You are on page 1of 14

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΚΛΙΣΗΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ Γ΄ ΚΛΙΣΗΣ

Ενικός αριθμός Πληθυντικός αριθμός


Ονομ. ἡ πόλις αἱ πόλεις
Γεν. τῆς πόλεως τῶν πόλεων
Δοτ. τῇ πόλει ταῖς πόλεσι(ν)
Αιτ. τήν πόλιν τάς πόλεις
Κλητ. (ὦ) πόλι (ὦ) πόλεις

Ενικός αριθμός
Αρσενικό Θηλυκό
Ονομ. ὁ κόραξ (= κ + ς) ἡ πτέρυξ (= γ + ς)
Γεν. τοῦ κόρακος τῆς πτέρυγος
Δοτ. τῷ κόρακι τῇ πτέρυγι
Αιτ. τόν κόρακα τήν πτέρυγα
Κλητ. (ὦ) κόραξ (ὦ) πτέρυξ

Πληθυντικός αριθμός
Αρσενικό Θηλυκό
Ονομ. οἱ κόρακες αἱ πτέρυγες
Γεν. τῶν κοράκων τῶν πτερύγων
Δοτ. τοῖς κόραξι(ν) ταῖς πτέρυξι(ν)
Αιτ. τούς κόρακας τάς πτέρυγας
Κλητ. (ὦ) κόρακες (ὦ) πτέρυγες

Έτσι κλίνονται και τα: ἡ γλαῦξ, ἡ ἕλιξ, ὁ θώραξ, ὁ κῆρυξ, ὁ πίναξ, ὁ λάρυγξ, ἡ
μάστιξ (γεν. τῆς μάστιγος), ἡ σάλπιγξ (γεν. τῆς σάλπιγγος), ὁ/ἡ βήξ (γεν. τοῦ/τῆς
βηχός), ἡ διῶρυξ (γεν. τῆς διώρυχος) κ.ά..

Ενικός αριθμός
Ονομ. ὁ τάπης ἡ πατρίς ὁ ὄρνις
Γεν. τοῦ τάπητος τῆς πατρίδος τοῦ ὄρνιθος
Δοτ. τῷ τάπητι τῇ πατρίδι τῷ ὄρνιθι
Αιτ. τόν τάπητα τήν πατρίδα τόν ὄρνιν
Κλητ. (ὦ) τάπης (ὦ) πατρίς (ὦ) ὄρνι

1
Πληθυντικός αριθμός
Ονομ. οἱ τάπητες αἱ πατρίδες οἱ ὄρνιθες
Γεν. τῶν ταπήτων τῶν πατρίδων τῶν ὀρνίθων
Δοτ. τοῖς τάπησι(ν) ταῖς πατρίσι(ν) τοῖς ὄρνισι(ν)
Αιτ. τούς τάπητας τάς πατρίδας τούς ὄρνιθας
Κλητ. (ὦ) τάπητες (ὦ) πατρίδες (ὦ) ὄρνιθες

Έτσι κλίνονται και τα παρακάτω: ὁ λέβης (γεν. τοῦ λέβητος), ἡ δεξιότης (γεν.
τῆς δεξιότητος), ἡ βαρύτης (γεν. τῆς βαρύτητος), ἡ ταχύτης (γεν. τῆς ταχύτητος), ἡ
χάρις (γεν. τῆς χάριτος), ὁ ἔρως (γεν. τοῦ ἔρωτος), ἡ Ἑλλάς (γεν. τῆς Ἑλλάδος), ἡ ἔρις
(γεν. τῆς ἔριδος), ἡ ἀσπίς (γεν. τῆς ἀσπίδος), ἡ ἐλπίς (γεν. τῆς ἐλπίδος), τό κτῆμα (γεν.
τοῦ κτήματος) κ.ά..
Ενικός αριθμός
Ονομ. ἡ γυνή ὁ/ἡ παῖς
Γεν. τῆς γυναικός τοῦ/τῆς παιδός
Δοτ. τῇ γυναικί τῷ/τῇ παιδί
Αιτ. τήν γυναῖκα τόν/τήν παῖδα
Κλητ. (ὦ) γύναι (ὦ) παῖ

