You are on page 1of 34

Ω∆Η ΣΤΟΝ ΓΕΩΡΓΙΟ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ

2
1

Στο ποίηµα αυτό προτίθεµαι να τραγουδήσω τον


αρχιστράτηγο του µένους των Ελλήνων, Γεώργιο
Καραϊσκάκη.
Όχι επειδή επιθυµώ τίποτε αναίµακτα βραβεία, κι ίσως
ίσως τη στρίγγλα εκείνη συντριβή του εθνικού
ποιητή στη χάµω γλώσσα,
αλλ’ επειδή -τουλάχιστον εγώ- ταράζοµαι τα βράδια,
όταν είναι το φεγγάρι κάποιο είδος τροχαλίας, που
ανασύρει απ’ το πηγάδι της σιωπής τα όνειρα της
πέτρας.
Τότ’ επιστρέφει ο νεκρός παλικαράς της γης µου και
πελεκάει τεχνικά των ζωντανών τη γλώσσα.
Τότ’ επιστρέφει ο φωτεινός και µε ξυπνάει, κι είναι απ’
ώρα ποτάµια οι φλέβες µου ανοιχτές,
καίγονται οι αρθρώσεις µου σαν τα χωριά, τα πόδια µου
τυφλά παραπατάνε τα κόκαλά τους µε τριγµούς
βαθείς, πέτρα την πέτρα,

5
κατ’ όπου κάποτε δροσιά των λιβαδιών και πόδια
παιδιών που χόρταιναν ανατριχίλες,
κι ένα κορίτσι δούλευε των αγοριών τον κήπο µες στα
νεράντζια των πλησίστιων στεναγµών του.
Τινάζοµαι άξαφνα και λέω: «Τι θέλεις µες στη νύχτα,
παλικαρά; Τα σπλάχνα µου απαιτείς;
∆εν πρέπει να ’χει σίδερο καρδιά για να σ’ αντέξει
αυτός που τρέχει στους γκρεµούς γυρεύοντας τα
κρίνα;»
Κι αυτός: «∆εν πρέπει να ’χει τη γλώσσα του ο ποιητής,
τρέλα καλά γαλβανισµένη;»
Και χάνεται, µε παρατάει µες στη βαθιάν αλήθεια.

6
2

Βαθαίν’ η αλήθεια κάποτε, και βρίσκεσαι αίφνης


ναυαγός στην ίδια σου πατρίδα.
Κι είναι κοράκι η λεµονιά και σκύλος το θυµάρι, το
πεύκο τρώει τον άνεµο και το πανί τον γλάρο,
κι ο ναυαγός που δέρνεται δεν έχει πια καθόλου µνήµη:
µια φλύαρη Ολλανδή κυρία η πνιγµένη,
των σκοταδιών περίγελος ο γέρος, των βράχων
καταπίστευµα ο νέος, δυο φίδια χόρτο ο άνεµος
και µια βελάδα λάσπη βασίλισσα στις λεµονιές.
Ναι! Όλ’ αυτά ενόσω η θάλασσα καραδοκεί βαθιά σαν
την αλήθεια, να κατεβούµε κάποτε στο κύµα του
θεού, τα ζώα να φορτώσουµε στο πλοίο, κι εµάς
ξοπίσω.
Ναι! Όλ’ αυτά ενόσω καν δεν ξέρουµε αν σώζεται
ακόµα Ιθάκη.

7
Βαθαίν’ η αλήθεια κάποτε, και λες θα πάω στα βουνά,
ψηλά· θα πάω να βρω µια χαρακιά του ήλιου
ανάµεσα στα πεύκα,
να στήσω εκεί µια δυο φορές τον ίσκιο µου σκιά, σαν
άνθρωπος να ζήσω την εσχατιά του Ανθρώπου.
Μα έρχεται αποβραδίς το ποίηµα δριµύ και στέκεται κι
ακούει τα κήτη να γυρίζουνε στης πόλης τον βυθό·
«Εγώ, εγώ!» ολολύζουνε, κι η νύχτα, των αστέρων ο
ποθοπλάνταχτος πλοηγός, µια σκοτεινή
µαρµαρυγή γεµάτη δένδρων και κλαριών και
φύλων και καρπών αποκαΐδια.
Έρχεται, λέω, το ποίηµα —ο άστεγος των λέξεων— και
αγρυπνάει παράφορα ολόκληρη την πρώτη αρχή,
σ’ έναν και µόνο πόθο·
ναι, αγρυπνάει και λέει βραχνά: «Για κοίτα θέσε ριζικά
όλο αυτό το µορφικό συναίσθηµα εν γένει,
που συγκροτεί του δέοντος τον ειδικό τον χαρακτήρα·
κι ας έχει ήδη αναστραφεί του Εγέλου η
κολυµπήθρα».

Γι’ αυτό, λοιπόν, θα υλοποιήσω την πρόθεσή µου


αµέσως.
Τουλάχιστον εγώ δεν θα στερήσω τη Μούσα απ’ τους
παροξυσµούς που δικαιούται.

