Professional Documents
Culture Documents
Από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και β παρ. 1 του ν. 3741/1929, που
διατηρήθηκε σε ισχύ μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 54 του Εισ. Νόμου του
ΑΚ, οι οποίες ορίζουν ότι ο ιδιοκτήτης μέρους ορόφου έχει πάντα τα εις τον κύριον
ανήκοντα δικαιώματα, εφόσον η άσκηση αυτών δεν παραβλάπτει τη χρήση των
άλλων ιδιοκτησιών και ότι κατασκευάζει ή διατηρεί ιδία δαπάνη το πάτωμα επί του
οποίου βαίνει, συνάγεται ότι ο οροφοκτήτης, που είναι αποκλειστικός κύριος της
βεράντας (εξώστου) του διαμερίσματος του, δεν έχει μόνον δικαίωμα να τη διατηρεί
και να την επισκευάζει, αλλά οσάκις ή μη επισκευή της έχει ως αποτέλεσμα να
παραβλάπτεται η χρήση του ιδιοκτήτη του κάτω από αυτήν (βεράντα) διαμερίσματος,
υποχρεούται να την επισκευάσει με δική του δαπάνη. Σε περίπτωση δε παραλείψεως
του, ο ιδιοκτήτης του βλαπτομένου διαμερίσματος εκ της μη επισκευής της βεράντας
έχει το δικαίωμα να αξιώσει την επισκευή αυτής, ώστε να αρθεί η προσβολή του (βλ.
και αρθρ. 1108 εδ. α` ΑΚ). Το γεγονός ότι η επισκευή αυτή κατέστη αναγκαία από
ελαττωματική αρχική κατασκευή υπαιτίως ή ανυπαιτίως από τον εργολάβο της όλης
οικοδομής, προτού καταστεί ιδιοκτήτης ο κύριος της βεράντας, δεν έχει καμία έννομη
επιρροή ως προς την υποχρέωση που έχει αυτός προς την επισκευή έναντι του
βλαπτομένου ιδιοκτήτου του κάτω διαμερίσματος της ιδίας οικοδομής (ΑΠ 406/ 1996
ΕλλΔνη 38.52).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ, 1, 2 § 1, 4 § 1, 5
και 13 του ν. 3741/1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ
(άρθ. 54 ΕισΝΑΚ), συνάγεται ότι στην οριζόντια ιδιοκτησία ιδρύεται, κυρίως μεν,
χωριστή κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή διαμέρισμα ορόφου, παρεπομένως δε
αναγκαστική συγκυριότητα, που αποκτάται αυτοδικαίως κατ`ανάλογη μερίδα στα
μέρη του όλου ακινήτου που χρησιμεύουν σε κοινή από όλους τους οροφοκτήτες
χρήση, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, κατ` ενδεικτική στις διατάξεις αυτές
απαρίθμηση, το έδαφος, οι αυλές, η στέγη κ.λπ. Ο προσδιορισμός των κοινοκτήτων
και κοινοχρήστων αυτών μερών γίνεται, είτε με τη συστατική της οροφοκτησίας
δικαιοπραξία, είτε με ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ όλων των οροφοκτητών κατά τα
άρθρα 4 § 1, 5 και 13 του άνω ν. 3741/1929. Αν, όμως, δεν ορίζεται τίποτε από την ως
άνω δικαιοπραξία, ούτε με ιδιαίτερες συμφωνίες, τότε ισχύει ο προσδιορισμός που
προβλέπεται από τις ανωτέρω διατάξεις (ΟλΑΠ 7/1992 ΕλΔ 33, 751, ΑΠ 306/2004
ΕλΔ 45, 1425, ΑΠ 1633/2003 ΕλΔ 45, 791, ΑΠ 922/1998 ΕλΔ 39, 160). Περαιτέρω,
από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ.1 και 5 του Ν.3741/1929, που διατηρήθηκε σε
ισχύ με το άρθρο 54 του ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι το εμπράγματο δικαίωμα καθενός
από τους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων δεν περιορίζεται μόνο επί της
