκαιρίας να εκφράσει τη δική του
οπτική για τον ρόλο της. Στην αρχή του σημειώματός του στο τχ. 385 (15.6.1943), για
τον πρώτο τόμο του βιβλίου του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, Τα πρόσωπα και τα Κείμενα
Α΄. Δρόμοι Παράλληλοι, σημειώνει:

Ποτέ δε θα μπορέσει ο κριτικός ν’ αντιμετωπίσει σωστά και πειστικά το θέμα του, σε όλο
το πλάτος και τη σημασία του, αν πρώτα δεν το κατακτήσει, δεν το κυριαρχήσει. Κυριαρχία
όμως σημαίνει και θυσία της καθαρής απόλαυσης, -κι’ όχι μόνο στην περιοχή της τέχνης,-
αφού επιβάλλει μιαν άμυνα ενάντια στη δύναμη της γοητείας που θέλει να μας κάμει
υποχείριούς της. Το τίμημα λοιπόν μιας τέτοιας κυριαρχίας είναι βαρύ, κι’ απ’ αυτή την
άποψη οι κριτικοί είναι αξιολύπητοι.

Σημαντική είναι η οπτική του για τον ρόλο του κριτικού και τη σχέση του με τον
συγγραφέα και το αναγνωστικό κοινό, όπως αυτή εκφράζεται στο τχ. 480

93
(1.7.1947)∙193 στο σημείωμά του για το βιβλίο του Άγγελου Δόξα, Ο πλανήτης
σκοτεινιάζει, σημειώνει:

Ο συγγραφέας περιμένει από τον κριτικό συνήθως πολύ περισσότερα απ’ ό,τι αυτός μπορεί,
απ’ ό,τι είναι υποχρεωμένος να του δώσει. Γι’ αυτό, αν οι κριτικοί συχνά απογοητεύονται
από τους συγγραφείς, οι τελευταίοι αυτοί σε πολύ σπανιώτερες περιπτώσεις μπορεί να
μένουν ικανοποιημένοι από τους κριτικούς των. Αν ο κριτικός μπορεί να θεωρηθεί σαν
ένας τέλειος αναγνώστης –κατά τούτο τουλάχιστον, ότι έχει τη δυνατότητα να μην είναι
μονομερής, να στέκεται με κατανόηση μπροστά σε όλες τις μορφές, σε όλες τις
εκδηλώσεις– δεν πρέπει να λησμονείται ότι είναι επίσης υπόλογος απέναντι στο κοινό, και
μ’ έναν τρόπο πιο άμεσο παρά ο ίδιος ο κρινόμενος λογοτέχνης. Υποτίθεται ότι έχει και ο
κριτικός μια προσωπικότητα εξίσου έντονη, που θα ζητήσει, μοιραία, να προβληθεί, γιατί
ο σκοπός δεν είναι μονάχα η αντικειμενική ερμηνεία και κατατόπιση, αλλά και η
κατάκτηση του αναγνώστη, για λογαριασμό του κριτικού, που μόνο έτσι θα μπορέσει να
επιβάλει τις απόψεις του.

Με αφορμή, τέλος, και πάλι ένα βιβλίο κριτικής, και συγκεκριμένα αυτό του
Παράσχου Έλληνες λυρικοί [τχ. 637 (15.1.1954)] ο Χατζίνης εκτός από την
ενδιαφέρουσα τοποθέτησή του για τον Παράσχο ως κριτικό,194 εκφράζει –όπως η
πλειονότητα των μελετητών- την άποψη πως το ζήτημα της κριτικής παραμένει πάντα
επίκαιρο, καθώς ο πολυσύνθετος χαρακτήρας του προσφέρει τη δυνατότητα για
πολλαπλές ερμηνείες και προσεγγίσεις:

193
Και σε πολλά άλλα τεύχη, τόσο με άρθρα του στο κύριο σώμα του περιοδικού, όσο και στο
«Δεκαπενθήμερο», καθώς και στις εισαγωγές των βιβλιοκριτικών του σημειωμάτων, ο Χατζίνης είναι
από τους κριτικούς που εκφράζει συχνότερα από τους υπόλοιπους (με εξαίρεση ίσως τον Χάρη) τους
προβληματισμούς του και τις απόψεις του για την κριτική και τους κριτικούς. Βλ. δειγματοληπτικά: Το
άρθρο του στο κύριο σώμα του τχ. 508 (1.9.1948), «Ab Imo Pectore», σσ. 1079-1081, το άρθρο του στο
κύριο σώμα του 717 (15.5.1957), «Χαρακτηριστικά του κριτικού λόγου», σσ. 658-660, καθώς και τις
εισαγωγές των βιβλιοκρισιών του στα τχ. 533 (15.9.1949), 637 (15.1.1954) και 640 (1.3.1954), για
βιβλία των Παπανούτσου, Παράσχου και Χάρη αντίστοιχα.
194
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι συχνές τοποθετήσεις κριτικών της Νέας Εστίας για άλλους
συναδέλφους τους κριτικούς στο περιοδικό, σε σημειώματά τους, με αφορμή, συνήθως, την κυκλοφορία
βιβλίων τους. Βλ. έτσι δειγματοληπτικά: τα σχόλια του Χατζίνη για τον Καραντώνη ως κριτικό στο
σημείωμά του στο τχ. 558 (1.10.1950), με αφορμή το βιβλίο του Καραντώνη Θέματα του καιρού μας,
αλλά και το αντίστροφο· δηλαδή το σημείωμα του Καραντώνη για τα δοκίμια του Χατζίνη, Το Δώρο
της Ζωής στο τχ. 1093 (15.1.1973) και τον σχολιασμό του Καραντώνη για το κριτικό έργο του Χατζίνη.
Επίσης, τα σημειώματα και πάλι του Χατζίνη για τα βιβλία των Παράσχου, Έλληνες λυρικοί και Χάρη,
Έλληνες πεζογράφοι, στα τχ. 637 (15.1.1954) και 640 (1.3.1954), αντίστοιχα. Τα σχόλια που
εκφράζονται σε όλες τις περιπτώσεις είναι ιδιαιτέρως εγκωμιαστικά για τις διεισδυτικές ικανότητες των
συναδέλφων κριτικών.

94
Μήπως, άραγε δε συμβαίνει το ίδιο με όλα τα βιβλία κριτικής που διαβάζουμε, μήπως δε
διακρίνουμε ή δεν προσπαθούμε να διακρίνουμε στο βάθος, την προσωπικότητα του ίδιου
του κριτικού, που αν τυχόν δεν υπάρχει είναι σα να μην υπάρχει και το ίδιο το βιβλίο; Δεν
έχουμε την πρόθεση εδώ ν’ ανακινήσουμε το πλατύ και πολυσύνθετο θέμα της
υποκειμενικής κι αντικειμενικής κριτικής. Ένα θέμα, που όσο κι αν έχει συζητηθεί,
διατηρεί πάντα την παρθενικότητά του όχι μόνο γιατί προσφέρει άπειρες πλευρές αλλά
γιατί κ’ οι ίδιοι οι μελετητές το προσεγγίζουν συνήθως χωρίς προφύλαξη, προσκομίζοντας
τη δική τους προσωπική άποψη.

Ο Καράκαλος στο τχ. 1245 (15.5.1979) στην εισαγωγή του σημειώματός του για
το βιβλίου του Παπακωνσταντίνου Κριτική του βιβλίου, αναφέρεται σε συγκεκριμένο
είδος κριτικής:

Δεν ξέρω αν είναι σωστό ή όχι, ούτε και είμαι διατεθειμένος, τη στιγμή τούτη, να
διακινδυνεύσω τη διατύπωση μιας γνώμης, πάντως είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι ο
κριτικός του λογοτεχνικού βιβλίου, αυτός, καλύτερα, που ασχολείται με τη λεγόμενη
«κριτική σημειωματογραφία», θεωρείται ο φτωχός, ίσως μάλιστα ο πιο φτωχός απ’ όλους,
συγγενής της λογοτεχνίας. Τούτο, ωστόσο, κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι έχουμε το
δικαίωμα να αρνηθούμε το ρόλο που μπορεί να παίξει για το λογοτεχνικό βιβλίο ένας
οξύνους και προικισμένος «κριτικός σημειωματογράφος». Είναι αν θέλετε, ο ετερόφωτος
συνοδός του λογοτεχνικού βιβλίου, μια και χωρίς την ύπαρξη του τελευταίου είναι
αδιανόητη η δική του υπόσταση∙ είναι, όμως, ταυτόχρονα, και ο απαραίτητος
παρουσιαστής του, εκείνος που πρώτος θα αναγγείλει τη γέννησή του, εκείνος που πρώτος
θα επιχειρήσει να το τοποθετήσει αξιολογικά και να το αποτιμήσει, διατυπώνοντας τις
όποιες, θετικές ή αρνητικές, κριτικές παρατηρήσεις του.

Συχνές είναι τέλος, στις εισαγωγές μια αναφορά στη συγγραφική πορεία του
κρινόμενου συγγραφέα, εάν δηλαδή είναι πρωτοεμφανιζόμενος ή καθιερωμένος,
καθώς επίσης και στα λογοτεχνικά είδη με τα οποία έχει ασχοληθεί (και επομένως εάν
αποτελεί εξαίρεση ή όχι το βιβλίο που κρίνεται). Πιο συνηθισμένες είναι οι αναφορές
τέτοιου τύπου, στις εισαγωγές των σημειωμάτων του Χουρμούζιου. Όπως, άλλωστε
δηλώνει ο ίδιος [τχ. 571 (15.4.1951)]: «Το έγραψα και από άλλην αφορμή, πως βρίσκω
πολύ ενδιαφέρον ν’ ανατρέχω στα προγενέστερα βιβλία των ανθρώπων που για πρώτη
φορά απασχολούν τούτην εδώ τη στήλη». Συχνά, εν κατακλείδι, γίνεται στο
εισαγωγικό τμήμα του σημειώματος προσπάθεια προσδιορισμού του είδους του

95
κρινόμενου βιβλίου, ειδικά όταν αυτό δεν είναι ξεκάθαρο, ή/και εμπίπτει σε μια μεικτή
κατηγορία,195 καθώς επίσης και αναφορά στην τυπογραφική εμφάνιση του έργου.196

II. Το κυρίως μέρος

Η εισαγωγή ακολουθείται από το βασικό μέρος του βιβλιοκριτικού σημειώματος, το


οποίο παρουσιάζει διαφοροποιήσεις από κριτικό σε κριτικό. Οι διαφορές αφορούν
καταρχάς τη μέθοδο που ακολουθεί ο κάθε ένας ως προς τους βασικούς άξονες της
κυρίως βιβλιοκρισίας, γεγονός που επηρεάζεται τόσο από το είδος του βιβλίου που
κρίνεται, όσο όμως και από τις επιμέρους αντιλήψεις για τον ρόλο του κριτικού και τη
σχέση του με το αναγνωστικό κοινό.197 Εν τέλει, δίνεται έμφαση σε διαφορετικά
τμήματα του άξονα περιγραφή, ανάλυση, ερμηνεία, και αξιολόγηση των λογοτεχνικών
έργων. Σημαντικές είναι, όπως θα διαπιστωθεί, και οι διαφοροποιήσεις σε υφολογικό
επίπεδο, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τις επιστολές απάντησης τόσο στο
«Δεκαπενθήμερο», όσο και στα αρχεία των Χάρη και Καραντώνη, στις οποίες οι
κρινόμενοι εκφράζουν, όπως είδαμε, παράπονα ή/και ευχαριστίες, μεταξύ άλλων και
για τους εκφραστικούς τρόπους προσέγγισης από τους κριτικούς. Συχνές ήταν έτσι,
όπως διαπιστώθηκε, οι διαμαρτυρίες για την οξύτητα του ύφους ορισμένων
συνεργατών. Διαφοροποιήσεις, τέλος, παρουσιάζονται και ως προς την έκταση του
βασικού αυτού μέρους, που εν πολλοίς καθορίζει και το συνολικό εύρος της
βιβλιοκρισίας. Επιχειρώντας να εντοπίσω τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά καθενός εκ των
τακτικών κριτικών της Νέας Εστίας, δεν θα ακολουθήσω στην ενότητα αυτή, την
ομαδοποιημένη παράθεσή τους, όπως στο προηγούμενο εισαγωγικό τμήμα. Η σειρά
αναφοράς που επέλεξα για τη συγκεκριμένη ενότητα είναι ειδολογική (ανά ποίηση,

195
Κάποιες φορές διατυπώνεται η ανάγκη προσδιορισμού του είδους ακόμα κι αν αυτό είναι ξεκάθαρο.
Βλ., π.χ., το σημείωμα του Χατζίνη για 6 βιβλία στο τχ. 847 (15.10.1962). Ξεκινά ως εξής: «Σημειώνω
τους τίτλους μαζί με ολόκληρους τους υπότιτλους, που κατατοπίζουν αμέσως τον αναγνώστη για το
είδος και το περιεχόμενο του κάθε βιβλίου». Ενώ σε άλλες περιπτώσεις ο κριτικός επιχειρεί να
κατατάξει το κρινόμενο βιβλίο ή ίσως και να διαφωνήσει με την κατάταξη του συγγραφέα του. Βλ., π.χ.,
ενδεικτικά την εισαγωγή του σημειώματος του Χατζίνη για το βιβλίο του Βρεττάκου, Το αγρίμι, στην
οποία χαρακτηρίζει το έργο ως ημερολόγιο. Επίσης, το σημείωμα του Χάρη για το βιβλίο του Αντώνη
Γιαλούρη, Ερημίτες, στο οποίο χαρακτηρίζει το έργο ως αφήγημα (με τάση να μειώσει την αξία του)
επισημαίνοντας ότι ο συγγραφέας του το χαρακτηρίζει «φαναριώτικο μυθιστόρημα».
196
Βλ. ενδεικτικά την εισαγωγή του σημειώματος του Χάρη για το βιβλίο του Μανώλη Σκουλούδη,
Περί το τέρμα [τχ. 210 (15.9.1935)], στην οποία σχολιάζεται η εμφάνιση του κρινόμενου έργου: «Η
πρώτη εντύπωση από το καλοτυπωμένο αυτό βιβλίο –χαρτί εκλεκτό, ασήμαντα τυπογραφικά λάθη,
καλαίσθητη εικονογράφηση από τον κ. Γ. Λυδάκη που συμπληρώνει σε αρκετά σημεία το κείμενο–
[…]» αναφέρει στο σημείωμά του ο Χάρης.
197
Αν παραδείγματος χάριν θεωρεί ότι η κριτική είναι κατεξοχήν η έκφραση προσωπικών εντυπώσεων,
δίνει έμφαση στο αξιολογικό κομμάτι και σε πολύ μικρότερο βαθμό στην ερμηνεία.

96
πεζογραφία και βιβλία θεωρητικού περιεχομένου για θέματα και πρόσωπα της
ελληνικής λογοτεχνίας) και έπειτα εσωτερικά χρονολογική, με βάση τα χρονικά
διαστήματα που ανέλαβαν τη θέση των τακτικών κριτικών του περιοδικού (βλ.
προηγουμένως, σσ. 72-73). Να σημειωθεί ότι στην περίπτωση του Άγρα, που
παρουσιάζει μοιρασμένη συνεισφορά στην ποίηση και στην πεζογραφία, επιλέχθηκε
η ένταξή του στους κριτικούς της ποίησης με κριτήριο τον ελάχιστα αυξημένο αριθμό
βιβλιοκρισιών για ποιητικές συλλογές (για τα ακριβή στοιχεία, βλ. υποσημείωση 169).
Πιο αναλυτικά: βασικό χαρακτηριστικό των περισσότερων κριτικών της ποίησης
είναι ότι εστιάζουν σε επιμέρους τμήματα των κρινόμενων συλλογών, σε περιγραφή
ή/και ανάλυσή τους (στο πλαίσιο, βεβαίως, της περιορισμένης έκτασης ενός
βιβλιοκριτικού σημειώματος). Συχνή είναι η παράθεση στίχων και στροφών, που
φαίνεται χρήσιμη στην ενίσχυση των επιμέρους παρατηρήσεων και στην τελική
διατύπωση της αισθητικής εντύπωσης, καθώς και –συχνά– στην τεκμηρίωση των
παρατηρούμενων αδυναμιών. Ακολουθώντας την προαναφερόμενη δομή, τα σχετικά
σύντομα σε έκταση σημειώματα του Παράσχου περιλαμβάνουν συνήθως πιο γενικές
αναφορές στο περιεχόμενό των συλλογών, καθώς και συχνή παράθεση στίχων τους
που στηρίζουν την αισθητική αποτίμηση ή/και τον προηγηθέντα σύντομο σχολιασμό.
Ο ίδιος εξηγεί σε σημείωμά του τον λόγο για τον οποίο εμπερικλείει τμήματα των
κρινόμενων έργων ως εξής: «Και επειδή μου αρέσει να στηρίζω τις κρίσεις μου και
όταν δεν είναι ακόμη απαραίτητο, νά και ένα δείγμα». Και ακολουθεί η παράθεση
στίχων της κρινόμενης συλλογής.198 Συχνές είναι επίσης οι αναφορές στο ύφος τους,
στη γλώσσα τους, στους εκφραστικούς τρόπους του ποιητή, στις επιδράσεις άλλων
συγγραφέων που εντοπίζει στις συλλογές, κ.ά. [Βλ. π.χ. ενδεικτικά: τχ. 107 (1.6.1931):
«Ο κ. Μηλιαράκης έχει διαβάσει συλλογές του Πολέμη, του Δροσίνη, του Εφταλιώτη
και προσπαθεί να τους μιμηθή»∙ καθώς και στο τχ. 188 (15.10.1934): «Ο κ. Λιάκος
έχει επηρεασθεί, όπως και τόσοι άλλοι, από τον Καρυωτάκη»].
Το κύριο μέρος των σημειωμάτων του Παράσχου, περιστρέφεται συνήθως γύρω
από τη γενική αποτίμηση της εκάστοτε συλλογής, διατυπωμένη αρκετές φορές με ένα
αιχμηρό/ειρωνικό ύφος. Για το ύφος του αυτό, καθώς και την επιλογή των

198
Πρόκειται για το κριτικό του σημείωμα για τη συλλογή του Τάκη Τσάκωνα, Αράπικα Τραγούδια, στο
τχ. 208 (15.8.1935). Επίσης, ορισμένες φορές παραθέτει και ολόκληρες στροφές, ακόμα και τμήματα
συλλογών. Βλ. π.χ. την παράθεση του «Προλόγου» της συλλογής του Κώστα Μόντη, Με μέτρο και
χωρίς μέτρο, στο τχ. 188 (15.10.1934). Το σημείωμα μάλιστα περιλαμβάνει και απόσπασμα (δεκατριών
σειρών) πεζοτράγουδου της συλλογής, αφήνοντας ελάχιστο χώρο για τον –ειρωνικό, κατά τα άλλα–
σχολιασμό του Παράσχου.

97
παρατιθέμενων τμημάτων των κρινόμενων έργων, χαρακτηρίστηκε «χαιρέκακος», από
τον Μιχ. Χανούση, στον «φιλολογικό» απολογισμό του 1933, στο περιοδικό Ξεκίνημα,
με την επισήμανση ότι «κρίνει, διαλέγοντας πάντα τα χειρότερα μέρη ενός βιβλίου».199
Η ειρωνική προσέγγιση του Παράσχου –που αντικατοπτρίζεται και στην περιορισμένη
έκταση των σημειωμάτων για τα βιβλία που την προκαλούν– αφορά κυρίως ποιητικές
συλλογές που σύμφωνα με τον ίδιο –και κατ’ αντιστοιχία, όπως θα επισημανθεί και
στη συνέχεια, με τον Καραντώνη και τον Χουρμούζιο– εμπίπτουν στη συχνά
παρατηρούμενη χαμηλή ποιοτική στάθμη της ποιητικής παραγωγής εν γένει.200 Με
αυστηρό και συχνά ειρωνικό τόνο σχολιάζεται τόσο το γενικό περιεχόμενο των
συλλογών, όσο και το ύφος, η στιχουργία, η χρήση της γλώσσας κλπ. [Βλ. π.χ.
ενδεικτικά: τχ. 106 (15.5.1931), «ο αναγνώστης που θα διαβάση τις τέσσερες συλλογές
για τις οποίες μιλώ, όταν τις κλείση θα μείνη με την εντύπωση ότι διάβασε μια μόνη
συλλογή». Επίσης, τχ. 107 (1.6.1931), «Αισθανόμαστε ότι ο κ. Πόθος δεν πονεί
πραγματικά –αλλοίμονο! Είναι πολύ διαφορετικό πράγμα ο ερωτικός πόνος! – μα ότι
κάνει φιλολογία. Και τχ. 208 (15.8.1935): «Ο κ. Ηλιάδης δε μου φαίνεται να
υποψιάζεται τις δυσκολίες. Αραδιάζει τους στίχους του με το συμπαθητικό θάρρος της
αγνοίας των νέων. Ξεχειλίζει η καρδιά από χίλιων ειδών αισθήματα. Γιατί όλα τούτα
να μη γίνουν ποίηση; Μα έλα που δε γίνονται, δε γίνονται παρά κάθε τόσο, τόσο
σπάνια! Το συχνότερο βγαίνουν λέξεις τριμμένες, ξεβαμμένες, που έχουν μονάχα ένα
περπάτημα ομοιόμορφο και κουδουνίζουν ομοιόμορφα στο τέλος-λέξεις που όταν τις
ακούει η Ποίηση σκεπάζει λυπημένη το πρόσωπό της και φεύγει». Τέλος: τχ. 291
(1.2.1939), «Δεν είναι υπερβολική η λέξη “στιχοπλημμύρα” που μεταχειρίστηκα, -

199
Μιχ. Χαννούσης, «Το φιλολογικό και καλλιτεχνικό 1933. Το Βιβλίο», Ξεκίνημα, τχ. 13 (Γενάρης
1934) 22. Το αυστηρό ύφος του Παράσχου σχολιάζει και ο Άγρας στο κριτικό του σημείωμα για το
βιβλίο των Παράσχου και Λευκοπαρίδη, Εκλογή από τα ωραιότερα νεοελληνικά ποιήματα [τχ. 97
(1.1.1931)], υποστηρίζοντας ότι το έργο αυτό ανατρέπει τη συνηθισμένη αρνητική διάσταση των
διατυπωμένων κρίσεών του: «Όσοι έως τώρα, ποιηταί ή αναγνώσται, έτυχε να βρίσκουν στα κριτικά
του σημειώματα την άρνηση, την επιφύλαξη ή την ανεπιφύλακτη καταδίκη θα ιδούν εδώ και το
καταφατικό μέρος της απαιτητικής κριτικής».
200
Η ποιοτική μετριότητα πολλών συλλογών θεωρείται ως ένας από τους παράγοντες κρίσης του
ελληνικού λογοτεχνικού βιβλίου κατά τον Παράσχο (σε αντιστοιχία με την άποψη του Καραντώνη και
άλλων κριτικών, βλ. εδώ υποσημ. 185). Εκφράζεται δε (με ειρωνικό συχνά τρόπο) όχι μόνο στις
βιβλιοκρισίες, αλλά και σε άλλα τμήματα του περιοδικού. Βλ. για παράδειγμα το άρθρο του στο κύριο
σώμα του τεύχους 101 (1.3.1931): Κ. Παράσχος, «Γιατί δεν διαβάζεται το ελληνικό βιβλίο». Μεταξύ
άλλων σημειώνει: «Πώς είναι δυνατόν σε τόπο που η λογοτεχνία προοδεύει, να εκδίδονται βιβλία με
τίτλο: (δε μιλώ για το περιεχόμενο, θα με παρέσυρε πολύ μακριά) “Στου γλυτωμού το χάζι” ή “Οι
διθύραμβοι της Μελωδοπλάνταχτης Άρπας”; Πώς μπορούν να τραβήξουν αναγνώστες βιβλία με
τέτοιους τίτλους, και πώς να πιστέψω ότι η λογοτεχνία μας προοδεύει, όταν, εδώ και τρία χρόνια που
παρακολουθώ, για τις βιβλιοκρισίες στη Ν. Εστία συστηματικά όλη τη νεοελληνική παραγωγή,
εδιάβασα έμμετρες μωρίες που, όχι μόνο να δώσης λεπτά και να τις αγοράσης, μα έπρεπε, αντίθετα, να
πληρώνεσαι, και να χρυσοπληρώνεσαι μάλιστα, για να τις διαβάσης;».

98
νομίζω, μάλιστα, ότι θα μπορούσε να μεταχειριστή κανείς και λέξη ακόμα
πιο…εκφραστική»].
Δεν είναι λίγες, ωστόσο, οι φορές που οι αδυναμίες των κρινόμενων έργων δεν
τεκμηριώνονται παρά είναι εκφρασμένες με αυστηρό και αφοριστικό τρόπο, σε
αντίθεση με περιπτώσεις που κρίνεται ότι το έργο επιδέχεται βελτίωση. Στη δεύτερη
περίπτωση συχνή είναι η διατύπωση βελτιωτικών προτάσεων με τη μορφή
παραινέσεων, ιδίως προς τους νεότερους. [Βλ. έτσι, για παράδειγμα, την εξής
αντίστιξη: τχ. 163 (1.10.1933): «Ίσως αν καλλιεργούσε περισσότερο το αίσθημα της
μορφής, και αν κατόρθωνε να εξουσιάσει περισσότερο την έκφρασή της, θα μας έδινε
μια μέρα στίχους πιο προσωπικούς». Ενώ, στο τχ. 166 (15.11.1933): «Τα Ζουμπούλια
της δεν αντέχουν κανενός είδους κριτική. Βρίσκονται δώθε από κάθε νόημα
τέχνης»].201
Ο Κώστας Στεργιόπουλος, εστιάζοντας στην περίπτωση του Άγρα ως κριτικού
λογοτεχνίας σημειώνει: «Δεν μπορούμε να χωρίσουμε τον ποιητή από τον κριτικό. Οι
κριτικές παρατηρήσεις του, οι μελέτες του εκτός απ’ την καθαρά κριτική τους διάθεση,
το ύφος τους, πολλές φορές και το χιούμορ, διαπνέονται κι από μια οξύτατη διαίσθηση,
που έχει το χάρισμα να μπαίνει μέσα στα καθέκαστα του αντικειμένου του, να το
οικειώνεται και να το αναλύει με το κέφι και την έμπνευση του ποιητή».202 Παρόλο
που η παρατήρηση του Στεργιόπουλου αφορά κατά βάση τις κριτικές μελέτες του
Άγρα, αναμφίβολα έχει εφαρμογή και στις περιπτώσεις των βιβλιοκρισιών του, καθώς
τα χαρακτηριστικά του κριτικού του λόγου είναι ενιαία.203 Η μέθοδός του σε σχέση με
αυτή των Παράσχου και Παπανικολάου (με τους οποίους είναι παράλληλα υπεύθυνος
για την κριτική ποιητικών συλλογών) παρουσιάζεται πιο αναλυτική, και εφαρμόζεται

201
Για τον Παράσχο ως κριτικό βλ. τα εξής: 1) «Κλέων Παράσχος», στο: Λεξικό Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας, Αθήνα, Πατάκης, 2007. 2) Πέτρος Χάρης, «Ένας ευαίσθητος δέκτης [Ο Κλέων Παράσχος
και το έργο του]», Νέα Εστία, τχ. 889 (15.7.1964) 1040-1042. Πρόκειται για αναδημοσίευση του άρθρου
του Χάρη από την Ελευθερία (9.7.1964), που γράφτηκε με αφορμή τον θάνατο του Παράσχου.
Ακολούθησε εκτενές αφιέρωμα της Νέας Εστίας στον Παράσχο [τχ. 894 (1.10.1964)], στο οποίο,
ωστόσο, οι περισσότεροι συμμετέχοντες αναφέρονται σε άλλες πτυχές του έργου του, και όχι στο
κριτικό του έργο. 3) Κώστας Στεργιόπουλος, «Κλέων Παράσχος και Τέλλος Άγρας, Δυο
αντιπροσωπευτικές φυσιογνωμίες της κριτικής του μεσοπολέμου», στο: Η κριτική στη νεότερη Ελλάδα,
Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών νεοελληνικού πολιτισμού και γενικής παιδείας (Ίδρυμα Σχολής Μωραΐτη),
1981 [στο εξής: Στεργιόπουλος, «Κλέων Παράσχος και Τέλλος Άγρας»].
202
Στεργιόπουλος, Ο Τέλλος Άγρας και το πνεύμα της παρακμής, ό. π. σημ. 155, σ. 173.
203
Για το σύνολο της κριτικής παραγωγής του Άγρα, διασκορπισμένο σε περιοδικά κι εφημερίδες, ο
Στεργιόπουλος παρατηρεί: «Η κριτική εργασία του Άγρα, όλη σκορπισμένη σε περιοδικά, σ’ εφημερίδες
και σε κάθε λογής έντυπα, παρουσιάζει κάμποση έκταση και ποικιλία. Κριτικές μελέτες, δοκίμια,
αισθητικές αναλύσεις, άρθρα, βιβλιοκρισίες, πρόλογοι σε βιβλία κλπ.». σ. 179. Βλ. τώρα και Κώστας
Στεργιόπουλος, Τα Κριτικά του Άγρα και τα εκδοτικά τους προβλήματα, Αθήνα, Ερμής, 1980, καθώς και
τη σειρά Τέλλος Άγρας, Κριτικά, τόμ. 1-5, επιμ. Κώστας Στεργιόπουλος, Αθήνα, Ερμής, 1980-1995.

99
όχι μόνο στις περιπτώσεις βιβλιοκρισιών ποίησης αλλά και πεζών έργων. Ξεκινώντας
από τα σημειώματα κριτικής συλλογών ποίησης, παρατηρείται ότι ο Άγρας επιχειρεί
γραμματολογικές κατατάξεις, παρακολουθεί την πορεία του κρινόμενου δημιουργού
εντοπίζοντας και εμμένοντας στην αποτίμηση της εξέλιξής του [π.χ., τχ. 121: στη
σύγκριση με την προηγούμενη ποιητική συλλογή του Τσιριμώκου (την οποία είχε
κρίνει έναν χρόνο πριν ο ίδιος) αναλύει τις διαφορές: «Είναι μικρές οι εσωτερικές
διαφορές, μα υπάρχουν. Είναι, -πώς να το πή κανείς; Μια διαφορά αντιστάσεως, μια
διαφορά επιμονής»], επιχειρεί, τέλος, να εισδύσει στην ψυχοσύνθεση και στα κίνητρά
του. Ο αναγνώστης των βιβλιοκρισιών του σχηματίζει έτσι την εντύπωση ότι οι
αισθητικές του αναλύσεις είναι προϊόν ενδελεχούς ενασχόλησης με τη συνολική
πορεία του συγγραφέα, καθώς και με την εκάστοτε κρινόμενη συλλογή.204
Αναλυτικός παραμένει, όπως προαναφέρθηκε, και στην κριτική των
πεζογραφικών έργων. Έτσι, στις συλλογές διηγημάτων (παράλληλα με τον Χάρη και
τον Ξενόπουλο) εξετάζει πιο αναλυτικά από τους υπόλοιπους το σύνολο σχεδόν των
διηγημάτων της συλλογής (βλ., π.χ., ενδεικτικά το σημείωμά του για τη συλλογή του
Τερζάκη: Φθινοπωρινή Συμφωνία).205 Το ύφος του Άγρα είναι ιδιαίτερα μετριοπαθές,
επιβεβαιώνοντας την τοποθέτηση του Στεργιόπουλου ότι: «ο Άγρας ακολούθησε στην
κριτική –και ιδιαίτερα στις βιβλιοκρισίες του– το “μη θίγε τα κακώς κείμενα”».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η τοποθέτηση του Περάνθη για την επιείκεια
του Άγρα:

Έτσι χάνονταν και οι ώρες οι βραδινές του Άγρα, του σπιτιού του, όπου έπρεπε να γράψει
όχι όσα εθώπευαν τις κλίσεις του, αλλ’ όσα επέβαλαν οι υποσχέσεις του: έναν όγκο
κριτικής προσφοράς δίχως αντίκρισμα. Γιατί ποτέ σ’ αυτά τα σημειώματα δεν είπε τη
σωστή γνώμη. Τη σημείωνε μόνο στο περιθώριο του βιβλίου για προσωπική του

204
Η ενασχόλησή του με την προγενέστερη της βιβλιοκρισίας συγγραφική πορεία του κρινόμενου
δημιουργού δικαιολογείται κάποτε από τον ίδιο ως κομμάτι των υποχρεώσεών του για τη Μεγάλη
Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία. Βλ. π.χ. τχ. 137 (1.9.1932): «Η “Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία” μου
είχε πρόπερσυ αναθέσει, και έγραψα, λίγες βιογραφικές και κριτικές γραμμές για τον κ. Λαέρτη Λάρμη,
Κώσταν Αθανασιάδη, τον ποιητή των “Ερωτικών Τραγουδιών”».
205
Για τον Άγρα ως κριτικό βλ. και: Στεργιόπουλος, Ο Τέλλος Άγρας και το πνεύμα της παρακμής, ό.π.
(σημ. 155) (το κεφ. «Ο κριτικός κι ο λόγιος»). Σημειώνεται από τον Στεργιόπουλο ότι «για τον κριτικό
Άγρα δεν υπάρχει, ίσαμε την ώρα, ούτε ένα ολόκληρο μελέτημα. Όλοι μίλησαν συμπτωματικά.
Εξαίρεση αποτελεί, σύμφωνα με τον ίδιο, το βιβλίο του Μήτσου Λυγίζου, «όπου μέσα στις τρεις-
τέσσερεις σελίδες, που αφιερώνει στην κριτική εργασία του Άγρα, βρίσκει κανείς σωστές και
πετυχημένες παρατηρήσεις, χωρίς ωστόσο ν’ αναπτύσσονται κι αυτές περισσότερο», σ. 173.

100
διασκέδαση -και εκδίκηση. Στο έντυπο όμως έδινε το εγκώμιο, την εύκολη κατάφαση ό,τι
χρειάζονταν για ν’ αποφύγει τη δημιουργία εχθρών.206

Τα σημειώματα του Παπανικολάου παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες με τα


αντίστοιχα του Παράσχου, με πρώτη το μορφολογικό στοιχείο των αρνητικών σχολίων
σε περίπτωση πολλαπλών συλλογών στο ίδιο σημείωμα. Η συγκέντρωση, έτσι,
περισσότερων από μίας κρινόμενων συλλογών σε ένα σημείωμα προϊδεάζει, ως επί το
πλείστον, τον αναγνώστη για την αρνητική κριτική που θα εμπεριέχει. [Βλ. π.χ.
ενδεικτικά: τχ. 318 (15.3.1940): «Τα τέσσερα αυτά λιγοσέλιδα βιβλία στίχων –έργα
νέων, καθώς φαίνεται– δεν παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους: έχουν όλα
τα ίδια ελαττώματα, τις ίδιες ατέλειες, τον ίδιο χαρακτήρα πρωτολείων»]. Σε αυτές τις
περιπτώσεις οι βιβλιοκρισίες καταλαμβάνουν μικρή έκταση (κάποτε –σπάνια ωστόσο–
περιλαμβάνουν μόνο παράθεση στίχων που ενισχύουν τη μονολεκτική σχεδόν
διατύπωση ότι η κρινόμενη συλλογή δεν φέρει καμία αξία).207 Κοινή είναι και η συχνά
παρατηρούμενη ειρωνική έκφραση των δύο κριτικών [βλ., π.χ.: τχ. 316 (15.2.1940):
«Αμφισβητώ την ειλικρίνεια των ποιημάτων του κ. Γαλατόπουλου. Νομίζοντας ίσως
πως έτσι θα δημιουργήσει ηχητικές εντυπώσεις, βρήκε τις πιο κακόηχες λέξεις, έφτιαξε
μ’ αυτές φράσεις εξ ίσου κακόηχες, νόμισε πως έκανε στίχους. Τις έβαλε στη γραμμή
και κατασκεύασε τα ποιήματά του».208 Επίσης, τχ. 326 (15.7.1940): «Ο τρόπος της
συνθέσεως των ποιημάτων του κ. Δημητριάδη θυμίζει κάπως τις μαθητικές εκθέσεις»].
Ως προς τη μέθοδο ανάλυσης και ερμηνείας των συλλογών που κρίνει ο
Παπανικολάου, κυρίαρχη θέση και στα δικά του σημειώματα κατέχει η προσωπική
εντύπωση, διατυπωμένη, ωστόσο, πολλές φορές με καταδικαστικό για τους
κρινόμενους συγγραφείς τρόπο (περισσότερο ίσως από τον Παράσχο) γεγονός που τον

206
Μιχαήλ Περάνθης, «Τέλλος Άγρας (Το φοβισμένο παιδί)», Νέα Πορεία, τχ. 7 (Σεπτέμβριος 1955),
261.
207
Βλ., π.χ., το σημείωμά του για τη συλλογή του Τασούλη Χ. Πανουσάκη, Τραγούδια της Κέρκυρας,
στο τχ. 316 (15.2.1940), το οποίο αποτελείται μόνο από το εξής εισαγωγικό σχόλιο και την παράθεση
στίχων του κρινόμενου έργου: «Για να σχηματίσει κανείς μια ιδέα για τα Τραγούδια της Κέρκυρας του
κ. Πανουσάκη, αρκεί να διαβάσει τους πρώτους-πρώτους στίχους τους».
208
Τόσο η διατύπωση όσο και το περιεχόμενο της φράσης είναι σχεδόν πανομοιότυπα με την αντίστοιχη
φράση του Παράσχου που παρατέθηκε παραπάνω. Είναι κοινή, ωστόσο, σε όλους σχεδόν τους κριτικούς
της ποίησης της Νέας Εστίας διαχρονικά, ο διαχωρισμός των συλλογών εκείνων που ανήκουν στην
ποίηση από εκείνες που θεωρούνται απλώς στιχουργία. Αν και θα ήταν ίσως αναμενόμενο η δεύτερη
κατηγορία να μην αποτελεί αντικείμενο κριτικής από τη στήλη των βιβλιοκρισιών (στη στήλη της
«Αλληλογραφίας» άλλωστε, συχνές είναι οι απαντήσεις σε αποστολείς συλλογών ότι απαιτούνται
αλλαγές και διορθώσεις προκειμένου να συμπεριληφθούν στις προς αξιολόγηση συλλογές) κοινή είναι
η συμπερίληψή τους στη στήλη και η κριτική –αρκετές φορές– με τη μορφή απλής βιβλιοπαρουσίασης
με αρνητικά σχόλια, όπως ήδη αναφέρθηκε.

101
καθιστά συχνά αποτρεπτικό, ιδίως ως προς νέους ασχολούμενους με την «μοντέρνα
ποίηση».209 [Βλ. π.χ. ενδεικτικά στο τχ. 306 (15.9.1939): «Έπειτα απ’ αυτά τί να πει
κανείς και τί να γράψει; Πόσους αλήθεια έχει πάρει η μοντέρνα ποίηση στο λαιμό
της!»]. Τέλος, η συνηθισμένη δομή των βιβλιοκρισιών ποιητικών συλλογών,
ακολουθείται και στα δικά του σημειώματα. Πολύ συχνή είναι έτσι η ανίχνευση και
καταγραφή επιδράσεων [βλ. ενδεικτικά τχ. 316 (15.2.1940) «αν θα ήθελε κανείς ν’
αναζητήσει τις πηγές του Πρεβελάκη, νομίζω πως θα έπρεπε να ψάξει πολύ μακριά:
στην αρχαία μας ποίηση και στη Γραφή», καθώς και τχ. 326 (15.7.1940): «ο κ.
Δημητριάδης έχει επηρεαστή κι από τον κ. Παλαμά»], καθώς και παράθεση στίχων
ή/και στροφών για την τεκμηρίωση των γενικών σχολίων.210
Χαρακτηριστικό των σημειωμάτων του Χουρμούζιου, είναι η περιορισμένη –σε
αρκετές περιπτώσεις, και περισσότερες πάντως από κάθε κριτικό– έκταση που
καταλαμβάνουν, με αποτέλεσμα σε αυτές να αγγίζουν τα όρια της απλής παρουσίασης
σε ελάχιστες σειρές [βλ., π.χ., τα εξής τεύχη: τχ. 517 (15.1.1949): Κωστή Λαζανά,
Ξαγρύπνια, 11 σειρές∙ τχ. 544 (1.3.1950): Φώτου Έσπερα, Γαλάζιες Ώρες, 13 σειρές∙
τχ. 558 (1.10.1950): Αλέκου Κάζογλη, Φθινοπωρινό, 14 σειρές∙ τχ. 570 (1.4.1951):
Πάρι Τακόπουλου, Ποιήματα 14 σειρές].211 Στα σημειώματα αυτής της έκτασης, δεν
επιχειρείται, όπως είναι προφανές, από τον Χουρμούζιο ανάλυση και ερμηνεία των
παρουσιαζόμενων έργων, αλλά σχεδόν πάντα περιλαμβάνεται παράθεση στίχων ή/και

209
Η γενικότερη στάση του Παπανικολάου απέναντι στη μοντέρνα ποίηση και στους εκπροσώπους της
δεν είναι ωστόσο απορριπτική. Βλ., π.χ., ενδεικτικά το σημείωμά του για τη συλλογή του Σαραντάρη,
Στους φίλους μιας άλλης χαράς, στο οποίο αναφέρει: «Ο Γ. Σαραντάρης μου δίνει τη χαρά ν’ ασχοληθώ
μ’ έναν από τους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού «μοντέρνους» που είναι συγχρόνως κ’
ειλικρινείς» κλπ. Η στάση του θα εξεταστεί πιο αναλυτικά στο επόμενο κεφάλαιο.
210
Η βιβλιογραφία για τον Παπανικολάου ως κριτικό είναι ιδιαιτέρως περιορισμένη. Οι περισσότεροι
μελετητές εστιάζουν στην ιδιαίτερη προσωπικότητά του (κυρίως δε στον τρόπο του θανάτου του,
παρόμοια με άλλους εκπροσώπους της γενιάς του 1920) και στο ποιητικό του έργο και πολύ σπάνια
αναφέρονται στην κριτική του δραστηριότητα. Ακόμα και στο αφιέρωμα της Νέας Εστίας στο τχ. 614
(1.2.1953), με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα ετών από τον θάνατό του, δημοσιεύονται, μεταξύ άλλων,
δύο επιστολές του προς τον Χάρη (τα χειρόγραφα βρίσκονται στο αρχείο του Χάρη στο Ε.Λ.Ι.Α.) με τη
σημείωση ότι: «δίνουν μια δραματική εικόνα της ζωής του Παπανικολάου». Ωστόσο, ιδιαίτερο
ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρώτη επιστολή (με ημερομηνία αποστολής: 19.5.1940), στην οποία ο
Παπανικολάου αναφέρεται σε μια σειρά βιβλιοκρισιών που αν και έτοιμες προς δημοσίευση δεν
στάλθηκαν στον Χάρη, για τους εξής λόγους: «Αν δεν σου έστειλα κριτικές –κ’ έχω έτοιμες (πρέπει
μόνο να τις ξαναγράψω καθαρά, όπως κάνω πάντα) περισσότερες από δέκα –αν δεν σου τις έστειλα
λοιπόν, αυτό οφείλεται στο ότι σε τέσσερα τεύχη τώρα δεν δημοσιεύεις τις κριτικές μου που έχεις στα
χέρια σου και που, καθώς μου είχες πει, τις έχεις στοιχειοθετημένες προ διμήνου και πλέον. Αυτό το
πράγμα με βάζει σε πολλές απορίες και δεν ξέρω τί να υποθέσω. Φοβάμαι πως ίσως οι κριτικές μου δεν
σου αρέσουν πια κι αυτός είναι ο λόγος που δεν σου έστειλα τις άλλες».
211
Το μεγαλύτερο σε έκταση σημείωμά του, ωστόσο, καταλαμβάνει έξι σελίδες (αριθμός μεγαλύτερος
του μέσου όρου της συνολικής έκτασης των βιβλιοκρισιών) και είναι γραμμένο για τον Ιουλιανό του
Καζαντζάκη. Σ’ αυτό ο Χουρμούζιος, προφανώς λόγω της εμπειρίας του στην κριτική του θεάτρου,
προχωρά σε εκτενέστατο σχολιασμό της υπόθεσης και των τεχνικών της τραγωδίας.

102
στροφών που δεν σχολιάζονται, ωστόσο, περαιτέρω.212 Στα υπόλοιπα σημειώματα
(εκείνα δηλαδή που παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά της βιβλιοκρισίας, αν και η
έκτασή τους είναι γενικά μικρότερη από τη συνηθισμένη των υπόλοιπων κριτικών)
κυριαρχούν οι αναφορές στη γλώσσα, στον στίχο, στις επιδράσεις άλλων ποιητών [Βλ.
π.χ. τχ. 591 (15.2.1952)] για τον Χριστιανόπουλο: «Όλος ο τόνος και η διάθεση των
ποιημάτων, αν μου επιτρέπεται να το σημειώσω, είναι καβαφικά»]. Πολύ συχνά ο
Χουρμούζιος διατυπώνει τις κρίσεις του με ιδιαίτερα επικριτικό ή/και αιχμηρό ύφος.
[Βλ. ενδεικτικά: τχ. 483 (15.8.1947): «έπειτα από δέκα ολόκληρα χρόνια αγωνίας και
θανάτου, η ποίηση [του Καββαδία] δεν έχει ήθος. Λυπούμαι που το γράφω, μα το
πιστεύω∙ κι ό,τι πιστεύω το γράφω». Επίσης, τχ. 517 (15.1.1949): «Απασχολεί [ο
Λαζανάς] εξήντα τόσες σελίδες και μου έφαγε σωστά είκοσι λεπτά της ώρας». Στο τχ.
558 (1.10.1950): «Ο κ. Γιαννουλέλλης είναι φαίνεται πολύ νέος ακόμη και νομίζει ότι
μερικές αφέλειες στιχουργημένες κάμνουν ποίηση. Δεν την κάμνουν». Τέλος, στο τχ.
598 (1.6.1952): «Λάθη απερίγραπτα, αμέτρητα, απίθανα. Και στίχοι, στίχοι, στίχοι
φλύαροι, κοινότοποι, πολλές φορές κωμικοί. Θεέ μου, τί διάλυση θρύλου, τί
κατάρρευση;»]. Τα αυστηρά κριτήρια του Χουρμούζιου αποτυπώνονται ακόμα και
στον τρόπο με τον οποίο συμβουλεύει εκείνους τους κρινόμενους συγγραφείς που
θεωρεί ότι επιδέχονται βελτίωση: [Βλ. π.χ. τχ. 378 (1.3.1943): «Ο κύριος Λάσκος θα
είχε σήμερα μια θέση ζηλευτή στη νέα μας ποίηση αν εμπιστευόταν λιγώτερο στις
παρορμήσεις εκείνες που έχουν την αφετηρία τους στη μποέμικη ζωή του κι αν
αφομοίωνε την ιδέα πως η ποίηση δεν είναι μόνο αυτοσχεδιασμός μα και κατεργασία
του υλικού»].213

212
Βλ. π.χ. ενδεικτικά το σημείωμά του για τη συλλογή του Στέφανου Μπολέτση, Επιστροφή, στο τχ.
545 (15.3.1950). Έπειτα από παράθεση στίχων ο Χουρμούζιος επισημαίνει: «Νομίζω πως και με τους
λιγοστούς τους στίχους που μετάγραψα έχω δώσει μια κάποια ιδέα, κι ας είναι φτωχή, της ποιήσεως του
κ. Μπολέτση», σ. 413. Να σημειωθεί, επίσης, ότι η σύντομη έκταση των σημειωμάτων του
Χουρμούζιου δεν σχετίζεται με την ποιότητα των κρινόμενων συλλογών, όπως αυτή προσδιορίζεται
από τον ίδιο. Οι λόγοι επιλογής της συγκεκριμένης μορφής ίσως να εξηγούνται από τα όσα δήλωσε
σχετικά με τον περιορισμένο χρόνο και τις απαιτήσεις της Νέας Εστίας (διά του Χάρη) σε
προαναφερόμενο σημείωμα (βλ. εδώ σ. 47). Στους λόγους αυτούς, όπως διατυπώθηκαν από τον ίδιο, να
προστεθεί και η έλλειψη ενδιαφέροντος για ποιητικές συλλογές, όπως επίσης δηλώνεται ξεκάθαρα, σε
σημείωμά του για τη συλλογή του Βρεττάκου, Το Βιβλίο της Μαργαρίτας: «Ο Βρεττάκος έχει ως τώρα
πυργώσει μια πυραμίδα με δεκατρείς-δεκατέσερεις ποιητικές συλλογές […] Για μερικές απ’ αυτές έχω
ήδη μιλήσει, γι’ άλλες όχι. Μερικές μ’ ενδιέφεραν πολύ, άλλες λιγώτερο. Ίσως φταίω εγώ, ίσως φταίει
ο ποιητής. Αν επρόκειτο να μην ενδιαφερθώ για τις συμβατικές ευγένειες, θα έλεγα πως φταίει ο
ποιητής. Γιατί ο Βρεττάκος είναι άνισος».
213
Για τον Χουρμούζιο ως κριτικό βλ.: 1) Σημείον του Αιμ. Χουρμούζιου: δέκα χρόνια από τον θάνατό
του, Τετράδια Ευθύνης 20 (1983), όπου και εργασία του Γ. Βαλέτα. 2) Αλέξανδρος Αργυρίου, «Αιμίλιος
Χουρμούζιος. Ο κριτικός της ελληνικής λογοτεχνίας», Σημείο, τχ. 4 (1996) 175-183.

103
Ιδιαιτερότητα του βασικού κορμού των σημειωμάτων του Καραντώνη, αποτελεί
το γεγονός ότι η τεκμηρίωση της αισθητικής εντύπωσης, βασίζεται συχνά όχι μόνο
στην κρινόμενη συλλογή, αλλά και στη συνολική πορεία του κρινόμενου ποιητή, μέσα
από αναφορές σε προηγούμενα ποιητικά του φανερώματα. Παρόμοιες αναφορές είναι
συνηθισμένες, όπως ήδη αναφέρθηκε, στο εισαγωγικό τμήμα των κριτικών
σημειωμάτων και άλλων κριτικών-συνεργατών∙ ωστόσο, στις βιβλιοκρισίες του
Καραντώνη ξεπερνούν τα όρια της εισαγωγής και αποτελούν δομικό στοιχείο του
συνολικού σημειώματος. Ο Αργυρίου επισημαίνει μάλιστα περιπτώσεις στις οποίες
λανθάνει –ακόμα κι όταν δηλώνεται ξεκάθαρα από τον ίδιο ότι το κριτικό σημείωμα
αφορά συγκεκριμένο βιβλίο– η ανάγνωση και του υπόλοιπου έργου του κρινόμενου
δημιουργού από τον Καραντώνη.214 Στο βασικό μέρος των βιβλιοκρισιών του
εντοπίζονται συχνά στίχοι και στροφές των ποιητικών συλλογών, ανίχνευση
επιδράσεων άλλων συγγραφέων (αρκετά συχνά καταγράφεται η επίδραση των Σεφέρη
κι Ελύτη, ως επί το πλείστον με σκοπό την ανάδειξη της αξεπέραστης αξίας της
ποίησής τους),215 ή/και ιδεολογικών παραμέτρων, συχνές απόπειρες κατάταξης των
ποιητών σε σχολές και ρεύματα. Το ύφος του Καραντώνη γίνεται αρκετές φορές –
λιγότερες ωστόσο σε σχέση με το αντίστοιχο των Παράσχου, Παπανικολάου και
Χουρμούζιου– αιχμηρό (συνήθως όμως στις εισαγωγές των σημειωμάτων που φέρουν
τον τίτλο: «Ποιητικές συλλογές», στις περιπτώσεις εκείνες, δηλαδή, που γίνεται λόγος
για το πλήθος των συλλογών που περνούν από τα χέρια του, προτού ξεχωρίσει αυτές
για τις οποίες θα κάνει λόγο στα σημειώματά του, βλ. και πιο πάνω).216 Κατά καιρούς,

214
Σημειώνει έτσι χαρακτηριστικά για την κριτική του Καραντώνη στα Νέα Γράμματα, για την τριλογία,
Γερές και αδύναμες γενιές του Θ. Πετσάλη: «κρίνει μόνο το τελευταίο μυθιστόρημα Ο απόγονος,
δηλώνοντάς το μάλιστα εξ αρχής, για να αποφύγει ίσως μια γενικότερη τοποθέτηση. Ωστόσο
διαβάζοντας το κείμενο διαπιστώνουμε ότι οι θέσεις του κριτικού προϋποθέτουν τη γνώση του συνόλου.
Νομίζω ότι έμμεσα φαίνεται αυτό από το κλείσιμο της κριτικής». Βλ. Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής
λογοτεχνίας, ό.π. (σημ. 100), τόμ. Α΄, σ. 518.
215
Ο Γιάκος σε σημείωμά του στο τχ. 1322 (1.8.1982) της Νέας Εστίας παρατηρεί χαρακτηριστικά:
«Υπήρξε μάλιστα εποχή, που δεν είχαμε δυσκολευτεί να επισημάνουμε πως ο Καραντώνης, ακόμα και
σε κριτικές για δευτερεύοντες ποιητές (τυπωμένες όχι μόνο στη Νέας Εστία, αλλά και οπουδήποτε αλλού
και να φανταστεί κανείς…), δεν παρέλειπε, σχεδόν συστηματικά, να συγκρίνει, να συσχετίζει έστω,
στίχους των ποιητών αυτών με αντίστοιχους του Σεφέρη, για να υπογραμμίσει, ή να υπαινιχθεί έστω,
την ανώτερη ποιότητα της σεφερικής ποίησης, σα να ʼταν, αυτή και μόνη, η δοκιμαστήρια “λυδία λίθος”
όλης της σύγχρονης ελληνικής ποίησης».
216
Υπάρχουν, ωστόσο, ελάχιστες περιπτώσεις στις οποίες ο μεγάλος αριθμός ποιητικών συλλογών
σχολιάζεται θετικά. Βλ. τχ. 723 (15.8.1957): «Υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα, μια αληθινή κοινωνία
ποιητών, πολυάριθμη, ζωηρή, αποφασιστική, όσο ποτέ άλλοτε. Η συνολική της παρουσία είναι έντονα
αισθητή μέσα στην όλη κίνηση των γραμμάτων μας […]. Όλ’ αυτά είναι καλά σημάδια για την ποίησή
μας».

104
ωστόσο, και παρόλο που του έχει αποδοθεί ο χαρακτηρισμός «αυταρχικός», 217 η
έκφρασή του γίνεται ηπιότερη και οι κρίσεις του πιο διαλλακτικές. [Βλ. π.χ. τχ. 1210
(15.9.1935): «Πότε με τη δίψα εκείνου που ψάχνει να βρει κάτι καινούριο και να το
χαρεί για λογαριασμό του, πότε ανόρεχτα, κάτω από την πίεση του επαγγελματισμού
και του “κριτικού χρέους”, ξεφυλλίζω στην τύχη τις ποιητικές συλλογές που έχουν την
καλωσύνη να μου στέλνουν γνωστοί και άγνωστοι, παλαιοί και νέοι, γέροι και άλλοι
“σχεδόν παιδιά”, για να θυμηθούμε έναν αληθινό και αγέραστο ποιητή, τον
Καρυωτάκη»)]. Τέλος, για τη μέθοδο προσέγγισης του κρινόμενου έργου από τον
Καραντώνη ο Ζήρας σημειώνει τα εξής: «Με στραμμένο το ενδιαφέρον του σε
ορισμένα μόνο από τα σημεία του κρινόμενου έργου, στην ουσία οδηγεί τον
αναγνώστη σε μια “γνωριμία” με ένα λογοτεχνικό κείμενο έχοντας ως δίαυλο ένα άλλο
λογοτεχνικό κείμενο, αυτό του κριτικού […] Όπως ο Κλ. Παράσχος, ο Ι. Μ.
Παναγιωτόπουλος και ο Γ. Χατζίνης, ο Καραντώνης ανέδειξε την εμπάθεια ως αξονικό
στοιχείο της λογοτεχνικής κριτικής, ζητώντας να υποδείξει τη σωματική, προσωπική
σχέση του κριτικού με το έργο. Γι’ αυτό και δεν λείπουν από τα κείμενά του οι λυρικές
εξάρσεις, οι περιγραφές της συναισθηματικής του αντίδρασης, μαζί με τις εξαιρετικά
καίριες παρατηρήσεις του».218
Η διαφοροποίηση της δομής των σημειωμάτων του Μόσχου σε σχέση με την
αντίστοιχη του Καραντώνη, τον οποίο και αντικαθιστά –όπως προαναφέρθηκε– μετά
τον θάνατο του τελευταίου στην κριτική της ποίησης, έγκειται στον εμφανή
διαχωρισμό τους (αν και χωρίς τη χρήση τυπογραφικού κοσμήματος, ή άλλου τρόπου,

217
Γιώργος Αράγης, «Ο Αντρέας Καραντώνης ως κριτικός της ποίησης: θέσεις και αντιθέσεις», Νέα
Εστία, τχ. 1730 (Ιανουάριος 2001) 88. [στο εξής: Αράγης, «Ο Αντρέας Καραντώνης ως κριτικός της
ποίησης»]. Ο Αράγης υπογραμμίζει ότι: «είχε την τάση να κρίνει με θέσεις και αντιθέσεις: όταν ήθελε
λ.χ. να εξάρει έναν ποιητή ή μια τάση, το έκανε κατηγορώντας ό,τι θεωρούσε παράλληλα άστοχο. Και
το αντίστροφο. Κατά τρόπο μάλιστα που θα έλεγε κανείς ότι στο βάθος λάνθανε κάτι το αυταρχικό στο
κριτικό του πνεύμα».
218
Αλέξης Ζήρας, «Καραντώνης, Αντρέας», Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, πρόσωπα-έργα-ρεύματα-
όροι, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σσ. 1026-1027. Ο τρόπος προσέγγισης των κρινόμενων έργων από τον
Καραντώνη, όπως τον περιγράφει ο Ζήρας, θυμίζει την αντίστοιχη οπτική του Χατζίνη, όπως είδαμε
ότι την εξηγεί σε προηγούμενο σημείο. Βλ. έτσι υποσημ. την περιγραφή της προερχόμενης από την
ανάγνωση συναισθηματικής αντίδρασης του Χατζίνη. Επίσης, σημειώνω εδώ ότι στις ελάχιστες
βιβλιοκρισίες πεζών έργων, ακολουθεί την εξής δομή στο κύριο μέρος του σημειώματος: σύντομη
ανάλυση/περίληψη των μερών των μυθιστορημάτων [βλ. Η Εξαφάνιση του Νικολαΐδη, τχ. 1159
(15.10.1975)], εντοπισμός αφηγηματικών τεχνικών, αισθητική αποτίμηση. Για τον Καραντώνη ως
κριτικό βλ. και τα εξής: 1) Δημήτρης Γιάκος, «Ανδρέας Καραντώνης», Νέα Εστία, 1322 (1.8.1982)
1028-1030. [Πρόκειται για σημείωμα του Γιάκου στο «Δεκαπενθήμερο» του τεύχους, με αφορμή τον
θάνατο του Καραντώνη. Αν και σύντομο και με αναφορές στο σύνολο του έργου του, γίνεται λόγος και
για την κριτική του δραστηριότητα ως συνεργάτη και της Νέας Εστίας, με ιδιαίτερη μνεία στη συμβολή
του στην ανάδειξη του σεφερικού έργου]. 2) Αράγης, «Ο Αντρέας Καραντώνης ως κριτικός της
ποίησης», ό.π. υποσημ. 217, σσ. 78-88.

105
η διάκριση καθίσταται ξεκάθαρη) σε δύο τμήματα. Το ένα μέρος (όχι πάντα το πρώτο
σε σειρά) περιλαμβάνει παρατηρήσεις επί μορφολογικών ζητημάτων, όπως
σχολιασμό του ύφους, της γλώσσας και ιδιαίτερα της στιχουργίας για την οποία, με
αφορμή το κρινόμενο έργο, διατυπώνει συχνά και γενικότερες απόψεις: [βλ., πχ., τχ.
1351 (15.10.1983): «Η μνεία ότι τα ποιήματα αυτά είναι παραδοσιακού τύπου
ασφαλώς δεν χρειαζόταν. Το ποίημα μιλά από μόνο του. Έχει τη δική του γλώσσα.
Άλλωστε η καλλιέργεια της παραδοσιακής ποίησης και σήμερα ακόμα έχει τη θέση
της». Επίσης, στο τχ. 1375 (15.10.1984): «Υπάρχουν πολλοί, τόσο ανάμεσα στο
αναγνωστικό κοινό, όσο και ανάμεσα στους κριτικούς, που με μια δόση αυταρέσκειας
ή σνομπισμού δεν παραδέχονται παρά μονάχα τη μοντέρνα ποίηση […] Δεν μπορούμε
όμως να αποκλείσουμε a priori σε κάποιον το δικαίωμα να εκφράζεται με τους
παραδοσιακούς τρόπους […] Η κ. Μερ. Οικονόμου προτιμά να εκφράζεται στα
περισσότερα ποιήματά της με τα παραδοσιακά σχήματα και μέτρα»]. Στο δεύτερο
τμήμα του σημειώματος κυριαρχεί ο σχολιασμός του περιεχομένου της εκάστοτε
συλλογής, που περιλαμβάνει συνήθως αναφορά σε ποιήματα που ο ίδιος ξεχωρίζει.
Η στάση του Μόσχου απέναντι στους νέους και πρωτοεμφανιζόμενους
κρινόμενους δημιουργούς (όχι όμως μόνο προς αυτούς) είναι γενικά ενθαρρυντική,
εμμένοντας περισσότερο στα θετικά σημεία των έργων τους. Όπως εύστοχα σημειώνει
ο Μ. Μερακλής, «τις κριτικές αποτιμήσεις του Μόσχου διακρίνει μία ανθρώπινη,
καταρχάς, συμπάθεια προς τα κρινόμενα πρόσωπα και κείμενα». 219 Τέλος, η ίδια
περίπου δομή (δηλαδή διαχωρισμός των τμημάτων του σημειώματος με ανάλυση της
μορφής και του περιεχομένου) ακολουθείται και στις βιβλιοκρισίες πεζών έργων.220
Τα βιβλιοκριτικά σημειώματα του Παπακωνσταντίνου διακρίνονται καταρχάς
για την ευρεία έκτασή τους (ανεξαρτήτως του είδους των κρινόμενων έργων, καθώς,
όπως αναφέρθηκε, ο Παπακωνσταντίνου μέχρι τον θάνατο του Καραντώνη είναι
υπεύθυνος για την κριτική της πεζογραφίας, ενώ έπειτα αναλαμβάνει την κριτική της
ποίησης). Με έναν μέσο όρo 4,5 περίπου σελίδων (ελάχιστα μικρότερο, 3,5 με 4
σελίδες, όταν πρόκειται για συλλογές διηγημάτων και 3 σελίδες για ποιητικές
συλλογές)221 πρόκειται για τα μεγαλύτερα σε έκταση σημειώματα όλων των κριτικών-

219
Μ. Μερακλής, «Μόσχος, Ε. Ν.», Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, πρόσωπα-έργα-ρεύματα-όροι,
Αθήνα, Πατάκης, 2007, σ. 1470. Ο Μερακλής επισημαίνει επιπλέον ότι την κριτική του θεωρία και τις
αρχές του διέπει μια «μεταφυσική (και αμεσότερα χριστιανική) αντίληψη».
220
Για τον Μόσχο ως κριτικό βλ. Μ. Μερακλής, «Μόσχος Ε. Ν.», ό.π., σσ. 1470-1471.
221
Χαρακτηριστικό είναι μάλιστα ότι σε αντίθεση με τις βιβλιοκρισίες όλων των άλλων κριτικών
ποίησης, τα σημειώματα του Παπακωνσταντίνου δεν περιλαμβάνουν περισσότερες από μία κρινόμενες

106
συνεργατών. Στις βιβλιοκρισίες που αφορούν ποιητικές συλλογές, κατ’ αντιστοιχία με
τα σημειώματα του συνόλου των κριτικών της ποίησης, ο Παπακωνσταντίνου
προσεγγίζει το περιεχόμενό τους με παραθέσεις στίχων, αναλύσεις του ύφους, της
γλώσσας και της στιχουργίας, καθώς και με ανιχνεύσεις επιδράσεων, διατυπώνοντας
ωστόσο την προσωπική του εντύπωση με αρκετά αιχμηρό ύφος (σε αντίθεση με τον
Μόσχο, με τον οποίο μοιράζονται, όπως αναφέρθηκε για ένα χρονικό διάστημα την
κριτική της ποίησης). Με αφορμή το πλήθος των συγκεντρωμένων βιβλίων προς
κρίση, ο Παπακωνσταντίνου (όπως ο Παράσχος και ο Καραντώνης) εκφράζει συχνά
την άποψή του για την ποιοτική στάθμη της ποιητικής παραγωγής, καθώς και για
επιμέρους ζητήματα των τάσεων της σύγχρονης προς τον ίδιο ποίησης. [Βλ. π.χ. τχ.
1377 (15.11.1984): «αμφιβολία δεν υπάρχει καμιά. Όπως μας είχε κουράσει η
αποστεωμένη και πανομοιότυπη σχεδόν, πέρα από ορισμένους, ποιητές, παραδοσιακή
στιχουργική, έτσι, μας έχει αηδιάσει η πλημμυρίδα μιας τάχα νεοτερικής στιχοποιίας».
Επίσης, τχ. 1347 (15.8.1983): «Και μόνο γιατί μας σέρνει έξω από την αηδιαστική πια
και απρόσωπη ευκολογραφία ή από την εσκεμμένα στριφνή γραφή, που δήθεν
πρωτοτυπεί, τη συλλογή του κ. Ζακυθηνού θα άξιζε να την προσέξουμε»]. Για τον
αναλυτικό τρόπο προσέγγισης των ποιητικών συλλογών -που αποτυπώνεται όπως
προαναφέρθηκε και στην έκταση- ο ίδιος σε σημείωμά του επισημαίνει
χαρακτηριστικά: «Ο υπογραφόμενος δεν συνηθίζει να διαβάζει διαγωνίως τα
βιβλία».222 Η ίδια μέθοδος ανάλυσης ακολουθείται και στην κριτική συλλογών
διηγημάτων, συνήθως με μια αναλυτική προσέγγιση (λίγες είναι φορές που η εποπτεία
καθίσταται πιο «πανοραμική») ακόμα και ανά διήγημα. Τέλος, στα σημειώματα για
μελέτες και βιβλία κριτικής [τα οποία είναι κατά μέσο όρο και τα μεγαλύτερα σε
έκταση, βλ. π.χ. ενδεικτικά το δεκασέλιδο σημείωμα για το βιβλίο του Καραντώνη,
Φυσιογνωμίες Β, στο τχ. 1230 (1.10.1978)] ο Παπακωνσταντίνου τοποθετείται, όπως
συνήθως όλοι οι κριτικοί αντίστοιχων βιβλίων, σε μια σειρά ζητημάτων, με
βασικότερο τον ρόλο της κριτικής. Συχνά, αντίστοιχες τοποθετήσεις επιχειρούνται (όχι
μόνο στο τμήμα της εισαγωγής, αλλά και στο βασικό μέρος των σημειωμάτων) και σε
βιβλιοκρισίες ποιητικών συλλογών.223

ποιητικές συλλογές, γεγονός που συνεπάγεται, ως επί το πλείστον, μεγαλύτερη έκταση σε σχέση με
εκείνα τα σημειώματα στα οποία γίνεται λόγος για παραπάνω από μία συλλογές.
222
Βλ. το σημείωμα για τα Ποιήματα του Τάσου Κόρφη, Νέα Εστία, τχ. 1350 (1.10.1953) 1239.
223
Για τον Παπακωνσταντίνου ως κριτικό δεν εντοπίστηκαν βιβλιογραφικές αναφορές.

107
Οι διαφορές της δομής των βιβλιοκρισιών των κριτικών της πεζογραφίας και των
κριτικών της ποίησης έγκεινται περισσότερο σε στοιχεία που προκύπτουν από την
εγγενή διαφοροποίηση των δύο ειδών. Παρόλο που η έκταση των σημειωμάτων μένει
ανεπηρέαστη από τον διαχωρισμό τους, επιμέρους μορφολογικές διαφοροποιήσεις
καθιστούν τα δύο είδη ευδιάκριτα. Έτσι, συνηθισμένο χαρακτηριστικό των
βιβλιοκρισιών πεζογραφικών έργων είναι η αναφορά στην υπόθεση του κρινόμενου
βιβλίου (άλλοτε με τη μορφή περίληψης και άλλοτε με απλή αναφορά στους βασικούς
άξονές του), στους κεντρικούς ήρωες, σε υφολογικά και γλωσσικά στοιχεία, σε
αφηγηματικές τεχνικές κλπ. Σπανιότερη –όχι ωστόσο ανύπαρκτη, κυρίως σε συλλογές
διηγημάτων– σε σχέση με τα σημειώματα ποίησης είναι η παράθεση αποσπασμάτων
των έργων (αντίστοιχη με την παράθεση στίχων και στροφών των κρινόμενων
ποιητικών συλλογών), καθώς και η προσπάθεια ένταξής τους σε λογοτεχνικά ρεύματα.
Πιο αναλυτικά: τα πολύ λίγα σημειώματα του Ξενόπουλου,224 αρκετά μεγάλα σε
έκταση, ακολουθούν εν πολλοίς την προαναφερόμενη δομή παρουσιάζοντας
εμπεριστατωμένα και με αναλυτικές περιγραφές την υπόθεση του κρινόμενου έργου,
τους χαρακτήρες των κεντρικών ηρώων, περιλαμβάνοντας παράλληλα υφολογικές και
άλλες παρατηρήσεις, καθώς και εμπλουτισμό, προς ενίσχυση των διατυπωμένων
απόψεων, με παραθέσεις τμημάτων των έργων. Σύμφωνα με τα όσα σημειώνει η
Φαρίνου: «Ο Ξενόπουλος ποτέ δεν εξέθεσε πλήρως την κριτική του μέθοδο: ουδέποτε
θα συγκατατεθώ […] να εκθέσω τας καλολογικάς μου αρχάς, διά τον λόγον ότι εις
ουδένα έχω την αξίωσιν να τας επιβάλω».225 Πράγματι, το ύφος του Ξενόπουλου
παρουσιάζεται αρκετά διαλλακτικό, παρόλο που αναμενόμενο θα ήταν ίσως το
αντίθετο, λόγω της ηλικίας και της θέσης του ως διευθυντή της Νέας Εστίας, αλλά και
ως σημαντικής και καθιερωμένης προσωπικότητας στον χώρο των ελληνικών
γραμμάτων. Έτσι, ο Ξενόπουλος συχνά περιορίζεται σε απλές συστάσεις του
κρινόμενου έργου (θετικές ή αρνητικές) προς το αναγνωστικό κοινό, χωρίς την
πρόθεση επιβολής της διατυπωμένης γνώμης. [Βλ. π.χ. τχ. 71 (1.12.1929): «Μη
νομίζετε τώρα πως θέλω να σας συστήσω το βιβλίο της κ. Ρωζέττη». Επίσης, τχ. 101
(1.3.1931): «Συσταίνω εκθύμως το διάβασμα του μικρού αυτού ρομάντσου»]. Οι
κρίσεις του είναι γενικά θετικές, απέναντι μάλιστα και προς τους νέους συγγραφείς,
στους οποίους επισημαίνει αδυναμίες (χωρίς να λανθάνει, ωστόσο, ειρωνεία) με

224
Γράφει τα λιγότερα σημειώματα (9) από όλους τους τακτικούς κριτικούς. Βλ. Πίνακα 3.
225
Φαρίνου, Ξενόπουλος: επιλογή κριτικών κειμένων, ό.π. (σημ. 21), σ. 14.

108
διάθεση συνεισφοράς στη βελτίωση της ποιότητας του έργου τους. [Βλ. π.χ. τχ. 72
(15.12.1929): «Ωραία διηγήματα, από τα ανώτερα που έχουν φανεί στην Ελλάδα. Κι
αν δεν κάνουν όλη την εντύπωση που έπρεπε να κάνουν, δεν φταίει παρά η γλώσσα
τους. Ο συγγραφεύς αγνοεί ή περιφρονεί τη σημερινή λογοτεχνική δημοτική»].226
Διαφορές, τουλάχιστον σε σχέση με το πιο μετριοπαθές ύφος του Ξενόπουλου,
παρουσιάζουν τα σημειώματα του Χάρη. Ο διευθυντής της Νέας Εστίας (ο οποίος,
όπως προαναφέρθηκε, παραμένει για πολλά χρόνια και τακτικός κριτικός του
περιοδικού, σε αντίθεση με τον Ξενόπουλο που γράφει σαφώς πιο σποραδικά) γίνεται
πολλές φορές αυστηρός και ενίοτε αιχμηρός στον σχολιασμό κειμένων και
συγγραφέων. [Βλ. ενδεικτικά, τχ. 128 (15.4.1932): «Ο κ. Λάρας Κρυστάλλης θέλει με
το ρωμάντσο του (εξήντα δύο μικρές και κακοτυπωμένες σελίδες) να μας δώση την
ιστορία ενός νέου δημοσιογράφου […] Αλλά πόση απειρία ζωής, Θεέ μου, σε όλ’
αυτά! Διαβάζεις το “Μέσα στο τρένο”, σαστίζεις και σκέπτεσαι: ώστε τόσο ολισθηρό
έδαφος είναι η τέχνη;». Επίσης, τχ. 378 (1.3.1943): «Στο γλωσσικό υλικό δεν βάζει τη
σφραγίδα του [ο Δόξας]. Ο διάλογός του, ειδικότερα, νομίζεις πως είναι φωνοληψία.
Αλλά ποιος είπε πως αυτό είναι τέχνη»;]. Ως προς τη μέθοδο προσέγγισης των
κρινόμενων έργων, ο Χάρης, όπως και οι περισσότεροι κριτικοί πεζογραφίας, είναι πιο
αναλυτικός σε περιπτώσεις θετικού σχολιασμού μυθιστορημάτων και συλλογών
διηγημάτων και λιγότερο σε περιπτώσεις που το κρινόμενο έργο δεν του προκαλεί
θετική εντύπωση. Ενώ, η περίληψη του έργου, ως τεχνική ανάλυσης, χρησιμοποιείται
στην περίπτωση των σημειωμάτων που περιέχουν θετικές κρίσεις,227 οι παραθέσεις
τμημάτων των έργων χρησιμοποιούνται ως τεχνική και στις δύο περιπτώσεις, καθώς,
όπως και στα σημειώματα του Παράσχου, ενισχύουν όχι μόνο τον θετικό, αλλά και
τον αρνητικό σχολιασμό. [Βλ., π.χ., τχ. 183 (1.8.1934): «Σελίδες κακογραμμένες,
κουραστικές, ασήμαντες. Ο νέος που τις έγραψε δεν είχε να πη τίποτα, μα τίποτα
απολύτως […] Ακούστε τις υποθέσεις των έξι αυτών διηγημάτων»].
Στα κριτικά σημειώματα μυθιστορημάτων συνήθως προβαίνει σε διαχωρισμό
μερών ή/και κεφαλαίων, πριν προχωρήσει στην κριτική επί του περιεχομένου [βλ.
ενδεικτικά το σημείωμά του για το Νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη, στο τχ. 126

226
Για τον Ξενόπουλο ως κριτικό βλ. τα εξής: 1) Ελένη Γουλή, «Ξενόπουλος, Γρηγόριος», στο: Λεξικό
Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σσ. 1600-1602. (Γίνεται αναφορά, ωστόσο, στον
Ξενόπουλο κυρίως ως θεατρικό κριτικό). 2) Φαρίνου, Ξενόπουλος: επιλογή κριτικών κειμένων, ό.π.
(σημ. 21).
227
Στις αντίθετες περιπτώσεις, όπως είναι αναμενόμενο, ο Χάρης δεν προβαίνει σε περίληψη του έργου,
αρκείται μόνο σε γενικά σχόλια επί του περιεχομένου διατυπωμένα πολλές φορές με ειρωνική χροιά,
γεγονός που συνεπάγεται και την περιορισμένη έκταση του σημειώματος.