8
Κι όποιος ακούσει άκουσε, κι όποιος στραφεί και φύγει,
κακό του κεφαλιού του.
Έτσι κι αλλιώς, ο ποιητής γνωρίζεται απ’ τα δόντια, που
χώνουν τα κοπρόσκυλα των λέξεων στο θρασύ
χέρι της εξουσίας.
Έτσι κι αλλιώς, ο ποιητής τεκµαίρεται απ’ τα όνειρα,
που γρούζουν τα κοπρόσκυλα των στίχων στο
ηλιόλουστο πλατύ της Ιστορίας.
Χώρια ή µαζί, κοπρόσκυλο· εδώ ή εκεί, ο ξένος! Τι έχω
να χάσω απ’ τη φωνή, του Λόγου ο µετανάστης;

9
3

Ρωτάω, λοιπόν, τι ήθελε να πει ο Λακεδαίµων, που


τρέλανε τους αριθµούς στο άσυλο των στενών;
Τι σώπαινε, όταν κραύγαζε κι έβρεχε σίδερο πυκνό το
ξύλο, εσπευσµένο κατά τον χάµω θάνατο, και
χόρταιναν τα πτώµατα των ζωντανών το χρέος;
Απ’ την στιγµή που η άνοιξη µας βρίσκει κατακούτελα
σαν πορτοκάλι, τι έχουν -όλως παραδόξως- να
µοιράσουν οι εργατικοί ανεµόµυλοι µε τη νωθρή
λεκάνη ενός µπαρµπέρη Καστιλλιάνου;
Γλυκός-ξινός ο ουρανός, µπορεί να υπενθυµίζει σ’ έναν
αστό πως το σκοινί της πνιγηρής ανόδου του
κοστίζει.
Οι εργολάβοι της αλήθειας πρέπει, το δίχως άλλο, να
βάζουνε τα πράγµατα στη θήκη τους, και η
χειροτεχνία του κόσµου που γεννάει στο φως όλα
σαν στο τσεπάκι της, να δείχνει
-ντροπιαστικά αµείλικτη- στον ευγενή ιππότη, πως η
πίστη σ’ έναν Θεό δεν είναι καν ένα παράρτηµα

10
της πίστης στον άνθρωπο, µια νέα έρευνα (η
πρώτη ήτανε µεροληπτική).
Ενώ εσύ σαλτάρισες χλωρά µες στην καλύβα του θυµού
απ’ το παράθυρο και άνοιξες την πόρτα εν είδει
ερµηνείας του αρχαίου ρητού.
Ενώ εσύ κατέδειξες πως τίποτε στον κόσµο δεν είναι
µοιρασµένο χειρότερα απ’ τον νου.
Βέβαια, εξηγείται. Τη µάνα σου, µόνο τ’ αγρίµια την
είχαν για κυρά. Αυτό νοµίζω αρκεί, αφού είναι
πάντα γυναίκα διάφανη η νεράιδα, σαν δροσιά:
λίµνες τα µάτια, λαγκαδιές ανθόσπαρτες τα πόδια,
φυλλωσιές στον άνεµο τα ξέπλεκα µαλλιά.
Γυµνώνεται η κρυστάλλινη, φέγγει, µοσχοβολά καν
ξέφωτο καν µια σπηλιά, για να γεννήσει οµίχλη
πυκνή, σαν το φαρµάκι του φιδιού µες στα
σκοτάδια
και νύχτα έναστρη, σαν βλέµµα φιλελεύθερο θηρίου
καταπάνω στο παγώνι του αθλίου κυνηγού.
Γυµνώνεται η κρυστάλλινη, κι ένας φωνάζει: «Αχ, η
σφαγή των γάργαρων µατιών σου!» Κι άλλος
κραυγάζει: «Αχ, η πληγή των εκατοχειλιών σου!»
Μα όλοι δεν φυλάγονται απ’ την κλειστή ζωή, τη
µισθωµένη τη ζωή και την επιπλωµένη.

11
Λίγοι είναι αυτοί που παν κοντά στη στοιχειωµένη τη
ζωή. Λίγοι απογίνονται παιδιά µες στα παιδιά τους
µατωµένοι.

Αυτά, λοιπόν, τα ορεινά, τα σύσκια για τη µάνα σου· ο


πατέρας είδε γέροντες να µπαίνουν µοναχοί τους
στη φωτιά
και νέους απάνω στα παλούκια να πηγαίνουν, σαν
χελιδόνια οι γλώσσες τους στην τροπική αλήθεια
των εγχώριων παθών
και µόνο για το δίκαιο των αιµάτων βρήκε µια κάποιαν
ηδονή στον ταραχώδη βίο,
αφού από νέος ζύγιζε το αυγινό σπαθί των λογισµών
του, κάτω από την πανσέληνο άλγεβρα των θυµών
του.
Μέχρις εδώ για τους γονείς. Κι αν κάποιος θέλει να
ξέρει περισσότερα, θα πρέπει να έχει υπόψη του
πως κόβουν και τα λόγια, µα δεν φτιάχνουνε
πατρίδα.

