You are on page 1of 142

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Νομική Σχολή

Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών


(Δ.Π.Μ.Σ.)

«Κτηματολόγιο: Νομικές, τεχνικές & περιβαλλοντικές


διαστάσεις»

Ακαδημαϊκό Έτος 2018 -2019

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

«ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ & ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ


ΤΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΒΟΗΘΗΜΑΤΩΝ
ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 Ν. 2664/1998»

Μεταπτυχιακός φοιτητής

Γεώργιος Α. Γάτσιος
Πάρεδρος Πρωτοδικείου
Α.Ε.Μ. 150084

Επιβλέπων καθηγητής
Γεώργιος Διαμαντόπουλος

Καθηγητής Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.

Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 2019


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Συντομογραφίες ....................................................................................................................... 6
Εισαγωγικά προλεγόμενα .................................................................................................... 9

Κείμενο διατάξεως ................................................................................................................ 11


ΜΕΡΟΣ Α’ - ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΓΓΡΑΦΕΣ

Ι. Εγγραφές κατά το στάδιο της κτηματογράφησης .............................................. 24


ΙΙ. Πρώτες εγγραφές .............................................................................................................. 26

ΙΙ.1. Έννοια πρώτων εγγραφών .......................................................................... 26


ΙΙ.2. Αντικείμενο & νομική φύση πρώτων εγγραφών ............................... 27

ΙΙ.2.α. Αντικείμενο πρώτων εγγραφών ............................................... 27


ΙΙ.2.β. Νομική φύση πρώτων εγγραφών ............................................ 28

ΙΙ.3.- Διακρίσεις πρώτων εγγραφών και συσχέτισή τους με το


τεκμήριο ακρίβειας................................................................................................... 31

ΙΙΙ. Μεταγενέστερες εγγραφές .......................................................................................... 40


IV. Καταχώριση εγγραφής .................................................................................................. 41

V. Ακρίβεια & ανακρίβεια πρώτων εγγραφών .......................................................... 42


V.1. Περιπτωσιολογία .............................................................................................. 43

V.1.α. Ανακρίβεια εγγραπτέου δικαιώματος .................................... 44


V.1.β. Ανακρίβεια ως προς τον δικαιούχο......................................... 45

V.1.γ. Ανακρίβεια ως προς το ιδιοκτησιακό αντικείμενο ........... 45


V.2. Ανακρίβεια κτηματολογικής εγγραφής ως προσβολή του

εγγραπτέου δικαιώματος ..................................................................................... 46


VI. Διόρθωση ανακριβών εγγραφών στο λειτουργούν Κτηματολόγιο ........... 47

ΜΕΡΟΣ Β’ - ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΠΡΩΤΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ

Ι. Αγωγή διόρθωσης πρώτης εγγραφής κατ’ αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ ............. 48

Ι.1. Νομική φύση & χαρακτήρας αγωγής ...................................................... 48


Ι.1.α. Νομική φύση ..................................................................................... 48

Ι.1.β. Χαρακτήρας αγωγής ...................................................................... 49

2
Ι.2. Προϋποθέσεις νόμω βασίμου αγωγής ..................................................... 52

Ι.2.1. Ύπαρξη εγγραπτέου δικαιώματος ........................................... 53


Ι.2.2. Προσβολή δικαιώματος ................................................................ 56

Ι.2.3. Προθεσμία .......................................................................................... 57


Ι.2.3.α. Νομική φύση προθεσμίας ........................................... 58

Ι.2.3.β. Αναστολή & διακοπή προθεσμίας .......................... 59


Ι.2.3.β.i. Αναστολή προθεσμίας & συνέπειες ........ 59

Ι.2.3.β.ii. Διακοπή προθεσμίας .................................... 60


Ι.2.3.γ. Συνέπειες αναστολής & διακοπής ........................... 63

Ι.2.3.δ. Συνέπειες παρέλευσης προθεσμίας ......................... 66


Ι.3. Δίκη αγωγής αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ ........................................................ 67

Ι.3.1. Νομιμοποίηση ................................................................................... 67


Ι.3.1.α. Ενεργητική νομιμοποίηση .......................................... 67

Ι.3.1.β. Παθητική νομιμοποίηση .............................................. 70


Ι.3.2. Άσκηση αγωγής ................................................................................ 73

Ι.3.2.α. Αίτημα ................................................................................. 73


Ι.3.2.β. Καταχώριση αγωγής & λοιπή προδικασία .......... 74

Ι.3.2.γ. Συνέπειες άσκησης αγωγής ......................................... 80


Ι.3.3. Δικονομικό πλαίσιο αγωγής ....................................................... 80

Ι.3.3.α. Δικαιοδοσία, αρμοδιότητα & διαδικασία ............ 80


Ι.3.3.β. Ορισμένο αγωγής ........................................................... 83

Ι.3.3.γ. Ομοδικία & σώρευση αγωγών ................................. 84


Ι.3.3.δ. Συμμετοχή τρίτων στη δίκη ....................................... 86

Ι.3.4. Προϋποθέσεις παραδεκτής συζητήσεως ............................... 86


Ι.3.4.α. Πιστοποιητικό κτηματογραφήσεως ....................... 87

Ι.3.4.β. Προηγούμενη άσκηση αίτησης διόρθωσης προδή-


λου σφάλματος ............................................................................. 87

Ι.3.4.γ. Καταβολή δικαστικού ενσήμου ................................. 88


Ι.3.4.δ. Πιστοποιητικό φόρου ιδιοκτησίας .......................... 88

3
Ι.3.4.ε. Αντίγραφο κτηματολογικού φύλλου & αποσπά-

σματος κτηματολογικού διαγράμματος ............................. 89


Ι.3.4.στ. Τεχνική εισήγηση κεντρικής υπηρεσίας .............. 90

Ι.3.5. Άμυνα εναγομένου .......................................................................... 90


Ι.3.5.α. Άρνηση ............................................................................... 90

Ι.3.5.β. Ανταγωγή .......................................................................... 91


Ι.3.5.γ. Ενστάσεις ........................................................................... 91

Ι.3.5.γ.i. Ύπαρξη ιδίου δικαιώματος ......................... 92


Ι.3.5.γ.ii. Ένσταση δικαιωματικής νομής & κατοχής

(ΑΚ 1095) ............................................................................ 92


Ι.3.5.γ.iii. Καταχρηστική άσκηση (ΑΚ 281) ............. 93

Ι.3.5.γ.iv. Εκπρόθεσμη άσκηση ................................... 93


Ι.3.6.- Σχέση μεταξύ αγωγής αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ & λοιπών

ενδίκων βοηθημάτων ............................................................................... 94


I.3.6.α.- Αγωγή αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ & ένδικα βοηθήμα-

τα ΕθνΚτημ ....................................................................................... 94
Ι.3.6.α.i.- Αγωγή αρθ. 6 παρ. 2 & αίτηση αρθ. 6 παρ.

3 α’ ΕθνΚτημ....................................................................... 94
Ι.3.6.α.ii.- Αγωγή αρθ. 6 παρ. 2 & αιτήσεις των αρθ.

6 παρ. 4 και 18 ΕθνΚτημ ................................................ 98


Ι.3.6.α.iii.- Αγωγή αρθ. 6 παρ. 2 & αίτηση αρθ. 6

παρ. 8 ΕθνΚτημ ................................................................. 99


Ι.3.6.β.- Αγωγή αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ & ένδικα βοηθήμα-

τα κοινού δικαίου .......................................................................... 99


Ι.3.6.β.i.- Αγωγή αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ & ένδικα

βοηθήματα ΑΚ................................................................... 99
Ι.3.6.β.i.- Αγωγή αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ & ένδικα

βοηθήματα ΚΠολΔ ........................................................101


ΙΙ. Αίτηση διόρθωσης κατ’ αρθ. 6 παρ. 3α’ ΕθνΚτημ .............................................102

4
ΙΙ.1. Φύση διαφορών υπαγομένων στο αρθ. 6 παρ. 3α’ ΕθνΚτημ - η

επιλογή της εκουσίας δικαιοδοσίας ...............................................................102


ΙΙ.2. Διαδικαστικές προϋποθέσεις δίκης ........................................................106

ΙΙ.2.1. Τηρητέα προδικασία ...................................................................106


ΙΙ.2.2. Νομιμοποίηση .................................................................................107

ΙΙ.2.2.α. Ενεργητική νομιμοποίηση .......................................107


ΙΙ.2.2.β. Παθητική νομιμοποίηση ...........................................107

ΙΙ.2.3. Έννομο συμφέρον .........................................................................109


ΙΙ.2.4. Αντικείμενο δίκης - Αίτημα - Ορισμένο αιτήματος ........112

ΙΙ.2.4.α. Αντικείμενο δίκης ........................................................112


ΙΙ.2.4.β. Αίτημα - Ορισμένο αιτήματος .................................113

ΙΙ.3. Συμμετοχή τρίτων - Άμυνα αληθούς δικαιούχου ............................115


ΙΙ.3.1. Συμμετοχή τρίτων ........................................................................115

ΙΙ.3.1.α. Κυρία & πρόσθετη παρέμβαση .............................115


ΙΙ.3.2. Άμυνα αληθούς δικαιούχου .....................................................118

ΙΙ.4. Παραδεκτό συζητήσεως ..............................................................................120


ΙΙ.5. Σχέση με λοιπά ένδικα βοηθήματα ........................................................121

ΙΙ.5.1. Σχέση με αγωγή αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ ..............................121


ΙΙ.5.2. Σχέση με αίτηση αρθ. 18 ΕθνΚτημ .........................................126

ΙΙ.6.- Απόφαση επί αιτήσεως αρθ. 6 παρ. 3 α’ ΕθνΚτημ ..........................126


ΙΙΙ. Αντιρρήσεις ενώπιον κτηματολογικού Δικαστή κατ’ αρθ. 6 παρ. 4 γ’

ΕθνΚτημ ...................................................................................................................................129
ΙΙΙ.1.- Προηγούμενη κατάθεση αίτησης ενώπιον Προϊσταμένου Κτημα-

τολογικού Γραφείου - Τηρητέα προδικασία ................................................130


ΙΙΙ.2.- Συσχέτιση με άρνηση καταχώρησης σε δημόσια βιβλία κατ’ αρθ.

791 παρ. 1 ΚΠολΔ ...................................................................................................131


ΙΙΙ.3.- Δίκη αντιρρήσεων .......................................................................................132

ΙΙΙ.4.- Απόφαση επί των αντιρρήσεων ............................................................134

5
ΙV. Αίτηση διόρθωσης περιγραφικών και γεωμετρικών στοιχείων κατ’ αρθ. 6

παρ. 8 α’ ΕθνΚτημ ...............................................................................................................134

ΙV.1. Περιεχόμενο διατάξεως-Έννοια περιγραφικών και γεωμετρικών

στοιχείων ...................................................................................................................135

ΙV.2. Αρμοδιότητα-διαδικασία εκουσίας δικαιοδοσίας-Νομιμοποίηση

........................................................................................................................................136

ΙV.3. Τηρητέα προδικασία ....................................................................................136

ΙV.4. Αντικείμενο δίκης ..........................................................................................137

Βιβλιογραφία ..........................................................................................................................140

6
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΑΚ Αστικός Κώδικας
Α.Ν. Αναγκαστικός Νόμος

ΑΠ Άρειος Πάγος
αρθ. άρθρο

Αρμεν Αρμενόπουλος
Αρμεν Αρμενόπουλος

ΑρχΝομ Αρχείο Νομολογίας


Β.Δ. Βασιλικό Διάταγμα

Δνη Δικαιοσύνη
εδ. εδάφιο

ΕΔικΠολ Επιθεώρηση Δικαίου Πολυκατοικίας


ΕλλΔνη Ελληνική Δικαιοσύνη

ΕπΑΚ Επιθεώρηση Ακινήτων


ΕρμΑΚ Ερμηνεία Αστικού Κώδικα

ΕτΚ Εφημερίδα της Κυβερνήσεως


Εφ Εφετείο

ΕφΑΔ Εφαρμογές Αστικού Δικαίου


ΕφΔικΚτημ Εφαρμογές Δικαίου Κτηματολογίου

Καν. Κανονισμός
ΚΝοΒ Κώδικας Νομικού Βήματος

ΜονΠρωτ Μονομελές Πρωτοδικείο


Ν. Νόμος

Ν.Δ. Νομοθετικό Διάταγμα


Ν.Π.Δ.Δ Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου

ο.π. όπως παραπάνω


Ο.Τ.Α. Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης

ΟλΑΠ Ολομέλεια Αρείου Πάγου

7
Π.Ν.Π. Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου

παρ. παράγραφος
ΠολΠρωτ Πολυμελές Πρωτοδικείο

σελ. σελίδα
ΥΑ Υπουργική Απόφαση

8
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

Η διάταξη του άρθρου 6 του Ν. 2664/1998 1, εντάσσεται συστηματικά στο


δεύτερο (2ο) κεφάλαιο του νομοθετήματος, με παράτιτλο «Πρώτες εγγραφές

- Προθεσμία αμφισβήτησης». Κύριος σκοπός των ρυθμίσεων του εν θέματι


άρθρου, είναι η διόρθωση των εμφιλοχωρησάντων στις πρώτες εγγραφές

σφαλμάτων μέσω των περιοριστικά αναφερομένων τρόπων διορθώσεως2,


με απώτερο σκοπό τη συμμόρφωση με την αρχή της ακρίβειας των

κτηματολογικών εγγραφών.

Στο πλαίσιο της παρούσας μεταπτυχιακής διπλωματικής εργασίας, η οποία

άπτεται της ερμηνείας και νομολογιακής προσέγγισης των ενδίκων


βοηθημάτων που προβλέπονται στις διατάξεις του εν λόγω άρθρου,

ερευνώνται όλα εκείνα τα ζητήματα που απασχολούν τόσο τον θεωρητικό,


όσο και τον εφαρμοστή του ουσιαστικού, αλλά και δικονομικού,

κτηματολογικού δικαίου, καταδεικνυομένης της ιδιαίτερης σημασίας -


σχεδόν αυτονομίας - που αποκτά ο κλάδος αυτός3.

Συστηματικά η παρούσα εργασία δομείται σε δύο (2) κύρια μέρη, εκ των


οποίων το πρώτο αφιερώνεται στην έννοια της κτηματολογικής εγγραφής,

δεδομένου ότι αυτή αποτελεί κατ’ ουσίαν τον πυρήνα του κτηματολογικού
δικαίου, ενώ στο δεύτερο μέρος, εκτίθενται όλοι οι προβλεπόμενοι στο άρθρο

1στο εξής χάριν συντομίας «ΕθνΚτημ»


2για την αρχή του κλειστού αριθμού των τρόπων διορθώσεως ίδετε και Πλιάτσικα Κ., «Η
διόρθωση ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής, Συμβολή στην ερμηνεία του
αρθ. 6 παρ. 2 Ν. 2664/1998», εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2019, σελ. 4-5 αριθ. 5 & 7
3 κατά τον καθηγητή Γ. Διαμαντόπουλο, το ουσιαστικό κτηματολογικό δίκαιο θα

“αντικαταστήσει” εν πολλοίς το βιβλίο Εμπραγμάτου δικαίου του ΑΚ, δεδομένου ότι στην
παρούσα φάση, με πολλές περιοχές της επικράτειας ακόμη υπό κτηματογράφηση, δεν
έχουν ιδωθεί τα μείζονα προβλήματα που αναφύονται εξ αιτίας της λειτουργίας του
κτηματολογίου (Πανεπιστημιακές παραδόσεις στο πλαίσιο του Δ.Π.Μ.Σ. «Κτηματολόγιο:
Νομικές, τεχνικές και περιβαλλοντικές διαστάσεις», ακαδ. έτος 2018-2019)

9
6 ΕθνΚτημ τρόποι διόρθωσης σφαλμάτων κτηματολογικών εγγραφών, οι

οποίοι απαρτίζουν ξεχωριστή ενότητα αυτού (μέρους).

Προ πάσης ενάρξεως, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον επιβλέποντα την

παρούσα μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία καθηγητή μου κ. Γεώργιο


Διαμαντόπουλο, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου

Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, για την αμέριστη συνδρομή που μου παρείχε


καθ’ όλη τη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών μου, αλλά και κατά τη

συγγραφή της παρούσας μεταπτυχιακής διπλωματικής εργασίας.-

Γεώργιος Α. Γάτσιος,

Πάρεδρος Πρωτοδικών

10
ΚΕΙΜΕΝΟ ΔΙΑΤΑΞΕΩΣ ΑΡΘ. 6 ΕΘΝΚΤΗΜ4

Για λόγους συστηματικής ορθότητας και προκειμένου ο αναγνώστης να μην


ανατρέχει σε εξωτερικές πηγές, παρατίθεται το κείμενο της διατάξεως του

άρθρου 6 ΕθνΚτημ, ως αυτό ισχύει κατά το χρόνο συγγραφής της παρούσας.

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ - Οι πρώτες εγγραφές στα κτηματολογικά βιβλία

Άρθρο 6 - Πρώτες εγγραφές - Προθεσμία αμφισβήτησης5


1. Πρώτες εγγραφές είναι εκείνες που καταχωρίζονται ως αρχικές εγγραφές

στο κτηματολογικό βιβλίο, κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς


πίνακες, σύμφωνα με την παράγραφο 2 περίπτωση β’ του άρθρου 3. Οι

πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή,


υπόκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος κεφαλαίου.

2. α) Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής μπορεί να ζητηθεί, με


αγωγή ενώπιον του αρμόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπον Πρωτοδικείου, η

αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή


και η διόρθωση, ολικά ή μερικά, της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή

(αναγνωριστική ή διεκδικητική) ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον


μέσα σε αποκλειστική προθεσμία οκτώ (8) ετών6.7

4 Σύμφωνα με το άρθρο έκτο παρ. 2 Ν. 4617/2019 (Φ.Ε.Κ. Α’ 88/10-06-2019), «2. Οπου


στις διατάξεις των νόμων 2308/1995 (Α’ 114) και 2664/1998 (Α’ 275) προβλέπεται η
έκδοση πράξεων από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, μετά την κατάργηση
του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος, σύμφωνα με τα
οριζόμενα στο άρθρο 1 παράγραφος 1 εδάφιο γ του Ν. 4164/2013 (Α’ 156), οι πράξεις
αυτές εκδίδονται από το Δ.Σ. του Φορέα».
5 Κατά τη διάταξη του αρθ. 13 παρ. 1 εδ. γ’ Ν. 4164/2013, Φ.Ε.Κ. Α’ 156/09-07-2013, «Οι

διατάξεις του Ν. 2664/1998, όπως τροποποιούνται και συμπληρώνονται με το άρθρο 2


του παρόντος νόμου, εφαρμόζονται τόσο για τα ήδη λειτουργούντα Κτηματολογικά
Γραφεία, όσο και γι’ αυτά που θα λειτουργήσουν στο μέλλον».
6 Η φράση «επτά (7) ετών» αντικαταστάθηκε από τη φράση «οκτώ (8) ετών», ως τίθεται

ανωτέρω, με το άρθρο έκτο παρ. 1α της από 27-06-2019 Π.Ν.Π., Φ.Ε.Κ. Α’ 106/27-06-
2019
7 Κατά τη διάταξη του αρθ. 1 παρ. 3 του Ν. 4585/2018, Φ.Ε.Κ. Α’ 216/24-12-2018, όπως

τροποποιήθηκε με το άρθρο έκτο παρ. 1β της από 27.6.2019 Π.Ν.Π., Φ.Ε.Κ. Α’ 106/27-
06-2019, για τις περιοχές που κηρύχθηκαν υπό κτηματογράφηση πριν από τις 02-08-2006,
η αποκλειστική προθεσμία της περίπτωσης α’ της παρ. 2 του άρθρου 6 του Ν. 2664/1998

11
β)8 Για τις περιοχές που κηρύχθηκαν υπό κτηματογράφηση πριν τη

δημοσίευση και έναρξη ισχύος του Ν. 3481/2006 (Α’ 162), η αποκλειστική


προθεσμία της περίπτωσης α’ της παραγράφου αυτής είναι δεκατεσσάρων

(14) ετών9.
γ) Η αποκλειστική προθεσμία για την άσκηση της αγωγής των περιπτώσεων

α’ και β’ αρχίζει από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της


απόφασης του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής,

που προβλέπει το άρθρο 1 παράγραφος 3. Η αγωγή απευθύνεται κατά του


αναγραφόμενου ως δικαιούχου του δικαιώματος στο οποίο αφορά η πρώτη

εγγραφή ή κατά των καθολικών του διαδόχων. Σε περίπτωση ειδικής


διαδοχής στο δικαίωμα στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή, η αγωγή πρέπει

να στραφεί τόσο κατά του φερόμενου με την πρώτη εγγραφή ως δικαιούχου


ή των καθολικών του διαδόχων, όσο και κατά των ειδικών διαδόχων αυτού.

Οταν η αγωγή στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που αναγράφεται


ως δικαιούχος δικαιώματος στις αρχικές εγγραφές, δεν εφαρμόζονται οι

διατάξεις του άρθρου 8 του Α.Ν. 1539/1938 (Α’ 488), όπως τροποποιήθηκε με
το άρθρο 24 του Ν. 2732/1999 (Α’ 154). Επί αγωγών που ασκούνται ενώπιον

(Α’ 275) είναι «δεκαέξι (16) έτη», εφόσον δεν έχει ήδη λήξει μέχρι τις 30-11-2018. Ειδικά
για τις περιοχές στις οποίες η προθεσμία των δεκατεσσάρων (14) ετών παρατάθηκε με τα
άρθρα 126 του Ν. 4514/2018 (Α’ 14) και 18 του Ν. 4551/2018 (Α’ 116) και δεν έχει λήξει,
όπως παρατάθηκε, μέχρι τις 30-11-2018, η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου
επεκτείνεται κατά τρεις (3) ακόμα μήνες".
8 Κατά τη διάταξη του αρθ. 126 Ν. 4514/2018 (Φ.Ε.Κ Α’ 14/30-01-2018), «η προθεσμία της

περίπτωσης β’ της παρ. 2 του άρθρου 6 του Ν. 2664/1998 (Α’ 275), παρατείνεται για
χρονικό διάστημα τριών (3) μηνών αποκλειστικά για τις περιοχές στις οποίες λήγει εντός
του έτους 2018». Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 18 Ν. 4551/2018 (Φ.Ε.Κ. Α’
116/02-07-2018), η προθεσμία της περίπτωσης β’ της παρ. 2 του άρθρου 6 του Ν.
2664/1998 (Α’ 275) παρατείνεται για χρονικό διάστημα εννέα (9) μηνών αποκλειστικά για
τις περιοχές στις οποίες λήγει εντός του έτους 2018. Η ισχύς του προηγουμένου εδαφίου
άρχισε από την 03-01-2018.
9 Οι περιπτώσεις α’ και β’ της παρ. 2 αντικαταστάθηκαν από τότε που ίσχυσαν, ως άνω,

με τη διάταξη του αρθ. 37 Ν. 4361/2016 (Φ.Ε.Κ. Α’ 10/01-02-2016)

12
του Πολυμελούς Πρωτοδικείου τηρείται από αυτό η διαδικασία του άρθρου

270 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.10


311.α) Στην περίπτωση των αρχικών εγγραφών με την ένδειξη «αγνώστου

ιδιοκτήτη» κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 9, όταν ζητείται
η διόρθωση αντί της προβλεπόμενης στην παράγραφο 2 αγωγής, η

διόρθωση μπορεί να ζητηθεί με αίτηση εκείνου που ισχυρίζεται ότι έχει


εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα, η οποία υποβάλλεται ενώπιον του

Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου και, μέχρις ότου


ορισθεί αυτός, στο Μονομελές Πρωτοδικείο της τοποθεσίας του ακινήτου

που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Εντός προθεσμίας


είκοσι (20) ημερών από την κατάθεση της αιτήσεως του πρώτου εδαφίου και

επί ποινή απαραδέκτου, η αίτηση αυτή κοινοποιείται από τον αιτούντα στο
Ελληνικό Δημόσιο και εγγράφεται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου.

Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση της κύριας παρέμβασης. Εάν στο
κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου έχουν ήδη καταχωρισθεί και άλλες

αιτήσεις ή κύριες παρεμβάσεις με αντίστοιχο περιεχόμενο, η μεταγενέστερη


αίτηση κοινοποιείται από τον αιτούντα επί ποινή απαραδέκτου και εντός της

ως άνω προθεσμίας στους προηγούμενους αιτούντες ή κυρίως


παρεμβαίνοντες. Η κοινοποίηση της αιτήσεως στις ανωτέρω περιπτώσεις

γίνεται με επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου της. Εφόσον η αίτηση γίνει


τελεσιδίκως δεκτή, διορθώνεται η εγγραφή. Εάν η αίτηση απορριφθεί ως

νομικά ή ουσιαστικά αβάσιμη, ο αιτών μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του

10 Η παράγραφος 2, όπως είχε αντικατασταθεί με την παράγραφο 1 άρθρου 24 Ν.


3983/2011, Φ.Ε.Κ. Α’ 144, αντικαταστάθηκε ως άνω με τo άρθρο 2 παρ. 2 Ν. 4164/2013,
Φ.Ε.Κ. Α’ 156/09-07-2013
11 Η παρ.3, όπως είχε αντικατασταθεί με την παρ. 3 αρθ. 2 Ν.3127/2003 (Φ.Ε.Κ. Α’ 67/19-

03-2003), αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ. 2 άρθρου 2 του Ν.3481/2006, Φ.Ε.Κ. Α’


162/02-08-2006, σύμφωνα δε με το άρθρο 10 παρ. 1β του αυτού νόμου: «β) Οι διατάξεις
του Ν. 2664/1998, όπως τροποποιούνται και συμπληρώνονται με το άρθρο 2 του
παρόντος νόμου, τίθενται σε ισχύ από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα
της Κυβερνήσεως και εφαρμόζονται τόσο για τα ήδη λειτουργούντα Κτηματολογικά
Γραφεία όσο και γι` αυτά που θα λειτουργήσουν στο μέλλον».

13
Ελληνικού Δημοσίου υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2. Η κατάθεση

και κοινοποίηση, σύμφωνα με τα παραπάνω, της αίτησης για τη διόρθωση


της εγγραφής διακόπτει την προθεσμία για την έγερση της αγωγής της

παραγράφου 2. Η προθεσμία που διακόπηκε θεωρείται σαν να μη διακόπηκε,


αν ο αιτών παραιτηθεί από την αίτηση ή αν αυτή απορριφθεί τελεσιδίκως

για οποιονδήποτε λόγο. Αν ο δικαιούχος ασκήσει κατά του Ελληνικού


Δημοσίου την αγωγή της παραγράφου 2 μέσα σε έξι (6) μήνες από την

παραίτηση από την αίτηση ή από την τελεσίδικη απόρριψη της, θεωρείται
ότι η προθεσμία διακόπηκε με την κατάθεση και κοινοποίηση της αίτησης

αυτής. αα) Οταν η διόρθωση αφορά σε ανακριβή αρχική εγγραφή


δικαιώματος που έχει καταχωριστεί μερικά με την ένδειξη «αγνώστου

ιδιοκτήτη» και μερικά υπέρ τρίτου προσώπου που αναγράφεται ως


δικαιούχος, τότε ασκείται η αγωγή της παραγράφου 2, που απευθύνεται

κατά του Ελληνικού Δημοσίου και κατά του αναγραφόμενου ως δικαιούχου


του δικαιώματος στο οποίο αφορά η εγγραφή κατά τα ειδικότερα οριζόμενα

στην παράγραφο αυτή. Το ίδιο ισχύει και για τη διόρθωση αρχικών


εγγραφών επί ακινήτου, που τμήματα του έχουν καταχωριστεί με την ένδειξη

«αγνώστου ιδιοκτήτη» και υπέρ τρίτου προσώπου που αναγράφεται ως


δικαιούχος. ββ) Κατ` εξαίρεση όσων ορίζονται στην περίπτωση α`, όταν

πρόκειται για διόρθωση αρχικής εγγραφής επί γεωτεμαχίου με την ένδειξη


«αγνώστου ιδιοκτήτη» κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 9 και

ο δικαιούχος επικαλείται ως τίτλο κτήσης την έκτακτη χρησικτησία, ασκείται


η αγωγή της παραγράφου 2 που απευθύνεται κατά του Ελληνικού

Δημοσίου12.

12Με τη διάταξη του αρθ. 13 παρ. 1 εδ. πρώτο του Ν. 4164/2013, Φ.Ε.Κ. Α’ 156/09-07-
2013,ορίζεται ότι: «Οι διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 3 περίπτωση α’, 18 παρ. 1 περίπτωση
ζ και του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης ε’ της παρ. 2 του άρθρου 19 του Ν.
2664/1998, όπως τροποποιούνται και συμπληρώνονται με το άρθρο 2 του παρόντος
νόμου, εφαρμόζονται και στις αγωγές και αιτήσεις που ασκήθηκαν πριν από την έναρξη
ισχύος του και δεν έχουν ακόμη συζητηθεί».

14
β) Με την αίτηση της περίπτωσης α` μπορεί να ζητηθεί η διόρθωση της

εγγραφής και στην περίπτωση που ο αιτών επικαλείται ως τίτλο κτήσης


πράξη μεταγραπτέα κατά την κείμενη νομοθεσία, η οποία δεν έχει

μεταγραφεί στο υποθηκοφυλακείο. Στην περίπτωση αυτή, με την αίτηση


ζητείται η διόρθωση της πρώτης εγγραφής και η καταχώριση του

δικαιώματος στο φερόμενο στο μη μεταγεγραμμένο τίτλο ως αποκτώντα,


εφόσον συντρέχουν όλες, οι κατά το ουσιαστικό δίκαιο, προϋποθέσεις για

την κτήση του δικαιώματος13.


γ) Για τη διόρθωση εγγραφής που διατάσσεται με απόφαση του

Κτηματολογικού Δικαστή, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής,


υποβάλλεται στο Κτηματολογικό Γραφείο αίτηση από όποιον έχει έννομο

συμφέρον. Με την αίτηση συνυποβάλλονται η απόφαση και τα έγγραφα, από


τα οποία προκύπτει ότι η απόφαση έχει καταστεί τελεσίδικη. Στην περίπτωση

β’ της παρούσας παραγράφου καταβάλλονται ταυτόχρονα τα τέλη και


δικαιώματα της παραγράφου 2 του άρθρου 4. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζεται

αναλόγως η παράγραφος 3 του άρθρου 17.


δ) Εφόσον η αίτηση ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή γίνει τελεσιδίκως

δεκτή κατά τα ανωτέρω και εφόσον διορθωθεί η εγγραφή, κάθε τρίτος, που
αμφισβητεί την ακρίβεια της διορθωμένης εγγραφής, μπορεί να ζητήσει τη

διόρθωση της εγγραφής αυτής με αγωγή κατά του υπέρ ου η διόρθωση, υπό
τις προϋποθέσεις και εντός της προθεσμίας της παραγράφου 2 του άρθρου

αυτού. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 7


και 7α του νόμου αυτού.

ε) Για τη συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου αγωγών και αιτήσεων, σύμφωνα με


τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 και στην παρούσα παράγραφο,

προσκομίζεται, με ποινή απαραδέκτου, αντίγραφο κτηματολογικού φύλλου


και απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος του ακινήτου στο οποίο

13Οι περιπτώσεις α’ και β’ αντικαταστάθηκαν ως άνω με τη διάταξη του αρθ. 2 παρ. 3 Ν.


4164/2013 (Φ.Ε.Κ. Α’ 156/09-07-2013)

15
αφορά η διόρθωση. Σε περίπτωση που το αίτημα της αγωγής ή της αίτησης

διόρθωσης αφορά σε αλλαγές και στα κτηματολογικά διαγράμματα, κατά τη


συζήτηση της αγωγής ή της αίτησης και με ποινή απαραδέκτου, αντί του

αποσπάσματος του κτηματολογικού διαγράμματος προσκομίζεται


τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών, στο οποίο αποτυπώνεται

η όποια γεωμετρική μεταβολή επέρχεται με την αιτούμενη διόρθωση. Στην


τελευταία περίπτωση προσκομίζεται, με ποινή απαραδέκτου, και η εισήγηση

του Κτηματολογικού Γραφείου ή, εάν αυτό δεν έχει συσταθεί και το


υφιστάμενο Υποθηκοφυλακείο εξακολουθεί να λειτουργεί μεταβατικά ως

Κτηματολογικό Γραφείο, της εταιρείας «ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΑΝΩΝΥΜΗ


ΕΤΑΙΡΕΙΑ», όπως αυτή μετονομάζεται, για τη συνδρομή των τεχνικών

προϋποθέσεων της απεικόνισης της γεωμετρικής μεταβολής που επέρχεται


με την αιτούμενη διόρθωση στα κτηματολογικά διαγράμματα. Οι ίδιες

προϋποθέσεις ισχύουν και για τη συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου αιτήσεων


και προσφυγών που ασκούνται κατά τα άρθρα 18 παράγραφος 2 και 19

παράγραφος 2 για τη διόρθωση πρόδηλων σφαλμάτων και σφαλμάτων που


αφορούν σε γεωμετρικά στοιχεία των πρώτων κτηματολογικών εγγραφών14.

στ) Όταν ο τίτλος κτήσης του δικαιώματος που προσβάλλεται με την


ανακριβή εγγραφή και για το οποίο ζητείται η διόρθωση είναι χρησικτησία,

η συμπλήρωση της νομής υπολογίζεται κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής


της παραγράφου 2 ή της αίτησης της περίπτωσης α` της παρούσας

παραγράφου, υπό την επιφύλαξη των οριζομένων στην υποπερίπτωση ββ`


της ίδιας περίπτωσης της παρούσας παραγράφου και εντός της προθεσμίας

που ορίζεται στις περιπτώσεις α` και β` της παραγράφου 2 του παρόντος


άρθρου. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται και στις αγωγές

και αιτήσεις που ασκήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος
νόμου υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν ακόμη συζητηθεί σε πρώτο ή

14Η περίπτωση ε’ προστέθηκε με τη διάταξη του αρθ. 2 παρ. 4 Ν. 4164/2013, Φ.Ε.Κ. Α’


156/09-07-2013

16
δεύτερο βαθμό. Οι διατάξεις των προηγούμενων δύο εδαφίων δεν θίγουν τις

σχετικές διατάξεις που ισχύουν για το Δημόσιο και ιδίως εκείνες των
περιπτώσεων α` και β` της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 3127/2003.15

ζ) Αντί της προσκόμισης του τοπογραφικού διαγράμματος γεωμετρικών


μεταβολών και της εισήγησης για τη συνδρομή των τεχνικών προϋποθέσεων

της απεικόνισης της γεωμετρικής μεταβολής της περίπτωσης ε`,


προσαρτάται, με ποινή απαραδέκτου, στο δικόγραφο της αγωγής, της

αίτησης ή της προσφυγής που ασκείται και κατατίθεται ενώπιον


δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του

άρθρου 6, στην παράγραφο 2 του άρθρου 18 και στην παράγραφο 2 του


άρθρου 19, τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών, όπου

αποτυπώνεται η επερχόμενη με την αιτούμενη διόρθωση γεωμετρική


μεταβολή και ο συντάκτης μηχανικός υποχρεούται να δηλώνει, εάν η

απεικόνιση στο ίδιο διάγραμμα της γεωμετρικής μεταβολής, είναι τεχνικά


εφαρμόσιμη και δεκτική εισαγωγής στην τηρούμενη κτηματολογική βάση. Για

το τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών του προηγούμενου


εδαφίου διενεργείται, υποχρεωτικά, ηλεκτρονική υποβολή από τον συντάκτη

μηχανικό στον ψηφιακό υποδοχέα που λειτουργεί στη βάση δεδομένων του
Φορέα "Ελληνικό Κτηματολόγιο", σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 40

του ν. 4409/2016 (Α`136) και των κανονιστικών πράξεων που έχουν εκδοθεί
κατ` εξουσιοδότηση αυτού. Το εκδιδόμενο από την ηλεκτρονική εφαρμογή

αποδεικτικό υποβολής του ιδίου άρθρου προσαρτάται με ποινή


απαραδέκτου στο οικείο δικόγραφο.

η) Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας καθορίζεται η


μορφή και το περιεχόμενο του τοπογραφικού διαγράμματος γεωμετρικών

μεταβολών της περίπτωσης Ζ της παραγράφου 3 του άρθρου 6 και της


παραγράφου 5α του άρθρου 13, το περιεχόμενο της δήλωσης του συντάκτη

Η περίπτωση στ’ της παρ.3 προστέθηκε με τη διάταξη του αρθ. 37 παρ. 2 Ν. 4315/2014,
15

Φ.Ε.Κ. Α’ 269/24-12-2014

17
μηχανικού και κάθε άλλο θέμα τεχνικού και λεπτομερειακού χαρακτήρα. Με

την ίδια απόφαση ορίζεται η έναρξη ισχύος της υποχρέωσης και των
συνεπειών των άνω διατάξεων, από την οποία καταργείται η υποχρέωση για

την προσκόμιση του τοπογραφικού διαγράμματος γεωμετρικών μεταβολών


και της εισήγησης για τη συνδρομή των τεχνικών προϋποθέσεων της

απεικόνισης της γεωμετρικής μεταβολής για την παραδεκτή συζήτηση


ενώπιον δικαστηρίου αγωγών και αιτήσεων των παραγράφων 2 και 3 του

άρθρου 6, της παραγράφου 2 του άρθρου 13, καθώς και αιτήσεων και
προσφυγών της παραγράφου 2 του άρθρου 18 και της παραγράφου 2 του

άρθρου 19.16
417.α) Κατ’ εξαίρεση των οριζομένων στις παραγράφους 2 και 3, αν το

δικαίωμα που καταχωρίστηκε στην αρχική εγγραφή είχε μεταβιβαστεί,


αλλοιωθεί, επιβαρυνθεί ή καταργηθεί δυνάμει δικαιοπραξίας, διοικητικής

πράξης, δικαστικής απόφασης ή άλλης διαδικαστικής πράξης, που


καταχωρίσθηκε στα βιβλία του υποθηκοφυλακείου πριν από την ημερομηνία

καταχώρισης των πρώτων εγγραφών, η διόρθωση της αρχικής εγγραφής


δεν απαιτείται να γίνει με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Στην περίπτωση

αυτή, η επαγόμενη τη μεταβίβαση, αλλοίωση, επιβάρυνση ή κατάργηση του


εγγραπτέου δικαιώματος πράξη καταχωρίζεται κατά μεταφορά από τα

οικεία βιβλία του υποθηκοφυλακείου στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου


με αίτηση του δικαιούχου ή και κάθε τρίτου, που έχει έννομο συμφέρον,

σύμφωνα με τα άρθρα 14 έως και 16, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει στο
μεταξύ μεσολαβήσει άλλη, ασυμβίβαστη κατά περιεχόμενο, εγγραφή στο

κτηματολογικό φύλλο. Στην περίπτωση των πάσης φύσεως βαρών, τα οποία


νομίμως έχουν συσταθεί και βαρύνουν την κυριότητα ή άλλο εγγραπτέο

δικαίωμα, η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται ανεξαρτήτως του εάν η

16Οι περιπτώσεις ζ’ και η’ της παρ. 3 προστέθηκαν με τη διάταξη του αρθ. 57 περ. α’ του
Ν. 4602/2019 (Φ.Ε.Κ. Α’ 45/09-03-2019)
17 Η παράγραφος 4, όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 2 Ν. 3481/2006,

αντικαταστάθηκε ως άνω με τo αρθ. 2 παρ. 5 Ν. 4164/2013, Φ.Ε.Κ. Α’ 156/09-07-2013

18
καταχώριση της συστατικής του βάρους πράξης στα βιβλία του

υποθηκοφυλακείου είναι προγενέστερη της κτήσεως του καταχωρισθέντος


στο Κτηματολόγιο δικαιώματος. Η εξάλειψη των βαρών αυτών, που δεν

έχουν καταχωρισθεί στο Κτηματολόγιο, μπορεί σε κάθε περίπτωση να


διενεργηθεί και επί των βιβλίων του υποθηκοφυλακείου, χωρίς να γίνει η

μεταφορά τους στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου προς το σκοπό της
εξαλείψεως.

β) Η αίτηση της περίπτωσης α’ που δεν επιβαρύνεται με τέλη και δικαιώματα,


αναλογικά ή πάγια, υποβάλλεται εντός της προθεσμίας που ισχύει για την

αγωγή της παραγράφου 2, μετά την άπρακτη πάροδο της οποίας ισχύουν τα
οριζόμενα στα άρθρα 7 και 7α. Με την αίτηση συνυποβάλλονται

επικυρωμένα αντίγραφα των δημοσίων εγγράφων και πιστοποιητικά


εγγραφής τους στα βιβλία του οικείου υποθηκοφυλακείου, από τα οποία

προκύπτει η νόμιμη μεταβίβαση, αλλοίωση, επιβάρυνση ή κατάργηση του


καταχωρισθέντος στις αρχικές κτηματολογικές εγγραφές εγγραπτέου

δικαιώματος. Η αποδοχή ή η απόρριψη της αίτησης γίνεται χωρίς υπαίτια


καθυστέρηση και πάντως σε χρόνο όχι μεγαλύτερο των πέντε (5) εργάσιμων

ημερών από την ημερομηνία υποβολής της. Η καταχώριση στα


κτηματολογικά φύλλα της πράξης για την οποία έχει υποβληθεί αίτηση

γίνεται κατόπιν απόφασης του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου,


εφόσον συντρέχουν όλες οι απαιτούμενες προς τούτο προϋποθέσεις. Χρόνος

καταχώρισης στα κτηματολογικά φύλλα θεωρείται η ημερομηνία υποβολής


της αίτησης για την καταχώριση. Κατά τα λοιπά ισχύουν τα οριζόμενα στις

παραγράφους 2, 3, 4 και 4α του άρθρου 16.


γ) Κατά της απόφασης του Προϊσταμένου, θετικής ή αρνητικής, ο αιτών, ο

αρχικός εγγεγραμμένος και κάθε τρίτος που έχει έννομο συμφέρον μπορούν
να υποβάλουν αντιρρήσεις ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή κατά τα

οριζόμενα στην παράγραφο 5 του άρθρου 16 του νόμου αυτού. Για τη


διορθωμένη εγγραφή, που καταχωρίστηκε στο κτηματολογικό βιβλίο

19
σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, ισχύουν αναλόγως τα

οριζόμενα στο άρθρο 8. Η κατά το ουσιαστικό δίκαιο αρχή της χρονικής


προτεραιότητας των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και βαρών δεν

επηρεάζεται από τη χρονολογική σειρά διόρθωσης των πρώτων εγγραφών,


σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής.»

4α18. Για τις πράξεις που καταχωρίζονται στα βιβλία του υποθηκοφυλακείου
τις τελευταίες τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες πριν από την έναρξη ισχύος του

Κτηματολογίου, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 2664/1998, την


αίτηση της προηγούμενης παραγράφου αναπληροί η απευθυνόμενη προς

τον υποθηκοφύλακα αίτηση για καταχώριση της πράξης στα βιβλία του
υποθηκοφυλακείου. Στις περιπτώσεις αυτές και εφόσον συντρέχουν οι

αναφερόμενες στην προηγούμενη παράγραφο ουσιαστικές προϋποθέσεις για


την καταχώριση της πράξης στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, ο

Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου καταχωρίζει την πράξη


αυτεπαγγέλτως, χωρίς να απαιτείται ειδοποίηση του θιγομένου από την

καταχώριση, ακόμη και αν επέρχεται χωρική μεταβολή, η οποία διενεργείται


οίκοθεν με βάση το συνημμένο στην πράξη διάγραμμα, αντίγραφο του

οποίου προσκομίζει κατά τη μεταγραφή ο ενδιαφερόμενος. Εφόσον το


υποθηκοφυλακείο, στα βιβλία του οποίου καταχωρίζονται οι πράξεις αυτές,

δεν θα είναι αρμόδιο για την τήρηση των στοιχείων του Κτηματολογίου, ο
υποθηκοφύλακας που προίσταται αυτού διαβιβάζει αυτεπαγγέλτως προς το

αρμόδιο Κτηματολογικό Γραφείο περιλήψεις των πράξεων που


καταχωρίσθηκαν στα βιβλία του εντός της ως άνω προθεσμίας, αφού

προηγουμένως ενημερωθεί από τον Ο.Κ.Χ.Ε. για την επικείμενη λειτουργία

18Η παρ. 4α προστέθηκε με την παρ. 6 άρθρου 2 Ν. 3481/2006 (Φ.Ε.Κ. Α’ 162/02-08-2006),


σύμφωνα δε με τη διάταξη του αρθ. 10 παρ. 1β’ του εν λόγω νόμου: «β) Οι διατάξεις του
Ν. 2664/1998, όπως τροποποιούνται και συμπληρώνονται με το άρθρο 2 του παρόντος
νόμου, τίθενται σε ισχύ από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως και εφαρμόζονται τόσο για τα ήδη λειτουργούντα Κτηματολογικά Γραφεία
όσο και γι` αυτά που θα λειτουργήσουν στο μέλλον».

20
του συστήματος του Κτηματολογίου. Λεπτομέρειες για το έντυπο και τη

διαδικασία διαβίβασης των στοιχείων αυτών καθορίζονται με απόφαση του


Ο.Κ.Χ.Ε.. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι διατάξεις της προηγούμενης

παραγράφου.
4β19. Αν, μετά την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου σύμφωνα με την

παράγραφο 3 του άρθρου 1 του παρόντος, ανασταλεί η τήρηση των


κτηματολογικών βιβλίων σε συμμόρφωση προς δικαστική απόφαση λόγω

προσβολής της απόφασης για την περαίωση της διαδικασίας


κτηματογράφησης και την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου, σύμφωνα με

τις διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 2308/1995 και του άρθρου 3 του
παρόντος, μετά την άρση της αναστολής, ο Προϊστάμενος του

Κτηματολογικού Γραφείου καταχωρίζει αυτεπάγγελτα στα κτηματολογικά


βιβλία κατά μεταφορά από τα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου τις πράξεις που

καταχωρίστηκαν σ` αυτά το διάστημα ισχύος της αναστολής. Κατά τα λοιπά


εφαρμόζεται αναλόγως η παράγραφος 4α του παρόντος.

5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και


Δημόσιων Έργων και Δικαιοσύνης, που εκδίδεται ύστερα από εισήγηση του

Ο.Κ.Χ.Ε., μπορούν να ρυθμίζονται θέματα που αφορούν στον τρόπο


ενημέρωσης των κτηματολογικών βιβλίων, κατ’ εξαίρεση όσων ορίζονται

στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, για τυχόν μεταβoλές που
έχουν συντελεσθεί στα κτηματογραφηθέντα ακίνητα πριν από την

ημερομηνία καταχώρισης των πρώτων εγγραφών συνεπεία διοικητικών


πράξεων από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 12 παρ 2 του νόμoυ αυτού

και οι οποίες για οποιονδήποτε λόγο δεν αποτυπώθηκαν εν όλω ή εν μέρει


κατά τις πρώτες εγγραφές στα κτηματολογικά βιβλία.

19Η παρ. 4β προστέθηκε με το αρθ. 1 παρ. 1 του Ν. 4585/2018 (Φ.Ε.Κ. Α’ 216/24-12-2018),


με την παρ. 2 δε του άρθρου αυτού ορίζεται ότι: «2. Η παρ. 4β του άρθρου 6 του Ν.
2664/1998 εφαρμόζεται και σε περιπτώσεις αναστολής τήρησης κτηματολογικών βιβλίων,
η οποία έχει αρθεί οποτεδήποτε πριν από τη θέση σε ισχύ του παρόντος».

21
6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και

Δημόσιων Εργων, Δικαιοσύνης και Γεωργιας, που εκδίδεται υστερα από


εισήγηση του ΟΚ.Χ.Ε, μπoρoύν να ρυθμίζονται, κατ` εξαίρεση όσων ορίζονται

στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, οι μεταβολές που


συνεπάγεται για τις πρώτες εγγραφές η εντός της προθεσμίας της

παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου κύρωση δασικού χάρτη.


7. Με κοινή απόφαση των γπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και

Δημόσιων `Εργων και Οικονομίας και Οικονομικών, που εκδίδεται ύστερα


από εισήγηση του Ο.Κ.Χ.Ε., μπορούν να ρυθμίζονται, κατ` εξαίρεση όσων

ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, οι μεταβολές που


συνεπάγεται για τις πρώτες εγγραφές ο εντός της προθεσμίας της

παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου καθορισμός της οριογραμμής του


αιγιαλού, της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού ή της όχθης, της παρόχθιας

ζώνης, της παλαιάς όχθης ή ο επανακαθορισμός τους κατ` εφαρμογή της


παρ, 9 του άρθρου 5 του Ν. 2971/2001, καθώς και η αποδοχή αιτήσεως

θεραπείας κατ` εφαρμογή των άρθρων 8 και 9 του Α.Ν. 1539/1938.


820.α) Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στο άρθρο 20, εκείνος που

καταχωρίσθηκε στις πρώτες εγγραφές ως δικαιούχος εγγραπτέου


δικαιώματος, μπορεί να ζητήσει με αίτηση του, η οποία υποβάλλεται ενώπιον

του Κτηματολογικού Δικαστή και μέχρι τον ορισμό του τελευταίου ενώπιον
του Μονομελούς Πρωτοδικείου της περιφέρειας του Κτηματολογικού

Γραφείου, τη διόρθωση στοιχείων της πρώτης εγγραφής, περιγραφικών και


γεωμετρικών, τα οποία δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 20α.

Με την αίτηση αυτή δεν επιτρέπεται, επί ποινή απαραδέκτου, να τίθενται υπό
αμφισβήτηση τα δικαιώματα συνδικαιούχων, τα όρια όμορων ακινήτων ή τα

δικαιώματα τρίτων προσώπων επ` αυτών. Εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15)

Η παράγραφος 8 αντικαταστάθηκε ως άνω με τo άρθρο 2 παρ.6 Ν. 4164/2013, Φ.Ε.Κ.


20

Α’ 156/09-07-2013.

22
ημερών από την κατάθεση της και επί ποινή απαραδέκτου, η αίτηση

καταχωρίζεται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου.


β) Ο Κτηματολογικός Δικαστής δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας

δικαιοδοσίας. Για τη συζήτηση της αίτησης προσκομίζεται, με ποινή


απαραδέκτου, αντίγραφο κτηματολογικού φύλλου και απόσπασμα

κτηματολογικού διαγράμματος του ακινήτου στο οποίο αφορά η διόρθωση.


Σε περίπτωση που το αίτημα της αίτησης αφορά σε αλλαγές και στα

κτηματολογικά διαγράμματα, κατά τη συζήτηση της αίτησης και με ποινή


απαραδέκτου, αντί του αποσπάσματος του κτηματολογικού διαγράμματος

προσκομίζεται τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών, στο οποίο


αποτυπώνεται η όποια γεωμετρική μεταβολή επέρχεται με την αιτούμενη

διόρθωση. Στην τελευταία περίπτωση προσκομίζεται, με ποινή απαραδέκτου,


και η εισήγηση του Κτηματολογικού Γραφείου ή, εάν αυτό δεν έχει συσταθεί

και το υφιστάμενο Υποθηκοφυλακείο εξακολουθεί να λειτουργεί μεταβατικά


ως Κτηματολογικό Γραφείο, της εταιρείας «ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΑΝΩΝΥΜΗ

ΕΤΑΙΡΕΙΑ» όπως αυτή μετονομάζεται, για τη συνδρομή των τεχνικών


προϋποθέσεων της απεικόνισης της γεωμετρικής μεταβολής που επέρχεται

με την αιτούμενη διόρθωση στα κτηματολογικά διαγράμματα. Εφόσον η


αίτηση γίνει τελεσιδίκως δεκτή, διορθώνεται η εγγραφή.

