You are on page 1of 11

Από τη διάταξη του άρθρου 1108 ΑΚ που ορίζει ότι "αν η κυριότητα προσβάλλεται

με άλλο τρόπο εκτός από αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, ο κύριος,


δικαιούται να απαιτήσει από εκείνον που προσέβαλε την κυριότητα του, να άρει την
προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον", προκύπτει ότι η αρνητική αγωγή
ασκείται στην περίπτωση μερικής και όχι ολικής προσβολής της κυριότητας, δηλαδή
όταν ο κύριος διαταράσσεται στη νομή του, που ασκεί επί του πράγματος. Κάθε
πράξη που αποτελεί διατάραξη της νομής είναι συγχρόνως και διατάραξη της
κυριότητας, δηλαδή αποτελεί επέμβαση στην κυριότητα, η οποία δικαιολογεί την
έγερση της αρνητικής αγωγής με αίτημα την άρση της προσβολής ή την παράλειψη
της προσβολής στο μέλλον και τα δύο (ΑΠ 49/1998 Ελλ Δνη 39.1271, ΕφΔωδ
300/2004 Δημοσίευση Νόμος). Με την αρνητική αγωγή μπορεί να σωρευθεί και
αναγνωριστική της κυριότητας του
ενάγοντος (ΕφΑΘ 7997/1999 ΕλλΔνη 2001. 450).
Το Νοέμβριο του έτους 2005 ο τελευταίος κατεδάφισε σταδιακά λίθινο ανάλημμα που
υφίστατο ανάμεσα στα δύο ακίνητα, στη βορειοανατολική πλευρά του ακινήτου των
εναγόντων, ενώ το Νοέμβριο του έτους 2006 τοποθέτησε εντός του ακινήτου των
εναγόντων κατά μήκος της βόρειας πλευράς του και σε απόσταση περίπου 1,20 μ.
από το βόρειο όριο του, σε ευθεία γραμμή σιδηροπασσάλους δημιουργώντας δίοδο
εντός του ακινήτου τους μήκους περίπου 7,45 μέτρων και πλάτους 1,20 μ., ήτοι
συνολικού εμβαδού 8,94 τ.μ. Με τις ως άνω πράξεις του ο εναγόμενος εμποδίζει τους
ενάγοντες στην ελεύθερη και ανενόχλητη χρησιμοποίηση και εκμετάλλευση του ως
άνω τμήματος του ακινήτου τους, επιδιώκει δε με τον τρόπο αυτό τη διεύλεσή του
από την σχηματισθείσα επίδικη δίοδο, ώστε να μεταβαίνει στον δημοτικό δρόμο,
προσβάλλοντας το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας τους επί του επιδίκου. Επομένως,
πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη η αγωγή τους στην ουσία της, να
αναγνωρισθεί το δικαίωμα ψιλής συγκυριότητας των εναγόντων στο
προαναφερόμενο επίδικο τμήμα, να υποχρεωθεί ο ενάγων να άρει την προσβολή,
απομακρύνοντας τους πασσάλους που έχει τοποθετήσει και κατασκευάζοντας το
λίθινο ανάλημμα που καθαίρεσε, να παύσει κάθε μελλοντική διατάραξη της ψιλής
συγκυριότητας τους επί του επιδίκου με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής
κράτησης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
-Υποχρεώνει τον εναγόμενο να άρει τη διατάραξη, ήτοι να απομακρύνει τους
τέσσερις σιδηροπασσάλους που τοποθέτησε σε ευθεία γραμμή στο νότιο όριο του ως
άνω εδαφικού τμήματος και σε απόσταση 1,20 από το βόρειο όριο του ακινήτου των
εναγόντων καθώς και να επανακατασκευάσει το λίθινο ανάλημμα που αναφέρεται
στο σκεπτικό της παρούσας.

-Υποχρεώνει τον εναγόμενο να παραλείπει στο μέλλον κάθε διατάραξη


της ψιλής συγκυριότητας των εναγόντων στο ως άνω εδαφικό τμήμα.

-Απειλεί κατά του εναγομένου χρηματική ποινή τετρακοσίων (400) ευρώ


και προσωπική κράτηση διάρκειας έξι (6) μηνών για κάθε διατάραξη στο
μέλλον της ψιλής συγκυριότητας των εναγόντων επί του παραπάνω εδαφικού
τμήματος.
Με την αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ο
ενάγων και ήδη εκκαλών επικαλέστηκε ότι οι εναγόμενοι και ήδη
εφεσίβλητοι ενσωμάτωσαν παράνομα στα διαμερίσματά τους, τμήματα των
ημιϋπαιθρίων χώρων που βρίσκονταν στην πρόσοψη και στην οπισθία όψη
αυτών και παράλληλα κατακρήμνισαν τους προ των ημιϋπαιθρίων χώρων
κοινοκτήτους πρωτοτοίχους, χωρίς οικοδομική άδεια και καθ` υπέρβαση του
ήδη εξαντλημένου συντελεστή δόμησης του οικοπέδου. Οτι από τις
αυθαίρετες αυτές κατασκευές, παραβλάπτεται το εξ αδιαιρέτου δικαίωμά
του συγκυριότητας επί των χώρων αυτών και των κοινοκτήτων πρωτοτοίχων,
παραβλάπτεται ουσιωδώς η καθόλου αρχιτεκτονική και αισθητική μορφή της
οικοδομής χωρίς την συγκατάθεσή του και επιβαρύνεται ο ίδιος με
αυξημένες δαπάνες θέρμανσης, ενώ υφίσταται ανεπανόρθωτη βλάβη το
πολιτιστικό και φυσικό περιβάλλον της περιοχής. Ζήτησε δε να
υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καθαιρέσουν τις αυθαίρετες κατασκευές,
άλλως να επιτραπεί σ` αυτόν τούτο με δαπάνες τους, υποχρεουμένων να
ανεχθούν τις εργασίες των συνεργείων επ` απειλή χρηματικής ποινής και
προσωπικής των κράτησης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή
ως αβάσιμη. Τώρα ο ενάγων παραπονείται με την έφεσή του για εσφαλμένη
ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και
ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την παραδοχή της αγωγής του.

Από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 3 και 5 εδ. α` του Ν.