12
4

Εν πάση περιπτώσει, πλήθος ήταν εκείνοι στον καιρό


σου, που αναζητούσαν κήπο και ξαφνικά τα χέρια
τους βλάσταιναν αίµα,
κι ακόµα περισσότεροι αυτοί, που δεν απασχολούσαν
τα κύµβαλα του δεύτερου εν ζωή αλαλάζοντος
πατέρα.
Οι µαρτυρίες των περιηγητών ήσαν λεπτοµερείς, και τα
κουνάβια αισθάνονταν πως δεν µπορούσαν να
κάνουν ήσυχα παιδιά µες στις φωλιές τους.
Κανείς ωστόσο δεν µπορούσε να πει τίποτε σίγουρο, γι’
αυτό ίσως η σφοδρή κλαπαταγή της
αυτοδιαχείρισης να εκτόπιζε κάτι βαθύ στον
κόσµο γύρω,
και -φυσικά- τη δυστυχή συνείδηση την ίδια και τα
λοιπά συµπτώµατα της εµµενούς ευρυαγγείας των
όντων.

13
Αλλ’ είχες γεννηθεί εσύ, κι έγινε απόγευµα επιτέλους,
και οι ρίζες των πεύκων σώπασαν µε τη βαθιά
περίσκεψη της καταχνιάς,
σαν να σχεδίαζαν κρυφά την άµεση δηµιουργία µιας
νέας λογιοσύνης, πλεγµένης µε τρεχάµατα
παιδιών µέσα στη νύχτα, και κάθιδρες αγρύπνιες
των παιδιών µέσα στα χρόνια.
Κι έγινε νύχτα γεµάτη άλογα που έγλυφαν αργά, σαν
νυσταγµένα, το παχύ σκοτάδι· άλογα ασάλευτα
σαν κίονες µέσα στο σκοτάδι, και πιο πέρα τα
παιδιά
κουρνιασµένα στις µάλλινες φωλιές των µανάδων, να
ονειρεύονται κοπάδια χαίτες και γυµνά βυζιά
µαστιγωµένα από την µπόρα στην παλάµη του
σταριού,
γύρω στα 1700, που ήταν τα σιτηρά τόσο φθηνά στη
Θήβα και τόσο πολλά στη Θήβα και πούληµα δεν
είχαν.
Κι εσύ, βαθύτατα αυτόχθων, έφτυσες µια στο χώµα και
τινάχτηκες, λόγιος και άρχοντας, προσηνής και
ποτέ πληβείος,
ίσαµε τα κατάλευκα σφυρά της ντροπαλής εκείνης
ξιφοµάχου, που βγαίνει µόνο νύχτα,

14
όταν τα στάρια είναι πολλά κι είναι φθηνά και δεν
υπάρχουν µονάχα ως δεδοµένα
ποσά αξίας που ισούνται µε το χρήµα, στο οποίο έχει
σβηστεί κάθε αξία κάµπου· κι αυτό λεγόταν ήδη
Ελευθερία.
Έσπευσε τότε το τριζόνι να καρφωθεί σαν βόλι στη
φλούδα του πλατάνου, κι όταν κατέφθασαν
µεσάνυχτα βαθιά σκοτεινιασµένα,
τραγούδησε -ευθέως αυτό προς την κατεύθυνση ενός
ιδανικού- τις αρετές που µοιραζόσουν µε το φύλλο
καταπάνω στον βοριά.
Φυσούσε· κάπου µακριά, ένα δένδρο πάλευε στ’ αρχαία
του φύλλα µια χάλκινη ψυχή,
κι η νύχτα ερχόταν πορφυρή, στόµα ανοιχτό, κοπάδια
δόντια και ανάσες φλογερές του καταπρόσωπο
θανάτου.
Κατάµαυρα πουλιά αποσιωπούσαν το σκοτάδι στα
µατωµένα ράµφη τους. Τα βράχια διατύπωναν τη
γλώσσα των τυφλών
κι απάνω το διάστηµα άβολο, ξένο, αιµατηρό,
απαιτούσε έναν θάνατο ελάφι στα νύχια του
αετού.
Γύρισες, κοίταξες: στεκόσουν άσκοπα κι εµπόδιζες µιαν
άσκοπη οµίχλη ξεπαγιασµένος µέσα στη σιωπή.

15
Τα σπίτια έτρεµαν σιγά µε τα πορτόφυλλά τους, καθώς
η νύχτα έσερνε δύσβατα όνειρα κι απόκρηµνους
ψιθύρους, στο καλντερίµι τής γερακίσιας γλώσσας
σου.
Μα ήσουν ήδη παλικάρι κι είχες προσβάλει, καίρια, το
αγέλαστο πνεύµα της σταδιακής επεξεργασίας των
λέξεων και ήταν πια µια αρχή.
Ο δρόµος πήγαιν’ απ’ τον κήπο κατευθείαν στο
φεγγάρι, κι ήτανε τριαντάφυλλο σαν φλόγα το
σκοτάδι,
απ’ όπου οι ψυχές γύριζαν κόκκινες σαν τη φωτιά, κι
όταν τις έπιανες καιγόσουν, γιατί όντως ήτανε
φωτιά,
και παραπέρα κάτι ψίθυροι, µε οχτώ πόδια και δύο
κεφάλια, µάτια φωτεινά, που µόλις ένοιωθαν
ανάσα ανθρώπου καίγονταν και χάνονταν κάτω
απ’ το νερό, στον κάτω τόπο των καρπών,
και είχαν βλέµµα σκύλου, πάτηµα λιονταριού και
δόντια κάπρου να σπαράζουν δυο µέτρα άντρες,
απ’ τη συνείδηση και πάνω
κι άλογα µε πόδια κόκορα από κάτω, και γενειάδες στη
βούληση, µαλλιά στην κρίση, µια φωνή γλυκιά
σαν το ποτάµι που κυλάει τα νερά του.

