You are on page 1of 3

Vocabulary Trainer

Dutch
Lesson: De Mens

Dutch Greek

de persoonlijke gegevens τ α προσωπικά στ οιχεία

het geslacht τ ο φύλο

mannelijk αρσενικός

vrouwelijk θηλυκός

de burgerlijke staat η οικογενειακή κατ άστ αση

vrijgezel ανύπαντ ρος,εργένης,ελεύθερος

getrouwd παντ ρεμένος

gescheiden χωρισμένος

de afkomst η κατ αγωγή

het geloof τ ο θρήσκευμα ,η πίστ η

de geboorte η γέννηση

de kindertijd η παιδική ηλικία

de jeugd η νεανική ηλικία ,τ α νιάτ α, η ναιολαία

de puber ο έφηβος/η έφηβη

volwassen ο ενήλικος/η ενήλικη

de oudere ο ηλικιωμένος

de senior ο άνθρωπος τ ης τ ρίτ ης ηλικίας

HET LICHAAM ΤΟ ΣΩΜΑ

het hoofd,-en τ ο κεφάλι

het gezicht,-en τ ο πρόσωπο

de lip,-pen τ ο χείλος

de schouder,-s ο ώμος

de borst,-en τ ο στ ήθος, τ ο στ έρνο

de rug,-gen η πλάτ η

het hart,-en η καρδιά

de maag/magen τ ο στ ομάχι

de knie,-ën τ ο γόνατ ο

de vinger,-s τ ο δάχτ υλο

het bot,-ten τ ο κόκκαλο

de spier,-en ο μυς

de huid,-en τ ο δέρμα

de stem,-men η φωνή

de traan/ tranen τ ο δάκρυ

zich voelen αισθάνομαι

het uiterlijk η εξωτ ερική εμφάνιση


de vorm,-en τ ο σχήμα

de grootte,-s τ ο μέγεθος

het kapsel,-s τ ο κούρεμα, τ ο χτ ένισμα, η κόμμωση

de baard,-en τ ο μούσι, τ α γένια

de kracht,-en η δύναμη

sterk δυνατ ός

zwak αδύναμος

de figuur/figuren η σιλουέτ α

zwaar βαρύς

licht ελαφρός

slank λεπτ ός

dun αδύναμος,λεπτ ός

veranderen αλλάζω,μετ αβάλλομαι

groeien/groot worden μεγαλώνω (γίνομαι πιο μεγάλος ,παιδί,ετ αιρία κτ λ.)

opgroeien μεγαλώνω (ζω τ α παιδικά μου χρόνια)

oud worden μεγαλώνω (σε ηλικία), γερνάω

opvallen ξεχωρίζω, κτ μου κάνει εντ ύπωση

knap όμορφος

perfect τ έλειος

bleek χλωμός

lelijk άσχημος

vreselijk απαίσιος,φρικτ ός

(zich) aankleden ντ ύνω/(ντ ύνομαι)

(zich) uitkleden γδύνω(γδύνομαι)

aanhebben φοράω

de smaak/ smaken τ ο γούστ ο

plat επίπεδος,ίσιος

chic σικ,κομψός

elegant κομψός

KARAKTER EN TEMPERAMENT ΧΑΡ ΑΚΤΗΡ ΑΣ ΚΑΙ ΙΔΙΟΣΥΓΚΡ ΑΣΙΑ

het type,-n ο τ ύπος

menselijk ανθρώπινος

de intelligentie η ευφυία

slim έξυπνος

het talent,-en τ ο τ αλέντ ο

de humor τ ο χιούμορ

het geduld η υπομονή

de moed τ ο θάρρος

blij χαρούμενος

serieus σοβαρός
eerlijk ειλικρινής

tolerant ανεκτ ικός

raar περίεργος,παράξενος

gek τ ρελός

DE GEVOELENS ΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

het gevoel,-ens τ ο συναίσθημα

lachen γελώ

glimlachen χαμογελώ

opgewekt ευδιάθετ ος,εύθυμος

enthousiast ενθουσιασμένος

geestdriftig ενθουσιώδης,ενθουσιασμένος

optimistisch αισιόδοξος

pessimistisch απαισιόδοξος

trots περήφανος

dat kan me niet/niets schelen δε με νοιάζει

de wens,-en η επιθυμία

de droom/dromen τ ο όνειρο

dromen ονειρεύομαι

dromen ονειρεύομαι

de hoop η ελπίδα

hopen ελπίζω

zich verwonderen απορώ

benieuwd (ik ben benieuwd) περίεργος(είμαι περίεργος να δω, περιμένω να δω (τ ι θα γίνει)

opgewonden αναστ ατ ωμένος,τ αραγμένος

geschrokken τ ρομαγμένος

angstig έντ ρομος

bang φοβισμένος

gênant ντ ροπιαστ ικός

ongemakkelijk αμήχανος, άβολος

opgelucht ανακουφισμένος

eenzaam μόνος,μοναχικός

teleurgesteld απογοητ ευμένος

zich zorgen maken over ανησυχώ

een kwaad geweten hebben έχω τ ύψεις συνειδήσεως

het spijt me λυπάμαι

lijden aan υποφέρω,πάσχω από

huilen κλαίω

woedend οργισμένος

kwaad zijn op iem είμαι θυμωμένος με κπ

....werkt op mijn zenuwen .....μου σπάει τ α νεύρα

haten μισώ

You might also like