3741/1929 "Περί της ιδιοκτησίας κατ` ορόφους", σε συνδυασμό με εκείνες
των άρθρων 1000, 1002, 1108 και 117 του Α.Κ., προκύπτει ότι σε
περίπτωση οροφοκτησίας, ο ιδιοκτήτης διαμερίσματος δικαιούται να
επιφέρει κάθε μεταβολή ή προσθήκη σ` αυτό, καθώς και να κάνει χρήση των
κοινοκτήτων και κοινοχρήστων μερών της οικοδομής, υπό την προϋπόθεση
ότι δεν παρεμποδίζει τους λοιπούς ιδιοκτήτες στην χρήση της ιδιοκτησίας
τους και στην χρήση των κοινοκτήτων μερών της οικοδομής και δεν μειώνει
την ασφάλεια τούτων ή της όλης οικοδομής. Στην έννοια δε της χρήσης της
δικής του ιδιοκτησίας από τον καθένα οροφοκτήτη, εμπεριέχεται και το
δικαίωμα της εμφανίσεως του όλου οικοδομήματος κατά τρόπον μη
προσκρούοντα στην αισθητική και την αρχιτεκτονική κατασκευή του.
Επομένως, οποιαδήποτε προσθήκη παραβλάπτουσα την εμφάνιση της
οικοδομής, ως πέραν της αρχιτεκτονικής κατασκευής της γινομένη,
παραβλάπτει και την χρήση των λοιπών οροφοκτητών και είναι γι` αυτό
ανεπίτρεπτη κατά το άρθρο 1000 του Α.Κ. και 3 παρ. 1 του Ν. 3741/1929,
παρέχουσα στον προσβαλλόμενο οροφοκτήτη το δικαίωμα να αξιώσει την
άρση
της προσβολής (βλ. Α.Π. 419/85 ΝοΒ 34-189, Α.Π. 648/80 ΝοΒ 28-1995,
Α.Π. 462/77 ΝοΒ 26-45). Στην προκειμένη περίπτωση, από τις καταθέσεις
των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (βλ.
ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά), σε συνδυασμό με όλα τα έγγραφα
που προσκομίζει πάλι και επικαλείται ο ενάγων, καθώς και όσα οι
διάδικοι συνομολογούν με τις προτάσεις τους (βλ. και πρωτόδικες
προτάσεις εναγομένων που προσκομίζονται από τον ενάγοντα) ως προς τις
χωριστές τους ιδιοκτησίες και τις κατασκευές που μνημονεύονται στην
αγωγή, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Ο ενάγων είναι κύριος του δευτέρου
ορόφου της εδώ και στην οδό Μ. Μ. αρ. 12 πολυκατοικίας, δυνάμει του υπ`
αριθ. .... που νόμιμα μεταγράφηκε. Οι εναγόμενοι, δυνάμει του 44578/90
συμβολαίου διανομής του ίδιου Συμ-β/φου και εκ κληρονομίας του Φ. Ζ.
(πατέρα των δύο πρώτων και συζύγου της τρίτης) που πέθανε αδιάθετος την
1-8-1993, είναι κύριοι ο μεν πρώτος κατά ψιλή κυριότητα και επικαρπωτής
κατά το 1/2 του οροφοδιαμερίσματος του τρίτου ορόφου, η δεύτερη κατά
ψιλή κυριότητα και κατά το 1/2 επικαρπώτρια του οροφοδιαμερίσματος του
τετάρτου ορόφου και η τρίτη είναι επικαρπώτρια κατά ποσοστό 1/2 των δύο
αυτών οροφοδιαμερισμάτων. Κατά μήνα Μάρτιο 1995, οι εναγόμενοι
προέβησαν στην κάλυψη τμήματος των ημιϋπαιθρίων χώρων που βρίσκονται
στους εξώστες (εμπρόσθιο και οπίσθιο) των δύο διαμερισμάτων τους, εις
τρόπον ώστε να δημιουργηθεί στεγασμένος χώρος σαν συνέχεια των
διαμερισμάτων αυτών. Ειδικότερα από τον ημιϋπαίθριο χώρο του εξώστου
της πρόσοψης, ενσωμάτωσαν τμήμα διαστάσεων 2,32 χ 5,80 και ύψους 2,80
μέτρων, εμβαδού 13,456 τ.μ., συνορευόμενο με δωμάτιο και σάλα του
διαμερίσματος αυτού, από τα οποία χωρίζονταν με τον εμπρόσθιο
πρωτότοιχο της οικοδομής, με υπόλοιπο του εμπροσθίου εξώστη του
διαμερίσματος και με πλάγιο κοινόκτητο πρωτότοιχο της οικοδομής. Στη
συνέχεια κατακρήμνισαν τον εμπρόσθιο κοινόκτητο πρωτότοιχο που χώριζε
τον ημιϋπαίθριο χώρο από τον χώρο της σάλας μήκους 2 μέτρων και
κατασκεύασαν τοίχο μήκους ενός μέτρου (και ύψους 2,80 μ.) και
εκατέρωθεν του τοίχου αυτού υαλοστάσιο καθόλο το μήκος και το ύψος του
ημιϋπαιθρίου χώρου της πλευράς αυτής, αυξάνοντας έτσι την επιφάνεια των
διαμερισμάτων τους κατά 13,456 μ2. Από δε τον ημιϋπαίθριο χώρο του
εξώστου της οπισθίας όψης, ενσωμάτωσαν τμήμα διαστάσεων 1,64 χ 3,10 και
ύψους 2,80 μέτρων, εμβαδού 5,084 μ2, συνορευομένου με αποθήκη και
διάδρομο του διαμερίσματος, από τον οποίο χωρίζονταν με κοινόκτητο
οπίσθιο πρωτότοιχο της οικοδομής, με τον χώρο της κουζίνας του
διαμερίσματος από την οποία χωρίζονταν με οπίσθιο κοινόκτητο
πρωτότοιχο, με υπόλοιπο του οπισθίου εξώστη και με οπίσθιο κοινόκτητο
στηθαίο του εξώστη και με πλάγιο κοινόκτητο πρωτότοιχο. Στη συνέχεια
κατακρήμνισαν τον οπίσθιο κοινόκτητο πρωτότοιχο μήκους 2,90 μέτρων που
χώριζε τον ημιϋπαίθριο χώρο από τον χώρο της αποθήκης - διαδρόμου του
διαμερίσματος και κατασκεύασαν νέο τοίχο μήκους 1,85 μέτρων προς την
πλευρά του ημιϋπαίθριου χώρου που συνορεύει με το υπόλοιπο του εξώστη,
κατ` επέκταση δε του τοίχου αυτού κατασκεύασαν νέο τοίχο μήκους 0,80
μέτρων κατά προέκταση του στηθαίου και σε όλο το ύψος του ορόφου, με
ανοίγματα πόρτας και παράθυρου προς τον οπίσθιο εξώστη, αυξάνοντας έτσι
την επιφάνεια των διαμερισμάτων τους κατά 5,084 μ2. Δηλαδή με την
ενσωμάτωση αυτή των ημιϋπαιθρίων χώρων των δύο εξωστών, τα διαμερίσματα
των εναγομένων αυξήθηκαν κατά 18,540 τετραγωνικά μέτρα το καθένα. Η
οικοδομή αυτή είναι τετραώροφη και είχε ανεγερθεί με βάση την 4032/1989
οικοδομική άδεια. Οι παραπάνω προσθήκες, που βρίσκονταν στο στάδιο των
επιχρισμάτων της πρόσοψης κατά την 17-4-1995, έγιναν χωρίς άδεια και
κρίθηκαν αυθαίρετες και γι` αυτό κατεδαφιστέες (βλ. την από 17-4-1995
έκθεση αυτοψίας και τοιχοκόλλησης της Δ/νσης Πολεοδομίας Νομαρχίας
Θεσσαλονίκης) απορριφθείσης και της σχετικής ενστάσεως (βλ. το
29/8527/ΤΕΚ/1720/13-3-97 έγγραφο της Δ/νσης Πολεοδομίας). Οι προσθήκες
αυτές δεν νομιμοποιήθηκαν κατά οποιονδήποτε τρόπο μεταγενέστερα, όπως
αβάσιμα ισχυρίστηκαν πρωτοδίκως οι εναγόμενοι. Με την
29/42563/ΧΑ/27-11-1996 απόφαση της Δ/νσης Πολεοδομίας εγκρίθηκε η
πραγματοποίηση Μεταφοράς Συντελεστή Δόμησης για 32,64 μ2 από βαρυνόμενο
"διατηρητέο" ακίνητο στο ωφελούμενο επίδικο, με βάση τον 12574/9-9-1996