16
Και βγήκαν οι προφήτες: στοιχειά από τη µέση και
πάνω κι άνθρωποι, κακήν κακώς πιο κάτω,
και µίλησαν όλες τις γλώσσες του κόσµου κι έφαγαν
πολλούς, εκτός απ’ τα κεφάλια.

17
5

Ωστόσο, συναθροίστηκαν οι σκοτεινοί στον τόπο των


δύστυχων βατράχων: ένας µε το παλιό το στήθος
και την καρδιά τραυλή,
κι άλλος που έσερνε µια χαλασµένη συνείδηση από τα
σκουπίδια, τρεις νύχτες ευρωπαϊκές, κι ήταν
καθόλου εργατικό επάνω το φεγγάρι.
Κι έλεγαν άνθρωπο το πρόστυχο απέξω, κι έλεγαν µέσα
τον πρόστυχο άνθρωπο. Αυτά·
κι ένας που δεν γνώριζε τη γλώσσα, κατάλαβε τα λόγια
τους, ώσπου αρρώστησε βαρύτατα σαν ποίηµα,
και νήστεψε η γη τον πληθυσµό της, ορµητικά µπροστά
στην πόρτα του αετού, και στου φιδιού την τρύπα,
εκεί που είχε πλέον τη θάλασσά της η πνιγµένη.
Κι αυτός που γνώριζε τη γλώσσα σου καλά, κι είχε
σβηστεί µες στο λιοπύρι των κολάρων, φώναξε:
«Τα µάτια µου δεν είδαν τόπο θρασύτερο από
τούτο τ’ αλωνάκι!»

18
Έτσι το φώναξε: στεγνά και χάθηκε µες στα βιβλία, που
ανοίγουν για να κλείσουν πολύ βαθιά, πολύ βαθιά
(και σκοτεινά) τους ποιητές.
Κι ο άλλος, που δεν ήξερε τη γλώσσα, είδε στον πυρετό
του ηφαίστεια µεσοπέλαγα, σαν νεκρικές πυρές:
ελπίδες, φόβους, αγωνίες και πάθη (τα υψηλά), τον
πόνο µας, που γίνεται περιουσία µε τον καιρό,
του έρωτα τη δύναµη· τραγούδησε: «Μόν’ άλυσες,
δεσµά! Αµ’ τι, αµ’ τι, για φάγωµ’ είµαστ’ όλοι!»
Και πέθανε να πάει κατ’ όπου τα χωριά των
αθανάτων.
Απ’ τ’ ανωτέρω, άνοιξε ο δρόµος για την ανάστροφη
γιορτή του πνεύµατος, και τα στοιχειά της γης, και
του νερού και του αέρα, όλη νύχτα θορυβούσαν
στα µεταλλεία της Ιστορίας,
και οι τραχείς σιδηρουργοί των ιδεών δεν χόρταιναν να
ρίχνουν στη φωτιά τις αντιφάσεις,
µε τις οποίες χόρταινε σάρκα η µορφή ως χρήµα, ως ένα
σύνολο αξιών, µε την αυτόνοµη µορφή της
ανταλλακτικής αξίας, µε τη χρηµατική του
έκφραση.
Ω, ναι! Με τη χρηµατική του έκφραση, ο αγώνας για
επικράτηση, που ήταν λοιπόν ένας αγώνας για
κέρδος ή ζηµία,

19
έγινε ξαφνικά ένας αγώνας ανάµεσα στα ερπετά και τη
φτέρνα της ζωής: ο εχθρός ο κάτω, µια επιπλέον
επιθυµία εδάφους, µια τρυφερή επανάσταση
παιδιών και ποιητών. Παιδίων τε Ποιητών!
Ζωή µε σχήµα του θανάτου, δηλαδή, ή κι αντιστρόφως.

20
6

Συνέβη τότε, όπως ήταν φυσικό, να χάσεις το µέτρο


της θηριωδίας, που όφειλες να εκτίσεις για ζωή,
και τσάκισες εν µέρει, αγρίεψες λιγάκι, έγινες ένα
µείγµα φιλαργυρίας και γενναιότητας: αρχαίος
άνθρωπος σ’ έναν αιφνίδιο κόσµο ανθρώπων.
Καλύτερα να κρύβει ο τροµερός την τρέλα που τον
δέρνει, είπε ο Ηράκλειτος,
αλλά δεν γίνεται να δει από τρία σηµεία ένας άνθρωπος
την ίδια κατά µέτωπο φουρτούνα. Κι ο
στερηµένος, είναι κάπως γενναίος κι αυτός.
Η νύχτα των αιµάτων δεν χαρίζει κάστανα, αν δεν είναι
αναµµένα σαν κάρβουνα· νύχτα θα χάσει καθένας
την ψυχή του; Νύχτα και το σώµα του.
Λοιπόν, µπορείς να µην πεθάνεις από φόβο κι αγωνία,
πριν πεθάνεις από έρωτα και θράσος, από αγάπη
για πράγµατα εντελώς παράλογα.
Συνεπώς, άλλα χίλια χρόνια να ζούσες, τα ίδια λάθη θ’
αγαπούσες.

