Professional Documents
Culture Documents
Ωδη στον Γεωργιο Καραισκακη
Ωδη στον Γεωργιο Καραισκακη
2
1
5
κατ’ όπου κάποτε δροσιά των λιβαδιών και πόδια
παιδιών που χόρταιναν ανατριχίλες,
κι ένα κορίτσι δούλευε των αγοριών τον κήπο µες στα
νεράντζια των πλησίστιων στεναγµών του.
Τινάζοµαι άξαφνα και λέω: «Τι θέλεις µες στη νύχτα,
παλικαρά; Τα σπλάχνα µου απαιτείς;
∆εν πρέπει να ’χει σίδερο καρδιά για να σ’ αντέξει
αυτός που τρέχει στους γκρεµούς γυρεύοντας τα
κρίνα;»
Κι αυτός: «∆εν πρέπει να ’χει τη γλώσσα του ο ποιητής,
τρέλα καλά γαλβανισµένη;»
Και χάνεται, µε παρατάει µες στη βαθιάν αλήθεια.
6
2
7
Βαθαίν’ η αλήθεια κάποτε, και λες θα πάω στα βουνά,
ψηλά· θα πάω να βρω µια χαρακιά του ήλιου
ανάµεσα στα πεύκα,
να στήσω εκεί µια δυο φορές τον ίσκιο µου σκιά, σαν
άνθρωπος να ζήσω την εσχατιά του Ανθρώπου.
Μα έρχεται αποβραδίς το ποίηµα δριµύ και στέκεται κι
ακούει τα κήτη να γυρίζουνε στης πόλης τον βυθό·
«Εγώ, εγώ!» ολολύζουνε, κι η νύχτα, των αστέρων ο
ποθοπλάνταχτος πλοηγός, µια σκοτεινή
µαρµαρυγή γεµάτη δένδρων και κλαριών και
φύλων και καρπών αποκαΐδια.
Έρχεται, λέω, το ποίηµα —ο άστεγος των λέξεων— και
αγρυπνάει παράφορα ολόκληρη την πρώτη αρχή,
σ’ έναν και µόνο πόθο·
ναι, αγρυπνάει και λέει βραχνά: «Για κοίτα θέσε ριζικά
όλο αυτό το µορφικό συναίσθηµα εν γένει,
που συγκροτεί του δέοντος τον ειδικό τον χαρακτήρα·
κι ας έχει ήδη αναστραφεί του Εγέλου η
κολυµπήθρα».
8
Κι όποιος ακούσει άκουσε, κι όποιος στραφεί και φύγει,
κακό του κεφαλιού του.
Έτσι κι αλλιώς, ο ποιητής γνωρίζεται απ’ τα δόντια, που
χώνουν τα κοπρόσκυλα των λέξεων στο θρασύ
χέρι της εξουσίας.
Έτσι κι αλλιώς, ο ποιητής τεκµαίρεται απ’ τα όνειρα,
που γρούζουν τα κοπρόσκυλα των στίχων στο
ηλιόλουστο πλατύ της Ιστορίας.
Χώρια ή µαζί, κοπρόσκυλο· εδώ ή εκεί, ο ξένος! Τι έχω
να χάσω απ’ τη φωνή, του Λόγου ο µετανάστης;
9
3
10
της πίστης στον άνθρωπο, µια νέα έρευνα (η
πρώτη ήτανε µεροληπτική).
Ενώ εσύ σαλτάρισες χλωρά µες στην καλύβα του θυµού
απ’ το παράθυρο και άνοιξες την πόρτα εν είδει
ερµηνείας του αρχαίου ρητού.
Ενώ εσύ κατέδειξες πως τίποτε στον κόσµο δεν είναι
µοιρασµένο χειρότερα απ’ τον νου.
Βέβαια, εξηγείται. Τη µάνα σου, µόνο τ’ αγρίµια την
είχαν για κυρά. Αυτό νοµίζω αρκεί, αφού είναι
πάντα γυναίκα διάφανη η νεράιδα, σαν δροσιά:
λίµνες τα µάτια, λαγκαδιές ανθόσπαρτες τα πόδια,
φυλλωσιές στον άνεµο τα ξέπλεκα µαλλιά.
Γυµνώνεται η κρυστάλλινη, φέγγει, µοσχοβολά καν
ξέφωτο καν µια σπηλιά, για να γεννήσει οµίχλη
πυκνή, σαν το φαρµάκι του φιδιού µες στα
σκοτάδια
και νύχτα έναστρη, σαν βλέµµα φιλελεύθερο θηρίου
καταπάνω στο παγώνι του αθλίου κυνηγού.