Πληθυντικός αριθμός
Ονομ. αἱ γυναῖκες οἱ/αἱ παῖδες
Γεν. τῶν γυναικῶν τῶν παίδων
Δοτ. ταῖς γυναιξί(ν) τοῖς/ταῖς παισί(ν)
Αιτ. τάς γυναῖκας τούς/τάς παῖδας
Κλητ. (ὦ) γυναῖκες (ὦ) παῖδες

Ενικός αριθμός
Ονομ. ἡ ἀκτίς ὁ Ἕλλην ὁ χειμών
Γεν. τῆς ἀκτῖνος τοῦ Ἕλληνος τοῦ χειμῶνος
Δοτ. τῇ ἀκτῖνι τῷ Ἕλληνι τῷ χειμῶνι
Αιτ. τήν ἀκτῖνα τόν Ἕλληνα τόν χειμῶνα
Κλητ. (ὦ) ἀκτίς (ὦ) Ἕλλην (ὦ) χειμών

Πληθυντικός αριθμός
Ονομ. αἱ ἀκτῖνες οἱ Ἕλληνες οἱ χειμῶνες
Γεν. τῶν ἀκτίνων τῶν Ἑλλήνων τῶν χειμώνων

2
Δοτ. ταῖς ἀκτῖσι(ν) τοῖς Ἕλλησι(ν) τοῖς χειμῶσι(ν)
Αιτ. τάς ἀκτῖνας τούς Ἕλληνας τούς χειμῶνας
Κλητ. (ὦ) ἀκτῖνες (ὦ) Ἕλληνες (ὦ) χειμῶνες
Ενικός αριθμός
Ονομ. ὁ ποιμήν ὁ γείτων
Γεν. τοῦ ποιμένος τοῦ γείτονος
Δοτ. τῷ ποιμένι τῷ γείτονι
Αιτ. τόν ποιμένα τόν γείτονα
Κλητ. (ὦ) ποιμήν (ὦ) γεῖτον
Πληθυντικός αριθμός
Ονομ. οἱ ποιμένες οἱ γείτονες
Γεν. τῶν ποιμένων τῶν γειτόνων
Δοτ. τοῖς ποιμέσι(ν) τοῖς γείτοσι(ν)
Αιτ. τούς ποιμένας τούς γείτονας
Κλητ. (ὦ) ποιμένες (ὦ) γείτονες

Ενικός αριθμός
Ονομ. ὁ κλητήρ ὁ σωτήρ
Γεν. τοῦ κλητῆρος τοῦ σωτῆρος
Δοτ. τῷ κλητῆρι τῷ σωτῆρι
Αιτ. τόν κλητῆρα τόν σωτῆρα
Κλητ. (ὦ) κλητήρ (ὦ) σῶτερ
Πληθυντικός αριθμός
Ονομ. οἱ κλητῆρες οἱ σωτῆρες
Γεν. τῶν κλητήρων τῶν σωτήρων
Δοτ. τοῖς κλητῆρσι(ν) τοῖς σωτῆρσι(ν)
Αιτ. τούς κλητῆρας τούς σωτῆρας
Κλητ. (ὦ) κλητῆρες (ὦ) σωτῆρες

Ενικός αριθμός
Ονομ. ὁ ῥήτωρ ὁ πράκτωρ ὁ ἀθήρ
Γεν. τοῦ ῥήτορος τοῦ πράκτορος τοῦ ἀθέρος
Δοτ. τῷ ῥήτορι τῷ πράκτορι τῷ ἀθέρι
Αιτ. τόν ῥήτορα τόν πράκτορα τόν ἀθέρα
Κλητ. (ὦ) ῥῆτορ (ὦ) πρᾶκτορ (ὦ) ἀθήρ
Πληθυντικός αριθμός
Ονομ. οἱ ῥήτορες οἱ πράκτορες οἱ ἀθέρες

3
Γεν. τῶν ῥητόρων τῶν πρακτόρων τῶν ἀθέρων
Δοτ. τοῖς ῥήτορσι(ν) τοῖς πράκτορσι(ν) τοῖς ἀθέρσι(ν)
Αιτ. τούς ῥήτορας τούς πράκτορας τούς ἀθέρας
Κλητ. (ὦ) ῥήτορες (ὦ) πράκτορες (ὦ) ἀθέρες

