You are on page 1of 10

Η αρχαία ελληνική τραγωδία

Η αρχαία ελληνική τραγωδία προέρχεται από τονδιθύραμβο - που πραγματευόταν


αποκλειστικά τη ζωή και τη λατρεία του θεού Διονύσου - και την μετέπειτα καινοτομία
που έφερε ο Θέσπις, αποσπώντας τον εαυτό του από τους υπόλοιπους άνδρες του
χορού και υποδυόμενος ο ίδιος έναν θεό ή ήρωα.
Η θεματολογία της τραγωδίας αντλείται από τους διάφορους κύκλους της ελληνικής
μυθολογίας και τα ομηρικά έπη. Οι υποθέσεις των έργων ήταν ήδη γνωστές στους
θεατές, οι οποίοι έστρεφαν το ενδιαφέρον τους στον τρόπο ή την ερμηνεία του ποιητή
για τα γεγονότα και τους μύθους. Οι ποιητές με αφορμή τα παραπάνω θέματα
προχωρούν σε μεγάλα φιλοσοφικά ζητήματα, όπως η πάλη ανάμεσα στον θεϊκό
και τον ανθρώπινο νόμο, η προσπάθεια του ανθρώπου να ξεπεράσει το
πεπρωμένο του κλπ.

Η τραγωδία στην αρχαία Αθήνα παρουσιαζόταν τέσσερις φορές το χρόνο,


στις γιορτές που οργανώνονταν προς τιμή του θεού Διονύσου. Οι ποιητές
διαγωνίζονταν με τρεις τραγωδίες που αποτελούσαν μία τριλογία με παρεμφερές
θέμα και ένα σατυρικό δράμα.

Οι παραστάσεις γίνονταν στα θέατρα με κύριο σκηνικό την πρόσοψη ενός


παλατιού με τρεις εισόδους. Ζωγραφικά σκηνικά και σκηνικά μηχανήματα, όπως
το εκκύκλημα ή ο από μηχανής θεός, χρησιμοποιούνταν ανάλογα με τις ανάγκες
του έργου. Οι ηθοποιοί, όπως και το κοινό, ήταν μόνο άντρες. Όταν έβγαιναν στη
σκηνή φορούσαν πάντοτε μάσκα και κοθόρνους (παπούτσια με πολύ ψηλή ξύλινη
σόλα) που τους έδιναν επιβλητικό παράστημα. Υπήρχαν πάντοτε δύο ή τρεις
ηθοποιοί που υποδύονταν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους και 12 που
αποτελούσαν το χορό, που αυξήθηκαν σε 15 από τον Σοφοκλή,
αλλά μειώθηκαν δραστικά αργότερα από τον Ευριπίδη.

Οι αρχαίοι Έλληνες τραγικοί και τα έργα τους


Αισχύλος: Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες που αποτελούν την μοναδική
τριλογία που σώζεται ολόκληρη και ονομάζεται «Ορέστεια», Προμηθέας Δεσμώτης,
Επτά επί Θήβας, Πέρσαι, Ικέτιδες.
Σοφοκλής: Αντιγόνη, Ηλέκτρα, Αίας, Φιλοκτήτης, Οιδίπους Τύραννος, Οιδίπους επί
Κολωνώ, Τραχίνιαι.

Ευριπίδης: Μήδεια, Ιφιγένεια εν Αυλίδι, Ιφιγένεια εν Ταύροις, Βάκχαι, Ικέτιδες, Ελένη,


Ορέστης, Κύκλωψ, Άλκηστις, Ηρακλείδαι, Ιππόλυτος, Ανδρομάχη, Εκάβη, Ηλέκτρα,
Ηρακλής μαινόμενος, Τρωάδες, Ίων, Φοίνισσαι.