109
(15.3.1932)]. Παρακολουθεί, τέλος, συχνά τα βασικά πρόσωπα των έργων,
σκιαγραφώντας τους χαρακτήρες τους για να επιβεβαιώσει/ενισχύσει τη διατυπωμένη
πρώτη αισθητική εντύπωση και επιχειρεί συχνά τοποθετήσεις συγγραφέων σε ρεύματα
και σχολές [βλ. π.χ. τχ. 232 (15.8.1936): «Η συμβολιστική πεζογραφία του κ.
Σφακιανάκη δεν είναι η λειψή κάπως και ψυχρή πρόζα των περισσοτέρων μιμητών του
“Φθινοπώρου” του Χατζόπουλου. Καθώς και τχ. 255 (1.8.1937): «Πέρασε [ο
Τερζάκης] από ποικίλες ιδιοσυγκρασίες, αιχμαλωτίστηκε από μερικές, στάθηκε πολύ
στους βόρειους, λάτρεψε όσους καλλιέργησαν τη συμβολιστική πεζογραφία […] Και
τώρα που κατασταλάζει, που γυρίζει στον εαυτό του και στη γη όπου θα φυτέψη το
δικό του δέντρο, έχει ό,τι λείπει από κείνους που υψώνουν σε λογοτεχνική αρχή την
απομόνωση». Τέλος, τχ. 328 (15.8.1940): «Ο κ. Κώστας Καρκαβίτσας είναι ο
τελευταίος ίσως ηθογράφος στην εποχή μας»].228
Ο Λαπαθιώτης, στη σύντομη θητεία του ως κριτικός της πεζογραφίας
παράλληλα με τον Χάρη, διαφοροποιείται από αυτόν τόσο στη μεθοδολογική όσο και
στην υφολογική προσέγγιση των κρινόμενων έργων και συγγραφέων. Ένα πρώτο
σημείο (που τον ξεχωρίζει όχι μόνο από τον Χάρη αλλά και από τη συντριπτική
πλειονότητα των υπόλοιπων κριτικών) είναι, σύμφωνα και με τα όσα δηλώνει ο ίδιος,
η απουσία συγκριτικής προσέγγισης κειμένων και συγγραφέων, τακτική την οποία
μάλιστα θεωρεί «κακή συνήθεια». Σε σημείωμά του στο τχ. 315 (1.2.1940), δηλώνει
χαρακτηριστικά: «Δεν έχω την κακή συνήθεια να κάνω συγκρίσεις, ούτε να προσπαθώ
να βρω συγγένειες κι αναλογίες μεταξύ των διαφόρων έργων, και να παραλληλίζω
συγγραφείς. Έχω τη γνώμη ότι κάθε έργο –μικρό είτε μεγάλο, μέτριο ή
αριστουργηματικό– ζη τη δική του ζωή, με τρόπο αποκλειστικό, με τρόπο αυστηρά
ατομικό, και πως αν συμβαίνη κάποτε ορισμένα έργα να παρουσιάζουν ορισμένες
τεχνικές αναλογίες, αυτό οφείλεται σε σύμπτωση απλή». Το δεύτερο σημείο
διαφοροποίησης από τον Χάρη, αφορά τη γενικά άκρως θετική στάση του απέναντι
στους κρινόμενους –πρωτοεμφανιζόμενους ή/και καθιερωμένους– συγγραφείς.
Χαρακτηριστικό είναι ότι σε κανένα από τα –συνολικά έντεκα– σημειώματά του δεν
διατυπώνονται αρνητικές κρίσεις,229 αλλά απεναντίας κυριαρχούν οι ενθουσιώδεις

228
Για τον Χάρη ως κριτικό βλ. τα εξής: 1) Θ. Δ. Φραγκόπουλος, «Ο λογοτέχνης και ο κριτικός», στο:
Εθνική Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών, Τρεις λογοτέχνες ακαδημαϊκοί, Μιχ. Δ. Στασινόπουλος, Πέτρος
Χάρης, Θαν. Πετσάλης Διομήδης, Αθήνα, Εκδότης: Ηλίας Καμπανάς, 1986. 2) Δημ. Κ.
Παπακωνσταντίνου, Πέτρος Χάρης: ο πεζογράφος, ο ταξιδιώτης, ο κριτικός και δοκιμιογράφος, Αθήνα,
Εστία, 1984.
229
Με μοναδική ίσως εξαίρεση το κριτικό του σημείωμα στο τχ. 323 (1.6.1940) για το βιβλίο του
Πετσάλη, Ο Μάγος με τα δώρα, στο οποίο εντοπίζει και καταγράφει ορισμένες αδυναμίες, τονίζοντας,

110
χαρακτηρισμοί και οι παραινέσεις προς τους νεότερους για συνέχιση της συγγραφικής
πορείας τους. [Βλ. π.χ. τχ. 313 (1.1.1940): «Αν και ο κ. Μπρεδήμας είναι νέος –και δε
μπορεί παρά να είναι νέος– είμαι βέβαιος σχεδόν ότι στο μέλλον θα μας απασχολήσει
σοβαρότερα. Και το προβλέπω μ' ευχαρίστησή μου. Και το περιμένω ταχύτατα». Και
για τον Βενέζη όμως, ως σαφώς εμπειρότερο, σημειώνει με ενθουσιασμό, στο τχ. 315
(1.2.1940): «Για τον Βενέζη έχω επανειλημμένως εκφρασθή, και πάντα επαινετικά. Κι
εφόσον, με το γράψιμό του, με υποχρεώνει να το κάνω, είμαι αναγκασμένος να το
κάνω»].230 Προς επίρρωση της επαινετικής αυτής στάσης του, βλ. τα όσα ο ίδιος ο
αναφέρει σε άρθρο του στη Φιλολογική Κυριακή:

Το να παίρνη στάση διαρκώς κανένας, τιμητή είτε Ιερεμία, δεν το βρίσκω γενικά ευχάριστο,
-αλλά κι ατομικά δε μου ταιριάζει. Προτιμώ πολύ, απεναντίας, να παίζω ρόλον
«εγκωμιαστού», ενθουσιασμένου με τα γύρω του, όσο κι αν αυτά τα γύρω του, δεν
ανταποκρίνωνται και τόσο στους επιεικείς του, κάπως εύκολους και βιασμένους
ενθουσιασμούς! Λέγοντας αδιάκοπα καλό για κατιτί, το κάνουμε καμιά φορά στο τέλος και
να γίνη!231

Στις επίσης πολύ λίγες (10 συνολικά, βλ. και Πίνακα 3) βιβλιοκρισίες του ο
Κουκούλας, που αντικαθιστά τον Λαπαθιώτη, παρουσιάζει διαφοροποιήσεις από τον
προκάτοχό του. Στα μικρής έκτασης σημειώματά του (που κάποιες φορές
παρουσιάζουν χαρακτηριστικά αναγγελίας και όχι βιβλιοκρισίας, βλ. π.χ.
δειγματοληπτικά το είκοσι μόλις σειρών σημείωμά του για το βιβλίο του Αντώνη
Γιαλούρη, Βυζαντινά και Φαναριώτικα σκίτσα, τχ. 343 (1.4.1941), ξεκινά πολύ συχνά
από την επισήμανση των αδυναμιών των κρινόμενων συγγραφέων. Σύντομες είναι οι
αναφορές, ακόμα και στα βιβλία που θεωρεί ότι «ξεχωρίζουν απ’ το μέτριο», στην
υπόθεση του έργου, στις αφηγηματικές τεχνικές, στη γλώσσα και στο ύφος του
συγγραφέα με κυρίαρχη σε κάθε σημείωμα τη διατύπωση της προσωπικής εντύπωσης
με αυστηρό ύφος, γεγονός που επιτρέπει τη γενική θεώρηση της κριτικής του
Κουκούλα ως εντυπωσιολογικής. Η άποψη αυτή ενισχύεται από την οπτική του ίδιου
για την κριτική και τον ρόλο της, όπως διατυπώνεται στο σημείωμά του για τα Κριτικά

ωστόσο, επανειλημμένα ότι στο βιβλίο «εντοπίζονται αρετές που θα μπορούσαν να τοποθετήσουν τον
Πετσάλη στην εντελώς πρώτη γραμμή των πεζογράφων μας», σ. 708.
230
Για τον Λαπαθιώτη ως συνεργάτη κριτικό περιοδικών κι εφημερίδων, δεν εντοπίζονται
βιβλιογραφικές αναφορές.
231
Ναπ. Λαπαθιώτης, «Για τους νέους, αποκλειστικά», Φιλολογική Κυριακή, τχ. 10 (26.12.1943) 155.

111
Δοκίμια του Τίμου Μαλάνου [τχ. 344 (15.4.1941), σ. 356]. Υποστηρίζει
χαρακτηριστικά για τη διάκριση αισθητικής και κριτικής: «Άλλο πράμα η αισθητική
και άλλο η κριτική. Η πρώτη είναι επιστήμη και η δεύτερη ταλέντο. Η πρώτη ζήτημα
γνώσεως και μελέτης, η δεύτερη ζήτημα δεκτικότητας και ευαισθησίας. Αν όμως ο
αισθητικός δεν είναι απαραίτητο να είναι και κριτικός, αντιθέτως ο κριτικός πρέπει να
ναι κι αισθητικός, πρέπει με άλλα λόγια να στηρίζει τις γνώμες του και τις
επιδοκιμασίες της ψυχικής εμπειρίας του σε κάποιες γενικές αρχές, που να τις
δικαιολογούν, να τις διαφωτίζουν και να τις δικαιώνουν». Η παραπάνω θεώρηση της
κριτικής έχει εφαρμογή στις βιβλιοκρισίες του περισσότερο στον πρώτο της άξονα,
αυτόν δηλαδή της λειτουργίας της ως πεδίο έκφρασης της εντύπωσης του κριτικού. Η
ύπαρξη, ωστόσο, γενικών αρχών που να τη δικαιολογούν είναι λιγότερο ξεκάθαρη στις
10 τουλάχιστον βιβλιοκρισίες του στη Νέα Εστία. Τέλος, να σημειωθεί ότι ο αρνητικός
σχολιασμός του συνόλου σχεδόν των κρινόμενων βιβλίων (μοναδική εξαίρεση
αποτελεί το προαναφερόμενο σημείωμά του για τα Κριτικά Δοκίμια του Μαλάνου, τα
οποία αναγνωρίζει ως από τις «πιο πρωτότυπες και ωραίες σελίδες του είδους») δεν
συνοδεύεται από ειρωνικούς εκφραστικούς τρόπους και αιχμηρούς χαρακτηρισμούς.
Ως ένας από τους μακροβιότερους κριτικούς της πεζογραφίας από τις στήλες της
Νέας Εστίας, ο Χατζίνης, κρίνει συχνά παραπάνω από ένα έργο στο ίδιο σημείωμα (σε
αντιστοιχία με τους κριτικούς της ποίησης),232 χωρίς ωστόσο η προσέγγισή τους να
γίνεται με επιφανειακό τρόπο. Αξιοσημείωτη είναι η παρατήρηση του Μόσχου για τη
βιβλιοκριτική μέθοδο του Χατζίνη: «Τα καθαρά βιβλιοκριτικά σημειώματα του
Χατζίνη, που δεν ήταν όμως απλά “σημειώματα”, αλλά κριτικά κείμενα ευθύβολα,
εύστοχα, μεστά σε στοχασμό και ιδέες, αναλυτικά του κρινόμενου βιβλίου στους
αρμούς του, αλλά και συνθετικά σε κριτικές παρατηρήσεις, κείμενα που εξέφραζαν
μια βαθιά προβληματιζόμενη και αδιάλειπτα γρηγορούσα πνευματική συνείδηση». 233
Πράγματι, αρκετά εκτεταμένες είναι οι αναλύσεις των κεντρικών χαρακτήρων των
μυθιστορημάτων, καθώς και ο σχολιασμός των αντιπροσωπευτικότερων διηγημάτων
σε περιπτώσεις ανάλογων βιβλιοκρισιών. Σε περιπτώσεις μελετών, δοκιμίων και
βιβλίων κριτικής εκφράζει συχνά, όπως οι περισσότεροι κριτικοί, έμμεσα ή άμεσα τις

232
Ενώ στους κριτικούς της ποίησης η συμπερίληψη πολλών έργων σε ένα σημείωμα είναι, όπως
παρατηρήθηκε, συνηθισμένη, στους κριτικούς της πεζογραφίας αποτελεί σπάνια επιλογή κυρίως λόγω
της έκτασης των βιβλίων που απαιτούν και την ανάλογη έκταση σημειώματος.
233
Πρόκειται για απόσπασμα από το κριτικό σημείωμα του Μόσχου για τον τόμο του Γιάννη Πετριτάκη
και της Φρόσως Χατζίνη, Ο Γιάννης Χατζίνης και τα νεοελληνικά Γράμματα, στο τχ. 1370 (1.8.1984)
1036.

112
δικές του απόψεις για ζητήματα που αφορούν την σύγχρονη με τον ίδιο ποιητική ή
πεζογραφική παραγωγή, καθώς και για την ίδια την κριτική και τον ρόλο της. Το ύφος
του Χατζίνη είναι, σε γενικές γραμμές, ηπιότερο από αυτό του Χάρη και άλλων
κριτικών πεζογραφίας.
Η εντύπωση που σχηματίζει κανείς από τις βιβλιοκρισίες του είναι ότι γενικά
εντοπίζει και εμμένει περισσότερο στα θετικά στοιχεία των βιβλίων που κρίνει, ακόμα
κι όταν πρόκειται για έργα που θεωρεί μέτρια ή/και που δεν πετυχαίνουν πλήρως τον
σκοπό τους. Εύστοχοι είναι συνεπώς οι χαρακτηρισμοί που του αποδίδει ο
Σπανδωνίδης, επισημαίνοντας την «έλλειψη δριμύτητας και την ημερότητα του
στοχασμού του» και καταλήγοντας στη γενική αποτίμηση ότι πρόκειται για έναν «ήπιο
κριτικό».234 Συχνά, ακόμα και ο εντοπισμός των αρνητικών στοιχείων εκφράζεται με
μετριοπάθεια, και με την επισήμανση ότι η κατάθεση της προσωπικής του εντύπωσης
δεν αποβλέπει στην επιβολή της [Βλ., π.χ., ενδεικτικά το σημείωμά του στο τχ. 942
(1.10.1946) για το βιβλίο του Μάτσα: «θέλω να πω ότι δεν πετυχαίνει τη συμμετοχή
στο ύψος που ο ίδιος ο λόγος του αποβλέπει. Ίσως όμως να πρόκειται και για μια
προσωπική μου αντίδραση». Καθώς επίσης και τχ. 951 (15.2.1967), για τη συλλογή
διηγημάτων του Παύλου Φλώρου: «Ίσως άλλοι να σχηματίσουν μιαν άλλη εντύπωση.
Πάντως, εγώ προτιμώ άλλα διηγήματα, όπως είναι το θαυμάσιο εκείνο «Ο Γυρισμός»,
ή η «Αμαζόνα του Ζερμάτ». Σε ανάλογες δηλώσεις προέβαινε, όπως είδαμε
προηγουμένως, και ο Ξενόπουλος]. Για την ηπιότητα των εκφραστικών του τρόπων
και την «καλόγνωμη» κριτική του, ιδιαίτερα σημαντικό είναι το παρακάτω σχόλιο του
Χατζηανέστη:

Όσοι αναγνώστες της Νέας Εστίας ανήκουν στη γενιά μου, θα έχουν παρακολουθήσει,
ασφαλώς, από τα προπολεμικά χρόνια μέχρι την άνοιξη του 1975 –έτους του θανάτου του–
τα σύντομα ή εκτενέστερα σημειώματα του Χατζίνη, για λογοτεχνικά, κυρίως, έργα, και
θα έχουν εντυπωσιαθεί από την καλόγνωμη κριτική του διάθεση, από το άνετο και ζεστό
ύφος του, από την ανορθόδοξη μέθοδό του, που ξεκινούσε από το κρινόμενο έργο σαν
ερέθισμα και, για να αφήσει τη λαγαρή και χυμώδη σκέψη του να περιπλανηθεί σε θέματα
ζωής και τέχνης, καθώς και από τον τόσο πολιτισμένο τρόπο με τον οποίο διατύπωνε
αντιρρήσεις ή υποκρυπτόμενες απορρίψεις.235

234
Βλ. τχ. 568 (1.3.1951), το σημείωμα του Σπανδωνίδη στο «Δεκαπενθήμερο».
235
Ερ. Χατζηανέστης, «Γιάννης Χατζίνης, Ο κριτικός», Νέα Εστία, τχ. 1666 (1.12.1996) 1544-1554. Σε
υποσημείωση διευκρινίζεται ότι το 1995 είχαν συμπληρωθεί 25 χρόνια από τον θάνατο του Χατζίνη και
η Νέα Εστία τον «θυμάται με αυτό το λαμπρό κριτικό κείμενο». Για τον Χατζίνη ως κριτικό, εκτός από

113
Λιγότερο αναλυτικός σε σχέση με τον Χατζίνη (τον οποίο αντικαθιστά στην
κριτική της πεζογραφίας) είναι ο Ξενοφών Καράκαλος. Στις περιπτώσεις κριτικής
μυθιστορημάτων τα σημειώματα περιλαμβάνουν μια αρκετά περιληπτική περιγραφή
της υπόθεσης και των στόχων του συγγραφέα, χωρίς τα στοιχεία αυτά να αποτελούν
αφορμές, όπως στην περίπτωση του Χατζίνη, για περαιτέρω ανάλυση και διατύπωση
απόψεων για γενικότερα ζητήματα. Το σχόλιο του Καράκαλου στο σημείωμά του για
το βιβλίο του Γ. Μ. Πολιτάρχη, Το μυστικό της νεκρής πολιτείας [τχ. 1250 (1.8.1979)]
συνοψίζει, θα λέγαμε, τη συνηθέστερη δομή των σημειωμάτων του: «Στο σημείο αυτό,
νομίζουμε πως θα πρέπει να σταματήσουμε. Δεν θα ωφελούσε σε τίποτα η λεπτομερής
έκθεση της υπόθεσης του μυθιστορήματος του κ. Πολιτάρχη, μια και η χονδρική
περιγραφή του περιγράμματός του είμαι βέβαιος πως δεν αφήνει καμιάν αμφιβολία για
τους σκοπούς του. Μένει να ιδούμε αν “Το μυστικό της νεκρής πολιτείας” κατόρθωσε
να πραγματώσει και αν ναι, ως ποιο σημείο, τις συλλήψεις του συγγραφέα του».
Η ίδια περίπου δομή ακολουθείται και στις περιπτώσεις βιβλιοκρισιών για
συλλογές διηγημάτων. Σε υφολογική αντιστοιχία με τον Χατζίνη, ο Καράκαλος
εκφράζεται με μετριοπάθεια, εστιάζοντας στα θετικά σημεία των κρινόμενων έργων.
Στις περιπτώσεις εντοπισμού αδυναμιών φροντίζει να επισημάνει ότι πρόκειται για
προσωπική γνώμη, που δεν μειώνει τη συνολική προσπάθεια του δημιουργού [βλ., π.χ.,
τχ. 1264 (1.3.1980): «οπωσδήποτε η αστοχία –αν μπορεί να θεωρηθεί αστοχία– που
επεσημάναμε δεν μειώνει ούτε στο ελάχιστο την αξία του καινούργιου βιβλίου του
Σαχίνη»)]. Με την κριτική του επιχειρεί, όπως φαίνεται, να σταθεί βοηθητικός
απέναντι στους συγγραφείς, είτε πρόκειται για καθιερωμένους είτε για
πρωτοεμφανιζόμενους [βλ. π.χ. τχ. 1168 (1.3.1976): «Μια συμβουλή μονάχα έχουμε
να δώσουμε στον κ. Κοκάντζη: να προσέχει κάπως περισσότερο τη γλώσσα του»].
Συμπερασματικά, η διαλλακτικότητά του εξηγείται απόλυτα από τα όσα ο ίδιος
υποστηρίζει σε σημείωμά του στο τχ. 1198 (1.6.1977), αναφορικά με τη λειτουργία
της κριτικής:

Επειδή, πάντως, δεν συμπαθούμε τις απόλυτες κρίσεις, όταν, μάλιστα, διατυπώνονται με
κατηγορηματικότητα που δεν επιδέχεται καμιάν αμφισβήτηση, κάνουμε τη σκέψη πως
ίσως να μην φταίει η υπόθεση του έργου του κ. Παπαπάνου που δεν κατόρθωσε να βρει το
κλειδί της δεκτικότητάς μας. Στο τέλος-τέλος, η κριτική, αυτό, δηλαδή, που συνηθίσαμε να

το παραπάνω δεκασέλιδο άρθρο, βλ. επίσης: Ανδρέας Καραντώνης: «Γιάννης Χατζίνης. Ο κριτικός κι
ο λογοτέχνης», Νέα Εστία, τχ. 1154 (1.8.1975) 1050-1052.

114
ονομάζουμε “κριτική”, δεν είναι τίποτε άλλο από τις προσωπικές εντυπώσεις ενός
αναγνώστη, που επειδή έχει τη ματαιοδοξία να θέλει να τις βλέπει τυπωμένες, του κολλάμε
την ετικέτα του “κριτικού”. Οι κρίσεις, ωστόσο, του κριτικού κάθε άλλο παρά αποτελούν
θέσφατα.

Τέλος, εντάσσω τον Ξύδη και τον Μακρή στην κατηγορία των κριτικών βιβλίων
θεωρητικού περιεχομένου. Οι ελάχιστες βιβλιοκρισίες του Ξύδη για ποιητικές
συλλογές, όπως αναφέρθηκε, δεν επιτρέπουν την ένταξή του στους κριτικούς της
ποίησης στη Νέα Εστία, παρόλο που η συνεισφορά του στον τομέα αυτόν
αναγνωρίζεται ως η κυρίαρχη στη θητεία του ως κριτικού γενικότερα. Έτσι, σε
σημείωμά του για το έργο του Ηλειακά [βλ. τχ. 1337 (15.3.1983)] ο Μακρής αναφέρει:
«Τον κ. Θ. Ξύδη τον ήξερα σαν ένα ξεχωριστό ποιητή καθώς και κριτικό της
λογοτεχνίας –της ποίησης ιδιαίτερα– με γερά “φόντα”, όπως λένε: ενημερότητα,
ευθυκρισία και καλλιεργημένο λόγο». 236 Η «ενημερότητα» του Ξύδη, όπως την
επεσήμανε ο Μακρής, για πρόσωπα και έργα του χώρου της ποίησης φανερώνεται
συχνά και στις βιβλιοκρισίες του για βιβλία θεωρητικού περιεχόμενου. [Βλ. π.χ.
ενδεικτικά, τχ. 1265 (15.3.1980) στο σημείωμά του για τη μελέτη του Στέλιου Ι.
Αρτεμάκη, Παναγιώτης Κανελλόπουλος (Συνομιλίες και μελετήματα): «θεωρώ
απαραίτητο να μιλήσω με την ευκαιρία, για την ποίηση του Παναγιώτη
Κανελλόπουλου»].
Το ύφος του Ξύδη είναι γενικά μετριοπαθές και αρκετές φορές γίνεται ιδιαιτέρως
επαινετικό, ενώ τα σημεία στα οποία εστιάζει είναι η πληρότητα και η ακρίβεια των
βιβλιογραφιών, οι εισαγωγές και η γενικότερη επιμέλεια των τόμων αλληλογραφίας
[βλ. π.χ. το σημείωμά του για την έκδοση της αλληλογραφίας του Καβάφη προς τον
Βαϊάνο τχ. 1269 (15.5.1980): «Το εισαγωγικό δοκίμιο του Ε. Ν. Μόσχου είναι πολύ
προσεκτικό και δείχνει κριτική σκέψη και ευαισθησία. Φωτίζει διάφορες πλευρές του
θέματός του»], καθώς και το περιεχόμενο των μελετών. Ειδικότερα στις τελευταίες,
στις περιπτώσεις δηλαδή των κρινόμενων μελετών για πρόσωπα ή/και θέματα της
μεταβυζαντινής και νεοελληνικής γραμματείας, το σημείωμα περιλαμβάνει εκτενή
σχολιασμό των εισαγωγών και των βασικών τμημάτων/κεφαλαίων της μελέτης. [Βλ.,
π.χ., τχ. 1289 (15.3.1981)] το πεντασέλιδο σημείωμά του για τον τόμο μελετημάτων

236
Στις ελάχιστες βιβλιοκρισίες ποιητικών συλλογών ακολουθεί τη συνηθέστερη δομή των
σημειωμάτων των υπόλοιπων κριτικών της ποίησης, με παράθεση στίχων και στροφών, εντοπισμό
επιδράσεων και αισθητική αποτίμηση στο κυρίως μέρος του σημειώματος.

115
του Διονυσίου Ζακυθηνού, Μεταβυζαντινά και Νέα Ελληνικά, στο οποίο ο Ξύδης
έπειτα από την περιγραφή των περιλαμβανόμενων δοκιμίων προχωρά σε λεπτομερή
σχολιασμό των σημαντικότερων απ’ αυτά]. Τέλος, ο Χάρης σε σημείωμα για τον
θάνατό του [στο τχ. 1373 (…)] αναφέρεται μεταξύ άλλων στη σχολαστικότητα του
Ξύδη και στην τακτική του να παρακολουθεί ο ίδιος τις διορθώσεις των βιβλιοκρισιών
του. «Στις 16 Ιουλίου επήγε ο Ξύδης στο τυπογραφείο να διορθώσει την κριτική του
για τις μεταφράσεις των “Ορφικών Ύμνων” από τον κ. Δ. Π. Παπαδίτσα και τη δ. Ε.
Λαδιά, το τελευταίο του δημοσίευμα, –ήταν τόσο ευσυνείδητος που δεν άφησε ποτέ
να τυπωθεί κείμενό του αν δεν έβλεπε ο ίδιος την –επί του πιεστηρίου διόρθωση»,
σημειώνει χαρακτηριστικά.
Ιδιαιτέρως θετικός είναι σε αντιστοιχία με τον Ξύδη και ο Μακρής στις κρίσεις
του. Στις περιπτώσεις βιβλιοκρισιών μελετών για πρόσωπα και θέματα της
νεοελληνικής γραμματείας, επιχειρεί αναφορά στο περιεχόμενό τους, καταθέτοντας
πάντα και τις δικές του γνώσεις γύρω από αυτά. [Βλ. π.χ. δειγματοληπτικά το
σημείωμά του στο τχ. 1337 (15.3.1983) για τη μελέτη του Βαφόπουλου: Το πνευματικό
πρόσωπο της Θεσσαλονίκης, το οποίο του δίνει το κίνητρο να αναφερθεί και ο ίδιος
στην πνευματική παράδοση της πόλης]. Τα κρινόμενα βιβλία γίνονται έτσι αφορμή για
τη διατύπωση προβληματισμού και ερωτημάτων [βλ. π.χ. δειγματοληπτικά τις σκέψεις
που εκφράζει στο σημείωμα για τα Ηλειακά του Ξύδη. Σημειώνει χαρακτηριστικά: «Η
εργασία του κ. Ξύδη μ’ έκανε ν’ αναλογιστώ πόσο άδικη είναι, αλήθεια, η ιεράρχηση
των πνευματικών επιτευγμάτων. Και ειδικά το γεγονός ότι τα προϊόντα της έμπνευσης:
την ποίηση, την πεζογραφία, τα υπερτιμούμε αντίκρυ στα προϊόντα της πιο επίπονης
μελέτης και έρευνας»], καθώς και για την έκφραση τελικά της προσωπικής του
άποψης, η οποία συχνά αφορά την κριτική και τον ρόλο της. Ο Μακρής θίγει συχνά
στις βιβλιοκρισίες του το ζήτημα αυτό, ακόμα και σε βιβλία που δεν έχουν ως άμεσο
θέμα τη λειτουργία της. Ωστόσο, κατεξοχήν αφορμή για την ενασχόληση με το θέμα
της κριτικής του δίνουν βιβλία που το πραγματεύονται, κατ’ αντιστοιχία και με τους
υπόλοιπους συνεργάτες που κρίνουν βιβλία για την κριτική και τους κριτικούς [βλ.
ενδεικτικά το σημείωμά του για το βιβλίο του Διονυσίου Γιατρά: Η κρίση της κριτικής,
τχ. 1335 (15.2.1983)].237

237
Το βιβλίο δεν αφορά τη λογοτεχνική κριτική, αλλά τη μουσική. Ωστόσο, ο Μακρής γενικεύει το
ζήτημα: «Ο Γιατράς επιχειρεί μ’ επιτυχία ν’ ανασκευάσει τις αιτιάσεις που δέχεται η κριτική και τις
αμφισβητήσεις για τη σκοπιμότητα, άρα και την ωφελιμότητά της. Και είναι γνωστό ότι το ζήτημα
μπαίνει, από παράδοση, σαν μια ανειρήνευτη αντιδικία, ανάμεσα στην καλλιτεχνική δημιουργία και
στην κριτική», σ. 274.

116
ΙΙΙ. Το επιλογικό μέρος

Το επιλογικό μέρος των κριτικών σημειωμάτων λαμβάνει συνήθως τρεις βασικές


μορφές.238 Στην πρώτη κατηγορία δεν παρουσιάζεται αυτόνομο από το κυρίως μέρος
του σημειώματος. Δεν είναι ευδιάκριτη δηλαδή η διαφοροποίησή του από τον βασικό
κορμό της ανάλυσης του κρινόμενου έργου. Σε αυτές τις περιπτώσεις (που είναι
αριθμητικά οι λιγότερες) η συλλογιστική πορεία του κριτικού (με τη διαδοχή των
επιχειρημάτων που περιλαμβάνει) φτάνει μέχρι το τέλος του σημειώματος και
περιλαμβάνει αναφορές είτε στη μορφή είτε στο περιεχόμενο του βιβλίου, ανάλογα με
το ποιο τμήμα έχει προηγηθεί, ενώ δεν λείπουν και οι παραθέσεις στίχων (όταν
κρίνονται βιβλία ποίησης) που «κλείνουν» το σημείωμα.
Η πιο συνηθισμένη, ωστόσο, μορφή επιλόγου είναι εκείνη που αυτονομείται από
το βασικό μέρος του σημειώματος και παρουσιάζει ανακεφαλαιωτικό χαρακτήρα,
περιλαμβάνοντας τις περισσότερες φορές μια συμπερασματική αισθητική αποτίμηση.
Στις περιπτώσεις που η προαναφερόμενη αποτίμηση είναι θετική ο κριτικός εκφράζει
συμπερασματικά τα συναισθήματα χαράς και απόλαυσης που του προσέφερε η
ανάγνωση του έργου, με συνολικότερες κάποτε αναφορές στη λειτουργία της τέχνης
αλλά και της κριτικής προς αυτή την κατεύθυνση. Στις περιπτώσεις εκείνες που ο
προηγηθείς σχολιασμός είναι αρνητικός, ο επίλογος γίνεται λακωνικός κι αν το ύφος
του κριτικού είναι εν γένει αιχμηρό, διατυπώνονται ειρωνικά επιλογικά σχόλια.
Τέτοιου είδους επιλογικά σχόλια εντοπίζονται ιδίως στις περιπτώσεις συμπερίληψης
πολλαπλών βιβλίων σε ένα σημείωμα. [Βλ. π.χ. ενδεικτικά το σχόλιο του
Παπανικολάου, στο σημείωμά του για 4 ποιητικές συλλογές στο τχ. 318 (15.3.1940):
«Ίσως οι στιχουργοί που με απασχόλησαν στο σημείωμά μου αγαπούν πραγματικά την
Ποίηση, μα μου φαίνεται πως δεν είναι αυτό και λόγος για να την κακοποιούν…»].
Τέλος, στην τρίτη μορφή επιλόγου, εντοπίζονται παραινέσεις προς τους
κρινόμενους συγγραφείς (κυρίως σε αυτή την περίπτωση προς τους νεότερους) ή/και
αποτροπή για τη συνέχιση του συγγραφικού τους έργου σε περιπτώσεις προηγηθέντων
αρνητικών σχολίων. Όπως αναφέρθηκε, το στοιχείο των παραινέσεων αποτελεί,
συνήθως, τμήμα του βασικού κορμού των σημειωμάτων. Σε περίπτωση ένταξης στο

238
Ανεξαρτήτως της κατηγορίας στην οποία ανήκει, ο επίλογος δεν διαχωρίζεται πάντοτε μορφικά από
το βασικό μέρος με ξεκάθαρο τρόπο, όπως αντίθετα ο πρόλογος. Σε πολλές περιπτώσεις δεν
περιλαμβάνεται ούτε σε ξεχωριστή παράγραφο, αλλά εμφανίζεται ενωμένος με την υπόλοιπη
βιβλιοκρισία.

117
κυρίως μέρος, στον επίλογο οι προτροπές απλώς επαναλαμβάνονται με τη συχνή
δήλωση της αναμονής για τις επόμενες συγγραφικές προσπάθειες.
Παρόλο που οι ιδεολογικές και αισθητικές αρχές των κριτικών της Νέας Εστίας,
καθώς και η εύστοχη ή άστοχη αξιολόγηση έργων και συγγραφέων αποτέλεσαν (όπως
θα δούμε και στο επόμενο κεφάλαιο) σε όλο το διάστημα της εξεταζόμενης
εξηκονταετίας, αντικείμενο ευρύτατου σχολιασμού και αφορμή πολλαπλών
συζητήσεων, δεν συνέβη το ίδιο και με τα ζητήματα της μεθοδολογικής και
υφολογικής προσέγγισης έργων και συγγραφέων στα κριτικά τους σημειώματα.239 Οι
περισσότερες σχετικές αναφορές συνήθως αρκούνται στην απλή καταγραφή των
βασικών χαρακτηριστικών τους (κάποτε η περιγραφή τους γίνεται με σατιρική
διάθεση), ενώ σε άλλες περιπτώσεις ελάχιστα σχόλια (και κυρίως για το ύφος τους)
περιλαμβάνονται σε ευρύτερα συμφραζόμενα και σε μονογραφίες για ορισμένους εκ
των βασικών μόνο κριτικών. Τέλος, ελάχιστα συμπεράσματα για την πρόσληψη της
μεθόδου τους προκύπτουν, όπως είδαμε, και από τις επιστολές των κρινόμενων
συγγραφέων, αποδίδοντας στη συγχρονία τους τις αντιδράσεις τους γύρω από τις
βιβλιοκριτικά σημειώματα.
Ένα χαρακτηριστικό, αν και σύντομο, σημείωμα (που αποδίδει και αυτό στη
συγχρονία την αντίδραση του συντάκτη του και εμμέσως του περιοδικού, απέναντι
στους περισσότερους εκείνη τη χρονική περίοδο κριτικούς της Νέας Εστίας) είναι αυτό
του Μιχ. Χαννούση, δημοσιευμένο στο περιοδικό Ξεκίνημα το 1933.

Ο κ. Θρύλος σκυλλοβρίζει χωρίς να διαβάζη τα βιβλία που κρίνη! Ο κ. Άγρας γράφει


υπερβολικά ακαταλαβίστικα ή υπερβολικά διθυραμβικά. […] Ο κ. Καραντώνης
βερμπαλίζει αφόρητα και δεν λέει ό,τι …θέλει να πη. Ο κ. Παράσχος παρ’ όλη την
μόρφωσή του, εξακολουθεί να ναι …χαιρέκακος. Κρίνει, διαλέγοντας πάντα τα χειρότερα
μέρη ενός βιβλίου. Ο κ. Πέτρος Χάρης, παρ’ όλη την ευσυνειδησία του, δεν μας ικανοποιεί.
Ο κ. Κοτζιούλας μιμείται κακά τον Καραντώνη […] και τέλος ο κ. Δημαράς, ο κ.
Νικoλαρεΐζης, κι’ ο κ. Σιδέρης, τρις από τους καλλίτερους και πιο «αθόρυβους» «νέους»
κριτικούς μας, αναφαίνονται (γιατί;) σαν κομήτες στο κριτικό στερέωμα.240

239
Η έλλειψη αναφορών αποδεικνύεται και από την ελάχιστη βιβλιογραφία που παρατέθηκε
προηγουμένως για κάθε έναν από τους τακτικούς κριτικούς-συνεργάτες του περιοδικού.
240
Μιχ. Χαννούσης, «Το φιλολογικό και καλλιτεχνικό 1933. Το Βιβλίο», Ξεκίνημα, τχ. 13 (Γενάρης
1934), 22. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Χαννούσης (και το οποίο σχετίζει στη συνέχεια με
την ευθύνη της κριτικής για τη δυσμενή κατάσταση του ελληνικού βιβλίου) είναι το εξής: «Με τις
παραπάνω προϋποθέσεις –και χωρίς να θέλουμε να καταργήσουμε την ελληνική κριτική–
αναγκαζόμαστε να ομολογήσουμε την έλλειψη ενός ανώτερου κριτικού πνεύματος, που να ναι σε θέση
να “σφραγίζη” με την αμερόληπτη κρίση του την αξιόλογη δημιουργία». Μέρος του σημειώματος

118
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Μια ιστορία της κριτικής πρόσληψης

Πέρα από τις μεθοδολογικές (ως προς την τυπολογία και τη δομή των βιβλιοκριτικών
σημειωμάτων) συγκλίσεις ή αποκλίσεις που παρουσιάστηκαν στο προηγούμενο
κεφάλαιο, οι κριτικοί της Νέας Εστίας, όπως άλλωστε οι επικαιρικοί κριτικοί κάθε
εντύπου, εκφράζουν με τις βιβλιοκρισίες τους βαθύτερες ιδεολογικές και αισθητικές
τάσεις που ενδέχεται με τη σειρά τους να έρχονται σε σύγκρουση ή σύγκλιση με την
ιδεολογική και αισθητική προσέγγιση των διευθυντών του περιοδικού. Συνεπώς, στην
περίπτωση αυτή ανακύπτει το ζήτημα των κριτηρίων επιλογής των συνεργατών από
τον εκάστοτε διευθυντή.
Στόχος του παρόντος κεφαλαίου είναι η μελέτη των βιβλιοκριτικών
σημειωμάτων των κριτικών, όχι πλέον υπό το πρίσμα της μορφολογίας τους και της
μεθόδου προσέγγισης των κρινόμενων βιβλίων, αλλά υπ’ αυτό της διερεύνησης των
βαθύτερων αισθητικών κριτηρίων που καθορίζουν εν πολλοίς τη θετική ή αρνητική
κριτική. Από τη μελέτη τους στόχος είναι, καταρχάς, να προκύψουν μικρά πορτραίτα
των κριτικών, να εξεταστούν δηλαδή τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν την ιδιαίτερη
πνευματική τους φυσιογνωμία και καθορίζουν τη δική τους συνεισφορά στην κριτική
του νεοελληνικού πνευματικού χώρου. Σε ένα δεύτερο επίπεδο επιχειρείται η
συγκρότηση μιας εποπτικής ιστορίας της κριτικής πρόσληψης των κυριότερων
συγγραφέων των ελληνικών γραμμάτων.
Η μεθοδολογική προσέγγιση ενός τόσο εκτενούς χρονικού ανύσματος, όσο αυτό
της εξεταζόμενης εξηκονταετίας, απαιτεί αναγκαστικά αφενός κάποιον διαχωρισμό
των χρονικών διαστημάτων που περιλαμβάνει, αφετέρου δε μια επιλογή των
σημαντικότερων Ελλήνων συγγραφέων, για τους οποίους θα γίνει εκτενέστερος λόγος
και θα παρατεθούν πιο αναλυτικά στατιστικά στοιχεία. Ως προς τον πρώτο άξονα,
επιλέχθηκε να μην ακολουθηθεί μία διάκριση που θα βασιζόταν σε ιστορικοπολιτικά
κριτήρια, αλλά με δεδομένο ότι η κριτική του περιοδικού είναι εν πολλοίς, όπως ήδη

καταγράφει και η στήλη «Περιοδικά κι Εφημερίδες» της Νέας Εστίας. Με τα εξής σχόλια: «Επισκόπηση
του φιλολογικού 1933 από τον κ. Μιχ. Χαννούση, ο οποίος θεωρεί απαραίτητον να προτάξη τον εξής
πρόλογον». Και καταλήγει στο: «Αλλ’ εις τας παρατηρήσεις αυτάς είναι βέβαιος ο νέος αρνητής ότι
υπάρχει το ανώτερο κριτικό πνεύμα και η αμερόληπτος κρίσις;».

119
διαπιστώθηκε, προσωποκεντρική,241 θεωρήθηκε δόκιμη η παρακολούθηση της
πρόσληψης από τους βασικούς συνεργάτες (τακτικούς κριτικούς) του περιοδικού των
σημαντικότερων εκπροσώπων των ελληνικών γραμμάτων και των βασικότερων
λογοτεχνικών τάσεων. Με βάση την παραπάνω επισήμανση, στους τακτικούς
συνεργάτες που ανέλαβαν για εκτενές χρονικό διάστημα την κριτικής της ποίησης, της
πεζογραφίας και των βιβλίων θεωρητικού περιεχομένου του περιοδικού,
συμπεριλαμβάνονται με σειρά χρονολογική, με βάση τα χρονικά διαστήματα που
ανέλαβαν τη θέση των τακτικών κριτικών του περιοδικού (λαμβάνοντας υπόψη
ωστόσο τη χρονική αλληλοκάλυψη ορισμένων εξ αυτών) και εσωτερικά ειδολογική
(ανά πεζογραφία, ποίηση και βιβλία θεωρητικού περιεχομένου για θέματα και
πρόσωπα της ελληνικής λογοτεχνίας), οι εξής: Ξενόπουλος, Χάρης, Λαπαθιώτης,
Κουκούλας, Χατζίνης, Καράκαλος για την κριτική της πεζογραφίας· Άγρας,
Παράσχος, Παπανικολάου, Χουρμούζιος, Καραντώνης, Μόσχος και
Παπακωνσταντίνου για την κριτική της ποίησης∙ Ξύδης και Μακρής για βιβλία
θεωρητικού περιεχομένου. Με αυτόν τον τρόπο επιχειρείται η χρονολογική
παρακολούθηση των σημαντικότερων εξελίξεων σε ποίηση και πεζογραφία, όπως
αυτές αποτυπώθηκαν στη στήλη της κριτικής των βιβλίων της Νέας Εστίας.
Στόχος της επιλεγείσας μεθόδου είναι μέσα από την αισθητική προσέγγιση των
κριτικών (αλλά και των διευθυντών του περιοδικού, καθώς οι ίδιοι –και περισσότερο
βεβαίως ο Χάρης– ανήκουν και στους κριτικούς της εξεταζόμενης στήλης) να
διερευνηθεί η ευρύτερη στάση της Νέας Εστίας απέναντι σε πρόσωπα και κινήματα
που καθόρισαν την πορεία των νεοελληνικών γραμμάτων. Ο δεύτερος άξονας, που
αφορά την επιλογή αυτών των προσώπων και κινημάτων, θα συμπεριλάβει
εκτενέστερες αναφορές στους βασικότερους εκπροσώπους της γενιάς του 1930 (με
δεδομένη την ίδρυση του περιοδικού το 1927) και των μεταπολεμικών συγγραφέων σε
ποίηση και πεζογραφία, χωρίς να απουσιάζει ωστόσο και η εξέταση της αντιμετώπισης
παλιότερων χρονολογικά, καθοριστικών, ωστόσο, μορφών της ελληνικής λογοτεχνίας,
όπως για παράδειγμα του Σολωμού, του Καβάφη και του Παλαμά. 242 Να σημειωθεί,
τέλος, ότι στο παρόν κεφάλαιο δεν θα επιχειρηθεί η αποτίμηση των κριτικών

241
Βλ. τα όσα αναφέρθηκαν σχετικά με τη βαρύτητα που έδιναν οι διευθυντές (σύμφωνα και με τις δικές
τους δηλώσεις) στην επιλογή των προσώπων που θα ήταν υπεύθυνα για την άσκηση της κριτικής.
242
Στις περιπτώσεις αυτές, θα εξεταστούν κυρίως κριτικά σημειώματα για επανεκδόσεις έργων τους
ή/και για μελέτες γύρω από αυτά.

120
ευστοχιών και αστοχιών, καθώς το ζήτημα αυτό θα μας απασχολήσει στο επόμενο
κεφάλαιο.

Όπως ήδη αναφέρθηκε (βλ. κεφ. 3) ο Ξενόπουλος ως ιδρυτής και πρώτος διευθυντής
της Νέας Εστίας, επέλεξε για τη στήλη της κριτικής έναν πυρήνα συνεργατών που αν
και νέοι ηλικιακά (οι περισσότεροι τουλάχιστον) είχαν διαμορφωμένες τις αισθητικές
τους αντιλήψεις έχοντας πραγματοποιήσει τις πρώτες τους εμφανίσεις είτε ως
λογοτέχνες και οι ίδιοι είτε/και ως κριτικοί σε άλλα περιοδικά. Αν και δεν εντοπίζονται
αναλυτικές πληροφορίες για τα βαθύτερα αισθητικά και ιδεολογικά κριτήρια επιλογής
από τη μεριά του Ξενόπουλου (σε επιστολές, για παράδειγμα, προς τους συνεργάτες
του ή σε διευκρινιστικά σημειώματα στα πρώτα τεύχη της Νέας Εστίας),243
χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι αρκετοί εξ αυτών έκαναν τα πρώτα τους βήματα
στον χώρο της κριτικής μέσα από τη Διάπλαση των Παίδων. Υπ’ αυτό το πρίσμα,
θεωρήθηκε ότι η αισθητική τους ταυτότητα επηρεάστηκε, εν πολλοίς, από την
προσωπικότητα και τις αντίστοιχες αισθητικές αντιλήψεις του ίδιου του Ξενόπουλου.

Ι. Γρηγόριος Ξενόπουλος
Βασικό χαρακτηριστικό της πνευματικής δραστηριότητάς του είναι «το ζωηρό
ενδιαφέρον του για τις συνθήκες άσκησης και τις μεθόδους της λογοτεχνικής και
θεατρικής κριτικής ή για την ανυπαρξία τους, το οποίο μπορεί εύκολα να το συναγάγει
κανείς από τους σχετικούς και μόνο τίτλους της αρθρογραφίας του», 244 όπως
υπογραμμίζει η Φαρίνου-Μαλαματάρη. Ωστόσο, άρρηκτη καθίσταται, κατά γενική
ομολογία, η σύνδεση του κριτικού και πεζογραφικού του έργου,245 με κομβικό σταθμό
στην πορεία του (που επηρεάζει και τις δύο δραστηριότητές του) το έτος 1899, όταν
«εγκαταλείπει τον αριστοκρατισμό της τέχνης που συνδυάζεται με τον αισθητισμό, το
συμβολισμό και γενικότερα το μοντερνισμό) και στρέφεται προς το μεγάλο κοινό».246

243
Εκτός από τα δύο συνοπτικά σημειώματα σχετικά με τα ονόματα των συνεργατών που
αναλαμβάνουν την κριτική του περιοδικού και με τη δήλωση για την ελεύθερη έκφρασή τους ακόμα κι
αν αυτή οδηγεί σε αντιδράσεις των κρινόμενων, που αναφέρθηκαν σε προηγούμενο κεφάλαιο.
244
Βλ. Φαρίνου, Ξενόπουλος: επιλογή κριτικών κειμένων, ό.π. (σημ. 21), σ. 13.
245
«Το κριτικό του έργο δεν πρέπει να διαχωρίζεται από το δημιουργικό», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Ό.π., σ. 77. Η άποψη του Ξενόπουλου για την κριτική εντάσσεται σε εκείνη των όσων βλέπουν την
κριτική ως δημιουργία: Βλ. στη βιβλιοκρισία του για το Ελεύθερο Πνεύμα του Θεοτοκά: «Δύο ειδών
ανθρώπους θεωρώ καλούς και χρήσιμους στην πολιτεία των Γραμμάτων: τους δημιουργούς που
παράγουν το Ωραίο, και τους κριτικούς που ενθουσιάζονται μ’ αυτό και το εξαίρουν, ή το εξηγούν για
τον κόσμο. Πολλές φορές μάλιστα κ’ οι κριτικοί αυτοί είναι δημιουργοί κ’ η εξήγησή τους έχει τόση
αξία, όση σχεδόν και το έργο που εξηγούν».
246
Βλ. Φαρίνου, Ξενόπουλος: επιλογή κριτικών κειμένων, ό.π. (σημ. 21), σ. 18.

121
Απόρροια της στροφής που συντελείται είναι η ενασχόλησή του με το επιφυλλιδικό
μυθιστόρημα, ειδικότερα κατά τη δεκαετία 1910-1920, με κομβικό ωστόσο σταθμό το
έτος 1927. Παράλληλα με την ίδρυση της Νέας Εστίας τη χρονιά αυτή, ο Ξενόπουλος
έρχεται σε αντιπαράθεση με τον Άλκη Θρύλο (στη διαμάχη παίρνει μέρος και ο Χάρης
που τάσσεται στο πλευρό του Θρύλου) υπερασπιζόμενος την αξία της ηθογραφίας.247
Όπως επισημαίνουν οι μελετητές, την περίοδο αυτή ο Ξενόπουλος υιοθετεί γενικώς το
προφίλ ενός καθιερωμένου και έμπειρου κριτικού που «διαθέτει και τη γνώση και το
θάρρος να ανευρίσκει και να παρουσιάζει ανενδοίαστα ό,τι αξίζει ανεξαρτήτως
πολιτικής τοποθέτησης».248
Με βάση όλα τα παραπάνω, αναμενόμενη είναι κατά το διάστημα που
δημοσιεύει τις βιβλιοκρισίες του στη Νέα Εστία (1928-1931) η στάση του απέναντι
στους εκπροσώπους της γενιάς του ʼ30 (λίγους, ωστόσο, από τους οποίους κρίνει, όπως
αναφέρθηκε, από τις στήλες του περιοδικού). Συνεπώς, σε μια εποχή που βασικό
χαρακτηριστικό της πνευματικής του φυσιογνωμίας, αποτελεί, στον τομέα της
πεζογραφίας, η άρνηση του νατουραλισμού (της αλαζονικής νεοτερικότητας δηλαδή,
που αμφισβητεί την προσφορά των παλαιοτέρων) και η υπεράσπιση της ηθογραφίας,
ο Ξενόπουλος, εμπλέκεται συχνά σε «αντιδικίες με τους πεζογράφους της γενιάς του
ʼ30, μέσω των οποίων προσπαθεί να κατοχυρώσει τη νομιμότητα του ρεαλιστικού
πεζογραφήματος (όπως αυτό εκφράζεται με την ηθογραφία)».249
Δηλωτικό των απόψεών του (και της στάσης του απέναντι στους νέους
πεζογράφους) είναι το κριτικό του σημείωμα για το Ελεύθερο Πνεύμα του Θεοτοκά
[τχ. 72 (15.12.1929)], βιβλίο «ανώφελο και βλαβερό», ο συγγραφέας του οποίου, κατά
την κρίση του, επιχειρεί να αντιτεθεί στην παράδοση (ιδιαίτερα στην ηθογραφική)
χωρίς ωστόσο να κομίζει κάτι πραγματικά νεοτερικό:

247
Ο Δημήτρης Τζιόβας σημειώνει ότι η διαμάχη για την ηθογραφία στα τέλη του δέκατου ένατου
αιώνα, επανεμφανίστηκε στα 1926-1927 με την αντιδικία Ξενόπουλου-Θρύλου, αφορμή της οποίας
στάθηκε μια θεατρική κριτική του Άλκη Θρύλου το 1926. Στην απάντησή του προς τον Θρύλο το 1927
ο Ξενόπουλος υπερασπίστηκε την ηθογραφία τονίζοντας τους ισχυρούς δεσμούς ανάμεσα στον
συγγραφέα και στο εθνικό του πλαίσιο. Η αντιδικία συνεχίστηκε με τη συμμετοχή του Λίνου Καρζή και
του Πέτρου Χάρη. Μια αναζωπύρωση της διαμάχης εντοπίζεται στα 1937, όταν η ηθογραφία δεν
ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των καιρών. «Ο Ξενόπουλος του 1937 δεν είναι ο Ξενόπουλος που στα
1890 υπεράσπιζε τη μετάφραση του Ζολά και την εισαγωγή του νατουραλισμού στην Ελλάδα.
Εμφανίζεται ως ένας συντηρητικός αλλά μεγαλόκαρδος ακαδημαϊκός, ο οποίος προσπαθεί να αφήσει
ανεξίτηλο το όνομά του στην Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας κατηγορώντας ως αργόσχολους
αυτούς που ανακίνησαν το ζήτημα της ηθογραφίας», σημειώνει ο Τζιόβας. Βλ. Δημήτρης Τζιόβας, Οι
Μεταμορφώσεις του Εθνισμού και το ιδεολόγημα της ελληνικότητας στο μεσοπόλεμο, Αθήνα, Οδυσσέας,
1989, σ. 88 [στο εξής: Τζιόβας, Οι Μεταμορφώσεις του Εθνισμού].
248
Φαρίνου, Ξενόπουλος: επιλογή κριτικών κειμένων, ό.π. (σημ. 21), σ. 22.
249
Ό.π., σ. 23.

122
Ανώφελο κι ίσως βλαβερό, γιατί μιλεί προς τους νέους χωρίς να τους λέει τίποτ’ άλλο
σχεδόν, παρά τα αιώνια και τα ακαθόριστα: πως πρέπει να ξεκαθαρίσουν τις παλιές αξίες,
να σπάσουν την παράδοση, να κοιτάξουν βαθιά τον εαυτό τους και να γίνουν ποιητές και
πεζογράφοι καλύτεροι απ’ τους παλιούς […] Ναι, αλλ’ άνθρωπος που θεωρεί τόσο
τυραννικό οποιοδήποτε δόγμα, οποιαδήποτε σχολή, δεν μπορεί να γράφει δοκίμια. Αυτά
τα γράφουν μόνο εκείνοι που θέλουν να προβάλουν το δόγμα τους, τη σχολή τους, τον
τρόπο τους, τη συνταγή τους επιτέλους, με τον απώτερο σκοπό να ιδρύσουν κι αυτοί έναν
«πνευματικό μιλιταρισμό».250

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει στο ίδιο τεύχος η βιβλιοκρισία του για τη


συλλογή διηγημάτων Όνειρα του Α.Α.Κ., τα οποία αντιπαραβάλλει με το Ελεύθερο
Πνεύμα, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι η ποιότητά τους ανατρέπει τις κατηγορίες του
Θεοτοκά απέναντι στην ηθογραφική παράδοση. Η ελληνική ηθογραφία, κατά τον
Ξενόπουλο, δεν έχει μείνει προσκολλημένη στην απλή φωτογραφία, αλλά
ξεπερνώντας τα όριά της εξελίχθηκε σε ρεαλιστική και ταυτόχρονα ψυχογραφική
απεικόνιση των προσώπων της ελληνικής κοινωνίας (αποτυπωμένα με ποιητικά μέσα,
όπως χαρακτηριστικά δηλώνει, συμφωνώντας στο σημείο αυτό με τον Χάρη, όπως θα
διαπιστωθεί στη συνέχεια).251

Είτε παλιός το έγραψε, είτε νέος, το βιβλίο αυτό διαψεύδει το προηγούμενο. Είναι μια σειρά
από τέσσερα αυτοτελή, ανεξάρτητα, αλλά μ’ εσωτερικό σύνδεσμο διηγήματα, που δείχνουν
ακριβώς πόσο ανυψώθηκε η ελληνική διηγηματογραφία, ξεπερνώντας οριστικά τα σύνορα
της φωτογραφίας-ηθογραφίας. Είναι βέβαια και ηθογραφικά αυτά τα διηγήματα, είναι και
ρεαλιστικά∙ αλλά έχουν πνοή, ποίηση και προπάντων παρουσιάζουν ζωντανούς
ανθρώπους, ψυχολογημένους βαθιά κι αληθινά.

250
Η Φαρίνου-Μαλαματάρη υποστηρίζει ότι η αρνητική κριτική του απέναντι στο «μανιφέστο» του
Θεοτοκά αποτελεί αναμενόμενη αντίδραση, αν λάβουμε υπόψη προγενέστερο άρθρο του, «Τα
Μανιφέστα» [Παντογνώστης, τχ. 1 (1921-1923) 202-204], στο οποίο απαριθμεί τα κακά των
μανιφέστων για τη λογοτεχνία. Φαρίνου, Ξενόπουλος: επιλογή κριτικών κειμένων, ό.π. (σημ. 21), σ. 73.
Ως θετικό στοιχείο του δοκιμίου, θεωρεί, ωστόσο, ο Ξενόπουλος την «κανονική και καλαίσθητη
δημοτική γλώσσα, σπάνιο πράγμα στους αναρχικούς μας καιρούς». Η γλωσσική επιλογή των
κρινόμενων συγγραφέων αποτελεί αντικείμενο θετικού ή αρνητικού σχολιασμού σε κάθε σχεδόν
βιβλιοκρισία του, ανεξαρτήτως της συνολικής κριτικής για το έργο. Έτσι, εκτός από το παράδειγμα του
Ελεύθερου Πνεύματος (στο οποίο η γλωσσική επιλογή κρίνεται ιδιαιτέρως επαινετικά, ανεξαρτήτως των
υπόλοιπων σημειωθέντων ελαττωμάτων), χαρακτηριστικό είναι και παράδειγμα της κριτικής για το
Λεμονοδάσος του Κοσμά Πολίτη. Βλ. παρακάτω, σ. 123. Η γενική αποτίμηση του έργου είναι άκρως
θετική, επισημαίνεται, ωστόσο, ως ελάττωμα του έργου η «γλωσσική του ακαταστασία».
251
Η Φαρίνου-Μαλαματάρη υποστηρίζει άλλωστε ότι ο Ξενόπουλος όταν κρίνει (κρίνει σπάνια) έργα
της γενιάς του ʼ30 το κάνει διαμεσολαβημένα χρησιμοποιώντας νεότερους κριτικούς.

123
Την εξαίρεση από το φάσμα των αρνητικών κρίσεων για τους νέους της γενιάς
του ʼ30, «των εκπροσώπων της αιολικής σχολής (με πρώτο και κύριο τον Μυριβήλη),
και σταδιακά ορισμένων από τους πεζογράφους που καλλιεργούν τον αστικό
ρεαλισμό»,252 όπως σημειώνει και η Φαρίνου, επιβεβαιώνει το κριτικό του σημείωμα
για το Λεμονοδάσος του Κοσμά Πολίτη [τχ. 101 (1.3.1931)].

Συσταίνω εκθύμως το διάβασμα του μικρού αυτού βιβλίου. Στην αρχή ο αναγνώστης θα
παραξενευθή από την αφάνταστη γλωσσική ακαταστασία, -εδώ γνήσια καθαρεύουσα, εδώ
αγνή δημοτική, εδώ έν’ ακαλαίσθητο κράμα. Αλλά προχωρώντας θα παρασυρθή και θα τα
παραβλέψη όλα. Γιατί το Λεμονοδάσος έχει σε κάθε του παράγραφο, αλήθειες κι ομορφιές
που δεν τις απαντούμε τόσο συχνά σε νεοελληνικά βιβλία. Μου έκαμε μεγάλη εντύπωση.
Από τη Ζωή εν Τάφω του Μυριβήλη είχα να απολαύσω τόσο μεγάλης αξίας νεοελληνικό
πεζογράφημα.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο Ξενόπουλος θεωρεί ότι τα έργα των νέων


πεζογράφων υιοθετούν καινούρια εκφραστικά μέσα. Στις περισσότερες περιπτώσεις
τα μυθιστορήματά τους δεν βασίζονται στην πραγματικότητα. Εάν, ωστόσο, η
απεικόνιση των πρωταγωνιστικών προσώπων από τον συγγραφέα είναι ρεαλιστική και
παράλληλα ψυχογραφική, η κρίση του είναι θετική ακόμα κι αν το θέμα του βιβλίου
παρουσιάζεται πιο προοδευτικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το σημείωμά του για το
βιβλίο της Ντόρας Ρωζέττη, Η ερωμένη της [τχ. 71 (1.12.1929)], το οποίο «αν και δεν
φτάνει στην περιγραφή οργίων είναι πολύ τολμηρό», αποτιμώμενο ωστόσο άκρως
εγκωμιαστικά (αντίθετα από το αναμενόμενο) από τον Ξενόπουλο. 253 Η σχέση του
Ξενόπουλου με τις νεότερες γενιές περνά, όπως σημειώνει και η Φαρίνου, «διάφορες
φάσεις, ανάλογα με την τόλμη και την αξία των νεοεισερχομένων στο λογοτεχνικό
πεδίο».254 Ωστόσο, κρίνοντας από την επιλογή νέων ηλικιακά συνεργατών στη Νέα
Εστία, καθώς και από τη θετική –στις περιπτώσεις που εξετάσαμε– υποδοχή νέων
συγγραφέων μέσω των βιβλιοκρισιών του στο περιοδικό, γίνεται αντιληπτή η στενή
σχέση του μαζί τους. Τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και

252
Φαρίνου, Ξενόπουλος: επιλογή κριτικών κειμένων, ό.π. (σημ. 21), σσ. 75-76.
253
Για τους πιθανούς λόγους που ο Ξενόπουλος αποτιμά θετικά το μυθιστόρημα της Ρωζέττη βλ. το
άρθρο του Λ. Βαρελά, «Ευρήματα και νέες προτάσεις για το "ρομάντζο" Η Ερωμένη της της Ντόρας
Ρωζέττη», Νέα Εστία, τχ. 1808 (Φεβρουάριος 2008) 261-300.
254
Φαρίνου, Ξενόπουλος: επιλογή κριτικών κειμένων, ό.π. (σημ. 21), σ. 79.

124
του κριτικού έργου του, επηρέασαν αναμφίβολα τη γενιά των νέων κριτικών (και
δημιουργών), ιδίως εκείνων που πραγματοποίησαν το ξεκίνημά τους από τη Διάπλαση.

ΙΙ. Πέτρος Χάρης


Ένας απ’ αυτούς υπήρξε και ο Πέτρος Χάρης. Για το συγγραφικό ξεκίνημά του από
τη Διάπλαση των Παίδων, ο Μάνος Χαριτάτος σημειώνει χαρακτηριστικά:
«Ξεκινώντας ο Χάρης όπως οι περισσότεροι της γενιάς του μέσα από τις φιλόξενες
στήλες της Διάπλασης των παίδων, πρωτοεμφανίζεται το 1924 με την εντυπωσιακή
συλλογή διηγημάτων Η τελευταία νύχτα της γης».255 Για τη συλλογή αυτή του Χάρη η
κριτική εκφράστηκε εγκωμιαστικά και καθολικά αναγνώρισε την ψυχογραφική
διάσταση των χαρακτήρων της.256 Η επίδραση του Ξενόπουλου ωστόσο, σύμφωνα με
τον Δημαρά, αναγνωρίζεται και από την παράλληλη ενασχόληση και σταδιακή
αφοσίωση του Χάρη στην κριτική. Σημειώνει χαρακτηριστικά:

Μεγαλωμένος στον ίσκιο του Ξενόπουλου, έμαθε από νωρίς ότι ο καλός τεχνίτης είναι
εκείνος που συνηθίζει να στοχάζεται επάνω στην τέχνη του. Ο σπόρος αυτός της μοναδικής
νεοελληνικής κριτικής διδασκαλίας, έπεσε σε χώμα που ήταν έτοιμο να τον δεχτεί, σε ένα
πνεύμα που ισόρροπα εμοίραζε τις δυνάμεις του ανάμεσα στη δημιουργία και στην κριτική.
Αυτός είναι κανόνας: διαλέγουμε τους δασκάλους που μας μοιάζουν, δεχόμαστε τις
επιδράσεις που ταιριάζουν στη φυσική μας κλίση. Έτσι, ο Πέτρος Χάρης δεν παύει να
εμβαθύνει επάνω στη θεωρία της τέχνης του, της πεζογραφίας: είτε στις στήλες του
καθημερινού Τύπου είτε στις σελίδες του περιοδικού του, είτε σε αυτοτελή μελετήματα. 257

Με βάση όλα τα παραπάνω δεν αποτελεί έκπληξη αφενός το γεγονός ότι ο Χάρης
αναλαμβάνει τη θέση του κριτικού της πεζογραφίας, καθώς, όπως επισημαίνει και ο
Δημαράς στο παραπάνω απόσπασμα, και ο ίδιος στην πρώτη του λογοτεχνική

255
Βλ. Μάνος Χαριτάτος, Βιβλιογραφία Πέτρου Χάρη, (τόμος Α΄). Εργογραφία (1924-1981) και κριτικά
κείμενα για τα έργα, Αθήνα, ΕΛΙΑ, 1981, σ. Την πληροφορία καταγράφει και ο Θανάσης Νιάρχος στον
πρόλογο της έκδοσης: Η κριτική για τον Π. Χάρη, επιμ. Θανάσης Νιάρχος, Αθήνα, Ίδρυμα Κώστα και
Ελένης Ουράνη, 2009 [στο εξής: Θανάσης Νιάρχος (επιμ.), Η κριτική για τον Π. Χάρη], θεωρώντας ως
πρώτη δημοσίευση την Τελευταία Νύχτα της Γης στη Διάπλαση των Παίδων το 1924, με βάση την
προαναφερόμενη πληροφορία στη Βιβλιογραφία του Χάρη από τον Χαριτάτο.
256
Βλ. ενδεικτικά την κριτική του Άγρα: «Ο ψυχολογικός χαρακτήρας των εννέα αυτών διηγημάτων
είναι αμέσως αισθητός. Βαθύτερα από το φαινόμενο της ζωής, μας κατεβάζουν στα σκοτεινά ελατήριά
του. Δεν ζωγραφίζουν τη δράση αλλά την πρόθεση […]. Εισχωρούν δηλαδή βαθύτερα στην ψυχική
ουσία του ανθρώπου και προσπαθούν να την αναλύσουν». Θανάσης Νιάρχος (επιμ.), Η κριτική για τον
Π. Χάρη, ό.π. (σημ. 255), σ. 33.
257
Κ. Θ. Δημαράς, «Έλληνες πεζογράφοι [Π. Χάρη, Έλληνες πεζογράφοι]», Το Bήμα, 5.3.1954
(=Μάνος Χαριτάτος, Βιβλιογραφία Πέτρου Χάρη, τόμ. Α΄, Αθήνα, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό
Αρχείο, 1981, σσ. 142-144).

125
εμφάνιση αλλά και στην κατοπινή του πορεία εκφράστηκε κατά βάση με αυτό το
είδος.258 Αναφερόμενος ο ίδιος άλλωστε, στο κριτικό του σημείωμα για το
μυθιστόρημα του Τερζάκη, Η παρακμή των Σκληρών [τχ. 193 (1.1.1935)] στη σημασία
του πεζού λόγου, διαπιστώνει τα εξής:

Όσο περνάει ο καιρός διαλύονται κ’ οι τελευταίες αμφιβολίες μου κ’ επιμένω στην


αντίληψή μου: το πιο παρήγορο, το πιο ενθαρρυντικό, το πιο σημαντικό γεγονός της
πνευματικής μας ζωής, την τελευταία δεκαπενταετία, είναι η στροφή των νέων λογοτεχνών
προς το διήγημα και το μυθιστόρημα, προς την αισθητική μελέτη και την κριτική, και
γενικότερα προς τον πεζό λόγο […] Ο πεζός λόγος σε όλες τις χώρες και σε όλες τις εποχές,
έρχεται έπειτ’ από δοκιμές πολλές και ποικίλες, έπειτ’ από μακρούς και σκληρούς
πνευματικούς αγώνες. Είναι γνώρισμα κοινωνίας με κατασταλαγμένες ιδέες, με σταθερά
οπωσδήποτε αισθητικά κριτήρια, γνώρισμα τελοσπάντων κοινωνίας πολιτισμένης.

Αναμενόμενη είναι αφετέρου η προτίμηση του Χάρη στην ψυχογραφική


λογοτεχνία, καθώς ως δημιουργός και ο ίδιος κινήθηκε προς αυτή την κατεύθυνση.
Κατά τα πρώτα χρόνια της θητείας του, συνεπώς, ως τακτικός κριτικός της Νέας
Εστίας, εκφράζει επανειλημμένα την άποψή του για την ανάγκη απομάκρυνσης της
τρέχουσας λογοτεχνικής παραγωγής από την ηθογραφία και για τη στροφή στην
ψυχογραφία, «με επιμέρους χαρακτηριστικά της την αναζήτηση των βαθύτερων αιτίων
κάθε γεγονότος, τη διαγραφή καθολικών ψυχικών καταστάσεων και τη λυρική
θεώρηση του κόσμου»,259 όπως σημειώνουν οι μελετητές.
Πράγματι, σε πολλά σημειώματά του ο Χάρης δίνει έμφαση στη λυρική
διάσταση των έργων/στην ποιητικότητά τους θεωρώντας την παρουσία ή την έλλειψή
της ως στοιχείο καθοριστικό για την επιτυχία τους. Ενδεικτική είναι έτσι η επικριτική
στάση του απέναντι στο έργο σημαντικών πεζογράφων της γενιάς του ʼ30, όταν από
το έργο τους απουσιάζει η ποιητικότητα και κυριαρχεί μια πιο λογική αντίληψη της
ζωής και της τέχνης και αντίστοιχα τα επαινετικά σχόλια σε περιπτώσεις που η λυρική
διάσταση παρουσιάζεται ως κυρίαρχη.

258
Χωρίς, ωστόσο, η ενασχόλησή του με την πεζογραφία να αποκλείει την παρακολούθηση και
συγγραφή κριτικών δοκιμίων και μελετών που αφορούν άλλα λογοτεχνικά είδη. Ενδεικτικό είναι το
γεγονός ότι το 1928 από τις 6 βιβλιοκρισίες του οι 2 μόνο αφορούν συλλογές διηγημάτων, ενώ οι
υπόλοιπες 4 διάφορα είδη (1 για παιδικό βιβλίο, 1 για ποιητική συλλογή, 1 για βιογραφία και μία για 3
θεατρικά βιβλία).
259
Ερευνητική ομάδα – Καράογλου, Περιοδικά Λόγου και Τέχνης, τρίτος τόμ, ό.π. (σημ. 94), σ. 51.

126
Στο κριτικό του σημείωμα για τη συλλογή διηγημάτων του Θράσου Καστανάκη
Το Παρίσι της νύχτας και του έρωτα [τχ. 66. (15.9.1929)], ο Χάρης ανακαλώντας
παλιότερη κριτική του για τους Πρίγκηπες –προηγούμενο μυθιστόρημά του
συγγραφέα– και αντιδιαστέλλοντάς το με το κρινόμενο, σημειώνει: «Η βάση του έργου
ήταν ηθική και επαινετή. Αλλά το μυθιστόρημα ολόκληρο έμοιαζε με πραγματεία
περισσότερο, παρά με έργο τέχνης. Και τούτο γιατί η λογική είχε κατακλύσει τους
Πρίγκηπας και δεν είχε αφήσει ούτε μια ακρούλα στην ποίηση, που δίνει τον παλμό σε
κάθε λογοτεχνικό έργο. Η ποίηση, η ατομική εκείνη συγκίνηση που κατορθώνει να
έχει απήχηση στην καρδιά των άλλων έλειπε».260 Έμφαση στα «ποιητικά ευρήματα»
δίνει και στη βιβλιοκρισία του για τη Ζωή εν Τάφω του Στράτη Μυριβήλη, έναν
περίπου χρόνο αργότερα [τχ. 93 (1.11.1930)]. Το βιβλίο θεωρείται από τον Χάρη
«περισσότερο ποιητικό παρά πολεμικό».
Ωστόσο, η ανάγκη να ξεπεραστούν η ηθογραφία και ο νατουραλισμός συνδέεται
ταυτόχρονα, κατά τον Χάρη, και με την ανάγκη στροφής της λογοτεχνίας (στροφή την
οποία διαπιστώνει να έχει σε μεγάλο βαθμό συντελεστεί)261 στην ανάδειξη της ζωής
των αστών πλέον. Χαρακτηριστική είναι η επαινετική βιβλιοκρισία του για τον

260
Η στάση του Χάρη για τον Καστανάκη είναι γενικά αρνητική, βλ. και τη βιβλιοκρισία του για τον
Χορό της Ευρώπης στο τχ. 78 (15.3.1930), στην οποία αναφέρει μεταξύ άλλων: «ο Κ. κάνει μια
συγκέντρωση κ’ επίδειξη, μπορεί να πει κανείς, των πιο χαρακτηριστικών ελαττωμάτων που
παρουσίαζαν σκορπιστά κι οπωσδήποτε σκεπασμένα τα προηγούμενα βιβλία του». Ο Ε. Ν. Μόσχος
σημειώνει στο τχ. 1317 (15.5.1982), με αφορμή την κυκλοφορία του πρώτου τόμου της έκδοσης της
Βιβλιογραφίας του Χάρη από τον Μάνο Χαριτάτο: «Διαβάζουμε στο βιβλίο αυτό κριτικές αποτιμήσεις
για έργα σημαντικών λογοτεχνών μας με αρκετές επιφυλάξεις, που δικαιώθηκαν από τον χρόνο, ή
εντελώς αρνητικές κριτικές (όπως για την πεζογραφία του Θράσου Καστανάκη), με παρατηρήσεις κι
εκτιμήσεις που μας ικανοποιούν για την παρρησία τους», σ. 105. Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι η κριτική
του δεν είναι εντελώς αφοριστική. Στην προαναφερόμενη βιβλιοκρισία του, για το Παρίσι της νύχτας
και του έρωτα, επισημαίνει ως θετική την εξέλιξη του Καστανάκη από τους Πρίγκηπες κι έπειτα: «…την
καλή αυτή εξέλιξη τη σημειώνω με εξαιρετική ευχαρίστηση, γιατί έτσι βρήκε το δρόμο του ένας νέος
που αποτελεί μια από τις λίγες καλές εξαιρέσεις ανάμεσα σ’ ένα πλήθος νέων και εκκολαπτόμενων
λογοτεχνών, από τους οποίους δεν μπορεί κανείς να περιμένει τίποτε το θετικό και το γενναίο».
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο Άγρας σε σημείωμά του για τη σειρά διηγημάτων του Καστανάκη,
Το Μαστίγιο και οι πολυέλαιοι, [τχ. 97 (1.1.1931)] υπογραμμίζει ουσιαστικά την «αδιαλλαξία» του
Χάρη και άλλων κριτικών για τον κρινόμενο πεζογράφο. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ζητώ και πάλι
την άδεια από τον αγαπητό συνάδελφο να μοιρασθώ μαζί του τη σημερινή στήλη, μιλώντας για το
τελευταίο βιβλίο του κ. Καστανάκη. Επιπλέον, ενώ σ’ εμένα η ευκαιρία αυτή δίνεται για πρώτη σχεδόν
φορά, πιστεύω ότι ο κ. Χάρης επανειλημμένως ασχολημένος ως τώρα με την πρόζα του γνωστού
συγγραφέως, δε θα ’χε να προσθέση σήμερα τίποτε άλλο, ούτε ν’ αναθεωρήση τις κριτικές απόψεις
του».
261
Αξιοσημείωτη είναι από την άλλη πλευρά η άποψη του Άγρα για το «ξεπέρασμα» της ηθογραφίας
και η εκφρασμένη υπεράσπισή της. Σε σημείωμά του για τα Θεσσαλικά διηγήματα, Όσοι ζήσουν του
Γεωργ. Βαλταδώρου [τχ. 51 (1.2.1929)] ο Άγρας αναφέρει ότι «το παράκαιρο αυτό κριτικό σημείωμα
έδωσε αφορμή να γραφτεί, στον καιρό του, πως “η ηθογραφία και το ηθογραφικό διήγημα έχει από
καιρό ξεπεραστεί” –δηλαδή πως έχει μείνει πίσω, πως έχει πια εξαντληθεί», ενώ σύμφωνα με τη δική
του άποψη «η ηθογραφία, εκτός που είναι η ίδια ένα προτέρημα γνήσια καλλιτεχνικό αποτελεί, ακόμα
περισσότερο, και την απαραίτητην ατμόσφαιρα και την ριζικήν αφετηρία για τη δημιουργία τύπων,
ανθρώπων, φυσιογνωμιών».

127
Προορισμό της Μαρίας Πάρνη του Θανάση Πετσάλη, [τχ. 161 (1.9.1933)] στην οποία
σημειώνει, μεταξύ άλλων:

Το μυθιστόρημα του Πετσάλη έρχεται να βοηθήσει όσους προσπαθούν ν’ απομακρύνουν


λίγο την πεζογραφία μας από την ταβέρνα και το φτωχόσπιτο και να περάσουν στις σελίδες
της κάτι που έπρεπε να είχε προκαλέσει περισσότερο την προσοχή της: τη ζωή των αστών,
των ανθρώπων ακριβώς εκείνων που διαβάζουν λίγο ή πολύ το λογοτεχνικό βιβλίο και
δέχονται την επίδρασή του. Η στροφή έχει γίνει από καιρό. Κι εκείνοι που επιμένουν να
κλείνουν όλο τον κόσμο στα βάσανα και στις αγωνίες των φτωχών και των απόκληρων,
των αποτραβηγμένων από την κοινωνία και των αδύναμων δεν είναι πολλοί. Συνεχίζουν
την εργασία παλαιότερων λογοτεχνών, χωρίς να προσθέτουν τίποτε στο είδος ή
τουλάχιστον να το ανανεώνουν.

Την ίδια αντίληψη σχετικά με την αξία της ψυχογραφίας, εκφράζει και στις
περιπτώσεις συλλογών διηγημάτων νεότερων και παλιότερων λογοτεχνών
(θεωρώντας τους παλιότερους ως προδρόμους της αλλαγής).262 Έτσι, στη βιβλιοκρισία
των διηγημάτων του Αντώνη Τραυλαντώνη [τχ. 84 (15.6.1930)] υποστηρίζει πως ο
συγγραφέας τους συνέβαλε στη διεύρυνση του ορίζοντα της ελληνικής ηθογραφίας
προς την κατεύθυνση της ψυχογραφίας. Αλλά και στο κριτικό του σημείωμα για τη
συλλογή διηγημάτων του Άγγελου Δόξα, Γκαρσόν, ένα ουίσκυ [τχ. 145 (1.1.1933)] ο
Χάρης εκφράζει την αντίδρασή του στο αίτημα επιστροφής στην ηθογραφία, που
διατυπώθηκε από μερίδα συμμετεχόντων στη συζήτηση που προκάλεσε η κυκλοφορία
του βιβλίου. Σημειώνει χαρακτηριστικά:

Το βιβλίο έγινε αφορμή να συζητηθεί η επιστροφή στην αγνή ελληνική ηθογραφία. Αλλά
προς Θεού, ας μη μπερδεύουμε τόσο πολύ τα πράγματα κι ας μη δημοκοπούμε στην τέχνη!
Επιστροφή στην ελληνική ηθογραφία. Δηλαδή σε ποιο λογοτεχνικό είδος; Στα αφηγήματα
εκείνα που έχουν τόση αξία όση κ’ ένας φωτογραφικός πίνακας, -ένας πίνακας τόσο
φωτογραφικός ώστε ν’ αξίζει λιγότερο κι από μια φωτογραφία; Ή στον περιορισμό του
ανθρώπου μέσα στη ζωή του χωριού;

262
«Το διήγημα αποτελεί για τον Χάρη ένα πολύ προτιμημένο λογοτεχνικό είδος. Γιατί τον κάνει να
εκφράζεται άνετα και αβίαστα και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο αισθάνεται ότι το διήγημα το έχει και
τον έχει κατακτήσει», σημειώνει ο Μόσχος. Βλ. Ε. Ν. Μόσχου, Πέτρος Χάρης, Μια πολύπτυχη
πνευματική μορφή (κριτικά κείμενα για το έργο του), Αθήνα, Αστήρ, 1995, σ. 29.

128
Όταν ο Χάρης αναλαμβάνει τη διεύθυνση του περιοδικού το 1934, και καθ’ όλη
τη διάρκεια της δεύτερης επταετίας ζωής της Νέας Εστίας (1934-1940), συνεχίζει,
όπως αναφέρθηκε, να αποτελεί έναν από τους βασικούς κριτικούς της πεζογραφίας
(παράλληλα με τον Άγρα, ως προς έναν βαθμό, και προς το τέλος και με τον
Λαπαθιώτη). Η θεωρητική του άποψη για τα στοιχεία ενός καλού πεζογραφήματος
παραμένει σταθερή και συνοψίζεται στην κυριαρχία της λυρικότητας, καθώς και στη
διαγραφή της βαθύτερης ψυχικής κατάστασης των χαρακτήρων μέσα από τη φαντασία
του δημιουργού. Ως γνήσιο εκφραστή των παραπάνω χαρακτηριστικών θεωρεί τον
νεαρό (και τακτικό συνεργάτη της Νέας Εστίας) Μ. Καραγάτση, η πεζογραφία του
οποίου κυριαρχείται, όπως σημειώνει στην κριτική του για το Συναξάρι των
Αμαρτωλών [τχ. 207 (1.8.1935)] από τον «μύθο», που κατά τον Χάρη είναι
απαραίτητος σε κάθε διήγημα. Αναφέρει χαρακτηριστικά:

Από ’κεί αρχίζει να παίζη τον ρόλο της η «φαντασία» του, ή, καλύτερα, οι δημιουργικές
του ικανότητες. Περνάει μέσα σε ποικίλες «ψυχές», τις φωτίζει με το φως της δικής του
σκέψης, ψάχνει μ’ επιμονή, με τόλμη, με διαίσθηση […] Αυτή η φαντασία παγαίνει πολύ
μακριά, εκεί που κατορθώνουν να φτάνουν μόνο οι πραγματικοί δημιουργοί, οι ανατόμοι
της ανθρώπινης ψυχής […] Έπειτα, ο κ. Καραγάτσης μολονότι ακολουθεί τους δασκάλους
του ρεαλισμού, δεν πνίγει τη λυρική διάθεση, που του είναι πηγαία και πλούσια. Αλλ’ αυτή
η λυρική διάθεση είναι σχεδόν κατάσταση μόνιμη.263

Τα επιμέρους αιτήματα που διατυπώνει ο Χάρης ως κριτικός (σε συνάρτηση τις


περισσότερες φορές με τα αιτήματα και των υπόλοιπων κριτικών της πεζογραφίας της
Νέας Εστίας) αφορούν «την αληθοφάνεια των χαρακτήρων ώστε να αντιπροσωπεύουν
συνηθισμένους τύπους της ελληνικής ζωής».264 Έτσι, θεωρεί ότι ο Πετσάλης «από
τους νέους πεζογράφους είναι εκείνος που αισθάνεται περισσότερο και δίνει πιστότερα
τη ζωή της ελληνικής αστικής κοινωνίας, με τους χαρακτηριστικούς τύπους της», [βλ.
τη βιβλιοκρισία του για τον Απόγονο στο τχ. 231 (1.8.1936)], ενώ αντίθετα στέκεται
επικριτικά απέναντι στις Γυναίκες της Γαλάτειας Καζαντζάκη [στη βιβλιοκρισία του
στο τχ. 174 (15.3.1934)], καθώς, όπως δηλώνει, «οι εφτά αυτές γυναίκες, με τον τρόπο

263
Η ενθουσιώδης κριτική του Χάρη για το βιβλίο επιβεβαιώνεται εκτός του περιεχομένου, από την
εκτενή ανάλυση των δύο τελευταίων διηγημάτων του. Βλ. χαρακτηριστικά: «Θα ήθελα να μιλήσω
χωριστά για καθένα από τα εννέα διηγήματα του τόμου. Όλα είναι καλογραμμένα και δείχνουν από
πολλές πλευρές την προσπάθεια του νέου διηγηματογράφου. Προτιμώ όμως να σταθώ στα δύο
τελευταία».
264
Ερευνητική ομάδα – Καράογλου, Περιοδικά Λόγου και Τέχνης, ό.π. (σημ. 94), τρίτος τόμ., σ. 52.