Ενικός Αριθμός
Ονομ. ὁ πατήρ ἀνήρ ἡ μήτηρ θυγάτηρ
Γεν. τοῦ πατρός ἀνδρός τῆς μητρός θυγατρός
Δοτ. τῷ πατρί ἀνδρί τῇ μητρί θυγατρί
Αιτ. τόν πατέρα ἄνδρα τήν μητέρα θυγατέρα
Κλητ. (ὦ) πάτερ ἄνερ (ὦ) μῆτερ θύγατερ
Πληθυντικός Αριθμός
Ονομ. οἱ πατέρες ἄνδρες αἱ μητέρες θυγατέρες
Γεν. τῶν πατέρων ἀνδρῶν τῶν μητέρων θυγατέρων
Δοτ. τοῖς πατράσι(ν) ἀνδράσι(ν) ταῖς μητράσι(ν) θυγατράσι(ν)
Αιτ. τούς πατέρας ἄνδρας τάς μητέρας θυγατέρας
Κλητ. (ὦ) πατέρες ἄνδρες (ὦ) μητέρες θυγατέρες

Ενικός αριθμός
Αρσενικά Ουδέτερο
Ονομ. ὁ Σωκράτης Περικλῆς τό ἔδαφος
Γεν. τοῦ Σωκράτους Περικλέους τοῦ ἐδάφους
Δοτ. τῷ Σωκράτει Περικλεῖ τῷ ἐδάφει
Αιτ. τόν Σωκράτη Περικλέα τό ἔδαφος
Κλητ. (ὦ) Σώκρατες Περίκλεις (ὦ) ἔδαφος
Πληθυντικός αριθμός
Αρσενικά Ουδέτερο
Ονομ. οἱ Σωκράται Περικλεῖς τά ἐδάφη
Γεν. τῶν Σωκρατῶν Περικλέων τῶν ἐδαφῶν
Δοτ. τοῖς Σωκράταις - τοῖς ἐδάφεσι(ν)
Αιτ. τούς Σωκράτας Περικλεῖς τά ἐδάφη
Κλητ. (ὦ) Σωκράται Περικλεῖς (ὦ) ἐδάφη

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΤΡΙΤΟΚΛΙΤΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ

Ενικός αριθμός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο

4
Ονομ. ὁ βαθύς ἡ βαθεῖα τό βαθύ
Γεν. τοῦ βαθέος τῆς βαθείας τοῦ βαθέος
Δοτ. τῷ βαθεῖ τῇ βαθείᾳ τῷ βαθεῖ
Αιτ. τόν βαθύν τήν βαθεῖαν τό βαθύ
Κλητ. (ὦ) βαθύ (ὦ) βαθεῖα (ὦ) βαθύ

Πληθυντικός αριθμός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ονομ. οἱ βαθεῖς αἱ βαθεῖαι τά βαθέα
Γεν. τῶν βαθέων τῶν βαθειῶν τῶν βαθέων
Δοτ. τοῖς βαθέσι(ν) ταῖς βαθείαις τοῖς βαθέσι(ν)
Αιτ. τούς βαθεῖς τάς βαθείας τά βαθέα
Κλητ. (ὦ) βαθεῖς (ὦ) βαθεῖαι (ὦ) βαθέα
Έτσι κλίνονται και τα: βαρύς, βραδύς, γλυκύς, δασύς, εὐθύς, εὐρύς, ὀξύς, παχύς,
ταχύς κ.ά..
Ενικός αριθμός
Αρσενικό - Θηλυκό Ουδέτερο
Ονομ. ὁ-ἡ ἀληθής τό ἀληθές
Γεν. τοῦ - τῆς ἀληθοῦς τοῦ ἀληθοῦς
Δοτ. τῷ - τῇ ἀληθεῖ τῷ ἀληθεῖ
Αιτ. τόν - τήν ἀληθῆ τό ἀληθές
Κλητ. (ὦ) ἀληθές (ὦ) ἀληθές
Πληθυντικός αριθμός
Αρσενικό - Θηλυκό Ουδέτερο
Ονομ. οἱ - αἱ ἀληθεῖς τά ἀληθῆ
Γεν. τῶν ἀληθῶν τῶν ἀληθῶν
Δοτ. τοῖς - ταῖς ἀληθέσι(ν) τοῖς ἀληθέσι(ν)
Αιτ. τούς - τάς ἀληθεῖς τά ἀληθῆ
Κλητ. (ὦ) ἀληθεῖς (ὦ) ἀληθῆ
Σύμφωνα μ' αυτό κλίνονται και τα: ἀγενής, ἀσεβής, ἀκριβής, ἀσθενής, ἀμελής,
δυστυχής, εὐγενής, εὐσεβής, εὐτυχής κ.ά..
Ενικός αριθμός
Αρσενικό - Θηλυκό Ουδέτερο
Ονομ. ὁ-ἡ πλήρης τό πλῆρες
Γεν. τοῦ - τῆς πλήρους τοῦ πλήρους
Δοτ. τῷ - τῇ πλήρει τῷ πλήρει
Αιτ. τόν - τήν πλήρη τό πλῆρες

