You are on page 1of 13

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΧΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ


ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ (ΔΗΔ)
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Εισαγωγή στην Πολιτική Επιστήμη – ΔΗΔ21
Εξάμηνο : Χειμερινό Ακαδημαϊκό Έτος : 2020 – 2021

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΣΑΣΛΗΣ-ΘΕΟΤΟΚΑΤΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ


Α.Μ.: 509023
ΤΜΗΜΑ: ΔΗΔ21 – ΗΛΕ43
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΕΣΣΟΠΟΥΛΟΣ
Περιεχόμενα

Εισαγωγή………………………………………………………………………… σελ.
3
Κοινωνική διαστρωμάτωση κατά τη Βιομηχανική Επανάσταση…………………σελ.
3
Η θέση της γυναίκας κατά την περίοδο της Βιομηχανικής Επανάστασης…...…...σελ.
5
Συγκριτική αποτίμηση των θεωριών της περιόδου………………………...……..σελ.
7
Μεταβιομηχανική εποχή και κοινωνικές θεωρίες………………………………...σελ.
8
Επίλογος…………………………………………………………………...…….σελ.
11
Βιβλιογραφία……………………………… ………….………….……………..σελ.
12

2
Εισαγωγή

Με τον όρο «Βιομηχανική Επανάσταση» εννοούμε την περίοδο που ξεκίνησε


το δεύτερο μισό του 180ου αιώνα και κορυφώθηκε τον 19ο αιώνα. Πιο συγκεκριμένα
άρχισε γύρω στα 1780 ενώ ολοκληρώθηκε κατά το 1850 (Stuart & Gram, 2003).
Επίκεντρο της Βιομηχανικής Επανάστασης ήταν η Μεγάλη Βρετανία όμως στη
συνέχεια επεκτάθηκε και στη Δυτική Ευρώπη.

Τα βασικά γνωρίσματα της Βιομηχανικής Επανάστασης ήταν τρία κυρίως:

 αλλαγή της παραγωγικής διαδικασίας σε πολλούς τομείς με


υποκατάσταση της ανθρώπινης εργασίας από τις μηχανές
 οι παραδοσιακές πηγές ενέργειας (υδατόπτωση, αιολική ενέργεια κ.ά.)
αντικαθίστανται από τους γαιάνθρακες
 χρήση ανόργανων πρώτων υλών.

Αποτέλεσμα της περιόδου αυτής ήταν και οι αλλαγές της κοινωνικής


διαστρωμάτωσης. Οι αλλαγές αυτές προκύπτουν από την εγκατάλειψη της ζωής στην
ύπαιθρο και τη μετακίνηση πολλών πληθυσμών στις πόλεις με σκοπό να βρουν
εργασία σε βιομηχανικές μονάδες. Οι άνθρωποι αυτοί θα συγκροτήσουν το λεγόμενο
προλεταριάτο, δηλαδή τους εργάτες, σε αντίθεση με την αστική τάξη που αποτελείται
από αυτούς που κατέχουν τα μέσα παραγωγής. Πριν τη Βιομηχανική Επανάσταση
υπάρχει μια πρώιμη μορφή καπιταλισμού αφού από την κατάρρευση της φεουδαρχίας
αναδεικνύεται μια αστική τάξη αποτελούμενη από εμπόρους, ελεύθερους
επαγγελματίες ενώ σημαντικό ρόλο παίζει η μεταποιητική βιομηχανία (Stuart &
Gram, 2003).

3
Κοινωνική διαστρωμάτωση κατά τη Βιομηχανική Επανάσταση

Με βάση τα παραπάνω η εκβιομηχάνιση οδήγησε στη συγκρότηση δύο


κοινωνικών τάξεων. Από τη μια ήταν η εργατική τάξη και από την άλλη η αστική. Η
σχέση μεταξύ εργατών και κεφαλαιούχων αστών ήταν σχέση εξάρτησης και
ανταγωνισμού. Οι ιδιοκτήτες των εργοστασίων είχαν ανάγκη το εργατικό δυναμικό
το οποίο δούλευε κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες. Διάφοροι θεωρητικοί και
στοχαστές προσπαθούν να αναλύσουν τις νέες κοινωνικές τάξεις που
διαμορφώνονται.

