You are on page 1of 4

ΟλΑΠ 1/2022 (β’ τακτική)

Σύνθεση: Μ. Γεωργίου, Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Μ. Χατζηγεωργίου, Χ.


Τζανερρίκος και Γ. Χριστοδούλου, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Π. Παρτσαλίδου -
Κομνηνού, Κ. Μαυρικοπούλου, Ι. Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ι. Δουρουκλάκης, Μ. Δαβίου-
Απέργη, Γ. Καλαμαρίδης, Ε. Νίκας, Σ.Οικονόμου, Τ. Πατρώνα, Δ. Παλλαδινός, Α. Θεοφάνης,
Π. Τσούμαρη, Γ. Αυγέρης - Εισηγητής, Α. Αποστολάκη, Β. Θωμάτου, Π. Πασσίση, Α.
Βαγγελάτος και Σ. Κουσουλού, Αρεοπαγίτες,
Δικηγόρος: Μιχαήλ Καραγιάννη

[…] Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 εδ.α` ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται
μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή κανόνας που ρυθμίζει
τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση δικαιωμάτων και τη γένεση υποχρεώσεων και επιβάλλει
κυρώσεις. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι
πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν
οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση
εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της
ουσίας προσέδωσε σ` αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή,
ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που
καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016· ΟλΑΠ
2/2013· ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του
δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των
ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω
δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή,
ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού
κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσία (ΟλΑΠ
3/2020· ΟλΑΠ 28/1998).. Εξάλλου, κατά το άρθρο 319 ΑΚ «Αν επισπεύδεται αναγκαστική
εκποίηση κατά του οφειλέτη, όποιος εξαιτίας της κινδυνεύει να χάσει εμπράγματο
δικαίωμα ή την κατοχή πάνω στο πράγμα που εκποιείται, έχει δικαίωμα να ικανοποιήσει το
δανειστή με καταβολή, δημόσια κατάθεση ή συμψηφισμό. Εφόσον ο δανειστής
ικανοποιείται, αυτός που τον ικανοποίησε υποκαθίσταται στα δικαιώματά του». Από τις
διατάξεις αυτές προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποκατάστασης τρίτου στα δικαιώματα