5
Κλητ. (ὦ) πλῆρες (ὦ) πλῆρες
Πληθυντικός αριθμός
Αρσενικό - Θηλυκό Ουδέτερο
Ονομ. οἱ - αἱ πλήρεις τά πλήρη
Γεν. τῶν πλήρων τῶν πλήρων
Δοτ. τοῖς - ταῖς πλήρεσι(ν) τοῖς πλήρεσι(ν)
Αιτ. τούς - τάς πλήρεις τά πλήρη
Κλητ. (ὦ) πλήρεις (ὦ) πλήρη

Σύμφωνα με αυτό κλίνονται και άλλα επίθετα που λήγουν σε -ήρης: π.χ.
ξιφήρης, ποδήρης.
Ενικός αριθμός
Αρσενικό - Θηλυκό Ουδέτερο
Ονομ. ὁ-ἡ συνήθης τό σύνηθες
Γεν. τοῦ - τῆς συνήθους τοῦ συνήθους
Δοτ. τῷ - τῇ συνήθει τῷ συνήθει
Αιτ. τόν - τήν συνήθη τό σύνηθες
Κλητ. (ὦ) σύνηθες (ὦ) σύνηθες
Πληθυντικός αριθμός
Αρσενικό - Θηλυκό Ουδέτερο
Ονομ. οἱ - αἱ συνήθεις τά συνήθη
Γεν. τῶν συνήθων τῶν συνήθων
Δοτ. τοῖς - ταῖς συνήθεσι(ν) τοῖς συνήθεσι(ν)
Αιτ. τούς - τάς συνήθεις τά συνήθη
Κλητ. (ὦ) συνήθεις (ὦ) συνήθη
Σύμφωνα μ' αυτό κλίνονται και τα: ὁ - ἡ εὐήθης, τό εὔηθες // ὁ - ἡ εὐμεγέθης, τό
εὐμέγεθες // ὁ - ἡ αὐθάδης, τό αὔθαδες // ὁ - ἡ αὐτάρκης, τό αὔταρκες κ.ά..
Ενικός αριθμός
Αρσενικό - Θηλυκό Ουδέτερο
Ονομ. ὁ-ἡ εὐδαίμων τό εὔδαιμον
Γεν. τοῦ - τῆς εὐδαίμονος τοῦ εὐδαίμονος
Δοτ. τῷ - τῇ εὐδαίμονι τῷ εὐδαίμονι
Αιτ. τόν - τήν εὐδαίμονα τό εὔδαιμον
Κλητ. (ὦ) εὔδαιμον (ὦ) εὔδαιμον
Πληθυντικός αριθμός
Αρσενικό - Θηλυκό Ουδέτερο
Ονομ. οἱ - αἱ εὐδαίμονες τά εὐδαίμονα

6
Γεν. τῶν εὐδαιμόνων τῶν εὐδαιμόνων
Δοτ. τοῖς - ταῖς εὐδαίμοσι(ν) τοῖς εὐδαίμοσι(ν)
Αιτ. τούς - τάς εὐδαίμονας τά εὐδαίμονα
Κλητ. (ὦ) εὐδαίμονες (ὦ) εὐδαίμονα

Όμοια κλίνονται και τα: ὁ - ἡ κακοδαίμων, τό κακόδαιμον // ὁ - ἡ ἀγνώμων, τό


ἄγνωμον // ὁ - ἡ ἐλεήμων, τό ἐλεῆμον // ὁ - ἡ μεγαλόφρων, τό μεγαλόφρον κ.ά..