γ) Για τη διόρθωση εγγραφής που διατάσσεται με απόφαση του


Κτηματολογικού Δικαστή, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής,

υποβάλλεται στο Κτηματολογικό Γραφείο αίτηση από όποιον έχει έννομο


συμφέρον. Με την αίτηση συνυποβάλλονται η απόφαση και τα έγγραφα από

τα οποία προκύπτει ότι η απόφαση έχει καταστεί τελεσίδικη. Κατά τα λοιπά,


εφαρμόζεται αναλόγως η παράγραφος 3 του άρθρου 17.21

21Οι παρ. 4-8 προστέθηκαν με τη διάταξη του αρθ. 2 παρ. 3 του Ν. 3127/2003 (Φ.Ε.Κ. Α’
67/19-03-2003)

23
ΜΕΡΟΣ Α'
ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΕΓΓΡΑΦΗ

Υπό το καθεστώς των Υποθηκοφυλακείων και του συστήματος μεταγραφών,

κυρίαρχη σημασία αποδίδεται στην έννοια της μεταγραφής. Ως τέτοια


ορίζεται η εγγραφή στα οικεία δημόσια βιβλία όλων εκείνων των πράξεων

που επιφέρουν μεταβολές σε εμπράγματα δικαιώματα 22, η οποία εγγραφή,


ως διαδικασία, συνίσταται στην κατ’ αρθ. 1194 ΑΚ καταχώρηση περίληψης

της μεταγραπτέας πράξης στο οικείο βιβλίο, από τη συντέλεση της οποίας
αποκτά η μεταγραπτέα πράξη ενέργεια στον νομικό κόσμο. Αντιστοίχως, στο

πεδίο του λειτουργούντος Κτηματολογίου, το επίκεντρο μετατοπίζεται στην

καταχώρηση στο κτηματολογικό φύλλο πράξεων σχετιζομένων με τα


εμπράγματα δικαιώματα, από τη συντέλεση της οποίας κι εντεύθεν υπάρχει

στον νομικό κόσμο η κτηματολογική εγγραφή23. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη


διάταξη του αρθ. 4 παρ. 1 εδ. α΄ ΕθνΚτημ, αντικείμενο των κτηματολογικών

εγγραφών είναι τα εγγραπτέα δικαιώματα επί ακινήτων. Συνδυαζομένων


των ανωτέρω, προκύπτει ο εννοιολογικός προσδιορισμός του όρου

κτηματολογική εγγραφή ως η καταχώρηση στο οικείο κτηματολογικό φύλλο


όλων εκείνων των νομικών, τεχνικών και άλλων πληροφοριών που

σχετίζονται με ορισμένο ακίνητο κι οποίες αρύονται από τις


καταχωριζόμενες πράξεις.

Ι.- Εγγραφές κατά το στάδιο της κτηματογραφήσεως

22 ίδετε Γεωργιάδη Αποστ., «Εμπράγματο Δίκαιο», εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2010, σελ. 1196
αριθ. 1
23 ίδετε Πλιάτσικα Κων., ο.π. σημ. 2, σελ. 21, όπου ο συγγραφέας εύστοχα τοποθετεί τη

διάκριση μεταξύ του συστήματος μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου και του


συστήματος των κτηματολογικών εγγραφών του Κτηματολογίου, στη μετατόπιση του
βάρους ενδιαφέροντος από τις πράξεις καθ’ αυτές, στα εγγραπτέα δικαιώματα, τα οποία
αποτυπώνονται στο κτηματολογικό φύλλο με τη μορφή των κτηματολογικών εγγραφών.

24
Σε επίπεδο θεωρίας κτηματολογικού δικαίου, αναπτύσσεται διάλογος

σχετικά με τη σύμπτωση ή μη των εννοιών της αρχικής και πρώτης


εγγραφής. Οι κτηματολογικές εγγραφές που πραγματοποιούνται

διαρκούντος του σταδίου της κτηματογραφήσεως24, των οποίων η ύπαρξη


συνυφαίνεται με την έκδοση της διοικητικής πράξεως για την περαίωση του

σταδίου αυτού στην εκάστοτε υπό κτηματογράφηση περιοχή,


χαρακτηρίζονται από μέρος της θεωρίας ως αρχικές εγγραφές 25,

διαφοροποιούμενες ως όρος από τις πρώτες. Κατ’ άλλη θεωρητική άποψη,


οι εγγραφές του σταδίου αυτού ορθότερο να ονοματίζονται προσωρινές 26,

ενώ κατ’ άλλη γνώμη27, η οποία μάλλον κρατεί - και ορθώς - οι δύο όροι

24 ίδετε αρθ. 6 παρ. 1 εδ. α’ Ν. 2308/1995 περί κτηματογραφήσεως


25 ίδετε Παπαστερίου Δημ., «Κτηματολογικό Δίκαιο», εκδ. Σάκκουλα, 2013, Γ§7 σελ. 728
αριθ. 43, κατά τον οποίο ως αρχικές εγγραφές νοούνται εκείνες οι κτηματολογικές
εγγραφές που καταχωρούνται το πρώτον κατά τη διαδικασία της κτηματογραφήσεως
προκειμένου να αποτελέσουν τη βάση του συστήματος του κτηματολογίου στην εκάστοτε
περιοχή αρμοδιότητας. Ίδετε Σπυριδάκη Ι./Σπυριδάκη Μ., «Δίκαιο Κτηματολογίου», εκδ.
Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2016, σελ. 94-95, όπου προτείνεται προς χρήση ο όρος εγγραφές
κτηματογραφήσεως
26 ίδετε Πλιάτσικα Κων., ο.π. σημ. 2, σελ. 22-23, αριθ. 35, σύμφωνα με τον οποίο ο όρος

«προσωρινές εγγραφές» αποτυπώνει ορθότερα το χαρακτήρα των εγγραφών που


πραγματοποιούνται κατά το στάδιο της κτηματογραφήσεως. Αντλεί δε επιχείρημα ο
συγγραφέας από το γεγονός ότι οι εν λόγω εγγραφές αποτυπώνονται σε προσωρινά
κτηματολογικά διαγράμματα και στους προσωρινούς κτηματολογικούς πίνακες που
συντάσσονται κατά το στάδιο της κτηματογραφήσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του
άρθρου 3 του Ν. 2308/1995 περί κτηματογραφήσεως. Η χρήση του όρου αυτού βρίσκει
σύμφωνο και τον γράφοντα, ακριβώς διότι συστηματικά ταιριάζει με τους λοιπούς όρους
του εν λόγω νομοθετήματος, ενώ επιπροσθέτως, και γραμματικά και νοηματικά ως λέξη,
αποδίδει κατά τον πλέον ακριβή τρόπο τη φύση και τη λειτουργία των εγγραφών που
πραγματοποιούνται κατά το στάδιο της κτηματογραφήσεως.
27 ίδετε Καρύμπαλη-Τσίπτσιου Γ., «Ζητήματα ένδικης προστασίας εμπραγμάτου

δικαιώματος στο Κτηματολόγιο, Κτηματολογικός Κανονισμός Δωδεκανήσου και Εθνικό


Κτηματολόγιο: Σημεία τομής και διάκρισης», βιβλίο πρακτικών 2ου πανελληνίου
συνεδρίου ΚΕ.ΚΤΗ.ΜΕ., Ρόδος, 2016, σελ. 26, της ιδίας συγγραφέως «Ένδικη προστασία
των εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτου υπό το πρίσμα του Κτηματολογικού
Δικαίου», τιμητικός τόμος Ελίζας Αλεξανδρίδου, 2016, σελ. 230, Κούσουλας Χρ., «το
δίκαιο του Κτηματολογίου - η νομική θεώρηση της κτηματογράφησης (Ν. 2308/1995)»,
σελ. 251 αριθ. 86 και 711, σημ. 570. εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2001.
Σε νομολογιακό επίπεδο, ίδετε όλως ενδεικτικώς: ΑΠ 34/2019, ΑΠ 54/2018, ΑΠ 69/2018,
ΑΠ 73/2018, ΑΠ 184/2018, ΑΠ 399/2018, ΑΠ 582/2018, ΑΠ 690/2018, ΑΠ 1125/2018, ΑΠ
1342/2015, ΕφΑθ 2991/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΑθ 600/2016 ΕλλΔνη 2017 125, ΕφΑθ

25
(αρχικές και πρώτες εγγραφές) ταυτίζονται πλήρως στο στάδιο του

λειτουργούντος Κτηματολογίου, στηριζόμενη στο γράμμα της διατάξεως του


αρθ. 6 παρ. 1 ΕθνΚτημ. Ορθά, κατά την άποψη του γράφοντος, υποστηρίζεται

ότι ανάγκη χρησιμοποίησης διαφορετικού όρου πλην αυτού της πρώτης


εγγραφής, παρίσταται μόνον στο βαθμό που προσδιορίζει τις εγγραφές που

πραγματοποιούνται αποκλειστικά στο στάδιο της κτηματογραφήσεως28,


όπου πράγματι ο πλέον δόκιμος των όρων είναι αυτός των προσωρινών

εγγραφών.

ΙΙ.- Πρώτες εγγραφές

ΙΙ.1.- Έννοια πρώτων εγγραφών

Ο ορθός προσδιορισμός της έννοιας της πρώτης εγγραφής, προϋποθέτει τη

συσχέτισή της με την έννοια της υποβαλλομένης δηλώσεως εγγραφής


δικαιώματος και κατ’ επέκταση της αρχικής - προσωρινής εγγραφής κατά το

στάδιο της κτηματογραφήσεως29. Και τούτο διότι, ως πρώτες εγγραφές


λογίζονται οι εγγραφές που καταχωρούνται το πρώτον στα κτηματολογικά

φύλλα κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες που


καταρτίσθηκαν με το πέρας της διαδικασίας κτηματογραφήσεως ορισμένης

περιοχής30, διακρίνονται δε από τις μεταγενέστερες, οι οποίες, κατά το


συνδυασμό των αρθ. 6-8 και 12-13 ΕθνΚτημ, καταχωρούνται στα

κτηματολογικά φύλλα μετά τις πρώτες, είτε στηριζόμενες σ’ αυτές (πρώτες)31,

2727/2016 ΕλλΔνη 2017 132, ΜονΠρωτΠρεβ 73/2019 Τ.Ν.Π. «Νόμος», όπου


προσδιορίζεται η πλήρης εννοιολογική ταύτιση, διαχωριζομένων απλώς των χρονικών
σημείων χρησιμοποίησης εκάστου των όρων, ΜονΠρωτΑμαλ 93/2019 Τ.Ν.Π. «Νόμος»,
ΜονΠρωτΛαμ 99/2019 Τ.Ν.Π. «Νόμος»,
28 Έτσι χρησιμοποιεί τον όρο «αρχική εγγραφή» η ΑΠ 987/2017, αναφερόμενη σε δήλωση

υποβληθείσα κατά το στάδιο της κτηματογραφήσεως.


29 ίδετε ΕφΑθ 4496/2019 Τ.Ν.Π. «Νόμος», Παπαστερίου Δημ., ο.π. σημ. 25, σελ. 719

30 ίδετε αντί άλλων ΕφΑθ 2991/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος», η οποία εκδόθηκε επί αιτήσεως

διόρθωσης κατ’ αρθ. 6 παρ. 3 ΕθνΚτημ - Κιτσαράς Λ., «Οι πρώτες εγγραφές στο Εθνικό
Κτηματολόγιο», Π.Ν. Σάκκουλας, 2001, σελ. 26, 71
31 ίδετε ΑΠ 1225/2017, ΑΠ 1817/2011, ΜονΠρωτΒολ 313/2009 Αρμεν 2009 10 σελ. 1513

26
είτε σε επόμενες, κι αποτυπώνουν τις μεταβολές που πραγματοποιούνται στα

ήδη καταχωρηθέντα δικαιώματα32. Συνεπώς, η έννοια των πρώτων


εγγραφών συνδέεται αναπόδραστα με τη μεταφορά των στοιχείων από τους

προηγουμένως συνταχθέντες κτηματολογικούς πίνακες, αποτελούν δε αυτές


τη βάση επί της οποίας εκκινεί κατ’ ουσίαν το σύστημα του λειτουργύντος

Κτηματολογίου, δεδομένου ότι χωρίς αυτές δεν νοείται ύπαρξη


μεταγενέστερων - επιγενομένων εγγραφών33.

ΙΙ.2.- Αντικείμενο & νομική φύση πρώτων εγγραφών

ΙΙ.2.α.- Αντικείμενο πρώτων εγγραφών

Σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ. 4 παρ. 1 εδ. α’ ΕθνΚτημ, η οποία αποτελεί


το νομικό θεμέλιο για τον ορθό προσδιορισμό του αντικειμένου των πρώτων

εγγραφών, αντικείμενο αυτών (πρώτων κτηματολογικών εγγραφών) και κατ’


επέκταση αντικείμενο οριστικοποίησης και, σε περίπτωση ανακρίβειας,

διόρθωσης, είναι, κατά την ορθότερη και υιοθετούμενη κι από τον γράφοντα
άποψη, τα εγγραπτέα δικαιώματα34 που αφορούν ακίνητα κατά την έννοια

32 ίδετε Σπυριδάκη Ι./Σπυριδάκη Μ., ο.π. σημ. 25, σελ. 95


33 ίδετε Τσήλιου Μ., «Μαχητό τεκμήριο ακρίβειας μεταγενεστέρων εγγραφών και κτήση
δικαιώματος από μη κύριο», διπλωματική εργασία, σελ. 5, υπό ΙΙ., Θεσσαλονίκη 2017
34 ίδετε ΑΠ 698/2016 (πλέον χαρακτηριστικός ο νομικός συλλογισμός που διαλαμβάνεται

σε μείζονα σκέψη της εν λόγω αποφάσεως, η οποία εκδόθηκε επί αιτήσεως αναιρέσεως
αποφάσεως εκδοθείσας σε δίκη που άνοιξε μετά την άσκηση αιτήσεως κατά τη διάταξη
του αρθ. 6 παρ. 3 ΕθνΚτημ, αναφέρει δε περί του αντικειμένου των πρώτων εγγραφών
ότι: «[…] η έννοια του εμπραγμάτου δικαιώματος, κατά την ως άνω παράγραφο, δεν
περιορίζεται στην ύπαρξη πράξεως μεταγραπτέας κατά το άρθρο 1192 αρ. 1-4 ΑΚ, αλλά
περιλαμβάνει κάθε εμπράγματο δικαίωμα που κατά νόμο είναι αντικείμενο εγγραφής στα
οικεία κτηματολογικά βιβλία […]»), ΑΠ 74/2015, ΑΠ 1342/2015, ΑΠ 1498/2014, ΑΠ
1500/2013, ΑΠ 414/2013. Έτσι και οι Πλιάτσικας Κων., ο.π. σημ. 2, αριθ. 62, Μαντή Π.,
«ο έλεγχος της νομιμότητας των υποκειμένων σε δημοσιότητα πράξεων από τα
Υποθηκοφυλακεία και τα Κτηματολογικά Γραφεία», εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2006 σελ. 120.
Επιχείρημα υπέρ της ορθότητας της άποψης αυτής μπορεί να αντληθεί κι από τη
γραμματική διατύπωση της διατάξεως του αρθ. 1 παρ. 2 εδ. β’ του Ν. 4512/2018,
σύμφωνα με την οποία «ο σκοπός του φορέα επιτυγχάνεται με την καταχώρηση νομικών
και τεχνικών πληροφοριών […] και τη δημοσιότητα των εγγραπτέων δικαιωμάτων και
βαρών […].», αλλά κι από το γεγονός ότι στο αρθ. 2 παρ. 1 του Ν. 2308/1995 περί
κτηματογραφήσεως, αναφέρεται πως στο εν λόγω στάδιο, αντικείμενο δήλωσης είναι το

27
της ΑΚ 948, καθώς και κάθε άλλο αυτοτελές, συνδεόμενο με το έδαφος

ιδιοκτησιακό αντικείμενο35. Το γεγονός ότι στη διάταξη του αρθ. 12 ΕθνΚτημ


αναφέρονται σινδονηδώς οι πράξεις που καταχωρούνται, ουδόλως

μετατοπίζει το αντικείμενο των κτηματολογικών εγγραφών από τα


δικαιώματα σ’ αυτές. Αντιθέτως, από το συνδυασμό των ανωτέρω

αναφερομένων άρθρων (4 παρ. 1 εδ. α΄ και 12), προκαλείται «ερμηνευτική


διαστολή» στην έννοια του δικαιώματος ως αντικειμένου των

κτηματολογικών εγγραφών, ώστε σ’ αυτή να εντάσσονται τόσο τα


περιοριστικώς αναφερόμενα στον ΑΚ εμπράγματα δικαιώματα, όσο κι οι

εγγραπτέες έννομες σχέσεις, όπως παραδείγματος χάριν οι μισθώσεις άνω


της πενταετίας (5ετίας) (αρθ. 12 παρ. 1 περ. ιγ΄ ΕθνΚτημ).

ΙΙ.2.β.- Νομική φύση πρώτων εγγραφών

εγγραπτέο δικαίωμα κι όχι η πράξη με την οποία αυτό συστήνεται ή μεταβάλλεται. Η


αντίθετη άποψη υποστηρίζει ότι αντικείμενο των κτηματολογικών εγγραφών είναι τόσο
τα εγγραπτέα δικαιώματα, όσο και οι πράξεις που τα ενσωματώνουν καθ’ αυτές (έτσι ο
Τσολακίδης Ζ, «Η δημοσιότητα των πράξεων και των δικαιωμάτων στο εθνικό
κτηματολόγιο», εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας, 2013, σελ. 70)
35 ίδετε ΜονΠρωτΒολ 182/2008 ΕφΑΔ 2008 436 για χρήση όρου «ιδιοκτησιακό

αντικείμενο» και Πλιάτσικα Κων., ο.π. σημ. 2, σελ. 21, υποσημ. 45

28
Οι πρώτες εγγραφές, κατά πάγια νομολογιακή36 αλλά και θεωρητική37

άποψη, συνιστούν μη εκτελεστές38 ατομικές πράξεις δημοσίας αρχής με


διαπιστωτικό χαρακτήρα39, αφού αφ’ ενός μεν κατά τη διαδικασία της

κτηματογραφήσεως πραγματοποιείται αποτύπωση της υφιστάμενης


κατάστασης επί τη βάσει της δηλώσεως του ενδιαφερομένου και των

πληροφοριών που έχουν συλλεγεί από τα αρμόδια όργανα του αναδόχου


του έργου κατά τη διάρκειά της40, χωρίς να διεξάγεται οποιοσδήποτε έλεγχος

ουσίας ως προς το ιδιοκτησιακό και άλλο καθεστώς του δηλούμενου


ακινήτου, το οποίο διασαφηνίζεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως και

36 ίδετε ΟλΣτΕ 3829-32/1997 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΣτΕ 806/2006 ΕλλΔνη 2006 1204, ΣτΕ
2650/2006 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΑΠ 1342/2015, ΑΠ 1500/2013, ΑΠ 2048/2009,
ΕφΑθ 2991/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΑθ 2991/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΠειρ 50/2017
Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΑθ 600/2016 ΕλλΔνη 2017 125, ΕφΑθ 2727/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος»,
ΕφΑθ 618/2015 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΘεσ 743/2015 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΘρακ 95/2015
ΕλλΔνη 2017 187, ΕφΠατρ 226/2012 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΛαρ 179/2012 Δικογραφία 2012
336, ΕφΘεσ 1067/2010 Αρμεν 2011 600, ΜονΠρωτΚαλαμ 203/2018 Τ.Ν.Π. «Νόμος»,
ΜονΠρωτΚαλαμ 137/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΘεσ 6427/2017 ΕφΑΔ 2017 781,
ΜονΠρωτΘεσ 13367/2017 Αρμεν 2018 1093, ΜονΠρωτΛαρ 7/2016, ΜονΠρωτΚιλκίς
143/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΠειρ 218/2015, ΜονΠρωτΠειρ 234/2011 Τ.Ν.Π.
«Νόμος», ΜονΠρωτΘεσ 26571/2008 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΘεσ 9318/2007 Τ.Ν.Π.
«Νόμος»
37 ίδετε σχετικώς αποκλίνουσα άποψη Κιτσαρά Λ., σε Κιτσαρά Λ., ο.π. σημ. 30, σελ. 151,

ο οποίος χαρακτηρίζει τις πρώτες εγγραφές ως πράξεις οιονεί δικαστικού οργάνου,


ορμώμενος αφ’ ενός μεν από τις αρμοδιότητες που αποδίδονται κατά τον Κτηματολογικό
Κανονισμό Ρόδου στον Προϊστάμενο του Κτηματολογίου, αφ’ ετέρου δε από το γεγονός
ότι κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης, ο πραγματοποιούμενος έλεγχος είναι
(έλεγχος) πλήρους νομιμότητας των υπό καταχώρηση εγγραφών. Κατά τη γνώμη του
γράφοντος, η άποψη περί χαρακτήρα των κτηματολογικών εγγραφών ως πράξεων οιονεί
δικαστικού οργάνου, δεν είναι ορθή σε ό,τι αφορά στις πρώτες εγγραφές, δοθέντος ότι ο
Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου, όταν διατάσσει στο πλαίσιο των
αρμοδιοτήτων του την καταχώρηση μιας εγγραπτέας πράξης, δεν έχει εξουσία ελέγχου
του κύρους και της εν γένει ορθότητας των κτηματολογικών εγγραφών, γι’ αυτό και δεν
μπορεί να αρνηθεί την καταχώρησή τους.
38 ίδετε Διαμαντόπουλο Γ., «Η δίκη των αντιρρήσεων ενώπιον του Κτηματολογικού

Δικαστή», 2015, σελ. 97 αριθ. 149


39 ίδετε Διαμαντόπουλο Γ., ο.π. σημ. 38, σελ. 14, αριθ. 19

40 η άμεση συσχέτιση του διαπιστωτικού χαρακτήρα των πρώτων εγγραφών με το

διαπιστωτικό χαρακτήρα της διαδικασίας κτηματογραφήσεως επισημαίνεται και από τον


κ. Κιτσαρά Λ., σε Κιτσαράς Λ., ο.π. σημ. 30, σελ. 26

29
μόνον41, αφ’ ετέρου δε συνδέονται με τη δυνατότητα επελεύσεως

σημαντικών εννόμων συνεπειών μετά την οριστικοποίησή τους 42.


Καταλυτικό επιχείρημα υπέρ της ορθής δογματικά άποψης ότι οι πρώτες

εγγραφές αποτελούν πράξεις του ιδιωτικού δικαίου, αποτελεί το γεγονός ότι


τυχόν ανακρίβειά τους διορθώνεται αποκλειστικά μέσω αμετάκλητης

δικαστικής αποφάσεως πολιτικού Δικαστηρίου43. Κοινή συνισταμένη των


αντιμαχομένων σε θεωρητικό επίπεδο απόψεων και ταυτόχρονα

χαρακτηρολογικό γνώρισμα των πρώτων εγγραφών είναι ότι, καίτοι φέρουν


στοιχεία διοικητικής πράξης, διέπονται, ως άλλες διφυείς πράξεις44, από

διατάξεις του πεδίου του ιδιωτικού δικαίου και δη αυτές του κτηματολογικού
δικαίου.

Εξ αιτίας του γεγονότος ότι οι πρώτες εγγραφές, άμα τη παρόδω ορισμένου


χρόνου - και όχι νωρίτερα45 -, καθίστανται οριστικές και παράγουν τεκμήριο

ακρίβειας, προσδίδεται σ’ αυτές και εν δυνάμει διαπλαστικός χαρακτήρας46,


διότι η οριστικοποίησή τους και η συνακόλουθη παραγωγή αμαχήτου

τεκμηρίου κατά τη διάταξη του αρθ. 7 παρ. 1 ΕθνΚτημ, διαμορφώνει μια νέα
κατάσταση για τα εμπράγματα δικαιώματα που αποτελούν αντικείμενό τους,

κάτι απολύτως εναργές στις περιπτώσεις όπου ο πραγματικός δικαιούχος

41 ίδετε ΑΠ 690/2018, ΑΠ 1342/2015, ΑΠ 1500/2013, ΑΠ 2048/2009 κατά τις οποίες «Οι


πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή, αποτελούν
πράξη δημόσιας αρχής με διαπιστωτικό χαρακτήρα των υφισταμένων κατά την έναρξη
του κτηματολογίου σε μία περιοχή εμπραγμάτων δικαιωμάτων, που μετά την
οριστικοποίηση τους παράγουν αμάχητο τεκμήριο ακριβείας»,
42 ενδιαφέρουσα η θέση της Εμμανουηλίδου Κ. ότι οι πρώτες εγγραφές αποτελούν πράξη

δημόσιας αρχής (διοικητική πράξη ιδιωτικού δικαίου) με διαπιστωτικό χαρακτήρα για τα


υφιστάμενα εμπράγματα δικαιώματα, οι οποίες (εγγραφές) μετά την οριστικοποίησή τους
παράγουν αμάχητο τεκμήριο ακρίβειας
43 ίδετε Κιτσαρά Λ., ο.π. σημ. 30, σελ. 162

44 ίδετε και Πλιάτσικα Κ., ο.π. σημ. 2, σελ. 30 αρ. 47

45 ίδετε ΣτΕ 805/2016 ΝοΒ 2017 399 και Καρύμπαλη-Τσίπτσιου Γ., «Τεκμήριο ακρίβειας

κτηματολογικών εγγραφών και δημόσια πίστη», ΕλλΔνη 1999 1481-1482


46 ίδετε Διαμαντόπουλο Γ., ΕλλΔνη 2011 628

30
δεν ταυτίζεται με τον αναγραφέντα στις οριστικοποιηθείσες εγγραφές47, στις

οποίες (περιπτώσεις) η οριστικοποίηση της εγγραφής αποτελεί ουσιαστικά


πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας.

ΙΙ.3.- Διακρίσεις πρώτων εγγραφών και συσχέτισή τους με το τεκμήριο


ακρίβειας

Οι πρώτες κτηματολογικές εγγραφές είναι δυνατόν να διακριθούν σε


περισσότερες κατηγορίες με διαφορετική κάθε φορά βάση, οι δε διακρίσεις

σχετίζονται ευθέως με τα αναφερόμενα στις διατάξεις του αρθ. 6 ΕθνΚτημ


ένδικα βοηθήματα48.

Όπως ήδη ανωτέρω αναφέρθηκε, αντικείμενο των κτηματολογικών


εγγραφών είναι τα εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων και λοιπών

ιδιοκτησιακών στοιχείων, όπως η έννοια αυτών (εμπραγμάτων


δικαιωμάτων) ερμηνεύεται διασταλτικά, με βάση εκκινήσεως τη διάταξη του

αρθ. 12 ΕθνΚτημ. Επί τη βάσει, λοιπόν, του αντικειμένου τους και σύμφωνα
με τη διάταξη του αρθ. 11 παρ. 4 περ. β΄ ΕθνΚτημ, οι εγγραφές διακρίνονται

σε (εγγραφές) εμπραγμάτων, ενοχικών εννόμων σχέσεων ή σε λοιπές


εγγραφές. Περαιτέρω, ανάλογα με τον εμφανιζόμενο στις εγγραφές ως

δικαιούχο του δικαιώματος, διακρίνονται σε γνωστού ή αγνώστου ιδιοκτήτη,


ενώ με κριτήριο την αυτοτέλεια των εγγραφών (διακρίνονται) σε

αυτοτελείς49 και μη.

47 ίδετε Διαμαντόπουλο Γ., «Οι διαπλαστικές αποφάσεις κατά τον ΚΠολΔ», ΕλλΔνη 2011
628
48 ίδετε σχετικά με τις διακρίσεις των πρώτων κτηματολογικών εγγραφών, Πλιάτσικας

Κων., ο.π. σημ. 2, σελ. 42 επ., αριθ. 73 επ.


49 αυτοτελείς θεωρούνται μόνον οι εγγραφές κυριότητας, αφού δεν μπορεί να υπάρξει

κτηματολογική εγγραφή που δεν περιλαμβάνει έστω μια εγγραφή κυριότητας.


Αντιστοίχως, μη αυτοτελείς καλούνται οι εγγραφές όλων των λοιπών εγγραπτέων
δικαιωμάτων κι εννόμων σχέσεων. Ορθα επισημαίνεται ότι η συγκεκριμένη διάκριση των
εγγραφών, συνδράμει στον ορθό προσδιορισμό των παθητικώς νομιμοποιούμενων
προσώπων στο πλαίσιο μιας αγωγής διόρθωσης κτηματολογικής εγγραφής, καθώς και

31
Επιπροσθέτως, οι πρώτες εγγραφές διακρίνονται σε ακριβείς,

χαρακτηριζόμενες ως τέτοιες όταν αποτυπώνουν την πραγματική, νομική


και τεχνική κατάσταση του ακινήτου εις τρόπον ώστε να είναι απολύτως

σύμφωνη με την πραγματική κι οι οποίες μετά την οριστικοποίησή τους


εξοπλίζονται με αμάχητο τεκμήριο ακρίβειας - για το οποίο γίνεται

αναλυτικότερα λόγος κατωτέρω -, και σε ανακριβείς, στις οποίες υπάρχει


διάσταση μεταξύ της αποτυπούμενης στο κτηματολογικό φύλλο νομικής

κατάστασης του ακινήτου και της πραγματικής.

Εξόχως σημαντική, τέλος, είναι η ρυθμιζόμενη στη διάταξη του αρθ. 7

ΕθνΚτημ διάκριση των πρώτων εγγραφών σε οριστικές ή οριστικοποιημένες


και μη οριστικές ή μη οριστικοποιημένες50 - διάκριση αμέσως συνδεόμενη με

την προηγηθείσα -, ανάλογα με τη δυνατότητα που έχει ή δεν έχει όποιος


δικαιολογεί έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει την ακρίβειά τους ενώπιον

αρμοδίου Δικαστηρίου. Η διάκριση αυτή έχει εξαιρετικά μεγάλη πρακτική


σημασία, δεδομένου ότι συναρτάται αιτιακά με το χρονικό σημείο

παραγωγής του αμαχήτου τεκμηρίου που κατά νόμο παράγουν οι οριστικές


εγγραφές51. Ειδικότερα, οριστικές καλούνται οι εγγραφές που προκύπτουν

μετά την οριστικοποίηση των αρχικών-προσωρινών εγγραφών, η οποία


(οριστικοποίηση) με τη σειρά της, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των αρθ.

7 παρ. 1 και 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, μπορεί να προκύψει άμα τη παρελεύσει της


προθεσμίας διορθώσεως των εγγραφών ως άπρακτης, ότε και ο φερόμενος

σ’ αυτές ως δικαιούχος, καθίσταται πλέον αμάχητα και αληθής δικαιούχος.


Επί πλέον, οριστικοποίηση της πρώτης εγγραφής επέρχεται και στην

περίπτωση κατά την οποία, ναι μεν η ανακρίβεια προσβλήθηκε νομίμως

στην οριοθέτηση του αιτήματος και συνακόλουθα του αντικειμένου της ανοιγόμενης
δίκης - ίδετε Πλιάτσικα Κων., ο.π. σημ. 2, σελ. 64-65 αριθ. 114-115
50 ίδετε Σπυριδάκη, ο.π., σελ. 95 και Πλιάτσικα Κων., ο.π., σελ. 69, αριθ. 126, όπου

χρησιμοποιούνται οι όροι «οριστικοποιημένες» και «μη οριστικοποιημένες» πρώτες


εγγραφές.
51 ίδετε ΕφΠειρ 50/2017, Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΑθ 2991/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος»,

32
ενώπιον αρμοδίου Δικαστηρίου, εκδόθηκε, όμως, απόφαση απορριπτική του

ενδίκου βοηθήματος διόρθωσης κι αυτή (απορριπτική απόφαση) απέκτησε


τον ύψιστο των βαθμών δικονομικής ωριμότητας, κατασταθείσα

αμετάκλητη (αρθ. 7 παρ. 3 ΕθνΚτημ). Έντονη διχογνωμία, ωστόσο, επικρατεί


σε θεωρία και νομολογία σχετικά με τη συσχέτιση, αφ’ ενός μεν μεταξύ

αμετάκλητης αποφάσεως που κάνει δεκτό το ένδικο βοήθημα διόρθωσης και


της ανάγκης παρόδου της προθεσμίας διορθώσεως του αρθ. 6 παρ. 2

ΕθνΚτημ, αφ’ ετέρου δε της μετατροπής της ανακριβούς πρώτης εγγραφής


σε οριστική και της συνακόλουθης παραγωγής αμαχήτου τεκμηρίου

ακρίβειας.

Η αναφυόμενη προβληματική έχει ιδιαιτέρως μεγάλη αξία, διότι εν πολλοίς

καταλήγει σε σύγκρουση προτεραιοτήτων και συμφερόντων αντίθετων


μερών. Πλέον συγκεκριμένα, από πολλούς θεωρητικούς διατυπώνεται - και

σχεδόν παγίως κρατεί στη θεωρία - η γνώμη με κοινή συνισταμένη την


παραδοχή ότι η έκδοση αμετακλήτου αποφάσεως που κάνει δεκτό αίτημα

διόρθωσης ανακριβούς πρώτης εγγραφής, δεν μπορεί να καταστήσει


οριστική erga omnes τη διορθωθείσα ανακριβή εγγραφή, περιβάλλοντάς την

στο εξής με την ισχύ αμαχήτου τεκμηρίου ακρίβειας, εάν προηγουμένως δεν
έχει παρέλθει και η οριζόμενη στη διάταξη του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ

33
προθεσμία διορθώσεως52. Στον αντίποδα, μέρος της θεωρίας53 και παγίως η

νομολογία54, δέχονται σχηματικά τα εξής: Η άπρακτη πάροδος της νόμιμης


προθεσμίας διορθώσεως συνεπάγεται την άνευ ετέρου οριστικοποίηση της

52 ίδετε σχετικά: Κιτσαράς, ο.π. σημ. 30, σελ. 208-210, ο οποίος υποστηρίζει ότι ούτε η
αμετάκλητη απόρριψη μιας εκ των ασκηθεισών αγωγών διορθώσεως κατ’ αρθ. 6 παρ. 2
ΕθνΚτημ πριν την πάροδο της τασσόμενης από το νόμο προθεσμίας, δεν συνεπάγεται την
οριστικοποίηση της εγγραφής ούτε μεταξύ των διαδίκων μερών, πολλώ δε μάλλον και ως
προς τους τρίτους. Και τούτο διότι ο ηττηθείς διάδικος, έχοντας στη διάθεσή του τη
σχετική προθεσμία, μπορεί να επανέλθει ασκώντας αυτοτελώς νέα αγωγή επί
διαφορετικής ιστορικής ή και νομικής βάσεως. Αντιθέτως, υποστηρίζει ότι η αμετάκλητη
αποδοχή ασκηθέντος ενδίκου βοηθήμτος διορθώσεως, οδηγεί σε κάθε περίπτωση -
δηλαδή και προ της παρόδου της νόμιμης προθεσμίας διορθώσεως - σε οριστικοποίηση
της πρώτης εγγραφής, υπό τον όρο ότι ο διάδικος που πέτυχε τη διόρθωση, θα διορθώσει
πρώτος και τη σχετική εγγραφή στο τηρούμενο κτηματολογικό φύλλο. Πανταζόπουλος
Στ., «Η μετάβαση από το σύστημα των βιβλίων μεταγραφών στο σύστημα του
Κτηματολογίου» ΕλλΔνη 1998, σελ. 1234, 1240, αλλά και Ταμιωλάκης Μ.,
«Οριστικοποίηση πρώτων εγγραφών: Το ζήτημα της έκδοσης αμετάκλητης δικαστικής
απόφασης πριν από την εκπνοή της αποκλειστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 2 Ν.
2664/1998», ΕλλΔνη 2014 σελ. 251, σύμφωνα με τους οποίους, η πάροδος της προθεσμίας
του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, είναι η αποκλειστική συνθήκη για να καταστεί μια εγγραφή
οριστική, χωρίς να επιφέρει καμία απολύτως συνέπεια η ενδεχόμενη έκδοση αμετακλήτου
αποφάσεως στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα. Επιχείρημα της άποψης αυτής είναι η
ύπαρξη πιθανότητας να ανοίξει μια πλασματική δίκη μεταξύ μη αληθών διαδίκων, με
μόνο σκοπό την διά συμπαιγνίας απόκτηση ενός ακινήτου ερήμην του αληθούς
δικαιούχου. Παπαστερίου Δημ., ο.π., Γ§8, σελ. 1007, αριθ. 62, ο οποίος διατυπώνει την
άποψη ότι η έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης πράγματι καθιστά οριστική την
αρχικώς ανακριβή πρώτη εγγραφή ακόμη κι αν δεν έχει παρέλθει η νόμιμη προθεσμία
διορθώσεως, η οριστικοποίησή της, όμως, αυτή, επενεργεί μόνον εντός των ορίων του
δεδικασμένου που εκλύεται από την αμετάκλητη απόφαση για όσο χρονικό διάστημα
«τρέχει» η νόμιμη προθεσμία - «σχετικοποιείται», δηλαδή, έτσι η οριστική εγγραφή και το
εξ αυτής παραγόμενο αμάχητο τεκμήριο. Ωστόσο, εκ της φύσεώς της, η οριστική εγγραφή
και το αμάχητο τεκμήριο ακρίβειας της εγγραφής, έχουν απόλυτη - erga omnes ενέργεια,
με αποτέλεσμα η θεωρητική κατασκευή περί σχετικοποίησης του παραγομένου αμαχήτου
τεκμηρίου, να έρχεται σε αντίφαση με τον ίδιο το σκοπό και τη λειτουργία του τεκμηρίου,
κάτι που δεν φαίνεται να είναι επιθυμία του κτηματολογικού νομοθέτη στο αρθ. 6 παρ. 2
ΕθνΚτημ. Εάν υιοθετούνταν η θεωρητική αυτή αντίληψη, η διάταξη του αρθ. 7 παρ. 3
ΕθνΚτημ θα στερούνταν ρυθμιστικού ενδιαφέροντος, αφού τα όρια του αμαχήτου
τεκμηρίου θα ταυτιζόταν με τα προσδιοριζόμενα από το δεδικασμένο κατά τις οικείες
διατάξεις του ΚΠολΔ, κάτι που προδήλως δεν εντάσσεται στους σκοπούς του
νομοθετήματος.
53 ίδετε Διαμαντόπουλο Γ. σε Διαμαντόπουλος Γεώργιος, Εμμανουηλίδου Κωνσταντία,

«Ζητήματα Κτηματολογικού Δικονομικού Δικαίου», σελ. 107, καθώς και Εμμανουηλίδου


Κων., σε Εμμανουηλίδου Κωνσταντία, «Η δίκη της χρησικτησίας - Δικονομικό πλαίσιο
και διαδικαστά ζητήματα, Χρησικτησία και Εθνικό Κτηματολόγιο», Βιβλιοθήκη Δικαίου
Κτηματολογίου, 2017, σελ. 299-300, σημ. 60

34
πρώτης εγγραφής και κατ’ ακολουθίαν την παραγωγή αμαχήτου τεκμηρίου

ακρίβειας κατ’ αρθ. 7 ΕθνΚτημ υπέρ του εν αυτή αναγραφομένου ως κυρίου.


Η αμετάκλητη απόρριψη αιτήματος διόρθωσης συνεπάγεται ομοίως την

μετατροπή της πρώτης εγγραφής σε οριστική και την εξ αυτής παραγωγή


του ανωτέρω αναφερομένου αμαχήτου τεκμηρίου. Τέλος, κι εδώ έγκειται το

διαφοροποιητικό στοιχείο, η αμετάκλητη αποδοχή αιτήματος διόρθωσης


καθιστά μεν την εγγραφή οριστική και οδηγεί στην παραγωγή του αμαχήτου

τεκμηρίου ακρίβειας, πλην απαιτείται επιπρόσθετα και η συντέλεση της

54ίδετε σχετικώς: ΑΠ 54/2018 - Η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε επί αιτήσεως αναιρέσεως


ασκηθείσας κατ’ αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Η ανοιγείσα δίκη
αφορούσε σε διεκδίκηση αποζημιώσεως εξ αιτίας αναγκαστικής απαλλοτριώσεως
κηρυχθείσας λόγω εφαρμογής ρυμοτομικού σχεδιασμού, στο πλαίσιο της οποίας (δίκης)
ανέκυψε ζήτημα ως προς την παθητική νομιμοποίηση, το οποίο συνδεόταν ευθέως με το
ιδιοκτησιακό καθεστώς των σχολικών κτιρίων. Το Δικαστήριο διαλαμβάνει στη μείζονα
σκέψη του ότι το αντικείμενο της διαδικασίας κτηματογραφήσεως είναι απλώς η
αποτύπωση των δηλούμενων δικαιωμάτων κι όχι η διακρίβωση του ιδιοκτησιακού
καθεστώτος των ακινήτων (ίδετε σχετική αναφορά ανωτέρω) , βασιζόμενο δε στη
γραμματική διατύπωση του αρθ. 7 ΕθνΚτημ, απεφάνθη ότι η προγενέστερη καταχώρηση
στα οικεία φύλλα του Κτηματολογικού Γραφείου, είναι άνευ σημασίας, διότι η εν λόγω
εγγραφή δεν είχε καταστεί οριστική προκειμένου να παράξει αμάχητο τεκμήριο για την
κυριότητα, δεδομένου ότι ούτε η προθεσμία του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ είχε παρέλθει, ούτε
αμετάκλητη απόφαση Δικαστηρίου είχε εκδοθεί σχετικώς. ΑΠ 690/2018 - Αντικείμενο της
αναιρετικής δίκης στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν διόρθωση ανακρίβειας
κτηματολογικής εγγραφής από τους κληρονόμους του αληθούς κυρίου. Στο πλαίσιο του
διαρθρωθέντος νομικού συλλογισμού, ο Άρειος Πάγος διαλαμβάνει στην απόφασή του
αυτή ότι […] οι πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη
εγγραφή, αποτελούν πράξη δημόσιας αρχής με διαπιστωτικό χαρακτήρα των
υφισταμένων εμπράγματων δικαιωμάτων, που μετά την οριστικοποίηση τους παράγουν
αμάχητο τεκμήριο ακρίβειας, επί ανακρίβειας δε της πρώτης εγγραφής στα
κτηματολογικά βιβλία, αναφορικά με το δικαιούχο κυριότητας ενός ακινήτου, μπορεί,
όποιος έχει έννομο συμφέρον, να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την
ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Οι πρώτες
εγγραφές, των οποίων δεν αμφισβητήθηκε η ακρίβεια δικαστικά εντός της οριζόμενης
κατά νόμο προθεσμίας, καθίστανται άμεσα οριστικές και παράγουν αμάχητο τεκμήριο
ακρίβειας υπέρ των αναγραφομένων ως δικαιούχων κυριότητας, ενώ σε περίπτωση
δικαστικής τους αμφισβήτησης, οριστικοποιούνται μόλις καταστεί αμετάκλητη η
δικαστική απόφαση που απορρίπτει την αγωγή, ή αν αντίθετα γίνει ολικά ή μερικά δεκτή
η ασκηθείσα αγωγή, μόλις καταστεί αμετάκλητη η σχετικώς εκδοθείσα απόφαση,
διορθώνονται αντίστοιχα οι πρώτες εγγραφές και έκτοτε παράγουν αμάχητο τεκμήριο
ακρίβειας […], ΕφΑθ 2991/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΛαρ 135/2015 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.
«Ισοκράτης», ΕφΘεσ 1479/2013 ΕφΔικΚτημ 76 σελ. 35

35
διόρθωσης της εγγραφής για την ολοκλήρωση της διορθώσεως,

ανεξαρτήτως του γεγονότος της ύπαρξης ή μη νόμιμης προθεσμίας


διορθώσεως.

Η γνώμη που υιοθετεί η νομολογία και η ανωτέρω αναφερόμενη μερίδα της


θεωρίας, είναι κατά την προσωπική εκτίμηση του γράφοντος, απολύτως

ορθή και τελολογικά και δικαιοπολιτικά και τούτο για τους εξής λόγους. Κατ’
αρχάς, η ίδια η γραμματική διατύπωση της διατάξεως του αρθ. 7 ΕθνΚτημ κι

ο συνδυασμός της με αυτή του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, προβλέπουν δύο


τρόπους για να καταστεί μια εγγραφή οριστική και να εξοπλιστεί με αμάχητο

τεκμήριο ακρίβειας κι ορθότητας: είτε με την άπρακτη πάροδο της νόμιμης


προθεσμίας, είτε με την έκδοση αμετακλήτου αποφάσεως επί ασκηθέντος

ενδίκου βοηθήματος με αντικείμενο τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης


εγγραφής και τη συντέλεση της διορθώσεως, χωρίς αυτή (έκδοση

αμετάκλητης αποφάσεως) να συνδέεται από τον κτηματολογικό νομοθέτη με


οποιαδήποτε άλλη θετική ή αρνητική προϋπόθεση, ούτε εν πάσει περιπτώσει

να μπορεί να συναχθεί η ανάγκη πλήρωσης πρόσθετης προϋποθέσεως από


τη συστηματική και τελολογική ερμηνεία του νομοθετήματος. Επιπροσθέτως,

ο νόμος δεν κάνει διάκριση ούτε ως προς την παραγωγή κι έκταση του
τεκμηρίου ακρίβειας και συνεπώς, δεν μπορεί παρά να γίνεται δεκτό ότι σε

κάθε περίπτωση, τηρουμένων των προρρηθέντεν όρων, το παραγόμενο


αμάχητο τεκμήριο ισχύει έναντι πάντων από τη στιγμή που η εγγραφή

καθίσταται οριστική. Πράγματι, ο κίνδυνος που επισημαίνεται από μερίδα


της θεωρίας περί ύπαρξης ενδεχομένου ανοίγματος πλασματικών δικών

ερήμην του πραγματικού δικαιούχου ενός ακινήτου, οι οποίες θα οδηγήσουν


στην άνευ ετέρου οριστικοποίηση της εγγραφής και την συνακόλουθη

παραγωγή αμαχήτου τεκμηρίου ορθότητας υπέρ ψευδούς, κατ’ ουσίαν,


δικαιούχου, είναι παράγοντας που δεν πρέπει να αγνοηθεί και που ασφαλώς

δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Ωστόσο, στον πραγματικό δικαιούχο που χωρίς

36
να λάβει μέρος σε σχετική δίκη, απώλεσε το αντικείμενο του δικαιώματός του,

παρέχεται η δυνατότητα ανατροπής της αμετακλήτου αποφάσεως διά της


ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος της τριτανακοπής κατ’ αρθ. 586 επ.

ΚΠολΔ και εν συνεχεία της αγωγής του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ55.


Προϋποτίθεται, ασφαλώς, η δικαιολόγηση από τον τριτανακόπτοντα

εννόμου συμφέροντος56, είτε αυτός καταλαμβάνεται, είτε όχι από το


δεδικασμένο της εκδοθείσας αμετακλήτου αποφάσεως. Αναφέρθηκε δε ήδη

αμέσως ανωτέρω ότι ο πραγματικός δικαιούχος, εκτός της τριτανακοπής


κατ’ αρθ. 586 επ. ΚΠολΔ, πρέπει να ασκήσει στη συνέχεια και την αγωγή του

αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ. Και τούτο διότι η ευδοκίμηση της τριτανακοπής, δεν
αίρει τις συνέπειες της εκδοθείσας αμετακλήτου αποφάσεως erga omnes, αλλ’

επενεργεί σχετικώς, ήτοι στις σχέσεις μεταξύ του τριτανακόπτοντος και της
προσβληθείσας αποφάσεως. Κατά συνέπεια, τυχόν ευδοκίμηση της

τριτανακοπής, συνεπάγεται «απεμπλοκή» του τριτανακόψαντος πραγματι-


κού δικαιούχου από το δεδικασμένο που παράγει η αμετάκλητη απόφαση και

την εξ αυτής («απεμπλοκής») «επαναφορά του στην προτέρα κατάσταση»,


ότε και έχει τη δυνατότητα ασκήσεως της αγωγής του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ,

εάν υπάρχει σχετική προθεσμία. Εάν δε τέτοια προθεσμία δεν υφίσταται


πλέον κι άρα η επιλογή ασκήσεως τριτανακοπής και στη συνέχεια αγωγής

δεν υπάρχει, ο ίδιος ο νομοθέτης προέβλεψε στη διάταξη του αρθ. 7 παρ. 2
ΕθνΚτημ τη δυνατότητα του αληθούς δικαιούχου να εγείρει αξίωση κατά τις

διατάξεις για την αδικοπραξία (ΑΚ 914 επ.) ή κατ’ αυτές του αδικαιολογήτου
πλουτισμού (ΑΚ 904 επ.), και, εκτός των λοιπών αξιώσεών του, να αιτηθεί την

in natura αποκατάσταση της ζημίας του διά της επιστροφής σ’ αυτόν του
ακινήτου, ότε και θα καταστεί δικαιούχος μέσω μεταγενέστερης εγγραφής,

υπό τον όρο, ασφαλώς, της μη περαιτέρω διαθέσεως του δικαιώματος.

55 ίδετε Διαμαντόπουλο Γ., σε Διαμαντόπουλος Γεώργιος, Εμμανουηλίδου Κωνσταντία,


ο.π. σημ. 53, σελ. 110-111.
56 ίδετε Διαμαντόπουλο Γ, ο.π. σημ. 38, αριθ. 570 επ., σελ. 391 επ.

37
Αποδεικνύεται, συνεπώς, ότι ο ίδιος ο κτηματολογικός νομοθέτης, έχοντας

συνεκτιμήσει την ύπαρξη κινδύνου ο αληθινός δικαιούχος ενός ακινήτου να


απωλέσει το δικαίωμά του ακόμη και χωρίς να εμπλακεί σε σχετική δίκη,

πέραν των παρεχομένων από τις γενικές διατάξεις μέσων που ανωτέρω
μνημονεύονται, προέβλεψε τη δυνατότητα εγέρσεως αγωγής για την

αποκατάσταση της προκληθείσας στο ενεργητικό της περιουσίας του ζημίας


στη διάταξη του αρθ. 7 παρ. 2 ΕθνΚτημ.

Πράγματι, η ύπαρξη ενδεχομένου απώλειας δικαιώματος από τον


πραγματικό δικαιούχο ερήμην του, δημιουργεί επιφυλάξεις ορθότητας υπό

δικαιοπολιτική σκοπιά. Με την ανάγκη προστασίας του, όμως, έρχεται σε


αντίθεση ο επίσης υπαρκτός κίνδυνος να συνεχίζεται στο διηνεκές η

δικαστική αμφισβήτηση σχετικά με την ακρίβεια της κτηματολογικής


εγγραφής και την εξ αυτής (αμφισβητήσεως) θέσεως εκ ποδών του ιδίου του

σκοπού του κτηματολογίου και της κεφαλαιώδους σημασίας του για τις
συναλλαγές. Και τούτο διότι η άσκηση αγωγής διορθώσεως, πέραν των

λοιπών συνεπειών, επιφέρει διακοπή της προθεσμίας διορθώσεως, όπερ


συνεπάγεται, ελλείψει ειδικότερης ρυθμίσεως, την εφαρμογή της γενικής

διατάξεως περί έναρξης νέας ισόχρονης προθεσμίας. Εάν εντός της νέας
προθεσμίας, ασκηθεί νέο δικόγραφο αγωγής διορθώσεως, η προθεσμία θα

διακοπεί εκ νέου, ενώ θα ξεκινήσει και πάλι καινούργια από της εκδόσεως
αμετακλήτου αποφάσεως. Είναι προφανές ότι η αρχή της ασφάλειας των

συναλλαγών, αλλά και η ανάγκη διαμόρφωσης σταθερής βάσης δεδομένων


που θα επιτρέψει την ορθή και σύμφωνη με το σκοπό του, λειτουργία του

Κτηματολογίου, δεν πρόκειται να υπηρετηθούν έστω και κατ’ ελάχιστον, εάν


ακολουθηθεί η ανωτέρω αναφερόμενη κρατούσα στη θεωρία γνώμη.

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί το εξής: Η επιλογή του κτηματολογικού


νομοθέτη στο αρθ. 7 παρ. 3 ΕθνΚτημ να χρησιμοποιεί στο γράμμα του τους

όρους «αγωγή» και «αμετάκλητη απόφαση», κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν.