Ονομαστικό Τίτλο. Με αίτησή τους από 11-12-1996 οι εναγόμενοι ζήτησαν
και εκδόθηκε η 2159/13-12-1996 Αδεια Οικοδομής για μετατροπή ανοικτών
χώρων σε χώρους κύριας χρήσης στον γ` και δ` όροφο του επιδίκου με
Μεταφορά Συντελεστή Δόμησης (Μ.Σ.Δ.). Η Διεύθυνση Πολεοδομίας όμως,
διαπιστώσασα ότι η μελέτη για την έκδοση της παραπάνω αδείας είχε
υποβληθεί στις 11-12-1995, δηλαδή μετά την πραγματοποίηση των παραπάνω
αυθαιρέτων κατασκευών στο επίδικο και την τελεσιδικία της διαδικασίας
για νομιμοποίηση του αυθαιρέτου, με αποτέλεσμα τα σχέδια της αδείας να
μη συμφωνούν με την επί τόπου κατάσταση ως προς την θέση του τοίχου και
τα ανοίγματα των όψεων στον γ` και δ` όροφο, ανεκάλεσε την
2159/13-12-1996 ως άνω Αδεια Οικοδομής με την 29/Οίκ./26808/ΧΑ/18/6/97
απόφασή της. Ακολούθως δε και για τους ίδιους λόγους, διότι δηλαδή η
μελέτη που είχε υποβληθεί δεν αποτύπωνε την πραγματική επί τόπου
κατάσταση, δεδομένου ότι οι υπόψη χώροι (για τους οποίους εκδόθηκε η
ανακληθείσα 2159/1996 άδεια) ήταν ήδη κτισμένοι από τον Απρίλιο του
1995 και τα σχέδια δεν συμφωνούσαν με την επί τόπου κατάσταση ως προς
τη θέση του τοίχου πρόσοψης και τα ανοίγματα των όψεων, λόγοι οι οποίοι
ίσχυαν και για την απόφαση της Μεταφοράς Συντελεστή Δόμησης, ανεκάλεσε
και την ως άνω 29/42563/ΧΑ/96 απόφαση έγκρισης πραγματοποίησης Μ.Σ.Δ.,
με την υπ` αρ. 29/42126/ΧΑ/2129/18-12-98 απόφασή της. Και ναι μεν οι
εναγόμενοι είχαν το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης των εξωστών των
διαμερισμάτων τους προοριζομένων να εξυπηρετούν μόνον αυτούς εκ
κατασκευής, δυναμένων διά τούτο να επεκτείνουν τον δομημένο χώρο του
διαμερίσματός τους αν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Η μετατροπή
όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση των ημιϋπαιθρίων χώρων σε χώρους
κύριας χρήσης, συνιστούσε ουσιώδη μεταβολή βλαπτική της όλης
αρχιτεκτονικής και αισθητικής εμφάνισης της οικοδομής ιδία εις την
εμπροσθίαν όψη αυτής, η οποία, ενώ εκ κατασκευής ήταν ομοιόμορφη και
στους τέσσαρες ορόφους, έχουσα ημιϋπαίθριους χώρους (βεράντες) και εν
συνεχεία μπαλκόνια (ακάλυπτο τμήμα εξώστου σε όλο το μήκος της
πρόσοψης), με την ενσωμάτωση των βεραντών στον τρίτο και τέταρτο όροφο
εμφανίζει πλέον σοβαρή ανομοιομορφία, αφού εις μεν τον πρώτο και
δεύτερο όροφο εμφανίζεται με ημιϋπαίθριους χώρους (βεράντες) και εν
συνεχεία μπαλκόνια, εις δε τον τρίτο και τέταρτο όροφο χωρίς
ημιϋπαίθριους χώρους, στην θέση των οποίων κατασκευάστηκαν υαλοστάσια.
Η προσθήκη αυτή, η βλαπτική της καθόλου αρχιτεκτονικής και αισθητικής
εμφανίσεως της οικοδομής, παράβλαπτε και την χρήση εκ μέρους του
ενάγοντος της χωριστής ιδιοκτησίας του υπό την έννοια (της χρήσης) που
εκτίθεται στη μείζονα σκέψη της παρούσας και εκ του λόγου τούτου ήταν
ανεπίτρεπτος κατά τις διατάξεις των άρθρων 1000 Α. Κ. και 3 παρ. 1 του
Ν. 3741/1929 (βλ. Α.Π. 419/85 όπ.π.). Παρόμοια δε ουσιώδη και βλαπτική
της όλης αρχιτεκτονικής και αισθητικής εμφάνισης της οικοδομής
μεταβολή, παραβλάπτουσα και την χρήση των λοιπών οροφοκτητών,
αποτελούσε και η μετατροπή των οπισθίων ημιϋπαιθρίων χώρων σε χώρους
κύριας χρήσης, ενώ ακόμα, βλαπτική μεταβολή του δικαιώματος
συνιδιοκτησίας του ενάγοντος επί των πρωτοτοίχων της οικοδομής,
αποτελούσε και η καθαίρεση τούτων εκ μέρους των εναγομένων προς τον
σκοπόν επεκτάσεως των διαμερισμάτων τους στους ως άνω ημιϋπαιθρίους
χώρους. Επομένως ήταν νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη η αγωγή και έπρεπε
να γίνει δεκτή. Η ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του
ενάγοντος που προέβαλαν πρωτοδίκως οι εναγόμενοι, ισχυριζόμενοι ότι
έχουν δαπανήσει τουλάχιστον 2.000.000 δραχμές και στα διαμερίσματα ζουν
οι οικογένειές τους, είναι αβάσιμη, γιατί αυτοί στις προσθήκες προήλθαν
εν γνώσει ότι αυτές ήταν αυθαίρετες (χωρίς άδεια) και βλαπτικές της
καθόλου αρχιτεκτονικής και αισθητικής εμφάνισης της οικοδομής και παρά
τις διαμαρτυρίες του ενάγοντος. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την
εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη και αβάσιμη.
Ετσι, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις παραπάνω διατάξεις του νόμου
και κακώς εκτίμησε τις αποδείξεις που προσκομίστηκαν, όπως βάσιμα
παραπονείται ο εκκαλών με την έφεσή του, η οποία πρέπει να γίνει δεκτή
και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση. Μετά την εξαφάνιση της
εκκαλουμένης, το δικαστήριο τούτο πρέπει να κρατήσει την υπόθεση και να
δικάσει την αγωγή, η οποία είναι νόμιμη και βάσιμη στην ουσία και
πρέπει να γίνει δεκτή. Οι εναγόμενοι πρέπει να υποχρεωθούν να
επαναφέρουν τα πράγματα στην προτέρα τους κατάσταση. Δηλαδή να
καθαιρέσουν τις παράνομες κατασκευές και να επαναφέρουν τα διαμερίσματά
τους στις διαστάσεις και την μορφή που είχαν από την αρχή με βάση τα
σχέδια και τις μελέτες που συνοδεύουν την υπ` αριθμ. 4032/1989
Οικοδομική Αδεια. Η επαναφορά πρέπει να γίνει μέσα σε έξι (6) μήνες από
την επίδοση της παρούσας. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία αυτή, πρέπει
να επιτραπεί στον ενάγοντα να επαναφέρει τα πράγματα στην προτέρα
κατάσταση με δαπάνες των εναγομένων. Αν οι εναγόμενοι δεν
συμμορφώνονται με το διατακτικό της παρούσας, πρέπει να απειληθεί
εναντίον τους χρηματική ποινή 100.000 δραχμών και προσωπική κράτηση
ενός μηνός για κάθε παράβαση. Πρέπει επίσης να καταδικασθούν στην
δικαστική δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας γιατί ηττώνται (άρθρ.
176 και 183 Κ.Πολ.Δικ.).

