Professional Documents
Culture Documents
Λ. Πρελορέντζος
1. Γραµµικά πολωµένο φως
Στην θεωρία του µαθήµατος περιγράψαµε αναλυτικά την δοµή των ηλεκτροµαγνητι-
κών κυµάτων καθώς και τους τρόπους διάδοσης τους.
Πρέπει να επισηµάνουµε ότι, όταν περιγράψαµε την ύπαρξη των δυο πεδίων στα η-
λεκτροµαγνητικά κύµατα έγινε αναφορά στη σηµασία του ηλεκτρικού πεδίου και στις
αλληλεπιδράσεις που αυτό έχει µε την ύλη. Εδώ, θα µελετήσουµε µια από αλληλεπι-
δράσεις, αυτές την οποία ονοµάσαµε πόλωση. (Σχήµα 2).
Συνήθεις πολωτές είναι τα φίλτρα Polaroid, στα οποία τα εµποτισµένα µε ενώσεις ιω-
δίου µακροµόρια δεν επιτρέπουν να περάσει φως που έχει το ηλεκτρικό του πεδίο Ε
παράλληλο προς αυτά και το απορροφούν. Οι ακτίνες που έχουν το Ε κάθετο προς την
διάταξη των µακροµορίων διέρχονται χωρίς απορρόφηση (Σχήµα 3). ∆ιαπιστώνουµε ότι
Σχήµα 3.
Όταν οι δύο άξονες πόλωσης είναι παράλληλοι παρέχουν πλήρη δίοδο της ακτινοβο-
λίας προς τον αισθητήρα. Αν ο αναλύτης είναι κάθετα τοποθετηµένος προς στον ά-
ξονα πόλωσης του πολωτή, απορροφά όλη τη γραµµικά πολωµένη ακτινοβολία. Εν-
διαφέρον παρουσιάζει, αν οι άξονες πόλωσης µεταξύ των δυο φίλτρων δεν έχουν γω-
νία 00 ή 90° αλλά κάποια ενδιάµεση τιµή (Σχήµα 5). Από τον αναλύτη διέρχεται η
συνιστώσα Ε1 της έντασης του ηλεκτρικού πεδίου Ε, δηλαδή αυτή που συµπίπτει µε
τον άξονα πόλωσης του αναλύτη. Η Ε2 που είναι η κάθετη συνιστώσα προς τον άξονα
πόλωσης απορροφάται πλήρως.
Περιστρέφοντας τον αναλύτη, έχουµε την δυνατότητα µεταβολής της έντασης Ι του
φωτός που φθάνει στον αισθητήρα. Επειδή η ένταση Ι είναι ανάλογη του Ε02 , απο-
δεικνύεται ότι η ένταση που διέρχεται από τον αναλύτη δίνεται από την σχέση:
Ι =Ι0συν2φ
η οποία αποτελεί τον νόµο του Malus. Το Ι0 είναι η τιµή της µέγιστης έντασης όταν οι
άξονες πόλωσης των δυο φίλτρων είναι παράλληλοι.
Σχήµα 6
νήθως µε µία γραµµή στην οποία σχεδιάζονται γραµµές παράλληλες στην επιφάνεια
του κειµένου και τελείες (Σχήµα 6, ΙΙΙ).
Όταν η ακτίνα είναι πολωµένη µε επίπεδο πόλωσης παράλληλο στο επίπεδο του κει-
µένου τότε την παριστάνουµε µε µία γραµµή στην οποία σχεδιάζονται κάθετες µικρό-
τερες γραµµές παράλληλες στην επιφάνεια της σελίδας. (Σχήµα 6,Ι).
Αντίθετα όταν η ακτίνα είναι πολωµένη µε επίπεδο πόλωσης κάθετα στην επιφάνεια
του κειµένου τότε στην ευθεία γραµµή σχεδιάζουµε τελείες –κόµβους-. (Σχήµα 6,ΙΙ)
Σε ορισµένα οπτικώς διαφανή υλικά όταν προσπέσει δέσµη λευκού φωτός στις κα-
τάλληλα επεξεργασµένες έδρες τους εξέρχεται από το υλικό παρουσιάζοντας φαινό-
µενα τα οποία αποκλίνουν από τους νόµους της διάδοσης και της απλής διάθλασης.
