You are on page 1of 98

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ

Π.Μ.Σ. ΑΡΧΑΙΟΣ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟΣ ΚΟΣMΟΣ


ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ

Οι απαρχές της Προϊστορικής Αρχαιολογίας στην Κρήτη.


Η συμβολή του Sir Arthur J. Evans

ΑΝΘΟΥΛΑΚΗ ΓΙΑΝΝΑ

Επιτροπή παρακολούθησης
Κόπακα Κατερίνα
Τζαχίλη Ίρις
Γαλανίδου Νένα

ΡΕΘΥΜΝΟ 2021

1
Περιεχόμενα

Περιεχόμενα…………………………………………………...………………..…….……2

Πρόλογος ………………………………………………………………………...….….… 4

Εισαγωγή – Η Κνωσός και η προδρομική περίοδος της κρητικής Προϊστορικής


Αρχαιολογίας ………………………………………………………………………..... 6-15
1. Περιηγητικές μαρτυρίες …………………………….…………....…..…….……...... 6
2. Αρχαιογνωστική έρευνα ………………………………………....…...…................... 9
3. Σύνοψη ……………………………………………..…………...……………......... 14

I. Ο Μίνως Α. Καλοκαιρινός – Οι απαρχές της κρητικής Προϊστορικής Αρχαιολογίας


........................................................................................................................................ 16-34
1. Η ανασκαφή και τα κινητά ευρήματα – Προσωπική Συλλογή, δωρεές (πίθων κ.ά.).. 16
2. Επισκέπτες στην Κνωσό και τη Συλλογή στο Ηράκλειο ……………….………..... 18
3. Στοιχεία από το αρχείο του Καλοκαιρινού – Κρητική Αρχαιολογική Εφημερίς ….. 18
4. Η έρευνα της εποχής για την Προϊστορία της Κρήτης και του Αιγαίου ………....... 22
5. Άλλες δημοσιεύσεις για την Κνωσό και τη «μυκηναϊκή» Κρήτη …...................….. 27
6. Μετέπειτα διεκδικητές της ανασκαφής – Η συμβολή του Καλοκαιρινού ……….... 29

ΙΙ. Ο Sir Arthur J. Evans, η Κνωσός και ο Μινωικός πολιτισμός …….…….…... 35-70
1. Προ-ανασκαφική ενασχόληση με την Προϊστορία και τις πρώιμες κρητικές γραφές
……………………………………………………………………………………… 35
2. Ανασκαφικές εργασίες στην Κνωσό ………………………...…………….…....…. 40
3. Συνεργασίες – Έργα συντήρησης και αποκατάστασης του μνημείου ...................... 44
4. Εισαγωγή στις δημοσιεύσεις της ανασκαφής ………...…………………….......…. 51
5. Πρώιμες δημοσιεύσεις – Προκαταρκτικές εκθέσεις ……………...……….…….… 53
6. Χρονολογικό πλαίσιο του Μινωικού πολιτισμού – Αιγαιακά γραφικά συστήματα .. 61
7. Το Ανάκτορο του Μίνωα στην Κνωσό/The Palace of Minos at Knossos
- Τόμος Ι ………………………….………………………..…………………..….... 63
- Τόμοι II-IV …………………………………….…………….........……............….. 66

III. Αναζητώντας τη συμβολή του Evans ……………………..………..………… 71-90

1. Επιδράσεις στο έργο του ……………………………………………….………..… 71


2. Προσλήψεις του έργου – Επιρροές στην αρχαιολογική έρευνα ……………….….. 72
3. Αποτίμηση και κριτική ………….…….…………………….……….……..……… 74
4. Θεωρητικό οικοδόμημα και σύγχρονες αναγνώσεις του ……….………....….…… 81

2
5. Γενική συνεισφορά …………………………………………………….…….…….. 83
6. Συμβολή σε επιμέρους θέματα
- Εξωτερικές διασυνδέσεις – «Aιγυπτιακά ζητήματα», Κεφτιού ….......................…. 84
- Πολιτικό σύστημα – Βασιλεία ……………………………………………….......... 85
- Ανάκτορο-ιερό, Λαβύρινθος ………………….……………………………..…...... 86
- Μεγάλη θεά – Κεντρική θέση των γυναικών ……………………………..……….. 87
- Άλλες μινωικές εγκαταστάσεις – Επιβεβαίωση των προτάσεων του Evans …….... 89

Κατάλογος εικόνων ……………………………………………………….……...…….. 91

Βιβλιογραφία ……………………….…………………………………...………………. 92

3
Πρόλογος

Οι λόγοι επιλογής του συγκεκριμένου θέματος είναι η κρητική καταγωγή μου και το
ιδιαίτερό μου ενδιαφέρον για τη Μινωική αρχαιολογία, και, από την άλλη, η έντονη
σύνδεση του Α.J. Evans με αυτήν – μια τόσο έντονη σύνδεση που κάνει την A.L. D'Agata
να επισημάνει ότι το όνομά του έγινε για πάντα συνώνυμο με την Κνωσό.1 Κατά την I.
Schoep, οι τρεις τελευταίες δεκαετίες χαρακτηρίζονται από ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον
για τη μινωική ιστοριογραφία.2 Η μελέτη μου εγγράφεται στο ίδιο πλαίσιο: στόχος της
είναι να διερευνηθούν οι απαρχές της κρητικής Προϊστορικής Αρχαιολογίας, ενώ έμφαση
θα δοθεί στη συμβολή του Evans σε αυτές.
Το εισαγωγικό πρώτο μέρος αναφέρεται σε περιηγητικές και άλλες μαρτυρίες που
προηγήθηκαν της πρώτης ανασκαφής στην Κνωσό από τον Μ.Α. Καλοκαιρινό. Το πρώτο
κεφάλαιο επικεντρώνεται, ακριβώς, στο εγχείρημα του Καλοκαιρινού, τις δράσεις, τα
χειρόγραφα και εν γένει το αρχείο του πρωτεργάτη, την ένταξη του έργου του στις
πρώιμες έρευνες της εποχής και στο υπόλοιπο Αιγαίο, και την όψιμη αναγνώριση της
συμβολής του. Τα δύο επόμενα αφιερώνονται στον Evans. Το ένα αφορά τις προ-
ανασκαφικές του δημοσιεύσεις, τις προκαταρκτικές εκθέσεις των εργασιών στην Κνωσό,
και το πολύτομο έργο του The Palace of Minos at Knossos, καθώς και την ανά έτος
πορεία των ανασκαφών και των αποκαταστάσεων στο ανάκτορο.
Μέχρι αυτό το στάδιο της εργασίας, οι αναφορές είναι συχνά αρκετά αναλυτικές, ενώ
κάθε κομμάτι αποτελεί παράλληλα ένα συνδετικό κρίκο για τη διερεύνηση και την
κατάνόηση και άλλων ευρύτερων θεμάτων και ζητημάτων. Το τελευταίο κεφάλαιο είναι
μια συνθετική προσέγγιση –της γενικής και κεντρικών σημείων της επιμέρους– συμβολής
του Evans. Αναζητούνται επιρροές στο δικό του έργο, αποτιμήσεις και κριτικές για τον
ίδιο και για το εγχείρημά του στην Κνωσό, στο πλαίσιο μιας ιστορίας της σχετικής
έρευνας, ενώ επιχειρείται να δοθούν κάποιες συνολικές απαντήσεις στη συνεχιζόμενη
δυναμική σημερινή συζήτηση.
Από τη θέση αυτή, θέλω να ευχαριστήσω θερμά τα μέλη της τριμελούς επιτροπής
παρακολούθησης της εργασίας μου, και ιδίως την Κ. Κόπακα για τις πολύτιμες
επιστημονικές της επισημάνσεις σε ερευνητικά θέματα, και τη συμβολή και κατανόησή
της κατά την εκπόνηση της μεταπτυχιακής μου εργασίας. Ευχαριστώ, επίσης, τη Ν.
Γαλανίδου για την ηθική και επιστημονική της στήριξη κατά τα πρώτα έτη των

1
D'Agata, 2010: 66.
2
Schoep, 2018: 5.

4
μεταπτυχιακών σπουδών μου και την Ί. Τζαχίλη για τον χρόνο που διέθεσε στη μελέτη
μου. Η εργασία αυτή αφιερώνεται στην οικογένειά μου.

5
Εισαγωγή – Η Κνωσός και η προδρομική περίοδος της κρητικής Προϊστορικής
Αρχαιολογίας

Η Κνωσός στην Κρήτη είναι σήμερα ο δεύτερος αρχαιολογικός προορισμός σε


επισκεψιμότητα μετά την Ακρόπολη των Αθηνών.3 Ο πρωτεργάτης ανασκαφέας της, ο
Μίνως Α. Καλοκαιρινός, πραγματοποίησε μια περιορισμένη διερεύνηση του ανακτόρου
στα τέλη της δεκαετίας του 1870. Το έργο του αυτό επισκιάστηκε από τις εκεί
ανακαλύψεις του Evans, που ξεκίνησαν 20 και πλέον χρόνια αργότερα4 – και επειδή το
εγχείρημά του δεν δημοσιεύτηκε επίσημα.5
Όπως αναφέρει η Κ. Κόπακα, «λίγοι προϊστορικοί πολιτισμοί της Ευρώπης συνδέθηκαν
τόσο με μια μητρόπολη και έναν ανασκαφέα-εμπνευστή όσο ο Μινωικός πολιτισμός με
την Κνωσό και τον Evans»,6 μια από τις πιο εμβληματικές μορφές της ευρύτερης
Αιγαιακής αρχαιολογίας.7 Από το πρώτο κιόλας έτος των ανασκαφών του η Κνωσός
απόκτησε διεθνή φήμη,8 και πολύ σύντομα χάρη σε εκείνον η Μινωική αρχαιολογία έγινε
ένας ξεχωριστός ερευνητικός τομέας.9 Μεγάλης κλίμακος και ιδιαιτερότητας
αποκαταστάσεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της αρχαιολογικής ιστορίας του
κνωσιακού ανακτόρου και είναι άρρηκτα συνυφασμένες και με τη δημοτικότητα του
μνημείου και τον ανασκαφέα του.10
Οι εν λόγω αποκαταστάσεις υπήρξαν ωστόσο κύρια αφορμή κριτικής προς τον Evans,
και μιας απομυθοποίησης του έργου του κυρίως μετά τη δεκαετία του 1980. Ενώ λόγος
γίνεται, επίσης, για επιδράσεις προγενέστερων ερευνών στις ερμηνευτικές του προτάσεις
όπως έρχονται στο φως τα τελευταία χρόνια. Όπως σημειώνει ο Α. Βασιλάκης, χρειάζεται
να γίνει μια πιο ρεαλιστική και αντικειμενική αποτίμηση της συμβολής του Evans.11

1. Περιηγητικές μαρτυρίες
Πλήθος αναφορών για την Κνωσό γίνονται σε αρχαίες ελληνικές και ρωμαϊκές πηγές,
ενώ μνείες της δεν εκλείπουν ούτε τη Βυζαντινή περίοδο. Ο 15ος αι. μοιάζει η απαρχή ενός
περιηγητικού ρεύματος στην Κνωσό, ωστόσο μέχρι το τέλος του 17ου αι. οι μαρτυρίες

3
Βασιλάκης, 2015: 11.
4
Kopaka, 2015: 143, 144. Αλλά βλ. τις χειρόγραφες πληροφορίες και εκείνες στο Έντυπο Κρητική
Αρχαιολογική Εφημερίς στο Κόπακα, 1989-1990.
5
Κόπακα, 1989-1990: 14, 15.
6
Κόπακα, 2004: 497.
7
Galanakis, 2014: 85.
8
Κριτζάς, 2011: 18.
9
Vavouranakis, 2013: 217.
10
Καρέτσου, 1995: 6.
11
Βασιλάκης, 2017 (β): 191.

6
ακόμη και για την τοποθεσία της αρχαίας πόλης είναι λιγοστές. Συχνά η ιστορική αλήθεια
αναζητείται πίσω από τον μύθο του Λαβυρίνθου, ο οποίος ταυτιζόταν ενίοτε με την
περιοχή της (π.χ. από τον P. Tafur τον 15ο αι.), αλλά συνήθως και με ένα λατομείο στη
Γόρτυνα. Ο C. Buondelmonti τοποθετεί τον 15ο αι. εσφαλμένα την Κνωσό στον Άγιο
Μύρωνα Μαλεβιζίου, και στην πραγματική της τοποθεσία περιγράφει μια πόλη που
λεγόταν Φιλόπολις. Τον 16ο αι., ωστόσο, ο Ο. Belli αναφέρει ότι 3 χλμ περίπου από την
Κάντια (το Ηράκλειο) βρίσκονταν τα ερείπια της πόλεως που ιδρύθηκε από τον βασιλέα
Μίνωα – στην περιοχή που ονομάζεται πλέον Μακρύτοιχος.12 Οι προϊστορικές κνωσιακές
αρχαιότητες δεν ήταν όμως ορατές, καθώς δεν είχαν ακόμα αποκαλυφθεί.13 Συνεπώς,
μέχρι τον Καλοκαιρινό τα περιηγητικά κείμενα αφορούν τα λίγα ορατά υπολείμματα
ελληνικών, ρωμαϊκών, ή και μεταγενέστερων, μνημείων.14
Κατά τον 18ο και τον 19ο αι. αυξάνονται οι περιηγητικές αναφορές στην Κνωσό,15 όπως
και στο υπόλοιπο Αιγαίο,16 και είναι αυτή η περίοδος που μπορεί να χαρακτηριστεί
προδρομική της Προϊστορικής Αρχαιολογίας της Κρήτης. Εγγράφεται στο ευρύτερο
αρχαιοφιλικό ενδιαφέρον της εποχής για το παρελθόν, όπως εκφράζεται κυρίως από
αρχαιοδίφες και αρχαιογνώστες.17 Οι τότε περιηγητές εντάσσουν, κατά το αρχαιογνωστικό
πρότυπο, προϊστορικές θέσεις που συναντούν στις γνώσεις από τα ομηρικά έπη και τους
μύθους: από τις πιο γνωστές τέτοιες εγκαταστάσεις ήταν οι Μυκήνες (Εικ. 1), η Τίρυνθα
και ο Ορχομενός στην ηπειρωτική Ελλάδα.18 Τι συνέβαινε όμως με την Κρήτη;

Εικ. 1. Το ανάγλυφο της Πύλης των Λεόντων στις Μυκήνες. Σχέδιο του John Hawkins (1761-1841)
(Βαβουρανάκης, 2015: εικ. 5.1).

12
Κόπακα, 2004: 497, 499, 501, 503.
13
Βαβουρανάκης, 2015: 118.
14
Κόπακα, 2004: 498, 503. Βλ. και Βαβουρανάκης, 2015: 120.
15
Κόπακα, 2004: 503.
16
Για το Αιγαίο, βλ. για παράδειγμα Βαβουρανάκης, 2015: 94, 97-107, 114-118.
17
Βαβουρανάκης, 2015: 90, 94, 95, 104, 117, 120. Οι πρώτοι προσεγγίζουν τις αρχαιότητες ως κατάλοιπα
του παρελθόντος στο παρόν και παραπέμπουν, έτσι, και σε πολλά στοιχεία του χώρου που τις περιβάλλει,
ενώ οι δεύτεροι έχουν μια πιο στοχευμένη ματιά στα μνημεία. (Βαβουρανάκης, 2015: 95).
18
Βαβουρανάκης, 2015: 94, 95, 101, 103. Να διευκρινιστεί ότι εδώ μας απασχολεί η περίοδος που
προηγείται των ανασκαφών του H. Schliemann (βλ. παρακάτω) και δεν ξεπερνά το όριο 1878-79 της
ανασκαφής του Καλοκαιρινού.

7
Με την αρχαία Κνωσό ταυτίζουν πολλοί επισκέπτες, όπως ο C.E. Savary (18ος αι.) και
οι G. Perrot, C. Bursian, T.A.B. Spratt, R. Pashley (19ος αι.), τα λίγα ορατά υπολείμματα
των ιστορικών χρόνων που προαναφέρθηκαν. Για παράδειγμα, ο Pashley αντίκρυσε εκεί
μόνο μερικούς άμορφους σωρούς ρωμαϊκής πλινθοδομής, ενώ ο Spratt διέκρινε μεγάλη
διασπορά κινητών επιφανειακών ενδείξεων, κυρίως κεραμικών όστρακων.19 Τον 18ο αι., ο
R. Pococke δέχεται ότι στην Κνωσό υπήρχαν τα ίχνη του μυθικού Λαβυρίνθου που είχαν
ωστόσο στην εποχή του χαθεί· και, αναλόγως, ο N.S. Manoncourt αναγνωρίζει ότι ο
«Λαβύρινθος του μύθου ή της ιστορίας» υπήρχε αλλά δεν σώζεται πια κοντά στην Κνωσό,
και εκείνον της Γόρτυνας τείνει να αναγνωρίσει ως λατομείο. Την ίδια γνώμη έχει και ο
F.W. Sieber τον 19ο αι., όταν ο Pashley θεωρεί τον Λαβύρινθο, όπως και τον Μινώταυρο,
φανταστικά, μυθικά δημιουργήματα.20
Τον Λαβύρινθο έβλεπε, όμως, στο σπηλαιώδες λατομείο στη Γόρτυνα η επικρατούσα
άποψη,21 που ασπάζεται για παράδειγμα και ο Μ. Dumas τον 18ο αι.,22 και αποτελούσε το
κύριο αξιοθέατο της Κρήτης.23 Οι Savary και Dumas είναι από εκείνους που προβαίνουν
σε περιγραφές του τον 18ο αι.,24 ενώ ο C.R. Cockerell δημοσιεύει τον 19ο αι. μια επιπλέον
κάτοψη των διαδρόμων του, και μια ελεύθερη απόδοση της ευρύτερης περιοχής του.25
Αμφιβάλλουν, ωστόσο, οι περισσότεροι για τη συγκεκριμένη ταύτιση, όπως ο J.P.
Tournefort (18ος αι.) και ο V. Raulin (19ος αι.).26
Ο Γ. Βαβουρανάκης αναγνωρίζει αρχαιογνωστικό υπόβαθρο στους περισσότερους
περιηγητές στον αιγαιακό χώρο, αφού προσπαθούσαν να συσχετίσουν με τα αρχαία
κείμενα τους χώρους και τα μνημεία που επισκέπτονταν. Διακρίνει στα έργα τους σχετικά
χαλαρή θεματολογία, παρεκβάσεις με περιγραφές του σύγχρονού τους περίγυρου,
αποτύπωση εμπειριών των ταξιδιών τους, χαρακτηριστικά που τα εντάσσουν σε ένα
«προεπιστημονικό αρχαιολογικό ενδιαφέρον». Με αρχαίες αιγαιακές τοποθεσίες και
μνημεία ασχολήθηκαν ταξιδιώτες που είχαν ποικίλες γνώσεις ως ιστορικοί, φιλόλογοι,
αρχιτέκτονες, γεωγράφοι, γεωλόγοι, τοπογράφοι, λογοτέχνες, καλλιτέχνες ή ήταν άτομα

19
Κόπακα, 2004: 505, 507, 508. Σύμφωνα με τον Ν. Καραδήμα, ο Pashley και ο Spratt είναι ιδιαίτερα
σημαντικοί επισκέπτες καθώς έκαναν μια διεξοδική έρευνα στην Κρήτη και «τα βιβλία τους έγιναν πρότυπα-
οδηγοί για το νησί στα επόμενα χρόνια, εμπνέοντας τη δουλειά των πρώτων αρχαιολόγων της Κρήτης»
(Karadimas, 2009: 304 - η μετάφραση δική μου).
20
Κόπακα, 2004: 504-506.
21
Κόπακα, 2004: 505, Βαβουρανάκης, 2015: 97, 105.
22
Κόπακα, 2004: 505.
23
Κόπακα, 2004: 503, 504.
24
Κόπακα, 2004: 505.
25
Βαβουρανάκης, 2015: 105.
26
Κόπακα, 2004: 504, 506.

8
με ευρύτερη γενική μόρφωση.27 Η περιηγητική κίνηση του 18ου και του 19ου αι. αποτελεί
τη μια από τις τρεις τάσεις που «ορίζουν» την προδρομική περίοδο της Προϊστορικής
Αρχαιολογίας της Κρήτης. Ποιές είναι, όμως, οι άλλες δύο;
2. Αρχαιογνωστική έρευνα
Παράλληλα αλλά ανεξάρτητα από τη δράση των περιηγητών,28 συστηματική
θεωρητική ιστορική έρευνα γινόταν για το παρελθόν της Κρήτης ήδη από τον 15ο αι., και
μέχρι την ανασκαφή του Καλοκαιρινού είχαν δημοσιευτεί πολλά σχετικά έργα. Η έλλειψη
αρχαιολογικών ερευνών και ευρημάτων τους περιόριζε ωστόσο στις γνώσεις από τα
αρχαία ελληνικά και λατινικά κείμενα και ειδικότερα από τους πολυάριθμους μύθους.29
Αρκετά συχνά, διαφορετικές πεποιθήσεις διακρίνονται, όμως, και στους αρχαίους
συγγραφείς ως προς το απώτερο παρελθόν,30 ενώ, όπως ξέρουμε, υφίστανται και
αμέτρητες παραλλαγές μύθων,31 κάποτε αντικρουόμενες σε βασικά τους σημεία, ενώ ο
ίδιος μύθος μπορούσε να ερμηνευτεί με αρκετούς εναλλακτικούς τρόπους.32 Επομένως, οι
θεωρητικοί μελετητές είχαν διαμορφώσει ποικίλες υποθέσεις για τον Μίνωα και τον λαό
του,33 αναπόφευκτα, όπως θα φανεί και στη συνέχεια, σύμφωνα και με τη δική τους οπτική
και βασισμένοι στις διαφορετικές πηγές που χρησιμοποίησαν.
Στην Αναγέννηση ξεκίνησε ένα ενδιαφέρον για μια εκ νέου διερεύνηση των κλασικών
συγγραφέων, και από τον 15ο αι. η μετάφραση των αρχαίων κειμένων σε ευρωπαϊκές
γλώσσες της εποχής.34 Στην περίπτωση των αναφορών στην Κρήτη έπρεπε να βρεθούν
τρόποι να μεταφραστούν καταλλήλως τα αρχαία ελληνικά και λατινικά επίθετα μινώιος,
Μινωίς, Minoius, Minous που δεν υπήρχαν στις άλλες γλώσσες. Κάποτε χρησιμοποιούσαν
τη γενική πτώση «του Μίνωα» (of Minos και Minos’s στα αγγλικά και τους αντίστοιχους
σχηματισμούς σε άλλες γλώσσες), και άλλοτε το επίθετο «κρητικός» (Cretan στα αγγλικά
και τα αντίστοιχα σε άλλες γλώσσες). Tον 17ο και τον 18ο αι. Γερμανοί κλασικιστές και
Βρετανοί μελετητές έκαναν χρήση, εντούτοις, του επιθέτου «μινωικός» για να
μεταφράσουν πιστά τις προαναφερθείσες αρχαίες ελληνικές και λατινικές λέξεις – οι
πρώτοι ως minoisch και οι περισσότεροι Άγγλοι ως Minoian.35

27
Βαβουρανάκης, 2015: 94, 95, 97, 114-116, 121.
28
Από τους ερευνητές που αναφέρονται στη συνέχεια μόνο οι Cockerell και Savary υπήρξαν περιηγητές.
29
Καραδήμας, 2011: 822.
30
Βλ. για παράδειγμα Καραδήμας, 2011: 823, 824, 827.
31
Buxton, 2005: 10.
32
Καραδήμας, 2011: 822-823.
33
Αυτόθι.
34
Karadimas, 2009: 311, 312. Για παράδειγμα, το διάστημα 1450-1700 υπήρχαν στην Ευρώπη 44 εκδόσεις
και μεταφράσεις του Ηροδότου και 41 του Θουκυδίδη (Evans, 1968: 15).
35
Karadimas, 2009: 312.

9
Τον όρο minoisch είχε χρησιμοποιήσει ήδη το 1704 ο C. Abel για να μεταφράσει χωρία
από τις Ηρωίδες του Οβιδίου και ο G. Chapman ήταν πιθανώς ο πρώτος που
χρησιμοποίησε το 1624 τον όρο Minoian σε μετάφραση των ομηρικών ύμνων αποδίδοντας
τη «μινώιος Κνωσός» ως Minoian Cnossos. Έκτοτε, το επίθετο αυτό συναντάται αρκετά
στη διάρκεια του 18ου αι.36 Πιο σπάνιες παραλλαγές του όπως το Minoän και το Minosian
(Cnossos) προτιμήθηκαν από τους E.B. Greene (1780) και Cockerell (1820). Η γερμανική
και οι αγγλικές αυτές εκδοχές που συναντώνται μέχρι τη δεκαετία του 1820 σημαίνουν
«του Μίνωα», οτιδήποτε σχετίζεται με τον μυθικό βασιλέα Μίνωα.37
Σύμφωνα με τον Ν. Καραδήμα, η «μυθική ή θαυμάσια περίοδος» του αρχαίου
συγγραφέα Βάρρωνος (116-27 π.Χ.) που τη χρονολογούσε από τον 19ο αι. έως το 776
π.Χ, μετονομάστηκε από τον J.J. Scaliger το 1583 σε «ηρωική»,38 μια ονομασία που
διατηρείται ακόμη έως και τον 19ο αι.39 Στο πλαίσιο αυτής της «Ηρωικής εποχής», η ιδέα
ενός σπουδαίου πολιτισμού που είχε αναπτυχθεί στην Κρήτη τον καιρό που έζησε ο
βασιλέας Μίνως ήταν αρκετά διαδεδομένη στους ιστορικούς του 18ου αι., μαζί με την
παραδοχή μιας θαλασσοκρατίας στο Αιγαίο που ήταν κατόρθωμα του ηγεμόνα αυτού.40
Υπήρξαν, ωστόσο, και μεμονωμένοι ερευνητές, όπως ο P. Allwood (1799), που πρότειναν
ότι το «Μίνως» υποδήλωνε έναν τίτλο ή δυναστεία. Ως προς την καταγωγή του Μίνωα,
τον 18ο αι. οι I. Newton και W. Mitford, για παράδειγμα, τον θεωρούν Φοίνικα, ενώ ο
Savary Έλληνα, όπως και οι D. Raoul-Rochette (1815) και M.G. Herrmann (1801-02) – ο
τελευταίος μάλιστα με δωρική καταγωγή. Άλλοι ερευνητές εντοπίζουν ομοιότητές του με
μυθικά πρόσωπα όπως τον Αιγύπτιο Μένες και τον Ινδό Μένους – γιους θεών και
εμπνευσμένους ηγεμόνες που εισήγαγαν νόμους και τέχνες στους λαούς τους. Έτσι, οι J.
Bryant (1775) και W. Holwell (1793) ταύτισαν τον Μίνωα με τους Αιγύπτιους Μένες και
Μνεύης. Ενώ υπάρχει και η θεώρηση ότι ο ίδιος ήταν ένας ιερέας-βασιλέας, για
παράδειγμα, των Mitford (1784), W. Rutherford (1788) και Herrmann (1801-02), που
κατείχε την πολιτική και θρησκευτική εξουσία, είχε θεϊκή καταγωγή και απέδιδε θεϊκή
ισχύ στους νόμους και τις πράξεις του.41
Πολλές από τις απόψεις που προαναφέρθηκαν εγγράφονται σε ερμηνευτικά πρότυπα
του 18ου και του 19ου αι. για την προϊστορική Κρήτη, και ειδικά μετά τη δεκαετία του 1820
στηρίζονται σε παλιότερες προτάσεις που εμπλουτίζονται με νέες. Η υπόθεση ότι ο Μίνως
36
Karadimas and Momigliano, 2004: 245, 249, 250.
37
Karadimas, 2009: 312. Βλ. επίσης Καραδήμας, 2011: 826.
38
Karadimas, 2009: 298.
39
Karadimas, 2009: 301, 327, Βαβουρανάκης, 2015: 99, 104.
40
Καραδήμας, 2011: 826, 827.
41
Καραδήμας, 2011: 823-830.

10
ήταν Φοίνικας περιλαμβάνεται στο «φοινικικό ερμηνευτικό πρότυπο» και κυριαρχεί όλο
τον 19ο αι. – υποστηρίζεται, για παράδειγμα, από τους C. Thirlwall, W.E. Gladstone και
M.W. Duncker, που τοποθετούν την παρουσία των Φοινίκων στο Αιγαίο γύρω στους 15ο
με 11ο αι. π.Χ. Το «ελληνικό ερμηνευτικό πρότυπο» που θέλει τον Μίνωα Έλληνα δεν είχε
ιδιαίτερη απήχηση, αν και το υιοθετούν ερευνητές όπως οι V. Duruy (1856) και Ε. Curtius
(1857) και στην Ελλάδα οι Η. Ζερβός (1861), Β. Ψυλλάκης (1865) και Κ. Ξάνθης
(1872).42
Ιδιαίτερα σημαντική για την προϊστορική Κρήτη είναι η ιδέα που εισάγει ο F.A. Wolf
(1795) και αρνείται την ιστορική ύπαρξη του Ομήρου, με αποτέλεσμα να προταθεί έκτοτε
ότι το όνομα αυτό αντικατόπτριζε μια εποχή και όχι ένα άτομο. Δημιουργήθηκε έτσι η
εικόνα μιας «Ομηρικής εποχής» που προσδιοριζόταν χρονικά ως η περίοδος στην οποία
έζησε ο ποιητής αλλά και που εγγράφονται σε μεγάλο βαθμό τα έπη του, δηλαδή
αντιστοιχούσε στη λεγόμενη Ηρωική εποχή.43 Με την πρόταση αυτή, που διατυπώθηκε
και από τον S. Uvarov το 1819 και ήταν ήδη διαδεδομένη στο α΄ τέταρτο του 19ου αι.,44
πολλοί έτειναν να αναπλάσουν την πολιτισμική εικόνα της Ομηρικής ή Ηρωικής εποχής
μέσω της αναλυτικής μελέτης των επών.45
Οι K. Hoeck (Eικ. 2), K. Neumann και K. Müller «πρωτοστάτησαν στον τομέα των
αρχαίων κρητικών σπουδών» τη δεκαετία του 1820, σύμφωνα με τον Καραδήμα.46 Οι
Γερμανοί αυτοί μελετητές θεωρούσαν ότι οι ελληνικοί μύθοι εμπεριείχαν κάποια αληθινά
στοιχεία που έπρεπε να αναγνωριστούν.47 Την πιο σημαντική συμβολή είχε ο Hoeck, που
επηρεάστηκε από τις «ομηρικές θεωρίες» που προαναφέρθηκαν και υποστήριξε ότι το
όνομα Μίνως υποδήλωνε μια ολόκληρη περίοδο στην Κρήτη και διαμόρφωσε έτσι την
ιδέα μιας «Μινωικής εποχής»,48 τα οποία διατύπωσε στο τρίτομο βιβλίο του Kreta (1823-
1829).49 H Μινωική εποχή ήταν μια από τις τέσσερις μεγάλες περιόδους στη χρονολογική
του πρόταση που περιλάμβανε: την Προμινωική περίοδο (πριν το 1400 π.Χ.), τη Μινωική
περίοδο (1400-1200 π.Χ.), την Περίοδο παρακμής (1200-1040 π.Χ.) και τη Δωρική
περίοδο (1040 π.Χ. και εξής). Κατά την πρώτη περίοδο, υποστηρίζει, Φρύγες και Φοίνικες

42
Καραδήμας, 2011: 823-827.
43
Karadimas, 2009: 301.
44
Karadimas and Momigliano, 2004: 246.
45
Karadimas, 2009: 301.
46
Καραδήμας, 2011: 824. Βλ. επίσης Karadimas and Momigliano, 2004: 251.
47
Karadimas, 2009: 306.
48
Karadimas and Momigliano, 2004: 246, Καραδήμας, 2011: 824.
49
Hoeck, 1823-1827-1829. Η περίληψη των αναφορών των Hoeck και Müller και οι παρατηρήσεις πάνω στα
έργα τους στηρίζονται στην έρευνα και τις δημοσιεύσεις του Καραδήμα και της Momigliano, όπως
σημειώνεται στις παραπομπές.

11
κατοίκησαν στην Κρήτη και από την ανάμειξή τους με τους ντόπιους γεννήθηκε ένας μη
ελληνικός λαός, οι Ετεόκρητες.50 Ο ίδιος χρησιμοποίησε το επίθετο «μινωικός» που είχε
ήδη μακρά ιστορία και στο γερμανικό minoisch, τώρα αποκτά όμως καθαρά χρονολογική
έννοια και, πλέον, δηλώνει μια περίοδο δύο αιώνων.51

Εικ. 2. Ο K. Hoeck (1794-1887) (Καραδήμας, 2011: σελ. 512).

Αναλόγως, ο ίδιος συνδυάζει προηγούμενες απόψεις: για τον Μίνωα ως τίτλο μιας
δυναστείας κυβερνητών που είχαν παράλληλα εξουσία και σε θρησκευτικά θέματα,
δηλαδή των ιερέων-βασιλέων·52 και για την Κρήτη ως λίκνο ενός ανώτερου πολιτισμού
στα χρόνια του εν λόγω ηγεμόνα.53 Αυτά προσαρμόζει στη «δική του» Μινωική εποχή και
υποστηρίζει ότι ο τότε πολιτισμός υπήρξε ο πιο σημαντικός που γνώρισε ποτέ το νησί.
Αφού οι Ετεόκρητες κατέκτησαν τμήμα της ηπειρωτικής Ελλάδας ίδρυσαν αποικίες σε
όλο το Αιγαίο και τη Μεσόγειο, στο πλαίσιο μιας θαλασσοκρατίας που, όπως υποστηρίζει
πρώτος, προέκυψε από τη συμβολή πολλών γενεών σε όλη τη διάρκεια της περιόδου. Το
τέλος της μινωικής θαλασσοκρατίας αλλά και του ομώνυμου πολιτισμού τοποθετεί γύρω
στο 1250 π.Χ – αν και εξακολουθεί να κυβερνά τότε μια μινωική Δυναστεία, που έχει
όμως πια εξελληνιστεί με την υποταγή της στην ισχυρή ελληνική επιρροή της εποχής.54
Ακόμη και την περίοδο της παρακμής, στην εξουσία βρίσκονται οι απόγονοι του Μίνωα,
όμως μέχρι τη δωρική εισβολή ο σπουδαίος αυτός πολιτισμός δεν διατηρούσε πλέον παρά

50
Καραδήμας, 2011: 826, 827.
51
Karadimas and Momigliano, 2004: 245, 248, Καραδήμας, 2011: 826.
52
Karadimas and Momigliano, 2004: 246.
53
Καραδήμας, 2011: 824, 826, 827.
54
Αυτόθι. Βλ. και Karadimas and Momigliano, 2004: 246.

12
λίγα από τα λαμπρά ίδια χαρακτηριστικά του.55 Οι εξαιρετικά σημαίνουσες απόψεις του
Hoeck τον καθιστούν εκπρόσωπο ενός νέου ερμηνευτικού προτύπου, που ορίζεται από τον
Καραδήμα ως «μινωικό ερμηνευτικό πρότυπο».56
Ο Müller υποστηρίζει το «δωρικό ερμηνευτικό πρότυπο», σύμφωνα με το οποίο ο
Μίνως ήταν εγγονός του Δωριέα Τευκτάμου που είχε έρθει στην Κρήτη από τη Θεσσαλία
και αυτό, όπως είδαμε, είχε προταθεί και ενωρίτερα, όμως ο ίδιος ενισχύει τη
συγκεκριμένη υπόθεση,57 στο βιβλίο του Die Dorier το 1824.58 Με την κύρια διαφορά ως
προς την καταγωγή του Μίνωα και του λαού του, οι Hoeck και Müller, και οι δύο μέλη του
Πανεπιστημίου του Göttingen, μοιράζονται πολλές κοινές απόψεις.59 Ο Müller
χρησιμοποιεί τη χρονολογική πρόταση και μοιράζεται τη γενική ιδέα μιας Μινωικής
εποχής του Hoeck,60 που αποδίδει επίσης με το επίθετο minoisch,61 και θεωρεί το όνομα
Μίνως τίτλο που ισχύει για την περίοδο των δύο αιώνων (Μινωική) – την εποχή ενός
σημαντικού Κρητικού πολιτισμού και του ελέγχου της αιγαιακής θάλασσας από αυτόν.62
Ωστόσο, η άποψή του ότι ο ηγεμόνας αυτός και ο λαός του ήταν Δωριείς δεν έτυχε
αρκετής παραδοχής, με μερικές εξαιρέσεις, όπως τον ιστορικό H. Clinton (1834).63
Οι Hoeck και Müller, και κυρίως ο πρώτος, πρωτοπόρησαν, επομένως, με τις ειδικές
μελέτες τους για την Κρήτη της συγκεκριμένης περιόδου,64 που άσκησαν σημαντική
επιρροή στους μετέπειτα μελετητές ιδίως με τη μεγάλη τους εστίαση στην κρητική
Προϊστορία, και ως προς τη διάδοση αλλά και τη δημιουργία πρόσθετων εκδοχών του
επιθέτου «μινωικός».65 Πράγματι, η αγγλική του εκδοχή Minoan πρωτοχρησιμοποιήθηκε
το 1830 σε μετάφραση του Die Dorier για το minoisch στο κείμενο, και έκτοτε
αντικατέστησε εν πολλοίς και την παλιότερη λέξη Minoian.66 Και το αγγλικό και το
γερμανικό επίθετο χρησιμοποιούνταν πλέον κατά κανόνα και με τη χρονολογική διάσταση
που έδωσαν οι δύο Γερμανοί μελετητές, για να δηλώσουν δηλαδή την περίοδο 1400-1200

55
Karadimas and Momigliano, 2004: 246.
56
Καραδήμας, 2011: 824-827.
57
Καραδήμας, 2011: 827, 828.
58
Müller, 1824.
59
Καραδήμας, 2011: 824, 826, 828.
60
Καραδήμας, 2011: 826, 828.
61
Karadimas and Momigliano, 2004: 247.
62
Karadimas and Momigliano, 2004: 247, Καραδήμας, 2011: 828.
63
Καραδήμας, 2011: 828.
64
Καραδήμας, 2011: 824.
65
Karadimas and Momigliano, 2004: 248, 251, 252. Οι όροι «προϊστορικός» και «Προϊστορία», όμως, σε
αιγαιακά συμφραζόμενα εμφανίζονται μερικές δεκαετίες αργότερα (βλ. παρακάτω).
66
Karadimas, 2009: 313.

13
π.Χ.67 Άλλες μεταφράσεις του επιθέτου είναι τα Minóic (αγγλικά), minoïque (γαλλικά) και
μινωικός (ελληνικά),68 σε ένα πλήθος πλέον εμφανίσεων του όρου αυτού.69
Στην επίδραση των Hoeck και Müller οφείλεται και η οικειοποίηση της ιδέας μιας
λαμπρής Μινωικής εποχής και ενός σπουδαίου Μινωικού πολιτισμού από μελετητές
διαφορετικών εθνικοτήτων.70 Ο Καραδήμας παραθέτει αρκετές σχετικές αναφορές, για
παράδειγμα στα: «Προμινωική περίοδος», «Μινωική εποχή/περίοδος», «Μεταμινωικοί
χρόνοι», «μινωική Κρήτη», «μινωική Κνωσός», «Κνωσός, η μινωική πρωτεύουσα»,
«ιερείς από τη μινωική Κνωσό», «ιερές τελετές», «μινωική νομοθεσία», «μινωική
θαλασσοκρατία», «μινωικό βασίλειο», ακόμη και μια «μινωική αυτοκρατορία».71 Στο
βιβλίο του με θέμα τους κατά τον Όμηρο πέντε λαούς της Κρήτης (1865), ο Έλληνας
ιστορικός Β. Ψυλλάκης διακρίνει τους Ετεόκρητες, Κύδωνες, Πελασγούς, Αχαιούς και
Δωριείς.72 Αναφέρεται, επίσης, σε ένα «μινωικό κράτος» και ένα «μινωικό βασίλειο»,73
επηρεασμένος από την ορολογία των Hoeck και Müller στους οποίους παραπέμπει
πάμπολλες φορές και ειδικά στον Hoeck συνεχώς.74 Σημαντικές επιρροές από τους Hoeck
και Müller διακρίνονται, σύμφωνα με τους Καραδήμα και Ν. Momigliano, και στο έργο
του Ε. Curtius που προώθησε την ιδέα μιας Μινωικής εποχής στο βιβλίο του με τίτλο
Griechische Geschichte (1857), το οποίο μεταφράστηκε σε αρκετές γλώσσες (αγγλικά,
γαλλικά, ιταλικά, ελληνικά) και επέδρασε σε πολλούς μελετητές75 – σε αυτό παραπέμπει
αρκετά συχνά και ο Ψυλλάκης.76

3. Σύνοψη
Το απώτερο παρελθόν της κρητικής Προϊστορίας μπορεί να θεωρηθεί ότι ξεκινάει να
ενδιαφέρει περιηγητές από τον 15ο αι., με σημαντικά βήματα έκτοτε. Προδρομική
περίοδος αναζήτησης και διαμόρφωσής του αποτελούν οι 18ος και 19ος αι., παράλληλα
αλλά και ανεξάρτητα των πρώτων προσπαθειών της Αρχαιολογίας να συγκροτηθεί ως
επιστήμη. Στους αιώνες αυτούς πυκνώνει η περιηγητική κίνηση στην Κρήτη και
συστηματοποιείται η διατύπωση ερμηνευτικών υποθέσεων για αυτό που ορίζουμε σήμερα

67
Karadimas, 2009: 312, 313. Βλ. και Karadimas and Momigliano, 2004: 244.
68
Karadimas and Momigliano, 2004: 251, 252, Karadimas, 2009: 313.
69
Πλήθος παραδειγμάτων στα Karadimas and Momigliano, 2004: 248, 251 και Karadimas, 2009: 316-320.
70
Karadimas and Momigliano, 2004: 244, 248, 251, 252.
71
Βλ. τον κατάλογο στο Karadimas, 2009: 315-320.
72
Ψυλλάκης, 1865: 78.
73
Ψυλλάκης, 1865: vii, 15.
74
Βλ. π.χ. Ψυλλάκης, 1865: viii, ix, x, 2-5, 7-9, 11, 13, 15, 16, 18-22, 24, 25, 27, 34, 36, 37, 42, 49, 50, 52,
63, 65, 67, 71-77.
75
Karadimas and Momigliano, 2004: 248.
76
Για παράδειγμα Ψυλλάκης, 1865: 38, 39, 42, 43, 46, 47, 54.

