You are on page 1of 38

Ο συγγραφέας και ο διάβολος

Μαξίμ Γκόρκι
Μετάφραση: Δημήτρης Νίκου
ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ

Ο ςυγγραφϋασ και ο διϊβολοσ


// Σρύα διηγόματα
Μαξύμ Γκϐρκι
Μετϊφραςη: Δημότρησ Νύκου

2022

www.openbook.gr

Επιμϋλεια ϋκδοςησ: Γιάννης Υαρσάρης

ISBN 978-618-5444-27-3

Εικόνες (ελεύθερεσ πνευματικών δικαιωμϊτων)


Εξώφυλλο: «The Devil» by Maxim Gorky, Russian tale, 1899
΢ελ. 13: «The funeral», ξυλογραφύα του Félix Vallotton απϐ το βιβλύο «Félix
Vallotton; biographie», Paris: Edmond Sagot, J. A. Stargardt, 1898
΢ελ. 26: «The master and his pupil», ξυλογραφύα του John Dickson Batten απϐ
το βιβλύο «English folk and fairy tales», New York: G. P. Putnam's Sons, n.d.

Η ςυλλογό Ο ςυγγραφϋασ και ο διϊβολοσ του Μαξύμ Γκϐρκι διανϋμεται ελεϑθερα ςτο
διαδύκτυο ςε μορφό ψηφιακοϑ βιβλύου υπϐ ϊδεια Creative Commons BY- NC- ND

[ Αναφορϊ δημιουργού – Μη εμπορικό χρόςη – Όχι παρϊγωγα ϋργα ]

_3
Ο ΢ΤΓΓΡΑΥΕΑ΢ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟ΢

_4
ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ

Ο ΢ΤΓΓΡΑΥΕΑ΢ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟ΢

Μαξύμ Γκϐρκι

Μετϊφραςη: Δημότρησ Νύκου

Σρύα διηγόματα

___________________________________________________________________________

_5
Ο ΢ΤΓΓΡΑΥΕΑ΢ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟ΢

_6
ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ

Ο ΢ΤΓΓΡΑΥΕΑ΢

Ζ
οϑςε κϊποτε ϋνασ ςυγγραφϋασ υπερφύαλοσ. Όποτε τον
κακολογοϑςαν, του φαινϐταν πωσ το ϋκαναν υπερβολικϊ και
ϊδικα. Όποτε τον εκθεύαζαν, ςκεφτϐταν πωσ δεν τον εκθεύαζαν
αρκετϊ και ςωςτϊ. Βριςκϐταν ςυνεχώσ ςε μια κατϊςταςη δυςφορύασ,
ώςπου όρθε ο καιρϐσ του να πεθϊνει.

Ο ςυγγραφϋασ ξϊπλωςε ςτο κρεβϊτι του και ϊρχιςε να αγκομαχϊει.

«Ϊτςι εύναι, λοιπϐν. Σι να πει κανεύσ γι’ αυτϐ; Ϊχω δϑο


μυθιςτορόματα που ακϐμα δεν ϋχουν τελειώςει και αρκετϐ υλικϐ για δϋκα
χρϐνια. Να πϊρει ο διϊβολοσ τον νϐμο τησ φϑςησ και κϊθε ϊλλο νϐμο. Σι
χαζομϊρα! Θα μποροϑςαν τα μυθιςτορόματα να πϊνε καλϊ. Γιατύ να
υπϊρχει αυτό η ηλύθια διαδικαςύα λεσ και τα πρϊγματα δε θα μποροϑςαν
να κανονιςτοϑν διαφορετικϊ; Και ϋρχεται πϊντα την λϊθοσ ςτιγμό: ακϐμα
δεν ϋχουν τελειώςει τα μυθιςτορόματα».

Ϋταν θυμωμϋνοσ, αλλϊ η αρρώςτια του κατϋτρωγε τα ςωθικϊ και


του ψιθϑριζε ςτ’ αυτιϊ:

«΢’ ϋχει πιϊςει τρϋμουλο ε; Γιατύ τρϋμεισ; Δε ςε πιϊνει ϑπνοσ, ε; Γιατύ


δεν κοιμϊςαι; Ϊπινεσ απϐ ςτεναχώρια, ε; Κι απϐ χαρϊ ϋπινεσ;»

_7
Ο ΢ΤΓΓΡΑΥΕΑ΢ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟ΢

΢οϑφρωνε το μϋτωπϐ του κι ϋςμιγε τα φρϑδια του, ςτο τϋλοσ ϐμωσ


κατϊλαβε ϐτι δε μποροϑςε να κϊνει τύποτα. Με μια κύνηςη του χεριοϑ του
ϋδιωξε τα μυθιςτορόματα απϐ τη ςκϋψη του και ξεψϑχηςε.

Δεν του όταν καθϐλου ευχϊριςτο, αλλϊ πϋθανε.

Μϋχρι εδώ καλϊ. Σον ϋπλυναν, τον ϋντυςαν ϐπωσ επιτϊςςει το ϋθιμο,
χτϋνιςαν τα μαλλιϊ του και τον ϋβαλαν ςε ϋνα τραπϋζι, ευθϑ κι ϊκαμπτο,
ςαν ςτρατιώτη, με τισ φτϋρνεσ ενωμϋνεσ και τα δϊχτυλα μακριϊ.
Ξαπλωμϋνοσ, ακύνητοσ, η μϑτη του εύχε κρεμϊςει και το μϐνο που
αιςθανϐταν όταν ϋκπληξη.

«Σι παρϊξενο που εύναι, δε νιώθω τύποτα! Για πρώτη φορϊ ςτη ζωό
μου. Ψ, η γυναύκα μου κλαύει. Σώρα κλαισ, αλλϊ πριν, ϐταν τα πϊντα
πόγαιναν ςτραβϊ όςουν ϐλο νεϑρα. Κι ο μικρϐσ μου ο γιοσ κλαύει. Δύχωσ
αμφιβολύα, θα μεγαλώςει και θα γύνει ανεπρϐκοποσ και αχαϏρευτοσ – το
ϋχω παρατηρόςει, ϋτςι καταλόγουν πϊντα τα παιδιϊ των ςυγγραφϋων. Θα
πρϋπει κι αυτϐ να γύνεται ςϑμφωνα με κϊποιον νϐμο τησ φϑςησ. Εύναι
πϊρα πολλού αυτού οι νϐμοι, διαβολεμϋνα πολλού.

Ϊτςι ϐπωσ όταν ξαπλωμϋνοσ, ςκεφτϐταν… ςκεφτϐταν και αποροϑςε


με την αυτοςυγκρϊτηςό του. Δεν όταν ςυνηθιςμϋνοσ.

Ξεκύνηςαν λοιπϐν για το νεκροταφεύο, καθώσ ϐμωσ τον μετϋφεραν


ϋνιωςε ξαφνικϊ ϐτι αυτού που τον θρηνοϑςαν δεν όταν αρκετού.

«Ϊςτω και αν», εύπε μϋςα του, «ύςωσ να μην εύμαι και κϊνασ
ςπουδαύοσ ςυγγραφϋασ, πρϋπει να δεύχνουν ςεβαςμϐ ςτη λογοτεχνύα».

Κούταξε ϋξω απϐ το φϋρετρο και εύδε, χωρύσ να υπολογύζει τουσ


ςυγγενεύσ του, ϐτι μϐλισ εννϋα ϊτομα τον ςυνϐδευαν, μεταξϑ των οπούων

_8
ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ

όταν δϑο ζητιϊνοι και ϋνασ φανοκϐροσ, που κουβαλοϑςε και μια ςκϊλα
ςτον ώμο του. Αιςθϊνθηκε αγανϊκτηςη.

«Γουροϑνι!»

Σϐςο πολϑ τον θϑμωςε αυτό η προςβολό που αμϋςωσ αναςτόθηκε


και ϋτςι μικροκαμωμϋνοσ που όταν, βγόκε απϐ το φϋρετρο χωρύσ να τον
καταλϊβουν. Αμϋςωσ πόγε ςε ϋναν κουρϋα, ξϑριςε το μουςτϊκι και το
μοϑςι του και δανεύςτηκε ϋνα μαϑρο παλτϐ μπαλωμϋνο ςτη μια μαςχϊλη,
αφόνοντασ το δικϐ του ςτη θϋςη του. Ϊπειτα πόρε ςτο πρϐςωπϐ του μια
ϋκφραςη ςοβαρό και ανόςυχη και ϋγινε ςαν ζωντανϐσ ϊνθρωποσ. Ϋταν
αδϑνατον να τον αναγνωρύςουν.

Με την περιϋργεια που χαρακτηρύζει την ιδιϐτητϊ του, ρώτηςε τον


κουρϋα:

«Δε ςου κϊνει εντϑπωςη αυτϐ που βλϋπεισ να ςυμβαύνει;»

Εκεύνοσ ϋςτρωςε το μουςτϊκι του με κϊποια απαξύα και


αποκρύθηκε:

«΢τη Ρωςύα ζοϑμε, ϋχουμε ςυνηθύςει πια το καθετύ».

