You are on page 1of 312

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ


Β’ ΚΥΚΛΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Ο Ανένδοτος Αγώνας της Ένωσης Κέντρου

Από τις εκλογές του 1961 στην παραίτηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή

Επιβλέποντες καθηγητές

Ευάνθης Χατζηβασιλείου
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος
Κωνσταντίνα Μπότσιου

Χρήστος Χρηστίδης

Αθήνα 2012

0
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ 4

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 5-19

Η ενοποίηση του Κέντρου 10

Οι εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961 15

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

Η ΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΑΝΕΝΔΟΤΟΥ: ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1961 20-51

Από την καταγγελία στην χάραξη στρατηγικής: Νοέμβριος 1961 21

Στον απόηχο των πρώτων καταγγελιών: Δεκέμβριος 1961 39

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

Ο ΑΝΕΝΔΟΤΟΣ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ: ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1962 52-94

Η ορκωμοσία στη βουλή και η κατάθεση της πρότασης παραπομπής 56

Η πρόταση δυσπιστίας 63

Τα γεγονότα του Ηρακλείου και η πρώτη συγκέντρωση του Κέντρου 73

Οι αποφάσεις της Δικαιοσύνης 77

Το τέλος της πρώτης φάσης: η καταψήφιση της πρότασης παραπομπής 86

1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

Η «ΠΟΡΕΙΑ ΣΤΟΝ ΛΑΟ»: ΜΑΡΤΙΟΣ-ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1962 95-173

Η δραστηριοποίηση της ΟΝΕΚ 95

Η μάχη για το Στέμμα 98

Σύντονες δραστηριότητες: από την επαναληπτική εκλογή της Θεσσαλονίκης

στη συγκέντρωση του Ηρακλείου 105

«Ο λόγος του Βασιλιά» 111

Φοιτητικές διαδηλώσεις 116

Η πρώτη μεγάλη σύγκρουση: η συγκέντρωση της Αθήνας 122

Από την «πρόσκαιρη ανακωχή» στην νέα πρόταση δυσπιστίας: Μάιος 1962 132

Η συγκέντρωση της Θεσσαλονίκης 145

Η πρόταση της Αριστεράς 150

Η επιστροφή του Σοφοκλή Βενιζέλου 154

Αντιπαράθεση για τα «μέτρα ασφαλείας» 157

Εσωκομματικές έριδες: Ένωση Κέντρου και ΕΡΕ 164

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙV

Η ΤΕΛΙΚΗ ΦΑΣΗ: ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1962-ΙΟΥΝΙΟΣ 1963 174-292

Η επίσκεψη του Lyndon Johnson 174

Η αύξηση της βασιλικής χορηγίας 177

Η επίσκεψη του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου 184

Φθινοπωρινή καμπή 187

Το εκλογικό νομοσχέδιο 197

2
Η νέα συγκέντρωση της Αθήνας: Νοέμβριος 1962 205

Αναζητώντας εναλλακτικές: Οι νέες πρωτοβουλίες του Σοφοκλή Βενιζέλου 215

Η αντίδραση στην «βαθεία τομή»: Φεβρουάριος – Μάρτιος 1963 240

Τα όρια της κρίσης: Οι σχέσεις του Κέντρου με τα Ανάκτορα, Μάρτιος 1963 253

Ενώπιον αλλότριων προταγμάτων 262

Η τελική πράξη: από την πρόταση δυσπιστίας στην παραίτηση Καραμανλή 274

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 293

ΠΗΓΕΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 300

3
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΓΕΑ Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας

ΓΕΕΘΑ Γενικό Επιτελείο Εθνικής Αμύνης

ΓΕΣ Γενικό Επιτελείο Στρατού

ΔΕΣΠΑ Διοικούσα Επιτροπή Συλλόγων Πανεπιστημίου Αθηνών

ΔΚΑΦΕ Δημοκρατικό Κέντρο – Αγροτική Φιλελευθέρα Ένωσις

ΔΚΕΛ Δημοκρατικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού

ΕΑΜ Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο

ΕΔΑ Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά

ΕΚΟΦ Εθνική Κοινωνική Οργάνωσις Φοιτητών

ΕΟΚ Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα

ΕΠΕΚ Εθνική Προοδευτική Ένωσις Κέντρου

ΕΡΕ Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις

ΚΕΑ Κίνησις Εθνικής Αναδημιουργίας

ΚΚΕ Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας

ΚΥΠ Κρατική Υπηρεσία Πληροφοριών

ΝΑΤΟ Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου

ΟΝΕΚ Οργάνωσις Νέων Ενώσεως Κέντρου

ΠΑΜΕ Πανδημοκρατικό Αγροτικό Μέτωπο Ελλάδος

ΤΕΑ Τάγματα Εθνοφυλακής Αμύνης

ΦΔΚ Φιλελεύθερο δημοκρατικό Κόμμα

4
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η δεκαετία του 1960 αποτελεί, αναμφισβήτητα, ένα από τα πλέον γοητευτικά


αντικείμενα της σύγχρονης ελληνικής ιστοριογραφίας. Οι πολιτικές, κοινωνικές και
οικονομικές εξελίξεις, οι πνευματικές αναζητήσεις και η πολιτιστική άνοιξη που
διακόπηκαν με αυθαίρετο τρόπο από τη δικτατορία των συνταγματαρχών, έχουν
αποτελέσει αφορμή για εξαιρετικά γόνιμες επιστημονικές αναζητήσεις, οι οποίες τα
τελευταία χρόνια είχαν ως αποτέλεσμα μία γενικότερη στροφή του ενδιαφέροντος
προς αυτή την τόσο πυκνή σε γεγονότα εποχή. Παράλληλα, το ενδιαφέρον έχει
έντονα εστιαστεί σε ζητήματα ιδεολογίας και πρακτικής πολιτικής, εξωγενών
επεμβάσεων στη λειτουργία του πολιτεύματος και συλλογικών δράσεων.1

Όπως έχει και στο παρελθόν καταδειχθεί, το 1961 αποτελεί μία από τις
βασικές τομές αυτής της περιόδου, τόσο σε ό,τι αφορά τη σταδιακή μεταλλαγή των
χαρακτηριστικών του κοινωνικού ιστού, όσο και αναφορικά με τη διαμόρφωση του
πολιτικού σκηνικού της χώρας. Αν και η νομοτελειακή προσέγγιση των γεγονότων
που οδήγησαν στην επιβολή του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου απέχει από την
παρούσα προσέγγιση, είναι σαφές ότι η ενίσχυση παραγόντων, που τελικά
επωφελήθηκαν από την αδυναμία του πολιτικού προσωπικού και την έλλειψη
εγγυήσεων του πολιτεύματος προκειμένου να επιβάλουν τα σχέδιά τους, μπορεί να
θεωρηθεί σύμφυτη με τις πολιτικές εξελίξεις της εξεταζόμενης περιόδου.

Το 1961 συνιστά μία μείζονα καμπή στην ιστορία του ελληνικού πολιτικού
συστήματος. Η ενοποίηση του πολύπαθου κεντρώου χώρου, το φθινόπωρο του 1961,
μετέβαλλε σημαντικά τον πολιτικό χάρτη της χώρας, ο οποίος για πρώτη φορά, μετά
τον πόλεμο, διέθετε τρεις ενιαίους σχηματισμούς στον άξονα Δεξιά-Κέντρο-

1
Από τα πιο πρόσφατα έργα, βλ. ενδεικτικά, Άλκης Ρήγος, Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης, Ευάνθης
Χατζηβασιλείου (επιμ.), Η «σύντομη» δεκαετία του ’60: θεσμικό πλαίσιο, κομματικές στρατηγικές,
κοινωνικές συγκρούσεις, πολιτισμικές διεργασίες (Αθήνα, 2008)· Σωτήρης Ριζάς, Η ελληνική πολιτική
μετά τον εμφύλιο πόλεμο: κοινοβουλευτισμός και δικτατορία (Αθήνα, 2008)· Μανώλης Βασιλάκης
(επιμ.), Από τον Ανένδοτο στη Δικτατορία (Αθήνα, 2009)· Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Ελληνικός
φιλελευθερισμός: το ριζοσπαστικό ρεύμα (1932-1979), (Αθήνα, 2010)· Evanthis Hatzivassiliou, Greece
and the Cold War: Frontline State, 1952-1967 (London and New York, 2006)· Ioannis D. Stefanidis,
Stirring the Greek Nation: Political Culture, Irredentism and Anti-Americanism in Post-war Greece,
1945-1967 (Aldershot, 2007) · Πασχαλούδη, Ελένη, Ένας πόλεμος χωρίς τέλος: η δεκαετία του 1940
στον πολιτικό λόγο (1950-1967) (Θεσσαλονίκη, 2010)· Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Εύη Ολυμπίτου και
Ιωάννα Παπαθανασίου (επιμ.), Η ελληνική νεολαία στον 20ο αιώνα: πολιτικές διαδρομές, κοινωνικές
πρακτικές και πολιτιστικές εκφράσεις (Αθήνα, 2010).

5
Αριστερά. Παράλληλα όμως, η Ένωση Κέντρου αποτελούσε έναν νεοπαγή φορέα με
μηδαμινή συνοχή και έντονες εσωτερικές αντιθέσεις. Λίγα μόλις χρόνια μετά το
τέλος του Εμφυλίου, μία γενιά πολιτικών που είχε βιώσει τις συνέπειες του Εθνικού
Διχασμού, κλήθηκε να διαχειριστεί μία πρωτοφανή κρίση, που θα μπορούσε να τη
φέρει αντιμέτωπη με θεσμούς απέναντι στους οποίους επ’ ουδενί ήθελε να βρεθεί: οι
βασικοί εκπρόσωποι του αστικού κόσμου, αντιμέτωποι με τον Στρατό και το Στέμμα.
Πόσο εφικτό ήταν όμως αυτό για έναν παραδοσιακά φιλελεύθερο αλλά πρωτίστως
νομιμόφρονα και «εθνικόφρονα» πολιτικό σχηματισμό; Τα ερωτήματα έμελλαν να
αποδειχθούν αμείλικτα σε μία κοινωνία που αποζητούσε την εμβάθυνση της
δημοκρατίας και την ενίσχυση της ανάπτυξης. Παράλληλα όμως, η Ένωση Κέντρου
ήταν ένας πολιτικός σχηματισμός, υπό την σκέπη του οποίου βρίσκονταν πολιτικές
προσωπικότητες ιδεολογικά ασύνδετες: πρόσωπα που είχαν μετάσχει σε κυβερνήσεις
του Αλέξανδρου Παπάγου και του Νικολάου Πλαστήρα, απότακτοι αξιωματικοί του
Μεσοπολέμου, πρώην μέλη του ΕΑΜ και ακραιφνείς βασιλόφρονες Συντηρητικοί
συνυπήρχαν, αποδεχόμενοι την ύπαρξη ενός και μόνο συνδετικού δεσμού: την
εξασφάλιση των προϋποθέσεων για την εκλογική επικράτηση και την ανάληψη της
διακυβέρνησης.

Ταυτόχρονα, ο νέος πολιτικός φορέας δεν στερείτο κοινωνικών ερεισμάτων.


Αντιθέτως, σε μία εποχή έντονης αμφισβήτησης, η Ένωση Κέντρου πέτυχε σταδιακά
να συσπειρώσει γύρω της μεγάλο τμήμα των Ελλήνων ψηφοφόρων, εκφράζοντας
αιτήματα και αναδεικνύοντας τους άξονες μίας πολιτικής σύμφωνης με τις απαιτήσεις
μίας κοινωνίας εν εξελίξει. Πράγματι, δώδεκα χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου, οι
Έλληνες πολίτες αισθάνονταν έτοιμοι – έχοντας πλέον καλύψει τις βασικές βιοτικές
τους ανάγκες – να απαιτήσουν μία σειρά από δικαιώματα και ελευθερίες, που έκριναν
ότι καταστρατηγούνταν. Συνεπώς, η ανταπόκριση που είχε ο λόγος του Κέντρου σε
ποικίλα κοινωνικά στρώματα, δεν αποτελούσε παράδοξο φαινόμενο. Με την ευελιξία
που το διέκρινε, πέτυχε να αναδειχθεί στον αδιαμφισβήτητο εκφραστή των
αιτημάτων του ριζοσπαστικοποιημένου και δυναμικου αυτου ρεύματος, με
προεξάρχον το ολοένα διευρυνόμενο φοιτητικό κίνημα.

Αντικείμενο της ανά χείρας ερευνητικής προσπάθειας αποτελεί ο ανένδοτος


αγώνας της Ένωσης Κέντρου: το στρατηγικό εγχείρημα της αξιωματικής
αντιπολίτευσης, που στόχευε αφενός στη μεταβολή των πολιτικών συσχετισμών που
είχαν εδραιωθεί με την συντριπτική επικράτηση της Συντηρητικής παράταξης, καθ’

6
όλη – σχεδόν – την μετεμφυλιακή περίοδο και αφετέρου στη σφυρηλάτηση της
ενότητας του νέου αυτού πολιτικού φορέα. Η διαλεκτική σχέση της αξιωματικής
αντιπολίτευσης με ευρύτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, επέτρεψε στον
ανένδοτο να λειτουργήσει ως αγωγός έκφρασης αναζητήσεων και μέσο κοινωνικών
διεκδικήσεων. Επομένως, ο ανένδοτος αγώνας της Ένωσης Κέντρου έχει διττή φύση:
είναι πολιτικό εγχείρημα και κοινωνικό κίνημα. Η μελέτη αυτή θα επικεντρωθεί στην
διάσταση της πολιτικής στρατηγικής ενός δύσκολα επανενοποιημένου Κέντρου. Θα
δειχθεί ότι ο ανένδοτος αγώνας λειτουργούσε τόσο ως προς τις «άλλες» πολιτικές
δυνάμεις, όσο και ως προς το εσωτερικό της Ένωσης Κέντρου: αποσκοπούσε
ταυτόχρονα στην επάνοδο του Κέντρου ως αξιόπιστου διεκδικητή της εξουσίας
έναντι των υπολοίπων πολιτικών δυνάμεων (Δεξιάς και Αριστεράς), όσο και στην
οριοθέτηση και κατοχύρωση της ίδιας της δύσκολα κατακτημένης ενδοπαραταξιακής
του ενότητας. Η φύση του ανένδοτου αγώνα, ως εγχείρημα εντοπισμένο σε αυτήν
την πολύπλευρη στόχευση, βρίσκεται στο επίκεντρο της συγκεκριμένης μελέτης.

Αν όμως η χρονική αφετηρία του ανένδοτου είναι σαφής και τοποθετείται


στην καταγγελία του αποτελέσματος των εκλογών του 1961 από τον Γεώργιο
Παπανδρέου, ως προϊόντος «βίας και νοθείας» – αρχικά μέσω διαγγελμάτων και στη
συνέχεια εντός του κοινοβουλίου – το χρονικό όριο μέχρι του οποίου εκτείνεται το
εγχείρημα επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες. Η συγκεκριμένη μελέτη προτείνει μία
εκδοχή, για την οποία έχουν ληφθεί υπ’ όψιν τα πολιτικά δεδομένα της εποχής. Βάσει
αυτής της συλλογιστικής, οριοθετεί το εγχείρημα στο διάστημα Οκτωβρίου 1961-
Ιουνίου 1963, κρίνοντας ότι η παραίτηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που
ακολουθήθηκε από την άρνηση του βασιλιά Παύλου να προχωρήσει σε διάλυση της
βουλής, αποτελεί την επίτευξη του βασικού πολιτικού στόχου του ανένδοτου, που
συνοψιζόταν στην αποδυνάμωση και την απομάκρυνση του πρωθυπουργού. Κατά
τους μήνες που ακολούθησαν, ως τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1963, το Κέντρο
κλήθηκε να διαχειριστεί τα νέα δεδομένα, από εντελώς διαφορετική θέση: η απουσία
του κύριου αντιπάλου – όχι μόνον από την ηγεσία της ΕΡΕ, αλλά και από την χώρα –
επέτρεπε στον σκληρό πυρήνα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να διαπραγματευθεί
από θέση ισχύος τους όρους της νέας εκλογικής αναμέτρησης. Τότε πλέον, δεν
επρόκειτο για «ανένδοτο αγώνα», αλλά για πορεία προς την εξουσία και μάλιστα με
μία αυξανόμενη αυτοπεποίθηση.

7
Παρά τη σημασία του εγχειρήματος και τις ευρύτερες συνέπειες που είχε στις
πολιτικές εξελίξεις που έμελε να ακολουθήσουν, η βιβλιογραφία γύρω από τον
ανένδοτο αγώνα είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Τα έργα που καταπιάνονται και με
την αντιπολιτευτική στρατηγική της Ένωσης Κέντρου, κατά κανόνα απέχουν από την
αμιγώς ιστορική καταγραφή ή διερευνούν το εγχείρημα ως τμήμα μίας γενικότερης
ανάλυσης. Σε κάθε περίπτωση, η σχετική βιβλιογραφία περιλαμβάνει πολιτικές
βιογραφίες,2 μελέτες για κόμματα και πολιτικές εξελίξεις,3 ευρύτερες μελέτες στις
οποίες εντάσσεται και η συγκεκριμένη περίοδος,4 και μονογραφίες σχετικά με τον
ρόλο συγκεκριμένων θεσμών και παραγόντων με επιρροή στην πολιτική ζωή της
χώρας.5

Η παρούσα μελέτη στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στην πρωτογενή έρευνα.


Προκειμένου να προσεγγισθεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο ο δημόσιος λόγος
και η επικαιρότητα της συγκεκριμένης περιόδου, μελετήθηκαν διεξοδικά τα πρακτικά
της Βουλής και ο Τύπος. Συγκεκριμένα η έρευνα περιέλαβε τις εφημερίδες:
2
Βλ. ενδεικτικά, Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Καραμανλής (1907-1998): Μία πολιτική βιογραφία,
(Αθήνα, 2011)· Κατερίνα Βαρελά, Ανδρέας Γ. Παπανδρέου, 1919-1996, τόμος Α΄: 1919-1981 (Αθήνα,
2002)·Γρηγόριος Δαφνής, Σοφοκλής Ελευθερίου Βενιζέλος, 1894-1964 (Αθήναι, 1970)· Θανάσης
Διαμαντόπουλος, Κώστας Μητσοτάκης, πολιτική βιογραφία, τόμος Β’ (1961-1974): από τον Ανένδοτο
στη Δικτατορία (Αθήνα, 1990)·, Κωνσταντίνος Κορέσης, Γεώργιος Παπανδρέου: η ζωή του (Αθήναι,
1966)· Παύλος Πετρίδης και Γιώργος Αναστασιάδης (επιμ.), Γεώργιος Παπανδρέου: 60 χρόνια
παρουσίας και δράσης στην πολιτική ζωή (Θεσσαλονίκη, 1994)· Γεώργιος Ι. Ράλλης, Πολιτικές
εκμυστηρεύσεις, 1950-1989 (Αθήνα, 1990)· Τάσος Σακελλαρόπουλος και Ευάνθης Χατζηβασιλείου
(επιμ.), Σοφοκλής Ελευθερίου Βενιζέλος: η πολιτική διαδρομή, το πρόσωπο, η εποχή (Αθήνα, 2009).
3
Από την μεγάλη σχετική βιβλιογραφία βλ. ενδεικτικά, Ηλίας Νικολακόπουλος, Η καχεκτική
δημοκρατία: κόμματα και εκλογές, 1946-1967 (Αθήνα, 2001)· Γιάννης Κάτρης, Η γέννηση του
νεοφασισμού στην Ελλάδα, 1960-1970 (Αθήνα, 1974)· Richard Clogg, Parties and Elections in Greece:
the Search for Legitimacy (Durham, NC, 1987)· Jean Meynaud (με τη συνεργασία Π. Μερλόπουλου
και Γ. Νοταρά), Πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, τόμοι 2 (Αθήνα, 2002)· Δέσποινα Ι. Παπαδημητρίου,
Από τον λαό των νομιμοφρόνων στο έθνος των εθνικοφρόνων: η συντηρητική σκέψη στην Ελλάδα,
1922-1967 (Αθήνα, 2006)· Ιωάννα Παπαθανασίου, Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά: Αρχείο, 1951-1967
(Αθήνα, 2001)· Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Η ελληνική τραγωδία: από την απελευθέρωση ως τους
συνταγματάρχες (Αθήνα, 1981)· Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Ελληνικός φιλελευθερισμός: το
ριζοσπαστικό ρεύμα (1932-1979), (Αθήνα, 2010).
4
Βλ. Νίκος Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση, 1922-1974: όψεις της ελληνικής εμπειρίας
(Αθήνα, 1983)· του ίδιου, Το Συνταγμα και οι εχθροί του στην νεοελληνική ιστορία (1800-2010),
(Αθήνα, 2011)· Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, (γεν. επιμ.), Κωνσταντίνος Καραμανλής: Αρχείο,
γεγονότα και κείμενα, τόμοι 12 (Αθήνα, 1992-97)· Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον εμφύλιο στη χούντα,
τόμος Δ’ (1961-1964), (Αθήνα, 1986)· Σπύρος Μαρκεζίνης, Σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ελλάδος,
1936-1975 τρεις τόμοι (Αθήνα, 1994).
5
Η στάση του Στρατού και του «ξένου παράγοντα» έχει αποτελέσει αντικείμενο πλειάδας εξαιρετικών
μελετών, μόνον ενδεικτικά παρατίθενται οι επόμενες, Θάνος Βερέμης, Ο στρατός στην ελληνική
πολιτική: από την Ανεξαρτησία έως τη Δημοκρατία (Αθήνα, 2000)· Αλέξης Παπαχελάς, Ο βιασμός της
ελληνικής δημοκρατίας: ο αμερικανικός παράγων, 1947-1967 (Αθήνα, 1997)· Σωτήρης Ριζάς, Η
Ελλάδα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη (1961-1964), (Αθήνα, 2001)· Theodore A. Couloumbis,
Greek Political Reaction to American and NATO Influences (New Haven and London, 1966)· James
Edward Miller, The United States and the Making of Modern Greece: History and Power, 1950-1974
(Chapel Hill, NC, 2009)· Mogens Pelt, Tying Greece to the West : US-West German-Greek Relations,
1949-1974 (Copenhagen, 2006).

8
Αθηναϊκή, Ακρόπολις, Η Αυγή, Το Βήμα, Το Έθνος, Ελευθερία, Εστία, Η Καθημερινή,
Μακεδονία, Τα Νέα και Κήρυξ (Χανίων). Στη συνέχεια μελετήθηκαν ιδιωτικά αρχεία
προσωπικοτήτων, που μετείχαν στον ανένδοτο ή είχαν ενεργό ρόλο στο πολιτικό
σκηνικό: Γεωργίου Παπανδρέου, Σοφοκλή Βενιζέλου, Περικλή Πάγκαλου,
Κωνσταντίνου Καραμανλή, Κωνσταντίνου Τσάτσου, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη,
Παναγιώτη Κανελλόπουλου και Παναγιώτη Πιπινέλη. Από τα αρχεία οργανώσεων
και δημοσίων φορέων, αντικείμενο μελέτης αποτέλεσαν τα αρχεία της ΕΔΑ και των
ραδιοφωνικών σταθμών «Ελεύθερη Ελλάδα» και «Η Φωνή της Αλήθειας» στα
Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας· τα αρχεία της Κεντρικής Υπηρεσίας και της
ελληνικής πρεσβείας του Λονδίνου στο υπουργείο Εξωτερικών· και το αρχείο των
βασιλικών ανακτόρων στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Επιπλέον, προκειμένου να
καλυφθεί η οπτική των δυτικών δυνάμεων επί των εξελίξεων στην εσωτερική
πολιτική και να φωτισθούν οι σχέσεις μεταξύ Ελλήνων πολιτικών και παραγόντων με
τον «ξένο παράγοντα», μελετήθηκαν τα αρχεία του Foreign Office στο Λονδίνο και
του State Department στην Ουάσιγκτον.

Τέλος, εξαιρετικά σημαντικές για την κατανόηση της εποχής και την
επισήμανση των λεπτών ισορροπιών μεταξύ των διαφόρων παραγόντων που
επηρέαζαν τις εξελίξεις, αποδείχθηκαν οι προσωπικές συνεντεύξεις με
πρωταγωνιστές της εποχής και πρόσωπα που έζησαν εκ του σύνεγγυς τον ανένδοτο
αγώνα της Ένωσης Κέντρου· το ενδιαφέρον και η θέρμη, με την οποία
ανταποκρίθηκαν στο αίτημά μου, αποτέλεσε τον καλύτερο οδηγό για τη συνέχεια της
έρευνάς μου. Πρόκειται για μία σειρά δεκαεπτά συνεντεύξεων που μου παραχώρησαν
οι: Ελευθέριος Βερυβάκης, Απόστολος Κακλαμάνης, Βασίλης Κοντογιαννόπουλος,
Λεωνίδας Κύρκος, Νικόλαος Λιναρδάτος, Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης, Βάσος
Μαθιόπουλος, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Αδαμάντιος Πεπελάσης, Αναστάσιος
Πεπονής, Χαράλαμπος Ποταμιάνος, Χαράλαμπος Πρωτοπαπάς, Γεώργιος Ράλλης,
Μιχάλης Στυλιανού, Ριχάρδος Σωμερίτης, Γιάννης Τζαννετάκος και Βιργινία
Τσουδερού.

Στόχος της παρούσας μελέτης είναι η «χαρτογράφηση» αυτού του σύνθετου


εγχειρήματος: των παραγόντων που κατά καιρούς επέδρασαν στην επιλεγείσα
αντιπολιτευτική τακτική και των εναλλακτικών επιλογών που απορρίφθηκαν ή
απέτυχαν στο διάστημα των είκοσι περίπου μηνών ανάμεσα στις εκλογές του
Οκτωβρίου του 1961 και την παραίτηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή τον Ιούνιο

9
του 1963. Η ανάλυση ακολουθεί την πορεία των γεγονότων, και τα κεφάλαια
ταυτίζονται με τις φάσεις του εγχειρήματος, όπως αυτές προκύπτουν από τις σχετικές
αποφάσεις της ηγεσίας του Κέντρου και τις αναλύσεις του Τύπου της εποχής. Το
πρώτο κεφάλαιο παρακολουθεί την αντίδραση της αξιωματικής αντιπολίτευσης από
την επομένη των εκλογών μέχρι το τέλος του 1961. Το αρχικό μούδιασμα στελεχών
και παραγόντων, που βρίσκονταν κοντά στο Κέντρο, ακολούθησε η καταγγελία των
αποτελεσμάτων και ο σχεδιασμός των επόμενων κινήσεων: της αποχής από την
έναρξη των εργασιών της βουλής και της συστηματικής παράθεσης αποδείξεων των
«κρατικών μεθοδεύσεων», μέσω του Τύπου. Το δεύτερο κεφάλαιο περιγράφει την
πρώτη φάση του ανένδοτου αγώνα: την εξέλιξη δηλαδή του εγχειρήματος εντός του
κοινοβουλίου και την προετοιμασία των συνθηκών για το δυναμικό άνοιγμα προς την
κοινωνία. Στο τρίτο κεφάλαιο, επιχειρήθηκε να παρουσιαστούν όλες οι
πρωτοβουλίες, που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της «πορείας στον λαό»: την
εξάμηνης περίπου διάρκειας εκστρατεία της Ένωσης Κέντρου, που περιελάμβανε
ανοικτές συγκεντρώσεις σε ολόκληρη τη χώρα, και έντονες συγκρούσεις με την
κυβέρνηση. Τέλος, στο τέταρτο κεφάλαιο εξετάζεται η τελευταία και πλέον κρίσιμη
φάση του εγχειρήματος. Μετά από έναν περίπου χρόνο, με εμφανή τα σημάδια
κόπωσης, ο ανένδοτος κλήθηκε να αναδείξει νέα προτάγματα, που θα μπορούσαν να
συνεχίσουν να κινητοποιούν την κοινωνία. Οι καταιγιστικές εξελίξεις των τελευταίων
μηνών της εξεταζόμενης περιόδου, αν και κατέδειξαν τις ανεπάρκειες του πολιτικού
συστήματος, συντέλεσαν στην επίτευξη των βασικών στόχων του Κέντρου, που
πλέον έδειχναν να ταυτίζονται με αντίστοιχες επιλογές συγκεκριμένων εξωπολιτικών
και εξωθεσμικών παραγόντων. Η αυτοπαγίδευση του πολιτικού συστήματος της
χώρας καθίστατο πλέον μάλλον αναπόφευκτη, αν και τούτο δεν θα γινόταν εμφανές,
παρά μόνον σε βάθος χρόνου.

Η ενοποίηση του Κέντρου

Όταν τα πρωτοσέλιδα της 20ης Σεπτεμβρίου 1961 ανακοίνωναν τη


συγκρότηση της Ένωσης Κέντρου, ένας πολυετής κύκλος συνεχών διασπάσεων,
συγκρούσεων και αλληλοϋπονομεύσεων ανάμεσα στα στελέχη του πολύπαθου

10
«Δημοκρατικού Κέντρου», έδειχνε να κλείνει.6 Παράλληλα, δημιουργείτο για πρώτη
φορά ένα σύστημα τριών παρατάξεων, στο οποίο το Κέντρο διεκδικούσε την θέση
του κυρίαρχου στον «αντιδεξιό πόλο». 7 Προκειμένου, όμως να ανιχνευθούν οι
απαρχές αυτής της πορείας, θα πρέπει κανείς να ανατρέξει στα μέσα της δεκαετίας
του 1940, όταν ανάμεσα στις σαφώς οριοθετημένες δυνάμεις της Δεξιάς και της
Αριστεράς, έκανε την εμφάνισή του ένας νέος χώρος που αυτοπροσδιορίστηκε μέσα
από την αντίθεσή του έναντι των δύο άκρων.8 Όπως έχει καταδείξει ο Ηλίας
Νικολακόπουλος, βάση αυτής της αυτονόμησης αποτέλεσαν οι «επάλληλοι δυϊσμοί»,
η ταυτόχρονη δηλαδή αντίθεση έναντι των δύο άκρων που συνέβαλε τα μέγιστα στην
προσπάθεια συγκρότησης της νέας αυτής πολιτικής ταυτότητας. 9 Ο παλαιός
βενιζελογενής χώρος είχε παραμείνει διασπασμένος από τις εκλογές του 1920 ως τη
δικτατορία του Μεταξά. Με διαφορετικές κομματικές εκφράσεις μετείχε στις εκλογές
του 1946, αν και τμήματά του (Πλαστήρας, Καφαντάρης) απείχαν από εκείνη τη
διαδικασία. Μετά τις κυβερνήσεις του Εμφυλίου, η πολυδιάσπαση του Κέντρου
επανήλθε με τη δημιουργία της ΕΠΕΚ και την τριχοτόμηση ουσιαστικά του χώρου
μεταξύ του Κόμματος Φιλελευθέρων υπό τον Σοφοκλή Βενιζέλο, της ΕΠΕΚ του
Νικόλαου Πλαστήρα και του Κόμματος Γεωργίου Παπανδρέου. Οι παλινδρομήσεις
συνεχίστηκαν και το επόμενο διάστημα, με το Κέντρο να αδυνατεί να ανταποκριθεί
στις νέες απαιτήσεις της ελληνικής κοινωνίας.

Η θριαμβευτική επικράτηση του Ελληνικού Συναγερμού κατά τις εκλογές του


1952, επρόκειτο να επιβεβαιώσει τα εγγενή προβλήματα του Κεντρώου χώρου, ο
οποίος πλέον βρέθηκε ουσιαστικά παροπλισμένος. Οι συνεχείς εναλλαγές στην
ηγεσία του ιστορικού κόμματος Φιλελευθέρων, ανάμεσα στον Γεώργιο Παπανδρέου
και τον Σοφοκλή Βενιζέλο, αποτέλεσαν το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της περιόδου
από το 1953 έως το 1958, συντελώντας στην εκλογική αποδυνάμωση και την

6
Για μία συνολική αποτίμηση της πορείας του Κεντρώου χώρου, βλ. Ηλίας Νικολακόπουλος,
«Αναζητώντας το Κέντρο: οι εκλογικές περιπλανήσεις μίας 15ετίας (1946-1961)», στο Παύλος
Πετρίδης και Γιώργος Αναστασιάδης (επιμ.), Γεώργιος Παπανδρέου: 60 χρόνια, ο.π., σσ. 431-458.
7
Ηλίας Νικολακόπουλος, «Οι εκλογικές αναμετρήσεις της δεκαετίας του ‘60», στο Μανώλης
Βασιλάκης, Από τον Ανένδοτο στην Δικτατορία, ο.π., σσ. 285-303.
8
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης επιβεβαιώνοντας τον αυτοπροσδιορισμό του Κέντρου με βάση τις δύο
άλλες παρατάξεις, τοποθετεί τη θέση του «στο μεσαίο χώρο, ανάμεσα στην άκρα Αριστερά – που είχε
κάμει το πραξικόπημα, τον εμφύλιο πόλεμο, και την Δεξιά – δεν λέω μόνο την Άκρα Δεξιά – και την
ελληνική παραδοσιακή Δεξιά, εκάλυπτε ουσιαστικά τον παλιό Φιλελεύθερο χώρο», Κωνσταντίνος
Μητσοτάκης, συνέντευξη στον γράφοντα, 15 Νοεμβρίου 2005.
9
Ηλίας Νικολακόπουλος, Η καχεκτική δημοκρατία, ο.π., σελ. 34· του ίδιου, «Αναζητώντας το Κέντρο:
οι εκλογικές περιπλανήσεις μίας 15ετίας (1946-1961)», στο Παύλος Πετρίδης και Γιώργος
Αναστασιάδης (επιμ.), Γεώργιος Παπανδρέου: 60 χρόνια, ο.π., σελ. 450.

11
ιδεολογική σύγχυση του Κέντρου.10 Το ίδιο διάστημα, αρχικά ο Ελληνικός
Συναγερμός και εν συνεχεία η ΕΡΕ είχαν επικρατήσει πλήρως στο πολιτικό σκηνικό,
εντάσσοντας – μάλιστα – στους κόλπους τους σημαντικές προσωπικότητες του
λεγόμενου βενιζελικού χώρου, γεγονός που εν πολλοίς είχε συντελέσει στον
«απορφανισμό» του από σημαντικά στελέχη.11

Αν όμως οι συνεχείς εσωκομματικές συγκρούσεις και η επικράτηση των


φυγόκεντρων τάσεων είχαν αποτελέσει το βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου
1952-1958, τομή στην μετέπειτα πορεία του χώρου, αποτέλεσαν – αναμφισβήτητα –
οι εκλογές του 1958. Παρά το γεγονός ότι το Κόμμα Φιλελευθέρων είχε κατέλθει
ενωμένο στις εκλογές, η προηγηθείσα πορεία του, έδειχνε να έχει καταδικάσει κάθε
πιθανότητα ανάδειξής του σε αξιόπιστο διεκδικητή της εξουσίας. Το κόμμα βρέθηκε
να υπολείπεται της ΕΔΑ, παρά το γεγονός ότι είχε καταφέρει να συγκεντρώσει το
υψηλότερο μεταπολεμικό ποσοστό του.12 Η μάλλον αναμενόμενη διάσπαση των
Φιλελευθέρων προέκυψε λίγους μήνες αργότερα, μετά την αποχώρηση τόσο του
Γεωργίου Παπανδρέου, όσο και μίας ομάδας νέων κυρίως βουλευτών που
ακολούθησαν τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη,13 μετά την αποτυχία του να επικρατήσει
του Βενιζέλου, κατά την ψηφοφορία για την ανάδειξη νέου αρχηγού του κόμματος.
Μέχρι το καλοκαίρι του 1961, οι διασπασμένες δυνάμεις του Κέντρου είχαν σε
μεγάλο βαθμό συσπειρωθεί σε δύο φορείς: την Κίνηση Εθνικής Αναδημιουργίας
[ΚΕΑ] υπό τον Γεώργιο Γρίβα, στην οποία είχαν ενταχθεί οι βουλευτές του κόμματος
Φιλελευθέρων, ο Στέφανος Στεφανόπουλος και ο Παυσανίας Κατσώτας· και στο
Δημοκρατικό Κέντρο – Αγροτική Φιλελευθέρα Ένωσις [ΔΚ-ΑΦΕ], υπό τον Γεώργιο
Παπανδρέου στο οποίο μετείχε ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής και οι περισσότεροι από
τους βουλευτές της Νέας Πολιτικής Κίνησης.
10
Χαρακτηριστική η αποστροφή του Χαράλαμπου Πρωτοπαπά, «Εδώ έπαιξαν το παιχνίδι, δηλαδή
τρελαθήκαμε εμείς τότε, ανάμεσα στο ‘56 και το ‘64 που έφυγε ο Βενιζέλος, τρελαθήκαμε. Πότε ήταν
προοδευτικός ο ένας και πότε ήταν ο άλλος. Όποιος τύγχανε να έχει το κόμμα των Φιλελευθέρων πριν
γίνει η Ένωση Κέντρου ή την ηγεσία της Ένωσης Κέντρου, εμφανιζόταν ως προοδευτικός. Όταν έγινε
αρχηγός της Ένωση Κέντρου ο Παπανδρέου ο Σοφοκλής μάζευε γύρω του ή αν δεν μαζευόντουσαν
ήταν ο φυσικός ηγέτης της συντηρητικής πτέρυγας». Χαράλαμπος Πρωτοπαπάς, συνέντευξη στον
γράφοντα, 27 Ιανουαρίου 2006.
11
Για μία αναλυτική προσέγγιση της ηγετικής ομάδας της ΕΡΕ και μία επισήμανση των στελεχών που
προέρχονταν από άλλους πολιτικούς χώρους, βλ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Ο ελληνικός
φιλελευθερισμός, ο.π., 327-330.
12
Ηλίας Νικολακόπουλος, «Η πολιτική πορεία του Σοφοκλή Βενιζέλου, 1952-1961: το κύκνειο άσμα
του Κόμματος Φιλελευθέρων», στο Τάσος Σακελλαρόπουλος, Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.),
Σοφοκλής Ελευθερίου Βενιζέλος, ο.π., σελ. 130.
13
Στις αρχές του 1960 η ομάδα αυτών των βουλευτών μαζί με τον Γεώργιο Ράλλη και τον Παναγή
Παπαληγούρα, που είχαν στο μεταξύ αποχωρήσει από την ΕΡΕ, συγκρότησαν την Νέα Πολιτική
Κίνηση. Για το νέο αυτό εγχείρημα, βλ. Θανάσης Διαμαντόπουλος, Κώστας Μητσοτάκης, ο.π., 37-40.

12
Ήταν πλέον σαφές ότι το Κέντρο κινείτο προς μία νέα ενοποίηση, που αυτή
τη φορά θα περιελάμβανε όλες τις δυνάμεις που βρίσκονταν μεταξύ της ΕΡΕ και της
ΕΔΑ. Σημαντική ήταν η ενίσχυση που δόθηκε, σε αυτή την κατεύθυνση, και από τις
Ηνωμένες Πολιτείες, που επεδίωκαν την συγκρότηση ενός ενιαίου Κέντρου, το οποίο
θα μπορούσε με αξιώσεις να διεκδικήσει την θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης
από την ΕΔΑ. Ανάλογη έδειχνε να είναι και η στόχευση του Κωνσταντίνου
Καραμανλή, ο οποίος πέρα από την προσαρμογή του νέου εκλογικού νόμου,
προκειμένου να ευνοεί στο μέτρο του δυνατού το Κέντρο, φέρεται να δήλωνε στα
μέσα του καλοκαιριού ότι θα ήταν διατεθειμένος «να χάσει κάποιες έδρες υπέρ του
Κέντρου, σε μία προσπάθεια να οικοδομηθεί το είδος της αντιπολίτευσης που είχε
ανάγκη η Ελλάδα».14

Εκτός όμως από το ενεργό ενδιαφέρον του πρωθυπουργού και των


Αμερικανών για τη συγκρότηση μίας «εθνικόφρονος» αντιπολίτευσης προκειμένου
να περιοριστεί η απήχηση της ΕΔΑ, στο εγχείρημα έδειχναν να συντείνουν και μία
σειρά από άλλους παράγοντες. Ανάμεσά τους, έχει ήδη επισημανθεί ο έντονος φόβος
μιας πιθανής νέας διαρροής στελεχών προς την ΕΡΕ, το ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον
και μία σειρά κοινωνικών συνθηκών που καθιστούσαν επιβεβλημένη μία μεταβολή
του πολιτικού σκηνικού, προκειμένου να ανταποκρίνεται στις νέες απαιτήσεις.15 Στην
σχετική του ανάλυση, ο Απόστολος Κακλαμάνης αποδίδει την απόφαση δημιουργίας
του Κέντρου στο αίσθημα αυτοσυντήρησης και πολιτικής επιβίωσης, εκείνων των
στελεχών του χώρου που δεν επιθυμούσαν να ενταχθούν στην ΕΡΕ ή την ΕΔΑ,
συμπληρώνοντας: «δεν αποκλείω κάποιοι να έβλεπαν σε αυτή τη συνένωση και την
[ευκαιρία] να ορθώσουν έναν φραγμό απέναντι στην – κατ’ αυτούς – επελαύνουσα
κομμουνιστική Αριστερά».16
Το εν λόγω σχήμα προέκυψε μετά από έντονες διαπραγματεύσεις κυρίως
μεταξύ του Γεωργίου Αθανασιάδη-Νόβα, εκ μέρους του Γεωργίου Παπανδρέου και
του Σταύρου Κωστόπουλου, εκ μέρους του Σοφοκλή Βενιζέλου.17 Ονομάστηκε

14
James Miller, «“The Greek De Gaulle” or “Our Man in Athens”? Karamanlis and the Americans
1954-1974», στο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου, Ευάνθης Χατζηβασιλείου
(επιμ.), Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον εικοστό αιώνα, τόμος B΄, ο.π., σελ. 53.
15
Βλ. τη σχετική ανάλυση στο Θανάσης Διαμαντόπουλος, Η ελληνική πολιτική ζωή: εικοστός αιώνας
(Αθήνα, 1997), σσ. 181-185.
16
Απόστολος Κακλαμάνης, συνέντευξη στον γράφοντα, 5 Απριλίου 2006.
17
Σχολιάζοντας τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στις διαπραγματεύσεις ο Νόβας σημείωνε σε
συνέντευξή του στον Βασίλειο Σπ. Μαρκεζίνη: «Το πώς επέτυχα τελικώς την υπογραφήν του Σοφοκλή
Βενιζέλου είναι θαύμα. Παρ’ ολίγο να κατεβαίναμε εις τας εκλογάς χωρισμένοι», Σπύρος Μαρκεζίνης,
Σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ελλάδος, τόμ. Γ’, ο.π., σελ. 96.

13
Ένωσις Κέντρου και συμπεριέλαβε στο εσωτερικό της κομματικούς σχηματισμούς
που βρίσκονταν ανάμεσα στην ΕΡΕ και την ΕΔΑ.18 Μετείχαν δηλαδή όλοι οι
κομματικοί φορείς που λίγους μήνες νωρίτερα είχαν δημιουργήσει την ΚΕΑ και το
ΔΚ-ΑΦΕ [Κόμμα Φιλελευθέρων, Λαϊκό Κοινωνικό Κόμμα, ΕΠΕΚ, Προοδευτικό
Εργατοτεχνικό Κόμμα, ΦΔΚ, Κόμμα Αγροτών και Εργαζομένων, Νέα Πολιτική
Κίνησις] και η Δημοκρατική Ένωσις υπό τον Ηλία Τσιριμώκο, καθένας από τους
οποίους εισέφερε ένα μέλος στην οκταμελή Διοικούσα Επιτροπή του κόμματος.19
Συγκεκριμένα στην επιτροπή μετείχαν οι: Γεώργιος Παπανδρέου, Γεώργιος
Αθανασιάδης-Νόβας, Σάββας Παπαπολίτης, Ηλίας Τσιριμώκος, Αλέξανδρος
Μπαλτατζής, Σταύρος Κωστόπουλος, Στέφανος Στεφανόπουλος και Παυσανίας
Κατσώτας. Επρόκειτο για ένα μάλλον ανομοιογενές και ετερόκλητο μίγμα πολιτικών
προσωπικοτήτων που εκτεινόταν από τον εαμογενή Τσιριμώκο μέχρι τον
αντιβενιζελικό Στεφανόπουλο.20 Αναφερόμενος στην πορεία προς την δημιουργία της
Ένωσης Κέντρου και αποτιμώντας τον ρόλο συγκεκριμένων προσώπων, ο
Κωνσταντίνος Μητσοτάκης υποστηρίζει:

Ο σκληρός πυρήνας του Κέντρου, που αντέστη και που ξαναέφτιαξε το


Κέντρο και το ’φερε πλειοψηφία, ήμαστε εμείς. Όταν λέω εμείς εννοώ,
μαζί με την Ελευθερία ως βασικό πολιτικό όργανο, δέκα-δώδεκα
άνθρωποι, δηλαδή Μπακατσέλος Γιώργος, Στέλιος Αλλαμανής, εγώ, ο
Γιώργος ο Μαύρος – καίτοι ένα διάστημα έτσι… ερωτοτρόπησε και με
τον Καραμανλή, τελικά έμεινε σταθερά κεντρώος – ο Ζίγδης, ο οποίος
ήταν αδιάλλακτος κεντρώος. (…) Ο Σοφοκλής δεν ήτανε σταθερός
υποστηρικτής του Κέντρου. Ο Σοφοκλής και ερωτοτροπούσε με τη
Δεξιά, εξ αρχής, αλλά και με τον Καραμανλή. Και τον Γρίβα επεχείρησε
να φέρει πίσω, ήταν μπερδεμένη ιστορία.

18
Για τη δομή και τα βασικά χαρακτηριστικά της Ένωσης Κέντρου, βλ. Jean Meynaud, Πολιτικές
δυνάμεις στην Ελλάδα, ο.π., τόμ. Α’, σσ. 320-359.
19
Συνοψίζοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Ένωσης Κέντρου, ο Θανάσης Διαμαντόπουλος κάνει
λόγο για συλλογικό χαρακτήρα της ηγεσίας, χαλαρή οργανωτική ενότητα, «ανύπαρκτη» ιδεολογική
ενότητα και έλλειψη σύμπνοιας. Θανάσης Διαμαντόπουλος, Κώστας Μητσοτάκης, ο.π., σελ. 46.
20
«Η Ένωση Κέντρου ήταν μία συρραφή. Μετεξελίχθηκε σε λαϊκό κίνημα με τον ανένδοτο αγώνα. Αν
υποθέσουμε ότι η Ένωση Κέντρου θα έπαιρνε τις εκλογές θα ήταν άλλη», επεσήμαινε ο Αναστάσιος
Πεπονής, επιδιώκοντας να υπογραμμίσει τον μάλλον «παλαιοκομματικό» χαρακτήρα πολλών εκ των
στελεχών του νεοπαγούς σχήματος. Αναστάσιος Πεπονής, συνέντευξη στον γράφοντα, 12 Δεκεμβρίου
2005.

14
Και ο Γεώργιος Παπανδρέου, κάθε άλλο παρά σταθερός κεντρώος ήτανε.
(…) Πήγε με τον Παπάγο και μετά, όταν τον κάναμε εμείς αρχηγό της
Ενώσεως Κέντρου, συζητούσε με τον Καραμανλή να κάνουν εκλογές
μαζί με πλειοψηφικό και με το πιστόλι. Και ένας από τους λόγους που
τον πήραμε – όσο και αν φαίνεται περίεργο και τραβηγμένο, είναι
πραγματικότητα – ένας από τους λόγους ήταν για να μην τον πάρει ο
Καραμανλής. Τον πήραμε εμείς και τον κάναμε αρχηγό του Κέντρου.
(…) Ο Σοφοκλής ο Βενιζέλος ήταν το μεγάλο κλειδί. Και ο Σοφοκλής ο
Βενιζέλος, πράγματι, βοήθησε, απεφάσισε να φτιάξει το Κέντρο. Και,
απ’ την άλλη μεριά ήταν ο Αλέκος ο Μπαλτατζής ο πρώτος, ο οποίος
έδωσε το σύνθημα και ο οποίος είχε πράγματι υπαρκτό κόμμα, μικρό
αλλά υπαρκτό και έπαιξε ρόλο. Ο Ηλίας ο Τσιριμώκος, δεν είχε πολλή
σημασία. Ο Σάββας ο Παπαπολίτης, πολύ μικρή σημασία.21

Οι εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961

Την επομένη της ανακοίνωσης της συγκρότησης του ενιαίου πλέον Κέντρου,
η κυβέρνηση Καραμανλή παραιτήθηκε προκηρύσσοντας εκλογές για τις 29
Οκτωβρίου 1961. Επρόκειτο για μία ακόμη επιβεβαίωση – μετά τις ευνοϊκές
ρυθμίσεις του ψηφισθέντος εκλογικού νόμου τον Ιούνιο του 1961 – του
ενδιαφέροντος του Κωνσταντίνου Καραμανλή για ένα ενιαίο Κέντρο, το οποίο θα
μπορούσε πλέον να αναλάβει τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ως
παραχώρηση προς το Κέντρο παρουσιάζει, άλλωστε, ο ίδιος και την εισήγησή του για
διορισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης από τον βασιλιά Παύλο.22 Παρά την αρχική
συμφωνία των δύο ανδρών περί ανάθεσης της πρωθυπουργίας στον στρατηγό
Θρασύβουλο Τσακαλώτο, και του υπουργείου Εθνικής Αμύνης στον αρχηγό ΓΕΕΘΑ,
αντιστράτηγο Αθανάσιο Φροντιστή, οι τελικές επιλογές του βασιλιά απείχαν από την
πρόταση του υπεύθυνου συμβούλου του. Τόσο ο διορισμός ως πρωθυπουργού του
αρχηγού του στρατιωτικού οίκου του βασιλιά, στρατηγού Κωνσταντίνου Δόβα, όσο –
κυρίως – η ανάθεση του κρίσιμου χαρτοφυλακίου του υπουργείου Εθνικής Αμύνης

21
Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, συνέντευξη στον γράφοντα, 15 Νοεμβρίου 2005.
22
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, (γεν επιμ.), ο.π., τόμ. 5, σελ. 180.

15
στον πτέραρχο Χαράλαμπο Ποταμιάνο, δεν άφηναν πολλά περιθώρια αμφιβολιών
γύρω από τους στόχους των Ανακτόρων.

Ο Ποταμιάνος, μέλος του στενού περιβάλλοντος του βασιλιά Παύλου, είχε


ήδη από το παρελθόν αποδείξει με τον πλέον σαφή τρόπο την εχθρότητά του προς το
πρόσωπο του Καραμανλή. Η ενεργός συμμετοχή του στην προσπάθεια υπονόμευσης
του πρωθυπουργού κατά την ενδοκυβερνητική κρίση του 1958, συνιστούσε για τον
αρχηγό της ΕΡΕ ένδειξη της στάσης που επρόκειτο να τηρήσει και πάλι.23
Χαρακτηριστική είναι η θέση που εξέφραζε ο ίδιος ο Ποταμιάνος, αναφερόμενος
στον Έλληνα πρωθυπουργό: «Ο Καραμανλής δεν ήταν συμπαθής άνθρωπος, (…)
δεν με χώνευε γιατί με ζήλευε και επίστευε και αυτός ότι εγώ είμαι σύμβουλος του
βασιλέως εις τα πολιτικά και επεμβαίνω και δεν είναι αλήθεια είναι φανταστικό αυτό,
δεν μιλούσαμε πολιτικά με τον Παύλο». 24 Η πορεία των πραγμάτων έμελε να
αποδείξει την σχετικότητα του παραπάνω ισχυρισμού. Σε επιστολή του προς τον
αρχηγό της ΕΡΕ, ο προταθείς από τον Καραμανλή για τη θέση του υπηρεσιακού
πρωθυπουργού, Θρασύβουλος Τσακαλώτος, σημείωνε με έμφαση την εμμονή του
Παύλου στην ανάληψη του υπουργείου Εθνικής Αμύνης από τον Ποταμιάνο, που
τελικά τον οδήγησε στην απόρριψη της πρωθυπουργίας.25 Η δραστηριοποίηση του
Ποταμιάνου, καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, ως βραχίονας των
Ανακτόρων, δεν φαίνεται πλέον να αμφισβητείται από καμία πλευρά.26 Ποια ήταν
όμως η αντίδραση της ηγεσίας της Ένωσης Κέντρου απέναντι στις βασιλικές
παρεμβάσεις εν όψει εκλογών; Από τις υπάρχουσες ενδείξεις, προκύπτει αβίαστα το
συμπέρασμα ότι τόσο ο Σοφοκλής Βενιζέλος, όσο και ο Γεώργιος Παπανδρέου, αν
δεν είχαν επικροτήσει, τουλάχιστον απείχαν από το να δυσφορούν με την τοποθέτηση
Ποταμιάνου στη θέση του πολιτικού προϊστάμενου ενός τόσο κρίσιμου υπουργείου.27

23
Για την στάση του Χαράλαμπού Ποταμιάνου κατά του Καραμανλή το 1958, βλ. Κωνσταντίνος
Σβολόπουλος, (γεν επιμ.), ο.π., τόμ. 3, σελ. 86· Σωτήρης Ριζάς, Η ελληνική πολιτική μετά τον Εμφύλιο,
ο.π., σελ. 194.
24
Χαράλαμπος Ποταμιάνος, συνέντευξη στον γράφοντα, 26 Μαρτίου 2006.
25
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, (γεν επιμ.), ο.π., τόμ. 5, σελ. 181.
26
Για τις αντιδράσεις που προκάλεσε η τοποθέτηση Ποταμιάνου, βλ. Ηλίας Νικολακόπουλος, Η
καχεκτική δημοκρατία, ο.π., σελ 267· Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον Εμφύλιο στην Χούντα, ο.π., σσ. 53-
55.
27
Ο Σπύρος Λιναρδάτος κάνει λόγο για «εύνοια» των δύο ηγετών προς το πρόσωπο του Χαράλαμπού
Ποταμιάνου, Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον Εμφύλιο στην Χούντα, ο.π., σελ. 53· ο Κωνσταντίνος
Σβολόπουλος υπογραμμίζει ότι η στάση του Κέντρου απείχε από την δυσφορία που είχε εκφράσει ο
Κωνσταντίνος Καραμανλής, Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο.π., σελ. 114·
τέλος ο Σωτήρης Ριζάς κάνει λόγο για «αμφισημία και επιφύλαξη» του Κέντρου έναντι της
υπηρεσιακής, Σωτήρης Ριζάς, Η ελληνική πολιτική μετά τον Εμφύλιο, ο.π., σελ. 223.

16
Χαρακτηριστικό, πάντως είναι ότι και ο Χαράλαμπος Ποταμιάνος, επιβεβαιώνει τις
φιλικές σχέσεις που διατηρούσε από το 1944 με τον Γεώργιο Παπανδρέου.28

Αν η σύνθεση της υπηρεσιακής κυβέρνησης αποτελούσε τον ένα λόγο


διατύπωσης επιφυλάξεων για τον τρόπο διενέργειας των εκλογών, το κλίμα που
επικρατούσε – κατά κύριο λόγο στην επαρχία – συνιστούσε τον άλλο. Η ανάδειξη της
ΕΔΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση κατά τις προηγούμενες εκλογές, είχε θορυβήσει
το εγχώριο πολιτικό σύστημα και παράγοντες με ισχύ εντός και εκτός αυτού. Το
κλίμα πίεσης που βίωσαν οι ψηφοφόροι της Αριστεράς – και σε μικρό μόνον βαθμό
οι ψηφοφόροι του Κέντρου – κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου του
Οκτωβρίου του 1961, αν και συνιστά προφανή ένδειξη αυτού του κλίματος, δεν
αποτελεί σαφή απόδειξη υλοποίησης ενός συγκεκριμένου σχεδίου.29 Ήταν όμως
απαραίτητο ένα συγκεκριμένο σχέδιο; Η απάντηση μπορεί με σχετική ασφάλεια να
είναι αρνητική. Η ΕΡΕ διέθετε σαφή υπεροχή έναντι των αντιπάλων της και σύμφωνα
με όλες τις εκτιμήσεις θα μπορούσε να διασφαλίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία –
έστω και οριακή – ακόμη και χωρίς καμία παρέμβαση.30 Αυτή η επισήμανση δεν
αναιρεί την διαπίστωση ότι σε πολλές περιπτώσεις, ασκήθηκε σωματική και
ψυχολογική βία σε πολίτες και στρατευμένους, προκειμένου να περιοριστούν τα
εκλογικά ποσοστά της Αριστεράς· η προσπάθεια για διατήρηση κεκτημένων από
συγκεκριμένες ομάδες, που είχαν την δυνατότητα να επιβάλλουν τις θέσεις τους,
όμως, δεν προϋποθέτει απαραίτητα και την ύπαρξη κεντρικού σχεδιασμού.

Στις αρχές του 1965, ο πρωθυπουργός πλέον Γεώργιος Παπανδρέου


αποκάλυψε το σχέδιο «Περικλής», υποστηρίζοντας ότι αποτελούσε το επιτελικό
εκείνο σχέδιο που είχε εγκριθεί από την κυβέρνηση Καραμανλή και εφαρμοσθεί από
την υπηρεσιακή κυβέρνηση Δόβα, με στόχο την στρέβλωση του εκλογικού
αποτελέσματος.31 Όπως έχει με σαφήνεια καταδειχθεί, η δομή του σχεδίου
«Περικλής» προϋπέθετε ένα τελείως διαφορετικό πολιτικό σκηνικό από εκείνο που

28
Χαράλαμπος Ποταμιάνος, Αναμνήσεις μιας ζωής (Αθήνα, 2002), σελ. 164.
29
Για μία λεπτομερή καταγραφή των συνθηκών της προεκλογικής περιόδου, βλ. Σπύρος Λιναρδάτος,
Από τον Εμφύλιο στην Χούντα, ο.π., σσ. 69-92· επίσης για μία ανάλυση του πλαισίου μέσα στο οποίο
είχε δομηθεί η πολιτική έναντι της Αριστεράς, βλ. Ιωάννης Δ. Στεφανίδης, «…Η Δημοκρατία
δυσχερής; Η ανάπτυξη των μηχανισμών του “ανικομμουνιστικού αγώνος”, 1958-1961», Μνήμων, 29
(2008), σσ. 199-241.
30
Ηλίας Νικολακόπουλος, Η καχεκτική δημοκρατία, ο.π., σελ. 282
31
Για μία εις βάθος ανάλυση του σχεδίου «Περικλής», βλ. Ηλίας Νικολακόπουλος, Η καχεκτική
δημοκρατία, ο.π., σσ. 268-272· επίσης, Σωτήρης Ριζάς, Η ελληνική πολιτική μετά τον Εμφύλιο, ο.π.,
σελ. 224.

17
είχε προκύψει μετά την ενοποίηση του Κέντρου, τις παραμονές των εκλογών, στο
οποίο η αναμέτρηση θα αφορούσε δύο παρατάξεις: τους εθνικόφρονες και τους μη.32
Οι επιφυλάξεις όμως που διατυπώνονται αναφορικά με την υλοποίησή του,33 δεν
συνιστούν σε καμία περίπτωση άρνηση των γενομένων παρατυπιών,
επανατοποθετούν όμως το ζήτημα σε νέα βάση. Αν και κανείς δεν μπορεί να
υποστηρίξει ότι η ΕΡΕ δεν ενισχύθηκε από το κλίμα στο οποίο διενεργήθηκαν οι
εκλογές, αυτό δεν καθιστά την ηγεσία της απαραιτήτως συνυπεύθυνη. Οι ευθύνες του
ίδιου του Κωνσταντίνου Καραμανλή δείχνουν να είναι υπαρκτές, αλλά, όπως έχει
βάσιμα υποστηριχθεί, συνίστανται κυρίως στην αποτυχία του να «εκκαθαρίσει
ολοκληρωτικά τον κρατικό μηχανισμό από όσους, ολίγους, επιζητούσαν την ευκαιρία
για να υποβάλουν σε δοκιμασία την επιθυμία του για συνεπή εφαρμογή του
πολιτεύματος».34 Οι παράγοντες αυτοί, είτε προέρχονταν από το περιβάλλον των
Ανακτόρων, είτε από κύκλους εκτός πολιτικής έδρασαν καίρια για μία ακόμη φορά,
επιδιώκοντας να ελέγξουν τις πολιτικές εξελίξεις.

Αν και η ΕΔΑ κατήγγειλε από την αρχή με σφοδρότητα τις επιθέσεις που
είχαν δεχθεί κατά την προεκλογική περίοδο υποψήφιοι και ψηφοφόροι της, η στάση
της ηγεσίας της Ένωσης Κέντρου έδειχνε να διαφέρει. Επιφυλακτικός αρχικά – ίσως
ελπίζοντας σε μία ενίσχυση του Κέντρου από εκείνους, που πιεζόμενοι δεν θα
ψήφιζαν ΕΔΑ – ο Γεώργιος Παπανδρέου μόλις λίγα εικοσιτετράωρα προ των
εκλογών κατήγγειλε πιέσεις προς κεντρώους ψηφοφόρους.35 Τελούσε άραγε εν
γνώσει της προσπάθειας αλλοίωσης του εκλογικού αποτελέσματος η ηγεσία του
κόμματος; Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, αποδίδοντας την πρωτοβουλία του
εγχειρήματος στο περιβάλλον των Ανακτόρων, σημειώνει: «όλοι λίγο πολύ ξέραμε
ότι μια βρωμιά γίνεται. Άλλοι είχαν συμφωνήσει και άλλοι δεν είχαν συμφωνήσει.
Δηλαδή είμαι βέβαιος ότι είχε συμφωνήσει ο Γεώργιος ο Παπανδρέου και ο

32
Ηλίας Νικολακόπουλος, Η καχεκτική δημοκρατία, ο.π., σελ. 271· για τα πρακτικά των συσκέψεων
της σχετικής επιτροπής του ΓΕΕΘΑ βλ. Αρχείο Παναγιώτη Κανελλόπουλου, Εταιρεία Φίλων
Παναγιώτη Κανελλόπουλου, φακ. 82.
33
Βλ. Ηλίας Νικολακόπουλος, «Οι εκλογικές αναμετρήσεις της δεκαετίας του ‘60», στο Μανώλης
Βασιλάκης, Από τον Ανένδοτο στην Δικτατορία, ο.π., σελ. 286.
34
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο.π., σελ. 115.
35
Βλ. σχετικά, Ηλίας Νικολακόπουλος, Η καχεκτική δημοκρατία, ο.π., σσ. 270-271. Ο Γιάννης Κάτρης
υποστηρίζει, μάλιστα, ότι σύμφωνα με τον Γεώργιο Παπανδρέου μέχρι και δύο ημέρες πριν τις
εκλογές το σχέδιο «Περικλής» στρεφόταν κατά της Αριστεράς, οι «διαταγαί αλλαγής κατευθύνσεως»
δόθηκαν από την Παρασκευή 27 Οκτωβρίου, όταν κατέστη σαφές το ρεύμα των ψηφοφόρων υπέρ του
Κέντρου. Γιάννης Κάτρης, Η γέννηση του νεοφασισμού, ο.π., 117·βλ. επίσης Σωτήρης Ριζάς, Η
ελληνική πολιτική μετά τον Εμφύλιο, ο.π., σελ. 225.

18
Σοφοκλής ο Βενιζέλος είχε συμφωνήσει. (…) Εγώ ήμουν τελείως αντίθετος».36
Λιγότερο κατηγορηματικός, ο Ελευθέριος Βερυβάκης, ο οποίος εκτιμά: «Μπορεί και
ο Βενιζέλος και ο Παπανδρέου και οι άλλοι να ήξεραν, ότι εκεί γίνονταν διάφορα
πράγματα κλπ, τα οποία τελικά μπορεί να απολήξουν όπου να ‘ναι. Και ίσως ήταν και
αυτό που ενόχλησε πάρα πολύ και τον Γεώργιο Παπανδρέου και το τράβηξε όταν
διαπίστωσε ότι λειτουργούσε εις βάρος του, μέχρι τον πάτο την όλη ιστορία».37

Είναι συνεπώς πιθανό, να γνώριζε και η ηγεσία του Κέντρου την προσπάθεια
περιορισμού των ποσοστών της ΕΔΑ, χωρίς όμως να μπορεί να υπολογίσει την
έκταση του εγχειρήματος. Στα μέσα Νοεμβρίου, μία έκθεση της βρετανικής
πρεσβείας μετέφερε πληροφορίες σχετικά με τις εκλογές, σύμφωνα με τις οποίες, ο
επικεφαλής της ΚΥΠ [Αλέξανδρος Νάτσινας] είχε ενημερώσει τον Γεώργιο
Παπανδρέου και τον Σοφοκλή Βενιζέλο για ένα σχέδιο περιορισμού της απήχησης
της Αριστεράς, που είχε εκπονηθεί από την κυβέρνηση. Σύμφωνα με τις ίδιες
πληροφορίες, μάλιστα, μετά τη διαβεβαίωση του επικεφαλής της ΚΥΠ ότι το Κέντρο
επρόκειτο να ευνοηθεί από την εφαρμογή του σχεδίου, οι δύο πολιτικοί ανέλαβαν σε
αντάλλαγμα την δέσμευση ότι δεν θα προέβαιναν σε καμία επίθεση κατά της ΚΥΠ
κατά την προεκλογική περίοδο.38 Παρατηρείται συνεπώς, ότι οι σχετικές συζητήσεις
αποτελούσαν εν πολλοίς απολύτως «παραδεκτή» τακτική επιβεβαιώνοντας στην
πράξη την απόσταση που χώριζε τις πολιτικές ηγεσίες και τους πολίτες από την
εμπέδωση μίας ουσιαστικής δημοκρατίας. Το πολιτικό προσωπικό αποδεικνυόταν
μάλλον κατώτερο των περιστάσεων και η επικράτηση της βούλησης εξωπολιτικών
παραγόντων έτεινε να έχει βαρύτητα στον καθορισμό των εξελίξεων. Οι εκλογές
έδωσαν στην ΕΡΕ 50,81% και 176 έδρες, στην Ένωση Κέντρου 33,65 και 100 έδρες
(εκ των οποίων οι 14 του συνεργαζόμενου κόμματος των Προοδευτικών), και στο
ΠΑΜΕ 14,62 και 24 έδρες. Η εκλογική επικράτηση της ΕΡΕ επρόκειτο πλέον να γίνει
αφετηρία νέων αντιπαραθέσεων, που θα αποτελούσαν για το επόμενο διάστημα το
βασικό θέμα της πολιτικής ατζέντας.

36
Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, συνέντευξη στον γράφοντα, 15 Νοεμβρίου 2005· βλ. επίσης, Θανάσης
Διαμαντόπουλος, Κώστας Μητσοτάκης, ο.π., σσ. 72-73· τέλος, την παρέμβασή του στο Μανώλης
Βασιλάκης, Από τον Ανένδοτο στην Δικτατορία, ο.π., σελ. 547.
37
Ελευθέριος Βερυβάκης, συνέντευξη στον γράφοντα, 22 Ιανουαρίου 2006.
38
British Embassy προς Foreign Office, 12 Ιανουαρίου 1962, FO 371/163407/26.

19
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η ΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΑΝΕΝΔΟΤΟΥ ΑΓΩΝΑ

Οκτώβριος – Δεκέμβριος 1961

Κεντρικό ζήτημα στην πολιτική ατζέντα της επομένης των εκλογών του 1961
δεν αποτελούσε – για την αντιπολίτευση – η κοινοβουλευτική δύναμη που είχε
εξασφαλίσει το κάθε κόμμα, αλλά ο βαθμός εγκυρότητας της εκλογικής διαδικασίας
και, συνακόλουθα, η νομιμότητα της σύνθεσης της βουλής που είχε προκύψει. Η
οργανωμένη αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος από την Ένωση Κέντρου
εξελίχθηκε σταδιακά περνώντας από την αμηχανία των πρώτων ωρών, στη
συντονισμένη καταγγελία ενεργειών νόθευσης και επηρεασμού των εκλογέων προς
όφελος της ΕΡΕ. Επρόκειτο για ένα πρώιμο στάδιο του ανένδοτου αγώνα της
αξιωματικής αντιπολίτευσης, που στόχευε αφενός στην τεκμηριωμένη απόδειξη των
εκλογικών παρατυπιών και αφετέρου στην ανάδειξη των βασικών αξόνων της
ευρύτερης στρατηγικής της. Τα στοιχεία αυτά καθιστούν την «πρώιμη» αυτή φάση
εξαιρετικά κρίσιμη για την κατανόηση του μηχανισμού και των ισορροπιών εντός
ενός πολιτικού εγχειρήματος, πρωτοφανούς οξύτητας στα μεταπολεμικά χρονικά.

Απαραίτητη είναι, συνεπώς, η ανίχνευση των χαρακτηριστικών της


αντιπολιτευτικής τακτικής που ακολούθησε η ηγεσία του Κέντρου, επικουρούμενη
από τον φίλα προσκείμενο Τύπο, κατά το τελευταίο δίμηνο του 1961. Στόχος δεν
είναι η απόδειξή ή αναίρεση των καταγγελιών περί βίας και νοθείας, αλλά η ανάλυση
αυτής ακριβώς της αντιπολιτευτικής τακτικής, η συσχέτισή της με το ευρύτερο
πλαίσιο λειτουργίας ενός ανεπαρκούς πολιτεύματος, το οποίο αδυνατούσε να
ανταποκριθεί στα νέα αιτήματα της ελληνικής κοινωνίας των αρχών της δεκαετίας
του 1960 και η ανάδειξη του ρόλου των πολιτικών υποκειμένων σε αυτή την – πλήρη
συμβολισμών – τομή της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας. Ο εντοπισμός των
κύριων σταθμών αυτής της στρατηγικής μπορεί να λειτουργήσει επικουρικά στην
προσέγγιση των βαθύτερων ισορροπιών του πολιτικού σκηνικού, διαδικασία
απαραίτητη για την επαρκέστερη ανάλυση των αποφάσεων και πρωτοβουλιών της
μείζονος αντιπολίτευσης.

20
Από την καταγγελία στην χάραξη στρατηγικής: Νοέμβριος 1961

Στη βιβλιογραφία, έχει έντονα καταδειχθεί η συγκρατημένη αρχική αντίδραση


του κεντρώου Τύπου στα αποτελέσματα των εκλογών της 29ης Οκτωβρίου, μία στάση
που ταυτιζόταν με την τακτική που ακολούθησε αρχικά και η ηγεσία του κόμματος.1
Αν και τα Νέα είχαν προβεί στην εκτίμηση ότι «μόνον παρέμβασις του κρατικού
μηχανισμού υπέρ της ΕΡΕ εξηγεί αυτήν την διαφοράν», 2 το σαφώς συντηρητικότερο
Βήμα επεσήμαινε ως βασικό συμπέρασμα την μείωση του ποσοστού της ΕΔΑ και την
εξασφάλιση «εθνικής» αντιπολίτευσης.3 Παράλληλα, όμως, προανήγγειλε την
αμφισβήτηση του αποτελέσματος από το Κέντρο επισημαίνοντας την πιθανότητα
παρεμβάσεων υπέρ της ΕΡΕ και συνιστώντας ψυχραιμία μέχρι την ανακοίνωση και
των στρατιωτικών ψήφων. 4 Πιο συγκρατημένο έδειχνε στις εκτιμήσεις του το Βήμα
την επομένη, όταν ζητώντας την αναγνώριση της νίκης της ΕΡΕ σημείωνε ότι «έγιναν
βεβαίως εις τας μακρυνάς περιοχάς υπερβασίαι του Κρατικού μηχανισμού, αι οποίαι
είναι απαράδεκτοι εις μίαν Δημοκρατίαν. Όμως, από τους τελικούς αριθμούς
καθίσταται φανερόν, ότι και αν δεν εγίνοντο πάλιν η ΕΡΕ θα είχε κερδίσει τας
εκλογάς με μικροτέραν ίσως κατά τι πλειοψηφίαν, με αρκετήν, όμως δια να
σχηματίση ΑΥΤΟΔΥΝΑΜΟΝ και σταθεράν κυβέρνησιν».5

Τις ίδιες ημέρες και η Ελευθερία έδειχνε μάλλον επιφυλακτική. Στις 30


Οκτωβρίου επιβεβαίωνε την ύπαρξη ενδείξεων που συνηγορούσαν υπέρ μίας
καταγγελίας, παράλληλα όμως συνιστούσε «ενδελεχή μελέτη» υπογραμμίζοντας την
«σοβαρότητα μίας τοιαύτης ενεργείας».6 Την επομένη, εν όψει της έκδοσης
διαγγέλματος από τον Γεώργιο Παπανδρέου, η Ελευθερία επεσήμαινε ότι το
αποτέλεσμα των εκλογών δεν αποτελούσε γνήσια έκφραση των πολιτικών
συσχετισμών στη χώρα, κάνοντας λόγο για υποκλοπή ψήφων. Παρά ταύτα επέμενε
στη σημασία που είχε η ανάδειξη του Κέντρου στη θέση της αξιωματικής
αντιπολίτευσης, αποκρούοντας κάθε σκέψη περί αποχής από τις εργασίες της νέας

1
Βλ. σχετικά, Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον Εμφύλιο στη Χούντα, ο.π., σσ. 95-96· Θανάσης
Διαμαντόπουλος, Κώστας Μητσοτάκης, ο.π., σσ. 67-68· Σωτήρης Ριζάς, Η ελληνική πολιτική μετά τον
Εμφύλιο, ο.π., σσ. 223-224. .
2
«Η μόνη εξήγησις», Τα Νέα, 30 Οκτωβρίου 1961.
3
«Ο λαός εψήφισεν εθνικήν κυβέρνησιν και αντιπολίτευσιν», Το Βήμα, 30 Οκτωβρίου 1961.
4
Ενδεικτική η εκτίμηση του Αναστάσιου Πεπονή: «Το Βήμα τηρούσε εφεκτική στάση και μπήκε μέσα
στην υπόθεση αργά, όταν πλέον ήταν δεδομένο το ρεύμα υπέρ της Ενώσεως Κέντρου», Αναστάσιος
Πεπονής, συνέντευξη στον γράφοντα, 12 Δεκεμβρίου 2005.
5
«Με ηυξημένας τας ευθύνας της», Το Βήμα 31 Οκτωβρίου 1961.
6
«Το αποτέλεσμα», Ελευθερία, 30 Οκτωβρίου 1961.

21
βουλής. Το βάρος πάντως της σχετικής ανάλυσης, έδειχνε να εντοπίζεται κυρίως στην
ίδια την Ένωση Κέντρου. Επισημαίνοντας τους κινδύνους που θα μπορούσε να έχει
για το νεοσύστατο κόμμα μία εσφαλμένη επιλογή στρατηγικής, σημείωνε με νόημα:

Το Κέντρον δεν ηττήθη. Χρέος ιερόν τώρα της ηγεσίας του είναι να
διατηρήση την ενότητά του, να την σφυρηλατήση εις τους αγώνας, να
αποδείξη ότι απηλλάγη οριστικώς από τας αδυναμίας του παρελθόντος
και να θέση αμέσως τας βάσεις δια την δημιουργίαν ενός ενιαίου,
ωργανωμένου και μαχητικού κόμματος, του οποίου έχει απόλυτον
ανάγκην η Ελλάς.7

Από τις επισημάνσεις της Ελευθερίας, γινόταν συνεπώς σαφής ο


προσανατολισμός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η εφημερίδα του Πάνου Κόκκα,
είχε συστήσει αυτοσυγκράτηση σχεδιάζοντας τις επόμενες κινήσεις της.8 Η
αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος εκτός της μαχητικότητας, προϋπέθετε
την ύπαρξη ικανών τεκμηρίων που θα στοιχειοθετούσαν τις καταγγελίες. Αυτόν
ακριβώς τον χρόνο έδειξε να χρειάζεται η αντιπολίτευση κατά τις πρώτες ημέρες μετά
την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων. Οι αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με το
εύρος της αμφισβήτησης έδειχναν να επηρεάζουν, εν μέρει, και τον δημόσιο λόγο του
κόμματος, στο μέτρο τουλάχιστον που αυτός εκφραζόταν μέσα από τις φίλα
προσκείμενες εφημερίδες.

Επιχειρώντας μία αποτίμηση των εκλογών, ο Αμερικανός πρέσβης Ellis Briggs


εκτιμούσε ότι το Κέντρο είχε καλλιεργήσει υπέρμετρες ελπίδες, συμπληρώνοντας ότι
παρ’ όλα αυτά θα έπρεπε να τους γίνει σαφές «ότι δεν έχουν χαθεί τα πάντα» και ότι
με εκατό βουλευτές θα ήταν σε θέση να οικοδομήσουν «για το μέλλον», εφόσον
διευθετούνταν οι εσωτερικές αντιπαλότητες του κόμματος. Καταλήγοντας, ο Briggs
έδειχνε ικανοποιημένος από την αντιστροφή του κλίματος πόλωσης μεταξύ Αριστεράς

7
«Το χρέος του Κέντρου», Ελευθερία, 31 Οκτωβρίου 1961.
8
«Η αυτοσυγκράτηση που ζήτησε το άρθρο της Ελευθερίας, ήταν για ένα δυο εικοσιτετράωρα. Ένα
δυο εικοσιτετράωρα να δούμε που στεκόμαστε». Επεσήμαινε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, βλ.
Θανάσης Διαμαντόπουλος, Κώστας Μητσοτάκης, ο.π., σελ. 68.

22
και Δεξιάς συμπληρώνοντας ότι τα κόμματα του Κέντρου θα είχαν τη δυνατότητα να
αποδείξουν τις ικανότητές τους από την θέση της αντιπολίτευσης.9

Κατά τις πρώτες ώρες μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, ενώ ο
Τύπος του Κέντρου έδειχνε ακόμη μάλλον μουδιασμένος, σε επίπεδο στελεχών οι
συζητήσεις γύρω από την τακτική που θα έπρεπε να ακολουθηθεί πύκνωναν. Παρά,
όμως τις προσπάθειες που έχουν κατά καιρούς γίνει, δεν έχει γίνει δυνατόν να
διακριβωθεί ποια ακριβώς διαδικασία ακολουθήθηκε. Πολλοί, στη συνέχεια
επικαλέστηκαν την πατρότητα της ιδέας της ανάληψης του εγχειρήματος του
ανένδοτου, καθιστώντας ακόμη δυσχερέστερη την εξακρίβωση των πραγματικών
γεγονότων. Στη βιογραφία του Σοφοκλή Βενιζέλου, ο Γρηγόριος Δαφνής υποστηρίζει
ότι ο Κρητικός πολιτικός είχε πρωτοστατήσει στην απόφαση να αμφισβητηθεί το
αποτέλεσμα των εκλογών «δια να διατηρηθή η αρτιότης του αρτισυστάτου
οργανισμού»,10 μία εκδοχή που δεν φαίνεται να αμφισβητεί και ο Κωνσταντίνος
Μητσοτάκης.11 Αν και αυτή η πιθανότητα μπορεί να προξενεί ερωτηματικά
συσχετιζόμενη με την τακτική που ακολούθησε στην συνέχεια ο Βενιζέλος, μπορεί
βάσιμα να υποστηριχθεί ότι και εκείνος συμφωνούσε με το εγχείρημα αλλά έμοιαζε
μάλλον να διαφωνεί με την έκταση και την ένταση που αυτό τελικά προσέλαβε:
«Καίτοι και ο ίδιος ήταν πολύ σταθερός και σκληρός όπου χρειαζόταν, δεν ήταν ο
άνθρωπος που θα οργώσει την Ελλάδα, ο άνθρωπος ο οποίος θα πήγαινε σε
συγκεντρώσεις δύσκολες».12

Ο Ανδρέας Παπανδρέου, περιγράφοντας τις πρώτες ώρες μετά την


ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, υποστηρίζει ότι μετά από παρότρυνση του Λέοντα
Καραπαναγιώτη έπεισε τον πατέρα του να «μη προβεί σε δηλώσεις ώσπου να
ξεκαθαρίσουν τα πράγματα», γεγονός που είχε προξενήσει την αντίδραση
αξιωματούχου της αμερικανικής πρεσβείας που επισκέφθηκε το ίδιο βράδυ τον
Καραπαναγιώτη στο Βήμα.13 Αν και αποτελεί γενική παραδοχή ότι ο Ανδρέας
Παπανδρέου δεν μετείχε στον ανένδοτο αγώνα, υπάρχουν εκτιμήσεις που δείχνουν να
συγκλίνουν στην πεποίθηση ότι είχε – σε κάποιο βαθμό – επηρεάσει την απόφαση

9
Κάνοντας λόγο για κόμματα του Κέντρου ο Αμερικανός πρέσβης περιελάμβανε και το Κόμμα των
Προοδευτικών του Σπύρου Μαρκεζίνη, που δεν είχε ακόμη διαχωρίσει την θέση του. Briggs προς
Department of State, 31 Οκτωβρίου 1961, Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59.
10
Γρηγόριος Δαφνής, Σοφοκλής Ελευθερίου Βενιζέλος, ο.π., σελ. 557.
11
Θανάσης Διαμαντόπουλος, Κώστας Μητσοτάκης, ο.π., σελ. 68.
12
Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, συνέντευξη στον γράφοντα, 15 Νοεμβρίου 2005.
13
Ανδρέας Παπανδρέου, Η δημοκρατία στο απόσπασμα, ο.π., σσ. 162-163.

23
του Γεωργίου Παπανδρέου, κατά τις πρώτες τουλάχιστον, κρίσιμες, ώρες. Ο
Αδαμάντιος Πεπελάσης, περιγράφοντας τις σχετικές ζυμώσεις αναφέρει
χαρακτηριστικά:

Τα θυμάμαι ως αν ήταν χθες. Οι εκλογές έγιναν βεβαίως την Κυριακή.


Τη Δευτέρα το πρωί κατά τις 10 ήμασταν μαζεμένοι η οικογένεια του
Ανδρέα, δηλαδή η Μαργαρίτα και ο Ανδρέας εννοώ, στο σαλόνι του
σπιτιού του Ανδρέα εδώ στο Ψυχικό, όπου θα περνούσε ο Γεώργιος
Παπανδρέου. Ήρθε ο Παπανδρέου (…) και έφυγε για να επισκεφθεί τον
Μαρκεζίνη.14 Τον περιμέναμε μετά τον Μαρκεζίνη και ήρθε το μεσημέρι
– δεν ήταν άλλοι παρόντες – και είπε ότι ο Μαρκεζίνης δεν ήταν
πρόθυμος να αμφισβητήσει το αποτέλεσμα των εκλογών και η δική μου
εντύπωση και νομίζω και του Ανδρέα και των άλλων ήταν ότι ο
Γεώργιος Παπανδρέου θα άφηνε τα πράγματα εκεί. Θα κατήγγειλε το
αποτέλεσμα, όπως συνήθως καταγγέλλεται το αποτέλεσμα, αλλά άλλο η
καταγγελία του αποτελέσματος και άλλο η έναρξη του ανενδότου
αγώνος, ήταν δύο διαφορετικά πράγματα. Και από τη στιγμή εκείνη η
Μαργαρίτα μπρος ακολουθούντος του Ανδρέα σιγά-σιγά πίεσαν τον
Γεώργιο Παπανδρέου να προχωρήσει, όχι στον Ανένδοτο γιατί η έννοια
ήταν ακόμη ασαφής· να προβεί σε μία στάση τελείως αρνητική ως προς
την αποδοχή του αποτελέσματος. (…) Αυτές οι πρώτες ημέρες, στον
βαθμό που ενθυμούμαι, ήταν οι μέρες της επώασης και της
ιχνογράφησης της στρατηγικής και αρχίζει ο ανένδοτος αγώνας και
γίνεται ανένδοτος σιγά-σιγά. 15

Οι διεργασίες, συνεπώς ήταν έντονες σε όλα τα επίπεδα. Η Ένωση Κέντρου,


λίγες μόλις εβδομάδες μετά τη συγκρότησή της κλήθηκε να λάβει αποφάσεις
καθοριστικές για τη θέση της στο μελλοντικό πολιτικό σκηνικό. Μοιάζει μάλλον
προφανές ότι όλες οι πλευρές στο εσωτερικό του κόμματος συνηγορούσαν στην
αναγκαιότητα να υπάρξει μία δυναμική αντίδραση στο εκλογικό αποτέλεσμα, ενώ οι

14
Για τις συναντήσεις Παπανδρέου-Μαρκεζίνη και στη συνέχεια Παπανδρέου-Μαρκεζίνη-Βενιζέλου,
βλ. Μαρκεζίνης, Σπύρος, Σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ελλάδος, ο.π., τομ. Γ’, σελ. 98.
15
Αδαμάντιος Πεπελάσης, συνέντευξη στον γράφοντα, 17 Ιανουαρίου 2006.

24
διαφωνίες περιορίζονταν στα μέσα και την μέθοδο. Η σημασία του εγχειρήματος είχε
κυρίως να κάνει με την σημειολογία της ανάληψης μίας συνολικής προσπάθειας
αμφισβήτησης καθιερωμένων παραδοχών, από ένα κόμμα που εξέφραζε κατ’ εξοχήν
την αστική δημοκρατία. Έδειχνε συνεπώς να ξεπερνά το ζήτημα των προσώπων και
να εκτείνεται σε επίπεδο πολιτικών. Οι παρατυπίες κατά τη διάρκεια των εκλογών δεν
ήταν κάτι νέο, και πιθανότατα δεν ήταν κάτι που αγνοούσε η πλειονότητα των
στελεχών του Κέντρου· η διατύπωση, όμως, μίας καταγγελίας που θα μπορούσε να
θεωρηθεί ότι έθιγε «τα ιερά και τα όσια της έως τότε εξουσίας», 16 χρειαζόταν
κίνητρο: στην περίπτωση του Κέντρου αυτό έδειχνε μάλλον να είναι η ανάγκη
πολιτικής επιβίωσης του νέου κόμματος. Επανεκτιμώντας την στάση της Ένωσης
Κέντρου εκείνο το διάστημα, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αναφέρει
χαρακτηριστικά:

Αυτό ήρθε μόνο του. Δεν έγινε τυπικά να πούμε συνήλθε το συμβούλιο,
το τάδε συμβούλιο και απεφάσισε να κάμει ανένδοτο αγώνα. Στην αρχή
μάλιστα, οι αντιδράσεις ήταν πιο ήπιες, διότι δεν ξέραμε κιόλας ακριβώς
τι είχε γίνει, δε γνωρίζαμε. (…) Έγινε βία και νοθεία, χωρίς καμία
αμφιβολία. Περισσότερο βία και λιγότερο νοθεία, ίσως, αλλά έγινε.
Τώρα, εκ των υστέρων εμείς – θεωρητικά ας πούμε – μια που είχαμε και
’μείς τη δική μας ευθύνη γι’ αυτό που έγινε, δε θα είχαμε ίσως το
δικαίωμα να φωνάξουμε πάρα πολύ, αλλά αυτά δεν λογαριάζονται στην
πολιτική. Άλλωστε κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς είχε γίνει. Όταν
διεπιστώθη ότι έγινε βία, από ’κει και πέρα η Ένωσις Κέντρου ανέβασε
τους τόνους και φτάσαμε στον ανένδοτο χωρίς καλά-καλά να το
καταλάβουμε πως.17

Αν όμως η απόφαση για την αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος


εύρισκε σύμφωνη την μεγάλη πλειοψηφία των στελεχών του Κέντρου, τα άλλα
ερωτήματα που απασχολούσαν τον χώρο έμοιαζαν πιο σύνθετα: πώς θα
κλιμακωνόταν η πίεση; Πώς θα εκφραζόταν ένας ανένδοτος αγώνας; Ποιοι θα έκαναν

16
Αναστάσιος Πεπονής, συνέντευξη στον γράφοντα, 12 Δεκεμβρίου 2005.
17
Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, συνέντευξη στον γράφοντα, 15 Νοεμβρίου 2005.

25
τον ανένδοτο αγώνα; Οι αποστάσεις που έδειχνε να τηρεί το συγκρότημα Λαμπράκη,
όπως και κάποια από τα προβεβλημένα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν
άφηναν πολλά περιθώρια. Ο σκληρός πυρήνας του μετώπου συγκροτήθηκε γύρω από
τον Γεώργιο Παπανδρέου και το δίδυμο Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και Πάνου
Κόκκα.18 Στα γραφεία της Ελευθερίας οργανώθηκε από την αρχή το εγχείρημα στο
οποίο προΐστατο ο αρχηγός του Κέντρου ως «ο κατάλληλος άνθρωπος».19 Ο τότε
υπουργός Εσωτερικών, Γεώργιος Ράλλης, συνηγορεί με την άποψη αυτή,
σημειώνοντας «Τον ανένδοτο εγκαινίασε ο Πάνος Κόκκας (…), παρασύροντας σ’
αυτόν τον Γεώργιο Παπανδρέου και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη».20 Την ίδια
άποψη υποστηρίζει και ο Ριχάρδος Σωμερίτης, σημειώνοντας «Ο πυρήνας του
ανένδοτου ήταν η Ελευθερία που ήταν Κόκκας και Μητσοτάκης. Ήταν μαζί.
Αδελφοποιτοί από πάντα. Αλλά ήταν ταυτόχρονα μέσα [στα γραφεία της Ελευθερίας]
σειρά άλλων πολιτικών ο Λουκής ο Ακρίτας, ο Πεπονής». 21 Η μαχητικότητα της
αρθρογραφίας της Ελευθερίας, του πλέον σταθερού υποστηρικτή του Κέντρου όλα τα
προηγούμενα χρόνια, ήταν απαραίτητη αφενός για να αμφισβητηθεί η νομιμότητα
του εκλογικού αποτελέσματος, και αφετέρου για να εκφραστεί η πλέον σκληρή
γραμμή της Ένωσης Κέντρου απέναντι σε άλλες σαφώς μετριοπαθέστερες ή
διαλλακτικότερες φωνές εντός και εκτός κόμματος.22 Οι μεγάλη πλειοψηφία των
ηγετικών στελεχών της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν ήταν διατεθειμένη,
τουλάχιστον κατά τα πρώτα στάδια της προσπάθειας, να αναμιχθεί σε μία
αντιπαράθεση με την κυβέρνηση και με θεσμούς όπως τα Ανάκτορα και ο Στρατός.
Μια αντιπαράθεση, που θα απαιτούσε καθημερινή και σκληρή μάχη χωρίς να είναι
διασφαλισμένο το αποτέλεσμα. Αναφερόμενος στην τακτική που ακολουθείτο και
την συμβολή του εκδότη της Ελευθερίας, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ανέφερε

18
Σε μεταγενέστερη επιστολή του ο Πάνος Κόκκας, αναφερόμενος στον ανένδοτο, σημείωνε: «Δεν
αμφισβήτησε κανείς τον ρόλο μου στον ανένδοτο. Και ο Γεώργιος Παπανδρέου διεκήρυσσε ότι ο
θρίαμβος ήταν κοινό έργο των δύο μας», Χρήστος Χρηστίδης, «Ο λόγος ενός πρωταγωνιστή:
προσεγγίζοντας την περίοδο 1964-1968 μέσα από μία επιστολή του Πάνου Β. Κόκκα», Κλειώ 4, 2007,
σελ. 155· άλλωστε και ο Αναστάσιος Πεπονής σημείωνε «Οι πρωταγωνιστές των μετέπειτα
αποστατών, ήταν από τους μαχητικότερους πρωταγωνιστές του πρώτου ανένδοτου, και ο Μητσοτάκης
και ο Μπακατσέλος», Αναστάσιος Πεπονής, συνέντευξη στον γράφοντα, 12 Δεκεμβρίου 2005.
19
Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, συνέντευξη στον γράφοντα, 15 Νοεμβρίου 2005.
20
Γεώργιος Ι. Ράλλης, Πολιτικές εκμυστηρεύσεις (1950-1989), (Αθήνα, 1990), σελ. 78.
21
Ριχάρδος Σωμερίτης, συνέντευξη στον γράφοντα, 22 Φεβρουαρίου 2006.
22
Ο Αναστάσιος Πεπονής, μάλιστα υποστήριζε ότι ο ανένδοτος αγώνας στρεφόταν αφενός εναντίον
των Ανακτόρων και της ΕΡΕ και αφετέρου εναντίον του Σοφοκλή Βενιζέλου: «ο οποίος ήταν το
κυριότερο εμπόδιο για την ανάπτυξη και την επιτυχία του ανένδοτου αγώνα», Αναστάσιος Πεπονής,
συνέντευξη στον γράφοντα, 12 Δεκεμβρίου 2005.

26
Ο Κόκκας ήταν πολιτικό ζώο. Ο Κόκκας δεν ήταν μόνο δημοσιογράφος,
ο Κόκκας ήταν μαχόμενος πολιτικός, στην πρώτη γραμμή, στην πρώτη
γραμμή. Δηλαδή, ουσιαστικά (…), το επιτελείο του ανένδοτου αγώνα
ήταν η Ελευθερία. Κάθε βράδυ εκεί μαζευόμαστε, ίσαμε τις δύο η ώρα το
πρωί. Κάθε βράδυ, κάθε βράδυ, κάθε βράδυ, κάθε βράδυ,
συνεννοούμαστε με το Καστρί, παίρναμε τον Παπανδρέου στο
τηλέφωνο. Αυτό ήταν η Ένωση Κέντρου εκείνη την ώρα δεν υπήρχε
τίποτα άλλο.23

Δύο εικοσιτετράωρα μετά τις εκλογές, το πλαίσιο δράσης είχε πλέον


καταρτισθεί. Στις 31 Οκτωβρίου, ο αρχηγός της Ένωσης Κέντρου, Γεώργιος
Παπανδρέου, κατήγγειλε δημοσίως το αποτέλεσμα των εκλογών ως προϊόν «βίας και
νοθείας». Υποστηρίζοντας ότι τα στοιχεία που συγκεντρώνονταν από όλη τη χώρα
αποδείκνυαν το μέγεθος και το μηχανισμό της κρατικής παρέμβασης στην εκλογική
διαδικασία, δεσμεύθηκε ότι το κόμμα του δεν επρόκειτο να νομιμοποιήσει τη νέα
κοινοβουλευτική πλειοψηφία, επιφυλασσόμενος για τις περαιτέρω ενέργειες της
Ένωσης Κέντρου.

Εξ ονόματος της Ενώσεως Κέντρου καταγγέλλω ενώπιον του Ελληνικού


Λαού και ενώπιον του Ανωτάτου Άρχοντος τα εκλογικά αποτελέσματα
ως προϊόν βίας και νοθείας. Δεν υποστηρίζομεν ότι ολόκληρον το ποσόν
των ψήφων της ΕΡΕ είναι προϊόν βίας και νοθείας. Αποτελεί όμως
πάγκοινον συνείδησιν ότι, εν πάση περιπτώσει, το ποσοστόν των ψήφων
που καθιστά την ΕΡΕ κοινοβουλευτικώς αυτοδύναμον, αυτό
αναμφισβήτως είναι προϊόν βίας και νοθείας.(…) Εν πλήρει επιγνώσει
των ιστορικών ευθυνών της η Ένωσις Κέντρου θεωρεί χρέος τιμής να
διακηρύξη ότι η κυβέρνησις την οποίαν πρόκειται να σχηματίση η ΕΡΕ
στηριζομένη εις την αθέμιτον κοινοβουλευτικήν αυτοδυναμίαν της, δεν
είναι νόμιμος Κυβέρνησις του Ελληνικού Λαού. Και εξ αυτής της

23
Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, συνέντευξη στον γράφοντα, 15 Νοεμβρίου 2005.

27
αντικειμενικής διαπιστώσεως η Ένωσις Κέντρου θα λάβη όλας τας
επιβαλλομένας αποφάσεις δια το παρόν και το μέλλον.24

Απαντώντας στην επιλογή της Ένωσης Κέντρου να μην αναγνωρίσει το


εκλογικό αποτέλεσμα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, κατηγόρησε τον Γεώργιο
Παπανδρέου ότι με την τακτική του διευκόλυνε την Αριστερά στην προσπάθειά της
να παρουσιάσει την μείωση των ποσοστών της ως αποτέλεσμα βίας. Παράλληλα,
υποστήριξε ότι ο ίδιος είχε εισηγηθεί ευνοϊκό εκλογικό νόμο για το Κέντρο και είχε
αποδεχθεί την ανάθεση της διεξαγωγής των εκλογών σε υπηρεσιακή κυβέρνηση. Με
τον τρόπο αυτόν, ο αρχηγός της ΕΡΕ κωδικοποιούσε τα βασικά επιχειρήματα της
παράταξής του στην αντιπαράθεσή της με την Ένωση Κέντρου κατά τους επόμενους
μήνες. Στρεφόμενος, μάλιστα, τόσο κατά του Γεωργίου Παπανδρέου, όσο και κατά
του Σοφοκλή Βενιζέλου, υποστήριξε ότι αποτελούσε «παράδοση» για το Κέντρο η
καταγγελία του αποτελέσματος των εκλογών, όπως είχε αποδείξει και κατά τις
αναμετρήσεις του παρελθόντος.25 Η απάντηση του Καραμανλή δεν αποτελούσε
καινοφανή τοποθέτηση έναντι της τακτικής της αντιπολίτευσης. Οι συγκρίσεις με το
πρόσφατο παρελθόν μπορούσαν να οδηγήσουν σε αυτό το συμπέρασμα. Θα μπορούσε
μάλιστα να υποτεθεί, ότι αυτός αποτελούσε έναν από τους λόγους για τους οποίους το
Κέντρο επέλεξε να επιδείξει μία σχετική αυτοσυγκράτηση κατά τις πρώτες ώρες μετά
την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων αυτών των εκλογών.

Πράγματι, πέντε χρόνια νωρίτερα, ο Σοφοκλής Βενιζέλος είχε χαρακτηρίσει το


αποτέλεσμα των εκλογών του Φεβρουαρίου του 1956 προϊόν «βίας και νοθείας»,
ζητώντας την παραίτηση της κυβέρνησης Καραμανλή και την επανάληψη των
εκλογών.26 Στο ίδιο πλαίσιο και ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε αρνηθεί να αναγνωρίσει
την κυβέρνηση κάνοντας λόγο για «εκλογικόν όργιον»,27 ενώ ιδιαίτερη βαρύτητα είχε
δοθεί και στο ζήτημα της ψήφου των στρατιωτικών.28 Αν και τα κεντρώα φύλλα της

24
Το Βήμα, 1 Νοεμβρίου 1961.
25
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (γεν. επιμ.), ο.π., 215.
26
Ελευθερία, 21 Φεβρουαρίου 1956.
27
Το Βήμα, 22 Φεβρουαρίου 1956.
28
Στη σχετική της ανάλυση, η Ελευθερία ανέφερε χαρακτηριστικά: «Υπήρξε πολύπλευρον το
εκλογικόν όργιον του Καρασυναγερμού. Η πλέον αναίσχυντος πλευρά του είναι η μετατροπή της
ψήφου των ενόπλων δυνάμεων εις “διευθυνομένην”. Ένα όχι ασήμαντον τμήμα του έθνους εψήφισε
βάσει των κανόνων της εκλογικής κωμωδίας, οι οποίοι εφαρμόζονται εις τας εφιαλτικάς χώρας του
σιδηρού παραπετάσματος», «Η νοθεία», Ελευθερία, 23 Φεβρουαρίου 1956.

28
εποχής είχαν επιμείνει ιδιαίτερα στις στοιχειοθετημένες ενστάσεις περί της επίδρασης
που είχε ο εκλογικός νόμος στην εξασφάλιση της αυτοδυναμίας για την ΕΡΕ, 29 το
ευρύτερο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας της αντιπολίτευσης έδειχνε να
30
προσομοιάζει με την αντίστοιχη του 1961. Σε κάθε περίπτωση, οι αναλογίες με το
παρελθόν αποδείχθηκαν χρήσιμες για την ΕΡΕ, η οποία εκμεταλλευόμενη την
περίσταση κατηγόρησε τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης για έλλειψη
σοβαρότητος και επανάληψη ταυτόσημων επιχειρημάτων.31 Στην απάντησή του,32 ο
Γεώργιος Παπανδρέου επεχείρησε να ανατρέψει τον ισχυρισμό του Καραμανλή
επικαλούμενος την περίπτωση των εκλογών του 1958, μετά τις οποίες είχε
απερίφραστα αναγνωρίσει το αποτέλεσμα.33

Πράγματι, τρεις μέρες αργότερα, στις 3 Νοεμβρίου, συνεκλήθη η πρώτη


μετεκλογική σύσκεψη των ηγετικών στελεχών της Ένωσης Κέντρου, προκειμένου να
επιβεβαιωθεί ο ενιαίος χαρακτήρας του φορέα και να χαραχθεί η ενδεδειγμένη
γραμμή δράσης, που συνοψίσθηκε στην έκφραση επιφύλαξης από πλευράς των
βουλευτών του κόμματος κατά την ορκωμοσία της νέας βουλής. Επιστέγασμα των
παραπάνω πρωτοβουλιών υπήρξε το σχετικό διάγγελμα του Γεωργίου Παπανδρέου
την επομένη – ημέρα ορκωμοσίας της νέας κυβέρνησης – στο οποίο γινόταν αναφορά
σε περιπτώσεις άσκησης ψυχολογικής βίας εις βάρος ψηφοφόρων, και στα
συμπεράσματα που προέκυπταν από την ψήφο του Στρατού.34 Επίσης, τονιζόταν η
άρνηση της αντιπολίτευσης να αναγνωρίσει την νέα κυβέρνηση Καραμανλή,
29
Σαφείς αποστάσεις από την τακτική της αντιπολίτευσης, πάντως, είχε και τότε τηρήσει το Βήμα,
αποδίδοντας την νίκη της ΕΡΕ στην «κατανόησιν εκ μέρους του Ελληνικού Λαού των κινδύνων τους
οποίους συνεπήγετο δια το Έθνος η συνεργασία Εθνικοφρόνων κομμάτων με την κομμουνισμόν», «Η
πραγματική έννοια της ψήφου του», Το Βήμα, 22 Φεβρουαρίου 1956.
30
Επισημαίνοντας αυτή την παράμετρο ο Γιάννης Γιαννουλόπουλος σημειώνει «Το κοινό σημείο
μεταξύ προεκλογικής τρομοκρατίας και μετεκλογικών καταγγελιών για την “νόθευση του λαϊκού
φρονήματος” είναι ότι δεν θα μπορούσαν να διεκδικήσουν κανενός είδους έπαθλο πρωτοτυπίας στη
μετεμφυλιακή Ελλάδα», Γιάννης Γιαννουλόπουλος, Ο μεταπολεμικός κόσμος: ελληνική και ευρωπαϊκή
ιστορία (1945-1963), (Αθήνα, 1992), σελ. 374.
31
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (γεν. επιμ.), ο.π., τόμ. 5, σελ. 215.
32
Η αντιπαράθεση μέσω δημόσιων δηλώσεων μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης,
επρόκειτο να αποτελέσει κανόνα και στη συνέχεια. Η προσπάθεια μάλιστα του Γεωργίου Παπανδρέου
να κλείνει εκείνος τον σχετικό κύκλο δηλώσεων παρέμενε χαρακτηριστική. Περιγράφοντας την
ακολουθούμενη τακτική, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αναφέρει: «Ο Γεώργιος Παπανδρέου ο ίδιος
δεν είχε εκπρόσωπον (…). Ο ίδιος έκανε αυτή τη δουλειά. Και ο ίδιος περίμενε ίσαμε αργά το βράδυ,
ήθελε πάντοτε να έχει τον τελευταίο λόγο και γι’ αυτό δεν κοιμότανε αν δεν έδινε την ανταπάντηση.
Έκανε επίθεση η Ένωσις Κέντρου, απαντούσε ο Καραμανλής, απαντούσε η κυβέρνηση. Δεν
κοιμότανε ο Γέρος αν δεν έδινε και την ανταπάντηση, και μετά κοιμότανε. Και οι εφημερίδες εκείνη
την εποχή τυπωνόντουσαν στις τέσσερις η ώρα το πρωί και είχαν όλα τα νέα της νύχτας»,
Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, συνέντευξη στον γράφοντα, 15 Νοεμβρίου 2005.
33
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (γεν. επιμ.), ο.π., τόμ. 5, σελ. 215.
34
Ειδικά για το θέμα της ψήφου του Στρατού, βλ. Jean Meynaud, Πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα,
ο.π., τόμ. Α’, σσ. 97-99.

29
ανάγοντας μάλιστα την απόφασή της στην αίσθηση καθήκοντος και ιστορικής
ευθύνης έναντι του έθνους.35

Λίγες ημέρες αργότερα, ο επικεφαλής της αμερικανικής πρεσβείας στην


Αθήνα, Ellis Briggs απηύθυνε έκθεση προς τον Aμερικανό υπουργό Εξωτερικών
Dean Rusk με αναλυτικές εκτιμήσεις γύρω από την στάση της Ένωσης Κέντρου.
Σύμφωνα με τον Briggs, η διστακτικότητα του Κέντρου ίσως θα έπρεπε να αποδοθεί
στην έλλειψη ομοφωνίας μεταξύ των ηγετών του, αναφορικά με την σκοπιμότητα της
αμφισβήτησης του εκλογικού αποτελέσματος. Στο πλαίσιο αυτό, υπέθετε ότι θα
έπρεπε να ενταχθεί και η απόφαση του Βενιζέλου να αναχωρήσει από την Αθήνα για
το εξωτερικό, «αφήνοντας τον Παπανδρέου να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της
κριτικής ότι το Κέντρο δρούσε ανεύθυνα». Θεωρώντας ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου
είχε θέσει εν αμφιβόλω το μέλλον του κόμματος ως πιθανού διαδόχου στην
διακυβέρνηση της χώρας, ο αμερικανός πρέσβης εκτιμούσε ότι ρόλο στην
συμπεριφορά του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης έδειχνε να είχε παίξει και
η συνειδητοποίηση από πλευράς του, ότι οι εκλογές του 1961 ίσως αποτελούσαν «την
τελευταία του ευκαιρία για ανάληψη της πρωθυπουργίας», καταλήγοντας: «Για μία
ακόμη φορά η ματαιοδοξία η έλλειψη πολιτικού ρεαλισμού του Γεωργίου
Παπανδρέου, τον έχουν οδηγήσει σε ένα αδιέξοδο από το οποίο πολύ δύσκολα θα
απεγκλωβιστεί χωρίς να καταστρέψει το κύρος του ίδιου και του κόμματός του». 36

Πρώτη δημόσια εκδήλωση καταγγελίας του τρόπου διεξαγωγής των εκλογών


του Οκτωβρίου, αποτέλεσε η συγκέντρωση περίπου τετρακοσίων δικηγόρων στο
θέατρο Μουσούρη στις 9 Νοεμβρίου.37 Στους συγκεντρωμένους απευθύνθηκαν

35
Ελευθερία, 5 Νοεμβρίου 1961.
36
Briggs προς Secretary of State, 8 Νοεμβρίου 1961, Washington D.C., NARA State Department
Papers, RG 59, 781.00/11-861· εξάλλου, λίγες ημέρες νωρίτερα, αναφερόμενος στις εκλογές είχε
επιμείνει στην δραματική μείωση των ποσοστών της ΕΔΑ, χαρακτηρίζοντάς την «ένα τόσο δυνατό
χαστούκι για τους κομμουνιστές, [που] έκανε τα δόντια τους να κουνηθούν», Briggs προς Secretary of
State, 6 Νοεμβρίου 1961, Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59, 781.00/11-661·
για το τηλεγράφημα του Briggs βλ. επίσης, Αλέξης Παπαχελάς, Ο βιασμός της ελληνικής δημοκρατίας,
ο.π., σσ. 73-74.
37
Δύο χρόνια αργότερα, σε έντυπό που εξέδωσε εν όψει των εκλογών του 1963, η επιτροπή δικηγόρων
Αθηνών, σημείωνε αναφορικά με την κινητοποίηση των πρώτων εκείνων ημερών μετά την 29 η
Οκτωβρίου: «Αι εκλογαί της 29ης Οκτωβρίου 1961 κατέστησαν ημάς, τους δικαστικούς
αντιπροσώπους, μάρτυρας οργίου βίας και νοθείας, το οποίον είχε μετέλθει εναντίον των εκλογέων το
κυβερνόν κόμμα, συνεπικουρούμενον δυστυχώς και εκ κρατικών οργάνων. Η αντίδρασίς μας εις το
όργιον τούτο, ούτινος τα αποτελέσματα ενομιμοποιούσαμεν δια της παρουσίας μας και της υπογραφής
μας, υπήρξεν εντονοτάτη. (…) Δικαιούμεθα δεν να υπερηφανευώμεθα διότι και ημείς δια της εντόνου
ταύτης καταγγελίας αλλά και δια των μετέπειτα αγώνων μας συνεβάλλομεν εις την γενικήν
αναγνώρισιν ότι κατά τας εκλογάς της 29.10.1961 η λαϊκή βούλησις δεν εξεφράσθη ελευθέρως»,
Επιτοπή δικηγόρων Αθηνών δια την αποκατάστασιν των δημοκρατικών θεσμών, Συστάσεις προς

30
δικηγόροι που είχαν διατελέσει δικαστικοί αντιπρόσωποι στην επαρχία,
περιγράφοντας την εμπειρία τους από την άσκηση ψυχολογικής βίας εις βάρος των
εκλογέων. Οι συγκεντρωμένοι εξέλεξαν επιτροπή, που ανέλαβε να επιδώσει ψήφισμα
διαμαρτυρίας στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, τον πρόεδρο του Συμβουλίου της
Επικρατείας και την Διεθνή Ένωση Δικηγόρων. Αν και ο υπουργός Εσωτερικών,
Γεώργιος Ράλλης, χαρακτήρισε τον αριθμό των συγκεντρωθέντων δικηγόρων
μειοψηφία σε σχέση με τους χιλιάδες διορισθέντες δικαστικούς αντιπροσώπους,
γεγονός παρέμενε ότι η εκδήλωση αποτελούσε την απαρχή σειράς αντίστοιχων
εκδηλώσεων, δίνοντας το στίγμα της δυναμικής του εγχειρήματος του ανένδοτου
αγώνα. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληγε και ο Γεώργιος Αλέξανδρος Μαγκάκης,
ομιλητής στην εν λόγω εκδήλωση: «βγήκα και εγώ και μετέφερα την εικόνα που είχα
ζήσει [ως δικαστικός αντιπρόσωπος], από εκεί οξύνθηκε ο αγώνας». 38

Στις 14 Νοεμβρίου, η κοινοβουλευτική ομάδα της Ένωσης Κέντρου


συντάχθηκε πλήρως με τη χαραχθείσα στρατηγική, επιβεβαιώνοντας την ενότητα του
φορέα και την άρνησή του να αποδεχθεί το αποτέλεσμα των εκλογών. Ιδιαίτερη
αναφορά έκανε μάλιστα στις Ένοπλες Δυνάμεις καταγγέλλοντας την μετατροπή των
στρατιωτών «εις υπηρέτας φατρίας και εις στραγγαλλιστάς της θελήσεως του
Ελληνικού λαού».39 Πέρα όμως από τις δημόσιες καταγγελίες των κυβερνητικών
μεθοδεύσεων και τις διαβεβαιώσεις περί αρραγούς ενότητας, οι διαφοροποιήσεις δεν
έδειχναν να λείπουν στο εσωτερικό του κόμματος. Κατά τον Μιχάλη
Παπακωνσταντίνου – βουλευτή Κοζάνης της Ένωσης Κέντρου – οι συσκέψεις της
κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος γίνονταν αφενός για να καμφθούν οι
αντιδράσεις των συντηρητικότερων, που δεν ήθελαν να υπάρξει κρίση στις σχέσεις με
το Παλάτι και αφετέρου «για να πειθαρχήσει σε μια γραμμή λογικής, κατά τον ίδιο
τον Παπανδρέου, την πολιτική επίθεσης κατά του Παλατιού, μέσα σε όρια δηλαδή
που δεν θα γεννούσαν υποψίες ότι θέτουμε καθεστωτικό». 40 Προκύπτει συνεπώς
έκδηλη η σύγκρουση μεταξύ των διαφορετικών τάσεων εντός της Ένωσης Κέντρου
και η προσπάθεια της ηγεσίας να τις συγκεράσει χωρίς να παρεκκλίνει των στόχων
της.

αποτροπήν του εκλογικού οργίου 1961: ανάλυσις κρισίμων σημείων εκλογικού νόμου δια τους κ.κ.
Δικαστικούς αντιπροσώπους (Αθήνα, 1963), Αρχείο Κωνσταντίνου Τσάτσου, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη,
φακ. 64 Ε1/2.
38
Γεώργιος Αλέξανδρος Μαγκάκης, συνέντευξη στον γράφοντα, 19 Ιανουαρίου 2006.
39
Ελευθερία, 15 Νοεμβρίου 1961.
40
Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, Η ταραγμένη εξαετία, ο.π., τόμ. Α’, σελ. 105.

31
Αναφερόμενος στις πρώτες ημέρες του Νοεμβρίου του 1961, ο
Παπακωνσταντίνου περιγράφει στο βιβλίο του μία συνάντηση που είχε με τον
Αμερικανό διπλωμάτη John Owens. Σύμφωνα με τον βουλευτή Κοζάνης, οι
Αμερικανοί συνομιλητές του δεν έδειχναν να πείθονται από την επιχειρηματολογία
της αντιπολίτευσης, εκφράζοντας την ανησυχία τους για την έκταση της πολεμικής
του Κέντρου έναντι της κυβέρνησης.41 Πάντως, σε αντίστοιχο σημείωμα του Owens,
μετά την συνάντησή του με τον Παπακωνσταντίνου, οι εντυπώσεις δείχνουν να είναι
διαφορετικές. Ο Παπακωνσταντίνου αν και εφέρετο να επιβεβαιώνει την επίδραση
της «τρομοκρατικής και αστυνομικής» πίεσης στην ευρεία πλειοψηφία που είχε
κατακτήσει η ΕΡΕ, υποστήριζε ότι το μέγιστο ποσοστό αυτής της επιρροής δεν θα
μπορούσε να είχε υπερβεί το 5%, γεγονός που καθιστούσε «εξαιρετικά απίθανη» μία
πλειοψηφία της Ένωσης Κέντρου ακόμη και αν δεν είχε ασκηθεί η σχετική πίεση.
Σύμφωνα με τον ίδιο, το Κέντρο δεν είχε καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του
κόσμου λόγω του μικρού διαστήματος, που είχε μεσολαβήσει από την ενοποίησή του.
Για τον ίδιο λόγο, έκρινε ότι θα ήταν καταστροφική μία άμεση προσφυγή στις
κάλπες, καθώς το κόμμα θα χρειαζόταν τουλάχιστον ένα με δύο χρόνια
προετοιμασίας. Τέλος, απέδιδε τη στάση του Γεωργίου Παπανδρέου στην πικρία που
πήγαζε από την συνειδητοποίηση ότι «είχε εξαφανισθεί η τελευταία του ευκαιρία να
γίνει πρωθυπουργός» με αποτέλεσμα να «χτυπά» με κάθε πρόσφορο μέσο τον
Κωνσταντίνο Καραμανλή.42

Οι απόψεις του Παπακωνσταντίνου, όπως μεταφέρονταν από τον Owens,


επιβεβαίωναν την ύπαρξη πολλών διαφορετικών συνιστωσών εντός του Κέντρου. Για
τον νεοεκλεγέντα βουλευτή Κοζάνης, προτεραιότητα έδειχνε να είναι η ανανέωση
του κομματικού μηχανισμού που θα βοηθούσε ώστε το Κέντρο να αποτελέσει μία
αξιόπιστη εναλλακτική της ΕΡΕ στις επόμενες εκλογές. Η μάλλον ψυχρή, εξάλλου,
τοποθέτησή του έναντι του αρχηγού του κόμματος, έδειχνε να υπογραμμίζει την
δυναμική μίας νέας γενιάς στελεχών, η οποία θα έπρεπε – κατά τον ίδιο – να
«αποδεσμεύσει» το κόμμα από τους παλιούς ηγέτες και να προσελκύσει νέους στις
τάξεις του. Είναι συνεπώς, προφανής η επιπλέον στόχευση αυτής της ομάδας στο
εσωτερικό του κόμματος, η οποία – πέραν της σφυρηλάτησης της ενότητας – έμοιαζε

41
Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, Η ταραγμένη εξαετία, ο.π., τόμ. Α’, σελ. 105.
42
Memorandum of Conversation with Michael Papaconstantinou, Center Union Deputy from Kozani,
Owens προς προς Department of State, 16 Νοεμβρίου 1961, Washington D.C., NARA State
Department Papers, RG 59, 781.00/11-1661.

32
να επιζητά και την ανάδειξη μίας σύγχρονης ταυτότητας του χώρου που θα
προσέλκυε, πέρα από ψηφοφόρους, και νέα στελέχη.

Η πρώτη πάντως περίοδος αυτής της φάσης του ανένδοτου αγώνα


κορυφώθηκε με τη συνέντευξη Τύπου που παραχωρήθηκε στις 16 Νοεμβρίου από τον
αρχηγό της μείζονος αντιπολίτευση προκειμένου να παρουσιασθούν αποδείξεις
εκλογικών παρατυπιών43 και να ανακοινωθεί, με τον πλέον επίσημο τρόπο, η
απόφαση για την έναρξη συντονισμένου αγώνα για την αποκατάσταση των
δημοκρατικών θεσμών. Ο Γεώργιος Παπανδρέου υποστήριξε, ότι είχε οργανωθεί
σχέδιο νόθευσης του εκλογικού αποτελέσματος με όργανα εφαρμογής τα σώματα
ασφαλείας, τα ΤΕΑ και τον Στρατό, το οποίο περιελάμβανε ψυχολογική βία,
σωματική βία και διοικητική νοθεία. Στη συνέντευξη έλαβαν τον λόγο, προκειμένου
να εκθέσουν με λεπτομέρειες τις παρατυπίες που είχαν παρατηρηθεί στις εκλογικές
τους περιφέρειες, οι βουλευτές: Γεώργιος Μαύρος, Γεώργιος Μπακατσέλος, Σταύρος
Κωστόπουλος, Ανδρέας Κοκκέβης, Στέλιος Αλλαμανής, Θωμάς Ανδρεάδης, Ιωάννης
Ζίγδης και Θεόδωρος Λυμπερίδης.44 Για το Βήμα, η δημοσίευση των στοιχείων
επιβεβαίωνε τις έως τότε πληροφορίες για πιέσεις που είχαν δεχθεί, όχι μόνον οι
ψηφοφόροι της Αριστεράς, αλλά και οι Κεντρώοι, καθιστώντας πλέον την προσφυγή
στο εκλογοδικείο επιβεβλημένη. Παράλληλα, το έντυπο έδινε ιδιαίτερη βαρύτητα
στην επιβεβαίωση της ενότητας του Κέντρου, ως προϋπόθεση «δια την επιβίωσιν της
Δημοκρατίας».45 Η επιλογή της Ένωσης Κέντρου συνιστούσε αναμφίβολα μία
επιθετική κίνηση με έντονους συμβολισμούς, που ως στόχο είχε την ίδια την
κυβέρνηση και την εμπέδωση της επιχειρηματολογίας της αντιπολίτευσης σε μία

43
Η συλλογή των σχετικών στοιχείων είχε ξεκινήσει από δημοσιογράφους ήδη από την επομένη των
εκλογών: «Τότε σκέφθηκα εγώ να πάω Σανταρόζα, όπου ήταν τα δικαστήρια (…). Πήγα στη στοά
Ορφέως να βρω τους δικηγόρους που μαζευόντουσαν εκεί. Οι δικηγόροι είχαν πάει παντού στην
Ελλάδα ως δικαστικοί αντιπρόσωποι· και ξεκίνησα τον έναν μετά τον άλλο αλυσίδα, δηλαδή ο
Γιαννόπουλος, ο Μανδηλαράς, ένας Δραγάτσης και άλλοι, και τους ρωτούσα τι έγινε στην περιφέρεια
που είχαν πάει. Και αυτό το πράγμα έγινε μια καθημερινή επιφυλλίδα στην Ελευθερία με προσωπικές
μαρτυρίες, αυτό το corpus πολλών ημερών το πήρε ο Γεώργιος Παπανδρέου κι έκανε την περίφημη
press conference και ομιλία εις τα γραφεία της Ενώσεως Κέντρου που ήταν απέναντι από το
συγκρότημα, τη Λέσχη Φιλελευθέρων και έτσι ξεκίνησε ο ανένδοτος αγώνας. Επικαλούμενος τις
μαρτυρίες και έχοντας φέρει και τους δικηγόρους, τους μάρτυρες». Μιχάλης Στυλιανού, συνέντευξη
στον γράφοντα, 30 Ιανουαρίου 2006.
44
Την ίδια ώρα ο πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών Ellis Briggs εκτιμούσε ότι η τακτική του
Κέντρου χαρακτηριζόταν από έλλειψη σαφούς στόχου και είχε βλάψει το κύρος του Γεωργίου
Παπανδρέου. Παράλληλα, αναφορικά με την στάση της κοινής γνώμης ο Briggs σημείωνε «Παρά την
αξιοσημείωτη δημοσιότητα από τον Τύπο, η εκτίμηση που γίνεται προς το παρόν, είναι ότι η κοινή
γνώμη συνεχίζει να αντιμετωπίζει τις καταγγελίες του Κέντρου, και ιδιαίτερα την πορεία των
ενεργειών του, με αρκετή επιφύλαξη». Briggs προς Secretary of State, 21 Νοεμβρίου 1961,
Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59, 781.00/11-2161.
45
«Τα πρώτα συμπεράσματα: προ παντός ενότης», Το Βήμα, 17 Νοεμβρίου 1961.

33
λογική που ξεπερνούσε την καθημερινή πλέον παράθεση καταγγελιών για παρατυπίες
κατά την εκλογική διαδικασία.46 Σχολιάζοντας τις αποκαλύψεις, η Ελευθερία
ανέφερε:

Παναθλία και επαίσχυντος εικών ενός κράτους εκτραχηλισμένου και


ηθικώς απογυμνωμένου ανεδύθη από τας χθεσινάς συγκλονιστικάς
καταγγελίας της Ενώσεως Κέντρου δια το εκλογικόν πραξικόπημα της
29ης Οκτωβρίου. Επί τέσσαρας ώρας ο αρχηγός και στελέχη του Κέντρου
έδωσαν το γενικόν διάγραμμα της αισχράς επιχειρήσεως στραγγαλισμού
της λαϊκής θελήσεως και τας λεπτομερείας των μεθόδων που
εχρησιμοποιήθησαν, προβάλλοντες τα αποδεικτικά στοιχεία, που
συνεκεντρώθησαν και εξηκριβώθησαν έως τώρα. (…) Δεν απέμειναν
θεσμοί, δεν απέμεινε νόμος, δεν απέμεινεν ανθρωπιά. Εις ζούγκλαν
μετεβλήθη ο τόπος. Η βία, ο εκφοβισμός, ο εκβιασμός, η πλαστογραφία,
η απάτη, ο δεκασμός, ο δόλος, όλα τα μέσα εκρίθησαν καλά, όλα
εθεωρήθησαν θεμιτά δια να επιτύχη το πραξικόπημα. Δεν εδίστασαν προ
ουδενός. Υπελόγιζαν εις την δύναμιν του τετελεσμένου γεγονότος. Αλλά
τετελεσμένον γεγονός δεν υπάρχει εν όσω δεν επέτυχαν ακόμη να
μεταβάλλουν τους ανθρώπους της χώρας αυτής εις ανδράποδα. Αυτό,
προ πάντων, το μήνυμα μετέδωσαν αι χθεσιναί καταγγελίαι του Κέντρου
προς την ελληνικήν και την διεθνή κοινήν γνώμην. Και αυτό το μήνυμα
δεν είναι ο επίλογος του δράματος, αλλ’ ο πρόλογος ενός αγώνος που δεν
θα παύση αν δεν επέλθη η κάθαρσις (…). Καμμία δύναμις δεν θα
εμποδίση μέχρι τέλους την κάθαρσιν. Διότι η Ελλάς πρέπει να ξαναγίνη
Ελλάς.47

46
Αποτιμώντας τις επιλογές του Κέντρου, ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς σημειώνει: «Η καταγγελία της
“βίας και νοθείας” των εκλογών του 1961 και ο “Ανένδοτος”, που “ανοίγουν” τη νέα δεκαετία,
εκφράζουν πολύ περισσότερα από μία συγκυριακή εκλογική αμφισβήτηση. Στρέφονται εναντίον όλων
των εσωτερικευμένων παραμέτρων μίας μακράς ιστορικής πορεία, που στηριζόταν στην εκατέρωθεν
συναποδοχή του αξιώματος ότι η βία, η καταστολή, η αυτολογοκρισία και η χειραγώγηση αποτελούν
αναγκαίες συνιστώσες της πραγματικότητας». Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, «Η ελληνική δεκαετία του
’60: “σύντομη ή μακρά”;», στο Άλκης Ρήγος, Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης, Ευάνθης Χατζηβασιλείου
(επιμ.), Η «σύντομη» δεκαετία του ’60, ο.π., σελ. 43.
47
«Κάθαρσιν», Ελευθερία, 17 Νοεμβρίου 1961.

34
Επιφυλακτικός έναντι των πρωτοβουλιών της ηγεσίας του κόμματός του
παρουσιαζόταν την ίδια στιγμή ο Σοφοκλής Βενιζέλος, που βρισκόταν στο Λονδίνο
από τις 5 Νοεμβρίου.48 Αν και το ταξίδι του είχε χαρακτηριστεί εξ αρχής «ιδιωτικό»
με πρόβλεψη να διαρκέσει δέκα ημέρες, οι πληροφορίες διαψεύστηκαν σύντομα. Ο
βιογράφος του, Γρηγόριος Δαφνής υποστηρίζει ότι κατά την παραμονή του στο
εξωτερικό ο Βενιζέλος ασχολήθηκε με την εξεύρεση του καλύτερου τρόπου
προκειμένου να τερματισθεί η παραμονή του Κέντρου στην αντιπολίτευση,
υποστηρίζοντας ότι είχε πάρει την απόφαση να παραιτηθεί από βουλευτής αν δεν
τηρείτο η αντιπολιτευτική γραμμή που ο ίδιος είχε προκρίνει.49 Η απουσία του,
πάντως, τόσο από την συνέλευση της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος, όσο
και από την συνέντευξη τύπου είχε εγείρει ερωτηματικά για τη στάση του στο
μέλλον. Στις 19 Νοεμβρίου η Ελευθερία προσπάθησε να διαψεύσει τις σχετικές
πληροφορίες σημειώνοντας ότι «προσπάθειαι γενόμεναι προς την κατεύθυνσιν του κ.
Βενιζέλου όπως επηρεασθή προς “μετριοπαθή” γραμμήν έναντι του εκλογικού
αποτελέσματος εναυάγησαν πλήρως. Μολονότι υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι αι
προσπάθειαι αυταί θα συνεχισθούν εντονώτερον, δεν αναμένεται ότι θα έχουν
καλυτέραν τύχην».50 Οι σχετικές ανησυχίες επρόκειτο να επιταθούν τις αμέσως
επόμενες ημέρες με αφορμή πληροφορίες που έκαναν λόγο για επικείμενη συνάντηση
του Σοφοκλή Βενιζέλου με τον Σπύρο Μαρκεζίνη στην Ρώμη. Μία πιθανή
προσχώρηση του Κρητικού πολιτικού στην γραμμή του αρχηγού των Προοδευτικών,
θα στερούσε πολύτιμες δυνάμεις από την αρτιγενή αντιπολιτευτική στρατηγική της
Ένωσης Κέντρου.51 Τελικά, οι ασφυκτικές πιέσεις προς τον Βενιζέλο οδήγησαν στην
ακύρωση της συνάντησής του με τον Μαρκεζίνη, γεγονός που χαιρετίστηκε ως
ένδειξη της συμπόρευσή του με την χαραχθείσα κομματική γραμμή.52
Ποιοι ήταν όμως οι παράγοντες, που είχαν επηρεάσει την στάση του Σοφοκλή
Βενιζέλου; Σύμφωνα με πληροφορίες που μετέφερε ο πολιτικός σύμβουλος της
αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα Dan Brewster, ο Βενιζέλος είχε επηρεαστεί και

48
Τα Νέα, 6 Νοεμβρίου 1961· επίσης, Briggs προς Secretary of State, 8 Νοεμβρίου 1961, Washington
D.C., NARA State Department Papers, RG 59, 781.00/11-861.
49
Γρηγόριος Δαφνής, Σοφοκλής Ελευθερίου Βενιζέλος, ο.π., σελ. 560.
50
Ελευθερία, 19 Νοεμβρίου 1961.
51
Εκφράζοντας την θέση του Σπύρου Μαρκεζίνη, η Εστία είχε άλλωστε σχολιάσει λίγες ημέρες
νωρίτερα: «Και όμως θα ήταν εύκολον και αι λεπτομέρειαι του εκλογικού οργίου να συλλεγούν
επιμελώς, δια να εκδοθούν εις την Μαύρην Βίβλον που θα στιλητεύη την Ευνοιοκρατίαν, αλλά και οι
ένοχοι του οργίου τούτου να στιγματισθούν ηθικώς – και μάλιστα εις διεθνή κλίμακα – χωρίς να
απόσχουν των καθηκόντων των οι βουλευταί της Αντιπολιτεύσεως και χωρίς να παρασυρθούν εις τα
Τσαλδάρεια συστήματα του όρκου μετ’ επιφυλάξεων, Εστία, 5 Νοεμβρίου 1961.
52
Ελευθερία, 25 Νοεμβρίου 1961.

35
από επαφές που είχε επί περίπου μία εβδομάδα, με τους εκδότες της Ελευθερίας Πάνο
Κόκκα και της Μακεδονίας Ιωάννη Βελλίδη στην Λωζάννη.53 Η ακύρωση της
συνάντησής του με τον αρχηγό των Προοδευτικών και η σκληρή γλώσσα που
χρησιμοποίησε σε συνέντευξή του προς τις δύο αυτές εφημερίδες στις 26 Νοεμβρίου,
δείχνουν να επιβεβαιώνουν τις εν λόγω πληροφορίες, επικυρώνοντας τον ρόλο των
δύο εκδοτών στη χάραξη της πολιτικής του Κέντρου και την τήρηση των εσωτερικών
ισορροπιών στο κόμμα.
Πράγματι, λίγες ημέρες πριν την επιστροφή του στην Αθήνα, ο Σοφοκλής
Βενιζέλος τοποθετήθηκε μέσω συνέντευξής του: αναγνωρίζοντας κατ’ αρχήν την
παραβίαση του πολιτεύματος, χαρακτήρισε τις εκλογές παρωδία, που μέσω της βίας
και της νοθείας απέβλεπε «δια τρίτην κατά σειράν φοράν, εις την δημιουργίαν
τεχνητής αυτοδυνάμου πλειοψηφίας της ΕΡΕ». Ήταν μία εξαιρετικά αιχμηρή
τοποθέτηση του Βενιζέλου, ο οποίος υπερθεματίζοντας στην ρητορεία του κόμματός
του, έκανε αναγωγή στο παρελθόν για να υποστηρίξει ότι όλες οι κυβερνήσεις των
τελευταίων έξι ετών είχαν προκύψει με «τεχνητά» μέσα και να αμφισβητήσει εκ νέου
την νομιμότητά τους. Κατά τον Βενιζέλο, η κυβέρνηση Δόβα είχε εκτελέσει ένα
σχέδιο, που είχε εκπονηθεί από το «υπερκράτος που έχει εγκαθιδρυθή εις την
Ελλάδα».54 Αναφορικά, μάλιστα με τον τρόπο εξόδου από την πολιτική κρίση,
ανέφερε:

Η σημερινή κρίσις οφείλεται αποκλειστικώς εις την παραβίασιν του


πολιτεύματος. Θεραπεύεται μόνον με την επάνοδον εις την
δημοκρατικήν ομαλότητα. Ταύτη δύναται να επιτύχη μόνον πολιτική
εθνική οικουμενική κυβέρνησις, η οποία αφού αποκαταστήση το κράτος
δικαίου, θα χωρήση εντός ευλόγου προθεσμίας εις νέας πραγματικάς
ελευθέρας και αδιαβλήτους εκλογας. Εις την αληθή θέλησιν του
Ελληνικού Λαού οφείλομεν όλοι να υποταχθώμεν. Αλλά μόνον εις
αυτήν.55

53
Brewster προς Department of State, 29 Νοεμβρίου 1961, (joint weeka no 48) Washington D.C.,
NARA State Department Papers, RG 59, 781.00 (W)/11-2961.
54
Ενδεικτική η αποστροφή του Βενιζέλου ότι κατά τη διάρκεια των εκλογών, το κόμμα του είχε να
αντιμετωπίσει την ΕΡΕ, αλλά το ΓΕΣ, την ΚΥΠ, τα ΤΕΑ και τη χωροφυλακή.
55
Ελευθερία, Μακεδονία, 26 Νοεμβρίου 1962· Γρηγόριος Δαφνής, Σοφοκλής Ελευθερίου Βενιζέλος,
ο.π., σελ. 560.

36
Επρόκειτο για μία δήλωση προθέσεων του Κρητικού πολιτικού, ο οποίος αν
και επαναλάμβανε την ταύτισή του με την γραμμή του κόμματος, επεδίωκε να
διατηρήσει την αυτονομία του σταθερός στον στόχο μίας κεντροδεξιάς πλειοψηφίας.
Αναφερόμενος σε πολιτική και εθνική κυβέρνηση, αποστασιοποιήθηκε από
οποιαδήποτε ιδέα υπηρεσιακής, υπονοώντας ότι – παρά τις αδυναμίες της – η βουλή
του 1961 μπορούσε να δώσει βιώσιμη κυβέρνηση, αρκεί αυτής να μην ηγείτο ο
Κωνσταντίνος Καραμανλής. Με άλλα λόγια, πρόβαλε τη δυνατότητα σχηματισμού
μίας κεντροδεξιάς συμμαχίας με βουλευτές όλων των κομμάτων εκτός της ΕΔΑ, η
οποία αφού επιτύγχανε το βασικό στόχο του Κέντρου, δηλαδή την απομάκρυνση του
Καραμανλή από την εξουσία, θα διασφάλιζε σε εύλογο διάστημα τις προϋποθέσεις
για την διενέργεια αδιάβλητων εκλογών.
Παράλληλα, συνεχιζόταν η δημοσίευση αποδεικτικών στοιχείων των
εκλογικών παρατυπιών. Στις 28 Νοεμβρίου, ο Γεώργιος Παπανδρέου έδωσε στην
δημοσιότητα λίστα 117 εκλογέων, που είχαν εγγραφεί στους εκλογικούς καταλόγους
μίας ενορίας της Νέας Φιλαδέλφειας παρόλο που δεν ήταν δημότες ή κάτοικοι της
περιοχής. Τις επόμενες ημέρες, οι εφημερίδες του Κέντρου θα δημοσίευαν τόσο την
πλήρη λίστα των εκλογέων, όσο και φωτογραφίες μονοκατοικιών ή κενών οικοπέδων
τα οποία είχαν δηλώσει ως κατοικία τους. Βασισμένη σε αυτά τα στοιχεία, η Ένωση
Κέντρου ζήτησε την παρέμβαση του εισαγγελέα για να ελεγχθούν οι εγγραφές σε
όλους τους εκλογικούς καταλόγους της χώρας. Η μέθοδος της δημοσίευσης στοιχείων
που αποδείκνυαν – κατά την άποψη του Κέντρου – την νόθευση του εκλογικού
αποτελέσματος, θα συνεχιζόταν και τις επόμενες ημέρες, αποτελώντας τον βασικό
μοχλό πίεσης έναντι της κυβέρνησης.56 Από την πλευρά του, ο Γεώργιος Ράλλης,
υποστήριζε ότι επί του θέματος θα έπρεπε να επιληφθεί η δικαιοσύνη, κάνοντας λόγο
για μεμονωμένα περιστατικά. Μάλιστα, αν και σημείωνε ότι εφόσον δεν είχαν
υπάρξει διπλοψηφίες το εκλογικό αποτέλεσμα δεν είχε αλλοιωθεί, επεσήμαινε ότι
όσοι είχαν υποβάλει ψευδή δικαιολογητικά θα έπρεπε να διωχθούν.57 Η δύναμη της
εικόνας, με φωτογραφίες κενών οικοπέδων που αντιστοιχούσαν στις διευθύνσεις που

56
Για έναν πλήρη κατάλογων των καταγγελιών βλ. Ένωσις Κέντρου, Η Δημοκρατία θα νικήση: Μαύρη
Βίβλος του εκλογικού πραξικοπήματος της 29ης Οκτωβρίου 1961 (Αθήνα, 1962).
57
Τα Νέα, 29 Νοεμβρίου 1961· Αναφερόμενος στο ζήτημα των εγγραφών, ο Ηλίας Νικολακόπουλος
σημειώνει: «Ο τρόπος εξάλλου με τον οποίο έγιναν οι εγγραφές αυτές άφηνε τεράστια περιθώρια για
συστηματική διπλοψηφία, φαινόμενο που πάντως δεν διαπιστώθηκε παρά μόνο σε περιορισμένες
περιπτώσεις. Η μαζική και παράνομη μετεγγραφή ετεροδημοτών στις εκλογικές περιφέρειες της
πρωτεύουσας είχε ως συνέπεια μία ελαφρά άνοδο της εκλογικής δύναμης της Δεξιάς, η οποία είναι
σχεδόν βέβαιο πως αλλιώς δεν θα είχε παρουσιαστεί», Ηλίας Νικολακόπουλος, Η καχεκτική
δημοκρατία, ο.π., σελ. 277.

37
είχαν δηλωθεί ως κατοικίες πολιτών, χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να προκληθεί η
κοινή γνώμη, με αφορμή μία πρακτική που πάντως δεν έδειχνε καινοφανής: την
έκδοση δηλαδή εκλογικών βιβλιαρίων βάσει ψευδών δικαιολογητικών.

Αρκούσε όμως αυτό; Η στρατηγική της Ένωσης Κέντρου έμοιαζε να έχει


συγκεκριμένα όρια. Πέρα από τις εντυπώσεις, η αξιωματική αντιπολίτευση θα έπρεπε
να κερδίσει και την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης, και αυτό ήταν κάτι σαφώς
δυσκολότερο. Σε πολυσέλιδη έκθεση που υπέβαλε ένα μήνα μετά τις εκλογές, ο Dan
Brewster κατέγραφε τα συμπεράσματα στα οποία είχε οδηγηθεί ως τότε, δίνοντας μία
εικόνα των προσλήψεων της αμερικανικής πλευράς.58 Σύμφωνα με τον αμερικανό
αξιωματούχο, παρόλο που οι δυνάμεις ασφαλείας ήταν «πιο δραστήριες» από τις
εκλογές του 1958, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής θα κέρδιζε ακόμη και χωρίς την
παρέμβασή τους καθώς η τάση της κοινής γνώμης ήταν «δυσμενής» έναντι του
ΠΑΜΕ. Αν και αναγνώριζε ότι κάθε προσπάθεια εκτίμησης της επίδρασης της πίεσης
επί των ψηφοφόρων της ΕΔΑ θα αποτελούσε απλή υπόθεση, σημείωνε ότι
αντικειμενικοί παρατηρητές την υπολόγιζαν σε 2-3%. Ως προς την ψήφο του
Στρατού, παρατηρούσε ότι τόσο οι Κεντρώες όσο και οι Συντηρητικές κυβερνήσεις
των προηγούμενων ετών είχαν μακρά παράδοση χειραγώγησής της: «οι μεν
Κεντρώες για να μετριάζουν τις απώλειές τους, οι δε Συντηρητικές για να
πολλαπλασιάζουν τα κέρδη τους». Βάσει αυτής της συλλογιστικής, ο Brewster
κατέληγε ότι «δεν υπήρχε λόγος να αμφιβάλει κανείς, ότι οι αξιωματικοί του Στρατού
είχαν συνεχίσει την παράδοση και κατά τις τελευταίες εκλογές», υπολογίζοντας τα
κέρδη για την ΕΡΕ στις τέσσερις έδρες.

Αναφορικά με το Κέντρο, θεωρούσε επιτυχία την διατήρηση της ενότητας


ενός φορέα με πολύ χαλαρούς δεσμούς, τα μέλη του οποίου δεν είχαν επιτύχει από
την προηγούμενη βουλή να αποδείξουν «ότι αξίζουν μια ευκαιρία να σχηματίσουν
κυβέρνηση», καταλήγοντας: «Η απόδοση του Κέντρου κατά τις τελευταίες εκλογές
είναι αποτέλεσμα της ευρείας απήχησης ορισμένων μεμονωμένων υποψηφίων σε
κάποιες περιοχές, ισχυρών τοπικών μηχανισμών σε άλλες, και των υπολειμμάτων
πίστης που το Κέντρο συνεχίζει να διατηρεί μεταξύ υποψηφίων της αστικής μεσαίας
τάξης». Τα συμπεράσματα της έκθεσης Brewster, μπορούν να αποτελέσουν εργαλείο
κατανόησης των δυσχερειών έναντι των οποίων ερχόταν πλέον αντιμέτωπο το

58
Brewster προς Department of State, The Greek National Elections of October 29 1961, 29
Νοεμβρίου 1961, Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59, 781.00/11-2961.

38
Κέντρο. Οι προκλήσεις για τον νεοσύστατο φορέα έδειχναν πιο σύνθετες, όσο το
εγχείρημα απομακρυνόταν από την «καθιερωμένη» αμφισβήτηση του εκλογικού
αποτελέσματος, προχωρώντας – για πρώτη φορά – σε επικίνδυνες ατραπούς ρήξης με
θεσμούς και φορείς έναντι των οποίων το Κέντρο παρέμενε παραδοσιακά φιλικό.

Στον απόηχο των πρώτων καταγγελιών: Δεκέμβριος 1961

Η επιστροφή του Σοφοκλή Βενιζέλου, μετά την πολυήμερη παραμονή του στο
εξωτερικό, συνέπεσε με μία περίοδο λήψης αποφάσεων για την Ένωση Κέντρου.
Κεντρικό ερώτημα αποτελούσε πλέον η στάση που επρόκειτο να τηρήσει η
αξιωματική αντιπολίτευση ενόψει της έναρξης των εργασιών της νέας βουλής. Η
απόφαση του κόμματος των Προοδευτικών για άσκηση «δημιουργικής
αντιπολιτεύσεως εντός των πλαισίων της νομιμότητος και της κοινοβουλευτικής
τάξεως», είχε ήδη καταστήσει σαφή την διακριτή πορεία που προτίθετο να τηρήσει το
κόμμα, συμμετέχοντας κανονικά στις εργασίες του κοινοβουλίου.59 Η εξασφάλιση
δεκατεσσάρων εδρών στη νέα βουλή, άλλωστε, αποτελούσε πολύ σημαντική επιτυχία
για το κόμμα, σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές, όταν είχε καταφέρει να εκλέξει
μόνο έναν βουλευτή:60 «άλλωστε, μέχρι τώρα δεν υπήρχαμε» σχολιαζε ο Σπύρος
Μαρκεζίνης, υπογραμμίζοντας την σημαντική μεταβολή που είχαν σημάνει οι
εκλογές του 1961 για το κόμμα του.61

Στις 29 Νοεμβρίου συναντήθηκε για πρώτη φορά μετά από μεγάλο διάστημα
ο Γεώργιος Παπανδρέου με τον Σοφοκλή Βενιζέλο, προκειμένου να καταλήξουν στις
επόμενες κινήσεις του κόμματος. Ήδη, την επομένη, το Βήμα σχολίαζε ότι οι δύο
άνδρες είχαν συμφωνήσει στην τήρηση μετριοπαθέστερης στάσης από εκείνην που
πρότειναν «κύκλοι» της Ένωσης Κέντρου, απορρίπτοντας κάθε σκέψη περί
επιδεικτικής αποχώρησης των βουλευτών του κόμματος πριν την εκφώνηση του
βασιλικού λόγου.62 Η προφανής αυτή προσπάθεια αποτροπής κάθε ακραίου

59
Η απόφαση της κοινοβουλευτικής ομάδας των Προοδευτικών ελήφθη στις 29 Νοεμβρίου 1961. Βλ.
Ελευθερία, 30 Νοεμβρίου 1961.
60
Ηλίας Νικολακόπουλος, Η καχεκτική δημοκρατία, ο.π., σελ. 231.
61
Ελευθέριος Βερυβάκης, συνέντευξη στον γράφοντα, 24 Ιανουαρίου 2006.
62
Το Βήμα, 30 Νοεμβρίου 1961. Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι η πληροφορίες γύρω από το
περιεχόμενο της συζήτησης δημοσιεύθηκαν ως κύριο άρθρο στις εφημερίδες του συγκροτήματος
Λαμπράκη, ενώ η Ελευθερία αρκέστηκε σε μία αναφορά για τη συνάντηση στην τελευταία σελίδα του
φύλλου, χωρίς πληροφορίες για το περιεχόμενο της συμφωνίας των δύο ανδρών. Βλ. Ελευθερία, 30
Νοεμβρίου 1961.