129
που ζουν, δεν είναι οι αντιπροσωπευτικές, οι συνηθισμένες εκείνες, που ακούμε, που
αιστανόμαστε γύρω μας σε κάθε ελληνική πόλη και σε κάθε ελληνικό σπίτι. Και οι
σκέψεις τους, όπως και οι συγκινήσεις τους, είναι καταστάσεις που μένουν στο
περιθώριο της ελληνικής ζωής». Με αφορμή το κριτικό του σημείωμα για το βιβλίο
της Καζαντζάκη, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Χάρης προβαίνει συχνά σε διάκριση
γυναικείας και αντρικής γραφής, κατ’ αντιστοιχία και με άλλους κριτικούς (ποίησης
ή/και πεζογραφίας) της Νέας Εστίας, όπως ο Ξενόπουλος, ο Λαπαθιώτης και ο
Παράσχος.265
Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του στα «γυναικεία» χαρακτηριστικά του
βιβλίου της Ολυμπίας Δρακοπούλου, Γραμμές από την άβυσσο [τχ. 211 (1.10.1935)]:
«Οι Γραμμές από την άβυσσο είναι ο τρόπος που διάλεξε μια γυναίκα, η κ. Ολυμπία
Δρακοπούλου- για να δώση διέξοδο σε ό, τι πλημμύριζε την ψυχή της και ζητούσε
ναρθει στο φως. Από την αρχή ως το τέλος, τόνος απροσποίητα γυναικείος. Κι αυτός
ίσα ίσα ο τόνος κάνει συμπαθητικό το βιβλίο της κ. Δρακοπούλου».
Επιπλέον αίτημα αποτελεί η γλωσσική ομαλότητα, η αποφυγή δηλαδή μεικτής
γλώσσας με τη χρήση τύπων της καθαρεύουσας. Έτσι, για παράδειγμα, ενώ η κριτική
του για την Εκάτη του Κοσμά Πολίτη [τχ. 182 (15.7.1934)] είναι ιδιαίτερα θετική,
επικριτικά σχολιάζεται «η χρήση τύπων πότε από τη δημοτική και πότε από την
καθαρεύουσα, έτσι που σε πολλές σελίδες νομίζεις ότι δεν έχει είδηση από τους τόσους
γλωσσικούς αγώνες κι από τις τόσες προσπάθειες που έγιναν και γίνονται για ν’
αποκτήσουμε επιτέλους μια γλώσσα ομαλή, απλή, νοητή απ’ όλους».266
Ένα άλλο είδος πεζού λόγου που ελκύει τον Χάρη (και την κριτική της Νέας
Εστίας γενικότερα) είναι οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Στην επαινετική κριτική του για

265
Συμβαδίζοντας, ωστόσο, ο Χάρης στη διάκριση αυτή, όχι μόνο με τους προαναφερόμενους κριτικούς
αλλά και με τη γενικότερη τάση της κριτικής του μεσοπολέμου. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο Β.
Βασιλειάδης: «ουσιαστικά η κριτική διαβάζει το κρινόμενο κάθε φορά πεζογραφικό έργο και τη
δημιουργό του ως εκπρόσωπο της “γυναικείας πεζογραφίας”, καθώς επιμένει στα ιδιαίτερα γνωρίσματα
που κατά την αντίληψή της συνθέτουν τη “γυναικεία ταυτότητα” του εκάστοτε διηγήματος ή
μυθιστορήματος. Ακόμη και τα αρνητικά γνωρίσματα, που εντοπίζονται στο κρινόμενο πεζογραφικό
έργο και οδηγούν σε απορριπτική θέση για τον κριτικό, αναγνωρίζονται ως ευρύτερα χαρακτηριστικά
των γυναικών συγγραφέων». Βλ. Βασίλης Βασιλειάδης, Η ιδεολογία της λογοτεχνικής κριτικής του
μεσοπολέμου για τη «γυναικεία» και την «ανδρική» λογοτεχνία. Διδακτορική διατριβή, ΑΠΘ-Τμήμα
Φιλολογίας, 2006, σ. 40. Ο Βασιλειάδης χρησιμοποιεί ως παράδειγμα τον Ξενόπουλο και την κριτική
του για το ρομάντζο της Ντόρας Ρωζέττη Η Ερωμένη της, στο οποίο γενικεύει συμπερασματικά για τη
συγκέντρωση των ελαττωμάτων των ομοφύλων της στο έργο της. Πρόκειται για τη βιβλιοκρισία που
δημοσιεύεται στο τχ. 71 (1.12.1929). Στην περίπτωση, ωστόσο, του Χάρη, όπως διαπιστώνεται και από
το κριτικό σημείωμα για το βιβλίο της Δρακοπούλου που παραθέτω στη συνέχεια, η χρήση του όρου
«γυναικεία γραφή» δεν παραπέμπει στον εντοπισμό ελαττωμάτων.
266
Κατ’ αντιστοιχία με την κριτική για το Λεμονοδάσος του Πολίτη από τον Ξενόπουλο, στην οποία,
όπως σημειώθηκε, ο Ξενόπουλος όπως ακριβώς ο Χάρης, επισημαίνει ως ελάττωμα του έργου τη
«γλωσσική του ακαταστασία».

130
το Sol y sombra του Ουράνη [βλ. τχ. 171 (1.2.1934)] αναφερόμενος στην ταξιδιωτική
εντύπωση ως λογοτεχνικό είδος, θεωρεί ότι «μπορεί ν’ απομακρύνει από τα γνωστά
και τα καθιερωμένα και ν’ ανοίξει τους πνευματικούς ορίζοντες ενός μικρού τόπου».
Με «ξεχωριστή θέρμη»,267 υποδέχεται και την Ισπανία [τχ. 252 (15.6.1937)] του Νίκου
Καζαντζάκη,268 την οποία συγκρίνει μάλιστα με το Sol y Sombra του Ουράνη, με
συμπέρασμα ότι το τελευταίο κυριαρχείται από λυρικότητα, ενώ η Ισπανία του
Καζαντζάκη «είναι εντελώς διαφορετική, δείχνει το μεγάλο δράμα της, την
τραγικότητά της, πάντα μέσα στο φως μιας δυνατής ψυχής, μιας φλόγας».
Τέλος, στα τέλη της δεκαετίας του 1930, με την ενίσχυση της ομάδας των
συνεργατών υπεύθυνων για την παρακολούθηση της πεζογραφίας, η κριτική
δραστηριότητα του Χάρη μειώνεται σημαντικά και περιορίζεται συχνά στην κριτική
μελετών και άλλων ειδών λόγου. Έτσι, το 1939 (όταν την κριτική της πεζογραφίας
αναλαμβάνει ο Λαπαθιώτης) ο αριθμός των βιβλιοκρισιών του μειώνεται σταδιακά
στις 12 (από 14 το 1938) για να πέσει στις 10 το 1940 στις 4 το 1941 (όταν προστίθεται
ο Κουκούλας) και στη 1 το 1942 (όταν πλέον βασικός κριτικός της πεζογραφίας
αναλαμβάνει ο Χατζίνης).269 Στις λίγες αυτές βιβλιοκρισίες οι αισθητικές του
αντιλήψεις διατηρούνται σταθερές και όλα τα αιτήματα που αναφέρθηκαν
επαναλαμβάνονται. Η λυρική πεζογραφία θεωρείται, όπως χαρακτηριστικά
υποστηρίζει στη βιβλιοκρισία του για τη συλλογή διηγημάτων του Άλκη Αγγελόγλου
(τον οποίο θεωρεί ανανεωτή του συμβολισμού) Εαρινό [τχ. 396 (1.12.1943)], ως το
είδος που προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες μετά την περίοδο κυριαρχίας του
ρεαλισμού: «Έχει την ιστορία της η συμβολιστική πεζογραφία μας κι αν δεν έδωσε
πολλά βιβλία κι αν δεν εκράτησε όλα τα γνωρίσματά της μέσα στις λογοτεχνικές
διασταυρώσεις της τελευταίας τριακονταετίας, είναι ωστόσο η αφετηρία της λυρικής
πεζογραφίας που τόσο καλλιεργείται στις ημέρες μας και τόσες υπηρεσίες πρόσφερε
έπειτ’ από την περίοδο του στεγνού ρεαλισμού».270

267
Ερευνητική ομάδα – Καράογλου, Περιοδικά Λόγου και Τέχνης, ό.π. (σημ. 94), τρίτος τόμ., σ. 57.
268
Όπως ήδη αναφέρθηκε (βλ. σ. 67) για τη θετική αυτή βιβλιοκρισία του Χάρη για την Ισπανία, ο
Καζαντζάκης απέστειλε στον διευθυντή της Νέας Εστίας ευχαριστήρια επιστολή.
269
Στην καταμέτρηση των βιβλιοκρισιών κατά τα έτη 1941 και 1942 πρέπει ωστόσο να ληφθεί υπόψη
και ο μειωμένος αριθμό των τευχών.
270
Για τη «λυρική πεζογραφία» στα χρόνια της Κατοχής βλ. τη διδακτορική διατριβή της Κέλης
Δασκαλά, Η λογοτεχνική παραγωγή της γενιάς του 1940 και η επιστροφή στη λυρική πεζογραφία,
Πανεπιστήμιο Κρήτης-Τμήμα Φιλολογίας 2006 [στο εξής: Δασκαλά, Η λογοτεχνική παραγωγή της
γενιάς του 1940].

131
ΙΙΙ. Ναπολέων Λαπαθιώτης
Στη γραμμή των αισθητικών αντιλήψεων του Χάρη κινείται και ο Λαπαθιώτης,
εκφράζοντας –όπως είναι αναμενόμενο με βάση τον αισθητικό προσανατολισμό του
δημιουργικού του έργου– την προτίμησή του στη λυρική πεζογραφία. Έτσι, η
βασικότερη συγγραφική παραγωγή του Λαπαθιώτη, «η οποία συμπίπτει σχεδόν
απολύτως με την περίοδο του Μεσοπολέμου», 271 είναι επηρεασμένη από τον
αισθητισμό καθώς και τον νεοσυμβολισμό και νεορομαντισμό. Δεσπόζουσα δε θέση
στην πεζογραφία του (γεγονός που επηρεάζει αναμφίβολα και την επιλογή των
κρινόμενων βιβλίων) κατέχει, σύμφωνα και με τον Τραϊανό Μάνο, «η αγάπη κι ο
έρωτας πλαισιωμένα από τη ματαιότητα του θανάτου», και «ενίοτε προβάλλονται
φιλοσοφικά ερωτήματα σε σχέση με την τέχνη, την κοινωνία, τον άνθρωπο και τη ζωή,
ενώ δεν λείπουν και διηγήματα με αντιπολεμική θεματική». 272
Με βάση τα παραπάνω, οι κρίσεις του για τη σύγχρονή του πεζογραφική
παραγωγή κινούνται στους εξής άξονες: Σε αντιστοιχία με την παρατηρούμενη από
τον Χάρη έξοδο της πεζογραφίας από την κατάσταση του στεγνού ρεαλισμού των
προηγούμενων ετών (βλ. πιο πάνω τη βιβλιοκρισία του για το Εαρινό του
Αγγελόγλου), ο Λαπαθιώτης στο σημείωμά του για το βιβλίο του Πέτρου Δήμα, Στη
βορινή πλευρά της Κυραβγένας [στο τχ. 328 (15.8.1940)], βρίσκει «εντελώς
αξιοπρόσεχτη» τη σύγχρονη πεζογραφική παραγωγή.

Όλως αντίθετα προς την καινούργια ποίηση, που απ’ τον καιρό που απαρνήθηκε το ρυθμό,
το μέτρο και τη ρίμα –που έχει γίνει δηλαδή απλή πεζογραφία, με τ’ οπτικό μονάχα
πρόσχημα του στίχου– έχει παύσει να μ’ ενδιαφέρει και μήτε καν την παρακολουθώ, η
πεζογραφία του καιρού μας έχει συγχρονισθεί και ωριμάσει κι έχει γίνει εντελώς θαρρώ
αξιοπρόσεχτη.273

Παρ’ όλα αυτά, σε σημείωμά του για τον Τροφοδότη του Πίνδαρου Μπρεδήμα,
[στο τχ. 313 (1.1.1940)], περιγράφει ως «κατάχρηση» τη νατουραλιστική απεικόνιση
της καθημερινότητας από τους πεζογράφους, εντοπίζοντας προφανώς μια απόκλιση

271
Τραϊανός Μάνος, «Η διηγηματογραφία του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Μερικές εισαγωγικές
παρατηρήσεις και μια πρώτη αποτίμηση», Νέα Εστία, τχ. 1860 (Δεκέμβριος 2013) 859.
272
Ό.π., σ. 864. Για τη σχέση του με τον Poe, τον Baudelere, τον Συμβολισμό «που του δίδαξαν τις
ανεξάντλητες δυνάμεις του αισθήματος και το πρωτείο της Μουσικής», βλ. Κλέων Παράσχος,
«Ναπολέων Λαπαθιώτης», Νέα Εστία, τχ. 398 (1.1.1944) 80-85.
273
Για τον βαθμό στον οποίο η άποψη αυτή του Λαπαθιώτη για τον ελεύθερο στίχο εκφράζει τη γραμμή
των κριτικών της ποίησης της Νέας Εστίας, βλ. στη συνέχεια του κεφαλαίου τις κρίσεις των Παράσχου
και Παπανικολάου.

132
από λυρικά πεζογραφήματα που ήδη είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους και
θα πυκνώσουν στα κατοχικά χρόνια:

παρά την αναντίρρητη κατάχρηση, που έχει γίνει τώρα τελευταία της ζωής των κλινικών
και των σανατορίων, με τις ωμές και βίαιες εκείνες αντιθέσεις του καθημερινού, του
κωμικού, και του σπαρακτικά δραματικού, όπου τα δυο μεγάλα κι ακατάλυτα στοιχεία ο
έρωτας κι ο θάνατος, παίζουν την αιώνιά τους σκληρή μονομαχία […] η νέα αυτή έκδοση
του θέματος, χάρη στην τεχνική ανάπτυξή του, δίνει αποτελέσματα πολύ-πολύ ευχάριστα.

Ο Λαπαθιώτης –ακολουθώντας τη γραμμή του Ξενόπουλου για τη θετική


αντιμετώπιση των εκπροσώπων της αιολικής σχολής, αλλά και των προσωπικών του
αισθητικών κριτηρίων εκφρασμένων και στην αντιπολεμική θεματική μέρους της
διηγηματογραφίας του– εκφράζεται ιδιαιτέρως επαινετικά για τον Βενέζη, με αφορμή
την κυκλοφορία της Γαλήνης [βλ. τχ. 315 (1.2.1940)],274 θεωρώντας μάλιστα ότι «αν
ο συγγραφέας έγραφε σε ξένη γλώσσα θα είχε αποκτήσει διεθνή φήμη».
Κεντρικό μοτίβο επίσης στις βιβλιοκρισίες του είναι η διατύπωση της κρίσης του
για τον «μοντερνισμό», ως μία από τις τάσεις της σύγχρονης πεζογραφίας. Κινούμενος
και σε αυτό παράλληλα με τη γραμμή των Ξενόπουλου και Χάρη, εκφράζει –με έντονο
πολλές φορές ύφος– την αντίδρασή του απέναντι στην «εκζήτηση, την αρλούμπα και
την υστερική ασυμμετρία κάποιων μοντέρνων και υπερμοντέρνων», όπως
χαρακτηριστικά δηλώνει στη βιβλιοκρισία του για τα διηγήματα του Γεράσιμου
Γρηγόρη, Πορεία μέσ’ στη Νύχτα [τχ. 317 (1.3.1940)].275 Μερικούς μήνες αργότερα,
στη βιβλιοκρισία του για τον Μάγο με τα δώρα του Θανάση Πετσάλη [τχ. 323
(1.6.1940)], επαναλαμβάνει τη στάση του:

Το γράψιμό του, ανήκει στην “παράδοση” κατά τον όρο που καθιερώθη […] Δεν
ξαφνιάζεται με παραδοξότητες, δεν επιδιώκει να σαστίση, να θαμπώση και να καταπλήξη,
–αλλά καταγράφει, με συνέπεια, τα γεγονότα, που ζητεί ν’ αφηγηθεί και δίνει τον καιρό
στον αναγνώστη ν’ αποκομίση την εντύπωσή του, και τη συγκίνησή του, απ’ αυτά! Τώρα

274
Στο ίδιο τεύχος η εγκωμιαστική κριτική του Χάρη για το Γαλάζιο Βιβλίο του Μυριβήλη συμπληρώνει
την ενιαία γραμμή της άκρως θετικής υποδοχής των συγγραφέων της «αιολικής σχολής» και από τους
τρεις κριτικούς της πεζογραφίας (Ξενόπουλο, Χάρη και Λαπαθιώτη) μέχρι το 1940.
275
Τα διηγήματα του Μαρκορά θεωρεί ο Λαπαθιώτης φωτεινή εξαίρεση που αποζημιώνουν «για την
πλήξη, τη δυσφορία και την αηδία –αν όχι, κάποτε, κι αυτή την αγανάκτηση– που μας έχουν δώσει,
τελευταία, μερικά απ’ τα περίφημα βιβλία κάποιων μοντέρνων, τα οποία εγκωμιάζουν και θαυμάζουν
μερικοί σοβαροφανείς κριτικοί που τους ενοχλεί η ωριμότητα, η αρμονία κι η ισορροπία».

133
αν αυτές οι αρετές είναι για τους “μοντέρνους” δυστυχήματα, ας ελπίσωμε ότι ο κ.
Πετσάλης δε θα προσπαθήση και στο μέλλον ν’ απαλλαγή απ’ αυτά, και να σωθή...276
Τέλος, ο Λαπαθιώτης, όπως και ο Χάρης (βλ. προηγουμένως σ. 129) προχωρά
συχνά σε διάκριση μεταξύ γυναικείας και ανδρικής γραφής, αποδίδοντας μάλιστα
ελαττώματα στη γυναικεία σε αντιπαραβολή με τη «σοβαρότητα» της ανδρικής.
Χαρακτηριστικά είναι τα όσα σημειώνει για την παραπάνω διάκριση, με αφορμή τη
συλλογή διηγημάτων της Έλλης Αλεξίου-Δασκαλάκη, Άνθρωποι [βλ. τχ. 318
(15.3.1940)]: «καμιά από τις γνωστές αδυναμίες των γυναικών που γράφουν, δε μας
προδίδει την προέλευσή των. Έχουν τη σοβαρότητα, το δέσιμο, το στρωτό του
ανδρικού γραψίματος, τη στιβαρή αρχιτεκτονική, την ασφαλή του δεξιοτεχνία».

IV. Λέων Κουκούλας


Το 1941 και για μερικούς μήνες, αντικαθιστώντας τον Λαπαθιώτη, ο Κουκούλας
ανέλαβε, όπως είδαμε, την κριτική της πεζογραφίας από κοινού με τον Χάρη. Παρόλο
που ο αριθμός των βιβλιοκρισιών του είναι ιδιαίτερα μικρός (μόλις 10, βλ. Πίνακα 3)
και η έκταση των σημειωμάτων του ιδιαιτέρως περιορισμένη, μπορούν να εξαχθούν
χρήσιμα συμπεράσματα αναφορικά με τις αισθητικές του αντιλήψεις και τον βαθμό
στον οποίο αυτές έρχονται σε συμφωνία ή απόκλιση με τις αντίστοιχες των υπόλοιπων
κριτικών της Νέας Εστίας αυτή τη χρονική περίοδο. Παρόλο που αφετηρία της
δημιουργικής δραστηριότητας του Κουκούλα υπήρξε η ποίηση,277 από το πεδίο της
πνευματικής δραστηριότητάς του (κυρίως μέσα από τη μετάφραση, όπως θα
διαπιστώσουμε) δεν απουσιάζει η ενασχόληση και με την πεζογραφία.
Η πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα πραγματοποιήθηκε νωρίς, στις αρχές της
δεκαετίας του 1910, «με τη δημοσίευση ποιημάτων και μεταφράσεων στα περιοδικά
Ο Καλλιτέχνης και Νουμάς».278 Οι μελετητές αναγνωρίζουν ότι το ποιητικό του έργο
διαμορφώθηκε κυρίως από την επίδραση των Γάλλων και Γερμανών συμβολιστών,

276
Ωστόσο, η βιβλιοκρισία είναι από τις λίγες του Λαπαθιώτη που εμπεριέχει και αρνητικές
επισημάνσεις, με βασική την παρατήρηση ότι από το έργο του Πετσάλη απουσιάζει η «γενική προοπτική
της “εξ απόπτου” άρτιας συνθέσεως». Η γενική, πάντως, αποτίμηση του Πετσάλη ως νέου συγγραφέα
από τον Λαπαθιώτη είναι εγκωμιαστική (τον τοποθετεί στην «εντελώς πρώτη γραμμή των
πεζογράφων»), συμβαδίζοντας με την αντίστοιχη στάση του Χάρη (βλ. προηγουμένως, τα όσα αναφέρει
στη βιβλιοκρισία του για τη Μαρία Πάρνη).
277
Βλ. και το κριτικό σημείωμα του Παράσχου για την ποιητική συλλογή του Γνώριμοι Δρόμοι, στο τχ.
344 (15.4.1941).
278
Αλέξης Ζήρας, «Κουκούλας, Λέων», Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, πρόσωπα-έργα-ρεύματα-
όροι, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σ. 1141.

134
«τους οποίους μετέφρασε εκτεταμένα». 279 Το μεταφραστικό έργο του Κουκούλα είναι
σημαντικό και παρουσιάζεται και από τις στήλες της Νέας Εστίας, ήδη από τα πρώτα
χρόνια της [βλ. π.χ. ενδεικτικά τη μετάφραση του διηγήματος, Ο κήπος δίχως εποχές,
του Max Dauthendey, στο τχ. 145 (1.1.1933)].280 Από την επιλογή των μεταφράσεων,
καθώς και από τους προλόγους που τις συνοδεύουν, γίνονται φανερές οι αισθητικές
αντιλήψεις του, με βασική την κυριαρχία της λυρικής διάθεσης, του «μουσικού
αισθήματος» που πρέπει να διαπνέει και τον πεζό λόγο (συμφωνώντας σε αυτή την
αρχή με τον Λαπαθιώτη).
Η λυρικότητα των περιγραφών, συνδυασμένη ακόμα και με το φανταστικό,
ονειρικό στοιχείο ασκούν όπως ο ίδιος διατυπώνει στο σημείωμά του για τις Νύχτες
Μαγείας, του Βουτυρά, [τχ. 341 (1.3.1941)], μια «παράξενη γοητεία». Τοποθετώντας
τον ανάμεσα στους κορυφαίους διηγηματογράφους της εποχής, θεωρεί ότι τα έργα του
συνδυάζουν την περιγραφικότητα με την πιο βαθιά ψυχολογική παρατήρηση. Σε
αντιστοιχία με τον Χάρη, συνεπώς, η βασική αισθητική του αρχή στηρίζεται στην
ψυχογράφηση των ηρώων, ενώ σε εκφραστικό επίπεδο ο λυρισμός της αφήγησης
ελκύει τον Κουκούλα.
Έτσι, η ψυχολογική υφή του έργου του Πάνου Σαμαρά,281 Στους Τροπικούς,
κερδίζει το ενδιαφέρον του, έστω κι αν εκφράζονται επιφυλάξεις για άλλα στοιχεία
του. Η βιβλιοκρισία του [τχ. 347 (1.6.1941)] συνοψίζει, θα έλεγε κανείς, το αισθητικό
πιστεύω του Κουκούλα:

Ο κριτικός δεν πρέπει ν’ ανήκει σε σχολές. Κι αν έχει, σαν άτομο, τις προτιμήσεις του,
αυτές δεν είναι σωστό να επηρεάζουν την κρίση του. Άλλωστε η ποιότητα και η αξία ενός
έργου είναι άσχετη με τα λογής-λογής αισθητικά δόγματα και τις καλλιτεχνικές σχολές.
Συνεπώς αν διατηρώ μερικές επιφυλάξεις για το βιβλίο του κ. Σαμαρά δεν το κάνω από
αισθητική αδιαλλαξία ή γιατί προσωπικά προτιμώ τούτο εκείνο το αφηγηματικό είδος. Το
κάνω γιατί εκείνο που λέμε συνήθως στην Τέχνη του λόγου «μουσικότητα» ή «θέλγητρο
του υπονοουμένου» δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να υποβάλλει το μυαλό του αναγνώστη
στην κόπωση της αναζήτησης, καθώς όταν πρόκειται να λύσει ένα γρίφο ή ένα σταυρόλεξο.

279
Ό.π., σ. 1141. Η επίδραση των Γερμανών εκπροσώπων του ρομαντισμού και συμβολισμού οφείλεται,
σύμφωνα με τους μελετητές, στις θεατρικές σπουδές που πραγματοποίησε ο Κουκούλας στη Γερμανία.
280
Στη στήλη «Σύγχρονοι Γερμανοί Πεζογράφοι».
281
Ο Κουκούλας συγκρίνει τον Σαμαρά με τον Σκαρίμπα. «Οι ομοιότητες της πρόζας του κ. Σαμαρά με
την πρόζα του κ. Γιάννη Σκαρίμπα είναι καταπληκτικές», σημειώνει χαρακτηριστικά.

135
Αναλαμβάνοντας ωστόσο, την κριτική της πεζογραφίας στην περίοδο της
Κατοχής, σε ένα διάστημα δηλαδή που μια μερίδα της πεζογραφίας επιδίδεται στην
καταγραφή των γεγονότων του ελληνοϊταλικού πολέμου, ο Κουκούλας εκφράζει μέσα
από τα σημειώματά του τη θέση του για την αποτύπωση των ηρωικών στιγμών μέσα
από την τέχνη. Στο κριτικό του σημείωμα για τους Νέους Μαραθώνες του Πάνου
Λαμψίδη [τχ. 344 (15.4.1941)], επισημαίνει:

καλός και άγιος ο ενθουσιασμός. Μα είναι ακόμα καλύτερος και αγιώτερος, στις μεγάλες
αυτές στιγμές που ζούμε, ο ενθουσιασμός που τον εμπνέουν τα επικά κατορθώματα της
φυλής στα πολεμικά πεδία. Είναι ωστόσο ανάγκη να τονισθεί πως ο ενθουσιασμός και η
ειλικρίνεια δεν έχουν καμιάν αξία στην περιοχή της τέχνης όταν μένουν αμετουσίωτο
υλικό, όταν με άλλα λόγια, δεν παίρνουν έκφραση και μορφή τέχνης.

V. Τέλλος Άγρας
Από τον κύκλο της Διάπλασης ξεκίνησε, όπως ήδη αναφέρθηκε, και ο Άγρας. Για το
κοινό ξεκίνημα (αλλά και την κοινή περαιτέρω πορεία) των Λαπαθιώτη, Άγρα και
Παπανικολάου, ο Μιχάλης Περάνθης σημειώνει: «Η νεοελληνική ποίηση έχει κι αυτή
τους καταραμένους της. Είναι ο Λαπαθιώτης, ο Παπανικολάου, ο Άγρας. Τρεις μάγοι
της νοσηρότητας σημαδεμένοι με τα ίδια περίπου γνωρίσματα. Έκαμαν και οι τρεις τη
θητεία τους στην περιοχή του συμβολισμού, αφέθηκαν στη βορά του στίχου, και
χάθηκαν διαδοχικά, ο ένας ύστερ’ απ’ τον άλλον, στο ίδιο πικρό διάστημα της κατοχής.
Είχαν την ίδια περίπου ηλικία. Φανέρωσαν την ίδια πρωιμότητα ταλέντου και
ξεκίνησαν και οι τρεις από τις στήλες της Διάπλασης».282
Κατά τον Στεργιόπουλο (βασικότερο ως τώρα μελετητή του Άγρα), ο
«διαπλασιακός κύκλος» και ο ίδιος ο Ξενόπουλος στάθηκαν καθοριστικοί για τη
διαμόρφωση της πνευματικής και καλλιτεχνικής φυσιογνωμίας του Άγρα και
επηρέασαν αναμφίβολα την κατοπινή του πορεία.283 Ο Άγρας ξεκίνησε τις εμφανίσεις

282
Μιχ. Περάνθης, Τέλλος Άγρας (Το φοβισμένο παιδί), Νέα Πορεία, τχ. 7 (Σεπτέμβριος 1955) 256-268.
283
Την επίδραση του Ξενόπουλου στον νεαρό Άγρα επισημαίνει και ο Σακελλαρίου. Σε αντιστοιχία με
τον Στεργιόπουλο, ο Σακελλαρίου θεωρεί ότι ο Ξενόπουλος έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση
των αισθητικών του κριτηρίων. Προεκτείνοντας μάλιστα την παρατήρησή του, χαρακτηρίζει τον
διευθυντή της Νέας Εστίας ως τον «πνευματικό διαμορφωτή» όχι μόνο του Άγρα, αλλά και ολόκληρης
της γενιάς του 1930: «Υπήρξε τάχα ο Τέλλος Άγρας η μοναδική περίπτωση της ανασταλτικής ή
κατασταλτικής επήρειας του Ξενόπουλου πάνω στους συνεργάτες του και του “στρωσίματος” ή
φορμαρίσματός τους, με βάση ορισμένη νοοτροπία, ή μήπως η επήρεια αυτή απλώθηκε και κάπως
ευρύτερα, σε μια πολλαπλότητα περιπτώσεων; Κι αν κάτι τέτοιο συμβαίνει, μήπως δεν θα ήταν και πολύ
τολμηρό να ριψοκινδυνεύσουμε τη υπόθεση, ότι ο Ξενόπουλος πιθανόν να υπήρξε ο πνευματικός
πατέρας και διαμορφωτής της νοοτροπίας της λεγόμενης Γενιάς του ʼ30, αφού αρκετά από τα στελέχη

136
του στη Διάπλαση με ποιήματα «συμβολιστικού», κατά τους μελετητές,284 χαρακτήρα
και κινείται ως δημιουργός σε όλη του την πορεία ανάμεσα στον συμβολισμό και τον
νεορρομαντισμό. Οι αισθητικές του αντιλήψεις ήταν όλες βασισμένες, όπως
υποστηρίζει ο Στεργιόπουλος, «πάνω στην κλασική έννοια του “καλού”, με έντονη
ιδεαλιστική χροιά και με κάποιες αποκλίσεις προς τα διδάγματα του αισθητισμού. Ο
ίδιος ο Άγρας στη μελέτη του για τον Καβάφη γράφει: η τέχνη πρέπει να ʼναι καθαρή!
Γιατί, κλασικός προορισμός της τέχνης είναι να μεταβάλλη το φριχτό σε υψηλό,
ντύνοντάς το με την ομορφιά».285 Το βασικό αυτό αισθητικό του πιστεύω για την αξία
της τέχνης επαναλαμβάνει συχνά στις βιβλιοκρισίες του, εκφράζοντας την
επιδοκιμασία του στις περιπτώσεις των συγγραφέων που την αντιπροσωπεύουν,
γεγονός που επιβεβαιώνει τον κατά τον Στεργιόπουλο αδύνατο διαχωρισμό του ποιητή
από τον κριτικό Άγρα [παρόλο που ο ίδιος ο Άγρας αποποιείται πολύ συχνά τον ρόλο
του κριτικού –κατ’ επάγγελμα τουλάχιστον, όπως δηλώνει, βλ. για παράδειγμα το
σημείωμά του στο τχ. 94 (15.11.1930) στο οποίο αναφέρει: «Αυτός που υπογράφει το
σημείωμα τούτο και που έτυχε να γράψη τότε έν’ άλλο, πάντοτε χωρίς να είναι από
πρόθεση και από επάγγελμα κριτικός, αλλ’ απλώς φίλος των ωραίων βιβλίων και
θιασώτης των πνευματικών προσπαθειών»]. Ο Στεργιόπουλος σημειώνει
χαρακτηριστικά: «καρπός μιας κριτικής ανάλυσης, που οπωσδήποτε έχει προηγηθεί ή,
τουλάχιστον, έχει ακολουθήσει και, μπορεί να πει κανείς, αποτελεί την προβολή του
αισθητικού του “πιστεύω” σε ποιητική δημιουργία».286

της ανδρώθηκαν, όπως κι ο Άγρας, μέσ’ από τις σελίδες της Δ.τ.Π.»; Βλ. Χάρης Σακελλαρίου, Ο Τέλλος
Άγρας και η παιδική λογοτεχνία –και μια αντιδικία με τον Ξενόπουλο–, Αθήνα, Φιλιππότη, 1986, σ. 15.
284
Όλοι ανεξαιρέτως οι μελετητές του (με κυριότερο τον Κ. Στεργιόπουλο, όπως σημειώνει και η Έλλη
Φιλοκύπρου στην πρόσφατη έκδοση των Ποιημάτων του Άγρα, βλ. «Σημείωμα της επιμελήτριας», στο:
Τέλλος Άγρας, Τα ποιήματα, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2014, σ. 390)
αναγνωρίζουν ότι το έργο του Άγρα επηρεάστηκε από τον γαλλικό συμβολισμό. Στο αφιέρωμα της Νέας
Εστίας, με αφορμή τον είδηση του θανάτου του, ο Ι. Μ Παναγιωτόπουλος σημειώνει χαρακτηριστικά:
«Ο Άγρας ξεκίνησε από το γαλλικό συμβολισμό […] Περπάτησε όλο το δρόμο της γαλλικής ποίησης
από το Μαλλαρμέ ίσαμε το Λαφόργκ∙ Στάθηκε με περισσήν αγάπη στον Μορεάς∙ οι “Στροφές” του
βρήκαν στο πρόσωπό του τον καλύτερο Νεοέλληνα μεταφραστή». Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, «Τέλλος
Άγρας, Προσφορά σ’ ένα τάφο», Νέα Εστία, τχ. 419-420 (Δεκέμβριος 1944) 916.
285
Στεργιόπουλος, Ο Τέλλος Άγρας και το πνεύμα της παρακμής, ό.π. (σημ. 155), σ. 176.
286
Στην άποψη αυτή του Στεργιόπουλου αντιτίθεται ο Γιώργος Αράγης, υποστηρίζοντας ότι «το κριτικό
τάλαντο του Άγρα είναι διαφορετικό από το ποιητικό του. Ουσιαστικά δηλαδή άλλος άνθρωπος είναι ο
συγγραφέας όταν γράφει κριτική και άλλος όταν γράφει ποιήματα […] Από την άποψη αυτή θα ήταν
λάθος να πλησιάσει κανείς την ποίηση του Άγρα μέσα από την κριτική του, καθώς και το αντίθετο»,
σημειώνει χαρακτηριστικά. Βλ. Γιώργος Αράγης, «Συσχετισμοί ανάμεσα στο κριτικό και στο ποιητικό
έργο του Τέλλου Άγρα», στο: Η γραφή και ο καθρέφτης, επιμ. Μισέλ Φάις, Αθήνα, Πόλις, 2002, σσ. 49-
60. Ωστόσο, η άποψη αυτή του Αράγη δεν αφορά μόνο την περίπτωση του Άγρα, αλλά εκφράζει την
ευρύτερη πεποίθησή του για τη σχέση μεταξύ λογοτεχνικού και κριτικού έργου των δημιουργών.
Σημειώνει έτσι χαρακτηριστικά: «Θα πρέπει να είμαστε γενικότερα επιφυλακτικοί απέναντι στην τάση
που υπάρχει να προσεγγίζεται ερμηνευτικά ένα λογοτεχνικό έργο μέσα από άλλα γραφτά του ίδιου
λογοτέχνη».

137
Με βάση την προαναφερόμενη αισθητική του αντίληψη, η μορφή των
ποιημάτων σχολιάζεται, όπως είναι αναμενόμενο, στις βιβλιοκρισίες με ιδιαίτερη
έμφαση, με κεντρικό άξονα τη διάκριση δύο πόλων γύρω από τους οποίους κινείται η
τέχνη, την «πλαστική και τη μουσική». Έτσι, στο κριτικό του σημείωμα για τα Σονέττα
του Μάρκου Τσιριμώκου287 [τχ. 121 (1.1.1932)], δηλώνει χαρακτηριστικά:

Τα Σονέττα έχουν ποτιστή και με την άλλη του λυρισμού έννοια, -του λυρισμού της λαλιάς,
του λυρισμού του τόνου, του λυρισμού της γλυκύτητας, της τρυφερότητας και της
εικόνας…[…] Άλλωστε δυο είναι όλοι-όλοι οι πόλοι, όπου κινείται η δημιουργία η
καλλιτεχνική: η πλαστική, η μουσική!

Κρίνοντας επίσης τους Σκοπούς του Απόστολου Μαμέλη [τχ. 51 (1.2.1929)],


εκφράζει ξεκάθαρα την προτίμησή του στα «απλά, αλλά μεστά μέτρα»,
υποστηρίζοντας ταυτόχρονα την «εθνική ποίηση» που περιέχεται στη συλλογή,
ποίηση η οποία ωστόσο είναι εκφρασμένη με μουσικότητα και πλαστικότητα και όχι
με ρητορισμό. Όπως συνεπώς προκύπτει από το παραπάνω, καθοριστικό στοιχείο για
την ποιότητα ενός ποιήματος είναι για τον Άγρα η μορφή, τα εκφραστικά δηλαδή και
στιχουργικά μέσα που πλαισιώνουν το θέμα, ανεξαρτήτως του είδους του θέματος
αυτού. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά:

Η πρώτη συλλογή ήταν γραμμένη σε ασύμμετρους και συχνά ανομοιοκατάληκτους


στίχους. Η τρίτη ήταν μια πρόζα ρυθμική∙ και περισσότερο η ποιητική σκέψη, η ποιητική
φαντασία επερίχυναν με ποίηση τα παλαιότερα εκείνα έργα, παρά ο ποιητικός ρυθμός ο
εξωτερικός. Πόση συγκέντρωση όμως στους Σκοπούς. Οι πλατύτερες ιδέες, οι πιο
μεγαλόπνευστες εικόνες αποκρυσταλλώνονται εδώ στα μέτρα τα πιο σύντομα, τα πιο απλά.
[…] Εθνική ποίηση περιέχεται στους Σκοπούς. Αλλά ποίηση αληθινή, που όχι μόνο σήμερα
–την επαύριον μιας νωπής ακόμη συμφοράς κ’ ενός άκλαυτου ακόμα αίσχους-, αλλά και
για τις ερχόμενες εποχές θα σταθεί πάντα στο βάθρο της. Ποίηση εμπνευσμένη, όπου δεν
υπάρχει καθόλου ρητορισμός.

Εγκωμιαστική είναι και η κριτική του για την Τελευταία Συμφωνία του Ιωάννη
Κοκκινάκη [τχ. 54 (1.3.1929)], καθώς «ελάχιστη διανόηση μιλεί στα ποιήματά του. Το

287
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Άγρας μεταξύ των σχετικά λίγων βιβλιοκρισιών του για ποιητικά βιβλία,
κρίνει τρεις φορές ποιητικές συλλογές του Τσιριμώκου, καθώς και μία εκλογή μεταφράσεών του ξένων
ποιητών του 19ου αιώνα [βλ. τχ. 125 (1.3.1932)]. Πρόκειται, εκτός από τα Σονέττα, για το: Εκ βαθέων
[τχ. 16-17 (1.11.1927)], καθώς και για τις Ώρες του Δειλινού [τχ. 94 (15.11.1930].

138
συναίσθημα μόνο υπάρχει∙ η καρδιά. Με αυτό κυβερνιέται ο ποιητής, και στην ποίηση,
καθώς και στην πολυτάραχη, την άστατη και θανάσιμα κλυδωνισμένη ζωή του, από
την οποία, σαν ελάχιστο απόσταγμα, επήγασεν αυτή η ποίηση».
Τέλος, ιδιαίτερα σημαντική είναι η άποψη του Άγρα για τη στάση της σύγχρονης
κριτικής, όπως αυτή εκφράζεται στο σημείωμά του για τη συλλογή του Γεράσιμου
Σπαταλά, Αντίλαλοι [τχ. 103 (1.4.1931)]. Έτσι, η «διαύγεια των ποιητικών εικόνων»
και ο «κλασικός» τόνος των ποιημάτων της θεωρείται από τον Άγρα ως ένας από τους
βασικούς λόγους για τους οποίους η κριτική της επεφύλαξε αρνητική υποδοχή. Τα όσα
σημειώνει στο παρακάτω απόσπασμα είναι χαρακτηριστικά:

Ο κ. Σπαταλάς δεν εγέλασε τον Μαρκορά στις προσδοκίες του: έμεινε πιστός στην ένδοξη
καταγωγή του, έμεινε προσηλωμένος στον κλασσικισμό της παραδόσεως, εκείνον που
ανάμεικτος με το λυρισμό και τη μελωδικότητα εμόρφωσε τα νεοκλασσικά ελληνικά
πρότυπα, εδώθε του Κάλβου, εκείθε του Σολωμού. Ο κ. Σπαταλάς είναι και θα μείνει
κλασσικότροπος ποιητής. Εδώ είναι λοιπόν το καίριο σημείο της ανεξήγητης αλλιώς
διαφοράς. Ο κ. Σπαταλάς δεν προσαρμόζεται με τη νοοτροπία της κριτικής. Αλλά ποιας
κριτικής; Τελοσπάντων αυτής της γνώριμής μας, που από καιρό ξέρομε πως έχει κριτήρια,
κατά το μάλλον και ήττον υποκειμενικά πως δε θέλει προπάντων να σταθμίσει ένα έργο
επάνω στο μέτρο των εσωτερικών επιδιώξεών του, αλλά να το τοποθετήσει μακρύτερα ή
πλησιέστερα προς τις αφηρημένες αρχές που κυριαρχούν τη σύγχρονη αίσθηση. Ο
θεληματικά παρατονισμένος dantesque του Καρυωτάκη συγκινεί και προκαταλαβαίνει
ευνοϊκά την κριτική∙ τα αλκαϊκά και αλκαϊκότροπα μέτρα του κ. Σπαταλά την αφήνουν
αδιάφορη.

VI. Κλέων Παράσχος


Στον στενό πυρήνα συνεργατών του περιοδικού από την ίδρυσή του, μαζί με τον Άγρα,
ανήκει ο Παράσχος, ο οποίος ήταν υπεύθυνος στις στήλες της Νέας Εστίας για την
κριτική της ποίησης288 για περισσότερα από είκοσι χρόνια, γράφοντας έναν από τους
μεγαλύτερους αριθμούς βιβλιοκρισιών (βλ. Πίνακα 3. Ο συνολικός αριθμός των
κριτικών του σημειωμάτων είναι 429). Η πολύχρονη, συστηματική και ενδελεχής

288
Δεν απουσιάζουν, ωστόσο, κριτικές και για άλλα είδη λόγου (γεγονός που αποδεικνύει την
ευρυμάθειά του), όπως π.χ. ταξιδιωτικά [βλ. ενδεικτικά, τχ. 111 (1.8.1931), Κ. Πασαγιάννης, Ελληνικά
Ταξίδια], και κυρίως για μελέτες που αφορούν όχι μόνο θέματα και πρόσωπα του ποιητικού χώρου,
αλλά και της πεζογραφίας, καθώς και της ευρύτερης πνευματικής ζωής [βλ. ενδεικτικά: τχ. 293
(1.3.1939), Αδαμάντιος Παπαδήμας, Ο Ρωμαντισμός∙ τχ. 308 (15.10.1939), Γ. Δέλιος, Το Σύγχρονο
Μυθιστόρημα (Η Virginia Woolf, η εποχή και το έργο της. Τα λογοτεχνικά πρόσωπα)∙ τχ. 318 (15.3.1940),
Κ. Θ. Δημαράς, Δημοτικισμός και Κριτική (Δοκίμιο συνθέσεως), κ.ά.].

139
κριτική του δραστηριότητα τον κατατάσσει –κατά τη σύμφωνη γνώμη της
πλειοψηφίας των μελετητών– στους σημαντικότερους κριτικούς του μεσοπολέμου,
καθώς «η συμβολή του στη διαμόρφωση των ποιητικών μας πραγμάτων υπήρξε πολύ
αποφασιστική».289
Διερευνώντας την πνευματική δραστηριότητά του και τις επιδράσεις που
στάθηκαν καθοριστικές για τη διαμόρφωση των αισθητικών αντιλήψεων που εκφράζει
μέσω του κριτικού του έργου, στεκόμαστε στα εξής: ο Παράσχος
πρωτοπαρουσιάστηκε ως λογοτέχνης το 1913, δημοσιεύοντας ποιήματα
συμβολιστικού χαρακτήρα στο περιοδικό Ποιητική Έκδοση.290 Σύμφωνα με τους
μελετητές, «τόσο ως ποιητής όσο και ως κριτικός εμφανίζεται έντονα επηρεασμένος
από το πνεύμα του συμβολισμού, και επίσης, του αισθητισμού και της καθαρής
ποίησης».291 Και ο Αλέξης Ζήρας θεωρεί ότι ο συμβολισμός και η καθαρή ποίηση
επέδρασαν καταλυτικά στο λογοτεχνικό αλλά κυρίως στο κριτικό έργο του Παράσχου,
ο οποίος έδειχνε τις προτιμήσεις του σε περιπτώσεις συγγραφέων που με το έργο τους
εξέφραζαν κοινές με τον ίδιο αισθητικές αντιλήψεις. Σημειώνει χαρακτηριστικά:

Με την ευρυμάθεια και τη θεωρητική του παιδεία, η δραστηριότητα του Π. ως


λογοτεχνικού κριτικού υπήρξε πολύ αποφασιστική για τη διαμόρφωση των ποιητικών μας
πραγμάτων σε όλο το μεσοπόλεμο. Οι απόψεις του, στην αρχή εκφρασμένες με μαχητικό
τρόπο, ακολούθησαν μια παράλληλη πορεία με τις αισθητικές αρχές του συμβολισμού που
χαρακτήρισαν τη γενιά του […] Ο Παράσχος ζυμωμένος μέσα από την παράδοση του
αισθητισμού και της καθαρής ποίησης, έδειχνε τις σημαντικές του ικανότητες σε
περιπτώσεις ποιητών –ιδιαίτερα– με τους οποίους τον ένωναν δεσμοί ψυχικής συγγένειας,
δηλαδή ένα κοινό βιωματικό υπέδαφος που διαγραφόταν μοιραία και στην έκφρασή τους.
Μ’ αυτή την έννοια, ασκούσε μια κριτική χωρίς επιστημονικούς κανόνες, επικεντρωμένη
όμως ενστικτωδώς στο ήθος του γραπτού που εξέταζε και στο ήθος της γλώσσας του, σ’
αυτά δηλαδή που ενδιέφεραν τον ίδιον τον κριτικό ως λογοτέχνη ή αντίστροφα, τον
λογοτέχνη ως κριτικό. Κατόρθωσε έτσι, έστω και αποσπασματικά, να κρίνει σωστά τις
δυνατότητες νεοεμφανιζόμενων ποιητών, όπως ο Ρίτσος, ο Ελύτης, ο Ράντος, ο Σεφέρης, ή
να επανεκτιμήσει με εξαιρετικά διεισδυτικό τρόπο την περίπτωση του Καρυωτάκη.292

289
Αλέξης Ζήρας, «Παράσχος, Κλέων», στο: Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμ. 8, Εκδοτική Αθηνών,
1983, σ. 171 [στο εξής: Ζήρας, «Κλέων Παράσχος»].
290
Βλ. Ευδοκία Παραδείση, Μιχάλης Μερακλής, «Παράσχος, Κλέων», στο: Λεξικό Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας, πρόσωπα-έργα-ρεύματα-όροι, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σ. 1733. Σημειώνεται ότι το
περιοδικό «εξέδιδε ο ίδιος ο Παράσχος, μαζί με άλλους νέους».
291
Ό.π., σ. 1733.
292
Ζήρας, «Κλέων Παράσχος», ό.π. (σημ. 289), σ. 171.

140
Ιδιαίτερα σημαντικό, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι ο ίδιος ο Παράσχος
επιβεβαιώνει τα όσα οι μελετητές αναφέρουν για τις αισθητικές του προτιμήσεις. Έτσι,
σε συνέντευξη που δημοσιεύεται στο αφιερωμένο στη ζωή και το έργο του τεύχος της
Νέας Εστίας (με αφορμή τον θάνατό του)293 αναγνωρίζει τη λυρική ποίηση ως το είδος
εκείνο που άσκησε τη μεγαλύτερη επίδραση στην κριτική του εργασία, σημειώνοντας:

Ειπώθηκε ότι ουσιαστικά δεν πιστεύω παρά μόνο στη λυρική ποίηση, και ότι αυτή μόνο με
συγκινεί. Αυτό βέβαια είναι υπερβολή. Με συγκινεί κάθε τι που μπορεί να δονήσει μια
κάπως καλλιεργημένη ανθρώπινη ευαισθησία. Για ό,τι όμως αφορά τη λογοτεχνία, ειδικά
η παρατήρηση αυτή μου φαίνεται σωστή. Πραγματικά το μεγαλύτερο μέρος της κριτικής
μου εργασίας, εκδομένης και ανέκδοτης, αναφέρεται στη λυρική ποίηση και ιδιαίτερα στη
νεοελληνική. Μιλώντας για τον έναν ή άλλον ποιητή, είπα, αλλού πιο σύντομα αλλού πιο
πλατειά, ό,τι ουσιαστικό είχα να πω σχετικά με την ποίηση και γενικότερα τη λογοτεχνία.
Οι βασικές αρχές για την ποίηση και όλη γενικά τη λογοτεχνία μπορούν να συνοψιστούν
σε δύο αρχές: για ό,τι αφορά την ποίηση, στο αίτημα της μουσικής. Και για ό,τι αφορά
ολάκερη τη λογοτεχνία –και την ποίηση φυσικά στην καλλιτεχνική της αυτονομία.294

Συνεπώς, «η απαλλαγή της ποίησης από τα δεσμά της λογικής, από κάθε τι που
δεν είναι ουσία συναισθηματική, ψυχική, μυστική, μουσική είναι ένα αίτημα στο οποίο
επανέρχεται συχνά ο Παράσχος».295 Επίσης, από τα όσα υποστηρίζει στο απόσπασμα
της προαναφερόμενης συνέντευξης εξάγουμε το συμπέρασμα ότι οι κριτικές του
αντανακλούν τις απόψεις του για την ποίηση και τη λογοτεχνία γενικότερα, και κατά
συνέπεια η εξέτασή τους αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ερμηνείας της
προσωπικότητάς του.
Απολύτως αναμενόμενη με βάση το κεντρικό αισθητικό πιστεύω του Παράσχου
για την κυριαρχία της μουσικής, είναι η εγκωμιαστική στάση του απέναντι στο

293
Βλ. Δημήτρης Σιατόπουλος, «Μια εξομολογητική φωνή του καιρού μας», Νέα Εστία, τχ. 894
(1.10.1964) 1372-1373. Η σύντομη συνέντευξη δόθηκε στον Σιατόπουλο, με τον οποίο, όπως ο ίδιος
αναφέρει, τον ένωνε στενή φιλία. Η συνομιλία μεταφέρεται (με τη μορφή μιας τυπικής συνέντευξης)
αυτούσια, σύμφωνα με τον Σιατόπουλο.
294
Σε συνέχεια της ερώτησης σχετικά με τον καθορισμό της έκφρασης «αίτημα της μουσικής», ο
Παράσχος απαντά ως εξής: «Εννοούσα ανέκαθεν και εννοώ πάντα την προσπάθεια της αναγωγής της
ποιήσεως στην καθαρή της ουσία που είναι μουσική, δηλαδή αποβολή κάθε αμετουσίωτου ορθολογικού
στοιχείου και αξιοποίηση και ανάδειξη, οικοδόμηση του ποιήματος με τα αισθηματικά ιδίως, αν όχι
μόνο, στοιχεία της εμπειρίας μας. Η ποίηση όπως και όλες οι μεγάλες πραγματικότητες δεν κλείνεται
σ’ ορισμό. Αν ωστόσο μου ζητούσατε να την ορίσω, θα έλεγα αυτό που είπα και άλλοτε, ότι είναι βίωμα
βαθύ που έγινε μαγικός λόγος. Στη δική μου γλώσσα μαγικός θα πει μουσικός». σ. 1373.
295
Ερευνητική ομάδα – Καράογλου, Περιοδικά Λόγου και Τέχνης, ό.π. (σημ. 94), τρίτος τόμ., σ. 42.

141
ποιητικό έργο του Παλαμά (στο σύνολό του, χωρίς ωστόσο να απουσιάζουν οι
διακυμάνσεις στις ενθουσιώδεις κρίσεις, λόγω της «ρασιοναλιστικής ιδιοσυγκρασίας
του»).296 Ο άκρατος λυρισμός που εντοπίζεται στην ποίησή του αντιπροσωπεύει
πλήρως τις αισθητικές του ιδέες. Κι αν στον Κύκλο των Τετράστιχων [τχ. 71
(1.12.1929)], ο τρόπος εργασίας του Παλαμά, «αρκετά χαρακτηριστικός γιατί πηγάζει
από τον ορθολογισμό του», δεν αγγίζει το αποκορύφωμα του λυρισμού που θα
εξέφραζε πλήρως τον Παράσχο, στις Νύχτες του Φήμιου, τις οποίες βλέπει ως
συμπλήρωμα του Κύκλου των Τετράστιχων, [τχ. 201 (1.5.1931)], σημειώνει:

Τούτο το πλάτεμα της φωνής, το καμωμένο για την υμνωδία, είναι μια φυσική, θα έλεγες,
λειτουργία στον Παλαμά, είναι η αναπνοή του, η φωνή του. Έτσι ξεχυμένη η σκέψη του
παίρνει όλη τη λυρική δόνησή της, και έτσι ξεχυμένα και τα σαλέματα της ψυχής του
βρίσκουν τον πιο σωστό τους τόνο, το μουσικό […] Μες στα βάθη της ψυχής, που είναι ο
αληθινός και ο μόνος ποιητικός χώρος, φως άπλετο, το φως του λογικού τουλάχιστον, δεν
είναι χυμένο ποτέ. Τέτοιο φως όταν χυθή δεν αφήνει να γεννηθή το ανείπωτο και μυστικά
κατεργασμένο εκείνο θαύμα που λέγεται μαγεία ποιητική. Εκεί “γλυκά είναι κι αμφίβολα,
όλα είναι: λυκόφως” λέγει ο Παλαμάς, και πόσο δίκιο έχει! Τούτο το λυκόφως περιβρέχει
και τον παλαμικό λυρισμό, όπου εισχωρεί μουσικώτερα, οξύτερα και βαθύτερα, μέσα μας.

Η κυριαρχία της λυρικότητας αποτελεί συνεπώς αρετή της ποίησης του Παλαμά
στις περιπτώσεις στις οποίες δεν εμποδίζεται από τη λογική επεξεργασία.
Χαρακτηριστική είναι γι’ αυτόν τον λόγο η διάκριση ανάμεσα στον Δωδεκάλογο του
Γύφτου και στη Φλογέρα του Βασιλιά, και η προτίμηση στο πρώτο, όπως αυτή
εκφράζεται στη βιβλιοκρισία της μετάφρασης της Φλογέρας του Βασιλιά, από τον
Eugène Clément [τχ. 205 (1.7.1935)]. Ο Δωδεκάλογος θεωρείται έτσι έργο «πιο
μουσικό, πιο διονυσιακό και πιο υποκειμενικό», ενώ η σύγκριση των δύο δίνει αφορμή
για τον εντοπισμό διαφορών μεταξύ της λυρικής ποίησης και του έπους. Παρόλο που
αναμενόμενο θα ήταν στην ιεραρχία των ειδών λόγου να κυριαρχεί η λυρική ποίηση,
ο Παράσχος αναγνωρίζει ότι «αν γράφοντας έπος ένας ποιητής, μένει ποιητής
δικαιώνει πέρα ως πέρα και για σήμερα ακόμα την ύπαρξη του έπους». Συνεπώς, μέσα
από τον εγκωμιαστικό τόνο για την ποίηση του Παλαμά, εκφρασμένο ωστόσο με
διακυμάνσεις, διακρίνουμε την κριτική στάση του Παράσχου απέναντι σε μια σειρά

296
Τη φράση χρησιμοποιεί στο κριτικό του σημείωμα για τον Κύκλο των Τετραστίχων [τχ. 71
(1.12.1929)], στο οποίο αναφερόμενος στην επιλογή του Παλαμά να εκφραστεί με τετράστιχα
υπογραμμίζει ότι ο τρόπος αυτός ταιριάζει απόλυτα στη «ρασιοναλιστική του ιδιοσυγκρασία».

142
από ζητήματα που ανακύπτουν από το έργο του. Εκφράζεται έτσι ο προβληματισμός
του για τα συνθετικά του ποιήματα και τις λιγότερο λυρικά επεξεργασμένες εικόνες
ορισμένων συλλογών του. Θεωρεί ότι το ερώτημα που ανακύπτει από τη Φλογέρα
είναι: «αν τόση διήγηση, και τόσα εξωτερικά περιστατικά, και τόσο “λόγοι”, και τόσες
περιγραφές φαινομένων υλικών μπορούν να συμβιβαστούν με το νόημα γενικά της
ποιήσεως, όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα». Η απάντησή του για τη δικαίωση
του ποιητή όταν γράφει ποίηση (με τη σημασία που λαμβάνει η λέξη για τον Παράσχο),
ακόμα κι αν αυτή ανήκει στην κατηγορία του έπους, είναι χαρακτηριστική της
αποδοχής των διαφορετικών ειδών της. Συνεπώς, η στάση του Παράσχου απέναντι
στην ποίηση του Παλαμά είναι ενδεικτική της θετικής αποτίμησης διαφορετικών
μορφών και εκφραστικών τρόπων που μπορεί να μην συμβαδίζουν απόλυτα με το
προσωπικό του γούστο, εμπεριέχουν ωστόσο καθαρό λυρισμό που για τον Παράσχο
αποτελεί την ουσία της ποίησης.
Το ζήτημα του «έπους» ως αποδεκτό ή μη, καθώς και ως επίκαιρο ή
ξεπερασμένο λογοτεχνικό είδος, επανέρχεται το 1939 από τον Παράσχο, με αφορμή
την κυκλοφορία της Οδύσειας του Καζαντζάκη. Στο σημείωμά του [στο τχ. 305
(1.9.1939)] ο Παράσχος εκφράζει και τη δική του έκπληξη (παράλληλα με των
υπόλοιπων κριτικών, όπως ο ίδιος σημειώνει)297 για την επαναφορά του είδους, καθώς
και τον προβληματισμό του για τη θέση του στη σύγχρονη ποίηση, απαντώντας τελικά
και πάλι στο ερώτημα της λυρικότητας των συνθετικών ποιημάτων όπως η Οδύσεια
και ο Δωδεκάλογος του Γύφτου. Σημειώνει χαρακτηριστικά:

Κανένα νεοελληνικό λογοτεχνικό έργο μα και κανένα έργο στην παγκόσμια λογοτεχνία
των εκατόν πενήντα τελευταίων χρόνων δεν μας έφερε τόσο βίαια σε μορφές που πιστεύαμε
ότι από καιρό είχαν τελειώσει την ιστορική τους πορεία, όσο η Οδύσεια, το πρωτοφανές σε
μάκρος επικό ποίημα που εξέδωσε ο Καζαντζάκης […] Άκουσα ένα πλήθος σχόλια για την
Οδύσεια. Σε όλα περιέχεται μια δόση ξαφνίσματος, μα οι περισσότεροι που το αρνιούνται,
το αρνιούνται κατ’ αρχήν, αν επιτρέπεται η έκφραση, σαν είδος άλλου καιρού που δεν
μπορεί πια σήμερα να ζήση φυσιολογικά. Ομολογώ ότι η άρνηση αυτή υψώθηκε και μέσα
μου, όμως για μια στιγμή μόνο. Ύστερα προσπάθησα ν’ αντικρύσω το ζήτημα σαν
πρόβλημα, απαλλασσόμενος, όσο μου ήταν δυνατό, απ’ όλες τις ιδέες του καιρού μας τις

297
Για τη γενικότερη υποδοχή της Οδύσειας, βλ. Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, ό.π. (σημ.
30), τόμ. Β΄, σ. 715. Ο Αργυρίου αναφέρει τις εκτενείς (ανάλογες της υποδοχής του έργου ως «εκδοτικό
γεγονός») κριτικές των: Έλλης Λαμπρίδη, Αιμ. Χουρμούζιου και Μάρκου Αυγέρη. Να σημειωθεί ότι η
αναφερόμενη κριτική του Αυγέρη δημοσιεύτηκε στο κύριο σώμα του τχ. 306 (15.9.1939) της Νέας
Εστίας.

143
σχετικές με την ποίηση, και που πιθανόν, στο κάτω της γραφής, να κατάντησαν και
προκαταλήψεις, ή κάτι χειρότερο και έμμονες ιδέες.

Παρουσιάζοντας, στη συνέχεια, τις θεωρίες του Πόε και των γάλλων
συμβολιστών για τον ορισμό της ποίησης, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αν
«δεχτούμε τη θεωρία του Πόε, η Οδύσεια δεν δίνει συγκίνηση ποιητική. Αν όμως δεν
δεχτούμε τις θεωρίες και πιστέψουμε μαζί με τον Βαλερύ ότι ούτε το καθεαυτό
αντικείμενο της ποίησης, ούτε η μέθοδος για να το πετύχει κανείς έχουν ξεκαθαριστεί,
τότε θ’ αντικρύσουμε την Οδύσεια σαν ένα μεγάλο συνθετικό έμμετρο έργο, όπου το
ποιητικό, η ποιητική εντύπωση, πηγάζει από ένα γενικό δυναμισμό. Η Οδύσεια μ’ άλλα
λόγια είναι έργο ακραιφνώς λυρικό, σχεδόν όσο και ο Μάνφρεντ ή ο Φάουστ ή ο Γύφτος
του Παλαμά».
Εξετάζοντας την ανταπόκριση του έργου των εκπροσώπων της γενιάς του ʼ20
στις αισθητικές του αντιλήψεις, παρατηρείται ότι με ιδιαίτερο ενθουσιασμό στέκεται
απέναντι στην ποίηση του Καρυωτάκη, τον οποίο θεωρεί «όχι μόνο τον καλύτερο
ποιητή της γενιάς του, αλλά από τους τρεις τέσσερις καλύτερους που έχουμε». Στην
κριτική του για τα Ελεγεία και Σάτιρες [τχ. 6/30 (15.3.1928)] εντοπίζει ως κυρίαρχο
σημείο «τη μουσική διάθεση και μουσική ατμόσφαιρα, τη συναισθηματική οξύτητα,
την πρωτοτυπία στη σύλληψη και στην ανάπτυξη του θέματος, έναν τόνο γνησιότατα,
ειλικρινέστατα μοντέρνο». Χαρακτηρίζοντας «φιλολογικό γεγονός» την έκδοση των
«Απάντων» του δέκα χρόνια αργότερα [τχ. 268 (15.2.1938)], στην εκτενή βιβλιοκρισία
του επαναφέρει το ζήτημα των «φιλολογικών επιρροών του Καρυωτάκη», μεταξύ των
οποίων του Πόε, που ο ίδιος πρώτος διαπίστωσε, όπως αναφέρει, για να καταλήξει
στον σχολιασμό της «πολυθρύλητης επιρροής του ποιητή» σε νέους δημιουργούς.298
Αποτιμώντας συνεπώς τη συνεισφορά του, όπως εύστοχα σημειώνει ο Κώστας
Στεργιόπουλος, ο Παράσχος «ήταν από τους πρώτους που μελέτησε τόσο εκτεταμένα

298
Ο Παράσχος υπογραμμίζει στις βιβλιοκρισίες του ιδιαιτέρως συχνά τις επιδράσεις του Καρυωτάκη,
αλλά και προβαίνει σε συγκρίσεις ακόμα κι αν δεν πρόκειται για μίμηση του ύφους του. Βλ., π.χ.,
ενδεικτικά το σημείωμά του για τη συλλογή του Γ. Αθάνα, Ειρμός [τχ. 58 (15.5.1929)], στο οποίο
αναφέρει ότι ο Αθάνας «μπορεί να μην είναι ποιητής βαθύς, να μην εκφράζει όσο άλλοι, ο Καρυωτάκης
π.χ. τη μοντέρνα ψυχή, αλλ’ είναι δίχως άλλο προσωπικός». Επίσης, στο σημείωμά του για την
προαναφερόμενη έκδοση των «Απάντων» του, ο Παράσχος σχολιάζει, μεταξύ άλλων και τη μελέτη του
Βαρίκα για τον Καρυωτάκη [για την οποία έγραψε και ο Γ. Τσουκαλάς στο «Δεκαπενθήμερο» του τχ.
267 (1.2.1938)]: «Ο νέος κριτικός κ. Β. Βαρίκας σε μια μελέτη του για τον Καρυωτάκη, που
κυκλοφόρησε τελευταία, αγγίζει πολλά από τα ζητήματα αυτά, μα ούτε εκείνος κατορθώνει να τα
εξαντλήσει. Πρέπει να περάσει ακόμα καιρός, να κατασταλάξουν ακόμα περισσότερο τα πράγματα, να
έρθουν στο φως ίσως άλλα στοιχεία, και τότε μόνο θα μπορέσει να γραφτεί το μεγάλο συνθετικό βιβλίο
για τον Καρυωτάκη».

144
και πρόβαλε τον Φιλύρα και τον Ουράνη, και πρώτος αυτός είχε τη διορατικότητα και
την τόλμη, ενώ ο Καρυωτάκης ζούσε ακόμα να γράψει αμέσως μόλις κυκλοφόρησαν
τα Ελεγεία και Σάτιρες ότι “μπαίνει όχι μόνον στην εντελώς πρώτη σειρά των ποιητών
της γενεάς μας, αλλά και στην πρώτη σειρά όλων εν γένει των σύγχρονων Ελλήνων
ποιητών”».299
Περισσότερο επιφυλακτικός –χωρίς ωστόσο η επιφύλαξη αυτή να τον αποτρέπει
από τη συνολικά εγκωμιαστική στάση του– είναι απέναντι στους άλλους δύο
εκπροσώπους της γενιάς του ʼ20, Άγρα και Παπατσώνη. Η παρέμβαση, ορισμένες
φορές, της λογικής επεξεργασίας που συγκρατεί τον λυρισμό, είναι, κατά τον
Παράσχο, η αιτία του συγκρατημένου ενθουσιασμού για την ποίησή τους. Έτσι,
θεωρεί την ποίηση του Άγρα «την πιο αξιοπρόσεχτη στη γενιά του, μετά του
Καρυωτάκη», παρόλο που θα ήθελε να τη δει, όπως ο ίδιος σημειώνει, απαλλαγμένη
από την παρέμβαση των «φιλολογικών αναμνήσεων, ζυγίσματος και διαλέγματος,
εργασίας νοητικής».300 Και στην περίπτωση του Παπατσώνη (τον λυρισμό του οποίου
θεωρεί «έναν απ’ τους σημαντικότερους, απ’ τους πιο γνήσιους και πιο
αντιπροσωπευτικούς που έχουμε αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα»),301 εντοπίζει
«κάμποση δόση τεχνητού, μαστορικώτατα, βέβαια, χρησιμοποιημένου και που δεν
αλλοιώνει καθόλου τη βαθύτερη ουσία της εμπνεύσεώς του, που δεν παύει, ωστόσο,
να είναι τεχνητό».
Κι αν η ρασιοναλιστική κάποτε επεξεργασία των ποιητικών έργων του Παλαμά
και των εκπροσώπων της γενιάς του ʼ20 δημιουργεί, όπως διαπιστώθηκε, κάποιες
επιφυλάξεις, που δεν εμποδίζουν ωστόσο τη γενικά θετική κριτική απέναντί τους,
ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντιμετώπιση της ιδεολογικής φόρτισης ποιητικών έργων,
όπως για παράδειγμα συμβαίνει στην περίπτωση του Βάρναλη. Αν και αναμενόμενη
θα ήταν ίσως μια επιφυλακτική –ή και αρνητική– υποδοχή προερχόμενη από την
«προσκόλλησή του στην ιδεολογία»,302 που θα εμπόδιζε τον άκρατο λυρισμό, ο

299
Στεργιόπουλος, Κλέων Παράσχος και Τέλλος Άγρας, ό.π. (σημ. 201), σ. 182.
300
Βλ. την κριτική του για Τα Βουκολικά και τα Εγκώμια στο τχ. 180 (15.6.1934). Σημειώνει
χαρακτηριστικά: «Δεν κατόρθωσα στα ποιήματα που μας δίνει σήμερα ο Άγρας –ποιήματα, ας το
τονίσω, νεανικά το περισσότερο, και οριστικά ξεπερασμένα– δεν κατόρθωσα να βρω πότε ακριβώς έγινε
η απόσπασή του από το φυσικό, από τον εκφραστικό δηλαδή εκείνον τρόπο που μας εκδηλώνει πιο
άμεσα και πιο αυθόρμητα, θέλω να πω πιο βαθειά και αβίαστα αφημένους στο μουσικό ρεύμα της
συγκινήσεώς μας, με τη λιγότερη δυνατή επέμβαση φιλολογικών αναμνήσεων, ζυγίσματος και
διαλέγματος, εργασίας νοητικής».
301
Στην κριτική του για την Εκλογή Α΄ [τχ. 181 (1.7.1934)], στο επόμενο δηλαδή τεύχος από το κριτικό
του σημείωμα για τη συλλογή του Άγρα.
302
Ερευνητική ομάδα – Καράογλου, Περιοδικά Λόγου και Τέχνης, ό.π. (σημ. 94), τρίτος τόμ., σ. 35.

145
Παράσχος αποδεικνύεται και εδώ ένας «ανοιχτός» κριτικός.303 Έτσι, στο κριτικό του
σημείωμα για τους Σκλάβους Πολιορκημένους [στο τχ. 16/17 (1.11.1927)], κατατάσσει
τον Βάρναλη σε «έναν από τους δύο τρεις καλύτερους της γενιάς του, νου
φιλοσοφημένο, ισόρροπο, βαθύ, αλλά και οξύ και ανήσυχο συγχρόνως, ανοιγμένο σ’
όλα τα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής του». Αναγνωρίζει πως στα πρώτα του έργα
ήταν περισσότερο λυρικός, «ενώ τώρα τελευταία εμφανίζεται ολοένα πιο φιλοσοφικός
και σατυρικός», ενώ θεωρεί τους Σκλάβους Πολιορκημένους ως «ένα συνθετικό
ποίημα στο οποίο κυριαρχεί η ιδεολογία αναπτυσσόμενη όμως με το πνεύμα του
στίχου». Θεωρεί επίσης ότι «του ξεφεύγουν στα συνθετικά του ποιήματα και κομμάτια
που δεν έχουν σχέση με την ιδεολογία του, όπως π.χ. “Οι πόνοι της Παναγιάς” στους
Σκλάβους». Η καταληκτική όμως αποτίμηση είναι πως «μολονότι εξυπηρετεί μια
ιδεολογία και η πρόθεση του ποιητή είναι φανερή, ως τόσο κατορθώνει να μας δίνει,
απ’ την αρχή ως το τέλος σχεδόν, μια αγνή και δυνατή καλλιτεχνική συγκίνηση». 304
Το ίδιο «ανοιχτός» –όσο στην περίπτωση της πολιτικής ιδεολογίας του
Βάρναλη– παραμένει και στην περίπτωση του Σικελιανού, χωρίς να απουσιάζει και
εδώ η διατύπωση επιφυλάξεων και αντιρρήσεων. Έτσι, στο κριτικό του σημείωμα για
τον Διθύραμβο του Ρόδου, [στο τχ. 143/44 (1-15.12.1932)], βλέπει τη στροφή του
Σικελιανού στον μυστικισμό, ως μια «λοξοδρομία», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει:

Η μεγάλη στροφή του Σικελιανού προς τον μυστικισμό, η σημαντικότερη της ζωής του,
μου φαίνεται σαν μια λοξοδρομία. Πολύ φοβούμαι ότι και αυτός, όπως και τόσοι άλλοι,
παρανόησε και εξακολουθεί να παρανοεί την αληθινή φύση του. Επιχειρεί να ξεπεράσει –
και η προσπάθειά του έχει κάτι το βαθύτατα δραματικό– τα όρια ορισμένων ανθρώπινων
ιδιοτήτων, τ’ απαρασάλευτα αλίμονο! όσο και οι τροχιές των πλανητών.

303
Αντίστοιχα και στην περίπτωση του Ρίτσου, όπως θα διαπιστωθεί παρακάτω. Η ιδεολογική
συνισταμένη των έργων του, δεν επηρεάζει δηλαδή τη συνολικά θετική υποδοχή τους. Να σημειωθεί
επίσης, ότι και ο Χάρης, παρά τα διαφωνίες του σε επιμέρους σημεία (όπως για παράδειγμα στη χρήση
της γλώσσας «που έχει κάπου-κάπου μια τραχύτητα απαράδεκτη»), αποτίμησε συνολικά θετικά την
Αληθινή Απολογία του Σωκράτη [τχ. 124 (15.2.1932)], αναγνωρίζοντας ότι «το κήρυγμα» που
περιλαμβάνεται στις σελίδες της και εκφράζει την άρνηση μιας ολόκληρης εποχής, «προσφέρει
ανακούφιση η οποία αξίζει πολύ περισσότερο από την αισθητική χαρά που εξασφαλίζει ένα
καλοδουλεμένο σονέτο ή τον ενθουσιασμό που προκαλεί ένα καλογραμμένο βιβλίο».
304
Πιο αναλυτικά (επαναλαμβάνοντας, ωστόσο, πολλές φορές και αυτούσια, αποσπάσματα της
βιβλιοκρισίας του για τους Σκλάβους Πολιορκημένους ) σχετικά με την ιδεολογική συνισταμένη των
έργων του Βάρναλη εκφράζεται στη μελέτη του στη στήλη «Σύγχρονοι Έλληνες Λογοτέχναι», στα τχ.
205 (1.7.1935) και 206 (15.7.1936). Η παρακάτω φράση συνοψίζει θα λέγαμε τη βασική θεώρηση του
Παράσχου για το ιδεολογικό στίγμα των έργων του: «Βέβαια, σαν καλλιτέχνης ο Βάρναλης, και όχι σαν
επιστήμονας, ή σαν πολιτικός ή σαν απλώς θιασώτης ή προπαγανδιστής μιας ιδέας, με λόγια, με εικόνες,
με μια κάποια μουσική, προσπαθεί να εκφράση το όραμα του κόσμου όπως αντιχτυπά μέσα του».

146
Ωστόσο, στο κριτικό του σημείωμα για τη Σίβυλλα του Σικελιανού, που γράφεται
στη διάρκεια των τραγικών στιγμών του Ελληνοϊταλικού πολέμου [τχ. 335
(1.12.1940)], ο Παράσχος υψώνει τον ποιητή στη θέση του απόλυτου εκφραστή των
ηρωικών στιγμών της Ελλάδας:

Θα ήταν αδύνατο η Ελλάδα, στις μεγάλες αυτές στιγμές που ζει, από τις μεγαλύτερες της
ιστορίας της, να μην εύρισκε και την ποιητική φωνή, που να εκφράσει την υπέροχη
ανάτασή της, το θαυμαστό ηρωϊκό άθλημά της, στη βαθύτερη και αιώνια ουσία τους […].
Δεν ξεύρω αν και άλλος έλληνας ποιητής θα μπορούσε καλλιτεχνικά να σταθή στο ύψος
της στιγμής όπου ζούμε. Ξέρω μόνο ότι ο Σικελιανός είχε όλη την ψυχική και πνευματική
προετοιμασία για ένα τέτοιο κατόρθωμα. Όλη του η πνευματική ύπαρξη είναι βαφτισμένη
στις πιο αγνές ελληνικές πηγές και από τις πηγές αυτές αναδύεται ολάκερο το έργο του.

Συνοψίζοντας τα παραπάνω, διαπιστώνεται ότι οι επιφυλάξεις του Παράσχου


για στοιχεία και μορφές της ποίησης που δεν ανταποκρίνονται πλήρως στα αισθητικά
ή και ιδεολογικά του κριτήρια, δεν απέτρεψαν τη θετική αντιμετώπιση έργων και
ποιητών που εξέφραζαν γνήσια λυρικότητα, την ουσία δηλαδή της ποίησης κατά τον
ίδιο. Το ερώτημα που προκύπτει είναι, με βάση τις διατυπωμένες αισθητικές του
αντιλήψεις που όπως είδαμε εκφράστηκαν και στις βιβλιοκρισίες του, ποια είναι η
στάση του απέναντι στον μοντερνισμό και την καθαρή ποίηση, τον υπερρεαλισμό και
τους εκπροσώπους τους; Μια γενική διαπίστωση των μελετητών είναι ότι «η γνώμη
της Νέας Εστίας για τη μοντέρνα ποίηση είναι θετική με επιφυλάξεις»,305 και πως ο
Παράσχος ως βασικός κριτικός της παρουσιάζεται συγκρατημένος ως προς τον
ελεύθερο στίχο, καθώς συνήθως «δεν παίρνει μια έκφραση μουσική, σύμφωνη με την
αρμονία του ποιητικού λόγου».306
Ξεκινώντας από τις βιβλιοκρισίες του για το ποιητικό έργο του Σεφέρη,
παρατηρούνται τα εξής: σημαντικές είναι οι τοποθετήσεις του για την καθαρή ποίηση
και τον καθαρό λυρισμό, όπως αυτές διατυπώνονται στο κριτικό του σημείωμα για τη
Στροφή [τχ. 109 (1.7.1931)]. Η γενική αποτίμηση της συλλογής είναι σχεδόν αρνητική,
καθώς ο Παράσχος βρίσκει ότι «ένα μικρό μόνο μέρος της έχει αναμφισβήτητη αξία».
Ωστόσο, αναγνωρίζει ότι ο Σεφέρης «βάζει μπροστά μας πρακτικά, ύστερα από τους
στίχους του Απ. Μελαχρινού, πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια το πρόβλημα της

305
Ερευνητική ομάδα – Καράογλου, Περιοδικά Λόγου και Τέχνης, ό.π. (σημ. 94), τρίτος τόμ., σ. 38.
306
Ό.π. σ. 38.

