You are on page 1of 21

Ανθυποβρυχιακές δυνατότητες: Α’ μέρος, η απειλή κάτω από το νερό και οι πρώτες προσπάθειες

22 Ιανουαρίου 2022

Του Υποναυάρχου ε.α. Γεωργίου Σάγου (ΠΝ)

Το κείμενο προέρχεται από το βιβλίο του συγγραφέα με τίτλο «Εισαγωγή στην υδροακουστική και στην
τεχνολογία Sonar» Εκδόσεις Παπασωτηρίου, Αθήνα 2019

Οι ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις αποτελούν μεγάλο και εξαιρετικά περίπλοκο κλάδο των υποθαλάσσιων
ναυτικών επιχειρήσεων, ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, οι οποίες είναι συνυφασμένες με τη διαχρονική εξέλιξη της
υποβρύχιας απειλής. Κατά τις εν λόγω επιχειρήσεις χρησιμοποιούνται κάθε είδους πλατφόρμες, από πολεμικά
πλοία επιφανείας, αεροσκάφη, ελικόπτερα, υποβρύχια, χαμηλότερου κόστους μη επανδρωμένα (αυτόνομα)
οχήματα (εναέρια, επιφανείας και υποβρύχια), ακόμη και τεχνητοί δορυφόροι σε τροχιά από το διάστημα, όπως
επίσης και υποθαλάσσια δίκτυα αισθητήρων επαρκούς φασματικού εύρους, για την έρευνα, τον εντοπισμό, την
παρακολούθηση, την αποτροπή, την παρεμπόδιση ή την καταστροφή των υποβρυχίων του αντιπάλου. Ο
ουσιαστικός στόχος των ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων είναι η αποστέρηση ή απαγόρευση στον αντίπαλο της
ικανότητας να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά το υποβρυχιακό δυναμικό του, εναντίον των δικών μας δυνάμεων.

Για μια ναυτική δύναμη που επιδιώκει τη διατήρηση του θαλασσίου ελέγχου σε κάποια γεωγραφική περιοχή, οι
αποτελεσματικές ανθυποβρυχιακές δυνατότητες θεωρούνται επιτακτικές, ιδιαίτερα για την αντιμετώπιση
καταστάσεων απεριόριστου υποβρυχιακού πολέμου (unrestricted submarine warfare), αλλά και υποβρυχίων που
φέρουν είτε παραδοσιακούς βαλλιστικούς πυραύλους (SSBN) είτε μοντέρνους υπερ-υπερηχητικούς (hypersonic)
πυραύλους (SSGN), εναντίον στόχων ξηράς και πλοίων επιφανείας.

Η επιτυχής διεξαγωγή των ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων αποτελεί συνδυασμό επιστήμης και τέχνης,
αφού απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις και πρακτικές δεξιότητες, οι οποίες αφορούν τόσο στην κατάλληλη
χρήση των διατιθέμενων μέσων (αισθητήρων και όπλων), για το συγκεκριμένο κάθε φορά περιβάλλον
(γεωγραφικό-ωκεανογραφικό), όσο και στην εφαρμογή αποτελεσματικών τακτικών και επιχειρησιακών δράσεων.
Όλα αυτά, προϋποθέτουν την απαραίτητη επάρκεια εκπαίδευσης και εξοικείωσης του εμπλεκόμενου προσωπικού,
την εμπειρία, ακόμη και τον παράγοντα της τύχης.
Το κύριο μέσο ανίχνευσης (εντοπισμού), ταξινόμησης της επαφής,[i] αναγνώρισης (φίλιου ή εχθρικού) και
παρακολούθησης κάποιου υποβρυχίου στόχου είναι οι διάφοροι τύποι παθητικών και ενεργών ηχοεντοπιστικών
συστημάτων (sonar), ενώ επικουρικά μια επαφή υποβρυχίου μπορεί να επιτευχθεί / επιβεβαιωθεί και από άλλα
μέσα (ραντάρ, MAD, κτλ), ακόμη και οπτικά. Τα χρησιμοποιούμενα όπλα καταστροφής ή καθήλωσης
υποβρυχίων είναι οι τορπίλες, οι νάρκες και οι βόμβες βάθους, που εκτοξεύονται από ανάλογες πλατφόρμες.
Στη μοντέρνα ναυτική τακτική, η ανθυποβρυχιακή έρευνα, για την ανίχνευση, την ταξινόμηση, την αναγνώριση
και την παρακολούθηση υποβρύχιων στόχων βασίζεται στην επαρκή γνώση του συγκεκριμένου θαλασσίου
περιβάλλοντος και στη συντονισμένη και αποτελεσματική χρήση / εκμετάλλευση μεγάλης ποικιλίας ακουστικών
και μη ακουστικών αισθητήρων, κυρίως από εναέρια μέσα (αεροσκάφη και ελικόπτερα), πλοία επιφανείας,
υποβρύχια και λοιπές πλατφόρμες. Η ανθυποβρυχιακή επίθεση βασίζεται στη συντονισμένη χρήση των
διατιθέμενων ανθυποβρυχιακών όπλων, από τους φορείς αυτών.

Τα ηχοεντοπιστικά συστήματα sonar

Τα ηχοεντοπιστικά συστήματα, γνωστά ως sonar (sound


navigation & ranging) αποτελούν ηλεκτροακουστικές
συσκευές που εκμεταλλεύονται τη διάδοση των κυμάτων
ηχητικής ενέργειας μέσα στη θαλάσσια μάζα, όπως ακριβώς
τα συστήματα ραντάρ και ηλεκτρονικού πολέμου
εκμεταλλεύονται τη διάδοση των ηλεκτρομαγνητικών
κυμάτων στην ατμόσφαιρα και γενικότερα στον ελεύθερο

1
χώρο. Η κύρια χρήση των συστημάτων sonar αφορά στον εντοπισμό υποβρυχίων σκαφών και άλλων
αντικειμένων, η ακουστική χαρτογράφηση / τομογραφία του βυθού, καθώς επίσης και οι υποθαλάσσιες
επικοινωνίες. Από όλες τις τεχνικές που έχουν δοκιμασθεί στην πράξη, όπως πχ η χρήση συστημάτων ραντάρ,
laser, ανίχνευση διαταραχών μαγνητικού πεδίου, κτλ, η αποδοτικότερη που έχει προκύψει για τις υποθαλάσσιες
εφαρμογές είναι η εκμετάλλευση του υποβρυχίου ήχου. Η ηχητική ενέργεια μπορεί να διαδοθεί σε πολύ μεγάλες
αποστάσεις μέσα στη θαλάσσια μάζα ακόμη και στα στερεά στρώματα του βυθού κάτω από τον πυθμένα, τη
στιγμή κατά την οποία άλλες μορφές ενέργειας, όπως η ηλεκτρομαγνητική, απορροφώνται ταχύτατα.[ii] Παρά τη
συγκριτικά πολύ μικρότερη ταχύτητα διάδοσης της ηχητικής ενέργειας εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στο
υποθαλάσσιο περιβάλλον όχι μόνο για τον εντοπισμό αντικειμένων και στις υποβρύχιες επικοινωνίες, αλλά ακόμη
και για την ταξινόμηση/αναγνώριση στόχων, στη ναυτιλία, κτλ.

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν σοβαροί περιορισμοί στην υποθαλάσσια ηχητική διάδοση, για τους οποίους θα πρέπει
να υπάρχει πλήρης επίγνωση, προκειμένου η εκμετάλλευση των συστημάτων sonar να καθίσταται η
αποδοτικότερη και αποτελεσματικότερη δυνατή.

Γενικά, οι μέθοδοι εντοπισμού με τη χρήση υποβρυχίου ήχου διακρίνονται σε ενεργητικές (ενεργές) και σε
παθητικές. Κατά την πρώτη μέθοδο, κάποιο γνωστό ηχητικό σήμα εκπέμπεται μέσα στο νερό, το οποίο
ακολούθως διαδίδεται στο υποθαλάσσιο περιβάλλον, αναμένοντας την ανίχνευση του στόχου μέσω της λήψης της
ανακλώμενης σε αυτόν ηχούς (αρχή λειτουργίας ανάλογη με των κλασσικών ραντάρ) και τη διάκρισή του μέσα
από τις υφιστάμενες αντηχήσεις, παρόμοιες των παρασιτικών επιστροφών (clutter) στην περίπτωση των ραντάρ.
Κατά την παθητική μέθοδο, το ηχητικό σήμα ενδιαφέροντος παράγεται από τον ίδιο το στόχο (αρχή λειτουργίας
παρόμοια με των παθητικών ηλεκτροοπτικών συστημάτων ανίχνευσης στόχων στο υπέρυθρο και ορατό φάσμα).
Σε αυτήν την περίπτωση, ο εντοπισμός βασίζεται στην αποκάλυψη μέσα από το θόρυβο περιβάλλοντος, των
χαρακτηριστικών εκείνων ακουστικών συχνοτήτων που εκπέμπονται από το στόχο (πχ το υποβρύχιο), ακόμη και
για εξαιρετικά χαμηλές τιμές σηματοθορυβικού λόγου (SNR), πχ -15 dB. Επομένως, ένα παθητικό σύστημα
εντοπισμού δεν εκπέμπει καθόλου δική του ενέργεια μέσα στη θαλάσσια μάζα. Ορισμένα συστήματα sonar
συνδυάζουν ταυτόχρονα τις λειτουργίες της ενεργής και της παθητικής ανίχνευσης, οι οποίες δρουν μεταξύ τους
συμπληρωματικά για ακόμη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα.

Η κύρια πρόκληση της επεξεργασίας σήματος, στην περίπτωση των διαφόρων τύπων sonar είναι η ανίχνευση /
εντοπισμός, η αναγνώριση και η παρακολούθηση πολύ ασθενών σημάτων μέσα σε περιβάλλον έντονου θορύβου
και αντηχήσεων, ενώ στην περίπτωση των ραντάρ είναι η διάκριση και παρακολούθηση των στόχων
ενδιαφέροντος, μεταξύ πολλών διαφόρων άλλων στόχων μη ενδιαφέροντος και παρασιτικών επιστροφών (clutter).

Η υποβρύχια απειλή

Το υποβρύχιο αποτελεί από τη φύση του εξαιρετικά δύσκολο αντίπαλο, τόσο για τον εντοπισμό του, όσο και για
την αποτελεσματική του εξουδετέρωση ή καθήλωση. Η εμφάνιση των πρώτων επιχειρησιακών υποβρυχίων στις
αρχές του 20ου αιώνα απετέλεσε καμπή στην ιστορία της ανάπτυξης των ναυτικών επιχειρήσεων. Είναι γεγονός,
ότι τα αθόρυβα συμβατικά υποβρύχια, τα οποία είναι εξοπλισμένα με υψηλών επιδόσεων / δυνατοτήτων όπλα και
επιχειρούν σε περιοχές των παρακτίων υδάτων (littoral waters),[iii] αποτελούν για τα πλοία επιφανείας από τις
μεγαλύτερες και περισσότερο ασύμμετρες απειλές (asymmetric threats).[iv]

Πέραν των πυρηνοκίνητων υποβρυχίων, ιδιαίτερη απειλή αποτελούν τα πιο μικρά και ευέλικτα συμβατικά
υποβρύχια με εκτόπισμα της τάξης των 1000–1500 τόνων. Οι πιο εξελιγμένοι τύποι διαθέτουν κάποιο είδος
αναερόβιας πρόωσης AIP (Air Independent Propulsion),[v] γεγονός το οποίο παρέχει τη δυνατότητα συνεχούς
παραμονής σε κατάδυση για παρατεταμένα διάστημα έως και 15 – 25 ημερών (αναλόγως της ταχύτητας
περιπολίας), χωρίς την ανάγκη εκτέλεσης αναπνευστήρα (snorkeling) που θα μπορούσε να τα εκθέσει το σκάφος
σε εντοπισμό.

2
Σχήμα 1: Τυπικός κινούμενος σχηματισμός δύναμης
κρούσης αεροπλανοφόρου του αμερικανικού ναυτικού,
όπου φαίνεται ανεπτυγμένη η ανθυποβρυχιακή άμυνα
σε βάθος. Τα παλαιότερης γενιάς σοβιετικά SSGN,
προκειμένου να προσβάλλουν το αεροπλανοφόρο
(CVN), θα έπρεπε να βρεθούν στην περιοχή μεταξύ της
εγγύς και της μακράς ζώνης ανθυποβρυχιακής
προστασίας (close & remote ASW zones), αφού δηλαδή
θα είχαν προηγουμένως καταφέρει να προσπεράσουν
χωρίς να εντοπισθούν τις περιπολίες των
ανθυποβρυχιακών αεροσκαφών S-3 Viking και P-3C
Orion, ενώ ακολουθούν τα ανθυποβρυχιακά ελικόπτερα
SH-3 Sea King. Σχεδόν αμέσως μετά την επίθεση με τα
κατευθυνόμενα βλήματα P-120 Malakhit (εμβέλειας 120 km), ουσιαστικά το SSGN προδίδει τη θέση του (flaming
datum),[vi] τόσο οπτικά όσο και μέσω ανίχνευσης των βλημάτων από τα εναέρια ραντάρ των αεροσκαφών έγκαιρης
προειδοποίησης E-2 Hawkeye, ενεργοποιώντας έτσι αλυσιδωτά τις αντιδράσεις της αεράμυνας της δύναμης
(μαχητικά αεροσκάφη και κατευθυνόμενα βλήματα). Από την απόσταση των 120 km, τα υποηχητικά P-120 Malakhit
χρειάζονται περίπου 7 λεπτά να καταφθάσουν στο στόχο τους, χρόνος που θεωρείται αρκετός για να
αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά. Ταυτόχρονα, τα ανθυποβρυχιακά ελικόπτερα SH-3 Sea King, με ταχύτητα 140
knots, μπορούν να καταφθάσουν στη θέση του υποβρυχίου (flaming datum) σε 5-20 λεπτά. Όμως, τα νεότερα SSGN
είναι εξοπλισμένα με τα υπερηχητικά βλήματα Oniks (εμβέλειας 800 km) και τα υπερ-υπερηχητικά Zircon (εμβέλειας
>1000 km), για τα οποία οι διατιθέμενοι χρόνοι αντίδρασης από την απόσταση των 800 km, είναι περίπου 19-20
λεπτά και 4 λεπτά, αντίστοιχα.