14
προϊστορικό ανακτορικό παρελθόν της Κρήτης. Πολλοί περιηγητές που εντόπιζαν υλικά
κατάλοιπα προσπαθούσαν να τα προσαρμόσουν στη θεωρητική, ιστορική, φιλολογική και
άλλη έρευνα, σε ένα ολοένα και πιο ώριμο αρχαιογνωστικό πλαίσιο. Σε αυτό συνέβαλαν
με ουσιαστικό τρόπο και πρωτεργάτες μελετητές και ιδίως οι Hoeck και Müller που ενωρίς
τον 19ο αι. εστίασαν το ενδιαφέρον των διανοούμενων της εποχής σε έναν Μινωικό
πολιτισμό και σε μια λαμπρή Μινωική εποχή, με επιμέρους επιτεύγματα σε αυτήν. Όπως
θα σημειωθεί και αργότερα, όλα τα παραπάνω έμελλαν να έχουν καθοριστική επίδραση
στα πρώτα βήματα της κρητικής Προϊστορικής Αρχαιολογίας, που πραγματοποιήθηκαν με
τις ανασκαφές της Κνωσού.

15
I. Ο Μίνως Α. Καλοκαιρινός – Οι απαρχές της κρητικής Προϊστορικής Αρχαιολογίας

1. Η ανασκαφή και τα κινητά ευρήματα – Προσωπική Συλλογή, δωρεές (πίθων κ.ά.)


Η πρώτη οργανωμένη προϊστορική ανασκαφή στην Κρήτη πραγματοποιήθηκε από τον
Μίνωα Α. Καλοκαιρινό (Εικ. 3),77 σε ένα χαμηλό λόφο που τότε ήταν γνωστός ως η
Κεφάλα του Τσελεμπή.78 Με βάση τις μετέπειτα χειρόγραφες σημειώσεις του, φαίνεται
καθαρά πως επιδίωκε εξαρχής να εντοπίσει το «Βασίλειον Μέγαρον» του Μίνωος του Α΄,
το οποίο σύμφωνα με τον Όμηρο βρισκόταν στην Κνωσό.79 Ο καθεαυτός λόγος που τον
οδήγησε να αναζητήσει το κτήριο αυτό στον συγκεκριμένο λόφο δεν είναι εντελώς
κατανοητός,80 αφού δεν αναφερόταν από προηγούμενους επισκέπτες.81 Ο ίδιος ήταν καλός
γνώστης της κνωσιακής μνημειακής τοπογραφίας, αφού η μητέρα του καταγόταν από την
ευρύτερη περιοχή,82 και επομένως η επιλογή της θέσης θα πρέπει να ήταν αποτέλεσμα
προσεκτικής και συνδυαστικής σύνθεσης της εμπειρίας του. Η Κεφάλα είχε τότε Οθωμανό
ιδιοκτήτη, και για να του επιτραπεί η ανασκαφή ο Καλοκαιρινός προχώρησε στη σύναψη
συμβολαίου με εκείνον διασφαλίζοντας του το 1/3 των ευρημάτων, όπως όριζε ο τότε
ισχύων αρχαιολογικός νόμος.83

Εικ. 3. Ο Μ. Καλοκαιρινός την περίοδο της ανασκαφής στην Κνωσό (Κόπακα, 1995: εικ. 1).

Οι ανασκαφικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν το 1878-79, το κύριο σώμα τους


διήρκεσε τρεις εβδομάδες και διακόπηκαν από τον πρώτο Χριστιανό Διοικητή της Κρήτης

77
Κόπακα, 2016: 24.
78
Hood and Taylor, 1981: 1.
79
Βλ. τις χειρόγραφες σημειώσεις του Καλοκαιρινού στο Κόπακα, 1989-1990: 18, 19.
80
Hood and Taylor, 1981: 1.
81
Hood and Taylor, 1981: 1, Κόπακα, 2004: 509.
82
Κόπακα, 2016: 26.
83
Κόπακα, 1989-1990: 8.

16
Ιωάννη Φωτιάδη. Έγιναν με 20 εργάτες και έναν ντόπιο επιστάτη, τον δάσκαλο Χ.
Παπαουλάκη και κόστισαν 750 φράγκα – χρηματοδότης τους ήταν ο ίδιος ο
ανασκαφέας.84 Στο φως ήρθαν τμήματα της Δυτικής και της Νότιας Πτέρυγας του
ανακτόρου, όλη σχεδόν η εσωτερική περίμετρος της Κεντρικής Αυλής, καθώς και άλλα
κτίσματα στην ευρύτερη περιοχή, όπως ένα αμφιθεατρικό κυκλικό κτήριο που βρισκόταν
στα βόρεια του συγκροτήματος και ο Καλοκαιρινός χαρακτήρισε «Κνώσσιον
Δικαστήριον».85 Στη Δυτική Πτέρυγα αποκαλύφθηκαν τρεις από τις εκεί αποθήκες,86 και
σταμάτησε λίγο πάνω από την Αίθουσα του Θρόνου, που θα αποκάλυπτε ο Evans 20 και
πλέον χρόνια αργότερα.87
Από τις Δυτικές Αποθήκες προήλθαν τα πιο διάσημα ευρήματα της ανασκαφής, οι 12
πίθοι:88 τέσσερις από αυτούς παρέμειναν στη Συλλογή στην οικία του, και οι άλλοι, και
μερικά επιμέρους ευρήματα, δωρίστηκαν σε μια προσπάθεια δημοσιοποίησής τους·89 τρεις
στον Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο Ηρακλείου –με την αυτονομία της Κρήτης, οι πίθοι
μεταφέρθηκαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου–,90 ένας απεστάλη στο Εθνικό
Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών (1889),91 ένας στο Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο
(1884), πιθανόν άλλος ένας στο Μουσείο της Ρώμης, και δύο στο Μουσείο του Λούβρου
(1887 και 1896).92 Αυτοί οι πίθοι ήταν τα πρώτα μινωικά ευρήματα που έφθαναν επίσημα
στην Ευρώπη.93 Για λόγους ασφαλείας, στην Αθήνα προόριζε ο Καλοκαιρινός τη
συνολική αποστολή των ευρημάτων της ανασκαφής του. Η επιθυμία του αυτή δεν
ευοδώθηκε και η Συλλογή του καταστράφηκε όταν η οικία του, όπου φυλασσόταν, κάηκε
στις ταραχές του 1898.94 Διασώθηκαν μόνο όσα αντικείμενα είχε δωρίσει σε Μουσεία.95
Στα ευρήματα του Καλοκαιρινού περιλαμβανόταν και μια ενεπίγραφη πινακίδα Γραμμικής
Β.96

84
Kopaka, 2015: 144, Κόπακα, 2016: 28, 29.
85
Κόπακα, 1995: 509, Kopaka, 2015: 144, Κόπακα, 2016: 29.
86
Αλεξίου, 1964: 149.
87
Κόπακα, 1989-1990: 11.
88
Αλεξίου, 1964: 149, Κόπακα, 2016: 30.
89
Kopaka, 2015: 146, 147.
90
Κόπακα, 1989-1990: 8, 9, 11, Kopaka, 2015: 147, 150.
91
Kopaka, 2015: 145. Δωρήθηκε αρχικά στον Διάδοχο του θρόνου της Ελλάδας Κωνσταντίνο (Kopaka,
2015: 145).
92
Hood, 1987: 91.
93
Κόπακα, 2016: 30.
94
Κόπακα, 1989-1990: 10, 25.
95
Κόπακα, 1995: 510.
96
Kopaka, 1992: 383, Όουενς, 1996: 14, 27.

17
Ο Καλοκαιρινός αναφέρεται συχνά σε περίπου 365 ευρήματα από την ανασκαφή του.97
Σε ένα από τα χειρόγραφά του (1895), που βρίσκεται σήμερα στο Ιστορικό Αρχείο του
Υπουργείου των Εξωτερικών παραθέτει αντίγραφο του καταλόγου των ευρημάτων από
την Κνωσό και άλλων αρχαίων αντικειμένων της Συλλογής του. Με πολύ σύντομες
περιγραφές και με πρόχειρα σκαριφήματα παραπέμπει, παραδόξως, σε 131 ανασκαφικά
τέχνεργα – συμπεριλαμβανομένων των πίθων που δώρισε και εκείνων που κράτησε στην
οικία του, ποσότητας απανθρακωμένων σπόρων από κουκιά και φακή, και αρκετά πήλινα
αγγεία και κεραμικά όστρακα, που χαρακτηρίζει εν πολλοίς «μυκηναϊκής τέχνης» και
μερικά «πήλινα αγγεία με γραφές μυκηναϊκής τέχνης». Αναφέρει επίσης αντικείμενα από
άλλα μέρη της πόλεως της Κνωσού, κυρίως των ελληνορωμαϊκών χρόνων που διατηρούσε
στη Συλλογή του – και ανεβάζουν τον αριθμό των αρχαιοτήτων σε 365.98

2. Επισκέπτες στην Κνωσό και τη Συλλογή στο Ηράκλειο


Στη διάρκεια αλλά και μετά τη λήξη της ανασκαφής πολλοί αρχαιολόγοι και άλλοι
αρχαιόφιλοι επισκέφτηκαν την Κεφάλα για να δουν τι είχε αποκαλυφθεί εκεί. Ανάμεσα
τους oι T. Sandwith (1879), W.J. Stillman (1881), E. Fabricius (1886), ακόμη και οι Η.
Schliemann και W. Dörpfeld (1886) – ο Schliemann ξαναπέρασε από εκεί το 1889.99
Άλλοι επισκέπτες στην Κνωσό είναι οι F. Halbherr, B. Haussoulier, L. Mariani, P.
Demargne, J.L. Myres, και ο ίδιος ο Evans.100 Η πρώτη επίσκεψη του Evans στην Κνωσό
έγινε το 1894, στη διάρκεια του παρθενικού ταξιδιού του στην Κρήτη. Ο Καλοκαιρινός
τον ξενάγησε τότε στην ανασκαφή και στη Συλλογή των ευρημάτων του στο Μέγαρο των
Καλοκαιρινών – όπου βρίσκεται σήμερα το Ιστορικό Μουσείο Ηρακλείου.101
Προκειμένου να πυροδοτήσει το ενδιαφέρον για το προϊστορικό παρελθόν της Κνωσού, ο
ίδιος ξεναγούσε σταθερά στην ανασκαφή και τη Συλλογή του ένα διεθνές κοινό:
αρχαιολόγους και αρχαιόφιλους, ακόμα και πολιτικούς, διπλωμάτες, επιχειρηματίες,
τραπεζίτες, δημοσιογράφους του Τύπου.102

3. Στοιχεία από το αρχείο του Καλοκαιρινού – Κρητική Αρχαιολογική Εφημερίς


Με καθυστέρηση δύο σχεδόν δεκαετιών, το 1896 ο Καλοκαιρινός συνέταξε μια έκθεση
για την Κνωσό στα γαλλικά, για να την απευθύνει στην Παρισινή Ακαδημία Επιστημών.

97
Κόπακα, 1995: 509.
98
Κόπακα, 1996: 152-158.
99
Hood, 1987: 85, 86, 93.
100
Kopaka, 2015: 144.
101
Όπως είχε κάνει άλλωστε και με πολλούς άλλους επισκέπτες, όπως τους Schliemann και Dörpfeld. Βλ.
Κόπακα, 1989-1990: 7, 9, 10.
102
Kopaka, 2015: 144, Κόπακα, 2016: 30.

18
Το χειρόγραφο σχέδιό της, ένα ολιγοσέλιδο κείμενο που δωρήθηκε στη Βικελαία
Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου (1987), δημοσιεύτηκε έναν περίπου αιώνα μετά την
ανασκαφή, το 1989.103
Στην αρχή του χειρογράφου, ο συγγραφέας εκθέτει «τους λόγους που τον οδήγησαν σε
ανασκαφή στην Κνωσό, σε μια εποχή που καμία άλλη ανασκαφή στην Κρήτη δεν είχε
γίνει», με σκοπό να αποκαλύψει τον προϊστορικό πολιτισμό της Κρήτης, με τη βοήθεια
της μελέτης των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων – του Ομήρου, του Ηροδότου, του
Στράβωνα. Ο Όμηρος, ακριβώς, αναφέρει ότι στην Κνωσό υπήρχε το Βασίλειον Μέγαρον
του Μίνωα. Αυτό το ανάκτορο θεωρεί ότι κατάφερε να αποκαλύψει ο ίδιος με την
ανασκαφή του.104 Θεωρεί τον μυθικό Μίνωα και τον Δαίδαλο πραγματικά πρόσωπα και
αναφέρεται συχνά σε μυθολογικές αφηγήσεις, για παράδειγμα για τον Ιδομενέα, τον
Θησέα, την Αριάδνη και άλλους.105
Δηλώνει, επίσης, το μεγάλο ενδιαφέρον του να εντοπίσει τον χώρο από τον οποίο ο
Δαίδαλος είχε εξορύξει τους λίθους που χρησιμοποίησε για να χτίσει το ανάκτορο και
είναι βέβαιος ότι ο Λαβύρινθος που φτιάχτηκε έτσι από τον μυθικό αυτόν αρχιτέκτονα
βρίσκεται στο λατομείο της Αγίας Ειρήνης, σε απόσταση 1.000 μ. από εκείνο. Ως προς τις
αρχαιολογικές του περιγραφές: καταγράφει τις διαστάσεις του ανεσκαμμένου χώρου –
παρέχοντας μήκη, πλάτη, ύψη, διαμέτρους, πάχη τοίχων· αναφέρει συνοπτικά, χωρίς
ωστόσο να περιγράφει επαρκώς, τις αίθουσες και τα ευρήματά τους. Για τους πίθους, για
παράδειγμα, γράφει ότι από μια αίθουσα προήλθαν 12 τέτοια αγγεία, δίνει τη διάμετρο, τα
ύψη τους, που κυμαίνονται από 1-1.25 μ., και αλλού προσθέτει ότι τρεις πίθοι ήταν
γεμάτοι απανθρακωμένα όσπρια-κουκιά μικρού μεγέθους και φακές.106 Ένα δωμάτιο,
σημειώνει, περιείχε μόνο λίγα κάρβουνα και «όλα τα αρχαία αντικείμενα σε αυτό θα είχαν
καεί πλήρως από τις φλόγες μιας μεγάλης φωτιάς που είχε αρχίσει από εδώ και είχε
εξαπλωθεί στα άλλα δωμάτια του ανακτόρου».107

103
Κόπακα, 1989-1990: 5, 13, 14, Κόπακα, 2016: 19, 20. Το χειρόγραφο, που βρίσκεται σήμερα στο
Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, δωρήθηκε από τη δισεγγονή του Καλοκαιρινού, μουσικό Μαριέλλη
Σφακιανάκη και φιλοξενήθηκε καταρχήν στη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου (Κόπακα, 2016:
19) με τη μεσολάβηση του τότε Δημάρχου του Ηρακλείου Μανόλη Καρέλλη.
104
Κόπακα, 1989-1990: 18, 19. Όπως ο Ηρόδοτος ξεκινάει το πρώτο βιβλίο των Ιστοριών του λέγοντας ότι
«Ο Ηρόδοτος από την Αλικαρνασσό εκθέτει εδώ τις έρευνές του, για να μην ξεθωριάσει με τα χρόνια ό,τι
έγινε από τους ανθρώπους, μήτε έργα μεγάλα και θαυμαστά […] να σβήσουν άδοξα […]» (Asheri and
Lloyd, 2010: 154), έτσι και ο Καλοκαιρινός εκθέτει στην ουσία την έρευνα κυρίως από την ανασκαφή του,
για να μην ξεχαστεί οριστικά ο απώτερος πολιτισμός της Κρήτης και της Κνωσού.
105
Κόπακα, 1989-1990: 18-21.
106
Κόπακα, 1989-1990: 19, 20, 22, 23.
107
Κόπακα, 1989-1990: 23.

19
Στο χειρόγραφο γαλλικό κείμενο αναφέρονται, επίσης, και πληροφορίες για τις δωρεές
των πίθων στα Μουσεία, και για επισκέπτες που προέβησαν σε δημοσιεύσεις για την
ανασκαφή του, κυρίως τους Haussoulier, Fabricius και Evans. Ο πρώτος δημοσίευσε μια
σύντομη σχετική αναφορά στα 1880-02. Το ίδιο και ο Fabricius που πιστεύει ότι βρήκε τη
Μυκηναϊκή εποχή στην Κνωσό. Το κείμενο της έκθεσης είχε χρησιμοποιήσει σε λόγο που
εκφώνησε κατά την επίσκεψη του πρίγκιπα Γεωργίου, ως Υπάτου Αρμοστή στην Κρήτη
το 1900, μιλώντας του έτσι για το κνωσιακό ανάκτορο και τον βασιλέα του Μίνωα.108
Οι μόνες δημοσιεύσεις του για τις αρχαιολογικές έρευνές του στην Κνωσό περιέχονται
στην Κρητική Αρχαιολογική Εφημερίδα (Εικ. 4), το Έντυπο που εξέδωσε στα δύο
τελευταία χρόνια της ζωής του (1906-07), του οποίου συγγραφέας και εκδότης ήταν ο
ίδιος. Εκεί μεταφέρονται κάποιες φορές, μεταφρασμένα στα ελληνικά, αυτούσια κομμάτια
της αδημοσίευτης γαλλικής έκθεσης, που εμπλουτίζονται με πολλές επιπλέον
πληροφορίες, δυστυχώς σύντομες όσον αφορά την καθεαυτή ανασκαφή.109

Εικ. 4. Εξώφυλλο της Κρητικής Αρχαιολογικής Εφημερίδας (Κόπακα, 1995: εικ. 9).

Με τον σταθερό τίτλο «Εισηγήσεις ανασκαφών» ή «Ανασκαφές Κνωσσού 1878» στην


Εφημερίδα περιγράφεται η διερεύνηση του ανακτόρου και της ευρύτερης περιοχής του.
Πιο σποραδικά κείμενα αφορούν, για παράδειγμα, τον «Κνώσσιο Λαβύρινθο», τα

108
Κόπακα, 1989-1990: 11, 21, 24, 25, 62 (σημ. 17).
109
Κόπακα, 1989-1990: 14, 25.

20
«Κνώσσια Ανδρεία», ενώ από το τέταρτο φύλλο αναδημοσιεύονται πληροφορίες για άλλες
κρητικές ανασκαφές, π.χ. στη Φαιστό, τον Πρινιά, το Ιδαίο Άντρο, και από το ένατο φύλλο
δεν υπάρχουν πλέον αναφορές στην Κνωσό. Στους αναγνώστες της Εφημερίδας
εγγράφονται ελάχιστοι αρχαιολόγοι, κρητικής ή ξένης καταγωγής.110
Όπως στο γαλλικό χειρόγραφο, έτσι και στο πρώτο φύλλο της Εφημερίδας, στις
«Εισηγήσεις ανασκαφών» ο Καλοκαιρινός εκθέτει τους λόγους που τον οδήγησαν σε
ανασκαφή στην Κνωσό, αναφέρεται με τα ίδια σχεδόν λόγια στον σκοπό του, στον λόγο
για τον οποίο επέλεξε τον κνωσιακό τόπο, και σε μυθικά πρόσωπα και δρώμενα που
εκλαμβάνει ως δεδομένα, σημειώνει, τέλος, πως υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ο Κνώσιος
Λαβύρινθος να βρίσκεται στα γειτονικά Σπήλια. Στο δεύτερο φύλλο, στις «Εισηγήσεις
ανασκαφών» παρέχει τις διαδικαστικές πληροφορίες για την ανασκαφή, όπως τη
συμφωνία του με τον Οθωμανό ιδιοκτήτη του λόφου της Κεφάλας και τη διαδικασία
διακοπής των εργασιών. Διαφωνεί με την ιδέα του Αμερικανού δημοσιογράφου Stillman
ότι ο Λαβύρινθος είναι το ίδιο το ανάκτορο – και σε επόμενα φύλλα της Εφημερίδας
σημειώνει ότι υπήρξε ευρεία δημοσιοποίηση/αποδοχή της άποψης αυτής. Αναφέρεται,
επίσης στις δημοσιεύσεις του Evans (του 19ου αι.) αλλά και στην καταστροφή της
Συλλογής του με την πυρπόληση της οικίας του.111
Σε ένα σύντομο κείμενο που δεν υπερβαίνει τις 11 γραμμές, με τον χαρακτηριστικό
τίτλο «Ἔκθεσις ἐπί τῶν ἐν Κνωσσῷ γενομένων Ἀνασκαφῶν ὑπό Μίνωος Α.
Καλοκαιρινοῦ», μιλάει ξανά για τις λειτουργικές διαδικασίες της ανασκαφής, το κόστος
και τη διάρκειά της, τον αριθμό των εργατών, τη χρονολογία της και εκφράζει τη
βεβαιότητα ότι πέτυχε να ανακαλύψει το ανάκτορο που αναφέρει ο Όμηρος. Κατά τη
γνώμη του, ο κρητικός Λαβύρινθος μιμείται τον πρωτογενή εκείνον που βρισκόταν στη
Θήβα της Αιγύπτου. Με αυτόν, πιστεύει, ο μυθικός αρχιτέκτονας Δαίδαλος κατασκεύασε
συγχρόνως δύο μεγάλα έργα: το ίδιο το ομώνυμο λαξευτό κνωσιακό μνημείο αλλά και το
ανακτορικό οικοδόμημα –που χαρακτηρίζει και Βασιλικό Μέγαρο ή Μέγαρο του
βασιλέως Μίνωος Α΄–, με τους λίθους που αφαίρεσε από τη λατόμευση. Ως λατομείο
χρησιμοποιήθηκε αναμφίβολα και το αντίστοιχο μνημείο της Γόρτυνας κατά την
οικοδόμηση της μεγάλης πόλεως εκεί.112
Οι καθεαυτές αρχαιολογικές περιγραφές στην Εφημερίδα, αν και σύντομες, δίνουν
ωστόσο μια εικόνα των χώρων που ανέσκαψε ο Καλοκαιρινός: έφερε στο φως τέσσερις

110
Κόπακα, 1989-1990: 25, 26.
111
Κρητική Αρχαιολογική Εφημερίς στο Κόπακα, 1989-1990: 26, 27, 31-33, 36, 37, 39, 41.
112
Κρητική Αρχαιολογική Εφημερίς στο Κόπακα, 1989-1990: 42-43.

21
αίθουσες και 12 πίθους (από την Αίθουσα Α΄) και ένα κυκλικό κτήριο ως ωδείο που
αποκαλεί Κνώσσιον Δικαστήριον. Ο χαρακτηρισμός αυτός συνδέεται ίσως με την πίστη
του στους αρχαίους συγγραφείς: σε πολλά σημεία στην Εφημερίδα αναφέρεται στον
Πλάτωνα που κάνει λόγο για την αρχαία νομοθεσία του Μίνωα και για δικαστήρια στην
Κνωσό.113 Χαρακτηριστική είναι εξάλλου η διδακτορική διατριβή του το 1901 στη Νομική
με θέμα «Nομοθεσία τοῦ βασιλέως τῆς Kρήτης Mίνωος. Περί ακοσμίας ἐν τῶ
συντάγματι».114 Τέλος, ο ίδιος σημειώνει ότι στην ανασκαφή του βρήκε πινακίδες με
γραφή στην Αίθουσα Δ΄ – που έφεραν, όπως λέει, «μινώα γράμματα», σε αντίθεση με τον
όρο «μυκηναϊκός» που χρησιμοποιεί σε άλλα σημεία στην Εφημερίδα.115

4. Η έρευνα της εποχής για την Προϊστορία της Κρήτης και του Αιγαίου
Αξίζει να διερωτηθεί κανείς σε ποιό στάδιο της διαμόρφωσής της βρισκόταν η
Προϊστορική Αρχαιολογία κατά την ανασκαφή του Καλοκαιρινού. Όπως έχει σημειωθεί,
τουλάχιστον μέχρι το β΄ τέταρτο του 19ου αι. η ανίχνευση του μακρινού παρελθόντος του
ελλαδικού χώρου, που χαρακτηρίστηκε στη συνέχεια προϊστορικό, περνούσε κυρίως μέσα
από τις περιηγητικές αναφορές, που αναζητούσαν απτά ίχνη μιας ηρωικής ή ομηρικής
αρχαιότητας, ορμώμενοι από τη μελέτη των αρχαίων πηγών. Αυτές ενέπνεαν και
ιστορικούς, φιλολόγους και άλλους ερευνητές που προσπαθούσαν να αναπλάσουν την
εικόνα της Ηρωικής ή Ομηρικής εποχής. Μια ριζική τομή αποτελούν οι πρώτες επίσημες
ανασκαφικές εργασίες των Μυκηνών, που σύμφωνα με τη Ν. Βασιλικού, διενεργήθηκαν
το 1841 από την Αρχαιολογική Εταιρεία, όταν το μέλος της ο Κ. Πιττάκης ανέλαβε να
καθαρίσει την Πύλη των Λεόντων (χωρίς να προχωρήσει στο εσωτερικό της Ακρόπολης),
και ανέσκαψε μερικώς τον λεγόμενο τάφο της Κλυταιμνήστρας.116
Κατά τους C. Renfrew και P. Bahn, μέχρι εκείνη την εποχή, δηλαδή τα μέσα του 19ου
αι., οι περισσότεροι διανοούμενοι, ακολουθώντας την καθιερωμένη ερμηνεία της Βίβλου,
πίστευαν ότι ο κόσμος είχε δημιουργηθεί μόνο μερικές χιλιάδες χρόνια πριν, και
συγκεκριμένα το 4004 π.Χ.117 H απουσία αρχαιολογικών ανασκαφών αλλά και ιστορικών
πληροφοριών της τάξεως της σύγχρονης έρευνας εμπόδιζε τους μελετητές της εποχής να
επιχειρήσουν ένα «ταξίδι στον χρόνο» και να αντιληφθούν ότι θα μπορούσε να υπάρχει
ένα πιο μακρινό παρελθόν, ή ακόμη συχνά διαφορετικό από εκείνο που περιγράφει, για

113
Κρητική Αρχαιολογική Εφημερίς στο Κόπακα, 1989-1990: 43-46, 49. Για τα δικαστήρια στην Κνωσό, βλ.
π.χ. στη σελ. 49 το αυτούσιο απόσπασμα του Πλάτωνα που παραθέτει ο Καλοκαιρινός.
114
Καλοκαιρινός, 1901.
115
Κρητική Αρχαιολογική Εφημερίς στο Κόπακα, 1989-1990: 44, 55, 56.
116
Βασιλικού, 2011: 47.
117
Renfrew and Bahn, 2001: 19.

22
παράδειγμα, ο Όμηρος. Όπως σωστά, κατά τη γνώμη μου, παρατηρεί η Βασιλικού:
«Η ιστορική συνείδηση του έθνους και (…) η συνειδητή του ταύτιση (…) με το παρελθόν
δεν μπορεί να πάει πέρα από τη δυνατότητα αναδρομής προς τα πίσω που του παρέχουν οι
κοινές αναμνήσεις και η επίγνωση της διάρκειάς του μέσα στον χρόνο, επίγνωση που
προέρχεται από τα ασαφή ενθυμήματα της παραδόσεως, τις πληροφορίες (…) της
ιστορικής έρευνας, των γραπτών πηγών και (…) των αρχαιολογικών μεθόδων».118
Οι επόμενες αρχαιολογικές διερευνήσεις προϊστορικών θέσεων στον σημερινό
ελλαδικό χώρο γίνονται στη δεκαετία του 1860 στη Θήρα, τη Θηρασία και την Ιαλυσό της
Ρόδου. Μέχρι το εγχείρημα του Καλοκαιρινού είχαν προηγηθεί λίγες ανασκαφές, όπως
αυτή στα Σπάτα (1877) από τον Π. Σταματάκη και, φυσικά, εκείνες στην Τροία (1870,
1871-1873), την Τίρυνθα (1876) και τις Μυκήνες (1874, 1876) από τον Schliemann.119 Τις
δύο αυτές δεκαετίες (του 1860 και του 1870) είχαν αλλάξει πολλά ακόμη στην προσπάθεια
συγκρότησης της Αιγαιακής αρχαιολογίας. Κυρίως, ο όρος «προϊστορικός» –και
«προϊστορία»–, που χρησιμοποιήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Γαλλία ήδη στα
μέσα του 19ου αι., αντικατέστησε τον παλαιότερο χαρακτηρισμό «ηρωικός» και γενικά η
ιδέα για μια προϊστορία και το τριμερές χρονολογικό σύστημα του C.J. Thomsen εισάγεται
στην Ελλάδα.120 Σημαντικός επόμενος σταθμός υπήρξε, φαίνεται, ο ίδιος ο Schliemann.
Ο Schliemann (Εικ. 5) ακολούθησε τα βήματα προηγούμενων ταξιδιωτών και
επισκέφθηκε τις πλέον ένδοξες «ηρωικές» θέσεις της ηπειρωτικής Ελλάδας, με τη διαφορά
ότι εκείνος προέβη τελικά σε ανασκαφές πολλών από αυτές. Στις δημοσιεύσεις του
λαμβάνει υπόψη τα γραπτά και τις ιδέες τους και ερμηνεύει τα αρχαία κείμενα με ανάλογο
τρόπο.121 Κατά τον Βαβουρανάκη, αντιμετώπισε την Προϊστορική Αρχαιολογία της
Ελλάδας ως ένα ιδιαίτερο παρακλάδι της αρχαιογνωσίας με έμφαση στα ομηρικά έπη, και
άσκησε σημαντική επιρροή ως προς αυτό. Εξέλιξε και μετασχημάτισε, έτσι, την
αρχαιογνωστική πρακτική μέσα από την τεκμηρίωση των αρχαίων πηγών με βάση τα
ανασκαφικά τεκμήρια.122

118
Βασιλικού, 1995: xi.
119
Κόπακα, 1995: 507.
120
Karadimas, 2009: 4, 5, 305. Στο χρονολογικό του σύστημα, το 1836, ο Δανός αρχαιολόγος Thomsen
διαίρεσε το ανθρώπινο παρελθόν σε Εποχή του Λίθου, του Χαλκού και του Σιδήρου (Renfrew and Bahn,
2001: 25), διαιρέσεις που ισχύουν εν πολλοίς ακόμη σήμερα.
121
Karadimas, 2009: 305, 306.
122
Βαβουρανάκης, 2015: 120, 126.

23
Εικ. 5. Ο H. Schliemann (https://en.wikipedia.org/wiki/Heinrich_Schliemann).

Στη δημοσίευση των Μυκηνών (1878), ο ίδιος προσπαθεί να ταυτίσει τα υλικά


κατάλοιπα της ανασκαφής με θέσεις που αναφέρονται στα έπη, και παρέχει πολλά
αρχιτεκτονικά σχέδια, που έγιναν από τον Β. Δροσινό. Η εικονογράφηση του
πολυσέλιδου βιβλίου είναι πλούσια: υπάρχουν 568 εικόνες, με περισσότερες από το 90%
να αφορούν τα κινητά ευρήματα ως αδιάψευστους μάρτυρες των αρχαιολογικών του
εργασιών.123 Αναλόγως, τα αποτελέσματα των εργασιών της Τίρυνθας (1884)
δημοσιεύτηκαν τον επόμενο χρόνο σε βιβλίο, επίσης πλούσια εικονογραφημένο με πάνω
από 200 εικόνες και πίνακες. Διακρίνεται και αυτό από τον λεγόμενο «ομηρισμό» –την
έντονη επιρροή του Ομήρου–, που έχει ωστόσο διαφορετική μορφή στο κεφάλαιο της
αρχιτεκτονικής: αυτό καταλαμβάνει τη μισή περίπου έκταση του βιβλίου και γράφτηκε
από τον αρχιτέκτονα συνεργάτη του, τον Dörpfeld, που έκανε επίσης και τα περισσότερα
αρχιτεκτονικά σχέδια. Εκείνος επηρεάζεται από τον ομηρισμό του Schliemann και
προσπαθεί να ταυτίσει τους χώρους που προκύπτουν ανασκαφικά με όσα είναι γνωστά από
τα έπη, προβαίνει, ωστόσο, σε λεπτομερείς περιγραφές τους, σε αναλύσεις των
κατασκευαστικών τεχνικών και, κυρίως, είναι σε θέση να διαχωρίσει πλήρως τα δεδομένα
από την ερμηνεία τους, προτείνοντας έτσι μια εναλλακτική κατεύθυνση στην προϊστορική
έρευνα της Ελλάδας.124
Σημαντικός σταθμός για την αιγαιακή Προϊστορία είναι και η αρχαιολογική δράση του
Χ. Τσούντα, που ανασκάπτει τη δεκαετία του 1880 στις Μυκήνες,125 και τη δεκαετία του

123
Βαβουρανάκης, 2015: 126, 128-130.
124
Βαβουρανάκης, 2015: 126, 127, 132, 133, 138.
125
Βαβουρανάκης, 2015: 138.

24
1890 σε νησιά των Κυκλάδων.126 Σύντομα δημοσιεύει την πρώτη του έκθεση για τις
Μυκήνες στα Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας (1886) και τη δεύτερη
στην Αρχαιολογική Εφημερίδα (1887). Εκδίδει, επίσης, μία μονογραφία (1893) με τον
χαρακτηριστικό τίτλο Μυκήναι και Μυκηναίος πολιτισμός. Το βιβλίο παρουσιάζει κάποιες
ομοιότητες με εκείνα του Schliemann: είναι και αυτό πλούσια εικονογραφημένο και, όπως
στο κεφάλαιο της αρχιτεκτονικής της Τίρυνθας από τον Dörpfeld, δίνονται και σε αυτό
εκτενείς συστηματικές περιγραφές και λεπτομερείς παρατηρήσεις σχετικές με τα υλικά
κατάλοιπα.127
Διαφαίνεται και στο έργο του Τσούντα ένας ομηρισμός, ωστόσο, σύμφωνα με τον
Βαβουρανάκη, ο ίδιος διακρίνει σαφώς τους «Μυκηναίους» αρχαιολογικούς πολιτισμούς
από εκείνους που είναι γνωστοί από τις αρχαίες πηγές. Συσχετίσεις των υλικών τεκμηρίων
με τα αρχαία κείμενα αποτελούν ερευνητικό του αίτημα και όχι δεδομένο, καθώς
προσπαθεί να περιγράψει τα αρχαιολογικά χαρακτηριστικά του Μυκηναϊκού πολιτισμού,
ανεξάρτητα από την προσωπική του γνώμη ότι συνδέονται με τις αρχαίες πηγές. Τα
δεδομένα συνδυάζονται, εξάλλου, σε συνθέσεις και ερμηνευτικές προτάσεις της
πολιτισμικής εξέλιξης κατά την Προϊστορία. Τα αποτελέσματα των ανασκαφών στις
Κυκλάδες δημοσιεύονται σε δύο άρθρα στην Αρχαιολογική Εφημερίδα (1898 και 1899)
στα οποία σφυρηλατείται η έννοια ενός «Κυκλαδικού πολιτισμού» που ανταποκρίνεται
στην τυπολογική μοναδικότητα των αρχαιολογικών του ευρημάτων.128
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η ανασκαφή του Καλοκαιρινού στην Κνωσό ήταν
ανάμεσα στις πρωιμότερες προϊστορικές στον ελλαδικό χώρο – σηματοδοτεί το ξεκίνημα
της κρητικής Προϊστορικής Αρχαιολογίας, εντάσσοντας συγχρόνως την Κρήτη στα πρώτα
βήματα της εν γένει έρευνας για την Προϊστορία κατά τον 19ο αι. Μια ουσιαστική διαφορά
του υπήρξε, ωστόσο, η απουσία επίσημης δημοσίευσης των αποτελεσμάτων του. Αν και,
σύμφωνα με τον Βαβουρανάκη, στον 19ο και στις αρχές του 20ού αι. αρχαιολογικές
μονογραφίες ήταν ακόμη σχετικά σπάνιες, υπήρχαν ωστόσο ήδη πολλές σχετικές
δημοσιεύσεις με τη μορφή άρθρων129 – όπως εκείνες για τις Κυκλάδες και τις Μυκήνες
που προαναφέρθηκαν. Ένα ακόμη πρώιμο παράδειγμα μονογραφίας είναι του F. Fouqué
(1879) για τη Θήρα και τη Θηρασία,130 και μεταγενέστερο είναι το βιβλίο για τις
ανασκαφές στη Φυλακωπή της Μήλου στα 1896-99, που εκδόθηκε το 1904 από τα πολλά

126
Βασιλικού, 2006: 44, 45, 49, 52, 57.
127
Βαβουρανάκης, 2015: 138, 140, 143.
128
Βαβουρανάκης, 2015: 126, 138, 139, 143, 174.
129
Βαβουρανάκης, 2015: 126, 174.
130
Fouqué, 1879.

25
μέλη της επιστημονικής ομάδας μελέτης των ευρημάτων.131 Ακόμη και πριν το 1900 και
το ξεκίνημα των μεγάλων ανασκαφών στην Κρήτη υπάρχουν σημαντικές δημοσιεύσεις για
την Προϊστορία της.132
Το 1900 σηματοδότησε, πράγματι, την αρχή μιας νέας περιόδου για την Προϊστορική
Αρχαιολογία της Κρήτης. Σύμφωνα με την H. Boyd, αρκετές ανασκαφές ξεκίνησαν τότε,
εκτός από εκείνη του Evans στην Κνωσό, και περισσότερες άλλες προστέθηκαν μέχρι το
1904: οι αρχαιολογικές αποκαλύψεις των τεσσάρων αυτών ετών μπορούν να δώσουν μια
καλή εικόνα για τον πολιτισμό των Κρητικών στην Εποχή του Χαλκού, συμπληρώνει η
Αμερικανίδα ανασκαφέας των Γουρνιών. Ήρθαν τότε στο φως εγκαταστάσεις όπως η
Κνωσός, η Φαιστός, το Ψυχρό, η Πραισός, η Ζάκρος, το Παλαίκαστρο, τα Γουρνιά, η
Αγία Τριάδα. Στα Γουρνιά εντόπισε η ίδια έναν ολόκληρο οικισμό με ένα μικρό
ανάκτορο.133 Σε όλα τα κρητικά ανάκτορα βρέθηκαν πινακίδες με γραφή.134
Με τόσο κοσμοϊστορικές εξελίξεις της κρητικής αρχαιολογικής έρευνας ήρθε
«αντιμέτωπος» ο Καλοκαιρινός την τελευταία δεκαετία της ζωής του. Για όλες τις
προαναφερθείσες ανασκαφές είχαν δημοσιευτεί πολλές εκθέσεις και άρθρα. Εκτός από
εκείνα του Evans, η Boyd παραπέμπει σε αυτά: στο Annual of the British School of Athens,
για παράδειγμα από τους D.G. Hogarth για το Ψυχρό (1899-1900) και τη Ζάκρο (1900-
1901) και R.C. Bosanquet για την Πραισό (1901-02) και το Παλαίκαστρο (1901-02), στο
Journal of Hellenic Studies από τον Hogarth για την κεραμική της Ζάκρου (1902) και στο
Monumenti Antichi della Reale Accademia dei Lincel από τους Halbherr και L. Pernier για
τις ανασκαφές στη Φαιστό.135
Είναι αρκετά πιθανό ο Καλοκαιρινός να επηρεάστηκε από τις νέες κρητικές ανασκαφές
αλλά και τις ταχείες δημοσιεύσεις τους και να παρακινήθηκε ώστε να δημοσιοποιήσει
τελικά και εκείνος, έστω αργοπορημένα, τις δικές του διερευνήσεις, ίσως και μέσα από την
επιθυμία του να διαχωρίσει τη «δική του» Κνωσό από αυτήν του Evans. Μπορούν, όμως,
να χαρακτηριστούν τα κείμενα στην Κρητική Αρχαιολογική Εφημερίδα επίσημες

131
Βαβουρανάκης, 2015: 235. Εκτός από τους ανασκαφείς, για τη δημοσίευση αυτή συνεργάστηκαν και
άλλοι ερευνητές, όπως οι F.B. Welch και Evans (Βαβουρανάκης, 2015: 235).
132
Ακόμη και για προϊστορικές αρχαιότητες που είχαν βρεθεί τυχαία στο παρελθόν. Έτσι, για παράδειγμα, ο
Evans κάνει λόγο στο Cretan Pictographs (1895) για ευρήματα που υπήρχαν στο Κρητικό Μουσείο, από μη
επίσημες εκσκαφές χωρικών κοντά στο Τυμπάκι. Ανάμεσα τους ήταν σφραγίδες, χρυσές ψήφοι περιδεραίου,
χρυσά εξαρτήματα και λίθινα αγγεία. Προϊστορικά πήλινα αγγεία που βρέθηκαν από χωρικούς στο Σπήλαιο
των Καμαρών (τα λεγόμενα «καμαραϊκά») δημοσιεύτηκαν το 1887 στο περιοδικό Proceedings of
Antiquaries από τον αρχαιολόγο Marshal και στο Monumenti Antichi από τον καθηγητή Mariani
(Χατζιδάκης, 1931: 12, 20, 21).
133
Boyd, 1905: 559, 560, 565.
134
Boyd, 1905: 560, Χατζιδάκης, 1931: 34, 36, 43.
135
Boyd, 1905: 559. Να διευκρινιστεί ότι οι δημοσιεύσεις που αναφέρονται είναι απλώς ενδεικτικές.

26
αρχαιολογικές δημοσιεύσεις; Αν και δεν εκδόθηκαν από έναν επιστημονικό φορέα αλλά
από τον ίδιο τον συγγραφέα, ενδιαφέρον πάντως είναι ότι στην Εφημερίδα που εκδίδει
σχεδόν 30 χρόνια μετά την ανασκαφή του, σε μια εποχή που, όπως σημειώνει η Κόπακα, η
Κνωσός έχει ήδη συνδεθεί διεθνώς με τον Evans,136 ο Καλοκαιρινός δεν φαίνεται να
επηρεάζεται ή να «αντιγράφει» στοιχεία από τις ποικίλες δημοσιεύσεις του Βρετανού
ανασκαφέα, όπως θα εξηγηθεί στην πορεία. Αντίθετα παρουσιάζει κυρίως το δικό του
αφήγημα για το εγχείρημά του, και την Κνωσό γενικότερα. Εξάλλου, τα χειρόγραφα στο
αρχείο του αποτελούν αποδείξεις ότι απόψεις και συμπεράσματά του που διατυπώνονται
στην Εφημερίδα προϋπήρχαν σχεδόν αναλλοίωτα τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1890 –
που χρονολογούνται τα χειρόγραφα που έχουν ήδη αναλυθεί. Ωστόσο πριν τη δεκαετία
αυτή είχαν προηγηθεί δημοσιεύσεις άλλων μελετητών αναφορικά με τη δική του
διερεύνηση. Αναπόφευκτα, πρέπει να στραφούμε και πάλι στα χρόνια μετά από αυτήν.