Ένα από τα υλικά στο οποίο παρουσιάζεται το φαινόµενο αυτό είναι ο ασβεστίτης.
Παρατηρούµε ότι ή δέσµη του λευκού φωτός η οποία εισέρχεται κάθετα από την µία
έδρα δεν εξέρχεται απλά από την απέναντι όπως συµβαίνει σε µια πλάκα γυαλιού αλ-
λά διαχωρίζεται σε δύο συνιστώσες δέσµες οι οποίες εξέρχονται ανεξάρτητα η µία
από την άλλη (Σχήµα 7).
Ε
Τ
Ι ΙΙ
Σχήµα 7
Εκτός του φαινόµενου του διαχωρισµού τους, οι δέσµες αυτές παρουσιάζουν και φαι-
νόµενο πόλωσης. Η δέσµη η οποία κινείται ευθύγραµµα και εξέρχεται από την απέ-
ναντι επιφάνεια του ασβεστίτη παρουσιάζει γραµµική πόλωση µε το επίπεδο της πό-
λωσης κάθετα στο επίπεδο του σχήµατος και ονοµάζεται τακτική δέσµη,, ενώ η δεύ-
τερη η οποία αποκλίνει από την ευθεία και εξέρχεται µε επίπεδο πόλωσης παράλληλο
προς το επίπεδο του σχήµατος, ονοµάζεται έκτακτη δέσµη.
Είναι προφανές ότι και τα επίπεδα πόλωσης των δύο ακτίνων είναι κάθετα µεταξύ
των. Το φαινόµενο αυτό ονοµάσθηκε διπλή διάθλαση λόγω του διαχωρισµού της µιας
δέσµης σε δύο και είναι σύνηθες σε υλικά µε κρυσταλλογραφική ανισοτροπία (ανά-
λογα φαινόµενα παρουσιάζονται στον πάγο, στον χαλαζία, στον σφαλερίτη, στον δο-
λοµίτη στον σιδερίτη κ.λ.π.). Εάν ανατρέξουµε στους νόµους της διάθλασης θα δια-
πιστώσουµε ότι η τακτική και η έκτακτη ακτίνα φωτός έχουν διαφορετικές ταχύτητες
και ενώ η τακτική έχει την ίδια ταχύτητα σε όλες τις διευθύνσεις διάδοσης, η ταχύτη-
τα της έκτακτης ακτίνας µεταβάλλεται. Υπάρχει δε µία διεύθυνση µέσα στον κρύ-
σταλλο του ασβεστίτη όπου η ταχύτητες της τακτικής και της έκτακτης ακτίνας είναι
ίσες. Η διεύθυνση αυτή συµπίπτει µε τον οπτικό άξονα του κρυστάλλου. Το διάνυσµα
Ε του φωτός στην τακτική ακτίνα είναι κάθετο στον οπτικό άξονα, ενώ της έκτακτης
ακτίνας παράλληλο.
Ο θέσεις εξόδου της τακτικής και έκτακτης ακτίνας από τον κρύσταλλο του ασβεστί-
Ε
Ε
Τ
Ι ΙΙ
Σχήµα 8
τη είναι πολύ κοντά η µία στην άλλη. Αυτό δυσχεραίνει την αποµόνωση της µιας εκ
των δύο ακτίνων ώστε να έχουµε φως ολικά πολωµένο. Για να επιτύχουµε τον διαχω-
ρισµό τους πρέπει ή να έχουµε κρύσταλλο πολύ µεγάλου πάχους, κάτι που δεν είναι
εύκολο ή να χρησιµοποιήσουµε δύο τεµάχια ασβεστίτη σε σχήµα πρίσµατος και µε
την βοήθεια του φαινόµενου της ολικής ανάκλασης να αποµονώσουµε την µία δέ-
σµη.