 Αντιαεροπορική άμυνα των υποβρυχίων

Η ανάπτυξη του προγράμματος IDAS (Interactive Defence and Attack System for Submarines) των Diehl BGT
Defense και ThyssenKrupp Marine Systems αφορά σε κατευθυνόμενο βλήμα που προορίζεται για την εγγύς
αυτοάμυνα υποβρυχίων τύπου 212/214, όταν αυτά βρίσκονται σε κατάδυση, χωρίς να έχουν περιθώρια διαφυγής.
Η εκτόξευσή του προδίδει τη θέση του υποβρυχίου και γι’ αυτό αναμένεται να χρησιμοποιηθεί μόνον όταν το
τελευταίο διαπιστώσει ότι βρίσκεται λίγο πριν την εκδήλωση βολής τορπίλης εναντίον του.

3
Σχήμα/εικόνες 2: Η ανάπτυξη του
προγράμματος IDAS (Interactive
Defence and Attack System for
Submarines) των Diehl BGT Defense
και ThyssenKrupp Marine Systems
αφορά σε κατευθυνόμενο βλήμα που
προορίζεται για την εγγύς αυτοάμυνα
υποβρυχίων τύπου 212/214, όταν
αυτά βρίσκονται σε κατάδυση, χωρίς
να έχουν περιθώρια διαφυγής.

Προκειμένου η βολή IDAS να έχει


πιθανότητες επιτυχίας απαιτείται να είναι γνωστή τουλάχιστον η διεύθυνση του στόχου, γεγονός εφικτό στην
περίπτωση των ανθυποβρυχιακών ελικοπτέρων που σε κατάσταση αιώρησης εκπέμπουν αντιληπτούς παλμούς με
το ποντιζόμενο sonar. Το IDAS βασίζεται στη σχεδίαση του μικρού βεληνεκούς βλήματος αέρος-αέρος IRIS-T,
με καθοδήγηση οπτικής ίνας και βάλλεται απευθείας από τον τορπιλοσωλήνα του υποβρυχίου, χωρίς να
περιέχεται σε ειδική κάψουλα (4 βλήματα ανά τορπιλοσωλήνα, με εμβέλεια 40 km). Το Αμερικανικό Ναυτικό
(USN) σχεδιάζει αντίστοιχο σύστημα με βάση το βλήμα AIM-9X Sidewinder. Ένα άλλο σύστημα υποβρύχιας
αεράμυνας είναι το γαλλικό Α3SM της MBDA, το οποίο αποτελεί μια υποθαλάσσια εκτοξευόμενη εκδοχή του
πυραύλου αέρος-αέρος MICA.

Προς το παρόν, τα αεροσκάφη ναυτικής περιπολίας (MPA) δεν αποτελούν στόχους των βλημάτων της κατηγορίας
IDAS. Για να αντιμετωπίσει αυτήν την απειλή, το USN αναπτύσσει συστήματα όπως το High Altitude
Antisubmarine Warfare Capability (HAAWC), το οποίο επιτρέπει στα MPA να παραμένουν σε μεγάλο ύψος
(20 – 30 kft) και να εκτοξεύουν τις τορπίλες τους χρησιμοποιώντας ανεμόπτερα καθοδηγούμενα με GPS.
Ταυτόχρονα, το HAAWC μειώνει την κατανάλωση καυσίμου και τη μηχανική καταπόνηση των αεροσκαφών.
Επίσης, το USN διατηρεί την ικανότητα κάθετης πυραυλικής εκτόξευσης για τις ελαφρές τορπίλες (LWT). Ο
ανθυποβρυχιακός πύραυλος Vertical Launch ASROC (VLA) παρέχει στα πολεμικά πλοία επιφανείας που είναι
εξοπλισμένα με κατακόρυφους εκτοξευτές Mk-41 VLS, τη δυνατότητα εμπλοκής με υποβρύχιους στόχους σε
αποστάσεις της τάξης των 10 nm.

Σήμερα, οι αποστολές των υποβρυχίων, αναλόγως του τύπου, εκτός από το ρόλο της πυρηνικής αποτροπής σε
στρατηγικό επίπεδο, περιλαμβάνουν επίσης τη συμμετοχή τους σε πολλών ειδών επιχειρήσεις, όπως πχ στη
συγκαλυμμένη συλλογή πληροφοριών (αποστολές ISR),[vii] σε επιχειρήσεις ανορθόδοξου πολέμου (ειδικών
δυνάμεων) και στην προσβολή κρίσιμων στόχων ξηράς (land strike – precursor attacks). Όμως, πρωταρχικά και
παραδοσιακά, το υποβρύχιο εξακολουθεί να αποτελεί βασικό μέσο αμφισβήτησης του θαλάσσιου ελέγχου (sea
denial) του αντίπαλου, εναντίον των πλοίων επιφανείας και των υποβρυχίων του.

Εξίσου σημαντική ασύμμετρη απειλή τόσο για τα πλοία επιφανείας όσο και για τα υποβρύχια αποτελούν οι
θαλάσσιες νάρκες. Για την αντιμετώπισή τους, έχουν αναπτυχθεί ή βρίσκονται υπό ανάπτυξη πολλά νέα,
αποτελεσματικότερα συστήματα ναρκαλιείας, ναρκοθηρίας και αποφυγής ναρκών (mine avoidance).

Σχήμα 3: Το αμερικανικό ναυτικό έχει


αναθέσει στην Boeing, την εξέλιξη
συλλογής (kit) που επιτρέπει την άφεση
τορπιλών Mk-54 από ύψος έως και
30.000 ft, για την προσβολή υποβρυχίων.
Το σχετικό πρόγραμμα HAAWC (High
Altitude Anti-Submarine Warfare
Weapon Capability) Air Launch

4
Accessory (ALA) προορίζεται να αξιοποιήσει τις επιδόσεις του αεροσκάφους P-8, χρησιμοποιώντας τα πτερύγια
ανεμοπορίας της βόμβας SDB (Small Diameter Bomb) και την ουρά με το GPS σύστημα καθοδήγησης της βόμβας
JDAM (Joint Direct-Attack Munition).

 Σχήμα 4: Τα κύρια στοιχεία που περιλαμβάνει ένας πύραυλος


VLA είναι ο κινητήρας booster, το αεροδυναμικό κέλυφος
(airframe), το αλεξίπτωτο και η ανθυποβρυχιακή τορπίλη Mk-
54.

Σχήμα 5: Εκτόξευση ανθυποβρυχιακού βλήματος VL ASROC


(VLA), από το σταθερό κατακόρυφο εκτοξευτήρα Mk-41 VLS.
Το σύστημα VL ASROC βρίσκεται σε υπηρεσία στο πολεμικό
ναυτικό των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας.

 Ιστορική αναδρομή: Από την αρχαιότητα στα πρώτα


υποβρύχια

Η μελέτη του ήχου είχε απασχολήσει την ανθρωπότητα από την αρχαιότητα (αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι
φιλόσοφοι). Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) είχε παρατηρήσει τη διάδοση του ήχου στο νερό. Από τα τέλη του 15ου
αιώνα (1490), ο Leonardo da Vinci φαίνεται ότι ήταν ο πρώτος που διεξήγαγε συστηματικές επιστημονικές
παρατηρήσεις σχετικά με την υδροακουστική. Συγκεκριμένα, είχε διαπιστώσει ότι μέσω του διαδιδόμενου στη
θάλασσα ήχου ήταν δυνατό να ακουστούν σε μεγάλες αποστάσεις τα πλοία της εποχής του (γαλέρες με κουπιά).

1826: Η πρώτη πρακτικά αξιόπιστη μέτρηση της ταχύτητας του ήχου στο νερό της λίμνης της Γενεύης, με τη
βοήθεια κάποιας υποβρύχιας καμπάνας, από τον Ελβετό φυσικό J. D. Colladon και το Γάλλο μαθηματικό J. C. F.
Sturm. Το πείραμα επανελήφθη με βελτιώσεις στα επόμενα χρόνια.

1866: Κατασκευή της πρώτης αυτοκινούμενης τορπίλης (ναύκλαστρο) ευθυτενούς τροχιάς (από τον Robert
Whitehead). Περί τα τέλη του 19ου αιώνα εμφανίστηκαν και τα πρώτα τορπιλοβόλα πλοία επιφανείας,
εξοπλισμένα με αυτοκινούμενες τορπίλες.

1877-1878: Ο λόρδος John William Strutt Rayleigh δημοσίευσε το μνημειώδες βιβλίο ορόσημο για την ακουστική
“The Theory of Sound”, με το οποίο έθεσε τις βάσεις για τη θεωρία του ήχου.

Σχήμα 6: Στο διάστημα 1620-1624, ο Ολλανδός εφευρέτης


Cornelius Drebbel κατασκεύασε για λογαριασμό του
Άγγλου βασιλιά James I, τρία υποβρύχια σκάφη. Αυτά,
αποτελούσαν σχεδιάσεις του Άγγλου μαθηματικού William
Bourne. Ουσιαστικά, αποτελούσαν ξύλινές κωπήλατες
βάρκες, σκεπασμένες αεροστεγώς με αδιάβροχο, λαδωμένο
δέρμα, τις οποίες χειρίζονταν περίπου είκοσι άντρες. Ο
αέρας για το πλήρωμα εξασφαλιζόταν με σωλήνες, το άκρο
των οποίων επέπλεε στην επιφάνεια, αν και φαίνεται ότι ο
Drebbel είχε παρασκευάσει και μια χημική ένωση που καθάριζε τον αέρα, επιτρέποντας στο σκάφος να παραμένει
κάτω από το νερό περισσότερες ώρες. Τα υποβρύχια του Drebbel δοκιμάστηκαν στη Μάγχη και στον Τάμεση,
επιτυγχάνοντας να μείνουν σε βάθος 4-5 μέτρων για τουλάχιστον τρεις ώρες. Για την κατάδυση χρησιμοποιούσαν
ένα σύνολο ασκών ή ξύλινων δεξαμενών έρματος, σε συνδυασμό με την κεκλιμένη σχεδίαση της πλώρης και τη
χρήση βαρών.

5
 

Σχήμα 7: Κατά τον αμερικανικό πόλεμο της ανεξαρτησίας, ο εφευρέτης


David Bushnell κατασκεύασε το πειραματικό υποβρύχιο όχημα Turtle,
ένα μονοθέσιο ξύλινο σκάφος, χειροκίνητης πρόωσης και με δεξαμενή
έρματος ελεγχόμενη από πετάλια. Ο σκοπός ήταν να προσεγγίσει το
εχθρικό πλοίο χωρίς να εντοπισθεί και να βιδώσει πάνω του μια
εκρηκτική ύλη (150 pounds πυρίτιδας). Κατά τις πρωινές ώρες της 7
Σεπτεμβρίου 1776, ο στρατιώτης Ezra Lee κατεύθυνε το Turtle σε μια
μη επιτυχημένη επίθεση κάτω από το βρετανικό πολεμικό πλοίο HMS
Eagle, στο λιμάνι της Νέας Υόρκης.

Σχήμα 8: Το 1798-1800, ο Αμερικανός μηχανικός Robert Fulton, ο εφευρέτης του πρώτου αξιόπιστου ατμόπλοιου,
σχεδίασε για τη Γαλλική κυβέρνηση το 6.5 m υποβρύχιο μεταλλικό σκάφος Nautilus. To σκάφος, σε κατάδυση,
χρησιμοποιούσε χειροκίνητη προπέλα 4 πτερυγίων, ενώ σε ανάδυση έφερε πτυσσόμενο ιστό με πανί. Για το πλήρωμα
σε κατάδυση υπήρχαν φιάλες συμπιεσμένου αέρα, αλλά το σκάφος ποτέ δεν πέρασε το στάδιο των δοκιμών.

Σχήμα 9: Ο Βαυαρός εφευρέτης Wilhelm Bauer κατασκεύασε το πρώτο του υποβρύχιο όχημα (Brandtaucher –
Iron seal), το 1850. Σε κάποια επίδειξη βυθίστηκε και ο εφευρέτης γλύτωσε τη ζωή του τελευταία στιγμή.
Συνεχίζοντας τους πειραματισμούς και αφού έλαβε χρηματοδότηση από τη ρωσική κυβέρνηση, το 1855,
κατασκεύασε στην Αγία Πετρούπολη το Sea Devil, ένα υποβρύχιο όχημα 16 m, με δυνατότητα μεταφοράς 12
ατόμων. Το σκάφος διέθετε καινοτομίες όπως πολλαπλές δεξαμενές άνωσης, αεροφυλάκιο και προπέλα κινούμενη
με πετάλια από το πλήρωμα. Το Sea Devil, μετά από περισσότερες από 130 επιτυχείς καταδύσεις, τελικά χάθηκε στη
θάλασσα. Στην εικόνα πάνω φαίνεται μια μπάντα πνευστών, με την οποία το Sea Devil καταδύθηκε παίζοντας το
ρωσικό εθνικό ύμνο την ημέρα στέψης του τσάρου Αλεξάνδρου Β΄. Σήμερα, υπάρχει έκθεμα του Brandtaucher, στο
πολεμικό μουσείο της Δρέσδης.