Γυµνώνεται η κρυστάλλινη, κι ένας φωνάζει: «Αχ, η
σφαγή των γάργαρων µατιών σου!» Κι άλλος
κραυγάζει: «Αχ, η πληγή των εκατοχειλιών σου!»
Μα όλοι δεν φυλάγονται απ’ την κλειστή ζωή, τη
µισθωµένη τη ζωή και την επιπλωµένη.
11
Λίγοι είναι αυτοί που παν κοντά στη στοιχειωµένη τη
ζωή. Λίγοι απογίνονται παιδιά µες στα παιδιά τους
µατωµένοι.
12
4
13
Αλλ’ είχες γεννηθεί εσύ, κι έγινε απόγευµα επιτέλους,
και οι ρίζες των πεύκων σώπασαν µε τη βαθιά
περίσκεψη της καταχνιάς,
σαν να σχεδίαζαν κρυφά την άµεση δηµιουργία µιας
νέας λογιοσύνης, πλεγµένης µε τρεχάµατα
παιδιών µέσα στη νύχτα, και κάθιδρες αγρύπνιες
των παιδιών µέσα στα χρόνια.
Κι έγινε νύχτα γεµάτη άλογα που έγλυφαν αργά, σαν
νυσταγµένα, το παχύ σκοτάδι· άλογα ασάλευτα
σαν κίονες µέσα στο σκοτάδι, και πιο πέρα τα
παιδιά
κουρνιασµένα στις µάλλινες φωλιές των µανάδων, να
ονειρεύονται κοπάδια χαίτες και γυµνά βυζιά
µαστιγωµένα από την µπόρα στην παλάµη του
σταριού,
γύρω στα 1700, που ήταν τα σιτηρά τόσο φθηνά στη
Θήβα και τόσο πολλά στη Θήβα και πούληµα δεν
είχαν.
Κι εσύ, βαθύτατα αυτόχθων, έφτυσες µια στο χώµα και
τινάχτηκες, λόγιος και άρχοντας, προσηνής και
ποτέ πληβείος,
ίσαµε τα κατάλευκα σφυρά της ντροπαλής εκείνης
ξιφοµάχου, που βγαίνει µόνο νύχτα,
14
όταν τα στάρια είναι πολλά κι είναι φθηνά και δεν
υπάρχουν µονάχα ως δεδοµένα
ποσά αξίας που ισούνται µε το χρήµα, στο οποίο έχει
σβηστεί κάθε αξία κάµπου· κι αυτό λεγόταν ήδη
Ελευθερία.
Έσπευσε τότε το τριζόνι να καρφωθεί σαν βόλι στη
φλούδα του πλατάνου, κι όταν κατέφθασαν
µεσάνυχτα βαθιά σκοτεινιασµένα,
τραγούδησε -ευθέως αυτό προς την κατεύθυνση ενός
ιδανικού- τις αρετές που µοιραζόσουν µε το φύλλο
καταπάνω στον βοριά.
Φυσούσε· κάπου µακριά, ένα δένδρο πάλευε στ’ αρχαία
του φύλλα µια χάλκινη ψυχή,
κι η νύχτα ερχόταν πορφυρή, στόµα ανοιχτό, κοπάδια
δόντια και ανάσες φλογερές του καταπρόσωπο
θανάτου.
Κατάµαυρα πουλιά αποσιωπούσαν το σκοτάδι στα
µατωµένα ράµφη τους. Τα βράχια διατύπωναν τη
γλώσσα των τυφλών
κι απάνω το διάστηµα άβολο, ξένο, αιµατηρό,
απαιτούσε έναν θάνατο ελάφι στα νύχια του
αετού.
Γύρισες, κοίταξες: στεκόσουν άσκοπα κι εµπόδιζες µιαν
άσκοπη οµίχλη ξεπαγιασµένος µέσα στη σιωπή.
15
Τα σπίτια έτρεµαν σιγά µε τα πορτόφυλλά τους, καθώς
η νύχτα έσερνε δύσβατα όνειρα κι απόκρηµνους
ψιθύρους, στο καλντερίµι τής γερακίσιας γλώσσας
σου.
Μα ήσουν ήδη παλικάρι κι είχες προσβάλει, καίρια, το
αγέλαστο πνεύµα της σταδιακής επεξεργασίας των
λέξεων και ήταν πια µια αρχή.