Την µέθοδο αυτή χρησιµοποίησε για πρώτη φορά ο William Nicol στο Εδιµβούργο το
1828 και η διάταξη των πρισµάτων που επιτυγχάνουν τον διαχωρισµό των δεσµών
πήρε το όνοµά του (Σχήµα 8).
Η δοµή αυτή των πρισµάτων Nicol τα κατέστησαν κατάλληλα για χρήση σε µεγάλο
αριθµό οπτικών συστηµάτων όπου ήταν απαραίτητο το πολωµένο φως.
4. ∆ιχρωϊκά φαινόµενα
Σχήµα 9
κρύσταλλοι (όπως είναι ο τουρµαλίνης και ο χεραπατίτης) υπάρχουν στη φύση, ενώ
άλλοι κατασκευάζονται και τεχνητά.
Επειδή ένα υλικό µπορεί να µην έχει τον ίδιο συντελεστή απορρόφησης µ (δες άσκη-
ση απορρόφησης φωτός από γυάλινες πλάκες) για όλα τα µήκη κύµατος συχνά η α-
ναδυόµενη πολωµένη δέσµη παρουσιάζει φαινόµενο ελαφρού χρωµατισµού. Το φαι-
νόµενο αυτό δεν παρατηρείται στα πειράµατα οπτικής (π.χ. πείραµα Malus) όπου η
δέσµες φωτός είναι από πηγές Laser και συνεπώς µονοχρωµατικές.
Όταν µια δέσµη φυσικού φωτός προσπέσει στη διαχωριστική επιφάνεια δύο οπτικά
διαφανών υλικών υφίσταται διάθλαση καθώς διέρχεται την επιφάνεια, από το οπτικά
αραιό προς το οπτικά πυκνό υλικό, αλλά παράλληλα παρουσιάζεται και φαινόµενο
ανάκλασης της δέσµης που συνήθως είναι έντονο. (Για τον λόγο αυτό όταν εκτελούµε
πειράµατα στα εργαστήρια της οπτικής µε πηγές Laser θα πρέπει να ελέγχουµε την
πορεία της δέσµης για τυχόν ανακλάσεις, οι οποίες είναι εξ’ ίσου βλαβερές για την
όρασή µας. Στις ισχυρές πηγές Laser είναι απαραίτητο να φοράµε ειδικά γυαλιά).
Εάν τώρα τοποθετήσουµε έναν αναλύτη στην πορεία της ανακλώµενης δέσµης ( το
ίδιο συµβαίνει και στην διαθλώµενη δέσµη) σε διεύθυνση κάθετη σ΄αυτή και τον πε-
ριστρέψουµε γύρο από τον άξονά του θα διαπιστώσουµε ότι η ένταση της διερχόµε-
νης από το φίλτρο δέσµης µεταβάλλεται, κάτι που αποδεικνύει ότι η δέσµη είναι,
τουλάχιστον, µερικώς πολωµένη (Σχήµα 10).
Σχήµα 10
Η γωνία α στην οποία έχουµε το φαινόµενο της ολικής πόλωσης κατά την ανάκλαση
αποτελεί τον νόµο του Brewster (Sir David Brewster, 1815) που τον διατύπωσε το
1815. Το φαινόµενο αυτό πρώτος το ανακάλυψε το 1808 ο Etienne- Louis Malus ε-
πειδή όµως δεν διέθετε καλής ποιότητας οπτικά υλικά δεν µπόρεσε να ολοκληρώσει
την διατύπωσή του.