5. Άλλες δημοσιεύσεις για την Κνωσό και τη «μυκηναϊκή» Κρήτη


Σύντομα μετά την ανασκαφή προκλήθηκε σημαντικό ενδιαφέρον για τις
ανακαλύψεις.137 Μελετητές που είχαν ξεναγηθεί από τον Καλοκαιρινό στον χώρο
δημοσίευσαν τα σχέδια και τις παρατηρήσεις τους.138 Έτσι, όπως προαναφέρθηκε, o
Haussoullier, το 1880, και ο Fabricius, το 1886, έγραψαν σύντομα άρθρα για την
κεραμική,139 με προσεκτικές περιγραφές των πίθων,140 και με τη γενική παρατήρηση για
τα πολύ πρώιμα χαρακτηριστικά της.141 Το 1886 οι Α. Furtwaengler και G. Loeschcke
αναπαράγουν σύντομα πληροφορίες του Haussoullier για την κνωσιακή κεραμική στο
βιβλίο τους με τον χαρακτηριστικό τίτλο Mykenische Vasen: Vorhellenische Thongefässe
Aus Dem Gebiete Des Mittelmeeres.142 Την ίδια δεκαετία, ο Stillman τοποθετεί τα
αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στην προϊστορική περίοδο και τα ταυτίζει, όπως σημειώνει και ο
Καλοκαιρινός, με τον Λαβύρινθο του Δαιδάλου, αναφέροντας και κάποια τεκτονικά
σημεία (σύμβολα) που παρατήρησε εγχάρακτα σε λίθους του ανακτόρου.143 Έτσι, οι
πρώτες δημοσιεύσεις για την Κνωσό ανήκουν σε ερευνητές όπως οι Haussoullier,
Fabricius και Stillman.

136
Κόπακα, 2016: 24.
137
Hood and Taylor, 1981: v, 1, Κόπακα, 2016: 29, 30.
138
Κόπακα, 2016: 30, 31.
139
Hood and Taylor, 1981: 1.
140
Hood, 1987: 91.
141
Hood and Taylor, 1981: 1.
142
Furtwaengler and Loeschcke, 1886: 22-24.
143
Hood and Taylor, 1981: 1, 2. Άλλοι μελετητές που παρέχουν πιο γενικές πληροφορίες για την ανασκαφή
του είναι ο I. Χατζιδάκης (Χατζιδάκης, 1881: 15) και οι G. Perrot και C. Chipiez το 1894, που τις αντλούν
από τον Stillman (Hood, 1987: 94).

27
Μετά τις ανακαλύψεις του Schliemann στις Μυκήνες ο όρος «μυκηναϊκός» άρχισε να
γίνεται δημοφιλής,144 και έτσι γρήγορα χαρακτηρίστηκαν μυκηναϊκά το ανάκτορο και τα
ευρήματα της Κεφάλας,145 προς την κατεύθυνση ενός ομηρικού παρελθόντος για την
προϊστορική Κρήτη.146 Τα κνωσιακά αγγεία και τα θραύσματα από την ανασκαφή του
Καλοκαιρινού ανήκουν, κατά τον Haussoullier (1880), σε μια πολύ μακρινή εποχή, τα
ίχνη της οποίας έχουν βρεθεί και σε άλλα μέρη του ελληνικού κόσμου όπως στη Ρόδο, τη
Σαντορίνη, τα Σπάτα και τις Μυκήνες.147 Την Κεφάλα συσχετίζει επίσης με ένα μυκηναϊκό
παρελθόν η αποκάλυψη του ανακτόρου της Τίρυνθας (1884-85), που δείχνει αναλογίες
στην κεραμική αλλά και την αρχιτεκτονική, όπως θα παρατηρήσει και ο Halbherr, που
αναγνωρίζει το 1893 την Κνωσό ως προϊστορικό ανάκτορο όπως εκείνα στις Μυκήνες και
την Τίρυνθα.148 Σημαντικό ρόλο προς αυτήν την αντίληψη είχε προφανώς το άρθρο του
Fabricius, το 1886, ήδη με τον τίτλο του για τα ευρήματα της Μυκηναϊκής εποχής στην
Κνωσό.149 Σύμφωνα με τον Καραδήμα, μετά το 1886 μυκηναϊκά θα χαρακτηρίζονταν όλα
τα τέχνεργα που σήμερα θα ονομάζονταν υστερομινωικά.150
O όρος «μινωικός» δεν είχε εγκαταλειφθεί ωστόσο τελείως, κυρίως στους Γερμανούς
κλασικιστές και αρχαίους ιστορικούς, ακόμα και μετά τις ανακαλύψεις του Schliemann
και την καθιέρωση του επιθέτου «μυκηναϊκός».151 Για παράδειγμα, ο Α. Milchhoefer στο
Die Anfänge der Kunst in Griechenland, το 1883, χρησιμοποιεί το «μινωικός» και
επιπλέον προτείνει ότι οι καταγωγές του Μυκηναϊκού πολιτισμού θα πρέπει να
αναζητηθούν στην Κρήτη.152 Τέλος, σε ένα δημοσίευμα στην Εφημερίδα Times του
Λονδίνου, το 1884-85, χρησιμοποιείται η διατύπωση «μινωική εποχή» με αφορμή τα
ευρήματα του Καλοκαιρινού: «Ο Καλοκαιρινός πρώτος έκανε ανασκαφές στην Κρήτη και
ανακάλυψε τα ανάκτορα του Μίνωα. Η ανακάλυψη αλλάζει εντελώς σήμερα την επιστήμη
της αρχαιολογίας γιατί την εμπλουτίζει με τις ανακαλύψεις των ανακτόρων του Μίνωα. Ο
βασιλέας αυτός της Κνωσού είναι ο αρχαιότερος των βασιλέων που αναφέρει ο Όμηρος

144
Karadimas and Momigliano, 2004: 252. Στη δημοσίευση των Μυκηνών ο Schliemann χρησιμοποιεί τις
αγγλικές αποδόσεις mykenisch, Mycenaean, Mykenaean (Π.χ. Schliemann, 1878: 329, 330).
145
Καραδήμας, 2011: 831.
146
Vavouranakis, 2013: 215.
147
Haussoulier, 1880: 359-361.
148
Hood and Taylor, 1981: 1, 2.
149
To άρθρο του Fabricius (1886) Alterthümer auf Kreta. IV. Funde der mykenäischen Epoche in Knossos,
Mitteilungen des Deutschen Archäologisches Institul l, 11, 135-149 δεν κατάφερα να βρω σε ηλεκτρονική
μορφή.
150
Καραδήμας, 2011: 831.
151
Karadimas and Momigliano, 2004: 249, 252.
152
Karadimas and Momigliano, 2004: 249. Για «Κρητικούς από τη μινωική Κνωσό» κάνει λόγο ήδη το 1880
ο R.C. Jebb, ενώ το 1886 ο A. Holm αναφέρεται στη «μινωική θαλοσσοκρατία», και ο K.F. Hermann μιλάει
το 1889 για τη «μινωική Κνωσό» (Karadimas and Momigliano, 2004: 249, 251).

28
και έτσι η ανακάλυψη του Καλοκαιρινού επισκιάζει και της Τροίας τα αρχαιολογικά
ευρήματα και τα μυκηναϊκά, γιατί η μινωική εποχή είναι τρεις αιώνες και πλέον
αρχαιότερη πάσης άλλης ιστορικής εποχής της αρχαίας Ελλάδας».153
Κατά τον G. Cadogan, η ιδέα ότι η Κνωσός ήταν η θέση του ανακτόρου του Μίνωα
ξεκίνησε πριν από τον Schliemann, με τον Καλοκαιρινό που υπήρξε ο πρώτος που ταύτισε
έτσι τα υπολείμματα που έφερε στο φως στην Κνωσό,154 όπως τεκμηριώνεται,
περισσότερες φορές, πράγματι, στη γαλλική χειρόγραφη έκθεση και στην Κρητική
Αρχαιολογική Εφημερίδα. Ωστόσο, αν και ο ίδιος φαίνεται να προσαρμόζεται στις νέες και
ταχείες εξελίξεις της κρητικής Προϊστορικής Αρχαιολογίας, τα κείμενά του μοιάζουν να
αποτελούν μια μετάβαση από το αρχαιογνωστικό υπόβαθρο των περιηγητικών αναφορών
του 19ου αι. στην επιστημονική ωρίμανση των αρχών του 20ού αι. Αυτό συνάδει απολύτως
με το εξαιρετικά πρώιμο στάδιο της ανασκαφικής του διερεύνησης, στα τέλη της
δεκαετίας του 1870, όπως και η χρησιμοποίηση από τον ίδιο του όρου «μυκηναϊκός».
Επιπρόσθετα, η πίστη του στον Όμηρο είναι ανάλογη με αυτήν του Schliemann τον
οποίο, όπως σημειώνουν οι Α. Μαζαράκης και Βασιλικού, η Ιλιάδα ώθησε στην
αναζήτηση της Τροίας και στην ανασκαφή των Μυκηνών.155 Ο Schliemann ανασκάπτει,
έτσι, μια ένδοξη θέση των επών, τις Μυκήνες στην ηπειρωτική Ελλάδα και ο
Καλοκαιρινός μια ανάλογη, την Κνωσό στην Κρήτη, μέσα από το κοινό τους όραμα να
τεκμηριώσουν τις αρχαίες πηγές μέσα από τα ανασκαφικά δεδομένα για το προϊστορικό
παρελθόν – για το οποίο άνοιξαν και οι δύο τον δρόμο. Εάν ο Καλοκαιρινός είχε
δημοσιεύσει εγκαίρως όσα σημείωνε στα χειρόγραφά του και δημοσιοποίησε αργότερα με
την Εφημερίδα, οι δυο τους θα «περπατούσαν» σίγουρα παράλληλα στο ξεκίνημα του
μονοπατιού της Αιγαιακής αρχαιολογίας της Εποχής του Χαλκού.

6. Μετέπειτα διεκδικητές της ανασκαφής – Η συμβολή του Καλοκαιρινού


Αμέσως μετά το κλείσιμο της ανασκαφής του Καλοκαιρινού το 1879,156 ήδη το 1880, η
Γαλλική Σχολή Αθηνών έκφρασε την επιθυμία να αναλάβει τη συνέχισή της και
καταφέρνει να έρθει σε συμφωνία με τον ιδιοκτήτη του λόφου της Κεφάλας, όμως η
χορήγηση της ανασκαφικής άδειας απορρίπτεται.157 Η επόμενη ανεπιτυχής προσπάθεια
γίνεται από τον Stillman το 1881,158 και ακολουθούν εκείνες του Schliemann το 1883 και

153
Αυτούσιο το κείμενο στο Κόπακα, 2016: 19.
154
Cadogan, 2004: 544.
155
Μαζαράκης, 2000: 19-20, Βασιλικού, 2011: 19, 45.
156
Βασιλάκης, 2017 (α): 75.
157
Κόπακα, 1989-1990: 9.
158
Hood, 1987: 89, Vavouranakis, 2013: 215.

29
αργότερα,159 των Α. Joubin (1891)160 και Myres (1893) και άλλων.161 Όλοι οι ερευνητές
αυτοί και έλαβαν αρνητική απάντηση για άδεια και απέτυχαν στις διαπραγματεύσεις με
τους Οθωμανούς κατόχους της Κεφάλας για την αγορά του χώρου.162 Ο πιο επίμονος
υπήρξε ο Schliemann που μέχρι τον θάνατό του, το 1890, έκανε έντονες προσπάθειες τόσο
για την οικονομική διαπραγμάτευση,163 όσο και για τη χορήγηση άδειας.164
Ένας από τους λόγους πίσω από τις αρνήσεις άδειας ανασκαφής φαίνεται να ήταν η
παρεμβολή μιας τοπικής «κοινής γνώμης», κάποιων διακεκριμένων Κρητών και
Ελλήνων.165 Πράγματι, ο ισχυρός στα αρχαιολογικά ζητήματα Χατζιδάκης εκτιμά, το
1881, ότι δεν θα γίνονταν εκείνο το διάστημα άλλες ανασκαφές στην Κρήτη, επειδή
πολλοί ντόπιοι Βουλευτές σκόπευαν να προτείνουν έναν νόμο που να τις απαγορεύει.
Αφού τα περισσότερα υπολείμματα της αρχαίας δόξας του νησιού φυγαδεύονταν στην
Ευρώπη και ακόμα και η ίδρυση Αρχαιολογικού Μουσείου στο νησί δεν τα προφυλάσσει
απόλυτα, και έτσι σε ενδεχόμενη μελλοντική επανάσταση κανείς δεν μπορεί να προβλέψει
τη μοίρα των ανασκαφικών ευρημάτων. Ο ίδιος είναι πεπεισμένος ότι το καλύτερο μέρος
για τις αρχαιότητες της Κρήτης είναι το χώμα, μέχρι να έρθει το πλήρωμα του χρόνου.166
Ο S. Hood αναγνωρίζει το 1987 στις διατυπώσεις αυτές του Χατζιδάκη την ύπαρξη
ισχυρής εναντίωσης στην ιδέα νέων ανασκαφών όσο ο τόπος παραμένει κάτω από
οθωμανική κυριαρχία.167
Ο Βρετανός αρχαιολόγος σημειώνει, επίσης, πως όταν ο Schliemann διαπραγματευόταν
για την άδεια το 1883 βρήκε τους Χριστιανούς Βουλευτές αντίθετους,168 ενώ στη δεύτερη
έντονη διεκδίκησή του της αγοράς της Κεφάλας κατά τα έτη 1886-1890, ένα «τμήμα της
ελληνικής κοινής γνώμης στην Κρήτη ήταν ανήσυχο για να αποτρέψει τις ανασκαφές» από
το οθωμανοκρατούμενο νησί, για να αποτρέψουν τη μεταφορά σημαντικών ευρημάτων
στην Κωνσταντινούπολη, και μια ενδεχόμενη καταστροφή του κρητικού Μουσείου όπου
θα φυλάσσονταν, σε περίπτωση κάποιας επανάστασης.169 Όπως και να έχει, η απουσία
νέας ανασκαφής στην Κνωσό μέχρι και τα τέλη του 19ου αι. οφείλεται στην υπαγωγή των

159
Hood, 1987: 92, 93.
160
Βαβουρανάκης, 2015: 201.
161
Hood, 1987: 85, Κόπακα, 1989-1990: 10.
162
Vavouranakis, 2013: 215, 216, Βασιλάκης, 2015: 16.
163
Hood and Taylor, 1981: 2.
164
Hood, 1987: 93.
165
Βασιλάκης, 2017 (α): 76.
166
Χατζιδάκης, 1881: 15, 16.
167
Hood, 1987: 88.
168
Hood, 1987: 92.
169
Hood and Taylor, 1981: 2.

30
κρητικών αρχαιοτήτων στον οθωμανικό αρχαιολογικό νόμο.170 Σε επιστολή του Sandwith,
Βρετανού πρόξενου στα Χανιά, προς τον A.S. Murray, μέλους του Βρετανικού Μουσείου,
το 1884, αναφέρει, πράγματι, ότι όσο το νησί είναι κάτω από τους Οθωμανούς θα υπάρχει
άρνηση για κάθε αίτηση ανασκαφής στην Κνωσό.171 Εύλογα, επομένως, αρκετοί νεότεροι
ερευνητές συνδέουν αναπόσπαστα τη χρονική στιγμή της εκκίνησης της διερεύνησης του
Evans (1900) με το γεγονός της αλλαγής της πολιτικής κατάστασης στην Κρήτη: την
κήρυξη της ανεξαρτησίας της.172
Ο Evans επισκέπτεται για πρώτη φορά την Κρήτη το 1894,173 όταν ξεναγείται και από
τον Καλοκαιρινό. Προσπαθεί και εκείνος να διαπραγματευτεί την αγορά του λόφου της
Κεφάλας, αρχικά αποτυγχάνει,174 όμως πολύ σύντομα, το ίδιο έτος, έρχεται εντέλει σε
συμφωνία αγοράς τμήματος έκτασης175 – σύμφωνα με τον Καλοκαιρινό, του 1/4 της.176
Στο εξής ενώ προσπαθούσε να του παραχωρηθεί η ανασκαφική άδεια,177 αγόραζε
συγχρόνως τμηματικά τον υπόλοιπο λόφο.178 Το 1900 ολοκληρώθηκε η αγορά του
συνόλου, και οι πολιτικές συγκυρίες ευνόησαν εντέλει τον Evans για την αδειοδότηση και
το ξεκίνημα της ανασκαφής.179 Τους δύο, πράγματι, τελευταίους μήνες του 1898, η
απελευθέρωση της Κρήτης ήταν πια γεγονός,180 και λίγο αργότερα, μέσα στο 1899,
ψηφίστηκε ο κρητικός Νόμος περί Αρχαιοτήτων – ένας από τους πρώτους που
ψηφίστηκαν από την Κρητική Πολιτεία, απολύτως στα πρότυπα εκείνου που ίσχυε στην
Ελλάδα:181 σύμφωνα με αυτόν όλα τα αρχαία ευρήματα ήταν πλέον ιδιοκτησία της
πολιτείας.182
Το μεγάλο αυτό ενδιαφέρον τόσων ερευνητών για τη συνέχιση της ανασκαφής στην
Κνωσό οφείλεται σίγουρα στη σπουδαιότητα των ανακαλύψεων του Καλοκαιρινού, ο
οποίος συνέβαλε ωστόσο σημαντικά στην αναγνώρισή τους. Ο ίδιος επιθυμούσε βαθιά να
ρίξει φως στο μακρινό παρελθόν της Κρήτης, την εποχή του συνονόματού του βασιλέα
Μίνωα – ένα ζήτημα που μέχρι τότε απασχολούσε κυρίως περιηγητές και «θεωρητικούς

170
Panagiotaki, 2004: 514.
171
Στο Hood, 1987: 93.
172
Για παράδειγμα οι: Hood and Taylor, 1981: 2, Κόπακα, 1989-1990: 10, Κριτζάς, 2011: 16. Ένα
πρωιμότερο παράδειγμα αποτελεί ο Αλεξίου, 1964: 150.
173
Panagiotaki, 2004: 513.
174
Hood and Taylor, 1981: 2, Vavouranakis, 2013: 215, 216.
175
Αλεξίου, 1964: 150.
176
Κρητική Αρχαιολογική Εφημερίς στο Κόπακα, 1989-1990: 39.
177
Hood, 1987: 94. Bλ. και Βασιλάκης, 2017 (β): 189.
178
Αλεξίου, 1964: 150, Hood and Taylor, 1981: 2, Βασιλάκης, 2017 (β): 189.
179
Αλεξίου, 1964: 150, Hood and Taylor, 1981: 2, Βασιλάκης, 2017 (β): 190.
180
Αλεξίου, 1964: 150, Δετοράκης, 1990: 398.
181
Χατζιδάκης, 1931: 22.
182
Αλεξίου, 1964: 150, Κριτζάς, 2011: 16.

31
μελετητές» (ιστορικούς, φιλόλογους, κλασικιστές). Αυτό ξεκίνησαν να αποκαλύπτουν οι
εργασίες του στην Κνωσό, η πρώτη προϊστορική ανασκαφή που σημάδεψε τις απαρχές της
Κρητικής αρχαιολογίας. Όπως σημειώνει η Κόπακα, διαφώτισε πρώτος ανασκαφικά το
μακρύ προϊστορικό παρελθόν της Κρήτης και άνοιξε τον δρόμο για την έρευνα της
Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο νησί.183
Μια εξίσου σημαντική συμβολή του έγκειται στο γεγονός ότι επέλεξε συνειδητά να
ανασκάψει στον μέχρι τότε άσημο λόφο της Κεφάλας.184 Υπήρξε ο πρώτος που κατανόησε
την ενδεχόμενη διασύνδεση του χώρου αυτού με την προϊστορική Κνωσό και με τα πιθανά
αρχαιολογικά υπολείμματα του ανακτόρου του Μίνωα.185 Στον Καλοκαιρινό οφείλουμε,
επομένως, τον εύστοχο εντοπισμό της θέσης και την ταύτισή της με την «ένδοξη Κνωσό»
και με ένα ανάκτορο – για το αν άνηκε όντως στον μυθικό βασιλέα Μίνωα, είναι
προτιμότερο ο καθένας να ακολουθήσει την προσωπική του γνώμη.
Η γρήγορη διάδοση των ευρημάτων του Καλοκαιρινού οφείλεται και στους μελετητές
που δημοσίευσαν σχετικά άρθρα αλλά και στον ίδιο – με ένα διαφορετικό όμως τρόπο,
δεδομένης της απουσίας δημοσιεύσεών του μέχρι το 1906. Όπως ο ίδιος αναφέρει
αργότερα στην Εφημερίδα, οι δημοσιεύσεις των Haussoulier και Fabricius κίνησαν το
μεγάλο ανευόδωτο ενδιαφέρον καταρχήν της Γαλλικής Σχολής Αθηνών (École Française
d'Athènes) για την Κεφάλα.186 Ωστόσο αν ο ίδιος ο ανασκαφέας δεν ήταν τόσο πρόθυμος
να συζητήσει για τις ανακαλύψεις του187 και να ξεναγήσει στην ανασκαφή και τη Συλλογή
του όλους τους ερευνητές που έγραψαν σύντομα αργότερα για την Κνωσό, κάποια από τα
άρθρα αυτά ίσως δεν είχαν γραφτεί ποτέ ή θα είχαν ένα πιο γενικό περιεχόμενο.
Επομένως, ο Καλοκαιρινός άνοιξε, με γενναιοδωρία, τον δρόμο για την έρευνα της
προϊστορικής Κρήτης και της Κνωσού μέσα από την ανασκαφή του όσο και μέσω της
δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων της στους επισκέπτες της και την έκφραση των
απόψεων για τα ευρήματά του. Σύμφωνα με την Κόπακα, μια σημαντική οφειλή μας σε
εκείνον έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι κατέβαλε συνειδητές προσπάθειες για την
προβολή της Κνωσού σε διεθνή κλίμακα και μέσω της δωρεάς των πίθων και επιμέρους
ευρημάτων σε Μουσεία του εξωτερικού188 – ο ίδιος, όπως προαναφέρθηκε, κατέβαλε και
προσπάθειες διάσωσης των ευρημάτων της Συλλογής του στην Αθήνα (που ήταν ακόμη ως
το 1913 στην Ένωση «Εξωτερικό»).
183
Kopaka, 2015: 143.
184
Κόπακα, 2016: 26.
185
Cadogan, 2012: 92.
186
Κρητική Αρχαιολογική Εφημερίς στο Κόπακα, 1989-1990: 37.
187
Brown, 1986: 42.
188
Kopaka, 2015: 144, 146, Κόπακα, 2016: 30.

32
Η ανασκαφή του ξεχάστηκε, ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αι.189 Οι εργασίες
και η εν γένει συμβολή του αποσιωπήθηκαν, μετά τις νέες ανακαλύψεις του Evans.190
Όταν ο ίδιος εξέδωσε την Κρητική Αρχαιολογική Εφημερίδα, η Κνωσός είναι πλέον
συνδεδεμένη με τον Βρετανό ερευνητή,191 του οποίου υπήρξε το έργο ζωής. Ενώ, όπως
σημειώνει η Κόπακα, μια έγκαιρη δημοσίευση των εργασιών του θα μπορούσε να έχει
συμβάλει σημαντικά στην αναγνώριση του έργου του,192 και, όπως προτείνεται εδώ, μια
επιστημονική δημοσίευση, ακόμη και τα έτη 1906-1907, θα μπορούσε να επιδράσει πιο
θετικά στην αναγνώριση αυτή. Όπως είναι γνωστό στην πόλη του Ηρακλείου, η προτομή
του Καλοκαιρινού τοποθετήθηκε στην Κνωσό το 2019, ο ίδιος αναδύθηκε, όμως, από τη
λήθη μόνο έναν αιώνα μετά τις ανασκαφές του,193 όταν ξεκίνησε και η προσπάθεια
επανένταξής του στην ιστορία της κρητικής Προϊστορικής Αρχαιολογίας. Μέσα από τη
δημοσίευση της γαλλικής χειρόγραφης έκθεσης και της Κρητικής Αρχαιολογικής
Εφημερίδας194 και ένα σχετικό ερευνητικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Κρήτης,195 ο
ίδιος έχει πλέον ενσωματωθεί στη διεθνή βιβλιογραφία για την αρχαία Κνωσό.196 Η
συμβολή του, συνολική και επιμέρους, και οι πολλές χρήσιμες πληροφορίες που μπορούν
να αντληθούν από τα γραπτά του αναγνωρίζονται πλέον από νεότερους ερευνητές.197
Ωστόσο, σύμφωνα με την Κόπακα, τα 30 σχεδόν χρόνια που απέχουν οι δημοσιεύσεις του
στην Εφημερίδα από την ανασκαφή του δικαιολογούν όποιες ενδεχόμενες επιφυλάξεις για
την απόλυτη ακρίβεια των πληροφοριών που παρέχει.198
Ακόμη και ο ακριβής χρόνος διεξαγωγής της ανασκαφής του είναι επίσης αμφίβολος:
στην Εφημερίδα σημειώνει ότι ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1878 με 20 εργάτες που
εργάστηκαν για τρεις συνεχόμενες εβδομάδες.199 Ο Hood υπενθυμίζει ότι ο Haussoulier
(1880) τοποθετούσε το τέλος της τον Φεβρουάριο του 1879·200 ενώ η Μ. Αποσκίτου
(1979) αναφέρει ότι διήρκησε από τον Δεκέμβριο του 1878 έως τον Απρίλιο του 1879.201

189
Κόπακα, 2016: 32.
190
Kopaka, 2015: 143.
191
Κόπακα, 2016: 24.
192
Κόπακα, 1989-1990: 15.
193
Kopaka, 2015: 143. Με το άρθρο της Μ. Αποσκίτου (Αποσκίτου, 1979), το πρώτο που αφιερώθηκε στον
Καλοκαιρινό, ακριβώς 100 χρόνια μετά το εγχείρημά του στην Κνωσό (Kopaka, 2015: 143, Κόπακα, 2016:
20).
194
Στο Κόπακα, 1989-1990.
195
Κόπακα, 2016: 20.
196
Kopaka, 2015: 143.
197
Για παράδειγμα στα Αποσκίτου, 1979: 92, Κόπακα, 1989-1990: 8, Κόπακα, 1995: 506, 510-511, Kopaka,
2015: 143, 144, 146, Κόπακα, 2016: 26, 30, Alexiou, 2004: 562, Cadogan, 2012: 92, Βασιλάκης, 2015: 16.
198
Κόπακα, 1989-1990: 63.
199
Κρητική Αρχαιολογική Εφημερίς στο Κόπακα, 1989-1990: 42.
200
Hood, 1987: 86.
201
Αποσκίτου, 1979: 81-82.

33
Τέλος, η Κόπακα παρατηρεί το 1995 ότι «το κύριο μέρος της διερεύνησης του ανακτόρου
φαίνεται να ξεκίνησε το 1878 και να σταμάτησε το 1879», αφού τις επιτόπιες εργασίες
διέκοψε ο Ιωάννης Φωτιάδης, ο οποίος διορίστηκε Γενικός Διοικητής της Κρήτης μόλις
τον Δεκέμβριο του 1878,202 και πρωτοεπισκέφθηκε το Ηράκλειο (και την Κνωσό) τον
Φεβρουάριο ή τον Απρίλιο του 1879.203 Κλείνοντας το κεφάλαιο αυτό, δεν θα μπορούσα
να μην αναφερθώ στην πιο σπουδαία, κατά τη γνώμη μου, συνεισφορά του Καλοκαιρινού.
Όπως αναφέρει η Κόπακα, εάν ο ίδιος δεν είχε κάνει την ανασκαφή του στην Κεφάλα δεν
θα είχε ίσως κινήσει –ή δεν θα είχε κινήσει πρώτη– το ενδιαφέρον των μελετητών,204 η
σημαντικότερη, επομένως, συμβολή του στην κρητική Προϊστορική Αρχαιολογία ήταν
πως της έδωσε τη δυνατότητα να ξεκινήσει με την εμβληματική ανακτορική Κνωσό.

202
Κόπακα, 1995: 507.
203
Kopaka, 2015: 144, Κόπακα, 2016: 29.
204
Κόπακα, 1995: 510-511.

34
ΙΙ. Ο Sir Arthur J. Evans, η Κνωσός και ο Μινωικός πολιτισμός

1. Προ-ανασκαφική ενασχόληση με την Προϊστορία και τις πρώιμες κρητικές γραφές


Ο Arthur Evans γεννήθηκε στην Αγγλία και καταγόταν από εύπορη οικογένεια.205
Πατέρας του ήταν ο διάσημος προϊστοριολόγος και χαρτοβιομήχανος Sir John Εvans,206
χάρη στον οποίο μεγάλωσε σε λόγιο περιβάλλον με προσωπικότητες όπως οι Κ. Δαρβίνος,
A. Pitt Rivers και J. Lubbock.207 Σπούδασε Νεότερη Ιστορία, Αρχαιολογία και Κοινωνιο-
λογία στη Σχολή Harrow και σε Κολλέγιο της Οξφόρδης.208 Κατά τον Καραδήμα, το
συνολικό ακαδημαϊκό του υπόβαθρο ήταν άριστο και τον έκανε έναν από τους λίγους
αρχαιολόγους και διανοούμενους της εποχής του. Στην Οξφόρδη, συμπληρώνει, είχε
πρόσβαση στην πολύ αξιόλογη Βιβλιοθήκη Bodleian, όπου υπήρχε πλήθος σημαντικών
ιστορικών και φιλολογικών δημοσιεύσεων όπως αυτών του Hoeck, τις οποίες αξιοποίησε
ο Evans στις προσπάθειες ερμηνείας του πολιτισμού που ανακάλυψε στην Κρήτη.209 Ήδη
το 1882, στην ηλικία των 31, η φήμη του ως αρχαιολόγου έχει εδραιωθεί.210

Εικ. 6. Ο Α. Evans με ένα λίθινο ρυτό από την Κνωσό (https://www.greece-travel-secrets.com/Sir-Arthur-


Evans.html).
Στην Ελλάδα ήρθε για πρώτη φορά το 1883,211 όταν γνωρίστηκε και με τον
Schliemann.212 Όπως σημειώνει ο Βασιλάκης, εντυπωσιάστηκε από τα μυκηναϊκά
ευρήματα και από το γεγονός ότι ο ανασκαφέας τους οδηγήθηκε στις ανακαλύψεις του

205
Βασιλάκης, 2017 (β): 188.
206
Αυτόθι.
207
Καραδήμας, 2011: 834.
208
Βασιλάκης, 2017 (β): 188.
209
Καραδήμας, 2011: 834.
210
Κριτζάς, 2011: 13.
211
Βασιλάκης, 2017 (β): 189.
212
Κριτζάς, 2011: 13, Galanakis, 2014: 86.

35
από τα ομηρικά έπη.213 Την περίοδο που ακολουθεί το ενδιαφέρον του στρέφεται σε άλλα
ερευνητικά ζητήματα, στην Αγγλία για παράδειγμα ανασκάπτει το 1887 ένα νεκροταφείο
καύσεων στο Κεντ, η δημοσίευση του οποίου τον αναδεικνύει, σύμφωνα με τον Χ. Κριτζά,
σε αυθεντία της Ύστερης Κελτικής τέχνης.214 Από το 1884 έως και το 1908 εργάζεται ως
Έφορος στο Μουσείο Ashmolean της Οξφόρδης. Εκεί ήρθε σε επαφή, το 1889, με ένα
σφραγιδόλιθο με κρητικά «ιερογλυφικά» σημεία και προσανατολίστηκε για πρώτη φορά
στην ανίχνευση μιας προϊστορικής γραφής στην Κρήτη.215 Στο αιγαιακό επιστημονικό
πεδίο εμφανίστηκε, όμως, το 1893, με το άρθρο A Mykênaean Treasure from Aegina –
έχοντας υιοθετήσει τον συνήθη τότε όρο «μυκηναϊκός».216 Το ίδιο έτος δίνει μια διάλεξη
στην Αθήνα για τον εν λόγω θησαυρό που είχε μελετήσει στο Ashmolean, και κατ’
επέκταση για τις σχέσεις της μυκηναϊκής Ελλάδας και Ευρώπης,217 και επιζητά μαζί με τον
Myres προ-μυκηναϊκά αγγεία στην Ακρόπολη των Αθηνών.218 Ένα χρόνο ενωρίτερα,
σύμφωνα με τον Γ. Γαλανάκη, ο Evans γνώριζε ότι για τις καταγωγές του Μυκηναϊκού
πολιτισμού έπρεπε να στραφεί στην Κρήτη.219
Στην Αθήνα, ενδιαφερόταν και για την αγορά προκλασικών αρχαιοτήτων, και
αποκτούσε και ο ίδιος αρκετές, από τον καθηγητή Αρχαιολογίας A. Ρουσόπουλο και από
κάποια παλαιοπωλεία, κυρίως σφραγιδόλιθους με σημεία γραφής,220 που προέρχονταν
όπως του έλεγαν από την Κρήτη.221 Η ετεροθαλής αδερφή του και βιογράφος του, J.
Evans, γράφει για εκείνον ότι ήταν σίγουρος ότι τα σημεία άνηκαν σε ένα ιερογλυφικό
σύστημα, αν και με διαφορές από τα ιερογλυφικά της Αιγύπτου.222 Τα μυστηριώδη
σύμβολα των σφραγιδόλιθων ήταν ένας από τους κύριους λόγους που τον οδήγησαν στην
Κρήτη το 1894, σημειώνει ο Κριτζάς, με σκοπό την αναζήτηση μιας τοπικής πρώιμης
γραφής.223 Ο Evans είχε ήδη αναπτύξει σχέσεις με τον Stillman,224 και γνώρισε τον

213
Βασιλάκης, 2017 (β): 189.
214
Κριτζάς, 2011: 13.
215
Όουενς, 1996: 15, 30.
216
Καραδήμας, 2011: 831. Ο Γ. Γαλανάκης εντοπίζει την απαρχή της εστίασης του Evans στο προϊστορικό
Αιγαίο το 1892, καθώς σημειώνει ότι ενώ είχε πάνω από 30 δημοσιεύσεις έως το 1892, δεν είναι γνωστό αν
είχε ενδιαφερθεί με οποιοδήποτε τρόπο για το προϊστορικό Αιγαίο. Τότε, υποστηρίζει ο ίδιος, έστρεψε την
προσοχή του πέρα από τις κύριες περιοχές έρευνάς του στην Αγγλία, την Ιταλία και τα Βαλκάνια, προς την
Ελλάδα (Galanakis, 2014: 86).
217
Βασιλάκης, 2017 (β): 189. Για τη διάλεξη αυτή, βλ. και Galanakis, 2014: 88.
218
Κριτζάς, 2011: 13.
219
Galanakis, 2014: 85, 92.
220
Βασιλάκης, 2017 (β): 189. Κατά τον Γαλανάκη, οι αρχαιότητες αγοράστηκαν για το Ashmolean – το
ενδεχόμενο να αγόρασε επιπλέον αρχαιότητες για την προσωπική του Συλλογή είναι πιθανό αλλά δεν μπορεί
να υποστηριχτεί με βεβαιότητα (Galanakis, 2014: 89, 90).
221
Κριτζάς, 2011: 13. Βλ. και Evans, 1943: 309.
222
Evans, 1943: 309.
223
Κριτζάς, 2011: 14. Βλ. π.χ. και Hood and Taylor, 1981: 2, Όουενς, 1996: 30.

36
Halbherr το 1892 στη Ρώμη,225 με τον οποίο συζήτησε για την αρχαιολογική έρευνα στο
νησί και έγινε στενός φίλος.226 Ο Ιταλός μελετητής έκανε ήδη ανασκαφικές έρευνες,227 και
είχε μάλιστα ανακαλύψει τη δωδεκάδελτο επιγραφή της Γόρτυνας,228 που αν και ιστορικής
εποχής, θα πρέπει να ενίσχυσε το ενδιαφέρον του Evans για τον τόπο προέλευσής της.
Κατά την επίσκεψή του στην Κρήτη το 1894, επιχείρησε την αρχαιολογική της
εξερεύνηση229 πηγαίνοντας σε πολλά μέρη, όπως στην Ίδη, τη Ζάκρο, το Αρκάδι,230 και
αναζητώντας πρώιμα ενεπίγραφα τεκμήρια κυρίως,231 και σφραγιδόλιθους για αγορά.232
Ήδη τις δύο πρώτες μέρες της παραμονής του στο νησί είχε αγοράσει 43 σφραγιδόλιθους –
που οι Κρητικοί ονόμαζαν γαλόπετρες– και ένα δακτυλίδι.233 Την ανασκαφή του
Καλοκαιρινού, ο Evans επισκέφθηκε δύο φορές καταρχήν για να εξετάσει τα εγχάρακτα
στους τοίχους σημεία/σύμβολα που ανέφερε ο Stillman, και κατόπιν μαζί με τους
Καλοκαιρινό και Halbherr.234 Μια ενεπίγραφη πινακίδα της Γραμμικής Β ανάμεσα στα
ευρήματα πρέπει να τον έπεισε ότι σωστά αναζητούσε στην Κρήτη μια πρώιμη γραφή.235
Φεύγοντας από την Κρήτη ξεκινάει τη συγγραφική του δραστηριότητα για την
Προϊστορική Αρχαιολογία της:236 με τη δημοσίευση της εκτενούς μελέτης Primitive
Pictographs and a Prae-Phoenician Script from Crete and the Peloponnese, και ενός
σύντομου άρθρου στο περιοδικό Athenaeum με τον χαρακτηριστικό τίτλο A Mycenaean
system of writing in Crete and the Peloponnese.237 Τα αποτελέσματα της έρευνάς του
δημοσίευσε και στον αγγλικό Τύπο, για παράδειγμα στους Times του Λονδίνου. Σύμφωνα
με τον Myres, από το 1894 και πέρα η Κρήτη –όχι μόνο η γραφή αλλά συνολικά ο
πρώιμος πολιτισμός της– έγινε το πρωταρχικό μέλημά του.238 Ισχυρό παραμένει, βέβαια,
το ενδιαφέρον του για τη γραφή, που τον οδηγεί το 1895 στην έκδοση της μονογραφίας
Cretan Pictographs and prae-Phoenician script. With an Account of a Sepulchral Deposit

224
Βασιλάκης, 2017 (β): 189. Μετά την επίσκεψη του Evans στην Κνωσό, το 1894, ο Stillman αλληλογραφεί
με τον Evans στις 15/10/1894 μεταφέροντάς του την πρωτοποριακή γνώμη του πως «ό,τι τώρα
αναγνωρίζεται ως Mυκηναϊκός πολιτισμός υπήρξε στην πραγματικότητα κρητικής καταγωγής» (στο
Galanakis, 2014: 86 (η μετάφραση δική μου).
225
Galanakis, 2014: 87.
226
Βασιλάκης, 2017 (β): 189.
227
Κριτζάς, 2011: 13.
228
Di Vita, 2015: 48.
229
Βασιλάκης, 2017 (β): 189.
230
Κριτζάς, 2011: 15.
231
Όουενς, 1996: 27.
232
Βασιλάκης, 2017 (β): 189.
233
Κριτζάς, 2011: 15.
234
Evans, 1894 (b): 281, 282.
235
Κόπακα, 1989-1990: 10.
236
Κριτζάς, 2011: 15.
237
Evans, 1894 (b), Evans, 1894 (a).
238
Myres, 1941: 946.

37
at Hagios Onuphrios near Phaestos in its Relation to Primitive Cretan and Aegean
Culture, καθώς και ενός ακόμη άρθρου το 1897 με τίτλο Further discoveries of Cretan and
Aegean script: With Libyan and Proto-Egyptian comparisons.239
Όπως σημειώνει ο ίδιος στο Primitive Pictographs and a Prae-Phoenician Script from
Crete and the Peloponnese, γύρισε πάρα πολλά μέρη στην Κρήτη και με έκπληξη
διαπίστωσε άφθονα υπολείμματα που τεκμηρίωναν την ύπαρξη προϊστορικών περιόδων
του Κρητικού πολιτισμού.240 Ανάμεσα τους, τα ίχνη ενός προ-φοινικικού συστήματος
γραφής, στο οποίο διέκρινε δύο φάσεις: μια ιδεογραφική και ιερογλυφική και μια άλλη
γραμμική,241 και συγκρίνει αιγαιακά ίχνη γραφής μεταξύ τους, και κρητικά σημεία (όπως
αυτό του διπλού πέλεκυ) με αιγυπτιακά ιερογλυφικά.242 Ειδικές αναφορές κάνει στα
τεκτονικά σημεία στους λίθους του ανακτόρου της Κνωσού που θεωρεί ότι δεν έχουν τύχει
της προσοχής που αξίζουν ως σύμβολα μιας γραφής.243
Στην ανασκαφή του Καλοκαιρινού κάνει σύντομες αναφορές, για παράδειγμα για τη
μυκηναϊκή κεραμική και τους πίθους που αποκάλυψε και διατυπώνει τη γνώμη ότι: «Είτε
πρόκειται για Λαβύρινθο, ανάκτορο ή Ανδρείον είναι προφανές ότι το προϊστορικό κτίσμα
ανήκει στη σπουδαία εποχή των Μυκηνών και ότι η ολοκλήρωση της ανασκαφής ίσως
φέρει νέες ανακαλύψεις για την τέχνη και τον πολιτισμό του αιγαιακού πληθυσμού».244
Στα γραπτά του χρησιμοποιεί συχνά τους όρους «αιγαιακός» (π.χ. «πρώιμη αιγαιακή
γραφή», «τέχνεργα αιγαιακού τύπου») και «μυκηναϊκός» (π.χ. το «μυκηναϊκό κτίσμα
στην Κνωσό»).245
Στο μεγαλύτερο μέρος αυτού του άρθρου των 92 σελίδων οι αναφορές σε μύθους και
παραδόσεις είναι ελάχιστες (για παράδειγμα η Κνωσός ως η πόλη του Μίνωα)246 και μόνο
προς το τέλος πληθαίνουν. Τότε χρησιμοποιεί, για πρώτη φορά, το παράδοξο επίθετο
«προ-μινωικός» (prae-Minoan), για να δηλώσει τον χρόνο μιας αρχαίας παράδοσης για την
Κρήτη,247 και μια ακόμη φορά αναφέρεται στην περίοδο που μελετά ως «μια εποχή όταν η
«μινωική» Κρήτη και η μυκηναϊκή Ελλάδα είχαν αναπτύξει ανεξάρτητα συστήματα

239
Evans, 1895, Evans, 1897.
240
Evans, 1894 (b): 275. Σύμφωνα με τον Βαβουρανάκη, μέχρι την έναρξη της ανασκαφής είχε περιηγηθεί
σε όλη σχεδόν την Κρήτη, αναζητώντας και καταγράφοντας αρχαιότητες (Βαβουρανάκης, 2015: 144).
241
Evans, 1894 (b): 275.
242
Βλ. ενδεικτικά Evans, 1894 (b): 283, 316.
243
Evans, 1894 (b): 281, 282.
244
Evans, 1894 (b): 281 (η μετάφραση δική μου).
245
Evans, 1894 (b): 277, 348, 350, 367.
246
Evans, 1894 (b): 280.
247
Evans, 1894 (b): 357. Αναφέρει ότι υπήρξε κατοίκηση Δωριέων στην Κρήτη, ήδη στους «Προ-μινωικούς
χρόνους».