Από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και β παρ. 1 του ν. 3741/1929, που
διατηρήθηκε σε ισχύ μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 54 του Εισ. Νόμου του
ΑΚ, οι οποίες ορίζουν ότι ο ιδιοκτήτης μέρους ορόφου έχει πάντα τα εις τον κύριον
ανήκοντα δικαιώματα, εφόσον η άσκηση αυτών δεν παραβλάπτει τη χρήση των
άλλων ιδιοκτησιών και ότι κατασκευάζει ή διατηρεί ιδία δαπάνη το πάτωμα επί του
οποίου βαίνει, συνάγεται ότι ο οροφοκτήτης, που είναι αποκλειστικός κύριος της
βεράντας (εξώστου) του διαμερίσματος του, δεν έχει μόνον δικαίωμα να τη διατηρεί
και να την επισκευάζει, αλλά οσάκις ή μη επισκευή της έχει ως αποτέλεσμα να
παραβλάπτεται η χρήση του ιδιοκτήτη του κάτω από αυτήν (βεράντα) διαμερίσματος,
υποχρεούται να την επισκευάσει με δική του δαπάνη. Σε περίπτωση δε παραλείψεως
του, ο ιδιοκτήτης του βλαπτομένου διαμερίσματος εκ της μη επισκευής της βεράντας
έχει το δικαίωμα να αξιώσει την επισκευή αυτής, ώστε να αρθεί η προσβολή του (βλ.
και αρθρ. 1108 εδ. α` ΑΚ). Το γεγονός ότι η επισκευή αυτή κατέστη αναγκαία από
ελαττωματική αρχική κατασκευή υπαιτίως ή ανυπαιτίως από τον εργολάβο της όλης
οικοδομής, προτού καταστεί ιδιοκτήτης ο κύριος της βεράντας, δεν έχει καμία έννομη
επιρροή ως προς την υποχρέωση που έχει αυτός προς την επισκευή έναντι του
βλαπτομένου ιδιοκτήτου του κάτω διαμερίσματος της ιδίας οικοδομής (ΑΠ 406/ 1996
ΕλλΔνη 38.52).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ, 1, 2 § 1, 4 § 1, 5
και 13 του ν. 3741/1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ
(άρθ. 54 ΕισΝΑΚ), συνάγεται ότι στην οριζόντια ιδιοκτησία ιδρύεται, κυρίως μεν,
χωριστή κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή διαμέρισμα ορόφου, παρεπομένως δε
αναγκαστική συγκυριότητα, που αποκτάται αυτοδικαίως κατ`ανάλογη μερίδα στα
μέρη του όλου ακινήτου που χρησιμεύουν σε κοινή από όλους τους οροφοκτήτες
χρήση, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, κατ` ενδεικτική στις διατάξεις αυτές
απαρίθμηση, το έδαφος, οι αυλές, η στέγη κ.λπ. Ο προσδιορισμός των κοινοκτήτων
και κοινοχρήστων αυτών μερών γίνεται, είτε με τη συστατική της οροφοκτησίας
δικαιοπραξία, είτε με ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ όλων των οροφοκτητών κατά τα
άρθρα 4 § 1, 5 και 13 του άνω ν. 3741/1929. Αν, όμως, δεν ορίζεται τίποτε από την ως
άνω δικαιοπραξία, ούτε με ιδιαίτερες συμφωνίες, τότε ισχύει ο προσδιορισμός που
προβλέπεται από τις ανωτέρω διατάξεις (ΟλΑΠ 7/1992 ΕλΔ 33, 751, ΑΠ 306/2004
ΕλΔ 45, 1425, ΑΠ 1633/2003 ΕλΔ 45, 791, ΑΠ 922/1998 ΕλΔ 39, 160). Περαιτέρω,
από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ.1 και 5 του Ν.3741/1929, που διατηρήθηκε σε
ισχύ με το άρθρο 54 του ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι το εμπράγματο δικαίωμα καθενός
από τους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων δεν περιορίζεται μόνο επί της
διαιρεμένης (χωριστής) ιδιοκτησίας του, αλλά επεκτείνεται εξ αδιαιρέτου επί των
κοινόκτητων μερών της οικοδομής. Από το δικαίωμα αυτό του ιδιοκτήτη οριζόντιας
ιδιοκτησίας απορρέουν και αξιώσεις του για παράλειψη ή εκτέλεση ενεργειών από
άλλο συνιδιοκτήτη οριζόντιας ιδιοκτησίας ιδιαίτερα όταν αυτός κάνει χρήση της
διαιρεμένης ιδιοκτησίας ή προβαίνει σε ενέργειες στη δική του ιδιοκτησία κατά τρόπο
που υπερβαίνει τα νόμιμα όρια και αντιβαίνει στο νόμο ή στους περιορισμούς που
έχουν συμφωνηθεί με συστατική πράξη. Οι διενέξεις μεταξύ των συνιδιοκτητών, που
απορρέουν από τη σχέση της οροφοκτησίας, υπάγονται, σύμφωνα με το άρθρο 17
παρ.2 του ΚΠολΔ, στην υλική αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου,
ανεξάρτητα από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς και δικάζονται με τη
διαδικασία των άρθρων 648 επ. του ΚΠολΔ. Δεν αποτελούν, όμως, απλές διαφορές
μεταξύ συνιδιοκτητών ορόφων ή διαμερισμάτων, υπαγόμενες στην
προαναφερόμενη αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου, εκείνες που
σχετίζονται με τα όρια της νομής ή της κυριότητας ή των άλλων εμπράγματων
δικαιωμάτων που πηγάζουν από τη σχέση οροφοκτησίας. Κατά συνέπεια, δεν
υπάγεται στην προαναφερόμενη διαδικασία η αξίωση συνιδιοκτήτη, η οποία
φέρει το χαρακτήρα αναγνωριστικής της κυριότητας αγωγής ή αρνητικής, και
με την οποία επιδιώκεται η αναγνώριση της συγκυριότητας επί κοινόκτητου
μέρους της οικοδομής ή η άρση της προσβολής αυτής (συγκυριότητας) που έγινε
από άλλο συνιδιοκτήτη, εφόσον τα δικαιώματα αυτά αμφισβητούνται από τον
τελευταίο (βλ. ΑΠ 1372/1997 ΕΔΠ 1998 σελ, 27, ΕφΑΘ 6533/1991 ΕλλΔ/νη
33.391). Περαιτέρω, αν ο ιδιοκτήτης οριζόντιας ιδιοκτησίας προσβάλλεται από
συνιδιοκτήτη στις εξουσίες του που απορρέουν από τη συγκυριότητα του στα
κοινόκτητα μέρη, έχει εναντίον του προσβολέα, όσον αφορά την έκταση της
ιδανικής του μερίδας, την προστασία που έχει σε ανάλογη περίπτωση ο
συγκύριος, δηλαδή τη διεκδικητική αγωγή στην περίπτωση της αποβολής του,
την αρνητική αγωγή στην περίπτωση της προσβολής με άλλο τρόπο εκτός από
αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος και την αναγνωριστική αγωγή στην
περίπτωση της αμφισβήτησης (βλ. ΑΠ 115/2003 ΕλλΔ/νη 44.494, ΑΠ 1450/1983
ΝοΒ 32.1201, ΕφΠειρ 80/1996 ΕλλΔ/νη 37.1158). Με την αρνητική αγωγή μπορεί να
σωρευτεί η αναγνωριστική αγωγή για την κυριότητα του ενάγοντος (Παπαδόπουλος:
Αγωγές εμπράγματου δικαίου (1989) παρ. 155 αρ.4 σελ. 371). Τέλος, αναγνωριστική
και η αρνητική αγωγή, που αφορούν ακίνητο, εγγράφονται στα βιβλία διεκδικήσεων
(Απ. Γεωργιάδης:Εμπράγματο δίκαιο (1991) παρ. 62V 4 αρ. 29 σελ.630, Κεραμεύς-
Κονδύλης-Νίκας: ΕρμΚΠολΔάρθρ. 220 αρ. 7 σελ. 476, Παπαδόπουλος: ό.π. παρ. 138
αρ. 5 σελ. 346-
347 και παρ.155 αρ.10 σελ. 372, ΟλΑΠ 35/2005 ΕπΔΠολ 2005, 10, Δνη 2005,1035,
ΕφΠατρ 1165/2006 ΑχΝομ 2007,690).

Στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει του εκτιθέμενου στην προηγούμενη σκέψη της
παρούσας περιεχομένου της αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη
απόφαση, γίνεται φανερό ότι με αυτήν (αγωγή) διώκεται η προστασία της
συγκυριότητας των εναγόντων επί των κοινόκτητων χώρων της οικοδομής, σύμφωνα
με τους ισχυρισμούς τους, και όχι η επίλυση διαφοράς, που αφορά στην εφαρμογή
της πράξης σύστασης της διαιρεμένης (χωριστής) ιδιοκτησίας, ούτε η προστασία της
σύγχρησης απλώς κοινόκτητων μερών του οικοπέδου, αφού με σαφήνεια ζητείται
με το εν λόγω αίτημα, η αναγνώριση του χαρακτήρα ως κοινοκτήτων των
ανωτέρω μερών, ο οποίος χαρακτήρας, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των
εναγόντων, αμφισβητείται από τον εναγόμενο με τις πραγματοποιηθείσες
ενέργειές του. Ειδικότερα, στο δικόγραφο της αγωγής αυτής, έχουν σωρευτεί
αντικειμενικά αναγνωριστική αγωγή της συγκυριότητας των εναγόντων στα επίδικα
κοινόκτητα, κατά τους ισχυρισμούς τους, τμήματα του οικοπέδου και αρνητική
αγωγή. Κατά συνέπεια, η αγωγή αυτή έπρεπε να εγγραφεί στα βιβλία διεκδικήσεων,
σύμφωνα με το άρθρο 220 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 35/2005 ο.π., ΕφΠατρ
1165/2006 ο.π.), η δε μη εγγραφή της καθιστά αυτήν απαράδεκτη, γεγονός που, κατά
πάγια νομολογία (ΑΠ878/1990 ΕλΔ 1991, 544 επ.), ερευνάται και αυτεπαγγέλτως.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 (ήδη παράγραφος 3η) του Κ.Πολ.Δικ. στην
αρμοδιότητα των Μονομελών Πρωτοδικείων υπάγονται οι διαφορές ανάμεσα στους
ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων από τη σχέση της οροφοκτησίας, καθώς και οι
διαφορές ανάμεσα στους διαχειριστές ιδιοκτησίας και ορόφους και στους ιδιοκτήτες
ορόφων και διαμερισμάτων. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι στην αποκλειστική
αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου υπάγονται οι διαφορές μεταξύ
ιδιοκτητών ορόφων ή διαμερισμάτων ή μεταξύ των τελευταίων και του διαχειριστή,
εφόσον πηγάζουν από τη σχέση της οροφοκτησίας, άσχετα από την πρόοδο των
οικοδομικών εργασιών στο κοινό οικόπεδο. Τέτοιες διαφορές είναι εκείνες που
προκύπτουν από την εφαρμογή του Ν. 3741/1929 ή της συμφωνίας, όπως π.χ. του
Κανονισμού της πράξεως συστάσεως οροφοκτησίας, καθώς και από τα άρθρα 974,
984, 993 και 1003 του Α.Κ., τα οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικώς εφόσον συμ-
βιβάζονται προς τις ειδικές διατάξεις του Ν. 3741/1929, εκείνες που δημιουργούνται
μεταξύ των συνιδιοκτητών της ίδιας οικοδομής ως προς τα δικαιώματα και τις
υποχρεώσεις τους και εκείνες που αφορούν στα κοινά μέρη (αδιαίρετα) της
οροφοκτησίας. Οι παραπάνω διαφορές υπάγονται στην αρμοδιότητα του Μονομελούς
Πρωτοδικείου πάντοτε, δηλαδή ανεξαρτήτως της αξίας του αντικειμένου της
διαφοράς και δικάζονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 648 - 657 (ως ίσχυαν) του
Κ.Πολ.Δικ., σύμφωνα με το άρθρο 647 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, ως ίσχυε (Α.Π.
528/1987 Ε.Δ.Π. 1989. 96, Παπαδόπουλος "Αγωγές Εμπράγματου Δικαίου" τ/Β’ έκδ.
1992 παρ. 315). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1
και 5 του Ν. 3741/1929 (που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 54 του Εισ.Ν.Α.Κ.),
1003 1005 του Α.Κ., το εμπράγματο δικαίωμα κάθε ενός από τους ιδιοκτήτες ορόφων
ή διαμερισμάτων δεν περιορίζεται μόνο επί της διαιρεμένης (χωριστής) ιδιοκτησίας
του, αλλά επεκτείνεται» εξ αδιαιρέτου επί των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων
πραγμάτων της οικοδομής. Από τα δικαιώματα δε αυτά του ιδιοκτήτη οριζόντιας
ιδιοκτησίας απορρέουν και αξιώσεις του για παράλειψη ή εκτέλεση ενεργειών κατά
άλλου συνιδιοκτήτη, ιδιαίτερα όταν αυτός κάνει χρήση της διαιρεμένης ιδιοκτησίας ή
προβαίνει σε ενέργειες στη δική του ιδιοκτησία κατά τρόπον που υπερβαίνει τα
νόμιμα όρια και αντιβαίνει στο νόμο ή στους περιορισμούς που έχουν συμφωνηθεί με
τη συστατική πράξη, που έχει εμπράγματη ισχύ. Οι κατά τα ανωτέρω ενοχλήσεις των
ιδιοκτητών ορόφων ή διαμερισμάτων, που προξενούνται από τους συνιδιοκτήτες
αποτελούν διένεξη μεταξύ αυτών. Δεν αποτελούν όμως απλές διαφορές (διενέξεις)
μεταξύ συνιδιοκτητών, υπαγόμενες στην παραπάνω αρμοδιότητα του
Μονομελούς Πρωτοδικείου, που έχει ως σκοπό την ταχεία επίλυση της διαφοράς,
εκείνες που σχετίζονται με τα όρια της νομής ή κυριότητας ή των εμπραγμάτων
δικαιωμάτων που πηγάζουν από την ιδιοκτησία αυτή. Δεν μπορεί συνεπώς να
υπαχθεί στην παραπάνω διαδικασία η αξίωση που φέρει το χαρακτήρα
αναγνωριστικής της κυριότητας (άρθρα 1094 του Α.Κ. και 70 του Κ.Πολ.Δικ.) ή
αρνητικής (άρθρο 1108 του Α.Κ.) αγωγής συνιδιοκτήτη με την οποία επι-
διώκεται η αναγνώριση της συγκυριότητάς του ή η άρση της προσβολής αυτής
από άλλον συνιδιοκτήτη, εφόσον τα δικαιώματα αυτά αμφισβητούνται και τα
αντιποιείται ο άλλος συνιδιοκτήτης. Μόνο η επιδίωξη της άρσεως
κατασκευάσματος κατά την υπέρβαση των ορίων της συνιδιοκτησίας από τη
συστατική πράξη της, ή άρσεως προσθηκών ή άλλων ενεργειών επί της δικής του
ιδιοκτησίας από τον άλλο, υπάγονται στις διαφορές μεταξύ των συνιδιοκτητών που
επιλύονται κατά την παραπάνω διαδικασία των άρθρων 17 παρ. 2 και 648 επ. του
Κ.Πολ.Δικ. Ο ακριβής χαρακτηρισμός της ενοχλήσεως έχει σημασία για τον
καθορισμό της υλικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, την εφαρμοζόμενη διαδικασία,
την καταβολή δικαστικού ενσήμου και την εγγραφή στα βιβλία διεκδικήσεων, καθώς
η διένεξη μεταξύ των συνιδιοκτητών δεν εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων, ούτε
για το αντικείμενό της απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, ενώ εκδικάζεται
κατά την προαναφερόμενη ειδική διαδικασία από το αρμόδιο καθ’ υλην Μονομελές
Πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το ακίνητο. Γενικός κανόνας δεν
υπάρχει και συνεπώς ο Δικαστής θα καθορίζει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αν
υπάρχει διατάραξη της κυριότητας ή διένεξη μεταξύ των συνιδιοκτητών (Α.Π.
1369/2005 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Εφ.Αθ. 6533/1991 Ελλ.Δ/νη 33. 391, Παπαδόπουλος
"Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου" τ/Β’ έκδ. 1992 παρ. 320 και 321).