Σε όλη την περιγραφή και ανάπτυξη του φαινοµένου θεωρήσαµε ότι η δέσµη εισέρ-
χεται στο υλικό και ανακλάται στην επιφάνειά του από τον αέρα που έχει δείκτη διά-
θλασης n = 1. Το ίδιο αποτέλεσµα έχουµε όταν η δέσµη διέρχεται µέσα από την δια-
χωριστική επιφάνεια δύο υλικών που έχουν δείκτες διάθλασης n διαφορετικούς και
λαµβάνει χώρα διάθλαση και ανάκλαση στη διαχωριστική επιφάνειά τους. Έτσι η τε-
λευταία εξίσωση γίνεται :
εφα = nυλικό1/nυλικό2
Στο φαινόµενο του διασκεδασµού είδαµε ότι ο δείκτης διάθλασης n ενός υλικού µε-
ταβάλλεται ανάλογα µε το µήκος κύµατος της ακτινοβολίας που διέρχεται από το υ-
λικό. Σύµφωνα µε τον νόµο του Brewster εφόσον η γωνία α εξαρτάται από τον δείκτη
διάθλασης, για κάθε µήκος κύµατος λ λευκού φωτός (δηλαδή χρώµα) θα έχουµε δια-
φορετική γωνία πρόσπτωσης α που θα εκπληρώνει τη συνθήκη της ολικής πόλωσης,
µε αποτέλεσµα φαινόµενα ασθενούς ιριδισµού στην ανακλώµενη δέσµη.
Για να ανακόψουµε τις ανεπιθύµητες ανακλάσεις που µας περιβάλουν και ειδικά ό-
ταν θέλουµε να αποτυπώσουµε εικόνες µε ανακλάσεις χρησιµοποιούνται πολωτικά
φίλτρα.
Επίσης στα κεφάλαια 10 και 11 της θεωρίας για τα µηχανικά και ηλεκτροµαγνητικά
κύµατα αποδείξαµε ότι δύο κύµατα διαδιδόµενα στο κενό ή µέσα σε ύλη µπορεί να
παρουσιάσουν το φαινόµενο της επαλληλίας. Σύµφωνα µε το φαινόµενο αυτό δύο
παράλληλα κύµατα της µορφής:
όπου το πλάτος του κύµατος Α΄ = 2Ασυν(δ/2) εξαρτάται από την διαφορά φάσης δ
των δύο κυµάτων.
Εάν θεωρήσουµε ότι το πλάτος Α του κάθε κύµατος εκτός από το µέτρο φέρει και την
ιδιότητα του διανύσµατος τότε είναι προφανές πως και το συνιστάµενο πλάτος Α΄ θα
προκύπτει από το διανυσµατικό άθροισµα των δύο πλατών Α (τα οποία χάριν ευκο-
Σχήµα 12
λίας θεωρούµε ότι έχουν ίσα µέτρα).
Τις ιδιότητες αυτές τις εφαρµόζουµε και στα ηλεκτροµαγνητικά κύµατα όπου το η-
λεκτρικό πεδίο τους έχει τη µορφή:
E(x,t) = E0 ηµ (ωt – kx )
εάν δεν παρουσιάζουν διαφορά φάσης, και είναι παράλληλα µεταξύ τους αθροιζόµε-
να θα δώσουν πλάτος ηλεκτρικού πεδίου Ε΄ = 2 Ε0.
Στην περίπτωση που τα δύο κύµατα έχουν διαφορά φάσης δ = 0 αλλά είναι κάθετα
µεταξύ τους το αναµενόµενο µέγιστο πλάτος ταλάντωσης του ηλεκτρικού πεδίου γί-
νεται Ε΄= √2/2 Ε0 (Σχήµα 12).
όπου το ένα κύµα καθυστερεί ή προπορεύεται ως προς το άλλο π.χ. κατά ένα τόξο δ
της πλήρους ταλάντωσης (Σχήµα 13).
Σχήµα 13
Το ηλεκτροµαγνητικό κύµα το οποίο θα προκύψει ως διανυσµατικό άθροισµα των
δύο καθέτων κυµάτων θα κινείται µε την ταχύτητα του φωτός, θα έχει την συχνότητα
f της πηγής, (ω = 2πf), αλλά το διάνυσµα του ηλεκτρικού πεδίου Εάθροισµα θα έχει στα-
θερό πλάτος και θα περιστρέφεται κυκλικά, σαν σπείρα, γύρο από τον ‘άξονα’ διά-
δοσης της ‘δέσµης’ φωτός. Το χαρακτηριστικό αυτό αποτελεί την βασική ιδιότητα
του κυκλικά πολωµένου φωτός (Σχήµα 14).