147
καθαρής ποίησης, όπως εκδηλώθηκε και αναπτύχθηκε θεωρητικά σ’ άλλους τόπους
στη Γαλλία ιδιαίτερα, από τον Βαλερύ και τον Μπρεμόν». Επιχειρώντας να ορίσει τον
καθαρό λυρισμό, με βάση τη θεωρία, όπως αναφέρει, του Βαλερύ, υποστηρίζει ότι
πρόκειται για τον έμμετρο λόγο που είναι απαλλαγμένος από κάθε τι που μπορεί να
εκφραστή με τον πεζό, –και συγκεκριμένα απ’ την ηθική, τη ρητορεία, τη διήγηση, την
περιγραφή, ένας λόγος περισσότερο γεμάτος από νόημα και ανακατεμένος με
περισσότερη μουσική […] από κάθε τι που δεν είναι καθαρό ποιητικό στοιχείο».
Σημειώνει ότι με τους Γάλλους θεωρητικούς έγινε η πιο τολμηρή και αποφασιστική
προσπάθεια για μια αναθεώρηση της έννοιας του λυρισμού χωρίς ωστόσο να έχουν
φανεί αξιόλογα αποτελέσματα.
Συνεπώς, η προσπάθεια του Σεφέρη παρόλο που κινείται προς την κατεύθυνση
της «κατάκτησης του ειδώλου του καθαρού λυρισμού» δεν πετυχαίνει πλήρως τον
σκοπό της καθώς «προβάλει φανερά το τεχνητό και το εξεζητημένο». 307 Την ίδια
αντίληψη για την «ανάγκη διατήρησης των ορίων εγκεφαλικής ισορροπίας» στον
ποιητικό λόγο, έτσι ώστε «το ποίημα να μην καταντά αίνιγμα που, μα τον Θεό, δεν
αξίζει τον κόπο να πονοκεφαλιάζουμε για να το λύσουμε», εκφράζει έναν περίπου
χρόνο αργότερα στο σημείωμά του για το βιβλίο του Καραντώνη, Ο ποιητής Γιώργος
Σεφέρης [στο τχ. 128 (15.4.1932)].308 Αναφέρει μάλιστα πως με αφορμή την κριτική
του Καραντώνη ξαναδιάβασε τη συλλογή με την εντύπωση να μένει η ίδια, «ίσως
μάλιστα μετριασμένη».

307
Για τις αντιδράσεις που προκάλεσε το κριτικό σημείωμα του Παράσχου βλ. και τα όσα αναφέρθηκαν
στην υποσημ. 135, σ. 64. Να σημειωθεί εδώ ότι ο Άγρας, στην επιστολή του [τχ. 110 (15.7.1931)] με
τον τίτλο: «Η Poésie pure», αφού χαρακτηρίσει ως «τεκμηριωμένη» την κριτική του Παράσχου,
εντοπίζει αντίφαση μεταξύ της κριτικής του για τον Σεφέρη και «της περσινής για την “Εκλογή από τα
ωραιότερα ελληνικά ποιήματα” καμωμένην ακριβώς με τις ίδιες αρχές και τα ίδια κριτήρια που τον
κάνουν ν’ αμφιβάλλη τώρα στην κριτική της Στροφής». Σε απάντηση προς το σχόλιο αυτό του Άγρα ο
Παράσχος, με επιστολή του στο επόμενο τεύχος [111 (1.8.1931)], προσδιορίζει τη διαφοροποίηση του
«άδολου λυρισμού» και της «καθαρής ποίησης» αναφέρει: «Με τον όρο “άδολος λυρισμός” δεν
εννοούσαμε, ο φίλος κ. Λευκοπαρίδης κι εγώ, την poésie pure, αλλά μια ποίηση αντιρρητορική
αντιρρασιοναλιστική, τέτοια που πιστεύω και διακηρύττω πως είναι η ποίηση εδώ και δώδεκα χρόνια,
πολύ πριν απ’ τις θεωρίες του Μπρεμόν, μια ποίηση που μπορεί να έχη κοινά, αρκετά ίσως κοινά
στοιχεία με την poésie pure, μα που δεν είναι ωστόσο το ίδιο πράγμα». Η συζήτηση σχετικά με την
«καθαρή ποίηση» συνεχίστηκε, όπως είδαμε, από τις στήλες της Νέας Εστία, με την επιστολή του
Βαφόπουλου, ο οποίος σημειώνει, μεταξύ άλλων: «Ας δοκιμάσει κανείς να ξαναδιαβάσει τη “Φοινικιά”
του Κωστή Παλαμά, αντικρίζοντάς την με το φακό της βαλερικής “poésie pure” και θα δει –ας μου
επιτραπεί ο αναχρονισμός– πόσος βαλερισμός υπάρχει σ’ ένα μέρος τουλάχιστο του ποιητικού έργου
του Παλαμά».
308
Για τη μελέτη του Καραντώνη ο Παράσχος εκφράζεται με επιφυλάξεις, ανάλογες της γενικότερης
επιφυλακτικής υποδοχής της Στροφής. Θεωρεί μάλιστα πως σε ορισμένα σημεία γίνεται «βασιλικώτερος
και απ’ τον βασιληά», καθώς εκφράζεται «σκοτεινότερα κι από τον ίδιο τον κ. Σεφέρη».

148
Παρά την πρώτη, ωστόσο, αυτή τοποθέτησή του, η γνώμη του μέσα στα επόμενα
χρόνια μεταβάλλεται, και ο Παράσχος επανεκτιμά τόσο τη Στροφή όσο και συνολικά
για την προσπάθεια του Σεφέρη να εκφράσει με νέα μέσα τον λυρισμό. Έτσι, τέσσερα
χρόνια αργότερα, στο κριτικό του σημείωμα για το Μυθιστόρημα [τχ. 204 (15.6.1935)],
αναφέρει:

Ότι διακρίνεται καθαρά πολύ «θεληματικό» στοιχείο στην ποίηση του κ. Σεφέρη –και στη
Στροφή και στη Στέρνα και πιο πολύ ακόμη στο Μυθιστόρημα– είναι αναμφισβήτητο. Μα
εξόν που το στοιχείο αυτό δεν τον υποτιμά, υπάρχει στην ποίηση του κ. Σεφέρη και γνήσια
συγκίνηση, μόνο που η συγκίνηση αυτή είναι ασυνήθιστου ποιού, και ιδίως προσπαθεί να
μας τη μεταγγίσει ο ποιητής με νέα μέσα, όχι απολύτως προσδιορισμένα από τη γνώριμή
μας κοινή λογική.

Σημαντική είναι και η αναγνώριση ότι τα αποτελέσματα της επίδρασης των


Μαλλαρμέ, Βαλερύ και Σεφέρη παρουσιάζονται με το πέρασμα του χρόνου σε
ευρύτερη κλίμακα. Έτσι, μερικούς μήνες πριν την κυκλοφορία του Μυθιστορήματος,
με αφορμή τη συλλογή του Θεμ. Αθηνογένη Ποιήματα, [τχ. 196 (15.2.1935)],
σημειώνει:

Ο κ. Σεφέρης αρχίζει ν’ αποκτά μαθητάς; Ή καλλίτερα, η «καθαρή» ποίηση, με αρχική


πηγή τον Βαλερύ κυρίως και τον Μαλλαρμέ, αρχίζει να διαμορφώνεται και στον τόπο μας,
σε σύστημα, σε μέθοδο ποιητική, ικανή να γονιμοποιήσει όσο και οποιαδήποτε άλλη
ποιητική μέθοδος;

Συνεπώς, ο Παράσχος, παρά την πρώτη επιφυλακτική αντίδραση απέναντι στην


εφαρμογή του δόγματος της καθαρής ποίησης, εμφανίζεται έπειτα να αναγνωρίζει ως
ιδιαίτερα σημαντική την προσπάθεια μιας ομάδας νέων ποιητών, με πρωτεργάτη τον
Σεφέρη, προς την κατεύθυνση απαλλαγής της ποίησης από τα δεσμά της λογικής.
Τοποθετεί έτσι τους Σεφέρη, Ελύτη, Ράντο, Εμπειρίκο, Μάτσα Σαραντάρη και Δρίβα
ως πρωτεργάτες μιας ποιητικής πρωτοπορίας που κατάφερε με την «ελευθερία στη
γλώσσα, στα μέτρα, στις πηγές των εμπνεύσεων, στην τεχνοτροπία», να πειραματιστεί

149
στην εφαρμογή καθαρού συναισθήματος. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα αναφέρει στη
βιβλιοκρισία του για τους Προσανατολισμούς του Ελύτη [στο τχ. 231 (1.8.1936)]:309

Ο Ελύτης εξέδωκε δυο πλακέτες πολύ χαρακτηριστικές: λίγα ποιήματα του γάλλου
υπερρεαλιστή Paul Éluard και μερικά δικά του. Τα βιβλιαράκια αυτά, ανεξάρτητα από το
καθαρά ποιητικό τους περιεχόμενο αξίζουν ιδιαίτερη προσοχή. Γιατί στο πρώτο βλέπουμε
τα προϊόντα μιας σχολής που αντίκρυσε όσο καμιά ίσως ως τώρα άλλη ποιητική σχολή,
τολμηρά και από τη βάση το πρόβλημα της ποιήσεως, και στο άλλο την εργασία ενός νέου
που μαζί με πέντε έξι άλλους, τον Σεφέρη πρώτον πρώτον, τον Νικήτα Ράντο, τον Ανδρέα
Εμπειρίκο,310 τον Μάτσα, τον Σαραντάρη, τον Δρίβα, μπαίνει και αποτελεί την ουσιαστική
ποιητική πρωτοπορία του τόπου μας. Πραγματικά οι ποιητές που ανάφερα, και ο κ. Ελύτης
μαζί τους, μολονότι διαφορετικοί στην έμπνευση, στην τεχνοτροπία, στις τάσεις, έχουν
τούτο το κοινό: ότι είναι οι φορείς και οι αγωγοί, τα πέντε-έξι τελευταία χρόνια, του
αληθινού μοντέρνου ποιητικού πνεύματος στον τόπο μας, και ότι με επικεφαλής τον
Σεφέρη, συνειδητά και μεθοδικά, στρέφουν σιγά σιγά τη σύγχρονη ελληνική ποίηση σε
νέους προσανατολισμούς.

Ο Παράσχος τονίζει ότι το πιο σημαντικό στοιχείο του «πειράματος», όπως ο


ίδιος το χαρακτηρίζει, του υπερρεαλισμού είναι το ίδιο το πείραμα παρά το
αποτέλεσμά του. Θεωρεί δηλαδή ότι το κίνημα έθεσε το δίλημμα του εξοστρακισμού
της λογικής από την ποίηση, με αποτέλεσμα να φτάσει σε αδιέξοδο.311 «Κατά τούτο

309
Και ο Μήτσος Παπανικολάου κρίνει τους Προσανατολισμούς στο τχ. 317 (1.3.1940). Βλ. εδώ
παρακάτω, σ. 154.
310
Να σημειωθεί ότι στη στήλη των βιβλιοκρισιών της Νέας Εστίας δεν υπάρχει κριτικό σημείωμα για
την Υψικάμινο του Εμπειρίκου. Ωστόσο, στο «Δεκαπενθήμερο» του τχ. 203 (1.6.1935), δημοσιεύεται
σημείωμα του Ουράνη, με τίτλο: «Συρρεαλισμός». Ο Ουράνης αρνείται κατηγορηματικά ότι οι
υπερρεαλιστές, με «μοναδικό αντιπρόσωπο στην Ελλάδα τον Εμπειρίκο», εφάρμοσαν τον
«αυτοματισμό» που επαγγέλθηκαν. Μεταξύ άλλων ο Ουράνης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Διαβάστε
π.χ. τα ποιήματα που εξέδωσε τελευταία με τον τίτλο Υψικάμινος ο πρώτος και μοναδικός αντιπρόσωπος
του συρρεαλισμού στην Ελλάδα κ. Α. Εμπειρίκος και πέστε μου αν δεν υπάρχει καταφανής σ’ αυτά η
συστηματική, η κοπιώδης, η συνειδητή προσπάθεια ενός λογικού ν’ αποφύγει κάθε διατύπωση με
λογικό ειρμό, αν δεν τα χαρακτηρίζει μία μαθηματική συνοχή στην έλλειψη κάθε συνοχής» κλπ., σ.
540.
311
Στο ίδιο σημείωμα (για τους Προσανατολισμούς του Ελύτη) καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «σφιχτό
νέο ζευγάρωμα, καθώς του αρχαίου ελληνικού λυρισμού, λόγου και μουσικής, δεν μπορεί να ελπίση
κανείς. Αλλ’ ούτε -το είδαμε με τους υπερρεαλιστάς- μας επιτρέπεται να πιστεύουμε πια ότι είναι δυνατό
να υπάρξη ποίηση χωρίς λογική». Μία επιπλέον αδυναμία που καταλογίζει ο Παράσχος στους
εκπροσώπους του ελληνικού υπερρεαλισμού είναι η απουσία προσπάθειας κριτικής ερμηνείας του.
Όπως σημειώνει στην κριτική του για τη μελέτη του Πέτρου Ωρολογά, Ένα κίνημα μεταξύ δύο πολέμων
[τχ. 326 (15.7.1940)]: «ό,τι δεν έκαναν τόσον καιρό οι Έλληνες υπερρεαλιστές, παράλειψη για την
οποίαν εγώ ιδιαίτερα επανειλημμένως τους κατηγόρησα, το επιχειρούν οι θεωρητικοί που τους
ενδιαφέρει ο υπερρεαλισμός, που κατανοούν τη σημασία του, που τον κατανοούν σαν κίνημα
πνευματικό και καλλιτεχνικό, μα που δεν μπορούν να μη δουν και τις βασικές του ανεπάρκειες,-
επιχειρούν την κριτική ερμηνεία του».

150
το πείραμά τους είναι γονιμώτατο: ή η ποίηση εξοστρακίζει τη λογική και καταντά
μονόλογος, ή διατηρεί το λογικό σχήμα, τη μορφή, τη μοιραία αλλοίωση και
παραμόρφωση της ψυχικής ουσίας και τότε μένει κοινωνικό φαινόμενο, και τέχνη».
Συνεπώς, συνοψίζοντας, ο Παράσχος δέχεται την προσφορά του υπερρεαλισμού
ως μία δοκιμή των ορίων του ποιητικού λόγου προς την εξάλειψη της λογικής και την
προσέγγιση της απόλυτης λυρικότητας, καταλήγοντας, ωστόσο, στο συμπέρασμα ότι
δεν γίνεται να υπάρξει ποίηση χωρίς λογική. Να σημειωθεί ότι γενικότερα η κριτική
της Νέας Εστίας δεν ασχολείται συστηματικά με τα έργα των Ελλήνων υπερρεαλιστών
(βλ. και στο επόμενο κεφάλαιο).
Σύμφωνα με τα παραπάνω, με βασικό και διαρκώς επαναλαμβανόμενο
αισθητικό αίτημα τον καθαρό λυρισμό που προσεγγίζει τη μουσική, χωρίς ωστόσο την
παντελή έλλειψη λογικής επεξεργασίας, ο Παράσχος εκφράζει μέσα από τις
βιβλιοκρισίες του τις επιφυλάξεις του απέναντι σε περιπτώσεις που η λογική εισβάλλει
σε μεγαλύτερο βαθμό στην ποίηση. Έτσι, όπως είδαμε, στέκεται κάποιες φορές
προβληματισμένος απέναντι στον ρητορισμό της ποίησης του Παλαμά, του Βάρναλη
και του Σικελιανού. Κατά τον ίδιο περίπου τρόπο αντιδρά και στην περίπτωση του
Ρίτσου,312 σε συλλογές του οποίου εντοπίζει κάποτε έναν «βερμπαλισμό». Στο
σημείωμά του για τις Πυραμίδες [τχ. 229 (1.7.1936)], αναφέρει χαρακτηριστικά:

Μας πιάνει η υποψία ότι ο κ. Ρίτσος υψώνει τη φωνή του για να μας κάνει να πιστέψουμε
ότι υποφέρει, αλλ’ ότι πραγματικά δεν υποφέρει τόσο πολύ. Τούτο λέγεται βερμπαλισμός,
και γενικά, στην ποίηση του κ. Ρίτσου, ο βερμπαλισμός είναι ακόμα κάμποσο φανερός. Δεν
τον μεθούν μόνον οι καμπανιστές ωραίες ρίμες και οι χτυπητοί, στακάτοι ρυθμοί […] αλλά
παρασυρόμενος από τον λυρικό του οίστρο, τον αναμφισβήτητα γνήσιο, ρίχνεται σε
λεκτικές αναπτύξεις ηχερές, βροντερές, όπου όμως ουσία ποιητική πολύ λίγη μένει.

Παρ’ όλα αυτά, η εξέλιξη του έργου του κρίνεται θετικά από τον Παράσχο.313
Στο κριτικό του σημείωμα για Το Τραγούδι της αδελφής μου [τχ. 256 (1.5.1937)],
αναγνωρίζει, έτσι, ότι γίνεται «πιο βαθύς, πιο πλούσιος, πιο ανθρώπινος. Και μαζί,

312
Τον στίχο του Ρίτσου, ωστόσο, παρομοιάζει ο Παράσχος με τον αντίστοιχο του Λάσκου, του
Βρεττάκου και του Καββαδία. Βλ. στο σημείωμά του για τις Πυραμίδες [τχ. 229 (1.7.1936)], στο οποίο
επισημαίνει: «Ο στίχος του κ. Ρίτσου, στην κατασκευή, στο ρυθμό, στη βαθύτερη δόνησή του, μοιάζει
με τον στίχο του κ. Λάσκου, του κ. Βρεττάκου, ίσως-ίσως κάπου και με τον στίχο του κ. Καββαδία.
Έχει όμως έναν ιδιαίτερο παλμό δικό του…».
313
Σε αντίθεση με τον Καραντώνη, του οποίου οι κρίσεις για το έργο του Ρίτσου είναι σε μεγάλο βαθμό
αρνητικές. Βλ. και παρακάτω, σ. 171.

151
γίνεται –αυτά τα δυο σπάνια χωρίζονται– και στα εκφραστικά του μέσα πιο
ποιητικός». Το ζήτημα της ιδεολογικής φόρτισης των έργων του, όπως και στην
περίπτωση του Βάρναλη, επηρεάζει τον Παράσχο χωρίς ωστόσο να αποτελεί
καθοριστικό παράγοντα για τις θετικές του κρίσεις. Έτσι, παρόλο που αναγνωρίζει την
επίδραση της κομμουνιστικής ιδεολογίας στο έργο του θεωρεί ότι ως ποιητής έχει την
ικανότητα να «βλέπει εις βάθος», μια σειρά υπαρξιακών ζητημάτων:

Ο κ. Ρίτσος, σαν πολλούς άλλους ομηλίκους του, πιστεύει στην κομμουνιστική ιδεολογία,
και ό,τι καλό μπορεί να γνωρίση η ανθρωπότητα, νομίζει ότι στον κομμουνισμό θα το βρη.
Πιστεύει όμως ότι υπάρχουν και ανθρώπινες δυστυχίες, -όχι φυσικά η αρρώστεια μόνο, τα
γεράματα, ο θάνατος, μα και άλλες,- που γι’ αυτές ποτέ ίσως δε θα βρεθή γιατρικό. Στο
ζήτημα τούτο βλέπει βαθύτερα παρ’ ό,τι άλλοι ο κ. Ρίτσος τα πράγματα. Τα βλέπει από τη
ρίζα, στην ουσία τους, έξω και πέρα από κάθε κοινωνική ιδεολογία.314

Τέλος, ένα επιπλέον ζήτημα αφορά τη «γυναικεία» ποίηση, βασική εκπρόσωπο


της οποίας θεωρεί ο Παράσχος (αλλά και γενικότερα η κριτική του μεσοπολέμου,
σύμφωνα με τους μελετητές)315 τη Μαρία Πολυδούρη. Όπως χαρακτηριστικά
αναφέρει στο σημείωμα για τη συλλογή της Μαρίας Περ. Ράλλη, Γυναικεία λόγια [τχ.
163 (1.10.1933)] ο Παράσχος:

Ίσως να ήτανε λίγο υπερβολικό, αλλ’ όχι και εντελώς σφαλερό, μου φαίνεται, αυτό που
έλεγα τελευταία, με κάπως ωμή ειλικρίνεια, σε μια γνωστή μου ποιήτρια: ότι γυναίκα στην
Ελλάδα δε μας έδωκε βαθειούς, αληθινά συγκλονιστικούς ποιητικούς τόνους, άλλη από τη
Μαρία Πολυδούρη. Στην ποίησή της ακούμε τους πιο πολύτιμους, τους πιο
χαρακτηριστικούς, τους πιο βαθειούς τόνους της γυναικείας ψυχής […] Πολλά από τα
ποιήματα της Ράλλη είναι πραγματικά αναβρύσματα γυναικείας ψυχής.

Από το 1939 και την προσθήκη του Παπανικολάου στους κριτικούς της ποίησης,
αλλά κυρίως από το 1946 και την αντίστοιχη προσθήκη του Χουρμούζιου, η κριτική
δραστηριότητα του Παράσχου στο περιοδικό μειώνεται σταδιακά, όπως δείχνουν και
οι αριθμοί. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 1946 δεν εντοπίζεται καμία βιβλιοκρισία του,
το 1947 δύο και το 1948 μόνο μία.

314
Βλ. το σημείωμά του για τις Πυραμίδες [στο τχ. 229 (1.7.1936)].
315
Ερευνητική ομάδα – Καράογλου, Περιοδικά Λόγου και Τέχνης, ό.π. (σημ. 94), τρίτος τόμ., σ. 47. «Ο
κριτικός λόγος για την ελληνική γυναικεία ποίηση της δεκαετίας του 1930 είναι γεμάτος με αναφορές
στην ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη», σημειώνεται χαρακτηριστικά.

152
VII. Μήτσος Παπανικολάου
Οι μελετητές αναγνωρίζουν ότι η κριτική δραστηριότητα του Παπανικολάου
λειτουργεί εν πολλοίς ως συμπλήρωμα και συνέχεια της αντίστοιχης του Παράσχου,
θεωρώντας ότι ακολουθεί έναν κοινό με κείνον κώδικα ποιητικών αρχών και αξιών. Η
παραπάνω θεώρηση αποδεικνύεται εύκολα, αν λάβουμε υπόψη την κοινή καταρχάς
θητεία τους στον γαλλικό συμβολισμό. Για τη σχέση του Παπανικολάου με τους
Γάλλους συμβολιστές (καθώς και για την πρώτη του εμφάνιση από τις στήλες της
Διάπλασης) χαρακτηριστικά είναι τα όσα αναφέρει ο Άγρας:

Αναγνώστης κ’ εκείνος και μικρός συνεργάτης της –όπως κι εγώ– της κλασικής
Διαπλάσεως, έτυχε, μια μέρα, ύστερ’ από τον Πορφύρα, που τον είχε διαβασμένον και
ξαναδιαβασμένον και μαθημένον απ’ έξω, ν’ ανακαλύψη έξαφνα τον Βεράρεν- όπως εγώ
τον Μορεάς. Αυτός ήταν ο πρώτος του θαυμασμός. Ύστερα από τον Βεράρεν, ο
Παπανικολάου ανακάλυψε τον Λαφόργκ. Μετά ήρθε ο Μαίτερλιγκ. Έπειτα ο Πωλ Φαργκ.
Έπειτα ο Λωτρεαμόν. Έπειτα άλλοι, αναρίθμητοι […] Η γαλλική ποιητική του βιβλιοθήκη
θα έπρεπε να είναι η πιο πλούσια για την Ελλάδα […] Κι αυτή ήταν κατά βάθος η αιτία
που ο Παπανικολάου στάθηκε απέναντι στη νεοελληνική ποίηση όχι βέβαια σαν αρνητής,
αλλά κάπως σαν ξένος. Συχνά όταν τον συναντούσα στο δρόμο, –εκείνος πάντα δοσμένος
στις ποιητικές αναζητήσεις του, εγώ πάντα πελαγωμένος στην κριτική–316 ο Παπανικολάου
μου έλεγε, ειρωνικά χαμογελώντας: ‘‘μα αλήθεια, όλ’ αυτά τα πράγματα σ’ ενδιαφέρουν’’;
Μόνο για τον Καβάφη έκανε εξαίρεση γιατί μέσα σε μερικά ποιήματά του μπορούσε να
βρη κάτι από το πάθος του Μπωντελαίρ. Μα όχι, κάνω λάθος. Πρέπει να προσθέσω και
κάποιον άλλον –που είναι ίσα ίσα ο αντίπους του Καβάφη: τον ποιητή της αισιοδοξίας και
της χαράς, τον Ελύτη, για τον οποίον, νεαρώτατον ακόμη, ο Παπανικολάου έγραψε στα
Νεοελληνικά Γράμματα του Φωτιάδη το ενθουσιωδέστερο άρθρο.317

Ωστόσο, η πορεία του Παπανικολάου εκλαμβάνεται ως μη σταθερή από τον


Αργυρίου, ο οποίος εντοπίζει μεταστροφή από τον αρχικό προσανατολισμό στον
συμβολισμό προς τη νεοτερική ποίηση στη διάρκεια των ετών, την οποία, ωστόσο,

316
Σχόλιο του Άγρα σε παρένθεση: («ποιο άραγε προπατορικό μου φιλολογικόν αμάρτημα να τιμωρήται
μ’ αυτόν τον τρόπο»;).
317
Τέλλος Άγρας, «Μήτσος Παπανικολάου», Νέα Εστία, τχ. 398 (1.1.1944) 104-106. Επίσης, για τη
σχέση του πρωτότυπου με το μεταφραστικό έργο του βλ. και Μήτσος Παπανικολάου, Ποιητικά έργα,
Άπαντα τα Ευρεθέντα, Φιλολογική Έκδοση, Επιμέλεια-Επίμετρο-Σημειώσεις: Μιχάλης Ρέμπας,
Διπλωματική εργασία, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2008. Ο Ρέμπας υποστηρίζει ότι
«ξεκινώντας από τη μετάφραση ποιημάτων των Moreas, Baudelaire, Verhaeren και Samain στα 1918-
1919 ο Παπανικολάου κατέδειξε το χώρο όπου ποιητικά ανήκε», σ. 229.

153
αξιολογεί ως γόνιμη μόνο στην περίπτωση της κριτικής του δραστηριότητας.318
Σημειώνει χαρακτηριστικά:

Ο Παπανικολάου είναι μαζί με τον Δρίβα319 οι μόνοι που από τον συμβολισμό
μεταπήδησαν στη νεωτερική ποίηση. Ο Παπανικολάου μόνο με τις κριτικές του
προσεγγίσεις (τα ελευθερόστιχα ποιήματα που δημοσίευσε, δεν διατηρούσαν την
ευαισθησία των παλαιών του) έδειξε ότι η μεταστροφή του υπήρξε γόνιμη. Αν όμως τα
ποιήματα που έγραψε στη νέα του φάση δεν πρόσθεταν τίποτε στο ποιητικό του έργο, η
κριτική του ευστοχία είναι αδιαφιλονίκητη, εκτός εξαιρέσεων.

Συνεπώς, ανήκοντας στον κύκλο του Λαπαθιώτη και των υπόλοιπων


συμβολιστών ως ποιητής με σταδιακή μεταστροφή προς τις νεοτερικές τάσεις της
ποίησης εκφράζει με την κριτική του τις ανάλογες αισθητικές αντιλήψεις. Στο κριτικό
του σημείωμα για τη συλλογή του Μάρκου Τσιριμώκου [τχ. 307 (1.10.1939)], και με
αφορμή τον εντοπισμό σοβαρών στιχουργικών λαθών, καταθέτει την οπτική του για
τον ομοιοκατάληκτο στίχο, τον οποίο αποδέχεται με την προϋπόθεση, ωστόσο, να
παρουσιάζει μετρική αρτιότητα ώστε να εκφράζει παράλληλα όσο πιο μουσικά γίνεται
και την «κατασταλαγμένη ιδέα». Σημειώνει χαρακτηριστικά:

Η εξωτερική μορφή των ποιημάτων του κ. Τσιριμώκου, είναι μια μορφή που απαιτεί
τεχνική επεξεργασία, που ακολουθεί πιστά το όλο το τυπικό της στιχουργικής, που αγνοεί

318
Θεωρεί ότι ο ελεύθερος στίχος του είναι νόθος. «Ο ασκημένος στον μετρικό στίχο ποιητής
παραδόθηκε στην προσπάθειά του να εκσυγχρονιστεί. Έγραψε μια χαλαρή μορφή νεοτερικού στίχου,
ενώ η ιδέα του ποιήματος, που είχε ποιητική αφετηρία, αν την επιχειρούσε με καλά στιχουργημένο λόγο
θα πρόσθετε τα ελλίποντα μουσικά υπονοούμενα». Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, ό.π.
(σημ. 100), τόμ. Β΄ , σ. 730.
319
Ο Δρίβας πέθανε το 1942. Ο Άγρας στη νεκρολογία του για τον Παπανικολάου σημειώνει το εξής:
«Το παρισινό φιλολογικό ξενύχτι του Βερλαίν και του Μορεάς, μεταφερμένο και συνεχισμένο στην
Αθήνα, κι ο ακέφαλος πια, αλλοίμονο! Κύκλος του Ναπολέοντος Λαπαθιώτη, -συνέχεια και τέλος μιας
φιλολογικής εποχής,- ύστερ’ από το θάνατο του Δρίβα, έχασαν, με τον Μήτσο Παπανικολάου, έναν
ακόμη από τους νεότερους αντιπροσώπους των –της πρώτης γραμμής». Βλ. Τέλλος Άγρας, «Μήτσος
Παπανικολάου», Νέα Εστία 398 (1.1.1944) 104. Ο ίδιος ο Παπανικολάου, ωστόσο, αρνείται ότι ο
κύκλος του Λαπαθιώτη που αναφέρει ο Άγρας, επηρεάστηκε από τη γαλλική ποίηση. Σε κριτικό του
σημείωμα για τη μελέτη του Μηνά Δημάκη, Οι τελευταίοι της Παράδοσης [τχ. 316 (15.2.1940)],
σημειώνει: «Ο κ. Δημάκης στην πλακέτα που την παρουσιάζει με αξιώσεις μελέτης, προχειρολογεί.
Προσπαθεί ν’ αποδείξει με παραδείγματα αρκετά αυθαίρετα πως οι τελευταίοι της Παράδοσης, δηλαδή
ο Λαπαθιώτης, ο Ουράνης, ο Άγρας, ο Παναγιωτόπουλος, κι ο Στασινόπουλος επηρεάσθηκαν, άλλος
πολύ, άλλος λιγώτερο, από τη γαλλική ποίηση του τέλους του περασμένου αιώνα. Φτάνει μια διάθεση
μακρυνά συγγενική, συχνά μια, δυο λέξεις ή ένα ρήμα όμοιο, για να πιστοποιηθεί η επίδραση αυτή. Δεν
είναι έτσι όμως η πραγματικότητα. Οι ποιητές που αναφέραμε είχαν βέβαια επιδράσεις απ’ την ξένη
ποίηση. Οι επιδράσεις αυτές δεν είναι ορισμένες, δεν προέρχονται μόνο από έναν ποιητή, αλλά από δυο
και τρεις, και περισσότερους ακόμα, και δίνονται τις περισσότερες φορές τόσο αφομοιωμένες, ώστε
είναι πολύ δύσκολο να ονομαστούνε».

154
τη μετρική απειθαρχία κι όπου οι στίχοι είναι βαλμένοι συλλαβή με συλλαβή, οι τόνοι στη
θέση τους, κ’ οι ομοιοκαταληξίες απαραίτητες. Όλη λοιπόν η επεξεργασία αυτή απαιτεί
δούλεμα που για πολλούς ευσυνείδητους τεχνίτες φτάνει μέχρι μονομανίας. Έτσι όμως
δημιουργούνται οι περισσότεροι ίσως από τους ωραίους στίχους, οι στίχοι ακριβώς εκείνοι
που μας φαίνονται κατόπι σαν κλασικοί. Υποδείγματα τέτοιων στίχων μας άφησε μοναδικά
ο Σολωμός. […] Μα ο σκοπός της βασανιστικής αυτής εργασίας δεν είναι μόνο
στιχουργικός. Δουλεύοντας το στίχο, ο ποιητής δουλεύει συγχρόνως, χωρίς να το θέλει
ίσως, και το περιεχόμενό του: μια ιδέα κατασταλαγμένη σε στίχο γίνεται κ’ η ίδια πιο
πλήρης –πιο ανάγλυφη ή πιο μουσική- όσο τελειοποιείται ο στίχος που την περιέχει.

Συνεπώς, ο Παπανικολάου, όπως αντίστοιχα και ο Παράσχος, επιζητά τη


μουσικότητα μέσα από τον ομοιοκατάληκτο στίχο. Ποια όμως η στάση του απέναντι
σε άλλες στιχουργικές μορφές; Για την υποδοχή του ποιητικού έργου του Ελύτη ο
Αργυρίου επισημαίνει ότι «ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε το ποιητικό ανάστημά
του».320 Ο ίδιος ο Παπανικολάου στο κριτικό του σημείωμα για τους
Προσανατολισμούς [στο τχ. 317 (1.3.1940)] υπογραμμίζει, όπως ήδη αναφέρθηκε, τη
δική του συμβολή στην ανάδειξη του Ελύτη,321 προϊδεάζοντας παράλληλα τον
αναγνώστη για την όχι και τόσο ενθουσιώδη κριτική που θα ακολουθήσει: «αλλιώς
πρέπει να κρίνεται ένας ποιητής που κάνει την εμφάνισή του κι αλλιώς ένας ποιητής
που έχει επιβληθεί πια κι απόχτησε όνομα», σημειώνει χαρακτηριστικά.322 Η κριτική
του είναι ενθουσιώδης για ορισμένα ποιήματα (βλ., π.χ., «Η συλλογή τελειώνει με
μερικά εξαίσια ποιήματα, που είναι κυριολεκτικώς το ένα καλύτερο από το άλλο,
εφάμιλλα με τα καλύτερά του, αν όχι καλύτερα απ’ αυτά, ποιήματα ανώτερης πνοής,
που δε θα χάσουν ποτέ την ομορφιά τους») και λιγότερο θετική για κάποια άλλα (βλ.,
π.χ., «Έπειτ’ από τέτοιες λαμπρότητες μου φαίνεται πως είναι δικαιολογημένη μια
μικρή απογοήτευση που δοκιμάζει κανείς διαβάζοντας τις “Αιθρίες”»). Η αισθητική
αποτίμηση των ποιημάτων της συλλογής επικεντρώνεται, όπως είναι αναμενόμενο με
βάση της αντιλήψεις του Παπανικολάου, στην επίτευξη ή μη του καθαρού λυρισμού.

320
Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, ό.π. (σημ. 100), τόμ. Β΄ , σ. 729.
321
Βλ. και προηγουμένως, σ. 148.
322
«Στην πρώτη περίπτωση, η κριτική είναι δικαιολογημένη όταν δίνει τη θέση της στον ενθουσιασμό
που παραβλέπει ίσως μερικά πράγματα, ενώ στη δεύτερη ο ενθουσιασμός πρέπει να παραχωρεί τη θέση
του στην κριτική που τα βλέπει όλα, και τα καλά και τα κακά», συνεχίζει ο Παπανικολάου,
αιτιολογώντας την αυστηρή κριτική του.

155
Τα ποιήματα ξετυλίγονται άνετα, ελεύθερα, ανανεωμένα, μπορεί να πει κανείς, από στίχο
σε στίχο, με τις λέξεις όχι τοποθετημένες στη θέση τους με τη σοφία ενός πολύπειρου
τεχνίτη, μα απλωμένες σε μιαν ανάπτυξη τόσο φυσική, με μιαν απλότητα τόσο ειλικρινή,
που μόνο μυστικές ενέργειες θα μπορούσαν να την πετύχουν. Και αυτό φανερώνει πόσο
καθαρός είναι ο λυρισμός των ποιημάτων αυτών, πόσο βαθύς, και ανόθευτος από τις
επιδράσεις στοιχείων ξένων προς την ίδια την πηγή της ποιήσεως, που οι υπερρεαλιστές τη
λένε υποσυνείδητο, και που δεν είναι τίποτα άλλο απ’ την ψυχή. Από περιέργεια, κοίταξα
προσεκτικά για να βρω κάτι το επιτηδευμένο, το περίτεχνο ή το τεχνητό στα ποιήματα
αυτά, έστω και μια λέξη που ν’ ακούγεται άσχημα, -μια λέξη απ’ αυτές της καθαρεύουσας
που είναι της μόδας σε μερικούς «μοντέρνους» και που προδίδουν πολλή ψευτιά,- μα δεν
βρήκα τίποτε άλλο από μια ποίηση ανοιχτόχρωμη, δροσερή, χαρούμενη.

Στο παραπάνω απόσπασμα βλέπουμε ότι ύψιστος θεωρείται από τον


Παπανικολάου ο λυρισμός που πηγάζει από την ψυχή ή το υποσυνείδητο κατά τους
υπερρεαλιστές. Ποια είναι συνεπώς η στάση του απέναντι στον υπερρεαλισμό; Στο
ίδιο τεύχος [317 (1.3.1940)], κρίνει τη Σύμπτωση της Μέλπως Αξιώτη.323 Ξεκινώντας
τη βιβλιοκρισία του με την υποδοχή που επεφύλαξε η κριτική στη συγγραφέα
σημειώνει:

Η Σύμπτωση της κ. Αξιώτη είναι ένα εκτενές ποίημα που προκάλεσε τα ειρωνικά κι
επιπόλαια σχόλια πολλών που καταπιάνονται με όλα και δεν ξέρουν τίποτα. Αυτό ακριβώς
μάλιστα μ’ έκανε να το διαβάσω με ευνοϊκή προδιάθεση. Κι ομολογώ πως από την αρχή-
αρχή η υποβολή άρχισε να δημιουργείται. Στη Σύμπτωση υπάρχει μόνο η ειλικρίνεια της
φωνής, που βγαίνει από τα βάθη του εσωτερικού κόσμου κι αντηχεί καθαρή και
μυστηριώδης, χωρίς μεσολάβηση […] Όταν η τάξη των πραγμάτων είναι τέτοια, όλα
γίνονται ανεχτά κι όλα μπορούν να γίνουν ποίηση, κι αυτή η χυδαιολογία ακόμα. Το
ξάφνιασμα θα μένει πάντα για τους καθυστερημένους.

Η μοναδική συνεπώς, σύμφωνα με τα παραπάνω, προϋπόθεση για την αποδοχή


του υπερρεαλισμού είναι η γνήσια λυρική συγκίνηση που πρέπει να προκαλεί
οποιοδήποτε έργο ανήκει σ’ αυτόν. Ανεξαρτήτως στιχουργικών μέτρων και
περιεχομένου μόνο έτσι ένα ποίημα μπορεί να θεωρηθεί αληθινά «μοντέρνο». Έτσι, ο
Παπανικολάου είναι ιδιαίτερα επικριτικός απέναντι στην κατάταξη οποιουδήποτε

323
Το κριτικό σημείωμα, ωστόσο, είναι ιδιαίτερα σύντομο, αν ληφθεί υπόψη και ο μέσος όρος της
έκτασης των σημειωμάτων του Παπανικολάου, που είναι αρκετά μεγαλύτερος από το συγκεκριμένο.

156
έργου δεν φέρει το παραπάνω βασικό χαρακτηριστικό στην κατηγορία του
«μοντέρνου». Στο σημείωμά του για τη συλλογή του Γιώργου Γεραλή, Κύκνοι στο
λυκόφως [τχ. 308 (15.10.1939)]: σημειώνει:

Πολλοί νέοι σήμερα, παίρνοντας ίσως για κανόνα τη δική τους αδυναμία να ξεχωρίσουν το
καλό από το κακό μέσα στη μοντέρνα ποίηση, νομίζουν, φαίνεται, ότι το ίδιο συμβαίνει και
μ’ όλους τους άλλους. Και βασιζόμενοι σ’ αυτό, κάθονται κι αραδιάζουν σε στίχους κάθε
λογής ασυναρτησίες, τις τυπώνουν κατόπι και πιστεύουν ότι έγιναν πια “μοντέρνοι
ποιητές”. Ενσυνείδητα ή όχι, η αρλούμπα κι ο υπερρεαλισμός, π.χ., έγιναν ένα μέσ’ στο
μυαλό τους. Αυτό συμβαίνει μονάχα στην Ελλάδα, κ’ ίσως φταίνε σχετικά και μερικοί
κριτικοί που, ενθουσιασμένοι απ’ τις ποιητικές επιτυχίες των ελάχιστων “μοντέρνων” μας
που αξίζουν πραγματικά, παρασύρθηκαν και μίλησαν ευνοϊκά και για τους κακούς μιμητές
τους ή για άλλους που έντυσαν με το ρούχο ενός ψευτομοντέρνου στίχου και συγκάλυψαν
μ’ εικόνες εξωφρενικές και τραβηγμένες από τα μαλλιά την έλλειψη κάθε ποιήσεως ή ένα
κοινότατο ρομαντικό αίσθημα […] Κι όμως η μοντέρνα ποίηση όχι μόνο δεν αποκλείει τον
κανονικό στίχο με το μέτρο και τις ομοιοκαταληξίες, αλλά και σιγά-σιγά αρχίζει κ’ η ίδια
να ξαναγυρίζει σ’ αυτόν […] Η επιστροφή αυτή βέβαια συνοδεύεται και με μια ριζική
ανακαίνισή του, –κι έτσι έπρεπε να γίνει– μα αυτό δεν την εμποδίζει να είναι επιστροφή.324

Συμπεραίνουμε ότι, αντίστοιχα με τον Παράσχο, και ο Παπανικολάου θεωρεί


τον υπερρεαλισμό αποδεκτή ποιητική μορφή με αξιόλογα μάλιστα αποτελέσματα∙
διαφοροποιείται ωστόσο ως προς τη συμπερίληψη όλων των μορφών λόγου στην
ποιητική τέχνη, γεγονός που τον καθιστά ακόμα πιο «ανοιχτό», από τον Παράσχο.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι δικές του κρίσεις απέναντι στο ποιητικό
έργο του Παράσχου, καθώς και ευρύτερα απέναντι στον κύκλο των συμβολιστών,
μεταξύ των Άγρα και Λαπαθιώτη, στον οποίο τον κατατάσσουν, όπως είδαμε, οι
μελετητές. Στη στάση του αυτή αντικατοπτρίζεται και η δική του σταδιακή
μεταστροφή από τον συμβολισμό στη νεοτερική ποίηση, ενώ εκφράζεται παράλληλα,
όπως θα διαπιστωθεί, προβληματισμός για την επίτευξη ενσωμάτωσης και

324
Άξια προσοχής είναι η άποψη που εκφράζει για την καθοριστική συμβολή της κριτικής,
αναγνωρίζοντας ότι με τη στάση της επηρέασε μια μερίδα νέων να κινηθεί προς τον κακώς εννοούμενο
«μοντερνισμό». Συντάσσεται έτσι με άλλους κριτικούς που θεωρούν ότι η ευθύνη τους προς τη
διαμόρφωση και εξέλιξη αισθητικών τάσεων είναι σημαντική. Να σημειωθεί επίσης, ότι και ο
Λαπαθιώτης στην κριτική του για το ίδιο βιβλίο [τχ. 310 (15.11.1939)], καταφέρεται εναντίον του κακώς
εννοούμενου μοντερνισμού (στην περίπτωσή του και εναντίον του υπερρεαλισμού, των
ακατανόμαστων υπερβασιών που διεπράχθησαν και διαπράττονται εν ονόματι του “υποσυνειδήτου”).
Για την υποδοχή της ποίησης του Γεραλή βλ. τη διατριβή του Κώστα Φρουζάκη, Γιώργος Γεραλής: μια
όψιμη φωνή του μετασυμβολισμού στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, ΑΠΘ-Τμήμα Φιλολογίας 2011.

157
αναγνώρισης του ποιητικού έργου της γενιάς αυτής από τη νεότερη. Αναλυτικότερα,
θεωρεί τον Άγρα ως τον σημαντικότερο απ’ τους ποιητές που παρουσιάστηκαν μετά
το 1918, θεωρώντας, ωστόσο, ότι με την αυτοκτονία του Καρυωτάκη ο κύκλος που
είχε σχηματιστεί γύρω του, διαλύθηκε και μετατοπίστηκε προς εκείνον. Στο κριτικό
του σημείωμα για τις Καθημερινές του [τχ. 318 (15.3.1940)] σημειώνει
χαρακτηριστικά:

Η αυτοκτονία του Καρυωτάκη ζημίωσε τον Τέλλο Άγρα. Με το θόρυβο που προκάλεσε,
έγινε αφορμή να προσεχτεί το έργο του τραγικού ποιητή, να συζητηθεί και να επιβληθεί.
Αν η επιβολή αυτή είναι παροδική ή όχι, αυτό θα το δείξει το μέλλον. Σύγχρονος όμως του
Καρυωτάκη ήταν και ο Άγρας, που το ποιητικό του έργο, πριν απ’ την αυτοκτονία του
πρώτου, είχε αρχίσει να σημειώνει μια καινούρια εποχή για τη λογοτεχνία μας. Ήταν ο
σημαντικότερος απ’ τους ποιητές που παρουσιάστηκαν μετά το 1918 […]. Σιγά σιγά ο
κύκλος που είχε σχηματιστεί γύρω απ’ τον Άγρα άρχισε να διαλύεται, προσβεβλημένος απ’
τον “καρυωτακισμό”,325 την αρρώστια που έδωσε τα χειρότερα κατασκευάσματα στην
ποίησή μας –αντίθετα προς τον ίδιο τον Καρυωτάκη, που την πλούτισε με εξαιρετικά, βαριά
ίσως στη μορφή τους από ξένες επιδράσεις, μα στο βάθος προσωπικά.

Ωστόσο, ο Παπανικολάου θεωρεί ότι ο Άγρας κερδίζει σταδιακά και πάλι


έδαφος, καθώς «οι μοντέρνοι (με προεξάρχοντα τον Σεφέρη) που ήταν πολύ πιο κοντά
στην τέχνη απ’ τους καρυωτακικούς, κατάλαβαν τη σημασία του έργου του και
μολονότι αυτοί είχαν προχωρήσει πολύ στις νέες ιδέες όχι μόνο δεν το αποκήρυξαν,
αλλά και το αναγνώρισαν σαν έργο πραγματικά σύγχρονο και ζωντανό».326
Αντίθετα με την περίπτωση του Άγρα, ο Παπανικολάου υποστηρίζει ότι η
ποίηση του Λαπαθιώτη, ποίηση μουσική και καθαρά ρομαντική «δεν μπόρεσε να
προσανατολιστεί προς την εποχή μας. Έμεινε εκείνη που ήταν, και η νεώτερη γενεά,
μια γενεά που πρωτοπορεί με τον υπερρεαλισμό δεν ενθουσιάζεται υπερβολικά μαζί
της, αν και στο βάθος ίσως δεν έχει πάψει να γοητεύεται απ’ αυτήν».327 Τέλος,
ιδιαιτέρως θετική είναι η κρίση του για τον Παράσχο, με αφορμή τη συγκέντρωση
ποιημάτων του στη συλλογή Μακρυνή Μουσική [τχ. 325 (1.7.1940)]. Θεωρεί πως «στα

325
Υπενθυμίζεται ότι αντίστοιχη άποψη για το ρεύμα του «καρυωτακισμού» που επηρέασε αρνητικά
μια πλειάδα νέων δημιουργών εξέφρασε κι ο Παράσχος.
326
Βλ. το σημείωμα του Παπανικολάου για τις Καθημερινές του Άγρα, στο τχ. 318 (15.3.1940).
327
Βλ. το κριτικό του σημείωμα για «Τα ποιήματα», τχ. 327 (1.8.1940). Παρόλο που αναγνωρίζει την
ποίηση του Λαπαθιώτη ως ρομαντική, τη θεωρεί απαλλαγμένη από τις «υπερβολές του ρομαντισμού»,
όπως αναφέρει. «Είναι όσο το δυνατόν πιο απλή, χωρίς περιττά στολίδια, χωρίς τίποτε το εντυπωσιακό».

158
ποιήματά του δεν θα συναντήσουμε εξωτερικές ομορφιές, στιχουργικές δεξιοτεχνίες
κ’ ευρήματα φραστικά. Δουλεμένα από πραγματικό τεχνίτη, έχουν την επεξεργασία
τους βαθύτερη, εντελώς εσωτερική». Κυρίαρχος είναι συνεπώς ο λυρισμός, ενώ ο
Παπανικολάου εντοπίζει σε στίχους του επιδράσεις των Μπωντλαίρ και Λαρμπώ,
θεωρώντας ωστόσο ότι είναι απόλυτα ενσωματωμένες σε ένα εντελώς προσωπικό του
ύφος.

VIII. Αιμίλιος Χουρμούζιος


Όπως παρατηρήθηκε, όλοι οι κριτικοί της Νέας Εστίας που μελετήθηκαν ως τώρα,
παρουσίασαν δημιουργικό έργο, πραγματοποιώντας τις εμφανίσεις τους είτε –
συνήθως– από τη Διάπλαση των Παίδων, είτε από άλλα περιοδικά. Έτσι, και η πρώτη
εμφάνιση του Χουρμούζιου σημειώνεται, σύμφωνα με τον Ν. Τσούρα, με την έκδοση
του λογοτεχνικού περιοδικού Αβγή (1924-1925) που κυκλοφορεί στην Κύπρο, τον
τόπο καταγωγής του. «Από τότε», σημειώνει ο Τσούρας, «συνεχίζει με ακάματη
δραστηριότητα, παρά την επαγγελματική του αφοσίωση στη δημοσιογραφία, το δρόμο
που από έφηβος χάραξε: το δύσκολο αλλά και τόσο γοητευτικό δρόμο της τέχνης του
λόγου. Τα πρόσωπα και τα κείμενα της δικής μας και της ξένης λογοτεχνίας κίνησαν
από την αρχή το ενδιαφέρον του Χουρμούζιου. Και οξύτατο κριτικό πνεύμα καθώς
είναι, και με οργανωμένη παιδεία οπλισμένος, αντιμετώπισε με καίριο τρόπο όλες τις
πτυχές, όλες τις πλευρές και τις όψεις του έργου και της προσπάθειας των
περισσότερων πνευματικών ανθρώπων που στάθηκαν ορόσημα στην πνευματική
πορεία του έθνους».328
Έτσι, και στην περίπτωση του Χουρμούζιου, η κριτική δραστηριότητα
(παράλληλα όπως τονίζουν οι μελετητές με τη μεταφραστική) υπήρξε άρρηκτα
συνδεδεμένη με την ευρύτερη πνευματική προσφορά του από τα πρώτα χρόνια της
παρουσίας του στα γράμματα. Συνεπώς, όταν το 1946 ανέλαβε επίσημα τη θέση του
τακτικού κριτικού της ποίησης της Νέας Εστίας (παρουσιάζοντας σποραδικά δείγματα
του βιβλιοκριτικού έργου του από το 1943· βλ. και πίνακα σσ. 71-72), ο Χουρμούζιος
είχε ήδη μακρά θητεία στην εφημερίδα Καθημερινή329 και πλούσιο κριτικό και
μελετητικό έργο. Ο Πάτροκλος Σταύρου χαρακτηρίζει τον Χουρμούζιο ως έναν

328
Νίκος Τσούρας, «Αιμίλιος Χουρμούζιος. Το πάθος της κριτικής και του θεάτρου», Νέα Εστία, τχ.
1609 (15.7.1994) 926-927.
329
Στην Καθηµερινή εργάστηκε από το 1930, ενώ από το 1945 έως το 1967 διετέλεσε αρχισυντάκτης
και διευθυντής σύνταξης.

159
κριτικό που δεν δίσταζε να υπερασπιστεί έργα και συγγραφείς με τους οποίους μπορεί
να είχε ιδεολογικές διαφορές, υποστηρίζοντας ότι ήταν ένας «έντιμος πνευματικός
άνδρας, πρωτοπόρος και οραματιστής». Χρησιμοποιεί ως παράδειγμα για να
τεκμηριώσει τη θέση του, τη συμβολή του στην ανάδειξη του έργου του Καζαντζάκη.
«Ουσιαστικά», σημειώνει, «ανήκε σε διαφορετικό ιδεολογικό κόσμο από τον
Καζαντζάκη, είχε όμως την παρρησία –και ήταν τούτο τότε μεγάλο τόλμημα– να
γράφει και να προβάλλει το έργο του».330
Πέρα από την παρρησία να επαινέσει έργα και συγγραφείς χωρίς ιδεολογικές
προκαταλήψεις, τονίζεται σε αισθητικό επίπεδο η προτίμησή του στη
«θεματογραφία», όπως σημειώνει ο Γιωργής Κότσιρας: «Τον Χουρμούζιο ενοχλούσε
η εκζήτηση μιας βιασμένης πρωτοτυπίας. Τον ενδιέφερε ιδιαιτέρως η καλλιτεχνική
μέθεξη, για την οποία τόνιζε καθαρά τις επινεύσεις ή τις αντιρρήσεις του. Επεσήμαινε
ιδιαίτερα όποια σημεία το λογοτεχνικό έργο καθυστερούσε στη θεματογραφία. Τη
θεματογραφία όπου την εύρισκε, σε πεζό ή ποιητικό λόγο, σημείωνε την παρουσία
της».331
Η άποψή του για τον υπερρεαλισμό συμπορεύεται κατά βάση με την αντίστοιχη
των υπόλοιπων κριτικών ποίησης της Νέας Εστίας, σύμφωνα με την οποία το κίνημα
απέτυχε να μείνει πιστό στην αρχική διακήρυξη της αυτόματης γραφής, αλλά
πειθαρχώντας με την πάροδο των ετών σε μια ρασιοναλιστική φόρμα μπορεί να δώσει
αξιόλογα αποτελέσματα. Την άποψη αυτή εκφράζει ο Χουρμούζιος στο σημείωμά του
για τoν Ήλιο τον πρώτο του Ελύτη [τχ. 446 (1.2.1946)], αναφέροντας χαρακτηριστικά:

Όταν πρωτόγραψα για τον Ελύτη σημείωνα, προλαμβάνοντας ένα συμπέρασμα που θ’
ακολουθούσε μια σειρά αναλυτικών άρθρων μου για τον υπερρεαλισμό, πως ο
υπερρεαλισμός, σε διεθνή κλίμακα, δεν αντιμετωπίζει πια σήμερα την ολοκληρωμένη
εφαρμογή των αφορισμών που διακήρυξε στον επαναστατικό του αναβρασμό. Ο
υπερρεαλισμός ατενίζει μάλλον προς μια ρασιοναλιστική επιστροφή που θέλει να
καταστήσει όσο το δυνατό λιγότερο επώδυνη. Γιατί; Διότι ο υπερρεαλισμός, αυτός ο

330
Βλ. Πάτροκλος Σταύρου, «Νίκος Καζαντζάκης και Αιμίλιος Χουρμούζιος-μια γνήσια πνευματική
φιλία», Η λέξη, τχ. 85-86 (Ιούνιος-Αύγουστος 1989) 532. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο ίδιος ο Καζαντζάκης
αναγνώριζε ότι ήταν τόλμημα να γράψει κανείς θετική κριτική για βιβλία του. Σε επιστολή του που
εντοπίστηκε στο αρχείο του Χάρη στο ΕΛΙΑ, ο Καζαντζάκης ευχαριστεί τον Χατζίνη και τον ίδιο τον
Χάρη και τη Νέα Εστία για τη θετική κριτική για τον Καπετάν Μιχάλη, επισημαίνοντας ότι θεωρείται
ηρωισμός να γράψει κανείς καλό λόγο για το έργο του. Σώζονται επιστολές του Καζαντζάκη και προς
τον ίδιο τον Χουρμούζιο. Βλ. την παράθεση και σχολιασμό ορισμένων από τον Πάτροκλο Σταύρου.
331
Βλ. Γιωργής Κότσιρας, «Ο Χουρμούζιος ως κριτικός της ποίησης», Νέα Εστία, τχ. 1609 (15.7.1994)
909.

160
ακαταπόνητος ριζοσπάστης της παλιάς τεχνικής, αυτός ο ανυπόταχτος της μορφής
κατάντησε τελικά ο αιχμάλωτος της μορφής, αυτής της ίδιας απειθάρχητης κι αναρχικής
μορφής, που αρχικά ήταν η διέξοδος από τη φυλακή κάθε σύμβασης και τυποποιημένης
λογικής.

Αναγνωρίζει έτσι μια στροφή του Ελύτη, έναν «αισθητικό συμβιβασμό» όπως
χαρακτηριστικά σημειώνει, με τα ζωντανά ακόμα στοιχεία της ποιητικής μας
παράδοσης. Τη στροφή αυτή αξιολογεί ως ιδιαιτέρως θετική, χωρίς να παύει να θεωρεί
τον ίδιο πρωτοπόρο του «νέου ποιητικού ιδεώδους», που το διακατέχει ένας ύψιστος
ποιητικός λυρισμός.
Καθοριστική για την αισθητική συγκίνηση που μπορεί να προκαλέσει ένα
ποίημα είναι για τον Χουρμούζιο η δύναμη της εικόνας. Δίνει έτσι ιδιαίτερη σημασία
στην υποβολή συναισθημάτων που μπορεί να προκαλέσει η εικόνα, ανεξαρτήτως της
ποιητικής φόρμας στην οποία εντάσσεται. Κρίνοντας, παραδείγματος χάριν, τη
συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη, Η Λησμονημένη [τχ. 468 (1.1.1947)], διαπιστώνει ότι:
«ο κ. Σαχτούρης πατά τη χιλιοπάτητη στράτα του υπερρεαλισμού και δεν διαθέτει καν
τον πρωθόρμητον εκείνον ενθουσιασμό που είναι σαν βακχικό ξέσπασμα και που
σπαθίζει την αίσθησή μας με την αστραπή της υποβαλλόμενης εικόνας». Και στην
περίπτωση του Καββαδία [και συγκεκριμένα στη βιβλιοκρισία του για το Πούσι στο
τχ. 483 (15.8.1947)] οι υποβαλλόμενες εικόνες θεωρούνται πυρήνας της ποιητικής
σύνθεσης, δοσμένες κατά τον Χουρμούζιο με «εκπληκτική ενάργεια». Θετικά
αποτιμάται ο «υπαινικτικός και όχι πλαστικός στίχος» καταλήγοντας πως «ο κ.
Καββαδίας είναι ρεαλιστικός χωρίς προσπάθεια καλλιλογίας και υποβάλλει εκείνο που
θέλει».
Αντίθετα με τις παραπάνω περιπτώσεις, η απουσία «εικονογραφίας», κρίνεται
αρνητικά. Στο κριτικό του σημείωμα για τη συλλογή του Νικηφόρου Βρεττάκου, Το
Βιβλίο της Μαργαρίτας [τχ. 529 (15.7.1949)], παρατηρεί:

Το σύμβολο έχει κάτι από τη σολωμική αβρότητα. Ωστόσο οι στίχοι δεν έχουν πάντοτε
αυτή την αυτόνομη, κατά κάποιον τρόπο, εικονογραφία. Αντιθέτως, πολύ συχνά
πειθαρχούν περισσότερο στην αφηγηματική ανάπτυξη του θέματος –γίνονται, με άλλες
λέξεις, θεματογραφία. Ο δραματικός λυρισμός υποχωρεί στην τεχνική του έπους, ενός

161
ιδιότυπου έπους, και το έπος αυτό, χωρίς την αρχιτεκτονημένη αυτονομία του στίχου
γίνεται πρόζα, πρόζα λυρική έστω, χωρισμένη συμβατικά σε στίχους.332

Τέλος, χαρακτηριστικό της πνευματικής φυσιογνωμίας του Χουρμούζιου είναι η


αντίληψή του για την ελληνική γλώσσα που διακρίνεται από την υπεράσπιση της
δημοτικής και αντίστοιχα από την αυστηρή κρίση σε περιπτώσεις χρήσης της
ξεπερασμένης καθαρεύουσας. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν οι μελετητές του έργου
του, αυτό που χαρακτηρίζει τις γλωσσικές αντιλήψεις του Χουρμούζιου είναι η
στηλίτευση των γλωσσικών ακροτήτων και από τις δύο πλευρές.333 Συχνές είναι έτσι
οι αναφορές στον τρόπο χρήσης της γλώσσας των κρινόμενων έργων, όπως
παραδείγματος χάριν, συμβαίνει στην περίπτωση της επανέκδοσης της Προσφοράς του
Βαφόπουλου [στο τχ. 513 (15.11.1948)], όπου ο Χουρμούζιος σημειώνει:

Ξαναδιαβάζω τώρα πάλι την Προσφορά. Η κρίση μου δεν θα διέφερε κι αν συνέβαινε να
την είχα γράψει πριν από δέκα χρόνια. Με συγκινεί. Αν κάμω μιαν αφαίρεση της
ηθελημένης μεγαλοστομίας –γνώριμο ελάττωμα όσων μεθούσαν από το αχρησιμοποίητο
ακόμη τότε λεχτικό της καθαρεύουσας και παρασύρονταν από τη στιλπνότητα του νέου
ποιητικού υλικού στην επιζήτηση της εντυπωτικότητος– κατακαθίζει ένα αληθινά
θαυμαστό για την ποιότητά του αίσθημα […] Η καθαρεύουσά του που δανείζεται την
κατάνυξη της υμνωδίας, συχνά ηχεί σαν παρωδία.

IX. Γιάννης Χατζίνης


Τα ίδια περίπου χρόνια με τον Χουρμούζιο (και συγκεκριμένα από τον Αύγουστο του
1942) ξεκινά, όπως είδαμε, την επίσημη και μακρόχρονη συνεργασία του ως κριτικός
της πεζογραφίας ο Χατζίνης, και επί δέκα περίπου χρόνια παράλληλα με τον Χάρη.

332
Ωστόσο, παρακολουθώντας μέσα από τη στήλη την εξέλιξη του έργου του διαπιστώνει ότι ο
λυρισμός του σταδιακά αναπτύσσεται. Έτσι, δύο μήνες μετά από το προαναφερόμενο σημείωμα, στην
κριτική του για τη συλλογή: Ο Ταΰγετος και η Σιωπή [τχ. 533 (15.9.1949] ο Χουρμούζιος αναφέρει:
«Τα οπωσδήποτε συντομώτερα –συντομώτερα σε σύγκριση με τα άλλα, τα μακρά επικολυρικά κ’
εσωμονολογικά- ποιήματα του κ. Βρεττάκου βοηθούνε τον ποιητή να συγκεντρώνεται περισσότερο
στον πυρήνα της λυρικής του έξαρσης και να φτάνει σ’ επιτεύγματα πειστικώτερα από την άποψη της
μορφής […] ο ποιητής συγκεντρώνεται, αυτοπειθαρχείται και κατορθώνει να βαθαίνει πιο πολύ το
φόντο των λυρικών του εικόνων».
333
Βλ. π.χ. την αναφορά του Γ. Κότσιρα: «ο Χουρμούζιος είχε μια εξαιρετική αίσθηση της γλώσσας και
της νεοελληνικής γραφής της και απέφευγε ορισμένες ακρότητες των δημοτικιστών τις οποίες
χαρακτήριζε ως νέο “γλωσσαμυντορισμό”». Βλ. επίσης, την αναφορά του Νίκου Τσούρα: «Το
γλωσσικό πρόβλημα είναι από εκείνα τα μεγάλα προβλήματα που απασχολούν τον Χουρμούζιο. […]
Πώς να μην απασχολούν μια εύφορη ψυχή κι ένα φωτισμένο νου οι ακρότητες και των δύο
“παρατάξεων”;». Γιωργής Κότσιρας, «Ο Χουρμούζιος ως κριτικός της ποίησης» και Νίκος Α. Τσούρας,
«Αιμίλιος Χουρμούζιος, Το πάθος της κριτικής και του θεάτρου», Νέα Εστία, τχ. 1609 (15.7.1994) 910
& 927 αντίστοιχα.

162
«Την καθαυτό κριτική και λογοτεχνική του δημιουργία, ο Χατζίνης την άρχισε ή
μάλλον την ανακάλυψε μέσα του (γιατί από έφηβος είχε εμφανιστεί στα γράμματα) σε
μια ηλικία που οι περισσότεροι κριτικοί, κι αν ακόμη δεν έχουν εξαντληθεί, έχουν
σχηματίσει την οριστική τους φυσιογνωμία», σημειώνει ο Καραντώνης.334 Και στη
δική του περίπτωση, όπως και σε αυτή των υπόλοιπων κριτικών, οι μελετητές
διαπιστώνουν μια σύζευξη κριτικού και λογοτεχνικού έργου. Ο Ερρίκος
Χατζηανέστης παρατηρεί, αναφερόμενος στην έκδοση του μοναδικού
μυθιστορήματός του με τον τίτλο Παλίρροια, ότι: «όποιος διαβάσει προσεκτικά την
Παλίρροια, θα διαπιστώσει πως και μέσα στο ατόφιο αυτό λογοτεχνικό, μυθοπλαστικό,
κείμενο, λανθάνει ο κριτικός Χατζίνης. Έτσι στο έργο του και οι δύο αυτές ιδιότητες,
του κριτικού δηλαδή και του πεζογράφου-λογοτέχνη –που δεν αναιρούν βέβαια η μια
την άλλη– βρίσκονται μέσα στο έργο του σε θαυμαστή συζυγία, και δεν μπορείς να
ξεχωρίσεις τη μια από την άλλη, γιατί και οι δύο οιστρηλατούνται από το ίδιο
εσωτερικό έναυσμα: τη δημιουργία».335
Παρόλο που τα κριτικά σημειώματα του Χατζίνη διακρίνει συνήθως, όπως
αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο θερμός και επαινετικός τόνος, η ανίχνευση
των ιδιαίτερων αισθητικών του προτιμήσεων μέσα απ’ αυτά είναι έκδηλη.
Η έμφαση που δίνουν οι κριτικοί της πεζογραφίας της Νέας Εστίας –με προεξάρχοντα
τον Χάρη–, όπως ήδη διαπιστώθηκε, στην ψυχογραφική ικανότητα των πεζογράφων
είναι και στην περίπτωση του Χατζίνη αξιοσημείωτη.
Αποτιμώντας έτσι τα χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος του Καστανάκη, Τον
καιρό της ειρήνης [τχ. 385 (15.6.1943)] εντοπίζει: «πνευματική ευαισθησία,
πρωτότυπη σκέψη, σαγηνευτική γλώσσα», θεωρώντας, ωστόσο, ότι «δεν διεισδύει
ιδιαίτερα στους χαρακτήρες που δημιουργεί».336 Παρά την τοποθέτησή του αυτή, στο
σημείωμά του για τη συλλογή διηγημάτων Επιλογή, δέκα διηγήματα [τχ. 413/414 (15.8-
1.9.1944)] κατατάσσει τον συγγραφέα ανάμεσα στους κορυφαίους πεζογράφους,
εντοπίζοντας ως μοναδική αρνητική πτυχή μια «προφορική περιττολογία»,
εστιάζοντας ωστόσο στην ψυχογραφική δεινότητά του, «στη δύναμη να επιβάλει τον
ανθρωπισμό των χαρακτήρων του στην ψυχική μας ευπάθεια».

334
Ανδρέας Καραντώνης, «Γιάννης Χατζίνης, Ο κριτικός κι ο λογοτέχνης», Νέα Εστία, τχ. 1154
(1.8.1975) 1050.
335
Ερρίκος Χατζηανέστης, «Γιάννης Χατζίνης, ο κριτικός», Νέα Εστία, τχ. 1666 (1.12.1996) 1545. Το
άρθρο δημοσιεύεται με αφορμή τη συμπλήρωση είκοσι πέντε ετών από τον θάνατο του Χατζίνη.
336
Η αντίληψη του Χατζίνη συμβαδίζει σε αυτό το σημείο με την αντίστοιχη του Χάρη.

163
Η σκιαγράφηση της εσωτερικής ζωής των ηρώων εκθειάζεται σε όλες τις
περιπτώσεις όπου εντοπίζεται από τον Χατζίνη. Ενθουσιώδης στέκεται έτσι στην
περίπτωση του Τάσου Αθανασιάδη, με αφορμή την κυκλοφορία του πρώτου τόμου
των Πανθέων [στο τχ. 525 (15.5.1949)]. Υπογραμμίζει χαρακτηριστικά: «Για την ώρα,
είναι πολλές οι αρετές, που δικαιολογούν το βασικό μας ενθουσιασμό, και πρώτα απ’
όλα το γεγονός ότι το καινούριο φως, κάτω από το οποίο βλέπει τη ζωή ο κ.
Αθανασιάδης, του επιτρέπει πια να συλλαμβάνει καθαρές και ακέραιες ανθρώπινες
μορφές και να τις κινεί όχι με τη διστακτικότητα ενός πρωτόπειρου, αλλά με την άνεση
ενός παρατηρητή, για τον οποίον η εσωτερική ζωή αποτελεί την αφετηρία κάθε
ανθρώπινης ενέργειας».337
Όπως διαπιστώνεται συνεπώς, την πνευματική φυσιογνωμία του Χατζίνη, όπως
αυτή προκύπτει από την κριτική της πεζογραφίας από τη στήλη της Νέας Εστίας,
χαρακτηρίζει η αισθητική συγκίνηση που του προκαλεί η ψυχογραφική διείσδυση του
συγγραφέα. Στη δημιουργία και σκιαγράφηση του ψυχισμού των ηρώων σημαντικός
καθίσταται ωστόσο για τον Χατζίνη ο έλεγχος του «δυναμισμού» του συγγραφέα, η
τιθάσευση της πληθωρικής του δημιουργίας. Έτσι, σε αντίθεση με τον Χάρη,338 ο
ρεαλισμός του Καραγάτση δεν του προκαλεί ιδιαίτερη συγκίνηση και αισθητική
απόλαυση,339 καθώς, όπως παρατηρεί στο σημείωμά του για τον Κοτζάμπαση του
Καστρόπυργου, υπάρχει «αδυναμία ν’ ασκήσει έναν έλεγχο αυστηρότερο σ’ αυτό που
ονομάσαμε “δυναμισμό” του, όσο κι αν τα επεισόδια αυτά [η μαστίγωση του
Μητροπολίτη Δωρόθεου από τον Μίχαλο Ρούση. κ.ά.] αποτελούν τολμηρότατα
ψυχολογικά ευρήματα που κάνουν τα νεύρα μας να πάλλουν, σαν μπροστά σ’ ένα
επικίνδυνο ακροβατικό γύμνασμα». Επίσης, στο σημείωμά του για τον Μεγάλο Ύπνο,
εκφράζει το εξής ερώτημα: «κάθε φορά που παίρνω στα χέρια μου ένα καινούριο
βιβλίο του Καραγάτση, αισθάνομαι να με τυραννάει το ίδιο ερώτημα, που όσο κι αν
φαίνεται κοινότοπο, διατηρεί αναλλοίωτη την πρωταρχική του σημασία: αν, δηλαδή,

337
Και στο κριτικό του σημείωμα για τον δεύτερο τόμο των Πανθέων [τχ. 637 (15.1.1954)] επαινεί
ιδιαίτερα την ψυχογραφική ικανότητα του Αθανασιάδη: «Καταλαβαίνουμε πως δεν αναζητεί παρά τον
δρόμο από τον οποίο θα μας οδηγήσει στους μυστικούς χώρους της ψυχής. Λεπτός ψυχολόγος που έχει
μαθητεύσει κυρίως στη σχολή των μεγάλων άγγλων εσωτεριστών, αποφεύγει να αναλύει καταστάσεις,
βέβαιος ότι υποβάλλοντάς τις με νύξεις επιτυγχάνει βαθύτερες διεισδύσεις».
338
Όπως είδαμε σε προηγούμενο σημείωμα για το Συναξάρι των Αμαρτωλών, ο Χάρης διατυπώνει
άκρως θετικά σχόλια για τη λυρικότητα και τη διεισδυτική ικανότητα δημιουργίας χαρακτήρων του
Καραγάτση.
339
Παρόλο που αναγνωρίζει το ταλέντο του Καραγάτση, αν και το έργο του, όπως ο ίδιος σημειώνει,
έχει προκαλέσει αντικρουόμενες αντιδράσεις. Βλ. τα όσα σημειώνει στη βιβλιοκρισία του για τον
Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου, στο τχ. 405 (15.4.1944).

164
προϋπόθεση απαραίτητη της καλλιτεχνικής δημιουργίας είναι να εκφράσει άμεσα και
ωμά την ανθρώπινη αλήθεια, ή να την προβάλει μέσα από μια ποιητική φαντασία,
ικανή να μας δώσει την έξαρση, που μας στερεί η πεζή, καθημερινή ζωή». 340
Απάντηση στο παραπάνω ερώτημα φαίνεται να δίνει η θετική στάση του
απέναντι στον λυρισμό, τον ρομαντισμό και την ονειροπόληση, στοιχεία που ελκύουν
τον Χατζίνη, όπως προκύπτει, για παράδειγμα από τον εκθειασμό του μυθιστορήματος
του Λουντέμη, Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους [τχ. 721 (15.7.1957)], που διαπνέεται
από ρομαντισμό, με τους ήρωές του «να θυμίζουν τον Χάμσουν», όπως ο ίδιος
αναφέρει. Η χαρακτηριστικότερη, ωστόσο, επιβεβαίωση προκύπτει από τη δική του
αναφορά στο σύγχρονο μυθιστόρημα, με αφορμή τη βιβλιοκρισία του για το ομώνυμο
δοκίμιο του Στέλιου Ξεφλούδα [«Το σύγχρονο μυθιστόρημα», στο τχ. 677
(15.9.1955)]. Ο Χατζίνης εκφράζει την άποψη ότι η ανάγκη του ανθρώπου του
μεσοπολέμου «για μια απομάκρυνση από τα φαινόμενα του κόσμου και μιαν
απευθείας διείσδυση στο μυστικό των ψυχών», οδήγησε στη δημιουργία του
σύγχρονου μυθιστορήματος, που ως είδος χαρακτηρίζεται από την αποτύπωση «των
ακαθόριστων τοπίων και των προσώπων που μιλούν σιγά, που μας αποκαλύπτουν το
πιο μαγικό εσωτερικό τραγούδι του ανθρώπου», που προσεγγίζει εν τέλει την ποίηση,
καθώς «είναι στο βάθος μια πρόζα ποιητική για τις ευαίσθητες ψυχές».
Η εσωτερικότητα των συγγραφέων του μεσοπολέμου συμβαδίζει συνεπώς με τα
αισθητικά πιστεύω του Χατζίνη, ο οποίος την επισημαίνει ακόμα και σε περιπτώσεις
διαφορετικών τύπων έργων (εμφανίζεται έτσι ανεκτικός στα διαφορετικά είδη πεζού
λόγου) που αποτυπώνουν για παράδειγμα τη σκληρότητα του πολέμου, όπως Το πλατύ
ποτάμι του Γιάννη Μπεράτη. Ο Χατζίνης εστιάζει στις αφηγηματικές τεχνικές και στο
βάθος ψυχογράφησης των χαρακτήρων, αποτιμώντας την καλλιτεχνική αξία με βάση
την ψυχογραφική ικανότητα του συγγραφέα. Στο κριτικό σημείωμά του [τχ. 913
(15.7.1965)] παρατηρεί:

Αν κάναμε μια σύγκριση με τους Αρματωμένους του Λουκή Ακρίτα, θα βλέπαμε


καθαρότερα πόσο η υποκειμενικότητα στο Πλατύ ποτάμι αποτελεί απόδειξη καλλιτεχνικής

340
Ο Χατζίνης είναι γενικά επιφυλακτικός στην κριτική πρόσληψη του έργου του Καραγάτση,
εκφράζοντας και σε άλλα σημειώματα τις αντιρρήσεις του για επιμέρους στοιχεία. Έτσι παραδείγματος
χάριν, στη βιβλιοκρισία του για τον Βασίλη Λάσκο [τχ. 507 (15.8.1948)], εκφράζει την αντίδρασή του
στην «κοπρολογική μανία, που ώρες-ώρες κατακυριεύει τον Καραγάτση. Το χυδαίο δεν είναι δυναμικό,
κι οι βωμολοχίες του, δυστυχώς, δεν θυμίζουν Σαίξπηρ. Είναι κρίμα που δεν έχει τη δύναμη ν’
αυτοκυριαρχηθεί σ’ αυτό το σημείο. Κάνει κατάχρηση και, συνήθως, κακή τοποθέτηση».

165
αξίας, ενώ αντίστροφα η αντικειμενικότητα του Ακρίτα αντιπροσωπεύει μια πλατύτερα
αντιπροσωπευτική αλήθεια. Η καλλιτεχνικότητα των Αρματωμένων μειώνεται από τον
δημοσιογραφικό τόνο που επικρατεί, από επαναλήψεις και περιττολογίες, αλλά σαν
μαρτυρία το έργο αυτό υπερέχει από το γεγονός ότι η ψυχή του πολεμιστή συγγραφέα
αγκαλιάζει ένα μεγάλο πλήθος ψυχών και δίνει το μέτρο του αγώνα σε μια πολύ ευρύτερη
διάσταση.

Έμφαση δίνει, τέλος, ο Χατζίνης στον τρόπο χρήσης της γλώσσας. Έτσι, με
αφορμή το κριτικό του σημείωμα για τον Καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη αναφέρει:
«Στον Καζαντζάκη, περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλον συγγραφέα μας (θα
μπορούσα να αναφέρω τρία-τέσσερα ονόματα που σ’ αυτό το σημείο συμπίπτει ο
δρόμος τους, τον Μυριβήλη, τον Πρεβελάκη, τον Κόντογλου) η γλώσσα είναι η ουσία.
Όχι δηλαδή απλώς μέσο για έκφραση, αλλά στοιχείο της ζωής του δημιουργήματος».
Στη «σχολή Καζαντζάκη» κατατάσσει ο Χατζίνης τον Πρεβελάκη. Με αφορμή το
σημείωμά του για τον Ήλιο του θανάτου, [τχ. 786 (1.4.1960)], ο Χατζίνης, όπως
ανάλογα και ο Χάρης, εκφράζει την αντίθεσή του προς το «παλιό ηθογράφημα».
Σημειώνει χαρακτηριστικά:

Ο Παντελής Πρεβελάκης έχει μαθητεύσει στη σχολή Καζαντζάκη, ο οποίος όμως μπόρεσε
να κινήσει θαυμαστά τα συμβολικά του πρόσωπα και να παρουσιάσει πραγματικές
μυθιστορηματικές συνθέσεις. Ο Πρεβελάκης στάθηκε σ’ ένα πρώτο επίπεδο. […] Το
ηθογραφικό στοιχείο, η χωριάτικη τοιχογραφία προέχει. Αλλά φυσικά δεν έχει τίποτα το
κοινό η ρωμαλεότητά της με το παλιό, φτηνά περιγραφικό, ωχρά συναισθηματικό,
ηθογράφημα.

