You are on page 1of 9

Γιάννης Χριστόπουλος

ΤΟ ΦΟΥΣΤΑΝΑΚΙ ΤΗΣ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ

Γεννήθηκα το 1910 στο Περαχώρι δίπλα στο ποτάμι, απ τη μεριά που βγαίνει στη
θάλασσα. Μην φανταστείς κάνα σπουδαίο χωριό, φτώχεια, βρωμιά και λάσπη και
όποτε το ποτάμι έκανε να φουσκώσει, ήτανε να μας κλαίνε και οι πέτρες, χάναμε
νοικοκυριά και χάναμε τα πάντα, μην κοιτάς τώρα που έφτιαξε η νομαρχία τα έργα και
μπορούμε και λέμε ότι ζει ο κόσμος καλά, τότε να δεις, τότε ήταν να κάνεις το σταυρό
σου όποτε έβρεχε να μην σου πάρει το ποτάμι το σπίτι και στο πάει κάτω στις αλυκές
και φτάσεις να κοιμάσαι στα βούρλα μέσα, εκεί που τώρα είναι το εργοστάσιο που
φτιάχνει τα λάστιχα. Στο λέω αλήθεια παιδάκι μου, έφτασα ενενήντα χρονών και
ακόμα φοβάμαι όποτε βρέχει, τέτοια ζούσαμε τότε. Τέλος πάντων.
Γεννήθηκα που λες το ’10 και το ’22 με την καταστροφή έμεινα ορφανό από πατέρα,
γιατί σκοτώθηκε στρατιώτης, 35 χρονών παλικάρι, στην υποχώρηση στη Σμύρνη,
έμεινε που λες η μάνα μου πίσω με 4 παιδιά, το αδερφό μου το Θεμιστοκλή, που ήταν
πρώτος, αυτός που σκοτώθηκε το ’44 στην Αθήνα στα Δεκεμβριανά, εμένα δεύτερο,
την μακαρίτισσα την αδερφή μου την Ελένη, πέθανε το καλοκαίρι του ’95 στην Αθήνα
και το στερνό μας την Ιφιγένεια.
Που λες Γιαννάκο μου, όπως σου είπα, το ’22 με την καταστροφή, μένουμε τέσσερα
παιδιά και μια μάνα στους πέντε δρόμους, τι να κάνουμε, τι να φτιάξουμε, έπρεπε να
μπει στο σπίτι το ψωμί, είχαμε κάτι χωραφάκια, τι να δώσουν κι αυτά, λίγα στρέμματα
και φτώχεια, οι συγγενείς; Πού τέτοια τύχη; Φτώχεια και αυτοί και των γονέων, άσε
σου λέω, μια και δυο μας φωνάζει μια μέρα η μάνα μου, εμάς τα μεγάλα η μακαρίτισσα
η κυρά Φωτεινή και μας λέει, «ακούτε δω εσείς τα μεγάλα, σε σας το λέω Θέμο και
Αποστόλη, θα πάτε να δουλέψετε κάτω στα αλατάδικα στο έβγα στο ποτάμι, μαζί με το
θειό σας τον Χαραλάμπη, τον βρήκα προχτές στην πλατεία και τα είπαμε» «και τι
δουλειά ρε μάνα θα κάνουμε εκεί; Εξόν από τα χωράφια και λίγο από τα ζα, εμείς δεν
ξέρουμε τίποτα από θάλασσα», είπε ο Θεμιστοκλής μας, «ό,τι σας πει Θέμο»,
αντιγύρισε η κυρά Φωτεινή, «ό,τι σας πει και άμα βρεις καλύτερα τράβα, εδώ πεινάμε,
έχεις δυο αδερφές πίσω και μια μάνα, ο πατέρας σου άφησε τα κόκαλά του στη
Σμύρνη, τώρα έχετε ευθύνες».
Τι να πεις τώρα; Άδικο δεν είχε, 12 χρονών εγώ, 13 ο Θεμιστοκλής, που να μιλάς για
δικαιώματα όπως μιλάνε τώρα, και καλά κάνουν, μην κοιτάς τότε, πέθανε ο πατέρας,
τέρμα ! όλα εμείς τα μεγάλα στη δουλειά, που σχολείο και που να αντιγυρίσεις
κουβέντα στο γονιό, δεν ήταν όπως τώρα, στο λέω πάλι, τότε φτώχεια και μόνο
φτώχεια, δόξα τω θεώ που ζήσαμε ως τώρα, όσοι ζήσαμε και όπως ζήσαμε μισοί και
ανέσωστοι…
Να μη στα πολυλογώ Γιαννάκο μου, μια και δυό πάμε κάτω στο έβγα, στις παλιές τις
καλύβες και βρίσκουμε το θείο μας τον Χαραλάμπη. Είχε 3 καΐκια ο θείος και
κουβαλούσε αλάτι από τις αλυκές. Είχε τότε αλυκές δω στο χωριό, πριν τις
αποξηράνουν και κάνουν τα χωράφια το ’60, κουβάλαγε που λες απέναντι αλάτι, κι

1
έφτανε μέχρι το έβγα του κόλπου, στον Αη-Γιώργη, και πουλούσε ο μπάρμπας μου
αλάτι κι ερχόταν τότε και το τρένο, μέχρι «στου πασά το στάβλο», δω παρακάτω, και
φόρτωνε αλάτι και το πήγαινε στην πόλη, αλλά μη σε ζαλίζω με αυτά.