Από τα παραπάνω φαίνεται ότι για να παράγουµε κυκλικά πολωµένο φως πρέπει να
έχουµε δύο κύµατα φωτός µε τα ηλεκτρικά πεδία τους Ε0 κάθετα µεταξύ τους και µε
κάποιο τρόπο να καθυστερήσουµε την δίοδο (κίνηση) του ενός κύµατος µέσω ενός
υλικού κατά ένα κλάσµα του χρόνου dt που επιθυµούµε εµείς. Για την συγκεκριµένη
περίπτωση επιλέγουµε χρόνο dt ίσο µε το ¼ της περιόδου Τ, δηλαδή όσο χρόνο
χρειάζεται για να κινηθεί το ένα κύµα κατά το ¼ του µήκους κύµατός του λ, ή αλλιώς
κατά λ/4.
Στο σηµείο αυτό ανατρέχουµε στο φαινόµενο της διπλής διάθλασης. Εκεί είχαµε πα-
ρατηρήσει ότι µια ακτίνα φωτός διαχωριζόταν σε δύο, την τακτική και την έκτακτη
µε την ιδιότητα της µεταξύ των καθετότητας. ∆ηλαδή από τον ασβεστίτη ( ή τον χα-
λαζία, που έχει ανάλογες ιδιότητες ) έβγαιναν δύο ακτίνες κάθετα πολωµένες µεταξύ
των.
Σχήµα 14
Επί πλέον µε την εφαρµογή του φαινόµενου στο πρίσµα Nicol, είδαµε ότι οι δύο α-
κτίνες έχουν διαφορετικούς δείκτες διάθλασης nT και nE και συνεπώς διαφορετικές
ταχύτητες c αν και διέρχονται µέσα από το ίδιο υλικό.
Από την θεωρία γνωρίζουµε ότι ο οπτικός δρόµος φωτεινής ακτίνας µέσα σε υλικό
πάχους d , µε δείκτη διάθλασης n, δίνεται από το γινόµενο:
ενώ όταν είναι στο αέρα όπου το n = 1 τότε ο οπτικός δρόµος ταυτίζεται µε την από-
σταση d .
Εάν θέλουµε να επιτύχουµε διαφορά οπτικών δρόµων λ/4 τότε πρέπει να έχουµε µία
διαδροµή d µέσα στο υλικό ίση µε:
( nT - nE ). d = λ/4
( nT - nE ). d = λ/2
όπου στην περίπτωσή µας το d είναι το πάχος του ‘πλακιδίου’ µέσα από το οποίο
πρέπει να περάσει η δέσµη.
Τα πλακίδια αυτά, ανάλογα µε την διαφορά φάσης (καθυστέρηση φάσης) που δη-
µιουργούν ονοµάζονται πλακίδια λ/4 ή λ/2 (900 ή 1800) και προφανώς δεν έχουν το
ίδιο πάχος d.
Στην πράξη για να παράγουµε κυκλικά πολωµένο φως, στο εργαστήριο, χρησιµο-
ποιούµε πηγή φυσικού φωτός ή µονοχρωµατικού (Laser) φωτός . Στην πορεία της δέ-
σµης τοποθετούµε γραµµικό πολωτή. Επιλέγουµε το τύπο του πλακιδίου που θα χρη-
σιµοποιήσουµε, που στην περίπτωσή µας είναι λ/4. Τοποθετούµε το πλακίδιο λ/4
στην πορεία της δέσµης προσέχοντας ώστε το επίπεδο του πολωµένου φωτός να µην
είναι ούτε κάθετο αλλά ούτε παράλληλο στον οπτικό άξονα του πλακιδίου. ∆ιότι, αν
τοποθετήσουµε το πλακίδιο του ασβεστίτη µε τον οπτικό του άξονα παράλληλο προς
το επίπεδο πόλωσης του εισερχόµενου φωτός τότε το φως θα περάσει το υλικό και θα
εξέλθει γραµµικά πολωµένο και δεν θα παρατηρήσουµε κυκλική πόλωση. Αντίθετα
αν τοποθετήσουµε τον οπτικό άξονα του πλακιδίου κάθετα στο επίπεδο του γραµµικά
πολωµένου φωτός, το πλακίδιο θα το απορροφήσει όλο και δεν θα έχουµε πάλι κυ-
κλική πόλωση.