Κατ’ ακολουθία όλων των προεκτεθέντων πρέπει να γίνει, εν μέρει, δεκτή η


κρινόμενη αγωγή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να
επαναφέρει το διαμέρισμά του στην προτέρα κατάσταση, με την κατάργηση -
μεταφορά της κουζίνας από τη σαλοτραπεζαρία στην αρχική της θέση, σύμφωνα με
την κάτοψη ορόφου που επισυνάφτηκε στο φάκελο της οικοδομικής άδειας του
Γραφείου Πολεοδομίας Θεσσαλονίκης της ανωτέρω πολυώροφης οικοδομής άλλως,
σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του εναγομένου, αφού πρόκειται για επιχείρηση
υλικής πράξης που μπορεί να γίνει και από τρίτο πρόσωπο, να επιτραπεί στην
ενάγουσα εντός τριών μηνών από την κοινοποίηση σ’ αυτόν της παρούσας απόφασης,
να το πράξει με δαπάνη του εναγομένου. Και κατόπιν της υποκατάστασης της
ενάγουσας, στη θέση του εναγομένου, εφόσον ο τελευταίος δεν συμμορφώνεται προς
το περιεχόμενο της παρούσας, δια της οποίας υποχρεούται να ανεχθεί την επέμβαση
της ενάγουσας, σε περίπτωση άρνησης ή παρακώλυσης της επέμβασης, κατ’
εφαρμογή του άρθρου 947 Κ.Πολ.Δ, (βλ. Βαθρακοκοίλης "Ερμ.Νομ.Κ.Πολ.Δ.", έκδ.
1997, τόμ. Ε`, άρ. 945, Κατράς "ΠΑΝΔΕΚΤΗΣ ΜΙΣΘΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΟ
ΦΟΚΤΗΣΙΑΣ", έκδ. 2003, σελ. 751 επ. και εκεί παραπομπές σε νομολογία και
θεωρία) απειλείται από το Δικαστήριο χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση.