X. Ξενοφών Καράκαλος
Ο Ξενοφών Καράκαλος που αντικαθιστά τον Χατζίνη στην κριτική της πεζογραφίας
(υπενθυμίζεται ότι αναλαμβάνει την κριτική της αμέσως μετά τον θάνατο του Χατζίνη,
το 1975) παρουσιάζει, όπως ήδη αναφέρθηκε, υφολογικές καταρχάς ομοιότητες με τον
προκάτοχό του, με την επιείκεια και μετριοπάθεια στις κρίσεις του να κυριαρχεί. Η
ανάθεση από τον Χάρη της κριτικής του πεζού λόγου προκύπτει ως επακόλουθο της
εκτεταμένης ενασχόλησής του με την ελληνική και ξένη πεζογραφία όχι μόνο μέσα
από τη στήλη των βιβλιοκρισιών, αλλά και από έναν σημαντικό αριθμό μελετών που
δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς στο κύριο σώμα του περιοδικού, καθώς και από τη στήλη

166
των «Επικαιροτήτων».341 Η ιστορία και εξέλιξη της ξένης πεζογραφίας, και ιδιαιτέρως
της γαλλικής, καθώς και η αναζήτηση των αρχών της, αλλά και οι επιδράσεις της στην
ελληνική λογοτεχνική παραγωγή, αποτέλεσαν πεδίο της πνευματικής δραστηριότητας
του Καράκαλου.
Ως «ανήσυχο πνευματικό άνθρωπο, πολυδιαβασμένο και πολύγλωσσο από
αυτομόρφωση, που αναδείχτηκε σε έναν από τους σπουδαιότερους δικηγόρους της
πρωτεύουσας»,342 τον χαρακτηρίζει ο Δημ. Γιάκος, επισημαίνοντας παράλληλα τη
συμμετοχή του στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες της εποχής (πολέμησε στο
αλβανικό μέτωπο και έδρασε ως μέλος της αντίστασης) που τον οδήγησαν στην
εξορία. Και οι δύο πτυχές της προσωπικότητας και του έργου του, δηλαδή η
ευρυμάθειά του και οι πολιτικοί του αγώνες αντικατοπτρίζονται στην άσκηση της
κριτικής από τις στήλες της Νέας Εστίας.
Συχνός είναι έτσι (καλύπτοντας τον πρώτο άξονα, αυτόν της ενασχόλησής του
με τις ξένες λογοτεχνίες) ο προβληματισμός που εκφράζει στις βιβλιοκρισίες του
σχετικά με την απλή υιοθέτηση αφηγηματικών τρόπων στο πλαίσιο της συμπόρευσης
με τα λογοτεχνικά ρεύματα ξένων χωρών, χωρίς ουσιαστική αφομοίωση, και
γενικότερα οι επιδράσεις ξένων λογοτεχνικών προτύπων.
Ακολουθώντας έτσι εν πολλοίς τις αισθητικές αντιλήψεις του Χατζίνη, και ο
Καράκαλος ανάγει την «αισθητική πληρότητα» σε πρώτιστο χαρακτηριστικό ενός
επιτυχημένου έργου, ανεξαρτήτως του είδους του λογοτεχνικού ρεύματος στο οποίο
μπορεί να καταταγεί και των επιδράσεων που έχει δεχτεί ο συγγραφέας του. Στο
κριτικό του σημείωμα για το μυθιστόρημα του Βασίλη Μοσκόβη, Περαίας [τχ. 1150
(1.6.1975)] αναφέρει:

Παραδοσιακό στη γραφή του, όπως και τα προηγούμενα αφηγηματικά του έργα, το νέο
μυθιστόρημα του Μοσκόβη, θα δυσαρεστήσει, σίγουρα, όλους εκείνους που ζώντας μέσα
στη νοσηρή ατμόσφαιρα διαφόρων λογοτεχνικών πειραμάτων, θηρεύουν, πάση θυσία, την
πρωτοτυπία, την οποιαδήποτε πρωτοτυπία. Γι’ αυτούς ο Μοσκόβης δεν μπορεί να είναι
παρά ένας μυθιστοριογράφος «ξεπερασμένος». Θα ήταν ωστόσο ασυγχώρητο λάθος και
ανεπίτρεπτη αφέλεια να πιστέψει κανείς ότι ένα έργο τέχνης είναι «ξεπερασμένο», μόνο
και μόνο επειδή αρνείται να ευθυγραμμιστεί με τους λογοτεχνικούς συρμούς του

341
Βλ. π.χ. ενδεικτικά: τχ. 925 (15.1.1966), τχ. 966 (1.10.1967) και τχ. 977 (15.3.1978) τις μελέτες του
στο κύριο σώμα του περιοδικού για τους: Robert Pinget, Αρμάν Λανού και Jean-Louis Curtis
αντίστοιχα.
342
Βλ. τχ. 1293 (15.5.1981).

167
τελευταίου ευρωπαϊκού ταχυδρομείου, έστω κι αν κατορθώνει να επιτυγχάνει τον απώτερο
σκοπό του: την αισθητική πληρότητα.

Εκτός από το παραπάνω σημείωμα, και στην κριτική του για τους Αντιήρωες του
Δημήτρη Γιάκου [στο τχ. 1171 (15.4.1976)], εκφράζοντας τον προβληματισμό του για
την επιλογή του τίτλου, αναφέρεται στο ζήτημα της μίμησης ξένων προτύπων: «Να
πιστέψουμε, άραγε, ότι ο συγγραφέας θέλησε να παίξει με τους αναγνώστες του, μια
και όπως μας λέει το «αντί» έχει γίνει πολύ του συρμού; […] Απ’ ό,τι ξέρω ο κ. Γιάκος
ούτε οπαδός των κηρυγμάτων του Αλαίν Ρομπ-Γκριγιέ είναι, ούτε έχει δηλώσει ποτέ
ότι προσχωρεί στη λογοτεχνική σχολή του “αντιμυθιστορήματος”».
Ένα άλλο ζήτημα που επίσης απασχολεί τον Καράκαλο (καλύπτοντας τον
δεύτερο άξονα, αυτόν της ενεργού δράσης του στους κοινωνικούς αγώνες) είναι αυτό
της στρατευμένης τέχνης (ζήτημα που διαχρονικά επανέρχεται και προκαλεί
συζητήσεις μέσα και από τις στήλες της Νέας Εστίας). Με αφορμή την κυκλοφορία
και τον σχολιασμό των Διηγημάτων του Θ. Δ. Φραγκόπουλου, [τχ. 1194 (1.4.1977)]
που έχουν ως πλαίσιο αναφοράς την επταετή δικτατορία, ο Καράκαλος καταθέτοντας
τη γενικά αρνητική στάση της κριτικής του απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή
στράτευσης, θεωρεί ότι:

από μια έννοια, ίσως θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι και η πιο αγνή, η πιο αστράτευτη
τέχνη υπηρετεί, είτε το θέλει είτε δεν το θέλει ο δημιουργός της κάποιο σκοπό, σκοπό όμως
που δεν είναι εμπρόθετος και προκατασκευασμένος, αλλά σκοπό που αναδύεται αβίαστα
και, θα μπορούσε να πει κανείς, φυσιολογικά από την ίδια την πραγματικότητα, που
αποτελεί το υπόβαθρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Επιπλέον, και το μυθιστόρημα του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, Η Δίκη,


τοποθετούμενο επίσης στην περίοδο της δικτατορίας, προκαλεί τον προβληματισμό
του Καράκαλου [στη βιβλιοκρισία του στο τχ. 1196 (1.5.1977)] απέναντι σε μια σειρά
ζητημάτων (όπως τη στάση που πρέπει να κρατήσει ένας έντιμος άνθρωπος όταν
έρχεται αντιμέτωπος με το δίλημμα της υπηρέτησης ή μη μιας αυταρχικής και
ανελεύθερης κυβέρνησης) με κεντρικό –στη συγκεκριμένη περίπτωση– αυτό της
κατάταξης του έργου στην κατηγορία του μυθιστορήματος, καθώς οι στόχοι του
συγγραφέα (και άρα η στράτευση σε έναν σκοπό, κατά τον Καράκαλο) δεν
αποβλέπουν στη διέγερση του συναισθηματικού κόσμου του αναγνώστη αλλά του

168
πνευματικού. Σύμφωνα με τον ίδιο, η ανάπτυξη κάποιας δράσης, η προσπάθεια
διαγραφής ορισμένων χαρακτήρων και η περιγραφική ικανότητα του συγγραφέα δεν
είναι επαρκείς συνθήκες για να κατατάξουν ένα έργο στην κατηγορία του
μυθιστορήματος.
Το ζήτημα των κριτηρίων κατάταξης ενός έργου στο είδος του μυθιστορήματος
και άρα των χαρακτηριστικών που ως είδος παρουσιάζει, επανέρχεται ως επιμέρους
θέμα και σε άλλες βιβλιοκρισίες του. Στο σημείωμά του για τη μυθιστορηματική
βιογραφία του Τάσου Αθανασιάδη, Ο Γιος του Ήλιου [στο τχ. 1263 (15.2.1980)]
αναφέρει:

Έχει υποστηριχθεί πως η μυθιστορηματική βιογραφία παρουσιάζει την ιδιομορφία ότι


επιβάλλει ορισμένες δεσμευτικές απαγορεύσεις στο δημιουργό τους […] Η διαπίστωση,
βέβαια, είναι ορθή. Μήπως, ωστόσο, και το μυθιστόρημα δεν είναι υποχρεωμένο να
υποτάσσεται σε ορισμένες δεσμεύσεις; Μιλούν, πάντοτε, για την ελευθερία του
μυθιστοριογράφου. Άραγε όμως είναι τόσο ελεύθερος όσο θέλουν να τον παραστήσουν
μερικοί; Δεν δεσμεύεται κι αυτός λόγου χάρη από την ανάγκη της ψυχολογικής συνέπειας
των πράξεων και των ενεργειών των ηρώων του προς τον χαρακτήρα, την ψυχοσύνθεση
και γενικότερα την προσωπικότητα που τους εμφύσησε;

Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, βασική αισθητική αντίληψη του Καράκαλου,


που συνεχίζει θα λέγαμε την κεντρική γραμμή των Χάρη και Χατζίνη, αποτελεί η αρχή
της ψυχογραφικής ικανότητας του συγγραφέα που οδηγεί στη δημιουργία
ολοκληρωμένων αφηγηματικών χαρακτήρων. Η αξιολόγηση της συνολικής
εργογραφίας του Αθανασιάδη, με αφορμή την κυκλοφορία της προαναφερόμενης
μυθιστορηματικής βιογραφίας (Ο Γιος του Ήλιου) συμπυκνώνει τα χαρακτηριστικά
του επιτυχημένου πεζογραφήματος κατά τον Καράκαλο:

ύφος εντελώς προσωπικό, “υποταγμένο στους κανόνες μιας μελετημένης κι επιμελημένης


έκφρασης” (Απόστολος Σαχίνης), που προσδίδει μιαν ατμόσφαιρα συναρπαστική στα
κείμενά του, γλώσσα ρέουσα, ομαλή, απόλυτα πειθαρχημένη στην εκφραστική του
βούληση, που κατορθώνει να συλλαμβάνει τις λεπτότερες και βαθύτερες αποχρώσεις των
ψυχικών κραδασμών των ηρώων του, ρωμαλέα αναπλαστική και ευρηματική φαντασία.

169
ΧΙ. Ανδρέας Καραντώνης
Ως «επαγγελματία της πέννας που συγκαταλέχθηκε κι εκείνος παραδίπλα στον
Ξενόπουλο, στον Μελά και στον Βουτυρά, στους ελάχιστους “ευτυχείς” Νεοέλληνες
που κατάφεραν να ζήσουν μονάχα από τα κείμενά τους», χαρακτηρίζει τον Καραντώνη
ο Δημήτρης Γιάκος.343 Η προσφορά του στην ανάδειξη μέσα από το κριτικό του έργο
σημαντικών εκπροσώπων της νεοελληνικής λογοτεχνίας, και ιδιαιτέρως της γενιάς του
1930, του έχει δώσει αδιαμφισβήτητα μια θέση ανάμεσα στους σημαντικότερους
κριτικούς του τόπου. «Ο Καραντώνης εμφανίζεται ως ποιητής και ως κριτικός από την
πρώτη ώρα. Ως ποιητής δεν εγνώρισε την ίδια δόξα, την οποία γνώρισε ως κριτικός»,
σημειώνει ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, υπογραμμίζοντας ότι «εντούτοις η ποίησή του
και αυτή βαδίζοντας μέσα στα ρείθρα που εδημιούργησε η γενιά του ʼ30 είναι
αξιόλογη».344 Ως κριτικός της ποίησης από τη στήλη της Νέας Εστίας εμφανίστηκε τον
Ιούλιο του 1954 (αρκετά αργά αν λάβουμε υπόψη ότι η πρώτη του εμφάνιση στην
κριτική πραγματοποιήθηκε το 1929 με τη μελέτη του Εισαγωγή στο παλαμικό έργο, την
οποία έγραψε σε ηλικία δεκαεννιά ετών)345 και παρέμεινε σταθερός και σχεδόν
αποκλειστικός συνεργάτης της έως τον θάνατό του.346
Η όψιμη συνεργασία του στη Νέα Εστία είναι συνεπώς ένας ιδιαίτερα
ενδιαφέρον δείκτης της στάσης τού κατεξοχήν κριτικού της γενιάς του ʼ30 –
εμποτισμένου με τις αισθητικές αρχές της– απέναντι στη μεταπολεμική ποιητική
παραγωγή. Αυτό που αρχικά μπορεί να παρατηρηθεί είναι ότι η επίδραση της ποίησης
του Σεφέρη (που επισφραγίστηκε από τη μελέτη του για τη Στροφή το 1931, την οποία
έγραψε σε ηλικία είκοσι ενός ετών) αλλά και του Ελύτη, στάθηκε καθοριστική –και εν
πολλοίς αξεπέραστη– στη διαμόρφωση της κριτικής φυσιογνωμίας του Καραντώνη.347
Έκτοτε, σταθερό σημείο αναφοράς και σύγκρισης των επόμενων λογοτεχνικών
κινημάτων και ρευμάτων και των εκπροσώπων τους αποτελεί η ποίηση των Σεφέρη
και Ελύτη, όπως φαίνεται ξεκάθαρα και από τα σημειώματά του στη Νέα Εστία.

343
Στο τχ. 1322 (1.8.1982), με αφορμή την είδηση του θανάτου του Καραντώνη. Ακολούθησε εκτενές
αφιέρωμα στον κριτικό στο τχ. 1328 (1.11.1982).
344
«Ο κριτικός και ο ποιητής», τχ. 1328 (1.11.1982), απόσπασμα από ραδιοφωνική εκπομπή (7 Ιουλίου
1982 αφιερωμένη στον Καραντώνη).
345
Βλ. Αλέξης Ζήρας, «Καραντώνης, Ανδρέας», στο: Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, πρόσωπα-έργα-
ρεύματα-όροι, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σ. 1026.
346
Χωρίς ωστόσο, όπως αναφέρθηκε, να απουσιάζουν οι κριτικές του και για άλλα είδη λόγου. Στο
ξεκίνημά του, παραδείγματος χάριν, κρίνει την Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ του Τερζάκη [τχ. 653 (15.9.1954)].
347
Για τη συμβολή του κριτικού στην ανάδειξη και καθιέρωση της ποιητικής φυσιογνωμίας του Σεφέρη,
βλ. και Γεωργία Σκαμπελτζή, Ανδρέας Καραντώνης: η συμβολή του στη δημιουργία του μύθου του
Γιώργου Σεφέρη, Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,
2020. http://ikee.lib.auth.gr/record/320579?ln=el (τελευταία προσπέλαση: 5.9.2021).

170
Έτσι, οι αισθητικές αξίες που υπερασπίζεται ο Καραντώνης είναι η λυρικότητα,
η παραστατικότητα των εικόνων, το καθαρό και απλό γλωσσικό αίσθημα, η «ρυθμική
αφήγηση που δημιουργεί μια λυρική αίσθηση».348 Τα χαρακτηριστικά αυτά που
αποτελούν τον κεντρικό άξονα ενός επιτυχημένου ποιήματος, ανάγουν, κατά τον
Καραντώνη, εν πολλοίς την προέλευσή τους σε ποιητές σαν τον Σεφέρη, τον Ελύτη,
τον Eliot, τον Pound.
Στο σημείωμά του για τη συλλογή της Ζωής Καρέλλη, Παραμύθια του κήπου
[τχ. 685/686 (15.1-1.2.1956)] ο Καραντώνης αποτιμώντας ιδιαιτέρως θετικά τον
λυρισμό που κυριαρχεί σε αυτή, αλλά και σε άλλες συλλογές της ποιήτριας, παρατηρεί
παράλληλα τα εξής:

Ίσως εκείνο που της λείπει να είναι ο άνετος ρυθμός, μια προσωπική ρυθμική διάταξη του
λυρικού λόγου. Υποκύπτει κι αυτή σ’ αυτό το λαχανιασμένο κομμάτιασμα της φράσης σε
μικρούς, ελεύθερους στίχους, που τυπογραφικά μόνο είναι στίχοι. Αλλά αυτό το γνώρισμα
το έχουν όλοι σχεδόν οι νέοι ποιητές μας. Εκτός από τον Σεφέρη και τον Ελύτη που
διαθέτουν, πίσω από την ελεύθερη μορφή της ποίησής τους, μια «ρυθμοποιητική τεχνική»,
μια τεχνική που συνδέει εσωτερικά το λόγο, όλοι οι άλλοι γράφουν κάπως ασύνδετα.

Ρυθμική αφήγηση που οδηγεί σε γνήσια λυρικότητα και όχι ένας


«βερμπαλιστικός λυρισμός» (βλ. για τη φράση στο παράθεμα αμέσως πιο κάτω) είναι
κατά τον Καραντώνη το ζητούμενο της ποίησης και συνεπώς η απουσία του η
αδυναμία που φαίνεται να εντοπίζει σε πολλούς μεταπολεμικούς ποιητές. Έτσι, «η
ρυθμική αφήγηση ενός προσωπικού μύθου», όπως στη Γνωριμία με τον Μαξ του Τάκη
Σινόπουλου [τχ. 730 (1.12.1957)] ακόμα κι όταν γλωσσικά το ποίημα κινείται στα
όρια του πεζού λόγου, κρίνεται ιδιαιτέρως θετικά. Ο Καραντώνης επισημαίνει:

Ο Σινόπουλος φανέρωσε τις καταγωγές του: Έλιοτ, Σεφέρης, Έζρα Πάουντ. Το γλωσσικό
του αίσθημα απλό και καθαρό τον φέρνει πιο κοντά στα ποιητικά μυστικά της πρόζας παρά
στον πληθωρικό, βερμπαλιστικό λυρισμό. Κι η προσωδία του, να πούμε, ο γενικός ρυθμός
της εκφραστικής του, τον πάει προς μια ρυθμική αφήγηση, περισσότερο, παρά προς μια
λυρική προβολή. Αυτή τη φορά, η ρυθμική αφήγηση ενός προσωπικού μύθου στο ποίημα
παίρνει μια υπόσταση, κατευθύνεται προς μια μονάδα μορφής, δημιουργεί μιαν
ατμόσφαιρα και τέλος, μας παρέχει μια λυρική αίσθηση συνταυτισμένη με μιαν ελπίδα.

348
Όπως επισημαίνει στο σημείωμά του για τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου, Γνωριμία με τον Μαξ
[στο τχ. 730 (1.12.1957)].

171
Και πάλι την επίδραση του Ελύτη ως προς το ονειρικό στοιχείο της ποίησής του
επισημαίνει στο κριτικό του σημείωμα για τη συλλογή του Τάκη Βαρβιτσιώτη, Η
γέννηση των πηγών [τχ. 788 (1.5.1960)]:

Αυτόν τον δρόμο προς το ημερήσιο όνειρο τον άνοιξε στην Ελλάδα μ’ έναν εξαίσιο
λυρισμό που δεν θα γεράση ποτέ ο Οδυσσέας Ελύτης. Παίρνοντας στοιχεία και μαθήματα
από το όνειρο αυτό ο Βαρβιτσιώτης, του προσθέτει τόνους αυθόρμητου και παλλόμενου
ψυχισμού. Όχι μόνο με τη φαντασία τη λυρική, αλλά κυρίως με το αίσθημα, με τα μυστικά
σκιρτήματα της ψυχής πάει προς τη ζωή.

Με αρνητικό πρόσημο, σε αντίθεση με την κυριαρχία του λυρισμού, κρίνεται η


φανερή ή υποβόσκουσα ιδεολογία. Η ύπαρξη πολιτικής ιδεολογίας στην ποίηση δεν
συνάδει με τα αισθητικά κριτήρια του Καραντώνη. Περισσότερο ξεκάθαρα έτσι σε
σχέση με τους προηγούμενους κριτικούς ο Καραντώνης καταδικάζει –με αυστηρό
τρόπο ενίοτε– την ιδεολογική φόρτιση ποιητικών συλλογών, όπως παραδείγματος
χάριν, το Πρωινό άστρο του Ρίτσου [τχ. 712 (1.3.1957)]. Παρά την «άπειρη πατρική
τρυφερότητα και τη μουσικοπρόφερτη στοργή» που εντοπίζει ο Καραντώνης,
επισημαίνει την «αναγκαστική συνεισφορά που πληρώνει μάλλον ο κ. Ρίτσος στην
ιδεολογική του παράταξη». Έτσι, «όλη αυτή η πατρική στοργή κινδυνεύει να
εξανεμιστεί και το παιδάκι γίνεται αντικείμενο ιδεολογικής εκμεταλλεύσεως»
σύμφωνα με τον κριτικό. Ο Καραντώνης θεωρεί ως έργο σταθμό του Ρίτσου που
«χαράζει σαφέστατα όρια ανάμεσα στην παλαιότερη ποίησή του και σ’ αυτήν που
φαίνεται να τον απασχολεί τώρα», τη Σονάτα του Σεληνόφωτος [βλ. το σημείωμά του
στο τχ. 736 (1.3.1958)]. Για την προηγούμενη ποιητική φάση του εκφράζει εκ νέου
την επιφύλαξή του κυρίως λόγω της «στράτευσης σε μια κοινωνική ιδεολογία, που
από τη φύση της την ίδια, σχηματοποιεί ό,τι αγγίζει, και θέλει τον ποιητικό λόγο να
μην είναι τίποτε άλλο, παρά το πολύ-πολύ μια “πολυτελής και καλογυαλισμένη
δημοσιογραφία”, ένα σύνολο συνθημάτων επιχρισμένων με ωραιολογικό λυρισμό ή
με χτυπητό ρεαλισμό».
Για την αυστηρή αντιμετώπιση ποιητών με ιδεολογικό πρόσημο στο έργο τους,
όπως ο Ρίτσος, ο Παπακωνσταντίνου στο σημείωμά του για τη συγκεντρωτική έκδοση
των βιβλιοκρισιών του Καραντώνη στο βιβλίο του με τον τίτλο: Η ποίησή μας μετά το
Σεφέρη, [τχ. 1190 (1.2.1977)] παρατηρεί: «Ο Καραντώνης αγωνίστηκε, όσο λίγοι, για
την αναγνώριση και την επιβολή ορισμένων, κυρίως ποιητών». Αναγνωρίζει ότι με

172
βάση τα αισθητικά του κριτήρια υπήρξε αυστηρός και επικριτικός σε περιπτώσεις
ποιητών που εξέφραζαν την πολιτική τους ιδεολογία, όπως χαρακτηριστικά στην
περίπτωση του Ρίτσου. Με «υπερβολικά, κάποτε, αυστηρά κριτήρια και
συμπερασματολογίες» θεωρεί έτσι ο Παπακωνσταντίνου ότι «έκρινε τον Αθανασούλη,
τον Βρεττάκο, τον Ρίτσο, τον Παπά, τον Φραγκόπουλο, τον Θέμελη (γενικά, για τους
ποιητές του Βορρά έχω την εντύπωση, πως ο λόγος του Καραντώνη μένει
ανολοκλήρωτος και, μάλλον, υπόψυχρος)».
Στο σημείωμά του για τη συλλογή του Γ. Θ. Βαφόπουλου, Η μεγάλη νύχτα και
το παράθυρο [τχ. 791 (15.6.1960)] συνοψίζονται θα λέγαμε τα στοιχεία εκείνα της
μεταπολεμικής ποίησης που δεν συνάδουν με τα αισθητικές αρχές του Καραντώνη:

Ασφαλώς τιμά τον Βαφόπουλο η συνειδητή προσπάθειά του να ξεφύγει από τους κοινούς
τόπους της μοντέρνας ποίησης –από τον αυτοματισμό της, από τα άδεια της λυρικά
σχήματα, από την αοριστία της, από τον βερμπαλισμό της και τον απρόσωπο και σαν
επαγγελματικό ταυτισμό της με τα θέματα του «άγχους της εποχής μας» ή τα γνωστά
δημοκοπικά συνθήματα για την Ειρήνη, τη Χιροσίμα και την ατομική ενέργεια.

Αποτιμώντας ο ίδιος τελικά την κριτική του για τη μεταπολεμική ποίηση


γενικότερα, επισημαίνει στο κριτικό του σημείωμα για τα Ποιήματα του Ν. Δ.
Καρούζου [τχ. 833 (15.3.1962)], τα εξής:

Συχνά έχουμε μιλήσει με απαισιοδοξία, με δυσπιστία, κάποτε και με απόλυτη αρνητικότητα


για πολλές από τις εκδηλώσεις της μεταπολεμικής μας ποίησης. Άλλοτε πάλι σταθήκαμε
με τη συγκίνηση ανθρώπου που ζει με το στίχο (και τον παληό και τον καινούριο) μπροστά
σε πραγματοποιήσεις και υποσχέσεις της που μας έδωσαν αληθινή χαρά. Αυτός ο
εναλλασσόμενος ρόλος του κριτικού μέσα στο ίδιο πρόσωπο, θα μπορούσε να θεωρηθεί σα
μια περίπτωση σύγχυσης ή ασυνέπειας και αντιφατικότητας (κάποιοι την είπαν αυτή για
τον υποφαινόμενο). Μπορεί να ναι κι αλήθεια. Μα πώς η κριτική να μην καθρεφτίσει κι
αυτή στο ίδιο της το περπάτημα, κάτι από τη γενική σύγχυση, την αοριστία, το αδιέξοδο
και την αναταραχή που χαρακτηρίζει λίγο ή πολύ τη νεώτερη ποίηση –και ιδίως τη
μεταπολεμική;349

349
Στη συνέχεια του σημειώματος αναφέρει ότι από τις εκατόν εβδομήντα ποιητικές συλλογές που
κυκλοφόρησαν μέσα στο 1961, οι εκατόν πενήντα τουλάχιστον ήταν σαν «ομοιόμορφη χώρα»,
επισημαίνοντας ότι ο ρόλος του κριτικού είναι να «πεζοπορεί δίπλα σ’ εκείνους που περπατάν και να
πετάει –αν μπορεί– δίπλα σ’ εκείνους που πετάνε». Ιδιαιτέρως θετικά κρίνεται η ποίηση του Καρούζου
και σε αυτό καθώς και σε άλλα σημειώματα. Βλ. π.χ. το σημείωμα για τα Πενθήματα στο τχ. 1020
(1.1.1970).

173
Τη «γενική σύγχυση, αοριστία και αδιέξοδο» της μεταπολεμικής ποίησης, όπως
περιγράφει στο σημείωμα, δεν παύει να εκφράζει ο Καραντώνης από τις στήλες του
περιοδικού, μέχρι τον θάνατό του. Είτε εντοπίζοντας μια «αναίσχυντη, κάποτε,
κυριαρχία του όρου “αντί”, που σήμερα, μέσα στον αφηρημένα πια καθολικόν όρο
“αντίσταση”, έχει πλημμυρίσει και δημoκοπικά και ανιαρά και τον προφορικό και τον
γραπτό μας λόγο»,350 είτε επισημαίνοντας την απομάκρυνση από θέματα της ποίησης
της γενιάς του ʼ30, όπως ο έρωτας, τον οποίο οι εκπρόσωποι της μεταπολεμικής
ποιητικής παραγωγής παραμέρισαν ως θεματική «πετώντας τον συχνά στον Καιάδα
της περιφρόνησης και της λησμονιάς»,351 η αίσθηση που αποκομίζει ο αναγνώστης
των σημειωμάτων του είναι η αδυναμία προσαρμογής στο περιεχόμενο –και στη
μορφή ενίοτε– της μεταπολεμικής ποίησης, που συνοδεύεται από ένα
επαναλαμβανόμενο αίτημα επιστροφής στα αξεπέραστα πρότυπα των εκπροσώπων
της γενιάς του ʼ30. Εκθειάζοντας έτσι τη συλλογή του Βασίλη Βιτσαξή Παντοτεινά και
Πρόσκαιρα [στο τχ. 1220 (1.5.1978)] ο Καραντώνης σημειώνει ότι: «Σε μια ώρα που
το περίφημο ρετρό δεν παύει να επεκτείνεται σε ολοένα και νέους χώρους και που
δείχνει πως από πρόσκαιρη μόδα τείνει να γίνει ανανεωτική παράδοση μέσα από
περασμένα μεγαλεία, όχι μόνο καλοδεχόμαστε μια συλλογή σαν τα Παντοτεινά και
Πρόσκαιρα, μα τη θεωρούμε και αναγκαία και ανακουφιστική». Χαρακτηριστικό είναι
άλλωστε ότι από το 1970 και έπειτα ο αριθμός των κρινόμενων ποιητικών συλλογών
μειώνεται και η κριτική δραστηριότητα του Καραντώνη επεκτείνεται σε άλλα είδη
λόγου, όπως πεζογραφήματα και μελέτες που καλύπτουν ποικίλες θεματικές περιοχές.

ΧΙΙ. Ε. Ν. Μόσχος
Σημείο αναφοράς, ωστόσο, και άλλων κριτικών που παρακολουθούν τη μεταπολεμική
ποίηση, αποτελεί η γενιά του 1930 (στο επόμενο κεφάλαιο, όπου θα αποτιμηθεί
συνολικά η κριτική του περιοδικού, θα διαπιστωθεί ότι το έντυπο έμεινε περισσότερο
προσκολλημένο στη γενιά αυτή) με βασικότερους εκπροσώπους τον Σεφέρη και τον
Ελύτη. Έτσι, ο Ε. Ν. Μόσχος, που όπως αναφέρθηκε αντικατέστησε τον Καραντώνη
μετά τον θάνατό του, το 1982 (παράλληλα με τον Δ. Παπακωνσταντίνου για τον οποίο

350
Βλ. το σημείωμά του για το Πρόβα και Ωδές του Μιχάλη Κατσαρού στο τχ. 1165 (15.1.1976).
351
Βλ. το σημείωμά του για το Ο Ύπνος των Ερωτιδέων του Αλέξη Ζήρα, στο οποίο δηλωτική των
απόψεών του για τη σύγχρονή του ποίηση είναι επίσης και η εξής φράση: «Ο ποιητικός ρομαντισμός
της Γενεάς του 30 “απέπτη” προς παρωχημένους χρόνους. Και τον πήγαν ακόμα πιο πίσω οι μετά το
1960 πολύμορφες “απελευθερωτικο-αναρχικές εκρήξεις” του πιο απαιτητικού τμήματος της
παγκόσμιας νεολαίας που ήταν φυσικό να δημιουργήσουν μια ανάλογη ποίηση, την “ποίηση της
ύβρεως”».

174
θα γίνει λόγος αμέσως παρακάτω) χρησιμοποιεί συχνά στις βιβλιοκρισίες του τους
Σεφέρη και Ελύτη ως παραδείγματα σύγκρισης με τις αισθητικές προσεγγίσεις
σύγχρονων ποιητών. Λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι ο Μόσχος αντικατέστησε τον
Χάρη στη διεύθυνση του περιοδικού (κατόπιν υπόδειξης του ίδιου, όπως
επισημαίνεται)352 μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι αισθητικές προσεγγίσεις του
Μόσχου συνάδουν με τις αντίστοιχες του Χάρη, παρόλο που ο Μόσχος δεν είναι
αποκλειστικός κριτικός της πεζογραφίας, αλλά κυρίως (και ως τέτοιον τον εντάσσουμε
εδώ) της ποίησης. Η εξέταση των βιβλιοκρισιών αποδεικνύει την αισθητική συγγένεια
στην κριτική της πεζογραφίας, αλλά και τις κοινές εν πολλοίς αρχές με τον προκάτοχό
του Καραντώνη.
Ο ίδιος ο Καραντώνης άλλωστε σχολιάζοντας τη σειρά δοκιμίων και
μελετημάτων του, τις Αποτιμήσεις [τχ. 1247 (15.6.1979)], επαινεί τις κριτικές
ικανότητες του Μόσχου, υποστηρίζοντας ότι «το αίσθημα και η σκέψη του είναι τόσο
ισοζυγιασμένα, η διακριτικότητά του απέναντι από τους θαυμασμούς του τόσο
ουσιαστική, ώστε αυτή και μόνη μοιάζει να ρίχνει νέο φως στις λογοτεχνικές
φυσιογνωμίες και τα έργα που εξετάζει». Αποκαλυπτική θεωρεί ο Καραντώνης την
σύγκριση Παλαμά και Eliot που επιχείρησε ο Μόσχος ανοίγοντας νέο δρόμο στην
«ανάγνωση των κλασικών σαν μοντέρνων και των μοντέρνων σαν κλασικών». Η
συστηματική ενασχόληση του Μόσχου με τον Eliot353, αλλά και με σημαντικές και
καθιερωμένες μορφές των νεοελληνικών γραμμάτων, όπως ο Παλαμάς, ο Καβάφης, ο
Σεφέρης κ.ά. φανερώνουν τον αισθητικό του προσανατολισμό.
Ο Μόσχος δίνει έτσι, όπως είναι αναμενόμενο, ιδιαίτερη έμφαση στο
περιεχόμενο των ποιημάτων, στην κοσμοθεωρία που εκφράζει μέσω αυτών ο ποιητής.
Ο ίδιος διατυπώνει την έμφαση αυτή ως εξής στο σημείωμά του για τη Σύνοψη του
Τάκη Βαρβιτσιώτη [τχ. 1378 (1.12.1984)]:

Η κριτική μας έχει συνηθίσει όταν έρχεται σ’ επαφή μ’ ένα ποιητικό έργο ν’ αποβλέπουμε
κυρίως στη δύναμη της ποιητικής έκφρασης (όταν και όσο υπάρχει) στη μαγεία του στίχου,
στο στοιχείο της υποβολής, στο γενικότερο ποιητικό κλίμα που δημιουργούν τα
συγκεκριμένα ποιήματα. Και το περιεχόμενο; Η κοσμοθεωρία και η ψυχή του ποιητή, οι

352
Βλ. το σημείωμα του Χάρη στο χριστουγεννιάτικο τεύχος του 1987 (1451), καθώς και το σημείωμα
του Μόσχου στο «Δεκαπενθήμερο» του επόμενου τεύχους, με τον τίτλο: «Βαρύς κλήρος».
353
Ο Μόσχος υπήρξε συστηματικός μεταφραστής και μελετητής του Eliot. Αρκετές από τις μελέτες του
δημοσιεύτηκαν στη Νέα Εστία. Βλ. ενδεικτικά τχ. 1110 (1.10.1973) «Τ. Σ. Έλιοτ, ένας ποιητής-
προφήτης του καιρού μας», σσ. 1288-1294.

175
πνευματικοί του στόχοι, οι πνευματικές του ανησυχίες και αναζητήσεις, περίπου δεν την
ενδιαφέρουν ή έρχονται σε δεύτερη μοίρα κ’ εξετάζονται βιαστικά κ’ επιπόλαια.354

Χαρακτηριστικό της κριτικής του φυσιογνωμίας καθίσταται συνεπώς η


αναζήτηση των βιωμάτων και των αντιλήψεων όσων ποιητών (και αυτών τα έργα
κρίνονται θετικά καθώς συνάδουν με τις αισθητικές του αντιλήψεις) τις εκφράζουν
στα ποιήματά τους.
Παρόλο που η γενιά του ʼ30 και των εκπροσώπων της αποτελεί ένα σταθερό
σημείο αναφοράς της κριτικής του,355 ο Μόσχος αντιμετωπίζει θετικά όσες
εκδηλώσεις της μεταπολεμικής ποίησης, με όποια εκφραστικά μέσα κι αν το
επιχειρούν, επιτρέπουν στον αναγνώστη να ανακαλύψει το βαθύτερο νόημα και
περιεχόμενο του ποιήματος. Στο σημείωμά του για τη συλλογή της Ρούλας Αλαβέρα,
Ακηδεία [τχ. 1351 (15.10.1983)] επισημαίνει:

Η ποιητική αυτή σύνθεση, με μοντέρνο στίχο και ρυθμό, με μοντέρνες λέξεις και με
συγχρονισμένην εμφάνιση, εκφράζει μια διάχυτη στην ποίηση (κι όχι μονάχα στη δική μας)
τάση, για την κατάργηση του έλλογου στοιχείου, κάτι που βέβαια προσδίνει στην ποίηση
έναν τόνο ασάφειας, αλλά και παράλληλα έναν τόνο μυστηρίου, καθώς ο αναγνώστης από
το πλήθος των εικόνων και των συμβόλων αναζητά τον κεντρικόν άξονα της σύνθεσης ή
του συγκεκριμένου ποιήματος και προσπαθεί να εξιχνιάσει το βαθύτερο περιεχόμενό του,
όταν και όπου και σε όποια έκταση φυσικά υπάρχει.

Τέλος, με βάση τα παραπάνω και ως προς την επιλογή του στίχου ο Μόσχος
παρουσιάζεται ανεκτικός και θετικός και στον παραδοσιακό και στον ελεύθερο. Έτσι,
με αφορμή την ποιητική συλλογή του Κώστα Στεργιόπουλου, Αλλαγή φωτισμού [τχ.
1392 (1.7.1985)] εκφράζεται υπέρ του παραδοσιακού στίχου, σημειώνοντας ότι «αν
υπήρχε στα ποιήματα αυτά η ευρηματική ομοιοκαταληξία και ο εύρυθμος
παραδοσιακός στίχος, θα μας μετέφεραν πιο σίγουρα και πιο πειστικά στο κλίμα του
συμβολισμού, που έντονα μας το υποβάλλουν».

354
Συνεχίζει αναφέροντας ότι ο Γ. Σαραντάρης, «όταν μιλούσε για πνευματική υγεία πρέσβευε ότι
γενικά η λογοτεχνία και φυσικά και η ποίηση, είναι πριν απ’ όλα πνευματική πράξη και όχι λεξιθηρία
και λεξιμαγεία, έτσι ώστε να μην είναι δυνατό να κρίνεται και ν’ αντιμετωπίζεται μονάχα με αισθητικά
κριτήρια».
355
Βλ. ενδεικτικά την αναφορά στη γλώσσα της ποίησης του Σεφέρη σε σχέση με την αντίστοιχη του
Γιάννη Βαρβέρη. Στο σημείωμά του για τη συλλογή του Βαρβέρη Αναπήρων πολέμου [τχ. 1333
(15.1.1983)] παρατηρεί ότι «το γλωσσικό όργανο του ποιητή δεν έχει την απαιτούμενη ομοιογένεια,
κάτι που ιδιαίτερα το διακρίνουμε και το χαιρόμαστε στην ποίηση π.χ. του Σεφέρη».

176
XIII. Δ. Κ. Παπακωνσταντίνου
Παράλληλα με τον Μόσχο (μετά τον θάνατο του Καραντώνη, καθώς το προηγούμενο
διάστημα –από το 1976 έως το 1982– έκρινε πεζογραφικά έργα) ο Παπακωνσταντίνου
αναλαμβάνει, όπως αναφέρθηκε, την κριτική, ποιητικών συλλογών. Παρόλο που ο
αριθμός των κριτικών σημειωμάτων του για την ποίηση δεν είναι μεγάλος, μας
επιτρέπει (σε συνδυασμό με τη σχετικά ευρεία τους έκταση) να εξαγάγουμε
συμπεράσματα για τα αισθητικά του κριτήρια και το γενικότερο πιστεύω του για την
ποίηση.
Για την παρουσία και την πνευματική δραστηριότητα του Παπακωνσταντίνου ο
Καραντώνης σημειώνει:

Γνωστότατος λογοτέχνης από την Κωνσταντινούπολη –με την ισόβια θλίψη του
ξεριζωμένου– έχει αναγκαστικά μεταφέρει στην Ελλάδα τη συγγραφική του
δραστηριότητα, μα όση κι αν είναι η πίκρα του ξεριζωμού που τον βαραίνει, καθώς
δείχνουν οι στίχοι της τελευταίας ποιητικής του συλλογής, δεν παύει να δηλώνει την
παρουσία του με έργα μεστωμένα και πάντα καλοσπρόσδεχτα. Όπως κι αρκετοί άνθρωποι
των γραμμάτων, μοιράζει το πνευματικό του δυναμικό ανάμεσα στην ποίηση και στην
κριτική.356

Εξετάζοντας αναλυτικότερα τον αισθητικό και ιδεολογικό προσανατολισμό του


παρατηρούμε ότι αντίθετα προς την προαναφερόμενη άποψη του Μόσχου, σύμφωνα
με την οποία δίνεται έμφαση στο περιεχόμενο των ποιημάτων, ο Παπακωνσταντίνου
πρεσβεύει [όπως ενδεικτικά συμπεραίνεται από το σημείωμά του στο τχ. 1325
(15.9.1982) για τη συλλογή του Γ. Ξ. Στογιαννίδη, Αμήχανη Έξοδος] ότι «η ποίηση
φυσικά έχει όργανο το λόγο και ασφαλώς στις λέξεις –όχι στις ιδέες– στηρίζονταν και
θα στηρίζεται πάντοτε. Λέξεις, πάντως, όχι τυχάρπαστες ασύνδετες, επιφωνηματικές,
αλλά δεμένες οργανικά και μουσικά, καθώς πηγάζουν –πρέπει να πηγάζουν– από μιαν
εκ βαθέων συγκίνηση του σύνθετου εσωτερικού κόσμου κάθε αληθινού ποιητή».
Έμφαση δίνεται, κατά συνέπεια, στη στιχουργική μορφή των ποιημάτων, στα
εκφραστικά μέσα τα οποία χρησιμοποιεί ο δημιουργός, ανεξαρτήτως του είδους τους,

356
Βλ. τη βιβλιοκρισία του Καραντώνη για την ποιητική συλλογή του Παπακωνσταντίνου, Περίπατος
στη Νύχτα, στο τχ. 1076 (1.5.1972). Να σημειωθεί ότι πολλά από τα ποιήματά του (γραμμένα σε
ομοιοκατάληκτο στίχο) δημοσιεύτηκαν στη Νέα Εστία. Βλ. ενδεικτικά τχ. 506 (1.8.1948): «Μάθε
μονάχος να πονής», και τχ. 514 (1.12.1948): «Μοναξιά».

177
αρκεί να προσφέρουν μια λυρική συγκίνηση. Με αφορμή τη συλλογή του Δημήτρη
Νικορέτζου, Στοχασμοί στο ημίφως [τχ. 1377 (15.11.1984)] ο Παπακωνσταντίνου
παρατηρεί σχετικά με τη στιχουργική μορφή:

Αμφιβολία δεν υπάρχει καμιά. Όπως μας είχε κουράσει η αποστεωμένη και πανομοιότυπη
σχεδόν, πέρα από ορισμένους οριακούς ποιητές, παραδοσιακή στιχουργική, έτσι μας έχει
αηδιάσει η πλημμυρίδα μιας τάχα νεοτερικής κατασκευαστικής στιχοποιίας, που σπάνια
πια, τα τελευταία δέκα-είκοσι χρόνια, εκφράζει σύμφωνα με το “νόημα της τέχνης”,
προσωπικά γνήσια βιώματα ή ποιητικές επεκτάσεις καταστάσεων, κάθε είδους νοημάτων,
εσωτερικών και εξωτερικών μαστιγωμάτων, δροσερής λυρικής εικονοπλασίας.

Εκθειάζει έτσι τα «παλιά στιχουργικά σχήματα» της συλλογής και την


επιδεξιότητα με την οποία τα χειρίζεται ο ποιητής ώστε να «αναπλάθει μουσικά και
αρκετά πλαστικά, ευγενικά αισθήματα και συναισθήματα, στοχασμούς για την
ευθραυστότητα της ζωής, το φευγαλέο του ονείρου και της χαράς, την τελική
ματαιότητα και την αδυσώπητη παρουσία του θανάτου».
Ιδιαιτέρως αιχμηρή καθίσταται, με βάση τα παραπάνω, η στάση του απέναντι
στην ποίηση της δεκαετίας του 1980 περίπου και στη στράτευση που εντοπίζει ότι τη
χαρακτηρίζει. Στο σημείωμά του για τη συλλογή του Αλέξη Ζακυθηνού, Η θάλασσα
των πνιγομένων [τχ. 1347 (15.8.1983)], υποστηρίζει:

Η σημερινή κατάσταση δεν είναι εντελώς δημιούργημα των τελευταίων χρόνων. Πάντοτε,
σχεδόν έτσι βάδιζαν οι γνήσιοι εργάτες του πνεύματος με τους προχειρογράφους. Αυτό που
πρέπει ιδιαιτέρως να εξαρθεί για τους καιρούς μας είναι η αλόγιστη, άφθονη, ανεύθυνη,
πληθωρική παραγωγικότητα, που την προωθούν κομματικοί λόγοι. Αυτοί πρωτίστως
καλλιεργούν μια άκρα επιείκεια ή υπερφόρτιση για τους ημετέρους, που είναι, συνήθως,
για τα σκουπίδια μαζί με τη συνωμοσία της σιωπής, για τους άξιους, τους ελεύθερους, τους
μη στρατευμένους, τους απροσκύνητους.

Αλλά και στο σημείωμά του για τη συλλογή του Γιώργου Γεραλή, Νέα Ποιήματα
[τχ. 1388 (1.5.1985)], ο Παπακωνσταντίνου εκφράζει –και πάλι αιχμηρά– την άποψή
του για τον ρόλο του ποιητή και την «αληθινή ποίηση», δηλώνοντας:

Η μικρή κατά τον όγκο συλλογή του ζυγίζει για μένα περισσότερο από αμέτρητους
ποετάστρους κατασκευαστές του γραφείου, γλυκερούς, στιχοποιούς, αντιστασιακούς,

178
βαρύγδουπους, νεοϋπερρεαλιστές, προπαγανδιστές, στρατευμένους και άλλους που
βρίσκουν τους τρόπους και τα μέσα να μας βομβαρδίσουν άμεσα ή έμμεσα […] Μολονότι
δεν είναι επάναγκες ένας ποιητής να διακατέχεται συγχρόνως και από φιλειρηνικές
διαθέσεις (μέγα παράδειγμα ο φασίστας Πάουντ), νομίζω πως η μεγάλη πλειοψηφία των
εραστών της Μούσας διαθέτει στοιχειώδη ευαισθησία και ανθρωπιά. Άλλο όμως ποίηση
που κρυσταλλώνει και αυτά τα βιώματα του δημιουργού σε πέντε δέκα ποιήματα και
εντελώς άλλο η εμπορευματική υπερπαραγωγή της παραποίησης της ποίησης, που ασελγεί
με τυμπανοκρουσίες πνευματικής ευφορίας κριτικών και εκστασιαζομένων συντακτίσκων,
επί των αιώνια μεγάλων και άλυτων αυτών προβλημάτων.

Η ποίηση κατά τον Παπακωνσταντίνου εκφράζει έτσι τη διαχρονικότητα μιας


σειράς εσωτερικών ζητημάτων μέσω λυρικών εικόνων και σχημάτων (οι αντιλήψεις
του προσομοιάζουν όπως φαίνεται τις αντίστοιχες του Παράσχου). Η διαχρονικότητα,
για παράδειγμα, της υπαρξιακής αγωνίας που εκφράζει η ποίηση του Καρυωτάκη
εκλαμβάνεται ως αναμενόμενο ζητούμενο και της σύγχρονης ποίησης και όχι ως
αποκομμένο φαινόμενο μιας προγενέστερης εποχής. Με αφορμή τη συλλογή της
Ρωξάνης Παυλέα, Πληγωμένη ροδιά [στο τχ. 1378 (1.12.1984)], παρατηρεί:

Οι προχειρολόγοι, οι βιαστικοί και οι λίαν ευφυείς «κριτικοί σχολιαστές», θ’ αποφαίνονταν


βαρύγδουπα: αυτά όλα είναι μάλλον Καρυωτακικά. Λάθος. Επειδή η αυτοκτονία του
Καρυωτάκη προσπόρισε στην ποίησή του τη φήμη, από τη φυσική ανθρώπινη συγκίνηση,
δε σημαίνει καθόλου ότι ο δραματικός αυτόχειρας θεόθεν είχε και το μοναδικό προνόμιο ή
τη μοναδική κατάρα να τρέφει να οδυνάται, να καγχάζει, να μετεωρίζεται μέσα στην
οντολογική μοναξιά του, να διακινείται στο μεταίχμιο της ζωής και του θανάτου, ν’
αναπνέει την άβυσσο.357

XIV. Θεόδωρος Ξύδης


Ως ένας από τους συστηματικότερους κριτικούς βιβλίων θεωρητικού περιεχομένου
(εκτός από κριτική μελετών και βιβλιογραφιών αλλά και τόμων αλληλογραφίας) από
τις στήλες της Νέας Εστίας εμφανίζεται ο Θεόδωρος Ξύδης. Από το 1976 και μέχρι το
1984 (δηλαδή σχεδόν μέχρι τον θάνατό του) ο Ξύδης ασχολήθηκε με την κριτική
μελετών για πρόσωπα και θέματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, χωρίς βεβαίως να

357
Ωστόσο, την επίδραση του Καρυωτάκη εντοπίζει στην περίπτωση του Γιώργη Σαραντή [βλ. τχ 1448
(1.11.1987) τη βιβλιοκρισία του για τα Άπαντα τα ποιητικά] θεωρώντας ότι ο ποιητής «σε αρκετούς
στίχους παρασύρεται και μπερδεύει τις αισθήσεις, θυμίζοντάς μας τον Καρυωτάκη, του οποίου την
επίδραση έχει έντονα δεχθεί».

179
λείπουν και τα κριτικά σημειώματα για άλλα είδη λόγου και ιδίως την πεζογραφία
(παρόλο που η λογοτεχνική του παραγωγή κινήθηκε στον χώρο της ποίησης).358 Η
κριτική του δραστηριότητα ξεκινά από το 1931 με τη μελέτη του Ο Παλαμάς από μια
ποιητική συλλογή του και συνεχίστηκε με μελέτες για τον Σικελιανό (Η ποιητική
βούληση του Σικελιανού, 1932) και για άλλα πρόσωπα της νεοελληνικής λογοτεχνίας,
ενώ πλήθος φιλολογικών μελετών του δημοσιεύτηκε και σε πολλά περιοδικά,
συνεργάτης των οποίων υπήρξε ο Ξύδης.
Η ιδιαίτερη ενασχόλησή του με τις δύο κεντρικές μορφές της ποίησης, τον
Παλαμά μια τον Σικελιανό, επηρεάζει αναμφίβολα και την επιλογή της κριτικής του
στη Νέα Εστία. Έτσι, από τον αριθμό των βιβλιοκρισιών του (βλ. Πίνακα 3) πολλές
είναι εκείνες που αφορούν τη δημοσίευση μελετών, βιβλιογραφίας και επιστολών για
τους δύο ποιητές.
Σχολιάζοντας συγκεντρωτικά τους τόμους της Αλληλογραφίας του Παλαμά359
[τχ. 1318 (1.6.1982)], ο Ξύδης παρατηρεί: «Καταφαίνεται ότι και από τις επιστολές
του Παλαμά δεν λείπει η εμβρίθεια και η βαθύνοια που υπάρχει σε όλα τα γραπτά του.
Αντλούμε και από τις επιστολές του διδάγματα, παραινέσεις, υποθήκες, χρυσούς
λόγους. Είναι και σ’ αυτές συνταιριασμένες η ποιητική ευαισθησία και η κριτική
σκέψη».
Η φιλία του με τον Άγγελο Σικελιανό αποτέλεσε σημείο αναφοράς στο
ερευνητικό του έργο και, πέρα από τη δημοσίευση δικών του μελετών από τη στήλη
των βιβλιοκρισιών της Νέας Εστίας, επιλέγει να ασχοληθεί με την κριτική έργων που
αφορούν τη ζωή και το έργο του ποιητή. Σχολιάζοντας έτσι την έκδοση των επιστολών
του Σικελιανού προς την Άννα [τχ. 1286 (1.2.1981)] εκθειάζει την ποιητική του
φυσιογνωμία αλλά και την προσωπικότητά του: «το ερωτικό στοιχείο που υπάρχει
έκδηλο στα γράμματα αυτά φανερώνει πόσο η ψυχική έλξη, η ερασμιότητα, η
παραφορά ενοποιούνταν στον Σικελιανό. Πόσο ακόμα ήξερε να περιβάλει με στοργή
ό,τι θεωρούσε άξιο», σημειώνει χαρακτηριστικά.

358
Ο Ζήρας σημειώνει ότι «η ποίηση του Ξύδη αναπτύχθηκε πάνω στη γραμμή της παλαμικής
παράδοσης, με το σχετικό ομοιοκατάληκτο στροφικό σύστημα. Εξακολούθησε να γράφει παραδοσιακά
και μετά τον πόλεμο και όταν στράφηκε στον ελεύθερο στίχο (1963 κ.ε.) η μορφή και η γλώσσα της
ποίησής του έμειναν στα προπολεμικά πρότυπα». Βλ. Αλέξης Ζήρας, «Ξύδης, Θεόδωρος», στο: Λεξικό
Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, πρόσωπα-έργα-ρεύματα-όροι, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σ. 1607. Συλλογές του
κρίνονται και από τη στήλη της Νέα Εστίας, όπως για παράδειγμα οι Ώρες Γαλήνης από τον Παράσχο
[τχ. 178 (15.5.1934)].
359
Σε προηγούμενα τεύχη είχε κρίνει ξεχωριστά τον Α΄ και Β΄ τόμο της αλληλογραφίας. Βλ. τχ. 1179
(15.8.1976) και 1224 (1.7.1978) αντίστοιχα.

180
Τέλος, σημαντική είναι και η συστηματική ενασχόλησή του με μελέτες του
Καραντώνη, την κριτική ικανότητα του οποίου επισημαίνει από την πρώτη μελέτη του
για τον Παλαμά (Εισαγωγή στο Παλαμικό έργο).360 Αναλύοντας τη δομή και το
περιεχόμενο των Ποιητικών του [στο τχ. 1200 (1.7.1977)] ο Ξύδης αναφερόμενος σε
μια σειρά ζητημάτων που προκύπτουν από το έργο αυτό του Καραντώνη, παρέχει
στοιχεία και για τις προσωπικές του αισθητικές αντιλήψεις. Ξεχωρίζουμε έτσι ότι ο
Ξύδης απορρίπτει τον φανατικό διαχωρισμό της παραδοσιακής και της μοντέρνας
ποίησης, αναγνωρίζει την απομάκρυνση της μεταπολεμικής ποίησης από την
ατομικότητα και την κατεύθυνσή της σε μια «μορφή συλλογικής προσωπικότητας»
(συμφωνώντας με τη διαπίστωση του ίδιου του Καραντώνη), επισημαίνοντας
παράλληλα και την πληθώρα ποιητικών συλλογών που τυπώνονται στα μεταπολεμικά
χρόνια. Η γενικότερη αντίληψή του για την απομάκρυνση της λογοτεχνίας από τις
πηγές του παρελθόντος διατυπώνεται συμπυκνωμένα και στο σημείωμά του για την
έκδοση του Ζητιάνου του Καρκαβίτσα σε επιμέλεια Π. Δ. Μαστροδημήτρη [στο τχ.
1296 (1.7.1981)] στο οποίο αναφέρει:

Βρισκόμαστε δυστυχώς σ’ εποχή που δεν σέβεται τη συνέχεια στη λογοτεχνία και που
περιφρονεί αυθαίρετα τους προγενέστερους σταθμούς της. Ευτυχώς που δεν έλειψε η
αντίδραση στην περιφρονητική αυτή στάση απέναντι στο απώτερο, ακόμα και στο άμεσο,
παρελθόν. Η διαδρομή της λογοτεχνίας πρέπει να μελετάται σε όλη την εξέλιξή της.

XV. Σόλων Μακρής


Εξίσου σταθερός συνεργάτης στην κριτική βιβλίων θεωρητικού περιεχομένου (και με
μεγαλύτερο αριθμό κριτικών σημειωμάτων συγκριτικά με τον Ξύδη, βλ. Πίνακα 3)
είναι ο Σόλων Μακρής. Ο Μακρής εμφανίστηκε στα γράμματα το 1938 με το
μυθιστόρημα Οι βάτραχοι και το θεατρικό έργο Ελεύθεροι, που βραβεύτηκε την ίδια
χρονιά από την Ακαδημία Αθηνών.361 Αναμενόμενη έτσι καθίσταται η ενασχόλησή
του με την κριτική μελετών για πρόσωπα και θέματα της πεζογραφίας κυρίως μέσα
από τις στήλες της Νέας Εστίας, ενώ δεν απουσιάζουν (επιλογή επίσης αναμενόμενη)

360
Εξακολουθεί να την επισημαίνει στον σχολιασμό κάθε έργου του. Βλ. ενδεικτικά το κριτικό του
σημείωμα για τις Φυσιογνωμίες [τχ. 12017 (15.10.1977)] στο οποίο αναφέρει μεταξύ άλλων: «Το δίτομο
αυτό βιβλίο του Καραντώνη δείχνει άλλη μια φορά την κριτική του οξυδέρκεια, την έμφυτη δύναμη του
στοχασμού και τη συνειδητή ματιά που επισκοπεί όλες τις σελίδες του βιβλίου, στο οποίο
καταγράφονται αδρές εντυπώσεις και ειλικρινείς συγκινήσεις».
361
Βλ. Μιχάλης Μερακλής, «Μακρής, Σόλων», στο: Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, πρόσωπα-
έργα-ρεύματα-όροι, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σ. 1310.

181
κριτικές θεατρικών έργων σε βιβλία362 ή μελετών που αφορούν το θέατρο· άλλωστε,
όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο Μακρής πριν αναλάβει την κριτική
βιβλίων θεωρητικού περιεχομένου (το 1983) ήταν υπεύθυνος για την κριτική
θεατρικών έργων από τη στήλη της Νέας Εστίας «Το Θέατρο».
Ως «πολύπλευρη πνευματική προσωπικότητα» τον χαρακτηρίζει ο Καράκαλος
[στο κριτικό του σημείωμα με αφορμή την έκδοση της μελέτης του: Ο
διηγηματογράφος Πέτρος Χάρης, τχ. 1200 (1.7.1977)] που «δεν είναι μόνο ένας
εξαίρετος πεζογράφος, με αξιόλογα επιτεύγματα στον χώρο του μυθιστορήματος, του
διηγήματος και του θεατρικού λόγου, αλλά κι ένας οξυδερκής στοχαστής με σπάνια
συγκρότηση και διεισδυτική παρατηρητικότητα που έχει πλουτίσει τη νεώτερη
γραμματολογία μας με έξοχα αισθητικά μελετήματα και θαυμάσιες κριτικές σελίδες
λογοτεχνικών κειμένων».
Οι βιβλιοκρισίες του στη Νέα Εστία αφορούν την κριτική μελετών για θέματα
και πρόσωπα τόσο της ποίησης όσο και της πεζογραφίας.363 Ο Μακρής, σε αντίθεση
με τον Ξύδη, δεν εκφράζει (σε σπάνιες περιπτώσεις μόνο) μέσα από τα σημειώματά
του προσωπικές απόψεις σχετικά με τα θέματα που αφορούν τα βιβλία, ώστε να
μπορέσει κάποιος να σχηματίσει μια εικόνα των αισθητικών του αντιλήψεων.364 Στα
κριτικά του σημειώματα αρκείται έτσι στον σχολιασμό της δομής και των
βασικότερων θεμάτων που θίγει το κρινόμενο βιβλίο.
Παρ όλ’ αυτά, μια αποσπασματική έστω πρόσληψη βασικών του ιδεών
επιτυγχάνεται από τη μελέτη τους, καθώς και από την επιλογή των βιβλίων που
αποφασίζει να κρίνει. Αξιοσημείωτη είναι καταρχάς η αντίληψή του για την
ηθογραφία, την οποία εκφράζει στη μελέτη του Ο διηγηματογράφος Πέτρος Χάρης και
την οποία σχολιάζει ο Καράκαλος στην προαναφερόμενη κριτική που της αφιερώνει:

Ο Μακρής υποστηρίζει ότι «είναι λαθεμένη, η άποψη που βλέπει το διηγηματογραφικό


έργο του Χάρη σαν μετάβαση από τη στείρα ηθογραφία στην κοινωνική πρόζα. Και είναι
λαθεμένη γιατί αν και ηθογραφικό στο μεγαλύτερο μέρος του το ελληνικό διήγημα. Το

362
Βλ. και προηγουμένως για την καταγραφή των περιπτώσεων στις οποίες στη στήλη «Τα βιβλία»
περιλαμβάνονται κριτικές του για θεατρικά έργα που εκδόθηκαν σε βιβλία.
363
Χωρίς αυτό να συνεπάγεται την αποκλειστική ενασχόληση με λογοτεχνικές μελέτες. Στα κριτικά του
σημειώματα περιλαμβάνονται και πολλά μη λογοτεχνικά βιβλία.
364
Όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά τονίζει σε σημείωμά του τους Έλληνες Πεζογράφους του Χάρη [τχ.
1432 (1.3.1987)]: «είναι απρόσφορη η σύνοψη μιας πληθώρας σημαντικών απόψεων πολλών δοκιμίων
και πραγματικά εδώ μιας πλημμυρίδας ιδεών, σ’ ένα κατ’ ανάγκη περιορισμένο βιβλιοκριτικό
σημείωμα. Ώστε δεν απομένει παρά η άχαρη ανίχνευση της κεντρικής ιδέας κάθε κεφαλαίου, που
ελάχιστα φωτίζει τους δρόμους που οδήγησαν τον συγγραφέα σ’ αυτήν».

182
στοιχείο της ηθογραφίας χρησίμεψε πάντα σαν πλαίσιο για να προβληθούν αυθεντικοί
ανθρώπινοι χαρακτήρες που μεταγγίζουν καθάρια συνείδηση και ουσία ζωής. Με αυτό το
νόημα δεν πρόκειται ποτέ να σβήσει η ηθογραφία».

Με βάση την παραπάνω οπτική του τόσο για την ηθογραφία γενικότερα (την
οποία βλέπει ως τροφοδότη χαρακτήρων που αναλύονται έπειτα ψυχογραφικά) όσο
και για το έργο του Χάρη ειδικότερα, καθίσταται αναμενόμενη η επιλογή ενασχόλησης
με το έργο του διευθυντή της Νέας Εστίας και των μελετών γύρω από αυτό. Στο
σημείωμά του για τον έβδομο τόμο των Ελλήνων Πεζογράφων [τχ. 1432 (1.3.1987)],
με αφορμή το μελέτημα του Χάρη για τον Ψυχάρη, ο Μακρής παρατηρεί σχετικά με
τη λειτουργία της γλώσσας στην ελληνική λογοτεχνία:

Ο Χάρης δείχνει το μεγάλο μεράκι και το ακοίμητο πάθος του για τη σωστή εκτίμηση και
ερμηνεία του γλωσσικού ζητήματος και για τη γλώσσα που δεν τη βλέπει απλά σαν
εκφραστικό όργανο αλλά σαν εσώτατη λειτουργία βίωσης και βεβαίωσης του κόσμου […].
Αλλά, ενώ έβαλε στο σωστό δρόμο τη λογοτεχνία, έπεσε στο λάθος σύροντας και τους
συγχρόνους του λογοτέχνες, να ξοδιάσουν όλο το πάθος και τη δημιουργική πνοή τους στη
μεταρρύθμιση, στην έγνοια για τη γλώσσα καθ’ εαυτή, παραγνωρίζοντας ότι πίσω από τη
«λέξη», πίσω από τη γραμματική και το συντακτικό, ασπαίρει ένας πολύμορφος λαός που
προσδοκούσε να δει τους εκφραστές των αιτημάτων του, στους μαχητές της «νέας»
γλώσσας των «γραφιάδων» –γιατί αυτός είχε πάντα τη δική του. Αλλά δεν έγινε έτσι.
«…Δεν διαμορφώθηκε η γλώσσα μας από τη λογοτεχνία μας, αλλά η λογοτεχνία μας από
τη γλώσσα μας…», με συνέπεια για πολλά χρόνια να λιμνάζει στο βερμπαλισμό και στην
επιδερμική ηθογραφία.

Τέλος, όσον αφορά την κριτική μελετών για την ποίηση, σταθερό διακρίνεται το
ενδιαφέρον του για τον Καβάφη365 (όπως προκύπτει από τον κριτικό σχολιασμό
μελετών γύρω από το έργο του ποιητή και τα όσα εγκωμιαστικά επισημαίνει για τον
αλεξανδρινό στα κριτικά του σημειώματα). Επίσης, την «κάλυψη ενός παρθένου
χώρου της τέχνης του λόγου» αναγνωρίζει ο Μακρής στη δραστηριότητα των
δημιουργών της Θεσσαλονίκης (Βαφόπουλο, Θέμελη, Βαρβιτσιώτη, Αναγνωστάκη,

365
Βλ. το κριτικό του σημείωμα για τη μελέτη του Βύρωνα Λεοντάρη, Καβάφης ο έγκλειστος [τχ. 1349
(15. 9.1983)], στο οποίο εξαίρει τη φυσιογνωμία του ποιητή παρά τις προσπάθειες των Μαλάνου και
Τσίρκα «καθώς και τις αρνήσεις πολλών άλλων να θολώσουν την όψη και υποστείλουν το ποιητικό
ανάστημα του Καβάφη».

183
κ.ά), οι οποίοι «κινήθηκαν, παράδοξα, με πιο προχωρημένο βηματισμό από εκείνον
της Αθήνας, δηλαδή σ’ ένα πιο ευρωπαϊκό επίπεδο».366

366
Αυτή την άποψη αναφέρει στο σημείωμά του στο τχ. 1337 (15.3.1983), με αφορμή το βιβλίο του
Βαφόπουλου, Το πνευματικό πρόσωπο της Θεσσαλονίκης. Ο Μακρής χαρακτηρίζει τον Βαφόπουλο ως
«αδερφικό φίλο».

184
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Ευστοχίες και αστοχίες της λογοτεχνικής κριτικής της Νέας Εστίας στη
διαχρονία

Έχοντας επιχειρήσει την ανάδειξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των τακτικών


κριτικών της Νέας Εστίας μέσα από τα κριτικά τους σημειώματα, στο παρόν κεφάλαιο
θα εστιάσουμε σε μια συνολική αποτίμηση της προσφοράς τους μέσα από την
αξιολόγηση της ευστοχίας και αστοχίας της κριτικής τους, με βάση τη θέση που οι
κρινόμενοι συγγραφείς κατέλαβαν στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων.
Υπογραμμίζοντας την προσφορά της Νέας Εστίας στην ελληνική πνευματική
ζωή, ο Μαστροδημήτρης παρατηρεί ότι:

Ο ρόλος της Νέας Εστίας στην ελληνική πνευματική ζωή από το 1927 έως τις μέρες μας
συνιστά ένα σύνθετο διαχρονικό φαινόμενο, με πολλές και άρτιες εσωτερικές φάσεις. Και
θα μπορούσαμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι ο κυριότερος λόγος, για τον οποίο το φαινόμενο
αυτό δεν έχει ως τώρα αποτελέσει αντικείμενο συστηματικής έρευνας, είτε ως σύνολο είτε
στις επιμέρους ενότητές του, είναι το απλό γεγονός της διάρκειάς της έως το παρόν.367

Λαμβάνοντας υπόψη τη χρονική διάρκεια ζωής του περιοδικού, τα ονόματα των


κριτικών που αποτέλεσαν, όπως διαπιστώθηκε, τον πυρήνα των βασικών του
συνεργατών, καθώς και τη σημασία του είδους της βιβλιοκρισίας στη διάρκεια των
ετών, γίνεται αντιληπτό ότι η ενδελεχής μελέτη της στήλης της κριτικής αποτελεί έναν
καθρέφτη της λογοτεχνικής κριτικής στην Ελλάδα, δηλαδή των συνθηκών άσκησής
της, καθώς και των σημαντικότερων εκπροσώπων της. Όπως ήδη αναφέρθηκε (βλ.
κεφ. 2), τόσο ο Ξενόπουλος, ιδίως όμως ο Χάρης, εξέφρασαν την πεποίθησή τους πως
η Νέα Εστία αποτυπώνει τις αισθητικές αντιλήψεις των ίδιων των διευθυντών, καθώς
και των συνεργατών που αυτοί επέλεξαν, παρόλο που οι αντιλήψεις αυτές ενδέχεται

367
Π. Δ. Μαστροδημήτρης, «Η Νέα Εστία και η νεοελληνική φιλολογία. Μια μακροχρόνια και γόνιμη
συνεργασία», Νέα Εστία, τχ. 1613 (15.9.1994) 1188. Παρόμοια άποψη εκφράζει και η Σοφία
Βαφειάδου-Πασχαλινού, η οποία θεωρεί ότι το περιοδικό αποτέλεσε αναμφισβήτητα «έναν από τους
αντιπροσωπευτικότερους δείκτες των πνευματικών τάσεων του εικοστού αιώνα και ακόμη και σήμερα
το έργο της δεν έχει αξιολογηθεί και αποτιμηθεί επιστημονικά». Βλ. Σοφία Βαφειάδου Πασχαλινού, «Η
Νέα Εστία του Γρ. Ξενόπουλου και τα Ιταλικά Γράμματα», στο: E. Close, M. Tsianikas and G. Frazis
(eds.), Greek Research in Australia: Proceedings of the Biennial International Conference of Greek
Studies, Flinders University April 2003, Flinders University Department of Languages - Modern Greek:
Adelaide, σσ. 549-564.

185
να αποκλίνουν. Συνεπώς, και σύμφωνα με την αρχή της «αυστηρότητας και
εκλεκτικότητας» που ακολουθείται κατά τον Χάρη στην άσκηση της κριτικής και την
παρακολούθηση της πνευματικής ζωής από τις στήλες του περιοδικού,368 οι
ιδεολογικές και αισθητικές αντιλήψεις και τάσεις που εκφράζονται πρεσβεύουν τις
αντίστοιχες αντιλήψεις των διευθυντών και κριτικών του. Με βάση αυτές η Νέα Εστία
έχει χαρακτηριστεί ως ένα συντηρητικό περιοδικό που δεν υπήρξε ανεκτικό σε
πρωτοποριακές/μοντέρνες λογοτεχνικές τάσεις και ρεύματα, ενώ σε περιόδους
κρίσιμων ιστορικοπολιτικών συγκυριών θεωρήθηκε ότι εξέφραζε την ουδετερότητα
και μετριοπάθεια.369 Ότι δηλαδή, με άλλα λόγια, η κριτική στάση του περιοδικού
απέναντι στις λογοτεχνικές και άλλες θεωρητικές ζυμώσεις αυτής της εποχής
παρέμεινε ενδεικτική της προγραμματικής διακήρυξής του, ότι «προτίθεται να κινηθεί
μεταξύ συντήρησης και πρωτοπορίας, αποφεύγοντας τα επικίνδυνα άκρα».370
Αξιοσημείωτο είναι συνεπώς ότι οι μελετητές αναφερόμενοι στις αισθητικές και
ιδεολογικές τάσεις που εκφράζονται στο περιοδικό κατά τη διάρκεια της πρώτης
επταετίας –την περίοδο της διεύθυνσής του δηλαδή από τον Ξενόπουλο–
υπογραμμίζουν τη λειτουργία της Νέας Εστίας ως πεδίο αντανάκλασης των
καθοριστικών αλλαγών που συντελούνται στο μεταίχμιο της υποχώρησης της
λογοτεχνικής γενιάς του 1920 και της ανάδειξης εκείνης του 1930, τόσο στην ποίηση
όσο και στην πεζογραφία.

Γενικά τα περιεχόμενα της Νέας Εστίας κατά την επταετία 1927-1933 μας επιτρέπουν να
συλλάβουμε τον ελληνικό Μεσοπόλεμο σε μια καθοριστική στιγμή του: ακριβώς στη
συμβολή δύο πνευματικών γενεών, της παραδοσιακής γενιάς του 1920 και της νεωτερικής

368
Βλ. Πέτρος Χάρης, «Έτος Δέκατον Τρίτον», Νέα Εστία, τχ. 289 (1.1.1939) 55-56.
369
«Περίπου το συνώνυμο του κλασικού συντηρητικού περιοδικού», χαρακτηρίζει ο Δημήτρης
Καλοκύρης τη Νέα Εστία, θεωρώντας ότι «με το πέρασμα των ετών υπερίσχυσαν οι πρώτοι όροι της
περιγραφής του ίδιου του Ξενόπουλου, ότι δηλαδή η Νέα Εστία δείχτηκε συντηρητική μαζί και
προοδευτική», Δημήτρης Καλοκύρης, Νεοελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά, Αθήνα, Ύψιλον, 1995, σ.
38. Σχετικά με την ιδεολογική ουδετερότητα του περιοδικού σε κρίσιμες ιστορικές συγκυρίες,
αξιοσημείωτη είναι η δήλωση του ίδιου του Χάρη στο αφιερωμένο στον Ιωάννη Μεταξά τεύχος της [τχ.
340 (15.2.1941)]: «Το περιοδικό τούτο, όσο κι αν δε θέλει να δεχθεί την τέχνη και ειδικότερα τη
λογοτεχνία εκδήλωση άσχετη με την πολιτική και ή την πολιτειακή κατάσταση κάθε εποχής, όσο κι αν
πιστεύει ότι πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πνευματική ζωή δεν μπορεί παρά να έχουν σημεία
όπου διασταυρώνονται και δεν χωρίζονται πριν υποστούν βαθύτατες αλληλεπιδράσεις […] το περιοδικό
τούτο δεκαπέντε τώρα χρόνια έμεινε μακριά από τα κόμματα, από τα συλλαλητήρια, από τους
αλαλαγμούς, από την πολιτική κι από τη μικροπολιτική. Κράτησε στο κεφάλαιο αυτό κάτι περισσότερο
από ψυχρή ουδετερότητα: πειθάρχησε τις προτιμήσεις και τις αξιώσεις αρκετών συνεργατών και
αναγνωστών του, που απάνω σε μεγάλα και αποφασιστικά για το Έθνος γεγονότα ήθελαν να τις δουν
στις σελίδες τους με όλο τον φανατισμό τους, με όλη την ορμή τους με όλη την εριστική τους διάθεση».
370
Ερευνητική ομάδα – Καράογλου, Περιοδικά Λόγου και Τέχνης, τρίτος τόμ., ό.π. (σημ. 94), σ. 16.

186
του 1930. Από τις σελίδες της μπορούμε να παρακολουθήσουμε τις αισθητικές και
ιδεολογικές μεταβολές που συνεπάγεται αυτή η διασταύρωση. Παλιότερες ιδέες
συνυπάρχουν με νεωτερικότερες αναζητήσεις, αντιλήψεις κυρίαρχες σε όλη σχεδόν τη
δεκαετία του 1920 υποχωρούν ή μετασχηματίζονται σε τάσεις που πρόκειται να γίνουν
εμφανέστερες μέσα στη δεκαετία του 1930.371

Αποτιμώντας, με βάση και τα όσα διερευνήθηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια,


την προσφορά της Νέας Εστίας στην ελληνική λογοτεχνική κριτική και αξιολογώντας
τις ευστοχίες και αστοχίες της στην υποδοχή των σημαντικότερων Ελλήνων
λογοτεχνών, παρατηρούνται (με χρονολογική σειρά) τα εξής: βασική γραμμή του
συνόλου των κριτικών του περιοδικού μέχρι το 1940, μεταξύ των οποίων και των ίδιων
των διευθυντών του, είναι, όπως είδαμε, η υπεράσπιση της προσπάθειας της τρέχουσας
πεζογραφίας να ξεπεράσει το στενό πλαίσιο της ηθογραφίας, να κατευθυνθεί προς τη
σύνθεση βαθύτερων ψυχογραφικών έργων και να πορευτεί παράλληλα με τη σύγχρονη
ευρωπαϊκή πεζογραφία. Η Νέα Εστία μέσω των κριτικών της στηρίζει, όπως
παρατηρήθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, την ανανεωτική αυτή τάση επαινώντας τα
πεζογραφήματα που κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Στόχος της δεν είναι
βεβαίως η αγνόηση σημαντικών εκπροσώπων παλαιότερων γενεών, αλλά η ανάδειξη
της γενιάς των νέων δημιουργών που εξελίσσουν την παράδοση. Οι μελετητές
σημειώνουν ότι: «για τη Νέα Εστία η ελληνική πεζογραφική παράδοση στηρίζεται
βεβαίως σε συγγραφείς όπως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης». 372 Πράγματι το έργο
του Σκιαθίτη συγγραφέα συμπεριλαμβάνεται στα σημειώματα των κριτικών της Νέας
Εστίας, με ένα σύνολο 14 βιβλιοκρισιών (ως επί το πλείστον για μελέτες γύρω από το
έργο του). Παρά τις δημοτικιστικές αντιλήψεις των βασικών συντελεστών της Νέας
Εστίας η καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη χαρακτηρίζεται «ανεκτή κι από κάθε
δημοτικιστή χωρίς φανατισμό».373
«Το διήγημα είναι ένα είδος ευνοημένο στη Νέα Εστία»374 τόσο στο επίπεδο της
δημοσίευσης στο κύριο σώμα του περιοδικού, όσο όμως και στη στήλη των

371
Ερευνητική ομάδα – Καράογλου, Περιοδικά Λόγου και Τέχνης, τρίτος τόμ., ό.π. (σημ. 94), σ. 115.
372
Ό.π., σ. 97. Να σημειωθεί και το αφιέρωμα του περιοδικού στον συγγραφέα στη διάρκεια του πιο
δύσκολου έτους της κατοχής, τα Χριστούγεννα του 1941, το οποίο μάλιστα έγινε ανάρπαστο, όπως
πληροφορούμαστε από το περιοδικό.
373
Βλ. το κριτικό σημείωμα του Χάρη στο τχ. 161 (1.9.1933) για τον τόμο: Τα παιδικά του
Παπαδιαμάντη, εκλογή και διασκευή Γεωργίας Ταρσούλη. Ο Χάρης επαινεί την προσπάθεια της
Ταρσούλη, παρόλο που «τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη δεν είναι εκείνα που αντέχουν σε μια
διασκευή».
374
Ερευνητική ομάδα – Καράογλου, Περιοδικά Λόγου και Τέχνης, δεύτερος τόμ., ό.π. (σημ. 94), σ. 95.

