Professional Documents
Culture Documents
Οι Τρωάδες διδάχτηκαν από τον Ευριπίδη το 415 π.Χ., (λίγο μετά την άλωση της
Μήλου από τους Αθηναίους και τη σφαγή των αρρένων κατοίκων της). Είναι μια από
τις πιο καταθλιπτικές τραγωδίες του Ευριπίδη και μια αντιπολεμική τραγωδία. Ο
ποιητής μας παρουσιάζει την τραγική θέση των γυναικών της Τροίας, των Τρωάδων,
ύστερα από τη σφαγή των συζύγων τους, όταν αυτές βρίσκονται στο έλεος των
νικητών, λάφυρο για μοιρασιά. Τα πρόσωπα του έργου είναι ο Ποσειδών, η Αθηνά,
η Εκάβη, ο χορός των αιχμάλωτων Τρωάδων, ο Ταλθύβιος, η Κασάνδρα,
η Ανδρομάχη, ο Μενέλαοςκαι η Ελένη.
Ο τόπος είναι το στρατόπεδο των Αχαιών στην Τροία. Ο χορός αποτελείται από τις
αιχμάλωτες Τρωαδίτισσες. Ο γυναικείος χιτώνας που φορούν είναι ο Δωρικός
χιτώνας ή πέπλος. Είναι ένα ορθογώνιο μάλλινο κομμάτι ύφασμα με φάρδος
περίπου διπλάσιο από το φάρδος του σώματος, μετρώνας από τους αγκώνες με τα
χέρια ανοιχτά, και περίπου μισό μέτρο μακρύτερο από το ύψος της γυναίκας από τον
ώμο μέχρι τα πόδια. Το δίπλωναν στα δύο στο ύψος των ώμων ώστε να τυλίγει το
σώμα και άφηναν το επιπλέον μάκρος να πέσει κάτω σαν δεύτερο κομμάτι. Το
εμπρός στερεωνόταν στους ώμους με το πίσω, με μακρυές καρφίτσες, αφήνοντας τις
πλαϊνές άκρες ελεύθερες.)
Το Ρωμαϊκό Θέατρο
Στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία κυριαρχούν τα χοντροκομένα θεάματα κι έτσι δεν
επιβιώνει πια η τέχνη της κλασσικής αρχαιότητας. Διατηρούνται όμως οι Τραγωδοί ή
Κιθαρωδοί που ήταν τραγουδιστές των χορικών κομματιών των τραγωδιών, και
οι Ραψωδοί ή Ομηριστές που απήγγελαν επικά ποιήματα και στίχους από τα
Ομηρικά Έπη. Στη Ρώμη επίσης αναπτύχθηκε ο Παντόμιμος που ήταν μιμική
αναπαράσταση από κομμάτια τραγωδιών ή κωμωδιών της αρχαίας Ελλάδας.
Παρουσιαζόταν στα ρωμαϊκά συμπόσια και στις αυλές των ευγενών και αποτελούσε
προσφιλή διασκέδαση.
Την Ρωμαϊκή Κωμωδία δημιούργησαν οι συγγραφείς Πλαύτος και Τερέντιος κατά τον
2ο αιώνα π.Χ. Στις κωμωδίες τους παρουσιάζουν ανθρώπινους τύπους, τον
οργισμένο νέο, τους νεαρούς άσωτους, τον φιλάργυρο, τον φοβισμένο αλλά και
πολυμήχανο δούλο, κ.ά. Ο Πλαύτος ήταν μεταφραστής των αρχαίων ελληνικών
κωμωδιών και διασκευαστής τους, προσθέτοντας στοιχεία από την ρωμαϊκή ζωή.
Προσέθεσε άριες στα έργα του («Μένεχμοι», «Αμφιτρύωνας») κι έτσι θεωρείται ο
πρόδρομος της οπερέτας. Ο Τερέντιος ήταν απελεύθερος σκλάβος από την Αφρική.
Μορφώθηκε και έγραψε έργα («Η Αντριώτισσα», «Η Πεθερά», «Ο Ευνούχος», «Ο
Φορμίωνας», «Τ’αδέρφια») που θεωρούνται και σήμερα διαχρονικά. Το κοινό δεν τον
αγάπησε γιατί προτιμούσε το ελαφρύ θέατρο που είχε μπουφόνικες βάσεις, δηλαδή
θεάματα με μίμους, σχοινοβάτες και ξιφομάχους.