διαιρεμένης (χωριστής) ιδιοκτησίας του, αλλά επεκτείνεται εξ αδιαιρέτου επί των
κοινόκτητων μερών της οικοδομής. Από το δικαίωμα αυτό του ιδιοκτήτη οριζόντιας
ιδιοκτησίας απορρέουν και αξιώσεις του για παράλειψη ή εκτέλεση ενεργειών από
άλλο συνιδιοκτήτη οριζόντιας ιδιοκτησίας ιδιαίτερα όταν αυτός κάνει χρήση της
διαιρεμένης ιδιοκτησίας ή προβαίνει σε ενέργειες στη δική του ιδιοκτησία κατά τρόπο
που υπερβαίνει τα νόμιμα όρια και αντιβαίνει στο νόμο ή στους περιορισμούς που
έχουν συμφωνηθεί με συστατική πράξη. Οι διενέξεις μεταξύ των συνιδιοκτητών, που
απορρέουν από τη σχέση της οροφοκτησίας, υπάγονται, σύμφωνα με το άρθρο 17
παρ.2 του ΚΠολΔ, στην υλική αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου,
ανεξάρτητα από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς και δικάζονται με τη
διαδικασία των άρθρων 648 επ. του ΚΠολΔ. Δεν αποτελούν, όμως, απλές διαφορές
μεταξύ συνιδιοκτητών ορόφων ή διαμερισμάτων, υπαγόμενες στην
προαναφερόμενη αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου, εκείνες που
σχετίζονται με τα όρια της νομής ή της κυριότητας ή των άλλων εμπράγματων
δικαιωμάτων που πηγάζουν από τη σχέση οροφοκτησίας. Κατά συνέπεια, δεν
υπάγεται στην προαναφερόμενη διαδικασία η αξίωση συνιδιοκτήτη, η οποία
φέρει το χαρακτήρα αναγνωριστικής της κυριότητας αγωγής ή αρνητικής, και
με την οποία επιδιώκεται η αναγνώριση της συγκυριότητας επί κοινόκτητου
μέρους της οικοδομής ή η άρση της προσβολής αυτής (συγκυριότητας) που έγινε
από άλλο συνιδιοκτήτη, εφόσον τα δικαιώματα αυτά αμφισβητούνται από τον
τελευταίο (βλ. ΑΠ 1372/1997 ΕΔΠ 1998 σελ, 27, ΕφΑΘ 6533/1991 ΕλλΔ/νη
33.391). Περαιτέρω, αν ο ιδιοκτήτης οριζόντιας ιδιοκτησίας προσβάλλεται από
συνιδιοκτήτη στις εξουσίες του που απορρέουν από τη συγκυριότητα του στα
κοινόκτητα μέρη, έχει εναντίον του προσβολέα, όσον αφορά την έκταση της
ιδανικής του μερίδας, την προστασία που έχει σε ανάλογη περίπτωση ο
συγκύριος, δηλαδή τη διεκδικητική αγωγή στην περίπτωση της αποβολής του,
την αρνητική αγωγή στην περίπτωση της προσβολής με άλλο τρόπο εκτός από
αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος και την αναγνωριστική αγωγή στην
περίπτωση της αμφισβήτησης (βλ. ΑΠ 115/2003 ΕλλΔ/νη 44.494, ΑΠ 1450/1983
ΝοΒ 32.1201, ΕφΠειρ 80/1996 ΕλλΔ/νη 37.1158). Με την αρνητική αγωγή μπορεί να
σωρευτεί η αναγνωριστική αγωγή για την κυριότητα του ενάγοντος (Παπαδόπουλος:
Αγωγές εμπράγματου δικαίου (1989) παρ. 155 αρ.4 σελ. 371). Τέλος, αναγνωριστική
και η αρνητική αγωγή, που αφορούν ακίνητο, εγγράφονται στα βιβλία διεκδικήσεων
(Απ. Γεωργιάδης:Εμπράγματο δίκαιο (1991) παρ. 62V 4 αρ. 29 σελ.630, Κεραμεύς-
Κονδύλης-Νίκας: ΕρμΚΠολΔάρθρ. 220 αρ. 7 σελ. 476, Παπαδόπουλος: ό.π. παρ. 138
αρ. 5 σελ. 346-
347 και παρ.155 αρ.10 σελ. 372, ΟλΑΠ 35/2005 ΕπΔΠολ 2005, 10, Δνη 2005,1035,
ΕφΠατρ 1165/2006 ΑχΝομ 2007,690).
Στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει του εκτιθέμενου στην προηγούμενη σκέψη της
παρούσας περιεχομένου της αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη
απόφαση, γίνεται φανερό ότι με αυτήν (αγωγή) διώκεται η προστασία της
συγκυριότητας των εναγόντων επί των κοινόκτητων χώρων της οικοδομής, σύμφωνα
με τους ισχυρισμούς τους, και όχι η επίλυση διαφοράς, που αφορά στην εφαρμογή
της πράξης σύστασης της διαιρεμένης (χωριστής) ιδιοκτησίας, ούτε η προστασία της
σύγχρησης απλώς κοινόκτητων μερών του οικοπέδου, αφού με σαφήνεια ζητείται
με το εν λόγω αίτημα, η αναγνώριση του χαρακτήρα ως κοινοκτήτων των
ανωτέρω μερών, ο οποίος χαρακτήρας, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των
εναγόντων, αμφισβητείται από τον εναγόμενο με τις πραγματοποιηθείσες
ενέργειές του. Ειδικότερα, στο δικόγραφο της αγωγής αυτής, έχουν σωρευτεί
αντικειμενικά αναγνωριστική αγωγή της συγκυριότητας των εναγόντων στα επίδικα
κοινόκτητα, κατά τους ισχυρισμούς τους, τμήματα του οικοπέδου και αρνητική
αγωγή. Κατά συνέπεια, η αγωγή αυτή έπρεπε να εγγραφεί στα βιβλία διεκδικήσεων,
σύμφωνα με το άρθρο 220 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 35/2005 ο.π., ΕφΠατρ
1165/2006 ο.π.), η δε μη εγγραφή της καθιστά αυτήν απαράδεκτη, γεγονός που, κατά
πάγια νομολογία (ΑΠ878/1990 ΕλΔ 1991, 544 επ.), ερευνάται και αυτεπαγγέλτως.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 (ήδη παράγραφος 3η) του Κ.Πολ.Δικ. στην
αρμοδιότητα των Μονομελών Πρωτοδικείων υπάγονται οι διαφορές ανάμεσα στους
ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων από τη σχέση της οροφοκτησίας, καθώς και οι
διαφορές ανάμεσα στους διαχειριστές ιδιοκτησίας και ορόφους και στους ιδιοκτήτες
ορόφων και διαμερισμάτων. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι στην αποκλειστική
αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου υπάγονται οι διαφορές μεταξύ
ιδιοκτητών ορόφων ή διαμερισμάτων ή μεταξύ των τελευταίων και του διαχειριστή,
εφόσον πηγάζουν από τη σχέση της οροφοκτησίας, άσχετα από την πρόοδο των
οικοδομικών εργασιών στο κοινό οικόπεδο. Τέτοιες διαφορές είναι εκείνες που
προκύπτουν από την εφαρμογή του Ν. 3741/1929 ή της συμφωνίας, όπως π.χ. του
Κανονισμού της πράξεως συστάσεως οροφοκτησίας, καθώς και από τα άρθρα 974,
984, 993 και 1003 του Α.Κ., τα οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικώς εφόσον συμ-
βιβάζονται προς τις ειδικές διατάξεις του Ν. 3741/1929, εκείνες που δημιουργούνται
μεταξύ των συνιδιοκτητών της ίδιας οικοδομής ως προς τα δικαιώματα και τις
υποχρεώσεις τους και εκείνες που αφορούν στα κοινά μέρη (αδιαίρετα) της
οροφοκτησίας. Οι παραπάνω διαφορές υπάγονται στην αρμοδιότητα του Μονομελούς
Πρωτοδικείου πάντοτε, δηλαδή ανεξαρτήτως της αξίας του αντικειμένου της
διαφοράς και δικάζονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 648 - 657 (ως ίσχυαν) του
Κ.Πολ.Δικ., σύμφωνα με το άρθρο 647 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, ως ίσχυε (Α.Π.
528/1987 Ε.Δ.Π. 1989. 96, Παπαδόπουλος "Αγωγές Εμπράγματου Δικαίου" τ/Β’ έκδ.