Kουβαλούσε αλάτι που λες, ο θειός μου και ήθελε χέρια, γιατί είχε πολύ δουλειά, ήταν
τότε που ήταν μονοπώλιο και έβγαζε καλό ψωμί, καλό ο θεός να το κάνει, αλλά άπ’
όσο είχαμε σπίτι καλύτερο, καλό ψωμί λοιπόν και είπε ο θειός μου, θεός σχωρέστον,
αδερφός της μάνας μου, να μας πάρει τα μεγάλα, να βγάλουμε μια μπουκιά ψωμί για το
σπίτι. Πήγαμε που λες άμαθα και πρώτη φορά, γιατί οι ανάγκες πολλές και ο χειμώνας
σιμά. Η καταστροφή ήταν Αύγουστο του ’22, τούτα που σου λέω έγιναν τέτοιον καιρό,
μέσα του Σεπτέμβρη, κοντά του Σταυρού, το θυμάμαι σαν τώρα.
Αχ Γιάννο μου, τι να σου πω…τον πρώτο καιρό γύρναγα στην καλύβα το βράδυ, γιατί
κοιμόμασταν στις καλύβες, στο ποτάμι δίπλα, τότε, όχι στο σπίτι, και δεν ένοιωθα το
κορμί μου, ξεκινούσαμε 6 το πρωί και φορτώναμε στο καΐκι με σακιά από αλάτι, 10
κιλά τότε, εμείς τα μικρά, 20 οι μεγάλοι, και μετά μπούγιο όλοι μέσα στα καΐκια, και
είχε δεν είχε καλό καιρό, καν ήλιο, καν βροχή, περνάγαμε απέναντι στο Μέγα Λιμάνι ή
στον Αη-Γιώργη να ξεφορτώσουμε για να έρθουν μετά οι χοντρέμποροι να τα πάρουν
από την αποθήκη. Όλη ετούτη η δουλειά έπρεπε να γίνει μέχρι τις 12 βαριά, βαριά μια
το μεσημέρι, νόμω-τρόπω, κάθε μέρα όλο το χρόνο, εκτός από τις Κυριακές το
μεγαλοβδόμαδο, και τις μεγάλες γιορτές και αργίες, έπρεπε, το λοιπόν , να τα κάνουμε
όλα και γρήγορα γιατί το μεσημέρι ερχόταν ο χοντρέμπορος στην αποθήκη και αγόραζε
και όποιος ήταν πρώτος έπαιρνε και καλή τιμή και ήμασταν και πολλοί βαρκάρηδες
τότε που έκαναν τη δουλειά, «αλατάδες» μας έλεγαν, και είχε ανταγωνισμό πολύ.
Ήταν που λες καλοκαίρι του, Ιούλιος, κοντά της αγίας Παρασκευής, το θυμάμαι
καλά, ντάλα καλοκαίρι, φορτώναμε μια μεγάλη παραγγελία, είχε πάρει τότε όλο το
εμπόριο ξεκοπή, από το κράτος ένας βιομήχανος από τον Πειραιά και εμείς είχαμε την
υποχρέωση να το πάμε ως το Μέγα Λιμάνι απέναντι, ίσα με δύο ώρες θάλασσα με τα
δικά μας τα καΐκια, κι από εκεί θα το έπαιρναν τα δικά του τα πλοία και θα το πήγαιναν
στον Πειραιά, όμως ο ανταγωνισμός, ανταγωνισμός, πανάθεμά τον, γιατί ήταν και το
γόητρο στη μέση, τα λεφτά καλά και σταθερά, αλλά το γόητρο, γόητρο, πράμα, που λες
Γιαννάκο μου που μας είχε γεμίσει από θυμό και ζήλια, για τη δουλειά του άλλου, αλλά
μη σε ζαλίζω μ αυτά, άκου παρακάτω πως πάει η ιστορία και κρίνε.
Φορτώναμε, που λες, εκείνο το πρωί, για να πάμε απέναντι, ήθελαν μια μεγάλη
ποσότητα, κάτι τόνους, και είχαμε πιάσει από νωρίς και βάζαμε πάνω τσουβάλια, σαν
παλαβοί τρέχαμε όλοι και τελειωμό δεν είχε η δουλειά. Μη στα πολυλογώ έφτασε η
ώρα δέκα, και παρόλο που μας είπαν ότι δεν πρέπει να βιαζόμαστε γιατί το πλοίο θα
έφτανε τ’ απόγευμα γιατί έκανε μπούνκερ στο Βόλο, τότε τα πλοία δεν είχαν όπως
τώρα μηχανές, ατμό και κάρβουνο, και έκαναν μπούνκερ που λέμε, φόρτωναν
κάρβουνο που λέτε εσείς, για να έχουν για τις μηχανές να δουλεύουν, εμείς όμως, που
λες, από φιλότιμο και μόνο, θέλαμε να πάμε πρώτοι και να έχουμε και τη δόξα, αλλά να
τελειώνουμε και μια ώρα νωρίτερα, για να πάμε στο χωριό μας, που γιόρταζε εκείνες
τις μέρες κι είχαμε πανηγύρι και θέλαμε να ξαποστάσουμε και λίγο και να δούμε τις
φαμίλιες μας.

2
Πιάσαμε, το λοιπόν, γερή δουλειά εκείνη τη μέρα και δεν είχαμε σηκώσει κεφάλι από
τη δουλειά, 13 χρονών εγώ τότε, ψημένος στη δουλειά, είχα αρχίσει να σηκώνω και
μεγαλύτερα σακιά και είχα «στρώσει καλά», όπως λέγαν οι παλιοί. Σε μια στιγμή, εκεί
που έβγαινα από το καΐκι κοιτώ και τι να δω; Το Ιφιγενιό μας Γιαννάκο μου ! το
μωρουδέλι μας, η ψυχή μου, ήταν ντυμένη με έναν ωραίο φουστανάκι το καλό μου και
καθόταν στη σκάλα παραπέρα από εκεί που δέναμε και έβλεπε και γελούσε.