38
γραφής, και με ιδεογράμματα και με γραμμικό σύστημα».248 Τα κρητικά ιδεογράμματα,
καταλήγει, αν και τροποποιήθηκαν ίσως μέσα από αιγυπτιακές επιρροές, δεν είναι
αντίγραφά τους, και συνδέονται στενά με τα γραμμικά σημεία – ενώ κάποια γραμμικά
σημεία μοιάζουν να προέρχονται από τα ιδεογράμματα. Τα δε γραμμικά σημεία έχουν και
εκείνα ομοιότητες με τα αιγυπτιακά, ταιριάζουν όμως και με τα συλλαβάρια της
Ανατολίας και της Κύπρου. Πολύ σημαντική είναι η πεποίθησή του για την ύπαρξη
στενών σχέσεων της προϊστορικής Κρήτης με τη Λιβύη και την Αίγυπτο.249
Μια συνολική παρατήρηση που μπορεί να γίνει είναι ότι, σε αντίθεση με ό,τι
προϋπήρχε, τα δικά του κείμενα χαρακτηρίζει κυρίως μια επιστημονική προσέγγιση που
βασίζεται σε αρχαιολογικές συζητήσεις, περιγραφές, συγκρίσεις και αναλύσεις. Σε
ορισμένες μόνο περιπτώσεις υπάρχει σύνδεση αρχαίων πηγών και Αρχαιολογίας. Έτσι, για
παράδειγμα, το 1896 γράφει: «οι σπουδαίες μέρες της Κρήτης ήταν εκείνες των οποίων
ακόμα βρίσκουμε κάποια αντανάκλαση στα ομηρικά έπη»,250 διατύπωση που θυμίζει την
άποψη περί μερικής ιστορικότητας των μύθων, οι οποίοι δηλαδή κρύβουν έναν πυρήνα
ιστορικής αλήθειας, όπως υποστηρίχθηκε θερμά από τους Hoeck και Müller. Την
επίδραση του έργου του Hoeck στον Evans, ήδη από την προ-ανασκαφική του περίοδο,
υποστηρίζουν οι Καραδήμας και Momigliano, που θεωρούν ότι ο ίδιος υιοθέτησε από τον
Γερμανό στοχαστή τον όρο «μινωικός» –και «προμινωικός»–, και, επομένως, το
καθιερωμένο πια επίθετο minoan251 –και είναι αλήθεια ότι ο Evans παραπέμπει μερικές
φορές στον Hoeck–252 ωστόσο, θεωρητικά θα μπορούσε να έχει επηρεαστεί και από
αλλού.
Στην προ-ανασκαφική, πάντως, περίοδο, πολύ πιο οικεία είναι τα επίθετα «αιγαιακός»
και κυρίως «μυκηναϊκός» – κατά τον Βαβουρανάκη, προσλαμβάνει τότε την Κνωσό και
την Κρήτη μέσα από ένα μυκηναϊκό πρίσμα,253 και το κτήριο στην Κεφάλα ως
προϊστορικό, άλλοτε ως μυκηναϊκό, κάποτε ακόμη και ως τον Λαβύρινθο. Ο όρος
«αιγαιακός» που χρησιμοποιεί επίσης στα γραπτά του εισάγεται, κατά τον Καραδήμα, στα
αρχαιολογικά συμφραζόμενα το 1891 από τον αιγυπτιολόγο F. Petrie για να περιγράψει
ένα προϊστορικό κεραμικό σύνολο που βρέθηκε στο Kahun και ήταν μάλλον εισαγμένο

248
Evans, 1894 (b): 367, 368 (η μετάφραση δική μου). Το επίθετο «μινωικός» απουσιάζει στο Evans, 1897
(Further discoveries of Cretan and Aegean script: With Libyan and Proto-Egyptian comparisons), αν και,
σύμφωνα με τον Καραδήμα, είχε ήδη χρησιμοποιηθεί αλλού το 1896 και το 1897 από τον Evans (Karadimas,
2009: 322, Καραδήμας, 2011: 831).
249
Evans, 1894 (b): 371, 372.
250
Βλ. Karadimas, 2009: 321 (η μετάφραση δική μου).
251
Karadimas and Momigliano, 2004: 246, Karadimas, 2009: 307, Καραδήμας, 2011: 831.
252
Βλ. για παράδειγμα Evans, 1894 (b): 356, 361, Evans, 1897: 374.
253
Vavouranakis, 2013: 216.

39
από το Αιγαίο.254 Να σημειωθεί ότι ο Αιγυπτιακός πολιτισμός ήταν και εκείνος ένα σχεδόν
νεοσύστατο αντικείμενο μελέτης, με τις ανασκαφές να ξεκινούν τον 19ο αι. – όταν τα
ευρωπαϊκά Μουσεία άρχισαν να γεμίζουν με πλούσια ευρήματα που φιλοξενήθηκαν σε
αιγυπτιακές αίθουσες σε κάποια από αυτά όπως στο Βρετανικό Μουσείο και στο
Λούβρο.255
Συνοψίζοντας, ο Evans εμφανίζεται εναρμονισμένος με τις διεθνείς εξελίξεις της
Αρχαιολογίας στον νέο τομέα που επέλεξε ο ίδιος, δηλαδή την Προϊστορία. Η συμβολή
του στην αποκάλυψη και μελέτη των γραφικών συστημάτων της Κρήτης και τις σχέσεις
του νησιού με την Αίγυπτο και τη Λιβύη τον καθιστούν έναν πρωτοπόρο ερευνητή της
εποχής του ήδη πριν από την αρχή της ανασκαφής στην Κνωσό.

2. Ανασκαφικές εργασίες στην Κνωσό


Στις 23/3/1900 οι ανασκαφικές εργασίες ξεκινούν, από τη Δυτική Πτέρυγα του
συγκροτήματος, όπου είχε σταματήσει ο Καλοκαιρινός.256 Αρχίζουν να ανασκάπτονται οι
εκεί αποθήκες και ο Διάδρομος της Πομπής,257 ενώ στις 11/4 έρχεται στο φως η Αίθουσα
του Θρόνου.258 Σύμφωνα με τον Κριτζά, μέχρι τις 2/6 που διήρκησαν οι ανασκαφές το
1900 είχε αποκαλυφθεί σχεδόν ολόκληρη η Πτέρυγα αυτή, δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος
των Δυτικών Αποθηκών, η Βόρεια Είσοδος και τα δωμάτια στα δυτικά της.259 Τα
αποτελέσματα της πρώτης περιόδου ξεπέρασαν κάθε προσδοκία, όπως σημειώνει ο
Myres.260 Ενώ ο Καλοκαιρινός είχε θεωρήσει πως ανακάλυψε ολόκληρο το ανάκτορο,
γρήγορα φάνηκε, πριν ακόμη από το τέλος των εργασιών το 1900, ότι αυτό ήταν πολύ
μεγαλύτερο,261 και μάλιστα ότι είχε δύο προδρομικές αρχιτεκτονικές μορφές – και
επιπλέον μια Νεολιθική κατοίκηση κάτω από τα τρία στρωματογραφικά επάλληλα
ανάκτορα.262
Στα ευρήματα εγγράφεται ένα ενεπίγραφο ειδώλιο –με το όνομα User– από την
Αίγυπτο που δείχνει επαφές της με την Κνωσό.263 Εκτός από τον αλαβάστρινο θρόνο στην
ομώνυμη Αίθουσα και τα πιθάρια από τις αποθήκες, άλλα σημαντικά ευρήματα ήταν

254
Karadimas, 2009: 1. O Evans παραπέμπει πράγματι πολύ συχνά στον Petrie (βλ. για παράδειγμα Evans,
1894 (b): 318, 326-329, 350, Evans, 1897: 347, 365, 367, 378, 380-383).
255
Παπαδόπουλος, 1987: 2.
256
Όουενς, 1996: 14.
257
Π.χ. Κριτζάς, 2011: 16, Βασιλάκης, 2017 (β): 190.
258
Κριτζάς, 2011: 16.
259
Κριτζάς, 2011: 17.
260
Myres, 1941: 947. Βλ. και Χατζιδάκης, 1931: 24.
261
Hood and Taylor, 1981: 2, Όουενς, 1996: 14.
262
Χατζιδάκης, 1931: 24.
263
Gill and Padgham, 2005: 41, 42.

40
κονιάματα από τοιχογραφίες,264 πολλά σφραγίσματα,265 και μεγάλη ποσότητα κεραμικής
και τέχνεργα από ποικίλα υλικά – χρυσό, άργυρο, οστό και ελεφαντόδοντο, ημιπολύτιμους
και άλλους λίθους.266 Η ανακάλυψη όμως που συνάρπασε πιο πολύ τον Evans ήταν τα
κομμάτια από εκατοντάδες πήλινες πινακίδες με επιγραφές στη Γραμμική Β267 – κατά τον
Κριτζά τα θεώρησε πιο σπουδαία και από την Αίθουσα του Θρόνου.268 Με σύγχρονα
κριτήρια, οι εργασίες προχώρησαν με υπερβολικά γρήγορο ρυθμό και με πολύ μεγάλο
αριθμό εργατών, περισσότερους από 100. Εκείνος διασφάλισε, όμως, την προσεκτική
διαδικασία ακολουθώντας κάθε περίοδο τη στρωματογραφική μέθοδο και με την επίβλεψη
του D. Mackenzie, του έμπειρου συνεργάτη του Evans στο πεδίο της Κνωσού. Με την
παραμικρή υποψία μικροευρημάτων τα χώματα κοσκινίζονταν και ελέγχονταν και μετά
την απόσυρσή τους από τον Evans και τους συνεργάτες του.269 Κατά τον Κριτζά, για την
εποχή της ήταν μια από τις πιο επιμελημένες ανασκαφές σε παγκόσμια κλίμακα, παρά τον
μεγάλο αριθμό εργατών,270 με βασικούς παράγοντες της επιτυχίας της τη μέθοδο της
στρωματογραφίας, την τήρηση ημερολογίων, την πρακτική να γίνονται αρχιτεκτονικά και
άλλα σχέδια, τη λήψη φωτογραφιών και τις συνεργασίες του Evans με ικανούς ειδικούς.
Τα έτη 1901 και 1902 οι εργασίες επικεντρώθηκαν στην Ανατολική Πτέρυγα του
συγκροτήματος,271 αποκαλύπτοντας τα Βασιλικά Διαμερίσματα –τα λεγόμενα Μέγαρα του
Βασιλέα και της Βασίλισσας–, εργαστήρια,272 μερικές αποθήκες,273 το εντυπωσιακό
Μεγάλο Κλιμακοστάσιο, και τον Διάδρομο των Κιονοστοιχιών.274 Κατά τα δύο αυτά έτη
συνεχίζεται επίσης η ανεύρεση ποικίλων, πλούσιων ευρημάτων ανάμεσα στα οποία και το
«Μωσαϊκό της Πόλης»,275 κονιάματα τοιχογραφιών, κεραμική (και πίθοι), ειδώλια,
σφραγίσματα, ενεπίγραφα τεκμήρια κ.ά.276 Μια αιγυπτιακή επιγραφή με το όνομα του
Υκσώς Φαραώ Κυάν στηρίζει και πάλι υποθέσεις για αιγυπτιακές και κνωσιακές επαφές,
ενώ, όπως αναφέρει ο Χατζιδάκης, ένα τμήμα αιγυπτιακού αγγείου των πρώτων

264
Myres, 1941: 947, 948.
265
Χατζιδάκης, 1931: 24, Βασιλάκης, 2017 (β): 190.
266
Χατζιδάκης, 1931: 24.
267
Χατζιδάκης, 1931: 24, Κριτζάς, 2011: 16. Βλ. και Βασιλάκης, 2017 (β): 190.
268
Κριτζάς, 2011: 16. Ο ερευνητής μεταφέρει και το ακόλουθο απόσπασμα από ένα γράμμα του Evans προς
τον πατέρα του στις 15/4/1900: «Η μεγάλη ανακάλυψη είναι ολόκληροι αποθέτες (…) από πήλινες πινακίδες
(…) στην προϊστορική γραφή της Κρήτης. Πρέπει να έχω περίπου 700 τεμάχια ως τώρα» (Κριτζάς, 2011:
16-17).
269
Κριτζάς, 2011: 16-18.
270
Κριτζάς, 2011: 18.
271
Αυτόθι.
272
Βασιλάκης, 2017 (β): 190.
273
Χατζιδάκης, 1931: 25.
274
Κριτζάς, 2011: 18.
275
Αυτόθι.
276
Χατζιδάκης, 1931: 25.

41
Δυναστειών βοήθησε τον χρονικό παραλληλισμό του πρώιμου Αιγυπτιακού και του
Κρητικού πολιτισμού.277

Εικ. 7. Γενική κάτοψη του ανακτόρου (https://theancientwebgreece.wordpress.com/2017/05/28).

Μέχρι το τέλος του 1902 είχε ανασκαφικά αποκαλυφθεί το μεγαλύτερο μέρος του
ανακτόρου,278 και το 1905 είχαν πλέον ολοκληρωθεί οι κύριες εργασίες σε αυτό.279 Το
1903 ήρθαν στο φως το βορειοδυτικό και το βορειοανατολικό τμήμα του,280 τα Ιερά
Θησαυροφυλάκια απ’ όπου προήλθαν οι λεγόμενες «θεές των όφεων»,281 ενώ το 1904
καθαρίζεται, μεταξύ άλλων, ο Βασιλικός Δρόμος ,282 και ανακαλύπτονται Αποθήκες στο
ανατολικό τμήμα με γιγάντιους πίθους που είχαν ύψος περίπου 2 μ.283 Τα έτη 1903 και
1904 πραγματοποιήθηκαν και διερευνήσεις γύρω από το ανάκτορο, στον Θεατρικό
Χώρο,284 σε τάφους –τον βασιλικό Τάφο των Ισοπάτων και εκείνους του νεκροταφείου της

277
Αυτόθι.
278
Αλεξίου, 1964: 150.
279
Hood and Taylor, 1981: 3, Κριτζάς, 2011: 18.
280
Κριτζάς, 2011: 18.
281
Αλεξίου, 1964: 150.
282
Κριτζάς, 2011: 18.
283
Χατζιδάκης, 1931: 26.
284
Αλεξίου, 1964: 150, Hatzaki, 2005: 4, Κριτζάς, 2011: 18.

42
Ζαφέρ Παπούρας–285 και στη λεγόμενη Βασιλική Έπαυλη.286 Ένα πολύ σημαντικό
οικοδόμημα κοντά στο ανάκτορο άρχισε να ανασκάπτεται το 1905: το Μικρό
Ανάκτορο.287
Μετά από παύση ενός έτους, ανασκαφές και συμπληρωματικές τομές και εργασίες
συνεχίστηκαν χωρίς διακοπή από το 1907 ως το 1910:288 στο Μικρό Ανάκτορο που
αποκαλύφθηκε ολόκληρο το 1908 και το 1910.289 Πρόκειται για το δεύτερο σε μέγεθος
κτιριακό συγκρότημα στην Κνωσό, και εκείνο με αποθήκες και εργαστήρια και έντονα
ανακτορικά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά, όπως πολύθυρα, περίστυλη αίθουσα,
δεξαμενή καθαρμών.290 Απέδωσε, επίσης, κεραμική, σφραγίσματα και πινακίδες με
επιγραφές στη Γραμμική Β291 – εμβληματικό του εύρημα το ρυτό από στεατίτη σε σχήμα
κεφαλής ταύρου, σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου. Το ίδιο διάστημα (1909)
ανασκάφηκε ο Τάφος των Διπλών Πελέκεων.292 Μετά από παύση των εργασιών το 1911
και το 1912, αυτές συνεχίστηκαν το 1913, για να σταματήσουν ξανά όμως καθώς
ακολουθούν τα χρόνια των πολέμων.293
Ο Evans επέστρεψε στο κνωσιακό πεδίο το 1922,294 και το 1931 γίνεται η τελευταία
διερεύνηση στο ανάκτορο.295 Το 1935 επισκέφθηκε για τελευταία φορά την Κνωσό και
την Κρήτη,296 όταν παρευρέθηκε και στην αποκάλυψη της προτομής του στη Δυτική Αυλή
του ανακτόρου.297 Κατά τη δεύτερη αυτή περίοδο (1922-1931) διενεργήθηκαν επίσης
επιμέρους ανασκαφές και συμπληρωματικές εργασίες και έρευνες.298 Κυρίως,
ολοκληρώθηκαν τα έργα αποκατάστασης του κτιριακού συγκροτήματος, στα οποία
οφείλεται κατεξοχήν η μεγάλη συνολική διάρκεια του εγχειρήματος.299 Τότε
αποκαλύφθηκαν η Οικία των Τοιχογραφιών, η Υπόστυλη Κλίμακα,300 ο Ξενώνας ή
«Καραβάν-Σεράι»301 και ο βασιλικός Τάφος-Ιερό –η τελευταία ανασκαφή στην Κνωσό το

285
Κριτζάς, 2011: 18.
286
Χατζιδάκης, 1931: 26.
287
Hatzaki, 2005: 1.
288
Hood and Taylor, 1981: 3, Κριτζάς, 2011: 20.
289
Hatzaki, 2005: 1.
290
Βασιλάκης, 2015: 100, 102.
291
Hatzaki, 2005: 1.
292
Κριτζάς, 2011: 20.
293
Hood and Taylor, 1981: 3.
294
Αλεξίου, 1964: 151, Hood and Taylor, 1981: 3.
295
Αλεξίου, 1964: 151, Βασιλάκης, 2015: 16.
296
Όουενς, 1996: 14, Κριτζάς, 2011: 20.
297
Κριτζάς, 2011: 20, 24.
298
Αλεξίου, 1964: 151, Hood and Taylor, 1981: 3, 4, Κριτζάς, 2011: 20.
299
Hood and Taylor, 1981: 4, Papadopoulos, 2005: 110, Βαβουρανάκης, 2015: 144.
300
Αλεξίου, 1964: 151.
301
Χατζιδάκης, 1931: 29.

43
1931–,302 ενώ λίγο ενωρίτερα, σημειώνει ο Αλεξίου, είχε ολοκληρωθεί η διερεύνηση της
Δυτικής Αυλής του ανακτόρου.303 Στο Καραβάν-Σεράι, το οικοδόμημα στο ρέμα της
Βλυχιάς αμέσως στα νότια του ανακτόρου, ήρθαν στο φως τοιχογραφίες και
εγκαταστάσεις με τρεχούμενο νερό, και το κτήριο ερμηνεύτηκε από τον Evans ως ξενώνας
για ταξιδιώτες που έφθαναν από τον Νότο – και την Αίγυπτο.304 Τη δεύτερη αυτή περίοδο,
σε όλη σχεδόν την ανατολική πλευρά του ανακτόρου εντοπίστηκαν σημεία της
καταστροφής του από τον σεισμό του τέλους της Μεσομινωικής περιόδου, σημειώνει ο
Χατζιδάκης που συμπληρώνει ότι από τα κύρια μελήματα του Evans μετά τον Παγκόσμιο
Πόλεμο ήταν να διευκρινιστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια οι χρονολογήσεις των επάλληλων
κτιριακών συνόλων και να μελετηθεί πιο διεξοδικά το σχέδιο του τελευταίου που σωζόταν
καλύτερα, και να γίνει η αναπαράσταση του αρχιτεκτονικού του σχεδίου – για τον σκοπό
αυτό ο ίδιος συνεργάστηκε με τον αρχιτέκτονα Τ. Fyfe.305

3. Συνεργασίες – Έργα συντήρησης και αποκατάστασης του μνημείου


Ο Fyfe δεν ήταν ο μοναδικός τεχνικός συνεργάτης του Evans. Με στόχο την κάλυψη
των μεγάλων και σύνθετων αναγκών που προέκυπταν από τις ανασκαφές φρόντισε να
πλαισιωθεί από πολλούς διαφορετικούς και ειδικευμένους συνεργάτες. Για ένα διάστημα
είχε εργαστεί με τον J. Droop, έναν από τους ανασκαφείς της Φυλακωπής στη Μήλο και
είχε μάλιστα γράψει ένα ανασκαφικό εγχειρίδιο το 1915. Η βρετανική ανασκαφή στη
Φυλακωπή (1896-99) έγινε με προωθημένη για την εποχή μεθοδολογία, μέσω της οποίας η
χρονολόγηση των ευρημάτων γινόταν με τη συνδυαστική εξέταση της στρωματογραφίας,
της διαδοχής των αρχιτεκτονικών καταλοίπων και της κεραμικής τυπολογίας της
εγκατάστασης, όπως αναφέρει ο Βαβουρανάκης. Ο Evans πρότεινε στον Mackenzie να
συνεργαστούν ακριβώς για να επωφεληθεί από την εμπειρία του από τη Φυλακωπή.306
Ο Evans ήταν, επομένως, απολύτως ενήμερος για την κατάσταση και τα μέχρι τότε
κεκτημένα της αιγαιακής έρευνας. Ο Mackenzie υπήρξε υπεύθυνος στην Κνωσό από το
ξεκίνημα της ανασκαφής το 1900 και μέχρι το 1929,307 ο πιο πολύτιμος από τους
συνεργάτες του Evans,308 εκείνος που τήρησε υποδειγματικά ημερολόγια της
ανασκαφής.309 Οι σημειώσεις του διέσωσαν πολύτιμες στρωματογραφικές πληροφορίες

302
Βασιλάκης, 2015: 16, Βασιλάκης, 2017 (β): 190.
303
Αλεξίου, 1964: 151.
304
Χατζιδάκης, 1931: 29.
305
Χατζιδάκης, 1931: 28-31.
306
Βαβουρανάκης, 2015: 144, 147, 233, 235.
307
Χατζιδάκης, 1931: 24. Μόνο το 1913 δεν εργάστηκε στην Κνωσό (Hood and Taylor, 1981: 3).
308
Αλεξίου, 1964: 63, 151, Hatzaki, 2005: 1, 3, Βασιλάκης, 2015: 16, Βασιλάκης, 2017 (β): 190.
309
Momigliano, 1995: 163, Κριτζάς, 2011: 16.

44
που είναι χρήσιμες και στη νεότερη έρευνα,310 και, όπως αναφέρει η Momigliano, τα
ημερολόγιά του έχουν συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό στη μινωική έρευνα.311 Εκείνα του
Evans, περιείχαν περισσότερο, κατά την Ε. Χατζάκη, σημειώσεις για θέματα που τον
απασχολούσαν ιδιαιτέρως, όπως η γραφή, οι σφραγίδες, οι τοιχογραφίες και τα
μικροευρήματα.312 Από την αρχή έως το τέλος των εργασιών του έπαιρνε φωτογραφίες, οι
οποίες μεταφέρθηκαν και φυλάχτηκαν αργότερα στο Ashmolean313 – και είχε γενικά τη
διεύθυνση των ανασκαφικών, αναστηλωτικών και άλλων εργασιών.314
Συνεργάστηκε εξάλλου, διαδοχικά, με διαφορετικούς αρχιτέκτονες που είχαν ενεργό
ρόλο στις εργασίες πεδίου, όπως τους Τ. Fyfe, C. Doll, F.G. Newton, P. de Jong.315
Σύμφωνα με τον Βαβουρανάκη, επρόκειτο κυρίως για επαγγελματίες, όχι ειδικευμένους
στα αρχαία μνημεία, ωστόσο οι δυνατότητές τους αξιοποιήθηκαν στο έπακρο.316 Μέχρι τη
λήξη των ανασκαφών είχαν γίνει εκατοντάδες αρχιτεκτονικά σχέδια από τους
αρχιτέκτονες αυτούς και ειδικούς μηχανικούς.317 Τα πρωιμότερα, από τους Fyfe και Doll,
δημοσιεύτηκαν εν πολλοίς στις έξι πρώτες προκαταρκτικές εκθέσεις του Evans.318
Ο Fyfe, ένας από τους κύριους βοηθούς του Evans,319 εργάστηκε στην Κνωσό τα πρώτα
χρόνια των ανασκαφών320 και, σύμφωνα με τον I. Παπαδόπουλο, αντικαταστάθηκε από
τον Doll το 1905.321 Μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο συνεργάστηκε και πάλι για ένα
διάστημα με τον Evans στην Κνωσό,322 όπου ωστόσο κύριος αρχιτέκτονας της δεύτερης
περιόδου ήταν από το 1922 ο de Jong, στον οποίο άνηκαν πολλά από τα αρχιτεκτονικά
σχέδια που περιλήφθηκαν στο πολύτομο The Palace of Minos at Knossos (1921-1935).323
Ο Κριτζάς τον αναφέρει και ως ζωγράφο που έκανε κάποια από τα αντίγραφα
τοιχογραφιών.324 Υπεύθυνοι για τη σχεδίαση και συμπλήρωση των τοιχογραφιών και
άλλων κινητών ευρημάτων ήταν ειδικοί καλλιτέχνες, όπως ο Η. Bagge, o Ε.J. Lambert και
κυρίως οι E. και Ε. Gilliéron (πατέρας και γιος)325 – που ανέλαβαν την αποκατάσταση

310
Βασιλάκης, 2017 (β): 190.
311
Momigliano, 1995: 163.
312
Hatzaki, 2005: 3.
313
Hood and Taylor, 1981: 8.
314
Χατζιδάκης, 1931: 24.
315
Βαβουρανάκης, 2015: 144. Βλ. και Χατζιδάκης, 1931: 24.
316
Βαβουρανάκης, 2015: 171.
317
Χατζιδάκης, 1931: 27.
318
Hood and Taylor, 1981: 5.
319
Αλεξίου, 1964: 151.
320
Hood and Taylor, 1981: 5, Βαβουρανάκης, 2015: 147.
321
Papadopoulos, 2005: 99.
322
Χατζιδάκης, 1931: 28, 29.
323
Hood and Taylor, 1981: 5, 6.
324
Κριτζάς, 2011: 19.
325
Βαβουρανάκης, 2015: 140, 144. Βλ. και Χατζιδάκης, 1931: 27.

45
τοιχογραφιών.326 Σύμφωνα με τον Σ. Αλεξίου, ο Evans είχε, κατά διαστήματα, τη βοήθεια
και άλλων αρχαιολόγων που ανέλαβαν και τη διερεύνηση χώρων στην Κνωσό, όπως οι
Hogarth, Α. Wace, E. Forsdyke και J. Pendlebury.327
Μια από τις πρώτες παρεμβάσεις του Evans στον αρχαιολογικό χώρο έγινε ήδη το
1900, όταν μετέφερε μια λίθινη λεκάνη από πορφυρίτη λίθο από γειτονικό διάδρομο στον
προθάλαμο της Αίθουσας του Θρόνου (Εικ. 8), προσδίδοντας έτσι, κατά τον Καραδήμα,
και θρησκευτική ιδιότητα στον πολιτικό χαρακτήρα που φαινόταν να έχει ο χώρος.328

Εικ. 8. Η Αίθουσα του Θρόνου στην αρχική της μορφή (Evans, 1900: εικ. 8).

Οι ολοένα και συχνότερες παρεμβάσεις του έκτοτε, οφείλονται εν πολλοίς σε τεχνικές


ανάγκες,329 κυρίως για τη συντήρηση και αποκατάσταση των κτηρίων,330 αλλά και την
προστασία τους από τις καιρικές συνθήκες.331 Ο γυψόλιθος, για παράδειγμα, από τον
οποίο είχαν κατασκευαστεί δάπεδα, βάσεις κιόνων, προσόψεις τοίχων και παραστάδες
θυρών είναι πολύ ευαίσθητος για παράδειγμα στη βροχή που τον διαλύει, και έκανε
απαραίτητη τη στέγαση τμημάτων του χώρου.332 Ανάγκες αναστηλώσεων και
συμπληρώσεων, κατά τον Χατζιδάκη, υποδείκνυαν οι ειδικοί συνεργάτες του μηχανικοί
που εκτιμούσαν ότι τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της Κνωσού θα εξαφανίζονταν τελείως σε
326
Βαβουρανάκης, 2015: 140. Βλ. και Papadopoulos, 2005: 99.
327
Αλεξίου, 1964: 151. Σύμφωνα με τον Χατζιδάκη, στην Κνωσό συνεργάστηκαν πολλοί μαθητές της Εν
Αθήναις Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής, ενώ πολυετής υπήρξε η συνεργασία του Evans ειδικά με τον
Wace (Χατζιδάκης, 1931: 24).
328
Καραδήμας, 2011: 833. Βλ. και Βασιλάκης, 2015: 59.
329
Καρέτσου, 1995: 3.
330
Αλεξίου, 1964: 151, Καρέτσου, 1995: 3. Βλ. και Hood and Taylor, 1981: 4.
331
Vavouranakis, 2013: 216.
332
Αλεξίου, 1964: 151, Καρέτσου, 1995: 3.

46
τρεις-τέσσερις δεκαετίες.333 Οι εργασίες αυτές πραγματοποιήθηκαν παράλληλα με τις
ανασκαφές και διήρκεσαν μέχρι τη δεκαετία του 1930.334
Ήδη το 1901 στεγάστηκε η Αίθουσα του Θρόνου,335 το μεγάλο όμως πρόγραμμα των
αναστηλώσεων άρχισε το 1902 στην πολυώροφη Ανατολική Πτέρυγα και το εντυπωσιακό
Μεγάλο Κλιμακοστάσιο (που έγιναν αρχικά μικρές εργασίες συντήρησης).336 Η
συνθετότητα της ανασκαφικής εικόνας έφερε στον Evans έντονους προβληματισμούς ως
προς την αναζήτηση επιλογών για τη στήριξη και ανασύστασή της.337 Θεώρησε
απαραίτητο τα τμήματα που είχαν πέσει από τους ανώτερους ορόφους να
επανατοποθετηθούν στην αρχική θέση τους, καθώς είχε ήδη σκοπό να αποδώσει στο κοινό
ένα αναγνώσιμο αρχιτεκτονικό συγκρότημα.338 Το Κλιμακοστάσιο άρχισε να
αναστηλώνεται το 1905 (Εικ. 9),339 όταν η Αίθουσα του Θρόνου είχε ήδη στεγαστεί για
δεύτερη φορά, στον Θεατρικό Χώρο είχε προστεθεί ένας τοίχος αντιστήριξης (1903) και
στις Αποθήκες των Γιγαντιαίων Πίθων μια στέγη (1904).340

Εικ. 9. Εργασίες αναστήλωσης του Μεγάλου Κλιμακοστασίου το 1910 (Hood and Taylor, 1981: εικ. 5).

Αντικαταστάθηκαν, επίσης, με επιχρισμένους λίθινους κίονες οι άλλοτε ξύλινοι εκείνοι


του προϊστορικού κτιρίου.341 Ο Evans χρησιμοποίησε υλικά εν πολλοίς ανάλογα με αυτά

333
Χατζιδάκης, 1931: 32.
334
Κριτζάς, 2011: 18, 19.
335
Hood and Taylor, 1981: 4.
336
Hood and Taylor, 1981: 4, 10, Βασιλάκης, 2017 (β): 190.
337
Hood and Taylor, 1981: 4.
338
Αλεξίου, 1964: 151. Καρέτσου, 1995: 3.
339
Αλεξίου, 1964: 152.
340
Hood and Taylor, 1981: 4.
341
Αλεξίου, 1964: 152, Καρέτσου, 1995: 3.

47
των Μινωιτών, όπως πωρόλιθο, γυψόλιθο, ξύλο.342 Στη δεύτερη, αντίθετα, αναστηλωτική
περίοδο, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο ίδιος μιμήθηκε τα αρχαία υλικά, κυρίως
με ενισχυμένο σκυρόδεμα ή μπετόν αρμέ που χωματιζόταν αναλόγως για να μοιάσει με το
ξύλο.343
Μετά από εννέα χρόνια παύσης των εργασιών κατά τον πόλεμο, ο χώρος είχε υποστεί
και πάλι ζημιές που ο Evans έπρεπε να φροντίσει, ενώ, μέσα από τη μεγάλη σημασία που
απέδιδε στην αρχιτεκτονική, συνέχιζε τις ευρείες αποκαταστάσεις στο ανάκτορο και τα
γύρω κτήρια. Άκουγε τις προτάσεις των συνεργατών του, ωστόσο εκείνος έπαιρνε τις
τελικές αποφάσεις σε όλες τις εργασίες.344 Είχε πλέον στη διάθεσή του το νέο για την
εποχή μπετόν αρμέ,345 με το οποίο κατασκευάστηκαν κολώνες και κίονες και παραστάδες,
στεγάστηκαν μεγάλοι χώροι του ανακτόρου,346 και μάλιστα αποκαταστάθηκαν ολόκληροι
όροφοι.347 Το 1922 ξεκίνησε η ανακατασκευή με μπετόν του ορόφου της Δυτικής
Πτέρυγας, που είναι γνωστός και ως Piano Nobile,348 που συμπληρώθηκε με έναν ακόμη
όροφο, ενώ η Ανατολική διαμορφώθηκε σε τέσσερα επίπεδα.349 Οι (αν)οικοδομήσεις και
άλλες ανακατασκευές αποτελούν κάποια από τα κυριότερα σημεία της κριτικής που έχει
ασκηθεί στον Evans.
Ο Βαβουρανάκης αναφέρει ότι το τελικό αποτέλεσμα ξεπέρασε τις πρακτικές ανάγκες
και εξυπηρέτησε με έντονο τρόπο την ερμηνευτική άποψή του για το ανάκτορο.350 Άλλοι
μελετητές, όπως η Α. Καρέτσου και ο Βασιλάκης εκτιμούν ότι οι επεμβάσεις αυτές έγιναν
μετά από έρευνα και μελέτη του Evans, αλλά παράλληλα και με οδηγό την τόλμη και την
φαντασία του.351 Στις κριτικές που του έχουν ασκηθεί η Καρέτσου προσθέτει ότι οι
παρεμβάσεις του έφεραν μια διάσπαση στον χώρο, αφού άλλα τμήματα παρέμειναν στην
κατάσταση της καταστροφής τους και άλλα απέκτησαν το ύψος των κατασκευών της
σύγχρονης εποχής, με χρήση μάλιστα ζωηρών χρωμάτων.352 Οι περισσότεροι ερευνητές
αναγνωρίζουν ωστόσο τη σημασία της στέγασης για την προστασία του χώρου.353

342
Καρέτσου, 1995: 4. Και μόνο κάποια σύγχρονα, π.χ. σιδερένιες δοκούς για τη στήριξη οροφών (Αλεξίου,
1964: 152).
343
Καρέτσου, 1995: 4, Κριτζάς, 2011: 19.
344
Βαβουρανάκης, 2015: 144, 163.
345
Καρέτσου, 1995: 4, Kριτζάς, 2011: 19.
346
Αλεξίου, 1964: 152.
347
Καρέτσου, 1995: 4.
348
Αλεξίου, 1964: 174, 188, Hood and Taylor, 1981: 4, 5, Βασιλάκης, 2015: 51.
349
Βασιλάκης, 2015: 66 – ο συγγραφέας χαρακτηρίζει την αναστήλωση αυτή υποθετική.
350
Βαβουρανάκης, 2015: 144.
351
Καρέτσου, 1995: 4, Βασιλάκης, 2015: 16.
352
Καρέτσου, 1995: 4.
353
Βλ. ενδεικτικά Αλεξίου, 1964: 152, Καρέτσου, 1995: 3, 4, Alexiou, 2004: 562.

48
Όπως και αν έχει, ο Evans επιχείρησε μια επιδεικτική αποκατάσταση του αρχικού
συνόλου:354 ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρονται και ο ανακατασκευασμένος
Διάδρομος με την τοιχογραφία του «ιερέα-βασιλέα» ή του «πρίγκιπα με τα κρίνα» και η
τοιχογραφία με τα δελφίνια στο Μέγαρο της Βασίλισσας355 – δύο από τα συμπληρωμένα
αντίγραφα τοιχογραφιών που τοποθετήθηκαν μετά τον πόλεμο σε περισσότερα σημεία του
ανακτόρου.356 Έτσι, συχνά η ανασκαφική μορφή αντικαθίσταται από μια «ανανεωμένη»
εικόνα (Εικ. 10). Όλες οι οροφές και οι κίονες που αντίκριζε κανείς τη δεκαετία του 1930,
είχαν ανακατασκευαστεί.357 Στην Ανατολική Πτέρυγα, με το αναστηλωμένο Μεγάλο
Κλιμακοστάσιο με τα τέσσερα επίπεδα –τα δύο κατώτερα στη θέση τους και τα δύο
ανώτερα αναστηλωμένα–358 ο επισκέπτης αντιλαμβανόταν πώς έφτανε κανείς στα
λεγόμενα Βασιλικά Διαμερίσματα.359 Ενώ στη Δυτική Πτέρυγα, αμέσως μετά την
Αίθουσα του Θρόνου συναντούσε μια κλίμακα με 12 βαθμίδες –τις περισσότερες
ανακατασκευασμένες– που τον ανέβαζε από την Κεντρική Αυλή στο Piano Nobile.360
Στην Αίθουσα του Θρόνου, ο μεν αλαβάστρινος «θρόνος του Μίνωα» παρέμεινε
άθικτος,361 στον προθάλαμό της, ωστόσο, τοποθετήθηκε ένα ξύλινο αντίγραφό του.362

Εικ. 10. Αποκατάσταση της Αίθουσας του Θρόνου. Τα τελευταία χρόνια έχει «αποκατασταθεί» σχεδιαστικά
από τον Γ. Γαλανάκη (https://www.explorecrete.com/greek/Knossos3-GR.html).

354
Αλεξίου, 1964: 152, Καρέτσου, 1995: 4.
355
Hood and Taylor, 1981: 5.
356
Χατζιδάκης, 1931: 32, Αλεξίου, 1964: 152.
357
Αλεξίου, 1964: 160.
358
Αλεξίου, 1964: 195, Βασιλάκης, 2015: 81.
359
Βασιλάκης, 2015: 66, 68.
360
Αλεξίου, 1964: 188, Βασιλάκης, 2015: 51.
361
Αλεξίου, 1964: 182.
362
Βασιλάκης, 2015: 56, 58. Για πληρέστερη περιγραφή των ανασκαφών και των αποκαταστάσεων, βλ.
Brown, 1983.

49
Στο ανασκαφικό πεδίο της Κνωσού, τον Καλοκαιρινό και τον Evans διαδέχτηκαν μετά
τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο Έλληνες και Βρετανοί αρχαιολόγοι, με πρώτους τον Ν.
Πλάτωνα και τον Hood που πραγματοποίησαν διερευνητικές τομές στο ανάκτορο και
γύρω από αυτό.363 Ο Πλάτωνας και ο Αλεξίου διεξήγαγαν επίσης εργασίες
αποκατάστασης,364 – εκτεταμένες, κατά την Καρέτσου, αλλά επικεντρωμένες στη
στερέωση και τη συντήρηση πηλόκτιστων τοίχων, τη συμπλήρωση κατεστραμμένων
τμημάτων των δαπέδων και την κατασκευή κάποιων στεγάστρων.365 Ο Evans παρέμεινε ο
πρώτος (και ο μόνος εν τέλει στην Κρήτη) που αποκατέστησε τον ανασκαφικό χώρο σε
τέτοιο βαθμό,366 και η αποκάλυψη και η μορφή του αρχιτεκτονικού συγκροτήματος που
αντικρίζει κανείς σήμερα στον αρχαιολογικό χώρο οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά σε
εκείνον.

Εικ. 11. Αεροφωτογραφία του ανακτόρου το 1976 (Vavouranakis, 2013: εικ. 1).

363
Βασιλάκης, 2015: 16. Στον χώρο του ανακτόρου πραγματοποιήθηκαν, σχετικά σύντομα, και τομές για τη
διερεύνηση της νεολιθικής Κνωσού από τον John Evans (Αλεξίου, 1964: 156, Hood and Taylor, 1981: 6).
364
Καρέτσου, 1995: 5, Βασιλάκης, 2015: 17.
365
Καρέτσου, 1995: 5.
366
Papadopoulos, 2005: 87.

50
Ο ίδιος διέθεσε πολλές δεκαετίες της ζωής του για τις έρευνες και τις εργασίες στην
Κνωσό, αλλά και μεγάλο μέρος της περιουσίας του για τη χρηματοδότησή τους.367 Έφερε
στο φως χιλιάδες ευρήματα,368 τα οποία δημοσιοποίησε και διέθεσε στην έρευνα ήδη στα
πρώιμα βήματα της ελληνικής, αιγαιακής και κρητικής Προϊστορικής Αρχαιολογίας.
Διασφάλισε την ποιότητα των εργασιών του, τη στρωματογραφική ανασκαφική μέθοδο,
την τήρηση ημερολογίων, τη συνεργασία ικανών ειδικών. Κάποια μειονεκτήματα, για
παράδειγμα στον τρόπο τήρησης των ημερολογίων ή τον γρήγορο ρυθμό των εργασιών,
κυρίως ως προς τη διαπίστωση της στρωματογραφίας και των δαπέδων, δεν πρέπει να
κρίνονται αυστηρά με σύγχρονα κριτήρια καθώς αποτελούσαν φαινόμενα των εποχών
εκείνων, όπως παρατηρεί ο Αλεξίου.369

4. Εισαγωγή στις δημοσιεύσεις της ανασκαφής


Μια από τις πιο βασικές πεποιθήσεις του Evans ήταν ότι η μινωική Κρήτη δανείστηκε
πολιτιστικά πρότυπα από γειτονικές περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου και ειδικά από
τη φαραωνική Αίγυπτο, για να αναπτύξει όμως τον δικό της ανακτορικό πολιτισμό.370
Υπήρξε, επομένως, μια πύλη εισόδου μεγάλου μέρους του πολιτισμού της Αιγύπτου στην
Ευρώπη,371 με την πολιτισμική της υπεροχή στην Εποχή του Χαλκού κατάφερε όμως να
φιλοξενήσει τότε τον πρώτο Ευρωπαϊκό πολιτισμό.372 Στο νησί έβλεπε να ζει και να
δημιουργεί μια μη-ελληνική φυλή,373 μια ειρηνική ναυτική δύναμη στο προϊστορικό
Αιγαίο την οποία διοικούσε ο Μίνως374 – που έγινε πολύ ισχυρή στην ακμή της Μινωικής
εποχής, μια μικρή θαλάσσια «αυτοκρατορία», ένα αποικιακό σύστημα που εκτεινόταν
μέχρι την Πελοπόννησο και ήταν εκείνη που δημιούργησε τους μύθους και τις αναφορές
των αρχαίων συγγραφέων στη θαλασσοκρατία του Μίνωα.375
«Μίνως» ίσως ήταν ένας βασιλικός τίτλος, αντίστοιχος του αιγυπτιακού φαραώ,376 θα
ήταν όμως συγχρόνως και ένας ιερέας-βασιλέας,377 με θρησκευτικά και τελετουργικά
καθήκοντα στην Κνωσό.378 Στην ουσία, υποστήριξε, οι βασιλείς της Κρήτης ήταν και
ιερείς μιας μεγάλης γυναικείας θεότητας, της λεγόμενης Μητέρας-θεάς – οι αντιπρόσωποί

367
Όουενς, 1996: 14, 15, 21.
368
Όουενς, 1996: 15.
369
Alexiou, 2004: 562.
370
Vavouranakis, 2013: 216, Βαβουρανάκης, 2015: 172.
371
Vavouranakis, 2013: 226, Βαβουρανάκης, 2015: 234.
372
Momigliano, 2006: 77, 78, Karadimas, 2009: 307.
373
Karadimas, 2009: 307.
374
Vavouranakis, 2013: 216.
375
Treuil et al., 1996: 338.
376
Καραδήμας, 2011: 821, 822, Βαβουρανάκης, 2015: 234.
377
Vavouranakis, 2013: 216.
378
Treuil et al., 1996: 334.