«Ναι, αλλϊ εύμαι ϋνασ πεθαμϋνοσ και ϋτςι ξαφνικϊ αλλϊζω την
εμφϊνιςη και τα ροϑχα μου;»

«Εύναι ςημεύα των καιρών. Και ϊλλωςτε με ποιον τρϐπο εύςαι


πεθαμϋνοσ; Μϐνον εξωτερικϊ! Ϊτςι ϐπωσ ϋχουν γύνει γενικϊ οι ϊνθρωποι
θα όταν καλϑτερα αν ο Θεϐσ τουσ ϋκανε ϐλουσ ςαν κι εςϋνα. ΢τισ μϋρεσ μασ
οι ζωντανού δε δεύχνουν οϑτε ςτο μιςϐ τϐςο φυςιολογικού».

«Δε φαύνομαι κϊπωσ χλωμϐσ;»

«Μα εύςτε ςτο πνεϑμα τησ εποχόσ, ϐπωσ θα ϋπρεπε. ΢τη Ρωςύα
εύμαςτε – ο καθϋνασ εδώ υποφϋρει απϐ τη μύα ό την ϊλλη αρρώςτια».

_9
Ο ΢ΤΓΓΡΑΥΕΑ΢ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟ΢

Εύναι γνωςτϐ ϐτι οι κουρεύσ εύναι πρώτησ τϊξεωσ κϐλακεσ και οι πιο
περιποιητικού ϊνθρωποι του κϐςμου.

Σον αποχαιρϋτηςε και ϋτρεξε για να προφτϊςει το φϋρετρο με τη


δυνατό επιθυμύα να δεύξει για τελευταύα φορϊ την αγϊπη του προσ τη
λογοτεχνύα. Ϊφταςε την πομπό και ϋτςι αυτού που ςυνϐδευαν το φϋρετρο
ϋγιναν δϋκα. Αντύςτοιχα, αυξόθηκε και ο ςεβαςμϐσ προσ τον ςυγγραφϋα.
Οι περαςτικού κατϊπληκτοι αναφωνοϑςαν:

«Ψ, για δεύτε! Η κηδεύα ενϐσ ςυγγραφϋα! Πω πω!»

Και ϐςοι γνώριζαν τι ςυνϋβαινε, ςκϋφτονταν με κϊποια


υπερηφϊνεια καθώσ πόγαιναν ςτισ δουλειϋσ τουσ:

«Εύναι φανερϐ πωσ η αξύα τησ λογοτεχνύασ γύνεται ολοϋνα και πιο
ςεβαςτό ς’ αυτό τη χώρα».

Ο ςυγγραφϋασ τώρα ακολουθοϑςε το φϋρετρϐ του ςαν να όταν


απλϐσ θαυμαςτόσ τησ λογοτεχνύασ και φύλοσ του αποθανϐντα.
Απευθϑνθηκε ςτον φανοκϐρο.

«Σον γνώριζεσ τον μακαρύτη;»

«Βϋβαια. Σον εκμεταλλευϐμουν κατϊ κϊποιον τρϐπο».

«Πολϑ χαύρομαι που το ακοϑω αυτϐ».

«Ναι. Η δουλειϊ μασ, ξϋρετε, μασ κϊνει να εύμαςτε ςαν τα ςπουργύτια.


Όπου πϋςει κϊτι, το μαζεϑουμε».

«Θϋλετε να μου το εξηγόςετε αυτϐ;»

«Μα εύναι πολϑ απλϐ, κϑριε».

«Πολϑ απλϐ;»

_10
ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ

«Βεβαύωσ. Υυςικϊ, αν το δει κανεύσ υπϐ ςυγκεκριμϋνη οπτικό, εύναι


αμαρτύα. Ψςτϐςο, δε γύνεται να προχωρόςεισ ς’ αυτϐν τον κϐςμο χωρύσ
και λύγη πονηριϊ».

«Φμ, εύςτε ςύγουροσ γι’ αυτϐ;»

«Εύμαι, κϑριε. Απϋναντι απϐ το παρϊθυρϐ του εύχε μια λϊμπα και
κϊθε νϑχτα καθϐταν ϊγρυπνοσ ωσ το ξημϋρωμα. Λοιπϐν, τη λϊμπα αυτό
δεν την ϊναβα γιατύ ϋβγαινε αρκετϐ φωσ απϐ το παρϊθυρϐ του. Οπϐτε, η
λϊμπα αυτό όταν κϋρδοσ για μϋνα. Ϋταν ϋνασ πολϑ χρόςιμοσ ϊνθρωποσ».

Ϊτςι, κουβεντιϊζοντασ για το ϋνα και για το ϊλλο, ο ςυγγραφϋασ


ϋφταςε ςτο νεκροταφεύο και όρθαν ϋτςι τα πρϊγματα ώςτε ϋπρεπε να
εκφωνόςει και λϐγο για τον εαυτϐ του, γιατύ ϐλοι οι υπϐλοιποι που τον
ςυνϐδευαν εκεύνη τη μϋρα εύχαν πονϐδοντο. Αυτϐ ϋγινε ςτη Ρωςύα - εκεύ οι
ϊνθρωποι πϊντα ϋχουν κϊποιου εύδουσ πϐνο.

Ο λϐγοσ που εκφώνηςε όταν αρκετϊ καλϐσ. Μια εφημερύδα, μϊλιςτα,


τον εκθεύαςε γρϊφοντασ τα εξόσ:

Ένασ από τουσ ακόλουθουσ, που από την εμφϊνιςό του


καταλαβαύνουμε ότι όταν ηθοποιόσ, μύληςε ζεςτϊ και ςυγκινητικϊ πϊνω
από το μνόμα, αν και κατϊ την ϊποψό μασ υπερεκτύμηςε και υπερϋβαλε
ςχετικϊ με τη μϊλλον μϋτρια αξύα του αποθανόντα. Ήταν ϋνασ ςυγγραφϋασ
τησ παλιϊσ ςχολόσ που δεν κατϋβαλε καμύα προςπϊθεια να ξεφορτωθεύ τα
μειονεκτόματϊ του – τον αφελό διδακτιςμό, πιο ςυγκεκριμϋνα, και την
επιμονό ςε αυτό που λϋμε πολιτικϊ του καθόκοντα – που για μασ ςόμερα
ϋχουν γύνει πολύ κουραςτικϊ. Παρ’ όλα αυτϊ, ο λόγοσ του εκφωνόθηκε με
ϋνα αύςθημα αδιαμφιςβότητησ αγϊπησ για τον γραπτό λόγο.

_11
Ο ΢ΤΓΓΡΑΥΕΑ΢ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟ΢

Μϐλισ ο επικόδειοσ ολοκληρώθηκε, ο ςυγγραφϋασ ξϊπλωςε πϊλι ςτο


φϋρετρϐ του και εύπε ικανοποιημϋνοσ:

«Σώρα μϊλιςτα, εύμαςτε ϋτοιμοι. Όλα ϋγιναν ςωςτϊ και με


αξιοπρϋπεια».

Απϐ εκεύνη τη ςτιγμό ϋγινε ϋνασ κανονικϐσ νεκρϐσ.

Ϊτςι πρϋπει να γύνεται ςεβαςτό η πορεύα και η διαδρομό κϊποιου


ανθρώπου, ϋςτω κι αν αυτό εύναι η λογοτεχνύα.

_12
ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ

_13
Ο ΢ΤΓΓΡΑΥΕΑ΢ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟ΢

Ο ΔΙΑΒΟΛΟ΢

Σ
ο φθινϐπωρο, τη θλιβερό αυτό εποχό του μαραςμοϑ και του
θανϊτου, εύναι δϑςκολο να ζεισ. Οι γκρύζεσ μϋρεσ, ο θλιμμϋνοσ,
ανόλιοσ ουρανϐσ, οι κατϊμαυρεσ νϑχτεσ, ο ϊνεμοσ που
μουρμουρϊει και γρυλύζει, οι βαριϋσ φθινοπωρινϋσ ςκιϋσ – ϐλα αυτϊ
γεννοϑν ςκϋψεισ ζοφερϋσ ςτην ψυχό του ανθρώπου και την γεμύζουν με
ϋναν μυςτηριώδη και φρικτϐ φϐβο ϐτι ςτη ζωό τύποτα δεν εύναι ςταθερϐ,
ϐλα ακολουθοϑν μιαν αϋναη ροό, γεννιοϑνται, ςαπύζουν και πεθαύνουν.