39
σεναρίου, έδειχνε να στοχεύει στην πρόληψη πιθανών κινήσεων στελεχών που θα
στήριζαν τέτοιες πρωτοβουλίες, καταδεικνύοντας πάντως στην πράξη τις έντονες
ζυμώσεις που εντείνονταν στο εσωτερικό του κόμματος.

Στις 2 Δεκεμβρίου ο Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας συναντήθηκε στα


ανάκτορα με τον αρχηγό του γραφείου του βασιλιά Παύλου, αντιστράτηγο Ανδρέα
Μπαλοδήμο, προκειμένου να του εκθέσει με λεπτομέρειες τις καταγγελίες του
κόμματός του αναφορικά με τις παρατυπίες των εκλογών. Κατά τη συζήτησή τους
προέβλεψε ότι το κόμμα του δεν επρόκειτο να παρουσιασθεί στη βουλή για τον λόγο
του Θρόνου, διαβεβαιώνοντας, τον συνομιλητή του «ότι ούτε λέξις εγένετο περί
αντικαθεστωτικού».63

Την ίδια ημέρα συνήλθε η κοινοβουλευτική ομάδα της Ένωσης Κέντρου,


προκειμένου να συζητήσει τις προτάσεις του Γεωργίου Παπανδρέου και να
αποφασίσει τα επόμενα βήματα της. Το ψήφισμα που εγκρίθηκε από τους
παριστάμενους βουλευτές προέβλεπε ότι η κοινοβουλευτική ομάδα δεν θα συμμετείχε
«εις καμμίαν από τις φάσεις της διαδικασίας, η οποία αποβλέπει εις την τυπικήν
νομιμοποίησιν της νόθου πλειοψηφίας της Βουλής και της παρανόμου
κυβερνήσεως».64 Με άλλα λόγια, καθοριζόταν ότι οι βουλευτές του Κέντρου αφενός
δεν επρόκειτο να δώσουν τον βουλευτικό όρκο μαζί με τους βουλευτές της
συμπολίτευση και αφετέρου θα απείχαν τόσο από την εκφώνηση του βασιλικού
λόγου, όσο και από την εκλογή του προεδρείου της σώματος. Παράλληλα, θα απείχαν
από την ανάγνωση και την ψηφοφορία επί των προγραμματικών δηλώσεων της νέας
κυβέρνησης. Το εν λόγω ψήφισμα προέβλεπε επίσης, ότι η κοινοβουλευτική ομάδα
θα προσερχόταν αργότερα στην βουλή, και αφού θα έδινε όρκο με επιφύλαξη θα
κατέθετε πρόταση παραπομπής μελών της υπηρεσιακής κυβέρνησης Δόβα στο Ειδικό
Δικαστήριο. Προσεγγίζοντας με δηκτικό τρόπο τις επιλογές του Κέντρου, ο Dan
Brewster σχολίαζε:

Η έλλειψη συνέπειας εκ μέρους του Κέντρου, στο να χρησιμοποιεί το


κοινοβούλιο ως φόρουμ ενώ αμφισβητεί την νομιμότητά του, μπορεί να
συγκριθεί μόνο με την «απρέπεια» του ίδιου του εγχειρήματος, το οποίο

63
2 Δεκεμβρίου 1961, Μπαλοδήμος προς Παύλο (;), Αρχείο Βασιλικών Ανακτόρων, Γενικά Αρχεία
του Κράτους, φακ. 386.
64
Το Βήμα, 3 Δεκεμβρίου 1961.

40
χωρίς να έχει καμία πιθανότητα να περάσει από την βουλή, συνεχίζει να
αποξενώνει ισχυρούς παράγοντες, όπως το Παλάτι και ο Στρατός, οι
οποίοι παρ’ όλα αυτά δεν αποτελούν τους στόχους του Κέντρου.65

Η εισήγηση του Γεωργίου Παπανδρέου, στοχεύοντας στον περιορισμό των


δεδομένων αντιδράσεων, περιελάμβανε επίσης την δέσμευση ότι το κόμμα δεν έθετε
καθεστωτικό και ότι η στάση του κατέτεινε στην αποκατάσταση του δημοκρατικού
πολιτεύματος.66 Παράλληλα, η επίκληση για μία ακόμη φορά της «αρραγούς
ενότητος» του φορέα και η πρόβλεψη συγκρότησης ειδικής επιτροπής
επιφορτισμένης με την κατάρτιση ενός ενιαίου οργανισμού του κόμματος, στόχευαν
να προλάβουν πιθανές αποσχιστικές κινήσεις βουλευτών. Ήδη όμως τα πρώτα
ρήγματα είχαν διαφανεί. Από τους ογδόντα έξι βουλευτές της Ένωσης Κέντρου,
απουσίαζαν οι: Ευστάθιος Μαλαμίδας, Νικόλαος Έξαρχος, Πέτρος Γαρουφαλιάς,
Χριστόφορος Τσαντούλας, Φωκίων Ζαΐμης και Κωνσταντίνος Χριστόπουλος. Με την
εξαίρεση των δύο πρώτων, οι οποίοι απουσίαζαν δικαιολογημένα, οι υπόλοιποι
τέσσερις έδειχναν ήδη να διαχωρίζουν τη θέση τους. Ειδικότερα ο Πέτρος
Γαρουφαλιάς και ο Χριστόφορος Τσαντούλας απηύθυναν επιστολή με την οποία
διευκρίνιζαν ότι διαφωνούσαν με την απόφαση αποχής από τον βασιλικό λόγο,
εκτιμώντας ότι αυτή θα μπορούσε να παρεξηγηθεί «ως έμμεσος θέσις καθεστωτικού
ζητήματος». Οι στιγμές ήταν κρίσιμες για το Κέντρο και η διασφάλιση της ενότητάς
του παρέμενε πρωταρχικό ζητούμενο.67 Αν και κατά την ηγεσία του Κέντρου, οι δύο
διαφωνούντες βουλευτές είχαν θεωρηθεί ως «θέσαντες εαυτούς εκτός του κόμματος»,
έντονες παρέμεναν οι επιφυλάξεις απέναντι σε μία τόσο δυναμική απάντηση.
Χαρακτηριστικό το σχόλιο του Βήματος την επομένη: «νομίζομεν ότι δεν θα έπρεπε
να διαγραφούν, εφ’ όσον κριθή ότι η στάσις των δεν αντίκειται προς την

65
Brewster προς Department of State, 6 Δεκεμβρίου 1961, (joint weeka no 49) Washington D.C.,
NARA State Department Papers, RG 59, 781.00 (W)/12-661.
66
Σύμφωνα με τον Γιάννη Κάτρη, ο Γεώργιος Παπανδρέου του είχε αναφέρει σχετικά με την στάση
του Κέντρου, το οποίο ζητούσε αφενός περιορισμό των παρεμβάσεων του Στέμματος και αφετέρου
την απομάκρυνση από τον βασιλιά της κυβέρνησης Καραμανλή: «Ώφειλα ν’ ακολουθήσω αυτή τη μη
ορθόδοξη τακτική, διότι διαφορετικά θα ερυμουλκούμην προς την δημιουργίαν καθεστωτικού
ζητήματος. Και έκρινα ότι δεν έπρεπε να δημιουργηθεί πολιτειακός σάλος», Γιάννης Κάτρης, Η
γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα, ο.π., σελ. 124
67
Πρέπει να επισημανθεί ότι ως την τελευταία στιγμή παρέμενε αδιευκρίνιστη και η στάση, που θα
τηρούσε ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής και οι βουλευτές που προέρχονταν από το Κόμμα Αγροτών και
Εργαζομένων, μετά την παρέμβαση που είχε κάνει ο Μπαλτατζής με άρθρο του με τίτλο «Ενώ ανοίγει
η Βουλή», στο οποίο τασσόταν τόσο κατά της αποχής από την βουλή, όσο και κατά του όρκου με
επιφύλαξη. Βλ. Τα Νέα, 2 Δεκεμβρίου 1961

41
ΓΕΝΙΚΩΤΕΡΑΝ ΕΘΝΙΚΗΝ ΓΡΑΜΜΗΝ TOY του Κέντρου, η ενότης του οποίου
πρέπει να είναι όσον το δυνατόν πληρεστέρα, κατά την επιταγήν του εθνικού
συμφέροντος».68

Στις 4 Δεκεμβρίου συνήλθε σε πρώτη πανηγυρική συνεδρίαση η νέα βουλή.


Στη συνεδρίαση προσήλθαν οι βουλευτές της ΕΡΕ, του κόμματος των Προοδευτικών
καθώς και εννέα βουλευτές που είχαν εκλεγεί με την Ένωση Κέντρου, οι οποίοι με
αυτόν τον τρόπο διαχώρισαν πλήρως την θέση τους από το κόμμα. 69 Επρόκειτο για
τους: Αθανάσιο Γκελεστάθη, Κωνσταντίνο Χριστόπουλο, Χασάν Χατίπογλου,
Φωκίωνα Ζαΐμη, Πέτρο Γαρουφαλιά, Χριστόφορο Τσαντούλα, Νικόλαο
Κοντογιαννόπουλο, Ανδρέα Δερδεμέζη και Απόστολο Γρηγοριάδη.70 Η πρώτη αυτή
αποστασιοποίηση εντός των κόλπων της Ένωσης Κέντρου έδειχνε να καταδεικνύει
τις πολλές και αντικρουόμενες τάσεις ενός κόμματος ακόμα υπό διαμόρφωση.71
Έχει διατυπωθεί η εκτίμηση ότι η εκδήλωση αυτής της αντίθεσης στο
εσωτερικό της Ένωσης Κέντρου αναδείκνυε τις «ρωγμές» οι οποίες ενυπήρχαν ήδη
από την αρχή της παρουσίας της στην πολιτική σκηνή. 72 Δεν θα πρέπει πάντως να
αγνοείται, ότι ο λόγος που επικαλέστηκαν οι ορκισθέντες βουλευτές – η πιθανή
δηλαδή προσβολή του βασιλιά Παύλου από την απουσία της αντιπολίτευσης κατά
την εκφώνηση του λόγου του Θρόνου – δεν στερείτο βάσης· μάλιστα, η ενόχληση
του ανώτατου άρχοντα επρόκειτο να εκφραστεί λίγες ημέρες αργότερα προς τον
Σοφοκλή Βενιζέλο.73 Σε κάθε περίπτωση, το Κέντρο έσπευσε την επομένη κιόλας να
ανακοινώσει την διαγραφή των εννέα βουλευτών, σχολιάζοντας ότι «η πράξις των
παραδίδεται εις την κρίσιν του δημοκρατικού κόσμου».74

68
«Προς έντονον αγώνα αλλ’ όχι αναρχίαν: η θέσις του Κέντρου εις την νέαν βουλή», Το Βήμα, 3
Δεκεμβρίου 1961.
69
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 1η, 4 Δεκεμβρίου
1961, τόμος Α’, σσ. 3-8.
70
Την επομένη κυκλοφόρησε η πληροφορία ότι είχε ορκιστεί και ο βουλευτής Κιλκίς Δημοσθένης
Παπαδόπουλος. Ο βουλευτής διέψευσε την εν λόγω είδηση, και ορκίστηκε με τα υπόλοιπα μέλη της
κοινοβουλευτικής ομάδας του Κέντρου στις 9 Ιανουαρίου 1962.
71
Από τους διαγραφέντες βουλευτές, οι Π. Γαρουφαλιάς και Φ. Ζαΐμης παρέμειναν ανεξάρτητοι· οι
πέντε εντάχθηκαν στην ΕΡΕ, εκ των οποίων οι Αθ. Γκελεστάθης, Αν. Δερδεμέζης και Ν.
Κοντογιαννόπουλος στις 20 Μαρτίου 1962, βλ. Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’,
σύνοδος Α’, συνεδρίαση 50η, 20 Μαρτίου 1962, τόμος Β’, σελ. 672 · και οι άλλοι δύο εντάχθηκαν στο
κόμμα των Προοδευτικών, εκ των οποίων ο Απ. Γρηγοριάδης στις 13 Μαρτίου 1962, βλ. Εφημερίς των
συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 45η, 13 Μαρτίου 1962. Βλ. Ηλίας
Νικολακόπουλος, Η καχεκτική δημοκρατία, ο.π., σελ. 294.
72
Νίκος Παπαδημητρίου, Από την Ένωση Κέντρου στην Αποστασία, (Αθήνα, 1986), σελ. 104.
73
Γρηγόριος Δαφνής, Σοφοκλής Ελευθερίου Βενιζέλος, ο.π., σσ. 561-562.
74
Ελευθερία, 5 Δεκεμβρίου 1961.

42
Πάντως μία εις βάθος προσέγγιση της πορείας των εν λόγω βουλευτών,
εισφέρει επιπλέον στοιχεία, που μπορούν να εξηγήσουν καλύτερα τη στάση τους. Ο
Πέτρος Γαρουφαλιάς και ο Φωκίων Ζαΐμης, ήταν ανεξάρτητοι και στη βουλή του
1958, παρά το γεγονός ότι είχαν εκλεγεί με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Ο
Αθανάσιος Γκελεστάθης και ο Ανδρέας Δερδεμέζης ήταν βουλευτές της ΕΡΕ, από
την οποία είχαν αποσχισθεί κατά την κρίση του 1958.75 Τέλος ο βουλευτής Ηλείας
Νικόλαος Κοντογιαννόπουλος, που είχε στο παρελθόν εκλεγεί με τον Ελληνικό
Συναγερμό και με το Λαϊκό Κοινωνικό Κόμμα, είχε στις τελευταίες εκλογές
συνεργαστεί με την Ένωση Κέντρου ακολουθώντας τον Στέφανο Στεφανόπουλο.
Αναφερόμενος στην επιλογή του πατέρα του ο Βασίλης Κοντογιαννόπουλος
σημειώνει: «[η παραίτηση] είχε σαν αφορμή την ένταση που δημιουργούσε αυτός ο
αγώνας. Στην περίπτωση του πατέρα μου είχε παίξει ρόλο και η προσωπική πλέον
σύγκρουση με την οικογένεια Στεφανόπουλου, όχι με τον ίδιο τον Στεφανόπουλο,
αυτό τον επηρέασε ασφαλώς».76 Οι εντάσεις ανάμεσα σε υποψηφίους των ίδιων
εκλογικών περιφερειών, έδειχναν συνεπώς πολλές φορές να υπερτερούν των
αποφάσεων του κόμματος, όπως με γλαφυρό τρόπο περιγράφει ο Απόστολος
Κακλαμάνης σχολιάζοντας τις εν λόγω αποσχίσεις: «σε τοπικό επίπεδο
τρωγόντουσαν οι παράγοντες».77 Συνεπώς, οι προφανείς αποκλίσεις από την κεντρική
κομματική γραμμή, μπορούν να αποδοθούν και στον εξαιρετικά ετερόκλιτο
χαρακτήρα των βουλευτών του Κέντρου, οι οποίοι – προερχόμενοι από διαφορετικές
πολιτικές αφετηρίες – αδυνατούσαν να βρουν κοινά σημεία αναφοράς, με εξαίρεση
ίσως το – υπερκομματικού χαρακτήρα – Στέμμα. Ενδεικτικό ως προς τον παραπάνω
συλλογισμό είναι και σχετικό σχόλιο της Ελευθερίας, με αφορμή τη διαγραφή των
εννέα βουλευτών και την ανάγκη «εκκαθάρισης» του Κέντρου:

Δεν είναι ευτυχές το γεγονός. Αλλ’ ούτε και δυσάρεστον. Διότι εις τον
αγώνα που αρχίζει δια την αποκατάστασιν της Δημοκρατίας, χρειάζεται
σαφής τοποθέτησις, άτρομος σταθερότης και άκαμπτος συνέπεια.
Προέχει δε η ιδεολογική ομοιογένεια του Κέντρου, όχι ο αριθμός των

75
Βλ. Ελευθερία, 2 Μαρτίου 1958.
76
Βασίλης Κοντογιαννόπουλος, συνέντευξη στον γράφοντα 21 Φεβρουαρίου 2006. Πρέπει να
επισημανθεί ότι κατά τις εκλογές του Οκτωβρίου ο Στέφανος Στεφανόπουλος είχε δυσκολευθεί να
εκλεγεί, υπολειπόμενος των ανθυποψηφίων του της Ένωσης Κέντρου στην Ηλεία, βλ. Μακεδονία, 3
Νοεμβρίου 1961.
77
Απόστολος Κακλαμάνης, συνέντευξη στον γράφοντα, 5 Απριλίου 2006.

43
βουλευτών. Η επελθούσα αυτόματος εκκαθάρισις από στελέχη κατά το
πλείστον δεξιάς προελεύσεως και νοοτροπίας, θα προαγάγη τον αγώνα,
δεν θα τον βλάψη. Και εις το μέλλον αυστηροτέρα επιλογή κατά την
κατάρτισιν των συνδυασμών. 78

Στις 5 Δεκεμβρίου ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής ανέπτυξε στη


βουλή τις προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης. Εκφράζοντας την
αντίθεσή του στην τακτική της αντιπολίτευσης έκανε λόγο για αντικοινοβουλευτικές
μεθόδους και αντισυνταγματικές επιδιώξεις.79 Στην απάντησή του ο Γεώργιος
Παπανδρέου τον κατηγόρησε για «βιασμό της θελήσεως του λαού» καταλήγοντας ότι
η Ελλάδα δεν προσφερόταν «δια την ανοχήν πραξικοπημάτων, των οποίων φέρει [ο
Καραμανλής] την βαρυτάτην ευθύνην». 80 Η οξύτητα των χαρακτηρισμών
αντανακλούσε την ένταση μίας περιόδου, κατά την οποία το μέτρο έδειχνε να έχει
απολεσθεί. Είναι, άλλωστε, ενδεικτικός ο χαρακτηρισμός που απέδωσε η Ελευθερία
στον Καραμανλή, δύο ημέρες αργότερα: «Ο ασκών την πρωθυπουργίαν». 81 Κατά τη
διάρκεια της συζήτησης επί των προγραμματικών δηλώσεων, τον λόγο έλαβε ο
Σπύρος Μαρκεζίνης ως πρόεδρος των Προοδευτικών, ο οποίος διαχώρισε πλήρως την
θέση του από εκείνη του Κέντρου σημειώνοντας ότι παρόλο που συμφωνούσε με τις
διαπιστώσεις, ως προς τον τρόπο που είχαν διεξαχθεί οι εκλογές, είχε επέλθει
διαφωνία σχετικά με την τακτική που θα έπρεπε να ακολουθηθεί. 82 Με τον τρόπο
αυτόν έκλεινε οριστικά το κεφάλαιο της σύμπραξης Κέντρου και Προοδευτικών, μίας
σύμπραξης με τεράστιες αποκλίσεις, όπως είχαν εκφραστεί από την επομένη κιόλας
των εκλογών του Οκτωβρίου. Την ίδια ημέρα ορκίστηκαν οι βουλευτές της ΕΔΑ και
οι συνεργαζόμενοι, ενώ επί του όρκου ακολούθησε «ερμηνεία» από τον πρόεδρο του
κόμματος Ιωάννη Πασαλίδη, ο οποίος ζήτησε κυβέρνηση κοινής εμπιστοσύνης για
την διασφάλιση των προϋποθέσεων διενέργειας γνήσιων και ελεύθερων εκλογών. Στη
συνέχεια οι ορκισθέντες βουλευτές της Αριστεράς αποχώρησαν, καλώντας μάλιστα

78
Ελευθερία, 5 Δεκεμβρίου 1961.
79
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 2η, 5 Δεκεμβρίου
1961, τόμος Α’, σελ.13.
80
Το Βήμα, 6 Δεκεμβρίου 1961.
81
«Θελκτικά», Ελευθερία, 7 Δεκεμβρίου 1961.
82
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 3η, 6 Δεκεμβρίου
1961, τόμος Α’, σελ.14.

44
και τους υπόλοιπους βουλευτές να παραιτηθούν.83 Επρόκειτο για συνθήκες
πρωτοφανούς έντασης που πλέον έδειχνε να εισάγεται και εντός της αίθουσας του
κοινοβουλίου. Οι δημοσιογραφικές πληροφορίες έφερναν την Ένωση Κέντρου
αποφασισμένη να προσέλθει στην βουλή μέχρι την Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου,
καθιστώντας τις πιέσεις προς την κυβερνητική πλειοψηφία ακόμη ισχυρότερες.

Μετά την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης από τους βουλευτές της


συμπολίτευσης, ετέθη το ζήτημα της συνέχισης ή μη των εργασιών της βουλής.
Επικαλούμενος την έλλειψη θεμάτων ημερησίας διατάξεως και αντικειμένου για τις
κοινοβουλευτικές επιτροπές, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Παναγιώτης
Κανελλόπουλος πρότεινε να δοθεί περιθώριο μίας ημέρας στην Ένωση Κέντρου
προκειμένου να δώσει τον βουλευτικό όρκο και να εγγράψει θέματα στην ημερήσια
διάταξη.84 Αντιτείνοντας ότι «η Ένωσις Κέντρου δεν αποτελεί λόχον, ο οποίος
εκτελεί διαταγάς της κυβερνήσεως», ο Παπανδρέου απέκρουσε την πρόταση της
κυβέρνησης.85 Στη σχετική του δήλωση, μάλιστα, υποστήριζε ότι η κυβέρνηση
γνώριζε την πρόθεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης να ορκισθεί στις 11 του μηνός
καθώς και την ειλημμένη απόφασή της να καταθέσει πρόταση παραπομπής μελών της
κυβέρνησης Δόβα στο Ειδικό Δικαστήριο· αποδίδοντας σε πανικό της κυβέρνησης
την διακοπή των εργασιών του σώματος.86 Παρά τις έντονες αντιδράσεις τόσο της
Ένωσης Κέντρου,87 όσο και της ΕΔΑ, η βουλή διέκοψε τις εργασίες της για τις 9
Ιανουαρίου, μεταβάλλοντας τους σχεδιασμούς της αντιπολίτευσης και
μετατοπίζοντας την στρατηγική κατεύθυνση της γραμμής του Κέντρου, το οποίο
βρέθηκε πλέον χωρίς επίσημο βήμα προώθησης της πολιτικής του. Μπορεί συνεπώς
βάσιμα να υποστηριχθεί, ότι η τακτική της κυβέρνησης αποσκοπούσε στην
αποστέρηση του Κέντρου από το κύρος και την κανονικότητα των συνεδριάσεων της

83
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 3η, 6 Δεκεμβρίου
1961, τόμος Α’, σσ. 20-21· Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον Εμφύλιο στη Χούντα, ο.π., σελ. 105.
84
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 4η, 7 Δεκεμβρίου
1961, τόμος Α’, σσ. 47-48.
85
Το Βήμα, 8 Δεκεμβρίου 1961.
86
Σχολιάζοντας την στάση του Κέντρου, η Καθημερινή σημείωνε: «Είναι πρωτάκουστον οι
δυστροπούντες να δώσουν τον νόμιμον όρκον εις το σύνταγματικόν καθεστώς της χώρας και οι
ταλαντευόμενοι μεταξύ επαναστάσεως και νομιμοφροσύνης, να καθορίζουν αυτοί τας συνεδρίας του
Σώματος από το οποίον απέχουν», Η Καθημερινή, 9 Δεκεμβρίου 1961.
87
Στις 9 Δεκεμβρίου συνεδρίασε εκτάκτως η κοινοβουλευτική ομάδα της Ένωσης Κέντρου
προκειμένου να καταδικάσει την πρακτική της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Στην συνέλευση ο
βουλευτής Αθανάσιος Ρουσόπουλος υποστήριξε ότι είχε συντελεστεί εκτροπή του πολιτεύματος
ζητώντας να τεθεί ο βασιλιάς «υπό παρατήρησιν έναντι του λαού» και να αναλάβει τα καθήκοντά του
ο διάδοχος Κωνσταντίνος, ως αντιβασιλέας. Αν και η πρόταση απορρίφθηκε από τους βουλευτές, οι
οποίοι διαβεβαίωσαν και πάλι ότι το κόμμα δεν έθετε καθεστωτικό, παρέμενε ενδεικτική του κλίματος
που είχε πλέον αναπτυχθεί εντός του Κέντρου. Ελευθερία, 10 Δεκεμβρίου 1961.

45
βουλής, με την ελπίδα ότι μέχρι την επανέναρξη των εργασιών του σώματος η
αντιπολίτευση θα έχει απολέσει πλέον τον βηματισμό της. Μάλιστα, ο υπουργός
Εσωτερικών Γεώργιος Ράλλης σε συνομιλία του με αμερικανό αξιωματούχο, εφέρετο
να έχει εκτιμήσει ότι «η εκστρατεία της Ένωσης Κέντρου θα ξεφουσκώσει μέχρι τα
μέσα του μήνα [Δεκεμβρίου]».88

Παρά όμως τα προσκόμματα, το Κέντρο δεν έδειχνε διατεθειμένο να


οπισθοχωρήσει. Στο πλαίσιο αυτό αποφασίσθηκε η διοργάνωση της πρώτης
μετεκλογικής ανοιχτής συγκέντρωσης, προκειμένου να καταγγελθεί η παραβίαση του
πολιτεύματος και να τονισθεί η απόφαση για συνέχιση και εντατικοποίηση του
ανένδοτου αγώνα, παρά την διακοπή των εργασιών της βουλής. Το σχετικό αίτημα,
που υποβλήθηκε προς την Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών στις 15 Δεκεμβρίου,
αφορούσε στην παραχώρηση της πλατείας Κλαυθμώνος στις 4 Ιανουαρίου. Η άρνηση
του διευθυντή της Αστυνομίας Αθηνών Ευάγγελου Καραμπέτσου να δώσει την
σχετική άδεια με το επιχείρημα της πιθανότητας διασάλευσης της τάξης, προκάλεσε
την οξύτατη αντίδραση της Ένωσης Κέντρου, η οποία πάντως έδειχνε βέβαιη πριν
ακόμη την κατάθεση της αίτησης ότι η κυβέρνηση δεν επρόκειτο να την κάνει
αποδεκτή.89 Αν όμως η αξιωματική αντιπολίτευση ήταν εν γνώσει της πρόθεσης της
κυβέρνησης να απαγορεύσει την συγκέντρωση,90 ποιό σκοπό υπηρετούσε η τόσο
οξεία αντίδρασή της τελικά; Η Ένωση Κέντρου ήταν βέβαιη για την άρνηση της
κυβέρνησης και σε αυτήν – μάλλον – αποσκοπούσε. Μετά την διακοπή των εργασιών
της βουλής, τα στελέχη του Κέντρου κατανοούσαν, ότι πιθανότατα πιο χρήσιμη από
μία συγκέντρωση του κόμματος θα ήταν η όξυνση του κλίματος με την «παράνομη»
κυβέρνηση με αφορμή μία ακόμη «αντιδημοκρατική» απόφασή της. Με τον τρόπο
αυτό, η ατζέντα του ανένδοτου αγώνα άρχιζε να ανοίγει: πέρα από τις πάγιες
καταγγελίες περί βίας και νοθείας,91 στο επίκεντρο έμπαινε η καθημερινή

88
Briggs προς Department of State, 4 Δεκεμβρίου 1961, FRUS 1961-1963, τόμ. XVI, σελ. 623.
89
Στα σχετικά δημοσιεύματα υπογραμμιζόταν ότι η κυβέρνηση αρνήθηκε την σχετική άδεια «όπως,
άλλωστε, είχεν αφήσει από τις πρώτης στιγμής να υπονοηθή». Τα Νέα, 16 Δεκεμβρίου 1961.
90
Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις 11 Δεκεμβρίου, ο αρμόδιος υπουργός Εσωτερικών Γεώργιος
Ράλλης είχε δηλώσει «κατ’ αρχήν απρόθυμος» να δώσει άδεια ανοικτής συγκέντρωσης, Ελευθερία 12
Δεκεμβρίου 1961.
91
Από τα μέσα Δεκεμβρίου το Κέντρο επανέλαβε την δημοσίευση στοιχείων που αναδείκνυαν τον
διαβλητό χαρακτήρα της εκλογικής διαδικασίας σε κεντρικό στοιχείο του δημόσιου λόγου του,
εμμένοντας σε χαρακτηριστικές περιπτώσεις νόθευσης του αποτελέσματος μέσω παρανόμων
εγγραφών σε εκλογικούς καταλόγους. Ήδη στις 17 Δεκεμβρίου κύριο θέμα του αντιπολιτευόμενου
Τύπου αποτελούσε η αποκάλυψη 560 παράνομων εγγραφών εκλογέων στην Λεωφόρο Αθηνών.
Ελευθερία, Το Βήμα 17 Δεκεμβρίου 1961· βλ. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, (γεν. επιμ), ο.π., σσ. 266-
268.

46
«αντισυνταγματική» πρακτική μίας «νόθου» πλειοψηφίας, σε κάθε έκφανση της
κυβερνητικής πολιτικής.

Στο μεταξύ, ο Σοφοκλής Βενιζέλος είχε ζητήσει – ήδη από τις 28 Νοεμβρίου –
ακρόαση από τον βασιλιά Παύλο, η οποία ορίσθηκε για τις 8 Δεκεμβρίου. Πράγματι,
λίγες ημέρες μετά την αποχή του Κέντρου από την εναρκτήρια συνεδρίαση της
βουλής και την εκφώνηση του βασιλικού λόγου, ο Κρητικός πολιτικός επισκέφθηκε
τον Παύλο προκειμένου να εξηγήσει την στάση του ίδιου και του κόμματός του. Ο
Γρηγόριος Δαφνής υποστηρίζει, πως στόχος του Βενιζέλου ήταν να καταστήσει
σαφές στον ανώτατο άρχοντα ότι η απόφαση της Ένωσης Κέντρου «δεν περιείχεν
αιχμήν κατά του Στέμματος και ότι απέβλεπεν εις το να υπογραμμίση το αίτημά της
περί νέας προσφυγής εις τον λαόν». 92 Το γεγονός γνωστοποιήθηκε αρκετές ημέρες
αργότερα, μετά από δημοσιεύματα εφημερίδων φίλα προσκείμενων στην κυβέρνηση.
Η Ένωση Κέντρου έσπευσε να εκδώσει ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία η ηγεσία
του κόμματος γνώριζε για τα αποτελέσματα της συνάντησης, που στόχο είχε την
ενημέρωση του βασιλιά για την στρατηγική του Κέντρου.93 Παρά όμως τις
διαβεβαιώσεις, ότι δεν είχε δοθεί νωρίτερα ευρύτερη δημοσιότητα εξ αιτίας του
ανεπίσημου χαρακτήρα του διαβήματος, οι σχέσεις Γεωργίου Παπανδρέου και
Σοφοκλή Βενιζέλου αποδεικνύονταν για μία ακόμη φορά οριακές. Παράλληλα, οι
σχέσεις της Ένωσης Κέντρου με τα Ανάκτορα επρόκειτο να οξυνθούν ακόμη
περισσότερο, με αφορμή την άρνηση των στελεχών της να παραστούν στις
εορταστικές εκδηλώσεις για την επέτειο των εξηκοστών γενεθλίων του βασιλιά
Παύλου στις 14 Δεκεμβρίου.94 Διαχωρίζοντας πάντως τη θέση του, ο Σοφοκλής
Βενιζέλος είχε ήδη – από τις 12 του μηνός – αναχωρήσει για το εξωτερικό.95 Με τον
τρόπο αυτό, δικαιολόγησε την απουσία του ίδιου και της συζύγου του από τις
εκδηλώσεις «λόγω εσπευσμένης αναχωρήσεών των εις Αίγυπτον».96

92
Γρηγόριος Δαφνής, Σοφοκλής Ελευθερίου Βενιζέλος, ο.π., σελ. 561.
93
Το Βήμα, 17 Δεκεμβρίου 1961.
94
Ενδεικτικό της έντασης, το σχετικό άρθρο του Κήρυκα, με το οποίο η εφημερίδα του Κωνσταντίνου
Μητσοτάκη επιχειρούσε να κάνει αναγωγή στον Εθνικό Διχασμό αναφέροντας: «Θυμηθήτε που
απέθανε ο αείμνηστος πατέρας σας και πόσες ταλαιπωρίες υπέφερεν ο αείμνηστος αδελφός σας, διότι
αφέθησαν να παρασυρθούν από τους τωρινούς Ηρακλείς του Θρόνου σας», «Προς τον Βασιλέα»,
Κήρυξ, 14 Δεκεμβρίου 1961.
95
Γρηγόριος Δαφνής, Σοφοκλής Ελευθερίου Βενιζέλος, ο.π., σελ. 562· Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον
Εμφύλιο στη Χούντα, ο.π., σελ. 106.
96
6 Δεκεμβρίου 1961, Βενιζέλος προς Λεβίδη, Αρχείο Βασιλικών Ανακτόρων, Γενικά Αρχεία του
Κράτους, φακ. 386.

47
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αίγυπτο, ο Βενιζέλος κλήθηκε να
απαντήσει στην έντονη φημολογία, που είχε ακολουθήσει τη δημοσιοποίηση της
συνάντησής του με τον βασιλιά Παύλο. Με δηλώσεις του από την Αλεξάνδρεια,
χαρακτήρισε τον εαυτό του «όχι μόνον απολύτως σύμφωνον, αλλά και
πλειοδοτούντα» στη πολιτική γραμμή της Ένωσης Κέντρου, αποκρούοντας τις περί
του αντιθέτου αιτιάσεις.97 Μία ημέρα αργότερα, όμως, το Βήμα δημοσίευσε και νέα
παρέμβασή του, με την οποία επανατοποθετείτο επί της ανάγκης σχηματισμού
πολιτικής κυβέρνησης, προτείνοντας μία ακόμη πιο προωθημένη εκδοχή της αρχικής.
Σύμφωνα με την νέα αυτή πρόταση: «δια την αποκατάστασιν ακομματίστου
Κράτους, το οποίον αποτελεί την μοναδικήν εγγύησιν δια την διεξαγωγήν ελευθέρων
εκλογών, θα συνέβαλλεν ο σχηματισμός δικομματικής Κυβερνήσεως». 98 Η τακτική
του Σοφοκλή Βενιζέλου έδειχνε να έχει διττό χαρακτήρα: αφενός αποσκοπούσε στην
εμφάνισή του ως μόνου αξιόπιστου συνομιλητή του βασιλιά Παύλου εκ μέρους της
αντιπολίτευσης,99 και αφετέρου στην σταδιακή αποδυνάμωση τόσο του Γεωργίου
Παπανδρέου, όσο και του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Με τον τρόπο αυτόν προφανώς
ευελπιστούσε ότι θα διαμορφώνονταν νέα δεδομένα, στην κατεύθυνση μίας
βασιλικής πρωτοβουλίας εξόδου από την κρίση μέσω μεταβατικής κυβέρνησης.
Εξάλλου ο πιο πιθανός ηγέτης μιας τέτοιας κυβέρνησης θα ήταν – κατά πάσα
πιθανότητα – ο ίδιος.

Στις 27 Δεκεμβρίου 1961, δημοσιεύθηκε στον Τύπο το χριστουγεννιάτικο


μήνυμα του απερχόμενου πρέσβη των Ηνωμένων Πολιτειών Ellis Briggs προς τους
αμερικανούς πολίτες που διέμεναν στην Ελλάδα,100 στο οποίο μεταξύ άλλων
ανέφερε: «Ζώμεν μεταξύ ανθρώπων οι οποίοι πιστεύουν, ως ημείς, εις την
προσωπικήν ελευθερίαν και την αξιοπρέπειαν του ατόμου: Αι εκλογαί του
παρελθόντος Οκτωβρίου απετέλεσαν έμπρακτον απόδειξιν της πίστεως εις τα ιδεώδη
αυτά».101 Αν και έχει υποστηριχθεί ότι η σχετική αποστροφή αποτελούσε «επίσημη

97
Ελευθερία, 21 Δεκεμβρίου 1961.
98
Το Βήμα, 22 Δεκεμβρίου 1961.
99
Στο πλαίσιο της προσπάθειάς του αυτής, άλλωστε, έδειχνε να εντάσσεται και η παράθεση δεξίωσης
προς τιμήν του βασιλικού ζεύγους την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, παρά την απόφαση του Κέντρου
να διακόψει τις επαφές με το Στέμμα. Γρηγόριος Δαφνής, Σοφοκλής Ελευθερίου Βενιζέλος, ο.π., σελ.
562· Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον Εμφύλιο στη Χούντα, ο.π., σσ. 106-107.
100
Για μία αποτίμηση της θητείας του Elis Briggs στην πρεσβεία της Αθήνας, βλ. Constantine A.
Pagedas, «Ellis O. Briggs and the US Embassy in Greece, 1959 to 1962: A “Relentless Struggle”»,
Mediterranean Quarterly 17/4, (October 2006).
101
Ελευθερία, 27 Δεκεμβρίου 1961.

48
παρέμβαση» των Αμερικανών στην εσωτερική πολιτική,102 το μήνυμα έδειχνε μάλλον
να εκφράζει την φύση του «αθυρόστομου και γραφικού» Briggs.103 Με ανακοίνωσή
της η Ένωση Κέντρου χαρακτήρισε απαράδεκτη την περικοπή, υποστηρίζοντας ότι
αποτελούσε ανάμιξη στην εσωτερική πολιτική των Ελλήνων, χωρίς όμως να
επιδιώκει να δώσει περαιτέρω έκταση στην αντιπαράθεση.104 Εξαίρεση σε αυτή την
μάλλον ήπια αντίδραση,105 αποτέλεσε το δηκτικό σχόλιο της πάντα καυστικής
Ελευθερίας, που στόχευε και πάλι στην κυβέρνηση: «Ομόφωνος σχεδόν ήτο η γνώμη
ότι ο κ. Μπρίγκς επενέβη εις τα εσωτερικά της χώρας μας και εξέθεσε την ιδικήν του.
Κυβερνητικός παράγων εν τούτοις δεν απέκρυπτε την χαράν του δια το αμερικανικόν
πιστοποιητικόν. Και προσέθεσεν πλήρης κομπασμού: “-Τώρα ποιος μας πιάνει!”. - Ο
Εισαγγελεύς!».106

Το τέλος της χρονιάς συνέπεσε με την ολοκλήρωση της πρώιμης αυτής φάσης
του ανένδοτου αγώνα της Ένωσης Κέντρου. Παρά τις κατά καιρούς ενστάσεις εκ
μέρους στελεχών – πρωτοστατούντος του Σοφοκλή Βενιζέλου – και τις επιφυλάξεις
που είχαν διατυπωθεί για την χαραχθείσα τακτική έναντι του Στέμματος, η
αντιπολιτευτική γραμμή του σκληρού πυρήνα της ηγετικής ομάδας του κόμματος είχε
επιβληθεί.107 Με υπαρκτό τον κίνδυνο μίας νέας διάλυσης του Κέντρου, βασικός
στόχος του εγχειρήματος έδειχνε να είναι η σφυρηλάτηση της ενότητας του
νεοσύστατου φορέα με κάθε τίμημα. Όπως χαρακτηριστικά σημείωνε ο εκ των

102
Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον Εμφύλιο στη Χούντα, ο.π., σελ. 107· Η στάση του Briggs είχε
προκαλέσει έντονη ενόχληση σε τμήματα της ελληνικής κοινωνίας. Όπως επισημαίνει και ο Monteagle
Stearns, η άρνηση του Briggs να αναγνωρίσει την βία και τη νοθεία των εκλογών οδήγησε την «πάντα
ευαίσθητη Αριστερά» να τον χαρακτηρίσει «αντιδραστικό». Βλ. Monteagle Stearns, “Foreword”, στο
Ellis O. Briggs, Proud Servant: The Memoirs of a Career Ambassador (Ohio, 1998), xii.
103
Αλέξης Παπαχελάς, Ο βιασμός της ελληνικής δημοκρατίας, ο.π., σελ. 77· αντίστοιχα ο Stearns τον
χαρακτηρίζει «όχι ιδιαίτερα στοχαστικό ή πνευματικό στον τρόπο με τον οποίο προσέγγιζε τις διεθνείς
σχέσεις», Monteagle Stearns, “Foreword”, στο Ellis O. Briggs, Proud Servant, ο.π., xii.
104
Είναι ενδεικτικό, μάλιστα, ότι ενώ η Ελευθερία δημοσίευσε ολόκληρο το μήνυμα στην πρώτη
σελίδα του φύλλου της 27ης Δεκεμβρίου, το Βήμα περιορίστηκε σε μία μικρή περίληψή του, στην
τελευταία σελίδα της έκδοσης της ίδιας ημέρας.
105
Ειδικά συγκρινόμενη με την αντίστοιχη ανακοίνωση της ΕΔΑ, στην οποία Αμερικανός πρέσβης
χαρακτηριζόταν «ένοχος, εμπνευστής και συνεργός του εγκλήματος της βίας και της νοθείας», βλ. Τα
Νέα, 28 Δεκεμβρίου 1961
106
«Ελευθεροστομίες», Ελευθερία, 29 Δεκεμβρίου 1961.
107
Πρέπει πάντως να επισημανθεί ότι ήταν συνεχής η προσπάθεια αυτού του στενού πυρήνα του
ανένδοτου, προκειμένου να αποφευχθεί μία παρέκκλιση ακόμη και του ίδιου του Γεωργίου
Παπανδρέου. Την διάχυτη αυτή αίσθηση που επικρατούσε εκείνη την περίοδο περιγράφει ο Γιάννης
Τζαννετάκος: «Ο Παπανδρέου υιοθέτησε, για τη δική του νοοτροπία και συγκρότηση, ακραία
συνθήματα. Η εντύπωσή μας ήταν ότι όποτε κόμπιαζε του την έπεφτε η Ελευθερία, ο Μητσοτάκης και
τα λοιπά και τον γύριζαν. Διότι αλλιώς, αμ το Συγκρότημα, αμ ο Σοφοκλής ο Βενιζέλος, αμ ο δομικός
του συντηρητισμός θα τον οδηγούσε σε διαλλακτικότερες και συμβιβαστικότερες θέσεις. Αλλά ο
κανόνας, με την έννοια του χάρακα, ήταν η ομάδα αυτή». Γιάννης Τζαννετάκος, συνέντευξη στον
γράφοντα, 4 Μαρτίου 2006.

49
πρωταγωνιστών του Κωνσταντίνος Μητσοτάκης «Ο αγών ένωσε. Ο αγών ενώνει. Δεν
υπάρχει άλλος τρόπος σε μια πολιτική παράταξη παρά μόνο ο αγώνας…». 108

Η Ένωση Κέντρου, γνώριζε ότι η καταγγελία των εκλογών του Οκτωβρίου


και της κυβέρνησης που είχε προκύψει από αυτές δεν αρκούσε για την επίτευξη
αυτού του τόσο σύνθετου στόχου. Ο «διμέτωπος» του Γεωργίου Παπανδρέου και της
ηγετικής ομάδας του κόμματος είχε ήδη ξεκινήσει, με στόχο την ανάδειξη της
πολιτικής πρότασης του Κέντρου στον αντίποδα τόσο της Δεξιάς, όσο και της
Αριστεράς. Αν όμως η αντίθεση στην κυβέρνηση της Συντηρητικής παράταξης
αποτελούσε για το Κέντρο προφανή επιλογή, η έξαρση της ρητορείας κατά της
Αριστεράς, συνιστούσε πιο σύνθετο εγχείρημα. Πέρα από την ιστορική αντιπαλότητα
του αρχηγού του Κέντρου προς το Κομμουνιστικό Κόμμα – τις μεθόδους της οποίας
δεν συμμερίζονταν πάντα στον ίδιο βαθμό όλα τα στελέχη του κόμματος – η πρόταξη
μίας αντικομμουνιστικής ρητορείας αποσκοπούσε και σε μία άλλη αναγκαιότητα:
όπως έχει εύστοχα επισημανθεί «Ο αντικομμουνισμός δεν ήταν μία αντίληψη
περιορισμένη στο δεξιό τμήμα του πολιτικού φάσματος, αλλά μία γενικευμένη
απαίτηση του μεγαλύτερου τμήματος της κοινής γνώμης, ένα απαραίτητο εργαλείο
για την κατάκτηση και άσκηση της πολιτικής εξουσίας». 109 Αν κανείς υιοθετήσει
αυτή την προσέγγιση, μπορεί να ερμηνεύσει ευχερέστερα την στάση του Γεώργιου
Παπανδρέου, που έδειχνε να έχει κατανοήσει πλήρως αυτήν την πραγματικότητα.
Κάνοντας αναγωγές σε έναν παλαιότερο Δεκέμβριο, ο αρχηγός της Ένωσης Κέντρου
σημείωνε με νόημα στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του, τον Δεκέμβριο του 1961: «Δεν
αγωνιζόμεθα δια το Κόμμα. Δεν αγωνιζόμεθα δια την Εξουσίαν. Αγωνιζόμεθα δια το
περιεχόμενον, δια την ουσίαν της Δημοκρατίας, δια την Ελευθερίαν. (…) Πριν από
17 έτη, εις τα 1944, ηγωνίσθημεν δια να καταλυθή η ωμή βία της Άκρας Αριστεράς.
Και κατελύθη. Αγωνιζόμεθα σήμερον δια να καταλυθή η Βία και η Νοθεία της
Δεξιάς. Και θα καταλυθή. Η Δημοκρατία θα νικήση».110

Παρά όμως την πάγια τοποθέτηση του αρχηγού της αξιωματικής


αντιπολίτευσης σε σχέση με την Αριστερά, η εξαγγελία του ανένδοτου αγώνα είχε ήδη
καλλιεργήσει διαφορετικές προσδοκίες σε μερίδα του πληθυσμού. Ενδεικτική της
παραπάνω επισήμανσης, η επιστολή που απηύθυναν προς τον βουλευτή Κωνσταντίνο
108
Θανάσης Διαμαντόπουλος, Κώστας Μητσοτάκης, ο.π., σελ. 70.
109
Ευάνθης Χατζηβασιλείου, «Η πρόσληψη της Αριστεράς από τους αντιπάλους της, 1949-1967:
Παρατηρήσεις για τη λειτουργία του ελληνικού αντικομμουνισμού», στο Γρηγόρης Ψαλλίδας (επιμ.),
Γρηγόρης Φαράκος: διαδρομές στην ιστορία (Κέρκυρα, 2011), σελ. 176.
110
Ελευθερία, 31 Δεκεμβρίου 1961.

50
Μητσοτάκη πολιτικοί εξόριστοι του Αγίου Ευστρατίου, λίγες εβδομάδες μετά τις
εκλογές. Στο εν λόγω κείμενο, αφού αναφέρονταν στο καθεστώς κράτησής τους, οι
εξόριστοι καλούσαν την Ένωση Κέντρου να τοποθετηθεί υπέρ της κατάργησης «των
αντιδημοκρατικών “εκτάκτων μέτρων” και του βαρβάρου θεσμού της εκτοπίσεως»,
καταλήγοντας:

Ο «ανένδοτος αγών» κατά της νεοφασιστικής επιθέσεως διέρχεται,


υποχρεωτικώς και κατ’ ανάγκην, από την κατάργησιν των
αντιδημοκρατικών «ψηφισμάτων» και των εκτοπίσεων. Η κρισιμότης
των περιστάσεων ουδεμίαν επιτρέπει αναβολήν. Πάσα περαιτέρω
«σιωπή» ή ανοχή είναι και ανεπίτρεπτος και ασυγχώρητος μάλιστα εν
όψει των διαγραφομένων προθέσεων των κυβερνώντων. Απευθυνόμεθα
εις τον πατριωτισμόν σας και την δημοκρατικήν σας συνείδησιν με την
πεποίθησιν ότι δεν θα παραλείψετε την επιτέλεσιν του υψίστου αυτού
Εθνικού χρέους.111

111
Αρχείο Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Κ. Μητσοτάκης», φακ. 001/21

51
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ο ΑΝΕΝΔΟΤΟΣ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ

Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1962

Η έναρξη των εργασιών της βουλής για το νέο έτος σηματοδοτούσε για την
Ένωση Κέντρου την απαρχή της πρώτης φάσης του ανένδοτου αγώνα, εντός της
αίθουσας του Κοινοβουλίου. Επρόκειτο για μία ενέργεια που θα προσέδιδε στο
εγχείρημα μία πιο θεσμική διάσταση, αφού πλέον από το επίπεδο της δημόσιας
αντιπαράθεσης γύρω από τις συνθήκες διενέργειας των εκλογών της 29ης Οκτωβρίου,
η αντιπολίτευση θα μπορούσε να κάνει χρήση όλων των μέσων ελέγχου της
κυβέρνησης που παρέχονταν από το Σύνταγμα και τη λειτουργία του νομοθετικού
σώματος.

Παρά την ειλημμένη όμως αυτή απόφαση, ανοιχτό παρέμενε το ερώτημα


γύρω από την δυνατότητα του νεοπαγούς φορέα να ακολουθήσει μία ενιαία γραμμή.
Στις αρχές Ιανουαρίου, ο νεοεκλεγείς βουλευτής Κοζάνης της Ένωσης Κέντρου
Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, έκρινε σε συνομιλία του με αμερικανούς
αξιωματούχους, ότι η ενότητα του κόμματος έδειχνε να μην απειλείται μετά από τις
αποτυχημένες απόπειρες του Αλέξανδρου Μπαλτατζή και του Σάββα Παπαπολίτη να
ανασυνθέσουν το Κόμμα Αγροτών Εργαζομένων και την ΕΠΕΚ αντίστοιχα.
Παράλληλα, έκρινε ότι ο Σοφοκλής Βενιζέλος έδειχνε πλέον να μην αντιδρά
αρνητικά στις επιλογές Παπανδρέου, ενώ ακόμη υπέθετε ότι και η πρωτοβουλία του
Κρητικού πολιτικού να δεξιωθεί το βασιλικό ζεύγος είχε γίνει με τη σύμφωνη γνώμη
του αρχηγού του Κέντρου, παρά τις περί του αντιθέτου δημόσιες τοποθετήσεις του.1

Αντίθετα, σαφώς πιο επιφυλακτικός έδειχνε ο βουλευτής Ρεθύμνου Ιωάννης


Τσουδερός, ο οποίος εκτιμούσε ότι εντός του κόμματος είχε υπερισχύσει η πλέον
σκληρή γραμμή, όπως αυτή εκφραζόταν από την ομάδα του Κωνσταντίνου
Μητσοτάκη, με τη στήριξη της Ελευθερίας. Εντός αυτού του πολιτικού σκηνικού,
κατά τον ίδιο, ο Σοφοκλής Βενιζέλος έδειχνε να επιλέγει την αποφυγή της ρήξης με
τον αρχηγό του κόμματος «παίζοντας ένα διπλό παιχνίδι» αφενός προσπαθώντας να

1
Memorandum of conversation Michael Papaconstantinou/Robert Folsom – The current political
scene, 2 Ιανουαρίου 1962, Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59, 781.00/1-362.

52
δει «ως που θα μπορούσε να προχωρήσει ο Γεώργιος Παπανδρέου τον αγώνα του
κατά των εκλογών» και αφετέρου «καλλιεργώντας στο Παλάτι και την αμερικάνικη
πρεσβεία την αίσθηση ότι ο ίδιος αποτελεί την μετριοπαθή εναλλακτική στον
Παπανδρέου». Μάλιστα, αν και ο ίδιος βουλευτής δεν αμφισβητούσε την ορθότητα
του αγώνα του Κέντρου, δηλώνοντας μάλιστα ότι θα μπορούσε να αποδειχθεί
εποικοδομητικός, σημείωνε ότι «οι ηγέτες του Κέντρου είναι – υπό μία έννοια –
θύματα της ίδιας τους της στρατηγικής». Τέλος, υπογράμμιζε ότι ενδεικτική της
αποδοχής του Αγώνα ήταν η αύξηση των πωλήσεων της Ελευθερίας, που οδήγησε και
τον εκδότη του Βήματος, Χρήστο Λαμπράκη, να υιοθετήσει μια πιο καταγγελτική
γραμμή, παρά το σαφώς πιο μετριοπαθές προφίλ του εντύπου.2 Πράγματι, λίγες
ημέρες πριν την έναρξη των εργασιών της βουλής για το νέο έτος, τα δύο έντυπα με
κεντρικά άρθρα που φιλοξενούσαν στα πρωτοσέλιδά τους, έδιναν το στίγμα της
τακτικής που επρόκειτο να ακολουθήσουν.

Με άρθρο του στο Βήμα της 7ης Ιανουαρίου 1962, ο Σοφοκλής Βενιζέλος
τοποθετείτο γύρω από το περιεχόμενο της ελληνογιουγκοσλαβικής συμφωνίας
μεθοριακής επικοινωνίας του 1959, η οποία κατά τον ίδιο θα μπορούσε να εκληφθεί
ότι εμπεριείχε την αναγνώριση από την Ελλάδα «μακεδονικής γλώσσας».3 Αφορμή
για την παρέμβασή του υπήρξε δήλωση που είχε γίνει λίγες ημέρες νωρίτερα από τον
εκπρόσωπο του γιουγκοσλαβικού υπουργείου Εξωτερικών Drago Kunć περί ύπαρξης
«μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα,4 η οποία – κατά τον Βενιζέλο –
αποτελούσε επιβεβαίωση των επιφυλάξεων που είχε εκφράσει με επιστολές του προς
τον Κωνσταντίνο Καραμανλή την περίοδο της υπογραφής των συμφωνιών
μεθοριακής επικοινωνίας.5 Το άρθρο του στο Βήμα, μεστό πολιτικών συμβολισμών,
αποτελούσε παρέμβαση υψηλής βαρύτητας που καθόριζε την μετέπειτα τοποθέτηση
του αρχηγού των Φιλελευθέρων στο πλαίσιο του Ανένδοτου. Τηρώντας σαφείς

2
Memorandum of conversation John Tsouderos/Monteagle Stearns – Political developments in the
Center Union, 3 Ιανουαρίου 1962, Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59,
781.00/1-362.
3
Βλ. σχετικά, Χρήστος Χρηστίδης, «Η καμπή της ωριμότητας: στρατηγική και παρεμβάσεις του
Σοφοκλή Βενιζέλου κατά την τελευταία φάση της πολιτικής του διαδρομής 1962-1964», στο Σοφοκλής
Ελευθερίου Βενιζέλος, Τάσος Σακελλαρόπουλος και Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), ο.π., σελ. 162.
4
Για τις δηλώσεις Kunć στις 15 Δεκεμβρίου 1961 και τις αντιδράσεις στην Ελλάδα, βλ. Σωτήρης
Βαλντέν, Ελλάδα – Γιουγκοσλαβία: γέννηση και εξέλιξη μίας κρίσης και οι ανακατατάξεις στα Βαλκάνια
1961-1962, (Αθήνα, 1991), σσ. 58-65· Σπυρίδων Σφέτας, Στη σκιά του Μακεδονικού: η κρίση Αθήνας-
Βελιγραδίου στη δεκαετία του 1960, (Θεσσαλονίκη, 2007), σσ. 104-110· Evanthis Hatzivassiliou,
Greece and the Cold War, ο.π., σσ. 114-115.
5
Οι επιστολές του Σοφοκλή Βενιζέλου στο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (γεν. επιμ.), ο.π., τομ. 4, σσ.
137-139· επίσης, βλ. Σπυρίδων Σφέτας, Στη σκιά του Μακεδονικού, ο.π., σσ. 37-53.

53
αποστάσεις από την μονοδιάστατη εμμονή στην αμφισβήτηση του εκλογικού
αποτελέσματος, σημείωνε:

Απησχολημένη με το τεράστιον θέμα της βίας και της νοθείας που


ησκήθη κατά τας εκλογάς της 29ης Οκτωβρίου, η ελληνική Κοινή
Γνώμη δεν απέδωκε την πρέπουσαν προσοχήν εις τας μεγάλας
ζυμώσεις που συντελούνται εν τη Βαλκανική (…). Δικαία η
απασχόλησις του Ελληνικού Λαού με την βίαν και την νοθείαν, διότι
τα πρωτοφανή περιστατικά υπονομεύουν τους δημοκρατικούς
θεσμούς, αλλοιώνουν την ουσίαν του Πολιτεύματος (…). Δεν πρέπει
όμως ο Ελληνικός Λαός να κοιμάται επί ρόδων και εις ό, τι αφορά την
εξωτερικήν θέσιν της Ελλάδος. (…) Εις την ευδαίμονα πρόβλεψιν του
κ. Καραμανλή ότι ουδέν κακόν θα προέκυπτε δια την Ελλάδα και τα
Ελληνογιουγκοσλαβικάς σχέσεις από την Συμφωνίαν-τορπίλλην περί
μεθοριακής επικοινωνίας, εγώ αντέταξα έκτοτε τον σκεπτικισμόν μου
και τας ΘΕΜΕΛΙΩΜΕΝΑΣ ΑΝΗΣΥΧΙΑΣ ΜΟΥ, αι οποίαι
εδικαιώθησαν δυστυχώς καθ’ όλην την γραμμήν. Πολλοί αποδίδουν
το ασυγχώρητον και βαρύ εκείνο σφάλμα της Κυβερνήσεως
Καραμανλή εις την Μοίραν. Εγώ, όμως πιστεύω ότι δεν πταίει
καθόλου η Μοίρα. Διότι δεν έπρεπε κανείς να αναμένη καλύτερα
αποτελέσματα από την εφαρμοσθείσα εις το Μακεδονικόν ζήτημα
ΑΣΤΟΧΟΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΝ.6

Επρόκειτο για μία δημόσια τοποθέτηση που άνοιγε την αντιπολιτευτική


ατζέντα της Ένωσης Κέντρου.7 Μάλιστα, η βρετανική πρεσβεία εκτιμούσε ότι μετά

6
Σοφοκλής Βενιζέλος «Ελλάς, Γιουγκοσλαβία και “Μακεδονική μειονότης”: αστοχίαι εις τον
χειρισμόν των εθνικών μας ζητημάτων», Το Βήμα, 7 Ιανουαρίου 1962.
7
Στην τοποθέτηση αυτή θα απαντήσει με άρθρο του στο Βήμα ο υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος
Αβέρωφ στις 9 Ιανουαρίου 1962 χαρακτηρίζοντας τη συμφωνία «εκ των συντηρικωτέρων εν τω
κόσμω». Βλ. Σωτήρης Βαλντέν, Ελλάδα – Γιουγκοσλαβία, ο.π., σσ. 66-67· για την στάση του
Ευάγγελου Αβέρωφ έναντι της Γιουγκοσλαβίας βλ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Ευάγγελος Αβέρωφ-
Τοσίτσας, 1908-1990: πολιτική βιογραφία (Αθήνα, 2004), σσ. 61-65·για μία ανάλυση των θέσεων του
Σοφοκλή Βενιζέλου αναφορικά με την εξωτερική πολιτική της χώρας κατά την συγκεκριμένη περίοδο,
βλ. επίσης Theodore Couloumbis A., Greek Political Reaction to American and NATO Influences
(New Haven and London, 1966), σσ. 153-157.

54
την ορκωμοσία του κόμματος στη βουλή, «με πρωτοβουλία κυρίως του Βενιζέλου, θα
επιχειρηθεί να διευρυνθεί η θεματολογία της πολιτικής αντιπαράθεσης, προκειμένου
να ενταχθούν σε αυτή και θέματα εξωτερικής πολιτικής». 8 Το Κέντρο προβαλλόμενο
ως διάδοχος του βενιζελισμού επεδίωκε να στηλιτεύσει την Δεξιά κάνοντας μία
αναγωγή στις επιτυχίες του Ελευθερίου Βενιζέλου στα εθνικά θέματα. Η λεπτή αυτή
διαφοροποίηση του Σοφοκλή Βενιζέλου δεν αλλοίωσε πάντως τον συνολικό
χαρακτήρα του εγχειρήματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που την ίδια περίοδο
λάμβανε την οριστική του μορφή από την ηγετική ομάδα του κόμματος.

Την ίδια ημέρα που δημοσιεύθηκε η παρέμβαση Βενιζέλου στο Βήμα, η


Ελευθερία στο κύριο άρθρο της ανέλυε τη στρατηγική που θα ακολουθούσε το Κέντρο
εντός της βουλής. Σύμφωνα με αυτή, οι βουλευτές αφού θα ορκίζονταν θα κατέθεταν
προς το προεδρείο της βουλής δήλωση επιφύλαξης σύμφωνα με την οποία το
πολίτευμα της χώρας είχε παραβιασθεί. Πιο συγκεκριμένα η εφημερίδα έκανε λόγο
για τις καταγγελίες δικαστικών αντιπροσώπων, τα αποτελέσματα της ψήφου του
Στρατού και τις παράνομες εγγραφές, οι οποίες αποκαλύπτονταν καθημερινά
ενισχύοντας τη σχετική επιχειρηματολογία. Στη συνέχεια, η κοινοβουλευτική ομάδα
θα κατέθετε πρόταση παραπομπής στο ειδικό δικαστήριο, μελών της υπηρεσιακής
κυβέρνησης Δόβα, «τα οποία με τας πράξεις των ή με τας παραλείψεις των
συνετέλεσαν εις την παραβίασιν του πολιτεύματος, εις την νόθευσιν της λαϊκής
ετυμηγορίας και εις την δημιουργίαν μίας μη νομίμου πλειοψηφίας». Λόγω της
άρνησης αναγνώρισης της σύνθεσης του κοινοβουλίου, το Κέντρο δεν θα συμμετείχε
στις ψηφοφορίες του σώματος. Καταλήγοντας το σχετικό άρθρο όριζε το στόχο του
Ανένδοτου ως εξής: «Ο στρατηγικός σκοπός του αγώνος είναι η απαλλαγή του
κράτους από την κομματικήν τοξίνην και η εξύψωσις του εις τίμιον και
υπερκομματικόν μηχανισμόν, ώστε ν’ αποτελέση αύριον εγγύησιν διεξαγωγής τιμίων
εκλογών».9 Η λεπτομερής αυτή αποτύπωση των επόμενων κινήσεων της
κοινοβουλευτικής ομάδας της Ένωσης Κέντρου μέσα από τις σελίδες της Ελευθερίας
– μία άτυπη δήλωση προθέσεων της αξιωματικής αντιπολίτευσης – ενισχύει
περαιτέρω την πεποίθηση ότι η συμμετοχή του Πάνου Κόκκα και της εφημερίδας του
στον ανένδοτο αγώνα είχε μάλλον χαρακτήρα επιτελικό παρά επικουρικό.

8
British Embassy προς Foreign Office, 12 Ιανουαρίου 1962, FO 371/163443/1.
9
«Η μεγάλη μάχη», Ελευθερία, 7 Ιανουαρίου 1962.

55
Η ορκωμοσία στη βουλή και η κατάθεση της πρότασης παραπομπής

Στις 9 Ιανουαρίου, η κοινοβουλευτική ομάδα της Ένωσης Κέντρου προσήλθε


στη βουλή, προκειμένου να ορκιστεί κατά την πρώτη συνεδρίαση του σώματος για το
νέο έτος. Με παρέμβαση του αρχηγού του κόμματος Γεωργίου Παπανδρέου, πριν την
ορκωμοσία, διατυπώθηκε η παρακάτω δήλωση επιφύλαξης:

Οι βουλευταί της Ενώσεως Κέντρου, ομνύοντες υπακοήν εις το


Σύνταγμα, εκφράζουν την επιφύλαξιν, ότι το Σύνταγμα της
Βασιλευομένης Δημοκρατίας έχει παραβιασθή. Η κοινοβουλευτική
πλειοψηφία της ΕΡΕ κατά τας πρόσφατας εκλογάς της 29ης Οκτωβρίου
1961, δεν προήλθεν από την ελευθέραν βούλησιν του Ελληνικού Λαού,
αλλά από την άσκησιν βίας και νοθείας. Συνεπείς προς τον όρκον των οι
βουλευταί της Ενώσεως Κέντρου δηλούν ότι δεν αναγνωρίζουν, ως
νόμιμον, την κυβέρνησιν της ΕΡΕ και διακηρύττουν, ότι θ’ αγωνισθούν
ανενδότως δια την αποκατάστασιν της ομαλής λειτουργίας του
Δημοκρατικού ημών πολιτεύματος.10

Εν συνεχεία, κατατέθηκε πρόταση παραπομπής ενώπιον Ειδικού Δικαστηρίου


τεσσάρων μελών της υπηρεσιακής κυβέρνησης Δόβα. Πιο συγκεκριμένα επρόκειτο
για τους: Κωνσταντίνο Δόβα, πρωθυπουργό· Χαράλαμπο Ποταμιάνο,11 υπουργό
Εθνικής Αμύνης· Νικόλαο Λιανόπουλο, υπουργό Εσωτερικών· Πάνο
Καλογερόπουλο, υφυπουργό Εσωτερικών. Το σκεπτικό της πρότασης εδράζετο σε
σειρά παρατυπιών, που κατά την αξιωματική αντιπολίτευση, είχαν προκαλέσει
«βλάβη εις ουσιώδη συμφέροντα του Κράτους». Στην πρόταση γινόταν αναλυτική
περιγραφή παρατυπιών που σχετίζονταν με τον ρόλο των δυνάμεων ασφαλείας και
των ΤΕΑ, την άρνηση της κυβέρνησης να παραδώσει στα κόμματα τους εκλογικούς
καταλόγους και τις στρατιωτικές καταστάσεις, την άσκηση βίας που κατέληξε σε

10
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 6η, 9 Ιανουαρίου
1962, τόμος Α’, σελ. 49.
11
Είναι πάντως σκόπιμο να σημειωθεί και η εκδοχή του Χαράλαμπου Ποταμιάνου, σύμφωνα με την
οποία ο ίδιος είχε επιμείνει προς τον Γεώργιο Παπανδρέου, ζητώντας του να προσφύγει εναντίον του
«ως υπευθύνου για την πασιφανή νοθεία στο Στρατό», Χαράλαμπος Ποταμιάνος, Αναμνήσεις μιας
ζωής, ο.π., σελ. 165.

56
κάποιες περιπτώσεις σε φανερή κατάργηση της μυστικότητας της ψήφου και στη
χρήση πλαστών εκλογικών καταλόγων.12

Ενδιαφέρον επίσης έχει το παρασκήνιο γύρω από την κατάθεση της πρότασης
παραπομπής και τη στάση της ΕΔΑ. Ήδη, με την επανάληψη των εργασιών της
βουλής είχε προγραμματισθεί να συζητηθεί επερώτηση που είχε κατατεθεί από την
Αριστερά γύρω από τον τρόπο διεξαγωγής των εκλογών της 29ης Οκτωβρίου. Μετά
όμως την παρέμβαση του Κέντρου, και διαβλέποντας ότι η σχετική συζήτηση θα
διεξάγετο κυρίως κατά τη συζήτηση της πρότασης παραπομπής, η ΕΔΑ έσπευσε να
ζητήσει από το Κέντρο να συνυπογράψει την πρόταση του. Μετά την άρνηση της
αξιωματικής αντιπολίτευσης να κατατεθεί κοινή πρόταση, η ΕΔΑ αναγκάστηκε να
καταθέσει δεύτερη πρόταση παραπομπής,13 περιορίζοντας την συζήτηση της
επερώτησης σε μία βασική ανάπτυξη των επιχειρημάτων της. Η δυναμική των
στιγμών, πρωτοφανής σε ένταση, καθιστούσε με αυτόν τον τρόπο τις κινήσεις των
κομμάτων εντός της Βουλής ένα παιχνίδι στρατηγικής που έδειχνε να έχει μόλις
ξεκινήσει.

Οι βουλευτές του Κέντρου αποχώρησαν μετά την υποβολή της πρότασης


παραπομπής, επιβεβαιώνοντας με αυτόν τον τρόπο τη θέλησή τους να τηρήσουν
άτεγκτη στάση έναντι της κυβέρνησης. Μάλιστα, εξερχόμενος της αίθουσας, ο
Γεώργιος Παπανδρέου δήλωσε προς τους εκπροσώπους του Τύπου ότι το κόμμα
παρέμενε ενωμένο παρά τις περί του αντιθέτου δημοσιογραφικές πληροφορίες ενώ
αναφερόμενος στην κυβέρνηση σημείωσε: «η βία της Δεξιάς δίδει εφήμερον
κομματικήν νίκην αλλά απεργάζεται επανάστασιν (…) ο αγών του Κέντρου υπέρ της
Δημοκρατίας συντελεί και εις την ανάκτησιν και αφομοίωσιν εις την ΕΚ των οπαδών
της ΕΔΑ των μη εντεταγμένων εις το ΚΚΕ».14 Η αποστροφή περί ενότητας του
αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης έδειχνε να έχει παραλήπτες τόσο εκτός όσο
και εντός του κόμματος. Οι ενστάσεις των πιο μετριοπαθών δυνάμεων του Κέντρου
έναντι της σκληρής αυτής αντιπολιτευτικής τακτικής, που είχαν αρχίσει να
εμφανίζονται στον ημερήσιο Τύπο, καθιστούσαν εμφανείς τις διαφορετικές
προσεγγίσεις γύρω από το πολιτικό ζήτημα. Άλλωστε, ο φόβος ταύτισης των

12
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 6η, 9 Ιανουαρίου
1962, τόμος Α’, σσ. 51-52.
13
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 6η, 9 Ιανουαρίου
1962, τόμος Α’, σσ. 52-53.
14
Βλ. Ελευθερία, 10 Ιανουαρίου 1962.

57
πρωτοβουλιών της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με εκείνες της Αριστεράς καθιστούσε
αναγκαία τη διευκρίνιση των προθέσεων και των στόχων του αγώνα. Είναι ενδεικτικό,
ότι την επομένη της ορκωμοσίας του Κέντρου, το Βήμα επιχειρούσε να ρίξει τους
τόνους με μία ερμηνευτική ανάλυση των πρωτοβουλιών της προηγούμενης ημέρας.

Εχρησιμοποιήσαμεν τον όρον «ερμηνευτική δήλωσις» αντί του όρου


«επιφύλαξις», δια να χαρακτηρίσωμεν επακριβώς το κείμενον το οποίον
ανέγνωσεν ο κ. Γ. Παπανδρέου «κατά την δόσιν του όρκου», διότι περί
ερμηνείας πράγματι επρόκειτο και όχι περί επιφυλάξεως. Τον τελευταίον
όρον θα τον χρησιμοποιήσουν ίσως ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ
ΚΕΝΤΡΟΥ δια να την συκοφαντήσουν ότι θέτει τάχα καθεστωτικόν
ζήτημα. Ενώ ΔΕΝ ΘΕΤΕΙ καθ’ οιονδήποτε τρόπον παρόμοιον ζήτημα.
Απλώς διαπιστώνει την παραβίασιν του Συντάγματος της Βασιλευομένης
Δημοκρατίας και διακηρύσσει την απόφασιν της Ενώσεως Κέντρου να
αγωνισθή δια ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΙΝ ΤΟΥ – και όχι δια την
υπονόμευσιν του ή την ανατροπήν του, όπως θα προσπαθήσουν να
ισχυρισθούν οι αντίπαλοί του Κέντρου.15

Λίγες ημέρες αργότερα, Τα Νέα δημοσίευσαν την πληροφορία, ότι ο γιός του
αρχηγού της Ένωσης Κέντρου, καθηγητής Ανδρέας Παπανδρέου είχε μεταβεί στις
Ηνωμένες Πολιτείες, προκειμένου να ενημερώσει αμερικανούς αξιωματούχους για
την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα μετά τις εκλογές.16 Σύμφωνα, μάλιστα, με τον
Αναστάσιο Πεπονή, οι συναντήσεις του περιελάμβαναν «ανθρώπους προσκείμενους
στον πρόεδρο Κέννεντυ».17 Την επομένη ο ίδιος προέβη σε δημόσια διάψευση
αναφέροντας: «Δεν ασχολούμαι με τα πολιτικά θέματα. Μετέβην εις Ηνωμένας
Πολιτείας δια να μετάσχω εις το ετήσιον συνέδριον της αμερικανικής οικονομικής
εταιρείας».18 Κατά τον σύμβουλο της αμερικανικής πρεσβείας Dan Brewster, η
αναστάτωση που είχε προκληθεί από την πληροφορία ήταν ενδεικτική της
ρευστότητας της κατάστασης λόγω του ανένδοτου αγώνα. Ο ίδιος αξιωματούχος,

15
«Ο αγών του Κέντρου δια την Δημοκρατίαν», Το Βήμα, 10 Ιανουαρίου 1962.
16
Τα Νέα, 12 Ιανουαρίου 1962.
17
Αναστάσιος Πεπονής, συνέντευξη στον γράφοντα 12 Δεκεμβρίου 2005.
18
Έθνος, 13 Ιανουαρίου 1962.

58
μάλιστα, μετέφερε την πληροφορία ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου, προ της δημόσιας
διάψευσης, είχε ενημερώσει τον υπουργό Συντονισμού Παναγή Παπαληγούρα που
είχε επικοινωνήσει μαζί του στις 12 Ιανουαρίου.19 Επρόκειτο για μία κίνηση τακτικής,
από έναν επίδοξο μέτοχο των πολιτικών πραγμάτων της χώρας, για την οποία ο ίδιος
θα γράψει λίγα χρόνια αργότερα, ανατρέποντας τη δημόσια διάψευσή του:

Μόλις διάβασα το μήνυμα του Μπρίγκς, αποφάσισα να φύγω για την


Αμερική, να επισκεφθώ το Λευκό Οίκο και να διαμαρτυρηθώ για την
απίστευτη διαγωγή των Αμερικανικών Υπηρεσιών στην Ελλάδα.(…)
Είδα όμως τον Κάρλ Κέϋζεν, που εκείνη την εποχή ήταν στενός
συνεργάτης του Μακτζώρτζ Μπάντυ, και είχε απ’ ευθείας επαφή με τον
Πρόεδρο. Περάσαμε μαζί μια βραδιά μιλώντας για το εκλογικό
πραξικόπημα, για το ρόλο της Πρεσβείας και για το ρόλο του
τοποτηρητή της CIA στην Ελλάδα, Λώγκλιν Κάμπελλ. (…) Ο Κάρλ μου
έκλεισε ραντεβού με τον Φίλιπς Τάλμποτ, που ήταν τότε υφυπουργός
στο Στέητ Ντηπάρτμεντ. (…) Δεν μου έδωσε καμιά ένδειξη των
απόψεών του, αλλά με άκουσε προσεκτικά. 20

Παρά τη μεταγενέστερη ερμηνεία που δόθηκε από τον ίδιο τον Ανδρέα
Παπανδρέου, το ταξίδι αυτό προφανώς αποσκοπούσε περισσότερο στην στάθμιση
της τοποθέτησης των Ηνωμένων Πολιτειών έναντι της ρευστής πολιτικής
κατάστασης που επικρατούσε στη χώρα, παρά στην απλή διατύπωση μίας
διαμαρτυρίας για τη στάση τους έναντι της κυβερνητικής πολιτικής στην Ελλάδα.21
Στο μεταξύ, στην Αθήνα πλήθαιναν οι καταγγελίες σχετικά με εκλογικές
παρατυπίες. Μετά από τις περιπτώσεις που αφορούσαν στην ευρύτερη περιοχή της
πρωτεύουσας, δημοσιοποιήθηκαν για πρώτη φορά στοιχεία για παράνομη απόδοση

19
Brewster προς Schott, 15 Ιανουαρίου 1962, Letters from Athens, Washington D.C., NARA State
Department Papers, RG 59, Records of the Greek Affairs Desk 1960-1963, box 6.
20
Ανδρέας Παπανδρέου, Η δημοκρατία στο απόσπασμα, ο.π., σελ. 166· για την επίσκεψη βλ. επίσης,
Stan Draenos, «United States Foreign Policy and the Liberal Awakening in Greece, 1958-1967», The
Historical Review/La Revue Historique, 5 (2008), σελ. 139· Μαργαρίτα Παπανδρέου, Εφιάλτης στην
Αθήνα (Αθήνα, 1984), σσ. 93-94.
21
Στην επίσκεψη Παπανδρέου αναφέρεται συνοπτικά και έκθεση της βρετανικής πρεσβείας, που
μεταφέρει την πληροφορία της Καθημερινής, ότι στόχος της επίσκεψης ήταν η προώθηση μίας ιδέας
κυβέρνησης συνεργασίας των δύο κομμάτων, Curle προς Toamkins, 31 Ιανουαρίου 1962, FO
371/163443/4.

59
εκλογικών βιβλιαρίων στην περιφέρεια της Θεσσαλονίκη. Πιο συγκεκριμένα, ο
βουλευτής της Ένωσης Κέντρου Γεώργιος Μπακατσέλος υποστήριξε ότι 487
αξιωματικοί και οπλίτες της χωροφυλακής είχαν εφοδιασθεί με εκλογικά βιβλιάρια
παρά το γεγονός ότι δεν ήταν κάτοικοι της περιοχής προ του 1948 όπως όριζε ο
νόμος.22 Στη σχετική λίστα περιλαμβανόταν και ο επιθεωρητής χωροφυλακής
Βορείου Ελλάδος υποστράτηγος Κωνσταντίνος Μήτσου, τη δράση του οποίου ήδη
από την προεκλογική περίοδο είχε καταγγείλει η Ένωση Κέντρου. Μάλιστα στις 12
Οκτωβρίου 1961 είχε δημοσιευθεί τηλεγράφημα της συντονιστικής επιτροπής
εκλογικού Αγώνα της Ένωσης Κέντρου και των Προοδευτικών προς τον Γεώργιο
Παπανδρέου «περί της ανάγκης αμέσου απομακρύνσεως του επιθεωρητού
αστυνομίας Μήτσου, καθ’ όσον ουδέν μέτρον έλαβε και λαμβάνει περί δημιουργίας
κλίματος αδιαβλήτων εκλογών, δημιουργουμένης ούτω φοβίας εις τάξεις
δημοκρατικών πολιτών».23 Λίγες ημέρες νωρίτερα πάντως, σε συνομιλία του με τον
αμερικανό γενικό πρόξενο στη Θεσσαλονίκη Robert Folsom, ο Μήτσου είχε
υποστηρίξει ότι αν και είχαν υπάρξει κάποιες παρεκτροπές κατά την προεκλογική
περίοδο και τις εκλογές του Οκτωβρίου, αυτές δεν προέρχονταν από την πλευρά της
χωροφυλακής ή της αστυνομίας. Συμπληρώνοντας μάλιστα τον συλλογισμό του
ανέφερε: «οι μόνοι που θα μπορούσαν να παραπονεθούν, είναι οι αληθινοί
κομμουνιστές, που δεν μπορούσαν να απειλούν τους γείτονές τους με τραυματισμό ή
θάνατο, όπως είχαν κάνει στις εκλογές του 1958 και νωρίτερα».24
Λίγες ημέρες αργότερα, κατά τη διάρκεια της συζήτησης της επερώτησης της
ΕΔΑ σχετικά με τον τρόπο διενέργειας των εκλογών, ο υπουργός Εσωτερικών
Γεώργιος Ράλλης εκφώνησε βαρυσήμαντο λόγο αναλύοντας τη θέση της κυβέρνησης
έναντι των σχετικών καταγγελιών. Αρχικά, αναγνώρισε ότι υπήρχαν ορισμένα
περιστατικά βίας, σημειώνοντας όμως ότι οι υπαίτιοι είχαν οδηγηθεί στη δικαιοσύνη
και είχαν καταδικασθεί. Αναφορικά με την καταγγελία περί χειρόγραφων
ψηφοδελτίων τόνισε ότι ήταν ένα υπαρκτό πρόβλημα που αποτελούσε συνήθεια όλων
των κομμάτων στην επαρχία, ενώ δεσμεύθηκε να τα καταργήσει ως υπουργός
Εσωτερικών. Σε ό, τι αφορούσε τις νέες εγγραφές ψηφοφόρων κατά την αναθεώρηση
των εκλογικών καταλόγων του 1961, ανέφερε ότι «οι νεοεγγραφέντες (…) ανήκουν
εις όλα τα Κόμματα, κατά τον λόγον, κατά τον οποίον ανήκουν εις όλα τα Κόμματα

22
Βλ. σχετικά Ελευθερία, 7 Ιανουαρίου 1962.
23
Μακεδονία, 12 Οκτωβρίου 1961.
24
Memorandum of conversation Major General Constantinos Mitsou / Robert Folsom, 5 Ιανουαρίου
1962, Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59, 781.00/1-562.

60
και οι παλαιοί προ του 1961 εγγραφέντες ψηφοφόροι». Τέλος σχετικά με τις εγγραφές
στρατιωτικών και δημοσίων υπαλλήλων στους εκλογικούς καταλόγους αναρωτήθηκε
γιατί αυτό ενοχλούσε το Κέντρο αφού με αυτόν τον τρόπο, οι στρατιωτικοί
μπορούσαν να ψηφίζουν «ως οι άλλοι πολίται».25 Άμεση υπήρξε η αντίδραση της
Ελευθερίας, η οποία στο κύριο άρθρο της επομένης ανέφερε:

Νεόκοπον, ρεαλιστική, γραμμήν ενεφάνισεν εις την Βουλήν ο κ. Ράλλης.


Όχι πλέον διαψεύσεις και αμφισβητήσεις, που είναι άλλωστε αδύνατοι,
μετά τα συνταρακτικά στοιχεία, που απεκάλυψεν εν τω μεταξύ το
Κέντρον. Αλλ’ ομολογίαι, τας οποίας απεπειράθη ν’ αντισταθμίση πότε
με ολίγην αφέλειαν, πότε με κάτι «μάγκικα» ευρήματα και εις το τέλος
με συναισθηματικάς εκδηλώσεις υπέρ του Κέντρου, δια την άνοδον του
οποίου, ο κ. Ράλλης εδήλωσεν ότι εχάρη περισσότερον παρά δια την
«νίκην» της ΕΡΕ. Και περί αυτού μεν δεν υπαρχει καμμία αμφιβολία.
Απεναντίας, ο κ. Ράλλης θα εδικαιούτο να βεβαιώση ότι θα εχαίρετο
ακόμη περισσότερον εάν ενίκα το Κέντρον και ήρχετο δευτέρα η ΕΡΕ.
Όπως, άλλωστε, όλοι σχεδόν οι επιτελείς της ΕΡΕ. Ποίος δεν επιθυμεί
διακαώς ν’ απαλλαγή του «περιβολάρη» [εννοώντας τον Κωνσταντίνο
Καραμανλή]; Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Το ζήτημα τώρα είναι
ότι η ουσία της δημοκρατίας, την οποίαν εφύλαξεν ως πολύτιμον
μυστικόν του ο κ. Ράλλης, ευρίσκεται ακριβώς εις την ελευθέραν και
γνησίαν εκδήλωσιν της λαϊκής θελήσεως. Και ότι μετά τας επισημοτάτας
ομολογίας του δεν ημπορεί ουδείς πλέον ν’ αμφιβάλλη ότι αυτή ακριβώς
η ουσία παρεβιάσθη ασυστόλως, με όλα τα μέσα.26

Την ίδια ώρα, τόσο το Κέντρο όσο και η ΕΔΑ κατήγγελλαν ότι η κυβέρνηση,
εμμένοντας στην άποψη ότι η πρόταση παραπομπής των μελών της κυβέρνησης Δόβα
στο Ειδικό Δικαστήριο όφειλε να ακολουθήσει τη σειρά των συνήθων επερωτήσεων,

25
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 8η, 12 Ιανουαρίου
1962, τόμος Α’, σσ.73-78.
26
«Η ομολογία», Ελευθερία, 14 Ιανουαρίου 1962.

61
επεδίωκε τον εκφυλισμό της διαδικασίας. Σύμφωνα με την επιλογή που πρότασσε η
πλειοψηφία, η συζήτηση θα διεξαγόταν μόνο κάθε Τρίτη και Παρασκευή, ημέρες
αφιερωμένες από τον κανονισμό της βουλής στη συζήτηση επερωτήσεων. Αντ’ αυτού
τα δύο κόμματα ζητούσαν την άμεση συζήτηση των προτάσεών τους στο πλαίσιο της
Ημερήσιας Διάταξης προκειμένου να μη χαθεί η χρονική συγκυρία και η δυναμική της
στιγμής.

Στις 16 Ιανουαρίου ο αρχηγός της Ένωσης Κέντρου ανέλυσε από το βήμα της
βουλής τους λόγους που επέβαλλαν τη συζήτηση της πρότασης παραπομπής των
μελών της κυβέρνησης Δόβα εντός τεσσάρων ημερών, δηλώνοντας: «Είναι αδύνατον
το μέγα αυτό θέμα να εκπέση εις την μικρολογίαν των συνήθων επερωτήσεων και να
μετατοπίζεται από Τρίτης και Παρασκευήν προς συζήτησιν. Πολιτικό σώμα είμεθα
και πρέπει να κατεχώμεθα από αίσθημα πολιτικής ευθιξίας.(…) Εάν, όμως, το
Προεδρείον και η Κυβέρνησις, εξ ονόματος της συμπολιτεύσεως επιμείνουν εις αυτήν
την απαράδεκτον ερμηνείαν, δηλούμεν εις την Βουλήν, ότι αποδίδομεν τόσην
σημασίαν εις την ανάγκην της συνεχίσεως της σοβαράς ταύτης συζητήσεως, ώστε θα
χρησιμοποιήσωμεν όλα τα δικαιώματα, τα οποία μας παρέχει το Σύνταγμα, δια να
εξασφαλίσωμεν δι’ άλλης οδού την συνέχισιν της συζητήσεως, μέχρις ότου τελικώς
αποφανθή η Βουλή και το Σύνταγμα μας παρέχει αυτό το δικαίωμα». 27 Η σαφής αυτή
προειδοποίηση του Κέντρου, ότι σε περίπτωση εμμονής της κυβέρνησης στη θέση
της, θα προχωρούσε σε κατάθεση πρότασης δυσπιστίας, όξυνε ακόμη περισσότερο τα
πνεύματα.28 Ο αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, εν μέσω
έντονων αντεγκλήσεων από βουλευτές, διαπίστωσε ότι θα ήταν νομικά αβάσιμη όποια
προσπάθεια παράκαμψης του κανονισμού, που προέβλεπε ότι η συζήτηση θα έπρεπε
να εγγραφεί στην Ημερήσια Διάταξη.29

27
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 10η, 16 Ιανουαρίου
1962, τόμος Α’, σσ. 85-86.
28
Η πιθανότητα κατάθεσης πρότασης μομφής είχε πάντως κυριαρχήσει ήδη από το πρωί της ίδιας
ημέρας στα πρωτοσέλιδα των αντιπολιτευόμενων εφημερίδων, που μετέφεραν σχετικές δηλώσεις του
Γεωργίου Παπανδρέου, προδικάζοντας την πορεία της σχετικής συζήτησης. Βλ. ενδεικτικά, Τα Νέα,
16 Ιανουαρίου 1962.
29
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 10η, 16 Ιανουαρίου
1962, τόμος Α’, σσ. 89-91.

62
Η πρόταση δυσπιστίας

Εν μέσω έντονων αντιπαραθέσεων, οι παρόντες βουλευτές της Ένωσης


Κέντρου κατέθεσαν – μετά το πέρας της σχετικής συζήτησης – πρόταση δυσπιστίας,
αιτιολογώντας την απόφασή τους:

Οι υπογραφόμενοι βουλευταί της Ενώσεως Κέντρου υποβάλλομεν,


συμφώνως προς το άρθρον 78 του Συντάγματος, πρότασιν δυσπιστίας
της Βουλής προς την Κυβέρνησιν: Διότι ηρνήθη να παράσχη τα
αποδεικτικά στοιχεία της νοθείας των εκλογών της 29ης Οκτωβρίου.
Απέφυγε να επιβάλη πειθαρχικάς κυρώσεις εις όργανα, τα οποία
αποδεδειγμένως παρέσχον ψευδείς βεβαιώσεις προς έκδοσιν εκλογικών
βιβλιαρίων ή απέκτησαν παρανόμως ταύτα. Επίσης, διότι απέφυγε να
επιβάλη κυρώσεις και επί των οργάνων, τα οποία ήσκησαν υλικήν ή
ψυχολογικήν βίαν προς αλλοίωσιν του εκλογικού φρονήματος του
Ελληνικού λαού και παρέσχε τοιουτοτρόπως μίαν επιπλέον απόδειξιν δια
την συνενοχήν της με την υπό κατηγορίαν Κυβέρνησιν του Στρατηγού
Δόβα. 30

Στη συνέχεια, πρόταση δυσπιστίας κατέθεσαν και οι βουλευτές της ΕΔΑ,


υποστηρίζοντας ότι οι εκλογές «βίας και νοθείας» οργανώθηκαν «υπό την έμπνευσιν
και προς όφελος ξένων, εξωπολιτικών και πλουτοκρατικών κύκλων, ως και προς ίδιον
όφελος, κατά παραβίασιν των αρχών του πολιτεύματος», ενώ σχετικά με την
υπηρεσιακή κυβέρνηση, τη χαρακτήριζαν «συγκροτηθείσα εξ αυλικών και
εκπροσώπων ολιγαρχικών Τραπεζιτικών, βιομηχανικών και δημοσιογραφικών
συγκροτημάτων».31 Μέσα από την αλληλουχία των γεγονότων, προκύπτει σαφώς ότι
τα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης πέραν της πολιτικής αντιδικίας μετείχαν και σε
ένα ιδιότυπο παιχνίδι εντυπώσεων, καθώς προκειμένου να αντιμετωπίσουν την
κυβέρνηση Καραμανλή, μετέρχονταν ταυτόσημες τακτικές με ισχνές μόνον διαφορές
και βασικό μέλημα την αποφυγή ταύτισης μεταξύ τους στο συλλογικό υποσυνείδητο.

30
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 10η, 16 Ιανουαρίου
1962, τόμος Α’, σελ. 97.
31
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 10η, 16 Ιανουαρίου
1962, τόμος Α’, σσ. 97-98.

63
Η συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας έναντι της κυβέρνησης Καραμανλή
ξεκίνησε με την τοποθέτηση του Γεωργίου Παπανδρέου.32 Η αγόρευση του αρχηγού
της αξιωματικής αντιπολίτευσης στηρίχθηκε σε ένα σχήμα τριών αξόνων: τα
γεγονότα, οι αριθμού και τα κείμενα. Ως προς τα γεγονότα, κατήγγειλε την ύπαρξη
κομματικού κράτους – υπό τη μορφή νομαρχών και προέδρων κοινοτήτων – το οποίο
«ενήργησε προς εξυπηρέτησιν της ΕΡΕ», ασκώντας στην ουσία ψυχολογική βία στους
ψηφοφόρους. Επιπλέον, η εγγραφή 130.000 έως 150.000 νέων ψηφοφόρων, έναντι
του συνήθους αριθμού των περίπου 15.000, αναδείκνυε την έκταση της νόθευσης του
εκλογικού αποτελέσματος που επιχειρήθηκε. Το επιχείρημά του μάλιστα ενισχυόταν
από τη δημοσίευση στον Τύπο πληροφοριών γύρω από την πορεία της διερεύνησης
των καταγγελιών του Κέντρου, που σύμφωνα με τις εφημερίδες της αντιπολίτευσης
επιβεβαίωναν τους ισχυρισμούς περί παρανόμων ενεργειών.33 Σε σχέση με τους
αριθμούς, ο Γεώργιος Παπανδρέου αναφέρθηκε στο θέμα της ψήφου των
στρατιωτικών και των δημοσίων υπαλλήλων, υποστηρίζοντας: «Όταν επί ημερών
Στρατάρχου Παπάγου το ποσοστό υπήρξε 52% και σήμερον αφαιρουμένων των
δημοσίων υπαλλήλων, φθάνει περίπου εις το 100%, ποίαν χρείαν έχομεν άλλων
μαρτύρων;»

Προκειμένου να υποστηρίξει τον συλλογισμό του ο αρχηγός της αξιωματικής


αντιπολίτευσης αναφέρθηκε σε διαταγή της ηγεσίας του Στρατού,34 με την οποία οι
στρατιωτικοί και οι οικογένειές τους καλούνταν να εφοδιασθούν με εκλογικό
βιβλιάριο, πράξη που ο ίδιος δήλωσε ότι «περίπου εθεωρείτο εκτέλεσις υπηρεσιακού
καθήκοντος».35 Στη συνέχεια, επικαλέστηκε δύο διαταγές «περί αποπαροπλισμού
οχημάτων τζιπ δια τας ανάγκας των ΤΕΑ» και περί εφοδιασμού των ΤΕΑ με ιματισμό
και ποσότητες τροφίμων, προκειμένου να υπογραμμίσει ότι παρά την καθολική
απαίτηση του πολιτικού κόσμου «όπως τα ΤΕΑ αχρηστευθούν κατά την περίοδο των

32
Ολόκληρη η αγόρευση, Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’,
συνεδρίαση 11η, 18 Ιανουαρίου 1962, τόμος Α’, σσ. 98-103.
33
Πιο συγκεκριμένα, αναγγέλθηκε η ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης για τα 117 άτομα που
φέρονταν ως κάτοικοι της Νέας Φιλαδέλφειας. Η δικαστική αρχή παραδεχόταν ότι δεν δικαιούνταν
εκλογικό βιβλιάριο, καθώς δεν ήταν κάτοικοι της περιοχής προ της 1/1/1948. Παρά ταύτα η υπόθεση
οδηγήθηκε στο αρχείο καθώς δεν είχαν διπλοψηφίσει και άρα δεν είχε προκύψει ποινικό αδίκημα.
Παράλληλα, αμφιβολίες είχε εκφράσει ο εισηγητής του εκλογοδικείου σχετικά με τον αριθμό των
εδρών της 2ης περιφέρειας Αθηνών, και την κατανομή τους σε σχέση με την απογραφή του πληθυσμού.
Βλ. ενδεικτικά σχετικά άρθρα, Το Βήμα, 18 και 19 Ιανουαρίου 1962.
34
Επρόκειτο για διαταγή του αρχηγού ΓΕΣ, αντιστράτηγου Καρδαμάκη, της 21 ης Φεβρουαρίου 1961·
σχετικά με την δράση του Καρδαμάκη όλη αυτή την περίοδο, βλ. Σωτήρης Ριζάς, Η ελληνική πολιτική
μετά τον Εμφύλιο, ο.π., σσ.234-236.
35
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 11η, 18 Ιανουαρίου
1962, τόμος Α’, σελ. 101.

64
εκλογών» τελικά χρησιμοποιήθηκαν «ως όργανον της φατρίας προς στραγγαλισμόν
της θελήσεως του λαού».36 Το τρίτο κείμενο που προσκόμισε ο Γεώργιος Παπανδρέου
ήταν μία διαταγή της 5ης Ιανουαρίου 1962 του αρχηγού ΓΕΣ, αντιστράτηγου
Καρδαμάκη, στην οποία αναφερόταν ότι με καταγγελίες και σχόλια σε εφημερίδες
επιχειρείτο να συκοφαντηθεί ο Στρατός και τα ΤΕΑ. Στο πλαίσιο της προσπάθειας του
ΓΕΣ να αποτρέψει πιθανή «δυσμενή επίδρασιν επί του ηθικού των μονάδων»
ανακοινωνόταν ότι είχε αποφασιστεί να κοινοποιούνται όλες οι σχετικές ανακοινώσεις
του υπουργού Εθνικής Αμύνης που θα αφορούν ανάλογα σχόλια. Στην ίδια διαταγή
επίσης παρατίθεντο οι δηλώσεις του υπουργού Εθνικής Αμύνης Αριστείδη
Πρωτοπαπαδάκη της 15ης και 17ης Νοεμβρίου 1961, που αποτελούσαν απάντηση σε
καταγγελίες του Γεωργίου Παπανδρέου αναφορικά με τον ρόλο του Στρατού στις
εκλογές του Οκτωβρίου, καθώς και μία κυβερνητική ανακοίνωση της 28ης Νοεμβρίου
1961 εναντίον του Σοφοκλή Βενιζέλου. Η εν λόγω ανακοίνωση ανέφερε μεταξύ
άλλων: «πρόκειται περί φαιδρολογημάτων του κ. Βενιζέλου, ο οποίος έχει
εξασφαλίσει εις την χώραν μας το προνόμιον της πολιτικής ασυδοσίας». 37 Με
αφορμή την παραπάνω διαταγή, καταγγέλλοντας την έστω και έμμεση εμπλοκή του
αρχηγού ΓΕΣ στην πολιτική, ο αρχηγός της Ένωσης Κέντρου τόνιζε:

Αυτός είναι ο στρατηγός Καρδαμάκης. Και έχομεν το δικαίωμα από του


εθνικού τούτου βήματος να απευθυνθώμεν προς αυτόν και να του
είπωμεν: Ποίος είσαι συ, Στρατηγέ Καρδαμάκη, ανάξιε ηγέτα του
στρατεύματος; Ανάξιε ηγέτα του στρατεύματος, ο οποίος δύνασαι να
συκοφαντής τους ηγέτας, τους πολιτικούς ηγέτας της Ενώσεως Κέντρου
ως αντεθνικούς, της Ενώσεως Κέντρου εις την οποίαν ανήκουν πρώται
δυνάμεις της χώρας, αι οποίαι έχουν προσφέρει μεγάλας υπηρεσίας εις
την πατρίδα, είναι κατάφορτοι από εθνικούς τίτλους, έχουν προσφέρει
ιστορίαν, απελευθέρωσιν εις την Ελλάδα; (…)

36
Για τα πλήρη κείμενα που κατατέθηκαν στην βουλή από τον Γεώργιο Παπανδρέου, βλ. Ελευθερία,
19 Ιανουαρίου 1962.
37
5 Ιανουαρίου 1962, Γενική Διαταγή στρατηγού Καρδαμάκη, Αρχείο Σοφοκλή Βενιζέλου, Ιστορικό
Αρχείο Μουσείου Μπενάκη, φακ. 30. Στον ίδιο φάκελο υπάρχει πλήρες βιογραφικό του Βασίλη
Καρδαμάκη με ημερομηνία 19 Ιανουαρίου 1962, στο οποίο αναφέρεται «Αφ’ ής στιγμής ανέλαβεν
αρχηγός ΓΕΣ ο στρατηγός Καρδαμάκης, αι απομακρύνσεις εκ του Στρατεύματος των μη φίλων του
κόμματος της ΕΡΕ, επυκνώθησαν ιδία από του βαθμού του Συνταγματάρχου (συμπεριλαμβανομένου)
και άνω» Το κείμενο φέρει υπογραφή Ε. Βρεττος.

65
Όταν οι ηγέται του στρατεύματος επιδίδονται εις αυτό το έργον, είναι
βέβαιον, δυστυχώς, ότι τα θεμέλια του ελευθέρου πολιτεύματος, τα
θεμέλια των ελευθέρων θεσμών, έχουν κλονισθή. Εγίνατε εσωτερική
κατοχή. Είμεθα εθνική αντίστασις.38

Η πρωτοβουλία του Γεωργίου Παπανδρέου να καταφερθεί εναντίον του


αρχηγού ΓΕΣ, αποτελούσε πρωτοφανές γεγονός, που εμπεριείχε πολύ σοβαρούς
κινδύνους για την πορεία του ανένδοτου αγώνα.39 Η υπόνοια και μόνο ότι ένα αστικό
κόμμα έθετε εν αμφιβόλω τη θέση του στρατεύματος, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί
εναντίον του από τους πολιτικούς του αντιπάλους.40 Πράγματι, την επομένη, ο
υπουργός Εθνικής Αμύνης Αριστείδης Πρωτοπαπαδάκης κατηγόρησε τον αρχηγό της
αξιωματικής αντιπολίτευσης για επίθεση κατά των Ενόπλων Δυνάμεων και ο
Γεώργιος Παπανδρέου έλαβε την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι είχε στραφεί κατά της
ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων και της κυβέρνησης, αλλά ουδέποτε κατά των
Ενόπλων Δυνάμεων.41 Στη συνέχεια της συζήτησης τον λόγο έλαβαν βουλευτές από
όλες τις παρατάξεις της βουλής, ενώ οι εκπρόσωποι της ΕΔΑ κόμισαν σημαντικά
στοιχεία για τις πιέσεις που είχαν υποστεί οπαδοί της Αριστεράς κατά την
προεκλογική περίοδο και την ημέρα των εκλογών της 29ης Οκτωβρίου.

Ανεβαίνοντας στο βήμα, ο βουλευτής Θεσσαλονίκης Γεώργιος Μπακατσέλος


συνέχισε την παράθεση στοιχείων γύρω από την απόδοση εκλογικών βιβλιαρίων σε
αστυνομικούς και την άσκηση βίας εκ μέρους των σωμάτων ασφαλείας προκειμένου
οι ψηφοφόροι περιοχών της κεντρικής Μακεδονίας να ψηφίσουν τους υποψηφίους της

38
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 11η, 18 Ιανουαρίου
1962, τόμος Α’, σελ. 102.
39
«Είχε καταγγείλει τον στρατηγό Καρδαμάκη, αρχηγό του επιτελείου και σιδερένιο βραχίονα του
πραξικοπήματος, ως ανάξιο στρατηγό. (…) Ήταν η πρώτη φορά – ίσως και τελευταία – που
ακούστηκε στην ιστορία της βουλής μια τόσο βαριά κουβέντα για τον αρχηγό του επιτελείου. (…) Τα
πνεύματα φυσικά ήταν εξημμένα, μικροεπεισόδια και μικροξυλοδαρμοί έγιναν σε όλη τη διάρκεια της
συζήτησης. Ήταν μία πρόγευση του τι θα ήταν αυτή η βουλή και στη συνέχειά της. Διότι αργότερα τα
πράγματα εκτραχύνθηκαν ακόμη περισσότερο, και οι βουλευτές της Ένωσης Κέντρου παίρνοντας
απάνω τους – ύστερα από την πρώτη σύγκρουση που έγινε και που απέληξε προς όφελος της Ένωσης
Κέντρου – επανήλθαν και με κακοήθειες». Λεωνίδας Κύρκος, συνέντευξη στον γράφοντα, 23 Μαρτίου
2006.
40
«Είχε προκληθεί σάλος στην αίθουσα, θυμούμαι πως για λίγες στιγμές είχαμε μουδιάσει και οι ίδιοι
οι βουλευτές της Ένωσης Κέντρου», Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, Η ταραγμένη εξαετία, ο.π., σελ.
111.
41
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 12η, 19 Ιανουαρίου
1962, τόμος Α’, σελ. 118.

66
ΕΡΕ.42 Διαβάζοντας ενυπόγραφες καταγγελίες ιδιωτών, ο βουλευτής καταφέρθηκε
προσωπικά κατά του επιθεωρητή χωροφυλακής Βορείου Ελλάδος, στρατηγού
Κωνσταντίνου Μήτσου, καταλήγοντας «δεν αμφισβητώ τις υπηρεσίες του στρατηγού
Μήτσου. Είναι πράγματι γενναίος αξιωματικός. Είπον ότι πράγματι προσέφερεν
υπηρεσίας και η πατρίς τον αντήμειψε. (…) Αλλ’ αφ’ ότου, όμως εγκατεστάθη εις
Θεσσαλονίκην, ημαύρωσε το παρελθόν. Κατέστη μέλος του Κόμματος».

Η συζήτηση στην ολομέλεια της βουλής συνεχίστηκε και την επομένη, εν


μέσω καταγγελιών ότι η κυβέρνηση επεδίωκε με την συνεχή παρεμβολή αγορεύσεων
υπουργών να παρακωλύσει τη διαδικασία και να εκτρέψει τη συζήτηση της πρότασης
δυσπιστίας. Σε βαρυσήμαντη ομιλία του – την πρώτη μετά την ορκωμοσία του
Κέντρου – ο Σοφοκλής Βενιζέλος αναφέρθηκε στο ρόλο των σωμάτων ασφαλείας και
των μελών των ΤΕΑ στις εκλογές. Σε μία προσπάθεια μάλιστα να υπεραμυνθεί του
Κέντρου και να προειδοποιήσει για τις συνέπειες της ενίσχυσης δυνάμεων εκτός των
στενών ορίων της πολιτικής, σημείωνε με νόημα:

Οι κύριοι της ΕΡΕ αντιλαμβάνονται την εθνικοφροσύνην, ως μέσον


εξανδραποδισμού των πολιτικών αντιπάλων και μονοπωλήσεως της
αρχής. Αλλ’ εν τοιαύτη περιπτώση, ερρέτω τοιαύτη εθνικοφροσύνη.
Ημείς και μόνον ημείς, είμεθα οι πραγματικοί εθνικόφρονες. Και δεν
δεχόμεθα, υπό τας συνθήκας, τας οποίας εδημιουργήσατε, να είμεθα
συνάδελφοι εν τη εθνικοφροσύνη μαζί σας. (…) Κύριοι βουλευταί, η
Κυβέρνησις της ΕΡΕ δεν πρόκειται να σταματήση εις τας νέας μεθόδους
τας οποίας ενεκαινίασεν, εις την πολιτικήν ζωήν. Ας προσέξη, όμως,
μήπως το υπερκράτος αυτό, το οποίον αυτή εδημιούργησε και μετά
τόσης στοργής περιθάλπει, μήπως, λέγω, το υπερκράτος αυτό, στραφή
μίαν ημέραν και εναντίον της. 43

Η συζήτηση της 20ης Ιανουαρίου έληξε με την τοποθέτηση του Κωνσταντίνου


Μητσοτάκη, κατά την οποία ο βουλευτής Χανίων αναφέρθηκε στο σχέδιο

42
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 12η, 19 Ιανουαρίου
1962, τόμος Α’, σσ. 134-140.
43
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 13η, 20 Ιανουαρίου
1962, τόμος Α’, σελ.154.

67
«εκλογικής δράσης», το οποίο είχε αποκαλύψει η ΕΔΑ ήδη πριν τις εκλογές του
Οκτωβρίου. Επρόκειτο, κατά τον ίδιο, για ένα σχέδιο που υλοποιήθηκε σε ολόκληρη
τη χώρα από μέλη της χωροφυλακής, της αστυνομίας και των Ενόπλων Δυνάμεων, με
στόχο τον περιορισμό της εκλογικής δύναμης της Αριστεράς. Ένα σχέδιο, το οποίο
και κατά την προεκλογική περίοδο συζητείτο δημοσίως και είχε προκαλέσει την
αντίδραση των υποψηφίων του Κέντρου και τη δημόσια διαμαρτυρία του κόμματος:
«Κύριοι συνάδελφοι, διατί να κρυβώμεθα πίσω από το δάκτυλό μας, αφού το
ξεύρομεν όλοι, ότι το σχέδιον είχε προπαρασκευασθή εγκαίρως από τριών ετών και
από την επομένην των εκλογών του 1958».44

Ο ίδιος πάντως έδειξε να προχωρά πέρα από τις συνήθεις καταγγελίες,


προσπαθώντας να καταδείξει τους λόγους που επέβαλαν αυτή τη επέμβαση επί της
ελεύθερης βούλησης των πολιτών. Αναφερόμενος στην κυβέρνηση Δόβα έκανε λόγο
για «παλατιανή» κυβέρνηση με μέλη προσκείμενα στο βασιλικό περιβάλλον καθώς
και για ευθύνες σε πρόσωπα που υπερέβαιναν ακόμη και τον ίδιο τον πρωθυπουργό,
αφήνοντας σαφείς αιχμές για παράκεντρα εξουσίας, από τα οποία δεν διαχώρισε το
Στέμμα. Επρόκειτο για μία εξαιρετικά αιχμηρή τοποθέτηση από έναν εκ των
πρωταγωνιστών του ανένδοτου αγώνα, που υπογράμμιζε τις διαφορετικές τάσεις
εντός του κόμματος – ειδικά συγκρινόμενη με τις τοποθετήσεις άλλων αγορητών.
Τέλος, υποδήλωνε με σαφήνεια πλέον, το εύρος της αντιπαράθεσης που η ηγεσία του
Κέντρου απειλούσε να εξαπολύσει· μία αντιπαράθεση που θα μπορούσε πλέον να
επεκταθεί και πέραν των ευθυνών της κυβέρνησης. Χαρακτηριστική, η σχετική
αποστροφή του:

Διηρωτήθην πολλές φορές και εγώ, μαζί με άλλους Έλληνας, ποία είναι
τέλος πάντων αυτή η υπερτάτη δύναμις, η οποία κυβερνά την Ελλάδα;
Ποιοι είναι αυτοί οι αφανείς παράγοντες, η υπερκυβέρνησις, η οποία
κατευθύνει; (…) Θα σημειώσω μόνον, ότι είναι ενδεχόμενον η εξέλιξις
κατά τον αμέσως προσεχή χρόνον να αποδείξη, ότι και ο ίδιος ο κ.
Καραμανλής, δεν είναι παρά ένα πιόνι εις τα χέρια των δυνάμεων, αι
οποίαι κατευθύνουν εκ του αφανούς την χώραν. (…) Ημείς κύριοι

44
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 13η, 20 Ιανουαρίου
1962, τόμος Α’, σελ.181.

68
συνάδελφοι, με τους παρακρατικούς και υπερκρατικούς, με τους
εσωελληνικούς και εξωελληνικούς παράγοντας, οι οποίοι επηρέασαν τα
πράγματα και ωδήγησαν εις τας νόθους αυτάς εκλογάς, δεν επιθυμώμεν
αυτήν την στιγμήν να απασχοληθώμεν. Δεν έγινε λόγος και δεν
επιθυμώ και εγώ να κάμω λόγον περί Στέμματος, την εσπέραν αυτήν
(…) όσον αφορά εμέ, εκ γενετής υπήρξα δημοκρατικός και ουχί φίλος
της Βασιλευομένης Δημοκρατίας. Παρά ταύτα, πάντες ανεγνωρίσαμεν
τον θεσμόν, μετά το Δημοψήφισμα του 1946, αλλά επιθυμώ να
διευκρινίσω ότι με τον οφειλόμενον σεβασμόν ατενίζω προς το Στέμμα
ψυχρώς, ως θεσμόν, υποχρεωμένον να κινήται εντός των πλαισίων του
Πολιτεύματος και του Συντάγματος.45

Ενισχύοντας την επιχειρηματολογία περί κέντρων εξουσίας που είχαν


οργανώσει σχέδιο νόθευσης του εκλογικού αποτελέσματος, ο βουλευτής της Ένωσης
Κέντρου, στρατηγός Παυσανίας Κατσώτας – απότακτος αξιωματικός του κινήματος
του 1935, που είχε στη συνέχεια διακριθεί στην Μέση Ανατολή και τον Εμφύλιο –
υποστήριξε ότι δεν θα πρέπει να γίνεται λόγος για ευθύνες του ΓΕΣ, της
χωροφυλακής ή της ΚΥΠ, καθώς «όλα αυτά μίαν έχουν την πηγήν, τον ΙΔΕΑ».
Αναλύοντας τον συλλογισμό του, ο κεντρώος βουλευτής, σημείωνε ότι για τους
επιτελείς του ΙΔΕΑ κάθε πολιτικός ή στρατιωτικός που δεν άνηκε στην οργάνωση
ήταν κομμουνιστής ή «κρυπτοκομμουνιστής», με αποτέλεσμα να αποτελεί θύμα στην
προσπάθειά τους να αποτρέψουν την ενίσχυση της Αριστεράς. Με τον τρόπο αυτό ο
Παυσανίας Κατσώτας επιτύγχανε να αποδεσμεύσει την Ένωση Κέντρου από την
κατηγορία ότι τοποθετείτο κριτικά απέναντι στις Ένοπλες Δυνάμεις,46
επισημαίνοντας ότι οι καταγγελίες στρέφονταν «εναντίον των ηγεσιών εκείνων, αι

45
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 13η, 20 Ιανουαρίου
1962, τόμος Α’, σελ.183.
46
Έχει πάντως εύστοχα επισημανθεί ότι αν και η στρατηγική του Κέντρου όριζε ότι οι καταγγελίες θα
έπρεπε να στρέφονται κατά της ηγεσίας του στρατού και όχι του συνόλου των αξιωματικών, αυτό ήταν
δύσκολο να τηρηθεί στο πλαίσιο της οξυνόμενης αντιπαράθεσης, με αποτέλεσμα, σταδιακά να
καταγγέλλονται από βουλευτές του κόμματος «λοχαγοί επαρχιακών φρουρών, διοικητές Κέντρων
Εκπαίδευσης Νεοσυλλέκτων και Σχολών, ακόμη και διοικητές μεραρχιών», Δημήτρης
Παπαδιαμάντης, «Η Ένωση Κέντρου και οι Ένοπλες Δυνάμεις (1961-1965)», στο Μανώλης
Βασιλάκης, Από τον Ανένδοτο στην Δικτατορία, ο.π., σελ. 448.

69
οποίαι διοικούν όλας αυτάς τα παρακρατικάς οργανώσεις, τη ανοχή της
Κυβερνήσεως»47.

Κατά την τελευταία ημέρα της συζήτησης των προτάσεων δυσπιστίας, έλαβε
τον λόγο ο Λεωνίδας Κύρκος εκ μέρους της ΕΔΑ, στην πρώτη του παρέμβαση ως
νεοεκλεγείς βουλευτής. Μετά την παράθεση στοιχείων σχετικών με παρατυπίες που
είχαν λάβει χώρα στις εκλογές και την ανάλυση του ρόλου των εξωθεσμικών
παραγόντων απευθύνθηκε προς το Κέντρο παρατηρώντας: «Κύριοι συνάδελφοι του
Κέντρου, υπάρχουν βασικαί διαφοραί μεταξύ υμών και ημών, εις ό,τι αφορά την
έννοιαν της Δημοκρατίας. Αλλά πέραν αυτών των διαφορών υπάρχει ένα σημείον
κοινόν, το οποίον συνενώνει τον Ελληνικόν λαόν. Και προ του κινδύνου της
καταλύσεως της Δημοκρατίας εις την Ελλάδα, αι άλλαι διαφοραί οφείλουν να
αρθούν. Τοιουτοτρόπως δημιουργείται η αντικειμενική δυνατότης της συνενώσεως
του αγώνος».48 Άμεση υπήρξε η αντίδραση του Γεωργίου Παπανδρέου, ο οποίος
αφού επανέλαβε ότι μεταξύ των δύο κομμάτων υπήρχε απόλυτη ιδεολογική διαφορά,
κατέληξε: «Ημείς υπερασπίζομεν την Δημοκρατίαν. Την ιδικήν των Δημοκρατίαν δεν
την γνωρίζομεν».49 Η ανάγκη διαφοροποίησης από την ΕΔΑ και απόρριψης κάθε
πρότασης προερχόμενης από την πλευρά της, αποτελούσε για το Κέντρο μονόδρομο.
Οι αντιπολιτευτικές τακτικές έπρεπε να παραμείνουν παράλληλες, αλλά όχι
συγκλίνουσες. Αυτή η παραδοχή, θέση αρχής για τον Γεώργιο Παπανδρέου,
επρόκειτο να αποτελέσει και στην συνέχεια βασική παράμετρο του ανένδοτου αγώνα.
Η ένταση των στιγμών, έδειχνε να έχει εντυπωθεί στη μνήμη του Λεωνίδα Κύρκου, ο
οποίος παρατηρούσε σχετικά:

Η κατάσταση στο κοινοβούλιο ήταν χαώδης και εξελίχθηκε και σε


εκτραχηλισμό. Εγώ μάλιστα πρώτη φορά που έμπαινα στη βουλή
βρέθηκα σε δύσκολη θέση, (…)δεν περίμενα ότι θα ήμουν ομιλητής. Ο
διάβολος τα ‘φερε να είμαι ομιλητής της τελευταίας στιγμής. Ως
γνωστόν οι συζητήσεις αυτές τελειώνουν στις δώδεκα ακριβώς. Ανέβηκα

47
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 15η, 22 Ιανουαρίου
1962, τόμος Α’, σσ. 237-241.
48
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 15η, 22 Ιανουαρίου
1962, τόμος Α’, σελ.255.
49
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 15η, 22 Ιανουαρίου
1962, τόμος Α’, σελ.255.

70
λοιπόν στο βήμα στις δώδεκα παρά τέταρτο. Είχα μπροστά μου τον
Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος είχε εξαπολύσει τους μύδρους του στην
αρχική του ομιλία, αλλά είχε να συμπληρώσει και να ολοκληρώσει. Τον
έβλεπα λοιπόν και ήταν σαν αφηνιασμένος. Σου λέει: «τι έμπλεξα με
αυτό το παιδαρέλι, θα μου φάει τον καιρό, και δεν θα προλάβω να
ολοκληρώσω». Και μου ‘κανε κάθε τόσο απεγνωσμένες εκκλήσεις
«Τέλειωνε!», αλλά εγώ που να τελειώσω τώρα…. Όταν ανέβεις στο
βήμα, ξέρεις πότε ανεβαίνεις, αλλά αν δεν είσαι έμπειρος δεν μπορείς να
χαλιναγωγήσεις τον λόγο σου και δεν καταλαβαίνεις πότε θα κατέβεις.50

Η συζήτηση επί των προτάσεων δυσπιστίας έληξε με την κυβέρνηση να


λαμβάνει ψήφο εμπιστοσύνης. Πιο συγκεκριμένα επί 286 ψηφισάντων, υπέρ ψήφισαν
173 και κατά 111. Οι ανεξάρτητοι βουλευτές Χασάν Χατίπογλου και Απόστολος
Γρηγοριάδης – προερχόμενοι από την Ένωση Κέντρου – δήλωσαν παρόντες, ενώ
τρεις ακόμη ανεξάρτητοι βουλευτές που είχαν εκλεγεί με τους συνδυασμούς του
Κέντρου και στη είχαν συνέχεια διαχωρίσει τη θέση τους από τον ανένδοτο αγώνα –
οι Νικόλαος Κοντογιαννόπουλος, Ανδρέας Δερδεμέζης και Αθανάσιος Γκελεστάθης
– απουσίαζαν από τη διαδικασία. Απόντες επίσης ήταν τρεις βουλευτές της ΕΡΕ,
τρεις του Κέντρου, δύο του κόμματος των Προοδευτικών και τρεις της ΕΔΑ.51 Αν και
το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήταν αναμενόμενο, η συζήτηση της πρότασης
μομφής κατά της κυβέρνησης επέτρεψε στην Ένωση Κέντρου και την ΕΔΑ να
παρουσιάσουν στοιχεία, που κατά τις εκτιμήσεις τους, επιβεβαίωναν τις καταγγελίες
για τον τρόπο διεξαγωγής των εκλογών. Η συνέχιση, μάλιστα, της συζήτησης επί της
πρότασης παραπομπής των τεσσάρων μελών της κυβέρνησης Δόβα, θα έδινε κατά τις
προσεχείς συνεδριάσεις τη δυνατότητα στην αντιπολίτευση να παρουσιάσει ακόμη
αναλυτικότερα τις θέσεις της,

Οι αγορεύσεις των βουλευτών, κατά τη διάρκεια της πενθήμερης διαδικασίας,


κατέδειξαν με σαφήνεια τις διαφορετικές τάσεις στο εσωτερικό της αξιωματικής
αντιπολίτευσης, κυρίως σε ό, τι αφορούσε την οξύτητα της επιχειρηματολογίας. Αν
και το σύνολο των βουλευτών έμεινε προσηλωμένο στην γενική αρχή της καταδίκης

50
Λεωνίδας Κύρκος, συνέντευξη στον γράφοντα, 23 Μαρτίου 2006.
51
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 15η, 22 Ιανουαρίου
1962, τόμος Α’, σελ.265.

71
των πράξεων της κυβέρνησης ο σκληρός πυρήνας των επιτελών του ανένδοτου έκανε
αισθητή την παρουσία του, για πρώτη φορά από το βήμα της βουλής. Σε κάθε
περίπτωση, μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί, ότι η προσπάθεια του Κέντρου να
κωδικοποιηθούν οι καταγγελίες και να επισημανθούν οι ευθύνες που αναλογούσαν σε
πρόσωπα εντός και εκτός πολιτικής, υπήρξε επιτυχής.52 Τέλος, ο αρχηγός του
Κέντρου Γεώργιος Παπανδρέου επιβεβαίωσε την πρωτοκαθεδρία του στο εσωτερικό
του κόμματος, μεμφόμενος τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή, που είχε
επιλέξει να μην παρίσταται στο μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης. Την επομένη της
λήξης της συζήτησης, ο αντιπολιτευόμενος Τύπος στηλίτευσε την επιλογή του
αρχηγού της ΕΡΕ να μην παρέμβει – αναθέτοντας το έργο αυτό στον αντιπρόεδρο της
κυβέρνησης Παναγιώτη Κανελλόπουλο – κάνοντας λόγο για φυγομαχία.53

Σε σχέση με την επιλογή του πρωθυπουργού να μην μετέχει στις συζητήσεις


των προτάσεων δυσπιστίας, ο πολιτικός σύμβουλος της αμερικανικής πρεσβείας Dan
Brewster είχε προτείνει μία ακόμη πιο προωθημένη θεωρία. Σύμφωνα με αυτή, ο
Καραμανλής είχε αναθέσει την ευθύνη της υπεράσπισης των κυβερνητικών θέσεων
σε υπουργούς, των οποίων η αφοσίωση αμφισβητείτο, όπως ο υπουργός Οικονομικών
Σπύρος Θεοτόκης και ο υπουργός Εσωτερικών Γεώργιος Ράλλης. Με τον τρόπο αυτό,
ο ίδιος δεν συμμετείχε στις συζητήσεις σχετικά με τις εκλογές του 1961, ενώ οι εν
λόγω υπουργοί «δεσμεύονταν δημοσίως γύρω από ένα θέμα, για το οποίο μπορεί να
προτιμούσαν να είχαν αποφύγει».54 Αν και η συγκεκριμένη τοποθέτηση αποτελεί μία
απλή εικασία σε σχέση με την τακτική του Κωνσταντίνου Καραμανλή – άλλωστε το
μεγαλύτερο βάρος της υπεράσπισης των θέσεων της κυβέρνησης είχε πέσει στον
Παναγιώτη Κανελλόπουλο – δεν θα πρέπει να λησμονεί κανείς το έντονο παρασκήνιο
της περιόδου. Ο Καραμανλής έβλεπε σταδιακά τις σχέσεις του με τα Ανάκτορα και το
περιβάλλον τους να καθίστανται όλο και πιο δυσχερείς, την στιγμή που διάφοροι
παράγοντες του δημόσιου βίου – θεσμικοί και μη – είχαν αρχίσει να προετοιμάζουν
το έδαφος για την επόμενη ημέρα στην κυβέρνηση και το κόμμα. Αν και οι σχετικές
διεργασίες βρίσκονταν ακόμη σε πρώιμο στάδιο, ονόματα στελεχών της ΕΡΕ ήδη

52
Λίγες ημέρες αργότερα, ο εισαγγελέας Αλέξανδρος Φλώρος θα ασκήσει ποινική δίωξη, μετά από
σειρά μηνύσεων που είχαν κατατεθεί από υποψηφίους της Ένωσης Κέντρου στη Β’ περιφέρεια
Αθηνών. Η έναρξη της σχετικής ανακριτικής διαδικασίας, χαιρετίσθηκε από τον αντιπολιτευόμενο
τύπο ως ένδειξη της ακεραιότητας της δικαιοσύνης, που θα οδηγούσε στην επιβεβαίωση των σχετικών
καταγγελιών.
53
«Η πρόκλησις», Ελευθερία, 23 Ιανουαρίου 1962.
54
Brewster προς Department of State, A Winter of Discontent: Some Implications of the Current
Political Maneuvering in Greece, 26 Μαρτίου 1962, FRUS 1961-1963 τόμ. XVI, σσ. 662-663.

72
αναφέρονταν· και εκείνα των δύο προαναφερθέντων υπουργών σίγουρα βρίσκονταν
μεταξύ των επικρατέστερων.

Από την πλευρά του, ο Καραμανλής απέδιδε τη στάση του στην προσπάθειά
του να αποφευχθεί η περαιτέρω όξυνση με την αξιωματική αντιπολίτευση, κρίνοντας
ότι μετά την παροχή της ψήφου εμπιστοσύνης θα μπορούσε πλέον η βουλή να
λειτουργήσει κανονικά. Κατά τη διάρκεια συνάντησης που είχε με τον απερχόμενο
πρέσβη των Ηνωμένων Πολιτειών Ellis Briggs χαρακτήρισε την στάση της
αντιπολίτευσης «στείρα και μη αποδοτική», δηλώνοντας ότι δεν έλαβε μέρος στη
συζήτηση της πρότασης μομφής αρνούμενος να προσδώσει κύρος στην όλη
διαδικασία. Επέμεινε στην πεποίθησή του ότι η χώρα χρειαζόταν ισχυρή
αντιπολίτευση, κάτι που σύμφωνα με τον ίδιο, τον είχε οδηγήσει στην κατάθεση ενός
εκλογικού νόμου που θα ενίσχυε το Κέντρο, αν και ήταν «εις βάρος του δικού [του]
κόμματος».55 Σχολιάζοντας την τοποθέτηση του Καραμανλή – για την προσπάθειά
του να ενισχύσει τη δημιουργία μίας μη κομμουνιστικής αντιπολίτευσης και την
«εξωφρενική συμπεριφορά» του Κέντρου τους τρείς μήνες που είχαν παρέλθει από
τις εκλογές, παρά τον διπλασιασμό της κοινοβουλευτικής του εκπροσώπησης – ο
αμερικανός πρέσβης σημείωνε:

Νοιώθει [ο Καραμανλής] ότι έχει δώσει στην αντιπολίτευση κάθε


δυνατότητα να εκφράσει τα υποτιθέμενα παράπονά της (τα οποία η
πρεσβεία θεωρεί σε μεγάλο βαθμό φανταστικά), και ότι τώρα είναι
πλέον ώρα μετά την καθαρή ψήφο εμπιστοσύνης που έχει λάβει η
κυβέρνηση, να σταματήσει η αντιπολίτευση να παίζει ένα παιχνίδι που
υπηρετεί τους σκοπούς του Κομμουνισμού και να πιάσει δουλειά.56

Τα γεγονότα του Ηρακλείου και η πρώτη συγκέντρωση του Κέντρου

Στις 25 Ιανουαρίου 1962 ένα βίαιο γεγονός που συνέβη στο Ηράκλειο
Κρήτης, ήλθε να οξύνει ακόμη περισσότερο το ήδη τεταμένο πολιτικό κλίμα. Ο
Ευάγγελος Κεφαλογιάννης, αδελφός του βουλευτής της ΕΡΕ Εμμανουήλ

55
Memorandum of conversation Constantinos Caramanlis/Ellis Briggs, 25 Ιανουαρίου 1962,
Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59, 781.00/1-2662.
56
Briggs προς Department of State, 31 Ιανουαρίου 1962, Washington D.C., NARA State Department
Papers, RG 59, 781.00/1-3062.

73
Κεφαλογιάννη, επιτέθηκε και τραυμάτισε τον Εμμανουήλ Καρέλλη, δημοσιογράφο
και διευθυντή της κεντρώας τοπικής εφημερίδας Αλλαγή. Αναφερόμενος στο γεγονός,
ο Γεώργιος Παπανδρέου παρενέβη στη συζήτηση της πρότασης παραπομπής της
κυβέρνησης Δόβα, αιτούμενος προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση επί του θέματος
«της δολοφονικής απόπειρας από συνάδελφον του τοπικού ηγέτου της Κυβερνητικής
παρατάξεως εναντίον ενός ιδεολόγου και ευγενούς αγωνιστού της ιδικής μας
παρατάξεως», καταλήγοντας: «Θα υπερασπίσωμεν την ελευθερίαν, με όλας μας τας
δυνάμεις και απεκδυόμεθα πάσης ευθύνης δια το μέλλον». 57

Αρνούμενος να συναινέσει στην πρόταση του αρχηγού του Κέντρου, ο


αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Παναγιώτης Κανελλόπουλος αν και κατέκρινε τη
βιαιοπραγία, σημείωσε ότι ένα τέτοιο επεισόδιο δεν θα μπορούσε να απασχολήσει τη
βουλή.58 Η αναφορά του μάλιστα στις ευθύνες του Τύπου που με τις σχετικές
περιγραφές εξερεθίζει τους αναγνώστες δημιουργώντας ένταση, απαντήθηκε άμεσα
από τις στήλες της Ελευθερίας: «είναι περιττόν να τονισθή ότι αν η κυβέρνησις
απέβλεψε να τρομοκρατήση τον αντιπολιτευόμενον Τύπον, έχει κάμει λάθος εις την
διεύθυνσιν».59

Η συνεχιζόμενη άρνηση παράδοσης του δράστη της επίθεσης και η ένταση


που είχε προκαλέσει το περιστατικό στην τοπική κοινωνία, οδήγησαν την Ένωση
Κέντρου στην απόφαση της οργάνωσης μίας συγκέντρωσης στις 31 Ιανουαρίου,
προκειμένου να καταγγελθεί η δημιουργηθείσα κατάσταση. Στις ανταποκρίσεις από
την πόλη του Ηρακλείου οι πληροφορίες παρέμεναν και την επομένη μάλλον
συγκεχυμένες. Αν και ο αντιπολιτευόμενος Τύπος έκανε λόγο για 7.500 έως 10.000
άτομα γύρω από την αίθουσα, που έλαβε χώρα η συγκέντρωση, η χωροφυλακή
κατέβαζε τον αριθμό στους 2.000 περίπου. Από πλευράς της αξιωματικής
αντιπολίτευσης μίλησε ο Παυσανίας Κατσώτας και οι βουλευτές Μαρής,
Λουλακάκης, Ξυλούρης και Ματζαπετάκης. Στην εκδήλωση επίσης προσήλθαν ο
ανεξάρτητος βουλευτής Ηλίας Μπρεδήμας – στον οποίο δεν επετράπη να λάβει τον
λόγο – και ο βουλευτής της ΕΔΑ Λεωνίδας Κύρκος.

57
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 19η, 26 Ιανουαρίου
1962, τόμος Α’, σελ.342.
58
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 19η, 26 Ιανουαρίου
1962, τόμος Α’, σελ.343.
59
«Ο καφές…», Ελευθερία, 28 Ιανουαρίου 1962.

74
Το ειδικό βάρος της συγκεκριμένης εκδήλωσης συνίστατο στο γεγονός ότι, αν
και καθαρά τοπικού χαρακτήρα, αποτελούσε την πρώτη οργανωμένη συγκέντρωση
του Κέντρου μετά την καταγγελία των εκλογών εντός του κοινοβουλίου, προάγγελος
μελλοντικών, μαχητικών κινητοποιήσεων του κόμματος σε ολόκληρη τη χώρα. Παρά
ταύτα, η ανταπόκριση του κόσμου δεν αντιστοιχούσε στις δυναμική που ήθελε να
προσδώσει στην πρωτοβουλία η ηγεσία του κόμματος. Είναι ενδεικτική η αναλυτική
περιγραφή του σχετικού παρασκηνίου από τον Λεωνίδα Κύρκο:

Στα 1962 κάτω στην Κρήτη – τότε ήμουν βουλευτής Ηρακλείου – ένας
διακεκριμένος κεντρώος δημοσιογράφος ο Μανώλης ο Καρέλλης
ιδρυτής και διευθυντής τότε της Αλλαγής δέχθηκε μια δολοφονική
επίθεση. Ήταν προφανές ποιοι ήταν οι οργανωτές αυτής της
δολοφονικής επίθεσης, ήταν ο Βαγγέλης ο Κεφαλογιάννης, ο
επιλεγόμενος και κάτω στο Ηράκλειο και «φρούραρχός» (…) πήγα και
βρήκα τον Μαρή πρώην υπουργό, που ήταν ο μέγας τοπάρχης του
Κέντρου, και του είπα: «Κωστή να διοργανώσουμε μία συγκέντρωση, να
αποδοκιμαστεί έτσι κατά κράτος το γεγονός και να απαλλάξουμε και το
Ηράκλειο από την τρομοκρατία που ασκούν οι συμμορίες του
Κεφαλογιάννη». Μου λέει: «καλή ιδέα να κάνουμε την συγκέντρωση
αλλά θα την κάνω εγώ, εγώ θα είμαι ο ομιλητής και ο κόσμος ας
προσέλθει». Του λέω: «Κωστή, παίρνεις το ρίσκο αντί για συγκέντρωση
να γελοιοποιηθούμε και ενώ είναι στιγμή να φανεί η αντίθεση του λαού
σ’ αυτό το τρομοκρατικό πλήγμα και να εμποδιστεί η επανάληψη του και
σε άλλες περιπτώσεις, θα αποθαρρύνεις τον κόσμο και θα έχεις την
ευθύνη για την αποτυχία». «Μη σε νοιάζει, εγώ άμα σφυρίξω θα
μαζευτούν οι Κρητικοί». Εσφύριξε, και τη μέρα της συγκέντρωσης εκεί
στον ανοιχτό κινηματογράφο «Το Κάστρο», στην πλατεία τη μεγάλη του
Ηρακλείου, εβγήκε ο Μαρής στο βήμα απευθύνοντας τον λόγο σε αυτήν
την παλλόμενη και τεράστια συγκέντρωση, όπως την εβάφτισε, ήταν
κάτω 150-200 άνθρωποι όλοι κι όλοι. Του λέω: «Κωστή τα βλέπεις; Σε
προειδοποίησα ότι θα είναι φιάσκο η συγκέντρωση και είναι συμβολικό
το φιάσκο. Διότι είχαμε την ευκαιρία να πιάσουμε τους τρομοκράτες από
τον λαιμό, αλλά συνεπής εσύ στα κηρύγματα του διμέτωπου έκανες την

75
υπόθεση να εξελιχθεί σε ιλαροτραγωδία». Διότι βέβαια ούτε
λαοθάλασσα ήταν αυτή, ούτε παλλόμενη. Δεν υπήρχε κανένας παλμός.60

Οι διθυραμβικές ανταποκρίσεις των απεσταλμένων των κεντρώων


εφημερίδων περί «επιβλητικού συλλαλητηρίου»61 που είχε στεφθεί από «πλήρη
επιτυχία»,62 έδειχναν να μην απηχούν την πραγματικότητα, καθώς η πρωτοβουλία
για τη συγκέντρωση του Ηρακλείου αποδείχθηκε μάλλον ατυχής.63 Λίγες ημέρες
μετά την εκδήλωση, μάλιστα, ο Κήρυκας σημείωνε: «Δεν θα εξετάσωμεν εδώ πόσοι
έλαβαν μέρος στη συγκέντρωσι. Δεν έχει άλλωστε σημασία αν ήταν πέντε ή δέκα
χιλιάδες, όταν μάλιστα λάβη κανείς υπ’ όψιν του κάτω από ποιες συνθήκες έγινε η
συγκέντρωσις».64 Στη σχετική αναφορά της η αμερικάνικη πρεσβεία έκανε λόγο για
έναν αγώνα που σταδιακά «ξέμενε από πυρομαχικά» και επένδυσε στην υπόθεση του
Ηρακλείου ελπίζοντας σε αναστροφή του κλίματος.65 Η «ισχνή» προσέλευση πολιτών
κατέδειξε την ανάγκη πολύ καλύτερης οργάνωσης.66 Άλλωστε, η παράδοση του
δράστη της επίθεσης μόλις την επομένη, επιβεβαίωνε το μάταιο του εγχειρήματος.
Πάντως, και από την κινητοποίηση αυτή κατέστη σαφής η προσπάθεια στελεχών του
Κέντρου να αποφύγουν την ταύτιση με την ΕΔΑ, υπό τον φόβο του στίγματος της
«συνοδοιπορίας». Την τακτική αυτή κατήγγειλε την επομένης της εκδήλωσης η Αυγή
σημειώνοντας: «Για την επιτυχία του σημερινού συλλαλητηρίου ο δημοκρατικός
λαός του Ηρακλείου είχε να αντιπαλαίση όχι μόνο προς τις κυβερνητικές
προσπάθειες εκφοβισμού αλλά και προς τις προσπάθειες ορισμένων κύκλων του
Κέντρου που έκαναν το παν για να περιορίσουν το νόημα της εκδηλώσεως, να

60
Λεωνίδας Κύρκος, συνέντευξη στον γράφοντα, 23 Μαρτίου 2006.
61
Το Βήμα, 1 Φεβρουαρίου 1962.
62
Ελευθερία, 1 Φεβρουαρίου 1962.
63
Η Καθημερινή ανέφερε, ότι στη συγκέντρωση δεν μετείχαν πάνω από 1.500 άτομα, χαρακτηρίζοντας
την αποτυχία της συγκέντρωσης ως απόδειξη «της βαθυτέρας αποστροφής την οποίαν αισθάνονται αι
ευρείαι μάζαι του ελληνικού λαού (…) έναντι του “ανενδότου αγώνος”. Η Καθημερινή, 1
Φεβρουαρίου 1962.
64
«Το μήνυμα της Κρήτης», Κήρυξ, 4 Φεβρουαρίου 1962
65
Brewster προς Department of State, 5 Φεβρουαρίου 1962, (joint weeka no 5) Washington D.C.,
NARA State Department Papers, RG 59, 781.00 (W)/2-562. Αντίστοιχη ήταν και η εκτίμηση του
επιτετραμμένου στην βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα, John Curle, ο οποίος χαρακτήριζε τη
συγκέντρωση «αποτυχημένη». Curle προς Jamieson, 13 Φεβρουαρίου 1962, FO 371/163443/6.
66
Πάντως, λίγες ημέρες αργότερα, σε συζήτηση που είχε με αξιωματούχο της αμερικανικής πρεσβείας,
ο Στέλιος Αλλαμανής, είχε αποδώσει την μικρή συμμετοχή του κόσμου στη συγκέντρωση, στο γεγονός
ότι πολλοί οπαδοί του κόμματος πίστευαν ότι είχε οργανωθεί για ίδιον όφελος του βουλευτή
Κωνσταντίνου Μαρή και όχι για το συμφέρον του κόμματος. Brewster προς Department of State, 26
Φεβρουαρίου 1962, Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59.

76
μειώσουν όσο το δυνατόν τις διαστάσεις της και να εμφανίσουν “δείγματα
εθνικοφροσύνης” προς την ΕΡΕ».67 Λίγες ημέρες μετά την λήξη της συζήτησης επί
της πρότασης μομφής, στη βουλή, οι στρατηγικές προτεραιότητες του ανένδοτου
έπρεπε να καθοριστούν εκ νέου, προκειμένου να μην απολεσθεί η πρωτοβουλία
κινήσεων.

Η συγκέντρωση του Ηρακλείου, απασχόλησε και τις εργασίες του


κοινοβουλίου, όπου συνεχιζόταν – στη σειρά των επερωτήσεων – η συζήτηση της
πρότασης παραπομπής μελών της κυβέρνησης Δόβα. Σε σχετική του παρέμβαση, ο
υπουργός Εσωτερικών Γεώργιος Ράλλης αναφέρθηκε στη μικρή συμμετοχή του
κόσμου στην εκδήλωση, διερωτώμενος γιατί συνεχίζεται από την αντιπολίτευση ο
ανένδοτος αφού δεν είχε έρεισμα στην κοινωνία. Στην απάντησή του ο αρχηγός της
Ένωσης Κέντρου έδωσε το στίγμα των μελλοντικών κινήσεων του κόμματός του στο
πλαίσιο του ανένδοτου αγώνα, διαχωρίζοντας την περίπτωση του Ηρακλείου, την
οποία χαρακτήρισε «τοπικό γεγονός». Πιο συγκεκριμένα, προανήγγειλε την
οργάνωση πολιτικών συγκεντρώσεων σε ολόκληρή τη χώρα, προκειμένου να γίνει
σαφές στην κυβέρνηση «ποία είναι η θέλησις του Ελληνικού λαού». 68 Η εξαγγελία
συγκεκριμενοποιήθηκε την επομένη, μέσω του αντιπολιτευόμενου Τύπου, στον οποίο
δημοσιεύθηκαν οι λεπτομέρειες της πρώτης συγκέντρωσης, που είχε
προγραμματιστεί για τις 18 Μαρτίου στο Ηράκλειο της Κρήτης. Η βαρύτητα που
προσέδιδε το κόμμα στο εν λόγω εγχείρημα, υπογραμμιζόταν από την επισήμανση ότι
στη συγκέντρωση θα παρίσταντο όλοι οι βουλευτές της Ένωσης Κέντρου.69

Οι αποφάσεις της Δικαιοσύνης

Εν τω μεταξύ, το εκλογοδικείο αποφάνθηκε επί θεμάτων κομβικής σημασίας


αναφορικά με τις εκλογές του Οκτωβρίου. Με την πρώτη του απόφαση, απέρριψε τις
ενστάσεις που είχαν κατατεθεί σχετικά με το κύρος των εκπρόθεσμα κατατεθεισών
στρατιωτικών καταστάσεων στα Πρωτοδικεία. Η απόφαση στηριζόταν στην
παραδοχή ότι η δεκαήμερη προθεσμία από την προκήρυξη των εκλογών για την

67
Η Αυγή, 1 Φεβρουαρίου 1962.
68
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 26η, 6 Φεβρουαρίου
1962, τόμος Β’ σσ. 17-18.
69
Τα Νέα, 7 Φεβρουαρίου 1962.

77
κατάθεση των στρατιωτικών καταστάσεων στα Πρωτοδικεία ήταν ενδεικτική και όχι
αποκλειστική, κατά συνέπεια η εκπρόθεσμη κατάθεσή τους δεν συνιστούσε λόγο
ακύρωσης των καταστάσεων. Επί της συγκεκριμένης απόφασης, ο αρχηγός της
Ένωσης Κέντρου επιφυλάχθηκε, υποστηρίζοντας ότι «η βούλησις του νομοθέτου, εις
αυτήν την Βουλήν, ήτο η προθεσμία να είναι αποκλειστική και όχι ενδεικτική.(…)
Πολιτικόν θέμα υπολείπεται και επί τούτου αναμένω απάντησιν». 70

Η δεύτερη απόφαση αφορούσε τον τρόπο κατανομής των βουλευτικών εδρών.


Η ένσταση που είχε κατατεθεί από την αντιπολίτευση βασιζόταν στην πεποίθηση ότι
η κατανομή θα έπρεπε να είχε γίνει βάσει της απογραφής του 1961, προκειμένου να
ανταποκρίνεται στα πραγματικά πληθυσμιακά δεδομένα των περιφερειών.
Συγκεκριμένα, το σκεπτικό της εν λόγω απόφασης, που αναγνώστηκε στη βουλή από
τον υπουργό Δικαιοσύνης Κωνσταντίνο Παπακωνσταντίνου, ανέφερε:

«Ως προκύπτει δε εκ των ανακηρυξασών τους επιτυχόντας βουλευτάς


Πρωτοδικειακών αποφάσεων, ο αριθμός των εγγεγραμμένων εις τους
εκλογικούς καταλόγους Α’ και Β’ εκλογικών περιφερειών Αθηνών, Β’
εκλογικής περιφερείας Πειραιώς και εκλογικής περιφερείας πρώην
δήμου Θεσσαλονίκης, κατά συνεκτίμησιν επίσης και των μεταξύ
επελθουσών από του 1951 και εντεύθεν μεταβολών εν τοις εκλογικοίς
καταλόγοις, ολίγον απέχει επί πλέον ή έλαττον του δία του ανωτέρω Β.Δ.
23/23.9.1961 [διάταγμα κατανομής των βουλευτικών εδρών ανά
περιφέρεια κατά τις εκλογές του Οκτωβρίου] ληφθέντος υπ’ όψιν του
«νομίμου πληθυσμού» των περιφερειών τούτων, ήτοι του αριθμού των
δημοτών, εις ον, όμως, κατά μέγα ποσοστόν περιλαμβάνονται και οι μη
κεκτημένοι εκλογικόν δικαίωμα ανήλικοι δημόται. Αλλά και υπό την
εκδοχήν, ότι η υπό τα δεδομένα ταύτα γενομένη κατανομή των
βουλευτικών εδρών αντίκειται εις τας κατά την ηγουμένην σκέψιν
συνταγματικάς διατάξεις, το δικαστήριον δεν δύναται να χωρήση εις την
μετά περαιτέρω ουσιαστικήν έρευναν των υπό κρίσιν ενστάσεων
απαγγελίαν της ακυρότητος των εκλογών, εν όλω ή εν μέρει, των περί ων

70
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 26η, 6 Φεβρουαρίου
1962, τόμος Β’ σελ. 167.