Τελικά αν τοποθετήσουµε τον οπτικό άξονα του πλακιδίου υπό γωνία 450 ως προς το
επίπεδο του προσπίπτοντος γραµµικά πολωµένου φωτός επιτυγχάνουµε τις απαιτού-
µενες συνθήκες δηµιουργίας κυκλικά πολωµένου φωτός (Σχήµα 15) όπως διατυπώ-
σαµε στην αρχή της παραγράφου.
Σχήµα 15
Το πλακίδιο χωρίζει την δέσµη σε δύο συνιστώσες µία παράλληλη προς τον οπτικό
του άξονα και µία κάθετη. Έτσι, ουσιαστικά έχουµε:
2. Καθυστέρηση στην δίοδο του ενός εκ των δύο κυµάτων λόγω της διαφορετι-
κής ταχύτητάς c που έχουν µέσα στο υλικό του πλακιδίου (ανατρέχοντας στο
πρίσµα Nicol µπορούµε να αποδείξουµε ποια από τις δύο ακτίνες θα καθυστε-
ρήσει). Το φως το οποίο εξέρχεται από το πλακίδιο είναι κυκλικά πολωµένο.
Επίσης αν στο κυκλικά πολωµένο φως, το οποίο εξέρχεται από το πλακίδιο λ/4 τοπο-
θετήσουµε ένα γραµµικό πολωτή (ή αναλύτη, όπως στο πείραµα του Malus) έχουµε
γραµµικά πολωµένο φως, η ένταση του οποίου δεν εξαρτάται από την διεύθυνση του
οπτικού άξονα του αναλύτη, καθόσον στο κυκλικά πολωµένο φως το διάνυσµα του
ηλεκτρικού πεδίου περιστρέφεται σε όλες τις διευθύνσεις.
Σχήµα 17
νεπώς θα µεταβάλλει συνεχώς το µέτρο του. Εάν το επίπεδο του γραµµικά πολωµέ-
νου φωτός δεν προσπέσει υπό γωνία 450 στο πλακίδιο λ/4 αλλά υπό τυχαία γωνία φ
τότε τα δύο κάθετα κύµατα που εξέρχονται από το πλακίδιο δεν θα έχουν ίσα πλάτη
ηλεκτρικού πεδίου Ε0χ και Ε0y (εφόσον οι προβολές του Ε0 στους δύο άξονες x και y
δεν θα είναι ίσες) µε αποτέλεσµα οι σύνθεσή τους µετά από την έξοδο από το πλακί-
διο λ/4 να δίνει έλλειψη µε άξονες τα δύο άνισα πλάτη Σχήµα 17).
Επίσης αν το πλακίδιο διαφοράς φάσης δεν είναι λ/4 αλλά τυχαίου πλάτους d που δεν
πληρεί την συνθήκη:
( nT - nE ). d = λ/4
τότε η διαφορά οπτικού δρόµου που δηµιουργεί το πλακίδιο λόγω της καθυστέρησης
φάσης δεν είναι λ/4 αλλά κάποια άλλη τιµή, π.χ. λ/5 ή λ/3 κ.λπ. µε αποτέλεσµα το
εξερχόµενο φως να είναι ελλειπτικά πολωµένο. (Σχήµα 18 )
Σχήµα 18
Ο Άγγλος Φυσικός John Kerr, το 1875, παρατήρησε ότι ορισµένα υλικά όταν βρί-
σκονται µέσα σε διαλύµατα και εφαρµοστεί ηλεκτρικό πεδίο εµποδίζουν την διέλευ-
ση του φωτός. Έκτοτε πέρασαν περίπου εκατό χρόνια για να αξιοποιηθεί το φαινό-
µενο αυτό σε κατασκευές κοινής χρήσης όπως είναι σήµερα όλες οι οθόνες υγρών
κρυστάλλων που συµβολίζονται ως LCD από τα αρχικά των λέξεων Liquid Crystal
Display (οι κατασκευές αυτές δεν έχουν καµία σχέση µε τις LED που προέρχονται
από τα αρχικά των λέξεων Light Emitting Diode και στηρίζονται σε άλλη αρχή λει-
τουργίας).