Η ενάγουσα είναι αποκλειστική κυρία του υπό στοιχεία Α-2 διαμερίσματος του
πρώτου υπέρ το ισόγειο ορόφου, πολυκατοικίας κείμενης στο ......... Αττικής, εντός
του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλης του ........ της κτηματικής περιφέρειας του
ομώνυμου δήμου, στο 8° οικοδομικό τετράγωνο και συγκεκριμένα επί των
οδών ......, .... και ...., η οποία έχει υπαχθεί στο σύστημα της οριζόντιας ιδιοκτησίας
και διέπεται από τις διατάξεις του ν. 3741/1929 (ως και τα άρθρα 1002 και 1117 ΑΚ),
δυνάμει της υπ’ αρ. .../1991 πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού
πολυκατοικίας του συμβολαιογράφου ........, νομίμως μεταγραφείσας στα βιβλία
μεταγραφών του Δήμου ...... στον τόμο ... με αύξοντα αριθμό ..., επί οικοπέδου
έκτασης κατά μεν τον τίτλο κτήσης 1.766,35 τ.μ., κατά νεότερη δε καταμέτρηση
1.822 τ.μ., εμφαινόμενο υπό τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-
Η-Α στο από Αυγούστου 1989 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα
μηχανικού .......... και συνορεύει, κατά το προαναφερόμενο διάγραμμα ανατολικώς επί
πλευράς Δ-Ε 47,46 μέτρων με πολυκατοικία διαφόρων συνιδιοκτητών, δυτικώς εν
μέρει επί πλευράς Ζ- Η 13,28 μέτρων με πολυκατοικία διαφόρων ιδιοκτητών και εν
μέρει επί προσώπου Α-Β 22 μέτρων με την οδό ......., αρκτικώς εν μέρει επί πλευράς
Ε-Ζ 22,52 μέτρων με πολυκατοικία διαφόρων ιδιοκτητών και ιδιοκτησία αγνώστου
και εν μέρει επί πλευράς Α-Η 24,59 μέτρων με πολυκατοικία διαφόρων ιδιοκτητών,
μεσημβρινώς εν μέρει επί προσώπου Γ-Δ 24,15 μέτρων με την οδό ...... και
νοτιοδυτικούς επί προσώπου Β-Γ 26,22 μέτρων με τη λεωφόρο ......, αντιστοιχεί δε το
ακίνητο αυτό στην υπό στοιχεία .... ιδιοκτησία κτηματολογίου. Το ως άνω διαμέρισμα
περιήλθε στην κυριότητα της ενάγουσας με παραγωγό τρόπο και συγκεκριμένα με
αγορά από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «...............», δυνάμει του υπ’
αρ. ..../25-11-1992 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών .........., το οποίο
μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ........, στον
τόμο ... με αύξοντα αριθμό ... Ειδικότερα, το ως άνω υπό στοιχεία Α-2 διαμέρισμα,
όπως αυτό εμφαίνεται στο υπό στοιχεία Α07 σχεδιάγραμμα κάτοψης Α` ορόφου του
αρχιτέκτονα ........, που προσαρτάται στη με αριθμό ../1991 πράξη του ίδιου ως άνω
συμβολαιογράφου, βρίσκεται στον πρώτο πάνω από το ισόγειο όροφο, έχει επιφάνεια
78 τ.μ., ιδιόκτητο όγκο 238 κ.μ., αναλογία όγκου κοινοχρήστων 46 κ.μ., ήτοι
συνολικά μεικτό όγκο 284 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του όλου
οικοπέδου 15/000 και αποτελείται από κουζίνα, living-room, ένα υπνοδωμάτιο, ένα
βοηθητικό δωμάτιο και λουτρό και μια βεράντα επί της λεωφόρου ...... και συνορεύει
γύρωθεν με κοινόχρηστο διάδρομο, υπό στοιχεία Α-1 διαμέρισμα, πρασιά και πέραν
αυτής με τη λεωφόρο ....., υπό στοιχεία Α-3 διαμέρισμα και φωταγωγό, αντιστοιχεί δε
στην υπό στοιχεία .... (Π-Α2) ιδιοκτησία του κτηματολογίου. Η εναγόμενη διαμένει
στο υπό στοιχεία Δ-1 διαμέρισμα του τετάρτου ορόφου της ίδιας οικοδομής
I. Κατά το άρθρο 1108 ΑΚ, αν η κυριότητα προσβάλλεται με άλλον τρόπο, εκτός από
αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, ο κύριος δικαιούται να απαιτήσει από
εκείνον που προσέβαλε την κυριότητα του, να άρει την προσβολή και να την
παραλείπει στο μέλλον. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η αρνητική αγωγή
δίνεται στην περίπτωση μερικής και όχι ολικής προσβολής της κυριότητας, ήτοι, όταν
ο κύριος διαταράσσεται στη νομή του, που ασκεί επί του πράγματος και όχι όταν
προσβάλλεται με άλλον τρόπο, όπως με την αφαίρεση ή κατακράτηση