21
Μα ήσουν νέος ακόµη, κι έπρεπε, το δίχως άλλο, να
πιάσεις από τα µαλλιά τον χάλκινο άγγελο της
νύχτας, στο αλώνι των ονείρων,
κι αν δεν µε τρέλανε εντελώς η αρχαία µηχανή των
λέξεων, νοµίζω πως είδες έναν κόσµο βουβό,
σκιερό, βαρύθυµο, κρυµµένο µε ταχύτητα ερπετού
σε κάθε φύλλωµα της µέρας,
έτοιµο να πέσει πάνω στην πρώτη αδέξια ψυχή, να τη
σπαράξει, να τη σπαράξει κόκκινη, βαθιά, σχεδόν
καρδιά και φλέβα.
Και είδες ψυχές βαθύτατες: σκιές µιας σκοτεινής
ευηµερίας, που κάρπιζε κουρέλια ιστορίας,
φορεµένα ή πεταµένα ή κρατηµένα σαν ανάσα
χαραγµένη µε σκληρές του ήλιου µαχαιριές,
κατάστηθα των χωραφιών:
κάθε χωράφι και µέτωπο τραχύ: άρχοντας ξεπεσµένος
ενός θεού κολίγου, που πάλευε να θρέψει τα
σπαρτά µε βλέµµατα εύφλεκτα, πληγές χειλιών
ατίθασων και γρήγορες ανάσες.
Και ξύπνησες, και µύριζε υγρασία ο θάνατος παντού,
και λάτρευαν τον θάνατο παντού,
και προσκυνούσαν θεούς απόκρηµνους, θρεµµένους µε
παλικάρια της φωτιάς και του τροχού παρθένες.

22
Και φώναξες: «Τι κάνετε εδώ, ψυχές; Τι κάθεστε
µπροστά σε τόσο µαύρο; Φυλάτε η µια την άλλη;
Μα πού θα πάει αυτό; Τι να την κάνετε τη γη όταν
δεν τρέφει τα παιδιά της;»
Και τα βουνά µαζεύτηκαν κάτω απ’ το λίγο φως του
δειλινού κι ονόµασαν τον άνεµο αυλή, κι
απέκτησε το µένος σου πατρίδα.
Γαλήνη απλώθηκε πλατύφυλλη παντού, κι ήσουν παιδί,
στεκόσουνα στη ρίζα µιας λαγκάδας και αργούσες
µε τον νου σου
κάτι περίφηµο, αφού είχες τρέξει ξυπόλητος το ερπετό
της άµµου ανάµεσα στις καλαµιές,
κι ήξερες πως ο κόσµος υπάρχει µόνο πάντα απ’ την
αρχή· κι ερχόταν καταπάνω σου
µια διάφανη, µε τα µαλλιά να ρίχνουν ρίζες φωτεινές
στο φρέσκο απόγευµα, κι ερχόταν πελεκώντας τα
λόγια της:
«Ανέβα τη λεπίδα της ψυχής, ποτέ µη στρέψεις το
βλέµµα προς τα κάτω. Τρέχα στο φως που
πελεκάει τα λόγια κοφτερά.
Μόνο τα λόγια κόβουνε, τα λόγια µοναχά ξέρουνε το
πάνω και το κάτω, µια λέξη είναι ο άνθρωπος, µια
λέξη: τραγουδώντας».

23
Κι ως εκ τούτου, ήσουν Έλλην. Κι η προσδοκία σου,
αρχαίο ζώο τη στιγµή που θα χιµούσε καταπάνω
στην πεδιάδα
και τ’ άλογα θα τρόµαζαν, θα παρατούσαν το τριφύλλι
στην προαιώνια κρύπτη του, πέτρωσε.

Τι συνέβη, παλικαρά, κι αυτή η αιχµηρή χερσόνησος


έµεινε µια ωραία στιγµή του σπαραγµού;
Λοιπόν, αφού ερεύνησα θάµνους και δένδρα, ποταµούς.
Λοιπόν, αφού ερµήνευσα πουλιά και φίδια και
θορύβους µες στη νύχτα κοφτερούς,
κατέληξα πως θέλησες να πιάσεις τον αετό απ’ το νύχι,
για να τον κάνεις σήµα κλειστής αριστερής
στροφής σε δρόµο ορεινό,
ενώ η βροχή βαράει τον ταµπουρά, για να χορέψει η
αρχαία σηµασία των ανθρώπινων γκρεµών:
σκύλα ουράνια, νύµφη σκοτεινή, θεά αιµοβόρα: ένα
µάτι, ένα δόντι, έρηµη, µόνη, µ’ ένα χαµόγελο
ειρωνικό στα τροµαγµένα χείλη της,
να πρήζονται τα γόνατα, συνέχεια να µακραίνουν τα
νύχια της, να γδέρνει τα µάγουλα από την
απελπισία,
να τρέχει ακατάσχετα το αίµα της στη γη, λάσπη να
γίνεται το δάκρυ στα µαγουλά της· όµως σηµασία.