Ο ορισμός του Αριστοτέλη (384-322 π.Χ.) για


την αρχαία ελληνική τραγωδία
«Έστιν ουν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας, μέγεθος εχούσης,
ηδυσμένω λόγω, χωρίς εκάστου των ειδών εν τοις μορίοις δρώντων και ου δι’
απαγγελίας, δι ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν,
λέγω δε ηδυσμένον μεν λόγον τον έχοντα ρυθμόν και αρμονίαν και μέλος, το δε
χωρίς τοις είδεσι το δια μέτρων ένια μόνον περαίνεσθαι και πάλιν έτερα διά μέλος.»
Νεοελληνική μετάφραση:
«Τραγωδία λοιπόν είναι μίμηση σοβαρής και ολοκληρωμένης πράξης που έχει
κάποιαν έκταση, εκφρασμένη με ηδυσμένο λόγο, (Ηδυσμένο σημαίνει καρυκευμένο
και είναι όρος της μαγειρικής στα αρχαία ελληνικά. Εδώ σημαίνει τον λόγο που έχει
μουσική, ρυθμό και λεκτικά στολίδια) και χωριστά καθένα είδος του στα διάφορα
μέρη της, όπου οι υποκριτές χρησιμοποιούν τη δράση κι όχι την απαγγελία,
λυτρώνοντας τελικά με τον έλεο και τον φόβο από τα τέτοιου είδους παθήματα. Και
εννοώ ηδυσμένο το λόγο που έχει ρυθμό και αρμονία και μέλος (=μουσική
συνδυασμένη με λόγια, δηλαδή τραγούδι) και χωριστά το καθένα είδος του, ότι,
δηλαδή, μερικά μέρη της τραγωδίας εκτελούνται μόνο με τη βοήθεια του μέτρου, ενώ
πάλι άλλα με την συνοδεία μουσικής.»
Αισχύλου «Ικέτιδες»:
Ανήκει στην τριλογία «Δαναϊδες» (ολόκληρη η τριλογία ήταν «Αιγύπτιοι», «Δαναϊδες»
και «Ικέτιδες») και η πιο πιθανή χρονιά παρουσίασης της τραγωδίας αυτής είναι το
463 π.Χ.. Οι Ικέτιδες είναι οι 50 κόρες του Δαναού, οι οποίες έρχονται από την
Αίγυπτο μαζί με τον πατέρα τους στο ιερό έξω από την πόλη του Άργους, για να
αποφύγουν το γάμο με τους γιούς του Αιγύπτου, που τις κυνηγούν. Ικετεύουν τον
βασιλιά του Άργους να τις προστατεύσει Στην τραγωδία αυτή το κύριο δεν είναι ο
διάλογος αλλά ο χορός. Τα πρόσωπα του δράματος είναι ο χορός των 50
Δαναϊδων, ο πατέρας τους Δαναός, ο βασιλιάς των Αργείωνκαι ο Κήρυκας. Η
βασική ιδέα που παρουσιάζει ο Αισχύλος είναι η εξής: οι θεοί, που είναι οι ίδιοι που
παρουσιάζονται και στα Ομηρικά έπη, είναι δυνάμεις σκληρές προς τους θνητούς
αλλά δίκαιες. Είναι οι φύλακες των μεγάλων αξιών της ζωής και μία από αυτές είναι
το ιερό καθήκον της φιλοξενίας που έχουν οι θνητοί προς τους συνανθρώπους τους
που βρίσκονται σε ανάγκη.
Το μακιγιάζ και τα κοστούμια του χορού και του Δαναού ακολουθούν το Αιγυπτιακό
στυλ που δηλώνει και την καταγωγή των Ικέτιδων. Χοντρές μαύρες γραμμές γύρω
από τα μάτια που έφταναν σχεδόν στα μαλλιά. Στο πάνω βλέφαρο έβαζαν σκιές
χρωματιστές πράσινο, μπλε, τυρκουάζ και χρυσό. Τα φρύδια ήταν έντονα βαμμένα
με χοντρή γραμμή και καμπύλη και τα χείλη έντονα κόκκινα και το ρουζ κόκκινο
χρώμα. Το γυναικείο κοστούμι είναι ένα φόρεμα που ξεκινάει από το στήθος, είναι
μακρύ και εφαρμοστό. Οι μπρατέλες χιαστί αφήνουν έξω το στήθος. Από πάνω
φορούν καλάσιρις, που είναι μακρύ κυλινδρικό ρούχο και διαφανές για να δηλώσει
την βασιλική καταγωγή των Ικέτιδων. Στις γυναίκες το δέσιμο αυτού του ρούχου
γίνεται με κορδέλα στη μέση. Επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί το χεκ, πλισαρισμένο
ύφασμα που φοριέται με αρκετά περίπλοκο δέσιμο και πέφτει πολύ πλούσιο, το
οποίο μπορεί να είναι και διαφανές. Ο βασιλιάς των Αργείων και ο Κήρυκας φορούν
χιτώνες της μυκηναϊκής περιόδου και το μακιγιάζ τους ακολουθεί την αντίστοιχη
περίοδο.
Σοφοκλέους «Αντιγόνη»:

Ο Κρέοντας, άρχοντας των Θηβών, απαγορεύει την ταφή του Πολυνείκη ως


προδότη. Η Αντιγόνη, κόρη του Οιδίποδα και ανηψιά του Κρέοντα, αψηφώντας τη
διαταγή του Κρέοντα θάβει τον αδελφό της Πολυνείκη κι όταν την ανακαλύπτουν και
την οδηγούν μπροστά στον άρχοντα, διακηρύσσει ότι πάνω από το ανθρώπινο
δίκαιο υπάρχει το θεϊκό, στο οποίο εκείνη προτίμησε να υπακούσει. Ο Κρέοντας την
καταδικάζει να ταφεί ζωντανή, δίχως να ακούσει τις παρακλήσεις του Αίμονα, που
είναι γιός του και μνηστήρας της Αντιγόνης, ούτε τις συμβουλές του μάντη Τειρεσία.
Μόνο μετά από τη φοβερή μαντεία του Τειρεσία για συμφορές που θα τον βρούν
αποφασίζει να επιτρέψει την ταφή του Πολεινίκη και να σώσει την Αντιγόνη. Αλλά
είναι πια αργά. Η Αντιγόνη έχει αυτοκτονήσει και δίπλα της, ύστερα από μια έκρηξη
οργής εναντίον του πατέρα του, αυτοκτονεί και ο Αίμονας. Το ίδιο κάνει και η
Ευρυδίκη, η σύζυγος του Κρέοντα, όταν μαθαίνει το θάνατο του παιδιού της. Ο
Κρέοντας συντετριμμένος αναγνωρίζει την ευσέβεια της Αντιγόνης και τη δική του
μωρία και εύχεται να πεθάνει. Τα πρόσωπα του έργου είναι η Αντιγόνη και
η Ισμήνη (κόρες του Οιδίποδα και ανηψιές του Κρέοντα), ο χορός των 15 Θηβαίων
γερόντων, ο Αίμων (γιός του Κρέοντα), ο Φύλακας ( του πτώματος του Πολυνείκη),
ο Τειρεσίας (διάσημος μάντης και τυφλός), η Ευρυδίκη (σύζυγος του Κρέοντα),
ο πρώτος Αγγελιαφόρος (εξωτερικός-άγγελος), και ο δεύτερος
Αγγελιαφόρος (εσωτερικός-εξάγγελος).
Το μακιγιάζ και τα κοστούμια είναι τα χαρακτηρηστικά ρούχα και μακιγιάζ από μάσκες
που χρησιμοποιούσαν τον 5ο π.Χ. αιώνα Το μακιγιάζ πρέπει να είναι πολύ έντονο
για να γίνεται ορατό και από το άνω διάζωμα των μεγάλων αρχαιοελληνικών
θεάτρων, όπως αυτό της Επιδαύρου. Οι γέροντες του χορού πρέπει να έχουν
γενειάδα, όπως είχαν οι γεροντότεροι τότε και μακρυά μαλλιά, και να φορούν αντρικό
ιμάτιο.
Το αντρικό ιμάτιο είναι ένα μακρύ παραλληλόγραμμο ύφασμα, χοντρύτερο από το
ύφασμα του χιτώνα, που τυλίγεται γύρω από το σώμα, συγκρατείται με μία καρφίτσα
στη μία άκρη του πάνω στον έναν ώμο, τον οποίο συνήθως αφήνει ακάλυπτο.
Ευριπίδη «Τρωάδες»:

Οι Τρωάδες διδάχτηκαν από τον Ευριπίδη το 415 π.Χ., (λίγο μετά την άλωση της
Μήλου από τους Αθηναίους και τη σφαγή των αρρένων κατοίκων της). Είναι μια από
τις πιο καταθλιπτικές τραγωδίες του Ευριπίδη και μια αντιπολεμική τραγωδία. Ο
ποιητής μας παρουσιάζει την τραγική θέση των γυναικών της Τροίας, των Τρωάδων,
ύστερα από τη σφαγή των συζύγων τους, όταν αυτές βρίσκονται στο έλεος των
νικητών, λάφυρο για μοιρασιά. Τα πρόσωπα του έργου είναι ο Ποσειδών, η Αθηνά,
η Εκάβη, ο χορός των αιχμάλωτων Τρωάδων, ο Ταλθύβιος, η Κασάνδρα,
η Ανδρομάχη, ο Μενέλαοςκαι η Ελένη.
Ο τόπος είναι το στρατόπεδο των Αχαιών στην Τροία. Ο χορός αποτελείται από τις
αιχμάλωτες Τρωαδίτισσες. Ο γυναικείος χιτώνας που φορούν είναι ο Δωρικός
χιτώνας ή πέπλος. Είναι ένα ορθογώνιο μάλλινο κομμάτι ύφασμα με φάρδος
περίπου διπλάσιο από το φάρδος του σώματος, μετρώνας από τους αγκώνες με τα
χέρια ανοιχτά, και περίπου μισό μέτρο μακρύτερο από το ύψος της γυναίκας από τον
ώμο μέχρι τα πόδια. Το δίπλωναν στα δύο στο ύψος των ώμων ώστε να τυλίγει το
σώμα και άφηναν το επιπλέον μάκρος να πέσει κάτω σαν δεύτερο κομμάτι. Το
εμπρός στερεωνόταν στους ώμους με το πίσω, με μακρυές καρφίτσες, αφήνοντας τις
πλαϊνές άκρες ελεύθερες.)

Η κωμωδία του Αριστοφάνη


Προέρχεται από τη λέξη «κωμός» που σημαίνει έξαλλη διασκέδαση ή μασκαράτα.
Κατά τη γιορτή των Λήναιων, που γίνονταν κάθε Ιανουάριο, ομάδες κωμικών
ντύνονταν σάτυροι, δηλαδή μισοί άνθρωποι και από τη μέση και κάτω τράγοι, οι
οποίοι ήταν οι συνοδοί του Θεού Διονύσου. Μεταφέρονταν πάνω σε κάρα κι από εκεί
πάνω σατύριζαν με καυστικά αστεία την πολιτική κατάσταση της εποχής και τους
διάσημους άνδρες.
Εκπρόσωπος της αρχαίας κωμωδίας ήταν ο Αριστοφάνης. Σήμερα σώζονται μόνο 11
από τα 40 έργα του. Η θεματολογία των έργων αυτών είναι έντονα επικαιρική.
Σατυρίζονται θέματα και προσωπικότητες της εποχής. Παρόλα αυτά όμως οι
καταστάσεις που θίγονται είναι διαχρονικές και η πρωτοτυπία της γραφής και των
αστείων κάνουν τον Αριστοφάνη πάντοτε σύγχρονο και τα έργα του παίζονται
σήμερα με μεγάλη λαϊκή αποδοχή.
Έργα του Αριστοφάνη: Όρνιθες, Λυσιστράτη, Αχαρνής, Βάτραχοι, Ιππής,
Εκκλησιάζουσες, Θεσμοφοριάζουσες, Νεφέλες, Σφήκες, Ειρήνη, Πλούτος.

Ο Μένανδρος και τα χαρακτηριστικά της νέας


αττικής κωμωδίας
Εκπρόσωπος της νέας αττικής κωμωδίας που παιζόταν κατά τους ελληνιστικούς
χρόνους είναι ο Μένανδρος. Από τμήματα 5 έργων του που σώζονται γίνεται φανερό
ότι η νέα κωμωδία είναι ευχάριστη, διασκεδαστική, ελάχιστα σατυρική και πολιτικά
ανώδυνη. Διατηρεί την αθυροστομία της αρχαίας κωμωδίας και η θεματολογία της
περιστρέφεται σε οικογενειακά ζητήματα, χαμένα παιδιά, γάμους μετ’
εμποδίωνχαμένους θυσαυρούς και άλλα παρόμοια.
Η νέα κωμωδία έχει χάσει τελείως τον θρησκευτικό της χαρακτήρα και την καταγωγή
της. Πρόκειται για μια κωμωδία ηθών με βασικό πρόσωπο τον πρόθυμο αλλά και
πονηρό δούλο. Ο χορός πλέον δεν έχει θέση στη νέα αττική κωμωδία.