Ο δρόµος πήγαιν’ απ’ τον κήπο κατευθείαν στο
φεγγάρι, κι ήτανε τριαντάφυλλο σαν φλόγα το
σκοτάδι,
απ’ όπου οι ψυχές γύριζαν κόκκινες σαν τη φωτιά, κι
όταν τις έπιανες καιγόσουν, γιατί όντως ήτανε
φωτιά,
και παραπέρα κάτι ψίθυροι, µε οχτώ πόδια και δύο
κεφάλια, µάτια φωτεινά, που µόλις ένοιωθαν
ανάσα ανθρώπου καίγονταν και χάνονταν κάτω
απ’ το νερό, στον κάτω τόπο των καρπών,
και είχαν βλέµµα σκύλου, πάτηµα λιονταριού και
δόντια κάπρου να σπαράζουν δυο µέτρα άντρες,
απ’ τη συνείδηση και πάνω
κι άλογα µε πόδια κόκορα από κάτω, και γενειάδες στη
βούληση, µαλλιά στην κρίση, µια φωνή γλυκιά
σαν το ποτάµι που κυλάει τα νερά του.
16
Και βγήκαν οι προφήτες: στοιχειά από τη µέση και
πάνω κι άνθρωποι, κακήν κακώς πιο κάτω,
και µίλησαν όλες τις γλώσσες του κόσµου κι έφαγαν
πολλούς, εκτός απ’ τα κεφάλια.
17
5
18
Έτσι το φώναξε: στεγνά και χάθηκε µες στα βιβλία, που
ανοίγουν για να κλείσουν πολύ βαθιά, πολύ βαθιά
(και σκοτεινά) τους ποιητές.
Κι ο άλλος, που δεν ήξερε τη γλώσσα, είδε στον πυρετό
του ηφαίστεια µεσοπέλαγα, σαν νεκρικές πυρές:
ελπίδες, φόβους, αγωνίες και πάθη (τα υψηλά), τον
πόνο µας, που γίνεται περιουσία µε τον καιρό,
του έρωτα τη δύναµη· τραγούδησε: «Μόν’ άλυσες,
δεσµά! Αµ’ τι, αµ’ τι, για φάγωµ’ είµαστ’ όλοι!»
Και πέθανε να πάει κατ’ όπου τα χωριά των
αθανάτων.
Απ’ τ’ ανωτέρω, άνοιξε ο δρόµος για την ανάστροφη
γιορτή του πνεύµατος, και τα στοιχειά της γης, και
του νερού και του αέρα, όλη νύχτα θορυβούσαν
στα µεταλλεία της Ιστορίας,
και οι τραχείς σιδηρουργοί των ιδεών δεν χόρταιναν να
ρίχνουν στη φωτιά τις αντιφάσεις,
µε τις οποίες χόρταινε σάρκα η µορφή ως χρήµα, ως ένα
σύνολο αξιών, µε την αυτόνοµη µορφή της
ανταλλακτικής αξίας, µε τη χρηµατική του
έκφραση.
Ω, ναι! Με τη χρηµατική του έκφραση, ο αγώνας για
επικράτηση, που ήταν λοιπόν ένας αγώνας για
κέρδος ή ζηµία,
19
έγινε ξαφνικά ένας αγώνας ανάµεσα στα ερπετά και τη
φτέρνα της ζωής: ο εχθρός ο κάτω, µια επιπλέον
επιθυµία εδάφους, µια τρυφερή επανάσταση
παιδιών και ποιητών. Παιδίων τε Ποιητών!
Ζωή µε σχήµα του θανάτου, δηλαδή, ή κι αντιστρόφως.
20
6
21
Μα ήσουν νέος ακόµη, κι έπρεπε, το δίχως άλλο, να
πιάσεις από τα µαλλιά τον χάλκινο άγγελο της
νύχτας, στο αλώνι των ονείρων,
κι αν δεν µε τρέλανε εντελώς η αρχαία µηχανή των
λέξεων, νοµίζω πως είδες έναν κόσµο βουβό,
σκιερό, βαρύθυµο, κρυµµένο µε ταχύτητα ερπετού
σε κάθε φύλλωµα της µέρας,
έτοιµο να πέσει πάνω στην πρώτη αδέξια ψυχή, να τη
σπαράξει, να τη σπαράξει κόκκινη, βαθιά, σχεδόν
καρδιά και φλέβα.