Γιατύ; Ποιοσ εύναι ο ςκοπϐσ;

Εύναι φορϋσ που η δϑναμό μασ δεν καταφϋρνει να τα βϊλει με τισ


ςκοτεινϋσ ςκϋψεισ που φϋρνει το διϊβα του φθινοπώρου ςτην καρδιϊ,
οπϐτε ϐςοι επιθυμοϑν να μετριϊςουν αυτό την πικρύα τουσ, θα πρϋπει να
αναζητόςουν μια μϋςη λϑςη. Εύναι ο μϐνοσ τρϐποσ να δραπετεϑςουν απϐ
το χϊοσ τησ απελπιςύασ και των αμφιβολιών και να περϊςουν ςτο ςτϋρεο
ϋδαφοσ τησ αυτοπεπούθηςησ. Αυτϐ ϐμωσ εύναι ϋνα μονοπϊτι επύπονο.
Περνϊει μϋςα απϐ αγκϊθια που ξεςκύζουν την ζώςα καρδιϊ και ςε αυτϐ το

_14
ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ

μονοπϊτι πϊντα φυλϊει καρτϋρι ο διϊβολοσ. Εύναι αυτϐσ ο διϊβολοσ, ο


καλϑτεροσ απ’ ϐλουσ, με τον οπούον μασ ςϑςτηςε ο ςπουδαύοσ Γκαύτε.

Γι’ αυτϐν τον διϊβολο εύναι η ιςτορύα μου.

* * *

Ο διϊβολοσ βαριϐταν.

Εύναι αρκετϊ ϋξυπνοσ ώςτε να μην περιγελϊ τα πϊντα. Γνωρύζει ϐτι


υπϊρχουν και πρϊγματα ςτη ζωό που οϑτε κι ο ύδιοσ δε μπορεύ να γελϊςει,
για παρϊδειγμα, δεν χρηςιμοπούηςε ποτϋ το κοφτερϐ νυςτϋρι του ςτην
μεγαλοπρϋπεια τησ δικόσ του ϑπαρξησ. ΢την πραγματικϐτητα, ο διϊβολϐσ
μασ εύναι περιςςϐτερο θραςϑσ παρϊ ϋξυπνοσ και αν τον εξετϊζαμε πιο
προςεκτικϊ ύςωσ ανακαλϑπταμε πωσ, ϐπωσ κι εμεύσ, ςπαταλϊ το χρϐνο
του ςε μικροπρϋπειεσ κι ανοηςύεσ. Αλλϊ ασ το αφόςουμε αυτϐ καλϑτερα –
δεν εύμαςτε ςαν τα μικρϊ παιδιϊ, που ςπϊνε τα παιχνύδια τουσ για να δουν
τι ϋχουν μϋςα.

Μια φορϊ, λοιπϐν, ο διϊβολοσ τριγυρνοϑςε ς’ ϋνα νεκροταφεύο μεσ


ςτο ςκοτϊδι μιασ φθινοπωρινόσ νϑχτασ. Απϐ τη βαρεμϊρα του ςφϑριζε
απαλϊ ενώ κοιτοϑςε τριγϑρω αναζητώντασ κϊτι να ξεχαςτεύ. ΢φϑριζε
ϋναν παλιϐ ςκοπϐ – το αγαπημϋνο τραγοϑδι του πατϋρα μου:

Όταν, ςε μϋρεσ φθινοπωρινϋσ

πϋφτει το φύλλο απ’ το κλαδύ

ψηλϊ, ο ϊνεμοσ το παύρνει...

_15
Ο ΢ΤΓΓΡΑΥΕΑ΢ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟ΢

Κι ο ϊνεμοσ τον ςιγϐνταρε, θροϏζοντασ πϊνω απ’ τα μνόματα κι


ανϊμεςα απ’ τουσ μαϑρουσ ςταυροϑσ. Σα βαριϊ φθινοπωρινϊ ςϑννεφα
ςϋρνονταν αργϊ ςτον ουρανϐ, μουςκεϑοντασ με κρϑα δϊκρυα τισ
ςτενϐμακρεσ κατοικύεσ των νεκρών και τα πϋνθιμα δϋντρα ςτο
νεκροταφεύο ϋτριζαν απαλϊ με τισ ριπϋσ του ανϋμου. Σα κλαδιϊ τουσ
ϊγγιζαν τουσ ςταυροϑσ κι ϋνασ ανατριχιαςτικϐσ, τριχτϐσ όχοσ απλωνϐταν
ςτο κοιμητόριο.

Ο διϊβολοσ ενώ ςφϑριζε, ςκϋφτηκε:

Αναρωτιϋμαι, πώσ να νιώθουν οι πεθαμϋνοι με τϋτοιον καιρό! ΢ύγουρα


η υγραςύα φτϊνει μϋχρι εκεύ κϊτω και παρϊ το ότι δεν ϋχουν να φοβούνται
για ρευματιςμούσ από τη ςτιγμό που πϋθαναν, φαντϊζομαι, δεν τουσ εύναι
καθόλου ευχϊριςτο. Αν καλούςα κϊποιον από αυτούσ να κουβεντιϊςουμε;
Θα ξεχνιόμουν λιγϊκι, όπωσ μϊλλον κι εκεύνοσ επύςησ. Θα τον καλϋςω!
Κϊπου εδώ κοντϊ ϋχουν θϊψει ϋναν παλιό μου φύλο, ϋναν ςυγγραφϋα… τον
επιςκεπτόμουν ςυχνϊ όςο ζούςε, γιατύ να μην αναθερμϊνουμε τη γνωριμύα
μασ; Άνθρωποι ςαν αυτόν εύναι τρομερϊ απαιτητικού. Για να δούμε, εύναι
ικανοποιημϋνοσ από τον τϊφο του; Πού εύναι όμωσ ο τϊφοσ του;

Και ο διϊβολοσ που, ϐπωσ ξϋρουμε, γνωρύζει τα πϊντα,


περιπλανόθηκε για κϊμποςη ώρα ςτο κοιμητόριο ώςπου να βρει τον
τϊφο του ςυγγραφϋα…

«Εώ, εςϑ!», αναφώνηςε χτυπώντασ με τα νϑχια του την βαριϊ πϋτρα


κϊτω απ’ την οπούα βριςκϐταν ο παλιϐσ γνωςτϐσ του.

«΢όκω!»

«Γιατύ;», ακοϑςτηκε μουντό η απϐκριςη απϐ το χώμα.

_16
ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ

«΢ε χρειϊζομαι».

«Δε ςηκώνομαι».

«Γιατύ;»

«Ποιοσ εύςαι, επιτϋλουσ;»

«Με ξϋρεισ».

«Ο λογοκριτόσ;»

«Όχι!»

«Κϊποιοσ χωροφϑλακασ, μόπωσ;»

«Όχι, ϐχι!»

«Οϑτε κϊποιοσ κριτικϐσ;»

«Εύμαι ο διϊβολοσ!».

«Εντϊξει, βγαύνω αμϋςωσ».

Η πϋτρα αναςηκώθηκε απ’ τον τϊφο, η γησ ϊνοιξε και απ’ το χώμα
ξεπρϐβαλε ϋνασ ςκελετϐσ. Ϋταν ϋνασ ςκελετϐσ ςυνηθιςμϋνοσ, απϐ αυτοϑσ
που χρηςιμοποιοϑν οι ςπουδαςτϋσ τησ ανατομύασ, μϐνο που όταν
βρώμικοσ, δεν εύχε δεμϋνεσ ενώςεισ και απϐ τισ κϐγχεσ των ματιών ϋβγαινε
μια μπλε φωςφορύζουςα λϊμψη. ΢ηκώθηκε απϐ το ϋδαφοσ, τύναξε τα
κϐκαλϊ του για να διώξει το χώμα που όταν κολλημϋνο πϊνω τουσ
βγϊζοντασ ϋναν ξερϐ ανατριχιαςτικϐ όχο και αναςηκώνοντασ το κρανύο
κούταξε με τα ψυχρϊ μπλε μϊτια του τον ςυννεφιαςμϋνο ςκοτεινϐ ουρανϐ.

«Εύςαι καλϊ;» εύπε ο διϊβολοσ.

«Πώσ να εύμαι καλϊ;» απϊντηςε κοφτϊ ο ςυγγραφϋασ. Μιλοϑςε με


μια πολϑ παρϊξενη, βαριϊ φωνό, ςαν δυο κϐκαλα που τρύβονταν το ϋνα
πϊνω ςτο ϊλλο.

_17
Ο ΢ΤΓΓΡΑΥΕΑ΢ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟ΢

«Με ςυγχωρεύσ για τον χαιρετιςμϐ μου», εύπε απϐ τακτ ο διϊβολοσ.

«Δεν πειρϊζει, αλλϊ γιατύ με φώναξεσ;»

«Ϋθελα απλϊ να κϊνουμε μια βϐλτα, αν και ο καιρϐσ εύναι απαύςιοσ.