51
της στη γη,379 αυτοί που επόπτευαν τις τελετουργίες στο ανάκτορο.380 Από τις
παραστάσεις στην τέχνη οδηγήθηκε στην υπόθεση ότι η θεότητα είχε διαφορετικές
εκδηλώσεις/υποστάσεις ως θεά των ορέων, των περιστεριών, των όφεων, των σπηλαίων,
της γης, των αθλημάτων, των διπλών πελέκεων.381 Συχνά εικονιζόταν με μια μικρότερη σε
μέγεθος ανδρική θεότητα, που ερμηνεύτηκε ως ο νεαρός γιος ή σύντροφός της,382 που θα
είχε σημαντική θέση στη θρησκεία σε συνδυασμό με τη Μητέρα-θεά.383 Ο Evans
υποστήριξε, επίσης, τον υψηλό κοινωνικό χαρακτήρα του γυναικείου φύλου στη Μινωική
περίοδο,384 όπως συνάγεται από την εικονογραφία, ενώ στην Κνωσό θεωρεί ότι εντόπισε
όχι μόνο την κατοικία του βασιλέα αλλά και της βασίλισσας.385
Τα επάλληλα ωστόσο ανάκτορα στην Κνωσό υπήρξαν έδρες ιερέων-βασιλέων,386 και
συνδυάστηκαν με τον Μίνωα, τον μυθικό και ομηρικό ηγεμόνα της Κρήτης.387 Στην
Αίθουσα του Θρόνου συνεδρίαζε ο ιερέας-βασιλέας με το ιερατείο του, που ήταν
συγχρόνως και δικαστήριο. Ενώ στην Ανατολική Πτέρυγα αναγνωρίστηκε το «Μέγαρο
του Βασιλέα» ή «Αίθουσα των Διπλών Πελέκεων» από το εγχάρακτο τεκτονικό σημείο
στους τοίχους του.388 Το σύμβολο αυτό ήταν για τον Evans συνώνυμο με την αρχαία λέξη
«λάβρυς» και ως εκ τούτου το ίδιο το ανάκτορο ήταν ο «Οίκος του Διπλού Πέλεκυ»,
δηλαδή ο γνήσιος Λαβύρινθος.389 Επομένως, το μεγάλο κνωσιακό κτηριακό συγκρότημα
ήταν ένα ανάκτορο, μαζί και ένα ανάκτορο-ιερό που διοικούσαν ιερείς-βασιλείς και ήταν
αφιερωμένο στη λατρεία μιας Μητέρας-θεάς· ήταν επίσης ο «Οίκος του Διπλού Πέλεκυ» ή
αλλιώς ο τόπος του παραδοσιακού Λαβυρίνθου.390
Σταθερή του πεποίθηση ήταν ότι οι γενικευμένες καταστροφές των μινωικών
ανακτόρων και οικισμών πριν το 1450 π.Χ. οφείλονταν σε σεισμικές καταστροφές.391 Περί
το 1450 π.Χ., επίσης, στην Κνωσό παρατηρούνται σημαντικές μεταβολές τις οποίες
θεώρησε ένδειξη μιας δυναστικής αλλαγής στο νησί,392 υπογραμμίζοντας τον νέο

379
Αυτόθι.
380
Vavouranakis, 2013: 216.
381
Lapatin, 2002: 74.
382
Burkert, 1993: 47, 99.
383
Dickinson, 2003: 362.
384
Treuil, 2003: 31.
385
Βασιλάκης, 2015: 70.
386
Vavouranakis, 2013: 222.
387
Χατζιδάκης, 1931: 27, Dickinson, 2003: 26.
388
Βασιλάκης, 2015: 59, 70.
389
Αλεξίου, 1964: 100.
390
Momigliano, 2006: 75.
391
Τζαχίλη, 2006: 105. Ο Βασιλάκης θεωρεί ότι τις αποδίδει σε φυσικά αίτια, σεισμούς και πυρκαγιές
(Βασιλάκης, 2015: 32).
392
Αλεξίου, 1964: 58, Treuil et al., 1996: 565.

52
στρατιωτικό χαρακτήρα στην υλική παραγωγή,393 χωρίς ωστόσο να αποδέχεται μια αχαϊκή
κατάληψη και ότι η τελευταία φάση του Μινωικού πολιτισμού ήταν «κρητομυκηναϊκή»394
– ούτε και ότι οι κνωσιακές ενεπίγραφες πινακίδες θα μπορούσαν να είναι μυκηναϊκές και
να αντιστοιχούν στα πρώιμα ελληνικά.395 Αντίθετα, έτεινε όλο και πιο πολύ προς μια
πολιτισμική υπεροχή της Κρήτης,396 και υποστήριζε, για παράδειγμα, ότι στην αυγή της
Ύστερης Εποχής του Χαλκού η ηπειρωτική Ελλάδα εποικίστηκε από τους Μινωίτες,397 οι
οποίοι ήταν επομένως υπεύθυνοι για τη σταδιακή άνοδο του Μυκηναϊκού πολιτισμού.398
Το τελευταίο μινωικό ανάκτορο, αυτό της Κνωσού, καταστράφηκε τελικά γύρω στο 1400
π.Χ.399 από σεισμό.400
Όλα τα παραπάνω αποτελούν κάποια από τα βασικά σημεία του κύριου ερμηνευτικού
οικοδομήματος του Evans για την Κνωσό, τον Μινωικό πολιτισμό και την Κρήτη, όπως τα
επεξεργάστηκε σταδιακά κατά τη διάρκεια των πολυετών ερευνών του στην Κνωσό,
μολονότι αρκετά από αυτά είχαν ήδη διαμορφωθεί –ή είχαν ξεκινήσει να
διαμορφώνονται– μέχρι το 1906 – έτος της δημοσίευσης του σημαντικού άρθρου του
Essai de classification des poques de la civilisation minoenne: r sum d'un discours fait
au ongr s d'arch ologie Ath nes.401 Ένα χρόνο ενωρίτερα, όπως έχει ήδη σημειωθεί,
σημαντικό μέρος των ανασκαφικών εργασιών στο ανάκτορο είχε ολοκληρωθεί. Από τις
πιο πρώιμες δημοσιεύσεις των ανασκαφικών του περιόδων στην Κνωσό είναι οι έξι
προκαταρκτικές εκθέσεις με τα αποτελέσματά τους που συνέγραφε ετησίως από το 1900
έως το 1905 στο περιοδικό της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών.402

5. Πρώιμες δημοσιεύσεις – Προκαταρκτικές εκθέσεις


Στην πρώτη ανασκαφική του έκθεση για το 1900, ο Evans αναγνωρίζει την ύπαρξη μιας
Νεολιθικής κατοίκησης στην Κνωσό,403 και χρησιμοποιεί, παραδοσιακά, τον όρο
«μυκηναϊκός» για την Εποχή του Χαλκού,404 και μόνο κάποτε αναφέρεται στην «πόλη του
Μίνωα» και στους «Κεφτιού» στις αιγυπτιακές πηγές (Κρητικούς).405 Έτσι κάνει λόγο, για

393
Treuil et al., 1996: 565.
394
Κριτζάς, 2011: 24.
395
Alexiou, 2004: 561.
396
Karadimas, 2009: 307.
397
Treuil et al., 1996: 377.
398
Rehak and Younger, 1998: 137.
399
Κριτζάς, 2011: 24.
400
Βαβουρανάκης, 2015: 158.
401
Evans, 1906.
402
Hood and Taylor, 1981: 3.
403
Evans, 1900: 4.
404
Καραδήμας, 2011: 831.
405
Evans, 1900: 17, 18, 31, 56, 58.

53
παράδειγμα, και για τη σημαντική θέση του γυναικείου φύλου στη Μυκηναϊκή περίοδο,
όπως συνάγεται από σκηνές λατρείας στην εικονογραφία των ευρημάτων του, ενώ
αναγνωρίζει «σίγουρα μια βασίλισσα» στη μορφή μιας τοιχογραφίας στο ανάκτορο –
αμφιταλαντεύτηκε εξάλλου πριν χαρακτηρίσει τον θρόνο, αν φιλοξενούσε βασιλέα ή
βασίλισσα, παρόλο που κατέληξε στην πρώτη περίπτωση.406 Επιχειρεί παραλληλισμούς με
μυκηναϊκές εγκαταστάσεις της ηπειρωτικής Ελλάδας, όπως την Τίρυνθα και τις Μυκήνες,
αλλά κάνει και αιγυπτιακούς συσχετισμούς.407 Θεωρεί εξαιρετικά σημαντικό το εύρημα
του ενεπίγραφου αιγυπτιακού κάτω σώματος ειδωλίου από διορίτη που φέρει το όνομα του
User στα ιερογλυφικά και αναφέρει ότι σύμφωνα με τους αιγυπτιολόγους, αυτό ανήκει στη
12η ή στην αρχή της 13ης Δυναστείας, επομένως δεν θα είναι μεταγενέστερο του 2000
π.Χ.408 Ως προς τις χρωματικές συμβάσεις στις τοιχογραφίες του ανακτόρου, οι ανδρικές
φιγούρες αποδίδονται με καστανέρυθρο χρώμα και οι γυναικείες με λευκό, ενώ για τη
διακόσμηση της Αίθουσας του Θρόνου αναφέρει ότι «υπάρχει κάθε λόγος να υποθέσουμε»
ότι ανήκει στην τελευταία περίοδο του ανακτόρου.409
Η αναφορά αυτή έχει γενικά αρκετά αναλυτικές περιγραφές χώρων και ευρημάτων,
προσεγγίζει ερμηνευτικά κάποια θέματα, για παράδειγμα τη γραφή –για την οποία το
ενδιαφέρον του παραμένει αμείωτο–, αλλά κυρίως το ίδιο το ανάκτορο. Αναγνωρίζει στον
διπλό πέλεκυ το σύμβολο του Κρητικού Δία, και σύμφωνα με την εύρεσή του σε
λατρευτικά σπήλαια του θεού και στην Ίδη και στη Δίκτη (Εικ. 13), καθώς και επειδή
αποτελεί το σύμβολο του Zeus Labraundos της Καρίας. Αυτός είναι μάλλον η ανατολική
εκδοχή της ίδιας θεότητας και άντλησε το όνομά του από τη λυδική ή καρική λέξη labrys
(labrys (λάβρυς)= πέλεκυς ή διπλός πέλεκυς). Επισημαίνει ότι ο κρητικός Λαβύρινθος έχει
θεωρηθεί ότι απλώς αντιπροσωπεύει μια διαλεκτική μορφή ενός ονόματος ανάλογου με
τον Labranda. Η λέξη «Λαβύρινθος» σημαίνει, επομένως, «Οίκος του Διπλού Πέλεκυ» και
το κτήριο στην Κνωσό θα πρέπει να λεγόταν έτσι, αφού το εν λόγω σύμβολο ανευρίσκεται
ως σημείο χαραγμένο σε πολλούς τοίχους του. Επιπλέον, ο συνδυασμός του με άλλα
ευρήματα στην Κνωσό, όπως τις εικόνες ταύρων, τα πολλά δωμάτια, τους μακρείς
διαδρόμους, επιβεβαιώνει την υπόθεση ότι εδώ βρισκόταν το γνήσιο μέρος του

406
Evans, 1900: 13, 42.
407
Evans, 1900, π.χ. 18, 31, 40, 41, 48.
408
Evans, 1900: 27.
409
Evans, 1900: 42, 45.

54
παραδοσιακού Λαβυρίνθου. Αυτός ο «Οίκος του Διπλού Πέλεκυ» ήταν αναμφίβολα ένα
ανάκτορο, που όμως με έναν ιδιαίτερο τρόπο ήταν αφιερωμένο σε μια κύρια θεότητα.410

Εικ. 12. Ενεπίγραφη πινακίδα σε Γραμμική γραφή (Evans, 1900: πίν. 2).

Ανάλογες προτάσεις γίνονται και σε άρθρο του το 1901 με τίτλο Mycenaean Tree and
Pillar Cult and its Mediterranean Relations, με ορισμένες μόνο προσθήκες: για
παράδειγμα, ότι το ανάκτορο ήταν συγχρόνως και ιερό ή ότι η σύνδεση του Labrandos ή
Labraundos της Καρίας στις ποίκιλες μορφές του με τον Λαβύρινθο έγινε για πρώτη φορά
από τον φιλόλογο M. Mayer. Σημειώνει επίσης ότι ανακτορικά χαρακτηριστικά όπως οι
μακρείς διάδρομοι και οι τοιχογραφίες των ταύρων ίσως έδωσαν τοπική χροιά σε
μυθολογικές σκηνές με τις οποίες συνδέθηκε το κτήριο.411 Η Κρήτη, η Κνωσός και το
ανάκτορο είναι πάντα «μυκηναϊκά», και η ανάλυση της μυκηναϊκής λατρείας στη
δημοσίευση αυτή περιλαμβάνει και την Κρήτη.412

Εικ. 13. Απεικονίσεις του διπλού πέλεκυ από τη δεύτερη προκαταρκτική έκθεση του Evans. H b. προέρχεται
από τη Δίκτη (Evans, 1901: εικ. 15).

410
Evans, 1900: 32, 33.
411
Evans, 1901 (a): 99, 108-110.
412
Evans, 1901 (a): 101, 104, 111, 192.

55
Στη δεύτερη ωστόσο έκθεση, οι όροι «μυκηναϊκός» και «μινωικός» εναλλάσσονται413
– το «μινωικός» κάνει για πρώτη φορά την εμφάνισή του, κατά τον Παπαδόπουλο,414 αν
και είχε χρησιμοποιηθεί και το 1900 σε πιο εκλαϊκευτικά του άρθρα, κατά τον
Καραδήμα.415 Στην έκθεση αυτή το «μινωικός» χρησιμοποιείται σε περίπου εννέα σελίδες,
κάποτε περισσότερες από μία φορές σε κάθε σελίδα,416 ενώ σε κάθε επόμενη ο αριθμός
αυξάνεται με ιδιαίτερα ανοδική πορεία.417 Επιπλέον, στην τρίτη έκθεση ο όρος
«μυκηναϊκός» μπαίνει τώρα συχνά σε εισαγωγικά, ενώ από την τέταρτη κυριαρχεί σχεδόν
πλήρως το επίθετο «μινωικός».418 Αναλόγως αλλάζει και η στάση του απέναντι στη
Μυκηναϊκή περίοδο της Κρήτης. Στη δεύτερη έκθεση, όπου εναλλάσσονται οι δύο όροι, ο
ίδιος αναφέρεται στη μυκηναϊκή Κνωσό, σε έναν Μυκηναίο βασιλέα, σε μια μυκηναϊκή
θεότητα αλλά και στο μινωικό ανάκτορο της Κνωσού, τη μινωική εξουσία της, σε
μινωικές αίθουσες και Μινωίτες αρχιτέκτονες.419 Κάποτε αυτό αιτιολογείται. Έτσι, ένα
αιγυπτιακό εύρημα στην Κνωσό τον οδηγεί –με βάση «αιγυπτιακές αναλύσεις»– περίπου
το 1800 π.Χ., στην «Προ-μυκηναϊκή περίοδο» του ανακτόρου, όταν ένας Μινωίτης
άρχοντας ήταν σε άμεσες σχέσεις με τον Υκσώς φαραώ στη γειτονική χώρα. Επίσης, η
στρωματογραφική μελέτη της κεραμικής δείχνει για έναν χώρο ότι τα ανώτερα επίπεδα
ήταν μυκηναϊκής χρονολογίας ενώ στα πιο χαμηλά βρέθηκαν όστρακα αγγείων της
περιόδου των «Καμαρών» – με τα περίτεχνα αγγεία της προ-μυκηναϊκής Κρήτης.420
Βασική στην έκθεση για το 1902 είναι η πρώτη χρήση του όρου «μινωικός» σε
χρονολογικές διαβαθμίσεις: ξεκινά ήδη με την αναφορά σε δείγματα Μεσομινωικής
κεραμικής.421 Αν και χρησιμοποιείται ακόμη ο όρος «μυκηναϊκός», όχι μόνο η κεραμική
και το ανάκτορο, αλλά και οι κάτοικοι, η τέχνη, η λατρεία, η Κρήτη, εν γένει η Κνωσός,
όλα χαρακτηρίζονται πολυάριθμες φορές «μινωικά» – και το κτήριο ενίοτε «Οίκος του
Μίνωα».422 Ενώ ο διπλός πέλεκυς αποτελεί τώρα το έμβλημα της θεότητας της μινωικής

413
Karadimas and Momigliano, 2004: 252.
414
Papadopoulos, 2005: 97.
415
Καραδήμας, 2011: 831, 832. Ο ίδιος παραθέτει αλλού αυτούσιες διατυπώσεις του Evans ήδη το 1900,
όπως «μινωική γραφή» και «μινωική τέχνη της Κρήτης» (Karadimas, 2009: 322).
416
Evans, 1901 (b): 22-24, 37, 46, 66, 70, 90, 100.
417
Στη δεύτερη απαντά σε περίπου εννέα από τις 120 σελίδες της, στην τρίτη 38/124, στην τέταρτη 70/153,
στην έκτη 17/26 (Evans, 1901 (b), Evans, 1902, Evans, 1903, Evans, 1905).
418
Evans, 1902, Evans, 1903.
419
Evans, 1901 (b): 15, 22, 24, 30, 46, 56, 90, 100.
420
Evans, 1901 (b): 5, 66.
421
Evans, 1902: 1. Η διατύπωση «Μεσομινωικός», αν όχι ο μοναδικός χρονολογικός προσδιορισμός, είναι
ωστόσο ο συνηθέστερος, νομίζω, που απαντά στο άρθρο – σε τουλάχιστον εφτά σελίδες του (Evans, 1902: 1,
51, 106, 118, 120-122). Η πρώτη έρευνα για τη μινωική κεραμική έγινε από τον Mackenzie το 1903 (Myres,
1941: 952) – όμως μάλλον το άρθρο αυτό είχε ήδη γραφτεί το 1902 (Hatzaki, 2005: 24). Άλλα πρώιμα
σχετικά άρθρα είχαν γραφτεί από τους Hogarth και F. Welch (1900-01) (στο Hood and Taylor, 1981: 7).
422
Evans, 1902: 18, 19, 22, 28, 30, 38, 45, 73, 92, 102, 103, 109.

56
Κνωσού! Μερικές από τις λίγες διακρίσεις του μινωικού από το μυκηναϊκό παρελθόν
αφορούν, για παράδειγμα, την «πρωτο-μυκηναϊκή (μεταβατική μινωική)» κεραμική ή την
προ-μυκηναϊκή λατρεία στον χώρο.423
Από την τέταρτη έκθεση οι αναφορές στο χρονολογικό σύστημα πληθαίνουν: το 1903
αναγνωρίζονται οι όροι «Πρώιμο-, Μέσο- και Ύστερομινωικός», και επιπλέον
υποδιαιρέσεις όπως «Μεσομινωικός Ι, ΙΙ και Υστερομινωικός Ι».424 Το επίθετο «μινωικός»
συνεχίζει να χρησιμοποιείται, για παράδειγμα για τον πολιτισμό και τη θεότητα της
Κρήτης και τους ηγεμόνες της Κνωσού,425 ενώ μάλλον διφορούμενη είναι η θέση του για
το μυκηναϊκό παρελθόν του ανακτόρου. Η μετάβαση από τη Γραμμική Α στη Β θεωρείται
να στοιχειοθετεί από μόνη της την υπόθεση μιας δυναστικής αλλαγής στην Κνωσό, όπου
δεν προκύπτει ωστόσο αρχαιολογικά φυλετική αλλαγή. Τα δύο γραφικά συστήματα
αποκλίνουν μεν σε κάποιο βαθμό, παρουσιάζουν όμως και αρκετές ομοιότητες που
δείχνουν ότι η γλώσσα ήταν ουσιαστικά η ίδια, και δεν υπήρξε εθνική διαφοροποίηση.
Αλλού κάνει λόγο για «παρηκμασμένη» Μυκηναϊκή περίοδο μερικής κατοίκησης στο
ανάκτορο.426
Όπως στην πρώτη έκθεση έτσι και στις επόμενες, οι αιγυπτιακές συγκρίσεις και
συσχετισμοί συνεχίζονται.427 Έτσι, το 1902 ο ανασκαφέας βρίσκει ομοιότητες σε μινωική
και αιγυπτιακή κεραμική ανάμεσα στις ενδείξεις για επαφές Αιγύπτου και Κρήτης: η
Κνωσός, υποστηρίζει, κατάφερε να φτάσει σε υψηλό επίπεδο πολιτισμού κατά την περίοδο
του Μέσου Βασιλείου στην Αίγυπτο.428 Συνεχίζονται, επίσης, οι παραλληλισμοί της
Κνωσού με άλλες κρητικές και αιγαιακές εγκαταστάσεις, όπως τα Γουρνιά, τη Φαιστό, τη
Φυλακωπή της Μήλου.429 Σημεία όπως ότι το ανάκτορο ήταν ο Οίκος του Διπλού Πέλεκυ
και το γνήσιο μέρος του «παραδοσιακού Λαβυρίνθου» επαναλαμβάνονται αναλλοίωτα.430
Το ίδιο και αρκετές βασικές αναφορές για τις κρητικές γραφές, όπως ότι η Γραμμική
χωρίζεται στις δύο κατηγορίες, την Α και τη Β, και η δεύτερη ανήκει σε μεταγενέστερη
περίοδο του ανακτόρου.431 Στη συζήτηση περιλαμβάνονται οι Κεφτιού,432 καθώς και η

423
Evans, 1902: 22, 28, 95.
424
Evans, 1903: 2-4, 6, 18, 19, 21, 23, 27, 49, 56, 62, 94, 96-98, 109, 112, 114, 116, 119, 120, 124, 138, 140.
425
Evans, 1903: 17, 38, 110.
426
Evans, 1903: 54, 106, 112. Στην έκθεση για το 1905 αναφέρεται ωστόσο στη (μυκηναϊκή) κατοίκηση
«κατά τη διάρκεια της πιο παρηκμασμένης περιόδου του Μινωικού πολιτισμού» (Evans, 1905: 5 (η
μετάφραση δική μου).
427
Βλ. ενδεικτικά Evans, 1901 (b): 13, 15, 43, Evans, 1902: 18, 36, 93, 119.
428
Evans, 1902: 93, 119.
429
Βλ. ενδεικτικά Evans, 1902: 105-106, Evans, 1903: 49, 108.
430
Evans, 1901 (b): 54, Evans, 1902: 103.
431
Evans, 1903: 52.
432
Evans, 1903: 128.

57
υπόθεση, το 1901, ότι ίσως υπήρχαν και δούλοι στην Κνωσό.433 Οι ανασκαφικές εκθέσεις
περιλαμβάνουν αρκετές εικόνες και αρχιτεκτονικά σχέδια.
Ως προς τη θρησκεία, ήδη το 1901 ζεύγη κεράτων ταύρου (Εικ. 14) χαρακτηρίζονται
«ιερά κέρατα» και θεωρούνται θεϊκό σύμβολο,434 ενώ πληθαίνουν στον χρόνο οι αναφορές
στον διπλό πέλεκυ που ενίοτε χαρακτηρίζεται ορατή προσωποποίηση θεότητας.435 Από το
1902 ενισχύονται οι θρησκευτικές προτάσεις – ως προς την αναμφίβολα σπουδαία λατρεία
του διπλού πέλεκυ, του κατεξοχήν λατρευτικού συμβόλου στο μινωικό ανάκτορο436 και ως
κύριο έμβλημα της ανδρικής θεότητάς του, μολονότι τον κρατούν και κάποιες γυναικείες
μορφές στην εικονογραφία (Εικ. 15).437

Εικ. 14. Ιερά κέρατα από τον αρχαιολογικό χώρο στην Κνωσό
(https://theancientwebgreece.wordpress.com/2017/05/28).

433
Evans, 1901 (b): 75.
434
Evans, 1901 (b): 29, 30.
435
Evans, 1901 (b): 52. Όπως προσθέτει, η άποψη αυτή είχε εκφραστεί ήδη νωρίτερα στο Mycenaean Tree
and Pillar Cult and its Mediterranean Relations (Evans, 1901 (b): 52).
436
Evans, 1902: 103. Βλ. και τη διατύπωσή του το 1903, για τη «μοναδική ιερότητα του διπλού πέλεκυ στη
μινωική Κρήτη» (Evans, 1903: 35 (η μετάφραση δική μου).
437
Evans, 1902: 66, 102.

58
Εικ. 15. Παράσταση θεάς που κρατάει διπλό πέλεκυ (Evans, 1902: εικ. 59).

Αναμφίβολα τον συνδέει με τον Δία στη νεότητά του, ενώ αναγνωρίζει ως κυρίαρχη θεά
τη μητέρα του τη Ρέα, όπως δείχνει στο παρακάτω απόσπασμα:
«Οι συνολικές ενδείξεις που παρέχονται από σφραγίδες, (…) και σφραγίσματα για τη
λατρεία ενός θεϊκού ζεύγους στη μινωική Κνωσό (…) κάνει πιθανό το ότι η λατρεία του
Κρητικού Δία ήταν συνδεδεμένη εδώ με εκείνην της Ρέας (…). Ο διπλός πέλεκυς, το κύριο
έμβλημα της ανδρικής θεότητας, ήταν επίσης συχνός στη θεά (…) και φαίνεται ότι από
τους δύο, η Ρέα ήταν εκείνη που πήρε το προβάδισμα στη μινωική λατρεία. Αυτό
συμβαδίζει αρκετά με την επιβίωση των κρητικών παραδόσεων για τη Ρέα και το βρέφος
Δία».438
Στη συνέχεια του συλλογισμού του, παραπέμπει στις απόψεις του στο Mycenaean Tree
and Pillar Cult and its Mediterranean Relations: «Είναι πιθανό ότι στη μυκηναϊκή
θρησκεία» [τη μινωική με μετέπειτα όρο του] «(…) κυριάρχησε η θηλυκή εκδοχή της
θεότητας (…). Η ανδρική θεότητα είναι πιο πιθανά (…) ο γιος ή νεαρός σύντροφός της»,
μια σχέση που μοιάζει, συνεχίζει, με εκείνην της Ρέας και του Δία.439
Στην τέταρτη έκθεση προστίθεται μια νέα πρόταση: η ύπαρξη ιερών, θρησκευτικών
συμβόλων και διπλών πελέκεων, θρησκευτικών θεμάτων σε σφραγίδες και τοιχογραφίες,
και άλλων ευρημάτων κάνει όλο και πιο πιθανή μια ιερατική πλευρά στους μινωικούς
ηγεμόνες της Κνωσού, ήταν δηλαδή ιερείς-βασιλείς, όπως και στην πρώιμη Ανατολία.440
Εξίσου σημαντική βλέπει και τη λατρεία μιας «Μητέρας-θεάς», ενώ αναφέρεται και σε μια
«θεά των όφεων»,441 που καθιερώνονται έκτοτε στα γραπτά του.442 Εξάλλου, στις εκθέσεις
περιγράφονται οι ετήσιες εργασίες και οι νέες ανακαλύψεις (βλ. παραπάνω) και οι

438
Evans, 1902: 102 (η μετάφραση δική μου).
439
Αυτόθι (η μετάφραση δική μου). Αλλού αναφέρει ότι «είναι πιθανό ότι η Κρητική Ρέα στην πρωιμότερη
εκδοχή της ήταν επίσης μια Κυρία των περιστεριών» (Evans, 1902: 30 (η μετάφραση δική μου). Για την
εναλλακτική διατύπωση «θεά των περιστεριών», βλ. π.χ. και Evans, 1905: 8.
440
Evans, 1903: 38, 67, 128.
441
Evans, 1903: 40, 44, 59, 62, 71, 75, 85.
442
Βλ. ενδεικτικά Evans, 1905: 8, 14.

59
προτάσεις διαμορφώνονται με βάση αυτές – έτσι προστίθεται τώρα (1903) στη συζήτηση η
θεά των όφεων (Εικ. 16). Προς υποστήριξη της Μητέρας-θεάς υπενθυμίζει την ύπαρξη και
μιας αιγυπτιακής ανάλογης, καθώς και ότι μερικές από τις παλαιότερες θρησκευτικές
παραδόσεις που επιβίωσαν στους ιστορικούς χρόνους ενέχουν τη λατρεία της Μητέρας-
θεάς Ρέας. Η θεά των όφεων είναι μάλλον μια χθόνια εκδοχή της λατρείας της, μια άλλη
υπόστασή της, αφού τα φίδια συνδέονται με τον χθόνιο χαρακτήρα της. Μια επιπλέον
αναφορά γίνεται στη θεά Δήμητρα, κόρη της Ρέας, που κατά τον Όμηρο συνδέεται πρώιμα
με την Κρήτη και με την ιδιότητα της Ερινύος ήταν και εκείνη μια θεά των όφεων.443

Εικ. 16. Η θεά των όφεων (Evans, 1903: εικ. 54).

Στις πρώιμες πεποιθήσεις του Evans εγγράφονται και οι απόψεις ότι ο Μίνως και ο
λαός του ήταν προ-Έλληνες και ότι ο θρόνος στην ομώνυμη Αίθουσα είναι ο παλαιότερος
στην Ευρώπη.444 Σύμφωνα με τον Myres, τις ανακαλύψεις του στην Κνωσό ο ίδιος
ανακοίνωνε κάθε χρόνο στο ευρύ κοινό μέσω επιστολών του στους Times του
Λονδίνου,445 ενώ υπήρξαν και σύντομα λήμματα στην Encyclopaedia Britannica.446 Κατά
τη Momigliano, σε αυτές τις δημοσιεύσεις του γίνεται εκτενής χρήση μυθολογικών
αναφορών –περισσότερη από ό,τι στα επιστημονικά άρθρα και τις προκαταρκτικές
εκθέσεις– για παράδειγμα, ένα άρθρο του στους Times στις 31/10/1900 είναι γεμάτο
μυθολογικές παραπομπές. Εκεί αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «βρέθηκε ο θρόνος που

443
Evans, 1903: 84-86.
444
Karadimas, 2009: 323, Καραδήμας, 2011: 832. Μολονότι, όπως προαναφέρθηκε, ο Evans πίστευε ότι
στην Κρήτη αναπτύχθηκε ο πρώτος Ευρωπαϊκός πολιτισμός, εντόπισα μεν μερικές φορές τον όρο
«ευρωπαϊκός» αλλά όχι κάτι πιο συστηματικό για τα παραπάνω στις ετήσιες εκθέσεις.
445
Myres, 1941: 952.
446
Momigliano, 2006: 74.

60
ανήκει (αν μπορεί να μας επιτραπεί τόση πολλή πίστη) στον Μίνωα», και ότι το μεγάλο
κτήριο στην Κνωσό ήταν ο Λαβύρινθος και η κατοικία του Μινώταυρου.447

6. Χρονολογικό πλαίσιο του Μινωικού πολιτισμού – Αιγαιακά γραφικά συστήματα


Σύμφωνα με τον Αλεξίου, το χρονολογικό σύστημα που πρότεινε ο Evans αποτελούσαν
τρεις κύριες περίοδοι, η Πρωτομινωική, η Μεσομινωική και η Υστερομινωική, καθεμία
από τις οποίες είχε τρεις διαιρέσεις, που με τη σειρά τους περιλάμβαναν και δύο ακόμη
μικρότερες.448 Τη Μεσομινωική, για παράδειγμα, αποτελούσαν οι ΜΜ ΙΑ και ΜΜ ΙΒ,
ΜΜ ΙΙΑ και ΜΜ ΙΙΒ και ΜΜ ΙΙΙΑ και ΜΜ ΙΙΙΒ.449 Το σχήμα αυτό το δημιούργησε με
τον Mackenzie,450 και το βάσισαν στις αλλαγές στην εξέλιξη της κεραμικής της
Κνωσού.451 Οι τρεις περίοδοι ήταν, συγχρόνως, σχεδόν αντίστοιχες με την τριμερή
διαίρεση της Εποχής του Χαλκού στην Αίγυπτο σε Αρχαίο, Μέσο και Νέο Βασίλειο.452
Αιγυπτιακά παράλληλα χρησιμοποιήθηκαν και για την απόλυτη χρονολόγηση. Ήδη το
1908 η Boyd Hawes και οι συνεργάτες της υιοθετούν τις απόλυτες χρονολογίες του Evans
τροποποιώντας τις μόνο λίγο για την ανασκαφή των Γουρνιών.453 Σύμφωνα με τον
Αλεξίου, μελετήθηκαν τα αιγυπτιακά ευρήματα στο νησί και αντιστρόφως τα κρητικά
αντικείμενα που βρέθηκαν στην Αίγυπτο, τα οποία θεωρήθηκαν σύγχρονα με τα
ανασκαφικά στρώματα εντός των οποίων βρέθηκαν.454
Πέρα από τις αναφορές στις εκθέσεις, η επίσημη παρουσίαση του χρονολογικού
συστήματος έγινε στο Διεθνές Συνέδριο της Αρχαιολογίας στην Αθήνα το 1905, μαζί με
άλλες ιδέες του Evans, όπως ότι «Μίνως» ήταν στην ουσία ένας τίτλος, καθώς και με την
πρόταση του όρου «μινωικός» για τον Κρητικό πολιτισμό.455 Όλα αυτά δημοσιεύτηκαν το
1906 στο Essai de classification des poques de la civilisation minoenne: r sum d'un
discours fait au ongr s d'arch ologie Ath nes, όπου δινόταν έμφαση στο χρονολογικό
456 457
σύστημα και καθιερώθηκαν έκτοτε.

447
Momigliano, 2006: 74-75 (η μετάφραση δική μου).
448
Αλεξίου, 1964: 9.
449
Treuil et al., 1996: 214.
450
Alexiou, 2004: 561, Cadogan, 2012: 94.
451
Hood, 1993: 23. Βλ. επίσης π.χ. Αλεξίου, 1964: 9 (και Alexiou, 2004: 561), Treuil et al., 1996: 214.
452
Dickinson, 2003: 26, Elezovic, 2016: 8. Βλ. και Cadogan, 2012: 95, όπου αναφέρεται και ότι οι εννέα
υποπερίοδοι του σχήματος (ΠΜ Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, ΜΜ Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, ΥΜ Ι, ΙΙ, ΙΙΙ) συσχετίστηκαν και με τον «Μίνωα
εννέωρον» της Οδύσσειας.
453
Boyd Hawes et al., 1908: 2.
454
Αλεξίου, 1964: 10.
455
Karadimas, 2009: 307, 311, 313, Καραδήμας, 2011: 832.
456
Evans, 1906.
457
Βασιλάκης, 2017 (β): 190.

61
Όπως σημειώνει ο Cadogan, το σχήμα των Evans και Mackenzie «γεννήθηκε από τον
αγώνα τους να διαχειριστούν επιστημονικά τον τεράστιο όγκο των δεδομένων –
στρωμάτων, κτηρίων, κινητών ευρημάτων και κεραμικής– που έρχονταν καθημερινά στο
φως»,458 και αυτό παραδέχεται, έμμεσα, ο Evans το 1906 όταν γράφει ότι η διαίρεση
αποσκοπεί να βάλει κάποια τάξη στη μακρά διαδοχή των Μινωικών περιόδων.459 Έτσι,
αμέσως πάνω από το νεολιθικό στρώμα στην Κνωσό ανιχνεύουν το πρώτο μινωικό
στρώμα –της ΠΜ Ι– και οι υποδιαιρέσεις συνεχίζονται έκτοτε με τον τρόπο που έχει ήδη
σημειωθεί. Περίοδοι και υποπερίοδοι προσδιορίζονται ανάλογα με την κεραμική, και
εκείνη άλλων προϊστορικών εγκαταστάσεων στην Κρήτη, ενώ συχνοί είναι και οι
αιγυπτιακοί συσχετισμοί. Έχει πλέον τη δυνατότητα να σκιαγραφήσει συνοπτικά κάποια
βασικά χαρακτηριστικά του Μινωικού πολιτισμού ενταγμένα σε μια χρονολογική
συνάφεια και ακολουθία. Ως προς τη γραφή, για παράδειγμα, η κρητική ιερογλυφική
ανιχνεύεται στην Κνωσό ήδη τη ΜΜ Ι περίοδο και συνεχίζεται ως την αρχή της ΜΜ ΙΙΙ
όταν εμφανίζεται η Γραμμική Α που την αντικαθιστά οριστικά στην ΥΜ Ι περίοδο – όπως
συνάγεται και από άλλες εγκαταστάσεις, όπως αυτές στην Αγία Τριάδα, τα Γουρνιά, το
Παλαίκαστρο. Στην ΥΜ ΙΙ στο ανάκτορο εμφανίζεται η Γραμμική Β και παραμένει ως την
ΥΜ ΙΙΙ. Άλλο παράδειγμα που χρησιμοποιεί είναι η «ζωή» του ανακτόρου, που
καταστρέφεται στο τέλος της ΜΜ ΙΙ και στη ΜΜ ΙΙΙ ανήκουν τα πρώτα στοιχεία του νέου
συγκροτήματος, η μεγάλη καταστροφή του οποίου επέρχεται την ΥΜ ΙΙ – όχι πριν από το
1500 π.Χ. Η ΥΜ ΙΙΙ ήταν, όπως αναφέρει, η εποχή της μεγαλύτερης διάδοσης του
λεγόμενου Μυκηναϊκού πολιτισμού, και προς το τέλος αυτής της περιόδου στο ανάκτορο
παρατηρεί μια μερική επανεγκατάσταση.460 Όπως σημειώνει αργότερα και ο Evans, μετά
το 1906 με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα που προέκυψαν έγιναν ορισμένες ελαφρές
τροποποιήσεις στο χρονολογικό σχήμα.461
Η ορολογία «ιερογλυφική γραφή» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Evans
εξαιτίας της εξωτερικής τους ομοιότητας με τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά,462 και ο ίδιος
προσπάθησε επίσης να ερμηνεύσει κάποια σημεία και λέξεις των γραφών: για παράδειγμα,
διάβασε τη λέξη «πώλος» (πουλάρι) σε εικονογράμματα κεφαλιών αλόγων στην πινακίδα
Ca 895 της Κνωσού, αν και αμέσως μετά απέρριψε αυτήν τη σκέψη.463 Επίσης, ταύτισε με
επιτυχία το ιδεόγραμμα της ελιάς στις αιγαιακές γραφές, αν και όχι εκείνο του κρασιού
458
Cadogan, 2012: 94.
459
Evans, 1906: 3.
460
Evans, 1906: 5-11.
461
Evans, 1921: vi.
462
Όουενς, 1996: 44, 47.
463
Καραδήμας, 2011: 834.

62
που παρερμήνευσε ως πιθανό εικονίδιο πλώρας πλοίου.464 Πολλά από τα βασικά σχετικά
συμπεράσματά του είχαν ήδη διατυπωθεί το 1909, όταν έγραψε τον πρώτο τόμο του
μνημειακού έργου Scripta Minoa.465 Ήδη τότε, είχε, για παράδειγμα, διακρίνει 135
ιερογλυφικά σημεία και είχε διαχωρίσει την εν λόγω γραφή σε Α και Β.466 Για τον
διάσημο Δίσκο της Φαιστού αναρωτήθηκε μήπως πρόκειται για έναν ύμνο στη Μητέρα-
θεά.467

7. Το Ανάκτορο του Μίνωα στην Κνωσό/The Palace of Minos at Knossos

- Τόμος Ι
Σύμφωνα με τον Κριτζά, εκτός από τα βιβλία Scripta Minoa και The Palace of Minos at
Knossos, η εργογραφία του Evans περιλαμβάνει άλλες 22 μονογραφίες και πολυάριθμα
και συνήθως πολυσέλιδα άρθρα.468 Με εξαίρεση τις «εκλαϊκευτικές» του εργασίες όπως
αυτές στους Times, πρόκειται για καθαρά επιστημονικές δημοσιεύσεις, για παράδειγμα
στα Journal of Hellenic Studies και Antiquaries Journal.469 Ωστόσο, μέσα από τη
μνημειακή δημοσίευσή του από το 1921 έως το 1935, The Palace of Minos at Knossos,
διατύπωσε αναλυτικά και διασφάλισε τις ερμηνευτικές του προτάσεις.470 Το έργο αριθμεί
τέσσερις τόμους, τους δύο διπλούς, και έναν τόμο ευρετηρίων που προστέθηκε από την
ετεροθαλή αδερφή του Joan Evans, σε στενή συνεργασία μαζί του, το 1936.471
Στο πολύτομο αυτό έργο δημοσιεύονται τα αποτελέσματα των εργασιών και των εν
γένει ερευνών του αλλά, όπως σημειώνει και στον υπότιτλο (A Comparative Account of
the Successive Stages of the Early Cretan Civilization as Illustrated by the Discoveries),
και μια συγκριτική περιγραφή των διαδοχικών σταδίων του πρώιμου Κρητικού
πολιτισμού, όπως αυτή τεκμηριώνεται από τις ανακαλύψεις της Κνωσού,472 στην
προσπάθεια να τεκμηριώσει και να παρουσιάσει την ιστορική ανασύνθεση του Μινωικού
πολιτισμού.473 Για αυτό αξιοποιεί τα αποτελέσματα και των επακόλουθων προτάσεων της

464
Kόπακα, 2005: 13.
465
Evans, 1909. Βλ. και Κριτζάς, 2011: 19.
466
Αλεξίου, 1964: 131, 132.
467
Evans, 1909: 272-293.
468
Κριτζάς, 2011: 20 – όπου δεν διευκρινίζεται αν αυτή η παρατήρηση αφορά μονάχα τις «μινωικές
δημοσιεύσεις» του Evans ή και άλλα παλαιότερα ερευνητικά ενδιαφέροντά του.
469
Hood and Taylor, 1981: 7. Βλ. και Hatzaki, 2005: 4.
470
Cadogan, 2012: 95.
471
Βαβουρανάκης, 2015: 144. Βλ. και Evans, 1921, Evans, 1928 (a), Evans, 1928 (b), Evans, 1930, Evans,
1935 (a), Evans, 1935 (b), Evans, 1936.
472
Βαβουρανάκης, 2015: 126, 144.
473
Αλεξίου, 1964: 153, Alexiou, 2004: 561.