187
βιβλιοκρισιών. Έτσι, κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών της κυκλοφορίας της
κρίνονται συλλογές διηγημάτων πολλών νέων πεζογράφων (ή και κάπως παλαιότερων
που όμως εκείνα τα χρόνια ξεκίνησαν να δημοσιεύουν τον κύριο όγκο του
λογοτεχνικού τους έργου) και λιγότερο αναγνωρισμένων στη διαχρονία (βλ., π.χ., τις
συλλογές των: Ιουλίας Περσάκη, Γ. Ζάρκου, Κ. Ρωμάντζα, Σταμ. Παππαδάκη,
Κλεαρέτης Μαλάμου, Μαριέττας Μινώτου, Ν. Σαράβα, Ν. Αρκάδη), καθώς και των
μετέπειτα σημαντικότερων πεζογράφων (βλ., π.χ., των Ζαχαρία Παπαντωνίου, Στράτη
Μυριβήλη, Θράσου Καστανάκη, Γερ. Σπαταλά, Γαλ. Καζαντζάκη, Άγγ. Τερζάκη
κ.ά.).
Στην περίπτωση των πρώτων (εκείνων δηλαδή που δεν πέρασαν τελικά στον
λογοτεχνικό Κανόνα) η κριτική της Νέας Εστίας αποδεικνύεται εύστοχη, καθώς
επισημαίνει τις αδυναμίες των διηγηματογράφων θεωρώντας το έργο τους μέτριο ή/και
κακό σε ορισμένες περιπτώσεις.375 Από την άλλη πλευρά, οι εμφανίσεις των
Παπαντωνίου, Μυριβήλη, Βενέζη, Γαλ. Καζαντζάκη, Τερζάκη αποτιμώνται ως
ιδιαιτέρως θετικές και οι κριτικοί της Νέας Εστίας τους αποδίδουν τη θέση που εκ των
υστέρων κατέλαβαν στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων. Εξαίρεση σ’ αυτή την
κατεύθυνση αποτελεί ο Καστανάκης, για τα διηγήματα του οποίου ο Χάρης, όπως
επισημάνθηκε και στο προηγούμενο κεφάλαιο, δεν εκφράστηκε θετικά.376
Συνεχίζοντας τη χρονολογική αποτίμηση και με άλλα είδη λόγου (εκτός των
διηγημάτων) ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του Νίκου Καζαντζάκη,
καθώς η υποδοχή του έργου του από την κριτική υπήρξε αμφιλεγόμενη. Η Νέα Εστία
υπερασπίζεται την αξία του, γεγονός που αναγνώρισε και ο ίδιος ο συγγραφέας στις
επιστολές του προς τον Χάρη. (Βλ. εδώ κεφ. 2). Το ενδιαφέρον του περιοδικού
αποδεικνύεται από το πλήθος των βιβλιοκρισιών, καθώς και τα 3 αφιερώματα που
έγιναν προς τιμή του. «Και μόνο τα προβλήματα, τα ύψιστα του ανθρώπου που
αγγίζονται στην Ασκητική θα ήταν αρκετά για να πάρει το έργο αυτό του Καζαντζάκη
εντελώς ξεχωριστή θέση στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία», σημειώνει ο Παράσχος,
με αφορμή την έκδοση του έργου, ενώ έναν χρόνο αργότερα διακρίνει «ψυχική
ωριμότητα» στο κριτικό του σημείωμα για τον Χριστό. Ιδιαιτέρως θετικά (με μικρές

375
Εξαίρεση αποτελεί η άκρως εγκωμιαστική κριτική του Άγρα για τα διηγήματα της Μαλάμου [τχ. 65
(1.9.1929)], για τα οποία μάλιστα ο κριτικός αποφαίνεται ότι σπανίως διάβασε «γράψιμο τόσο
αρρενωπό από γυναικείο χέρι».
376
Παρ’ όλα αυτά, ο Καστανάκης αποτελεί έναν από τους σταθερούς συνεργάτες του περιοδικού με
δημοσιεύσεις έργων του στο κύριο σώμα του, αλλά και σποραδικές εμφανίσεις και στα υπόλοιπα
τμήματά του (όπως π.χ. η σειρά ανταποκρίσεων «Παρισινά θεάματα και διαλείμματα» στο
«Δεκαπενθήμερο»).

188
διακυμάνσεις)377 κρίνονται και τα ταξιδιωτικά του από τον Χάρη. Η υποδοχή του
υπόλοιπου έργου του και ιδίως του μυθιστορηματικού θα εξεταστεί στη συνέχεια.
Αντίθετα, αρνητικά κρίνεται από τον Ξενόπουλο η πρώτη εμφάνιση του
Θεοτοκά με το Ελεύθερο Πνεύμα. Παρόλο που εκθειάζεται η δημοτική του, θεωρείται,
όπως ήδη αναφέρθηκε (βλ. σ. 122), βιβλίο «ανώφελο κι ίσως βλαβερό» που γράφεται
«από εκείνους που θέλουν να προβάλουν το δόγμα τους, τη σχολή τους, με σκοπό να
ιδρύσουν κι αυτοί έναν πνευματικό μιλιταρισμό».378 Ωστόσο, έναν χρόνο αργότερα, ο
ίδιος κριτικός εκφράζεται πολύ θετικά για τις Ώρες Αργίας. Ο Χάρης, από την άλλη
πλευρά, θεωρεί ότι στο Εμπρός στο κοινωνικό μας πρόβλημα, υπάρχει «πολλή
φιλολογία», ενώ δεν κρίνει θετικά ούτε την Αργώ, παρόλο που επισημαίνει ότι «ο
Θεοτοκάς είναι από τους νέους πεζογράφους που έχει ικανότητες αναμφισβήτητες».379
Ενθουσιώδης είναι η κριτική του Ξενόπουλου για το Λεμονοδάσος του Κοσμά
Πολίτη, το οποίο χαρακτηρίζει «απολαυστικό νεοελληνικό πεζογράφημα μεγάλης
αξίας», εφάμιλλο (σε ποιότητα) της Ζωής εν Τάφω του Μυριβήλη. Η άποψη, ωστόσο,
εκείνη του Ξενόπουλου που διατυπώνεται στο σημείωμα και εκφράζει τον ευρύτερο
ιδεολογικό και αισθητικό προσανατολισμό της Νέας Εστίας είναι πως παρόλο που τα
έργα «που περιγράφουν την ανώτερη κοινωνική τάξη θεωρούνται από πολλούς ότι δεν
έχουν ποτέ την ίδια αξία με εκείνα που παρουσιάζουν τη μικροαστική και λαϊκή, το
Λεμονοδάσος δείχνει ότι για τον αληθινό συγγραφέα ίδια αξία έχει η ανθρώπινη ψυχή
σ’ όποιο κοινωνικό στρώμα κι αν ανήκει».380
Την ιδεολογική ουδετερότητα και την αισθητική αντίληψη για την «καθαρή»
τέχνη εκφράζουν οι κριτικοί της Νέας Εστίας και στο πεδίο της ποιητικής παραγωγής
της περιόδου. Σύμφωνα με την επισήμανση του Τ. Καγιαλή:

377
Βλ., π.χ., στο κριτικό του σημείωμα για το Ταξιδεύοντας [τχ. 5/29 (1.3.1928)], στο οποίο
υπογραμμίζει ότι το βιβλίο δεν παρουσιάζει το ενδιαφέρον που είχαν οι εντυπώσεις από τη Ρωσία.
378
Βλ. το σημείωμά του στο τχ. 72 (15.12.1929). Ο Ξενόπουλος υπογραμμίζει ότι ο Θεοτοκάς έγραψε
το δοκίμιό του «κυρίως για ν’ αντικρούσει τον Φώτο Πολίτη και να δείξει την ανεπάρκεια της
“Ελληνικής” Σχολής» και να κηρύξει μονάχα «πως πρέπει να ανυψωθούμε», χωρίς να προτείνει για τον
τρόπο, καθώς, σύμφωνα με τον Ξενόπουλο, δεν τον γνωρίζει ούτε ο ίδιος. Στο σημείωμα του
Ξενόπουλου και στο δοκίμιο του Θεοτοκά αναφέρεται και ο Παράσχος, με αφορμή το δικό του κριτικό
του σημείωμα για Το Πνεύμα της Γνώσης (Μια απάντηση στο “Ελεύθερο Πνεύμα”) του Αλ. Παπαδήμα,
[τχ. 77 (1.3.1930)]. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ενώ, όπως ο ίδιος ο Παράσχος σημειώνει,
δεν διάβασε το έργο του Θεοτοκά, βασισμένος στο σημείωμα του Ξενόπουλου και στο κρινόμενο από
τον ίδιο βιβλίο του Παπαδήμα, διατυπώνει την άποψη ότι «πρόκειται για μελέτη από εκείνες που θέλουν
να φανούν επαναστατικές (τόσο εύκολα αλίμονο!) σβήνοντας μονοκονδυλιάς όλες τις καθιερωμένες
αξίες και που δεν είναι στο βάθος παρά ρηχές κι επιπόλαιες».
379
Βλ. το σημείωμά του στο τχ. 172 (15.2.1934).
380
Βλ. το σημείωμά του στο τχ. 101 (1.3.1931).

189
Στα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1920, οι αμιγώς λογοτεχνικές αναζητήσεις θα
αρχίσουν να αντιπροσωπεύονται από τη Νέα Εστία. Το περιοδικό προβάλλει ιδιαίτερα τον
Σολωμό και τον Παλαμά –υπερασπίζεται όμως και την ποίηση του Καβάφη– εκφράζει
επιφυλάξεις απέναντι στους πάσης φύσεως νεωτερικούς πειραματισμούς και κρατάει
αποστάσεις από την ιδεολογική αντιπαράθεση των καιρών.381

Πράγματι, διαρκές είναι το ενδιαφέρον της Νέας Εστίας για τον Σολωμό, όπως
διαπιστώνεται από την ποσοτική ανάλυση των βιβλιοκρισιών. Από τα 19 κριτικά
σημειώματα που γράφτηκαν για μελέτες γύρω από τον Σολωμό, καθώς και για τις
εκδόσεις ποιημάτων του (την έκδοση του 1938 από τον Καιροφύλα, καθώς και των
Ιταλικών του από τον ίδιο το 1954) και «Απάντων», προκύπτει η σταθερή θέση που
κατέχει για τους κριτικούς της Νέας Εστίας ως μια από τις σημαντικότερες
λογοτεχνικές μορφές του τόπου. Ως «τον σπουδαιότερο πνευματικό άνδρα της νέας
Ελλάδας», τον χαρακτηρίζει ο Παράσχος στα 1931, επισημαίνοντας παράλληλα ότι «ο
Σολωμός εξακολουθεί να είναι το κυρίαρχο πνευματικό ή καλλιτεχνικό ζήτημά μας.
Ότι παραμένει ο ποιητής αυτός που μας αφήκε τόσο λιγοστό, θρυμματισμένο, μα και
τέτοιας απαράμιλλης ομορφιάς έργο, ένα από τα ευρύτερα, τα σπουδαιότερα, τα πιο
“passionants” για κάθε σκεπτόμενο έλληνα πνευματικά μας ζητήματα». 382
Αντίθετα με την περίπτωση του Σολωμού, στη Νέα Εστία δημοσιεύεται μία μόνο
βιβλιοκρισία (το 1928 για την έκδοση των «Απάντων» του, με πρόλογο του Μαρίνου
Σιγούρου) για τον άλλον επτανήσιο ποιητή, Ανδρέα Κάλβο.383 Η απουσία αυτή, καθώς
και οι επιφυλάξεις που διατυπώνονται στη μοναδική βιβλιοκρισία από τον Παράσχο
(ο οποίος αναφέρεται στον «ψευδοκλασικισμό» του ποιητή) είναι αξιοσημείωτα,
ωστόσο δεν συνεπάγονται την παντελή αδιαφορία ή την απόρριψη του έργου του. Στο
αφιερωματικό στον ποιητή χριστουγεννιάτικο τεύχος του 1946 ιστορούνται από τον
Χάρη οι περιπέτειες έκδοσης του αφιερώματος στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής,

381
Καγιαλής, Η επιθυμία για το Μοντέρνο, ό.π. (σημ. 64), σ. 118.
382
Τη φράση διατυπώνει στο σημείωμά του για τη μελέτη του Φ. Μιχαλόπουλου, Διονύσιος Σολωμός,
στο τχ. 115 (1.10.1931). Για την παρουσία του Σολωμού στα πρώτα τριάντα χρόνια του περιοδικού βλ.
τη μεταπτυχιακή εργασία του Ιωάννη Γ. Κονδύλη, Η παρουσία του Διονυσίου Σολωμού στη Νέα Εστία.
Η πρώτη τριακονταετία (1927-1957), ΑΠΘ-Τμήμα Φιλολογίας 2016:
http://ikee.lib.auth.gr/record/288105/files/GRI-2017-18754.pdf
383
Αναφέρεται και το κριτικό σημείωμα του Χατζίνη στο τχ. 1092 (1.1.1973), για το βιβλίο του Στέλιου
Ι. Αρτεμάκη, Ελληνικές Μορφές, που περιλαμβάνει 12 κριτικά δοκίμια μεταξύ των οποίων και για τον
Κάλβο.

190
και υπογραμμίζεται η «υψηλή αρετή του ποιητικού λόγου του»,384 την οποία έχουν
ανάγκη οι Έλληνες στους ταραγμένους χρόνους μετά την απελευθέρωση.
Εξετάζοντας επίσης ποσοτικά τις βιβλιοκρισίες της περιόδου, διαπιστώνεται ότι
πράγματι η ποίηση του Παλαμά απασχολεί, όπως σημειώνει ο Καγιαλής, ιδιαίτερα τη
Νέα Εστία και τους κριτικούς της, σε πολλαπλά επίπεδα∙ δηλαδή τόσο της καθαυτό
ποιητικής του παραγωγής (πρωτότυπης καθώς και μεταφράσεις συλλογών του σε ξένες
γλώσσες) όσο και στο επίπεδο μελετών που έχουν γραφτεί για τη ζωή και επιμέρους
θεματικές του έργου του. Από τον συνολικό αριθμό των 53 βιβλίων που κρίνονται και
αφορούν τον Παλαμά,385 τα 31 καλύπτουν την κριτική διάφορων μελετών (να
σημειωθεί ότι 13 βιβλιοκρισίες είναι δημοσιευμένες μέχρι το 1933), ενώ τα υπόλοιπα
22 βιβλία είναι ποιητικές συλλογές (συμπεριλαμβανομένων και επανεκδόσεων έργων
του), εκδόσεις αλληλογραφίας, βιβλιογραφίας, καθώς και συγκεντρωτικοί τόμοι
Απάντων.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης, από την ποιοτική πλέον ανάλυση του αριθμού των
βιβλιοκρισιών, ότι οι αναφορές στην ποίηση του Παλαμά είναι ιδιαιτέρως συχνές και
η συμβολή του ποιητή θεωρείται από τη Νέα Εστία καθοριστική στη διαμόρφωση των
γνωρισμάτων της γενιάς των νέων ποιητών που διαδέχτηκαν τη δική του. Δεν πρέπει
ωστόσο να θεωρηθεί ότι το περιοδικό δέχεται ανεπιφύλακτα όλα τα γνωρίσματα του
έργου του. Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο Παράσχος στα κριτικά του σημειώματα εκφράζει
την προτίμησή του στα λυρικότερα ποιήματα του Παλαμά και όχι στις μεγάλες
συνθέσεις στις οποίες εντοπίζει ρασιοναλιστική επεξεργασία που αντιτίθεται στις
προσωπικές του αισθητικές αρχές. Όπως επισημαίνουν οι μελετητές, ξεπερασμένες
θεωρούνται από το περιοδικό ορισμένες ιδέες του, μεταξύ των οποίων ο
μεγαλοϊδεατισμός του.386
Ως «ένας από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους που γέννησε στα νεότερα χρόνια
η φυλή μας», χαρακτηρίζεται επίσης σε βιβλιοκρισία από τον Παράσχο στα 1933 ο
Καβάφης. Με βάση τα όσα σημειώνει και ο Σωκράτης Νιάρος: «Τη δεκαετία του 1930
το καβαφικό έργο άρχισε να αφομοιώνεται σταδιακά από την αθηναϊκή κριτική –όχι
μόνο από εκείνη τη μερίδα της, που ήταν πιο δεκτική σε νεωτερισμούς (Καλαμάρης,

384
Βλ. Πέτρος Χάρης, «Οι περιπέτειες ενός τεύχους», Νέα Εστία, τχ. 467 (Χριστούγεννα 1946).
385
Να σημειωθεί ότι η καταμέτρηση συνίσταται στον αριθμό των βιβλίων που κρίνονται και όχι στον
αριθμό των βιβλιοκρισιών, καθώς σε μία βιβλιοκρισία, όπως ήδη αναφέρθηκε, ενδέχεται να κρίνονται
συχνά περισσότερα του ενός βιβλία.
386
Βλ. Ερευνητική ομάδα – Καράογλου, Περιοδικά Λόγου και Τέχνης, ό.π. (σημ. 94), δεύτερος τόμ., σ.
86.

191
περιοδικό Κύκλος κλπ.), αλλά και από εστίες μετριοπαθούς λογοτεχνικής κριτικής
(Νέα Εστία)».387 Η ποίηση του Καβάφη και η επίδρασή της στο ποιητικό ύφος των
νεότερων ποιητών σχολιάζεται εκτενώς στα 15 κριτικά σημειώματα της Νέας
Εστίας.388 Η υπεράσπιση του έργου του είναι αναμφίβολα αναμενόμενη, καθώς το
άρθρο του ιδρυτή της Νέας Εστίας στα Παναθήναια το 1903 αποτέλεσε την πρώτη
εγκωμιαστική παρουσίαση του καβαφικού έργου στον ελλαδικό χώρο.
Εξέχουσα θέση κατέχει για το περιοδικό και η ποίηση του Καρυωτάκη. Η
έκδοση της τελευταίας πριν την αυτοκτονία του συλλογής Ελεγεία και Σάτιρες
απέσπασε τα εγκωμιαστικά σχόλια του Παράσχου. Σε κριτικό σημείωμά του για τη
συλλογή του Γ. Μαλτέζου, Σύμβολα [τχ. 5/29 (1.3.1928)] και σε αντίστιξη με τη
συλλογή του Καρυωτάκη, ο Παράσχος υπογραμμίζει:

Μήπως ο κ. Μαλτέζος συμβολίζει την χρεωκοπημένη ελληνική ποίηση; Ας μην είμαστε


τόσο απαισιόδοξοι. Προχθές ακόμη κυκλοφόρησε ένα θαυμάσιο ποιητικό βιβλίο, τα
Ελεγεία και Σάτιρες του Καρυωτάκη. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη ικανοποίηση για μια
γενιά “κριτικών” από το να μπορεί να επιδείξει και έναν ποιητή, έναν γνήσιο ποιητή, ποιητή
σ’ όλη τη σημασία της λέξεως, όμοιο με τον οποίο πολύ αμφιβάλλω αν θα έχουν να
επιδείξουν άλλες “δημιουργικές” γενιές.

Η Νέα Εστία αναγνωρίζει την περίοδο που ακολούθησε τον θάνατο του
Καρυωτάκη, ως καθοριστική για τους νεότερους δημιουργούς που μιμήθηκαν το
ποιητικό του ύφος. Συχνά επικριτική είναι, έτσι, η διάθεση του περιοδικού μέσω των
συνεργατών κριτικών του για τη μίμηση των ποιητικών του τρόπων και την απουσία
προσωπικού ύφους από τους περισσότερους νέους της εποχής. Αξιοσημείωτος είναι ο
εντοπισμός της επίδρασης του Καρυωτάκη στην ποίηση του Ρίτσου. Στο κριτικό του
σημείωμα για τη συλλογή Τρακτέρ του 1934 ο Παράσχος σημειώνει ότι τα μη
επαναστατικά ποιήματα του Ρίτσου απηχούν φανερά τον Καρυωτάκη.389

387
Σωκράτης Νιάρος, Ο θεσμός των λογοτεχνικών βραβείων στην Ελλάδα (1910-1942). Διδακτορική
Διατριβή, Ιωάννινα, 2016-2017, σ. 453. [στο εξής: Νιάρος, Ο θεσμός των λογοτεχνικών βραβείων].
388
Να σημειωθεί ότι δύο ήταν τα αφιερώματα του περιοδικού στον ποιητή∙ ένα στο τχ. 158 (15.7.1933)
και ένα στο τχ. 872 (1.11.1963).
389
Βλ. το σημείωμά του στο τχ. 188 (15.10.1934). Ο Παράσχος διατυπώνει την αντίληψη ότι «τα άλλα»
(τα επαναστατικά δηλαδή) «απηχούν τα μέτρα και την πολύ καμπανιστή στιχουργία (τομές και
ομοιοκαταληξίες) του κ. Τάκη Μπαρλά («Προσευχή των Πεπεδημένων») και του κ. Ορέστη Λάσκου.
Στη συνέχεια του σημειώματος μάλιστα ο Παράσχος προς επίρρωση των λεγομένων του παραθέτει
αποσπάσματα της συλλογής του Ρίτσου, συνοδευόμενα από σχόλια για τις ομοιότητες με τις
προαναφερόμενες συλλογές.

192
Εξίσου εγκωμιαστικά κρίνεται η ποίηση του Βάρναλη. Παρόλο που θα ήταν ίσως
αναμενόμενο με βάση τις αισθητικές και ιδεολογικές αντιλήψεις του περιοδικού οι
ιδεολογικές συνιστώσες του έργου του Βάρναλη να μην συνάδουν με τις αντίστοιχες
των διευθυντών και κριτικών του, ο ποιητής αναγνωρίζεται από τον Παράσχο αλλά
και τον Χάρη ως ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς της γενιάς του.
«Οργανωμένο μυαλό και άξιο λογοτέχνη» τον χαρακτηρίζει ο Χάρης, ενώ ο Παράσχος
παρόλο που εκφράζει την προτίμησή του στα πιο λυρικά του ποιήματα (γεγονός
αναμενόμενο από την αισθητική του παιδεία, όπως είδαμε ότι διαμορφώθηκε, βλ.
προηγούμενο κεφάλαιο), θεωρεί ότι: «μολονότι εξυπηρετεί μια ιδεολογία και η
πρόθεση του ποιητή είναι φανερή, κατορθώνει να δίνει απ’ την αρχή ως το τέλος
σχεδόν μια αγνή και δυνατή καλλιτεχνική συγκίνηση».390
Αντίθετα με την ιδεολογία του Βάρναλη, το «κήρυγμα»391 του Σικελιανού, ο
ορφισμός και ο μυστικισμός του εκλαμβάνονται από τη Νέα Εστία ως λοξοδρομία.
Όπως χαρακτηριστικά δηλώνει ο Παράσχος σε βιβλιοκρισία του για τον Τελευταίο
Ορφικό Διθύραμβο [τχ. 143-44 (1-15.12.1932)], «το τελευταίο διαλογικό ποίημά του
έρχεται να δυναμώσει ακόμη περισσότερο την πεποίθησή μου: ο Σικελιανός δεν έχει
ιδιοσυγκρασία μυστικού. Είναι ένας ορθολογιστής με υγιείς, ολοζώντανες και
ολοκάθαρες αισθήσεις, θρεμμένος απ’ ό,τι γονιμότερο έχει ο αρχαίος και ο νεότερος
ελληνισμός, που η φύση του όμως δεν τον προόριζε για καμιά βαθύτερη και
ουσιαστικότερη μυστική πείρα».
Συνοψίζοντας, η κριτική του περιοδικού μέχρι περίπου την αποχώρηση του
Ξενόπουλου από τη διεύθυνσή του, στρέφεται στις πιο σημαντικές πνευματικές
παρουσίες της ποίησης, η προσφορά των οποίων ήταν την περίοδο που εξετάστηκε
άλλοτε λιγότερο άλλοτε περισσότερο, αναγνωρισμένες πάντως, από το αναγνωστικό
κοινό και τους κριτικούς. Έτσι, όπως παρατηρήθηκε, τα έργα των Παλαμά, Καβάφη,
Καρυωτάκη, Σικελιανού και Βάρναλη αποσπούν ως επί το πλείστον εγκωμιαστικές
κριτικές. Αξιοσημείωτο είναι βεβαίως ότι, όπως αναφέρθηκε, η αναμενόμενη (σε
ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις) θετική στάση δεν είναι ανεπιφύλακτα
διατυπωμένη. Συχνά επισημαίνονται αδυναμίες, εντοπίζονται σφάλματα και
εκφράζονται προτιμήσεις από τη συνολική κρινόμενη εργογραφία τους.

Βλ. το σημείωμά του στο τχ. 16/17 (1.11.1927).


390
391
Έτσι το αποκαλεί ο Παράσχος, χωρίς ωστόσο να δίνει αρνητική χροιά στη λέξη, θεωρώντας ότι
αποβλέπει σε μια «καθαρή πλέον δράση εκτός απ’ την πίστη με την οποία είναι εμποτισμένο». Βλ. τχ.
145 (1.1.1933).

193
Ωστόσο, η κατά γενική ομολογία καθοριστικότερη συμβολή της Νέας Εστίας
ήταν η ανάδειξη των εκπροσώπων της ποιητικής γενιάς του 1930. Συνεπώς, οι νέοι
που εμφανίστηκαν προς τα τέλη της θητείας του Ξενόπουλου απασχόλησαν ιδιαίτερα
τη στήλη του περιοδικού. Όπως επισημαίνει ο Καρτσάκης «αποτελεί κοινή πίστη
σήμερα ότι στην καθιέρωση των δημιουργών της γενιάς του ʼ30 και στη σύνταξη ενός
νέου, διευρυμένου λογοτεχνικού κανόνα συνέβαλε τα μέγιστα η Νέα Εστία και
προσωπικά ο ίδιος ο Αντρέας Καραντώνης με την κριτική του υποστήριξη».392
Η αποχώρηση του Ξενόπουλου και η ανάληψη της διεύθυνσης του περιοδικού
αποκλειστικά από τον Χάρη συνοδεύεται από μορφολογικές αλλαγές (εκδοτική
εμφάνιση, αύξηση σελίδων, συστηματικότερη εικονογράφηση), ωστόσο, η
φυσιογνωμία του καθώς και η γραμμή του στην κριτική παρακολούθηση και τον
σχολιασμό των νεοεκδοθέντων βιβλίων παραμένει εν πολλοίς σταθερή (βλ. και στο
κεφ. 2). Ο βασικός πυρήνας συνεργατών παραμένει, όπως είδαμε, για αρκετά χρόνια
ο ίδιος με ενίσχυση της κριτικής μέσω της προσθήκης κατά διαστήματα καινούριων
κριτικών-συνεργατών. Η αναγνώριση του Ξενόπουλου για τη συμβολή του Χάρη
προσδιορίζεται σε σημείωμά του τον Ιανουάριο του 1946 (τχ. 444) στην ανάδειξη
περισσότερων νέων (σε σύγκριση με την περίοδο της δικής του διεύθυνσης) μέσα από
τις σελίδες της:

Οι νέοι που βγήκαν από τη Νέα Εστία είναι περισσότεροι αφότου τη διευθύνει μόνος
του ο Πέτρος Χάρης. Και συμπεραίνω τώρα με το δίκιο μου, πως κι αυτό ήταν μια δική
μου επιτυχία, να διαλέξω δηλαδή, ανάμεσα στους νέους, για κριτικό του περιοδικού
μου, τον Πέτρο Χάρη και να τον προσλάβω κατόπι συνδιευθυντή, για να αναλάβει
αυτοδικαίως, όταν αποχώρησα εγώ, τη διεύθυνση μόνος του.

Τη συνεισφορά του διευθυντή της Νέας Εστίας στον «αποφασιστικό


προσδιορισμό» των εκπροσώπων της γενιάς του ʼ30 επισημαίνει και ο Θ. Δ.
Φραγκόπουλος:

392
Βλ. Αντώνης Καρτσάκης, «Η γενιά του ʼ30 και η λογοτεχνική κριτική της Νέας Εστίας (1945-1967)»,
Νέα Εστία, τχ. 1766 (Απρίλιος 2004) 585. [στο εξής: Καρτσάκης, «Η γενιά του ʼ30 και η λογοτεχνική
κριτική της Νέας Εστίας»]. Να σημειωθεί, ωστόσο, ότι ο Καραντώνης αρχίζει να συνεργάζεται με τη
Νέα Εστία πολύ αργά και ότι η ουσιαστική συμβολή του στην ανάδειξη των εκπροσώπων της γενιάς του
ʼ30 είχε γίνει με το βιβλίο του για τον Σεφέρη και με τη στήλη κριτικής στα Νέα Γράμματα και όχι μέσω
της αντίστοιχης στήλης της Νέας Εστίας, όπως σημειώνει ο Καρτσάκης.

194
Η επιβλητική παρουσία του Πέτρου Χάρη στα ελληνικά γράμματα εκτείνεται σε έξι
δεκαετίες. Θετικά ή αρνητικά, ο κόσμος του περίγυρου της λεγόμενης σχολής της
«Γενιάς του Τριάντα» προσδιορίστηκε αποφασιστικά, καθοριστικά και ίσως
αμετάκλητα από τον Πέτρο Χάρη μέσω της Νέας Εστίας [...] Όλες οι σημερινές
διαμορφώσεις της πρόσφατης γραμματολογίας μας σχηματίστηκαν με επίκεντρο τη Νέα
Εστία. Ο ρόλος συνεπώς που έπαιξε ο Πέτρος Χάρης ήταν βαθιά αποφασιστικός.393

Με βάση τα παραπάνω, διαπιστώνεται ότι οι μελετητές συνηγορούν στην


αναγνώριση της συμβολής της Νέας Εστίας (και ιδιαίτερα του Χάρη) στην καθιέρωση
της γενιάς του ʼ30 (στην ποίηση αλλά και στην πεζογραφία) τόσο από το βήμα που
έδωσε στους εκπροσώπους της μέσα από τις δημοσιεύσεις στο κύριο σώμα του
περιοδικού, όσο και από τον κριτικό σχολιασμό των έργων τους στη στήλη των «Νέων
Βιβλίων», σε μια περίοδο μάλιστα που «η καταξιωμένη ακαδημαϊκή διανόηση» ήταν
αρνητική απέναντι στους νέους της γενιάς του 1930.394 Ωστόσο, παρά τη σχεδόν
ομόφωνη αναγνώριση, οι απόψεις για την αντιμετώπιση εκ μέρους της συγκεκριμένων
λογοτεχνικών πρωτοποριών δεν συνηγορούν πάντοτε. Πιο χαρακτηριστική είναι η
άποψη που διατυπώνεται από σημαντική μερίδα μελετητών ότι η στάση της Νέας
Εστίας απέναντι στον μοντερνισμό της γενιάς του ʼ30 και στον υπερρεαλισμό υπήρξε
εντελώς απορριπτική.
Εξετάζοντας και πάλι ποσοτικά τις βιβλιοκρισίες σε ποίηση και πεζογραφία,
προκειμένου να διερευνηθούν η ισχύς και η ορθότητα των παραπάνω απόψεων,
διαπιστώνεται ότι: στη Νέα Εστία κρίνεται μια σειρά έργων των σημαντικότερων
λογοτεχνών της γενιάς του ʼ30, χωρίς ωστόσο να μπορούν να αγνοηθούν ηχηρές
απουσίες. Πιο συγκεκριμένα, οι κριτικοί του περιοδικού ασχολούνται με το

393
Θ. Δ. Φραγκόπουλος, «Πέτρος Χάρης: ο λογοτέχνης και ο κριτικός», στο: Εθνική Εταιρία των
Ελλήνων Λογοτεχνών, Τρεις λογοτέχνες ακαδημαϊκοί, Αθήνα, Καμπανάς, 1986, σ. 25. Στον ίδιο
αφιερωματικό τόμο και ο Ξύδης συντάσσεται με την άποψη του Φραγκόπουλου για την αναγνώριση
από το περιοδικό των ανανεωτικών τάσεων σε ποίηση και πεζογραφία. Υπογραμμίζει μεταξύ άλλων:
«Η Νέα Εστία δεν αγνόησε την παράδοση, –την εθνική, τη λογοτεχνική, τη φιλολογική, την πολιτιστική–
αλλά ούτε όμως και την ανακαίνιση και τις ανανεωτικές υγιείς τάσεις. Όπως γνωρίζουν οι αναγνώστες
της, έδωσε την αρμόζουσα θέση σε όλα τα ποιητικά ρεύματα και στις σχολές που ερμηνεύουν την
ποίηση. Το ίδιο έκανε σε ό,τι αφορά την πεζογραφία». Θεόδωρος Ξύδης, «Πέτρος Χάρης: ο διευθυντής
της Νέας Εστίας». Ό.π., σ. 46.
394
Βλ. Νιάρος, Ο θεσμός των λογοτεχνικών βραβείων, ό.π. (σημ. 387). Ο Νιάρος υπογραμμίζει ότι η
απορριπτική στάση της ακαδημαϊκής κριτικής απέναντι στους νέους πεζογράφους της γενιάς του ʼ30,
«ευρέως αποδεκτών από το κοινό και τη λογοτεχνική κριτική», οδήγησε στην ένταση των επιθέσεων
απέναντί της (απέναντι στην ακαδημαϊκή δηλαδή κριτική) «από τους κύκλους της παραδοσιακής
βενιζελογενούς δημοσιογραφίας, όπως, π.χ., από την εφημερίδα Έθνος, ή το περιοδικό Νέα Εστία», σ.
366. Αναφέρει το παράδειγμα του Μυριβήλη ο οποίος το 1934 «διατεινόταν πως “η επίσημη
[ακαδημαϊκή] διανόηση του κράτους” αποδεικνυόταν εχθρική προς τη ζωντανή ελληνική λογοτεχνία»,
σ. 367.

195
μεγαλύτερο μέρος της εργογραφίας του Σεφέρη. Με τον αριθμό των 21 κριτικών
σημειωμάτων για 23 βιβλία –μεταξύ των οποίων και μελέτες για τον ποιητή–
καλύπτεται αναμφίβολα ένα σημαντικό τμήμα της εργογραφίας του. Ωστόσο, η
κριτική για το ποιητικό του έργο δεν παρουσιάζεται ολοκληρωμένη, καθώς
απουσιάζουν κριτικά σημειώματα για την Κίχλη, το Ημερολόγιο καταστρώματος Β΄,395
τα Τρία κρυφά ποιήματα, καθώς και για το μυθιστόρημα Έξι νύχτες στην Ακρόπολη.396
Μέσα από τις υπάρχουσες βιβλιοκρισίες διαπιστώνεται ότι η αναγνώριση της αξίας
του Σεφέρη είναι σχεδόν καθολική. Ακόμα κι ο Παράσχος, η κριτική του οποίου για
τη Στροφή συνιστά, όπως είδαμε και σε προηγούμενο κεφάλαιο, μία περίπτωση
κριτικής αστοχίας, αναγνωρίζει στις επόμενες βιβλιοκρισίες του την αξία του
ποιητή.397
Ο ίδιος ο Χάρης αναφερόμενος στο βήμα που έδωσε η Νέα Εστία στους
σημαντικότερους λογοτέχνες, ανάμεσά τους ασφαλώς και στον Σεφέρη, υπογραμμίζει:
«αξίζει να μάθει ο αναγνώστης ότι κι ο Σεφέρης, όπως κι όλοι οι άξιοι της πνευματικής
μας ζωής των τελευταίων σαράντα-σαρανταπέντε χρόνων, στις σελίδες αυτές έκαμε
τις πρώτες λογοτεχνικές του εμφανίσεις και πάλι από τις σελίδες της Νέας Εστίας είχε
την επίσημη αναγνώριση».398
Από τους περισσότερους μελετητές διατυπώνεται η άποψη πως η στάση της
Νέας Εστίας απέναντι στον υπερρεαλισμό και στους εκπροσώπους του (σε ποίηση και
πεζογραφία) είναι με βάση την ασκούμενη κριτική της επιφυλακτική έως απορριπτική,
συμβαδίζοντας σε αυτή την περίπτωση με τη στάση της ευρύτερης μεσοπολεμικής

395
Το οποίο δημοσιεύτηκε το 1945, ενώ την ίδια χρονιά δημοσιεύεται ο πρώτος τόμος των Δοκιμών,
που κρίνεται από τον Χατζίνη. Ωστόσο, ιδιαίτερα σύντομη αναφορά στο Ημερολόγιο Καταστρώματος
Β΄ εντοπίζουμε σε κριτικό σημείωμα του Χουρμούζιου για τις ποιητικές συλλογές των: Σαχτούρη,
Βακαλό, Ν. Πολίτη, Πανσέληνου, Δικταίου, Δημάκη [τχ. 468 (1.1.1947)]. Στην εισαγωγή του
σημειώματος ο Χουρμούζιος επισημαίνει, μεταξύ άλλων: «Πριν από λίγους μήνες το Ημερολόγιο
Καταστρώματος Β΄ ήταν μια νέα πρόκληση για την κατάφαση ή για την άρνηση της ποίησης του Σεφέρη.
Μα όσο κι αν η κατάφαση τούτη είναι από χρόνια δοσμένη, η τεκμηρίωσή της, η αισθητική της απολογία
έμενε ως προ ολίγου μετέωρη. Νομίζω όμως πως τώρα έχω το δικαίωμα, απέναντι στον εαυτό μου, να
εξηγήσω την αποδοχή μου –αποδοχή που ήταν ένα γεγονός της πρώτης στιγμής κ’ έμεινε και της
τελευταίας», σ. 58.
396
Για το ανέκδοτο έως τον θάνατο του Σεφέρη μυθιστόρημά του κάνει λόγο ο Χάρης στο αφιέρωμα
της Νέας Εστίας στον ποιητή [τχ. 1087 (15.10.1972)], σημειώνοντας ότι «ακούγεται πως στα κατάλοιπά
του βρίσκεται ένα τελειωμένο ή μισοτελειωμένο μυθιστόρημα». Το έργο ωστόσο δεν κρίθηκε από τις
στήλες του περιοδικού όταν κυκλοφόρησε.
397
Βλ., π.χ., το σημείωμα του Παράσχου για τον Διάλογο πάνω στην ποίηση [τχ.304 (15.8.1939)], στο
οποίο χαρακτηρίζει τον Σεφέρη ως έναν από τους «αξιολογότερους ποιητές των μεταπολεμικών
χρόνων».
398
Βλ. το σημείωμά του στο αφιερωμένο στον ποιητή τεύχος 1087 (15.10.1972).

196
κριτικής.399 Όπως επισημαίνει ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου: «οι έντονα απορριπτικές
διαθέσεις των κριτικών του ελληνικού Μεσοπολέμου απέναντι στην εμφάνιση της
επιτόπιας συνιστώσας του υπερρεαλισμού συγκροτούν μια μεγαλειώδη, σχεδόν
τερατώδη συνθήκη κριτικής αστοχίας».400
Παρόλο που η στήλη των βιβλιοκρισιών του περιοδικού δεν ασχολείται
συστηματικά με το έργο των εκπροσώπων του κινήματος και παρόλο που αρκετοί
κριτικοί παρουσιάζονται αρνητικοί στις βασικές αρχές του, τα σχόλια για όσα έργα
επιλέγονται προς κρίση δεν είναι εντελώς αρνητικά και απορριπτικά, γεγονός που
φαίνεται να ανατρέπει την επικρατούσα αντίληψη για τη στάση του περιοδικού
απέναντι στην υπερρεαλιστική παραγωγή. Έτσι, η διαπίστωση του Καρτσάκη πως «το
χαρακτηριστικό της Νέας Εστίας υπό τη διεύθυνση Χάρη ήταν η επιφυλακτική
πολιτική της απέναντι στη μοντέρνα ποίηση. Στις κριτικές στήλες της αφθονούσαν τα
κατακριτικά σχόλια για τον υπερρεαλισμό, αν και οι βιβλιοκρισίες για τους Έλληνες
υπερρεαλιστές υπήρξαν θετικές»,401 ανταποκρίνεται στα δεδομένα της ποσοτικής και
ποιοτικής ανάλυσης των κριτικών σημειωμάτων. Προς επίρρωση των παρατηρήσεων,
η αντιμετώπιση των βασικών εκπροσώπων του κινήματος από τους κριτικούς του
περιοδικού.
Αξιοσημείωτη είναι, καταρχάς, η σχεδόν καθολική απουσία βιβλιοκρισιών της
Νέας Εστίας για έργα των Εμπειρίκου και Εγγονόπουλου, με μοναδικές κρίσεις αυτές
του Χουρμούζιου σε ένα κριτικό σημείωμα για δέκα ποιητικές συλλογές, μεταξύ των
οποίων για την Ενδοχώρα και τον Μπολιβάρ (βλ. και υποσημ. 404), γραμμένο ωστόσο,
αρκετά χρόνια αργότερα από τις πρώτες κυκλοφορίες των έργων που περιλαμβάνει. Ο
Χουρμούζιος χαρακτηρίζει τον Εμπειρίκο ως εισηγητή του υπερρεαλισμού στην
Ελλάδα θεωρώντας ότι «ο μαχητικός, ριζοτομικός υπερρεαλισμός της Υψικαμίνου έχει
οριστικά ξεπεραστεί από τον ίδιο τον Εμπειρίκο στην Ενδοχώρα του», ενώ στην άκρως
λακωνική κρίση του για τον Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου χαρακτηρίζει το έργο ως
λουλούδισμα ελπίδας.402 Αξιοσημείωτος είναι επίσης και ο αναλογικά πολύ μικρός

399
«Οι Έλληνες υπερρεαλιστές κατηγορήθηκαν κυρίως για το έργο τους κι ελάχιστα για τη ζωή τους.
Ως προς το δεύτερο μοιράστηκαν τους ίδιους χαρακτηρισμούς με άλλους συγγραφείς της γενιάς του ʼ30
π.χ. του “μουσόληπτου και καλλιπάρειου μεγαλοαστού”». Βλ. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, …δεν
άνθησαν ματαίως, Ανθολογία του υπερρεαλισμού, Αθήνα, Νεφέλη, 1980, σ. 31 υποσημ. 21.
400
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Το παιχνίδι της μακράς διάρκειας», Νέα Εστία, τχ. 1730 (Ιανουάριος
2001) 67.
401
Καρτσάκης, «Η γενιά του ʼ30 και η λογοτεχνική κριτική της Νέας Εστίας», ό.π. (σημ. 391), σ. 577.
402
Πιο «εύγλωττη» χαρακτηρίζει η Φρ. Αμπατζοπούλου την «αποσιώπηση των δυο πρώτων συλλογών
του Εγγονόπουλου από τους σοβαρούς κριτικούς, όπως ο Ανδρέας Καραντώνης και ο Τέλλος Άγρας.
Για τη δεύτερη συλλογή του δεν γράφει ούτε ο Παράσχος στη στήλη του στη Νέα Εστία, ενώ την ίδια

197
αριθμός κριτικών σημειωμάτων για τα έργα του Ελύτη, με πιο σημαντική ίσως την
απουσία κριτικού σημειώματος για το Άξιον Εστί. Πιο συγκεκριμένα, το σύνολο των
κρινόμενων έργων του και των μελετών γύρω από τη ζωή και το έργο του είναι μόλις
έξι.403 Οι βιβλιοκρισίες σταματούν στη συλλογή του 1946, Ήλιος ο πρώτος [το κριτικό
σημείωμα για τη συλλογή υπογράφει ο Χουρμούζιος, τχ. 446 (1.2.1946]. Από το
χρονικό αυτό σημείο και έπειτα δεν κρίνεται κανένα έργο του Ελύτη, περιέργως ούτε
από τον Καραντώνη.
Η σημαντικότατη αυτή απουσία δεν δικαιολογείται σε κανένα κριτικό ή άλλο
σημείωμα ή άρθρο τόσο των κριτικών του περιοδικού, πρωτίστως όμως του διευθυντή
της. Γεγονός είναι, όπως επισημαίνει ο Mario Vitti, ότι το έργο του Ελύτη
παραγκωνίστηκε γενικότερα από τη σύγχρονη ελληνική κριτική στη συγχρονία του,
κάτι που και ο ίδιος ο ποιητής διατύπωσε ως παράπονο και διαμαρτυρία, ως αναμονή
μιας επαρκέστερης κριτικής που θα βοηθούσε στη διάδοση του έργου του στο
ευρύτερο αναγνωστικό κοινό.404 Σε βιβλιοκρισία του Παράσχου για τις Κλεψύδρες του
αγνώστου και τις Σποράδες [τχ. 280 (15.8.1938)] γίνεται λόγος για άρθρο του Ελύτη
στα Νέα Γράμματα και την κατηγορία που ο ίδιος ο ποιητής αποδίδει στους Έλληνες
λογοτέχνες ότι δεν ενδιαφέρονται για την υπερρεαλιστική ποιητική παραγωγή του
τόπου. Ο Παράσχος θεωρεί τη διαμαρτυρία αυτή του Ελύτη ως «ένα παράπονό του ότι
τα δικά του ποιήματα δεν διαβάζονται και δεν εκτιμούνται όσο το αξίζουν». Παρ’ όλα

χρονιά γράφει για τους Ελύτη, Ρίτσο και Βρεαττάκο. Ας σημειώσουμε πάντως ότι ανάλογη σιωπή
επικρατούσε και για τον Εμπειρίκο», αναφέρει η Αμπατζοπούλου. Βλ. «Ο Νίκος Εγγονόπουλος και η
κριτική», στο: Εισαγωγή στην ποίηση του Εγγονόπουλου, εισαγωγή-επιμέλεια: Φραγκίσκη
Αμπατζοπούλου, Ηράκλειο, ΠΕΚ, 2008, σ. λα΄. Πράγματι ο Παράσχος το 1938 (έτος έκδοσης της
πρώτης συλλογής του Εγγονόπουλου) γράφει κριτικά σημειώματα για τις Κλεψύδρες του Αγνώστου του
Ελύτη [τχ. 280 (15.8.1938)], Το ταξίδι του Αρχαγγέλου του Βρεττάκου στο ίδιο τεύχος, και την Εαρινή
Συμφωνία του Ρίτσου [τχ. 281 (1.9.1938)].
403
Πρόκειται για τα εξής κρινόμενα έργα: 1) Ποιήματα του Eluard σε απόδοση Ελύτη [τχ. 231 (1.8.1936)
και τχ. 243 (1.2.1937)] 2) Προσανατολισμοί [τχ. 317 (1.3.1940)] 3) Ήλιος ο πρώτος [τχ. 446 (1.2.1946)]
και 4) μελέτη της Λαμπαδαρίδου-Πόθου: Οδυσσέας Ελύτης, ένα όραμα του κόσμου [τχ. 1320 (1.7.1982)]
5) Σαπφώ, Ανασύνθεση και απόδοση Οδυσσέα Ελύτη [τχ. 1400 (1.11.1985)] και 6) μελέτη της
Καλλιόπης Σφαέλλου: Μια προσέγγιση στο Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της
Αλβανίας του Οδ. Ελύτη [τχ. 1412 (1.5.1986)].
404
Ο Vitti αναφέρει τη δυσφορία του Ελύτη για την ανεπάρκεια της ελληνικής κριτικής, όπως
διατυπώνεται το 1938 (με εξαίρεση το επαινετικό άρθρο του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου στην Πρωία,
13.10.1938) αλλά και αρκετά χρόνια αργότερα, δηλαδή σε συνέντευξή του το 1965. Βασικό σημείο των
διαμαρτυριών είναι ότι στην Ελλάδα λιγοστεύει ο αριθμός όσων ασχολούνται με την κριτική, γεγονός
που οδηγεί σε «βαθμιαίο μαρασμό του καλλιτέχνη που είναι καταδικασμένος να σβήσει, χωρίς τη χαρά
της ανταπόδοσης ηθικής ή υλικής, μέσα στη γύρω του παγερότητα και αδιαφορία». Ο Vitti εκφράζει
την πεποίθησή του ότι «ο Ελύτης περίμενε εναγωνίως τον καιρό εκείνο κάτι που θα βοηθούσε το έργο
του, ειδικά το Άξιον Εστί, να επιτύχει εκείνο που επιθυμούσε: ν’ αγγίξει το αναγνωστικό κοινό χάρη στη
μνημειώδη αρχιτεκτονική του, τη μυθοποίηση της πρόσφατης ιστορίας», Mario Vitti, Εισαγωγή στην
ποίηση του Ελύτη, Επιλογή κριτικών κειμένων, Ηράκλειο, ΠΕΚ, 2009, σ. 14 [στο εξής: Vitti, Εισαγωγή
στην ποίηση του Ελύτη].

198
αυτά, διαφορετική γνώμη για την υποδοχή του έργου του ποιητή διατυπώνει ο Μ.
Παπανικολάου (βλ. και κεφάλαιο 3) ο οποίος υπερασπιζόμενος την κριτική φέρνει ως
παράδειγμα τη θέση που απέδωσαν στον Ελύτη οι μεσοπολεμικοί κριτικοί κατά τις
πρώτες εμφανίσεις του∙ «ο Ελύτης πήρε με την ομοφωνία όλων των κριτικών μέσα σε
δύο χρόνια μια απ’ τις πρώτες θέσεις στον νεότερο λυρισμό μας», σημειώνει
χαρακτηριστικά [στη βιβλιοκρισία για τους Προσανατολισμούς, τχ. 317 (1.3.1940)].
Πράγματι, όσον αφορά τα σχόλια που διατυπώνονται στις ελάχιστες βιβλιοκρισίες στη
Νέα Εστία, παρατηρείται ότι τόσο ο Παπανικολάου όσο και ο Παράσχος (καθώς είναι
οι μόνοι δύο που κρίνουν έργα του) εκφράζονται με επαινετική διάθεση για τις πρώτες
εμφανίσεις του ποιητή.
Με βάση όλα τα παραπάνω, διαπιστώνεται ότι στην περίπτωση του Ελύτη η
κριτική της Νέας Εστίας δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει τη στάθμη της ευρύτερης
μεσοπολεμικής κριτικής και να ασχοληθεί εκτεταμένα με το έργο του ποιητή, χωρίς
ωστόσο να απουσιάζει εντελώς η αναγνώριση της αξίας του έργου του.
Ως προς την υποδοχή και αντιμετώπιση του ποιητικού έργου των υπόλοιπων
Ελλήνων υπερρεαλιστών, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι αυτό κρίνεται ιδιαιτέρως
αποσπασματικά, χωρίς ωστόσο τα δημοσιευμένα σημειώματα να περιλαμβάνουν
πάντα αρνητικές κρίσεις. Παρόλο που οι βασικότεροι εκπρόσωποί του αναγνωρίζονται
ως «η ποιητική πρωτοπορία του τόπου», ως «φορείς και αγωγοί του αληθινού
μοντέρνου ποιητικού πνεύματος στον τόπο μας»,405 δεν κρίνονται συστηματικά και
επαρκώς από τις στήλες των βιβλιοκρισιών της Νέας Εστίας.
Πιο συγκεκριμένα, στις στήλες του περιοδικού βρίσκουμε ένα μόνο κριτικό
σημείωμα για ποιητική συλλογή του Νικήτα Ράντου (Ποιήματα, 1933. Το κριτικό
σημείωμα είναι του Παράσχου, τχ. 146), ένα επίσης για έργο της Μέλπως Αξιώτη
(Σύμπτωση, 1940· το κριτικό σημείωμα του Παπανικολάου, τχ. 317), ένα για την
Αμοργό του Νίκου Γκάτσου (1943) με σημείωμα του Χουρμούζιου,406 2 για συλλογές

405
Βλ. το κριτικό σημείωμα του Παράσχου για τους Προσανατολισμούς του Ελύτη και τη μετάφραση
των ποιημάτων του Eluard από τον ίδιο [τχ. 231 (1.8.1936)]. Ο Παράσχος σημειώνει μεταξύ άλλων:
«στο βιβλίο βλέπουμε την εργασία ενός νέου που μαζί με πέντε έξη άλλους, τον Σεφέρη πρώτον πρώτον,
τον Νικήτα Ράντο, τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τον Μάτσα, τον Σαραντάρη, τον Δρίβα, μπαίνει και αποτελεί
την ουσιαστική ποιητική πρωτοπορία του τόπου μας».
406
Η κριτική για την Αμοργό εντάσσεται στο γενικό σημείωμα «Δέκα βιβλία στίχων από τη νέα μας
ποίηση, το οποίο περιλαμβάνει σύντομο σχολιασμό έργων των: Εμπειρίκου, Γκάτσου, Εγγονόπουλου,
Μάτση Ανδρέου, Μάτσα, Καρύδη, Θεοτοκά. (βλ. και προηγουμένως, σ. 196). Στον πρόλογο του
σημειώματος ο Χουρμούζιος υπογραμμίζει ότι βρίσκει τον όρο «υπερρεαλισμό» γερασμένο και πως οι
νέοι ποιητές, «ακόμα κι εκείνοι που χάραξαν τα πρώτα τους βήματα στην άμμο που σώρεψε στις
ποιητικές μας ξέρες η φουσκονεριά του υπερρεαλισμού, νιώθουν τώρα τον άνεμο να φυσάει δυνατός
και να σβήνει τα εφήμερα χνάρια».

199
του Κακναβάτου, αλλά όχι για την πρώτη του συλλογή (Φούγκα, 1943),407 1 για την
πρώτη μόνο ποιητική συλλογή του Νάνου Βαλαωρίτη (Η τιμωρία των Μάγων, 1947,
τχ. 500). Κάπως συστηματικότερα κρίνεται το έργο του Μίλτου Σαχτούρη, με ένα
σύνολο 6 κριτικών σημειωμάτων (από το 1947 και το σημείωμα του Χουρμούζιου για
την πρώτη συλλογή του, Η Λησμονημένη, τχ. 468, μέχρι και το 1981 και το σημείωμα
του Καραντώνη για τα Χρωμοτραύματα, τχ. 1296).
Η αντίληψη των κριτικών της Νέας Εστίας για την αποκαλούμενη, όπως είδαμε
από τους ίδιους, ποιητική πρωτοπορία του τόπου, κυμαίνεται από τη διατύπωση
επιφυλάξεων έως την άκρως επαινετική υποδοχή των επιμέρους έργων τους,
αντιπαρατιθέμενη μάλιστα κάποτε με την αντίστοιχη αρνητική αντιμετώπιση από άλλα
έντυπα και κριτικούς,408 καθώς και με την επιφυλακτική μεσοπολεμική στάση της
ελληνικής πνευματικής κοινωνίας απέναντι στην έννοια του «μοντέρνου». 409
Έτσι, «θελκτικό» βρίσκει ο Παράσχος τον λυρισμό του Ράντου παρόλο που
εντοπίζει έναν «οξύ και ελαφρά νοσηρό εγκεφαλισμό»∙ ο Παπανικολάου διαπιστώνει,
όπως ήδη αναφέρθηκε (βλ. σ. 156) πως στη συλλογή της Αξιώτη κυριαρχεί η
«ειλικρίνεια της φωνής, που βγαίνει από τα βάθη του εσωτερικού κόσμου κι αντηχεί
καθαρή και μυστηριώδης, χωρίς μεσολάβηση»∙ ο Χουρμούζιος εντοπίζει «πολλές
σπίθες, αληθινά λαμπερές, ανάμεσα από το σωρό των αδιάφορων στίχων», στη
συλλογή του Βαλαωρίτη. Τέλος, η κριτική αντιμετώπιση του Σαχτούρη παρουσιάζει
διαφορές μεταξύ των Χουρμούζιου και Καραντώνη. Τη συλλογή Η Λησμονημένη, ο
Χουρμούζιος θεωρεί ως ένα «τυπικό δείγμα της καθ’ υπολογισμόν
παραλογικότητας»,410 ενώ δέκα περίπου χρόνια αργότερα ο Καραντώνης κάνοντας
αναφορά στις πρώτες συλλογές του ποιητή που τον καθιστούσαν μια από τις «ελπίδες
της αμέσως μεταπολεμικής ποίησης», εκφράζεται θετικά για την «ατμόσφαιρα
λυρικής πίκρας» που διαπνέει τη συλλογή (σε αναλογία, όπως ο ίδιος ο κριτικός
διαπιστώνει, με τις πρώτες του εμφανίσεις που εξέφραζαν την απελπισία των
πολεμικών και μεταπολεμικών χρόνων).

407
Ο Καραντώνης δικαιολογεί ίσως την απουσία λέγοντας στο σημείωμά του [τχ. 1233 (15.11.1978)]
ότι «αν και η πρώτη συλλογή του Κακναβάτου είδε το φως το 1943, η ποιητική του φυσιογνωμία
σχηματίστηκε στη μεταπολεμική περίοδο».
408
Ενδεικτικά αναφέρω και εδώ (βλ. και σ. 149) την παρατήρηση του Παπανικολάου στο σημείωμά του
για τη συλλογή της Αξιώτη, Σύμπτωση [τχ. 317 (1.3.1940)] ότι το εκτενές ποίημά της προκάλεσε τα
ειρωνικά κι επιπόλαια σχόλια πολλών.
409
Βλ. και Τζιόβας, Οι μεταμορφώσεις του εθνισμού, ό.π. (σημ. 247), όπου ο Τζιόβας σημειώνει ότι «στα
μεσοπολεμικά χρόνια η ελληνική πνευματική κοινωνία δονείται από τη λαχτάρα και τη φοβία του νέου»,
σ. 21. Την ίδια γνώμη, την αντίσταση απέναντι στο μοντέρνο, υποστηρίζει και ο Καγιαλής, ό.π.
410
Αντίθετα, θετικά εκφράζεται στο ίδιο σημείωμα για τη συλλογή της Βακαλό Θέμα και παραλλαγές.

200
Θετικά σχολιάζεται από τον Παράσχο ακόμα και η χρήση της καθαρεύουσας
από αρκετούς από τους εκπροσώπους του κινήματος: «Και μερικοί Έλληνες
υπερρεαλιστές, της πρώτης και της δεύτερης ώρας, ο Νικήτας Ράντος, ο Εμπειρίκος, ο
Εγγονόπουλος, ερωτοτρόπησαν και ερωτοτροπούν ίσως ακόμα με την καθαρεύουσα,
ή μάλλον για να πω την αληθινότερη γνώμη μου, αντλούν γόνιμα στοιχεία, καθόλου
αντικαλλιτεχνικά, από την καθαρεύουσα».411
Η επισήμανση των θετικών πτυχών της υπερρεαλιστικής λογοτεχνικής
παραγωγής δεν συνεπάγεται βεβαίως, όπως προαναφέρθηκε, την απουσία αναφορών
στα προβληματικά σημεία του. Συνολικά, οι κριτικοί του περιοδικού εκφράζουν,
άλλοτε με πιο απόλυτο τρόπο (όπως ο Χατζίνης) άλλοτε περισσότερο διαλλακτικά, τις
αντιρρήσεις τους για το θεωρητικό υπόβαθρο του υπερρεαλισμού επισημαίνοντας τα
προβληματικά σημεία που εντοπίζουν στις βασικές κυρίως αρχές του. Έτσι, σε
σημείωμα του Χατζίνη για τις Δοκιμές του Σεφέρη [τχ. 440 (15.10.1945)], ο κριτικός
της Νέας Εστίας επισημαίνει ότι:

Ο υπερρεαλισμός που στην πιο προχωρημένη του μορφή αποτελεί μιαν άρνηση των ίδιων
των βασικών όρων της Τέχνης, τι άλλο είναι παρά συνέπεια αυτής της απόγνωσης, καθώς
μάλιστα έγινε το εύκολο μέσο στη διάθεση ποιητών χωρίς ταλέντο, χωρίς εσωτερικό έρμα;
Ο κ. Σεφέρης προφύλαξε τον εαυτό του από μια τέτοια διάλυση και φθορά. Σταμάτησε με
περίσκεψη πολύ πέρα από το χείλος του γκρεμού. Ωστόσο είναι ο δέσμιος των “νέων
τρόπων”.

Ο Παράσχος από την άλλη, πιο διαλλακτικός σε όλες του τις βιβλιοκρισίες
συγκριτικά με τον Χατζίνη, επισημαίνει την απουσία θεωρητικών κειμένων για την εις
βάθος κριτική μελέτη του κινήματος. Έτσι, στο σημείωμά του για το βιβλίο του
Πέτρου Ωρολογά, Ένα κίνημα μεταξύ δύο πολέμων [τχ. 326 (15.7.1940)], υποστηρίζει
ότι βασική αδυναμία των Ελλήνων υπερρεαλιστών είναι ότι δεν προχώρησαν στη
συγγραφή κριτικών μελετών για το ξεκαθάρισμα και την υπεράσπιση των θεωρητικών
αρχών του κινήματος, καθώς και για τον εντοπισμό των ανεπαρκειών του. Ως μια από
τις βασικές του αδυναμίες θεωρεί έτσι την κατάλυση του κοινωνικού χαρακτήρα της

411
Βλ. το σημείωμά του για τη συλλογή του Στέφανου Κατσαμπή Πρωτότυπα και Μεταφράσεις [τχ. 590
(1.2.1952)].

201
ποίησης, μέσω της κυριαρχίας του άλογου στοιχείου σε αυτήν, θεωρώντας ότι τα
χαρακτηριστικά της τείνουν να την απομονώσουν από το κοινό.412
Συνεπώς, από τη μελέτη των βιβλιοκρισιών προκύπτει ότι για τους κριτικούς της
Νέας Εστίας ζητούμενο της ποίησης τη δεκαετία του 1940 καθίσταται η ισορροπία
ανάμεσα στο έλλογο στοιχείο και στην αυθεντική μουσικότητα, με βάση την αντίληψη
ότι το αμέσως προηγούμενο διάστημα η ποιητική παραγωγή του τόπου κινήθηκε είτε
προς το ένα είτε προς το άλλο άκρο.
Παρατηρείται, με βάση τα προαναφερόμενα ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα,
ότι στη διάρκεια της Κατοχής από τις στήλες της Νέας Εστίας δεν κρίνονται
συστηματικά έργα υπερρεαλιστών, αλλά τις προτιμήσεις συγκεντρώνουν διαφορετικά
είδη ποιητικού λόγου που κατορθώνουν να συνδυάσουν τη λυρικότητα με το έλλογο
στοιχείο (με βάση και την αισθητική παιδεία των κριτικών της, έτσι όπως αναλύθηκε
στο προηγούμενο κεφάλαιο). Έτσι, κρίνοντας τις 3 ποιητικές συλλογές του Σεφέρη
(Ποιήματα 1, Τετράδιο Γυμνασμάτων και Ημερολόγιο καταστρώματος) το 1941 ο
Παπανικολάου υπογραμμίζει ότι «ποτέ άλλοτε, όσο κατά τον περασμένο ιστορικό
χρόνο, η νεοελληνική ποίηση δεν έδωσε τόσα σημαντικά βιβλία», εκφράζοντας
παράλληλα τον ενθουσιασμό του για το «εξαιρετικό ενδιαφέρον» που παρουσιάζει το
Τετράδιο Γυμνασμάτων με ποιήματα που αν και «έχουν κάτι το στατικό και η
ατμόσφαιρά τους είναι βαριά, ξαφνικά αποχτούν την αλαφράδα και τη χάρη του
κομψοτεχνήματος»· ενώ το επιλογικό του σχόλιο συνοψίζει τον εγκωμιαστικό τόνο
του σημειώματος: «Περιορίζομαι να υπογραμμίσω τη λέξη ποιήματα. Τόσο αυτή, όσο
κι η λέξη ποιητής, προκειμένου για τον δημιουργό των τριών αυτών έργων αποχτούν
την πραγματική τους σημασία», καταλήγει.
Ένα άλλο ζήτημα που φαίνεται να απασχολεί τους κριτικούς της Νέας Εστίας
και στη διάρκεια των δύσκολων χρόνων της δεκαετίας 1940-1950, είναι αυτό της
«ελληνικότητας». Εκθειάζοντας το Αντίδωρο του Σικελιανού (1943), ο Παράσχος
υπογραμμίζει τον λυρικό οίστρο του ποιητή, ενώ την ίδια χρονιά, ο Παράσχος και πάλι,
αναλύοντας το περιεχόμενο της συλλογής του Καρζή, Προοίμια [τχ. 400 (1.2.1944)],
εκθειάζοντας συνολικά την ποίησή του, καταλήγει στο αξιοσημείωτο συμπέρασμα:

412
Επιπροσθέτως, στο τχ. 304 (15.8.1939), με αφορμή το σημείωμά του για τον Διάλογο πάνω στην
Ποίηση, ο Παράσχος σημειώνει: «Πάντως πρέπει να δεχτούμε ότι, εσκεμμένα ή υπακούοντας σε βαθιές
ψυχικές παρορμήσεις, όσοι εξορίζουν κάθε λογικό ειρμό απ’ την ποίηση, καταλύουν, με μόνο αυτό το
γεγονός, τον κοινωνικό χαρακτήρα της […] Η ποίηση γέρνοντας προς τη μουσική, απόρριξε
περισσότερο απ’ ό,τι έπρεπε τα λογικά στοιχεία. Τώρα τα στοιχεία αυτά πρέπει να ξαναμπούν στην
ποίηση, αν δεν θέλουμε η ποίηση να πέσει στο τυχαίο και στο αυθαίρετο, να καταντήσει υπόθεση
ατομική, χωρίς αισθητικό ενδιαφέρον».

202
Τον ελληνοκεντρισμό του Καρζή, σαν οργανωμένη θεωρία, τον καταλαβαίνω, τον εξηγώ,
ίσως και τον βρίσκω γόνιμο, σε μερικά του σημεία, τον αγαπώ έτσι καθώς τον βλέπω τόσο
λαμπρά να φανερώνεται στην ποίησή του, αλλά δεν τον δέχομαι. Ο Καρζής χωρίζει τη
μοίρα της Ελλάδας από της υπόλοιπης Ευρώπης, ενώ εγώ δεν τη χωρίζω. Εκείνος είναι
πρώτα και μονάχα Έλληνας. Ενώ εγώ όλο και περισσότερο δε μπορώ και δε θέλω να
χωρίζω Ελλάδα κ’ Ευρώπη.

Κρίνοντας τη συλλογή του Γιώργου Σαραντάρη, Στους φίλους μιας άλλης


καρδιάς [τχ. 326 (15.7.1940)], ο Παπανικολάου εκτός από τη θετική διαπίστωση ότι η
πρωτοτυπία της ποίησής του δεν φτάνει ποτέ στην εκζήτηση ή στην παραδοξολογία,
επισημαίνει πως στους μοντέρνους ποιητές, (με την προϋπόθεση ότι πρόκειται για
πραγματικούς ποιητές, όπως διευκρινίζει) «υπάρχει πολύ περισσότερη ελληνικότητα
απ’ αυτήν που είχαν οι προγενέστεροι ή μάλλον που δεν την είχαν γιατί οι πιο πολλοί
προσπαθούσαν να είναι ρωμιοί κι όχι έλληνες».
Στις δύσκολες ιστορικές συγκυρίες, συνεπώς, των αρχών της Κατοχής, σε μια
περίοδο που «η Νέα Εστία είχε απομείνει μονάχη»,413 οι αισθητικές αντιλήψεις των
κριτικών της κινούνται σταθερά θα λέγαμε μεταξύ παράδοσης και πρωτοπορίας.
Ωστόσο, ένα σημαντικό αριθμητικό δεδομένο που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι πως
πέρα από τη μείωση των τευχών ανά χρονικά διαστήματα στη διάρκεια της Κατοχής,
ιδιαίτερα μειωμένος παρουσιάζεται συγκεκριμένα ο αριθμός των κριτικών
σημειωμάτων ποιητικών συλλογών. Έτσι, με βάση τα αριθμητικά δεδομένα στη
διάρκεια της πενταετίας 1941-1945 κρίνονται συνολικά 27 μόνο ποιητικές συλλογές
(σε 25 κριτικά σημειώματα),414 βλ. και Πίνακα 5, όταν ο συνολικός αριθμός τους

413
Αγγέλα Καστρινάκη, Η λογοτεχνία στη δεκαετία 1940-1950, Αθήνα 2015 στο:
https://repository.kallipos.gr/bitstream/11419/167/1/Kastrinaki_logotexnia_dekaetia_1940.pdf, σ. 46
[στο εξής: Καστρινάκη, Η λογοτεχνία στη δεκαετία 1940-1950]. Η αντιμετώπιση δυσκολιών στην
έκδοση του περιοδικού στη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε δεδομένη. Βλ. τις δηλώσεις του Χάρη, στο
χριστουγεννιάτικο τχ. του 1940, για τη μείωση των σελίδων εξαιτίας της υψηλής τιμής του χαρτιού.
Εξαιτίας της μειωμένης έκτασης των τευχών και την κάλυψή τους με ύλη σχετική με τα γεγονότα του
πολέμου, μειωμένη σε έκταση εμφανίζεται και η στήλη των βιβλιοκρισιών. Ωστόσο, η σημασία που της
αποδίδει ο Χάρης είναι μεγάλη, όπως φαίνεται και από τα σχετικά σημειώματα με τα οποία εξηγούνται
ελλείψεις και προαναγγέλλονται συμπληρώσεις που θα ενισχύσουν την παρακολούθηση της εκδοτικής
κίνησης. Έτσι, σε τέσσερα τεύχη [α. 315 (1.2.1940), β. 341 (1.3.1941), γ. 355 (Χριστούγεννα 1941), δ.
359 (1.4.1942)] εντοπίζονται σημειώματα με τα οποία εξηγούνται άλλοτε οι ελλείψεις στην κριτική των
βιβλίων και άλλοτε ο πυκνότερος σχολιασμός τους, «όσο κι αν τυπώνονται αραιά και πού νέες
λογοτεχνικές και φιλολογικές εργασίες».
414
Καθώς στο σημείωμα του Μήτσου Παπανικολάου στο τχ. 341 (1.3.1941) κρίνονται στο ίδιο
σημείωμα 3 ποιητικές συλλογές του Σεφέρη (Ποιήματα 1, Τετράδιο Γυμνασμάτων, Ημερολόγιο
καταστρώματος). Επίσης, σε σημείωμά του στο τχ. 347 (1.6.1941) 8 ποιητικές συλλογές στο ίδιο
σημείωμα.

203
φτάνει τις 68, σύμφωνα με την καταγραφή του Αργυρίου.415 Να σημειωθεί ότι ειδικά
τα χρόνια 1943, 1944 και 1945 κρίνονται συνολικά 5 μόνο ποιητικά βιβλία.
Επιχειρώντας να εξηγήσουμε τους λόγους απουσίας κριτικών σημειωμάτων
κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής:
πρώτον πως μια σειρά ποιητικών συλλογών δημοσιευμένων εκείνα τα χρόνια κρίθηκε
πολύ αργότερα [και συγκεκριμένα το 1946, στο σημείωμα του τχ. 458 (1.8.1946)] από
τον Χουρμούζιο. Οι κρινόμενες ποιητικές συλλογές δημοσιεύτηκαν από το 1943 έως
το 1946. Για τον αργοπορημένο σχολιασμό των εκδόσεων δεν εντοπίζεται σημείωμα
της Νέας Εστίας (όπως σημειώθηκε ότι συμβαίνει σε αντίστοιχες περιπτώσεις, βλ. κεφ.
2) ούτε του ίδιου του Χουρμούζιου. Παρόλο που στην εισαγωγή της βιβλιοκρισίας ο
Χουρμούζιος κατατάσσει τους συμπεριλαμβανόμενους σε αυτή ποιητές στους
βασικούς εκπροσώπους του υπερρεαλισμού, δεν απορρίπτει εντελώς τα έργα τους
(γεγονός που ίσως δικαιολογούσε την αδιαφορία τη στιγμή της κυκλοφορίας τους)
επισημαίνοντας απεναντίας θετικά στοιχεία στις περιπτώσεις που εντοπίζεται «κάποια
επιστροφή στους λογικούς συνειρμούς». Συνεπώς, χωρίς να μπορεί να αιτιολογηθεί
επαρκώς η αργοπορημένη κριτική των έργων, γεγονός είναι πως ένας λόγος του
μειωμένου αριθμού κριτικών σημειωμάτων για την ποίηση το διάστημα 1941-1945
είναι πως κάποια έργα κρίθηκαν (έστω και σε ενιαίο σημείωμα) αργότερα. Ο δεύτερος
παράγοντας που φαίνεται να επηρέασε την κατανομή των βιβλιοκρισιών είναι η
εντονότερη δραστηριότητα του Χάρη στην κριτική της πεζογραφίας.
Έτσι, αντίθετα με την ποίηση, η κριτική της πεζογραφίας (την οποία στη
δεκαετία 1940-1950 επωμίζεται, όπως είδαμε, σε μεγάλο βαθμό ο ίδιος ο Χάρης)
παρουσιάζεται πιο δυναμική από τις στήλες της Νέας Εστίας. Πιο συγκεκριμένα, την
ίδια πενταετία (1941-1945) κρίνονται 51 βιβλία πεζογραφίας (συλλογές διηγημάτων
και μυθιστορήματα) σε 32 κριτικά σημειώματα.416
Όπως ήδη αναφέρθηκε (βλ. στο προηγούμενο κεφάλαιο) οι αναζητήσεις του
περιοδικού στην πεζογραφία παρουσιάζονται μέχρι το 1935417 διηγηματοκεντρικές και
προσανατολισμένες από τη μια στην οριστική απομάκρυνση από την αγροτολαϊκή και

415
Βλ. Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, ό.π. (σημ. 100), τόμ. Γ΄, σσ. 22-23 και τόμ. Δ΄,
σσ. 61-62.
416
Τα περισσότερα τη διετία 1943-1944, κατά την οποία κρίνονται 13 και 20 βιβλία πεζογραφίας
(διηγήματα και μυθιστορήματα) αντίστοιχα.
417
Το 1935 θεωρείται από τους μελετητές ως χρονιά σταθμός για την αναγνώριση της προσφοράς της
γενιάς του ʼ30 στον χώρο της πεζογραφίας. Βλ., π.χ., Καγιαλής, Η επιθυμία για το Μοντέρνο, ό.π. (σημ.
63), σ. 192. Επίσης τη διπλωματική μεταπτυχιακή εργασία της Λέιλας Ανδριώτη, Ένα θαυμαστό έτος
της λογοτεχνίας μας: 1935, ΑΠΘ-Τμήμα Φιλολογίας 2020: http://ikee.lib.auth.gr/record/321950?ln=el.
(τελευταία προσπέλαση: 4.11.2021).

204
αστικοσυνοικιακή ηθογραφία και από την άλλη στη στροφή προς τις ψυχογραφικές,
συμβολιστικές και κοινωνικές αναζητήσεις. Ωστόσο, η κυριαρχία του μυθιστορήματος
ως βασικό μέσο έκφρασης της πεζογραφικής γενιάς του 1930, συνδεδεμένο,
παράλληλα, με μοντερνιστικά συμφραζόμενα,418 δεν πέρασε ασχολίαστη από τις
στήλες του.
Έτσι, δεν λείπουν τα κριτικά σημειώματα στη διάρκεια της Κατοχής για τα
σημαντικότερα από τα μυθιστορήματα των πιο γνωστών εκπροσώπων της γενιάς
αυτής: Θανάση Πετσάλη, Ο Μάγος με τα δώρα [τχ. 323 (1.6.1940)], με σημείωμα του
Λαπαθιώτη∙ Ηλία Βενέζη, Γαλήνη [τχ. 315 (1.2.1940)], με σημείωμα επίσης από τον
Λαπαθιώτη. Οι επόμενες δύο εκδόσεις του έργου κρίνονται στο τχ. 323 (1.6.1940) και
385 (15.6.1943) με σημειώματα των Χάρη και Χατζίνη αντίστοιχα∙ Η Αιολική Γη του
Βενέζη κρίνεται στο τχ. 415-418 (15.9-1.11.1944)∙ Θράσου Καστανάκη, Τον καιρό της
ειρήνης στο τχ. 385 (15.6.1943)· Μ. Καραγάτση, Ο Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου
στο τχ. 405 (15.4.1944).
Για την πλειονότητα των προαναφερόμενων έργων, και ιδιαιτέρως για τα
μυθιστορήματα του Βενέζη,419 οι κρίσεις που διατυπώνονται είναι άκρως επαινετικές.
Για το μυθιστόρημα του Πετσάλη, ο Λαπαθιώτης επισημαίνει τη «θλιβερή απουσία
γενικής προοπτικής» που «προορίζει ίσως τον συγγραφέα για τη σύνθεση διηγήματος
και για όχι για τον άθλο του μυθιστορήματος».420 Λιγότερο ίσως επιφυλακτικός από
τον Χάρη είναι ο Χατζίνης κρίνοντας την εμφάνιση του Καστανάκη με το
μυθιστόρημά του Τον καιρό της ειρήνης. Παρά τον εντοπισμό αδυναμιών (σε
αντιστοιχία σε αυτό το σημείο με τον Χάρη) αναγνωρίζει τον συγγραφέα ως έναν από
τους «πιο πληθωρικούς νέους πεζογράφους που συνδυάζει μεγάλες ικανότητες που
συναρπάζουν».
Η υποδοχή των εννοιών του «μοντέρνου» και της «πρωτοπορίας» από τους
κριτικούς του περιοδικού αποτελεί και στην περίπτωση της πεζογραφίας της περιόδου
ένα ζήτημα προς διερεύνηση. Όπως επισημαίνει ο Καγιαλής, «αν εξαιρέσουμε
ορισμένες περιπτώσεις που δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικές,

418
Για το μυθιστόρημα ως βασικό μέσο έκφρασης των πεζογράφων της γενιάς του ʼ30, βλ. Mario Vitti,
Η γενιά του τριάντα, Αθήνα, Ερμής, 2004. Μεταξύ άλλων ο Vitti σημειώνει: «Το μυθιστόρημα σαν έργο
οργανωμένης και σύνθετης δημιουργίας αποτελεί το στόχο των πιο συνειδητών πεζογράφων», σ. 215.
419
Η Αιολική Γη πρωτοδημοσιεύτηκε άλλωστε στη Νέα Εστία, από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο του
1942 (το πρώτο μέρος), όπως επίσης κι ένας μεγάλος αριθμός έργων των εκπροσώπων της γενιάς.
420
Αντιτιθέμενος σε αυτή την περίπτωση με τον Χάρη, ο οποίος σε σημείωμά του για Τον προορισμό
της Μαρίας Πάρνη [τχ. 161 (1.9.1933)], εκτιμούσε ως αξιόλογο το αποτέλεσμα σύνθεσης ενός
«ψυχολογικού μυθιστορήματος».

205
όπως π.χ. Το σόλο του Φίγκαρω του Σκαρίμπα και οι Δύσκολες Νύχτες της Αξιώτη
(1938), τα νεωτερικά στοιχεία που εκδηλώνονται εμπράκτως στο πεδίο της
πεζογραφίας είναι πολύ συντηρητικότερα από τα αντίστοιχα ποιητικά». 421
Για το ζήτημα της παρουσίας νεωτερικών στοιχείων στα πεζογραφικά έργα της
δεκαετίας του 1930 και του 1940, αντιπροσωπευτική θα λέγαμε είναι η απολύτως
απορριπτική στάση του Χάρη απέναντι στο μυθιστόρημα του Ερρίκου Τόμπρου, Μια
κυρία σε πρόλογο [τχ. 360 (1.5.1942)] και η άποψη που εκφράζει για αντίστοιχα
«ανώμαλα» έργα, τα οποία αποτελούν μια «καθαρή μεταφορά του υπερρεαλισμού από
πρόσφορη κάπως σε φανερά άγονη γη, από την ποίηση στον πεζό λόγο». 422 Στο ίδιο
σημείωμα ο διευθυντής της Νέας Εστίας συνδέοντας τα έργα της Αξιώτη, Δύσκολες
Νύχτες και Θέλετε να χορέψομε Μαρία; (τα οποία ωστόσο δεν κρίθηκαν κατά τη
δημοσίευσή τους από τη στήλη της Νέας Εστίας) με το μυθιστόρημα του Τόμπρου, τα
χαρακτηρίζει ως «ακραίο σταθμό μιας πεζογραφικής δεκαετίας που άρχισε γύρω στο
1930» και η οποία προσπάθησε, σύμφωνα με τον Χάρη, να συγχρονίσει τον ευρωπαϊκό
με τον ελληνικό πεζό λόγο «που είχε μείνει πολύ στην ηθογραφία». 423
Η παρακολούθηση της εξόρμησης του μυθιστορήματος δεν αποκλείει βεβαίως
την αντίστοιχη εντατική κριτική ενασχόληση με συλλογές διηγημάτων που
τυπώνονται στη διάρκεια της Κατοχής και που ως είδος συνδέονται με την
εγκατάλειψη των αστικών θεμάτων, του αστικού σκηνικού, αλλά και της αστικής
φόρμας του μυθιστορήματος, από τους εκπροσώπους της λεγόμενης λυρικής
πεζογραφίας. Στο κριτικό του σημείωμα για τις Μυστικές πηγές της Τατιάνας Σταύρου,
ο Χατζίνης τοποθετείται για τη διάκριση των ειδών και τα εκφραστικά τους μέσα,
υποστηρίζοντας ότι «όπως στο μυθιστόρημα, έτσι και στο διήγημα, η τάση προς μια
έκφραση όλο και πιο ποιητική οδήγησε τους νέους στη μορφή του εσωτερικού
μονολόγου, όπου η δύναμη του συγγραφέα μεταφράζεται στην ικανότητά του να

421
Καγιαλής, Η επιθυμία για το Μοντέρνο, ό.π. (σημ. 64), σ. 192.
422
Εκτός από τις «εξωτερικές ανωμαλίες του “μυθιστορήματος” αυτού», ο Χάρης σχολιάζει ειρωνικά
και την «ορθογραφική αταξία» του αποδίδοντάς την σε «υπερρεαλιστική αναρχία», σ. 333.
423
Επιγραμματική αναφορά στις Δύσκολες Νύχτες κάνει και ο Παράσχος σε σημείωμά του για το βιβλίο
της Λιλής Ιακωβίδη-Πατρικίου, Κορυδαλλοί [τχ. 357 (15.1. 1942)], προκειμένου να επισημάνει την
αναζήτηση της «μυστηριακής γυναικείας ευαισθησίας» στα «ελληνικά γυναικεία βιβλία των τελευταίων
ετών», σ. 63. Να σημειωθεί επίσης ότι η βράβευση του έργου της Αξιώτη θεωρείται ως ένδειξη
«αποδοχής κάποιων τολμηρών τεχνοτροπικών νεωτερισμών που παρατηρείται προς το τέλος της
δεκαετίας του 1930 και στις αρχές της επόμενης, με την τοποθέτηση ορισμένων “Νέων του Τριάντα”
(Βενέζης, Θεοτοκάς) σε αρμόδιες κριτικές επιτροπές». Βλ. Σωκράτης Νιάρος, Ο θεσμός των
λογοτεχνικών βραβείων στην Ελλάδα (1910-1942), ό.π. (σημ. 386).