«βρε σπουργίτι, τι χαλεύς εδώ;» ακούω τον μπάρμπα μου να λέει, «το ξέρει η μάνα σου
πως ήρθες; Πώς ήρθες ίσα με δω;»
«το ξέρει μπάρμπα μ’ αυτή με ‘στειλε μέχρι εδώ, να φέρω λίγο πίτα σε σένα στο Θέμο
μας και στον Αποστόλη μας , είπε και χαιρετίσματα»
«και ποιος σε έφερε ως εδώ βρε; Μη μ’πεις μοναχή σ’;»
«όχι μπάρμπα μ’ ! να ήρθε η θειά η Λάμπραινα να φέρ’ κι αυτή στα παιδιά τς κάνα
καλούδ και πήρε και εμένα»
«ωραία το πλίμ, άφηκε τώρα δω την πίτα και τράβα να βρεις τη θειά τη Λάμπραινα να
γυρίσετε στο χωριό, θα τη δόκω εγώ στα παιδιά»
«να κάτσω λίγου να δω κι εγώ το φόρτωμα μπάρμπα μ; άλλη βολά δεν έχω ξανά ιδεί»
«καλά κάτσε κει δα πάνου στα τσβάλια και μη το κνίσεις ρουπ ! τα ακούς; άει
σπουργιτάκι μ !»
Έκατσε που λες το καημένο το κορίτσι, Γιαννάκο, κι εμείς συνεχίσαμε και φορτώναμε
τα τσουβάλια με το αλάτι για να πάνε πέρα, στο Μέγα Λιμάνι, έκανε μια ζέστη τότε
θυμάμαι και ένας ιδρώτας, αχ τα θυμάμαι σαν τώρα κι ας πήγαν ογδόντα χρόνια από
τότε, θα καταλάβεις γιατί, και εμείς είχαμε σκάσει μα έπρεπε η δουλειά να βγει και να
φύγει γρήγορα και να πάμε μια ώρα νωρίτερα απέναντι και να γυρίσουμε και νωρίτερα
για το πανηγύρι.
Σε μια στιγμή, εκεί που φορτώναμε ακούω τον καπετάν Βλάση από τις πέρα βάρκες να
φωνάζει,
«μαζώχτε γρήγορα παιδιά αν είναι να κινήσουμε, χαλνάει ο καιρός από τον Αη-Γιώργη,
θα μας πάρει θάλασσα»
«τι λες βρε καπετάνιο», του φωνάζει ο Θέμος μας, «εδώ είναι χαρά θεού»»
«Θέμο», του γυρίζει ο θείος, «έχει δίκιο ο καπετάν Βλάσης, άντε ότι βάλαμε απάνω
βάλαμε, μαζώχτε να ανοίξουμε για απέναντι πριν μας πιάσει η καταιγίδα και έχουμε
και φορτίο που άμα μουσκέψει πάει ! Βάγγο τις νιτσεράδες να σκεπάσουμε τα
τσουβάλια, σβέλτα !»
Τα μαζέψαμε που λες Γιάννο μου, όπως, όπως και κινήσαμε για απέναντι. Στην αρχή
όλα φαινόταν καλά, είχαν μαζευτεί βέβαια κάποια σύννεφα και είχε μια μαυρίλα πέρα
κατά τον Αη Γιώργη, φυσούσε και ένας καλός οστριοσορόκος, αλλά δε δώσαμε
σημασία, η βάρκα μας ήταν γερό σκαρί και τραβούσε γρήγορα. Ήμασταν θυμάμαι
μπροστά, εμείς και ο καπετάν Πάνος ο Κοντιλιάς, αχ σαν τώρα τα θυμάμαι και κλαίω,
και πίσω ήταν οι άλλοι, άλλα όλοι είχαμε καλή πορεία και γρήγορη γιατί βοηθούσε και
ο άνεμος στα πανιά.
Μα τα δύσκολα άρχισαν μόλις καβαντζάραμε τον κάβο στη Ροδιά, έπιασε ένας λίβας
και έφερε όλη τη μαυρίλα από τον κάβο του Αη Γιώργη απάνω μας ! εκεί να δεις κακό
δεν το χωράει ο νους σου ! θα μου πεις τώρα τόσο κακό στην κλειστή θάλασσα; Τόσο

3
και χειρότερο, πρώτη φορά στη ζωή μου έβλεπα τέτοιο πράγμα και αν είχα δει τη
θάλασσα μαύρη πόσες φορές παλιότερα που πηγαίναμε για κολύμπι, τέτοιο κακό δεν
είχα ξαναδεί. Αργότερα, το 36, ήμουν σε ένα πλοίο για την Αραπιά και έτυχε να πω την
ιστορία στον ύπαρχο και εκείνος μου είπε ότι επειδή ήταν καλοκαίρι και η θάλασσα
ήταν κόλπος, και είχε διαφορά θερμοκρασίας, έγινε τοπικός κυκλώνας, σαν και
εκείνους που γίνονται στον Ατλαντικό, και τέτοιο έχω δει, άμα ζω μετά της Παναγίας
που θα ξαναέρθεις, θα σου πω μιαν ιστορία τέτοια, έλα τώρα να σου τελέψω εδώ γιατί
κουράζομαι κιόλας Γιαννάκο μου και δε θέλω και να τα θυμάμαι.