6
Σχήμα/εικόνα 10: Το πρωτόγονο 12 m επιθετικό υποβρύχιο CSS H.L. Hunley σχεδιάστηκε για να διασπάσει τους
ναυτικούς αποκλεισμούς των Βορείων, κατά τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο. Κατασκευάστηκε το 1863, στο Mobile
της Alabama, από ανακυκλωμένους ατμολέβητες. Διέθετε χώρο για 9 άτομα (έναν πηδαλιούχο και 8 για τη
χειροκίνητη περιστροφή της προπέλας). Στην πλώρη έφερε επακόντιο τορπίλη. Κατά τη διάρκεια των δοκιμών
βυθίστηκε δύο φορές, παρασύροντας στο θάνατο συνολικά 13 άτομα, μαζί με τον ναυπηγό του Horace Lawson
Hunley. Στις 17 Φεβρουαρίου 1864, ο υποπλοίαρχος George Dixon με πλήρωμα εθελοντών κατάφερε να πλεύσει
στο λιμάνι του Charleston και σε μια επίθεση αυτοκτονίας να βυθίσει το πολεμικό πλοίο (sloop-of-war) των
βορείων USS Housatonic.

Σχήμα 11: Το 1864, οι Γάλλοι αξιωματικοί του ναυτικού Simeon Bourgeois και Charles Brun κατασκεύασαν το
μήκους 42.5 m υποβρύχιο σκάφος Le Plongeur (The Diver), το οποίο αντί χειροκίνητης πρόωσης χρησιμοποιούσε
πιστονική μηχανή συμπιεσμένου αέρα, ενώ ταυτόχρονα παρείχε οξυγόνο στο πλήρωμα και εξυπηρετούσε την
εκκένωση των δεξαμενών έρματος. Μετά από αρκετές επιτυχημένες δοκιμαστικές καταδύσεις, η περιορισμένη
ποσότητα αέρα και η ασταθής σχεδίαση οδήγησαν στον παροπλισμό του, το 1872. Πολλά από τα προβλήματα
αποκαταστάθηκαν αργότερα, στο διάστημα 1886-1888, όπου κατασκευάστηκε ένα πιο ευέλικτο γαλλικό υποβρύχιο,
το Gymnote, με ηλεκτροκίνητη πρόωση (συσσωρευτών), από τον Gustave Zédé.

Σχήμα 12: To 1857, μετά από το θάνατο ενός δύτη κοραλλιών,


ο Ισπανός πολιτικός ακτιβιστής και εφευρέτης Narcís
Monturiol i Estarriol επινόησε την κατασκευή ενός υποβρύχιου
σκάφους, για την ασφάλεια των υποθαλάσσιων εργασιών. Το
αποτέλεσμα ήταν το 14 m πρωτοποριακό σκάφος Ictineo II
(1865), προωθούμενο από μια αναερόβια ατμομηχανή, που
χρησιμοποιούσε χημική αντίδραση για την παραγωγή
θερμότητας και οξυγόνου. Το σκάφος διέθετε εξαιρετική
σταθερότητα πλεύσης, χάρη σε ένα σύστημα βαρών και αντλιών, των τεσσάρων εξωτερικά του διπλού κύτους
δεξαμενών. Ο Monturiol πέτυχε ασφαλή κατάδυση περί τα τέλη του 1867, αλλά δεν μπόρεσε να συνεχίσει την
ανάπτυξη του σκάφους, λόγω έλλειψης χρηματοδότησης.
7
 Σχήμα 13: Το USS Holland απετέλεσε το πρώτο υποβρύχιο που εντάχθηκε με επίσημη τελετή στο αμερικανικό
ναυτικό, στο Newport του Rhode Island, στις 12 Οκτωβρίου του 1900. To μήκους 16.5 m σκάφος κατασκευάστηκε
το 1898 και ονομάστηκε από τον εφευρέτη του, John Philip Holland, έναν Ιρλανδό μηχανικό. Ο οπλισμός του ήταν
ένας τορπιλοσωλήνας, καθώς και ένα πυροβόλο συμπιεσμένου αέρα. Για την πρόωση σε ανάδυση χρησιμοποιούσε
έναν τετρακύλινδρο βενζινοκινητήρα, ενώ σε κατάδυση έναν ηλεκτρικό κινητήρα 160 HP. Παροπλίστηκε το 1905,
χωρίς να έχει λάβει ποτέ μέρος σε κάποια πολεμική δραστηριότητα. Ο μηχανικός John Philip Holland (1841-1914)
θεωρείται ο πατέρας του συμβατικού υποβρυχίου, όπως το γνωρίζουμε σήμερα (Diesel + ηλεκτρική πρόωση). Το
Holland Boat No. I ήταν το πρωτότυπο υποβρύχιο που κατασκεύασε. Στην Holland Torpedo Boat Company είχε
ανατεθεί η ανάπτυξη των πρώτων μοντέρνων υποβρυχίων του αμερικανικού ναυτικού, το 1900. Αργότερα, η
εταιρεία ονομάστηκε σε Submarine Boat Corporation, αγοράστηκε από την Electric Boat και τελικά μετονομάστηκε
στη σημερινή εταιρεία GDEB (General Dynamics Electric Boat), θυγατρική του κατασκευαστικού κολοσσού,
αεροδιαστημικού και αμυντικού υλικού, General Dynamics.

1898: Κατασκευή των πρώτων ασφαλών, πρακτικά εύχρηστων και αξιόλογης επιχειρησιακής ακτίνας δράσης
υποβρυχίων από τον ιρλανδο-αμερικανό John Philip Holland[i] και το Γάλλο Maxime Laubeuf. Παλαιότερα,
είχαν προηγηθεί πολλές ανεπιτυχείς προσπάθειες διαφόρων πρωτοπόρων. Ενδεικτικά και μόνον αναφέρονται
κάποιες από αυτές: David Bushnell (χειροκίνητη πρόωση, Turtle – 1775), Robert Fulton (χειροκίνητη πρόωση,
Nautilus – 1798), Wilhelm Bauer (χειροκίνητη πρόωση, Brandtaucher – 1850), William Garrett (πρόωση με
ατμομηχανή, Resurgam – 1879 και Nordenfelt – 1882 έως 1891), Gustave Zédé (πρόωση
ηλεκτρονικητήρα/συσσωρευτών, Gymnote – 1886). Ο σκοπός των περισσοτέρων εφευρετών υποβρυχίων του 19ου
αιώνα ήταν η κατασκευή κάποιου μέσου που θα μπορούσε να εξισορροπήσει (αμφισβητήσει) την παγκόσμια
Βρετανική ναυτική κυριαρχία της εποχής. Μέχρι την έναρξη του Α’ παγκοσμίου πολέμου (1914) είχαν πλέον
κατασκευαστεί αρκετά αξιόπιστα επιχειρησιακά υποβρύχια συμβατικής πρόωσης, με υπολογίσιμες δυνατότητες.

Στο Γάλλο ναυπηγό μηχανικό Maxime Laubeuf οφείλεται η σχεδίαση και κατασκευή του πρώτου υποβρυχίου
(Narval), με ατμομηχανή και ηλεκτρική πρόωση (1898). Η Ελλάδα απέκτησε δύο υποβρύχια τύπου Schneider-
Laubeuf (Diesel + ηλεκτρική πρόωση), το Δελφίν (1912) και το Ξιφίας (1913). Το Δελφίν υπήρξε το πρώτο
παγκοσμίως υποβρύχιο, το οποίο συμμετείχε σε πολεμικές επιχειρήσεις και συγκεκριμένα στην ανεπιτυχή επίθεση
κατά του τουρκικού καταδρομικού Medzidieh, την 9η Δεκεμβρίου 1912 (Βαλκανικοί πόλεμοι). Και τα δύο αυτά
υποβρύχια κατασχέθηκαν αργότερα από τη Γαλλική κυβέρνηση, το 1916 (εθνικός διχασμός-κίνημα
Θεσσαλονίκης). Επεστράφησαν το 1919 και παροπλίστηκαν το 1920. Κάθε υποβρύχιο έφερε συνολικά 6
γερμανικές τορπίλες Schwarzkopff, διαμέτρου 450 mm, πέντε σε θέσεις εκτόξευσης και μια εφεδρική. Όπως
αποδείχθηκε αργότερα, ο συγκεκριμένος τύπος τορπιλών δεν ήταν αρκετά στεγανός για χρήση από υποβρύχια.

Το άρθρο θα συνεχιστεί με τις νεότερες ιστορικές εξελίξεις.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[i] Η τυπική ταξινόμηση μιας επαφής καταλήγει στους εξής χαρακτηρισμούς: NONSUB, POSSUB LO, POSSUB HI,
PROBSUB και CERTSUB (αντιστοιχούν σε σταδιακά αυξανόμενη πιθανότητα από σχεδόν 0% για ψευδοστόχο /
ψευδοεπαφή, σε 50%, 65%, 85% έως και 100% για βεβαιότητα επαφής πραγματικού υποβρυχίου).

[ii] Εξαίρεση αποτελεί η μπάντα ELF (Extra Low Frequency) στα 30 – 300 Hz, η οποία χρησιμοποιείται από το περιβόητο
πειραματικό πρόγραμμα HAARP (High frequency Active Auroral Research Project) που χρηματοδοτείται από την
αμερικάνικη πολεμική αεροπορία, το αμερικάνικο πολεμικό ναυτικό και τη DARPA. Έχει σκοπό τη μελέτη της ιονόσφαιρας
για τη διέγερση και χρήση της ως κεραίας ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, τη βελτίωση των δορυφορικών και λοιπών
επικοινωνιών (HF, VHF, επικοινωνίες υποβρυχίων ELF, κ.τ.λ.), αλλά ακόμη και για επιτήρηση (surveillance). Το HAARP
διαθέτει ειδικές εγκαταστάσεις εκπομπής κυμάτων HF (2.8 – 10 MHz) υψηλής ισχύος (της τάξης των μερικών MW) στη
Gakona της Alaska, τα οποία διεγείρουν τα φορτισμένα σωματίδια των χαμηλότερων στρωμάτων της ιονόσφαιρας (πχ
υψηλής ενέργειας ηλεκτρόνια), προκαλώντας την παραγωγή ασθενών κυμάτων VLF, ELF, κ.τ.λ.. Επισημαίνεται, ότι οι
συχνότητες της μπάντας ELF διαπερνούν το έδαφος και τη θαλάσσια μάζα αποκαλύπτοντας γεωλογικά και ωκεανογραφικά
χαρακτηριστικά του πλανήτη σε πολύ μεγάλο βάθος (εφαρμογές τομογραφίας). Μπορούν ακόμη να χρησιμοποιηθούν για
την επικοινωνία με τα υποβρύχια σε κατάδυση.

Το HAARP αποτελεί αντικείμενο εξαιρετικά έντονης συνωμοσιολογίας. Έχει κατηγορηθεί, ότι αποτελεί αμερικανικό
“υπερόπλο” μαζικής καταστροφής, το οποίο μέσω εσκεμμένης διέγερσης της ιονόσφαιρας επιτυγχάνει την επιλεκτική
8
διακοπή των επικοινωνιών σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, την εξουδετέρωση των κατοίκων θέτοντάς τους σε
κατάσταση λήθαργου/αδράνειας (ψυχοτρονικό όπλο), την πρόκληση συνδρόμου χρόνιας κόπωσης, καταστροφικών
καιρικών φαινομένων, πλημμυρών, ξηρασιών, σεισμών (περιβαλλοντικό / γεωφυσικό όπλο), κ.τ.λ..

[iii] Τα παράκτια ύδατα (littoral waters) χαρακτηρίζονται από μεγάλη αβεβαιότητα για όλα τα είδη των απειλών εναντίον
των πλοίων επιφανείας, πχ από υποβρύχια, νάρκες, ταχέα σκάφη, κατευθυνόμενα βλήματα, κ.τ.λ., καθόσον η πιθανότητα
εσφαλμένων συναγερμών είναι αυξημένη και οι αναμενόμενοι χρόνοι αντίδρασης πολύ μικροί. Επίσης, το περιβάλλον των
παρακτίων υδάτων παρουσιάζει έντονη μεταβλητότητα παραμέτρων (καιρός, έντονες ανθρώπινες δραστηριότητες,
χαρακτηριστικά μετάδοσης ηλεκτρομαγνητικών και ακουστικών κυμάτων, κ.τ.λ.).

[iv] Για τις ασύμμετρες απειλές (asymmetric threats) και τον ασύμμετρο πόλεμο (asymmetric warfare) δεν υπάρχουν απόλυτα
συμφωνημένοι ορισμοί. Η ασύμμετρη απειλή αναφέρεται στο χαρακτήρα των μέσων που χρησιμοποιεί και στον τρόπο
λειτουργίας/δράσης της. Στη γενικότερη περίπτωση, ως ασύμμετρη θεωρείται η απειλή, η οποία κατ’ αρχήν προέρχεται από
οργανωμένες μη συμβατικές ομάδες, βασίζεται στην αναίρεση των κανόνων του δικαίου και του δικαίου του πολέμου, ενώ
χρησιμοποιεί κυρίως χαμηλού σχετικά κόστους όπλα και επιχειρησιακή δράση που προκαλεί δυσανάλογα μεγάλου
(ασύμμετρου) κόστους αποτελέσματα στον υπέρτερο αντίπαλο, σε ανθρώπινες ζωές και υλικό όσο και σε ψυχολογικό και
κοινωνικό κόστος. Έχει σκοπό την εξασθένιση/κάμψη της αποφασιστικότητας και της αποτελεσματικής χρήσης των
συντελεστών ισχύος του υπέρτερου αντιπάλου. Στις ασύμμετρες απειλές/συγκρούσεις συγκαταλέγονται ακόμη και οι
επιθέσεις ανταρτών, οργανωμένων τρομοκρατικών ομάδων ή οντοτήτων που ενστερνίζονται τα ανωτέρω, και μπορεί να
χρησιμοποιούν από συμβατικά όπλα (improvised) μέχρι όπλα μαζικής καταστροφής WMD (Weapons of Mass Destruction),
πχ μικρά πυρηνικά (mini πυρηνικές βόμβες πλουτωνίου), ραδιολογικά (πχ dirty bombs), χημικά και βιολογικά όπλα.
Ιστορικά, τέτοιες μεθόδους ακολούθησαν ασθενέστερες δυνάμεις εναντίον πολύ ισχυρότερων αντιπάλων (κυβερνήσεων
κρατών ή πολυεθνικών οντοτήτων, πχ συλλογικών οργανισμών άμυνας και ασφάλειας).

