Professional Documents
Culture Documents
Nouns Production
Nouns Production
ΑΡΣΕΝΙΚΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ
-άριος
Δηλώνει επάγγελμα: (αποθήκη) αποθηκάριος, (βιβλιοθήκη) βιβλιοθηκάριος.
-ιάρης
Δηλώνει επάγγελμα: (ταβέρνα) τ αβερνιάρης.
-ίας
Δηλώνει το πρόσωπο που έχει ή κάνει κάτι (και επάγγελμα): (ταμείο) ταμίας, (έγκλημα)
εγκληματίας, (κτήμα) κ
τηματίας.
Δηλώνει το πρόσωπο που παίζει ένα μουσικό όργανο: (πιάνο) πιανίστας και πιανίστρια.
Δηλώνει το πρόσωπο που ασχολείται με ένα άθλημα: (τένις) τενίστας και τενίστρια.
Δηλώνει το πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από μια ιδιότητα/επάγγελμα: (χιούμορ)
χιουμορίστας, (στιλ) σ
τιλίστας, στιλίστρια.
-ισμός
● Δηλώνει θεωρία ή διδασκαλία, άποψη φιλοσοφική, θρησκευτική, πολιτική, οικονομική,
επιστημονική, καλλιτεχνική κτλ.: (άνθρωπος) ανθρωπισμός, (Βούδας) βουδισμός,
(καθολικός) καθολικισμός, (κλασικός) κ
λασικισμός.
● Δηλώνει στάση ζωής, ορισμένο τρόπο συμπεριφοράς: (εγώ) εγωισμός, (ήρωας) ηρωισμός.
● Δηλώνει ενασχόληση, δραστηριότητα:(αθλητής) αθλητισμός.
● Δηλώνει παθήσεις σωματικές ή ψυχικές: (αλκοόλ) αλκοολισμός.
● Δηλώνει φαινόμενα της φυσικής ή φυσικές ή επιστημονικές διαδικασίες: (μαγνήτης)
μαγνητισμός.
ΘΗΛΥΚΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ
-άδα
● Δηλώνει ιδιότητα: (ζωηρός) ζωηράδα.
● Σχηματίζει ουσιαστικά παράγωγα από απόλυτα αριθμητικά: (δέκα) δεκάδα, (δώδεκα)
δωδεκάδα.
● εμονάδα, (φασόλια) φασολάδα.
Δηλώνει χυμό ή φαγητό: (λεμόνι) λ
-αινα
Σχηματίζει το θηλυκό ενός ζώου: (λέων) λέαινα.
-αρία
πιραρία, (πίτσα) π
● Δηλώνει κατάστημα: (μπίρα) μ ιτσαρία.
-αριά
● λειδαριά, (ζυγός) ζυγαριά.
Δηλώνει όργανο ή κατασκευή: (κλειδί) κ
● Δηλώνει σύνολο που έχει σχέση με αυτό που αναφέρει η πρωτότυπη λέξη: (κλήμα)
κληματαριά.
● Δηλώνει περιληπτικά αριθμό:(δέκα) δεκαριά, (εκατοστή) ( ε)κατοσταριά.
-εια
Δηλώνει κατάσταση ή ιδιότητα: (ασθενής) ασθένεια, (διαρκής) δ
ιάρκεια.
-ιά
● Δηλώνει φυτό ή δέντρο: (κεράσι) κ ερασιά, (τριαντάφυλλο) τριανταφυλλιά.
● Δηλώνει ενέργεια ή αποτέλεσμα: (κανόνι) κ ανονιά, (μάτι) ματιά, (πινέλο) π
ινελιά.
● Δηλώνει την πληγή που δημιουργείται από ένα όργανο: (μαχαίρι) μ αχαιριά, (ψαλίδι) ψαλιδιά.
● Δηλώνει ποσότητα: (πιρούνι) πιρουνιά, (τηγάνι) τηγανιά.
● Δηλώνει κηλίδα ή άσχημη μυρωδιά: (λάδι) λαδιά.
● Δηλώνει τόπο: (παραλία με άμμο) αμμουδιά, (ανήφορος) ανηφοριά.
● Δηλώνει χρονική έκταση: (βράδυ) βραδιά, (νύχτα) νυχτιά.
● Δηλώνει ιδιότητα: (άνθρωπος) α νθρωπιά, (άρχοντας) αρχοντιά.
● Δηλώνει ότι κάτι είναι πολύ καλό ή πολύ όμορφο: (κουστούμι) κουστουμιά.
-ία
● υχραιμία.
Δηλώνει κατάσταση, γνώρισμα ή συμπεριφορά: (ψύχραιμος) ψ
● Δηλώνει χώρα ή τόπο: (Γάλλος) Γαλλία.
-ίδα
Σχηματίζει το αντίστοιχο θηλυκό του εθνικού που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (Γάλλος)
Γαλλίδα, (Έλληνας) Ελληνίδα.
-ιέρα
Δηλώνει σκεύος ή αντικείμενο (ή από δάνειες λέξεις): (αλάτι) αλατιέρα, (τσάι) τσαγιέρα,
καμαριέρα, ζ αρτιέρα.
-ίλα
Δηλώνει δυσάρεστη οσμή, γεύση, χρώμα ή κατάσταση: (τσιγάρο) τσιγαρίλα, (ξινός) ξ ινίλα,
(κίτρινος) κιτρινίλα.
-ισσα
● Δηλώνει επάγγελμα ή ιδιότητα: (αγρότης) αγρότισσα, (γείτονας) γειτόνισσα, (βασιλιάς)
βασίλισσα.
● Σχηματίζει το θηλυκό εθνικών ή ουσιαστικών που δηλώνουν καταγωγή: (Hπειρώτης)
Hπειρώτισσα.
-οσύνη
● ικαιοσύνη, (έμπιστος) ε μπιστοσύνη.
Δηλώνει ιδιότητα: (δίκαιος) δ
● Δηλώνει σύνολο προσώπων που χαρακτηρίζονται από μια ιδιότητα: (χριστιανός)
χριστιανοσύνη.
-τρια
Δηλώνει γυναίκα με ένα επάγγελμα, μια ασχολία, μια δραστηριότητα: (μεταφραστής)
μεταφράστρια, (νικητής) νικήτρια, (σοσιαλιστής) σοσιαλίστρια.
ΟΥΔΕΤΕΡΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ
-άδικο
αστφουντάδικο.
Δηλώνει κατάστημα: (φαστφούντ) φ
-άρι
● Δηλώνει ποσό, αξία ενός πράγματος, τον βαθμό, το νόμισμα: (δέκα) δ εκάρι, (είκοσι) εικοσάρι,
ενηντάρι.
(πενήντα) π
● υάρι, (τρία) τριάρι.
Δηλώνει διαμέρισμα με έναν ορισμένο αριθμό χώρων: (δύο) δ
-αριό
αμπαναριό.
Δηλώνει τόπο (γεμάτο) από κάτι: (καμπάνα) κ
-είο
Δηλώνει τόπο, κατάστημα: (βιβλιοπώλης) βιβλιοπωλείο, (δασάρχης) δασαρχείο.
-ίδι
Δηλώνει κατάστημα: (παγωτατζής) παγωτατζίδικο, (ψιλικατζής) ψιλικατζίδικο.
-ικο
πακάλικο, (χασάπης) χασάπικο.
Δηλώνει κατάστημα: (μπακάλης) μ
-ιλίκι
ουλευτιλίκι.
Δηλώνει επάγγελμα, ασχολία ή ιδιότητα: (βουλευτής) β