You are on page 1of 3

Stefanos Hatzistefanou

21 λ.  · 
Απόσπασμα από την συνέντευξη που είχε δώσει η γιαγιά μου Αντωνία
Χατζηστεφάνου στο ΚΜΣ το 1962. Εδώ μιλάει πως έφυγαν από τα Μούγλα το
1922.
Ήσυχα και καλά χρόνια ζούσαμε και μπερεκέτι πολύ είχαμε Ο Τούρκος, φίλος στενός
ήτανε σαν συγγενείς, σαν αδελφός κοντά μας. Τα πράματα στενέψανε από τότε που
μπήκε στο κεφάλι των Τούρκων ο Κεμάλης. Καλοκαίρι του 1918, Αύγουστος κοντά,
βγήκε η πρώτη διαταγή για την εξορία των ανδρών μας. Σαράντα τρία άτομα έφυγαν
με την πρώτη πόστα. Διαλεγμένοι ήτανε εγγράμματοι, γιατροί, δικηγόροι, έμποροι
πλούσιοι, όλο άνθρωποι που ξέρανε τον κόσμο. Σε καμιά εβδομάδα έφυγε και
δεύτερη πόστα, οι υπόλοιποι ενήλικες άντρες. Και τελευταία πόστα σε λίγες μέρες
όλα τα παιδιά από δεκαπέντε χρονών κι πάνω. Τα Μούγλα αδειάσανε από τον
αντρικό πληθυσμό. Μείναμε έρημες γυναίκες, μικρά παιδιά και γέροι άνθρωποι.
Να γλιτώσει την εξορία ο άνθρωπος ήτανε αδύνατο. Και γνωριμίες και φιλίες να είχες
και χρήματα όσα και να έδινες, τίποτε δεν μπορούσες να κάνεις. Ο Μουτεσαρίφης
μας - Ετέν μπέη τον λέγανε - πολύ φίλος του αντρός μου ήτανε. Τακτικά φεύγανε και
πηγαίνανε κυνήγι μαζί. Μεγάλη φιλία είχανε. Όταν έγινε η επιστράτευση στον πρώτο
μεγάλο πόλεμο, ο Ετέν δεν άφησε να φύγει ο άντρας μου.
Όταν βγήκε όμως διαταγή για την εξορία, ο Ετέν μπέης είπε στον άντρα μου: «Απ'
όλα μπορώ να σε γλιτώσω, σ' αυτό τώρα δεν έχω δύναμη να κάνω τίποτα;».
Περνούσε ο τζανταρμάς απ' τα σπίτια όλα κι έλεγε τη διαταγή. Όταν έφυγε η πρώτη
πόστα των αντρών για την εξορία - μαζί τους έφυγε και ο δικός μου άντρας- είπανε
πως αφορμή ήταν ένα επεισόδιο που είχε γίνει πριν από λίγες μέρες.
Από τον καιρό του Κεμάλ είπαμε πως τα πράματα δυσκολέψανε. Εφημερίδα
ελληνική δεν έρχονταν πια ελεύθερα στα μέρη μας. Κρυφά έπρεπε να τη βρούμε.
Εκείνες τις μέρες έτυχε εμείς ν' αγοράσουμε παπούτσια από ένα κατάστημα. Τα
παπούτσια ήταν τυλιγμένα σ΄ ελληνική εφημερίδα της Σμύρνης. Ο έμπορας έφερνε τα
παπούτσια από τη Σμύρνη και φαίνεται, στα δέματα είχανε μεταχειριστεί εφημερίδες.