38
Και τούτο διότι, οποιαδήποτε κρίση επί αμφισβητήσεως της ακρίβειας

πρώτης εγγραφής, δεν την καθιστά άνευ ετέρου οριστική. Επιχείρημα υπέρ
της αυστηρά γραμματικής και συνακόλουθα συσταλτικής ερμηνείας της

προαναφερθείσας διατάξεως, συνάγεται από τη διατύπωση του άρθρου 18


παρ. 1 υπό στ΄ ΕθνΚτημ, που αφορά στη διόρθωση εγγραφής μετά από

υποβολή αιτήσεως διόρθωσης προδήλου σφάλματος και σύμφωνα με την


οποία, η παραδοχή τέτοιας αιτήσεως και η συνεπεία αυτής διόρθωση της

εγγραφής με απόφαση του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου, δεν


επιφέρει οριστικοποίηση της εγγραφής, για την οποία σε κάθε περίπτωση

απαιτείται, είτε η άσκηση αγωγής κατ’ αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ και η έκδοση
αμετακλήτου αποφάσεως επ’ αυτής, είτε η άπρακτη πάροδος της προθεσμίας

της εν λόγω διατάξεως (6 παρ. 2 ΕθνΚτημ) - ίδετε και κατωτέρω αντίστοιχη


προβληματική για το δικόγραφο αιτήσεως του αρθ. 6 παρ. 3 ΕθνΚτημ. Είναι

προφανές ότι ο κτηματολογικός νομοθέτης επέλεξε σκοπίμως τους όρους


«αγωγή» και «αμετάκλητη απόφαση». Αντίστοιχο ζήτημα προκύπτει και με

αγωγές άλλων ειδών, των οποίων οι συνέπειες ως προς τη διόρθωση της


εγγραφής, ταυτίζονται με αυτές της αγωγής του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ -

χαρακτηριστικό παράδειγμα η αγωγή κατ’ αρθ. 1094 ΑΚ που ασκήθηκε προ


της ενάρξεως του Κτηματολογίου. Καίτοι εκ πρώτης όψεως, η απάντηση που

προσήκει είναι αντίστοιχη με αυτή που δόθηκε αμέσως ανωτέρω, δεδομένου


ότι ως προελέχθη, δέον να γίνεται συσταλτική ερμηνεία της διατάξεως του

αρθ. 7 παρ. 3 ΕθνΚτημ, επιχείρημα υπέρ της ένταξης τέτοιων ειδών αγωγών
στον όρο «αγωγή» και των επ’ αυτών εκδοθησομένων δικαστικών

αποφάσεων στον όρο «αμετάκλητη απόφαση», αντλείται από την αρχή της
οικονομίας της δίκης. Δεδομένου ότι η άσκηση διεκδικητικής αγωγής σε

χρόνο προγενέστερο της λειτουργίας του Κτηματολογίου σε μια περιοχή,


επιφέρει, ως προς τη διόρθωση των εγγραφών, τα ίδια ακριβώς

αποτελέσματα με αυτά της αγωγής του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, παρίσταται


εξόχως ασύμφωνο με την ανάγκη οικονομίας των δικαστικών ενεργειών, να

39
προσαπαιτείται και η έγερση αγωγής με το ίδιο κατ’ ουσίαν αντικείμενο κι

αίτημα, η (θετική) έκβαση της οποίας θα οδηγήσει στο ίδιο ακριβώς


αποτέλεσμα με την απόφαση που κάνει δεκτή διεκδικητική αγωγή57. De lege

ferenda, η ίδια απάντηση θα διδόταν και εν σχέσει με τα λοιπά ένδικα


βοηθήματα που οδηγούν σε διόρθωση της εγγραφής. De lege lata, ωστόσο,

η απάντηση είναι διαφορετική. Πλέον συγκεκριμένα, όταν η ανακριβής


εγγραφή εμφανίζει «άγνωστο» ιδιοκτήτη, η απόφαση που εκδίδεται επί της

ασκηθείσας αιτήσεως του αρθ. 6 παρ. 3 ΕθνΚτημ, ακόμη κι αν καταστεί


αμετάκλητη, δεν καθιστά την εγγραφή οριστική και δεν οδηγεί στον

εξοπλισμό της με το αμάχητο τεκμήριο ακρίβειας. Αντιθέτως, αυτό συμβαίνει


μόνον εάν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ αφ’

ότου έχει καταστεί αμετάκλητη η απόφαση επί της αιτήσεως του αρθ. 6 παρ.
3 ΕθνΚτημ, είτε εάν ασκηθεί η εν λόγω αγωγή (6 παρ. 2) και εκδοθεί επ’ αυτής

αμετάκλητη απόφαση58.

ΙΙΙ.- Μεταγενέστερες εγγραφές

Σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ. 6 παρ. 1 εδ. β’ ΕθνΚτημ, «οι πρώτες


εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή,

υπόκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος κεφαλαίου», ενώ κατ’ αυτή του αρθ.
8 εδ. α’ ΕθνΚτημ, «μεταγενέστερες εγγραφές που καταχωρίζονται στο

Κτηματολογικό βιβλίο έως την κατά το προηγούμενο άρθρο οριστικοποίηση


της πρώτης εγγραφής, δημιουργούν το μαχητό τεκμήριο του άρθρου 13».

Από το συνδυασμό των εν λόγω διατάξεων με αυτές των αρθ. 7, 12 και 13


ΕθνΚτημ, συνάγεται ότι μεταγενέστερες καλούνται οι εγγραφές που

57 ίδετε αντίθετη γνώμη Πλιάτσικα Κων. με εμπεριστατωμένη αιτιολογία, σε Πλιάτσικα


Κων., ο.π. σημ. 2, σελ. 76-77 αριθ. 143 & υποσημ. 247 κι εκεί αναφορές σε θεωρία για
άλλες αγωγές και δικόγραφα που δημιουργούν το ίδιο ζήτημα (αγωγή περί κλήρου,
ανακοπή ΚΠολΔ 936, πρακτικό δικαστικού συμβιβασμού - ίδετε σχετικά και την
ΜονΠρωτΑθ 2222/2018 Τ.Ν.Π. «Νόμος»)
58 ίδετε Εμμανουηλίδου Κων., σε Διαμαντόπουλος Γ.-Εμμανουηλίδου Κων., ο.π. σημ. 53,

σελ. 25-26

40
καταχωρούνται στα κτηματολογικά φύλλα μετά τις πρώτες, στηριζόμενες

είτε σ’ αυτές (πρώτες), είτε σε προηγηθείσες μεταγενέστερες59. Η σύνδεση των


πρώτων εγγραφών με τις μεταγενέστερες είναι αυταπόδεικτη60,

εναρμονίζεται δε η μεταξύ τους σχέση και προς την θεμελιώδη αρχή του
ανοικτού κτηματολογίου.

Δεδομένου ότι το αντικείμενο της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι τα


ένδικα βοηθήματα που προβλέπονται στις διατάξεις του αρθ. 6 ΕθνΚτημ, οι

μεταγενέστερες εγγραφές δεν εμπίπτουν στο περιεχόμενο αυτής και ως εκ


τούτου, χάριν συντομίας, δεν παρατίθενται τα σχετικά με αυτές αναφυόμενα

ζητήματα.

IV.- Καταχώριση εγγραφής

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 εδ. α΄ ΕθνΚτημ, στο Κτημα-


τολόγιο καταχωρούνται νομικές και τεχνικές πληροφορίες που αποσκοπούν

στον ακριβή καθορισμό των ορίων των ακινήτων και στη δημοσιότητα των
εγγραπτέων στα κτηματολογικά βιβλία δικαιωμάτων και βαρών, με τρόπο

που διασφαλίζει τη δημόσια πίστη, προστατεύοντας κάθε καλόπιστο


συναλλασσόμενο που στηρίζεται στις κτηματολογικές εγγραφές61. Η

καταχώριση κάθε πράξης στο οικείο κτηματολογικό φύλλο επάγεται


ορισμένες συνέπειες, με πρώτιστη αυτή της δημιουργίας της πρώτης

εγγραφής, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α’


ΕθνΚτημ, λειτουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ως όρος του υποστατού της

59 ίδετε αντί άλλων ΠολΠρωτΘεσ 12953/2014 ΕφΑΔ 2014 868, η οποία εκδόθηκε επί
αγωγής διόρθωσης μεταγενεστέρων κτηματολογικών εγγραφών και στης οποίας τη
μείζονα σκέψη διαλαμβάνεται ο τρόπος λειτουργίας των μεταγενεστέρων εγγραφών, του
εξ αυτών παραγομένου τεκμηρίου και της δυνατότητας ανατροπής αυτού
60 χαρακτηριστική η φράση που επαναλαμβάνεται κατά πάγιο τρόπο στη νομολογία «Οι

πρώτες εγγραφές επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή» - ίδετε μεταξύ
πολλών ΑΠ 1342/2015, ΕφΑθ 600/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΘεσ 743/2015 Τ.Ν.Π. «Νόμος»
61 ίδετε αντί άλλων: ΑΠ 690/2018, ΑΠ 1342/2015, ΑΠ 259/2013, ΕφΔωδ 35/2017 Τ.Ν.Π.

«Νόμος», ΕφΠειρ 50/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΑθ 600/2016 Δνη 2017 125, ΜονΠρωτΑθ
2222/2018 Αρμεν 2018 1090, ΜονΠρωτΚαλαμ 203/2018 Τ.Ν.Π. «Νόμος»

41
εγγραφής. Από της καταχωρίσεως, λοιπόν, έχουμε υποστατή πρώτη εγγραφή

κι από την ορθότητα των στοιχείων της κρίνεται η ακρίβεια ή μη αυτής, κρίση
ουδόλως σχετιζόμενη με την καταχώριση per se.

V.- Ακρίβεια & ανακρίβεια πρώτων εγγραφών

Όταν το περιεχόμενο της κτηματολογικής εγγραφής, όπως αυτό

προσδιορίζεται στη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 4 ΕθνΚτημ, ταυτίζεται με την


πραγματική κατάσταση του ακινήτου στο οποίο αφορά, η κτηματολογική

εγγραφή χαρακτηρίζεται ακριβής62, δημιουργώντας το νοητό σχήμα: ακριβής


πρώτη εγγραφή ίσον αλήθεια ως προς τη νομική κατάσταση του ακινήτου63.

A contrario, ανακριβής χαρακτηρίζεται η εγγραφή όταν υπάρχει διάσταση


μεταξύ του περιεχομένου της και της πραγματικής κατάστασης του ακινήτου

στο οποίο αφορά, μπορεί δε αυτή να συνδέεται με το δικαίωμα 64 στο οποίο


αναφέρεται, το φορέα του65 του ή το συγκεκριμένο ακίνητο66 καθ’ αυτό. Σε

κάθε περίπτωση, η ανακριβής πρώτη εγγραφή συνιστά προσβολή


δικαιώματος τρίτου προσώπου67 και γι’ αυτό ο νομοθέτης, αποδοκιμάζοντας

την προσβολή αυτή, προέβλεψε τη δυνατότητα διόρθωσής της -


αναλυτικότερα γίνεται λόγος κατωτέρω.

Άξια ιδιαίτερης αναφοράς είναι η παρατήρηση της κας. Εμμανουηλίδου


Κωνσταντίας περί αντίθεσης της ύπαρξης ανακριβειών, με την αρχή του

ελέγχου της νομιμότητας που διατρέχει εν συνόλω το Κτηματολόγιο, «διότι

62 ίδετε αντί άλλων: ΑΠ 565/2015


63 ορθά αναφέρεται ότι «το Κτηματολογικό Δίκαιο χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ενός
αιτήματος ακρίβειας κάθε εγγραφής, αρχικής, πρώτης ή μεταγενέστερης. Το αίτημα αυτό
διατρέχει σχεδόν το σύνολο των αρχών που διέπει το Κτηματολόγιο» (αρθ. 2 ΕθνΚτημ) -
ίδετε Παπαστερίου Δημ., ο.π. σημ. 25, σελ. 833 αριθ. 67
64 λ.χ. ακυρότητα μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας επί της οποίας θεμελιώνεται το δηλωθέν

κι ήδη καταχωρηθέν στο κτηματολογικό φύλλο δικαίωμα


65 άλλος είναι ο καταχωρηθείς δικαιούχος κι άλλος ο πραγματικός

66 λ.χ. εσφαλμένη καταχώρηση εμβαδού ακινήτου - χαρακτηριστικότερη περίπτωση αυτή

που αντιμετώπισε η ΑΠ 501/2011 Τ.Ν.Π. «Νόμος»


67 ίδετε ΜονΠρωτΣερ 5/2012, Τ.Ν.Π. «Νόμος»

42
προβάλλει ελλιπή ή λανθασμένο έλεγχο νομιμότητας, επιφέροντας έτσι

σημαντικό ρήγμα στη νομιμότητα»68.

Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί αυτό που ορθά παρατηρείται στη

θεωρία69 για τη διάκριση μεταξύ τυπικά και ουσιαστικά πλημμελών πρώτων


εγγραφών και τη σημασία αυτής. Ειδικότερα, τυπικά πλημμελής θεωρείται

μια εγγραφή όταν η πλημμέλειά της εντοπίζεται στη διαδικασία


καταχωρίσεώς της, σφάλμα που συνεπάγεται τη θεώρηση της εγγραφής ως

ανύπαρκτης, όπερ ακολούθως συνεπάγεται το αλυσιτελές της έρευνας για


την ακρίβεια ή όχι του περιεχομένου της. Στον αντίποδα, ουσιαστικά

πλημμελής θεωρείται μια κατ’ αρχάς υπαρκτή, τυπικά ορθή εγγραφή που
επιφέρει έννομες συνέπειες, στο αντικείμενο ή το περιεχόμενο της οποίας έχει

εμφιλοχωρήσει σφάλμα που αποτελεί και το αντικείμενο διορθώσεως με


κάποιο εκ των ενδίκων βοηθημάτων που χορηγεί ο κτηματολογικός

νομοθέτης. Ορθά, συνεπώς, γίνεται η διάκριση αυτή, η σημασία της οποίας


έγκειται στο ότι αντικείμενο διορθώσεως είναι τελικώς οι ουσιαστικά

πλημμελείς, ανακριβείς εγγραφές.

V.1.- Περιπτωσιολογία

Όπως ήδη προαναφέρθηκε, η ανακρίβεια της πρώτης εγγραφής ενδέχεται να


εντοπίζεται σε διάφορα σημεία της: στην εσφαλμένη αναγραφή των

στοιχείων του δικαιούχου στα κτηματολογικά φύλλα (αρθ. 18 παρ. 1 περ. α΄


ΕθνΚτημ), των στοιχείων των σχετιζομένων με το καταχωρηθέν δικαίωμα ή

τον τίτλο κτήσης αυτού70, καθώς και αυτών που σχετίζονται με το

68 ίδετε Εμμανουηλίδου Κων., «Ο έλεγχος νομιμότητας στο Εθνικό Κτηματολόγιο και η


άρνηση καταχώρησης δικαστικής απόφασης στα κτηματολογικά φύλλα», ΕλλΔνη 2017 1
25 επ.
69 ίδετε Πλιάτσικα Κων, ο.π. σημ. 2, σελ. 85, αριθ. 156. Πλέον χαρακτηριστική και ορθή η

αναφορά του στο ότι προκειμένου να παραχθεί αμάχητο τεκμήριο ακρίβειας εγγραφής,
«προϋποτίθεται τυπικά ορθή πρώτη κτηματολογική εγγραφή».
70 ίδετε αντί άλλων την ΜονΠρωτΒολ 163/2009 Αρμεν 2009 850, στην οποία η προς

διόρθωση ανακριβής εγγραφή με ένδειξη «άγνωστος ιδιοκτήτης», συνίστατο στο ότι ο

43
ιδιοκτησιακό αντικείμενο. Σε κάθε περίπτωση, η απαρίθμηση των

περιπτώσεων ανακρίβειας είναι όλως ενδεικτική, του νόμου σχετικά μη


διακρίνοντος, αλλά επιλέξαντος την ευρύτατη δυνατή διατύπωση, ώστε ο

προσβαλλόμενος δικαιούχος και το εκάστοτε επιλαμβανόμενο Δικαστήριο,


ερμηνεύοντας διασταλτικά τις οικείες διατάξεις, να προσδιορίζουν επί τη

βάσει των πραγματικών περιστατικών κάθε υπόθεσης την ανακρίβεια της


οποίας η διόρθωση εκζητείται. Ορισμένες, ωστόσο, περιπτώσεις ανακρίβειας

χρήζουν ειδικής μνείας.

V.1.α.- Ανακρίβεια εγγραπτέου δικαιώματος

Οι πλέον συνηθισμένες περιπτώσεις ανακρίβειας ως προς εγγραπτέο


δικαίωμα είναι: α) η παντελής έλλειψη καταχώρισής του εξ αιτίας αμέλειας

του φορέα του να υποβάλλει σχετική δήλωση κατά τη διαδικασία της


κτηματογραφήσεως και β) η εμφιλοχώρηση σφάλματος στην αρχική-

προσωρινή εγγραφή που μεταφέρεται κατά την μετατροπή της σε πρώτη


(εγγραφή) χωρίς ο δικαιούχος να παρακολουθεί τη διαδικασία και να

υποβάλλει την προβλεπόμενη ένσταση. Ενδεχόμενο, επίσης, αποτελεί η


υποβολή δήλωσης κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης, η οποία

αφορά σε δικαίωμα ανύπαρκτο κατά το χρόνο της δηλώσεως71.

Χαρακτηριστικές νομολογιακές περιπτώσεις ανακρίβειας ως προς το

εγγραπτέο δικαίωμα, είναι: α) η έλλειψη καταχώρισης δικαιώματος για το


οποίο υποβλήθηκε πλήρης κι ορθή δήλωση κατά το στάδιο της

τίτλος κτήσης του δικαιώματος ήταν έκτακτη χρησικτησία ως προς το 50/100 και
επικύρωση ανώμαλης δικαιοπραξίας ως προς το υπόλοιπο 50/100
71 ίδετε ΜονΠρωτΑθ 506/2011 Τ.Ν.Π. «Νόμος», όπου η ανυπαρξία του δηλούμενου

δικαιώματος οφειλόταν στο γεγονός ότι ενδιαμέσως, προ της δημιουργίας των πρώτων
εγγραφών, είχε καταχωρηθεί πράξη εφαρμογής που οδήγησε στην αλλοίωση του
αντικειμένου του δικαιώματος κυριότητας. Αλλά και ΜονΠρωτΛαρ 9/2005 Δικογραφία
2005 377, όπου η δήλωση του δικαιώματος χαρακτηρίσθηκε άκυρη εξ αιτίας του
γεγονότος ότι δεν υπήρχε κατά το χρόνο υποβολή της και τούτο διότι επρόκειτο για
δικαίωμα από προσύμφωνο για το οποίο ουδέποτε καταρτίσθηκε η κυρία σύμβαση και
ουδέποτε μεταγράφηκε.

44
κτηματογράφησης από το φορέα του72, β) η καταχώριση εσφαλμένου

ποσοστού συγκυριότητας73, γ) η αναγραφή διαφορετικής αιτίας κτήσης74.

V.1.β.- Ανακρίβεια ως προς τον δικαιούχο

Όπως ορθά επισημαίνεται75, ανακριβής θεωρείται η εγγραφή κι όταν τα


στοιχεία του πραγματικού και του αναγραφομένου δικαιούχου, δεν

ταυτίζονται76. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα ανακρίβειας ως προς το


πρόσωπο του δικαιούχου είναι η καταχώριση ακινήτου ως ανήκοντος εν όλω

ή εν μέρει77 σε «άγνωστο ιδιοκτήτη»78, σφάλμα διορθούμενο με την υποβολή


σχετικής αγωγής ή αιτήσεως ενώπιον αρμοδίου Δικαστηρίου, όπως αναλυ-

τικά κατωτέρω εκτίθεται.

V.1.γ.- Ανακρίβεια ως προς το ιδιοκτησιακό αντικείμενο

Κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 ΕθνΚτημ, «κάθε ακίνητο εμφαίνεται


στα κτηματολογικά διαγράμματα ως τμήμα του εδάφους μαζί με τα

συστατικά του, ανεξάρτητα από το χαρακτήρα του ως αγροτικού, δασικού,


αστικού, οικοδομημένου ή μη, φέροντας τον δικό του Κ.Α.Ε.Κ.». Η σχετική

ανακρίβεια ενδέχεται να αφορά την (μη) σύμφωνη με την πραγματικότητα

72 ίδετε ΜονΠρωτΘεσ 18861/2011 Τ.Ν.Π. «Νόμος», η οποία, μάλιστα, στο σκεπτικό της
επιρρίπτει την ευθύνη για το ανακύψαν σφάλμα - μη καταχώρηση ιδανικού μεριδίου
συγκυριότητας - στην αμέλεια των αρμοδίων υπαλλήλων
73 ίδετε ΜονΠρωτΧαν 3/2013 Τ.Ν.Π. «Νόμος»

74 ίδετε ΜονΠρωτΘεσ 3162/2014 ΕφΔικΚτημ 109 51

75 ίδετε Παπαστερίου, ο.π. σημ. 25, Γ§7, αριθ. 71 σελ. 739

76 ίδετε πλέον ενδεικτικές περιπτώσεις από τη νομολογία: ΑΠ 482/2014, ΑΠ 1500/2013,

ΕφΘεσ 743/2015 ΕλλΔνη 2017 180, ΕφΛαρ 179/2012 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΠολΠρωτΑθ
1355/2016 ΕλλΔνη 2017 216, ΜονΠρωτΠειρ 218/2016 ΕλλΔνη 2017 310, ΜονΠρωτΘεσ
14202/2008 Τ.Ν.Π. «Νόμος»
77 ίδετε ΜονΠρωτΗρακλ 60/2016 ΕλλΔνη 2017 236

78 ίδετε ορθή παρατήρηση Πλιάτσικα Κων., σε Πλιάτσικας Κων., ο.π. σημ. 2, σελ. 90-91,

αριθ. 167 σχετικά με το «[…] δογματικό παράδοξο που εισάγουν οι εγγραφές «αγνώστου
ιδιοκτήτη», αφού δεν νοείται ύπαρξη κυριότητας χωρίς φορέα […]»

45
απεικόνιση του ακινήτου στα οικεία κτηματολογικά διαγράμματα, ή την

απόκλισή του ως προς τα γεωμετρικά του στοιχεία79.

Ενδεικτικά αναφέρονται σχετικά σφάλματα περί το ιδιοκτησιακό αντικείμενο

από τη νομολογία: Το γεωτεμάχιο εμφανίζεται εσφαλμένα ως μέρος άλλης


διηρημένης ιδιοκτησίας80, γεωτεμάχιο αποτελούν μέρος διηρημένης

ιδιοκτησίας που όμως δεν εμφαίνεται ως τέτοια στο κτηματολογικό φύλλο81.

V.2.- Ανακρίβεια κτηματολογικής εγγραφής ως προσβολή του

εγγραπτέου δικαιώματος

Κατ’ αρχάς, ως προσβολή δικαιώματος ορίζεται οποιαδήποτε πράξη ή

παράλειψη τρίτου διά της οποίας εμποδίζεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο


απόλαυση των εξουσιών που συνεπάγεται το δικαίωμα για το φορέα του.

Σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, δικαίωμα έγερσης της


σχετικής αγωγής έχει ο πραγματικός δικαιούχος του οποίου το δικαίωμα

προσβάλλεται από την ανακριβή εγγραφή.

Παγίως η θεωρία82 και η νομολογία83 δέχονται ότι και μόνον η ανακρίβεια

της κτηματολογικής εγγραφής συνιστά προσβολή του δικαιώματος


παρέχουσα δικαίωμα διορθώσεως στο φορέα του84, εκκινώντας από την

79 ως γεωμετρικά στοιχεία γίνονται αντιληπτά η θέση (έτσι στην ΜονΠρωτΘεσ 7729/2016


ΕλλΔνη 2017 267), το εμβαδόν του (έτσι στην ΕφΘεσ 3321/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος» και πλέον
πρόσφατη ΜονΠρωτΚερκ 1334/2018 Τ.Ν.Π. «Νόμος»), τα όριά του (έτσι στην
ΜονΠρωτΠειρ 218/2016 ΕλλΔνη 2017 310)
80 ίδετε ΜονΠρωτΑθ 1052/2007 Τ.Ν.Π. «Νόμος»

81 ίδετε ΜονΠρωτΘεσ 1026/2014 ΕφΔικΚτημ 131 66

82 ίδετε Παπαστερίου Δημ., ο.π. σημ. 25, Γ§7 αριθ. 85 σελ. 140, Καρύμπαλη-Τσίπτσιου Γ.,

ο.π. σημ. 45, σελ. 25


83 ίδετε αντί άλλων ΑΠ 690/2018, ΑΠ 1020/2018, ΑΠ 1152/2018, ΑΠ 212/2016, ΑΠ

698/2016, ΑΠ 74/2015, ΑΠ 1342/2015, ΑΠ 1364/2014, ΕφΑθ 2991/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος»,


ΕφΑθ 600/2016 ΕλλΔνη 2017 125, ΜονΠρωτΛαμ 99/2019 Τ.Ν.Π. «Νόμος»
84 είναι διαφορετικό ζήτημα και πρόσθετη προσβολή η αποστέρηση και της φυσικής

εξουσίασης επί του πράγματος, η οποία γεννά αξίωση απόδοσης του αντικειμένου πέραν
της αξιώσεως για διόρθωση της ανακρίβειας - ίδετε ad hoc ΕφΘρακ 96/2015 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.
«Ισοκράτης»

46
απολύτως ορθή παραδοχή ότι εξ αιτίας της ανακρίβειας ο πραγματικός

δικαιούχος υφίσταται περιορισμό στην εξουσία διαθέσεως του αντικειμένου


της περιουσίας του. Σημειωτέον δε ότι δεν προσαπαιτείται η διάγνωση

πταίσματος ως προς την ανακρίβεια για να στοιχειοθετηθεί προσβολή, αφού


σε κανένα σημείο του Ν. 2664/1998 δεν υπονοείται, έστω, σχετική απαίτηση.

VI.- Διόρθωση ανακριβών εγγραφών στο λειτουργούν Κτηματολόγιο

Ο κτηματολογικός νομοθέτης, με κεντρική ιδέα την αρχή της ακρίβειας,

εισήγαγε πληθώρα τρόπων διορθώσεως των σφαλμάτων των ανακριβών


εγγραφών, είτε διά της δικαστικής, είτε διά της εξωδικαστικής οδού.

Οι τρόποι διορθώσεως μπορούν να ταξινομηθούν σε δύο (2) μεγάλες


κατηγορίες, τους γενικούς και τους ειδικούς τρόπους: Στους γενικούς

τρόπους διορθώσεως εντάσσονται 1) η αγωγή του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, 2)


η αγωγή του αρθ. 13 παρ. 2 ΕθνΚτημ και 3) η αίτηση του αρθ. 17 παρ. 2

ΕθνΚτημ, ενώ στους ειδικούς (εντάσσονται) 1) η αίτηση διόρθωσης του αρθ.


6 παρ. 3 εδ. α΄ ΕθνΚτημ («άγνωστος ιδιοκτήτης»), 2) η αίτηση διόρθωσης του

αρθ. 6 παρ. 4 ΕθνΚτημ και οι με την αίτηση αυτή σχετιζόμενες αντιρρήσεις


της ιδίας διατάξεως, 3) η αίτηση του αρθ. 6 παρ. 8 ΕθνΚτημ, 4) η αίτηση του

αρθ. 18 παρ. 1 υπό α΄ ΕθνΚτημ, 5) η αίτηση του αρθ. 18 παρ. 1 υπό β΄ ΕθνΚτημ,
6) η αίτηση του αρθ. 18 παρ. 2 ΕθνΚτημ, 7) η αίτηση του αρθ. 19 παρ. 1

ΕθνΚτημ, 8) η αίτηση του αρθ. 19 παρ. 2 ΕθνΚτημ, 9) η αίτηση του αρθ. 19


παρ. 3 ΕθνΚτημ, 10) η αίτηση του αρθ. 19 παρ. 4 Εθνκτημ, 11) η αίτηση του

αρθ. 19α παρ. 1 εδ. α΄ ΕθνΚτημ, 12) οι αντιρρήσεις του αρθ. 19α ΕθνΚτημ και
13) η αίτηση του αρθ. 20 παρ. 1 ΕθνΚτημ.

Στο πλαίσιο της παρούσας διπλωματικής εργασίας ενδιαφέρουν οι τρόποι


διόρθωσης οι περιλαμβανόμενοι στις διατάξεις του αρθ. 6 ΕθνΚτημ,

αναλυτική παράθεση των οποίων ακολουθεί στο δεύτερο (Β’) μέρος.

47
ΜΕΡΟΣ Β’
ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΠΡΩΤΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ

Ι.- Αγωγή διόρθωσης πρώτης εγγραφής κατ’ αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ

Το κυριότερο όχημα για τη διόρθωση οποιασδήποτε ανακρίβειας έχει


εμφιλοχωρήσει σε πρώτη εγγραφή, είναι η προβλεπόμενη στη διάταξη του

αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ αγωγή διόρθωσης, στο πλαίσιο της οποίας, ο


δικαιούχος του εγγραπτέου δικαιώματος μπορεί να ζητήσει την αναγνώριση

του προσβαλλομένου δικαιώματός του ή και την απόδοση του αντικειμένου


του, εφ’ όσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, καθώς και τη διόρθωση της

ανακριβούς εγγραφής.

Ι.1.- Νομική φύση & χαρακτήρας αγωγής

Ι.1.α.- Νομική φύση

Ο ορθός προσδιορισμός της νομικής φύσης της αγωγής του αρθ. 6 παρ. 2
ΕθνΚτημ τελεί σε ευθεία συνάρτηση με τον αντίστοιχο προσδιορισμό του

προσβαλλομένου δικαιώματος. Ειδικότερα, μερίδα της θεωρίας85 χαρακτη-


ρίζει την αγωγή εμπράγματη, ορμώμενη από το γεγονός ότι δι’ αυτής

ασκείται εμπράγματη αξίωση και στηριζόμενη στη γραμματική διατύπωση


της διατάξεως του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, στην οποία η αγωγή

προσδιορίζεται ως αναγνωριστική ή διεκδικητική. Δεδομένου, όμως, του


γεγονότος ότι, κατά τις επιλογές του κτηματολογικού νομοθέτη, εγγραπτέα

δικαιώματα δεν είναι μόνον η κυριότητα ή άλλο περιορισμένο εμπράγματο


δικαίωμα, αλλά νοείται η καταχώριση και ενοχικών δικαιωμάτων κι εννόμων

85 ίδετε Τσολακίδη Ζ., ο.π., σελ. 259

48
σχέσεων86, δογματικά ορθότερο είναι να χαρακτηρισθεί η αγωγή του αρθ. 6

παρ. 2 ΕθνΚτημ ως εμπράγματη ή ενοχική κατά περίπτωση, ανάλογα,


δηλαδή, με το χαρακτήρα του εγγραπτέου δικαιώματος87.

Ι.1.β.- Χαρακτήρας αγωγής

Σκοπός του ενάγοντος στο πλαίσιο της δίκης που ανοίγει με την έγερση

αγωγής διορθώσεως κατ’ αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, είναι αρχικώς μεν να


αναγνωρισθεί η ύπαρξη του εγγραπτέου δικαιώματος - και κατά περίπτωση

να ζητηθεί κι η απόδοση του αντικειμένου του -, περαιτέρω δε να διορθωθεί


το σφάλμα της ανακριβούς εγγραφής.

Με βάση εκκίνησης, λοιπόν, τον προρρηθέντα σκοπό, ορθά γίνεται δεκτό ότι
η αγωγή του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ έχει διττό χαρακτήρα88 και δη: αφ’ ενός

μεν, ανάλογα με το αίτημα του ενάγοντος, έχει χαρακτήρα αναγνωριστικής


ή διεκδικητικής κυριότητας ακινήτου αγωγής (αναγνωριστικός χαρακτήρας),

αφ’ ετέρου δε (έχει χαρακτήρα) αίτησης διόρθωσης εγγραφής στα


κτηματολογικά φύλλα89 (διορθωτικός χαρακτήρας), τα αιτήματα δε αυτά

86 εάν, παραδείγματος χάριν, το εγγραπτέο δικαίωμα έχει ως νομική βάση σύμβαση


μίσθωσης λ.χ. δεκαετούς (10ετούς) διάρκειας, η αγωγή με αυτό ως αντικείμενο, θα
χαρακτηρισθεί ενοχική
87 ίδετε Πλιάτσικα Κ., ο.π. σημ. 2, σελ. 131-132, αριθ. 237

88 ίδετε Διαμαντόπουλο Γ., σε Διαμαντόπουλος Γ.-Εμμανουηλίδου Κων., ο.π. σημ. 53, σελ.

90, ο ίδιος σε «Η δίκη των αντιρρήσεων ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή», παρ. 11
σελ. 349, αριθ. 504, Παπαστερίου, ο.π. σημ. 25, σελ. 753, σημ. 114, Καρύμπαλη-Τσίπτσιου
Γ., ο.π. σημ. 45, σελ. 31, Πλιάτσικα Κ., ο.π. σημ. 2, σελ. 133, αριθ. 240.
Στη νομολογία, μεταξύ άλλων, ίδετε: ΑΠ 208/2017 - όπου γίνεται εκ πλαγίου αναφορά
στο διπλό χαρακτήρα της αγωγής, δεδομένου ότι το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρεται
στην ανάγκη υποβολής αιτήματος για διόρθωση της εγγραφής, πέραν του
αναγνωριστικού-διαπιστωτικού αιτήματος -, ΑΠ 241/2015 - όπου και σχόλιο από
Διαμαντόπουλο Γ. -, ΕφΛαρ 96/2017 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΕφΑθ 2375/2016, ΕφΘεσ
743/2015, ΕφΘεσ 1067/2010 Αρμεν 2011 600, ΕφΛαρ 593/2009 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.
«Ισοκράτης», ΠολΠρωτΑθ 1394/2010 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΑθ 2222/2018 Αρμεν
2018 1090, ΜονΠρωτΡοδ 72/2014 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΘεσ 9762/2008 Αρμεν 2009
1360, ΜονΠρωτΘεσ 5031/2007 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΘεσ 32049/2006 Τ.Ν.Π.
«Νόμος», ΜονΠρωτΘεσ 13602/2006 Τ.Ν.Π. «Νόμος»
89 ίδετε ΕφΘεσ 1067/2010, Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΛαρ 63/2012, Δικογραφία 2012 470

49
τελούν μεταξύ τους σε σχέση κυρίου και παρεπομένου90. Τούτων

συνδυαζομένων συνάγεται ότι συνειδητή επιλογή του νομοθέτη του


2664/1998 ήταν η δημιουργία ενός διαπλαστικού χαρακτήρα ενδίκου

βοηθήματος91.

Διατυπώνεται, πάντως, από μερίδα της θεωρίας92 και βρίσκει εν μέρει

απήχηση και στις αποφάσεις των Δικαστηρίων93, και η άποψη ότι η αγωγή
του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ είναι στην πραγματικότητα ό,τι κι η αναγνω-

ριστική ή διεκδικητική αγωγή των διατάξεων του Εμπραγμάτου Δικαίου του


ΑΚ, στερούμενη διαπλαστικού χαρακτήρα, δεδομένου ότι οι πρώτες

εγγραφές δεν έχουν διαπλαστική ενέργεια.

Ως προαναφέρθηκε, ορθότερη, και κατά τη θέση του γράφοντος, είναι η

πρώτη των απόψεων που κρατεί στη θεωρία και τη νομολογία. Κατ’ αρχάς,
ήδη η γραμματική διατύπωση της διατάξεως του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ

σαφώς κάνει λόγο για δικόγραφο αγωγής με πλείονα αιτήματα, εκ των


οποίων το ένα συνίσταται στην αναγνώριση του προσβαλλομένου

δικαιώματος - και κατά περίπτωση στη διεκδίκηση-απόδοση του ακινήτου,

90 ίδετε αντί άλλων ΜονΠρωτΘεσ 9672/2009 Αρμεν 2009 1360. Υποστηρίζεται


νομολογιακά (έτσι η ΜονΠρωτΘεσ 3493/2010, Αρμεν 2011 1498) η γνώμη ότι το αίτημα
διόρθωσης της εγγραφής δεν απαιτείται να προσδιορίζει ορισμένα τον τρόπο με τον οποίο
θα γίνει η διόρθωση, άποψη που κατά την προσωπική μου άποψη δεν μπορεί να γίνει
δεκτή εξ αιτίας των πλαισίων που διέπουν την τακτική διαδικασία με την οποία συζητείται
η εν θέματι αγωγή
91 ίδετε Διαμαντόπουλο Γ, σε Διαμαντόπουλος Γ.-Εμμανουηλίδου Κων., ο.π. σημ. 53, εκδ.

Αντ. Σάκκουλα, 2014, σελ. 107


92 ίδετε Κούσουλα Χρ., ο.π. σημ. 27, σελ. 247 αριθ. 709, Κιτσαράς Λ., ο.π. σημ. 30, σελ.

172, Εμμανουηλίδου Κων., σε Διαμαντόπουλος Γ.-Εμμανουηλίδου Κων., ο.π. σημ. 53, σελ.
14 υπό δ. - υποστηρίζει ειδικότερα η κα. Εμμανουηλίδου Κων. ότι το αίτημα διορθώσεως
της εγγραφής αρκεί απλώς να αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής, χωρίς να είναι
αναγκαίο να αναφέρεται το περιεχόμενο της διορθώσεως, δεδομένου ότι αυτό ανήκει
στην εξουσία του δικάζοντος Δικαστηρίου και κατά συνέπεια, οι εκδιδόμενες αποφάσεις
έχουν πρωτευόντων αναγνωριστικό χαρακτήρα κι όχι διαπλαστικό, η δε διάταξη του
Δικαστηρίου για διόρθωση της εγγραφής (έχει) παρακολουθηματικό χαρακτήρα
93 ίδετε ΑΠ 865/2011, ΜονΠρωτΘεσ 22731/2008 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΘεσ

32056/2006 Αρμεν 2007 1157

50
το έτερο δε (συνίσταται) στη διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής. Ο

διαπλαστικός χαρακτήρας του δευτέρου των αιτημάτων, ευπροσώπως


μπορεί να συναχθεί ήδη από την ορθή «ψηλάφιση» της λέξης «διόρθωση»:

εκ της φύσεώς της, η συντέλεση οποιασδήποτε διορθώσεως προϋποθέτει την


επέμβαση στην προηγουμένη, υπό διόρθωση κατάσταση, και τη δημιουργία

μιας άλλης, νέας μετά τη διόρθωση κατάστασης. Στο νομικό κόσμο, η


δημιουργία μιας νέας καταστάσεως μεταφράζεται ως διάπλαση και το

δικονομικό όχημα γι’ αυτή χαρακτηρίζεται ως διαπλαστικό. Επί πλέον,


επιχείρημα υπέρ της ορθότητας της κρατούσας άποψης, αντλείται κι από το

χώρο του αστικού δικονομικού δικαίου. Ειδικότερα, κατά τη θεωρία94,


διαπλαστική θα χαρακτηρισθεί μια αγωγή όταν συντρέχουν τα εξής τρία (3)

στοιχεία: α) η άσκησή της από περιορισμένο αριθμό ενεργητικώς


νομιμοποιούμενων προσώπων εντός ορισμένης αποκλειστι-κής προθεσμίας,

β) η έναντι όλων ενέργεια της εκδοθησομένης δικαστικής αποφάσεως και γ)


η ύπαρξη ευχέρειας στο Δικαστήριο για τη διαμόρφωση, ήτοι τη διάπλαση

του περιεχομένου της αποφάσεως, χωρίς δέσμευση από το υποβληθέν


αίτημα. «Μεταφέροντας» τα εν λόγω στοιχεία, στο χώρο του

κτηματολογικού δικαίου και δη της αγωγής του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ,


διαπιστώνεται ευχερώς ότι: α) στην άσκηση της εν θέματι αγωγής

νομιμοποιούνται μόνον ο δικαιούχος του προσβαλλομένου δικαιώματος, οι


διάδοχοι, ή και, πλαγιαστικώς, οι δανειστές του, εντός της προσδιοριζόμενης

στο νόμο αποκλειστικής προθεσμίας - η πάροδος της οποίας, σημειωτέον,


επιφέρει απόσβεση του δικαιώματος διορθώσεως, β) η απόφαση που

εκδίδεται, εφ’ όσον λάβει τον ύψιστο των βαθμών δικονομικής ωριμότητας
καθιστάμενη αμετάκλητη, ενεργεί έναντι πάντων (erga omnes) ως προς το

σκέλος της διορθώσεως, δεδομένου ότι το παραγόμενο αμάχητο τεκμήριο

94ίδετε Νίκα Ν., «Πολιτική Δικονομία», 2003, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, τόμος 1ος, σελ. 465, αριθ.
7, παρ. 38

51
ακρίβειας έχει ακριβώς αυτό τον απόλυτο χαρακτήρα95 και γ) πράγματι, ο

δικάσας κτηματολογικός Δικαστής, απολαμβάνει, ως προς το αίτημα της


διορθώσεως της ανακριβούς εγγραφής, ευχέρειας αναφορικά με τον τρόπο

και το ακριβές περιεχόμενο της διορθώσεως, μη δεσμευόμενος από τον


τυχόν υποδεικνυόμενο από τον ενάγοντα τρόπο. Επιχείρημα κατά του

διαπλαστικού χαρακτήρα της αγωγής δεν μπορεί να αντληθεί εκ του


γεγονότος ότι ο κτηματολογικός νομοθέτης προσδίδει αναδρομική ενέργεια

στην απόφαση επί της αγωγής του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, μεταφέροντας το
χρονικό σημείο επενέργειάς της επί της εγγραφής στο χρόνο ενάρξεως της

λειτουργίας του Κτηματολογίου στην εκάστοτε περιοχή αρμοδιότητας96.

Σε ό,τι αφορά στον αναγνωριστικό ή διεκδικητικό χαρακτήρα της εν θέματι

αγωγής, αναγκαία προϋπόθεση για την νόμιμη έγερση αιτήματος


αναγνώρισης ή διεκδίκησης αντιστοίχως, αποτελεί η ύπαρξη προσβολής

κυριότητας με προφορική ή με άλλο ρηματικό τρόπο αμφισβήτηση. Στο


πλαίσιο του κτηματολογικού δικαίου, ρηματικός τρόπος αμφισβήτησης της

κυριότητας του πραγματικού δικαιούχου, είναι και η εγγραφή στα


κτηματολογικά φύλλα του ακινήτου ως πράγματος που ανήκει στην

κυριότητα του φερομένου ως δικαιούχου προσώπου97.

Ι.2.- Προϋποθέσεις νόμω βασίμου αγωγής

Για την ευδοκίμηση της εν θέματι αγωγής ως βάσιμης κατά νόμο, πρέπει να
πληρούνται δύο (2) στοιχεία, ήτοι να υπάρχει εγγραπτέο δικαίωμα κατά τον

95 ίδετε ορθά Πλιάτσικα Κων., ο.π. σημ. 2, σελ. 135, σημ. 248
96 ίδετε σχετικώς Διαμαντόπουλο Γ., σε «Η δίκη των αντιρρήσεων ενώπιον του
κτηματολογικού Δικαστή», ο.π. σημ. 38, σελ. 361, αριθ. 523, παρ. 11, όπου ορθά
αναφέρεται η αναδρομική ισχύς των αποφάσεων που εκδίδονται επί αντιρρήσεων κατ’
αρθ. 16 παρ. 5 ΕθνΚτημ ως στοιχείο που δεν αναιρεί το διαπλαστικό χαρακτήρα του
ενδίκου βοηθήματος
97 ίδετε Παπαστερίου Δημ., ο.π. σημ. 25, σελ. 758, σημ. 129

52
κρίσιμο χρόνο και να καταφάσκεται προσβολή του διά της ανακρίβειας που

έχει εμφιλοχωρήσει στην διορθωτέα πρώτη εγγραφή.

Ι.2.1.- Ύπαρξη εγγραπτέου δικαιώματος

Προκειμένου να ασκηθεί νόμιμα η αγωγή του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, πρέπει


να υπάρχει δικαίωμα. Κρίσιμο, συνεπώς, είναι να προσδιορισθεί η έννοιά του

εντός του ρυθμιστικού βεληνεκούς της εν λόγω διατάξεως. Στο πλαίσιο,


λοιπόν, του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, ως δικαίωμα νοείται κάθε

ολοκληρωμένο98 εγγραπτέο δικαίωμα, όπως η έννοιά του προσδιορίζεται


στο Κτηματολογικό Δίκαιο99, των ενοχικών δικαιωμάτων περιλαμβα-

νομένων. Λαμβανομένης υπ’ όψιν της θεμελιώδους αρχής του ανοιχτού


κτηματολογίου που διέπει το λειτουργούν Κτηματολόγιο και που δεδομένα

μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως ερμηνευτικό εργαλείο για την εξεύρεση του


αληθινού νοήματος όρων και ασαφών διατυπώσεων, ως δικαίωμα στα

πλαίσια της ερευνώμενης διάταξης θεωρείται κάθε «μόρφωμα» που εξ αιτίας


της εγγραφής του κατά τρόπο ανακριβή στα κτηματολογικά φύλλα χρήζει

διόρθωσης100, όπως παραδείγματος χάριν διοικητικές πράξεις εγγραπτέες


στα κτηματολογικά φύλλα.

Ζήτημα που απασχόλησε επί μακρόν θεωρία και νομολογία, ήταν ο


προσδιορισμός του κρίσιμου χρόνου κατά τον οποίο το δικαίωμα θα έπρεπε

να υφίσταται, προκειμένου να δικαιολογείται η έγερση της υπό έρευνα


αγωγής. Ως προαναφέρθηκε στο πλαίσιο του προσδιορισμού της έννοιας της

ανακρίβειας των πρώτων εγγραφών, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη ή μη

98 ίδετε Πλιάτσικα Κων., ο.π. σημ. 2, σελ. 137, σημ. 253 και υποσημείωση 452 με εκεί
παραπομπές
99 Δηλαδή εγγραπτέο δικαίωμα ή εγγραπτέα έννομη σχέση, με αντικείμενο ακίνητο ή άλλο

ειδικό ιδιοκτησιακό αντικείμενο, το οποίο είτε απουσιάζει παντελώς από τις


κτηματολογικές εγγραφές, είτε εμφανίζεται με ουσιαστικές πλημμέλειες
100 ίδετε Παπαστερίου Δημ., ο.π. ση,. 25, σελ. 761, σημ. 138 κι εκεί μνημονευόμενη

παραπομπή

53
ανακρίβειας, πρέπει να συγκρίνονται η πραγματική κατάσταση του

δικαιώματος αφ’ ενός και η νομική κατάσταση, όπως την περιγράφει το


Κτηματολόγιο, αφ’ ετέρου. Ο χρόνος κατά τον οποίο πρέπει να γίνεται η εν

λόγω σύγκριση είναι αυτός της έναρξης λειτουργίας του Κτηματολογίου στην
συγκεκριμένη περιοχή. Δεδομένου, λοιπόν, ότι ο χρόνος έναρξης λειτουργίας

του Κτηματολογίου προσδιορίζεται ως ο χρόνος κατά τον οποίο πρέπει να


διαγιγνώσκεται η ανακρίβεια της εγγραφής, ο ίδιος χρόνος αποτελεί και τον

κρίσιμο χρόνο ύπαρξης του δικαιώματος ως όρου της νομικής βασιμότητας


της αγωγής κατ’ αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, και όχι ο χρόνος έγερσης αυτής101.

Αφού δε ο χρόνος ενάρξεως του Κτηματολογίου ποικίλει ανά περιοχή στην


επικράτεια, έπεται ότι ο κρίσιμος χρόνος είναι επίσης διαφορετικός. Η

σημασία, πάντως, του καθορισμού του κρισίμου χρόνου στο σημείο αυτό (της
κήρυξης της λειτουργίας του Κτηματολο-γίου), γίνεται ευχερώς αντιληπτή

από δύο ενδεικτικές αναφορές102: α) αναγνωρίζεται ως δικαιούχος


εμπραγμάτου δικαιώματος το πρόσωπο που ήταν εν ζωή κατά την έναρξη

λειτουργίας του Κτηματολογίου, χωρίς να ασκεί επίδραση το εάν ζούσε ή όχι


κατά το χρόνο άσκησης και συζήτησης της σχετικής αγωγής διόρθωσης και

β) είναι δυνατή η αγωγή διόρθωσης να αφορά και σε ακίνητο το οποίο ήταν


αγρός κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής και μέχρι την έναρξη λειτουργίας

του Κτηματολογίου, συντάχθηκε και καταχωρήθηκε ως μεταγενέστερη

101 ίδετε μεταξύ πολλών: ΑΠ 582/2018, ΑΠ 1342/2015, ΕφΠειρ 50/2017 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.
«Ισοκράτης», ΕφΑθ 600/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΑθ 2375/2016 ΕλλΔνη 2017 140, ΕφΑθ
2727/2016 ΕλλΔνη 2017 132, ΕφΛαρ 97/2016 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΕφΑθ 618/2015
Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΕφΛαρ 235/2015 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΘρακ 96/2015 ΕλλΔνη
2017 187, ΕφΠειρ 398/2015 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΘεσ 743/2015 Δνη 2017 180, ΕφΛαρ
406/2014 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΛαρ 511/2014 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΕφΠειρ 466/2013
ΕφΔικΚτημ 85 40, ΕφΠατρ 226/2012 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΛαρ 179/2012 Δικογραφία 2012
336, ΜονΠρωτΚαλαμ 137/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΘεσ 6427/2017 ΕφΑΔ 2017
781, ΜονΠρωτΘεσ 13367/2017 Αρμεν 2018 1093, ΜονΠρωτΛαμ 97/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος»,
ΜονΠρωτΛαρ 7/2016 ΕλλΔνη 2017 273, ΜονΠρωτΑρτ 117/2013 Τ.Ν.Π. «Νόμος»
102 ίδετε Εμμανουηλίου Κων., σε Διαμαντόπουλος Γ.-Εμμανουηλίδου Κ., ο.π. σημ. 53 σελ.

11 κι εκεί αναφερόμενη νομολογία

54
εγγραφή πράξη εφαρμογής που αντικαθιστά τον αγρό με περισσότερα

ακίνητα - οικόπεδα103.

Στο σημείο αυτό, ωστόσο, πρέπει να γίνει αναφορά στη διάταξη του αρθ. 37

παρ. 2 Ν. 4315/2014, η οποία προσέθεσε την υπό στ΄ περίπτωση στη διάταξη
του αρθ. 6 παρ. 3 ΕθνΚτημ, δυνάμει της οποίας, για να διαπιστωθεί η

συνδρομή των προϋποθέσεων κτήσης δικαιώματος με βάση τα προσόντα


της εκτάκτου χρησικτησίας, κρίσιμος χρόνος είναι η άσκηση της αγωγής ή

της αιτήσεως για τη διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής κι όχι αυτός της
έναρξης του Κτηματολογίου. Η εν λόγω νομοθετική πρόβλεψη ήρθε σε

απόλυτη αντίθεση με την μέχρι τότε πάγια θέση της νομολογίας104 και της
θεωρίας105, των οποίων κοινός τόπος ήταν η παραδοχή ότι, σε περιπτώσεις

όπου ο επικαλούμενος για την κτήση δικαιώματος τίτλος ήταν η έκτακτη


χρησικτησία, οι προϋποθέσεις της θα έπρεπε να συντρέχουν κατά το χρόνο

έναρξης λειτουργίας του Κτηματολογίου στην συγκεκριμένη περιοχή. Όπως


ορθά επισημαίνεται, η θέσπιση της συγκεκριμένης διατάξεως κι η μετατόπιση

του κρισίμου χρόνου, πέραν του γεγονότος ότι παρίσταται πλήρως


αδικαιολόγητη, δημιουργεί και ιδιαίτερως σοβαρά θέματα

συνταγματικότητας ως εισάγουσα αντίθεση στην αρχή της ισότητας και της


προστασίας της ιδιοκτησίας106. De lege ferenda, η προρρηθείσα διάταξη

103 ίδετε ΜονΠρωτΠειρ 218/2016 Δνη 2017 310


104 ίδετε αντί άλλων ΑΠ 148/2016, ΑΠ 721/2015, ΑΠ 1342/2015, ΑΠ 1500/2013, ΕφΑθ
600/2016, ΕφΑθ 618/2015 Δνη 2017 123, ΕφΠατρ 226/2012 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΛαρ
179/2012 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΘεσ 7963/2016 Δνη 2017 262
105 ίδετε Εμμανουηλίδου Κων., ο.π. σημ. 53, σελ. 293-294, Παπαστερίου Δημ., ο.π. σημ. 25,

Γ§7, αριθ. 144, σελ. 762


106 ίδετε Εμμανουηλίδου Κων., ο.π., σελ. 294, η οποία πολύ χαρακτηριστικά επισημαίνει

ότι στην Αιτιολογική Έκθεση του νομοθετήματος, ουδέν αναφέρεται προς υπεράσπιση
της νομοθετικής επιλογής για τη θέσπιση της περ. στ΄ στο αρθ. 6 παρ. 3 ΕθνΚτημ. Η
συγγραφέας, ελλείψει νομοθετικής διασαφήσεως, εντοπίζει την «ανάγκη» θέσπισης της
συγκεκριμένης διάταξης στο γεγονός ότι μέχρι τότε, αρκετά Δικαστήρια είχαν απορρίψει
αγωγές κατ’ αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ όταν το χρονικό διάστημα της 20ετίας
συμπληρωνόταν σε χρόνο μετά την έναρξη λειτουργίας του Κτηματολογίου, καθιστώντας
την ασκηθείσα αγωγή απορριπτέα ως μη νόμιμη. Πολύ σωστά, ωστόσο, επισημαίνει ότι
μη νόμιμο είναι το αίτημα για διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής κι όχι το έτερο (αίτημα)

55
χρήζει καταργήσεως, καθώς, πέραν των συνταγματικής φύσεως ζητημάτων

που προκαλεί και των παραδόξων που δημιουργεί, προκαλεί έντονη


ανασφάλεια στην ορθή λειτουργία του Κτηματολογίου ως θεσμού και κατ’

επέκταση και στις συναλλαγές.