1
του δανειστή είναι: α) να επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση κατά του οφειλέτη, η οποία
αρχίζει με την επίδοση σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται αντιγράφου του απογράφου
με επιταγή προς εκτέλεση, β) η αναγκαστική εκτέλεση να αφορά πράγμα (κινητό ή ακίνητο)
που ανήκει στον οφειλέτη, γ) ο τρίτος να κινδυνεύει από την αναγκαστική εκτέλεση να
χάσει εμπράγματο δικαίωμα ή την κατοχή του πράγματος και δ) να ικανοποιήσει αυτός τον
δανειστή με καταβολή, δημόσια κατάθεση ή συμψηφισμό. Περαιτέρω από τις διατάξεις
των άρθρων 974 και 997 ΑΚ συνάγεται ότι εννοιολογικά στοιχεία της κατοχής είναι η τοπική
σχέση ή επαφή του προσώπου με το πράγμα, η οποία παρέχει στο πρόσωπο τη δυνατότητα
να ενεργεί πάνω στο πράγμα (αντικειμενικό στοιχείο) και η θέληση για υλικό- περισσότερο
ή λιγότερο μόνιμο- εξουσιασμό του πράγματος (υποκειμενικό στοιχείο). Διακρίνεται δε η
ανωτέρω κατοχή σε προστατευόμενη όταν ο κάτοχος έλαβε τη φυσική εξουσία του
πράγματος με τη συναίνεση του νομέα ή απευθείας από τον νόμο ή συνεπεία άλλης
παρόμοιας σχέσης και σε μη προστατευόμενη όταν απέκτησε κατοχή χωρίς τις
προϋποθέσεις του ανωτέρω άρθρου 997 ΑΚ. Από το συνδυασμό τον ανωτέρω διατάξεων
συνάγεται ότι στην έννοια της κατοχής του άρθρου 319 ΑΚ, νοείται, του νόμου μη
διακρίνοντος, τόσο η προστατευόμενη όσο και η μη προστατευόμενη κατοχή, όπως η
τελευταία συντρέχει στην περίπτωση της αποκλειστικής χρήσης ολόκληρου του κοινού
πράγματος από τον ένα εκ των κοινωνών. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή,
κατ` άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της από 4.4.2000 αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε
η προσβαλλόμενη απόφαση, ο ενάγων και αναιρεσείων (ο οποίος, όπως ανωτέρω
αναφέρεται, μετά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης απεβίωσε και κληρονομήθηκε από
τους αιτούντες μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του) εξέθεσε ότι οι διάδικοι, είναι
συγκύριοι του περιγραφόμενου ακινήτου (οικοπέδου) κατά ποσοστά 50% εξ αδιαιρέτου ο
ίδιος και από 25% καθένας από τους εναγόμενους και στη συνέχεια αναιρεσιβλήτους (οι
οποίοι μετά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης απεβίωσαν και όπως δεν αμφισβητείται
εκατέρωθεν, κληρονομήθηκαν η μεν πρώτη από την ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη, μόνη εκ
διαθήκης κληρονόμο της, ο δε δεύτερος από τους ήδη λοιπούς αναιρεσίβλητους. σύζυγο
και τέκνα του, μόνους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του). Ότι, στο οικόπεδο αυτό η αρχική
κυρία του μεριδίου του (μητέρα του) είχε ανεγείρει, με δικές της δαπάνες και τη
συγκατάθεση του δικαιοπάροχου των εναγομένων (πατέρα αυτών και αδελφού της), την
περιγραφόμενη οικία. Ότι την αποκλειστική χρήση, νομή και κατοχή του ανωτέρω ακινήτου
είχε η μητέρα του μέχρι το θάνατό της κατά το έτος 1978, στη συνέχεια δε ο ίδιος και ο
αδελφός του μέχρι το έτος 1980, έκτοτε δε μόνο ο ίδιος μέχρι το χρόνο άσκησης της
αγωγής, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί από τον αρχικό συγκύριο του ακινήτου και από τους
διάδοχους του εναγόμενους. Ότι στις αρχές του έτους 1980 οι διάδικοι συμφώνησαν την
ανέγερση στο κοινό οικόπεδο πολυώροφης οικοδομής κατά το σύστημα της αντιπαροχής,
την οποία θα αναλάμβανε με δικές του δαπάνες, ως εργολάβος, ο ... . Ότι στο πλαίσιο
διαπραγματεύσεων και της προετοιμασίας για την ανέγερση της οικοδομής ο ..., που είχε
την ιδιότητα του αρχιτέκτονα μηχανικού, εκπόνησε τις σχετικές μελέτες, τελικώς όμως οι
διαπραγματεύσεις με αυτόν δεν κατέληξαν σε συμφωνία και δεν ανεγέρθηκε η οικοδομή.
Ότι με αγωγή του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (εφεξής Τ.Ε.Ε.), ως ex lege
υποκατάστατου του ανωτέρω αρχιτέκτονα, ζητήθηκε η επιδίκαση αμοιβών για τις
εκπονηθείσες μελέτες, με τον (ψευδή κατά τον ενάγοντα) ισχυρισμό ότι έγιναν κατόπιν
εντολής των διαδίκων. Ότι με την αναφερόμενη δικαστική απόφαση (κατά της οποίας οι
μεν εναγόμενοι δεν άσκησαν έφεση, η δε ασκηθείσα από τον ίδιο έφεση απορρίφθηκε)
έγινε δεκτή η αγωγή του Τ.Ε.Ε. Ότι με βάση την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κηρυχθεί
προσωρινά εκτελεστή, το Τ.Ε.Ε. επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση κατά των εναγόμενων,
επιβάλλοντας κατάσχεση των ιδανικών μεριδίων τους στο κοινό ακίνητο και εκθέτοντας
αυτά σε αναγκαστικό πλειστηριασμό. Ότι ενόψει του κινδύνου απώλειας του δικαιώματος
κατοχής που είχε στο όλο ακίνητο, την 1.3.1996 εξόφλησε πλήρως και ολοσχερώς κάθε
αξίωση του Τ.Ε.Ε. κατά των εναγόμενων, καταβάλλοντάς του για λογαριασμό τους, κατά το
ήμισυ για τον καθένα, τα αναλυτικά αναφερόμενα ποσά για επιδικασθέντα υπέρ αυτού και
σε βάρος εκείνων κεφάλαιο, τόκους, δικαστική δαπάνη και έξοδα εκτέλεσης και συνολικά
το ποσό των 4.718.910 δραχμών. Επικαλούμενος δε περαιτέρω, κατά την κύρια βάση της
αγωγής του, η οποία ενδιαφέρει εν προκειμένω, ότι η εξόφληση του χρέους των
εναγόμενων έγινε κατ` ενάσκηση του κατά το άρθρο 319 ΑΚ δικαιώματος σε προσφορά και
υποκατάσταση, προκειμένου να προστατεύσει το δικαίωμα κατοχής του στο υπό
πλειστηριασμό ακίνητο και ότι μετά την πλήρη ικανοποίηση του επισπεύδοντος Τ.Ε.Ε.
υποκαταστάθηκε πλήρως στα δικαιώματα του τελευταίου κατ` αυτών, ζήτησε να
υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν το πιο πάνω ποσό των 4.718.910 δραχμών
διαιρετά και κατ` ισομοιρία, ήτοι ανά 2.359.455 δραχμές έκαστος, νομιμοτόκως από την
καταβολή του. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή ήταν νόμιμη κατά την κύρια
βάση της, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 319 ΑΚ Τούτο διότι κατά την αληθή έννοια
της διάταξης αυτής, όπως αναφέρεται στην ανωτέρω νομική σκέψη, ως κατοχή του

