You are on page 1of 20

Λέξη Συνώνυμα Αντώνυμα Φράσεις εφαρμογής

αβάσιμος -η -ο αβάσιστος, αστήρικτος, βάσιμος, βέβαιος αβάσιμη


ανυπόστατος, αβέβαιος, αποδεδειγμένος, πληροφορία/φήμη/
αθεμελίωτος εντύπωση/είδηση,
αβάσιμο
συμπέρασμα/επιχείρημα
αβέβαιος -η -ο απροσδιόριστος, βέβαιος, σίγουρος, αβέβαιο μέλλον, αβέβαιη
αστάθμητος, αμφίβολος, σταθερός, σαφής, (πολιτική)κατάσταση/
επισφαλής, ρευστός σταθερός πρόβλεψη
αβίαστος -η -ο αυθόρμητος, φυσικός, εσπευσμένος, ο λόγος κυλάει φυσικός
απροσποίητος, πηγαίος βεβιασμένος, πιεσμένος και
ανεπιτήδευτος, αβίαστος, αβίαστο γέλιο
αβλεψία, η απροσεξία, αμέλεια, προσοχή, προσεκτικότητα τυπογραφική αβλεψία
παραδρομή
άβουλος -η -ο διστακτικός, άσκεφτος αποφασιστικός, άβουλος άνθρωπος,
αναποφάσιστος, άκριτος, αυτόβουλος, τολμηρός, άβουλο
αστόχαστος, έξυπνος όργανο, πολιτικά
άβουλος,
άβουλη ενέργεια
αγαθό, το/αγαθά, τα το καλό/τα καλά, τα κακό, αμαρτία, υλικά/πνευματικά/ηθικά
υπάρχοντα, τα είδη, δεινό/δεινά, πενία, αγαθά, αγαθό της
η αρετή, η ωφέλεια, φτώχια ελευθερίας/
το κέρδος, η αξία, το της ζωής ,
ιδανικό καταναλωτικά/, τα αγαθά
της δημοκρατίας/της
εργασίας
αδέκαστος -η -ο αμερόληπτος, μεροληπτικός, αδέκαστος
αντικειμενικός, ρουσφετολόγος δικαστής/δημόσιος
ανεπηρέαστος, λειτουργός, αδέκαστη
χαρισματικός κρίση, αδέκαστος
χαρακτήρας
άδηλος -η -ο αβέβαιος, απρόβλεπτος, φανερός, βέβαιος, άδηλο μέλλον, άδηλη
αφανέρωτος, επισφαλής σίγουρος, ασφαλής υπόθεση
αδιάλλακτος ασυμβίβαστος, διαλλακτικός, αδιάλλακτος άνθρωπος,
-η -ο ανυποχώρητος, μετριοπαθής, αδιάλλακτη
ανένδοτος, φανατικός συμβιβαστικός, στάση/πολιτική
αμετάπειστος, συμφιλιωτικός
αδιαλλαξία, η εμμονή, διαλλακτικότητα, πολιτική αδιαλλαξίας,
ισχυρογνωμοσύνη, μετριοπάθεια, θρησκευτική αδιαλλαξία
πείσμα, φανατισμός, συμβιβαστικότητα
μισαλλοδοξία,
ακαμψία
αδιαπραγμάτευτος -η -ο αμελέτητος, ανεξέταστος, διαπραγματεύσιμος, αδιαπραγμάτευτος όρος
ανερεύνητος, ασυζήτητος διαπραγματευμένος, (συνθήκης, συμφωνίας),
συζητήσιμος αδιαπραγμάτευτο
πρόβλημα
αδράνεια, η αποτελμάτωση, απραξία, δραστηριότητα, πέφτω σε αδράνεια,
ακινησία, στασιμότητα, δράση, ενεργητικότητα, πολιτική
νωθρότητα, οκνηρία, ζωτικότητα, πράξη αδράνειας, αδράνεια
νωχέλεια, τεμπελιά εργατικότητα, βούλησης/κρίσης/σκέψης
αθεμελίωτος αβάσιμος, επισφαλής, θεμελιωμένος, αθεμελίωτη
-η -ο αστήριχτος βάσιμος θεωρία/υπόθεση/
γνώμη, αθεμελίωτες
απόψεις

1
αθέμιτος -η -ο παράνομος, έκνομος, θεμιτός, δίκαιος, αθέμιτος ανταγωνισμός,
άνομος, ανήθικος νόμιμος, ηθικός αθέμιτες ενέργειες,
αθέμιτα μέσα
αιτία, η αίτιο, αφορμή, λόγος, συνέπεια, αποτέλεσμα αρχική αιτία,
πρόφαση, κίνητρο υποκειμενική/
αντικειμενική αιτία
αίτιο, το αιτία, αφορμή, λόγος, συνέπεια αίτιο ενέργειας, τα αίτια
πρόφαση, πρόσχημα, του
αιτιολογία πολέμου
αιτιολόγηση, η δικαιολόγηση, αιτιολόγηση ενός
τεκμηρίωση, δικαιολογία, φαινομένου
εξήγηση / γεγονότος
αιτιώδης -ης -ες αιτιακός, αιτιολογικός αναίτιος αιτιώδης λόγος/εξήγηση
ακατάπαυ(σ)τος αδιάκοπος, ασταμάτητος, ασυνεχής ακατάπαυστη πάλη καλού
-η -ο ακατάσχετος, διαρκής και
ατέλειωτος, συνεχής, κακού/φλυαρία

ακλόνητος -η -ο σταθερός, αδιάσειστος, κλονιζόμενος, ακλόνητη


ατράνταχτος, ασταθής, ευκολόσειστος σταθερότητα/πεποίθηση/
ακράδαντος, αλήθεια/
αμετακίνητος, ασάλευτος, τεκμηρίωση/βούληση/γν
άσειστος, στερεός, ώμη, ακλόνητες
απαρασάλευτος αποδείξεις/αρχές,
ακλόνητο επιχείρημα
ακούσιος -α -ο αθέλητος, αυτόματος, εκούσιος, θελημένος ακούσιο σφάλμα,
άθελος ακούσιος
μάρτυρας
ακράδαντος -η ακλόνητος, αδιάσειστος, ασταθής, αμφίβολος, ακράδαντη
-ο ατράνταχτος, σταθερός αβέβαιος, εύσειστος πίστη/πεποίθηση/
θέληση
αλάνθαστος -η αλάθευτος, αλάθητος, λανθασμένος, αλάνθαστη
-ο σωστός, ακριβής εσφαλμένος, σφαλερός μέθοδος/λογική/
κρίση
αλλοτρίωση, η αποξένωση, απώλεια, αυθεντικότητα, αλλοτρίωση του εαυτού
αποστέρηση, εκποίηση κυριαρχία, κυριότητα μας/
του ανθρώπου απέναντι
στη
φύση, πολιτιστική
αλλοτρίωση
αλόγιστος -η -ο παράλογος, λογικός, συνετός, Αλόγιστη
ασυλλόγιστος, μετρημένος, γνωστικός συμπεριφορά/σπατάλη/
απερίσκεπτος, δαπάνη/καταστροφή
αστόχαστος του περιβάλλοντος
αμερόληπτος ακέραιος, δίκαιος, μεροληπτικός, αμερόληπτος κριτής,
-η -ο ουδέτερος, αντικειμενικός χαριστικός, , άδικος αμερόληπτη
ρουσφετολογικός κρίση/απόφαση/γνώμη/
διαπίστωση
αμετάκλητος αμετάτρεπτος, ανακλητός, ακυρώσιμος, αμετάκλητος
-η -ο τελεσίδικος, οριστικός ασταθής σκοπός/στόχος,
αμετάκλητη απόφαση
άμιλλα, η συναγωνισμός, ανταγωνισμός άμιλλα
αναμέτρηση, διαγωνισμός μαθητών/αθλητών,
ευγενής άμιλλα

2
αμφισβήτηση, η αντιλογία, αντίρρηση, αναγνώριση, αποδοχή, αμφισβήτηση
φιλονικία, ένσταση, παραδοχή, δικαιώματος,
εναντιολογία υιοθέτηση θέτω υπό αμφισβήτηση
αναγκαίος -α -ο αναγκαστικός, προαιρετικός αναγκαία εφόδια/μέτρα,
αναπόφευκτος, αναγκαίο αποτέλεσμα,
υποχρεωτικός, αναγκαία
απαραίτητος, προϋπόθεση
απαιτούμενος
αναγνωρίζω αποδέχομαι, αμφισβητώ, αρνούμαι, αναγνωρίζω την ευθύνη/
παραδέχομαι, ομολογώ, αποποιούμαι, τις υποχρεώσεις/το λάθος,
δέχομαι, συμφωνώ, αποστέργω αναγνωρίζω τα
εκτιμώ, επικροτώ δικαιώματα
του ανθρώπου,
αναγνωρίζεται
η προσπάθεια
αναγνώριση, η αποδοχή, επιβεβαίωση, αμφισβήτηση, αναγνώριση
ομολογία αποποίηση, άρνηση, σφαλμάτων/χρέους/ευεργ
απόκρουση, απόρριψη εσίας/
βοήθειας/ υπηρεσιών
αναιρώ αρνούμαι, ακυρώνω, επιβεβαιώνω, θεμελιώνω αναιρώ
αθετώ, παραβιάζω, ισχυρισμούς/λεγόμενα/
υπαναχωρώ απόφαση
αναμφισβήτητος αναντίρρητος, αμφισβητούμενος, αναμφισβήτητη
-η -ο αναμφίβολος, αμφισβητήσιμος, αξία/επιτυχία/
αναμφίλεκτος, αμφιλεγόμενος αλήθεια/απόδειξη,
αδιαμφισβήτητος αναμφισβήτητο γεγονός
αναντίρρητος αναμφισβήτητος, αμφισβητούμενος, Αναντίρρητη
-η -ο αδιαφιλονίκητος, αμφιλεγόμενος, αλήθεια/πραγματικότητα/
αναντίλεκτος, αμφίβολος απόδειξη, αναντίρρητο
αναμφίβολος επιχείρημα