ΡΗΜΑΤΑ

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
Η υποτακτική ενεστώτα του ρήματος «εἰμί»

ᾖς

ὦμεν
ἦτε
ὦσιν

Το ρήμα «τάττω» στην υποτακτική ενεργητικής φωνής ως παράδειγμα:


τάττω
Θέμα ρήματος: τάττ-

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας Αόριστος Παρακείμενος
τάττ - ω τάξ - ω Μονολεκτικά Περιφραστικά
τάττ - ῃς τάξ - ῃς τε - τά - χω τεταχώς, -υῖα, -ός ὦ
τάττ - ῃ τάξ - ῃ τε - τά - χῃς τεταχώς, -υῖα, -ός ᾖς
τάττ - ωμεν τάξ - ωμεν τε - τά - χῃ τεταχώς, -υῖα, -ός ᾖ
τάττ - ητε τάξ - ητε τε - τά - χωμεν τεταχότες, -υῖαι, -ότα ὦμεν
τάττ - ωσι(ν) τάξ - ωσι(ν) τε - τά - χητε τεταχότες, -υῖαι, -ότα ἦτε
τε - τά - χωσι(ν) τεταχότες, -υῖαι, -ότα ὦσιν

τάττομαι

ΜΕΣΗ ΦΩΝΗ

7
Ενεστώτας Αόριστος Παρακείμενος
τάττ - ωμαι τάξ - ωμαι τε - ταγ - μένος, -η, -ον ὦ
τάττ - ῃ τάξ - ῃ τε - ταγ - μένος, -η, -ον ᾖς
τάττ - ηται τάξ - ηται τε - ταγ - μένος, -η, -ον ᾖ
ταττ - ώμεθα ταξ - ώμεθα τε - ταγ - μένοι, -αι, -α ὦμεν
τάττ - ησθε τάξ - ησθε τε - ταγ - μένοι, -αι, -α ἦτε
τάττ - ωνται τάξ - ωνται τε - ταγ - μένοι, -αι, -α ὦσιν

ΕΥΚΤΙΚΗ
Η ευκτική ενεστώτα και μέλλοντα του ρήματος «εἰμί»

Ευκτική ενεστώτα υκτική μέλλοντα


εἴην ἐσοίμην
εἴης ἔσοιο
εἴη ἔσοιτο
εἴημεν ή εἶμεν ἐσοίμεθα
εἴητε ή εἶτε ἔσοισθε
εἴησαν ή εἴεν ἔσοιντο

Το ρήμα «τάττω» στην ευκτική ενεργητικής φωνής:


τάττω

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας Μέλλοντας Αόριστος
τάττ - οιμι τάξ - οιμι τάξ - αιμι
τάττ - οις τάξ - οις τάξ - αις ή τάξ - ειας
τάττ - οι τάξ - οι τάξ - αι ή τάξ - ειεν
τάττ - οιμεν τάξ - οιμεν τάξ - αιμεν
τάττ - οιτε τάξ - οιτε τάξ - αιτε
τάττ - οιεν τάξ - οιεν τάξ - αιεν ή τάξ - ειαν
Παρακείμενος
Μονολεκτικά Περιφραστικά
τετάχ - οιμι τεταχώς, -υῖα, -ός εἴην

8
τετάχ - οις τεταχώς, -υῖα, -ός εἴης
τετάχ - οι τεταχώς, -υῖα, -ός εἴη
τετάχ - οιμεν τεταχότες, -υῖαι, -ότα εἴημεν - εἶμεν
τετάχ - οιτε τεταχότες, -υῖαι, -ότα εἴητε - εἶτε
τετάχ - οιεν τεταχότες, -υῖαι, -ότα εἴησαν - εἶεν