3
πράγματος, η οποία αποτελεί μία από τις προϋποθέσεις εφαρμογής της, νοείται η φυσική
εξουσία επί του πράγματος με τη θέληση να το κατέχει, ανεξαρτήτως του αν αυτή γίνεται
δυνάμει έννομης σχέσης ή χωρίς αυτήν, όπως το τελευταίο τούτο συμβαίνει στην
περίπτωση της αποκλειστικής χρήσης ολοκλήρου του κοινού πράγματος από ένα εκ των
κοινωνών.
Συνεπώς το εφετείο, το οποίο έκρινε ότι η αγωγή ήταν νόμιμη κατά την κύρια βάση
της, στηριζόμενη στις διατάξεις περί κοινωνίας και δη σ` εκείνη του άρθρου 788 § 2 ΑΚ και
όχι σ` εκείνη του άρθρου 319 ΑΚ, στη συνέχεια δε την έκανε εν μέρει μόνο δεκτή,
επιδικάζοντας υπέρ του ενάγοντα μόνο το ήμισυ του καταβληθέντος ποσού, ως αντίστοιχο
προς τη μερίδα συγκυριότητάς του στο κοινό ακίνητο, υπέπεσε στην αναιρετική
πλημμέλεια από το αριθ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα παραβίασε τις
προαναφερθείσες διατάξεις με εσφαλμένη εφαρμογή, μη εφαρμόζοντας την πρώτη (ΑΚ
319) που ήταν εφαρμοστέα εν προκειμένω και εφαρμόζοντας τη δεύτερη (ΑΚ 788 §2) που
δεν ήταν εφαρμοστέα. Ως εκ τούτου ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατ` εκτίμηση του οποίου
ο αναιρεσείων (αν και επικαλείται το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ) αποδίδει στην
προσβαλλόμενη απόφαση την πιο πάνω πλημμέλεια, είναι βάσιμος.
Επομένως, κατά παραδοχή του λόγου αυτού αναίρεσης, η αναιρετική εμβέλεια του
οποίου καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των λοιπών λόγων αυτής, πρέπει να γίνει δεκτή η
υπό κρίση αίτηση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η
υπόθεση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων, οι οποίοι
εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση, και να καταδικασθούν οι καθ` ων η κλήση
αναιρεσίβλητοι στα δικαστικά έξοδα των καλούντων- αναιρεσειόντων, που έχουν υποβάλει
προτάσεις (άρθρα 176, 183, 191 § 2 ΚΠολΔ).

You might also like