Μην στα πολυλογώ, που λες μας έπιασε νοτιά βαρβάτη και μας σήκωσε, προλάβαμε
και μαϊνάραμε γρήγορα το πανί, μην μας το πάρει και το σκίσει και χωθήκαμε από
κάτω σε ένα μικρό αμπαράκι που είχε το πλοίο, στο τιμόνι ήταν ο θειός μου και ο γέρο-
Περικλής ο Χαρδούπης, καλή του ώρα, αυτός πέθανε μετά ένα χρόνο που έγιναν τούτα
που σου λέω, το χτύπησε ένα καρό στην πόλη που πήγε στο γιατρό για την καρδιά του,
τέλος πάντων.
Τούτο το κακό θα βάσταξε ίσα με τέσσερεις ώρες, δε βλέπαμε και δεν ακούγαμε
τίποτα, δεν ξέραμε αν το εμπόρευμα ήταν απάνω ή είχε πάθει ζημιά, δεν ξέραμε αν η
θάλασσα είχε φάει τα άλλα πλοία ή είχαν μείνει καλά και ατόφια όλα, τίποτα δεν
ξέραμε, στεριά μπροστά δε φαινόταν, πίσω στεριά δε φαινόταν, τίποτα… όταν λέμε
τίποτα, τίποτα. Πού η στεριά, πού εμείς και πού η θάλασσα; Ένας αχταρμάς όλα και να
φυσάει, να βρέχει και να μην έχει σταματιμό ! έγω και ο Θέμος μας, πρώτη φορά μέσα
σε τέτοιο χαλασμό να έχουμε φοβηθεί τόσο πολύ που να μην ξέρουμε τι μας γίνεται,
κρατούσα το χέρι του αδερφού μου εγώ και εκείνος το δικό μου, τόση τρομάρα είχαμε,
το θυμάμαι, σου λέω, τώρα πουν γέρασα, σαν να έγινε χτες, αχ αη Νικόλα μου βόηθα
τα καράβια και τους ναυτικούς αυτές τις ώρες !
Τέλος πάντων να μην στα πολυλογώ, και περνάει και η ώρα, σε μια στιγμή ακούω έναν
κρότο και τρόμαξα πολύ, σηκώνω τα μάτια μου και βλέπω τον Φίλλιπο του Ξεφτέρα,
καλό παιδί, θεός σχωρέστονα κι αυτόν πήγε στον εμφύλιο, θα στα πω κι αυτά άλλη
φορά άμα ζω, και καταφέρνω να τον ρωτήσω με νοήματα τι ήταν αυτό, εκείνος μάλλον
δεν θα το άκουσε ή και αν το άκουσε δεν του έδωσε σημασία, βλέπεις πάνω στον
πανικός και στη φουρτούνα μέσα σε ένα πλεούμενο σαν το δικό μας, δεν ήταν και
απίθανο κάτι να πάρει ή θάλασσα ή και κάπου να σκάσει κάνα κύμα και να μας
χτυπήσει. Ας είναι, τα άφησα και εγώ να περάσει έτσι και δεν έδωσα και καθόλου
σημασία, μα όμως κάτι μέσα μου, έλεγε πως έχει γίνει ένα κακό μεγάλο και γύριζε τα
μέσα έξω στο μυαλό μου…τι να σου πω βρε Γιαννάκο; καλύτερα να μην το μελέταγα,
έκανα ένα έτσι και βλέπω στη λαγουδέρα, ο θειός μου και ο γέρο-Περικλής ήταν στη
λαγουδέρα μουσκίδια και οι δυο, το εμπόρευμα φαινόταν να είναι στη θέση του, όμως
κάτι με τρόμαζε, κάτι που δεν μπορούσα να το καταλάβω, γυρίζω σε μια στιγμή και
λέω στο Θέμο, «αδερφέ να δεις εδώ κακό έχει γίνει δε μου το βγάζεις από το νου»,
«σταμάτα μωρέ ονειροπαρμένε ! ο αέρας θα σήκωσε τίποτα, κάνα παλαμάρι ή δέστρα,
να φτάσουμε με το καλό πέρα και θα δούμε», «Θέμο», του ξαναλέω, «εδώ θα έχουμε
πράματα κάτσε και θα δεις !»
Να μη στα πολυλογώ κάποια στιγμή φάνηκε απέναντι ο φάρος από το Μέγα Λιμάνι,
εκεί που είναι σήμερα ο ναύσταθμος, κάναμε το σταυρό μας που επιτέλους θα πιάναμε

4
στεριά και ήμασταν όλοι καλά μαζί και το εμπόρευμα. Θα μου πεις τώρα, τι σε ένοιαζε
το εμπόρευμα, αφού βγήκες σώος από την τρικυμία; άμα δεν έχεις να φας και αυτό
είναι το φαγητό σου όλα σε νοιάζουν, πιάσαμε που λες γραμμή το φάρο και πήγαμε,
απάγκιο, απάγκιο μέχρι να βγούμε στο λιμάνι, είχε κόψει και λίγο ο αέρας και
μπορέσαμε να πάμε καλύτερα τώρα, αφού όταν περάσαμε και το Γελαδονήσι, που το
λένε, δεξιά κατά το βουνό είχε ανοίξει και λίγο ο καιρός και βλέπαμε καθαρό ουρανό,
όμως η βροχή κι ο αέρας συνέχιζε, έστω και λιγότερος τώρα, μα ήταν, ώσπου κάποια
στιγμή όπως έπιασαν, έτσι έκοψαν και βγήκαμε απάνω να δούμε άμα έγινε ζημιά στο
καΐκι και αν ήταν όλα τα άλλα πλεούμενα στο μέτρο. Δόξα τω θεώ, Γιαννάκο όλα ήταν
πρίμα και καλά, δεν κινδύνεψε κανένας. Σηκώσαμε πανί, γιατί στο μεταξύ ο καιρός είχε
φρεσκάρει και δώσαμε σήμα με την παντιέρα στα άλλα τα πλοία ότι ήμασταν καλά και
σώοι, το ίδιο έκαναν και εκείνοι. Έτσι σκούντα, βρόντα φτάσαμε στο Μέγα Λιμάνι και
πιάσαμε να δέσουμε στην πέρα προβλήτα, εκεί που είναι σήμερα η εκκλησία του αγίου
Μηνά.