Η μάσκα του ηθοποιού στο αρχαίο θέατρο


Η μάσκα στο αρχαίο θέατρο ήταν το πιο σημαντικό εξάρτημα του κουστουμιού του
ηθοποιού.
Έδινε την δυνατότητα στον ίδιο ηθοποιό να παίζει πολλούς ρόλους και να υποδύεται
γυναίκες.
Η κάθε μάσκα δήλωνε την ηλικία, την κατάσταση και το φύλο του κάθε χαρακτήρα,
όπως και το κυρίαρχο συναίσθημα που τον κατείχε.
Έτσι έχουν βρεθεί μάσκες με αποτυπωμένα ζωγραφικά τα συναισθήματα του
τρόμου, του μίσους, της οργής, της απελπισίας κ.ά.

Το Ρωμαϊκό Θέατρο
Στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία κυριαρχούν τα χοντροκομένα θεάματα κι έτσι δεν
επιβιώνει πια η τέχνη της κλασσικής αρχαιότητας. Διατηρούνται όμως οι Τραγωδοί ή
Κιθαρωδοί που ήταν τραγουδιστές των χορικών κομματιών των τραγωδιών, και
οι Ραψωδοί ή Ομηριστές που απήγγελαν επικά ποιήματα και στίχους από τα
Ομηρικά Έπη. Στη Ρώμη επίσης αναπτύχθηκε ο Παντόμιμος που ήταν μιμική
αναπαράσταση από κομμάτια τραγωδιών ή κωμωδιών της αρχαίας Ελλάδας.
Παρουσιαζόταν στα ρωμαϊκά συμπόσια και στις αυλές των ευγενών και αποτελούσε
προσφιλή διασκέδαση.

Την Ρωμαϊκή Κωμωδία δημιούργησαν οι συγγραφείς Πλαύτος και Τερέντιος κατά τον
2ο αιώνα π.Χ. Στις κωμωδίες τους παρουσιάζουν ανθρώπινους τύπους, τον
οργισμένο νέο, τους νεαρούς άσωτους, τον φιλάργυρο, τον φοβισμένο αλλά και
πολυμήχανο δούλο, κ.ά. Ο Πλαύτος ήταν μεταφραστής των αρχαίων ελληνικών
κωμωδιών και διασκευαστής τους, προσθέτοντας στοιχεία από την ρωμαϊκή ζωή.
Προσέθεσε άριες στα έργα του («Μένεχμοι», «Αμφιτρύωνας») κι έτσι θεωρείται ο
πρόδρομος της οπερέτας. Ο Τερέντιος ήταν απελεύθερος σκλάβος από την Αφρική.
Μορφώθηκε και έγραψε έργα («Η Αντριώτισσα», «Η Πεθερά», «Ο Ευνούχος», «Ο
Φορμίωνας», «Τ’αδέρφια») που θεωρούνται και σήμερα διαχρονικά. Το κοινό δεν τον
αγάπησε γιατί προτιμούσε το ελαφρύ θέατρο που είχε μπουφόνικες βάσεις, δηλαδή
θεάματα με μίμους, σχοινοβάτες και ξιφομάχους.
Ο Σενέκας (4 π.Χ.- 65 μ.Χ.) εκπροσωπεί την ρωμαϊκη τραγωδία. Τον χαρακτηρίζει η
ρητορία και η ηθική φιλοσοφία. Έργα του: «Μήδεια», «Αγαμέμνων», «Φαίδρα»,
«Φοίνισσες». Λέγεται ότι ο Σέξπιρ αργότερα επηρεάστηκε από τον Σενέκα όταν
έγραφε το έργο του «Τίτος Ανδρόνικος». Οι ηθοποιοί εξακολουθούν να είναι μόνο
άντρες.

Την εποχή του Βυζαντίου


Στο Βυζάντιο δεν υπήρχε θέατρο. Η Εκκλησία το είχε απαγορεύσει. Κατά τον 11ο και
12ο αιώνα εμφανίστηκε το θρησκευτικό δράμα με τίτλο «Χριστός Πάσχων», το
οποίο όμως δεν παιζόταν αλλά μόνο διαβαζόταν ιδιωτικά.
Το θέατρο στη Δύση κατά τον Μεσαίωνα
Η Εκκλησία είχε απαγορεύσει αυστηρά στους πιστούς να παρακολουθούν θεατρικές
παραστάσεις ή να παίζουν σ’ αυτές. Τον «σπόρο» του θεάτρου συνέχισαν να τον
μεταφέρουν οι λαϊκοί διασκεδαστές άλλοτε μόνοι τους κι άλλοτε σε μικρές ομάδες
που ταξίδευαν στα χωριά και στις πόλεις. Ήταν ακροβάτες, χορευτές, μίμοι,
θηριοδαμαστές, ζονγκλέρ, παλαιστές, λαϊκοί τραγουδιστές και παραμυθάδες.
Κατά το Πάσχα γινόταν αναπαράσταση της ζωής του Ιησού μέσα στην Εκκλησία κι
έτσι γεννήθηκε το Λειτουργικό Δράμα. Χρησιμοποιείτο ολόκληρος ο χώρος της
εκκλησίας. Αργότερα δραματοποιήθηκαν και όλες σχεδόν οι ιστορίες από την Βίβλο.
Λειτουργικά Δράματα εμφανίστηκαν σε όλη την Ευρώπη. Είναι
τα mystery plays στην Αγγλία, τα mysteres στη Γαλλία,
τα sacre rappresentazioni στην Ιταλία, τα autos sacramentales στην Ισπανία,
τα Geistpiele στις γερμανόφωνες χώρες.