Ι.2.2.- Προσβολή δικαιώματος

Ως προσβολή δε του υπό διόρθωση δικαιώματος νοείται η αμφισβήτησή του,


η οποία προκαλείται από την ανακριβή πρώτη εγγραφή κι η οποία εμποδίζει

τον πραγματικό δικαιούχο από την απόλαυση των εξουσιών που του χορηγεί
το δικαίωμά του επί του πράγματος107, η δε ανακρίβεια πρέπει να

εξακολουθεί να υφίσταται και κατά το χρόνο άσκησης της εν θέματι αγωγής.


Παρίσταται ορθή η άποψη ότι η ανακριβής εγγραφή αποτελεί ειδική

προσβολή του δικαιώματος, ανεξάρτητα, μάλιστα, από το εάν ο προσβαλών


αυτό βαρύνεται με υπαιτιότητα σχετικά ή όχι.

Επιπροσθέτως, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στο γεγονός ότι προσβολή


δικαιώματος πληρούσα τους όρους της υπό έρευνα αγωγής, δεν είναι η «εξω-

κτηματολογική προσβολή εγγραπτέου δικαιώματος»108. Ως τέτοια ορίζεται η


προσβολή από τρίτο πρόσωπο που δεν εμφανίζεται στην πρώτη εγγραφή κι

η οποία έλαβε χώρα μετά την έναρξη λειτουργίας του Κτηματολογίου. Η

της αναγνώρισης του δικαιώματος κυριότητας. Αφού, λοιπόν, η απόφαση του


Δικαστηρίου θα αναγνωρίζει το δικαίωμα κυριότητας, ο φορέας του, μετά την τελεσιδικία
της εν λόγω αποφάσεως, θα μπορούσε να καταχωρίσει αυτή (τελεσίδικη απόφαση) ως
τίτλο κτήσης σε μεταγενέστερη εγγραφή, σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ. 12 παρ. 1 περ.
στ΄ ΕθνΚτημ. Στην περίπτωση, βέβαια, αυτή, οδηγούμαστε στο παράδοξο να
αντιμετωπίζουμε ένα δικαίωμα που κατ’ ουσίαν αποτελεί αντικείμενο πρώτης εγγραφής,
ως αντικείμενο μεταγενέστερης (εγγραφής). Στο ίδιο σημείο (σελ. 294), η κα.
Εμμανουηλίδου παραθέτει ένα απολύτως παραστατικό παράδειγμα από τη
δικαστηριακή πρακτική για τα προβλήματα που προκαλεί η εν λόγω διάταξη και τη
σωρεία αντινομιών της.
107 ίδετε ΑΠ 208/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΑΠ 698/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΑΠ 74/2015 Τ.Ν.Π.

«Νόμος», ΑΠ 1342/2015 ΕλλΔνη 2017 102, ΑΠ 174/2014 ΧρΙΔ 2014 686, ΑΠ 984/2011,
Τ.Ν.Π «Νόμος», ΕφΛαρ 177/2015 ΕλλΔνη 2016 824, ΠολΠρωτΘεσ 44650/2007 Τ.Ν.Π.
«Νόμος», ΜονΠρωτΛαμ 91/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος»
108 ίδετε αναλυτικά Πλιάτσικα Κων., ο.π. σημ. 2, σελ. 141, αριθ. 261

56
αποκατάσταση μιας τέτοιας προσβολής είναι δυνατή μόνον διά των ενδίκων

βοηθημάτων που το κοινό δίκαιο παρέχει. Πέραν αυτών των προσβολών,


του ρυθμιστικού βεληνεκούς της αγωγής του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ

εκφεύγουν τόσο οι αρχικές-προσωρινές εγγραφές, όσο κι οι μεταγενέστερες


εγγραφές - για τη διόρθωση των οποίων εφαρμοστέα είναι η διάταξη του

αρθ. 13 παρ. 2 ΕθνΚτημ, αφού αντικείμενο της εν λόγω αγωγής είναι μόνον
οι πρώτες εγγραφές.

Ι.2.3.- Προθεσμία

Σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, η αγωγή διόρθωσης

ανακριβούς πρώτης εγγραφής πρέπει να ασκείται εντός ορισμένης


προθεσμίας, η διάρκεια της οποίας συναρτάται αφ’ ενός μεν με το χρόνο

κήρυξης της διαδικασίας κτηματογραφήσεως στην περιοχή όπου βρίσκεται


το επίδικο αντικείμενο της εγγραφής, αφ’ ετέρου δε με το εάν αυτή

(κτηματογράφηση) κηρύχθηκε πριν ή μετά την έναρξη ισχύος του Ν.


3481/2006109.

Πλέον συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά τις περιοχές στις οποίες κηρύχθηκε


κτηματογράφηση προ της δημοσιεύσεως και έναρξης ισχύος του Ν.

3481/2006, ήτοι την 02-08-2006, η αποκλειστική110 προθεσμία άσκησης της


αγωγής του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ είναι δεκατετραετής (14ετής). Εάν, όμως,

το ακίνητο το οποίο αφορά η αιτούμενη διόρθωση, βρίσκεται σε περιοχή που


κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση μετά τη δημοσίευση και θέση σε ισχύ του

ανωτέρω νομοθετήματος, τότε η προθεσμία άσκησης της αγωγής είναι

109 είναι ορθή η κριτική που ασκείται στη νομοθετική επιλογή να διασπασθεί ο χρόνος
έναρξης της προθεσμίας διορθώσεως ως παραβιάζουσα τις αρχές της αναλογικότητας,
της προσφορότητας και της αναγκαιότητας που διέπουν το κτηματολογικό δίκαιο - ίδετε
σχετικά Παπαστερίου Δημ., ο.π. σημ. 25, Γ§7 αριθ. 170 σελ. 772
110 ίδετε ΑΠ 414/2013 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΑΠ 2007/2013 ΧρΙΔ 2014 270, ΕφΘεσ 1067/2010

Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΠατρ 23/2013 Τ.Ν.Π. «Νόμος»

57
επταετής (7ετής)111. Τονίζεται ότι χρόνος ενάρξεως της κατά περίπτωση

προβλεπομένης προθεσμίας, είναι η ημερομηνία δημοσιεύσεως στην


Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΕτΚ) της απόφασης του (ήδη) Ν.Π.Δ.Δ.

«Κτηματολόγιο» για έναρξη λειτουργίας του Κτηματολογίου στην περιοχή


όπου βρίσκεται το ακίνητο112. Κατά την άποψη του γράφοντος, ορθότερη

δογματικά για σειρά λόγων, των οποίων κορωνίδα είναι η αρχή της ισότητας
καθ’ αυτή, παρίσταται η άποψη που διατυπώνεται113 υπέρ της de lege

ferenda επέκτασης - επιμήκυνσης της προθεσμίας άσκησης της αγωγής του


αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, ώστε να ταυτοχρονισθεί με το χρόνο παραγραφής

(εικοσαετία (20ετία)) των αντιστοίχων αξιώσων του ουσιαστικού δικαίου, της


ασφάλειας των συναλλαγών114 υποχωρούσης ως αρχής έναντι της αρχής της

ισότητας.

Ι.2.3.α.- Νομική φύση προθεσμίας

Ιδιαίτερης αναφοράς χρήζει το γεγονός ότι ο νομοθέτης θέσπισε την


προθεσμία άσκησης της αγωγής του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ ως

αποκλειστική115, γεγονός που συνεπάγεται το χαρακτηρισμό της ως

111 ίδετε Πανταζόπουλο Στ., ο.π. σημ. 52, σύμφωνα με τον οποίο, εντός της προθεσμίας
που τίθεται για την άσκηση της αγωγής του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, πρέπει να ασκείται
και η κυρία παρέμβαση της οποίας αίτημα είναι η αναγνώριση του δικαιώματος του
κυρίως παρεμβαίνοντος και η υπέρ αυτού διόρθωση της εγγραφής. Έτσι και οι Κιτσαράς
Λ., ο.π. σημ. 30, σελ. 182 και Παπαστερίου Δημ., ο.π. σημ. 25, αριθ. 188 σελ. 777
112 ίδετε ΑΠ 650/2015, ΑΠ 2048/2009 ΧρΙΔ 2010 700, ΕφΛαρ 179/2012 Δικογραφία 2012

336, ΜονΠρωτΛαμ 99/2019 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτ 8755/2018 Τ.Ν.Π. «Νόμος»,


ΠολΠρωτΑθ 1355/2016 Δνη 2017 216, ΜονΠρωτΛαρ 7/2016 Δνη 2017 273, ΜονΠρωτΒερ
46/2010 Τ.Ν.Π. «Νόμος»
113 Διαμαντόπουλος Γ., Πανεπιστημιακές παραδόσεις στα πλαίσια του διατμηματικού

Π.Μ.Σ. «Κτηματολόγιο: Νομικές, τεχνικές και περιβαλλοντικές διαστάσεις», 2019


114 υπέρ της ανάγκης ασφάλειας των συναλλαγών ο Κιτσαράς Λ., ο.π. σημ. 30, σελ. 179-

180 ως δικαιολογητικού σκοπού του διαφορετικού χρόνου άσκησης της εν θέματι αγωγής
115 ίδετε ΑΠ 690/2018, ΑΠ 1500/2013, ΕφΔωδ 35/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΔωδ 212/2017

Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΑθ 2991/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΑθ 177/2015 Δνη 2016 824, ΕφΔωδ
70/2013 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΘεσ 1981/2013 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΛαμ 99/2019
Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΘεσ 4650/2018 Αρμεν 2018 935, ΜονΠρωτΘεσ 8755/2018
Τ.Ν.Π. «Νόμος»,

58
προθεσμίας ουσιαστικού κι όχι δικονομικού δικαίου116, όπερ με τη σειρά του

συνεπάγεται ότι αποκλείεται η εφαρμογή των ΚΠολΔ 144-151 και 152-158


περί δικονομικών προθεσμιών κι επαναφοράς των πραγμάτων στην

προτέρα κατάσταση. Η φύση της εν λόγω νόμιμης προθεσμίας ως


αποκλειστικής την κατατάσσει στις αποσβεστικές προθεσμίες, το πραγματικό

γεγονός της παρέλευσης της οποίας, προκαλεί άνευ ετέρου απόσβεση του
δικαιώματος117, στοιχείο που, κατ’ ακολουθίαν, οδηγεί στην απόρριψη της

σχετικής - εκπρόθεσμης - αγωγής όχι ως απαράδεκτης, αλλά είτε ως νόμω


αβάσιμης - αφού η ανακριβής εγγραφή θα έχει καταστεί ήδη οριστική λόγω

της παρόδου της προθεσμίας κι άρα εξοπλισμένη με αμάχητο τεκμήριο


ακρίβειας -, είτε ως ουσία αβάσιμης118.

Ι.2.3.β.- Αναστολή & διακοπή προθεσμίας

Ι.2.3.β.i.- Αναστολή προθεσμίας

Όπως ορίζεται στην αναγκαστικού δικαίου119 διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3


εδ. δ΄ ΕθνΚτημ, οι διατάξεις του ΑΚ περί αναστολής της παραγραφής (ΑΚ 255

έως 259), εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση της αγωγής του αρθ.
6 παρ. 2 ΕθνΚτημ. Επομένως, η υπό έρευνα προθεσμία, αναστέλλεται όταν ο

πραγματικός δικαιούχος εμποδίστηκε να ασκήσει την αγωγή λόγω


δικαιοστασίου ή άλλου λόγου ανωτέρας βίας κατά το τελευταίο προ της

συμπληρώσεως εξάμηνο, όπως κι αν εμποδίστηκε από δόλια συμπεριφορά


του ανακριβώς αναγραφομένου ως δικαιούχου (ΑΚ 255 - αναστολή

συμπληρώ-σεως). Επιπρόσθετα, αναστολή προθεσμίας επιφέρουν οι

116 έτσι και Πλιάτσικας Κων., ο.π. σημ. 2, σελ. 154, αριθ. 292
117 ίδετε Λαδογιάννη, ΕρμΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, αρθ. 279 ΑΚ
118 έτσι Λαδογιάννη, ο.π. σημ. 117, αρθ. 280 ΑΚ, σύμφωνα με τον οποίο η πάροδος

αποσβεστικής προθεσμίας οδηγεί σε απόρριψη αγωγής ως αβάσιμης κατ’ ουσίαν


119 ο χαρακτήρας της διάταξης του αρθ. 7 παρ. 3 εδ. δ΄ ΕθνΚτημ ως αναγκαστικού

δικαίου, συνεπάγεται ότι δεν επιτρέπεται κι είναι άκυρη οποιαδήποτε συμφωνία των
εμπλεκομένων μερών που προσκρούει στο περιεχόμενο των ΑΚ 255-263 και 270,
σύμφωνα με τις ΑΚ 3, 174 και 180

59
αναφερόμενοι στην ΑΚ 256 λόγοι απόλυτης αναστολής. Ειδικότερα,

αναστέλλεται η προθεσμία άσκησης της εν θέματι αγωγής μεταξύ συζύγων


για όσο χρονικό διάτημα διαρκεί ο γάμος120, μεταξύ γονέων και τέκνων καθ’

όλη τη διάρκεια της ανηλικότητας αυτών, μεταξύ επιτρόπων και


επιτροπευομένων κατά τη διάρκεια της επιτροπείας και μεταξύ υπηρετών και

κυρίων κατά τη διάρκεια της υπηρετικής σχέσης. Επί πλέον, εάν ο δικαιούχος
είναι ανίκανος ή περιορισμένα ικανός προς δικαιοπραξία και δεν έχει την

ικανότητα παράστασης ιδίω ονόματι στο Δικαστήριο, ενώ ταυτοχρόνως


στερείται επιτρόπου ή δικαστικού συμπαραστάτη, η προθεσμία δεν

συμπληρώνεται πριν την πάροδο έξι (6) μηνών αφότου ο δικαιούχος έγινε
απεριόριστα ικανός ή απέκτησε επίτροπο ή δικαστικό συμπαραστάτη (ΑΚ

258). Περαιτέρω, η προθεσμία δεν συμπληρώνεται για τον κληρονόμο του


πραγματικού δικαιούχου πριν την πάροδο έξι (6) μηνών αφ’ ότου ο

κληρονόμος απέκτησε το εγγραπτέο δικαίωμα που ανήκει στην κληρονομία,


ούτε για τον πραγματικό δικαιούχο που επιθυμεί τη διόρθωση της

ανακριβούς εγγραφής που εμφανίζει ως δικαιούχο πρόσωπο που απεβίωσε,


μέχρι να παρέλθει εξάμηνο από τη στιγμή που οι κληρονόμοι αυτού

(ανακριβώς φερομένου ως δικαιούχου), αποδεχθούν την επαχθείσα


κληρονομία.

Ι.2.3.β.ii.- Διακοπή προθεσμίας

Με βάση την ίδια ως άνω διάταξη (αρθ. 7 παρ. 3 ΕθνΚτημ), οι διατάξεις των

ΑΚ 260-263 και 270, περί διακοπής της παραγραφής, εφαρμόζονται

120η ίδια ρύθμιση ισχύει αυτονοήτως και για τις περιπτώσεις όπου έχει υπογραφεί
σύμφωνο συμβίωσης και για όσο χρόνο αυτό ισχύει - ίδετε και Παπαδοπούλου-Κλαμαρή,
σε ΕρμΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΑΚ 256, αριθ. 25. Αναφορικά με το συγκεκριμένο
λόγο αναστολής, ίδετε ορθή σκέψη Πλιάτσικα Κων., ο.π. σημ. 2, σελ. 157-158, αριθ. 295,
σύμφωνα με την οποία, η αναστολή της προθεσμίας για όσο χρόνο διαρκεί ο γάμος
«τριτενεργεί» και στους δανειστές του συγκυρίου κατ’ ιδανικό μερίδιο συζύγου ως προς
τη δυνατότητά τους να ασκήσουν πλαγιαστικά την αγωγή διόρθωσης, εάν ο οφειλέτης
σύζυγος δολίως παραλείπει να προχωρήσει στην άσκησή της.

60
αναλόγως και στην περίπτωση της προθεσμίας του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ.

Κατά την ΑΚ 260, η προθεσμία διακόπτεται με την με οποιονδήποτε τρόπο


αναγνώριση της απαιτήσεως, η οποία, μεταφερόμενη στο χώρο έρευνας,

προκύπτει από την αναγνώριση του δικαιώματος του πραγματικού


δικαιούχου από τον ανακριβώς αναγραφόμενο ως δικαιούχο στην

προσβαλλομένη πρώτη εγ-γραφή121, η οποία (αναγνώριση), όπως ορθά


παρατηρείται στη θεωρία122, πρέπει να καταχωρηθεί στο οικείο

κτηματολογικό φύλλο, ώστε να υπάρχει συμμόρφωση με τις αρχές της


ακρίβειας, της δημοσιότητας και της ασφάλειας των συναλλαγών. Εξ άλλου,

κατ’ εφαρμογήν της ΑΚ 260, η προθεσμία διακόπτεται με την άσκηση της


αγωγής του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, ανεξάρτητα από τον δικονομικό τύπο

τον οποίο περιβάλλεται, εάν, δηλαδή, έχει διεκδικητικό ή αναγνωριστικό


αίτημα-χαρακτήρα123, ενώ το ίδιο αποτέλεσμα επιφέρει και η άσκηση

αιτήσεως κατ’ αρθ. 6 παρ. 3 ΕθνΚτημ, όπως ο ίδιος ο κτηματολογικός


νομοθέτης ορίζει (αρθ. 6 παρ. 3 περ. α΄ ΕθνΚτημ). Ομοίως, την προθεσμία του

αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ διακόπτουν η άσκηση ανταγωγής, κυρίας


παρεμβάσεως και προσεπικλήσεως, στο μέτρο που κατατείνουν στη

διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής, δεδομένου ότι, κατά την απολύτως


κρατούσα στη θεωρία άποψη124, εμπίπτουν στην έννοια της αγωγής όπως

την εκλαμβάνει η ΑΚ 261. Αναφορικά με την εφαρμογή της ΑΚ 262, η οποία

121 ίδετε Πλιάτσικα Κων., ο.π. σημ. 2, σελ. 159-160, αριθ. 298, όπου πολύ εύστοχα
επισημαίνεται ότι εάν έχει υποβληθεί αίτηση διόρθωσης προδήλου σφάλματος κατ’ αρθ.
18 παρ.1 περ. β΄ υπό αα) ΕθνΚτημ και τη σχετική αίτηση συνυπογράφει, στο πλαίσιο
συναίνεσης στη διόρθωση, ο ανακριβώς φερόμενος ως δικαιούχος στην πρώτη εγγραφή,
η συνυπογραφή αυτή λογίζεται ως σιωπηρή αναγνώριση του δικαιώματος του
πραγματικού δικαιούχου και άρα ως γεγονός που διακόπτει την προθεσμία της αγωγής
του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ
122 ίδετε Κιτσαρά Λ., ο.π. σημ. 30, σελ. 181

123 ίδετε ΑΠ 1014/2017, ΑΠ 1267/2017, ΑΠ 41/2016, ΑΠ 1776/2007. Αντιθέτως, την

προθεσμία του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ δεν διακόπτει η άσκηση αρνητικής αναγωνριστικής
αγωγής, για τον ίδιο λόγο που θεωρείται ότι δεν διακόπτει την παραγραφή, ήτοι εξ αιτίας
του αμυντικού της χαρακτήρα.
124 ίδετε Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, ΕρμΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΑΚ 261, αριθ. 18

61
ουσιαστικά επεκτείνει το χρόνο διακοπής προθεσμίας μετατοπίζοντας το

αφετήριο χρονικό σημείο του στην έναρξη της τηρητέας ειδικής


προπαρασκευαστικής διαδικασίας, υπό τον όρο της εντός τριμήνου (3μήνου)

άσκησης της αγωγής, αυτή (ΑΚ 262) στο πεδίο της αγωγής του αρθ. 6 παρ. 2
ΕθνΚτημ, αποτελεί ουσιαστικά κενό γράμμα, δεδομένου ότι και στις αγωγές

εναντίον του Ελληνικού Δημοσίου, η προδικασία που προέβλεπε η διάταξη


του αρθ. 8 Α.Ν. 1539/1938, καταργήθηκε125. Ως προς την αναλογική

εφαρμογή της ΑΚ 263, πρέπει να επισημανθεί ότι στην περίπτωση της αγωγής
του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, απαιτείται το αμετάκλητο αυτής ως βαθμός

δικονομικής ωριμότητας για την επέλευση των αποτελεσμάτων της.

Διατυπώνεται στη θεωρία126 η άποψη ότι την προθεσμία του αρθ. 6 παρ. 2

ΕθνΚτημ διακόπτει και η έναρξη διοικητικής διαδικασίας διόρθωσης με


κατάθεση αίτησης προς τον Προϊστάμενο του Κτηματολογικού Γραφείου

σύμφωνα με τις διατάξεις των αρθ. 6 παρ. 4, 18 και 19 ΕθνΚτημ. Βάση


εκκίνησης της εν λόγω απόψεως αποτελεί παραδοχή ότι η απαρίθμηση των

τρόπων διακοπής της προθεσμίας του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ στη διάταξη
του αρθ. 7 παρ. 3 ΕθνΚτημ είναι ενδεικτική κι όχι περιοριστική, δίνοντας, έτσι,

τη δυνατότητα να κληθεί σε εφαρμογή η ΑΚ 269 ως προς το σημείο της που


συναρτά τη διακοπή με την υποβολή διαφοράς προς κρίση ενώπιον

διοικητικής αρχής. Στο πλαίσιο της ΑΚ 269, τα ελάχιστα στοιχεία που πρέπει
να συντρέχουν για να στοιχειοθετείται η έννοια της διοικητικής αρχής είναι

η ιδιότητα του οργάνου ως αρχής με αποφασιστική αρμοδιότητα ως προς


την επίλυση της διαφοράς που φέρεται ενώπιόν του. Δοθέντος, λοιπόν, ότι ο

Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου είναι δημόσια αρχή, αφού οι


κτηματολογικές πράξεις είναι πράξεις που ο ίδιος καταρτίζει, κι ότι στο

πλαίσιο των αρθ. 6 παρ. 4, 18 και 19 ΕθνΚτημ, αυτός είναι υλικά αρμόδιος να

125 ίδετε αρθ. 24 Ν. 3983/2011


126 ίδετε Πλιάτσικα Κων., ο.π. σημ. 2, σελ. 163-164, αριθ. 302

62
αποφασίζει επ’ αυτών τέμνοντας τις διαφορές, έπεται ότι μπορεί να κληθεί

σε αναλογική εφαρμογή και η ΑΚ 269127.

Χρήζει ιδιαίτερης αναφοράς η ανάγκη να καθίστανται γνωστοί στους τρίτους

τόσο οι λόγοι αναστολής, όσο κι οι λόγοι διακοπής της προθεσμίας, διά της
εγγραφής τους στο οικείο κτηματολογικό βιβλίο, διότι έτσι υπηρείται κατά

τον βέλτιστο δυνατό τρόπο η ανάγκη προστασίας της ασφάλειας των


συναλλαγών128.

Ι.2.3.γ.- Συνέπειες αναστολής & διακοπής

Οι συνέπειες της αναστολής της προθεσμίας του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ,

ορώμενες με βάση την αναλογικά εφαρμοζόμενη ΑΚ 257 (αρθ. 7 παρ. 3


ΕθνΚτημ), είναι εύκολα προσδιορίσιμες, δεδομένου ότι το χρονικό διάστημα

της αναστολής δεν υπολογίζεται στο χρόνο της προθεσμίας.

Αντιθέτως, ως προς τις συνέπειες της διακοπής κατά την ΑΚ 270 στη σχέση

της με την ΑΚ 257, αναφύονται ζητήματα ως προς το χρόνο έναρξης νέας


προθεσμίας κι ως προς τον κύκλο των προσώπων που η διακοπή

καταλαμβάνει129.

127 Κατά την άποψη του γράφοντος, η εν λόγω θεωρητική άποψη, καίτοι άρτια
θεμελιωμένη ως προς το σκεπτικό της, εκκινεί από εσφαλμένη παραδοχή. Ήδη από τη
γραμματική διατύπωση της διατάξεως προκύπτει ότι ο κτηματολογικός νομοθέτης
επέλεξε συνειδητά να απαριθμήσει κατά τρόπο περιοριστικό εκείνες τις διατάξεις από το
βιβλίο των Γενικών Αρχών του ΑΚ που καλούνται σε εφαρμογή ως προς την προθεσμία
του αρθ. 6 παρ.2 ΕθνΚτημ. Από το γεγονός δε ότι και οι κατά ρητή νομοθετική
παραπομπή εφαρμοζόμενες διατάξεις του ΑΚ, δεν καλύπτουν κενό ρυθμίσεως, αντλείται
πρόσθετο επιχείρημα περί του numerus clausus των διατάξεων του ΑΚ που μπορούν να
εφαρμοσθούν εν προκειμένω. Εάν de lege ferenda ο κτηματολογικός νομοθέτης ενέτασε
την ΑΚ 269 στις ex lege εφαρμοζόμενες διατάξεις κι επί της προθεσμίας του αρθ. 6 παρ.
2 ΕθνΚτημ, τότε, πράγματι, η συλλογιστική της εν λόγω θεωρητικής απόψεως, παρίσταται
ορθή.
128 ίδετε Κιτσαρά Λ., ο.π. σημ. 30, σελ. 181

129 ίδετε και Πλιάτσικα Κων., ο.π. σημ. 2, σελ. 164 επ., αριθ. 303 κ.ε.

63
Για τον ορθό προσδιορισμό του χρονικού σημείου έναρξης της νέας

προθεσμίας μετά τη διακοπή της, πρέπει προηγουμένως να καταστεί σαφής


ο τρόπος με τον οποίο αυτή επέρχεται. Εάν η διακοπή επέρχεται συνεπεία

αναγνώρισης του προσβαλλομένου δικαιώματος του αληθινού δικαιούχου


από τον ανακριβώς φερόμενο ως δικαιούχο στην διορθωτέα πρώτη

εγγραφή, η νέα προθεσμία θα εκκινεί από το σημείο κατά το οποίο η ως άνω


αναγνώριση λαμβάνει δημοσιότητα, ήτοι από το χρονικό σημείο υποβολής

του αιτήματος διόρθωσης, το οποίο και θα στηρίζεται επ’ αυτής


(αναγνώρισης). Εάν η διακοπή επέρχεται συνεπεία άσκησης της εν θέματι

αγωγής (6 παρ. 2 ΕθνΚτημ), η νέα προθεσμία θα έχει ως αφετήριο χρονικό


σημείο την έκδοση αμετακλήτου αποφάσεως επ’ αυτής (αγωγής) και τούτο

σε αντίθεση με την ΑΚ 261 που απαιτεί την τελεσιδικία ως βαθμό δικονομικής


ωριμότητας της εκδοθείσας αποφάσρως για την επανέναρξη της

προθεσμίας. Ο δικαιολογητικός λόγος της τοποθέτησης του χρόνου


επανέναρξης της προθεσμίας σε διαφορετικό, απώτερο σε σχέση με την ΑΚ

261, σημείο, συνίσταται στο γεγονός ότι η διόρθωση της ανακριβούς


εγγραφής γίνεται μόνον εφ’ όσον η εκδοθείσα απόφαση καθίσταται

αμετάκλητη, χωρίς να προϋποτίθεται και η πάροδος της τασσόμενης


προθεσμίας, σύμφωνα με τη γνώμη που γίνεται δεκτή εν προκειμένω. Εάν,

τέλος, η διακοπή επέρχεται συνεπεία άσκησης των ενδίκων βοηθημάτων που


προβλέπονται στις διατάξεις του αρθ. 6 παρ. 3 και 8 ΕθνΚτημ, η διακοπείσα

προθεσμία επανεκκινεί άμα τη τελεσιδικία της εκδοθείσας αποφάσεως ή την


με οποιονδήποτε άλλο τρόπο περάτωση της δίκης, όπως προβλέπεται στην

ΑΚ 261.

Εξ άλλου, η προθεσμία διορθώσεως διακόπτεται υπέρ ου ο λόγος διακοπής -

παραδείγματος χάριν υπέρ του ασκήσαντος την αγωγή του αρθ. 6 παρ. 2
ΕθνΚτημ, ή του κυρίως παρεμβάντος σε ανοιγείσα σχετική δίκη. Κατ’

αντιστοιχία, η διακοπή επενεργεί σε βάρος του φερομένου ως δικαιούχου

64
στην προσβαλλομένη πρώτη εγγραφή, δεδομένου ότι εμπλέκεται ως διάδικος

σε δίκη που αφορά την ανακρίβεια της εγγραφής και συνεπώς πλήττεται από
την εκρεμμοδικία, την οποία η αγωγή που στρέφεται εναντίον του

προκάλεσε. Εάν το αντικείμενο της αγωγής κατ’ αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ είναι
ακίνητο που ανήκει σε περισσοτέρους και ο ενάγων συγκύριος αιτείται, εκτός

από την αναγνώριση του δικαιώματός του, την απόδοση του πράγματος σε
όλους τους συγκυρίους και τη διόρθωση της εγγραφής ως προς όλους,

ορθότερη130 παρίσταται η επέκταση του αποτελέσματος της διακοπής υπέρ


όλων των λοιπών, μη εναγόντων συγκυρίων. Όμοια απάντηση προσήκει και

επί ασκήσεως αγωγής από κάποιον εκ των ενεργητικώς αναγκαίων


ομοδίκων, ώστε αυτή (άσκηση αγωγής) να επιφέρει το διακοπτικό

αποτέλεσμα της προθεσμίας για όλους τους αναγκαίους ομοδίκους131. Και


τούτο με δικαιολογητική βάση το γεγονός ότι ο αναγκαίος ομόδικος μπορεί

να προσεπικαλέσει στην ανοιγείσα δίκη τους λοιπούς ομοδίκους του με βάση


την ΚΠολΔ 88 και η προσεπίκληση αυτή οδηγεί στη διακοπή της

προθεσμίας132. Παρόμοια προβληματική αναφύεται και ως προς το ερώτημα


εάν η διακοπή που επέρχεται υπέρ του ασκήσαντος την εν θέματι αγωγή,

ενεργεί υπέρ και σε βάρος προσώπων που ναι μεν δεν σχετίζονται με την
ανοιγείσα δίκη, πλην θα δικαιολογούσαν ευπρόσωπα έννομο συμφέρον στην

άσκηση αγωγής από πλευράς τους. Καίτοι η απάντηση υπό την οπτική του
κτηματολογικού δικαίου φαίνεται ως εύκολη, συνιστάμενη στην παραδοχή

ότι η διακοπή της προθεσμίας ενεργεί erga omnes και όχι inter partes133, εν

130 επιχείρημα υπέρ της «τριτενέργειας» του διακοπτικού αποτελέσματος μπορεί να


αντληθεί από τη διατύπωση και το σκοπό της ΑΚ 1116, σύμφωνα με την οποία, όταν
ένας εκ των συγκυρίων διεκδικεί ολόκληρο το πράγμα, πρέπει να ζητεί την απόδοσή του
σε όλους τους συγκυρίους
131 ίδετε Γέσιου-Φαλτσή Π., «Η ομοδικία εις την πολιτικήν δίκην», εκδ. Αντ. Σάκκουλα,

1998, σελ. 270


132 ίδετε Πλιάτσικα Κων., ο.π. σημ. 2, σελ. 167, αριθ. 311 in f.

133 Αρνητική απάντηση στο ερώτημα αυτό θα ανέτρεπε το σύστημα λειτουργίας του

Κτηματολογίου per se, αφού θα οδηγούσε στην οριστικοποίηση εγγραφής υπέρ των

65
τούτοις, από πλευράς Αστικού Δικαίου και δη Γενικών Αρχών, γίνεται δεκτό

το αντίθετο, ήτοι ότι η διακοπή, αλλά και η αναστολή της παραγραφής,


λειτουργεί σχετικά, δηλαδή μόνον μεταξύ των μερών.

Ι.2.3.δ.- Συνέπειες παρέλευσης προθεσμίας

Η πάροδος της προθεσμίας διορθώσεως κατ’ αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ οδηγεί,

κατά τα ανωτέρω αναπτυσσόμενα, στην οριστικοποίηση της πρώτης


εγγραφής134 και κατ’ ακολουθία στην παραγωγή αμαχήτου τεκμηρίου

ακρίβειας135, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του αρθ. 7 παρ. 1


ΕθνΚτημ. Αυτονόητη συνέπεια της οριστικοποιήσεως της εγγραφής εξ αιτίας

της παρόδου της προθεσμίας είναι η απόσβεση του δικαιώματος


διορθώσεως της ανακρίβειας136. Δεδομένου ότι η προθεσμία της εν λόγω

διατάξεως αφορά ανεξαίρετα το σύνολο των προσώπων που δικαιολογούν


έννομο συμφέρον στην άσκηση της αγωγής του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, κατά

τα αναλυτικά κατωτέρω εκτιθέμενα, έπεται ότι η πάροδος αυτής λειτουργεί


υπέρ και σε βάρος αυτών. Και εάν μεν η θετική επενέργεια της παρόδου της

προθεσμίας είναι άνευ ετέρου αντιληπτή ως προς τις συνέπειές της, δεν
συμβαίνει το ίδιο και με την αντίστροφη όψη. Τούτο συνδέεται και με το

ζήτημα που ανωτέρω θίχθηκε, περί της ανάγκης ή μη της παρόδου της
προθεσμίας διορθώσεως, σε περιπτώσεις όπου έχει εκδοθεί δικαστική

προσώπων για τα οποία δεν συνέτρεξε λόγος διακοπής αφ’ ενός, την μη οριστικοποίηση,
όμως, υπέρ των προσώπων για τα οποία συνέτρεξε λόγος διακοπής αφ’ ετέρου.
134 ίδετε ΕφΠειρ 50/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΛαρ 179/2012 Δικογραφία 2012 336

135 ορθά επισημαίνει ο Πλιάτσικας Κων., ότι η παραγωγή του αμαχήτου τεκμηρίου κατ’

αρθ. 7 παρ. 1 ΕθνΚτημ, αποτελεί έμμεση συνέπεια της παρόδου της προθεσμίας του αρθ.
6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, διότι το αμάχητο τεκμήριο αποτελεί, κατά νομική ακριβολογία, ευθεία
συνέπεια της οριστοποιήσεως της εγγραφής, η οποία αποτελεί ευθεία συνέπεια της
παρόδου της προθεσμίας, ίδετε Πλιάτσικα Κων., ο.π., σελ. 168, αριθ. 313, υποσημ. με αριθ.
562
136 Επισημαίνεται ότι αποσβύννεται το δικαίωμα διορθώσεως και μόνον, χωρίς να

επηρεάζονται τυχόν ενοχικές αξιώσεις του αληθούς δικαιούχου κατά του οριστικώς
αναγραφομένου ως δικαιούχου. Διαφορετικά, η αναγνώριση τέτοιας φύσεως αξιώσεων,
θα ήταν άνευ νοήματος.

66
απόφαση που έχει καταστεί αμετάκλητη. Με την πάροδο, λοιπόν, της

προθεσμίας διορθώσεως και άρα με την οριστικοποίηση της εγγραφής ως


ακριβούς και τον εξοπλισμό της με αμάχητο τεκμήριο ακρίβειας -παρά την

ουσιαστικού δικαίου αναλήθειά της-, ο ανακριβώς φερόμενος ως δικαιούχος


αποκτά το καταχωρηθέν δικαίωμα και μάλιστα απαλλαγμένο από τυχόν

εγγραπτέα δικαιώματα που το βάρυναν και δεν είχαν καταχωρηθεί στο


οικείο κτηματολογικό φύλλο137. Η κατά φαινόμενο αρνητική αυτή συνέπεια

της παρόδου της προθεσμίας διορθώσεως, είναι κεφαλαιώδους σημασίας για


την ορθή λειτουργία του Κτηματολογίου και δι’ αυτής για την προστασία της

δημόσιας πίστης και την ανάγκη ασφάλειας στις συναλλαγές. Πράγματι,


καίτοι ενδεχομένως παρίσταται άδικη για τον πραγματικό δικαιούχο η

απώλεια του δικαιώματός του, εν τούτοις, μια προσεκτικότερη και βαθύτερη


ανάγνωση, καταδεικνύει το δογματικά, αλλά και δικαιοπολιτικά ορθό της

επιλογής αυτής. Κατ’ ουσίαν, η συνέπεια αυτή αποτελεί «μεταφορά» στο


χώρο του κτηματολογικού δικαίου, των συνεπειών της παραγραφής επί των

αξιώσεων138.

Ι.3.- Δίκη επί αγωγής αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ

Ι.3.1.- Νομιμοποίηση

Ι.3.1.α.- Ενεργητική νομιμοποίηση

Στην άσκηση της αγωγής του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ νομιμοποιείται


ενεργητικώς κάθε πρόσωπο που αμφισβητεί ολικά ή μερικά το δικαίωμα που

εγγράφηκε υπέρ του φερομένου ως δικαιούχου στο κτηματολογικό φύλλο

137 Εδώ η οριστικοποίηση της εγγραφής και ιδίως το παραγόμενο αμάχητο τεκμήριο,
λειτουργεί όπως η χρησικτησία ελευθερώσεως κατ’ αρθ. 1053 ΑΚ. Ιδιαίτερα εύστοχος ο
όρος που χρησιμοποιείται από τον Πλιάτσικα περί «οριστικοποίηση ελευθερώσεως», ίδετε
Πλιάτσικα Κων., ο.π. σημ. 2, σελ. 171, υποσημ. 574.
138 ίδετε ΑΠ 361/2019, όπου η παραγραφή αναφέρεται ως η νομοθετικά προβλεπόμενη

κύρωση στην αδράνεια του δανειστή να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσής του.

67
και το οποίο δικαιολογεί έννομο συμφέρον139. Συνεπώς, πέραν του

πραγματικού κυρίου ενός ακινήτου, νομιμοποιείται ο καθολικός κι ειδικός 140


διάδοχός του, καθώς και ο δανειστής αυτού βάσει της διατάξεως του αρθ. 72

ΚΠολΔ141, όποιος έχει αποκτήσει ακίνητο δυνάμει συμβολαιογραφικού


προσυμφώνου142, αλλά κι ο δικαιούχος υποθήκης, στην περίπτωση που το

νομίμως καταχωρημένο στα κτηματολογικά φύλλα δικαίωμα κυριότητας,


έχει επιβαρυνθεί πριν τις πρώτες εγγραφές με υποθήκη, προσημείωση

υποθήκης, κατάσχεση ή άλλη δέσμευση της εξουσίας διαθέσεως, που δεν


καταχωρήθηκε στο οικείο φύλλο143.

Ιδιαίτερης μνείας χρήζει η περίπτωση κατά την οποία το εγγραπτέο δικαίωμα


ανήκει σε κληρονόμο, ο οποίος κατά το χρόνο ενάρξεως λειτουργίας του

κτηματολογίου δεν είχε προβεί σε μεταγραφή συμβολαιογραφικής πράξης


αποδοχής κληρονομίας, ότε και το αίτημα της αγωγής διαμορφώνεται

ανάλογα με το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου. Εάν, λοιπόν, στις


πρώτες εγγραφές εμφανίζεται ως δικαιούχος τρίτο πρόσωπο και ο

κληρονομούμενος απεβίωσε προ της ενάρξεως λειτουργίας του


κτηματολογικού γραφείου στην περιοχή, οι κληρονόμοι αυτού θα εγείρουν

την αγωγή διορθώσεως κατ’ αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, ζητώντας να διορθωθεί


η ανακρίβεια και να εγγραφούν αυτοί ως φορείς του εγγραπτέου

139 ίδετε ΑΠ 690/2018, ΑΠ 1152/2018, ΑΠ 2034/2017, ΑΠ 650/2015, ΑΠ 2048/2009, ΕφΛαρ


144/2018 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΕφΛαρ 361/2018 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης»,
ΕφΠειρ 50/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΛαρ 202/2016 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΕφΑθ
600/2016 ΕλλΔνη 2017 125, ΕφΑθ 2375/2016 ΕλλΔνη 2017 140, ΕφΠειρ 337/2016 Τ.Ν.Π.
«Νόμος», ΕφΘρακ 96/2015 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΕφΛαρ 235/2015 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.
«Ισοκράτης», ΕφΑθ 618/2015 Δνη 2017 123, ΠολΠρωτΘεσ 12953/2014 Τ.Ν.Π. «Νόμος»,
ΜονΠρωτΚαλαμ 137/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΛαρ 7/2016 ΕλλΔνη 2017 123
140 ίδετε αντί άλλων ΕφΠειρ 398/2015 Τ.Ν.Π. «Νόμος»

141 ίδετε ΕφΠειρ 88/2014 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΛαρ 179/2012, Τ.Ν.Π. «Νόμος»,

ΜονΠρωτΠειρ 234/2011 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΠολΠρωτΘεσ 44650/2007 Αρμεν 2008 1351,


ΜονΠρωτΘεσ 9318/2007 Τ.Ν.Π. «Νόμος»
142 ίδετε Παπαστερίου Δ., ο.π. σημ. 25, σελ. 768, σημ. 161

143 ίδετε ΜονΠρωτΘεσ 27011/2006 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΘεσ 764/2006 Τ.Ν.Π.

«Νόμος»

68
δικαιώματος, καθ’ όσον αυτοί ήταν οι δικαιούχοι του κατά το χρόνο

ενάρξεως λειτουργίας του κτηματολογικού γραφείου, υπό την αίρεση της


μεταγραφής της σχετικής πράξης αποδοχής κληρονομίας κατ’ αρθ. 7α

ΕθνΚτημ144. Αντίθετα, εάν ο θάνατος επήλθε μετά την έναρξη λειτουργίας του
κτηματολογικού γραφείου, το αίτημα της αγωγής πρέπει να είναι η διόρθωση

της ανακριβούς εγγραφής επ’ ονόματι του αληθινού δικαιούχου


κληρονομουμένου, διότι αυτός ήταν φορέας του εγγραπτέου δικαιώματος

κατά τον κρίσιμο χρόνο145.

Σε περίπτωση όπου το αντικείμενο του εγγραπτέου δικαιώματος ανήκει σε

περισσότερα πρόσωπα και αμφισβητείται η ακρίβεια της εγγραφής από το


σύνολο των συγκυρίων, την εν θέματι αγωγή νομιμοποιείται, κατά την

ορθότερη και υιοθετούμενη από τον γράφοντα γνώμη146, να ασκήσει και ένας
εξ αυτών, ζητώντας, όμως, την αναγνώριση του δικαιώματος (ή και την

απόδοση του πράγματος κατά περίπτωση) και τη διόρθωση της εγγραφής


στο όνομα όλων των συγκυρίων, αναλογικά εφαρμοζομένης της ΑΚ 1116.

Την αγωγή του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ μπορεί, επίσης, να ασκήσει και ο
σύνδικος της πτωχεύσεως, εάν το επίμαχο ακίνητο περιλαμβάνεται στην

πτωχευτική περιουσία, στο μέτρο που νομιμοποιείται στην έγερση διεκ-


δικητικής αγωγής. Κατ’ αντιστοιχίαν, την αγωγή νομιμοποιείται να ασκήσει

κι ο εκτελεστής διαθήκης ως προς ακίνητα της κληρονομίας147.

144 ίδετε ΑΠ 690/2018


145 ίδετε ΜονΠρωτΛαμ 99/2019 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΠειρ 461/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος»,
σύμφωνα με την οποία, εάν η αγωγή διορθώσεως δεν έχει τέτοια αιτήματα, τότε είναι
απορριπτέα ως μη νόμιμη
146 Εάν γίνει δεκτό το αντίθετο, ήτοι έκαστος των συγκυρίων να νομιμοποιείται στην

έγερση αγωγής διόρθωσης μόνον για το δικό του μερίδιο, τότε θα εμφανισθεί το
παράδοξο να υπάρχει εγγραφή στο κτηματολογικό φύλλο για το αυτό αντικείμενο, η
οποία θα είναι εν μέρει ακριβής, κατά το μέρος που ασκήθηκε κι έγινε δεκτή η αγωγή
διορθώσεως από έναν των συγκυρίων, και εν μέρει ανακριβής.
147 ίδετε Πλιάτσικα Κων., ο.π. σημ. 2, σελ. 176-177, αριθ. 326

69
Ι.3.1.β.- Παθητική νομιμοποίηση

Εναγόμενος στα πλαίσια της δίκης που ανοίγει με την άσκηση της αγωγής
του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, ενδέχεται να είναι οποιοδήποτε πρόσωπο που

αναγράφεται ανακριβώς ως δικαιούχος δικαιώματος στο οποίο αφορά η


πρώτη εγγραφή, καθώς και οι καθολικοί κι ειδικοί 148 διάδοχοι αυτού, χωρίς

να ενδιαφέρει εάν η διαδοχή επήλθε πριν ή μετά την έναρξη ισχύος του
Κτηματολογίου στην συγκεκριμένη περιοχή. Σημειωτέο ότι σε περίπτωση

ειδικής διαδοχής ως προς δικαίωμα του οποίου η διόρθωση ζητείται με την


εν θέματι αγωγή, πρέπει αυτή να στραφεί εναντίον όλων των εμπλεκομένων

προσώπων, ήτοι τόσο κατά του φερομένου με την εσφαλμένη εγγραφή ως


δικαιούχου, όσο και κατά των καθολικών κι ειδικών διαδόχων του149.

Μάλιστα, παρίσταται δογματικά ορθή η άποψη ότι ως ειδική διαδοχή που


γεννά υποχρέωση κοινής παθητικής νομιμοποίησης, αποτελεί κι η σύσταση

δουλείας ή υποθήκης επί ακινήτου, ότε και θα πρέπει το δικόγραφο της


αγωγής να στρέφεται εναντίον και του προσώπου που συστήνει το

περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα (βαρυνόμενος), αλλά και του προσώπου


που είναι φορέας αυτού150. Μάλιστα, σε αντίθεση με την περίπτωση αγωγής

προστασίας κυριότητας που στρέφεται κατά περισσοτέρων, ότε κι ο μεταξύ


τους αναπτυσσόμενος δεσμός είναι αυτός της απλής παθητικής ομοδικίας,

εάν η αγωγή του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ στρέφεται κατά πλειόνων κατά τα
προρρηθέντα, η ομοδικία που συνδέει τους πλείονες εναγομένους είναι

αναγκαία, διότι αφ’ ενός μεν προβλέπεται υποχρεωτική κοινή παθητική

148 ίδετε ΑΠ 650/2015


149 ίδετε ΑΠ 2048/2009, Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΛαρ 179/2012 Τ.Ν.Π. «Νόμος», Πλιάτσικα
Κων., ο.π. σημ. 2, σελ. 179
150 ίδετε Κιτσαρά Λ., ο.π. σημ. 30, σελ. 187

70
νομιμοποίησή τους, αφ’ ετέρου δε δεν νοείται έκδοση αντιφατικών μεταξύ

τους αποφάσεων επί της ιδίας κτηματολογικής εγγραφής151.

Ιδιαίτερης αναφοράς χρήζει η περίπτωση αποδοχής αγωγής του αρθ. 6 παρ.

2 ΕθνΚτημ όταν αυτή στρέφεται κατά περισσοτέρων (παθητική ομοδικία).


Κατά την ΚΠολΔ 298, η αποδοχή της αγωγής, η οποία ερείδεται στην αρχή

της οικονομίας της δίκης, είναι η μονομερής εκείνη διαδικαστική πράξη που
προέρχεται από τον εναγόμενο και απευθύνεται στο Δικαστήριο ενώπιον του

οποίου γίνεται και με την οποία αναγνωρίζεται και ισχυροποιείται πράξη του
αντιδίκου του αποδεχόμενου, δηλαδή το συμπέρασμα του δικονομικού

συλλογισμού, το οποίο ταυτίζεται με το αίτημα της αγωγής. Γι’ αυτό και


επιφέρει το αποτέλεσμα της ακόμη και στην περίπτωση που η αγωγή είναι

αόριστη ή νόμω αβάσιμη, αν υπάρχει έλλειψη εννόμου συμφέροντος, όχι


όμως και απαράδεκτη152, αρκεί να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του

ουσιαστικού δικαίου, υπό την έννοια ότι ο αποδεχόμενος έχει την πράγματι
εξουσία διάθεσης του επίδικου αντικειμένου153. Επί περισσοτέρων ομοδίκων,

η αποδοχή της αγωγής κρίνεται αυτοτελώς για κάθε ομόδικο, με εξαίρεση


στην περίπτωση της αναγκαίας ομοδικίας, όταν η αξίωση διάθεσης του

αναγνωριζομένου δικαιώματος ανήκει από κοινού σε όλους τους αναγκαίους


ομοδίκους και όταν πρόκεπαι για υποχρεωτική κοινή νομιμοποίηση, οπότε η

δήλωση αποδοχής πρέπει να προέρχεται από όλους τους ομοδίκους. Ενόψει


δε του επιτρεπτού της αποδοχής και σιωπηρά, πρέπει να γίνει δεκτό ότι

151 ίδετε ΑΠ 1152/2018, ad hoc ΜονΕφΘεσ 743/2015 Δνη 2017 180, ΕφΠατρ 227/2012,
Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΘεσ 1067/2010 Αρμεν 2011 600, ΜονΠρωτΘεσ 13367/2017 Αρμεν
2018 1093, ΜονΠρωτΗρακλ 161/2016 Δνη 2017 238, ΜονΠρωτΠειρ 234/2011, Τ.Ν.Π.
«Νόμος»
152 ίδετε ΑΠ 1059/2001 ΕλλΔνη 2003 414 - Μπέη, Πολιτική Δικονομία, τ. 6, αρθ. 298, σελ.

1255
153 ίδετε Βαθρακοκοίλη Β., ΕρμΚΠολΔ, τ. Β, αρθ. 298, αρ. 8

71
μπορεί να γίνει αποδοχή και με δήλωση που περιέχεται στις προτάσεις που

υποβλήθηκαν από τον εναγόμενο κατά τη συζήτηση154.

Εξ άλλου, εναγόμενος μπορεί να είναι οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό

πρόσωπο, του ελληνικού Δημοσίου155 και των κατά τόπους Ο.Τ.Α. ασφαλώς
περιλαμβανομένων. Αναφορικά με την παθητική εναγωγή του ελληνικού

Δημοσίου, ιδίως, πρέπει να επισημανθούν οι ακόλουθες περιπτώσεις κατ’


εξαίρεση νομιμοποίησής156 του: α. Όταν σε εγγραφή έχει καταχωρηθεί ως

δικαιούχος της μερικώς τρίτο πρόσωπο και μερικώς «άγνωστος ιδιοκτήτης»,


ασκείται η εν θέματι αγωγή εναντίον τόσο του ανακριβώς φερομένου ως

δικαιούχου τρίτου προσώπου, όσο και του ελληνικού Δημοσίου, όπως εξ


άλλου προβλέπει η διάταξη του αρθ. 6 παρ. 3 α υπό αα) ΕθνΚτημ157, β. όταν

σε ανακριβή εγγραφή με ένδειξη «άγνω-στος ιδιοκτήτης», όπου κατά κανόνα


προσήκει η άσκηση αιτήσεως διορθώσεως κατ’ αρθ. 6 παρ. 3 ΕθνΚτημ, ο

επικαλούμενος τίτλος κτήσης του δικαιώματος είναι η έκτακτη χρησικτησία,


η διόρθωση συντελείται διά της εγέρσεως αγωγής του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ

κατά του ελληνικού Δημοσίου, όπως προβλέπεται στη διάταξη του αρθ. 6
παρ. 3 α υπό ββ) ΕθνΚτημ158 και γ. όταν για τη διόρθωση ανακριβούς

εγγραφής με ένδειξη «άγνωστος ιδιοκτήτης» έχει μεν ασκηθεί αίτηση


διορθώσεως κατ’ αρθ. 6 παρ. 3 ΕθνΚτημ, πλην εκδόθηκε επ’ αυτής

απορριπτική απόφαση, ότε και μπορεί να ασκηθεί για τη διόρθωση η αγωγή


του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ κατά του ελληνικού Δημοσίου159.

154 ίδετε ΕφΑθ 1467/1987 ΕλλΔνη 27 657 - Βαθρακοκοίλη Β., ο.π., αρ. 11-12
155 ίδετε αντί άλλων ΑΠ 584/2016, ΕφΑθ 2375/2016
156 ίδετε σχετικώς Νίκα Ν., Πολιτική Δικονομία, εκδ. Σάκκουλα, 2003, τόμος 1 ος, σελ. 313

157 ίδετε ad hoc ΑΠ 1342/2015, ΜονΠρωτΗρακλ 60/2016 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης»,

ΜονΠρωτΡοδ 85/2015 Τ.Ν.Π. «Νόμος»


158 ίδετε ad hoc ΑΠ 583/2016, ΕφΠειρ 395/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΛαρ 97/2015 Τ.Ν.Π.