[v] Η αναερόβια πρόωση εμφανίστηκε για πρώτη φορά, πέραν των πυρηνοκίνητων, σε Σουηδικά συμβατικά υποβρύχια, τη
δεκαετία του 1990. Τα σύγχρονα σουηδικά υποβρύχια αναερόβιας πρόωσης έχουν αποδειχθεί σε ασκήσεις στην πράξη ότι
διαπερνούν ανεντόπιστα την ανθυποβρυχιακή προστασία των ομάδων αεροπλανοφόρων του αμερικανικού ναυτικού.

[vi] Η πιθανότητα εντοπισμού μειώνεται εκθετικά με την αύξηση του χρόνου καθυστέρησης άφιξης της πρώτης
ανθυποβρυχιακής μονάδας (τυπικά ιπτάμενου μέσου) στην περιοχή της θέσης του υποβρυχίου (επίθεσης ή αδιακρισίας). Με
την πάροδο του χρόνου, καθώς το υποβρύχιο κινείται με ταχύτητα διαφυγής, η απαιτούμενη περιοχή έρευνας διευρύνεται
(FOC – Furthest On the Circle).

[vii]ISR: Intelligence, Surveillance & Reconnaissance

Ανθυποβρυχιακές δυνατότητες: Β’ μέρος, 20ος αιώνας η εποχή των μεγάλων εξελίξεων

Του Υποναυάρχου ε.α. Γεωργίου Σάγου (ΠΝ)

Το κείμενο προέρχεται από το βιβλίο του συγγραφέα με τίτλο «Εισαγωγή στην υδροακουστική και στην
τεχνολογία Sonar» Εκδόσεις Παπασωτηρίου, Αθήνα 2019

Συνεχίζουμε εδώ την καταγραφή της ιστορίας των ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων καλύπτοντας πλέον τον 20ο
αιώνα (οι πρώτες εξελίξεις των προηγούμενων χρόνων περιγράφησαν στο Α’ μέρος), όταν δηλαδή το υποβρύχιο
έδειξε πραγματικά τις σημαντικές πολεμικές του δυνατότητες.

1912: Μετά από το ναυάγιο του υπερωκεάνιου “Τιτανικός” στο παρθενικό του ταξίδι (15 Απριλίου 1912)
ενισχύθηκε το ενδιαφέρον για την ανάπτυξη τεχνικών εντοπισμού παγόβουνων και γενικότερα αντικειμένων μέσα
στο νερό.[i] Αυτό, οδήγησε στην ανακάλυψη του ηχοβολιστικού (echo sounder) από το Γερμανό φυσικό
Alexander Behm (1913), ενώ ακολούθησαν πολλοί ακόμη ερευνητές με παρόμοιες εφευρέσεις.[ii]

1912-1914: Πρώτες σημαντικές προσπάθειες αποδοτικής χρήσης του ήχου στο υποθαλάσσιο περιβάλλον, μέσω
της ανάπτυξης αριθμού από πατέντες ηχοεντοπισμού σε Ευρώπη και Αμερική. Μεταξύ αυτών, ήταν η θεωρητική
ιδέα ανίχνευσης υποβρύχιων αντικειμένων, του Άγγλου επιστήμονα Lewis F. Richardson (1912), όπως επίσης το
βυθόμετρο (fathometer) και το ενεργό σύστημα ηχοεντοπισμού παγόβουνων και υποβρύχιων αντικειμένων (echo
9
ranger), όπως επίσης και υποβρύχιων επικοινωνιών, με μορφοτροπέα κινητού πηνίου (500-1000 Hz), του
Καναδού εφευρέτη Reginald A. Fessenden (1914).

5/9/1914: Η βύθιση του ελαφρού καταδρομικού (scout cruiser) HMS Pathfinder, από το γερμανικό υποβρύχιο U-
21, καταγράφηκε ως η πρώτη επιτυχημένη επίθεση υποβρυχίου με αυτοκινούμενη τορπίλη. Λίγο αργότερα, στις
22/9/1914, το γερμανικό υποβρύχιο U-9 βυθίζει διαδοχικά μέσα σε διάστημα 90 λεπτών, τρία βρετανικά παλαιά
θωρακισμένα καταδρομικά (armored cruisers), τα HMS Abukir, HMS Hogue και HMS Cressy, τα οποία
περιπολούσαν ανοιχτά της Ολλανδίας. Αν και τα πρώτα υποβρύχια στις αρχές του εικοστού αιώνα, όπως επίσης
και οι αντίστοιχες ανθυποβρυχιακές τεχνικές και τακτικές ήταν ακόμη πρωτόγονες, όμως τα Γερμανικά υποβρύχια
του α΄ πρώτου παγκοσμίου πολέμου αποδείχθηκαν ικανή απειλή για τη ναυτιλία, στο Βόρειο Ατλαντικό Ωκεανό.

1914: Το Βρετανικό ναυτικό εισάγει τις πρώτες βόμβες βάθους, για την αντιμετώπιση της νεοεμφανισθείσας
υποβρύχιας απειλής. Πολύ αργότερα, το Σοβιετικό ναυτικό, με σχετικά μεγάλη καθυστέρηση, υιοθέτησε το
συγκεκριμένο όπλο περί τις αρχές της δεκαετίας του 1930.

7/5/1915: Βύθιση του βρετανικού επιβατηγού RMS Lusitania από το γερμανικό υποβρύχιο U-20 στις νοτιοδυτικές
ακτές της Ιρλανδίας (128 Αμερικανοί πολίτες ήταν μεταξύ των 1201 νεκρών). Μετά από πιέσεις των ΗΠΑ, η
Γερμανία διέκοψε το λεγόμενο απεριόριστο υποβρυχιακό πόλεμο (unrestricted submarine warfare), τον οποίο
όμως επανέφερε για λίγο το 1916 και πάλι το 1917 μέχρι το τέλος του πολέμου.

1915 – 1916: (Α΄ παγκόσμιος πόλεμος). Εντείνεται η χρήση υδροφώνων και βομβών βάθους από το Βρετανικό
ναυτικό, για την αντιμετώπιση της υποβρύχιας απειλής. Στα πρώτα ανθυποβρυχιακά πειράματα για τον εντοπισμό
υποβρυχίων, το Βρετανικό ναυτικό εκπαίδευε θαλάσσια λιοντάρια (sea lions). Ο χαλαζίας (πιεζοηλεκτρικό
φαινόμενο), μέσα σε χαλύβδινο σάντουιτς, ήταν από τα πρώτα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή
αποτελεσματικών στοιχείων ηλεκτρο-ακουστικών μορφοτροπέων (1917-1918), τόσο από τον πρωτοπόρο Γάλλο
φυσικό Paul Langevin, όσο και από τον Καναδό φυσικό Robert William Boyle. O τελευταίος εργάστηκε στο
βρετανικό πρόγραμμα που αργότερα έγινε γνωστό ως ASDIC (1916-1917). Ανάλογη διάταξη υδροφώνων είχε
σχεδιασθεί και από το Ρώσο ηλεκτρολόγο μηχανικό Konstantin V. Chilowsky, ο οποίος είχε σκεφθεί την ιδέα από
το 1914.

Μουσειακ απεικόνιση των πρώτων χειριστών ASDIC

Η πρώτη ηχοεντοπιστική συσκευή ASD (Anti–Submarine Division) ή ASDIC


(Anti–Submarine Detection Investigation Committee) από την ομώνυμη
ερευνητική επιτροπή του Βρετανικού ναυτικού, δημιουργήθηκε με μεγάλη
μυστικότητα. Αρχικά απετέλεσε παθητικό σύστημα εντοπισμού υποβρυχίων
στόχων. Μέχρι την έναρξη του β΄ παγκόσμιου πολέμου, η ASDIC είχε αναπτυχθεί
σε μια ποικιλία ενεργητικών συσκευών, μικρής εμβέλειας εντοπισμού (<2 km) και
συχνοτήτων λειτουργίας από 14 έως 26 kHz. Η ASDIC απετέλεσε τη βάση των
συσκευών που αργότερα οι Αμερικανοί ονόμασαν SONAR και ταυτόχρονα
εξυπηρετούσε και τις υποβρύχιες επικοινωνίες.[iii]

1917: Άρχισε να εφαρμόζεται με σχετική επιτυχία η αμυντική τακτική της


συνοδευόμενης νηοπομπής, για την προστασία των εμπορικών πλοίων από τα
Γερμανικά υποβρύχια. Η συγκεκριμένη ιδέα, αφενός δυσκόλεψε πολύ την εύρεση των πλοίων στον απέραντο
ωκεανό, αλλά επίσης τα πλοία συνοδείας (ακόμη και εάν δεν διέθεταν κάποιο αποτελεσματικό ανθυποβρυχιακό
όπλο), ανάγκαζαν ωστόσο το υποβρύχιο να καταδύεται αμέσως μετά την επίθεση. Δεδομένου ότι η ταχύτητα
κατάδυσης ήταν σημαντικά μικρότερη των πλοίων επιφανείας, αυτά διέφευγαν από μόνα τους τον κίνδυνο. Κατά
τον Α΄παγκόσμιο πόλεμο, τα γερμανικά υποβρύχια βύθισαν 5708 εμπορικά πλοία (11 εκατομμύρια dwt) και 62
πολεμικά πλοία (538 χιλιάδες dwt).

1918-1920: Κατασκευή των πρώτων ενεργών ηχοεντοπιστικών συσκευών, με βάση το χαλαζία (πιεζοηλεκτρικό
φαινόμενο), μετά από Αγγλο-Αμερικανική συνεργασία. Η εποχή των υδροακουστικών εντοπιστικών συστημάτων
έχει ήδη αρχίσει.

10
1923: Ίδρυση του τμήματος ακουστικών ερευνών, στο NRL (Naval Research Laboratory) των ΗΠΑ.

Σχήμα 14: Το HMS M2 απετέλεσε ένα υποβρύχιο “monitor”


του Ηνωμένου Βασιλείου, που ολοκληρώθηκε το 1919 και
μετατράπηκε το 1927 σε υποβρύχιο-αεροπλανοφόρο. Ήταν ένα
από τα τρία σκάφη κλάσης Μ που ολοκληρώθηκαν. Τελικά, το
συγκεκριμένο ναυάγησε στο Lyme Bay του Dorset της
Βρετανίας, στις 26 Ιανουαρίου 1932.

1931-1934: Εγκατάσταση των πρώτων επιχειρησιακών


ενεργών sonar σε αμερικάνικα πολεμικά πλοία. Σε κάποια αντιτορπιλικά είχε προηγηθεί η εγκατάσταση της
συσκευής QA, όμως ως η πρώτη επιχειρησιακή αμερικανική συσκευή sonar θεωρείται η QB (πιεζοηλεκτρικών
κρυστάλλων Rochelle), από το 1931. Λίγο αργότερα εμφανίστηκε και η βελτιωμένη συσκευή QC
(μαγνητοσυστολής, νικελίου).[iv]

1935: Η ηχοεντοπιστική συσκευή Gruppenhorchgerät ή GHG (της ELAC) εγκαθίσταται στα γερμανικά
υποβρύχια (U-boats). Περιλαμβάνει πλευρικές συστοιχίες πιεζοηλεκτρικών υδροφώνων (κρυστάλλων Seignette /
Rochelle), με κεντρικές συχνότητες λειτουργίας 1, 3 & 6 kHz.

1937: Ο ερευνητής επιστήμονας R. Steinberger του NRL εφάρμοσε για πρώτη φορά τη θεωρία των ακτίνων (ray
theory) για να ερμηνεύσει τα διάφορα φαινόμενα διάδοσης του ήχου στη θάλασσα.

1943: Οι ερευνητές J. Ide, R. Post και W. Fry του NRL αναπτύσσουν το πρώτο μοντέλο ηχητικής διάδοσης σε
ρηχά νερά, με βάση τη θεωρία των κανονικών ιδιορρυθμών (normal mode theory).

Γενικά, στο διάστημα του μεσοπολέμου (δεκαετίες 1920 και 1930) αναπτύχθηκαν αρκετές ενεργητικές
ηχοεντοπιστικές συσκευές που λειτουργούσαν κυρίως στην περιοχή των υψηλών συχνοτήτων 10 – 30 kHz.
Επίσης, από τον Οκτώβριο του 1941, πλοία του αμερικανικού ναυτικού ήταν εξοπλισμένα με βαθυθερμογράφους
(εφεύρεση του ωκεανογράφου Athelstan Frederick Spilhaus, από το 1937).

Το γερμανικό καταδρομικό Prinz Eugen[v] διέθετε στην πλώρη του μια σύμμορφη (conformal) συστοιχία
υδροφώνων (παθητικό sonar), για την επιβίωσή του από τις τορπιλικές επιθέσεις.

Στις σκοτεινότερες μέρες του Β΄παγκοσμίου πολέμου, περίπου 120 γερμανικά υποβρύχια περιπολούσαν τον
Ατλαντικό καθ’ ομάδες (wolfpacks), βυθίζοντας ανηλεώς τα πλοία των αμερικανικών νηοπομπών που εισήγαγαν
προμήθειες προς τη Μ. Βρετανία (το Μάρτιο του 1943 υπήρχαν συνολικά σε ενέργεια περί τα 240 U-boats).[vi]
Παρά την αρχική επιτυχία των wolfpacks, οι επιχειρήσεις των γερμανικών υποβρυχίων έγιναν όλο και πιο
δαπανηρές, καθώς εισήχθησαν ικανότερα ανθυποβρυχιακά αεροσκάφη μεγάλης εμβέλειας, με
μικροκυματικό ραντάρ, που μετέτρεψαν τους κυνηγούς σε θηράματα.