Κομέντια ντελ’ Άρτε, το θέατρο της


Αναγέννησης
Η Κομέντια ντελ’ Άρτε αποτελεί τη λαϊκή έκφραση του θεάτρου της ιταλικής
Αναγέννησης. Το χαρακτηριστικό στοιχείο της Κομέντια ντελ’ Άρτε είναι ότι δεν
υπήρχε γραπτό κείμενο πάνω στο οποίο να βασίζονται οι ηθοποιοί. Υπήρχαν
βασικές αρχές και μια υπόθεση, πάνω στην οποία οι ηθοποιοί αυτοσχεδίαζαν κάθε
φορά.

Σε κάθε παράσταση της Κομέντια ντελ’ Άρτε οι ήρωες ήταν πάντοτε οι ίδιοι. Εκτός
από τους νεαρούς εραστές, τους Ιναμοράτι (ιταλική λέξη που σημαίνει ερωτευμένοι),
οι οποίοι έδιναν την αφορμή του έργου, υπήρχαν ο Πανταλόνε, ο πατέρας της
κοπέλας που προσπαθεί να εμποδίσει τη σχέση της, ο Ντοτόρε, φίλος του
Πανταλόνε, ο Αρλεκίνος, η Κολομπίνα, ο Καπιτάνο και άλλοι.
Οι ηθοποιοί της Κομέντια ντελ’ Άρτε έπαιζαν σε όλη την καριέρα τους τον ίδιο
πάντοτε ρόλο, σε σημείο που το όνομα του ηθοποιού πολλές φορές ξεχνιόταν και
αντικαθίστατο από το όνομα του ρόλου του.
Οι παραστάσεις της Κομέντια ντελ’ Άρτε δίνονταν σε υπαίθρια, ξύλινα θέατρα. Οι
ηθοποιοί φορούσαν κοστούμια και μάσκες χαρακτηριστικές για τους ρόλους που
έπαιζαν, κοστούμια και μάσκες που φοριούνται ακόμη και σήμερα στο περίφημο
καρναβάλι της Βενετίας.

Το θεατρικό είδος της Κομέντια ντελ’ Άρτε εξαπλώθηκε και αγαπήθηκε ιδιαίτερα, όχι
μόνο στην Ιταλία αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη (Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία,
Αγγλία, Ρωσία) και αποτέλεσε τη βάση για να αναπτυχθούν διάφορα επόμενα εθνικά
θεατρικά είδη μέχρι και τον 19ο αιώνα.

Το θέατρο του Σαίξπηρ


Το θέατρο του Σαίξπηρ (1564-1616) αποτελεί το σημαντικότερο τμήμα του
Ελισαβετιανού Θεάτρου κατά τον 16ο και 17ο αιώνα. Τα έργα του
Σαίξπηρπαρουσιάζουν εκπληκτική ποικιλία στο ύφος και στις ιδέες και κινούνται σε
όλο το φάσμα από την τραγωδία ως την κωμωδία. Είναι επηρεασμένα από
τη ρομαντική τραγωδία, το ιστορικό δράμα, την λαϊκή τραγικοκωμωδία και
το ποιμενικό δράμα που κυριαρχούσαν στο ελισαβετιανό θέατρο, αλλά και από
την κομέντια ντελ’ Άρτε που ταξίδεψε από την Ιταλία ως την Αγγλία.
Το πρωτοπόρο και ανήσυχο πνεύμα του Σαίξπηρ δεν εκτιμήθηκε από τους
σύγχρονούς του κι ένας από τους πανεπιστημιακούς τον κατηγόρησε ως «νεόπλουτο
κόρακα», ενώ η γνησιότητα ορισμένων έργων του δεν είναι εξακριβωμένη ακόμα
μέχρι σήμερα. Πάντως ο Σαίξπηρ σήμερα θεωρείται ο μεγαλύτερος δραματικός
ποιητής μετά από τους αρχαίους έλληνες και ο πατέρας του σύγχρονου
θεάτρου.

Το θέατρο του Σαίξπηρ απευθυνόταν στις λαϊκές μάζες και εκεί έβρισκε ιδιαίτερη
απήχηση. Τα περισσότερα έργα του γράφτηκαν και παρουσιάστηκαν στο θέατρο
Γκλόουμπ, ενώ λίγα μόνο από αυτά προορίζονταν για μικρά στεγασμένα ιδιωτικά
θέατρα ή για τη βασιλική αυλή.
Τα θέματα των έργων είναι παρμένα είτε από την ελληνική μυθολογία (αρκετά
παραποιημένα) είτε από τη ζωή βασιλιάδων, ευγενών και της αυλής τους.
Έργα του Σαίξπηρ είναι: «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», «Μάκβεθ», «Άμλετ», «Βασιλιάς
Ληρ», «Οθέλος», «Ριχάρδος Γ΄», «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας», «Τέλος καλό
όλα καλά», «Πολύ κακό για το τίποτα», «Αγάπης Αγώνας Άγονος» κ.ά.

Το θέατρο του Μολιέρου

Ο Μολιέρος (1622-1673) είναι ο μεγαλύτερος κωμικός συγγραφέας του γαλλικού και


ίσως του ευρωπαϊκού θεάτρου, αν εξαιρέσουμε τον Αριστοφάνη. Χρονικά το έργο του
τοποθετείται στο πρώτο μισό του 17ου αιώνα, επί βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΔ΄, ο
οποίος εδραίωσε το Παρίσι ως το κέντρο των Τεχνών.