τάττομαι

ΜΕΣΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας Μέλλοντας Αόριστος Παρακείμενος
ταττ - οίμην ταξ - οίμην ταξ - αίμην τεταγμένος, -η, -ον εἴην
τάττ - οιο τάξ - οιο τάξ - αιο τεταγμένος, -η, -ον εἴης
τάττ - οιτο τάξ - οιτο τάξ - αιτο τεταγμένος, -η, -ον εἴη
ταττ - οίμεθα ταξ - οίμεθα ταξ - αίμεθα τεταγμένοι, -αι, -α εἴημεν - εἶμεν
τάττ - οισθε τάξ - οισθε τάξ - αισθε τεταγμένοι, -αι, -α εἴητε - εἶτε
τάττ - οιντο τάξ - οιντο τάξ - αιντο τεταγμένοι, -αι, -α εἴησαν - εἶεν

ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
Η προστακτική ενεστώτα του ρήματος «εἰμί»
-
ἴσθι
ἔστω
-
ἔστε
ἔστων ή ὄντων ή ἔστωσαν

Το ρήμα «τάττω» στην προστακτική ενεργητικής φωνής:


τάττω

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας Αόριστος Παρακείμενος

9
- - -
τάττ - ε τάξ - ον τεταχώς, -υῖα, -ός ἴσθι
ταττ - έτω ταξ - άτω τεταχώς, -υῖα, -ός ἔστω
- - -
τάττ - ετε τάξ - ατε τεταχότες,-υῖαι, -ότα ἔστε
ταττ - όντων ή ταττ - ταξ - άντων ή τεταχότες, -υῖαι, -ότα ἔστων ή ὄντων ή
έτωσαν ταξ - άτωσαν ἔστωσαν

τάττομαι

ΜΕΣΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας Αόριστος Παρακείμενος
- - -
τάττ - ου τάξ - αι τέ - ταξ - ο
ταττ - έσθω ταξ - άσθω τε - τάχ - θω
- - -
τάττ - εσθε τάξ - ασθε τέ - ταχ - θε
ταττ - έσθων ή ταξ - άσθων ή τε - τάχ - θων ή
ταττ - έσθωσαν ταξ - άσθωσαν τε - τάχ - θωσαν

ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΗΣ ΚΛΙΣΗΣ ΤΩΝ ΒΑΡΥΤΟΝΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΣΕ


ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΓΚΛΙΣΕΙΣ

Το ρήμα «λύω - λύομαι»

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ

ΟΡΙΣΤΙΚΗ
Ενεστώτας Παρατατικός Μέλλοντας Αόριστος
λύω ἔλυον λύσω ἔλυσα
λύεις ἔλυες λύσεις ἔλυσας
λύει ἔλυε λύσει ἔλυσε

10
λύομεν ἐλύομεν λύσομεν ἐλύσαμεν
λύετε ἐλύετε λύσετε ἐλύσατε
λύουσιν ἔλυον λύσουσιν ἔλυσαν
Παρακείμενος Υπερσυντέλικος
λέλυκα ἐλελύκειν
λέλυκας ἐλελύκεις
λέλυκε ἐλελύκει
λελύκαμεν ἐλελύκεμεν
λελύκατε ἐλελύκετε
λελύκασιν ἐλελύκεσαν

ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΑ
Ενεστώτας Μέλλοντας Αόριστος Παρακείμενος
λύειν λύσειν λῦσαι λελυκέναι
ΜΕΤΟΧΕΣ
Ενεστώτας Μέλλοντας Αόριστος Παρακείμενος
λύων λύσων λύσας λελυκώς
λύουσα λύσουσα λύσασα λελυκυῖα
λῦον λῦσον λῦσαν λελυκός

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
Ενεστώτας Αόριστος Παρακείμενος
λύω λύσω λελυκώς ὦ και λελύκω
λύῃς λύσῃς λελυκώς ᾖς και λελύκῃς
λύῃ λύσῃ λελυκώς ᾖ και λελύκῃ
λύωμεν λύσωμεν λελυκότες ὦμεν και λελύκωμεν
λύητε λύσητε λελυκότες ἦτε και λελύκητε
λύωσιν λύσωσι(ν) λελυκότες ὦσιν και λελύκωσι(ν)