63
ανασκαφής της Κνωσού, και εκείνα των ερευνών άλλων μελετητών474 για την Κρήτη, το
Αιγαίο, ακόμη και την Ανατολική και την Κεντρική Μεσόγειο.475 Πρόκειται για ένα
συνθετικό έργο476 που επάξια μπορεί να οριστεί ως μια εγκυκλοπαίδεια, με πάνω από
3.100 σελίδες, για τον Μινωικό πολιτισμό.477
Στον πρώτο τόμο του The Palace of Minos at Knossos ο Evans ασχολείται με τις
πρώιμες περιόδους της Κνωσού, από τη Νεολιθική εποχή ως τη Μεσομινωική περίοδο478
και συνιστά συγχρόνως μια εισαγωγή στο υπόλοιπο έργο.479 Ήδη στις πρώτες σελίδες,
αναφέρεται στην ανασκαφική εικόνα στις αρχές των ανασκαφών, τα παράλληλα στοιχεία
που έπρεπε να αξιοποιήσει για να την κατανοήσει, παρουσιάζεται δηλαδή ένα μέρος της
μεθοδολογίας του – που συνεχώς εμπλουτιζόταν και αποτέλεσε τον οδηγό για το πολύτομο
έργο. Συζητιέται, για παράδειγμα, γιατί ήταν αναγκαίο ένα χρονολογικό σύστημα, και
παρουσιάζονται κάποιες βασικές προτάσεις για τον Μινωικό πολιτισμό. Εξηγεί πώς η
ανασκαφή στην Κνωσό υπήρξε η είσοδος σε ένα τελείως ανεξερεύνητο κόσμο, και με μια
τεράστια ποσότητα νέων υλικών και δεδομένων που μόνο σταδιακά μπορούσαν να
διευκρινιστούν.480
Σύντομα έγινε φανερό ότι μπορούσαν να αξιοποιηθούν τα αποτελέσματα των
παράλληλων ανασκαφών που διενεργούνταν στην Κρήτη: η «μεμονωμένη ιστορία» της
Κνωσού έπρεπε να εγγραφεί και στον συνολικό Κρητικό πολιτισμό της εποχής της. Το
πρώτο βήμα για αυτόν τον στόχο ήταν η δημιουργία ενός συστήματος αρχαιολογικής
ταξινόμησης, το οποίο μετά το 1906 αντιμετωπίστηκε ευνοϊκά από τους συναδέλφους
του.481 Στόχοι στο έργο είναι να διορθωθούν κάποια λάθη των προκαταρκτικών εκθέσεων
και να παρουσιαστούν οι ανακαλύψεις της Κνωσού, μόνες τους αλλά και εγγεγραμμένες
σε μια συνεχόμενη ιστορία, δείχνοντας συγχρόνως τα χαρακτηριστικά των Μινωικών
περιόδων που έχει προτείνει. Τα αποτελέσματα στη Φαιστό, την Αγία Τριάδα, τα Γουρνιά,
το Παλαίκαστρο, τη Ζάκρο, αλλά και εκείνα στην Τύλισο, τα Μάλια, τη Μεσαρά, τον
Μόχλο παρέχουν πολύτιμες συγκρίσεις. Τους ανασκαφείς τους αναφέρει ονομαστικά και
τους ευχαριστεί.482

474
Αλεξίου, 1964: 153, Βαβουρανάκης, 2015: 144.
475
Βαβουρανάκης, 2015: 144. Βλ. και Χατζιδάκης, 1931: 27.
476
Κριτζάς, 2011: 20, Vavouranakis, 2013: 216.
477
Κριτζάς, 2011: 20.
478
Evans, 1921, π.χ. xii.
479
Βαβουρανάκης, 2015: 146.
480
Evans, 1921: v, vi.
481
Αυτόθι.
482
Evans, 1921: vii, viii, ix.

64
Ο ίδιος δεν παραλείπει να αναφερθεί και στον Μυκηναϊκό πολιτισμό της ηπειρωτικής
Ελλάδας, χωρίς τον οποίο η ιστορία των κνωσιακών και κρητικών αποκαλύψεων δεν θα
ήταν επαρκής, αφού αυτές φωτίζουν σε ένα μεγάλο βαθμό τα προγονικά στάδιά του. Για
παράδειγμα, οι κάθετοι λακκοειδείς τάφοι της ακρόπολης των Μυκηνών απέδωσαν,
ανάμεσα στα πρωιμότερα ευρήματά τους, περίτεχνα τέχνεργα που φαίνεται να είναι
κρητικής εισαγωγής. Ως προς τις σχέσεις της προϊστορικής Κρήτης με την Αίγυπτο,
ανακαλύπτονται συνεχώς πολλά νέα στοιχεία483 και εκφράζει τις ευχαριστίες του, και πάλι
ονομαστικά, σε ερευνητές όπως οι F. Griffith και Petrie για την πολύτιμη βοήθεια που
έλαβε σε αιγυπτιακά θέματα. Μια σημαντική διευκρίνησή του ως προς τη συμβολή
υποθέσεων άλλων ερευνητών είναι η ακόλουθη:
«Σε περιπτώσεις όπου τα ίδια συμπεράσματα ίσως έχουν διατυπωθεί από άλλους
ερευνητές πριν την εμφάνιση αυτών των σελίδων, μπορώ τουλάχιστον να ισχυριστώ ότι οι
δικές μου προσωπικές απόψεις, όπως εκφράζονται εδώ, έχουν προκύψει ανεξάρτητα μέσω
μιας συνεχόμενης εμπειρίας με τα αποτελέσματα των ανασκαφών και στην Κνωσσό και
στις άλλες κρητικές θέσεις. Ο συγγραφέας έχει επομένως κάποιο δικαίωμα να του
επιτραπεί να πει τα δικά του συμπεράσματα, όπως διαμορφώνονταν σταδιακά στο
πέρασμα των χρόνων και όπως προκύπτουν άμεσα από τα υλικά, χωρίς να ψάχνει να
ερευνά κάθε φορά εάν παρόμοιες απόψεις έχουν ήδη εκφραστεί σε χαρτί. Όπου
ενσυνείδητα είμαι υπόχρεος στις έρευνες ή τις ιδέες άλλων, όντως εκφράζω την
αναγνώριση και ευχαριστίες».484
Εκφράζει, επίσης, τις ιδιαίτερες ευχαριστίες του στον Mackenzie, ο οποίος του προσέφερε
συνεχή βοήθεια σε κάθε στάδιο του έργου του στην Κνωσό.485
Τον απασχολούν επίσης οι αποκαταστάσεις που επιχείρησε στην Κνωσό και πιστεύει
ότι, όπως θα φανεί μελλοντικά, αυτές έχουν δώσει σε μερικά από τα πιο σημαντικά
ευρήματα μια τελείως νέα αξία. Ενώ ως προς το χρονολογικό σύστημα, ο ίδιος γράφει ότι
για τη διάκριση των διαδοχικών Μινωικών περιόδων δεν έχει βασιστεί μόνο σε μια
μεμονωμένη κατηγορία ευρημάτων, όπως την κεραμική τυπολογία που είναι ωστόσο
άκρως απαραίτητη. Έχουν αντίθετα συνεκτιμηθεί, με μεγάλη προσπάθεια, και άλλα

483
Evans, 1921: x. Για τις δημοσιεύσεις του μετά το 1913, ο Χατζιδάκης γράφει ότι προσπαθούσε να
ανακαλύψει τις οδούς ή την κύρια οδό επικοινωνίας της Κνωσού και εν γένει της Κρήτης με την Αίγυπτο,
αφού οι έρευνές του όσο και άλλων αρχαιολόγων έδειχναν ότι υπήρχαν συχνές ειρηνικές επαφές και
εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δύο περιοχών. Έτσι στην παράκτια περιοχή του Κομμού, κοντά στο
Τυμπάκι της νότιας Μεσαράς, παρατήρησε έναν όρμο και τα υπολείμματα ενός μινωικού οικισμού που είδε
ως το λιμάνι όπου αποβιβάζονταν όσοι έρχονταν από την Αίγυπτο (Χατζιδάκης, 1931: 29, 30). Για τις
σύγχρονες ανασκαφές στη σπουδαία αυτή λιμενική εγκατάσταση, βλ. Shaw, 2006.
484
Evans, 1921: xi (η μετάφραση δική μου).
485
Evans, 1921: xi, xii.

65
τέχνεργα, κυρίως οι σφραγίδες που είναι ευρήματα ιδιαίτερης χρησιμότητας, αφού
αφθονούν στην προϊστορική Κρήτη και παράλληλα δείχνουν κυριολεκτικά μια συνοπτική
μορφή της ιστορίας των σπουδαιότερων τεχνών της εποχής τους. Πολύ χρήσιμα είναι,
επίσης, τα διαδοχικά στάδια στην ανάπτυξη της γραφής. Εδώ αναφέρει ότι η Γραμμική Α
συνδέεται με θρησκευτικούς σκοπούς, ενώ η Γραμμική Β με ένα είδος εσωτερικής
οικονομίας.486
Στον πρώτο τόμο ο Evans αναφέρεται, επίσης, συστηματικά σε θέματα θρησκείας –
στη σπουδαία μινωική θεά και σε εκδοχές της, όπως στη θεά των όφεων, και στις
πολυάριθμες και έντονες σχετικές ενδείξεις που διακρίνουν το ανάκτορο της Κνωσού.
Παρά τις διαφορετικές παραδόσεις που συνδέονται με το όνομα «Μίνως» στην ιστορία
και ιστοριογραφία, στον Όμηρο και στη Μυθολογία, ο ίδιος πιστεύει ότι πρέπει να του
αναγνωριστεί ένας θεϊκός τίτλος, όπως δείχνει και ο χαρακτηρισμός του ως γιου του Δία
και της Ευρώπης: ο τίτλος ίσως ήταν αντίστοιχος με του φαραώ, και θα ήταν συγχρόνως
ένας ιερέας-βασιλέας. Εξάλλου, το ανάκτορο της Κνωσού βρίθει θρησκευτικών
στοιχείων, όπως είναι η επίμονη εμφάνιση του διπλού πέλεκυ ως τεχνέργου, όσο και
στην τέχνη, που το αναδεικνύουν σε ένα ανάκτορο-ιερό και τον αληθινό Λαβύρινθο.
Αντί για τον όρο «μινωικός», τον οποίο πρότεινε για να γίνει ένθερμα δεκτός από τους
άλλους αρχαιολόγους για να προσδιορίσει συμβατικά τον πρώιμο εκείνο πολιτισμό της
Κρήτης, θα μπορούσε εναλλακτικά να χρησιμοποιηθεί ο όρος «κνωσιακός», που μοιάζει
ωστόσο πολύ τοπικός και περιορισμένος. Οι αιγυπτιακές επιρροές που βοηθούν τόσο
πολύ στις μινωικές χρονολογήσεις, ανιχνεύονται ήδη στις αρχές της Μινωικής εποχής,
ενώ, από την άλλη, ο Μινωικός πολιτισμός αρχίζει να επιδρά στην Αίγυπτο κατά τη
διάρκεια της 12ης και της 13ης Δυναστείας.487

- Τόμοι II-IV
Κατά τον Βαβουρανάκη, το πρώτο μέρος του δεύτερου τόμου αφορά σε σημαντικό
βαθμό τη θέση της Κνωσού στον κρητικό και μεσογειακό της περίγυρο. Συζητούνται, για
παράδειγμα, οι σχέσεις της Κρήτης με την Αίγυπτο και την υπόλοιπη Ανατολική
Μεσόγειο, γίνονται συσχετισμοί των κνωσιακών ευρημάτων με άλλα από κρητικές θέσεις
όπως τα Μάλια, και αναφορές στα λιμάνια της ανακτορικής πόλης και τη σημασία των

486
Evans, 1921: vii, ix, x.
487
Evans, 1921: 1-6, 10-14, 31, 291, 495, 500.

66
θαλάσσιων επαφών για την ισχύ της.488 Περιγράφονται κατάλοιπα του συγκροτήματος και
των γύρω κτισμάτων, για παράδειγμα τα νεολιθικά υπολείμματα, το Καραβάν-Σεράι, και η
Νοτιοδυτική Είσοδος του ανακτόρου, και μερικές εργασίες αναστήλωσης.489 Ως προς τις
αλληλεπιδράσεις με την Αίγυπτο, ο Evans ορίζει ακόμη και ένα «αιγυπτο-μινωικό»
διακοσμητικό ύφος, ενώ ανιχνεύει μια πρώιμη λατρεία του διπλού πέλεκυ στη γειτονική
χώρα, όπου είναι ξένο σύμβολο – αλλά όχι στη μινωική Κρήτη. Τη μινωική Μητέρα-θεά
συσχετίζει με την ανατολική ανάλογη. Ενώ η μινωική θρησκεία ενέχει πολλές ενδείξεις ότι
η κρητική κοινωνία ήταν σε μεγάλο βαθμό μητριαρχική.490
Άλλα κύρια θέματα είναι, κατά τον Βαβουρανάκη, αυτά των σεισμών που κατέστρεψαν
το παλαιό ανάκτορο, και της ανοικοδόμησης του νέου ανακτορικού συγκροτήματος αλλά
και της υπόλοιπης πόλης της Κνωσού.491 Τη μεγάλη καταστροφή στο τέλος της ΜΜ ΙΙ
ακολούθησε μια περίοδος ανοικοδόμησης και κατόπιν άλλη μια καταστροφή στη διάρκεια
της ΜΜ ΙΙΙΒ.492 Να κατανοήσει τα σεισμικά φαινόμενα που σημάδεψαν τη ζωή των
μινωικών ανακτόρων τον βοήθησε η προσωπική εμπειρία σεισμού που βίωσε το 1926 ενώ
βρισκόταν στην Κνωσό και παρατηρούσε με ψυχραιμία το φαινόμενο. Έλαβε επίσης
υπόψη τον σεισμό που είχε γίνει στην Κάντια το 1856 που προκάλεσε πάνω από 500
θανάτους, εκατοντάδες τραυματίες και χιλιάδες καταστροφές οικιών, όσο και τον επίσης
καταστροφικό σεισμό του 1508.493 Στο δεύτερο μέρος του τόμου II, μεγάλο μέρος
αφιερώνεται στις τοιχογραφίες και την τεχνοτροπική τους σύγκριση τόσο με τη
διακόσμηση στην κεραμική όσο και με αντίστοιχα ευρήματα της Αιγύπτου και της Εγγύς
Ανατολής. Ενώ εστιάζει στο ανάκτορο της Κνωσού και τις μεμονωμένες οικίες και τα
άλλα κτήρια γύρω του.494 Το σημαντικό γειτονικό συγκρότημα του Μικρού Ανακτόρου
χαρακτηρίζεται και ως ιερό: κατασκευάστηκε μετά τη ΜΜ ΙΙΙ καταστροφή του ανακτόρου
από σεισμό. Στο κλείσιμο αυτό της ΜΜ ΙΙΙ και στο ξεκίνημα της επόμενης YM περιόδου
τοποθετεί ο ίδιος την «αληθινή χρυσή εποχή» του νησιού.495

488
Βαβουρανάκης, 2015: 148. Ενδιαφέροντες είναι και οι συσχετισμοί με τους κυκλικούς τάφους της
Μεσαράς (Evans, 1928 (a): v).
489
Αυτόθι. Εδώ ξεκινάει με την πραγμάτευση της νεολιθικής Κνωσού (Evans, 1928 (a): 1-21). Για το
Καραβάν-Σεράι λέει ότι είναι αδύνατο να το προσδιορίσουμε διαφορετικά από «οικία-ξεκούρασης για
ταξιδιώτες» (Evans, 1928 (a): vi).
490
Evans, 1928 (a): vi, 28-29, 48, 277.
491
Βαβουρανάκης, 2015: 148.
492
Evans, 1928 (a): 286.
493
Evans, 1928 (a): 314-315. Βλ. και Alexiou, 2004: 562, όπου σημειώνεται ότι ο Evans χρησιμοποίησε τα
δεδομένα μιας εποχής για να κατανοήσει καλύτερα ανάλογα γεγονότα μιας άλλης.
494
Βαβουρανάκης, 2015: 150.
495
Evans, 1928 (b): 542-543, 571.

67
Στον τόμο III ο Evans επιστρέφει στο ανάκτορο, ιδιαίτερα στη Βόρεια και την
Ανατολική του Πτέρυγα, αλλά και τη Βόρεια Είσοδο, τα Βασιλικά Διαμερίσματα, το
Μεγάλο Κλιμακοστάσιο και την πιθανή διαρρύθμιση χώρων του εκεί άνω ορόφου.
Εκτενείς είναι και οι αναφορές στον τοιχογραφικό διάκοσμο και σε μινωικά ειδώλια.496
Διευκρινίζεται ως προς το Μέγαρο της Βασίλισσας ότι χρειάζεται μεγάλη επιφύλαξη στην
απόδοση ξεχωριστών διαμερισμάτων στα δύο φύλα.497
Το πρώτο μέρος του τόμου IV ασχολείται εκτενώς με θέματα θρησκείας και λατρείας,
όπως με τη μεγάλη Μητέρα-θεά, το σύμβολο του φιδιού και βωμούς. Άλλα κεφάλαια
αφορούν την κεραμική, την αρχιτεκτονική και την αποκατάσταση της Βόρειας Πτέρυγας,
τις ανασκαφές και τα ευρήματα της Δυτικής Αυλής και την Οικία του Αρχιερέα.498 Τέλος,
το δεύτερο μέρος του ίδιου τόμου εστιάζει κυρίως σε θέματα γραφής και πινακίδων της
Γραμμικής Β, σφραγίδων, τοιχογραφιών, ειδωλίων και λατρευτικών πρακτικών. Ως προς
το τέλος του Μινωικού πολιτισμού, κατά τον Βαβουρανάκη, ο Evans δεν αποδεχόταν
εύκολα την πιθανότητα της έστω και σχετικά βίαιης ενσωμάτωσης της Κνωσού και της
Κρήτης στην πολιτική σφαίρα της ηπειρωτικής Ελλάδας και των εκεί μυκηναϊκών
κέντρων. Αποδίδει την τελική καταστροφή του ανακτόρου σε σεισμό και αποκλείει την
εξωτερική στρατιωτική επέμβαση, και «αποδέχεται την ευρύτερη μυκηναϊκή κατίσχυση
στο Αιγαίο μόνο με την προϋπόθεση ότι τα κέντρα αυτά όφειλαν τη γένεσή τους στη
μινωική Κρήτη και κατά ένα μέρος αποτελούσαν μια ιδιαίτερη προέκτασή της,
γεωγραφική αλλά και ιστορική».499
Κατά τον Evans, η εισαγωγή της Γραμμικής Β αποτελεί το πιο εμφανές στοιχείο ότι
υπήρξε μια αλλαγή στη διοίκηση της Κνωσού, μάλλον σε μια νέα οικογένεια ιερέων-
βασιλέων. Η νέα γραφή φαίνεται να αντιπροσωπεύει σε γενικές γραμμές τη διατήρηση της
ίδιας περίπου γλώσσας, αφού ενέχει, για παράδειγμα, παρόμοια ονόματα με εκείνα που
ανιχνεύονται σε πινακίδες της Γραμμικής Α. Πρόκειται ωστόσο για μια νέα γραφή, ενώ
μια ακόμη ένδειξη διοικητικής αλλαγής είναι ο επιθετικός χαρακτήρας που διακρίνει τη
νέα ηγεσία. Οι εν λόγω ιερείς-βασιλείς, σημειώνει, στην πρώιμη περίοδο της κυριαρχίας
τους είχαν καταστροφικές επιπτώσεις στο νησί τους, όπως δείχνουν και άλλες μινωικές
εγκαταστάσεις: το απότομο τέλος του ανακτόρου της Φαιστού στην ΥΜ ΙΒ, και η
σύγχρονη καταστροφή του μικρού ανακτόρου της Αγίας Τριάδας, και τα κενά που
προκύπτουν στο ανάκτορο των Μαλίων, στα Γουρνιά και στην Τύλισο. Οι γενικευμένες

496
Βαβουρανάκης, 2015: 153.
497
Evans, 1930: 349.
498
Βαβουρανάκης, 2015: 157.
499
Βαβουρανάκης, 2015: 158.

68
καταστροφές επήλθαν από τις καταστροφικές δράσεις των νέων ιερέων-βασιλέων, σε
συνδυασμό με τις σεισμικές δονήσεις – ωστόσο οι δύο αυτοί παράγοντες θα απείχαν
μεταξύ τους τουλάχιστον κάποια έτη, όπως πιστεύει.500 Στην τελική ανακτορική φάση της
Κνωσού γίνονται καταρχήν κάποιες αποκαταστάσεις και τροποποιήσεις στη διάρκεια της
ΥΜ ΙΒ περιόδου, μάλλον όχι μετά από κάποια μερική ή γενική σεισμική καταστροφή,
αλλά πιθανόν με σκοπό την αυτοπροβολή της νέας Δυναστείας, που από τότε
χρησιμοποιούσε τον κνωσιακό θρόνο, καθώς η Αίθουσα του Θρόνου ανήκει σε εκείνη την
περίοδο. Η άνοδος του Μυκηναϊκού πολιτισμού συνδέεται, θεωρεί, με τη σταδιακή
κυριαρχία που αποκτούσαν οι ιερείς-βασιλείς της Κνωσού στην ηπειρωτική Ελλάδα.501
Στα άλλα γενικά χαρακτηριστικά του έργου που αξίζει να υπογραμμίσουμε είναι οι
επιλογές των ονοματοδοτήσεων του Evans. Κατά τον Αλεξίου, έδινε στους χώρους
εντυπωσιακούς τίτλους, που άλλοτε στηρίζονταν σε συγκεκριμένα και υπαρκτά στοιχεία
και άλλοτε όχι, για παράδειγμα ο Διάδρομος της Πομπής, η Οικία του Αρχιερέως ή τα
Μέγαρα του Βασιλέα και της Βασίλισσας.502 Στους τολμηρούς χαρακτηρισμούς θα πρέπει
να προστεθούν το Piano Nobile,503 και το Καραβάν Σεράι, και, στην τέχνη η «Παριζιάνα»
(Εικ. 17).504 Κάποτε υιοθετούσε ονομασίες που έδιναν αυθόρμητα οι κρητικοί εργάτες στις
ανακαλύψεις, όπως είναι οι «Κασέλες», οι «Κουλούρες», ο «Βασιλικός Δρόμος».505

Εικ. 17. Η Παριζιάνα (Farnoux, 2003: εικ. 11).

500
Evans, 1935 (b): 884, 888.
501
Evans, 1935 (b): 879, 887-889.
502
Alexiou, 2004: 561.
503
Vavouranakis, 2013: 223.
504
Rehak and Younger, 1998: 156.
505
Alexiou, 2004: 561, 562. Οι «Κουλούρες» παραπέμπουν στους τρεις μεγάλους κτιστούς
παλαιοανακτορικούς κυκλικούς λάκκους στη Δυτική Αυλή που ερμήνευσε ως αποθέτες κεραμικής
(Βασιλάκης, 2015: 43).

69
Ένα ορθογώνιο κτήριο που ερμηνεύτηκε από τον Evans ως Ναός της Ρέας των
ιστορικών χρόνων506 δείχνει ότι λάμβανε υπόψη του και ιστορικές πηγές, καθώς σύμφωνα
με τον I.F. Sanders προϋπάρχει η αναφορά του Διόδωρου Σικελιώτη (80-20 π.Χ.) για ένα
τέτοιο ιερό στην Κνωσό.507 Επίσης, η Momigliano συμφωνεί με αρκετούς άλλους
ερευνητές όταν κάνει λόγο για «άφθονη χρήση της ελληνικής Μυθολογίας» στο The
Palace of Minos at Knossos.508
Ο Evans στηρίζεται όμως, κυρίως, σε ανασκαφικά δεδομένα από την Κνωσό, την
Κρήτη, το Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Την προσέγγισή του συνδυάζει με μια κάποια
ευρύτερη ανθρωπολογική έρευνα, για την οποία προστρέχει και σε περιηγητικές
μαρτυρίες.509 Δεν αναφέρεται, ωστόσο, στην ιστορία του όρου «μινωικός» (βλ. Εισαγωγή),
ενώ σε άρθρο του 1931 σημειώνει ότι αυτός δεν είχε επινοηθεί πριν από το ξεκίνημα των
ανασκαφών του.510 Χαρακτηριστική στο The Palace of Minos at Knossos είναι η πλούσια
εικονογράφησή του, με λίγο περισσότερες από 2.400 εικόνες.511 Όπως είναι φυσικό,
κάποιες απεικονίζουν μνημεία και θέσεις εκτός Κνωσού, συχνά επαναδημοσιευμένες
εικόνες από άλλες μελέτες, στην πλειονότητά τους, ωστόσο, πρωτότυπες. Σταθερή είναι
και η παρουσία αρχιτεκτονικών σχεδίων, κυρίως κατόψεων, που έγιναν από τους
διαφορετικούς συνεργάτες του, αρχιτέκτονες και σχεδιαστές: με εξαίρεση τον διπλό τόμο
IV, αυτά φτάνουν το 10% του συνόλου των εικόνων κάθε τόμου – στον IV το ποσοστό
αγγίζει περίπου το 6,5% στο πρώτο μέρος και το 3% στο δεύτερο, αφού η ενότητα
περιλαμβάνει περιορισμένα αρχιτεκτονικά θέματα.512

506
Sporn, 2002: 124, Βασιλάκης, 2015: 51.
507
Sanders, 1982: 153. Το κτήριο αυτό απέδωσε αγγεία και νομίσματα της Κλασικής και της Ελληνιστικής
εποχής, και ερμηνεύτηκε αρχικά από τον Evans ως μυκηναϊκό μέγαρο (Βασιλάκης, 2015: 51, 52).
508
Momigliano, 2006: 75. Αντί για χρήση, εδώ αντιπροτείνεται η λέξη «αξιοποίηση» των μυθολογικών
αφηγήσεων αφού τις αναδεικνύει για να φτάσει στα δικά του συμπεράσματα, και ενίοτε τις αποδέχεται.
509
Αν και πολύ επιλεκτικά και περιορισμένα (Κόπακα, 2004: 497).
510
Evans, 1931: 3.
511
Κριτζάς, 2011: 20.
512
Βαβουρανάκης, 2015: 146, 148, 150, 151, 153, 157-163.

70
ΙΙΙ. Αναζητώντας τη συμβολή του Evans

1. Επιδράσεις στο έργο του


Σύμφωνα με τον Καραδήμα, αρκετές ερμηνείες του Evans οφείλουν πολλά σε
προηγούμενη έρευνα και σε κάποιο βαθμό είναι λιγότερο νέες ή γνήσιες από ό,τι συνήθως
πιστεύεται:513 για παράδειγμα η γνώμη ότι το όνομα Μίνως αντιπροσώπευε βασιλικό τίτλο
και έναν ιερέα-βασιλέα, οι απόψεις για την πολιτισμική υπεροχή της Κρήτης, όπου ζούσε
μια μη-ελληνική φυλή, και για τη λεγόμενη θαλασσοκρατία του Μίνωα είχαν διατυπωθεί
από περισσότερους μελετητές, αιώνες πριν τις ανασκαφές της Κνωσού. Στο σύνολό τους
οι υποθέσεις αυτές αναγνωρίζονται στο έργο του Hoeck, που είναι επομένως εύλογο να
υποθέσουμε ότι άσκησε κάποια ιδιαίτερη επίδραση στους συλλογισμούς του Evans. Έτσι,
η χρήση –αν και όχι η επινόηση– του «μινωικός» (minoisch) από τον Hoeck, όσο και οι
ιδέες του για μια Προμινωική και Μινωική περίοδο μοιάζουν παράξενες «συμπτώσεις»,
ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, ο Hoeck δεν προτείνει τις ίδιες ακριβώς περιόδους ούτε
και τις ίδιες χρονολογίες. Οικεία μοιάζει και η άποψη του Hoeck ότι οι ελληνικοί μύθοι
εμπεριείχαν πυρήνες ιστορικής αλήθειας. Ο Evans, όπως αναφέρει η Momigliano,
χρησιμοποιεί διαφορετικά τους μύθους και τις αρχαίες πηγές ανάλογα με το κοινό στο
οποίο απευθύνεται, σε επιστημονικές δημοσιεύσεις ή κείμενα για το ευρύ κοινό.514 Στις
πρώτες η χρήση τους τον εντάσσει στο αρχαιογνωστικό παράδειγμα της Αρχαιολογίας που
επικρατούσε στην εποχή του.
Ο όρος «μινωικός» ανιχνεύεται επίσης το 1883 στο Die Anfänge der Kunst in
Griechenland του Milchhoefer που προτρέπει να αναζητηθούν στην Κρήτη οι καταβολές
του Μυκηναϊκού πολιτισμού, και ο Myres σημειώνει το 1941 ότι το βιβλίο αυτό είχε ίσως
ασκήσει σημαντική επίδραση στον Evans.515 Έμμεσα μπορεί να επηρεάστηκε και προς την
κατεύθυνση του όρου «μινωικός» και από την πεποίθηση του πρώτου ανασκαφέα της
Κνωσού ότι έφερε στο φως το «ανάκτορο του Μίνωα» – αν και ο Καλοκαιρινός
χρησιμοποιούσε τον όρο «μυκηναϊκός». Κατά τα άλλα, δεν παρατηρείται, νομίζω,
ιδιαίτερη επίδραση του Καλοκαιρινού στον Evans, ούτε το αντίστροφο, για τους λόγους
που έχουν ήδη συζητηθεί.
Το κεφάλαιο της αρχιτεκτονικής της Τίρυνθας από τον αρχιτέκτονα και αρχαιολόγο
Dörpfeld, με τις πολύ λεπτομερείς και ικανοποιητικές περιγραφές που διαχώριζαν πλήρως

513
Karadimas, 2009: 3.
514
Momigliano, 2006: 74.
515
Στο Karadimas and Momigliano, 2004: 244. Ήδη το 1893 ο Evans είχε αναζητήσει ένα αντίγραφο του
βιβλίου αυτού (Brown, 2001: xxii).

71
τα δεδομένα από την ερμηνεία τους, θα επέδρασε στον Evans, που δεν μπορεί βέβαια να
τον φτάσει. Ωστόσο, κατά τον Βαβουρανάκη, όπως στη δημοσίευση της Τίρυνθας, έτσι
και στο The Palace of Minos at Knossos η κάτοψη αποτελεί τον κυριότερο τρόπο
μετάδοσης της αρχιτεκτονικής πληροφορίας. Στις αρχές του 20ού αι., όταν έγιναν τα
περισσότερα σχέδια της Κνωσού, η αξία της κάτοψης δεν ήταν αυτονόητη και ο Dörpfeld
ήταν εκείνος που την εισήγαγε, και οι επισκέψεις του στην Κρήτη κατά τη διάρκεια της
ανασκαφής στην Κνωσό θα πρέπει να είχαν επηρεάσει τoν Evans, παρότι στο πολύτομο
έργο του, εκείνος δεν αποφεύγει την ερμηνεία στα αρχιτεκτονικά του σχέδια.516

2. Προσλήψεις του έργου – Επιρροές στην αρχαιολογική έρευνα

Με την πρώτη κιόλας προκαταρκτική έκθεση του Evans, η νέα ανασκαφή του αρχίζει
να γίνεται διεθνώς γνωστή και, χάρη σε εκείνον, ήδη στις αρχές του 20ού αι. είχε
αναγνωριστεί το πρώιμο εκείνο παρελθόν του νησιού και το μεγάλο του κέντρο, η
Κνωσός.517 Από το 1900, ευρήματα και από τη Φαιστό, το Παλαίκαστρο, τα Γουρνιά
επισκίασαν τελείως όλες τις μέχρι τότε αιγαιακές ανακαλύψεις – ωστόσο η ανασκαφή του
Evans υπήρξε η πιο θεαματική, και με τη μεγαλύτερη δημοσιότητα.518 Οι ανακαλύψεις του
αντιμετωπίστηκαν από τον κόσμο ως πρωτοφανείς με αποτέλεσμα να διεγείρουν σε
μεγάλο βαθμό το ενδιαφέρον ερευνητών, αρχαιολόγων και γενικώς πνευματικών
ανθρώπων.519 Τουλάχιστον μέχρι το 1908, όταν έγινε η τελική δημοσίευση της
διερεύνησης των Γουρνιών, οι κνωσιακές ανακαλύψεις έχουν συναρπάσει διεθνώς.520
Ο Evans συνδέεται άρρηκτα με τη φήμη αυτή,521 το κύρος του εδραιώνεται και οι
τιμητικές διακρίσεις διαδέχονται η μια την άλλη.522 Φτάνει έτσι να ασκεί σημαντική
επίδραση στην Κρητική αρχαιολογία: η Η. Boyd Hawes και οι συνεργάτες της σημειώνουν
ότι από το συνολικό υλικό που έχει συγκεντρωθεί από όλες τις προϊστορικές ανασκαφές
από το 1900 έως το 1908 «μια επιβλητική δομή της προϊστορικής γνώσης έχει χτιστεί
κυρίως από τις εργασίες του Evans».523 Τουλάχιστον από το 1904, ο ίδιος και ο Μινωικός
πολιτισμός αρχίζουν να κυριαρχούν και στην αιγαιακή Προϊστορία.524 Για τις σπουδαίες

516
Βαβουρανάκης, 2015: 126, 161, 163, 164.
517
Κόπακα, 1989-1990: 13, Κόπακα, 2004: 497.
518
Dickinson, 2003: 26.
519
Χατζιδάκης, 1931: 24.
520
Boyd Hawes et al., 1908: v.
521
Κόπακα, 2016: 31.
522
Κριτζάς, 2011: 18, 19.
523
Boyd Hawes et al., 1908: 2 (η μετάφραση δική μου).
524
Τζαχίλη, 2006: 103.

72
του υπηρεσίες του αποδόθηκε το 1911 στην πατρίδα του ο τίτλος του «Sir».525 Ο
αλαβάστρινος θρόνος της Κνωσού απόκτησε τέτοια δημοσιότητα ώστε το 1913
χρησίμευσε ως πρότυπο για εκείνον που τοποθετήθηκε ως έδρα του προέδρου του
Διεθνούς δικαστηρίου στη Χάγη.526 Ενώ το 1935 ο Δήμος Ηρακλείου έστησε προς τιμήν
του τη χάλκινη προτομή που στέκει έκτοτε στην είσοδο της Δυτικής Αυλής και του
ανακτόρου.527 Ο Αλεξίου έγραφε το 1964 ότι ο Evans έχει τιμηθεί όσο λίγοι
επιστήμονες.528
Ο Evans δεν παύει, στο πέρασμα των χρόνων, να θέτει, με τις δημοσιεύσεις του, στο
επίκεντρο της έρευνας τόσο τη μινωική Κνωσό όσο και την Κρήτη, αλλά και μέσω άλλων
ενεργειών του. Ακόμη και δύο χρόνια πριν από τον θάνατό του, στα 88 του χρόνια (1939),
ο Evans συνεχίζει απτόητος τις δράσεις του για την Κνωσό: διαμορφώνει μια νέα μινωική
αίθουσα στο Ashmolean με πρωτότυπα αλλά και αντίγραφα των κρητικών του ευρημάτων.
Παρέμεινε η κυρίαρχη μορφή της Κρητικής αρχαιολογίας για τουλάχιστον 50 χρόνια.529
Οι δημοσιεύσεις του συνεχίζουν να επηρεάζουν πολύ σημαντικά τη μινωική έρευνα, της
οποίας αποτελούν τον θεμέλιο λίθο.530
Τη σχεδόν ολοκληρωτική κυριαρχία του στη μινωική έρευνα μέχρι τουλάχιστον τη
δεκαετία του 1950531 υπογραμμίζουν μερικά παραδείγματα. Τα πρώτα κιόλας χρόνια του
20ού αι., πλήθος ερευνητών χρησιμοποιούσαν τον όρο «μινωικός» (minoan), και είχαν
υιοθετήσει αρκετές ερμηνείες του,532 ενώ η επιρροή του στο κεφάλαιο της μινωικής
θρησκείας ήταν ήδη τεράστια.533 Κατά την Ί. Τζαχίλη, από την αρχή των ανασκαφών του
το ανάκτορο της Κνωσού επηρέαζε τον τρόπο αντιμετώπισης μικρών αιγαιακών
εγκαταστάσεων όπως εκείνης της Θήρας, αφού αντί για μεμονωμένα μικρά κτίσματα
«χαμένα σε άγνωστο παρελθόν» αποκτούσαν πλέον ένα μέτρο σύγκρισης.534 Μπορούμε να
υποθέσουμε με ασφάλεια ότι το ίδιο θα ίσχυε και για τους κρητικούς οικισμούς που
ανασκάπτονταν παράλληλα με την Κνωσό. Όπως σημειώνει ο R. Treuil, οι αρχαιολόγοι
της εποχής έβρισκαν ουσιαστικά στον Evans μια απάντηση στην αμηχανία που τους

525
Κριτζάς, 2011: 20.
526
Χατζιδάκης, 1931: 25.
527
Βασιλάκης, 2015: 42, 43.
528
Αλεξίου, 1964: 153.
529
Κριτζάς, 2011: 21, 22.
530
Βαβουρανάκης, 2015: 144.
531
Vavouranakis, 2013: 226.
532
Βλ. χαρακτηριστικά στα Karadimas, 2009: 323-325, Καραδήμας, 2011: 832-833.
533
Rehak and Younger, 1998: 141.
534
Τζαχίλη, 2006: 101.

73
προκαλούσε αυτός ο νέος πολιτισμός,535 και οι υπόλοιπες ανακαλύψεις στην Κρήτη τον
δικαίωναν. Σταδιακά, μινωικές πόλεις, όπως το Παλαίκαστρο, η Φαιστός, η Αγία Τριάδα,
η Τύλισος παρουσίαζαν το ίδιο ιδιαίτερο πολιτιστικό πρότυπο με την Κνωσό, δηλαδή
είχαν καταστραφεί τρεις φορές και πάνω στα ερείπια των κατεστραμμένων
συγκροτημάτων τους κτίζονταν κατόπιν τα καινούργια.536
Το χρονολογικό σύστημα του Evans έγινε αποδεκτό, κατά τον O. Dickinson, αμέσως
μετά τη δημοσιοποίησή του.537 Η Boyd Hawes και οι συνεργάτες της θα σημειώσουν όμως
το 1908 ότι «πολλοί μελετητές που ήταν αρχικά απρόθυμοι να υιοθετήσουν το νέο
χρονολογικό σχήμα που προτάθηκε από τον Evans, το χρησιμοποιούν τώρα σταθερά».538
Στη δημοσίευση των Γουρνιών οι ίδιοι χρησιμοποιούν, πράγματι, το πλαίσιο αυτό, του
οποίου τροποποίησαν ελαφρώς τις απόλυτες χρονολογίες, όπως έχει προαναφερθεί.539
Επιπλέον, παραπέμπουν συχνά σε απόψεις του Evans,540 π.χ. ως προς μια αρκετά στενή
σχέση μεταξύ Γραμμικής Α και Β, τις έντονες αιγυπτιακές επιρροές στην Κρήτη, την
αποκλειστική χρήση του όρου «μινωικός», την αναφορά στον όρο «ευρωπαϊκός».541
Υποστηρίζουν, επίσης, ότι στην Κρήτη αναπτύχθηκε ένας παλαιότερος και σπουδαιότερος
πολιτισμός από εκείνον της ηπειρωτικής Ελλάδας· ότι «λίγοι αμφιβάλλουν τώρα ότι στην
Κνωσό διοικούσε ένας ισχυρός βασιλέας με κυριαρχία στη θάλασσα. Λίγοι θα αρνιόνταν
ότι ήταν τιμημένος τόσο πολύ τουλάχιστον όσο οι θεοποιημένοι Ρωμαίοι
αυτοκράτορες»·542 ότι στο ανάκτορο της Κνωσού εντοπίζεται ο «γνήσιος Λαβύρινθος»·
και ότι στη μινωική Κρήτη το γυναικείο φύλο είχε διαπρεπή θέση, ενώ υπήρχε μια
Μεγάλη θεά με ποικίλες υποστάσεις, και αποδιδόταν μια πρώιμη ιερότητα των δέντρων.543
Στο έργο τους ακολουθείται το αρχαιογνωστικό πρότυπο που επικρατεί στην εποχή τους
στην Αρχαιολογία.544

3. Αποτίμηση και κριτική


Από τη δεκαετία του 1920 επικράτησε αποκλειστικά η σκέψη του Evans για τη μινωική
Κρήτη, σημειώνει ο Treuil, και αρχαιολόγοι και ιστορικοί, πεισμένοι ότι είχε δίκιο για
535
Treuil, 2003: 34.
536
Χατζιδάκης, 1931: 34.
537
Dickinson, 2003: 26.
538
Boyd Hawes et al., 1908: 2 (η μετάφραση δική μου).
539
Boyd Hawes et al., 1908: Αυτόθι, όπου και οι ελαφρώς τροποποιημένες χρονολογίες για τα Γουρνιά.
540
Boyd Hawes et al., 1908, ενδεικτικά: v, 1-4, 7, 9-14, 20, 47, 48, 51-55.
541
Boyd Hawes et al., 1908, ενδεικτικά: v, 7, 9, 12, 51. Για τον δεύτερο, βλ. για παράδειγμα σελ. 12, όπου
γίνεται λόγος για ξίφη με αναλογίες με ξίφη «ευρωπαϊκών τύπων».
542
Boyd Hawes et al., 1908: v, 1 (η μετάφραση δική μου).
543
Boyd Hawes et al., 1908: 1, 9, 13, 51.
544
Βλ. π.χ. πολλά σχετικά σημεία στις σελ. 1-13, για μια προσαρμογή των αρχαιολογικών ανακαλύψεων σε
ένα αρχαιογνωστικό υπόβαθρο.