Μετά από 13 χρόνια περιοδειών στη Γαλλία, ο Μολιέρος με το θίασό του παίζει στο
Λούβρο μπροστά στο Λουδοβίκο και την αυλή του και μετά την επιτυχία του και την
αποδοχή από το παλάτι, εγκαθίσταται σε μόνιμο θέατρο στο Παρίσι.
Το έργο του είναι βαθιά επηρεασμένο από την Κομέντια ντελ’ Άρτε, από τις λαϊκές
φάρσες που παρουσιάζουν πλανόδιοι θίασοι και από τα μεγάλα μπαλέτα -
θεάματα με χορό, μουσική και απαγγελίες που οργανώνονταν στη βασιλική αυλή με
τη συμμετοχή των ευγενών, ακόμα και του ίδιου του βασιλιά.
Οι κωμωδίες του Μολιέρου σατιρίζουν τις κοινωνικές καταστάσεις και τα ήθη της
εποχής του. Ενώ διατηρούν τα στοιχεία της φάρσας, εμβαθύνουν σταπροβλήματα
της εποχής και λειτουργούν διδακτικά στο κοινό.
Έργα του Μολιέρου: «Αρχοντοχωριάτης», «Κατά Φαντασίαν Ασθενής»,
«Ταρτούφος», «Φιλάργυρος», «Μισάνθρωπος», «Σχολείο Γυναικών», κ.ά.

Το θέατρο του Μαριβό


Το θέατρο του Μαριβό σφραγίζει το πρώτο μισό του 18ου αιώνα για το γαλλικό
θέατρο. Είναι ο αναμορφωτής της παράδοσης της Κομέντια ντελ’ Άρτε όπως
αυτή είχε επιβιώσει στη Γαλλία μέχρι την εποχή εκείνη.
Τα έργα του βασίζονταν πάντοτε στο ίδιο θέμα: Η ιστορία δύο νεαρών ερωτευμένων
που τα προβλήματά τους, αν και πρόσκαιρα και συχνά προερχόμενα από δική τους
υπαιτιότητα, παρουσιάζουν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον και γίνονται αφορμή για
κωμικές ή τραγικές καταστάσεις.
Η δράση στα έργα του Μαριβό αντικαθίσταται από την ανάλυση ψυχολογικών
και συναισθηματικών καταστάσεων που εκφράζονται με
ιδιαίτερο πάθος και δριμύτητα, ιδιαίτερα υπερβολική ορισμένες φορές. Το παράδοξο
και αρκετά επιτηδευμένο αυτό στυλ ονομάστηκε αργότερα «μαριβοντάζ».
Έργα του Μαριβώ: Ο θρίαμβος του Έρωτα, Το παιχνίδι του Έρωτα και της
Τύχης, η Κληρονομιά κά.

Το θέατρο του Γκολντόνι


Ο Γκολντόνι, που έζησε τον 18ο αιώνα, επιχειρεί να αναμορφώσει την Κομέντια
ντελ’ Άρτε με βάση τα σύγχρονα δεδομένα. Στους τύπους και τις παραστάσεις της
παλιάς Κομέντια, προσθέτει γραπτό κείμενο. Τα έργα του παίζονται αρχικά
στη Βενετία, όπου και γνωρίζουν σχετική επιτυχία και αργότερα στην Κομεντί
Ιταλιέν στο Παρίσι. Τα έργα του που προορίζονται για τη γαλλική σκηνή γράφονται
κατευθείαν στα γαλλικά.
Οι απλοί τύποι της παλιάς κωμωδίας μετατρέπονται σε πραγματικούς
χαρακτήρες με εξέλιξη στην πορεία του έργου.
Έργα του Γκολντόνι: Η Πανούργα Χήρα, Ο Ψεύτης, Η Λοκαντιέρα, Υπηρέτης δύο
αφεντάδων, Οι Αγροίκοι, κά.

Οι εκπρόσωποι του ρομαντισμού στη Γερμανία


Κατά τον 19ο αιώνα τον ρομαντισμό στο θέατρο εκπροσωπούν οι:
Φρίντριχ Χέμπελ: έγραψε την τριλογία «Νιμπελούγκεν»
Εμανουέλ Σικανέντερ: έγραψε το λιμπρέτο για την όπερα του Μότσαρτ «Μαγεμένος
Αυλός».
Φραντς Γκρίλπαρτσερ: έγραψε το έργο «Η ζωή είναι ένα όνειρο».
Φέρντιναντ Ράιμουντ: έγραψε τα έργα «Το κορίτσι του Νεραϊδόκοσμου», «Ο
βασιλιάς των Άλπεων» και «Ο Εχθρός των Ανθρώπων».