ανατρέπω καταρρίπτω, αναιρώ, υποστηρίζω, εδραιώνω ανατρέπονται οι ηθικές


ανασκευάζω, καταργώ αξίες,
ανατρέπω
επιχείρημα/σχέδια
αναφέρω μνημονεύω, δηλώνω, αποσιωπώ, παρασιωπώ, αναφέρω
εξετάζω, ανακοινώνω, αποκρύπτω, γεγονός/περιστατικό
γνωστοποιώ παραλείπω
αναφορά, η μνεία, συσχέτιση, αποσιώπηση, αναφορά
σύνδεση, έκθεση παρασιώπηση γεγονότος/ονόματος/λεπτ
ομερειών
ανεξακρίβωτος ανεπιβεβαίωτος, εξακριβωμένος, ανεξακρίβωτες
-η -ο αναπόδεικτος, διακριβωμένος, πληροφορίες/
αβεβαίωτος βεβαιωμένος φήμες, ανεξακρίβωτα
αίτια
ανεξέλεγκτος ανεξακρίβωτος, εξακριβωμένος, Ανεξέλεγκτη είδηση/
-η -ο ανέλεγκτος, ελεγμένος, βέβαιος κοινωνία/απειλή των
ανεπιβεβαίωτος οπλών, ανεξέλεγκτες
πληροφορίες/
δράσεις
ανεπανόρθωτος αθεράπευτος, αγιάτρευτος επανορθώσιμος, ανεπανόρθωτη
-η -ο ιάσιμος συμφορά/καταστροφή/απ
ώλεια
ανεπίδεκτος -η ανίκανος, απρόσφορος, (επι)δεκτικός, ικανός, θέμα ανεπίδεκτο

3
-0 ασυζήτητος συζητήσιμος συζητήσεως, ανεπίδεκτος
μαθήσεως/
αγωγής
ανθρωπιστικός ουμανιστικός, αντιανθρωπιστικός, ανθρωπιστικό ιδεώδες,
-η -ο φιλανθρωπικός αποκτηνωτικός, ανθρωπιστική ενέργεια/
εκβαρβαριστικός διδασκαλία/παιδεία/συμπ
εριφορά
ανιδιοτελής -ης αφιλοκερδής, ιδιοτελής, φιλοκερδής ανιδιοτελής
-ες αφιλοχρήματος, προσφορά/βοή-
ανυστερόβουλος θεια/χαρακτήρας
ανίσχυρος -η -ο αδύναμος, αδύνατος, ισχυρός, ικανός, ανίσχυρο επιχείρημα,
ανίκανος, ασθενικός ρωμαλέος ανίσχυρα μέσα,
ανίσχυρος λόγος
ανταγωνισμός, ο σύγκρουση, αναμέτρηση, συναγωνισμός, ανταγωνισμός δυνάμεων,
διαπάλη άμιλλα, συνεργασία, οικονομικός/εμπορικός/π
αλληλοβοήθεια ολιτικός ανταγωνισμός
αντικειμενικός αμερόληπτος, υποκειμενικός, αντικειμενική
-η -ο ανεπηρέαστος, ακριβής, προκατειλημμένος, γνώση/γνώμη/
απροκατάληπτος μεροληπτικός, κρίση/απόφαση/αλήθεια/
επηρεασμένος πραγματικότητα,
αντικειμενικά
κριτήρια
αντιλαμβάνομαι θεωρώ, καταλαβαίνω, αδιαφορώ, περιφρονώ, αντιλαμβάνομαι τις
εννοώ, κατανοώ αγνοώ προθέσεις/τα σχέδια
κάποιου
ανυστερόβουλος ανιδιοτελής, ειλικρινής, υστερόβουλος, ανυστερόβουλη
-η -ο ντόμπρος υποκριτής, ανειλικρινής διάθεση/σκέψη,
ανυστερόβουλη παιδεία/
αγωγή
αξιόλογος -η -ο άξιος, σημαντικός, ανάξιος, αναξιόλογος, αξιόλογος επιστήμονας,
αξιομνημόνευτος, ασήμαντος, ευτελής, αξιόλογο
διαπρεπής, αψήφιστος γεγονός/έργο/βιβλίο,
διακεκριμένος, αξιόλογη είδηση
σπουδαίος
αξιόπιστος -η -ο έγκυρος, φερέγγυος, αναξιόπιστος αξιόπιστη είδηση/πηγή/
ξεκάθαρος πληροφορία, αξιόπιστο
γεγονός
αόριστος -η -ο ακαθόριστος, αβέβαιος, σαφής, καθορισμένος, αόριστος
απροσδιόριστος, διαυγής, καθαρός ορισμός/αόριστη
αμφίβολος, ασαφής απάντηση/ιδέα, αόριστο
μέλλον, αόριστη
υπόσχεση
απλός -η -ο απλοϊκός, εύκολος, σύνθετος, πολύπλοκος, απλός συλλογισμός, απλή
κατανοητός, περίπλοκος σκέψη, απλό πρόβλημα/
ευκολονόητος κείμενο
αποβλέπω επιδιώκω, σκοπεύω, απελπίζομαι αποβλέπω σε βοήθεια/με
οραματίζομαι, αποσκοπώ, ελπίδες προς το
φιλοδοξώ μέλλον/σε
ιδανικά

αποδοκιμάζω επικρίνω, κατακρίνω, εγκρίνω, επιδοκιμάζω, αποδοκιμάζω


ψέγω, καταδικάζω επικροτώ στάση/συμπεριφορά
αποκαλύπτω φανερώνω, δείχνω, συγκαλύπτω, αποκαλύπτω
μαρτυρώ, κοινολογώ κρύβω, σκεπάζω, αξίες/νοήματα/

4
παρασιωπώ προθέσεις/την αλήθεια
αποκατάσταση, η επαναφορά, φθορά, παραμέληση αποκατάσταση
παλινόρθωση, αδικίας/της
επανόρθωση τάξης/της δημοκρατίας/
της αλήθειας,
επαγγελματική
αποκατάσταση
αποκλεισμός, ο απομόνωση, απαγόρευση, απελευθέρωση, οικονομικός
εξαίρεση επανασύνδεση αποκλεισμός,
αποκλεισμός κοινωνικών
ομάδων
αποπροσανατολίζω μπερδεύω προσανατολίζω αποπροσανατολίζω την
κοινή
γνώμη/το λαό
απορρίπτω αποκρούω, αποποιούμαι αποδέχομαι απορρίπτω ιδέα/σκέψη/
υπόθεση/επιχείρημα
αποσκοπώ αποβλέπω, επιδιώκω αδιαφορώ, αντιτίθεμαι αποσκοπώ σε
ανταμοιβή/σε
αναγνώριση
αποτέλεσμα, το απόρροια, επακόλουθο, αιτία, αίτιο, λόγος, αποτέλεσμα προσπάθειας/
συνέπεια, κατάληξη, προϋπόθεση ενεργειών, επιθυμητό
απόληξη, έκβαση αποτέλεσμα,
αρνητικό/θετικό
αποτέλεσμα
αποτελεσματικός αποδοτικός, τελεσφόρος, αναποτελεσματικός, αποτελεσματική δράση/
-ή -ό δραστικός, καρποφόρος, ατελέσφορος, άκαρπος μέθοδος/
κερδοφόρος παιδεία/πρωτοβουλία,
αποτελεσματικά μέτρα
αποτρέπω αποσοβώ, εμποδίζω, προτρέπω, παροτρύνω, αποτρέπω
προλαβαίνω, ενθαρρύνω, καταστροφή/πόλεμο/
παρεμποδίζω, παρακινώ κρίση
αποθαρρύνω
αποφεύγω απέχω, ξεφεύγω, δια- επιδιώκω, επιζητώ αποφεύγω προβλήματα/
φεύγω, ξεγλιστρώ συζητήσεις/ να πάρω
θέση
άποψη, η γνώμη, ιδεολογία, διατυπώνω/εκφράζω /έχω
πεποίθηση, αντίληψη, άποψη, εξετάζω ζήτημα
πλευρά, εκδοχή, κρίση, από
εκτίμηση διάφορες απόψεις,
απόψεις
ενός ζητήματος
απραγματοποίητος -η -ο ανέφικτος, πραγματοποιήσιμος, απραγματοποίητη
ανεκπλήρωτος, εφικτός, επιθυμία,
απραγμάτωτος, πραγματοποιημένος απραγματοποίητα σχέδια,
ανεκτέλεστος απραγματοποίητος
στόχος
απροσδιόριστος ακαθόριστος, ασαφής, καθορισμένος, απροσδιόριστο μέλλον/
-η -ο αόριστος, αδιευκρίνιστος προσδιορισμένος φαινόμενο,
απροσδιόριστη
κατάσταση
αρνούμαι απαρνιέμαι, αναιρώ, δέχομαι, αποδέχομαι, αρνούμαι ισχυρισμούς/
αποκηρύσσω, απορρίπτω, παραδέχομαι, ιδέες/
αποκλείω ομολογώ, συμφωνώ δικαιολογίες/συμβιβασμο
ύς,