78
αυταί εκλογικών περιφερειών, διότι…» ακολουθεί σκέψις, ότι δεν
κοινοποιήθησαν αι ενστάσεις εις τους Εισαγγελείς Πρωτοδικών των
περιφερειών, από τας οποίας θα αφηρούντο βουλευτικαί έδραι.71

Η απόφαση αυτή του εκλογοδικείου έτυχε διαφορετικής ανάγνωσης από


κυβέρνηση και αντιπολίτευση. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Παπανδρέου, το
εκλογοδικείο είχε με την απόφασή του αποδεχθεί «ότι αποτελεί
αντισυνταγματικότητα η κατανομή των εδρών». Αντιθέτως, σύμφωνα με τον υπουργό
Δικαιοσύνης η απόφαση αφενός καθιστούσε σαφές ότι ο νόμιμος πληθυσμός
ανταποκρινόταν στην αρχή του ίσου μέτρου της κατανομής των εδρών και ότι «ο
προκύπτων αυτός πληθυσμός αφίσταται, είτε πάνω είτε κάτω, ολίγον της
πραγματικής καταστάσεως». Σε ό, τι αφορούσε δε το ζήτημα της συνταγματικότητας
της κατανομής, ο υπουργός υποστήριξε ότι σύμφωνα με την απόφαση ακόμη και αν
δεν ήταν σύμφωνος με το Σύνταγμα, το δικαστήριο δεν θα είχε το δικαίωμα να
εξετάσει τον τρόπο κατανομής. Συνεπώς – σύμφωνα με τον υπουργό Δικαιοσύνης –
το εκλογοδικείο δεν είχε επ’ ουδενί αποδεχθεί ότι ο τρόπος κατανομής ήταν
αντισυνταγματικός.72 Ανεξαρτήτως πάντως των διαφορετικών ερμηνειών επί της
συνταγματικότητας της κατανομής, το εκλογοδικείο καθιστούσε σαφές ότι θα δεν
προτίθετο να προβεί σε ακύρωση της υφισταμένης κατανομής, καθώς δεν είχαν
υποβληθεί ενστάσεις σε όλες τις εκλογικές περιφέρειες της χώρας, και κατά συνέπεια
δεν ήταν δυνατή η από μέρους του ανακατανομή των 300 εδρών.

Η απόφαση του εκλογοδικείου ανακοινώθηκε ενώ συνεχιζόταν η συζήτηση


των προτάσεων παραπομπής στο Ειδικό Δικαστήριο μελών της κυβέρνησης Δόβα. Αν
και ο κατάλογος των ομιλητών επί της συγκεκριμένης επερώτησης δεν είχε
εξαντληθεί, ήταν εμφανής η «κόπωση» του κοινοβουλίου από τη συνεχιζόμενη
διαδικασία, η οποία είχε ήδη ξεπεράσει τις εννέα συνεδριάσεις.73 Άλλωστε, τέσσερις
μήνες μετά την 29η Οκτωβρίου, η παρουσίαση επιχειρημάτων γύρω από τον τρόπο
διεξαγωγής των εκλογών έδειχνε να έχει μάλλον εξαντληθεί. Το συμπέρασμα αυτό
71
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 26η, 6 Φεβρουαρίου
1962, τόμος Β’ σελ. 168.
72
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 26η, 6 Φεβρουαρίου
1962, τόμος Β’ σσ. 168-169.
73
Σε αυτόν τον αριθμό θα πρέπει να προστεθούν και οι πέντε ξεχωριστές συνεδρίες, που αφορούσαν
στη συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας έναντι της κυβέρνησης Καραμανλή, κατά τη διάρκεια της
οποίας ήταν φυσικό να έχουν χρησιμοποιηθεί ανάλογα επιχειρήματα.

79
μπορεί επίσης να εξαχθεί από την μελέτη των βασικών εφημερίδων του Κέντρου, οι
οποίες σταδιακά να αποδεσμεύονται από τη μονοδιάστατη καταγγελία των εκλογών,
επιζητώντας μία πιο σύνθετη στρατηγική. Σε σχετικές αναφορές τους ξένοι
διπλωμάτες έκαναν λόγο για «ανιαρή διαδικασία» με επανάληψη των ίδιων στοιχείων
και επιχειρημάτων,74 την ώρα που το θέμα των εκλογών είχε πλέον αποσυρθεί από τα
περισσότερα πρωτοσέλιδα των κεντρώων εφημερίδων. Σε συζήτηση του Αμερικανού
γενικού προξένου στη Θεσσαλονίκη με τον Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, ο κεντρώος
βουλευτής είχε αναφέρει: «οι καταγγελίες υπηρέτησαν τον σκοπό τους να
αποκαλύψουν στους πολίτες την έκταση των πιέσεων της κυβέρνησης κατά τη
διάρκεια των εκλογών και τώρα το κόμμα πρέπει να στραφεί σε πιο εποικοδομητική
κριτική».75

Άλλωστε, λίγες ημέρες πριν την ολοκλήρωση της συζήτησης της πρότασης
παραπομπής των μελών της κυβέρνησης Δόβα, ήλθε στη δημοσιότητα το πόρισμα της
προκαταρκτικής εξέτασης, που είχε διενεργήσει ο εισαγγελέας Αλέξανδρος Φλώρος
για το ζήτημα των παράνομων εγγραφών στην περιοχή του Χαϊδαρίου.76 Η έρευνα,
που διεξήχθη μετά από μηνύσεις που είχαν καταθέσει οι πολιτευτές Λουκής Ακρίτας
και Αναστάσιος Κολοκυθάς, κατέληξε σε διαπίστωση πλήθους παρατυπιών σχετικά
με τους 583 εκλογείς που είχαν κατονομαστεί από τον Τύπο της 17ης Δεκεμβρίου
1961. Στο κείμενο αναφέρονταν αναλυτικά εγγραφές στρατιωτικών που δεν
κατοικούσαν στην περιοχή προ του 1948, πολιτών αγνώστου διαμονής και πολιτών
εγκατεστημένων σε άλλες περιφέρειες. Στη σχετική αναφορά του ο Εισαγγελέας
σημείωνε μάλιστα ότι «δια την εγγραφήν των ιδιωτών εις τους καταλόγους
εκλογικών βιβλιαρίων Χαϊδαρίου εμερίμνησαν κατά κανόνα τα γραφεία του
κόμματος ΕΡΕ».

Το πόρισμα Φλώρου προκάλεσε την άμεση αντίδραση του αρχηγού της


Ένωσης Κέντρου, ο οποίος την επομένη έκανε σε δηλώσεις του λόγο για πανηγυρική
δικαίωση των απόψεων του Κέντρου και «συντριβή» της κυβέρνησης. Τοποθετώντας
μάλιστα το ζήτημα σε νέες βάσεις, έθετε θέμα ηθικής τάξεως, υποστηρίζοντας ότι τα
μέλη της κυβέρνησης είχαν εσκεμμένα χρησιμοποιήσει ψευδή στοιχεία προκειμένου

74
Brewster προς Department of State, 12 Φεβρουαρίου 1962, (joint weeka no 6) Washington D.C.,
NARA State Department Papers, RG 59, 781.00 (W)/2-1212.
75
Folsom προς Department of State, 16 Φεβρουαρίου 1962, Washington D.C., NARA State
Department Papers, RG 59, 781.00/2-1662.
76
Για το πλήρες κείμενο του πορίσματος βλ. Μαύρη Βίβλος, ο.π., σσ. 245-247.

80
να καλύψουν έκνομες ενέργειες. Βάσει αυτού του συλλογισμού, ζήτησε εκ νέου την
παραίτηση της κυβέρνησης, καταλήγοντας: «Εάν η αρετή πρόκειται να είναι το
θεμέλιον της Δημοκρατίας, δεν δύνανται να είναι κυβερνήται εκείνοι, οι οποίοι την
παρεβίασαν».77 Στις αιτιάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης απάντησε η
κυβέρνηση μέσω του υπουργού Εσωτερικών Γεωργίου Ράλλη. Από το βήμα της
βουλής, ο υπουργός επανέλαβε ότι παραδεχόταν την ύπαρξη παρατυπιών κατά την
έκδοση εκλογικών βιβλιαρίων πριν τις εκλογές του 1961, σημειώνοντας ότι
παρατυπίες είχαν παρατηρηθεί και στις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, και
ότι ανάλογα φαινόμενα παρατηρούνταν και σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Αναφορικά
μάλιστα με τον όγκο των εκλογικών βιβλιαρίων που είχαν εκδοθεί μέσα στο 1961,
τον απέδωσε στην προσπάθεια πολιτών που είχαν εγκατασταθεί στην Αθήνα μετά το
1948 να εκδώσουν ταυτότητα για την οποία απαραίτητη ήταν η ύπαρξη εκλογικού
βιβλιαρίου. Σε κάθε περίπτωση, συνέχιζε, οι παρατυπίες αυτές δεν θα μπορούσαν να
αλλοιώσουν το αποτέλεσμα των εκλογών και την σύνθεση του κοινοβουλίου. Κατά
τον Ράλλη, η ύπαρξη ενός μεγάλου «εθνικού» κόμματος στη θέση της αξιωματικής
αντιπολίτευσης συνιστούσε προτεραιότητα κεφαλαιώδους σημασίας. Επιχειρώντας
μάλιστα μία αναδρομή στο παρελθόν, ο υπουργός Εσωτερικών περιέγραψε τη
διαφωνία του με τον πρωθυπουργό τέσσερα χρόνια νωρίτερα, η οποία τον είχε
οδηγήσει στην παραίτηση και την αποχή από την πολιτική· μία διαφωνία που
σχετιζόταν με την πρόβλεψή του ότι η ΕΔΑ θα αναδεικνυόταν αξιωματική
αντιπολίτευση στις επερχόμενες εκλογές: «Φοβούμαι, κύριοι, ότι ο δρόμος τον οποίον
ακολουθείτε είναι άκρως επικίνδυνος και δια Σας και διά τον Λαόν. Σας πληροφορώ
ότι η Αριστερά (…) [επιδιώκει] την δημιουργίαν λαϊκού μετώπου. Είμαι βέβαιος, ότι
δεν επιδιώκεται από μέρους σας τοιαύτη λύσις. Δυστυχώς όμως το βίωμα, το οποίον
σας εδημιουργήθη, διότι εχάσατε τας εκλογάς, σας τυφλώνει τόσον πολύ και το
πάθος σας δεν σας αφήνει να αντιληφθήτε γυμνήν την αλήθειαν. Είναι ανάγκη να
υπάρξη δεύτερον εθνικόν κόμμα». 78 Απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του υπουργού
Εσωτερικών, ο Γεώργιος Παπανδρέου, αφού δήλωσε ότι τον τιμά για τον ιδεαλισμό
που είχε επιδείξει το 1958, τόνισε ότι τον λυπάται «δια την αχάριστον θέσιν εις την
οποίαν σήμερον έχει περιέλθη», συμπληρώνοντας ότι το Κέντρο δεν διέτρεχε

77
Βλ. σχετικά, Μαύρη Βίβλος, ο.π., σελ. 248.
78
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 41η, 27 Φεβρουαρίου
1962, τόμος Β’ σσ. 408-412.

81
κανέναν κίνδυνο να γίνει κόμμα «ολιγώτερον εθνικόν ή ολιγώτερον δημοκρατικόν».79
Περιγράφοντας την ένταση των στιγμών, ο Γεώργιος Ράλλης επανέφερε στη μνήμη
του το περιστατικό:

Θυμάμαι μία συνεδρίαση στη βουλή τον Φεβρουάριο του 1962, προ της
ημερησίας διατάξεως γινόντουσαν αυτά. Ο Παπανδρέου είπε για την
Ένωση Κέντρου κλπ, ήταν 28 Φεβρουαρίου του ’62. Εγώ το ’58, 29
Φεβρουαρίου, διεφώνησα με τον Καραμανλή γιατί του είπα ότι με αυτόν
τον εκλογικό νόμο, κινδυνεύουμε να έρθει δεύτερη η ΕΔΑ, το οποίον
τότε ήταν από τα αδιανόητα. Και έβαλε τις φωνές αφού του εξηγούσα,
με διέκοψε και μου λέει «ξέρεις εσύ καλύτερα από ό,τι ξέρει ο
Παπανδρέου που είναι σαράντα χρόνια στην πολιτική;». Μετά από αυτή
την προσβλητική… εγώ κάθισα κάτω και πήγα στο υπουργείο και
παραιτήθηκα. Λοιπόν του θύμισα του Παπανδρέου, ότι «εγώ κύριε
πρόεδρε πριν από τέσσερα ακριβώς χρόνια διεφώνησα και παραιτήθηκα
από την πολιτική και έμεινα ανενεργός επί τέσσερα σχεδόν χρόνια,
προσπαθώντας να σας σώσω από ένα ολίσθημα. Και τώρα πάτε το ίδιο
να κάνετε». (…) Εγώ δεν ήμουν φανατικός. Ήμουν φανατικός και είμαι
υπέρ των δύο κομμάτων.80

Στις 16 Φεβρουαρίου συνήλθε η πρώτη τακτική συνεδρίαση της


κοινοβουλευτική ομάδας της Ένωσης Κέντρου, με στόχο την επιβεβαίωση των
προτεραιοτήτων του ανένδοτου και της ενότητας του κόμματος.81 Μετά το τέλος της
συνεδρίασης, ανακοινώθηκαν τρεις αποφάσεις: πρώτον η συνέχιση της συζήτησης επί
της πρότασης παραπομπής τεσσάρων μελών της κυβέρνησης Δόβα μέχρι να
εξαντληθούν οι εγγεγραμμένοι στον κατάλογο ομιλητών βουλευτές· δεύτερον η
πραγματοποίηση της εξαγγελθείσης συγκέντρωσης της Κρήτης εντός του δεύτερου
δεκαημέρου του Μαρτίου, παρουσία όλων των βουλευτών και στελεχών του
κόμματος και τέλος η σύγκλιση της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος κάθε

79
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 41η, 27 Φεβρουαρίου
1962, τόμος Β’ σελ. 412.
80
Γεώργιος Ράλλης, συνέντευξη στον γράφοντα, 18 Ιανουαρίου 2006.
81
Για λεπτομέρειες γύρω από την σύσκεψη και τις αποφάσεις βλ. Ελευθερία, 17 Φεβρουαρίου 1962.

82
Τρίτη, κίνηση που προφανώς αποσκοπούσε στον περιορισμό των αιτιάσεων που
είχαν κατά καιρούς διατυπωθεί γύρω από τους όρους λειτουργίας του κόμματος και
τον τρόπο χάραξης της ακολουθούμενης στρατηγικής.82 Αν και επρόκειτο για μία
πρωτοβουλία μάλλον επικοινωνιακού χαρακτήρα, που αποσκοπούσε στην ανανέωση
του ενδιαφέροντος γύρω από τον ανένδοτο, η σύσκεψη έδειξε να πετυχαίνει τους
στόχους της οριοθετώντας εκ νέου τις στρατηγικές βλέψεις του αγώνα. Την επομένη,
το Βήμα αφού έκανε έναν απολογισμό των μέχρι τότε επιτευγμάτων του αγώνα –
μεταξύ των οποίων ανέφερε την παραδοχή από την κυβέρνηση της ύπαρξης
παράνομων εγγραφών και την απόφαση του εκλογοδικείου – υπογράμμιζε
χαρακτηριστικά:

Από γενικωτέρας πολιτικής απόψεως ο αγών του Κέντρου είχε τα εξής


αποτελέσματα: Συνετέλεσε, πρώτον, εις την διατήρησιν της ενότητος του
Κέντρου. Διότι χωρίς τον αγώνα αυτόν, ο οποίος συνεκόλλησε τας
πολιτικάς δυνάμεις που απαρτίζουν την Ένωσιν Κέντρου, είναι
αμφίβολον εάν ο πολιτικός αυτός οργανισμός θα είχε κατορθώσει να
διατηρήση την ενότητά του. Δεύτερον με το να πάρη εις τα χέρια της την
σημαίαν της Δημοκρατίας η Ένωσις Κέντρου ΑΠΩΘΗΣΕ ΤΗΝ ΑΚΡΑΝ
ΑΡΙΣΤΕΡΑΝ εις την αφάνειαν ή εις θέσιν αβούλου συνοδοιπόρου. Η
Ελληνική Νεολαία την οποίαν φυσικόν είναι να γαλβανίζουν τα
υψηλότερα ιδανικά της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας, δεν τρέπεται
πλέον προς την Άκραν Αριστεράν αλλά ΠΡΟΣ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟΝ. Και το
τρίτον αποτέλεσμα είναι ότι, ανεξαρτήτως άλλων κυρώσεων και άλλων
εξελίξεων, τα κρατικά όργανα τα οποία ήσκησαν την βίαν και την
νοθείαν κατά τας τελευταίας εκλογάς θα φοβηθούν να κάμουν το ίδιον
και εις τας προσεχείς. (…)

Και τελική δικαίωσις του αγώνος θα είναι όχι βέβαια η συμμετοχή της
Εθνικής Αντιπολιτεύσεως εις την Κυβέρνησιν, αλλ’ η αποκάθαρσις του
κρατικού μηχανισμού από τα καταφώρως κομματιζόμενα στελέχη του
και γενικώτερα η εξασφάλισις των προϋποθέσεων εκείνων αι οποίαι θα

82
Στο ίδιος πνεύμα εντάσσονταν και οι αναφορές σχετικά με την πλήρη στήριξη που παρείχε στον
Γεώργιο Παπανδρέου ο Σοφοκλής Βενιζέλος.

83
καταστήσουν δυνατήν την ΥΠΟ ΙΣΟΥΣ ΟΡΟΥΣ αναμέτρησιν των
κομμάτων κατά τας προσεχείς εκλογάς. Διότι πράγματι αυτό είναι το
ουσιώδες: Να μην ξαναγίνουν εις την Ελλάδα όσα έγιναν κατά τας
εκλογάς της 29ης Οκτωβρίου και τα οποία δεν ηλλοίωσαν μόνον το
εκλογικόν αποτέλεσμα, αλλά διέσυραν και την φήμην της Ελλάδος ως
πολιτικώς ωρίμου χώρας, προς τον σκοπόν αυτόν δεν αμφιβάλλομεν, ότι
το Κέντρον θα διευρύνει τον αγώνα του ώστε να περιλάβη εις αυτόν και
άλλα θέματα ζωτικών ενδιαφέροντα τον Ελληνικόν Λαόν. Συμφέρον έχει
επίσης το Κέντρον να πείση τα μη κομματιζόμενα κρατικά όργανα, τα
οποία βεβαίως είναι και τα περισσότερα, ότι η Ένωσις Κέντρου δεν είναι
εχθρός του Κράτους, ούτε των ευσυνειδήτων δημοσίων λειτουργών,
αλλά των ολίγων ασυνειδήτων οργάνων τα οποία ΕΠΡΟΔΩΣΑΝ ΤΟ
ΚΑΘΗΚΟΝ ΤΩΝ.83

Η παραδοχή ότι η ενότητα του Κέντρου υπήρξε εν πολλοίς αποτέλεσμα του


ανένδοτου σε συνδυασμό με τη διευκρίνιση του πολιτικού στίγματος του κόμματος,
αποτελούσε για το Βήμα στοιχείο πρωταρχικής σημασίας. Με έντονες ακόμη τις
φυγόκεντρες τάσεις στο εσωτερικό του κόμματος, που θα μπορούσαν να ενισχυθούν
λόγω της παρατεταμένης παραμονής εκτός κυβέρνησης, η επιβεβαίωση των στόχων
και της στρατηγικής του Κέντρου έδειχνε μονόδρομος για την πολιτική επιβίωσή του.
Στο πνεύμα αυτής της παραδοχής, η εφημερίδα επέλεξε να απορρίψει τις φήμες περί
πιθανότητας συμμετοχής στην κυβέρνηση, που είχαν ήδη από τα τέλη Δεκεμβρίου
διαρρεύσει ως πρόθεση κορυφαίων στελεχών. Τοποθετώντας λοιπόν ως κύριο και
μόνο στόχο του κόμματος τη διενέργεια ελεύθερων εκλογών, πρότεινε επιτακτικά τη
διεύρυνση της θεματολογίας του ανένδοτου, προκειμένου σε αυτόν να περιληφθούν
και άλλα ζητήματα που απασχολούσαν τους Έλληνες. Πρόκειται για μία ακόμη
έκφραση της ανησυχίας πολλών στελεχών του κόμματος, που διέβλεπαν ότι μία
περαιτέρω κόπωση από την εξαντλητική ανάλυση του ζητήματος της βίας και της
νοθείας θα μπορούσε να οδηγήσει σε σταδιακή αποστασιοποίηση τμημάτων της
κοινωνίας από το Κέντρο.

83
«Προς διεύρυνση του μετώπου: απολογισμός και σκοποί ενός μεγάλου αγώνος», Το Βήμα, 18
Φεβρουαρίου 1962.

84
Κινούμενος σε αυτό το πνεύμα, ο βουλευτής της Ένωσης Κέντρου και πρώην
αρχηγός του Δημοκρατικού Κόμματος Εργαζομένου Λαού, Στέλλιος Αλλαμανής,
σημείωνε σε συνομιλία του με αξιωματούχους της αμερικανικής πρεσβείας ότι το
καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα του ανένδοτου θα ήταν η παραίτηση της κυβέρνησης
Καραμανλή και η δημιουργία μίας μεταβατικής κυβέρνησης από την ΕΡΕ και
βουλευτές της αντιπολίτευσης, η οποία θα προκήρυσσε εκλογές σε εύλογο χρονικό
διάστημα με αναλογικό σύστημα. Αναφορικά δε με την αξιωματική αντιπολίτευση,
εκτιμούσε ότι ο ανένδοτος «παρείχε μία αίσθηση ενότητας στους οπαδούς του
Κέντρου, κάτι που ήταν προαπαιτούμενο για την δημιουργία κομματικής
οργάνωσης».84 Όπως προκύπτει και από αυτή την αναφορά, οι ζυμώσεις στην Ένωση
Κέντρου ήταν έντονες, τόσο σε σχέση με την πορεία του ανένδοτου, όσο και σε
σχέση με την εσωτερική οργάνωση του κόμματος και τη θέση των διαφορετικών
συνισταμένων του στη χάραξη πολιτικής. Σε αυτό το κλίμα, η συνεκτική δυναμική
της αντιπολιτευτικής τακτικής έμοιαζε πολύτιμη.

Αν και το θέμα των εκλογών του Οκτωβρίου συνέχιζε να κυριαρχεί,


παράλληλα συζητείτο και το σχέδιο νόμου του υπουργείου Συντονισμού «περί
κυρώσεως της συμφωνίας της συνιστώσης σύνδεσιν μεταξύ Ελλάδος και Ευρωπαϊκής
Οικονομικής Κοινότητος και ρυθμίσεως ζητημάτων τινών, σχετικών προς την
εφαρμογήν αυτής».85 Επρόκειτο για ένα κομβικής σημασίας σχέδιο νόμου, που
αποτελούσε βασική προτεραιότητα της κυβέρνησης Καραμανλή, επί της οποίας είχε
σε κάθε ευκαιρία δηλώσει τη συμφωνία της και η Ένωση Κέντρου. 86 Οι μικρές
ενστάσεις που διατυπώνονταν από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης
αφορούσαν στην έλλειψη επαρκούς προετοιμασίας της χώρας προκειμένου να
ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που απέρρεαν από τη συμφωνία σύνδεσης με την

84
Memorandum of conversation Stelios Alamanis, John Tsouderos/Monteagle Stearns, 17
Φεβρουαρίου 1962, Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59, 781.00/2-1762.
85
Το σχέδιο νόμου είχε κατατεθεί από τους υπουργούς Συντονισμού Παναγή Παπαληγούρα και
Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ, στις 9 Ιανουαρίου 1962 και η σχετική συζήτηση είχε ξεκινήσει στις
24 Ιανουαρίου 1962· για το ζήτημα της Σύνδεσης με την ΕΟΚ βλ. ενδεικτικά, Πάνος Καζάκος,
Ανάμεσα σε κράτος και αγορά: οικονομία και οικονομική πολιτική στη μεταπολεμική Ελλάδα (1944-
2000), (Αθήνα, 2000), σσ. 231-248.
86
Ο Πάνος Καζάκος σημειώνει σχετικά: «Οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου είδαν σωστά ότι η ένταξη
στην ΕΟΚ συνεπαγόταν μία επιλογή που ευνοούσε και ενίσχυε τους θεσμούς της οικονομίας της
αγοράς (ή της μικτής οικονομίας), μαζί άλλωστε με τους δημοκρατικούς θεσμούς. Για τον λόγο αυτό
δεν υπήρχαν διαφορές ανάμεσα στα κόμματα του Κέντρου και στην ΕΡΕ. Και οι δύο χώροι
υποστήριζαν σε γενικές γραμμές ένα φιλελεύθερο καθεστώς για τη χώρα, ενώ οι επικριτές της
Σύνδεσης, διάφορες παραλλαγές σοσιαλιστικής οικονομία, από τριτοκοσμικές ως ορθόδοξες κατά το
πρότυπο των πρώην σοσιαλιστικών χωρών, Πάνος Καζάκος, Ανάμεσα σε κράτος και αγορά, ο.π., σελ.
243.

85
ΕΟΚ.87 Η σχετική συζήτηση, που κράτησε περίπου ένα μήνα γινόταν κατά κανόνα
παρουσία πολύ λίγων βουλευτών,88 με βασικά χαρακτηριστικά τις «γενικόλογες
τοποθετήσεις και τη μικρή δημοσιογραφική κάλυψη». 89 Είναι ενδεικτικό άλλωστε,
ότι η ψήφιση κατ’ άρθρο κατά τη β’ συζήτηση του νομοσχεδίου, καλύφθηκε από την
Ελευθερία με ένα μικρό κείμενο τριών παραγράφων στην τελευταία σελίδα της
εφημερίδας.90

Υπό το βάρος του ανένδοτου, που συνέχιζε να κυριαρχεί στην πολιτική


ατζέντα των ημερών, το συγκεκριμένο νομοσχέδιο – τομή για την οικονομική
ανάπτυξη της χώρας και την ενσωμάτωση στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι – πέρασε σχεδόν
απαρατήρητο από την ελληνική κοινωνία. Από την άλλη, η δέσμευση της Ένωσης
Κέντρου ότι δεν θα μετείχε στις ψηφοφορίες της βουλής, θα μπορούσε να θέσει εν
αμφιβόλω βασικές πολιτικές επιλογές της Κεντρώας παράταξης, όπως η σταθερή
προσήλωση στη δυτικού τύπου δημοκρατία. Προκειμένου να αποφευχθούν οι
σκόπελοι, το νομοσχέδιο υπερψηφίστηκε κατ’ άρθρο, παρουσία της αξιωματικής
αντιπολίτευσης. Με τον τρόπο αυτό, «το Κέντρο δεν εκτέθηκε απέχοντας από μία
τόσο σημαντική ψηφοφορία, ενώ η κυβέρνηση μπορούσε πλέον να υποστηρίζει ότι το
νομοσχέδιο είχε εγκριθεί σχεδόν ομόφωνα από τη Βουλή». 91

Το τέλος της πρώτης φάσης: η καταψήφιση της πρότασης παραπομπής

Η πρώτη φάση του ανένδοτου αγώνα της Ένωσης Κέντρου, έληξε με την
ολοκλήρωση της συζήτησης επί των προτάσεων παραπομπής των τεσσάρων μελών
της υπηρεσιακής κυβέρνησης Δόβα στο Ειδικό δικαστήριο. Λαμβάνοντας τον λόγο
για πρώτη φορά στο πλαίσιο της συγκεκριμένης διαδικασίας, ο Γεώργιος
Παπανδρέου εξέθεσε όλα τα στοιχεία που – σύμφωνα με το Κέντρο – αποδείκνυαν

87
Βλ. ενδεικτικά τις τοποθετήσεις του Στέφανου Στεφανόπουλου και του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 27η, 7 Φεβρουαρίου
1962, τόμος Β’ σσ. 48-68.
88
Ralph Murray προς Foreign Office, 6 Μαρτίου 1962, FO 371/163443/8.
89
Brewster προς Department of State, 5 Φεβρουαρίου 1962, (joint weeka no 5), Washington D.C.,
NARA State Department Papers, RG 59, 781.00 (W)/2-562.
90
Ελευθερία, 27 Φεβρουαρίου 1962.
91
Βλ. σχετική ανάλυση στο Brewster προς Department of State, 3 Μαρτίου 1962, (joint weeka no 9),
Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59, 781.00 (W)/3-362.

86
τις γενόμενες παρατυπίες κατά τη διεξαγωγή των εκλογών του Οκτωβρίου του
1961.92

Εκκινώντας από την προσωπική του διαδρομή ο αρχηγός της αξιωματικής


αντιπολίτευσης, υπογράμμισε την συνεισφορά του ίδιου και της παράταξής του κατά
τη διάρκεια των τελευταίων πενήντα ετών στην χώρα και το έθνος. Επρόκειτο αφενός
για μία προσπάθεια απάντησης έναντι των αιτιάσεων που είχαν εγερθεί γύρω από την
έλλειψη πολιτικού έργου του ίδιου και την ανεπάρκεια του κόμματός του να
εκφράσει με σταθερότητα τα ιδανικά της εθνικοφροσύνης και αφετέρου για μία
επίκληση στην παραταξιακή συνέχεια και υπερηφάνεια, ενδεικτική της τάσης της
Ένωσης Κέντρου να επικαλείται τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Οι αναφορές του στη
θητεία του ως υπουργός Παιδείας και ως πρωθυπουργός της Απελευθέρωσης,
επιβεβαίωναν τη στόχευση των παρεμβάσεών του. Ειδικότερα μάλιστα για την
περίοδο της πρωθυπουργίας του το 1944 σημείωσε: «Υπήρξε μία κρίσιμος ώρα της
Ελληνικής ιστορίας και ευχαριστώ τον Θεόν, ότι μου έδωσε την δύναμιν και την
έμπνευσιν να εξασφαλίσω την ελευθερίαν του λαού».93 Τέλος, αναφερόμενος στην
βραχεία θητεία του ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης το 1950-1951 και υπουργός
Συντονισμού για επτά μήνες, επισήμανε τις αναπτυξιακές πρωτοβουλίες που είχε
αναλάβει στα δύσκολα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.

Σε σχέση με το πολιτικό στίγμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης,


καταφέρθηκε εναντίον όσων αμφισβητούσαν το εθνικό φρόνημα του Κέντρου,
σημειώνοντας: «Ουδέποτε κατεδέχθημεν να μονοπωλήσωμεν, ή να καπηλευθώμεν
τον πατριωτισμόν. Θεωρούμεν, ότι και εσείς και ημείς είμεθα εξ ίσου πατριώται.
Αυτή είναι η ιδική μας πεποίθησις. Είμεθα και οι δύο εθνικόφρονες». 94 Στο πλαίσιο
αυτό, αναφέρθηκε στους σταθμούς της ελληνικής ιστορίας από την περίοδο των
Βαλκανικών και της Συνθήκης της Λωζάννης, με την οποία «συνέβη ο νικητής
Κεμάλ να υπογράψη την εγκατάλειψιν της Κύπρου από το Τουρκικόν κράτος. Και
συνέβη η Ελλάς η ισχυρά Ελλάς του 1959, να υπογράψη την επάνοδον του
Τουρκικού Κράτους εις την Κύπρον»· ως την Απελευθέρωση και την νίκη επί της
Αριστεράς στον Εμφύλιο. Με την παραπάνω εισαγωγική ανάλυση, ο Γεώργιος
92
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 44η, 2 Μαρτίου 1962,
τόμος Β’ σσ. 507-514.
93
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 44η, 2 Μαρτίου 1962,
τόμος Β’ σελ. 508.
94
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 44η, 2 Μαρτίου 1962,
τόμος Β’ σελ. 508.

87
Παπανδρέου επεδίωκε να θέσει τους όρους της συζήτησης μέσα από το ιστορικό
παράδειγμα, αποτρέποντας συσχετισμούς του κόμματός του με πολιτικές
αμφισβήτησης των θεσμών και των βασικών πολιτικών επιλογών της χώρας, μέσω
επιχειρημάτων περί «συνοδοιπορίας» με την ΕΔΑ.95 Με παρέμβασή του ο υπουργός
Οικονομικών Σπύρος Θεοτόκης αιτιολόγησε τις σχετικές καταγγελίες κατηγορώντας
τον Παπανδρέου για σύμπτυξη «Λαϊκού Μετώπου» στις εκλογές του 1956. Στην
απάντησή του, ο αρχηγός του Κέντρου υποστήριξε ότι η σύμπραξη με την Αριστερά
κατέστη αναπόφευκτη λόγω του εκλογικού νόμου, που είχε ψηφίσει η πλειοψηφία,
δημιουργώντας «κατάστασιν ανάγκης». Σε μία προσπάθεια, μάλιστα, αναγωγής στο
παρόν, σημείωνε «Και ειδοποιούμεν. Πρέπει να γνωρίζουν, ότι όσοι δημιουργούν
καταστάσεις ανάγκης, αυτοί είναι οι υπεύθυνοι. Ειδοποιούμεν και δια το μέλλον». 96
Αποτελούσε όμως αυτή η τοποθέτηση μία απειλή του αρχηγού του Κέντρου για
πιθανή επαναπροσέγγιση με την Αριστερά; Αναμφίβολα όχι. Η σχετική περικοπή
δείχνει περισσότερο να απευθύνεται προς εξωκοινοβουλευτικούς παράγοντες της
πολιτικής ζωής, η πίεση των οποίων προς την κυβέρνηση θα μπορούσε να αποβεί
εξαιρετικά επωφελής για τους στόχους της Ένωσης Κέντρου. 97

Επανερχόμενος στο ζήτημα του τρόπου διεξαγωγής των εκλογών, ο αρχηγός


του Κέντρου δόμησε την ανάλυσή του σε δύο άξονες: την παράθεση στοιχείων που
αποδείκνυαν – κατά τον ίδιο – τις εκλογικές παρατυπίες, και την περαιτέρω πορεία
του ανένδοτού αγώνα μετά τη λήξη της πρώτης φάσης του. Σύμφωνα με την
προσέγγισή του, ο περιορισμός της απήχησης της Αριστεράς έπρεπε να γίνεται μέσα
από την εμπέδωση της Δημοκρατίας, που διαμορφώνει συνειδητούς ψηφοφόρους.
Αντ’ αυτού, κατηγόρησε την ΕΡΕ ότι προτιμούσε να προσφεύγει στη βία, η οποία

95
Ερμηνεύοντας την τακτική του Κέντρου, ο Αναστάσιος Πεπονής σημείωνε σχετικά με το ζήτημα της
«συνοδοιπορίας»: «Το σύνθημα, το επιχείρημα το Α και το Ω της τακτικής της ΕΡΕ, του παρακράτους
και των Ανακτόρων – των ανακτορικών μάλλον για να είμαι απολύτως ειλικρινής – κατά του
Παπανδρέου, όπως και παλιότερα κατά του Πλαστήρα, ήταν η “συνοδοιπορία”. Ότι παραδίδεται η
Ελλάδα εις τον Κομμουνισμόν. Αυτό ήταν ο πυρήνα της πολιτικής τους αντίθεσης προς την Ένωση
Κέντρου και προς τα παλαιότερα σχήματα του Κέντρου. Κατά συνέπειαν ο Παπανδρέου και η Ένωση
Κέντρου προσπαθούσαν επειδή ήταν εκ των πραγμάτων πολυσυλλεκτικό κόμμα η Ένωση Κέντρου,
προσπαθούσαν, βεβαίως να αποδείξουν την αλήθεια, ότι δεν θα έκαναν μία ακραία έξαλλη
αντικομμουνιστική πολιτική, (…) [αλλά] προσπαθούσαν να αποδείξουν [και] ότι δεν θα έδιναν την
Ελλάδα στον κομμουνισμό. Αυτό ήταν ένα πρόβλημα υπαρκτό». Αναστάσιος Πεπονής, συνέντευξη
στον γράφοντα, 12 Δεκεμβρίου 2005.
96
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 44η, 2 Μαρτίου 1962,
τόμος Β’ σελ. 522.
97
Σε αυτό το συμπέρασμα φαίνεται να οδηγείται και ο νέος πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών
Henry Labouisse σε μία από τις πρώτες εκθέσεις του προς το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών.
Labouisse προς Department of State, 5 Μαρτίου 1962, Washington D.C., NARA State Department
Papers, RG 59, 781.00/3-562.

88
«έχει βραχυπροθέσμους ωφελείας υπέρ του κόμματος. Αλλά βλάπτει
μακροπροθέσμως το Έθνος».98 Για τον Παπανδρέου, ο εκβιασμός του ψηφοφόρου
μπορούσε να αποβεί μοιραίος για την πορεία του δημοκρατικού πολιτεύματος καθώς
«όσοι βιάζονται μισούν και γίνονται το υλικόν της επαναστάσεως του μέλλοντος».
Επιχειρώντας να θέσει τα όρια μεταξύ της πρακτικής των δύο αστικών κομμάτων, ο
Παπανδρέου επαγγέλθηκε την αφομοίωση των ψηφοφόρων της ΕΔΑ μέσω της
ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Στο πλαίσιο αυτό, αναφέρθηκε σε συγκεκριμένα
παραδείγματα από όλη την Ελλάδα, όπου είχαν πλέον προκύψει καταδικαστικές
αποφάσεις της δικαιοσύνης έναντι κρατικών οργάνων, που αποδεδειγμένα είχαν
εκβιάσει την ψήφο πολιτών, κυρίως με τη χρήση χειρόγραφων ψηφοδελτίων.99

Προχωρώντας στο ζήτημα της νοθείας, ο αρχηγός του Κέντρου το


χαρακτήρισε «ηθικόν θέμα βαρείας μορφής» κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι
ψευδόταν βεβαιώνοντας πράξεις που είχαν διαψευσθεί από την δικαστική εξέταση.
Αναφερόμενος σε παράνομες εγγραφές και στον ρόλο του Στρατού, υποστήριξε ότι η
έκταση της νοθείας υπήρξε τέτοια που ανέτρεψε τα αριθμητικά δεδομένα της
δύναμης των κομμάτων σε ολόκληρες περιοχές, κυρίως της Αττικής. Κάνοντας,
μάλιστα σχετικούς υπολογισμούς, ανέφερε ότι στην περιοχή της πρωτεύουσας το
φαινόμενο είχε τόση έκταση, ώστε ακόμη και με τους πλέον συντηρητικούς
υπολογισμούς είχε ενισχύσει την ΕΡΕ τουλάχιστον κατά 7%.

Ειδική αναφορά τέλος έκανε στον ρόλο των εξωκοινοβουλευτικών


παραγόντων, αρνούμενος ότι το κόμμα του επεδίωκε την παρέμβαση ξένων
δυνάμεων στην εσωτερική πολιτική, συμπληρώνοντας: «αλλά όπως δεν δεχόμεθα
επέμβασιν υπέρ ημών, δεν δεχόμεθα επίσης επέμβασιν ούτε υπέρ άλλων, ούτε

98
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 44η, 2 Μαρτίου 1962,
τόμος Β’ σελ. 509.
99
Ειδικά για τις περιπτώσεις εκβιασμού ψηφοφόρων, ο Γεώργιος Παπανδρέου αναφέρθηκε αναλυτικά
στην τακτική που, σύμφωνα με τον εισαγγελέα έδρας, είχε ακολουθήσει αστυνομικός στην Μεθώνη
Μεσσηνίας. Επρόκειτο για συγκεκριμένη μέθοδο, όπου μετά από τρεις κλήσεις του ψηφοφόρου στο
τμήμα, μετά από ερωτήσεις εξυβρίσεις ακόμη και ξυλοδαρμούς, ο ψηφοφόρος προμηθευόταν
χειρόγραφα ψηφοδέλτια αντίγραφα των οποίων τηρούσε ο σταθμάρχης του αστυνομικού τμήματος. Η
δίκη είχε προβληθεί όλες τις προηγούμενες ημέρες από τον αντιπολιτευόμενο τύπο, ως ένδειξη της
μεθοδολογίας και της έκτασης των φαινομένων βίας σε ολόκληρη τη χώρα. Βλ Ελευθερία, 28
Φεβρουαρίου – 2 Μαρτίου 1962. Είναι χαρακτηριστικό, πάντως το σχετικό σχόλιο του συμβούλου της
αμερικανικής πρεσβείας Dan Brewster, ο οποίος ανέφερε: «Ο αντιπολιτευόμενος τύπος αναγνώρισε
στην καταδίκη μία ακόμη επιβεβαίωση των εκλογικών παρατυπιών. Ο συμπολιτευόμενος τύπος
απάντησε ότι το γεγονός ότι ο αξιωματικός είχε δικαστεί επιβεβαίωνε την ύπαρξη δικαιοσύνης αντί
του τρόμου που ισχυριζόταν η αντιπολίτευση. Και έτσι η αντιπαράθεση συνεχίζεται». Brewster προς
Department of State, 3 Μαρτίου 1962, (joint weeka no 9) Washington D.C., NARA State Department
Papers, RG 59, 781.00 (W)/3-362.

89
εναντίον ημών».100 Αντίστοιχη απάντηση έδωσε, μάλιστα, και έναντι όσων
κατηγορούσαν το Κέντρο ότι επιζητούσε την εύνοια των Ανακτόρων. Τονίζοντας ότι
δεν επιδιώκει την εύνοια, αλλά δεν πρόκειται να δεχθεί και καμία εύνοια προς
άλλους, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατέληγε:

Το πολίτευμα της Ελλάδος είναι Βασιλευομένη Δημοκρατία. Αλλά


σήμερον, έπειτα από αυτό το πραξικόπημα είναι Βασιλευομένη, αλλά
έπαυσε να είναι Δημοκρατία. Ζητούμεν να γίνη και πάλιν Δημοκρατία. Η
αποστολή του Ανωτάτου Άρχοντος είναι να διεκπεραιώνει την θέλησιν
του κυριάρχου λαού, να εναρμονίζη την θέλησιν του λαού και της
Εθνικής Αντιπροσωπείας. Αλλά όταν η θέλησις του λαού παραβιάζεται,
τότε προκύπτει η αρμοδιότης του ρυθμιστού του Πολιτεύματος. Και
είναι η σημερινή περίπτωσις. 101

Η αιτιολόγηση της πρότασης παραπομπής των μελών της κυβέρνησης Δόβα


ολοκληρώθηκε με τη δέσμευση του αρχηγού του Κέντρου ότι θα επεδίωκε την
απόδοση των αναλογούντων ευθυνών και σε μέλη της ΕΡΕ, «όταν ο Ελληνικός λαός
δώση την πλειοψηφίαν εις εκείνους, οι οποίοι θα αποκαταστήσουν την Δημοκρατίαν».
Για τον Γεώργιο Παπανδρέου, η αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας
μπορούσε να περάσει μόνο μέσα από ελεύθερες εκλογές, κατά τις οποίες οι πολίτες θα
μπορούσαν να εκφράσουν αβίαστα τη θέλησή τους. Σύμφωνα με αυτή την
προσέγγιση, ζήτησε μεταβατική κυβέρνηση, η οποία εφαρμόζοντας δίκαιο εκλογικό
σύστημα θα μπορούσε να οργανώσει τις επόμενες εκλογές. Δεσμευόμενος, μάλιστα
ότι θα σεβαστεί το αποτέλεσμα των εκλογών, όποιο και αν είναι, κατέληγε «αυτό είναι
το τίμιον αίτημα το οποίον διατυπώνομεν. Και αυτός είναι ο αγών, τον οποίον θα

100
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 44η, 2 Μαρτίου
1962, τόμος Β’ σελ. 508. Έχει ενδιαφέρον ότι η ομιλία του Γεωργίου Παπανδρέου συνέπεσε με την
άφιξη του νέου πρέσβη των Ηνωμένων Πολιτειών Henry Labouisse. Στο κύριο άρθρο της, μάλιστα, η
Ελευθερία σημείωνε, αναφερόμενη στον νέο πρέσβη: «θα διαπιστώση με φρίκην είμεθα βέβαιοι, διότι
προηγείται αυτού φήμη εντίμου ανδρός και ειλικρινούς δημοκράτου, ότι η δημοκρατία πνέει τα
λοίσθια εις την κοιτίδα της. Δεν ζητεί ο ελληνικός λαός αντιστρόφως επεμβάσεις από τον νέον
πρεσβευτήν. Του ζητεί να ασκήση τα καθήκοντά του προς τον ελληνικόν λαόν». «Ο νέος Πρέσβυς»,
Ελευθερία, 2 Μαρτίου 1962.
101
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 44η, 2 Μαρτίου
1962, τόμος Β’ σελ. 513.

90
συνεχίσωμεν και εντός της Βουλής και εκτός της Βουλής και εντός της Δικαιοσύνης
και εντός του λαού». 102

Στην απάντησή του, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Παναγιώτης


Κανελλόπουλος, έκανε λόγο για σχέδιο που εξυφάνθηκε δύο ημέρες μετά τις εκλογές,
προκειμένου να δημιουργηθεί στην κοινή γνώμη «ψευδής συνείδησις ότι υπήρξεν
όργιο». Εγκαλώντας την Ένωση Κέντρου ότι δεν προέβη σε καταγγελία κατά τη
νύχτα των εκλογών, κατέληγε ότι «εάν υπήρχε συνείδησις ότι υπήρξεν όργιον δεν θα
ήτο αναγκαίον να επιχειρήση ο κ. Παπανδρέου και να επιχειρήση η Ένωσις Κέντρου
να την δημιουργήση, όπως είπεν απόψε».103 Αντίθετα, εκτιμούσε ότι εάν η ΕΡΕ είχε
σκοπό να εφαρμόσει σχέδιο βίας και νοθείας, δεν θα είχε κανέναν λόγο να προβεί σε
τόσο εκτεταμένες παραχωρήσεις υπέρ της Ένωσης Κέντρου στον ψηφισθέντα
εκλογικό νόμο.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει, άλλωστε, η απάντησή του στην ιστορική


αναδρομή, την οποία είχε επιχειρήσει νωρίτερα ο αρχηγός του Κέντρου. Ξεκινώντας
τη σχετική ανάλυση από την προσωπική του επιλογή να μένει ανεπηρέαστος από τα
γεγονότα του Διχασμού, με τον οποίο είχε συνδεθεί και η οικογένειά του, έκανε λόγο
για την προσπάθειά του ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 να παραμείνει
αμερόληπτος. Αντιδρώντας σε κάθε προσπάθεια αναβίωσης του Διχασμού,
υποστήριξε ότι μετά από σαράντα χρόνια το διακύβευμα είχε πλέον αλλάξει για την
ελληνική κοινωνία και κάθε αναφορά στο παρελθόν θα μπορούσε να αποβεί μοιραία:

Αι τραγικαί εκείναι συνθήκαι υπερνικήθησαν, και δεν είναι


επιτετραμμένος να τας επικαλήται με αυτόν τον άνετον και αυτονόητον
τρόπον ένας σημερινός ρήτωρ εναντίον των αντιπάλων του. Ποίων
αντιπάλων; Των αποθανόντων; Των τυφεκισθέντων; Ημείς δεν
υπήρξαμεν αντίπαλοί σας τότε, ούτε σεις αντίπαλοί μας. Ζούμεν εις τα
1962. Οπισθέν μας, έχομεν τον συμμοριτοπόλεμον. Προ του

102
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 44η, 2 Μαρτίου
1962, τόμος Β’ σελ. 514.
103
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 44η, 2 Μαρτίου
1962, τόμος Β’ σελ. 516.

91
συμμοριτοπολέμου την κατοχήν. Προ της κατοχής την Αλβανίαν και το
πολύ πολύ έως εκεί ημπορεί να φθάσωμεν.104

Για τον Κανελλόπουλο η ομόφωνη καταδίκη των διχαστικών λογικών του


Μεσοπολέμου, φάνταζε αυτονόητη για την επιβίωση του αστικού κόσμου. Θέτοντας
τα χρονικά όρια της νέας εποχής, τοποθετούσε τις αστικές δυνάμεις έναντι του νέου
αντιπάλου που στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου ήταν ο κομμουνισμός, αρνούμενος
την αναβίωση παλαιότερων διακρίσεων.105 Άλλωστε, η επίκληση της απαρχής της
νέας αυτής εποχής, από το έπος του ’40, μία επέτειο ενότητας και όχι διχασμού, αυτόν
ακριβώς τον σκοπό εξυπηρετούσε. Στο πλαίσιο της ίδιας συλλογιστικής, ο
αντιπρόεδρος της κυβέρνησης προχώρησε ακόμη περισσότερο υποστηρίζοντας ότι το
γεγονός της πτώσης των παλαιών διαχωριστικών γραμμών επιβεβαιωνόταν στην
πράξη από τη συμμετοχή στην ΕΡΕ, τουλάχιστον κατά 40%, βενιζελογενών στελεχών.

Από την ανάλυση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου δεν έλειψαν – αν και


εξαιρετικά περιορισμένες – και αναφορές σε συγκεκριμένες περιπτώσεις εκλογικών
παρατυπιών.106 Επιμένοντας ότι οι καταγγελίες αφορούσαν συγκεκριμένες
περιπτώσεις επί των οποίων είχε επιληφθεί η δικαιοσύνη και ότι δεν υπήρχε καμία
περίπτωση αποδεδειγμένης διπλοψηφίας, κάλεσε το Κέντρο να αποφύγει τον σκόπελο
της «δειγματοληψίας». Σημειώνοντας πως δεν μπορεί να θεωρεί δεδομένο, ότι κάτι
που συνέβη σε μία δεδομένη περίπτωση συνέβη κατ’ αντιστοιχία και σε ολόκληρη τη
χώρα, υποστήριξε ότι θα μπορούσε και το δικό του κόμμα να προσκομίσει αποδείξεις
περιπτώσεων «εκβιασμών πάσης φύσεως εις βάρος μας». Τέλος, σε σχέση με τους
υπολογισμούς της Ένωσης Κέντρου για το εύρος της νοθείας στην Αττική, απάντησε
ότι τέτοιου είδους δεδομένα δεν θα ήταν δυνατόν να θεωρηθούν αξιόπιστα, καθώς

104
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 44η, 2 Μαρτίου
1962, τόμος Β’ σελ. 520.
105
Για τη λειτουργία των ζητημάτων που άπτονταν της δεκαετίας του ’40 στον πολιτικό λόγο της ΕΡΕ,
βλ. σχετικά, Ελένη Πασχαλούδη, Ένας πόλεμος δίχως τέλος: η δεκαετία του 1940 στον πολιτικό λόγο
(1950-1967), (Θεσσαλονίκη, 2010), σσ. 84-107.
106
Σε μεταγενέστερη ανάλυσή του, ο Κανελλόπουλος υποστήριξε ότι η ΕΡΕ θα κέρδιζε τις εκλογές
του ’61 αν και πιθανόν με κάπως μικρότερο ποσοστό που όμως δεν θα της ήταν απαραίτητο.
Ειδικότερα μάλιστα αναφορικά με τον ρόλο του Στρατού σημείωνε: «θεωρώ πολύ πιθανό, ότι μία
μάλλον ολιγάριθμη κατηγορία αξιωματικών του Στρατού είχε επίσης επιχειρήσει - στις περιοχές και
σφαίρες που μπορούσε να το κάμει – να ενισχύσει την ΕΡΕ στις εκλογές του 1961. (…) Αλλά
αποκλείεται να είχε γνώση αυτών των ανοησιών και ατοπημάτων ο Κ. Καραμανλής». Παναγιώτης
Κανελλόπουλος, Πως εφθάσαμεν στην 21η Απριλίου 1967 – 1940-1944 Εθνική Αντίστασση: Ιστορικά
δοκίμια (Αθήνα, 1997), σσ. 48-49.

92
στερούνταν λογικού περιεχομένου. Καταλήγοντας, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος
αναφέρθηκε στις πιθανές συνέπειες της τακτικής του Κέντρου, σημειώνοντας
χαρακτηριστικά:

Η βλάβη, εις την οποίαν χωρίς να το θέλουν οι κύριοι, θα ήτο δυνατόν να


οδηγήση τον τόπον η προσπάθεια αυτή του κυρίου Παπανδρέου, και της
ΕΚ δεν επήλθε και δεν θα επέλθη, αλλά θα ήτο δυνατόν να επέλθη και
έπρεπε να σκεφθή ο κ. Παπανδρέου, ότι εάν ο αγών του είχε την
πιθανότητα να ευοδοθή θα ήταν δυνατόν να έχη οδυνηρά αποτελέσματα
εις βάρος της χώρας, θα ήτο δυνατόν να κλονισθούν τα πάντα.107

Η συζήτηση έληξε με την τοποθέτηση του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της


ΕΔΑ Ηλία Ηλιού, ο οποίος αφού έκανε εκτεταμένη αναφορά σε περιπτώσεις όπου
ασκήθηκε βία έναντι οπαδών του κόμματός του και κατέθεσε λίστες με καταδίκες
αστυνομικών από τη δικαιοσύνη, ανέλυσε τη δράση του Στρατού και των ΤΕΑ
εμμένοντας στη χρήση ψυχολογικής βίας και την τακτική των χειρόγραφων
ψηφοδελτίων. Κάνοντας μία γενικότερη αποτίμηση των ευθυνών για την πορεία της
δημοκρατίας στη χώρα, ο βουλευτής της ΕΔΑ ανέβασε τους τόνους της
αντιπαράθεσης στρεφόμενος ανοικτά κατά μελών της πλειοψηφίας, που με τα
λεγόμενά τους επιχειρούσαν, σύμφωνα με την προσέγγισή του, να διχάσουν εκ νέου
τον λαό:

Ο λαός αισθάνεται οργήν και αγανάκτησιν εναντίον εκείνων, οι οποίοι


αφού συνεργάσθησαν με τον κατακτητήν, αφού συνεδέθησαν με τον
Μέρτεν, αφού υπέγραψαν την Ζυρίχην, κάμνουν τον πατριωταράν,
έναντι εκείνων, οι οποίοι έδωσαν δείγματα πατριωτισμού δια να
ημπορούν να αλυσωδένουν και αλυσώδετον να σκυλεύουν τον λαόν.
Σήμερον όμως κλείνει απλώς η πρώτη φάσις των λαϊκών αγώνων. Οι
αγώνες αυτοί θα συνεχισθούν, ο Ελληνικός λαός έκαμε την εκλογήν του,

107
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 44η, 2 Μαρτίου
1962, τόμος Β’ σελ. 523.

93
όπως ο παλαιός Ηρακλής, και εδιάλεξε τον δρόμον της Αρετής και της
Ελευθερίας.108

Η ολοκλήρωση της συζήτησης ακολουθήθηκε από την μυστική ψηφοφορία


κατά την οποία η πρόταση παραπομπής των τεσσάρων μελών της κυβέρνησης Δόβα
καταψηφίστηκε, από την κυβερνητική πλειοψηφία, τους βουλευτές του κόμματος των
Προοδευτικών και τους παρόντες ανεξάρτητους βουλευτές.109 Επρόκειτο για
αναμενόμενη εξέλιξη, απαραίτητη όμως για τη συνέχιση του ανένδοτου αγώνα του
Κέντρου. Η εξαντλητική αυτή κοινοβουλευτική διαδικασία, έδωσε στα κόμματα της
αντιπολίτευσης τη δυνατότητα να καταθέσουν στοιχεία και να αναδείξουν
περιπτώσεις εκλογικών παρατυπιών, παράλληλα με τον έλεγχο που διεξήγαγε η
δικαιοσύνη. Αν και μετά από δύο μήνες συζητήσεων τα επιχειρήματα είχαν καταστεί
επαναλαμβανόμενα και είχε μάλλον «χαθεί ο ενθουσιασμός και η διάθεση για
πολιτική αντιπαράθεση, που χαρακτήριζε τις συνεδριάσεις του Ιανουαρίου», 110 ο
δυναμισμός της ηγετικής ομάδας του Κέντρου έμοιαζε αστείρευτος. Έτσι, η πρώτη
φάση αυτού του τόσο σύνθετου και πολυεπίπεδου εγχειρήματος – του ανένδοτου
αγώνα – τερματίστηκε παραχωρώντας τη θέση της στο εξαγγελθέν άνοιγμα προς την
κοινωνία με την «Πορεία στον Λαό».

108
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 44η, 2 Μαρτίου
1962, τόμος Β’ σελ. 534.
109
Πιο συγκεκριμένα, ψήφισαν συνολικά 280 βουλευτές, υπέρ της παραπομπής του Κ. Δόβα 88 και
κατά 189· υπέρ της παραπομπής Χ. Ποταμιάνου 88 και κατά 189· υπέρ της παραπομπής του Ν.
Λιανόπουλου 80 και κατά 197·υπέρ της παραπομπής του Π. Καλογερόπουλου 89 και κατά 189.
Πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ότι ειδικά για την περίπτωση του υπηρεσιακού υπουργού Εσωτερικών
Ν. Λιανόπουλου, εκτιμάται ότι πρέπει να καταψήφισαν την πρόταση και 10 περίπου βουλευτές της
αντιπολίτευσης. βλ. Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση
44η, 2 Μαρτίου 1962, τόμος Β’ σελ. 535.
110
Brewster προς Department of State, 3 Μαρτίου 1962, (joint weeka no 9) Washington D.C., NARA
State Department Papers, RG 59, 781.00 (W)/3-362.

94
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Η «ΠΟΡΕΙΑ ΣΤΟΝ ΛΑΟ»

Μάρτιος-Αύγουστος 1962

Η απόφαση της Ένωσης Κέντρου να προχωρήσει στη διοργάνωση σειράς


ανοικτών συγκεντρώσεων και εκδηλώσεων, όπως κωδικοποιήθηκε μέσα από το
σύνθημα «Πορεία στον Λαό», υποδήλωνε με ενάργεια την επιδίωξή της να μην μείνει
ανεκμετάλλευτο το momentum της κοινωνικής δυναμικής, που είχε αναπτυχθεί κατά
τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής διαδικασίας των προηγούμενων μηνών. Επιπλέον,
γινόταν σαφές ότι ο ανένδοτος αγώνας θα επεκτεινόταν, περιλαμβάνοντας κάθε
τομέα κυβερνητικής πολιτικής, παράλληλα με την εξακολουθητική προσπάθεια
απόδειξης των ενεργειών που συνετέλεσαν στην «νόθευση» του αποτελέσματος των
εκλογών του προηγούμενου Οκτωβρίου. Το ίδιο διάστημα, επρόκειτο να
δοκιμαστούν και οι αντιστάσεις του κόμματος στις – ανέκαθεν υπαρκτές –
φυγόκεντρες τάσεις, που χαρακτήριζαν το Κέντρο. Κατά τη διάρκεια του
καλοκαιριού του 1962, αμφισβητήσεις έναντι του στρατηγικού εγχειρήματος του
ανένδοτου θα εγείρονταν και πάλι υπογραμμίζοντας για μία ακόμη φορά την ανάγκη
σφυρηλάτησης της ενότητας του χώρου.

Η δραστηριοποίηση της ΟΝΕΚ

Το άνοιγμα στην κοινωνία, που είχε εξαγγείλει από τις αρχές Φεβρουαρίου η
αξιωματική αντιπολίτευση, σηματοδοτήθηκε με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο:
μέσω της διοργάνωσης της πρώτης μεγάλης συγκέντρωσης της Οργάνωσης Νέων
Ένωσης Κέντρου [ΟΝΕΚ]1 σε κεντρική θεατρική αίθουσα της Αθήνας, στις 5
Μαρτίου 1962.2 Η συγκέντρωση στο θέατρο Χατζηχρήστου, που οργανώθηκε κατά

1
Για την ΟΝΕΚ, βλ. επίσης, Αριστείδης Πάνος (επιμ.), Ο Γεώργιος Παπανδρέου και η νεολαία: 35
χρόνια ΟΝΕΚ-30 χρόνια ΕΔΗΝ (Αθήνα, 1997).
2
Η συγκέντρωση χαρακτηρίστηκε «προθέρμανση» για την συγκέντρωση του Ηρακλείου λίγες ημέρες
αργότερα, Brewster προς Department of State, 14 Μαρτίου 1962, (joint weeka no 10) Washington
D.C., NARA State Department Papers, RG 59, 781.00 (W)/3-1462.

95
κύριο λόγο από τον Ελευθέριο Βερυβάκη,3 αποτελούσε σαφές προανάκρουσμα της
πορείας του ανένδοτου στο μέλλον. Λίγες ημέρες νωρίτερα, η νεολαία της ΕΔΑ είχε
ήδη διατυπώσει πρόταση συνεργασίας των νεολαιών, αναγνωρίζοντας προφανώς την
σημασία αυτής της κινητοποίησης των δυνάμεων του Κέντρου. Με ανακοίνωσή της,
που δημοσιεύθηκε στην Αυγή λίγες ημέρες πριν την εκδήλωση, στρεφόταν κατά του
«διμέτωπου αγώνα» της ηγεσίας του Κέντρου τον οποίο χαρακτήριζε «ολέθριο
σφάλμα» που είχε ως αποτέλεσμα «την επικάθηση της καραμανλικής
ευνοιοκρατίας». Σύμφωνα με την σχετική ανάλυση, τέτοιου είδους διαιρέσεις δεν
ήταν δυνατόν να υπάρχουν μεταξύ των εκπροσώπων της νέας γενιάς, καταλήγοντας:
«Τείνουμε αδελφικά το χέρι προς όλες τις οργανώσεις και τις καλούμε σαλπίζοντας
και από την πλευρά τους το σάλπισμα της εθνοσωτήριας ενότητας της νεολαίας να
την οδηγήσουν ενωμένοι στον ευγενικό αγώνα της για τη δημοκρατία και την
προκοπή της Ελλάδας».4 Προανάκρουσμα μεταγενέστερων αντίστοιχων
προσκλήσεων της Αριστεράς, η πρόταση της νεολαίας της ΕΔΑ έδινε τον τόνο της
ευρύτερης στρατηγικής της έναντι του Κέντρου. Μίας στρατηγικής που συνίστατο
στην επισήμανση της ανάγκης ενότητας και κοινής δράσης, στον αντίποδα των
εκπεφρασμένων θέσεων της ηγεσίας της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Αν και ο αριθμός των παρευρισκομένων δεν είναι εύκολο να αποδοθεί με


ακρίβεια,5 ήταν σαφές ότι με αυτή τη εκδήλωση το Κέντρο άνοιγε δίαυλο
επικοινωνίας με το δυναμικότερο τμήμα του πληθυσμού: την νεολαία. Μετά τον
χαιρετισμό του προέδρου της ΟΝΕΚ Αλέκου Χρυσικόπουλου, μίλησε ο Γεώργιος
Μυλωνάς, ο οποίος εκτός από τις καταγγελίες για τις εκλογές του 1961 αναφέρθηκε
και στο πρόγραμμα του Κέντρου για την νεολαία. Σε συμβολικό επίπεδο, πάντως, η
σημαντικότερη στιγμή της συγκέντρωσης ήταν η άνοδος του Γεωργίου Παπανδρέου
στο βήμα, όταν εν μέσω επευφημιών απευθύνθηκε στους συγκεντρωμένους και
αναφέρθηκε στην πρώτη φάση του αγώνα στην βουλή, όταν – κατά τον ίδιο – είχε
καταστεί κοινή συνείδηση ότι «η Βουλή είναι νόθος και η κυβέρνησις παράνομος».

3
«Την ΟΝΕΚ εγώ την έφτιαξα. Τις πρώτες αιτήσεις της ΟΝΕΚ τις έκανα εγώ εις το Γενικό Επιτελείο
Αεροπορίας, όπου τύπωσα την αίτηση. Και κάποια στιγμή κάτι με πήραν χαμπάρι και μου
διεμήνυσαν…, επειδή ήμουν από στρατιωτική οικογένεια και δεν ήθελαν να φερθούν έτσι βάρβαρα,
Έκανα συγκεντρώσεις τότε, διοργάνωνα συγκεντρώσεις, αυτή τη συγκέντρωση στου Χατζηχρήστου
τότε, την οργάνωσα από εκεί [ΓΕΑ] όλη». Ελευθέριος Βερυβάκης, συνέντευξη στον γράφοντα, 22
Ιανουαρίου 2006.
4
«Αδελφικό χέρι», Η Αυγή, 1 Μαρτίου 1962.
5
Κατά τις φιλοκυβερνητικές πηγές στην συγκέντρωση μετείχαν 1.500 άτομα, αριθμός που ανέβαινε
στις 5.000 σύμφωνα με τις εφημερίδες του Κέντρου, βλ. σχετικά Ελευθερία, 6 Μαρτίου 1962.

96
Οριοθετώντας τη νέα αυτή προσπάθεια του Κέντρου κάλεσε τους νέους να είναι
παρόντες στους αγώνες της κοινωνίας, σημειώνοντας: «Δύο μεγάλαι ιδέαι έχουν
δονήση την Ελλάδα: πρώτον η ιδέα της Μεγάλης Ελλάδος και έπειτα σήμερον η
μεγάλη ιδέα της Δημοκρατίας».6 Επιμένοντας στις έμμεσες αναφορές στην εποχή του
Εθνικού Διχασμού, ο αρχηγός της Ένωσης Κέντρου έδινε το στίγμα μίας πολεμικής
έναντι της κυβέρνησης, που επρόκειτο να κυριαρχήσει στην ρητορική των επόμενων
εβδομάδων. Την συγκέντρωση ακολούθησε πορεία προς την Ομόνοια στην οποία
ακούστηκε έντονα το σύνθημα «Ενότητα», προερχόμενο από οπαδούς της Αριστεράς,
οι οποίοι ενώθηκαν με τους συγκετρωμένους έξω από το θέατρο.

Στην δυναμική αντιπαράθεση των επόμενων μηνών, η ΟΝΕΚ ανέλαβε


κεντρικό ρόλο. Έτσι, για πρώτη φορά, η νεολαία του Κέντρου, που μέχρι τότε έδειχνε
μάλλον ανίσχυρη, ανασυγκροτήθηκε και ενισχύθηκε σημαντικά. Καθ’ όλη τη
διάρκεια των προηγούμενων ετών, ο χώρος της νεολαίας στην αντιπολίτευση είχε
κυριαρχηθεί από την ΕΔΑ, και το κόμμα των Προοδευτικών, η νεολαία του οποίου
είχε σαφώς σημαντικότερη ισχύ, από το ίδιο το κόμμα του Σπύρου Μαρκεζίνη. Από
την πλευρά του Κέντρου, αντίθετα, η νεολαία αποτελείτο από «ομάδες ανθρώπων,
κυρίως στο περιβάλλον του βουλευτή, χωρίς μαζικότητα». 7 Η ισχνή παρουσία της
νεολαίας των Φιλελευθέρων, δεν έδειχνε να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στη
δυναμική της νέας εποχής. Την αναδιοργάνωση του φορέα ανέλαβαν ο Ελευθέριος
Βερυβάκης, ο Απόστολος Κακλαμάνης και ο Αλέκος Χρυσικόπουλος, ενώ στην
πορεία ενσωματώθηκαν ομάδες αγροτιστών του Αλέξανδρου Μπαλτατζή, μέλη του
ΔΚΕΛ που είχαν ακολουθήσει τον Στέλιο Αλλαμανή, καθώς και μέλη της
Δημοκρατικής Ένωσης του Ηλία Τσιριμώκου.8 Τέλος, σύνδεσμος της νεολαίας με
την Ένωση Κέντρου ήταν ο Γιώργος Μυλωνάς, ο οποίος παρά ταύτα δεν είχε
σημαίνοντα ρόλο στην λήψη των αποφάσεων που αφορούσαν την ακολουθούμενη
τακτική.9 Με αυτό το σχήμα, και πολλές εσωτερικές τριβές κατά τη διάρκεια των
επόμενων μηνών, η νεολαία της Ένωσης Κέντρου, επρόκειτο να αποτελέσει βασικό
βραχίονα του ανένδοτου αγώνα, ο οποίος άλλωστε έχει εύστοχα χαρακτηριστεί ως
«αρχή» και «καταλύτης» για τη νεολαία. 10

6
Ελευθερία, 6 Μαρτίου 1962.
7
Ελευθέριος Βερυβάκης, συνέντευξη στον γράφοντα, 22 Ιανουαρίου 2006.
8
Ελευθέριος Βερυβάκης, συνέντευξη στον γράφοντα, 22 Ιανουαρίου 2006.
9
Απόστολος Κακλαμάνης, συνέντευξη στον γράφοντα, 5 Απριλίου 2006.
10
Γιάννης Τζαννετάκος, συνέντευξη στον γράφοντα, 4 Μαρτίου 2006.

97
Η μάχη για το Στέμμα

Η εγκαινιασθείσα από τη συζήτηση της βουλής προσπάθεια του Γεωργίου


Παπανδρέου να συνδέσει ιστορικά το παρόν με την πορεία και τη δράση της
κεντρώας παράταξης, ήδη από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων δεν ήταν τυχαία.
Συνεπής στην γραμμή του διμέτωπου αγώνα, ο Παπανδρέου προφανώς κατανοούσε
πως προκειμένου να γίνει διακριτό το στίγμα του Κέντρου τόσο σε σχέση με την
Αριστερά όσο και σε σχέση με την Δεξιά, έπρεπε να ακολουθηθεί συγκεκριμένη
στρατηγική. Σύμφωνα με αυτήν, το κόμμα διαχωριζόταν από την Αριστερά μέσω της
επίκλησης του ρόλου του Κέντρου στην ήττα των κομμουνιστών κατά τη διάρκεια
του Εμφυλίου· και από την Δεξιά μέσω της επαναφοράς στον δημόσιο λόγο του
Εθνικού Διχασμού. Όπως έχει εύστοχα υποστηριχθεί, η Ένωση Κέντρου
διεκδικώντας την παρακαταθήκη του βενιζελισμού, έψεγε τους αντιπάλους της
παραλληλίζοντάς τους ακόμη και με την φαυλοκρατία του 19ου αιώνα, με στόχο τη
σαφή διάκρισή της από την άλλη εθνικόφρονα παράταξη.11

Η τακτική αυτή εντάθηκε και με την παράλληλη αναμόχλευση του ζητήματος


του Εθνικού Διχασμού μέσα από τις στήλες του αντιπολιτευόμενου Τύπου. Με σειρά
ταυτόχρονων δημοσιευμάτων, που αναφέρονταν επικριτικά στην ανάμιξη του
Στέμματος στα πολιτικά πράγματα της χώρας, οι βασικές εφημερίδες του Κέντρου
εγκαινίασαν τη δεύτερη αυτή φάση του ανένδοτου στις αρχές Μαρτίου. Ενδεικτικά, η
Ελευθερία δημοσίευσε από τις 4 Μαρτίου 1962 ιστορική έρευνα με τίτλο «Ο φάκελος
του Διχασμού», στα Νέα εντάχθηκε στις 5 Μαρτίου αντίστοιχο αφιέρωμα με τίτλο
«Βασιλικό αντάρτικο», ενώ από το Βήμα συνεχιζόταν το ιστορικό αφήγημα με τίτλο
«Η τραγωδία του Διχασμού».12

Η άμεση αντίδραση της κυβέρνησης, μέσω ανακοίνωσης που εξεδόθη στις 5


Μαρτίου, έκανε λόγο για «προσπάθεια όπως, έξω του πλαισίου της αντικειμενικής

11
Ελένη Πασχαλούδη, «Μνήμη και πολιτικός λόγος», στο Άλκης Ρήγος, Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης,
Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Η «σύντομη» δεκαετία του ’60, ο.π., σελ. 157· Για τη χρήση του
Εθνικού Διχασμού ως στοιχείου πολιτικού προσδιορισμού του Κέντρου, βλ. Ηλίας Νικολακόπουλος,
«Αναζητώντας το Κέντρο: Οι εκλογικές περιπλανήσεις μίας δεκαπενταετίας (1946-1961), στο
Γεώργιος Παπανδρέου 60 χρόνια, ο.π., σσ. 451-453· επίσης του ιδίου, Η καχεκτική δημοκρατία, ο.π.,
σελ. 34.
12
Η αποδοχή των εν λόγω ιστορικών αφηγημάτων γίνεται σαφής από σχετική αναφορά της
αμερικανικής πρεσβείας. Σε έκθεσή της, μία εβδομάδα μετά την έναρξη των εν λόγω ιστορικών
αφηγημάτων, έκανε λόγο για αύξηση της κυκλοφορίας των Νέων και της Ελευθερίας κατά περίπου
5.000 φύλλα ημερησίως, Brewster προς Department of State, 14 Μαρτίου 1962, (joint weeka no 10)
Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59, 781.00 (W)/3-1462.

98
ιστορικής ερεύνης, επανέλθη εις την επιφάνειαν ο ευτυχώς από μακρών ετών και δη
διά των κοινών εθνικών αγώνων αμφοτέρων των μερίδων υπερνικηθείς διχασμός του
1915». Την ίδια ημέρα η Ένωση Κέντρου απάντησε με ανακοίνωσή της: «Εις μάτην
ελπίζουν οι ευνοηθέντες και οι κάπηλοι του Στέμματος ότι θα κατορθώσουν να
επιζήσουν εμφανιζόμενοι ως Ηρακλείς. Η δημοκρατία θα νικήση».13 Σκληρή υπήρξε
και η τοποθέτηση της Ελευθερίας έναντι της κυβερνητικής παρέμβασης, στο κεντρικό
άρθρο της την επομένη:

Αφού εκαπηλεύθησαν και απεμύζησαν το Στέμμα κατά τον χυδαιότερον


τρόπον, αφού το εξέθεσαν ανεπανορθώτως εις την κοινήν συνείδησιν μη
τολμώντες ποτέ να εισηγηθούν με παρρησίαν τα ορθά και τα δέοντα
(…),ενεφανίσθησαν χθες οι ένοχοι ως Ηρακλείς, δια να το
προστατεύσουν. Όσον αφορά το Στέμμα ειδικώς, προειδοποιήσαμεν
εγκαίρως, επαναλαμβάνομεν και σήμερον: όταν τηρείται ειλικρινώς το
πολίτευμα, ουδείς δύναται να θέση καθεστωτικόν, όταν παραβιάζεται
ουδείς ημπορεί να αποτρέψη το καθεστωτικόν. Ο έχων ώτα ακούειν,
ακουέτω.14

Την πολιτική αντιδικία γύρω από την στάση του πολιτικού κόσμου έναντι του
Στέμματος, ενέτεινε και η πρωτοβουλία δέκα υπουργών και υφυπουργών της
κυβέρνησης, που προέρχονταν από το κόμμα των Φιλελευθέρων, να αμφισβητήσουν
την άποψη που είχε εκφράσει ο αρχηγός του Κέντρου από το βήμα της βουλής,
διεκδικώντας για το κόμμα του τον ρόλο του συνεχιστή της βενιζελικής παράδοσης.15
Καταγγέλλοντας ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου διέπραττε «μίαν ηθικώς και πολιτικώς
απαράδεκτον τυμβωρυχίαν, ανασύρας εκ της λήθης τον προ 45ετίας διχασμόν του
Έθνους και τα εξ αυτού τραγικά γεγονότα», εξέφραζαν επιφυλάξεις σχετικά με τα

13
Ελευθερία, 6 Μαρτίου 1962.
14
«Προς Ηρακλείς», Ελευθερία, 6 Μαρτίου 1962.
15
Την ανακοίνωση υπέγραφαν οι: Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσα, υπουργός Εξωτερικών· Γρηγόριος
Κασιμάτης υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων · Δημήτριος Μακρής, υπουργός Προεδρίας
της Κυβερνήσεως· Κωνσταντίνος Αδαμόπουλος, υπουργός Γεωργίας ·Δημήτριος Βρανόπουλος,
υπουργός Συγκοινωνιών· Στυλιανός Κοτιάδης, υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας· Διονύσιος Μανέντης,
υπουργός Βορείου Ελλάδος· Στυλιανός Κούνδουρος, υφυπουργός Εθνικής Αμύνης· Δημήτριος
Αλιπράντης, υφυπουργός Οικονομικών· Αλέξανδρος Θεοδοσιάδης, υφυπουργός Δημοσίων Έργων, βλ.
σχετικά, Η Καθημερινή, 8 Μαρτίου 1962.

99
κίνητρα της επιλογής του αρχηγού της αντιπολίτευσης. Υποστηρίζοντας μάλιστα, ότι
στόχος της ΕΡΕ ήταν η «οριστική υπερνίκηση του παλαιού διχασμού», 16 σημείωναν
ότι αυτό προέκυπτε και από τη στελέχωση του κόμματος, στις τάξεις του οποίου από
τους 175 βουλευτές οι 55 προέρχονταν από την βενιζελική παράταξη. Η ανακοίνωση
των στελεχών της ΕΡΕ κατέληγε με αιχμές έναντι του Γεωργίου Παπανδρέου για την
επιλογή του να αποστασιοποιηθεί κατά διαστήματα από το παλαιοβενιζελικό χώρο,
και σε σχέση με την απόφαση να συμπράξει με την ΕΔΑ στις εκλογές του 1956, για
την οποία ανέφεραν ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος «αν έζη, θα τους απεδοκίμαζε».

Στην απάντησή του, ο αρχηγός του Κέντρου υποστήριξε ότι βρέθηκε στην
ανάγκη να επικαλεσθεί το παρελθόν, όταν τέθηκε εν αμφιβόλω ο πατριωτισμός του
κόμματός του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είχε στόχο να ανακινήσει το παρελθόν. 17
Σαφώς αιχμηρότερη υπήρξε η αντίδραση του Σοφοκλή Βενιζέλου, που έκανε λόγο
για καιροσκοπισμό και προσωπικό συμφέρον των «εξ αποστασίας υπουργών της
ΕΡΕ», καταλήγοντας: «Σωφρονέστερον συνεπώς θα ήτο εάν τουλάχιστον
εσιώπων».18 Η διαμάχη συνεχίστηκε με νέες εκατέρωθεν κατηγορίες, που σε μεγάλο
βαθμό έδειχναν να μονοπωλούν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Μάλιστα, ο
Αμερικανός πρέσβης εκτιμούσε ότι επρόκειτο για μία προσπάθεια της κυβέρνησης
«να αποτρέψει τον Παπανδρέου από το να καλυφθεί με τον μανδύα του
βενιζελισμού», υποστηρίζοντας όμως ότι θα μπορούσε να εμπλέξει την κυβέρνηση σε
μία «ανούσια δημόσια συζήτηση» ικανή να προκαλέσει καταστροφικές τάσεις.19 Τις
απόψεις της κεντρώας αντιπολίτευσης, σε σχέση με τις ανακοινώσεις των δέκα
στελεχών της ΕΡΕ, συνόψισε σε κεντρικό άρθρο της η Ελευθερία λίγες ημέρες
αργότερα.

Ούτε η ΕΡΕ αποτελεί «νέον πολιτικόν κίνημα», όπως ισχυρίζονται οι


εξαπολυθέντες κατά της Ενώσεως Κέντρου υπουργοί, ούτε η Ένωσις
Κέντρου απεκόπη από τας ιστορικάς πηγάς της. Η ΕΡΕ δια του
μεταβατικού σταθμού του Συναγερμού είναι το Λαϊκόν Κόμμα «υπό

16
Ο συγκεκριμένος στόχος αποτελούσε, ήδη από την ιδρυτική διακήρυξη της ΕΡΕ το 1956, οργανικό
τμήμα του λόγου του κόμματος.
17
Για την ανακοίνωση βλ. Ελευθερία, 8 Μαρτίου 1962.
18
Ελευθερία, 9 Μαρτίου 1962.
19
Labouisse προς Department of State, 12 Μαρτίου 1962,Washington D.C., NARA State Department
Papers, RG 59, 781.00/3-1262.

100
παναμαϊκήν σημαίαν» και η Ένωσις Κέντρου εκφράζει την παράδοσιν
του φιλελευθερισμού με τα επιτεύγματά της και τας ατυχίας της.
Πάντως, αν είναι αδύνατος η αναζωπύρωσις των παθών και των
φανατισμών του διχασμού του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, δεν είναι
καθόλου απίθανος η πρόκλησις ενός νέου διχασμού εξ ίσου ολεθρίου με
τον παλαιόν ή και χειροτέρου, με άλλο εντελώς περιεχόμενον. Ήδη τα
σπέρματά του υπάρχουν και αναπτύσσονται με ρυθμόν ανησυχητικόν. 20

Πόσο αιτιολογημένη ήταν όμως η ανησυχία των στελεχών της κυβέρνησης ότι
η Ένωση Κέντρου «βάδιζε στα ίχνη του παλαιού Διχασμού»; 21 Όπως επισημάνθηκε
παραπάνω, το ένδοξο παρελθόν της Φιλελεύθερης παράταξης αποτελούσε για το
Κέντρο αναπόσπαστο στοιχείο της ταυτότητάς του και η επίκληση των επιτευγμάτων
της επιβεβαίωνε τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των δύο «εθνικοφρόνων»
παρατάξεων. Σταδιακά όμως η υπόρρητη απειλή μίας πιθανής εκτράχυνσης του
πολιτικού βίου στα όρια του Διχασμού, έδειχνε να καθίσταται τμήμα της τακτικής του
Ανένδοτου. Επρόκειτο για ένα μάλλον εκβιαστικό δίλημμα προς το πολιτικό σύστημα
της χώρας, καθώς μία ενδοαστική διαιρετική τομή προξενούσε έκδηλα αισθήματα
ανασφάλειας στο ρευστό ψυχροπολεμικό περιβάλλον των αρχών της δεκαετίας του
1960.

Η πολιτική αντιπαράθεση με αφετηρία θέματα που άπτονταν, άμεσα ή


έμμεσα, του Στέμματος συνεχίστηκε στα μέσα του μήνα. Αφορμή αποτέλεσε η
συζήτηση στη βουλή του σχεδίου νόμου του υπουργείου Οικονομικών «περί προικός
της Βασιλόπαιδος Σοφίας», το οποίο προέβλεπε την καταβολή ποσού εννέα
εκατομμυρίων δραχμών ή τριακοσίων χιλιάδων δολαρίων προς την κόρη του βασιλιά
Παύλου. Το ζήτημα είχε προκαλέσει αντιδράσεις ήδη ένα μήνα νωρίτερα, κατά την
κατάθεση του σχετικού σχεδίου νόμου στη βουλή.22 Τότε, η αντιπολίτευση είχε
εκφράσει τις ενστάσεις της πρωτίστως κατά της κυβέρνησης και μόνο δευτερευόντως
κατά του Στέμματος. Η Ελευθερία, συνδέοντας το θέμα της προικοδότησης της
Σοφίας με την εύνοια των Ανακτόρων προς την ΕΡΕ στις εκλογές του Οκτωβρίου,
εκτιμούσε ότι η ενέργεια αποτελούσε «χειρίστην υπηρεσίαν προς το Στέμμα, διότι θα

20
«Ο αληθής κίνδυνος», Ελευθερία, 11 Μαρτίου 1962.
21
Γεώργιος Ράλλης, συνέντευξη στον γράφοντα, 18 Ιανουαρίου 2006.
22
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 35η, 19 Φεβρουαρίου
1962, τόμος Β’ σελ. 246.

101
δώση αφορμή να λεχθούν πολλά πικρά και δυσάρεστα», καταλήγοντας δηκτικά:
«Δωρεάν ελάβατε, δωρεάν δότε!».23

Η συζήτηση συνεχίστηκε επί τρεις συνεδριάσεις,24 παρά την αρχική πρόθεση


της κυβέρνησης να ακολουθήσει την διαδικασία του κατεπείγοντος.25 Στην αγόρευσή
του ο υπουργός Οικονομικών Σπύρος Θεοτόκης επεχείρησε να συνδέσει το θέμα με
αντίστοιχες προικοδοτήσεις πριγκιπισσών στο παρελθόν. Κάνοντας μία αναδρομή
στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αντίστοιχες περιπτώσεις που είχε αντιμετωπίσει το
ελληνικό κοινοβούλιο, υποστήριξε ότι η επιβάρυνση ως ποσοστό επί των εσόδων του
κρατικού προϋπολογισμού ήταν μικρότερη σε σχέση με τις αντίστοιχες περιπτώσεις
του παρελθόντος. Υποστηρίζοντας ότι επρόκειτο για ένα έθιμο που συνεχιζόταν όχι
μόνο ως ένδειξη της «υπερηφανείας και της ευθιξίας του ελληνικού λαού», αλλά και
ως αποτέλεσμα της οικονομικής αδυναμίας του Στέμματος, αντέδρασε στις αιτιάσεις
ότι η κυβέρνηση με αυτό το νομοσχέδιο επεδίωκε να «εμφανίση εαυτήν ωσάν
διαδραματίζουσαν τον ρόλον του Ηρακλέους του Στέμματος».26

Από την πλευρά της Ένωσης Κέντρου, ο βουλευτής Γεώργιος Μπακατσέλος


υποστήριξε ότι το κόμμα του ήταν αντίθετο με τον θεσμό της προίκας,
χαρακτηρίζοντάς τον «αναχρονιστικόν και απηρχαιωμένον».27 Αντ’ αυτού, το Κέντρο
πρότεινε να δοθεί γαμήλιο δώρο αντί προίκας αντίστοιχο αυτού που είχε δοθεί στην
πριγκίπισσα Αικατερίνη το 1947.28 Υπερβαίνοντας το θέμα της συζήτησης, ο αρχηγός
του Κέντρου έθεσε το ζήτημα σε πολιτικό επίπεδο, εντάσσοντάς το στη γενικότερη
στρατηγική αμφισβήτησης των κυβερνητικών πρωτοβουλιών. Αφού τάχθηκε και ο
ίδιος ενάντια στο θεσμό της προίκας εν γένει, στράφηκε κατά της στάσης της
κυβέρνησης έναντι του Στέμματος, αναφέροντας χαρακτηριστικά «το Στέμμα δεν έχει

23
«Δωρεάν δότε…», Ελευθερία, 21 Φεβρουαρίου 1962.
24
Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι η συγκεκριμένη συζήτηση πραγματοποιήθηκε τις ημέρες που η
σύσσωμη η βασιλική οικογένεια απουσίαζε από την Αθήνα, πραγματοποιώντας πολυήμερη περιοδεία
στην Βόρεια Ελλάδα (βλ. παρακάτω).
25
Η πρόταση της κυβέρνησης ήταν να υπάρξει μία μόνον ανάγνωση του σχεδίου νόμου, μετά όμως
από πρόταση της ΕΔΑ αποφασίστηκε να ακολουθηθεί η τακτική διαδικασία, ήτοι σε δύο αναγνώσεις.
26
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 46η, 14 Μαρτίου
1962, τόμος Β’ σσ. 568-571.
27
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 46η, 14 Μαρτίου
1962, τόμος Β’ σσ. 571-574.
28
Τότε είχε δοθεί ποσό 10.000 χάρτινων λιρών που αντιστοιχούσε σε περίπου 40.000 δολάρια.

102
ανάγκην Ηρακλέων. Είναι βέβαιον. Οι Ηρακλείς έχουν ανάγκην του Στέμματος. Και
από αυτούς τους Ηρακλείς πρέπει να προφυλαχθεί το Στέμμα.29

Η ένταση γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα συνεχίσθηκε και τις επόμενες


ημέρες με τις τοποθετήσεις βουλευτών της συμπολίτευσης και των κομμάτων της
αντιπολίτευσης που αντίκειντο στο νομοσχέδιο. Το πολιτικό, όμως διακύβευμα της εν
λόγω διαδικασίας ήταν σαφώς πιο ηχηρό. Η ανοικτή πλέον αντιπαράθεση μεταξύ
κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, γύρω από τα προνόμια της βασιλικής οικογένειας
και τον ρόλο της πλειοψηφίας στην προάσπισή τους, ήταν πλήρως εναρμονισμένη με
τις απαιτήσεις του ανένδοτου. Στρεφόμενη κυρίως ενάντια στις επιλογές της
κυβέρνησης, η Ένωση Κέντρου προειδοποιούσε για τις συνέπειες που θα μπορούσαν
αυτές να έχουν σε μία κοινωνία εν βρασμώ.30 Το θέμα της προίκας της Σοφίας
εξελίχθηκε σε σύνθημα των αντικυβερνητικών κινητοποιήσεων, επιβεβαιώνοντας τις
προβλέψεις του Γεωργίου Μπακατσέλου που μιλώντας από το βήμα της βουλής είχε
παρατηρήσει:

αληθής υπηρεσία προς το Στέμμα είναι η καταψήφισις του νομοσχεδίου.


Καταψηφιζόμενον το νομοσχέδιον, θέλει λησμονηθή· υπερψηφιζόμενον
και κυρούμενον, ουδέποτε θα λησμονηθή.31

Την θέση του κόμματός του περί κατάργησης του θεσμού της προίκας ως
αναχρονιστικού, υπογράμμισε, και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, εμμένοντας στην
πρόταση για προσφορά ενός συμβολικού δώρου. Επιχειρώντας όμως μία εις βάθος
εξέταση του ζητήματος, ο Κρητικός πολιτικός εντόπισε την επιχειρηματολογία του
στα ανάμεικτα συναισθήματα που είχαν επικρατήσει στην κοινή γνώμη,
σημειώνοντας ότι η κυβερνητική απόφαση αντιστρατευόταν τα αισθήματα του

29
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 46η, 14 Μαρτίου
1962, τόμος Β’ σελ. 575.
30
Επικαλούμενος την αναταραχή που είχε δημιουργηθεί, ο εφοπλιστής Αριστοτέλης Ωνάσης
απέστειλε στον Κωνσταντίνο Καραμανλή μία επιταγή 300.000 δολαρίων, την οποία θα μπορούσε η
κυβέρνηση να χρησιμοποιήσει χωρίς να αναφέρει το όνομα του δωρητή. Ο πρωθυπουργός δεν
αποδέχθηκε την προσφορά σημειώνοντας ότι η κυβέρνηση δεν θα μπορούσε «να υποκύψη εις τας
ωμάς εκβιάσεις της αντιπολιτεύσεως, η επικράτησις των οποίων θα οδηγήση θάττον ή βράδιον εις την
κατάλυσιν του πολιτεύματος ή την αναρχίαν». Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (γεν. επιμ.), ο.π., τόμος 5,
σελ. 317.
31
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 46η, 14 Μαρτίου
1962, τόμος Β’ σελ. 573.

103
ελληνικού λαού.32 Στην ίδια κατεύθυνση, ο αρχηγός του Κέντρου έκανε λόγο για
βάρβαρο θεσμό και μορφή σωματεμπορίας που δεν θα μπορούσε «εις εποχήν, η οποία
καθιέρωσε την ισότητα των φύλων, να επιζή».33

Η μετάθεση του κέντρου του ενδιαφέροντος από τις υπερβολικές απαιτήσεις


της βασιλικής οικογένειας, στις ευθύνες της κυβέρνησης έδειχνε να αποτελεί για μία
ακόμη φορά την τακτική του Κέντρου. Γνωρίζοντας τις πιέσεις που δεχόταν η
κυβερνητική παράταξη από το Παλάτι, ο Γεώργιος Παπανδρέου επέλεγε να οξύνει
ακόμη περισσότερο τα πνεύματα επιχειρώντας να αποκομίσει πολιτικά οφέλη, από
την αντιπαράθεση γύρω από τον ρόλο και τα προνόμια της βασιλικής οικογένειας.
Ένα ζήτημα που – κατά τον Henry Labouisse – προκαλούσε την κοινή γνώμη σε
βαθμό που δεν είχαν πετύχει ως τότε οι καταγγελίες της Ένωσης Κέντρου για τις
εκλογές του 1961.34

Ήταν όμως μόνον αυτά τα κριτήρια της μείζονος αντιπολίτευσης; Σίγουρα


εκτός των καθαρά πολιτικών ωφελημάτων, η στάση της Ένωσης Κέντρου εξέφραζε
ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, το οποίο αισθανόταν προσβεβλημένο από
τις προκλητικές απαιτήσεις των Ανακτόρων. Σε μία κοινωνία που προβάλει το αίτημα
της ανάπτυξης και της κοινωνικής εξέλιξης, ο θεσμός έμοιαζε όχι απλά να απέχει από
αυτά τα ζητούμενα, αλλά και να κάνει ό,τι μπορεί για να αποτρέψει την επίτευξή τους.
Προφανώς το ζήτημα της προικοδότησης της Σοφίας δεν αποτελούσε μείζον ζήτημα,
παρά μόνον σε επίπεδο σημειολογικό. Το πολιτικό σύστημα καλείτο να εκπροσωπήσει
μία κοινωνία που έθετε υπό αμφισβήτηση αυτές τις παγιωμένες προσεγγίσεις, και σε
αυτή την αντιπαράθεση, τα όρια μεταξύ εκσυγχρονιστικών και αναχρονιστικών
δυνάμεων δεν ταυτίζονταν απαραίτητα με τις κομματικές γραμμές.35

32
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 46η, 14 Μαρτίου
1962, τόμος Β’ σσ. 574-575.
33
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 46η, 14 Μαρτίου
1962, τόμος Β’ σελ. 575.
34
Labouisse προς Department of State, 22 Μαρτίου 1962, Washington D.C., NARA State Department
Papers, RG 59, 781.00/3-2262.
35
Λίγους μήνες αργότερα, άλλωστε, ο ίδιος ο πρωθυπουργός επρόκειτο να εκφράσει την άποψή του,
όταν σε επιστολή που απηύθυνε προς τον βασιλιά υποστήριζε ότι οι δημόσιες δαπάνες προκειμένου να
ικανοποιούνται οι επιθυμίες του Στέμματος θα έπρεπε να αποφεύγεται, όταν δεν είναι απολύτως
αναγκαία, συμπληρώνοντας «Εις τον τομέαν δε ακριβώς αυτόν νομίζω ότι διεπράχθησαν τον
τελευταίον καιρόν αρκετά σφάλματα από όλους μας», Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (γεν. επιμ.), ο.π.,
τόμος 5, σελ.470.

104
Σύντονες δραστηριότητες: από την επαναληπτική εκλογή της
Θεσσαλονίκης στη συγκέντρωση του Ηρακλείου

Λίγες ημέρες πριν την συγκέντρωση της Ένωσης Κέντρου στο Ηράκλειο της
Κρήτης, μία απόφαση του εκλογοδικείου επρόκειτο να ενισχύσει ακόμη περισσότερο
την επιχειρηματολογία της Ένωσης Κέντρου γύρω από τις εκλογές του Οκτωβρίου.36
Πιο συγκεκριμένα, μετά από ένσταση που είχε κατατεθεί από τον υποψήφιο του
Κέντρου στην Β’ περιφέρεια Θεσσαλονίκης Στέφανο Τσαπάρα κατά της εκλογής του
υποψηφίου της ΕΡΕ Χρυσόστομου Κανδυλιάρη, το εκλογοδικείο ακύρωσε την
εκλογή σε τέσσερα εκλογικά τμήματα ανοίγοντας τον δρόμο για επαναληπτική εκλογή
στα συγκεκριμένα τμήματα.37 Το γεγονός, μάλιστα, ότι η διαφορά μεταξύ ΕΡΕ και
Ένωσης Κέντρου στην περιοχή είχε κυμανθεί κατά τις εκλογές του Οκτωβρίου μόλις
στις 251 ψήφους και ότι στα συγκεκριμένα τμήματα είχαν μετάσχει περίπου 2500
ψηφοφόροι, καθιστούσε εξαιρετικά πιθανή μια ανατροπή του αποτελέσματος, που θα
σήμαινε την απώλεια μίας έδρας για την ΕΡΕ. Η απόφαση χαιρετίστηκε από την
αξιωματική αντιπολίτευση, ως απόδειξη της ορθότητας των ισχυρισμών της και
επιβεβαίωση του κλίματος τρομοκρατίας, που είχε επικρατήσει στην επαρχία τόσο
κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου όσο και κατά τη διεξαγωγή των εκλογών
της 29ης Οκτωβρίου.

Στις 27 Μαρτίου 1962, η κοινοβουλευτική ομάδα της Ένωσης Κέντρου,


αποφάσισε, ότι το κόμμα θα έπρεπε επισήμως να απέχει από την επαναληπτική
εκλογή της Θεσσαλονίκης. Επρόκειτο για μία απόφαση που εδράζετο στην
πεποίθηση, ότι το κόμμα έπρεπε να παραμείνει αμετακίνητο στην άρνησή του να
αναγνωρίσει ως νόμιμη την κυβέρνηση Καραμανλή.38 Με δεδομένο όμως ότι στην
επαναληπτική εκλογή θα έπρεπε να λάβουν μέρος οι ίδιοι υποψήφιοι που είχαν
αναμετρηθεί και στις εκλογές του Οκτωβρίου, η τοποθέτηση αυτή του Κέντρου,

36
Στις 16 Μαρτίου, το εκλογοδικείο είχε εκδώσει ακόμη δύο αποφάσεις, που αφορούσαν την ακύρωση
της εκλογής των βουλευτών Χρήστου Αποστολάκου της ΕΡΕ, και Μανώλη Γλέζου της ΕΔΑ, των
οποίων τις έδρες κατέλαβαν οι Γρηγόρης Κασιμάτης και Γεώργιος Στεργίου αντίστοιχα.
37
Επρόκειτο για τέσσερα τμήματα των κοινοτήτων Βερτίσκου, Ραιδεστού και Όσσης, στα οποία είχαν
καταγγελθεί περιστατικά άσκησης βίας εκ μέρους του τοπικού αρχηγού των ΤΕΑ και του σταθμάρχη
της περιοχής.
38
Σε σχέση με το κλίμα στον σκληρό πυρήνα του ανένδοτου, όπως αυτός εκφραζόταν μέσα από τις
στήλες της Ελευθερίας, είναι χαρακτηριστική η θέση που εκφράστηκε την ημέρα της σύγκλισης της
κοινοβουλευτικής ομάδας: «Η Ένωσις Κέντρου κατερχομένη υπό τους όρους αυτούς εις την
επαναληπτικήν εκλογήν των τεσσάρων εκλογικών τμημάτων της Θεσσαλονίκης, θα συμμετείχε
παρωδίας και θ’ απαρνείτο τον αγώνα εξυγιάνσεως εις τον οποίον έχει αποδυθή». «Μακράν της
παρωδίας», Ελευθερία, 27 Μαρτίου 1962.

105
έδειχνε περισσότερο να είναι μία κίνηση τακτικής: ενώ μία πιθανή επικράτηση του
πολιτευτή του θα πιστωνόταν άμεσα ως εκλογική υπερίσχυση έναντι της ΕΡΕ και
απόδειξη των μεθοδεύσεων κατά τις προηγούμενες εκλογές, στην αντίθετη περίπτωση
το κόμμα δεν θα μπορούσε να επικαλεσθεί και πάλι ότι η επανεκλογή του υποψηφίου
της ΕΡΕ ήταν αποτέλεσμα πιέσεων επί των ψηφοφόρων. Παρά τις αντιδράσεις επί της
απόφασης αυτής,39 η εκλογή που διεξήχθη στις 8 Απριλίου έδειξε να επιβεβαιώνει τη
στρατηγική του Κέντρου. Ο Στέφανος Τσαπάρας εξελέγη βουλευτής με τη στήριξη
και του ΠΑΜΕ και αμέσως δήλωσε ότι ανήκει στην Ένωση Κέντρου, ενώ το ποσοστό
της ΕΡΕ στα συγκεκριμένα τμήματα εμφανίστηκε μειωμένο κατά 20%. Αν και οι
αιτιάσεις περί σύστασης «Λαϊκού Μετώπου» μεταξύ Κέντρου και Αριστεράς υπήρξαν
εντονότατες, η επικράτηση του υποψηφίου της αντιπολίτευσης έδειχνε να έχει
συμβολική σημασία.40 Ο ίδιος ο Γεώργιος Παπανδρέου, μάλιστα, χαρακτήρισε στο
προσωπικό του ημερολόγιο «θρίαμβο» την εκλογή Τσαπάρα.41 Έστω και εμμέσως,
επιβεβαιωνόταν η ύπαρξη παρατυπιών και ενισχυόταν η φαρέτρα των επιχειρημάτων
του Κέντρου σε μία περίοδο που έδειχνε πιθανή μία κόπωση της κοινωνίας από την
επανάληψη των καταγγελιών. Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση είχε παραδεχθεί δια
των εκπροσώπων της την ύπαρξη παρατυπιών, εμμένοντας ότι αυτές δεν επαρκούσαν
για να αλλοιώσουν το συνολικό αποτέλεσμα, σε επίπεδο ρητορικής οι επαναληπτικές
εκλογές λειτούργησαν αναμφισβήτητα ενισχυτικά για την αντιπολίτευση.

Στο μεταξύ, η Ένωση Κέντρου απηύθυνε στις 18 Μαρτίου 1962 διάγγελμα


προς τις Ένοπλες Δυνάμεις, με αναφορές στον ρόλο τους και τις πολιτικές συνθήκες
που επικρατούσαν στη χώρα·42 μία πρωτοβουλία, που είχε προαναγγείλει δύο μήνες

39
Ενδεικτική υπήρξε η αντίδραση του Βήματος το οποίο υποστήριξε ότι με τον τρόπο αυτό το Κέντρο
έχανε μία μοναδική ευκαιρία να αποδείξει την άνοδό του και την αποδοχή των επιχειρημάτων του από
τους ψηφοφόρους, ενώ έδινε λαβή στην ΕΡΕ να υποστηρίξει ότι η αντιπολίτευση φυγομαχούσε.
«Δικαιολογείται η απόφασις αποχής από την εκλογήν;», Το Βήμα, 29 Μαρτίου 1962.
40
Το αμερικανικό προξενείο στη Θεσσαλονίκη έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον γύρω από τη συγκεκριμένη
εκλογή, θορυβημένο από τις καταγγελίες περί «Λαϊκού Μετώπου». Ήδη από τα τέλη Μαρτίου, σε
έκθεσή του ο γενικός πρόξενος ανέφερε ότι ο Στέφανος Τσαπάρας μετείχε στο ΕΑΜ και είχε
υπογράψει διάφορες εκκλήσεις σχετικά με τις βάσεις και την απελευθέρωση του Μανώλη Γλέζου.
Πάντως, ο ίδιος φερόταν να είχε διαβεβαιώσει την αμερικανική πλευρά ότι δεν επρόκειτο να αναλάβει
δέσμευση έναντι ενός κόμματος με διαφορετική πολιτική γραμμή από το δικό του. Folsom προς
Department of State, 30 Μαρτίου 1962, Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59.
41
Ημερολόγιο Γεωργίου Παπανδρέου 1962, 8 Απριλίου 1962, Αρχείο Γεωργίου Παπανδρέου,
Πνευματικό Ίδρυμα Γεωργίου Παπανδρέου, σειρά 1 φακ. 15.
42
Για τη στάση της Ένωσης Κέντρου έναντι των Ενόπλων Δυνάμεων κατά την εξεταζόμενη περίοδο,
βλ., Δημήτρης Παπαδιαμάντης, «Η Ένωση Κέντρου και οι Ένοπλες Δυνάμεις (1961-1965)», στο
Μανώλης Βασιλάκης (επιμ), Από τον Ανένδοτο στη Δικτατορία, ο.π., σσ. 445-451.

106
νωρίτερα.43 Σύμφωνα μάλιστα με τον σύμβουλο της αμερικανικής πρεσβείας Dan
Brewster, το διάγγελμα «είχε αναθεωρηθεί τόσο πολλές φορές, ώστε η τελική
δημοσιοποίησή του να είναι άστοχη». 44 Με την παρέμβαση αυτή, η Ένωση Κέντρου
επεδίωκε να επιβεβαιώσει την σταθερή της προσήλωση στην αξία των Ενόπλων
Δυνάμεων, εμμένοντας στην ανάγκη να παραμείνουν αυτές μακράν της πολιτικής και
διαχωρίζοντας συγκεκριμένες πρακτικές που απέδιδε σε αξιωματικούς, «οι οποίοι
κατεδέχθησαν να γίνουν όργανα Κόμματος». Επιπλέον, κατήγγειλε την προσπάθεια
να σπιλωθεί ο πατριωτισμός της κεντρώας παράταξης, αναφερόμενη στην ιστορική
συμβολή της στην πορεία του Έθνους κατά τον τελευταίο μισό αιώνα, διερωτώμενη
«όταν τοιαύται υπηρεσίαι έχουν προσφερθή από τα κόμματα, τα οποία σήμερον
συναπαρτίζουν την Ένωσιν Κέντρου και όταν κατήλθομεν εις τα εκλογάς αντιμέτωποι
και της Δεξιάς και της Άκρας Αριστεράς, πως είναι δυνατόν να υποστηριχθή, ότι αι
Ένοπλοι Δυνάμεις αβιάστως ηρνήθησαν την ψήφον των προς ημάς και έδωκαν σχεδόν
παμψηφίαν εις το Κόμμα, το οποίον παρέλαβε Κύπρον Ελληνικήν και την κατέστησε,
με την πολιτικήν του, Ελληνοτουρκικήν;». 45 Τέλος, αναφερόμενη στο μέλλον, η
Ένωση Κέντρου σημείωνε στο διάγγελμά της:

Έλληνες Αξιωματικοί,

Αποτίομεν φόρον τιμής προς τας Ενόπλους Δυνάμεις και τα Σώματα


Ασφαλείας, των οποίων η γενναιότης και η αυτοθυσία έχουν καταστή
παράδειγμα των Λαών και με τας οποίας μας συνδέουν οι ιστορικοί

43
Συγκεκριμένα, κατά την συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης Καραμανλή, στις
18 Ιανουαρίου, ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε δεσμευθεί ότι σε σύντομο διάστημα το κόμμα του
επρόκειτο να απευθυνθεί προς τις Ένοπλες Δυνάμεις, προκειμένου να εκφράσει την στοργή και την
εμπιστοσύνη του και να καταγγείλει την «ανάξιά των ηγεσίαν». Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής,
περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 11η, 18 Ιανουαρίου 1962, τόμος Α’, σελ. 102.
44
Brewster προς Department of State, A Winter of Discontent: Some Implications of the Current
Political Maneuvering in Greece, 26 Μαρτίου 1962, FRUS 1961-1963 τόμ. XVI, σσ. 662-663.
45
Το ίδιο πάντως διάστημα, στον χώρο του Κέντρου συνέχιζαν να εκφράζονται και σαφώς
μετριοπαθέστερες τάσεις. Ο Γιώργος Θεοτοκάς με άρθρο του στο Βήμα στις 25 Μαρτίου υποστήριζε
ότι τα μεγάλα ζητούμενα της εποχής σχετίζονταν με την πορεία της σύνδεσης της χώρας με την ΕΟΚ
και την διασφάλιση της εθνικής ασφάλειας έναντι των γειτονικών κρατών, σημειώνοντας: «Μας
τρομάζει ότι, απέναντι στις βαλκανικές αυτές καταστάσεις, όπως και απέναντι στο θέμα της Κοινής
Αγοράς, δεν έχουμε ενιαία εθνική γραμμή. Και στο σημείο αυτό, ο πατριωτισμός επιβάλλει μία
συνεννόηση των εθνικοφρόνων παρατάξεων, ένα συντονισμό των εθνικών δυνάμεων για κάθε
ενδεχόμενο και πρώτα-πρώτα για την αποφυγή σφαλμάτων που μπορεί να είναι μοιραία». Γιώργος
Θεοτοκάς, «Τα μεγάλα προβλήματα του έθνους», στο Ν. Κ. Αλιβιζάτος και Μ. Τσαπόγας (επιμ.),
Γιώργος Θεοτοκάς, Στοχασμοί και θέσεις: πολιτικά κείμενα, 1925-1966, (Αθήνα, 1996), τομ. Β’, σσ.
960-962· βλ. επίσης, Ευάνθης Χατζηβασιλείου, «Οι πίκρες της ωριμότητας: ο Γιώργος Θεοτοκάς και
το ελληνικό πολιτικό σύστημα, 1950-1966», Νέα Εστία, 158 (2005), σσ. 1015-1031.

107
δεσμοί του εθνικού μεγαλείου, καθώς και εν συνεχεία κοινοί εθνικοί
αγώνες. Και τιμώμεν επίσης την πολύμοχθον προσπάθειαν, την οποίαν
καταβάλλουν δια την εξαίρετον εκπαίδευσίν των.

Η Ένωσις Κέντρου απέβλεψε πάντοτε εις την εμπέδωσιν του αισθήματος


της ασφαλείας των στελεχών, εις την τόνωσιν της προσωπικότητος, εις
την περιφρούρησιν της αξιοπρεπείας των. Πάντοτε εθεωρήσαμεν τα
στελέχη ως αξιωματικούς και ουδέποτε ως επαγγελματίας, επειδή
γνωρίζομεν ότι ουδείς Στρατός οσονδήποτε εξωπλισμένος, δύναται να
αποδώση, εάν δεν διαπνέεται από υψηλόν ηθικόν. Και το ηθικόν
υπονομεύεται, όταν κομματικαί και προσωπικαί επεμβάσεις δημιουργούν
αίσθημα ανασφαλείας και φοβίας εις τα στελέχη.

Η Ένωσις Κέντρου διακηρύττει, εν τω πλαισίω του γενικωτέρου αγώνος


της προς αποκατάστασιν της Δημοκρατίας και εξυγίανσιν της πολιτικής
ζωής του τόπου, θα χρησιμοποιήση ως μοναδικόν κριτήριον της ανόδου
των στελεχών την ικανότητα και την αξίαν των.

Με αμέριστον εμπιστοσύνην και στοργή η Ένωσις Κέντρου απευθύνει


προς τας Ενόπλους Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας τον χαιρετισμόν
της Αιωνίας Ελλάδος.46

Το διάγγελμα, το οποίο η κυβέρνηση κατήγγειλε ως «πράξιν πρωτοφανή και


παράβασιν των βασικών αρχών της Δημοκρατίας», έθετε τις αρχές εντός των οποίων
προτίθετο να κινηθεί το Κέντρο σε σχέση με τις Ένοπλες Δυνάμεις στο πλαίσιο του
ανένδοτου αγώνα. Δεσμευόμενη, μάλιστα, ότι η ίδια δεν πρόκειται να μετέλθει τις
μεθόδους επί των οποίων είχε, κατά τις καταγγελίες της, στηριχθεί η κυβέρνηση, η
αξιωματική αντιπολίτευση έδειχνε να επιδιώκει να συναφθεί μία άτυπη συμφωνία,
που θα ίσχυε και μετά τις επόμενες εκλογές, στις οποίες η ίδια υπολόγιζε ότι θα
υπερίσχυε του αντιπάλου της. Αν και η απάντηση της κυβέρνησης έκανε λόγο για
«εθνικό παράπτωμα» και προσπάθεια υπονόμευσης «της ενότητος και του εθνικού
φρονήματος των Ελλήνων Αξιωματικών», το Κέντρο επέμεινε στον διαχωρισμό
μεταξύ ηγεσίας και σώματος των αξιωματικών σημειώνοντας στην απάντησή του

46
Το Βήμα, 18 Μαρτίου 1962.

108
προς την κυβέρνηση: «αλληλέγγυοι και συνένοχοι [με την κυβέρνηση] είναι μόνον οι
ηγέται τους οποίους κατηγγείλαμεν και οι οποίοι βεβαίως δεν έχουν θέσιν εις το
Στράτευμα».47 Επρόκειτο για μία βασική θέση, επί της οποίας το Κέντρο θα παρέμενε
ενσυνείδητα σταθερό καθ’ όλο το επόμενο διάστημα, κατανοώντας το ειδικό βάρος
του Στρατού στην ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στους βασικούς διεκδικητές της
εξουσίας. Στοχοποιώντας την ηγεσία του στρατεύματος, καθίστατο άμεσα εν πολλοίς
ανεύθυνη η μεγάλη πλειοψηφία των αξιωματικών του Στρατού, και συνεπώς δυνάμει
ικανή σύμμαχος. Παράλληλα, η τοποθέτηση της Ένωσης Κέντρου έναντι των
Ενόπλων Δυνάμεων, την διαφοροποιούσε κάθετα από την γραμμή της ΕΔΑ,
συντελώντας στην ενίσχυση των στοιχείων απόκλισης ανάμεσα στις δύο δυνάμεις.
Μπορεί συνεπώς βάσιμα να υποστηριχθεί ότι οι ενστάσεις ως προς τη λειτουργία του
στρατεύματος δεν ήταν δομικές, αλλά περιορίζονταν στο επίπεδο αντίθεσης έναντι
συγκεκριμένων προσώπων: «Δεν υπήρχε ούτε κλίμα ούτε διάθεση κατά των Ενόπλων
Δυνάμεων. Υπήρχε η σαφής εκτίμηση ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις είχαν περιέλθει στα
χέρια και στον έλεγχο υπό την σκέπη των Ανακτόρων, ανθρώπων οι οποίοι ήτανε,
είχαν συνείδηση κομματική, της Δεξιάς».48

Την ημέρα δημοσίευσης του διαγγέλματος της Ένωσης Κέντρου στον Τύπο,
πραγματοποιήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης η πρώτη ανοικτή συγκέντρωση του
κόμματος, αφετηρία σειράς άλλων σε όλη την Ελλάδα στο πλαίσιο της «Πορείας στο
Λαό». Η επιλογή τόσο του τόπου – προπύργιο του βενιζελικού χώρου – όσο και της
ημερομηνίας – την επομένη του ετήσιου μνημόσυνου του Ελευθερίου Βενιζέλου στα
Χανιά – είχε σαφή προσανατολισμό. Καταδείκνυε την προσπάθεια της Ένωσης
Κέντρου να υπογραμμίσει τη συνέχεια της κεντρώας παράταξης και να τονίσει την
παρουσία της ως θεματοφύλακα των αρχών και των αξιών του βενιζελισμού. Αν και
κυβερνητικοί κύκλοι υπολόγιζαν τη συμμετοχή σε περίπου 12.000 πολίτες, σύμφωνα
με τον αντιπολιτευόμενο Τύπο, οι συγκεντρωμένοι πλησίαζαν τους 30.000 μεταξύ των
οποίων και εξήντα περίπου εκ των βουλευτών του κόμματος, ενώ ο Κήρυκας έκανε
λόγο για 40.000 συγκεντρωθέντες.49 Σύμφωνα με τις πληροφορίες της αμερικανικής
πρεσβείας στη συγκέντρωση συμμετείχαν περίπου δέκα με δεκαπέντε χιλιάδες
πολίτες, ήταν «ήρεμη και χωρίς ενθουσιασμό» με μικρή συμμετοχή οπαδών της

47
Για την ανακοίνωση της κυβέρνησης και η ανταπάντηση της Ένωσης Κέντρου, βλ. Ελευθερία, 18
Μαρτίου 1962.
48
Αναστάσιος Πεπονής, συνέντευξη στον γράφοντα, 12 Δεκεμβρίου 2005.
49
Κήρυξ, 20 Μαρτίου 1962

109
Αριστεράς που έμειναν στο περιθώριο.50 Πέρα όμως από τις όποιες εκτιμήσεις, η
συγκέντρωση του Ηρακλείου οριοθετούσε την νέα αυτή τακτική της στρατηγικής του
Κέντρου, όπου μέσω της απευθείας επαφής με τον λαό, η Ένωση Κέντρου θα
επετύγχανε την ενημέρωση για την πορεία του ανένδοτου και την δημόσια
τοποθέτησή της έναντι επίκαιρων ζητημάτων και θεμάτων που απασχολούσαν τις
τοπικές κοινωνίες.

Στην ομιλία του,51 ο Γεώργιος Παπανδρέου επέμεινε στη θέση του κόμματός
του κατά της προικοδότησης της Σοφίας από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Παράλληλα, αναφέρθηκε στον Έρανο της Βασιλικής Προνοίας, τον οποίο
χαρακτήρισε «φορολογία» τασσόμενος υπέρ της κατάργησής του με το επιχείρημα ότι
είχαν πλέον παρέλθει οι περιστάσεις που καθιστούσαν την ύπαρξή του αναγκαία.
Προχωρώντας μάλιστα ακόμη περισσότερο την ανάλυσή του, υποστήριξε ότι ο τρόπος
λειτουργίας του Εράνου παραβίαζε το πνεύμα του δημοκρατικού πολιτεύματος,
σημειώνοντας ότι στη Βασιλευομένη δημοκρατία «ο βασιλεύς βασιλεύει, αλλ’ ούτε
κυβερνά ούτε διοικεί». Αναφερόμενος στην κυβερνητική πολιτική, έκανε λόγο για
ανικανότητα και απραξία, εμμένοντας σε ζητήματα όπως το μεταναστευτικό ρεύμα, η
υπερφορολόγηση των μικρών και μεσαίων εισοδημάτων και η έλλειψη ενδιαφέροντος
για τον αγροτικό κόσμο. Τόνισε δε, την πρόθεση του κόμματός του να θεσπίσει τη
δωρεάν παιδεία, να ενισχύσει τις κρατικές υποτροφίες, να ελαττώσει την φορολογία
των μικρών εισοδημάτων και να ρυθμίσει τα αγροτικά χρέη. Περνώντας στο θέμα των
εκλογών του Οκτωβρίου, αφού παρέθεσε στοιχεία, απέδωσε «έπαινο» στη Δικαιοσύνη
για τη λειτουργία της. Τέλος, αφού ζήτησε την παραίτηση της κυβέρνησης και την
συμπαράσταση του λαού στον ανένδοτο αγώνα, ο Γεώργιος Παπανδρέου απηύθυνε εκ
νέου έκκληση προς τον βασιλιά Παύλο:

Απευθυνόμεθα προς τον Ανώτατον Άρχοντα, τον Ρυθμιστήν του


Πολιτεύματος. Αποστολή του Ρυθμιστού του Πολιτεύματος της
Βασιλευομένης Δημοκρατίας είναι να διεκπεραιώνη την θέλησιν του
κυριάρχου Λαού. Να εναρμονίζη την θέλησιν Βουλής και Λαού. Και
είναι σήμερον η περίπτωσις.
50
Ενδιαφέρον μάλιστα παρουσιάζει η πληροφορία ότι μέλη της ΕΔΑ επεχείρησαν να καταθέσουν
στεφάνι στον τάφο του Ελευθερίου Βενιζέλου κατά τη διάρκεια του μνημόσυνου και εμποδίστηκαν
από τον Σοφοκλή Βενιζέλο, που έκανε λόγο για «οικογενειακή υπόθεση». Brewster προς Department
of State, 19 Μαρτίου 1962, (joint weeka no 11) Washington D.C., NARA State Department Papers,
RG 59, 781.00 (W)/3-1962.
51
Για την ομιλία βλ. Ελευθερία, 20 Μαρτίου 1962.

110
«Ο λόγος του Βασιλιά»

Ήδη από τις αρχές του έτους οι σχέσεις μεταξύ κυβέρνησης και Ανακτόρων
έβαιναν οξυνόμενες.52 Παράλληλα, οι υπερβολικές – κατά κανόνα – οικονομικές
απαιτήσεις του Στέμματος συνέχιζαν να προκαλούν το δημόσιο αίσθημα. Σύμφωνα
με την πάγια τακτική του σε περιπτώσεις ανάλογης κοινωνικής δυσαρέσκειας, ο
Παύλος αποφάσισε να επισκεφθεί την Βόρειο Ελλάδα, προκειμένου να επιβεβαιωθεί
η διαρκής – κατά την εκτίμησή του – αποδοχή του θεσμού από τους πολίτες.
Επρόκειτο για μία προσπάθεια ενδυνάμωσης του κύρους ενός ανώτατου άρχοντα,
που έδειχνε να αρνείται να αποδεχθεί τα αιτούμενα των καιρών, επιδιώκοντας
παράλληλα να υπογραμμίσει την «βαθειά σχέση» του λαού με την βασιλική
οικογένεια. Το κλίμα όμως, έδειχνε πλέον να είναι διαφορετικό: παρά τον έντονο
ενθουσιασμό των – κατ’ εξοχήν βασιλοφρόνων – χωρικών της Βόρειας Ελλάδας, στις
μεγάλες πόλεις και ιδιαίτερα τη Θεσσαλονίκη οι αντιδράσεις ήταν πιο
συγκρατημένες. Η συντήρηση του θερμού κλίματος, θα έπρεπε συνεπώς να επιβληθεί
Χαρακτηριστική η περιγραφή των στιγμών από τον Νικόλαο Μέρτζο:

Προκειμένου να υποκύψει ή και να τρομοκρατηθεί ο αιρετός


πρωθυπουργός, αρχές 1962, η Αυλή, ελέγχοντας τα δυναμικά ερείσματα
της εξουσίας και τις μυστικές υπηρεσίες, εξαπέλυσε μία γιγαντιαία
επίδειξη ισχύος. Ο βασιλεύς, συνοδευόμενος από τη βασίλισσα, τον
διάδοχο και τις δύο πριγκίπισσες, επιθεωρούσε όλες τις μεγάλες
στρατιωτικές δυνάμεις σε υποβλητική παράταξη σ’ όλη τη Μακεδονία.
Ήμουν κι εγώ στη στενή βασιλική ακολουθία, στρατιώτης με πολιτικά,
με ειδική διαταγή του διοικητού Γ’ Σώματος Στρατού, στρατηγού
Σοφοκλή Τζαννετή, να περιγράφω κάθε βράδυ τα συμβάντα στο
στρατιωτικό ραδιόφωνο διθυραμβικά. Θυμάμαι ακόμη έντρομος πως
στέκονταν κλαρίνο μπροστά μου, ανυποψίαστοι όλοι οι ανώτατοι
αξιωματικοί. Με περνούσαν για αυλικό. 53

52
Για τις ισορροπίες μεταξύ Ανακτόρων και πολιτικού συστήματος, βλ. Κωνσταντίνα Μπότσιου, «Η
αρχή του τέλους της βασιλευομένης: Στέμμα και κρίση ηγεμονίας τη δεκαετία του ‘60», στο Ρήγος,
Σεφεριάδης, Χατζηβασιλείου (επιμ.), Η «σύντομη» δεκαετία του ’60, ο.π., σσ. 103-125.
53
Νικόλαος Ι. Μέρτζος, «Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και οι θεσμοί», στο Σβολόπουλος, Μπότσιου,
Χατζηβασιλείου (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον εικοστό αιώνα, τόμος Α΄, σελ. 119.

111
Στο σχόλιό του για την περιοδεία της βασιλικής οικογένειας στην Βόρεια
Ελλάδα, ο πρόξενος των Ηνωμένων Πολιτειών στη Θεσσαλονίκη, Robert Folsom
εκτιμούσε ότι – από την οπτική γωνία των Ανακτόρων – αποτελούσε «τεράστια
επιτυχία». Ενδεικτική, άλλωστε, της προσπάθειας των βασιλέων να προσεγγίσουν
τους πολίτες ήταν ότι, κατά τον Folsom, για πρώτη φορά στις δεξιώσεις που
παρατέθηκαν προς τιμήν τους «αντί να παραμένουν απομονωμένοι σε ξεχωριστές
αίθουσες, κινήθηκαν ελεύθερα ανάμεσα στον κόσμο, συζητώντας». Επισημαίνοντας,
μάλιστα, τους κινδύνους που θα μπορούσε να ενέχει η πιθανότητα να πεισθούν τα
Ανάκτορα ότι «όλα είναι καλά ανάμεσα στο Στέμμα και την κοινωνία», κατέληγε:
«Παρά την θετική υποδοχή από τους κατοίκους των χωριών και των πόλεων της
Βόρειας Ελλάδας, η βασιλική οικογένεια καλά θα έκανε να επανεκτιμήσει τον τρόπο
που παρουσιάζεται η δημόσια εικόνα της τους τελευταίους μήνες, με σκοπό να
ενισχύσει (ή να ξαναφτιάξει) την εικόνα της, ως μία μοναρχία αφοσιωμένη στο καλό
του ελληνικού λαού και όχι στα δικά της συμφέροντα». 54

Κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιοδείας, οι σχέσεις των Ανακτόρων με τον


πολιτικό κόσμο επρόκειτο να πυροδοτηθούν από μία αποστροφή του λόγου του
βασιλιά Παύλου.55 Πιο συγκεκριμένα, το Σάββατο 17 Μαρτίου, είχε δηλώσει
απευθυνόμενος σε αξιωματικούς στη στρατιωτική λέσχη Θεσσαλονίκης «Εμάς μας
έχει ενώσει ο Θεός. Εγώ ανήκω σ’ εσάς και σεις μου ανήκετε. Είναι μία βάσις, επί
της οποίας μπορεί να κτίση κανείς την ασφάλειαν, την εμπιστοσύνην του ελληνικού
λαού και το μέλλον. Επίσης και την εμπιστοσύνην των συμμάχων. Ελπίζω ότι όλοι
σας θα εργάζεσθε προς αυτήν την κατεύθυνσιν».56

Επρόκειτο για μία τοποθέτηση με ουσιαστικό πρόβλημα συνταγματικότητας.


Όπως επισημαίνει σχετικά ο Νίκος Αλιβιζάτος, αν και σύμφωνα με το Σύνταγμα, ο
αρχηγός του κράτους ηγείτο των Ενόπλων Δυνάμεων και απένειμε τους βαθμούς
στους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς των τριών όπλων, οι εξουσίες αυτές είχαν
φτάσει πλέον να έχουν χαρακτήρα καθαρά τυπικό, «ενόψει της οικονομίας του
συνταγματικού κειμένου και ιδιαίτερα της καθιέρωσης της λαϊκής κυριαρχίας και της

54
Folsom προς Department of State, Royal Family Tours Northern Greece, 29 Μαρτίου 1962,
Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59, 781.00/3-2962.
55
Για το θέμα βλ. Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον Εμφύλιο στη Χουντα, ο.π., σσ. 133-134.
56
Η μεταφορά αυτή της φράσης προέρχεται από την απάντηση που έδωσε ο υπουργός Προεδρίας της
Κυβερνήσεως στη σχετική ερώτηση του Γεωργίου Παπανδρέου στις 20 Μαρτίου. Επί του
συγκεκριμένου αποσπάσματος, πάντως, έγιναν διάφορες παραλλαγές καθώς άλλοτε αναφερόταν μόνο
η πρώτη φράση και άλλοτε μόνο το πρώτο και το τελευταίο τμήμα, απαλείφοντας το ενδιάμεσο.

112
κοινοβουλευτικής αρχής, καθώς και ενόψει της καθιέρωσης της υποχρεωτικής
υπουργικής προσυπογραφής όλων των πράξεων του βασιλιά».57 Με τον τρόπο αυτό ο
νομοθέτης όριζε, ότι η ευθύνη της διοίκησης των Ενόπλων Δυνάμεων άνηκε πλέον
αποκλειστικά στην κυβέρνηση. Παρά όμως τη συνταγματική επιταγή, ο βασιλιάς
συνέχιζε να τοποθετείται γύρω από σημαντικά ζητήματα των Ενόπλων Δυνάμεων και
να έχει λόγο σε σχέση με πρόσωπα που επιλέγονταν για τη στελέχωση των ανώτερων
και ανώτατων κλιμακίων της στρατιωτικής ιεραρχίας.

Παράλληλα, όμως, ο βασιλιάς Παύλος ήταν φορέας αντιλήψεων, που είχαν τις
ρίζες τους στις αρχές του 20ου αιώνα, σύμφωνα με τις οποίες οι βασιλείς θεωρούσαν
εαυτούς de jure και de facto ηγέτες του στρατεύματος. Αλλά η εν λόγω φράση του
βασιλιά – και ιδίως το ύφος της – έδειχνε να ξεπερνά και αυτή την παλλαϊκή εκδοχή.
Με αυτή ο Παύλος φαινόταν να κάνει ευθεία αναφορά σε μία περισσότερο
«μεταφυσική» σχέση μεταξύ Στρατού και Δυναστείας, όπως αυτή είχε σφυρηλατηθεί
στους Βαλκανικούς Πολέμους με τον «στρατηλάτη Κωνσταντίνο» [πατέρα του
Παύλου] και κατόπιν με την κινητοποίηση των επιστράτων.58 Με άλλα λόγια, μπορεί
να υποστηριχθεί, ότι στις επικλήσεις του Εθνικού Διχασμού από την Ένωση Κέντρου,
ο Παύλος εμφανιζόταν να απαντά με την αντίστοιχη δική του επίκληση στη λογική
του 1912-1917. Επισημαίνοντας αυτή τη διάσταση του λόγου του βασιλιά, ο
αντιπολιτευόμενος Τύπος αναφέρθηκε με εκτενείς αναλύσεις στις αντιστοιχίες με το
παρελθόν. Ενισχύοντας, μάλιστα, ακόμη περισσότερο την επιχειρηματολογία του,
παρέθετε δύο αντίστοιχες τοποθετήσεις από τις αρχές του αιώνα: αφενός μία φράση
του Κωνσταντίνου Α’ «Εγίνατε στρατιώται της πατρίδος. Στρατιώται του Βασιλέως,
στρατιώται ιδικοί μου» και αφετέρου στον λόγο του Κάιζερ κατά την ανακήρυξή του
ως αυτοκράτορα: «Ανήκομεν ο ένας εις τον άλλον, εγώ και ο στρατός. Έχομεν γίνει ο
ένας δια τον άλλον. Και θα μένωμεν αναποσπάστως συνδεδεμένοι με το θέλημα του
Θεού».59

Η φράση προκάλεσε αλγεινή εντύπωση στα κόμματα της αντιπολίτευσης,


λόγω των αναπόφευκτων συνειρμών, αναφορικά με τη σχέση Στρατού και
Ανακτόρων και την δυνατότητά παρέμβασής τους «επ’ ωφελεία» του συνόλου. Αν

57
Νίκος Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί, ο.π., σελ. 265.
58
Βλ. σχετικά, Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, Εθνικός Διχασμός και μαζική οργάνωση: 1. Οι επίστρατοι
του 1916 (Αθήνα, 1996).
59
Ελευθερία, 23 Μαρτίου 1962.

113
και δημοσιεύθηκε στις απογευματινές εφημερίδες της Δευτέρας 19 Μαρτίου,60 ήδη
είχε αποτελέσει αντικείμενο αντιπαράθεσης στη βουλή. Ο βουλευτής της ΕΔΑ
Βασίλειος Εφραιμίδης, στις 19 Μαρτίου, ζήτησε εξηγήσεις από την κυβέρνηση, η
οποία – δια στόματος Παναγιώτη Κανελλόπουλου – δήλωσε ότι αναλάμβανε πλήρως
την ευθύνη των λεγομένων του βασιλιά.61 Ως προς την αναφορά στον Θεό, ο
αντιπρόεδρος της κυβέρνησης υποστήριξε ότι αυτή δεν γινόταν «υπό την έννοια της
ελέω Θεού Βασιλείας, αλλά υπό την έννοιαν που επικαλείται ο απλούς λαός τον
Θεόν».62 Τοποθετούμενη, μάλιστα επί του θέματος η Αυγή σχολίαζε με σκωπτική
διάθεση την απάντηση, σημειώνοντας: «Η προσπάθεια του κ. Κανελλόπουλου να
δικαιολογήση τον βασιλικό λόγο, σαν εκδήλωσι χριστιανικής πίστεως του ανωτάτου
άρχοντος, αποδεικνύει πως εκτός από την πολιτειακή ερμηνεία του Συντάγματος
υπάρχει και … η θεολογική. Ο ανώτατος άρχων όμως στα συνταγματικά πολιτεύματα
είναι καλός ρυθμιστής όχι καλός θεολόγος».63

Παράλληλα, ο Γεώργιος Παπανδρέου κατέθεσε ερώτηση προς τον πρόεδρο


της κυβέρνησης. Η άρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή να απαντήσει και η αντ’
αυτού έγγραφη απάντηση του υπουργού Προεδρίας Δημητρίου Μακρή, σύμφωνα με
την οποία, «όσα ελέχθησαν ευρίσκοντο πλήρως εντός των συνταγματικών Του
αρμοδιοτήτων»,64 όξυνε ακόμη περισσότερο το κλίμα. Έτσι, ο αρχηγός του Κέντρου
μετέτρεψε την ερώτηση σε επερώτηση προς τον πρωθυπουργό αρνούμενος να δεχθεί
την απάντηση του υπουργού.

Επερωτώ τον Πρόεδρον της Κυβερνήσεως, ποίαν έννοιαν έχουν και πως
συμβιβάζονται με το πολίτευμα της Βασιλευομένης Δημοκρατίας οι
λόγοι του Βασιλέως εις την Στρατιωτικήν Λέσχην Θεσσαλονίκης, οι
οποίοι ελέχθησαν κατόπιν εισηγήσεως και ευθύνης της κυβερνήσεως. 65

60
Ειδικότερα, στα Νέα η είδηση αναφέρεται χωρίς σχόλιο στην τελευταία σελίδα του εντύπου, στο
πλαίσιο ενός σύντομου κειμένου – ανταπόκρισης από την περιοδεία της βασιλικής οικογένειας στη
Βόρειο Ελλάδα, Τα Νέα, 19 Μαρτίου 1962.
61
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 49η, 19 Μαρτίου
1962, τόμος Β’ σελ. 658.
62
Ελευθερία, 20 Μαρτίου 1962.
63
«Οι βασιλικοί λόγοι», Η Αυγή, 21 Μαρτίου 1962.
64
Για το πλήρες κείμενο της απάντησης, βλ. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, (γεν. επιμ), ο.π., σελ. 320.
65
Για το κείμενο της επερώτησης, βλ. Ελευθερία, 21 Μαρτίου 1962.

114
Αν και ο πρωθυπουργός αρνήθηκε να απαντήσει στην κατατεθείσα
επερώτηση, το ζήτημα είχε πλέον αναχθεί σε κεντρικό θέμα της ειδησιογραφίας και
των πολιτικών σχολίων των εφημερίδων της εποχής. Προκειμένου να αμβλύνει τις
εντυπώσεις ο Παύλος, απευθυνόμενος προς αξιωματικούς στην Καβάλα, προχώρησε
σε μία διατύπωση σαφώς ηπιότερη της αρχικής, δηλώνοντας: «οι δεσμοί Μου με τους
αξιωματικούς είναι στενοί και τούτο διότι έχομεν κοινόν προορισμόν να υπηρετούμεν
το Έθνος και να προστατεύωμεν την ασφάλειαν της χώρας».66

Η διαμάχη γύρω από τις απόψεις που εξέφρασε ο βασιλιάς Παύλος και τις
ευθύνες της κυβέρνησης, αποτελούσε προνομιακό πεδίο για την ατζέντα του
ανένδοτου αγώνα. Παρά την σοβαρή πιθανότητα η συγκεκριμένη φράση να είχε
διατυπωθεί εν αγνοία της κυβέρνησης, αυτό δεν έδειχνε να αποτελεί αποτρεπτικό
παράγοντα για το Κέντρο. Αποφεύγοντας να διατυπώσει ευθεία μομφή έναντι του
Στέμματος, πέτυχε να εκμεταλλευθεί τη συγκυρία εντείνοντας τις πιέσεις έναντι του
πρωθυπουργού.67 Και αν τόσο η Ένωση Κέντρου όσο και το Στέμμα έπαιζαν το
παιχνίδι της προσφυγής στον Εθνικό Διχασμό, η κυβέρνηση παρέμενε ουσιαστικά
παγιδευμένη ανάμεσά τους και συνταγματικά υποχρεωμένη να καλύψει τον ανώτατο
άρχοντα ακόμη και αν διαφωνούσε με τα λεγόμενά του.68 Αν όμως αυτό ισχύει – αν
δηλαδή η κυβέρνηση όντως παγιδευόταν σε μια εξαιρετικά άβολη θέση – αυτό
μπορεί να θεωρηθεί ένδειξη επιτυχίας του ανένδοτου αγώνα, που αποσκοπούσε
κυρίως σε αυτό.

66
Ελευθερια, 22 Μαρτίου 1962.
67
Για τη στάση του ανένδοτου έναντι του Στέμματος, βλ. επίσης Χρήστος Χρηστίδης, «Ανένδοτος
αγώνας: η αιχμή του δόρατος – παρατηρήσεις για τη θεματολογία της Ελευθερίας», στο Ρήγος,
Σεφεριάδης και Χατζηβασιλείου (επιμ.), Η «σύντομη» δεκαετία του ’60, ο.π., σσ.166-182.
68
Λίγους μήνες αργότερα, σε επιστολή του προς τον βασιλιά Παύλο, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής
αναφέρθηκε ανοικτά στο θέμα των δημόσιων παρεμβάσεών του, σημειώνοντας ότι αυτές δεν ήταν
δυνατόν πλέον να γίνονται εν αγνοία της κυβέρνησης. Η απάντηση του Παύλου δεν έδειχνε να αφήνει
περιθώρια παρερμηνειών: «Οι βασιλικοί λόγοι γράφονται παρ’ εμού. Δεν γίνονται εν αγνοία της
Κυβερνήσεως, δεν βλέπω τον κίνδυνον τον οποίον διακρίνετε. Στέλλονται κατά κανόνα εις την
Κυβέρνησιν πριν διατυπωθούν τελικώς, ίνα αυτή εκφράση τας αντιλήψεις της και επιφέρη τας
αναγκαίας μεταβολάς επί του πολιτικού περιεχομένου, εφ’ όσον υπάρχει. (…) Επίσης ως αρχηγός των
ενόπλων δυνάμεων, ου μόνον δικαιούμαι, αλλά έχω καθήκον να απευθύνω προς αυτάς τους λόγους
τους οποίους θεωρώ καταλλήλους. Εάν ενίοτε οι λόγοι μου διαστρέφονται κακοπίστως, αναμένω από
την Κυβέρνησίν μου να αποκαθιστά την ορθήν έννοιαν αυτών». Βλ. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (γεν.
επιμ.), ο.π., σελ. 471.

115
Φοιτητικές διαδηλώσεις

Την ίδια περίοδο, εντάθηκαν οι αντιδράσεις στο χώρο των Πανεπιστημίων,


οδηγώντας τη σύγκρουση των φοιτητών με την κυβέρνηση σε εξαιρετικά οριακό
σημείο. Ήδη από τα τέλη Φεβρουαρίου, άλλωστε, οι φοιτητές της Θεολογικής Σχολής
Αθηνών απείχαν των μαθημάτων διαμαρτυρόμενοι ότι προγραμματιζόταν η σταδιακή
μείωση των ωρών διδασκαλίας των Θρησκευτικών στα σχολεία, γεγονός που θα
οδηγούσε σε περαιτέρω αύξηση της ανεργίας του κλάδου τους. Μάλιστα, παρά τις
διαβεβαιώσεις του υπουργού Εθνικής Παιδείας, ότι δεν υπήρχε τέτοια πρόθεση εκ
μέρους της κυβέρνησης, οι φοιτητές επέμεναν χαρακτηρίζοντας την ακολουθούμενη
πολιτική «αντιχριστιανική και αντεθνική». 69 Έντονες αντιδράσεις, εξάλλου,
προκάλεσε και η απόφαση του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος να παύσει να
προσλαμβάνει φοιτητές της Φυσικής.

Ενώ ο διαμαρτυρίες εντείνονταν, οργανώθηκε στις 6 Απριλίου από την


ΔΕΣΠΑ70 συγκέντρωση διαμαρτυρίας φοιτητών στην Αθήνα,71 προκειμένου να
συντονισθεί η δράση και να καταγγελθεί η αντιμετώπιση των αιτημάτων τους από την
κυβέρνηση. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ότι την επομένη η Αυγή υποστήριζε ότι
οι παρευρισκόμενοι «Θύμιζαν τις φάλαγγες των φοιτητών εκείνων των χωρών – από
την Τουρκία του Μεντερές ως την Κούβα του Μπατίστα – που με τους ηρωικούς
αγώνες τους απετίναξαν την τυραννία των δημίων τους».72 Παράλληλα, τονίστηκε
ιδιαίτερα η ανάγκη σεβασμού του Συντάγματος, μέσω της πρόταξης του
ακροτελεύτιου άρθρου του, και την αποκατάσταση της δημοκρατικής λειτουργίας του
πολιτεύματος. Στη συγκέντρωση, φοιτητές από όλη τη χώρα στρεφόμενοι κατά της
αστυνομίας και συγκεκριμένων φοιτητικών οργανώσεων,73 ενέκριναν ψήφισμα με το
οποίο καταδίκαζαν τη στάση της αστυνομίας και ζητούσαν την διάλυση του
«σπουδαστικού τμήματος» της Ασφάλειας. Ταυτόχρονα καλούσαν τόσο τους

69
Βλ. σχετικά Ελευθερία, 27 Φεβρουαρίου 1962.
70
Διοικούσα Επιτροπή Συλλόγων Πανεπιστημίου Αθηνών
71
Σύμφωνα με τον αντιπολιτευόμενο Τύπο της εποχής, η συμμετοχή στην συγκέντρωση ξεπερνούσε
τα 2.000 άτομα. Ενδεικτική δε της δυναμικής της συγκέντρωσης, ήταν και η απόφαση να δοθεί όρκος
μεταξύ των παρισταμένων, ο οποίος ανέφερε: «Ορκίζομαι να φυλάττω το Σύνταγμα και την
Δημοκρατίαν, πιστός στις παραδόσεις της ελληνικής νεολαίας και να προασπίζω τις ακαδημαϊκές
ελευθερίες και το Ακαδημαϊκό Άσυλο. Ζήτω η Δημοκρατία», Ελευθερία, 7 Απριλίου 1962.
72
Η Αυγή, 7 Απριλίου 1962
73
Η πλειοψηφία των καταγγελιών αφορούσαν την ΕΚΟΦ (Εθνική Κοινωνική Οργάνωση Φοιτητών)
και τη δράση μελών της εντός και εκτός του πανεπιστημίου.

116
φοιτητές και τους ακαδημαϊκούς, όσο και τη βουλή, να ενισχύσουν την προσπάθεια
αποκατάστασης των ακαδημαϊκών ελευθεριών.74

Πρέπει πάντως να επισημανθεί η ευρύτερη σημασιολογία της επίκλησης του


1-1-4. Μέσω αυτής σηματοδοτείτο, κατά μία έννοια, και μία ποιοτική αλλαγή: η
προσφυγή στην κοινωνία και η προσπάθεια κινητοποίησής της σε έναν κοινό αγώνα
για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Σε μία πιο προωθημένη εκδοχή αυτής της
εκτίμησης, έχει υποστηριχθεί ότι το σύνθημα δεν αναφερόταν απλά στην τήρηση του
Συντάγματος του 1952, αλλά νομιμοποιούσε την «αδιαμεσολάβητη παρέμβαση» της
κοινωνίας, με στόχο: «την αποτροπή παραμορφωτικών διαμεσολαβήσεων και
ελλειμματικών εκπροσωπήσεων: είτε “επιβουλής” (όπως στην περίπτωση της
Βασιλικής Εκτροπής) είτε “υπαναχωρήσεων” (όπως στην περίπτωση της
διστακτικότητας των συνδικαλιστικών και νεολαιίστικων ηγεσιών)».75 Πρόκειται για
μία ερμηνεία που δείχνει πάντως να απέχει από τις – μάλλον πρώιμες ακόμα –
συνθήκες κινητοποίησης, που διαμορφώνονταν στο πλαίσιο του ανένδοτου αγώνα της
Ένωσης Κέντρου και να εντάσσεται καλύτερα στις κοινωνικές κινητοποιήσεις των
μέσων της δεκαετίας του 1960.