Μόλις πήγαμε σπίτι μας ο άντρας μου άρπαξε σαν τρελός την εφημερίδα κι έτρεξε
στο Ζαββουρχανί να τη διαβάσει μαζί με τους άλλους. Εκεί, λένε, τους είδε ένας
Τούρκος και πήγε και τους πρόδωσε και υστέρα από λίγες μέρες βγήκε η διαταγή για
την εξορία. Αυτά όμως είναι λόγια του κόσμου. Η διαταγή θα' βγαίνε οπωσδήποτε
και την εφημερίδα να μη διαβάζαμε. Ο Κεμάλης το ειχε αποφασίσει να εξοντώσει
τους Έλληνες. Εξορία τους στείλανε στο εσωτερικό της Τουρκίας. Πήγανε
Καππαδοκία, ο δικός μου πήγε στην Καισάρεια. Πήγανε Ερζερούμ, πήγανε Μαλάτια.
Τρία χρόνια ύστερα απ' την εξορία των αντρών ο τζανταρμάς ήρθε πάλι και κτύπησε
την πόρτα. Η διαταγή τώρα ήτανε για μας τις γυναίκες, για τα παιδιά μας και τους
γέρους μας. Σε τρείς μέρες έλεγε η διαταγή έπρεπε; να φύγουμε; απ' τα σπίτια μας και
απ' την πατρίδα μας. Να πάμε στο Μαρμάρι κι από κει να φύγουμε για την Ελλάδα.
Είχαμε δικαίωμα, μας είπανε, να πάρουμε μαζί μας λίγα πράματα, ρουχισμό και
κανένα μπακιρικό Χρήματα, χρυσαφικά, φλουριά, αξίας πράματα, αυστηρή διαταγή
ήτανε, να μην έχουμε καθόλου επάνω μας.
Πολλοί πουλήσανε τα πράγματα τους στους Τούρκους. Για ένα κομμάτι ψωμί τα
δίναμε. Εκατό γρόσια άξιζε κάτι, για ένα γρόσι το έδινες.
Οι Τούρκοι έδειξαν καλή στάση οι περισσότεροι. Οι γνωστοί και οι φίλοι μας μας
έλεγαν: «Μην τα χαραμίζετε τα πράματα σας. Εσείς θα ξαναγυρίσετε πάλι. Αφήστε
τα σ' εμάς να σας τα φυλάξουμε και άμα έρθετε πάλι θα τα βρείτε, όπως τ' αφήσατε».
Εμείς το πιστεύαμε λίγο, πως θα γυρίσουμε πάλι στα σπίτια μας, γιατί όταν έφυγαν οι
άντρες μας στην εξορία, στα Moυγλα μας έφεραν πρόσφυγες χριστιανούς από την
Τατσα. Είναι ένα παράλιο μέρος κοντά στον Μαρμαρά. Οι Τούρκοι τους έδιωχναν
από τα παράλια μέρη, γιατί τους φοβόνταν και θέλανε να τους απομακρύνουνε απ' τη
θάλασσα. Αυτοί μείνανε κοντά μας κανένα χρόνο και ύστερα τους γυρίσανε πάλι στα
μέρη τους. Αυτά μας έκανε να πιστεύουμε πως ίσως κι εμάς να, μας γυρίζανε πάλι
στα σπίτια μας.
Πολλοί απ' αυτούς πεθάνανε στα MoιJγλα. Ήτανε, βλέπεις, μαθημένοι να ζoύνε
κοντά στη θάλασσα και δεν τους σήκωσε το δικό μας κλίμα. Εγώ άλλα πούλησα,
άλλα έδωσα, να μου τα φυλάξουνε οι Τούρκοι.
Το όπλο του Αντρός μου το άφησα έναν Τούρκο φίλο μας. Κι αυτός μου είπε: «Να
μη στενοχωριέσαι καθόλου. Ούτε έξι μήνες δεν θα κάνετε πάλι κοντά μας θα
γυρίσετε».