5
αρνούμαι
επίμονα/κατηγορηματικά
αρωγή, η βοήθεια, συνδρομή, εγκατάλειψη, αδιαφορία ηθική/οικονομική/πνευμα
υποστήριξη, ενίσχυση τική/ υλική αρωγή,
ταμείο αρωγής
ασήμαντος -η -ο αναξιόλογος, μηδαμινός, σημαντικός, σπουδαίος, ασήμαντος διάλογος,
τιποτένιος, σημαίνων, αξιόλογος, ασήμαντες
αμελητέος έξοχος ειδήσεις/επιδράσεις,
ασήμαντο
επιχείρημα/κέρδος
άσκοπος -η -ο άστοχος, μάταιος, σκόπιμος άσκοπα λόγια, άσκοπη
άκαρπος προσπάθεια
ασταθής -ης -ες άστατος, ευμετάβλητος, ευσταθής, σταθερός, πνευματικά ασταθής
μεταβλητός, αμετάβλητος εποχή,
ρευστός ασταθές παρόν/μέλλον
αστάθμητος -η άγνωστος, άδηλος, σταθμητός, βέβαιος, αστάθμητος παράγοντας,
-ο αβέβαιος, απρόβλεπτος, σίγουρος, σταθερός αστάθμητη δύναμη,
απροσδιόριστος αστάθμητες καταστάσεις,
αστάθμητο
μέλλον, αστάθμητα
δεδομένα
άστοχος -η -ο ανακριβής, εσφαλμένος, εύστοχος άστοχη πράξη/ενέργεια,
λανθασμένος, άστοχα λόγια, άστοχη
άσκοπος προσπάθεια
ασυγκρότητος ακατάρτιστος, συγκροτημένος ασυγκρότητη γλώσσα,
-η -ο ασχημάτιστος ασυγκρότητος
χαρακτήρας
ατομι(κι)σμός, ο εγωισμός, εγωπάθεια, αλτρουισμός στείρος/φρενιασμένος
εγωκεντρισμός, ατομι(κι)σμός
φιλοτομαρισμός
αυτονόητος -η ευνόητος, ολοφάνερος, δυσδιάκριτος αυτονόητη
-ο σαφής αλήθεια/διαπίστωση/
ερώτηση/προϋπόθεση
αφορμή, η ευκαιρία, αιτία, λόγος, συνέπεια, αιτιατό, αφορμή φιλονικίας,
δικαιολογία, πρόφαση, επακόλουθο, αποτέλεσμα φαινομενική αφορμή,
πρόσχημα βρίσκω αφορμή
αψεγάδιαστος άψογος, άμεμπτος, ψεγαδιασμένος αψεγάδιαστη ενέργεια/
-η -ο ανεπίληπτος, άσπιλος συμπεριφορά
βάναυσος -η -ο απότομος, σκληρός, ευγενής, ήπιος βάναυσοι τρόποι,
χυδαίος βάναυση
συμπεριφορά
βασικός -η -ο θεμελιώδης, θεμελιακός, δευτερεύων βασικές αρχές/έννοιες,
ουσιώδης, κύριος, βασικός λόγος, βασική
σημαντικός αιτία
βεβαιότητα, η σιγουριά, πεποίθηση, αβεβαιότητα, αμφιβολία, μιλώ με βεβαιότητα,
ασφάλεια, εγγύηση επιφύλαξη βεβαιότητα για το
μέλλον, απόλυτη
βεβαιότητα
βελτιώνω καλυτερεύω, αναβαθμίζω χειροτερεύω, επιδεινώνω βελτιώνω επίδοση, η
υγεία
βελτιώνεται
βίαιος -η -ο ορμητικός, σφοδρός, ήπιος, πράος βίαια μέσα, βίαιη εποχή,
απότομος, σκληρός βίαιος
τρόπος/χαρακτήρας

6
βοήθεια, η αρωγή, επικουρία, παρακώληση, ζητώ/δίνω/προσφέρω
συμβολή, συμπαράσταση, παρεμπόδιση, αδιαφορία βοήθεια, πρώτες
συνδρομή, ενίσχυση βοήθειες, οικονομική
βοήθεια
γενικός -ή -ό ασαφής, αόριστος, ειδικός, λεπτομερής, γενικά χαρακτηριστικά/
κοινός, μερικός γνωρίσματα, γενικές
καθολικός, οικουμενικός, εκφράσεις
γέννημα, το δημιούργημα, αποκύημα, γέννημα θρέμμα, γέννημα
αποτέλεσμα, προϊόν, της
καρπός φαντασίας
γιγαντιαίος -α γιγάντιος, πελώριος, μικρός, μικροσκοπικός γιγαντιαίες διαστάσεις
-0 τεράστιος
γλαφυρός -ή -ό παραστατικός, αβίαστος, γλαφυρό ύφος, γλαφυρή
κομψός περιγραφή
γνώμη, η άποψη, θέση, κρίση, ακρισία, αβουλία έχω (αντίθετη) γνώμη, εκ-
εκτίμηση, ιδέα, στάση, φράζω τη γνώμη μου,
σκέψη, πεποίθηση κατά τη
γνώμη μου
γόνιμος -η -ο δημιουργικός, άγονος γόνιμος διάλογος, γόνιμη
αποτελεσματικός, συζήτηση/συνεργασία
αποδοτικός
δεδομένος -η -ο αναμφισβήτητος, αβάσιμος δεδομένες συνθήκες,
βέβαιος, σίγουρος δεδομένη στιγμή
δεινός -η -ό επιδέξιος, επιτήδειος, ασήμαντος, καλός δεινός
άξιος, φοβερός, τρομερός, ρήτορας/συζητητής,
φρικτός δεινό πλήγμα, δεινή
οικονομική κατάσταση
δευτερεύων επουσιώδης, πρόσθετος, κύριος, πρωτεύων δευτερεύον ζήτημα,
-ουσα -ον επικουρικός, δευτερεύων ρόλος
βοηθητικός
δηκτικός -ή -ό δριμύς, σαρκαστικός, κολακευτικός δηκτικά λόγια, δηκτικό
ειρωνικός, καυστικός, χιούμορ/σχόλιο
πικρόχολος, φαρμακερός,
δηλώνω αναφέρω, ανακοινώνω, αποκρύπτω, αποσιωπώ, δηλώνω πίστη/αφοσίωση,
φανερώνω, γνωστοποιώ, συγκαλύπτω η
κοινοποιώ, αποκαλύπτω, συμπεριφορά δηλώνει
ομολογώ αποφασιστικότητα
δηλωτικός -ή -ό ενδεικτικός, σημαντικός, ενέργειες δηλωτικές των
χαρακτηριστικός απόψεων του
δημιουργικός παραγωγικός, γόνιμος, εκμηδενιστικός δημιουργικός άνθρωπος/
-ή -ό εφευρετικός νους, δημιουργική
ικανότητα/
φαντασία/εργασία/απασχ
όληση/ μάθηση
διαβάλλω συκοφαντώ, διασύρω, επαινώ, εγκωμιάζω, διαβάλλω τον αντίπαλο
δυσφημώ, κατηγορώ, εξυμνώ
κακολογώ
διαβεβαιώνω υπόσχομαι, επιβεβαιώνω, ακυρώνω, αθετώ διαβεβαιώνω πως είναι
πιστοποιώ, εγγυώμαι αλήθεια
διαδίδω κοινολογώ, διαλαλώ, κρύβω, συγκαλύπτω, διαδίδω μια ιδέα/μια
γνωστοποιώ, μεταδίδω αποκρύπτω, αποσιωπώ φήμη/
επιστήμη/μόδα
διάδοση, η φημολογία, μετάδοση, αποσιώπηση, απόκρυψη διάδοση των ιδεών/μιας
κοινολόγηση, εξάπλωση φήμης