24
Επί δεν τούτο αδιάκοποι και φοβεροί υετοί κατέκλυσαν
της ιστορίας τους πρωταγωνιστάς. Και είχες
αδικηθεί.

25
7

Ω, ναι! αδικήθηκε το όνοµα και η µνήµη σου,


Καραϊσκάκη. Το µεγάλο, εύφορο έργο σου δεν
βρήκε χέρια να το κάνουν κήπο,
αφού τα αίµατα δεν έπαψαν να λένε τον ήλιο
τυµβωρύχο και το φεγγάρι ρόγχο.
Σου το ’χε πει δασύτριχα ο γέρος: «Μαθαίνω, στρατηγέ,
πως µπαίνεις κατ’ ιδίαν σε µάχες κι
ακροβολισµούς.
∆εν είν’ αυτό δικό σου έργο. Τραβήξου, υπόµενε, για
να εµψυχώνεις τους άνδρες. Ειδαλλιώς βρικόλακα
σε βλέπω, να τους τρως µε την ψυχή σου».
Όµως ήσουν αυθαίρετος, µια φωτεινή τρέλα που έπρεπε
να τελειώσει. Μόνο έτσι θα µάθαινες ακέραιο τον
φόβο που µας κάνει λογικούς.
Και ρίχτηκες αστόχαστα στα δόντια εκείνης της
αλύπητης µέρας, που γλειφόταν για ιδρώτα και
ψυχορραγητό.

26
Πού να ’ξερες πόσο σκοτάδι εφηµέρευε η νύχτα των
αχρείων; Πού να ’ξερες το τι πληγές διανυκτέρευε
η µέρα των χυδαίων;
Πιάστηκες στην παγίδα του µηρυκαστικού, που πνέει τα
µένεα των νωθρών δοντιών του, αθώε κυνόδοντα,
παλικαρά!
Ίσως νόµισαν, πως πλάστηκες για να ταΐζεις τα όνειρά
σου µε ουρλιαχτά και βρώµικες πληγές.
Ίσως νόµισαν, πως ό,τι ήλπισες απ’ τη ζωή σου ήταν
ένας κουβάς ασβέστης στη νύχτα των πτωµάτων.
Αγνοούσαν, παλικαρά, τα βασικά της σκονισµένης
απελπισίας σου.
Γι’ αυτούς ο θάνατος εξείχε, σαν παλιός σελιδοδείκτης
απ’ το βιβλίο της ζωής.
∆εν ήξεραν πως καθένας ξυπνάει τον δικό του εφιάλτη,
απ’ τα χαράµατα της προσδοκίας του.
∆εν ήξεραν πως όλοι είναι κάπως δίχως µάτια, δίχως
στόµα, στο χώµα, λίγο χώµα, κι ίσως ίσως
εκείνοι που νοµίζουν πως είναι δυνατοί, να νοιώθουν
πιο βαθιά τη χαρακιά του µηδενός, όταν λυγίζουν.
Κανείς δεν είναι από σίδερο, ούτε καν το σίδερο. Όλα
µαλακώνουν στον καιρό τους,
κι έρχεται η νύχτα, και ο γκιώνης µετρά, κόψη την
κόψη, το βύθισµα της νύχτας, το σκοτάδι

27
πνίγει τους τοίχους, στραγγαλίζει τα παράθυρα, τις
πόρτες των αισθήσεων.

Ας ξυπνούν τον ύπνο τους, λοιπόν, για τα καλά. Αν το


καλοεξετάσεις, η τάξη είν’ ένα είδος σφαγής που
δεν µατώνει.

Ω, ναι! αδικήθηκες, παλικαρά. Εσύ που γνώριζες την


ποίηση απ’ την ανάποδη,
και είχες µάθει να διαβάζεις τον κόσµο ανάποδα, για να
κρατιέσαι όρθιος µες στο µακελειό τού εδώθε
όντος, βγήκες µπροστά και κραύγασες:
«Για δείτ’ εκεί µιαν εξουσία, οπλισµένη µ’ όλη της την
αναίδεια! Τσογλάνια, κερδοσκόποι, πώς να
πείσετε τους άντρες να σας ακολουθήσουν;
Γιατί να πάρουνε τα βράχια και να τραφούνε µε
ρακένδυτο µολύβι;
Νοµίζετε πως ήρθαµε για σας µέχρι την άκρη της
οργής; Για το περβόλι της πατρίδας, αχρείοι,
ήρθαµε, γι’ αυτό —δυο τριαντάφυλλα κι ένα
γεράνι ταπεινό— ιδρώσαµε σφαγή.
Μέχρι εδώ ήταν. Φεύγω για την παραφορά. Με
συµφέρει να προσφέρω στην πατρίδα τη δική µου
αυθαιρεσία.