«Νόμος», ΕφΛαρ 189/2015 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΛαρ 105/2015 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης»,
ΕφΛαρ 310/2015 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΕφΛαρ 282/2014 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης»
159 ίδετε ad hoc ΕφΘεσ 600/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΛαρ 63/2012 Τ.Ν.Π. «Νόμος»

72
Ι.3.2.- Άσκηση αγωγής

Ι.3.2.α.- Αίτημα

Αίτημα της αγωγής του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ κι αντίστοιχα αντικείμενο της

σχετικής δίκης160, είναι η αναγνώριση του προσβαλλομένου με την ανακριβή


εγγραφή δικαιώματος και η διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Καίτοι ήδη από

τη γραμματική διατύπωση της εν θέματι διατάξεως, δεν φαίνεται να


καταλείπεται περιθώριο διχογνωμίας ως προς το περιεχόμενο του

αιτήματος, εν τούτοις, σε θεωρητικό και νομολογιακό επίπεδο, υπάρχει


έντονη διχογνωμία. Η πρώτη γνώμη, η οποία απαντάται στη θεωρία του

κτηματολογικού δικαίου161, αλλά και σε μερίδα της νομολογίας162,


στηριζόμενη στην παραδοχή ότι η αγωγή του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ είναι

αναγνωριστική ή διεκδικητική κατά περίπτωση, χωρίς διαπλαστικό


χαρακτήρα, υποστηρίζει ότι, ακριβώς λόγω της απουσίας διαπλαστικού

χαρακτήρα, δεν απαιτείται το αγωγικό αίτημα να περιλαμβάνει και τη


διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής. Κατ’ άλλη θεωρητική γνώμη163, το

αίτημα διορθώσεως είναι αυτοτελές, υπό την έννοια ότι μπορεί να είναι και
το μοναδικό της υπό έρευνα αγωγής. Το κύριο αίτημα της αγωγής κατ’ αρθ.

6 παρ. 2 ΕθνΚτημ είναι κατά την ορθότερη δογματικά 164 και κρατούσα
νομολογιακά165 άποψη, διπλό και συνίσταται, αφ’ ενός μεν στην αναγνώριση

160 ίδετε ΠολΠρωτΑθ 1194/2014 Τ.Ν.Π. «Νόμος»


161 ίδετε Κιτσαρά Λ., ο.π. σημ. 30, σελ. 172
162 ίδετε ΑΠ 865/2011

163 ίδετε Μαγουλά Γ., «Κτηματολογικές εγγραφές», εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 3η

έκδοση, 2015, σελ. 39


164 ίδετε Καρύμπαλη-Τσίπτσιου Γ., ο.π. σημ. 45, Σπυριδάκη Ι./Σπυριδάκη Μ., ο.π. σημ. 25,

σελ. 106, Εμμανουηλίδου Κων., ο.π. σημ. 53, σελ. 296


165 ίδετε ΑΠ 690/2018, ΑΠ 1342/2015 ΕλλΔνη 2017 102, ΑΠ 2048/2009 ΧρΙΔ 2010 700,

ΕφΠειρ 15/2018 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΕφΠειρ 69/2015 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΘρακ
96/2015 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΘεσ 743/2015 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΛαρ 179/2012 Τ.Ν.Π.
Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΕφΛαρ 63/2012 Δικογραφία 2012 470, ΠολΠρωτΑθ 1194/2014
Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΚερκ 1334/2018 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΛαμ 97/2016
Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΜονΠρωτΧαν 210/2014 ΝοΒ 2014 1148, ΜονΠρωτΘεσ
9721/2013 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΠειρ 234/2011 Τ.Ν.Π. «Νόμος»

73
του προσβαλλομένου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος, ή και την

απόδοσή του, εφ’ όσον επί του επιδίκου ασκεί πράξεις κατοχής ο αντίδικος,
αφ’ ετέρου δε στη διόρθωση, ολική ή μερική, της πρώτης εγγραφής. Συνεπώς,

περιεχόμενο του αιτήματος της αγωγής μπορεί να είναι, είτε η αναγνώριση


δικαιώματος που ο ενάγων προβάλλει ως προσβληθέν και εν συνεχεία η

διόρθωση της εγγραφής, είτε η αναγνώριση του προσβληθέντος


δικαιώματος, η απόδοσή του και εν συνεχεία η διόρθωση της εγγραφής.

Σημειωτέο ότι σε περίπτωση που η ασκηθείσα αγωγή έχει χαρακτήρα


διεκδικητικό, πρέπει να πληρούνται οι λοιποί όροι της ΑΚ 1094. Κατ’

ακολουθίαν, οι αποφάσεις που εκδίδονται έχουν αναγνωριστικό χαρακτήρα


κι όχι διαπλαστικό, οι διατάξεις τους δε οι σχετιζόμενες με τη διόρθωση των

κτηματολογικών εγγραφών (έχουν) παρακολουθηματικό χαρακτήρα166.

Την αγωγή του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, σύμφωνα με όσα ανωτέρω

αναπτύχθηκαν, ενδέχεται να ασκήσει και τρίτος, μη δικαιούχος του εγ-


γραπτέου δικαιώματος, ο οποίος δικαιολογεί έννομο συμφέρον, όπως

παραδείγματος χάριν ο δανειστής του πραγματικού δικαιούχου. Στις


περιπτώσεις αυτές, οι οποίες προσιδιάζουν στην πλαγιαστική άσκηση

δικαιώματος (ΚΠολΔ 72), το αίτημα της αγωγής θα συνίσταται στην


αναγνώριση του δικαιώματος του δικαιούχου και στη διόρθωση της

εγγραφής με την αναγραφή σ’ αυτή του πραγματικού κυρίου, ώστε εν


συνεχεία να μπορέσει αυτός (τρίτος μη δικαιούχος) να ασκήσει εναντίον του

τις αξιώσεις του από την μεταξύ τους σχέση.

Ι.3.2.β.- Καταχώριση αγωγής & λοιπή προδικασία

Κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του αρθ. 12 παρ. 1 και 5 ΕθνΚτημ. στα
κτηματολογικά φύλλα πρέπει να καταχωρούνται, μεταξύ άλλων, κι οι κατ’

166ίδετε ΜονΠρωτΘεσ 9672/2009 Αρμεν 2009 1360, ΜονΠρωτΘεσ 32056/2006, Αρμεν


2007, 1157

74
αρθ. 220 ΚΠολΔ αγωγές κι ανακοπές, ειδάλλως επέρχονται οι προβλεπόμενες

στις αντίστοιχες διατάξεις έννομες συνέπειες ουσιαστικού ή και δικονομικού


δικαίου. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ. 220 παρ. 1 ΚΠολΔ,

εγγραπτέες στα βιβλία διεκδικήσεων του αρμοδίου Υποθηκοφυλακείου επί


ποινή απαραδέκτου του δικογράφου, είναι όλες οι αγωγές με εμπράγματο ή

μεικτό χαρακτήρα, η δε εγγραφή τους πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός


προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από της κατάθεσής τους. Από το

συνδυασμό, λοιπόν, των ανωτέρω διατάξεων καθίσταται σαφές ότι για το


παραδεκτό της εν θέματι αγωγής167, πρέπει αυτή, εντός τριάντα (30) ημερών

από της καταθέσεώς της, να καταχωρείται στο οικείο κτηματολογικό


φύλλο168,169. Σημειωτέον ότι η μη τήρηση των διατυπώσεων εγγραφής,

ερευνάται κι αυτεπαγγέλτως υπ’ όψιν από το Δικαστήριο σε κάθε στάση της


δίκης, αποτελεί δε λόγο αναιρέσεως κατ’ αρθ. 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, εάν τυχόν

δεν ελεγχθεί από το δικάσαν Δικαστήριο κατά την έκδοση της αποφάσεώς
του170. Ομοίως, καταχωρητέα στο κτηματολογικό φύλλο του επιδίκου

167 πρέπει να επισημανθεί ιδιαιτέρως ότι η δικονομική συνέπεια της εκπρόθεσμης ή


παντελώς ελλείπουσας καταχωρήσεως στα κτηματολογικά φύλλα είναι η απόρριψη της
αγωγής ως απαράδεκτης κι όχι το απαράδεκτο της συζητήσεώς της, όπως εσφαλμένα
απεφάνθη η ΑΠ 452/2011, ίδετε Διαμαντόπουλο Γ., σε Διαμαντόπουλος Γ.-
Εμμανουηλίδου Κ., ο.π. σημ. 53, σελ. 76 και υποσημ. 83. Η δικονομική συνέπεια της
απορρίψεως της αγωγής του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ ως απαράδεκτης, δεν πρέπει να
συγχέεται με την επιλογή του κτηματολογικού νομοθέτη σε ειδικότερη ρύθμιση (αρθ. 13
παρ. 2 εδ. δ’ ΕθνΚτημ) να προβλέψει ως δικονομική συνέπεια της μη καταχωρήσεως του
εκεί προβλεπομένου ενδίκου βοηθήματος, το απαράδεκτο της συζητήσεως. Εάν το
Δικαστήριο δεν ελέγξει το απαράδεκτο της συζητήσεως, δεν γεννάται ο λόγος αναιρέσεως
του αρθ. 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ (ίδετε ΟλΑΠ 2/2001, ΑΠ 1206/2012, ΕιρηνΛευκ 16/2002
ΑρχΝομ 2003 710).
168 ίδετε ΑΠ 690/2018, ΕφΠατρ 226/2012 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΑθ 1067/2010 Αρμεν 2011

600, ΕφΑθ 5518/2008 ΕλλΔνη 2009 595, ΠολΠρωτΑθ 1449/2012 Τ.Ν.Π. «Νόμος»,
ΠολΠρωτΘεσ 20461/2011 Τ.Ν.Π. «Νόμος» ΜονΠρωτΚαλαμ 137/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος»,
ΜονΠρωτΧαν 3/2013 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΣερ 5/2012 Τ.Ν.Π. «Νόμος»,
ΜονΠρωτΒερ 46/2010 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΑρτ 79/2009 Τ.Ν.Π. «Νόμος».
169 ίδετε Κιτσαρά Λ., ο.π. σημ. 30, σελ. 183, Παπαστερίου Δ., ο.π. σημ. 25, σελ. 779-780,

σημ. 194-195, Διαμαντόπουλο Γ. σε Διαμαντόπουλο Γ.-Εμμανουηλίδου Κ., ο.π. σημ. 53,


σελ. 73
170 ίδετε Διαμαντόπουλο Γ., σε Διαμαντόπουλο Γ.-Εμμανουηλίδου Κ., ο.π. σημ. 53, σελ. 73

in f.-74.

75
ακινήτου, εντός της ίδιας ως άνω προθεσμίας, είναι και η κυρία παρέμβαση

που τυχόν ασκείται171.

Ένα ζήτημα που επισημαίνεται σε επίπεδο θεωρίας κι έχει ευθείες συνέπειες

στην καθημερινή δικαστηριακή πρακτική, είναι αυτό του ορθού


προσδιορισμού του κτηματολογικού φύλλου στο οποίο είναι καταχωρητέα η

αγωγή172, ζήτημα ανακύπτον ιδίως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το αίτημα


της αγωγής συνεπάγεται και διορθώσεις - μεταβολές σε γεωμετρικά στοιχεία

που επηρεάζουν και όμορα ακίνητα. Κατά την ορθότερη γνώμη, με την οποία
συμφωνεί και ο γράφων, οικείο κτηματολογικό φύλλο είναι αυτό στο οποίο

ανήκει τύποις, με βάση τα στοιχεία του Κτηματολογικού Γραφείου, έστω κι


εσφαλμένα, η επίδικη έκταση. Εάν δε η αιτούμενη διόρθωση προκαλεί

γεωμετρικές μεταβολές που επηρεάζουν και όμορα ακίνητα, τότε η σχετική


αγωγή είναι καταχωρητέα στο κτηματολογικό φύλλο ενός εκάστου των

εμπλεκομένων ακινήτων, καθ’ όσον έτσι υπηρετείται κατά τον βέλτιστο


δυνατό τρόπο η ασφάλεια των συναλλαγών και η προστασία των

καλόπιστων τρίτων. Δυσχερέστερο, ωστόσο, παρίσταται το ζήτημα του


προσδιορισμού του οικείου κτηματολογικού φύλλου όταν στην υπόθεση

εμπλέκεται πολυκατοικία για την οποία δεν έχει καταρτισθεί πράξη σύστασης
οριζοντίων ιδιοκτησιών πριν την ανέγερσή της. Μάλιστα, υπάρχουν δύο

πιθανές μορφές υπό τις οποίες ενδέχεται να εμφανισθεί το συγκεκριμένο

171 για την προβληματική εάν απαιτείται ή όχι καταχώρηση και της τυχόν ασκηθείσας
αυτοτελούς προσθέτου παρεμβάσεως, ίδετε Τσολακίδη Ζ., «Η δημοσιότητα των πράξεων
και των δικαιωμάτων στο Εθνικό Κτηματολόγιο», εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας, 2013, σελ. 90-91.
Κατά τη γνώμη του γράφοντος, δεδομένου ότι στην τακτική διαδικασία, με την οποία
συζητείται η εδώ ερευνώμενη αγωγή κατ’ αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, οι παρεμβάσεις -
αδιακρίτως-, ασκούνται με ιδιαίτερο δικόγραφο το οποίο κατατίθεται στη Γραμματεία του
Δικαστηρίου της κυρίας δίκης κι επιδίδονται στους καθ’ ων αυτές στρέφονται, και όχι
προφορικά, όπως συμβαίνει στη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, ορθότερο
παρίσταται και για λόγους ασφάλειας των συναλλαγών κι ενημέρωσης των καλόπιστων
τρίτων, θεωρηθεί ότι κάθε είδους παρέμβαση, άρα και η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση,
πρέπει να καταχωρείται στο οικείο κτηματολογικό φύλλο επί ποινή απαραδέκτου.
172 ίδετε Πλιάτσικα Κ., ο.π. σημ. 2, σελ. 185-186, σημ. 346

76
ζήτημα, ήτοι: Στο κτηματολογικό φύλλο του γεωτεμαχίου εμφανίζεται μία

εγγραφή με αντικείμενο μία και μόνη οριζόντια ιδιοκτησία, η οποία


καταλαμβάνει το σύνολο των ποσοστών συγκυριότητας για τα οποία δεν

δηλώθηκε ο κύριός τους και γι’ αυτό εμφανίζονται με την ένδειξη «άγνωστος
ιδιοκτήτης» - είναι η περίφημη περίπτωση του «κουβά», στον οποίο

τοποθετούνται όλα εκείνα τα δικαιώματα για τα οποία καταχωρήθηκε


κύριος. Η περίπτωση αυτή εμπίπτει στο ρυθμιστικό βεληνεκές της διατάξεως

του αρθ. 6 παρ. 3 ΕθνΚτημ και του εκεί προβλεπομένου ενδίκου βοηθήματος.
Η δεύτερη μορφή υπό την οποία ενδέχεται να εμφανισθεί το ως άνω

πρόβλημα, όμως, είναι ιδιαιτέρως δυσχερής και η ενδεδειγμένη αντιμετώπιση


δεν είναι εύκολα προσδιορίσιμη. Ειδικότερα, τα μη δηλωθέντα δικαιώματα

συγκυριότητας δεν εντάσσονται στην προπεριγραφείσα εγγραφή («κουβάς»)


και από τα κτηματολογικά φύλλα των δηλωθέντων ακινήτων προκύπτει ότι

το άθροισμα αυτών (δηλωθέντων), υπολείπεται του ορθού, παραδείγματος


χάριν, το άθροισμά τους ανέρχεται σε 500/1000, αντί του ορθού των

1000/1000. Αφού δεν υπάρχει στο κτηματολογικό φύλλο εγγραφή όπου


εντάσσονται τα αδήλωτα ποσοστά συγκυριότητας, ερωτάται αφ’ ενός μεν

ποιος νομιμοποιείται παθητικώς, αφ’ ετέρου δε ποιο είναι το κτηματολογικό


φύλλο στο οποίο θα καταχωρηθεί η ασκηθησομένη αγωγή διορθώσεως.

Κατά την προσωπική άποψη του γράφοντος, στην περίπτωση αυτή δέον να
ασκείται δικόγραφο αγωγής κατ’ αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, με αίτημα την

αναγνώριση του δικαιώματος συγκυριότητας και τη δημιουργία εγγραφής με


αντικείμενο την οριζόντια ιδιοκτησία που ανήκει στον ενάγοντα, δικόγραφο

στρεφόμενο εναντίον του συνόλου των συνιδιοκτητών των οποίων το


δικαίωμα έχει καταχωρηθεί στο φύλλο που αντιστοιχεί στο γεωτεμάχιο. Και

είναι προτιμητέα η άσκηση της εν θέματι αγωγής, καθ’ όσον η τακτική


διαδικασία ενέχει μεγαλύτερα εχέγγυα, αφ’ ης στιγμής εμπεριέχει στοιχεία

αντιδικίας, ενώ, ταυτοχρόνως, υπηρετείται κατά τον καλύτερο τρόπο η

77
ανάγκη διασφάλισης των συναλλαγών και προστασίας κάθε καλόπιστου

τρίτου συναλλασσόμενου173.

Κατά τα λοιπά, πλην της κατά τα ανωτέρω καταχωρήσεως, για το παραδεκτό

της συζητήσεως της αγωγής, πρέπει να προσκομίζονται από τον


επισπεύδοντα τη δίκη, αντίγραφο του κτηματολογικού φύλλου κι

απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος για το ακίνητο στο οποίο αφορά


η διόρθωση174, αλλά και τεχνική εισήγηση του Ν.Π.Δ.Δ. «Εθνικό

Κτηματολόγιο» ως προς τη συνδρομή των τεχνικών προϋποθέσεων


απεικόνισης των γεωμετρικών στοιχείων και μεταβολών που επέρχονται με

την εκζητούμενη διόρθωση.

Προδικασία αγωγής με αντίδικο το ελληνικό Δημόσιο

Μέχρι τη θέση σε ισχύ της διατάξεως του αρθ. 24 παρ. 1 του Ν. 3983/2011,
σε κάθε περίπτωση που ασκούνταν κατά του ελληνικού Δημοσίου αγωγή

αναγνωριστική ή διεκδικητική κυριότητας ακινήτου, πέραν των λοιπών


διατυπώσεων, έπρεπε ο ενάγων, σε επίπεδο τηρητέας προδικασίας, να

ενεργήσει σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του αρθ. 24 του Ν.


2732/1999, η οποία είχε αντικαταστήσει την προηγουμένως ισχύουσα

ρύθμιση της διάταξης του αρθ. 8 παρ. 1 του Α.Ν. 1539/1938. Πλέον
συγκεκριμένα, με τη ρύθμιση αυτή (αρθ. 24 Ν. 2732/1999), της οποίας

δικαιολογητικός λόγος ήταν η προστασία των δασών και δασικών εκτάσεων,


όποιος αξίωνε εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου έναντι του ελληνικού

173 ενδιαφέρουσα είναι η άποψη που διατυπώνεται από τον Πλιάτσικα Κων., σύμφωνα με
τον οποίο, «αυτές οι ιδιαίτερες περιπτώσεις ελλιπών εγγραφών πρέπει να αξιολογούνται
ως εγγραφές «οιονεί αγνώστου ιδιοκτήτη» και να αντιμετωπίζονται νομικά ως εγγραφές
«αγνώστου ιδιοκτήτη». Τούτο σημαίνει πως, για τη διόρθωσή τους, θα ασκείται κατά
περίπτωση, είτε η αίτηση του αρθ. 6 παρ. 3 ΕθνΚτημ, είτε η αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2
ΕθνΚτημ και το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα θα καταχωρίζεται στο κτηματολογικό φύλλο
που αντιστοιχεί στο γεωτεμάχιο» (ίδετε Πλιάτσικα Κων., ο.π. σημ. 2, σελ. 187 σημ. 351).
174 αντ’ αυτού, όταν η αιτούμενη διόρθωση συνίσταται σε γεωμετρική μεταβολή, πρέπει

να προσκομίζεται τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών, μαζί με εισήγηση


του αρμοδίου Κτηματολογικού Γραφείου

78
Δημοσίου, έπρεπε, έξι (6) τουλάχιστον μήνες πριν ασκήσει την κατά νόμο

αγωγή του ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου, να κοινοποιήσει στο


ελληνικό Δημόσιο αίτηση, στην οποία θα περιέγραφε το δικαίωμά του και τα

ακριβή στοιχεία του ακινήτου και την οποία θα συνόδευε με τους τίτλους που
στήριζαν το ένδικο δικαίωμά του, τα στοιχεία των τυχόν εξετασθησομένων

μαρτύρων απόδειξης και τοπογραφικό διάγραμμα175. Ήδη η ως άνω


πρόβλεψη καταργήθηκε, ώστε πλέον δεν απαιτείται η τήρηση οποιασδήποτε

μορφής προδικασίας για το παραδεκτό της ασκήσεως της αγωγής κατ’ αρθ.
6 παρ. 2 ΕθνΚτημ κατά του Ελληνικού Δημοσίου176. Παραμένει, ωστόσο,

ενεργή η υποχρέωση τήρησης προδικασίας όταν η εν θέματι αγωγή έχει ως


αντικείμενο τη διεκδίκηση ή αναγνώριση δικαιώματος επί των περιουσιών

ειδικού σκοπού κατά τις διατάξεις των Α.Ν. 2039/1939 και Ν. 4182/2013177.

Προδικασία αρθ. 40 Ν. 4409/2016

Σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ. 40 Ν. 4409/2016, σε κάθε εγγραπτέα πράξη,


μετά την 16-07-2018178, πρέπει να προσαρτάται το αποδεικτικό ηλεκτρονικής

υποβολής στη βάση δεδομένων του Ελληνικού Κτηματολογίου, του


τοπογραφικού διαγράμματος ή του διαγράμματος γεωμετρικών μεταβολών

που συνέταξε ο αρμόδιος μηχανικός. Τα στοιχεία της ηλεκτρονικής υποβολής


πρέπει να αναφέρονται στην εγγραπτέα πράξη και να προσκομίζεται, επί

ποινή ακυρότητας, και το οικείο αποδεικτικό υποβολής. Δεδομένου, λοιπόν,


ότι η εν θέματι αγωγή αποτελεί εγγραπτέα πράξη κατά τα ανωτέρω

175 ίδετε ad hoc ΜονΠρωτΘεσ 35756/2005 Αρμεν 2006 1030 (εισηγ. Εμμανουηλίδου Κ.)
176 ίδετε ΑΠ 475/2015, ΠολΠρωτΠειρ 830/2016 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΜονΠρωτΘεσ
8755/2018 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΛαρ 7/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΠατρ
396/2013 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΓυθ 34/2013 Τ.Ν.Π. «Νόμος»
177 ίδετε ad hoc ΑΠ 2034/2017

178 ίδετε ΥΑ ΥΠΕΝ/ΔΝΕΠ/27623/1752 (Φ.Ε.Κ. Β’ 2216/14-06-2018), η οποία


τροποποιήθηκε με την ΥΑ ΥΠΕΝ/ΥΠΡΓ/47426/6888 (Φ.Ε.Κ. Β’ 3017/26-07-2018).

79
αναφερθέντα, έπεται ότι η υποχρέωση τήρησης της προδικασίας του αρθ. 40

Ν. 4409/2016 καταλαμβάνει και την άσκηση αυτής (αγωγής).

Ι.3.2.γ.- Συνέπειες από την άσκση αγωγής αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ

Από της ασκήσεως της αγωγής του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ επέρχονται
συνέπειες, τόσο στο χώρο του ουσιαστικού, όσο και στο χώρο του

δικονομικού δικαίου, οι οποίες αφορούν στο πρόσωπο αμφοτέρων των


αντιδίκων πλευρών. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά στον ενάγοντα - αληθή

δικαιούχο της αγωγής, πρωτεύουσα συνέπεια είναι η διακοπή της


προθεσμίας που προβλέπεται στη διάταξη του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ,

σύμφωνα και με όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν σχετικώς. Ομοίως,


προκαλείται διακοπή της προθεσμίας παραγραφής των αξιώσεων που έχει ο

ενάγων-αληθής δικαιούχος βάσει των διατάξεων του Εμπραγμάτου Δικαίου,


καθώς και ο χρόνος της κτητικής παραγραφής - χρησικτησίας που διαδράμει

υπέρ του φερομένου ως δικαιούχου στην προσβαλλομένη πρώτη εγγραφή.


Ό,τι συνέπεια προκαλείται υπέρ του ενάγοντος-αληθούς δικαιούχου,

επέρχεται, αντιστοίχως, σε βάρος του εναγομένου-φερομένου ως


δικαιούχου. Αυτονοήτως, οι λοιπές συνέπειες των κοινών διατάξεων του

Αστικού Κώδικα και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, επέρχονται στο


ακέραιο, πλην για λόγους οικονομίας στη σύνταξη της παρούσας δεν γίνεται

περαιτέρω αναφορά σ’ αυτές179.

Ι.3.3.- Δικονομικό πλαίσιο αγωγής αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ

Ι.3.3.α.- Δικαιοδοσία, αρμοδιότητα & διαδικασία

Σε κάθε περίπτωση αμφισβήτησης της ακρίβειας πρώτης εγγραφής,

δικαιοδοσία έχουν τα πολιτικά Δικαστήρια και ουδέποτε τα διοικητικά. Τούτο

179τα σχετικά με τις συνέπειες της αγωγής ζητήματα κρίνονται επί τη βάσει των γενικών
διατάξεων. Παραδείγματος χάριν, για την εκκρεμοδικία ως μία εκ των θεμελιωδέστερων
συνεπειών, ίδετε ΕφΛαρ 406/2017 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης»,

80
συνέχεται με το γεγονός ότι οι πρώτες εγγραφές δεν αποτελούν εκτελεστές

διοικητικές πράξεις, όπως ήδη στο πρώτο μέρος της παρούσας αναφέρθηκε.
Αυτή είναι και η θέση της νομολογίας των διοικητικών Δικαστηρίων

παγίως180.

Αποκρυσταλλωθείσας, συνεπώς, της δικαιοδοσίας των πολιτικών

Δικαστηρίων για της αναφυόμενες διαφορές από την ανακρίβεια των


κτηματολογικών εγγραφών, έπεται η διακρίβωση της υλικής και τοπικής

αρμοδιότητάς των. Αρχικώς, όπως αδιαμφισβήτητα συνάγεται από τη


γραμματική διατύπωση της διατάξεως του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, η αγωγή

διορθώσεως ασκείται ενώπιον του υλικά και τοπικά αρμοδίου Πρωτοδικείου,


αποκλειομένης της αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου επ’ αυτών, όπως

προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 2, 13 παρ.


2 και 17 παρ. 1 και 4 ΕθνΚτημ181182. Αναφορικά με την τοπική αρμοδιότητα

του Πρωτοδικείου, δεν εγείρονται ζητήματα, διότι σε κάθε περίπτωση


εφαρμοστέα είναι σχετικά η διάταξη του αρθ. 29 ΚΠολΔ (lex rei sitae), η οποία

ως γνωστόν θεμελιώνει αποκλειστική δωσιδικία του Δικαστηρίου της


τοποθεσίας του ακινήτου183. Εξ άλλου, στο περιεχόμενο της διατάξεως αυτής

παραπέμπει κατ’ ουσίαν και η διάταξη του αρθ. 6 παρ. 3 εδ. α’ ΕθνΚτημ, κατά
την οποία, τοπικά αρμόδιο να επιληφθεί της εκεί προβλεπομένης αιτήσεως,

είναι το Δικαστήριο του τόπου όπου βρίσκεται το ακίνητο. Όμοια ρύθμιση,


τέλος, περιλαμβάνεται και στη διάταξη του αρθ. 24 σημ. 1 του Καν.

1215/2012184. Η υλική αρμοδιότητα προσδιορίζεται με βάση την αξία του

180 ίδετε αντί άλλων ΣτΕ 805-807/2006 Τ.Ν.Π. Νόμος


181 ίδετε ΕιρηνΑστρ 4/2005, ΑρχΝομ 2005 506 - Εμμανουηλίδου Κων., Εισήγηση στην
Εθνική Σχολή Δικαστών με θέμα «οι Ειρηνοδίκες ως λειτουργοί της Δικαιοσύνης», Ιούνιος
2018, σελ. 1, υπό Α.
182 καίτοι δεν υφίσταται διχογνωμία ως προς το εάν αποκλείεται με κάθε τρόπο η

αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, επιφυλάξεις σχετικά διατυπώθηκαν από τον Κιτσαρά σε


Κιτσαρά Λ., ο.π., σελ. 170-171
183 ίδετε ΕφΑθ 3159/2011 Δνη 2012 161, ΠολΠρωτΘεσ 12953/2014 ΕφΑΔ 2014 868

184 ίδετε ΔΕΕ C-417/2015 (υπόθεση Schmidt v. Schmidt)

81
αντικειμένου της διαφοράς, όπως σχετικώς προβλέπουν οι διατάξεις του

ΚΠολΔ. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, πρέπει της αγωγής του αρθ. 6 παρ. 2
ΕθνΚτημ να επιλαμβάνεται κτηματολογικός Δικαστής, ήτοι να μετέχει στη

σύνθεση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και να είναι ο εισηγητής της


αντίστοιχης υποθέσεως, ή να συγκροτείται το Μονομελές Πρωτοδικείο από

αυτόν (κτηματολογικό Δικαστή).

Σημειωτέον δε ότι εάν η σχετική διαφορά ανατεθεί σε Δικαστήριο στο οποίο

δεν μετέχει κτηματολογικός Δικαστής, τότε η σχετική συζήτηση κηρύσσεται


απαράδεκτη και πρέπει η υπόθεση να παραπεμφθεί προς συζήτηση σ’ αυτόν,

διαφορετικά γεννάται λόγος αναιρέσεως και δη αυτός της κακής σύνθεσης


κατά τη διάταξη του αρθ. 559 αριθ. 2 ΚΠολΔ185. Όπως, όμως, ορθά

επισημαίνεται186, αντίστοιχη πρόβλεψη για την εκδίκαση εφέσεων κατ’


αποφάσεων που εκδίδουν κτηματολογικοί Δικαστές στον πρώτο βαθμό, δεν

υπάρχει, γεγονός που δημιουργεί ρήγμα στη δογματική του προρρηθέντος


λόγου αναιρέσεως.

Τέλος, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του αρθ. 17 παρ. 4 ΕθνΚτημ, η αγωγή
του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ δικάζεται πάντα κατά την τακτική διαδικασία 187.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τις σχετικές διατάξεις του ΚΠολΔ, ρυθμίζεται το ζήτημα


της κατάθεσης προτάσεων, η άσκηση των πάσης φύσεως παρεμβάσεων,

ανακοινώσεων κι ανταγωγών κ.ο.κ.188.

185 ίδετε ΠολΠρωτΑθ 951/2011 Τ.Ν.Π. «Νόμος»


186 έτσι Διαμαντόπουλος Γ., πανεπιστημιακές παραδόσεις Δ.Π.Μ.Σ. «Κτηματολόγιο:
Νομικές, τεχνικές & περιβαλλοντικές διαστάσεις», ακαδ. έτος 2018-2019, αλλά και
Εμμανουηλίδου Κων., διδασκαλία στην Ε.Σ.Δ.Ι., ΚΔ΄ εκπαιδευτική σειρά
187 ίδετε ΕφΔωδ 169/2018 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΠειρ 50/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΠολΠρωτΡοδ

36/2018 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΠρεβ 73/2019 Τ.Ν.Π. «Νόμος»,


188 ίδετε σχετικώς την ενδιαφέρουσα γνώμη του Πλιάτσικα Κων., ο.π. σημ. 2, σελ. 232,

σημ. 445-447, σύμφωνα με την οποία, για την ουσιαστική προστασία του αληθινού
δικαιούχου, αλλά και την πραγματική απονομή Δικαιοσύνης, ορθότερο παρίσταται να
δημιουργηθεί de lege ferenda μια ειδική κτηματολογική διαδικασία για την εκδίκαση όλων

82
Ι.3.3.β.- Ορισμένο αγωγής

Στη διάταξη του αρθ. 216 ΚΠολΔ προσδιορίζονται τα ελάχιστα στοιχεία που
πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου, να διαλαμβάνει κάθε δικόγραφο αγωγής,

ώστε να θεωρείται ορισμένο, εφαρμόζεται δε αυτή (διάταξη) σε επί παντός


εισαγωγικού δίκης δικογράφου, όπως προβλέπει η διάταξη του αρθ. 217

ΚΠολΔ. Ειδικότερα, για να θεωρηθεί ορισμένη η αγωγή του αρθ. 6 παρ. 2


ΕθνΚτημ ως αναγνωριστική -ή διεκδικητική κατά περίπτωση- και

διαπλαστική, πρέπει να περιέχει: α. σαφή έκθεση των γεγονότων που


θεμελιώνουν το δικαίωμα του ενάγοντος, β. ακριβή περιγραφή του

αντικειμένου της δίκης, δηλαδή του επιδίκου ακινήτου, γ. αίτημα για


αναγνώριση του δικαιώματος ή και απόδοση του επιδίκου, καθώς και η

διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής και δ. τα θεμελιωτικά του εννόμου


συμφέροντος στοιχεία189190.

Σαφής έκθεση γεγονότων που θεμελιώνουν δικαίωμα ενάγοντος

Τα περιγραπτέα πραγματικά περιστατικά, τελούν σε ευθεία συνάρτηση με τον

τρόπο κτήσης του δικαιώματος που επικαλείται ο ενάγων. Για λόγους


οικονομίας, δεν είναι δυνατή η λεπτομερής περιγραφή όλων των σχετικών

περιπτώσεων, πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί η ιδιαίτερη περίπτωση, όπου


ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης του εμπραγμάτου δικαιώματος της

κυριότητας είναι έκτακτη χρησικτησία κατά του ελληνικού Δημοσίου με βάση


τη διάταξη του αρθ. 4 Ν. 3127/2003, ότε και ο ενάγων, πέραν των λοιπών

των κτηματολογικών ενδίκων βοηθημάτων, η οποία (διαδικασία), θα ενταχθεί


συστηματικά στον νέο τίτλο των περιουσιακών διαφορών
189 ίδετε αντί άλλων, ΑΠ 1225/2017, ΑΠ 475/2015, ΑΠ 1246/2013, ΕφΠειρ 15/2018 Τ.Ν.Π.

«Νόμος», ΕφΛαρ 96/2017 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΕφΔωδ 126/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος»,
ΕφΑθ 2375/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΛαρ 202/2015 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης»
190 επισημαίνεται ορθά ότι στοιχείο του ορισμένου του δικογράφου είναι και η αναφορά

εάν η προσβαλλομένη ως ανακριβής εγγραφή είναι πρώτη ή μεταγενέστερη, δεδομένου


ότι είναι διαφορετικά τα στοιχεία που απαιτούνται για τις περιπτώσεις - ίδετε Πλιάτσικα
Κων, ο.π. σημ. 2, σελ. 238, σημ. 453, υποσημ. 795 κι εκεί αναφερόμενη νομολογία

83
στοιχείων, πρέπει να περιλάβει στο δικόγραφο της αγωγής του και το

γεγονός ότι ο ίδιος ή οι δικαιοπάροχοί του νεμόταν το επίδικο συνεχώς επί


τριάντα (30) έτη μέχρι την 19-03-2003191.

Ακριβής περιγραφή αντικειμένου δίκης

Γίνεται δεκτό ότι για να είναι ορισμένη η αγωγή ως προς το συγκεκριμένο

σημείο της, πρέπει να αναφέρονται192, η θέση, η έκταση, ο χαρακτήρας193 και


τα όρια του ακινήτου αναλυτικά, ώστε να μην καταλείπεται οποιαδήποτε

αμφιβολία για την ταυτότητά του. Πρέπει να επισημανθεί ιδιαιτέρως ότι όταν
το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα μείζονος, για το ορισμένο της αγωγής

πρέπει ο ενάγων να προσδιορίζει και τη θέση του επιδίκου στο μείζον194. Για
την επιβοήθηση του Δικαστηρίου, αλλά και προκειμένου να αποφεύγεται ο

σκόπελος του απαραδέκτου λόγω αοριστίας, είναι δυνατή η επισύναψη στο


δικόγραφο της αγωγής, τοπογραφικού διαγράμματος υπό κλίμακα

ενταγμένου σε σύστημα ΕΓΣΑ ‘87, στο οποίο να εμφαίνονται το σχήμα, οι


πλευρές, τα όρια, η θέση και η έκταση του επιδίκου και στο οποίο

περιλαμβάνεται και πίνακας συντεταγμένων των ορίων του ακινήτου195.

Ι.3.3.γ.- Ομοδικία & σώρευση αγωγών

Ομοδικία

191 (ίδετε σχετικώς αντί άλλων ΑΠ 487/2014, ΕφΠειρ 69/2015 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΘεσ
2471/2014 Αρμεν 2015 599)
192 ίδετε αντί άλλων ΑΠ 1246/2013

193 εάν δηλαδή πρόκειται για αστικό ακίνητο, αγροτεμάχιο, δασική έκταση κ.λπ.

194 ίδετε ΑΠ 289/2016, ΑΠ 452/2016, ΕφΔωδ 97/2018 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΑνατΚρητ

12/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΑθ 2375/2016 Δνη 2017 140. Στις περιπτώσεις αυτές, εξ
άλλου, δεν αρκεί για το ορισμένο της αγωγής η απλή αναφορά του Κ.Α.Ε.Κ.. Αντιθέτως,
εάν αντικείμενο της δίκης αποτελεί ολόκληρο το ακίνητο, τότε η αναφορά του Κ.Α.Ε.Κ.
αρκεί για το ορισμένο της αγωγής, ίδετε ad hoc ΕφΠειρ 15/2018 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΑθ
2375/2016 Δνη 2017 140
195 ίδετε ΜονΠρωτΛαμ 218/2011 Τ.Ν.Π. «Νόμος»

84
Καίτοι το ερώτημα τι είδους ομοδικία συνδέει περισσοτέρους εναγομένους

στο πλαίσιο της αγωγής αναγνωριστικής του δικαιώματος κυριότητας, αλλά


και της κατ’ αρθ. 1094 ΑΚ αγωγής διεκδικητικής κυριότητας του ακινήτου,

έχει απαντηθεί οριστικώς τόσο στη θεωρία, όσο και στη νομολογία υπέρ της
γνώμης ότι είναι απλή, το αντίθετο ισχύει στο πλαίσιο της κτηματολογικής

δίκης. Ειδικότερα, η θεωρία, αλλά και η μάλλον κρατούσα στη νομολογία


άποψη196, δέχονται ότι ο αναπτυσσόμενος δεσμός μεταξύ των περισσοτέρων

αναγραφομένων στο κτηματολογικό φύλλο ως δικαιούχων που καθίστανται


εναγόμενοι στη δίκη του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, είναι αυτός της αναγκαίας

ομοδικίας197, καθ’ όσον είναι υποχρεωτική η κοινή εναγωγή198 αυτών


(αναγραφομένων ως δικαιούχων), ακόμη κι όταν ζητείται η αναγνώριση

διαιρετού δικαιώματος. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται στη νομολογία,


η φύση του δεσμού ως αναγκαίας ομοδικίας, αφ’ ενός μεν αποτρέπει τον

κίνδυνο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, αφ’ ετέρου δε βοηθά στη


διαφύλαξη της δικονομικής ενότητας των ανοιγομένων δικών. Για την

αποφυγή δε εμφάνισης δογματικής φύσεως προβλημάτων σχετικά με το


χαρακτήρα της ομοδικίας ως αναγκαίας και τα ζητήματα που αναφύονται

ανάλογα με τη δικαιολογητική βάση στην οποία επιδιώκεται η θεμελίωσή της,


δέον να γίνεται διασταλτική ερμηνεία της έννοιας των προσώπων για τα

196 ίδετε επισημάνσεις Πλιάτσικα Κων., ο.π. σημ. 2, σελ. 221 in f., υποσημ. 743 κι εκεί
αναφερόμενη νομολογία. Αναφέρει ο συγγραφέας ότι η παράλειψη κοινής εναγωγής
θεραπεύεται διά της ασκήσεως περισσοτέρων αγωγών εναντίον ενός εκάστου των
παθητικών νομιμοποιούμενων προσώπων και της συνεκδίκασής τους
197 ίδετε αντί άλλων ΑΠ 1152/2018, ΑΠ 1225/2017, ΑΠ 774/2016, ΑΠ 241/2015, ΑΠ

1817/2011, ΑΠ 764/2009, ΕφΛαρ 144/2018 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΕφΛαρ 361/2018


Τ.Ν.Π. Δ.ΣΑ. «Ισοκράτης», ΕφΠειρ 337/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος» [η οποία πάντως θεμελιώνει
το αναγκαστικό της ομοδικίας στην ανάγκη ενιαίας ρύθμιση της διαφοράς, κατά τη
διάταξη του αρθ. 76 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ. Η λύση αυτή βοηθάει στη θεραπεία της
ελλείψεως εναγωγής κάποιου εκ των προσώπων που νομιμοποιούνται παθητικώς,
δεδομένου ότι μπορεί εν συνεχεία να ασκηθεί προσεπίκληση αναγκαίου ομοδίκου],
ΜονΠρωτΘεσ 13367/2017 Αρμεν 2018 1093
198 κατ’ αρθ. 76 παρ. 1 περ. γ’ ΚΠολΔ

85
οποία προβλέπεται υποχρεωτική κοινή νομιμοποίηση στη διάταξη του αρθ.

6 παρ. 2 ΕθνΚτημ199.

Σώρευση αγωγών

Απουσία ειδικότερης ρυθμίσεως του κτηματολογικού νομοθέτη, για το


νόμιμο και παραδεκτό της σώρευσης περισσοτέρων αγωγών, εφαρμοστέες

οι οικείες διατάξεις του ΚΠολΔ (αρθ. 218-219 ΚΠολΔ)200.

Ι.3.3.δ.- Συμμετοχή τρίτων στη δίκη

Στο πλαίσιο της δίκης που ανοίγει με την έγερση αγωγής κατ’ αρθ. 6 παρ. 2
ΕθνΚτημ, είναι επιτρεπτή η άσκηση είτε κυρίας, είτε προσθέτου παρεμβάσεως

από οποιονδήποτε δικαιολογεί έννομο συμφέρον προς τούτο, σύμφωνα με


τους όρους και τις προϋποθέσεις των αρθ. 86-88 ΚΠολΔ201.

Ι.3.4.- Προϋποθέσεις παραδεκτής συζητήσεως

Πέραν των όρων παραδεκτού του δικογράφου της αγωγής, προβλέπονται

πρόσθετες προϋποθέσεις παραδεκτής συζητήσεως, η έρευνα των οποίων,


μάλιστα, προηγείται των πρώτων202. Διαπιστωθείσας της πλήρωσης των

όρων παραδεκτής συζήτησης, προχωρά το Δικαστήριο στην έρευνα των


προϋποθέσεων παραδεκτού του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου και εν

199 Η λύση αυτή είναι προτιμητέα, καθ’ όσον η επιλογή θεμελίωσης του δεσμού ως
αναγκαίας ομοδικίας στην ανάγκη ενιαίας ρύθμισης της διαφοράς, όπως έκρινε η
ανωτέρω αναφερόμενη ΕφΠειρ 337/2016, εμφανίζει αδυναμία θεμελίωσης στο νόμο στις
περιπτώσεις όπου υπάρχει δυνατότητα μερικής διορθώσεως της ανακριβούς εγγραφής -
ίδετε τη σχετική προβληματική σε Πλιάτσικα Κων., ο.π. σημ. 2, σελ. 223, αριθ. 426
200 ίδετε ενδεικτική περιπτωσιολογία από τη νομολογία: ΑΠ 1342/2015, ΕφΛαρ 96/2014

Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΠολΠρωτΑθ 1194/2014 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΛαρ


131/2016 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΜονΠρωτΡοδ 85/2015 Τ.Ν.Π. «Νόμος»,
ΜονΠρωτΚιλκ 482/2013 Τ.Ν.Π. «Νόμος»
201 ίδετε ενδεικτικώς από τη νομολογία: ΑΠ 2043/2017, ΕφΛαρ 406/2017 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.

«Ισοκράτης», ΜονΠρωτΗρακλ 230/2013 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΗρακλ 454/2013


Τ.Ν.Π. «Νόμος»
202 ίδετε Διαμαντόπουλο Γ., σε Διαμαντόπουλος Γ.-Εμμανουηλίδου Κ., ο.π. σημ. 53, σελ.

78 υπό 4.

86
συνεχεία στην έρευνα για το νόμω κι ουσία βάσιμο αυτού. Στο πλαίσιο της εν

προκειμένω ερευνώμενης περίπτωσης, όροι για το παραδεκτό της


συζητήσεως τίθενται τόσο από γενικές διατάξεις, όσο κι από ειδικά

νομοθετήματα κτηματολογικού περιεχομένου.

Ι.3.4.α.- Πιστοποιητικό κτηματογραφήσεως

Σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ. 5 παρ. 2 Ν. 2308/1995, δεν είναι επιτρεπτή


η ενώπιον Δικαστηρίου συζήτηση υποθέσεως με αντικείμενο εμπράγματο ή

άλλο εγγραπτέο στα κτηματολογικά βιβλία δικαίωμα, όταν τη συζήτηση


επισπεύδει ο υπόχρεος σε υποβολή δηλώσεως κτηματογραφήσεως, εάν δεν

έχει προσκομισθεί το προβλεπόμενο πιστοποιητικό κτηματογραφούμενου


ακινήτου. Η προϋπόθεση αυτή είναι προφανές ότι αποτελεί όρο του

παραδεκτού της συζητήσεως μόνον στις περιοχές όπου δεν υφίσταται


λειτουργούν Κτηματολογικό Γραφείο, στις οποίες προσκομίζεται αντίγραφο

του κτηματολογικού φύλλου και απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος,


ως κατωτέρω εκτίθεται.

Ι.3.4.β.- Προηγούμενη άσκηση αιτήσεως διορθώσεως προδήλου


σφάλματος

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 18 παρ. 1 εδ. ζ’ ΕθνΚτημ, όπως αυτή


προστέθηκε με τη διάταξη του αρθ. 2 παρ. 15 του Ν. 4164/2013 203, δεν είναι

όρος του παραδεκτού της συζητήσεως της αγωγής του αρθ. 6 παρ. 2
ΕθνΚτημ204, η προηγουμένως ασκηθείσα αίτηση διόρθωσης προδήλου

σφάλματος.

203ήδη προηγουμένως, η νομολογία είχε διαμορφώσει σαφή θέση σχετικώς, την οποία και
επικύρωσε ο νομοθέτης διά της προσθήκης της εν λόγω διατάξεως - ίδετε Διαμαντόπουλο
Γ., σε Διαμαντόπουλος Γ.-Εμμανουηλίδου Κ., ο.π. σημ. 53, σελ. 81-82, υποσημ. 96 κι εκεί
αναφερόμενη νομολογία
204 αλλά και οποιουδήποτε άλλου ενδίκου βοηθήματος που προβλέπεται στον Ν.

2664/1998 για τη διόρθωση οποιασδήποτε εγγραφής

87
Ι.3.4.γ.- Καταβολή δικαστικού ενσήμου

Όρος του παραδεκτού της συζητήσεως οποιουδήποτε ενδίκου βοηθήματος


το οποίο περιέχει καταψηφιστικό αίτημα, ως είναι γνωστό, είναι η καταβολή

του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου, μετά των λοιπών επ’ αυτού


επιβαρύνσεων205. Κι αν μεν για τις αγωγές του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ που

έχουν διεκδικητικό χαρακτήρα, η καταβολή δικαστικού ενσήμου δεν


προκαλεί ιδιαίτερα θέματα, η νομοθετική επιλογή για υποχρεωτικότητα

καταβολής δικαστικού και στις αναγνωριστικές αγωγές206, είχε προκαλέσει


σωρεία αντιδράσεων. Σχετικώς, είχαν εκδοθεί σειρά δικαστικών αποφάσεων,

οι οποίες χαρακτήριζαν αντισυνταγματική την επιβολή δικαστικού ενσήμου


και επί αναγνωριστικού αιτήματος207. Εν τέλει, η μεταγενέστερη κατάργηση

της σχετικής υποχρεώσεως σε αναγνωριστικές αγωγές κι η δι’ αυτής


επαναφορά στην προτέρα κατάσταση208, έλυσε τα ανακύψαντα προβλήματα.

Συνεπώς, εάν η εξεταζόμενη αγωγή διαλαμβάνει αναγνωριστικό αίτημα,


έπεται ότι δεν αποτελεί όρο του παραδεκτού της συζητήσεώς της η καταβολή

δικαστικού ενσήμου. Αντίθετα, εάν ο ενάγων αιτείται και την απόδοση του
ακινήτου που αποτελεί αντικείμενο της ανακριβούς εγγραφής, πρέπει με τις

προτάσεις του ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου, να προσκομίζει και το


εξοφληθέν δικαστικό ένσημο, προκειμένου να είναι παραδεκτή η συζήτηση

της διεκδικητικής - ως προς το ένα αίτημά της - αγωγής του.

Ι.3.4.δ.- Πιστοποιητικό φόρου ιδιοκτησίας

205 αρθ. 2 Ν. ΓλΟΔ/1912


206 αρθ. 70 Ν. 3994/2011
207 ίδετε αντί άλλων ΜονΠρωτΧαν 3/2013 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΘεσ 22937/2013

Τ.Ν.Π. «Νόμος», στις οποίες αποφάσεις γίνεται αναλυτική παράθεση της σκέψης για τη
στοιχειοθέτηση της αντισυνταγματικότητας της πρόβλεψης καταβολής δικαστικού
ενσήμου και σε αναγνωριστικές αγωγές στο πλαίσιο του κτηματολογικού δικαίου
208 αρθ. 33 Ν. 4446/2016

88
Σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ. 54Α παρ. 5 Ν. 4174/2013, για το παραδεκτό

της συζητήσεως οποιασδήποτε εμπράγματης αγωγής, πρέπει να


προσκομίζεται ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου, πιστοποιητικό ΕΝ.Φ.Ι.Α..

Υπό το ισχύον νομοθετικό καθεστώς, ήτοι μετά την τροποποίηση της


ανωτέρω μνημονευομένης διατάξεως από τη διάταξη του αρθ. 13 παρ. 5 Ν.

4474/2017, δεν αποτελεί όρο του παραδεκτού της συζητήσεως και η απόδειξη
εξοφλήσεως του εν λόγω φόρου209.

Ι.3.4.ε.- Αντίγραφο κτηματολογικού φύλλου & αποσπάσματος


κτηματολογικού διαγράμματος

Κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του αρθ. 6 παρ. 3 περ. ε’ ΕθνΚτημ, πρόσθετος
όρος του παραδεκτού της συζητήσεως της αγωγής του αρθ. 6 παρ. 2

ΕθνΚτημ, είναι η προσκόμιση αντιγράφου του οικείου κτηματολογικού


φύλλου, καθώς και αποσπάσματος κτηματολογικού διαγράμματος του

ακινήτου στο οποίο αφορά η διόρθωση210. Η θέσπιση του εν λόγω όρου του
παραδεκτού της συζητήσεως έχει διπλή στόχευση: αφ’ ενός μεν υπηρετεί την

ανάγκη συνδρομής του έργου του Δικαστηρίου στην κατά το δυνατόν


ευχερέστερη κατανόηση της αποδιδόμενης στην εγγραφή ανακρίβειας, ώστε

να είναι αντιστοίχως ορθή και η τυχόν διατασσόμενη διόρθωση, αφ’ ετέρου


δε σκοπεί στην πληροφόρηση του Δικαστηρίου ως προς το εάν υπάρχουν κι

άλλα πρόσωπα εμπλεκόμενα στην φερόμενη ως ανακριβή εγγραφή, τα οποία

209 μέχρι την ψήφιση της εν λόγω διατάξεως, επικρατούσε διχογνωμία στη νομολογία
σχετικά με τη συνταγματικότητα ή μη της ανάγκης να προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως και
η απόδειξη εξοφλήσεως του οφειλομένου φόρου ιδιοκτησίας, προκειμένου να κρίνεται το
παραδεκτό της συζητήσεως του δικογράφου της αγωγής του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ.
Ίδετε πλέον χαρακτηριστικές αποφάσεις για κάθε μία γνώμη: ΜονΠρωτΛαμ 91/2016
Τ.Ν.Π. «Νόμος» υπέρ της συνταγματικότητας της εν λόγω ρυθμίσεως και ΕφΚρητ 19/2016
ΕλλΔνη 2016 503, ΜονΠρωτΛαρ 131/2016 Δικογραφία 2016 618 υπέρ της
αντισυνταγματικότητας της ρυθμίσεως
210 ίδετε ΠολΠρωτΡοδ 36/2018 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΛαμ 99/2019 Τ.Ν.Π. «Νόμος»,

ΜονΠρωτΚερκ 1334/2018 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΘεσ 4650/2018 Αρμεν 2018 935,


ΜονΠρωτΚαλαμ 139/2017 Αρμεν 2018 939

89
δεν μετέχουν της δίκης, ώστε να προσεπικληθούν κατά τους ορισμούς του

δικονομικού νομοθέτη.