7
διαλλακτικός υποχωρητικός, αδιάλλακτος διαλλακτική στάση
-ή -ό συμβιβαστικός
διαμορφώνω διαπαιδαγωγώ, δια- καταστρέφω διαμορφώνω συνειδήσεις/
πλάθω ελεύθερα
πνεύματα/χαρακτήρα
διαπαιδαγωγώ εκπαιδεύω, καθοδηγώ, αποπλανώ, αποκοιμίζω διαπαιδαγωγώ τους νέους
μορφώνω
διαπιστώνω εξακριβώνω, αμφιβάλλω διαπιστώνω παραβάσεις,
ανακαλύπτω, συμπεραίνω διαπιστώνω ότι κάποιος
λέει
την αλήθεια
διαπλάθω διαμορφώνω, διαπλάθω το ήθος/το
διαπαιδαγωγώ, καλλιεργώ χαρακτήρα
διασαφηνίζω αποσαφηνίζω, συγχύζω, μπερδεύω διασαφηνίζω «σκοτεινά»
διευκρινίζω σημεία
διαστρεβλώνω διαστρέφω, παραποιώ, διαστρεβλώνω λόγια/
αλλοιώνω απόψεις/ γεγονότα
διασφαλίζω κατοχυρώνω, εγγυώμαι, διασφαλίζω τη θέση
εξασφαλίζω μου/τους
θεσμούς/τη
δημοκρατία/τα
σύνορα
διατυπώνω εκφράζω, δηλώνω διατυπώνω
σκέψη/επιφυλάξεις/παράπ
ονα
διαφθορά, η ανηθικότητα, τιμιότητα, ηθικότητα διαφθορά ηθών, διαφθορά
εκφυλισμός, ατιμία, στη διοίκηση
εκμαυλισμός, σήψη,
φαυλότητα
διαφωτίζω κατατοπίζω, ενημερώνω, παρερμηνεύω, διαφωτίζω τη νεολαία/το
πληροφορώ, συσκοτίζω κοινό
διασαφηνίζω, διευκρινίζω
διαφωτιστικός κατατοπιστικός, σκοταδιστικός, διαφωτιστικό
-ή -ό ενημερωτικός αμαυρωτικός κείμενο/άρθρο
διεξοδικός -ή -ό εκτενής, εξαντλητικός, συνοπτικός, γενικός διεξοδικές συζητήσεις,
εξονυχιστικός, διεξοδικός έλεγχος,
λεπτομερής διεξοδική
ανάλυση
δικαίωμα, το απαίτηση, αξίωση υποχρέωση, δέσμευση διακήρυξη των
δικαιωμάτων του
ανθρώπου, παραβίαση
ανθρωπίνων
δικαιωμάτων,
δικαίωμα στη ζωή/στη
μόρφωση, στέρηση
δικαιωμάτων, δικαίωμα
ψήφου/εκλέγειν και
εκλέγεσθαι
έγκυρος -η -ο ισχυρός, αξιόπιστος άκυρος έγκυρος συλλογισμός,
έγκυρες πληροφορίες
εγχείρημα, το τόλμημα, απόπειρα, δύσκολο/παράτολμο/επικί
προσπάθεια νδυνο/ άστοχο εγχείρημα,
έκβαση εγχειρήματος
εγωκεντρισμός εγωπάθεια, εγωλατρία, αλτρουισμός παθολογικός/στείρος

8
εγωισμός, ατομισμός εγωκεντρισμός
εδραιώνω σταθεροποιώ, κλονίζω, εξασθενίζω εδραιώνω μια κατάσταση/
ισχυροποιώ, παγιώνω ένα καθεστώς/τη
θέση/την
εξουσία/τη δύναμη
εθνικισμός, ο σοβινισμός διεθνισμός, ακραίος/επιθετικός
κοσμοπολιτισμός εθνικισμός,
φαινόμενα/εκδηλώσεις/έξ
αρση εθνικισμού
εθνικιστής, ο σοβινιστής, διεθνιστής, κοσμοπολίτης φανατικός εθνικιστής
υπερπατριώτης
εικάζω υποθέτω, πιθανολογώ, βεβαιώνω εικάζω τα
φαντάζομαι, συμπεραίνω, αποτελέσματα/τις
μαντεύω προθέσεις κάποιου
εικασία, η πιθανολογία, θεωρία, βεβαιότητα κάνω μια εικασία,
υπόθεση, συμπέρασμα απλή/πιθανή/τολμηρή/απί
θανη/ αόριστη εικασία
έκβαση, η κατάληξη, τέλος, ξεκίνημα, αρχή έκβαση των
αποτέλεσμα προσπαθειών/των
διαπραγματεύσεων,
τελική/
ευνοϊκή/αίσια/επιτυχής
έκβαση
έκδηλος -η -ο φανερός, ολοφάνερος, κρυφός, αφανής, έκδηλη προσπάθεια,
εμφανής, καταφανής, άδηλος έκδηλο
προφανής ενδιαφέρον, έκδηλος
στόχος
εκλαμβάνω θεωρώ, αντιλαμβάνομαι αντιπαρέρχομαι εκλαμβάνω το ορθό ως
λάθος
εκμηδενίζω εξαλείφω, αφανίζω, εξυψώνω εκμηδενίζω διαφορές/την
εξουδετερώνω, αποσοβώ, προσωπικότητα κάποιου
εξανεμίζω
εκούσιος -α -ο εθελούσιος, οικιοθελής ακούσιος εκούσια
παρατήρηση/προσέλευση
εκτενής -ής -ές εκτεταμένος, αναλυτικός σύντομος, περιληπτικός εκτενές κείμενο, εκτενής
αφήγηση/ανάλυση
ελάττωμα, το μειονέκτημα, αδυναμία, προτέρημα, προσόν, το ελάττωμα της
ψεγάδι, τρωτό χάρισμα, πλεονέκτημα φλυαρίας/της
φιλαργυρίας
εμπαιγμός, ο χλευασμός, ειρωνεία, σεβασμός, εκτίμηση, δημόσιος εμπαιγμός,
κοροϊδία, περίπαιγμα, θαυμασμός εμπαιγμός της κοινής
σκώμμα, εξευτελισμός γνώμης/του λαού
εμφανής -ής -ές ορατός, φανερός, κρυφός, αόρατος, εμφανή σημάδια,
ευδιάκριτος, προφανής, αδιάκριτος εμφανής
πρόδηλος, αισθητός διαφορά/βελτίωση/επίδρα
ση
ένδεια, η φτώχεια, πενία, ανέχεια, πλησμονή, πλούτος, πλήρης ένδεια, ένδεια
έλλειψη αφθονία χρημάτων/ οικονομικών
πόρων/ επιχειρημάτων,
πνευματική
ενεδρεύω παραμονεύω, καραδοκώ, ενεδρεύει ο κίνδυνος
ελλοχεύω
ένθερμος -η -ο θερμός, εγκάρδιος ψυχρός ένθερμος
υποστηρικτής/θιασώτης,

9
ένθερμη υποστήριξη/
αποδοχή
ενισχύω ενδυναμώνω, ισχυροποιώ, αποδυναμώνω, ενισχύω μια άποψη/μια
εντείνω, τονώνω εξασθενίζω, αδυνατίζω προσπάθεια, ενισχύω
οικονομικά/
χρηματικά
ενστερνίζομαι ασπάζομαι, υιοθετώ, αρνούμαι, απορρίπτω ενστερνίζομαι αρχές/ιδέες
επιδοκιμάζω,
εγκολπώνομαι
εντείνω δυναμώνω, επαυξάνω, χαλαρώνω, λασκάρω εντείνω τις προσπάθειες
πολλαπλασιάζω, μου/
ενισχύω, επιτείνω την προσοχή μου,
εντείνονται
οι σχέσεις
εξανδραποδισμός υποδούλωση χειραφέτηση εξανδραποδισμός του
ανθρώπου
εξανεμίζω εξαφανίζω, καταστρέφω, συγκεντρώνω, εξανεμίζονται οι
διασπαθίζω, διασκορπίζω συσσωρεύω, συνάζω ελπίδες/τα
συναθροίζω, όνειρα
εξειδίκευση, η ειδίκευση γενίκευση επαγγελματική
εξειδίκευση
εξετάζω (δι)ερευνώ, αγνοώ, παραμελώ εξετάζω το πρόβλημα της
επεξεργάζομαι, μελετώ, /την υπόθεση/ένα θέμα
αναλύω
εξήγηση, η ερμηνεία, διασαφήνιση, παρανόηση, παρερμηνεία εξήγηση
αποσαφήνιση, φαινομένου/κειμένου,
δικαιολόγηση δίνω/ζητώ εξηγήσεις
επαγγελματικός εργασιακός ερασιτεχνικός επαγγελματικός
-ή -ό προσανατολισμός,
επαγγελματική
εκπαίδευση,
επαγγελματικές
δραστηριότητες/
υποθέσεις
επακόλουθο, το συνέπεια αιτία, αίτιο φυσικό/αναγκαίο/λογικό/
αναπότρεπτο επακόλουθο
επανδρώνω στελεχώνω επανδρώνω νοσοκομείο,
επανδρωμένο
διαστημόπλοιο
επανέρχομαι επιστρέφω, ξανασυζητώ, απομακρύνομαι επανέρχομαι στο
επανακάμπτω προηγούμενο
καθεστώς/στο ζήτημα/στο
ίδιο θέμα, επανέρχεται η
παλιά
νομοθεσία
επανορθώνω διορθώνω, επαναφέρω, καταστρέφω, ανατρέπω, επανορθώνω ανακρίβειες/
ανασκευάζω επιδεινώνω αδικίες/κατηγορίες
επαρκής -ής -ές αρκετός, ικανός, ανεπαρκής, λιγοστός, επαρκής ποσότητα/γνώση
ικανοποιητικός πενιχρός μιας γλώσσας, κρίνομαι
επαρκής
επεμβαίνω παρεμβαίνω, μεσολαβώ, αδιαφορώ ο άνθρωπος επεμβαίνει
αναμιγνύομαι στη
φύση, επεμβαίνει στη ζωή
κάποιου