1992 παρ. 315). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1
και 5 του Ν. 3741/1929 (που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 54 του Εισ.Ν.Α.Κ.),
1003 1005 του Α.Κ., το εμπράγματο δικαίωμα κάθε ενός από τους ιδιοκτήτες ορόφων
ή διαμερισμάτων δεν περιορίζεται μόνο επί της διαιρεμένης (χωριστής) ιδιοκτησίας
του, αλλά επεκτείνεται» εξ αδιαιρέτου επί των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων
πραγμάτων της οικοδομής. Από τα δικαιώματα δε αυτά του ιδιοκτήτη οριζόντιας
ιδιοκτησίας απορρέουν και αξιώσεις του για παράλειψη ή εκτέλεση ενεργειών κατά
άλλου συνιδιοκτήτη, ιδιαίτερα όταν αυτός κάνει χρήση της διαιρεμένης ιδιοκτησίας ή
προβαίνει σε ενέργειες στη δική του ιδιοκτησία κατά τρόπον που υπερβαίνει τα
νόμιμα όρια και αντιβαίνει στο νόμο ή στους περιορισμούς που έχουν συμφωνηθεί με
τη συστατική πράξη, που έχει εμπράγματη ισχύ. Οι κατά τα ανωτέρω ενοχλήσεις των
ιδιοκτητών ορόφων ή διαμερισμάτων, που προξενούνται από τους συνιδιοκτήτες
αποτελούν διένεξη μεταξύ αυτών. Δεν αποτελούν όμως απλές διαφορές (διενέξεις)
μεταξύ συνιδιοκτητών, υπαγόμενες στην παραπάνω αρμοδιότητα του
Μονομελούς Πρωτοδικείου, που έχει ως σκοπό την ταχεία επίλυση της διαφοράς,
εκείνες που σχετίζονται με τα όρια της νομής ή κυριότητας ή των εμπραγμάτων
δικαιωμάτων που πηγάζουν από την ιδιοκτησία αυτή. Δεν μπορεί συνεπώς να
υπαχθεί στην παραπάνω διαδικασία η αξίωση που φέρει το χαρακτήρα
αναγνωριστικής της κυριότητας (άρθρα 1094 του Α.Κ. και 70 του Κ.Πολ.Δικ.) ή
αρνητικής (άρθρο 1108 του Α.Κ.) αγωγής συνιδιοκτήτη με την οποία επι-
διώκεται η αναγνώριση της συγκυριότητάς του ή η άρση της προσβολής αυτής
από άλλον συνιδιοκτήτη, εφόσον τα δικαιώματα αυτά αμφισβητούνται και τα
αντιποιείται ο άλλος συνιδιοκτήτης. Μόνο η επιδίωξη της άρσεως
κατασκευάσματος κατά την υπέρβαση των ορίων της συνιδιοκτησίας από τη
συστατική πράξη της, ή άρσεως προσθηκών ή άλλων ενεργειών επί της δικής του
ιδιοκτησίας από τον άλλο, υπάγονται στις διαφορές μεταξύ των συνιδιοκτητών που
επιλύονται κατά την παραπάνω διαδικασία των άρθρων 17 παρ. 2 και 648 επ. του
Κ.Πολ.Δικ. Ο ακριβής χαρακτηρισμός της ενοχλήσεως έχει σημασία για τον
καθορισμό της υλικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, την εφαρμοζόμενη διαδικασία,
την καταβολή δικαστικού ενσήμου και την εγγραφή στα βιβλία διεκδικήσεων, καθώς
η διένεξη μεταξύ των συνιδιοκτητών δεν εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων, ούτε
για το αντικείμενό της απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, ενώ εκδικάζεται
κατά την προαναφερόμενη ειδική διαδικασία από το αρμόδιο καθ’ υλην Μονομελές
Πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το ακίνητο. Γενικός κανόνας δεν
υπάρχει και συνεπώς ο Δικαστής θα καθορίζει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αν
υπάρχει διατάραξη της κυριότητας ή διένεξη μεταξύ των συνιδιοκτητών (Α.Π.
1369/2005 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Εφ.Αθ. 6533/1991 Ελλ.Δ/νη 33. 391, Παπαδόπουλος
"Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου" τ/Β’ έκδ. 1992 παρ. 320 και 321).