Να μη σώναμε όμως παιδί μου καλό….να μη σώναμε, αχ τι με βάζεις και θυμάμαι…
φέρε μου λίγο νεράκι και κάτσε να σου πω τη συνέχεια.
Αφού, που λες, πιάσαμε λιμάνι και δέσαμε αρχίσαμε να ξεφορτώνουμε το αλάτι και
γρηγορότερα τώρα μη μας πιάσει πάλι καιρός, και κάποιοι, κι εγώ μαζί, είχαμε μείνει
πάνω στο πλεούμενο να δούμε αν είχε από τον καιρό γίνει καμιά ζημιά για να τη
φτιάξουμε όσο ήμασταν ακόμα στο λιμάνι και είχε και μαστόρους και τα χρειαζούμενα.
Πιάσαμε λοιπόν και να κάνουμε τις δουλειές που ήταν χρειαζούμενες για να
τελειώνουμε μια ώρα νωρίτερα, μα από την άλλη δεν μου έφευγε από το μυαλό τι είχε
γίνει νωρίτερα μέσα στη θάλασσα.
Έκανα ένα γύρω όλο το καράβι, κοίταξα κάθε γωνιά και κάθε μέρος του πλοίου, από
τη λαγουδέρα μέχρι το κατάρτι μα όλα ήταν καλά. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι
γινόταν, ενώ όλα ήταν εντάξει, μέσα μου γύριζε ένα κάτι πως είχε γίνει ένα κακό.
Ρώτησα τον Βαγγέλη του Φλέγγου αν έλειπαν τσουβάλια και μου είπε όχι, μόνο λίγο
νερό είχε μπει σε ένα, αλλά μικρό το κακό, αντί για 20 κιλά θα είχαμε 19, σιγά το
πράγμα.
Γύρισα στη γωνιά μου να ξαποστάσω λιγάκι. Απ το μυαλό μου δεν έφευγε η έγνοια,
μικρός ήμουνα τότε, πρώτη φορά τα έβλεπα όλα τούτα, ήθελα να ήμουν και εντάξει,
μην πει αύριο ο θειός μου ότι τζάμπα με τάιζε και πάλι να μην έχουν να λένε οι
καπεταναίοι για τον ανιψιό του καπετάν Χαραλάμπη, πως ήταν ανίκανος και δεν
φρόντιζε για τη δουλειά του θείου του. Με όλα τούτα ξαναγύρισα μια φορά το καράβι
και κοίταξα, μα πάλι δεν βρήκα τίποτα που να ήταν κακό. Να μιλούσα σε άλλον δεν
μπορούσα….και τι να πώ; εδώ στον αδερφό μου που πήγα να πω κάτι, έπεσε να με
φάει, με αποπήρε και με έβρισε, δεν του κρατάω όμως κακία, γιατί μεγάλος αδερφός
είναι και τι θα πουν οι καπεταναίοι άμα μας δουν να τσακωνόμαστε και να μαλώνουμε
τα αδέρφια; Τη μάνα μου και τον καπετάνιο το θειό μου θα κακολογούσαν για τα χάλια
μας και τη συμπεριφορά μας. Τα άφησα λοιπόν να πάνε στο καλό και έπιασα κι εγώ να
δώσω ένα χέρι στο ξεφόρτωμα να τελειώνουμε, μα μέσα μου πάλευαν όλα αυτά τα
πράματα και δεν μπορούσα.

5
Έπιασα λοιπόν και εγώ στη γραμμή για τα τσουβάλια. Δούλευα μα το μυαλό μου δεν
ήταν στη δουλειά, το μυαλό μου ήταν εκεί στη θάλασσα και στο θόρυβο που άκουσα,
δυο φορές πήγα να γλιστρήσω και να πέσω, μαζί με το τσουβάλι μέσα στη θάλασσα.
«ε ανιψιέ !», άκουσα το θείο μου να φωνάζει, «δε σε έπνιξε η φουρτούνα θα πνιγείς στο
λιμάνι μέσα; Πού το έχεις βρε το μυαλό σου; Τήρα βρε χαϊβάνι, μην πάθεις τίποτα για
θα με σφάξει η κυρά Φωτεινή η μάνα σου !» «σχώραμε θειάκο μου, σχώραμε, δεν τον
είχα το νου μου εδώ, κάτι με βασανίζει…» «τι σε βασανίζει βρε μπουνταλά; Μπας
ερωτεύτηκες; Άλλο και τούτο ! τι έγινε βρε; Είδες καμιά νεράιδα να περνάει στο μώλο
και σε μάγεψε;» «όχι θειάκο μου, που καιρός για τέτοια, το ψωμί μας κοιτάω, είμαι
μικρός ακόμα, κιόλας, για τέτοια, άλλο με βασανίζει» «τι είναι μωρέ ανιψιέ; Μπας και
αρρώστησες από τον καιρό και έκανες πυρετό; Πες μωρέ ! μπας και φοβήθηκες από τη
θάλασσα; Πάει πέρασε !» «όχι καπετάνιο μου, άλλα θα σου πω μην το έχω και βάρος».