10
επεξεργάζομαι εξετάζω, τελειοποιώ επεξεργάζομαι ένα
νομοσχέδιο/ ένα
πρόγραμμα/ένα κείμενο/
προτάσεις
επηρεάζω επιδρώ, επενεργώ, επηρεάζω την εξέλιξη,
κατευθύνω επηρεάζομαι από τα
συναισθήματα
επιβάρυνση, η χειροτέρευση, επιδείνωση ελάφρυνση επιβάρυνση του
περιβάλλοντος
με ρύπους
επιβεβαίωση, η επαλήθευση επιβεβαίωση των
φημών/της
προσωπικότητας
επιβλαβής -ής -ές βλαβερός, επιζήμιος επωφελής, ωφέλιμος επιβλαβείς ενέργειες
επιβουλεύομαι κατατρέχω, καταδιώκω επιβουλεύομαι την
υπόληψη/
την περιουσία κάποιου
επίγνωση, η συναίσθηση, συνείδηση αδιαφορία επίγνωση των ευθυνών
επιδεικνύω δείχνω, διαφημίζω, επιδεικνύω τα πλούτη/τις
παρουσιάζω γνώσεις/τις ικανότητες
επιδείνωση, η χειροτέρευση βελτίωση επιδείνωση κατάστασης/
καιρού
επιδέξιος -α -ο έμπειρος, επιτήδειος, αδέξιος, άπειρος επιδέξιος
δεινός διαπραγματευτής,
επιδέξια κίνηση/ενέργεια
επιδιώκω επιζητώ, επιχειρώ, αδιαφορώ επιδιώκω την ευτυχία/τον
αποσκοπώ, αποβλέπω πλούτο/την κοινωνική
αναγνώριση
επιδοκιμάζω εγκρίνω, επικροτώ, αποδοκιμάζω, επικρίνω, επιδοκιμάζω τα λόγια/τα
προσυπογράφω γιουχάρω σχέδια/ τις απόψεις
κάποιου
επίδραση, η επιρροή, επενέργεια, ασκώ/δέχομαι επίδραση,
επήρεια, επίπτωση πνευματικές/ιδεολογικές
επιδράσεις,
ασήμαντη/μικρή/
μεγάλη επίδραση
επιείκεια, η ηπιότητα αυστηρότητα δείχνω επιείκεια, ζητώ
επιείκεια
επιζήμιος -α -ο βλαβερός, επιβλαβής επωφελής επιζήμια απεργία
επίκαιρος -η -ο έγκαιρος, καίριος, άκαιρος, παράκαιρος, επίκαιρη παρέμβαση
πρόσφορος ανεπίκαιρος /παρατήρηση/ πρόταση
επικεντρώνω εστιάζω, προσδιορίζω επικεντρώνω την
προσοχή/το
ενδιαφέρον μου/τις
προσπάθειες μου
επικερδής -ής -ές κερδοφόρος ζημιογόνος επικερδής
εργασία/απασχόληση
επικρίνω κατηγορώ, καταδικάζω, εγκρίνω, επιδοκιμάζω, επικρίνω συμπεριφορά/
κατακρίνω, μέμφομαι, επαινώ, επικροτώ πράξεις/ενέργειες
ψέγω, αποδοκιμάζω
επιλήψιμος -η μεμπτός ανεπίληπτος επιλήψιμη πράξη/διαγωγή
-ο
επίλυση, η λύση, διακανονισμός επίλυση
προβλήματος/διαφορών

11
επινοώ δημιουργώ, μηχανεύομαι, επινοώ μεθόδους/μια
σκαρώνω, εφευρίσκω, δικαιολογία/ μια ιστορία
ανακαλύπτω
επίπτωση, η επίδραση, επενέργεια, οι επιπτώσεις του
επιβάρυνση, συνέπεια, καπνίσματος
επακόλουθο, αποτέλεσμα στην υγεία/του
πληθωρισμού
στην οικονομία, σοβαρές/
δυσμενείς/δυσάρεστες
επιπτώσεις
επιρροή, η επηρεασμός, επιβολή, ασκώ επιρροή, βρίσκομαι
επίδραση, επήρεια, κάτω από την επιρροή,
επενέργεια καλή/
κακή επιρροή
επιτακτικός -ή-ό υποχρεωτικός, αναγκαίος, προαιρετικός επιτακτικό καθήκον,
επιβεβλημένος επιτακτική
ανάγκη/υποχρέωση
επίτευγμα, το κατόρθωμα, επιτυχία, αποτυχία επιστημονικό/τεχνολογικό
επίτευξη επίτευγμα
Επιφανειακός -ή -ό επιδερμικός ουσιώδης επιφανειακό ενδιαφέρον,
επιφανειακή
έρευνα/εξέταση
επιχείρημα, το ισχυρισμός, συλλογισμός εκθέτω/αναλύω/αναιρώ/
ανατρέπω/αντικρούω
επιχειρήματα,
πειστικό/ισχυρό/ ακλόνητο/
αδύνατο επιχείρημα
στερούμαι επιχειρημάτων
επουσιώδης -ης δευτερεύων, ασήμαντος ουσιώδης επουσιώδη στοιχεία/
-ες χαρακτηριστικά/λάθη,
επουσιώδης
διαφορά
επωφελής -ής -ές ωφέλιμος ανωφελής επωφελής συμφωνία
έριδα, η φιλονικία, λογομαχία, σύμπνοια, συμφωνία πολιτικές/θρησκευτικές
σύγκρουση, προστριβή, έριδες
διαμάχη, διαπληκτισμός
Εστιάζω επικεντρώνω εστιάζω το ενδιαφέρον
εσωστρεφής -ής -ές ενδοστρεφής εξωστρεφής εσωστρεφής χαρακτήρας

ευημερία, η ευπορία, ευδαιμονία, φτώχια, δυστυχία, ατομική/οικογενειακή/κοιν


ευδοκίμηση, ευμάρεια δυσπραγία ωνική ευημερία, ευημερία
των πολιτών
ευφράδεια, η ευγλωττία μιλώ με ευφράδεια
εφικτός -ή -ό πραγματοποιήσιμος, ανέφικτος εφικτός στόχος
κατορθωτός
θεμελιώνω στηρίζω, βασίζω αρνούμαι, ακυρώνω θεμελιώνω τις απόψεις/την
κριτική
θεμιτός -ή -ό δίκαιος, νόμιμος αθέμιτος θεμιτό μέσο/δικαίωμα,
θεμι-
τός ανταγωνισμός
ιδανικό, το ιδεώδες, πρότυπο τα ιδανικά της
ανθρωπότητας,
άνθρωπος με/χωρίς

12
ιδανικά,
το ιδανικό της
ελευθερίας/της
δικαιοσύνης
ιδιοτέλεια, η υστεροβουλία ανιδιοτέλεια κάνω κάτι/ενεργώ από ιδιο-
τέλεια
ιδιοτελής -ής συμφεροντολόγος, ανιδιοτελής ιδιοτελής χαρακτήρας,
-ές υστερόβουλος ιδιοτε-
λείς σκέψεις/προτάσεις
ιδιωτικός -ή -ό ατομικός, προσωπικός, δημόσιος, κρατι- ιδιωτική περιουσία/επιχεί-
ιδιαίτερος κός, δημοτικός, ρηση, ιδιωτικό κεφάλαιο,
κοινοτικός ιδιωτική πρωτοβουλία
Ιδρύω θεμελιώνω, δημι- ξεθεμελιώνω, απο- ιδρύω σύλλογο/σωματείο/
ουργώ, εγκαθιδρύω, συνθέτω, διαλύω νοσοκομείο/σχολείο/πανεπι
συγκροτώ, οργανώνω -
στήμιο/επιχείρηση
ικανοποίηση, η ευαρέσκεια, ευχαρί- απογοήτευση νιώθω/αισθάνομαι
στηση, χαρά ικανοποί-
ηση
ικανός -ή -ό άξιος ανίκανος ικανός
πολιτικός/διπλωμάτης
ισχυρίζομαι διατείνομαι, υποστηρίζω ισχυρίζομαι ότι είμαι
αθώος
καθήκον, το υποχρέωση, χρέος, οφειλή, δικαίωμα οι πολίτες έχουν
επιταγή, δέσμευση καθήκοντα
και υποχρεώσεις,

