You are on page 1of 5

Παραγωγικές καταλήξεις ουσιαστικών

ΑΡΣΕΝΙΚΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ

αίος θηλ. -αία


Δηλώνει καταγωγή από πόλη ή τόπο:​(Ευρώπη) ​Ευρωπαίος ​- ​Ευρωπαία.

-άνος θηλ. -άνα


Δηλώνει καταγωγή από χώρα ή τόπο: ​(Aμερική) ​Aμερικάνος ​- Α
​ μερικάνα​.

-ανός θηλ. -ανή


Δηλώνει καταγωγή από χώρα ή τόπο: ​(Aμερική) ​Aμερικανός ​- Α
​ μερικανή​.

-ίτης θηλ. -ίτισσα


● Δηλώνει καταγωγή από τόπο:​ (Aνατολή) ​Aνατολίτης ​- ​Aνατολίτισσα​.
● Δηλώνει το πρόσωπο που ανήκει σε κάτι, προέρχεται από κάτι ή έχει ορισμένα χαρακτηριστικά
και ιδιότητες: ​(ισόβια) ι​ σοβίτης ​- ​ισοβίτισσα.​

-έζος θηλ. -έζα


Δηλώνει καταγωγή από χώρα ή τόπο: ​(Kίνα) ​Kινέζος​ - ​Κινέζα​.

-άρης θηλ. -άρισσα


● Δηλώνει επάγγελμα: ​(περιβόλι) ​περιβολάρης ​- π
​ εριβολάρισσα​.
● Δηλώνει το πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από μια ιδιότητα: ​(νοίκι) ​νοικάρης ​- ​νοικάρισσα​.

-άριος
Δηλώνει επάγγελμα: ​(αποθήκη) ​αποθηκάριος​, (βιβλιοθήκη) ​βιβλιοθηκάριος​.

-έας ​(αρσ. & θηλ.)


Δηλώνει επάγγελμα​: (​αρχαία ελληνικά ἱ​ ερεύς, αιτ. -έα), ιερέας

-ιάρης
Δηλώνει επάγγελμα: ​(ταβέρνα) τ​ αβερνιάρης​.

-ίας
Δηλώνει το πρόσωπο που έχει ή κάνει κάτι (και επάγγελμα): ​(ταμείο) ​ταμίας​, (έγκλημα)
εγκληματίας,​ (κτήμα) κ
​ τηματίας​.

Katerina Passissi | www.filoglossagr.wordpress.com  www.filoglossa.org 


-ιέρης
​ ανονιέρης,​ (τιμόνι) ​τιμονιέρης​.
Δηλώνει το πρόσωπο που ενεργεί: ​(κανόνι) κ

-ίστας θηλ. -ίστρια

Δηλώνει το πρόσωπο που παίζει ένα μουσικό όργανο: ​(πιάνο) ​πιανίστας ​και ​πιανίστρια​.
Δηλώνει το πρόσωπο που ασχολείται με ένα άθλημα: ​(τένις) ​τενίστας ​και ​τενίστρια​.
Δηλώνει το πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από μια ιδιότητα/επάγγελμα: ​(χιούμορ)
χιουμορίστας​, (στιλ) σ
​ τιλίστας​, ​στιλίστρια.​

-ισμός
● Δηλώνει θεωρία ή διδασκαλία, άποψη φιλοσοφική, θρησκευτική, πολιτική, οικονομική,
επιστημονική, καλλιτεχνική κτλ.: ​(άνθρωπος) ​ανθρωπισμός​, (Βούδας) ​βουδισμός​,
(καθολικός) ​καθολικισμός,​ (κλασικός) κ
​ λασικισμός​.
● Δηλώνει στάση ζωής, ορισμένο τρόπο συμπεριφοράς: ​(εγώ) ​εγωισμός​, (ήρωας) ​ηρωισμός.​
● Δηλώνει ενασχόληση, δραστηριότητα:​(αθλητής) ​αθλητισμός​.
● Δηλώνει παθήσεις σωματικές ή ψυχικές: ​(αλκοόλ) ​αλκοολισμός​.
● Δηλώνει φαινόμενα της φυσικής ή φυσικές ή επιστημονικές διαδικασίες: ​(μαγνήτης)
μαγνητισμός.​

-ιστής θηλ. -ίστρια


Δηλώνει το πρόσωπο που πιστεύει σε μια θεωρία ή σε μια ιδέα: ​(δημοτική) ​δημοτικιστής​,
(ειρήνη) ε​ ιρηνιστής και ειρηνίστρια.

ΘΗΛΥΚΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ
-άδα
● Δηλώνει ιδιότητα:​ (ζωηρός) ​ζωηράδα​.
● Σχηματίζει ουσιαστικά παράγωγα από απόλυτα αριθμητικά: ​(δέκα) ​δεκάδα,​ (δώδεκα)
δωδεκάδα​.
● ​ εμονάδα,​ (φασόλια) ​φασολάδα​.
Δηλώνει χυμό ή φαγητό:​ (λεμόνι) λ

-αινα
Σχηματίζει το θηλυκό ενός ζώου: ​(λέων) ​λέαινα​.

-αρία
​ πιραρία​, (πίτσα) π
● Δηλώνει κατάστημα: ​(μπίρα) μ ​ ιτσαρία​.

Katerina Passissi | www.filoglossagr.wordpress.com  www.filoglossa.org 


● Δίνει έμφαση σε αρνητικά χαρακτηριστικά ενός συνόλου αντικειμένων ή προσώπων: (​κιτς)
κιτσαρία​.
● Δηλώνει σύνολο προσώπων με κοινά χαρακτηριστικά:​ (πιτσιρίκος) ​πιτσιρικαρία​.

-αριά
● ​ λειδαριά,​ (ζυγός) ​ζυγαριά​.
Δηλώνει όργανο ή κατασκευή: ​(κλειδί) κ
● Δηλώνει σύνολο που έχει σχέση με αυτό που αναφέρει η πρωτότυπη λέξη: ​(κλήμα)
κληματαριά​.
● Δηλώνει περιληπτικά αριθμό:​(δέκα) ​δεκαριά​, (εκατοστή) (​ ε)κατοσταριά​.

-εια
Δηλώνει κατάσταση ή ιδιότητα: ​(ασθενής) ​ασθένεια,​ (διαρκής) δ
​ ιάρκεια​.

-ιά
● Δηλώνει φυτό ή δέντρο: ​(κεράσι) κ​ ερασιά,​ (τριαντάφυλλο) ​τριανταφυλλιά​.
● Δηλώνει ενέργεια ή αποτέλεσμα:​ (κανόνι) κ ​ ανονιά​, (μάτι) ​ματιά​, (πινέλο) π
​ ινελιά​.
● Δηλώνει την πληγή που δημιουργείται από ένα όργανο: ​(μαχαίρι) μ ​ αχαιριά​, (ψαλίδι) ​ψαλιδιά​.
● Δηλώνει ποσότητα: ​(πιρούνι) ​πιρουνιά​, (τηγάνι) ​τηγανιά.​
● Δηλώνει κηλίδα ή άσχημη μυρωδιά: ​(λάδι) ​λαδιά.​
● Δηλώνει τόπο:​ (παραλία με άμμο) ​αμμουδιά​, (ανήφορος) ​ανηφοριά​.
● Δηλώνει χρονική έκταση: ​(βράδυ) ​βραδιά​, (νύχτα) ​νυχτιά​.
● Δηλώνει ιδιότητα: ​(άνθρωπος) α​ νθρωπιά​, (άρχοντας) ​αρχοντιά.​
● Δηλώνει ότι κάτι είναι πολύ καλό ή πολύ όμορφο: ​(κουστούμι)​ κουστουμιά.

-ία
● ​ υχραιμία.​
Δηλώνει κατάσταση, γνώρισμα ή συμπεριφορά: ​(ψύχραιμος) ψ
● Δηλώνει χώρα ή τόπο:​ (Γάλλος) ​Γαλλία.​

-ίδα
Σχηματίζει το αντίστοιχο θηλυκό του εθνικού που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ​(Γάλλος)
Γαλλίδα,​ (Έλληνας) ​Ελληνίδα​.