Κάθισα που λες και του τα είπα όλα για την τρικυμία, για το θόρυβο, για τα πάντα, και
πως ήμουν σίγουρος ότι παρόλο που το πλεούμενό μας δεν είχε ζημιά κάτι έχει γίνει
κακό και πως κάτι με βασανίζει κι άμα του τα είπα όλα αυτά του μπάρμπα μου του
καπετάνιου, μετά μου είπε κι αυτός πως άκουσε το ίδιο, όμως δεν έδωσε σημασία πολύ
γιατί φαντάστηκε πως θα ήταν η κάνα κύμα ή κάνας φλόκος που θα έλυσε, αφού τα
τσουβάλια ήταν όλα στη θέση τους και να μη σεκλετίζομαι. Πρώτη φορά ήταν, μου
είπε, που είδα τόσο μεγάλη τρικυμία και πως θα τα φαντάστηκα από το φόβο μου.
Όμως εμένα δεν μπορούσες να μου το βγάλεις από το μυαλό ότι κάτι είχε γίνει, και το
έλεγα συνέχεια, μέχρι που την ώρα που μιλάγαμε ήρθε ένας αξιωματικός του
λιμεναρχείου και ζητούσε τον θειό μου να μιλήσουνε. Εκείνη την ώρα ήταν που μου
κόπηκαν τα πόδια, ήξερα πως γινόταν και λαθρεμπόριο που και που, αλλά ο θείος μου
δεν ήταν τέτοιος, σε χίλιες μεριές πήγε το μυαλό μου, αλλά άκρη δεν έβγαζα. Ένα
χρόνο είχα στο καΐκι και ποτέ δεν ήξερα τον μπάρμπα μου να δώσει δικαιώματα, τώρα
αν έκανε στα κρυφά κάτι δεν το ξέρω, μήτε θα το μάθω Γιαννάκο μου τόσα χρόνια
μετά. Είμαι 90 χρονών, γεννηθείς το 1910, και σε λίγο καιρό θα πεθάνω, τέτοια
πράγματα, δεν έμαθα ποτέ να κάνω, κι ούτε πιστεύω πως κανένας από τη φαμίλια μου
τα έκανε, εμείς ήμασταν φτωχοί, αλλά αξιοπρεπείς άνθρωποι, ποτέ δε σηκώσαμε χέρι
στο βιός κανενός, ούτε στην κατοχή, που έδιναν και έπαιρναν οι μαυραγορίτες, ούτε
πουθενά και ποτέ, αλλά κάτσε να σε πω την ιστορία, φτάνει στο τέλος όπου να είναι.
Έρχεται λοιπόν ο αξιωματικός του λιμεναρχείου και ζητά να δει τον θείο μου, να τον
ρωτήσει κάτι πράγματα για το καΐκι και για το πλήρωμα, εγώ φοβήθηκα μην έπεσε
ρουφιανιά για τίποτα που δεν το είχαμε σωστό, γιατί σου είπα ο ανταγωνισμός ήταν
μεγάλος ανάμεσα στα πλεούμενα, αλλά και πάλι να ρουφιάνευαν ο ένας τον άλλον
απίστευτο μου φαινόταν, όμως ο λιμενικός είχε έρθει για άλλο λόγο.
«δε μου λες καπετάν Χαραλάμπη, είδες κάνα περίεργο στη θάλασσα τώρα με τη
φουρτούνα ή τουλάχιστον αυτές τις μέρες;» «σαν τι να δω καπετάνιο μου; Δεν είδα και
τίποτα, με τη φουρτούνα και να ήθελα δεν θα έβλεπα, ούτε τη μύτη μας, που λέει ο
λόγος δε μπορούσαμε να δούμε, τις προηγούμενες μέρες όχι, όλα καλά, μόνο να πεις
στου λιμενάρχη να δει δεξιά από το μώλο, είδα τώρα που έμπαινα να έχει πέσει το
χτίσμα» «αυτό το είδα κι εγώ, θα του το πω, το ξέρουμε, βρε καπετάνιο, εδώ και μισή
ώρα ήρθε από το Γελαδονήσι ο Χαρίλαος ο Μπρατάς και έφερε ένα φουστάνι μιας

6
κοπέλας, μπας και ξέρεις τίποτα; Είδες τίποτα;» «τι να ξέρω βρε καπετάνιο μου εγώ;
Στο είπα, δεν είδα, τίποτα, μήτε εγώ, μήτε τα παιδιά, του Μπρατά μην του δίνεις πολύ
θάρρος, ξέρουμε όλοι στο λιμάνι τι σόι ψεύτης και κλέφτης είναι, ένας θεός ξέρει από
πού το έκλεψε και επειδή μάλλον τον πήραν χαμπάρι το γύρισε έτσι πίσω» «δε νομίζω
καπετάν Χαραλάμπη, τούτη τη φορά μάλλον λέει αλήθεια, τι να το κάνει το φουστάνι
για μικρό κορίτσι; Τα δικά του είναι μεγάλα» «τι να σου πω καπετάνιο μου, άμα μάθω
τίποτα θα σου πω, σπολλάτη σου τώρα και να με συχωρνάς, άλλα έχω δουλειά ακόμα
και θα πρέπει να γυρίσω πριν το γιόμα στο Περαχώρι, έχουμε πανηγύρι αύριο, να
έρθετε να σας κεράσω.»