206
συμφιλιώσει δύο πράγματα κατά βάση ασυμφιλίωτα, την πραγματικότητα και το
όνειρο».424
Πράγματι, στο λογοτεχνικό προσκήνιο της δεύτερης φάσης της Κατοχής η
λυρική πεζογραφία (με συγγένειες προς τη συμβολιστική πεζογραφία των αρχών του
20ού αιώνα) με βασικό άξονα τη φυγή στο παρελθόν και στην παιδική ηλικία (ως μέσο
φυγής από τη σκληρή πραγματικότητα του πολέμου)425 παρακολουθείται και
σχολιάζεται πολύ θετικά από τους εκπροσώπους της Νέας Εστίας και από τον ίδιο τον
Χάρη. Όπως σημειώνει η Καστρινάκη, «ένα από τα έργα της λεγόμενης λυρικής
πεζογραφίας που επαινέθηκε ίσως πιο πολύ στη διάρκεια της κατοχής, αν εξαιρέσουμε
την πολυδιαβασμένη Αιολική γη, ήταν το Εαρινό του Άλκη Αγγελόγλου».426 Τον
κριτικό σχολιασμό του έργου αναλαμβάνει ο Χάρης [τχ. 396 (1.12.1943)], ο οποίος
βλέπει τον Αγγελόγλου ως έναν «συνεχιστή και ανανεωτή του είδους της
συμβολιστικής πεζογραφίας που εγκαινίασε ο Χατζόπουλος με το Φθινόπωρο». Οι
διηγηματογράφοι του είδους προσπάθησαν όπως κι ο Αγγελόγλου να «συμφιλιώσουν
την ποίηση με την αφήγηση», σύμφωνα με τον Χάρη.
Στο ίδιο κριτικό σημείωμα ο Χατζίνης ενώ επαινεί την ποιητικότητα των
διηγημάτων του Αστέρη Κοββατζή (επίσης βασικού εκπροσώπου της τάσης), τα οποία
σύμφωνα με τον ίδιο ξεχώρισε αμέσως η κριτική, διαπιστώνει ότι τα «μέσα που
χρησιμοποιεί δεν είναι ικανά για να μας κάνουν συμμέτοχους στη χαρά της ποίησης».
Επιφυλακτικός στέκεται ο Χατζίνης απέναντι και στα διηγήματα του Τάσσου
Αθανασιάδη, Θαλασσινοί Προσκυνητές [στο τχ. 385 (15.6.1943)]. Ο Χατζίνης
χαρακτηρίζει τον συγγραφέα ως «τον πιο πληθωρικό ίσως από τους νέους
πεζογράφους μας», θεωρώντας ωστόσο ότι «είναι από εκείνους τους συγγραφείς που
σαν φύση καλλιτεχνική, συνδυάζει μεγάλες ικανότητες που συναρπάζουν, κι
ανεξήγητες αδυναμίες που εμπνέουν το δισταγμό».
Συμπεραίνοντας από τα παραπάνω, διαπιστώνεται ότι στη διάρκεια της Κατοχής
σε μια περίοδο που «η λογοτεχνία καθώς και τα φιλολογικά περιοδικά άφηναν μάλλον
αδιάφορους τους κατακτητές»,427 η Νέα Εστία –σχεδόν μόνη εναπομείνασα για ένα

424
Βλ. το σημείωμά του στο τχ. 363-364 (1.8.1942). «Ως ταλέντο που βρίσκεται σε μια πλήρη εξέλιξη»
αποτιμά τη Σταύρου ο Χατζίνης, κρίνοντας επαινετικά τη συλλογή διηγημάτων της.
425
Αναλυτικότερα για τα χαρακτηριστικά της πεζογραφίας της Κατοχής, βλ. Δασκαλά, Η λογοτεχνική
παραγωγή της γενιάς του 1940, ό.π. (σημ. 270).
426
Καστρινάκη, Η λογοτεχνία στη δεκαετία 1940-1950, ό.π. (σημ. 413), σ. 18. Ο Αγγελόγλου
χαρακτηρίζεται από τους μελετητές ως η πιο ηγετική φυσιογνωμία της λυρικής πεζογραφίας της
δεύτερης φάσης της κατοχή, γράφοντας μάλιστα και ένα τύπου «μανιφέστο της γενιάς του ʼ40» (όπως
το χαρακτηρίζει και η Καστρινάκη) σε άρθρο με τον τίτλο: «Μια καινούρια γενιά».
427
Καστρινάκη, Η λογοτεχνία στη δεκαετία 1940-1950, ό.π. (σημ. 413), σ. 16.

207
τουλάχιστον διάστημα– επιχειρεί μέσα σε δύσκολες συνθήκες να κρατά σταθερή τη
στήλη παρακολούθησης και κριτικής των νέων βιβλίων, αποδεικνύοντας τη σημασία
που της αποδίδει καταρχάς ο διευθυντής της.428 Ο ίδιος ο Χάρης με σημείωμά του που
φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Επάνοδος» [τχ. 341 (1.3.1941)], εξαίρει την
«υποχρέωση των λογοτεχνικών περιοδικών, προπάντων σ’ εποχή που από τον
καθημερινό Τύπο λείπει σχεδόν κάθε σχόλιο για την πνευματική κίνηση», να
ενισχύσουν την κριτική όσων βιβλίων τυπώθηκαν πριν τον πόλεμο κι εξακολουθούν
να τυπώνονται στη διάρκειά του.429 Πέρα από τις ευστοχίες ή αστοχίες στις εκτιμήσεις
των κριτικών της, καθώς και την απουσία σημειωμάτων για έργα που κατέλαβαν
τελικά σημαντική θέση στην ιστορία των γραμμάτων, η στήλη της κριτικής της υπήρξε
αναμφίβολα, όπως διαπιστώθηκε, συνεπής στην παρακολούθηση και τον κριτικό
έλεγχο των νέων τάσεων στην ποίηση και την πεζογραφία.
Ωστόσο, παρά τη συμβολή της στην ανάδειξη των εκπρόσωπων της γενιάς του
ʼ30 και της παρακολούθησης των νέων αισθητικών ρευμάτων, η Νέα Εστία τόσο στη
διάρκεια των κρίσιμων ετών της Κατοχής όσο και με τη λήξη της, κατηγορήθηκε από
νεοεμφανιζόμενα (και παλιότερα) περιοδικά για «ελιτισμό». Χαρακτηριστική είναι η
δήλωση των ιδρυθέντων το 1943 Καλλιτεχνικών Νέων ότι η Νέα Εστία δεν είναι παρά
μια «πολυτελής φρεγάτα μακριά από τους ωκεανούς των αγώνων και των ιδεών»,430
παρόλο που, όπως είναι φανερό, αρκετοί από τους συνεργάτες του περιοδικού γίνονται
και συνεργάτες των Καλλιτεχνικών Νέων. Επίσης, «δριμύ κατηγορώ εκτοξεύει το
περιοδικό Πρωτοπόροι τον Δεκέμβριο του 1943 απέναντι στη Νέα Εστία και τους
συνεργάτες της που συμπεριφέρονται “σα να μη συμβαίνει τίποτα τριγύρω τους”, ενώ

428
Αμείωτο παρουσιάζεται και στη διάρκεια της Κατοχής το ενδιαφέρον της Νέας Εστίας και για τη
θεωρητική διερεύνηση της θέσης της κριτικής στην Ελλάδα και της εξέλιξής της, με μελέτες και άρθρα
τόσο στο κύριο σώμα στου περιοδικού όσο και στη στήλη του «Δεκαπενθημέρου». Ενδεικτικά
σημειώνεται η «μικρή μελέτη» του Γιώργου Σαραντάρη, με τίτλο «Γύρω από την κριτική», η «τελευταία
σελίδα του ποιητή που πέθανε στον πόλεμο του 1940», όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Δημοσιεύεται στο τχ. 361 (1.6.1942). Επίσης, στο «Δεκαπενθήμερο» του τχ. 374 (1.1.1943), το
σημείωμα του Χάρη, «Μια θυσία», με αφορμή μελέτημα του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου στα Πειραϊκά
Γράμματα με το οποίο «εξετάζει τις μορφές της κριτικής και ελέγχει τη νεοελληνική σημειωματογραφία
για την προχειρολογία της». Το άρθρο του Παναγιωτόπουλου και η απάντηση του Χάρη προκάλεσαν
τις τοποθετήσεις και άλλων κριτικών και συγγραφέων -μεταξύ των οποίων και του Παράσχου- και την
τελική τοποθέτηση σε όλη τη συζήτηση του ίδιου του Παναγιωτόπουλου με απάντηση στο τχ. 376
(1.2.1943). Επιπλέον, το άρθρο του Παράσχου στο κύριο σώμα του ίδιου τχ. (376) με τίτλο «Κριτική».
Τέλος, τα σημειώματα των Χουρμούζιου «Παράλογη διένεξη» και Χάρη «Αβάσιμα παράπονα» στο
«Δεκαπενθήμερο» του τχ. 390 (1.9.1943), με αφορμή τη διατύπωση παραπόνων του Μυριβήλη ενάντια
στην κριτική.
429
Στο σημείωμα ο Χάρης υπογραμμίζοντας ακριβώς την ανάγκη ενίσχυσης της στήλης της κριτικής
εξαγγέλλει την έναρξη της συνεργασίας του Κουκούλα με την προσθήκη του στους τακτικούς κριτικούς
της πεζογραφίας από το ίδιο τεύχος κ.ε.
430
Καστρινάκη, Η λογοτεχνία στη δεκαετία 1940-1950, ό.π. (σημ. 413), σ. 47.

208
ακόμα και όταν ασχολούνται με την πραγματικότητα, καθίστανται υπερβολικά
υπαινικτικοί».431 Παρ’ όλα αυτά, όπως σημειώνει η Καστρινάκη, και στην περίπτωση
των Πρωτοπόρων ζητείται η συνεργασία «και των πιο στενών συνεργατών της Νέας
Εστίας».432
Μαζί με τη συσπείρωση πολλών περιοδικών απέναντι στη Νέα Εστία για τη
γραμμή που ακολούθησε στην Κατοχή (επιθέσεις τις οποίες παραθέτει και ο ίδιος ο
Χάρης, υπερασπιζόμενος βεβαίως τη συνολική στάση του περιοδικού)433 επικρίσεις
δέχεται και η γενιά του ʼ30, με τη λήξη του πολέμου.434 Ωστόσο, παρά την εκτόξευση
κατηγοριών, τόσο ποσοτικά όσο και αισθητικά ο κριτικός σχολιασμός του περιοδικού
στη διάρκεια των πρώτων τουλάχιστον μεταπολεμικών ετών παραμένει σταθερός.
Από το 1945 η κριτική παρακολούθηση των νέων βιβλίων από τις στήλες της
Νέας Εστίας χωρίζεται, σύμφωνα με σημείωμα του ίδιου του Χάρη, όπως
προαναφέρθηκε, (βλ. σ. 52) σε δύο στάδια, ενισχύοντας την εποπτεία και τον
σχολιασμό της εκδοτικής κίνησης. Ο μέσος όρος του αριθμού των κριτικών
σημειωμάτων κατά την τριετία 1945-1947 κινείται στα 28 περίπου σημειώματα ανά
έτος (βλ. Πίνακα 2), ενώ ο βασικός πυρήνας των συνεργατών παραμένει εν πολλοίς
σταθερός.435 Όπως σημειώνει και η Κοτζιά, κατά την περίοδο 1944-1967 «οι
μεσοπολεμικές μορφές που κυριάρχησαν στη μεταπολεμική λογοτεχνική σκηνή και
αποτίμησαν τους νεότερους συγγραφείς υπήρξαν οι επαγγελματίες βιβλιοκριτικοί
Αιμίλιος Χουρμούζιος, Βάσος Βαρίκας, Αντρέας Καραντώνης, Πέτρος Χάρης, Άλκης
Θρύλος και Γιάννης Χατζίνης, ενώ επιλεκτικά έγραψαν λογοτέχνες όπως οι Κλ.
Παράσχος, Γ. Θεοτοκάς, Ηλ. Βενέζης, Μ. Καραγάτσης και Αλκ. Γιαννόπουλος, καθώς
και ο παλιότερος Γρ. Ξενόπουλος».436

431
Καστρινάκη, Η λογοτεχνία στη δεκαετία 1940-1950, ό.π. (σημ. 413), σ. 61.
432
Ό.π., σ. 61.
433
Βλ. το σημείωμά του στο «Δεκαπενθήμερο» του τχ. 427 (1.4.1945).
434
Ενδεικτικά σημειώνεται η επίθεση του Κοββατζή στον Ελύτη τον οποίο κατηγορεί για «δραματική
έλλειψη αγωνίας και ψυχρότητας απέναντι στα ανθρώπινα πάθη», αλλά και γενικότερα η σφοδρή
επίθεση που δέχεται ο υπερρεαλισμός. Ένα από τα περιοδικά που αποτελούν φορέα αντιδράσεων
απέναντι σε βασικούς εκπροσώπους της γενιάς του 1930 αποτελούν τα ιδρυμένα το 1944 Φιλολογικά
Χρονικά. Βλ. Καστρινάκη, Η λογοτεχνία στη δεκαετία 1940-1950, ό.π. σημ 411, σ. 62. Για την
αντιμετώπιση της γενιάς του 1930 κατά την κατοχική και μεταπολεμική περίοδο βλ. Δημήτρης Τζιόβας,
Ο μύθος της γενιάς του τριάντα. Νεοτερικότητα, ελληνικότητα και πολιτισμική ιδεολογία, Αθήνα, Πόλις,
2011.
435
Σταδιακή είναι η μείωση των βιβλιοκρισιών του Χάρη και σημαντική βέβαια η προσθήκη του
Καραντώνη το 1954.
436
Βλ. Ελισάβετ Κοτζιά, «Πώς η γενιά του ʼ30 υποδέχθηκε τη μεταπολεμική πεζογραφία», Νέα Εστία,
τχ. 1730 (Ιανουάριος 2001) 104. Την περίοδο 1944-1967 «η γενιά του ʼ30 είχε έναν λόγο καθοριστικό»,
σύμφωνα με την Κοτζιά «είτε μέσα από τις βιβλιοκρισίες των εφημερίδων και των περιοδικών, είτε
μέσα από το ραδιόφωνο και τα κρατικά βραβεία […] μια ισχυρή αλλά όχι χωρίς αμφισβητήσεις

209
Η κατεύθυνση που λαμβάνει, η πρώτη, τουλάχιστον, μεταπολεμική λογοτεχνική
παραγωγή μπορεί να προσδιοριστεί ως εξής: ένα μέρος της επιθυμεί να αποτυπώσει
τις εμπειρίες του πολέμου και της Κατοχής, είτε με το είδος του «χρονικού» στην
πεζογραφία, είτε με τη στροφή προς το δημοτικό τραγούδι αφενός και προς τις εκτενείς
επικές συνθέσεις αφετέρου στην ποίηση.437 Πιο αντιπροσωπευτικά έργα αυτών των
τάσεων είναι τα έργα του Χρ. Ζαλοκώστα Ρούπελ (1944) και αργότερα Το χρονικό της
Σκλαβιάς (1949), καθώς και Το στρατόπεδο του Χαϊδαριού του Θέμου Κορνάρου, αλλά
και τα μυθιστορήματα (και όχι χρονικά) Το πλατύ ποτάμι του Μπεράτη (1946) και Οι
Αρματωμένοι του Λουκή Ακρίτα (1947). Ως «χρονικά» χαρακτηρίζεται και μια σειρά
αφηγήσεων των οποίων οι συγγραφείς, σύμφωνα με την Καστρινάκη, «θέλουν να
δηλώσουν την αλήθεια, τον μη μυθοπλαστικό τους δηλαδή χαρακτήρα».438
Αντιπροσωπευτικά έργα αυτής της κατηγορίας χαρακτηρίζονται η Παντέρμη Κρήτη
του Πρεβελάκη, η Χαμοζωή του Παναγιωτόπουλου, Τα δικά μας παιδιά του Πετσάλη-
Διομήδη (και αργότερα οι Μαυρόλυκοι του ίδιου) στο είδος της πεζογραφίας, και Το
Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας του Ελύτη
(1945), καθώς και οι συνθέσεις του Ρίτσου (με πιο χαρακτηριστική τη Ρωμιοσύνη,
1954, γραμμένη ωστόσο την περίοδο 1945-1947) στην ποίηση.
Εστιάζοντας στην κριτική της Νέας Εστίας κατά την πρώτη αυτή μεταπολεμική
περίοδο παρατηρείται ότι η αντιμετώπιση τής προαναφερόμενης πρώτης τάσης της
μεταπολεμικής πεζογραφίας που βασίζεται στην αποτύπωση των γεγονότων του
πολέμου, καταγράφεται από το περιοδικό με τα κριτικά σημειώματα των Χατζίνη και
Χάρη για το σύνολο σχεδόν των έργων που αναφέρθηκαν (Το πλατύ ποτάμι,
Αρματωμένοι και Το χρονικό της σκλαβιάς).439 Η υποδοχή της συγγραφικής παραγωγής
αυτού του είδους από τους κριτικούς της Νέας Εστίας δεν είναι απολύτως θετική,
δηλαδή χωρίς επιφυλάξεις, κυρίως ωστόσο, για τη λογοτεχνική της αξία και όχι για
την προσφορά της στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης στην κρίσιμη μεταπολεμική
εποχή. Έτσι, «ημιτελή συμφωνία» χαρακτηρίζει ο Χατζίνης Το πλατύ ποτάμι του
Μπεράτη, θεωρώντας ότι από το βιβλίο απουσιάζει η κορύφωση,440 ενώ ο Χάρης

κυριαρχία στα λογοτεχνικά πράγματα, η οποία κράτησε μέχρι τη δικτατορία», σ. 104 [στο εξής: Κοτζιά,
«Πώς η γενιά του ʼ30 υποδέχθηκε τη μεταπολεμική πεζογραφία»].
437
Περισσότερα για τις τάσεις της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς σε ποίηση και πεζογραφία βλ.
Καστρινάκη, Η λογοτεχνία στη δεκαετία 1940-1950, ό.π. σημ 413, σ. 104-133.
438
Ό.π., σ. 104.
439
Με σημειώματα των: Χατζίνη [τχ. 469 (15.1.1947)]∙ (στο ίδιο σημείωμα κρίνεται και το Οδοιπορικό
του 43 του ίδιου), Χατζίνη [τχ. 502 (1.6.1948)] και Χάρη [τχ. 533 (15.9.1949)] αντίστοιχα.
440
Ενώ περισσότερο αρνητικός είναι για το Οδοιπορικό του 43 του Μπεράτη χαρακτηρίζοντάς το ένα
βιβλίο «κατώτερης καλλιτεχνικής ποιότητας».

210
επισημαίνοντας τις κατά γενική ομολογία αδυναμίες του βιβλίου εμμένει στη «δυνατή
εντύπωση» που του προκάλεσε η ανάγνωσή του επαινώντας εν τέλει τον συγγραφέα
του για το «λογοτεχνικό του κατόρθωμα». Αξιοσημείωτη είναι η επισήμανση του
διευθυντή της Νέας Εστίας ότι στη μεταπολεμική κρίση «μια χτεσινή ελληνική
πραγματικότητα» κινδυνεύει να χαθεί. Σημαντικά συνεπώς θεωρούνται τα έργα που
πραγματεύονται τα γεγονότα του πρόσφατου πολέμου, όχι τόσο από καλλιτεχνική αξία
όσο από τη συνεισφορά τους στη διαφύλαξη της συλλογικής μνήμης.
Τα έργα της δεύτερης επιμέρους κατηγορίας που, όπως αναφέρθηκε,
αυτοχαρακτηρίζονται «χρονικά» αλλά εστιάζουν κατά βάση στην
πραγματική/ιστορική διάσταση της αφήγησής τους (Παντέρμη Κρήτη, Χαμοζωή, Τα
δικά μας παιδιά, Μαυρόλυκοι) δεν απασχόλησαν ιδιαίτερα τους κριτικούς του
περιοδικού ως γενική τάση της πεζογραφικής παραγωγής της περιόδου (αλλά
αντιμετωπίστηκαν μεμονωμένα), παρόλο που οι συγγραφείς τους κρίθηκαν εκτενώς
από τη στήλη του για άλλα τους έργα. Ισχυρή εντύπωση προκάλεσε στον Χάρη η
ανάγνωση της Παντέρμης Κρήτης, κυρίως λόγω του «ύφους» της, με βάση το οποίο ο
Χάρης τη χαρακτηρίζει ως «το πρώτο ίσως ελληνικό πεζογράφημα στο οποίο
αναγνωρίζεται πόσο ουσιαστικό, πόσο πρωταρχικό στοιχείο του έργου τέχνης είναι το
ύφος». Αντίθετα, ο Χατζίνης αν και αναγνωρίζει τις αρετές των Μαυρόλυκων θεωρεί
ότι το αποτέλεσμα θα ήταν αρτιότερο εάν ο συγγραφέας «παραμέριζε λιγότερο τον
μυθιστοριογράφο που κρύβει μέσα του». Η στάση του Χατζίνη πάντως μοιάζει
περισσότερο αντιπροσωπευτική της γενικής στάσης του περιοδικού απέναντι στα
ιστορικά μυθιστορήματα και γενικότερα στο είδος των λιγότερο μυθοπλαστικών
αφηγήσεων, χωρίς να μπορεί να παραγνωριστεί ωστόσο η θετική υποδοχή αντίστοιχων
έργων. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η επισήμανση του Χατζίνη στο σημείωμά του για
τον δεύτερο τόμο των Μαυρόλυκων ότι σε αυτόν αποκαλύφθηκε το ύφος του
συγγραφέα.441 Η αναφορά στο ύφος ταυτίζεται έτσι με την αντίστοιχη του Χάρη για
την Παντέρμη Κρήτη.
Γενικότερα, παρά την προαναφερόμενη μεταπολεμική σφαιρική αμφισβήτηση
της γενιάς του 1930, η κριτική της Νέας Εστίας έχοντας συμβάλει στην ανάδειξή της
και εκπροσωπούμενη εν πολλοίς από τον σταθερό πυρήνα των μεσοπολεμικών
συνεργατών της, συνεχίζει, όπως είναι αναμενόμενο, την υπεράσπισή της. Σε αυτή τη

441
Το σημείωμα του Χατζίνη για τον δεύτερο τόμο βρίσκεται στο τχ. 509 (15.9.1948).

211
διαπίστωση καταλήγει ο Καρτσάκης: «οι κριτικοί της Νέας Εστίας προβάλλουν τη
μεταπολεμική πεζογραφική παραγωγή της γενιάς του ʼ30».442
Οι παρατηρήσεις δεν στερούνται αλήθειας, όπως αποδείχθηκε και από την
καταγραφή των κρινόμενων έργων καθώς και πλήθος άλλων των εκπροσώπων της
γενιάς αυτής. Έτσι, ενδεικτικά σημειώνεται, ότι δεν απουσιάζουν κριτικά σημειώματα
για τα περισσότερα μεταπολεμικά έργα του Τερζάκη [βλ. τις βιβλιοκρισίες για τη
συλλογή διηγημάτων του Η στοργή, τχ. 433 (1.7.1945), καθώς και για τα έργα: Απρίλης
τχ. 470 (1.2.1947), τη δεύτερη έκδοση της Μενεξεδένιας πολιτείας, τχ. 527 (25.6.1947)
Χωρίς Θεό, τχ. 572 (1.5.1951) και αργότερα για την Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ, τχ. 653
(15.9.1954), για τη Μυστική ζωή, τχ. 73715.3.1958), καθώς και για τα δοκίμιά του],
του Αθανασιάδη [βλ. τα σημειώματα για τα εξής: Ταξίδι στη μοναξιά, τχ. 435
(1.8.1945), Οι Πανθέοι, τχ. 525 (15.5.1949) και αργότερα Η κερκόπορτα, τχ. 810
(1.4.1961), αλλά και για έργα του Αθανασιάδη που ανήκουν σε άλλες κατηγορίες
λόγου], καθώς και του Καραγάτση [βλ. σημείωμα για Τον μεγάλο ύπνο, τχ. 470
(1.2.1947), για τον Αντιπλοίαρχο Βασίλη Λάσκο, τχ. 507 (15.8.1948) για το Ο κόσμος
που πεθαίνει: Γ΄ Τα στερνά του Μίχαλου, τχ. 528 (1.7.1949) για τη β΄ έκδοση του
Γιούγκερμαν, τχ. 541 (15.1.1950), για Το μεγάλο συναξάρι, τχ. 593 (15.3.1952) και
αργότερα για το Άμρι α μούγκου, τχ. 658 (1.12.1954), για τη Μεγάλη Χίμαιρα, τχ. 694
(1.6.1956) κ.ά.].
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο σημείο αυτό για το μυθιστορηματικό έργο
του Καζαντζάκη (καθώς η κυκλοφορία του εντάσσεται στο χρονικό διάστημα που
εξετάζουμε) το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, έγινε δεκτό με θετικές κρίσεις παρά τη
γενική επιφυλακτική έως και εχθρική υποδοχή της κριτικής. Αξιοσημείωτο είναι
ωστόσο ότι παρά τη συνεπή και σταθερή παρακολούθηση και τον σχολιασμό της
πολύπλευρης συγγραφικής δραστηριότητάς του μέχρι το 1939 περίπου, ελάχιστα από
τα κατοπινά μυθιστορήματά του κρίνονται. Πιο συγκεκριμένα, από τον συνολικό
αριθμό των έντεκα μυθιστορημάτων του, σημειώματα βρίσκουμε μόνο για τα εξής
τρία: Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά [τχ. 507 (15.8.1948)], Ο καπετάν Μιχάλης
[τχ. 637 (15.1.1954)] και Ο Χριστός ξανασταυρώνεται [τχ. 661 (15.1.1955)] όλα
προερχόμενα από τον Χατζίνη. Έχοντας αναγνωρίσει από τις πρώτες του εμφανίσεις
τη σπουδαιότητα της προσωπικότητας και του έργου του η Νέα Εστία –και στη
συγκεκριμένη περίπτωση ο Χατζίνης– εκφράζεται με άκρως επαινετική διάθεση για

442
Καρτσάκης, «Η γενιά του ʼ30 και η λογοτεχνική κριτική της Νέας Εστίας», ό.π. (σημ. 392), σ. 592.

212
τις περισσότερες πτυχές του. Έτσι, στο εκτενές σημείωμά του για τον Αλέξη Ζορμπά,
διακρίνει έναν «αληθινό συγγραφέα γιατί νιώθει ως τις ρίζες του είναι του την
αναντικατάστατη αξία της ζωής», ενώ στη βιβλιοκρισία για τον Καπετάν Μιχάλη
εντοπίζει μια «καταπληκτική γλωσσική θύελλα που κοχλάζει μια ψυχή ανήσυχη και
πεισματάρα». Να σημειωθεί επίσης ότι άλλα έργα του συγγραφέα –δηλαδή πλην των
μυθιστορηματικών– και μελέτες για το έργο του που εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του
κρίνονται επαρκώς από τη στήλη του περιοδικού [βλ. π.χ. ενδεικτικά τα σημειώματα
του Χατζίνη για την έκδοση των επιστολών προς τη Γαλάτεια στο τχ. 781 (15.1.1960)·
την ίδια χρονιά το σημείωμα για τη μελέτη του Αναπλιώτη Ο αληθινός Ζορμπάς και ο
Νίκος Καζαντζάκης στο τχ. 792 (1.7.1960)· τέλος, το σημείωμα για τα Τετρακόσια
Γράμματα στον Πρεβελάκη στο τχ. 936 (1.7.1966)].443 Συνεπώς, η απουσία κριτικών
σημειωμάτων δεν οφείλεται στην αλλαγή στάσης του περιοδικού απέναντι στο
μυθιστορηματικό έργο του συγγραφέα, το οποίο απεναντίας εκθειάζεται σε κάθε
ευκαιρία.444
Σε αναλογία με την κριτική της πεζογραφίας, την κριτική του περιοδικού
απασχολεί κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες το ποιητικό έργο των
εκπροσώπων της γενιάς του ʼ30, με κεντρικό άξονα (γύρω από τον οποίο
περιστρέφονται οι συγκρίσεις με τους υπόλοιπους δημιουργούς νέους και
πρεσβύτερους) την ποίηση του Σεφέρη. Είναι γεγονός συνεπώς ότι «από τη Νέα Εστία
η ποιητική προσφορά του Σεφέρη τονίζεται και στις συνολικές λογοτεχνικές
αποτιμήσεις που επιχειρούνται κατά την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, όταν η
ποιητική παραγωγή των εκπροσώπων της μεσοπολεμικής γενιάς εμφανίζεται
εξαιρετικά ισχνή»,445 όπως παρατηρεί ο Καρτσάκης.
Ως έτερο πόλο γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η κριτική της Νέας Εστίας
θεωρεί ο Καρτσάκης την ποίηση του Ελύτη. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι κριτικοί

443
Υπενθυμίζονται και τα 3 αφιερώματα στον συγγραφέα (περισσότερα από όσα έχουν γίνει για
οποιονδήποτε άλλον) στα εξής τεύχη: 779 (Χριστούγεννα 1959), 1067 (Χριστούγεννα 1971) και 1211
(Χριστούγεννα 1977).
444
Βλ. επίσης το σημείωμα του ίδιου για τη β΄ έκδοση της Αγγλίας [στο τχ. 446 (1.2.1946)], στο οποίο
επισημαίνει πως: «κάθε καινούριο βιβλίο του κυρίου Νίκου Καζαντζάκη έχει, επί πλέον, τούτη την
ιδιότητα: ότι θέτει άλλη μια φορά, εξίσου επίμονα και τυραννικά, ολόκληρο το πρόβλημα Καζαντζάκη,
που, περισσότερο ίσως από κάθε άλλο, έχει απασχολήσει τα τελευταία χρόνια τη νεοελληνική κριτική».
Ως ένας πιθανός λόγος απουσίας κριτικών σημειωμάτων προβάλλει η αρχική δημοσίευση των
μυθιστορημάτων του Καζαντζάκη σε ξένη γλώσσα. Το γεγονός επισημαίνει ο Χατζίνης, εκφράζοντας
στο σημείωμά του για τον Αλέξη Ζορμπά αλλά και στο αντίστοιχο για τον Καπετάν Μιχάλη την απορία
του σχετικά με το λόγο που ο Καζαντζάκης «επιλέγει, τώρα τελευταία να δημοσιεύει τα έργα του σε
ξένες γλώσσες πριν δουν το φως στη γλώσσα που πρωτογράφτηκαν, στην ελληνική».
445
Καρτσάκης, «Η γενιά του ʼ30 και η λογοτεχνική κριτική της Νέας Εστίας», ό.π. (σημ. 392), σ. 588.

213
της εκφράζουν την επαινετική τους διάθεση απέναντί του, η ασκούμενη από τη στήλη
των «Βιβλίων» κριτική δεν σχολιάζει, όπως ήδη αναφέρθηκε, τη μεταπολεμική
ποιητική παραγωγή του, καθιστώντας και τη δική του περίπτωση ως (σε πολύ
μικρότερο βεβαίως βαθμό) μία «σημαίνουσα αποσιώπηση», ανάμεσα στις αντίστοιχες
«άλλων εκπροσώπων της γενιάς, όπως των Εμπειρίκου, Βρεττάκου, Ρίτσου», 446
σύμφωνα και πάλι με τον Καρτσάκη. Οι απουσίες αυτές (και ειδικότερα της ποιητικής
παραγωγής του Εμπειρίκου, του Εγγονόπουλου και των άλλων υπερρεαλιστών) είναι
ασφαλώς αναμενόμενες με βάση τη γενικότερη μεσοπολεμική αρνητική στάση του
περιοδικού απέναντι στη βασική ιδεολογία της υπερρεαλιστικής ποίησης και των
εκπροσώπων της, παρόλο που αυτή απασχόλησε ιδιαίτερα την ευρύτερη μεταπολεμική
κριτική. Έτσι, οι εμμένοντες στην προσκόλληση στον πυρήνα της άλογης ποίησης δεν
περιλαμβάνονται στον σχολιασμό των κριτικών της (ή σε λίγες περιπτώσεις
περιλαμβάνονται κρινόμενοι αποσπασματικά κι επιλεκτικά) σε αντίθεση με όσους είτε
εξαρχής είτε στη διαδρομή της ποιητικής τους πορείας επέλεξαν πιο «λογικούς
συνειρμούς», σύμφωνα με τη φράση του Χουρμούζιου (βλ. και προηγουμένως σ. 203)
για το κριτικό του σημείωμα στο οποίο περιλαμβάνονται έργα 10 εκπροσώπων του
υπερρεαλισμού).
Με βάση την παρατήρηση αυτή ένα έργο σαν το Άξιον Εστί του Ελύτη, που
ξεφεύγει από τη θεωρία της άλογης ποίησης την οποία απέρριψαν οι κριτικοί του
περιοδικού, θα περίμενε κανείς να έχει θετική αντιμετώπιση, καθώς φαίνεται να
εντάσσεται στο πνεύμα των έργων που συνάδουν με τα αισθητικά τους κριτήρια.
Ωστόσο, δεν κρίθηκε από τον Καραντώνη, παρόλο που ο ίδιος ήταν στην επιτροπή που
του απένειμε το Α΄ Κρατικό βραβείο λογοτεχνίας για το Άξιον Εστί το 1960,
προκαλώντας και ένα μικρό σκάνδαλο.447 Οι λόγοι που οδήγησαν στην απουσία
κριτικού σχολιασμού από τις στήλες του περιοδικού δεν είναι ξεκάθαροι, καθώς, όπως
σημειώνει ο Vitti, «η στάση του Καραντώνη απέναντι στον Ελύτη δεν ήταν ξεκάθαρη

446
Βλ. Καρτσάκης, Μεταπολεμική κριτική και ποίηση, ό.π. (σημ. 1), σ. 269. Πράγματι, ενώ από τη στήλη
των «Βιβλίων» τα έργα του Ρίτσου κατά τη δεκαετία του 1930 έτυχαν, όπως είδαμε, θερμής υποδοχής,
το μεταπολεμικό του έργο δεν αντιμετωπίστηκε ανάλογα, στην ποσοτική τουλάχιστον κλίμακα των
κριτικών σημειωμάτων. Μετά το 1940 η πρώτη βιβλιοκρισία που εντοπίζεται γράφεται το 1957 από τον
Καραντώνη και αφορά το Πρωϊνό άστρο, ενώ απουσιάζουν σημειώματα για σημαντικότατα έργα του,
όπως η Σονάτα του σεληνόφωτος (1956). Αντίθετα, δεν θα λέγαμε ότι το προπολεμικά εκτενώς
σχολιασμένο (αν και όχι πάντα θετικά) έργο του Βρεττάκου αποσιωπήθηκε κατά τη διάρκεια των
μεταπολεμικών δεκαετιών. Ενδεικτικά καταγράφονται τα 7 κριτικά σημειώματα από το 1946 έως το
1959.
447
Βλ. Γιάννης Λαμπρόπουλος, «Ο Ρένος Αποστολίδης και η περίπτωση του Ελύτη», Νέα Εστία, τχ.
1877 (Ιούνιος 2018) 433-440.

214
από την πρώτη στιγμή».448 Η αμηχανία της κριτικής απέναντι στο Άξιον Εστί ήταν
πάντως γενικευμένη, και σχολιάστηκε από τους μελετητές, αλλά και από τον ίδιο τον
ποιητή.449
Με βάση τη γραμμή αυτή, ο Γκάτσος αναγνωρίζεται από τον Χουρμούζιο ως
«αληθινός ποιητής, η λυρική διάθεση ωστόσο του οποίου δυστυχώς καταστρέφεται ή
τουλάχιστον απομονώνεται από την κοινή αίσθηση με την υπερρεαλιστική εξάρθρωση
των λογικών συνειρμών».450 Αλλά και στην περίπτωση του Εμπειρίκου ο Χουρμούζιος
«διακρίνει να ξεπηδούνε πίδακες φωτεινοί, ν’ αναβλύζουν κρυστάλλινες λάμψεις που
μαρτυρούν για ποια ποιητικά επιτεύγματα θα ήταν ικανός ο κ. Εμπειρίκος αν απόβαλλε
την πανοπλία του μαχητή και φορούσε την πιο άνετη και χαλαρή στολή του λυρικού
τραγουδιστή».451
Εκτός από τον υπερρεαλισμό και την παρουσία του στη μεταπολεμική εποχή,
δύο κυρίαρχες μετεμφυλιακές τάσεις αποτελούν –σύμφωνα με τη συνηθισμένη
διάκριση των μελετητών– «η ποίηση με πολιτικούς και κοινωνικούς στόχους» και η
«υπαρξιακή» ποίηση.452 Αναφερόμενος στον ρόλο της κριτικής κατά τη διάρκεια των
μεταπολεμικών ετών (1945-1967), ο Καρτσάκης σημειώνει ότι «η διαμορφωμένη μετά
το 1940 περίοδος των πολλαπλών κοινωνικών, πολιτικών, ιδεολογικών εντάσεων
χαρακτηρίζεται για την ιδεολογική της “υπερφόρτιση”. Η λογοτεχνική κριτική, όπως
και η λογοτεχνία, επωμίζεται αλλότριους προς τη φύση της ρόλους∙ επιστρατεύεται
συχνά στην υπηρεσία του κοινωνικού αγώνα». 453
Εστιάζοντας συνεπώς στην πρώτη τάση της μεταπολεμικής ποίησης, και
προκειμένου να διερευνηθεί η θέση της Νέας Εστίας απέναντι στους μεταπολεμικούς
ποιητές που «επιστρατεύονται» όπως παρατηρεί ο Καρτσάκης, «στην υπηρεσία του
κοινωνικού αγώνα», πρέπει να παρατηρηθεί ότι το έργο του βασικότερου ίσως
εκπροσώπου της Μανόλη Αναγνωστάκη κρίνεται με 3 κριτικά σημειώματα από τους

448
Βλ. Vitti, Εισαγωγή στην ποίηση του Ελύτη, ό.π. (σημ. 404), σ. 9.
449
Για πιο αναλυτική εξέταση της υποδοχής του Άξιον Εστί και τους πιθανούς λόγους της αμηχανίας
της κριτικής απέναντί του, βλ. και Μιχ. Γ. Μπακογιάννης, Το περιοδικό «Κριτική» (1959-1961),
Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2004, σσ. 177-189. Ενδεικτικά αναφέρονται οι απόψεις του
Νάνου Βαλαωρίτη, ο οποίος θεωρούσε ότι ο ριζοσπαστισμός του έργου, που οφείλεται στον
συγκερασμό του θρησκευτικού και επαναστατικού τόνου, προκάλεσε τη μουδιασμένη αντίδραση της
κριτικής, και του Πάνου Θασίτη ο οποίος «απέδιδε την αμηχανία της κριτικής στο εκτυφλωτικό φως
του έργου», σύμφωνα με τον Vitti. Ό.π. σ. 11.
450
Βλ. την κριτική του για την Αμοργό, η οποία συμπεριλαμβάνεται στο προαναφερόμενο ενιαίο
σημείωμα του Χουρμούζιου με τον τίτλο: «Δέκα βιβλία στίχων από τη νέα μας ποίηση», [τχ. 458
(1.8.1946)].
451
Βλ. το ίδιο με πριν σημείωμά του.
452
Βλ. Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 132003, σ. 336.
453
Βλ. Καρτσάκης, Μεταπολεμική κριτική και ποίηση, ό.π. σημ, 1, σ. 30.

215
Χουρμούζιο [για τις Εποχές I, II και III, σε ένα σημείωμα στο τχ. 571 (15.4.1951)],454
Καραντώνη [για τα Ποιήματα στο τχ. 737 (15.3.1958)] και Χατζίνη [για το Υπέρ και
Κατά, σημειώσεις κριτικής στο τχ. 949 (15.1.1967)]. Ενδεικτικό της επιφυλακτικής
στάσης απέναντι στην ποίησή του, που αποδεικνύεται και από τον μικρό αριθμό
κριτικών σημειωμάτων παρακολούθησης του έργου του (λαμβάνοντας επίσης υπόψη
ότι στο κριτικό σημείωμα του Χουρμούζιου σχολιάζονται και οι 3 συλλογές, χωρίς να
έχει προηγηθεί ξεχωριστός σχολιασμός της κάθε μίας τη χρονική στιγμή της
κυκλοφορίας τους) είναι το σημείωμα του Καραντώνη για τα Ποιήματά του. Χωρίς να
εντοπίζει έτσι κάποια ιδιαιτερότητα, θεωρεί ότι «αισθητικώς δεν διαφέρει καθόλου
από τις άλλες ποιητικές εκδηλώσεις της εποχής κι είναι κι αυτή γιομάτη από τα
γενικευμένα κι αδιανόητα σχήματα».
Ωστόσο, «ανοιχτή» παρουσιάζεται η Νέα Εστία, διά του Χατζίνη (όπως
αντίστοιχα συνέβη και στη μεσοπολεμική περίοδο με βασικό εκπρόσωπο τον
Παράσχο, ο οποίος ήταν ανεκτικός στις ιδεολογικές συνιστώσες του έργου αριστερών
ποιητών) στην ιδεολογία του Αναγνωστάκη, όπως τουλάχιστον φανερώνεται από την
κριτική του προσφορά, με αφορμή το έργο του Υπέρ και Κατά. Ως έναν από τους νέους
κριτικούς που αποκτούν γρήγορα μια αυθεντικότητα κι ένα κύρος τον χαρακτηρίζει,
έτσι, ο Χατζίνης, εξαίροντας παράλληλα την «ανεξαρτησία» του. Με την
«αντικειμενικότητα μέσα στην ίδια την υποκειμενικότητα προφέρει μια εντελώς
ιδιαίτερη υπηρεσία στην παράταξή του (την αριστερή) γιατί ακριβώς θέλει να
κρατήσει απέναντί της την προσωπική του ανεξαρτησία», υπογραμμίζει
χαρακτηριστικά.
Από το έργο των υπόλοιπων εκπροσώπων αυτής της τάσης, εκείνο του Άρη
Αλεξάνδρου πέρασε εντελώς απαρατήρητο από τη Νέα Εστία, καθώς δεν εντοπίζονται
κριτικά σημειώματα, παρόλο που κάποια από τα έργα του περιλαμβάνονται στην
κατηγορία «Τα Νέα Βιβλία» (στη στήλη δηλαδή αναγγελίας των νέων εκδόσεων),455
χωρίς ωστόσο να κρίνονται σε επόμενα τεύχη. Σχεδόν την ίδια αντιμετώπιση είχε και
το έργο του Τίτου Πατρίκιου, για το οποίο εντοπίζεται ένα μόνο κριτικό σημείωμα

454
Ο Χουρμούζιος αναφέρει στην εισαγωγή του σημειώματος [στο τχ. 571 (15.4.1951).
«Προειδοποίησα νομίζω τον αναγνώστη πως πρέπει να συγχωρήσει τις αναδρομές στο ράφι της
βιβλιοθήκης όπου έχει μαζευτεί η ποιητική σοδειά των τελευταίων χρόνων».
455
Βλ., π.χ., ενδεικτικά την αναγγελία έκδοσης της συλλογής Ευθύτης Οδών στη στήλη «Τα Νέα
Βιβλία» του τχ. 769 (15.7.1959). Να σημειωθεί επίσης ότι ο θάνατός του αναγγέλλεται με σημείωμα
του Γιάκου στο «Δεκαπενθήμερο» του τχ. 1226 (1.8.1978). Ο Γιάκος εκθειάζει το πνευματικό έργο του
Αλεξάνδρου υπογραμμίζοντας ότι «περνώντας τη ζωή του μες από αλλεπάλληλους πολιτικούς
διωγμούς, πολύ λίγο κατάφερε να προωθήσει το συγγραφικό του έργο στο ευρύτερο κοινό. Και χωρίς
να το αξίζει, έμεινε περίπου σαν ένας Έλληνας λογοτέχνης “του περιθωρίου”».

216
[στο τχ. 653 (15.9.1954)] για τη συλλογή Χωματόδρομος. Παρά τη θετική –σε γενικές
γραμμές– υποδοχή της από τον Καραντώνη, ο οποίος αναγνωρίζει «γερό λογοτεχνικό
υπόστρωμα, σωστή έκφραση, ευθύτητα και ακρίβεια» στην ποίηση του Πατρίκιου
(θεωρώντας όμως ότι είναι δέσμιος των εικόνων του οι οποίες «τον σέρνουν αντί τις
σέρνει»), η παρακολούθηση της πορείας του δεν συνεχίζεται από τις στήλες του
περιοδικού. Τέλος, από την ποιητική παραγωγή του Τάσου Λειβαδίτη κρίνεται μόνο
(με ελάχιστα σχόλια, σε ένα κριτικό σημείωμα που περιλαμβάνει άλλα έντεκα έργα) η
Καντάτα [τχ. 794 (1.8.1960)] από τον Καραντώνη. Παρά τη μοναδική αυτή
βιβλιοκρισία, τη δημοσίευση του ποιήματος Η Κυρά της Όστριας [στο κύριο σώμα του
τχ. 482 (1.8.1947)] και κάποιες διάσπαρτες αναφορές, η κριτική στάση της Νέας
Εστίας απέναντί του δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί συνεπής.
Αποτιμώντας, έτσι, την υποδοχή της ποίησης με κοινωνικούς και πολιτικούς στόχους
της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, αριστερών ποιητών εντέλει, παρατηρούμε ότι
αποσιωπάται από την κριτική του περιοδικού, παρά τη σποραδική δημοσίευση έργων
τους στο κυρίως σώμα του εντύπου.
Η δεύτερη τάση της μετεμφυλιακής ποίησης, η «υπαρξιακή», καλλιεργήθηκε σε
μεγάλο βαθμό από τη λεγόμενη «Σχολή της Θεσσαλονίκης», με βασικούς
εκπροσώπους τους: Γ. Θέμελη, Γ. Βαφόπουλο, Ζωή Καρέλλη, αλλά και αργότερα από
τους ποιητές της δεκαετίας του 1960: Ντ. Χριστιανόπουλο, Ν.-Α. Ασλάνογλου κ.ά.
Ως έναν «λυρικό που βρίσκεται σε διαρκή άνοδο χαρακτηρίζει ο Χουρμούζιος
τον Θέμελη, σχολιάζοντας τις ποιητικές συλλογές του (Άνθρωποι και Πουλιά και Ο
Γυρισμός).456 Με αφορμή την κριτική του για τον ποιητή της Θεσσαλονίκης, ο
Χουρμούζιος αναφέρεται στη «θεσσαλονικιώτικη ποίηση» που βεβαιώνει την
παρουσία της στα νεότερα ελληνικά γράμματα κατά τρόπο που προκαλεί την προσοχή
κι αιχμαλωτίζει το ενδιαφέρον μας», για να τη χαρακτηρίσει αμέσως παρακάτω ως
«μια ποίηση που προβάλλει νόμιμα αξιώσεις πρωτοπορίας». Την πρωτοπορία αυτή
αντικρίζει θετικά ο Χουρμούζιος, σύμφωνα με τις δικές του δηλώσεις,
υπερασπιζόμενός την μάλιστα απέναντι στις «ευλογοφανείς αντιρρήσεις των πιστών
της παλιάς ποίησης ότι κανένα τραγούδι που ακολουθεί τη ρευστή κίνηση του
νεότερου λυρισμού δεν προσφέρεται στην αποστήθιση». 457 Η απάντηση του

456
Βλ. τχ. 512 (1.11.1948), σ. 1376. Συνολικά 8 έργα του ποιητή (όχι μόνο ποιητικές συλλογές, αλλά
και δοκίμια και μελέτες του) κρίθηκαν με 7 σημειώματα από τη στήλη του περιοδικού.
457
Θεωρώντας ότι απουσιάζει έτσι η επαφή με τον σύγχρονο αναγνώστη, βλ. στο προαναφερόμενο
σημείωμά του, ό.π., σ. 1376.

217
Χουρμούζιου είναι ότι η νέα ποίηση δεν έχει ρίμα και μύθο ή σωστότερα, όπως
διευκρινίζει, ότι «ο μύθος της νέας ποίησης είναι εσωτερικός και κυμαίνεται ανάμεσα
στην ονειρική κατάσταση και στην υποβολή των διαθέσεων».
Στο επόμενο ακριβώς τεύχος [513 (15.11.1948)] με αφορμή τη δεύτερη έκδοση
της Προσφοράς του Βαφόπουλου,458 αλλά και της έκδοσης των Αναστάσιμων (τα δύο
έργα κρίνονται στο ίδιο σημείωμα) ο Χουρμούζιος αν και εκφράζει το αίσθημα
συγκίνησης που του προκαλεί η ανάγνωση των ποιημάτων της συλλογής (αλλά και
των Αναστάσιμων) επισημαίνει κυρίως τα αρνητικά σημεία της μένοντας τελικά με τη
εντύπωση ότι αυτά που θεωρεί «ξερόκλωνα, ο ποιητής της Θεσσαλονίκης θα τα
θωπεύει με στοργή πιστεύοντας πως με αυτά θα πλέξει το στεφάνι της αναγνώρισής
του στον ποιητικό μας ανθώνα. Νομίζω πως σφάλλει και πως ασωτεύεται στα περιττά
παραμελώντας τα χρήσιμα στοιχεία της ποιητικής του».
Από την ποιητική παραγωγή του Χριστιανόπουλου κρίνεται μόνο η Εποχή των
ισχνών αγελάδων [στο τχ. 591 (15.2.1952)] την οποία, ο Χουρμούζιος και πάλι,
υποδέχεται ιδιαιτέρως θετικά, αναγνωρίζοντας την έντονη επίδραση του Καβάφη στον
τόνο και στη διάθεση. Ο κριτικός αποφαίνεται πάντως ότι «ο Χριστιανόπουλος αν
κατορθώσει να λυτρωθεί από κάποια ηθελημένη διάθεση του παραδόξου, που αφαιρεί
αρκετά από τον αυθορμητισμό της εμπνεύσεως, πολύ γρήγορα θα έχουμε να χαρούμε
μια γνήσια και τερπνή –από την αισθητική καθαρώς πλευρά, και όχι απλώς
πνευματώδη– ποίηση».
Αξιοσημείωτη είναι και η άκρως θετική και συστηματική παρακολούθηση του
ποιητικού έργου του Κρίτωνος Αθανασούλη (με ένα σύνολο 5 σημειωμάτων), για τον
οποίο ο Καραντώνης προβλέπει [με αφορμή την έκδοση της συλλογής Δυο άνθρωποι
μέσα μου, στο τχ. 737 (15.3.1958)]459 ότι «θα καταλάβει μια ξέχωρη θέση στη
σύγχρονη ποίησή μας –όταν έρθει η ώρα να γίνει μια πρώτη και κάπως οριστικότερη
αξιολόγηση, όταν το μάκρος του χρόνου θα επιτρέψει σ’ έναν ιστορικό της
λογοτεχνίας να βάλει κάποια τάξη σ’ αυτό το χάος που ονομάζεται σύγχρονη ποιητική
παραγωγή».

458
Για την απουσία κριτικής του για την πρώτη έκδοση του έργου δέκα χρόνια πριν, ο Χουρμούζιος
σημειώνει τα εξής: «Τα είχα διαβάσει από τότε αλλ’ είτε γιατί η ευκαιρία έλειψε, είτε γιατί μπροστά
στο φαινόμενο του θανάτου και στον πόνο που διαχύνει στέκω με δέος πολύ ευλαβικό δεν θεώρησα πως
θα ημπορούσε να κρίνει κανείς ένα ελεγείο μπροστά σε νωπό τάφο με την αντικειμενικήν εκείνη
απάθεια που πρέπει να οπλίζει πάντοτε τον κριτικό νου», σ. 1445.
459
Στο ίδιο σημείωμα συμπεριλαμβάνονται κρίσεις του Καραντώνη για συλλογές ακόμα 11 ποιητών,
μεταξύ των οποίων και τα Ποιήματα του Αναγνωστάκη, για τα οποία, όπως επισημάνθηκε, δεν
αποφαίνεται θετικά, σε αντίθεση με τη συλλογή του Αθανασούλη.

218
Και η ποιητική προσφορά του Τάκη Σινόπουλου αξιολογείται πολύ θετικά από
τη Νέα Εστία (παρακολουθούμενη επίσης περισσότερο συστηματικά σε σχέση με
άλλους μεταπολεμικούς δημιουργούς, με ένα σύνολο 4 σημειωμάτων). «Η λυρική του
διάθεση πειθαρχεί σε σχέδιο. Με τούτο δεν θα έπρεπε να θεωρήσει ο αναγνώστης ότι
λείπει ο αυθορμητισμός, ότι η ποίηση του κ. Σινόπουλου είναι ποίηση εργαστηρίου»,
παρατηρεί ο Χουρμούζιος [στο σημείωμά του για τη συλλογή Μεταίχμιο στο τχ. 598 (
1.6.1952)].
Η πορεία της Κικής Δημουλά δεν παρακολουθείται από την αρχή της. Έτσι, με
ιδιαίτερη θέρμη εκφράζεται ο Καραντώνης για τη συλλογή της Το Λίγο του Κόσμου
[τχ. 1146 (1.4.1975)] σημειώνοντας ότι χρειάστηκαν «τέσερεις συλλογές και είκοσι
χρόνια σεμνής και αθόρυβης πορείας» (για τη μη συστηματική παρακολούθηση της
οποίας, ωστόσο, από τη στήλη των βιβλιοκριτικών σημειωμάτων της Νέας Εστίας δεν
παρέχει εξηγήσεις) «για να γράψει η Δημουλά την καλύτερη συλλογή της».
Σχολιάζοντας τις προηγούμενες εμφανίσεις της επισημαίνει ότι «μας είχε δώσει,
απαλά, τα καβαφικά και καρυωτακικά της διαπιστευτήρια. Εξακολουθεί να
χρησιμοποιεί την καβαφοκαρυωτακική διάλεκτο με πιο συχνές μάλιστα αποκλίσεις
προς καθαρευουσιάνικες εκφράσεις που βοηθούν τη σκωπτική διάθεση των
μορφωμένων ανθρώπων». Σχολιάζοντας έξι χρόνια αργότερα ακόμα μία συλλογής της
[Το τελευταίο σώμα μου στο τχ. 1299 (15.8.1981)], ο Καραντώνης επαναλαμβάνει την
ανίχνευση του καρυωτακικού ύφους στην ποίησή της επισημαίνοντας ότι «αν και
μιλάει την ποιητική γλώσσα της εποχής μας, τη νεωτερική γλώσσα (πόσο ομαλή μα
και πόσο δική της είναι αυτή η ποώδης γλώσσα) είναι πολύ πιο σιμά στο δραματικό
πνεύμα του Καρυωτάκη παρά όσο είναι η Μαρία Πολυδούρη».
Τέλος, παντελής απουσία κριτικών σημειωμάτων παρατηρείται για άλλους
εκπροσώπους της δεύτερης ποιητικής μεταπολεμικής γενιάς, όπως οι: Μάνος
Ελευθερίου, Τόλης Νικηφόρου, Μαρία Κέντρου Αγαθοπούλου κ.ά.
Συνεπώς, με βάση όλα τα παραπάνω παρατηρείται ότι παρά την αισθητική
ταυτότητα των κριτικών της Νέας Εστίας και τη φανερή προτίμησή τους –σε αρκετούς
τουλάχιστον– εκπροσώπους της γενιάς του ʼ30, το έργο της πρώτης και δεύτερης
μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς δεν αφήνεται ασχολίαστο, παρά το γεγονός ότι η
κριτική δεν ήταν πάντα εύστοχη με βάση τη θέση που οι ποιητές κατέλαβαν αργότερα
στη θέση των ελληνικών γραμμάτων. Ωστόσο, με βάση τα αριθμητικά και ποιοτικά
δεδομένα η υποδοχή των επιμέρους κατευθύνσεών της παρουσιάζεται
διαφοροποιημένη. Έτσι, όπως παρατηρήθηκε, ιδιαίτερα έντονη παρουσιάζεται η

219
αντίθεση ανάμεσα σε εκπροσώπους της ποίησης με κοινωνικό και πολιτικό
περιεχόμενο (των οποίων το έργο κρίθηκε, όπως είδαμε, ελάχιστα) και των
εκπροσώπων της υπαρξιακής ποίησης, οι οποίοι αντιμετωπίστηκαν με ιδιαιτέρως
θετική διάθεση. Προφανώς η ιδεολογική διαφωνία των κριτικών του περιοδικού με
τους αριστερούς κατά βάση εκπροσώπους της λεγόμενης «πολιτικής τάσης» τους
στρέφει περισσότερο σε βιβλία με «ανώδυνη» υπαρξιακή θεματική.
Ο λόγος της διάκρισης αυτής δεν μπορεί να προσδιοριστεί ξεκάθαρα, καθώς η
ιδεολογική ταυτότητα των έργων της πρώτης τάσης δεν κρίνεται αρνητικά στις
ελάχιστες βιβλιοκρισίες (βλ., π.χ., την περίπτωση του Αναγνωστάκη). Επιπλέον, όπως
διαπιστώθηκε, παρά τη διαχρονική επιφυλακτική στάση της Νέας Εστίας απέναντι σε
κάθε είδους κοινωνικοπολιτικής ποίησης, η κριτική της δεν υπήρξε ποτέ απορριπτική
προς τα αντίστοιχα έργα (χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει, όπως είδαμε, ότι δεν
εκφράζονταν προτιμήσεις στα πιο λυρικά τμήματα των κρινόμενων συλλογών). Το
πιθανότερο είναι έτσι πως η αιτία τής τόσο επιφυλακτικής τους υποδοχής βρίσκεται σε
έναν συνδυασμό ιδεολογικών και αισθητικών κριτηρίων, καθώς, σύμφωνα με την
οπτική του Καραντώνη (στο προαναφερόμενο κριτικό σημείωμα για τον
Αναγνωστάκη) η μεταπολεμική ποίηση εξακολουθεί σε κάποιες πτυχές της να είναι
γεμάτη, όπως ο ίδιος επισημαίνει, από «γενικευμένα κι αδιανόητα σχήματα», από
εκφραστικά δηλαδή μέσα που διατηρούν το άλογο στοιχείο που τόσο κατηγορήθηκε
από τους κριτικούς της Νέας Εστίας.
Έτσι, η επισήμανση του Αράγη για τον Καραντώνη ότι «αμφισβητεί γενικά την
αξία των μεταπολεμικών ποιητών αντιπαραθέτοντας σε αυτούς τον Παλαμά, τον
Καβάφη και ιδίως την ποιητική γενιά του ʼ30, παρουσιάζοντας ωστόσο συγκαταβατική
στάση απέναντι και σε νεότερους ποιητές, οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται στα πρότυπά
του»,460 αποτελεί καθρέφτη του συνόλου θα λέγαμε των κριτικών του περιοδικού.
Επανερχόμενοι στην εξέταση της πεζογραφίας της μεταπολεμικής περιόδου
(συμπεριλαμβανομένης της λεγόμενης πρώτης και δεύτερης μεταπολεμικής
πεζογραφικής γενιάς) διαπιστώνουμε ότι και εδώ μία δεύτερη τάση της μεταπολεμικής
λογοτεχνικής παραγωγής (εκτός δηλαδή από εκείνη που εκφράζει την υπαρξιακή

460
Βλ. Γιώργος Αράγης, «Ο Αντρέας Καραντώνης ως κριτικός της ποίησης: θέσεις και αντιθέσεις», Νέα
Εστία, τχ. 1730 (Ιανουάριος 2001). Τη διαφοροποίηση της στάσης του εντοπίζει ο Αράγης ανάμεσα στο
βιβλίο του Γύρω από τη σύγχρονη ελληνική ποίηση και το Η ποίηση μας μετά τον Σεφέρη, που απαρτίζεται
από βιβλιοκρισίες. Έτσι, ενώ στο πρώτο οι μεταπολεμικοί ποιητές αποτελούν, σύμφωνα με τον Αράγη,
βασικό στόχο του περιοδικού, στο δεύτερο κρίνονται περισσότερο συγκαταβατικά (τουλάχιστον
ορισμένοι από αυτούς, όπως οι: Καρούζος, Βακαλό, Αθανασούλης και Κότσιρας).

220
αγωνία ως επακόλουθο του πολέμου), αποτελούν τα έργα που εξέφραζαν την
ιδεολογική τοποθέτηση των συγγραφέων τους.
Η λογοτεχνική κριτική της Νέας Εστίας, ακολουθώντας τη γενικότερη στάση
του περιοδικού, κράτησε αναμφίβολα μια μετριοπαθή θέση απέναντι, καταρχάς, στην
ιδεολογική φόρτιση της μεταπολεμικής περιόδου, αποφεύγοντας να αναμειχθεί στην
οξεία μεταπολεμική ιδεολογική αντιπαράθεση. Κυρίαρχο γνώρισμά της, όπως εύστοχα
σημειώνει ο Καρτσάκης, αποτελεί «η προβολή της φιλελεύθερης διεθνούς λογοτεχνίας
ως αντίβαρο στη “στρατευμένη” τέχνη του μεταπολέμου».461
Η μετριοπαθής αυτή στάση της, εκτός από τη θεωρητική τοποθέτηση του
διευθυντή της, τεκμηριώνεται, όπως και στις προηγούμενες ιστορικές περιόδους, από
τις κριτικές επιλογές των συνεργατών της. Σχολιάζοντας η Κοτζιά τη στάση των
κριτικών της γενιάς του ʼ30 (καθώς, όπως είδαμε αυτοί συνέχισαν να αποτελούν τον
βασικό πυρήνα της μεταπολεμικής κριτικής) απέναντι στην ιδεολογική ταυτότητα
συγγραφέων της μεταπολεμικής περιόδου, σημειώνει ότι «η ποσοτική εξέταση των
βιβλιοκρισιών δείχνει ότι την προσοχή τους είλκυσε μια μεγάλη γκάμα πεζογράφων
διαφορετικών τάσεων (δηλαδή μη αριστεροί και αριστεροί, λαμβάνοντας υπόψη το
διχαστικό κλίμα της εποχής)». Υπογραμμίζει έτσι ότι από ολόκληρη τη μεταπολεμική
παραγωγή «σχεδόν ανεπιφύλακτο θαυμασμό προκάλεσε το έργο τoυ Σπύρου
Πλασκοβίτη, και κυρίως η μυθιστορηματική αλληγορία του Φράγματος. Η πεζογραφία
του Ρόδη Ρούφου έγινε στο ύστερο κυρίως τμήμα της θετικά αποδεκτή, ενώ αντιθέτως
η Πολιορκία του Αλέξανδρου Κοτζιά, πέρασε από τους μεσοπολεμικούς μάλλον
απαρατήρητη»∙ ως τις σημαντικότερες κριτικές αστοχίες χαρακτηρίζει η Κοτζιά την
υποδοχή του έργου των Νίκου Κάσδαγλη, Στρατή Τσίρκα, Δημήτρη Χατζή,
Αλέξανδρου Κοτζιά, Αντρέα Φραγκιά, Κώστα Ταχτσή και Γιώργου Ιωάννου.462
Εξετάζοντας πιο αναλυτικά τις βιβλιοκρισίες των κριτικών της Νέας Εστίας για
τους προαναφερόμενους συγγραφείς προκειμένου να διαπιστωθεί σε ποιον βαθμό
συμφωνούν με την ευρύτερη υποδοχή της μεταπολεμικής κριτικής, παρατηρούνται τα
εξής: από την πεζογραφική παραγωγή του Πλασκοβίτη κρίνονται συνολικά 4 έργα του,
μεταξύ των οποίων και το Φράγμα. Σε κριτική για το πρώτο έργο του (Το γυμνό δέντρο)
ο Χατζίνης [σε βιβλιοκρισία του στο τχ. 613 (15.1.1953)] εκφράζει μαζί με τα
επαινετικά του σχόλια την πεποίθησή του για το λαμπρό μέλλον του πεζογράφου. Η

461
Βλ. Καρτσάκης, Μεταπολεμική κριτική και ποίηση, ό.π. (σημ. 1), σ. 58.
462
Κοτζιά, «Πώς η γενιά του ʼ30 υποδέχθηκε τη μεταπολεμική πεζογραφία», ό.π. (σημ. 436), σ. 106.

221
εξέλιξή του μοιάζει έτσι αναμενόμενη, γι’ αυτό και ο Χατζίνης σχολιάζοντάς την στο
σημείωμά του για Το Φράγμα [τχ. 807 (15.2.1961)] παρατηρεί ότι με το έργο αυτό
«πραγματοποιείται ένα άλμα, όχι απλώς από το διήγημα στο μυθιστόρημα, αλλά προς
μια συνολική θεώρηση της ζωής». Η κριτική του Χατζίνη για την αξία του έργου
βρίσκεται σε αντιστοιχία με τη θετική -σε γενικές γραμμές- υποδοχή του και από
άλλους κριτικούς της περιόδου.463
Συμβαδίζοντας επίσης με τη γενικότερη κριτική στάση απέναντι στο έργο του
Ρούφου, η κριτική της Νέας Εστίας δεν ασχολείται σχεδόν καθόλου με το έργο του.
Ένα μόνο κριτικό σημείωμα [στο τχ. 808 (1.3.1961)] γράφεται για το μυθιστόρημα Η
Χάλκινη Εποχή (Το μυθιστόρημα του κυπριακού αγώνα),464 το οποίο προκαλεί τα
επαινετικά σχόλια του Χατζίνη.
Τρία κριτικά σημειώματα εντοπίζονται για το έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά, όλα
συνταγμένα από τον Θ. Δ. Φραγκόπουλο, χωρίς να περιλαμβάνουν την Πολιορκία
(1953), που όπως επισημαίνει η Κοτζιά μοιάζει να αγνοήθηκε από τους κριτικούς.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η αναφορά του κριτικού σε σημείωμά του για την Αντιποίησι
Αρχής [τχ. 1276 (1.9.1980)] στα χαρακτηριστικά της λογοτεχνίας της «γενιάς του
1950». Σημειώνει χαρακτηριστικά:

Γύρω στο 1954 παρουσιάστηκε, στην πεζογραφία μας, μια γενιά που μπορούσε να δώσει
όχι μονάχα υποσχέσεις, μα και εγγυήσεις, για μια μόνιμη και προσδιοριστική παρουσία στα
ελληνικά γράμματα. Χωρισμένη σε στοιχεία που απέκλιναν προς τα δεξιά ή τ’ αριστερά
(σε αντίθεση με τη μεταπολεμική ποίηση, όπου απουσιάζει ο αντικομμουνισμός, η πρόζα
μας μετά το 1946 έχει άφθονα δείγματα πολιτικής εμπάθειας) η γενιά αυτή είχε να
αντιπαλέψει με το ίδιο της τον εαυτό πριν από όλα.

Η σπάνια τοποθέτηση κριτικού από τη στήλη των βιβλιοκρισιών με πολιτικό


στίγμα, γίνεται ακόμα εντονότερη στη συνέχεια του σημειώματος όταν ο

463
Για την κριτική αποτίμηση του Φράγματος βλ. και: Αγνή Παπακώστα, Όψεις της νεωτερικότητας και
της πρωτοπορίας στη μεταπολεμική πεζογραφία (δεκαετίες 1960 και 1970). Οι περιπτώσεις των Σ.
Πλασκοβίτη, Α. Αλεξάνδρου, Γ. Χειμωνά και Α. Εμπειρίκου. Διδακτορική Διατριβή, Α.Π.Θ.-Τμήμα
Φιλολογίας, 2009. Η Παπακώστα καταγράφει τις επαινετικές κριτικές των Χουρμούζιου, Αλ. Κοτζιά
και Καραντώνη, ενώ στον αντίποδα την αρνητική στάση του Αλ. Αργυρίου.
464
Στο σημείωμα του Χατζίνη γίνεται επιγραμματική αναφορά και στο υπόλοιπο έργο του Ρούφου και
κυρίως στο Χρονικό μιας σταυροφορίας που προήλθε από την εμπειρία της κατοχής. Ωστόσο, παρόλο
που ο κριτικός φαίνεται να έχει υπόψη του το σύνολο σχεδόν της πεζογραφίας του Ρούφου δεν παρέχει
καμία εξήγηση για την απουσία κριτικής.

222
Φραγκόπουλος465 κατηγορεί ξεκάθαρα συναδέλφους του κριτικούς για τις ηχηρές και
σκόπιμες παραβλέψεις έργου συγγραφέων σαν τον Κοτζιά, λόγω αντίθετης ιδεολογίας.
Αναφέρει χαρακτηριστικά:

Η γενιά του ʼ30, με όλες τις εσωτερικές αντινομίες της, ήτανε μια συντροφιά με σαφή
επίγνωση της κοινότητας των συμφερόντων της∙ η γενιά του ʼ50, δυστυχώς –αλλά και πάλι,
γιατί; Ίσως θα έπρεπε κανείς να τη μακαρίζει για αυτό!– αλληλοξεσχίστηκε,
αλληλοϋποβιβάστηκε, αλληλοεξευτελίστηκε. Άνθρωποι σαν τον Δημήτρη Ραυτόπουλο, ή
τον Μ. Μ. Παπαϊωάννου δεν θέλησαν να δουν καμιάν αρετή στον Ρούφο ή στον Κοτζιά∙
άνθρωποι σαν τον Χατζηφώτη ή τον Αμίλκα Παπαβασιλείου δεν διανοήθηκαν να πουν
έστω μια καλή κουβέντα για τον Τσίρκα ή τον Φραγκιά. Και ο Ταχτσής χτυπήθηκε άγρια,
όσο κανείς στον τόπο μας, με ποδηγέτη ένα κουτσομπολιό που έχει φρυάξει.

Οι εκφρασμένες το 1980 απόψεις του Φραγκόπουλου για την αντιμετώπιση


συγγραφέων της γενιάς του 1950, δηλαδή της λεγόμενης πρώτης μεταπολεμικής γενιάς
(αλλά και των νεότερων που εμφανίστηκαν τη δεκαετία του ʼ60), συνάδουν έτσι με
την τοποθέτηση της Ελισάβετ Κοτζιά. Για την υποδοχή των συγγραφέων και έργων
που χαρακτηρίστηκαν από την Κοτζιά και τον Φραγκόπουλο ως παραδείγματα
κριτικής αστοχίας, τα ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα των βιβλιοκρισιών της Νέας
Εστίας δείχνουν τα εξής: 3 σημειώματα εντοπίζονται για βιβλία του Τσίρκα. Από την
τριλογία των Ακυβέρνητων πολιτειών σημείωμα βρίσκουμε μόνο για τη Νυχτερίδα, η
οποία αποσπά τα θετικά σχόλια του Χατζίνη χωρίς να γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην
πολιτική και ιδεολογική διάσταση του έργου του. «Δεν είμαι σε θέση να συζητήσω
λεπτομέρειες και πολύ περισσότερο να επισημάνω σφάλματα τακτικής. Αυτά είναι μια
δουλειά αυτοκριτικής. Πρέπει να είναι κανείς μπασμένος σε αποχρώσεις, να ζει με
πάθος τις εσωτερικές αντιθέσεις της αριστεράς για να μπορέσει να διακρίνει την
ιδιαίτερη σημασία μιας κουβέντας ή ενός περιστατικού», σημειώνει ο Χατζίνης [στο
τχ. 927 (15.2.1966)] αιτιολογώντας την εστίαση σε τεχνικά ζητήματα του έργου και
όχι στην ιδεολογική του διάσταση. Δεν εξηγείται πάντως ο λόγος της απουσίας
κριτικών σημειωμάτων για τα υπόλοιπα δύο βιβλία της τριλογίας.466

465
Ο οποίος ωστόσο δεν ανήκει στους σταθερούς κριτικούς του περιοδικού. Σημειώνεται έτσι ότι ως
κριτικός εμφανίστηκε το 1977 με σημείωμα για το έργο της Ελένης Βλάχου, Γιατί δεν τα λέτε; [τχ. 1207
(15.10.1977)], για να γράψει επίσης άλλα 3 σημειώματα για τα έργα του Κοτζιά: Αντιποίησις Αρχής [τχ.
1276 (1.9.1980)], Ο Εωσφόρος [τχ. 1299 (15.8.1981)] και Φανταστική περιπέτεια [τχ. 1412 (1.5.1986)].
466
Για την κριτική των Ακυβέρνητων Πολιτειών, βλ. και Χρύσα Προκοπάκη, Οι ακυβέρνητες πολιτείες
του Στρατή Τσίρκα και η κριτική (1960-1966), Αθήνα, Κέδρος, 1980. Βλ. και τη νεότερη μελέτη του

223
Παντελής απουσία βιβλιοκρισιών παρατηρείται για την εργογραφία του
Δημήτρη Χατζή, του Ανδρέα Φραγκιά και του Γιώργου Ιωάννου, ενώ αντίθετα
περισσότερη προσοχή φαίνεται να συγκεντρώνει το έργο του Νίκου Κάσδαγλη, για το
οποίο γράφονται συνολικά 4 σημειώματα. Με το πρώτο για τη συλλογή διηγημάτων
Σπιλιάδες [τχ. 613 (15.1.1953)] ο Χατζίνης εκφράζει τις προσδοκίες του για την
εξέλιξη του συγγραφέα, προσδοκίες οι οποίες ωστόσο διαψεύδονται κατά τον Χατζίνη,
καθώς σχολιάζοντας Τα δόντια της μυλόπετρας [τχ. 690 (1.4.956)] παρατηρεί ότι
πρόκειται για ένα κακογραμμένο χρονικό (εκφράζοντας μάλιστα την έκπληξή του γιατί
οι Σπιλιάδες είχαν αφήσει «μια πολύ αγαθή εντύπωση») που «σχεδόν προκαλεί
απώθηση». Τέλος, δύο κριτικά σημειώματα βρίσκουμε για το έργο του Κώστα Ταχτσή,
όχι ωστόσο για το πεζογραφικό αλλά μόνο για τις συλλογές ποιημάτων του Δέκα
ποιήματα [τχ. 591 (15.2.1952)] και Μικρά Ποιήματα [τχ. 613 (15.1953)].467 Ως
δημιουργό που πρόκειται να κινηθεί προς την ποιητική σάτιρα βλέπει ο Χουρμούζιος
τον Ταχτσή της πρώτης συλλογής, ενώ η δεύτερη επιβεβαιώνει την αρχική εντύπωση
ενός «τάλαντου που ανατέλλει» και που με τους ελάσσονες τόνους του είναι καλύτερος
από «άλλους που είναι δήθεν μείζονες και δεν είναι τίποτε».
Όπως προκύπτει από την ποσοτική και ποιοτική εξέταση των βιβλιοκριτικών
σημειωμάτων για τους περισσότερους –και όχι για όλους– από τους
προαναφερόμενους συγγραφείς, οι κριτικοί της Νέας Εστίας δεν κατόρθωσαν να
υπερβούν τις παρατηρούμενες αστοχίες της ευρύτερης κριτικής και να εκτιμήσουν την
προσφορά τους. Για ιδεολογικοπολιτικούς λόγους δεν έκριναν τα έργα πολιτικά
εξόριστων ή διωκόμενων σημαντικών συγγραφέων (Χατζής, Φραγκιάς). Ωστόσο, και
σε αυτήν την περίπτωση, του ιδεολογικά δηλαδή φορτισμένου έργου αρκετών
τουλάχιστον από τους πεζογράφους που αναφέρθηκαν, το περιοδικό παρακάμπτοντας
τα σημεία εκείνα που επιδέχονταν αντίστοιχες ιδεολογικές τοποθετήσεις, εστίασε στην
αξία του κρινόμενου έργου ως καλλιτεχνικού δημιουργήματος με συγκεκριμένα
αισθητικά χαρακτηριστικά, εκτιμώντας άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο τη
θέση που οι συγγραφείς επρόκειτο να λάβουν στο πέρασμα του χρόνου.
Στη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών (1970 και 1980), την κριτική της Νέας
Εστίας φαίνεται να ξεπερνούν οι εξελίξεις στην ποιητική και πεζογραφική παραγωγή

Μίλτου Πεχλιβάνου, Από τη Λέσχη στις Ακυβέρνητες πολιτείες. Η στίξη της ανάγνωσης, Αθήνα, Πόλις,
2008.
467
Τα σημειώματα γράφονται ωστόσο από τον Χουρμούζιο το 1952 [τχ. 591 (15.2.1952)] και 1953 [τχ.
613 (15.1.1953)] αντίστοιχα, έναν χρόνο δηλαδή περίπου μετά την κυκλοφορία των συλλογών.