ΕΥΚΤΙΚΗ
Ενεστώτας Μέλλοντας Αόριστος Παρακείμενος
λύοιμι λύσοιμι λύσαιμι λελυκώς εἴην και λελύκοιμι
λύοις λύσοις λύσαις λελυκώς εἴης και λελύκοις
λύοι λύσοι λύσαι λελυκώς εἴη και λελύκοι
λύοιμεν λύσοιμεν λύσαιμεν λελυκότες εἴημεν - εἶμεν και λελύκοιμεν
λύοιτε λύσοιτε λύσαιτε λελυκότες εἴητε - εἶτε και λελύκοιτε

11
λύοιεν λύσοιεν λύσαιεν λελυκότες εἴησαν - εἶεν και λελύκοιεν

ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
Ενεστώτας Αόριστος Παρακείμενος
- - -
λῦε λῦσον λελυκώς ἴσθι
λυέτω λυσάτω λελυκώς ἔστω
- - -
λύετε λύσατε λελυκότες ἔστε
λυσάντων ή
λυόντων ή λυέτωσαν λελυκότες ἔστων ή ὄντων ή ἔστωσαν
λυσάτωσαν

ΜΕΣΗ ΦΩΝΗ

ΟΡΙΣΤΙΚΗ
Ενεστώτας Παρατατικός Μέλλοντας Αόριστος
λύομαι ἐλυόμην λύσομαι ἐλυσάμην
λύῃ (ει) ἐλύου λύσῃ(ει) ἐλύσω
λύεται ἐλύετο λύσεται ἐλύσατο
λυόμεθα ἐλυόμεθα λυσόμεθα ἐλυσάμεθα
λύεσθε ἐλύεσθε λύσεσθε ἐλύσασθε
λύονται ἐλύοντο λύσονται ἐλύσαντο
Παρακείμενος Υπερσυντέλικος
λέλυμαι ἐλελύμην
λέλυσαι ἐλέλυσο
λέλυται ἐλέλυτο
λελύμεθα ἐλελύμεθα
λέλυσθε ἐλέλυσθε
λέλυνται ἐλέλυντο

ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΑ
Ενεστώτας Μέλλοντας Αόριστος Παρακείμενος

12
λύεσθαι λύσεσθαι λύσασθαι λελύσθαι

ΜΕΤΟΧΕΣ
Ενεστώτας Μέλλοντας Αόριστος Παρακείμενος
λυόμενος λυσόμενος λυσάμενος λελυμένος
λυομένη λυσομένη λυσαμένη λελυμένη
λυόμενον λυσόμενον λυσάμενον λελυμένον

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
Ενεστώτας Αόριστος Παρακείμενος
λύωμαι λύσωμαι λελυμένος, -η, -ον ὦ
λύῃ λύσῃ λελυμένος, -η, -ον ᾖς
λύηται λύσηται λελυμένος, -η, -ον ᾖ
λυώμεθα λυσώμεθα λελυμένοι, -αι, -α ὦμεν
λύησθε λύσησθε λελυμένοι, -αι, -α ἦτε
λύωνται λύσωνται λελυμένοι, -αι, -α ὦσιν

ΕΥΚΤΙΚΗ
Ενεστώτας Μέλλοντας Αόριστος Παρακείμενος
λυοίμην λυσοίμην λυσαίμην λελυμένος, -η, -ον εἴην
λύοιο λύσοιο λύσαιο λελυμένος, -η, -ον εἴης
λύοιτο λύσοιτο λύσαιτο λελυμένος, -η, -ον εἴη
λυοίμεθα λυσοίμεθα λυσαίμεθα λελυμένοι, -αι, -α εἴημεν - εἶμεν
λύοισθε λύσοισθε λύσαισθε λελυμένοι, -αι, -α εἴητε - εἶτε
λύοιντο λύσοιντο λύσαιντο λελυμένοι, -αι, -α εἴησαν - εἶεν

ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
Ενεστώτας Αόριστος Παρακείμενος
- - -
λύου λῦσαι λέλυσο
λυέσθω λυσάσθω λελύσθω
- - -
λύεσθε λύσασθε λέλυσθε
λυέσθων ή λυσάσθων ή λελύσθων ή
λυέσθωσαν λυσάσθωσαν λελύσθωσαν

13
14

You might also like