Όντας τα άκουσα όλα αυτά, Γιαννάκο μου, με έπιασε κρύος ιδρώτας, τώρα ήταν που
φοβήθηκα περισσότερο και δεν ήξερα που να το πω. Αφού ο θείος μου είπε πως όλα
ήταν της φαντασίας μου, εγώ έπρεπε να το βουλώσω, ήμουν ο μικρότερος στο
πλήρωμα και φοβήθηκα μην χολιάσει ο μπάρμπας μου και μας πετάξει και εμάς και τον
αδερφό μου από τη δουλειά και χάσουμε το ψωμάκι μας. Το βούλωσα κι εγώ και
συνέχισα τη δουλειά μου, όμως το μυαλό μου έτρεχε στο κακό και περισσότερο τούτη
τη φορά, έτρεχε στη μικρή την Ιφιγένεια που είχε μείνει πίσω, μην είδε τη θάλασσα
που φούσκωσε και έκανε να τρέξει για τα αδέρφια της να δει μην έπαθαν κακό και να
τα σώσει. Αλλά σου είπα, δεν είπα τίποτα και ας με τυράνναγε μέσα μου ο πόνος και η
έγνοια, ήθελα όμως να σιγουρευτώ ότι δεν είχε πάθει τίποτα η μικρή μου η αδερφή,
πως ήταν καλά, πώς όμως να το κάνω; Το Περαχώρι ήταν απέναντι και τρόπος τότε δεν
ήταν να μιλήσουμε ο ένας με τον άλλον, έκατσα λοιπόν και περίμενα…έκατσα τρόπος
του λέγειν, σε αναμμένα κάρβουνα καθόμουνα και περίμενα να γυρίσω πίσω.
Τέλος πάντων κάποια στιγμή, μετά κάνα δυο ώρες είχαμε τελειώσει με το φόρτωμα
και λύσαμε κάβους να γυρίσουμε πίσω στον τόπο μας, η επιστροφή για μένα ήταν
μαρτύριο, ήθελα να βεβαιωθώ ότι η Ιφιγένεια ήταν καλά, ότι τα πάντα ήταν στη θέση
τους και πως θα έβλεπα ξανά τη μάνα μου και τις αδερφάδες μου. Δεν μπορούσα να
φανταστώ ότι θα γινόταν κακό, ότι θα μπορούσε ένα από τα αδέρφια μου ή η κυρά
Φωτεινή η μάνα μου, να έχουν πάθει κακό, θα έδενα μια κοτρώνα στο λαιμό μου και θα
πνιγόμουν στον καταράχτη πέρα στο δάσος στο μοναστήρι. Ό,τι είχα και δεν είχα στον
κόσμο αυτοί οι άνθρωποι ήταν, γι αυτούς παράτησα το σχολειό και γι αυτούς δεκατριώ
χρονώ έκανα το χαμάλι και είχαν σκάσει τα χέρια μου από τα αλάτια, την ώρα που τα
άλλα τα παιδιά στο χωριό έπαιζαν και χαίρονταν.
Τούτα σκεφτόμουνα, μικρό παιδί τότε, και δεν κατάλαβα πως φτάσαμε απέναντι. Στο
έμπα στο μικρό λιμάνι, εκεί που βγαίνει το ποτάμι, μας περίμενε κόσμος, φαίνεται
είχαν δει την καταιγίδα ή τους έπιασε κι αυτούς εκεί και βγήκαν να δουν αν γυρίσαμε
καλά και αν όλα ήταν στο μέτρο και όλοι μας ήμασταν εντάξει και ακέραιοι. Καθώς
δέναμε το λοιπόν, με πλησιάζει η θεία η Κωνσταντίνα, η άλλη η αδερφή της μάνας μου
και με ρωτάει, « Αποστόλη μου που είναι το κορίτσι;» «ποιό κορίτσι θειά;» «η αδερφή
σου η Ιφιγένεια ντε, δεν ήρθε μαζί σας;» «τι λες βρε θειά από πού κι ως που να έρθει;
Όταν φύγαμε το κορίτσι έμεινε πίσω με τη θειά τη Λάμπραινα και τις κόρες της, είχαν
έρθει να φέρουν προσφάγι στον Λεφτέρη και τον Νικολιό και ήρθε και το Ιφιγενιό μας
μαζί και μας έφερε κι εμάς πίτα από τη μάνα» «τι λες βρε καψερέ; Εμένα η Λάμπραινα
μου είπε ότι πήγε το Ιφιγενιό και της είπε ότι της είπες να την πάρεις μαζί σου μέχρις

7
απέναντι και να γυρίσετε. Έτσι για βόλτα. Άντε πες μου τώρα που είναι το κορίτσι
περιμένει η μάνα σου σπίτι, της έχουν κοπεί τα πόδια με το που είδε πέρα τη θάλασσα
να μαυρίζει»
Έχασα τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου, έπεσα να πεθάνω και μαζεύτηκε όλος ο
κόσμος από πάνω μου. Το Ιφιγενιό μας, το μονάκριβο μου Ιφιγενιό, η αδερφή μου η
μικρή, που γι αυτήν παράτησα και σπίτι και σχολειό δεκατριώ χρονώ παιδί και σήκωνα
τσουβάλια, είχε πνιγεί ! Το φόρεμα που βρήκε ο Μπρατάς και το έδωσε στο
λιμεναρχείο ήταν της αδερφούλας μου, ο γδούπος που άκουσα μέσα στην ταραχή και
την τρικυμία ήταν το σωματάκι της που έπεσε στη θάλασσα ! φαίνεται θα είχε κρυφτεί
κάπου και θα φανερωνόταν στο λιμάνι.