Η αρχή λειτουργίας του υγρού κρυστάλλου στηρίζεται στα επιµήκη νηµατικά µόρια
τα οποία στην πλειοψηφία τους µοιάζουν µε στριµµένο νήµα και διατάσσονται προ-
σανατολισµένα πάνω σε µακροµόρια που καλούνται κατευθυντές και φέρουν µικρο-
σκοπικές αυλακώσεις. Γνωστοί υγροί κρύσταλλοι που έχουν σπειροειδή νηµατοειδή
µορφή είναι οι σιδηροηλεκτρικοί υγροί κρύσταλλοι (FLC, Ferum Liquid Crystals) οι
οποίοι έχουν γρήγορες αποκρίσεις στον προσανατολισµό των µορίων, της τάξης των
10-6 sec.
Για να δηµιουργήσουµε ένα LCD, παίρνουµε δύο πλάκες από πολωτικό γυαλί. ένα
ειδικό πολυµερές που δηµιουργεί µικροσκοπικά αυλάκια στην επιφάνεια του γυαλιού,
τρίβεται από την πλευρά του γυαλιού που δεν έχει το πολωτικό στρώµα.
Κάθε διαδοχικό στρώµα από νηµατοειδή µόρια έχει προσανατολισµό που είναι
στραµµένος λίγο σε σχέση µε τον προσανατολισµό του προηγούµενου στρώµατος.
Έτσι φθάνουµε σε ένα στρώµα µε γωνία 900 σε σχέση µε το αρχικό, και τότε προσθέ-
τουµε την άλλη γυάλινη πλάκα µε τη διεύθυνση του πολωτή της επίσης σε γωνία 900
σε σχέση µε την πρώτη πλάκα (Σχήµα 19).
Σχήµα 19
Στη συνέχεια το φως συναντά το κάτοπτρο και µετά την ανάκλαση σ’ αυτό ακολουθεί
την ίδια διαδικασία κατά την επιστροφή του. Έτσι το φως του περιβάλλοντος ανα-
κλάται και το οπτικό πεδίο φαίνεται φωτεινό. Αν τώρα εφαρµόσουµε ηλεκτρικό πεδίο
όπως φαίνεται στο Σχήµα 20 τα νηµατοειδή µόρια αποσυστρέφονται, µεταβάλλουν το
επίπεδο πόλωσης του φωτός και αυτό ανακόπτεται (απορροφάται) από τον δεύτερο
πολωτή, µε αποτέλεσµα να έχουµε σκοτεινό πεδίο.
Το απλό LCD που παρουσιάζεται στο Σχήµα 20 απαιτεί µια εξωτερική πηγή φωτι-
σµού. Τα υλικά των υγρών κρυστάλλων δεν εκπέµπουν φως από µόνα τους. Σ΄ ένα
ρολόι χειρός πχ. οι αριθµοί εµφανίζονται εκεί όπου τα µικρά ηλεκτρόδια φορτίζουν
τους υγρούς κρυστάλλους και κάνουν τα διάφορα στρώµατα να αποσυστρέφονται ού-
τως ώστε το φως να µην διαδίδεται µέσω των πολωτικών φίλτρων.
Σχήµα 20
Βιβλιογραφία
Φυσική Hugh D. Young (Μετάφραση, τόµος Β). Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1994