Τεχνολογίες, όπως ο γερμανικός ανιχνευτής μικροκυματικών ραντάρ Naxos (με λυχνία magnetron στην S-band),
που εγκαταστάθηκε σε γερμανικά υποβρύχια προς το τέλος του πολέμου (FuMB 7 Naxos U), κατάφεραν μόνον
κάποια προσωρινά αποτελέσματα. Οι σύμμαχοι βελτίωναν διαρκώς τα εναέρια ραντάρ προς τις υψηλότερες
συχνότητες, με αποτέλεσμα να απαιτείται διαρκής εξέλιξη της γερμανικής συσκευής ανίχνευσης. Επίσης, η
απόκτηση πληροφοριών σχετικά με τις θέσεις και τα σχέδια των γερμανικών υποβρυχίων, μέσω των βρετανικών
μυστικών επιχειρήσεων Ultra, που αποκωδικοποιούσαν τα κρυπτογραφημένα ραδιοσήματα και μηνύματα
τηλετύπου (Enigma) έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο στον περιορισμό της απειλής των U-boats και στην
καθοδήγηση των ανθυποβρυχιακών προσπαθειών προς μεγαλύτερη επιτυχία.

Κατά τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο, οι ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις αναπτύχθηκαν αλματωδώς με τη βοήθεια της
επιχειρησιακής έρευνας, με έμφαση στα θέματα σχεδίασης περιπολιών αεροσκαφών, άφεσης/βολής βομβών
βάθους και εκτόξευσης ανθυποβρυχιακών βομβίδων, καθώς επίσης σχεδίασης των αμερικανικών νηοπομπών προς

11
την Ευρώπη.[vii] Ένα συμπέρασμα της επιχειρησιακής έρευνας ήταν ότι λιγότερες και μεγαλύτερες νηοπομπές,
με περισσότερα πλοία συνοδείας, ήταν πιο βιώσιμες (με λιγότερες απώλειες), από πολλές μικρές νηοπομπές με
λιγότερα πλοία συνοδείας.

Σύμφωνα με άλλη έρευνα, βρέθηκε ότι εάν το βάθος πυροδότησης των


από αέρος ριπτόμενων βομβών βάθους άλλαζε από 100 ft σε 25 ft, τότε
ανέβαινε η πιθανότητα καταστροφής των υποβρυχίων (Pkill). Ο λόγος
ήταν, ότι όταν το U-boat εντόπιζε το αεροσκάφος λίγο πριν φτάσει πάνω
του, τότε οι βόμβες βάθους στα 100 ft δεν θα προκαλούσαν ζημιά, επειδή
το U-boat δεν θα είχε χρόνο να κατέβει μέχρι το βάθος αυτό. Επίσης, αν
το U-boat εντόπιζε το αεροσκάφος από πολύ μακριά, τότε είχε χρόνο να
αλλάξει πορεία κάτω από το νερό και οι πιθανότητες να προσβληθεί ήταν πολύ μικρές. Ως συμπέρασμα, ήταν
πιο αποτελεσματικό για τα αεροσκάφη να επιτίθενται σε υποβρύχια κοντά στην επιφάνεια, από το να
επιχειρούν την καταστροφή τους σε μεγαλύτερα βάθη. Πριν από την αλλαγή των ρυθμίσεων των βομβών
βάθους από τα 100 ft στα 25 ft, μόλις το 1% των U-boat βυθιζόντουσαν και το 14% υπέφεραν ζημιές. Μετά την
αλλαγή, το 7% βυθιζόντουσαν και το 11% υπέφεραν ζημιές. Όσον αφορά στα υποβρύχια που δεν προλάβαιναν να
καταδυθούν λίγο πριν δεχτούν επίθεση, ο αριθμός των βυθισμένων αυξήθηκε στο 11% και σε 15% αυτών με
ζημιές.

Δοκιμές για να διαπιστωθεί το προτιμότερο χρώμα για να καμουφλάρει τα αεροσκάφη που περιπολούσαν κατά τη
διάρκεια της ημέρας στους γκρίζους ουρανούς του Βόρειου Ατλαντικού έδειξαν ότι αυτά που ήταν βαμμένα με
λευκό χρώμα δεν εντοπιζόντουσαν κατά μέσο όρο μέχρι να πλησιάσουν 20% πιο κοντά από αυτά που ήταν
βαμμένα μαύρα. Αυτή η αλλαγή έδειξε ότι 30% περισσότερα υποβρύχια θα δέχονταν επίθεση και θα βυθίζονταν
για τον ίδιο αριθμό θεάσεων.

Επίσης, η σύγκριση των αναλογιών εξόδων προς εισόδων καθιέρωσε δείκτες αποτελεσματικότητας, χρήσιμους
στην επιχειρησιακή σχεδίαση. Από τη σύγκριση του αριθμού των ωρών πτήσης των συμμαχικών αεροσκαφών
περιπολίας με τον αριθμό των παρατηρήσεων U-boat σε κάποια συγκεκριμένη περιοχή, ήταν δυνατή η
ανακατανομή των αεροσκαφών σε πιο παραγωγικές περιοχές περιπολίας. Τέλος, η αναλογία των 60 ποντισμένων
ναρκών ανά πλοίο που βυθιζόταν ήταν πολύ συνηθισμένη στην πράξη (γερμανικές νάρκες στα βρετανικά λιμάνια,
βρετανικές νάρκες σε γερμανικά δρομολόγια και αμερικανικές νάρκες σε ιαπωνικά δρομολόγια).

Το αμερικανικό ναυτικό έδωσε το μεγαλύτερο βάρος των επιχειρήσεων στη μάχη του Ειρηνικού, όπου
εκμεταλλεύτηκε τα συμπεράσματα από τη μάχη του Ατλαντικού. Για παράδειγμα, η επιχειρησιακή έρευνα
αποκάλυψε ότι ομάδες τριών αμερικανικών υποβρυχίων ήταν πιο αποτελεσματικές, όταν εμπλέκονται με τους
στόχους που εντόπιζαν κατά τις περιπολίες τους.

Οι συμμαχικές απώλειες μέχρι το τέλος του πολέμου έφθασαν τα 3.500 εμπορικά πλοία (23,4 εκατομμύρια
dwt) και τα 175 πολεμικά πλοία επιφανείας, με δεκάδες χιλιάδες ανθρώπινα θύματα. Αντίστοιχα, τα
αμερικανικά υποβρύχια στον πόλεμο του Ειρηνικού, βύθισαν συνολικά 4,9 εκατομμύρια dwt Ιαπωνικών
εμπορικών και πολεμικών πλοίων, χρησιμοποιώντας τορπίλες ευθυτενούς τροχιάς (μέση επιτυχία προσβολής περί
το 50% για αποστάσεις βολής 500 m και 13,5% για αποστάσεις 3 km). Τόσο οι αμερικανικές τορπίλες Mk-14
στον Ειρηνικό όσο και οι γερμανικές G7a στον Ατλαντικό παρουσίαζαν σοβαρά προβλήματα αξιοπιστίας κατά τα
πρώτα χρόνια του πολέμου.

Μετά τον 2ο Παγκόσμιο

Προς το τέλος του πολέμου εμφανίστηκαν τα πρώτα Doppler sonar. Όμως, οι σημαντικότερες εξελίξεις στον
τομέα των ηχοεντοπιστικών συστημάτων ακολούθησαν μεταπολεμικά. Οι υπερδυνάμεις της εποχής άρχισαν να
κατασκευάζουν μεγάλους υποβρύχιους στόλους, πολλοί από τους οποίους ήταν οπλισμένοι με πυρηνικά όπλα. Η
μεταπολεμική περίοδος χαρακτηρίζεται από μια πραγματική επανάσταση της ανάπτυξης των υποβρυχίων, τα
οποία μετεξελίχθηκαν σε ένα μέσο ολοένα πιο αθόρυβο, πιο γρήγορο, πιο ευέλικτο, με ικανότητα κατάδυσης σε

12
μεγαλύτερα βάθη για μεγαλύτερες χρονικές περιόδους και με περισσότερο βελτιωμένα όπλα και συστήματα
εντοπισμού και παρακολούθησης στόχων σε μεγαλύτερες αποστάσεις. Έτσι, μπορούσαν να λειτουργούν
αποτελεσματικότερα, ανεξάρτητα μεμονωμένα και η τακτική των ομάδων (wolfpacks) του β΄ παγκοσμίου
πολέμου δεν χρειαζόταν πλέον. Ως απάντηση στην αυξημένη νέα απειλή, διάφορα έθνη επέλεξαν να
επεκτείνουν τις ανθυποβρυχιακές τους δυνατότητές. Η μετέπειτα ανάπτυξη πυρηνικών υποβρυχίων ικανών
να φέρουν βαλλιστικούς πυραύλους, κατέστησε την πρόοδο των τεχνικών του ανθυποβρυχιακού πολέμου
κορυφαία προτεραιότητα.

Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου, για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των πυρηνοκίνητων
υποβρυχίων εμφανίστηκαν εξειδικευμένες εκδόσεις τορπιλών βαρέως τύπου, όπως επίσης και από αέρος
ριπτόμενες βόμβες βάθους, εξοπλισμένες με μικρή πυρηνική κεφαλή.[viii]

Χάρτης αρχικής ανάπυξης των υδροφώνων SOSUS

Από τις αρχές της δεκαετίας ΄50 κατασκευάστηκαν


και οι πρώτες αξιόπιστες, αυτοκατευθυνόμενες,
ελαφρές ανθυποβρυχιακές τορπίλες (για την
καταστροφή υποβρυχίων), ενώ η τακτική χρήσης
συμβατικών βομβών βάθους ουσιαστικά αρχίζει να
υποχωρεί μέσα στη δεκαετία αυτή. Επίσης,
εμφανίστηκαν οι πρώτες μόνιμα εγκατεστημένες
συστοιχίες υδροφώνων βυθού (αμερικανικό
σύστημα ακουστικής επιτήρησης SOSUS),
τοποθετημένων στον πυθμένα της θάλασσας και
συνδεδεμένες με υποβρύχια καλώδια σε εγκαταστάσεις στην ξηρά, για τον εντοπισμό θέσεων υποβρυχίων μέσω
τριγωνισμού. Ταυτόχρονα, εισήχθη η εφαρμογή τεχνικών φασματικής ανάλυσης και καταγραφής χαμηλών
συχνοτήτων (LOFAR).

Οι επιστημονικές ανακαλύψεις στον τομέα της στατιστικής θεωρίας, όπως πχ η συνάρτηση Marcum (1947),[ix] η
κατανομή Rice (1948)[x] και οι κατανομές Swerling (1954)[xi] συνέβαλλαν στην ανάπτυξη της ανίχνευσης
σημάτων μέσα σε θόρυβο και έθεσαν τις βάσεις για τη σύγχρονη θεωρία εντοπισμού. Το 1958, οι τεχνικές
επεξεργασίας παλμών FM εφαρμόστηκαν στο υποβρύχιο USS Nautilus (SSN-571), παρέχοντας ακριβέστατες
πληροφορίες για πλοήγηση κάτω από τα στρώματα πάγου της Αρκτικής. Το sonar του εν λόγω υποβρυχίου
διέθετε μηχανικά περιστρεφόμενο προβολέα και αρκετά υψηλή ανάλυση, ώστε να μπορεί να εντοπίζει ακόμη και
νάρκες. Μετά από το 1960, οι συσκευές αυτές αντικαταστάθηκαν από προηγμένα συστήματα ηλεκτρονικής
σάρωσης, χωρίς καθόλου δηλαδή μηχανισμούς μηχανικής περιστροφής.

1953 – 1954: Η άφιξη των πυρηνικών υποβρυχίων εντείνει τον ψυχρό πόλεμο. Το αμερικανικό υποβρύχιο
Nautilus (SSN-571) αποτέλεσε το πρώτο παγκοσμίως με πυρηνική πρόωση SSN (καθέλκυση 1955). Επίσης,
αποτέλεσε το πρώτο υποβρύχιο που διήλθε το Βόρειο πόλο σε κατάδυση (3 Αυγούστου 1958), κατά τη διάρκεια
ενός τετραήμερου ταξιδιού από τον Ειρηνικό προς τον Ατλαντικό ωκεανό. Το σοβιετικό ναυτικό καθέλκυσε το
πρώτο αντίστοιχο υποβρύχιο (SSN) κλάσης November (Project 627), το 1958.

16/9/1955: Ένα τροποποιημένο συμβατικό υποβρύχιο κλάσης Zulu–IV (Project 611) εκτόξευσε τον βαλλιστικό
πύραυλο R-11FM (SS–N-1 Scud–A). Οι Σοβιετικοί εγκατέστησαν πρώτοι βαλλιστικούς πυραύλους SLBM σε
επιχειρησιακά υποβρύχια. Στο διάστημα 1956-57 ακολούθησαν πέντε επιπρόσθετα επιχειρησιακά συμβατικά
υποβρύχια κλάσης Zulu–V, με δύο πυραύλους R-11FM το καθένα. Επόμενη εξέλιξη απετέλεσαν οι βαλλιστικοί
πύραυλοι SS–N-4 Sark (R-13), εμβέλειας μόλις 600 km, σε υποβρύχια επίσης συμβατικής πρόωσης (SSB), όπως
τα κλάσης Golf (Project 629)[xii] το 1958, ενώ αργότερα (1961) και σε πυρηνικής πρόωσης (SSBN) κλάσης
Hotel (Project 658).

10/5/1960: To πυρηνικής πρόωσης αμερικανικό υποβρύχιο Triton (SSRN/SSN-586) διεξήγαγε τον πρώτο σε
κατάδυση περίπλου της γης, σε ένα ταξίδι 84 ημερών, καλύπτοντας συνολικά 36.000 ναυτικά μίλια.