Υαντϊζομαι δε φοβϊςαι μόπωσ κρυολογόςεισ», του απϊντηςε ο διϊβολοσ.

«Καθϐλου. ΢υνόθιςα τα κρυολογόματα απ’ ϐταν ζοϑςα».

«Ναι, το θυμϊμαι, πϋθανεσ αρκετϊ κρϑοσ».

«Αυτϐ εύναι αλόθεια! Ϊτςι που με εύχαν ςτον πϊγο ϐλη μου τη ζωό...»

Περπατοϑςαν πλϊι πλϊι ςτα ςτενϊ μονοπϊτια ανϊμεςα ςτουσ


τϊφουσ και τουσ ςταυροϑσ. Απϐ τα μϊτια του ςυγγραφϋα, μπλε ακτύνεσ
φώτιζαν ςτο ϋδαφοσ τα βόματα του διαβϐλου. Σο ψιλϐβροχο ϋπεφτε
απαλϐ επϊνω τουσ και το αερϊκι διαπερνοϑςε το ϊδειο ςτϋρνο του
ςυγγραφϋα, το ςτόθοσ μϋςα ςτο οπούο κϊποτε χτυποϑςε μια καρδιϊ.

«΢την πϐλη πϊμε;» ρώτηςε τον διϊβολο.

«Σι ςε ενδιαφϋρει απϐ εκεύ;»

«Η ζωό, αγαπητϋ κϑριε» ϋκανε απαθόσ ο ςυγγραφϋασ.

«Μπα! Ϊχει ακϐμα αξύα για ςϋνα;»

«Ϊχει, πρϊγματι».

«Μα γιατύ;»

«Πώσ να το πω; Κϊθε ϊνθρωποσ μετριϋται απϐ το πϐςο προςπϊθηςε


ςτη ζωό του – ακϐμα και μια απλό πϋτρα αν κουβαλόςει απϐ την κορυφό
του Αραρϊτ, αυτό η πϋτρα γύνεται γι’ αυτϐν πολϑτιμη».

«Καημενοϑλη μου», χαμογϋλαςε ο διϊβολοσ.

«Αλλϊ και τυχερϐσ», αποκρύθηκε ψυχρϊ ο ςυγγραφϋασ.

_18
ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ

Ο διϊβολοσ αναςόκωςε τουσ ώμουσ του.

΢ε λύγο ϊφηςαν το κοιμητόριο και μπροςτϊ τουσ εύχαν ϋναν δρϐμο –


δυο ςειρϋσ απϐ ςπύτια και ανϊμεςϊ τουσ ςκοτϊδι μϋςα ςτο οπούο
δϋςποζαν οι ελεεινϋσ αυτϋσ λϊμπεσ που μαρτυροϑν τη μεγϊλη ανϊγκη μασ
για φωσ.

«Πεσ μου», εύπε ο διϊβολοσ μετϊ απϐ λύγο, «πώσ ςου φαύνεται ο
τϊφοσ ςου;»

«Σον ϋχω ςυνηθύςει πια, εντϊξει. Εύναι όςυχα εκεύ, αλλϊ ςτην αρχό,
ξϋρεισ, δεν όταν καθϐλου καλϊ. Εκεύνοσ ο ηλύθιοσ που ϋβαζε τα καρφιϊ ςτο
καπϊκι του φϋρετρου, για κϊποιον λϐγο κϊρφωςε το ϋνα ςτο κεφϊλι μου.
Δεν όταν κϊτι ςημαντικϐ, αλλϊ ϐπωσ και να ‘χει, όταν δυςϊρεςτο.
Παραλύγο και θα ςκεφτϐμουν ϐτι όταν κϊποιου εύδουσ κακϐβουλοσ
ςυμβολιςμϐσ – να διαλυθεύ το κεφϊλι μου, επειδό εξαιτύασ του διαλϑθηκα
ο ύδιοσ. Και ϑςτερα, όρθαν τα ςκουλόκια! Αυτϊ, ω διϊβολε, με ϋτρωγαν
υπερβολικϊ αργϊ».

«Και πώσ να τα κατηγορόςεισ γι’ αυτϐ», εύπε ο διϊβολοσ, «ϋνα πτώμα


ποτιςμϋνο με χολό δεν εύναι καθϐλου νϐςτιμο πιϊτο».

«Πϐςα κορμιϊ κουβαλοϑςα επϊνω μου», μουρμοϑριςε ο


ςυγγραφϋασ.

«Σο να πρϋπει να φασ κϊτι τϋτοιο εύναι περιςςϐτερο δυςϊρεςτο


καθόκον παρϊ ευχαρύςτηςη. Για παρϊδειγμα, τουσ εκδϐτεσ τα ςκουλόκια
τουσ τρώνε πιο γρόγορα και πιο ευχϊριςτα».

«Λογικϐ, πρϋπει να εύναι πιο νϐςτιμοι...»

«Ϊχει υγραςύα ςτον τϊφο ςου τώρα το φθινϐπωρο;» ρώτηςε ο


διϊβολοσ.

_19
Ο ΢ΤΓΓΡΑΥΕΑ΢ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟ΢

«Ϊχει λύγη, αλλϊ ςυνηθύζεται. Αυτϐ που με ενοχλεύ περιςςϐτερο εύναι


κϊποιοι ηλύθιοι που ςουλατςϊρουν ςτο νεκροταφεύο και ςκοντϊφτουν
κατϊ λϊθοσ ςτον τϊφο μου. Δεν ξϋρω πια και πϐςο καιρϐ εύμαι εκεύ μϋςα,
τϐςο εγώ ϐςο και ϐλα γϑρω μου μϋνουμε απαρϊλλακτοι, ο χρϐνοσ ςαν
ιδϋα δεν υπϊρχει πια».

«Εύςαι ςτο χώμα τϋςςερα χρϐνια, ςϑντομα θα γύνουν πϋντε», εύπε ο


διϊβολοσ.

«Αλόθεια; Όλο αυτϐ το διϊςτημα, λοιπϐν, τρεισ ϊνθρωποι βρϋθηκαν


ςτον τϊφο μου – κι αυτού οι καταραμϋνοι, με ςϑγχιςαν. Ο ϋνασ, αμϋςωσ
αμφιςβότηςε την ύδια την ϑπαρξό μου. Διϊβαςε το ϐνομϊ μου ςτην
ταφϐπλακα και εύπε: «Αυτϐσ ο ϊνθρωποσ δεν υπόρξε ποτϋ. Ποτϋ δε
διϊβαςα κϊτι δικϐ του, αν και το ϐνομα αυτϐ το θυμϊμαι: ϐταν όμουν
μικρϐσ ζοϑςε κϊποιοσ τοκογλϑφοσ με αυτϐ το ϐνομα ςτο δρϐμο μασ». Σι
λεσ γι’ αυτϐ; Και τα ϊρθρα μου δημοςιεϑονταν επύ δεκαϋξι χρϐνια ςτα πιο
γνωςτϊ περιοδικϊ και ϐςο ζοϑςα τρεισ φορϋσ επανεκδϐθηκαν τα βιβλύα
μου».

«Και ϊλλεσ δϑο φορϋσ αφϐτου πϋθανεσ», τον πληροφϐρηςε ο


διϊβολοσ.

«Σα βλϋπεισ; Και μετϊ όρθαν ϊλλοι δϑο και ϋνασ απϐ αυτοϑσ εύπε: «Α,
να εκεύνοσ ο τϑποσ!» «Ναι, αυτϐσ εύναι» απϊντηςε ο ϊλλοσ. «Ναι, τον
διϊβαζαν κϊποτε, τον παλιϐ εκεύνο τον καιρϐ. Σουσ διϊβαζαν κϊτι
τϋτοιουσ». «Για τι πρϊγμα ϋγραφε;» «Ε, γενικϐτητεσ, ομορφιϊ, καλοςϑνη
και τα λοιπϊ», «Α, ναι, κϊτι θυμϊμαι» «Εύχε ξϑλινη γλώςςα» «Πολλού απ’
αυτοϑσ εύναι ςτο χώμα πια, πλοϑςια ςε ταλϋντα η Ρωςύα» και ϋφυγαν τα
τομϊρια. Η αλόθεια εύναι ϐτι τα θερμϊ λϐγια δεν κϊνουν πιο ζεςτϐ ϋναν
τϊφο και δεν τα χρειϊζομαι, ωςτϐςο πληγώθηκα. Πϐςο θα όθελα να
μπορώ να τουσ απαντόςω!»

_20
ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ

«Ϊπρεπε να τουσ κοπανόςεισ με την ξϑλινη γλώςςα ςου»,


χαμογϋλαςε ο διϊβολοσ.

«Μπα, δε γύνεται. ΢τα πρϐθυρα του εικοςτοϑ αιώνα θα όταν


παρϊδοξο ϋνασ νεκρϐσ να κϊτςει να μαλώνει με ζωντανοϑσ και επιπλϋον
θα κακϐπεφτε ςτουσ υλιςτϋσ».