Στις 11 Απριλίου – κατά τη διάρκεια μεγάλης συγκέντρωσης φοιτητών της


Θεολογικής, στην οποία μετείχαν και φοιτητές που είχαν έλθει από τη Θεσσαλονίκη –
προκλήθηκαν επεισόδια με δυνάμεις της Αστυνομίας, που οδήγησαν στον βαρύ
τραυματισμό 30 ατόμων και τον ελαφρύτερο περίπου 100.76 Επρόκειτο για μία
ολοένα εντεινόμενη συγκρουσιακή κατάσταση, η οποία αν και είχε ως αφορμή ένα
φαινομενικά δευτερεύουσας σημασίας ζήτημα, σχετικό με την επαγγελματική
αποκατάσταση του συγκεκριμένου κλάδου, κατέληξε να καταστεί κεντρικό
διακύβευμα της πολιτικής ατζέντας των ημερών. Ενδεικτικά αυτής της ταύτισης ήταν
και τα συνθήματα που επικράτησαν, τα οποία είχαν καθαρά πολιτικό χαρακτήρα
όπως: «Δημοκρατία», «Δεν περνά ο φασισμός», «Κάτω οι Μεντερέδες» και «Έξω
από το Πανεπιστήμιο οι γεννίτσαροι». Η αξιωματική αντιπολίτευση από την πλευρά
της διέβλεπε, σύμφωνα με σχετικές αναλύσεις, ότι η ένταση μπορούσε να αποτελέσει

74
Για το ψήφισμα βλ. Ελευθερία, 7 Απριλίου 1962.
75
Σεραφείμ Σεφεριάδης, «Συλλογικές δράσεις, κινηματικές πρακτικές: η “σύντομη” δεκαετία του ’60
ως “συγκρουσιακός κύκλος”», στο Άλκης Ρήγος, Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης, Ευάνθης Χατζηβασιλείου,
Η σύντομη δεκαετία του ’60, ο.π., σελ. 65.
76
Για μία περιγραφή των επεισοδίων, βλ. Η Αυγή, 12 Απριλίου 1962.

117
«μέσο υπονόμευσης της εμπιστοσύνης της κυβέρνησης».77 Δραττόμενη, λοιπόν της
ευκαιρίας, η Ένωση Κέντρου ενέταξε αριστοτεχνικά το θέμα στον καταγγελτικό λόγο
του ανένδοτου, συνδέοντάς το άμεσα με ζητήματα λειτουργίας της δημοκρατίας και
κατηγορώντας τον πρωθυπουργό ότι επεδίωκε να επιβληθεί με κάθε τρόπο στους
φοιτητές και κατ’ επέκταση στην ελληνική κοινωνία. Είναι χαρακτηριστικό το
σχετικό σχόλιο της Ελευθερίας, την επομένη της συγκέντρωσης της Αθήνας:

Η οικτρά νοοτροπίαν των [κυβερνητών] προεκάλεσεν ήδη δεκάδας


θυμάτων. Ελπίζουν ότι έτσι θα τρομοκρατήσουν την ελληνικήν
νεολαίαν. Πλανώνται πλάνην οικτράν. Σπείρουν ανέμους, θα θερίσουν
θύελλας. (…) Θα εσήμαινεν έλλειψιν κάθε συναισθήσεως ευθύνης να
αποφανθή κανείς ότι παν ό, τι λέγουν οι φοιτηταί και ό, τι εκάστοτε
ζητούν είναι ορθόν, σκόπιμον και πραγματοποιήσιμον. Ο ενθουσιασμός,
η υπερευαισθησία, η υπερβολή ακόμη, αποτελούν προνόμια της
νεότητος. Και δεν έχει κανείς την αξίωσιν, από καμμίαν κυβέρνησιν, να
αισθάνεται και να πράττη ως εάν ήτο είκοσι ετών. Αλλά μία κυβέρνησις
οφείλει να έχη και νουν και καρδίαν. Αυτά έλλειψαν. (…) Διότι δεν έχει
νουν η κυβέρνησις Καραμανλή και διότι δεν έχει καρδίαν κατώρθωσε να
την βλέπουν ως εχθρόν οι φοιτηταί και να αισθάνεται η κυβέρνησις ως
εχθρόν την νεολαίαν. Νούν και καρδίαν είναι αργά δια ν’ αποκτήση
τώρα η κυβέρνησις Καραμανλή. Άλλωστε το γενικώτερον αδιέξοδον,
όπου έχει περιέλθη, φυσικόν είναι να την αποξενώνη διαρκώς
περισσότερον από όλα τα στρώματα και όλας τας τάξεις του λαού, να της
αμβλύνη την αίσθησιν της πραγματικότητος, να την οδηγή εις
σπασμωδικάς αντιδράσεις και εις πολλαπλασιαζόμενα ολισθήματα. Αυτά
όλα θα την οδηγήσουν εις το μοιραίον τέλος της. Εν τω μεταξύ μίαν
συμβουλήν οφείλει να προσέξη καλά: Μη χύνετε αίμα! Είναι ήδη
τρομακτικαί αι ευθύναι σας, δι’ όσα διεπραξατε. Όχι άλλο αίμα! 78

77
Brewster προς Department of State, 16 Απριλίου 1962, (joint weeka no 15) Washington D.C.,
NARA State Department Papers, RG 59, 781.00 (W)/4-1562.
78
«Όχι άλλο αίμα», Ελευθερία, 12 Απριλίου 1962.

118
Η ένταση μεταξύ φοιτητών και κυβέρνησης δεν έδειχνε να κοπάζει. Η
απόφαση μάλιστα της συγκλήτου να κλείσει το Πανεπιστήμιο Αθηνών επί
δεκαήμερο, προκειμένου να εκτονωθεί η ένταση, έδειχνε να έχει τα αντίθετα
αποτελέσματα. Από την πλευρά της, η ΔΕΣΠΑ, αποφάσισε να διοργανώσει νέα
συγκέντρωση στις 13 Απριλίου. Λόγω της απαγόρευσης από την κυβέρνηση η
συγκέντρωση δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί, παρά ταύτα σημειώθηκαν
εκτεταμένα επεισόδια που επεκτάθηκαν σε ολόκληρο το κέντρο της πρωτεύουσας με
τραυματισμούς φοιτητών και αστυνομικών. Σύμφωνα πάντως με την ερμηνεία της
αμερικανικής πρεσβείας ήταν «προφανής η προσπάθεια να οδηγηθεί η αστυνομία στη
χρήση βίας» προκειμένου να «γίνει εκμετάλλευση των εξελίξεων από την
αντιπολίτευση, για δικούς της λόγους».79 Μέσα σε μία τόσο εκρηκτική ατμόσφαιρα,
το ζήτημα μεταφέρθηκε και στη βουλή,80 αποτελώντας αφορμή για την πρώτη
αντιπαράθεση του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή και του αρχηγού της
Ένωσης Κέντρου Γεωργίου Παπανδρέου, στο πλαίσιο του ανένδοτου αγώνα.81

Αρχίζοντας την ομιλία του ο αρχηγός του Κέντρου εξέφρασε την


συμπαράστασή του, τόσο προς τους φοιτητές όσο και προς τους αστυνομικούς
υποστηρίζοντας ότι και οι δύο είχαν υπάρξει θύματα των πολιτικών επιλογών της
κυβέρνησης Καραμανλή, που είχαν οδηγήσει σε αυτή την έκρηξη βίας. Η προσπάθειά
του να μην καταλογίσει ευθύνες σε πρόσωπα αλλά στην ευρύτερη προσέγγιση γύρω
από τον τρόπο αντιμετώπισης μίας ανάλογης κατάστασης, επέτρεπε στον αρχηγό του
Κέντρου μεγαλύτερα περιθώρια ευελιξίας έναντι των αστυνομικών και καταγγελίας
έναντι των της κυβέρνησης. Θέτοντας μάλιστα το θέμα σε πολιτική βάση, υποστήριξε
ότι η χώρα βίωνε καθημερινά τη παραβίαση βασικών αρχών του Συντάγματος, από
μία «παράνομη» κυβέρνηση. Ειδικότερα, μάλιστα, σε σχέση με τις συγκεντρώσεις
των φοιτητών, έκανε λόγο για παραβίαση της ελευθερίας του συνέρχεσθαι, όπως
79
Labouisse προς Department of State, 14 Απριλίου 1962, Washington D.C., NARA State Department
Papers, RG 59, 781.00/4-1462.
80
Η πρώτη τοποθέτηση του αρχηγού της Ένωσης Κέντρου έγινε με παρέμβαση επί του κανονισμού –
καθώς δεν είχε επιτευχθεί η αναγκαία συμφωνία για προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση – στις 11
Απριλίου, καταγγέλλοντας υπερβολική χρήση βίας από την αστυνομία κατά τη διάρκεια των
συγκεντρώσεων. Μετά από συμφωνία με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Παναγιώτη Κανελλόπουλο,
ο οποίος ζήτησε χρόνο προκειμένου να ενημερωθεί για πιθανές ευθύνες της αστυνομίας, ορίστηκε ότι
η σχετική με τα γεγονότα συζήτηση θα διεξαγόταν την Παρασκευή 13 Απριλίου. Εφημερίς των
συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 64η, 11 Απριλίου 1962, τόμος Γ’ σσ.
340-342.
81
Για το σύνολο της σχετικής συζήτησης, στην οποία μετείχαν επίσης ο υπουργός Εθνικής Παιδείας
Γεώργιος Κασιμάτης, ο αρχηγός των Προοδευτικών Σπύρος Μαρκεζίνης και ο κοινοβουλευτικός
εκπρόσωπος της ΕΔΑ Ηλίας Ηλιού, βλ. Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος
Α’, συνεδρίαση 66η, 13 Απριλίου 1962, τόμος Γ’ σσ. 380-404.

119
οριζόταν στο άρθρο 10 του Συντάγματος. Η πρόβλεψη του νομοθέτη ότι δύναται να
υπάρξει απαγόρευση συγκέντρωσης, όταν απειλείται διασάλευση της δημόσιας
τάξης, είχε – κατά τον Γεώργιο Παπανδρέου – καταστρατηγηθεί συστηματικώς από
μία κυβέρνηση η οποία «μετέβαλεν εις κανόνα την απαγόρευσιν των συναθροίσεων
εν υπαίθρω. Επομένως την εξαίρεσιν του Συντάγματος την μετέβαλεν εις κανόνα και
δια τας κινήσεις των εργατών και δια τας κινήσεις των φοιτητών και δια τας κινήσεις
τας πολιτικάς».82 Ανάγοντας μάλιστα το πολιτικό αυτό ζήτημα σε ευρύτερο ζήτημα
σεβασμού των ελευθεριών, έκανε λόγο για αδυναμία κυκλοφορίας του
αντιπολιτευόμενου Τύπου στην επαρχία, για ραδιόφωνο που λειτουργούσε όπως στα
ολοκληρωτικά κράτη και για παρακολουθήσεις τηλεφωνικών συνομιλιών από την
ΚΥΠ.83

Στην απάντησή του, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής


κατηγόρησε το Κέντρο ότι επεδίωκε να «παγιδεύσει» τους φοιτητές με το πρόσχημα
των επαγγελματικών αιτημάτων και να τους ωθήσει «εις πράξεις αναρχικάς».
Αναπτύσσοντας περαιτέρω την κριτική του σε σχέση με τον ανένδοτο αγώνα
κατήγγειλε, ότι η επίθεση δεν στρεφόταν μόνο εναντίον της κυβέρνησης, αλλά και
εναντίον του ίδιου του πολιτεύματος της χώρας, μέσω της δημιουργίας πολιτικής
ανωμαλίας. Αυτή η μομφή προς ένα αστικό κόμμα, μπορεί με σαφήνεια να καταδείξει
το μέτρο οξύτητας της πολιτικής αντιπαράθεσης και το εύρος της ανασφάλειας που
προξενούσε η ολοένα ογκούμενη κοινωνική αναταραχή. Επίσης, αναφερόμενος στις
αιτιάσεις περί φυγομαχίας του, καθ’ όλη την προηγούμενη περίοδο, υποστήριξε ότι
είχε αποφύγει να λάβει θέση στη βουλή επιδιώκοντας να διευκολύνει την Ένωση
Κέντρου να αναθεωρήσει την τακτική του ανένδοτου αγώνα. Απευθυνόμενος,
μάλιστα, εκ νέου στην πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, την κάλεσε να
αναλογισθεί τις ευθύνες που απέρρεαν από τον νέο ρόλο της – μετά την ανάδειξή της

82
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 66η, 13 Απριλίου
1962, τόμος Γ’ σελ. 389. .
83
Σε σχέση με την λειτουργία του ραδιοφώνου, είναι χαρακτηριστική η ανάλυση του τότε βουλευτή
Κοζάνης, Μιχάλη Παπακωνσταντίνου: «Η χρήση του ραδιοφώνου αποτελούσε αποκλειστικό προνόμιο
του κόμματος, που κυβερνούσε, σε τέτοιο σημείο που να προκαλεί την αγανάκτηση του κόσμου.
Χωρίς τηλεόραση τότε, και με την καθυστέρηση που πήγαιναν οι εφημερίδες στα χωριά – ή και το
κυνηγητό από τοπικούς παράγοντες των αντικυβερνητικών εφημερίδων – οι ραδιοφωνικές εκπομπές
ήταν μοναδικό μέσο μετάδοσης ειδήσεων και προπαγάνδας. Ένα άλλο τρομερό όπλο στα χέρια του
κατεστημένου, με το οποίο και μπορούσε να μονοπωλεί την ενημέρωση της κοινής γνώμης. Τα
σημαντικά πολιτικά γεγονότα του 1962 δεν αναφέρθηκαν καν, οι συγκεντρώσεις της Ένωσης Κέντρου
και οι ομιλίες του αρχηγού της αποσιωπήθηκαν απόλυτα. Μία ακόμα απόδειξη του μονοκομματικού
κράτους κατά του οποίου αγωνιζόταν τώρα η Ένωση Κέντρου». Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, Η
ταραγμένη εξαετία, ο.π., σελ. 113.

120
σε δεύτερη κοινοβουλευτικά δύναμη – και να αποφύγει τη δημιουργία κλίματος
πόλωσης. Τέλος, επιχειρώντας μία ιστορική αναδρομή στις προηγούμενες εκλογικές
αναμετρήσεις, μέμφθηκε τον αρχηγό του Κέντρου, ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που
δεν αναγνώριζε το εκλογικό αποτέλεσμα, υπενθυμίζοντας ανάλογες δηλώσεις του
μετά τις εκλογές του 1956, όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε τονίσει ότι «η βία και η
νοθεία δεν έχει προηγούμενον».84 Για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, πρόταγμα
αποτελούσε η πρόοδος και η ανάπτυξη της χώρας, προαπαιτούμενο των οποίων ήταν
η πολιτική σταθερότητα. Με την παρέμβασή του – πρώτη μετά από τέσσερις μήνες
κοινοβουλευτικών μαχών – επιχειρούσε να καταστήσει αυτή την αναγκαιότητα σαφή
προς όλους, προκειμένου να επανεκτιμήσουν την κατάσταση, εν όψει μάλιστα της
επερχόμενης διακοπής των εργασιών της βουλής για περίπου ένα μήνα. Εμμένοντας
στην ανάγκη επίδειξης ωριμότητας από την πλευρά της Ένωσης Κέντρου και
επισημαίνοντας τους πιθανούς κινδύνους από μία εκτράχυνση της κατάστασης,
κατέληγε:

Η τακτική του να λέγετε, ότι ανεξαρτήτως του τι λέγει το Σύνταγμα,


ημείς θα αγωνισθώμεν δια να ανατρέψωμεν την Κυβέρνησιν, αποτελεί
απειλήν επαναστάσεως. Θα ηυχόμην, αυτά τα οποία είπεν ο κ. Αρχηγός
της Ενώσεως Κέντρου περί ανενδότου αγώνος προς ανατροπήν της
Κυβερνήσεως, να αποτελούν μέρος μίας τακτικής, η οποία αποβλέπει εις
την δημιουργίαν εντυπώσεων. Θα λυπηθώ βαθύτατα αν αυτά τα οποία
είπε, πιστεύη, ότι είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν. Διότι δεν είναι
δυνατόν κόμματα, τα οποία εμφανίζονται ως Ηρακλείς της Δημοκρατίας,
δια των λόγων των και των πράξεών των, να εξωθούν εις ενεργείας, αι
οποίαι οδηγούν εις την κατάργησιν της Δημοκρατίας.85

84
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 66η, 13 Απριλίου
1962, τόμος Γ’ σελ. 395.
85
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 66η, 13 Απριλίου
1962, τόμος Γ’ σελ. 396..

121
Η πρώτη μεγάλη σύγκρουση: η συγκέντρωση της Αθήνας

Το ήδη πολωμένο πολιτικό κλίμα, που δυναμίτιζε η κοινωνική ένταση με


αφορμή της φοιτητικές κινητοποιήσεις, επρόκειτο να φορτισθεί ακόμη περισσότερο
από την διαμάχη μεταξύ κυβέρνησης και Ένωσης Κέντρου σε σχέση με την πρόθεση
της δεύτερης να διοργανώσει την πρώτη της ανοιχτή συγκέντρωση στην Αθήνα. Η
εκπεφρασμένη πρόθεση για απευθείας επαφή με τον λαό, είχε πλέον αναχθεί σε
βασικό πυλώνα της στρατηγικής του ανένδοτου αγώνα. Παράλληλα, για την
κυβέρνηση, οι συνθήκες ρευστότητας που επικρατούσαν στην κοινωνία, δεν
επέτρεπαν την ανάληψη τέτοιων πρωτοβουλιών, τις οποίες θα μπορούσε να
«εκμεταλλευθεί» η Αριστερά. Σύμφωνη με αυτή την αντίληψη, η Καθημερινή,
εκδήλωνε την αντίθεσή της στην απόφαση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και
αναφερόμενη στον Γεώργιο Παπανδρέου, σημείωνε:

Μόνος με το πτώμα του Κέντρου στα χέρια θα στέκεται αύριο, μόνος


περιτριγυρισμένος από σκιές, μόνος με την ύποπτη συνοδεία των κακών
φίλων και θα μιλάη μόνος από αυτό το τελευταίο μπαλκόνι σ’ έναν
κόσμο ξένο, ψυχρό, ένα κόσμο από σκιές που ούτε θ’ ακούη ούτε θα
προσέχη τα τελευταία του ψέμματα… Πιο θλιβερή εικόνα, πιο
δραματικά εκφραστική απ’ αυτή που σκηνοθέτησε ο ίδιος, δεν θα
μπορούσε να είχε φαντασθή ούτε ο χειρότερός του εχθρός.86

Προκειμένου, πάντως, να βρεθεί μία χρυσή τομή, οι βουλευτές της Ένωσης


Κέντρου Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και Σταύρος Κωστόπουλος συναντήθηκαν στις
16 Απριλίου με τον υπουργό Εσωτερικών Γεώργιο Ράλλη, τον υπουργό Προεδρίας
της Κυβερνήσεως Δημήτριο Μακρή και τον υφυπουργό Εσωτερικών Δημήτριο
Δαβάκη. Αν και η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από την βέλτιστη λύση σε σχέση με
την σχεδιαζόμενη συγκέντρωση, μετά το τέλος της συνάντησης οι δύο πλευρές
προχώρησαν σε αντικρουόμενες δηλώσεις για το τι διημείφθη. Αφενός ο Γεώργιος
Ράλλης υποστήριξε ότι οι εκπρόσωποι του Κέντρου είχαν αρχικά ζητήσει
τηλεφωνικώς άδεια για συγκέντρωση στην πλατεία Κλαυθμώνος ή στο γήπεδο του
86
«Αύριο», Η Καθημερινή, 19 Απριλίου 1962.

122
Παναθηναϊκού και ότι ο ίδιος, επικαλούμενος την πιθανότητα διασάλευσης της τάξης,
προέκρινε τη λύση του γηπέδου δηλώνοντας ότι η κυβέρνηση θα απαγόρευε «κάθε
δημόσια συγκέντρωση σε ανοικτό χώρο κατόπιν των δημιουργηθέντων εκτρόπων εις
βάρος των φοιτητών (…) αλλά και διότι η κυβέρνησις έχει την πληροφορίαν ότι εις
την συγκέντρωσιν της Ενώσεως Κέντρου θα παρεισφρήσουν και οπαδοί της ΕΔΑ με
πρόθεσιν όχλοκρατικών εκδηλώσεων».87 Σε μεταγενέστερη μαρτυρία του επέμεινε
στη ορθότητα της θέσης του δηλώνοντας «απαγόρευα εκείνες [τις συγκεντρώσεις],
όπου υπήρχε κίνδυνος μεγαλυτέρας διαταράξεως της τάξης. Σε όλες γινόταν
διατάραξις της τάξης, με την νοοτροπίαν που είχαν να κατακρημνίσουν την ΕΡΕ,
είχαν μία εξαλλοσύνη, αλλά όταν διέκρινα μία ιδιαίτερη εξαλλοσύνη, τους είπα
“πηγαίντε σε έναν κλειστό χώρο, δεν είναι ανάγκη να μαζευτείτε και να
προκαλέσετε”».88

Αντιθέτως, οι βουλευτές του Κέντρου αρνήθηκαν ότι είχαν προτείνει την


λύση του γηπέδου του Παναθηναϊκού, καταγγέλλοντας παράλληλα ως
αντισυνταγματική την απόφαση της κυβέρνησης να απαγορεύσει τις δημόσιες
συγκεντρώσεις σε ολόκληρη τη χώρα επικαλούμενη το άρθρο 10 του Συντάγματος,
περί πιθανής διασάλευσης της τάξης,. Παράλληλα, εμμένοντας στην απόφαση για την
διοργάνωση της συγκέντρωσης στην πλατεία Κλαυθμώνος, δεσμεύονταν ότι το
κόμμα θα εγγυάτο την τήρηση της τάξης από τους παρευρισκόμενους Αυτή η εμμονή
της ηγεσίας της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην απόφασή της, έδειχνε πάντως να
αμφισβητείται από ένα τμήμα του κόμματος, που πρόκρινε την υιοθέτηση μίας άλλης
τακτικής. Εκφράζοντας τις επιφυλάξεις του επί της απόφασης του Κέντρου, το Βήμα
ανέφερε:

Παράδοξα και εν πολλοίς ανεξήγητα πράγματα συνέβησαν χθες εις ό, τι


αφορά την από μακρού αναγγελλομένην λαϊκήν συγκέντρωσιν της
Ενώσεως Κέντρου. Ενώ εις ολόκληρον τον απογευματινόν Τύπον
εδημοσιεύετο εξ αρμοδίας προφανώς πηγής, ότι η Ένωσις Κέντρου θα
εζήτει από την Κυβέρνησιν άδειαν διά τον κήπον του Κλαυθμώνος ή διά
το γήπεδον του Παναθηναϊκού, η αντιπροσωπεία (…) περιορίσθη εις το

87
Η περιγραφή από δηλώσεις που έκανε ο Γεώργιος Ράλλης σε δημοσιογράφους μετά τη συνάντηση,
βλ. Ελευθερία, 17 Απριλίου 1962.
88
Γεώργιος Ράλλης, συνέντευξη στον γράφοντα 18 Ιανουαρίου 2006.

123
να ζητήση ΜΟΝΟΝ την πλατείαν Κλαυθμώνος. (…) Δεν γνωρίζομεν τι
εμεσολάβησε δια να ανατραπή η ειλημμένη και δημοσία ανακοινωθείσα
απόφασις όπως το Κέντρον ζητήση, ή πάντως μη αποκρούη το γήπεδον
του Παναθηναϊκού δια την συγκέντρωσίν του. ειλικρινώς όμως
θεωρούμεν την μεταγενέστερον αυτήν απόφασιν ως ΕΣΦΑΛΜΕΝΗΝ.
(…) Διατί να μη το δεχθή το Κέντρον; Υποθέτομεν ότι ο ατυχής αυτός
χειρισμός οφείλεται εις απλήν βιασύνην.89

Στις 20 Απριλίου η συγκέντρωση πραγματοποιήθηκε, παρά την κυβερνητική


απαγόρευση, παρουσία περίπου 4.000 αστυνομικών, ολόκληρη σχεδόν την
αστυνομική δύναμη Αθήνας και Πειραιά, που είχαν αποκλείσει την περιοχή ανάμεσα
στην Ομόνοια, το Μοναστηράκι, το Σύνταγμα και την οδό Σόλωνος, με επίκεντρο την
πλατεία Καρύτση όπου είχε δημιουργηθεί κλοιός από τις δυνάμεις της αστυνομίας.
Έκτος αυτής της περιμέτρου, η οποία ουσιαστικά περιέκλειε ολόκληρο το κέντρο της
πόλης, σημειώθηκαν επεισόδια μεταξύ πολιτών – κυρίως οικοδόμων και
συνδικαλιστών – και μελών των σωμάτων ασφαλείας. Ενδεικτικό του κλίματος που
επικρατούσε, ήταν το γεγονός ότι ένταση προκλήθηκε ακόμη και με βουλευτές της
Ένωσης Κέντρου,90 οι οποίοι προσπάθησαν να διασπάσουν τον κλοιό προκειμένου να
φτάσουν στα γραφεία της Λέσχης Φιλελευθέρων.91 Τελικά, η αστυνομία επέτρεψε σε
μερικές εκατοντάδες άτομα να προχωρήσουν προς τον χώρο της συγκέντρωσης με

89
«Περί την συγκέντρωσιν του Κέντρου: ατυχής σπουδή που οδηγεί εις εξίσου ατυχή απόφασιν», Το
Βήμα, 17 Απριλίου 1962. Είναι πάντως χαρακτηριστικό, ότι με αφορμή τα επεισόδια της 20 ης
Απριλίου, το Βήμα έγραφε αναφερόμενο στις ευθύνες του Κέντρου «Οι αδίκως ταλαιπωρηθέντες
οπαδοί του Κέντρου δεν αντελήφθησαν ακόμη διατί και πως έγινεν αυτή η ΥΠΑΝΑΧΩΡΗΣΙΣ (…)
Λέγεται ότι το απέκλεισαν [το γήπεδο] ωρισμένοι παράγοντες του Κέντρου δια μυστηριώδεις λόγους,
οι οποίοι ουδέποτε εγνώσθησαν ακριβώς. Απεδείχθησαν όμως έωλοι αυταί αι επιφυλάξεις διότι
ωδήγησαν εις μίαν περιπέτειαν η οποία ΗΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΛΕΙΠΗ». «Είναι κρίμα που οι οπαδοί του
Κέντρου δεν ηδυνήθησαν να ακούσουν τον αρχηγόν των», Το Βήμα, 21 Απριλίου 1962. Σχολιάζοντας
την τακτική του Βήματος, ο ραδιοφωνικός σταθμός του ΚΚΕ σημείωνε: «Το Συγκρότημα με τη στάση
του στα γεγονότα της περασμένης βδομάδας έδωσε για άλλη μια φορά την ευκαιρία στους οπαδούς και
τα στελέχη του Κέντρου – ακόμη και στην ηγεσία του – να δουν ότι δεν πρόκειται για οπαδό, αλλά για
δολιοφθορέα και υπονομευτή του δημοκρατικού αγώνα, για πέμπτη φάλαγγα της δεξιάς στις γραμμές
του Κέντρου», βλ. «Ελεύθερη Ελλάδα-Η Φωνή της Αλήθειας», Αρχείο Ραδιοφωνικού Σταθμού,
Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Φακ. 146, αρ. δελτίου 103β, 23 Απριλίου 1962.
90
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις εφημερίδες, είχαν τραυματιστεί οι βουλευτές: Δημήτριος
Παπασπύρου, Στέφανος Τσαπάρας, Σάββας Παπαπολίτης, Αλέξανδρος Μπαλτατζής, Νικόλαος
Μπακόπουλος, Νικόλαος Ζορμπάς, Ιωάννης Τσουδερός, Αντώνιος Πετραλιάς και Γεώργιος Λούλης.
91
Την επομένη οι αντιπολιτευόμενες εφημερίδες έκαναν ιδιαίτερη αναφορά σε περιστατικό που
συνέβη μεταξύ του βουλευτή Στυλιανού Χούτα, παλαιού μέλους της Εθνικής Αντίστασης, ο οποίος
ηγούμενος μίας ομάδας διακοσίων περίπου οπαδών του Κέντρου, διαπληκτίστηκε με τις δυνάμεις της
αστυνομίας στην προσπάθειά του να φθάσει στην πλατεία Καρύτση.

124
αποτέλεσμα ο αρχηγός του Κέντρου να απευθυνθεί από τη Λέσχη Φιλελευθέρων σε
έναν περιορισμένο αριθμό συγκεντρωμένων, συγκριτικά με τους χιλιάδες πολίτες,
που παρέμεναν εκτός των αστυνομικών ζωνών που είχαν δημιουργηθεί.

Στην ομιλία του από τη Λέσχη Φιλελευθέρων, ο Γεώργιος Παπανδρέου


κατηγόρησε την κυβέρνηση για την απόφασή της να απαγορεύσει την συγκέντρωση
κάνοντας λόγο για «εθνική κατοχή», έναντι της οποίας το Κέντρο θα συνέχιζε τον
αγώνα του ως «εθνική αντίσταση». Αναφερόμενος μάλιστα στον Κωνσταντίνο
Καραμανλή, τον χαρακτήρισε «παράνομο κυβερνήτη» και «σφετεριστή της
εξουσίας», ενώ υπογράμμισε ότι το κόμμα του δεν στρεφόταν κατά των δυνάμεων
ασφαλείας, αλλά κατά της κυβέρνησης.92 Αφού επισήμανε τα αποτελέσματα της
στρατηγικής του Κέντρου, αναφορικά με την εμπέδωση από την κοινωνία και την
επιβεβαίωση από τη Δικαιοσύνη των καταγγελιών σχετικά με τις εκλογές του
Οκτωβρίου, τόνισε ότι πλέον «βαδίζομεν προς την Δημοκρατίαν». Τέλος, ιδιαίτερη
βαρύτητα είχε η επίκληση που έκανε προς τον βασιλιά, ζητώντας την παρέμβασή για
την αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας του πολιτεύματος, που θα μπορούσε να
επιτευχθεί μόνο μέσω τίμιου κράτους, τίμιου εκλογικού συστήματος και τίμιων
εκλογών. Το τρίπτυχο αυτό – βασικό σύνθημα έκτοτε της Ένωσης Κέντρου – θα
αποτελούσε την προϋπόθεση για την εναρμόνιση της θέλησης λαού και βουλής.93
Επαναλαμβάνοντας συνεπώς τη βασική θέση του Κέντρου, ότι προκειμένου να
επανέλθει η ομαλότητα στη χώρα ήταν απαραίτητη η προσφυγή στις κάλπες, ο
αρχηγός του Κέντρου έθεσε τους όρους με τους οποίους θα έπρεπε να γίνει αυτή,
κρίνοντας ως πρωταρχικό τη συνειδητοποίηση εκ μέρους των Ανακτόρων της
ιστορικής αναγκαιότητας μίας παρέμβασής τους.

Η συγκέντρωση της Αθήνας αποτέλεσε για τον ανένδοτο αγώνα της Ένωσης
Κέντρου γεγονός κομβικής σημασίας, με άμεση επίδραση στην απήχησή του σε
ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας. Όπως έχει επισημανθεί «ήταν η πρώτη φορά που

92
Στη σχετική της έκθεση η αμερικάνικη πρεσβεία πάντως εκτιμούσε ότι Ένωση Κέντρου
«αναμενόταν να αναδείξει ανεύθυνα όσα συνέβησαν εκείνο το απόγευμα ως “όργιο αστυνομικής
βίας”». Brewster προς Department of State, 23 Απριλίου 1962, (joint weeka no 16) Washington D.C.,
NARA State Department Papers, RG 59, 781.00 (W)/4-2362.
93
Στην σχετική ανάλυσή του ο Meynaud υποστήριζε ότι το τρίπτυχο αυτό αποτέλεσε την «ιδεολογική
βάση» του ανένδοτου αγώνα. Συνίστατο δε πρώτον στην ανάγκη σχηματισμού υπηρεσιακής
κυβέρνησης, που θα προχωρούσε στην λήψη των αναγκαίων μέτρων αποδέσμευσης του κράτους από
το κόμμα· δεύτερον στην υιοθέτηση ενός εκλογικού συστήματος χωρίς τις προβλέψεις που είχαν ως
τότε στόχο την ενίσχυση της ΕΡΕ και τρίτον στην διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών, χωρίς επεμβάσεις
από τα ΤΕΑ, τον Στρατό και την αστυνομία, Jean Meynaud, Πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, ο.π., τομ.
Α’, σελ. 338.

125
κυβέρνηση αρνιόταν σε “εθνικόφρον” κόμμα την άδεια συγκέντρωσης – χωρίς καν
να υπάρχει ως πρόσχημα η επίκληση εθνικών λόγων – αλλά και η πρώτη φορά, που
ένα “εθνικόφρον” κόμμα αρνιόταν να υπακούσει σε μια (έστω και αναιτιολόγητη)
απόφαση της αστυνομίας. Το γεγονός αυτό σηματοδοτούσε μία απόλυτη ρήξη ως
προς την ίδια την έννοια της νομιμότητας».94 Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονταν και
αφενός η εκτίμηση της κυβέρνησης, ότι οι πολίτες θα απέρριπταν αυτά τα «αναρχικά
πειράματα» και το Κέντρο θα έπρεπε να βγάλει «χρήσιμα συμπεράσματα» και
αφετέρου της Ένωσης Κέντρου που σημείωνε: «ο σφετεριστής της εξουσίας και οι
συνένοχοί του ασφαλώς θα έχουν αντιληφθή, ότι η σημερινή γενική δοκιμή των
Αθηνών είναι η αρχή του τέλος των». 95 Από την άλλη, και το Κέντρο επεχείρησε –
μάλλον με επιτυχία – να αποκομίσει τα περισσότερα δυνατά οφέλη από την
συγκεκριμένη συγκέντρωση, επικεντρώνοντας τις καταγγελίες του στα επεισόδια και
την ένταση που δημιουργήθηκε. Ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου εκτιμά σχετικά:

Όταν η κυβέρνηση απαγόρευσε την πρώτη συγκέντρωση της Αθήνας και


η συγκέντρωση έγινε παρά την απαγόρευση, κανένας δεν κατόρθωσε να
εξακριβώσει πόσος κόσμος παρακολούθησε την ομιλία του Παπανδρέου,
αλλά ετούτο μας βοήθησε να διακηρύξουμε ότι όλη η Αθήνα ήταν έξω
από τον κλοιό των αστυνομικών. Χαρακτηρίσαμε τη συγκέντρωση σαν
ιστορική, μεγαλοποιήσαμε επεισόδια που γίνανε μεταξύ βουλευτών και
αστυνομικών, θεωρήσαμε αγωνιστική την προσπάθεια του λαού να
διασπάσει τον αστυνομικό κλοιό και η παρά την απαγόρευση κάθοδος
του λαού χαρακτηρίσθηκε γενναιότητα. Δίναμε έτσι τον ηρωικό τόνο
στην συγκέντρωση αυτή και τις επόμενες.96

Την ίδια ώρα, η προσπάθεια της ΕΔΑ να μετάσχει στη συγκέντρωση,


προτρέποντας τους οπαδούς της να παρευρεθούν, καταδείκνυε την διάθεσή της να
μην επιτρέψει στο Κέντρο να μονοπωλήσει τον ρόλο της αντιπολίτευσης. Η σχετική
ανακοίνωση της Επιτροπής ΕΔΑ Αθηνών υπογράμμιζε ότι τα αιτήματα της

94
Ηλίας Νικολακόπουλος, Η καχεκτική δημοκρατία, ο.π., σελ. 295.
95
Για τις δύο ανακοινώσεις, βλ. Ελευθερία, 21 Απριλίου 1962.
96
Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, Η ταραγμένη εξαετία (1961-1967), ο.π., σελ. 113.

126
συγκέντρωσης δεν αφορούσαν τους οπαδούς ενός κόμματος, αλλά «ολόκληρο τον
δημοκρατικό λαό», καλώντας τους Αθηναίους να λάβουν μέρος «ανεξαρτήτως
κομματικής εντάξεως».97 Στο ίδιο πνεύμα, και ο ραδιοφωνικός σταθμός «Η Φωνή της
Αλήθειας»98 σχολίαζε: «Η αυριανή συγκέντρωση της Αθήνας μπορεί να επιβληθεί
και να κατοχυρωθεί, όπως επιβλήθηκε και κατοχυρώθηκε και η συγκέντρωση του
Ηρακλείου, που έγινε τον περασμένο μήνα, αν ενωμένες όλες οι δημοκρατικές
δυνάμεις αντιτάξουν τον επιβλητικό τους όγκο και την αλύγιστη απόφασή τους».99
Την επομένη της συγκέντρωσης η Αυγή έκανε λόγο για ενότητα και κοινή δράση των
«δημοκρατών της Αριστεράς και του Κέντρου»,100 μία εξέλιξη που η ηγετική ομάδα
της Ένωσης Κέντρου και ο φίλα προσκείμενος Τύπος προσπαθούσαν με κάθε τρόπο
να αποτρέψουν.

Οι καταγγελίες περί «συνοδοιπορίας» με την Αριστερά πύκνωναν·101 και η


επιβεβαίωση της ανεξαρτησίας του Κέντρου, έδειχνε μονόδρομος, αν και εντός του
κόμματος οι απόψεις σε σχέση με τη στάση που έπρεπε να τηρηθεί έναντι της
Αριστεράς έδειχναν να διαφέρουν.102 Είναι ενδεικτικό ότι σε συνομιλία του με τον
βρετανό πρέσβη Ralph Murray ο Σοφοκλής Βενιζέλος είχε εμφανιστεί θετικός σε μία
ενδεχόμενη αναγνώριση του Κομμουνιστικού Κόμματος, κρίνοντας ότι κάτι τέτοιο
θα ευνοούσε το Κέντρο, που θα μπορούσε να αποσπάσει ψηφοφόρους της ΕΔΑ που
δεν θα ήθελαν να ταυτιστούν με το ΚΚΕ.103 Πέρα όμως από τις επιμέρους
στρατηγικές και απόψεις, η ρητορική της Ένωσης Κέντρου έναντι της ΕΔΑ σε σχέση
με τη συγκέντρωση της Αθήνας έδειχνε να είναι περισσότερο αποτέλεσμα
στρατηγικής, παρά ουσιαστικής ανασφάλειας. Σύμφωνα με την εκτίμηση του

97
Η Αυγή, 20 Απριλίου 1962.
98
Πρόκειται για τον παράνομο ραδιοφωνικό σταθμό του ΚΚΕ που εξέπεμπε από το Βουκουρέστι και
αργότερα από την Λειψία της τότε Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
99
«Ελεύθερη Ελλάδα-Η Φωνή της Αλήθειας», Αρχείο Ραδιοφωνικού Σταθμού, Αρχεία Σύγχρονης
Κοινωνικής Ιστορίας, Φακ. 146, αρ. δελτίου 109β, 19 Απριλίου 1962.
100
Η Αυγή, 21 Απριλίου 1962.
101
Είναι χαρακτηριστικό το ύφος της Καθημερινής την επομένη της συγκέντρωσης: αφού έκανε λόγο
για «ερυθρό στίγμα» επί της παράταξης του Κέντρου, καλούσε τα στελέχη του χώρου να
αυτοδιαλυθούν ή να αλλάξουν ηγεσία, «Το στίγμα», Η Καθημερινή, 21 Απριλίου 1962.
102
Αποτιμώντας την στάση των στελεχών του Κέντρου, ο Λεωνίδας Κύρκος σημείωνε «Έτρεμαν το
στίγμα του συνοδοιπόρου, διότι έτρεμαν την σύγκρουση πρόσωπο με πρόσωπο με την τρομοκρατική
Δεξιά και κάτω από τον μανδύα μιας ψευτοδημοκρατικής πολιτικής ανέχονταν την κυοφορία και την
άνοδο του μηχανισμού αυτού, ο οποίος τελικά επέβαλε τη Δικτατορία», Λεωνίδας Κύρκος, συνέντευξη
στον γράφοντα, 23 Μαρτίου 2006.
103
Ralph Murray προς Foreign Office, 25 Απριλίου 1962, FO 371/163443/14. Πρόκειται για
παλαιότερη θέση του Σοφοκλή Βενιζέλου που είχε εκφράσει ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’50,
Ηλίας Νικολακόπουλος, «Η πολιτική πορεία του Σοφοκλή Βενιζέλου (1952-1961): το κύκνειο άσμα
του κόμματος Φιλελευθέρων», στο Τάσος Σακελλαρόπουλος και Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Σοφοκλής
Ελευθερίου Βενιζέλος, ο.π., σσ.121-122.

127
Απόστολου Κακλαμάνη, ηγετικού στελέχους της ΟΝΕΚ και συνομιλητή του
Γεωργίου Παπανδρέου, τον αρχηγό της Ένωσης Κέντρου «έχοντας αυτή την ιστορία
την πολιτική και τη σύγκρουση αυτή τη θανατερή με το Κομμουνιστικό Κόμμα, δεν
τον απασχολούσε καθόλου και δεν ένοιωθε να τον αγγίζει καν το περί
“συνοδοιπορίας”. Από εκεί και πέρα, έπρεπε η τακτική τους να είναι τέτοια, ώστε να
μην ενισχύεται η προπαγάνδα, είτε στο Παλάτι, είτε στον παράγοντα τον ξένο». 104
Ειδικότερα μάλιστα σε ό, τι αφορούσε τη συγκέντρωση της Αθήνας, το Κέντρο
επέμενε στην απόρριψη κάθε θεωρίας περί συγκρότησης «ομάδων κρούσεως» από
οπαδούς του και οπαδούς της ΕΔΑ, αποδίδοντας τις σχετικές πληροφορίες σε
κυβερνητική σκευωρία.105 Στο πνεύμα αυτό κινούμενη, η Ελευθερία αφού
επιχειρηματολογούσε για την «πλήρη ιδεολογική και πολιτική αυτάρκεια του
Κέντρου», σχολίαζε:

Όπως είναι αδύνατον εις τους ενόχους και εις τους συνενόχους να
κάμψουν οπωσδήποτε τον αγώνα αυτόν, έτσι αποκλείεται το Κέντρον να
εγκαταλείψη τα ορθά και τα δίκαια επειδή θα τα υιοθετή πιθανόν και η
Ε.Δ.Α. Η φοβία που εχάριζεν εις την Άκραν Αριστεράν την υποκριτικήν
προάσπισιν των ιερών αξιών της Δημοκρατίας, ανήκει ανεπιστρεπτί εις
το παρελθόν. Και τίποτε δεν ημπορεί να την επαναφέρη εις την ζωήν. Η
σημαία της Δημοκρατίας ευρίσκεται εις καλά χέρια. Θα κρατηθή ψηλά
με πίστιν, με συνέπειαν, με ορμήν.106

Η τομή που σηματοδοτούσε, συνεπώς η συγκέντρωση της Αθήνας υπήρξε


εξαιρετικά σημαντική. Αφενός ο λαός έδειχνε ότι «είχε αρχίσει ν’ αφυπνίζεται», 107
και αφετέρου η ίδια η Ένωση Κέντρου, ως πολιτικός φορέας, έμοιαζε να εισέρχεται
σε μία νέα και πλέον μαχητική φάση του ανένδοτου. Πιθανά κενά που έχουν

104
Απόστολος Κακλαμάνης, συνέντευξη στον γράφοντα, 5 Απριλίου 2006.
105
Μάλιστα, απόδειξη όσων υποστήριζε η Ένωση Κέντρου, θεωρήθηκε λίγες ημέρες αργότερα η
απόφαση του Αυτόφωρου τριμελούς πλημμελειοδικείου Αθηνών, στη δίκη των 21 συλληφθέντων του
συλλαλητηρίου. Αφενός η αθώωση των 14 και η καταδίκη των υπολοίπων 7 «δια θρασύτηταν κατά της
αρχής ή προσβολής των θείων» και αφετέρου η απόδειξη ότι κανείς εκ των συλληφθέντων δεν ήταν
οπαδός της ΕΔΑ, συνιστούσαν επιβεβαίωση της άποψης του Κέντρου. Στις 26 Απριλίου ο Γεώργιος
Παπανδρέου προέβη σε δηλώσεις, σημειώνοντας: «Η Ένωσις Κέντρου, η οποία είχε καλέσει τον λαόν
των Αθηνών εις ειρηνικήν συγκέντρωσιν δοκιμάζει ικανοποίησιν δια την πανηγυρική απόδειξιν ότι
ετήρησε τον λόγον της και παραδίδει όλους τους σκευωρούς της αθλίας συκοφαντίας εις την
περιφρόνησιν του ελληνικού λαού», βλ σχετικά, Ελευθερία, 27 Απριλίου 1962.
106
«Οι διαβολείς», Ελευθερία, 26 Απριλίου 1962.
107
Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, Η ταραγμένη εξαετία (1961-1967), ο.π., σελ. 108.

128
προκύψει σε σχέση με τις διαφορετικές προσεγγίσεις και τις αμφιταλαντεύσεις
κορυφαίων στελεχών ως την οριστική απόφαση για τη διοργάνωση της
συγκέντρωσης, έρχεται να καλύψει μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έκθεση της
αμερικανικής πρεσβείας. Το αναλυτικό κείμενο του πολιτικού συμβούλου της
πρεσβείας και έμπειρου επί των ελληνικών θεμάτων Dan Brewster με τίτλο “Rally of
April 20, 1962: Decision Making in the Center Union”, παρουσιάζει ολόκληρο το
χρονικό των εσωτερικών διεργασιών και των παλινωδιών του Κέντρου, γύρω από το
θέμα της συγκέντρωσης, σύμφωνα με πληροφορίες που ο ίδιος είχε συλλέξει από
στελέχη του κόμματος και τον υπουργό Εσωτερικών Γεώργιο Ράλλη.108

Σύμφωνα με τον αμερικανό διπλωμάτη, κατά τη διάρκεια της αντιπαράθεσης


σχετικά με τις διαδηλώσεις των φοιτητών, το Κέντρο είχε υποστεί μία «ψυχολογική
ήττα» από την τοποθέτηση του πρωθυπουργού, και μετά από αυτήν θα έπρεπε να
ανακτήσει τον πρώτο ρόλο στο πολιτικό σκηνικό όπως είχε κάνει με την επιτυχή
διαχείριση θεμάτων όπως ο έρανος της βασιλικής προνοίας και η προικοδότηση της
πριγκίπισσας Σοφίας. Προκειμένου να οργανώσουν τις νέες πρωτοβουλίες του
κόμματος, συναντήθηκαν στις 15 Απριλίου – δύο μόλις ημέρες μετά τη συζήτηση στη
βουλή – στο σπίτι του Σοφοκλή Βενιζέλου, εκτός από τον ίδιο, ο Γεώργιος
Παπανδρέου, ο Παυσανίας Κατσώτας, ο Ιωάννης Τούμπας, ο Κωνσταντίνος
Μητσοτάκης «ο αιώνιος Νεότουρκος των Φιλελεύθερων», ο Γεώργιος Μαύρος «το
αναπόσπαστο στοιχείο του Κέντρου», ο εκδότης της Ελευθερίας Πάνος Κόκκας και ο
εκδότης του Βήματος Χρήστος Λαμπράκης. Ο Brewster τόνιζε ότι ανάμεσα στους
συμμετέχοντες βρίσκονταν μέλη τόσο της σκληροπυρηνικής όσο και της πιο
μετριοπαθούς πτέρυγας του κόμματος.109

Οι παρευρισκόμενοι συμφώνησαν στην ανάγκη διοργάνωσης μίας


συγκέντρωσης στην Αθήνα σε συνέχεια της αντίστοιχης που είχε πραγματοποιηθεί
στο Ηράκλειο ένα μήνα νωρίτερα, αλλά διαφώνησαν ως προς το είδος της
εκδήλωσης. Οι πλέον μετριοπαθείς πρότειναν μία ανοιχτή συγκέντρωση προς το
τέλος Μαΐου – δηλαδή μετά την σύνοδο του ΝΑΤΟ στην Αθήνα και τον γάμο της
Σοφίας – ενώ άλλοι, κρίνοντας ότι θα χανόταν πολύτιμος χρόνος, πρότειναν μία
εκδήλωση σε κλειστό χώρο εντός της επόμενης εβδομάδας, μία λύση όμως που

108
Brewster προς Department of State, 10 Μαΐου 1962, Washington D.C., NARA State Department
Papers, RG 59, 781.00/5-1062.
109
Στους πρώτους περιέλαβε τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και τον Πάνο Κόκκα και στους δεύτερους
τον Παυσανία Κατσώτα, τον Ιωάννη Τούμπα και τον Χρήστο Λαμπράκη.

129
θεωρήθηκε ότι θα είχε μικρή απήχηση στους πολίτες. Τελικά ο Χρήστος Λαμπράκης
πρότεινε την διενέργεια μίας συγκέντρωσης εντός της εβδομάδας στο γήπεδο του
Παναθηναϊκού. Η πρόταση υιοθετήθηκε από όλους, και ο Λαμπράκης
εξουσιοδοτήθηκε να μιλήσει με τον υπουργό Εσωτερικών, προκειμένου να πάρει μία
πρώτη άτυπη βεβαίωση ότι η κυβέρνηση θα ήταν σύμφωνη. Μετά τη συνάντηση –
την ώρα που ο Λαμπράκης βολιδοσκοπούσε την κυβέρνηση – είχαν αρχίσει να
εκφράζονται αμφιβολίες, για το κατά πόσον ο στόχος των 60.000 ατόμων, που ήταν η
χωρητικότητα του γηπέδου, θα μπορούσε να επιτευχθεί εντός μόλις τεσσάρων
ημερών. Σε αυτό συνεπώς το κρίσιμο σημείο, είχαν διαμορφωθεί τρία στρατόπεδα
εντός του κόμματος: εκείνων που ήταν υπέρ της λύσης του γηπέδου του
Παναθηναϊκού, εκείνων που υποστήριζαν τη λύση της ανοικτής εκδήλωσης στην
πλατεία Κλαυθμώνος, και εκείνων που επιθυμούσαν την αναβολή της εκδήλωσης.

Σε αυτή τη χρονική συγκυρία, ενώ ο Τύπος έκανε ήδη λόγο για μία δημόσια
εκδήλωση, ο υπουργός Εσωτερικών Γεώργιος Ράλλης εξέδωσε την ανακοίνωση με
την οποία απαγορευόταν οποιαδήποτε ανοικτή συγκέντρωση. Ειδικά μάλιστα για
αυτή την ανακοίνωση, ο αναλυτής ανέφερε την πληροφορία ότι μετριοπαθή στελέχη
του Κέντρου, ονομάζοντας μόνο τον Ιωάννη Τούμπα, είχαν ενθαρρύνει την
κυβέρνηση να προβεί στην απαγόρευση, προκειμένου να αναβληθεί η συγκέντρωση
και να αποφευχθεί η άμεση σύγκρουση. Τότε, με προσωπική παρέμβαση του
Χρήστου Λαμπράκη προς τον Γεώργιο Παπανδρέου, διέρρευσε στον Τύπο ότι το
Κέντρο είχε αποφασίσει να οργανώσει το συλλαλητήριο στο γήπεδο του
Παναθηναϊκού, και ότι ανέμενε την απάντηση της κυβέρνησης. Η εξέλιξη αυτή
ενόχλησε τόσο τους πιο σκληροπυρηνικούς του κόμματος, όσο και την ομάδα του
Ιωάννη Τούμπα που επέμενε στη λύση της αναβολής. Τελικά το απόγευμα της 16ης
Απριλίου ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο στενός συνεργάτης του Σοφοκλή
Βενιζέλου, Σταύρος Κωστόπουλος συναντήθηκαν με τον Γεώργιο Ράλλη,
προκειμένου να προτείνουν είτε τη λύση του Παναθηναϊκού, είτε τη λύση της
πλατείας Κλαυθμώνος, ακυρώνοντας στην πράξη την προηγούμενη πρωτοβουλία του
εκδότη του Βήματος. Η σύγχυση είχε ενταθεί από την αδυναμία του Γεωργίου
Παπανδρέου να μείνει σταθερός σε μία θέση, όπως σημείωνε ο αμερικανός
διπλωμάτης «κινούμενος από τη μία σχολή σκέψης, στην άλλη». Πάντως, με
δεδομένη την ήδη εκδοθείσα κυβερνητική ανακοίνωση, η πρόταση που κόμιζαν οι
εκπρόσωποι του Κέντρου στον Γεώργιο Ράλλη έδειχνε μάλλον χωρίς νόημα.

130
Την ώρα της συνάντησης, ο Ιωάννης Τούμπας και ο Παυσανίας Κατσώτας
προσέγγισαν τον Γεώργιο Παπανδρέου, υποστηρίζοντας ότι το συλλαλητήριο θα
αποτύγχανε καθώς το κόμμα δεν θα μπορούσε να συγκεντρώσει τον κόσμο που θα
απαιτείτο. Μετά τη συνάντηση, ο αρχηγός του Κέντρου φάνηκε να έχει μεταβάλει εκ
νέου την άποψή του, συμφωνώντας ότι καμία από τις δύο εκδοχές δεν ήταν η
ενδεδειγμένη. Συνεπώς, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη περιγραφή, λίγα
εικοσιτετράωρα πριν την ημερομηνία του συλλαλητηρίου, «οι ηγέτες του Κέντρου
προσπαθούσαν να αποδεσμευθούν από τον ιστό της δικής τους
αναποφασιστικότητας». Τελικά την επομένη το πρωί, 17 Απριλίου πλέον, ο
αντιπολιτευόμενος Τύπος ανέφερε ότι οι δύο εκπρόσωποι του Κέντρου είχαν ζητήσει
άδεια για ανοικτή συγκέντρωση και ότι ο υπουργός Εσωτερικών είχε αρνηθεί. Στην
απάντηση του υπουργείου, ότι το αίτημα αφορούσε είτε ανοικτή συγκέντρωση, είτε
«κλειστή» στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, το Κέντρο διέψευσε την πληροφορία.
Τελικά, ανακοίνωσε επισήμως ότι επρόκειτο να διοργανώσει συγκέντρωση στις 20
Απριλίου στην πλατεία Καρύτση αντί της σαφώς μεγαλύτερης πλατείας Κλαυθμώνος,
στοιχείο που θεωρήθηκε από τον αμερικανό αναλυτή «ακόμη μία ανατροπή της
άποψης του Κέντρου». Με τον τρόπο αυτό, τόσο η κυβέρνηση που πιθανόν υπό
άλλες συνθήκες να μην είχε αντίρρηση, όσο και η αντιπολίτευση, βρέθηκαν
εγκλωβισμένες σε μία επερχόμενη σύγκρουση που «καμιά τους δεν ήθελε και καμία
δεν μπορούσε πλέον να αποτρέψει».

Σε εκείνο το κρίσιμο σημείο επεδίωξε να δώσει λύση ο Σοφοκλής Βενιζέλος,


ο οποίος ζήτησε στις 18 Απριλίου από τον Ιωάννη Βελλίδη – εκδότη της εφημερίδας
Μακεδονία – να μιλήσει εξ ονόματός του στον Γεώργιο Ράλλη. Στόχος ήταν να
βολιδοσκοπήσει κατά πόσον ο υπουργός Εσωτερικών θα ήταν πρόθυμος να συντάξει
μια επιστολή προς τον Βενιζέλο, στην οποία θα ανέλυε τους κινδύνους
εκμετάλλευσης του γεγονότος από την Αριστερά. Στη συνέχεια η επιστολή θα
χρησιμοποιείτο προκειμένου να αναβληθεί η συγκέντρωση. Μετά από συνεννόηση με
τον πρωθυπουργό, ο Ράλλης συνέταξε την επιστολή, στην οποία όμως ο Βενιζέλος
ζήτησε να προστεθεί μία έκκληση αναβολής του συλλαλητηρίου. Η άρνηση του
υπουργού Εσωτερικών και του πρωθυπουργού να δεχθούν περαιτέρω παραχωρήσεις,
οι οποίες θα τους παρουσίαζαν «να ζητούν χάρες από την αντιπολίτευση», οδήγησε
σε ναυάγιο και αυτή την πρωτοβουλία. Σύμφωνα με τον Brewster, το συλλαλητήριο
της 20ης Απριλίου έκανε και τις δύο πλευρές να δείχνουν «φαιδρές»: από τη μία ο

131
Παπανδρέου δεν είχε κάτι νέο να πει και μιλούσε ενώπιον εξαιρετικά μικρού
ακροατηρίου, και από την άλλη η κυβέρνηση είχε κινητοποιήσει 4000 αστυνομικούς
έναντι της πιθανότητας να εκμεταλλευθεί το γεγονός η Αριστερά, κάτι που δεν
συνέβη τελικά».

Ο ανένδοτος αγώνας της Ένωσης Κέντρου διεξαγόταν – σύμφωνα με τη


συγκεκριμένη ανάλυση – τόσο έναντι της κυβέρνησης, όσο και μεταξύ των
διαφορετικών ομάδων στο εσωτερικό του κόμματος. Επρόκειτο για έναν σκληρό
αγώνα εξουσίας ανάμεσα στα ηγετικά του στελέχη, με αποτέλεσμα να καθίσταται η
τακτική του «ασυνάρτητη, αμφιταλαντευόμενη και αρνητική». Αναφορικά δε, με
τους ηγέτες της παράταξης και τον τελικό ωφελημένο από την ακολουθούμενη
στρατηγική, ο πολιτικός αναλυτής υποστήριζε ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο
Σοφοκλής Βενιζέλος δεν ήταν οι βασικοί ανταγωνιστές.110 Στο μεταξύ, ο Brewster
προέβλεπε ότι η Ένωση Κέντρου θα συνέχιζε μία «αλλοπρόσαλλη πορεία», που θα
μπορούσε να οδηγήσει σε σύγκρουση με την κυβέρνηση «όχι λόγω υπολογισμού,
αλλά κατά τύχη». Αναφορικά δε με τη σύνθεση του κόμματος, σημείωνε ότι δεν θα
έπρεπε να λησμονείται «ότι αποτελείται από προσεκτικούς αστούς πολιτικούς, όχι
από επαναστάτες, και ότι μία εθνικόφρων αντιπολίτευση, οσοδήποτε ασυνάρτητη,
είναι πολύ προτιμότερη από την, ελεγχόμενη από τους κομμουνιστές, ΕΔΑ.
Παρατήρηση που συνόψιζε με τον πιο ενδεικτικό τρόπο την συνολική στάση της
αμερικανικής πλευράς έναντι της ελληνικής πολιτικής κρίσης.

Από την «πρόσκαιρη ανακωχή» στην νέα πρόταση δυσπιστίας: Μάιος 1962

Η συγκέντρωση της πλατείας Καρύτση υπήρξε σταθμός για τον ανένδοτο


αγώνα της Ένωσης Κέντρου. Αφενός επιβεβαίωσε τη δυναμική του εγχειρήματος
στην κοινωνία και το εύρος της αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση – τουλάχιστον σε
επίπεδο δημόσιου λόγου – και αφετέρου ανέδειξε τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο
νέος αυτός φορέας στην τήρηση των λεπτών ισορροπιών στο εσωτερικό του. Λίγες
ημέρες αργότερα, υιοθετήθηκε μία σαφώς ηπιότερη γραμμή από το κόμμα. Η
οργάνωση της εαρινής υπουργικής συνόδου του ΝΑΤΟ στην Αθήνα και η τέλεση των

110
Προκειμένου να καταστήσει μάλιστα σαφή την άποψή του, παρομοίαζε τους δύο ηγέτες με επιβάτες
κινούμενου λεωφορείου που μάλωναν για μία θέση, ενώ το μόνο σίγουρο ήταν ότι, όταν το λεωφορείο
θα έφτανε στον προορισμό του, κανείς από τους δύο δεν θα το οδηγεί.

132
γάμων της Σοφίας λίγες ημέρες αργότερα, δεν επέτρεπαν την όξυνση της κοινωνικής
αναταραχής. Τόσο οι σχέσεις με το Παλάτι, όσο και η εικόνα της αξιωματικής
αντιπολίτευσης έναντι των συμμάχων, δεν μπορούσαν να κλονισθούν από μία πιθανή
εκμετάλλευση του ανένδοτου από την Αριστερά. Βάσει αυτής της αρχής, δεν
οργανώθηκαν κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαΐου αντικυβερνητικές
εκδηλώσεις, που θα μπορούσαν να εκθέσουν την αντιπολίτευση. Αρνούμενη πάντως
την ερμηνεία της κυβερνητικής πλευράς, περί αναβολής συγκεντρώσεων, η Ένωση
Κέντρου δήλωνε ότι δεν είχε υπάρξει νωρίτερα καμία απόφαση για πραγματοποίηση
οποιασδήποτε εκδήλωσης.111 Επρόκειτο για ένα επιχείρημα που έδειχνε μάλλον
αίολο, ειδικά αν λάβει κανείς υπ’ όψιν τη σφοδρή αντιπαράθεση μεταξύ των
στελεχών του Κέντρου γύρω από την σκοπιμότητα πραγματοποίησης της
συγκέντρωσης της Αθήνας, όταν στελέχη επέμεναν για την αναβολή της. Άλλωστε,
μία ημέρα πριν τους γάμους της Σοφίας το Βήμα σημείωνε ότι «η Εθνική
Αντιπολίτευσις, η οποία από επίγνωσιν των ευθυνών της ανέστειλε την πολιτική της
δραστηριότητα κατά τη διάρκειαν της Διασκέψεως του ΝΑΤΟ και κατά τους
πριγκιπικούς γάμους, φυσικόν είναι να επαναλάβη από της αρχομένης εβδομάδος την
δράσιν της»112 επιβεβαιώνοντας την κυβερνητική άποψη και ενισχύοντας τις εικασίες
περί σημαντικών εσωκομματικών διαφοροποιήσεων.

Ενεργό ενδιαφέρον για την αποτροπή οποιουδήποτε εκτρόπου κατά τη


διάρκεια της συνόδου του ΝΑΤΟ είχαν επιδείξει και οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπως
προκύπτει από σχετικό σημείωμα του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών.
Συγκεκριμένα, ο διευθυντής του γραφείου ελληνικών, τουρκικών και ιρανικών
υποθέσεων Robert Miner, είχε επισημάνει στον επιτετραμμένο της αμερικανικής
πρεσβείας στην Αθήνα Tapley Bennet την ανησυχία της υπηρεσίας για την επιλογή
του Παπανδρέου να μεταφέρει την αντιπαράθεσή του με τον Καραμανλή «στο
δρόμο», εκτιμώντας ότι η Αριστερά θα εκμεταλλευόταν την ευκαιρία προκειμένου
να δημιουργήσει προβλήματα κατά τη διάρκεια της συνόδου. Επισημαίνοντας τις
πιθανές συνέπειες για τη χώρα, ο Miner διερωτάτο κατά πόσον θα μπορούσαν αυτές
οι σκέψεις να φθάσουν μέχρι τον Γεώργιο Παπανδρέου, προτείνοντας μάλιστα αυτό

111
Για την ανακοίνωση της Ένωσης Κέντρου, βλ. Ελευθερία, 25 Απριλίου 1962.
112
«Μετά το αυριανόν χαρμόσυνον γεγονός: τα καίρια μεγάλα θέματα που απασχολούν την χώραν»,
Το Βήμα, 13 Μαΐου 1962.

133
να γίνει είτε μέσω του Ανδρέα Παπανδρέου, είτε μέσω του Γιώργου Μυλωνά.113
Μάλιστα, μετά τις σχετικές παραινέσεις, ο αμερικανός αξιωματούχος σημείωνε
σχετικά «Προφανώς, το υπουργείο δεν επιθυμεί να δώσει περιεχόμενο στο παλιό
φάντασμα του «αμερικανικού παράγοντα», και είμαι βέβαιος ότι ακόμη λιγότερο [το
επιθυμεί] η πρεσβεία».114 Αν και αυτές οι επισημάνσεις δεν στοιχειοθετούν απόδειξη
ότι υπήρξε παρέμβαση της αμερικανικής πρεσβείας στην κατεύθυνση της αποτροπής
πιθανών επεισοδίων, δείχνουν να επιβεβαιώνουν τον ανοικτό δίαυλο επικοινωνίας
που διατηρούσε με την ηγεσία της Ένωσης Κέντρου, ακόμη και γύρω από ζητήματα
αντιπολιτευτικής τακτικής.

Κατά την εαρινή σύνοδο, οι υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας των χωρών-
μελών του ΝΑΤΟ, μετά την απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών να σταματήσουν την
δωρεάν οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα με το επιχείρημα ότι η χώρα μπορούσε
να αντεπεξέλθει στις αμυντικές της δαπάνες,115 κλήθηκαν να αποφασίσουν τη στάση
της συμμαχίας. Αναγνωρίζοντας την ανάγκη αμυντικής ενίσχυσης της Ελλάδας
καθώς και την προσπάθεια της για την ανάπτυξη της οικονομίας της, πρότειναν τη
σύσταση «Συμβουλίων Βοηθείας (Κονσόρτσιουμ), τα οποία θα συντονίσουν την
κινητοποίησιν των πόρων που απαιτούνται προς εξασφάλισιν της οικονομικής
αναπτύξεως της Ελλάδος και της Τουρκίας εις ικανοποιητικόν βαθμόν», καθώς και τη
σύσταση μίας ειδικής ομάδας μελέτης των αμυντικών προβλημάτων της Ελλάδας.
Παράλληλα, το συμβούλιο πρότεινε στα μέλη του να ενισχύσουν μέσω αγορών την
ελληνική βιομηχανία προκειμένου να ενδυναμωθούν οι ελληνικές εξαγωγές.
Αναφορικά δε με τις αμυντικές δαπάνες της χώρας, το συμβούλιο πρότεινε να

113
Οι σχέσεις του Ανδρέα Παπανδρέου με την αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα έδειχναν αισθητά
βελτιωμένες μετά την αποχώρηση του Ellis Briggs και την έλευση του Henry Labouisse. Σε επιστολή
του προς τον διευθυντή διεθνών σχέσεων του Ford Foundation, Shepard Stone, ο Ανδρέας
Παπανδρέου περιέγραφε την απήχηση του ανένδοτου αγώνα και την πεποίθησή του, ότι με τον νέο
πρέσβη ενισχυόταν η άποψη υπέρ της υποστήριξης «μη κομμουνιστικών εναλλακτικών της Δεξιάς»,
συμπληρώνοντας: «Η ίδια η πρεσβεία αισθάνεται ότι η Ελλάδα περνά μία μεταβατική φάση και είναι
πρόθυμη να δει να πραγματοποιούνται κάποιες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις πριν η κατάσταση πολωθεί
σε μία αντιπαράθεση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Πλέον αναγνωρίζει ότι η Κεντρώα αντιπολίτευση
(το κόμμα του πατέρα μου) αναλαμβάνοντας τον αγώνα κατά των εκλογικών παρατυπιών και της
διαφθοράς στην κυβέρνηση, λειτούργησε σαν φράγμα στην αναμενόμενη εξέλιξη». Stan Draenos
«United States Foreign Policy and the Liberal Awakening in Greece, 1958-1967», ο.π., σελ. 140.
114
Robert G. Miner προς Tapley Bennet, 23 Απριλίου 1962, Washington D.C., NARA State
Department Papers, RG 59
115
Για το ζήτημα της αμερικανικής δωρεάν αμυντικής βοήθειας, βλ. Σωτήρης. Ριζάς, Η Ελλάδα, οι
Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη (1961-1964, ), (Αθήνα, 2001), σσ. 35- 66· επίσης Πάνος Καζάκος,
Ανάμεσα σε κράτος και αγορά, ο.π., σσ. 248-250.

134
εξετασθούν οι πραγματικές ανάγκες της Ελλάδας και να κινητοποιηθούν τα μέλη της
συμμαχίας προς εξεύρεση των αναγκαίων πόρων. 116

Η Ένωση Κέντρου αντέδρασε στη δέσμη προτάσεων της συνόδου, θεωρώντας


τις αόριστες, σε σχέση τόσο με τα απαιτούμενα ποσά όσο και με τις πηγές άντλησής
τους. Παράλληλα, έκρινε, ότι είχε γίνει διάκριση κατά της χώρας, καθώς το
προτεινόμενο Κονσόρτσιουμ οικονομικής βοήθειας θα έπρεπε να περιλαμβάνει και
την Τουρκία, προς την οποία η δωρεάν παροχή βοήθειας οικονομικής στήριξης
συνεχιζόταν. Καταγγέλλοντας την κυβέρνηση για «θλιβερό χειρισμό του θέματος της
βοηθείας», η Ένωση Κέντρου υποστήριξε ότι η διακοπή της οφειλόταν στην «ψευδή
εικόνα της συναλλαγματικής καταστάσεως», η οποία είχε πλέον πείσει τους
συμμάχους ότι η χώρα έχει επαρκή μέσα, ώστε να μη χρειάζεται η ενίσχυσή της.
Καταλήγοντας μάλιστα, η ανακοίνωση αναφερόταν στην κυβέρνηση σημειώνοντας
ότι «ουδέποτε ευρέθη χώρα ενώπιον περισσοτέρων ανικάνων και αναξίων
διαχειριστών των δημοσίων υποθέσεων».117

Αν και χωρίς τον δυναμισμό που χαρακτήριζε παλαιότερες αντιπαραθέσεις, το


θέμα της βοήθειας εντάχθηκε στην πολεμική του ανένδοτου από την Ένωση Κέντρου,
αν και πάλι μπορούν εύκολα να εντοπισθούν οι διαφορετικές προσεγγίσεις επί του
ζητήματος. Το μετριοπαθές Βήμα έκανε λόγο για «σαφή αποτυχία»118 της
κυβέρνησης και για «σφάλματα και εκ μέρους της κυβερνήσεως και εκ μέρους του
ΝΑΤΟ»,119 αλλά αναγνώριζε την «συντελεσθείσαν εις την ελληνικήν οικονομίαν
ΠΡΟΟΔΟΝ», επί της οποίας πάντως σημείωνε ότι είχαν εμφανισθεί και ανακριβή
στοιχεία.120 Το κεντρικό επιχείρημα όμως της αξιωματικής αντιπολίτευσης παρέμενε
ότι οι δυτικοί σύμμαχοι σταδιακά μείωναν τη στήριξη που παρείχαν στην κυβέρνηση
Καραμανλή.121 Στο πλαίσιο αυτής της αντιπολιτευτικής γραμμής, η Ελευθερία
αρχίζοντας την σχετική ανάλυση με την φράση «ώδινεν όρος και έτεκεν μύν: Όχι.

116
Σχετικά με την σύνοδο του ΝΑΤΟ, τις επαφές και τα ανακοινωθέντα, βλ. Κωνσταντίνος
Σβολόπουλος (γεν. επιμ.) ο.π., σσ. 369-379· επίσης, Evanthis Hatzivassiliou, Greece and the Cold
War, ο.π., σελ. 93.
117
Ελευθερία, 8 Μαΐου 1962.
118
«Αι αποφάσεις δια τα οικονομικά μας: θρίαμβος ή αποτυχία;, Το Βήμα, 9 Μαΐου 1962.
119
«Το ελληνικό πρόβλημα ενώπιον του ΝΑΤΟ: παρά τα σφάλματα της ήξιζε άλλην μεταχείρησιν η
Ελλάς », Το Βήμα, 8 Μαΐου 1962.
120
«Το φλέγον πρόβλημα της βοηθείας μας: κακοί χειρισμοί που εβοήθησαν την απροθυμίαν των
φίλων μας», Το Βήμα, 6 Μαΐου 1962.
121
Βλ. Hatzivassiliou, Greece and the Cold War, ο.π., σελ. 93.

135
Μάλλον τέρας», επιχειρούσε μία εκτίμηση των αποφάσεων της συνόδου,
καταλήγοντας μεμφόμενη την κυβέρνηση:

Αυτοί είναι οι καρποί των κυβερνητικών χειρισμών ολοκλήρου


δεκαοκταμήνου. Οι δε χειρισμοί αυτοί είναι τελείως ακατανόητοι δια
κάθε εχέφρονα άνθρωπον και δεν αρκεί δια να τους εξηγήση η
παροιμιώδης ανεπάρκεια και αγραμματοσύνη της κυβερνήσεως
Καραμανλή. Διότι αυταί ημπορούν ίσως να δικαιολογούν τα άπειρα
τεχνητά σφάλματα, όπως οι ψευδείς και αλληλοσυγκρουόμενοι αριθμοί,
που παρέσχε με τα υπομνήματά της. Αλλ’ είναι αδύνατον να εννοήση
κανείς διατί εις το απλούν, σαφές και ήδη δυσχερές ζήτημα των
υπερόγκων στρατιωτικών δαπανών και της βοηθείας, που χρειάζεται
προς αντιμετώπισίν των, ανέμιξαν θέματα οικονομικής αναπτύξεως
τελείως άσχετα και κατά κάποιον τρόπον λελυμένα. Όπως είναι
αδύνατον να εννοήση κανείς διατί, εφ’ όσον εις την ουσίαν αι δύο χώραι
που είναι εις θέσιν να μας χορηγήσουν αμυντικήν βοήθειαν είναι η
Αμερική και η Γερμανία – και βεβαίως δεν θα πράξουν τούτο διότι θα
τας διατάξη αναρμοδίως το Ν.Α.Τ.Ο. – δεν εισήλθαν από έτους και
πλέον εις διμερείς ή τριμερείς διαπραγματεύσεις μαζί των, αλλ’
ηκολούθησαν την σκολιάν οδόν, που οδηγεί από περιπλοκής εις
εμπλοκήν.

Φοβούμεθα ότι εις την ράχην της Ελλάδος οι σημερινοί κυβερνήται της
έπαιξαν και παίζουν ένα άθλιο παιγνίδι, το οποίο δεν αποβλέπει καθόλου
εις τα συμφέροντά της αλλ’ εις άλλας επιδιώξεις. Και το παιγνίδι αυτό,
διαφανές ήδη, δεν θ’ αργήση ν’ αποκαλυφθή πλήρως.122

Η αντιπαράθεση γύρω από το θέμα της οικονομικής βοήθειας, επρόκειτο να


επανέλθει στο προσκήνιο λίγες ημέρες αργότερα με την κατάθεση νέας πρότασης

122
«Άθλίον παίγνιον», Ελευθερία, 8 Μαΐου 1962.

136
δυσπιστίας προς την κυβέρνηση Καραμανλή.123 Αναμένοντας την τέλεση των γάμων
της πριγκίπισσας Σοφίας με τον πρίγκιπα των Αστουρίων Χουάν Κάρλος, τα
πνεύματα έδειχναν να έχουν ηρεμήσει. Παρά ταύτα, σε συμβολικό επίπεδο, η
απόφαση του Γεωργίου Παπανδρέου να μην παραστεί στην τελετή, έδινε το στίγμα
της στρατηγικής του έναντι των Ανακτόρων.124 Ο αντιπολιτευόμενος Τύπος σχολίασε
τους βασιλικούς γάμους με δηκτικές αναφορές.125 Καυτηριάζοντας μάλιστα την
υπέρμετρη – κατά τις εκτιμήσεις – σπατάλη, οι εφημερίδες του Κέντρου τόνιζαν ότι
η τελετή αποτελούσε πρόκληση ερχόμενη σε αντίφαση με τα προβλήματα της
κοινωνίας και την προσπάθεια που κατέβαλε η Ελλάδα προκειμένου να πεισθούν οι
σύμμαχοι ότι η χώρα είχε ανάγκη αρωγής προκειμένου να καλύψει τις αμυντικές της
δαπάνες.

Οι ενστάσεις αφορούσαν τη φιλοξενία των ξένων επισκεπτών, τους χορούς


που διοργανώθηκαν, τα έξοδα της βασιλικής οικογένειας για αγορές στο εξωτερικό
και γενικότερα το κόστος του γάμου, το οποίο πολλοί συνέκριναν με τον πολύ
λιτότερο γάμο του τότε διαδόχου Παύλου με την Φρειδερίκη εικοσιπέντε χρόνια
νωρίτερα. Λίγες ημέρες μετά την υπουργική σύνοδο του ΝΑΤΟ και τις συνέπειες των
αποφάσεών της για την Ελλάδα, οι επιφυλάξεις για τις υπερβολικές σπατάλες
έδειχναν να αντανακλούν το λαϊκό αίσθημα.126 Αν όμως, για όλους τους παραπάνω
λόγους, οι γάμοι ενέτειναν τη δυσφορία μεγάλου μέρους της κοινωνίας, που
στρεφόταν και εναντίον της «υπεύθυνης» κυβέρνησης, για την αξιωματική
αντιπολίτευση εξελίσσονταν σε αναμφισβήτητη επικοινωνιακή επιτυχία.
Αναγνωρίζοντας τους πιθανούς κινδύνους που εγκυμονούσε η στάση των
Ανακτόρων, η Ελευθερία προειδοποιούσε:

123
Η πληροφορία σχετικά με την πρόταση δυσπιστίας είχε διαρρεύσει από την Ένωση Κέντρου
τουλάχιστον μία εβδομάδα πριν τον γάμο. Brewster προς Department of State, 16 Μαΐου 1962, (joint
weeka no 19) Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59, 781.00 (W)/5-1662.
124
Το γεγονός αναγνωρίστηκε από τον Brewster ως «η πλέον σημαντική απουσία». Brewster προς
Department of State, 16 Μαΐου 1962, (joint weeka no 19) Washington D.C., NARA State Department
Papers, RG 59, 781.00 (W)/5-1662.
125
Την προηγουμένη το κύριο άρθρο της Ελευθερίας του Πάνου Κόκκα ξεκινούσε με την φράση «Των
οικιών ημών εμπιμπραμένων, υμείς άδετε…», «Των οικιών ημών…», Ελευθερία, 13 Μαΐου 1962.
126
Προχωρώντας, μάλιστα, ακόμη περισσότερο, ο Δημήτρης Ψαθάς από την στήλη του στα Νέα, έθετε
και το ζήτημα της ενίσχυσης – εξ αντίδρασης – της Αριστεράς, σημειώνοντας «από εκείνο που
εθεωρείτο προπύργιο του αντικομμουνισμού [το Παλάτι], εξαπολύθηκε η μεγαλύτερη εισφορά στην
προπαγάνδα του κομμουνισμού. Γιατί μη μου πήτε ότι αυτή η ιλιγγιώδης επίδειξη της χλιδής και του
πλούτου συντείνει στην ανατροπή της κομμουνιστικής προπαγάνδας σε μία χώρα, μάλιστα, που
υποφέρει τόσο απ’ την πείνα», Δημήτρης Ψαθάς, «Συμπεράσματα», Τα Νέα, 15 Μαΐου 1962.

137
Αδυσώπητος είναι η μοίρα των θνητών. Τίποτε δεν χαρίζει εις κανένα.
Έχει θεσπίση νόμον άτεγκτον ότι δια κάθε ώρα αμεριμνησίας, δια κάθε
στιγμήν χαράς, δια κάθε εκπλήρωσιν κάποιου ονείρου, οι άνθρωποι
οφείλουν να καταβάλουν το τίμημα, εις θλίψιν, εις πόνον, εις τύψεις. Δεν
είναι ίσως δι’ όλους και πάντοτε ανάλογον. Αλλ΄ ουδείς διαφεύγει την
καταβολήν. Προ πάντων όταν περάση το μέτρον…

Είναι δυνατόν το Στέμμα να έχη χάση τόσο απελπιστικώς το αίσθημα της


ελληνικής πραγματικότητος; Είναι δυνατόν ο λιβανωτός των
αυλοκολάκων, τα κατά συνθήκην χειροκροτήματα του φιλοθεάμονος
κοινού, που τρέχει εις τας πανηγύρεις και η έλλειψις παρρησίας των
υπευθύνων συμβούλων, να έχουν τόσον θολώση την ατμόσφαιραν των
Ανακτόρων, ώστε να μην φθάνη έως εκεί η βοή της γενικής δυσφορίας;
Επέφεραν βαρείαν φθοράν εις το Στέμμα τα σφάλματα, που
διεπράχθησαν εξ αφορμής των γάμων. Και το μόνον που ημπορεί να
αναχαιτήση την φθοράν αυτήν είναι η επάνοδος εις την λιτότηταν, την
αυστηράν αξιοπρέπειαν και την συναίσθησιν των δυσχερειών, που
αντιμετωπίζει ο ελληνικός λαός. Περιθώρια δι΄ άλλα σφάλματα δεν
απομένουν πλέον.127

Ακολουθώντας την ιδιότυπη αυτή «ανακωχή» μεταξύ Ένωσης Κέντρου και


κυβέρνησης, η επανέναρξη των εργασιών της βουλής, μετά τις διακοπές του Πάσχα,
έδωσε την ευκαιρία στην αντιπολίτευση να επανέλθει πιο δυναμικά. Στις 15 Μαΐου
1962, ο Γεώργιος Παπανδρέου κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης
Καραμανλή. Η πρόταση, γενικόλογη ως προς την σύνταξή της, κατήγγελλε τον
«παράνομο» χαρακτήρα της κυβέρνησης και «την εν γένει πολιτική της, η οποία
παραβιάζει τα συμφέροντα του λαού και του Έθνους».128 Ακολούθως, και η ΕΔΑ
κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας αναφέροντας:

127
«Οι γάμοι», Ελευθερία, 15 Μαΐου 1962.
128
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 71η, 15 Μαΐου 1962,
τόμος Γ’, σελ. 490.

138
Η περαιτέρω παραμονή της Κυβερνήσεως Καραμανλή εις την εξουσίαν,
την οποίαν εσφετερίσθη κατόπιν καταλύσεως της λαϊκής κυριαρχίας και
βιασμού της λαϊκής θελήσεως όχι μόνον παρατείνει την υφισταμένην
ανωμαλίαν και δημιουργεί τας προϋποθέσεις επιδεινώσεώς της, αλλά και
σωρεύει εις όλους του τομείς, μέτρα χαρακτηριστικά των αντιλαϊκών και
ολιγαρχικών κατευθύνσεων της και της εξηρτημένης πολιτικής της,
άκρως επιζήμια δια την χώραν και δια τον λαόν.129

Στην εισαγωγική του ομιλία ο Γεώργιος Παπανδρέου, αφού υπογράμμισε ότι


το ζήτημα των εκλογών του 1961 και του «παράνομου» χαρακτήρα της κυβέρνησης
παρέμενε πάγιο αίτημα υποβολής προτάσεων δυσπιστίας, αναφέρθηκε αναλυτικά σε
όλους τους τομείς της κυβερνητικής πολιτικής, εμμένοντας ιδιαίτερα στο θέμα των
αμυντικών δαπανών και της οικονομικής ενίσχυσης από το εξωτερικό.130
Επιμένοντας ότι η Ελλάδα «ευρίσκεται πρώτη εις τα βάρη των στρατιωτικών
δαπανών μεταξύ των ελευθέρων εθνών», κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι μεταξύ των
ευσήμων των συμμάχων και της οικονομικής βοήθειας, επέλεξε τα εύσημα
στερώντας από τον λαό την αρωγή του εξωτερικού. Σε αντιδιαστολή με τα υπέρογκα
ποσά που σπαταλούνταν για τις Ένοπλες Δυνάμεις, ο αρχηγός του Κέντρου
αναφέρθηκε στις δαπάνες για την Παιδεία για τις οποίες σημείωσε ότι «η Ελλάς της
Ακροπόλεως, [κατέστη] τελευταία εις τον πίνακα των δαπανών της Παιδείας».
Αναφορικά με το κυπριακό, υποστήριξε ότι η κυβέρνηση είχε αποδεχθεί ένα
τετελεσμένο γεγονός, υπό τον φόβο αρνητικών εξελίξεων, τονίζοντας πάντως ότι η
συμφωνία της Ζυρίχης αποτελούσε «βλασφημία εναντίον της αιωνιότητος του
Ελληνισμού». Επί της οικονομικής πολιτικής ανέπτυξε τις θέσεις του κόμματός του,
σύμφωνα με τις οποίες θα έπρεπε να μειωθούν οι φορολογικοί συντελεστές που
καθιστούσαν άνιση την κατανομή του εθνικού εισοδήματος και θα έπρεπε η
δυνατότητα ρύθμισης χρεών που απευθυνόταν μόνο στην «οικονομικήν ολιγαρχίαν»,
να αναγνωριστεί και για τους αγρότες. Σε σχέση με τη λειτουργία του πολιτεύματος,
καταφέρθηκε εναντίον της απόφασης να απαγορευθεί η συγκέντρωση της Ένωσης

129
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 71η, 15 Μαΐου 1962,
τόμος Γ’, σελ. 490.
130
Για ολόκληρη την αγόρευση του Γεωργίου Παπανδρέου βλ. Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής,
περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 72η, 17Μαΐου 1962, τόμος Γ’, σσ. 492-500.

139
Κέντρου στην Αθήνα, κάνοντας λόγο για προσπάθεια κατάργησης του
συνταγματικού δικαιώματος του συνέρχεσθαι.

Στην προσπάθειά του να αναφερθεί κυριολεκτικά σε κάθε τομέα της


κυβερνητικής πολιτικής, ο Γεώργιος Παπανδρέου – σε μία κατά τον ίδιο «άριστη»
ομιλία131 – περιόρισε αισθητά τις επιθέσεις γύρω από τις εκλογές του Οκτωβρίου,
αναφερόμενος σε πιο «ουσιαστικά ζητήματα». 132Αν και απάντησε σε συγκεκριμένες
θέσεις που είχε εκφράσει με ανακοίνωση της η κυβέρνηση, έδειχνε να μην επιθυμεί
να περιστραφεί και πάλι η συζήτηση γύρω από αυτό το θέμα. Υπό αυτό το πρίσμα θα
πρέπει να προσεγγισθεί η δήλωσή του ότι «Το θέμα δι’ ημάς έχει λήξει. Αποτελεί
πλέον κοινήν συνείδησιν, ότι το εκλογικόν πραξικόπημα της 29ης Οκτωβρίου
εδημιούργησε νόθον Βουλήν και παράνομον Κυβέρνησιν».133 Με τον τρόπο αυτό ο
αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έδειχνε να προσπαθεί να μετακινηθεί
κάπως από την ως τότε τακτική της μονοδιάστατης πολεμικής έναντι της κυβέρνησης,
χωρίς ωστόσο να δείχνει διάθεση πλήρους μεταστροφής. Επισημαίνοντας, τέλος, την
πορεία που θα έπρεπε να ακολουθηθεί προκειμένου η χώρα επιστρέψει στην
ομαλότητα, ο Γεώργιος Παπανδρέου τόνισε, ολοκληρώνοντας την αγόρευσή του:

Η Ένωσις Κέντρου αισθάνεται ότι επιτελεί ιστορικόν χρέος. Δεν


επιδιώκομεν ούτε προσωπικά, ούτε πολιτικά συμφέροντα. Ιδεώδη
υποστηρίζομεν. Ζητούμεν τίμιον Κράτος, τίμιον εκλογικόν σύστημα,
τιμίας εκλογάς και διότι είναι τίμιον το αίτημά μας είμεθα βέβαιοι ότι
ευρίσκει πλήρη ανταπόκρισιν εις την μεγάλην πλειονότητα του λαού.
μίαν δύναμιν διαθέτομεν: Την θέλησιν του λαού μας. Και η αστάθμητος
δύναμις της κυριάρχου θελήσεως του λαού τελικώς θα επιβληθή.
Ματαίως προσποιείσθε ότι είσθε κατήγοροι. Δεν έχετε τίτλους να είσθε

131
Ημερολόγιο Γεωργίου Παπανδρέου 1962, 17 Μαΐου 1962, Αρχείο Γεωργίου Παπανδρέου,
Πνευματικό Ίδρυμα Γεωργίου Παπανδρέου, σειρά 1 φακ. 15.
132
Brewster προς Department of State, 16 Μαΐου 1962, (joint weeka no 20) Washington D.C., NARA
State Department Papers, RG 59, 781.00 (W)/5-2362.
133
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 72η, 17Μαΐου 1962,
τόμος Γ’, σελ. 497.

140
κατήγοροι. Είσθε κατηγορούμενοι. Και ένοχοι. Και θα λογοδοτήσετε
ενώπιον του ελληνικού λαού. Η Δημοκρατία θα νικήση.134

Στην απάντησή του ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Παναγιώτης


Κανελλόπουλος ανέπτυξε τις θέσεις της συμπολίτευσης, εμμένοντας σε
συγκεκριμένους άξονες.135 Αφού καταλόγισε στην Ένωση Κέντρου έλλειψη
επιχειρημάτων, χαρακτήρισε την ομιλία του Γεωργίου Παπανδρέου «λόγο από
εξώστου» σημειώνοντας πάντως ότι θα περνούσαν χρόνια μέχρι να του δοθεί νέα
ευκαιρία προεκλογικού αγώνα. Σχετικά με το θέμα της βοήθειας, απέδωσε την
μεταβολή που είχε επέλθει στην γενικότερη πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών, που
δεν θα ήταν δυνατόν να αγνοηθεί από την Ελλάδα. Αντέκρουσε δε το επιχείρημα περί
πλασματικής ευημερίας, υποστηρίζοντας ότι αν και η χώρα είχε γίνει «από πτωχή
ολιγώτερον πτωχή», δεν είχε το αναγκαίο εκτόπισμα προκειμένου να επιβάλει τον
τερματισμό μίας γενικότερης πολιτικής, που αφορά εκτός της Ελλάδας και άλλες
χώρες. Τέλος, αναφερόμενος στο ζήτημα της συγκέντρωσης της 20ης Απριλίου,
επεσήμανε ότι το θέμα της ανοικτής εκδήλωσης ετέθη όταν έγινε σαφές από το
Κέντρο ότι δεν θα μπορούσε να συγκεντρώσει τον απαιτούμενο κόσμο για να γεμίσει
το γήπεδο του Παναθηναϊκού· υποστήριξε μάλιστα, ότι υπήρχε κίνδυνος
διασάλευσης της τάξης, «γνωρίζει άριστα [ο Γεώργιος Παπανδρέου] ότι, είτε το
ήθελεν είτε όχι, είχε γίνει συνεργάτης της άκρας αριστεράς με τους οπαδούς του. Εν
πάση περιπτώσει θα συνεπορεύοντο. Θα είχεν αναγνώση την «Αυγήν» και θα είχεν
ακούσει τι έλεγε το ραδιόφωνον των συμμοριτών. Διότι αν δεν τα είχεν ακούσει και
διαβάσει, τότε αλλοίμονον, πως ασκεί υπεύθυνα καθήκοντα Αρχηγού κόμματος εν
Ελλάδι».136 Τέλος αναφερόμενος στην τακτική του Κέντρου έναντι της κυβέρνησης
σχολίασε ότι ο ανένδοτος αγώνας δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά η προσπάθεια της
μειοψηφίας, στην οποία ο λαός δεν είχε δώσει το δικαίωμα να κυβερνήσει, «να
εκβιάση τα πράγματα και κατευθύνη την πορεία του Έθνους».137

134
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 72η, 17Μαΐου 1962,
τόμος Γ’, σελ. 497.
135
Για ολόκληρη η αγόρευση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, βλ. Εφημερίς των συζητήσεων της
Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 72η, 17Μαΐου 1962, τόμος Γ’, σσ. 500-507.
136
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 72η, 17Μαΐου 1962,
τόμος Γ’, σελ. 507.
137
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 72η, 17Μαΐου 1962,
τόμος Γ’, σελ. 507.

141
Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΕΔΑ Ηλίας Ηλιού, ανέπτυξε στην
αγόρευσή του τις αναγκαίες προϋποθέσεις ομαλοποίησης της λειτουργίας της
δημοκρατίας στη χώρα. Σύμφωνα με την ανάλυσή του, θα έπρεπε να καταργηθεί η
διάταξη του Γ’ Ψηφίσματος, σύμφωνα με την οποία όλα τα έντυπα και οι
προκηρύξεις των κομμάτων ελέγχονταν από την αστυνομία. Επίσης αναφέρθηκε στην
ανάγκη να καταργηθούν τα ΤΕΑ, η ψήφος του Στρατού, τα πιστοποιητικά
κοινωνικών φρονημάτων και «τα εμπόδια της διακινήσεων των υποψηφίων και των
εκλογέων εις τας λεγομένας παραμεθορίους περιοχάς». Τέλος ζήτησε την καθιέρωση
της απλής αναλογικής, την κατάργηση των χειρόγραφων ψηφοδελτίων και των
διατάξεων περί ετεροδημοτών και την ανάθεση των καθηκόντων των Νομαρχών
στους Προέδρους Πρωτοδικών και τους Εισαγγελείς. Ως πρώτο πάντως βήμα προς
αυτή την κατεύθυνση, ζήτησε την αποπομπή της κυβέρνησης «των σφετεριστών»,
αιτιολογώντας με αυτόν τον τρόπο την πρόταση δυσπιστίας που είχε καταθέσει το
κόμμα του.138

Η συζήτηση συνεχίστηκε τις επόμενες ημέρες σε σχετικά ήπιους τόνους, 139 με


σαφή προσπάθεια από την πλευρά του Κέντρου να εμμείνει σε ζητήματα οικονομίας,
εξωτερικής και κοινωνικής πολιτικής. Η λήξη της, όμως, που συνέπεσε με τη λήξη
της Α’ συνόδου της κοινοβουλευτικής περιόδου, υπήρξε έντονη και ενδεικτική της
συνέχειας της αντιπαράθεσης μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης κατά το
αμέσως επόμενο διάστημα. Επίδραση επί της συγκεκριμένης συζήτησης είχε και μία
παρέμβαση που είχε γίνει στο εξωτερικό. Από τη Σόφια, όπου πραγματοποιούσε
επίσκεψη, ο σοβιετικός ηγέτης Νικίτα Χρουστσώφ εκφώνησε λόγο, στον οποίο
ανέφερε μεταξύ άλλων ότι η εξωτερική και εσωτερική πολιτική της κυβέρνησης στην
Ελλάδα είχε προκαλέσει την αγανάκτηση της κοινωνίας, προειδοποιώντας ότι αυτός ο
προσανατολισμός της χώρας θα μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα στο χείλος μίας
εθνικής καταστροφής. Ζητούσε, μάλιστα, την εγκατάλειψη του προσανατολισμού της
ελληνικής εξωτερικής πολιτικής προς τη Δύση, την κατάπαυση του ανταγωνισμού

138
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 72η, 17Μαΐου 1962,
τόμος Γ’, σσ. 507-514.
139
Μια εξέλιξη, που ο πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών απέδιδε στην συνετή στάση του
πρωθυπουργού, την χρήσιμη επιρροή του κόμματος των Προοδευτικών, την ομόφωνη απόρριψη των
απειλών του Χρουτσώφ και την μεταστροφή του κέντρου βάρους της κριτικής του Κέντρου από το
επιχείρημα περί «βίας και νοθείας» σε πιο εποικοδομητική κριτική. Labouisse προς Department of
State, 22 Μαΐου 1962,Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59, 781.00/5-2262.

142
των εξοπλισμών στα Βαλκάνια και τη διάλυση των «ξένων στρατιωτικών βάσεων επί
ελληνικού εδάφους».140

Αναφερόμενος στην παραπάνω δήλωση, ο πρωθυπουργός τόνισε ότι η


σύσταση προς την Ελλάδα να εγκαταλείψει το ΝΑΤΟ και η διάκριση μεταξύ
κυβέρνησης και ελληνικού λαού, αποτελούσαν «απροκάλυπτον επέμβασιν εις τα
εσωτερικά της Ελλάδος».141 Στο ίδιο κλίμα ο αρχηγός της Ένωσης Κέντρου ανέφερε
«το έθνος είναι ηνωμένον απέναντι οιασδήποτε εξωτερικής επιβουλής. Δεν έχει το
δικαίωμα να ελπίζη ο Αρχηγός της Σοβιετικής Ενώσεως, ότι οιαδήποτε και αν είναι η
εσωτερική μας αντίθεσις, είναι δυνατόν να εύρη ανταπόκρισιν η ιδική του
προσπάθεια προς διαίρεσιν».142 Αντιθέτως, ο Ηλίας Ηλιού υποστήριξε ότι η
τοποθέτηση του Χρουστσώφ δεν συνιστούσε επιβουλή ή απειλή κατά της χώρας,
αλλά μόνο «πράξις συνέσεως, επίκλησις ορθοφροσύνης, ώστε να αποφευχθή
ενδεχόμενον δι’ αμφοτέρους δυσάρεστον επακόλουθον». 143

Για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, η πρόταση μομφής εντασσόταν στο


πλαίσιο της προσπάθειας του Κέντρου να δημιουργήσει κοινωνική ένταση και να
διατηρήσει την κομματική του συνοχή και επ’ ουδενί δικαιολογείτο από τις πολιτικές
εξελίξεις του διαστήματος, που είχε παρέλθει από την προηγούμενη ανάλογη
ενέργεια. Αφού υπεραμύνθηκε της οικονομικής προόδου που είχε συντελεστεί τα
τελευταία χρόνια, χαρακτήρισε παράλογη κάθε σκέψη ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να
ανατρέψει μία απόφαση της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών επιτυγχάνοντας
να διατηρηθεί η οικονομική βοήθεια προς τη χώρα. Τέλος, αναφερόμενος στο
Στέμμα, υποστήριξε ότι η τακτική της αναμόχλευσης του παλαιού Διχασμού από την
αντιπολίτευση θα μπορούσε να έχει ολέθρια αποτελέσματα, χαρακτηρίζοντας
«συνταγματικώς αδύνατα» όσα απαιτεί από τον ανώτατο άρχοντα η Ένωση
Κέντρου.144

140
Οι δηλώσεις αποδίδονται κατά τη μετάφραση των εφημερίδων της εποχής, βλ. Τα Νέα, 21 Μαΐου
1962.
141
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 76η, 21Μαΐου 1962,
τόμος Γ’, σελ. 661.
142
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 76η, 21Μαΐου 1962,
τόμος Γ’, σελ. 665.
143
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 76η, 21Μαΐου 1962,
τόμος Γ’, σελ. 670.
144
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 76η, 21Μαΐου 1962,
τόμος Γ’, σσ. 663-664.

143
Στην απάντησή του ο Γεώργιος Παπανδρέου ανέφερε ότι το αίτημα της
αντιπολίτευσης είναι η άσκηση από τον βασιλιά των δικαιωμάτων που του παρείχε το
Σύνταγμα, όπως είχε συμβεί και στην περίπτωση της υπηρεσιακής κυβέρνησης
Γεωργακόπουλου το 1958, η οποία αφού πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από τη βουλή
ψήφισε εκλογικό νόμο και προχώρησε στη διενέργεια εκλογών. Αναφερόμενος
άλλωστε στο ζήτημα της συγκέντρωσης της Αθήνας και την ανάγκη εύρυθμης
λειτουργίας του πολιτεύματος δήλωσε εμφατικά:

Όταν παραβιάζωνται τα συνταγματικά δικαιώματα των Ελλήνων, το


Σύνταγμα εμπιστεύεται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων την
διαφύλαξιν αυτών. Και αναγγέλομεν εις όλους, ότι θεωρούμεν το άρθρον
114 του Συντάγματος, ότι κατά την σημερινήν περίοδον έχει περίπτωσιν
εφαρμογής. 145

Από την ψηφοφορία που ακολούθησε αποχώρησε η ΕΔΑ, δηλώνοντας ότι


πρόθεσή της κατά την κατάθεση της πρότασης μομφής ήταν η καταγγελία της
πολιτικής της κυβέρνησης και όχι η καταμέτρηση των ψήφων, «δοθέντος μάλιστα ότι
ακριβώς ο παράνομος σχηματισμός της πλειοψηφίας εν τη αιθούση ταύτη αποτελεί
το επίκεντρον του οξέος πολιτικού ζητήματος».146 Τελικά, επί 268 ψηφισάντων, οι
προτάσεις δυσπιστίας απορρίφθηκαν με 179 ψήφους εναντίον, 88 υπέρ και μία
αποχή. Πρέπει να σημειωθεί μάλιστα ότι μετά την αποχώρηση των βουλευτών της
ΕΔΑ, το Κέντρο αναγκαστικά υπερψήφισε και τις δύο προτάσεις που τέθηκαν από
κοινού σε ψηφοφορία.147 Επρόκειτο για μία ιδιότυπη παγίδευση της αξιωματικής
αντιπολίτευσης που εμφανίστηκε – τύποις τουλάχιστον – να υπερψηφίζει και την
πρόταση της ΕΔΑ, στην οποία γινόταν λόγος για κατάλυση της λαϊκής κυριαρχίας
από την κυβέρνηση, η οποία παράλληλα «σωρεύει εις όλους τους τομείς, μέτρα
χαρακτηριστικά των αντιλαϊκών και ολιγαρχικών κατευθύνσεών της και της
εξηρτημένης πολιτικής της, ακρως επιζήμια δια την χώραν και τον λαόν». 148 Η λήξη

145
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 76η, 21Μαΐου 1962,
τόμος Γ’, σελ. 666.
146
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 76η, 21Μαΐου 1962,
τόμος Γ’, σελ. 684.
147
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 76η, 21Μαΐου 1962,
τόμος Γ’, σελ. 684.
148
Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Α’, συνεδρίαση 71η, 15 Μαΐου 1962,
τόμος Γ’, σελ. 490.

144
των εργασιών της Α’ συνόδου της ολοκλήρωσε με αυτόν τον τρόπο την «εντός
κοινοβουλίου» αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, που είχε
ξεκινήσει πέντε μήνες νωρίτερα. Η σταδιακή μάλιστα υποχώρηση των επιχειρημάτων
γύρω από τις εκλογές του Οκτωβρίου και η έμφαση σε ζητήματα που άπτονταν της
καθημερινής πρακτικής της κυβέρνησης Καραμανλή έδειχνε να είναι το ζητούμενο
σε μία περίοδο κατά την οποία η «Πορεία στον Λαό» μόλις ξεκινούσε.

Η συγκέντρωση της Θεσσαλονίκης

Επόμενος σταθμός της στρατηγικής της αξιωματικής αντιπολίτευσης για


λαϊκή κινητοποίηση, είχε αποφασισθεί να είναι η Θεσσαλονίκη. Επί εβδομάδες,
όμως, διίσταντο οι απόψεις στο εσωτερικό του κόμματος γύρω από το είδος της
εκδήλωσης, ενώ φαίνεται ότι υπήρχαν επιφυλάξεις, κυρίως λόγω του σχετικά
περιορισμένου χρόνου προπαρασκευής. Τα αρχικά σχέδια προέβλεπαν μία απλή
υποδοχή του Γεωργίου Παπανδρέου στο αεροδρόμιο της πόλης και εν συνεχεία
πομπή μέχρι το σπίτι του ηγετικού στελέχους του κόμματος στη Θεσσαλονίκη
Γεωργίου Μπακατσέλου.149 Τελικά προκρίθηκε η λύση μίας ανοικτής εκδήλωσης
κυριολεκτικά την ύστατη στιγμή, μετά από συνεχείς αντεγκλήσεις με την
κυβερνητική πλευρά.150 Αναφερόμενη στην σχετική εμπλοκή, και καταγγέλλοντας
την κυβερνητική στάση, η Ελευθερία σχολίαζε δηκτικά:

Είναι περιχαρείς και υπερήφανοι δια την ευφυΐαν των και έχουν ήσυχον
την συνείδησίν των ότι εδυσχέραναν όσον ήτο δυνατόν την λαϊκήν
εκδήλωσιν της Θεσσαλονίκης. Αυτά είναι τα πανάθλια λείψανα της
«πολιτικής της πυγμής» με την οποίαν ηθέλησαν να δαμάσουν τον
ελληνικόν λαόν και να κάμψουν τον ανένδοτον αγώνα της δημοκρατίας.
Ιδέτε και καμαρώσατε τα απίθανα ανθρωπάκια που επεκάθησαν εις τον
τράχηλον της Ελλάδος. Ή μάλλον αποστρέψατε το βλέμμα σας. Διότι

149
Μακεδονία, 25 Μαΐου 1962.
150
Είναι ενδεικτικό ότι η είδηση της παροχής της σχετικής κυβερνητικής άδειας για τη διοργάνωσης
της συγκέντρωσης δημοσιεύθηκε στον τύπο την ημέρα της συγκέντρωσης. Η Μακεδονία ανήγγειλε την
κυβερνητική απόφαση παράλληλα με την οριστική ανακοίνωση των λεπτομερειών της συγκέντρωσης
την ίδια ημέρα, υπό τον τίτλο «Η κυβέρνησις πανικόβλητος υπεχώρησε και εχορήγησε άδειαν
συγκεντρώσεως την 7.30 εις την πλατείαν Αριστοτέλους», Μακεδονία, 27 Μαΐου 1962.

145
κίνδυνος είναι η αηδία να πνίξη την οργήν σας. Ενώ αυτή, προ πάντων,
χρειάζεται.151

Η συγκέντρωση τελικά έγινε παρουσία περίπου 15.000-20.000 πολιτών, παρά


την αδυναμία του κόμματος να εξασφαλίσει την μεταφορά πολιτών.152 Θα πρέπει
πάντως να επισημανθεί ότι από την συγκέντρωση απουσίαζε ο Σοφοκλής Βενιζέλος,
ο οποίος πραγματοποιούσε πολυήμερο ταξίδι στο εξωτερικό. Μάλιστα, ο Βρετανός
πρεσβευτής σχολίαζε στην έκθεσή του, ότι ήταν αξιοσημείωτη η απουσία των
«φίλων» του Σοφοκλή Βενιζέλου.153 Ο Γεώργιος Παπανδρέου απευθύνθηκε προς
τους συγκεντρωμένους, επαναλαμβάνοντας την επιχειρηματολογία περί «βίας και
νοθείας», κάλεσε τις Ένοπλες Δυνάμεις να σταθούν μαζί με την Ένωση Κέντρου
«κάτω από τη σημαία του Έθνους και της Δημοκρατίας», ενώ σε σχέση με τα
Ανάκτορα, ζήτησε ο βασιλιάς να είναι βασιλιάς όλων των Ελλήνων και όχι μίας
παράταξης. Απευθυνόμενος προς τους νέους, τους κάλεσε να διαφωτίσουν και να
εμψυχώσουν τον λαό της υπαίθρου, χρησιμοποιώντας το σύνθημα «τρομοκρατήσατε
τους τρομοκράτας της υπαίθρου». Η συμμετοχή της νεολαίας στον ανένδοτο θα
γινόταν πλέον πιο συντονισμένα, προκειμένου να ενισχυθεί περισσότερο η απήχησή
του στην κοινωνία.154 Καταγγέλλοντας ότι είχε υπάρξει μεθοδική προσπάθεια του
κρατικού μηχανισμού προκειμένου να τρομοκρατηθούν οι πολίτες της Θεσσαλονίκης
και να απόσχουν από την συγκέντρωση, ο Γεώργιος Παπανδρέου στράφηκε και προς

151
Ελευθερία, 27 Μαΐου 1962.
152
Πρόκειται για την εκτίμηση που έκανε η βρετανική πρεσβεία, βλ. Ralph Murray προς Foreign
Office, 31 Μαΐου 1962, FO 371/163443/17, ενώ ανάλογη ήταν η εκτίμηση και του αμερικανού
προξένου στη Θεσσαλονίκη, βλ. Folsom προς Department of State, 28 Μαΐου 1962, Washington D.C.,
NARA State Department Papers, RG 59, 781.00/5-2862. Όπως είναι αναμενόμενο όμως, οι σχετικοί
υπολογισμοί διέφεραν ανάλογα με την πηγή. Η Ελευθερία υπολόγιζε τους παριστάμενους στις
τριανταπέντε χιλιάδες, βλ. Ελευθερία 29 Μαΐου 1962· αντιθέτως, ο υφυπουργός Εσωτερικών
Δημήτριος Δαβάκης σε περίπου επτά χιλιάδες, βλ. Ελευθερία 29 Μαΐου 1962.
153
Ralph Murray προς Foreign Office, 31 Μαΐου 1962, FO 371/163443/17.
154
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυση που έκανε σε διπλωμάτη του αμερικανικού προξενείου στη
Θεσσαλονίκη ο βουλευτής της Ένωσης Κέντρου Ιωάννης Τσουδερός, ο οποίος είχε μεταβεί στην πόλη
με αφορμή τη συγκέντρωση. Σύμφωνα με τον Τσουδερό, η διακυβέρνηση της Δεξιάς είχε οδηγήσει
στη δημιουργία ενός «σάπιου» πολιτικού συστήματος, όπου κυριαρχούσε η διαφθορά σε όλα τα
επίπεδα, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται αυταπάτες στους νέους, οι οποίοι έχαναν τον έμφυτο
ιδεαλισμό τους. Λύση σε αυτή τη σαθρή κατάσταση, σύμφωνα με τον βουλευτή, θα μπορούσε να
φέρει μόνο το Κέντρο, προχωρώντας στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις των κοινωνικών δομών. Αν και
αναγνώριζε ότι η ηγετική ομάδα του κόμματος θα μπορούσε να θεωρηθεί από έναν τρίτο παρατηρητή
ως «παλαιάς σχολής», μία νέα ομάδα νέων επιστημόνων και προοδευτικών στοιχείων ενισχυόταν στο
εσωτερικό του κόμματος και σταδιακά θα υπερίσχυε. Memorandum of conversation John Tsouderos-
Michael Papaconstantinou /John Owens, Folsom προς Department of State, 31 Μαΐου 1962,
Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59, 781.00/5-3162.

146
τους ιδιοκτήτες των κτηρίων επί της πλατείας Αριστοτέλους. Μετά την άρνηση να
του παραχωρηθεί εξώστης προκειμένου να πραγματοποιήσει την ομιλία του, μίλησε
παρουσία στελεχών του κόμματος από μία εξέδρα, γεγονός που εκμεταλλεύθηκε
ρητορικά δηλώνοντας κατά την έναρξη της ομιλίας του: «ευχαριστώ τους εξώστας
δια την άρνησιν. Εις τους εξώστας θα ευρισκόμην απέναντι του λαού. Τώρα
ευρίσκομαι εντός του λαού. Άλλωστε, λαέ της Βορείου Ελλάδος, εις τας εξέδρας
εορτάζεται η Ανάστασις».155

Στην αναφορά του σχετικά με τη συγκέντρωση, ο αμερικανός πρόξενος στη


Θεσσαλονίκη Robert Folsom, έγραφε ότι η συγκέντρωση από άποψη συμμετοχής
«ήταν σχεδόν πανωλεθρία» για το Κέντρο. Ως αιτίες για τη μικρή συμμετοχή των
πολιτών θεωρούσε αφενός την καθυστέρηση της υποβολής αίτησης για παραχώρηση
της σχετικής άδειας – που κατά την γνώμη του αποτελούσε προσπάθεια της
αντιπολίτευσης να εκθέσει την κυβέρνηση και αφετέρου την υπερβολική παρουσία
των αστυνομικών δυνάμεων – που απέτρεψε πολλούς από το να παραστούν.
Κλείνοντας την ανάλυσή του σημείωνε ότι η συγκέντρωση δεν εισέφερε τίποτε στο
κύρος του Γεωργίου Παπανδρέου και στην πρόοδο των στόχων του Κέντρου.156
Αντίστοιχη είναι και η περιγραφή του Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, ο οποίος
συμμετείχε στην εκδήλωση και στη συνέχεια επέστρεψε μαζί με τον Γεώργιο
Παπανδρέου στην Αθήνα. Ο βουλευτής Κοζάνης, και σταθερός υποστηρικτής του
αρχηγού της Ένωσης Κέντρου, περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τον προβληματισμό
του και την εντύπωση που του είχε προκαλέσει η αντίδραση του Παπανδρέου:

Όταν άρχισε η ομιλία του Παπανδρέου έπιασε βροχή κι ο λίγος κόσμος


που υπήρχε σχεδόν διέρρευσε. Ο Παπανδρέου έμεινε εκεί ηρωικά,
μίλησε μαχητικά και προκάλεσε τον ενθουσιασμό ίσως πέντε χιλιάδων
νέων παιδιών, φοιτητών μάλλον, που παρέμειναν. Την άλλη μέρα που
φεύγαμε με αεροπλάνο για την Αθήνα, ο Γεώργιος Παπανδρέου μου είπε
κάποια στιγμή: «Ωραία, μεγαλειώδης η συγκέντρωσις, ε;». Τον κοίταξα
σκεπτικά και του απάντησα: «Όχι και τόσο, κ. Πρόεδρε. Μεταξύ μας ας
κρίνουμε αντικειμενικά». Βούλιαξε στο κάθισμά του και μου είπε: «Λες

155
Μακεδονία, 29 Μαΐου 1962.
156
Folsom προς Department of State, 28 Μαΐου 1962, Washington D.C., NARA State Department
Papers, RG 59, 781.00/5-2862.

147
να μην το καταλαβαίνω; Αλλά αν δεν το πω εγώ κι εσύ στον κόσμο, τότε
ποιος θα το πει; Είμαστε αναγκασμένοι να υποκριθούμε αλλιώς πως θα
βγάλουμε πέρα τον αγώνα μας;157 Κι όταν κατεβήκαμε στην Αθήνα, οι
δηλώσεις του ήταν ενθουσιώδεις. Τον καταλάβαινα απολύτως. Υπήρχαν
τόσες απογοητεύσεις στον ανένδοτο αγώνα. αν δεν έκανε πως ήταν
ικανοποιημένος, ενθουσιασμένος θα έλεγα, πως θα τα έβγαζε πέρα;158

Πράγματι, κατά την επιστροφή του από την Θεσσαλονίκη, ο αρχηγός της
Ένωσης Κέντρου δήλωσε κατάπληκτος και ευγνώμων για το «μέγα πλήθος» που είχε
υπερβεί τις προσδοκίες του. Άλλωστε σε ομιλία του προς στελέχη του κόμματος,
αφού χαρακτήρισε «σεισμό» τη συγκέντρωση, είχε επιχειρήσει να κάνει μία αναγωγή
στο παρελθόν. Συγκεκριμένα, παρατήρησε ότι μετά το 1944 ήταν η δεύτερη φορά
που ο ίδιος ηγείτο αγώνα κατά της τυραννίας. Αφού υπενθύμισε λοιπόν ότι στον
Λίβανο είχε απευθυνθεί προς την Αριστερά με το σύνθημα «ο ελληνικός λαός δεν
κάμνει επιλογή τυράννων», σημείωνε ότι η μοίρα του επεφύλασσε πλέον να
απευθυνθεί με το ίδιο σύνθημα και προς την Δεξιά.159 Η αμφίπλευρη πολεμική του
αρχηγού της Ένωσης Κέντρου, έπρεπε να ενισχυθεί προκειμένου η διακριτή
ταυτότητα του κόμματός του να επιβεβαιωθεί και να παγιωθεί στην κοινή συνείδηση.
Σε αυτή την προσπάθεια, η αναδρομή στο παρελθόν έδειχνε να παραμένει
αποτελεσματικό όπλο.

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να σημειωθεί ότι η συγκέντρωση της


Θεσσαλονίκης επιβεβαίωσε την απόλυτη βεβαιότητα της ηγετικής ομάδας του
Κέντρου, ότι η προσπάθεια που είχε ξεκινήσει στο πλαίσιο της «Πορείας στον Λαό»,
θα έπρεπε να συνεχισθεί με συγκεντρώσεις σε όλη τη χώρα κατά τη διάρκεια του
καλοκαιριού. Στοιχεία αυτής της στρατηγικής επιλογής προκύπτουν και από τις κατ’
ιδίαν συζητήσεις του Γεωργίου Παπανδρέου. Λίγες ημέρες μετά τη συγκέντρωση της
Θεσσαλονίκης, συζήτησε τις εξελίξεις και την στρατηγική του κόμματός του με τον
αμερικανό πρέσβη Henry Labouisse, σε γεύμα που παρετέθη από τον πολιτικό
σύμβουλο της αμερικανικής πρεσβείας Dan Brewster. Σύμφωνα με τον αρχηγό του

157
Πάντως, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι και στην σχετική καταγραφή του ημερολογίου του, ο αρχηγός
του Κέντρου σημειώνει: «Λόγος, βροχή, έξοχα», Ημερολόγιο Γεωργίου Παπανδρέου 1962, 27 Μαΐου
1962, Αρχείο Γεωργίου Παπανδρέου, Πνευματικό Ίδρυμα Γεωργίου Παπανδρέου, σειρά 1 φακ. 15.
158
Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, Η ταραγμένη εξαετία (1961-1967)ο.π., σσ. 108- 109.
159
Βλ. Ελευθερία, 29 Μάιου 1962.

148
Κέντρου, στόχος του ήταν η προσέλκυση των περίπου 400.000 ψήφων των
«πλαστηρικών», που αποτελούσαν ακόμη το κλειδί της αυτοδυναμίας. Η
ενσωμάτωση και αυτών των δυνάμεων θα μείωνε δραματικά τα ποσοστά της ΕΔΑ
και των κομμουνιστών. Σε ό, τι αφορά τη διαφορά μεταξύ των δύο εθνικοφρόνων
κομμάτων, ο αρχηγός της αντιπολίτευσης την εντόπισε στην προσπάθεια καλύτερης
διοίκησης της κρατικής μηχανής, προϋπόθεση για την οποία θα ήταν η ύπαρξη
εμπνευσμένης ηγεσίας, κάτι που κατά τον ίδιο έλειπε από τον Κωνσταντίνο
Καραμανλή. Ειδικότερα σε σχέση με τις εκλογές, αφού επανέλαβε ότι η νίκη της ΕΡΕ
οφειλόταν στη «βία και νοθεία», σημείωσε ότι οι επόμενες εκλογές θα έπρεπε να
γίνουν μέχρι την άνοιξη του 1963, από υπηρεσιακή κυβέρνηση, και αφού
εκκαθαριστούν οι εκλογικοί κατάλογοι. Μάλιστα, φάνηκε πρόθυμος να δεχθεί το
σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, αλλά όχι το πλειοψηφικό, ενώ υπογράμμισε
την ανάγκη παρεμβάσεων με αντικαταστάσεις νομαρχών, αφοπλισμό των ΤΕΑ και
μεταθέσεις αξιωματικών της χωροφυλακής. Τέλος, ο Γεώργιος Παπανδρέου,
εκτίμησε ότι αν γίνονταν εκλογές άμεσα, το Κέντρο θα υπερίσχυε κερδίζοντας πάνω
από 40% των ψήφων, ενώ η ισχύς της ΕΡΕ θα περιοριζόταν κάτω από το 40% και της
ΕΔΑ κάτω από 15%.160

Η στρατηγική επιλογή της μεταφοράς του ανένδοτου αγώνα στην επαρχία


επρόκειτο να συνεχιστεί με επισκέψεις του Γεωργίου Παπανδρέου στην Πάτρα, την
Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά στις αρχές Ιουλίου. Αυτό ανακοινώθηκε στους
βουλευτές του κόμματος κατά την πρώτη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας
του Κέντρου για τον Ιούνιο. Στην ίδια σύσκεψη επιβεβαιώθηκε ότι οι βουλευτές του
κόμματος, που θα μετείχαν της επιτροπής εξουσιοδοτήσεως της βουλής του άρθρου
35 του Συντάγματος, δεν επρόκειτο να μετέχουν σε ψηφοφορίες νομοθετικών
διαταγμάτων που θα κατατίθεντο στο σώμα.161 Αν και ο κυβερνητικός έλεγχος
συνεχιζόταν εντός της βουλής, ήταν σαφές ότι κατά τη διάρκεια των επόμενων
μηνών, οπότε το κοινοβούλιο θα υπολειτουργούσε, το βάρος έπρεπε να δοθεί στην
κινητοποίηση των στελεχών στην επαρχία και την δημοσιοποίηση νέων στοιχείων
μέσω του Τύπου.

160
Memorandum of conversation George Papandreou/ Henry Labouisse-Daniel Brewster-Monteagle
Stearns, Current views of Mr. Papandreou, Brewster προς Department of State, 4 Ιουνίου
1962,Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59, 781.00/6-462. Βλ. επίσης, Αλέξης
Παπαχελάς, Ο βιασμός της ελληνικής δημοκρατίας, ο.π., σσ. 77-78.
161
Για τις αποφάσεις της κοινοβουλευτικής ομάδας βλ. Ελευθερία, 8 Ιουνίου 1962.

149
Η πρόταση της Αριστεράς

Αν όμως η αντιπαράθεση με την κυβερνητική πλευρά παρέμενε στο


επίκεντρο, οι προσπάθειες της Αριστεράς για κοινή δράση των δύο κομμάτων της
αντιπολίτευσης ενίσχυαν στο οπλοστάσιο της κυβέρνησης το επιχείρημα περί
«συνοδοιπορίας» Κέντρου και Αριστεράς. Με άρθρο του στην Αυγή, ο βουλευτής της
ΕΔΑ Αντώνης Μπριλλάκης κατηγορούσε την ηγεσία του Κέντρου για έλλειψη
σχεδιασμού και καθοδήγησης στην οργάνωση του ανένδοτου, συμπληρώνοντας:

Οι σοβαρές αδυναμίες και τα λάθη της ηγεσίας του Κέντρου που


βαραίνουν δυσμενώς στην διεξαγωγή του ανένδοτου αγώνα δεν είναι
άσχετες με τους δεσμούς της, με τις πιέσεις που ασκούνται από την
ευνοιοκρατία και τους ξένους και με την δραστηριότητα που
αναπτύσσουν στις γραμμές του Κέντρου εκείνοι που φοβούνται ή που
και συνειδητά υπονομεύουν, τον διεξαγόμενο δημοκρατικό αγώνα. Γι’
αυτό ο λαός με την πάλη του, τα δημοκρατικά στελέχη με την
δραστηριότητά τους θα δυναμώσουν την ενωτική τους προσπάθεια, θα
προχωρήσουν στην ενιαία δράσι και θα επιμείνουν για να
εξουδετερωθούν τα εμπόδια για συνεργασία και στο επίπεδο της
ηγεσίας.162

Στις 29 Μαΐου η «Η Φωνή της αλήθειας» μετέδωσε ένα ψήφισμα της τρίτης
ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ σύμφωνα με το οποίο είχε
αποφασιστεί να αποσταλεί ένα κείμενο προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης στην
Ελλάδα, που θα πρότεινε την συνεργασία όλων, με στόχο την ανατροπή της
κυβέρνησης Καραμανλή και την προκήρυξη νέων εκλογών.163 Η πρόταση
περιελάμβανε συντονισμό των κομμάτων της αντιπολίτευσης για την απομάκρυνση
της κυβέρνησης Καραμανλή, τη διάλυση της βουλής και τον σχηματισμό μίας νέας
κυβέρνησης «κοινής εμπιστοσύνης», η οποία θα διενεργούσε ελεύθερες και
ανόθευτες εκλογές με απλή αναλογική. Στο κείμενο υπήρχαν πολλές και στοχευμένες

162
Αντώνης Μπριλλάκης, «Οι θέσεις και η τακτική της Ενώσεως Κέντρου», Η Αυγή, 30 Μαΐου 1962
163
Η Αυγή, 31 Μαΐου 1962.

150
αναφορές προς το Κέντρο, όπως το σχόλιο για την «πανδημοκρατική κινητοποίηση»
της 20ης Απριλίου και η εκτίμηση ότι «η διάσπαση των δημοκρατικών δυνάμεων
[ήταν] ο κύριος παράγοντας που διευκόλυνε την αντιδραστική Δεξιά να παρατείνη το
μονοπώλιον της εξουσίας της». Επίσης, αν και επισημαίνονταν οι πολιτικές διαφορές
μεταξύ Κέντρου και Αριστεράς, τονιζόταν η σύμπτωση απόψεων πάνω σε ζωτικά
ζητήματα. Κάνοντας έκκληση να παραμεριστούν οι διαφορές και να προχωρήσουν
προς την ενότητα, κατέληγε:

Οι κομμουνιστές απλώνουν εγκάρδια το χέρι, σε όλους τους δημοκράτες


του Κέντρου, ακόμα και στους πατριώτες εκείνους που ακολουθούν τη
Δεξιά, αλλά δεν συμφωνούν με έξαλλα κηρύγματα και τα μέτρα βίας και
ανωμαλίας. Είναι έτοιμοι να δώσουν αφειδώλευτα τις δυνάμεις τους για
την δημοκρατία, την ειρήνη, την εθνική ανεξαρτησία, για την ευημερία
του ελληνικού λαού. Ο φασισμός δεν θα περάσει. Η δημοκρατία θα
νικήσει.164

Στην απάντησή του ο Γεώργιος Παπανδρέου απέρριψε κάθε ενδεχόμενο


συνεργασίας με το ΚΚΕ, δηλώνοντας: «Αντιμέτωπος και των δύο άκρων, η Ένωσις
Κέντρου είναι φορεύς της αληθούς Δημοκρατίας, την οποία παραβιάζει η Δεξιά και
καπηλεύεται η Αριστερά».165 Με αυτόν τον τρόπο, ο αρχηγός της αξιωματικής
αντιπολίτευσης επιβεβαίωσε την πίστη του στον διμέτωπο αγώνα, που συνιστούσε
κατά την εκτίμησή του, στοιχείο απαραίτητο για την επίτευξη των στόχων του
ανένδοτου.166 Στο πλαίσιο αυτό, το μετριοπαθές Βήμα χαρακτήριζε την προσπάθεια
του ΚΚΕ μάταια, αποδίδοντάς την στην συνειδητοποίηση της περιθωριοποίησης των
οπαδών του από το Κέντρο και στην υποστήριξη που παρείχαν πλέον στην
αξιωματική αντιπολίτευση «αι μάζαι που εξ αντιδράσεως και όχι εκ συνειδητού
προσανατολισμού είχον διογκώσει άλλοτε την εκλογικήν πελατείαν της άκρας
Αριστεράς».167 Απαντώντας στις σχετικές εκτιμήσεις, το ΚΚΕ κατηγόρησε και πάλι

164
«Ελεύθερη Ελλάδα-Η Φωνή της Αλήθειας», Αρχείο Ραδιοφωνικού Σταθμού, Αρχεία Σύγχρονης
Κοινωνικής Ιστορίας, Φακ. 151, αρ. δελτίου 159 Γ+Δ , 29 Μαΐου 1962.
165
Το Βήμα, 10 Ιουνίου 1962.
166
«Μας φώναζαν οι ΚΚΕδες: “κάνετε τον διμέτωπο”. Χωρίς τον διμέτωπο δεν ερχόταν η Ένωση
Κέντρου στην εξουσία με τίποτα». Ελευθέριος Βερυβάκης, συνέντευξη στον γράφοντα, 22 Ιανουαρίου
2006.
167
«Ματαία η απόπειράν των», Το Βήμα, 10 Ιουνίου 1962.

151
την ηγεσία του Κέντρου, επιβεβαιώνοντας, για μία ακόμη φορά, την απόσταση που
χώριζε τις δύο πλευρές:

Η ηγεσία της Ένωσης του Κέντρου με χθεσινές της δηλώσεις στον τύπο
διακήρυξε ότι δεν πρόκειται να προ[σ]έλθει σε καμία συνεργασία με την
Αριστερά και επανέλαβε τη γνωστή θέση της περί «διμετώπου» αγώνα.
Πολύ ενωρίτερα το Βήμα των γνωστών δολιοφθορέων της Δημοκρατίας
με τη συνδρομή και της Ελευθερίας προκαθόριζαν και προεξοφλούσαν
την απάντηση της ηγεσίας του Κέντρου στο γράμμα της ΚΕ του ΚΚΕ.
(…)Η ηγεσία της Ένωσης του Κέντρου υποκύπτοντας και αυτή τη φορά
στις πιέσεις της κυβέρνησης και της μερίδας εκείνης, που μέσα από τους
κόλπους της απεργάζεται το συμβιβασμό με τη φατρία, έσπευσε να
αρνηθεί τις πατριωτικές προτάσεις του ΚΚΕ.168

Η καταγγελία της «συνοδοιπορίας», χρήσιμη για την κυβερνητική παράταξη


στο πλαίσιο της προσπάθειάς της να περιορίσει την απήχηση της Ένωσης Κέντρου,
δεν έδειχνε, πάντως, να ακουμπά τους παραδοσιακούς κεντρώους. Παρά την απήχηση
που μπορεί να είχε στους ψηφοφόρους της ΕΡΕ, η επιρροή της σχετικής μομφής
έμοιαζε να περιορίζεται μόνον εκεί. Ενδεικτικό του μέτρου της αντίθεσης των
στελεχών του Κέντρου προς τους λεγόμενους «συνοδοιπόρους», ένα εξαιρετικά
σκληρό δοκίμιο του Θεοφύλακτου Παπακωνσταντίνου, που είχε κυκλοφορήσει δύο
χρόνια νωρίτερα.169 Σε αυτό, αφού διευκρίνιζε ότι «συμπαθών» την Οκτωβριανή
Επανάσταση, μπορεί να είναι κάποιος νέος με ιδανικά, ο οποίος προσδοκά ένα
καθεστώς δικαιοσύνης, ελευθερίας και ισότητας, καταφερόταν εναντίον των
«συνοδοιπόρων». Κατά τον Παπακωνσταντίνου, «συνοδοιπόρος» ήταν κάποιος που
«έχει περάση συνήθως προ πολλού την πρώτην νεότητα, απολαμβάνει με πολλήν
βουλιμίαν των αγαθών του αστικού καθεστώτος, δεν είναι διατεθειμένος να υποστή
168
«Ελεύθερη Ελλάδα-Η Φωνή της Αλήθειας», Αρχείο Ραδιοφωνικού Σταθμού, Αρχεία Σύγχρονης
Κοινωνικής Ιστορίας, Φακ. 151, αρ. δελτίου 162Β, 11 Ιουνίου 1962.
169
Ο Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου υπήρξε αρχικά αρχισυντάκτης και εν συνεχεία βασικός
αρθρογράφο της Ελευθερίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Παπακωνσταντίνου είχε στο παρελθόν έντονη
δραστηριότητα ως τροτσκιστής, εξ ου και παρέμενε γνωστός ως «Πέτρος» που στην ουσία αποτελούσε
το ψευδώνυμό του. Κατά τη διάρκεια του ανένδοτου αγώνα αποστασιοποιήθηκε σταδιακά, με
αποτέλεσμα να αναλάβει ο ίδιος ο Πάνος Κόκκας την σύνταξη των κεντρικών άρθρων της εφημερίδας.
Αναστάσιος Πεπονής, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Μιχάλης Στυλιανού, συνεντεύξεις στον γράφοντα.

152
καμμίαν θυσίαν, υπέρ των “ιδεών” του – διότι δεν έχει ιδέας, αλλά ιδιοτελείς
επιδιώξεις – και πάντοτε σχεδόν βαρύνεται με ένα παρελθόν, το οποίον προτιμά να
μη του το υπενθυμίζουν». Επρόκειτο για μία εξαιρετικά σκληρή τοποθέτηση, που
έδειχνε να στοχοποιεί συγκεκριμένες προσωπικότητες, και ερχόταν δύο χρόνια μετά
τις εκλογές του 1958, σε μία περίοδο με έντονα προβλήματα συνοχής στον χώρο του
Κέντρου.170 Επισημαίνοντας τα διακριτά στοιχεία της ιδεολογικής ταυτότητας του
Κέντρου έναντι της Αριστεράς, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης – πολιτικός που έχαιρε
εκτιμήσεως από την πλευρά της Αριστεράς171 – σημειώνει σχετικά:

Η πραγματικότητα είναι ότι η Αριστερά στην Ελλάδα, ακόμα και στην


περίοδο που ήταν απόβλητη και καταδιωκόμενη, κατάφερνε πάντοτε να
δημιουργεί κοινή γνώμη(…). Το σύστημα της ΕΔΑ έπαιζε σημαντικό
ρόλο. Εμείς, οι κεντρώοι, δεν κάναμε πολιτική ποτέ αλληθωρίζοντας
προς την ΕΔΑ, προς την Αριστερά. Ποτέ. Και αυτό άλλωστε ήταν και ο
καβγάς μας με τους συνοδοιπόρους. Η δική μου βαθιά αντίθεση με τον
Καρτάλη, που ξεκίνησε ως αντίθεση για να γίνει μετά στενή φιλία και
συνεργασία, ήταν γιατί ο Καρτάλης ήταν συνοδοιπόρος. Εγώ τους
συνοδοιπόρους ποτέ δεν τους χώνεψα. Ποτέ. Τους πολέμησα με πάθος,
σε όλη μου τη ζωή. Θέλω να πω και από πού και ως πού (…) ο Σταμάτης
Μερκούρης, κατεξοχήν δεξιός γίγας, θα γίνει ξαφνικά δημοκράτης και
θα συνεργασθεί με την ΕΔΑ; Γιατί; Ή ο Άγγελος ο Τσουκαλάς, δεν ξέρω
ποιος άλλος κύριος.

Εμείς λοιπόν δεν ήμαστε ποτέ αντικομμουνιστές. Εμείς. Αλλά, ήμαστε


και εκείνοι, οι οποίοι ήταν οι ιδεολογικοί αντίπαλοι του κομμουνισμού.
Λιγάκι παραπάνω απ’ όσο έπρεπε αντικομμουνιστής ήταν ο Γεώργιος
Παπανδρέου, ο οποίος είχε και προσωπικές αντιδικίες γνωστές με την

170
Θ. Φ. Παπακωνσταντίνου, Ανατομία της Συνοδοιπορίας (Αθήνα, 1960).
171
Ειδικά για την σχέση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με την Αριστερά, ο Λεωνίδας Κύρκος
σημείωνε «Ξεχωρίζαμε το Μητσοτάκη. Ο Μητσοτάκης δεν είχε εμπλακεί στα γρανάζια του εμφυλίου
πολέμου, όπως είχαν εμπλακεί άλλοι από τους ηγέτες της ΕΚ. Ήταν ο μόνος ο οποίος όταν έφευγε για
το εξωτερικό και πήγαινε στις ανατολικές χώρες, επεδίωκε να έχει επαφή με την εξόριστη ηγεσία του
ΚΚΕ, με τους πολιτικούς πρόσφυγες ήταν σε έναν ανοικτό διάλογο μαζί τους. Ήταν πάντα
μετριοπαθής σε ό, τι αφορούσε τις σχέσεις με την Αριστερά. Και μην ξεχνάς ότι ο Μητσοτάκης ήταν ο
αναγνωρισμένος δεύτερος μέσα στην ΕΚ», Λεωνίδας Κύρκος, συνέντευξη στον γράφοντα, 23
Μαρτίου 2006.

153
Αριστερά και η οποία του είχε κάνει και επιθέσεις μεγάλες. Ο Σοφοκλής
ο Βενιζέλος, ο οποίος ήταν πιο Δεξιός από τον Γεώργιο Παπανδρέου, δεν
ήταν αντικομμουνιστής. Εγώ δε, δεν ήμουν καθόλου αντικομμουνιστής.
Ήμουν ο αντίπαλος του κομμουνιστικού κόμματος, (…) αλλά δεν ήμουν
ποτέ αντικομμουνιστής. Συνεννοούμουνα πάντοτε και συνεργαζόμουνα
μαζί τους και συνομιλούσα και συνεργαζόμουνα είχα κάνει και
συνεργασίες μαζί τους Έτσι…αυτή ήταν η γραμμή της Ενώσεως
Κέντρου απέναντι της Αριστεράς. Πολύ πιο ανοιχτή. Και εις ό,τι αφορά
βεβαίως τα μέτρα ειρηνεύσεως που λέγαμε, την αποκατάσταση δηλαδή
των διωχθέντων, ε… το Κέντρο ήταν πολύ πιο προωθημένο από τη
Δεξιά.172

Η επιστροφή του Σοφοκλή Βενιζέλου

Στα μέσα Ιουνίου επέστρεψε από το εξωτερικό, ο Σοφοκλής Βενιζέλος. Η


επιλογή του να αναχωρήσει από την Ελλάδα λίγο πριν την τέλεση των γάμων της
Σοφίας έδειχνε να αποτελεί κίνηση στρατηγικής.173 Με τον τρόπο αυτό απέφευγε να
προσβάλει τη βασιλική οικογένεια, επικαλούμενος την απουσία του στο εξωτερικό,
ενώ παράλληλα παρέμενε συνεπής στην απόφαση του κόμματός του να μην παραστεί
στην τελετή. Η είδηση της επιστροφής του δημοσιεύθηκε συνοδευόμενη από σχόλια
περί αρραγούς ενότητας του Κέντρου και συνεχούς επικοινωνίας μεταξύ Βενιζέλου
και Παπανδρέου. Σε συνάντηση που είχε μάλιστα με τον Γεώργιο Παπανδρέου
φάνηκε – σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής – ικανοποιημένος από την πορεία του
ανένδοτου αγώνα και υποστήριξε «την ανάγκην εντάσεως τούτου».174 Λίγες ημέρες
αργότερα, πάντως, ο πολιτικός σύμβουλος της αμερικανικής πρεσβείας Dan Brewster
σχολίαζε: «ενώ ο Βενιζέλος και Παπανδρέου εμφανίζονται σύμφωνοι, υπάρχουν
αρκετοί στον κύκλο του καθενός από τους δύο, που δείχνουν να έχουν μικρή
εμπιστοσύνη στον “άλλο”».175 Παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις, οι σχέσεις

172
Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, συνέντευξη στον γράφοντα, 15 Νοεμβρίου 2005.
173
Brewster προς Department of State, 26 Ιουνίου 1962, (joint weeka no 24) Washington D.C., NARA
State Department Papers, RG 59, 781.00 (W)/6-2662.
174
Ελευθερία, 19 Ιουνίου 1962.
175
Brewster προς Department of State, 26 Ιουνίου 1962, (joint weeka no 24) Washington D.C., NARA
State Department Papers, RG 59, 781.00 (W)/6-2662.

154
μεταξύ των δύο ανδρών θα παρέμεναν ψυχρές καθ’ όλο το επόμενο διάστημα. Η
αμοιβαία καχυποψία, απότοκο των συγκρούσεων των περασμένων ετών, δεν άφηνε
αρκετά περιθώρια. Χαρακτηριστική η αποστροφή του Γεωργίου Αθανασιάδη-Νόβα,
σε συνέντευξή του στον Βασίλειο Σπ. Μαρκεζίνη: «Η ψυχρότης μεταξύ Βενιζέλου
και Παπανδρέου ήτο μοναδική. Σημειώστε ότι ο Σοφοκλής Βενιζέλος απεκάλει τον
Παπανδρέου “Κύριε Πρόεδρε”, ο Παπανδρέου όμως προσεφώνει τον Σοφοκλή
Βενιζέλον, “Σοφοκλή”».176

Αν και οι επιφυλάξεις του ιστορικού ηγέτη των Φιλελευθέρων έναντι της


οξύτητας του ανένδοτου δεν έδειχναν να έχουν καμφθεί, ο ίδιος παρέμενε σταθερά
προσηλωμένος στην παροχή δημόσιας στήριξης στην ακολουθούμενη στρατηγική.
Κατά τη διάρκεια της σύσκεψης της κοινοβουλευτικής ομάδας της Ένωσης Κέντρου,
μάλιστα, σημείωσε: «η μόνη ελπίς της παρανόμου κυβερνήσεως καθώς και του
διευθυνομένου Τύπου της είναι η διάσπασις της ενότητος του Κέντρου. Τους παρέχω
την πικράν απογοήτευσιν, ότι ελπίζουν εις μάτην. (…) ούτε υπάρχουν, ούτε θα
υπάρξουν λιποτάκται».177 Άλλωστε, σε βαρυσήμαντη συνέντευξη, που παραχώρησε
λίγες ημέρες αργότερα στην Αθηναϊκή, αφού καθόρισε τις προϋποθέσεις για τη
διεξαγωγή αδιάβλητων εκλογών,178 δήλωσε ότι η ενότητα του Κέντρου παρέμενε
δεδομένη και αδιατάρακτη.179 Προχωρώντας μάλιστα ένα βήμα παραπάνω έκανε
λόγο για πλήρη ενοποίηση των επιμέρους οργανώσεων ώστε βάσει καταστατικού η
Ένωση Κέντρου να καθορίσει τα πολιτικά της όργανα.180 Σε κάθε περίπτωση, βέβαια,
δεν θα πρέπει να παραβλέπεται το ύφος των δηλώσεων του Σοφοκλή Βενιζέλου.
Πίσω από τις διαβεβαιώσεις για την ενότητα του Κέντρου, εύκολα θα μπορούσε να
επισημανθεί η επιμονή στην ύπαρξη κάποιων ημιαυτόνομων οργανισμών στο
εσωτερικό του.

176
Σπύρος Μαρκεζίνης, Σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ελλάδος, τόμ. Γ’, ο.π., σελ. 96. Η συγκεκριμένη
συνέντευξη είχε ληφθεί από τον Βασίλειο Μαρκεζίνη.
177
Τα Νέα, 22 Ιουνίου 1962.
178
Οι όροι που προέβαλε, περιελάμβαναν την εκκαθάριση του κράτους από τα κομματικά στελέχη, την
αναθεώρηση των εκλογικών καταλόγων, την εφαρμογή στις εκλογές της απογραφής του 1961, των
περιορισμό των εξουσιών των νομαρχών και την αναστολή της δράσης των ΤΕΑ, η οποία θα
συνοδευόταν από τον αφοπλισμό τους.
179
Λίγες ημέρες αργότερα, σε έκθεση της βρετανικής πρεσβείας αναφερόταν σχετικά με τη διαπάλη
στο εσωτερικό της Ένωσης Κέντρου: «παρόλο που το Κέντρο παραμένει ενωμένο, έχει γίνει πολύ
μικρή πρόοδος προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ενός ενιαίου φορέα, λόγω αντικρουόμενων
συμφερόντων στο εσωτερικό της». British Embassy προς Foreign Office, 6 Ιουλίου 1962, FO
371/163443/18
180
Αθηναϊκή, 25 Ιουνίου 1962.

155
Την 1η Ιουλίου, οργανώθηκε στην Πάτρα συγκέντρωση της Ένωσης Κέντρου
με ομιλητή τον Γεώργιο Παπανδρέου και παρούσα ολόκληρη την κοινοβουλευτική
ομάδα του κόμματος.181 Στον λόγο του ο Γεώργιος Παπανδρέου επανέλαβε τις
καταγγελίες έναντι της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού προσωπικά,
επισημαίνοντας τις ευθύνες για την ακολουθούμενη «αντιλαϊκή πολιτική» που
απεργαζόταν – κατά τον αρχηγό του Κέντρου – την εξαθλίωση του λαού. Επίσης,
έκανε αναφορά στην κατάσταση της Παιδείας και στρεφόμενος προς τους νέους
εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του για την απήχηση που έβρισκε σε εκείνους ο αγώνας
του Κέντρου. Ως στόχο του έθεσε τη σωτηρία του Έθνους κάνοντας παραλληλισμό
με το 1944, όταν όπως ανέφερε ο ίδιος, «η μοίρα μου επεφύλασσε την αποστολήν να
αγωνισθώ διά την σωτηρίαν του Έθνους. (…) Το ίδιον συμβαίνει και σήμερον. Η
μοίρα μου επιφυλάσσει την αποστολήν να αγωνισθώ δια την σωτηρίαν της
Δημοκρατίας». Ιδιαίτερη βαρύτητα, πάντως, είχε η αναφορά του στον βασιλιά και την
ευθύνη του να αποκαταστήσει την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος σημειώνοντας
ότι «όταν το πολίτευμα έχη παραβιασθή, ο Βασιλεύς παύει να είναι ανεύθυνος.
Γίνεται υπεύθυνος. Ο Βασιλεύς γίνεται υπεύθυνος διά την αποκατάστασιν της ομαλής
λειτουργίας του πολιτεύματος».182 Με την νέα αυτή έκκλησή του προς τον βασιλιά, ο
Γεώργιος Παπανδρέου παρέμενε σταθερός στην γραμμή της ανάδειξης των ευθυνών
του Στέμματος και της προβολής της απαίτησης για άμεση ανάμιξή του στην
πολιτική, που πλέον τονίζονταν με ολοένα οξύτερο τόνο. Όπως έχει εύστοχα
επισημανθεί, με την αναφορά του αυτή ο αρχηγός του Κέντρου υιοθετούσε οριστικά
την κατασκευή της «μεταβαλλόμενης ευθύνης».183 Σύμφωνα με αυτή, στην
περίπτωση μη ομαλής λειτουργίας του πολιτεύματος, ο ανώτατος άρχοντας έπαυε να
είναι ανεύθυνος και όφειλε να αναλάβει πρωτοβουλίες για την αποκατάσταση της
δημοκρατικής ομαλότητας. Επρόκειτο για ένα σχήμα, το οποίο αποτέλεσε βασικό
άξονα της ρητορείας του ανένδοτου συνιστώντας κύριο πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ

181
Σχετικά με τη συμμετοχή του κόσμου, για μία ακόμη φορά οι εκτιμήσεις διέφεραν. Αν και ο
αντιπολιτευόμενος τύπος έκανε λόγο για πάνω από 30.000 άτομα, η κυβέρνηση δια στόματος του
υφυπουργού Εσωτερικών Δημητρίου Δαβάκη, τοποθετούσε τον αριθμό των συγκεντρωμένων στις
7.000 περίπου, βλ. Ελευθερία, 3 Ιουλίου 1962· Σε κάθε περίπτωση, ενδιαφέρον παρουσιάζει και η
εκτίμηση της αμερικανικής πλευράς, σύμφωνα με την οποία και οι δύο προηγούμενοι υπολογισμοί
θεωρούνταν υπερβολικοί, Brewster προς Department of State, 3 Ιουλίου 1962, (joint weeka no 26)
Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59, 781.00 (W)/7-362.
182
Τα Νέα, 2 Ιουλίου 1962.
183
Θανάσης Ξηρός, Κηδεμονευόμενος και προκρούστειος κοινοβουλευτισμός: από το Σύνταγμα του 1952
ατη δικτατορία των συνταγματαρχών (Αθήνα, 2008), σελ. 190.