καθολικός -ή -ό συνολικός, ολικός ειδικός, μερικός καθολική


συμμετοχή/αντίδραση,
καθολική θεώρηση ενός
ζητήματος
καθοριστικός αποφασιστικός, καίριος ασήμαντος καθοριστικός παράγοντας/
-ή -ό ρόλος, καθοριστική
βοήθεια
καινοτομία, η νεωτερισμός, πρωτοτυπία, συντηρητισμός, καινοτομία με
προοδευτισμός στασιμότητα, θετικά/αρνητικά
συντηρητισμός αποτελέσματα
καίριος -α -ο καθοριστικός, ουσιώδης, άκαιρος καίριο πλήγμα/χτύπημα,
έγκαιρος καίριο ερώτημα
καπιταλισμός, ο κεφαλαιοκρατία σοσιαλισμός, βιομηχανικός/εμπορικός/
κομμουνισμός καπιταλισμός
καριέρα, η σταδιοδρομία, επάγγελμα πολιτική/λαμπρή καριέρα
καρποφόρος γόνιμος άκαρπος, στείρος, καρποφόρος διάλογος,
-α -ο άγονος καρποφόρα συνεργασία
καταμερισμός, ο κατανομή, διανομή, συνένωση, ενοποίηση, καταμερισμός εργασίας/
μοιρασιά, διαίρεση ένωση ευθυνών
καταναλώνω δαπανώ, ξοδεύω, συγκεντρώνω, μα- καταναλώνω ποσά/αγαθά,
αναλώνω, αναλίσκω, ζεύω, εξοικονομώ καταναλώνω τη ζωή
διαθέτω μου/τις
δυνάμεις/το χρόνο μου
κατανομή, η καταμερισμός, μοίρα- κατανομή κερδών/πλούτου
σμα
καταπολέμηση, η εξάλειψη, εξαφάνιση, καταπολέμηση της
εξόντωση, εξολόθρευση, ανεργίας/

13
εξουδετέρωση του αναλφαβητισμού/της
ρύπανσης του
περιβάλλοντος
κατάργηση, η κατάλυση, παύση, επικύρωση, αναγνώριση κατάργηση της
ακύρωση, άρση βασιλείας/των
δασμών/ενός δικαιώματος
καταρρίπτω ανατρέπω, αντικρούω τεκμηριώνω, αποδεικνύω, καταρρίπτω
ενισχύω, ισχυρισμούς/θεωρίες
ισχυροποιώ /επιχειρήματα
κατάχρηση, η εκμετάλλευση, σπατάλη, εγκράτεια κατάχρηση
ξόδεμα εξουσίας/δικαιωμάτων/
εμπιστοσύνης
κέρδος, το όφελος, ωφέλεια, χάσιμο, απώλεια, μικρό/μεγάλο/αθέμιτο /
απολαβή ζημιά, μείωση εύκολο κέρδος
κεφαλαιώδης βασικός, θεμελιώδης δευτερεύων, ασήμαντος κεφαλαιώδης σημασία
-ης -ές
κλιμακώνω εντείνω αποκλιμακώνω κλιμακώνω προσπάθειες
αγώνα/πόλεμο
κρίσιμος -η -ο καθοριστικός, επικίνδυνος, ασήμαντος κρίσιμη
σοβαρός απόφαση/κατάσταση,
κρίσιμο ερώτημα
λάθος, το σφάλμα, ανακρίβεια σωστό, αλήθεια μεγάλο/σοβαρό/ασήμαντο
λάθος, κάνω/διαπράττω/
διορθώνω/επανορθώνω/
παραδέχομαι ένα λάθος
λακωνικός -ή -ό σύντομος, λιγόλογος, φλύαρος, απεραντολόγος λακωνική απάντηση
λιτός, επιγραμματικός,
συνοπτικός
λιτός -ή -ό απλός, απέριττος σύνθετος, πολύπλοκος ύφος λιτό, λιτή έκφραση
λύση, η επίλυση, διακανονισμός, λύση του προβλήματος,
τακτοποίηση, ρύθμιση προσωρινή/μόνιμη/μέση/
αποδεκτή/ικανοποιητική/
οριστική λύση
ματαιόδοξος κενόδοξος, ματαιόφρων ματαιόδοξος άνθρωπος,
-η -ο ματαιόδοξη πράξη
μειονέκτημα, το ατέλεια, ελάττωμα, πλεονέκτημα, κύριο/σοβαρό/ασήμαντο
τρωτό, ψεγάδι, αδυναμία προτέρημα, προσόν, μειονέκτημα
ταλέντο, χάρισμα
μέριμνα, η φροντίδα αδιαφορία κοινωνική μέριμνα
μεροληπτικός υποκειμενικός αμερόληπτος μεροληπτικός κριτής,
-ή -ό μεροληπτική
κρίση/απόφαση
μεταβάλλω αλλάζω, μετατρέπω, παγιώνω, σταθεροποιώ μεταβάλλω γνώμη/άποψη
μεταμορφώνω,
μεταρρυθμίζω
μετριοπαθής -ής -ές διαλλακτικός, ήπιος υπερβολικός, αδιάλλακτος μετριοπαθής άνθρωπος/
χαρακτήρας, μετριοπαθείς
ενέργειες
μόνιμος -η -ο συνεχής, διαρκής έκτακτος μόνιμη ειρήνη
μονόπλευρος υποκειμενικός, μονομερής πολύπλευρος μονόπλευρη
-η -ο κρίση/απόφαση
μορφώνω εκπαιδεύω, διαπλάθω, οι σύγχρονοι νέοι
διαμορφώνω μορφώνονται μέσω της
τεχνοκρατικής

14
παιδείας
μόχθος, ο κόπος, καταπόνηση, ξεκούραση, ανάπαυση ανθρώπινος/καθημερινός
ταλαιπωρία, κούραση, μόχθος
βιοπάλη
νεωτεριστικός νεωτερικός, συντηρητικός, νεωτεριστικές ιδέες/τάσεις/
-ή -ό πρωτοποριακός, ξεπερασμένος μέθοδοι
πρωτότυπος
Νομίζω πιστεύω, φρονώ, θεωρώ, οι νέοι νομίζουν ότι δεν
υποθέτω, θαρρώ, έχουν κοινά στοιχεία με τις
πιθανολογώ μεγαλύτερες γενιές
νωθρός -ή -ό οκνηρός, νωχελικός, δραστήριος, φιλόπονος, νωθρός άνθρωπος, νωθρός
τεμπέλης, ράθυμος εργατικός στη σκέψη, νωθρή σκέψη,
νωθρό μυαλό
ξαφνικός -ή -ό αιφνίδιος, αναπάντεχος αναμενόμενος ξαφνικό γεγονός
ξεχνώ παραλείπω, παραμελώ, θυμάμαι, ενθυμούμαι δεν πρέπει να ξεχνούμε τα
λησμονώ, αφαιρούμαι αποτελέσματα των
πολέμων

οδυνηρός -ή -ό επίπονος χαρμόσυνος οδυνηρή εμπειρία


οικείος -α -ο φιλικός, γνωστός, ξένος, άγνωστος οικεία συμπεριφορά, οικεία
γνώριμος γλώσσα/λέξη/έκφραση,
οικείο περιβάλλον
οκνηρός -ή -ό νωθρός, νωχελικός, ευκίνητος, γρήγορος, οκνηρός άνθρωπος
αργός, τεμπέλης, φιλόπονος, δραστήριος,
ράθυμος εργατικός, φίλεργος
ολέθριος -α -ο καταστρεπτικός, σωτήριος, λυτρωτικός ολέθριο σφάλμα, ολέθρια
εξοντωτικός πολιτική
ομαδικός -ή -ό συλλογικός ατομικός ομαδική ευθύνη, ομαδικό
πνεύμα/συμφέρον, ομαδική
ενέργεια, ομαδικό άθλημα/
παιχνίδι
ομοιογένεια, η ομοιότητα ανομοιογένεια ομοιογένεια του
πληθυσμού μιας χώρας
οπαδός, ο υποστηρικτής, ακόλουθος, αντιφρονών, αντίπαλος, οπαδός θρησκείας/ιδεολογί
θιασώτης, σύντροφος αντίμαχος, ας/ομάδας, /φανατικός
αντίθετος οπαδός
οπισθοδρομικός καθυστερημένος σύγχρονος, μοντέρνος οπισθοδρομικές
-ή -ό απόψεις/ιδέες/αντιλήψεις
οριστικός -ή - ό τελειωτικός, τελικός αόριστος οριστικό αποτέλεσμα,
οριστική
απόφαση/κρίση/γνώμη
ουμανισμός, ο ανθρωπισμός απανθρωπισμός
ουμανιστής, ο ανθρωπιστής απάνθρωπος
ουσιαστικός -ή πραγματικός, αληθινός, ανούσιος, κενός, ουσιαστικός ρόλος,
-ό σημαντικός, αναγκαίος, ασήμαντος, επουσιώδης ουσιαστική διαφορά
ουσιώδης
ουσιώδης -ης ουσιαστικός, βασικός, επουσιώδης, ασήμαντος ουσιώδης διαφορά,
-ες κεφαλαιώδης, θεμελιώδης ουσιώδη
χαρακτηριστικά
όφελος, το ωφέλεια, κέρδος, βλάβη, ζημία οικονομικά οφέλη
συμφέρον
παιδεία, η μόρφωση, κουλτούρα, αμορφωσιά ανθρωπιστική/
καλλιέργεια, εκπαίδευση, τεχνοκρατική
διαπαιδαγώγηση, παιδεία, έλλειψη παιδείας