Ι.3.4.στ.- Τεχνική εισήγηση από κεντρική υπηρεσία κτηματολογίου

Δυνάμει της ιδίας ως άνω διατάξεως (αρθ. 6 παρ. 3 περ. ε’ ΕθνΚτημ),


προβλέφθηκε η υποχρέωση προσκόμισης τεχνικής έκθεσης του Ελληνικού

Κτηματολογίου, επί ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως της αγωγής του


αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, όταν το αίτημα αυτής περιλαμβάνει γεωμετρική

μεταβολή στα κτηματολογικά διαγράμματα211. Ορθά επισημαίνεται στη


θεωρία212 το ζήτημα της δέσμευσης ή μη του Δικαστηρίου από την εισήγηση-

τεχνική έκθεση του Ελληνικού Κτηματολογίου, όταν αυτή είναι αρνητική ως


προς τη ζητούμενη γεωμετρική μεταβολή. Εκκινώντας από την ομοίως ορθή

παραδοχή της νομολογίας213 ότι κατά της εν λόγω τεχνικής εκθέσεως


επιτρέπεται ανταπόδειξη, η άποψη του γράφοντος είναι ότι το Δικαστήριο

δεν μπορεί να περιορίζεται στην κρίση του από την εισήγηση μιας διοικητικής
υπηρεσίας, η οποία είναι κι αυτή που εξ αρχής φέρει το βάρος της ορθής

αποτύπωσης της πραγματικής καταστάσεως και της σύνταξης ορθών


διαγραμμάτων ως προς τα γεωμετρικά τους στοιχεία.

Ι.3.5.- Άμυνα εναγομένου

Ι.3.5.α.- Άρνηση αγωγής

Αρχικώς, ο εναγόμενος - φερόμενος ως δικαιούχος πρώτης εγγραφής, μπορεί


να αρνηθεί την ασκηθείσα σε βάρος του αγωγή, απλώς ή αιτιολογημένα,

γενικώς ή ειδικώς, μερικώς ή ολικώς, προβάλλοντας ισχυρισμό περί


ανυπαρξίας κατά τον κρίσιμο χρόνο του δικαιώματος που ο ενάγων

211 ίδετε ΕφΔωδ 221/2018 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΛαμ 99/2019 Τ.Ν.Π. «Νόμος»,
ΜονΠρωτΘεσ 13367/2017 Αρμεν 2018 1093
212 ίδετε σχετική προβληματική σε Πλιάτσικα Κων., ο.π. σημ. 2, σελ. 229-230, αριθ. 440

213 ίδετε ΜονΠρωτΚιλκίς 143/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος»

90
επικαλείται στο δικόγραφό του214, ή περί ύπαρξης ιδίου δικαιώματος επί του

ακινήτου215 στο οποίο αφορά η ανοιγείσα δίκη. Εν όψει δε του γεγονότος ότι
ήδη η ύπαρξη ανακρίβειας στην εγγραφή συνιστά προσβολή του

δικαιώματος του ενάγοντος πραγματικού δικαιούχου, χωρίς για την


κατάφασή της να απαιτείται και διάγνωση πταίσματος στο πρόσωπο του

αναληθούς δικαιούχου, ο τελευταίος μπορεί με τις προτάσεις του επί της


αγωγής να ομολογήσει το εσφαλμένο της εγγραφής και την εν γένει βάση

της216, του σχετικού του ισχυρισμού αξιολογουμένου ως δικαστικής


ομολογίας.

Ι.3.5.β.- Ανταγωγή

Πέραν της αρνήσεως και της ομολογίας, ο εναγόμενος έχει τη δυνατότητα

ασκήσεως ανταγωγής, η οποία έχει ομοίως χαρακτήρα αναγνωριστικής ή


διεκδικητικής αγωγής, χωρίς αίτημα διορθώσεως της εγγραφής217, πλην της

περίπτωσης όπου «καθ’ υποφοράν» ο εναγόμενος επιθυμεί τη διόρθωση


άλλης ανακρίβειας της εγγραφής (λ.χ. σχετικά με τα στοιχεία του ακινήτου),

υποχρεούμενος, όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρήσει το σύνολο των όρων


της απαιτούμενης προδικασίας, όπως ανωτέρω περιγράφηκε, δεδομένου ότι

η ανταγωγή έχει χαρακτήρα αυτοτελούς αγωγής.

Ι.3.5.γ.- Ενστάσεις

Ο εναγόμενος στη δίκη του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, πέραν των προρρηθέντων
μέσων αμύνης, μπορεί να προβάλλει σειρά ενστάσεων, το νομικό έρεισμα των

214 ίδετε ΑΠ 1246/2013


215 ίδετε ΕφΛαρ 97/2016 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΕφΠατρ 396/2016 Δνη 2017 290, όπου
γίνεται αναφορά και στο ιδιαίτερα κρίσιμο νομικό ζήτημα ως προς το πότε ο ισχυρισμός
περί ύπαρξης ίδιου δικαιώματος κυριότητας συνιστά άρνηση και πότε ένσταση
216 ίδετε ΜονΠρωτΘεσ 25816/2006 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΘεσ 2912/2006 Τ.Ν.Π.

«Νόμος»
217 τούτο είναι αυτονόητο, τυχόν δε σχετικό αίτημα είναι άνευ αντικειμένου, αφού η κατά

τους αγωγικούς ισχυρισμούς ανακριβής εγγραφή, ήδη τον εναγόμενο φέρει ως δικαιούχο

91
οποίων εντοπίζεται τόσο στις γενικές διατάξεις, όσο και στο αμιγώς

κτηματολογικό δίκαιο. Αμέσως κατωτέρω εκτίθενται οι σημαντικότερες των


ενστάσεων που, κατά την άποψη του γράφοντος, μπορεί ευπρόσωπα να

προβάλλει ο εναγόμενος.

Ι.3.5.γ.i.- Ύπαρξη ιδίου δικαιώματος

Ο εναγόμενος μπορεί στα πλαίσια της ανοιγείσας δίκης να εισφέρει προς


κρίση, ισχυρισμό του περί ύπαρξης ιδίου δικαιώματος. Στην περίπτωση αυτή,

ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποκτά ο νομικός χαρακτηρισμός του εν λόγω


ισχυρισμού ως αρνήσεως ή ενστάσεως, δεδομένου ότι ανάλογα με την

απάντηση, μετακυλύεται το κατά την ΚΠολΔ 338 βάρος αποδείξεως της


αληθείας της επικαλούμενης πραγματικής βάσης του. Εάν, λοιπόν, τα

επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά στα οποία ο εναγόμενος θεμελιώνει


την αξίωσή του είναι χρονικά προγενέστερα ή σύγχρονα αυτών που εισφέρει

ως πραγματική βάση των ισχυρισμών του ο ενάγων, τότε ο ισχυρισμός του


χαρακτηρίζεται ως αιτιολογημένη άρνηση της αγωγικής βάσης 218, ενώ εάν

αυτά είναι μεταγενέστερα (χαρακτηρίζεται) ως ένσταση. Στην μεν πρώτη


περίπτωση, το βάρος αποδείξεως αντιστρέφεται και επαφείεται στον

ενάγοντα να αποδείξει την ουσιαστική βασιμότητα των ισχυρισμών του, ενώ


στη δεύτερη ο ενιστάμενος εναγόμενος φέρει το σχετικό βάρος για την

απόδειξη της αλήθειας της πραγματικής βάσης της ενστάσεώς του.

Ι.3.5.γ.ii.-Ένσταση δικαιωματικής νομής και κατοχής (ΑΚ 1095)

Όταν η αγωγή του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ ασκείται ως διεκδικητική, ο


εναγόμενος μπορεί να αντιτείνει την αναβλητική ένσταση ύπαρξης

δικαιωματικής νομής και κατοχής επί του ακινήτου, η οποία απορρέει από
εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα αντιστοίχως, καθώς και την ανατρεπτική

Στην περίπτωση αυτή, το βάρος αποδείξεως της ιστορικής βάσης των ισχυρισμών του,
218

έχει ο ενάγων, κατά τη διάταξη του αρθ. 338 ΚΠολΔ

92
ένσταση πωληθέντος και παραδοθέντος ακινήτου, της οποίας η βάση

συνίσταται σε προηγουμένως καταρτισθείσα σύμβαση πώλησης219, δυνάμει


της οποίας ο αντισυμβαλλόμενος πωλητής και ήδη ενάγων, του παρέδωσε

τη νομή του πωληθέντος ακινήτου, επί του οποίου δεν απέκτησε, όμως,
κυριότητα, λόγω της μη μεταγραφής της σχετικής εμπράγματης

δικαιοπραξίας.

Ι.3.5.γ.iii.-Ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος κατά την ΑΚ

281220

Το καταχρηστικώς ασκούμενο δικαίωμα είναι το εγγραπτέο δικαίωμα του

οποίου φορέας ισχυρίζεται ότι είναι ο εναγόμενος, μπορεί δε η καταχρηστική


συμπεριφορά του ενάγοντος να εντοπίζεται, παραδείγματος χάριν στην

σκόπιμη από πλευράς του παράλειψη υποβολής δηλώσεως ή ενστάσεως


κατά το στάδιο της κτηματογραφήσεως. Σε περίπτωση που η ένσταση γίνει

δεκτή ως νόμιμη και βάσιμη, το αποτέλεσμα είναι η απόρριψη της ασκηθείσας


αγωγής και μόνον, χωρίς αυτό να συνεπάγεται κτήση του δικαιώματος από

τον ενιστάμενο εναγόμενο.

Ι.3.5.γ.iv.-Ένσταση εκπρόθεσμης άσκησης αγωγής & οριστικοποίησης

εγγραφής

Παρ’ όλο που εξ αιτίας του χαρακτήρα της προθεσμίας του αρθ. 6 παρ. 2

ΕθνΚτημ ως αποσβεστικής προθεσμίας, αυτή μπορεί να ληφθεί υπ’ όψιν και


αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, ο εναγόμενος έχει τη δυνατότητα

προβολής και του εν λόγω ισχυρισμού. Πέραν αυτού, ο εναγόμενος μπορεί

219 ίδετε την ΕφΛαρ 511/2014, Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», όπου ο επικαλούμενος τρόπος
κτήσης από πλευράς των εναγόντων, είναι χρησικτησία ερειδόμενη σε προηγουμένως
καταρτισθέν συμβολαιογραφικό προσύμφωνο. Τα ζητήματα αποδείξεως που θίγει η εν
λόγω απόφαση, αποτελούν «οδικό χάρτη» για το νόμιμο και ουσιαστικά βάσιμο
αντίστοιχου ισχυρισμού προβαλλομένου κατ’ ένσταση.
220 ίδετε χαρακτηριστικές περιπτώσεις στη νομολογία ΕφΠειρ 3/2015 Τ.Ν.Π. «Νόμος»,

ΠολΠρωτΚαβ 28/2014 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΠολΠρωτΑθ 116/2013 Τ.Ν.Π. «Νόμος»

93
να προτείνει και την ένσταση προηγούμενης οριστικοποίησης της εγγραφής,

η οποία, κατά τα ανωτέρω λεχθέντα, συνεπάγεται δημιουργία αμαχήτου


τεκμηρίου και επιτρέπει μόνον την προσβολή της εγγραφής ως

μεταγενέστερης, για το νόμιμο δε και ορισμένο αυτής (ενστάσεως) πρέπει να


επικαλείται έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης επί προηγουμένως

ασκηθείσας αγωγής σχετικά με την ίδια εγγραφή.

Ι.3.6.- Σχέση μεταξύ αγωγής αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ & λοιπών ενδίκων

βοηθημάτων

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ζητήματα που γεννώνται ως προς τη

σχέση μεταξύ της αγωγής του αρθ. 6 παρ. ΕθνΚτημ, τόσο με άλλα ένδικα
βοηθήματα του κτηματολογικού νομοθέτη, όσο και με τα μέσα προστασίας

κατά το κοινό δίκαιο.

I.3.6.α.- Αγωγή αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ & ένδικα βοηθήματα ΕθνΚτημ

Ι.3.6.α.i.- Αγωγή αρθ. 6 παρ. 2 & αίτηση αρθ. 6 παρ. 3α’ ΕθνΚτημ

Προ πάσης άλλης αναφοράς, εξαιρετικά σημαντικό είναι να εντοπισθεί το

καίριο σημείο διάκρισης μεταξύ των υπό σύγκριση δύο ενδίκων βοηθημάτων.
Με την αγωγή του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ διορθώνονται ανακριβείς εγγραφές

στις οποίες, όμως, ο ιδιοκτήτης είναι γνωστός, στοιχείο ελλείπον στην αίτηση
του αρθ. 6 παρ. 3 ΕθνΚτημ, όπου η ανακρίβεια συνίσταται στην ύπαρξη

ενδείξεως «άγνωστος ιδιοκτήτης». Εν όψει δε της διατυπώσεως του


κτηματολογικού νομοθέτη στο αρθ. 6 παρ. 3 ΕθνΚτημ ότι στις περιπτώσεις

όπου ζητείται η διόρθωση εγγραφής με την ένδειξη «άγνωστος ιδιοκτήτης»,


αντί της αγωγής του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, μπορεί αυτή (διόρθωση) να

ζητηθεί με την άσκηση αιτήσεως ενώπιον του αρμοδίου κτηματολογικού


Δικαστή, δημιουργήθηκε έντονη διχογνωμία στη θεωρία και τη νομολογία

ως προς τη συσχέτιση των δύο ενδίκων βοηθημάτων.

94
Σύμφωνα με την κρατούσα στη νομολογία άποψη, η ρύθμιση του αρθ. 6 παρ.

3 ΕθνΚτημ δεν αποσκοπεί στην παροχή μιας ακόμη ευχέρειας πέραν αυτής
του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ για διόρθωση ανακρίβειας συνιστάμενης σε

άγνωστο ιδιοκτήτη. Αντιθέτως, άσκηση της αγωγής του αρθ. 6 παρ. 2 σε


περίπτωση ύπαρξης αρχικής εγγραφής με την ένδειξη «άγνωστος

ιδιοκτήτης», νοείται μόνον εφ’ όσον έχει ολοκληρωθεί με αρνητικό


αποτέλεσμα δίκη ανοιγείσα επί αιτήσεως κατ’ αρθ. 6 παρ. 3 ΕθνΚτημ 221. Στη

θεωρία, ωστόσο, αλλά και σε μερίδα της νομολογίας222, διατυπώνεται


διαφορετική θέση ως προς τη σχέση μεταξύ αυτών των δύο ενδίκων

βοηθημάτων. Εκκινώντας από τη γραμματική διατύπωση της διατάξεως του


αρθ. 6 παρ. 3 ΕθνΚτημ, η γνώμη αυτή υποστηρίζει ότι, στο δικαιούχο

επιτρέπεται η άσκηση αιτήσεως κατ’ αρθ. 6 παρ. 3 ΕθνΚτημ, χωρίς να


λογίζεται αυτή ως αναγκαία προδικασία ή προϋπόθεση για την

μεταγενέστερη άσκηση αγωγής κατ’ αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ με εναγόμενο το


Ελληνικό Δημόσιο.

Κατά την άποψη του γράφοντος, καίτοι η άσκηση της αγωγής του αρθ. 6
παρ. 2 ΕθνΚτημ για τη διόρθωση εγγραφής με ένδειξη «άγνωστος ιδιοκτήτης»

κατά παράκαμψη της δυνατότητας υποβολής αιτήσεως του αρθ. 6 παρ. 3


ΕθνΚτημ, θα αποτελούσε έκφραση της θεμελιώδους αρχής της οικονομίας

των δικαστικών ενεργειών και της διαχρονικής επιθυμίας όλων των


παραγόντων της δίκης για ταχεία απόδοση της δικαιοσύνης, εν τούτοις, ο

ευθύς παραγκωνισμός της αιτήσεως κι η επιλογή της εγέρσεως αγωγής


συναντά σειρά δογματικών εμποδίων. Σε κάθε περίπτωση ανακρίβειας

συνιστάμενης στην ύπαρξη εγγραφής «αγνώστου ιδιοκτήτη», η υποβολή

221 ίδετε ΑΠ 258/2013, ΑΠ 2007/2013, ΑΠ 309/2012, ΕφΘεσ 600/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος»,


ΕφΛαρ 63/2012 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΑθ 5722/2011 Δνη 2012 822, ΕφΑθ 4502/2007 ΝοΒ
2008 86, ΠολΠρωτΘεσ 45854/2007 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΦλωρ 98/2008 Δνη 2008
957, ΜονΠρωτΒερ 43/2008 Αρμεν 2008 1190, ΜονΠρωτΛαρ 376/2007 Δικογραφία 2007
381, ΜονΠρωτΚερκ 494/2006, ΑρχΝομ 2008 50
222 ίδετε ΑΠ 1342/2015

95
αιτήσεως κατ’ αρθ. 6 παρ. 3 ΕθνΚτημ για τη διόρθωσή της, αποτελεί

μονόδρομο. Αφ’ ης στιγμής το ακίνητο φέρεται ως ανήκον σε άγνωστο


πρόσωπο, η άσκηση αγωγής κατ’ αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ θα αντιμετώπιζε

ζήτημα ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως. Το πρόβλημα αυτό δεν


επιλύεται με την εναγωγή του Ελληνικού Δημοσίου ως ενδεχομένου

μελλοντικού κυρίου του εγγραπτέου δικαιώματος κατ’ αρθ. 9 παρ. 1 ΕθνΚτημ.


διότι η περιέλευση του δικαιώματος κυριότητας στο Ελληνικό Δημόσιο

ακινήτων που στις πρώτες εγγραφές φερόταν ως αγνώστου ιδιοκτήτη,


συντελείται σε κάθε περίπτωση σε χρόνο μεταγενέστερο της

οριστικοποιήσεως των πρώτων εγγραφών. Το γεγονός δε ότι το πρόβλημα


εντοπίζεται στην παθητική νομιμοποίηση της αγωγής, συνεπάγεται

αυτομάτως αδυναμία χρησιμοποίησης της ευχέρειας πρόωρης άσκησης


αγωγής κατά την ΚΠολΔ 69, διότι με βάση αυτή θεσπίζονται οι προϋποθέσεις

πρόωρης άσκησης αγωγής με επίκεντρο το πρόσωπο του ενάγοντος κι όχι


αυτό του εναγομένου. Πρόσθετο επιχείρημα υπέρ του εσφαλμένου της

επιλογής για απευθείας άσκηση της αγωγής του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ κατά
του Ελληνικού Δημοσίου κατά την επιδοκιμαζομένη εδώ θέση, αποτελεί το

γεγονός ότι, όπου ο κτηματολογικός νομοθέτης επιθυμούσε να επιτρέψει την


άσκηση αγωγής κατ’ αυτού (Ελληνικού Δημοσίου) για τη διόρθωση

ανακριβούς εγγραφής με άγνωστο ιδιοκτήτη, το έπραξε. Πλέον συγκεκριμένα,


εισάγοντας εξαιρετικό δίκαιο223 - κι ως εκ τούτου συσταλτικά ερμηνευομένο

- επιτρέπει την εναγωγή του Ελληνικού Δημοσίου στο πλαίσιο άσκησης


αγωγής κατ’ αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, εάν προηγουμένως έχει απορριφθεί

αίτηση διόρθωσης κατ’ αρθ. 6 παρ. 3 ΕθνΚτημ - ίδετε κατωτέρω την


αναφυόμενη προβληματική για τη ratio της επιλογής αυτής του

κτηματολογικού νομοθέτη. Εκ της εξαιρετικού δικαίου ρυθμίσεως αυτής,


όμως, δεν μπορεί να αντληθεί επιχείρημα υπέρ της ελεύθερης επιλογής για

ίδετε ΕφΔωδ 212/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΠολΠρωτΑθ 1355/2016 Δνη 2017 216,
223

ΜονΠρωτΘεσ 8077/2016 Δνη 2017 268, ΜονΠρωτΛαμ 23/2015 Τ.Ν.Π. «Νόμος»

96
παθητική νομιμοποίηση του Ελληνικού Δημοσίου σε κάθε περίπτωση, διότι

στην περίπτωση αυτή θα καθίστατο άνευ νοήματος η θέσπιση εξαιρέσεως.


Από το συνδυασμό και μόνον των δύο αυτών επιλογών του νομοθέτη,

προκύπτει ότι ο κανόνας είναι η επιλογή ασκήσεως της αίτησης του αρθ. 6
παρ. 3 ΕθνΚτημ για τη διόρθωση ανακριβούς εγγραφής με την ένδειξη

«άγνωστος ιδιοκτήτης», κι η εξαίρεση η εναγωγή του Ελληνικού Δημοσίου για


τη διόρθωση του εν λόγω σφάλματος μετά την έκδοση απορριπτικής

αποφάσεως επί προγενέστερα ασκηθείσας αιτήσεως κατ’ αρθ. 6 παρ. 3


ΕθνΚτημ224.

Λαμβανομένων υπ’ όψιν των ανωτέρω αναφερομένων, παρίσταται


ορθότερη η υιοθέτηση της γνώμης ότι εγγραφές με ένδειξη «αγνώστου

ιδιοκτήτη» δεν είναι δεκτικές διόρθωσης με απευθείας άσκηση αγωγής κατ’


αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ κατά του Ελληνικού Δημοσίου, εκτός από τις

περιπτώσεις κι υπό τους όρους που ο ίδιος ο κτηματολογικός νομοθέτης έχει


προβλέψει, ήτοι: α) όταν έχει προηγηθεί τελεσίδικη απόρριψη προγενέστερα

ασκηθείσας αίτησης διόρθωσης κατ’ αρθ. 6 παρ. 3 ΕθνΚτημ, β) όταν η


προσβαλλομένη ως ανακριβής εγγραφή εμφανίζει το ακίνητο ως ανήκον εν

μέρει σε άγνωστο κι εν μέρει σε γνωστό ιδιοκτήτη (αρθ. 6 παρ. 3 υπό αα)


ΕθνΚτημ)225 και γ) όταν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης του δικαιώματος

κυριότητας από τον αληθή δικαιούχο είναι η έκτακτη χρησικτησία 226 και το
αντικείμενο είναι γεωτεμάχιο.

224 ίδετε ad hoc ΕφΔωδ 212/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΑθ 177/2015 Δνη 2016 824
225 ίδετε ΑΠ 1342/2015, στην περίπτωση της οποίας ένα τμήμα του ακινήτου είχε
καταχωρηθεί ως αγνώστου ιδιοκτήτη και το λοιπό ως ανήκον στο Ελληνικό Δημόσιο,
ΠολΠρωτΛαρ 22/2016 Δικογραφία 2016 334, ΜονΠρωτΗρακλ 60/2016 Δνη 2017 236
226 ίδετε ΑΠ 34/2019, ΑΠ 1028/2018, ΑΠ 583/2016, ΕφΔωδ 169/2018 Τ.Ν.Π. «Νόμος»,

ΕφΔωδ 9/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΑθ 5840/2011 Δνη 2012 226, ΜονΠρωτΘεσ 4650/2018
Αρμεν 2018 935, ΜονΠρωτΚαλαμ 139/2017 Αρμεν 2018 939, ΜονΠρωτΛαρ 111/2016 Δνη
2017 276, ΜονΠρωτΛαρ 131/2016 Δικογραφία 2016 618, ΜονΠρωτΘεσ 8074/2016
ΕλλΔνη 2017 268, σύμφωνα με την οποία η άσκηση της αγωγής του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ
είναι επιτρεπτή και στις περιπτώσεις όπου ο ενάγων επικαλείται ως τρόπο κτήσης του

97
Ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω ότι μετά την απόρριψη αίτησης διόρθωσης

εγγραφής με την ένδειξη «άγνωστος ιδιοκτήτης» ως μη νόμιμης ή αβάσιμης


στην ουσία της, ο επιδιώκων τη διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής έχει στη

διάθεσή του τη δυνατότητα έγερσης αγωγής κατ’ αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ κατά
του Ελληνικού Δημοσίου, αποστερούμενος στο εξής της δυνατότητας

υποβολής νέας αιτήσεως διορθώσεως κατ’ αρθ. 6 παρ. 3 ΕθνΚτημ.


Δικαιολογητικός λόγος της ρύθμισης είναι η συμμόρφωση προς τις επιταγές

της ΚΠολΔ 778, δυνάμει της οποίας εμποδίζεται η άσκηση νέας αίτησης από
τους ίδιους διαδίκους για το ίδιο αντικείμενο κατά τη διαδικασία της

εκουσίας δικαιοδοσίας, όταν προηγουμένως έχει εκδοθεί οριστική απόφαση


απορριπτική προγενέστερης όμοιας αίτησης. Παρά τη διατύπωση αντίθετης

γνώμης από μεγάλο μέρος της θεωρίας, η οποία ερίδεται κυρίως στη
δυνατότητα επεκτατικής εφαρμογής της ΚΠολΔ 758, παρίσταται ορθή η

επιλογή του νομοθέτη να «παραπέμψει» τον επιδιώκοντα τη διόρθωση


ανακριβούς αρχικής εγγραφής στο άνοιγμα δίκης συνεπεία άσκησης αγωγής

κατ’ αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, αντί να συστήσει εξαίρεση στον κανόνα της
ΚΠολΔ 778227.

Ι.3.6.α.ii.- Αγωγή αρθ. 6 παρ. 2 & αιτήσεις των αρθ. 6 παρ. 4 και 18
ΕθνΚτημ

Η υποβολή αίτησης διόρθωσης κατ’ αρθ. 6 παρ. 4 και 18 ΕθνΚτημ δεν


αποτελούν προδικασία της αγωγής του αρθ. 6 παρ. 2, αφού η πρόβλεψη των

εξωδικαστικών τρόπων διόρθωσης ανακριβών εγγραφών αποσκοπεί απλώς


στην αποσυμφόρηση των Δικαστηρίων και τη διευκόλυνση των πολιτών228.

δικαιώματός του επί γεωτεμαχίου την κληρονομική διαδοχή, πλην ο δικαιοπάροχός του
είχε αποκτήσει το δικαίωμά του με βάση τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας
227 όλως απλουστευτικώς το προς απάντηση ερώτημα εν προκειμένω είναι πόσες φορές

μπορεί να επανέλθουν οι ίδιοι διάδικοι με νέα αίτηση κατ’ αρθ. 6 παρ. 3 επί τη βάσει των
ιδίων πραγματικών και νομικών ισχυρισμών, ώστε να επιτευχθεί η αιτούμενη διόρθωση;
228 ίδετε ΕφΑθ 2005/2011 ΝοΒ 2012 296

98
Ι.3.6.α.iii.- Αγωγή αρθ. 6 παρ. 2 & αίτηση αρθ. 6 παρ. 8 ΕθνΚτημ

Όταν στο κτηματολογικό φύλλο, αν και εμφανίζεται ο αληθής δικαιούχος,


εντοπίζεται σφάλμα ως προς άλλα στοιχεία της εγγραφής, όπως

παραδείγματος χάριν στην αιτία κτήσης του δικαιώματος, η διόρθωση


αυτών δεν επιτυγχάνεται με την άσκηση αγωγής διόρθωσης κατ’ αρθ. 6 παρ.

2 ΕθνΚτημ, αλλά με την υποβολή αιτήσεως κατ’ αρθ. 6 παρ. 8 ΕθνΚτημ229.

Ι.3.6.β.- Αγωγή αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ & ένδικα βοηθήματα κοινού

δικαίου

Ι.3.6.β.i.- Αγωγή αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ & ένδικα βοηθήματα ΑΚ

Κατ’ αρχάς, κατά τη διάρκεια του σταδίου κτηματογραφήσεως, όποιος


προσβάλλεται σε εμπράγματο δικαίωμά του επί ακινήτου, έχει τα

προβλεπόμενα στον ΑΚ μέσα προστασίας του230. Υπάρχει, συνεπώς, σοβαρό


ενδεχόμενο, αγωγή ασκηθείσα διαρκούσης της κτηματογραφήσεως κατά τις

διατάξεις του εμπραγμάτου δικαίου, λ.χ. διεκδικητική κυριότητας ακινήτου,


να εκκρεμεί ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου και μετά την έναρξη

λειτουργίας Κτηματολογικού Γραφείου. Στην περίπτωση αυτή, εν όψει της


αρχής της οικονομίας της δίκης και του γεγονότος ότι θα εκλυόταν

δεδικασμένο δεσμευτικό για τους διαδίκους που θα εμπόδιζε την νέα άσκηση
αγωγής, γίνεται ορθά δεκτό, ότι η διόρθωση της ανακρίβειας της πρώτης

εγγραφής χωρεί με βάση την απόφαση που θα εκδοθεί επί της


προηγουμένως, κατά το στάδιο της κτηματογραφήσεως αγωγής, αφού

229 ίδετε αντί άλλων ΕφΑθ 177/2015 Δνη 2016 824, ΕφΑθ 2135/2013 Τ.Ν.Π. «Νόμος»,
ΕφΛαρ 159/2013 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΑθ 2290/2011 ΕδικΠολ 2012 88
230 ίδετε Κιτσαρά Λ., ο.π., σελ. 169

99
καταστεί αμετάκλητη231 κι υπό τον όρο ότι δεν έχει εκδοθεί από

Ειρηνοδικείο232.

Ιδιαίτερο, περιπτωσιολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η συσχέτιση μεταξύ

αγωγής κατ’ αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ και ομολογήσεως δουλείας κατ’ αρθ. 1132
ΑΚ233 και τούτο ιδίως εν όψει του γεγονότος ότι από την απόφαση που

εκδίδεται επί της δεύτερης, εκλύεται δεδικασμένο εκτεινόμενο και στο


δικαίωμα κυριότητας234.

Αντιστοίχως ενδιαφέρουσα παρίσταται η συσχέτιση της εν θέματι αγωγής


διορθώσεως με τις καταχωρηθείσες ανακριβώς ενοχικής φύσεως έννομες

σχέσεις. Εάν, παραδείγματος χάριν, μεταξύ των συμβαλλομένων σε μια


σύμβαση μίσθωσης μερών, συμφωνείται η υπερεννιαετής διάρκειά της, η εν

λόγω μίσθωση είναι καταχωρητέα στο οικείο κτηματολογικό φύλλο, κατά τα


οριζόμενα στη διάταξη του αρθ. 12 παρ. 1 περ. ιβ’ ΕθνΚτημ. Εάν, λοιπόν, έχει

εμφιλοχωρήσει σφάλμα ως προς την εν λόγω εγγραφή, η αποκατάσταση της


ακρίβειας του περιεχομένου της εγγραφής θα πραγματοποιηθεί διά της

ασκήσεως της εν θέματι αγωγής, ότε και ο χαρακτήρας της τελευταίας θα


είναι ασφαλώς ενοχικός, αναγνωριστικός του δικαιώματος αφ’ ενός, και

διορθωτικός της εγγραφής αφ’ ετέρου. Ειδικότερα, ο φορέας δικαιώματος


από τη σύμβαση μίσθωσης, ευθέως ή πλαγιαστικώς, ως ενεργητικώς νομιμο-

ποιούμενο πρόσωπο, θα ζητήσει εν πρώτοις την αναγνώριση ύπαρξης της

231 ίδετε ΜονΠρωτΘεσ 5031/2007, Τ.Ν.Π. «Νόμος»


232 ίδετε σχετικά Εμμανουηλίδου Κ., «Ο έλεγχος νομιμότητας στο Εθνικό Κτηματολόγιο
και η άρνηση καταχώρησης δικαστικής απόφασης στα κτηματολογικά φύλλα», ΕλλΔνη
2017 36, όπου η Δικαστής, για την υπό συζήτηση περίπτωση της προηγούμενης άσκησης
αγωγής με βάση τις διατάξεις του κοινού δικαίου, θεωρεί ότι πρέπει να προσκομισθεί κατά
την καταχώρηση της απόφασης και το τοπογραφικό διάγραμμα στο οποίο βασίσθηκε η
εκδοθείσα απόφαση, προκειμένου να μην υπάρξει οποιαδήποτε αμφιβολία για την
ταυτότητα του ακινήτου, άποψη που de lege ferenda παρίσταται ορθή, αν και με
περιορισμένο χρονικά ορίζοντα, πλέον
233 ίδετε αναλυτικά Πλιάτσικα Κ., ο.π. σημ. 2, σελ. 212-213, σημ. 398-404

234 ίδετε Γεωργιάδη Απ., ο.π. σημ. 22, σελ. 902, παρ. 73, σημ. 6, αριθ. 3

100
ενοχικής έννομης σχέσης και εν συνεχεία τη διόρθωση της ανακρίβειας της

εγγραφής εν δευτέροις.

Ι.3.6.β.i.- Αγωγή αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ & ένδικα βοηθήματα ΚΠολΔ

Έχει διατυπωθεί η άποψη235 ότι είναι δυνατή η διόρθωση εγγραφής


επιβαρυμένου με κατάσχεση ακινήτου, διά της αμετακλήτου αποδοχής

ανακοπής ασκηθείσας από τον τρίτο, βάσει της διατάξεως του αρθ. 936
ΚΠολΔ. Κατά τη γνώμη του γράφοντος και παρά την επιφύλαξη που

διατυπώνεται, ανάλογα με τη θέση που υιοθετεί κανείς ως προς την απόδοση


ή μη διαπλαστικού χαρακτήρα στην αγωγή του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ236,

χάριν της αρχής της οικονομίας της δίκης, αλλά και της ανάγκης για
ασφάλεια στις συναλλαγές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι υπάρχει σχετική

δυνατότητα. Εναλλακτική επιλογή θα ήταν η αντικειμενική σώρευση των δύο


ενδίκων βοηθημάτων στο ίδιο δικόγραφο, τούτο, όμως, εφ’ όσον είναι

επιτρεπτή αυτή, υπό τους όρους του αρθ. 218 ΚΠολΔ, όπερ σημαίνει ότι το
αρχικό ερώτημα επανέρχεται στις περιπτώσεις που η ως άνω σώρευση

παρίσταται αδύνατη237.

-.-

235 ίδετε Κιτσαρά Λ., ο.π. σημ. 30, σελ. 194 επ., ο οποίος, ωστόσο, τονίζει ότι η δυνατότητα
διόρθωσης εγγραφής μέσω της ανακοπής του αρθ. 936 ΚΠολΔ, συντρέχει εφ’ όσον γίνεται
δεκτό ότι η αγωγή του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ δεν έχει διαπλαστικό χαρακτήρα.
Στο συγκεκριμένο σημείο είναι ορθή η επισήμανση-παρατήρηση του Πλιάτσικα Κων.,
ίδετε Πλιάτσικα Κ., ο.π. σημ. 2, σελ. 211-212, σημ. 396, ο οποίος επισημαίνει ότι, χάριν της
ασφάλειας των συναλλαγών και της αποφυγής πρόκλησης εμποδίων σ’ αυτές, δέον να
υιοθετηθεί η άποψη του Κιτσαρά Λ., ανεξαρτήτως της θέσης που τυχόν έχει κανείς ως
προς την ύπαρξη ή μη διαπλαστικού χαρακτήρα της αγωγής του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ.
237 ορθά επισημαίνει ο Πλιάτσικας Κων., ο.π. σημ. 2, σελ. 212, σημ. 397 ότι παρ’ όλο που

υπάρχει πάντα η δυνατότητα της διαδοχικής άσκησης των δύο ενδίκων βοηθημάτων, η
λύση αυτή, ωστόσο, δεν προκρίνεται, ακριβώς διότι δεν υπηρετείται η αρχή της
οικονομίας της δίκης.

101
ΙΙ.- Αίτηση διορθώσεως ανακριβούς εγγραφής με την ένδειξη «άγνωστος

ιδιοκτήτης» κατ’ αρθ. 6 παρ. 3 α’ ΕθνΚτημ

Το επόμενο σε σημασία, χρησιμότητα και άσκηση ενώπιον των Δικαστηρίων

ένδικο βοήθημα που ο κτηματολογικός νομοθέτης προέβλεψε για τη


διόρθωση ανακριβών εγγραφών, είναι αυτό της διατάξεως του αρθ. 6 παρ. 3

α’ ΕθνΚτημ, με την άσκηση του οποίου διορθώνονται εγγραφές εμφανίζουσες


την ένδειξη «άγνωστος ιδιοκτήτης» ως προς τον ιδιοκτήτη του ακινήτου στο

οποίο αφορούν, το οποίο, υπό τους όρους της διατάξεως του αρθ. 9 παρ. 1
ΕθνΚτημ, αποτελεί κατ’ ουσίαν εν δυνάμει ιδιοκτησία του ελληνικού

Δημοσίου. Τόσο από τη θεωρία του κτηματολογικού δικαίου, όσο και από την
πληθώρα σχετικής νομολογίας, διαπιστώνεται η ύπαρξη σειράς ζητημάτων

που αναφύονται κατά την εφαρμογή της εν θέματι διατάξεως, παράθεση των
οποίων επιχειρείται ακολούθως.

ΙΙ.1.- Φύση διαφορών υπαγομένων στο αρθ. 6 παρ. 3 α’ ΕθνΚτημ - Η


επιλογή της εκουσίας δικαιοδοσίας

Η διόρθωση των εγγραφών με την ένδειξη «άγνωστος ιδιοκτήτης»,


υπήχθησαν για πρώτη φορά στην εκουσία δικαιοδοσία, δυνάμει των

προβλέψεων του Ν. 3481/2006. Η σκέψη του κτηματολογικού νομοθέτη πίσω


από την επιλογή αυτή ήταν το γεγονός ότι κατ’ ουσίαν οι αναφυόμενες

διαφορές δεν ενέχουν κατά κανόνα αμφισβήτηση, δεδομένου ότι κρίσιμο


ζήτημα και αίτημα του εν λόγω δικογράφου είναι η διαπίστωση του

εγγραπτέου δικαιώματος του δικαιούχου. Αφ’ ης στιγμής, λοιπόν, εκλείπει το


στοιχείο της αντιδικίας και το αντικείμενο της ανοιγόμενης δίκης είναι το άνω

αναφερόμενο, παρίστατο ορθότερη δογματικά η ένταξη των διαφορών


αυτών στο ρυθμιστικό βεληνεκές της εκουσίας, αντί της αμφισβητουμένης

102
δικαιοδοσίας, δεδομένου ότι η πρώτη είναι διαδικασία παρέχουσα

μεγαλύτερη ταχύτητα και ελαστικότητα238.

Στο πλαίσιο του ανακριτικού συστήματος που ισχύει στην εκουσία

δικαιοδοσία239, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει και αυτεπάγγελτα


οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο για την εξακρίβωση των πραγματικών

περιστατικών που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης 240,
λαμβάνει δε υπ’ όψιν του κάθε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο241.

Λαμβανομένης υπ’ όψιν της διακρίσεως των υποθέσεων της εκουσίας


δικαιοδοσίας σε γνήσιες και μη γνήσιες, όπως ο νομοθέτης περιπτωσιολογικά

τις έχει κατατάξει242, γεννήθηκε το ερώτημα σε ποια κατηγορία υπάγονται οι


υποθέσεις επί της αιτήσεως του αρθ. 6 παρ. 3 α’ ΕθνΚτημ, ως απάντηση στο

οποίο διατυπώθηκαν εκατέρωθεν απόψεις. Αντλώντας επιχείρημα από το


γεγονός ότι αρχικά, οι εν λόγω υποθέσεις, υπαγόταν στο πεδίο εφαρμογής

της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, διατυπώνεται η άποψη ότι αμιγώς


πρακτικοί λόγοι υπαγόρευσαν την υπαγωγή στην εκουσία δικαιοδοσία, στην

οποία και παραπέμπονται δυνάμει ειδικής διατάξεως. Συνεπώς, το στοιχείο


της αντιδικίας δεν έχει εκλείψει σε ό,τι αφορά στην ουσία των υποθέσεων

αυτών κι επομένως ορθότερο είναι να ενταχθούν στις μη γνήσιες υποθέσεις


εκουσίας δικαιδοσίας243. Κατ’ αντίθετη άποψη, οι εν λόγω υποθέσεις είναι

στην πραγματικότητα γνήσιες υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, καθ’ όσον

238 ίδετε Διαμαντόπουλο σε Διαμαντόπουλος Γ.-Εμμανουηλίδου Κ., ο.π. σημ. 53, σελ. 97
in f. & υποσημ. 122
239 ίδετε αρθ. 744 ΚΠολΔ

240 ίδετε Μπέη Κων/νο. Πολιτική Δικονομία, Εκουσία Δικαιοδοσία, εκδ. Π. Σάκκουλα,

1991, αρθ. 744, σελ. 234


241 ίδετε Αρβανιτάκη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, τόμος ΙΙ, αρθ. 744 αριθ. 1,

περιλαμβάνονται δε και τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα,


καθώς και τα άκυρα και ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα, ανεξαρτήτως εάν τα
επικαλέσθηκε κάποιος διάδικος ή όχι
242 ίδετε Αρβανιτάκη, ο.π. σημ. 240, αρθ. 739 αριθ. 2

243 ίδετε σχετικώς Διαμαντόπουλο Γ-Εμμανουηλίδου Κων., ο.π. σημ. 53, σελ. 97 in f.

103
δεν πρόκειται κατ’ ουσίαν για ιδιωτικές διαφορές που αναφύονται μεταξύ

δύο προσώπων από τις οποίες εκλύεται δεδικασμένο επί της ουσίας της
διαφοράς, αφ’ ης στιγμής δεν κρίνεται ουσιαστικό δικαίωμα ή έννομη σχέση

του ουσιαστικού δικαίου244. Κατά την άποψη του γράφοντος, το κριτήριο του
παραγόμενου δεδικασμένου και το τι περιλαμβάνει αυτό, είναι το

αποφασιστικότερο των κριτηρίων για την κατάταξη των υποθέσεων του


αρθ. 6 παρ. 3α’ ΕθνΚτημ στις υποθέσεις γνήσιας εκουσίας δικαιοδοσίας,

συναρτάται δε ευθέως με τον ορθό προσδιορισμό του αντικειμένου της δίκης


που ανοίγει επί των εν λόγω αιτήσεων, το οποίο είναι η διαπίστωση της

ύπαρξης ή μη του σχετικού εγγραπτέου δικαιώματος του αιτούντος και η


διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής επί τη βάσει της διαπιστώσεως

αυτής, χωρίς να διαγιγνώσκεται αμφισβητούμενο δικαίωμα, όπως κατωτέρω


αναλυτικότερα εκτίθεται245. Συνέπεια, αλλά και ταυτόχρονα ενδείκτης της

κατά τα άνω οριοθέτησης του αντικειμένου της δίκης και συνακόλουθα και
της κατάταξης των εν λόγω υποθέσεων στις γνήσιας εκουσίας δικαιοδοσίας

υποθέσεις, αποτελεί το γεγονός ότι ο νόμος δεν επιβάλλει την απεύθυνση του
δικογράφου έναντι οποιουδήποτε προσώπου, τυχόν δε τέτοια (απεύθυνση)

δεν καθιστά τον τρίτο διάδικο. Πρόσθετο επιχείρημα αποτελεί και το στοιχείο
ότι με την εν λόγω αίτηση δεν μπορεί να ζητηθεί η αναγνώριση

προσβαλλομένου δικαιώματος, ώστε να περιληφθεί αντίστοιχη πρόβλεψη


στο διατακτικό της εκδοθησομένης δικαστικής αποφάσεως, παρ’ όλο που,

πράγματι, η ύπαρξη συγκεκριμένου δικαιώματος ελέγχεται παρεμπιπτόντως


από το επιλαμβανόμενο Δικαστήριο. Εξ άλλου επιχείρημα υπέρ της εν λόγω

244 έτσι και Τσιλιγγερίδου Μ., «Ένδικη προστασία για ακίνητο φερόμενο ως «αγνώστου»
ιδιοκτήτη», Βιβλιοθήκη Δικαίου Κτηματολογίου, εκδ. Σάκκουλα, 2015, σελ. 17, αριθ. 33
245 ίδετε αντί άλλων: ΑΠ 583/2018, ΑΠ 1020/2018, ΑΠ 208/2017, ΑΠ 583/2016, ΑΠ

698/2016, ΑΠ 74/2015, ΑΠ 1342/2015, ΑΠ 1364/2014, ΑΠ 414/2013, ΕφΝαυπλ 275/2018


ΕπΑΚ 3 2019 σελ. 472, ΕφΔωδ 9/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΔωδ 212/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος»,
ΕφΑθ 2991/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΛαρ 270/2016 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΕφΘεσ
664/2016 Δνη 2017 158, ΕφΠειρ 3/2015 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΘεσ 307/2015 Τ.Ν.Π. «Νόμος»,
ΕφΛαρ 166/2014 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΜονΠρωτΑμαλ 93/2019 Τ.Ν.Π. «Νόμος»,
ΜονΠρωτ Ροδ 214/2015 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΚαλαμ 362/2015 Τ.Ν.Π. «Νόμος»

104
απόψεως, αντλείται κι από τη γραμματική διατύπωση τόσο της εν θέματι

διατάξεως, όσο και του προηγουμένου αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ: Η διάταξη του
αρθ. 6 παρ. 3α’ ΕθνΚτημ αναφέρεται μόνον στη διόρθωση της πρώτης

εγγραφής, χωρίς να κάνει λόγο για αναγνώριση του προσβαλλομένου με


αυτή (εγγραφή) δικαιώματος. Αντιθέτως, η διάταξη του αρθ. 6 παρ. 2

ΕθνΚτημ, κάνει ευθέως λόγο για αναγνώριση προσβαλλομένου δικαιώματος


αφ’ ενός και διόρθωση εγγραφής αφ’ ετέρου, πάντα εντός του πλαισίου της

αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας246. Τέλος, απολύτως ορθά επισημαίνεται στη


θεωρία247 ότι εάν ο κτηματολογικός νομοθέτης έκρινε ότι οι αποφάσεις που

εκδίδονται επί αιτήσεων του αρθ. 6 παρ. 3α’ ΕθνΚτημ καταλαμβάνουν και την
ουσία της υποθέσεως, κρίνοντας με ισχύ δεδικασμένου επί του ουσιαστικού

δικαιώματος, τότε ασφαλώς θα ενέτασσε το εν θέματι ένδικο βοήθημα και


τις επ’ αυτού εκδιδόμενες αποφάσεις, στους τρόπους παραγωγής αμαχήτου

τεκμηρίου ακρίβειας εγγραφής, κατ’ αρθ. 7 ΕθνΚτημ. Επειδή, ακριβώς, κάτι


τέτοιο δεν συμβαίνει, γι’ αυτό και δεν εμποδίζεται τρίτος, επικαλούμενος

εγγραπτέο δικαίωμα, να στραφεί κατά του αναγραφέντος ως δικαιούχου


μετά την τελεσίδικη αποδοχή αιτήσεως κατ’ αρθ. 6 παρ. 3α’ ΕθνΚτημ, εφ’

όσον υπάρχει προς τούτο σχετική προθεσμία. Λαμβανομένων, υπ’ όψιν των
ανωτέρω στοιχείων, ορθότερο παρίσταται να θεωρηθούν οι εν λόγω

διαφορές ως γνήσιας εκουσίας δικαιοδοσίας. Πρέπει, πάντως, στο σημείο


αυτό να επισημανθεί ότι ο χαρακτήρας αυτός αποκρούεται, στις περιπτώσεις

όπου ασκείται κυρία παρέμβαση, με την οποία, ο παρεμβαίνων, όχι μόνον


ζητά την απόρριψη της αιτήσεως, αλλά προβάλλει ίδιον και αυτοτελές αίτημα

κατ’ απόρριψη του αρχικού, στηριζόμενο στη διεκδίκηση του δικαιώματος


κυριότητας248. Στις περιπτώσεις αυτές, είναι πρόδηλο ότι διά της αντιποίησης

246 ίδετε σχετικώς ΕφΑθ 4959/2010 Τ.Ν.Π. «Νόμος»


247 ίδετε σχετικώς Τσιλιγγερίδου Μ., ο.π. σημ. 244, σελ. 18, αριθ. 37
248 ίδετε αντί άλλων: ΑΠ 1020/2018, ΑΠ 208/2017, ΑΠ 698/2016, ΑΠ 1364/2014, ΑΠ

414/2013, ΑΠ 632/2013, ΕφΘεσ 105/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΠειρ 395/2016 Τ.Ν.Π.

105
του ουσιαστικού δικαιώματος του αιτούντος, αναδεικνύεται η υποβόσκουσα

αντιδικία μεταξύ των προσώπων ακριβώς στο πεδίο των ουσιαστικών


δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα δύσκολα να χαρακτηρίζονται και οι υποθέσεις

αυτές ως γνήσιες εκουσίας δικαιοδοσίας δεδομένου ότι το Δικαστήριο,


επιλαμβανόμενο του δικογράφου της αιτήσεως και της ασκηθείσας κυρίας

παρεμβάσεως, με την κρίση του θα επιλύσει την υφιστάμενη διαφορά249 250.

Καίτοι η συζήτηση για το εάν οι υποθέσεις επί αιτήσεων κατ’ αρθ. 6 παρ. 3α’

ΕθνΚτημ, φαίνεται δογματική, εν τούτοις έχει σειρά συνεπειών σε πρακτικό


επίπεδο και δη ως προς τις δικονομικές δυνατότητες τρίτων προσώπων να

μετάσχουν στη σχετική δίκη, όπως κατωτέρω θα εκτεθεί.

ΙΙ.2.- Διαδικαστικές προϋποθέσεις δίκης

ΙΙ.2.1.- Τηρητέα προδικασία

«Νόμος», ΕφΠειρ 584/2015 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΘεσ 307/2015 Τ.Ν.Π. «Νόμος»,


ΜονΠρωτΠειρ 120/2015 Τ.Ν.Π. «Νόμος»
249 ίδετε νομικές σκέψεις ΜονΠρωτΘεσ 2964/2014 αδημ., η οποία απέρριψε τόσο την κύρια

αίτηση κατ’ αρθ. 6 παρ. 3α’ ΕθνΚτημ, όσο και την ασκηθείσα κυρία παρέμβαση ως κατ’
ουσίαν αβάσιμες, καθώς, ακριβώς λόγω της υφιστάμενης αντιδικίας στο πεδίο των
ουσιαστικών δικαιωμάτων των διαδίκων, τα παρεμπιπτόντως κρινόμενα στην εκουσία
δικαιοδοσία δικαιώματα, πρέπει να κριθούν δεσμευτικά με τις δικονομικές προβλέψεις κι
εγγυήσεις της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας στο πλαίσιο αγωγής κατ’ αρθ. 6 παρ. 2
ΕθνΚτημ.
Κατά την άποψη του γράφοντος, πάντως, καίτοι ο ως άνω συλλογισμός είναι απολύτως
ορθός και πλήρης, η αρχή της οικονομίας της δίκης επιτάσσει την επί της ουσίας έκδοση
αποφάσεως κι όχι την απόρριψη των ασκηθέντων ενδίκων βοηθημάτων και την
επανάσκησή τους κατά την προσήκουσα διαδικασία. Τούτο, εξ άλλου, έκανε δεκτό και
το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο που επελήφθη της υποθέσεως, εκδίδοντας τη με αριθμό
2121/2012 απόφασή του (ΕφΘεσ 2121/2012, αδημ.)
250 ίδετε παρατηρήσεις Τσιλιγγερίδου Μ., ο.π. σημ. 244, σελ. 26, αριθ. 62-63, η οποία

εύστοχα εντοπίζει ότι στις περιπτώσεις όπου αναδεικνύεται διαφορά στο πεδίο των
ουσιαστικών δικαιωμάτων του αιτούντος και του κυρίως παρεμβαίνοντος, υπό την
έννοια ότι άγονται προς κρίση ουσιαστικά δικαιώματά τους, μεταβάλλεται το αντικείμενο
της δίκης, το οποίο εφ’ εξής επικεντρώνεται στο αμφισβητηθέν από τον κυρίως
παρεμβαίνοντα ουσιαστικό δικαίωμα

106
Αρχικά, αυτονόητη προϋπόθεση παραδεκτού της ασκήσεως της εν θέματι

αιτήσεως, είναι η ύπαρξη εγγραφής με την ένδειξη «άγνωστος ιδιοκτήτης».