28
Με τη δική σας µε χωρίζουνε βουνά οι κερασιές. ∆εν
έχω άλλο γαλάζιο να σκορπίσω στα λαγούµια
σας».
Τότε έπρεπε να έρθει τάχα µια Αθηνά, για να σωπάσει
τον θυµό σου, να δώσεις πίσω τη λεπίδα των
λόγων µες στη θήκη της, κι όχι να βρυχηθείς:
«Μεθύστακες, κοπρόσκυλα, λαγών ψοφίµια, πότε σας
ένιωσε κοντά του στο τραγούδι ο πατριώτης;
Πότε σας είδε δίπλα του ο ήρωας στο χορό; Τι
κατορθώσατε; Να τρέµετε στην όψη τής ζωής!
Τι λέω; Εσείς δεν είστε οι πόρφυρες, που τριγυρνάτε
στα ρηχά, κι αρπάζετε τα νιάτα των κολυµβητών;
Αυτό θα πει κατόρθωµα: µυροβόρα εξουσία! Μα έχετε
χάρη που κυβερνάτε ουτιδανούς,
αλλιώς τα δόντια σας θα τέλειωναν εδώ· ένα σας λέω,
θα ’ρθεί στιγµή που θα ενσκήψει στην πολιτεία
των λαγουµιών η πείνα του αυθαιρέτου,
και τότε εσείς —υπόλογοι ή συγγραφείς— δεν
πρόκειται να πάρετε απ’ τα χέρια του µέλλοντος
φονιά παρά µονάχα παρελθόν.
Έτσι, να τρώτε τα σπλάχνα σας και να θυµάστε, πως
τους πρώτους ανάµεσά σας δώσατε στους
άρχοντες των σκοταδιών».

29
Βέβαια, βέβαια, παλικαρά, υπήρξες Αχιλλέας κι άλλοι
πολλοί γενναίοι µαζί, συµπεριλαµβανοµένου του
γεωπόνου Άρη Βελουχιώτη.
Βέβαια, βέβαια, παλικαρά, η πράξη της εξέγερσης είναι
όπως πάντα µία·
όµως, εκείνο που εκτίθεται σε µεγαλύτερο κίνδυνο, έχει
τη µεγαλύτερη χάρη. Άρα, δύο τα σκοτάδια.

30
8

Άτροπος, τότε, ο Μέγας Αλβιών, που τον τραγούδησε


καχύποπτος ο Ουίλλιαµ Μπλαίηκ
-γιατ’ ήξερε πως κάποτε θα έρθουν πολλοί πανάθλιοι
στους γάµους του παραδείσου µε την κόλαση-
θέλησε χάρτινος να κλείσει την ατραπό των
ηµερών σου.
Κι ενώ υπήρχες έφιππος, ανοίγοντας τον δρόµο των
κοµµουνάρων παριζιάνων, έγινες στόχος κολάρων
σαρκοβόρων.
Κι επειδή έγινε τότε όλο πάστρα το πέλαο της ζωής
σου, µουρµούρισες:
«Συστρατηγοί, αδέλφια και στρατιώτες, εγώ πεθαίνω
µια χαρά, γιατί εκπλήρωσα το χρέος µιας πατρίδας
σαν δέντρο καταπάνω στην αυγή.
Ε, τι να κάνουµε; Πηγαίνω τώρα να κρεµάσω την κάπα
µου στον καφενέ του Άδη.
Μη λυπηθείτε, Έλληνες! Κοιτάτε εσείς να γίνεστε πιο
τροµεροί στην εξουσία των λαγουµιών.

31
Κοιτάτε να ποτίζετε τους κήπους σας συχνά. Καύχηµα
των παλικαριών είναι να λέγονται κοψίδια, όχι
ψοφίµια,
και καύχηµα του ελεύθερου να τον φωνάζουν ποταµό,
όχι λακκούβα».

Α! τετραπέρατε παλικαρά! Ενώ η πληγή σου µαινόταν


στο υπογάστριο του φωτός,
και οι θεράποντες των έλλογων κραυγών δεν είχαν ν’
αντιτάξουν µια νέα πειθαρχία στο κοινό γλωσσάρι
του αίµατός σου,
και καταπιάνονταν ν’ αφήσουν τη χρήση του λαού στην
ιστορία του έθνους,
κι όχι -ως όφειλαν- ν’ αρθρώσουν κανένα λόγο σκιερό,
καµιά πηγή λαλίστατη, µε δίχως τα αίµατα βαθιά
και σκοτεινά της,
-ενώ όλα αυτά- κατέφυγες στον θάνατο, κι απάντησες
καθέτως τον ήλιο, τροπαιοφόρο στην κεφαλή του
λόγου.
∆εν είχες άλλωστε καµιά θεωρία για το έθνος, που να
µην έβγαινε κρυφά να δει, πού πάνε οι ψυχές
µονάχες µες στη νύχτα, κι είναι τα όνειρα µες στα
νερά µέχρι το πρώτο φως,

32
κι ώσπου να πιάσει λιµάνι το τρικάταρτο εκείνο
µεσηµέρι των κιτρολεµονιών,
να ’ναι η γνώση τάµπαρο, ψόφια κάτω απ’ τον ήλιο, η
πρώτη γνώση, που έπρεπε να είναι άµεση γνώση ή
γνώση του ενθάδε.