Ο Σενέκας (4 π.Χ.- 65 μ.Χ.) εκπροσωπεί την ρωμαϊκη τραγωδία. Τον χαρακτηρίζει η
ρητορία και η ηθική φιλοσοφία. Έργα του: «Μήδεια», «Αγαμέμνων», «Φαίδρα»,
«Φοίνισσες». Λέγεται ότι ο Σέξπιρ αργότερα επηρεάστηκε από τον Σενέκα όταν
έγραφε το έργο του «Τίτος Ανδρόνικος». Οι ηθοποιοί εξακολουθούν να είναι μόνο
άντρες.
Σε κάθε παράσταση της Κομέντια ντελ’ Άρτε οι ήρωες ήταν πάντοτε οι ίδιοι. Εκτός
από τους νεαρούς εραστές, τους Ιναμοράτι (ιταλική λέξη που σημαίνει ερωτευμένοι),
οι οποίοι έδιναν την αφορμή του έργου, υπήρχαν ο Πανταλόνε, ο πατέρας της
κοπέλας που προσπαθεί να εμποδίσει τη σχέση της, ο Ντοτόρε, φίλος του
Πανταλόνε, ο Αρλεκίνος, η Κολομπίνα, ο Καπιτάνο και άλλοι.
Οι ηθοποιοί της Κομέντια ντελ’ Άρτε έπαιζαν σε όλη την καριέρα τους τον ίδιο
πάντοτε ρόλο, σε σημείο που το όνομα του ηθοποιού πολλές φορές ξεχνιόταν και
αντικαθίστατο από το όνομα του ρόλου του.
Οι παραστάσεις της Κομέντια ντελ’ Άρτε δίνονταν σε υπαίθρια, ξύλινα θέατρα. Οι
ηθοποιοί φορούσαν κοστούμια και μάσκες χαρακτηριστικές για τους ρόλους που
έπαιζαν, κοστούμια και μάσκες που φοριούνται ακόμη και σήμερα στο περίφημο
καρναβάλι της Βενετίας.
Το θεατρικό είδος της Κομέντια ντελ’ Άρτε εξαπλώθηκε και αγαπήθηκε ιδιαίτερα, όχι
μόνο στην Ιταλία αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη (Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία,
Αγγλία, Ρωσία) και αποτέλεσε τη βάση για να αναπτυχθούν διάφορα επόμενα εθνικά
θεατρικά είδη μέχρι και τον 19ο αιώνα.
Το θέατρο του Σαίξπηρ απευθυνόταν στις λαϊκές μάζες και εκεί έβρισκε ιδιαίτερη
απήχηση. Τα περισσότερα έργα του γράφτηκαν και παρουσιάστηκαν στο θέατρο
Γκλόουμπ, ενώ λίγα μόνο από αυτά προορίζονταν για μικρά στεγασμένα ιδιωτικά
θέατρα ή για τη βασιλική αυλή.
Τα θέματα των έργων είναι παρμένα είτε από την ελληνική μυθολογία (αρκετά
παραποιημένα) είτε από τη ζωή βασιλιάδων, ευγενών και της αυλής τους.
Έργα του Σαίξπηρ είναι: «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», «Μάκβεθ», «Άμλετ», «Βασιλιάς
Ληρ», «Οθέλος», «Ριχάρδος Γ΄», «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας», «Τέλος καλό
όλα καλά», «Πολύ κακό για το τίποτα», «Αγάπης Αγώνας Άγονος» κ.ά.
Μετά από 13 χρόνια περιοδειών στη Γαλλία, ο Μολιέρος με το θίασό του παίζει στο
Λούβρο μπροστά στο Λουδοβίκο και την αυλή του και μετά την επιτυχία του και την
αποδοχή από το παλάτι, εγκαθίσταται σε μόνιμο θέατρο στο Παρίσι.
Το έργο του είναι βαθιά επηρεασμένο από την Κομέντια ντελ’ Άρτε, από τις λαϊκές
φάρσες που παρουσιάζουν πλανόδιοι θίασοι και από τα μεγάλα μπαλέτα -
θεάματα με χορό, μουσική και απαγγελίες που οργανώνονταν στη βασιλική αυλή με
τη συμμετοχή των ευγενών, ακόμα και του ίδιου του βασιλιά.