Ο διϊβολοσ ϊρχιςε πϊλι να βαριϋται.

Ο ςυγγραφϋασ αυτόσ όθελε πϊντα να εύναι το κϋντρο του κόςμου,


αλλϊ ακόμα και τώρα που όλα ϋχουν πεθϊνει, παραμϋνει φύλαυτοσ. ΢ημαςύα
όμωσ ςτη ζωό δεν ϋχει ο ϊνθρωποσ, αλλϊ το πνεύμα του και μόνο αυτό
αξύζει την όποια αναγνώριςη. Σι βαρετού που εύναι οι ϊνθρωποι!

Ο διϊβολοσ όταν ϋτοιμοσ να ζητόςει απϐ τον ςυγγραφϋα να


επιςτρϋψει ςτον τϊφο του ϐταν του όρθε μια πονηρό ιδϋα. Εύχαν μϐλισ
φτϊςει ςε μια πλατεύα με μεγϊλα κτόρια τριγϑρω. Ο ουρανϐσ φαινϐταν να
κρϋμεται χαμηλϊ, ςαν να ακουμπϊ τισ οροφϋσ των ςπιτιών κοιτϊζοντασ
μϋςα απ’ το ςκοτϊδι τη γη.

«Αλόθεια», εύπε ο διϊβολοσ με ϑφοσ ςτον ςυγγραφϋα, «δε θεσ


καθϐλου να ξϋρεισ τι κϊνει η γυναύκα ςου;»

«Δεν εύμαι ςύγουροσ αν θϋλω», αποκρύθηκε αργϊ ο ςυγγραφϋασ.

«Κατϊλαβα, εςϑ εύςαι εντελώσ πτώμα», τον προκαλοϑςε ο διϊβολοσ.

«Ψ, δεν ξϋρω...» απϊντηςε ο ςυγγραφϋασ τινϊζοντασ τα κϐκαλϊ του,


«δε με πειρϊζει να τη δω, ϋτςι κι αλλιώσ δε θα με βλϋπει εκεύνη ό και να με
δει δε θα με αναγνωρύςει».

«Αυτϐ εύναι ςύγουρο», τον διαβεβαύωςε ο διϊβολοσ.

_21
Ο ΢ΤΓΓΡΑΥΕΑ΢ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟ΢

«Ξϋρεισ, το λϋω αυτϐ επειδό δεν τησ ϊρεςε ποτϋ να λεύπω για μεγϊλο
διϊςτημα απϐ το ςπύτι», εξόγηςε ο ςυγγραφϋασ.

Και ξαφνικϊ ο τούχοσ ενϐσ ςπιτιοϑ χϊθηκε, ϋγινε διϊφανοσ ςαν


γυαλύ. Ο ςυγγραφϋασ εύδε το εςωτερικϐ ενϐσ μεγϊλου διαμερύςματοσ,
δωμϊτια ϐμορφα και ϊνετα, γεμϊτα φωσ.

«Σι ωραύα που εύναι, πολϑ ϐμορφα!» αναφώνηςε εντυπωςιαςμϋνοσ


ο ςυγγραφϋασ, «αν ζοϑςα κι εγώ ςε τϋτοια δωμϊτια δε θα εύχα πεθϊνει
τώρα».

«Κι εμϋνα μ’ αρϋςει», εύπε ο διϊβολοσ χαμογελώντασ, «και δεν εύναι


καθϐλου ακριβϐ – μϐνο τρεισ χιλιϊδεσ».

«Δεν εύναι αυτϐ ακριβϐ; Θυμϊμαι απϐ την καλϑτερη δουλειϊ μου
εύχα βγϊλει οκτακϐςια δεκαπϋντε ροϑβλια για δουλειϊ ενϐσ χρϐνου. Ποιοσ
μϋνει εδώ;»

«Η γυναύκα ςου», εύπε ο διϊβολοσ.

«Α, μϊλιςτα. Καλϐ αυτϐ… Η γυναύκα μου εύναι εκεύνη;»

«Ναι και ορύςτε, να, ϋρχεται κι ο ϊντρασ τησ».

«Σι ϐμορφη που εύναι και πϐςο καλοντυμϋνη! Ο ϊντρασ τησ, εύπεσ;
Καλοφτιαγμϋνοσ τϑποσ, αν και δεύχνει κϊπωσ πονηρϐσ – ςτισ γυναύκεσ,
βϋβαια, αρϋςουν τϋτοιοι τϑποι».

«Μόπωσ θϋλεισ να αναςτενϊξω εγώ εκ μϋρουσ ςου;» εύπε ο διϊβολοσ


κοιτώντασ χαιρϋκακα τον ςυγγραφϋα.

«Δεύχνουν τϐςο χαροϑμενοι και ευχαριςτημϋνοι με τη ζωό τουσ . Πεσ


μου, τον αγαπϊει;»

«Ψ, ναι! Πολϑ!»

_22
ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ

«Και ποιοσ εύναι αυτϐσ;»

«Τπϊλληλοσ εύναι ςε ϋνα μαγαζύ».

«Τπϊλληλοσ ςε μαγαζύ», επανϋλαβε αργϊ ο ςυγγραφϋασ και δεν


ϋβγαλε ϊχνα για κϊμποςη ώρα. Ο διϊβολοσ τον κοιτοϑςε γεμϊτοσ
ικανοπούηςη.

«΢’ αρϋςει αυτϐ που βλϋπεισ;» τον ρώτηςε.

Ο ςυγγραφϋασ απϊντηςε με δυςκολύα.

«Ϊκανα παιδιϊ… ϋναν γιο και μια κϐρη… πύςτευα ϐτι ο γιοσ μου θα
γύνει μια μϋρα ϋνασ ϊνθρωποσ καλϐσ, αξιοπρεπόσ. Νομύζω ο υπϊλληλοσ δεν
κϊνει για παιδαγωγϐσ… και ο γιοσ μου...» ο ςυγγραφϋασ κουνοϑςε το
κρανύο του λυπημϋνοσ.

«Κούταξϋ τον πώσ την αγκαλιϊζει! Περνϊνε ϐμορφα», τϐνιςε ο


διϊβολοσ.

«Ναι. Εύναι πλοϑςιοσ αυτϐσ ο υπϊλληλοσ;»

«Πϊμπτωχοσ, αλλϊ εύναι πλοϑςια η γυναύκα ςου».

«Η γυναύκα μου; Και ποϑ βρόκε τα λεφτϊ;»

«Απϐ τισ πωλόςεισ των βιβλύων ςου!»

«Πω πω», εύπε ο ςυγγραφϋασ κουνώντασ το κενϐ κρανύο του,


«δοϑλεψα λοιπϐν ϐςο δοϑλεψα για κϊποιον υπϊλληλο;»

«Ϊτςι φαύνεται», του απϊντηςε ςαρκαςτικϊ ο διϊβολοσ.

Ο ςυγγραφϋασ ϋςτρεψε το βλϋμμα του χαμηλϊ και εύπε ςτον


διϊβολο:

«Πόγαινϋ με πύςω ςτον τϊφο μου!»

_23
Ο ΢ΤΓΓΡΑΥΕΑ΢ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟ΢

* * *

Αςφαλώσ ο αναγνώςτησ μου δεν ϋχει μεύνει ικανοποιημϋνοσ. Σου


προςφϋρεται ϊλλωςτε υπερπληθώρα λογοτεχνύασ και ακϐμα και οι
ϊνθρωποι που γρϊφουν μϐνο και μϐνο για να τον ευχαριςτόςουν, ςπϊνια
πιϊνουν τα γοϑςτα του. Εν προκειμϋνω, ο αναγνώςτησ μου εύναι
δυςαρεςτημϋνοσ γιατύ δεν ανϋφερα τύποτα για την κϐλαςη. Επειδό ο
αναγνώςτησ εύναι πεπειςμϋνοσ ϐτι μετϊ τον θϊνατϐ του θα πϊει ςύγουρα
εκεύ, επιθυμεύ να μϊθει για την κϐλαςη ενϐςω ζει. Αλλϊ, πραγματικϊ, δε
μπορώ να πω τύποτα ςε ςχϋςη μ’ αυτϐ, επειδό δεν υπϊρχει κϐλαςη - η
πϑρινη αυτό κϐλαςη που τϐςο εϑκολα κανεύσ φαντϊζεται. Τπϊρχει
ωςτϐςο κϊτι ϊλλο και εύναι απεύρωσ πιο τρομακτικϐ.