Παναγία μου και Χριστέ μου ! τι είχε να σηκώσει εκείνη την ώρα η παιδική μου η ψυχή
και τι να κάνω; Το έλεγα πως κάτι κακό θα ήταν, μα κανείς δε με πίστευε….και τώρα;
Τώρα τι να πω και τι να μολογήσω; Πώς θα το πω στην μάνας μας την καψερή που σε
ένα χρόνο μέσα και αυτόν λειψό, έχασε και άντρα και παιδί;
Δεν έλεγα να συνέλθω, παιδί μου, μικρό παιδί εγώ και σήκωσα το βάρος όλου του
κόσμου στις πλατούλες μου εκείνη την ώρα, είχα δει στη ζωή μου μετά, ναυάγια και
ναυάγια και πολλούς πνιγμένους και στη κατοχή και στον εμφύλιο μετά πάλι τα ίδια,
αλλά ετούτο το κακό δεν έλεγε, και δε λέει, να φύγει από το μυαλό μου και πρώτα θα
μου βγει η ψυχή και μετά θα φύγει αυτό το κακό από μέσα μου.
Έφτασα τώρα 90 χρονών, είδα πολλά στη ζωή μου, αλλά ποτέ μα ποτέ δεν θα ξεχάσω
εκείνη την ημέρα του 1923 που από δικό μου, ναι δικό μου φταίξιμο Γιαννάκο μου,
χάσαμε την μονάκριβη αδερφούλα μου.
Τα νέα έφτασαν γρήγορα στο χωριό. Πάγωσε ο κόσμος όλος, και πώς αλλιώς; Ούτε
όρεξη για γιορτές υπήρχαν ούτε τίποτα. Μόλις το έμαθε η κακομοίρα η μάνα μου έπεσε
να πεθάνει, δεν μπορούσε να πιστέψει πως έχασε το μονάκριβο το κορίτσι της με τέτοιο
τρόπο. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς έγινε όλο αυτό. Πήγα να πάρω το φταίξιμο
απάνω μου, εγώ έφταιγα που δεν το πρόσεξα, η θειά η Λάμπραινα ήταν να πεθάνει κι
αυτή γιατί είχε την ευθύνη της μικρής. Η μάνα μου όμως δεν το πίστευε, έλεγε πως
ήταν η κακιά η στιγμή, πώς να ξέρει η Λάμπραινα και πώς να το ξέρω κι εγώ τι ήθελε
να κάνει η Ιφιγένεια στα αλήθεια; Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να βρούμε το κορίτσι
της, να βρούμε το κορμάκι της και να το κηδέψουμε. Τίποτα άλλο.
Τα νέα έφτασαν μέχρι το Μεγάλο Λιμάνι και τον Αη Γιώργη κι ακόμα μέχρι και τη
Ροδιά, για τρεις μέρες έψαχναν τριγύρω στον κόλπο και στις σπηλιές μέχρι πέρα στον
όρμο στο Χαρλάφτι, όμως δεν βρήκαν τίποτα. Την τέταρτη μέρα έδωσε εντολή ο
λιμενάρχης να πάψουν οι έρευνες, ό,τι κατά νόμο ήταν να γίνει έγινε, « η Ιφιγένεια
Καραμπότα του Ιωάννου και της Φωτεινής, ετών 9, εκ κώμης Περαχωρίου, παρά τον
ποταμόν Ελλαδικόν, αγνοουμένη προ πέντε ημερών και των κατά νόμων τελεσθέντων
πάντων προς ανεύρεσην αυτής, δέον όπως θεωρηθεί πλέον ως νεκρά, ένεκα ναυαγίου, ο
δε νεκρός αυτής, ως μηδέποτε ευρεθείς».
Αυτό έγραφε το χαρτί που είχε την υπογραφή του λιμενάρχη από το Μέγα Λιμάνι και
μας το έδωσαν για να μπορεί να κάνει και ο παπάς στο χωριό την κηδεία. Τι κηδεία
δηλαδή; Ένα άδειο φέρετρο και όλο το χωριό τριγύρω με τη μάνα μου να μην μπορεί
να σταθεί στα πόδια της από το κλάμα και την στεναχώρια της.

8
Αυτή ήταν Γιαννάκο η ιστορία μου. Στην είπα σε εσένα που να σ άρεσει να ακούς
ιστορίες από τα παλιά. Αυτή έγινε πολύ παλιά, πριν γεννηθεί και ο παππούς σου, ο
ξαδερφός μου, ακόμα. Τι τα θες και τι τα μολογάς; Πάνε κοντά εβδομήντα χρόνια από
τότε. Δεν ήταν να με πάρει η θάλασσα εμένα να γλυτώσει το μικρό μας; Όλο αυτό
σκέφτομαι μέχρι τώρα στα στερνά μου. Δεν ξέρω βρε Γιαννάκο τι ψυχή θα δώσω στο
θεό, αλλά ένα πράμα θέλω, εκεί που θα πάω να καταφέρω να δω ξανά την Ιφιγένεια
μας, να της πω συγγνώμη. Τίποτα άλλο.

You might also like