Και είδες ψυχές βαθύτατες: σκιές µιας σκοτεινής
ευηµερίας, που κάρπιζε κουρέλια ιστορίας,
φορεµένα ή πεταµένα ή κρατηµένα σαν ανάσα
χαραγµένη µε σκληρές του ήλιου µαχαιριές,
κατάστηθα των χωραφιών:
κάθε χωράφι και µέτωπο τραχύ: άρχοντας ξεπεσµένος
ενός θεού κολίγου, που πάλευε να θρέψει τα
σπαρτά µε βλέµµατα εύφλεκτα, πληγές χειλιών
ατίθασων και γρήγορες ανάσες.
Και ξύπνησες, και µύριζε υγρασία ο θάνατος παντού,
και λάτρευαν τον θάνατο παντού,
και προσκυνούσαν θεούς απόκρηµνους, θρεµµένους µε
παλικάρια της φωτιάς και του τροχού παρθένες.
22
Και φώναξες: «Τι κάνετε εδώ, ψυχές; Τι κάθεστε
µπροστά σε τόσο µαύρο; Φυλάτε η µια την άλλη;
Μα πού θα πάει αυτό; Τι να την κάνετε τη γη όταν
δεν τρέφει τα παιδιά της;»
Και τα βουνά µαζεύτηκαν κάτω απ’ το λίγο φως του
δειλινού κι ονόµασαν τον άνεµο αυλή, κι
απέκτησε το µένος σου πατρίδα.
Γαλήνη απλώθηκε πλατύφυλλη παντού, κι ήσουν παιδί,
στεκόσουνα στη ρίζα µιας λαγκάδας και αργούσες
µε τον νου σου
κάτι περίφηµο, αφού είχες τρέξει ξυπόλητος το ερπετό
της άµµου ανάµεσα στις καλαµιές,
κι ήξερες πως ο κόσµος υπάρχει µόνο πάντα απ’ την
αρχή· κι ερχόταν καταπάνω σου
µια διάφανη, µε τα µαλλιά να ρίχνουν ρίζες φωτεινές
στο φρέσκο απόγευµα, κι ερχόταν πελεκώντας τα
λόγια της:
«Ανέβα τη λεπίδα της ψυχής, ποτέ µη στρέψεις το
βλέµµα προς τα κάτω. Τρέχα στο φως που
πελεκάει τα λόγια κοφτερά.
Μόνο τα λόγια κόβουνε, τα λόγια µοναχά ξέρουνε το
πάνω και το κάτω, µια λέξη είναι ο άνθρωπος, µια
λέξη: τραγουδώντας».
23
Κι ως εκ τούτου, ήσουν Έλλην. Κι η προσδοκία σου,
αρχαίο ζώο τη στιγµή που θα χιµούσε καταπάνω
στην πεδιάδα
και τ’ άλογα θα τρόµαζαν, θα παρατούσαν το τριφύλλι
στην προαιώνια κρύπτη του, πέτρωσε.
24
Επί δεν τούτο αδιάκοποι και φοβεροί υετοί κατέκλυσαν
της ιστορίας τους πρωταγωνιστάς. Και είχες
αδικηθεί.
25
7
26
Πού να ’ξερες πόσο σκοτάδι εφηµέρευε η νύχτα των
αχρείων; Πού να ’ξερες το τι πληγές διανυκτέρευε
η µέρα των χυδαίων;
Πιάστηκες στην παγίδα του µηρυκαστικού, που πνέει τα
µένεα των νωθρών δοντιών του, αθώε κυνόδοντα,
παλικαρά!
Ίσως νόµισαν, πως πλάστηκες για να ταΐζεις τα όνειρά
σου µε ουρλιαχτά και βρώµικες πληγές.
Ίσως νόµισαν, πως ό,τι ήλπισες απ’ τη ζωή σου ήταν
ένας κουβάς ασβέστης στη νύχτα των πτωµάτων.
Αγνοούσαν, παλικαρά, τα βασικά της σκονισµένης
απελπισίας σου.
Γι’ αυτούς ο θάνατος εξείχε, σαν παλιός σελιδοδείκτης
απ’ το βιβλίο της ζωής.
∆εν ήξεραν πως καθένας ξυπνάει τον δικό του εφιάλτη,
απ’ τα χαράµατα της προσδοκίας του.