Ση ςτιγμό που ο γιατρϐσ θα ϋχει ανακοινώςει για ςασ ςτουσ


αγαπημϋνουσ ςασ «εύναι νεκρϐσ!» θα ϋχετε περϊςει ςε ϋνα ϋναν τϐπο
ολϐφωτο και απροςμϋτρητο, τον τϐπο τησ ςυνειδητοπούηςησ των λαθών
ςασ. Εύςαι ςτον τϊφο ςου, ξαπλωμϋνοσ ςε ϋνα ςτενϐ φϋρετρο και ϐλη η
μύζερη ζωό ςου περνϊ απϐ μπροςτϊ ςου γυρύζοντασ ςαν τροχϐσ, αργϊ και
επύπονα, βλϋπεισ απϐ τα πρώτα ςου βόματα ωσ και τισ τελευταύεσ ςου
ςτιγμϋσ ςτη ζωό.

Θα δεισ ϐλα ϐςα απϐκρυψεσ απϐ τον εαυτϐ ςου ϐςο ζοϑςεσ, ϐλο το
ψϋμα και την κακύα τησ ϑπαρξόσ ςου, θα ςκεφτεύσ τα πϊντα απ’ την αρχό
και θα δεισ ϐλα τα λϊθοσ βόματα – θα δεισ ϐλη τη ζωό ςου, ωσ την πιο
ταπεινό λεπτομϋρεια! Και για να γύνει ακϐμα μεγαλϑτερο το βαςανιςτόριϐ
ςου, θα γνωρύζεισ ϐτι το ύδιο ανϐητο μονοπϊτι που ακολοϑθηςεσ το
βαδύζουν κι ϊλλοι, ςπρώχνονται και βιϊζονται και απατώνται. Και θα
αντιληφθεύσ πωσ ϐ,τι κι αν κϊνουν θα ανακαλϑψουν εν καιρώ πϐςο
ντροπιαςτικϐ εύναι να ζεισ μια τϋτοια ϊθλια, αιςχρό ζωό, δύχωσ ψυχό.

_24
ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ

Και ενώ παρακολουθεύσ την πορεύα τουσ προσ την καταςτροφό, δεν
εύςαι ςε θϋςη να τουσ προειδοποιόςεισ, δε θα μπορεύσ να κουνηθεύσ οϑτε
να φωνϊξεισ και αυτό η ανημποριϊ ςου θα ςκύςει την ψυχό ςου ςε
κομμϊτια.

Η ζωό ςου αυτό περνϊ μπροςτϊ ςου απ’ την αρχό ωσ το τϋλοσ και
δεν ϋχει τϋλοσ… το φριχτϐ αυτϐ βαςανιςτόριο δε θα ϋχει τϋλοσ… ποτϋ!

_25
Ο ΢ΤΓΓΡΑΥΕΑ΢ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟ΢

_26
ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ

Ο ΠΟΙΗΣΗ΢

΢
υνϋβη κϊποτε κι αυτϐ.

Ϊνασ ϊνδρασ, που πύςτευε πωσ εύναι ποιητόσ, ϋγραφε ςτύχουσ,


ϐμωσ οι ςτύχοι του δεν όταν καλού και αυτϐ τον εύχε αναςτατώςει
πολϑ. Μια μϋρα, περπατώντασ, εύδε ςτο δρϐμο ϋνα πεςμϋνο καμουτςύκι
που εύχε μϊλλον πϋςει απϐ κϊποιον καροτςϋρη. Αμϋςωσ, μια ϋμπνευςη
γεννόθηκε ςτο μυαλϐ του ποιητό.

΢το χώμα του δρόμου, ϋνα φύδι εύναι ξϊπλα

Καμουτςύκι μου μοιϊζει, ςτου δρόμου το διϊβα

Ένα ςμόνοσ από μύγεσ, ςύννεφο ϋρχεται, να

και μυρμόγκια επύςησ, ϊλλο ςμόνοσ κι αυτϊ.

Πϊνω ςτο δϋρμα μου, ςαν αλυςύδα βαριϊ

ςτο απαλό λευκό δϋρμα, εκεύ, ςτα πλευρϊ

Ω, φύδι εςύ νεκρό, πώσ μου θυμύζεισ ξανϊ

Ση νεκρό μου αγϊπη, κϊποια αγϊπη παλιϊ.

_27
Ο ΢ΤΓΓΡΑΥΕΑ΢ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟ΢

Ξαφνικϊ, το καμουτςύκι ςηκώθηκε ϐρθιο και ϊρχιςε να του μιλϊει.

«Γιατύ λεσ ψευτιϋσ; Εύςαι παντρεμϋνοσ! Εύςαι ϊνθρωποσ


μορφωμϋνοσ και παρ’ ϐλα αυτϊ λεσ ψϋματα. Δεν ϋχει πεθϊνει η αγϊπη ςου.
Σην αγαπϊσ τη γυναύκα ςου και τη φοβϊςαι!»

Ο ποιητόσ θϑμωςε.

«Αυτϐ δεν εύναι δικό ςου δουλειϊ!»

«Και το πούημϊ ςου εύναι χϊλια».

«Πολϑ καλϑτερο ϐμωσ απ’ ϐτι εςϑ μπορεύσ να κϊνεισ. Εςϑ μπορεύσ
μϐνο να χτυπϊσ και οϑτε αυτϐ δε μπορεύσ να κϊνεισ απϐ μϐνο ςου».

«Γιατύ λεσ ψϋματα ϐμωσ; Η αγϊπη ςου δεν ϋχει πεθϊνει».

«Σα πϊντα μποροϑν να ςυμβοϑν – αν εύναι κϊπωσ απαραύτητο».

«Ψ, τι ξϑλο που θα φασ απϐ τη γυναύκα ςου. Πόγαινϋ με ς’ αυτόν».

«Ναι, να εύςαι ςύγουρο!»

«Ωντε, ϊντε… πϊρε δρϐμο τώρα», του εύπε το καμουτςύκι και ϊρχιςε
να κουλουριϊζεται ςαν τιρμπουςϐν – πόρε την ύδια θϋςη ςτο δρϐμο και
προτύμηςε να αςχοληθεύ με ϊλλουσ ανθρώπουσ.

Ο ποιητόσ περπϊτηςε ωσ ϋνα πανδοχεύο, παρόγγειλε ϋνα μπουκϊλι


μπϑρα και ϋκατςε ςκεφτικϐσ.

«Αν και όταν αγενϋςτατο, το καμουτςύκι εύχε δύκιο, το πούημϊ μου


εύναι και πϊλι χϊλια, αυτό εύναι η αλόθεια. Σι παρϊξενο! Κϊποιοι να
γρϊφουν πϊντα κακοϑσ ςτύχουσ ενώ κϊποιοι ϊλλοι καταφϋρνουν να
γρϊφουν πϊντα ωραύουσ. Πώσ εύναι ϋτςι ϐλα κανονιςμϋνα ςτον κϐςμο
μασ; Σι ανϐητοσ αυτϐσ ο κϐςμοσ!»

_28
ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ

Καθϐταν, λοιπϐν, και ϋπινε προςπαθώντασ να κατανοόςει τον


κϐςμο. Κατϋληξε ςτο ςυμπϋραςμα ϐτι ϋπρεπε να πει την αλόθεια. Αυτϐσ ο
κϐςμοσ δεν αξύζει τύποτα και εύναι ανώφελο για τον ϊνθρωπο να ζει ςε
αυτϐν. Σο ςκεφτϐταν περύπου για μιϊμιςη ώρα και ϋπειτα ϊρχιςε να
γρϊφει:

Όςο κι αν φαύνονται καλϋσ, οι επιθυμύεσ μασ

Με τρόμο όλα μασ οδηγούν ςτη μούρα μασ

Παραπαύουμε, τυφλού ςε λαβύρινθο όπου περιμϋνει

Ο θϊνατοσ, τησ πτώςησ το φύδι, μασ παραμονεύει.

Ω, ασ καταςτρϋψουμε όςα μϋςα μασ προςδοκούμε

Δεν αλλϊζουν το μονοπϊτι αυτό που θα διαβούμε

Μες’ από αγκϊθια βαδύζουμε προσ την πικρό οδύνη

Με ξεςκιςμϋνη την καρδιϊ η ζωό μασ ςβόνει.

Ϊγραψε περιςςϐτερα ςτο ύδιο ϑφοσ, ςυνολικϊ εύκοςι οκτώ γραμμϋσ.

«Καλϊ εύναι!», εύπε ο ποιητόσ και επϋςτρεψε ςτο ςπύτι του


ευχαριςτημϋνοσ. Εκεύ, διϊβαςε τουσ ςτύχουσ ςτη γυναύκα του. Σησ ϊρεςαν
κι εκεύνησ. Σο μϐνο που εύχε να παρατηρόςει όταν:

«Κϊτι δεν πϊει καλϊ με τισ πρώτεσ τϋςςερισ γραμμϋσ».