Οι κωμωδίες του Μολιέρου σατιρίζουν τις κοινωνικές καταστάσεις και τα ήθη της
εποχής του. Ενώ διατηρούν τα στοιχεία της φάρσας, εμβαθύνουν σταπροβλήματα
της εποχής και λειτουργούν διδακτικά στο κοινό.
Έργα του Μολιέρου: «Αρχοντοχωριάτης», «Κατά Φαντασίαν Ασθενής»,
«Ταρτούφος», «Φιλάργυρος», «Μισάνθρωπος», «Σχολείο Γυναικών», κ.ά.
Μέσα από την αναζήτησή του για ένα είδος θεάτρου που να εκφράζει την εποχή και
τις καινούργιες ιδέες, αναπτύσσει μια ολόκληρη θεατρική φιλοσοφία που έμελε να
καθορίσει την πορεία του σύγχρονου θεάτρου. Η «αποστασιοποίηση» ή
«αποξένωση» ή και «παραξένισμα» όπως λέγεται από άλλους, είναι η μέθοδος με
την οποία ο ηθοποιός δεν ταυτίζεται με το ρόλο του, αλλά αφού τον παίζει ασκεί
κριτική σε αυτόν πάνω στην σκηνή, με στόχο να μεταδώσει στο θεατή «ανώτερα»
συναισθήματα που θα τον ενεργοποιήσουν ώστε να παλέψει για τα δικαιώματά του.
Τα έργα του αντανακλούν τους προβληματισμούς μιας κοινωνίας που οδηγείται στην
εξαθλίωση και την ανάδειξη του ναζισμού.
Ο Μπρεχτ χρησιμοποιεί ποίηση και μουσική στα έργα του, στοιχεία από το καμπαρέ
που κυριαρχούσε τότε στη Γερμανία και συνεργάζεται με σημαντικούς μουσικούς
όπως ο Κουρτ Βάιλ, ο Χανς Άισλερ και άλλοι. Ιδρύει στο Βερολίνο το
θέατρο Μπερλίνερ Ανσαμπλ, το οποίο υπάρχει και σήμερα. Τα τραγούδια του
Κουρτ Βάιλ από τα έργα του Μπρεχτ έχουν τραγουδήσει και πολλοί σύγχρονοί μας
Έλληνες τραγουδιστές του έντεχνου τραγουδιού.
Έργα του Μπρεχτ: Ο κύκλος με την Κιμωλία, Η όπερα της πεντάρας, Η άνοδος και η
πτώση της πόλης Μαχαγκόνι, Τρόμος και αθλιότητα στο Τρίτο Ράιχ, Μάνα
Κουράγιο, Η Εξαίρεση και ο Κανόνας κ.ά.
Δημήτρης Κεχαϊδης με γνωστά του έργα «Το πανηγύρι», «Το τάβλι» και «Η βέρα».
Βασίλης Ζιώγας έγραψε μεταξύ άλλων τα έργα «Το προξενιό της Αντιγόνης»,
«Πασχαλινά παιχνίδια».
Κώστας Μουρσελάς έγραψε τα γνωστά έργα «Η κυρία δεν πενθεί» και «Επικίνδυνο
φορτίο».
Γιώργος Σκούρτης με γνωστά μεταξύ άλλων έργα «Κομμάτια και θρίψαλα»,
«Νταντάδες», «Ο καραγκιόζης παραλίγο Βεζύρης», «Η απεργία».
Βιβλιογραφία
1) Ιστορία του Θεάτρου (1980), της Φύλλις Χάρτνολ, μετάφραση Ρούλα Πατεράκη,
Αθήνα, Εκδόσεις Υποδομή, 320 σελίδες.
2) Ιστορία του Θεάτρου (Α+Β τόμος) (2006), του Πάολο Μποζίζιο, μετάφραση Ελίνα
Νταρακλίτσα, Αθήνα, Εκδόσεις Αιγόκερως, Α’ Τόμος 480 σελ., Β΄ Τόμος 414
σελ., ISBN set 960-322-263-1