Η ενάγουσα είναι αποκλειστική κυρία του υπό στοιχεία Α-2 διαμερίσματος του
πρώτου υπέρ το ισόγειο ορόφου, πολυκατοικίας κείμενης στο ......... Αττικής, εντός
του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλης του ........ της κτηματικής περιφέρειας του
ομώνυμου δήμου, στο 8° οικοδομικό τετράγωνο και συγκεκριμένα επί των
οδών ......, .... και ...., η οποία έχει υπαχθεί στο σύστημα της οριζόντιας ιδιοκτησίας
και διέπεται από τις διατάξεις του ν. 3741/1929 (ως και τα άρθρα 1002 και 1117 ΑΚ),
δυνάμει της υπ’ αρ. .../1991 πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού
πολυκατοικίας του συμβολαιογράφου ........, νομίμως μεταγραφείσας στα βιβλία
μεταγραφών του Δήμου ...... στον τόμο ... με αύξοντα αριθμό ..., επί οικοπέδου
έκτασης κατά μεν τον τίτλο κτήσης 1.766,35 τ.μ., κατά νεότερη δε καταμέτρηση
1.822 τ.μ., εμφαινόμενο υπό τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-
Η-Α στο από Αυγούστου 1989 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα
μηχανικού .......... και συνορεύει, κατά το προαναφερόμενο διάγραμμα ανατολικώς επί
πλευράς Δ-Ε 47,46 μέτρων με πολυκατοικία διαφόρων συνιδιοκτητών, δυτικώς εν
μέρει επί πλευράς Ζ- Η 13,28 μέτρων με πολυκατοικία διαφόρων ιδιοκτητών και εν
μέρει επί προσώπου Α-Β 22 μέτρων με την οδό ......., αρκτικώς εν μέρει επί πλευράς
Ε-Ζ 22,52 μέτρων με πολυκατοικία διαφόρων ιδιοκτητών και ιδιοκτησία αγνώστου
και εν μέρει επί πλευράς Α-Η 24,59 μέτρων με πολυκατοικία διαφόρων ιδιοκτητών,
μεσημβρινώς εν μέρει επί προσώπου Γ-Δ 24,15 μέτρων με την οδό ...... και
νοτιοδυτικούς επί προσώπου Β-Γ 26,22 μέτρων με τη λεωφόρο ......, αντιστοιχεί δε το
ακίνητο αυτό στην υπό στοιχεία .... ιδιοκτησία κτηματολογίου. Το ως άνω διαμέρισμα
περιήλθε στην κυριότητα της ενάγουσας με παραγωγό τρόπο και συγκεκριμένα με
αγορά από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «...............», δυνάμει του υπ’
αρ. ..../25-11-1992 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών .........., το οποίο
μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ........, στον
τόμο ... με αύξοντα αριθμό ... Ειδικότερα, το ως άνω υπό στοιχεία Α-2 διαμέρισμα,
όπως αυτό εμφαίνεται στο υπό στοιχεία Α07 σχεδιάγραμμα κάτοψης Α` ορόφου του
αρχιτέκτονα ........, που προσαρτάται στη με αριθμό ../1991 πράξη του ίδιου ως άνω
συμβολαιογράφου, βρίσκεται στον πρώτο πάνω από το ισόγειο όροφο, έχει επιφάνεια
78 τ.μ., ιδιόκτητο όγκο 238 κ.μ., αναλογία όγκου κοινοχρήστων 46 κ.μ., ήτοι
συνολικά μεικτό όγκο 284 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του όλου
οικοπέδου 15/000 και αποτελείται από κουζίνα, living-room, ένα υπνοδωμάτιο, ένα
βοηθητικό δωμάτιο και λουτρό και μια βεράντα επί της λεωφόρου ...... και συνορεύει
γύρωθεν με κοινόχρηστο διάδρομο, υπό στοιχεία Α-1 διαμέρισμα, πρασιά και πέραν
αυτής με τη λεωφόρο ....., υπό στοιχεία Α-3 διαμέρισμα και φωταγωγό, αντιστοιχεί δε
στην υπό στοιχεία .... (Π-Α2) ιδιοκτησία του κτηματολογίου. Η εναγόμενη διαμένει
στο υπό στοιχεία Δ-1 διαμέρισμα του τετάρτου ορόφου της ίδιας οικοδομής
I. Κατά το άρθρο 1108 ΑΚ, αν η κυριότητα προσβάλλεται με άλλον τρόπο, εκτός από
αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, ο κύριος δικαιούται να απαιτήσει από
εκείνον που προσέβαλε την κυριότητα του, να άρει την προσβολή και να την
παραλείπει στο μέλλον. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η αρνητική αγωγή
δίνεται στην περίπτωση μερικής και όχι ολικής προσβολής της κυριότητας, ήτοι, όταν
ο κύριος διαταράσσεται στη νομή του, που ασκεί επί του πράγματος και όχι όταν
προσβάλλεται με άλλον τρόπο, όπως με την αφαίρεση ή κατακράτηση
του πράγματος, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση, προστατεύεται με τη
διεκδικητική αγωγή κατ`αυτού που κατέχει το πράγμα. Βάση της αρνητικής αγωγής
είναι η κυριότητα του ενάγοντος επί του πράγματος και η προσβολή της με πράξεις
διαταράξεως. Διατάραξη της κυριότητας αποτελεί κάθε έμπρακτη εναντίωση στο
θετικό ή αποθετικό της κυριότητας περιεχόμενο, ήτοι όταν ο τρίτος ενεργεί στο
πράγμα πράξεις τις οποίες μόνο ο κύριος δικαιούται να ενεργήσει ή όταν εμποδίζει
τον κύριο να ενεργήσει στο δικό του πράγμα. Γενικώς, δε, κάθε πράξη που αποτελεί
διατάραξη της νομής, αποτελεί επέμβαση στην κυριότητα, η οποία δικαιολογεί την
έγερση της αρνητικής αγωγής, με αίτημα την άρση της προσβολής και την παύση
αυτής στο μέλλον (Γ. Μπαλή, Εμπράγματο Δίκαιο, παρ.104, ΑΠ 959/1005, ΕλΔνη
46.1394, ΕφΑθ 7217/1993, ΕλΔνη 34.637). Εξάλλου, κατά το άρθρο 1094 ΑΚ, ο
κύριος του πράγματος δικαιούται να απαιτήσει από το νομέα ή κάτοχο την
αναγνώριση της κυριότητας του και την απόδοση του πράγματος. Από τη διάταξη
αυτή προκύπτει, ότι τη διεκδικητική αγωγή ασκεί ο κύριος και μη κάτοχος κατά του
μη κυρίου, νομέα ή κατόχου. Προϋπόθεση, δηλαδή, της διεκδικητικής αγωγής είναι η
κυριότητα του ενάγοντος και η νομή ή κατοχή του εναγομένου και αίτημά της η
απόδοση του πράγματος.
Η διεκδικητική αγωγή και η αρνητική δεν μπορούν να σωρευθούν στο ίδιο
δικόγραφο, γιατί αντιφάσκουν μεταξύ τους (άρθρο 218 ΚΠολΔ), καθόσον, όπως
προαναφέρθηκε, η πρώτη προϋποθέτει καθολική προσβολή της κυριότητας, ενώ η
τελευταία μερική. Αν γίνει τέτοια σώρευση διεκδικητικής και αρνητικής αγωγής,
διατάσσεται ο χωρισμός, σύμφωνα με το άρθρο 218 παρ.2 ΚΠολΔ, γιατί είναι
αντιφατικές μεταξύ τους. Μπορεί, όμως, να μην υπάρχει αντίφαση και να είναι
δυνατή η σώρευση, αν η κάθε μία από αυτές αφορά συγκεκριμένο και διαφορετικό
τμήμα του ίδιου ακινήτου (Εφ. Αθ. 5518/2003 ΕλΔ 45,181, ΕφΑθ 9517/1995 ΕλΔ
37,1611) ή αν στο επίδικο ακίνητο έχει γίνει μια εγκατάσταση (Κ.Παπαδόπουλου,
Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, έκδ. 1989, σελ. 306, Α. Γεωργιάδη, Εμπράγματο
Δίκαιο, έκδ. 1991, τομ. Α`, σελ.632).
Η επί της αρνητικής αγωγής απόφαση περί άρσεως της προσβολής θα εκτελεστεί
κατά το άρθρο 945 ΚΠολΔ και περί παραλείψεως στο μέλλον κατά το άρθρο 947
ΚΠολΔ. Επί της αγωγής αυτής εναγόμενος μπορεί να είναι κάθε ένας, ο οποίος με
πράξη ή παράλειψη του επηρεάζει την άσκηση της κυριότητας του ενάγοντος, ακόμη
και συγκύριος
ΑΠΕΙΛΕΙ κατά του εναγομένου χρηματική ποινή πεντακοσίων (500,00) ευρώ και
προσωπική κράτηση ενός (1) μηνός για κάθε παράβαση της αμέσως πιο πάνω
διάταξης της παρούσας.