​-ιέρα
Δηλώνει σκεύος ή αντικείμενο (ή από δάνειες λέξεις): ​(αλάτι) ​αλατιέρα​, (τσάι) ​τσαγιέρα​,
καμαριέρα​, ζ​ αρτιέρα.​

-ίλα
Δηλώνει δυσάρεστη οσμή, γεύση, χρώμα ή κατάσταση: ​(τσιγάρο) ​τσιγαρίλα,​ (ξινός) ξ​ ινίλα​,
(κίτρινος) ​κιτρινίλα​.

Katerina Passissi | www.filoglossagr.wordpress.com  www.filoglossa.org 


-ίνα
● Δηλώνει τη γυναίκα που ασκεί ένα επάγγελμα: ​(γιατρός) ​γιατρίνα​, (δικηγόρος) ​δικηγορίνα​.
● Δηλώνει θηλυκό ζώου:​ (ελάφι) ε​ λαφίνα​.

-ισσα
● Δηλώνει επάγγελμα ή ιδιότητα: ​(αγρότης) ​αγρότισσα​, (γείτονας) ​γειτόνισσα,​ (βασιλιάς)
βασίλισσα​.
● Σχηματίζει το θηλυκό εθνικών ή ουσιαστικών που δηλώνουν καταγωγή: ​(Hπειρώτης)
Hπειρώτισσα​.

-οσύνη
● ​ ικαιοσύνη,​ (έμπιστος) ε​ μπιστοσύνη​.
Δηλώνει ιδιότητα: ​(δίκαιος) δ
● Δηλώνει σύνολο προσώπων που χαρακτηρίζονται από μια ιδιότητα: ​(χριστιανός)
χριστιανοσύνη.​

-ότητα & -ύτητα


Δηλώνει ιδιότητα ή κατάσταση: ​(αρμόδιος) ​αρμοδιότητα​, (ταχύς) ​ταχύτητα​.

-σία & -ξία & -ψία


Δηλώνει ενέργεια ή αποτέλεσμα ενέργειας: ​(καχύποπτος) ​καχυποψία​, (ανεξάρτητος)
ανεξαρτησία​.

-τρια
Δηλώνει γυναίκα με ένα επάγγελμα, μια ασχολία, μια δραστηριότητα: ​(μεταφραστής)
μεταφράστρια, (νικητής) νικήτρια, (σοσιαλιστής) σοσιαλίστρια.

ΟΥΔΕΤΕΡΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ
-άδικο
​ αστφουντάδικο.​
Δηλώνει κατάστημα: ​(φαστφούντ) φ

-άρι
● Δηλώνει ποσό, αξία ενός πράγματος, τον βαθμό, το νόμισμα: ​(δέκα) δ ​ εκάρι,​ (είκοσι) ​εικοσάρι​,
​ ενηντάρι​.
(πενήντα) π
● ​ υάρι​, (τρία) ​τριάρι​.
Δηλώνει διαμέρισμα με έναν ορισμένο αριθμό χώρων:​ (δύο) δ

-αριό
​ αμπαναριό​.
Δηλώνει τόπο (γεμάτο) από κάτι:​ (καμπάνα) κ

Katerina Passissi | www.filoglossagr.wordpress.com  www.filoglossa.org 


-άριο
Λόγια υποκοριστική σημασία: (πλοίο) ​πλοιάριο,​ (βιβλίο) β
​ ιβλιάριο.​

-είο
Δηλώνει τόπο, κατάστημα: ​(βιβλιοπώλης) ​βιβλιοπωλείο​, (δασάρχης) ​δασαρχείο​.

-ίδι
Δηλώνει κατάστημα: ​(παγωτατζής) ​παγωτατζίδικο​, (ψιλικατζής) ​ψιλικατζίδικο​.

-ικο
​ πακάλικο,​ (χασάπης) ​χασάπικο.​
Δηλώνει κατάστημα:​ (μπακάλης) μ

-ιλίκι
​ ουλευτιλίκι​.
Δηλώνει επάγγελμα, ασχολία ή ιδιότητα: ​(βουλευτής) β

Katerina Passissi | www.filoglossagr.wordpress.com  www.filoglossa.org 

You might also like