«Μια χαρϊ θα το καταπιοϑν. Οϑτε ο Ποϑςκιν ξεκινοϑςε και τϐςο


καλϊ. Σο μϋτρο πεσ μου πώσ ςου φαύνεται; Εύναι αυτϐ ενϐσ ρϋκβιεμ».

Κατϐπιν, ϊρχιςε να παύζει με τον μικρϐ του γιο. Σον πόρε ςτα γϐνατϊ
του και ϊρχιςε να του τραγουδϊει χαροϑμενα, με φωνό τενϐρου. Πϋραςαν

_29
Ο ΢ΤΓΓΡΑΥΕΑ΢ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟ΢

ευχϊριςτα το απϐγευμα και το επϐμενο πρωύ ο ποιητόσ πόγε το πούημϊ


του ςε κϊποιον εκδϐτη που του μιλοϑςε βαθυςτϐχαςτα – ϐλοι αυτού οι
εκδϐτεσ εύναι πολϑ βαθυςτϐχαςτοι, γι’ αυτϐ και οι φυλλϊδεσ τουσ εύναι
ϋτςι ςτεγνϋσ.

«Φμ», ϋκανε ο εκδϐτησ τρύβοντασ τη μϑτη του, «ξϋρεισ, ςε γενικϋσ


γραμμϋσ δεν εύναι κακϐ και το πιο ςημαντικϐ, εύναι ςϑμφωνο με το πνεϑμα
τησ εποχόσ. Πολϑ, θα ϋλεγα. Δεύχνεισ να βρόκεσ τον εαυτϐ ςου. Να
ςυνεχύςεισ με την ύδια ϋνταςη. Δεκαϋξι καπύκια ανϊ γραμμό… τϋςςερα…
ςαρϊντα οκτώ. ΢ε ςυγχαύρω!»

Οι ςτύχοι τυπώθηκαν και ο ποιητόσ ϋνιωςε ςαν να ξαναγεννόθηκε. Η


γυναύκα του τον φύληςε με πϊθοσ και του εύπε νωχελικϊ:

«Ποιητό μου!»

Περνοϑςαν ϐμορφα.

Όμωσ ϋνασ νεαρϐσ, ϋνα καλϐ παιδύ που αναζητοϑςε με ςοβαρϐτητα


το νϐημα τησ ζωόσ, διϊβαςε τουσ ςτύχουσ αυτοϑσ και αυτοπυροβολόθηκε.
Εύχε πιςτϋψει, βλϋπετε, ϐτι πριν φτϊςει ςτο ςημεύο να αποδοκιμϊςει τη
ζωό, ϋψαχνε και ο ποιητόσ το νϐημϊ τησ, ϐπωσ ϋκανε κι εκεύνοσ και ϐτι η
αναζότηςό του αυτό εύχε πικρό κατϊληξη, ϐπωσ και ςτη δικό του
περύπτωςη. Ο νϋοσ δεν γνώριζε φυςικϊ ϐτι οι μελαγχολικού αυτού ςτύχοι,
εύχαν πουληθεύ προσ δεκαϋξι καπύκια ο ϋνασ. Ϋταν ςοβαρϐσ ο νϋοσ.

Παρακαλώ πολϑ τον αναγνώςτη μου να μην πιςτϋψει πωσ εννοώ ϐτι
μερικϋσ φορϋσ ακϐμα κι ϋνα καμουτςύκι μπορεύ να χρηςιμοποιηθεύ ςε
ανθρώπουσ για το καλϐ τουσ.

_30
ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ

_31
Ο ΢ΤΓΓΡΑΥΕΑ΢ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟ΢

Μαξύμ Γκϐρκι

Ο Μαξίμ Γκόρκι, όταν Ρώςοσ ςυγγραφϋασ, πρωτοπϐροσ τησ


λογοτεχνικόσ μεθϐδου του ςοςιαλιςτικοϑ ρεαλιςμοϑ και πολιτικϐσ
ακτιβιςτόσ. Σο πραγματικϐ του ϐνομα όταν Αλεξϋι Μαξύμοβιτσ Πεςκϐφ.
Επϋλεξε το Γκϐρκι ωσ ψευδώνυμο, επειδό ςημαύνει πικρόσ, μιασ και ςτη
ζωό του αντιτϊχτηκε πολλϋσ φορϋσ ςτο τςαρικϐ καθεςτώσ και πϋραςε
πολϑ καιρϐ ςε φυλακϋσ ό ςε εξορύα.

Γεννόθηκε απϐ φτωχοϑσ γονεύσ, ςτην πϐλη Νύζνι Νϐβγκοροντ ςτισ


28 Μαρτύου 1868. Σο 1873 πεθαύνει ο πατϋρασ του. Η μητϋρα του θα
ξαναπαντρευτεύ κι ο Μαξύμ Γκϐρκι θα μεύνει με τον παπποϑ και τη γιαγιϊ
του. Οι ιςτορύεσ, τα παραμϑθια κι η τρυφερό παρουςύα τησ τελευταύασ,
ϊςκηςαν μεγϊλη επύδραςη πϊνω του.

_32
ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ

Αναγκϊζεται απϐ τη φτώχεια να φϑγει απϐ το ςπύτι ςε ηλικύα μϐλισ


εννϋα ετών και ν' αναζητόςει μϐνοσ την τϑχη του. Δοκιμϊζει διϊφορα
επαγγϋλματα: βοηθϐσ υποδηματοποιοϑ, βοηθϐσ αγιογρϊφου, λαντζϋρησ
ςε καρϊβι, αχθοφϐροσ ςτην Οδηςςϐ, νυχτοφϑλακασ ςε ψαρϊδικο,
φοϑρναρησ, καθαριςτόσ καμινϊδων, εργϊτησ ςτα χωρϊφια. Ρακϋνδυτοσ,
πεζϐσ και πειναςμϋνοσ γυρνϊ ϐλη τη Ρωςύα, γνωρύζει τουσ ανθρώπουσ και
τη δυςτυχύα τουσ για πϊνω απϐ 5 χρϐνια, κϊτι που όταν εξύςου
καθοριςτικϐ για τη μετϋπειτα λογοτεχνικό αλλϊ και την πολιτικό του
πορεύα.

Σον Δεκϋμβριο του 1887 αυτοπυροβολεύται μ' ϋνα παλιϐ πιςτϐλι ςτο
ςτόθοσ, πιθανϐτατα εξαιτύασ του θανϊτου τησ γιαγιϊσ του. Η ςφαύρα θα
μεύνει ςτα πνευμϐνια του ςαρϊντα ολϐκληρα χρϐνια. Παρϊ τισ πολλϋσ
αντιξοϐτητεσ, απϐ το 1892 κιϐλασ, αρχύζει να εκδηλώνεται η αγϊπη του
για τη λογοτεχνύα. Αρχύζει να γρϊφει αρχικϊ για βιοποριςτικοϑσ λϐγουσ,
επιφυλλύδεσ ς' επαρχιακϋσ εφημερύδεσ. Σϐτε εργαζϐταν ςτην εφημερύδα
Tiflis του Καυκϊςου και χρηςιμοποιοϑςε το ψευδώνυμο Jehudiel
Khlamida, απϐ κεύνη τη χρονιϊ ϐμωσ και ϋπειτα επιλϋγει να γρϊφει ωσ
Μαξύμ Γκϐρκι. Σρύα χρϐνια αργϐτερα, γνωρύζεται με τον ςυγγραφϋα
Βλαντιμύρ Κορολϋνκο που του δημοςιεϑει το διόγημα «Σςελκϊσ». Σο 1899
οι τυπωμϋνεσ ςυλλογϋσ των διηγημϊτων του, γνωρύζουν μεγϊλη επιτυχύα
και γύνεται γνωςτϐσ ς' ϐλη την Ευρώπη.

Σο 1902 η Ρωςικό Ακαδημύα τον εκλϋγει μϋλοσ τησ, ωςτϐςο λύγεσ


μϋρεσ αργϐτερα ο Σςϊροσ Νικϐλαοσ ο Β' ακυρώνει την εκλογό του, επειδό
κατακρύνει ανοιχτϊ τη λογοκριςύα του τϑπου που εφαρμϐζεται, με
αποτϋλεςμα οι Σςϋχωφ και Κορολϋνκο να παραιτηθοϑν. Σην ύδια χρονιϊ
γνωρύζεται με τον Λϋνιν και γύνονται φύλοι. Σρύα χρϐνια αργϐτερα
αναλαμβϊνει τη διεϑθυνςη του περιοδικοϑ Νϋα Ζωό και αγωνύζεται για
την επανϊςταςη. Γρϊφεται ςτο κομμουνιςτικϐ κϐμμα, ςυλλαμβϊνεται και

_33
Ο ΢ΤΓΓΡΑΥΕΑ΢ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟ΢

φυλακύζεται ςτο φροϑριο Πετροπαβλϐφςκ, κατϊ τη διϊρκεια τησ


αποτυχημϋνησ επανϊςταςησ του 1905, ϐπου και γρϊφει ϋνα βιβλύο που
φαινομενικϊ αναφϋρεται ςτην επιδημύα χολϋρασ του 1862. Σϐτε,
λογοτϋχνεσ απ' ϐλο τον κϐςμο κϊνουν ϋκκληςη για τη ςωτηρύα του.