∆εν ήξεραν πως όλοι είναι κάπως δίχως µάτια, δίχως
στόµα, στο χώµα, λίγο χώµα, κι ίσως ίσως
εκείνοι που νοµίζουν πως είναι δυνατοί, να νοιώθουν
πιο βαθιά τη χαρακιά του µηδενός, όταν λυγίζουν.
Κανείς δεν είναι από σίδερο, ούτε καν το σίδερο. Όλα
µαλακώνουν στον καιρό τους,
κι έρχεται η νύχτα, και ο γκιώνης µετρά, κόψη την
κόψη, το βύθισµα της νύχτας, το σκοτάδι
27
πνίγει τους τοίχους, στραγγαλίζει τα παράθυρα, τις
πόρτες των αισθήσεων.
28
Με τη δική σας µε χωρίζουνε βουνά οι κερασιές. ∆εν
έχω άλλο γαλάζιο να σκορπίσω στα λαγούµια
σας».
Τότε έπρεπε να έρθει τάχα µια Αθηνά, για να σωπάσει
τον θυµό σου, να δώσεις πίσω τη λεπίδα των
λόγων µες στη θήκη της, κι όχι να βρυχηθείς:
«Μεθύστακες, κοπρόσκυλα, λαγών ψοφίµια, πότε σας
ένιωσε κοντά του στο τραγούδι ο πατριώτης;
Πότε σας είδε δίπλα του ο ήρωας στο χορό; Τι
κατορθώσατε; Να τρέµετε στην όψη τής ζωής!
Τι λέω; Εσείς δεν είστε οι πόρφυρες, που τριγυρνάτε
στα ρηχά, κι αρπάζετε τα νιάτα των κολυµβητών;
Αυτό θα πει κατόρθωµα: µυροβόρα εξουσία! Μα έχετε
χάρη που κυβερνάτε ουτιδανούς,
αλλιώς τα δόντια σας θα τέλειωναν εδώ· ένα σας λέω,
θα ’ρθεί στιγµή που θα ενσκήψει στην πολιτεία
των λαγουµιών η πείνα του αυθαιρέτου,
και τότε εσείς —υπόλογοι ή συγγραφείς— δεν
πρόκειται να πάρετε απ’ τα χέρια του µέλλοντος
φονιά παρά µονάχα παρελθόν.
Έτσι, να τρώτε τα σπλάχνα σας και να θυµάστε, πως
τους πρώτους ανάµεσά σας δώσατε στους
άρχοντες των σκοταδιών».
29
Βέβαια, βέβαια, παλικαρά, υπήρξες Αχιλλέας κι άλλοι
πολλοί γενναίοι µαζί, συµπεριλαµβανοµένου του
γεωπόνου Άρη Βελουχιώτη.
Βέβαια, βέβαια, παλικαρά, η πράξη της εξέγερσης είναι
όπως πάντα µία·
όµως, εκείνο που εκτίθεται σε µεγαλύτερο κίνδυνο, έχει
τη µεγαλύτερη χάρη. Άρα, δύο τα σκοτάδια.
30
8
31
Κοιτάτε να ποτίζετε τους κήπους σας συχνά. Καύχηµα
των παλικαριών είναι να λέγονται κοψίδια, όχι
ψοφίµια,
και καύχηµα του ελεύθερου να τον φωνάζουν ποταµό,
όχι λακκούβα».
32
κι ώσπου να πιάσει λιµάνι το τρικάταρτο εκείνο
µεσηµέρι των κιτρολεµονιών,
να ’ναι η γνώση τάµπαρο, ψόφια κάτω απ’ τον ήλιο, η
πρώτη γνώση, που έπρεπε να είναι άµεση γνώση ή
γνώση του ενθάδε.
33
Το σκέφτηκες, το ξέρω, µα... σκοτάδια.
34
9
35
η θάλασσα δεν είναι ένας καθρέφτης, και µάτια του
βυθού στοχαστικά µες στον καθρέφτη.
∆εν είναι παιδιά, παλικαρά, δεν είναι παιδιά. Είναι
παιδιά του φονιά, που δεν ήταν παιδί, ούτε όταν
ήταν παιδί, κι η θάλασσα δεν λάµπει απ’ την
κορφή των ηµερών σου.
36
Πες µου, παλικαρά, γυναίκα είναι ή φάντασµα, που
φέρνει γύρους πάνω απ’ την Ευρώπη;
Σώµα γι’ αγκάλιασµα είναι ή κραυγή ελευθέρας
βοσκής, και πνεύµα οικόσιτο της αναρχίας;
37