Α! εντιµότατε παλικαρά! Μα, φυσικά, δεν ήσουν


αρχηγός. Προµηθευτής των αναγκαίων σκευών
της άνω βύθισης, που φέρνει το πεύκο µέχρι τον
γκρεµό,
ήσουν και νόµιζες ταχύτατο στη ρίζα του πλατάνι τον
γενναίο, όχι τεµπέλη άνεµο στον ύπνο µιας
γολέτας.

Α! Πολυµήχανε παλικαρά, που έφερες βόλτα τα ριζά


του όντως όντος και βρήκες στα σκοτάδια των
δασών τις απαντήσεις, στο πλέον βαθύ ερώτηµα
περί του είναι, να καµαρώνουν ξέφωτες σαν
τσαλαπετεινοί απάνω στα λιθάρια
και σκέφτηκες: «Αυτά, λοιπόν, που ξέρατε ξεχάστε τα.
Κάθε σας λέξη, τώρα, σωπαίνει χίλιες λέξεις.
Μάταια σκέφτεστε, µάταια ψάχνετε τα λόγια σας στα
λόγια σας. Ο κόσµος δεν είναι αντικείµενο
γραφής, είναι αποτέλεσµα χεριού που γράφει.

33
Το σκέφτηκες, το ξέρω, µα... σκοτάδια.

34
9

Πάει καλά, παλικαρά, πάει καλά! Το ποίηµα ήδη το


’φτιαξα, και σε τραγούδησα. Μα, πες µου, θα
µπορέσω να κοιµηθώ τον ύπνο µου επιτέλους;
Οι άνθρωποι µε ζώνουν, φωνάζουν, τρίζουν δόντια και
χτυπούν τα πόδια, σαν µεγάλα επικίνδυνα παιδιά.
∆ιαπραγµατεύονται, επηρεάζουν, στοχεύουν στη
µεγιστοποίηση, απαλλαγµένοι από έννοιες,
αφήνοντας σε άλλους να γυρεύουν, ποιος σκόρπισε όλο
αυτό το αίσθηµα της απόλυτης κυριαρχίας, την
αποσύνθεση καθεαυτή, και τα στοιχεία δεν είναι
πια σε ησυχία,
όλα µαζί ενωµένα, και καθένα στον τόπο του, καθένα
παντού, και στη φωλιά του,
κι έξω πέρα, σε κάθε πηγάδι, κάθε σκιά, τη νύχτα µε το
άρωµα, τη λάµψη του αυθύπαρκτου, και τα νερά
δεν ποτίζουν τη γη, τα φυτά, και ο ήλιος καίει τη
γη, τα φυτά,

35
η θάλασσα δεν είναι ένας καθρέφτης, και µάτια του
βυθού στοχαστικά µες στον καθρέφτη.
∆εν είναι παιδιά, παλικαρά, δεν είναι παιδιά. Είναι
παιδιά του φονιά, που δεν ήταν παιδί, ούτε όταν
ήταν παιδί, κι η θάλασσα δεν λάµπει απ’ την
κορφή των ηµερών σου.

Πες µου, λοιπόν! Θα κοιµηθώ τον ύπνο µου; Τι, τέλος


πάντων, είν’ εκείνη η παρουσία κατ’ όπου ανοίξω
το στόµα µου —τόσο, µα τόσο δυνατή—που λέω πως
οπωσδήποτε κάπου την έχω ξαναδεί,
κάπου τη γνώρισα, περάσαµε µαζί καιρό πολύ κι
ύστερα ξέχασα πως την θυµάµαι;
∆εν έχει το ίδιο πρόσωπο, τα ίδια µάτια, χείλη, µαλλιά
και χέρια —ιδίως χέρια— όµως κάθε φορά,
στα χέρια µου, στα χείλη µου, στα µάτια µου, το σχήµα
της ισχύει µε τρόπο γνώριµο, πάντα τον ίδιο.
Έτσι που ίσως —λέω— δεν είναι παρά πλάσµα του
σχήµατός µου· φυσικά µ’ εκείνον τον τρόπο τον
δενδρόφυτο, που πλάθει ψυχές ενσώµατες το
σώµα, φροντίζοντας ν’ αµείψει την πεινασµένη
του ψυχή.

36
Πες µου, παλικαρά, γυναίκα είναι ή φάντασµα, που
φέρνει γύρους πάνω απ’ την Ευρώπη;
Σώµα γι’ αγκάλιασµα είναι ή κραυγή ελευθέρας
βοσκής, και πνεύµα οικόσιτο της αναρχίας;

Πες µου και γείρε, ανάπαυσε το µένος σου. Τα


υπόλοιπα τ’ αναλαµβάνω εγώ,
µόλις τελειώσω αυτό το ποίηµα, που απ’ ώρα
τραγουδάει τον αρχιστράτηγο του µένους των
Ελλήνων, Γεώργιο Καραϊσκάκη.

37

You might also like