156
κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Σχολιάζοντας την λογική του παραπάνω
συλλογισμού, η Αθηναϊκή σημείωνε:

Η ορθοδοξία της δεν ημπορεί να συζητηθή από κανέναν. Και από


νομικής ακόμη πλευράς, ο συλλογισμός ανατέμνει με την αυστηρότητα
αρχαίου Ρωμαίου νομοδιδασκάλου το μέγα θέμα της ανθρώπινης
ευθύνης. Διότι δεν νοείται άνθρωπος ανεύθυνος, καθ’ ήν ώραν
ανακύπτει ακριβώς και επιβάλλεται ο λόγος της υπάρξεώς του άρα και η
υπευθυνότης του. Ούτε και νοούνται, κατ΄επέκτασιν αυτού του
απαρεγκλίτου κανόνος, νομικά ή συνταγματικά «πλάσματα», δηλαδή
κατασκευάσματα, συμβατικής μόνον αξίας, κατά εξεζητημένην
ερμηνείαν των οποίων το ανεύθυνον είναι αιώνιον και εξακολουθεί
δήθεν να ισχύη και όταν ακόμη το αντικείμενον της ευθύνης
υπερυψούται εις το ύψος θέματος συνειδήσεως δια τον εις ομαλάς μόνον
περιστάσεις ανεύθυνον Άρχοντα της Χώρας…184

Αντιπαράθεση για τα «μέτρα ασφαλείας»

Βασικό πεδίο αντιπαράθεσης κατά τη διάρκεια του Ιουλίου μεταξύ


κυβέρνησης και αντιπολίτευσης αποτέλεσε επίσης το σχέδιο νομού «περί ρυθμίσεως
θεμάτων αφορόντων την ασφάλειαν της χώρας», το οποίο καταργούσε κάποια από τα
«έκτακτα μέτρα» που παρέμεναν σε ισχύ από την περίοδο του εμφυλίου και
κατατέθηκε στην ειδική επιτροπή εξουσιοδοτήσεως της βουλής.185 Επρόκειτο για μία
προσπάθεια εκδημοκρατισμού, που αποσκοπούσε αφενός στην αποφόρτιση της
εσωτερικής πολιτικής σκηνής και αφετέρου στη βελτίωση της εικόνας της χώρας στο
εξωτερικό. Πάντως η σχετική προσπάθεια έδειχνε να μην αγγίζει τη ρίζα του
προβλήματος, που ήταν η παράλληλη λειτουργία του λεγόμενου
«παρασυντάγματος», το οποίο συνέχιζε εν πολλοίς να ασκεί την επιρροή του στην
πολιτική ζωή και την καθημερινή πρακτική της κοινωνίας. Όπως έχει εύστοχα

184
«Ο Βασιλεύς και ο λόγος του Γ. Παπανδρέου», Αθηναϊκή, 3 Ιουλίου 1962.
185
Βλ. σχετικά, Ηλίας Νικολακόπουλος, Η καχεκτική δημοκρατία, ο.π., σσ. 295-296· Σπύρος
Λιναρδάτος, Από τον Εμφύλιο στη Χούντα, ο.π., σσ. 165-167· Νίκος Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε
κρίση, ο.π., σσ. 543-544 και 559-566.

157
επισημάνει ο Νίκος Αλιβιζάτος, κάνοντας μία κριτική αποτίμηση της στάσης του
Κωνσταντίνου Καραμανλή έναντι της Αριστεράς: «δεν θα πρέπει να εκπλήσσει το
πόσο σπάνια ο Καραμανλής αναφερόταν στον κομμουνισμό (…). Και ναι μεν δεν
τόλμησε να καταργήσει τα έκτακτα μέτρα της περιόδου του εμφυλίου πολέμου –
όπως αρχικά τουλάχιστον είχε υπαινιχθεί με τις προγραμματικές δηλώσεις του, τον
Απρίλιο του 1956, όταν μιλούσε για “πλάνες” που είχαν “εμφιλοχωρήσει” και για
“υπερβολές” που είχαν σημειωθεί στην αντιμετώπιση των αριστερών – πλην όμως
νέα μέτρα δεν υιοθέτησε, ο δε αριθμός των πολιτικών κρατουμένων (…) κατά τη
διάρκεια της κρίσιμης οκταετίας μειώθηκε σημαντικά. Κάτι δίχως άλλο σημαντικό
καθ’ εαυτό, που δεν απαλλάσσει εν τούτοις τον Καραμανλή από τον ψόγο ότι
επέδειξε ασύγγνωστη ανοχή προς τη δράση ποικιλώνυμων κύκλων της ανωμαλίας
μέσα στο ίδιο το κράτος». 186

Η απόφαση της κυβέρνησης να μην εξαλείψει το σύνολο των περιοριστικών


διατάξεων και παράλληλα να θεσπίζει περιορισμούς στον σχηματισμό κομμάτων, με
το πρόσχημα της πιθανής προσπάθειας ανασύστασης του Κομμουνιστικού
Κόμματος, αποτέλεσε αφορμή διατύπωσης οξύτατης κριτικής από την πλευρά της
αντιπολίτευσης. Χαρακτηριστική υπήρξε η αντίδραση της Ελευθερίας, μία ημέρα
μετά την αρχική τοποθέτηση του εισηγητή της πλειοψηφίας Κωνσταντίνου
Τσάτσου187 ενώπιον της βουλής:

Το να αντιμετωπίζεται ο κομμουνισμός- θρησκεία με αστυνομικά μέτρα,


αντί να επιδιώκεται η θεραπεία των αδυναμιών και της δυστυχίας, που
τον καθιστούν παρηγορίαν και ελπίδα των απηλπισμένων, είναι σφάλμα,
εξ ίσου τουλάχιστον, βαρύ με το ν’ αντιμετωπίζεται ο κομμουνισμός, ως
ένοπλον ολοκληρωτικόν κίνημα, με την «αγιαστούραν». Αλλά το
βαρύτερον σφάλμα, που ημπορεί να διαπράξη μία δημοκρατία κατά την
αντιμετώπισιν του κομμουνισμού είναι να παύση να είναι δημοκρατία.

186
Νίκος Αλιβιζάτος, «Ο Κ. Γ. Καραμανλής και η Αριστερά την κρίσιμη οκταετία 1955-1963», στο
Σβολόπουλος, Μπότσιου, Χατζηβασιλείου, Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον εικοστό αιώνα, ο.π.,
τόμος Α΄, σσ. 131-132.
187
Για το σύνολο της εισήγησης του Κωνσταντίνου Τσάτσου, βλ. Επίσημα πρακτικά της ειδικής
επιτροπής της Βουλής του άρθρου 35 του Συντάγματος, περίοδος ΣΤ’, Τόμος Α΄, συνεδρίαση ις’, 3
Ιουλίου 1962, σσ. 306-308· επίσης για μία ευρύτερη αποτίμηση της στάσης του Κωνσταντίνου
Τσάτσου έναντι της πολιτικής κρίσης της περίόδου βλ. Χρήστος Χρηστίδης, «Ο Κωνσταντίνος
Τσάτσος και η πολιτική κρίση της δεκαετίας του ‘60», στο Μόσχος Μορφακίδης, Παναγιώτα
Παπαδοπούλου, Δημήτρης Αγγελής, Κωνσταντίνος Τσάτσος: φιλόσοφος, συγγραφέας, πολιτικός,
πρακτικά διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου, (Γρανάδα-Αθήνα, 2010), σσ. 579-586.

158
(…)Η Ελλάς χρειάζεται από πάσης απόψεως περισσοτέραν δημοκρατίαν.
Δια λόγους κυρίως πρακτικούς και ηθικούς. Και, αντιθέτως, της
φαλκιδεύουν διαρκώς την ολίγην, που έχει. Αν δεν αναχαιτισθή ο
ολέθριος αυτός κατήφορος, συντόμως θα την αναζητούμεν και δεν θα
την ευρίσκομεν. Τελικώς δε μόνον ο κομμουνισμός θα είναι ο μέγας
κερδισμένος από τα σφάλματα, τας μωρίας και την ιδιοτέλειαν αυτών
που εμφανίζονται ως πολέμιοί του, ενώ είναι τροφοδόται του.188

Ο εισηγητής της Ένωσης Κέντρου, Γεώργιος Μαύρος, κατά την αγόρευσή


του αναρωτήθηκε για ποιο λόγο η κυβέρνηση ανέμενε την λήξη της συνόδου της
βουλής προκειμένου να συζητηθεί το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου από την επιτροπή
εξουσιοδοτήσεως. Αν και επανέλαβε ότι το κόμμα του συνέχιζε να είναι αντίθετο με
την νομιμοποίηση του ΚΚΕ, υπογράμμιζε ότι με το εν λόγω σχέδιο νόμου επιχειρείτο
αντί της κατάργησης των εκτάκτων μέτρων, η θέσπιση νέων. Κατά τον Μαύρο, ο
κομμουνισμός «είναι πολιτική ιδεολογία και αι πολιτικαί ιδεολογίαι αντιμετωπίζονται
με άλλας πολιτικάς ιδεολογίας ισχυροτέρας και καλυτέρας. (…) ο κομμουνισμός
αντιμετωπίζεται μόνον όταν εξαφανισθή η ανεργία και η υποαπασχόλησις, όταν
εφαρμόζεται πολιτική πλήρους απασχολήσεως». 189 Ιδιαίτερη μνεία έκανε μάλιστα
στο άρθρο 7 του σχεδίου νόμου, σύμφωνα με το οποίο θα διώκετο «η προσπάθεια
της προβολής της κομμουνιστικής δράσεως με σκοπόν την αναγνώρισιν και
νομιμοποίησιν του Κομμουνιστικού Κόμματος». Κρίνοντας ότι η συγκεκριμένη
πρόβλεψη θα μπορούσε να εφαρμοστεί ευρύτερα απειλώντας την ελευθερία του
λόγου και κατ’ επέκταση του Τύπου,190 τη συνέκρινε με το ιδιώνυμο αδίκημα που
είχε εισηγηθεί με νόμο του Γ’ Ράιχ το 1933. Τέλος ζήτησε την κατάργηση της
διοικητικής εκτοπίσεως και των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων,
καταλήγοντας:

188
«Εκ στόματος κόρακος…», Ελευθερία, 4 Ιουλίου 1962.
189
Επίσημα πρακτικά της ειδικής επιτροπής της Βουλής του άρθρου 35 του Συντάγματος, περίοδος ΣΤ’,
Τόμος Α΄, συνεδρίαση ΙΗ’, 5 Ιουλίου 1962, σελ. 339.
190
Σε σχέση με τους κινδύνου που εγκυμονούσε η υιοθέτηση του εν λόγω άρθρου, το Βήμα σχολίαζε
«ο χιτλερικός νόμος τιμωρούσε ΠΡΑΞΙΝ, ενώ ο ελληνικός δύναται να τιμωρήσει την απλήν συζήτησιν
προφορικήν ή δια του Τύπου, η οποία θα εκρίνετο ότι αποβλέπει εις αναγνώρισιν ή αναβίωσιν του
Κ.Κ.Ε.. Αλλ’ η γενίκευσις αυτή εκτός του ότι εισάγει την απαράδεκτον αρχήν της ΤΙΜΩΡΙΑΣ ΤΗΣ
ΣΚΕΨΕΩΣ, υπάρχει κίνδυνος να οδηγήση πολύ μακρυά και να δώση αφορμήν εις σοβαράν
κατάχρησιν εξουσίας, εις βάρος του ελληνικού Τύπου και των Ελλήνων πολιτικών». «Το απίστευτον
άρθρον επτά: Αυταί είναι αι προθέσεις των;», Το Βήμα, 7 Ιουλίου 1962.

159
Κύριοι βουλευταί, εις Κυβέρνησιν η οποία έχει τοιούτον ποινικόν
Μητρώον, αποτελεί δημόσιον κίνδυνον να εμπιστευθώμεν εξουσίας, αι
οποίαι περιέχονται εις το υπό κρίσιν σας σχέδιον Ν.Δ., διότι με αυτάς η
ουσιαστικώς εν πολλοίς καταλυθείσα σήμερον Δημοκρατία, θα
καταλυθή και τυπικώς.191

Από την πλευρά της πλειοψηφίας τον λόγο πήρε ο βουλευτής


Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, ο οποίος δραττόμενος της ευκαιρίας έκανε αναγωγή
στη δεκαετία του 1930 και την κρίση του πολιτικού συστήματος. Ο
Μανιαδάκης, υφυπουργός Δημοσίας Ασφαλείας στην δικτατορική κυβέρνηση
Μεταξά,192 αναφέρθηκε στον Θεμιστοκλή Σοφούλη και την συμβολή του στον
αγώνα κατά «της έξωθεν επιβουλής», σημειώνοντας: «ο Σοφούλης εφόρεσεν
την πανοπλίαν του όταν έγινε Πρωθυπουργός, ενώ προηγουμένως, ως
Αντιπολίτευσις απεκάλει αδικουμένους και δημοκρατικούς πολίτας τους
οπαδούς της παρατάξεως εκείνης».193 Η παρουσία, πάντως, και η τοποθέτηση
επί του θέματος του πρώην υπουργού του Μεταξά, ξύπνησε αρνητικές μνήμες.
Σε μία περίοδο, που οι συνθήκες στην κοινωνία είχαν μεταβληθεί άρδην, η
παρέμβαση του Μανιαδάκη δυναμίτιζε ακόμη περισσότερο την αντιπαράθεση
μεταξύ των δύο «εθνικοφρόνων κομμάτων».

Την ίδια ημέρα, το κύριο άρθρο της Αυγής ήταν αφιερωμένο στο εν λόγω
νομοσχέδιο. Κάνοντας αναγωγές στην ευρύτερη πολιτική των κυβερνήσεων της
ΕΡΕ από το 1955, το άρθρο έκανε λόγο για κατάλυση της λαϊκής κυριαρχίας και
κρατικές παρεμβάσεις στο έργο της Δικαιοσύνης. Σύμφωνα με την σχετική
ανάλυση, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, μετά την ουσιαστική
κατάργηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και της ελευθερίας του Τύπου,
στόχευε μέσω του υπό ψήφιση νομοσχεδίου να «νομιμοποιήσει» και την
οριστική κατάλυση των ατομικών δικαιωμάτων. Χαρακτηρίζοντας τα μέλη της
191
Επίσημα πρακτικά της ειδικής επιτροπής της Βουλής του άρθρου 35 του Συντάγματος, περίοδος ΣΤ’,
Τόμος Α΄, συνεδρίαση ΙΗ’, 5 Ιουλίου 1962, σελ. 341.
192
Βλ. σχετικά, Σπύρος Λιναρδάτος, 4η Αυγούστου, (Αθήνα, 1988)· Σπ. Β. Μαρκεζίνης, Πολιτική
Ιστορία της Συγχρόνου Ελλάδος, τ.4, (Αθήνα, 1978), σσ. 320-380.
193
Επίσημα πρακτικά της ειδικής επιτροπής της Βουλής του άρθρου 35 του Συντάγματος, περίοδος ΣΤ’,
Τόμος Α΄, συνεδρίαση ΙΗ’, 5 Ιουλίου 1962, σελ. 341.

160
κυβέρνησης μεταξύ άλλων ως «καταλύτες των θεσμών», «τρομοκράτες» και
«εθνικούς μειοδότες», το άρθρο κατέληγε: «Το θράσος τους είναι απέραντο.
Είναι το θράσος των νεοφασιστών, που προσπαθούν να κρύψουν τους
δολιώτατους σκοπούς των με την μάσκα της δημοκρατικότητος και να
αλυσοδέσουν ακόμη περισσότερο τον ελληνικό λαό».194

Έχοντας κάνει ένα ευρύ άνοιγμα προς την κοινωνία, ο ανένδοτος εύρισκε –
μέσω του εν λόγω νομοσχεδίου – ένα πεδίο πρόσφορο για οξεία κριτική έναντι της
κυβέρνησης, σε ζητήματα μάλιστα που είχαν ευρεία απήχηση στην κοινωνία. Μετά
την υπερψήφιση του Νομοθετικού Διατάγματος επί της αρχής, στις 11 Ιουλίου,195 οι
επιθέσεις της Ένωσης Κέντρου οξύνθηκαν κατά τη διάρκεια της κατ’ άρθρο
συζήτησης. Τελικά, η κυβέρνηση προχώρησε σε δύο τροπολογίες επί των πλέον
αμφισβητούμενων άρθρων, οι οποίες ανακοινώθηκαν από το υπουργείο Προεδρίας
στις 12 Ιουλίου. Η πρώτη κατήργησε το – προβλεπόμενο από το άρθρο 4 του
σχεδίου νόμου – δικαίωμα των νομαρχών να στερούν την ελληνική ιθαγένεια από
έλληνες υπηκόους που έρχονταν από το εξωτερικό, υπάγοντάς την αρμοδιότητα στο
συμβούλιο ιθαγένειας του υπουργείου Εσωτερικών. Επίσης, αναφορικά με το άρθρο
7, η τροπολογία διευκρίνιζε ότι αφορούσε πράξεις του κομμουνιστικού κόμματος και
όχι κάθε συζήτηση γύρω από το ΚΚΕ.

Σύμφωνα με την βασική αρχή του ανένδοτου, όλες οι κινήσεις της


κυβέρνησης υπαγορεύονταν από την ανάγκη της να δεσμεύσει τους πολίτες της
χώρας με ανελεύθερα μέτρα που δεν είχαν στόχο την καταπολέμηση του
κομμουνισμού, αλλά τη διατήρηση και την ενίσχυση του κομματισμού του κράτους.
Προκειμένου μάλιστα να αντιμετωπισθεί ο κομμουνισμός, η Ελευθερία αναγνώριζε
δύο μεθόδους, οι οποίες σχετίζονταν άμεσα με τη δημοκρατική ωριμότητα του φορέα
που τους εφαρμόζει «ο πρώτος είναι ο δικτατορικός, εκ του οποίου εδανείσθη το
νομοσχέδιον της η κυβέρνησις, οδηγών αφεύκτως εις κατάλυσιν της Δημοκρατίας. Ο
δεύτερος είναι ο δημοκρατικός, ο οποίος δια της θεραπείας των λαϊκών αναγκών
καθιστά περιττόν τον κομμουνισμόν».196 Τελικά το σχέδιο νόμου εγκρίθηκε στις 18

194
«Προστάτες των θεσμών, οι καταλύτες τους!...», Η Αυγή, 5 Ιουλίου 1962.
195
Επίσημα πρακτικά της ειδικής επιτροπής της Βουλής του άρθρου 35 του Συντάγματος, περίοδος ΣΤ’,
Τόμος Α΄, συνεδρίαση ΚΑ’, 11 Ιουλίου 1962, σελ. 417.
196
Ελευθερία, 8 Ιουλίου 1962.

161
Ιουλίου,197 μετά από συζήτηση που διήρκεσε δέκα συνεδριάσεις και παρά τις έντονες
αντιδράσεις.198 Από την σχετική ψηφοφορία αποχώρησαν οι βουλευτές της Ένωσης
Κέντρου και της ΕΔΑ, ενώ οι βουλευτές του κόμματος των Προοδευτικών το
καταψήφισαν. Μετά την υπερψήφιση του νομοθετήματος από την κυβερνητική
πλειοψηφία, ο Γεώργιος Παπανδρέου εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία δεσμευόταν
ότι το κόμμα του θα καταργούσε το νομοσχέδιο μόλις γινόταν κυβέρνηση.
Καταγγέλλοντας την κομματική ιδιοτέλεια, ως βασικό οδηγό κάθε μέτρου της
συντηρητικής παράταξης, η Ένωση Κέντρου εντόπισε τις βασικές της διαφωνίες στις
ρυθμίσεις που θεσπίζονταν σε σχέση με τους διοικητικούς εκτοπισμούς, τα
πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων και το άρθρο 7, το οποίο παρά την
κυβερνητική τροπολογία συνέχιζε – κατά το Κέντρο – να «διώκη το φρόνημα».199
Ενδεικτικό της έντασης της αντιπαράθεσης, γύρω από το νομοσχέδιο της
κυβέρνησης, το σχετικό σχόλιο της Ελευθερίας λίγες ημέρες μετά την υπερψήφισή
του από τους βουλευτές της συμπολίτευσης:

Η παράνομος πλειοψηφία της ΕΡΕ παραμερίζουσα και τον κανονισμόν


της νομοθ. Επιτροπής και την στοιχειώδην κοινοβουλευτικήν
ευπρέπειαν, εψήφισε προχθές, μόνη, τον διαβόητον νόμον περί μέτρων
ασφαλείας. Είναι ηθικώς και πολιτικώς διάτρητος ο νόμος αυτός. Η
ανάλυσίς του κατέδειξε, πράγματι, ότι και σαφώς αντίθετοι προς βασικάς
αρχάς του ελευθέρου πολιτεύματος είναι πλείσται διατάξεις του και
γέμουν από κομματικήν ιδιοτέλειαν. Δι’ αυτό η επίσημος διακήρυξις του
κ. Παπανδρέου ότι η Ε.Κ. θα καταργήση το νομοθέτημα όταν έλθη εις
την εξουσίαν επεβάλλετο. Διότι το Κέντρον πιστεύει εις την
Δημοκρατίαν και τους ελευθέρους θεσμούς και διότι θεωρεί έγκλημα
κατά του Έθνους την αντιμετώπισιν του κομμουνισμού με κριτήρια
κομματικής ιδιοτελείας.(…) Βασική αρχή κάθε πολιτικής ορθής
αντιμετωπίσεως του κομμουνισμού είναι ότι πρέπει να επιδιώκεται η
απομόνωσις του και η πληρεστέρα δυνατή εθνική ενότης απέναντί του.
197
Επίσημα πρακτικά της ειδικής επιτροπής της Βουλής του άρθρου 35 του Συντάγματος, περίοδος ΣΤ’,
Τόμος Α΄, συνεδρίαση Κς’, 18 Ιουλίου 1962, σελ. 534.
198
Στις 16 Ιουλίου έγινε διαδήλωση που οργανώθηκε από φοιτητικές νεολαίες στην οποία
σημειώθηκαν μικρής έκτασης επεισόδια και η αστυνομία προχώρησε σε εβδομήντα συλλήψεις. Η
Αυγή, 17 Ιουλίου 1962.
199
Ελευθερία, 19 Ιουλίου 1962.

162
Η κυβερνώσα δεξιά – δια πολλοστήν φοράν – πράττει ακριβώς το
αντίθετον. Με τα ανελεύθερα μέτρα της, με την αθλίαν συνεχή
κομματική εκμετάλλευσιν του θέματος του κομμουνισμού, με την
ιδιοτελήν εθνοκαπηλείαν, με το τυραννικόν και ηλίθιον κομματικόν της
κράτος, διχάζει – εσκεμμένως και δολίως – το Έθνος, ενώ χαρίζει
οπαδούς εις τον κομμουνισμόν. Αυτό έπραξε και με το νομοθέτημά της.
Και αυτό είναι περισσότερον από έγκλημα. Είναι τρομακτικόν,
θεμελιώδες και ασυγχώρητον πολιτικόν σφάλμα.200

Το εν λόγω νομοσχέδιο έτυχε ευρύτατης δημοσιότητας λόγω του


περιεχομένου και των αναγωγών που γίνονταν μεταξύ των προβλέψεών του και των
καταγγελιών της αντιπολίτευσης σχετικά με την έλλειψη νομιμοποιητικής βάσης της
κυβέρνησης Καραμανλή. Ενώ, όμως, το νομοσχέδιο καταργούσε κάποια από τα
«έκτακτα μέτρα», επικοινωνιακά δεν έδειξε να «βγαίνει» στην κυβέρνηση, αφού η
Ένωση Κέντρου έδειχνε να προβάλει με επιτυχία το αίτημα ακόμη μεγαλύτερης
φιλελευθεροποίησης. Παρά ταύτα, αποτελούσε μία προσπάθεια που έδειξε, σε
κάποιο βαθμό, να εκτιμάται και από τους συμμάχους που υποδέχθηκαν με
ανακούφιση τα μέτρα φιλελευθεροποίησης, όπως την κατάργηση του στρατοπέδου
του Αγίου Ευστρατίου. Ενδεικτικό το σχόλιο του Βρετανού πρεσβευτή στην Αθήνα
Ralph Murray:

Θα ευχόμασταν η Ελλάδα, ως μέλος του ΝΑΤΟ, να προχωρούσε


περισσότερο στο δρόμο προς την φιλελευθεροποίηση. Αλλά πέρα από τις
πικρές μνήμες του παρελθόντος και την έκθεσή της λόγω της
γεωγραφικής της θέσης, η οικονομική και κοινωνική της πρόοδος δεν
έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε να καθιστούν περιττά τα
αστυνομικά μέτρα. Ο νέος νόμος είναι σίγουρα δείγμα προόδου και
εύχομαι ότι θα μπορέσει σε ένα βαθμό να ικανοποιήσει όσους Βρετανούς
ανησυχούσαν για τα βάσανα των κομμουνιστών στην Ελλάδα.201

200
«Σφάλμα ασυγχώρητον», Ελευθερία, 20 Ιουλίου 1962.
201
Ralph Murray προς Foreign Office, 27 Ιουλίου 1962, FO 371/163446/4.

163
Εσωκομματικές έριδες: Ένωση Κέντρου και ΕΡΕ

Παράλληλα με τις εξελίξεις στον πολιτικό στίβο, έντονες συνεχίζονταν οι


διεργασίες και στο εσωτερικό της Ένωσης Κέντρου. Ήδη από τα τέλη του Ιουνίου
είχε καταστεί σαφής η διαφοροποίηση κορυφαίων στελεχών αναφορικά με τον τρόπο
λειτουργίας του φορέα και τη πορεία προς τη δημιουργία ενός ενιαίου κομματικού
οργανισμού. Με επιστολή που είχε απευθύνει προς τον Σοφοκλή Βενιζέλο στις 22
Ιουνίου 1962,202 από το εξωτερικό όπου βρισκόταν, ο Ηλίας Τσιριμώκος εξέθετε την
ανησυχία του για το θέμα της άμεσης διάλυσης των κομμάτων που είχαν συγκροτήσει
την Ένωση Κέντρου διερωτώμενος αν ήταν σωστή η χρονική συγκυρία και
μεμφόμενος τον Γεώργιο Παπανδρέου, ότι μεταχειριζόταν «ως εχθρούς» όσους
διαφωνούσαν με την τακτική του. Κάνοντας έκκληση προς τον Σοφοκλή Βενιζέλο να
αποτρέψει την λήψη παρόμοιων αποφάσεων, εν τη απουσία του, κατέληγε:

Θεωρώ πολύτιμον αγαθόν την ενότητα ώστε αντιστοίχως θεωρώ


εγκληματικήν την πρόκλησιν διασπάσεως. Πως σκέπτονται οι άνθρωποι
που καλλιεργούν αδιαλλαξίαν ανάμεσά μας; Ότι εν ονόματι της ενότητος
υπάρχουν άνθρωποι που πρέπει να δέχωνται ραπίσματα και άλλοι που
πρέπει να εκμεταλλεύονται την ενότητα για να ικανοποιούν τις
προσωπικές των φιλοδοξίες, ή μικρότητες, ή κακίες; Τότε είναι ή
συνειδητοί εγκληματίαι ή ηλίθιοι. Δεν ξέρω ποιοι είναι και αν
καταφέρουν να παρασύρουν την ΕΚ στο γκρεμό. 203

Ο Τσιριμώκος επέστρεψε στην Αθήνα στις 2 Ιουλίου 1962 και τρεις ημέρες
αργότερα είχε συνάντηση με τον Γεώργιο Παπανδρέου και τον Σοφοκλή Βενιζέλο,204
η οποία δεν έδειξε να έχει αποτέλεσμα. Λίγες ημέρες αργότερα, ο Τσιριμώκος
κατέθεσε υπόμνημα προς τον αρχηγό του Κέντρου και τους αρχηγούς των κομμάτων
που είχαν συγκροτήσει την Ένωση Κέντρου. Σε αυτό, ο Τσιριμώκος πρότεινε, ότι θα

202
Η επιστολή βρίσκεται στο αρχείο του Σοφοκλή Βενιζέλου και αποδίδεται αυτούσια στη βιογραφία
του Σοφοκλή Βενιζέλου από τον Γρηγόριο Δαφνή, αν και μάλλον εκ παραδρομής ο βιογράφος
αναφέρει ότι γράφτηκε στις 2 Ιουλίου 1962, βλ. Γρηγόριος Δαφνής, Σοφοκλής Ελευθερίου
Βενιζέλος,ο.π., σσ. 562-563.
203
22 Ιουνίου 1962, Τσιριμώκος προς Βενιζέλο, Αρχείο Σοφοκλή Βενιζέλου, Ιστορικό Αρχείο
Μουσείου Μπενάκη, φακ. 27.
204
Ελευθερία, 5 Ιουλίου 1962.

164
έπρεπε να συγκληθεί συνέδριο του κόμματος το οποίο θα αποφάσιζε αν επρόκειτο η
Ένωση Κέντρου να παραμείνει συνασπισμός κομμάτων ή να ενοποιηθεί, οπότε θα
έπρεπε να μετονομασθεί «Φιλελευθέρα Ένωσις». Στην περίπτωση που θα
προκρινόταν η ενοποίηση σε ένα κόμμα, θα έπρεπε το συνέδριο να εκλέξει τα
διοικητικά όργανα του κόμματος, ενώ στο μεσοδιάστημα θα έπρεπε, κατά τον ίδιο, να
ενεργοποιηθεί και πάλι το Πολιτικό Συμβούλιο των ηγετών των οκτώ συστατικών
κομμάτων υπό την προεδρία του Γεωργίου Παπανδρέου, το οποίο είχε στο μεταξύ
απαξιωθεί.205 Η απάντηση της Ένωσης Κέντρου ήλθε με απόφαση της
κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος, που συνεδρίασε στις 26 Ιουλίου απουσία
των Ηλία Τσιριμώκου και Σάββα Παπαπολίτη. Η εν λόγω απόφαση επιβεβαίωνε:
πρώτον ότι η Ένωση Κέντρου δεν ήταν συνασπισμός κομμάτων αλλά ενιαίο κόμμα,
δεύτερον ότι η ονομασία της δεν επρόκειτο να μεταβληθεί και τρίτον ότι κεντρικό
όργανο με απόλυτες αρμοδιότητες παρέμενε η κοινοβουλευτική ομάδα του
κόμματος.206

Οι σχέσεις μεταξύ της ηγετικής ομάδας του κόμματος και των Τσιριμώκου και
Παπαπολίτη έδειξαν να οξύνονται μετά τη δημοσίευση στον Τύπο της πληροφορίας
ότι μόνοι οι δύο βουλευτές σε σύνολο 77 του κόμματος είχαν καταθέσει δηλώσεις
στο προεδρείο της βουλής, στις οποίες ανέφεραν ότι άνηκαν στην Ένωση Κέντρου ως
αρχηγοί της Δημοκρατικής Ένωσης και της ΕΠΕΚ αντίστοιχα. Δύο ημέρες αργότερα,
μετά από παρέμβαση και του Σοφοκλή Βενιζέλου, οι δύο βουλευτές δήλωσαν ότι
επρόκειτο να καταθέσουν νέες δηλώσεις προς το προεδρείο της βουλής προς άρση
παρερμηνειών. Ο Ηλίας Τσιριμώκος ήρε τις ενστάσεις του, έστω και προσωρινά, υπό
το βάρος της πίεσης κόμματος και Τύπου. Σε κάθε περίπτωση, η προσπάθειά του
καταγράφηκε ως ένα ακόμη παράδειγμα της έλλειψης συνοχής στο εσωτερικό του
Κέντρου.207 Τα κόμματα που είχαν συστήσει τον φορέα συνέχιζαν στις περισσότερες
περιπτώσεις να διατηρούν την διοικητική και οικονομική τους αυτονομία, ξεχωριστές
οργανώσεις στην επαρχία και οργανώσεις νεολαίας, ενώ μετείχαν κανονικά και στους
αντίστοιχους οργανισμούς του κόμματος.208 Αν και επί της ουσίας ο Τσιριμώκος

205
Για τις προτάσεις Τσιριμώκου, βλ. Το Βήμα, 26 Ιουλίου 1962.
206
Ελευθερία, 27 Ιουλίου 1962.
207
Στο συμπέρασμα ότι ο Τσιριμώκος ήταν ένα από τα στελέχη του Κέντρου που «δεν είχαν πάρει
τόσο πολύ μεγάλο ρόλο στον ανένδοτο αγώνα» καταλήγει και ο Ριχάρδος Σωμεριτης. Ριχάρδος
Σωμερίτης συνέντευξη στον γράφοντα, 22 Ιανουαρίου 2006.
208
Σχετικό σχόλιο βρετανού διπλωμάτη, ανέφερε ότι το Κέντρο δεν είχε ακόμη συμφωνήσει σε ένα
κοινό πρόγραμμα, πέρα από τον ανένδοτο αγώνα προκειμένου να ανατραπεί η κυβέρνηση Καραμανλή.
Curle προς Jamieson, 2 Αυγούστου 1962, FO 371/163444/21.

165
ανακάλεσε, οι δηλώσεις του στον Τύπο στις 28 Ιουλίου, αν αντιπαραβληθούν με την
επιστολή του προς τον Βενιζέλο στις 22 Ιουνίου, μπορούν να αποκτήσουν άλλο
περιεχόμενο:

Επεχειρήθη τας τελευταίας ημέρας να προκληθή εντύπωσις διασπάσεως


του Κέντρου, δίχως να υπάρχη ουσιαστικώς διαφωνία. Και κυρίως έγινε
απόπειρα πολιτικής δολοφονίας εναντίον εμού, άνευ προηγουμένου. (…)
Απευθυνόμενος προς ολόκληρον την δημοκρατικήν κοινήν γνώμην,
παραδίδω τους συκοφάντας εις την κοινήν περιφρόνησιν και δηλώ ότι θα
εξακολουθήσω και εις το μέλλον, όπως και εις το παρελθόν, κρατών την
σημαίαν της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής Δημοκρατίας, καθώς
και της ενότητος των δημοκρατικών δυνάμεων. Ούτε εσκέφθην, ούτε
σκέπτομαι να αποχωρισθώ του κορμού της Ενώσεως Κέντρου, εις την
δημιουργίαν της οποίας έχω συντείνει.209

Παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις, οι ζυμώσεις στο εσωτερικό της
Ένωσης Κέντρου έδειχναν να συνεχίζονται με αμείωτο ρυθμό.210 Αν και
διακηρυγμένος στόχος παρέμενε η πλήρης ενοποίηση, οι ηγετικές ομάδες των
συνιστώντων κομμάτων παρέμεναν ενεργές καθιστώντας την προσπάθεια εξαιρετικά
δυσχερή. Άλλωστε οι αντιθέσεις μεταξύ των ιστορικών στελεχών, που είχαν
συγκροτήσει το κόμμα έμοιαζαν μάλλον ισχυρότερες από τα στοιχεία που τους
ένωναν. Επί του θέματος παρενέβη με άρθρο του ο εκδότης του Βήματος Χρήστος
Λαμπράκης στα μέσα Αυγούστου. Σε αυτό, αρχικά αντέκρουε το επιχείρημα ότι ο
χρόνος που απαιτήθηκε προκειμένου να συγκεραστούν οι εσωτερικές διαφορές ήταν
απόδειξη της ανομοιογένειας του οργανισμού, υποστηρίζοντας ότι ο χρόνος
αντανακλούσε την βαρύτητα και τη σταθερότητα του εγχειρήματος. Εν συνεχεία
διατύπωνε την άποψη ότι η Ένωση Κέντρου θα έπρεπε να αποτελέσει ένα πρωτοπόρο
κόμμα αρχών, εκτιμώντας ότι τα προσωποπαγή κόμματα ήταν πλέον ιστορικά

209
Το Βήμα, 29 Ιουλίου 1962.
210
Για τις διαφωνίες στο εσωτερικό του κόμματος, βλ. Νικόλαος Παπαχρήστος «Ενδοκομματικές
συγκρούσεις στην Ένωση Κέντρου: ο Γεώργιος Παπανδρέου στη δίνη μίας βραχύβιας ισορροπίας
(1961-1965), στο Παύλος Πετρίδης και Γιώργος Αναστασιάδης (επιμ. ), Γεώργιος Παπανδρέου: 60
χρόνια, ο.π., σσ. 551-565.

166
ξεπερασμένα. Το κόμμα θα έπρεπε με το καταστατικό και το πρόγραμμά του να
ανταποκρίνεται στα νέα δεδομένα που κόμιζε η συμμετοχή της χώρας στην Κοινή
Αγορά, που προϋπέθετε νέες νοοτροπίες, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να εκφρασθούν
από «πολιτικούς οργανισμούς χρεοκοπημένους και ξεπερασμένους». Τέλος,
αναφερόμενος στα χαρακτηριστικά που θα έπρεπε να συγκεντρώνει η ηγεσία του
κόμματος, σημείωνε:

Μπορεί όμως να ρωτήση κανείς: Είναι άραγε, δυνατή η ανανέωσις με


πρόσωπα παλαιά; Ναι – εάν και εφόσον τα πρόσωπα αυτά έχουν
αντιληφθή τις ανάγκες της εποχής τους και έχουν συνειδητοποιήσει τα
σύγχρονα προβλήματα. Και κάτι ακόμη, σημαντικώτερο ίσως: Ένας
πολιτικός δεν λογίζεται «σύγχρονος» ανάλογα με την ηλικία του, αλλά
με την δυνατότητα που έχει να αντιλαμβάνεται τις ΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ
ΚΑΙΡΩΝ, κι’ ανάλογα με το θάρρος ν’ αναγνωρίση πώς, στον σημερινό
μας κόσμο, η δημιουργία φυτωρίου νέων πολιτικών, ενδεχομένων
διαδόχων, καθώς και η δημοκρατική ανανέωσις του κομματικού
οργανισμού έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία από την προσωπική
ακτινοβολία!211

Το ίδιο διάστημα, τριβές εμφανίστηκαν και στον χώρο της ΕΡΕ. Στις 3
Αυγούστου, το Έθνος δημοσίευσε ένα άρθρο σύμφωνα με το οποίο τρεις
εξωκοινοβουλευτικοί παράγοντες με μεγάλη επιρροή στην κοινή γνώμη είχαν
συναντηθεί προκειμένου να συζητήσουν την πιθανότητα αλλαγών στην ηγεσία της
ΕΡΕ και της Ένωσης Κέντρου.212 Ειδικότερα, σε ό, τι αφορούσε την συμπολίτευση
κατονόμαζε μάλιστα πέντε στελέχη της κυβέρνησης που φέρονταν πρόθυμα να
διαδεχθούν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Επρόκειτο για τους υπουργούς
Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ-Τοσίτσα, Παιδείας Γρηγόριο Κασιμάτη, Εμπορίου
Παναγιώτη Πιπινέλη, Συντονισμού Παναγή Παπαληγούρα και Οικονομικών Σπύρο
Θεοτόκη. Την ίδια μάλιστα ημέρα ο Εθνικός Κήρυξ αποκάλυπτε ότι οι εν λόγω τρεις
παράγοντες ήταν οι εκδότες της Ελευθερίας Πάνος Κόκκας, του Βήματος και των

211
«Ένα σταθερό κόμμα αρχών δια την αυριανήν Ελλάδα: μας το επιτάσσουν οι νέοι καιροί», Το
Βήμα, 12 Αυγούστου 1962.
212
Έθνος, 3 Αυγούστου 1962.

167
Νέων Χρήστος Λαμπράκης και της Καθημερινής Ελένη Βλάχου. Την επομένη, οι
πέντε υπουργοί της ΕΡΕ δημοσίευσαν εκτενή διάψευση των εν λόγω πληροφοριών ως
ανυπόστατων, υποστηρίζοντας ότι αποτελούσε εγχείρημα που οφειλόταν στην
ενόχληση κύκλων της αντιπολίτευσης από την «αρραγή ενότητα» της κυβέρνησης και
213
την «αποτυχία του ανενδότου αγώνος». Αν και η Ένωση Κέντρου σε ανακοίνωσή
της χαρακτήρισε την είδηση ασύστατη, σχολίασε καυστικά την αντίδραση των πέντε
υπουργών:

Οι υπουργοί της ΕΡΕ, οι διαταχθέντες να εκδώσουν την διασκεδαστική


ομαδική ανακοίνωσιν, ισχυρίζονται ότι η Κυβέρνησις των θα διαρκέση
ακόμη τρία έτη. Δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι θα ηύχοντο τούτο,
αλλά δεν υπάρχει επίσης καμμία αμφιβολία ότι γνωρίζουν και οι ίδιοι,
ότι δεν λέγουν την αλήθειαν. Διότι αι εκλογαί θα γίνουν, και θα γίνουν
συντόμως, και μάλιστα με ιδικήν των πρωτοβουλίαν. Επειδή έχουν πλέον
αντιληφθή και οι ίδιοι και κατ΄ εξοχήν ο αρχηγός των, τον οποίον
περιφρονούν κατ’ ιδίαν και εξυμνούν δημοσία, ότι πάσα αναβολή της
νέας ετυμηγορίας του λαού, δεν επαυξάνει μόνον τους κινδύνους της
χώρας, αλλά επαυξάνει πολύ περισσότερον τους ιδικούς των
προσωπικούς κινδύνους.214

Η αντιμετώπιση της αντίδρασης των πέντε υπουργών από την αντιπολίτευση


και τον φίλα προσκείμενο Τύπο, εντασσόταν στην ευρύτερη τακτική της. Ποια ήταν
όμως η θέση, όσων στήριζαν την κυβέρνηση έναντι αυτών των πληροφοριών; Σε
συνάντηση που είχε με την Marion Mitchell από την αμερικανική πρεσβεία, η Ελένη
Βλάχου εμφανίστηκε αποφασισμένη να προβάλει και άλλα ικανά στελέχη της ΕΡΕ,
προκειμένου να «σταματήσει την προσωπολατρία προς τον Καραμανλή» και να

213
Για την ανακοίνωση των πέντε βλ. Το Βήμα, 4 Αυγούστου 1962.
214
Για την ανακοίνωση της Ένωσης Κέντρου, βλ. Το Βήμα 4 Αυγούστου 1962.

168
καταστήσει σαφές, ότι το κόμμα δεν θα έπρεπε να αποτελεί υπόθεση ενός.215 Οι
ενέργειές της προς αυτή την κατεύθυνση, μάλιστα, έδειχναν να ξεπερνούν τα όρια της
επιρροής της μέσω του Τύπου. Σύμφωνα με τη Βλάχου, ο πρωθυπουργός είχε
συμπεράνει ότι η ίδια επιχειρούσε να παρέμβει στην πολιτική, προτείνοντας πρόσωπα
προς τα Ανάκτορα για την επόμενη ημέρα στην ΕΡΕ, αφενός λόγω μίας μακράς
συνάντησής της με τον βασιλιά Παύλο216 και αφετέρου λόγω της προβολής, της
οποίας τύγχανε ο Σπύρος Θεοτόκης από την Καθημερινή. Σε συνδυασμό μάλιστα με
το δημοσίευμα του Έθνους, είχε δημιουργηθεί βαρύ κλίμα.

Εκτιμώντας την κατάσταση, η Βλάχου δήλωσε ότι αν και εκτιμούσε τον


Καραμανλή, πίστευε ότι θα μπορούσε να εκλεγεί το πολύ για μία θητεία ακόμη καθώς
μετά από αυτό η χώρα θα μπορούσε να βρεθεί στα πρόθυρα μίας δικτατορίας. Με το
επιχείρημα αυτό υπεραμύνθηκε της προσπάθειάς της να «ετοιμάσει την κοινή γνώμη
να σκεφτεί και άλλους ηγέτες», χαρακτηρίζοντας τον Καραμανλή «κουρασμένο» και
«νευρικό», όπως αποδείχθηκε – κατά την ίδια – από τις «δηλώσεις νομιμοφροσύνης»
που είχε απαιτήσει από τους πέντε υπουργούς του. Για την εκδότρια της Καθημερινής,
ο Καραμανλής όφειλε να αποσυρθεί και να επιστρέψει μετά από λίγα χρόνια καθώς αν
και η χώρα τον χρειαζόταν, «κανείς δεν θα έπρεπε να θεωρείται αναντικατάστατος».
Με την επιχειρηματολογία της, η Βλάχου, έδειχνε να επιβεβαιώνει απολύτως τις
σκέψεις του πρωθυπουργού σε σχέση με την προσπάθειά της να επηρεάσει τις
πολιτικές εξελίξεις, κάτι που ουσιαστικά δεν αρνήθηκε και η ίδια δηλώνοντας ότι
πρωθυπουργοί είχαν «κατασκευαστεί και στο παρελθόν», ότι η ίδια είχε
«συνεισφέρει» στη δημιουργία του Καραμανλή και ότι «για το καλό της χώρας θα
μπορούσαν και θα έπρεπε να κατασκευαστούν ξανά».

Η απόφαση της Ελένης Βλάχου να αμφισβητήσει τον Κωνσταντίνο


Καραμανλή δεν ήταν νέα. Οι σχέσεις των δύο πλευρών είχαν κλονισθεί ήδη από το
1958· έκτοτε οι εκατέρωθεν επιφυλάξεις διατηρούνταν και κατά καιρούς

215
Memorandum of Conversation Eleni Vlachou/Marion Mitchell, Dog Days and Politics, Brewster
προς Department of State, 10 Αυγούστου 1962, Washington D.C., NARA State Department Papers,
RG 59, 781.00/8-1062
216
Προκειμένου να επισημάνει την σημασία της συνάντησης, η Βλάχου σημείωσε ότι ήταν μακρά και
ότι αποτέλεσε την μόνη επαφή που είχε ο βασιλιάς κατά τη διάρκεια της διήμερης παραμονής του στην
Αθήνα μετά την επιστροφή του από την Νορβηγία και πριν αναχωρήσει για Κέρκυρα. Εκτός της
εκδότριας της Καθημερινής είχε μόνο μία συνάντηση με τον με τον πρωθυπουργό, στον οποίο και
ανέφερε την προηγούμενη συνομιλία του με την Βλάχου.

169
ενισχύονταν.217 Το χάσμα αυτό μεταξύ των δύο πλευρών θα μπορούσε μάλιστα να
διευρυνθεί, κατά τη Mitchell, αν η προσπάθεια της Βλάχου ενισχυόταν από την –
αποδεδειγμένα «εχθρική» έναντι του πρωθυπουργού – βασίλισσα Φρειδερίκη στην
προσπάθειά της να επιτύχει τις «διαρκείς απαιτήσεις της για χρήματα». Αν και δεν
μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι πολιτικές εξελίξεις διαμορφώθηκαν από ανάλογες
πρωτοβουλίες, είναι σαφές το κλίμα που είχε πλέον δημιουργηθεί και στο εσωτερικό
της Δεξιάς, έναντι του Καραμανλή.218 Οι ίδιοι παράγοντες που αναφέρθηκαν σε
δημοσιεύματα και συζητήσεις τον Αύγουστο του 1962, θα αποδειχθούν καταλύτες
των εξελίξεων ένα χρόνο αργότερα. Το Κέντρο από την πλευρά του έδειχνε να
επιχαίρει, με τον αντιπολιτευόμενο Τύπο να αναφέρεται καθημερινά στο ενδεχόμενο
εκλογών σε σύντομο χρονικό διάστημα, λόγω της εσωτερικής αμφισβήτησης που
δεχόταν πανταχόθεν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ενδεικτικό το σχετικό κύριο
άρθρο της Ελευθερίας, λίγες ημέρες αργότερα:

Το πολιτικόν και κοινωνικόν αδιέξοδον όπου περιήγαγε την χώραν ο κ.


Καραμανλής, εξελίσσεται τώρα εις κλοιόν, που τον περισφίγγει
πανταχόθεν. Ποίαν ακριβώς μορφήν θα έχη η διαδικασία της
εκπαραθυρώσεώς του είναι πρόωρον να λεχθή. Βέβαιον είναι ότι η
κρίσις εισέρχεται πλέον εις την φάσιν της καθάρσεως. Διότι όλοι
γνωρίζουν τώρα ότι χρειάζεται κάθαρσις. Και η κοινή αυτή συνείδησις
εκπηγάζει από το γεγονός ότι ο ελληνικός λαός δεν ανέχεται πλέον να
κυβερνάται όπως κυβερνάται τελευταίως. Πληθύνονται αι στρατιαί των
δυσαρεστημένων από όλας τας τάξεις και τα κοινωνικά στρώματα. Και
οξύνονται αι αντιδράσεις των. Διότι, πέραν των βασικών αδυναμιών της

217
Λίγους μήνες αργότερα, η Βλάχου επιβεβαίωνε την ρήξη των σχέσεων μεταξύ των δύο πλευρών, σε
επιστολή της προς τον υπουργό Προεδρίας της Κυβερνήσεως, Αχιλλέα Γεροκωστόπουλο, με αφορμή
την «εχθρική στάση» της κυβέρνησης απέναντι στην Καθημερινή και την Μεσημβρινή. Αφού έκανε
λόγο για αναβίωση της προληπτικής λογοκρισίας από την κυβέρνηση που έδινε στο εξωτερικό την
εντύπωση ότι «η ελευθεροτυπία εξαφανίζεται από την Ελλάδα», κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι
τηρώντας εχθρική στάση ειδικά έναντι των δικών της εντύπων, ηρνείτο να της παρέχει την απαραίτητη
ατέλεια επί του «δημοσιογραφικού χάρτου», όπως έκανε συστηματικά με άλλα έντυπα. Καταλήγοντας,
η Ελένη Βλάχου κάλεσε την κυβέρνηση να παραδεχθεί ότι η συγκεκριμένη τακτική σχετίζεται με το
ότι δεν θέλει «να αποκτήση η Ελλάς ισχυρούς και οικονομικώς ανεξαρτήτους και αξιοπρεπείς
δημοσιογραφικούς οργανισμούς». Ελένη Βλάχου προς Αχιλλέα Γεροκωστόπουλο, 18 Φεβρουαρίου
1963, Αρχείο Κωνσταντίνου Τσάτσου, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα, Φακ. 60 Ε1/3.
218
Σε μεταγενέστερη έκθεσή του ο Βρετανός πρεσβευτής Ralph Murray, επιβεβαίωσε τα γεγονότα
σημειώνοντας ότι «είχαν υπάρξει αποδείξεις κάποιας ήπιας μηχανορραφίας εναντίον του
Κωνσταντίνος Καραμανλή, μέσα στο κόμμα του». Murray προς Foreign Office, 21Σεπτεμβρίου 1962,
FO 371/163444/25· βλ. Το Βήμα, 15 Σεπτεμβρίου 1962.

170
ΕΡΕ και του αρχηγού της, είναι βέβαιον ότι η φθορά, η κόπωσις και,
προπάντων, η ενοχή της 29ης Οκτωβρίου, αφήρεσαν από τον κ.
Καραμανλήν το κύρος που είναι απαραίτητον εις κάθε κυβερνήτην,
εσκίασαν μέχρις εξαφανίσεως ορισμένας αναμφισβητήτους ικανότητας,
που του επέτρεψαν να διατηρήση επί τόσα έτη την πρωθυπουργίαν, και
επέτειναν τα ελαττώματά του εις βαθμόν αληθώς επικίνδυνον.
Εξελίσσεται ημέραν με την ημέραν εις ανυπόφορον τύραννον,
αυθαίρετον, καχύποπτον, μισαλλόδοξον, χαφιεδοκρατούμενον, εμπαθή,
εριστικόν, μικρόψυχον, μη σκεπτόμενον παρά την επιβίωσίν του και
περιπίπτοντα από σφάλματος εις γκάφαν. Όχι μόνον έναντι των
αντιπάλων του δεν επιδεικνύει τον σεβασμόν και την αντοχήν, που
επιβάλλει το ελεύθερον πολίτευμα, αλλά και έναντι των φίλων του δεν
διαθέτει την στοιχειώδη εμπιστοσύνη και ευπρέπειαν, που υπαγορεύουν
η λογική και αι πρακτικαί ανάγκαι της διακυβερνήεως της χώρας. Πάσα
κριτική αποτελεί πρόκλησιν δι’ αυτόν. Πάσα ανεξαρτησία γνώμης,
αίρεσιν. Πάσα διαφωνία, θανάσιμον αμάρτημα. Ο παλαιός ρεαλισμός, η
ευελιξία, ακόμη και η απίθανος υποκρισία του, που τόσον τον
υπηρέτησαν άλλοτε φαίνεται να τον εγκατέλειψαν. Μωραίνει ο
Κύριος…219

Παράλληλα, μέσα στον Αύγουστο, ο Σοφοκλής Βενιζέλος φάνηκε να


δραστηριοποιείται για ένα σχέδιο κοινής δράσης κυβέρνησης-αξιωματικής
αντιπολίτευσης. Σε συνάντησή που είχαν ο επιχειρηματίας Πρόδρομος Αθανασιάδης-
Μποδοσάκης και ο πολιτικός συντάκτης του Βήματος Ελευθέριος Κοτσαρίδας με τον
αμερικανό διπλωμάτη Monteagle Stearns, υπεύθυνο της αμερικανικής πρεσβείας για
τις επαφές με την αντιπολίτευσης,220 υποστήριξαν ότι το αμέσως προηγούμενο
διάστημα είχε αναληφθεί από την πλευρά του Βενιζέλου πρωτοβουλία προκειμένου
να διαπραγματευθεί έναν συμβιβασμό μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης.221
Σύμφωνα με τους ίδιους, ο Βενιζέλος φερόταν να έχει υποβάλει, μέσω του εκδότη
του Βήματος και των Νέων Χρήστου Λαμπράκη, ένα υπόμνημα, με τα σημεία, τα

219
«Υγιείς λύσεις!», Ελευθερία, 12 Αυγούστου 1962.
220
Βλ. Αλέξης Παπαχελάς, Ο βιασμός της ελληνικής δημοκρατίας, ο.π., σελ 74.
221
Brewster προς Department of State, 10 Αυγούστου 1962, Washington D.C., NARA State
Department Papers, RG 59, 781.00/8-1062· βλ. επίσης Χρήστος Χρηστίδης, «Η καμπή της
ωριμότητας», ο.π., σελ. 163.

171
οποία κατά τον ίδιο αποτελούσαν απαραίτητες προϋποθέσεις προκειμένου να
ομαλοποιηθούν οι πολιτικές συνθήκες στη χώρα.222 Αν και οι όροι που έθετε –
σύμφωνα με τους Μποδοσάκη και Κοτσαρίδα – ο Βενιζέλος ήταν στην ουσία μία
απλή επανάληψη όσων είχε υποστηρίξει στη συνέντευξη του στην Αθηναϊκή λίγες
εβδομάδες νωρίτερα,223 το ενδιαφέρον του Stearns έδειξε να κεντρίζει η στάση του
Γεωργίου Παπανδρέου έναντι της πρωτοβουλίας. Αποφεύγοντας να τοποθετηθεί με
σαφήνεια, ο Μποδοσάκης ισχυρίστηκε ότι το υπόμνημα αποτελούσε ιδέα του
Βενιζέλου και ήταν «άκρως εμπιστευτικό», υπονοώντας ότι το αγνοούσε ο αρχηγός
του Κέντρου, στον οποίο «δεν άρεσε η ιδέα μυστικών επαφών με μία κυβέρνηση που
η Ένωση Κέντρου θεωρούσε παράνομη». 224 Το ερώτημα που δείχνει να προκύπτει
αβίαστα από τη συγκεκριμένη περιγραφή, πάντως, έχει να κάνει με την στόχευση του
Σοφοκλή Βενιζέλου. Αν το περιεχόμενο ήταν πράγματι αυτό που μεταφέρθηκε στον
Stearns, τότε δεν υπήρχε κανένας λόγος να επαναλάβει στον Καραμανλή τις ίδιες
προϋποθέσεις που το κόμμα του είχε απαιτήσει πολλές φορές δημοσίως. Μόνη
πιθανή εξήγηση της ενέργειάς του θα ήταν σε αυτή την περίπτωση η επιδίωξή του να
επισκιάσει τον Γεώργιο Παπανδρέου και να αποτελέσει συνομιλητή του
Κωνσταντίνου Καραμανλή στην περίπτωση μίας κυβέρνησης συνεργασίας. Βεβαίως,
πιθανό δείχνει και το ενδεχόμενο το υπόμνημα προς τον Καραμανλή να περιείχε και
άλλες προτάσεις που εσκεμμένα δεν μεταφέρθηκαν στον αμερικανό διπλωμάτη.

Εν μέσω αμφισβητήσεων από το εσωτερικό του κόμματός του, ιδιαίτερη


βαρύτητα έδειχναν να έχουν οι απόψεις του Γεωργίου Παπανδρέου για την προοπτική
του ανένδοτου αγώνα και το μέλλον της Ένωσης Κέντρου. Σε συζήτηση που είχε με
τον Monteagle Stearns, παρουσία του γιού του Ανδρέα Παπανδρέου, ανέπτυξε τις

222
Συγκεκριμένα αναφέρθηκαν στις παρακάτω προϋποθέσεις: πρώτον, διεξαγωγή των εκλογών από
υπηρεσιακή κυβέρνηση κοινής αποδοχής· δεύτερον, αναθεώρηση των εκλογικών καταλόγων· τρίτον,
κατάργηση των χειρόγραφων ψηφοδελτίων· τέταρτον, κατάργηση της στρατιωτικής ψήφου· πέμπτον,
σύστημα ενισχυμένης αναλογικής· έκτον αφοπλισμό των ΤΕΑ· έβδομον, αντικατάσταση των
νομαρχών από τους προέδρους τον Πρωτοδικείων της κάθε περιοχής.
223
Βλ. Αθηναϊκή, 25 Ιουνίου 1962.
224
Μάλιστα, σε ερώτηση κατά πόσον ο Βενιζέλος συνέχιζε να υποστηρίζει τον Παπανδρέου στα
συμβούλια του κόμματος, ο Μποδοσάκης – συχνός συνομιλητής του Κρητικού πολιτικού ο ίδιος –
απάντησε «προς το παρόν». Brewster προς Department of State, 10 Αυγούστου 1962, Washington
D.C., NARA State Department Papers, RG 59, 781.00/8-1062· Σχετικά με τις σχέσεις των δύο ανδρών,
αντίστοιχη είναι και άποψη των βρετανών, που εκτιμούσαν ότι ο Βενιζέλος απλά περίμενε τη στιγμή
που το κύρος του Παπανδρέου ως ηγέτη θα «βυθιζόταν», προκειμένου να αναλάβει δράση. Curle προς
Jamieson, 2 Αυγούστου 1962, FO 371/163444/21.

172
θέσεις του, δίνοντας το στίγμα των μελλοντικών του επιλογών.225 Αφού επέμεινε
στην ανάγκη διεξαγωγής εκλογών με ενισχυμένη αναλογική, συμπλήρωσε ότι το
Κέντρο δεν θα αποδεχόταν πλειοψηφικό σύστημα. Αναφορικά μάλιστα με την πορεία
του ανένδοτου, είπε ότι σχεδιαζόταν να οργανωθεί μία μεγάλη συγκέντρωση στην
Αθήνα εντός του Οκτωβρίου, με την οποία η κυβέρνηση θα καταλάβαινε ότι εκείνη
της 20ης Απριλίου «ήταν απλή πρόβα». Μάλιστα, συμπλήρωσε ότι υπήρχαν σκέψεις
για αποχή των βουλευτών της Ένωσης Κέντρου μετά την έναρξη της νέας συνόδου
της βουλής στις 15 Οκτωβρίου, εάν ως τότε δεν έχει προκύψει συμφωνία για νέες
εκλογές.

Αναφορικά με τις εσωκομματικές εξελίξεις στην Ένωση Κέντρου, ο


Παπανδρέου δήλωνε «μόνος μέσα στο ίδιο του το κόμμα», σημειώνοντας ότι ο
Σοφοκλής Βενιζέλος ευνοούσε πάντα τις διασπαστικές τάσεις και ότι εμφανιζόταν να
συμφωνεί για λόγους συγκυριακούς, επειδή αναγνώριζε την θετική ανταπόκριση του
κόσμου στην εκστρατεία κατά της κυβέρνησης. Ως προς το μέλλον του κόμματος, ο
Γεώργιος Παπανδρέου είπε πως θα ήλπιζε ότι θα μπορούσε να πειστεί ο Ανδρέας
Παπανδρέου να αναλάβει την αρχηγία του κόμματος, κρίνοντας ότι υπό την ηγεσία
του το κόμμα θα μπορούσε να ενωθεί πραγματικά σε δύο μήνες.226 Καθίσταται
συνεπώς σαφές, ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου, αν και εν γνώσει των εσωτερικών
προβλημάτων του κόμματος, έδειχνε όχι απλά να αγνοεί τις εκκλήσεις ηγετικών
στελεχών του χώρου, αλλά επιπλέον να επιχειρεί να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις
μίας διαδοχής από τον γιό του, κάτι που μάλλον θα ταίριαζε περισσότερο σε ένα
προσωποπαγές κόμμα παρά στην Ένωση Κέντρου.227

225
Memorandum of Conversation George Papandreou-Andreas Papandreou/Monteagle Stearns,
Current Political Views of George Papandreou, Brewster προς Department of State, 8 Αυγούστου
1962, Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59, 781.00/8-862
226
Έχει μάλιστα ενδιαφέρον η παρατήρηση που έκανε ο Αμερικανός διπλωμάτης, ότι «ήταν προφανές
ότι αυτό ήταν ένα ζήτημα, με το οποίο είχαν ασχοληθεί πολλές φορές στο παρελθόν».
227
Βλ. σχετικά, Αλέξης Παπαχελάς, Ο βιασμός της ελληνικής δημοκρατίας, ο.π., σσ. 78-79.

173
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Η ΤΕΛΙΚΗ ΦΑΣΗ

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1962-ΙΟΥΝΙΟΣ 1963

Κατά το τέλος του καλοκαιριού του 1962 η Ένωση Κέντρου βρισκόταν


ενώπιον νέων διλημμάτων. Η «Πορεία στον Λαό» έδειχνε πλέον να εξαντλεί την
δυναμική της, το ίδιο και οι καταγγελίες περί μεθοδεύσεων και παρατυπιών κατά τη
διεξαγωγή των εκλογών του περασμένου Οκτωβρίου. Οι ενστάσεις, που είχαν
ανοιχτά διατυπωθεί για τον τρόπο λειτουργίας της αξιωματικής αντιπολίτευσης,
επέβαλαν στον Γεώργιο Παπανδρέου την ανάληψη νέων πρωτοβουλιών. Η νέα αυτή
φάση του ανένδοτου, σαφώς στερείτο – αρχικά τουλάχιστον – του δυναμισμού των
προηγούμενων μηνών, καθώς η κόπωση από την επαναλαμβανόμενη χρήση
ταυτόσημων επιχειρημάτων καθιστούσε υπαρκτό τον κίνδυνο απαξίωσης του
εγχειρήματος. Στο πλαίσιο αυτό, η ηγετική ομάδα του Κέντρου επεχείρησε να
αναλάβει πρωτοβουλίες, που θα καθιστούσαν τον ανένδοτο αγώνα και πάλι
πρωταγωνιστή της πολιτικής σκηνής. Η πολιτική ατζέντα όφειλε να ανανεωθεί και οι
δράσεις να επανακαθοριστούν σύμφωνα με τις απαιτήσεις μίας αντιπολιτευτικής
στρατηγικής, της οποίας η διάρκεια έδειχνε πλέον να παρατείνεται.

Η επίσκεψη του Lyndon Johnson

Η τακτική του αξιωματικής αντιπολίτευσης να απέχει από κάθε κοινωνική ή


δημόσια εκδήλωση, αρνούμενη την νομιμότητα της κυβέρνησης Καραμανλή
συνεχίστηκε και με αφορμή την επίσκεψη του αντιπροέδρου των Ηνωμένων
Πολιτειών της Αμερικής, Lyndon Johnson (31 Αυγούστου-4 Σεπτεμβρίου 1962).1 Ο
Γεώργιος Παπανδρέου με πρόφαση την προγραμματισμένη ομιλία του στον Βόλο
απουσίαζε από την Αθήνα, προκειμένου να δικαιολογήσει την απόφασή του να μη

1
Για την επίσκεψη βλ. Mitchell Lerner, «“A Big Tree of Peace and Justice”: The Vice Presidential
Travels of Lyndon Johnson», Diplomatic History, Vol. 34, No. 2, (April 2010)· επίσης, Σπύρος
Λιναρδάτος, Από τον Εμφύλιο στη Χούντα, ο.π., σσ. 173-175.

174
συναντηθεί με τον Johnson. Την ημέρα της άφιξής του, η Ελευθερία σε ανάλυσή της
σχετικά με τη στήριξη που παρείχαν οι ΗΠΑ στην ελληνική κυβέρνηση και τους
κινδύνους που αυτή σώρευε για τη χώρα, σημείωνε:

Η αμερικανική πολιτική παραβιάζει τους όρους του «εντίμου


παιγνιδιού», επεμβαίνουσα εις τα εσωτερικά της χώρας, ώστε να κρατή
εις την εξουσίαν μίαν κυβέρνησιν ανδρεικέλων διεφθαρμένην, ανίκανον,
η οποία είναι έτοιμη να εκτελή την οιανδήποτε αμερικανικήν εντολήν.
(…) η προσπάθεια διατηρήσεως των ανδρεικέλων αυτών, ωδήγησε
βαθμηδόν εις την καταρράκωσιν της Δημοκρατίας που κατορθώσαμεν –
Έλληνες και Αμερικανοί μαζί – να περισώσωμεν εις την Ελλάδα, ακόμη
και υπό τας δραματικάς συνθήκας ενός ξενοκίνητου εμφυλίου πολέμου,
που θα μπορούσε να οδηγήση εις τον στραγγαλισμόν της, τόσον εκ
δεξιών όσο και εξ αριστερών.2

Κατά την άφιξή του στην Αθήνα, ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ προέβη σε
δηλώσεις αναγνώρισης των προσπαθειών της Ελλάδας και στήριξής της έναντι
οποιασδήποτε επιβουλής, σημειώνοντας: «Δύναμαι να σας διαβεβαιώσω ότι ημείς
ζώμεν εισέτι με την πεποίθησιν ότι οιαδήποτε απειλή εναντίον της ελευθερίας της
Ελλάδος αποτελεί απειλήν εναντίον της ελευθερίας της Δύσεως. Αι Ηνωμέναι
Πολιτείαι θα εθεώρουν οιανδήποτε επίθεσιν εναντίον της Ελλάδος ως επίθεσιν
εναντίων των ιδίων των Ηνωμένων Πολιτειών. Είμεθα μαζί σας, ιστάμεθα παρά το
πλευρόν σας εναντίον παντός επιτιθεμένου».3 Η ύπαρξη όμως ζητημάτων, όπως η
διακοπή της δωρεάν οικονομικής ενίσχυσης και παλαιότερες αναφορές αμερικανών
αξιωματούχων στο «Μακεδονικό», συνέχιζαν να προβληματίζουν την ελληνική
πλευρά.4 Τελικά, ο Johnson δεσμεύθηκε ότι οι ΗΠΑ θα συνέβαλαν στην οικονομική
ενίσχυση της χώρας είτε μέσω της εξασφάλισης μακροπρόθεσμων χαμηλότοκων
δανείων, είτε μέσω της ενίσχυσης των συγκροτούμενων κονσόρτσιουμ και της

2
«Fair play», Ελευθερία, 31 Αυγούστου 1962.
3
Οι δηλώσεις αποδίδονται όπως δημοσιεύθηκαν στον τύπο, βλ. Το Βήμα, 1 Σεπτεμβρίου 1962.
4
«Ικανοποιητικαί δηλώσεις ενέργειαι όμως άστοχαι», Το Βήμα, 1 Σεπτεμβρίου 1962.

175
ανάληψης από ιδιωτικά αμερικανικά κεφάλαια έργων σημαντικών για την οικονομική
ανάπτυξη της χώρας.5

Σε μεταγενέστερη συνομιλία του με αμερικανό αξιωματούχο, ο αρχηγός της


Ένωσης Κέντρου εξέφρασε ικανοποίηση για τις δεσμεύσεις του Johnson σε σχέση με
την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας. Παράλληλα, σημείωσε ότι ο
αμερικανός αντιπρόεδρος «είχε δείξει να εκτιμά τις ευαισθησίες της αντιπολίτευσης,
αποφεύγοντας τους υπερβολικούς επαίνους προς τον πρωθυπουργό και την
κυβέρνηση», ενώ επισήμανε ότι η άρνηση της Ένωσης Κέντρου να παραστεί στις
εκδηλώσεις προς τιμήν του αντιπροέδρου δεν αποτελούσε ένδειξη έλλειψης
σεβασμού προς το πρόσωπό του, αλλά οφειλόταν στην στάση της έναντι της
κυβέρνησης Καραμανλή. Ο ίδιος πάντως, στη συνέχεια στράφηκε εναντίον της
στάσης των ΗΠΑ στις εκλογές του Οκτωβρίου, υποστηρίζοντας ότι τρεις ημέρες προ
των εκλογών, η πίεση που ασκείτο έναντι ψηφοφόρων της Αριστεράς στράφηκε και
προς το Κέντρο, και ότι η «αποδοτικότητα» του εγχειρήματος τον είχε πείσει ότι αυτό
είχε οργανωθεί από «Αμερικανούς περισσότερο παρά από Έλληνες». Εξειδικεύοντας
μάλιστα την κριτική του, απέδωσε τις ενέργειες στις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ
και όχι στην πρεσβεία.6 Χωρίς να επιθυμεί την διάρρηξη των σχέσεων με τις
Ηνωμένες Πολιτείες, η Ένωση Κέντρου έδειχνε να επιδιώκει την επισήμανση της
θέσης της ως εναλλακτικής της κυβερνητικής παράταξης. Επρόκειτο για ένα σχήμα
μάλλον εσωστρεφές· απευθυνόμενο δηλαδή κυρίως στο εσωτερικό της χώρας και
τους δυνάμει ψηφοφόρους, παρά προς την αμερικανική ηγεσία, επί των επιλογών της
οποίας γνώριζε ότι δεν μπορούσε να έχει δυνατότητες επιρροής.

Ήταν σαφές λοιπόν, ότι το κλίμα είχε αρχίσει ξανά να οξύνεται. Αν και η
ηγεσία του Κέντρου απείχε από τις εκδηλώσεις προς τιμήν του Αμερικανού
επισήμου, στην ομιλία του στον Βόλο τις ίδιες ημέρες, ο Γεώργιος Παπανδρέου
τοποθετήθηκε επί τριών ζητημάτων. Αφενός επανέλαβε ότι το Κέντρο δεν ζητούσε
εύνοια, παράλληλα όμως δεν την αποδεχόταν και προς οποιονδήποτε άλλο. Σε σχέση
με την οικονομική βοήθεια εκτίμησε ότι ακόμη δεν είχαν βελτιωθεί τα οικονομικά
δεδομένα της χώρας σε τέτοιο βαθμό, που να δικαιολογεί την διακοπή της. Τέλος
συνέστησε στην Αμερικανική πλευρά να μην ανακινεί ανύπαρκτα ζητήματα όπως το

5
Το Βήμα, 4 Σεπτεμβρίου 1962.
6
Memorandum of Conversation George Papandreou-Andreas Papandreou/Monteagle Stearns, Brewster
προς Department of State, 10 Σεπτεμβρίου 1962, Washington D.C., NARA State Department Papers,
RG 59, 781.00/9-1062.

176
«Μακεδονικό».7 Επίσης κάλεσε τους οπαδούς του κόμματος να εντείνουν τις
προσπάθειές τους μαχόμενοι για την αποκατάσταση της δημοκρατίας,
υποστηρίζοντας ότι «πέραν του εκλογικού πραξικοπήματος, και μόνον δια την
κατάργησιν του κομματικού και του αστυνομικού κράτους, καθώς και του
επαισχύντου ραδιοφώνου, δικαιολογείται όχι απλώς Εθνική Αντίστασις,
δικαιολογείται αληθής Επανάστασις του Λαού». Αν και η θεματολογία των ομιλιών
του Γεωργίου Παπανδρέου έδειχνε να επαναλαμβάνεται κατά το διάστημα που είχε
μεσολαβήσει από τις πρώτες ανοικτές συγκεντρώσεις του Ηρακλείου και της Αθήνας,
μετά την ομιλία στο Βόλο ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης προχώρησε σε
μία αξιοσημείωτη εκτίμηση για τα «πορίσματα» του ανένδοτου.

Ο αγών του Κέντρου έχει περάσει τρία στάδια. Κατά το πρώτον στάδιον
η ΕΚ έγινε Κόμμα και δημοκρατικόν και πειθαρχημένον και ενέπνευσε
κατ’ εξοχήν την νεότητα. Κατά το δεύτερο στάδιον η ΕΚ ήσκησεν
αποφασιστικήν έλξιν επί των οπαδών της ΕΔΑ, όσων δεν ανήκουν εις το
Κομμουνιστικόν Κόμμα. Συνετελέσθη ο επαναπατρισμός της
Δημοκρατίας. Και ευρίσκεται σήμερον εις το τρίτον στάδιον. Συντελείται
ήδη η έλξις και των οπαδών της ΕΡΕ. Επανήλθον ήδη όσοι ανήκουν εις
την παλαιάν δημοκρατικήν παράταξιν και είχον προσωρινώς
μετατοπισθή εις ΕΡΕ. Και αρχίζει τώρα η προσέλευσις και παλαιών
οπαδών της δεξιάς. Διότι και διαπιστώνουν, […] ότι κάτω από την ιδικήν
μας σημαίαν υπάρχει και Ελλάς και Δημοκρατία και δημιουργία και
αρετή.

Η αύξηση της βασιλικής χορηγίας

Την ίδια περίοδο, η κατάθεση του σχεδίου νομοθετικού διατάγματος στην


Επιτροπή εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 35 του Συντάγματος, «περί αυξήσεως της
βασιλικής χορηγίας και της χορηγίας της Α.Β.Υ. του Διαδόχου», με τη μορφή του

7
Για τον λόγο του Γεωργίου Παπανδρέου βλ. Ελευθερία, 4 Σεπτεμβρίου 1962.

177
κατεπείγοντος προκάλεσε έντονες αντιδράσεις.8 Αμφισβητώντας αφενός τη
δυνατότητα της επιτροπής του άρθρου 35 να νομοθετεί – καθώς η αύξηση της
βασιλικής χορηγίας καθοριζόταν δια νόμου – όπως επίσης και τον επείγοντα
χαρακτήρα του συγκεκριμένου ζητήματος, βουλευτές της αντιπολίτευσης
επιφυλάχθηκαν για τη συνταγματικότητα της διαδικασίας. Σύμφωνα με το σχέδιο
νόμου, που τελικά συζητήθηκε και ψηφίστηκε σε μία μόλις συνεδρίαση,9 το ποσό
βασιλικής χορηγίας αυξανόταν από τα 11.500.000 δραχμές στα 17.000.000 δραχμές,
ενώ το ποσό της χορηγίας προς τον διάδοχο Κωνσταντίνο αυξανόταν από 900.000
δραχμές σε 2.500.000 δραχμές, με πρόβλεψη διπλασιασμού του ποσού όταν θα
παντρευόταν.

Στην παρέμβασή του, ο βουλευτής της Ένωσης Κέντρου Σταύρος


Κωστόπουλος υποστήριξε ότι η αύξηση θα μπορούσε να έχει αρνητικό διεθνή
αντίκτυπο για τη χώρα τη στιγμή που οι ΗΠΑ είχαν περικόψει την βοήθεια αμυντικής
στήριξης με αποτέλεσμα να επιδιώκεται η σύναψη δανείων, ενώ παράλληλα η
κοινωνία καλείτο να επωμισθεί νέα φορολογικά βάρη με το νομοσχέδιο που είχε
ψηφιστεί από την πλειοψηφία λίγες ημέρες νωρίτερα. Κατηγορώντας την κυβέρνηση,
ότι με τις επιλογές της ωθούσε στο διχασμό της κοινωνίας, δήλωσε: «Εάν τούτο είναι
ο σκοπός της Κυβερνήσεως θα της στερήσωμεν την ευχαρίστησιν διότι ημείς με
ουδένα πρόκειται να έλθωμεν εις συμβιβασμούς και ούτε είναι δυνατόν –
αποκλείομεν πάσαν περίπτωσιν – να συνεργασθώμεν με την Άκραν Αριστεράν.10 Οι
βουλευτές της Ένωσης Κέντρου αποχώρησαν από τη σχετική ψηφοφορία,
επισημαίνοντας «την βαρυτάτην ευθύνην της Κυβερνήσεως δια την ούτω
δημιουργουμένην εκρηκτικήν κατάστασιν». Κατά το Κέντρο, η πρωτοβουλία
αποτελούσε ευτελή ενέργεια που εξέθετε το Στέμμα τόσο στην ελληνική κοινωνία

8
Για τη σχετική συζήτηση και την ψήφιση του νομοσχεδίου βλ. Επίσημα πρακτικά της ειδικής
επιτροπής της Βουλής του άρθρου 35 του Συντάγματος, περίοδος ΣΤ’, Τόμος Β’, συνεδρίαση Νς’, 11
Σεπτεμβρίου 1962, σσ. 152-173.
9
Σχετικά με τον σύντομο χαρακτήρα της διαδικασίας, ο Dan Brewster σημείωνε εύστοχα «αν και δεν
φαίνεται να υπάρχει κατάλληλη στιγμή για την κατάθεση ενός σχεδίου νόμου αυτού του είδους,
θεωρείται ότι ο πρωθυπουργός ένοιωσε ότι τώρα θα ήταν το ίδιο κατάλληλη [στιγμή] όσο και
οποιαδήποτε άλλη. Σύμφωνοι με την επιθυμία της κυβέρνησης να τελειώσουν με αυτό το ζήτημα όσο
το δυνατόν νωρίτερα, οι βουλευτές της συμπολίτευσης δεν παρέτειναν την συζήτηση στη Βουλή».
Brewster προς Department of State, 18 Σεπτεμβρίου 1962, (joint weeka no 37) Washington D.C.,
NARA State Department Papers, RG 59, 781.00 (W)/9-1862.
10
Επίσημα πρακτικά της ειδικής επιτροπής της Βουλής του άρθρου 35 του Συντάγματος, περίοδος ΣΤ’,
Τόμος Β’, συνεδρίαση Νς’, 11 Σεπτεμβρίου 1962, σελ. 170.

178
όσο και στο εξωτερικό,11 γεγονός που επικρίθηκε έντονα από τον Τύπο της
αντιπολίτευσης. Χαρακτηριστική η σχετική αναφορά της έντονα επικριτικής προς το
Στέμμα, Αθηναϊκής:

Και οι μεν «μοιραίοι» άνθρωποι διέπραξαν και πάλιν το «μοιραίον»


λάθος. Κατέθεσαν εις την Βουλήν το νομοσχέδιον της Βασιλικής
Χορηγίας, εκθέτοντες ανηλεώς τον Βασιλέα, αφού τον ανάγουν εις τον
πλουσιώτερον Ανώτατον Άρχοντα του πτωχοτέρου λαού. Με την
πρόστυχον σκέψιν ότι έτσι θα καταδεχθή ο Βασιλεύς να ανανεώση την
ευνοιοκρατικήν Του ευλογίαν, οι «μοιραίοι» κυβερνήται μας δεν
εννοούν ότι, όλως αντιθέτως, αντί της συνθήκης αιωνιότητος, που
προσβλέπουν, υπογράφουν την τελικήν καταδίκην Των, ως
υπονομεύοντες και αυτά πλέον τα θεμέλια του πολιτειακού μας
καθεστώτος.12

Υπήρξε όμως η απόφαση για την αύξηση της βασιλικής χορηγίας μία εύκολη
απόφαση για την κυβέρνηση Καραμανλή; Αναμφισβήτητα όχι. Εν μέσω των
συνεχιζόμενων καταγγελιών της αντιπολίτευσης και της έντονης κοινωνικής
αναταραχής, η κυβέρνηση είχε επιδιώξει να αποφύγει τον σκόπελο της εν λόγω
απόφασης. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός, σε μεταγενέστερο σημείωμά του, κατέγραφε την
προσπάθεια που είχε καταβάλει προκειμένου να αποφύγει την κατάθεση του
νομοσχεδίου για την αύξηση της βασιλικής χορηγίας, καθώς και τις συνεχείς πιέσεις
που δεχόταν από τα Ανάκτορα και το περιβάλλον τους.13 Μάλιστα, στην επιστολή
που απηύθυνε προς τον βασιλιά Παύλο λίγες ημέρες μετά την ψήφιση του
νομοσχεδίου, σημείωνε σχετικά: «Η ικανοποίησις των αναγκών του Στέμματος, όταν
αυτή συνεπάγεται δαπάνας του Δημοσίου, θα πρέπει να αποφεύγεται, εφ’ όσον δεν
είναι αυστηρώς αναγκαία».14 Η απάντηση του Παύλου αποτελούσε σαφή
επιβεβαίωση τόσο της απόστασης που πλέον χώριζε τα Ανάκτορα από την ελληνική

11
Επίσημα πρακτικά της ειδικής επιτροπής της Βουλής του άρθρου 35 του Συντάγματος, περίοδος ΣΤ’,
Τόμος Β’, συνεδρίαση Νς’, 11 Σεπτεμβρίου 1962, σελ. 171.
12
«Τα αργύρια», Αθηναϊκή, 8 Σεπτεμβρίου 1962.
13
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (γεν. επιμ.), ο.π., τόμος 5, σελ. 473.
14
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (γεν. επιμ.), ο.π., τόμος 5, σελ.470.

179
κοινωνία, όσο και των αντιλήψεων που συνέχιζαν να επικρατούν στο βασιλικό
περιβάλλον: «Εάν είχατε πείρα των άλλων βασιλικών αυλών, θα εγνωρίζατε ότι
ουδείς άλλος σημερινός θρόνος υπάρχει λιτότερος του ελληνικού».15

Στα τέλη Σεπτεμβρίου, ο υπουργός Εσωτερικών Γεώργιος Ράλλης, σε


συζήτησή του με τον γραμματέα της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα, Monteagle
Stearns, αναφέρθηκε στο θέμα. Σύμφωνα με το σχετικό σημείωμα, ο Ράλλης – που
χαρακτηριζόταν σταθερός υποστηρικτής της μοναρχίας και πρόσωπο με στενούς
δεσμούς με το Παλάτι – είχε εκφράσει την ενόχλησή του για τις απαιτήσεις της
βασιλικής οικογένειας, σημειώνοντας: «Η βασιλική οικογένεια μοιάζει να μην
κατανοεί, ότι σε μία περίοδο κατά την οποία οι φόροι αυξάνονταν, η οικονομική
βοήθεια από τις Ηνωμένες Πολιτείες κοβόταν, και γενικότερα η χώρα αντιμετώπιζε
μία δύσκολή περίοδο οικονομικής προσαρμογής, η επιμονή τους να λάβουν
μεγαλύτερο μερίδιο των δημοσίων πόρων επρόκειτο να προκαλέσει άσχημη
εντύπωση. Η κυβέρνηση αποδέχθηκε τις απαιτήσεις των Ανακτόρων με πολύ μεγάλες
επιφυλάξεις και οι αντιδράσεις της κοινωνίας ήταν πολύ μεγαλύτερες από ότι κανείς
θα μπορούσε να είχε υπολογίσει».16 Κατά μία έννοια, συνεπώς, τα Ανάκτορα
έδειχναν να εκμεταλλεύονται μία περίοδο κατά την οποία η κυβέρνηση έδειχνε να
βάλλεται από παντού, προκειμένου να αποκομίσουν ίδια οφέλη. Εκτιμώντας ότι η
κοινωνική δυσαρέσκεια θα στρεφόταν και πάλι κατά της κυβέρνησης, έδειχναν να
αγνοούν ή να αρνούνται να αποδεχθούν ότι θα μπορούσε και το Παλάτι να
αποτελέσει αντικείμενο κριτικής.

Σταδιακά, λοιπόν, οι καταγγελίες της Ένωσης Κέντρου εναντίον του


Στέμματος γίνονταν όλο και συχνότερες, σε αντίθεση με το παρελθόν όταν οι
αντίστοιχες ευθύνες αποδίδονταν αποκλειστικά στους υπεύθυνους συμβούλους των
Ανακτόρων. Συνεπώς, αυτή η ιδιότυπη «περίοδος χάριτος» των πρώτων μηνών του
ανένδοτου αγώνα, η προσπάθεια διατήρησης της αντιπαράθεσης με το Στέμμα σε
πλαίσια πιο ήπια από την αντίστοιχη αντιπαράθεση με την κυβέρνηση, έδειξε να
εγκαταλείπεται από τον Σεπτέμβριο του 1962. Χαρακτηριστική η έκκληση της
Ελευθερίας προς τον Παύλο, να αναλάβει πρωτοβουλία εν μέσω της δημιουργηθείσας
τεταμένης ατμόσφαιρας.

15
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (γεν. επιμ.), ο.π., τόμος 5, σελ.471.
16
Brewster προς Department of State, Political Position of Royal Family and Related Matters: Views
of Interior Minister George Rallis, 27 Σεπτεμβρίου 1962, Washington D.C., NARA State Department
Papers, RG 59, 781.00 (W)/9-2762.

180
Οι Ηρακλείς του Στέμματος – ιδιοτελείς, μικροί και αξιοθρήνητοι – το
έρριψαν εις μίαν περιπέτειαν, της οποίας την έντασιν και τας συνεπείας
ουδείς δύναται να προϊδή. Τώρα πλέον, αφού οι τεταγμένοι εκ του
Συντάγματος να το καθοδηγούν και να το προστατεύουν υπεύθυνοι
σύμβουλοι του απεδείχθησαν ανάξιοι, μόνον ο Βασιλεύς ημπορεί να
περισώση, την τελευταίαν στιγμήν, το κύρος του θεσμού. Ήλθεν η ώρα
να παραμερισθούν οι ολέθριοι εισηγηταί που με πείσμα ωδήγησαν εις
τόσον ολισθηρόν κατήφορον.(…) Ήλθεν η ώρα ν’ ακούση ο Βασιλεύς
την φωνήν του λαού και να συμμερισθή τας δοκιμασίας και τον πόνον
του. Αποφασιστική είναι διά το Στέμμα η καμπή. Μόνον η βασιλική
έξαρσις ημπορεί να το σώση. 17

Η αλλαγή αυτή της στάσης της Ένωσης Κέντρου έδειχνε να ξεκινά από την
ηγετική ομάδα. Σε συζήτησή με του με τον Monteagle Stearns, ο Γεώργιος
Παπανδρέου είχε ερμηνεύσει αυτή την μεταστροφή. Κατά τον ίδιο, υπήρχαν πολλοί
μέσα στο κόμμα που επιθυμούσαν την υιοθέτηση σκληρότερης στάσης στο πλαίσιο
του ανένδοτου, καθώς και πολλοί που θεωρούσαν αναπότρεπτη την ανακίνηση του
καθεστωτικού με την έναρξη της νέας συνόδου της βουλής τον Οκτώβριο. Εξάλλου,
η απόφαση της κυβέρνησης να περάσει το νομοσχέδιο για τη βασιλική χορηγία, είχε
επιτείνει την δυσαρέσκεια της ελληνικής κοινωνίας. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο
Γεώργιος Παπανδρέου δεσμεύθηκε, ότι αν και θα συνέχιζε την τεκμηριωμένη κριτική
του, δεν επρόκειτο «να ανακινήσει καθεστωτικό ζήτημα, καθώς κάτι τέτοιο θα
ξανάνοιγε παλιές πληγές και θα ενίσχυε την πιθανότητα μίας εμφύλιας διαμάχης». 18

Λίγες ημέρες αργότερα, στις 15 Σεπτεμβρίου, η απόφαση του Γεωργίου


Παπανδρέου και του Σοφοκλή Βενιζέλου να μην αποδεχθούν την πρόσκληση στο
επίσημο γεύμα των Ανακτόρων προς τιμήν του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, θα
επιβεβαίωνε την νέα πραγματικότητα στις σχέσεις των δύο πλευρών.19 Την επομένη

17
«Βασιλικη έξαρσις», Ελευθερία, 12 Σεπτεμβρίου 1962.
18
Memorandum of Conversation George Papandreou-Andreas Papandreou/Monteagle Stearns,
Brewster προς Department of State, 10 Σεπτεμβρίου 1962, Washington D.C., NARA State Department
Papers, RG 59, 781.00/9-1062.
19
Η απόφαση να μην παραστούν στο γεύμα δημοσιεύθηκε στον τύπο της 15 ης Σεπτεμβρίου 1962. Επί
του θέματος πάντως, είχε αναφερθεί σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες του ο Γεώργιος Παπανδρέου και λίγες
ημέρες νωρίτερα με Αμερικανό αξιωματούχο. Memorandum of Conversation George Papandreou-
Andreas Papandreou/Monteagle Stearns, Brewster προς Department of State, 10 Σεπτεμβρίου 1962,
Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59, 781.00/9-1062.

181
δημοσιεύθηκε στον Τύπο η σχετική δήλωση του αρχηγού του Κέντρου, με την οποία
προσδιοριζόταν σαφώς η έννοια της άρνησης και η απόφαση της ουσιαστικής
διακοπής των σχέσεων με το Στέμμα. Σύμφωνα με την εν λόγω δήλωση «η Ένωσις
Κέντρου, εφ’ όσον εξακολουθεί να ευρίσκεται εις την Αρχήν η παράνομος
Κυβέρνησις, δεν δύναται να έχη επικοινωνίαν με τον Ρυθμιστήν του Πολιτεύματος, ο
οποίος ανέχεται την παράνομον Κυβέρνησιν. Αι σχέσεις της Ενώσεως Κέντρου με
τον Βασιλέα θα αποκατασταθούν, όταν αποκατασταθή η ομαλή λειτουργία του
Πολιτεύματος».20 Η ρήξη των σχέσεων μεταξύ Ανακτόρων και ηγεσίας της Ένωσης
Κέντρου καθίστατο πλέον συνολική, γεγονός πρωτοφανές για τον αστικό πολιτικό
χώρο, τουλάχιστον κατά την μεταπολεμική περίοδο, αν και όπως επισημαίνεται
εύστοχα από τον Ελευθέριο Βερυβάκη «η μη προσέλευση της Ενώσεως Κέντρου σε
διάφορες εκδηλώσεις, δεν ήταν κατά βάση θέση καθεστωτικού. Δεν έθετε
καθεστωτικό».21

Οι συνέπειες της στάσης του Κέντρου ήταν δύσκολο ακόμη να προβλεφθούν.


Σε ιδιωτικές μάλιστα συζητήσεις, η Φρειδερίκη επαναλάμβανε την ενόχλησή της από
την τακτική του Γεωργίου Παπανδρέου με τον πλέον έντονο τρόπο. Όπως μετέφερε
χαρακτηριστικά ο Λουκής Ακρίτας στον Αχαιό πολιτικό, κατά τη διάρκεια
συνομιλίας που είχε με την βασίλισσα εκείνη «μαινόμενη» επέμενε ότι δεν επρόκειτο
«να δώσει το χέρι» στον Παπανδρέου υποστηρίζοντας, ότι ο αρχηγός της
αξιωματικής αντιπολίτευσης χαρακτήριζε τον βασιλιά Παύλο «επίορκο». 22 Βέβαιο
πάντως ήταν, ότι με δεδομένη την κοινωνική αναταραχή και τις επιφυλάξεις που
είχαν αρχίσει πια ανοικτά να εκφράζονται, τα Ανάκτορα αισθάνονταν εκτεθειμένα
στην κριτική, από την οποία ως τότε είχαν εν πολλοίς επιτύχει να προφυλαχθούν.
Ενδεικτική της νέας αυτής τακτικής του Κέντρου, και η αντίδραση που
εκδηλώθηκε εξ αιτίας κάποιων δηλώσεων της βασίλισσας Φρειδερίκης. Κατά τη
διάρκεια περιοδείας της στην Θράκη, η Φρειδερίκη είχε δηλώσει ότι «Μακεδονικό»
ζήτημα δεν υφίστατο και ότι αν παρίστατο ανάγκη ήταν αποφασισμένη να
εγκατασταθεί στην Μακεδονία για όσο θα ήταν απαραίτητο.23 Παράλληλα,
απευθυνόμενη προς κατοίκους ακριτικών περιοχών της Θράκης δήλωσε ότι «εις την
20
Για την ανακοίνωση βλ. Ελευθερία, 16 Σεπτεμβρίου 1962.
21
Ελευθέριος Βερυβάκης, συνέντευξη στον γράφοντα, 24 Ιανουαρίου 2006.
22
Ημερολόγιο Γεωργίου Παπανδρέου 1962, 3 Οκτωβρίου 1962, Αρχείο Γεωργίου Παπανδρέου,
Πνευματικό Ίδρυμα Γεωργίου Παπανδρέου, σειρά 1 φακ. 15.
23
Οι δηλώσεις χαρακτηρίστηκαν από τον Βρετανό πρεσβευτή «περισσότερο πατριωτικές παρά
διπλωματικές», Murray προς Foreign Office, 21 Σεπτεμβρίου 1962, FO 371/163444/25· βλ. επίσης Το
Βήμα, 15 Σεπτεμβρίου 1962.

182
Βόρειον Ελλάδα υπάρχει ζωή-αγάπη ενώ εις την Αθήνα ζωή-μίσος».24 Στην πάγια
αυτή τακτική των Ανακτόρων, που συνίστατο στην οργάνωση μίας μεγάλης
περιοδείας στην επαρχία μετά από κάθε αρνητική αντίδραση επί των επιλογών τους,
αντέδρασε έντονα η αντιπολίτευση. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει, πάντως, ότι
την ίδια ενόχληση εξέφασε και ο υπουργός Εσωτερικών. Σε συνομιλία του με
αμερικανό αξιωματούχο δήλωνε την ίδια περίοδο: «Η βασίλισσα έδειχνε να θεωρεί
ότι κάθε πρόβλημα στις σχέσεις των Ανακτόρων με τον λαό θα μπορούσε να λυθεί με
ένα ταξίδι στην επαρχία. Ούτε εκείνη, ούτε ο βασιλιάς έδειχναν να καταλαβαίνουν ότι
η ενθουσιώδης υποδοχή, που απολάμβαναν στα χωριά δεν τους έδινε την άδεια να
κάνουν ό,τι ήθελαν», συμπληρώνοντας: «τα χειροκροτήματα των χωρικών δεν ήταν
αρκετά δυνατά για να επισκιάσουν τα συνεχώς εντεινόμενα παράπονα εναντίον της
βασιλικής οικογένειας».25 Στο ίδιο κλίμα, η Ελευθερία, σε κύριο άρθρο της ανέφερε
χαρακτηριστικά:

Η συνταγή φαίνεται ότι θεωρείται αλάνθαστος εις τα Ανάκτορα. Ύστερα


από κάθε ενέργεια που προκαλεί λαϊκή αντίδρασιν και διασαλεύει το
κύρος του Στέμματος μία μικρά «θριαμβευτική» περιοδεία του
Στέμματος είναι ό,τι χρειάζεται. Το ίδιο έγινε μετά τους «γάμους του
αιώνος», που απετέλεσαν δεινήν δοκιμασίαν δια τα βαλάντια των
Ελλήνων. Το ίδιον επαναλαμβάνεται και τώρα, μετά την πρόκλησιν της
αυξήσεως της βασιλικής χορηγίας. Κλασσική είναι πλέον η μέθοδος. Το
κακόν μόνον είναι ότι κατέστη πολύ κλασσική και ότι η Αυλή λησμονεί
ασυγχωρήτως ότι Όθων και Αμαλία έφυγαν δια παντός από την χώραν
αυτήν, συνεχίσαντες μέσω Πειραιώς, προς την εξορίαν μίαν
«θριαμβευτικήν περιοδείαν» εις την Πελοπόννησον. Είναι κρίμα ότι οι
άνθρωποι σπανίως διδάσκονται από την ιστορία.
(…) Θα είχεν πολλά να παρατηρήση ένας συνταγματολόγος, επί των
δηλώσεων της Α.Μ. Αλλά πού τώρα Σύνταγμα και πού
συνταγματολόγοι; Δεν έμεινεν τίποτε όρθιον. (…) Αι εκδηλώσεις της
Βασιλίσσης εις την Θράκην αποδεικνύουν ότι υπάρχει εις τα Ανάκτορα η
συναίσθησις κάποιας βαρείας καχεξίας εις τον δημόσιον βίον και εις τας

24
Ελευθερία, 16 Σεπτεμβρίου 1962.
25
Brewster προς Department of State, Political Position of Royal Family and Related Matters: Views
of Interior Minister George Rallis, 27 Σεπτεμβρίου 1962, Washington D.C., NARA State Department
Papers, RG 59, 781.00 (W)/9-2762.

183
σχέσεις του Στέμματος προς τον λαόν. Αλλ’ αποδεικνύουν ταυτοχρόνως
ότι λείπει η θέλησις ή η δυνατότης ν’ αναζητηθούν τα πραγματικά αίτια
της καχεξίας και να εγκαταλειφθούν αι συνήθειαι και αι μέθοδοι που την
προκάλεσαν.26

Η επίσκεψη του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου

Στα τέλη Σεπτεμβρίου είχε συνεπώς καταστεί σαφές, ότι το Κέντρο θα


επιχειρούσε να οδηγήσει την αντιπαράθεση με τα Ανάκτορα σε ακραία όρια,
προκειμένου να επιτύχει την παρέμβασή τους υπέρ του και εναντίον της κυβέρνησης.
Η σθεναρή αντίσταση του βασιλιά Παύλου, παρά το μάλλον εχθρικό κλίμα προς τον
πρωθυπουργό, έδειχνε να εδράζεται στην ανασφάλεια που δημιουργούσε η στάση του
Κέντρου για την επόμενη ημέρα. Παρά τις σχετικές δηλώσεις περί σεβασμού της
ετυμηγορίας του λαού, η πιθανότητα μίας νέας εκτράχυνσης της πολιτικής ζωής της
χώρας έδειχνε να είναι κάτι που ο Παύλος δεν φαινόταν διατεθειμένος να
διακινδυνεύσει. Στο πολιτικό αυτό σκηνικό, η πρώτη επίσημη επίσκεψη του
Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, με την ιδιότητα του προέδρου της Κυπριακής
Δημοκρατίας, ενέτεινε ακόμη περισσότερο τις αντιθέσεις. Η απόφαση του Γεωργίου
Παπανδρέου και του Σοφοκλή Βενιζέλου27 να αρνηθούν την πρόσκληση του βασιλιά
στην επίσημη δεξίωση προς τιμήν του Μακαρίου έδειχνε να εκφράζει ευρύτερες
πολιτικές στοχεύσεις, που σχετίζονταν τόσο με την πολιτική επικαιρότητα και τη
στρατηγική του ανένδοτου, όσο και με την επισήμανση της διαφορετικής πολιτικής
προσέγγισης στο κυπριακό πρόβλημα. Παράλληλα, από τον αντιπολιτευόμενο Τύπο
τονιζόταν, ότι στις σχετικές εκδηλώσεις δεν είχε προσκληθεί ο στρατηγός Γεώργιος
Γρίβας,28 κάτι που αποδιδόταν πάντως, μάλλον στην προσπάθεια να αποφευχθούν
πιθανές αντιπαραθέσεις.29 Οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου παρέμεναν στην πολιτική
ατζέντα μέσω των κατηγοριών έναντι του πρωθυπουργού και του υπουργού
Εξωτερικών, και η αποφυγή της ταύτισης με τους πρωταγωνιστές τους – μεταξύ των
26
«Προς βασίλισσαν», Ελευθερία, 16 Σεπτεμβρίου 1962.
27
Οι δύο πολιτικοί είχαν προσκληθεί στην δεξίωση ως πρώην πρωθυπουργοί.
28
Τα Νέα, 29 Σεπτεμβρίου 1962.
29
Σχετικά με τον Γεώργιο Γρίβα, ο Βρετανός πρεσβευτής απέδιδε την απουσία πρόσκλησης στην
προσωπική αντιπάθεια που έτρεφαν προς τον ίδιο τόσο ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος όσο και ο
υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ. Συμπληρώνοντας, ο ίδιος ανέφερε ότι σε πρόσφατη
συνομιλία του με την βασίλισσα Φρειδερίκη του είχε καταστήσει σαφές ότι η παρουσία του Γρίβα θα
ήταν εξαιρετικά ανεπιθύμητη για τους βασιλείς. Murray προς Foreign Office, 8 Οκτωβρίου1962, FO
371/163455/8.

184
οποίων και ο Μακάριος – θα μπορούσε να αποβεί χρήσιμη για μελλοντικές
στοχεύσεις. Ενδεικτικός ο εξαιρετικά σκληρός λόγος της Αθηναϊκής, η οποία στο
κεντρικό άρθρο της έκανε λόγο για τους τρείς παράγοντες – Καραμανλής, Μακάριος
και Ανάκτορα – που είχαν οδηγήσει στην αποτροπή της Ένωσης:

Εάν επρόκειτο να τον καλωσορίσωμεν, δεν θα ηξεύραμεν πώς να τον


προσαγορεύσωμεν. Κύριε Πρόεδρε; Αλλά τι προεδρεύει; Εξοχώτατε;
Αλλά αυτό ακριβώς συμβαίνει να μην είναι καθόλου. Μακαριώτατε;
Ίσως μόνον έτσι διότι η μακαριότης του – με μικρόν όμως το «μι» - είναι
πράγματι απέραντος και καταπληκτική!… Αλλά δεν τον καλωσορίζομεν!
Τουναντίον μάλιστα τον ερωτώμεν: Τι γυρεύει που ήλθε εις την Ελλάδα;
Διότι την Ελλάδα και τον Ελληνισμόν της ιδίας του ακριβώς πατρίδος,
απλούστατα τον εθυσίασε. Τον εθυσίασε δια να ημπορή τώρα να
αυτοτιτλοφορήται Πρόεδρος μίας Δημοκρατίας, ονομαστικής και μόνον,
τον προεδρικόν θώκον της οποίας μοιράζεται με κάποιον Τούρκον
ισότιμον, που δεν εκπροσωπεί παρά μίαν ασήμαντον μειονότητα! Και ο
θυσιασθείς Ελληνισμός απέχει, εν τω προσώπω του θρυλικού Διγενή,
από τον σημερινόν «εορτασμόν». Και ο θυσιασθείς Ελληνισμός του
υπενθυμίζει τον όρκον της Φανερωμένης, τον οποίον ηθέτησε.(…) Πώς
πράγματι να μην ασπασθή τον προσφιλέστατον και θεοφιλέστατον κ.
Καραμανλήν; Μήπως ούτος δεν εχαιρέτησε την υπογραφήν της
επονειδίστου συνθήκης της Ζυρίχης, ως «την ευτυχεστέραν ημέραν της
ζωής του»; Η ευτυχία λοιπόν, η κοινή των ευτυχία, έχει αρρήκτως
ενώσει, αντί της Κύπρου με την Ελλάδα, τους δύο ευτυχείς πρωτεργάτας
της μη ενώσεως! Ιδίως που, την ημέραν της αισχράς συνθηκολογήσεως,
κάποιο γλυκύ, γυναικείον και μεγαλειότατον τηλεφώνημα, ηυλόγησε, ως
γνωστόν, αυτήν την πράξιν, εκπεμπόμενον εξ Αθηνών διά να
επισφραγήση την ήδη μεγειρευμένην συνθήκην…30

Πράγματι, η υποδοχή της αθηναϊκής κοινωνίας προς τον Αρχιεπίσκοπο


Μακάριο δεν έμοιαζε σε τίποτε με τις παλαιότερες εκδηλώσεις ενθουσιασμού, κατά
τη διάρκεια του Κυπριακού Αγώνα.31 Από αυτή την οπτική, ίσως η τακτική της

30
«Συνάντησις συνενόχων», Αθηναϊκή, 28 Σεπτεμβρίου 1962.
31
Εκτός από τις αντιπολιτευόμενες εφημερίδες, αντίστοιχα ήταν και τα σχόλια των ξένων διπλωματών.
Ενδεικτικό είναι ότι ο Dan Brewster από την αμερικάνικη πρεσβεία έκανε λόγο για «απαθή υποδοχή

185
Ένωσης Κέντρου να υπήρξε επωφελής για τον αντιπολιτευτικό της λόγο. Η
απογοήτευση της ελληνικής κοινωνίας από την διάψευση των ελπίδων πραγμάτωσης
του οράματος της Ένωσης, παρέμενε έντονη. Ήταν κάτι που γνώριζε τόσο η ηγετική
ομάδα του Κέντρου, όσο και ο Μακάριος, ο οποίος δήλωσε σχετικά «Δεν ανέμενα ότι
η υποδοχή μου θα ελάμβανε τον λαϊκόν χαρακτήρα, τον οποίον είχεν εις τας
προηγούμενας περιπτώσεις, όταν ο ελληνικός λαός ήθελε να εκδηλώση την
συμπαράστασιν του προς τον αγώνα της νήσου. Σήμερον ουδείς λόγος παλαϊκής
συμμετοχής υπήρχεν».32

Η απαξία του σκληρότερου αντιζυριχικού πυρήνα της Ένωσης Κέντρου έναντι


του Μακαρίου, αν και δεν εξέφραζε την ηγεσία του κόμματος, έδειχνε να παρασύρει
τον λόγο συγκεκριμένων εφημερίδων του χώρου προς ατραπούς υπερβολής.33 Η
ειρωνική διάθεση της Αθηναϊκής στην προσπάθειά της να τονίσει την άρνηση
αναγνώρισης των συμφωνιών είναι ενδεικτική: «Πλουτίζοντας τις γνώσεις μας,
μάθαμε έτσι πώς είναι μία κυπριακή σημαία: Μία λευκή επιφάνεια (για να συμβολίζη,
πιθανώς, τη συνθηκολόγησι της Ζυρίχης) μ’ ένα μεγάλο πορτοκαλί λεκέ στη μέση,
που έχει το γεωγραφικό σχήμα της Κύπρου».34 Την ίδια ώρα το σαφώς
μετριοπαθέστερο Βήμα έκανε λόγο για μία απλά «φιλική υποδοχή»35 φιλοξενώντας
όμως στο πρωτοσέλιδό μία μελέτη – που θα δημοσιευόταν υπό μορφή σειράς άρθρων
– του Γεωργίου Γρίβα με τίτλο «Πως γίνεται ο ανταρτοπόλεμος». Για τον
αντιπολιτευτικό λόγο της Ένωσης Κέντρου, το μέλλον της Κύπρου δεν είχε ακόμη
οριστικοποιηθεί. Η ελπίδα για μία διαφορετική αντιμετώπιση, όμως, θα έπρεπε να έχει
ως αφετηρία την αποδέσμευση της Ελλάδας από την κυβέρνηση Καραμανλή, η οποία
είχε την ευθύνη της ως τότε πορείας. Εύγλωττα η Ελευθερία, συνόψιζε αναφερόμενη
στον Μακάριο:

της κοινωνίας», βλ. Brewster προς Department of State, 2 Οκτωβρίου 1962, (joint weeka no 39)
Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59, 781.00 (W)/10-262.
32
Έθνος, 2 Οκτωβρίου 1962· Στην έλλειψη ενθουσιασμού της κοινωνίας πάντως, ίσως θα ήταν
χρήσιμο να προστεθεί και η άρνηση σχετικής κινητοποίησης από πλευράς της κυβέρνησης. Όπως
σωστά επισήμαινε ο Βρετανός πρεσβευτής, η γενική ηρεμία που επικρατούσε θα μπορούσε να
αποδοθεί «σε εσκεμμένη πολιτική της κυβέρνησης [η οποία] επεδίωξε να αποφορτίσει από την
συναισθηματική φόρτιση το Κυπριακό, διασφαλίζοντας ότι η επίσκεψη θα είχε εθιμοτυπικό
χαρακτήρα». Murray προς Foreign Office, 8 Οκτωβρίου1962, FO 371/163455/8.
33
Για την επίδραση του Κυπριακού στην εσωτερική πολιτική και τις εκφάνσεις των αναπτυσσόμενων
αντιδυτκών συναισθημάτων στην κοινή γνώμη, βλ. Ioannis D. Stefanidis, Stirring the Greek Nation,
ο.π.· επίσης, Χρήστος Χρηστίδης, «Το Κυπριακό και η ελλαδική κοινή γνώμη», στο Πέτρος
Παπαπολυβίου (επιμ.), 1960-2010 Ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας (Λευκωσία, 2010), τομ. 1, σσ.
184-189.
34
«Ο ξένος μας», Αθηναϊκή, 29 Σεπτεμβρίου 1962.
35
Το Βήμα, 29 Σεπτεμβρίου 1962.

186
Ήτο τότε σύμβολον και σημαία. Και κατέστη η ενσάρκωσις ενός κακού
συμβιβασμού. Δεν έσπασεν – ελύγισεν. Δεν θα του καταλογίση η
Ιστορία την βασικήν ευθύνην της προδοσίας. Αυτήν την φέρει η
Ευνοιοκρατία. Το ελεύθερον Βασίλειον δεν άνθεξεν εις τον αγώνα. Δεν
εκάμφθη η Κύπρος. (…)Ασφαλώς δε, θα ήθελε και ο ίδιος να ήτο αρκετά
μεγάλος ώστε να σταθή εις το ύψος των περιστάσεων. Αλλά δεν ήτο.
Ενώ ήσαν τα παιδιά του, που επροκινδύνευσαν κάτω και εθυσιάζοντο.
Αυτά αποτελούν την μεγάλην ευθύνην και την καταδίκην του. Ό,τι
επηκολούθησεν ήλθεν ως μοιραία συνέπεια. Όπως ακριβώς
προεβλέπετο. Και ο Μακάριος, από ηγέτης ενός υπερόχου αγώνος,
κατέληξεν ουραγός ενός αθλίου συμβιβασμού. Ο ελληνικός λαός δεν
δικαιούται να αισθάνεται άμοιρος ευθυνών, δι’ ό,τι συνέβη εις βάρος της
Κύπρου. Και δεν αισθάνεται υπό το αντιπαθές, τεχνητόν κατασκεύασμα
της Κυπριακής Δημοκρατίας, διακρίνει τας αδυναμίας της σημερινής
κρατικής του συγκροτήσεως, αδυναμίας των οποίων τους αντικτύπους
αρχίζει, δυστυχώς, να δοκιμάζη και εις άλλους τομείς. Υπό τας συνθήκας
αυτάς δεν είναι λογικόν ν’ αναμένεται τώρα καμμία ουσιώδης βοήθεια εξ
Αθηνών προς την Λευκωσίαν. Η Κύπρος θα δικαιούται ν’ ατενίση με
ελπίδας προς την μητέρα πατρίδα, μόνον όταν η Ελλάς απαλλαγή από το
άγχος της Ευνοιοκρατίας και ξαναγίνη Ελλάς.36

Φθινοπωρινή καμπή

Η ένταξη στην ευρύτερη επιχειρηματολογία του ανένδοτου αγώνα, κάθε


πτυχής της κυβερνητικής πολιτικής, έμοιαζε να δείχνει τα όριά της κατά τη διάρκεια
του φθινοπώρου του 1962. Η παρατεταμένη επανάληψη των επιχειρημάτων κατά της
κυβέρνησης Καραμανλή από τη μία και το χρονικό διάστημα που είχε μεσολαβήσει
από τις εκλογές του Οκτωβρίου του προηγούμενου έτους, είχαν ήδη καταστήσει
προβληματική τη συνέχιση του εγχειρήματος. Αφού είχε κατά καιρούς διέλθει όλα τα
πιθανά μέσα, η ηγεσία της Ένωσης Κέντρου έδειχνε να βρίσκεται σε ένα ιδιότυπο

36
«Άλλοτε και τώρα», Ελευθερία, 28 Σεπτεμβρίου 1962.

187
αδιέξοδο. Χωρίς να θέλει ή να μπορεί να μεταβάλει την πορεία της, κατανοούσε ότι
αν δεν υπήρχε παρέμβαση από τον Ανώτατο Άρχοντα, οι όποιες κοινωνικές
κινητοποιήσεις δεν θα αρκούσαν. Τα επιχειρήματα είχαν πλέον αρχίσει να γίνονται
πιο ασαφή και οι ευθύνες να αναζητούνται σε παράγοντες εξωθεσμικούς και
ισχυρότερους του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Πλέον, η αντιπολιτευτική στρατηγική
θα έπρεπε να διαμορφωθεί με τέτοιο τρόπο που να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει –
κατά το Κέντρο – μία νέα πολεμική που θα πήγαζε από παράγοντες που δεν θα ήταν
εύκολο να επισημανθούν. Στην επέτειο του ενός έτους από τη διεξαγωγή των
εκλογών του 1961, η Ελευθερία ανέπτυσσε αυτόν τον συλλογισμό, γύρω από την
δυναμική των αντιπάλων:

Διανύομεν ίσως τώρα το κρισιμώτερον στάδιον του αγώνος. Διότι η


Ευνοιοκρατία έχει πλέον συνείδησιν ότι κάποια λύσις είναι
αναπόφευκτος. Και η όλη της προσπάθεια θα στραφή εις ένα και μόνον
στόχον: την νόθευσιν της λύσεως. Θα ρίψη ανέτως τον κ. Καραμανλήν
εις την θάλασσαν. Διότι της έγινεν παθητικόν.(…) Πρέπει ν’
αναμένωμεν τώρα απιθάνους ελιγμούς και τεχνάσματα. Είναι
περισσότερον επικίνδυνα από τον κυνικόν μειδίαμα ή την κωμικήν
«πυγμήν» του κ. Καραμανλή. Αλλά θα έχουν την ιδίαν τύχην.37

Επιχειρώντας μία επισκόπηση των πολιτικών τάσεων και των περιθωρίων


παρέμβασης της κάθε πολιτικής δύναμης, ο Dan Brewster, έκρινε σε σχετική του
έκθεση,38 ότι η απήχηση της κυβέρνησης στην κοινωνία δεν είχε αλλάξει από τις
προηγούμενες εκλογές. Σε αυτό είχε συμβάλει η θετική στάση των Ενόπλων
Δυνάμεων, η «ανοχή» των Ανακτόρων, η υποστήριξη από τους οικονομικούς
παράγοντες της χώρας και βεβαίως η διατήρηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Σε αυτή την παρατήρηση, μάλιστα, συμπλήρωνε με νόημα «σε σχέση με την Ένωση
Κέντρου, η δημοτικότητα της κυβέρνησης παραμένει υψηλή», καθώς η
αντιπολίτευση δεν είχε πείσει τον κόσμο ότι θα ήταν ικανή να κυβερνήσει.39 Στην
ίδια έκθεση ο αμερικανός αξιωματούχος εντόπιζε τη βασική αδυναμία της

37
«Ένας χρόνος», Ελευθερία, 28 Οκτωβρίου 1962.
38
Brewster προς Department of State, Current Political Assessment, 15 Νοεμβρίου 1962,Washington
D.C., NARA State Department Papers, RG 59, 781.00/11-1562.
39
Σε άλλο μάλιστα σημείο σημείωνε ότι ο ανένδοτος «είχε πάρει την κατηφόρα».

188
κυβέρνησης στον τομέα της «κοινωνικής ανάπτυξης», παράλληλα με τις υποχρεώσεις
που απέρρεαν από τη Σύνδεση με την ΕΟΚ σε σχέση με τον συντονισμό της
οικονομικής πολιτικής. Προστιθέμενος στα παραπάνω, ο ανένδοτος αγώνας είχε
δημιουργήσει μία «προεκλογική ατμόσφαιρα», με αποτέλεσμα να αποσπάται η
προσοχή της κυβέρνησης από το έργο της.

Η έκθεση ολοκληρωνόταν με μία αναφορά στις σχέσεις του Κωνσταντίνου


Καραμανλή με τα Ανάκτορα, τα οποία χαρακτήριζε «δυνητικά διαιρετικό
περισσότερο, παρά ενοποιητικό παράγοντα της εθνικής πολιτικής ζωής».
Συγκεκριμένα ανέφερε ότι «το Στέμμα θα μπορούσε να προκληθεί, δεδομένης της
διαχρονικής αδιαφορίας έναντι των συνταγματικών δεσμεύσεων, να ενισχύσει τις
φυγόκεντρες τάσεις εντός της ΕΡΕ, με στόχο να βρει έναν διάδοχο του Καραμανλή
πιο θετικό έναντι των απαιτήσεών του». Η παραπάνω σκέψη έδειχνε να απασχολεί
έντονα τον Καραμανλή, τουλάχιστον από το καλοκαίρι του 1962, ενώ παράλληλα
προσπαθούσε να συγκεράσει τις βασιλικές απαιτήσεις με τις αντιδράσεις της κοινής
γνώμης.

Η κρίση στις σχέσεις των δύο κορυφαίων πολιτειακών παραγόντων, βασιλιά


και πρωθυπουργού, έδειχνε να οδηγείται σε πλήρες αδιέξοδο όταν στις αρχές
Οκτωβρίου ο πρωθυπουργός απηύθυνε μακροσκελή επιστολή προς τον βασιλιά
Παύλο, στην οποία εξέθετε αναλυτικά τον προβληματισμό του για την όξυνση του
πολιτικού σκηνικού και τη στάση των Ανακτόρων.40 Η επιστολή, που δεν
δημοσιοποιήθηκε τότε, συμπύκνωνε τις ενστάσεις του Καραμανλή για επιλογές του
Στέμματος και για την επίδραση που θα μπορούσαν αυτές να έχουν στην, ήδη
δοκιμαζόμενη, πολιτική ζωή της χώρας. Κατά τον Καραμανλή, πρώτιστο μέλημα των
Ανακτόρων όφειλε να είναι η αποφυγή σφαλμάτων – πολιτικής ή ηθικής φύσης - που
θα μπορούσαν να προκαλέσουν το κοινό αίσθημα, σημειώνοντας ότι το Στέμμα «δια
να διατηρηθή άφθαρτον, δεν πρέπει να σχολιάζεται». Στο πλαίσιο αυτής της
συλλογιστικής, ο Καραμανλής επεσήμανε την ανάγκη περιορισμού των δαπανών των
Ανακτόρων, μεταρρύθμισης του θεσμού του εράνου των Βορείων Επαρχιών – η
διατήρηση του οποίου είχε ήδη από την άνοιξη του 1962 προκαλέσει έντονες
αντιδράσεις, καθώς και καλύτερης επικοινωνίας μεταξύ κυβέρνησης και Στέμματος
μέσω της τοποθέτησης στη θέση του πολιτικού συμβούλου του βασιλιά ενός

40
Βλ. σχετικά, Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (γεν. επιμ.), ο.π., τόμος 5, σσ. 469-474.

189
αξιόπιστου προσώπου. Τέλος, ο πρωθυπουργός επανερχόταν με την επιστολή του στο
θέμα των βασιλικών λόγων, οι οποίοι και στο παρελθόν είχαν προξενήσει
προβλήματα στην κυβέρνηση, αναφέροντας: «Τα κείμενα των βασιλικών λόγων δεν
είναι ακίνδυνον να γίνωνται εν αγνοία της Κυβερνήσεως. Γνωρίζω και σέβομαι την
επιθυμίαν Σας να έχουν τα κείμενα την σφραγίδα της προσωπικότητός Σας. Αυτό
όμως δύναται να γίνεται εν συνδυασμό με την υπεύθυνον τοποθέτησιν του πολιτικού
περιεχομένου των λόγων σας».

Στην απάντησή του ο βασιλιάς επιχειρούσε να αντικρούσει την


επιχειρηματολογία του Καραμανλή, υποστηρίζοντας ότι οι δαπάνες του Στέμματος
περιορίζονταν μόνο στις απολύτως απαραίτητες και ότι η κυβέρνηση δεν έκανε καμία
προσπάθεια να προστατεύσει τον Θρόνο από τις δυσφημίσεις που εξαπολύονταν κατά
καιρούς εναντίον του. Ενδεικτικός, μάλιστα, της προσπάθειάς του να ενισχύσει
ακόμη περισσότερο τη θέση του σε σχέση με τον σαφώς προβληματισμένο
Καραμανλή ήταν ο τρόπος με τον οποίο αναφέρθηκε στο παρελθόν, σημειώνοντας:
«Προ επτά ετών εξέλεξα υμάς, ως πρωθυπουργόν της χώρας, η δε εκλογή μου ως και
η εμπιστοσύνη μου εις το πρόσωπόν σας εδικαιώθησαν πλήρως». Με τον τρόπο αυτό,
ο Παύλος επιχειρούσε – με μάλλον άκομψο τρόπο – να περιορίσει το κύρος του
έλληνα πρωθυπουργού και να τον υποβάλει σε ένα ιδιότυπο καθεστώς ομηρίας έναντι
του πολιτικού και προσωπικού του «ευεργέτη». Επρόκειτο πάντως για ένα σχήμα, το
οποίο ο πρωθυπουργός δεν έδειχνε πρόθυμος να αποδεχθεί. Τονίζοντας προς τον
Παύλο, ότι δεν μπορούσε να φερθεί διαφορετικά, του δήλωσε ότι σε περίπτωση που ο
ίδιος εκτιμούσε ότι πλέον η κυβέρνηση άφηνε εκτεθειμένο το Στέμμα, θα ήταν
έτοιμος να παραιτηθεί. Αν και η διαφωνία έληξε εκεί, οι σχέσεις μεταξύ των δύο
ανδρών θα έβαιναν οξυνόμενες καθ’ όλο το επόμενο διάστημα, μέχρι και τις αρχές
του επόμενου καλοκαιριού.41

41
Τη δυσφορία της για την στάση του πρωθυπουργού επρόκειτο να εκφράσει λίγο καιρό αργότερα και
η βασίλισσα Φρειδερίκη σε συνομιλία της με στέλεχος της CIA. Αφού δήλωνε ότι ο πρωθυπουργός
ήταν ικανός και πιστός στο Στέμμα, παρατηρούσε ότι κατά καιρούς δεν είχε καλή κρίση. Στη βάση
αυτής της ανάλυσης, συμπλήρωνε ότι «μπορεί να πλησιάζει ο καιρός για να γίνουν εκλογές και να
προκύψει μία νέα κυβέρνηση». Μάλιστα, σύμφωνα με την Φρειδερίκη, ιδανικό σχήμα θα ήταν μία
κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Ράλλη ή τον Σπύρο Θεοτόκη, στην οποία θα περιλαμβάνονταν και κάποια
μετριοπαθή στελέχη της Ένωσης Κέντρου». Memorandum for Director of Central Intelligence, 8
Φεβρουαρίου 1963, FRUS 1961-1963 τόμ. XVI, σσ. 662-663· Βλ. επίσης, Αλέξης Παπαχελάς, Ο
βιασμός της ελληνικής δημοκρατίας, ο.π., σελ. 81· Ιωάννης Ο. Ιατρίδης «Απρόθυμος ηγεμόνας:
αμερικανική διπλωματία και ελληνική πολιτική κρίση (1961-1967), στο Μανώλης Βασιλάκης (επιμ.),
Από τον Ανένδοτο στη Δικτατορία, σελ. 49.

190
Την εμφανή δυσφορία των Ανακτόρων για τους χειρισμούς της κυβέρνησης,
πάντως, έδειξε να προσπαθεί να εκμεταλλευθεί και η αντιπολίτευση, μέσω του φίλα
προσκείμενου Τύπου. Με τρία άρθρα του, που δημοσιεύθηκαν το διάστημα 30
Σεπτεμβρίου – 9 Οκτωβρίου 1962, ο εκδότης του Βήματος Χρήστος Λαμπράκης
παρενέβη δημόσια επιρρίπτοντας ευθύνες στην κυβερνητική πλευρά. Αναφερόμενος
στην ανακίνηση ζητημάτων, όπως η αύξηση της βασιλικής χορηγίας και ο
πριγκιπικός γάμος της Σοφίας, υποστήριξε ότι δεν θα έπρεπε να αναζητούνται
ευθύνες από πρόσωπα ανεύθυνα, αλλά από την υπεύθυνη κυβέρνηση. Η κυβέρνηση
θα έπρεπε, κατά τον Λαμπράκη, να συμβουλεύσει και να καθοδηγήσει το Στέμμα
προς τις ορθές αποφάσεις, και αν αυτό δεν καθίστατο εφικτό να το επιβάλει. 42
Σύμφωνα λοιπόν με τον εκδότη του Βήματος, η κυβέρνηση Καραμανλή είτε ήταν
ανίκανη, είτε δεν επιθυμούσε να συμβουλεύσει τα Ανάκτορα, προκειμένου η χώρα να
αποφύγει τον σκόπελο της σύγκρουσης μεταξύ κοινωνίας και Στέμματος. Στις
ενέργειες της κυβερνητικής πλευράς, μάλιστα, καταλόγιζε και πιθανή σκοπιμότητα,
υποστηρίζοντας ότι αφήνοντας τον Θρόνο να φθείρεται «δεν θα έχη πια τη
δυνατότητα της εμμέσου επεμβάσεως και του πολιτικού επηρεασμού».43
Αλληλοσυγκρουόμενες σκοπιμότητες ενός πολιτικού συστήματος εν βρασμώ, που
έδειχνε να παραδίδει στον βασιλιά Παύλο την πρωτοβουλία των κινήσεων, έστω και
αν αυτό γινόταν εκβιαστικά, με αναδρομές για μία ακόμη φορά στην περίοδο του
Διχασμού. Η αποστροφή του Χρήστου Λαμπράκη ενδεικτική:

Το ηθικό κύρος, το επιβάλλον, το γόητρο, είναι οι μόνες ουσιαστικές


δυνάμεις του Θρόνου, η μοναδική εγγύηση της διάρκειάς του. Ο
πολιτικός εξαρτάται από την ψήφο του Λαού. Ο Βασιλεύς πάλι
στηρίζεται στην αγάπη του και στον σεβασμό, που δεν μπορούν να
αξιολογηθούν δι’ εκλογών, αφού ένας Βασιλεύς ούτε να πολιτεύεται
μπορεί, ούτε βεβαίως επιτρέπεται να δείχνη προτίμηση προς ένα κόμμα,
το οποίο (όπως κάθε κόμμα), μπορεί ενδεχομένως να καταψηφισθή! Αν

42
Χρήστος Δ. Λαμπράκης, «Πταίουν λοιπόν μόνον οι Βασιλείς; Μία πολιτική εξέτασις συνειδήσεως»,
Το Βήμα, 30 Σεπτεμβρίου 1962.
43
Χρήστος Δ. Λαμπράκης, «Βασιλεύς, Κυβέρνηση και Δημοκρατία: η καρδιά του προβλήματος», Το
Βήμα, 9 Οκτωβρίου 1962.

191
όμως ο Βασιλεύς χάση κάποτε την αγάπη του Λαού, την εκτίμηση και
τον σεβασμό του, τι απομένει; Ένας εξόριστος…44

Μέχρι ποιού σημείου, όμως, ήταν διατεθειμένο το Κέντρο να οδηγήσει την


αντιπαράθεση με τον ανώτατο άρχοντα; Παρά τις περί του αντιθέτου ενδείξεις, ο
ανένδοτος έδειχνε να παραμένει σταθερός στην στόχευσή του, που συνοψιζόταν στην
ανάγκη να ασκηθεί πίεση προς το Στέμμα προκειμένου να δημιουργηθούν οι
αναγκαίες προϋποθέσεις πολιτικής μεταβολής, χωρίς όμως να διαρραγούν πλήρως οι
σχέσεις του κόμματος με τα Ανάκτορα. Η στοχοποίηση του Κωνσταντίνου
Καραμανλή προσωπικά, αποτελούσε βασικό πυλώνα αυτής της στρατηγικής.
Επιχειρώντας να δημιουργήσει ένα στεγανό φράγμα μεταξύ του πρωθυπουργού και
όλων των άλλων παραγόντων της πολιτικής ζωής η Ελευθερία σχολίαζε
απευθυνόμενη προς τον Παύλο, με αφορμή την επέτειο από την πρώτη ανάληψη της
εξουσίας από τον Καραμανλή:

Συνεπληρώθη επταετία, αφ’ ης υπεύθυνος σύμβουλός σας είναι ανήρ,


τον οποίον δεν υπέδειξεν εις την Μεγαλειότητάν Σας, η ελευθέρα
εκδήλωσις της θελήσεως του ελληνικού λαού και των εκπροσώπων του,
αλλά παρασκηνιακαί μηχανορραφίαι και αθέμιτοι, ετερόκλητοι
επιδιώξεις. Ανήρ βάρβαρος, απαίδευτος, άφιλος, ανευλαβής, απουσιάσας
από τους μεγάλους αγώνας του Έθνους, αδιστάκτως προτάσσων τας
προσωπικάς του επιδιώξεις έναντι του δημοσίου συμφέροντος και του
προς το Στέμμα καθήκοντος, αγνώμων, ανειλικρινής, επεδίωξεν
εσκεμμένως να υπονομεύση και να καταστήση υποχείριόν του τον
Θρόνον, ελπίζων να συμμερισθή την μονιμότηταν του και αδιαφορών αν
θα το παρασύρη εις την αναπόφευκτον πτώσιν του. (…)
Μεγαλειότατε,
Έχετε εμπέση εις ναρκοπέδιον! Και μαζί Σας κινδυνεύομεν όλοι.
Σπάσατε τον κλοιόν. Πλησιάσατε τον Λαόν. Και αφήσατέ τον να σας
δώση την λύσιν, Μόνον αυτός ημπορεί να σώση και Σας και την
Ελλάδα.45

44
Χρήστος Δ. Λαμπράκης, «Βασιλεύς, Κυβέρνηση και Δημοκρατία: η καρδιά του προβλήματος», Το
Βήμα, 9 Οκτωβρίου 1962.
45
«Μεγαλειότατε, προσοχή: Ναρκοπέδιον!», Ελευθερία, 7 Οκτωβρίου 1962.

192
Απέναντι σε αυτό το «ναρκοπέδιο», η Ένωση Κέντρου επεδίωκε να προβάλει
ως η μόνη αξιόπιστη εναλλακτική λύση για τον βασιλιά. Παρά τις πιθανές ρητορικές
εξάρσεις των στελεχών της, δεν προχώρησε ποτέ πέραν της – από μηνών χαραχθείσας
– νοητής γραμμής μεταξύ υπέρμαχων και πολέμιων του καθεστώτος. Αν και σε
επίπεδο δημόσιας τοποθέτησης, ήταν συχνές οι σχετικές ρητορικές εξάρσεις, στις
κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους τα στελέχη του Κέντρου επέμεναν σταθερά να στηρίζουν
τον θεσμό. Ενδεικτική αυτής της διττής τακτικής, η συζήτηση που είχε με τον
αμερικανό πρέσβη Henry Labouisse ο βουλευτής της αξιωματικής αντιπολίτευσης
Στέλιος Αλλαμανής, στην οποία συνόψισε τις αρχές του Κέντρου περιγράφοντάς το
ως ένα «αστικό κόμμα, του οποίου πολιτική βασίζεται σε δύο βασικά αξιώματα:
πρώτον ότι ο θεσμός της μοναρχίας είναι απαραίτητος για την Ελλάδα και δεύτερον
ότι ο κομμουνισμός αποτελούσε θανάσιμο εχθρό της ελευθερίας στην Ελλάδα. 46 Η
συνείδηση, άλλωστε, της αναγκαιότητας μίας βασιλικής πρωτοβουλίας για την
αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού μετά από εκλογές καθιστούσε κάθε άλλη σκέψη
άμεσα απορριπτέα:

Δεν είχε ποτέ σοβαρή πρόθεση να χτυπηθεί για καθεστωτικό [η Ένωση


Κέντρου]. Για δύο λόγους: ο πρώτο λόγος ήταν ότι μόνο το Στέμμα θα
μπορούσε ίσως να εγγυηθεί τη διεξαγωγή εκλογών με εγγύηση προς
τον Στρατό και δεύτερον ήξερε πολύ καλά, ότι αν τυχόν δεν φτιάξει
αυτού του είδους τη συμμαχία, στην οποία προχώρησε κάποια στιγμή,
αυτομάτως βγαίνει εκτός πολιτεύματος και δεν θα έβλεπε εξουσία. Ενώ
του Γεωργίου Παπανδρέου η μόνιμη έμμονη ιδέα ήταν να κάνουμε ότι
να ’ναι [προκειμένου] να πάρουμε εκλογές.47

Την ίδια περίοδο, από το Λονδίνο όπου βρισκόταν, ο Σοφοκλής Βενιζέλος


παραχώρησε βαρυσήμαντη συνέντευξη στην εφημερίδα Μακεδονία του προσωπικού
του φίλου Ιωάννη Βελλίδη. Απορρίπτοντας πλήρως κάθε σκέψη περί εκλογικής
συνεργασίας με την Αριστερά, σημείωνε ότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε «επικίνδυνον

46
Labouisse προς Department of State, current Political Situation – Discussion with Three Center
Union Deputies, 15 Οκτωβρίου 1962,Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59,
781.00/10-1562.
47
Ελευθέριος Βερυβάκης, συνέντευξη στον γράφοντα, 24 Ιανουαρίου 2006.

193
ιδεολογικήν εκτροπήν» και «θανάσιμον πολιτικό σφάλμα». 48 Σε σχέση με την
ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, έκρινε ότι η κυβέρνηση δίωκε την ιδιωτική
πρωτοβουλία και ότι πρώτιστο μέλημα της Ένωσης Κέντρου θα έπρεπε να είναι η
εμπέδωση ενός πραγματικά φιλελεύθερου οικονομικού πλαισίου ανάπτυξης.
Επιδιώκοντας μάλιστα να υπογραμμίσει την βαρύτητα που είχαν για το κόμμα του οι
αρχές της ελεύθερης οικονομίας, χαρακτήρισε την σύνδεση της Ελλάδας με την
Ευρωπαϊκή Κοινότητα ιστορικό γεγονός, συγκρίνοντάς την μάλιστα με την είσοδο της
χώρας στο ΝΑΤΟ. Τέλος, σχολίασε την διακοπή της δωρεάν αμερικανικής βοήθειας,
υποστηρίζοντας: «Η μάχη αυτής της βοηθείας απωλέσθη και, ίσως, απολεσθούν και
άλλαι μάχαι, πράγμα, που απεύχομαι. Η περικοπή της βοηθείας, όμως, δεν ήτο
αιφνιδιαστική. Και έπρεπε να είχομεν προετοιμασθή δι’ αυτήν. Δεν είναι δε καθόλου
ορθόν, να προκαλούμεν, εξ αιτίας της περικοπής, με την συμπεριφοράν μας, τον μέγαν
φίλον, τον αμερικανικόν λαόν», συμπληρώνοντας: «το ποσόν, που εξεπροσώπει
εσχάτως η βοήθεια, δεν ήτο τοιούτον, ώστε να κλαίωμεν απαρηγόρητοι». 49

Η τοποθέτηση αυτή του Σοφοκλή Βενιζέλου, δεν έδειχνε να είναι άσχετη με


την πορεία του ανένδοτου αγώνα και τις προφανείς πλέον προσωπικές του
διαφοροποιήσεις. Τόσο η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς τόσο στο Στέμμα, όσο και
στην αναμενόμενη συγκέντρωση της Ένωσης Κέντρου επ’ ευκαιρία της συμπλήρωσης
ενός χρόνου από τις εκλογές του 1961, έδειχναν σαφή στόχευση. Επιδιώκοντας να
εκφράσει την πιο μετριοπαθή μερίδα του Κέντρου, τήρησε σαφείς αποστάσεις από την
γραμμή Παπανδρέου. Είναι χαρακτηριστική η αποστροφή του βουλευτή Κοζάνης
Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, ότι η συνέντευξη βοήθησε να μετακινηθεί το κέντρο
βάρους του αγώνα από τις ακραίες θέσεις που εξέφραζε ο Παπανδρέου,
συμπληρώνοντας ότι «στο μέλλον, αν και η εκστρατεία του Κέντρου θα παρέμενε το
ίδιο εντατική, θα ήταν λιγότερο δηλητηριώδης».50 Παράλληλα, ο Αλέξανδρος
Μπαλτατζής απέκλειε το ενδεχόμενο οι δηλώσεις Βενιζέλου να συνιστούν

48
Η απάντηση της Αυγής στην τοποθέτηση Βενιζέλου υπήρξε εξίσου καυστική: «Τι τον ανάγκασε
όμως τον κ. Βενιζέλο να εκδηλωθή εναντίον της συνεργασίας με την Αριστερά; Κατ’ αρχήν το θέμα
δεν είναι νέο. Και ο κ. Παπανδρέου το έχει πη. Μόνο που οι κεντρώοι οπαδοί δεν συμφωνούν με τους
αρχηγούς τους. Αυτοί βλέπουν πως μοιράζονται με τους αριστερούς την καραμανλική βία και βλέπουν
τη δύναμι στην ένωσί τους. (…) Ο κ. Βενιζέλος με την συνέντευξί του αυτή ευθυγραμμίζεται με
κείνους που θέλουν τη “δημοκρατία” που δίνουν η Εύνοια και η Υποτέλεια», «Ο κ. Βενιζέλος», Η
Αυγή, 16 Οκτωβρίου 1962.
49
Μακεδονία, 14 Οκτωβρίου 1962.
50
Folsom προς Department of State, Conversation with Michael Papaconstantinou Center Union
Deputy from Kozani, 7 Νοεμβρίου 1962, Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59,
781.00/11-762.

194
παρέκκλιση από την γραμμή του ανένδοτου αγώνα, επιμένοντας σε συνομιλία του με
τον αμερικανό πρέσβη, ότι η Ένωση Κέντρου θα παρέμενε ενωμένη.51 Η τήρηση των
αναγκαίων ισορροπιών έδειχνε μονόδρομος για τον ιστορικό αρχηγό των
Φιλελευθέρων, ο οποίος αντιτίθετο σταθερά στην υιοθέτηση αντιδυτικών στοιχείων
στην ρητορεία του κόμματος. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελένη Βλάχου, εφέρετο να
αναγνωρίζει στη στάση του «το μυαλό που όλοι ξέρουν ότι έχει». 52 Η ανάγκη να
τηρηθούν οι ισορροπίες, τόσο στο εσωτερικό όσο και στις σχέσεις με τους ξένους
συμμάχους – εν όψει μάλιστα της διεθνούς όξυνσης του ψυχροπολεμικού κλίματος
την ίδια περίοδο – έδειχνε για τον Βενιζέλο μονόδρομος. Στο πλαίσιο αυτό, προέβη
στην συγκεκριμένη τοποθέτηση επιδιώκοντας να επιβεβαιώσει τη θέση του ως δύναμη
μετριοπάθειας στην Ένωση Κέντρου.

Έπρεπε η τακτική τους [των στελεχών της Ένωσης Κέντρου] να είναι


τέτοια ώστε να μην ενισχύεται η προπαγάνδα είτε στο Παλάτι, είτε στον
παράγοντα τον ξένο. (…) Όταν έβλεπαν τα αδιέξοδα και από τη μία
πλευρά ο Παπανδρέου στρίμωχνε το Παλάτι και τους Αμερικανούς, από
την άλλη ο Βενιζέλος έπρεπε – κατά τη γνώμη μου – αλλά έτσι που να
κρατούσαν κάποιες ισορροπίες, να αμβλύνει την όποια ανησυχία τους,
διότι τον Παπανδρέου δεν τον ενεπιστεύοντο, και το Παλάτι και οι
Αμερικανοί δεν τον ενεπιστεύοντο με τίποτε, διότι τον είχαν απ’ την
πλευρά τους ζήσει στην περίοδο μετά τα Δεκεμβριανά, όταν πια ετίθετο
το θέμα της επαναφοράς ή όχι του βασιλιά. Και εκεί ο Παπανδρέου πήρε
σαφέστατη θέση.53

Ο Έλληνας πρωθυπουργός παρέμενε αμετακίνητος στη θέση του έναντι της


ακολουθούμενης από την Ένωση Κέντρου στρατηγικής. Σε συνάντησή του με τον
αμερικανό πρέσβη Henry Labouisse αναφέρθηκε αναλυτικά στην εσωτερική πολιτική
κατάσταση, προχωρώντας σε κρίση επί της τακτικής και των στόχων της αξιωματικής
51
Labouisse προς Department of State, Memorandum of Conversation with Alexandros Baltatzis, 6
Νοεμβρίου 1962, National Security Files, Greece, John F. Kennedy Library, Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Γ.
Καραμανλής».
52
Brewster προς Department of State, The Moderate Mr. Venizelos, 22 Οκτωβρίου 1962,Washington
D.C., NARA State Department Papers, RG 59, 781.00/10-2262.
53
Απόστολος Κακλαμάνης, συνέντευξη στον γράφοντα 5 Απριλίου 2006.

195
αντιπολίτευσης.54 Χαρακτηρίζοντας την προσπάθεια του Κέντρου να «δυσφημίσει»
την κυβέρνηση «ανεύθυνη και ανώφελη», ο Καραμανλής εμφανίστηκε σταθερός στην
απόφασή του να «μην εμπλακεί» σε αυτή την διαδικασία, προβάλλοντας αντ’ αυτού
μετριοπαθή στάση. Η άρνησή του, όμως, να «κατέβει στο επίπεδο του Παπανδρέου»,
δημιουργούσε – κατά τον ίδιο – πρόβλημα στην κυβέρνηση, η οποία δεν μπορούσε
να παραμένει απαθής έναντι των κατηγοριών και να μην ενημερώνει υπεύθυνα την
κοινή γνώμη. Στο πλαίσιο αυτό είχε καταλήξει στην απόφαση, ότι οι απαντήσεις στις
κατά καιρούς καταγγελίες του ανένδοτου αγώνα θα έπρεπε να προέρχονται από
«ανώνυμους εκπροσώπους» της κυβέρνησης και όχι από τον ίδιο τον πρωθυπουργό.
Αναφορικά, άλλωστε, με τον ρόλο της Αριστεράς, εκτίμησε ότι ένα ποσοστό της
τάξης του 70-80% των πολιτών που μετείχαν στις συγκεντρώσεις του Κέντρου
προέρχονταν από τον χώρο της ΕΔΑ. Αντίστοιχα, υποστήριξε ότι και στην νεολαία η
εικόνα που δινόταν ήταν μάλλον πλασματική, εκτιμώντας ότι ένα ποσοστό 90% των
νέων είτε στήριζαν τον ίδιο, είτε παρέμεναν ανένταχτοι. Επρόκειτο για μία καταφανώς
εσφαλμένη εκτίμηση του πρωθυπουργού στην οποία κανείς μπορεί να διαγνώσει
άγνοια ή και σκοπιμότητα. Σε ένα τόσο τεταμένο διεθνές κλίμα, έμοιαζε μάλλον
αναμενόμενο ότι ο Καραμανλής θα επιχειρούσε να απομακρύνει κάθε υπόνοια
αμφισβήτησης της κυβερνητικής πολιτικής, ακόμη και σε έναν χώρο – όπως αυτός της
νεολαίας – στον οποίο η δυναμική της αντιπολίτευσης έδειχνε να βαίνει τουλάχιστον
αυξανόμενη.