13
20/7/1960: To αμερικανικό υποβρύχιο George Washington (SSBN-598) με αδρανειακό σύστημα ναυτιλίας ήταν
το πρώτο παγκοσμίως πυρηνικό υποβρύχιο, φορέας βαλλιστικών πυραύλων (SSBN). Αποτελούσε επιμηκυμένο
Scorpion, εξοπλισμένο με 16 πυραύλους Polaris A1 (στερεών καυσίμων δύο σταδίων με δυνατότητα
υποθαλάσσιας εκτόξευσης), εμβέλειας 1380 ναυτικών μιλίων. Τα πρώτα βαλλιστικά βλήματα Polaris (A1, A2,
A3),[xiii] ακολούθησαν διαδοχικά τα Poseidon ή C3 (1971-1990) και τα τρίτης γενιάς Trident Ι ή C4 (1979-2005)
και Trident ΙΙ ή D5 (1990-2040), εμβέλειας άνω των 10 χιλιάδων km.[xiv]

Δεκαετίες 50-60: Ανάπτυξη ηχοεντοπιστικών συστημάτων μεταβλητού βάθους VDS (Variable Depth Sonar). Ως
το πρώτο σύστημα VDS φέρεται το αμερικανικό AN/SQS-6, με σχετικά υψηλή συχνότητα λειτουργίας (22.4 kHz).
Επίσης, ανθυποβρυχιακά ελικόπτερα, ικανά να επιχειρούν σχεδόν από οποιοδήποτε πολεμικό πλοίο επιφανείας
και εξοπλισμένα με ηχοεντοπιστικές συσκευές και τορπίλες, έγιναν συνηθισμένα κατά τη δεκαετία του 1960. Στην
ίδια περίοδο εμφανίστηκαν βελτιωμένα αεροσκάφη ναυτικής περιπολίας με σταθερές πτέρυγες, ικανά να
καλύπτουν τεράστιες θαλάσσιες περιοχές. Οι ανιχνευτές μαγνητικών διαταραχών (MAD), οι ανιχνευτές
καυσαερίων ντίζελ (ΕΤΙ), οι ηχοσημαντήρες (sonobuoys) και τεχνολογίες ηλεκτρονικού πολέμου έγιναν επίσης
βασικό στοιχείο των ανθυποβρυχιακών δυνατοτήτων και επιχειρήσεων. Τα επιθετικά υποβρύχια,
κατασκευασμένα ειδικά για τον εντοπισμό και την καταστροφή άλλων υποβρυχίων, απετέλεσαν επίσης βασική
συνιστώσα των επιχειρήσεων αυτών. Ένας άλλος τομέας εξέλιξης ήταν οι πρώτες μεταφερόμενες
ανθυποβρυχιακές τορπίλες με πύραυλο, όπως πχ ASROC, Ikara, Malafon, κτλ.

Δεκαετία 1970: Επιτυγχάνεται σημαντική μείωση της ανακλαστικότητας (Target Strength) των πυρηνικών
υποβρυχίων, μέσω της εκτεταμένης εφαρμογής ανηχοϊκών επιστρώσεων (anechoic cladding). Επίσης, η ΕΣΣΔ
εξαλείφει τη μεγάλη ποιοτική υστέρηση στον τομέα των υποβρυχίων.

Ένα από τα βασικά καθήκοντα του σοβιετικού υποβρύχιου στόλου στην περίοδο του ψυχρού πολέμου, ήταν η
εξουδετέρωση των εχθρικών μονάδων επιφανείας (μεγάλων εμπορικών πλοίων και ομάδων αεροπλανοφόρων),
αλλά και των αμερικανικών πλοίων συνοδείας. Για το σκοπό αυτό, ο κύριος κορμός του σοβιετικού τορπιλικού
δυναμικού περιλάμβανε τις βαρέως και υπερβαρέως τύπου τορπίλες 53-65K και 65-76. Ιδιαίτερα αποτελεσματική
φέρεται η τερατωδών διαστάσεων τορπίλη 65-76, διαμέτρου 650 mm και μήκους 9+ m, η οποία θα μπορούσε να
προκαλέσει σοβαρές βλάβες ακόμη και σε αεροπλανοφόρα (μια και μοναδική επιτυχής προσβολή από τορπίλη 65-
76, θα αρκούσε για τη βύθιση ολόκληρου αεροπλανοφόρου).

Η περίοδος από το 1965 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970 χαρακτηρίζεται από την εμφανέστατα διαφορετική
σχεδιαστική φιλοσοφία των υποβρυχίων μεταξύ Αμερικανών και Σοβιετικών. Το Αμερικανικό Ναυτικό
αναζητούσε μεθόδους περιορισμού της εκπομπής θορύβου των υποβρυχίων, καθώς επίσης μεθόδους βελτίωσης
του παθητικού ηχοεντοπισμού. Οι Σοβιετικοί προσπαθούσαν να εξελίξουν τα υποβρύχιά τους, ώστε να
αντιμετωπίσουν τις τακτικές και στρατηγικές απειλές από τη δύση. Η ουσιαστική διαφορά ήταν ότι ενώ οι
Αμερικανοί ανέπτυσσαν αυτόνομα τα πυρηνικά τους υποβρύχια και δημιουργούσαν ένα εντελώς νέο
επιχειρησιακό περιβάλλον, οι Σοβιετικοί προσπαθούσαν να προσαρμοσθούν σε αυτό το συγκεκριμένο
περιβάλλον. Το γεγονός αυτό, οδήγησε αρκετές φορές τους Σοβιετικούς να αναπτύξουν κάποια εντυπωσιακά
υποβρύχια, όπως πχ το ZhTS, Papa (Κ-162 και ανασκευασμένο αργότερα K-222, με ανθεκτικό από τιτάνιο,[xv] το
μοναδικό παγκοσμίως με καταγεγραμμένο ρεκόρ ταχύτητας 44.7 knots σε κατάδυση),[xvi] όπως επίσης και τα
κλάσης Alfa (με ανθεκτικό τιτανίου, μέγιστη ταχύτητα 41 knots).

Κάθε τέτοια εξέλιξη προκαλούσε αρχικά αναστάτωση στο Αμερικανικό Ναυτικό, το οποίο αναζητούσε κάποια
άμεση απάντηση. Ο ανταγωνισμός κρίθηκε τελικά υπέρ
των Αμερικανών, επειδή οι τεχνολογικές εξελίξεις των
Σοβιετικών ήταν πολλές φορές ασταθείς και
μεσοπρόθεσμα προβληματικές, ενώ οι αντιδράσεις των
Αμερικανών αφορούσαν στο επίπεδο αναδιαμόρφωσης
των ανθυποβρυχιακών τους τακτικών και όπλων,
παραμένοντας σταθεροί στο βασικό άξονα του
περαιτέρω περιορισμού του εκπεμπόμενου αυτοθορύβου
των μονάδων τους και της βελτίωσης των μέσων
παθητικού ηχοεντοπισμού.

14
Σύγχρονο υποβρύχιο, διακρίνεται η κάλυψη του με ανηχοϊκά πλακίδια που μειώνουν το θόρυβο που εκπέμπει.

Κατά την περίοδο 1960-1980, το USN βασίστηκε πολύ στην εύκολη παθητική ανίχνευση, αναγνώριση και
παρακολούθηση των σοβιετικών υποβρυχίων, ιδιαίτερα με τη χρήση ηχοσημαντήρων από αεροσκάφη ναυτικής
περιπολίας. Όμως, ήδη από το 1960, και κυρίως κατά τις δεκαετίες ’70 & ‘80, τα νεότερα πυρηνικά υποβρύχια τα
οποία γενικά ήταν περισσότερο θορυβώδη ως προς τα αντίστοιχα συμβατικής πρόωσης,[xvii] σταδιακά άρχισαν
να καθίστανται δραματικά αθόρυβα (περίπου κατά 35 dB ή 3.000 φορές). Αυτή η κατακόρυφη πτώση του
εκπεμπόμενου θορύβου είχε ως αποτέλεσμα οι αποστάσεις παθητικού ηχοεντοπισμού να μειωθούν από
μερικές εκατοντάδες ναυτικά μίλια, σε μόλις μερικές χιλιάδες γυάρδες.[xviii] Αμέσως μετά τη λήξη του
ψυχρού πολέμου, το γεγονός αυτό συνέπεσε με εντυπωσιακή μείωση του παγκόσμιου υποβρύχιου δυναμικού
(ιδιαίτερα του πυρηνοκίνητου).[xix] Όμως, η αριθμητική αυτή εικόνα άρχισε πάλι να ανατρέπεται τα τελευταία
χρόνια.

Σχήμα 15: (Αριστερά) Κατά τη δεκαετία του 1970, τα υποβρύχια ήταν αρκετά θορυβώδη και μπορούσαν να
ανιχνευθούν από τα παθητικά sonar πολύ πριν πλησιάσουν αρκετά ώστε να βάλλουν τα σχετικά μικρής εμβέλειας
όπλα τους. (Δεξιά) Τα σημερινά υποβρύχια είναι πλέον αθόρυβα και μπορούν να εκτοξεύουν τα μεγάλης εμβέλειας
όπλα τους, πολύ πριν εντοπισθούν από τα παθητικά sonar. Έτσι, απαιτείται πλέον η χρήση ενεργητικών (ενεργών)
sonar και άλλων τεχνικών.

Το άρθρο θα συνεχιστεί στο γ’ και τελευταίο μέρος, με τις νεότερες εξελίξεις.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[i] Το τραγικό ναυάγιο του Τιτανικού που παρέσυρε στο θάνατο πάνω από 1.500 ανθρώπινες ζωές, κλονίζοντας παράλληλα
την εμπιστοσύνη του κόσμου στη μοντέρνα τεχνολογία, απετέλεσε επίσης και την αφετηρία (1914) για τη δημιουργία της
μετέπειτα γνωστής διεθνούς σύμβασης SOLAS (Safety Of Life At Sea). Η συγκεκριμένη σύμβαση ουσιαστικά τέθηκε σε ισχύ
τη δεκαετία του 1960, μετά από την ίδρυση του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (IMO), και αφορά στις ελάχιστες
απαιτήσεις/προδιαγραφές για την ασφάλεια των εμπορικών πλοίων (κατασκευή, εξοπλισμός και λειτουργία).

[ii] Συσκευή παρόμοια με sonar, για τον παθητικό εντοπισμό (ακρόαση) παγόβουνων, είχε εφεύρει ο Αμερικανός ναυπηγός
Lewis Nixon, από το 1906, χωρίς όμως να δοθεί ιδιαίτερη σημασία.

[iii] Το ακρωνύμιο SONAR (SOund Navigation And Ranging) προτάθηκε από τον καθηγητή ακουστικής Frederick V. (Ted)
Hunt του πανεπιστημίου Harvard, το 1942. Η χρήση του όρου, με ταυτόχρονη κατάργηση του αντίστοιχου ASDIC
επισημοποιήθηκε με την ίδρυση του ΝΑΤΟ, το 1949.

[iv] Η πρώτη ηχοεντοπιστική συσκευή QA του NRL, από το 1927, ήταν βασισμένη στη σχεδίαση κρυστάλλων χαλαζία του
Langevin (1917-1918).

[v]Μετά τον πόλεμο, το σκάφος αυτό χρησιμοποιήθηκε από τους αμερικανούς ως πλωτός στόχος κατά τη δοκιμή μιας
ατομικής βόμβας στην ατόλη Μπικίνι. Βυθίστηκε το 1946 από διαρροή, στην ατόλη Kwajalein των νησιών Marshall.

15
[vi] Ο ναύαρχος Karl Doenitz, διοικητής των γερμανικών υποβρυχίων και διάδοχος του Χίτλερ στην Καγκελαρία μετά από
την αυτοκτονία του τελευταίου στις 30 Απριλίου 1945, επιθυμούσε κατά τη διάρκεια του πολέμου να φθάσει συνολικά τον
αριθμό των 300 U-boats σε ενεργή υπηρεσία, γεγονός το οποίο δεν έγινε ποτέ κατορθωτό. Καθ’ όλη τη διάρκεια του
πολέμου, τα γερμανικά ναυπηγεία κατασκεύασαν συνολικά 1156 υποβρύχια, τα περισσότερα από τα οποία καταστράφηκαν.

[vii] Η επιχειρησιακή έρευνα / ανάλυση (operations ή operational research / analysis) εφαρμόσθηκε στις πολεμικές
επιχειρήσεις του β΄ παγκοσμίου πολέμου, ενώ αργότερα επεκτάθηκε και σε πολιτικές εφαρμογές. Αποτελεί διεπιστημονική
μαθηματική επιστήμη που υποβοηθά στη λήψη αποφάσεων και στη διαχείριση, για τη βέλτιστη χρήση των διατιθέμενων
μέσων και για την επίτευξη του σκοπού, ενώ επικεντρώνεται στην αποτελεσματική χρήση της τεχνολογίας. Ειδικότερα στις
ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις, μέσω εφαρμογής μαθηματικών μοντέλων, στατιστικής ανάλυσης, προσομοιώσεων και
αναλυτικής συλλογιστικής βοηθά στη λήψη απόφασης για την απόκτηση και κατανομή των απαιτούμενων δυνατοτήτων /
μέσων, τη βέλτιστη ανάπτυξη / διάταξη / χρήση αυτών για την εκπλήρωση της αποστολής (έρευνα για τον εντοπισμό
υποβρυχίων σε συγκεκριμένες περιοχές για δεδομένο χρονικό διάστημα), καθώς επίσης και για τον προσδιορισμό τομέων
μελλοντικής επιστημονικής έρευνας και ανάπτυξης.

[viii] Όλα αυτά τα όπλα απομακρύνθηκαν από την ενεργό υπηρεσία μετά τη λήξη του ψυχρού πολέμου, κατά τη δεκαετία
του 1990.

[ix] Η πιθανότητα εντοπισμού ασύμφωνα ολοκληρωμένων Ν δειγμάτων σε περιβάλλον Gaussian θορύβου, για σταθερή τιμή
SNR ενός λαμβανόμενου παλμού και για συγκεκριμένο κατώφλι απόφασης, μπορεί να εξισωθεί αξιόπιστα και με υψηλή
ακρίβεια με τη γενικευμένη Q συνάρτηση Marcum.

[x] Γενικά, το πλάτος της αντήχησης ακολουθεί την κατανομή Rice ή Rician, ενώ εάν αγνοηθεί η συνιστώσα της αντήχησης
βυθού τότε ακολουθεί την κατανομή Rayleigh.