Σύμφωνα δε με τη διάταξη του αρθ. 6 παρ. 3 α’ εδ. β’ ΕθνΚτημ, μετά την

άσκηση της αιτήσεως, πρέπει αντίγραφο του δικογράφου, με πράξη


προσδιορισμού δικασίμου και εγγραφής στο πινάκιο της εκουσίας

δικαιοδοσίας, να επιδοθεί εντός είκοσι (20) ημερών από της καταθέσεως, στο
ελληνικό Δημόσιο, άλλως είναι απορριπτέα ως απαραδέκτως ασκηθείσα

λόγω έλλειψης τήρησης αναγκαίας προδικασίας. Σημειωτέον ότι η εν λόγω


έλλειψη δεν είναι δυνατόν να συμπληρωθεί ούτε κατ’ εφαρμογή του αρθ. 227

ΚΠολΔ, αλλ’ ούτε και του αρθ. 254 ΚΠολΔ.

Πέραν της ως άνω κοινοποιήσεως, το δικόγραφο της αίτησης πρέπει, εντός

της ιδίας ως άνω προθεσμίας, να καταχωρηθεί στο κτηματολογικό φύλλο


του επιδίκου ακινήτου, αλλά και να κοινοποιηθεί σε όσα πρόσωπα είχαν

τυχόν καταχωρήσει σ’ αυτό (κτηματολογικό φύλλο) αιτήσεις ή κύριες


παρεμβάσεις προηγουμένως251. Τυχόν παράλειψη των εν λόγω όρων,

συνεπάγονται απόρριψη του δικογράφου ως απαραδέκτου, ομοίως λόγω μη


τηρήσεως της αναγκαίας προδικασίας. Εξ άλλου, την ίδια ακριβώς

προδικασία, επιβάλλεται να τηρεί κι ο κυρίως παρεμβαίνων, για το


παραδεκτό της παρέμβασής του252.

Στο σημείο αυτό, καίτοι δεν έχει γίνει λόγος για το ένδικο βοήθημα της
διατάξεως του αρθ. 6 παρ. 8 ΕθνΚτημ, επισημαίνεται το παραδεκτό της

σωρεύσεως, κατ’ αρθ. 218 ΚΠολΔ, στο ίδιο δικόγραφο, αφ’ ενός μεν της
αιτήσεως του αρθ. 6 παρ. 3α’, αφ’ ετέρου δε της αιτήσεως του αρθ. 6 παρ. 8

ΕθνΚτημ253. Στην περίπτωση, λοιπόν, που επιλέγεται η αντικειμενική σώρευση

251 ίδετε ΑΠ 559/2019


252 ίδετε ΑΠ 34/2019
253 Ίδετε ad hoc ΜονΠρωτΠατρ 169/2016 Δνη 2017 284, ΜονΠρωτΠατρ 72/2012 Αρμεν

2012 936, Μαγουλάς, ο.π. σημ. 163, σελ. 99. Αντιστοίχως, παραδεκτά σωρεύονται στο
ίδιο δικόγραφο, η εν θέματι αίτηση, με αυτή του αρθ. 18 παρ. 2 ΕθνΚτημ (ίδετε ad hoc

107
των εν λόγω ενδίκων βοηθημάτων, τότε, για το παραδεκτό της συζητήσεως,

πρέπει να προσκομίζονται, τόσο τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών


μεταβολών, στο οποίο και να αποτυπώνεται η αιτούμενη με τη διόρθωση

γεωμετρική μεταβολή254, όσο και τεχνική εισήγηση του Κτηματολογίου (αρθ.


6 παρ. 3 εδ. ε’, σε συνδ. με αρθ. 6 παρ. 8 εδ. β’ ΕθνΚτημ).

ΙΙ.2.2. Νομιμοποίηση

ΙΙ.2.2.α. Ενεργητική νομιμοποίηση

Ήδη από τη γραμματική διατύπωση της διατάξεως του αρθ. 6 παρ. 3α’
ΕθνΚτημ, προκύπτει ότι στην υποβολή αιτήσεως διόρθωσης εγγραφής με την

ένδειξη «άγνωστος ιδιοκτήτης», νομιμοποιείται κάθε πρόσωπο που


ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα. Συνεπώς,

ενεργητικώς νομιμοποιούμενοι είναι ο κύριος του ακινήτου, ο δικαιούχος


οποιουδήποτε άλλου εγγραπτέου δικαιώματος και γενικώς, όποιο πρόσωπο

δικαιολογεί προς τούτο έννομο συμφέρον, όπως η έννοιά του κατωτέρω


προσδιορίζεται255.

ΙΙ.2.2.β. Παθητική νομιμοποίηση

Όπως ήδη ανωτέρω αναφέρθηκε, το δικόγραφο της αιτήσεως κατ’ αρθ. 6

παρ. 3α’ ΕθνΚτημ είναι κοινοποιητέο εντός είκοσι (20) ημερών στο ελληνικό

ΜονΠρωτΘεσ 18861/2011 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Δεν είναι, ωστόσο, κατά κανόνα επιτρεπτή
η σώρευση της εδώ εξεταζομένης αιτήσεως και της αγωγής του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ,
καθ’ όσον το καθένα υπάγεται σε άλλη διαδικασία. Κατ’ εξαίρεση, όμως, μπορεί να γίνει
επιτρεπτά η σώρευση των εν λόγω δικογράφων στην περίπτωση κατά την οποία ναι μεν
υφίσταται εγγραφή «άγνωστος ιδιοκτήτης», ωστόσο ο επικαλούμενος τίτλος κτήσης, είναι
έκτακτη χρησικτησία, ότε και η διόρθωση γίνεται με την έγερση αγωγής κατ’ αρθ. 6 παρ.
2 ΕθνΚτημ, στην οποία, ασφαλώς και μπορεί να σωρευθεί και αγωγή αναγνώρισης
κυριότητας κατά του αμφισβητούντος αυτή (ίδετε ad hoc ΜονΠρωτΛαρ 8/2016
Δικογραφία 2016 343, ΜονΠρωτΛαρ 131/2016 Δικογραφία 2016 618
254 ίδετε ΕφΔωδ 221/2018 Τ.Ν.Π. «Νόμος»

255 ίδετε σχετικώς ΑΠ 835/2014, ΜονΠρωτΠειρ 736/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΑρτ

18/2013 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΡοδ 171/2013 Τ.Ν.Π. «Νόμος»

108
Δημόσιο256. Το γεγονός, όμως, αυτό, δεν συνεπάγεται ότι αυτό (Δημόσιο)

καθίσταται διάδικος, όπως, εξ άλλου, δεν καθίστανται διάδικοι ούτε ο


Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου, το ν.π.δ.δ. «Ελληνικό

Κτηματολόγιο», εκτός εάν συντρέχουν οι όροι των διατάξεων των αρθ. 742
παρ. 3, 752-753 ΚΠολΔ. Σύμφωνα, λοιπόν, με τις επιταγές του αστικού

δικονομικού νομοθέτη, η επίδοση του δικογράφου, δεν καθιστά τον προς ον


η επίδοση διάδικο257, ούτε μπορεί να εκληφθεί ως ανακοίνωση δίκης κατ’

αρθ. 91 ΚΠολΔ, η οποία, εξ άλλου, ασκείται με ιδιαίτερο, κοινοποιητέο


δικόγραφο258.

ΙΙ.2.3. Έννομο συμφέρον

Αμέσως ανωτέρω αναφέρθηκε ότι στην υποβολή της εν θέματι αιτήσεως

διορθώσεως, νομιμοποιοείται οποιοσδήποτε δικαιολογεί προς τούτο έννομο


συμφέρον259. Δεδομένου ότι η κρίση περί συνδρομής εννόμου συμφέροντος

256ίδετε ΕφΔωδ 35/2017 ΕπΑΚ 3 2019 σελ. 472, σε σκέψη της οποίας γίνεται αναφορά στο
σκοπό της ρυθμίσεως αυτής, ενώ αντλούνται επιχειρήματα και για το ζήτημα εάν οι
υποθέσεις του αρθ. 6 παρ. 3 α’ ΕθνΚτημ είναι γνήσιας ή μη γνήσιας εκουσίας
δικαιοδοσίας. Ειδικότερα, εν όψει του γεγονότος ότι από την εγγραφή υπέρ «αγνώστου
ιδιοκτήτη» και μόνον, δεν δημιουργείται ιδιωτική διαφορά μεταξύ συγκεκριμένων
προσώπων, επιλέχθηκε η διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Η υποχρέωση
κοινοποιήσεως του δικογράφου στο ελληνικό Δημόσιο τέθηκε προκειμένου να
διασφαλισθούν τυχόν δικαιώματα αυτού, ώστε αυτό, μετά την ανακοίνωση της
αιτήσεως, να κρίνει εάν έχει λόγο να παρέμβει στην ανοιγείσα δίκη - ίδετε και παραπομπή
στην αιτιολογική σκέψη του Ν. 3481/2006, ΚΝοΒ 2006 1307
257 ίδετε αντί άλλων ΕφΑθ 177/2015 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΛαρ 189/2015 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.

«Ισοκράτης», ΕφΛαρ 310/2015 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΕφΛαρ 166/2014 Τ.Ν.Π.


Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΕφΛαρ 214/2014 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης»,, ΜονΠρωτΚιλκ 85/2018
Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΚιλκ 331/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΡοδ 9/2013 Τ.Ν.Π.
«Νόμος»
258 Περαιτέρω συνέπεια της παραδοχής αυτής αποτελεί το γεγονός ότι το ελληνικό

Δημόσιο, ακόμη κι αν δεν ασκήσει εν τέλει παρέμβαση, δεν εμποδίζεται στην άσκηση
τριτανακοπής κατά της εκδοθείσας αποφάσεως - ίδετε ad hoc ΕφΑθ 2727/2016 Δνη 2017
132, όπου τριτανακοπή άσκησε Ν.Π.Δ.Δ.-Ο.Τ.Α. κατά τελεσιδίκου αποφάσεως
259 ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι περιπτώσεις δυνατότητας πλαγιαστικής

ασκήσεως της αιτήσεως από τους δανειστές του αληθούς δικαιούχου, κατ’ εφαρμογήν
των διατάξεων των αρθ. 72-73 ΚΠολΔ. Ίδετε νομολογιακή περιπτωσιολογία: ΑΠ
1020/2018, ΕφΛαρ 108/2018 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΕφΛαρ 101/2016 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.
«Ισοκράτης», ΜονΠρωτΡοδ 171/2013 Τ.Ν.Π. «Νόμος»

109
γίνεται επί τη βάσει του πραγματικού της εκάστοτε κρινομένης υποθέσεως κι

άρα είναι αδύνατη η εκ προοιμίου εξαντλητική παράθεση των περιπτώσεων


όπου συντρέχει το στοιχείο του εννόμου συμφέροντος, ορθότερο κρίνεται να

εκτεθούν οι πλέον ενδιαφέρουσες περιπτώσεις της σχετικής προβληματικής.

Αρκετά συνηθισμένη περίπτωση στην δικαστηριακή πρακτική, η οποία

δημιουργεί και σειρά ζητημάτων, είναι αυτή της ανέγερσης οικοδομής με το


σύστημα της αντιπαροχής, όπου ο εκ προσυμφώνου αγοραστής δεν

νομιμοποιείται στην υποβολή δηλώσεως κατά το στάδιο της


κτηματογραφήσεως, όπερ συνεπάγεται την εμφάνιση του αναλογούντος σε

αυτόν ποσοστού ως ανήκοντος σε «άγνωστο ιδιοκτήτη»260. Έτσι, εάν οι


αρχικοί οικοπεδούχοι, παραλείψουν την υποβολή δηλώσεως ιδιοκτησίας για

το ποσοστό συγκυριότητας επί του γεωτεμαχίου, το οποίο αποτελεί


εργολαβική αμοιβή και για το οποίο έχει ήδη προσυμφωνηθεί από τον

εργολάβο η περαιτέρω διάθεσή του σε τρίτους αγοραστές, τότε, οι


δημιουργηθησόμενες οριζόντιες ιδιοκτησίες, μετά των επ’ αυτών

αναλογούντων ποσοστών συγκυριότητας επί του κοινού, θα εμφαίνονται


στο κτηματολογικό φύλλο ως ανήκουσες σε «άγνωστο ιδιοκτήτη». Αφ’ ης

στιγμής, ο εργολάβος είναι ο πραγματικός κυριός τους και με δεδομένο ότι,


προκειμένου να καταρτισθεί οριστικό πωλητήριο συμβόλαιο, είναι αναγκαία

η προσκόμιση κι επισύναψη σ’ αυτό (συμβόλαιο) αντιγράφου του


κτηματολογικού φύλλου του μεταβιβαζομένου ακινήτου, έπεται ότι αυτός

(εργολάβος), δικαιολογεί έννομο συμφέρον προς υποβολή αιτήσεως κατ’ αρθ.


6 παρ. 3α’ ΕθνΚτημ για τη διόρθωση της ανακρίβειας. Στην περίπτωση,

μάλιστα, αυτή, το αίτημα θα συνίσταται στη διόρθωση της εγγραφής υπέρ


των οικοπεδούχων, αφού αυτοί ήταν οι φορείς του δικαιώματος κυριότητας

κατά το στάδιο της κτηματογραφήσεως, ο δε εργολάβος νομιμοποίεται στην


άσκηση της αιτήσεως με την ιδιότητα του δανειστή της εργολαβικής αμοιβής,

260 ίδετε σχετικώς ΜονΠρωτΘεσ 9936/2019 Τ.Ν.Π. «Νόμος»

110
η οποία συνίσταται στην παραχώρηση σ’ αυτόν της κυριότητας επί

οριζοντίων ιδιοκτησιών. Αυτονοήτως, εάν ο ίδιος ο εργολάβος, έχει υποδείξει


τρίτους ως εκ προσυμφώνου αγοραστές των επίμαχων οριζοντίων

ιδιοκτησιών, στους οποίους κι έχει εκχωρήσει την απαίτησή του κατά των
οικοπεδούχων, αυτοί (τρίτοι), υπό την ιδιότητά τους ως δανειστών του

εργολάβου και εκδοχέων της απαίτησής του από την εργολαβική σύμβαση,
νομιμοποιούνται στην άσκηση της εν θέματι αιτήσεως, ζητώντας τη

διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής, όχι υπέρ των ιδίων ή του εκχωρητή
εργολάβου, αλλά υπέρ των οικοπεδούχων, ασκώντας, ταυτοχρόνως και

ένδικο βοήθημα για την καταδίκη των τελευταίων σε δήλωση βουλήσεως και
δη στη μεταβίβαση σ’ αυτούς (εκδοχείς τρίτους) της πωληθείσας οριζοντίου

ιδιοκτησίας261.

261 Σχετικώς διατυπώνεται η άποψη ότι οι εκδοχείς τρίτοι, υπό την ιδιότητά τους ως
ειδικών διαδόχων του εργολάβου στην εργολαβική σύμβαση με τους αρχικούς
οικοπεδούχους, δύνανται, με την τελεσιδικία της αποφάσεως περί καταδίκης σε δήλωση
βουλήσεως, να καταρτίσουν το μεταβιβαστικό της κυριότητας συμβόλαιο και να το
καταχωρήσουν, στη συνέχεια, στο κτηματολογικό φύλλο του επιδίκου ακινήτου, ως
σημείωση κατ’ αρθ. 7α παρ. 1 περ. α’ ΕθνΚτημ, υπό την αναβλητική αίρεση της
τελεσίδικης αποδοχής της αίτησης του αρθ. 6 παρ. 3α’ ΕθνΚτημ - ίδετε Τσιλιγγερίδου Μ.,
ο.π. σημ. 244, σελ. 40, αριθ. 101.
Για λόγους οικονομίας της δίκης, ωστόσο, καίτοι αναφύονται ζητήματα δογματικής
φύσης, θα μπορούσε να γίνει δεκτή αίτηση κατ’ αρθ. 6 παρ. 3α’ ΕθνΚτημ, στην οποία οι
εκδοχείς της εργολαβικής απαιτήσεως και εκ προσυμφώνου αγοραστές τρίτοι, ζητούν την
διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής επ’ ονόματί τους, ώστε να μην απαιτείται πρόσθετος
δικαστικός αγώνας για την καταχώρηση αποφάσεως περί καταδίκης σε δήλωση
βουλήσεως. Τούτο παρίσταται για αμιγώς πρακτικούς λόγους ορθότερο, δεδομένου ότι
φορείς του δικαιώματος κυριότητας είναι αναντίρρητα οι ίδιοι, δικαιούμενοι στην
υποβολή τέτοιου περιεχομένου αιτήσεως υπό την ιδιότητά τους ως ειδικών διαδόχων της
εργολαβικής αμοιβής, η οποία συνίσταται ακριβώς στη διάθεση του δικαιώματος
κυριότητας επί της επιδίκου οριζοντίου ιδιοκτησίας - Ίδετε σχετικώς την ΜονΠρωτΘεσ
4537/2014 αδημ.: Στην εκεί κριθείσα υπόθεση, η αιτούσα ήταν εκ προσυμφώνου
αγοράστρια ακινήτου, κατήρτισε δε το οριστικό συμβόλαιο πώλησης μετά την έναρξη
λειτουργίας του κτηματολογίου στην περιοχή. Με το δικόγραφό της, ζήτησε τη διόρθωση
της ανακριβούς εγγραφής με την ένδειξη «άγνωστος ιδιοκτήτης», αιτούμενη περαιτέρω να
καταχωρηθεί το δικό της δικαίωμα επί του ακινήτου κι όχι του δικαιοπαρόχου της, αίτημα
που το Δικαστήριο έκανε δεκτό, διατάσσοντας τη διόρθωση της εγγραφής στο όνομα της
αιτούσας.

111
Αντίστοιχα αυξημένης σημασίας, είναι το αναφυόμενο ζήτημα ως προς τη

διάγνωση εννόμου συμφέροντος κληρονόμων αποβιώσαντος προσώπου, ο


οποίος ήταν ο αληθής κύριος ακινήτου, το οποίο εσφαλμένα καταχωρήθηκε

στις εγγραφές ως ανήκοντος σε «άγνωστο ιδιοκτήτη»262. Μάλιστα, στις


περιπτώσεις αυτές, γεννάται πρόσθετο πρόβλημα ως προς το αίτημα του

οικείου δικογράφου. Σε περίπτωση, επομένως, κληρονομικής διαδοχής


δικαιώματος που δεν καταχωρήθηκε στις οικείες εγγραφές, ο δε πραγματικός

δικαιούχος έχει αποβιώσει προ της ημερομηνίας δημοσιεύσεως της


αποφάσεως για έναρξη λειτουργίας του κτηματολογίου στην συγκεκριμένη

περιοχή, οι κληρονόμοι αυτού, εάν έχουν αποδεχθεί την κληρονομία,


μπορούν, κι ενώ δεν έχει διορθωθεί η ανακριβής πρώτη εγγραφή, να

συντάξουν το σχετικό δημόσιο έγγραφο περί αποδοχής της κληρονομίας και


να το καταχωρήσουν στο οικείο κτηματολογικό φύλλο, υπό την ανωτέρω

αναφερθείσα αναβλητική αίρεση, ενώ ταυτόχρονα θα ασκήσουν την υπό


κρίση αίτηση, ζητώντας τη διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής, ώστε ως

δικαιούχοι του εμπραγμάτου δικαιώματος κυριότητας, να αναγραφούν οι


ίδιοι. Εάν, όμως, ο κληρονομούμενος, είχε αποβιώσει μετά την έναρξη

λειτουργίας του κτηματολογίου στην συγκεκριμένη περιοχή, η διόρθωση θα


γίνει επ’ ονόματι του κληρονομουμένου κι όχι των κληρονόμων, χωρίς να

ασκεί επιρροή το γεγονός ότι αυτοί καταχώρησαν ήδη συμβολαιογραφική


πράξη αποδοχής κληρονομίας κατ’ αρθ. 7α’ παρ. 1α’ ΕθνΚτημ263.

ΙΙ.2.4. Αντικείμενο δίκης - Αίτημα - Ορισμένο αιτήματος

ΙΙ.2.4.α. Αντικείμενο δίκης

ίδετε ΜονΠρωτΘεσ 3349/2014 αδημ.


262

263ίδετε ΑΠ 690/2018, ΕφΑθ 5848/2010 ΕλλΔνη 2011 568, ΠολΠρωτΘεσ 31097/2010


Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΜυτ 26/2019 ΕπΑΚ 3 2019 σελ. 478, ΜονΠρωτΛαμ 99/2019
Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΗρακλ 48/2018 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΚιλκ 85/2018
Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΠατρ 736/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος»

112
Ήδη ανωτέρω έγινε λόγος για την ανάγκη ορθού προσδιορισμού του

αντικειμένου της δίκης που ανοίγει επί αιτήσεως κατ’ αρθ. 6 παρ. 3α’
ΕθνΚτημ. Κατά την απολύτως κρατούσα στη νομολογία γνώμη, αντικείμενο

της επίμαχης δίκης, είναι η διαπίστωση ύπαρξης του εγγραπτέου


δικαιώματος που ο αιτών επικαλείται και η σύμφωνη με αυτό (εγγραπτέο

δικαίωμα) διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής, χωρίς να διαγιγνώσκεται


αμφισβητούμενο δικαιώμα, ούτε, συνεπώς, να εκλύεται σχετικώς

δεδικασμένο264.

Ευθεία συνέπεια της οριοθετήσεως του αντικειμένου της δίκης κατά τον ως

άνω τρόπο, αποτελεί το γεγονός ότι δεν μπορεί να ζητηθεί με την εν λόγω
αίτηση η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή

εγγραφή, ούτε να περιληφθεί σχετική διάταξη στην εκδοθησομένη απόφαση.


Και τούτο, μολονότι η ύπαρξη συγκεκριμένου δικαιώματος ελέγχεται ως

προδικαστικό ζήτημα για την εξαγωγή ασφαλούς δικαστικής κρίσης, χωρίς,


βεβαίως, να καλύπτεται με ισχύ δεδικασμένου.

Εκ του γεγονότος ότι το αντικείμενο της δίκης που ανοίγεται επί αιτήσεως
κατ’ αρθ. 6 παρ. 3α’ ΕθνΚτημ, είναι μόνον η διαπίστωση ύπαρξης του

εγγραπτέου δικαιώματος και η σύμφωνη με αυτή διόρθωση της ανακρίβειας,


αναλόγως προσδιορίζεται το νόμω βάσιμο του αιτήματος του εν λόγω

δικογράφου.

ΙΙ.2.4.β. Αίτημα - Ορισμένο αιτήματος

264ίδετε ΑΠ 39/2019, ΑΠ 1020/2018, ΑΠ 208/2017, ΑΠ 583/2016, ΑΠ 698/2016, ΑΠ


74/2015, ΑΠ 1342/2015, ΑΠ 1364/2014, ΑΠ 414/2013, ΑΠ 632/2013, ΑΠ 309/2012, ΕφΛαρ
101/2016 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΕφΛαρ 270/2016 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης»,
ΕφΛαρ 276/2016 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΕφΠειρ 435/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΘεσ
664/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΛαρ 189/2015 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΕφΘεσ 307/2015
Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΛαρ 166/2014 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΕφΠειρ 199/2014 Τ.Ν.Π.
«Νόμος», ΕφΛαρ 395/2016 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΕφΔωδ 70/2013 Τ.Ν.Π. «Νόμος»,
ΕφΔωδ 171/2012, ΜονΠρωτΜυτ 26/2019 ΕπΑΚ 3 2013 σελ. 479, ΜονΠρωτΡοδ 214/2015
Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΚαλαμ 362/2015 Τ.Ν.Π. «Νόμος»

113
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω αναφερομένων, νομικά βάσιμο θεωρείται το

αίτημα που συνίσταται ακριβώς στα προσδιορισθέντα, κρίσιμα ζητήματα


που αποτελούν αντικείμενο της σχετικής δίκης, ήτοι, αφ’ ενός μεν στη

διαπίστωση ότι το εγγραπτέο δικαίωμα που ο αιτών επικαλείται, υπάρχει,


αφ’ ετέρου δε στη διόρθωση της εγγραφής που φέρει ένδειξη «άγνωστος

ιδιοκτήτης», σύμφωνα με το διαπιστωθέν ως υπαρκτό, εγγραπτέο


δικαίωμα265. Εξ αντιδιαστολής προκύπτει ότι είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο

τυχόν αίτημα περί αναγνώρισης δικαιώματος κυριότητας, το οποίο


υποβάλλει ο αιτούμενος διόρθωση με το δικόγραφο του αρθ. 6 παρ. 3α’

ΕθνΚτημ266, κατά την κρατούσα στη νομολογία γνώμη, η οποία παρίσταται


και δογματικά ορθότερη και κατά την άποψη του γράφοντος. Έχει

διατυπωθεί στη νομολογία και η αντίθετη άποψη, ότι, δηλαδή, στο αιτητικό
του εν θέματι δικογράφου, πρέπει να περιλαμβάνεται και αυτοτελές αίτημα

περί αναγνωρίσεως της κυριότητας του ακινήτου, κατ’ αναλογική εφαρμογή


της διατάξεως του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ267. Και τούτο διότι, αναγκαστικά το

Δικαστήριο, κατά το σχηματισμό δικανικής πεποιθήσεως, θα διέλθει από το


στάδιο έρευνας ύπαρξης ή όχι του δικαιώματος κυριότητας του επιδίκου

ακινήτου, ώστε να αποφανθεί επί της αποδοχής της διόρθωσης της


ανακριβούς εγγραφής268. Σε, σχεδόν αμιγώς, θεωρητικό επίπεδο,

διατυπώνεται, τέλος, και η μετριοπαθέστερη άποψη ότι, επειδή η ανακριβής

265 ίδετε ΕφΠειρ 3/2015 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΡοδ 9/2013 Τ.Ν.Π. «Νόμος»,
ΜονΠρωτΚω 49/2013 Τ.Ν.Π. «Νόμος»
266 Αυτήν την κρίση διατυπώνει παγίως η νομολογία, θεμελιώνοντας τη θέση της στο

γράμμα της διατάξεως του αρθ. 6 παρ. 3α’ ΕθνΚτημ, η οποία κάνει λόγο μόνον για
διόρθωση ανακριβούς εγγραφής και όχι και για αναγνώριση δικαιώματος, όπως ευθέως
πράττει η διάταξη του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ - ίδετε αντί άλλων ΑΠ 208/2017, ΕφΠειρ
435/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΘεσ 307/2015 Αρμεν 2017 936
267 Ερωτάται, βεβαίως, ποιο κενό υφίσταται στη διάταξη του αρθ. 6 παρ. 3α’ ΕθνΚτημ,

ώστε να χρήζει συμπληρώσεως διά της αναλογικής εφαρμογής της διατάξεως του αρθ. 6
παρ. 2 ΕθνΚτημ, δοθέντος ότι η αναλογία δικαίου, ως εργαλείο ερμηνείας, προϋποθέτει
έλλειψη νομοθετικής ρύθμισης ουσιωδώς όμοιας περίπτωσης, στοιχείο που προφανώς
δεν συντρέχει εν προκειμένω.
268 ίδετε σχετικώς Τσιλιγγερίδου Μ., ο.π. σημ. 244, σελ. 55, υποσημ. 220 κι εκεί

αναφερόμενη νομολογία.

114
εγγραφή με ένδειξη «άγνωστος ιδιοκτήτης», αποτελεί προσβολή του

δικαιώματος κυριότητας του αληθούς κυρίου, ιδίως εν όψει του γεγονότος


ότι παρακωλύει την εξουσία διαθέσεως του επίμαχου ακινήτου μέχρι τη

συντέλεση της διορθώσεως, έπεται ότι νομίμως ο αιτών σωρεύει αίτημα για
αναγνώριση του, έστω και εν μέρει, προσβληθέντος δικαιώματός του269. Για

το ορισμένο δε του δικογράφου της αιτήσεως, πρέπει να προκύπτει χωρίς


αμφιβολία η ταυτότητα του ακινήτου, ήτοι να προσδιορίζεται η ακριβής του

θέση, τα όρια και οι διαστάσεις του, ενώ πρέπει να αναφέρεται και το


εγγραπτέο δικαίωμα, χωρίς να παρίσταται υποχρεωτική η έκθεση του

τρόπου κτήσης του δικαιώματος κυριότητας επί του ακινήτου270.

ΙΙ.3. Συμμετοχή τρίτων στη δίκη - Άμυνα αληθούς δικαιούχου

ΙΙ.3.1. Συμμετοχή τρίτων

ΙΙ.3.1.α. Κυρία και πρόσθετη παρέμβαση

Όπως ήδη ανωτέρω αναφέρθηκε, η επίδοση του δικογράφου της αιτήσεως


στο ελληνικό Δημόσιο εντός της 20ήμερης αποκλειστικής προθεσμίας, δεν το

καθιστά διάδικο. Και στο πλαίσιο της εν θέματι δίκης, η ιδιότητα του διαδίκου
αποκτάται κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των αρθ. 739 επ. ΚΠολΔ, ένας δε

εκ των τρόπων αυτών, είναι η άσκηση κυρίας παρεμβάσεως.

Κατ’ αρχάς, βασικότερος όρος νόμιμης άσκησης κυρίας παρεμβάσεως, είναι

η δικαιολόγηση εννόμου συμφέροντος σχετικώς, στο πρόσωπο του


ασκούντος αυτή, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των αρθ. 79, 80 και 747

ΚΠολΔ. Πρέπει εξ αρχής να σημειωθεί ότι η έννοια του εννόμου συμφέροντος

269 ίδετε σχετικώς ΜονΠρωτΒολ 707/2008 Αρμεν 2009 854, Παπαστερίου Δ., ο.π. σημ.,
σελ. 869.
270 ίδετε σχετικώς ΑΠ 73/2018, ΑΠ 583/2016, ΕφΛαρ 78/2015 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης»,

ΕφΛαρ 105/2015 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΕφΠειρ 156/2015 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΠειρ
584/2015 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΔωδ 128/2014 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΛαρ 257/2014 Τ.Ν.Π.
Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΠολΠρωτΑθ 1168/2014 Τ.Ν.Π. «Νόμος»

115
στο πλαίσιο της εκουσίας δικαιοδοσίας, δεν ταυτίζεται την αντίστοιχη στο

πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. Ειδικότερα, ενώ στην


αμφισβητούμενη δικαιοδοσία, το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος

συνίσταται στη θετική ή αρνητική διάγνωση του επιδίκου δικαιώματος, στην


εκουσία δικαιοδοσία, το έννομο συμφέρον εντοπίζεται στην παραδοχή ή

απόρριψη της ασκηθείσας αίτησης ως εισήχθη ενώπιον του αρμοδίου


Δικαστηρίου271. Εάν η ασκηθείσα παρέμβαση επιδιώκει την απόρριψη της

αιτήσεως με την οποία ανοίχθηκε η δίκη, ή επιδιώκει τη ρύθμιση του επιδίκου


αντικειμένου κατά τρόπο διαφορετικό εν σχέσει με τον αιτούμενο από το

κύριο δικόγραφο της αιτήσεως, τότε η παρέμβαση χαρακτηρίζεται κύρια.

Για το παραδεκτό του δικογράφου της κυρίας παρεμβάσεως στις υπό έρευνα

δίκες, πλην του στοιχείου του εννόμου συμφέροντος, ο παρεμβαίνων πρέπει


να τηρήσει συγκεκριμένη προδικασία, ήτοι να καταθέσει ιδιαίτερο δικόγραφο

στη γραμματεία του Δικαστηρίου όπου εκκρεμεί το δικόγραφο της αιτήσεως


του αρθ. 6 παρ. 3α’ ΕθνΚτημ, καθώς και να επιδώσει αντίγραφο στον

αιτούντα και στο ελληνικό Δημόσιο, εντός είκοσι (20) ημερών από της
καταθέσεως, ενώ, επί πλέον, πρέπει να καταχωρήσει την ασκηθείσα

παρέμβαση στο κτηματολογικό φύλλο του επιδίκου ακινήτου, εντός της ιδίας
ως άνω προθεσμίας. Σύμφωνα δε με όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, ως προς

τους όρους παραδεκτού του δικογράφου της κυρίας αιτήσεως, εάν τυχόν
έχουν ασκηθεί προγενέστερα κι άλλες κύριες παρεμβάσεις, ο νέος κυρίως

παρεμβαίνων, πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου του δικογράφου του, να


επιδώσει το ασκηθέν από αυτόν δικόγραφο παρεμβάσεως, σε όλους αυτούς

(προηγουμένως παρεμβάντες), εντός της ιδίας ως άνω προθεσμίας.

Ως αυτοτελές δικόγραφο, η κύρια παρέμβαση πρέπει να έχει όλα εκείνα τα

στοιχεία που απαιτεί η διάταξη του αρθ. 118 ΚΠολΔ για κάθε δικόγραφο,

271ίδετε ΑΠ 39/2019, ΑΠ 1020/2018, ΑΠ 208/2017, ΑΠ 583/2016, ΑΠ 698/2016, ΑΠ


74/2015, ΑΠ 148/2014, ΑΠ 1364/2014, ΑΠ 632/2013, ΕφΘεσ 307/2015 Αρμεν 2017 936,

116
ήτοι: α. να αναγράφει τα στοιχεία των διαδίκων και της εκκρεμούς

υποθέσεως, β. να προσδιορίζει το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος εις


τρόπον ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση να διαγνώση τη συνδρομή του

ή μη και αυτεπαγγέλτως272, γ. τα θεμελιωτικά της νομιμοποιήσεως


πραγματικά περιστατικά και δ. πλήρη, σαφή κι ακριβή περιγραφή του

διαφορετικού - εν σχέσει με το κύριο δικόγραφο - αιτήματος της


παρεμβάσεως, καθώς και του αιτήματος του δικογράφου της αιτήσεως.

Δοθέντος ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται από τρίτο πρόσωπο προς


υποστήριξη αιτήματος διαδίκου της κύριας δίκης, έπεται ότι ειδικά, σε ό,τι

αφορά στη δίκη επί αιτήσεως κατ’ αρθ. 6 παρ. 3α’ ΕθνΚτημ, ως τέτοια, θα
χαρακτηρισθεί μόνον η παρέμβαση που αποσκοπεί στην υποστήριξη της

κυρίας αιτήσεως, ώστε να γίνει δεκτή ως έχει273.

Ιδιαίτερη σημασία έχει ο προσδιορισμός των συνεπειών της ασκήσεως κυρίας

παρεμβάσεως ως προς την παραγόμενη εξ αυτής εκκρεμοδικία και το


εκλυόμενο δεδικασμένο. Πλέον συγκεκριμένα, από τη στιγμή που τρίτος

ασκήσει κυρία παρέμβαση, εμποδίζεται, ακριβώς λόγω της εκκρεμοδικίας που


προκαλεί το υποβληθέν αίτημά του, να ασκήσει αυτοτελή αίτηση κατ’ αρθ. 6

παρ. 3α’ ΕθνΚτημ, για το ίδιο επίδικο αντικείμενο και μεταξύ των ιδίων
εμπλεκομένων προσώπων και τούτο διότι, η κυρία παρέμβαση έχει τις ίδιες

δικονομικές συνέπειες με την κύρια αίτηση. Εξ αντιδιαστολής, πάντως,


συνάγεται ότι δικαιούται στην άσκηση ενδίκου βοηθήματος που κατατείνει

στη δεσμευτική διάγνωση ιδιωτικών δικαιωμάτων, καθώς αντικείμενο της

272 δοθέντος ότι το έννομο συμφέρον, διαφοροποιούμενο από τη νομιμοποίηση προς


άσκηση του εν λόγω ενδίκου βοηθήματος, αποτελεί αυτοτελή διαδικαστική προϋπόθεση
της δίκης
273 Στο σημείο, πάντως, αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι σε επίπεδο θεωρίας διατυπώνεται

και η γνώμη ότι και η παρέμβαση που κατατείνει απλώς στην απόρριψη της αιτήσεως,
χωρίς να συνοδεύεται από αυτοτελές αίτημα, θα χαρακτηρισθεί πρόσθετη. Και τούτο
διότι κρίσιμο στοιχείο για το χαρακτηρισμό της παρεμβάσεως ως κύριας ή προσθέτου,
είναι η υποβολή ή όχι αυτοτελούς αιτήσεως από τον παρεμβάντα στη δίκη - ίδετε
Τσιλιγγερίδου Μ., ο.π. σημ. 244, σελ. 73, αριθ. 190 και υποσημ. 318

117
δίκης επί αιτήσεως κατ’ αρθ. 6 παρ. 3α’ ΕθνΚτημ, σύμφωνα με τα

προεκτεθέντα, είναι η διαπίστωση ύπαρξης του εγγραπτέου δικαιώματος και


η σύμφωνη με αυτό διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής. Συναφές με το

αντικείμενο της δίκης, αλλά και με το αίτημα-αντικείμενο της κυρίας


παρεμβάσεως, είναι και το δεδικασμένο που παράγεται από την εκδιδόμενη

επ’ αυτής απόφαση. Επομένως, σε περίπτωση που απορριφθεί η κύρια


παρέμβαση, εάν ο κυρίως παρεμβαίνων δεν επικαλείται νέα πραγματικά

περιστατικά για να στηρίξει την ουσιαστική βασιμότητα του νέου


δικογράφου του, τότε, μοναδική δυνατότητά του είναι η άσκηση αγωγής κατ’

αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, εφ’ όσον με την απορριφθείσα κυρία παρέμβασή του
δεν είχε «μεταφέρει» την αντιδικία του με τον αιτούντα σε επίπεδο

ουσιαστικών δικαιωμάτων. Υπό τους ίδιους όρους, ήτοι εφ’ όσον δεν
γεννάται αντιδικία ως προς τα ουσιαστικά δικαιώματα των διαδίκων, ο

κυρίως παρεμβαίνων δεν εμποδίζεται, διαρκούσης της εκκρεμοδικίας της


αίτησης του αρθ. 6 παρ. 3α’ ΕθνΚτημ και της κυρίας παρεμβάσεως, να ασκήσει

αγωγή κατ’ αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, προκειμένου να διαγνωσθεί, με τα εχέγγυα


της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, το ουσιαστικό του δικαίωμα274.

ΙΙ.3.2. Άμυνα αληθούς δικαιούχου

Σε περίπτωση που την αίτηση διορθώσεως ασκεί πρόσωπο διαφορετικό του

αληθούς δικαιούχου, γεννάται ζήτημα ως προς το πως ο τελευταίος μπορεί


να προασπίσει τα δικαιώματά του επί του ακινήτου, τόσο στο πλαίσιο της

δίκης που ανοίγει επί της ασκηθείσας από τον τρίτο αιτήσεως, όσο και μετά
την έκδοση αποφάσεως επ’ αυτής.

274στις περιπτώσεις αυτές, δέον το Δικαστήριο να αναβάλλει την έκδοση αποφάσεως επί
της ασκηθείσας αιτήσεως του αρθ. 6 παρ. 3α’ ΕθνΚτημ, κατ’ αρθ. 249 ΚΠολΔ, καθ’ όσον
η απόφαση που θα εκδοθεί επί της αγωγής, θα κρίνει το ουσιαστικό δικαίωμα της ένδικης
υποθέσεως, το οποίο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, αποτελεί προδικαστικό ζήτημα στη
της αιτήσεως του αρθ. 6 παρ. 3α’ ΕθνΚτημ, κρινόμενο παρεμπιπτόντως.

118
Κατ’ αρχάς, εν όσω διαρκεί η εκκρεμοδικία, ο πραγματικός δικαιούχος έχει τη

δυνατότητα να ασκήσει κυρία παρέμβαση, υπό τις ανωτέρω αναφερόμενες


προϋποθέσεις, προκειμένου να αντιποιηθεί το αντικείμενο της δίκης,

προβάλλοντας και ισχυρισμό σχετικό με τα ουσιαστικά δικαιώματα των


διαδίκων μερών. Αντί κυρίας παρεμβάσεως, εξ άλλου, μπορεί να ασκήσει

αυτοτελές αίτημα διορθώσεως της εγγραφής, ζητώντας τη συνεκδίκαση


αυτού με την προηγουμένως ασκηθείσα αίτηση του «αντιδίκου» του, ενώ, σε

κάθε περίπτωση, μπορεί να ασκήσει αγωγή κατ’ αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, για
να κριθεί με τα εχέγγυα της τακτικής διαδικασίας το ουσιαστικό δικαίωμά

του επί του επιδίκου. Τη δυνατότητα ασκήσεως των ως άνω δικογράφων,


πάντως, ήτοι τόσο της αυτοτελούς αιτήσεως διορθώσεως κατ’ αρθ. 6 παρ.

3α’ ΕθνΚτημ, όσο και της αγωγής διορθώσεως κατ’ αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ,
την έχει και παραλλήλως με την άσκηση κυρίας παρεμβάσεως στην

προηγουμένως ανοιγείσα δίκη επί αιτήσεως κατ’ αρθ. 6 παρ. 3α ΕθνΚτημ, υπό
τον όρο ότι το αίτημα της τελευταίας (κυρίας παρεμβάσεως), περιορίζεται

στην απόρριψη της αιτήσεως και δεν επεκτείνεται σε ζητήματα κρίσεως των
ουσιαστικού δικαίου δικαιωμάτων των διαδίκων μερών275, καθώς στην

περίπτωση αυτή, αυτονοήτως, θα εγείρεται ζήτημα εκκρεμοδικίας. Εξ άλλου,


εφ’ όσον ο αληθής δικαιούχος είχε ασκήσει νομίμως και παραδεκτώς κυρία

παρέμβαση κι άρα κατέστη διάδικος της σχετικής δίκης, νομιμοποιείται να


αιτηθεί την ανάκληση ή μεταρρύθμιση της εκδοθείσας αποφάσεως, κατά τις

γενικές διατάξεις των αρθ. 748 παρ. 3, 752 και 753 ΚΠολΔ, αυτή δε (ανάκληση
ή μεταρρύθμιση) μπορεί να ασκείται κατά οριστικών, τελεσιδίκων, αλλά κι

αμετακλήτων δικαστικών αποφάσεων, υπό τους όρους των άνω διατάξεων.


Σημειωτέο δε ότι καλόπιστοι τρίτοι που απέκτησαν δικαιώματα από τον

αναγραφέντα ως δικαιούχο, στηριζόμενοι στο γεγονός ότι έγινε δεκτή αίτηση


κατ’ αρθ. 6 παρ. 3α’ ΕθνΚτημ, προστατεύονται κατ’ αρχάς δυνάμει της

275 έτσι και η Τσιλιγγερίδου Μ., ο.π. σημ. 244, σελ. 162, αριθ. 432 και εκεί παραπομπές

119
διατάξεως του αρθ. 779 ΚΠολΔ, αλλά και των αρθ. 13 παρ. 1 και 3 ΕθνΚτημ,

επί μεταγενεστέρων εγγραφών.

Ωστόσο, ακόμη κι αν, εν όσω εκκρεμεί η συζήτηση της ασκηθείσας αιτήσεως,

ο πραγματικός δικαιούχος του εγγραπτέου δικαιώματος, αδρανήσει και δεν


αντιδράσει στην αιτούμενη από τον τρίτο διόρθωση, με αποτέλεσμα να

εκδοθεί απόφαση η οποία βλάπτει ευθέως τα συμφέροντά του και


ουσιαστικά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα των εννόμων

σχέσεων, αυτός (πραγματικός δικαιούχος) έχει δικονομικές δυνατότητες


προστασίας των δικαιωμάτων του. Πλέον συγκεκριμένα, νομιμοποιείται στην

άσκηση τριανακοπής, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των αρθ. 586, 583 και
773 ΚΠολΔ, με αυτές του κτηματολογικού δικαίου, προσβάλλοντας την

απόφαση που εκδόθηκε στο πλαίσιο της ασκηθείσας αιτήσεως κατ’ αρθ. 6
παρ. 3α’ ΕθνΚτημ ως προς το γεγονός ότι δεν συνέτρεχαν υπέρ του αιτούντος

τη διόρθωση οι κατά νόμο προϋποθέσεις, επικαλούμενος ότι ο ίδιος (ο


τριτανακόπτων) είναι ο πραγματικός δικαοιύχος του εγγραπτέου

δικαιώματος, δυνάμενος, μάλιστα, να σωρεύσει και σχετική αίτηση κατ’ αρθ.


6 παρ. 3α’ ΕθνΚτημ276.

ΙΙ.4.- Παραδεκτό συζητήσεως

Για το παραδεκτό της συζητήσεως της εν θέματι αιτήσεως, απαιτείται, κατ’

αρχάς, να προσκομίζεται αντίγραφο του κτηματολογικού φύλλου του


επιδίκου ακινήτου. Εάν δε ο αιτών ζητεί και διόρθωση των γεωμετρικών

στοιχείων αυτού (ακινήτου), απαιτείται επιπροσθέτως να προσκομίζεται και


τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών, στο οποίο και θα

απεικονίζεται η αιτούμενη διόρθωση, αλλά και εισήγηση των τεχνικών


υπηρεσιών του Κτηματολογικού Γραφείου ή της κεντρικής υπηρεσίας του

276ίδετε αναλυτικά για το ένδικο βοήθημα της τριτανακοπής, Πανταζόπουλο Στ., «Η


τριτανακοπή κατά τον ΚΠολΔ», 1989

120
Ν.Π.Δ.Δ. «Ελληνικό Κτηματολόγιο». Σημειώνεται ότι δεν υπάρχει, πλέον,

υποχρέωση προσκόμισης πιστοποιητικού καταβολής φόρου ιδιοκτησίας


(Εν.Φ.Ι.Α.).

ΙΙ.5.- Σχέση με λοιπά ένδικα βοηθήματα

ΙΙ.5.1.- Σχέση με αγωγή αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ

Ήδη ανωτέρω αναφέρθηκε η συσχέτιση μεταξύ των εν λόγω ενδίκων


βοηθημάτων, γι’ αυτό και προς αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων,

παραλείπεται η εκ νέου έκθεση των ιδίων παρατηρήσεων. Σημειώνεται


απλώς ότι, αφ’ ενός μεν επί απορρίψεως της αιτήσεως κατ’ αρθ. 6 παρ. 3α’

ΕθνΚτημ, ο επικαλούμενος εγγραπτέο δικαίωμα, μπορεί να ασκήσει την


αγωγή του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, αφ’ ετέρου δε επί ακινήτων φερομένων

ως εν μέρει ανηκόντων σε «άγνωστο ιδιοκτήτη» και εν μέρει σε γνωστό, η


διόρθωση γίνεται αποκλειστικά διά της ασκήσεως της άνω αγωγής.

Στο σημείο, ωστόσο, αυτό, προσήκει η ιδιαίτερη αναφορά περιπτώσεως που


αναφύεται συχνά σε νομολογιακό επίπεδο και σχετίζεται με την εν λόγω επί

μέρους θεματική.

Έκτακτη χρησικτησία ως τίτλος κτήσης

Σε περίπτωση κατά την οποία ο δικαιούχος επικαλείται ως τίτλο κτήσης του


δικαιώματος κυριότητάς του την έκτακτη χρησικτησία, ακόμη κι αν η

εγγραφή έχει ένδειξη «άγνωστος ιδιοκτήτης», μοναδικός τρόπος


διορθώσεως της ανακρίβειας είναι η άσκηση της αγωγής κατ’ αρθ. 6 παρ. 2

ΕθνΚτημ. Η πρόβλεψη αυτή υπήρξε ορθά αιτιολογημένη επιλογή του


κτηματολογικού νομοθέτη277, ο οποίος, με την υπαγωγή των εν λόγω

υποθέσεων στην αμφισβητούμενη δικαιοδοσία, θέλησε αφ’ ενός μεν να

277 ίδετε αρθ. 2 παρ. 3 εισηγητικής έκθεσης Ν. 4164/2013

121
προασπίσει τα συμφέροντα του ελληνικού Δημοσίου, αφ’ ετέρου δε να

διαφυλάξει την ασφάλεια της δικονομικής διαδικασίας. Στις περιπτώσεις,


λοιπόν, αυτές, η διόρθωση επέρχεται διά της ασκήσεως αγωγής κατ’ αρθ. 6

παρ. 2 ΕθνΚτημ κατά του ελληνικού Δημοσίου278. Επί των αναφυομένων


νομικών, αλλά και ουσιαστικών-πραγματικών ζητη-μάτων που γεννώνται

σχετικώς, έχουν απασχοληθεί επί μακρόν τα ελληνικά Δικαστήρια. Στο σημείο


αυτό της παρούσας, μετά από σταχυολόγηση αποφάσεων και ταξινόμηση-

ομαδοποίησή τους, παρατίθεται με την μεγαλύτερη δυνατή συντομία και


πληρότητα η ανακύψασα προβληματική.

Χρησικτησία κατά του ελληνικού Δημοσίου & οθωμανικό δίκαιο

Σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ. 4 Ν. 3137/2003, ο νομέας του ακινήτου θεω-

ρείται κύριος έναντι του Δημοσίου, εφ’ όσον: α. πρόκειται για ακίνητο
ευρισκό-μενο εντός σχεδίου πόλεως ή οικισμού προϋφισταμένου του έτους

1923, ή εντός οριοθετηθέντος οικισμού κάτων των 2.000 κατοίκων και β.1.
αυτός (νομέας), μέχρι την έναρξη ισχύος του εν λόγω νομοθετήματος, ασκεί

πράξεις νομής και κατοχής αδιατάρακτα για χρονικό διάστημα τουλάχιστον


δέκα (10) ετών, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή

δικαιοπαρόχου του, ο οποίος (τίτλος) καταρτίσθηκε και μεταγράφηκε μετά


την 23-02-1945, εκτός εάν κατά το χρόνο κτήσης της νομής βρισκόταν σε

κακή279 πίστη ή β.2. αυτός (νομέας), κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του εν
λόγω νομοθετήματος, ασκεί πράξεις νομής και κατοχής αδιατάρακτα για

χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά το χρόνο κτήσης της
νομής βρισκόταν σε κακή πίστη280.

278 επαναλαμβάνεται και στο σημείο αυτό η μη εφαρμογή της προδικασίας του αρθ. 24 Ν.
2732/1999, όπως ήδη ανωτέρω αναφέρθηκε
279 κακόπιστος θεωρείται ο νομέας όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διατάξεως

του αρθ. 1042 ΑΚ


280 στο χρόνο νομής μπορεί να προσμετρηθεί και ο χρόνος που διέδραμε υπέρ των

δικαιοπαρόχων, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις

122
Η προρρηθείσα διάταξη αποτελεί εξαιρετικό δίκαιο ως προς την κτήση

δικαιώ-ματος κυριότητας με χρησικτησία έναντι του ελληνικού Δημοσίου. Και


τούτο διότι, σε περίπτωση αντιδικίας με το ελληνικό Δημόσιο, ο ιδιώτης

πρέπει να ανάγει την κτήση του δικαιώματός του από τους δικαιοπαρόχους
του σε πράξεις νομής και κατοχής διανοία κυρίου, μέχρι την 11-09-1915, ότε

και συστήθηκε κυριότητα με τα προσόντα της εκτάκτου χρησικτησίας,


δυνάμενη να αντιταχθεί σ’ αυτό (Δημόσιο)281. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις

του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου (στο εξής χάριν συντομίας «β/ρ δίκαιο»), οι


οποίες είναι εφαρμοστέες για τη διάγνωση κτήσης κυριότητας, καθ’ όσον τα

δικαιογόνα περιστατικά αυτής έλαβαν χώρα κατά το χρόνο ισχύος τους282,


ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη με χρησικτησία σε ακίνητα

ανήκοντα στο Δημόσιο, εφ’ όσον ασκούσε πράξεις νομής διανοία κυρίου με
καλή πίστη για χρονικό διάστημα συνεχούς τριακονταετίας (30ετίας). Η

καλοπιστία έπρεπε να συντρέχει κατά το χρόνο έναρξης της τριακονταετούς


(30ετούς) νομής, προϋπέθετε δε την ύπαρξη περιστατικών που καθιστούν

εύλογη την πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος για το ανεπίληπτο της νομής


του. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, η τριακονταετία (30ετία) έπρεπε να έχει

συμπληρωθεί το αργότερο έως την 11-09-1915, όπως προκύπτει από το


συνδυασμό των διατάξεων του Ν. ΔΞΗ/1912, των διαταγμάτων περί

δικαιοστασίου που εκδόθηκαν σε εκτέλεσή του, του αρθ. 21 του Ν.Δ. της 22-
04/26-05-1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της

Αεροπορικής Αμύνης» και του αρθ. 4 του Α.Ν. 1539/1938 «περί προστασίας
των δημοσίων κτημάτων», που ουσιαστικά επανέλαβε την προηγούμενη

ρύθμιση283.