Τέλος αναφέρθηκε στην παρελκυστική τακτική της αντιπολίτευσης, η οποία


έδειχνε να εξαντλεί κάθε περιθώριο προκειμένου να καθυστερεί την νομοθετική
διαδικασία, με προφανή στόχο την πρόκληση δυσχερειών στην πορεία του
κυβερνητικού έργου. Αναγνωρίζοντας, μάλιστα, ότι δεν υπήρχε τρόπος να αλλάξει το
Σύνταγμα, υπαινίχθηκε ότι θα επιθυμούσε η επόμενη βουλή να είναι αναθεωρητική.
Επρόκειτο για μία σταθερή θέση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, η οποία επρόκειτο
να πυροδοτήσει νέα ένταση μέσα στους επόμενους μήνες, οξύνοντας ακόμη
περισσότερο το ήδη τεταμένο πολιτικό σκηνικό. Σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο
πολιτικό γίγνεσθαι, όπου ισορροπίες εντός κυβέρνησης και μεταξύ κυβέρνησης και
αντιπολίτευσης δεν παρέμεναν σταθερές, ο Καραμανλής έδειχνε να απέχει από τη

54
Labouisse προς Department of State, Prime Minister’s Views on Cuba and Domestic Political
Situation, 27 Οκτωβρίου 1962,Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59, 781.00/10-
2762.

196
αναπτυσσόμενη φιλολογία περί εκλογών και συνεργασιών.55 Σύμφωνα πάντως με το
σχετικό σχόλιο του Labouisse, «οι επισημάνσεις του πρωθυπουργού (…) αν και
προφανώς είχαν στόχο να τοποθετήσουν την κυβέρνηση στην ευνοϊκότερη δυνατή
θέση, δείχνουν ότι ο Καραμανλής αισθάνεται ότι αντιμετωπίζει την αντιπολίτευση
από θέση ισχύος. (…) έδωσε μάλιστα κάθε δείγμα ότι πιστεύει ότι η δημοτικότητα της
κυβέρνησης παρέμενε σταθερή».

Το εκλογικό νομοσχέδιο

Στο μεταξύ, ήδη από τις 16 Οκτωβρίου, συζητείτο στην ειδική επιτροπή
εξουσιοδοτήσεως της βουλής το σχέδιο νομοθετικού διατάγματος του υπουργείου
Εσωτερικών «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της εκλογικής νομοθεσίας». Το
σχέδιο νόμου αφορούσε στην αναθεώρηση των εκλογικών καταλόγων και ρύθμιζε τον
τρόπο εγγραφής των νέων εκλογέων σε αυτούς. Εντασσόμενη στο πλαίσιο του
ανένδοτου αγώνα, η συγκεκριμένη συζήτηση στη βουλή, αποδείκνυε έμπρακτα για
την Ένωση Κέντρου το διαβλητό των εκλογών του 1961 επιβεβαιώνοντας απολύτως
τις έως τότε καταγγελίες της. Άλλωστε, η εκκαθάριση των εκλογικών καταλόγων
αποτελούσε ένα από τα πάγια αιτήματα του Κέντρου, προαπαιτούμενο για τη
διενέργεια πραγματικά αδιάβλητων εκλογών. Σύμφωνα με την Ελευθερία, δύο ήταν οι
βασικές αξιώσεις του Κέντρου από την κυβέρνηση σε σχέση με το εκλογικό
νομοσχέδιο: αφενός ο περιορισμός της στρατιωτικής ψήφου αποκλειστικά σε όσους
έχουν εγγραφεί νόμιμα στους εκλογικούς καταλόγους, έχουν εκλογικό βιβλιάριο και
υπηρετούν στην περιφέρεια όπου ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα· αφετέρου η
συντόμευση των διαδικασιών της εκκαθάρισης των εκλογικών καταλόγων,
προκειμένου αυτή να ολοκληρωθεί εντός τριμήνου. Σε περίπτωση μάλιστα που κάτι

55
Αξίζει να σημειωθεί ότι την ίδια περίοδο η Marion Mitchell από την πρεσβεία των Ηνωμένων
Πολιτειών είχε συνάντηση με τον Σπύρο Μαρκεζίνη. Ο αρχηγός των Προοδευτικών υποστήριξε ότι η
Ένωση Κέντρου δεν είχε ενισχύσει την απήχησή της στην κοινωνία με τον ανένδοτο, αντιστοίχως –
πάντα σύμφωνα με τον Μαρκεζίνη – τόσο ο Καραμανλής όσο και το Στέμμα έδειχναν σταδιακά να
χάνουν μέρος του κύρους τους. Αναφερόμενος δε στην Ελένη Βλάχου σημείωσε ότι η προσπάθειά της
να προωθήσει τον Σπυρίδωνα Θεοτόκη δεν είχε στεφθεί με επιτυχία. Κατά τον Μαρκεζίνη, κανένα
στοιχείο της Δεξιάς δεν θα μπορούσε μόνο του να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις, ενώ αντιθέτως, «μαζί
είναι ανίκητοι». Mitchell προς Department of State, Memorandum of Conversation with Progressive
Party Leader Markezinis, 1 Νοεμβρίου 1962,Washington D.C., NARA State Department Papers, RG
59, 781.00/11-162.

197
τέτοιο δεν θα ήταν εφικτό η εφημερίδα πρότεινε την ακύρωση όλων των εγγραφών
που είχαν γίνει το 1961 και την εκ νέου εγγραφή των συγκεκριμένων εκλογέων.56

Εισηγητής της μείζονος αντιπολίτευσης ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης,57


ο οποίος πέρα από την κατάθεση των ενστάσεων και των προτάσεων της παράταξής
του, προέβη και σε μία αναδρομή στην πολιτική κρίση που επικρατούσε στη χώρα
κατά τον χρόνο που είχε μεσολαβήσει από τις τελευταίες εκλογές. 58 Σύμφωνα λοιπόν
με τον Μητσοτάκη, η υποβολή του συγκεκριμένου νομοσχεδίου, εκτός των άλλων
λόγων, επιβλήθηκε και από το γεγονός ότι ο ελληνικός λαός και «εις την συνείδησιν
της η κυβερνητική πλειοψηφία [επείσθη] ότι από πλευράς εκλογικών καταλόγων
τουλάχιστον εις τα μεγάλα αστικά κέντρα αι εκλογαί, αι οποίαι διεξήχθησαν υπήρξαν
59
νόθοι». Παράλληλα, αναλύοντας τα ποσοστά των στρατιωτικών τμημάτων κατά τις
προηγούμενες εκλογές, υποστήριξε ότι τα συγκεκριμένα – τουλάχιστον –
αποτελέσματα αποτελούσαν προϊόν ψυχολογικής βίας. Καταγγέλλοντας την πρόθεση
της κυβέρνησης να διατηρήσει την ψήφο του Στρατού δήλωσε ότι «θα αποτελέση
εμπόδιον δια να μετάσχωμεν των εκλογών, εφ’ όσον τυχόν η κυβέρνησις ήθελεν
επιμείνη εις την διάταξιν αυτήν». 60 Αναφορικά δε, με τις «παράνομες», κατά την
αντιπολίτευση, εγγραφές του 1961, ο εισηγητής του Κέντρου εκτιμούσε ότι το
νομοσχέδιο προέβλεπε απλά την εκκαθάριση των καταλόγων από τους αποβιώσαντες
με αποτέλεσμα να νομιμοποιεί άμεσα όλες τις παρατυπίες των προηγούμενων
εκλογών καθώς δεν προέβλεπε καμία διασταύρωσή τους. Συνοψίζοντας την
κατάσταση, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης εκτιμούσε ότι αποτελούσε «βαρυτάτην και
απαράδεκτον ανωμαλίαν η εκκρεμότης του θέματος των εκλογικών καταλόγων, η
οποία εν τη ουσία εμποδίζει την διενέργειαν εκλογών και συνεπώς στερεί το Στέμμα
της προνομίας της διαλύσεως της Βουλής».61

56
Ελευθερία, 16 Οκτωβρίου 1962.
57
Επίσημα πρακτικά της ειδικής επιτροπής της Βουλής του άρθρου 35 του Συντάγματος, περίοδος ΣΤ’,
Τόμος Β’, συνεδρίαση ΟΕ’, 16 Οκτωβρίου 1962, σσ. 510-516.
58
Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος αναφέρεται αναλυτικά στην συγκεκριμένη αγόρευση του
Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, επισημαίνοντας ότι αποτελούσε την πρώτη φορά από την δημιουργία της
Ένωσης Κέντρου, που ο βουλευτής Χανίων εμφανιζόταν σε πρωτοσέλιδα εφημερίδων, για να
ακολουθήσει πληθώρα έκτοτε, βλ. Θανάσης Διαμαντόπουλος, Κώστας Μητσοτάκης,ο.π., σσ. 76-79.
59
Επίσημα πρακτικά της ειδικής επιτροπής της Βουλής του άρθρου 35 του Συντάγματος, περίοδος ΣΤ’,
Τόμος Β’, συνεδρίαση ΟΕ’, 16 Οκτωβρίου 1962, σελ. 510.
60
Επίσημα πρακτικά της ειδικής επιτροπής της Βουλής του άρθρου 35 του Συντάγματος, περίοδος ΣΤ’,
Τόμος Β’, συνεδρίαση ΟΕ’, 16 Οκτωβρίου 1962, σελ. 512.
61
Επίσημα πρακτικά της ειδικής επιτροπής της Βουλής του άρθρου 35 του Συντάγματος, περίοδος ΣΤ’,
Τόμος Β’, συνεδρίαση ΟΕ’, 16 Οκτωβρίου 1962, σελ. 513.

198
Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκε και η τοποθέτηση της ΕΔΑ επί του προτεινόμενου
νομοσχεδίου.62 Ο εισηγητής της Αριστεράς Σταύρος Ηλιόπουλος κατήγγειλε την
πρόθεση της κυβέρνησης να διατηρηθεί η ειδική διαδικασία περί ψήφου του Στρατού,
υποστηρίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο αποκλειόταν κάθε πιθανότητα «να εξέλθωμεν
από την ανωμαλίαν, η οποία έχει δημιουργηθεί είς τον τόπον μας». Συμμεριζόμενος
μάλιστα τη θέση της Ένωσης Κέντρου, εκτίμησε ότι το νομοσχέδιο πρακτικά
νομιμοποιούσε τα «παράνομα» βιβλιάρια που είχαν εκδοθεί προ των εκλογών του
1961 με ψευδείς βεβαιώσεις, καθώς δεν προβλεπόταν η διασταύρωση των στοιχείων
βάσει των οποίων είχαν εκδοθεί. Τέλος, ο εκπρόσωπος της ΕΔΑ υποστήριξε ότι θα
έπρεπε να καθορισθούν εκ νέου οι έδρες με βάση τον αριθμό των ψηφιζόντων
προκειμένου να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα που είχε προκύψει μετά την απογραφή
του 1961, η οποία «εις τον νόμιμον πληθυσμόν δεν περιλαμβάνει τους εγγραφέντας
εις τους εκλογικούς καταλόγους κατά το 1961». Αναφορικά, άλλωστε, με το εκλογικό
σύστημα των επόμενων εκλογών, επέμεινε στην πάγια θέση του κόμματός του περί
υιοθέτησης της απλής αναλογικής. Συνοψίζοντας τις θέσεις της ΕΔΑ, ο Ηλιόπουλος
ζήτησε από την κυβέρνηση: αποκλεισμό του Στρατού από τον εκλογικό αγώνα,
κατάργηση των ΤΕΑ, ελεύθερη επικοινωνία των βουλευτών με τους πολίτες των
παραμεθόριων περιοχών, αντικατάσταση των νομαρχών και δημάρχων με δικαστικούς
πριν τις εκλογές, κατάργηση του δικαιώματος των αστυνομικών να καλούν πολίτες
στα τμήματα προκειμένου να επηρεάζουν την ψήφο τους, κατοχύρωση του
δικαιώματος των δικαστηρίων στην έγκριση των εκλογικών καταλόγων, κατάργηση
των εκλογικών καταλόγων του 1961, παροχή δικαιώματος εγγραφής στους
καταλόγους όλων των επί διετία διαμενόντων σε κάθε περιφέρεια και αναθεώρηση
μετά τις επόμενες εκλογές των καταλόγων μέχρι το 1960, θέσπιση απλής αναλογικής
και ανακατανομή των εδρών βάσει του αριθμού των ανά περιφέρεια ψηφοφόρων.

Εκ μέρους της κυβέρνησης, ο υπουργός Εσωτερικών Γεώργιος Ράλλης


υπεραμύνθηκε του σχεδίου νόμου σημειώνοντας ότι ο χρόνος που προβλεπόταν για
την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης υπολογιζόταν σε πέντε μήνες. 63 Αντικρούοντας τις
καταγγελίες της αντιπολίτευσης για σκοπιμότητες της κυβέρνησης, υποστήριξε ότι αν
καταργηθούν όλοι οι εγγραφέντες στους εκλογικούς καταλόγους το 1961, ένας

62
Επίσημα πρακτικά της ειδικής επιτροπής της Βουλής του άρθρου 35 του Συντάγματος, περίοδος ΣΤ’,
Τόμος Β’, συνεδρίαση ΟΕ’, 16 Οκτωβρίου 1962, σσ. 516-518.
63
Επίσημα πρακτικά της ειδικής επιτροπής της Βουλής του άρθρου 35 του Συντάγματος, περίοδος ΣΤ’,
Τόμος Β’, συνεδρίαση ΟΖ’, 18 Οκτωβρίου 1962, σσ. 545-550.

199
αριθμός πολιτών δεν θα μπορούσαν να αποκτήσουν εκ νέου βιβλιάριο καθώς παρά το
γεγονός ότι θα ήταν εγκατεστημένος στην περιφέρεια προ το 1948 ή ακόμη και προ
του 1960, δεν θα ήταν δημότης. Προκειμένου να παρακαμφθεί δε ο σκόπελος,
πρότεινε να αρκεί η διετής εγκατάσταση ως προϋπόθεση ακόμη και χωρίς κανείς να
είναι απαραίτητα δημότης μίας περιοχής. Ειδικά δε, επί των καταγγελιών ότι με το
προτεινόμενο νομοσχέδιο επιχειρείτο η νομιμοποίηση των «παράνομων» εγγραφών
του 1961, ο υπουργός Εσωτερικών απάντησε ότι προβλέπεται δικαίωμα υποβολής
ενστάσεων επί των ψηφοφόρων καθ’ όλη τη διάρκεια της εκκαθάρισης, οι οποίες θα
κρίνονταν από τον πρόεδρο Πρωτοδικών. Τέλος, αναφορικά με το θέμα της ψήφου
του Στρατού και των δημοσίων υπαλλήλων υπεραμύνθηκε της θέσης της κυβέρνησης
κρίνοντας ότι θα ήταν πρακτικά αδύνατο να πραγματοποιείται διαφορετικά η
ψηφοφορία των συγκεκριμένων ομάδων ενώ θα ήταν αντισυνταγματική η εξαίρεσή
τους από την διαδικασία.

Κατά τη διαδικασία της κατ’ άρθρο ψήφισης του νομοσχεδίου, προέκυψε


διαφωνία ανάμεσα στον υπουργό Εσωτερικών και τον πρωθυπουργό αναφορικά με το
ζήτημα των εγγραφών του 1961. Αν και κατά τη διάρκεια της σχετικής συζήτησης
είχε αποδεχθεί την τροπολογία που είχε καταθέσει η Ένωση Κέντρου σχετικά με την
διαγραφή και επανεγγραφή όλων, όσοι είχαν εγγραφεί στους εκλογικούς καταλόγους
τον προηγούμενο χρόνο στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τον Πειραιά, ο Γεώργιος
Ράλλης υποστήριξε εκ νέου ότι κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε επιπλέον προβλήματα
θέτοντας εν αμφιβόλω το αδιάβλητο της διαδικασίας.

Η τελική απόφαση ελήφθη από τον πρωθυπουργό, στον οποίο αποτάθηκε ο


Γεώργιος Ράλλης θέτοντας μάλιστα στη διάθεσή του και την παραίτησή του από τη
θέση του υπουργού. Περιγράφοντας την αντίδραση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ο
Ράλλης δήλωσε στη βουλή «Ο κύριος Πρόεδρος της Κυβερνήσεως, ανεξαρτήτως της
ορθότητος ή μη της γνώμης μου, μου εδήλωσε ότι, δια λόγους συνεπείας η
Κυβέρνησις είναι υποχρεωμένη να εμμείνη εις την αρχικήν δήλωσιν της περί
διαγραφής των εκλογέων του 1961 και επανεγγραφής αυτών και μου προσέθεσε ότι
δεν αποδέχεται την παραίτησίν μου και με παρακαλεί να παραμείνω εις το
Υπουργείον».64 Η ενδοκυβερνητική αυτή διαφωνία, για ένα θέμα μάλιστα που
αποτελούσε βασικό διακύβευμα του ανένδοτου αγώνα, κυριάρχησε στην αρθρογραφία

64
Επίσημα πρακτικά της ειδικής επιτροπής της Βουλής του άρθρου 35 του Συντάγματος, περίοδος ΣΤ’,
Τόμος Β’, συνεδρίαση ϟΔ’, 9 Νοεμβρίου 1962, σελ. 886.

200
του αντιπολιτευόμενου Τύπου. Αν και για το Βήμα η στάση του πρωθυπουργού
χαρακτηριζόταν «ορθή» με την επισήμανση ότι «η αθέτησις επισήμων υποσχέσεων
φθείρει το γόητρον του πολιτικού κόσμου και υποβιβάζει τα πολιτικά ήθη της
χώρας»,65 η σαφώς καυστικότερη Ελευθερία δεν εφείσθη χαρακτηρισμών.
Εκτιμώντας ότι η εν λόγω διευθέτηση «απέβη είς βάρος του υπουργού των
Εσωτερικών» επιτρέποντας στον Καραμανλή «να εμφανισθή ως “διαλακτικότερος”»,
σημείωνε με νόημα ότι «ο κ. Ράλλης είναι ο μόνος εκ των φερομένων ως επιδόξων
διαδόχων του κ. Καραμανλή, ο οποίος δεν είχεν εξαναγκασθη μέχρι τούδε εις
δημοσίαν δήλωσιν υποταγής προς αυτόν». 66 Μία ημέρα νωρίτερα, μάλιστα, η ίδια
εφημερίδα είχε επιτεθεί με σφοδρότητα κατά της υπαναχώρησης Ράλλη
σημειώνοντας:

Ο κ. Ράλλης έλαβε πλήρως το μάθημα εκ της μικράς ανταρσίας που του


εσκηνοθέτησεν ο αρχηγός του την παρελθούσαν Δευτέραν εις την
Βουλήν…. (…). Καλόν και άξιον είναι να γνωρίζουν οι δημόσιοι
άνδρες ν’ αναλαμβάνουν ευθύνας, αλλά όπως έλεγε και ο Μέγας
Ναπολέων, «το υπέροχον απέχει από το γελοίον κατά εν βήμα»!
Φοβούμεθα ότι κινδυνεύει να δρασκελίση το βήμα αυτό ο υπουργός
των Εσωτερικών επωμιζόμενος τον άχαριν ρόλον, που δεν του ανήκει
και αποδίδων εις τον κ. Καραμανλήν τον ωραίον, που δεν του ανήκει
επίσης. Διότι ποίος ημπορεί να πιστεύση ότι όταν ο αρχηγός της
«πλειοψηφίας» συμφωνή με την ομόφωνον γνώμην της
«Αντιπολιτεύσεως» επί θέματος θεμελιώδους ηθικής και πολιτικής
τάξεως, είναι δυνατόν ο υπουργός των Εσωτερικών να διανοηθή ότι θα
επιβάλη την αθέμιτον λύσιν του; Εν πάση περιπτώσει η κατανομή των
ρόλων είναι εσωτερική υπόθεσις της ΕΡΕ. Η νομιμότης, όμως, και η
γνησιότης των εκλογικών καταλόγων δεν είναι. Και δεν υπάρχει τρόπος
να νομιμοποιηθούν τα δένδρα και τα τηλεγραφόξυλα της «λεωφόρου
Νοθείας». Ας λήξη, λοιπόν, αμέσως η ασχημία της υποθέσεως αυτής, η
οποία εκθέτει τον τόπον ως χώραν Κάφρων.67

65
«Ορθώς ενήργησε», Το Βήμα, 10 Νοεμβρίου 1962.
66
Ελευθερία, 10 Νοεμβρίου 1962.
67
«Η υπαναχώρησις», Ελευθερία, 9 Νοεμβρίου 1962.

201
Αν όμως η διαφωνία μεταξύ υπουργού Εσωτερικών και πρωθυπουργού,
σχετικά με το ζήτημα των εκλογικών καταλόγων δημοσιοποιήθηκε, δίνοντας τη
δυνατότητα στην αντιπολίτευση να τη χρησιμοποιήσει στο πλαίσιο του ανένδοτου
αγώνα, φαίνεται ότι μεταξύ των δύο ανδρών προϋπήρχε διάσταση απόψεων γύρω από
το θέμα του συγκεκριμένου νομοσχεδίου. Ο Γεώργιος Ράλλης είχε προσδώσει
ιδιαίτερη βαρύτητα στο εν λόγω νομοσχέδιο κρίνοντας ότι με την εκκαθάριση και τη
λεξικογράφηση των εκλογικών καταλόγων θα μπορούσε πλέον η χώρα να διεξάγει
εκλογές χωρίς τις συνήθεις πλέον ενστάσεις. Ενδεικτική ήταν άλλωστε η αποστροφή
του λόγου του κατά την εισηγητική του τοποθέτηση: «Πιστεύω, ότι εισήλθομεν, ήδη,
εις την οδόν, η οποία θα μου επιτρέψη, όταν τούτο το έργον συντελεσθή, να είμαι
υπερήφανος, διότι εις εμέ η τύχη ηθέλησε να αναθέση να εκκαθαρίσω μίαν
κατάστασιν, η οποία από μακρού πάσχει και δια την οποίαν υπεύθυνος δεν είναι η
παρούσα Κυβέρνησις μόνον. Υπεύθυνοι είμεθα όλοι μας».68 Στα τέλη Σεπτεμβρίου,
όμως, ο ίδιος είχε ενοχληθεί από την παρελκυστική τακτική του πρωθυπουργού, ο
οποίος – κατά τον Ράλλη – έδειχνε να προσπαθεί να αναβάλει την συζήτηση του
εκλογικού νομοσχεδίου. Σε συνάντησή του με τον Monteagle Stearns ο Ράλλης είχε
αναφερθεί στο γεγονός, σημειώνοντας ότι η ανασύνταξη των εκλογικών καταλόγων
θα ήταν «τρομερό έργο» καθώς μόνο η εκτύπωση των νέων βιβλιαρίων θα απαιτούσε
τουλάχιστον έξι μήνες, ενώ το συγκεκριμένο εγχείρημα στο σύνολό του δεν θα
μπορούσε να ολοκληρωθεί σε λιγότερο από έναν χρόνο. Ειδικά για τη στάση του
Κωνσταντίνου Καραμανλή, υποστήριξε ότι «έδειχνε να διστάζει», γεγονός που ο
Ράλλης απέδιδε στο ρευστό πολιτικό σκηνικό:

Από την στιγμή που θα ξεκινήσει η ανασύνταξη των εκλογικών


καταλόγων, θα είναι πολύ δύσκολο να διεξαχθούν εκλογές μέχρι αυτή να
ολοκληρωθεί. Όμως, η απειλή νέων εκλογών αποτελούσε την πλέον
αποτελεσματική άμυνα του Καραμανλή απέναντι στις μηχανορραφίες
των Ανακτόρων. (…) Ο πρωθυπουργός συνεπώς συνειδητοποιούσε ότι
περνώντας το νομοσχέδιο περί εκλογικής νομοθεσίας «έδενε τα ίδια του
τα χέρια». Αν κατά τη διάρκεια της περιόδου, κατά την οποία θα
ανασυντάσσονταν οι εκλογικοί κατάλογοι, ο Καραμανλής έχανε την

68
Επίσημα πρακτικά της ειδικής επιτροπής της Βουλής του άρθρου 35 του Συντάγματος, περίοδος ΣΤ’,
Τόμος Β’, συνεδρίαση ΟΖ’, 18 Οκτωβρίου 1962, σελ. 550.

202
αυτοδυναμία του στο κοινοβούλιο (όπως συνέβη το 1958), θα ήταν
δύσκολο για αυτόν να απαιτήσει νέες εκλογές, και ο βασιλιάς θα
μπορούσε – σχεδόν χωρίς συνέπειες – να τοποθετήσει μία μεταβατική
κυβέρνηση από την υπάρχουσα βουλή.69

Κατά τον Καραμανλή, η ρευστή πολιτική κατάσταση στη χώρα πιθανόν να


δικαιολογούσε κάποιες επιφυλάξεις γύρω από τη σκοπιμότητα της συγκεκριμένης
πρωτοβουλίας. Η σταθερή απαίτηση της Ένωσης Κέντρου για μεταβατική κυβέρνηση
και διεξαγωγή εκλογών μετά την ανασύνταξη των εκλογικών καταλόγων, οι
εσωκομματικές έριδες, που είχαν και προ διμήνου εκφραστεί, η κινητικότητα
παραγόντων της δημόσιας ζωής – όπως η εκδότρια της Καθημερινής Ελένη Βλάχου
– στην κατεύθυνση εξεύρεσης άλλου προσώπου μέσα από την ΕΡΕ για τη θέση του
πρωθυπουργού και φυσικά οι ολοένα αυξανόμενες τριβές στις σχέσεις
πρωθυπουργού-Στέμματος, προβλημάτιζαν τον Καραμανλή. Ο συνδυασμός όλων
αυτών των παραγόντων θα μπορούσε να λειτουργήσει εις βάρος του πρωθυπουργού
και της κυβέρνησης. Άλλωστε, αν και πιθανότατα οι μακροπρόθεσμοι στόχοι τους δεν
συνέπιπταν, κοινή συνισταμένη για την επίτευξη όλων έδειχνε να είναι μία: η
απομάκρυνση του Κωνσταντίνου Καραμανλή από την πρωθυπουργία.70

Τις ίδιες ημέρες, ο αμερικανός πρέσβης είχε συνάντηση με ηγετικά στελέχη


του Κέντρου,71 αποφασίζοντας να αναλάβει ο ίδιος τον ρόλο του βασικού συνομιλητή
της πρεσβείας με την αντιπολίτευση, γεγονός που έχει ερμηνευθεί ως «το σαφέστερο

69
Brewster προς Department of State, Political Position of Royal Family and Related Matters: Views
of Interior Minister George Rallis, 27 Σεπτεμβρίου 1962, Washington D.C., NARA State Department
Papers, RG 59, 781.00 (W)/9-2762.
70
Ενδεικτικό του κλίματος που επικρατούσε το φθινόπωρο του 1962, είναι πρωτοσέλιδο άρθρο της,
φίλα προσκείμενης στον Σοφοκλή Βενιζέλο, Μακεδονίας στο οποίο αναφέρεται: «Προς αποτροπήν
των κινδύνων δια τον Θρόνον, αυλή και συμμαχικός παράγων αναζητούν νέαν ηγεσίαν για την
παράταξιν της δεξιάς: ο κ. Καραμανλής θα απομακρυνθή τιμητικώς δηλών ο ίδιος ότι αποχωρεί της
πολιτικής και η ωργανωμένη εν τω μεταξύ προπαγάνδα θα τον εμφανίση ως «Εθνικόν Κεφάλαιον». Ο
κ. Μαρκεζίνης προβάλλεται ως δυνάμενος να ηγηθή «ανανεωτικής καταστάσεως με σύνθημα την
λήθην του παρελθόντος», Μακεδονία, 23 Οκτωβρίου 1962· Αντίστοιχα, και η Ελευθερία, επιχειρώντας
να διαψεύσει τις φήμες περί μεταβατικής κυβέρνησης με τη συμμετοχή του Κέντρου, σημείωνε «Δια
το σημερινόν Κέντρον οι πολιτικοί σαλτιμπαγκισμοί αποκλείονται. Όχι διότι ως πολιτικόν κόμμα δεν
επιδιώκει την εξουσίαν. Αλλά διότι έχει επίγνωσιν ότι εκείνο, που προέχει τώρα δεν είναι η κατάκτησις
της εξουσίας, αλλ’ η επιβολή της θεμελιώδους δημοκρατικής αρχής ότι η εξουσία απορρέει από τον
λαόν και μόνον. Δεν μπορεί να είναι ούτε της ευνοίας καρπός, ούτε παρασκηνιακών συνωμοσιών
προϊόν», «Οι Φύλακες», Ελευθερία, 2 Νοεμβρίου 1962.
71
Brewster προς Department of State, Center Union Leaders’ Luncheon with Ambassador Labouisse,
14 Νοεμβρίου 1962, Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59, 781.00 (W)/11-1462.

203
σημάδι της αυξανόμενης σημασίας του Γεωργίου Παπανδρέου».72 Στην συνάντηση,
εκτός του αρχηγού του Κέντρου μετείχαν ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ο Στέφανος
Στεφανόπουλος και ο Γεώργιος Μελάς.73 Αφού αναφέρθηκε στις εκλογές του 1961
και τις πιέσεις που είχαν δεχθεί οι εκλογείς, ο Γεώργιος Παπανδρέου, σημείωσε ότι
υπήρχε κίνδυνος «οι κομμουνιστές να κερδίσουν με δόλο, ό,τι έχασαν με την ισχύ
των όπλων», αποδίδοντας ευθύνες για την ενίσχυση της ΕΔΑ – έως το 1958 – στη
διακυβέρνηση της ΕΡΕ. Από την πλευρά του ο Labouisse επέμεινε ότι η
αντιπολιτευτική τακτική της Ένωσης Κέντρου θα έπρεπε να παραμείνει εντός
συνταγματικών πλαισίων, επαναλαμβάνοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν
καμία πρόθεση να επέμβουν στην εσωτερική πολιτική της χώρας. Στην απάντησή
του, ο Γεώργιος Παπανδρέου υπογράμμισε ότι το κόμμα του δεν ήθελε καμία «χάρη»
από την αμερικανική πρεσβεία, εμμένοντας πάντως στην άποψη ότι εσκεμμένα ή μη,
οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν μετατραπεί σε «συνεργό» της εκλογικής νοθείας. Αν και
ο Σοφοκλής Βενιζέλος παρενέβη προκειμένου να διευκρινίσει, ότι το κόμμα του δεν
εστρέφετο κατά της αμερικανικής πρεσβείας, ο Παπανδρέου επέμεινε
συμπληρώνοντας ότι υπήρχε διάχυτη στην κοινωνία η αίσθηση ότι η πρεσβεία και τα
Ανάκτορα συνεργάζονταν προκειμένου να παραμείνει στην εξουσία ο Καραμανλής
και η Ένωση Κέντρου στην αντιπολίτευση. Η συνάντηση αποτέλεσε ευκαιρία για την
ηγεσία του Κέντρου, προκειμένου να επιβεβαιώσει τις θέσεις της και να τις
γνωστοποιήσει – για μία ακόμη φορά – στην αμερικανική πλευρά. Παρά τους
ισχυρισμούς του Γεωργίου Παπανδρέου αναφορικά με τον ρόλο της πρεσβείας στις
προηγούμενες εκλογές, καθίστατο σαφής η προσπάθεια του Κέντρου να θέσει τα όρια
του εγχειρήματός του. Η επισήμανση, άλλωστε, του Στέφανου Στεφανόπουλου ότι
υπήρχε διαφορά μεταξύ πολιτικής και κυβερνητικής σταθερότητας και ότι η συνέχιση
της διακυβέρνησης Καραμανλή θα αύξανε την πολιτική αστάθεια και θα συνεισέφερε
στην ενίσχυση της Αριστεράς, έδειχνε να επιβεβαιώνει αυτή την στόχευση.

72
James Edward Miller, The United States and the Making of Modern Greece: History and Power,
1950-1974 (Chapel Hill, NC, 2009), σελ. 78. Ο Miller μάλιστα προβαίνει στην εκτίμηση ότι οι
ισχυρισμοί του Γεωργίου Παπανδρέου, περί αμερικανικής εμπλοκής στο «εκλογικό πραξικόπημα»
είχαν προκαλέσει αυτή την αντίδραση της πρεσβείας· βλ. επίσης, του ίδιου, «“The Greek De Gaulle”
or “Our Man in Athens”? Karamanlis and the Americans 1954-1974», στο Κωνσταντίνος
Σβολόπουλος, Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου, Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος
Καραμανλής στον εικοστό αιώνα, τόμος B΄, σσ. 37-61.
73
Από την αμερικανική πλευρά μετείχαν – εκτός του Labouisse – οι Tapley Bennet, Dan Brewster και
Monteagle Stearns.

204
Η νέα συγκέντρωση της Αθήνας: Νοέμβριος 1962

Μέσα σε αυτό το ρευστό πολιτικό κλίμα, ο ανένδοτος αγώνας προσπαθούσε


να ενισχύσει τον βηματισμό του. Με δεδομένο μάλιστα, ότι οι λύσεις που είχαν
προταθεί από την Ένωση Κέντρου για το εκλογικό σύστημα και την εκκαθάριση των
εκλογικών καταλόγων χρειάζονταν αρκετούς μήνες προκειμένου να ολοκληρωθούν,
καθίστατο σαφές ότι οι εκλογές ακόμη και αν ήταν αναπόφευκτες, δεν μπορούσαν να
προκηρυχτούν πριν την πάροδο κάποιων μηνών, και πάντως όχι πριν την επόμενη
άνοιξη.74 Αυτή η ιδιότυπη «προεκλογική» περίοδος για το Κέντρο, επέβαλε την
ανάπτυξη συγκεκριμένων πρωτοβουλιών, προκειμένου να μην χαθεί η πρωτοβουλία
των κινήσεων, ενώ πολλά στελέχη του επέμεναν στην ανάγκη αναμόρφωσης του
τρόπου με τον οποίο διεξαγόταν ο αγώνας. Συνοψίζοντας τις θέσεις της
συγκεκριμένης μερίδας των στελεχών του Κέντρου, ο βουλευτής Μιχάλης
Παπακωνσταντίνου σημείωνε ότι:

Η ώρα των μεγάλων λόγων και των υψηλού επιπέδου φιλοσοφιών και
ομιλιών είχε παρέλθει και ότι είχε πλέον έλθει η ώρα να ξεκινήσει η
σκληρή δουλειά στο επίπεδο της βάσης προκειμένου να δημιουργηθεί
ένας κομματικός οργανισμός. (…) Ενώ ο Παπανδρέου και ο Βενιζέλος
είναι θετικοί απέναντι στις ιδέες των νεώτερων εντός της Ένωσης
Κέντρου, έχουν τόσες πολιτικές δεσμεύσεις έναντι πολιτικών παλαιάς
κοπής όπως ο Μπακατσέλος και ο Ταλιαδούρης, που τους εμποδίζουν να
φέρουν αυτούς τους παλαιούς πολιτικούς στην ίδια γραμμή. 75

Το ίδιο διάστημα προγραμματίσθηκε η – από μηνών εξαγγελθείσα –


συγκέντρωση της Ένωσης Κέντρου στην Αθήνα επ’ ευκαιρία της συμπλήρωσης ενός
χρόνου από τις εκλογές, για τις 29 Οκτωβρίου 1962. Λίγες ημέρες πριν την
πραγματοποίηση της συγκέντρωσης ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΕΔΑ Ηλίας
Ηλιού υποστήριξε την ανάγκη συστράτευσης των «δημοκρατικών δυνάμεων»,

74
Ελευθερία, 14 Οκτωβρίου 1962.
75
Folsom προς Department of State, Conversation with Michael Papaconstantinou Center Union
Deputy from Kozani, 7 Νοεμβρίου 1962, Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59,
781.00/11-762.

205
προσθέτοντας ότι «η ΕΔΑ θα μετάσχη της συγκεντρώσεως και θα διακηρύξη εις
αυτήν την ενότητα, καλούσα όλους τους δημοκράτας να μετάσχουν».76 Αντίστοιχο
κάλεσμα έκανε και το εξόριστο ΚΚΕ με ανακοίνωση του Πολιτικού Γραφείου της
Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, που μεταδόθηκε από τον ραδιοφωνικό σταθμό
«Η Φωνή της Αλήθειας». Αφού κατηγορούσε την τακτική της κυβέρνησης, ως
προσπάθεια τρομοκράτησης του λαού, στρεφόταν και κατά της ηγεσίας του Κέντρου
τονίζοντας:

Η ηγεσία της Ένωσης Κέντρου, αντί να στιγματίσει αυτήν την


προσπάθεια της Κυβέρνησης, θέτει υπό αμφισβήτηση το αναφαίρετο
δικαίωμα του λαού όχι μόνο να συγκεντρώνεται αλλά και να διαδηλώνει.
(…)Η συγκέντρωση όμως αυτή δεν πρέπει να πάρει στενά κομματικό
χαρακτήρα, αλλά πρέπει ν αποτελέσει μία παλλαϊκή, πανδημοκρατική
εκδήλωση(…). Εμπρός αριστεροί, κεντρώοι, όλοι οι πατριώτες στη
μεγάλη πανδημοκρατική συγκέντρωση στις 29 του Οχτώβρη.77

Η επιδίωξη αυτή της Αριστεράς, η οποία πλέον καλούσε ανοικτά τους


οπαδούς της να μετάσχουν στην συγκέντρωση, έδειχνε πάντως να δημιουργεί σοβαρό
πρόβλημα στην αξιωματική αντιπολίτευση. Η κρίση της Κούβας που εξελίσσετο τις
ίδιες ημέρες δεν άφηνε πολλά περιθώρια στην ηγεσία του Κέντρου. Αν η
συγκέντρωση διεξαγόταν κανονικά, θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι δεν ήταν σε
θέση να σταθμίσει σωστά τις συνθήκες μίας κρίσης που θα μπορούσε να οδηγήσει
την ανθρωπότητα σε πυρηνικό πόλεμο. Ο κυριότερος όμως λόγος που συνηγορούσε
υπέρ μίας αναβολής της συγκέντρωσης, ήταν η ανησυχία ότι θα μπορούσε να
αποτελέσει αντικείμενο εκμετάλλευσης από την Αριστερά εμπλέκοντας το ζήτημα
της Κούβας.78 Τελικά, στις 25 Οκτωβρίου, ο Γεώργιος Παπανδρέου ανακοίνωσε την
αναβολή της συγκέντρωσης, λέγοντας ότι η απόφαση ελήφθη με «αίσθημα εθνικής
ευθύνης» και ότι η Ένωση Κέντρου «πιστή εις την αμυντικήν συμμαχίαν του
ελευθέρου κόσμου, εύχεται όπως παρέλθη η παρούσα βαρεία κρίσις και όπως
εμπεδωθή δια του καθολικού, ελεγχομένου αφοπλισμού, η Ειρήνη, η οποία αποτελεί

76
Το Βήμα, 23 Οκτωβρίου 1962.
77
«Ελεύθερη Ελλάδα-Η Φωνή της Αλήθειας», Αρχείο Ραδιοφωνικού Σταθμού, Αρχεία Σύγχρονης
Κοινωνικής Ιστορίας , Φακ. 162, αρ. δελτίου 295 Γ+Δ, 21 Οκτωβρίου 1962
78
Ralph Murray προς Foreign Office, 30 Οκτωβρίου 1962, FO 371/163444/27(C).

206
τον εναγώνιον πόθον όλων των ανθρώπων και το ιστορικό χρέος των ηγετών του
κόσμου».79 Σε συνομιλία του, πάντως, με αξιωματούχο της αμερικανικής πρεσβείας,
εξήγησε ότι η απόφαση του κόμματός του σχετιζόταν κυρίως με τον φόβο που
υπήρχε σε πολλά στελέχη, ότι «οι κομμουνιστές θα προσπαθούσαν να μετατρέψουν
την συγκέντρωση της 29ης Οκτωβρίου σε μία αντιαμερικανική διαδήλωση».
Συμπληρώνοντας με έμφαση, ότι ο ανένδοτος αγώνας είχε καθαρά εσωτερικό
προσανατολισμό. Σύμφωνα πάντως με τον ίδιο, υπήρχε παράλληλα και η άποψη στο
εσωτερικό του Κέντρου, ότι με την αναβολή θα μπορούσε να χαθεί η «στιγμή» για το
κόμμα και τον ανένδοτο.80 Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τον Brewster, η επιλογή
της Ένωσης Κέντρου αποτελούσε μάλλον μία κίνηση τακτικής, καθώς με την κρίση
της Κούβας να κυριαρχεί, η κοινή γνώμη δεν θα υποδεχόταν με ενθουσιασμό μία
ακόμη αντικυβερνητική διαδήλωση. Στο ίδιο κλίμα, και η Καθημερινή, αφού
υπογράμμιζε την σημασία της απόφασης του Κέντρου, την οποία χαρακτήριζε «λίαν
συνετή», επεσήμαινε την συμβολή του Σοφοκλή Βενιζέλου στην αποτροπή μίας
πιθανής συνεργασίας μεταξύ Κέντρου και Αριστεράς.81 Άλλωστε, η προσπάθεια του
Γεωργίου Παπανδρέου να διαχωρίσει τη θέση του έναντι κάθε επιβουλής της
αντιπολιτευτικής τακτικής του από την ΕΔΑ φάνηκε να επιβεβαιώνεται και από την
δήλωσή του κατά την επέτειο του ενός χρόνου από την διεξαγωγή των εκλογών του
1961, στην οποία κατήγγειλε τη στάση τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς:

Η Ένωσις Κέντρου δεν αναγνωρίζει τίτλους ούτε εις την Δεξιάν να δίδη
μαθήματα πατριωτισμού, ούτε εις την Αριστερά να δίδη μαθήματα
Δημοκρατίας. Έχομεν τίτλους όχι να λαμβάνωμεν αλλά να δίδωμεν
μαθήματα και Πατριωτισμού και Δημοκρατίας. Η Ένωσις Κέντρου δεν
είναι υποτελής, ούτε δορυφόρος. Δεν επιδιώκει εύνοιαν, από κανένα.
Ιδεώδη υπερασπίζει. Τα Ιδεώδη της Ελλάδος και της Δημοκρατίας. Και
δια τούτο ακριβώς ευρίσκει τόσον βαθείαν απήχησιν και εις τας ψυχάς
της Νεότητος. Απευθύνομεν δημοσία προς την ΕΔΑ το ερώτημα: διατί
δεν αρκείται εις τας ιδικάς της συγκεντρώσεις; Ανήκουν οι
Κομμουνισταί εις άλλον κόσμον. Και η ευθύτης επιβάλλει με ιδικάς των

79
Για την ανακοίνωση βλ. Ελευθερία, 26 Οκτωβρίου 1962.
80
Brewster προς Department of State, 2 Νοεμβρίου 1962, Washington D.C., NARA State Department
Papers, RG 59, 781.00 (W)/11-262.
81
«Η αναβολή», Η Καθημερινή, 27 Οκτωβρίου 1962.

207
συγκεντρώσεις να διακηρύττουν τα ιδικά των συνθήματα. Και είναι αυτό
το οποίον πράττει η Ένωσις Κέντρου.82

Αφού η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος επιβεβαίωσε ομόφωνα την


ακολουθούμενη στρατηγική κατά τη συνεδρίαση της 1ης Νοεμβρίου, λίγες ημέρες
αργότερα κατατέθηκε αίτηση προς τον υπουργείο Εσωτερικών για παραχώρηση
άδειας συγκέντρωσης για τις 22 Νοεμβρίου 1962.83 Το αίτημα του Κέντρου
εγκρίθηκε με αποτέλεσμα η συγκέντρωση να οργανωθεί χωρίς περαιτέρω όξυνση
μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης.84 Την ίδια ώρα οι πιέσεις από
την πλευρά της ΕΔΑ συνεχίζονταν. Αψηφώντας τις τοποθετήσεις της ηγεσίας του
Κέντρου, η Αριστερά συνέχιζε να καλεί τους οπαδούς της να λάβουν μέρος στην
συγκέντρωση, δυσχεραίνοντας εμφανώς την θέση του Γεωργίου Παπανδρέου έναντι
των επικριτών του από την κυβερνητική παράταξη. Είναι ενδεικτικό ότι στις 21
Νοεμβρίου η Αυγή κυκλοφόρησε με τίτλο «Όλη η Αθήνα αύριο στη συγκέντρωση»,
ενώ στο σχετικό άρθρο της σημείωνε με νόημα:

Ο δημοκρατικός πυρετός ανεβαίνει στις συνοικίες, ενώ οι κύκλοι της


ολιγαρχίας χύνουν κροκοδείλια δάκρυα, δήθεν για τους κινδύνους της
γαλήνης του τόπου, πράγματι όμως για τον κίνδυνο της δικής τους
παράνομης εξουσίας. (…) Δεν είναι στο χέρι της ολιγαρχίας να ελέγχη
τις πολιτικές εξελίξεις όταν υπάρχη απέναντί της μία δύναμι ισχυρότερη.
Και η δύναμις αυτή σχηματίζεται κάθε στιγμή που οι δημοκρατικές
μάζες αγωνίζονται ενωμένες για τις κοινές τους επιδιώξεις.85

Αν και οι πληροφορίες μεταξύ της αστυνομίας και της Ένωσης Κέντρου δεν
συνέπιπταν, ήταν σαφές ότι επρόκειτο για την μεγαλύτερη συγκέντρωση στην πόλη,

82
Το Βήμα, 30 Οκτωβρίου 1962.
83
Για τη σχετική ανακοίνωση βλ., Ελευθερία, 2 Νοεμβρίου 1962.
84
Η άδεια δόθηκε από την αστυνομική διεύθυνση Αθηνών στις 13 Νοεμβρίου 1962.
85
«Προς την συγκέντρωσι», Η Αυγή, 21 Νοεμβρίου 1962

208
μετά τουλάχιστον τις εκλογές του 1961,86 ο ίδιος μάλιστα ο Γεώργιος Παπανδρέου
την χαρακτηρίζει «θαύμα» στο προσωπικό του ημερολόγιο.87 Παράλληλα, ο φίλα
προσκείμενος στο Κέντρο Τύπος υπογράμμιζε την απουσία οργανωμένων οπαδών και
συνθημάτων της ΕΔΑ χαρακτηρίζοντας την συγκέντρωση «θριαμβευτικήν επιτυχίαν
της Ενώσεως Κέντρου και αυτής μόνον».88 Το συγκεκριμένο επιχείρημα αποτελούσε
στοιχείο κομβικής σημασίας δεδομένης της χρονικής συγκυρίας και των πιθανών
κατηγοριών που θα μπορούσαν να εκτοξευθούν από την κυβερνητική παράταξη.89
Μάλιστα, σε έκθεσή του ο Βρετανός πρέσβης σημείωνε: «Η κρυπτοκομμουνιστική
ΕΔΑ παρείχε (πιθανότατα αυτόκλητα) πλήρη στήριξη στα αιτήματα της Ένωσης
Κέντρου, αλλά η κρίση της Κούβας, η οποία φανέρωσε τις δομικές διαφορές μεταξύ
της Κεντρώας και της Αριστερής αντιπολίτευσης, έβαλε ένα τέλος στην τάση αυτή
προς τη συγκρότηση ενός de facto λαϊκού μετώπου».90

Η ομιλία του Γεωργίου Παπανδρέου επικεντρώθηκε και πάλι στο αίτημα για
τίμιο εκλογικό σύστημα, τίμιο κράτος και τίμιες εκλογές, στην ευθύνη της
κυβέρνησης για τη διακοπή της δωρεάν βοήθειας αμυντικής στήριξης εξ αιτίας των
«παραποιημένων στατιστικών στοιχείων» και της λαθεμένης διαχείρισης του
προπολεμικού χρέους. Επίσης, ο αρχηγός του Κέντρου κατήγγειλε την κυβέρνηση για
την ακολουθούμενη αγροτική πολιτική και την πολιτική στην Παιδεία. Σε σχέση με
την εξωτερική πολιτική κατηγόρησε την κυβέρνηση για τον χειρισμό των εθνικών
θεμάτων με ειδικές αναφορές στο Μακεδονικό, το Κυπριακό και τις σχέσεις με την
Αίγυπτο (όπου λόγω της ανακύρηξης του «αραβικού σοσιαλισμού» από τον Gamal
Abdel Nasser είχαν εθνικοποιηθεί οι περιουσίες των ομογενών, οι οποίοι
εγκατέλειπαν πλέον τη χώρα). Ειδικότερα, σε σχέση με την ανάγκη παρέμβασης του
βασιλιά, ο Γεώργιος Παπανδρέου ανέφερε «Δύο λόγοι επιβάλλουν πρωτοβουλίαν του
Βασιλέως, συμφώνως προς το Πολίτευμα: πρώτος είναι το ΕΚΛΟΓΙΚΟΝ
ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΤΗΣ 29ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ με το οποίον εσχηματίσθη νόθος Βουλή

86
Ενώ η αστυνομία έκανε λόγο για πενήντα έως ογδόντα χιλιάδες άτομα, από την πλευρά της Ένωσης
Κέντρου και του αντιπολιτευόμενου τύπου η παρουσία του κόσμου υπολογιζόταν σε περίπου
διακόσιες χιλιάδες πολίτες, βλ. Ελευθερία, 23 Νοεμβρίου 1962.
87
Ημερολόγιο Γεωργίου Παπανδρέου 1962, 22 Νοεμβρίου 1962, Αρχείο Γεωργίου Παπανδρέου,
Πνευματικό Ίδρυμα Γεωργίου Παπανδρέου, σειρά 1 φακ. 15.
88
Το Βήμα, 23 Νοεμβρίου 1962.
89
Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι λίγες ημέρες νωρίτερα η Εκτελεστική Επιτροπή και η
κοινοβουλευτική ομάδα της ΕΔΑ με κοινή ανακοίνωσή τους, είχαν καλέσει τους οπαδούς τους να
μετάσχουν στην συγκέντρωση. Παράλληλα, τα Νέα την επομένη της συγκέντρωσης σημείωναν ότι
«οπαδοί της Αριστεράς έρριψαν το σύνθημα “Ενότητα”», βλ. Τα Νέα, 23 Νοεμβρίου 1962.
90
Murray προς Foreign Office, Greece Annual Review 1962, 22 Ιανουαρίου 1963, FO 371/169054.

209
και παράνομος Κυβέρνησις. Και ο δεύτερος λόγος είναι η πανηγυρική εκδήλωσις της
θελήσεως του ελληνικού Λαού, όπως συμβαίνει εις όλην την χώραν και όπως κατ’
εξοχήν συμβαίνει σήμερον. Και αυτή ακριβώς είναι η αποστολή του Ρυθμιστού του
Πολιτεύματος: ΝΑ ΕΝΑΡΜΟΝΙΖΗ ΤΗΝ ΘΕΛΗΣΙΝ ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΒΟΥΛΗΣ. Οι
Ηρακλείς και οι κάπηλοι επιδιώκουν να ταυτίσουν τον Βασιλέα με την φατρίαν των.
Αλλά γνωρίζομεν από την Ιστορίαν που οδηγεί η ταύτισις».91

Την επομένη της συγκέντρωσης, ο Τύπος της συμπολίτευσης στράφηκε για


μία ακόμη φορά κατά του Γεωργίου Παπανδρέου και της στάσης του κόμματός του
έναντι της ΕΔΑ. Χαρακτηρίζοντας την συγκέντρωση «πολιτικόν κύκνειον άσμα» του
Αχαιού πολιτικού, η Καθημερινή μεμφόταν την «συμπόρευσή» του με την Αριστερά,
και επιχειρούσε να απονομιμοποιήσει τα αιτήματα του Κέντρου: αν μέχρι εκείνη την
ημέρα χαρακτηρίζονταν «αντικοινοβουλευτικά και αντισυνταγματικά» πλέον
κρίνονταν ως εκβιασμός της «κομμουνιστικής μειοψηφίας εις βάρος του
Συντάγματος».92 Ανάλογες πληροφορίες της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα
ανέφεραν ότι η ηγεσία της Ένωσης Κέντρου είχε συμφωνήσει με την Αριστερά να
δεχθεί την ενίσχυση των οπαδών της στη συγκέντρωση με αντάλλαγμα την αποφυγή
από τον Γεώργιο Παπανδρέου των επιθέσεων εναντίον της Αριστεράς.93 Το ίδιο
σημείωμα, μάλιστα, υπενθύμιζε την πρόσφατη διαβεβαίωση του αρχηγού του
Κέντρου προς τον αμερικανό πρέσβη, ότι δεν επρόκειτο ποτέ να συνεργαστεί με την
ΕΔΑ. Λίγες ημέρες αργότερα, σε συνάντησή του με τον Monteagle Stearns ο αρχηγός
του Κέντρου απέρριψε τις πληροφορίες περί συνεννόησης με την ΕΔΑ πριν την
συγκέντρωση. Προσέθεσε όμως, ότι η ηγεσία της Αριστεράς είχε ζητήσει να
συναντηθούν αλλά εκείνος αρνήθηκε. Τέλος, δεν απέκλεισε την πιθανότητα «ένας ή
δύο βουλευτές όπως ο Μητσοτάκης ή ο Κωστόπουλος, να είχαν συζητήσεις με ηγέτες
της ΕΔΑ όπως ο Ηλιού, κατά τη διάρκεια των οποίων να είχαν πει ότι όλοι θα ήταν
ελεύθεροι να παρευρεθούν στην συγκέντρωση σε ατομικό επίπεδο και να είχαν
προειδοποιήσει την ΕΔΑ, ότι η Ένωση Κέντρου δεν θα επέτρεπε στους
Κομμουνιστές να μεταβάλλουν τον χαρακτήρα της συγκέντρωσης με αντινατοϊκά και
αντιαμερικανικά συνθήματα».94 Η απάντηση του Παπανδρέου είναι σαφές ότι

91
Για το κείμενο της ομιλίας βλ. Το Βήμα 23 Νοεμβρίου 1962.
92
«Η παγίς», Η Καθημερινή, 23 Νοεμβρίου 1962
93
Labouisse προς Department of State, 23 Νοεμβρίου 1962,Washington D.C., NARA State
Department Papers, RG 59, 781.00/11-2362.
94
Brewster προς Department of State, 10 Δεκεμβρίου 1962,Washington D.C., NARA State
Department Papers, RG 59, 781.00/12-1062.

210
επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Αν και είναι αλήθεια ότι στην ομιλία του απέφυγε κάθε
αναφορά στην Αριστερά,95 το γεγονός αυτό από μόνο του θα μπορούσε να αποτελεί
απλή σύμπτωση.96 Η πραγματικότητα είναι ότι τέτοιου είδους παρασκηνιακές
συνεννοήσεις ακόμη και αν έδειχναν πιθανές, είναι πολύ δύσκολο να αποδειχθούν. Σε
κάθε περίπτωση είναι πιθανή μία σταδιακή προσπάθεια του Γεωργίου Παπανδρέου
να προσεταιρισθεί ψηφοφόρους της ΕΔΑ, όπως προκύπτει και από τη σχετική
περιγραφή του Αναστάσιου Πεπονή: «Τότε υπήρξε και μία αποδυνάμωση της
αντικομμουνιστικής ρητορικής του Γεωργίου Παπανδρέου. Θυμάμαι καλά ότι
μιλώντας στην πλατεία Κλαυθμώνος είπε αφήστε τα αυτά είναι “παλαιόν
ημερολόγιον”. Δεν το πήγε πια σε μια οξύτητα». 97 Το κλίμα που επικρατούσε πριν
και κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης μετέφερε με ενάργεια και ο Δημήτρης Ψαθάς
σε ένα καυστικό κείμενο σχετικά με τα κυβερνητικά μέτρα και την τακτική των
συγκεντρωμένων:

Η Κυβέρνηση και οι εφημερίδες της ΕΡΕ έκαναν το παν για


ν’αφαιρέσουν το αίσθημα της ασφαλείας από τους νομιμόφρονες
πολίτες, καλλιεργώντας επί μέρες και μέρες τις φήμες ότι θα γίνουν
ταραχές. Προσπάθησαν επίσης με κάθε τρόπο και με κάθε μέσο να
θολώσουν τα νερά, παρουσιάζοντας την συγκέντρωση σαν
κομμουνιστική – χιλιάδες φέιγ-βολάν μοιράστηκαν, εκτός από τις
δημοσιεύσεις στις εφημερίδες – και επί πλέον πήραν πρωτοφανή μέτρα
για την «εξασφάλιση της τάξης». Χιλιάδες αστυνομικοί
κινητοποιήθηκαν και ο χώρος από την πλατεία Συντάγματος μέχρι την
Ομόνοια διαιρέθηκε σε 9 τομείς, όπου ισχυρές δυνάμεις, με επικεφαλής
τους αξιωματικούς τους, ήσαν έτοιμαι για δράση. (…) κανείς δεν ήταν
δυνατόν να είναι σίγουρος για την προσωπική ασφάλειά του,

95
Για «αυτοσυγκράτηση» του Παπανδρέου έναντι της Αριστεράς έκανε λόγο ο Brewster σε έκθεσή
του λίγες ημέρες αργότερα Brewster προς Department of State, 27 Νοεμβρίου 1962, (joint weeka no
47) Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59, 781.00 (W)/11-2762.
96
Την επομένη της συγκέντρωσης, πάντως, το Βήμα έσπευδε να διαλύσει τις όποιες υπόνοιες σχετικά
αναφέροντας «Ο μύθος ότι η συγκέντρωσις θα ήτο κυρίως συγκέντρωσις της Αριστεράς διελύθη. Ο
Ελληνικός Λαός, με βαθείαν ευγνωμοσύνην, προς τον Κέντρον, διαπιστώνει ότι χάρις εις τον έντιμον
και ανένδοτον αγώνα του, η ισορροπία των πολιτικών δυνάμεων έχει πλήρως αποκατασταθή με την
ΣΥΡΡΙΚΝΩΣΙΝ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ εις τας πραγματικάς του διαστάσεις. «Οξύτατον
πρόβλημα αναμένει την λύσιν του», Το Βήμα, 23 Νοεμβρίου 1962.
97
Αναστάσιος Πεπονής, συνέντευξη στον γράφοντα, 12 Δεκεμβρίου 2005.

211
τραβώντας, υπό τέτοιες συνθήκες, για την πλατεία Κλαυθμώνος. Και
όμως, ο λαός αψήφησε τα πάντα και όχι μονάχα έτρεξε ν’ ακούση τον
κ. Παπανδρέου, αλλά πλημμύρισε και την πλατεία κι’ όλους τους γύρω
χώρους σε μια αληθινή ανθρωποθάλασσα.98

Μπορεί λοιπόν βάσιμα να υποστηριχθεί, ότι η συγκέντρωση της Αθήνας


υπήρξε κομβικό σημείο στην πορεία του ανένδοτου αγώνα σε μία χρονική στιγμή που
έδειχνε να αποκτά «μαζικό υπόβαθρο». 99 Με αυτήν ολοκληρώθηκε ο κύκλος των
εκδηλώσεων, που είχε αφετηρία την πρώτη συγκέντρωση του Ηρακλείου και κυρίως
την συγκέντρωση της Αθήνας στις 20 Απριλίου 1962, επισφραγίζοντας – όπως έχει
υποστηριχθεί – «την επιτυχία της τακτικής του». 100 Παράλληλα, όμως, επιχειρείτο να
ανανεωθεί η δυναμική ενός εγχειρήματος που συμπλήρωνε ήδη μία πορεία δώδεκα
μηνών, καθιστώντας επιτακτική την εξεύρεση και νέων προταγμάτων.101 Θέτοντας τις
προτεραιότητες των επόμενων μηνών ο Γεώργιος Παπανδρέου, σε συνομιλία που είχε
με τον Monteagle Stearns, σημείωνε ότι σταδιακά το ζήτημα της βίας και της νοθείας
επρόκειτο να δώσει τη θέση του σε καταγγελίες συγκεκριμένων κυβερνητικών
χειρισμών, με έμφαση σε ζητήματα οικονομικών συναλλαγών κυβερνητικών
στελεχών με μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους.102 Αναφερόμενος δε στο ζήτημα
των εκλογών εκτιμούσε ότι αυτές θα διεξάγονταν το φθινόπωρο του 1963, γεγονός
που δεν επρόκειτο να μειώσει την ένταση του ανένδοτου εναντίον της κυβέρνησης.103
Επιβεβαίωση συνεπώς αυτής της δυναμικής, αποτελούσε η συγκέντρωση της 22ας
Νοεμβρίου, την οποία η Ελευθερία αντιμετώπιζε ως τομή στην πορεία του ανένδοτου,
όπως φαίνεται σαφώς από την σχετική παρέμβασή της:

98
Δημήτρης Ψαθάς, «Ο θρίαμβος», Τα Νέα, 24 Νοεμβρίου 1962.
99
Σωτήρης Ριζάς, Η ελληνική πολιτική μετά τον Εμφύλιο πόλεμο, ο.π., σελ. 269.
100
Ηλίας Νικολακόπουλος, Η καχεκτική δημοκρατία, ο.π., σελ. 295.
101
Ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου αναφέρει χαρακτηριστικά «Στις 22 Νοεμβρίου του ’62 έγινε η πιο
επιτυχημένη και πολυπληθέστερη συγκέντρωση στην πλατεία Κλαυθμώνος στην Αθήνα. Τη θεωρώ
σαν ορόσημο, γιατί από εκείνη τη στιγμή, στην Αθήνα τουλάχιστον, είχαμε πάρει το δρόμο της
ανόδου». Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, Η ταραγμένη εξαετία, ο.π., σελ. 109.
102
Πιο συγκεκριμένα μίλησε για τις υποθέσεις Αριστοτέλη Ωνάση-Ολυμπιακής και Τομ Πάππας-
Esso, για τις οποίες δήλωσε ότι η αντιπολίτευση είχε αξιόπιστες πληροφορίες, ότι είχαν υπάρξει
ύποπτες συναλλαγές με κυβερνητικά στελέχη.
103
Brewster προς Department of State, 10 Δεκεμβρίου 1962,Washington D.C., NARA State
Department Papers, RG 59, 781.00/12-1062.

212
Με το πλήθος και το πάθος της, η χθεσινή συγκέντρωσις απετέλεσε
σταθμόν εις την εξέλιξιν της εσωτερικής πολιτικής καταστάσεως και τα
συμπεράσματά της θα συναχθούν. Ο αντίκτυπός της επί της εξελίξεως
της εσωτερικής πολιτικής καταστάσεως έγινεν ήδη αισθητός. Και την
παραμικράν περί τούτου αμφιβολίαν ήρεν η εσπευσμένη και μωρά
αντίδρασις της νόθου κυβερνήσεως, η οποία προσεπάθησεν υπό γελοίαν
λεοντήν να κρύψη τον τρόμον της. Συγκέντρωσις ογκώδης,
ενθουσιασμός ακράτητος, πλήρης ανταπόκρισις ηγεσίας και μάζης,
ενότης, πειθαρχία και παραδειγματική τάξις – αυτά υπήρξαν τα
χαρακτηριστικά γνωρίσματα της χθεσινής συγκεντρώσεως, επί πλέον
μίας πολιτικής ωριμότητος. Το σύνολον συνθέτει μίαν αποφασιστικήν
δύναμιν, η οποία εισάγει τον ανένδοτον αγώναν εις την τελευταίαν προ
της νίκης φάσιν.104

Επιστέγασμα της ολοκλήρωσης αυτού του κύκλου του ανένδοτου αγώνα,


αποτέλεσε η κυκλοφορία της Μαύρης Βίβλου από την Ένωση Κέντρου στις 15
Δεκεμβρίου 1962.105 Με υπέρτιτλο το πάγιο σύνθημα του Γεωργίου Παπανδρέου
κατά τη λήξη όλων των συγκεντρώσεων του ανένδοτου «Η Δημοκρατία θα νικήση»,
το έντυπο είχε στόχο την καταγραφή και κωδικοποίηση τόσο των καταγγελιών
αναφορικά με τις εκλογικές παρατυπίες, όσο και των πρωτοβουλιών που είχαν
αναληφθεί από το Κέντρο καθ’ όλο το προηγούμενο διάστημα. Επρόκειτο για το
αποτέλεσμα πολύμηνης ενασχόλησης του Λουκή Ακρίτα, προσωπικού φίλου και
σταθερού συνεργάτη του αρχηγού της Ένωσης Κέντρου.106 Αν και της συγκεκριμένης
έκδοσης είχε προηγηθεί η αντίστοιχη της ΕΔΑ,107 η εκ νέου δημοσίευση των
καταγγελιών, έδειχνε να λειτουργεί συσπειρωτικά σε μία περίοδο, κατά την οποία η
συγκεκριμένη επιχειρηματολογία έδειχνε να χάνει την δυναμική της.
Είναι όμως αξιοσημείωτο, ότι παρά την πολύμηνη αναμονή της εν λόγω
έκδοσης, η κάλυψή της από τον αντιπολιτευόμενο Τύπο ήταν μάλλον

104
Ελευθερία, 23 Νοεμβρίου 1962.
105
Βλ. Τα Νέα, 17 Δεκεμβρίου 1962.
106
Αναστάσιος Πεπονής, συνέντευξη στον γράφοντα, 12 Δεκεμβρίου 2005.
107
Βλ. Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά, Μαύρη Βίβλος: Το εκλογικό πραξικόπημα της 29 ης Οκτωβρίου
(Αθήνα, 1962)

213
περιορισμένη.108 Το Βήμα, αφού περιέγραφε τα περιεχόμενα του κάθε υποκεφαλαίου
υπογράμμιζε: «Η εξονυχιστική εις την ανάλυσίν της, λεπτομερής εις τας καταγγελίας
της και συντριπτική εν τω συνόλω της “Μαύρη Βίβλος” της Ενώσεως Κέντρου
αποτελεί την τελικήν απόδειξιν περί των πρωτοφανών συνθηκών υπό τας οποίας η
ΕΡΕ διετηρήθη την 29ην Οκτωβρίου 1961 εις την Αρχήν». 109 Ποιος ήταν όμως ο
λόγος αυτής της σχετικά χλιαρής αντίδρασης; Μπορεί να υποτεθεί ότι η καθυστέρηση
της κυκλοφορίας του εντύπου, δύο μήνες μάλιστα μετά το αντίστοιχο της ΕΔΑ,110
έδειχνε να αποστερεί από το εγχείρημα την αναγκαία πρωτοτυπία. Άλλωστε, η
επανάληψη επιχειρημάτων περί βίας και νοθείας, έδειχνε πλέον να εγκαταλείπεται
ακόμη και από την ίδια την ηγεσία του κόμματος, σε μία προσπάθεια
«επικαιροποίησης» του ανένδοτου. Επιπλέον, η σαφώς ογκωδέστερη έκδοση της
ΕΔΑ είχε καλύψει μεγάλο μέρος των μομφών ενάντια στην ΕΡΕ, περιορίζοντας το
έντυπο της Ένωσης Κέντρου σε επαναλήψεις.111 Κορμό της έκδοσης αποτελούσαν οι
αναφορές σε περιπτώσεις όπως οι εγγραφές της Νέας Φιλαδέλφειας και της
Λεωφόρου Αθηνών, η παράθεση των καταγγελιών για τον ρόλο του Στρατού, οι
καταγγελίες ενώπιον του κοινοβουλίου και, τέλος, οι καταδικαστικές αποφάσεις των
δικαστηρίων. Σε έκθεσή του σχετικά με την έκδοση, ο Dan Brewster, αφού
αναφερόταν στην καθυστέρηση της κυκλοφορίας του εντύπου και την επανάληψη
των πάγιων επιχειρημάτων του Κέντρου, σχολίαζε ότι η υψηλή τιμή του θα μπορούσε
να λειτουργήσει αποτρεπτικά για πολλούς επίδοξους αναγνώστες, συμπεραίνοντας;
«Η συστηματική συλλογή των διάφορων παρατυπιών – υποτιθέμενων και
αποδεδειγμένων – που είχαν διαπράξει οι κυβερνητικές δυνάμεις, ίσως να έχει – από
την πλευρά της αντιπολίτευσης – υπολογίσιμη αξία. Τα αδικήματα και οι καταγγελίες
παρατίθενται με σαφήνεια προκειμένου να μπορούν όλοι να τα δουν και να τα
μελετήσουν. Το κατά πόσον, όμως, η έκδοση του βιβλίου – και για την ακρίβεια το
σύνολο της εκστρατείας του Κέντρου – πρόκειται να παίξει σημαντικό ρόλο στη
διασφάλιση των συνθηκών, ώστε οι επόμενες εκλογές να διεξαχθούν με δίκαιο και
τίμιο τρόπο, μένει να το δούμε».112

108
Ενδεικτικά, η Ελευθερία, την επομένη της κυκλοφορίας, αφιέρωνε στην είδηση μόλις έξι σειρές
μίας στήλης, βλ. Ελευθερία 16 Δεκεμβρίου 1962.
109
Το Βήμα, 18 Δεκεμβρίου 1962.
110
Η έκδοση της ΕΔΑ είχε κυκλοφορήσει στις 23 Οκτωβρίου 1962, συμπίπτοντας με την επέτειο των
εκλογών του 1961, βλ. Το Βήμα, 24 Οκτώβριου 1962.
111
Πρέπει να σημειωθεί ότι η έκδοση της ΕΔΑ είχε έκταση εξακοσίων σελίδων, η αντίστοιχη του
Κέντρου περιοριζόταν στις διακόσιες πενήντα.
112
Brewster προς Department of State, Publication of the CU “Black Book”, 15 Ιανουαρίου 1963,
Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59, 781.00/1-1563.

214
Το τέλος του 1962 βρήκε το πολιτικό σύστημα σε αναζήτηση νέων
στρατηγικών κατευθύνσεων την ώρα που και η ελληνική κοινωνία βρισκόταν σε
αναβρασμό. Τόσο το διεθνές πλαίσιο, όσο και η εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση,
είχαν καταδείξει υπαρκτά αδιέξοδα και αναζήτηση λύσεων έμοιαζε για μία ακόμη
φορά δυσχερής. Αν όμως οι ηγεσίες κυβέρνησης και αντιπολίτευσης συνέχιζαν να
καταστρώνουν σχέδια στρατηγικών αποκλεισμών του αντιπάλου, στην κοινωνία το
ολοένα ογκούμενο κύμα του φοιτητικού κινήματος έδινε τον τόνο μίας μαζικής
αντίδρασης. Πράγματι, με προμετωπίδα το αίτημα για το 15% για την Παιδεία,
φοιτητικές διαδηλώσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του Δεκεμβρίου του 1962 έδωσαν τον
τόνο βασισμένες στο ζητούμενο μίας καλύτερης Παιδείας. Επρόκειτο για ένα αίτημα
καθ’ όλα στοιχειοθετημένο, το οποίο ξεπερνούσε κόμματα και πολιτικές και
ανταποκρινόταν στην βαθειά ανάγκη της ελληνικής κοινωνίας για πρόοδο και
ευημερία μέσα από μία άνοδο του βιοτικού επιπέδου, βασισμένη στην μόρφωση. Στο
περιβάλλον αυτό, κυβέρνηση και αντιπολίτευση κλήθηκαν να ερμηνεύσουν και να
εκφράσουν την κοινωνική δυναμική, κάνοντας χρήση – όπως επρόκειτο να αποδείξει
το άμεσο μέλλον – μάλλον παλαιών μεθόδων.

Αναζητώντας εναλλακτικές: Οι νέες πρωτοβουλίες του Σοφοκλή Βενιζέλου

Το στίγμα των προθέσεων Στέμματος και Ένωσης Κέντρου εν όψει της νέας
χρονιάς δόθηκε ήδη από τα πρωτοχρονιάτικα μηνύματα του βασιλιά Παύλου και του
Γεωργίου Παπανδρέου. Αν και στο αντίστοιχο μήνυμά του,113 ο πρωθυπουργός
Κωνσταντίνος Καραμανλής απέφυγε τις ευθείες αναφορές στην πολιτική κρίση –
περιοριζόμενος στην υπογράμμιση της αξίας της «γαλήνης» ως προϋπόθεσης της
προόδου την οποία συγκεκριμένοι κύκλοι «ενόμισαν ότι εδικαιούντο να
υποτιμήσουν» – οι δύο άλλοι πρωταγωνιστές ακολούθησαν άλλη πορεία. Η
παρέλευση πλέον των δώδεκα μηνών από την εξαγγελία του ανένδοτου αγώνα και οι
παλινωδίες στις σχέσεις των δύο πλευρών έδειχναν να έχουν επηρεάσει και αυτές τις
πρώτες δημόσιες τοποθετήσεις τους για το 1963, γεγονός που καθιστά ακόμη πιο
ενδιαφέρουσα μία δεύτερη ανάγνωσή τους.
Στο πρώτο μέρος του μηνύματος του βασιλιά Παύλου γινόταν εκτενής
αναφορά στην εκατονταετία από την ανάρρηση στον θρόνο του Γεωργίου Α’ και την

113
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (γεν. επιμ.), ο.π., τόμος 5, σελ. 525.

215
συμβολή των προκατόχων του Παύλου στην επέκταση της ελληνικής επικράτειας.
Σύμφωνα με την ανάλυσή του, ο Γεώργιος «έφερε μεθ’ εαυτού εις την Ελλάδα τας
Ιονίους νήσους», και ηγείτο του ελληνικού βασιλείου κατά την απελευθέρωση της
Κρήτης και της Θεσσαλίας. Αντίστοιχα, αναφερόμενος στον Κωνσταντίνο Α’
σημείωνε ότι «επί κεφαλής του ηρωικού Στρατού, απηλευθέρωσε την Μακεδονίαν,
την Θράκην, την Ήπειρον και τας μεγάλας νήσους του Αιγαίου», καταλήγοντας στην
ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων υπό τον Γεώργιο Β’. Παράλληλα όμως, κατήγγειλε
κάθε προσπάθεια αναβίωσης του Εθνικού Διχασμού προτρέποντας: «Ας
απομακρυνθώμεν του φάσματος τούτου των διχασμών του παρελθόντος. Εάν
υπάρχουν ολίγοι τινές, αρεσκόμενοι εις παλαιάν κακοδαιμονίαν, ας βαδίσουν μόνοι».
Στη συνέχεια, το βασιλικό μήνυμα, αφού υπογράμμιζε – στην πάγια λογική όλων των
αντίστοιχων διαγγελμάτων – την αξία της εργασίας και της ενότητας του λαού,
κατέληγε: «Δεν έχει δι’ εμέ σημασίαν το εις ποίον Εθνικόν πολιτικόν κόμμα ανήκετε.
Η αγάπη μου περιβάλλει έκαστον εξ υμών και η εμπιστοσύνη μου προς υμάς είναι εξ
ίσου ακράδαντος, ως η ηρωική ψυχή σας».114
Αν και η πραγμάτευση του ρόλου της βασιλικής οικογένειας στην διεύρυνση
των ελληνικών συνόρων αποτελούσε ζήτημα που θα μπορούσε να προκαλέσει την
έντονη δυσαρέσκεια του Κέντρου, οι αντιδράσεις του φίλα προσκείμενου Τύπου
έδειχναν ότι επιχειρείτο μάλλον να προσπεραστεί αυτή η αναφορά, αποδίδοντας τις
συγκεκριμένες αναφορές σε κυβερνητική παρέμβαση,115 και να δοθεί περισσότερο
βάρος στην καταληκτήρια φράση του κειμένου. Η επισήμανση ότι έναντι του
Στέμματος όλοι οι πολίτες που ανήκουν σε «εθνικόν πολιτικόν κόμμα» θα ήταν ίσοι,
αντιμετωπίστηκε ως θετικό δείγμα και πιθανή προσπάθεια των Ανακτόρων να πέσουν
οι τόνοι της αντιπαράθεσης. Εξαίρεση σε αυτό αποτέλεσε η Ελευθερία που σημείωνε
δηκτικά:

Είναι δύσκολον να μαντεύση κανείς ασφαλώς ποία χειρ προσέθεσεν εν


τέλει του βασιλικού διαγγέλματος την παράγραφον ότι δεν έχει
σημασίαν δια τον Βασιλέα εις ποίον εθνικόν πολιτικόν κόμμα ανήκει
έκαστος και ότι η βασιλική αγάπη και εμπιστοσύνη περιβάλλει όλους εξ
114
Για το βασιλικό διάγγελμα, βλ. Το Βήμα, 1 Ιανουαρίου 1963.
115
Ενδεικτική η σχετική αναφορά του Βήματος: «Και εφέτος η Κυβέρνησις ητύχησε εις τον ρόλον της
του υπευθύνου συντάκτου των Πρωτοχρονιάτικων διαγγελμάτων του Βασιλέως. Διότι υπό το
πρόσχημα του εξορκισμού του πνεύματος του εσωτερικού διχασμού παρέσυρε τον Βασιλέα εις μίαν
αθλίαν παρελθοντολογίαν, η οποία αποτελεί την χειροτέραν μορφήν ΑΝΑΜΟΧΛΕΥΣΕΩΣ
ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΩΝ ΠΑΘΩΝ».

216
ίσου. Θα έλεγε κανείς ότι έγινε την τελευταίαν στιγμήν αισθητή η
ανάγκη να δοθή κάποιος τόνος αρμόζων εις κείμενον, που διοχετεύεται
δια υπερκομματικού παράγοντος της πολιτείας. Αλλά πώς να καλύψη
ένα ισχνόν επίστρωμα σακχάρεως ολόκληρον δύσπεπτον βασιλόπιτταν;
Ο ελληνικός λαός είναι υπερήφανος δια το παρελθόν του, ώριμος από τα
διδάγματά των δοκιμασιών του (…). Ούτε υπεραπλουστεύσεις της
ιστορίας, ούτε εξωραϊσμοί της πραγματικότητος, ούτε άγνοια της
αληθείας, ούτε ρηχοί συναισθηματισμοί ανταποκρίνονται προς την
τωρινήν ψυχολογίαν του και την πνευματικήν του ανάπτυξιν.116

Την ίδια ημέρα δόθηκε στη δημοσιότητα και το διάγγελμα του Γεωργίου
Παπανδρέου, το οποίο όμως δεν μεταδόθηκε από το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας.117
Προκειμένου μάλιστα να καταγγείλει τον τρόπο λειτουργίας του ραδιοφώνου, το
Βήμα παρέθεσε δήλωση του Γεωργίου Ράλλη και του Παναγή Παπαληγούρα της 7ης
Φεβρουαρίου 1960 – όταν εκείνοι είχαν αποχωρήσει από την ΕΡΕ – όπου ανέφεραν:
«Αι μέθοδοι επαφής Κυβερνήσεως Λαού υπενθυμίζουν αδέξιες απομιμήσεις της
προπαγανδιστικής τεχνικής ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΥ. (…) Το εθνικόν Ραδιόφωνον,
αντί να είναι όργανον διαφωτίσεως και παιδείας, κατέστη όργανον συσκοτίσεως και
πολιτικής ΑΠΟΒΛΑΚΩΣΕΩΣ του Λαού».118 Εμμένοντας στις θέσεις που είχαν
διατυπωθεί όλο το προηγούμενο διάστημα από το κόμμα του στο πλαίσιο του
ανένδοτου αγώνα, ο Παπανδρέου έκανε και πάλι λόγο για το τρίπτυχο «τίμιο κράτος,
τίμιο εκλογικό σύστημα, τίμιες εκλογές», για διεξαγωγή των εκλογών από
υπηρεσιακή κυβέρνηση κοινής εμπιστοσύνης με απλή αναλογική ή έστω
πλειοψηφικό σύστημα μετά από συμφωνία. Αν και δεν προχωρούσε σε εξαγγελία
συγκεκριμένου προγράμματος συγκεντρώσεων ή άλλων εκδηλώσεων, καλούσε σε
εντατικοποίηση του ανένδοτου αγώνα που πλέον θα στρεφόταν σε άλλα ζητήματα
καθώς «ο αγών εναντίον της βίας και της νοθείας ουσιαστικώς έληξε». Τέλος,
αναφορικά με τη θέση του κόμματος έναντι του Ανώτατου Άρχοντα, επέμενε ότι η
Ένωση Κέντρου δεν έθετε καθεστωτικό ζήτημα αλλά μόνο συνταγματικό,
αποβλέποντας στην αποκατάσταση του «παραβιασθέντος Συντάγματος». Επρόκειτο
για μία μετριοπαθή και προσεκτική τοποθέτηση εκ μέρους του αρχηγού της

116
«Η βασιλόπιττα», Ελευθερία, 3 Ιανουαρίου 1963.
117
American Embassy Athens προς Department of State, New Year’s Messages, 8 Ιανουαρίου 1963,
Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59, 781.00/1-8-63.
118
«Το ατυχές διάγγελμα: να ζητηθούν ευθύναι από την κυβέρνησιν», Το Βήμα, 3 Ιανουαρίου 1963.

217
αξιωματικής αντιπολίτευσης, που έδειχνε να σχετίζεται με την προσπάθεια του
κόμματος να διευρύνει τα κανάλια επικοινωνίας με τα Ανάκτορα εν όψει της νέας
χρονιάς.119
Κινούμενος σε αυτό το πνεύμα, ο βουλευτής του Κέντρου και αρχηγός της
Δημοκρατικής Ένωσης Ηλίας Τσιριμώκος, συναντήθηκε με τον βασιλιά Παύλο στις 4
Ιανουαρίου 1963, «εν αγνοία» του Γεωργίου Παπανδρέου.120 Επρόκειτο για την
πρώτη συνάντηση των δύο ανδρών από το 1950,121 γεγονός που σύμφωνα με τον
Τύπο της αντιπολίτευσης, αποτελούσε επιβεβαίωση της τοποθέτησης του βασιλιά στο
πρωτοχρονιάτικο διάγγελμά του περί ίσης αντιμετώπισης όλων των αστικών
δυνάμεων καθώς και της προσπάθειάς του να βρεθεί λύση στην πολιτική κρίση. Έχει
μάλιστα υποστηριχθεί, ότι η συγκεκριμένη κίνηση του Παύλου εντασσόταν στην
προσπάθειά του να καλλιεργήσει τις σχέσεις του με στελέχη του Κέντρου – ακόμη
και προερχόμενα από τις υπώρειες της Αριστεράς «ενόψει μιας πιθανής μελλοντικής
διακυβέρνησης από τον Γεώργιο Παπανδρέου».122 Στις δηλώσεις του μετά την
συνάντηση, ο Τσιριμώκος υποστήριξε ότι ενημέρωσε τον βασιλιά για ζητήματα
εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής και επιβεβαίωσε την απόλυτη συμφωνία του με
την γραμμή της Ένωσης Κέντρου, διευκρινίζοντας πάντως ότι δεν έγινε δεκτός ως
εκπρόσωπος του κόμματος.123 Η επιλογή του Ηλία Τσιριμώκου να αναλάβει αυτή την
πρωτοβουλία δεν μπορεί να διαχωριστεί από την προσπάθεια της λεγόμενης
«μετριοπαθούς» μερίδας στο εσωτερικό της Ένωσης Κέντρου να ελέγξει ή περιορίσει
την έκταση της κριτικής του κόμματος προς τα Ανάκτορα ή τον Στρατό. Αν και ο
ίδιος είχε συνεργαστεί στο παρελθόν με την Αριστερά – προκαλώντας μάλιστα
ποικίλα σχόλια και εντός του Κέντρου – στην συγκεκριμένη συγκυρία έδειχνε να
επιχειρεί έναν μάλλον δύσκολο πολιτικό χειρισμό.
Σε συνομιλία του με αξιωματούχο της αμερικανικής πρεσβείας – την πρώτη
μετά από περίπου δέκα χρόνια – ο Τσιριμώκος ανέπτυξε τις ανησυχίες του για την

119
Για το μήνυμα του Γεωργίου Παπανδρέου βλ. Ελευθερία, 1 Ιανουαρίου 1963· λίγες ημέρες
νωρίτερα, πάντως, ο Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας διατύπωσε την εκτίμηση, ότι οι βουλευτές του
Κέντρου, προεξάρχοντος του Σοφοκλή Βενιζέλου: «Δεν είναι πλέον τόσον αντίθετοι προς την σκέψιν
να παραιτηθούν προκειμένου όπως επιτύχουν να διενεργηθούν εκλογαί», 11 Δεκεμβρίου 1962,
Γερουλάνος προς Παύλο, Αρχείο Βασιλικών Ανακτόρων, Γενικά Αρχεία του Κράτους, φακ. 25.
120
Ημερολόγιο Γεωργίου Παπανδρέου 1963, 4 Ιανουαρίου 1963, Αρχείο Γεωργίου Παπανδρέου,
Πνευματικό Ίδρυμα Γεωργίου Παπανδρέου, σειρά 1 φακ. 15.
121
Ελευθερία, 5 Ιανουαρίου 1963.
122
Κωνσταντίνα Μπότσιου, «Η αρχή του τέλους της βασιλευομένης», στο Ρήγος, Σεφεριάδης,
Χατζηβασιλείου (επιμ.), Η «σύντομη» δεκαετία του ’60, ο.π., σελ. 111.
123
Το Βήμα, 5 Ιανουαρίου 1963.

218
πολιτική κρίση.124 Ξεκινώντας, ο βουλευτής του Κέντρου υποστήριξε ότι η
παλαιότερη συνεργασία του με την Αριστερά ήταν αποτέλεσμα αναγκαιότητας καθώς
οι σοσιαλιστικές θέσεις που ο ίδιος ανέκαθεν εξέφραζε δεν είχαν ανταπόκριση στην
ελληνική κοινωνία.125 Για το μέλλον της Ένωσης Κέντρου, άλλωστε, σημείωνε ότι αν
ο βασιλιάς δεν αναλάμβανε σύντομα πρωτοβουλία για την επίλυση του πολιτικού
προβλήματος, θα υπήρχαν δύο εναλλακτικές: είτε θα διεσπάτο ανάμεσα σε εκείνους
που επιθυμούσαν τον ανένδοτο αγώνα και στους πιο μετριοπαθείς, με αποτέλεσμα το
πιο μαχητικό τμήμα «σταδιακά να προχωρούσε σε μία συνεργασία με την Αριστερά,
σε ένα είδος λαϊκού μετώπου»· είτε θα παρέμενε το κόμμα ενωμένο με συνεχώς
διευρυνόμενη όμως την τάση να κινηθεί προς την Αριστερά. Επρόκειτο πάντως για
μία άποψη πού μάλλον ερχόταν σε αντίθεση με την άρνησή του περί διαφωνιών στο
εσωτερικό του κόμματος. Παράλληλα, με δεδομένο ότι όλοι θεωρούσαν μία
παρέμβαση του Στέμματος απολύτως απαραίτητη, εκτίμησε ότι ο Παπανδρέου δεν
μπορούσε να υποχωρήσει από τον ανένδοτο αγώνα σε ό, τι αφορούσε τα Ανάκτορα,
αν στο μεταξύ δεν είχε υπάρξει κάποια κίνηση από την πλευρά του βασιλιά.
Διαφορετικά «θα κινδύνευε να χάσει το κύρος του έναντι των οπαδών του».
Επρόκειτο για μία σαφή δήλωση προθέσεων του Ηλία Τσιριμώκου έναντι των
Αμερικανών, ενταγμένη πλήρως στην προσπάθειά του να αναδειχθεί στο εσωτερικό
του κόμματος ως μία από τις μετριοπαθείς συνιστώσες, που θα μπορούσαν να
συντελέσουν στην εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτής λύσης.
Λίγες ημέρες αργότερα ο Σοφοκλής Βενιζέλος επρόκειτο να αναλάβει
αντίστοιχη πρωτοβουλία, ενισχύοντας τη δυναμική αυτής της «μετριοπαθούς»
μερίδας του Κέντρου.126 Πόσο συγκυριακή ήταν όμως αυτή η ταύτιση των δύο
πολιτικών; Αναμφίβολα, όπως έχει αναλυθεί παραπάνω, οι δύο άνδρες είχαν
εκφράσει και στο παρελθόν τις επιφυλάξεις τους σε σχέση με τις επιλογές της ηγεσίας
του κόμματος. Προσχεδιασμένη ή μη, συνεπώς, η νέα αυτή παρέμβαση επιβεβαίωνε

124
Brewster προς Department of State, The political Scene – Conversation with Elias Tsirimokos,
Center Union Deputy for Athens, 16 Ιανουαρίου 1963, Washington D.C., NARA State Department
Papers, RG 59, 781.00/1-1663.
125
Αναφορικά με την πολιτική τοποθέτηση του Ηλία Τσιριμώκου και την ανέλιξή του στα πολιτικά
αξιώματα, είναι χαρακτηριστική η αποστροφή του Λεωνίδα Κύρκου (αν και αναφέρεται σε
μεταγενέστερο χρόνο, όταν ο Τσιριμώκος εξελέγη πρόεδρος της βουλής): «Ήταν ένα παράδοξο
φαινόμενο να μπαίνεις στο γραφείο του προέδρου της Βουλής και να βλέπεις τον Ηλία Τσιριμώκο να
κάθεται κάτω από μια τεράστια εικόνα της ΠΕΕΑ. Ήταν πρωτάκουστο για την εποχή». Λεωνίδας
Κύρκος, συνέντευξη στον γράφοντα, 23 Μαρτίου 2006.
126
Για τις πρωτοβουλίες του Σοφοκλή Βενιζέλου, βλ. Χρήστος Χρηστίδης, «Η καμπή της
ωριμότητας», στο Σακελλαρόπουλος και Χατζηβασιλείου (επιμ.), Σοφοκλής Ελευθερίου Βενιζέλος,
ο.π., σσ. 164-168.

219
την διακριτή τους ταυτότητα στο εσωτερικό του Κέντρου: «Ο Τσιριμώκος είχε τη
δική του προσωπικότητα. Βέβαια συμπαθούσε τον Γεώργιο Παπανδρέου, (…) αλλά
δεν πήγαιναν πολύ καλά τα χνώτα τους πάντοτε. Ο Τσιριμώκος ήταν πιο κοντά στον
Σοφοκλή τον Βενιζέλο. Αυτό ήταν περίεργο», σχολιάζει σχετικά ο Κωνσταντίνος
Μητσοτάκης.127
Κρίνοντας λοιπόν, ότι είχαν πλέον δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις που ο ίδιος
είχε θέσει, ο Κρητικός πολιτικός ανέλαβε σειρά πρωτοβουλιών συνεννόησης με την
κυβέρνηση, χωρίς πάντως να έχει εξασφαλίσει τη σύμφωνη γνώμη του Γεωργίου
Παπανδρέου. Μάλιστα σε συνάντησή τους στις 7 Ιανουαρίου, όπως περιγράφεται στο
ημερολόγιο του Αχαιού πολιτικού, ο Βενιζέλος του είχε πει: «Αν θέλεις
παραιτούμαι», ενώ ο Παπανδρέου είχε επιμείνει ότι θα έπρεπε η επικοινωνία με το
Στέμμα να παραμείνει ανεπίσημη.128 Η πορεία από τη διαφοροποίηση στην σχετική
αυτονόμηση της πολιτικής Βενιζέλου, τροφοδότησε μία ακόμη ενδοκομματική
αντιπαράθεση δοκιμάζοντας τα όρια του – κατ’ εξοχήν επιρρεπούς σε διασπαστικές
τάσεις – Κέντρου.
Στις 8 Ιανουαρίου ο Σοφοκλής Βενιζέλος ενημέρωσε τον αρχηγό του Κέντρου
ότι είχε αποδεχθεί πρόσκληση για τον εορτασμό των «αργυρών γάμων» του
βασιλικού ζεύγους. Εκφράζοντάς την ενόχλησή του, ο Παπανδρέου απάντησε ότι
στον ίδιο δεν είχε σταλεί αντίστοιχη πρόσκληση, υποστηρίζοντας ότι με τον τρόπο
αυτό τα Ανάκτορα «υπονομεύουν την Ένωσιν». Αφού επέμεινε ότι διαφωνούσε με
την απόφασή του να παρευρεθεί στην εκδήλωση, ο Αχαιός πολιτικός προχώρησε
ακόμη περισσότερο ανακοινώνοντας σε βουλευτές του κόμματος ότι αν ο Βενιζέλος
πήγαινε στα Ανάκτορα ο ίδιος θα δήλωνε «ότι ακολουθεί ιδίαν γραμμήν». Σύμφωνα,
μάλιστα, με τις σχετικές καταγραφές στο προσωπικό του ημερολόγιο, ο Παπανδρέου
συναντήθηκε στην Ελευθερία με πολλούς βουλευτές, που υποστήριξαν την επιλογή
του, την οποία ο ίδιος χαρακτηρίζει «ράπισμα κατά των Ανακτόρων». Τελικά ο
Βενιζέλος υποχώρησε και η Ελευθερία δημοσίευσε στην πρώτη της σελίδα μία
διάψευση χαρακτηρίζοντας τις πληροφορίες σχετικά με την παρουσία του Κρητικού
πολιτικού στις εκδηλώσεις ως «ανακριβείς».129 Ενδεικτικά της έντασης των στιγμών
πάντως είναι τα σχόλια του Γεωργίου Παπανδρέου στο ημερολόγιό του, αφού

127
Θανάσης Διαμαντόπουλος, Κώστας Μητσοτάκης, ο.π., σελ. 53.
128
Ημερολόγιο Γεωργίου Παπανδρέου 1963, 7 Ιανουαρίου 1963, Αρχείο Γεωργίου Παπανδρέου,
Πνευματικό Ίδρυμα Γεωργίου Παπανδρέου, σειρά 1 φακ. 15.
129
Ελευθερία, 9 Ιανουαρίου 1963.

220
σημείωνε την «βίαιη» αντίδραση της Φρειδερίκης, συμπλήρωνε: «Αρχαί μεγάλων
πόνων. Αλλά μου είναι αδιάφορον. Βαδίζω όρθιος ευθείαν».130
Τις ημέρες που ακολούθησαν, ο Γεώργιος Παπανδρέου δέχθηκε πιέσεις
προκειμένου να συναινέσει σε μία συνάντηση Βενιζέλου-Παύλου προς επίλυση της
παρεξήγησης. Μεταξύ αυτών, ο ίδιος αναφέρει στο ημερολόγιό του τον Στέφανο
Στεφανόπουλο, τον Ιωάννη Βελλίδη, τον Γεώργιο Μπακατσέλο και τον Χρήστο
Λαμπράκη, που επέμεναν στην ανάγκη αποσαφήνισης της θέσης του Βενιζέλου
έναντι των Ανακτόρων.131 Αντ’ αυτού, ο αρχηγός του Κέντρου έδειχνε να αποδέχεται
μόνον έμμεση επικοινωνία. Μάλιστα, στις 14 Ιανουαρίου, όταν ο Γεώργιος Μαύρος
και ο Γεώργιος Αθανασιάδης Νόβας υποστήριξαν εκ νέου, ότι ο Βενιζέλος θα έπρεπε
να επισκεφθεί τον Παύλο ο Αχαιός πολιτικός σημειώνει «Ήλθαν Μαύρος-Νόβας. Τα
ίδια. Ηρνήθην απολύτως. Κανείς πλέον από την ΕΚ, όταν έλθη η ώρα-εγώ. Κι ας
χαλάσει ο κόσμος».132
Παρά τις αντιδράσεις, η συνάντηση Βενιζέλου-Παύλου έγινε στις 16
Ιανουαρίου 1963.133 Καθίστατο έτσι απολύτως σαφές, ότι ο Κρητικός πολιτικός
επεδίωκε να επιβεβαιώσει το διακριτό του στίγμα, λειτουργώντας πλέον ως
ρυθμιστικός παράγοντας των σχέσεων της Ένωσης Κέντρου με τα Ανάκτορα.134 Μία
στάση που έδειχνε πάντως να τον θέτει στο στόχαστρο μεγάλης μερίδας οπαδών του
κόμματος, κυρίως της νεολαίας. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γιάννης Τζαννετάκος:
«Ο Σοφοκλής διατήρησε τον ομφάλιο λώρο της παράταξης αυτής με τα Ανάκτορα.
Τον θεωρούσαμε υπονομευτή».135 Η συνάντηση έγινε μετά από αίτημα του Σοφοκλή
Βενιζέλου, προκειμένου να δοθούν εξηγήσεις για την αδυναμία του να παραστεί –

130
Ημερολόγιο Γεωργίου Παπανδρέου 1963, 8 Ιανουαρίου 1963, Αρχείο Γεωργίου Παπανδρέου,
Πνευματικό Ίδρυμα Γεωργίου Παπανδρέου, σειρά 1 φακ. 15.
131
Ημερολόγιο Γεωργίου Παπανδρέου 1963, 10-11 Ιανουαρίου 1963, Αρχείο Γεωργίου Παπανδρέου,
Πνευματικό Ίδρυμα Γεωργίου Παπανδρέου, σειρά 1 φακ. 15.
132
Ημερολόγιο Γεωργίου Παπανδρέου 1963, 14 Ιανουαρίου 1963, Αρχείο Γεωργίου Παπανδρέου,
Πνευματικό Ίδρυμα Γεωργίου Παπανδρέου, σειρά 1 φακ. 15.
133
Σχολιάζοντας την επιλογή Βενιζέλου, ο Παπανδρέου σημείωνε: «Έκαμε το κέφι του. Επεφυλάχθην
να λάβω αποφάσεις». Ημερολόγιο Γεωργίου Παπανδρέου 1963, 16 Ιανουαρίου 1963, Αρχείο
Γεωργίου Παπανδρέου, Πνευματικό Ίδρυμα Γεωργίου Παπανδρέου, σειρά 1 φακ. 15.
134
Ενδεικτικά της τοποθέτησης του Στέμματος έναντι των Ελλήνων πολιτικών, δείχνουν να είναι τα
σχόλια που έκανε η βασίλισσα Φρειδερίκη σε συνομιλία της με στέλεχος της CIA λίγες ημέρες
αργότερα. Χαρακτηρίζοντας τον Γεώργιο Παπανδρέου «φανατικό και ανεύθυνο» και τον Σοφοκλή
Βενιζέλο «οπορτουνιστή», προέβαινε στην εκτίμηση ότι στόχος του Κρητικού πολιτικού ήταν «να
αποκτήσει την εύνοια του βασιλιά και της βασίλισσας, προκειμένου να απομονώσει και να πλήξει την
αξιοπιστία του Γεωργίου Παπανδρέου». Memorandum for Director of Central Intelligence, 8
Φεβρουαρίου 1963, FRUS 1961-1963 τόμ. XVI, σσ. 662-663· Βλ. επίσης, Αλέξης Παπαχελάς, ο.π.,
σελ. 81· Ιωάννης Ο. Ιατρίδης «Απρόθυμος ηγεμόνας: αμερικανική διπλωματία και ελληνική πολιτική
κρίση (1961-1967), στο Μανώλης Βασιλάκης (επιμ.), ο.π., σελ. 49.
135
Γιάννης Τζαννετάκος, συνέντευξη στον γράφοντα, 4 Μαρτίου 2006.

221
μετά τη σχετική απόφαση της Ένωσης Κέντρου – στον εορτασμό των 25 χρόνων
γάμου του βασιλικού ζεύγους στις 9 Ιανουαρίου.136 Με προηγούμενη, άλλωστε,
επιστολή του προς τον Παύλο είχε δικαιολογήσει την απουσία του αναφέροντας:
«επροτίμησα να υποπέσω εις την κοινωνικήν αυτήν ανακολουθίαν, παρά να
συντελέσω εις την διάλυσιν ενός μεγάλου εθνικού κόμματος, η ύπαρξις του οποίου
εις τον πολιτικόν στίβον της Ελλάδος εξασφαλίζει την ισορροπίαν των πολιτικών
δυνάμεων και αποτρέπει μεγάλους κινδύνους δια την πολιτειακήν κοινωνικήν και
πολιτικήν σταθερότητα της χώρας. Γνωρίζει άλλωστε η Υ.Μ. πόσον η ύπαρξις ενός
ισχυρού Κέντρου συντελεί εις την μείωσιν της δυνάμεως της ΕΔΑ».137
Στη συνάντηση των δύο ανδρών, ο Βενιζέλος φέρεται να προέβη στη
διατύπωση μίας σειράς από προϋποθέσεις απαραίτητες για την επαναφορά στην
πολιτική ομαλότητα. Επρόκειτο για μία στρατηγική που λειτούργησε καταλυτικά
στην εμπέδωση αυτής της νέας δυναμικής, που είχε υιοθετήσει ανοικτά ο ιστορικός
αρχηγός των Φιλελευθέρων. Συγκεκριμένα, αφού ενημέρωσε τον Παύλο «επί του
πνεύματος που επεκράτει εις την ΕΚ, ενός πνεύματος που ελάχιστα απείχε του
επαναστατικού», πρότεινε την συνεννόηση των δύο κομμάτων «έστω και με θυσίαν
των δύο ηγετών [Γεωργίου Παπανδρέου και Κωνσταντίνου Καραμανλή]».138 Στο
πλαίσιο αυτό υποστήριξε την ανάγκη διενέργειας εκλογών υπό ορισμένες
προϋποθέσεις, που αποτελούσαν πάγια αιτήματα του κόμματός του: σχηματισμός
υπηρεσιακής κυβέρνησης κοινής αποδοχής, απλή αναλογική, κατάργηση της
ψηφοφορίας με καταστάσεις, αντικατάσταση των νομαρχών και των αρχηγών των
Σωμάτων Ασφαλείας από δικαστικούς και αναθεώρηση των εκλογικών καταλόγων.139
Όπως ήταν αναμενόμενο, η συνάντηση επέτρεψε στον συμπολιτευόμενο Τύπο να
εκμεταλλευθεί το γεγονός κάνοντας λόγο για απομάκρυνση από την «γραμμήν
Παπανδρέου» και ανατροπή της επιχειρηματολογίας περί «δήθεν μεροληψίας του

136
Λίγες ημέρες αργότερα, αφορμή για νέα διαφωνία στο εσωτερικό του Κέντρου επρόκειτο να
αποτελέσει το συγχαρητήριο τηλεγράφημα που έστειλε ο Σοφοκλής Βενιζέλος στο βασιλικό ζεύγος με
αφορμή τους αρραβώνες του διαδόχου Κωνσταντίνου με την Άννα-Μαρία της Δανίας στις 24
Ιανουαρίου 1963.
137
Βενιζέλος προς Παύλο, χ.η, Αρχείο Σοφοκλή Βενιζέλου, Ιστορικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη,
φακ. 27· βλ. επίσης Γρηγόριος Δαφνής, ο.π., σελ. 566.
138
Γρηγόριος Δαφνής, ο.π., σελ. 566· είναι άλλωστε χαρακτηριστικό, ότι λίγες ημέρες αργότερα ο
Κωνσταντίνος Χοϊδάς μετά από συνάντησή του με τον Βενιζέλο σημείωνε πως ο Κρητικός πολιτικός
ανέμενε ότι: «Μετά την εκδηλωθησομένην (ως νομίζει) περί το τέλος Φεβρουαρίου επέμβασιν του
Βασιλέως, ο κ. Παπανδρέου προς της αποτυχίας της πολιτικής του θα … πρέπει να παραιτηθή από την
ηγεσίαν της Ενώσεως Κέντρου», 29 Ιανουαρίου 1963, Χοϊδάς προς Παύλο, Αρχείο Βασιλικών
Ανακτόρων, Γενικά Αρχεία του Κράτους, φακ. 387.
139
Γρηγόριος Δαφνής, ο.π., σελ. 567.

222
Στέμματος».140 Άλλωστε, ο ίδιος ο Βενιζέλος είχε δηλώσει στον Παύλο «ότι δια της
νυν παρ’ αυτού τηρουμένης τακτικής επιδιώκει την μείωσιν του γοήτρου του κ.
Παπανδρέου και την ισχυροπίησιν της ιδικής του θέσεως εν τη παρατάξει».141
Την ίδια ώρα, οι αντιδράσεις στο εσωτερικό της Ένωσης Κέντρου υπήρξαν
αντιστρόφως ανάλογες της μάλλον επιφυλακτικής στάσης, που είχε τηρήσει ο
Παύλος έναντι των προτάσεων.142 Άλλωστε, η ελπίδα για άμεση παρέμβαση του
Στέμματος προκειμένου να αναζητηθεί λύση της «πολιτικής εμπλοκής», έδειχναν
μάλλον υπεραισιόδοξες, όπως τουλάχιστον προκύπτει από την ανακοίνωση του
πολιτικού γραφείου του Σοφοκλή Βενιζέλου, η οποία την ίδια μέρα έκανε λόγο για
«απόλυτη αντικειμενικότητα» με την οποία τα Ανάκτορα αντιμετώπιζαν την
κατάσταση.143 Η έντονη, μάλιστα, αντίδραση του Γεωργίου Παπανδρέου στην εν
αγνοία του πρωτοβουλία του Σοφοκλή Βενιζέλου – παρά την άμεση εκ μέρους του
δεύτερου ενημέρωση επί των αποτελεσμάτων της – όξυνε την κρίση που σοβούσε
μεταξύ τους. Χρειάσθηκε μάλιστα μία επιστολή με την οποία ο Κρητικός πολιτικός
έθετε την παραίτησή του στη διάθεση του αρχηγού της κόμματος, προκειμένου να
επέλθει ένας άτυπος συμβιβασμός. Σε αυτήν ανέφερε χαρακτηριστικά:

Φίλε κ. Πρόεδρε
Όπως μετά την κάθοδόν μου εκ των Ανακτόρων σας ανέπτυξα,
έχω σοβαράς ενδείξεις να πιστεύω ότι η ενέργειάν μου υπήρξεν
αποδοτική δια τον κοινόν σκοπόν μας. Επειδή όμως διεπίστωσα ότι
ανησυχείτε δια τας ενδεχομένας επιπτώσεις επί της πειθαρχίας του
κόμματος, εκ της αναλειφθείσης υπ’ εμού πρωτοβουλίας, σας δηλώ και
διά της παρούσης μου, ότι θέτω την παραίτησίν μου εις την διάθεσίν σας,

140
«Η Διάστασις», Ακρόπολις, 18 Ιανουαρίου 1963.
141
Κωνσταντίνος Χοϊδάς, «Ακρόασις κ. Σοφ. Βενιζέλου της 16 ης Ιανουαρίου 1963», Αρχείο
Βασιλικών Ανακτόρων, Γενικά Αρχεία του Κράτους, φακ. 387.
142
Χαρακτηριστικά, ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου – βουλευτής Κοζάνης του Κέντρου – εκτιμούσε
ότι η συνάντηση Βενιζέλου-Παύλου ήταν «μεγάλης σημασίας για το μέλλον του κόμματος και της
χώρας», μετά την εκτίμηση που είχε κάνει ο αρχηγός των Φιλελευθέρων ότι ο βασιλιάς είχε «επιτέλους
πεισθεί ότι υφίσταται πολιτική κρίση και ότι η ώρα να δράσει πλησίαζε». Folsom προς Department of
State, Papandreou Supporter Comments on Venizelos’ Call on King, 23 Ιανουαρίου 1963, Washington
D.C., NARA State Department Papers, RG 59, 781.00/1-2363.
143
Ελευθερία, 17 Ιανουαρίου 1963.

223
διότι εν ουδεμία περιπτώσει θα συντελέσω εγώ εις την διάσπασιν του
Κέντρου.144

Την επομένη, 17 Ιανουαρίου, συνήλθε η κοινοβουλευτική ομάδα της Ένωσης


Κέντρου. Αν και η συνέλευση εντασσόταν στο πλαίσιο των τακτικών εβδομαδιαίων,
ήταν σαφές ότι γινόταν στη σκιά της συνάντησης Βενιζέλου-Παύλου. Παρά τη
σταθερή και εν πολλοίς αναμενόμενη επιβεβαίωση της «αρραγούς ενότητος» και της
εμμονής στα αιτήματα του ανένδοτου, που τονίστηκε στην σχετική ανακοίνωση προς
τον Τύπο,145 καθίστατο πλέον σαφές ότι το οριστικό ρήγμα στο κόμμα απεφεύχθη
κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή.146 Ο Γεώργιος Παπανδρέου ενοχλημένος από την
τακτική του Βενιζέλου, εκτιμούσε ότι ουσιαστικά αμφισβητείτο η ηγεσία του.
Μάλιστα, η αμερικανική πρεσβεία υποστήριζε ότι η συμφωνία επετεύχθη με μεγάλη
δυσκολία και μόνο αφού ο Βενιζέλος αναγνώρισε την πρωτοκαθεδρία του Αχαιού
πολιτικού και την ορθότητα των χειρισμών του στο πλαίσιο του ανένδοτου αγώνα. Σε
κάθε περίπτωση, ο συντάκτης του κειμένου σημείωνε ότι σημαντικό ρόλο έπαιξε η
συνειδητοποίηση όλων των πλευρών, ότι μία ενδεχόμενη διάλυση του κόμματος
«δεν θα ωφελούσε κανέναν παρά μόνο τους αντιπάλους του». Σχολιάζοντας την
στρατηγική του Βενιζέλου, η έκθεση ανέφερε χαρακτηριστικά:

Όποια και να είναι τα κίνητρα του κυρίου Βενιζέλου – ο οποίος είναι


ικανός για περισσότερες «στροφές» από μια μπαλαρίνα – η
συγκρατημένη στάση του κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης και η
πρωτοβουλία του να εξασφαλίσει μία ακρόαση από τον βασιλιά,
διατήρησαν ζωντανή την πιθανότητα να διασωθεί ο κύριος Παπανδρέου
από τον εαυτό του. Όπως ανέφερε ο Βενιζέλος στη συνεδρίαση, είχε

144
16 Ιανουαρίου 1963, Βενιζέλος προς Παπανδρέου, Αρχείο Σοφοκλή Βενιζέλου, Ιστορικό Αρχείο
Μουσείου Μπενάκη, φακ. 27· βλ. επίσης Γρηγόριος Δαφνής, Σοφοκλής Ελευθερίου Βενιζέλος, ο.π.,
σελ. 567.
145
Η ανακοίνωση ανέφερε μεταξύ άλλων: «Δεν υπάρχουν ενδοτικοί και ανένδοτοι εις τας τάξεις της
Ενώσεως Κέντρου και δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν διότι το επιλεγόμενον «έξαλλον» αίτημα της
Ενώσεως Κέντρου δεν είναι τίποτε άλλο από την διεξαγωγήν τιμίων εκλογών. Και εις το αίτημα αυτό
δεν είναι νοητή καμμία υποχώρησις. Το αίτημα της Ενώσεως Κέντρου προς τον Ανώτατον Άρχοντα
είναι σαφές. Εζήτησε και αναμένει την περέμβασιν Του προς αποκατάστασιν της ομαλής λειτουργίας
του Πολιτεύματος». Ελευθερία, 18 Ιανουαρίου 1963.
146
Σε συνάντησή του με τον Αμερικανό επιτετραμμένο στην πρεσβεία της Αθήνας Tapley Bennet
λίγες ημέρες αργότερα, ο Βενιζέλος χαρακτήρισε την συνεδρίαση «θυελώδη» συμπληρώνοντας ότι το
80% των βουλευτών του Κέντρου τον είχαν υποστηρίξει αναφορικά με την προσέγγισή του με το
Παλάτι. Bennet προς Department of State, 27 Φεβρουαρίου 1963, Washington D.C., NARA State
Department Papers, RG 59, 781.00/2-2763.

224
πάρει την άδεια από τον βασιλιά να επαναλάβει ό,τι είχε πει κατά την
αναχώρησή του, δηλαδή ότι ελπίζει ότι η επόμενη επαφή μεταξύ του
Στέμματος και του Κέντρου θα ήταν με τον αρχηγό του κόμματος κύριο
Παπανδρέου. Αυτό προσφέρει την δυνατότητα αποκατάστασης των
σχέσεων μεταξύ Ανακτόρων και Παπανδρέου, αν ο δεύτερος το
επιδιώξει.
Δεύτερον, ο Βενιζέλος έδωσε κάποια ελπίδα στο κόμμα – βάσιμη ή μη –
ότι απασχολεί τον βασιλιά η πολιτική κατάσταση. Παρά το γεγονός ότι
ακόμη και οι οπαδοί της Ένωσης Κέντρου δεν ζητούν τίποτε
περισσότερο από ό,τι ο υποσχέθηκε ο βασιλιάς, [δηλ.] να μιλήσει στον
κύριο Καραμανλή πριν [ο βασιλιάς] αναχωρήσει για την Ινδία στις αρχές
Φεβρουαρίου και να ακούσει τις απόψεις του κύριου Καραμανλή όταν
επιστρέψει, αυτό υπήρξε αρκετό για να ενισχύσει τις ελπίδες του
κόμματος για μία βασιλική «πρωτοβουλία», και είχε επίδραση στη
διατήρηση – προς το παρόν – της εύθραυστης ενότητας, την οποία το
κόμμα μόλις που κατάφερε να διαφυλάξει στις 17 Ιανουαρίου. Αυτό, και
η πιθανότητα αποκατάστασης των σχέσεων μεταξύ του Παλατιού και της
ηγεσίας του κόμματος, προσφέρει μία προοπτική, πάρα όσα δείχνει το
πρόσφατο παρελθόν, μίας πιο ομαλής εναλλακτικής από αυτή της
σημερινής ανεδαφικής «ανένδοτης» γραμμής.147

Ανοικτή παρέμβαση επί των νέων δεδομένων έκανε και η Αυγή, εκτιμώντας
ότι η τακτική του Κέντρου οδηγούσε σε μετάλλαξη του αγώνα πλέον καθίστατο
«ανένδοτος στη μορφή και ενδοτικός στο περιεχόμενο». Στιγματίζοντας την πολιτική
όσων εντός του Κέντρου κινούνταν προς μία λύση «κεντροδεξιάς» με αλλαγή του
αρχηγού της ΕΡΕ, χαρακτήριζε μία τέτοια εξέλιξη «πολιτική ανηθικότητα» καθώς «οι
ενάρετοι άνδρες της δημοκρατίας θα συγκυβερνήσουν με κείνους που κατηγορούν ως
συμμορία». Διαβλέποντας συνεπώς ισχυρές της πιθανότητες μίας μεταστροφής του
Κέντρου προς μία πορεία συνεννόησης αρχικά με τα Ανάκτορα και εν συνεχεία με
την κυβέρνηση, η ΕΔΑ αναγνώριζε ότι δεν μπορούσε να παραμείνει αμέτοχη: στο
μέτρο των δυνατοτήτων της όφειλε να κινητοποιήσει όσες δυνάμεις θα ήταν σε θέση
να αποτρέψουν αυτή την εξέλιξη. Προκειμένου να το επιτύχει αυτό έκανε μία σκληρή

147
Brewster προς Department of State, 18 Ιανουαρίου 1963, Washington D.C., NARA State
Department Papers, RG 59, 781.00/1-1863

225
επίθεση προς το Κέντρο με αναγωγές στο παρελθόν και σαφείς υπαινιγμούς κατά της
ηγεσίας της αξιωματικής αντιπολίτευσης:

Η θεωρία και η πολιτική των παρασκηνίων είναι θεωρία και πολιτική


επαίσχυντης προδοσίας του λαού. Τα παραδείγματα αφθονούν. Τα
παρασκήνια ανέδειξαν τον σημερινό νεκροθάφτη της Ελλάδας και της
Κύπρου. Τα παρασκήνια οδήγησαν το 1958 στον νόμο Μεντερές που
έθαψε τους ίδιους τους κεντρώους αντί να θάψη την Αριστερά. Τα
παρασκήνια οδήγησαν σε κυβέρνησι Δόβα-Ποταμιάνου «εγγυημένη»
απ’ τα ανάκτορα για να … βοηθήση το Κέντρο! Είναι εκπληκτικό ότι με
τόση οδυνηρή πείρα από την ευνοιοκρατία και τους Αμερικανούς
συμβούλους της, η ηγεσία του Κέντρου, εκλιπαρεί λύσι του πολιτικού
προβλήματος.148

Παράλληλα, ο πρωθυπουργός επωφελήθηκε από την κρίση που διερχόταν το


Κέντρο. Μετά από δύο διαδοχικές συναντήσεις που είχε με τον Παύλο, στις 18 και
στις 22 Ιανουαρίου, εξασφάλισε τη συναίνεσή του σε μία δήλωση των Ανακτόρων,
με την οποία ο ρυθμιστής του πολιτεύματος ηρνείτο κάθε ανάμιξη στις κομματικές
διενέξεις, διαβεβαιώνοντας ότι «προσηλωμένος εις το Σύνταγμα της χώρας, δεν
επιθυμεί την ανάληψιν πρωτοβουλιών ευρισκομένων εκτός του κύκλου εκείνων τας
οποίας σαφώς καθορίζει το Σύνταγμα». 149 Σύμφωνα πάντως με σχετικό σημείωμα, ο
Καραμανλής είχε ενημερώσει τον Παύλο από τις 22 Ιανουαρίου για την πρόθεσή του
να έρθει σε επικοινωνία με τον Σοφοκλή Βενιζέλο, αφενός για να τον ενημερώσει επί

148
«Η καθαρή και τίμια λύσις», Η Αυγή, 20 Ιανουαρίου 1963. Επρόκειτο για ένα κλασικό σχήμα της
Αριστεράς στην κριτική της έναντι της Ένωσης Κέντρου, σύμφωνα με το οποίο η δεύτερη όφειλε να
διαχωρίσει τη θέση της από όλες εκείνες τις δυνάμεις που είχαν ταυτιστεί με τις κυβερνήσεις
Καραμανλή, προκειμένου να επιτευχθεί το ευνοϊκότερο δυνατό αποτέλεσμα σε επίπεδο κοινωνικής
δυναμικής. Είναι χαρακτηριστική η αξιολόγηση της τακτικής του Κέντρου, όπως προκύπτει από
κείμενο της ΕΔΑ, λίγους μήνες αργότερα: «Οι αδιάκοπες ταλαντεύσεις και υπαναχωρήσεις, οι
κρίσιμες στιγμές, δεν κόστισαν μόνο πολύ στον δημοκρατικό αγώνα, απέδειξαν την αστάθεια της
ηγεσίας της Ένωσης Κέντρου σε κρίσιμα θέματα, τον αποφασιστικό επηρεασμό της από την
ιδεολογική και πολιτική πίεση των δυνάμεων που στηρίζουν την ΕΡΕ. Εν τέλει κριτήριο για τον
καθορισμό της στάσης της Ένωσης Κέντρου στα καίρια θέματα του αγώνα, όπως η ενότητα, κατέστη
το άρθρο της «Καθημερινής» και της «Ακρόπολης»: δηλαδή η δημοσιογραφική φωνή των
αντιδραστικών δυνάμεων. (…) αν τόσο ευαίσθητο είναι σήμερα το Κέντρο στην πίεση της άκρας
δεξιάς, καταλαβαίνει κανείς πόσο πολλαπλάσια ευαίσθητο θα είναι αύριο, απέναντι στους
μελλοντικούς αγώνες και τα δημοκρατικά αιτήματα των μαζών για την εφαρμογή – και όχι την
επαγγελία – μίας αληθινά δημοκρατικής πολιτικής». Αρχείο ΕΔΑ, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής
Ιστορίας, φάκ. 482 (χ.χ.).
149
Η δήλωση έγινε από τον ίδιο τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, κατά την αποχώρησή του από τα
ανάκτορά, Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (γεν. επιμ.), ο.π., τόμος 5, σελ. 536.

226
του σχεδίου αναθεώρησης του Συντάγματος και αφετέρου για να διερευνήσει την
πιθανότητα πρόωρης προσφυγής στις κάλπες υπό τον όρο της διακοπής της πολιτικής
έντασης.150 Με τον τρόπο αυτόν, ανατρέπονταν οι προσδοκίες, που είχαν
καλλιεργηθεί στο Κέντρο, για μία πιθανή άμεση παρέμβαση των Ανακτόρων υπέρ
της εξόδου από την πολιτική κρίση. Ταυτόχρονα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής
ενισχυόταν και περιόριζε σημαντικά τις πιθανότητες μετατροπής της πολιτικής
αντιπαράθεσης μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης σε αντικείμενο
διαπραγμάτευσης παραγόντων εντός και εκτός πολιτικής υπό την υψηλή εποπτεία του
Στέμματος.
Υπό το πρίσμα των νέων δεδομένων, η Ένωση Κέντρου επανήλθε στις 27
Ιανουαρίου με τη δημοσιοποίηση μίας διακήρυξης θέσεων επτά σημείων που
αποτελούσαν τις προϋποθέσεις που έθετε προκειμένου να διεξαχθούν εκλογές. Αν και
μάλλον επρόκειτο για επανάληψη των πάγιων αιτημάτων – τα οποία άλλωστε είχαν
διατυπωθεί και προς τον Παύλο από τον Βενιζέλο – η κωδικοποίησή τους έθετε τις
βάσεις για έναν πιθανό μελλοντικό διάλογο γύρω από το μείζον ζήτημα των εκλογών.
Συγκεκριμένα, το Κέντρο ζητούσε: σχηματισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης κοινής
εμπιστοσύνης, η οποία θα διενεργούσε εκλογές εντός τριών μηνών· εκλογικό
σύστημα απλής αναλογικής ή εναλλακτικά «οιονδήποτε τίμιον εκλογικόν σύστημα»·
μετά τον σχηματισμό της υπηρεσιακής κυβέρνησης, αντικατάσταση των νομαρχών
από προέδρους Πρωτοδικών· αφοπλισμό των ΤΕΑ, οι αξιωματικοί των οποίων θα
καλούνταν στην Αθήνα όπου θα παρέμεναν καθ’ όλη την προεκλογική περίοδο·
δικαίωμα ψήφου μόνο για τους αξιωματικούς του Στρατού· ακομμάτιστο ραδιόφωνο
και τέλος αντικατάσταση των επικεφαλής συγκεκριμένων καίριων κλάδων.151
Η κυβέρνηση απήντησε, ότι η κατάρτιση των συγκεκριμένων όρων μάλλον
είχε να κάνει με «εσωτερικές διενέξεις» και ότι εκείνη δεν επρόκειτο να ασχοληθεί με
αυτούς. Που αποσκοπούσε συνεπώς το Κέντρο; Μία υπόθεση θα μπορούσε να είναι
ότι στόχος του Κέντρου ήταν να τεθεί με σαφήνεια το ζήτημα της υπηρεσιακής
κυβέρνησης κοινής εμπιστοσύνης, η οποία θα απαιτούσε την παρέμβαση του βασιλιά
και της συμπολίτευσης ή έστω ενός μεγάλου τμήματος της κυβερνητικής
πλειοψηφίας. Με τον τρόπο αυτόν λοιπόν επανερχόταν το σενάριο μίας κυβέρνησης
με τη στήριξη βουλευτών και των δύο κομμάτων, της οποίας θα μπορούσε να

150
«Ακρόασις του πρωθυπουργού, 22.1.1963», Αρχείο Βασιλικών Ανακτόρων, Γενικά Αρχεία του
Κράτους, φακ. 387.
151
Για την ανακοίνωση βλ. Ελευθερία, 27 Ιανουαρίου 1963.

227
προΐσταται ένα πρόσωπο κοινής αποδοχής ακόμη και αν αυτό σήμαινε – όπως λίγες
ημέρες νωρίτερα είχε αναφέρει ο Σοφοκλής Βενιζέλος στον βασιλιά Παύλο – την
«θυσία» κάποιου ή και των δύο πολιτικών αρχηγών.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η ένταση δεν έδειχνε να κοπάζει. Η
επαναδραστηριοποίησή του Σοφοκλή Βενιζέλου στη γραμμή της συνεννόησης με τη
συμπολίτευση, έδειχνε ήδη να επιδρά στη διαμόρφωση νέων συνθηκών στο
εύθραυστο πολιτικό σκηνικό. Μπορεί μάλιστα να υποστηριχθεί ότι ο Βενιζέλος
έδειχνε πλέον να απειλεί τόσο τον Γεώργιο Παπανδρέου, όσο και τον Κωνσταντίνο
Καραμανλή, καθώς αποτελούσε τον δυνάμει πιθανό νέο πρωθυπουργό. Κατά τη
συνάντηση Βενιζέλου-Παύλου στα μέσα Ιανουαρίου είχε τεθεί επιτακτικά η ανάγκη
συνεννόησης ανάμεσα στις πλέον μετριοπαθείς πλευρές των δύο «εθνικοφρόνων»
παρατάξεων, μία αναγκαιότητα που έδειχνε να αναγνωρίζει πάντως και ο Έλληνας
πρωθυπουργός, παρά την έντονη δυσαρέσκειά του από την στάση της αξιωματικής
αντιπολίτευσης.
Σε συνάντησή του με τον σύμβουλο του Παύλου Κωνσταντίνο Χοϊδά στις 12
Φεβρουαρίου, ο Καραμανλής παρουσιάστηκε εξαιρετικά ανήσυχος για την περαιτέρω
στάση των ηγετών του Κέντρου, σημειώνοντας: «Ό,τι και αν τους δώση κανείς εις
αυτούς τους ανθρώπους θα ζητήσουν περισσότερα μη φειδόμενοι ουδενός θεσμού ή
προσώπου και επιτιθέμενοι κατά πάντων μετά φανατισμού και άνευ δισταγμού τινος.
Ενδιαφερόμενοι δια την εξουσίαν, αδιαφορούν δια το Κράτος και όσους θεσμούς το
αποτελούν». Ειδικότερα δε, αναφορικά με τον Σοφοκλή Βενιζέλο ο Καραμανλής
φέρεται να τον χαρακτηρίζει «ύπουλο και έτοιμον να παραποιή όσα ακούει και να
ψεύδεται».152 Παράλληλα, όμως, οι πιέσεις των Ανακτόρων προς τον Έλληνα
πρωθυπουργό έδειχναν ασφυκτικές: μέσω του Κωνσταντίνου Χοϊδά, ο ευρισκόμενος
εκτός Ελλάδας Παύλος επαναλάμβανε την ανάγκη ανάληψης πρωτοβουλίας εκ
μέρους της κυβέρνησης προκειμένου να υπάρξει συνεννόηση με την αξιωματική
αντιπολίτευση, «και δη προ της αφίξεως του Βασιλέως». Παρά τις αρχικές του
επιφυλάξεις, ο Καραμανλής τελικά υποχώρησε έναντι των πιέσεων και δεσμεύθηκε
ότι «αποδεχόμενος την επιθυμία του Βασιλέως» θα έκανε έκκληση προς την
αξιωματική αντιπολίτευση για μία συνεννόηση στη βάση της αναγκαιότητας της
συνταγματικής αναθεώρησης, αφού προηγουμένως θα είχε ήδη διαμηνύσει

152
18 Φεβρουαρίου 1963, Χοϊδάς προς Παύλο, Αρχείο Βασιλικών Ανακτόρων, Γενικά Αρχεία του
Κράτους, φακ. 387.

228
«ιδιωτικώς» τις προθέσεις του προς τον Σοφοκλή Βενιζέλο.153 Στις 15 Φεβρουαρίου
1963 ο Καραμανλής επικοινώνησε με τον Χοϊδά και τον ενημέρωσε «ότι
εξουσιοδότησε Υπουργόν του να επικοινωνήση την 12μ. του Σαββάτου [16
Φεβρουαρίου] μετά του κ. Βενιζέλου και να του εξηγήση ότι αυτή είναι η στιγμή δια
να φανή η διάθεσις της αντιπολιτεύσεως».154
Πράγματι, στις 15 Φεβρουαρίου ο Καραμανλής είχε συνάντηση με τον
υπουργό Εμπορίου Παναγιώτη Πιπινέλη – πρόσωπο της απολύτου εμπιστοσύνης των
Ανακτόρων – προκειμένου να τον ενημερώσει επί της πρωτοβουλίας και να του
αναθέσει την διεξαγωγή των σχετικών επαφών. Από το πρακτικό της συνάντησης
που τήρησε ο Πιπινέλης,155 προκύπτει ότι ο πρωθυπουργός ζήτησε από τον υπουργό
Εμπορίου να διερευνήσει την πιθανότητα «συμπαράστασης» του Βενιζέλου στην
συνταγματική αναθεώρηση, προκειμένου να αναπτυχθεί ένας ευρύτερος διάλογος
μεταξύ των δύο πλευρών, συμπληρώνοντας ότι αν ο διάλογος αποδεικνυόταν
χρήσιμος «θα ηδύνατο να οδηγήση και εις διάλογον επί του πολιτικού θέματος».
Πάντως, σύμφωνα πάντα με το πρακτικό της συνάντησης των δύο ανδρών, η
απάντηση του Σοφοκλή Βενιζέλου θα έπρεπε να έρθει σύντομα και τα αντίστοιχα
αιτήματά του να μην απέχουν «πάσης συναισθήσεως της πραγματικότητος». Στο
πλαίσιο αυτό, ο Καραμανλής εφέρετο διατεθειμένος να συζητήσει διενέργεια
εκλογών πριν την λήξη της τετραετίας, εκλογικό σύστημα (αν και επέμενε στην
προτίμησή του στο πλειοψηφικό) και διεξαγωγή εκλογών από υπηρεσιακή
κυβέρνηση. Μάλιστα το πρακτικό περιλαμβάνει και μία πρόβλεψη, σύμφωνα με την
οποία θα μπορούσε να συζητηθεί ακόμη και διεξαγωγή εκλογών «υπό της σημερινής
κυβερνήσεως με συμμετοχήν αυτού».
Στο διάστημα από τις 16 Φεβρουαρίου 1963 έως τις 9 Μαρτίου 1963 οι δύο
πολιτικοί είχαν τέσσερις συναντήσεις.156 Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ερμηνείες που
έχουν δοθεί σχετικά – τόσο γύρω από το σκοπό των επαφών, όσο και αναφορικά με
τις θέσεις των δύο πλευρών – απέχουν σημαντικά.157 Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση

153
18 Φεβρουαρίου 1963, Χοϊδάς προς Παύλο, Αρχείο Βασιλικών Ανακτόρων, Γενικά Αρχεία του
Κράτους, φακ. 387.
154
18 Φεβρουαρίου 1963, Χοϊδάς προς Παύλο, Αρχείο Βασιλικών Ανακτόρων, Γενικά Αρχεία του
Κράτους, φακ. 387.
155
«Ιδιόγραφον σημείωμα Προέδρου Πιπινέλη επί συνομιλίας του μετά Καραμανλή 15.2.63», Αρχείο
Παναγιώτη Πιπινέλη, Διπλωματικό και Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, φακ. 4.1.
156
Ο Γρηγόριος Δαφνής αναφέρει ότι έγιναν τέσσερις συναντήσεις μεταξύ 15 ης Φεβρουαρίου και 9ης
Μαρτίου, Γρηγόριος Δαφνής, Σοφοκλής Ελευθερίου Βενιζέλος, ο.π., σελ. 635.
157
Για το χρονικό των πρωτοβουλιών του Σ. Βενιζέλου, βλ. Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον Εμφύλιο στη
Χούντα, ο.π., σσ. 214-225· Γρηγόριος Δαφνής, Σοφοκλής Ελευθερίου Βενιζέλος ο.π., σσ. 567-570·

229
ανακοίνωσε, ότι προτίθετο να φέρει στη βουλή πρόταση για την αναθεώρηση των μη
θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος.158 Προκειμένου να παρακολουθήσει κανείς
την πορεία των συγκεκριμένων επαφών, οι οποίες εν πολλοίς επηρέασαν την πορεία
των πολιτικών εξελίξεων στην συνέχεια, θα ήταν σκόπιμο να επιχειρηθεί μία
παράλληλη απόδοση όλων των διαφορετικών αναγνώσεων που προέκυπταν από την –
κατά περίπτωση – πολιτική τοποθέτηση του κάθε αναλυτή. Κοινός παρανομαστής,
πάντως, των διαφορετικών αυτών προσεγγίσεων ήταν ότι από την μεν πλευρά της
κυβέρνησης – διά του εκπροσώπου της Παναγιώτη Πιπινέλη – τονιζόταν σταθερά η
ανάγκη συνεννόησης γύρω από το θέμα της συνταγματικής αναθεώρησης, από την δε
πλευρά του Σοφοκλή Βενιζέλου, είχαν τεθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων οι
όροι που είχε προ μερικών εβδομάδων θέσει το κόμμα του ως προαπαιτούμενα μίας
«τίμιας» προσφυγής στις κάλπες. Η ανίχνευση των λεπτών ισορροπιών στις
διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους δύο έμπειρους παράγοντες της πολιτικής ζωής,
μπορεί να φανεί χρήσιμη για την κατανόηση των στόχων που είχαν τεθεί από την
κάθε πλευρά και των παραγόντων που επιδρούσαν στην πραγμάτωσή τους.
Σύμφωνα με τον βιογράφο του Σοφοκλή Βενιζέλου, Γρηγόριο Δαφνή, η
πρώτη συνάντηση μεταξύ των δύο ανδρών έγινε μετά από πρόταση του Παναγιώτη
Πιπινέλη, με στόχο την εξεύρεση τρόπου εξόδου από την πολιτική κρίση που βίωνε η
χώρα. Αρνούμενος να συναντηθεί μαζί του, ο Βενιζέλος του απέστειλε τους όρους,
τους οποίους είχε θέσει προ ημερών το κόμμα του ως απαραίτητες προϋποθέσεις για
την επάνοδο στην πολιτική ομαλότητα. Στην επίμονη έκκληση του Πιπινέλη να
συναντηθούν – χωρίς μάλιστα να ενημερωθεί ο Γεώργιος Παπανδρέου – ο Κρητικός
πολιτικός απάντησε θετικά, αρνούμενος όμως να αποκρύψει την πρωτοβουλία από
τον αρχηγό του κόμματός του. Σύμφωνα πάντα με τον Γρηγόριο Δαφνή, όταν
συναντήθηκαν εκ νέου – και ενώ είχε πλέον κατατεθεί κυβερνητική πρόταση για την
συνταγματική αναθεώρηση – ο Πιπινέλης φάνηκε θετικός απέναντι στα αιτήματα του
Βενιζέλου, με την εξαίρεση του ζητήματος της ψήφου του Στρατού. Εκκινώντας
λοιπόν από τις θέσεις του Κέντρου, ως βάση συζήτησης, ζήτησε από την πλευρά του
Βενιζέλου τη συνεργασία του κόμματός του στο εγχείρημα της συνταγματικής
αναθεώρησης. Όταν ο Κρητικός πολιτικός αποκρίθηκε θετικά, υπό τον όρο να
υπάρξει ρητή δέσμευση για την ημερομηνία των επόμενων εκλογών, ο υπουργός

Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (γεν. επιμ.), ο.π., τόμος 5, σελ. 581-584 και 589-597· Σωτήρης Ριζάς, Η
ελληνική πολιτική μετά τον Εμφύλιο, ο.π., σσ. 273-274.
158
Για το περιεχόμενο της συνταγματικής αναθεώρησης, της λεγόμενης «βαθείας τομής» και τις
αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, βλ. παρακάτω.

230
Εμπορίου αρνήθηκε κάτι τέτοιο και η διαπραγμάτευση ολοκληρώθηκε.159 Σύμφωνα
πάντα με τον Δαφνή, η τέταρτη συνάντηση έγινε με πρωτοβουλία του Βενιζέλου,
«δια να διαμαρτυρηθεί, διότι κακώς μετεδόθησαν τα διαμειφθέντα εις τον ανώτατον
άρχοντα».160
Δύο ημέρες μετά την πρώτη του συνάντηση με τον Πιπινέλη, ο Σοφοκλής
Βενιζέλος προσκάλεσε σπίτι του τον επιτετραμμένο της αμερικανικής πρεσβείας στην
Αθήνα Tapley Bennet, προκειμένου «να πληροφορηθεί η πρεσβεία, για τις σκέψεις
του».161 Από τη συζήτηση που ακολούθησε, μπορούν να προκύψουν ενδιαφέροντα
στοιχεία για τον Βενιζέλο και την στάση του έναντι των πολιτικών του ανταγωνιστών
εντός και εκτός Ένωσης Κέντρου. Ενδεικτική, πάντως, είναι η εκίμηση του Bennet
ότι ο Βενιζέλος έδειχνε να είναι αναγκασμένος να ανεχθεί ή να αδυνατεί να μετριάσει
την δυναμική του ανένδοτου, τουλάχιστον αναφορικά με το Στέμμα, καθώς και ότι
έδειχνε έτοιμος να «παρατήσει» τον Γεώργιο Παπανδρέου «αν μπορούσε να βρει
καλύτερη εστία για τον ίδιο και το κρητικό του ποίμνιο».
Ο Βενιζέλος εφέρετο προβληματισμένος καθώς έπρεπε να ισορροπεί ανάμεσα
στις απαιτήσεις του βασιλιά, που ζητούσε να σταματήσει «ο εκβιασμός από το
μπαλκόνι», και του αρχηγού του Κέντρου που αντιδρούσε με έξαλλο τρόπο μετά τις
επαφές του με το Στέμμα. Στη συνέχεια παρατήρησε, ότι την προηγουμένη είχε την
«πρώτη του επαφή» με τον πρωθυπουργό, υπονοώντας ότι αυτό αποτελούσε συνέχεια
όσων είχε επισημάνει μετά την αποχώρησή του από τα Ανάκτορα στα μέσα
Ιανουαρίου, αναφορικά με την επιθυμία του βασιλιά να υπάρξει μία προσπάθεια
εξόδου από την κρίση. Ο Αμερικανός διπλωμάτης, επιχειρώντας να
αποκωδικοποιήσει τα λεγόμενα του πρώην πρωθυπουργού, κατέληγε στο
συμπέρασμα ότι «ο κ. Βενιζέλος δεν είπε ότι μίλησε προσωπικά με τον κ.
Καραμανλή, αν και έδινε την εντύπωση, ότι προσπαθούσε να υπονοήσει ότι οι δυο
τους είχαν συναντηθεί». Επίσης, ανέφερε ότι ο Βενιζέλος είχε παρουσιάσει στον
πρωθυπουργό μία λίστα με τα «αιτήματά» του αναφορικά με τα βήματα που έπρεπε
να ακολουθηθούν προκειμένου να ομαλοποιηθεί η κατάσταση. Στη συνέχεια,
υποστήριξε τη διεξαγωγή εκλογών από μία πολιτική και όχι υπηρεσιακή κυβέρνηση,
σημειώνοντας ότι αυτό αποτελούσε ζήτημα διαφωνίας μεταξύ του ιδίου και του

159
Γρηγόριος Δαφνής, Σοφοκλής Ελευθερίου Βενιζέλος. ο.π., σσ. 567-568.
160
Γρηγόριος Δαφνής, Σοφοκλής Ελευθερίου Βενιζέλος,ο.π., σελ. 635.
161
Η συνάντηση έγινε σύμφωνα με τον Bennet στις 18 Φεβρουαρίου 1963, Bennet προς Department
of State, 27 Φεβρουαρίου 1963, Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59, 781.00/2-
2763.

231
Παπανδρέου. Κατά τον ίδιο, η κυβέρνηση αυτή θα έπρεπε να έχει στελέχη που θα
είχε προτείνει η Ένωση Κέντρου, στα υπουργεία Δικαιοσύνης, Εσωτερικών και
Αμύνης, ενώ δεν απέκλειε το ενδεχόμενο μίας μετεκλογικής κυβέρνησης
συνεργασίας. Παράλληλα, υποστήριξε ότι το Κέντρο ήταν υπέρ μίας συνταγματικής
αναθεώρησης από την επόμενη βουλή. Τέλος, αναφερόμενος στον Γεώργιο
Παπανδρέου, ο Βενιζέλος τον χαρακτήρισε «αξιολύπητο», ηλικιωμένο, κινούμενο
από μία σταθερή φιλοδοξία: «να γίνει πρωθυπουργός πριν πεθάνει».
Διαφορετική είναι η οπτική του Παναγιώτη Πιπινέλη επί των γεγονότων,
όπως προκύπτει από τα πρακτικά των συναντήσεών του με τον Βενιζέλο.162 Τα
πρακτικά περιγράφουν λεπτομερώς τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο ανδρών,
κατά τις οποίες ο Πιπινέλης έμεινε σταθερός σε ό,τι είχε ήδη συζητήσει με τον
Κωνσταντίνο Καραμανλή στις 15 Φεβρουαρίου. Σύμφωνα λοιπόν με τον Παναγιώτη
Πιπινέλη, κατά την πρώτη συνάντηση των δύο ανδρών στις 16 Φεβρουαρίου 1963, ο
ίδιος ενημέρωσε τον Βενιζέλο για την πρόθεση του πρωθυπουργού να εκκινήσει την
διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος,163 πιστεύοντας «ότι αι ανάγκαι του
πολιτικού μας βίου δεν εκαλύπτοντο σήμερον υπό του ισχύοντος Συντάγματος και ότι
αι από πάσης απόψεως απαράδεκτοι αρρυθμίαι του πολιτικού μας βίου δεν ήτο
δυνατόν πλέον να συνεχισθούν ακινδύνως».164 Σε αυτό το πλαίσιο ζητούσε την
συμπαράστασή του, σημειώνοντας όμως ότι ο Καραμανλής ήταν αποφασισμένος να
προχωρήσει ακόμη και χωρίς αυτήν.165 Επί της διαδικασίας, διευκρινίστηκε ότι προς
το παρόν επρόκειτο μόνον να αποφασιστούν οι αναθεωρητικές διατάξεις, ενώ το κάθε
κόμμα θα «ήτο φυσικά ελεύθερον να υποβάλη ιδίας λύσεις εις την κρίσιν του λαού,
προκειμένου να εκλεγή η αναθεωρητική βουλή». Μετά την συμφωνία που εξέφρασε
επ’ αυτού ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ο Πιπινέλης έδειξε να αφήνει ανοικτό το
ενδεχόμενο μίας ευρύτερης συννεννόησης, παρατηρώντας ότι ο πρωθυπουργός

162
Τα πρακτικά των τριών συναντήσεων είναι κατατεθειμένα στον αρχείο του Κωνσταντίνου
Καραμανλή, γεγονός που επιβεβαιώνει, ότι ο πρωθυπουργός είχε ζητήσει από τον υπουργό Εμπορίου
λεπτομερή ενημέρωση επί των διαπραγματεύσεων. Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή, Ίδρυμα
«Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φακ. 20Α, Παναγιώτης Πιπινέλης, σημειώματα συνομιλιών με
Σοφοκλή Βενιζέλο, 16,19,21 Φεβρουαρίου 1963.
163
Την ίδια ημέρα – 16 Φεβρουαρίου – συνεκλήθη η κοινοβουλευτική ομάδα της ΕΡΕ στην οποία ο
πρωθυπουργός ανακοίνωσε την πρόθεσή του να φέρει εντός των επόμενων ημερών στη βουλή την
πρόταση για την συνταγματική αναθεώρηση. Βλ. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (γεν. επιμ.), ο.π., τόμος
5, σελ. 583.
164
Παναγιώτης Πιπινέλης, σημειώματα συνομιλιών με Σοφοκλή Βενιζέλο, 16 Φεβρουαρίου 1963, 5-
880, Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή, Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φακ. 20Α
165
Πρέπει να σημειωθεί, ότι προκειμένου να εγκριθεί η διαδικασία αναθεώρησης απαιτούντο 200
ψήφοι, την ώρα που οι βουλευτές της Ένωσης Κέντρου και της ΕΔΑ ήταν 101.