[xi] Με τις εφαρμογές sonar σχετίζονται περισσότερο τα τυποποιημένα μοντέλα διακύμανσης του λαμβανόμενου σήματος
Swerling II & IV (διακύμανση από παλμό σε παλμό).

[xii] Στις 8 Μαρτίου 1968, εξερράγη από ατύχημα στον Ειρηνικό ωκεανό, το Κ-129, ένα σοβιετικό συμβατικό υποβρύχιο
βαλλιστικών πυραύλων, κλάσης Golf II.

[xiii]Το 1968, τέθηκε σε υπηρεσία το πρώτο Βρετανικό SSBN Resolution, το οποίο έφερε 16 πυραύλους Polaris A3, σε
μεγάλο βαθμό όμοιο με τα αντίστοιχα της εποχής Αμερικανικά SSBN Lafayette.

[xiv] Σήμερα, το οπλικό σύστημα D5, πέραν των αμερικανικών SSBN Ohio, εξοπλίζει επίσης και τα τέσσερα Βρετανικά
SSBN Vanguard (καθελκύσεις από το 1994 και μετά). Ένα τέτοιο υποβρύχιο φέρει έως και 16 πυραύλους Trident II,
καθένας από τους οποίους μπορεί να μεταφέρει έως και 12 πυρηνικές κεφαλές. Ο πραγματικός αριθμός των μεταφερόμενων
πυρηνικών κεφαλών είναι 48 ανά σκάφος. Η κλάση Dreadnought πρόκειται να αντικαταστήσει την κλάση Vanguard, μέχρι
τις αρχές του 2030.

Τα παλαιά εναπομείναντα 14 αμερικανικά SSBN Ohio (εκτοπίσματος 18.750 τόνων) έχουν δυνατότητα μεταφοράς έως 24
πυραύλων Trident II (D5), καθένας από τους οποίους μπορεί να μεταφέρει έως και 12 (αλλά περιορίζονται λόγω συμφωνιών
σε 8) θερμοπυρηνικές κεφαλές W88 των 475 κιλοτόνων ΤΝΤ ή W76 των 100 κιλοτόνων ΤΝΤ.

Στα επόμενα χρόνια προγραμματίζεται η αντικατάσταση των υποβρυχίων Ohio, από 12 λίγο μεγαλύτερα SSBN τύπου
Columbia, με εκτόπισμα 20.800 τόνων, που θα φέρουν μόνο 16 βλήματα Trident II (D5). Το μεγαλύτερο μέρος νέων
σκαφών καταλαμβάνεται από ένα μοντέρνο αντιδραστήρα και έναν ηλεκτρικό κινητήρα μόνιμου μαγνήτη, ο οποίος είναι
τεράστιος και εξαιρετικά αθόρυβος. Τα νέα σκάφη βασίζονται στην τεχνολογία των επιθετικών υποβρυχίων τύπου Virginia.

[xv] Το τιτάνιο διαθέτει υψηλότερη μηχανική αντοχή στις πιέσεις, επιτρέποντας στο υποβρύχιο να καταδύεται πολύ
βαθύτερα. Επίσης, είναι πολύ ελαφρύ υλικό, επιτρέποντας στο υποβρύχιο ν’ αναπτύσσει υψηλότερες ταχύτητες.
Ταυτόχρονα, είναι ανθεκτικό στη θαλάσσια διάβρωση και παραμαγνητικό υλικό, δηλαδή δεν εντοπίζεται εύκολα από τις
συσκευές ανίχνευσης μαγνητικών ανωμαλιών (MAD). Το τιτάνιο είναι όμως σπάνιο μέταλλο, υψηλού κόστους και
δύσκολης κατεργασίας, το οποίο απαιτεί πολύ εξειδικευμένους χώρους εργασίας και κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό.

[xvi] Στη μέγιστη ταχύτητα, ο θόρυβος στους χώρους του πληρώματος έφθανε το αναπάντεχο επίπεδο των 100 dB.

16
[xvii] Σημαντικές πηγές θορύβου στις χαμηλές συχνότητες αποτελούσαν οι αντλίες κυκλοφορίας του νερού ψύξης του
αντιδραστήρα, καθώς επίσης και οι μειωτήρες στροφών του άξονα μετάδοσης κίνησης από τον ατμοστρόβιλο στις προπέλες.

[xviii]1 γυάρδα = 0.9144 m και 1 ναυτικό μίλι = 1852 m (» 2000 γυάρδες).

[xix] Κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, η Σοβιετική Ένωση κατείχε τον πολυπληθέστερο στόλο επιχειρησιακών
υποβρυχίων, τα νεότερα εκ των οποίων διέθεταν για την εποχή τους αξιοσημείωτες δυνατότητες. Κατά την περίοδο της
κρίσης της Κούβας (1962), η Σοβιετική ένωση διέθετε 300+ συμβατικά και πυρηνικά υποβρύχια, αριθμό τον οποίο
ολόκληρο το ΝΑΤΟ δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει.

Tο 2004 υπήρχαν σε επιχειρησιακή κατάσταση λειτουργίας περί τα 500 συμβατικά και πυρηνικά υποβρύχια, σε
περισσότερες από 40 χώρες, τα οποία ανήκαν σε 30 περίπου διαφορετικά μοντέλα/τύπους (σχεδόν 400 από αυτά ήταν
συμβατικά). Το 2008, περίπου 385 υποβρύχια (105 πυρηνοκίνητα και 280 συμβατικά) ήταν επιχειρησιακά, παγκοσμίως. Το
2015, πάνω από 225 υποβρύχια ανήκαν σε μη συμμαχικές προς το ΝΑΤΟ χώρες. Το 2016, υπήρχαν σε επιχειρησιακή
κατάσταση λειτουργίας περί τα 451 υποβρύχια, συνολικά.

Το 2021, υπήρχαν περίπου 510 υποβρύχια διαφόρων τύπων. Μεταξύ αυτών, το Ρωσικό ναυτικό διέθετε σε επιχειρησιακή
κατάσταση 5 SSBN κλάσης Borei εξοπλισμένα το καθένα με 16 πυραύλους SLBM τύπου Bulava. Επίσης, διέθετε περί τα 23
SSN/SSGN και περί τα 22 συμβατικά υποβρύχια (Kilo class/Project 877, Improved Kilo class/Project 636.3, 636.6 και ένα
Lada). Τα πολύ αθόρυβα, μη αναερόβιας πρόωσης υποβρύχια του Project 636 είναι γνωστά στο δυτικό κόσμο και ως Black
Holes. Διαθέτουν πηδάλια επενδυμένα με ηχοαπορροφητικό υλικό (echo-absorbing fins) και εξοπλίζονται με πυραύλους
cruise για την προσβολή στόχων ξηράς.

Αντίστοιχα, περιορίστηκε και η συνολική δύναμη των αμερικανικών υποβρυχίων. Το USN διαθέτει 47 επιχειρησιακά SSN
(19 κλάσης Virginia και 28 κλάσης Los Angeles), μόλις 14 SSBN και 4 SSGN (μετασκευασμένα SSBN με 154 Tomahawk
έκαστο).

Η Κίνα διαθέτει πάνω από 80 υποβρύχια διαφόρων τύπων (2021), τα οποία παραμένουν αρκετά θορυβώδη και σχετικά
εύκολα ανιχνεύσιμα (στο επίπεδο των αντίστοιχων σοβιετικών της δεκαετίας του 1970), ενώ συνεχώς κατασκευάζει
περισσότερα. Από αυτά, έξι είναι SSBN (κλάσης Jin / Type 094), έξι SSN και 50 συμβατικά SSK, ενώ 17 από τα τελευταία
αποτελούν τα αναερόβιας πρόωσης (AIP) κλάσης Yuan.

Ανθυποβρυχιακές δυνατότητες: Γ’ μέρος, οι εξελίξεις στο κυνήγι κάτω από τη θάλασσα

Το κείμενο προέρχεται από το βιβλίο του συγγραφέα με τίτλο «Εισαγωγή στην υδροακουστική και στην
τεχνολογία Sonar» Εκδόσεις Παπασωτηρίου, Αθήνα 2019

Ολοκληρώνεται εδώ, στο Γ΄μέρος, η παρουσίαση των ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων κοιτώντας πλέον στις
σημερινές εξελίξεις όπως και στις μελλοντικές που κάνουν ακόμη πιο σύνθετο τον αγώνα κατά των υποβρυχίων.
Θυμίζουμε πως στο Α’ μέρος της μελέτης παρουσιάστηκαν οι βασικές αρχές της υποθαλάσσιας απειλής όπως και
τα πρώτα ιστορικά ορόσημα στην εμφάνιση και χρήση του υποβρυχίου ως όπλο.

Ενώ στο Β’ μέρος παρουσιάστηκαν οι σημαντικότερες εξελίξεις στον τομέα κατά τον 20ο αιώνα, τότε δηλαδή που
το υποβρύχιο αναδείχθηκε ως βασικό στοιχείο της ναυτικής μάχης.

Περνώντας στο σήμερα, για την αντιμετώπιση της σημαντικής υποβρύχιας απειλής και έχοντας στόχο τη
διατήρηση της ικανότητας επίτευξης θαλάσσιου ελέγχου (sea control) απαιτούνται αποτελεσματικές
ανθυποβρυχιακές δυνατότητες. Στο πλαίσιο αυτό, έχουν κατ’ αρχήν αναπτυχθεί νέες τακτικές και νέας
τεχνολογίας ενεργά συστήματα sonar χαμηλών συχνοτήτων, τα λεγόμενα μονοστατικά και πολυστατικά LFAS
(Low Frequency Active Sonar). Αυτά, έχουν σκοπό την έρευνα, τον εντοπισμό και την παρακολούθηση κυρίως
των συμβατικών υποβρυχίων που επιχειρούν σε παράκτια και περιορισμένα ύδατα. Στο ΝΑΤΟ, το παρόν και το
μέλλον των ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων κατευθύνεται προς το λεγόμενο δικτυοκεντρικό πόλεμο (network
centric warfare), βασικά μέσω των πολυστατικών συστημάτων χαμηλών συχνοτήτων (LFAS). Επίσης, οι
προωθούμενες συνεργατικές ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις (cooperative ASW) συνδυάζουν την εφαρμογή των

17
πολυστατικών συστημάτων στις παράκτιες περιοχές των
ρηχών υδάτων με τη χρήση μη επανδρωμένων αυτόνομων
συστημάτων, για έγκαιρο εντοπισμό και εμπλοκή από
απόσταση.

Παράλληλα, για την αντιμετώπιση των διαρκώς


αυξανόμενης εμβέλειας μοντέρνων τορπιλών βαρέως τύπου
των υποβρυχίων, διεξάγεται εκτενής επιστημονική έρευνα
σε πολλούς τεχνολογικούς τομείς (high frequency passive
sonar, broadband sonar, τεχνικές soft & hard kill).

Ένας άλλος σημαντικός τομέας, στον οποίο έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση από το ΝΑΤΟ κατά τις τελευταίες
δεκαετίες είναι η ταχεία περιβαλλοντική αξιολόγηση REA (Rapid Environmental Assessment), η οποία σκοπεύει
στην απόκτηση και γνώση αξιόπιστων περιβαλλοντικών στοιχείων (ωκεανογραφικών, μετεωρολογικών, κτλ), σε
πραγματικό χρόνο, για τις συγκεκριμένες περιοχές ενδιαφέροντος. Τα παρεχόμενα στοιχεία REA, από τα
ωκεανογραφικά ινστιτούτα,
υποστηρίζουν πολλά είδη ναυτικών και
διακλαδικών επιχειρήσεων, όπως
ανθυποβρυχιακές, ναρκοπολέμου,
αμφίβιες, κτλ. Ειδικά για τις
ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις, τα εν
λόγω περιβαλλοντικά στοιχεία μπορεί
να αφορούν στο προφίλ της ταχύτητας
του ήχου ως προς το βάθος και τη
γεωγραφική θέση, στο θόρυβο
περιβάλλοντος, στη βαθυμετρία, στη
σύνθεση του βυθού, στα θαλάσσια
μέτωπα και στροβιλισμούς, στις
ανωμαλίες του γήινου μαγνητικού
πεδίου, στην αλατότητα και
θερμοκρασία του νερού, στην
υποβρύχια ορατότητα, κτλ, καθώς
επίσης και στις επιπτώσεις όλων των
ανωτέρω στις αποστάσεις ανίχνευσης
των συστημάτων sonar.

Σήμερα, οι περιοχές που ενδιαφέρουν


περισσότερο τις ναυτικές επιχειρήσεις
είναι κυρίως των ρηχών παρακτίων
υδάτων, δηλαδή εκεί όπου διεξάγονται
οι λεγόμενες επιχειρήσεις διαχείρισης κρίσεων (Crisis Response / Management). Στις περιοχές αυτές,
παρουσιάζεται μεγάλη τοπική και χρονική μεταβλητότητα, με αποτέλεσμα η ακριβής περιβαλλοντική εκτίμηση να
είναι άκρως απαραίτητη για την αντιμετώπιση των ανεπαρκειών των διατιθέμενων συστημάτων/μέσων. Τα
χρησιμοποιούμενα μέσα συλλογής στοιχείων μπορεί να είναι δορυφόροι τηλεπισκόπισης, αεροσκάφη, επιτόπιοι
αισθητήρες (σταθεροί ή παρασυρόμενοι), συστήματα laser (μπλε-πράσινο), αυτόνομα υποβρύχια οχήματα, κτλ. Ο
σκοπός είναι η διευκόλυνση του τακτικού διοικητή στη λήψη αποφάσεων, ως προς τη βέλτιστη εκμετάλλευση των
διατιθέμενων μέσων.