Σην επϐμενη χρονιϊ φεϑγει για το Κϊπρι τησ Ιταλύασ μϋχρι το 1913
κι ϐταν επιςτρϋφει ςυμμετϋχει ςτα πολιτικϊ δρώμενα που ςυντϋλεςαν
ςτο να ξεςπϊςει η επανϊςταςη του 1917 ςτην οπούα ςυμμετϋχει επύςησ
ενεργϊ. Κατϊ τη διϊρκεια του Α' Παγκϐςμιου Πολϋμου το δωμϊτιϐ του
ςτην Αγύα Πετροϑπολη εύχε γύνει καταφϑγιο μπολςεβύκων. Μϋχρι να
ξεςπϊςει η επανϊςταςη, δεν του επιτρεπϐταν να εγκαταλεύψει τη χώρα.

Δυο βδομϊδεσ μετϊ το ξϋςπαςμα τησ επανϊςταςησ, τον Οκτώβριο


του 1917, ο Γκϐρκι ϋρχεται ςε ςϑγκρουςη με τα ηγετικϊ ςτελϋχη του
κομμουνιςτικοϑ κϐμματοσ. Γρϊφει χαρακτηριςτικϊ:

«Οι Λϋνιν και Tρότςκι δεν ϋχουν οιαδόποτε ιδϋα για την ελευθερύα ό
τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αλλοτριώνονται όδη από το βρωμερό δηλητόριο
τησ εξουςύασ. Αυτό εύναι ορατό από την επαύςχυντη αςϋβεια ςτην ελευθερύα
του λόγου αλλϊ κι όλων των ϊλλων αςτικών ελευθεριών για τισ οπούεσ η
δημοκρατύα πϊλεψε».

Ο Λϋνιν του απαντϊ με απειλϋσ το 1919:

«΢ε ςυμβουλεύω: ϊλλαξε το περιβϊλλον ςου, τισ απόψεισ ςου, τη


δρϊςη ςου, αλλιώσ η ζωό μπορεύ να φύγει μακριϊ ςου».

Σον Αϑγουςτο του 1921 ςυλλαμβϊνονται οι φύλοι του λογοτϋχνεσ,


Νικολϊι Γκουμιλιϐφ κι η ςϑζυγϐσ του Ωννα Αχμϊτοβα, για φιλομοναρχικϋσ
τϊςεισ. Γυρύζει εςπευςμϋνα ςτη Μϐςχα πετυχαύνοντασ να τουσ
ελευθερώςει με προςωπικό διαταγό του ύδιου του Λϋνιν, μα ϐταν ςπεϑδει
να τουσ δει, διαπιςτώνει πωσ όδη ϋχουν πυροβολόςει θανϊςιμα τον
Νικολϊι. Κοντϊ ς' αυτϊ ϋρχεται η επιδεύνωςη τησ υγεύασ του, μια παλιϊ

_34
ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ

φυματύωςη απϐ τον καιρϐ που γυρνοϑςε ςτουσ δρϐμουσ, και τον
Οκτώβριο τησ ύδιασ χρονιϊσ, μεταναςτεϑει ξανϊ ςτο Κϊπρι για λϐγουσ
υγεύασ, ϐπου και θα μεύνει μϋχρι το 1929.

Επιςτρϋφει ςτη Ρωςύα κατϊ διαςτόματα και δϋχεται τιμϋσ απϐ τον
΢τϊλιν. Σ' ϐνομϊ του δύνεται ςε κεντρικό λεωφϐρο, μετονομϊζεται η
γενϋτειρϊ του, ϋνα απϐ τα μεγαλϑτερα ςοβιετικϊ αεροπλϊνα τησ εποχόσ,
το Σουπϐλεφ 20, παύρνει το ϐνομα Γκϐρκι, ϐπωσ επύςησ κι ϋνα μεγϊλο
πϊρκο ςτο κϋντρο τησ Μϐςχασ.

΢τισ 18 Ιουνύου 1936, πεθαύνει ςτη Μϐςχα κϊτω απϐ ανεξιχνύαςτεσ


ςυνθόκεσ και ςτην κηδεύα του, ανϊμεςα ςε εκεύνουσ που μετϋφεραν το
φϋρετρϐ του, όταν ο Ιωςόφ ΢τϊλιν και ο Βιατςεςλϊβ Μολϐτοφ.

Μερικϊ απϐ τα ςημαντικϐτερα ϋργα του εύναι: Οι Μικροαςτού, ΢το


Βυθϐ, Σα Παιδιϊ του Ϋλιου, Οι Βϊρβαροι, Οι Εχθρού, Οι Ζύκοφ, Ο Γιϊκοφ
Μπογκομϐλοφ, Βϊςια Ζελεζνϐβα, Η Μϊνα, ΢τα Ξϋνα Φϋρια, Οικογϋνεια
Ορλϐφ, Σρεισ, Η Εξομολϐγηςη, Οι ΢υνεντεϑξεισ μου, ΢την Αμερικό, Σο
καλοκαύρι, Η Πολιτεύα Οκοϑροκ, Ο Βύοσ του Ματθαύου Κοζεμιϊκιν, Ιταλικϋσ
και Ρωςικϋσ Ιςτορύεσ, Αρταμϊνωφ, Η Ζωό του Κλιμ ΢ϊμγιν κ.ϊ.

_35
Ο ΢ΤΓΓΡΑΥΕΑ΢ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟ΢

Δημότρησ Νύκου

Ο Δημήτρης Νίκου γεννήθηκε το 1981 στην Αθήνα, όπου και ζει. Από
το 2005 άρχισε να αρθρογραφεί σε έντυπα και στο διαδίκτυο. Στη λογοτεχνία
πρωτοεμφανίστηκε το 2010 και μέχρι σήμερα έχει δημοσιεύσει πεζά, ποίηση,
άρθρα και κριτικά κείμενα σε λογοτεχνικά περιοδικά και ιστοσελίδες.

Έργα του που έχουν εκδοθεί, είναι η νουβέλα «Βόλτα στο φεγγάρι»
(Ίαμβος, 2010), το μυθιστόρημα «Σημασία έχει μονάχα η ζωή» (Ωκεανός,
2013), το αφήγημα «Ονείρωξη» (Σαΐτα, 2014), που μεταφράστηκε και στα
Γερμανικά (Die Prostituierten des Denkens, 2017), η συλλογή πεζών και
ποιημάτων «Το φιλί και το ταξίδι» (Ανοικτή Βιβλιοθήκη, 2021) και το
ταξιδιωτικό «Καρτ ποστάλ από τη Γεωργία» (Ίδρυμα Αλέξανδρος Αλεκσίτζε
& Γεωργιανό Ινστιτούτο Αθηνών, 2021). Συμμετείχε επίσης στις συλλογές
«Tweet stories» (Ανοικτή Βιβλιοθήκη, 2012), «Ένα ταξίδι αλλιώς» (Σαΐτα,
2013), «Ιστορίες από ένα παγκάκι» (Σαΐτα, 2013) και στο συλλογικό
μυθιστόρημα «Όσα ποτέ δεν είπαμε» (Ωκεανός, 2013).

Η προσωπική του ιστοσελίδα βρίσκεται στη διεύθυνση:

dimitris-nikou.blogspot.com

_36
ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ

_37
Ο ΢ΤΓΓΡΑΥΕΑ΢ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟ΢

Η ΢ΤΛΛΟΓΗ ΔΙΗΓΗΜΑΣΨΝ

Ο ΢ΤΓΓΡΑΥΕΑ΢ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟ΢


ΣΟΤ ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ

ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΢Ε ΧΗΥΙΑΚΗ ΜΟΡΥΗ ΣΟΝ

ΙΑΝΟΤΑΡΙΟ ΣΟΤ 2022 ΢Ε ΜΕΣΑΥΡΑ΢Η


ΣΟΤ ΔΗΜΗΣΡΗ ΝΙΚΟΤ ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
ΕΚΔΟ΢Η΢ ΣΟΤ ΓΙΑΝΝΗ ΥΑΡ΢ΑΡΗ ΚΑΙ
ΔΙΑΝΕΜΕΣΑΙ ΕΛΕΤΘΕΡΑ ΢ΣΟ ΔΙΑΔΙ

ΚΣΤΟ ΤΠΟ ΑΔΕΙΑ CREATIVE COMMONS

(BY–NC-ND) ΑΠΟ ΣΗΝ ΑΝΟΙΚΣΗ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

_38

You might also like