15
αγωγή
παραβαίνω παραβιάζω, καταπατώ, σέβομαι, τηρώ, παραβαίνω
αθετώ, επιορκώ, εκπληρώνω, κρατώ συμφωνίες/νόμους/
παρασπονδώ, αναιρώ κανονισμούς
παράβαση, π αθέτηση, καταπάτηση, τήρηση, εκτέλεση, υποπίπτω σε/κάνω
παραβίαση, αναίρεση εφαρμογή παράβαση,
παράβαση
νόμου/καθήκοντος
παραβίαση, η παράβαση, διάρρηξη σεβασμός, τήρηση παραβίαση δικαιωμάτων
παραβλέπω αδιαφορώ, αγνοώ, προσέχω, νοιάζομαι, παραβλέπω λάθη
αψηφώ, παραμελώ, παρατηρώ, μεριμνώ,
συγχωρώ, ανέχομαι ενδιαφέρομαι
παράγοντας, ο στοιχείο, συντελεστής αποφασιστικός/ουσιαστικό
ς/
καθοριστικός/ανθρώπινος
παράγοντας
παράδειγμα, το πρότυπο, υπόδειγμα, χαρακτηριστικό/ενδεικτικό
δείγμα παράδειγμα, παράδειγμα
ήθους/αξιοπρέπειας
παραδέχομαι αποδέχομαι, αναγνωρίζω, απορρίπτω, αρνούμαι, παραδέχομαι απόψεις,
εγκρίνω, επιδοκιμάζω, αποκρούω, αμφισβητώ παραδέχομαι ότι κάνω
επικροτώ ,δέχομαι, λάθος
πιστεύω
παραδοσιακός κλασικός, συντηρητικός σύγχρονος, μοντέρνος παραδοσιακός τρόπος ζωής
-ή -ό
παραλληλίζω παραβάλλω, συγκρίνω αντιπαραβάλλω παραλληλίζω
γεγονότα/καταστάσεις
παραμερίζω παραγκωνίζω, προσπερνώ, επιμένω, εμμένω παραμερίζω διαφορές/
υποσκελίζω, ξεπερνώ εμπόδια
παραχώρηση, η μεταβίβαση, εκχώρηση παραχώρηση δικαιώματος
παρεκτρέπομαι παραφέρομαι, ξεστρατίζω, αυτοκυριαρχούμαι παρεκτρέπομαι από τις
παρεκκλίνω, παρασύρομαι αρχές μου
παρέμβαση, η παρεμβολή, επέμβαση, παρέκβαση πολιτική/κρατική/
μεσολάβηση κοινωνική
παρέμβαση, παρέμβαση
στη συζήτηση
περιληπτικός συνοπτικός, σύντομος εκτενής, αναλυτικός περιληπτική
-ή -ό απόδοση/εξιστόρηση
περίπλοκος -η πολύπλοκος, δύσκολος, απλός περίπλοκο σύστημα,
-ο μπερδεμένος περίπλοκη
υπόθεση/απάντηση
πιθανός -ή -ό αληθοφανής, ευλογοφανής, απίθανος πιθανή
ενδεχόμενος συνέπεια/αντίδραση/
εκδοχή/ερμηνεία/υπόθεση
πλεονέκτημα, το προτέρημα, προσόν, μειονέκτημα έχω πλεονεκτήματα, υλικά/
προνόμιο, κέρδος, οικονομικά πλεονεκτήματα
όφελος, ωφέλεια,
προβάδισμα
πληθώρα, η πλήθος, αφθονία, έλλειψη, ανεπάρκεια πληθώρα
υπερεπάρκεια προϊόντων/αγαθών
πληροφόρηση, η ενημέρωση σκοταδισμός ελλιπής/έγκαιρη/σωστή
πληροφόρηση
Πολεμοχαρής -ής - ές φιλοπόλεμος ειρηνοποιός πολεμοχαρής φυλή/λαός
πολύπλευρος πολύμορφος, μονόπλευρος πολύπλευρο

16
-η -ο πολυδιάστατος ζήτημα/πρόβλημα,
πολύπλευρη προσέγγιση
πολύπλοκος -η περίπλοκος απλός πολύπλοκο πρόβλημα,
-ο πολύπλοκη υπόθεση,
πολύπλοκες ανθρώπινες
σχέσεις
πολυσύνθετος πολύπλοκος, περίπλοκος απλός, απλοϊκός πολυσύνθετο
-η -ο ζήτημα/πρόβλημα/θέμα,
πολυσύνθετη
προσωπικότητα
προασπίζω υποστηρίζω, προστατεύω, διώκω προασπίζω την
υπερασπίζομαι ελευθερία/τη
δικαιοσύνη/τα
δικαιώματα/τις ιδέες μου
πρόνοια, η μέριμνα, φροντίδα, απρονοησία πρόνοια του κράτους,
σύνεση, περίσκεψη λαμβάνω πρόνοια για
κάποιον/ για κάτι
προοδευτικός ριζοσπαστικός, συντηρητικός, προοδευτικός άνθρωπος,
-ή -ό φιλοπρόοδος οπισθοδρομικός, προοδευτικές ιδέες
αντιδραστικός
πρόσκαιρος -η προσωρινός, παροδικός μόνιμος, σταθερός πρόσκαιρη επιτυχία
-ο
προσωρινός -ή παροδικός οριστικός προσωρινά μέτρα

προτέρημα, το προσόν, πλεονέκτη- ελάττωμα, ψεγάδι, το προτέρημα της
μα, χάρισμα, αρετή, τρωτό, μειονέκτημα υπομονής,
προνόμιο άνθρωπος με προτερήματα
προϋπόθεση, η όρος απαραίτητη/βασική
προϋπόθεση
πρόφαση, η πρόσχημα, υπεκφυγή βρίσκω μια πρόφαση
ραγδαίος -α -ο σφοδρός, ορμητικός ήπιος, αργός ραγδαία πρόοδος της
τεχνολογίας, ραγδαία
πτώση των τιμών
ρευστότητα, η αστάθεια σταθερότητα ρευστότητα πολιτικής
κατάστασης
ριζικός -ή -ό ολοκληρωτικός, μερικός ριζικές αλλαγές/μεταβολές
πλήρης
σαφής -ής -ές καθαρός, εναργής ασαφής, αόριστος, σαφής απάντηση/αντίληψη,
δυσνόητος, σκοτεινός, σαφείς όροι/προθέσεις
σιβυλλικός
σημαντικός -ή ενδιαφέρων, αξιόλογος ασήμαντος σημαντική απόφαση,
-ό σημαντικός ρόλος,
σημαντικό γεγονός
Σκοπεύω προτίθεμαι, σχεδιάζω, αναβάλλω ο νέος πρωθυπουργός
στοχεύω σκοπεύει να αναμορφώσει
τη
χώρα
Σπεύδω προθυμοποιούμαι, καθυστερώ, αργώ, σπεύδω σε βοήθεια,
βιάζομαι, επείγομαι αργοπορώ, βραδυπορώ σπεύδω να βγάλω
συμπεράσματα
σπουδαίος -α -ο ενδιαφέρων, αξιόλογος, ασήμαντος, αδιάφορος σπουδαία είδηση, σπουδαίο
χρήσιμος ζήτημα
συγκεκριμένος ακριβής, αισθητός, ασαφής, αόριστος, συγκεκριμένες προτάσεις,
-η -ο αναλυτικός, καθορισμένος, γενικός, αφηρημένος συγκεκριμένοι στόχοι,

17
σαφής συγκεκριμένες ενέργειες
συγκεχυμένος ασαφής, ακαθόριστος, σαφής, ξεκάθαρος συγκεχυμένα λόγια/
-η -ο δυσδιάκριτος, μπερδεμένος συναισθήματα,
συγκεχυμένες ιδέες/
απόψεις/φήμες/
πληροφορίες ,κατάσταση
συγκυρία, η συντυχία, περίσταση, πολιτική/ιστορική/διεθνής
σύμπτωση συγκυρία
συλλογικός -ή ομαδικός ατομικός συλλογική ευθύνη/δουλειά

συλλογισμός, ο στοχασμός, διαλογισμός υποθετικός/αυθαίρετος/
απλός/σύνθετος
συλλογισμός
συμβολή, η συμμετοχή, συνδρομή, συμβολή στη λύση
συνεισφορά προβλημάτων
σύμπνοια, η ομοψυχία, ομοφωνία διχόνοια, διχογνωμία συνεργάζομαι με σύμπνοια
συναίνεση, η συγκατάθεση, συμφωνία απόρριψη κοινωνική συναίνεση,
συναίνεση των γονέων
συνδρομή, η συνεισφορά, βοήθεια, κρατική συνδρομή
αρωγή
συνεκτικός -ή συνδετικός, ενοποιητικός διασπαστικός συνεκτικοί δεσμοί