74
όλα, επαναλάμβαναν τα ίδια σχήματα.545 Όπως θα φανεί στη συνέχεια, αυτό δεν ισχύει,
παρότι αντανακλά την έντονη επιρροή που όντως ασκούσε ο ανασκαφέας της Κνωσού. Να
αναφερθεί το παράδειγμα του πρώτου τόμου της τελικής δημοσίευσης της Φαιστού (1935)
όπου, κατά τον Βαβουρανάκη, ο Pernier προσπαθούσε να κρατήσει κάποιες αποστάσεις
από την ερμηνευτική ροπή του Evans για τη μινωική Κρήτη. Ο ίδιος ήταν, μεταξύ άλλων,
υπέρμαχος του αυστηρού διαχωρισμού των δεδομένων από την ερμηνεία τους και
προσπαθούσε να αποφύγει τη μεικτή προσέγγιση. Ακολουθεί, ωστόσο, σε πολλά τον
Evans – κυρίως, το χρονολογικό του σύστημα.546 Από την άλλη, αργότερα, οι πρώτοι
Γάλλοι ανασκαφείς των Μαλίων είδαν την εγκατάσταση υπό αρχαιογνωστικό πρίσμα που
συνδύαζε και το «όραμα» του Evans για τη μινωική Κρήτη. Όπως και να έχει, είναι
πάντως βέβαιο ότι οι απόψεις του Βρετανού αρχαιολόγου δεν βρήκαν εξ ολοκλήρου
πιστούς μιμητές, και το πολύτομο έργο του παρέμεινε μοναδικό ως προς τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά του.547
Διαφοροποιημένες απόψεις για τη μινωική Κρήτη μέχρι τη δεκαετία του 1950, αλλά
και λίγο αργότερα, υποστηρίχθηκαν από το «μέτωπο» της ηπειρωτικής Ελλάδας αλλά και
από το αιγαιακό νησί της Θήρας. Τις δεκαετίες του 1920 και 1930, όπως γράφει η
Τζαχίλη, «οικοδομείται το δίπολο Κρήτη ή Μυκήνες με αντικείμενο τη σχετική
ανεξαρτησία ή την όσμωση των δύο πολιτισμών ή, με άλλη διατύπωση, τα πρωτεία του
ενός έναντι του άλλου».548 Το χρονολογικό σύστημα του Evans, που υπήρξε ουσιαστικά
το πρότυπο για όλες τις περαιτέρω αιγαιακές ταξινομήσεις, επηρέασε τους C. Blegen και
A. Wace, στην αρχή της δεκαετίας του 1920, ώστε να αναπτύξουν ένα «ελλαδικό»,
σχεδιασμένο σε αντιστοιχία με το μινωικό, που άρχισε να χρησιμοποιείται σε
ικανοποιητικό βαθμό – μολονότι ο Evans και όσοι τον ακολουθούσαν συνέχιζαν να
χαρακτηρίζουν υστερομινωικό όλο το υλικό της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στο
Αιγαίο.549 Τη δεκαετία του 1930, ο Σ. Μαρινάτος εγκαινίαζε την υπόθεση της
καταστροφής του Μινωικού πολιτισμού από την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, ήδη
35 περίπου χρόνια πριν να ξεκινήσει τις ανασκαφές του στο ίδιο το Ακρωτήρι.550

545
Treuil, 2003: 34.
546
Βαβουρανάκης, 2015: 217, 219, 221.
547
Βαβουρανάκης, 2015: 201, 202, 253.
548
Τζαχίλη, 2006: 105.
549
Dickinson, 2003: 26, 28, 29. Σύμφωνα με τον Hood, οι Blegen και Wace προσάρμοσαν το σύστημά τους
στον υπόλοιπο αιγαιακό χώρο της Εποχής του Χαλκού, εκτός την Κρήτη, χαρακτηρίζοντάς το «ελλαδικό»
για τον ηπειρωτικό και «κυκλαδικό» για τον νησιωτικό χώρο (Hood, 1993: 23).
550
Cadogan, 2012: 95, 96, όπου για την εν λόγω πρόταση γίνεται παραπομπή σε δημοσιεύσεις του
Μαρινάτου κατά τα έτη 1932, 1933, 1939 (π.χ. Marinatos, S., 1939. The volcanic destruction of Minoan
Crete, Antiquity 13, 425-39 - Cadogan, 2012: 95).

75
Σημαντική για την «παράλληλη έρευνα» υπήρξε και η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής
Β, το 1952 από τον Μ. Ventris και η διαπίστωσή του ότι αυτή απέδιδε μια «μυκηναϊκή-
ελληνική».551 Σύμφωνα με τον Cadogan, από το κνωσιακό αρχείο φαινόταν να
επιβεβαιώνονται και να εξηγούνται, έτσι, υποθέσεις του Wace, τουλάχιστον από το 1956,
αλλά και κάποιων άλλων ερευνητών, σχετικά με τον προσδιορισμό ενός ηπειρωτικού
χαρακτήρα του πολιτισμού στην Κνωσό εκείνη την εποχή.552
Ως προς τη λεγόμενη «αμφισβήτηση της δεκαετίας του 1960», μόλις λίγα χρόνια μετά
τα μέσα του 20ού αι. ξεκίνησε μια αρκετά έντονη ερευνητική συζήτηση με θέμα την
αντίρρηση για τη χρονολογία του Evans για την τελική καταστροφή του ανακτόρου της
Κνωσού.553 Αυτή ξεκίνησε με τον Blegen το 1958,554 και ενισχύθηκε από τη δεκαετία του
1960,555 με τη συμμετοχή και του L.R. Palmer,556 που υποστήριζε ότι η καταστροφή δεν
έγινε γύρω στο 1400 (Evans) αλλά στο 1200 π.Χ.557 Η πρότασή του επηρέαζε σημαντικά
από το 1965, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ο M.R. Popham –ένας Βρετανός
αρχαιολόγος που εργάστηκε στην Κνωσό– αντιπρότεινε το 1375 περ. π.Χ., άποψη που
έγινε αποδεκτή από τους περισσότερους και φαινόταν ότι θα έδινε τέλος στην
αμφισβήτηση – μάταια, αφού από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 οι συζητήσεις
συνεχίζονται και έχουν προταθεί και άλλες εναλλακτικές σχετικές ημερομηνίες.558
Ενώ με τις νέες του ανασκαφές στο Ακρωτήρι της Θήρας (1967-1974), ο Μαρινάτος θα
«σφραγίσει» τις απόψεις του για την ηφαιστειακή καταστροφή της Κρήτης,559 η λεγόμενη
αμφισβήτηση που έχει προαναφερθεί προκαλεί επιπλέον προσοχή στο κνωσιακό ανάκτορο
και στα προβλήματά του.560 Τη δεκαετία του 1980, διαθέσιμα ήταν πλέον αρκετά μη
δημοσιευμένα στοιχεία που φυλάσσονταν στο Ashmolean, από έγγραφα της ανασκαφής,
ημερολόγια των Evans και Mackenzie και ανασκαφικές φωτογραφίες.561 Τότε ξεκινά μια
νέα κατάσταση στην ιστορία της μινωικής έρευνας: η αρχή μιας ολοένα και αυξανόμενης
αποδόμησης του θεωρητικού οικοδομήματος του Evans για την ανακτορική Κνωσό και
την Κρήτη, με σταδιακή αμφισβήτηση των προτάσεών του και με –αξιοσημείωτα– έντονη

551
Όουενς, 1996: 8.
552
Cadogan, 2012: 98.
553
Hood and Taylor, 1981: 8.
554
Αυτόθι.
555
Hatzaki, 2005: 1.
556
Στο Hood and Taylor, 1981: 8.
557
Κριτζάς, 2011: 24.
558
Driessen, 1990: 5, 6.
559
Τζαχίλη, 2006: 106.
560
Hood and Taylor, 1981: v.
561
Hood and Taylor, 1981: v, 8.

76
κριτική προς το πρόσωπό του,562 που έρχεται σε αντίθεση με τον προηγούμενο σεβασμό
προς αυτό.
Πριν περάσουμε όμως στην κρίσιμη αυτή δεκαετία του 1980, ποιά άλλα σημαντικά
γεγονότα, συνδεδεμένα με τη μινωική έρευνα και τον Evans, είχαν λάβει χώρα ανάμεσα
στις δεκαετίες του 1950 και 1980; Να σημειωθεί ότι οι δεκαετίες του 1950 και 1960
υπήρξαν η αφετηρία πάρα πολύ μεγάλης ανάπτυξης της σχετικής έρευνας.563 Εκτός από
όσα έχουν ήδη σημειωθεί, τότε προτάθηκε το παράλληλο «ανακτορικό» χρονολογικό
σύστημα του Πλάτωνα και έγιναν νέες επαληθευτικές ανασκαφές στην Κνωσό από τον
Hood. Αυτές ξεκίνησαν το 1957 με σκοπό να ελεχθεί η στρωματογραφία του Evans και αν
και ξεκίνησαν με αρκετό σκεπτικισμό, κατέληξαν σε μια βαθιά γενική εμπιστοσύνη στον
Evans.564 Ως προς τον Πλάτωνα, όταν στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 1960 πρότεινε το
σύστημα χρονολόγησης,565 με βάση τη ζωή των ανακτόρων (στηριζόμενο στην
οικοδόμηση, καταστροφή, ανοικοδόμηση και οριστική καταστροφή τους),566 ήταν γεμάτος
σεβασμό για το συνολικό εγχείρημα του Evans.567 Ο ίδιος αναγνωρίζει την
Προανακτορική, Παλαιοανακτορική, Νεοανακτορική και Μετανακτορική περίοδο.568
Σύμφωνα με τον Cadogan, μέχρι τότε η σχετική έρευνα δεν είχε αλλάξει σε σημαντικό
βαθμό το χρονολογικό σύστημα του Evans και έκτοτε το νέο απλώς συνυπάρχει με το
παλαιό.569 Στην πραγματικότητα, σημειώνει ο Αλεξίου το 1964, και τα δύο συστήματα
είχαν και συμφώνους και επικριτές.570
Ο ίδιος χαρακτηρίζει τον Evans «θεμελιωτή της Μινωικής αρχαιολογίας»,571 και αυτό
φαίνεται να αναγνωριζόταν από όλους, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1980, καθώς
και το γεγονός ότι πρόσφερε τον εαυτό του στην έρευνα για την Κνωσό και την Κρήτη,
προσφέροντας έτσι στους διαδόχους του ευρύ πεδίο για τη βαθύτερη διερεύνηση της
Μινωικής εποχής.
Ήδη στην εποχή του Evans εκείνες που αμφισβητήθηκαν υπήρξαν οι αναστηλωτικές
εργασίες στην Κνωσό.572 Έτσι, το 1931 ο Χατζιδάκης αναφέρει ότι πολλοί αρχαιολόγοι,
τους οποίους χαρακτηρίζει «αυστηρούς», θεωρούν ότι με τις αποκαταστάσεις χάνεται

562
Vavouranakis, 2013: 221, 222, 227.
563
Cadogan, 2012: 97.
564
Cadogan, 2012: 98.
565
Cadogan, 2012: 94.
566
Αλεξίου, 1964: 9, 10, Alexiou, 2004: 561.
567
Σημειώνει ο P.M. Warren στον πρόλογο του βιβλίου Marinatos, 2015: xvi.
568
Αλεξίου, 1964: 9, 10, Alexiou, 2004: 561.
569
Cadogan, 2012: 94.
570
Αλεξίου, 1964: 9.
571
Αυτόθι.
572
Hood and Taylor, 1981: 5.

77
κατά πολύ η αρχαιοπρέπεια του ανακτόρου. Ωστόσο, αναγνωρίζει τον Evans ως σοφό
ερευνητή που πρόσεξε πολύ ώστε να διακρίνεται το νέο από το παλαιό, και υπογραμμίζει
ότι το αποτέλεσμα έδωσε στα ανάκτορα θαυμαστή μεγαλοπρέπεια και, το σπουδαιότερο,
συντελεί στη διατήρηση των ερειπίων.573 Το 1941 ο Myres επιβεβαιώνει τη συνέχιση της
κριτικής αυτής, από ανθρώπους όμως που δεν ήταν εξοικειωμένοι με την εγκατάσταση.574
Ενώ ο Αλεξίου το 1964, αφού παραθέσει κάποια θετικά στοιχεία του συγκεκριμένου
εγχειρήματος, όπως ότι συνέβαλαν στη διάσωση τμημάτων του χώρου αλλά και στην
επιδεικτική αποκατάσταση του αρχιτεκτονικού συνόλου, περνά σε κάποια αρνητικά
συμπεράσματα: τη χρησιμοποίηση υλικών τελείως ξένων προς τη μινωική αρχιτεκτονική,
την αλλοίωση του χαρακτήρα των ερειπίων και τη «διάσπασή» τους, καθώς άλλα τμήματα
παρέμειναν στην κατάσταση της τελικής καταστροφής και άλλα απέκτησαν ύφος που
μοιάζει με κατασκευές σύγχρονης εποχής.575
Η δεκαετία του 1980 υπήρξε, όπως προαναφέρθηκε, η αρχή της ολοένα αυξανόμενης
αποδόμησης του θεωρητικού οικοδομήματος του Evans, μέσα από τη σταδιακή
αμφισβήτηση των προτάσεών του, ή την έντονη κριτική προς τον ίδιο. Κατά τον
Βαβουρανάκη, μέχρι τη νέα χιλιετία είχαν αμφισβητηθεί οι ιδέες του για τη μινωική
ειρήνη (Pax Minoica, επηρεασμένος από τη ρωμαϊκή Pax Romana) και θαλασσοκρατία,
ενώ τα ανάκτορα, αντί για έδρες ιερέων-βασιλέων, ερμηνεύτηκαν εναλλακτικά ως
πολιτικά, οικονομικά, τελετουργικά ή κοσμολογικά κέντρα.576 Άλλο μελανό σημείο
συνεχίζουν να αποτελούν οι κνωσιακές αποκαταστάσεις, που είχαν κατηγορηθεί ως
ανακριβείς, υπερβολικά μοντέρνες και μη αναστρέψιμες.577 Όλες οι προηγούμενες ως τότε
αναφορές για τα αρνητικά χαρακτηριστικά τους, αλλά και η κριτική τους, συνεχίζονται
έκτοτε μέχρι τις μέρες μας,578 όπως και η ανάδειξη των θετικών τους.579
Στις μέρες μας, όμως, η κριτική τους γίνεται πιο έντονη, όπως δείχνουν δύο
παραδείγματα, δηλαδή: ότι «πιθανότατα είδε το σύνολο της Κνωσού ως προσωπική του
περιουσία»·580 και ότι «σήμερα επισκεπτόμαστε μια σκηνογραφία που κατασκεύασε ο

573
Χατζιδάκης, 1931: 32.
574
Myres, 1941: 951.
575
Αλεξίου, 1964: 152.
576
Vavouranakis, 2013: 221, 222. H πρωιμότερη, ίσως, τεκμηριωμένη κριτική της μινωικής ειρήνης είναι
αυτή του Αλεξίου (1979), στο άρθρο με τον χαρακτηριστικό τίτλο Τείχη και ακροπόλεις στη μινωική Κρήτη
(Ο μύθος της μινωικής ειρήνης).
577
Vavouranakis, 2013: 222.
578
Βλ. π.χ. Alexiou, 2004: 562, Κριτζάς, 2011: 19, Βαβουρανάκης, 2015: 126, 145.
579
Βλ. π.χ. Alexiou, 2004: 562, Κριτζάς, 2011: 19.
580
Vavouranakis, 2013: 216.

78
Evans, μέσα στην οποία ενσωμάτωσε τα ερείπια που αποκάλυψε με την ανασκαφή».581
Όπως σημειώνει το 2003 ο Α. Farnoux, υπήρξε σημαντική επίδραση τόσο της μινωικής
τέχνης σε εκείνες του 20ού αι., όσο και το αντίστροφο, κατά μια έννοια: οι ανακαλύψεις
του Evans ενέπνευσαν πολλούς σημαντικούς σύγχρονούς του καλλιτέχνες. Για
παράδειγμα, το καλλιτεχνικό ρεύμα της αρ νουβό δανείστηκε κυρίως ζωικά και άλλα
κρητικά θέματα,582 ενώ το ανάκτορο της Κνωσού εντάχθηκε στην ιστορία της
αρχιτεκτονικής του 20ού αι.: σε αρχιτεκτονικές τεχνικές της αρ νουβό παραπέμπουν το
οπλισμένο σκυρόδεμα, τα σιδερένια δοκάρια και οι πλίνθοι για την κατασκευή μικρών
θόλων, και η τοποθέτηση αντιγράφων στη θέση των πρωτοτύπων ανέδειξε την ενότητα
του αρχικού διακοσμητικού προγράμματος. Ο Evans κατέστησε έτσι τη μινωική τέχνη μια
ολοκληρωμένη τέχνη της εποχής του ακολουθώντας αισθητικές διεκδικήσεις πρωτοπόρων
σύγχρονων καλλιτεχνών, και την Κνωσό ένα από τα ανάκτορα της αρ νουβό της Ευρώπης
– που συμμετέχει σε μια συνάντηση μεταξύ δύο εποχών, καταλήγει ο Farnoux .583 Ενώ
κατά την Καρέτσου (2004) το κνωσιακό ανακτορικό συγκρότημα δεν είναι μόνο ένα
μνημείο του Μινωικού πολιτισμού αλλά και του τρόπου με τον οποίο αντιλήφθηκε τον
πολιτισμό αυτόν ο Evans.584
Ποιές άλλες απόψεις συνδέθηκαν με το ζήτημα της αποδόμησης και της κριτικής
τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1990 και πώς εξελίχθηκαν; Ο R. Treuil και οι
συνεργάτες του θεωρούν κάποιες συμβατικές ονοματοδοτήσεις χώρων του ανακτόρου
εύχρηστες, αλλά αμφίβολης αξίας, όπως η Αίθουσα του Θρόνου, τα Βασιλικά
Διαμερίσματα, το Μέγαρο της Bασίλισσας.585 Με αυτό συμφωνούν και νεότεροι
μελετητές που κρίνουν ονοματοδοτήσεις όπως το Μέγαρο της Βασίλισσας ή το Piano
Νobile ως προκατειλημμένες και παραπλανητικές σε σχέση με την πραγματική λειτουργία
των χώρων.586 Επιπρόσθετα, όπως αναφέρει ο Αλεξίου το 2004, είχαν διαπιστωθεί μέχρι
τότε κάποια λάθη στις συμπληρώσεις τοιχογραφιών, με αποτέλεσμα να ασκηθεί κριτική

581
Βασιλάκης, 2017 (β): 190.
582
Farnoux, 2003: 37, 38, 40. Οι κρητικές ανακαλύψεις επέδρασαν επίσης σε λογοτέχνες και σε ανθρώπους
του θεάτρου και του χορού. Ανάλογη επίδραση στις τέχνες του 20 ού αι. είχε και η μυκηναϊκή τέχνη (Farnoux,
2003: 37, 38).
583
Farnoux, 2003: 40, 41.
584
Karetsou, 2004: 547.
585
Treuil et al., 1996: 308.
586
Vavouranakis, 2013: 223.

79
στον Evans,587 που συνεχίζεται μέχρι σήμερα,588 ωστόσο, στις αρχές του 21ου αι. ο Evans
είχε δικαιωθεί για τουλάχιστον μερικές.589
Σημαντικό σταθμό αποτελεί το 1996 η άποψη του A. Ζώη ότι ο Evans κατεχόταν από
ένα «εκστατικό όραμα»:590 δηλαδή ότι προσπάθησε να ερμηνεύσει έναν πανάρχαιο
πολιτισμό του οποίου θεωρούσε ότι είχε συλλάβει πρώτος τις πραγματικές διαστάσεις,591
αλλά στην ουσία παρακινήθηκε από τoν ενθουσιασμό που του δημιουργούσαν τα
ευρήματά του, και ενσωμάτωσε ιδέες που ήδη πριν το 1900 θεωρούσε ως αληθείς.592 Στο
ομώνυμο βιβλίο του ο ερευνητής θα αμφισβητήσει έντονα και την ίδια τη δημοσίευση της
Κνωσού. Την αντιπαραβάλλει με τη δίτομη εκείνη της Φαιστού (1935, 1951) που, όπως
σημειώνει, παρέμεινε επί δεκαετίες ένα αξεπέραστο ορόσημο ως προς τον τρόπο και την
ποιότητα ανασκαφικών δημοσιεύσεων της Κρήτης. Αυτήν χαρακτηρίζει ενιαία, συμπαγή,
με συγκεντρωμένα και ταξινομημένα τα δεδομένα και με την έκθεσή τους σε χωριστά
κεφάλαια, ενώ η πραγμάτευσή τους σε ευρύτερο αρχαιολογικό-ιστορικό πλαίσιο γίνεται
σε άλλα κεφάλαια, ούτως ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ευκολία από κάθε
επιστήμονα. Τη δημοσίευση της Κνωσού θεωρεί στην ουσία κομματιασμένη ανάμεσα στις
σχετικές προκαταρκτικές εκθέσεις και το πολύτομο βιβλίο, που έχουν συνεχείς
επαναλήψεις, διαφορές και διορθώσεις δεδομένων.593
Σε έναν υπότιτλό του ο Ζώης φτάνει να δηλώσει ότι «η δημοσίευση της Κνωσού στην
πραγματικότητα δεν έγινε ποτέ» και στο κείμενό του γράφει, για παράδειγμα, ότι η χρήση
των στοιχείων από τον αναγνώστη είναι κοπιαστική και χρονοβόρα, αφού για κάθε θέμα
πρέπει να ανατρέχει σε όλο το τεράστιο βιβλίο και να μην παραλείπει τις προκαταρκτικές
εκθέσεις. Εξάλλου ο Evans αναμειγνύει δεδομένα και ερμηνείες, με αποτέλεσμα αρκετοί
να αντιμετωπίζουν όλα τα γραπτά του ως αντικειμενικές ενδείξεις – για παράδειγμα τον
θεσμό της βασιλείας στην Κνωσό που θεωρείται ενίοτε ιστορική αλήθεια.594 Με τον Ζώη
συμφωνούν έκτοτε και άλλοι ερευνητές. Έτσι, ο Cadogan εκτιμά το 2012 ότι το πολύτομο
The Palace of Minos at Knossos δεν είναι τόσο εύκολο και προσιτό ως προς την ανίχνευση
των ιδεών που περιλαμβάνει.595 Αναλόγως, ο Βαβουρανάκης γράφει το 2015 ότι στη
δημοσίευση υπάρχουν εξαιρετικά δυσδιάκριτα όρια ανάμεσα στην παρουσίαση των

587
Alexiou, 2004: 562.
588
Βαβουρανάκης, 2015: 34.
589
Alexiou, 2004: 562.
590
Ζώης, 1996 – το βιβλίο σχετίζεται ειδικά με τον Evans και την Κνωσό.
591
Βασιλάκης, 2017 (β): 191.
592
Hamilakis, 2002: 2.
593
Ζώης, 1996: 29, 30.
594
Αυτόθι.
595
Cadogan, 2012: 96.

80
αρχαιολογικών δεδομένων και την ερμηνεία τους, και ότι η δημοσίευση ξεφεύγει
συνολικά από το επίπεδο μιας τελικής ανασκαφικής έκθεσης και αποτελεί μια σφαιρική
ερμηνευτική ανασύνθεση της πολιτισμικής εξέλιξης στην προϊστορική Κρήτη. Το
τελευταίο χαρακτηριστικό έχει κυρίως υποστεί κριτική καθώς δεν είναι «ούτε έκθεση
ανασκαφικών πεπραγμένων, ούτε συστηματική παράθεση αρχαιολογικών δεδομένων, ούτε
μόνο ερμηνευτική σύνθεση», αλλά όλα αυτά μαζί.596 Μέχρι τη δεκαετία του 1990, και
αργότερα, το χρονολογικό σύστημα συνεχίζει να έχει και τους επικριτές του, και να ενέχει
κάποια προβλήματα σχετικά με τη χρήση του.597

4. Θεωρητικό οικοδόμημα και σύγχρονες αναγνώσεις του


Τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1990 είχε γίνει πλέον κατανοητό ότι το θεωρητικό
σχήμα του J.G. Frazer για μια κυρίαρχη Μεγάλη θεά με τον νεαρό θνήσκοντα σύντροφό
της, που συμβόλιζε τον ετήσιο μαρασμό και την αναγέννηση της βλαστήσεως, ήταν η
βάση του προτύπου που δημιούργησε ο Evans για τη μινωική θρησκεία – και πίστεψε,
όπως σημειώνει ο W. Burkert, ότι «ξαναβρήκε» τις ιδέες αυτές στην εικονογραφία της
εποχής.598 Ανάλογες αναφορές συνεχίζουν και με την αλλαγή της χιλιετίας.599 Μερικοί
ερευνητές υποστηρίζουν, επίσης, ότι ο Evans δανείστηκε τον όρο «μινωικός» από τον
Hoeck, όπως είχε ήδη διατυπώσει ο Ζώης, και ότι υπήρξε μια δυνατή εμπιστοσύνη του
Evans στον μελετητή αυτόν.600 Ακολουθώντας τον Ζώη, κάποιοι, όπως ο J.A.
MacGillivray και Γ. Χαμηλάκης, θεωρούν επίσης ότι ήδη πριν το 1900 είχε διαμορφώσει
κάποιες ιδέες του «οράματός» του.601
Πολλοί τον ελέγχουν, στις αρχές του αιώνα, για την επιλογή του να ονομάσει ανάκτορο
το κνωσιακό κτήριο. Ορισμένοι ερευνητές θεώρησαν, σύμφωνα με τον Αλεξίου, ότι
πρόκειται για ένα είδος μοναστηρικής έδρας ιερέων.602 Ως προς τον τρόπο αξιοποίησης
της Μυθολογίας, κατά τη Momigliano απεικόνισε το κνωσιακό κτήριο «σχεδόν ως
σκηνικό για ελληνικούς μύθους και θρύλους», κάνοντας έτσι μια κατάχρησή τους.603 Η

596
Βαβουρανάκης, 2015: 126, 145, 164.
597
Για παράδειγμα ο Treuil και οι συνεργάτες του εντοπίζουν αδυναμίες ως προς τη ΜΜ (Treuil et al., 1996:
214-215), ενώ οι P. Rehak και J. Younger ως προς την ΥΜ ΙΙΙ περίοδο (Rehak and Younger, 1998: 93). Οι
πρώτοι σημειώνουν, επίσης, ότι είναι συχνά δύσκολο να διακριθούν οι φάσεις στις μινωικές εγκαταστάσεις
και ότι είναι αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς στην Κρήτη την κεραμική της πρώιμης ΥΜ ΙΑ από αυτήν της
τελικής ΜΜ ΙΙΙ όπως τις έχει προσδιορίσει ο Evans (Treuil et al., 1996: 215, 304).
598
Burkert, 1993: 47, 106. Πρόκειται για προτάσεις του Frazer στο Golden Bough, η πρώτη έκδοση του
οποίου είχε πραγματοποιηθεί στην αρχή της δεκαετίας του 1890 (στο Burkert, 1993: 29, 33).
599
Βλ. ενδεικτικά Dickinson, 2003: 359.
600
MacGillivray, 2000: 84, 134-135, Karadimas and Momigliano, 2004: 245, Καραδήμας, 2011: 832.
601
Hamilakis, 2002: 2, 3 – όπου και η παραπομπή στον MacGillivray.
602
Alexiou, 2004: 561.
603
Momigliano, 2006: 75, 76.

81
αμφισβήτηση εξάλλου της μινωικής ειρήνης και θαλασσοκρατίας –που όπως έχει
σημειωθεί, εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1980– συνεχίζεται σταθερά στη νέα χιλιετία.604
Άλλες σχετικές σημερινές απόψεις θέλουν, για παράδειγμα: «Το τότε κύρος της Βρετανίας
ως υπερπόντιας αυτοκρατορίας πιθανότατα ενίσχυσε την άποψη για τη λεγόμενη μινωική
θαλασσοκρατία» και «το συλλογικό ψυχολογικό σοκ που προκάλεσε ο Πρώτος
Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ευρώπη, βρίσκεται, ενδεχομένως, πίσω από την εμμονή του
στον ειρηνικό χαρακτήρα του Μινωικού πολιτισμού».605
Ως προς το θέμα του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, η Momigliano το 2006 αναφέρει
χαρακτηριστικά ότι ο Evans δημιούργησε τον νέο μύθο, εκείνον της Κρήτης ως του
πρώτου Ευρωπαϊκού πολιτισμού και επειδή ο χριστιανικός κρητικός πληθυσμός είχε δώσει
ένα μεγάλο αγώνα ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία, συνδυασμένο με την παρέμβαση
των ευρωπαϊκών δυνάμεων.606 Ο Α. Elezovic πιστεύει ότι η ιδέα της ευρωπαϊκότητας του
Evans είναι μια νοητική κατασκευή που συνδέει τη δραστηριότητά του στα Βαλκάνια με
εκείνη στην Κρήτη.607 Ενώ κατά τον Treuil, ο ευρωπαϊκός βιομηχανικός πολιτισμός και η
αστική ανάπτυξη της βικτοριανής Αγγλίας είναι που τον οδηγούν στην εξιδανίκευση της
μινωικής Κρήτης, όπου η κοινωνία καλλιεργούσε την ειρήνη, που έρχεται και σε αντίθεση
με το παρόν που γνωρίζει ο Evans και με την επί μακρόν οθωμανική καταπίεση που
βασίλευε στα Βαλκάνια: όλα αυτά τον οδήγησαν στην αναζήτηση ενός κόσμου-
καταφυγίου στον οποίο «κατοικεί» και τον πλάθει «ακριβώς όπως του αρέσει».608
Αναλόγως, ο Χαμηλάκης θεωρεί ότι ο Evans αναδημιούργησε τον εξιδανικευμένο του
κόσμο, γεμάτο ειρήνη, αγάπη για τα λουλούδια και την κομψότητα.609
Τι γινόταν όμως στον αντίποδα – με τους υποστηριχτές του Evans; Στην
πραγματικότητα, οι ερευνητές είναι από τη δεκαετία του 1980 σχεδόν διχασμένοι σε
επικριτές και μη, θαυμαστές και ουδέτερους οπαδούς της «αντικειμενικής»
πραγματικότητας. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, παρά τις αντίθετες απόψεις και τις όποιες
κριτικές, η συνολική αποτίμηση του έργου του Evans είναι σε γενικές γραμμές θετική.610
Επιμέρους απόψεις του, όπως αυτή για τη Μεγάλη θεά με τον νεαρό σύντροφο στη
θρησκεία είναι ακόμη εν πολλοίς αποδεκτές, ενώ το χρονολογικό σύστημα συνεχίζει να

604
Π.χ. Buxton, 2005: 198.
605
Βαβουρανάκης, 2015: 145.
606
Momigliano, 2006: 78. Βλ. και Hamilakis and Momigliano, 2006: 25, 26, όπου ο ευρωπαϊκός
χαρακτηρισμός της μινωικής Κρήτης θεωρείται ότι έχει τις καταγωγές του σε εθνικιστικές συζητήσεις του
19ου και του πρώιμου 20ού αι.
607
Elezovic, 2016: 13.
608
Treuil, 2003: 32-34, όπου και ο χαρακτηριστικός υπότιτλος «Ξεχάστε τον Εβανς!» (Treuil, 2003: 34).
609
Hamilakis, 2002: 3.
610
Βλ. και Vavouranakis, 2013: 227.

82
ισχύει, με δυνατές μόνο κάποιες διορθωτικές τροποποιήσεις – το σύστημα του Πλάτωνα
δεν το έχει επισκιάσει.611
Την πρόσληψη του Evans ως θεμελιωτή της Μινωικής αρχαιολογίας612 συνοδεύουν
εγκωμιαστικά σχόλια για το πολύτομο έργο του The Palace of Minos at Knossos: π.χ. για
τις άφθονες εικόνες του που παρέχουν μια ζωντανή αναπαράσταση των μινωικών
«πραγμάτων» της ζωής,613 για τη μεγάλη επιστημονική του προσφορά μιας λαμπρής
ανασύνθεσης, με μοναδική συνδυαστική ικανότητα, ενός άγνωστου έως τότε
πολιτισμού.614 Απαντώντας, εξάλλου, σε κριτικές φωνές ως προς τον «πρώτο Ευρωπαϊκό
πολιτισμό», ο Κριτζάς προσθέτει στη σημασία των ανακαλύψεων του Evans και τη
συμβολή εκείνων των Halbherr, Pernier, Χατζιδάκη, Ξανθουδίδη, που ήρθαν την
κατάλληλη στιγμή για να τονώσουν τους κρητικούς αγώνες και να δείξουν τον μεγάλο
ρόλο της Κρήτης για τη δημιουργία της πολιτισμένης Ευρώπης – και αυτό «ήταν το
λαμπρότερο ένδυμα με το οποίο θα μπορούσε να ντυθεί η νεογέννητη Κρητική
Πολιτεία».615
Είναι σήμερα γενικά αποδεκτό, πάντως, ότι ο Μινωικός υπήρξε ο πρώτος λαμπρός
πολιτισμός στην ευρωπαϊκή, όπως βέβαια και στην ελληνική ιστορία.616 Παρά την κριτική
προς τον Evans, σημειώνει το 2015 ο Warren, οι περισσότεροι Έλληνες αρχαιολόγοι που
ανέσκαψαν στην Κρήτη θεώρησαν πειστικές τις ερμηνευτικές προτάσεις του Evans,
«κτίζοντας πάνω σε αυτές» αντί να τις δυσφημούν: αρκετοί όπως ο Αλεξίου και ο
Σακελλαράκης έχουν δημοσιοποιήσει τις θετικές σχετικές εκτιμήσεις τους, ενώ γεμάτος
σεβασμό για το συνολικό του εγχείρημα υπήρξε ο Πλάτων και αρκετά υποστηρικτικός των
απόψεών του ήταν και ο Μαρινάτος.617

5. Γενική συνεισφορά
Μια σημαντική συμβολή του Evans στην κρητική προϊστορική έρευνα είναι πως την
αντιμετώπισε επιστημονικά. Ήδη στην προ-ανασκαφική περίοδό του στην Κρήτη
φρόντισε να την εντάξει στις αιγαιακές και τις ευρύτερες μεσογειακές αρχαιολογικές
συνάφειες, και να αξιοποιήσει οποιαδήποτε διαθέσιμη σχετική γνώση του. Χρησιμοποίησε
υπάρχουσες ορολογίες και συνέβαλε στην ενσωμάτωση νέων όρων σε αυτές, προχώρησε

611
Alexiou, 2004: 561, Cadogan, 2012: 94.
612
Alexiou, 2004: 561, 563 και, π.χ., Κριτζάς, 2011: 9, Βαβουρανάκης, 2015: 90, 144, 171.
613
Alexiou, 2004: 561.
614
Κριτζάς, 2011: 9, 22.
615
Κριτζάς, 2011: 22.
616
Βασιλάκης, 2015: 11.
617
Στον πρόλογο του Marinatos, 2015: xv, xvi.

83
σε παραλληλισμούς με άλλες κρητικές και μυκηναϊκές θέσεις, τις εναρμόνισε με την
αιγυπτιακή, κυρίως, έρευνα και ασχολήθηκε εκτενώς με θέματα γραφής και θρησκείας.
Πρωταρχικής σημασίας υπήρξε η πλήρης αποκάλυψη του κτηριακού συγκροτήματος
της Κνωσού, μέσω μιας συστηματικής ανασκαφής που επέβαλε τη στρωματογραφική
μέθοδο, την τήρηση ημερολογίων, τα σχέδια και τις φωτογραφίες. Φρόντισε με
σοβαρότητα να συνεργαστεί με ποιοτικούς ειδικούς και ειδικά η συνεργασία του με τον
Mackenzie υπήρξε εξαιρετικά πολύτιμη και για τη διαμόρφωση του χρονολογικού
συστήματος – που παρέχει το κύριο πλαίσιο για την ερμηνεία των πολιτιστικών
αλλαγών.618 Για τις έρευνες για τον Μινωικό πολιτισμό, όσο και για τις ανασκαφές και
αναστηλώσεις της Κνωσού, διέθεσε δεκαετίες ολόκληρες από τον βίο του, και μεγάλο
μέρος της περιουσίας του για να τις χρηματοδοτήσει.
Μια αδιαμφισβήτητη συνεισφορά του υπήρξε η διεθνοποίηση των δεδομένων της
ανασκαφής του και η εστίαση του διεθνούς ενδιαφέροντος στο προϊστορικό παρελθόν της
μινωικής Κνωσού και της Κρήτης –αφού πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι επρόκειτο για έναν
διαφορετικό πολιτισμό από τον μυκηναϊκό–, κυρίως μέσα από τις πολυάριθμες
επιστημονικές –και μη– δημοσιεύσεις του. Οι πρώτες τεκμηριώνουν τη σπουδαία συμβολή
του στη διαμόρφωση της κρητικής και της εν γένει αιγαιακής Προϊστορικής Αρχαιολογίας.
Παρά τις αδυναμίες, που δικαιολογούνται εν πολλοίς από την εποχή του, ίσως θα πρέπει
να έχουμε περισσότερη εμπιστοσύνη στον Evans και τους συνεργάτες του και ως προς τα
αποτελέσματα των επιτόπιων ερευνών, των αποκαταστάσεων και του θεωρητικού
οικοδομήματος του Μινωικού πολιτισμού.

6. Συμβολή σε επιμέρους θέματα

- Εξωτερικές διασυνδέσεις – «Aιγυπτιακά ζητήματα», Κεφτιού


Στην Αίγυπτο και στη Μέση Ανατολή αναπτύχθηκαν, όπως είναι γνωστό, οι
αρχαιότεροι πολιτισμοί της ανθρωπότητας, ιδίως ο Σουμεριακός και ο Αιγυπτιακός – που
επινόησαν τα ανάκτορα και τη γραφή, πολύ πριν τους Μινωίτες.619 Η επικοινωνία και οι
επαφές μεταξύ Κρήτης και Αιγύπτου επιβεβαιώνονται αρχαιολογικά τουλάχιστον από το
2600 π.Χ.,620 δηλαδή από την Προανακτορική περίοδο. Τότε ξεκινά, κατά τον Αλεξίου, η
επωφελής επίδραση της Αιγύπτου στην εξέλιξη του Μινωικού πολιτισμού,621 ενώ το πιο
σημαντικό αποτέλεσμα ήταν ότι η Κρήτη προχώρησε στην ίδρυση ανακτόρων στην
618
Karadimas, 2009: 2.
619
Παπαδόπουλος, 1987: 1, 7.
620
Karetsou et al., 2001: 14.
621
Αλεξίου, 1964: 18.

84
Κνωσό, τη Φαιστό, τα Μάλια και τη Ζάκρο, μέσα από τα πρότυπα οργάνωσης των
μεγάλων γειτονικών της κέντρων στην Αίγυπτο και την Ανατολή:622 δανείζεται έτσι τη
μνημειακή αρχιτεκτονική,623 τα διοικητικά χαρακτηριστικά τους, κυρίως την ιδέα για τη
χρήση της γραφής και των σφραγίδων.624
Ωστόσο, παρά τις έντονες επιρροές, οι Μινωίτες δεν δανείστηκαν απλώς αλλά
προσάρμοσαν στις ανάγκες τους τα εν λόγω πρότυπα.625 Ο πολιτισμός τους
χαρακτηρίζεται, επομένως, σε γενικές γραμμές αυτόχθων, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.626
Όπως, δηλαδή, πίστευε ο Evans, η μινωική Κρήτη δανείστηκε πολιτιστικά πρότυπα από
γειτονικές περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου και ειδικά από τη φαραωνική Αίγυπτο, για
να αναπτύξει όμως τον δικό της ανακτορικό πολιτισμό – και επιβεβαιώνεται η πεποίθησή
του για τις στενές επαφές με την Αίγυπτο και τις αιγυπτιακές επιρροές στην πρώιμη γραφή
της Κρήτης, που δεν ήταν, ωστόσο, αντίγραφο των ιερογλυφικών της γειτονικής χώρας.
Εξάλλου, εδώ εγγράφεται το γεγονός ότι ο Evans ταύτισε τους Κεφτιού των
αιγυπτιακών τοιχογραφιών με Κρητικούς (βλ. παραπάνω). Οι τοιχογραφίες με τους
Κεφτιού κοσμούν τάφους Αιγύπτιων αξιωματούχων (γύρω στο 1520-1450 π.Χ.).627 Το
ζήτημα της καταγωγής τους είχε προκαλέσει έντονες συζητήσεις ολόκληρο το δεύτερο
μισό του 19ου αι., και ταυτίστηκε με την Κρήτη μόνο όταν ο Evans αποκάλυψε στην
Κνωσό τοιχογραφίες και τέχνεργα ανάλογα με αυτά στις αντίστοιχες αιγυπτιακές
παραστάσεις.628

- Πολιτικό σύστημα – Βασιλεία

Η ενότητα και η συνοχή που έχει ο Μινωικός πολιτισμός οδηγεί στο συμπέρασμα μιας
τουλάχιστον οργανωμένης και ισχυρής τότε διακυβέρνησης του νησιού: ένας λόγος για τη
σχεδόν συγχρονική ανέγερση των παλαιών ανακτόρων στην Κνωσό, τη Φαιστό και τα
Μάλια ήταν, κατά τον Αλεξίου, η δημιουργία ισχυρών κεντρικών εξουσιών, πιθανόν
βασιλικών συστημάτων,629 με κύριο στόχο τη διασφάλιση της ειρήνης που θα μπορούσε
να στηρίξει μια μακρόχρονη, αδιάκοπη και δυναμική πολιτιστική δημιουργία στην
Κρήτη.630 Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η Μινωική περίοδος φιλοξένησε μια απολύτως

622
Karetsou et al., 2001: 15.
623
Treuil et al., 1996: 223.
624
Dickinson, 2003: 416.
625
Treuil et al., 1996: 223, 252.
626
Αλεξίου, 1964: 18.
627
Αλεξίου, 1964: 10, 11.
628
Treuil et al., 1996: 337.
629
Αλεξίου, 1964: 27.
630
Δετοράκης, 1990: 26, 27.