224
του τόπου. Όπως προκύπτει από την επεξεργασία των στατιστικών δεδομένων, μια
πλειάδα δημιουργών που έκανε την εμφάνισή της στα χρόνια αυτά δεν
συμπεριλαμβάνεται στα κριτικά σημειώματα των συνεργατών του περιοδικού.
Πιο αναλυτικά, εκπρόσωποι της ποιητικής αλλά και πεζογραφικής «γενιάς του
1970» (ο όρος αναφέρεται σε νέους, πρωτοεμφανιζόμενους ποιητές και πεζογράφους
των αρχών της δεκαετίας του ʼ70)468 όπως οι: Νάσος Βαγενάς, Γιάννης Βαρβέρης, Ρέα
Γαλανάκη, Μιχάλης Γκανάς, Μάρω Δούκα, Μάνος Κοντολέων, Χριστόφορος
Λιοντάκης, Γιώργος Μαρκόπουλος, Δημήτρης Νόλλας, Αντώνης Σουρούνης, κ.ά., στη
συντριπτική τους πλειοψηφία δεν συμπεριλήφθηκαν στη στήλη των βιβλιοκριτικών
σημειωμάτων του περιοδικού. Συγκεκριμένα, από τους προαναφερόμενους
δημιουργούς εντοπίζονται σημειώματα μόνο για τους Βαγενά (1), Βαρβέρη (2),
Λιοντάκη (2)469 και Μαρκόπουλο (1).
Θετική είναι η υποδοχή του ποιητικού όσο και του μεταφραστικού έργου του
Χριστόφορου Λιοντάκη, καθώς η σταθερή πορεία του προς την «ατέρμονη και προς
τον ουρανό εκτεινόμενη “ποιητική κλίμακα”» επισημαίνεται από τον Καραντώνη [βλ.
το σημείωμά του για τη συλλογή Υπόγειο Γκαράζ, στο τχ. 1239 (15.2.1979)].
Ως έναν νέο «κριτικό, φιλόλογο, ποιητή, στοχαστή, λογοτέχνη που η παρουσία
του έχει κύρος ανάμεσα στις φιλόδοξες απαιτήσεις των νεότατων και τη δυσπιστία των
παλαιότερων και των παλαιών» χαρακτηρίζει τον Βαγενά ο Καραντώνης με αφορμή
τη συλλογή του Βιογραφία [σε σημείωμά του στο τχ. 1272 (1.7.1980)]. Ιδιαιτέρως
θετικά κρίνει την ποιητική μέθοδό του που έχει το δίδαγμά της στον Σεφέρη,
αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι ο Βαγενάς προεκτείνει εποικοδομητικά και μας
«επανασυνδέει με παλιότερα ποιητικά τρόπαια».470
Τέλος, ο επίλογος του σημειώματος του Καραντώνη, με αφορμή τη συλλογή του
Βαρβέρη Το Ράμφος, καθώς επίσης του Γιάννη Κακουλίδη Μεσημβρινή απόπειρα, του

468
Βλ. και Μαρία Ν. Ψάχου, Η ποιητική γενιά του ʼ70, Ιδεολογική και αισθητική διερεύνηση.
Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 2011. Για την ποιητική γενιά του ʼ70 και τους
εκπροσώπους της, βλ. επίσης: Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Διαδρομές της γενιάς του 1970» στο: Για
μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα, Πρακτικά Συνεδρίου στη μνήμη του
Αλέξανδρου Αργυρίου, Ρέθυμνο 20-22 Μαΐου 2011, επιμέλεια: Αγγέλα Καστρινάκη, Αλέξης Πολίτης,
Δημήτρης Τζιόβας, Ηράκλειο ΠΕΚ, 2012, σσ. 369-378.
469
Το κριτικό σημείωμα του τχ. 1239 (15.2.1979) περιλαμβάνει σχόλια για δύο έργα του Λιοντάκη. Για
τη συλλογή Υπόγειο Γκαράζ και για τη μετάφραση της Φωνής των Πραγμάτων του Francis Ponge.
470
Αναμενόμενη από τον Καραντώνη είναι βεβαίως η αναφορά «στην εξέταση της ποιητικής και της
ποίησης του Σεφέρη» από τον Βαγενά στη μελέτη του Ο ποιητής και ο Χορευτής. Στην εισαγωγή του
σημειώματος αναφέρει έτσι ότι ελπίζει να μιλήσει σύντομα για την εργασία αυτή που «μαζί με τον τόμο
του Γιάννη Κιουρτσάκη Ελληνισμός και Δύση στο στοχασμό του Σεφέρη, και τη σύγχρονη κριτική μας
πλουτίζουν αλλά και αποδείχνουν πόσο στέρεη είναι η μεταθανάτια θέση του Σεφέρη, σαν σταθμικού
ποιητή του νέου ελληνισμού».

225
Μισέλ Φάις Παλαιοδημοτικά πονήματα, του Γιώργου Μαρκόπουλου Πυροτεχνουργοί
και του Μιχάλη Παπαμιχαήλ Ελληνικά πράγματα [σε ένα σημείωμα στο τχ. 1262
(1.2.1980)] συνοψίζει, θα λέγαμε, τις προσδοκίες των κριτικών της Νέας Εστίας από
τους νέους της εποχής. Οι προσδοκίες αυτές εκφράζονται σαν μια επιστροφή σε
αξεπέραστα πρότυπα του παρελθόντος, γεγονός που αντικατοπτρίζει τη στάση
ολόκληρης της μεταπολεμικής κριτικής του περιοδικού. Ο Καραντώνης σημειώνει
έτσι χαρακτηριστικά:

Η περιπλάνηση στα πεδία αυτών των νέων (Γιάννης Βαρβέρης, Γιάννης Κακουλίδης,
Μισέλ Φάις, Γιώργος Μαρκόπουλος, Μιχάλης Παπαμιχαήλ) που ξεκινάν με ελπίδες και
εφόδια για την ποίηση, συμπληρώνοντας άλλες περιπλανήσεις μας σε ατομικές και
συλλογικές περιπτώσεις και άλλων αξιόλογων νέων, μας κάνει να φανταζόμαστε πως δύο
τύπους μεγάλων ποιητών γυρεύει η εποχή μας: έναν καινούριο αλλά «μεγάλο» Καρυωτάκη
(«μεγάλο» εννοούμε προσαρμοσμένο στις διαστάσεις της εποχής μας) που θα ξανατόνιζε
τον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων, και έναν παράλληλα μεγάλον επικό ποιητή,
μια ανασύνθεση Σολωμού, Βαλαωρίτη, Παλαμά, Σικελιανού και Καζαντζάκη, που σ’ ένα
τεράστιο έπος θα δημιουργούσε την «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια» ετούτων των καιρών,
όπου η επιστήμη του διαστήματος και η επί γης ξαναγεννημένη πολύπλευρη πειρατεία
έχουν κιόλας συσσωρεύσει τέτοιους όγκους κατακτήσεων ώστε θεωρητικά τουλάχιστον να
νομίζουμε δυνατή την αναγέννηση ή την επανεμφάνιση του ποιητικού έπους, Η μήπως
ονειρευόμαστε;

Η απουσία κριτικών σημειωμάτων για βιβλία νεοεμφανιζόμενων λογοτεχνών


στη διάρκεια των δεκαετιών 1970 και 1980 δεν συνεπάγεται τη μείωση του συνολικού
αριθμού των κριτικών σημειωμάτων αυτά τα χρόνια. Το γεγονός ότι ο αριθμός τους
παραμένει σταθερά υψηλός (βλ. Πίνακα 1 για τον μέσο όρο των σελίδων κατά τις υπό
εξέταση δεκαετίες και Πίνακα 2 για τον αντίστοιχο αριθμό κριτικών σημειωμάτων)
ενώ απουσιάζουν κριτικές για νεοεκδομένα βιβλία οδηγεί στο συμπέρασμα –το οποίο
επιβεβαιώνουν και οι τίτλοι των κρινόμενων βιβλίων– ότι η κριτική των ετών αυτών
περιστρέφεται σε συγγραφείς προηγούμενων γενεών που εξακολουθούν να παράγουν
έργο, καθώς και σε επανεκδόσεις έργων παλιότερων συγγραφέων. Η κριτική
επαγρύπνηση του περιοδικού έχει αρχίσει να εξασθενίζει. Να σημειωθεί επίσης ότι
ιδιαίτερα όσον αφορά την πεζογραφία, ο αριθμός των σημειωμάτων –και κυρίως μετά
τον θάνατο του Χατζίνη– εμφανίζεται μειωμένος σε σχέση με την ποίηση αλλά και με
τις μελέτες γύρω από πρόσωπα και θέματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, γεγονός που

226
επιβεβαιώνει την ελλιπή παρακολούθηση των νέων τάσεων στο λογοτεχνικό αυτό
είδος.
Ολοκληρώνοντας την παρούσα μελέτη με την εποπτική αυτή εξέταση της
υποδοχής του έργου των σημαντικότερων εκπροσώπων των ελληνικών γραμμάτων,
διαπιστώσαμε πως η Νέα Εστία αποτέλεσε από το 1927 έναν από τους
σημαντικότερους διαύλους παρακολούθησης της κυκλοφορίας των νεοεκδομένων
βιβλίων, φιλοξενώντας στις στήλες της σημειώματα για το έργο σημαντικών αλλά και
λιγότερο αξιόλογων συγγραφέων μέσα στη διάρκεια του υπό εξέταση χρονικού
διαστήματος των 60 ετών. Οι αριθμοί των σημειωμάτων, των κρινόμενων βιβλίων και
συγγραφέων, των σελίδων που αφιερώθηκαν σε κάθε ένα από τα συνολικά 1451 τεύχη
της (από το 1927 έως το 1987), αποτελούν αδιάψευστα στοιχεία της σπουδαιότητας
της στήλης «Τα Βιβλία». Σε ιστορικά κρίσιμες συγκυρίες, σε μια εξηκονταετία στην
οποία διαδραματίστηκαν τα πιο καθοριστικά γεγονότα για την εξέλιξη της χώρας αλλά
και της πνευματικής της ζωής, η Νέα Εστία έμεινε σταθερή στην έκδοσή της και στον
έλεγχο μέσα από την κριτική της των πνευματικών τάσεων που διαμόρφωσαν
διαφορετικές γενιές. Παρά τις επιμέρους αστοχίες της, η συνολική προσφορά της
εκτιμάται αναμφίβολα από το σύνολο των μελετητών της νεοελληνικής λογοτεχνίας
και η απουσία μελετών οφείλεται, όπως εύστοχα σημειώνεται, αποκλειστικά στον
όγκο του υπό εξέταση υλικού.
Όπως επιχειρήθηκε να περιγραφεί, παρά τις κατηγορίες που εκτόξευσαν
εναντίον των διευθυντών και των κριτικών της συγγραφείς και κριτικοί άλλων
εντύπων για τις ιδεολογικές αλλά και αισθητικές προτιμήσεις της, η Νέα Εστία δεν
δίστασε να συμπεριλάβει στα κριτικά σημειώματά της συγγραφείς ιδεολογικά
αντίθετους με τη δική της γραμμή, καθώς και έργα που δεν ανταποκρίνονταν στην
αισθητική ταυτότητά της. Δεν τήρησε όμως την ίδια αμερόληπτη στάση σε όλη τη
διάρκεια της έκδοσής της, ιδίως στη μετεμφυλιακή μεταπολεμική περίοδο και στη
μεταπολιτευτική.
Άλλο ένα σημείωμα του Χάρη που συνοδεύει τη δημοσίευση του μελετήματος
του Σόλωνα Μακρή, «Η κριτική», στο τχ. 1297 (15.7.1981) είναι αντιπροσωπευτικό
της συνολικής γραμμής που ακολούθησε το περιοδικό στο διάστημα των εξήντα ετών.

–Με τις περισσότερες παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα του κ. Σόλ. Μακρή η διεύθυνση
της Νέας Εστίας συμφωνεί. Ίσως βλέπει από διαφορετική σκοπιά την εργασία μερικών
κριτικών, που ελέγχονται με κάποια αυστηρότητα. Τούτο όμως δεν εμπόδισε τη

227
δημοσίευση του μελετήματος. Υπογράφεται από συνεργάτη μας, που μπορεί να έχει δική
του ευθύνη. –Π. Χ.

Παρά τις αισθητικές και ιδεολογικές επιλογές των διευθυντών της οι οποίες
φανερά εκφράστηκαν, όπως είδαμε, τόσο με σημειώματα, άρθρα και μελέτες αλλά και
από τη θέση της στήλης της κριτικής στην οποία και οι δύο συμμετείχαν με έναν
σημαντικό αριθμό βιβλιοκρισιών (ιδίως βεβαίως ο Χάρης), η Νέα Εστία δεν αποτέλεσε
ένα κλειστό συστημικό έντυπο. Τόσο το εύρος των συνεργαζόμενων κριτικών της όσο
και η συμπερίληψη στη στήλη της ενός τεράστιου αριθμού συγγραφέων παλιών και
νεότερων, αναγνωρισμένων από την υπόλοιπη κριτική αλλά και παραγνωρισμένων, το
αποδεικνύουν.
«Υπογραμμίζοντας την αντικειμενικότητα της Νέας Εστίας πρέπει να υπομνήσω
ότι υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου για τον ίδιο συγγραφέα, αλλά για διαφορετικά
βιβλία του έχουν δημοσιευθεί ανάλογα ευμενείς ή δυσμενείς κριτικές»,471 σημειώνει ο
Ξύδης. Ενώ και ο ίδιος ο Χάρης διατυπώνει τον τρόπο διαχείρισης των διαφόρων και
διαφορετικών κριτικών απόψεων που εκφράστηκαν από τις σελίδες του περιοδικού:

Οι ώριμοι πνευματικοί άνθρωποι, που βρίσκονται στο κέντρο του περιοδικού τούτου και
συγκροτούν το επιτελείο του, και τί προσφέρουν ξέρουν και τί οικοδομούν μπορούν να
προκαθορίσουν. Μα η ευθύνη που οδηγεί συνεργάτες και φίλους στην πυκνή σύνθεση που
είναι η ευρύτερα μορφωτική αποστολή της Νέας Εστίας, η ευθύνη αυτή είναι καθαρά
κριτική και με σπρώχνει σε μιαν ομολογία, που μόνο τώρα, έπειτ’ από αγώνες δέκα τριών
χρόνων, τολμώ να την κάμω. Πόθος πνευματικής ζωής είναι η δύναμη που με δένει με τη
Νέα Εστία. Πόθος όμως πνευματικής ζωής είναι και κάθε σταθερή κριτική διάθεση. Κι η
Νέα Εστία προέκταση της κριτικής εργασίας μου κάνει. Κι ας φαίνεται ότι με τον κρίσιμο
αυτό λόγο προσυπογράφω κείμενα, που δε βρίσκονται σε ανταπόκριση με τα αισθητικά
μου κριτήρια. […] Η Νέα Εστία όσο οφείλει να γίνεται οδηγός άλλο τόσο πρέπει να είναι
και η έκφραση της εποχής της. Συγκεντρώνω λοιπόν ό,τι είναι αυτή η έκφραση, εκλεκτές
εργασίες ή και μέτριες κάποτε με υπογραφές που είναι κι αυτές δεμένες με την έκφραση
της εποχής), το οργανώνω, το παρουσιάζω μόνο αν σαν σύνολο έχει ευρύτερη παιδευτική
αξία, -κάνω κριτική πράξη παράλληλα με την κριτική θεωρία που εξηγώ και καλλιεργώ
στις κριτικές στήλες της Νέας Εστίας κι αλλού. Κι αυτή η κριτική πράξη, που θέλω να

471
Ξύδης, «Πέτρος Χάρης: Ο διευθυντής της Νέας Εστίας», ό.π. (σημ. 107), σ. 49.

228
ελπίζω ότι είναι προετοιμασία πνευματικής ζωής, διαφέρει σε θερμοκρασία όσο κάθε
πράξη από κάθε θεωρία, γι’ αυτό και με κρατάει κοντά της.472

Με βάση τα όσα καταγράφηκαν στις σελίδες της παρούσας μελέτης τα λεγόμενά


τόσο του Χάρη όσο και του Ξύδη αποδεικνύονται ότι έχουν κάποια βάση και δεν είναι
οι συνηθισμένες αυτοεπαινετικές δηλώσεις των περιοδικών.

472
Πέτρος Χάρης, «Ένας πρώτος σταθμός», Νέα Εστία, τχ. 444 (1.1.1946) 6-7.

229
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Σύμφωνα με τους αρχικούς στόχους που τέθηκαν στην παρούσα διατριβή, στα
κεφάλαια που προηγήθηκαν επιχειρήθηκε να αναδειχθεί η σημασία της στήλης των
σημειωμάτων λογοτεχνικής κριτικής της Νέας Εστίας στη διάρκεια τού υπό εξέταση
χρονικού διαστήματος των εξήντα ετών, από το 1927 έως και το 1987.
Η αξία του είδους της επικαιρικής κριτικής, και άρα της προσφοράς του κριτικού
της τρέχουσας λογοτεχνικής παραγωγής, τόσο στον διεθνή όσο και στον ελλαδικό
πνευματικό χώρο, όπως αναλύθηκε στο κεφάλαιο 1, καθιστά τη μελέτη των
βιβλιοκρισιών του μακροβιότερου ελληνικού λογοτεχνικού περιοδικού ιδιαιτέρως
σημαντική. Η σταθερή παρουσία της στήλης ακόμα και στη διάρκεια κρίσιμων
ιστορικοπολιτικών συγκυριών που επηρέαζαν τη διαμόρφωση των διαφορετικών
τμημάτων του περιοδικού, ο διαρκής σχολιασμός των αντιδράσεων που αυτή
προκαλούσε, καθώς και η επαναλαμβανόμενη διατύπωση των αρχών άσκησης της
κριτικής μέσα από τη στήλη, ζητήματα που εξετάστηκαν στο κεφάλαιο 2,
αποδεικνύουν τη σπουδαιότητα που της απέδιδαν οι ίδιοι οι διευθυντές της Νέας
Εστίας. Επιπλέον στοιχείο που ενισχύει την παραπάνω θέση είναι η επιλογή του
βασικού πυρήνα των συνεργατών κριτικών, όπως αυτός παρουσιάστηκε στα κεφάλαια
3 και 4. Την αρχική επιλογή του Ξενόπουλου για την ανάθεση της στήλης σε νέους
αλλά όχι άπειρους στην άσκηση αυτού του είδους κριτικής, συνεργάτες, ακολούθησε
και ο Χάρης. Η ενίσχυση μάλιστα της ομάδας των τακτικών κριτικών, με την
προσθήκη περισσότερων και έμπειρων προσώπων, καθώς και ο διαχωρισμός της
παρακολούθησης των νέων εκδόσεων με δύο ξεχωριστές στήλες –αυτή της απλής
αναγγελίας ή καταγραφής των νέων βιβλίων και την καθιερωμένη των βιβλιοκρισιών–
φανερώνει τη σημασία της συστηματικής και συνεπούς καταγραφής και κριτικής των
λογοτεχνικών έργων για τον διευθυντή του περιοδικού. Ο ίδιος άλλωστε, ως ένας από
τους πολυγραφότερους βιβλιοκριτικούς από τη στήλη της Νέας Εστίας, δεν παύει να
εκφράζει τη θέση του για την αξία του επικαιρικού κριτικού λόγου και για την ισοτιμία
της κριτικής και της τέχνης ως εκδηλώσεις ύψιστης πνευματικής δημιουργίας. Οι
κριτικοί του περιοδικού, επηρεαζόμενοι αναμφίβολα από τις ήδη διαμορφωμένες
αισθητικές και ιδεολογικές αντιλήψεις τους, κλήθηκαν να αξιολογήσουν έργα και
συγγραφείς που δεν έρχονταν πάντα σε συμφωνία με αυτές. Το αποτέλεσμα ξεπερνά
σε αρκετές περιπτώσεις τις προσδοκίες του ερευνητή, καθώς φάνηκε ότι η ασκούμενη

230
κριτική δεν στράφηκε εναντίον ιδεολογικά αντιτιθέμενων τάσεων, αλλά
επικεντρώθηκε στην αξία του έργου των κρινόμενων δημιουργών. Με έμφαση στην
αισθητική εντύπωση, λοιπόν, οι συνεργάτες του περιοδικού εκτίμησαν την αξία
πολλών από τους συγγραφείς που επρόκειτο να καταλάβουν σημαντική θέση στον
ελληνικό πνευματικό χώρο, έστω κι αν οι αισθητικές προτιμήσεις τους διέφεραν. Μέσα
από την ανάλυση των περιπτώσεων που παρουσιάστηκαν στο κεφάλαιο 5,
διαπιστώθηκε ότι μια σημαντική μερίδα των βασικότερων εκπροσώπων των
ελληνικών γραμμάτων αξιολογήθηκε θετικά, χωρίς ωστόσο να απουσιάζουν εντελώς
οι περιπτώσεις εκείνων που δεν παρουσιάστηκαν ούτε αξιολογήθηκαν επαρκώς από
τη στήλη των βιβλιοκρισιών της Νέας Εστίας. Πρόκειται κυρίως, όπως διαπιστώθηκε,
για συγγραφείς της μετεμφυλιακής μεταπολεμικής περιόδου, καθώς και της
μεταπολιτευτικής.
Στα χρόνια αυτά οι εξελίξεις φαίνεται να ξεπερνούν το περιοδικό, το οποίο
εξακολουθεί να επικεντρώνεται περισσότερο στους εκπροσώπους παλιότερων
λογοτεχνικών γενεών, και ιδίως της γενιάς του 1930, παραμερίζοντας –αλλά όχι
αγνοώντας– το έργο των νεότερων δημιουργών. Τη στάση αυτή σχολιάζουν και
συνεργάτες του ίδιου του περιοδικού, όπως ο επί σειρά ετών κριτικός της Δ. Κ.
Παπακωνσταντίνου, ο οποίος στο σημείωμά του για το βιβλίο του Χάρη Συνομιλίες με
φίλους [τχ. 1447 (15.10.1987)] παρατηρεί χαρακτηριστικά:

Η Νέα Εστία σε κάθε εποχή έχει τους άμεσους συνεργάτες της, στην ποικιλία των
πνευματικών ενασχολήσεών τους, τους φίλους και τους γνωστούς του διευθυντή της,
συγκεντρώνει όμως και ένα εκλεκτό επιτελείο από άξιους άγνωστους συνήθως και
συνοδεύεται από πολλούς άλλους που διανύουν τα πρώτα ελπιδοφόρα τους βήματα. Η
έννοια της προγραμματισμένης «κλίκας» με την εμετική προβολή ελαχίστων, με τον
συνειδητό αποκεφαλισμό ή τον συνωμοτικό, εν ζωή, ενταφιασμό πνευματικών δημιουργών
δεν συναντώνται στις σελίδες του περιοδικού. Το μόνο που θα είχε να παρατηρήσει κανείς,
είναι ο τονισμός της προσφοράς της γενιάς του ʼ30, ενώ στις επόμενες υπάρχουν μερικοί
αξιόλογοι πεζογράφοι και ποιητές που, μάλλον, δεν τους αναγνωρίστηκε η προσήκουσα
τιμή.

Παρά τη δυναμική παρακολούθηση και τον σχολιασμό του έργου των


εκπροσώπων της γενιάς του ʼ30 από τη Νέα Εστία, στόχος της παρούσας διατριβής
ήταν η σφαιρική εξέταση της λογοτεχνικής κριτικής της σε όλο το χρονικό άνυσμα

231
των εξήντα ετών, μέσω της στήλης των βιβλιοκριτικών σημειωμάτων, και όχι μόνο η
εστίαση στην, κατά γενική ομολογία, συμβολή της στην ανάδειξη και καθιέρωση
αυτής της γενιάς. Ωστόσο, η ανάλυση και αξιοποίηση των ποσοτικών και των
ποιοτικών δεδομένων οδήγησε τελικά στην εκτενέστερη ενασχόληση με κριτικούς και
έργα παλιότερων λογοτεχνικών γενεών, ως απόρροια της ίδιας της φυσιογνωμίας του
περιοδικού, η οποία καθορίζεται εν πολλοίς και από τις πεποιθήσεις του ίδιου του
διευθυντή του. Ο Χάρης (ο μακροβιότερος διευθυντής του) ως συγγραφέας και
κριτικός εντάσσεται άλλωστε στη γενιά αυτή και παρά τις δυσκολίες που παρουσιάζει
η κριτική σύγχρονών του δημιουργών (δυσκολίες που αφορούν το είδος της
επικαιρικής λογοτεχνικής κριτικής εν γένει) στρέφει την προσοχή του και τις δυνάμεις
του στη μελέτη του έργου της, επιλέγοντας παράλληλα ως συνεργάτες, κριτικούς
αυτής της γενιάς.
Καθώς όμως η περίοδος της διεύθυνσης της Νέας Εστίας από τον Χάρη καλύπτει
χρονικά και την εμφάνιση και καθιέρωση και νεότερων λογοτεχνικών γενεών, έστω κι
αν η ίδια «γέρνει» προς την μεριά των παλιότερων, επιχειρήθηκε η μελέτη της
υποδοχής όλων των λογοτεχνικών ρευμάτων και τάσεων, καθώς και των εκπροσώπων
τους, μέχρι και το τέλος της θητείας του Χάρη, προκειμένου να τεκμηριωθούν τα
συμπεράσματα για την ίση ή άνιση αξιολόγησή τους από τη στήλη της κριτικής. Για
την επίτευξη του στόχου αυτού, επιχειρήθηκε καταρχάς η αναλυτική καταγραφή των
κρινόμενων βιβλίων των μεταγενέστερων λογοτεχνικών γενεών στα υπολογιστικά
φύλλα, προκειμένου ο ερευνητής να εξαγάγει συμπεράσματα σχετικά με την
συμπερίληψή τους ή μη στη στήλη της κριτικής. Όπως αποδείχτηκε από τα αριθμητικά
δεδομένα, ενώ ο αριθμός των κρινόμενων βιβλίων κατά τη διάρκεια των δεκαετιών
1950-1980 δεν μειώνεται αλλά διατηρείται σταθερός (βλ. Πίνακα 2), μεγάλο μέρος
καταλαμβάνουν τα σημειώματα κριτικής για έργα ή επανεκδόσεις έργων της γενιάς
του ʼ30. Αν και τα αριθμητικά δεδομένα αποτελούν ένα αντικειμενικό τεκμήριο,
απαραίτητη ήταν η εξαγωγή συμπερασμάτων και από τη μελέτη των
συμπεριληφθέντων βιβλίων και συγγραφέων. Στο σημείο αυτό ο ερευνητής μπορεί να
επιβεβαιώσει τη γενικότερη και διαχρονική στάση του περιοδικού απέναντι σε
πρωτοπορίες και ιδεολογικές συνιστώσες. Μια επιφυλακτική αρχικά υποδοχή,
προκειμένου να διατηρηθεί η ελάχιστη χρονική απόσταση για την επανεκτίμηση
προσώπων και ποιότητας του λογοτεχνικού τους έργου, καθώς και αξιολόγηση των
επιμέρους χαρακτηριστικών τους. Η διαχρονική διακύμανση μεταξύ συντήρησης και
πρωτοπορίας και η αποφυγή των άκρων, κατά τη διατύπωση του ίδιου του Χάρη,

232
μοιάζει να εφαρμόζεται σε όλη τη διάρκεια της διεύθυνσής του. Η ιδεολογική
αποστασιοποίηση σε κρίσιμες ιστορικοπολιτικές συγκυρίες είναι φανερή, χωρίς
ωστόσο η ιδεολογική φόρτιση έργων να είναι καθοριστική για την απουσία κριτικής
τους. Συνεπώς, η εξέταση της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής λογοτεχνικής
παραγωγής δεν αποκλείεται από το πρίσμα της κριτικής του περιοδικού, λόγω της
κυριαρχίας συγκεκριμένων πρωτοποριών και ιδεολογικών τάσεων, αλλά
παρουσιάζεται περισσότερο σκιαγραφική, εξαιτίας της επίμονης προσπάθειας του
Χάρη και των συνεργατών του να μελετήσουν και να αξιολογήσουν σε όλο το βάθος
το έργο μιας γενιάς που προσέφερε τις τελευταίες δημιουργικές της δυνάμεις στον
λογοτεχνικό στίβο.
Έστω κι αν οι συγκρίσεις με άλλα περιοδικά δεν αποτέλεσαν αντικείμενο
έρευνας της παρούσας εργασίας –καθώς αυτή επικεντρώθηκε στην κάλυψη του
ερευνητικού κενού που παρουσιάζει η αποκλειστική μελέτη της Νέας Εστίας– μια
σειρά από συμπεράσματα για την αξία και τη θέση που καταλαμβάνει το περιοδικό και
η στήλη των βιβλιοκριτικών σημειωμάτων του ανάμεσα σε άλλα που εμφανίστηκαν
την ίδια περίοδο, μπορεί να εξαχθεί: η στήλη της κριτικής των νέων βιβλίων
συγκέντρωσε, όπως διαπιστώσαμε, από πολύ νωρίς την προσοχή όλων των
εκπροσώπων του πνευματικού κόσμου, προκαλώντας διαφοροποιημένες αντιδράσεις.
Από τα επαινετικά σχόλια μέχρι τη διαμαρτυρία για την κριτική της στάση, γεγονός
είναι ότι τα σημειώματα των κριτικών της βρέθηκαν σταθερά στο επίκεντρο πληθώρας
άλλων περιοδικών, αποδεικνύοντας τη θέση που της αναγνώριζαν τόσο οι
συμφωνούντες όσο και οι διαφωνούντες με τις αρχές και τον τρόπο άσκησής της. Σε
περιόδους άλλωστε που το είδος της επικαιρικής κριτικής είχε ιδιαίτερη δυναμική και
επηρέαζε ακόμα και την εκδοτική πορεία ενός βιβλίου, πολλοί ήταν οι συγγραφείς που
θεωρούσαν πολυπόθητη την επαινετική κριτική του έργου τους από το περιοδικό.
Στη διάρκεια της μακράς πορείας της Νέας Εστίας, πολλά περιοδικά, άλλα
περισσότερο και άλλα λιγότερο σημαντικά, εμφανίστηκαν, χωρίς ωστόσο κανένα να
κατορθώσει να αντέξει στον χρόνο όσο εκείνη. Ακόμα κι όταν οι λογοτεχνικές
εξελίξεις έμοιαζαν να την προσπερνούν, η σταθερή παρακολούθηση των νέων βιβλίων
από τους κριτικούς της συγκέντρωνε την προσοχή του πνευματικού κόσμου,
προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις, με αποκορύφωμα, όπως αναφέρθηκε, τη στάση
της στην ιδεολογική πόλωση της μεταπολεμικής περιόδου και την προσκόλληση στη
γενιά του ʼ30, με βασικό αντιπροσωπευτικό διαχρονικό δόγμα την απομάκρυνση από
τη στρατευμένη τέχνη. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμα και νεότερα περιοδικά

233
που ασκούσαν κριτική την περίοδο 1945-1967 και επεφύλαξαν ιδιαίτερη θέση στους
ποιητές της πρώτης και δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, συντάσσονταν, με την
επιλογή της Νέας Εστίας για την υποστήριξη μιας τέχνης αυτόνομης. Ενδεικτικά
αναφέρονται τα περιοδικά Κοχλίας (1945-1948) και αργότερα η Διαγώνιος (1958-
1983) και οι Εποχές (1963-1967), τα οποία «επιχειρούν να αποστασιοποιηθούν από
την ιδεολογική πόλωση της εποχής, με τις επιλογές των κριτικών να παραπέμπουν σε
μια σύλληψη της τέχνης ως διαδικασίας ανεξάρτητης από ιδεολογικές εμπλοκές»,473
κατά τις αρχές της Νέας Εστίας.
Συνεπώς, η σταθερή αντίληψη του Χάρη (ως συνέχεια της αντίστοιχης του
Ξενόπουλου) για την ισοτιμία λογοτεχνικής κριτικής και τέχνης και για την αυτονομία
και των δύο από ιδεολογικές συνιστώσες, δεν οδήγησε το περιοδικό και την κριτική
του στήλη σε απομόνωση, αλλά απεναντίας στη διατήρηση της εξέχουσας θέσης του
ανάμεσα σε νεοφανή και παλιότερα λογοτεχνικά περιοδικά, είτε αυτά ακολούθησαν
διαφορετική είτε παρόμοια αντίληψη. «Το πολυσυλλεκτικό αυτό περιοδικό καθόρισε
εν πολλοίς, με τις αναδρομές και τις προβολές του, τον νεοελληνικό λογοτεχνικό
κανόνα και αποτύπωσε στις σελίδες του την ιστορία της λογοτεχνίας μας του εικοστού
αιώνα»,474 σημειώνει εύστοχα ο Καρτσάκης. Παρόλο που η παρούσα διατριβή είχε ως
αντικείμενο μελέτης τη στήλη των βιβλιοκρισιών της Νέας Εστίας, απέδειξε την
ευρύτερη θέση και σημασία της ως καθοριστικού φορέα εξελίξεων στην πνευματική
σκηνή, αλλά και ως πολύτιμου δείκτη των πρώτων αντιδράσεων, της υποδοχής δηλαδή
συγγραφέων και έργων.
Η ολοκληρωμένη μελέτη ενός τόσο σημαντικού λογοτεχνικού περιοδικού δεν
εξαντλείται ασφαλώς στην καταγραφή και έρευνα της κριτικής του, μέσω της στήλης
των βιβλιοκρισιών του. Η προσπάθεια αποτέλεσε ένα πρώτο βήμα για την περαιτέρω
μελέτη και άλλων τμημάτων του περιοδικού, προκειμένου να τεκμηριωθεί σε όλο το
βάθος η σημασία και η προσφορά του. Η αναλυτική καταγραφή του συνόλου των
κριτικών σημειωμάτων λογοτεχνικών βιβλίων, κατά τη διεύθυνση Ξενόπουλου και
Χάρη, και τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τη μελέτη τους, φιλοδοξούν να
αποτελέσουν χρήσιμο εργαλείο για τον ερευνητή της ιστορίας της νεοελληνικής
λογοτεχνίας, καθώς το ίδιο το είδος της επικαιρικής κριτικής επιτελεί αυτόν τον σκοπό,
αποτελώντας την πρώτη ύλη για τη λογοτεχνική έρευνα.

473
Καρτσάκης, Μεταπολεμική κριτική και ποίηση, ό.π. (σημ. 1), σ. 145.
474
Ό.π., σ. 58.

234
ΠΙΝΑΚΕΣ

Πίνακας 1

Μ.Ο. σελίδων της στήλης ανά δεκαετία

1977-1987

1967-1976

1957-1966 Μ.Ο. σελίδων


ανά δεκαετία
1947-1956

1937-1946

1927-1936

0 1 2 3 4 5 6 7

*Το διάστημα 1977-1987 περιλαμβάνει έντεκα και όχι δέκα χρόνια.

235
Πίνακας 2
Αριθμός κριτικών σημειωμάτων ανά έτος
Αριθμός κριτικών
Έτος
σημειωμάτων
1927 70
1928 64
1929 73
1930 102
1931 92
1932 72
1933 60
1934 80
1935 66
1936 87
1937 92
1938 63
1939 81
1940 97
1941 36
1942 22
1943 32
1944 25
1945 28
1946 25
1947 33
1948 50
1949 49
1950 55
1951 40
1952 35
1953 27
1954 33
1955 29
1956 47
1957 40
1958 26
1959 27
1960 38
1961 48
1962 22
1963 45
1964 38
1965 68
1966 35
1967 58
1968 42

236
Πίνακας 2 (συνέχεια)
Αριθμός κριτικών
Έτος
σημειωμάτων
1969 39
1970 50
1971 64
1972 51
1973 64
1974 65
1975 91
1976 72
1977 76
1978 75
1979 72
1980 68
1981 77
1982 64
1983 93
1984 77
1985 76
1986 79
1987 98

*Στο 1927 συμπεριλαμβάνονται και τα πέντε σημειώματα του Χάρη στο πρώτο τεύχος, αν και
παρουσιάζουν, όπως αναφέρθηκε, τη μορφή απλής παρουσίασης. Παρ’ όλα αυτά, καθώς είναι
η πρώτη έστω καταγραφή νεοεκδοθέντων βιβλίων, αποφασίστηκε να συμπεριληφθούν στη
μέτρηση.
**Επίσης, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το έτος 1927 ξεκινά από τις 15 Απριλίου, γεγονός που
καθιστά τον αριθμό των τευχών μειωμένο. Το περιοδικό κυκλοφορεί επίσης μία και όχι δύο
φορές τον μήνα τον Μάιο του 1941 και από τον Ιούλιο μέχρι και τον Δεκέμβριο. Το ίδιο
συμβαίνει και το πρώτο εξάμηνο του 1942 δηλαδή, από 1.1.1942 έως 1.7.1942.
Επιπλέον, έχουμε ένα τεύχος τον Ιανουάριο του 1944, τον Μάρτιο του 1944 και από τον Ιούλιο
του 1944 μέχρι και τον Μάρτιο του 1945. Ένα τεύχος τον Σεπτέμβριο του 1945, τον Μάιο του
1946 και τον Ιούνιο του 1946.

237
Πίνακας 3
Αριθμός κριτικών σημειωμάτων ανά κριτικό (τακτικοί κριτικοί της Νέας Εστίας)
Αριθμός κριτικών
Κριτικός
σημειωμάτων
Γιάννης Χατζίνης 791
Ανδρέας Καραντώνης 470
Κλέων Παράσχος 429
Ε. Ν. Μόσχος 257
Πέτρος Χάρης 237
Δημ. Κ. Παπακωνσταντίνου 113
Αιμίλιος Χουρμούζιος 111
Ξενοφών Καράκαλος 62
Σόλων Μακρής 59
Τέλλος Άγρας 42
Θεόδωρος Ξύδης 34
Μήτσος Παπανικολάου 32
Ναπολέων Λαπαθιώτης 11
Λέων Κουκούλας 10
Γρηγόριος Ξενόπουλος 9

*Στη στήλη «αριθμός κριτικών σημειωμάτων», περιλαμβάνεται ο συνολικός αριθμός των


σημειωμάτων των κριτικών, ανεξαρτήτως του είδους των βιβλίων στα οποία αναφέρονται.
** Στον αριθμό σημειωμάτων του Χάρη περιλαμβάνω και πάλι τα πέντε του πρώτου τεύχους.

238
Πίνακας 4
Αριθμός κρινόμενων βιβλίων ανά κριτικό (τακτικοί κριτικοί της Νέας Εστίας)
Κριτικός
Γιάννης Χατζίνης 1000
Ανδρέας Καραντώνης 790
Κλέων Παράσχος 509
Ε. Ν. Μόσχος 311
Πέτρος Χάρης 245
Αιμίλιος Χουρμούζιος 132
Δημ. Κ. Παπακωνσταντίνου 115
Ξενοφών Καράκαλος 64
Σόλων Μακρής 60
Μήτσος Παπανικολάου 57
Τέλλος Άγρας 42
Θεόδωρος Ξύδης 34
Ναπολέων Λαπαθιώτης 11
Λέων Κουκούλας 10
Γρηγόριος Ξενόπουλος 9

*Ο αριθμός των κριτικών σημειωμάτων ενδέχεται, όπως προκύπτει από τα αριθμητικά


δεδομένα των Πινάκων 3 και 4, να διαφέρει από τον αριθμό των κρινόμενων βιβλίων, καθώς,
όπως αναφέρθηκε, μπορεί ένα κριτικό σημείωμα να περιλαμβάνει κριτικές για περισσότερα
του ενός βιβλία. Αυτό συμβαίνει, όπως επίσης σημειώθηκε, κυρίως σε κριτικά σημειώματα
που αφορούν ποιητικές συλλογές, ενώ σε πολύ μικρότερο βαθμό σε περιπτώσεις
πεζογραφικών έργων.

239
Πίνακας 5
Aριθμός κρινόμενων βιβλίων ανά είδος (ποίηση-πεζογραφία-μελέτες για πρόσωπα και
θέματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας)

Έτος Ποίηση Πεζογραφία Μελέτες Σύνολο


1927 18 7 1 26
1928 17 11 3 31
1929 29 14 5 48
1930 29 18 8 55
1931 39 18 13 70
1932 33 13 4 50
1933 31 11 4 46
1934 45 14 5 64
1935 34 13 6 53
1936 27 10 11 48
1937 49 10 4 63
1938 20 6 5 31
1939 38 8 8 54
1940 48 13 3 64
1941 17 10 2 29
1942 5 5 1 11
1943 2 15 2 19
1944 2 20 3 25
1945 1 5 3 9
1946 13 5 3 21
1947 16 11 3 30
1948 16 29 4 49
1949 23 25 9 57
1950 19 13 1 33
1951 25 14 3 42
1952 14 10 4 28
1953 9 13 2 24
1954 5 5 6 16
1955 15 10 5 30
1956 18 15 5 38
1957 9 15 5 29
1958 41 11 5 57
1959 30 12 7 49
1960 15 7 6 28
1961 6 25 3 34
1962 12 13 2 27
1963 11 18 11 40
1964 15 14 6 35

240
Πίνακας 5 (συνέχεια)
Έτος Ποίηση Πεζογραφία Μελέτες Σύνολο
1965 20 19 6 45
1966 13 14 3 30
1967 23 16 6 45
1968 11 9 5 25
1969 20 10 9 39
1970 31 19 6 56
1971 22 21 3 46
1972 17 13 6 36
1973 21 15 5 41
1974 11 16 16 43
1975 54 16 12 82
1976 46 10 10 66
1977 34 14 12 60
1978 31 16 6 53
1979 30 9 13 52
1980 30 8 8 46
1981 28 8 13 49
1982 21 14 15 50
1983 24 11 17 52
1984 22 10 18 50
1985 37 11 15 63
1986 25 8 12 45
1987 37 15 13 65

*Στην ποίηση συμπεριλαμβάνονται 1) συλλογές δημοτικών τραγουδιών 2) ανθολογίες 3)


ποιητικές συλλογές γραμμένες από Έλληνες καθώς και μεταφρασμένες συλλογές σε ξένη
γλώσσα 4) μεταφρασμένη στα ελληνικά ξένη ποίηση.
Στην πεζογραφία μόνο μυθιστορήματα, διηγήματα και νουβέλες.
Δεν συμπεριλαμβάνονται σε αυτόν τον πίνακα τα παιδικά βιβλία, τα ταξιδιωτικά βιβλία, καθώς
και τα θεατρικά έργα που εκδόθηκαν αυτοτελώς, παρόλο που όλα καταγράφηκαν, όπως
σημειώθηκε, στα υπολογιστικά φύλλα του excel.

241
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Άγρας Τέλλος, «Το “φιλολογικόν φαινόμενον”», Φιλολογική Κυριακή, τχ. 11


(30.1.1944) 8-9.
⸺, «Μήτσος Παπανικολάου», Νέα Εστία, τχ. 398 (1.1.1944) 104-106.
⸺, «Η κριτική είναι βλαβερή», Φιλολογική Κυριακή, τχ. 10 (26.12.1943) 156-157.
Αμπατζοπούλου Φραγκίσκη, «Ο Νίκος Εγγονόπουλος και η κριτική», στο: Εισαγωγή
στην ποίηση του Εγγονόπουλου, Ηράκλειο, ΠΕΚ, 2008, σσ. ια΄-νε΄.
Ανδριώτη Λέιλα, Ένα θαυμαστό έτος της λογοτεχνίας μας: 1935, ΑΠΘ-Τμήμα
Φιλολογίας 2020: http://ikee.lib.auth.gr/record/321950?ln=el.
(τελευταία προσπέλαση: 4.11.2021).
⸺,…δεν άνθησαν ματαίως, Ανθολογία του υπερρεαλισμού, Αθήνα, Νεφέλη, 1980.
Αποστολίδου Βενετία, «Η συγκρότηση της νεοελληνικής φιλολογίας και ο Λίνος
Πολίτης: ποίηση, κριτική και επιστήμη», στο: Ο λόγος της παρουσίας, τιμητικός
τόμος για τον Παν. Μουλλά, επιμ.: Μαίρη Μικέ, Μίλτος Πεχλιβάνος, Λίζυ
Τσιριμώκου, Αθήνα, Σοκόλης, 2005, σσ. 45-55.
Αράγης Γιώργος, Νεοελληνική κριτική της λογοτεχνίας, αξιολογικές διακρίσεις, Αθήνα,
Σοκόλης, 2015.
⸺, «Συσχετισμοί ανάμεσα στο κριτικό και στο ποιητικό έργο του Τέλλου Άγρα», στο:
Η γραφή και ο καθρέφτης, επιμ. Μισέλ Φάις, Αθήνα, Πόλις, 2002, σσ. 49-60.
⸺, «Ο Αντρέας Καραντώνης ως κριτικός της ποίησης: θέσεις και αντιθέσεις», Νέα
Εστία, τχ. 1730 (Ιανουάριος 2001) 78-88.
Αργυρίου Αλέξανδρος, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της, τόμ. Α΄-
Η΄, Αθήνα, Καστανιώτης, 2002-2007, passim.
⸺, Κείμενα περί κειμένων, Αθήνα, Σοκόλης, 1995.
⸺, «Αιμίλιος Χουρμούζιος. Ο κριτικός της ελληνικής λογοτεχνίας», Σημείο, τχ. 4
(1996) 175-183.
Αριστηνός Γιώργης, «Προβλήματα νεοελληνικής κριτικής κατά την τελευταία
εικοσαετία», στα: Πρακτικά Δεύτερου Συμποσίου Ποίησης, Πανεπιστήμιο Πατρών,
2-4 Ιουλίου 1982, επιμ. Σωκρ. Λ. Σκαρτσής, Αθήνα, Γνώση, 1983, σσ. 311-320.
Βαρελάς Λάμπρος, Η αντιμετώπιση λογοτεχνικών και πνευματικών κινήσεων στην
ελληνική επαρχία (1929-1940). Θέματα ιστορίας και βιβλιογραφίας της νεοελληνικής
λογοτεχνίας. Διδακτορική διατριβή, ΑΠΘ-Τμήμα Φιλολογίας 1997.

242
⸺, «Να μη βασκαθεί! Για τα 85χρονα της Νέας Εστίας», The Athens Review of Books,
23 (Νοέμβριος 2011) 37-39.
Βασιλειάδης Βασίλης, Η ιδεολογία της λογοτεχνικής κριτικής του μεσοπολέμου για τη
«γυναικεία» και την «ανδρική» λογοτεχνία. Διδακτορική Διατριβή, ΑΠΘ-Τμήμα
Φιλολογίας, 2006.
Βαφειάδου – Πασχαλινού Σοφία, «Η Νέα Εστία του Γρηγορίου Ξενόπουλου και τα
Ιταλικά Γράμματα», στο: E. Close, M. Tsianikas and G. Frazis (edc.), Greek
Research in Australia: Proceedings of the Biennial International Conference of
Greek Studies, Flinders University Department of Languages – Modern Greek:
Adelaide, 2005, σσ. 549-564.
Βελουδής Γιώργος, «Πόσο κριτική είναι η “λογοτεχνική κριτική”», Το Βήμα,
12.03.2000.
Γαλανάκη Ρέα, «Ο συγγραφέας και ο ιδιόρρυθμος κύκλος του βιβλίου», στο: Ο κύκλος
του βιβλίου, Ο συγγραφέας, ο επιμελητής-τυπογράφος, ο εκδότης, ο κριτικός, ο
αναγνώστης. Επιστημονικό συμπόσιο (3 και 4 Απριλίου 2009), Αθήνα, Εταιρεία
Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής: Σχολή
Μωραΐτη), 2011, σσ. 119-126.
Γανίδου Εύα, «Αναψηλαφώντας την κρίση του βιβλίου στον μεσοπόλεμο: πρόσθετες
όψεις και στοιχεία του ζητήματος στη δεκαετία του 30», στα: Πρακτικά του 6ου
Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών, Λουντ, 4-7 Οκτωβρίου 2018, Β΄
τόμος, Αθήνα, Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών, 2020.
https://www.eens.org/wordpress/wp-content/uploads/2020/11/tomos2.pdf
(τελευταία προσπέλαση: 4.11.2021).
Γιατράς Διονύσιος, Η κρίση της κριτικής. Σύγχρονα προβλήματα κριτικής, Αθήνα,
Δωδώνη, 1982.
Γιατρομανωλάκης Γιώργης, «Για ένα βιβλίο αδειανό για ένα μπεστ-σέλερ», Η λέξη,
τχ. 99-100 (Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1990) 734-740.
Γκρέκου Αγορή, «Η “καθαρή ποίηση” στη Νέα Εστία (1927-1934)», στον τόμο: Ο
περιοδικός τύπος στον Μεσοπόλεμο, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού
και Γενικής Παιδείας, Αθήνα, 2001, σσ. 87-101.
Γουλή Ελένη, «Ξενόπουλος, Γρηγόριος», στο: Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
Αθήνα, Πατάκης, 2007, σσ. 1600-1602.
Γρηγόριος Ξενόπουλος: επιλογή κριτικών κειμένων, Ανθολόγηση-Εισαγωγή-Επιμέλεια
Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη. Αθήνα, Αδελφοί Βλάσση, 2002.

243
Δασκαλά Κέλη, Η λογοτεχνική παραγωγή της γενιάς του 1940 και η επι-στροφή στη
«λυρική πεζογραφία». Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Κρήτης, 2006.
Δασκαλόπουλος Δημήτρης, «Νέα Εστία», στο: Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας,
Αθήνα, Πατάκης, 2007, σσ. 1534-1535.
Δημηρούλης Δημήτρης, Οι κριτικοί και η ποίηση (η διαμάχη Εμμανουήλ Ροΐδη-Άγγελου
Βλάχου). Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα, 1984.
Δημητρούλια Τιτίκα, «Για την κριτική λογοτεχνίας», Φρέαρ, τχ. 10 (Ιανουάριος 2015).
Εθνική Εταιρία των Ελλήνων Λογοτεχνών, Τρεις Λογοτέχνες Ακαδημαϊκοί: Μιχ. Δ.
Στασινόπουλος - Πέτρος Χάρης - Θαν. Πετσάλης-Διομήδης, Αθήνα, εκδότης: Ηλίας
Καμπανάς, 1986.
Έλιοτ Τ. Σ., «Ας κρίνουμε τον κριτικό», στο: Οι Φωνές της ποίησης, Ηράκλειο,
Π.Ε.Κ., 2013, σσ. 217-252. (= T. S. Eliot, To criticize the critic, London, Faber and
Faber, 1965).
⸺, Δοκίμια για την ποίηση και την κριτική (1919-1961-επιλογή). Μετάφραση-
επιμέλεια: Στέφανος Μπεκατώρος, Αθήνα, Ηριδανός, 1983.
Έρευνα του περιοδικού Μακεδονικές Ημέρες, θέμα: «η θέση της κριτικής στην
Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες, τχ. 8 (Οκτώβριος 1932).
Έρευνα του περιοδικού Ξεκίνημα, θέμα: «Νομίζετε πως υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα
κριτική, ικανή να δώσει την πραγματική αξία και θέση σ’ ένα έργο Ελληνικό που
πρωτοφανερώνεται;», Ξεκίνημα, τχ. 16 (Απρίλιος 1934) και τχ. 18 (Ιούνιος 1934).
Έρευνα του περιοδικού Νέα Πορεία, θέμα: Συζήτηση πάνω στο πρόβλημα της
σύγχρονης κριτικής, Νέα Πορεία, τχ. 76 (Ιούνιος 1961) έως τχ. 77-78 (Ιούλιος-
Άυγουστος 1961).
Ερευνητική ομάδα - Χ. Λ. Καράογλου (εποπτεία), Περιοδικά Λόγου και Τέχνης (1901-
1940). Αναλυτική βιβλιογραφία και παρουσίαση. Τόμος δεύτερος: Αθηναϊκά
περιοδικά (1926-1933), Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2002, σσ. 78-115.
Ερευνητική ομάδα – Χ. Λ. Καράογλου (εποπτεία), Περιοδικά Λόγου και Τέχνης (1901-
1940). Αναλυτική βιβλιογραφία και παρουσίαση. Τόμος τρίτος: Αθηναϊκά περιοδικά
(1934-1940), Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2007, σσ. 15-78.
Ζήρας Αλέξης, «Βιβλιοκριτική ή λογοτεχνική κριτική», Λεξικό Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας, πρόσωπα-έργα-ρεύματα-όροι, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σσ. 289-291.
⸺, «Καραντώνης, Αντρέας», Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, πρόσωπα-έργα-
ρεύματα-όροι, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σσ. 1026-1027.

244
⸺, «Κουκούλας, Λέων», Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, πρόσωπα-έργα-ρεύματα-
όροι, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σσ. 1141-1142.
⸺, «Ξύδης, Θεόδωρος», Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, πρόσωπα-έργα-ρεύματα-
όροι, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σσ. 1606-1607.
⸺, «Παράσχος, Κλέων», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμ. 8, Εκδοτική Αθηνών,
1983, σσ. 170-171.
Η κριτική για τον Πέτρο Χάρη. Φιλολογική επιμέλεια: Θανάσης Θ. Νιάρχος, Αθήνα,
Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 2009.
Η κριτική στη νεότερη Ελλάδα, Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού πολιτισμού
και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη), 1981.
Η κριτική και οι κριτικοί της Θεσσαλονίκης στον 20ό αιώνα. Συνέδριο (23-24.10.2008),
επιμέλεια: Περικλής Σφυρίδης – Σωτηρία Σταυρακοπούλου, Θεσσαλονίκη, χ.ε.,
2009.
Ηλιού Ηλίας, Κριτικά κείμενα για την τέχνη 1925-1937, Πρόλογος: Παν. Μουλλάς,
Αθήνα, Θεμέλιο, 2005.
Θασίτης Πάνος, «Οι φιλόλογοι ή τ’ αλλαγμένο πρόσωπο της κριτικής» στο: Τα δοκίμια
(1959-1983), Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1990, σσ. 151-155.
Θεολόγου Χρύσα, «Περίοδοι κρίσης του λογοτεχνικού βιβλίου στην Ελλάδα (1927-
1967). Η αποτύπωσή τους μέσα από τον ημερήσιο και περιοδικό τύπο», στα:
Πρακτικά του 6ου Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών, Λουντ, 4-7
Οκτωβρίου 2018, Β΄ τόμος, Αθήνα, Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών,
2020. https://www.eens.org/wordpress/wp-content/uploads/2020/11/tomos2.pdf
(τελευταία προσπέλαση: 4.11.2021).
Θρύλος Άλκης, «Πέτρος Χάρης. Το κλίμα μιας θετικής παρουσίας», Νέα Εστία, τχ.
604 (1 Σεπτεμβρίου 1952) 1146-1150.
⸺, Συζητήσεις με τον εαυτό μου, Αθήνα, Δίφρος, 1961.
Καγιαλής Τάκης, Η επιθυμία για το Μοντέρνο. Δεσμεύσεις και αξιώσεις της
λογοτεχνικής διανόησης στην Ελλάδα του 1930, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2007.
Καλογερίκος Κ. Π., «Κριτική και Κριτικοί», Τα Παρασκήνια, φ. 45 (25.3.1939) 4.
Καραντώνης Ανδρέας, «Γιάννης Χατζίνης, Ο κριτικός κι ο λογοτέχνης», Νέα Εστία,
τχ. 1154 (1.8.1975) 1050-1052.

245
Καμπάνης Άριστος, Ιστορία της νέας ελληνικής κριτικής, Αθήνα, Παράρτημα της
«Νέας Εστίας», 1935: https://anemi.lib.uoc.gr/metadata/5/e/2/metadata-439-
0000000.tkl (τελευταία προσπέλαση: 4.11.2021).
Καράογλου Χ. Λ., «Η κριτική της κριτικής», στο: Για μια ιστορία της ελληνικής
λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα – προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα,
επιμ.: Αγγέλα Καστρινάκη, Αλέξης Πολίτης, Δημήτρης Τζιόβας, ΠΕΚ, 2012.
⸺, «Ο Δημήτρης Νικολαρεΐζης και η κριτική της κριτικής», στο: Δ. Νικολαρεΐζης, Η
κριτική – προπάντων η κριτική, Δοκίμια κριτικής και Ούγος Φώσκολος και Ανδρέας
Κάλβος, επιμ. – σημειώσεις και επιλεγόμενα: Χ. Λ. Καράογλου, Αθήνα, Άγρα,
2011.
Καρτσάκης Αντώνης, Το λογοτεχνικό Ηράκλειο του μεσοπολέμου, Κείμενα, Έντυπα,
Δημιουργοί, Ηράκλειο, Δήμος Ηρακλείου-Βικελαία Βιβλιοθήκη, 2013.
⸺, Μεταπολεμική κριτική και ποίηση. Ζητήματα αισθητικής και ιδεολογίας, Αθήνα,
Εστία, 2009.
⸺, «Η γενιά του ʼ30 και η λογοτεχνική κριτική της Νέας Εστίας (1945-1967)», Νέα
Εστία, τχ. 1766 (Απρίλιος 2004) 575-609.
Καραβίας Πάνος, Οκτώ μορφές: Σολωμός, Καβάφης, Ουράνης, Καρυωτάκης,
Δραγούμης-Καζαντζάκης, Παράσχος, Θρύλος, Αθήνα, Ίκαρος, 1979.
Καστρινάκη Αγγέλα, Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950, Αθήνα, Πόλις,
2005.
Κλάρας Μπάμπης Δ., Μεθοδολογία της κριτικής, Αθήναι, χ.ε., 1971.
Κολοβός Νίκος, «Ο κριτικός κι η κριτική», Η λέξη, τχ. 43 (Μάρτης-Απρίλης 1985)
307-313.
Κοτζιά Ελισσάβετ, Ελληνική πεζογραφία 1974-2010. Το μέτρο και τα σταθμά, Αθήνα,
Πόλις, 2020.
⸺, «Πώς η γενιά του ʼ30 υποδέχθηκε τη μεταπολεμική πεζογραφία», Νέα Εστία, τχ.
1730 (Ιανουάριος 2001) 103-112.
⸺, «Ο κριτικός της τρέχουσας λογοτεχνικής παραγωγής», Ποίηση, τχ. 11 (1998) 219-
232.
Κότσιρας Γιωργής, «Ο Χουρμούζιος ως κριτικός της ποίησης», Νέα Εστία, τχ. 1609
(15.7.1994) 908-919.
Λαπαθιώτης Ναπ., «Για τους νέους, αποκλειστικά», Φιλολογική Κυριακή, τχ. 10
(26.12.1943) 155.

246
Μάνος Τραϊανός, «Η κριτική ως εκδούσα αρχή: το παράδειγμα της «σχολής
Θεσσαλονίκης», Πρακτικά Δ΄ Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών, τόμ.
Ε΄, Αθήνα, 2011, σσ. 413-428.
⸺, «Η διηγηματογραφία του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Μερικές εισαγωγικές
παρατηρήσεις και μια πρώτη αποτίμηση», Νέα Εστία, τχ. 1860 (Δεκέμβριος 2013)
856-876.
Μαστροδημήτρης Π. Δ., «Η Νέα Εστία και η Νεοελληνική Φιλολογία· μια
μακροχρόνια και γόνιμη συνεργασία», Νέα Εστία, τχ. 1613 (15 Σεπτεμβρίου 1994)
1188-1195.
Μαυρέλος Ν. (επιμ.), Ν. Επισκοπόπουλος, Επιλογή κριτικών κειμένων από το Άστυ και
το Νέον Άστυ, τόμοι Α΄ και Β΄, Αθήνα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 2011.
Μέντελσον Ντάνιελ, «Το μανιφέστο ενός κριτικού», The Athens Review of books, τχ.
69 (Ιανουάριος 2016) 34-37.
Μερακλής Μιχάλης, «Μακρής, Σόλων», Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, πρόσωπα-
έργα-ρεύματα-όροι, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σ. 1310.
⸺, «Μόσχος Ε. Ν.», Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, πρόσωπα-έργα-ρεύματα-όροι,
Αθήνα, Πατάκης, 2007, σσ. 1470-1471.
Μόσχος Ε. Ν., Πέτρος Χάρης. Μια πολύπτυχη πνευματική μορφή (κριτικά κείμενα για
το έργο του), Αθήνα, Αστήρ, 1995.
Μουλλάς Παν., Η δέκατη μούσα. Μελέτες για την κριτική, Αθήνα, Σοκόλης, 2001.
Μπακογιάννης Μιχ. Γ., Το περιοδικό «Κριτική» (1959-1961), Θεσσαλονίκη,
University Studio Press, 2004.
Μπουκάλας Παντελής, «Τα πάθη μας, τα λάθη μας», Νέα Εστία, τχ. 1730 (Ιανουάριος
2001) 53-63.
⸺, Ενδεχομένως. Στάσεις στην ελληνική και ξένη τέχνη του λόγου, Αθήνας, Άγρα, 1996.
Μυριβήλης Στράτης, «Ο συγγραφέας κι οι κριτικοί», Φιλολογική Κυριακή, τχ. 1
(Δεκαπενταύγουστος 1943) 14-16.
Νεοελληνική Κριτική, επιμέλεια: Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου-Διον. Ζακυθηνού – Ε. Π.
Παπανούτσου, Αθήνα, Αετός/Ζαχαρόπουλος, 1959 (Βασική βιβλιοθήκη, αρ. 42).
Νιάρος Σωκράτης, Ο θεσμός των λογοτεχνικών βραβείων στην Ελλάδα (1910-1942).
Διδακτορική Διατριβή, Ιωάννινα, 2016-2017.
⸺, «Η ρητορική της εκδοτικής κρίσης: στοιχεία για την απαρχή της σωματειακής
οργάνωσης των λογοτεχνών στην Ελλάδα», στα: Πρακτικά του 6ου Ευρωπαϊκού
Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών, Λουντ, 4-7 Οκτωβρίου 2018, Β΄ τόμος, Αθήνα,

247
Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών, 2020.
https://www.eens.org/wordpress/wp-content/uploads/2020/11/tomos2.pdf
(τελευταία προσπέλαση: 4.11.2021).
Νικολαρεΐζης Δ., Δοκίμια κριτικής, Αθήνα, Πλέθρον, 21983.
Ντουνιά Χριστίνα, Λογοτεχνία και πολιτική, Τα περιοδικά της Αριστεράς στο
μεσοπόλεμο, Αθήνα, Καστανιώτης, 1996.
Ξύδης Θεόδωρος, «Πέτρος Χάρης: Ο διευθυντής της Νέας Εστίας», στο: Εθνική
Εταιρία των Ελλήνων Λογοτεχνών, Τρεις λογοτέχνες Ακαδημαϊκοί: Μιχ. Δ.
Στασινόπουλος - Πέτρος Χάρης - Θαν. Πετσάλης-Διομήδης, Αθήνα, εκδότης: Ηλίας
Καμπανάς, 1986, σσ. 23-51.
Ουάιλντ Όσκαρ, Ο κριτικός ως δημιουργός. Μετάφραση: Σπύρος Τσακνιάς, Αθήνα,
Στιγμή, 1984.
Παναγιωτόπουλος Ι. Μ., «Ένας άνθρωπος του θεάτρου», στον τόμο: Η κριτική για τον
Άλκη Θρύλο, επιμ.: Θανάσης Θ. Νιάρχος, Αθήνα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης
Ουράνη, 2009, σσ. 259-266.
⸺, «Τέλλος Άγρας. Προσφορά σ’ ένα τάφο», Νέα Εστία, τχ. 419-420 (Δεκέμβριος
1944) 915-917.
Παπαγεωργίου Κώστας, «Άλκης Θρύλος. Ένας κριτικός στο μεταίχμιο δυο εποχών»,
εισαγωγή στο: Άλκης Θρύλος, Κριτική, Πεζογραφία, Ποίηση, Δοκίμιο (1945-1965).
Επιμέλεια: Θανάσης Θ. Νιάρχος, Αθήνα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 2010.
⸺, «Κριτική της Ποίησης: 1900-1920», στο: Πρακτικά δευτέρου συμποσίου ποίησης,
Πανεπιστήμιο Πατρών 2-4 Ιουλίου 1982, επιμ. Σωκρ. Λ. Σκαρτσής, Αθήνα, Γνώση,
1983.
Παπακωνσταντίνου Δημ. Κ., Πέτρος Χάρης: ο πεζογράφος, ο ταξιδιώτης, ο κριτικός
και δοκιμιογράφος, Αθήνα, Εστία, 1984.
Παπακώστα Αγνή, Όψεις της νεωτερικότητας και της πρωτοπορίας στη μεταπολεμική
πεζογραφία (δεκαετίες 1960 και 1970). Οι περιπτώσεις των Σ. Πλασκοβίτη, Α.
Αλεξάνδρου, Γ. Χειμωνά και Α. Εμπειρίκου. Διδακτορική Διατριβή, Α.Π.Θ.-Τμήμα
Φιλολογίας, 2009.
Παπακώστας Γιάννης, «Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και η “Νέα Εστία”», Η Καθημερινή,
11.12.2001.
Παπαλεοντίου Ελευθέριος, Κυπριακή λογοτεχνική κριτική. Τα πρώτα βήματα (1878-
1925), Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1994.

248
Παραδείση Ευδοκία - Μερακλής Μιχάλης, «Κλέων Παράσχος», στο: Λεξικό
Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σσ. 1733-1734.
Παράσχος Κλέων, «Κριτικολογία», Νέα Εστία, τχ. 487 (15.10.1947) 1257-1259.
⸺, «Ναπολέων Λαπαθιώτης», Νέα Εστία, 398 (1.1.1944) 80-85.
⸺, «Γιατί δεν διαβάζεται το ελληνικό βιβλίο», Νέα Εστία, τχ. 101 (1.3.1931) 243-
246.
Παρίσης Γιάννης Ν., «Κριτική», στο: Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, πρόσωπα-
έργα-ρεύματα-όροι, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σσ. 1169-1172.
Πασχάλης Στρατής, «Κριτικές ελευθερίες στον Σεφέρη και στον Ελύτη», Νέα Εστία,
τχ. 1730 (Ιανουάριος 2001) 72-77.
⸺, «Η κριτική ως γούστο και ως διόραση», Νέα Εστία, τχ. 1722 (Απρίλιος 2000) 466-
471.
Περάνθης Μιχ., «Τέλλος Άγρας (Το φοβισμένο παιδί)», Νέα Πορεία, τχ. 7
(Σεπτέμβριος 1955) 256-268.
Πολίτης Λίνος, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 132003.
Προκοπάκη Χρύσα, Οι Ακυβέρνητες πολιτείες του Στρατή Τσίρκα και η κριτική (1960-
1966), Αθήνα, Κέδρος, 1980.
Ραυτόπουλος Δημήτρης, Κριτική της κριτικής, Αθήνα, Gutenberg, 2017.
Ροΐδης Εμμανουήλ, Άπαντα. Τόμ. Α΄-Ε΄ Φιλολογική επιμέλεια Άλκης Αγγέλου,
Αθήνα, Ερμής, 1978.
Σακελλαρίου Χάρης, Ο Τέλλος Άγρας και η παιδική λογοτεχνία –και μια αντιδικία με
τον Ξενόπουλο, Αθήνα, Φιλιππότη, 1986.
Σιατόπουλος Δημήτρης, «Μια εξομολογητική φωνή του καιρού μας», Νέα Εστία, τχ.
894 (1.10.1964) 1372-1373.
Σιόλα Παρασκευή, Το περιοδικό "Μακεδονικές Ημέρες" (1932-1939, 1952-1953). Διδ.
Διατριβή, ΑΠΘ-Τμήμα Φιλολογίας, 2010.
Σκαμπελτζή Γεωργία, Ανδρέας Καραντώνης: η συμβολή του στη δημιουργία του μύθου
του Γιώργου Σεφέρη, Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, ΑΠΘ – Τμήμα
Φιλολογίας 2020.
Σταματίου Γ. Π., «Ο Γιώργος Σεφέρης και η “Νέα Εστία”», Νέα Εστία, 1525 (15
Ιανουαρίου 1991) 98-107 και 1526 (1 Φεβρουαρίου 1991) 195-204.
Σταύρου Πάτροκλος, «Νίκος Καζαντζάκης και Αιμίλιος Χουρμούζιος-μια γνήσια
πνευματική φιλία», Η λέξη, τχ. 85-86 (Ιούνιος-Αύγουστος 1989) 530-543.

249
Στεργιόπουλος Κώστας, Ο Τέλλος Άγρας και το πνεύμα της παρακμής, Αθήνα, Εστία,
1962.
⸺, «Κλέων Παράσχος και Τέλλος Άγρας, Δυο αντιπροσωπευτικές φυσιογνωμίες της
κριτικής του μεσοπολέμου», στο: Η κριτική στη νεότερη Ελλάδα, Αθήνα, Εταιρεία
Σπουδών νεοελληνικού πολιτισμού και γενικής παιδείας (Ίδρυμα Σχολής
Μωραΐτη), 1981.
Τζιόβας Δημήτρης, Ο μύθος της γενιάς του τριάντα. Νεοτερικότητα, ελληνικότητα και
πολιτισμική ιδεολογία, Αθήνα, Πόλις, 2011.
⸺, Μετά την αισθητική, Θεωρητικές δοκιμές και ερμηνευτικές αναγνώσεις της
νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα, Οδυσσέας, 22003.
⸺, Οι μεταμορφώσεις του εθνισμού και το ιδεολόγημα της ελληνικότητας στο
μεσοπόλεμο, Αθήνα, Οδυσσέας, 1989.
Τσακνιάς Σπύρος, «Συζήτηση για τη λογοτεχνική κριτική στην Ελλάδα», Γράμματα
και Τέχνες, τχ. 25 (Ιανουάριος 1984).
Τσούρας Νίκος, «Αιμίλιος Χουρμούζιος. Το πάθος της κριτικής και του θεάτρου», Νέα
Εστία, τχ. 1609 (15.7.1994) 926-927.
Φουσάρας Γ. Ι., «Η κριτική και οι κριτικοί», Νέα Εστία, τχ. 703 (15.10.1956) 1404-
1406.
Φραγκόπουλος Θ. Δ., «Ο λογοτέχνης και ο κριτικός», στο: Εθνική Εταιρία Ελλήνων
Λογοτεχνών, Τρεις λογοτέχνες ακαδημαϊκοί: Μιχ. Δ. Στασινόπουλος - Πέτρος Χάρης
- Θαν. Πετσάλης-Διομήδης, Αθήνα, Εκδότης: Ηλίας Καμπανάς, 1986.
Χαννούσης Μιχ., «Το φιλολογικό και καλλιτεχνικό 1933. Το Βιβλίο», Ξεκίνημα, τχ.
13 (Γενάρης 1934) 22.
Χάρης Πέτρος, «Ένας ευαίσθητος δέκτης [Ο Κλέων Παράσχος και το έργο του]», Νέα
Εστία, τχ. 889 (15.7.1964) 1040-1042.
⸺, «Ένας πρώτος σταθμός», Νέα Εστία, τχ. 444 (1.1.1946) 5-8.
⸺, «Η κριτική του βιβλίου», Νέα Εστία, τχ. 303 (1.8.1939) 1060.
⸺, «Ενθουσιασμοί και παρανοήσεις», Νέα Εστία, τχ. 207 (1.8.1935) 729-730.
Χαριτάτος Μάνος, Βιβλιογραφία Πέτρου Χάρη, (τόμος Α΄). Εργογραφία (1924-1981)
και κριτικά κείμενα για τα έργα, Αθήνα, ΕΛΙΑ, 1981.
Χατζηανέστης Ερ., «Γιάννης Χατζίνης, Ο κριτικός», Νέα Εστία, τχ. 1666 (1.12.1996)
1544-1554.
Χατζηβασιλείου Βαγγέλης, «Διαδρομές της γενιάς του 1970» στο: Για μια ιστορία της
ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα. Πρακτικά Συνεδρίου στη μνήμη του

250
Αλέξανδρου Αργυρίου, Ρέθυμνο 20-22 Μαΐου 2011, επιμέλεια: Αγγέλα
Καστρινάκη, Αλέξης Πολίτης, Δημήτρης Τζιόβας, Ηράκλειο ΠΕΚ, 2012, σσ. 369-
378.
⸺, «Το παιχνίδι της μακράς διάρκειας», Νέα Εστία, τχ. 1730 (Ιανουάριος 2001) 64-
71.
Χατζίνης Γιάννης, «Αλήθειες της αυτοκριτικής», Νέα Εστία, τχ. 1147 (15.4.1975) 501-
508.
⸺, «Χαρακτηριστικά του κριτικού λόγου», Νέα Εστία, τχ. 717 (15.5.1957) 658-660.
Ψάχου Μαρία Ν., Η ποιητική γενιά του ʼ70. Ιδεολογική και αισθητική διερεύνηση.
Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 2011.

Barthes Roland, «Η κριτική», μετάφραση Κώστας Σταματίου, Η λέξη, τχ. 6 (Ιούλιος-


Αύγουστος 1981) 440-446.
Bloom Harold, Η θραύση των δοχείων, πρόλογος-μετάφραση Γιάννης Σκαρπέλος,
Αθήνα, Πλέθρον, 1998.
Brenson Michael, «Resisting the dangerous journey: the crisis of journalistic criticism», στο:
Maurice Berger (ed.) The crisis of criticism, New York, New Press, 1998.
Chong Phillipa K., Inside the critics’ circle. Book reviewing in uncertain times, United
States of America, Princeton University Press, 2020.
Hawthorn Jeremy, Ξεκλειδώνοντας το κείμενο, Μια εισαγωγή στη θεωρία της
λογοτεχνίας. Mετάφραση: Μαρία Αθανασοπούλου, Ηράκλειο, ΠΕΚ, 1993. [τίτλος
πρωτοτύπου: Unlocking the Text: Fundamental Issues in Literary Theory].
Hough Graham, “An Essay on Criticism”, 1966, στο: Topics in Criticism, Arranged by
Christopher Butler and Alastair Fowler, Great Britain, Longman, 1971.
Mylonaki Ioanna, Die Suche nach der “nationalen Identitat”. Eine griechische
literarische Zeitschrift der Zwischenkriegszeit, Frankfurt am Main, Peter Lang,
1995.
Peck John & Coyle Martin, Practical Criticism, how to write a critical appreciation,
New York, Palgrave, 1985.
Said Edward, Ο κόσμος, το κείμενο και ο κριτικός, μετάφραση: Λίλυ Εξαρχοπούλου,
Αθήνα, Scripta, 2004. [τίτλος πρωτοτύπου: The world, The text, and the critic].
Tziovas Dimitrios, The nationism of the demoticists and its impact on their literary
theory (1888-1930), Amsterdam, Adolf M. Hakkert, 1986.

251
Wellek René, «Ο όρος και η έννοια της λογοτεχνικής κριτικής», μετάφραση Λάμπρος
Ξενίας, Εκηβόλος, τχ. 1 (Χειμώνας 1978) 19-32.
⸺, “Literary Criticism”, στο Dictionary of the History of Ideas, New York, 1973, p.
599 και 602.
Vitti Mario, Εισαγωγή στην ποίηση του Ελύτη, Επιλογή κριτικών κειμένων, Ηράκλειο,
ΠΕΚ, 2009.
⸺, Η γενιά του τριάντα, Αθήνα, Ερμής, 2004.
Yeats W. B., Ποιήματα, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1994.

252
Περίληψη

Η παρούσα διδακτορική διατριβή πραγματεύεται τη στήλη των σημειωμάτων


λογοτεχνικής κριτικής της Νέας Εστίας, του μακροβιότερου δηλαδή λογοτεχνικού
περιοδικού της χώρας, από το 1927 έως το 1987, και διερευνά τη συμβολή της στη
διαμόρφωση του λογοτεχνικού κανόνα. Μέσα από την εξέταση του πρωτογενούς
υλικού (η αποδελτίωση του οποίου αποτελεί ξεχωριστό τμήμα της διατριβής)
διερευνώνται τα αισθητικά και ιδεολογικά κριτήρια των διευθυντών και των κριτικών
του περιοδικού και του βαθμού στον οποίο αυτά επηρέασαν την κριτική τους
δραστηριότητα. Μελετάται, επιπλέον, η υποδοχή των έργων των σπουδαιότερων
εκπροσώπων των ελληνικών γραμμάτων, καθώς επίσης και η συνακόλουθη σχέση
περιοδικού και κριτικών με τα νέα ρεύματα και τις τάσεις τόσο στην ποίηση όσο και
στην πεζογραφία. Έπειτα από το πρώτο κεφάλαιο, όπου επιχειρείται ο προσδιορισμός
του όρου της λογοτεχνικής κριτικής, ο διαχωρισμός των ειδών της μέσω μιας
διαχρονικής θεώρησής της, καθώς και η εστίαση στο είδος της επικαιρικής κριτικής
(που αποτελεί και το αντικείμενο της διατριβής) συντελείται η μετάβαση στην
αναλυτική μελέτη της στήλης των βιβλιοκρισιών που φέρει τον τίτλο «Τα βιβλία».
Έτσι, στα επόμενα κεφάλαια εξετάζεται μια σειρά από ζητήματα που αφορούν τη θέση
της στήλης στο περιοδικό, τη σταθερότητά της, τη δομή της, καθώς επίσης τα βασικά
χαρακτηριστικά των σημειωμάτων των τακτικών μόνο κριτικών. Με βάση τη
διερεύνηση των αισθητικών και ιδεολογικών κριτηρίων των συνεργατών κατά την
άσκηση της κριτικής τους, εξετάζεται η ευρύτερη στάση της Νέας Εστίας απέναντι σε
ποικίλα ανακύπτοντα ζητήματα. Μεταξύ αυτών η υποδοχή νεοεμφανιζόμενων
συγγραφέων που καθιερώθηκαν με τα χρόνια στον λογοτεχνικό κανόνα, η στάση της
απέναντι σε καθιερωμένες –τον καιρό άσκησης της κριτικής– μορφές της λογοτεχνίας,
επίσης απέναντι σε καλλιτεχνικές πρωτοπορίες και μια σειρά επιμέρους
παρουσιαζόμενων θεμάτων, όπως αυτό τη στρατευμένης τέχνης κ.ά. Στο δεύτερο
μέρος της διατριβής περιλαμβάνεται αποδελτιωμένο το σύνολο των κριτικών
σημειωμάτων του υπό εξέταση χρονικού διαστήματος σε καταλόγους. Η μέθοδος
ταξινόμησης είναι χρονολογική (ανά έτος) των βιβλιοκρισιών ανά κριτικό και
κρινόμενο συγγραφέα. Από την επεξεργασία των αριθμητικών δεδομένων του
δεύτερου αυτού τμήματος της διατριβής, καθώς και από την αξιολόγηση των
ποιοτικών δεδομένων του πρώτου μέρους, αναδεικνύεται η ευρύτερη θέση και
σημασία της στήλης κριτικής της Νέας Εστίας ως καθοριστικού φορέα εξελίξεων στην

253
πνευματική σκηνή, αλλά και ως πολύτιμου δείκτη των πρώτων αντιδράσεων, της
υποδοχής δηλαδή συγγραφέων και έργων της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

254
Abstract

The present doctoral dissertation deals with the book reviews column of Nea Hestia
(the longest running literary magazine in Greece), from 1927 to 1987, and explores its
contribution to the formation of the greek literary canon. The study of the primary
material (the indexing of which constitutes a separate part of the dissertation) sheds
light on the aesthetic principles and the ideology of the directors and the critics of the
magazine. In addition, the reception of the works of the most important representatives
of the Greek literature is studied, as well as the consequent relationship between the
magazine and critics on the one hand, and the new currents and trends in both poetry
and prose, on the other. After the first chapter, in which the term literary criticism is
defined, and its different types are analyzed (with a particular focus on the type of
“journalistic criticism”), we move on to the detailed study of the book review column,
entitled “The books”. The following chapters deal with a number of issues concerning
the position of the column in the magazine, its stability, its structure, as well as the
basic characteristics of the book reviews (only them of the regular critics). Based on
the study of the aesthetic and ideological criteria of the collaborators, the wider attitude
of Nea Hestia towards various emerging issues is examined. Among them is the
reception of emerging writers who have been established over years in the literary
canon, its attitude towards established forms of literature, and towards new currents
and a number of topics, such as military art etc. In the second part of the dissertation,
all the book reviews of the period under study are indexed. The classification follows
chronological order (per year), while information on reviewed books, authors and
critics can be easily retrieved. From the processing of the numerical data of this second
part, as well as from the evaluation of the qualitative data of the first part, the
importance of Nea Hestia’s column emerges as a determining factor of developments
in the Greek intellectual scene, as long as a valuable indicator of the reception of a long
series of authors and works of the modern Greek literature.

255

You might also like