Το θέατρο του Τσέχωφ


Ο Άντον Τσέχωφ έγραψε θέατρο στη Ρωσία, στο τέλος του 19ου αιώνα. Η κοινωνία
της Ρωσίας την εποχή εκείνη είχε περιέλθει σε περίοδο φθοράς και απραξίας.
Επρόκειτο για το τέλος μιας εποχής – η επανάσταση του 1917 άλλωστε δεν άργησε
– όπου οι Ρώσοι ειδικά στην επαρχία ζούσαν μια βαρετή ζωή από την οποία
δεν περίμεναν τίποτα.
Αυτό καθρεφτίζεται με ποίηση και λυρισμό στα έργα του Τσέχωφ. Τα έργα του
φαίνεται να αποπνέουν απαισιοδοξία. Στην ουσία όμως είναι κωμωδίες
συνδυασμένες με τραγικά στοιχεία που επιχειρούν να αφυπνίσουν το θεατή και να
του δείξουν την κατάσταση όπως πράγματι είναι.
Με τα έργα του Τσέχωφ, του Ίψεν, και του Μπέρναρ Σω, το θέατρο παρουσιάζει
τάση απομάκρυνσης από τα ασήμαντα και τα καθημερινά θέματα και ασχολείται με
ζητήματα κοινωνικής διαμαρτυρίας, κριτικής ακόμα και προπαγάνδας. Ο συνδυασμός
του στοιχείου αυτού με την άψογη δραματουργία και την έμπνευση επηρέασε
σημαντικά το σύγχρονο θέατρο.
Έργα του Τσέχωφ: Γλάρος, Βυσσινόκηπος, Τρείς Αδελφές, και μονόπρακτα
όπως: Οι βλαβερές συνέπειες του καπνού, Η Αρκούδα, Αίτηση σε γάμο κλπ.

Η φιλοσοφία στο θέατρο του Πιραντέλο


Τα έργα του Πιραντέλο βασίζονται στην αρχή της «υποκειμενικής αλήθειας».
Καταρρίπτουν την πίστη στην απόλυτη αλήθεια και διατείνονται πως τόσο η γνώση
όσο και η ηθική αλλάζουν σύμφωνα με τον χώρο, το χρόνο και το υποκείμενο που τις
κρίνει. Ο Πιραντέλο μας έχει κληρονομήσει μέσα από το θέατρό του τη σκέψη ότι
άλλο είναι αυτό που πραγματικά είμαστε, άλλο αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε και
άλλο αυτό που νομίζουν οι άλλοι ότι είμαστε.
Στα πιο χαρακτηριστικά του έργα, όπως στο «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε», στο
«Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» και στο «Να ντύσουμε τους γυμνούς», η
πάλη ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη βιτρίνα, στο πρόσωπο και στη μάσκα,
οδηγεί το κάθε δράμα στην κορύφωσή του. Οι ήρωές του, παρόλο το ψυχολογικό
τους αδιέξοδο, βρίσκουν την ψυχική δύναμη να λυτρωθούν, αντιμετωπίζοντας την
αλήθεια κατά πρόσωπο. Σε όλα τα έργα του υπάρχει το έλεος για την φτωχή,
τυραννισμένη ανθρωπότητα που παραδέρνει αδιάκοπα ανάμεσα στο νου και την
καρδιά της.

Το θέατρο του Μπρεχτ


Ο Μπέρτολντ Μπρεχτ γεννήθηκε και έζησε τα περισσότερα χρόνια του
στη Γερμανία, στις αρχές του 20ού αιώνα. Επηρεασμένος από
τη Μαρξιστική θεωρία αφιερώνει τη θεατρική του δρασηριότητα στο πολιτικό
ή αλλιώς στρατευμένο θέατρο.

Μέσα από την αναζήτησή του για ένα είδος θεάτρου που να εκφράζει την εποχή και
τις καινούργιες ιδέες, αναπτύσσει μια ολόκληρη θεατρική φιλοσοφία που έμελε να
καθορίσει την πορεία του σύγχρονου θεάτρου. Η «αποστασιοποίηση» ή
«αποξένωση» ή και «παραξένισμα» όπως λέγεται από άλλους, είναι η μέθοδος με
την οποία ο ηθοποιός δεν ταυτίζεται με το ρόλο του, αλλά αφού τον παίζει ασκεί
κριτική σε αυτόν πάνω στην σκηνή, με στόχο να μεταδώσει στο θεατή «ανώτερα»
συναισθήματα που θα τον ενεργοποιήσουν ώστε να παλέψει για τα δικαιώματά του.
Τα έργα του αντανακλούν τους προβληματισμούς μιας κοινωνίας που οδηγείται στην
εξαθλίωση και την ανάδειξη του ναζισμού.
Ο Μπρεχτ χρησιμοποιεί ποίηση και μουσική στα έργα του, στοιχεία από το καμπαρέ
που κυριαρχούσε τότε στη Γερμανία και συνεργάζεται με σημαντικούς μουσικούς
όπως ο Κουρτ Βάιλ, ο Χανς Άισλερ και άλλοι. Ιδρύει στο Βερολίνο το
θέατρο Μπερλίνερ Ανσαμπλ, το οποίο υπάρχει και σήμερα. Τα τραγούδια του
Κουρτ Βάιλ από τα έργα του Μπρεχτ έχουν τραγουδήσει και πολλοί σύγχρονοί μας
Έλληνες τραγουδιστές του έντεχνου τραγουδιού.
Έργα του Μπρεχτ: Ο κύκλος με την Κιμωλία, Η όπερα της πεντάρας, Η άνοδος και η
πτώση της πόλης Μαχαγκόνι, Τρόμος και αθλιότητα στο Τρίτο Ράιχ, Μάνα
Κουράγιο, Η Εξαίρεση και ο Κανόνας κ.ά.

Εκπρόσωποι του μεταπολεμικού θεάτρου στην


Αμερική
Πρόκειται για τον Έντουαρντ Άλμπι με σημαντικότερα έργα τα: «Ποιός φοβάται τη
Βιρτζίνια Γουλφ;», «Ισορροπία Τρόμου», «Ιστορία ζωολογικού Κήπου» κ.ά
Επίσης ιδιαίτερα σημαντικοί μεταπολεμικοί συγγραφείς στην Αμερική είναι οι:
Ευγένιος Ο’ Νιλ, σημαντικά έργα «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» και «Πόθοι
κάτω απ’ τις λεύκες» κ.ά
Άρθουρ Μίλλερ, σημαντικά έργα «Ο θάνατος του εμποράκου» και «Ήταν όλοι τους
παιδιά μου».
Τένεσι Γουίλιαμς, σημαντικά έργα «Γυάλινος κόσμος», «Λεωφορείο ο πόθος»,
«Καλοκαίρι και καταχνιά» κ.ά.