Η αλματώδης ανάπτυξη της μικρο-ηλεκτρονικής πολύ μεγάλης κλίμακας ολοκλήρωσης (VLSI chips) και των
ηλεκτρονικών υπολογιστών παρέχουν υψηλή επεξεργαστική ισχύ, διαθέσιμη σε πραγματικό χρόνο (real time),
επιτρέποντας πλέον την υλοποίηση συστημάτων sonar με πολύ προηγμένες δυνατότητες και αρκετά χαμηλότερο
κόστος συγκριτικά με το παρελθόν.[i] Τα μοντέρνα συστήματα διαθέτουν αυξημένες δυνατότητες

18
ολοκλήρωσης/ενσωμάτωσης των περιβαλλοντικών παραμέτρων και ταυτόχρονα προσαρμογής των λειτουργικών
τους χαρακτηριστικών,[ii] σε πραγματικό χρόνο, μέσα στο συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον επιχειρήσεων
των παρακτίων υδάτων (environmentally adaptive).

Στο μέλλον αναμένεται σημαντική σμίκρυνση των αισθητήρων και των συστημάτων με αυξημένες δυνατότητες,
ευρύτερη χρήση αυτόνομων συστημάτων με περισσότερο αξιόπιστες επικοινωνίες και δυνατότητες πλοήγησης,
στο πλαίσιο προώθησης της ιδέας των δικτυοκεντρικών επιχειρήσεων. Η ολοένα αυξανόμενη διαθεσιμότητα
υψηλότερων δυνατοτήτων υποβρυχίων αλλά και αντιστοίχων ανθυποβρυχιακών τεχνολογιών αποτελούν τους
παράγοντες που αναμένεται να οδηγήσουν το μέλλον του υποθαλάσσιου πολέμου διεθνώς. Επιπρόσθετα, η
πολυσύνθετη φύση των ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων απαιτούν υψηλό επίπεδο θεωρητικής εκπαίδευσης,
εμπειρίας, δεξιοτήτων και πρακτικής εξάσκησης του προσωπικού, καθώς επίσης στενή συνεργασία και
διαλειτουργικότητα (interoperability)[iii] μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων ανθυποβρυχιακών μονάδων (πλοίων
επιφανείας, ιπταμένων μέσων, κτλ) στο πεδίο των ναυτικών επιχειρήσεων.

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες μέχρι σήμερα έχουμε τη σταδιακή ανάπτυξη και εφαρμογή νέων τεχνολογιών,
επιχειρησιακών ιδεών και τακτικών, που σχετίζονται με:

A. Προηγμένα αυτόνομα και ημιαυτόνομα αντιναρκικά μέτρα & ανθυποβρυχιακά κατανεμημένα


υποθαλάσσια συστήματα, διασυνδεδεμένα σε δίκτυα αισθητήρων, τα οποία εφαρμόζουν τις αρχές της
δικτυοκεντρικής προσέγγισης στις ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις (network centric underwater warfare). Οι
πληροφορίες, η επιτήρηση και η αναγνώριση (ISR) συνεχίζουν να αποτελούν το θεμέλιο των ανθυποβρυχιακών
επιχειρήσεων, για την επίγνωση του υποθαλάσσιου πεδίου, όσον αφορά στον εντοπισμό και στην παρακολούθηση
της ακουστικής δραστηριότητας των εχθρικών υποβρυχίων. Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιούνται κάθε είδους
αισθητήρες, χωρίς να είναι απαραίτητη η χρήση μεγάλου πλήθους πολεμικών μονάδων, ενώ ιδιαίτερη έμφαση
δίδεται στα πολυστατικά συστήματα (multistatic) χαμηλών συχνοτήτων LFAS (Low Frequency Active Sonar).

B. Εξελιγμένες τεχνικές, τακτικές και μέτρα αποφυγής ναρκών ή εμποδίων (mine / obstacle avoidance),
καθώς επίσης και ότι αφορά σε προηγμένα συστήματα ναρκοθηρίας και οργανικά αντιναρκικά μέτρα (organic
MCM).

Γ. Την ιδέα των λεγόμενων συνεργατικών ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων (cooperative ASW), για συλλογή
ωκεανογραφικών στοιχείων, υποθαλάσσια επιτήρηση / περιπολία και άλλους ρόλους (ακόμη και καταστροφής
υποβρυχίων), μέσω της εκμετάλλευσης προσιτών, αυτόνομων υποβρυχίων οχημάτων (AUV), εναέριων μη
επανδρωμένων οχημάτων (UAV/UAS), συμβατικών & έξυπνων ενεργών και παθητικών αισθητήρων, καθώς
επίσης εξελιγμένων ψηφιακών δικτύων υποβρυχίων επικοινωνιών.

Δ. Εξελιγμένες τεχνικές και μέτρα αυτοπροστασίας των πλοίων επιφανείας και των υποβρυχίων, από
τορπίλες (soft & hard kill), για τις περιπτώσεις που βρίσκονται στη θέση του αμυνόμενου. Ιδιαίτερα η ικανότητα
19
διεξαγωγής εμπλοκής φυσικής καταστροφής (hard kill) έναντι εισερχόμενης τορπίλης αντιπροσωπεύει ένα
τεράστιο άλμα προς τα εμπρός για την αντιτορπιλική άμυνα.

Ακόμη πιο πρόσφατα, οι προσπάθειες επικεντρώνονται στην ανάπτυξη γνωσιακών συστημάτων (cognitive
sonars), τα οποία προσαρμόζονται στο ακουστικό τους περιβάλλον. Τα συστήματα αυτά, χρησιμοποιούν τις αρχές
του κύκλου αντίληψης-δράσης της νόησης (cognition) για τη μόχλευση των αποκτώμενων πληροφοριών,
ανιχνεύοντας τις αλληλεπιδράσεις με το υποθαλάσσιο ακουστικό περιβάλλον. Με βάση αυτές τις
αλληλεπιδράσεις, ενημερώνονται οι επιλεγόμενες παράμετροι λειτουργίας του συστήματος sonar, για τη
βελτιστοποίηση της ανίχνευσης, ταξινόμησης, εντοπισμού θέσης και παρακολούθησης του στόχου στο
συγκεκριμένο υδροακουστικό περιβάλλον.

Σε ενεργά συστήματα, οι παράμετροι που προσαρμόζονται αφορούν κυρίως στα χαρακτηριστικά της
εκπεμπόμενης κυματομορφής. Πολλά από τα φυσικά χαρακτηριστικά της ακουστικής του περιβάλλοντος και του
στόχου περιέχονται στο σήμα της επιστρεφόμενης ηχούς: πλάτος σήματος (ισχύς στόχου), χρονική καθυστέρηση
(απόσταση στόχου), μετατόπιση Doppler (ρυθμός προσέγγισης ή απομάκρυνσης στόχου), κτλ. Η επεξεργασία των
λαμβανόμενων σημάτων μπορεί τυπικά να διεξάγεται από μια ομάδα ταιριασμένων / προσαρμοσμένων φίλτρων
(matched filters), που είναι κατάλληλα συντονισμένα ώστε να καλύπτουν την γκάμα των πιθανών τιμών Doppler.
Από τις πολλές παραμέτρους κυματομορφής που μπορούν να προσαρμόζονται από ένα γνωσιακό sonar, είναι το
μήκος παλμού, το επίπεδο ισχύος (source level), το φασματικό εύρος λειτουργίας, ο τύπος της εφαρμοζόμενης
διαμόρφωσης φάσης ή συχνότητας, κτλ. Επιπρόσθετα, η χρησιμοποιούμενη κυματομορφή θα πρέπει να
διευκολύνει την αποτελεσματική μετάδοση μέσω των ηλεκτροακουστικών μορφοτροπέων και των ηλεκτρονικών
κυκλωμάτων οδήγησής τους (σταθερού πλάτους, για την ελαχιστοποίηση της παραμόρφωσης που προκύπτει από
ενισχυτές κορεσμένης ισχύος και μεγιστοποίησης της μεταδιδόμενης ενέργειας στο υποθαλάσσιο περιβάλλον).

Μετά από τη λήξη του ψυχρού πολέμου, η υποβρύχια απειλή για το ΝΑΤΟ θεωρήθηκε υποβαθμισμένη, οι
ανθυποβρυχιακές δυνατότητες άρχισαν να μειώνονται και η χρηματοδότηση για την ανάπτυξη σημαντικών νέων
ανθυποβρυχιακών προγραμμάτων (με εξαίρεση ίσως τα ανθυποβρυχιακά ελικόπτερα), πέρασε σε χαμηλότερη
προτεραιότητα. Ωστόσο, η επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας με την κρίση της Ουκρανίας (2013-2015) και
του Συριακού εμφύλιου πολέμου που μαίνεται από το 2011, έφερε πάλι το Δυτικό κόσμο στα πρόθυρα ενός
δεύτερου ψυχρού πολέμου.

Σχήμα 16: Η 5η γενιά ρωσικών


υποβρυχίων SSGN κλάσης Laika
(Project 545), η οποία πρόκειται να
διαδεχθεί την κλάση Yasen μετά το
2030, αποτελεί το ανάλογο της
αμερικανικής κλάσης πυρηνοκίνητων
επιθετικών υποβρυχίων Virginia και της
βρετανικής κλάσης Astute (φορείς
Tomahawk)

Περαιτέρω αστάθμητους
γεωπολιτικούς παράγοντες αποτελούν
ο διεθνής ανταγωνισμός στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά κυρίως ο νέου τύπου εμπορικός-ψυχρός πόλεμος,
μεταξύ των ΗΠΑ και της τεχνολογικά προηγμένης Κίνας. Ο τελευταίος, ουσιαστικά εστιάζεται στο ψηφιακό
πεδίο, αφού τα προϊόντα τεχνολογίας βρίσκονται στην αιχμή του δόρατος των δασμών, των κυρώσεων και των
αποκλεισμών. Οι ΗΠΑ επιθυμούν να καθυστερήσουν / ανασχέσουν την ανάπτυξη των τεχνολογικών υποδομών
της Κίνας για την κυριαρχία στον χώρο της τεχνητής νοημοσύνης και των ασυρμάτων δικτύων 5G & 6G, γεγονός
που έχει επιπτώσεις και σε άλλους τομείς, όπως η αγροτική παραγωγή, η κτηνοτροφία και η μεταποίηση. Το 2021,
η υπογραφείσα τριμερής συμφωνία της Αυστραλίας με τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο (AUKUS), για
επιθετικά πυρηνοκίνητα υποβρύχια (SSN) συμβατικά εξοπλισμένων με πυραύλους Tomahawk, συνδέεται άμεσα
με την άνοδο της Κίνας. Η νέα συμφωνία εστιάζεται σε στρατιωτικές δυνατότητες και καλύπτει τους τομείς της

20
τεχνητής νοημοσύνης, του κυβερνοπολέμου, των υποβρυχιακών δυνατοτήτων και των δυνατοτήτων προσβολής
μεγάλων αποστάσεων.

Έτσι, μετά από τη σχετικά αργή, υποβαθμισμένη και υποχρηματοδοτούμενη εξέλιξη των υποβρυχίων και των
αντίστοιχων ανθυποβρυχιακών δυνατοτήτων μετά την πτώση του τείχους, ακολούθησε η ταχεία δρομολόγηση
ναυπήγησης σημαντικών προγραμμάτων. Σε αυτά περιλαμβάνεται η μαζική προσπάθεια της Ρωσίας για τον
εκσυγχρονισμό του υποβρυχιακού της στόλου (κλάσεις Borei, Yasen, Laika, κτλ), όπως επίσης και της παραγωγής
νέων υπερόπλων (υπερ-υπερηχητικός πύραυλος cruise 3M22 Zircon,[iv] διηπειρωτική πυρηνοκίνητη και
πυρηνική τορπίλη αυτόνομης καθοδήγησης Poseidon, κτλ). Ταυτόχρονα, τα υποβρύχια της Κίνας βελτιώνονται
διαρκώς και αυξάνονται αριθμητικά, μαζί με τις αντίστοιχες εξαγωγές υποβρυχίων της χώρας αυτής. Μεγάλοι
αριθμοί Κινεζικών υποβρυχίων με πρόωση ανεξάρτητη του αέρα έχουν πωληθεί σε Ταϊλάνδη και Πακιστάν.
Σήμερα, πέραν των παραδοσιακών εξαγωγικών χωρών υποβρυχίων (Γερμανία, Γαλλία, Ρωσία και
Σουηδία), ακόμη περισσότερες χώρες ναυπηγούν και εξάγουν υποβρύχια στην αιχμή της τεχνολογίας ή
επιδιώκουν την ανάπτυξη εγχώριων υποβρυχίων (Κίνα, Νότια Κορέα, Ιαπωνία, Τουρκία, Ινδονησία, Βιετνάμ,
κτλ). Τεχνολογικές καινοτομίες, όσον αφορά στην ανάπτυξη μπαταριών ιόντων λιθίου, οι οποίες καθιστούν τα
υποβρύχια περισσότερο αθόρυβα, αξιόπιστα και με τουλάχιστον διπλάσια διάρκεια επιχειρησιακής δράσης σε
κατάδυση (ως προς τις μπαταρίες μολύβδου) έχουν εφαρμοσθεί από την Ιαπωνία (11ο και 12ο υποβρύχιο κλάσης
Sōryū) και τη Ν. Κορέα (KSS – III).[v] Μπαταρίες ιόντων λιθίου αναμένεται να έχουν επίσης και τα νέα
ταϊβανέζικα υποβρύχια, σε αποτρεπτικό ρόλο εναντίον του τεράστιου στόλου της Κίνας.

Παράλληλα, οι μοντέρνες τορπίλες διαθέτουν πολύ αποτελεσματικότερα συστήματα καθοδήγησης, όπως επίσης
δραστικά βελτιωμένες μπαταρίες, με τη βοήθεια των οποίων επιτυγχάνουν πολύ μεγαλύτερη εμβέλεια, ταχύτητα
και επιχειρησιακή διάρκεια λειτουργίας. Οι ενισχυμένοι αλγόριθμοι τεχνητής νοημοσύνης, τόσο για τις τορπίλες
όσο και για τα ίδια τα επανδρωμένα και μη επανδρωμένα υποβρύχια οχήματα, αναμένεται…

21

You might also like