συνέπεια, η αποτέλεσμα, απόρροια, αίτιο, αιτία, αφορμή αρνητική/θετική συνέπεια,
παρεπόμενο, αναλαμβάνω τις συνέπειες
επακολούθημα των πράξεων μου
σύνθετος -η -ο πολύπλοκος, περίπλοκος απλός σύνθετη έννοια, σύνθετο
πρόβλημα
συνοχή, η σύνδεση, αλληλουχία, διάλυση, διάσπαση, Τα επιχειρήματα έχουν
συνάφεια, ενότητα αποσύνδεση συνοχή
μεταξύ τους, η συνοχή των
μελών της κοινωνίας
Συντελώ συμβάλλω, συντείνω, κωλυσιεργώ, παρακωλύω, παράγοντες που συντελούν
υποβοηθώ, συνεργώ παρεμποδίζω, δυσκολεύω, στην αύξηση της
εμποδίζω εγκληματικότητας, το
μεταρρυθμιστικό
έργο που συντελείται στην
παιδεία
συντηρητικός οπισθοδρομικός, προοδευτικός, συντηρητική νοοτροπία/
-ή -ό αντιδραστικός μοντέρνος κοινωνία/ιδεολογία,
συντηρητικές απόψεις
σφαιρικός -ή -ό συνολικός μερικός, μονομερής σφαιρική
αντιμετώπιση/αντίληψη/
ανάπτυξη
τεκμήριο, το ντοκουμέντο, πειστήριο ακαταμάχητα τεκμήρια
τελειωτικός -ή οριστικός, τελικός, αρχικός τελειωτική
-ό ολοκληρωτικός απόφαση/συμφωνία
/καταστροφή
τελικός -ή -ό τελευταίος, οριστικός, αρχικός τελική φάση/απόφαση,
τελειωτικός τελικό
στάδιο/συμπέρασμα
τετριμμένος -η κοινός, συνηθισμένος πρωτότυπος, μοντέρνος τετριμμένα πράγματα/
-ο λόγια, τετριμμένες
εκφράσεις/συζητήσεις
Τηρώ κρατώ, διατηρώ, δια- παραμελώ, παραβιάζω, τηρώ τους νόμους/το λόγο/

18
φυλάσσω, παραβαίνω, την υπόσχεση/τις
αθετώ παραδόσεις/τα έθιμα, τηρώ
επιφυλακτική/ουδέτερη/
αμερόληπτη στάση
Τιμωρώ καταδικάζω, βασανίζω, αθωώνω, αμείβω, ο παραβάτης τιμωρείται
ταλαιπωρώ, εκδικούμαι αποζημιώνω από το νόμο
Τονίζω υπογραμμίζω παραβλέπω τονίζω τη σημασία /τη
σπουδαιότητα
τραγικός -ή -ό δυσάρεστος, φοβερός τραγική
συνέπεια/κατάσταση
τροπή, η μεταβολή, τροποποίηση, διατήρηση τροπή των γεγονότων/της
γύρισμα υπόθεσης/της συζήτησης
Υιοθετώ αποδέχομαι, ασπάζομαι αποδοκιμάζω, υιοθετώ
διαφωνώ άποψη/ιδέα/πρόταση
υλικός -ή -ό άυλος, πνευματικός, υλικά αγαθά/οφέλη, υλικός
ηθικός κόσμος, υλική βοήθεια,
υλικές
απολαύσεις
υλιστικός -ή -ό ιδεαλιστικός υλιστική θεωρία/αντίληψη,
υλιστικές τάσεις της
κοινωνίας
υλοποίηση, η πραγματοποίηση, παραμέληση, παράλειψη υλοποίηση προγράμματος/
πραγμάτωση, εκπλήρωση εξαγγελιών
υπερασπίζομαι & προασπίζω, υποστηρίζω, κατηγορώ, καταδιώκω, υπερασπίζομαι τις απόψεις/
υπερασπίζω συνηγορώ, υπεραμύνομαι, διώκω την υπόληψη μου/τον
προστατεύω εαυτό μου
υπερισχύω επικρατώ, υπερτερώ, υπολείπομαι, μια γνώμη υπερισχύει,
υπερνικώ, επιβάλλομαι ηττώμαι υπερισχύω του αντιπάλου
υπεροπτικός -ή -ό αλαζονικός, υπερφίαλος ταπεινός, σώφρονος υπεροπτικό ύφος,
υπεροπτική συμπεριφορά,
υπεροπτικά λόγια
υπεύθυνος -η -ο υπαίτιος ανεύθυνος υπεύθυνος για μια
κατάσταση
υποβαθμίζω υποβιβάζω, ευτελίζω, αναβαθμίζω, τονίζω υποβαθμίζω τη σημασία/το
μειώνω, αλλοιώνω, θέμα
φθείρω
υπογραμμίζω επισημαίνω, τονίζω, παραβλέπω υπογραμμίζω τη
εξαίρω σημασία/το
γεγονός
υποδεέστερος κατώτερος, ευτελής ανώτερος, υπέρτερος υποδεέστερος των
-η -ο περιστάσεων
υποκειμενικός προσωπικός αντικειμενικός υποκειμενική γνώμη/κρίση,
-ή -ό υποκειμενικά κριτήρια
υποστήριξη, η ενίσχυση, βοήθεια, υπονόμευση, κλονισμός εξασφαλίζω την
συνδρομή, αρωγή, υποστήριξη κάποιου, η
συμπαράσταση πρόταση μου βρήκε θερμή
υποστήριξη
Υποφέρω υπομένω, υφίσταμαι, απολαμβάνω, υποφέρω μια κατάσταση
ανέχομαι, αντέχω ευχαριστιέμαι
υποχρεωτικός αναγκαστικός προαιρετικός υποχρεωτική εκπαίδευση
-ή -ό
υποχωρητικός ενδοτικός, συμβιβαστικός ανένδοτος, ασυμβίβαστος υποχωρητικός συνομιλητής
-ή -ό
υστεροβουλία, η ιδιοτέλεια ανυστεροβουλία, υστεροβουλία στις πράξεις,

19
ανιδιοτέλεια ενεργώ με υστεροβουλία
υστερόβουλος ιδιοτελής ανυστερόβουλος, υστερόβουλος άνθρωπος,
-η -ο ανιδιοτελής υστερόβουλη σκέψη
φαιδρός -ή -ό γελοίος, αστείος σοβαρός φαιδρό πρόσωπο, φαιδρή
ατμόσφαιρα
φαινομενικός επιφανειακός πραγματικός φαινομενικές
-ή -ό διαφορές/ομοιότητες
φανερός -ή -ό ορατός, εμφανής, αόρατος, αφανής, φανερή
οφθαλμοφανής, σαφής κρυφός πρόθεση/αγανάκτηση
προφανής, ξεκάθαρος
φαύλος -η -ο διεφθαρμένος χρηστός φαύλος πολιτικός, φαύλη
διοίκηση
φερέγγυος -α -ο αξιόπιστος, αξιόχρεος αφερέγγυος, αναξιόπιστος φερέγγυος συνομιλητής,
φερέγγυα άτομα
φήμη, η διάδοση, υπόληψη, αφάνεια, ανωνυμία, ανεπιβεβαίωτες/επίμονες/
εκτίμηση ασημότητα ανεύθυνες φήμες
φιλονικία, η έριδα, διαμάχη, προστριβή, ομόνοια, ειρήνη έντονη φιλονικία
λογομαχία
φιλόπονος -η -ο εργατικός, προκομμένος φυγόπονος φιλόπονος επιστήμονας
φοβερός -ή -ό τρομερός, φρικαλέος, φοβερό θέαμα, φοβερές
έντονος, αξιόλογος, προσπάθειες/καταστροφές
εξαιρετικός
φυγόπονος -η οκνηρός, τεμπέλης φιλόπονος φυγόπονος χαρακτήρας/
-ο άνθρωπος
χαλιναγώγηση, η συγκράτηση, έλεγχος αποδέσμευση, χαλιναγώγηση των παθών/
απελευθέρωση των ενστίκτων
χειραγώγηση, η καθοδήγηση ελευθερία χειραγώγηση του
ανθρώπου,/πολιτική
χειραγώγηση
χειροπιαστός ολοφάνερος, εμφανής φανταστικός, αφηρημένος χειροπιαστό αποτέλεσμα,
-ή -ό χειροπιαστές αποδείξεις
χρήσιμος -η -ο ωφέλιμος, επωφελής, ακατάλληλος, χρήσιμο μέλος της
λυσιτελής απρόσφορος, κοινωνία<
άχρηστος χρήσιμες συμβουλές/γνώσε
ψεγάδι, το ατέλεια, ελάττωμα, προσόν, πλεονέκτημα, τα ψεγάδια της γενιάς μας
μειονέκτημα, τρωτό, χάρισμα, προτέρημα συνηθίζουμε να τα
αδυναμία αποδίδουμε στους
μεγαλύτερους
ψευδής -ής -ές πλαστός, ψεύτικος, αληθινός, ειλικρινής ψευδείς πληροφορίες/ειδή-
ανειλικρινής σεις, ψευδής εντύπωση/
ψευδής ισχυρισμός
ωφέλεια, η όφελος, κέρδος, ζημία, απώλεια Οικονομική ωφέλεια
απολαβή βλάβη

20

You might also like