232
ήλπιζε, ότι αυτός ο διάλογος θα μπορούσε να επεκταθεί και επί του πολιτικού
θέματος προκειμένου να «χαλαρώσουν» οι «υφιστάμενες αντιθέσεις».
Ο Βενιζέλος συνέδεσε την πρωτοβουλία με το ενδιαφέρον του βασιλιά – όπως
είχε εκφραστεί προς τον ίδιο έναν μήνα νωρίτερα – και πρότεινε μία ανοικτή
διαδικασία με εκπροσώπους των δύο πλευρών. Επρόκειτο για μία πρόταση που ο
Πιπινέλης δεν ήταν διατεθειμένος να συζητήσει, φοβούμενος ότι κάτι τέτοιο θα
καθυστερούσε τις διαπραγματεύσεις, που θα έπρεπε να ολοκληρωθούν το
συντομότερο δυνατόν, και ότι θα μπορούσε να υποκύψει «εις την πλειοδοσίαν της
δημοκοπίας». Στην παρατήρηση του Βενιζέλου ότι δεν θα μπορούσε να προχωρήσει
στις συζητήσεις χωρίς να έχει προηγουμένως ενημερώσει τον Γεώργιο Παπανδρέου,
ο Πιπινέλης – φοβούμενος ότι κάτι τέτοιο θα ματαίωνε το εγχείρημα – αντέτεινε ότι
προς το παρόν οι συζητήσεις του, θα όφειλαν να έχουν χαρακτήρα απόρρητο και οι
απόψεις που θα διατυπώνονταν να θεωρούνται προσωπικές, μέχρι τουλάχιστον να
αποδειχθεί εάν υπάρχει σύγκλιση. Αφού αποδέχθηκε την πρότασή του ο Βενιζέλος
διατύπωσε τα αιτήματά του· κατ’ αρχάς πρότεινε απλή αναλογική, σημειώνοντας ότι
θα μπορούσε να συζητήσει ενισχυμένη αναλογική εφ’ όσον θα υπήρχε συμφωνία επί
του τρόπου διάθεσης των εδρών κατά την δεύτερη κατανομή. Επ΄αυτού ο
συνομιλητής του φάνηκε δεκτικός, λέγοντας ότι αν και ο Καραμανλής επέμενε υπέρ
του πλειοψηφικού, θα ήταν διατεθειμένος να το συζητήσει. Στη συνέχεια ο Βενιζέλος
αναφέρθηκε στο ζήτημα της υπηρεσιακής κυβέρνησης, επαναλαμβάνοντας, ότι θα
έπρεπε να είναι ένα σχήμα κοινής εμπιστοσύνης που θα προχωρούσε σε
συγκεκριμένα μέτρα όπως ο αφοπλισμός των ΤΕΑ, η αλλαγή των νομαρχών κλπ. Ο
εκπρόσωπος της κυβέρνησης φάνηκε συγκαταβατικός ως προς την πρόταση,
σημειώνοντας πάντως ότι ο πρωθυπουργός πίστευε ότι η συνήθεια των υπηρεσιακών
κυβερνήσεων θα έπρεπε σε κάποια στιγμή να λήξει. Σε σχέση με τον προβλεπόμενο
χρόνο των εκλογών, ο Κρητικός πολιτικός πρότεινε να διεξαχθούν το φθινόπωρο του
1963 ή την άνοιξη του 1964, ενώ ο υπουργός Εμπορίου απάντησε ότι εφόσον κινηθεί
η διαδικασία της αναθεώρησης, εκλογές δεν θα μπορούσαν να γίνουν πριν το τέλος
του επόμενου έτους. Τέλος, αναφορικά με την ψήφο του Στρατού, ζήτησε να έχουν
δικαίωμα εκλέγειν μόνον οι αξιωματικοί, κάτι που ο Πιπινέλης αρνήθηκε,
δεσμευόμενος όμως για τη δυνατότητα πρόβλεψης συγκεκριμένων εγγυήσεων επί της
διαδικασίας. Κλείνοντας την συζήτηση ο Βενιζέλος επανέλαβε ότι δεν επρόκειτο να
αναφέρει τις συζητήσεις τους σε κανέναν και υποσχέθηκε να καταρτίσει ένα
σημείωμα με τα αιτήματά του, το οποίο θα του απέστελλε μέχρι την επομένη. Στο εν
233
λόγω σημείωμα, ο Βενιζέλος συνόψιζε τις θέσεις του σε επτά σημεία, που
αποτελούσαν τις πάγιες θέσεις του κόμματός του:

1. Απλή αναλογική
2. Κυβέρνησις υπηρεσιακή κοινής εμπιστοσύνης
3. Κατά την εκλογικήν περίοδον, αντικατάστασις Νομαρχών υπό Προέδρων
Πρωτοδικών
4. Κατά την εκλογικήν περίοδον αφοπλισμός ΤΕΑ και παρουσίασις όλων των
αξιωματικών εις το Υπουργείον Εθνικής Αμύνης.
5. Οι στρατιώται θα ψηφίζουν υφ’ ους όρους και οι πολίται εφ’ όσον είναι
εγγεγραμμένοι εις τους εκλογικούς καταλόγους, πλην των αξιωματικών.
6. Αποχρωματισμός των πολιτικών εκπομπών ΕΙΡ. Μικτή επιτροπή θέλει
ελέγχει το ραδιόφωνον.
7. Δικαίωμα υπηρεσιακής να προβαίνη εις αντικατάστασιν περιορισμένου
αριθμού Ανωτάτων λειτουργών Κρατικού Μηχανισμού προς εξασφάλισιν
ανεπηρεάστου διεξαγωγής εκλογών. 166

Κατά την επόμενη συνάντηση των δύο ανδρών, στις 19 Φεβρουαρίου, ο


Πιπινέλης εμφανίστηκε αισιόδοξος, σημειώνοντας ότι με την εξαίρεση του αιτήματος
για την ψήφο των αξιωματικών, επί των υπολοίπων ζητημάτων θα μπορούσε να
υπάρξει διάλογος και πιθανόν συμφωνία. Προχωρώντας όμως ακόμη περισσότερο, ο
Πιπινέλης εξέφρασε τις έντονες επιφυλάξεις του ίδιου και την απόλυτη άρνηση του
πρωθυπουργού για οποιαδήποτε συνεννόηση θα περιελάμβανε και τον Γεώργιο
Παπανδρέου, ο οποίος εκείνες τις ημέρες είχε αποκλείσει κάθε πιθανότητα
συμμετοχής του κόμματός του στην αναθεωρητική διαδικασία,167 υποστηρίζοντας ότι
«η νόθος βουλή δεν έχει δικαίωμα να προβή εις αναθεωρήσιν Συντάγματος».168
Παράλληλα, προς τον αντιπολιτευόμενο Τύπο συνέχιζε να διαρρέεται ότι η πρόθεση

166
Παναγιώτης Πιπινέλης, Σημείωμα απεσταλέν μοι την μεσημβρίαν της 17 ης Φεβρουαρίου, 5-884,
Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή, Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φακ. 20Α. Στο
χειρόγραφο πρωτότυπο που φυλάσσεται στο αρχείο του Παναγιώτη Πιπινέλη, το κείμενο συνοδεύεται
από ένα σημείωμα του Σοφοκλή Βενιζέλου, στο οποίο ο Κρητικός πολιτικός αναφέρει ότι αποστέλει
τα αιτήματα της Ένωσης Κέντρου «που αποβλέπουν εις την αδιάβλητον διεξαγωγήν των εκλογών,
ώστε ο ελληνικός λαός να δυνηθή ελευθέρως να εκφράση την θέλησίν του», Αρχείο Παναγιώτη
Πιπινέλη, Διπλωματικό και Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, φακ. 4.1.
167
Σύμφωνα με τον Βενιζέλο, η εν λόγω ανακοίνωση του κόμματος, είχε γίνει εν αγνοία του.
Παναγιώτης Πιπινέλης, Βενιζέλος, 19 Φεβρουαρίου, 5-894, Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή,
Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φακ. 20Α.
168
Το Βήμα, 17 Φεβρουαρίου 1963.

234
του Κωνσταντίνου Καραμανλή ενείχε δόλο, καθώς στόχος του ήταν η μετάθεση των
εκλογών στο επόμενο έτος.169
Στις επιφυλάξεις του υπουργού Εμπορίου, ο Βενιζέλος απάντησε
υποστηρίζοντας ότι «τον Παπανδρέου ηδύνατο ανά πάσαν στιγμήν να καταργήση»
και ότι «τούτο παρ’ ολίγον να γίνη κατά την συζήτησιν επί της ακροάσεως του παρά
τω Βασιλεί». Παρά ταύτα, σημείωσε ότι δεν ήταν δυνατόν να προχωρήσει σε καμία
συνεννόηση χωρίς προηγουμένως να τον έχει ενημερώσει. Επρόκειτο για ένα
δύσκολα διαχειρίσιμο δίλημμα για τον Βενιζέλο, του οποίου η γενικότερη στρατηγική
και στάση προσδιοριζόταν εν πολλοίς «από την απέχθεια και την αντιπαλότητά του
προς τον Γέρο».170 Αναγνωρίζοντας το «αδιέξοδο» το οποίο αντιμετώπιζε ο
συνομιλητής του, επαναλαμβάνοντας όμως ότι πιθανή εμπλοκή του Παπανδρέου θα
δυναμίτιζε κάθε προσπάθεια συνεργασίας, ο Πιπινέλης κατέληξε λέγοντας ότι αν η
αντιπολίτευση διευκόλυνε την αναθεωρητική διαδικασία, θα ήταν εφικτή μία
συζήτηση «επί του πρακτέου». 171
Η τρίτη συνάντηση των δύο ανδρών πραγματοποιήθηκε στο σπίτι του
Σοφοκλή Βενιζέλου στις 21 Φεβρουαρίου, αφού είχε προηγηθεί συνεννόησή του με
τον Γεώργιο Παπανδρέου.172 Όπως προκύπτει από το σχετικό πρακτικό του
Παναγιώτη Πιπινέλη, ο Βενιζέλος εμφανίστηκε μάλλον απόλυτος στις τοποθετήσεις
του, δυσχεραίνοντας την συνεννόηση μεταξύ των δύο πλευρών. Αφού ανακοίνωσε
στον εκπρόσωπο της κυβέρνησης, ότι η Ένωση Κέντρου θα ήταν πρόθυμη να
βοηθήσει στην συνταγματική αναθεώρηση, ζήτησε αυτό να γίνει παράλληλα με την
επίλυση του πολιτικού ζητήματος. Αιτήθηκε δηλαδή να υπάρξει μία σαφής δέσμευση
της κυβέρνησης, «μία συμφωνία κυρίων υπό την εγγύησιν ενδεχομένως εγγυητού»,
προκειμένου να αποφευχθεί μία αναβολή των εκλογών για το 1964.
Χρησιμοποιώντας συνεπώς το επιχείρημα που επαναλάμβανε και δημοσίως η
αξιωματική αντιπολίτευση – περί προσπάθειας παραπλάνησής της από τον
πρωθυπουργό – ο Βενιζέλος φαίνεται να υπαναχωρεί από τις προηγούμενες θέσεις
του. Παράλληλα, η πρόβλεψη «εγγυητή», έδειχνε να αναφέρεται στον βασιλιά,
προαπαιτούμενο στο οποίο ο Κρητικός πολιτικός έδειχνε να έχει ήδη επενδύσει. Ο
Πιπινέλης αρνήθηκε να προχωρήσει την διαπραγμάτευση, υποστηρίζοντας ότι ο
169
Ελευθερία, 19 Φεβρουαρίου 1963.
170
Μιχάλης Στυλιανού, συνέντευξη στον γράφοντα, 30 Ιανουαρίου 2006.
171
Παναγιώτης Πιπινέλης, Βενιζέλος, 19 Φεβρουαρίου, 5-895, Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή,
Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φακ. 20Α.
172
Παναγιώτης Πιπινέλης, Βενιζέλος, 19 Φεβρουαρίου, 5-907, Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή,
Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φακ. 20Α.

235
πρωθυπουργός θα εξελάμβανε την στάση του Κέντρου ως εκβιασμό, καθώς έδειχνε
να επιχειρεί να αποσπάσει ανταλλάγματα προκειμένου να συντελέσει στην
προσπάθεια για την συνταγματική αναθεώρηση. Στην απάντηση του Βενιζέλου ότι
δεν θα ήταν δυνατόν να ζητείται η συναίνεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης χωρίς
να προσφέρεται τίποτε, και ότι θα έπρεπε να προβλεφθεί άμεση ψήφιση της
αναθεώρησης προκειμένου οι εκλογές να γίνουν τον Νοέμβριο του 1963, ο υπουργός
Εμπορίου απήντησε ότι ο ίδιος ο Βενιζέλος είχε κάνει λόγο σε προηγούμενη
συνάντησή τους για εκλογές εντός της άνοιξης του 1964. Η συνάντηση τερματίστηκε
άδοξα, καθώς ο Παναγιώτης Πιπινέλης έδειχνε πεπεισμένος ότι η Ένωση Κέντρου
δεν επρόκειτο να συναινέσει στο κυβερνητικό σχέδιο.
Από τις παραπάνω περιγραφές δείχνει να προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα
ότι ο Σοφοκλής Βενιζέλος μετέβαλε την στάση του εντός ολίγων ημερών, ειδικά μετά
την συνεννόηση που είχε με τον αρχηγό του Κέντρου. Το ερώτημα που θα μπορούσε
να τεθεί αφορά στους στόχους της κυβερνητικής πλευράς από αυτή τη συνεννόηση. Η
εξ αρχής τοποθέτηση του Πιπινέλη εναντίον της οποιασδήποτε εμπλοκής του
Γεωργίου Παπανδρέου στο εγχείρημα, θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα
ότι ο Πιπινέλης επεδίωκε την συνεννόηση με μερίδα βουλευτών του Κέντρου,
προκειμένου να εξασφαλισθεί ο απαραίτητος αριθμός ψήφων για την αναθεώρηση.
Αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, τότε ο Σοφοκλής Βενιζέλος σίγουρα θα μπορούσε να
αποτελέσει πόλο για αυτή την μερίδα των βουλευτών, οι οποίοι ούτως ή άλλως
διαφωνούσαν με επιλογές της ηγεσίας τους, όπως είχε αναδειχθεί από τις
εσωκομματικές αντιπαραθέσεις των προηγούμενων μηνών.
Την ίδια στιγμή, σε επίπεδο δημοσίου λόγου είχε ξεκινήσει μία αντιπαράθεση
επί της πρότασης αναθεώρησης και της πιθανής σύμπραξης μερίδας κεντρώων
βουλευτών. Λίγες ημέρες μετά το ναυάγιο των συνομιλιών Βενιζέλου- Πιπινέλη, από
κυβερνητικούς κύκλους διέρρευσε στον Τύπο ένα σχόλιο που ανέφερε
χαρακτηριστικά: «ο αρχηγός της ΕΡΕ όταν αναλαμβάνη μίαν πρωτοβουλίαν γνωρίζει
πάντοτε τι επιδιώκει δι’ αυτής. Τούτου δοθέντος θα ήτο ανόητον να υποτεθή ότι
αναλαβών την πρωτοβουλίαν της αναθεωρήσεως του Συντάγματος ήτο δυνατόν να
υπολογίση εις την ηγεσίαν της ΕΚ. Θα απογοητευθούν ως εκ τούτου, συντόμως
εκείνοι οι οποίοι προσπαθούν εξ αφορμής της καταθέσεως της προτάσεως να κάμουν
προφητείας».173 Ο Βενιζέλος, φοβούμενος κατά πάσα πιθανότητα τις αντιδράσεις που

173
Ελευθερία, 26 Φεβρουαρίου 1963.

236
θα μπορούσε να προκαλέσει μία δημοσιοποίηση των επαφών του, προέβη – εξ
ονόματος μάλιστα του κόμματός του – σε μία σκληρή ανακοίνωση στρεφόμενος κατά
της κυβέρνησης:

Προκαλεί αγανάκτησιν και αηδίαν το χθεσινόν κυβερνητικόν σχόλιον,


κατά το οποίον η ΕΡΕ, δια την ψήφισιν των αναθεωρητέων διατάξεων
του Συντάγματος δεν υπολογίζει εις την ηγεσίαν της Ενώσεως Κέντρου,
και δια του οποίου αφήνεται να υπονοηθή ότι η ΕΡΕ είναι δυνατόν να
αποσπάση βουλευτάς του Κέντρου δια παροχήν προς ψήφισιν της
προτάσεως αναθεωρήσεως. Ας βεβαιωθή η ΕΡΕ, ότι είναι ανεπίτευκτος η
σύμπραξις έστω και ενός βουλευτού της ΕΚ – της οποίας ή ενότης
παραμένει αδιατάρακτος και συμπαγής – εις την απόπειραν εισαγωγής
αντιδημοκρατικών διατάξεων στο Σύνταγμα. Πέραν τούτου, το
κυβερνητικόν σχόλιον παρέχει το μέτρον της σήψεως, την οποίαν η ΕΡΕ
έχει εισαγάγη εις τα πολιτικά μας πράγματα.174

Με τον τρόπο αυτό, ο Σοφοκλής Βενιζέλος έδειχνε να αποφεύγει τον


σκόπελο της στοχοποίησής του, επιχειρώντας να αναλάβει για μία ακόμη φορά –
ίσως τελευταία – ρόλο επιτιθέμενου. Όμως, παρά τις δημόσιες τοποθετήσεις του, ο
Βενιζέλος σε όλες τις κατ’ ιδίαν συζητήσεις που είχε με πολιτικά πρόσωπα και ξένους
διπλωμάτες, εφέρετο να επαναλαμβάνει τις αναφορές στην ρήξη που είχε επέλθει στο
εσωτερικό του κόμματος και τους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για τον αρχηγό της
Ένωσης Κέντρου. Λίγες εβδομάδες μετά την συνάντησή του με τον βασιλιά Παύλο, ο
Κρητικός πολιτικός παρατηρούσε την δυναμική των πρωτοβουλιών του να φθίνει και
τον ίδιο να παραμένει – αναγκαστικά – στη γραμμή μίας αντιπολιτευτικής
στρατηγικής, η οποία έδειχνε να τον εκφράζει ολοένα και λιγότερο.
Ενώ το ζήτημα της συνταγματικής αναθεώρησης παρέμενε στην
επικαιρότητα, τα έντυπα του συγκροτήματος Λαμπράκη, Βήμα και Νέα, προχώρησαν
στη δημοσίευση του χρονικού των επαφών Βενιζέλου-Πιπινέλη,175 εξέλιξη που όξυνε
ακόμη περισσότερο το πολιτικό σκηνικό και δοκίμασε για μία ακόμη φορά τις λεπτές
ισορροπίες στο εσωτερικό του Κέντρου. Στο κεντρικό άρθρο του Βήματος, που
υπέγραφε ο Λέων Καραπαναγιώτης, γινόταν αναφορά στην βασιλική πρωτοβουλία,

174
Τα Νέα, 27 Φεβρουαρίου 1963.
175
Το Βήμα, 12 Μαρτίου 1963.

237
στο πλαίσιο της οποίας εντάσσονταν οι εν λόγω συναντήσεις.176 Αφού
υπογραμμιζόταν η σύγκλιση των δύο πλευρών στα ζητήματα που είχαν τεθεί, με
εξαίρεση το θέμα του Στρατού, επισημαίνετο ότι η προσπάθεια ναυάγησε εξ αιτίας
της εμμονής της κυβέρνησης να συνδέει το πολιτικό με το συνταγματικό πρόβλημα
και να ζητά συμμετοχή της Ένωσης Κέντρου σε «διάλογο» για την διαδικασία της
αναθεώρησης «ανεξαρτήτως της λύσεως που θα δοθεί στο πολιτικόν πρόβλημα». Η
διαφωνία του Βενιζέλου, σύμφωνα με το Βήμα, οδήγησε σε διακοπή τις συνομιλίες,
οι οποίες μέχρι τότε παρέμεναν μυστικές. Λίγες ημέρες αργότερα ο Κρητικός
πολιτικός παραδέχθηκε με δηλώσεις του σε εκπροσώπους της Ένωσης
Αντιπροσώπων Ξένου Τύπου, ότι εκείνος είχε αποκαλύψει το ιστορικό των
συνομιλιών, όταν πληροφορήθηκε «εξ ανακτορικών πηγών» ότι «δήθεν» είχε
υπαναχωρήσει από όσα είχε συμφωνήσει με τον Πιπινέλη.177 Με τον τρόπο αυτό, ο
Βενιζέλος, κατηγορούσε την κυβέρνηση ότι είχε χρησιμοποιήσει το ζήτημα της
αναθεώρησης με στόχο να διακόψει τον διάλογο και να πείσει τον βασιλιά ότι
υπεύθυνη για το αδιέξοδο ήταν η Ένωση Κέντρου.
Το ίδιο βράδυ εξεδόθη εκτενής ανακοίνωση της κυβέρνησης επί του θέματος.
Σε αυτήν υποστηριζόταν, ότι από καιρό ο Βενιζέλος είχε εκφράσει την επιθυμία
«όπως έχη κάποιο διάλογο με την Κυβέρνησιν, δια να δυνηθή, όπως διετείνετο, να
χαλιναγωγήση την ΕΚ και να τερματίση τον ανένδοτον αγώνα αυτής». Στο πλαίσιο
αυτής της πρόθεσής του, κατά την κυβέρνηση, κλήθηκε να μετάσχει σε κάποιες
διερευνητικές επαφές με τον υπουργό Εμπορίου. Αν και αρχικά είχε επιδείξει διάθεση
συμφωνίας ως προς το θέμα της συνταγματικής αναθεώρησης, στη συνέχεια
συνέδεσε το θέμα με την παράλληλη επίλυση του πολιτικού ζητήματος οδηγώντας σε
αδιέξοδο το εγχείρημα.178 Σχολιάζοντας με νόημα την στάση που είχε τηρήσει ο
Σοφοκλης Βενιζέλος, η Καθημερινή σημείωνε την ίδια ημέρα:

Ο κ. Βενιζέλος αντιθέτως προς τον κ. Παπανδρέου, επεζήτει, ως γνωστόν


– και ορθώς – «διάλογον» με την Κυβέρνησιν, ο οποίος θα τον
απήλλασσε της εξάλλου πολιτικής του «ανενδότου». Η Κυβέρνησις,
επίσης ορθώς, διεμήνυσεν εις αυτόν, ότι το θέμα της συνταγματικής

176
Την ίδια ημέρα ο Παναγιώτης Πιπινέλης διέψευσε την εκδοχή του Βενιζέλου, υπογραμμίζοντας ότι
«επί του προκειμένου, ουδεμία ανάμιξις του Ανώτατου Άρχοντος έλαβε χώρα». Ελευθερία, 13
Μαρτίου 1963.
177
Ελευθερία, 16 Μαρτίου 1963.
178
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (γεν. επιμ.), ο.π., τόμος 5, σελ. 583.

238
μεταρρυθμίσεως προσφέρει την βάσιν του «διαλόγου», και την
αφετηρίαν της μειώσεως της εντάσεως, της διερευνήσεως όλων των
παραπόνων και όλων των προβλημάτων εντός ηρέμου ατμοσφαίρας…
Αι συνομιλίαι του κ. Πιπινέλη αυτόν τον σκοπόν είχον. Αλλ’ ο σκοπός
των υπενομεύθη και το περιεχόμενόν των διεστρεβλώθη, χωρίς εκ
τούτου να ωφεληθούν ούτε το Κέντρον, ούτε ο κ. Βενιζέλος, ούτε ο
τόπος. Το αποτέλεσμα είναι αυτό το οποίον όλοι διαπιστώνουν τώρα: ότι
το μεν Κέντρον περιήλθεν εις πλήρες αδιέξοδον, ο δε κ. Βενιζέλος
κατέστη πλήρως δέσμιος του κ. Παπανδρέου.179

Αν όμως κάτι επιβεβαιώθηκε και από την αποκάλυψη της προσπάθειας


συνεννόησης των δύο πλευρών, ήταν οι διαφορετικές προσεγγίσεις στο εσωτερικό
της Ένωσης Κέντρου για την ενδεικνυόμενη πορεία του ανένδοτου αγώνα. Η ίδια
διάσταση απόψεων έδειξε – ήδη την επομένη των αποκαλύψεων – να χαρακτηρίζει
και τα βασικά έντυπα του χώρου. Το ανέκαθεν φιλοβενιζελικό Βήμα επικροτούσε την
πρωτοβουλία του Παύλου, σημειώνοντας ότι η πρότασή του προς την κυβέρνηση να
συνεννοηθή με την αντιπολίτευση θα έπρεπε να έχει συνέχεια, παρά την αποτυχία
της πρώτης προσπάθειας, και υπογραμμίζοντας ότι αν οι συνομιλίες διεξάγονταν
ανάμεσα στο πρωθυπουργό και τον αρχηγό του Κέντρου θα μπορούσαν να είναι
επιτυχείς.180 Ο Κήρυκας υποστήριζε ότι οι συνομιλίες Πιπινέλη-Βενιζέλου
αποτελούσαν «το σημαντικότερον πολιτικόν γεγονός, εξ όσων συνέβησαν τους
τελευταίους μήνας», συμπληρώνοντας ότι συνιστούσε αφενός παραδοχή της ύπαρξης
πολιτικού προβλήματος από την πλευρά της κυβέρνησης και αφετέρου ένδειξη του
ενδιαφέροντος του βασιλιά για την βελτίωση του πολιτικού κλίματος, το οποίο δεν
άφηνε ανεπηρέαστο τον Θρόνο.181 Αντιθέτως, η Ελευθερία εξέφραζε τις επιφυλάξεις
της για την πρωτοβουλία, στάση που προφανώς συνδεόταν με την διαχρονική της
διστακτικότητα απέναντι στην τακτική του Βενιζέλου.182 Με εμφανώς δηκτικό τόνο
σημείωνε χαρακτηριστικά:

179
«Τα σφάλματα», Η Καθημερινή, 16 Μαρτιου 1963.
180
«Να συνεχισθή η προσπάθεια προς επάνοδον εις την ομαλότητα», Το Βήμα 13 Μαρτίου 1963.
181
«Συμπεράσματα και προοπτικαί», Κήρυξ, 17 Μαρτίου 1963.
182
«Συνέδεε την Ελευθερία με τον Σοφοκλή αμοιβαία αντιπάθεια εξικνούμενη στα όρια του μίσους»,
Μιχάλης Στυλιανού, συνέντευξη στον γράφοντα, 30 Ιανουαρίου 2006.

239
Η Ελευθερία επεσήμανεν, από δεκαημέρου, ότι μετά την εκδήλωσιν της
νέας επιβουλής της κυβερνήσεως της ΕΡΕ κατά των ελευθέρων θεσμών,
υπό το διαφανές πρόσχημα της αναθεωρήσεως του Συντάγματος, ουδέν
ηδύνατο να προσδοκάται εκ της βασιλικής πρωτοβουλίας, εις την οποίαν
τόσαι ελπίδες εστηρίχθησαν. Τούτο επεβεβαιώθη χθες, με την
επισημοποίησιν του ναυαγίου των συνομιλιών Βενιζέλου-Πιπινέλη.
Είναι η εξέλιξις αυτή θλιβερά, αλλ’ η παραγνώρισις της
πραγματικότητος θα ήτο επικίνδυνος. Ο ανένδοτος αγών αποδεικνύεται,
δια μίαν ακόμη φοράν, ως η μόνη ρεαλιστική οδός δια την
αποκατάστασιν της Δημοκρατίας.183

Η αντίδραση στην «βαθεία τομή»: Φεβρουάριος – Μάρτιος 1963

Παράλληλα με την προσπάθεια διαλόγου ανάμεσα στον Παναγιώτη Πιπινέλη


και τον Σοφοκλή Βενιζέλο που λάμβανε χώρα στο περιθώριο της πολιτικής, οι
εξελίξεις στο προσκήνιο ήταν ραγδαίες. Την επικαιρότητα μονοπωλούσε μία είδηση
αλληλένδετη με το προαναφερθέν εγχείρημα «συνεννόησης», η επίσημη υποβολή της
πρότασης της κυβέρνησης Καραμανλή «περί αναθεωρήσεως μη θεμελιωδών
διατάξεων του Συντάγματος», η λεγόμενη «βαθεία τομή».184 Επρόκειτο για μία από
τις βασικές προτεραιότητες του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του στενού του
επιτελείου, που σχετιζόταν με τον δομικό εξορθολογισμό της λειτουργίας του
πολιτεύματος, προκειμένου η χώρα να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις ανάγκες
που πρόβαλλαν σε ένα διεθνές πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον συνεχώς
εξελισσόμενο.185 Εγκλωβισμένες σε ένα θεσμικό πλαίσιο σαφώς αναχρονιστικό, που

183
Ελευθερία, 13 Μαρτίου 1963.
184
Για το χρονικό των γεγονότων βλ. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (γεν. επιμ.), ο.π., τόμος 5, σελ. 552-
555 και 556-562· Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον Εμφύλιο στη Χούντα, ο.π., τόμος Δ’ 208-214.
185
Για το περιεχόμενο της πρότασης αναθεώρησης, βλ. Νίκος Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση
ο.π., σσ.230-239 και 542-554· του ίδιου, «Η αδύνατη μεταρρύθμιση: Σύνταγμα και παρασύνταγμα στη
δεκαετία του ’60», στο Ρήγος, Σεφεριάδης, Χατζηβασιλείου (επιμ.), Η «σύντομη» δεκαετία του ’60,
ο.π., σσ. 49-56· του ίδιου, «Πέραν του συνταγματικού ρεαλισμού: Καραμανλής και Ντε Γκώλ
μπροστά στο Σύνταγμα και στη μεταρρύθμισή του», στο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (επιμ., σε
συνεργασία με Σαντάλ Μορέλ), Ντε Γκωλ και Καραμανλής: το έθνος, το κράτος, η Ευρώπη (Αθήνα,
2002) · του ίδιου, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του, ο.π., σσ. 375-380· Ευάνθης Χατζηβασιλείου,
Ελληνικός Φιλελευθερισμός: το ριζοσπαστικό ρεύμα (1932-1979), (Αθήνα, 2010), σσ. 385-394·
Χρήστος Χατζηεμμανουήλ «Η απόπειρα συνταγματικής αναθεώρησης του 1963», στο Σβολόπουλος,
Χατζηβασιλείου και Μπότσιου (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον εικοστό αιώνα, τόμος Α΄,
σσ. 391-413· Μιχάλης Τσαπόγας «Ίδρυση και διάλυση πολιτικών κομμάτων κατά το σχέδιο
συνταγματικής αναθεώρησης του 1963», στο Σβολόπουλος, Χατζηβασιλείου και Μπότσιου (επιμ.), Ο

240
πρόβαλλε συνεχή προσκόμματα στην οικονομική ανάπτυξη και την αποτελεσματική
λειτουργία της πολιτείας, οι κυβερνήσεις καλούνταν παράλληλα να αντιπαλέψουν με
τις αυξημένες δυνατότητες παρέμβασης παραγόντων θεσμικών και μη. Στόχος
συνεπώς του εγχειρήματος της κυβέρνησης, ήταν η δημιουργία των κατάλληλων
προϋποθέσεων για την ευχερέστερη λειτουργία του κράτους και την
αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των νέων δυνατοτήτων που προσέφερε το διεθνές
περιβάλλον.186
Η δέσμη των μεταρρυθμίσεων που περιελάμβανε η πρόταση δεν σχετιζόταν
μόνο με την αντιμετώπιση των σύγχρονων αιτημάτων. Όπως έχει βάσιμα
υποστηριχθεί, ήταν και το αποτέλεσμα «μίας θεμελιώδους πολιτικής και ιδεολογικής
προτεραιότητας, οι αρχές της οποίας ανάγονται ακριβώς στο ριζοσπαστικό ρεύμα»,
μία πρόταση που «είχε ήδη περιγραφεί σε σημαντικό βαθμό στη διακήρυξη μίας
συγκεκριμένης ριζοσπαστικής ομάδας, της Σοσιαλιστικής Ένωσης, το 1943».187
Επρόκειτο για μία ομάδα στην οποία μεταξύ άλλων, περά από τον μετέπειτα
πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή, μετείχαν ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο
Ξενοφών Ζολώτας.188 Σε κάθε περίπτωση η κομβικού χαρακτήρα αυτή παρέμβαση
της κυβέρνησης είχε αναγγελθεί ήδη από την προεκλογική περίοδο του 1961, όταν
στην ομιλία του στην Θεσσαλονίκη την 1η Οκτωβρίου, ο αρχηγός της ΕΡΕ είχε πει
χαρακτηριστικά: «Η αναθεώρησις όμως του Συντάγματος, η οποία είναι απαραίτητος
δια την πρόοδον του τόπου, αλλά και δια την επιβίωσιν του ελευθέρου πολιτεύματός

Κωνσταντίνος Καραμανλής στον εικοστό αιώνα, τόμος Α΄, σσ. 413-420· Κωνσταντίνα Μπότσιου, «Ο
Κωνσταντίνος Καραμανλής απέναντι στον “ανένδοτο αγώνα”», στο Σβολόπουλος, Χατζηβασιλείου
και Μπότσιου (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον εικοστό αιώνα, τόμος Α΄, σελ. 151·
Δημήτρης Χαραλάμπης, «Η κρίση της δεκαετίας του ’60 και ο ρόλος του Γεωργίου Παπανδρέου», στο
Παύλος Πετρίδης και Γιώργος Αναστασιάδης (επιμ), Γεώργιος Παπανδρέου 60 χρόνια, ο.π., σσ. 491-
521.
186
Παρά τις επιφυλάξεις που διατυπώνει για το περιεχόμενο και τις προβλέψεις της πρότασης, ο Νίκος
Αλιβιζάτος σημειώνει ότι η απόπειρα αναθεώρησης «περιείχε απαντήσεις σε μία σειρά από
πραγματικά προβλήματα που έθεταν οι απαιτήσεις μίας νέας εποχής και μίας νέας κοινωνίας»,
συμπληρώνοντας: «αποβλέποντας στο να “συνταγματοποιήσει” τις εξωσυνταγματικές πρακτικές που
είχαν αναπτυχθεί κάτω από την πίεση των νέων πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δεδομένων,
το σχέδιο αυτό ήταν, ουσιαστικά, το μόνο κείμενο από όσα εμφανίστηκαν υπό το Σύνταγμα του 1952,
που περιείχε συγκεκριμένες προτάσεις για τις μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να επέλθουν στον τρόπο
άσκησης της εξουσίας. Δεν πρέπει συνεπώς, να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι αποτέλεσε τη βάση
όλων των συζητήσεων για τον εκσυγχρονισμό των θεσμών, που έγιναν στην Ελλάδα έκτοτε». Νίκος
Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση, ο.π., σσ. 238-239.
187
Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Ελληνικός Φιλελευθερισμός, ο.π., σσ. 386.
188
Για την Σοσιαλιστική Ένωση, βλ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Ο ελληνικός φιλελευθερισμός στο
σταυροδόμι: η «σοσιαλίζουσα» φάση (1934-1944), (Αθήνα, 2003)· τη συμμετοχή του Κωνσταντίνου
Καραμανλή στην Σοσιαλιστική Ένωση επιβεβαιώνει και ο Αλιβιζάτος σημειώνοντας: «Στις σχετικές
σύσκέψεις, ο Καραμανλής, αν και σιωπηλός, συμμετείχε», Νίκος Αλιβιζάτος, «Απολογισμός –
συμπεράσματα – προοπτικές», στο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου, Ευάνθης
Χατζηβασιλείου (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον εικοστό αιώνα, ο.π., τόμος Γ΄, σσ. 539-542.

241
μας, προϋποθέτει διαδικασίαν δυσχερή. Πρέπει δηλαδή να αποφασισθή από τα δύο
τρίτα της Βουλής και να ψηφισθή τελικώς από την επόμενη Βουλήν». 189
Εισηγούμενος την πρόταση στην κοινοβουλευτική ομάδα της ΕΡΕ, ο
πρωθυπουργός παρατήρησε ότι οι παρεμβάσεις θα αφορούσαν την καλύτερη
λειτουργία της νομοθετικής διαδικασίας, την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας και
την προστασία του κράτους από «τους δεδηλωμένους εχθρούς της δημοκρατίας».190
Οι άξονες αυτοί εξέφραζαν το βασικό πρόταγμα της ανάγκης να εμπεδωθεί η
αναπτυξιακή δυναμική της χώρας μέσα σε σύγχρονα πλαίσια λειτουργίας του
κράτους. Παράλληλα, η αναφορά στον «εσωτερικό κίνδυνο» συμπύκνωνε τις
αντιλήψεις μεγάλου τμήματος της κοινωνίας και της κυβερνώσας ΕΡΕ, χωρίς πάντως
να δηλώνει απόλυτη ταύτιση όλων των εκπροσώπων αυτού του χώρου. Όπως έχει
επισημανθεί, οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των μελών της κυβέρνησης Καραμανλή
παρέμεναν σημαντικές, ακόμη και μεταξύ των στελεχών του πυρήνα της. Σύμφωνα
με τον Νίκο Αλιβιζάτο «ο αντικομμουνισμός δεν ήταν πρωτεύουσα αλλά
δευτερεύουσα παράμετρος των αντιλήψεών του [Καραμανλή]. Σε αντίθεση με τον
Κωνσταντίνο Τσάτσο [ο οποίος εκπόνησε την πρόταση αναθεώρησης], για τον οποίο
έχει κανείς την εντύπωση ότι ο φόβος του κομμουνισμού ήταν ο κεντρικός άξονας
των θεσμικών επιλογών του, ο Καραμανλής διεπόταν από έναν συνταγματικό
ρεαλισμό, πεμπτουσία του οποίου ήταν η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα στην
πολιτική δράση και όχι η ιδεολογική απομόνωση ούτε η πολιτική εξουδετέρωση του
αντιπάλου».191
Η τελική μορφή της πρότασης, που υποβλήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1963
στη βουλή από 26 βουλευτές της ΕΡΕ, προέβλεπε μεταξύ άλλων: την έκδοση
νομοθετικών διαταγμάτων κατ’ εξουσιοδότηση, τη λειτουργία της βουλής κατά
τμήματα, τον περιορισμό της βουλευτικής ασυλίας, περιορισμούς στην δυνατότητα
κατάθεσης προτάσεων δυσπιστίας, την σύσταση συνταγματικού δικαστηρίου με
δυνατότητα θέσεως εκτός νόμου κομμάτων «που κατατείνουν εις την ανατροπήν των
θεμελιωδών αρχών του πολιτεύματος», την δυνατότητα εκλογής βουλευτών
επικρατείας, την αναδιάρθρωση της κρατικής μηχανής, την αναμόρφωση του
πλαισίου περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, την αναμόρφωση των περιορισμών σε
σχέση με το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και της απεργίας των δημοσίων

189
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (γεν. επιμ.), ο.π., τόμος 5, σελ. 191.
190
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (γεν. επιμ.), ο.π., τόμος 5, σσ. 552-553.
191
Νίκος Αλιβιζάτος, «Ο Κ. Γ. Καραμανλής και η Αριστερά την κρίσιμη οκταετία 1955-1963»,
Σβολόπουλος, Μπότσιου, Χατζηβασιλείου (επιμ.), ο.π., τόμος Α΄, σελ. 133.

242
υπαλλήλων, την αναδιατύπωση των όρων δίωξης του Τύπου192 Οι εισηγούμενες
μεταβολές άγγιζαν ένα ευρύ φάσμα διατάξεων που ξεπερνούσε τα στενά όρια της
συνταγματικής τάξης. Με προβλέψεις που αναφέρονταν στα ατομικά δικαιώματα των
πολιτών και την λειτουργία του Τύπου και των κομμάτων, η κατατεθείσα πρόταση
ήταν φυσικό να προκαλέσει έντονες επιφυλάξεις έως και διαμαρτυρίες έναντι μίας
πιθανής απόπειρας περιστολής συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων.193
Πόσο νέες ήταν όμως αυτές οι δυνατότητες παρέμβασης του κράτους; Έχει
υποστηριχθεί ότι οι εν λόγω φόβοι θα ήταν βάσιμοι «αν δεν ίσχυε ήδη – και με το
παραπάνω – ο περιορισμός των ίδιων ελευθεριών με το “παρασύνταγμα”» και ότι
«από την άποψη αυτή, η συνταγματική τακτοποίηση των επιφυλάξεων του νόμου,
κ.λ.π., αποτελούσε καθ’ εαυτήν πρόοδο, τουλάχιστον στον βαθμό που ενίσχυε την
εγκαθίδρυση τυπικού κράτους δικαίου».194 Μπορούσε όμως ο πολίτης της εποχής να
αντιμετωπίσει με ανάλογη αποστασιοποίηση τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις;
Σίγουρα η μεταγενέστερη ανάγνωση των προτάσεων της «βαθείας τομής» διαφέρει
πολύ από την εν θερμώ αντιμετώπιση μίας κοινωνίας που βρισκόταν επί μήνες στη
δίνη μίας σοβαρότατης κρίσης αμφισβήτησης του πολιτικού συστήματος.195
Ενδεικτική, η αποστροφή του Χαράλαμπου Πρωτοπαπά: «ήταν βήμα
εκσυγχρονισμού, εμείς τότε είπαμε ότι αυτά είναι “κολπάκια”. Δεν κρύβω ότι τότε
τον αδικούσαμε προσωπικώς πλήρως, αλλά δεν ξέραμε. Δεν ψάξαμε τα
εσωτερικά».196 Άλλωστε, όπως έχει επισημανθεί σε παλαιότερη μελέτη: «θέμα
περιορισμού των ελευθεριών δεν τίθεται σε σύγκριση με τις υπάρχουσες συνθήκες,
εφόσον η παρασυνταγματική ρύθμιση της καταστρατήγησης των ελευθεριών τις
καταργούσε ως τέτοιες. Το θέμα τίθεται μόνο σε σύγκριση με θεωρητικές-ιδεατές
συνθήκες κοινοβουλευτικού συστήματος και θεσμικών εγγυήσεων ελευθεριών, ή
τουλάχιστον σε σχέση προς δυνάμει ρυθμιστικές δυνατότητες, οι οποίες όμως δεν
192
Επίσημα πρακτικά των συνεδριάσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Β’, συνεδρίαση ΝΕ’, 21
Φεβρουαρίου 1963, τόμος Β’, σσ. 445-447.
193
Σε μία μεταγενέστερη προσέγγιση, ο Λεωνίδας Κύρκος εκτιμούσε «Ο Καραμανλής δεν δέχθηκε
ποτέ ότι ήταν ένας Ιανός, ότι δηλαδή (…) έβλεπε την ανάγκη της δημοκρατικής εξέλιξης και της
αποκατάστασης των ελευθεριών που είχαν καταπατηθεί και της κατάργησης του παράλληλου
Συντάγματος (…). Ο Καραμανλής ουδέποτε αναγνώρισε ότι ήταν Ιανός, το ένα πρόσωπό του ήταν
στραμμένο προς την αποκατάσταση της δημοκρατίας και το άλλο οδηγούσε στην αχαλίνωτη ανάπτυξη
του τρομοκρατικού μηχανισμού», Λεωνίδας Κύρκος, συνέντευξη στον γράφοντα, 23 Μαρτίου 2006.
194
Χρήστος Χατζηεμμανουήλ «Η απόπειρα συνταγματικής αναθεώρησης του 1963», ο.π., σελ. 403.
195
Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Πάνος Καζάκος «Η πρόταση ήταν αναμφίβολα τολμηρή, αλλά
ως ένα βαθμό φυσιολογικά προσέκρουσε σε μία βαθύτατη δυσπιστία λόγω του γενικότερου πολιτικού
κλίματος που επικρατούσε». Πάνος Καζάκος, «Οικονομική πολιτική και πολιτική παράδοση: 1955-
1963», στο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου, Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.),
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον εικοστό αιώνα, τόμος Α΄, σελ. 113.
196
Χαράλαμπος Πρωτοπαπάς, συνέντευξη στον γράφοντα, 27 Ιανουαρίου 2006.

243
αναφέρονται στη συγκεκριμένη συγκυρία ισορροπίας δυνάμεων που ίσχυε εκείνη την
περίοδο».197
Πως όμως αντέδρασαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης σε αυτή την, από
καιρό αναμενόμενη κυβερνητική πρωτοβουλία; Με δεδομένο ότι προκειμένου να
ευοδωθεί η αναθεωρητική διαδικασία απαιτείτο πλειοψηφία δύο τρίτων της βουλής,
οι πιθανότητες έδειχναν εξαιρετικά ισχνές. Πρέπει να σημειωθεί, ότι παρά τις
προσχωρήσεις βουλευτών της Ένωσης Κέντρου στην ΕΡΕ κατά τους προηγούμενους
μήνες, η σύνθεση του κοινοβουλίου παρέμενε οριακά αρνητική προς ένα τέτοιο
ενδεχόμενο.198 Συγκεκριμένα, αν και το κόμμα των Προοδευτικών δήλωσε πρόθυμο
να μετάσχει στη διαδικασία,199 τα άλλα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης αρνήθηκαν
κάθε συζήτηση. Αν υπολογίσει κανείς ότι το σύνολο των βουλευτών Κέντρου και
ΕΔΑ άγγιζε τους 101, καθίστατο προφανές ότι το εγχείρημα έδειχνε να ακυρώνεται
εν τη γενέσει του.200 Παρά τα αρνητικά αυτά δεδομένα η κυβέρνηση αποφάσισε να
προωθήσει την διαδικασία, πιθανότατα ελπίζοντας σε μελλοντικές προσχωρήσεις
μεμονωμένων βουλευτών της Ένωσης Κέντρου.201 Επρόκειτο για μία εκτίμηση που
έδειχνε να εδράζεται στις ολοένα εντεινόμενες φυγόκεντρες τάσεις στο εσωτερικό της
αξιωματικής αντιπολίτευσης. Άλλωστε, οι διαβουλεύσεις του Σοφοκλή Βενιζέλου με
τον Παναγιώτη Πιπινέλη τις ίδιες ημέρες, είχαν αφήσει κάποια – έστω περιορισμένα
– περιθώρια αισιοδοξίας για πιθανή συνεννόηση με βουλευτές που εξέφραζαν πιο
μετριοπαθείς τάσεις εντός του Κέντρου. Ποιοι ήταν λοιπόν οι παράγοντες που
καθιστούσαν το εν λόγω εγχείρημα εξ αρχής «θνησιγενές», όπως έχει εύστοχα
χαρακτηρισθεί;202

197
Δημήτρης Χαραλάμπης, «Η κρίση της δεκαετίας του ’60 και ο ρόλος του Γεωργίου Παπανδρέου»,
ο.π., σελ. 498.
198
Η προσπάθεια πάντως της ΕΡΕ να προσεγγίσει βουλευτές του Κέντρου – εν όψει της «βαθείας
τομής» – έδειχνε να συνεχίζεται όλο το προηγούμενο διάστημα. Μετά τις προσχωρήσεις των
ανεξάρτητων βουλευτών που είχαν διαφωνήσει με τον ανένδοτο τον Μάρτιο του 1962, ο Γεώργιος
Ράλλης είχε εκφράσει στον ιδιαίτερο γραμματέα του βασιλιά Παύλου, Μαρίνο Γερουλάνο, την ελπίδα
του, ότι «εντός τον ημερών θα επιτύχη [ο Ράλλης] να αποσκιρτήσουν από την Ένωση Κέντρου δύο
ακόμη βουλευταί (όχι απλώς ανεξάρτητοι οι οποίοι προσχωρούν εις την ΕΡΕ)», 22 Μαρτίου 1962,
Γερουλάνος προς Παύλο, Αρχείο Βασιλικών Ανακτόρων, Γενικά Αρχεία του Κράτους, φακ. 356.
199
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (γεν. επιμ.), ο.π., τόμος 5, σελ. 555.
200
Μάλιστα, στις 27 Φεβρουαρίου προσχώρησε στην κοινοβουλευτική ομάδα της Ένωσης Κέντρου ο
συνεργαζόμενος με την ΕΔΑ βουλευτής Αχαΐας Ασημάκης Φωτήλας, γεγονός πάντως που δεν
μετέβαλε την ισορροπία μεταξύ κυβέρνησης και βουλευτών που αντιδρούσαν στην αναθεώρηση.
Επίσημα πρακτικά των συνεδριάσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Β’, συνεδρίαση Νς’, 27
Φεβρουαρίου 1963, τόμος Β’, σελ. 482.
201
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Καραμανλής (1907-1998), ο.π., σελ. 112.
202
Χρήστος Χατζηεμμανουήλ «Η απόπειρα συνταγματικής αναθεώρησης του 1963», ο.π., σελ. 405.

244
Αντιδρώντας στην ανακοίνωση της κυβέρνησης, η ΕΔΑ χαρακτήρισε την
συγκεκριμένη τακτική «φασιστική», υποστηρίζοντας ότι επιχειρούσε μέσω της
αναθεώρησης «να φράξη την αγωνιστικήν πορείαν του λαού προς την δημοκρατικήν
ομαλότητα και να καταργήση τας συνταγματικάς εγγυήσεις των λαϊκών ελευθεριών».
Παράλληλα, στρεφόμενη προς το σύνολο των βουλευτών της αντιπολίτευσης, τους
καλούσε να αγωνισθούν για την ανατροπή της κυβέρνησης και τη διεξαγωγή εκλογών
με απλή αναλογική από κυβέρνηση κοινής εμπιστοσύνης.203
Για την Ένωση Κέντρου τα δεδομένα έδειχναν να είναι πολύ πιο περίπλοκα.
Το κόμμα, αν και αναγνώριζε την ανάγκη μεταρρυθμίσεων στο θεσμικό πλαίσιο,
ήταν σαφώς αντίθετo στην επιχειρούμενη αναθεώρηση: «Αυτή η αναθεώρησις ήταν
καταδικαστέα απ’ όλες τις πλευρές. Ήτανε μία πράξις, η οποία δεν μπορούσε να
περάσει με τίποτα. Ήμαστε πάρα πολύ σκληρά αντίθετοι». 204 Παράλληλα όμως, το
Κέντρο έπρεπε να προστατευθεί και από κάθε πιθανή κατηγορία περί
«συνοδοιπορίας» με την επίσης καταγγέλλουσα Αριστερά.205 Με απόφασή της την
επομένη της κατάθεσης της πρότασης, η κοινοβουλευτική ομάδα του Κέντρου
εξουσιοδότησε εν λευκώ τον Γεώργιο Παπανδρέου να χειρισθεί το θέμα, 206 ο οποίος
με τη σειρά του προέβη σε εκτενείς δηλώσεις στις 22 Φεβρουαρίου. Σε αυτές, ο
αρχηγός του Κέντρου απέδιδε την απόφαση της κυβέρνησης στην προσπάθειά της
αφενός να παρατείνει την παραμονή της στην εξουσία – με δεδομένο ότι η εν λόγω
συζήτηση θα μετέθετε τις εκλογές για το 1964 – και αφετέρου να απεκδυθεί των
ευθυνών της για τις κατά καιρούς παραβιάσεις του Συντάγματος που έγιναν επί των
ημερών της. Πάντως, παρά την απόλυτη αντίθεσή του στην κυβερνητική πρόταση, ο
αρχηγός του Κέντρου σημείωνε αναφορικά με την ανάγκη βελτίωσης του
συνταγματικού χάρτη, ότι το κόμμα του είχε διακηρύξει την ανάγκη μεταρρυθμίσεων
που θα απέβλεπαν «όχι εις την κατάλυσιν αλλά εις την μείζονα κατοχύρωσiν και των

203
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (γεν. επιμ.), ο.π., τόμος 5, σελ. 555.
204
Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, συνέντευξη στον γράφοντα, 15 Νοεμβρίου 2005.
205
Στο πλαίσιο αυτής της επιχείρησης αποφυγής των πιθανών ταυτίσεων μεταξύ των δύο στρατηγικών,
το Κέντρο είχε αρνηθεί να λάβει μέρος στην συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας που είχε καταθέσει
η ΕΔΑ εναντίον της κυβέρνησης Καραμανλή, στις 8 Φεβρουαρίου. Τοποθετούμενος σχετικά, ο
Γεώργιος Παπανδρέου είχε τότε αναφέρει ότι το Κέντρο θα απείχε από την συζήτηση θεωρώντας ότι
«υπό τας παρούσας συνθήκας, δεν ήτο ενδεδειγμένη η θέσις πολιτικού ζητήματος». Επίσημα πρακτικά
των συνεδριάσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Β’, συνεδρίαση ΜΖ’, 11 Φεβρουαρίου 1963,
τόμος Β’, σελ. 245. Στη ίδια άλλωστε εκτίμηση προέβη και ο Dan Brewster, επισημαίνοντας ότι «η
αποχώρηση της Ένωσης Κέντρου από τη συζήτηση ήταν συνεπής με την δεδηλωμένη πολιτική του
Κέντρου να αποφεύγει κάθε σχέση με κινήσεις της Άκρας Αριστεράς», Brewster προς Department of
State, 19 Φεβρουαρίου 1963, (joint weeka no 7) Washington D.C., NARA State Department Papers,
RG 59, 781.00 (W)/2-1963.
206
Για την σχετική ανακοίνωση, βλ. Ελευθερία, 22 Φεβρουαρίου 1963.

245
πολιτικών ελευθεριών και των κοινωνικών δικαιωμάτων των Ελλήνων πολιτών».
Δεσμευόμενος, ότι η Ένωση Κέντρου θα προέβαινε στις αναγκαίες αλλαγές, όταν θα
γινόταν κυβέρνηση, σημείωνε ότι δεν επρόκειτο «να συνεργήση εις του δόλους και
τας αντιδημοκρατικάς επιδιώξεις της νόθου πλειοψηφίας της ΕΡΕ».207
Εξαιρετικά δυναμική υπήρξε και η αντίδραση του αντιπολιτευόμενου Τύπου.
Το Βήμα εκτιμούσε ότι με τις προωθούμενες αλλαγές θα συρρικνωνόταν ακόμη
περισσότερο ο ρόλος του κοινοβουλίου και θα περιοριζόταν η δυνατότητα ελέγχου
των κυβερνώντων από αυτό. Κάνοντας, μάλιστα, λόγο για «Καισαρική διαστροφή
του πολιτεύματος», εκτιμούσε ότι οι προτεινόμενες αλλαγές θα νομιμοποιούσαν τις
ήδη υπάρχουσες «αλλοιώσεις των θεσμών».208 Ακόμη σκληρότερη ήταν η γραμμή
της Ελευθερίας, η οποία επεδίωκε όχι μόνον να απαξιώσει την κυβερνητική
πρωτοβουλία, αλλά και να αναδείξει τους λόγους που – κατά την συγκεκριμένη
οπτική – είχαν οδηγήσει τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στην πρόταση αναθεώρησης.
Στο πλαίσιο αυτό, ήδη την επομένη της υποβολής της πρότασης, η εφημερίδα του
Πάνου Κόκκα κατήγγελλε ότι η κυβέρνηση απέβλεπε να καταστήσει την Ελλάδα
«είδος Γιβραλτάρ της Ανατολικής Μεσογείου»,209(δηλαδή αποικία). Στρεφόμενη,
μάλιστα κατά του ίδιου του πρωθυπουργού, η Ελευθερία σημείωνε με έντονα
επικριτικό ύφος:

Βέβαιον είναι ότι ο τελευταίος Έλλην, που δικαιούται να ομιλή περί


πολιτικής αγωγής, περί Δημοκρατίας, περί μέτρου, περί διαλλαγής και περί
αμοιβαίου σεβασμού των διεστώτων, είναι ο θλιβερός πολιτευτής που
διενοήθη ότι ημπορεί να επαναφέρη την Ελλάδα εις την εποχήν του
Τζουμπέ, να πλήξη την αρχήν της λαϊκής κυριαρχίας, να φαλκιδεύση τας
αρμοδιότητας του Κοινοβουλίου και να δεσμεύση τον Τύπον, ώστε να
καταστή ο ίδιος ελέγχων και ελεγχόμενος, υπέρτατος κριτής και
νομοθέτης.210

Λίγες ημέρες αργότερα, επρόκειτο να τοποθετηθεί δημοσίως και ο Σοφοκλής


Βενιζέλος. Με άρθρο του στο Βήμα, ανέλυε τους σκοπούς της κυβέρνησης πίσω από

207
Για την ανακοίνωση του Γεωργίου Παπανδρέου, βλ. Ελευθερία, 23 Φεβρουαρίου 1963.
208
«Η άκαιρος ανακίνησις του συνταγματικού; Μόνον οι ελευθεροι θεσμοί εγγυόνται την προκοπήν
μας», Το Βήμα, 23 Φεβρουαρίου 1963.
209
Ελευθερία, 22 Φεβρουαρίου 1963.
210
«Μη παρέκει», Ελευθερία, 24 Φεβρουαρίου 1963.

246
την πρόταση για τη συνταγματική αναθεώρηση. Σύμφωνα με την ερμηνεία του, ο
πρωθυπουργός με το «πυροτέχνημα» της αναθεώρησης επεδίωκε να κερδίσει χρόνο,
να αποφύγει τις ευθύνες που του αναλογούσαν για την «χρεωκοπία» της κυβέρνησης
και τέλος, να νομιμοποιήσει το «ανώμαλο» καθεστώς που είχε εκθρέψει με στόχο την
εγκαθίδρυση μίας «συγκεκαλυμμένης και “συνταγματικής μορφής”, ούτως ειπείν
δικτατορίας». Οι όροι που είχε επιλέξει να χρησιμοποιήσει ο Βενιζέλος, έδειχναν
μάλλον αδόκιμοι ειδικά όταν χρησιμοποιούνταν από έναν πολιτικό αρχηγό που λίγες
ημέρες νωρίτερα είχε εμφανισθεί συναινετικός στις επαφές του με τον Παναγιώτη
Πιπινέλη. Το γεγονός ότι το άρθρο δημοσιεύθηκε πριν την τέταρτη και τελευταία
συνάντηση των δύο ανδρών καθιστά σαφές το μέτρο της ανησυχίας του έμπειρου
Κρητικού πολιτικού για τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει μία πιθανή
αποστασιοποίησή του από την βασική – σκληρή κατά κοινή ομολογία – γραμμή του
κόμματός του. Θέλοντας να αποκλείσει κάθε υπόνοια για την στάση του ίδιου και
των βουλευτών που τον ακολουθούσαν, κατέληγε:

Η κυβέρνησις η οποία δημοσία υπηνήχθη την δυνατότητα δωροδοκίας


βουλευτών της Αντιπολιτεύσεως δια να την βοηθήσουν εις τα ΥΠΟΠΤΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΤΗΣ ΣΧΕΔΙΑ θα υποστή καυστικήν διάψευσιν εις
τας προσδοκίας της, διότι ουδείς βουλευτής εκλεγείς υπό άλλην σημαίαν
θα ατιμασθή γινόμενος ύποπτος ότι μετεβλήθη εις όργανον της ΕΡΕ.
Έχει, όμως, ήδη προκαλέσει την πανελλήνιον αηδίαν και αγανάκτησιν με
τας αθλίας μεθόδους τας οποίας επιχειρεί να εισαγάγη εις τον δημόσιον
βίον της χώρας μας. Εάν ακόμη έχει ολίγας δυνάμεις δια να αναδυθή από
το τέλμα εις το οποίον ευρίσκεται, ας αναλογισθή τας ευθύνας της και ας
εγκαταλείψη εγκαίρως τα ύποπτα ΟΣΟΝ ΚΑΙ ΑΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΤΑ
σχέδιά της.211

211
Σοφοκλής Βενιζέλος, «Ο ελιγμός της αναθεωρήσεως: ύποπτα και ανέφικτα είναι τα σχέδιά των», Το
Βήμα, 3 Μαρτίου 1963. Την ίδια ημέρα, άρθρο κατά της στάσης του Κέντρου δημοσίευσε και ο
Κωνσταντίνος Τσάτσος στην εφημερίδα Ακρόπολις, στο οποίο χαρακτήριζε προσχηματικούς τους
λόγους για τους οποίους η αξιωματική αντιπολίτευση αρνήθηκε να μετάσχει στη διαδικασία. Αντ’
αυτού εκτιμούσε ότι στο Κέντρο υπήρχε έντονος φόβος για «εσωτερικά ρήγματα δυνάμενα να
ανακύψουν κατά την συζήτησιν», σημειώνοντας ότι η στάση της αποτελούσε ένδειξη «ηττοπάθειας»
απέναντι σε μία πιθανή μείωση της κοινοβουλευτικής της δύναμης στην επόμενη βουλή,
καταλήγοντας: «Πρέπει επομένως να αναζητήσωμεν τα αίτια της τοιαύτης αρνητικής της στάσεως
πέραν της λογικής, εις την σφαίραν των παθών, τα οποία είνε συνήθως έμφυτα προς την άνευ μέτρου
κινουμένην και προς ακρότητας ρέπουσαν δράσιν. Η μόνη εξήγησις της στάσεως αυτής είνε η
αιχμαλωσία των ανθρώπων, των ανενδότως αγωνιζομένων εις τα ίδιά των συνθήματα, από τα οποία

247
Παρά τις έντονες αντιδράσεις τόσο της Ένωσης Κέντρου, όσο και της ΕΔΑ, και
τις σαφείς τοποθετήσεις τους κατά της πρότασης αναθεώρησης, η κυβέρνηση έδειχνε
αποφασισμένη να κινήσει τις προβλεπόμενες διαδικασίες. Σε αυτό το πλαίσιο, ο
πρόεδρος της βουλής κάλεσε όλα τα κόμματα να προτείνουν τους αντιπροσώπους
τους για την επιτροπή αναθεώρησης. Απαντώντας, η Ένωση Κέντρου κατέθεσε
επιστολή προς τον πρόεδρο του κοινοβουλίου, υπογεγραμμένη και από τους 78
βουλευτές του κόμματος.212 Στην επιστολή υποστηριζόταν ότι το Κέντρο θεωρώντας
παράνομη την κυβέρνηση Καραμανλή, δεν της αναγνώριζε δικαίωμα πρωτοβουλίας
για την αναθεώρηση του Συντάγματος, κάτι που θα έπρεπε να γίνει μετά την επάνοδο
στην πολιτική ομαλότητα. Ως εκ τούτου δήλωνε ότι δεν θα μετείχε «ούτε εις την
Επιτροπήν, ούτε εις την Βουλήν».213
Την επομένη, με επιστολή του προς τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο Ηλίας
Τσιριμώκος διαμαρτυρήθηκε έντονα υποστηρίζοντας ότι στο κείμενο που είχε
υπογράψει ο ίδιος δεν περιλαμβάνονταν τα περί αποχής από την βουλή. Παράλληλα,
εξέφραζε τις επιφυλάξεις του και ως προς την ουσία της τακτικής της Ένωσης
Κέντρου σημειώνοντας «πιστεύω ότι η νευρικότης που επεδείχθη και η εκ μέρους μας
επισημοποίησις της υπονοίας ότι ήτο δυνατόν να “εξαγορασθούν” από την
Κυβέρνησιν βουλευταί της Ενώσεως Κέντρου, έδωσε εις την υπογραφήν αυτήν ένα
νόημα που δεν είχε και θίγει κατά κάποιον τρόπον την φιλοτιμίαν των βουλευτών».214
Σχολιάζοντας, μάλιστα, το νέο ρήγμα που είχε δημιουργηθεί μεταξύ του Γεωργίου
Παπανδρέου και του Ηλία Τσιριμώκου, η Ακρόπολις σημείωνε: «Ιδού με ποίας
μεθόδους ενεργεί ο άνθρωπος, ο οποίος ισχυρίζεται ότι αγωνίζεται να καταστήση το
Κράτος…τιμιώτερον και δημοκρατικότερον. Η συμπεριφορά του έναντι των ιδίων
των συνεργατών του, η οποία ολίγον απέχει του εκβιασμού και η ανειλικρίνειά του
έναντι της δημοσίας γνώμης, μας προειδοποιούν πολύ καλύτερον από τας πομπώδεις
αερολογίας του περί των πραγματικών του προθέσεων».215
Αψηφώντας την άρνηση της αντιπολίτευσης, ο πρόεδρος του σώματος
Κωνσταντίνος Ροδόπουλος, έχοντας επιλέξει να ακολουθήσει κατά γράμμα τον

δεν έχουν την δύναμιν πλέον να ελευθερωθούν», Κωνσταντίνος Τσάτσος, «Περί την αναθεώρησιν του
Συντάγματος: Διατί φυγομαχεί η Ένωσις Κέντρου», Ακρόπολις, 3 Μαρτίου 1963.
212
Την ίδια ημέρα κατέθεσε αντίστοιχη επιστολή και η κοινοβουλευτική ομάδα της ΕΔΑ.
213
Επίσημα πρακτικά των συνεδριάσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Β’, συνεδρίαση Νς’, 27
Φεβρουαρίου 1963, τόμος Β’, σελ. 494.
214
28 Φεβρουαρίου 1963, Τσιριμώκος προς Παπανδρέου, Αρχείο Σοφοκλή Βενιζέλου, Ιστορικό
Αρχείο Μουσείου Μπενάκη, φακ. 27.
215
«Αι μέθοδοί του», Ακρόπολις, 12 Μαρτίου 1963.

248
κανονισμό της βουλής, όρισε ο ίδιος τα μέλη της επιτροπής αναθεωρήσεως.
Συγκεκριμένα, από την Ένωση Κέντρου κλήθηκαν οι: Δημήτριος Παπασπύρος,
Γεώργιος Μαύρος, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Δημήτριος Παπαμιχαλόπουλος,
Νικόλαος Μπακόπουλος, Κωνσταντίνος Μαρής, Ιωάννης Κυρώζης και Ιωάννης
Γιαννόπουλος.216 Η απόφαση, που καταγγέλθηκε ως «ύβρις» από τον παριστάμενο
Νικόλαο Μπακόπουλο, έδωσε λαβή για νέες επιθέσεις της αντιπολίτευσης κατά της
κυβέρνησης. Σε μεταγενέστερη αναφορά του στο ζήτημα, ο Κωνσταντίνος
Μητσοτάκης σημείωνε:

Ο Καραμανλής προτείνοντάς με στην επιτροπή αναθεωρήσεως,


εξέφραζε, ας πούμε, την εκτίμησή του στις δυνατότητες που είχα τις
πολιτικές, άσχετα με τις προσωπικές μας σχέσεις. Αλλά έκανε και μία
σωστή εκτίμηση των εσωτερικών ισορροπιών του κόμματος. Δεν
μπορούσε να με αγνοήσει εάν ήθελε πράγματι, και ήθελε, να δουλέψει με
σύστημα. Αυτή η προσπάθεια του Καραμανλή για συναινετική
μεταρρύθμιση δεν ήταν κακή, μόνο ήταν σε ακατάλληλη ώρα. (…) Ήταν
λοιπόν κακή στιγμή και με τον Καραμανλή. Πως θα μπορούσε να βρει
consensus. Δεν υπάρχει consensus σε μία τέτοια οξύτητα. Ο
Καραμανλής εννοούσε να κρατήσει την εξουσία πολύ. Και ήταν πιο
επιδέξιος από μας και την κρατούσε. Την είχε κρατήσει πολύ και δεν
ήταν έτοιμος να φύγει.217

Δυναμική ήταν και η παρέμβαση στο ζήτημα της συνταγματικής


αναθεώρησης από την ΟΝΕΚ. Για την νεολαία του Κέντρου, η πρωτοβουλία του
Κωνσταντίνου Καραμανλή στοιχειοθετούσε ένδειξη αρνητικών προοπτικών για το
μέλλον: «Όλοι εμείς, ως νεολαίοι του πρώτου Ανένδοτου θεωρούσαμε
προανάκρουσμα μιας ακόμη πιο αστυνομικής και αυταρχικής διακυβέρνησης και δεν
είχαμε αντιληφθεί την υποβόσκουσα σύγκρουση εξουσίας μεταξύ Ανακτόρων και

216
Παράλληλα όριζε τον Ηλία Ηλιού και τον Σταύρο Ηλιόπουλο, από την ΕΔΑ. Επίσημα πρακτικά των
συνεδριάσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Β’, συνεδρίαση Ξ’, 5 Μαρτίου 1963, τόμος Β’, σελ.
585.
217
Θανάσης Διαμαντόπουλος, Κώστας Μητσοτάκης, ο.π., σελ. 85.

249
Καραμανλή».218 Το στίγμα της οργάνωσης Νέων δόθηκε σε συγκέντρωση που
οργανώθηκε στις 4 Μαρτίου, στο θέατρο Χατζηχρήστου.219 Στην εκδήλωση μίλησε ο
Γεώργιος Παπανδρέου, ο οποίος τόνισε: «δεν υπάρχει περίπτωσις εις την ιστορίαν
που οι νέοι συνεγέρθησαν υπό την σημαίαν της Δημοκρατίας και να μη ενίκησαν.
Νέοι, συναγείρατε όλους τους νέους. Τρομοκρατήσατε τους τρομοκράτας». 220 Την
εκδήλωση, πάντως στιγμάτισαν έντονα επεισόδια με τραυματισμούς φοιτητών, όταν
– σύμφωνα με τον αντιπολιτευόμενο Τύπο – μετά την αποχώρηση του Γεωργίου
Παπανδρέου ομάδα φοιτητών συγκρούστηκε με δυνάμεις της αστυνομίας. Μία
διαφορετική οπτική, πάντως, δίνει ο Ελευθέριος Βερυβάκης, ηγετικό στέλεχος της
ΟΝΕΚ και εκ των διοργανωτών της εκδήλωσης. Σύμφωνα με τη δική του περιγραφή,
τα επεισόδια οφείλονταν στην παρουσία μελών της νεολαίας ΕΔΑ στον χώρο,
γεγονός που οδήγησε σε έντονους διαπληκτισμούς μεταξύ των παρευρισκομένων. Η
αποσιώπηση αυτής της παραμέτρου από τις περιγραφές όλων των εντύπων του
Κέντρου, δείχνει να εντάσσεται στο πλαίσιο του ακολουθούμενου διμέτωπου
αγώνα.221 Οποιαδήποτε ταύτιση με την Αριστερά, θα μπορούσε να αποδειχθεί
επιζήμια για τον ανένδοτο και αυτό ήταν κάτι που παραδέχονταν τόσο η ηγεσία της
Ένωσης Κέντρου, όσο και η νεολαία του κόμματος. Η γλαφυρή περιγραφή των
γεγονότων από τον Ελευθέριο Βερυβάκη, αποδίδει τόσο το κλίμα στο εσωτερικό του
κόμματος, όσο και την στόχευση της ΕΔΑ:

Όταν ο Καραμανλής θέλησε να κάνει αναθεώρηση του Συντάγματος,


εμείς κάναμε μία συγκέντρωση, στην οποία καταγγείλαμε όλη αυτή την
ιστορία. Ήρθε απρόσκλητα στην δικιά μας την κομματική συγκέντρωση
και όλη η νεολαία ΕΔΑ, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να γίνονται
διαπληκτισμοί άσχημοι. Και κάποια στιγμή εμφανίστηκε και ο Λεωνίδας

218
Παρέμβαση του Νίκου Κωνσταντόπουλου, στο Μανώλης Βασιλάκης (επιμ.), Από τον Ανένδοτο στη
Δικτατορία, ο.π., σελ. 516.
219
Ήδη, ημέρες νωρίτερα, ο Δημοκράτης αναφερόμενος στην επικείμενη εκδήλωση σημείωνε ότι
επρόκειτο να αποτελέση «ένα σταθμό που θα σημάνη την έναρξη του δεύτέρου γύρου του ανενδότου
αγώνος. Δημοκράτης, φύλλο 5, Φεβρουάριος 1963. Αρχείο Περικλή Πάγκαλου, Ελληνικό Λογοτεχνικό
και Ιστορικό Αρχείο [ΕΛΙΑ].
220
Για τον χαιρετισμό του Γεωργίου Παπανδρέου βλ. Ελευθερία, 5 Μαρτίου 1963.
221
Πρέπει πάντως να σημειωθεί, ότι για μία ακόμη φορά η νεολαία της ΕΔΑ είχε καλέσει τα μέλη της
«να πάρουν μέρος με ενθουσιασμό στη συγκέντρωση αυτή πιστεύοντας βαθειά ότι η αγωνιστική
συσπείρωση όλων των δημοκρατικών δυνάμεων αποτελεί την πιο μεγάλη και σίγουρη εγγύηση για την
απόκρουση της φασιστικής απειλής, για τη νίκη της Δημοκρατίας», «Οι νέοι πρώτοι στη μάχη της
Δημοκρατίας: όλοι στη συγκέντρωσι της Δευτέρας», Η Αυγή, 1 Μαρτίου 1963.

250
ο Κύρκος, ο οποίος κατά βάση τον καθοδηγούσε αυτόν τον εισοδισμόν.
Και κάναμε έναν φοβερό καβγά, γιατί ήταν κομματική συγκέντρωση.
Αλλά αυτός τι ήθελε να τονίσει; Και η λογική του είναι κατανοητή. Ότι
σε αυτή την ιστορία είμαστε μαζί. Απλώς εμείς είχαμε άλλη λογική,
αυτός είχε άλλη λογική. Το σύνθημα ήταν 100 και 1. Δηλαδή, ότι ήθελε
200 βουλευτές για να γίνει η αναθεώρηση και το Κέντρο ήταν ακριβώς
εκεί, στο 100 και 1. Όπου έγινε ένας φοβερός καβγάς από κάτω. Πάνω
ήρθε και μίλησε ο Παπανδρέου, ο οποίος, τον θυμάμαι όταν μπήκε μέσα
και μου είπε «να μπω ή να μην μπω;» και λέω βεβαίως εμείς θα το
στηρίξουμε από κάτω αλλιώς θα εμφανιστεί ότι μας καπέλωσε η
Αριστερά, και αύριο οι εφημερίδες όλες…222

Παράλληλα, αρνητική έδειχνε να είναι και η στάση του Στέμματος απέναντι


στην κυβερνητική πρόταση, η οποία επί της ουσίας ισοδυναμούσε με περιορισμό των
δυνατοτήτων του ανώτατου άρχοντα – και του περιβάλλοντός του – εκτός του
ρυθμιστικού τους ρόλου να διαδραματίζουν ενίοτε ρόλο ηγεμονικό.223 Η συντήρηση
αυτής της ιδιότυπης «θεσμικής αδράνειας», που χαρακτήριζε σταθερά την ελληνική
πολιτική ζωή, σίγουρα ευνοούσε τους σχεδιασμούς ενός συστήματος «περί τα
Ανάκτορα», που αντιτίθετο σε κάθε πιθανότητα εξορθολογισμού.224 Άλλωστε, μία
πιθανή σταδιακή αποδυνάμωση του ρόλου του Στέμματος ως εκφραστή του
στρατεύματος μέσω της πλήρους υπαγωγής του στις αποφάσεις της κυβέρνησης, θα
αποστερούσε από τον βασιλιά ένα από τα βασικά του ερείσματα στην άσκηση
εξουσίας.225
Πράγματι, ο Παύλος, ο οποίος είχε ήδη εκφράσει τη δυσαρέσκειά του σε
σχέση με την συνεχιζόμενη αποστασιοποίηση του Καραμανλή – σκεπτόμενος
μάλιστα και τις πιθανές διάδοχες καταστάσεις (βλ. παραπάνω) – έδειχνε να βρίσκεται

222
Ελευθέριος Βερυβάκης, συνέντευξη στον γράφοντα, 24 Ιανουαρίου 2006.
223
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Καραμανλής (1907-1998), ο.π., σελ. 111.
224
Αντίθετη άποψη εξέφασε ο Γεώργιος Ράλλης, υποστηρίζοντας ότι «οι προτάσεις Καραμανλή δεν
έθιγαν του Στέμμα», Γεώργιος Ράλλης, συνέντευξη στον γράφοντα, 18 Ιανουαρίου 2006.
225
Ενδεικτικά, ο Δημήτρης Χαραλάμπης αναλύοντας το πλαίσιο της αντιπαράθεσης Ανακτόρων-
Καραμανλή, αναφέρει «Η προσπάθεια συγκέντρωσης της εξουσίας στην εκτελεστική, η –
ανομολόγητη, αλλά ως λογική κατεύθυνση δεδομένη – προσπάθεια μετάθεσης του κύριου κέντρου
άσκησης εξουσίας από τον στρατό στην κυβέρνηση, οδήγησε εφόσον παρέμεινε σε ένα κοινωνικά
μετέωρο οργανωτικό πλαίσιο, στην ενδοκρατική κρίση. Οδήγησε στην αντιπαράθεση Καραμανλή-
βασιλιά, στην παραίτηση του πρωθυπουργού, στην εκλογική αποτυχία του και έφερε την Ένωση
Κέντρου στην εξουσία». Δημήτρης Χαραλάμπης, «Η κρίση της δεκαετίας του ’60 και ο ρόλος του
Γεωργίου Παπανδρέου», ο.π., σελ. 506.

251
ήδη από μηνών ενώπιον ισχυρών διλημμάτων. Η πρόθεση του πρωθυπουργού να
παρέμβει δυναμικά, αναμορφώνοντας τον συνταγματικό χάρτη, κατέστησε τις
γραμμές πιο ευδιάκριτες, ενώ επιφυλάξεις επρόκειτο να εκφραστούν ακόμη και εντός
των κόλπων της συμπολίτευσης. Πλέον, τα Ανάκτορα κλήθηκαν να επιλέξουν
ανάμεσα σε έναν πρωθυπουργό που στόχευε να περιορίσει δραστικά, μέσω του νέου
πλαισίου λειτουργίας του πολιτεύματος, τον ρόλο του Στέμματος και στην
αξιωματική αντιπολίτευση που, αν και σε επίπεδο ρητορείας φαινόταν πιο
επικίνδυνη, στην ουσία όχι μόνον δεν απειλούσε τις προνομίες του θεσμού, αλλά
μέσω της άρνησης της να συμμετάσχει στη διαδικασία της αναθεώρησης, εγγυάτο τη
διατήρηση τους. Μπορεί μάλιστα να υποστηριχθεί, ότι η συγκεκριμένη στρατηγική
ίσως αποσκοπούσε και στην αύξηση των ερεισμάτων του Κέντρου στο Παλάτι
προκειμένου να διαμορφωθεί συν τω χρόνω ένα κοινό πλαίσιο δράσης έναντι του
απειλούντος πρωθυπουργού. Παίρνοντας σαφή θέση επί του ζητήματος, ο Πάνος
Κόκκας έδειχνε να ταυτίζεται με αυτό το κλίμα. Όπως έχει επισημανθεί εύστοχα,
«στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, η εφημερίδα δεν επιζητούσε μία διαφορετική
μεταρρύθμιση· ο λόγος της γινόταν αντιμεταρρυθμιστικός».226 Σε ανοιχτή επιστολή
της προς τον βασιλιά, η Ελευθερία ανέφερε μεταξύ άλλων:

Διεφάνησαν προς στιγμήν, προ ολίγων εβδομάδων, αγαθαί ελπίδες ότι


ηδύνατο η χώρα να βαδίση προς την επάνοδον εις την συνταγματικήν
νομιμότητα και την πολιτικήν ομαλότητα. Αι ελπίδαι αυταί δεν
διεψεύσθησαν απλώς. Ο μέγας πρωτεργάτης του κακού, ο υπεύθυνος
σύμβουλος Σας, ηδυνήθη όχι μόνον να ματαιώση την επιβαλλομένην
βασιλικήν πρωτοβουλίαν, αλλά και να ρίψη, αδίστακτος όπως πάντοτε,
νέον έλαιον εις την πυράν. Διότι εις την εκρηκτικήν ήδη πολιτικήν
αντίθεσιν, την οποίαν συνειδητώς και δολίως, απειργάσθη με την
πολιτείαν του ολοκλήρου οκταετίας, προσέθεσεν την επιβουλήν κατά
των τελευταίων υπολειμμάτων των ελευθέρων θεσμών, με την
πρόκλησιν περί αναθεωρήσεως του Συντάγματος.
(…) απετόλμησε το άφρον άλμα της αναθεωρήσεως, ελαυνόμενος από
το θράσος της απογνώσεως και προεκτείνων εις το απώτατον άτοπον
την πάγιαν τακτικήν του, η οποία απέβλεψε σταθερώς εις τον ανίερον

226
Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Ελληνικός Φιλελευθερισμός, ο.π., σε. 408.

252
σκοπόν να εκθέτη και να απομονώνη το Στέμμα, δια να το έχη
υποχείριόν του, ώστε η διάρκεια του Στέμματος να προϋποθέτη την
ιδικήν του παραμονήν εις την εξουσίαν.(…)
Μεγαλειότατε,
Αυτήν την άδικον κατάληξιν προετοιμάζουν εις την Βασιλείαν Σας οι
μοιραίοι άνθρωποι, που είναι αποφασισμένοι να κρατηθούν εις την
εξουσίαν διότι φοβούνται το Ειδικόν Δικαστήριον.
Μεγαλειότατε,
Σας έφεραν ενώπιον του Ρουβίκωνος. Μη τον διαβήτε. Ο λαός θα
βαδίση οπωσδήποτε οπίσω προς την Δημοκρατίαν. Πηγαίνετε μαζί
του.227

Η αντιπαράθεση γύρω από την πρόταση για τη «βαθεία τομή» είχε πολλαπλές
συνέπειες. Αφενός, αποδέσμευσε εκ νέου τη δυναμική του ανένδοτου, και αφετέρου
δημιουργούσε νέες προϋποθέσεις προσέγγισης Κέντρου–Ανακτόρων, επί τη βάσει
μίας κοινής απειλής, που ήγειρε πλέον και για τους δύο ο Κωνσταντίνος
Καραμανλής. Πράγματι, η προοπτική ενδυνάμωσης της εκτελεστικής εξουσίας –εν
προκειμένω του Καραμανλή– έδειχνε να προβληματίζει τόσο την αντιπολίτευση, όσο
και τον Παύλο. Θεωρώντας την πρόταση αναθεώρησης ευκαιρία προσέγγισης του με
τον ρυθμιστή του πολιτεύματος, το Κέντρο έδειχνε να υπογραμμίζει αυτήν την
ταύτιση συμφερόντων προτρέποντας τον Βασιλιά να προχωρήσει στην αποπομπή του
απειλούντος πρωθυπουργού. Αν και κινούμενη στην κατεύθυνση του
εκσυγχρονισμού του πολιτικού βίου, η μεταρρύθμιση που επεχείρησε ο Καραμανλής
ήλθε σε λάθος περίοδο, με αποτέλεσμα – μετά την άρνηση της αντιπολίτευσης – να
καταστεί κενό γράμμα.

Τα όρια της κρίσης: Οι σχέσεις του Κέντρου με τα Ανάκτορα, Μάρτιος 1963

Αν όμως, μετά τις αντιδράσεις επί της συνταγματικής αναθεώρησης και το


ναυάγιο των συνομιλιών Βενιζέλου-Πιπινέλη, το εγχείρημα του Κρητικού πολιτικού
έδειχνε να έχει χάσει την δυναμική του, η ευρύτερη στόχευση της αξιωματικής
αντιπολίτευσης προς μία συνολική παρέμβαση των Ανακτόρων προς «διευθέτηση»

227
«Ενώπιον του Ρουβίκωνος», Ελευθερία, 3 Μαρτίου 1963.

253
της πολιτικής κρίσης, παρέμενε σταθερή. Επιχειρώντας να εκμεταλλευθεί πολιτικά
την ενόχληση του βασιλιά Παύλου από την «βαθεία τομή», το Κέντρο ανέλαβε
πρωτοβουλία κατά το τελευταίο δεκαήμερο του Μαρτίου, επιθυμώντας προφανώς να
υπενθυμίσει στο Στέμμα τις εναλλακτικές του. Η τακτική της αντιπολίτευσης έναντι
Ανακτόρων και κυβέρνησης, περιγράφεται εξαιρετικά εύστοχα από τον
πρωταγωνιστή του ανένδοτου, Κωνσταντίνο Μητσοτάκη:

Δεν είπα εγώ ότι εμείς στρεφόμεθα ευθέως εναντίον του βασιλέως, αλλά
οπωσδήποτε τον βασιλιά τον έπαιρναν τα σκάγια, όσο χρειαζόταν κάθε
φορά, διότι εμείς δεν θέλαμε να χαλάσουμε τον βασιλιά. Αφού
περιμέναμε απ’ αυτόν την λύση. Δεν επρόκειτο να κόψουμε εμείς τη
σχέση με τον βασιλέα. Χτυπούσαμε τον Καραμανλή, αλλά αφήναμε την
ευθύνη στον βασιλέα να δώσει τη λύση. (…) Τον θέταμε ενώπιον των
ευθυνών του, καθημερινώς. Και αυτό δεν το άντεχε ο Παύλος, τον
πείραζε.228

Οι εκδηλώσεις για την εκατονταετηρίδα της βασιλικής δυναστείας – παρουσία


μάλιστα της βασιλικής οικογένειας της Δανίας – συνέπεσαν με την επέτειο της 25ης
Μαρτίου, δίνοντας τη δυνατότητα στο Παλάτι να εκμεταλλευθεί υπέρ του θεσμού το
ευνοϊκό για τα Ανάκτορα κλίμα των ημερών. Μάλιστα, η παρουσία των πρόσφατα
μνηστευμένων Κωνσταντίνου και Άννας Μαρίας, στόχευε στην δημιουργία ακόμη
θετικότερου κλίματος έναντι του θεσμού.229 Η απουσία τόσο του Γεωργίου
Παπανδρέου όσο και των υπολοίπων στελεχών της Ένωσης Κέντρου από το σύνολο
των εκδηλώσεων, συμπεριλαμβανομένης της δοξολογίας στην Μητρόπολη Αθηνών,
αν και αποτελούσε μία κίνηση μάλλον επικοινωνιακού χαρακτήρα, σχολιάστηκε
έντονα, προκαλώντας ενόχληση.230 Ήδη, λίγες ημέρες νωρίτερα, ο

228
Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, συνέντευξη στον γράφοντα, 15 Νοεμβρίου 2005.
229
Έντονα όμως ήταν και τα επικριτικά σχόλια, γύρω από τις εκδηλώσεις. Ο γερμανός πρεσβευτής, σε
έκθεσή του προς το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών, σημείωνε τις ενστάσεις που είχαν διατυπωθεί
λόγω του υπερβολικού κόστους των εκδηλώσεων για μία χώρα που συνέχιζε να λαμβάνει οικονομική
βοήθεια από το εξωτερικό. Παράλληλα, επεσήμαινε ότι πολλοί θεωρούσαν ότι οι εορτασμοί
αποτελούσαν δικαιολογία προκειμένου να φιλοξενηθεί στη χώρα η βασιλική οικογένεια της Δανίας,
μετατρέποντας μία οικογενειακή υπόθεση σε κρατική. Mogens Pelt, Tying Greece to the West : US-
West German-Greek Relations, 1949-1974 (Copenhagen, 2006), σσ. 259-260.
230
Ο πολιτικός σύμβουλος της αμερικάνικης πρεσβείας, υπενθυμίζοντας ότι ο αρχηγός του Κέντρου
είχε παραστεί στους εορτασμούς της 25ης Μαρτίου της προηγούμενης χρονιάς, χαρακτήριζε την
επιλογή του Παπανδρέου «πολιτική γκάφα». Brewster προς Department of State, 26 Μαρτίου 1963,
(joint weeka no 13) Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59, 781.00 (W)/3-2663.

254
αντιπολιτευόμενος Τύπος είχε αναγγείλει την πρόθεση του Γεωργίου Παπανδρέου να
απευθύνει επιστολή προς τον βασιλιά με την οποία θα αποσαφήνιζε τις θέσεις του
Κέντρου. Η εξελίξεις των προηγούμενων εβδομάδων απαιτούσαν, σύμφωνα με τα εν
λόγω δημοσιεύματα, μία ουσιαστική αποσαφήνιση των θέσεων της αντιπολίτευσης
έναντι του Στέμματος και της κυβέρνησης.231
Στην επιστολή του, ο Γεώργιος Παπανδρέου, υποστήριξε ότι αν οι εκλογές
του 1961 είχαν διεξαχθεί χωρίς τη χρήση «αθέμιτων μέσων» η ΕΡΕ θα είχε
περιοριστεί σε 120 έδρες· κατά συνέπεια, η αντίδραση του Κέντρου ήταν – κατά τον
ίδιο – επιβεβλημένη. Παράλληλα, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης
σημείωνε ότι πιθανή αποδοχή του αποτελέσματος θα οδηγούσε το κόμμα του σε
διάλυση και τους οπαδούς του στην ΕΔΑ. Επαναλαμβάνοντας ότι η Ένωση Κέντρου
δεν έθετε καθεστωτικό ζήτημα, ζητούσε από τον βασιλιά να αναλάβει πρωτοβουλία
αποκατάστασης του «παραβιασθέντος» πολιτεύματος. Στη συνέχεια – αφού
προηγουμένως είχε απορρίψει της κατηγορίες περί «συνοδοιπορίας» που εξαπέλυε
εναντίον του Κέντρου η ΕΡΕ – ο Παπανδρέου προχωρούσε στην διατύπωση της
πρότασής του προς το ανώτατο άρχοντα: «Δικαιούται επομένως ο βασιλεύς, εκτός
της διαλύσεως της Βουλής, πρώτον να συμβουλεύη τους συμβούλους του. Και αν αι
συμβουλαί δεν εισακουσθούν και κρίνει ότι το γενικώτερον συμφέρον της χώρας το
υπαγορεύει, δικαιούται να σχηματίση νέαν Κυβέρνησιν και να απευθυνθή προς την
Βουλήν, από την οποίαν η Κυβέρνησις να ζητήση εμπιστοσύνην». Δικαιολογώντας
την πρότασή του, ο Παπανδρέου υποστήριζε ότι εφόσον οι πρωτοβουλίες του
Παύλου δεν θα στρέφονταν εναντίον «γνησίας πλειοψηφίας», μία ενδεχόμενη
διάλυση της βουλής δεν επρόκειτο να προξενήσει δοκιμασίες στη χώρα. Η επιστολή
τελείωνε με μία έντονα φορτισμένη έκκληση προς τον βασιλιά:

Η χώρα ευρίσκεται σήμερον ενώπιον κρισίμου καμπής. Θα είναι


δυνατόν να ανοιχθή η λεωφόρος της Δημοκρατίας, καθώς επίσης θα
είναι δυνατόν να εισέλθωμεν εις περίοδον βαρυτάτης ανωμαλίας. Και
εξαρτάται τούτο από τας αποφάσεις της Υμετέρας Μεγαλειότητος.
Η Ένωσις Κέντρου δεν ζητεί Εύνοιαν. Ζητεί Ελευθερίαν και
Δικαιοσύνην. Ζητεί Δημοκρατίαν. Και τίποτε δεν θα ήτο ευτυχέστερον
σήμερον από την απόφασιν του Ανωτάτου Άρχοντος να παρασχη

231
Ελευθερία, 14 Μαρτίου 1963.

255
Δημοκρατιαν. Τα νέφη, τα οποία έχουν σωρευθή μεταξύ των δύο
παραγόντων της Πολιτείας, του Λαού και του Βασιλέως, θα διελύοντο.
Και θα επανήρχετο η αγάπη του Λαού.
Εάν όμως το αίτημα του Λαού διατυπούται εις μάτην, εάν διαπιστωθή
ότι ο Ρυθμιστής του Πολιτεύματος δεν έχει είτε την θέλησιν, είτε το
θάρρος να επιβάλη την αποκατάστασιν της Δημοκρατίας, τότε,
δυστυχώς, οδηγούμεθα εις νέον Διχασμόν. Και όχι εξ εθνικής
αντιθέσεως. Αλλά μόνον χάρις εις τον ευτελή λόγον, ότι ο Αρχηγός της
ΕΡΕ δεν εννοεί να στερηθή της Εξουσίας!
Ο Λαός, συμφώνως προς το ακροτελεύτιον άρθρον του Συντάγματος
και συμφώνως προς την υπερήφανον ελληνικήν παράδοσιν, εκπληρών
το ηθικόν χρέος του, θα διεξαγάγη με όλα τα μέσα, τον αγώνα.
Οσονδήποτε χρόνον και οσασδήποτε θυσίας και αν απαιτήση. Διότι
είναι αγών ελευθερίας και τιμής. 232

Επρόκειτο για ένα κείμενο που έδειχνε να έχει πολλούς παραλήπτες, και
πάντως όχι μόνο τον βασιλιά και το περιβάλλον του. Με δεδομένη, μάλιστα, τη
δημοσιοποίηση του περιεχομένου της μόλις δέκα ημέρες αργότερα, μπορεί βάσιμα να
υποστηριχθεί, ότι με την παρέμβασή του ο Γεώργιος Παπανδρέου επεδίωκε να
εμφανισθεί ως άμεσος συνομιλητής των Ανακτόρων. Σε αυτό το κλίμα έδειχνε να
εντάσσεται και η δημοσιότητα που δόθηκε στη συνάντηση που είχε ο αρχηγός του
Κέντρου με τον σύμβουλο του Παύλου, Κωνσταντίνο Χοϊδά προκειμένου να
παρασχεθούν «διευκρινήσεις» εκ μέρους του. Ενδεικτικός ο τίτλος της Ελευθερίας
δύο ημέρες αργότερα, σύμφωνα με τον οποίο «ο Βασιλεύς απηυθύνθη προς τον κ.
Παπανδρέου». Επρόκειτο συνεπώς για μία προσπάθεια αντιστροφής του κλίματος εκ
μέρους της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μία προσπάθεια να υπονοηθεί η συγκρότηση
ενός μετώπου ενάντια στον πρωθυπουργό και τις επιλογές του, στο οποίο θα
μπορούσε δυνάμει να μετάσχει και ο ανώτατος άρχοντας. Παράλληλα, τα
μετριοπαθέστερα έντυπα του συγκροτήματος Λαμπράκη επιχειρούσαν όλο το

232
Η επιστολή εστάλη στις 18 Μαρτίου 1963 και δημοσιεύθηκε στον Τύπο στις 28 Μαρτίου 1963. Για
το πλήρες κείμενο, βλ. Το Βήμα 28 Μαρτίου 1963.

256
επόμενο διάστημα να παρουσιάσουν την πιθανότητα μίας προσέγγισης κυβέρνησης
και αντιπολίτευσης ως υπαρκτή.233
Πάντως, η έκκληση του Γεωργίου Παπανδρέου ακυρώθηκε στην πράξη από
τον βασιλιά, λίγες μόλις ημέρες αργότερα. Κατά τη διάρκεια γεύματος επί τη
ευκαιρία των εορτασμών για την εκατονταετηρίδα της δυναστείας, ο Κωνσταντίνος
Καραμανλής σημείωσε ότι ο βασιλιάς είχε δράσει «ευεργετικώς εις πάσαν
περίπτωσιν, όπου η δράσις επεβάλλετο» και απείχε «όπου η αποχή ενεδεικνύετο».
Στο ίδιο πνεύμα, ο Παύλος έκανε σαφή την υποστήριξή του προς την κυβέρνηση, την
οποία ευχαρίστησε «δια την συμβολήν της εις την όλην προσπάθειαν και δια το
έργον, το οποίον απέδωσε και το οποίον επέτρεψε να φθάση η χώρα εις το σημείον
εις ο ευρίσκεται σήμερον».234
Άλλωστε, η τοποθέτηση των Ανακτόρων, θα αποσαφηνιζόταν απολύτως στις
27 Μαρτίου, όταν μετά από συνάντηση που είχε με τον βασιλιά ο Κωνσταντίνος
Καραμανλής δήλωσε: «η κυβέρνησις απολαμβάνουσα της εμπιστοσύνης του
Βασιλέως και του Λαού, προχωρεί εις το έργον της».235 Η αντίδραση του Παύλου
οδήγησε τις σχέσεις Στέμματος-Κέντρου σε οριακό σημείο και τον Γεώργιο
Παπανδρέου στη δημοσιοποίηση της επιστολής του προς τον Παύλο και τη
διατύπωση της εκτίμησης ότι «ο ανώτατος άρχων ταυτίζεται με την παράνομον
Κυβέρνησιν της ΕΡΕ».236 Σκληραίνοντας την στάση του έναντι των Ανακτόρων,
μόλις δέκα ημέρες μετά την πρωτοβουλία του για μία άτυπη συνεννόηση μεταξύ των
δύο πλευρών, ο Γεώργιος Παπανδρέου έδειχνε να επιχειρεί ένα εξαιρετικά σύνθετο
τόλμημα: «Πιέζαμε τον βασιλέα, του κάναμε και τον καλό ταυτόχρονα, του δίναμε

233
Είναι χαρακτηριστικό ότι το Βήμα τις επόμενες ημέρες επέμενε ότι δεν επρόκειτο να τεθεί
καθεστωτικό υποστηρίζοντας ότι υφίσταντο οι όροι προκειμένου να επιτευχθεί μία συμφωνία. Σε
σχόλιο με τίτλο «Κυρίως ζήτημα διαδικασίας», επεσήμαινε χαρακτηριστικά: «Η θέσις του Ρυθμιστού
του Πολιτεύματος, ως προς μίαν ρυθμιστικήν επέμβασίν του δια την έξοδον εκ της παρούσης δεινής
πολιτικής ανωμαλίας, διευκολύνεται, ασφαλώς από το γεγονός ότι, έστω και ανεπισήμως εις
παρασκηνιακάς, δηλαδή, επαφάς και συνεννοήσεις, η Κυβέρνησις απεδέχθη ΟΛΟΥΣ, πλην ενός, τους
όρους τους οποίους θέτει τον Κέντρον δια να εξέλθωμεν από την ανωμαλίαν και το αδιέξοδον και να
οδηγηθώμεν εις ομαλόν πολιτικόν βίον. Η αισθητή προσέγγισις των απόψεων των δύο παρατάξεων ως
προς την ουσίαν του προβλήματος είναι εν πολλοίς το στοιχείον που έκαμε τον Βασιλέα να ζητήση
από τον κ. Γ. Παπανδρέου διευκρινίσεις εν σχέσει με την διαδικασίαν την οποίαν προκρίνει το
Κέντρουν δια την αποκατάστασιν της ομαλής λειτουργίας του Πολιτεύματος». «Αφού προσήγγισαν αι
απόψεις επί της ουσίας: Κυρίως ζήτημα διαδικασίας», Το Βήμα, 22 Μαρτίου 1963.
234
Βλ. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (γεν. επιμ.), ο.π., τόμος 5, σσ. 588-589· Brewster προς Department
of State, 2 Απριλίου 1963, (joint weeka no 13) Washington D.C., NARA State Department Papers, RG
59, 781.00 (W)/4-263.
235
Η δήλωση έγινε στις 27 Μαρτίου 1963, βλ. στο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (γεν. επιμ.), ο.π.,
τόμος 5, σελ. 590.
236
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (γεν. επιμ.), ο.π., τόμος 5, σελ. 590.

257
237
και την διέξοδο να ενεργήσει, αλλά όχι παραπάνω». Πόσο εύκολο όμως θα ήταν
να συνεχισθεί αυτή η διττή τακτική; Προφανώς τα περιθώρια για το Κέντρο έδειχναν
να είναι εξαιρετικά περιορισμένα. Χαρακτηριστικός της έντασης, ο εμπρηστικός
λόγος της Ελευθερίας εκείνων των ημερών, η οποία στρεφόμενη ανοικτά κατά των
Ανακτόρων και εμμέσως κατά του Βενιζέλου επέλεγε, μέσω παραδειγμάτων του
παρελθόντος, να ταχθεί κατά των βασιλικών επεμβάσεων και όσων στηρίζονταν σε
αυτές:

Διέλυσαν πολλάς αγαθάς ελπίδας όσα συνέβησαν κατά τας ημέρας


αυτάς. Εξηφανίσθη η προοπτική ότι ο Ρυθμιστής του Πολιτεύματος θα
ανελάμβανεν τον ρόλον, που του αναθέτει το Σύνταγμα και
εχρησιμοποίει τας δυνατότητας, που του παρέχει δια να αποκαταστήση
την συνταγματικήν νομιμότητα και την πολιτικήν ομαλότητα. (…)

Όλοι γνωρίζουν τώρα ότι μάταιαι είναι αι συνομιλίαι των παρασκηνίων


και οι χειρονομίαι καλής θελήσεως. Η ευνοιοκρατία ενεφανίσθη
ομοούσιος και αδιαίρετος. Σοφόν το σαφές. Εις μάτην απευθύνθη προς
τον Ανώτατον Άρχοντα το Κέντρον. Αλλ’ εις τον τόπον αυτόν υπεράνω
όλων είναι η Αυτού Μεγαλειότης ο Λαός. Δεν ήθελαν τον γέροντα
Σοφούλην τα ανάκτορα, τον εθεώρουν συνοδοιπόρον και σχεδόν
προδότην. Αλλ’ απέθανε νικητής πρωθυπουργός. Δεν ήθελαν τον
λευκότατον Πλαστήρα τα ανάκτορα. Τον απεκάλουν ηλίθιον, επίορκον
και δολοφόνον. Μετ’ ολίγους μήνας τον επέβαλεν ο λαός
πρωθυπουργόν. Δεν ήθελαν τον Παπάγον τα ανάκτορα. Είχον
παραφθείρη τον τίτλον του στρατάρχου εις δύσοσμον προσωνύμιον. Η
μικρά του εκδίκησις υπήρξεν μία τεραστία πλειοψηφία, η οποία τον
έφερεν παντοδύναμον εις πείσμα των υβριστών του.238

Την ίδια ώρα, ο αρχηγός του Κέντρου, εφέρετο να κατηγορεί τον Σοφοκλή
Βενιζέλο, ότι με την τακτική του «είχε παρασύρει το κόμμα σε παγίδα». 239 Η
περαιτέρω όξυνση των σχέσεων μεταξύ των δύο ανδρών έδειχνε μάλλον

237
Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, συνέντευξη στον γράφοντα, 15 Νοεμβρίου 2005.
238
«Η Α.Μ. ο λαός», Ελευθερία, 29 Μαρτίου 1963.
239
Γρηγόριος Δαφνής, Σοφοκλής Ελευθερίου Βενιζέλος, ο.π., σελ. 568.

258
240
αναμενόμενη – «αναπόφευκτη» κατά τον Dan Brewster – λόγω των παράλληλων
και εν μέρει αντικρουόμενων στρατηγικών που είχαν ακολουθήσει, τουλάχιστον από
τα μέσα Ιανουαρίου. Ο Βενιζέλος, πληροφορούμενος για την αντίδραση του
Παπανδρέου και τις ευθύνες που επέρριπτε στον ίδιο, αποφάσισε να αναχωρήσει για
το εξωτερικό για διάστημα ενός μήνα.241 Πρόθεσή του η αποστασιοποίηση από το
κέντρο της αντιπαράθεσης και η αποφυγή κάθε εμπλοκής του ονόματός του στις
καταγγελίες έναντι του Στέμματος. Σε επιστολή που απηύθυνε προς τον Παπανδρέου,
ο Κρητικός πολιτικός υποστήριζε ότι αν και είχαν τον ίδιο σκοπό διαφωνούσαν
πλήρως ως προς την ακολουθούμενη διαδικασία. Κρίνοντας ότι η κυβερνητική
ανακοίνωση της 27ης Μαρτίου δεν θα έπρεπε να προκαλεί εντύπωση, του ζητούσε
περιθώριο ενός μήνα προκειμένου να επανεκτιμήσει την κατάσταση. Επίσης,
αναφερόμενος στις προσωπικές του επαφές με την βασιλική οικογένεια, αρνήθηκε να
του αναγνωρίσει δικαίωμα ελέγχου επ’ αυτών. Υπογραμμίζοντας τη συμβολή του στη
συγκρότηση της Ένωσης Κέντρου, ο Βενιζέλος τόνιζε ότι δεν υπήρξε ποτέ
«κομματικός οπαδός» του Παπανδρέου και ότι το κόμμα δεν ήταν δυνατόν να
συνεχίσει να διοικείται «κατά τοιούτον μονολιθικόν τρόπον». Μάλιστα, σε δεύτερο
προσχέδιο της εν λόγω επιστολής, το οποίο φυλάσσεται στο αρχείο του Σοφοκλή
Βενιζέλου, εμφανίζεται ακόμη πιο απόλυτος ανακοινώνοντας στον Παπανδρέου την
απόφασή του να ανεξαρτητοποιηθεί.242 Αν και – όπως υποστηρίζει και ο βιογράφος
του Γρηγόριος Δαφνής – προφανώς επελέγη η πρώτη και ηπιότερη εκδοχή της
επιστολής, γεγονός παραμένει ότι ο Βενιζέλος έβλεπε το μέλλον του και εκτός της
Ένωσης Κέντρου. Πρόκειται για μία επισήμανση με μεγάλη βαρύτητα αν
συνυπολογισθεί η ισορροπία δυνάμεων στο εσωτερικό της αξιωματικής
αντιπολίτευσης και το πλήθος των βουλευτών που κατά καιρούς είχαν εκδηλώσει τη
διαφωνία τους έναντι των ακολουθούμενων πρακτικών. Υπό αυτό το πρίσμα, μπορεί
να αιτιολογηθεί και η απόφασή του να απόσχει για ένα διάστημα, που όπως έδειξε η
πορεία των γεγονότων θα αποδεικνυόταν εξαιρετικά κρίσιμο.
Ακόμη όμως και απόντος του Σοφοκλή Βενιζέλου, η λεγόμενη «μετριοπαθής»
μερίδα της Ένωσης Κέντρου αντιλαμβανόταν τις συνέπειες που θα είχε η διατήρηση
τεταμένων σχέσεων με τα Ανάκτορα. Στο πλαίσιο αυτό, μπορεί βάσιμα να
240
Brewster προς Department of State, 2 Απριλίου 1963, (joint weeka no 13) Washington D.C., NARA
State Department Papers, RG 59, 781.00 (W)/4-263.
241
Γρηγόριος Δαφνής, Σοφοκλής Ελευθερίου Βενιζέλος, ο.π., σελ. 568· Το Βήμα 30 Μαρτίου 1963.
242
29 Μαρτίου 1963, Βενιζέλος προς Παπανδρέου, Αρχείο Σοφοκλή Βενιζέλου, Ιστορικό Αρχείο
Μουσείου Μπενάκη, φακ. 27· βλ. επίσης Γρηγόριος Δαφνής, Σοφοκλής Ελευθερίου Βενιζέλος, ο.π., σσ.
568-570.

259
υποστηριχθεί ότι εντασσόταν μία προσπάθεια μετάθεσης του ενδιαφέροντος της
κοινής γνώμης από τη θέση του Κέντρου έναντι του Στέμματος, στον ρόλο των ξένων
δυνάμεων στην ελληνική πολιτική σκηνή. Ήδη την επομένη της αναχώρησης του
Βενιζέλου για το εξωτερικό, ενώ ο Γεώργιος Παπανδρέου ξεκινούσε μία νέα «Πορεία
στον Λαό» με ομιλίες και συγκεντρώσεις στην Δυτική Ελλάδα, το Βήμα ανέλαβε μία
νέα πρωτοβουλία. Με πρωτοσέλιδο άρθρο υπό τον τίτλο «Εξεδηλώθη σαφής
επέμβασις των Αμερικανών υπέρ της ΕΡΕ», ο Λέων Καραπαναγιώτης – αφού έκανε
μία ανασκόπηση των τελευταίων εξελίξεων του ανένδοτου αγώνα – υποστήριζε ότι
αξιωματούχος της πρεσβείας των Ηνωμένων Πολιτειών είχε επισκεφθεί τα Ανάκτορα
προκειμένου να αποτρέψει τον βασιλιά από την λήψη οποιασδήποτε πρωτοβουλίας
εκτόνωσης της κρίσης.243 Κατά τις ίδιες πληροφορίες, ο Αμερικανός εφέρετο να είχε
υποστηρίξει ότι η ΕΡΕ αποτελούσε για την Ελλάδα «το μόνον εχέγγυον οικονομικής
και πολιτικής σταθερότητος», άποψη που συμμεριζόταν και ο πρόεδρος Κέννεντυ,
όπως προέκυπτε από επιστολή που είχε απευθύνει προς τον έλληνα πρωθυπουργό.244
Συσχετίζοντας την «παρέμβαση» των ΗΠΑ και με οικονομικά συμφέροντα τους στη
χώρα (π.χ. ESSO PAPPAS), ο συντάκτης κατέληγε ότι η παρέμβαση είχε
αποτέλεσμα, όπως φάνηκε από την απόφαση του Παύλου να μην απαντήσει ο ίδιος,
αλλά ο πρωθυπουργός στην επιστολή Παπανδρέου.
Την ίδια ημέρα, ο αρχηγός του Κέντρου σε ομιλία του στην Αμφιλοχία
επανέλαβε ότι το κόμμα του δεν ζητούσε καμία εύνοια αλλά και ότι δεν επρόκειτο να
ανεχθεί καμία επέμβαση υπέρ άλλου.245 Η διάψευση εκ μέρους της αμερικανικής
πρεσβείας246 και η στήριξη που παρείχε ο Τύπος της συμπολίτευσης στην κυβέρνηση
δεν έδειχναν να ανατρέπουν το κλίμα. Στις 3 Απριλίου, η Ελευθερία με ένα «αρκετά
κακοήθες»247, κατά την πρεσβεία των ΗΠΑ, κεντρικό άρθρο αναφερόταν στην πορεία

243
Λέων Καραπαναγιώτης, «Εξεδηλώθη σαφής επέμβασις των Αμερικανών υπέρ της ΕΡΕ: η
κυβέρνησις δια να σωθή επέτυχε παρέμβασιν του αμερικανικού παράγοντος πλησίον του Βασιλέως»,
Το Βήμα, 31 Μαρτίου 1963.
244
Πράγματι, ο Κέννεντυ είχε απευθύνει μία μάλλον τυπική επιστολή προς τον Καραμανλή,
προκειμένου να τον ευχαριστήσει για τη στάση που είχε τηρήσει η Ελλάδα κατά την κρίση της
Κούβας. Παράλληλα έκανε λόγο για το ζήτημα της οικονομικής ενίσχυσης, καταλήγοντας: «θα
εξακολουθήσωμεν να πράττωμεν παν το ευλόγως δυνατόν δια να στηρίξωμεν (ενισχύσωμεν) τους
στενούς δεσμούς φιλίας και συνεργασίας, τας οποίας διακαώς επιθυμούμεν να διατηρήσωμεν μεταξύ
των δύο χωρών μας εις το διηνεκές», βλ. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (γεν. επιμ.), ο.π., τόμος 5, σελ.
551.
245
Τα Νέα, 1 Απριλίου 1963.
246
Η δήλωση του εκπροσώπου της πρεσβείας των ΗΠΑ επεσήμαινε ότι η χώρα του δεν επιθυμούσε να
αναμιγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας. Βλ. Ελευθερία, 2 Απριλίου 1963.
247
Brewster προς Department of State, Alleged American Intervention, 10 Απριλίου 1963, Washington
D.C., NARA State Department Papers, RG 59, POL 15 Greece.

260
της αμερικανικής παρουσίας στη χώρα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο,
καταλήγοντας, σύμφωνα με το γνώριμο ύφος του συντάκτη:

Φαίνεται καλή «μπίζνες», όπως λέγουν εις την Αμερικήν, αυτή η


βαθμιαία μεταβολή της Ελλάδος εις ένα είδος Γιβραλτάρ της Ανατολικής
Μεσογείου. Αλλά, για να ενθυμηθώμεν και τα ελληνικά, είναι όλη αυτή
η υπόθεσις και ολίγον «λογαριασμός χωρίς τον ξενοδόχον». Διότι το
Γιβραλτάρ είναι μόνον βράχος. Ενώ η Ελλάς είναι βράχοι και λαός.
Αυτόν λησμονούν επικινδύνως οι αμερικανοί «αξιωματούχοι». Όπως τον
ελησμόνησαν εις πολλά άλλα σημεία της γής. Χρέος όσων έχουν το
αίσθημα της ευθύνης των και όσων θέλουν την αναβίωσιν της φιλίας,
που εστραγγάλισεν η υποδούλωσις, είναι να υπενθυμίζουν αυτοί του
λαού την παρουσία.248

Το ζήτημα συζητήθηκε και κατά την συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής


ομάδας της Ένωσης Κέντρου, κατά την οποία ο Γεώργιος Παπανδρέου δήλωσε ότι αν
συνεχίσουν την ίδια πορεία οι Αμερικανοί, θα μπορούσαν να χάσουν την «φιλία» του
ελληνικού λαού.249 Μέσα στις επόμενες ημέρες το ζήτημα ατόνησε, ιδιαίτερα όσον
αφορά την κάλυψή του από το Βήμα. Μάλιστα σε σχετικό έγγραφο της πρεσβείας
αναφέρεται ότι ο ίδιος ο συντάκτης του κειμένου είχε μεταβεί στην πρεσβεία
προκειμένου να «κάνει ειρήνη», προκειμένου – με τον τρόπο αυτόν – να κλείσει ο
σχετικός κύκλος.250 Ποιοι ήταν όμως οι λόγοι αυτής της κάπως ανορθόδοξης
τακτικής του κεντρώου Τύπου; Μία υπόθεση θα είχε να κάνει με την ανάγκη της
μετατόπισης του κέντρου βάρους της κριτικής των οπαδών του Κέντρου, από το
Στέμμα στον λεγόμενο «ξένο παράγοντα», ο οποίος πιθανότατα θα μπορούσε να
αντεπεξέλθει σε μία τέτοια επίθεση. Παράλληλα όμως, το Κέντρο εύρισκε μία
δικαιολογία για την αποτυχία του να οδηγήσει την κρίση σε εκτόνωση, μέσω της
λεγόμενης «βασιλικής παρέμβασης». Εμφανώς ενοχλημένος ο Dan Brewster
σχολίαζε σχετικά: «Για μία ακόμη φορά, η Ένωση Κέντρου και οι υποστηρικτές της

248
«Οι Αμερικανοί εις την Ελλάδα», Ελευθερία, 3 Απριλίου 1963.
249
Τα Νέα, 5 Απριλίου 1963.
250
Brewster προς Department of State, Alleged American Intervention, 10 Απριλίου 1963,Washington
D.C., NARA State Department Papers, RG 59, POL 15 Greece.

261
στον Τύπο ακολούθησαν ανεύθυνα μία πολιτική γραμμή που δεν σχετίζεται με τα
βασικά προβλήματα της Ελλάδας».251

Δείχνει εύστοχη η παρατήρηση του αμερικανού διπλωμάτη, ότι στο πλαίσιο


των υπερβολών που χαρακτήριζαν συχνά τον ανένδοτο αγώνα, το Κέντρο έτεινε να
επιδίδεται σε τακτικές που δεν αφορούσαν άμεσα προβλήματα του πολίτη. Σε κάθε
περίπτωση, το αμέσως επόμενο διάστημα η πορεία των γεγονότων επρόκειτο να
εξελιχθεί με πρωτόγνωρη ταχύτητα και ένταση και το Κέντρο συχνά θα αδυνατούσε
να προσαρμοστεί στις εξελίξεις. Το μεστό γεγονότων τελευταίο δίμηνο του
ανένδοτου αγώνα, μόλις ξεκινούσε.

Ενώπιον αλλότριων προταγμάτων

Κατά τη διάρκεια του Απριλίου, στο επίκεντρο της επικαιρότητας βρέθηκαν


δύο ζητήματα επί των οποίων η Ένωση Κέντρου κατέβαλλε κάθε προσπάθεια να
τηρήσει σαφείς αποστάσεις: η οργάνωση της πρώτης «Μαραθώνιας Πορείας
Ειρήνης» που είχε ξεκινήσει από τον «Σύνδεσμο νέων Bertrand Russell» και την
«Ελληνική Επιτροπή δια την Διεθνήν Υφεσιν και την Ειρήνην», 252 και οι
διαδηλώσεις γύρω από το ζήτημα των πολιτικών κρατουμένων στο Λονδίνο, με
αποκορύφωμα τα επεισόδια σε βάρος της βασίλισσας Φρειδερίκης. Το αίσθημα
αυτοσυντήρησης του Κέντρου, έναντι των αναμενόμενων κατηγοριών περί
«συνοδοιπορίας» και η αντίθεση των στελεχών του στις εν λόγω πρωτοβουλίες,
οδήγησαν στην αποστασιοποίησή του, η οποία σταδιακά εξελίχθηκε σε προσπάθεια
πολιτικής εκμετάλλευσης στο πλαίσιο του ανένδοτου αγώνα.

Παρά τις μεταγενέστερες αναγνώσεις των γεγονότων, που τείνουν να


συμπεριλάβουν τις κεντρώες δυνάμεις στο ευρύτερο κίνημα ειρήνης που
αναπτυσσόταν με ραγδαίους ρυθμούς, μία ψύχραιμη προσέγγιση των γεγονότων
δείχνει ότι η θέση του κόμματος και των οργανώσεών του παρέμενε αρνητική
απέναντι στις εν λόγω πρωτοβουλίες. Άλλωστε τα προτάγματα της Αριστεράς, που
ενέπνεαν τις δράσεις αυτές – αποφυλάκιση των πολιτικών κρατουμένων, κατάργηση

251
Brewster προς Department of State, Alleged American Intervention, 10 Απριλίου 1963,Washington
D.C., NARA State Department Papers, RG 59, POL 15 Greece.
252
Για τη συγκρότηση της ΕΕΔΥΕ, το 1955 και την πορεία της, βλ. Λυκούργος Κουρκουβέλας, Η
Ελλάδα και το ζήτημα των πυρηνικών όπλων (1957-1963),(Αθήνα, 2011), σσ. 240-286· επίσης για μία
σχεδόν σύγχρονη με τα γεγονότα προσέγγιση του κινήματος της ειρήνης βλ. Theodore Couloumbis A.,
Greek Political Reaction to American and NATO Influences, ο.π., σσ. 157-160.

262
των έκτακτων μέτρων και ανάπτυξη του κινήματος της ειρήνης – απείχαν τόσο από
την ρητορική όσο και από την ιδεολογική πλατφόρμα της Ένωσης Κέντρου. Ο
Γιάννης Τζαννετάκος, ο οποίος λίγες ημέρες αργότερα επρόκειτο να εκλεγεί πρώτος
πρόεδρος της ΕΦΕΕ από το Δ’ Πανσπουδαστικό Συνέδριο,253 δίνοντας το στίγμα της
τοποθέτησης του Κέντρου σημειώνει σχετικά:

Και εμείς ως νεολαία Κέντρου ήμασταν από επιφυλακτικοί έως εχθρικοί


σε αυτές τις «σοβιετοκατευθυνόμενες» ειρηνιστικές εκδηλώσεις, δηλαδή
Bertrand Russell και αυτά. Ήμασταν απ’ έξω εμείς και μόνο κάποιοι από
τους δικούς μας, που ήταν «αμφίβιοι» δηλαδή βλέπανε και προς τα
Αριστερά βλέπανε και προς το Κέντρο, συναισθηματικά μπορεί να ήταν
Αριστερά, τα συμφέροντά τους μπορεί να ήταν στο Κέντρο και η
διασφάλιση να μην έχουνε και πολύ έντονες διώξεις, έβλεπαν συμπαθώς
αυτές τις κινήσεις. Όχι εμείς ήμασταν απολύτως κουμπωμένοι.254

Η «Μαραθώνια Πορεία», που είχε προγραμματισθεί για τις 21 Απριλίου


1963,255 αντιμετώπισε εξ αρχής την καθολική αντίδραση της κυβέρνησης, που την
απαγόρευσε, υπό τον φόβο επεισοδίων.256 Η διεθνής διάσταση του κινήματος, έδειχνε
να προβληματίζει την κυβέρνηση που εκτιμούσε ότι η πιθανότητα διασάλευσης της
τάξης «την οποίαν επιβουλεύονται οι κομμουνισταί»,257 θα είχε αρνητικό αντίκτυπο
στο εξωτερικό. Διαμετρικά αντίθετη, η τοποθέτηση του Λεωνίδα Κύρκου, γραμματέα
της κίνησης ειρήνης, ο οποίος ανέφερε ως προς τους στόχους και τη δομή του
κινήματος:

253
Για το Πανσπουδαστικό Συνέδριο βλ. ενδεικτικά, Λιναρδάτος, Από τον Εμφύλιο στη Χούντα, ο.π.,
σσ. 242-243.
254
Γιάννης Τζαννετάκος, συνέντευξη στον γράφοντα, 4 Μαρτίου 2006.
255
Για το χρονικό των γεγονότων, βλ την εξαιρετικά λεπτομερή ανάλυση στο Λιναρδάτος, Από τον
Εμφύλιο στη Χούντα,ο.π., σσ. 226-236 · επίσης Λυκούργος Κουρκουβέλας, ο.π., σσ. 275-278.
256
Λίγες ημέρες νωρίτερα είχε πραγματοποιηθεί μεγάλη αντιπυρηνική πορεία από το Aldermaston στο
Λονδίνο, στην οποία συμμετείχαν μεταξύ άλλων ο Γρηγόρης Λαμπράκης, ο Μανώλης Γλέζος, η
Μπέττυ Αμπατιέλου και ο Λεωνίδας Κύρκος. Κατά τη διάρκεια της πορείας προς το Hyde Park
προκλήθηκαν επεισόδια μεταξύ των διαδηλωτών και της αστυνομίας. Αντίστοιχες πορείες είχαν
οργανωθεί εκείνη την περίοδο σε διάφορα κράτη, Τα Νέα, 16 Απριλίου 1963.
257
Ανακοίνωση της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών, Ελευθερία, 20 Απριλίου 1963.

263
Ήμασταν σε πολύ μεγάλο βαθμό οργανωτές αυτών των εκδηλώσεων. Με
την δραστήρια συμμετοχή της ΕΔΑ, είχε αναπτυχθεί ένα τεράστιο
κίνημα ειρήνης. Υπήρχε η επιτροπή ειρήνης, η οποία
δραστηριοποιούνταν σχεδόν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Στην ηγεσία
της επιτροπής ειρήνης ήταν όλος ο κόσμος των λεγομένων
συνοδοιπόρων, επικεφαλής ήταν ο Ανδρέας ο Ζάκκας, παλιός υπουργός
του Πλαστήρα της Εργασίας, ήταν ο Περικλής ο Αργυρόπουλος, ο
λεγόμενος Πεπές, υπουργός των Εξωτερικών κάποτε επί Βενιζέλου ήταν
στη συνέχεια ο Κομνηνός ο Πυρομάγλου, ήταν ο πατέρας μου. Εγώ
ήμουν γραμματέας της κίνησης της ειρήνης, η οποία είχε την ιστορία της
από την πρωτοβουλία της Αριστεράς να οργανώσει το κίνημα της
ειρήνης, το οποίο αναπτύχθηκε σε τεράστια κλίμακα και συνήντησε
αμέσως την αντίδραση της κυβέρνησης και των παρακρατικών
μηχανισμών (…) ήταν ένα έναυσμα να μεταφερθεί ο αγώνας για την
ειρήνη στον αγώνα για τα δημοκρατικά δικαιώματα και έτσι η ειρήνη
έγινε συνώνυμη με την περιφρούρηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων
και κατά συνέπεια εξίσου μισητή για την κυβέρνηση.258

Λίγες ημέρες πριν την προγραμματισμένη – και απαγορευμένη πλέον – πορεία


από τον Μαραθώνα στην Πνύκα, ο αρχηγός της Ένωσης Κέντρου διατύπωνε με
σαφήνεια τη θέση του έναντι της πρωτοβουλίας με μία δήλωση που δεν επιδεχόταν
παρερμηνείες. Μετά από συνάντηση που είχε με μέλη του συνδέσμου «Bertrand
Russell», τόνισε ότι το κόμμα του δεν επρόκειτο να μετάσχει στην πορεία,
επισημαίνοντας, ότι το γεγονός πως θεωρούσε την απαγόρευση της πορείας «μωρίαν»
δεν σήμαινε ότι «συνοδοιπορεί».259 Την ίδια ημέρα, η Ελευθερία σημείωνε ότι η ιδέα
του Μαραθωνίου ήταν «φαιδρά και ανιστόρητος» συμπληρώνοντας ότι ο Μαραθώνας
αποτελούσε σύμβολο ελευθερίας και όχι ειρήνης. Παράλληλα, επιχειρώντας να
απαξιώσει τους κυβερνητικούς χειρισμούς, εκτιμούσε ότι η πραγματοποίηση της
πορείας δεν θα δημιουργούσε προβλήματα, ενώ η απαγόρευσή της εξέθετε την χώρα
διεθνώς.260 Από τα παραπάνω σχόλια γίνεται σαφές, ότι τόσο η Ένωση Κέντρου, όσο

258
Λεωνίδας Κύρκος, συνέντευξη στον γράφοντα, 23 Μαρτίου 2006.
259
Τα Νέα, 19 Απριλίου 1963.
260
Ελευθερία, 19 Απριλίου 1963.

264
και ο αντιπολιτευόμενος Τύπος δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να κατανοήσουν μία
σημαντική διάσταση του κινήματος, που υπογράμμιζε ο Λεωνίδας Κύρκος: την
σταδιακή δηλαδή ταύτιση των ιδεωδών της ειρήνης και της δημοκρατίας, στο πλαίσιο
των ευρύτερων προταγματων μίας κοινωνίας εν βρασμώ.261

Τελικά, την ημέρα της πορείας οι δυνάμεις της αστυνομίας απέκλεισαν σχεδόν
το σύνολο της διαδρομής, ενώ περίπου χίλια άτομα συνελήφθησαν, για να αφεθούν
ελεύθερα το ίδιο απόγευμα. Παράλληλα, απελάθηκαν ξένοι υπήκοοι, που είχαν έρθει
για να λάβουν μέρος στην πορεία. Μόνη εξαίρεση αποτέλεσε ο ανεξάρτητος
συνεργαζόμενος με την ΕΔΑ βουλευτής, Γρηγόρης Λαμπράκης, που κατάφερε να
φθάσει στον χώρο του Τύμβου, πράξη πλήρης συμβολισμών.262 Στην σχετική του
αναφορά, ο Dan Brewster εκτιμούσε ότι η προσπάθεια της κυβέρνησης να
αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την «απειλή», είχε διευκολυνθεί «από την έλλειψη
υποστήριξης των στόχων της πορείας από την κοινωνία και από την άρνηση της
“εθνικής αντιπολίτευσης” να στηρίξει την πορεία».263 Το Κέντρο επιχείρησε να
κεφαλαιοποιήσει τα γεγονότα του Μαραθώνα, κατηγορώντας – κατά την πάγια
τακτική του «διμέτωπου» – τόσο την κυβέρνηση, όσο και την ΕΔΑ. Το ενδιαφέρον,
όμως στοιχείο που διαφοροποιούσε αυτή την περίπτωση από τις προηγούμενες, ήταν
ο σκωπτικός χαρακτήρας των επιχειρημάτων. Αντιμετωπίζοντας το ζήτημα ως
ανύπαρκτο, ο φίλα προσκείμενος στην Ένωση Κέντρου Τύπος στόχευε στην
συνολική απαξίωση των άλλων δύο φορέων και την ανάδειξη της αξιωματικής
αντιπολίτευσης ως μόνης αξιόπιστης λύσης για τον τόπο. Λίγες ημέρες μετά την
πορεία, ο Παύλος Παλαιολόγος σχολίαζε από την στήλη του στο Βήμα:

Θυμίζει Δον Κιχώτη η προχτεσινή «νίκη» της Κυβερνήσεως. Νίκη


Σάντσο αναφωνούσε ο ήρωας του Θερβάντες, ύστερ’ από κάθε επίθεση

261
Ενδεικτική της στάσης του Κέντρου, η ταυτόχρονη επίθεση που έκανε η Ελευθερία στην κυβέρνηση
και την Αριστερά: «Εικόνα συλλόγου νευροσπάστων, έδωσεν η κυβέρνησις της ΕΡΕ με την γελοίαν
και βάρβαρον απαγόρευσιν του «Μαραθωνίου της Ειρήνης». (…)Διότι, επί τέλους, δεν ημπορεί να
παραδίδωνται δωρεάν εις τον κομμουνισμόν όλα τα ιδανικά, που είναι ιερά και πρέπει να είναι, όλα τα
συνθήματα που συγκινούν τους ανθρώπους, και πρέπει να τους συγκινούν. Δεν είναι υπόθεσις
οικογενειακή του κομμουνισμού η Ειρήνη, ούτε επιτρέπεται να γίνη». «Τα νευρόσπαστα», Ελευθερία,
23 Απριλίου 1963.
262
Ο Γρηγόρης Λαμπράκης, επικαλούμενος την βουλευτική του ασυλία απέφυγε αρχικά την σύλληψη.
Στη συνέχεια ξεκίνησε μόνος την πορεία προς την Αθήνα και συνελήφθη μετά από περίπου μισή ώρα.
263
Brewster προς Department of State, 24 Απριλίου 1963, (joint weeka no 15) Washington D.C.,
NARA State Department Papers, RG 59, 781.00 (W)/4-2463.

265
εναντίον ανεμομύλων, στον πιστό, αλλά και προσγειωμένο ακόλουθό
του.

Μάχη εναντίον ανεμομύλων έδωσε η Κυβέρνηση, και αντί να εκθέση


τους άλλους στο κωμικό, πάτησε η ίδια την πεπονόφλουδα και δεν
απέφυγε τις θλιβερές στη φαιδρότητά τους καταστάσεις (…). Νέοι, ίσως,
και καλοπροαίρετοι τάχθηκαν κάτω από τη σημαία Άγγλου
φιλοσόφου(…). Οι νεαροί αυτοί Ηρακλείς της ειρήνης και αντιγραφείς
ξένων προς το κλίμα μας εκδηλώσεων, ετοίμασαν ποικίλο και τερπνό
πρόγραμμα που περιελάμβανε περίπατο και άσματα(…).

Ιστορία που θα εφαίδρυνε τους Αθηναίους, αν υπήρχε Κυβέρνηση με


κάποια αίσθηση χιούμορ. Αλλά που; Το χιούμορ θέλει φιλοσοφική
διάθεση και ψύχραιμη σκέψη. Φτωχοί από τέτοιο εφοδιασμό οι
κυβερνήτες αντί να εκθέσουν στο φαιδρό τους εαρινούς περιπατητές,
ακολούθησαν τέτοια τακτική, ώστε τη φαιδρότητα να την προκαλέσουν
μάλλον τα δικά τους μέτρα.264

Οι θέσεις των κομμάτων διασαφηνίστηκαν επισήμως, σε προ ημερησίας


διατάξεως συζήτηση που διεξήχθη στις 24 Απριλίου. Μετά την ενημέρωση από τον
υφυπουργό Εσωτερικών Δημήτριο Δαβάκη, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της
ΕΔΑ έλαβε τον λόγο και υποστήριξε, ότι η κινητοποίηση των Δυνάμεων Ασφαλείας
είχε στόχο τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του συνέρχεσθαι και του
διαδηλώνειν. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, υποστήριξε ότι αν είχε επιτραπεί η
πορεία «θα συνέβαιναν επεισόδια και θα είχομεν αιματηράς ίσως σκηνάς και θα
ελέγατε, ότι επαγίδευσεν η Κυβέρνησις τους ειρηνιστάς του κόσμου και τον
ελληνικόν λαόν».

Ο Στέφανος Στεφανόπουλος, εκ μέρους της Ένωσης Κέντρου, χαρακτήρισε


την πορεία «απλοϊκή» και «κωμική» σημειώνοντας ότι η αξιωματική αντιπολίτευση
είχε εξ αρχής δηλώσει ότι δεν επρόκειτο να συμμετάσχει. Ως προς τη στάση της
κυβέρνησης, τόνισε ότι αν και η όλη υπόθεση είχε χαρακτηριστικά ιλαροτραγωδίας,
ήταν δυνατόν να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην εικόνα της χώρας στο εξωτερικό,
καταλήγοντας: «Είναι βέβαιον ότι εντός ολίγου θα ακούσωμεν και ήδη ηρχίσαμεν να

264
Παύλος Παλαιολόγος, «Νίκη Σάντσο», Το Βήμα, 23 Απριλίου 1963.

266
ακούωμεν, ότι εις την Ελλάδα συμβαίνουν πράγματα έκτακτα και εξαιρετικά, ότι
ευρισκόμεθα εις τα πρόθυρα δικτατορίας ή φασιστικής καταστάσεως». 265 Το βασικό
επιχείρημα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, συνεπώς, παρέμενε σταθερό: η
κυβέρνηση, ανίσχυρη λόγω της έλλειψης νομιμοποίησης από την κοινωνία και
ανίκανη λόγω των διαχρονικών εσωτερικών της αδυναμιών, δεν ήταν σε θέση να
διαχειρισθεί οποιαδήποτε κρίση, καταδικάζοντας την χώρα σε διεθνή διασυρμό.
Αρνούμενη να μπει στην ουσία του ζητήματος, την αντιπαράθεση δηλαδή με την
Αριστερά και με οργανώσεις του εξωτερικού γύρω από τον σεβασμό των ατομικών
δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών, η Ένωση Κέντρου έδειχνε να βρίσκει
ακόμη ένα πρόσφορο πεδίο ανάπτυξης των αντικυβερνητικών της επιχειρημάτων, στο
πλαίσιο της πάγιας τακτικής του ανένδοτου, η οποία πρότεινε μόνον μία λύση: την
προσφυγή στις κάλπες.

Εν τω μεταξύ, η διεθνής δυσαρέσκεια εξαιτίας του παρατεινόμενου


καθεστώτος των πολιτικών κρατουμένων στην Ελλάδα γινόταν όλο και
εντονότερη.266 Η ανάληψη πρωτοβουλιών στην κατεύθυνση της ενημέρωσης της
κοινής γνώμης και της άσκησης πίεσης προς την ελληνική κυβέρνηση, έδειχνε να
267
έχει απήχηση – κυρίως στην Μεγάλη Βρετανία – φορτίζοντας περαιτέρω το
πολιτικό κλίμα στο εσωτερικό της χώρας. Η παρουσία, μάλιστα, του Μανώλη Γλέζου
– προσωπικότητας διεθνούς εμβέλειας για την αντιστασιακή του δράση κατά τη
γερμανική κατοχή – σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες όλο το προηγούμενο διάστημα
είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον καθιστώντας το ακανθώδες αυτό ζήτημα, βασικό
αντικείμενο της επικαιρότητας.

265
Για τις ομιλίες, βλ. Επίσημα πρακτικά των συνεδριάσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Β’,
συνεδρίαση Π’, 24 Απριλίου 1963, τόμος Γ’, σσ. 246-255.
266
Σε σημείωμα που είχε διανεμηθεί από το γενική διεύθυνση Τύπου της ελληνική κυβέρνησης τον
Φεβρουάριο του 1963 με τίτλο: Αναφορικά με τους «καταδικασθέντες» κομμουνιστές που εμφανίζονται
διεθνώς ως «πολιτικοί κρατούμενοι» και με άλλα επιχειρήματα των κομμουνιστών, παρατίθεται πλήρης
λίστα των καταδίκων και περιγραφή της αιτιολογίας της κάθε καταδίκης. Επίσης, αναφέρεται, ότι από
τον Μάιο του 1952 έως τον Δεκέμβριο του 1963 είχαν αποφυλακισθεί 4.463 κατάδικοι, Διπλωματικό
και Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, Πρεσβεια Λονδίνου, φακ. 2.1/1963· σε ανάλογο
σημείωμα του Μαρτίου του 1963 υπογραμμιζόταν ότι πλέον οι κατάδικοι είχαν μειωθεί φτάνοντας
τους 1031, εκ των οποίων οι 617 είχαν καταδικασθεί για ανθρωποκτονίες και 414 βάσει του Γ’
Ψηφίσματος, Blakeway (British Embassy Athens) προς Wood (Foreign Office), 1Μαΐου 1963, FO
371/169059/13· αντίστοιχο σημείωμα εξέδωσε και το υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο διανεμήθηκε
σε όλες τις πρεσβείες, Υπουργείο Εξωτερικών προς άπασας τας Β. Πρεσβείας και Εμίσθους προξενικάς
Αρχάς, 26 Φεβρουαρίου 1963, Α130-36, Διπλωματικό και Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών,
Πρεσβεια Λονδίνου, φακ. 2.1/1963.
267
Βλ. σχετικά, Κωνσταντίνα Μαραγκού «Ελληνοβρετανικές σχέσεις κατά τη σύντομη δεκαετία του
‘60», στο Μανώλης Βασιλάκης (επιμ.) Από τον Ανένδοτο στη Δικτατορία, ο.π., σσ. 214-228.

267
Ο Μανώλης Γλέζος, που είχε αποφυλακισθεί μόλις τον Δεκέμβριο του 1962,
είχε ήδη λάβει μέρος στο συνέδριο για την «γενική αμνηστία των Ελλήνων πολιτικών
κρατουμένων και εξορίστων και για τα ατομικά δικαιώματα» που είχε διεξαχθεί στα
τέλη Μαρτίου στο Παρίσι, παρουσία και Ελλήνων βουλευτών.268 Στις αρχές
Απριλίου έφθασε στο Λονδίνο όπου του επιφυλάχθηκε θερμή υποδοχή «οργανωμένη
από τον κυπριακό κλάδο του βρετανικού κομμουνιστικού κόμματος». 269 Στις 10
Απριλίου, οργανώθηκε συνάντηση στο St. Pancras Town Hall με συμμετοχή περίπου
χιλίων πεντακοσίων ατόμων, κυρίως Κυπρίων του Λονδίνου, στην οποία μίλησαν
μεταξύ άλλων ο Μανώλης Γλέζος και η Μπέττυ Αμπατιέλου. 270 Στις 16 Απριλίου, ο
Γλέζος απευθύνθηκε προς τους συγκεντρωμένους στο Hyde Park, σημείο
τερματισμού της μεγάλης πορείας που είχε ξεκινήσει από το Aldermaston, στην
οποία είχαν λάβει μέρος μεταξύ άλλων οι Έλληνες βουλευτές Λεωνίδας Κύρκος και
Γρηγόρης Λαμπράκης.271
Τις ίδιες ημέρες, περισσότεροι από 100 βουλευτές του βρετανικού Εργατικού
Κόμματος είχαν υπογράψει αίτημα προς την ελληνική κυβέρνηση ζητώντας την
άμεση παροχή αμνηστίας στους πολιτικούς κρατούμενους που παρέμεναν στις
ελληνικές φυλακές.272 Σε σχετική του έκθεση ο πρέσβης της Ελλάδας στο Λονδίνο,
Μιχαήλ Μελάς υποστήριζε ότι οι σχετικές πρωτοβουλίες οφείλονταν στην
απογοήτευση της κοινής γνώμης, λόγω της μείωσης της κύρους και της θέσης της
Βρετανίας στο διεθνές πολιτικό σκηνικό. Επιχειρώντας μάλιστα να μετριάσει την
σημασία των σχετικών διαμαρτριών, κατέληγε: «Ο εδώ θόρυβος περί τους εν Έλλάδι
πολιτικούς κρατουμένους πνιγόμενος εις τόσους άλλους θορύβους, δεν δύναται να

268
Ενδεικτική της πόλωσης της περιόδου, η κυβερνητική ανακοίνωση μετά την λήξη του εν λόγω
συνεδρίου, σύμφωνα με την οποία: «Εις την Ελλάδα, την στιγμήν ταύτην κυρία, αν μη αποκλειστική
επιδίωξις του διεθνούς κομμουνισμού, όστις εις πολλάς παρασκηνιακάς ενεργείας προβαίνει
τελευταίως, είναι η επιστροφή εις την Ελλάδα απάντων των συμμοριτών και των άλλων Ελλήνων,
οίτινες επιμελώς εξεπαιδεύθησαν υπό του διεθνούς κομμουνισμού εις τα των συνωμοτικών αγώνων.
Ευνόητον είναι ότι η ακώλυτος εν Ελλάδι κυκλοφορία πολλών δεκάδων χιλιάδων φανατικών και
εκπαιδευομένων συνωμοτών, θα επέτρεπεν εις αυτούς να αντιμετωπίσουν και έτερον “γύρον”
συμμοριτοπολέμου ή άλλας μορφάς ανατρεπτικών εκδηλώσεων». Είναι συνεπώς προφανείς οι λόγοι
της έντονης κυβερνητικής αντίδρασης καθώς μία γενική αμνηστία – όπως αυτή που ζητούσε το εν
λόγω συνέδριο – θα μπορούσε δυνάμει να επιτρέψει την επιστροφή στην Ελλάδα δεκάδων χιλιάδων
πολιτικών προσφύγων από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, κάτι που για τα δεδομένα της εποχής
έμοιαζε αδιανόητο, Τα Νέα, 27 Μαρτίου 1963.
269
Moberly προς Foreign Office, 25 Απριλίου 1963, FO 371/169059/5(Α).
270
Wood προς Foreign Office, 26 Απριλίου 1963, FO 371/169059/5· για την εκδήλωση βλ. επίσης, Η
Αυγή, 11 Απριλίου 1963.
271
Σύμφωνα με τον Λεωνίδα Κύρκο «ο Γρηγόρης ο Λαμπράκης δεν μετείχε από την αρχή στο κίνημα
της ειρήνης, έγινε αντιπρόεδρος της σε μιαν ορισμένη φάση ύστερα από την μεγάλη διεθνή πορεία στο
Aldermaston στην Αγγλία», Λεωνίδας Κύρκος, συνέντευξη στον γράφοντα, 23 Μαρτίου 2006.
272
Το Βήμα, 16 Απριλίου 1963.

268
αποκληθή σοβαρός δια την Ελλάδα πλήν, ως είπον, της περιπτώσεως της Βασιλικής
Επισκέψεως, όπου και πάλιν ελπίζω να επιτύχωμεν τον περιορισμόν των επιπτώσεών
του».273
Παρά τις διαστάσεις που είχε λάβει στο εξωτερικό, ο κεντρώος Τύπος στην
Ελλάδα μάλλον προσπαθούσε να περιορίσει την έκταση του φαινομένου. Η
απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων αποτελούσε πάγιο αίτημα της ΕΔΑ και
ως τέτοιο δεν έπρεπε να συγχέεται με την αντιπολιτευτική γραμμή της Ένωσης
Κέντρου. Η σταθερή αντίθεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης προς την τακτική της
Αριστεράς – εντός και εκτός συνόρων – όφειλε να υπογραμμίζεται σε κάθε
περίπτωση.274 Επρόκειτο για μία διαχρονικά αταλάντευτη γραμμή της παράταξης,
κάτι που τονιζόταν ακόμη περισσότερο από την υπόμνηση του πρόσφατου
παρελθόντος:

Το να ζητούν οι Έλληνες κομμουνισταί να αποφυλακισθούν οι


κρατούμενοι ή εξόριστοι ομοϊδεάται των δια λόγους ανθρωπιστικούς,
έχει κάποιο νόημα. Το να ισχυρίζωνται, όμως, όπως ισχυρίσθη ο κ.
Γλέζος εις το Λονδίνον, ότι οι ομοϊδεάται του πρέπει να ελευθερωθούν
διότι ΔΕΝ ΔΙΕΠΡΑΞΑΝ ΚΑΝΕΝΑ ΑΔΙΚΗΜΑ, ομολογουμένως πάει
πολύ. (…) είμεθα βέβαιοι ότι δύσκολα θα πεισθούν οι Άγγλοι ότι οι
Έλληνες κομμουνισταί δεν υπέπεσαν σε κανένα παράπτωμα. Διότι κατά
τους διαφόρους κομμουνιστικούς «γύρους» και ιδία κατά ΤΟΝ
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΝ, ευρίσκοντο ή αφίκοντο εδώ χιλιάδες Άγγλων
στρατιωτών, οι οποίοι έζησαν από κοντά τα τραγικά εκείνα γεγονότα.275

Αν όμως η διεθνής κινητοποίηση γύρω από το ζήτημα των πολιτικών


κρατουμένων δεν είχε αποτελέσει τμήμα της ατζέντας του ανένδοτου, η στάση του
Κέντρου επρόκειτο να αλλάξει ριζικά, όταν σε αυτό ενεπλάκη – έστω και εμμέσως –
η ίδια η βασίλισσα Φρειδερίκη. Λίγες ημέρες μετά τις έντονες διαμαρτυρίες των

273
Μελάς προς υπουργείο Εξωτερικών, 17 Απριλίου 1963, 2191/Δ/3, Διπλωματικό και Ιστορικό
Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, Πρεσβεία Λονδίνου, Φακ. 2.1/1963.
274
Αναφερόμενος στη στάση του Κέντρου, ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου σημείωνε: «Το κόμμα μας
τόνιζε επανειλημμένα αλλά όχι όσο θα θέλαμε έντονα, την ανάγκη της αποφυλάκισης των
κρατουμένων – ουσιαστικά, ίσως, μόνο πολιτικών κρατουμένων – αλλά ο Γεώργιος Παπανδρέου
ήξερε πολύ καλά πως το Παλάτι τους θεωρούσε εχθρούς του και η πίεση του Γέρου ήταν πολύ
προσεκτική». Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, Η ταραγμένη εξαετία, ο.π., σελ. 111.
275
«Δύσκολα θα πεισθούν», Το Βήμα, 17 Απριλίου 1963.