Το θέατρο του παραλόγου


Το θέατρο του παραλόγου αποτελεί θεατρικό ρεύμα που εμφανίστηκε
στην μεταπολεμική Ευρώπη. Βασίζεται στην παραδοχή ότι η ανθρώπινη ζωή και η
ανθρώπινη ύπαρξη είναι στο βάθος της παράλογη και ότι η γλώσσα ως μέσο
επικοινωνίας είναι τόσο ανεπαρκής που καταντά γελοία. Βασικό θέμα στα έργα του
θεάτρου του Παραλόγου είναι η αποξένωση των ανθρώπων και η έλλειψη
ουσιαστικής επικοινωνίας.
Το θέατρο του Παραλόγου βρήκε έκφραση τόσο με δραματικό, όσο και με κωμικό
τρόπο. Δραματικοί συγγραφείς και έργα τους είναι:
Σάμιουελ Μπέκετ: «Περιμένοντας τον Γκοντό», «Ω, οι ωραίες ημέρες»κ.ά.
Αλφρέντ Ζαρί: «Βασιλιάς Ουμπού» κ.ά.
Ζαν Ζενέ: «Οι δούλες», «Οι νέγροι», «Το μπαλκόνι» κ.ά.
Αντάμοβ: «Το πινγκ πονγκ» κ.ά.
Χάρολντ Πίντερ: «Πάρτυ γενεθλίων», «Ο επιστάτης», κ.ά.
Το κωμικό παράλογο αντιπροσωπεύεται από τον Ευγένιο Ιονέσκοπου έγραψε τα
έργα «Η φαλακρή τραγουδίστρια», «Ο Ρινόκερος», «Η Πείνα και η Δίψα», «Το
μάθημα», «Οι καρέκλες», κ.α
Η εποχή και η θεματογραφία στα έργα των
Χουρμούζη και Καπετανάκη
Ο Μιχάλης Χουρμούζης και ο Ηλίας Καπετανάκης έγραψαν αμέσως μετά την
απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Τούρκους. Τα έργα τους τοποθετούνται γύρω
στα 1830-1850. Η θεματογραφία τους σατιρίζει τις συνθήκες που επικρατούσαν στην
ελληνική βασανισμένη κοινωνία της εποχής. Καυτηριάζεται η ξενομανία, η απώλεια
των αξιών και ο προκλητικός βίος των πολιτικών μέσα από τη φόρμα της
ηθογραφικής κωμωδίας, της φάρσας ή της επιθεώρησης. Ο Χουρμούζης έγραψε τα
έργα «Ο Υπάλληλος», «Ο Λεπρέντης», «Ο Τυχοδιώκτης», «Ο χαρτοπαίκτης»,
κ.ά.
Ο Καπετανάκης ασχολείται και με τις υπερβολές στο γλωσσικό ζήτημα, δηλαδή τη
διαμάχη της καθαρεύουσας με την δημοτική. Ένα από τα έργα του είναι η
«Βεγγέρα».

Σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς και έργα τους


Ιάκωβος Καμπανέλλης που έγραψε μεταξύ άλλων τα έργα «Παραμύθι χωρίς
όνομα», «Η Αυλή των θαυμάτων», «Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού», «Ο Μπαμπάς
ο Πόλεμος».
Δημήτρης Ψαθάςέγραψε μεταξύ άλλων τις κωμωδίες «Ζητείται ψεύτης», «Ένας
βλάκας και Μισός», «Εταιρεία θαυμάτων», «Χαρτοπαίχτρα», «Φωνάζει ο Κλέφτης».
Λούλα Αναγνωστάκη έγραψε τα έργα μεταξύ άλλων «Ο ήχος του όπλου», η
«Κασέτα», τα μονόπρακτα «Διανυκτέρευση», «Πόλη», «Παρέλαση».

Δημήτρης Κεχαϊδης με γνωστά του έργα «Το πανηγύρι», «Το τάβλι» και «Η βέρα».
Βασίλης Ζιώγας έγραψε μεταξύ άλλων τα έργα «Το προξενιό της Αντιγόνης»,
«Πασχαλινά παιχνίδια».
Κώστας Μουρσελάς έγραψε τα γνωστά έργα «Η κυρία δεν πενθεί» και «Επικίνδυνο
φορτίο».
Γιώργος Σκούρτης με γνωστά μεταξύ άλλων έργα «Κομμάτια και θρίψαλα»,
«Νταντάδες», «Ο καραγκιόζης παραλίγο Βεζύρης», «Η απεργία».

Βιβλιογραφία

1) Ιστορία του Θεάτρου (1980), της Φύλλις Χάρτνολ, μετάφραση Ρούλα Πατεράκη,
Αθήνα, Εκδόσεις Υποδομή, 320 σελίδες.
2) Ιστορία του Θεάτρου (Α+Β τόμος) (2006), του Πάολο Μποζίζιο, μετάφραση Ελίνα
Νταρακλίτσα, Αθήνα, Εκδόσεις Αιγόκερως, Α’ Τόμος 480 σελ., Β΄ Τόμος 414
σελ., ISBN set 960-322-263-1

You might also like