281 ίδετε σχετικώς, αντί άλλων ΟλΑΠ 75/1987 Δνη 1991 1483, ΑΠ 279/2019, ΑΠ 752/2019,
ΑΠ 40/2018, ΑΠ 69/2018, ΑΠ 184/2018, ΑΠ 582/2018, ΑΠ 1602/2018, ΑΠ 1642/2018, ΑΠ
299/2017, ΑΠ 987/2017, ΑΠ 1722/2017, ΑΠ 555/2016, ΑΠ 625/2014, ΑΠ 1203/2012
282 αρθ. 51 ΕισΝΑΚ

283 ίδετε ΟλΑΠ 75/1987 Δνη 1991 1483

123
Συνεπώς, με βάση τις ως άνω διατάξεις κι υπό τους άνω μνημονευομένους

όρους, ιδιώτης μπορεί να επικαλεσθεί τη χρησικτησία ως τρόπο κτήσης


δικαιώ-ματος κυριότητας σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου. Σημειωτέο δε

αφ’ ενός μεν ότι το βάρος αποδείξεως της κακοπιστίας του ιδιώτη φέρει το
Δημόσιο284, σε αντίθεση με τη διάταξη του αρθ. 1045 ΑΚ, αφ’ ετέρου δε ότι η

διάταξη του αρθ. 4 Ν. 3127/2004 δεν είναι εφαρμοστέα επί εκτός συναλλαγής
ακινήτων, όπως όλως ενδεικτικώς επί δημοσίων δασών και δασικών

εκτάσεων, αιγιαλού, μεγάλων λιμνών, όχθεων πλευσίμων ποταμών κ.λπ., ως


προς τα οποία ο ιδιώτης έχει μόνον ένα ιδιόρρυθμο δικαίωμα

προσατευόμενο με βάση τη διάταξη του αρθ. 57 ΑΚ επί παρακωλύσεως ή


αποβολής από τη χρήση του285.

Εξ άλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των αρθ. 51 και 55 ΕισΝΑΚ, η κτήση


κυριότητας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος προ της θέσης σε εφαρμογή

του ΑΚ, κρίνεται με βάση το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο
που έλαβαν χώρα τα δικαιογόνα πραγματικά περιστατικά, ενώ η προστασία

αυτών (κυριότητας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος), διέπεται από τις


ρυθμίσεις του ΑΚ. Περαιτέρω, για την εξεύρεση του νομοθετικού καθεστώτος

που ίσχυε και άρα για την εξαγωγή ασφαλούς συμπεράσματος ως προς την
κτήση του επίμαχου κάθε φορά δικαιώματος, πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη

προσοχή στην εδαφική περιφέρεια στην οποία κείται το ακίνητο και τούτο
διότι ισχύουν διαφορετικού περιεχομένου ρυθμίσεις ανάλογα με την περιοχή,

συνδυάζονται δε αυτές με το χρόνο και τον τρόπο με τον οποίο


απελευθερώθηκαν μετά τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους 286.

284 ίδετε ΑΠ 201/2016, ΕφΠειρ 461/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος»


285 ίδετε ΑΠ 226/2017, ΑΠ 680/2016, ΑΠ 723/2014, ΑΠ 1271/2011, ΕφΠειρ 397/2016
Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΠειρ 69/2015 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΘρακ 197/2015 Τ.Ν.Π. «Νόμος»,
ΠολΠρωτΚερκ 1301/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΚαλαμ 362/2015 Τ.Ν.Π. «Νόμος»
286 Κρίσιμες παρίστανται εν προκειμένω οι ρυθμίσεις του οθωμανικού νόμου της 7 ης

Ραμαζάν 1274 (1856), με βάση τις οποίες, οι γαίες διακρινόταν σε πέντε (5) κατηγορίες,
ήτοι: α. τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μουλκ), όπως λόγου χάριν αμπελώνες,
οικοδομήματα κ.λπ., των οποίων την κυριότητα είχε αυτός που τις εξουσίαζε και

124
Εντοπιζομένης, λοιπόν, αρχικώς της περιοχής όπου κείται το επίμαχο

ακίνητο, του τρόπου με τον οποίο κτήθηκε-ενσωματώθηκε στο νέο ελληνικό


κράτος, του ισχύοντος δικαιικού συστήματος και της κατηγορίας-είδους του

ακινήτου, εξάγεται κατά περίπτωση κρίση περί εφικτού της κτήσης


δικαιώματος κυριότητας με χρησικτησία υπέρ του αιτουμέ-νου τη διόρθωση

με βάση το ένδικο βοήθημα του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ.

Δάση & δασικές εκτάσεις

Ιδιαίτερης αναφοράς χρήζει η δυνατότητα κτήσεως δικαιώματος κυριότητας


με τα προσόντα της χρησικτησίας, όταν αντικείμενό της είναι δάσος ή δασική

έκταση. Σημειωτέο ότι κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του β/ρ δικαίου, αλλά
και των διατάξεων του ανωτέρω αναφερομένου οθωμανικού νόμου περί

γαιών, έκτακτη χρησικτησία χωρεί και επί δημοσίων δασών και δασικών
εκτάσεων. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ. 1 του Β.Δ. της 17-

11/01-12-1836 «περί ιδιωτικών δασών», σε συνδυασμό με αυτές των αρθ. 2


και 3 του ιδίου νομοθετήματος, αναγνωρίσθηκε η κυριότητα του ελληνικού

Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες που

μπορούσε να τις διαθέσει ελεύθερα προς τρίτους, β. τις δημόσιες γαίες (μιριγιε), όπως τα
δάση, οι βοσκότοποι, τα καλλιεργήσιμα χωράφια κ.λπ, των οποίων η κυριότητα ανήκε
στο οθωμανικό δημόσιο κι επί των οποίων ο ιδιώτης μπορούσε να αποκτήσει μόνον
δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρουφ), γ. τις αφιερωμένες γαίες (βακουφ), των
οποίων η χρήση κι εκμετάλλευση γινόταν για κάποιο αγαθοεργό σκοπό, όπως φερ’ ειπείν
από τα μοναστήρια, και τα οποία λογιζόταν ως αντικείμενα εκτός συναλλαγής ελέω του
χαρακτήρα τους, δ. τις εγκαταλελειμμένες υπέρ κοινοτήτων γαίες (μετρουκε), όπως
παραδείγματος χάριν οι πλατείες, οι δημόσιες οδοί κ.λπ., επί των οποίων υπήρχε
δικαίωμα κοινής χρήσης, ενώ ανήκαν στο δημόσιο και ε. τις νεκρές γαίες (μεβατ), οι
οποίες ανήκαν στο δημόσιο, χωρίς επ’ αυτών να έχει κανείς δικαίωμα κατοχής κι
εξουσιάσεως. Εξ αιτίας του αντικειμένου της παρούσας διπλωματικής και προς αποφυγή
μακροσκελών παρεκβάσεων, για τον τρόπο κτήσης των δικαιωμάτων με βάση τις
ρυθμίσεις του οθωμανικού δικαίου και για τις επί μέρους διακρίσεις/διαφοροποιήσεις,
ίδετε σχετικώς αντί άλλων: ΑΠ 39/2019, ΑΠ 222/2017, ΑΠ 987/2017, ΑΠ 458/2016,
ΕφΔωδ 169/2018 Τ.Ν.Π. «Νόμος». ΕφΔωδ 195/2018 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΘεσ 105/2016
Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΛαρ 140/2015 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΕφΔωδ 1282/2014 Τ.Ν.Π.
«Νόμος», ΕφΔωδ 70/2013 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΠολΠρωτΡοδ 36/2018 Τ.Ν.Π. «Νόμος»,
ΜονΠρωτΘεσ 4650/2018 Αρμεν 2018 935

125
προ της ενάρξεως του απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες και των

οποίων οι τίτλοι είχαν αναγνωρισθεί από το Υπουργείο Οικονομικών.


Προβλέφθηκε, λοιπόν, υπέρ του ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο

κυριότητας επί δασών που υπήρχαν εντός της ελληνικής επικράτειας, κατά
τους όρους της διατάξεως του αρθ. 1 του Ν. ΑΧΝ/1888 «περί διακρίσεως και

οριοθεσίας των δασών». Το τεκμήριο κυριό-τητας ενισχύεται από την


πρόβλεψη περί πλασματικής νομής του Δημοσίου επί των αδεσπότων κι επί

των δημοσίων εν γένει δασών, σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ. 215 Ν.


4173/1929, όπως αυτή τροποποιήθηκε με τη διάταξη του αρθ. 37 του Ν.

1539/1938 και του αρθ. 165 του Α.Ν. 192/1946287. Η ανατροπή του τεκμηρίου
αυτού είναι εφικτή, εφ’ όσον ο αιτών-ενάγων αποδείξει την καλό-πιστη,

τριακονταετή (30ετή) νομή του έως την 11-09-1915288.

ΙΙ.5.2.- Σχέση με αίτηση αρθ. 18 ΕθνΚτημ

Με τη διάταξη του αρθ. 18 ΕθνΚτημ, χορηγείται στους ενδιαφερομένους η


δυνατότητα υποβολής αιτήσεως εξωδικαστικής διορθώσεως προδήλου

σφάλ-ματος εγγραφής. Στην έννοια του προδήλως εσφαλμένων εγγραφών


που δύνανται να διορθωθούν διά της ασκήσεως της εν λόγω αιτήσεως,

εντάσσονται οι περιπτώσεις εκείνες όπου η αναγραφή κάποιου στοιχείου


είναι αντικειμενικά, ολοφάνερα λανθασμένη. Η έννοια του προδήλου

σφάλματος είναι αόριστη νομική έννοια, πλην ο ίδιος ο κτηματολογικός

287 ίδετε σχετικώς ΑΠ 583/2016, ΑΠ 835/2014, ΑΠ 2192/2013, ΑΠ 309/2012, ΕφΛαρ


101/2016 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης», ΕφΠειρ 395/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΠειρ 435/2016
Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΠειρ 3/2015 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΛαρ 140/2015 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.
«Ισοκράτης»
288 για λόγους αποφυγής μεγάλων παρεκβάσεων και στο σημείο αυτό, παρατίθεται η

πλέον χρήσιμη, ενδεικτική νομολογία σχετικά με τα αναφυόμενα ζητήματα σε


περιπτώσεις επίκλησης χρησικτησίας ως τίτλου κτήσεως κυριότητας επί δασών και
δασικών εκτάσεων - ίδετε αντί άλλων ΑΠ 39/2019, ΑΠ 493/2018, ΑΠ 187/2017, ΑΠ
299/2017, ΑΠ 987/2017, ΑΠ 1913/2017, ΑΠ 148/2016, ΑΠ 555/2016, ΑΠ 629/2016, ΑΠ
783/2016, ΑΠ 1477/2014, ΑΠ 2192/2013, ΕφΘεσ 105/2016 Αρμεν 2017 196, ΕφΠειρ
395/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΠολΠρωτΡοδ 36/2018 Τ.Ν.Π. «Νόμος»,

126
νομοθέτης, όλως ενδεικτικώς, έχει αναφέρει ορισμένες περιπτώσεις

χαρακτηριστικά υπαγόμενες στο ρυθμιστικό βεληνεκές της διατάξεως, όπως


φερ’ ειπείν η λανθασμένη αναγραφή στα κτηματολογικά φύλλα των

στοιχείων του δικαιούχου, όπως αυτά προκύπτουν για παράδειγμα από την
αστυνομική του ταυτότητα κ.λπ..

Η δυνατότητα διορθώσεως ανακρίβειας με την υποβολή της ως άνω


αιτήσεως υπάρχει και σε περιπτώσεις όπου υπάρχει και ένδειξη «άγνωστος

ιδιοκτήτης», ότε προσαπαιτείται η συναίνεση του ελληνικού Δημοσίου, υπό


τις επιφυλάξεις που η ίδια η γραμματική διατύπωση της διατάξεως

προβλέπει. Πλέον χαρακτηριστική των περιπτώσεων που προκύπτουν στην


πράξη, είναι η εμφάνιση της ένδειξης «αγνώστου ιδιοκτήτη» επί οριζοντίων

ή καθέτων ιδιοκτησιών289. Το γεγονός, όμως, ότι υφίσταται δικαίωμα


διορθώσεως των εν λόγω εγγραφών διά της ασκήσεως αιτήσεως κατ’ αρθ.

18 ΕθνΚτημ, ουδόλως συνεπάγεται ότι μεταξύ αυτών των δύο ενδίκων


βοηθημάτων υπάρχει σχέση αναγκαίας προδικασίας, υπό την έννοια ότι η

αίτηση διόρθωσης του αρθ. 18 ΕθνΚτημ, δεν αποτελεί προδικασία


παραδεκτής ασκήσεως της αιτήσεως του αρθ. 6 παρ. 3α’ ΕθνΚτημ 290. Ορθά

επισημαίνεται σε επίπεδο θεωρίας291 ότι όταν μια ανακριβής εγγραφή φέρει


ένδειξη «άγνωστος ιδιοκτήτης» και υπάρχει πεδίο εφαρμογής της αιτήσεως

εξωδικαστικής διορθώσεως προδήλου σφάλματος κατ’ αρθ. 18 ΕθνΚτημ,


παρέλκει η υποβολή αιτήσεως δικαστικής διορθώσεως κατ’ αρθ. 6 παρ. 3α’

ΕθνΚτημ, ελλείψει εννόμου συμφέροντος προς τούτο. Και τούτο διότι, μόνον

289 ίδετε ορθές επισημάνσεις Τσιλιγγερίδου Μ., ο.π. σημ. 244, σελ. 94-95, σημ. 251 κι εκεί
αναφερόμενες υποσημ. 38 έως 40
290 αυτό απασχόλησε εντόνως τη θεωρία και τη νομολογία, μέχρι την παρεμβολή του

κτηματολογικού νομοθέτη με τη διάταξη του αρθ. 2 παρ. 15 Ν. 4164/2013, με την οποία


προστέθηκε η περίπτωση ζ’ στο αρθ. 18 παρ. 1 ΕθνΚτημ. Σύμφωνα με την τελευταία αυτή
διάταξη, η υποβολή αιτήσεως διορθώσεως προδήλου σφάλματος, δεν είναι προδικασία
της παραδεκτής άσκησης της αιτήσεως του αρθ. 6 παρ. 3α’ ΕθνΚτημ, υιοθετηθείσας
σχετικώς της γνώμης της νομολογίας
291 ίδετε Τσιλιγγερίδου Μ., ο.π. σημ. 244, σελ. 97 επ., αριθ. 257 επ.

127
η συνδρομή ουσιαστικού δικαιώματος, δεν αρκεί για τη στοιχειο-θέτηση

αυτού (εννόμου συμφέροντος) και την προσφυγή στη δικαστική οδό.


Αντιθέτως, ο αιτών, θα πρέπει να αποδεικνύει και κατ’ ουσίαν ότι η

επιχειρούμενη διαδικαστική πράξη είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορη


για την ικανοποίηση του συμφέροντός του, ήτοι θα πρέπει να καθίσταται

απολύτως σαφές για ποιο λόγο, ενώ υπάρχει πεδίο διορθώσεως της
εσφαλμένης εγγραφής με την υποβολη αιτήσεως κατ’ αρθ. 18 ΕθνΚτημ,

επιλέγεται η δικαστική οδός διορθώσεως κατ’ αρθ. 6 παρ. 3α’ ΕθνΚτημ, κατά
παρέκβαση της αρχής της οικονομίας των δικαστικών ενεργειών.

ΙΙ.6.- Απόφαση επί αιτήσεως αρθ. 6 παρ. 3 α’ ΕθνΚτημ

Σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ. 6 παρ. 3 α’ εδ. ζ’ ΕθνΚτημ, εάν η εν θέματι

αίτηση, γίνει δεκτή και η σχετική απόφαση καταστεί τελεσίδικη, διορθώνεται


η ανακριβής εγγραφή. Ήδη στο σημείο αυτό εμφανίζεται διαφορά με τη

ρύθμιση της αγωγής κατ’ αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, όπου ο απαιτούμενος


βαθμός δικονομικής ωριμότητας είναι αυτός του αμετακλήτου. Σύμφωνα δε

με την απολύτως κρατούσα στη νομολογία γνώμη292, η τελεσιδικία των


αποφάσεων που εκδίδονται στο πλαίσιο της διαδικασίας της εκουσίας

δικαιοδοσίας, επέρχεται από της παρόδου της προθεσμίας ασκήσεως


εφέσεως από πλευράς του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, στον οποίο είναι

επιδοτέα η εν λόγω απόφαση, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του αρθ. 761
ΚΠολΔ. Ακόμη, όμως, και μετά την τελεσιδικία της, η απόφαση επί της εν

θέματι αιτήσεως, δεν οδηγεί αυτομάτως σε οριστικοποίηση της εγγραφής και


άρα στην παραγωγή του τεκμηρίου ακρίβειάς της, κατά τους ορισμούς της

διατάξεως του αρθ. 7 παρ. 1 ΕθνΚτημ. Πλέον συγκεκριμένα, για την


παραγωγή του εν λόγω αμαχήτου τεκμηρίου μετά την τελεσιδικία της

αποφάσεως, πρέπει να παρέλθει η προθεσμία η προβλεπό-μενη στο αρθ. 6

ίδετε ΑΠ 39/2019, ΑΠ 698/2016, ΕφΔωδ 212/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΑθ 2991/2017


292

Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΚαλαμ 203/2018 Τ.Ν.Π. «Νόμος»

128
παρ. 2 ΕθνΚτημ, χωρίς να ασκηθεί ενδιαμέσως η αγωγή κατ’ αυτή τη διάταξη.

Επαναλαμβάνεται στο σημείο αυτό ότι, και διαρκούσης της εκκρεμοδικίας


συνεπεία της αιτήσεως του αρθ. 6 παρ. 3α’ ΕθνΚτημ, ο τρίτος, αληθής

δικαιούχος, που αμφισβητεί την ακρίβεια της διορθωμένης αγωγής, μπορεί


να ασκήσει την αγωγή του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ. Εάν, λοιπόν, έχει ασκηθεί

αγωγή κατά την εν λόγω διάταξη (αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ), τότε αμάχητο
τεκμήριο παράγεται από της εκδόσεως αμετακλήτου αποφάσεως επ’ αυτής.

Τέλος, σε περίπτωση που για τη διόρθωση της εγγραφής με την ένδειξη


«άγνω-στος ιδιοκτήτης», δεν ασκηθεί αίτηση διορθώσεως κατά την εν

προκειμένω ερευνώμενη διάταξη, για την οριστικοποίηση της εγγραφής και


την παραγωγή του τεκμηρίου ακρίβειας, απαιτείται η άπρακτη πάροδος της

προθεσμίας της διατάξεως του αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ, ότε και το επίμαχο
ακίνητο περιέρχεται στην κυριότητα του ελληνικού Δημοσίου, κατά τα

προβλεπόμενα στη διάταξη του αρθ. 9 παρ. 1 ΕθνΚτημ.

Στην περίπτωση δε που η εκδοθείσα απόφαση, απορρίπτει την ασκηθείσα

αίτηση ως νόμω ή ουσία αβάσιμη, ο αιτών, νομιμοποιείται στην άσκηση της


αγωγής κατ’ αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ για τη συντέλεση της διορθώσεως293,

όπως ήδη ανωτέρω αναφέρθηκε, η προθεσμία ασκήσεως της οποίας, έχει


ήδη διακοπεί λόγω της άσκησης της αιτήσεως του αρθ. 6 παρ. 3α’ ΕθνΚτημ.

-.-

ΙΙΙ.- Αντιρρήσεις ενώπιον Κτηματολογικού Δικαστή κατ’ αρθ. 6 παρ. 4 γ’

ΕθνΚτημ

Σημαντική κατηγορία υποθέσεων αποτελούν οι αντιρρήσεις που

υποβάλλονται κατά πράξεων του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού

293ίδετε αντί άλλων ΜονΠρωτΘεσ 4650/2018 Αρμεν 2018 935, ΜονΠρωτΛαμ 23/2015
Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΑθ 198/2013 Τ.Ν.Π. «Νόμος»

129
Γραφείου, σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ. 6 παρ. 4 γ’ ΕθνΚτημ294. Κατ’

ουσίαν, ο θεσμός των αντιρρήσεων αποτελεί έκφραση της αρχής της


δημοσιότητας των εμπραγμάτων, εννόμων σχέσεων σε ακίνητα,

επιδιώκοντας τη βεβαιότητα ως προς τις κτηματολογικές σχέσεις και την


ασφάλεια των συναλλαγών, τις οποίες και θίγει η απόφαση του

Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου να αρνηθεί την καταχώρηση


δικαστικής απόφασης295, διοικητικής πράξης296 ή δικαιοπραξίας297 στα

κτηματολογικά φύλλα. Για λόγους συστηματικής ορθότητας και πληρέστερης


κατανόησης των ζητημάτων που αναφύονται εν σχέσει με τη δίκη των

αντιρρήσεων, αναγκαία παρίσταται η έκθεση ορισμένων βασικών στοιχείων


της αιτήσεως, επί της οποίας εκδίδεται η απόφαση του Προϊσταμένου του

Κτηματολογικού Γραφείου που προσβάλλεται με το ένδικο βοήθημα των εν


θέματι αντιρρήσεων.

ΙΙΙ.1.- Προηγούμενη κατάθεση αίτησης ενώπιον Προϊσταμένου Κτηματο-


λογικού Γραφείου - Τηρητέα προδικασία

Κατ’ αρχάς, σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ. 6 παρ. 4α’ ΕθνΚτημ, μπορεί να
υποβληθεί εξωδικαστικώς αίτημα για διόρθωση ανακριβούς εγγραφής ως

προς το δικαίωμα κυριότητας ή άλλο εγγραπτέο δικαίωμα, όταν το δικαίωμα


που καταχωρήθηκε στην αρχική εγγραφή, είχε μεταβιβασθεί, αλλοιωθεί,

επιβαρυνθεί ή καταργηθεί δυνάμει δικαιοπραξίας, διοικητικής πράξεως,


δικαστικής αποφάσεως ή άλλης διαδικαστικής πράξεως, η οποία είχε

294 Δυνατότητα υποβολής αντιρρήσεων προβλέπεται και στις διατάξεις των αρθ.16 παρ.
5, 18 παρ. 2 και 19 παρ. 2 ΕθνΚτημ
295 ίδετε πλέον αναλυτικά Εμμανουηλίδου Κων., «Ο έλεγχος νομιμότητας στο Εθνικό

Κτηματολόγιο και η άρνηση καταχώρησης δικαστικής απόφασης στα κτηματολογικά


φύλλα», ΕλλΔνη 1 2017 25
296 ίδετε Αλικάκο Π., «Άρνηση καταχώρησης διοικητικής πράξεως στα κτηματολογικά

φύλλα», ΕλλΔνη 1 2017 38


297 ίδετε Μαντή Π., «Άρνηση καταχώρησης δικαιοπραξίας στα κτηματολογικά φύλλα»,

ΕλλΔνη 1 2017 47

130
καταχωρηθεί στα τηρούμενα στο Υποθηκοφυλακείο βιβλία προ της

ημερομηνίας καταχωρήσεως των πρώτων εγγραφών.

Εφ’ όσον, λοιπόν, συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις, μπορεί η πράξη που

συνεπάγεται μεταβίβαση, αλλοίωση, επιβάρυνση ή κατάργηση του


εγγραπτέου δικαιώματος, να καταχωρηθεί στο κτηματολογικό φύλλο του

ακινήτου, με απλή μεταφορά από τα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου,


συνεπεία υποβληθείσας αιτήσεως του δικαιούχου ή τρίτου που δικαιολογεί

έννομο συμφέρον, υπό τον όρο ότι δεν έχει ενδιαμέσως μεσολαβήσει άλλη,
ασυμβίβαστη κατά περιεχόμενο, εγγραφή στο κτηματολογικό φύλλο.

Η λόγω αίτηση πρέπει να υποβάλλεται εντός της οριζομένης στη διάταξη του
αρθ. 6 παρ. 2 ΕθνΚτημ προθεσμίας, μαζί δε με αυτή υποβάλλονται και

επικυρωμένα αντίγραφα των εγγράφων που αποδεικνύουν το εγγραπτέο


δικαίωμα, μετά των πιστοποιητικών εγγραφής τους στα οικεία βιβλία του

Υποθηκοφυλακείου. Η επ’ αυτής κρίση του Προϊσταμένου του


Κτηματολογικού Γραφείου, θετική ή αρνητική, πρέπει να εκδίδεται εντός

πέντε (5) εργασίμων ημερών από της ημερομηνίας υποβολής της, κατά τα
οριζόμενα στη διάταξη του αρθ. 6 παρ. 4β’ ΕθνΚτημ.

Σημειωτέον ότι χρόνος καταχωρήσεως στα κτηματολογικά φύλλα θεωρείται


η ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως για την κατά μεταφορά από τα βιβλία

του Υποθηκοφυλακείου καταχώρηση.

ΙΙΙ.2.- Συσχέτιση με άρνηση καταχώρησης σε δημόσια βιβλία κατ’ αρθ.

791 παρ. 1 ΚΠολΔ

Μεταξύ της αρνήσεως του τηρούντος δημόσια βιβλία κατ’ αρθ. 791 παρ. 1

ΚΠολΔ να προβεί σε ζητούμενη εγγραφή και αρνήσεως του Προϊσταμένου


του Κτηματολογικού Γραφείου ως προς ότι δεν θα προβεί στην αιτούμενη

καταχώρηση ή διόρθωση, υφίσταται μια σημαντική και ουσιώδης διαφορά.

131
Στην μεν περίπτωση της διατάξεως του αρθ. 791 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρόκειται για

απλή άρνηση του Υποθηκοφύλακα, ο οποίος και σημειώνει περιληπτικά τους


λόγους απορρίψεως στα οικεία βιβλία298, ασκώντας τον τυπικό έλεγχο των

προσκομισθέντων στοιχείων και χωρίς να έχουν εξουσία ελέγχου της


νομιμότητας των μεταγραπτέων πράξεων, πολλώ δε μάλλον (εξουσία

ελέγχου) της νομικής κι ουσιαστικής βασιμότητας αγωγής και ορθότητας


δικαστικής αποφάσεως. Αντιθέτως, στην περίπτωση του Προϊσταμένου του

Κτηματολο-γικού Γραφείου, πρόκειται για απόφαση έχουσα χαρακτήρα


«οιονεί δικαστικού οργάνου», το οποίο έχει εξουσία διενέργειας ελέγχου

νομιμότητας. Αυτή καθ’ αυτή φύση της παρεχομένης στον Προϊστάμενο του
Κτηματολογικού Γραφείου εξουσίας, δεικνύει την ευρύτητα των ορίων της,

με αποτέλεσμα αυτός (Προϊστάμενος) να λειτουργεί κατ’ ουσίαν ως


δικαιοδοτικό όργανο, στο πλαίσιο του ελέγχου που του ανατέθηκε.

ΙΙΙ.3.- Δίκη αντιρρήσεων

Οι ανωτέρω αναφερόμενες αυξημένες, εν σχέσει με τους Υποθηκοφύλακες,

αρμοδιότητες, είναι ουσιαστικά η αιτία της πρόβλεψης για προσβολή με


αντιρρήσεις της απόφασης του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου

ενώπιον του αρμοδίου κτηματολογικού Δικαστή, είτε η απόφαση κάνει δεκτή,


είτε απορρίπτει την ανωτέρω αναφερόμενη αίτηση, στην δε άσκηση αυτών

νομιμοποιούνται ο αιτών, ο αρχικώς εγγεγραμμένος, καθώς κι οποιοσδήποτε


δικαιολογεί προς τούτο έννομο συμφέρον. Η υπόθεση συζητείται κατά την

εκουσία δικαιοδοσία, εφαρμοζομένων επ’ αυτής (υποθέσεως) των


οριζομένων στη διάταξη του αρθ. 16 παρ. 5 ΕθνΚτημ (αρθ. 6 παρ. 4 γ’

ΕθνΚτημ). Το γεγονός δε της παραπομπής στη «γενική» διάταξη του αρθ. 16


παρ. 5 ΕθνΚτημ, η οποία είναι εφαρμοστέα επί όλων των μορφών

αντιρρήσεων που προβλέπονται ως ένδικα βοηθήματα στον Ν. 2664/1998,

ίδετε ΜονΠρωτΚαρδ 16/2012 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΜονΠρωτΠατρ 249/2011 ΕφΑΔ 2011


298

667

132
οδηγεί στην ανάγκη διάγνωσης κι ερμηνείας όλων των ζητημάτων που

αναφύονται σχετικώς, τα οποία, ωστόσο, δεν είναι συστηματικά, αλλά κι από


απόψεως αντικειμένου της παρούσας, να αναπτυχθούν στο σημείο αυτό 299.

Η προπεριγραφείσα φύση κι έκταση των αρμοδιοτήτων του Προϊσταμένου


του Κτηματολογικού Γραφείου, συνεπάγεται, πέραν της κτήσης της ως άνω

ιδιότητας του «οιονεί δικαστικού οργάνου», και την έλλειψη νομιμοποίησής


του στη δίκη που ανοίγει επί των αντιρρήσεων που ασκούνται. Και τούτο

διότι, ασφαλώς, δεν νοείται να συμμετέχει στη δίκη που έχει ως αντικείμενο
τη νομιμότητα ή την ουσιαστική βασιμότητα της κρίσης του, το ίδιο

πρόσωπο που έκρινε την υπόθεση σε πρώτο, εξωδικαστικό στάδιο 300.


Επιχείρημα υπέρ της εν λόγω θέσης αντλείται κι από το γεγονός ότι ο

Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου, δεν συγκαταλέγεται μεταξύ


των προσώπων που απαριθμούνται στη διάταξη του αρθ. 791 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Επί πλέον, στη δίκη ενώπιον του κτηματολογικού Δικαστή, μπορεί να


παρέμβει ο Εισαγγελέας, εάν κρίνει τούτο αναγκαίο στο πλαίσιο των

καθηκόντων του, ακόμη κι αν δεν έχει κλητευθεί σχετικώς, νομιμοποιείται δε


αυτός και στην άσκηση εφέσεως κατά της εκδοθησομένης αποφάσεως,

ακόμη κι αν δεν μετέχει στην πρωτοβάθμια δίκη. Περαιτέρω, ο Προϊστάμενος


του Κτηματολογικού Γραφείου δεν καθίσταται διάδικος, παρά το γεγονός ότι

το δικόγραφο των αντιρρήσεων στρέφεται κατ’ αποφάσεώς του,


υφισταμένης, πάντως, δυνατότητας του δικάζοντος κτηματολογικού

Δικαστή να διατάξει την κλήτευσή του, εάν κρίνεται σκόπιμο να εμφανισθεί


για να παράσχει αναλυτικότερα τις απόψεις του. Ορθά γίνεται δεκτό ότι

αυτός (Προϊστάμενος) μπορεί να ασκήσει παρέμβαση όταν με το δικόγραφο


των αντιρρήσεων θίγονται προσωπικά του συμφέροντα, όπως φερ’ ειπείν

299 για τη δίκη των αντιρρήσεων που ανοίγει επί ασκήσεως των προβλεπομένων στον Ν.
2664/1998 ενδίκων βοηθημάτων, ίδετε Διαμαντόπουλο Γ., «Η δίκη των αντιρρήσεων
ενώπιον του κτηματολογικού δικαστή, 2015, εκδ. Σάκκουλα
300 ίδετε αντί άλλων, ΕφΘεσ 600/2009 Αρμεν 2009 1178, ΜονΠρωτΘεσ 547-548/2014

Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «Ισοκράτης»

133
όταν η άρνηση καταχώρησης οφείλεται σε αμφισβήτηση των δικαιωμάτων

που τυχόν δικαιούται να εισπράξει για την εγγραπτέα πράξη301.

Το δικόγραφο των αντιρρήσεων δικάζεται, ως ήδη ανωτέρω αναφέρθηκε,

κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, ως όρος του παραδεκτού


αυτού, τίθεται η καταχώρησή του στο οικείο κτηματολογικό φύλλο το

αργότερο έως τη συζήτηση και η προσκόμιση του οικείου πιστοποιητικού


κατά τον αυτό χρόνο.

ΙΙΙ.4.- Απόφαση επί των αντιρρήσεων

Ο κτηματολογικός Δικαστής που επιλαμβάνεται δικογράφου αντιρρήσεων,

αποφαίνεται υπέρ είτε της αποδοχής ή της απορρίψεως του αιτήματος


αυτού (δικογράφου). Η τυχόν εκδοθησομένη θετική απόφαση του

Δικαστηρίου, αναπτύσσει erga omnes διαπλαστική ενέργεια άμα τη


τελεσιδικία της302, μπορεί δε κατ’ αυτής, αλλά και αντίστοιχα της

απορριπτικής, να ασκηθεί έφεση από όποιον νομιμοποιείται σχετικώς και


αποδεικνύει έννομο συμφέρον. Σημειωτέον ότι, υπό τους όρους που

αναφέρθηκαν στο οικείο τμήμα της ανάπτυξης για την αίτηση κατ’ αρθ. 6
παρ. 3α’ ΕθνΚτημ, όποιος δεν μετείχε στη δίκη των αντιρρήσεων, μπορεί να

ασκήσει τριτανακοπή, προκειμένου να επιτύχει την ανατροπή της εκδοθείσας


αποφάσεως.

-.-

ΙV.- Αίτηση διορθώσεως περιγραφικών & γεωμετρικών στοιχείων κατ’

αρθ. 6 παρ. 8 α’ ΕθνΚτημ

301 ίδετε ΕφΘεσ 600/2009 ο.π. σημ. 296


302 ίδετε Διαμαντόπουλο Γεωρ., ο.π. σημ. 299, αριθ. 506, 521, 522

134
ΙV.1.- Περιεχόμενο διατάξεως - Έννοια περιγραφικών και γεωμετρικών

στοιχείων

Το περιεχόμενο της εν λόγω διατάξεως διαμορφώθηκε ως ισχύει σήμερα,

μετά τις τροποποιήσεις που επέφεραν στο αρχικό νομοθέτημα (2664/1998),


αρχικώς η διάταξη του αρθ. 2 παρ. 3 Ν. 3127/2003, με την οποία προστέθηκε

η εν λόγω όγδοη (8η) παράγραφος, εν συνεχεία δε η διάταξη του αρθ. 2 παρ.


6 Ν. 4164/2013. Στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης, το οποίο προσδιορίζεται

από τον ίδιο τον κτηματολογικό νομοθέτη εξ αντιδιαστολής με αυτό της


διατάξεως του αρθ. 20α ΕθνΚτημ, εντάσσονται όλα εκείνα τα σφάλματα που

αφορούν αποκλειστικά και αμιγώς περιγραφικά και γεωμετρικά στοιχεία303.


Μάλιστα, το ίδιο το γράμμα του νόμου προβλέπει το απαράδεκτο του

δικογράφου της εν θέματι αιτήσεως, εάν τυχόν από την εκζητούμενη


διόρθωση των ως άνω στοιχείων, θίγονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα

δικαιώματα συνδικαιούχων, τα όρια όμορων ακινήτων, καθώς και τα


δικαιώματα τρίτων προσώπων επί του επιδίκου ακινήτου304.

Είναι κρίσιμο να προσδιορισθούν οι έννοιες των περιγραφικών και


γεωμετρικών στοιχείων, ιδίως εν όψει του ορθού καθορισμού του

αντικειμένου της δίκης που ανοίγει επί ασκηθείσας αιτήσεως κατ’ αρθ. 6 παρ.
8 α’ ΕθνΚτημ. Έτσι, ως περιγραφικά στοιχεία ορίζονται, σύμφωνα με τη

διάταξη του αρθ. 2.1.2. του παραρτήματος Α’ της με αριθμό 556/2012


απόφασης του Δ.Σ. του Ο.Κ.Χ.Ε. τα στοιχεία ιδιοκτησιών και επιφανειών, τα

στοιχεία κτιρίων, κτισμάτων και λοιπών χώρων, τα στοιχεία δικαιούχων και


πάσης φύσεως συναλλασσομένων, καθώς και τα στοιχεία των εγγραπτέων

δικαιωμάτων. Αντιστοίχως, ως γεωμετρικά στοιχεία νοούνται η θέση, το

303 για το πώς και για ποιο λόγο διαμορφώθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο το περιεχόμενο της
διατάξεως, ίδετε Εμμανουηλίδου Κων., σε Διαμαντόπουλος Γ.-Εμμανουηλίδου Κων., ο.π.
σημ. 53, σελ. 27
304 ίδετε και Εμμανουηλίδου Κων., σε Διαμαντόπουλος Γ. - Εμμανουηλίδου Κων., ο.π. σημ.

53, σελ. 28

135
σχήμα, τα όρια και το εμβαδόν305 του ακινήτου, όπως αποτυπώνονται στα

κτηματολογικά διαγράμματα306.

ΙV.2. Αρμοδιότητα - διαδικασία εκουσίας δικαιοδοσίας - Νομιμοποίηση

Για την εκδίκαση της εν θέματι αιτήσεως, ο κτηματολογικός νομοθέτης


κατέστησε αρμόδιο το Μονομελές Πρωτοδικείο, το οποίο συγκροτείται από

κτηματολογικό Δικαστή, υπάγεται δε κι αυτή στη διαδικασία της εκουσίας


δικαιοδοσίας, ούσα αδιαμφισβήτητα γνήσια υπόθεση εκουσίας, δεδομένου

ότι δεν υπάρχει στοιχείο αντιδικίας μεταξύ προσώπων. Εξ άλλου, στην


υποβολή της εν λόγω αιτήσεως νομιμοποιείται ο καταχωρηθείς στις πρώτες

εγγραφές ως δικαιούχος εγγραπτέου δικαιώματος307, ανεξάρτητα αν είχε


καταχωρισθεί ως δικαιούχος και στις αρχικές εγγραφές, χωρίς να

αποκλείεται και η νομιμοποίηση του καθολικού ή ειδικού διαδόχου του


καταχωρισθέντος στις πρώτες εγγραφές ως δικαιούχου, θέση που βρίσκει

έρεισμα στη διάταξη του αρθ. 18 ΕθνΚτημ για τα πρόδηλα σφάλματα308.

ΙV.3. Τηρητέα προδικασία

305 ειδικώς σε ό,τι αφορά στην περίπτωση που η αίτηση κατ’ αρθ. 6 παρ. 8α’ ΕθνΚτημ,
αφορά στη διόρθωση του εμβαδού, αυτή είναι επιτρεπτή, εφ’ όσον δεν επέρχονται με αυτή
χωρικές μεταβολές, διότι στην περίπτωση αυτή, πρέπει να ασκηθεί η αίτηση του αρθ. 19
παρ. 2 ΕθνΚτημ. Συνεπώς, εντός του πεδίου εφαρμογής της αιτήσεως του αρθ. 6 παρ. 8α’
ΕθνΚτημ, εμπίπτουν οι περιπτώσεις όπου το σφάλμα ως προς το στοιχείο του εμβαδού,
βρίσκεται εντός αποδεκτής αποκλίσεως, κατ’ αρθ. 13α ΕθνΚτημ, ή υποβάλλεται κοινή
αίτηση μετά του θιγομένου προσώπου.
Είναι απολύτως ορθή, ωστόσο, η σκέψη του Δικαστηρίου στην ΜονΠρωτΜυτ 26/2019
ΕπΑΚ 3 2019 σελ. 480 in f., σύμφωνα με την οποία, χάριν της αρχής της οικονομίας των
δικαστικών ενεργειών, το Δικαστήριο, παρά τη γραμματική διατύπωση της διατάξεως του
αρθ. 6 παρ. 8α’ ΕθνΚτημ και τη συσχέτιση αυτής με εκείνες των αρθ. 19 και 20α ΕθνΚτημ,
θεωρεί ότι εμπίπτουν στο ρυθμιστικό βεληνεκές της διατάξεως της εν θέματι αιτήσεως
κάθε αίτημα διόρθωσης εμβαδού, αρκεί να μην αμφισβητούνται τα δικαιώματα
συνδικαιούχων, τα όρια όμορων ακινήτων ή τα δικαιώματα τρίτων προσώπων.
306 ίδετε αντί άλλων ΑΠ 1632/2011, ΕφΑθ 4466/2019 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΔωδ 14/2015

Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΛαρ 159/2013 Δικογραφία 2013 519


307 ίδετε σχετικώς ΕφΑθ 2005/2011 Τ.Ν.Π. «Νόμος»

308 ίδετε ΕφΑθ 4466/2019 Τ.Ν.Π. «Νόμος»

136
Το δικόγραφο της αιτήσεως, επί ποινή απαραδέκτου του, πρέπει κατ’ αρχάς

να καταχωρίζεται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, εντός δεκαπέντε


(15) ημερών από της καταθέσεώς του στη Γραμματεία του αρμοδίου

Δικαστηρίου. Επί πλέον, επί ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως της


αιτήσεως, πρέπει να προσκομίζονται, αφ’ ενός μεν αντίγραφο του

κτηματολογικού φύλλου, αφ’ ετέρου δε απόσπασμα κτηματολογικού


διαγράμματος του ακινήτου το οποίο αφορά η διόρθωση.

Εάν δε το αίτημα του δικογράφου είναι τέτοιο που τυχόν αποδοχή του,
επιφέρει μεταβολές στα κτηματολογικά διαγράμματα, τότε ο αιτών, για το

παραδεκτό της συζήτησης, πρέπει αρχικώς να προσκομίζει, αντί του


προρρηθέντος αποσπάσματος κτηματολογικού διαγράμματος, τοπογραφικό

διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών, στο οποίο και θα αποτυπώνεται η


αιτούμενη γεωμετρική μεταβολή, καθώς και εισήγηση του οικείου

κτηματολογικού γραφείου για την πλήρωση των τεχνικών προϋποθέσεων


απεικόνισης της αιτούμενης γεωμετρικής μεταβολής.

ΙV.4. Αντικείμενο δίκης

Στο ρυθμιστικό βεληνεκές της εν λόγω αιτήσεως, σύμφωνα με το γράμμα της

διατάξεως, δεν εμπίπτουν: α. η προσαρμογή των γεωμετρικών στοιχείων των


κτηματολογικών εγγραφών, τα οποία προκύπτουν από την εφαρμογή

ενιαίως νέων τεχνικών προδιαγραφών, σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ. 20


ΕθνΚτημ, β. τα πρόδηλα σφάλματα, κατά την έννοια της διατάξεως του αρθ.

18 ΕθνΚτημ, η διόρθωση των οποίων ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα


του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου και γ. τα σφάλματα που

περιγράφονται στη διάταξη του αρθ. 19 ΕθνΚτημ, ήτοι τα σφάλματα σε


ληξιαρχικά στοιχεία και γεωμετρικά στοιχεία των κτηματολογικών

εγγραφών, τα οποία, ομοίως, υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του


Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου. Η διάταξη αυτή πρέπει να

137
ερμηνευθεί διασταλτικά, ώστε να συμπεριλάβει εσφαλμένα καταχωρηθέντα

στοιχεία των πρώτων εγγραφών, εφ’ όσον οι αιτούμενες διορθώσεις


προκύπτουν από δημόσια έγγραφα, όπως το εμβαδόν, το είδος της διαιρετής

ιδιοκτησίας309, τον αριθμό ορόφου, την ύπαρξη ή μη παρακολουθήματος, την


αιτία και τον τίτλο κτήσης, το είδος του εμπράγματου δικαιώματος, το

ποσοστό συγκυριότητας επί του γεωτεμαχίου που αναλογεί σε κάθε διαιρετή


ιδιοκτησία, το ποσοστό συγκυριότητας επί ακινήτου εκάστου των

συγκυριών, την κατάργηση Κ.Α.Ε.Κ. που αντιστοιχεί σε ανύπαρκτη ιδιοκτησία


κ.λπ.310.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, η κατ’ άρθρο 6 παρ.8 διόρθωση είναι απαράδεκτη,


όταν τίθενται υπό αμφισβήτηση τα δικαιώματα συνδικαιούχων, τα όρια

όμορων ακινήτων ή τα δικαιώματα τρίτων προσώπων επ’ αυτών, ως ήδη


ανωτέρω λέχθηκε. Η νομολογία, στο πλαίσιο ερμηνευτικής διαστολής ως

προς τον προσδιορισμό του περιεχομένου του εν λόγω απαραδέκτου,


επέκτεινε το απαράδεκτο επί κάθε δικαιώματος τρίτου που ενδέχεται να

επηρεασθεί από την αιτούμενη διόρθωση, εφ’ όσον ο τρίτος δεν συμμετάσχει
στη σχετική δίκη311. Επιπροσθέτως, με την αίτηση του αρθ. 6 παρ. 8 α’

ΕθνΚτημ, δεν είναι δυνατή η διαγραφή καταχωρισθείσας πράξεως, βάσει της


οποίας γίνεται η κτηματολογική εγγραφή και τούτο διότι, σε αντίθεση με ό,τι

ισχύει για την εξάλειψη υποθήκης και προσημειώσεως υποθήκης και τη


διαγραφή φανερά αβάσιμης αγωγής, από καμία διάταξη του Ν. 2664/1998,

του Αστικού Κώδικα, ή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ούτε κι από αυτή
του αρθ. 791 ΚΠολΔ, δεν παρέχεται στα πολιτικά Δικαστήρια και δη στον

κτηματολογικό Δικαστή, η εξουσία να διατάξει τη διαγραφή τυχόν

309 λ.χ. από οριζόντια επί καθέτου σε απλή κάθετη ή απλή οριζόντια
310 ίδετε σχετικώς ΜονΠρωτΠατρ 169/2016 Δνη 2017 284, ΜονΠρωτΛαμ 90/2012 Τ.Ν.Π.
«Νόμος», ΜονΠρωτΚερκ 309/2012 Τ.Ν.Π. «Νόμος», Εμμανουηλίδου Κων., σε
Διαμαντόπουλο Γ.-Εμμανουηλίδου Κων., ο.π. σημ. 53, σελ. 28 in f.-29 & υποσημ. 35
311 ίδετε Εμμανουηλίδου Κων., σε Διαμαντόπουλος Γ.-Εμμανουηλίδου Κων., ο.π. σημ. 53,

σελ. 26

138
παράνομης καταχωρήσεως στα κτηματολογικά βιβλία, δεδομένου ότι η

καταχώρηση των πράξεων αποτελεί διοικητική πράξη, την οποία τα πολιτικά


Δικαστήρια δεν έχουν εξουσία να ακυρώσουν312.-

ίδετε ΑΠ 1427/2010 και Διαμαντόπουλο Γ., «Η δίκη των αντιρρήσεων», εκδ. Σάκκουλα,
312

2015, σελ. 98, 144

139
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Διαμαντόπουλος Γεώργιος, Εμμανουηλίδου Κωνσταντία, «Ζητήματα


Κτηματολογικού Δικονομικού Δικαίου», εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2014

2. Διαμαντόπουλος Γεώργιος, Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, «Δίκαιο


Κτηματολογίου, Νομοθεσία - Νομολογία», εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2013

3. Διαμαντόπουλος Γεώργιος, «Η δίκη των αντιρρήσεων ενώπιον του


Κτηματολογικού Δικαστή», εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2015

4. Παπαστερίου Δημήτριος, «Κτηματολογικό Δίκαιο, κατ’ άρθρο


ερμηνεία», εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2013

5. Εμμανουηλίδου Κωνσταντία, «Η δίκη της χρησικτησίας - Δικονομικό


πλαίσιο και διαδικαστά ζητήματα, Χρησικτησία και Εθνικό

Κτηματολόγιο», Βιβλιοθήκη Δικαίου Κτηματολογίου, εκδ. Αντ.


Σάκκουλα, 2017

6. Εμμανουηλίδου Κωνσταντία, «Ο έλεγχος νομιμότητας στο Εθνικό


Κτηματολόγιο και η άρνηση καταχώρησης δικαστικής απόφασης στα

κτηματολογικά φύλλα», Ελληνική Δικαιοσύνη 2017


7. Κιτσαράς Λάμπρος, «Οι πρώτες εγγραφές στο Εθνικό Κτηματολόγιο»,

εκδ. Δίκαιο & Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλας, 2001


8. Μπέης Κων/νος, Πολιτική Δικονομία, Εκουσία Δικαιοδοσία, εκδ. Π.Ν.

Σάκκουλας, 1991
9. Σπυριδάκης Ιωάννης, «Δίκαιο Κτηματολογίου», εκδ. Αντ. Σάκκουλα,

2016
10. Βαθρακοκοίλης Βασίλειος, «Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας»,

2001
11. Πλιάτσικας Κων/νος, «Η διόρθωση ανακριβούς πρώτης κτηματο-

λογικής εγγραφής, Συμβολή στην ερμηνεία του αρθ. 6 παρ. 2 Ν.


2664/1998», εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2019

140
12. Αργυρίου Δημήτριος, «Το δίκαιο του κτηματολογίου - Θεωρία -

Νομολογία - Υποδείγματα», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2013


13. Τσήλιου Μαρία, «Μαχητό τεκμήριο ακρίβειας μεταγενέστερων

εγγραφών και κτήση δικαιωμάτων από μη κύριο», διπλωματική


εργασία, Θεσσαλονίκη 2017

14. Τσολακίδης Ζ., «Η δημοσιότητα των πράξεων και των δικαιωμάτων


στο εθνικό κτηματολόγιο», εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας, 2013

15. Παπαστερίου Δημήτριος, «Κτηματολογικό Δίκαιο», εκδ. Αντ.


Σάκκουλα, 2013

16. Καρύμπαλη-Τσίπτσιου Γιαννούλα, «Ζητήματα ένδικης προστασίας


εμπραγμάτου δικαιώματος στο Κτηματολόγιο, Κτηματολογικός

Κανονισμός Δωδεκανήσου και Εθνικό Κτηματολόγιο: Σημεία τομής και


διάκρισης», βιβλίο πρακτικών 2ου πανελληνίου συνεδρίου ΚΕ.ΚΤΗ.ΜΕ.,

Ρόδος, 2016
17. Κούσουλας Χρίστος, «Το δίκαιο του Κτηματολογίου - η νομική

θεώρηση της κτηματογράφησης (Ν. 2308/1995)», εκδ. Αντ. Σάκκουλα,


2001

18. Γεωργιάδης Απόστολος, «Εμπράγματο Δίκαιο», δεύτερη έκδοση, εκδ.


Αντ. Σάκκουλα, 2010

19. Διαμαντόπουλος Γεώργιος, «Οι διαπλαστικές αποφάσεις κατά τον


ΚΠολΔ», ΕλλΔνη 2011

20. Καρύμπαλη-Τσίπτσιου Γιαννούλα, «Τεκμήριο ακρίβειας κτηματολο-


γικών εγγραφών και δημόσια πίστη», ΕλλΔνη 1999

21. Ταμιωλάκης Μ., «Οριστικοποίηση πρώτων εγγραφών: Το ζήτημα της


έκδοσης αμετάκλητης δικαστικής απόφασης πριν από την εκπνοή της

αποκλειστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 2 Ν. 2664/1998»,


ΕλλΔνη 2014

141
22. Εμμανουηλίδου Κων., «Ο έλεγχος νομιμότητας στο Εθνικό

Κτηματολόγιο και η άρνηση καταχώρησης δικαστικής απόφασης στα


κτηματολογικά φύλλα», ΕλλΔνη 2017

23. Νίκας Ν., «Πολιτική Δικονομία», 2003, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, τόμος 1ος
24. Γεωργιάδης-Σταθόπουλος, «Ερμηνεία Αστικού Κώδικα»

25. Γέσιου-Φαλτσή Πελαγία, «Η ομοδικία εις την πολιτικήν δίκην», 2008,


εκδ. Αντ. Σάκκουλα

26. Τσολακίδης Ζ., «Η δημοσιότητα των πράξεων και των δικαιωμάτων


στο Εθνικό Κτηματολόγιο», 2013, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα

27. Κεραμέας-Κονδύλης-Νίκας, «Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονο-


μίας», 2000, εκδ. Αντ. Σάκκουλα

28. Τσιλιγγερίδου Μαγδαληνή, «Ένδικη προστασία για ακίνητο φερόμενο


ως «αγνώστου» ιδιοκτήτη», Βιβλιοθήκη Δικαίου Κτηματολογίου, εκδ.

Σάκκουλα, 2015
29. Διεπιστημονική έκδοση «Επιθεώρηση Ακινήτων», εκδ. Σάκκουλα,

2019, 3ο τεύχος
30. Εμμανουηλίδου Κων., «Ο έλεγχος νομιμότητας στο Εθνικό

Κτηματολόγιο και η άρνηση καταχώρησης δικαστικής απόφασης στα


κτηματολογικά φύλλα», ΕλλΔνη 1 2017 25

31. Πανταζόπουλος Στέφανος, «Η τριτανακοπή κατά τον ΚΠολΔ», 1989,


Διδακτορική διατριβή

142

You might also like