του πράγματος, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση, προστατεύεται με τη
διεκδικητική αγωγή κατ`αυτού που κατέχει το πράγμα. Βάση της αρνητικής αγωγής
είναι η κυριότητα του ενάγοντος επί του πράγματος και η προσβολή της με πράξεις
διαταράξεως. Διατάραξη της κυριότητας αποτελεί κάθε έμπρακτη εναντίωση στο
θετικό ή αποθετικό της κυριότητας περιεχόμενο, ήτοι όταν ο τρίτος ενεργεί στο
πράγμα πράξεις τις οποίες μόνο ο κύριος δικαιούται να ενεργήσει ή όταν εμποδίζει
τον κύριο να ενεργήσει στο δικό του πράγμα. Γενικώς, δε, κάθε πράξη που αποτελεί
διατάραξη της νομής, αποτελεί επέμβαση στην κυριότητα, η οποία δικαιολογεί την
έγερση της αρνητικής αγωγής, με αίτημα την άρση της προσβολής και την παύση
αυτής στο μέλλον (Γ. Μπαλή, Εμπράγματο Δίκαιο, παρ.104, ΑΠ 959/1005, ΕλΔνη
46.1394, ΕφΑθ 7217/1993, ΕλΔνη 34.637). Εξάλλου, κατά το άρθρο 1094 ΑΚ, ο
κύριος του πράγματος δικαιούται να απαιτήσει από το νομέα ή κάτοχο την
αναγνώριση της κυριότητας του και την απόδοση του πράγματος. Από τη διάταξη
αυτή προκύπτει, ότι τη διεκδικητική αγωγή ασκεί ο κύριος και μη κάτοχος κατά του
μη κυρίου, νομέα ή κατόχου. Προϋπόθεση, δηλαδή, της διεκδικητικής αγωγής είναι η
κυριότητα του ενάγοντος και η νομή ή κατοχή του εναγομένου και αίτημά της η
απόδοση του πράγματος.
Η διεκδικητική αγωγή και η αρνητική δεν μπορούν να σωρευθούν στο ίδιο
δικόγραφο, γιατί αντιφάσκουν μεταξύ τους (άρθρο 218 ΚΠολΔ), καθόσον, όπως
προαναφέρθηκε, η πρώτη προϋποθέτει καθολική προσβολή της κυριότητας, ενώ η
τελευταία μερική. Αν γίνει τέτοια σώρευση διεκδικητικής και αρνητικής αγωγής,
διατάσσεται ο χωρισμός, σύμφωνα με το άρθρο 218 παρ.2 ΚΠολΔ, γιατί είναι
αντιφατικές μεταξύ τους. Μπορεί, όμως, να μην υπάρχει αντίφαση και να είναι
δυνατή η σώρευση, αν η κάθε μία από αυτές αφορά συγκεκριμένο και διαφορετικό
τμήμα του ίδιου ακινήτου (Εφ. Αθ. 5518/2003 ΕλΔ 45,181, ΕφΑθ 9517/1995 ΕλΔ
37,1611) ή αν στο επίδικο ακίνητο έχει γίνει μια εγκατάσταση (Κ.Παπαδόπουλου,
Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, έκδ. 1989, σελ. 306, Α. Γεωργιάδη, Εμπράγματο
Δίκαιο, έκδ. 1991, τομ. Α`, σελ.632).

Η επί της αρνητικής αγωγής απόφαση περί άρσεως της προσβολής θα εκτελεστεί
κατά το άρθρο 945 ΚΠολΔ και περί παραλείψεως στο μέλλον κατά το άρθρο 947
ΚΠολΔ. Επί της αγωγής αυτής εναγόμενος μπορεί να είναι κάθε ένας, ο οποίος με
πράξη ή παράλειψη του επηρεάζει την άσκηση της κυριότητας του ενάγοντος, ακόμη
και συγκύριος

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο, να προβεί σε κατεδάφιση των κτισμάτων που


εκτείνονται εντός του υπό στοιχείο (β) ακινήτου αποκλειστικής κυριότητας του
ενάγοντος, εκτάσεως 97,2 τ.μ. και ειδικότερα, των δύο κτισμάτων επιφάνειας 17,68
τ.μ. και 13,34 τ.μ., αντίστοιχα, όπως αυτά εμφαίνονται με τα περιμετρικά στοιχεία
ΓΔΘΗΖ και ΖΗΙΚ, αντίστοιχα, στο συνημμένο στην αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα
και τα οποία αποτελούνται από υπόγειο, επιφάνειας 31,02 τ.μ., ισόγειο, επιφάνειας
31,02 τ.μ. και πρώτο όροφο, επιφάνειας 17,68 τ.μ., καλύπτουν το βορειοδυτικό τμήμα
του επίδικου ακινήτου και καταλαμβάνουν συνολική έκταση 31,02 τ.μ. αυτού, να
απομακρύνει δε και τα μπάζα και σε περίπτωση δε μη συμμόρφωσής του, επιτρέπει
στον ενάγοντα να το πράξει με δαπάνη αυτού (εναγομένου).

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να παραλείπει στο μέλλον κάθε διατάραξη της


κυριότητας του ενάγοντα επί του παραπάνω ακινήτου της αποκλειστικής κυριότητάς
του.

ΑΠΕΙΛΕΙ κατά του εναγομένου χρηματική ποινή πεντακοσίων (500,00) ευρώ και
προσωπική κράτηση ενός (1) μηνός για κάθε παράβαση της αμέσως πιο πάνω
διάταξης της παρούσας.

You might also like