Ο Μουτεσαρίφης όλους τους Χριστιανούς όσο μπορούσε τους ευκόλυνε. Τους έλεγε
να μην έχουνε φόβο κανένα και θα τους δώσει και τζανταρμάδες να τους πάνε ως την
παραλία να μην τους πειράξει κανείς. Και για της εκκλησίας μας τα πράματα είπε' τα
μαζέψουμε όλα και να τα πάρει μαζί του ο παπάς μας, κι εκείνος θα δώσει διαταγή να
μην τον ψάξει κανείς
Εμείς είπαμε στον παπά να μαζέψει καλά όλα της εκκλησίας κι εμείς δεν θέλουμε
άλλο τίποτε να μας δώσει πίσω παρα μόνο την εικόνα της Παναγίας Ασαριανής. Ο
ένας κι ο άλλος λέγανε τα δικά τους, πως τάχα μέσα στα Moυγλα και κοντά δεν θα
μας πειράξει κανείς, αλλά λίγο άμα απομακρυνθούμε είναι έτοιμοι να μας σφάξουνε.
Όσο να 'ναι είχαμε φόβο. Τις νέες και τις όμορφες τις μουτζουρώσαμε στο πρόσωπο,
τους βάλαμε παλιά κουρελιασμένα ρούχα, σα γύφτισσες τις κάναμε, να μην έχουνε
φόβο από τον Τούρκο. Σε δυο πόστες φύγαμε. Μισοί στην πρώτη και οι άλλοι μισοί
στη δεύτερη.
Αρχές Σεπτεμβρίου του 1922 ήτανε που φύγαμε οριστικά απ' τα Μούγλα. Από τότε
δεν τα είδαμε πια. Άλλοι φύγανε με ζώα, άλλοι με τα πόδια. Όσοι μπορούσανε να
πληρώσουνε νοικιάζανε απ' τους Τούρκους άλογο' οι άλλοι, φορτωμένοι τα πράγματα
τους, πήγαιναν με τα πόδια. Εγώ νοίκιασα άλογο. Αμάθητη ήμουνα' πρώτη φορά σε
άλογο ανέβαινα. Σήκωνε τα πόδια του κι εγώ έτρεμα από τον φόβο μου.
Μέσα στα στήθη μου είχα κρύψει μια εικόνα του σπιτιού, την Παναγία την Ελεούσα,
παλιά εικόνα από ασήμι.
Δυο μέρες κάναμε να φτάσουμε. Μαζί μας μας είχε δώσει ο Μουτεσαρίφης
τζανταρμαδες. Μας πήγανε ως τον Μαρμαρά. Και να μη μας συνοδεύανε όμως, δεν
είχαμε φόβο. Κανένας δεν παρουσιάστηκε να μας πειράξει.
Άμα φτάσαμε στη θάλασσα, ήρθανε τούρκικα καΐκια να μας πάρουνε. Για να μπεις
έπρεπε να πληρώσεις έξι μπαγκανότες κεφαλιάτικο, αλλιώς δε σ' αφήνανε να μπεις.
Η ανίψια μου δεν είχε να πληρώσει και της λέγανε ν' αφήσει το παιδί της για να μπει
εκείνη. Το παιδί ήτανε μωρό, το είχε αγκαλιά. Πλήρωσα εγώ και μπήκε μαζί με το
παιδί της. Πριν να μπούμε μας ψάξανε καλά καλά να μην έχουμε μαζί μας τίποτα
χρήματα, χρυσαφικά η άλλα αξίας.
Είχανε γυναίκες Τουρκάλες και μας ψάχναμε όλο το σώμα μας. Εγώ, άμα ήρθε η
σειρά μου να με ψάξουνε, πήρα με τρόπο την εικόνα που είχα κρυμμένη στα στήθη
μου και την έβαλα στα ρουχαλάκια του παιδιού της ανιψιάς μου. Έτσι τη γλίτωσα και
την έφερα την Παναγία μας και την έχουμε ακόμη στο εικονοστάσι μας.
Και ο παπάς πέρασε όλα τα εκκλησιαστικά. Εκείνον κανένας δεν τον έψαξε γιατί
είχανε διαταγή απ' τον Μουτεσαρίφη να τον αφήσουνε να περάσει ελεύθερος...
συνεχίζεται
Θέματα
#μούγλα

You might also like