269
οργανώσεων υπέρ της αμνηστίας στην Ελλάδα, έφθασε στην βρετανική πρωτεύουσα
– στο πλαίσιο ανεπίσημης επίσκεψης – η βασίλισσα Φρειδερίκη με την μικρότερη
κόρη της Ειρήνη, επ’ αφορμής των γάμων της πριγκίπισσας Αλεξάνδρας του Κεντ,
εγγονής του πρίγκιπα Νικολάου και ανιψιάς του βασιλιά Παύλου. Έξω από το
ξενοδοχείο Claridge’s, όπου είχε καταλύσει η βασίλισσα, οργανώθηκε συγκέντρωση
Κυπρίων του Λονδίνου και Βρετανών με επικεφαλής την Μπέττυ Αμπατιέλου,
αγγλίδα δημοσιογράφο και δραστήρια υπέρμαχο του αιτήματος της αμνηστίας.276 Η
άρνηση, τόσο της βασίλισσας, όσο και του αυλάρχη Λεβίδη να συναντήσουν την
Αμπατιέλου ή έστω να παραλάβουν ένα σχετικό υπόμνημα, όξυνε τα πνεύματα. Το
απόγευμα της 20ης Απριλίου, διαδηλωτές αποδοκίμασαν την Φρειδερίκη και την
Ειρήνη έξω από το ξενοδοχείο, και αφού απώθησαν τον αστυνομικό που τους είχε
διατεθεί από την Scotland Yard, κατευθύνθηκαν προς το μέρος τους. Μάλιστα, η
Αμπατιέλλου, «έτρεξεν κατόπιν αυτής προσπαθήσασα να την σταματήση και
εγγίξασά τον ώμον της», σύμφωνα με την περιγραφή του Έλληνα πρέσβη στο
Λονδίνο.277 Αν και τελικά η βασίλισσα κατέφυγε σε ένα κοντινό σπίτι, αποφεύγοντας
τους διαδηλωτές, το γεγονός πήρε μεγάλη έκταση.278

Από την επομένη, η υπόθεση της «επίθεσης» στην βασίλισσα κυριάρχησε στα
πρωτοσέλιδα των ελληνικών εφημερίδων. Είναι μάλιστα ενδεικτικό, ότι η ίδια η
βασίλισσα εφέρετο – σύμφωνα με πληροφορίες της αμερικανικής πρεσβείας – να έχει
επικοινωνήσει με την Ελένη Βλάχου και να έχει περιγράψει τα γεγονότα στον
απεσταλμένο της Μεσημβρινής στο Λονδίνο.279 Δραττόμενη της ευκαιρίας, η Αυγή
τοποθετήθηκε επί του θέματος, σχολιάζοντας: «Αν δεν αποκατασταθή στην Ελλάδα η
δημοκρατία, αν δεν απολυθούν οι πολιτικοί κρατούμενοι, αν δεν αποκατασταθή η
Εθνική Αντίστασις και δεν σταματήσουν τα αίσχη των διώξεων και των
ταγματασφαλίτικων βασιβουζουκισμών, οι Έλληνες επίσημοι δεν θα τολμούν να

276
Η Μπέττυ Αμπατιέλου ήταν σύζυγος του κρατούμενου Αντώνη Αμπατιέλου, ο οποίος παρέμενε
στην φυλακή από το 1948. Στις περιγραφές τους οι Βρετανοί έκαναν λόγο για μία «ακούραστη
ταραχοποιό» και μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, Wood προς Foreign Office, 26 Απριλίου
1963, FO 371/169059/5.
277
Μελάς προς υπουργείο Εξωτερικών, 21 Απριλίου 1963, 2272, Διπλωματικό και Ιστορικό Αρχείο
Υπουργείου Εξωτερικών, Πρεσβεία Λονδίνου, Φακ. 2.1/1963.
278
Για μία λεπτομερή καταγραφή των γεγονότων του Λονδίνου, βλ. Frederica of the Hellenes, A
Measure of Understanding (London, 1971), σσ. 239-241· Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον Εμφύλιο στην
Χούντα, ο.π., σσ. 236-241· Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (γεν. επιμ.), ο.π., τομ. 5, σσ. 611-614.
279
Brewster προς Department of State, 10 Μαΐου 1963, Washington D.C., NARA State Department
Papers, RG 59, POL 1 Greece – POL 15 UK.

270
εμφανισθούν στην διεθνή κοινή γνώμη». 280 Σε κάθε περίπτωση, όπως έχει εύστοχα
επισημανθεί, η τακτική που ακολούθησε η βασίλισσα δεν βοηθούσε τη χώρα που
βρισκόταν ήδη στο στόχαστρο από εβδομάδων: «διαβόηση, αντί της
αποδραματοποίησης του περιστατικού, με αποτέλεσμα την ενίσχυση του θορύβου σε
ένταση και διάρκεια».281 Παρά την ένταση των στιγμών, όμως, οι φίλα προσκείμενες
στο Κέντρο εφημερίδες έδειχναν να παραμερίζουν τις διαφορές εκφράζοντας την
αγανάκτησή τους απέναντι στην «εμφανή προσβολή προς ένα σύμβολο του
ελληνικού έθνους».282 Ακόμη και προσωπικότητες, που είχαν στο παρελθόν επικρίνει
ενέργειες της βασίλισσας, έδειχναν να ταυτίζονται με το κοινό αίσθημα:

Όλα κι’ όλα. Πολλούς λίθους ανταλλάσσουμε μεταξύ μας. Πολλά λέμε
για τον ανεύθυνο Άρχοντά μας. Ακόμα περισσότερα για τη σύντροφό
του. (…) Δίνει τόσο συχνά αφορμές κι’ αυτή η ευλογημένη…
Ασυγκράτητη δραστηριότητα, δηλώσεις, πρωτοβουλίες, ανάμιξη στην
πολιτική, έρανοι έξω από τη συνταγματική τάξη… (…) Έρχεται όμως,
κάποια ώρα, ώρα ελληνική, που η Βασίλισσα περνά τη μεθόριο, με
χρώματα ελληνικά και με την ιδιότητα της πρώτης κυρίας της χώρας.
Ε, τότε, κάτω τα χέρια. Στάση σεβασμού αξιώνουμε από Έλληνες και
ξένους, απέναντι εκείνης, που είτε μας αρέσει, είτε δεν μας αρέσει, είναι
προέκταση της Ελληνικής Πατρίδας.283

Για την Ένωση Κέντρου, το ζήτημα της προσβολής της βασίλισσας στο
Λονδίνο, όπως και το σαφώς ευρύτερο ζήτημα των πολιτικών κρατουμένων,
απαιτούσαν εξαιρετικά λεπτούς χειρισμούς. Το Παλάτι όφειλε να προστατευθεί από
τις επιθέσεις της Αριστεράς και το Κέντρο από τις πιθανές ταυτίσεις με τις εν λόγω
πρωτοβουλίες. Όταν το θέμα έφτασε στη βουλή – ως αναφορά του αντιπρόεδρου της
κυβέρνησης στη συζήτηση για τα επεισόδια της Μαραθώνιας Πορείας – ο Στέφανος
Στεφανόπουλος, σε μία ασυνήθιστα σύντομη και μάλλον άνευρη παρέμβασή του,
αφού έκανε λόγο για «χυδαίας και αναρχικάς εκδηλώσεις» κατηγόρησε την

280
«Η πίσω πόρτα», Η Αυγή, 24 Απριλίου 1963.
281
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Καραμανλής (1907-1998), ο.π., σελ. 116.
282
Brewster προς Department of State, 10 Μαΐου 1963, Washington D.C., NARA State Department
Papers, RG 59, POL 1 Greece – POL 15 UK.
283
Παύλος Παλαιολόγος, «Οι άλλοι Έλληνες», Το Βήμα, 25 Απριλίου 1963.

271
κυβέρνηση, η οποία δεν είχε κάνει τίποτε για να προλάβει τις εξελίξεις.284 Η
προσπάθεια αποφόρτισης του ζητήματος έδειχνε έντονη από την πλευρά της
αξιωματικής αντιπολίτευσης, που προφανώς αισθανόταν ότι μία περαιτέρω όξυνση
δεν επρόκειτο να την ωφελήσει πολιτικά. Ήταν όμως κάτι που αφορούσε μόνον την
Ένωση Κέντρου ή αποτελούσε αντανάκλαση των αισθημάτων της κοινωνίας
απέναντι στο πρόσωπο και τον θεσμό; Υπερθεματίζοντας υπέρ της δεύτερης εκδοχής,
ο Δημήτρης Ψαθάς υποστήριζε, ότι η περιπέτεια της Φρειδερίκης είχε συναντήσει
«την πλήρη αδιαφορία του λαού μας για να μην πω ακόμα και λίγη κακεντρέχεια»,
αποδίδοντας τη στάση των πολιτών στην πτώση της δημοτικότητας των βασιλέων και
την λαθεμένη κυβερνητική πολιτική.285

Στο μεταξύ, η ιδιότυπη «πολιορκία» των μελών της βασιλικής οικογένειας


συνεχιζόταν. Η Μπέττυ Αμπατιέλλου παρέμενε έξω από το ξενοδοχείο, και στις 24
Απριλίου απέστειλε τηλεγράφημα προς την Φρειδερίκη στο οποίο ανέφερε μεταξύ
άλλων: «Σας καλώ να μετατρέψετε αυτή τη συγκυρία, σε στιγμή χαράς για εμένα και
τους συγγενείς όλων των πολιτικών κρατουμένων στην Ελλάδα. Δώστε μου πίσω τον
άνδρα μου».286 Μάλιστα στους διαδηλωτές, είχε πλέον προστεθεί και ο
συνεργαζόμενος με την ΕΔΑ βουλευτής Γρηγόρης Λαμπράκης. Παρά τις εκκλήσεις
του, η βασίλισσα Φρειδερίκη επέμεινε στην άρνησή της να συναντήσει την
Αμπατιέλου, οξύνοντας ακόμη περισσότερο τα πνεύματα, γεγονός που αποτυπώθηκε
και στις δηλώσεις του Λαμπράκη προς τους δημοσιογράφους. Μιλώντας με σκληρό
τόνο, ο βουλευτής της Αριστεράς επιτέθηκε στην βασίλισσα καταγγέλλοντας ότι «με
την πολιτική της οδηγεί τον θρόνο στον όλεθρο».287

Την ίδια ώρα, από την Λάρισα όπου μίλησε σε μεγάλη ανοικτή συγκέντρωση,
ο Γεώργιος Παπανδρέου απέφυγε να αναφερθεί στα γεγονότα, εμμένοντας στις
τοποθετήσεις του περί αναγκαιότητας προσφυγής στις κάλπες, τις οποίες πλέον
προσδιόριζε για το φθινόπωρο. Ήδη, πάντως, είχε αρχίσει να συζητείται ανοικτά στον
Τύπο το ενδεχόμενο πρόκλησης αντίστοιχων επεισοδίων και κατά την επίσημη
επίσκεψη του βασιλικού ζεύγους στο Λονδίνο τον Ιούλιο και να πυκνώνουν οι φωνές

284
Επίσημα πρακτικά των συνεδριάσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Β’, συνεδρίαση Π’, 24
Απριλίου 1963, τόμος Γ’, σσ. 254-255.
285
Δημήτρης Ψαθάς, «Τα του Λονδίνου», Τα Νέα, 29 Απριλίου 1963.
286
Αρχείο Βασιλικών Ανακτόρων, Γενικά Αρχεία του Κράτους, φακ. 304, υποφ. 1-6.
287
Η Αυγή, 30 Απριλίου 1963.

272
περί αναθεώρησης της απόφασης και αναβολής του ταξιδιού.288 Συνοψίζοντας τις
εξελίξεις, η Ελευθερία σημείωνε, στρεφόμενη κατά των επιλογών του Στέμματος και
της πολιτικής της κυβέρνησης:

Το πρώτο συμπέρασμα είναι, ότι υπήρξε σφάλμα το ταξίδιον της


Βασιλίσσης εις την Αγγλίαν. Σφάλμα η επί ημέρας παράτασίς του και
εφ’ όσον έγινε, σφάλμα ότι δεν καθωδήγησε δεόντως τον συνοδεύοντα
Αυλάρχην η κυβέρνησις. Διότι, επί τέλους, δεν ήτο έργον της
Βασιλίσσης η υπόθεσις των πολιτικών κρατουμένων (…)

Σφάλμα θα είναι, κατόπιν της κτηθείσης οδυνηράς πείρας, εάν δεν


αναβληθή η προγραμματισμένη, δια τον Ιούλιον, επίσημος επίσκεψις
του βασιλικού ζεύγους εις το Λονδίνον. Είναι γνωστόν ότι η επίσκεψις
αυτή αποτελεί, από μακρού, διακαή και πείσμονα επιθυμίαν των
Ανακτόρων των Αθηνών. Αλλά καιρός είναι τα Ανάκτορα ν’
αντιληφθούν ότι αι επιθυμίαι των δεν αποτελούν νόμον δια την
Οικουμένην.(…)

Σφάλμα τέλος, το μεγαλύτερον δια το Στέμμα, υπήρξεν ότι του διέφυγεν


η σοφία του εμβλήματός του : «Ισχύς μου η αγάπη του Λαού». Διότι η
αγάπη του λαού είναι η μόνη αποτελεσματική κάλυψις των αρχόντων και
εσωτερικώς, αλλά και διεθνώς. Εάν υπήρχεν η βεβαιότης ότι οιαδήποτε
προσβολή κατά του Στέμματος θα συνεπήγετο την αυθόρμητον και
ομόθυμον ηθικήν εξέγερσιν του ελληνικού λαού, είναι αμφίβολο εάν θα
εσημειούντο αι μειωτικαί επιθέσεις που υπέστη το Στέμμα ανά την
διεθνήν κοινωνίαν, κατά τους τελευταίους καιρούς. 289

Ο Απρίλιος του 1963 αποτέλεσε για την Ένωση Κέντρου ευκαιρία


αναδιάταξης δυνάμεων. Αποφεύγοντας την ανάληψη πρωτοβουλιών – με εξαίρεση
την περιοδεία στη Θεσσαλία – έδειχνε να επιλέγει να παρακολουθεί την κυβέρνηση
και την Αριστερά να φθείρουν αλλήλους. Η τήρηση, άλλωστε, αποστάσεων από τον

288
Βλ. ενδεικτικά, Το Βήμα, 30 Απριλίου 1963· Ελευθερία, 23 Απριλίου· Τα Νέα, 30 Απριλίου.
289
«Βασιλικαί περιπέτειαι», Ελευθερία, 28 Απριλίου 1963.

273
τρόπο χειρισμού του ακανθώδους ζητήματος των πολιτικών κρατουμένων και από τα
ευρύτερα αιτήματα της έντονα δραστηριοποιούμενης πλέον ΕΔΑ, διασφάλιζε την
διατήρηση της πολιτικής και ιδεολογικής αυτονομίας του κόμματος και την αποφυγή
των καταγγελιών περί «λαϊκού μετώπου» από την ΕΡΕ. Παράλληλα, ο προσεκτικός
χειρισμός των θεμάτων που άπτονταν του Στέμματος, έδειχνε να συνιστά μονόδρομο
σε μία φάση έντονων επικρίσεων του θεσμού από μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης.

Η τελική πράξη: από την πρόταση δυσπιστίας στην παραίτηση Καραμανλή

Στις αρχές Μαΐου, το ζήτημα των πολιτικών κρατουμένων συνέχιζε να


απασχολεί την βρετανική κοινή γνώμη, προξενώντας έντονη ενόχληση στην ελληνική
κυβέρνηση.290 Η επιστολή του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών λόρδου Alec
Douglas-Hume προς την βασίλισσα Φρειδερίκη, με την οποία εξέφραζε την λύπη του
για τα επεισόδια, είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στη Μεγάλη Βρετανία.
Παράλληλα, ο ίδιος έγινε δέκτης επικρίσεων από βουλευτές του Εργατικού κόμματος,
οι οποίοι με προτάσεις τους προς τη βουλή των Κοινοτήτων έτειναν να συνδέσουν το
ζήτημα των πολιτικών κρατουμένων με την μελλοντική επίσκεψη του ελληνικού
βασιλικού ζεύγους στο Λονδίνο. Την ίδια ώρα, και στην Ελλάδα η ανησυχία της
κυβέρνησης αναφορικά με την βασιλική επίσκεψη εντεινόταν.291 Στις 3 Μαΐου, ο
πρωθυπουργός πρότεινε στον βασιλιά Παύλο να ανακοινωθεί επισήμως η αναβολή
της επίσκεψης στην Μεγάλη Βρετανία. Η παρελκυστική αντίδραση του ανώτατου
άρχοντα, ο οποίος πρότεινε να επανεκτιμηθεί η κατάσταση και να ληφθεί απόφαση
αργότερα, θα παρέτεινε την αβεβαιότητα, ενισχύοντας το ήδη φορτισμένο πολιτικό
κλίμα.

290
Σε προσωπική επιστολή του προς τον υπουργό Εξωτερικών, Ευάγγελο Αβέρωφ, ο Έλληνας
πρέσβης στο Λονδίνο Μιχαήλ Μελάς, απέδιδε το ενδιαφέρον των βρετανικών κομμάτων για το ζήτημα
των πολιτικών κρατουμένων σε λόγους καθαρά εκλογικούς. Υποστηρίζοντας ότι στην Βρετανία μία
μερίδα εκλογέων τασσόταν υπέρ της «πλήρους επιεικίας» ως προϋπόθεση για την επίτευξη «γενικής
κοινωνικής ειρήνευσης», ο Μελάς έκρινε ότι η επιρροή αυτής της μερίδας στην κοινλη γνώμη έδειχνε
σημαντική, καταλήγοντας: «Δεν πρέπει λοιπόν να περιμένωμεν πολλά από τας προσπαθείας μας, από
απόψεως δημοσία μεταβολής των φρονημάτων εδώ εις το προσεχές μέλλον». Μελάς προς Αβέρωφ, 10
Μαΐου 1963, Διπλωματικό και Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, Πρεσβεία Λονδίνου, φακ.
2.1/1963.
291
Για το χρονικό των γεγονότων βλ. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, (γεν. επιμ.), ο.π., τομ. 5, σσ. 611-
614· Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον Εμφύλιο στη Χούντα, ο.π., 236-241·επίσης για την οπτική των
Βρετανών Κωνσταντίνα Μαραγκού, «Ελληνοβρετανικές σχέσεις κατά τη σύντομη δεκαετία του ‘60»,
ο.π., σσ. 221-222.

274
Τις ίδιες ημέρες, η κοινοβουλευτική ομάδα της Ένωσης Κέντρου ασχολήθηκε
με την έξαρση της παρουσίας διάφορων «παρακρατικών» ομάδων σε πόλεις της
Ελλάδας, οι οποίες εφέροντο να έχουν εντατικοποιήσει τη δραστηριότητά τους με
εγγραφές νέων μελών. Τόσο η ονομασία («κυανή φάλαγξ», «ελπιδοφόροι νέοι»), όσο
και ο πολιτικός προσανατολισμός των εν λόγω οργανώσεων, αποτελούσαν σοβαρούς
λόγους ανησυχίας για πιθανά έκτροπα στο μέλλον, καθιστώντας απαραίτητη την
επιφυλακή του κόμματος. Ενδεικτική η αποστροφή του βουλευτή Στυλιανού Χούτα, ο
οποίος δήλωσε: «εάν επιχειρηθή επέμβασις παρακρατικών οργανώσεων προς
επηρεασμόν υπέρ της ΕΡΕ του λαϊκού φρονήματος, θα δημιουργηθή κίνδυνος
εμφυλίου συρράξεως».292

Στις 3 Μαΐου 1963 κατατέθηκε από την Ένωση Κέντρου πρόταση μομφής
κατά της κυβέρνησης Καραμανλή. Επρόκειτο για μία ενέργεια που έδειχνε να
υπαγορεύεται κυρίως από την ανάγκη του κόμματος να αναδείξει εκ νέου μία σειρά
ζητημάτων, πριν την λήξη της συνόδου του σώματος στο τέλος του μήνα. Παράλληλα,
αποτελούσε μονόδρομο για το Κέντρο, που έβλεπε καθ’ όλο το προηγούμενο
διάστημα την ΕΔΑ να υπερισχύει σε αντιπολιτευτική πολεμική, με αφορμή κυρίως τα
θέματα των πολιτικών κρατουμένων και του κινήματος ειρήνης. Η πίεση έδειχνε
ακόμη εντονότερη, δεδομένου ότι η ΕΔΑ εφέρετο να έχει ειδοποιήσει την αξιωματική
αντιπολίτευση για την πρόθεσή της να καταθέσει πρόταση μομφής αν το Κέντρο δεν
προέβαινε σε αντίστοιχη πρωτοβουλία.293 Με τον τρόπο αυτό, η Ένωση Κέντρου θα
βρισκόταν μπροστά στο δίλημμα είτε της συμπόρευσης με την πρόταση της ΕΔΑ, είτε
της αποχώρησης, όπως είχε κάνει τον προηγούμενο Φεβρουάριο.294

Παράλληλα, όμως, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται μία ακόμη παράμετρος:


τα γεγονότα του Απριλίου είχαν αναδείξει μία σειρά από ζητήματα πολιτικών
ελευθεριών και ατομικών δικαιωμάτων που απασχολούσαν ένα μεγάλο κομμάτι της
ελληνικής κοινωνίας. Απέναντι σε αυτά τα ανοικτά μέτωπα, η Ένωση Κέντρου δεν
μπορούσε να παραμείνει αμέτοχη την στιγμή που καθίστατο πλέον εμφανές, ότι οι
ψηφοφόροι του κόμματος εξέφραζαν πλέον αντιλήψεις σαφώς πιο προωθημένες. Αυτό
έτεινε να καταστήσει τον Γεώργιο Παπανδρέου «δεξιότερο και πλησιέστερο προς το
292
Βλ. σχετικά, Ελευθερία, 3 Μαΐου 1963· «Πρέπει να αντιδράση», Το Βήμα, 4 Μαΐου 1963.
293
Wilson προς Department of State, 31 Μαΐου 1963, Washington D.C., NARA State Department
Papers, RG 59, POL 15 Greece.
294
Τελικά, η ΕΔΑ κατέθεσε ξεχωριστή πρόταση δυσπιστίας αμέσως μετά την Ένωση Κέντρου.
Επίσημα πρακτικά των συνεδριάσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Β’, συνεδρίαση ΠΕ’, 3
Μαΐου 1963, τόμος Γ’, σελ. 372.

275
Στέμμα πολύ περισσότερο από το λαϊκό αίσθημα το οποίο εξέφραζε και του οποίου
ηγείτο».295 Αν και η κατατεθείσα πρόταση αναφερόταν στο σύνολο της κυβερνητικής
πολιτικής, η πορεία της συζήτησης κατέδειξε εμφατικά την τάση του κόμματος να
εμμείνει σε αυτές τις παραμέτρους.296

Στην εισηγητική του ομιλία, ο αρχηγός της Ένωσης Κέντρου επανέλαβε τις
πάγιες θέσεις του αναφορικά με την αδυναμία της κυβέρνησης Καραμανλή να
διασφαλίσει τα συμφέροντα της χώρας, χρησιμοποιώντας ως παραδείγματα τη
διακοπή της αμερικανικής βοήθειας, την μείωση της ποσοστιαίας αύξησης της
αγροτικής παραγωγής, τις αμυντικές δαπάνες και τα ανοικτά μέτωπα των εθνικών
θεμάτων. Ειδική όμως μνεία έκανε στο ζήτημα των ελληνοβρετανικών σχέσεων και το
θέμα των πολιτικών κρατουμένων. Αναφερόμενος στα επεισόδια του Λονδίνου και τις
αντιδράσεις που είχαν προκαλέσει, σημείωσε ότι το κόμμα του δεν αναγνώριζε «εις
κανένα το δικαίωμα να θεωρήση την Ελλάδα δορυφόρον ή προτεκτοράτο»,
δεσμευόμενος ότι «υπό την έννοιαν αυτήν το έθνος είναι ηνωμένον απέναντι
οιουδήποτε». Παράλληλα, όμως, κατηγόρησε την κυβέρνηση, ότι με την πολιτική της
«είχε παράσχει τρωτά, τα οποία επέτρεψαν την βολήν εναντίον της Ελλάδος».

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει και η ανάλυση του αρχηγού της


αξιωματικής αντιπολίτευσης, γύρω από το οξύ πρόβλημα των πολιτικών
κρατουμένων. Κάνοντας μία ιστορική αναδρομή, υπενθύμισε ότι ως αντιπρόεδρος
της κυβέρνησης την περίοδο 1950-1951 είχε θεσπίσει τον θεσμό της αναθεώρησης
των δικών των στρατοδικείων, διαδικασία μέσω της οποίας είχαν απαλλαγεί 15.000
από τα 20.000 περίπου άτομα που είχαν προσφύγει. Απέναντι σε αυτή την πολιτική,
αντιπαρέβαλε την τακτική της ΕΡΕ η οποία είχε παράσχει το δικαίωμα στον εκάστοτε
υπουργό να απολύει κατά την κρίση του κάποιον κατάδικο ακόμη και αν αυτό ήταν
αντίθετο με την γνώμη της αρμόδιας επιτροπής δικαστών, καταλήγοντας: «Από την
ώραν που υπάρχει τοιούτον δικαίωμα ενός Υπουργού παύει ο κρατούμενος να είναι
δικαστικός κρατούμενος. Είναι πολιτικός κρατούμενος. Και η παραμονή του, ή η
απόλυσίς του είναι πράξις σκοπιμότητος ή εθνικής ή κομματικής». 297 Επρόκειτο για

295
Μιχάλης Στυλιανού, συνέντευξη στον γράφοντα, 30 Ιανουαρίου 2006.
296
Είναι ενδεικτικό ότι η πρόταση ανέφερε ότι η «παράνομος» κυβέρνηση αποτελούσε «εθνικόν
κίνδυνον τόσο δια την παραβίασιν του Πολιτεύματος όσον και δια την εν γένει, εξωτερικήν,
εσωτερικήν, οικονομικήν και κοινωνικήν πολιικήν». Επίσημα πρακτικά των συνεδριάσεων της Βουλής,
περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Β’, συνεδρίαση ΠΕ’, 3 Μαΐου 1963, τόμος Γ’, σελ. 371.
297
Επίσημα πρακτικά των συνεδριάσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Β’, συνεδρίαση Πς’, 6
Μαΐου 1963, τόμος Γ’, σσ. 372-380.

276
ένα λεκτικό σχήμα, με το οποίο ο Παπανδρέου έδειχνε να επιχειρεί να συγκεράσει τις
διαφορετικές τάσεις τόσο εντός του κόμματός του όσο και εντός της κοινωνίας: χωρίς
να προβαίνει σε επίσημη αναγνώριση των πολιτικών κρατουμένων – κάτι που θα τον
ταύτιζε με την Αριστερά – επεδίωκε να δηλώσει παρών στον δημόσιο διάλογο που
αφορούσε στο πρόβλημα, έστω και αν ο ίδιος επέλεγε να επιμείνει μόνο στο σκέλος
των κυβερνητικών ευθυνών.298 Κατά τον αρχηγό του Κέντρου, μετά τις συνεχείς
μειώσεις του αριθμού των πολιτικών κρατουμένων, η συνέχιση της παραμονής των
περίπου 1000 τελευταίων αποτελούσε «πολιτική μωρία» της κυβέρνησης, μια και
εκείνοι δεν αποτελούσαν πλέον κίνδυνο.

Στην απάντησή του ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Παναγιώτης


Κανελλόπουλος χαρακτήρισε τον εν λόγω συλλογισμό λάθος «λογικό» αλλά και
«εθνικό», το οποίο θα γινόταν αντικείμενο εκμετάλλευσης εις βάρος της χώρας.
Επέμεινε, μάλιστα, ότι θα έπρεπε να ανακληθεί από τον αρχηγό του Κέντρου ο όρος
«πολιτικοί κρατούμενοι», διευκρινίζοντας ωστόσο ότι στο ζήτημα της αποφυλάκισής
των εν λόγω κρατουμένων μπορούσε ο καθένας να τηρεί την στάση που επιλέγει.299 Η
έντονη αντιπαράθεση γύρω από το ζήτημα των πολιτικών κρατουμένων συνεχίστηκε
και τις επόμενες ημέρες, αποτελώντας εξαίρεση σε μία μάλλον υποτονική συζήτηση.
Την ίδια ώρα, αρνούμενο στην κυβέρνηση το δικαίωμα της αμφισβήτησης των
σχετικών «διαπιστευτηρίων» του Κέντρου, το Βήμα σημείωνε σχετικά:

Όλοι οι Έλληνες γνωρίζουν ότι τον αγώνα αυτόν [εναντίον του


Κομμουνισμού] τον διεξήγαγον ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ και
τον έφεραν νικηφόρως εις το τέρμα χάρις εις την αποφασιστικότητα και
την πίστιν των. Ενθυμούνται, επίσης, οι Έλληνες, ότι αι κυβερνήσεις του
Κέντρου δεν εδίστασαν ΝΑ ΕΚΤΕΛΕΣΟΥΝ ΗΓΕΤΑΣ ΤΟΥ
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ, όπως ο Μπελογιάννης, όταν διεπίστωσαν ότι

298
Σχολιάζοντας την στάση του ο Διαμαντόπουλος, κάνει λόγο για «εκπληκτικές ικανότητες πολιτικού
εξισορροπιστού», Θανάσης Διαμαντόπουλος, Η ελληνική πολιτική ζωή, ο.π., σε. 441· ενδεικτική
επίσης περιγραφή του αρχηγού του Κέντρου, που μετέφερε ο Meynaud: «…Κατηγορείται για
ασυνέπεια… προσχώρηση σε θεωρητικά πλαίσια, που συχνά περιπλέκουν αντί να διευκρινίζουν την
κατάσταση που αντιμετωπίζει… Ελέχθη, ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου πρώτα δημιουργεί το απόφθεγμα
και ύστερα μία κατάσταση που να ταιριάζει στο απόφθεγμα», Jean Meynaud, Πολιτικές δυνάμεις στην
Ελλάδα, ο.π., τόμ. Α’, σελ. 333.
299
Επίσημα πρακτικά των συνεδριάσεων της Βουλής, περίοδος ΣΤ’, σύνοδος Β’, συνεδρίαση Πς’, 6
Μαΐου 1963, τόμος Γ’, σσ. 380-388.

277
ορθώς είχαν καταδικασθή ούτοι εις θάνατον από τα αρμόδια δικαστήρια.
Αργότερα (…) είχαν το πολιτικόν θάρρος να διατάξουν εκτεταμένας
αναθεωρήσεις δικών (…). Την κρίσιν, όμως, δια τα αποφυλακίσεις δεν
την είχαν αι ίδιαι αι κυβερνήσεις και οι υπουργοί των, αλλά Δικαστικά
Συμβούλια (…). Έναντι αυτής της τακτικής του Κέντρου, τι έκαμεν η
ΕΡΕ; Κατήργησε τα Συμβούλια και με μόνην την θέλησιν ενός
προσώπου, δηλαδή του Υπουργού της Δικαιοσύνης, απεφυλάκισε δύο
χιλιάδας κομμουνιστάς, μερικοί των οποίων εβαρύνοντο με ποινάς
ισοβίων δεσμών, διότι είχαν διαπράξει ειδεχθή εγκλήματα. Το
κυριώτερον κριτήριον δια την αποφυλάκισιν, επί των ημερών της ΕΡΕ,
ήτο η ΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΙΣ των συγγενών των απολυομένων εις
τας περιφερείας ωρισμένων υπουργών. 300

Από την τελική ψηφοφορία επί των προτάσεων δυσπιστίας αποχώρησαν η


ΕΔΑ και η Ένωση Κέντρου, επιδιώκοντας να υπογραμμίσουν την πλήρη διάστασή
τους με την κυβερνητική παράταξη. Σχολιάζοντας τη συζήτηση, ο γραμματέας της
αμερικανικής πρεσβείας ανέφερε χαρακτηριστικά: «Η άστοχη εξέλιξη της συζήτησης,
υπογραμμίστηκε από το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός δεν ανέβηκε στο βήμα,
προφανώς επιθυμώντας να προφυλάξει το κύρος του από κάτι που προφανώς
θεωρούσε χαμένο κόπο. Αυτή ήταν ουσιαστικά η τελευταία συνεδρίαση αυτής της
συνόδου της βουλής. Συνεκλήθη μόνο μία φορά ακόμη για την ομιλία του στρατηγού
Ντε Γκωλ στις 17 Μαΐου, πριν ολοκληρώσει τις εργασίες της – ασυνήθιστα νωρίς
φέτος – για το καλοκαίρι. Με αυτόν τον τρόπο διέκοψε σε ένα σημείο ακατάληκτο και
άστοχο. Γενικά, οι συνθήκες και το περιεχόμενο της συζήτησης δεν ενίσχυσαν τη
δημόσια εικόνα του κοινοβουλίου».301

Η κατάθεση της πρότασης δυσπιστίας από την αξιωματική αντιπολίτευση και


η ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας της εντός του κοινοβουλίου έμοιαζε πλέον με μία
διαδικασία χωρίς αντίκρισμα στην κοινωνία. Η εμμονή στην επανάληψη στερεότυπων
επιχειρημάτων επιβεβαίωνε το χάσμα ανάμεσα στις προτεραιότητες της κομματικής
ηγεσίας και τις ανησυχίες της κοινωνίας. Πόσο έτοιμη ήταν πράγματι η Ένωση

300
«Ιδού η ιστορική αλήθεια», Το Βήμα, 9 Μαΐου 1963.
301
Wilson προς Department of State, 31 Μαΐου 1963, Washington D.C., NARA State Department
Papers, RG 59, POL 15 Greece.

278
Κέντρου να προβεί σε υπερβάσεις, προκειμένου να εκφράσει την ολοένα
ριζοσπαστικοποιούμενη ελληνική κοινωνία; Αρκούσε άραγε η επιχειρηματολογία του
ανένδοτου αγώνα, ή οι δυναμικές παρεμβάσεις της Αριστεράς είχαν πλέον αναλάβει
ρόλο πρωταγωνιστή; Ο τότε υπουργός Εσωτερικών Γεώργιος Ράλλης εκτιμούσε ότι
την άνοιξη του 1963 «η διαμάχη [με την Ένωση Κέντρου] ήταν στα πρόθυρα της
εκπνοής».302 Τις ισορροπίες επρόκειτο να ανατρέψει με τρόπο σαρωτικό ένα οδυνηρό
γεγονός, το οποίο στιγμάτισε την πολιτική ιστορία της χώρας και καθόρισε την πορεία
των εξελίξεων στο μέλλον: η δολοφονία του συνεργαζόμενου με την ΕΔΑ βουλευτή
Γρηγόρη Λαμπράκη. 303

Ο Λαμπράκης, που είχε πρωτοστατήσει όλο το προηγούμενο διάστημα στις


εκδηλώσεις υπέρ της χορήγησης αμνηστίας στους πολιτικούς κρατούμενους και στις
εκδηλώσεις του κινήματος ειρήνης, τραυματίστηκε θανάσιμα μετά το τέλος
εκδήλωσης της επιτροπής για την «Διεθνή Ύφεσιν και Ειρήνην» που είχε
πραγματοποιηθεί στη Θεσσαλονίκη στις 22 Μαΐου 1963. Δράστες της δολοφονικής
επίθεσης, δύο πρόσωπα ύποπτα, που σχετίζονταν άμεσα με παρακρατικές οργανώσεις
της πόλης, ο Σπύρος Γκοτζαμάνης και ο Μανώλης Εμμανουηλίδης, οι οποίοι
επιβαίνοντας σε ένα τρίκυκλο όχημα χτύπησαν θανάσιμα των βουλευτή της
Αριστεράς, δρώντας κατόπιν εντολών.304 Στην παρέμβασή της, την επομένη της
επίθεσης, η Αυγή ζητούσε την παραίτηση της κυβέρνησης Καραμανλή καταγγέλοντάς
την ως υπεύθυνη και κάνοντας λόγο για οργάνωση «νεοφασιστικών ορδών» τις οποίες
χαρακτήριζε ως «συμμορίες δολοφόνων».305

Ποιος ήταν όμως ο στόχος των δραστών; Είναι προφανές ότι τέτοιες εικασίες
εκτός από παρακινδυνευμένες, δύσκολα μπορούν να είναι ακριβείς. Παρά ταύτα,
ευρεία δείχνει να είναι η αντίληψη ότι η κατάσταση είχε πλέον ξεφύγει, γεγονός
αναμενόμενο σε τόσο κρίσιμες στιγμές, και ο Γρηγόρης Λαμπράκης πλήρωσε με την
ζωή του μία κατάσταση εκτός ελέγχου. Χαρακτηριστικά, ο Χαράλαμπος Πρωτοπαπάς
σημείωνε: «η δική μου εκτίμηση είναι ότι δεν ήθελαν να τον σκοτώσουν, ήθελαν να

302
Γεώργιος Ράλλης, συνέντευξη στον γράφοντα, 18 Ιανουαρίου 2005· βλ. επίσης, Γεώργιος Ι.
Ράλλης, Πολιτικές εκμυστηρεύσεις, ο.π., σελ. 78.
303
Για μία λεπτομερή ανάλυση των γεγονότων βλ. Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον Εμφύλιο στη Χούντα,
ο.π., σσ. 252-274· επίσης Γιάννης Βούλτεψης, Η υπόθεση Λαμπράκη (Αθήνα, 1966).
304
Λίγους μήνες αργότερα θα προφυλακιστούν για τη δολοφονία Λαμπράκη και οι Ε. Καπελώνης, Ξ.
Γιοσμάς, ο υποστράτηγος Κ. Μήτσου, οι συνταγματάρχες Ε. Καμουτσής και Μ. Διαμαντόπουλος και ο
μοίραρχος Τρ. Τριανταφύλλου.
305
«Να φύγη η κυβέρνησι του αίματος», Η Αυγή, 23 Μαΐου 1963.

279
τον στραπατσάρουνε για να “καταλάβει ότι κανείς δεν ανεβαίνει εδώ πάνω”»,306
αντίστοιχη και η προσέγγιση του Γεωργίου Ράλλη «οι δολοφόνοι δεν είχαν σκοπό να
τον δολοφονήσουν κατά πάσα πιθανότητα, είχαν ενδεχόμενο δόλο, αδιαφορούσαν αν
το χουνέρι που πήγαιναν να του κάνουν θα κατέληγε σε κάποιο δυστύχημα». 307 Τόσο
η ανακριτική όσο και η δημοσιογραφική έρευνα που ακολούθησαν, ανέδειξαν το
εύρος της εμπλοκής των παρακρατικών ομάδων στην ζωή της πόλης και τις υπόγειες
σχέσεις τους με τις δυνάμεις ασφαλείας, όλο το προηγούμενο διάστημα. 308 Ο
Γρηγόρης Λαμπράκης εξέπνευσε στις 27 Μαΐου 1963. Ο θάνατός του θα
λειτουργούσε ως θρυαλλίδα στο ήδη πολωμένο πολιτικό σκηνικό, συντελώντας
καταλυτικά στην επιτάχυνση των καταιγιστικών εξελίξεων των επόμενων ημερών.
Ενδεικτικό της έντασης των στιγμών το σχετικό σχόλιο της Αθηναϊκής, το οποίο
στρεφόμενο ανοικτά κατά της κυβέρνησης ανέφερε μεταξύ άλλων: «όπισθεν του
προχθεσινού δολοφόνου και των άλλων επιδρομέων της Θεσσαλονίκης υψούται η
ηθική αυτουργία εκείνων που εκτρέφουν το έγκλημα και θεοποιούν την παρανομίαν
και οργανώνουν τους παρακρατικούς οπλοφόρους και “βάζουν μπρος” την
μοτοσυκλέτταν του Γκοτζαμάνη!... Και αυτοί είναι οι αιμοδιψείς Ερετζήδες. Και παρά
το πλευρόν των στέκεται η κυβέρνησις».309

Το οξύ πρόβλημα που αναδείχθηκε μέσα από τα τραγικά γεγονότα της


Θεσσαλονίκης, σχετιζόταν με την σταδιακή ανάπτυξη διαφόρων παρακρατικών
οργανώσεων, οι οποίες ενισχυόμενες και αυτονομούμενες θεωρούσαν ότι μπορούσαν
να υποκαταστήσουν το κράτος εκεί που έκριναν ότι απειλούνταν τα συμφέροντά
τους.310 Εκτιμώντας ότι οι ευθύνες βάρυναν στο σύνολό του το πολιτικό σύστημα, ο
Λεωνίδας Κύρκος ανέφερε «δεν μπορεί κανείς να ενοχοποιήσει τον Καραμανλή

306
Χαράλαμπος Πρωτοπαπάς, συνέντευξη στον γράφοντα, 27 Ιανουαρίου 2006.
307
Γεώργιος Ράλλης, συνέντευξη στον γράφοντα, 18 Ιανουαρίου 2006.
308
Για μία αναλυτική προσέγγιση του φαινομένου, βλ. Στράτος Δορδανάς, «“Η οργάνωση της
καρφίτσας”: κράτος και παρακράτος στη Θεσσαλονίκη τη δεκαετία του ’60», στο Ρήγος, Σεφεριάδης,
Χατζηβασιλείου (επιμ.), Η «σύντομη» δεκαετία του ’60, ο.π., σσ. 126-142· επίσης του ιδίου, Η
γερμανική στολή στη ναφθαλίνη: επιβιώσεις του δοσιλογιμού στη Μακεδονία (1945-1974), (Αθήνα,
2011).
309
«Η δολοφονία», Αθηναϊκή, 24 Απριλίου 1963.
310
Σε μία ανάλυση μεστή συμπερασμάτων και ενδεικτική της ανησυχίας του πνευματικού κόσμου
έναντι των εξελίξεων, ο Ευάγγελος Παπανούτσος υποστήριζε λίγες εβδομάδες αργότερα: «Τα
εγκλήματα η Δημοκρατία δεν τα χρειάζεται, ούτε καταδέχεται να επικουρήται από κοινούς
εγκληματίες. Όταν φτάνη ως εκεί, από χαλαρή ηθική συνείδηση ή από απερισκεψία των ταγών της,
τότε – απλούστατα – αναιρεί τον εαυτό της. Δηλαδή πράττει εναντίον της αυτό που επιδιώκουν οι
εχθροί της: κατεξευτελίζεται και καταρρέει. (…) Οι εγκάθετοι της Θεσσαλονίκης, και όσοι ώπλισαν τα
άνομα χέρια τους, σκότωσαν μαζί με τον ατυχή νέο την εμπιστοσύνη μας προς την Ελληνική
Δημοκρατία. Προς την ανθρωπιά και την πολιτική ωριμότητα της χώρας μας», Ευάγγελος
Παπανούτσος, «Ντροπή και Φόβος», Το Βήμα, 13 Ιουνίου 1963.

280
λέγοντας ότι όλα αυτά ήταν εν γνώσει του, όφειλαν να είναι εν γνώσει του, αλλά
πιθανότατα με τη λογική της αυτονόμησης των μηχανισμών που εκτρέφονταν μέσα
στους κόλπους της πολιτικής του να γίνονταν και πράγματα που δεν τα ήλεγχε. Εν
πάση περιπτώσει αυτό που για τον πολύ κόσμο ήταν σαφές και φανερό, η Ένωση
Κέντρου το αρνούνταν και άπλωνε και αυτή τον δικό της μανδύα στο να καλύψει το
τρομοκρατικό όργιο που εξυφαίνονταν μέσα από τους μηχανισμούς». 311 Στη δίνη των
δραματικών εξελίξεων, η Ένωση Κέντρου κλήθηκε να λάβει θέση και να
προσαρμόσει τον αντικυβερνητικό της λόγο στα νέα δεδομένα. Ήδη την επομένη της
επίθεσης, η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος εξέδωσε μία εξαιρετικά σκληρή
ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία:

Η κοινοβουλευτική ομάς της Ενώσεως Κέντρου δοκιμάζει βαθυτάτην


θλίψιν και αγανάκτησιν δια την δολοφονίαν του βουλευτού Γρ.
Λαμπράκη. Και καταγγέλλει ενώπιον του Έθνους και της διεθνούς
κοινής γνώμης τον αρχηγόν της ΕΡΕ Κωνσταντίνο Καραμανλήν και την
παράνομον κυβέρνησιν του ως ηθικούς αυτουργούς της ανάνδρου
δολοφονίας. (…) Η δολοφονία του βουλευτού Γρηγορίου Λαμπράκη
αποτελεί δυστυχώς την αιματηράν δικαίωσιν των καταγγελιών της
Ενώσεως Κέντρου και αποτελεί επίσης απόδειξιν ότι η παράνομος
κυβέρνησις της ΕΡΕ, κατεχομένη από το πλέγμα της ενοχής, έχει
αποφασιν να οδηγήση την χώραν εις εμφύλιον πόλεμον.312

Στην απάντησή του, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής σημείωσε «το πάθος από το


οποίον κατέχεται ο κ. Παπανδρέου τον οδηγεί όχι μόνον εις πολιτικάς αλλά και
εθνικάς απρεπείας. Διά την σημερινήν του δήλωσιν θα εντρέπεται εις όλην του την
ζωήν».313 Η ανταλλαγή των συγκεκριμένων χαρακτηρισμών έχει χαραχθεί ως μία από
τις χαρακτηριστικότερες εκφάνσεις της σκληρής πολεμικής των ημερών, αλλά και της
εντονότατης πόλωσης της περιόδου. Αγγίζοντας τα όρια της πολιτικής ευπρέπειας, το

311
Λεωνίδας Κύρκος, συνέντευξη στον γράφοντα, 23 Μαρτίου 2006.
312
Ελευθερία, 24 Μαΐου 1963.
313
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, (γεν. επιμ.), ο.π., τομ 5, σελ. 646. Πάντως, λίγες ημέρες αργότερα και
ο Σοφοκλής Βενιζέλος συμφώνησε με την τοποθέτηση του Γεωργίου Παπανδρέου, επαναλαμβάνοντας
ότι ο πρωθυπουργός ήταν ηθικός αυτουργός του εγκλήματος, Τα Νέα, 3 Ιουνίου 1963.

281
Κέντρο έδειχνε να προσπαθεί να κεφαλαιοποιήσει την κοινωνική δυσαρέσκεια, σε μία
περίοδο κρίσιμων πολιτικών εξελίξεων. Συγκεφαλαιώνοντας τις παραμέτρους της
υπόθεσης Λαμπράκη, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης σημειώνει:

Τώρα από κει και πέρα, το παρακράτος της Δεξιάς, το περίφημο


παρακράτος της Δεξιάς. Ε, και εκεί υπάρχει μεγάλη υπερβολή, πολύ
μεγάλη υπερβολή. Η δολοφονία του Λαμπράκη ήταν ατύχημα,
περισσότερο ατύχημα. (…) Τον Λαμπράκη δεν ήθελε κανείς να τον
σκοτώσει και δεν υπήρχε πιο άδικό πράγμα απ’ το να ονομάσεις τον
Καραμανλή ηθικό υπεύθυνο. Βέβαια, δεν τον ονόμασε με την έννοια ότι
το ήξερε και το εδέχθη, αλλά και με την έννοια ότι ανέχθηκε μία
κατάσταση που οδήγησε εκεί…με αυτή την έννοια το είπε ο Γεώργιος
Παπανδρέου. Ήταν όμως υπερβολή, ποτέ μου δεν το δέχθηκα εγώ
αυτό.314

Πέρα όμως από την πολιτική διάσταση της δολοφονίας Λαμπράκη, αυτό που
έδειχνε να γίνεται ολοένα και περισσότερο σαφές ήταν ότι τα όρια αντοχής του
πολιτικού συστήματος έδειχναν να εξαντλούνται. Οι εκατέρωθεν απειλές και
καταγγελίες δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη ανασφάλεια της
κοινής γνώμης έναντι των πιθανών συνεπειών μίας περαιτέρω εκτράχυνσης του
πολιτικού βίου. Οι κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού, όμως έδειχναν να προβλέπουν
άλλα: ακόμη και μέσα στη δίνη της τραγικής κατάληξης της επίθεσης εναντίον του
Γρηγόρη Λαμπράκη, το Κέντρο διέβλεπε ότι όφειλε να καθορίσει την αντιπολιτευτική
του στρατηγική. Ευχερέστερος στόχος, έδειχνε – δίχως άλλο – ο Κωνσταντίνος
Καραμανλής. Βαλλόμενος από το εξωτερικό και το εσωτερικό, επιχειρώντας να
χειρισθεί την άρνηση της βασιλικής οικογένειας να ακολουθήσει τις συστάσεις του,
πλέον ο πρωθυπουργός βρισκόταν αντιμέτωπος και με μία πρωτοφανή πολιτική
κρίση: μία πολιτική δολοφονία. Στοχεύοντας στην περαιτέρω εξασθένιση της θέσης
του η Ελευθερία, το αναμφισβήτητα μαχητικότερο φύλλο του Κέντρου, ανέφερε
δηκτικά:

314
Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, συνέντευξη στον γράφοντα, 15 Νοεμβρίου 2005.

282
Δεν έχομεν το δικαίωμα, ούτε την διάθεσιν να είπωμεν ότι τα φοβερά
γεγονότα της Θεσσαλονίκης και τα εγκλήματικά αποτελέσματά των τα
ηθέλησεν η κυβέρνησις, εν όλω ή εν μέρει., όπως συνέβησαν ή κάπως
διαφορετικά. Αλλ’ έχομεν καθήκον να είπωμεν ότι τα γεγονότα αυτά
είναι η λογική συνέπεια, ο οργανικός καρπός του αθλίου
αντιδημοκρατικού καθεστώτος, που κατρακυλά εις τον κατήφορον της
παρανομίας, από του κακού εις το χείρον.
Είχε την ψευδαίσθησιν ότι άρχει και κολυμβά ο αρχηγός της ΕΡΕ εν
μέσω του εσμού των ποικιλωνύμων μυστικών υπηρεσιών του και των
επαγγελματιών του «αντικομμουνιστικού αγώνος» και των
ψευδομακκιαβέλιδων των μυστικών κονδυλίων και των παρακρατικών
αγυιοπαίδων του. Και ανακαλύπτει ότι κολυμβά εις το έγκλημα και
βλέπει να καλύπτη τας χείρας του νωπόν το αίμα.
Αν του απέμεινε συνείδησις ανθρώπου και κυβερνήτου, οφείλει να χαθή
από προσώπου της Ελλάδος. Και αν δεν του απέμεινε, οφείλουν να τον
εξαφανίσουν οι συνεργάται του. Διότι άλλως θα μεταβληθούν από
υπουργούς εις συνεργούς. Το Έθνος πάντως, δεν θα υποταγή εις το
έγκλημα. Η Ελλάς δεν γίνεται ζούγκλα.315

Η αναφορά στους υπουργούς της κυβέρνησης, που θα έπρεπε να αναλάβουν


δράση «εξαφανίζοντας» τον Καραμανλή, αποτελούσε μία έμμεση πρόταση που
προφανώς δεν διεκδικούσε τίτλους πρωτοτυπίας. Παρά ταύτα, οι έντονες φήμες που
διακινούνταν από τις εφημερίδες των ημερών έκαναν λόγο για διαφωνίες στο
εσωτερικό της ΕΡΕ. Ήδη την ημέρα της κηδείας του Λαμπράκη, ανέφεραν ότι μερίδα
στελεχών της ΕΡΕ έκρινε ως μόνη λύση για την ανατροπή του αρνητικού κλίματος
την αντικατάσταση του Κωνσταντίνου Καραμανλή «δι άλλου προσώπου δυναμένου
να εμπνεύσει εμπιστοσύνην εις την Δεξιάν».316 Επρόκειτο για το σενάριο που
κυκλοφορούσε σταθερά και αφορούσε τον παραμερισμό του πρωθυπουργού και την

315
«Η Ζούγκλα», Ελευθερία, 24 Μαΐου 1963.
316
Τα Νέα, 28 Μαΐου 1963.

283
συγκρότηση νέας κυβέρνησης από την υπάρχουσα βουλή, ένα σενάριο που εν πολλοίς
είχε εξυφανθεί από παράγοντες φίλα προσκείμενους στην ΕΡΕ.

Την ίδια ώρα, το Κέντρο έδειχνε να προσπαθεί να ρίξει γέφυρες συνεννόησης


με το Στέμμα. Απευθυνόμενος με «σχετική ηπιότητα»317 προς τον ανώτατο άρχοντα, ο
Γεώργιος Παπανδρέου υποστήριξε σε ομιλία του στην Ηλεία, ότι θα έπρεπε να
υπάρξει άμεση παρέμβαση του βασιλιά, προκειμένου να αποσοβηθεί κοινωνική
αναταραχή: «Δεν επιτρέπεται υποτίμησις της οργής του λαού. Χρειάζεται έγκαιρος
εξάτμισις, δια να μη επακολουθήση έκρηξις».318 Λίγες ημέρες νωρίτερα, με ανοικτή
επιστολή της προς τον Παύλο, η Ελευθερία επεσήμαινε τους κινδύνους που ελλόχευαν
από την δράση του πρωθυπουργού, ο οποίος – κατά την σχετική ανάλυση – στόχευε
«να επιβάλη εις Σάς πρώτον Μεγαλειότατε, εις όλους μας ακολούθως, την αθλίαν και
απροκάλυπτον δικτατορίαν του, άνευ της οποίας φοβείται όχι απλώς την απώλειαν της
εξουσίας, αλλά και την αντιμετώπισιν της Δίκης και της Νεμέσεως». 319 Σύμφωνα με
αυτή την προσέγγιση, τα συμφέροντα του τόπου και του Θρόνου ταυτίζονταν και
μπορούσαν να συνοψισθούν στην ανάγκη αποδέσμευσης από την παρουσία του
πρωθυπουργού. Μάλιστα, οι δραματικοί τόνοι έδειχναν να εντάσσονται στην τακτική
του Κέντρου, σύμφωνα με την οποία η κρισιμότητα των στιγμών θα μπορούσε να
δικαιολογήσει την παρέμβαση του Στέμματος ακόμη και αν αυτή κινείτο στα όρια των
συνταγματικών του δυνατοτήτων.

Παράλληλα, ο βασιλιάς Παύλος και το περιβάλλον του έδειχναν να εστιάζουν


στις επόμενες κινήσεις τους. Επιχειρώντας να ερμηνεύσει την στάση των Ανακτόρων,
ο Γεώργιος Ράλλης εκτιμούσε: «Από αυτό το γεγονός [τη δολοφονία Λαμπράκη]
άρχισε η αναζωπύρωση του αγώνα η οποία, φαντάζομαι, έκανε τον βασιλέα να ψάχνει
να βρει μια λύση, να υποχωρήσει στο αίτημα νέων εκλογών χωρίς να “μειώσει” την
πλειοψηφία, την ΕΡΕ. Και αυτή η ευκαιρία παρουσιάστηκε με το ταξίδι στο
Λονδίνο».320 Ποια θα μπορούσε να είναι όμως αυτή η λύση; Η ύπαρξη εντός της

317
Brewster προς Department of State, 5 Ιουνίου 1963, (joint weeka no 22) Washington D.C., NARA
State Department Papers, RG 59, POL 2-1 Greece.
318
Τα Νέα, 3 Ιουνίου 1963.
319
«Η μεγάλη δοκιμασία», Ελευθερία, 26 Μαΐου 1963.
320
Γεώργιος Ράλλης, συνέντευξη στον γράφοντα, 18 Ιανουαρίου 2006· αποτιμώντας την στάση του
βασιλιά Παύλος, ο τότε υπουργός Εσωτερικών υποστήριζε ότι μπορεί να αποτελούσε μία προσπάθεια
«να εκτονωθεί το πολιτικό κλίμα», καταλήγοντας: «Από μία άποψη, ίσως δεν είχε άδικό», Γεώργιος Ι.
Ράλλης, Πολιτικές εκμυστηρεύσεις, ο.π., σελ. 68.

284
κυβέρνησης, πολλών «εν δυνάμει πρωθυπουργών» σίγουρα έδειχνε να διευκολύνει τα
πράγματα για τον ανώτατο άρχοντα.

Έχει υποστηριχθεί, ότι ο πρωθυπουργός είχε αντιληφθεί την προσπάθεια του


Στέμματος να μεθοδεύσει την αποχώρησή του από την εξουσία, λόγω της σταδιακής
αυτονόμησης του ίδιου και της αύξησης της έντασης του ανένδοτου που ενοχλούσε τα
Ανάκτορα. Σύμφωνα με αυτή την ανάλυση, ο Καραμανλής επέλεξε να πιέσει τον
βασιλιά γύρω από το ζήτημα της επίσκεψης στην Βρετανία, γνωρίζοντας ότι είχε
δίκιο. Με τον τρόπο αυτό, αν ο Παύλος ηρνείτο, ο Καραμανλής θα δικαιωνόταν ενώ
αν υποχωρούσε θα είχε καταγάγει μία πολιτική νίκη ενισχύοντας την θέση του.321
Πρόκειται για μία λογικοφανή ερμηνεία της επιμονής του Καραμανλή στην αναβολή
του βασιλικού ταξιδιού, που δείχνει όμως να παραγνωρίζει το γεγονός ότι ήδη από τα
τέλη Απριλίου την ίδια άποψη υποστήριζε και ο χώρος του Κέντρου, μεμφόμενος την
εμμονή των Ανακτόρων. Η αξιωματική αντιπολίτευση αποσύρθηκε σταδιακά από
αυτή τη θέση και ήδη στις αρχές Ιουνίου έδειχνε πρόθυμη να στηρίξει κάθε απόφαση
του βασιλιά με μία μόνο προϋπόθεση: την απομάκρυνση του Κωνσταντίνου
Καραμανλή. Πως όμως αντιμετώπιζε αυτή την ιδιότυπη συνθήκη πίεσης ο ίδιος ο
πρωθυπουργός; Έυστοχη δείχνει μία επισήμανση που αποδίδει την απόφαση του
Μακεδόνα πολιτικού και σε ζητήματα προσωπικής αξιοπρέπειας. Επιχειρώντας μία
προσέγγιση του τρόπου σκέψης του, ο Θάνος Βερέμης σημειώνει:

Για έναν πολιτικό με τόσο ισχυρό «υπέρ εγώ» (το κοινωνικό «εγώ» κατά
τον Φρόυντ) και μεγάλη φροντίδα για το ηθικό περιεχόμενο των
πράξεών του, οι κατηγορίες για εκλογική νοθεία εις βάρος του, άγγιξαν
την πιο ευαίσθητη χορδή του χαρακτήρα του. Η μεγαλύτερη ίσως
αδυναμία ενός ανθρώπου με υψηλή αίσθηση μεταρρυθμιστικής
αποστολής και αδιαλλαξία έναντι των κρατούντων πολιτικών ηθών ήταν
να αντιμετωπίζει επιθέσεις ad hominem. Ήταν πάντοτε αδύναμος
υπερασπιστής του εαυτού του και γι’ αυτό προτίμησε τότε να
εγκαταλείψει την πολιτική παρά να αποδυθεί σε αμυντικό πόλεμο. 322

321
Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον Εμφύλιο στη Χούντα, ο.π., σελ. 278.
322
Θάνος Βερέμης, «Ο Καραμανλής και ο σύγχρονος πολιτικός κόσμος», στο Σβολόπουλος,
Μπότσιου, Χατζηβασιλείου (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον εικοστό αιώνα, ο.π., σελ. 475.

285
Στις 8 Ιουνίου ο βασιλιάς Παύλος είχε συνάντηση με τον Κωνσταντίνο
Καραμανλή. Ο πρωθυπουργός εισηγήθηκε και πάλι την αναβολή του βασιλικού
ταξιδιού, υπό τον φόβο επεισοδίων, πολύ οξύτερων όσων είχαν διαδραματιστεί κατά
την επίσκεψη της βασίλισσας Φρειδερίκης λίγες εβδομάδες νωρίτερα. Η εισήγησή του
μάλιστα, συνοδευόταν από την παρατήρηση, ότι σε περίπτωση που ο βασιλιάς
επέμενε στην απόφαση πραγματοποίησης του ταξιδιού, ο ίδιος θα ήταν αναγκασμένος
να υποβάλει την παραίτησή του. Ο βασιλιάς Παύλος αντέτεινε ότι μια πιθανή άρνηση
θα συνιστούσε προσβολή στο πρόσωπο της βασίλισσας Ελισάβετ και υποχώρηση στο
κλίμα πίεσης που είχε δημιουργηθεί. Την επομένη μάλιστα, η Ακρόπολις – εφημερίδα
που κατ’ εξοχήν εξέφραζε τον συντηρητικό χώρο – αφού έκανε αναφορά στα
επεισόδια κατά της Φρειδερίκης, υποστήριξε ανοικτά την επιλογή του πρωθυπουργού,
σημειώνοντας «Τα όσα συνέβησαν χθες και τα όσα προετοιμάζονται δι’ αύριον
περικλείουν τον κίνδυνον να τραυματίσουν βαρύτατα τας ελληνοβρεταννικάς σχέσεις.
Πιστεύομεν, λοιπόν, ότι τόσον δια λόγους ψυχολογικούς, όσον και δια λόγους
πολιτικής σκοπιμότητος επιβάλλεται να αναβληθή η βασιλική επίσκεψις εις την
Αγγλίαν δι’ ευθετώτερον χρόνον».323

Στο διάστημα μεταξύ 10 και 11 Ιουνίου ο πρωθυπουργός είχε δύο ακόμη


συναντήσεις με τον βασιλιά. Αν και αρχικά είχε διαφανεί μία πιθανότητα συμφωνίας
στη βάση της πρότασης του πρωθυπουργού, στην τελευταία τους συνάντηση ο
Παύλος δήλωσε ότι δεν επρόκειτο να υπαναχωρήσει.324 Η υποβολή της παραίτησης
του Κωνσταντίνου Καραμανλή – αναπόφευκτη μετά την επιμονή του Παύλου –
καθόρισε τις μετέπειτα εξελίξεις.325 Οι παράγοντες που μπορεί να επέδρασαν στην
τελική απόφαση του βασιλιά να μην αποδεχθεί την εισήγηση του πρωθυπουργού

323
«Να αναβληθή», Ακρόπολις, 9 Ιουνίου 1963.
324
Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά, η πτώση του Καραμανλή θα πρέπει να αποδοθεί στον
«εσωτερικό αγώνα που δημιούργησε ο ανένδοτος», υποστηρίζοντας μάλιστα ότι μετά την εμπλοκή του
Στέμματος στην πολιτική διαμάχη οι Φιλελεύθεροί έδειχναν για μία ακόμη φορά – μετά τον Εμφύλιο –
να αποτελούν την απαραίτητη «ασφαλιστική δικλείδα» για το σύστημα. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Η
ελληνική τραγωδία, ο.π., σελ. 164· ο Stan Draenos εκτιμά ότι ο ανένδοτος αγώνας δεν οδήγησε
κατευθείαν στην πτώση του Καραμανλή, αλλά «βοήθησε στο να δημιουργηθούν οι συνθήκες που
οδήγησαν σε αυτήν», Stan Draenos «United States Foreign Policy and the Liberal Awakening in
Greece, 1958-1967», ο.π., σελ. 141· παρόμοια και η εκτίμηση του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος
σημειώνει για την παραίτηση Καραμανλή: «Αν και η εξέλιξη αυτή δεν θα συνέβαινε χωρίς τον
Ανένδοτο, ο Ανένδοτος, αυτός καθ’ εαυτός, δεν επαρκούσε για να την προκαλέσει. Ο Καραμανλής
είχε δώσει στους Αμερικανούς και το Παλάτι την ευκαιρία να κάμουν αυτό που ήθελαν με την άρνησή
του να συμφωνήσει στο βασιλικό ταξίδι του Λονδίνου», Ανδρέας Παπανδρέου, Η δημοκρατία στο
απόσπασμα, ο.π., σελ 171.
325
Για μία αναλυτική περιγραφή των γεγονότων, βλ. Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον Εμφύλιο στη
Χούντα, ο.π., σσ. 274-288· Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (γεν. επιμ.), ο.π., τομ. 6, σσ. 16-28·επίσης
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Καραμανλής (1907-1998), ο.π., σελ. 117.

286
έχουν κατά καιρούς αποτελέσει αντικείμενο πολλών αναλύσεων.326 Ο ίδιος ο
Καραμανλής ανέφερε σε σημείωμά του: «Είμαι βέβαιος ότι ο βασιλεύς δεν επεθύμει
την κρίσιν. Όταν όμως προέκυψεν ως ενδεχομένη, δεν υπεχώρησε και διότι επεθύμει
να πραγματοποιήση την επίσκεψιν εις Αγγλίαν, αλλά και διότι εθεώρησε αυτήν ως
ευκαιρίαν για να κατευνάση τους αντιπάλους μου. Είμαι επίσης βέβαιος ότι εις την
εσφαλμένην αυτήν εκτίμησιν των πραγμάτων συνέβαλον το περιβάλλον του και
ορισμένα φιλόδοξα στελέχη του κόμματός μου, με το επιχείρημα ότι δια της λύσεως
αυτής όχι μόνον θα επανέλθη η ηρεμία εις την χώραν, αλλά θα παύσουν και αι
επικίνδυνοι κατά του Στέμματος επιθέσεις της αντιπολιτεύσεως».327

Έκδηλη προκύπτει μέσα από την τοποθέτηση του Καραμανλή η πικρία για την
στάση συγκεκριμένων στελεχών του κόμματός του, που αντέδρασαν στην απόφασή
του. Τόσο ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, όσο και ο Σπύρος Θεοτόκης εξέφρασαν την
διαφωνία τους, ελπίζοντας προφανώς σε μία ευνοϊκή μεταχείριση από τα Ανάκτορα.
Μετά την παραίτηση Καραμανλή, η Καθημερινή μετέφερε ότι ο αντιπρόεδρος της
κυβέρνησης είχε διατυπώσει επιφυλάξεις ως προς την ακολουθούμενη γραμμή, οι
οποίες όμως δεν είχαν περιληφθεί στην κυβερνητική ανακοίνωση, ενώ αναφερόμενη
σε άλλον υπουργό – που πάντως δεν κατονόμαζε – σημείωνε ότι είχε υποστηρίξει «ότι
η ΕΡΕ ως κόμμα, λόγω της πολιτειακής της κατευθύνσεως, δεν πρέπει επ’ ουδενί
λόγω να έλθη εις αντίθεσιν με τον Βασιλέα, ως προς τας μελλοντικάς εξελίξεις». 328
Θέτοντας το ζήτημα σε αυτή τη βάση, παράγοντες εντός και εκτός κόμματος
αναγνώριζαν στην πράξη την ισχύ που συνέχιζε να έχει για την παράταξη ο
Θρόνος.329 Η από καιρό εκδηλωθείσα αντίδραση στον ευρύτερο χώρο της ΕΡΕ για την
στάση του πρωθυπουργού έναντι των Ανακτόρων, λάμβανε με αυτόν τον τρόπο μία
πιο σαφή μορφή. Είναι ενδεικτικό το σχόλιο της Καθημερινής της Ελένης Βλάχου, την
επομένη της παραίτησης Καραμανλή, στο οποίο ήταν εμφανής η προσπάθεια
αποφυγής ταύτισης με τις επιλογές του πρώην πρωθυπουργού:

326
Σε σχετική του έκθεση δύο ημέρες μετά την παραίτηση Καραμανλή, ο Dan Brewster υποστήριζε ότι
βασικές αιτίες ήταν η ψυχρότητα μεταξύ πρωθυπουργού και βασιλικής οικογένειας, ιδιαίτερα με την
Φρειδερίκη, η ενόχληση του Καραμανλή από τις πολιτικές παρεμβάσεις των Ανακτόρων και η
πεποίθηση του Στέμματος ότι έμενε ακάλυπτο από την κυβέρνηση έναντι των επικρίσεων που κατά
καιρούς δεχόταν. Brewster προς Department of State, 13 Ιουνίου 1963, (joint weeka no 23)
Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59, (W)POL 2-1 Greece.
327
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (γεν. επιμ.), ο.π., τομ. 6, σελ. 30.
328
Η Καθημερινή, 12 Ιουνίου 1963.
329
Βλ. σχετικά, Σωτήρης Ριζάς, Η ελληνική πολιτική μετά τον Εμφύλιο, ο.π., σελ. 278

287
Η παραίτησις μίας Κυβερνήσεως δεν αποτελεί ασυνήθη υπόθεσιν εις τα
κοινοβουλευτικά καθεστώτα. Η Ελλάς ηυτύχησε, βεβαίως, κατά την
τελευταίαν οκταετίαν να μη ταλαιπωρηθή από συχνάς κυβερνητικάς
κρίσεις και ηυτύχησεν ακόμη να έχη μίαν Κυβέρνησιν η οποία ειργάσθη
φιλοτίμως υπέρ του τόπου (…). Αλλά το κοινοβουλευτικόν σύστημα
έχει, εις τας περιπτώσεις αυτάς, το φάρμακον με το οποίον θα
αντιμετωπισθή η παρένθεσις της σχετικής αρρυθμίας. Ο λαός πρέπει να
διατηρήση και την ψυχικήν ηρεμίαν και την ψυχραιμίαν της κρίσεως,
διότι εις αυτόν, εν τελική αναλύσει, θα εμπέση το καθήκον ν’ αποφανθή
περί της νέας Κυβερνήσεώς του. 330

Ιδιαίτερη βαρύτητα έχει δοθεί άλλωστε και στη στάση που τήρησαν οι
Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια της κρίσης του Ιουνίου.331 Αν και παλαιότερα
είχε υποστηριχθεί έντονα ότι οι Αμερικανοί είχαν επέμβει προκειμένου να
απομακρυνθεί ο Καραμανλής, θορυβημένοι από την ανάπτυξη των σχέσεων με την
Γαλλία του Ντε Γκωλ,332 κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται. Έχει πλέον
καταστεί σαφές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες επιθυμούσαν να παραμείνουν αμέτοχες
στην κρίση των σχέσεων Καραμανλή-Ανακτόρων τον Ιούνιο του 1963.333 Με
τηλεγράφημά του προς τον αμερικανό πρέσβη στην Αθήνα, Henry Labouisse, ο
υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, Dean Rusk υπογράμμιζε ότι
οποιαδήποτε επέμβαση «θα έκανε περισσότερη ζημιά από καλό» τονίζοντας ότι

330
«Η παραίτησις», Η Καθημερινη, 12 Ιουνίου 1963.
331
Για τη στάση των Ηνωμένων Πολιτειών και τις εκτιμήσεις που έκαναν αναφορικά με τις σχέσεις
Καραμανλή-Στέμματος, βλ. επίσης, Mogens Pelt, Tying Greece to the West, ο.π., σσ. 262-264.
332
Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον Εμφύλιο στη Χούντα, ο.π., σελ. 285· Αντίστοιχα και ο Θανάσης
Διαμαντόπουλος σημειώνει: «Φαίνεται δε πως σημαντικό ρόλο στο να στερηθεί ο Καραμανλής της
αποφασιστικής αυτής εύνοιας του υπερατλαντικού συμμαχικού παράγοντα – και να διευκολυνθεί έτσι
η αποπομπή του από τα Ανάκτορα – έπαιξε και η συμπέσασα τότε, τον Μάιο του 1963, επίσκεψη του
στρατηγού de Gaulle στην Ελλάδα», Θανάσης Διαμαντόπουλος, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο.π., σελ.
90· το ίδιο υπαινίσσεται και ο Ανδρέας Παπανδρέου, υπογραμμίζοντας τις ενστάσεις των Αμερικανών
έναντι του Κωνσταντίνου Καραμανλή που «είχε αρχίσει να ερωτοτροπεί με τον Ντε Γκωλ», Ανδρέας
Παπανδρέου, Η δημοκρατία στο απόσπασμα, ο.π., σελ 170.
333
Βλ. σχετικά, Ηλίας Νικολακόπουλος, Η καχεκτική δημοκρατία, ο.π., σελ. 299· Σωτήρης Ριζάς, Η
ελληνική πολιτική μετά τον Εμφύλιο πόλεμο, ο.π., σελ. 276.

288
απέναντι σε όποιον επιζητούσε την ανάμιξη της πρεσβείας η απάντηση θα έπρεπε να
είναι αρνητική.334

Στις 12 Ιουνίου, ο αναπληρωτής διευθυντής του γραφείου ελληνικών,


τουρκικών και ιρανικών υποθέσεων του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών John
Bowling, απέστειλε στον Philips Talbot – αρμόδιο υφυπουργό Εξωτερικών – μία
σειρά από σχόλια γύρω από την ελληνική κρίση. Συγκεκριμένα εκτιμούσε ότι η
κυβέρνηση είχε καταλήξει στην άποψη περί αναβολής του ταξιδιού αφενός διότι δεν
είχε καταφέρει να διασφαλίσει μία θετική δήλωση του ηγέτη των Εργατικών Harold
Wilson και αφετέρου διότι εκτιμούσε ότι η χώρα θα δυσφημιζόταν τόσο από πιθανά
επεισόδια, όσο και από υπερβολικά μέτρα αστυνόμευσης στο Λονδίνο. Στη συνέχεια
έκανε λόγο για την εντεινόμενη ενόχληση της Φρειδερίκης για την στάση του
Καραμανλή έναντι των απαιτήσεών της και την «αυξανόμενη απροθυμία» του
πρωθυπουργού «να υποκύψει στις διαθέσεις της βασίλισσας γύρω από δευτερεύοντα
ζητήματα που θα μπορούσαν να τον βλάψουν πολιτικά». Ειδικά, μάλιστα, για την
αντιπολίτευση σημείωνε ότι δεν διέβλεπε «καμία σχέση ανάμεσα στις επιθέσεις της
Ένωσης Κέντρου στο Στέμμα και την παρούσα κρίση». Συνοψίζοντας ο Bowling
ανέφερε: «Όλοι οι υπεύθυνοι Έλληνες πολιτικοί (προφανώς εξαιρουμένης της
βασίλισσας) πρέπει να συνειδητοποιήσουν την πιθανότητα που έχει η παρούσα
σύγκρουση να προκαλέσει οποιοδήποτε από τους δύο κινδύνους είτε της συμμετοχής
της Αριστεράς είτε ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος».335

Όπως προκύπτει, συνεπώς, από την παραπάνω έκθεση, το αμερικανικό


υπουργείο Εξωτερικών δεν συνέδεε την απόφαση του βασιλιά Παύλου με την πίεση
του ανένδοτου αγώνα, αλλά κυρίως με τη συσσωρευμένη ένταση ανάμεσα στον
πρωθυπουργό και το περιβάλλον των Ανακτόρων. Την ίδια ώρα, η Ένωση Κέντρου,
βλέποντας το αδιέξοδο στο οποίο περιερχόταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, έδειχνε
να προσπαθεί να διευκολύνει τις κινήσεις των Ανακτόρων. Στις 9 Ιουνίου, η
Ελευθερία, επικαλούμενη σχετικές πληροφορίες, ισχυριζόταν ότι ο Παύλος παρέμενε
αμετάπειστος για την αναγκαιότητα του ταξιδιού και ως εκ τούτου «ο κ. Καραμανλής
αποκλίνει υπέρ της πραγματοποιήσεως της επισκέψεως», συμπληρώνοντας ότι η
στάση της κυβέρνησης υπαγορευόταν από την απόφασή της να μην δυσαρεστήσει τα

334
Αλέξης Παπαχελάς, Ο βιασμός της ελληνικής δημοκρατίας, ο.π., σσ. 85-86. Στο ίδιο πνεύμα, ο τότε
αρμόδιος υφυπουργός Εξωτερικών Philips Talbot υποστήριζε ότι οι ΗΠΑ είχαν επιλέξει να μην
αναμιχθούν καθώς δεν υπήρχε πλέον «η απειλή του κομμουνισμού». Αλέξης Παπαχελάς, ο.π., σελ. 87.
335
Bowling προς Talbot, 12 Ιουνίου 1963, Washington D.C., NARA State Department Papers, RG 59.

289
Ανάκτορα.336 Δύο ημέρες αργότερα το Βήμα υπογράμμιζε την ανάγκη να τηρηθούν
όλες οι συνταγματικές προβλέψεις ασχέτως της εξέλιξης που θα είχε η διάσταση
απόψεων μεταξύ των δύο πολιτειακών παραγόντων.337 Παράλληλα, η Ελευθερία,
υποστηρίζοντας ότι το ζήτημα της επίσκεψης του βασιλικού ζεύγους στο Λονδίνο δεν
θα έπρεπε να αποτελεί μείζον θέμα για την χώρα, επέρριπτε τις ευθύνες στον
πρωθυπουργό με τρόπο άκρως μειωτικό:

Πως συνέβη, ώστε ο Ανώτατος Άρχων της χώρας αυτή, κατά την
υπεύθυνον και δημοσία πλέον εκπεφρασμένην γνώμην της κυβερνήσεώς
του, να μη δύναται να επιχειρήση επίσημον επίσκεψιν εις φίλην και
σύμμαχον χώραν, χωρίς να διατρέχη σοβαρούς κινδύνους και η
προσωπική του αξιοπρέπεια και της χώρας το διεθνές γόητρον. Αυτό
είναι το ουσιαστικόν πρόβλημα και το πρόβλημα αυτό είναι
δημιούργημα των ατρύτων μόχθων του κηπουρού-πρωθυπουργού. Εκεί
κατήντησε την χώραν και εκεί περιήγαγε τον Ανώτατον Άρχοντα που
τον ευηργέτησε. Και υπό την έννοιαν αυτήν η βασιλική απάντησις
ώφειλε και οφείλει να είναι μία και μόνη: «Σας ευχαριστώ, κύριε, δια την
προειδοποίησιν σας. Κρατώ καλήν σημείωσιν αυτής. Και συνάγω το
συμπέρασμα ότι τα στοιχειώδη εθνικά συμφέροντα και η Βασιλική Μου
αξιοπρέπεια επιβάλουν την άμεσον απομάκρυνσιν ενός πρωθυπουργού,
όστις ωδήγησεν εις τα σημερινά αδιέξοδα».338

Για το Κέντρο, η απομάκρυνση του Καραμανλή από την εξουσία αποτελούσε


μονόδρομο. Γνωρίζοντας ότι αυτή η παρέμβαση θα μπορούσε να προκύψει μόνο από
την πλευρά των Ανακτόρων επιχειρούσε να «νομιμοποιήσει» στα μάτια της κοινής
γνώμης, κάθε επιλογή του Παύλου, που θα είχε ως αποτέλεσμα την πτώση της
κυβέρνησης. Μετά την παραίτηση Καραμανλή, το Βήμα αναφέρθηκε στο έργο που θα
έπρεπε να επιτελέσει η νέα κυβέρνηση, εμμένοντας στην ανάγκη εκκαθάρισης των
εκλογικών καταλόγων, ψήφισης νέου εκλογικού νόμου και διαλεύκανσης της

336
Ελευθερία, 9 Ιουνίου 1963.
337
«Ταχείαν εκκαθάρισιν σύμφωνας με το Σύνταγμα», Το Βήμα, 11 Ιουνίου 1963.
338
«Ήγγικεν η ώρα», Ελευθερία, 11 Ιουνίου 1963.

290
δολοφονίας Λαμπράκη. Ειδικότερα, για το θέμα του βασιλικού ταξιδιού στο Λονδίνο,
υποστήριξε ότι «ημπορεί και πρέπει να πραγματοποιηθή αφού ληφθούν
προηγουμένως και αμέσως τα κατάλληλα μέτρα ως προς τους πολιτικούς
κρατουμένους». Αν και δεν διευκρίνιζε ποια θα ήταν τα μέτρα, το Βήμα εκτιμούσε ότι
το κλίμα θα μπορούσε να αναστραφεί από μία σειρά κινήσεων του νέου κυβερνητικού
σχήματος.339 Αντίθετα, η Ελευθερία, μεμφόμενη και πάλι τον πρωθυπουργό τόνιζε,
επιχαίροντας για τις εξελίξεις:

Η χώρα και το Στέμμα απηλλάγησαν χθες της θανασίμου περιπτύξεως


του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ώρυξε λάκκον και ενέπεσεν εν αυτώ.
Αντί της ευκόλου νίκης που απηργάζετο, υπέστη την ήτταν, που
εφοβείτο όσον τίποτε άλλον. Επί τέλους! Ο ωροδείκτης ήγγιζεν την
δωδεκάτην. Και είχαμεν όλοι το αίσθημα ότι, αδίκως και δωρεάν,
εβαίνομεν προς καταστροφήν. Αίσθημα γενικής ανακουφίσεως θα
δοκιμάση σήμερον ο ελληνικός λαός.340

Αγνοώντας ή εθελοτυφλώντας έναντι των συνεπειών που θα μπορούσε να έχει


η στάση του, το Κέντρο έδωσε πλήρη κάλυψη στις επιλογές των Ανακτόρων. Ενάμιση
χρόνο από την έναρξη του ανένδοτου αγώνα, μετά από σκληρές αναμετρήσεις με την
κυβερνητική παράταξη και σύνθετες στρατηγικές προς τα Ανάκτορα, η Ένωση
Κέντρου δεν έδειχνε διατεθειμένη να προσπεράσει την ευκαιρία. Στις 12 Ιουνίου
1963, ο Γεώργιος Παπανδρέου σημείωνε στο προσωπικό του ημερολόγιο: «6 μ.μ.
Ακρόασις Βασιλέα Τατόι. Περίφημα. Το Ταξείδι: θα σας βοηθήσωμεν. Παρελθόν:
Ανένδοτος όχι επίορκος. Παρόν: υπηρεσιακή αναλογική».341 Παρά τις επιφυλάξεις
που θα έπρεπε να εγείρονται ως προς τις παραχωρήσεις που γίνονταν έναντι του
Στέμματος, το κλίμα εκείνες τις ημέρες ήταν διαφορετικό. Αν και μία μεταγενέστερη
ανάγνωση μπορεί να καθιστά σαφείς τους κινδύνους που ελλόχευαν, τόσο η κοινωνία,
όσο και ο πολιτικός κόσμος της εποχής έδειχναν να μην ανταποκρίνονται στην

339
«Τα πρώτιστα καθήκοντα της νέας κυβερνήσεως», Το Βήμα, 13 Ιουνίου 1963.
340
«Αρχή Σοφίας», Ελευθερία, 12 Ιουνίου 1963.
341
Ημερολόγιο Γεωργίου Παπανδρέου 1963, 12 Ιουνίου 1963, Αρχείο Γεωργίου Παπανδρέου,
Πνευματικό Ίδρυμα Γεωργίου Παπανδρέου, σειρά 1 φακ. 15.

291
κρισιμότητα των στιγμών. Αποτιμώντας αυτή την στάση, ο Κωνσταντίνος
Μητσοτάκης σημειώνει:

Κάναμε υποχωρήσεις απέναντι του Στέμματος, τις οποίες και μετά


πληρώσαμε. Δηλαδή, γενικά ο πολιτικός κόσμος. Αυτή είναι μία
αλυσίδα: Τον Καραμανλή τον κάνει το Παλάτι πρωθυπουργό και μετά
τσακώνεται με το Παλάτι και τον διώχνει το Παλάτι. Η Ένωσις Κέντρου
ζητά από τον βασιλέα να διώξει τον Καραμανλή, τον διώχνει ο βασιλιάς
τον Καραμανλή, μετά διώχνει και τον Παπανδρέου ο βασιλιάς. Όλη
αυτή η ιστορία, άμα τη δεις την αλληλουχία της, είναι ξεκάθαρη.
Δηλαδή, ο πολιτικός κόσμος δεν στέκεται εις το επίπεδο που πρέπει να
σταθεί.342

342
Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, συνέντευξη στον γράφοντα, 15 Νοεμβρίου 2005.

292
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Αναφερόμενος στις πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στην χώρα κατά


την εξεταζόμενη περίοδο, ο Ηλίας Τσιριμώκος έκανε λόγο – σε ιδιωτικές συζητήσεις
– για μία «δημοκρατία réduite στο κέντρο της Αθήνας».1 Οι εκλογές του Οκτωβρίου
του 1961 και οι πιέσεις έναντι εκλογέων, κυρίως στην επαρχία, έδειχναν να
επιβεβαιώνουν σε έναν βαθμό αυτήν την επισήμανση. Το ερώτημα που όφειλε πλέον
να απαντηθεί από το Κέντρο, αφορούσε στη στάση που θα τηρούσε έναντι αυτής της
πραγματικότητας και στο κατά πόσον η τακτική του θα μπορούσε παράλληλα να
εξυπηρετήσει και τον στόχο της σφυρηλάτησης της ενότητας του πολύπαθου χώρου
ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά.

Άμεση προτεραιότητα για τον Γεώργιο Παπανδρέου και τα στελέχη που


συγκροτούσαν τον σκληρό πυρήνα του κόμματος, αποτελούσε λοιπόν η διαμόρφωση
των κανόνων της αντιπολιτευτικής τακτικής: του αγώνα. Πόσο καινοφανής ήταν
όμως η ρητορεία του κόμματος και κατά πόσον ανταποκρινόταν στις πραγματικές
ανάγκες της κοινωνίας των αρχών της δεκαετίας του ’60; Έναντι αυτού του
ερωτήματος, οι απαντήσεις του αρχηγού της Ένωσης Κέντρου δεν έμοιαζαν επαρκείς.
Η ίδια η συνθηματολογία του, ερχόταν από το παρελθόν, από μία εποχή κατά την
οποία ο ίδιος είχε πρωτοστατήσει ως νέος πολιτικός, εναντίον όσων επιβουλεύονταν
την δημοκρατία. Στις 24 Οκτωβρίου 1935, ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε συντάξει
μαζί με τον Θεμιστοκλή Σοφούλη, τον Γεώργιο Καφαντάρη και τον Αλέξανδρο
Μυλωνά ένα διάγγελμα με το οποίο καταγγέλλονταν οι μεθοδεύσεις για την
παλινόρθωση της μοναρχίας στη χώρα. Στο κείμενο αυτό, οι πολιτικοί αρχηγοί
σημείωναν χαρακτηριστικά:

Η Κυβέρνησις του κινήματος της 10 Οκτωβρίου αφήρεσε από τον Λαόν


το δικαίωμα της κυριάρχου ετυμηγορίας επί του πολιτεύματος της χώρας
και απεφάσισεν την παλινόρθωσιν με ασυγκάλυπτον αυθαιρεσίαν. (…)
Υπό τοιαύτας συνθήκας είναι προφανές ότι την 3ην Νοεμβρίου

1
Ριχάρδος Σωμερίτης, συνέντευξη στον γράφοντα, 22 Φεβρουαρίου 2006. Επρόκειτο για μία
παραφθορά όρου του γαλλικού οικογενειακού δικαίου και συγκεκριμένα της έκφρασης «communauté
réduite aux acquêts».

293
«Δημοψήφισμα», λαϊκή δηλαδή ετυμηγορία δεν πρόκειται να υπάρξη, θα
υπάρξη μόνον οικτρός εμπαιγμός του Λαού. (…) Ενώπιον της Ιστορίας
και του Έθνους καταγγέλομεν τους ενόχους της βιαίας καταλύσεως του
Δημοκρατικού Πολιτεύματος. (…) Επαναλαμβάνομεν εξ ονόματος των
κομμάτων, τα οποία εκπροσωπούμεν την δήλωσιν, ότι ουδέποτε θα
αναγνωρίσωμεν το αποτέλεσμα της βίας και της νοθείας, επί του οποίου
πρόκειται να στηριχθή η επιδιωκομένη παλινόρθωσις. Και καλούμεν το
Έθνος όπως αποδυθή εις τους νέους αγώνας της απελευθερώσεως, μέχρις
ότου καταλυθή η τυραννία, υπό τον ζυγόν της οποίας σήμερον
δυναστεύεται, αποκατασταθούν αι λαϊκαί ελευθερίαι και παγιωθή
οριστικώς το φυσικόν πολίτευμα της χώρας, η Ελληνική Δημοκρατία.2

Αν όμως ο κυρίαρχος λόγος της ηγεσίας της Ένωσης Κέντρου, έμοιαζε να


επαναλαμβάνει λεκτικά σχήματα από την περίοδο του Εθνικού Διχασμού, πόσο
εύκολο ήταν να εκφραστεί μέσω αυτού η ολοένα ριζοσπαστικοποιούμενη ελληνική
κοινωνία; Στο σημείο αυτό φαίνεται σκόπιμη μία διάκριση μεταξύ των δύο βασικών
συντελεστών αυτού του σύνθετου εγχειρήματος: των στελεχών της αξιωματικής
αντιπολίτευσης και της ελληνικής κοινωνίας, όπως εκφραζόταν κατά κύριο λόγο από
την νεώτερη γενιά. Αν δεν επισημανθεί αυτός ο διττός χαρακτήρας του ανένδοτου
αγώνα δεν μπορεί εύκολα να γίνουν αντιληπτές οι διαφωνίες που αναπτύχθηκαν κατά
καιρούς μεταξύ των πρωταγωνιστών του. Συνοψίζοντας αυτή την εσωτερική
σύγκρουση ο Ριχάρδος Σωμερίτης σημειώνει εύστοχα: «Υπήρξε ένα χάσμα ανάμεσα
στην πολιτική, όπως την αντιλαμβάνονταν στα γραφεία της Ελευθερίας – δηλαδή σε
ένα παιχνίδι κατεστημένων δυνάμεων, όπου είναι η βουλή, ο ρόλος μίας μεγάλης
εφημερίδας ή μιας αντίπαλης εφημερίδας, μερικά πολύ μεγάλα κομματικά στελέχη –
και στον κόσμο».3

Η προσπάθεια να ερμηνευθεί ο ανένδοτος αγώνας ως ενιαίος δείχνει μάλλον


ανεδαφική. Αν δεν επισημανθούν οι διαφορετικές προσεγγίσεις ανάμεσα στους
πολιτικούς και την κοινωνία, δεν μπορεί κανείς εύκολα να ερμηνεύσει τις
απογοητεύσεις που προέκυψαν λίγους μήνες αργότερα, μετά την ανάληψη της

2
Μανόλης Κούμας, Γεώργιος Καφαντάρης (1873-1946): πολιτική βιογραφία (Αθήνα, υπό έκδοση)
3
Ριχάρδος Σωμερίτης, συνέντευξη στον γράφοντα, 22 Φεβρουαρίου 2006

294
εξουσίας από την Ένωση Κέντρου. Αυτή πάντως έδειχνε να είναι μία παράμετρος
που δεν αντιλαμβανόταν ούτε καν ο Γεώργιος Παπανδρέου. Σε ιδιωτικές συζητήσεις
του εφέρετο να αμφισβητεί την διαφορετική στρατηγική της νεολαίας, παρά την
σταθερή επαφή που διατηρούσε με αυτό το κομμάτι της κοινωνίας: «Σ’ εμένα έλεγε
μια φορά που τον πίεζα: “Μα επιτέλους εγώ καθοδηγώ το Έθνος, εσάς που λέτε ότι
πιστεύετε σε μένα δεν μπορώ να σας καταλάβω καν. Τι ζητάτε;”».4

Στο πλαίσιο αυτής της παραδοχής, η ανά χείρας μελέτη προτείνει μία
ερμηνεία της τακτικής του ανένδοτου αγώνα προσεγγίζοντας τον ως μία
αντιπολιτευτική στρατηγική ενός κόμματος, που αποσκοπεί στην ανάληψη της
εξουσίας. Για την ηγεσία του Κέντρου ο ανένδοτος υπήρξε ένας σκληρός αγώνας
πολιτικής επιβίωσης, τόσο στον πολιτικό χάρτη της χώρας, όσο και στο εσωτερικό
της κεντρώας παράταξης. Αντίθετα, η ευρύτερη δυναμική της ανανέωσης της
κοινωνίας προϋπήρχε του ανένδοτου και εξέφραζε μία εκσυγχρονιστική διάθεση των
πολιτών, πέρα από πολιτικές σκοπιμότητες. Μέχρι τις μέρες μας, η επικρατούσα
οπτική τείνει να ταυτίσει τις δύο πλευρές και να παρουσιάσει τον ανένδοτο σαν
εμπνευστή της ανανεωτικής αυτής δυναμικής. Όπως προκύπτει, όμως, από τη μελέτη
των πηγών, ο ανένδοτος φάνηκε να αφομοιώνει την ανανεωτική επιχειρηματολογία
της ελληνικής κοινωνίας με τρόπο ιδανικό, ώστε να επιτύχει την ευρύτερη δυνατή
συσπείρωση της ριζοσπαστικοποιημένης αυτής γενιάς γύρω του. Έτσι, μπορεί βάσιμα
να υποστηριχθεί ότι το Κέντρο έδειχνε περισσότερο να ακολουθεί τις εξελίξεις,
επιδιώκοντας την πολιτική του επικράτηση, παρά να τις προκαλεί το ίδιο με δικές του
καινοτόμες προτάσεις.
Αυτή ακριβώς η ανάγκη διατήρησης των ισορροπιών με εκείνους τους φορείς
που θα μπορούσαν να παρέμβουν υπέρ μίας λύσης που θα ωφελούσε πολιτικά το
Κέντρο, το οδήγησε πολλές φορές σε παραχωρήσεις έναντι θεσμών και σε ένδειξη
υποχωρητικότητας έναντι παρεμβατικών πρακτικών. Για τα στελέχη της Ένωσης
Κέντρου, η απομάκρυνση της κυβέρνησης Καραμανλή από την εξουσία έδειχνε
μονόδρομος και η επίτευξη αυτού του στόχου, ειδικά μετά τους πρώτους μήνες,
έμοιαζε να ξεπερνά κάθε πιθανή επιφύλαξη έναντι των μεθόδων. Στο πλαίσιο αυτό, η
ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης εκμεταλλεύθηκε την κρίση στις σχέσεις
πρωθυπουργού-Ανακτόρων, τα οποία ενοχλημένα από την ενίσχυση του
Κωνσταντίνου Καραμανλή, εφέροντο να προτιμούν μία ανίσχυρη κυβέρνηση

4
Ελευθέριος Βερυβάκης, συνέντευξη στον γράφοντα 22 Ιανουαρίου 2006.

295
συνεργασίας στελεχών της ΕΡΕ και της Ένωσης Κέντρου. Η στρατηγική του
Γεωργίου Παπανδρέου και των συντελεστών του ανένδοτου έναντι του Στέμματος,
αποτελούσε πραγματικά εμπνευσμένη πολιτική τακτική πίεσης και παράλληλης
προβολής λύσεων. Ευάλωτο έναντι των κατηγοριών της αντιπολίτευσης, το Παλάτι
στράφηκε κατά του πρωθυπουργού, τον οποίο κατηγορούσε ότι το άφηνε ακάλυπτο.
Επιστέγασμα της έξυπνης και έμμεσης επίθεσης του Κέντρου αποτέλεσε,
αναμφίβολα, η στάση του έναντι της «βαθείας τομής»· στην προσπάθεια του
πρωθυπουργού να περιορίσει τις δυνατότητες παρέμβασης του Στέμματος, η στάση
του Κέντρου έδειχνε να ευνοεί τα Ανάκτορα. Η ιδιότυπη αυτή «συμπόρευση» είχε
έναν κοινό στόχο πλέον, την κυβέρνηση Καραμανλή.
Αντιθέτως, οι Ηνωμένες Πολιτείες επαναλάμβαναν σε κάθε ευκαιρία την
απόφασή τους να μην εμπλακούν στην πολιτική κρίση που είχε προκληθεί μετά τις
εκλογές του 1961. Παρά την προφανή ικανοποίησή τους από την πολιτική της
κυβέρνησης Καραμανλή και την προτίμηση που είχαν επιδείξει στο σενάριο της
παραμονής της στην εξουσία, δεν προκύπτει από πουθενά ότι είχε υπάρξει
παρέμβασή τους προκειμένου να αποφευχθεί η ανάληψη της εξουσίας από το Κέντρο
ή η ενίσχυσή της παρουσίας του στην πολιτική σκηνή. Μετά τις εκλογές του 1961,
όλες οι εκθέσεις της πρεσβείας εξέφραζαν απόλυτη ικανοποίηση για την εκλογική
ενίσχυση του Κέντρου, που είχε εκφραστεί με την αύξηση των εδρών του στη νέα
βουλή και την μείωση των ποσοστών της ΕΔΑ, γεγονός που απέτρεπε το ενδεχόμενο
περαιτέρω πόλωσης μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Οι επιφυλάξεις που εκφράστηκαν
κατά τη διάρκεια του ανένδοτου αγώνα, σχετίζονταν αφενός με την αξιοπιστία του
νέου φορέα και την ικανότητά του να πείσει το εκλογικό σώμα ότι θα μπορούσε να
αποτελέσει αξιόπιστη κυβερνητική εναλλακτική για τη χώρα, και αφετέρου με την
πιθανότητα εκμετάλλευσης της δυναμικής του ανένδοτου από την Αριστερά.
Ειδικότερα, τέλος, ως προς τον Γεώργιο Παπανδρέου, οι αμερικανοί αξιωματούχοι
δεν έδειχναν να ανησυχούν για τις πολιτικές του επιλογές – βέβαιοι για τον
διακηρυγμένο αντικομμουνισμό του – αλλά έδειχναν διστακτικοί απέναντι στην
μάλλον αμφισβητήσιμη σταθερότητά του, στην προσπάθειά του να επιτύχει τους
στόχους που κατά καιρούς έθετε.
Η παρακολούθηση της πορείας του ανένδοτου αγώνα της Ένωσης Κέντρου,
μπορεί να καταδείξει την εξέλιξη στόχων και προτεραιοτήτων, στο διάστημα των
είκοσι περίπου μηνών που διήρκεσε. Έτσι μπορεί να γίνει εφικτή μία συνολικότερη
αποτίμηση των αποτελεσμάτων ενός στρατηγικού εγχειρήματος, του οποίου η μορφή,
296
η επιχειρηματολογία και η πειστικότητα υπέστησαν ουσιώδεις μεταβολές μεταξύ του
1961 και του 1963.5 Κατά τη διάρκεια των πρώτων εβδομάδων του ανένδοτου αγώνα,
η προσοχή επικεντρώθηκε στην καταγγελία περιστατικών βίας στην επαρχία και
νόθευσης του αποτελέσματος στα μεγάλα αστικά κέντρα. Κατανοώντας ότι το
ζήτημα έπρεπε να αναδειχθεί όσο ήταν ακόμη εν θερμώ, το Κέντρο ανέλαβε να το
διατηρήσει στην επικαιρότητα με καθημερινές αναφορές. Η ορκωμοσία της
κοινοβουλευτικής ομάδας του Κέντρου στις αρχές του 1962 – που εγκαινίασε την
πρώτη φάση του ανένδοτου – έδωσε νέα δυναμική στις καταγγελίες που πλέον
γίνονταν από την αίθουσα του κοινοβουλίου. Σύμφωνα με τα στελέχη του κόμματος,
η στρατηγική της Ένωσης Κέντρου είχε ήδη αποδώσει τους πρώτους καρπούς, που
ξεπερνούσαν τους αρχικούς στόχους. Έτσι, πέρα από την παραδοχή από την
κυβέρνηση της ύπαρξης συγκεκριμένων παρατυπιών στην εκλογική διαδικασία, ως
θετικό αποτέλεσμα αντιμετωπιζόταν και η δέσμευση περί εκκαθάρισης των
εκλογικών καταλόγων.
Η δεύτερη φάση του ανένδοτου, που σχηματικά ονομάστηκε «Πορεία στο
Λαό», ξεκίνησε από τον Μάρτιο του 1962 και προέβλεπε την άμεση επαφή των
στελεχών του Κέντρου με τους πολίτες, μέσω μεγάλων συγκεντρώσεων σε όλη τη
χώρα. Η εξωστρέφεια του ανένδοτου ενισχύθηκε, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον
στην ανάδειξη ζητημάτων – πέραν του εκλογικού – που θα του επέτρεπαν να
προσεγγίσει μεγαλύτερες ομάδες πληθυσμού. Η αποκατάσταση της ομαλής
λειτουργίας του πολιτεύματος, που θα επιτυγχανόταν μόνον μέσα από το τρίπτυχο
«τίμιο κράτος-τίμιο εκλογικό σύστημα-τίμιες εκλογές» προβλήθηκε ως νέο πρόταγμα
του ανένδοτου. Υπό αυτό το πνεύμα επιχειρήθηκε να διατηρηθεί ο ανένδοτος στο
προσκήνιο της πολιτικής ζωής, προσαρμοζόμενος στις κοινωνικές απαιτήσεις.
Τελευταία φάση της αντιπολιτευτικής αυτής τακτικής του Κέντρου αποτέλεσε
η περίοδος από τον Σεπτέμβριο του 1962, μέχρι και την παραίτηση του
πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή. Αυτή η φάση ήταν ίσως η κρισιμότερη
των είκοσι μηνών της αντιδικίας, καθώς το Κέντρο πέραν της κυβέρνησης, είχε πλέον
να αντιμετωπίσει και την κόπωση, που είχε σωρεύσει ένας χρόνος συνεχών
συγκρούσεων και δυναμικών κινητοποιήσεων. Πράγματι, οι δύο τελευταίοι μήνες
του 1962 υπήρξαν οι πλέον κρίσιμοι για την εξέλιξη του εγχειρήματος. Γνωρίζοντας
ότι δεν θα ήταν εύκολο να διατηρηθεί το κλίμα της πόλωσης για μεγάλο διάστημα

5
Αδαμάντιος Πεπελάσης, συνέντευξη στον γράφοντα, 17 Ιανουαρίου 2006.

297
χωρίς κάποια δυναμική εξέλιξη, η Ένωση Κέντρου φαινόταν να αναζητά νέο
βηματισμό. Έτσι οργανώθηκε το τελικό στάδιο της αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση
– μία ύστατη δηλαδή προσπάθεια αναθέρμανσης του ζητήματος – από τον Ιανουάριο
του 1963. Από το σημείο αυτό και εξής, η πλάστιγγα έδειξε να κλίνει σαφώς προς την
πλευρά της αντιπολίτευσης, κυρίως λόγω του ολοένα διευρυνόμενου χάσματος
μεταξύ πρωθυπουργού και Ανακτόρων. Η πρόταση της κυβέρνησης για αναθεώρηση
ορισμένων μη θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος οριστικοποίησε την διάσταση
απόψεων μεταξύ Κωνσταντίνου Καραμανλή και βασιλιά Παύλου και έδωσε την
ευκαιρία στην Ένωση Κέντρου να ενισχύσει τη θέση της.

Διακρίνοντας το αδιέξοδο στο οποίο είχε βρεθεί πλέον η κυβέρνηση, η


αξιωματική αντιπολίτευση δεν δίσταζε να αποδεχθεί κάθε αίτημα που προβαλλόταν,
αφήνοντας στην άκρη οποιονδήποτε στρατηγικό σχεδιασμό. Όπως εύστοχα
υποστηρίζει ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς «Επί ένα έτος, και ενώ οι δόκιμοι πολιτικοί
αμφέβαλλαν για τα αποτελέσματα του αγώνα, ο ακατάβλητος γέροντας [Γεώργιος
Παπανδρέου] διέτρεχε την ύπαιθρο αποκαθιστώντας μία κάπως υπερβολικά
ενθουσιώδη αλλά σχεδόν μυστικιστική επικοινωνία με το λαό. Έτσι, τα κύρια
συνθήματα της εκστρατείας του Κέντρου δεν προήλθαν από μία γενική πλατφόρμα
αλλά αποσπασματικά, κατά τη διάρκεια του “ανένδοτου αγώνα”. Ποτέ δεν
αποκρυσταλλώθηκαν σε ένα ενιαίο σύστημα ιεραρχημένων στόχων».6 Έτσι, το
Κέντρο έδειχνε πλέον να παρακολουθεί την ατζέντα του ανένδοτου, χωρίς όμως να
ασχολείται με τη διαμόρφωσή της. Τα δραματικά γεγονότα της άνοιξης του 1963, που
έδειχναν να εξελίσσονται με πρωτοφανή ταχύτητα, ξεπερνώντας κατά πολύ τον
πολιτικό χρόνο, επηρέασαν την πορεία των πραγμάτων πολύ περισσότερο από όσο θα
μπορούσε να είχε ελπίσει η Ένωση Κέντρου. Η οριστική ρήξη μεταξύ Ανακτόρων
και πρωθυπουργού και η συνακόλουθη παραίτηση του δεύτερου, αποτέλεσαν την
επίτευξη του βασικού στόχου του Κέντρου, που πλέον – απόντος του Κωνσταντίνου
Καραμανλή – θα μπορούσε ευχερέστερα να διαπραγματευθεί τους όρους της
εκλογικής του κατίσχυσης.7

6
Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Η ελληνική τραγωδία, ο.π., σελ. 161.
7
Διαχωρίζοντας την θέση της από την τακτική του Κέντρου, η ΕΔΑ σημείωνε σε κείμενό της: «Η
ΕΔΑ δεν αντελήφθη ποτέ την πτώση του Καραμανλή σαν το απόλυτο αίτημα του αγώνα, σαν το τέρμα
της πάλης για τη Δημοκρατία. Συγκεντρώνει τα κύρια πυρά εναντίον του και αποβλέπει ταυτόχρονα να
διευκολύνει την ανάπτυξη των αγώνων των μαζών και αύριο, ύστερα από την πτώση του, και να
δημιουργήσει και τα ερείσματα και τις προϋποθέσεις προς την κατεύθυνση αυτή». Αρχείο ΕΔΑ,
Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, φάκ. 482 (χ.χ.)

298
Στο ερώτημα κατά πόσο ο ανένδοτος αγώνας της Ένωσης Κέντρου πέτυχε
τους στόχους του, η απάντηση δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη. Είναι προφανές, ότι
βραχυπρόθεσμα η αξιωματική αντιπολίτευση έδειχνε να έχει επιτύχει τις βασικές της
επιδιώξεις. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε παραιτηθεί, η ενότητα του Κέντρου
είχε – προσωρινά τουλάχιστον – επιβληθεί και οι πολιτικές εξελίξεις έμοιαζαν να
ευνοούν την πολιτική επικράτησή του κόμματος έναντι των αντιπάλων του. Λίγους
μήνες αργότερα αυτή πολιτική δυναμική επρόκειτο να εκφραστεί και στις κάλπες:
αρχικά με το οριακό αποτέλεσμα των εκλογών του 1963 και εν συνεχεία με τον
εκλογικό θρίαμβο του Φεβρουαρίου του 1964. Το αμέσως επόμενο διάστημα, όμως,
έμελλε να αποδείξει τον προσωρινό χαρακτήρα αυτής της επιτυχίας. Με την σκληρή
του αντιπολιτευτική τακτική το Κέντρο έδειχνε να έχει απελευθερώσει δυνάμεις που
τελικά στράφηκαν εναντίον του, παγιδεύοντας το ίδιο και την χώρα σε έναν νέο
κύκλο έντασης. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν, από τα μέσα της δεκαετίας,
κατέδειξαν την ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος και την παντελή έλλειψη
εγγυήσεων του πολιτεύματος, με συνέπειες που επρόκειτο να οδηγήσουν την χώρα
πολλά χρόνια πίσω.

299
ΠΗΓΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αδημοσίευτες πηγές

α. Ελληνικές

Αρχείο Σοφοκλή Βενιζέλου, Ιστορικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη, Κηφισιά

Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή, Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», Φιλοθέη

Αρχείο Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Κ. Μητσοτάκης», Αθήνα

Αρχείο Κωνσταντίνου και Ιωάννας Τσάτσου, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα,

Αρχείο Γεωργίου Παπανδρέου, Πνευματικό Ίδρυμα Γεωργίου Παπανδρέου, Αθήνα

Αρχείο Περικλή Πάγκαλου, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα

Αρχείο Παναγιώτη Πιπινέλη, Διπλωματικό και Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, Αθήνα

Αρχείο Παναγιώτη Κανελλόπουλου, Εταιρεία Φίλων Παναγιώτη Κανελλόπουλου, Αθήνα

Αρχείο Βασιλικών Ανακτόρων, Γενικά Αρχεία του Κράτους Αθήνα

Αρχείο Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Αθήνα

«Ελεύθερη Ελλάδα-Η Φωνή της Αλήθειας», Αρχείο Ραδιοφωνικού Σταθμού, Αρχεία Σύγχρονης
Κοινωνικής Ιστορίας, Αθήνα

Αρχείο Κεντρικής Υπηρεσίας, Διπλωματικό και Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, Αθήνα

Αρχείο Πρεσβείας Λονδίνου, Διπλωματικό και Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, Αθήνα

β. Βρετανικές

The National Archives, Λονδίνο, FO 371: Υπουργείο Εξωτερικών, γενική πολιτική αλληλογραφία

γ. Αμερικανικές

Νational Archives, Ουάσιγκτον, State Department Papers, RG 59, Ελλάδα, γενική πολιτική
αλληλογραφία

National Security Files/Country Files: Greece, John F. Kennedy Presidential Library (τμήμα που έχει
παραχωρηθεί στο ίδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής»)

300
δ. Συνεντεύξεις στον γράφοντα *

Ελευθέριος Βερυβάκης (αναπληρωτής γεν. γραμματέας ΟΝΕΚ), 22/24.1.2006

Απόστολος Κακλαμάνης (γεν. γραμματέας ΟΝΕΚ, 1962-1963), 5.4.2006

Βασίλειος Κοντογιανόπουλος (μέλος ΣΥΔΝΕ), 21.2.2006

Λεωνίδας Κύρκος, (βουλευτής ΕΔΑ), 23.3.2006

Νικόλαος Λιναρδάτος, (υπάλληλος Γενικής Διεύθυνσης Τύπου και Πληροφοριών), 20.2.2006

Γεώργιος Αλέξανδρος Μαγκάκης (δικηγόρος, υφηγ. Πανεπιστ. Αθηνών), 19.1.2006

Βάσος Μαθιόπουλος (ανταποκριτής Ελευθερίας στην Γερμανία), 24.5.2006

Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (βουλευτής Ένωσης Κέντρου), 15.11.2005

Αδαμάντιος Πεπελάσης (καθηγ. οικονομικών, ερευνητής στο ΚΟΕ), 17.1.2006

Αναστάσιος Πεπονής (δικηγόρος, συνεργάτης Γεωργίου Παπανδρέου), 12.12.2005

Χαράλαμπος Ποταμιάνος (πτέραρχος ε.α., υπουργός Εθν. Αμύνης κυβέρνησης Δόβα), 26.3.2006

Χαράλαμπος Πρωτοπαπάς (γεν. γραμματέας Σοσιαλιστικής Ένωσης), 27.1.2006

Γεώργιος Ράλλης (βουλευτής ΕΡΕ, υπουργός Εσωτερικών 1961-1963), 18.1.2006

Μιχάλης Στυλιανού (δημοσιογράφος Ελευθερίας), 30.1.2006

Ριχάρδος Σωμερίτης (ανταποκριτής Ελευθερίας στο Παρίσι), 22.2.2006

Γιάννης Τζαννετάκος (πρόεδρος ΕΦΕΕ 1963), Αθήνα, 4.3.2006

Βιργινία Τσουδερού (αρθρογράφος Ελευθερίας), 28.2.2006

 Σε παρένθεση η ιδιότητά τους κατά την εξεταζόμενη περίοδο

301
Δημοσιευμένες πηγές

α. Ελληνικές

Βουλή των Ελλήνων, Επίσημα Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Βουλής


_______, Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής
Θεοτοκάς, Γιώργος, Στοχασμοί και θέσεις: πολιτικά κείμενα, 1925-1966, τόμοι 2, Ν. Κ. Αλιβιζάτος και
Μ. Τσαπόγας (επιμ.) (Αθήνα, 1996)
Πετρίδης, Παύλος (επιμ.), Ο Γεώργιος Παπανδρέου και το Κυπριακό ζήτημα (1954-1965): ντοκουμέντα
(Θεσσαλονίκη, 1998)
______, και Γιώργος Αναστασιάδης (επιμ.), Γεώργιος Παπανδρέου: ο πολιτικός λόγος (Θεσσαλονίκη
1995)
Σβολόπουλος, Κωνσταντίνος (γεν. επιμ.), Κωνσταντίνος Καραμανλής: Αρχείο, γεγονότα και κείμενα,
τόμοι 12 (Αθήνα, 1992-97)

Τύπος

Αθηναϊκή

Ακρόπολις

Η Αυγή

Το Βήμα

Δημοκράτης

Έθνος

Ελευθερία

Εστία

Η Καθημερινή

Μακεδονία

Τα Νέα

Κήρυξ (Χανίων)

302
β. Αμερικανικές

Department of State, Foreign Relations of the United States, (FRUS), Washington DC, 1961-63,
volume XVI (1994)

γ. Σοβιετικές

Κόντης Β., Μουρέλος Γ, Παπουλίδης Κ, Προζουμέντσικοφ Μ. Γ., Σμιρνόβα Ν. Ντ., Τομίλινα Ν. Γ.


(επιμ.), Σοβιετική Ένωση και Βαλκάνια στις δεκαετίες 1950 και 1960: συλλογή εγγράφων
(Θεσσαλονίκη, 2003)

Βιβλία, απομνημονεύματα, μελέτες

α. Στην ελληνική

Αλιβιζάτος, Νίκος, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία: 1800-2010, (Αθήνα, 2011)
______, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση, 1922-1974: όψεις της ελληνικής εμπειρίας (Αθήνα, 1983)
______, «Η αδύνατη μεταρρύθμιση: Σύνταγμα και παρασύνταγμα στη δεκαετία του ’60», στο Άλκης
Ρήγος, Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης, Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Η «σύντομη» δεκαετία του
’60, σσ. 49-56
______, «Ο Κ. Γ. Καραμανλής και η Αριστερά την κρίσιμη οκταετία, 1955-1963», στο Κωνσταντίνος
Σβολόπουλος, Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου, Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος
Καραμανλής στον εικοστό αιώνα, τόμος Α΄, σσ. 125-136
______, «Απολογισμός – συμεράσματα – προοπτικές», στο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Κωνσταντίνα
Ε. Μπότσιου, Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον εικοστό
αιώνα, τόμος Γ΄, σσ. 539-542
______, «Πέραν του συνταγματικού ρεαλισμού: Καραμανλής και Ντε Γκωλ μπροστά στο Σύνταγμα
και στη μεταρρύθμισή του», στο Σβολόπουλος (επιμ., σε συνεργασία με Σαντάλ Μορέλ), Ντε
Γκωλ και Καραμανλής: το έθνος, το κράτος, η Ευρώπη, σσ. 85-92
Αναστασιάδης, Γιώργος Ο., Πολίτευμα και κομματικοί σχηματισμοί στην Ελλάδα (1952-1967): ιστορική
επισκόπηση (Θεσσαλονίκη, 1991)
Βαληνάκης, Γιάννης, Εισαγωγή στην ελληνική εξωτερική πολιτική, 1949-1988 (Θεσσαλονίκη, 1989)
Βαλντέν, Σωτήρης, Ελλάδα και ανατολικές χώρες, 1950-1967: οικονομικές σχέσεις και πολιτική, δύο
τόμοι (Αθήνα, 1991)
______, Ελλάδα-Γιουγκοσλαβία: γέννηση και εξέλιξη μιας κρίσης (Αθήνα, 1991)
Βαρβιτσιώτης, Ιωάννης, Όπως τα έζησα, 1961-1981 (Αθήνα, 2012)
Βαρελά, Κατερίνα Α., Ανδρέας Γ. Παπανδρέου, 1919-1996, τόμος Α΄: 1919-1981 (Αθήνα, 2002)

303
Βασιλάκης, Μανώλης (επιμ.), Από τον Ανένδοτο στη Δικτατορία (Αθήνα, 2009)
Βερέμης, Θάνος, Ο στρατός στην ελληνική πολιτική: από την Ανεξαρτησία έως τη Δημοκρατία (Αθήνα,
2000)
______, «Ο Καραμανλής και ο σύγχρονος πολιτικός κόσμος», στο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος,
Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου, Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής
στον εικοστό αιώνα, τόμος Α΄, σσ. 474-476
______, και Γιάννης Κολιόπουλος, Ελλάς: η σύγχρονη συνέχεια. Από το 1821- μέχρι σήμερα (Αθήνα,
2006)
Βούλτεψης, Γιάννης, Η υπόθεση Λαμπράκη (Αθήνα, 1966)
Γιαννουλόπουλος, Γιάννης, Ο μεταπολεμικός κόσμος: ελληνική και ευρωπαϊκή ιστορία (1945-1963),
(Αθήνα, 1992)
Young, John W., Η Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου, 1945-1991: πολιτική ιστορία, (Αθήνα, 2002)
Γουντχάουζ, Κ. Μ., Καραμανλής, ο ανορθωτής της ελληνικής δημοκρατίας (Αθήνα, 1982)
Δαβαλάς, Ανδρέας, Η συγκρότηση της δεξιάς ιδεολογίας στη μεταπολεμική Ελλάδα (1944-1981). Μια
θεσμική προσέγγιση (Αθήνα, 2008)
Δαφνής, Γρηγόριος, Τα ελληνικά πολιτικά κόμματα, 1821-1961 (Αθήνα, 1961)
______, Σοφοκλής Ελευθερίου Βενιζέλος, 1894-1964 (Αθήναι, 1970)
Δεληπέτρος, Νίκος Δ., Αποφάσισα να μιλήσω (Αθήνα, 1988)
Δημητράκος, Δημήτρης, Κώστας Μητσοτάκης: πολιτική βιογραφία, τόμος Α’ (1918-1961): από την
Αντίσταση στην πολιτική (Αθήνα, 1989)
Διαμαντόπουλος, Θανάσης, Η ελληνική πολιτική ζωή: εικοστός αιώνας (Αθήνα, 1997)
______, Κώστας Μητσοτάκης, πολιτική βιογραφία, τόμος Β’ (1961-1974): από τον Ανένδοτο στη
Δικτατορία (Αθήνα, 1990)
______, «“Ένωση Κέντρου”: κόμμα αρχών ή ομάδα εξουσίας;», στο Ο φιλελευθερισμός στην Ελλάδα,
σσ. 131-150
______, «Η θεσμική φιλοσοφία του Κ. Καραμανλή στα εκλογικά συστήματα», στο Κωνσταντίνος
Σβολόπουλος, Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου, Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος
Καραμανλής στον εικοστό αιώνα, τόμος Α΄, σσ. 216-221
______, «Οι κοινωνικές και πολιτειακές αντιλήψεις του Γ. Παπανδρέου στη διαχρονική τους πορεία»,
στο Παύλος Παύλος και Γιώργος Αναστασιάδης (επιμ.), Γεώργιος Παπανδρέου: 60 χρόνια,
σσ. 55-85
Δορδανάς, Στράτος, «“Η οργάνωση της καρφίτσας”: κράτος και παρακράτος στη Θεσσαλονίκη τη
δεκαετία του ‘60 στο Άλκης Ρήγος, Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης, Ευάνθης Χατζηβασιλείου
(επιμ.), Η «σύντομη» δεκαετία του ’60, σσ. 126-142.
_______, Η γερμανική στολή στη ναφθαλίνη: επιβιώσεις του δοσιλογισμού στη Μακεδονία (1945-
1974), (Αθήνα, 2011)
Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Ο Γεώργιος Καρτάλης και η
δύσκολη δημοκρατία: σαράντα χρόνια από το θάνατό του (Αθήνα, 1998)
______, 1949-1967: η εκρηκτική εικοσαετία (Αθήνα, 2002)

304
Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά, Μαύρη Βίβλος: Το εκλογικό πραξικόπημα της 29ης Οκτωβρίου (Αθήνα,
1962)
Ένωσις Κέντρου, Η Δημοκρατία θα νικήση: Μαύρη Βίβλος του εκλογικού πραξικοπήματος της 29 ης
Οκτωβρίου 1961 (Αθήνα, 1962).
Ζενεβουά, Μωρίς, Η Ελλάς του Καραμανλή ή η δημοκρατία δυσχερής (Αθήναι, 31972)
Ιατρίδης, Ι. Ο., «Απρόθυμος ηγεμόνας: αμερικανική διπλωματία και η ελληνική πολιτική κρίση (1961-
1967)», στο Μανώλης Βασιλάκης (επιμ.), Από τον Ανένδοτο στη Δικτατορία, σσ. 43-67.
Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Η ελληνική κοινωνία κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο (1945-1967),
δύο τόμοι, (Αθήνα, 1994)
Καζάκος, Πάνος, Ανάμεσα σε κράτος και αγορά: οικονομία και οικονομική πολιτική στη μεταπολεμική
Ελλάδα, 1944-2000 (Αθήνα, 2001)
______, «Οικονομική πολιτική και πολιτική παράδοση (1955-1963)», στο στο Κωνσταντίνος
Σβολόπουλος, Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου, Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος
Καραμανλής στον εικοστό αιώνα, τομος Α’, σσ. 98-114
Κανελλόπουλος, Παναγιώτης, Πως εφθάσαμεν στην 21η Απριλίου 1967 – 1940-1944 Εθνική
Αντίστασση: Ιστορικά δοκίμια (Αθήνα, 1997)
Καραμανωλάκης, Βαγγέλης, Εύη Ολυμπιτου και Ιωάννα Παπαθανασίου (επιμ.), Η ελληνική νεολαία
στον 20ο αιώνα: πολιτικές διαδρομές, κοινωνικές πρακτικές και πολιτιστικές εκφράσεις (Αθήνα,
2010)
Κάτρης, Γιάννης, Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα, 1960-1970 (Αθήνα, 1974)
Clogg, Richard, Parties and Elections in Greece: the Search for Legitimacy (Durham, NC, 1987)
______, «Η “Ένωση Κέντρου”: οι φιλελεύθεροι στην εξουσία;», στο Ο φιλελευθερισμός στην Ελλάδα,
σσ. 119-130
Close, David, Ελλάδα, 1945-2004: πολιτική, κοινωνία, οικονομία (Αθήνα, 2006)
Κοντογεώργης, Γεώργιος, Η Ελλάδα στην Ευρώπη: η πορεία προς την Ένωση και η πολιτική του
Καραμανλή (Αθήνα, 1985)
Κορέσης, Κωνσταντίνος Ε., Γεώργιος Παπανδρέου: η ζωή του (Αθήναι, 1966)
Κουλουμπής, Θεόδωρος Α., συμμετοχή σε στρογγυλή τράπεζα για την εξωτερική πολιτική, στο στο
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου, Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Ο
Κωνσταντίνος Καραμανλής στον εικοστό αιώνα, τόμος Β΄, σσ. 557-562
______, «Ελληνοαμερικανικές σχέσεις και επιβολή της δικτατορίας: μια επανεκτίμηση», στο Άλκης
Ρήγος, Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης, Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Η «σύντομη» δεκαετία του
’60, σσ. 78-83.
Κούμας, Μανόλης, Γεώργιος Καφαντάρης (1873-1946): πολιτική βιογραφία (Αθήνα, υπό έκδοση)
Κούνδουρος, Ρούσσος Σ., Η ασφάλεια του καθεστώτος: πολιτικοί κρατούμενοι, εκτοπίσεις και τάξεις
στην Ελλάδα, 1924-74 (Αθήνα, 1978)
Κουρκουβέλας, Λυκούργος, Η Ελλάδα και το ζήτημα των πυρηνικών όπλων (1957-1963) (Αθήνα,
2011)
Κωνσταντόπουλος, Νίκος, συμμετοχή σε στρογγυλή τράπεζα στο Μανώλης Βασιλάκης (επιμ.), Από
τον Ανένδοτο στη Δικτατορία (Αθήνα, 2009)

305
Κωστής, Κώστας, Ο μύθος του ξένου ή η Pechiney στην Ελλάδα (Αθήνα, 1999)
Κωφός, Ευάγγελος, «Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η αντιμετώπιση του Μακεδονικού
ζητήματος», στο Ευάνθης Χατζηβασιλείου και Χρήστος Χρηστίδης (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος
Καραμανλής και η Βόρεια Ελλάδα, σσ. 120-142
Λιναρδάτος, Σπύρος, Από τον εμφύλιο στη χούντα, πέντε τόμοι (Αθήνα, 1978-87)
______, 4η Αυγούστου (Αθήνα, 1988)
Μάνεσης, Αριστόβουλος Ι., Συνταγματική θεωρία και πράξη (Θεσσαλονίκη, 1980), σσ. 543-574.
______, Η εξέλιξη των πολιτικών θεσμών στην Ελλάδα: αναζητώντας μια δύσκολη νομιμοποίηση
(Αθήνα-Κομοτηνή, 1987)
Μαραγκού, Κωνσταντίνα, «Ελληνοβρετανικές σχέσεις κατά τη δεκαετία του ‘60», στο Μανώλης
Βασιλάκης (επιμ.), Από τον Ανένδοτο στη Δικτατορία (Αθήνα, 2009), σσ. 214-228.
Μαρκεζίνης, Σπύρος, Σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ελλάδος, 1936-1975 τρεις τόμοι (Αθήνα, 1994)
______, Πολιτική Ιστορία της Συγχρόνου Ελλάδος,(Αθήνα, 1978)
Μασσίπ, Ροζέ, Καραμανλής, ο Έλληνας που ξεχώρισε (Αθήνα, 1982)
Μελετιάδης, Χάρης Ν., «Η πολιτισμική διάσταση της εκπαιδευτικής πολιτικής στην Ελλάδα κατά την
πρώτη μεταπολεμική περίοδο (1945-1967)», στο Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Η ελληνική
κοινωνία κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, τόμος Α΄, σσ. 442-456
Μέρτζος, Νικόλας, «Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και οι θεσμοί», στο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος,
Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου, Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής
στον εικοστό αιώνα, τόμος Α΄, σσ. 115-124.
Meynaud, Jean (με τη συνεργασία Π. Μερλόπουλου και Γ. Νοταρά), Πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα,
τόμοι 2 (Αθήνα, 2002)
Μιχαλόπουλος, Δημήτρης, «Η συμμετοχή των Φιλελευθέρων στην ίδρυση της ΕΡΕ και η προσωπική
συμβολή του Κωνσταντίνου Τσάτσου», Τετράδια Ευθύνης (αφιέρωμα στον Κωνσταντίνο
Τσάτσο) 16 (1982), σσ. 150-164
Μορφακίδης, Μόσχος, Παναγιώτα Παπαδοπούλου και Δημήτρης Αγγελής, Κωνσταντίνος Τσάτσος:
φιλόσοφος, συγγραφέας, πολιτικός, πρακτικά διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου, (Γρανάδα-
Αθήνα, 2010)
Μπότσιου, Κωνσταντίνα Ε., «Το Στέμμα και ο συμμαχικός παράγοντας (1961-1967)», στο Μανώλης
Βασιλάκης (επιμ.), Από τον Ανένδοτο στη Δικτατορία, σσ. 91-109.
______, «Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής απέναντι στον “ανένδοτο αγώνα”», στο Κωνσταντίνος
Σβολόπουλος, Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου, Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος
Καραμανλής στον εικοστό αιώνα, τόμος Α΄, σσ. 137-156
______, «Η αρχή του τέλους της βασιλευομένης: Στέμμα και κρίση ηγεμονίας τη δεκαετία του ‘60»,
στο Άλκης Ρήγος, Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης, Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Η «σύντομη»
δεκαετία του ’60, σσ. 103-125
Μπουζάκης, Σήφης, Γεώργιος Α. Παπανδρέου, 1888-1968: ο πολιτικός της Παιδείας, δύο τόμοι
(Αθήνα, 1997 και 1999)
Ξηρός, Θανάσης, Κηδεμονευόμενος και προκρούστειος κοινοβουλευτισμός: Από το Σύνταγμα του 1952
στη δικτατορία των συνταγματαρχών (Αθήνα, 2008)

306
Νικολακόπουλος, Ηλίας, Η καχεκτική δημοκρατία: κόμματα και εκλογές, 1946-1967 (Αθήνα, 2001)
______, «Αναζητώντας το Κέντρο: οι εκλογικές περιπλανήσεις μίας 15ετίας (1946-1961)», στο
Παύλος Πετρίδης και Γιώργος Αναστασιάδης (επιμ.), Γεώργιος Παπανδρέου: 60 χρόνια, σσ.
431-458
______, «Από το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου έως την άνοδο της Ένωσης Κέντρου», Ιστορία του
ελληνικού έθνους, τόμος ΙΣτ΄ (Αθήνα, 2000), σσ. 172-207
______, «Οι εκλογικές αναμετρήσεις της δεκαετίας του ‘60», στο Μανώλης Βασιλάκης (επίμ.), Από
τον Ανένδοτο στη Δικτατορία, ο.π., 285-294.
______, «Η πολιτική πορεία του Σοφοκλή Βενιζέλου, 1952-1961: το κύκνειο άσμα του Κόμματος
Φιλελευθέρων», στο Τάσος Σακελλαρόπουλος, Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Σοφοκλής
Ελευθερίου Βενιζέλος, σσ. 111-137
Παναγιωτόπουλος, Βασίλης (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, (Αθήνα, 2003)
Πάνος, Αριστείδης (επιμ.), Ο Γεώργιος Παπανδρέου και η νεολαία: 35 χρόνια ΟΝΕΚ-30 χρόνια ΕΔΗΝ
(Αθήνα, 1997)
Παπαδημητρίου, Δέσποινα Ι., Από τον λαό των νομιμοφρόνων στο έθνος των εθνικοφρόνων: η
συντηρητική σκέψη στην Ελλάδα, 1922-1967 (Αθήνα, 2006)
Παπαδημητρίου, Νίκος, Από την Ένωση Κέντρου στην αποστασία (Αθήνα, 1986)
Παπαδιαμάντης, Δημήτρης, Στρατός και πολιτική εξουσία στη μετεμφυλιακή Ελλάδα (1949-1967),
διδακτορική διατριβή, τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2012
______, «Η Ένωση Κέντρου και οι Ένοπλες Δυνάμεις (1961-1965)», στο Μανώλης Βασιλάκης (επιμ.),
Από τον Ανένδοτο στη Δικτατορία, σσ. 443-465
Παπαθανασίου, Ιωάννα, Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά: Αρχείο, 1951-1967 (Αθήνα, 2001)
Παπακωνσταντίνου, Μιχάλης, Η ταραγμένη εξαετία (1961-1967): η Ένωση Κέντρου στην εξουσία,
τομος Α’ (Αθήνα, 1997)
Παπακωνσταντίνου Θεοφύλακτος, Ανατομία της Συνοδοιπορίας (Αθήνα, 1960)
Παπανδρέου, Ανδρέας, Η δημοκρατία στο απόσπασμα (Αθήνα, 1974)
Παπανδρέου, Μαργαρίτα, Εφιάλτης στην Αθήνα (Αθήνα, 1984)
Παπαχελάς, Αλέξης, Ο βιασμός της ελληνικής δημοκρατίας: ο αμερικανικός παράγων, 1947-1967
(Αθήνα, 1997)
Παπαχρήστος, Νικόλαος, «Ενδοκομματικές συγκρούσεις στην Ένωση Κέντρου: ο Γεώργιος
Παπανδρέου στη δίνη μίας βραχύβιας ισορροπίας (1961-1965), Παύλος Παύλος και Γιώργος
Αναστασιάδης (επιμ.), Γεώργιος Παπανδρέου: 60 χρόνια, σσ. 551-565
Πασχαλούδη, Ελένη, Ενας πόλεμος χωρίς τέλος: η δεκαετία του 1940 στον πολιτικό λόγο (1950-1967)
(Θεσσαλονικη, 2010)
______, «Μνήμη και πολιτικός λόγος», στο Άλκης Ρήγος, Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης, Ευάνθης
Χατζηβασιλείου (επιμ.), Η «σύντομη» δεκαετία του ’60, σσ. 143-165
Πεπελάσης, Αδαμάντιος, Στην άκρη του αιώνα: Γαστούνη-Μπέρκλεΰ (Αθήνα, 1996)
Πεπονής, Αναστάσιος Ι., Προσωπική μαρτυρία (Αθήνα 1970)
Πετρίδης, Παύλος και Γιώργος Αναστασιάδης (επιμ.), Γεώργιος Παπανδρέου: 60 χρόνια παρουσίας και
δράσης στην πολιτική ζωή (Θεσσαλονίκη, 1994)

307
Ποταμιάνος, Χαράλαμπος, Αναμνήσεις μιας ζωής (Αθήνα, 2002)
Ράλλης, Γεώργιος Ι., Πολιτικές εκμυστηρεύσεις, 1950-1989 (Αθήνα, 1990)
Ρήγος, Άλκης, Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης, Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Η «σύντομη» δεκαετία του
’60: θεσμικό πλαίσιο, κομματικές στρατηγικές, κοινωνικές συγκρούσεις, πολιτισμικές διεργασίες
(Αθήνα, 2008)
Ριζάς, Σωτήρης, Η ελληνική πολιτική μετά τον εμφύλιο πόλεμο: κοινοβουλευτισμός και δικτατορία
(Αθήνα, 2008)
______, Η Ελλάδα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη (1961-1964), (Αθήνα, 2001)
Σακελλαρόπουλος, Τάσος και Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Σοφοκλής Ελευθερίου Βενιζέλος: η
πολιτική διαδρομή, το πρόσωπο, η εποχή (Αθήνα, 2009)
Σερεντεδάκις, Νίκος, «Συλλογική δράση και φοιτητικό κίνημα την περίοδο 1959-1964: δομικές
προϋποθέσεις, πολιτικές ευκαιρίες και ερμηνευτικά σχήματα», στο Άλκης Ρήγος, Σεραφείμ Ι.
Σεφεριάδης, Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Η «σύντομη» δεκαετία του ’60, σσ. 57-77.
Σβολόπουλος, Κωνσταντίνος, Η ελληνική εξωτερική πολιτική [1900-1981] δύο τόμοι (Αθήνα, 1992 και
2001)
______, (επιμ., σε συνεργασία με Σαντάλ Μορέλ), Ντε Γκωλ και Καραμανλής: το έθνος, το κράτος, η
Ευρώπη (Αθήνα, 2002)
______, Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου και Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος
Καραμανλής στον εικοστό αιώνα, τρεις τόμοι (Αθήνα, 2008)
______, Καραμανλής (1907-1998): Μία πολιτική βιογραφία, (Αθήνα, 2011)
Σεφεριάδης, Σεραφείμ, «Συλλογικές δράσεις, κινηματικές πρακτικές: η “σύντομη” δεκαετία του ’60 ως
“συγκρουσιακός κύκλος”», στο στο Άλκης Ρήγος, Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης, Ευάνθης
Χατζηβασιλείου (επιμ.), Η «σύντομη» δεκαετία του ’60, σσ. 57-77.
Σταθάκης, Γιώργος, Το Δόγμα Τρούμαν και στο Σχέδιο Μάρσαλ: η ιστορία της αμερικανικής βοήθειας
στην Ελλάδα (Αθήνα, 2004)
Στεφανίδης, Ιωάννης Δ., Από τον εμφύλιο στον Ψυχρό Πόλεμο: η Ελλάδα και ο συμμαχικός παράγοντας
(1949-52) (Αθήνα, 1999)
______, «Ο αλυτρωτισμός στη δεκαετια του ’60: η περίπτωση της κινητοποίησης για το Κυπριακό
ζήτημα», στο Άλκης Ρήγος, Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης, Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Η
«σύντομη» δεκαετία του ’60, σσ. 285-306
______, «…Η Δημοκρατία δυσχερής; Η ανάπτυξη των μηχανισμών του “ανικομμουνιστικού αγώνος”,
1958-1961», Μνήμων, 29 (2008), σσ. 199-241
[συλλογικό] Ο φιλελευθερισμός στην Ελλάδα: φιλελεύθερη θεωρία και πρακτική στην πολιτική και στην
κοινωνία της Ελλάδος (Αθήνα, 1991)
[συλλογικό] Συντηρητισμός, φιλελευθερισμός, σοσιαλισμός (Αθήνα, 1992)
Τσαπόγας, Μιχάλης, «Ίδρυση και διάλυση πολιτικών κομμάτων κατά το σχέδιο συνταγματικής
αναθεώρησης του 1963», στο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου,
Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον εικοστό αιώνα, τόμος Α΄,
σσ. 413-420

308
Τσάτσος, Δημήτρης, «Ο πολιτικός λόγος του Γεωργίου Παπανδρέου», Παύλος Παύλος και Γιώργος
Αναστασιάδης (επιμ.), Γεώργιος Παπανδρέου: 60 χρόνια, σσ. 17-25
Τσάτσος, Κωνσταντίνος, Λογοδοσία μιάς ζωής, δύο τόμοι (Αθήνα, 2000)
______, Ο άγνωστος Καραμανλής: μια προσωπογραφία (Αθήναι, 1984)
Τσουκαλάς, Κωνσταντίνος, «Η ελληνική δεκαετία του ’60: “σύντομη ή μακρά”;», στο Άλκης Ρήγος,
Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης, Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Η «σύντομη» δεκαετία του ’60, σσ.
41-46
______, Η ελληνική τραγωδία: από την απελευθέρωση ως τους συνταγματάρχες (Αθήνα, 1981)
Φλάισερ, Χάγκεν, «Σε αναζήτηση της “δημοκρατικής αριστεράς” στην Ελλάδα: δυτικοί
προβληματισμοί για έναν πολυδιεκδικούμενο χώρο, 1945-1958», στο Εταιρεία Σπουδών
Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Ο Γεώργιος Καρτάλης και η δύσκολη
δημοκρατία, σσ. 143-177
Χαραλάμπης, Δημήτρης, «Η κρίση της δεκαετίας του ’60 και ο ρόλος του Γεωργίου Παπανδρέου»,
Παύλος Παύλος και Γιώργος Αναστασιάδης (επιμ.), Γεώργιος Παπανδρέου: 60 χρόνια, σσ.
491-521.
Χαραλάμπους, Δημήτρης Φ., Εκπαιδευτική πολιτική και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στη μεταπολεμική
Ελλάδα (1950-1974) (Θεσσαλονίκη, 1990)
Χατζηβασιλείου, Ευάνθης, Ελληνικός φιλελευθερισμός: το ριζοσπαστικό ρεύμα (1932-1979), (Αθήνα,
2010)
______, «Η πρόσληψη της Αριστεράς από τους αντιπάλους της, 1949-1967: Παρατηρήσεις για τη
λειτουργία του ελληνικού αντικομμουνισμού», στο Γρηγόρης Ψαλλίδας (επιμ.), Γρηγόρης
Φαράκος: διαδρομές στην ιστορία (Κέρκυρα, 2011), σσ. 156-182
______, «Αυταπάτες, διλήμματα και η αποτυχία της πολιτικής: ο στρατός στην πορεία προς τη
δικτατορία», στο Μανώλης Βασιλάκης (επιμ.), Από τον Ανένδοτο στη Δικτατορία, σσ. 417-
442.
______, και Χρήστος Χρηστίδης (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η Βόρεια Ελλάδα (Αθήνα,
2006)
______, «Οι πίκρες της ωριμότητας: ο Γιώργος Θεοτοκάς και το ελληνικό πολιτικό σύστημα, 1950-
1966», Νέα Εστία, 158 (2005), σσ. 1015-1031
______, Ο ελληνικός φιλελευθερισμός στο σταυροδρόμι: η «σοσιαλίζουσα» φάση, 1934-1944 (Αθήνα
2003)
______, Η άνοδος του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην εξουσία, 1954-1956 (Αθήνα, 2001)
Χατζηεμμανουήλ, Χρήστος, «Η απόπειρα συνταγματικής αναθεώρησης του 1963», στο Κωνσταντίνος
Σβολόπουλος, Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου, Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος
Καραμανλής στον εικοστό αιώνα, τόμος Α΄, σσ. 391-413.
Χρηστίδης, Χρήστος, «“Δεν θα μείνης!”: η θεματολογία της “Ελευθερίας”, 1961-1963», διπλωματική
μεταπτυχιακή εργασία, Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2004
______, «Ανένδοτος αγώνας: η αιχμή του δόρατος. Παρατηρήσεις για τη θεματολογία της Ελευθερίας,
1961-1963», στο Άλκης Ρήγος, Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης, Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Η
«σύντομη» δεκαετία του ’60, σσ. 166-182

309
______, «Η καμπή της ωριμότητας: στρατηγική και παρεμβάσεις του Σοφοκλή Βενιζέλου κατά την
τελευταία φάση της πολιτικής του διαδρομής, 1962-1964», στο Τάσος Σακελλαρόπουλος,
Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Σοφοκλής Βενιζέλος, σσ. 159-177
______, «Ο λόγος ενός πρωταγωνιστή: προσεγγίζοντας την περίοδο 1964-1968 μέσα από μία επιστολή
του Πάνου Β. Κόκκα», Κλειώ, 4 (2007), σσ. 139-158
______,«Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και η πολιτική κρίση της δεκαετίας του ‘60», στο Μόσχος
Μορφακίδης, Παναγιώτα Παπαδοπούλου, Δημήτρης Αγγελής, Κωνσταντίνος Τσάτσος, σσ.
579-586
______, «Το Κυπριακό και η ελλαδική κοινή γνώμη», στο Πέτρος Παπαπολυβίου (επιμ.), 1960-2010
Ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας (Λευκωσία, 2010), τομ. 1, σσ. 184-189
Ψαλιδόπουλος, Μιχάλης, «Ο “ρεαλιστικός φιλελευθερισμός” του Παναγή Παπαληγούρα και η
οικονομική πολιτική της περιόδου 1952-67», Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Η ελληνική κοινωνία
κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, τόμος Α΄, σσ. 376-381.
Ψαλλίδας, Γρηγόρης (επιμ.), Γρηγόρης Φαράκος: διαδρομές στην ιστορία (Κέρκυρα, 2011)

β. Ξενόγλωσση βιβλιογραφία

Botsiou, Konstantina Ε., «The Interface between Politics and Culture in Greece», στο Stephan, The
Americanization of Europe, σσ. 277-302
______, «Anti-Americanism in Greece», στο O’Connor (επιμ.), Anti-Americanism, σσ. 213-234
Briggs, Ellis O., Proud Servant: The Memoirs of a Career Ambassador (Ohio, 1998)
Couloumbis, Theodore A., Greek Political Reaction to American and NATO Influences (New Haven
and London, 1966)
Draenos, Stan, «United States Foreign Policy and the Liberal Awakening in Greece, 1958-1967», The
Historical Review/La Revue Historique, 5 (2008), σσ. 121-149
Frederica of the Hellenes, A Measure of Understanding (London, 1971)
Hatzivassiliou, Evanthis, Greece and the Cold War: Frontline State, 1952-1967 (London and New
York, 2006)
______, «Heirs of the King-Makers: the British Embassy in Athens, 1951-1961», Diplomacy and
Statecraft, 18 (2007), σσ. 573-591
______, «Security and the European Option: Greek Foreign Policy, 1952-1962», Journal of
Contemporary History, 30 (1995), σσ. 187-202
______, «The Dark Side of the Force: Losing Control over the Army, 1963-1964», Modern Greek
Studies Yearbook, 18/19 (2002/2003), σσ. 225-238
______, «The Emergence of a New European Centre-right, 1945-1962», στο Arvanitopoulos (επιμ.),
Reforming Europe, υπό έκδοση)
Holland, Robert και Diana Markides, The British and the Hellenes: Struggles for Mastery in the
Eastern Mediterranean, 1850-1960 (Oxford, 2006)
Lerner Mitchell, «“A Big Tree of Peace and Justice”: The Vice Presidential Travelas of Lyndon
Johnson”», Diplomatic History, Vol. 34, No. 2, (April 2010)

310
Mazower, Mark, «Policing the Anti-Communist State in Greece, 1922-1974», στο Mazower (επιμ.), The
Policing of Politics, σσ. 129-150.
______, (επιμ.) After the War was Over: Reconstructing the Family, Nation, and State in Greece,
1943-1960 (Princeton, 2000)
Miller, James Edward, The United States and the Making of Modern Greece: History and Power,
1950-1974 (Chapel Hill, NC, 2009)
______, «“The Greek De Gaulle” or “Our Man in Athens”? Karamanlis and the Americans 1954-
1974», στο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου, Ευάνθης
Χατζηβασιλείου (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον εικοστό αιώνα, τόμος B΄, σσ. 37-
61
Pagedas Constantine A., «“Ellis O. Briggs and the US Embassy in Greece, 1959 to 1962: A “Relentless
Struggle”», Mediterranean Quarterly 17/4, (October 2006)
Pelt, Mogens, Tying Greece to the West : US-West German-Greek Relations, 1949-1974 (Copenhagen,
2006)
Stefanidis, Ioannis D., Stirring the Greek Nation: Political Culture, Irredentism and Anti-Americanism
in Post-war Greece, 1945-1967 (Aldershot, 2007)
_____, Pressure Groups and Greek Foreign Policy (1945-1967), (London, 2001)
Stearns, Monteagle, “Foreword”, στο Ellis O. Briggs, Proud Servant: The Memoirs of a Career
Ambassador (Ohio, 1998)

311

You might also like