85
ειρηνική και παραδεισένια κοινωνία, αφού η έρευνα του Αλεξίου έδειξε ότι δεν έλλειπε η
στρατιωτική οργάνωση, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσε να υπάρχει ένα μεγάλο κράτος
με εξωτερική επιρροή.631 Το πιο πιθανό είναι, νομίζω, ότι οι «Μινωίτες» προσπαθούσαν
να αποφεύγουν τις συγκρούσεις και να προωθούν την ιδέα της ειρήνης, όπως συνάγεται
και από τη μεγάλη εικόνα των αρχαιολογικών καταλοίπων.
Έδρα της κεντρικής βασιλικής ηγεμονίας θα ήταν, όπως είχε υποστηρίξει και ο Evans,
το ανάκτορο της Κνωσού,632 το μεγαλύτερο από τα άλλα. Η ύπαρξη ιερέων-βασιλέων
θεωρείται πιθανή σε αναλογία με την πρώιμη Ανατολία, και μια ιερατική πλευρά που
αναγνώριζε ο Evans στη μινωική εικονογραφία. Κυρίως εάν δεχτούμε μια μινωική
Μητέρα-θεά, οι ηγεμόνες αυτοί θα ήταν και οι ιερείς και οι αντιπρόσωποί της στη γη, που
επόπτευαν τις τελετουργίες στο ανάκτορο. Αρκετοί ερευνητές –ανάμεσα τους και ο
Αλεξίου–, δέχονται ως σίγουρη μια βαθιά σχέση του βασιλέως και του βασιλικού οίκου με
τη θρησκεία.633
Η ύπαρξη βασίλισσας είναι αποδεκτή από πολλούς ερευνητές, όπως και τον Αλεξίου,
κυρίως εξαιτίας της τοιχογραφίας στον Διάδρομο της Πομπής, όπου νέοι κομίζουν ρυτά
και άλλα πολύτιμα αγγεία στην κεντρική μορφή που είναι γυναικεία – μια θεά ή
βασίλισσα.634 Το ίδιο θεωρούσε και ο Evans, για παράδειγμα όταν ονομάτιζε το Μέγαρο
της Βασίλισσας, με το λουτρό και τους χώρους υγιεινής του.

- Ανάκτορο-ιερό, Λαβύρινθος
Την άποψη του Evans για ένα «ανάκτορο-ιερό», ασπάζονται πολλοί μελετητές. Κατά
τον Αλεξίου, έχει κανείς την εντύπωση ότι οι Μινωίτες διακατέχονταν, οπουδήποτε και αν
βρίσκονταν από την ιδέα της παρουσίας της θεότητας, και στο ανάκτορο οι συχνές
επιστέψεις με κέρατα, ο τοιχογραφικός διάκοσμος με λατρευτικά θέματα, τα εγχάρακτα
σημεία και οι πυραμιδοειδείς βάσεις του διπλού πελέκεως δείχνουν ότι σχεδόν όλο το
ανάκτορο ήταν ιερό, ενώ υπήρχαν και ιδιαίτεροι αρχιτεκτονικοί χώροι στο ανάκτορο και
σε οικίες για την εξυπηρέτηση καθαρά λατρευτικών σκοπών.635 Το σημείο του διπλού
πέλεκυ σε τοίχους των αποθηκών προσδίδει ιερό χαρακτήρα σε αυτές.636 Επομένως, αυτό

631
Αλεξίου, 1964: 102.
632
Αλεξίου, 1964: 221, Βασιλάκης, 2015: 25.
633
Αλεξίου, 1964: 221.
634
Αλεξίου, 1964: 47.
635
Αλεξίου, 1964: 90.
636
Βασιλάκης, 2015: 54.

86
συνδεόταν σε μεγάλο βαθμό με τη θρησκευτική δραστηριότητα,637 που μπορεί να οριστεί,
κατά την πρόταση του Evans, ως ένα ανάκτορο-ιερό.638
Την πρόταση του Evans ότι ο μυθικός Λαβύρινθος του Δαιδάλου ήταν στην ουσία το
ίδιο το ανάκτορο της Κνωσού, θεωρώ βάσιμη και εύλογη, συνυπολογίζοντας την
ετυμολογία του «λαβυρίνθου» από το «λάβρυς» που σημαίνει στα καρικά (labrys) «διπλός
πέλεκυς» (βλ. παραπάνω),639 και την πυκνή εμφάνιση του συμβόλου αυτού στο κτήριο,640
που δείχνει επίσης ότι ίσως ήταν αφιερωμένο στον ιερό λάβρυ. Ο μύθος του Μινώταυρου,
που ζούσε στον Λαβύρινθο, πιθανότατα απηχεί τα περίφημα ταυροκαθάψια – τα
αγωνίσματα με τους ταύρους, κέντρο των οποίων φαίνεται να ήταν η Κνωσός, της οποίας
αποτελούσαν βασικά χαρακτηριστικά ταυτότητας.641 Σωστά μάλλον επισημαίνει ο Evans
ότι αρχιτεκτονικά στοιχεία όπως οι μακρείς διάδρομοι και οι τοιχογραφίες των ταύρων
έδιναν ίσως τοπικό χρώμα στις μυθικές σκηνές με τις οποίες το κτήριο κατέληξε να
συσχετιστεί.642

- Μεγάλη θεά – Κεντρική θέση των γυναικών


Μια «Μητέρα-θεά» υπήρξε στην Αίγυπτο και επέδρασε, κατά την πρόταση του Evans,
για μια παράλληλη θεότητα στη μινωική Κρήτη. Σε μεταγενέστερες εποχές υπήρξαν και
άλλες Μεγάλες μητέρες, όπως η Κυβέλη στη Φρυγία. Η ύπαρξη μιας Μητέρας-θεάς ή
αλλιώς μιας θεάς της γονιμότητας της γης συνάδει καταρχήν με τη στενή σχέση των
πρώιμων εκείνων ανθρώπων με τη φύση, που θα παρατηρούσαν τους κύκλους του έτους,
σε σχέση με τις αγροτικές εργασίες όπως τη σπορά και τον θερισμό.643
Η σπουδαία αυτή θεά θα είχε διαφορετικές υποστάσεις, κατά τον Evans που βασίστηκε
στην εικονογραφία. Στη συντριπτική τους πλειονότητα οι μορφές που έχουν ερμηνευτεί ως
θεότητες και κύριες μορφές του ιερατείου είναι πράγματι θηλυκού γένους.644 Η ελκυστική
υπόθεση των πολλών υποστάσεων μιας κεντρικής θεάς πυροδότησε, ωστόσο, μια μακρά
συζήτηση για το ενδεχόμενο οι ποικίλες εικονογραφικές αυτές μορφές να δηλώνουν

637
Π.χ. Dickinson, 2003: 386, Βασιλάκης, 2015: 25.
638
Συμπληρωματική ένδειξη αποτελεί η εύρεση στην Κνωσό του αιγυπτιακού μαρμάρινου αγαλματιδίου του
User, που ανήκει στην ομάδα εκείνων που οι Αιγύπτιοι επίσημοι ή έμποροι τοποθετούσαν σε ναούς ή σε
λιμάνια των ξένων πόλεων που επισκέπτονταν, για να τους αποδοθούν τα απαραίτητα κτερίσματα εάν
πέθαιναν εκεί (Treuil et al., 1996: 234).
639
Αλεξίου, 1964: 100.
640
Αυτόθι.
641
Rehak and Younger, 1998: 130.
642
Evans, 1901 (a): 110.
643
Αλεξίου, 1964: 79, 82.
644
Επιπλέον, οι καθιστές και ένθρονες μορφές στις απεικονίσεις των σφραγιστικών δακτυλιδιών είναι όλες
ανεξαιρέτως γυναικείες (Burkert, 1993: 105).

87
διάφορες θεές – αντί για μια με ποικίλες υποστάσεις.645 Με άλλα λόγια, ήταν οι Μινωίτες
μονοθεϊστές, σε αντίθεση με τους Μυκηναίους και τους σύγχρονούς τους στην Αίγυπτο
και την Ανατολή, ή πολυθεϊστές;646 Πράγματι, το πολυθεϊστικό μυκηναϊκό σύστημα
επιβεβαιώνουν οι πινακίδες της Γραμμικής Β από την Κνωσό, που αναφέρονται, για
παράδειγμα, στον Ποσειδώνα,647 σε «λάδι σε όλους τους θεούς στην Αμνισό» και «μέλι
στην Ειλειθυία στην Αμνισό».648 Σε αρκετούς φαίνεται, έτσι, πιθανή και η εναλλακτική
άποψη ότι η μινωική θρησκεία ήταν και εκείνη πολυθεϊστική – και όχι μονοθεϊστική,
δηλαδή της Μεγάλης θεάς.649
Εκτός από τα ονόματα αυτά στις πινακίδες από την Κρήτη, στη Γραμμική Β
καταγράφονται και άλλα, κυρίως θεϊκά ονόματα που αναγνωρίζονται στο μετέπειτα
ελληνικό πάνθεον.650 Στην Κνωσό και την Πύλο, ανιχνεύονται επίσης τα «Ήρα», «Αθηνά»
και «Δίας». Πολλά εξάλλου από τα σύμβολα της κρητικής προϊστορικής Μεγάλης θεάς
δανείζονται και θεές της ιστορικής αρχαιότητας – η Αθηνά τους όφεις, η Άρτεμις τα άγρια
ζώα κ.τλ.651 Η ελληνική επομένως θρησκεία έχει τις ρίζες της όχι μόνο στη μυκηναϊκή,
αλλά και στη μινωική.652 Η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Α θα δώσει σίγουρα
πολλούς ερμηνευτικούς μίτους σε ζητήματα θρησκείας,653 αλλά μέχρι τότε η πρόταση του
Evans φαίνεται αρκετά πιθανή.
Με την κεντρική θέση της Μεγάλης θεάς στη μινωική θρησκεία συνάδει η σημαίνουσα
θέση που αναγνωρίζει ο Evans στο γυναικείο φύλο στη μινωική Κρήτη, όπως συνάγεται
από την εικονογραφία (βλ. και παραπάνω). Στην τοιχογραφία των ταυροκαθαψίων,
σημειώνει ο Αλεξίου, συμμετέχουν και τα δύο φύλα.654 Στην τέχνη, οι γυναίκες είναι
πλούσια ενδεδυμένες και φαίνονται να έχουν κύρος, με ενεργό ρόλο σε θρησκευτικές
εορτές και σε κοινές δημόσιες συγκεντρώσεις με τους άνδρες.655 Φαίνεται, συνοψίζει ο Θ.
Δετοράκης, πως υπήρχε μια μεγάλη ελευθερία των γυναικών στη μινωική Κρήτη, που
συμμετείχαν ενεργά και ισότιμα με τους άνδρες σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής: έχουν

645
Π.χ. Αλεξίου, 1964: 81.
646
Π.χ. Lapatin, 2002: 89.
647
Burkert, 1993: 111.
648
Όουενς, 1996: 17.
649
Burkert, 1993: 116.
650
Π.χ. Burkert, 1993: 111.
651
Αλεξίου, 1964: 81, 83.
652
Burkert, 1993: 116.
653
Όουενς, 1996: 29, όπου σχέσεις με τη θρησκεία αποδίδονται σε περίπου 100 επιγραφές της Γραμμικής Α
σε αντικείμενα από ιερά κορυφής και σπήλαια.
654
Αλεξίου, 1964: 46, 47. Βλ. και Rehak and Younger, 1998: 129, για έφηβους νέους και κορίτσια στα
ταυροκαθάψια.
655
Αλεξίου, 1964: 46, Rehak and Younger, 1998: 129.

88
ενεργό ρόλο σε γιορτές, σε θεάματα, στη λατρεία, παίρνουν μέρος ακόμη και σε
επικίνδυνα αγωνίσματα και κυνηγετικές εξορμήσεις μαζί με τους άνδρες.656

- Άλλες μινωικές εγκαταστάσεις – Επιβεβαίωση των προτάσεων του Evans


Ο Μινωικός πολιτισμός χαρακτηρίζεται, όπως προαναφέρθηκε, από ενότητα και
συνοχή, που προκύπτει και από τα κοινά χαρακτηριστικά της Κνωσού με τα άλλα κρητικά
ανάκτορα και άλλες εγκαταστάσεις και επιβεβαιώνουν εν πολλοίς τις προτάσεις του
Evans.
Όλα τα ανακτορικά συγκροτήματα της Κρήτης έχουν χονδρικά ίδιο αρχιτεκτονικό
σχέδιο. Αναπτύσσονται γύρω από μια μεγάλη κεντρική αυλή και αποτελούν σύνθετα
αρχιτεκτονήματα – με περισσότερες κιονοστοιχίες με στοές, κλιμακοστάσια, πτέρυγες και
ορόφους, φωταγωγούς, πολύθυρα και πολυπαράθυρα, πλήρες σύστημα ύδρευσης και
αποχέτευσης κ.τλ. Διαθέτουν, επίσης, πλούσιες αποθήκες, αποθέτες, χώρους
τελετουργιών, δεξαμενές καθαρμών, εργαστήρια, τοιχογραφίες.657 Σε αυτά εργάζονται
τεχνίτες, λιθοξόοι, κεραμείς, χαλκείς, ελεφαντουργοί, χρυσοχόοι, σφραγιδογλύφοι,
κατασκευαστές φαγεντιανής. Πινακίδες της Γραμμικής Α εντοπίζονται και εκτός Κνωσού,
στην Αγία Τριάδα, τη Φαιστό, τη Ζάκρο, τα Μάλια, την Τύλισο, το Παλαίκαστρο.658 Οι
δραστηριότητες στα ανάκτορα ομαδοποιούνται με ανάλογο τρόπο στον χώρο: ιερά και
αποθήκες στη δυτική πτέρυγα – ενώ ένα τριμερές ιερό της Φαιστού είναι ανάλογο με ένα
σύστημα δωματίων στη Δυτική Πτέρυγα της Κνωσού. Υπάρχουν όμως και δυσαναλογίες,
για παράδειγμα τα Βασιλικά Διαμερίσματα της Φαιστού δεν βρίσκονται στην Ανατολική
αλλά στη Βόρεια Πτέρυγα.659
Τα νέα ανάκτορα, που γνωρίζουμε καλύτερα, έχουν μεγαλοπρεπή προπύλαια,
κιονοστοιχίες, κλιμακοστάσια για την επικοινωνία πολλών ορόφων, φωταγωγούς,
πολύθυρα, και δανείζουν σε μεμονωμένες επαύλεις κάποια από τα αρχιτεκτονικά
χαρακτηριστικά τους. Μικρά ανάκτορα, επαύλεις και άλλες θέσεις έχουν συχνά
τοιχογραφικό διάκοσμο και αποδίδουν ανάλογα ποιοτικά κινητά ευρήματα με της
Κνωσού, για παράδειγμα λίθινα ρυτά σε σχήμα κεφαλής ταύρου έχουν βρεθεί στο Μικρό
Ανάκτορο και στη Ζάκρο.660
Αυτός ο ενιαίος, προηγμένος πολιτισμός εκφράζει μια υλική και συμβολική υπεροχή της
Κρήτης κατά την Εποχή του Χαλκού, όπως σωστά υποστήριξε ο Evans. Τα ανάκτορα και

656
Δετοράκης, 1990: 41, 42.
657
Π.χ. Δετοράκης, 1990: 31.
658
Αλεξίου, 1964: 136, 143.
659
Αλεξίου, 1964: 90, 91, 238, 245, 262.
660
Αλεξίου, 1964: 27, 37-39, 47, 49, 50.

89
η ιδιαίτερη οργάνωσή τους, η έντονη και ποικίλη καλλιτεχνική παραγωγή, οι εξωτερικές
διασυνδέσεις του νησιού με το Αιγαίο, την Αίγυπτο και την Ανατολή, τα γραφικά
συστήματα αποτελούν, μεταξύ άλλων, ισχυρά σημεία του πολιτισμού αυτού. Πρόκειται
για τον πιο πρώιμο αστικό και εγγράμματο πολιτισμό που αναπτύχθηκε σε αυτό που
ορίζουμε σήμερα ως ευρωπαϊκό έδαφος.
Ο Sir Arthur Evans είναι αναμφισβήτητα ο ικανός και χαρισματικός θεμελιωτής της
κρητικής Προϊστορικής Αρχαιολογίας – στη συνέχεια των εργασιών του Καλοκαιρινού
στην Κνωσό. Παρά τις κριτικές που έχει δεχτεί και δέχεται το έργο του, στην
πραγματικότητα αυτό είναι που χρησιμοποιείται σταθερά ως υπόβαθρο για κάθε
ερευνητικό ζήτημα που συνδέεται με τον Μινωικό πολιτισμό.

90
Κατάλογος εικόνων
 Εικ. Εξωφύλλου. «Γαλάζιες Κυρίες». Τοιχογραφία, Ανάκτορο της Κνωσού
(http://www.cretanthematicpark.com/gr/minoan-civilization/the-new-palace-
period/painting.aspx – τελ. επίσκεψη 15/2/2021).
 Εικ. 1 (σελ. 7). Το ανάγλυφο της Πύλης των Λεόντων στις Μυκήνες. Σχέδιο του
John Hawkins (1761-1841) (Βαβουρανάκης, 2015, εικ. 5.1).
 Εικ. 2 (σελ. 12). Ο Κ. Hoeck (1794-1887) (Καραδήμας, 2011, εικ. σελ. 512).
 Εικ. 3 (σελ. 16). Ο Μ. Καλοκαιρινός την περίοδο της ανασκαφής στην Κνωσό
(Κόπακα, 1995, εικ. 1).
 Εικ. 4 (σελ. 20). Εξώφυλλο της Κρητικής Αρχαιολογικής Εφημερίδας (Κόπακα,
1995, εικ. 9).
 Εικ. 5 (σελ. 24). Ο Η. Schliemann
(https://en.wikipedia.org/wiki/Heinrich_Schliemann – τελ. επίσκεψη 15/2/2021).
 Εικ. 6 (σελ. 35). Ο Α. Evans με ένα λίθινο ρυτό από την Κνωσό
(https://www.greece-travel-secrets.com/Sir-Arthur-Evans.html – τελ. επίσκεψη
15/2/2021).
 Εικ. 7 (σελ. 42). Γενική κάτοψη του ανακτόρου
(https://theancientwebgreece.wordpress.com/2017/05/28/ – τελ. επίσκεψη
15/2/2021).
 Εικ. 8 (σελ. 46). Η Αίθουσα του Θρόνου στην αρχική της μορφή (Evans, 1900,
εικ.8).
 Εικ. 9 (σελ. 47). Εργασίες αναστήλωσης του Μεγάλου Κλιμακοστασίου το 1910
(Hood and Taylor,1981, εικ. 5).
 Εικ. 10 (σελ. 49). Αποκατάσταση της Αίθουσας του Θρόνου. Τα τελευταία χρόνια
έχει «αποκατασταθεί» σχεδιαστικά από τον Γ. Γαλανάκη
(https://www.explorecrete.com/greek/Knossos3-GR.html – τελ. επίσκεψη
15/2/2021).
 Εικ. 11 (σελ. 50). Αεροφωτογραφία του ανακτόρου το 1976 (Vavouranakis, 2013,
εικ. 1).
 Εικ. 12 (σελ. 55). Ενεπίγραφη πινακίδα σε Γραμμική γραφή (Evans, 1900, πίν. 2).
 Εικ. 13 (σελ. 55). Απεικονίσεις του διπλού πέλεκυ από τη δεύτερη προκαταρκτική
έκθεση του Evans. Η b. προέρχεται από τη Δίκτη (Evans, 1901, εικ. 15).
 Εικ. 14 (σελ. 58). Ιερά κέρατα από τον αρχαιολογικό χώρο στην Κνωσό
(https://theancientwebgreece.wordpress.com/2017/05/28 /
– τελ. επίσκεψη 15/2/2021).
 Εικ. 15 (σελ. 59). Παράσταση θεάς που κρατάει διπλό πέλεκυ (Evans, 1902, εικ.
59).
 Εικ. 16 (σελ. 60). Η θεά των όφεων (Evans, 1903, εικ. 54).
 Εικ. 17 (σελ. 69). Η Παριζιάνα (Farnoux, 2003, εικ. 11).

91
Βιβλιογραφία

 Αλεξίου, Σ., 1964. Μινωικός Πολιτισμός: με οδηγόν των ανακτόρων Κνωσού, Φαιστού,
Μαλίων, τέταρτη έκδοση, Ηράκλειο: Υιοί Σπ. Αλεξίου.
 Αλεξίου, Σ., 1979. Τείχη και ακροπόλεις στη μινωική Κρήτη (Ο μύθος της μινωικής
ειρήνης), Κρητολογία 8, 41-56.
 Alexiou, S., 2004. Sir Arthur Evans: το έργο και η αντίστασή του στην κριτική. In
Cadogan, G., Vasilakis, A., Hatzaki, E. (eds), Knossos: Palace, City, State. Proceedings of
the Conference in Herakleion Organised by the British School at Athens and the 23rd
Ephoreia of Prehistoric and Classical Antiquities of Herakleion, in November 2000, for the
entenary of Sir Arthur Evans’s Excavations at Knossos, BSA Studies 12, 561-563.
 Αποσκίτου, Μ., 1979. Μίνως Καλοκαιρινός. Εκατό χρόνια από την πρώτη ανασκαφή της
Κνωσού, Κρητολογία 8, 81-94.
 Asheri, D., Lloyd, A., 2010. Ηροδότου Ιστορίαι. Κείμενο και ερμηνευτικό υπόμνημα (τόμος
1, βιβλία Α-Β), Μετάφραση: Σκουρέλλος, Δ., Επιμέλεια: Ρεγκάκος, Α., Θεσσαλονίκη:
University Studio Press.
 Βαβουρανάκης, Γ., 2015. Εικόνα και αρχαιολογία. Η περίπτωση της προϊστορικής
αρχιτεκτονικής, Μέρος Α’, [ηλεκτρ. βιβλ.] Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών
Βιβλιοθηκών http://hdl.handle.net/11419/5178
 Vavouranakis, G., 2013. Working on a dream: Τhe 'Palace of Minos' at Knossos in
archaeological research, heritage protection and daily life, Cultural History 2.2, 213-231.
 Βασιλάκης, Α., 2015. Κνωσός. Το ανάκτορο και ο αρχαιολογικός χώρος. Οδηγός, Αθήνα:
Υπουργείο Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και
Απαλλοτριώσεων.
 Βασιλάκης, Α., 2017 (α). Η κρητική αρχαιολογία σε επαναστατική περίοδο 1878-1913.
Αρχαιολογία και πολιτική στην Οθωμανοκρατία και την Κρητική Πολιτεία (Μέρος A΄),
Θέματα Αρχαιολογίας 1.1, 70-81.
 Βασιλάκης, Α., 2017 (β). Η κρητική αρχαιολογία σε επαναστατική περίοδο 1878-1913.
Αρχαιολογία και πολιτική στην Οθωμανοκρατία και την Κρητική Πολιτεία (Μέρος Β΄),
Θέματα Αρχαιολογίας 1.2, 186-197.
 Βασιλικού, Ν., 1995. Ο μυκηναϊκός πολιτισμός, Αθήνα: Η Εν Αθήναις Αρχαιολογική
Εταιρεία.
 Βασιλικού, Ν., 2006. Οι ανασκαφές της Αρχαιολογικής Εταιρείας στις Κυκλάδες 1872-
1910, Αθήνα: Η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία.
 Βασιλικού, Ν., 2011. Το χρονικό της ανασκαφής των Μυκηνών 1870-1878, Αθήνα: Η Εν
Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία.
 Boyd, H., 1905. Excavations at Gournia, Crete, Annual report of the board of regents of
the Smithsonian Institution. Showing the operations, expenditures and condition of the
Institution for the year ending June 30, 1904, Washington: Government Printing Office,
559-571.
 Boyd Hawes, H., Williams, B., Seager, R., Hall, E., 1908. Gournia. Vasiliki and Other
Prehistoric Sites on the Isthmus of Hierapetra, Crete. Excavations of the Wells-Houston-
Cramp Expeditions, 1901, 1903, 1904, Philadelphia: The American Exploration Society.

92
 Brown, A., 1983. Arthur Evans and the Palace of Minos, Oxford: Ashmolean Museum.
 Brown, A., 1986. I propose to begin at Gnossos, BSA 81, 37-44.
 Brown, A., 2001. Arthur Evans’s travels in rete 1894-1899, Oxford: Archaeopress.
 Burkert, W., 1993. Αρχαία ελληνική θρησκεία, Μετάφραση: Μπεζεντάκος, Ν.,
Αβαγιαννού, Α., Eπιμέλεια: Μπεζεντάκος, Ν., Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαμίτσα.
 Buxton, R., 2005. Οι ελληνικοί μύθοι: Ένας ολοκληρωμένος οδηγός, Μετάφραση:
Τυφλόπουλος, Τ., Επιμέλεια: Δανιήλ Ι. Ιακώβ, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.
 Cadogan, G., 2004. "The Minoan distance": The impact of Knossos upon the twentieth
century. In Cadogan, G., Vasilakis, A., Hatzaki, E. (eds), Knossos: Palace, City, State.
Proceedings of the Conference in Herakleion Organised by the British School at Athens
and the 23rd Ephoreia of Prehistoric and Classical Antiquities of Herakleion, in November
2000, for the entenary of Sir Arthur Evans’s Excavations at Knossos, BSA Studies 12,
537-545.
 Cadogan, G., 2012. Γνωρίζουμε τους Μινωίτες 134 χρόνια μετά τις πρώτες ανασκαφές,
του Μίνωα Καλοκαιρινού, στην Κνωσό; Αριάδνη 18, 91–116.
 Δετοράκης, Θ., 1990. Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο Κρήτης: Εκδόσεις Mystis.
 D'Agata, A.L., 2010. The many lives of a ruin: Ηistory and metahistory of the Palace of
Minos at Knossos. In Krzyszkowska, O. (ed), Cretan Offerings: Studies in Honour of Peter
Warren, BSA Studies 18, 57-69.
 Dickinson, O., 2003. Αιγαίο Εποχή του Χαλκού, Μετάφραση: Ξένος, Θ., Αθήνα: Εκδόσεις
Καρδαμίτσα.
 Di Vita, A., 2015. Η Γόρτυνα της Κρήτης. Δεκαπέντε αιώνες αστικού βίου, Μετάφραση:
Σιμιακάκη, Ι., Παπαδάκη, Ε., Επιμέλεια: Παπαδάκη, Ι., Δρακάκης, Μ., Ηράκλειο:
Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη.
 Driessen, J., 1990. An Early Destruction in the Mycenaean Palace at Knossos: A New
Interpretation of the Excavation Field-notes of the South-East Area of the West Wing,
Leuven: Katholieke Universiteit Leuven.
 Elezovic, A., 2016. Imagined Pasts: Arthur Evans, the Balkans, and the Discovery of a
Lost ‘European’ ivilization on Crete, Dissertation Prospectus
https://www.academia.edu/28205904/Imagined_Pasts_Arthur_Evans_the_Balkans_and_th
e_Discovery_of_a_Lost_European_Civilization_on_Crete_Elezovic_Dissertation_Prospect
us_?auto=download
 Evans, A., 1894 (a). A Mycenaean system of writing in Crete and the Peloponnese, The
Athenaeum 3478 (23 June), 812–813.
 Evans, A., 1894 (b). Primitive Pictographs and a Prae-Phoenician Script from Crete and
the Peloponnese, JHS 14, 270-372.
 Evans, A., 1895. Cretan Pictographs and prae-Phoenician script. With an Account of a
Sepulchral Deposit at Hagios Onuphrios near Phaestos in its Relation to Primitive Cretan
and Aegean Culture, London: B. Quaritch.
 Evans, A., 1897. Further discoveries of Cretan and Aegean script: With Libyan and Proto-
Egyptian comparisons, JHS 17, 327-395.

93
 Evans, A., 1900. Knossos, Summary Report of the Excavations in 1900: I. The Palace,
BSA 6 (1899-1900), 3-70.
 Evans, A., 1901 (a). Mycenaean Tree and Pillar Cult and its Mediterranean Relations. With
illustrations from recent Cretan finds, JHS 21, 99-204.
 Evans, A., 1901 (b). The Palace of Knossos. Provisional report of the excavations for the
year 1901, BSA 7 (1900/1901), 1-120.
 Evans, A., 1902. The Palace of Knossos. Provisional report of the excavations for the year
1902, BSA 8 (1901-1902), 1-124.
 Evans, A., 1903. The Palace of Knossos. Provisional report for the year 1903, BSA 9
(1902-1903), 1-153.
 Evans, A., 1905. The Palace of Knossos and Its dependencies. Provisional report for the
year 1905, BSA 11 (1904-1905), 1-26.
 Evans, A., 1906. Essai de classification des poques de la civilisation minoenne: r sum
d un discours fait au ongr s d arch ologie Ath nes, Londres: B. Quaritch, 15
Piccadilly.
 Evans, A., 1909. Scripta Minoa: The Written Documents of Minoan Crete, with Special
Reference to the Archives of Knossos, I, Oxford: Clarendon Press.
 Evans, A., 1921. The Palace of Minos at Knossos: A Comparative Account of the
Successive Stages of the Early Cretan Civilization as Illustrated by the Discoveries, I,
London: Macmillan and Co.
 Evans, A., 1928 (a). The Palace of Minos at Knossos: A Comparative Account of the
Successive Stages of the Early Cretan Civilization as Illustrated by the Discoveries, II.1,
London: Macmillan and Co.
 Evans, A., 1928 (b). The Palace of Minos at Knossos: A Comparative Account of the
Successive Stages of the Early Cretan Civilization as Illustrated by the Discoveries, II.2,
London: Macmillan and Co.
 Evans, A., 1930. The Palace of Minos at Knossos: A Comparative Account of the
Successive Stages of the Early Cretan Civilization as Illustrated by the Discoveries, III,
London: Macmillan and Co.
 Evans, A., 1931. The Earlier Religion of Greece in the Light of Cretan Discoveries. Frazer
Lecture for 1931 in the University of Cambridge, London: Macmillan and Co.
 Evans, A., 1935 (a). The Palace of Minos at Knossos: A Comparative Account of the
Successive Stages of the Early Cretan Civilization as Illustrated by the Discoveries, IV.1,
London: Macmillan and Co.
 Evans, A., 1935 (b). The Palace of Minos at Knossos: A Comparative Account of the
Successive Stages of the Early Cretan Civilization as Illustrated by the Discoveries, IV.2,
London: Macmillan and Co.
 Evans, J., 1936. Index to the Palace of Minos at Knossos, London: Macmillan and Co.
 Evans, J., 1943. Time and Chance: The Story of Arthur Evans and His Forebears, London:
Longmans.
 Evans, J.Α.S., 1968. Father of History or Father of Lies: The Reputation of Herodotus, The
Classical Journal 64.1, 11-17.

94
 Ζώης, Α., 1996. Κνωσός. Το εκστατικό όραμα. Σημειωτική και ψυχολογία μιας
αρχαιολογικής περιπέτειας, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
 Fouqué, F., 1879. Santorin et ses eruptions, Paris: G. Masson.
 Farnoux, A., 2003. Μινωίτες και Μυκηναίοι στον 20ό αιώνα, Αρχαιολογία και Τέχνες 86,
36-41.
 Furtwaengler, A., Loeschcke, G., 1886. Mykenische Vasen: Vorhellenische Thongefässe
Aus Dem Gebiete Des Mittelmeeres, Berlin: Verlag von A. Asher & Co.
 Galanakis, Y., 2014. Arthur Evans and the quest for the Origins of Mycenaean Culture. In
Galanakis, Υ., Wilkinson, Τ., and Bennet, J. (eds), Αθύρματα: Critical Essays on the
Archaeology of the Eastern Mediterranean in Honour of E. Susan Sherratt, Oxford:
Archaeopress, 85-98.
 Gill, D., Padgham, J., 2005. One Find of Capital Importance: A Reassessment of the Statue
of User from Knossos, BSA 100, 41-59.
 Hamilakis, Y., 2002. What future for the 'Minoan' past? Rethinking Minoan Archaeology.
In Hamilakis, Y. (ed), Labyrinth Revisited: Rethinking 'Minoan' Archaeology, Oxford:
Oxbow books, 2-28.
 Hamilakis, Y., Momigliano, N., 2006. Archaeology and European modernity: stories from
the borders. In Hamilakis, Y., Momigliano, N. (eds), Archaeology and European
Modernity: Producing and onsuming the "Minoans“, Padova: Bottega d'Erasmo, 25-35.
 Hatzaki, E., 2005. Knossos, the Little Palace, BSA Supplement 38, London: British School
at Athens.
 Haussoulier, B., 1880. Vases peints archaïques, découverts à Knossos (Crête), Revue
Arch ologique 40, 359-361.
 Hoeck, K., 1823-1827-1829. Kreta. Ein Versuch zur Aufhellung der Mythologie und
Geschichte, der Religion und Verfassung dieser Insel, von den ältesten Zeiten bis auf die
Römer-Herrschaft, I-III, Göttingen: bey Carl Eduard Rosenbusch.
 Hood, S., 1987. An early British interest in Knossos, BSA 82, 85-94.
 Hood, S., 1993. Η τέχνη στην προϊστορική Ελλάδα, Μετάφραση: Παντελίδου, M., Ξενος,
Θ., Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαμίτσα.
 Hood, S., Taylor, W., 1981. The Bronze Age Palace at Knossos: Plan and Sections, BSA
Supplement 13, London: British School at Athens.
 Καλοκαιρινός, Μ., 1901. Nομοθεσία τοῦ Bασιλέως τῆς Kρήτης Mίνωος. Περί Ἀκοσμίας ἐν
τῶ Συντάγματι, Εν Αθήναις: Τυπογραφείον ‘Εστία’.
 Καραδήμας, Ν., 2011. Η προϊστορική Κρήτη μέσα από ερμηνευτικά πρότυπα του 18ου και
19ου αιώνα. Η συμβολή των προτύπων αυτών στο έργο του Sir Arthur Evans, Πεπραγμένα
του Ι΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου Χανιά 1-8 Οκτωβρίου 2006, Α3, Χανιά:
Φιλολογικός Σύλλογος «Ο Χρυσόστομος», 821-844.
 Karadimas, N., 2009. Prolegomena to Aegean Archaeology; From the Renaissance until
1875, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, University of Bristol
https://www.aegeussociety.org/thesis/prolegomena-to-aegean-archaeology-from-the-
renaissance-until-1875/
 Karadimas, N., Momigliano, N., 2004. On the term ‘Minoan’ before Sir Arthur Evans’s
work in Crete (1894), Studi Micenei ed Egeo Anatolici 46.2, 243-258.

95
 Καρέτσου, Α., 1995. Η Κνωσός μετά τον Έβανς. Τα προβλήματα συντήρησης, στερέωσης
και ανάδειξης του μνημείου, Επιστημονική Συνάντηση ‘Αποκατάσταση – Συντήρηση –
Ανάδειξη Μνημείων Ανατολικής Κρήτης’ 22 Νοεμβρίου 1995
http://library.tee.gr/digital/akr/akr_m111/akr_m111_karetsou.pdf
 Karetsou, A., 2004. Knossos after Evans: Past interventions, present state and future
solutions. In Cadogan, G., Vasilakis, A., Hatzaki, E. (eds), Knossos: Palace, City, State.
Proceedings of the Conference in Herakleion Organised by the British School at Athens
and the 23rd Ephoreia of Prehistoric and Classical Antiquities of Herakleion, in November
2000, for the entenary of Sir Arthur Evans’s Excavations at Knossos, BSA Studies 12,
547-555.
 Karetsou, A., Papadakis, N., Andreadaki-Vlazaki, M., 2001. Introduction. In Karetsou, A.,
Andreadaki-Vlazaki, M., with the collaboration of Papadakis, N. (eds), Crete-Egypt. Three
thousand years of cultural links, Herakleion-Cairo, 11-19.
 Kόπακα, Κ., 1989-1990. Mίνωος Kαλοκαιρινού. Ανασκαφές στην Kνωσό, Παλίμψηστον
9-10, 5-69.
 Κόπακα, K., 1995. O Mίνως Kαλοκαιρινός και οι πρώτες ανασκαφές στην Kνωσό,
Πεπραγμένα του Ζ΄ Διεθνούς Kρητολογικού Συνεδρίου Ρέθυμνο 25-29 Αυγούστου 1991, A1,
Ρέθυμνο: ΙΠΑΕΚ, 501-511.
 Kόπακα, Κ., 1996. Aρχαιότητες από την Kνωσό. Ένας κατάλογος του 19ου αιώνα, Cretan
Studies 5, Amsterdam: A. Hakkert, 151-161.
 Κόπακα, Κ., 2004. Η Κνωσός πριν τον Καλοκαιρινό. Μια λησμονημένη μητρόπολη των
πηγών; In Cadogan, G., Vasilakis, A., Hatzaki, E. (eds), Knossos: Palace, City, State.
Proceedings of the Conference in Herakleion Organised by the British School at Athens
and the 23rd Ephoreia of Prehistoric and Classical Antiquities of Herakleion, in November
2000, for the entenary of Sir Arthur Evans’s Excavations at Knossos, BSA Studies 12,
497-512.
 Kόπακα, Κ., 2005. Σύντομο ιστορικό της αρχαιολογικής έρευνας για το λάδι και το κρασί
στη μινωική Kρήτη, Aριάδνη 11, 9-38.
 Κόπακα, K., 2016. O Mίνως Kαλοκαιρινός, η Kνωσός και οι απαρχές της Kρητικής
Aρχαιολογίας, στο Ψιλάκη, Έ., Δρακάκης, Μ. (επιστ. επιμ.), Τέχνη και Πολιτισμός στα
χρόνια της Ένωσης, Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου Ηράκλειο 27-29 Σεπτεμβρίου
2013, 18-34.
 Kopaka, K., 1992. Nouvelle évidence sur la fouille Kalokairinos à Knossos. In Olivier, J.-
P. (éd), Myk naïka, Actes du IXe olloque international sur les textes myc niens et g ens
Ath nes 2-6 Octobre 1990, BCH Supplement 25, Paris: De Boccard.
 Kopaka, K., 2015. Minos Kalokairinos and his early excavation at Knossos. An overview,
a portrait, and a return to the Kephala pithoi. In Macdonald, C., Hatzaki, E., Andreou, S.
(eds), The Great Islands: Studies of Crete and Cyprus Presented to Gerald Cadogan,
Athens: Kapon Editions, 143-151.
 Κριτζάς, Χ., 2011. Αρθούρος Έβανς. Ο πρωτοπόρος της Μινωικής Αρχαιολογίας,
ΜΕΝΤΩΡ 99, 9-26.
 Μαζαράκης, Α., 2000. Όμηρος και η αρχαιολογία, Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαμίτσα.

96
 Lapatin, K., 2002. Mysteries of the Snake Goddess: Art, Desire, and the Forging of
History, Cambridge: Da Capo Press.
 MacGillivray, J.A., 2000. Minotaur: Sir Arthur Evans and the Archaeology of the Minoan
Myth, New York: Hill and Wang.
 Marinatos, N., 2015. Sir Arthur Evans and Minoan Crete: Creating the Vision of Knossos,
London/New York: I.B. Tauris & Co Ltd.
 Momigliano, N., 1995. Duncan Mackenzie: A Cautious Canny Highlander, BICS 40
Supplement 63, 163-168.
 Momigliano, N., 2006. Sir Arthur Evans, Greek Myths and the Minoans. In Darcque et al.
(eds), Mythos: la pr histoire g enne du XIXe au XXIe si cle apr s J.-C, École Française
d'Athènes, 73-78.
 Müller, K., 1824. Die Dorier, Breslau: Josef Mar und Komp.
 Myres, J., 1941. Arthur John Evans. 1851-1941, Obituary Notices of Fellows of the Royal
Society 3.10, 941-968.
 Όουενς, Γ., 1996. Δαιδαλικά: Γραφές και Γλώσσες της Μινωικής και Μυκηναϊκής Κρήτης,
Ηράκλειο: Εκδόσεις Γραφικών Τεχνών Πατεράκης.
 Παπαδόπουλος, Θ., 1987. Αρχαία Αίγυπτος, Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
 Papadopoulos, J., 2005. Inventing the Minoans: Archaeology, Modernity and the Quest for
European Identity, Journal of Mediterranean Archaeology 18.1, 87-149.
 Panagiotaki, M., 2004. Knossos and Evans: Buying Kephala. In Cadogan, G., Vasilakis,
A., Hatzaki, E. (eds), Knossos: Palace, City, State. Proceedings of the Conference in
Herakleion Organised by the British School at Athens and the 23rd Ephoreia of
Prehistoric and Classical Antiquities of Herakleion, in November 2000, for the Centenary
of Sir Arthur Evans’s Excavations at Knossos, BSA Studies 12, 513-536.
 Rehak, P., Younger, J., 1998. Review of Aegean Prehistory VII: Neopalatial, Final
Palatial, and Postpalatial Crete, AJA 102.1. Archaeological Institute of America: 91-173.
 Renfrew, C., Bahn, P., 2001. Αρχαιολογία: Θεωρίες, Μεθοδολογία και Πρακτικές
εφαρμογές, Μετάφραση: Καραλή-Γιαννακοπούλου, Ι., Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαμίτσα.
 Τζαχίλη, Ί., 2006. Οι αρχές της Αιγαιακής προϊστορίας: Οι ανασκαφές στη Θήρα και τη
Θηρασία τον 19ο αιώνα, Αθήνα: H Καθημερινή.
 Sanders, I.F., 1982. Roman Crete: Αn Αrchaeological Survey and Gazetter of Late
Hellenistic, Roman and Early Byzantine Crete, Warminster: Aris and Phillips Ltd.
 Schliemann, H., 1878. Mycenae: A Narrative of Researches and Discoveries at Mycenae
and Tiryns, New York: Scribner, Armstrong & Company.
 Schoep, I., 2018. Building the Labyrinth: Arthur Evans and the construction of Minoan
Civilization, AJA 122.1, 5-32.
 Shaw, J., 2006. Kommos: A Minoan Harbor Town and Greek Sanctuary in Southern Crete,
Princeton: American School of Classical Studies at Athens.
 Sporn, K., 2002. Heiligtümer und Kulte Kretas in klassischer und hellenistischer Zeit,
Heidelberg: Verlag Archäologie und Geschichte.
 Treuil, R., 2003. Μινωική Κρήτη. Ένας χαμένος παράδεισος; Αρχαιολογία και Τέχνες 86,
31-35.

97
 Treuil, R., Darcque, P., Poursat, J., Touchais, G., 1996. Οι πολιτισμοί του Αιγαίου,
Μετάφραση: Πολυχρονοπούλου, Ό., Φιλίππα-Touchais, Ά., Αθήνα: Εκδόσεις
Καρδαμίτσα.
 Χατζιδάκης, Ι., 1881. Περιήγησις εις Κρήτην, Εν Ερμουπόλει: Τύποις Νικολάου
Βαρβαρέσου.
 Χατζιδάκης, Ι., 1931. Ιστορία του Κρητικού Μουσείου και των Αρχαιολογικών Ερευνών εν
Κρήτη, Αθήνα: Τυπογραφείο Ἑστία’.
 Ψυλλάκης, Β., 1865. Περί των παρ’ Ομήρω πέντε της νήσου Κρήτης λαών, Λειψία: Τύποις
Τευβνέρου.

98

You might also like