Η πλέον σημαίνουσα εξήγηση για τις αλλαγές στην ταξική δομή έρχεται από
τον Μαρξ. Ο ίδιος αναλύει τη βιομηχανική κοινωνία αναφέροντας ότι η μορφή της
ήταν καπιταλιστική. Τα μέσα παραγωγής είναι ιδιωτικά που κατέχονται από
επιχειρηματίες που δεν εργάζονται. Σύμφωνα με τις θεωρίες του ο καπιταλισμός
υπάρχει από τη στιγμή που ο εργάτης πουλάει στην ελεύθερη αγορά την εργατική του
δύναμη. Η κυρίαρχη αστική τάξη εδραιώνει την ισχύ της, αρχικά στις μικρότερες
πόλεις, μέσω φιλανθρωπιών. Στην πορεία, καθώς η οικονομική της δύναμη αυξάνει,
αμφισβητεί την αριστοκρατία που ήταν μέχρι τότε ομάδα εξουσίας μέσα από
διάφορες κοινοβουλευτικές μεταρρυθμίσεις (Stuart & Gram, 2003).

Σε αντίθεση με την αστική τάξη οι εργάτες στερούνται πλέον τα απαραίτητα


μέσα για τη συντήρησή τους με αποτέλεσμα να πωλούν την εργατική τους δύναμη για
να ζήσουν. Από αυτό το σημείο ξεκινάει μια ανταγωνιστική και συγκρουσιακή σχέση
με την αστική τάξη καθώς οι κεφαλαιούχοι ενδιαφέρονται για την αύξηση των
κερδών τους. Προχωρώντας ακόμη παραπέρα ο Μαρξ αλλά και άλλοι σχολιαστές
τονίζουν ότι οι εργάτες πληρώνονται μισθούς που δεν αντιπροσωπεύουν την πλήρη
αξία των αγαθών που παράγουν. Μόνο ένα μέρος του εργάσιμου χρόνου τα αγαθά
που παρήγαν ισούνταν με τις δαπάνες διαβίωσής τους. Την επιπλέον αξία των
προϊόντων που έφτιαχναν, την οποία ο Μαρξ ονόμασε υπεραξία, την καρπώνονταν οι
καπιταλιστές ως κέρδος. Ο Μαρξ θεωρεί ότι οι εργάτες έχουν δικαίωμα στην
υπεραξία των προϊόντων ενώ εισάγει και τον όρο εκμετάλλευση για να δείξει το πώς
αποσπάται η υπεραξία στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Οι εργάτες
αναγκάζονται να δουλεύουν περισσότερο με σκοπό να αυξηθεί η παραγωγικότητα
ενώ ο μισθός παραμένει ίδιος. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι εκτελούν
επαναληπτικές κινήσεις στη δουλειά τους βρίσκουν όλο και λιγότερο νόημα σε

4
αυτήν. Όταν οι εργάτες συνειδητοποιήσουν τη δυσμενή θέση που βρίσκονται έναντι
των κεφαλαιοκρατών θα θελήσουν να αλλάξουν το άδικο σύστημα που επικρατεί. Για
τον Μαρξ η εργατική τάξη πρέπει να είναι επαναστατική και να έχει σοσιαλιστική
προοπτική.

Σε αντίθεση με τις θεωρίες του Μαρξ ο Βέμπερ, Γερμανός κοινωνιολόγος που


ασχολήθηκε με την ανάλυση των κοινωνικών τάξεων κατά τη Βιομηχανική
Επανάσταση, τονίζει τη σημασία που έχουν οι ενδιάμεσες τάξεις. Πρόκειται για
γαιοκτήμονες και αγρότες που είχαν απομείνει από τη φεουδαρχική κοινωνία καθώς
και άλλες τάξεις που είχαν εν τω μεταξύ δημιουργηθεί όπως είναι οι υπάλληλοι, οι
δάσκαλοι, οι διευθυντές κ.α. (Stuart & Gram, 2003). Καθώς αυξάνεται η
γραφειοκρατία, αυξάνεται και ο αριθμός των ανθρώπων αυτών. Ταυτίζονται με τους
βιομηχανικούς εργάτες στο ότι και εκείνοι είναι υποχρεωμένοι να πωλούν την
εργατική τους δύναμη και στο ότι δεν κατέχουν ούτε αυτοί τα μέσα παραγωγής. Σε
αντίθεση όμως με την εργατική τάξη η μεσαία τάξη απολάμβανε περισσότερα
κοινωνικά οφέλη. Με την ανάπτυξη της μεσαίας τάξης γίνεται πιο πολύπλοκη η
ταξική δομή και συνεπώς, σύμφωνα με τον Βέμπερ, η επαναστατική προοπτική της
εργατικής τάξης μπλοκάρεται (Stuart & Gram, 2003). Αναφέρει, επιπλέον, ότι δεν
υπάρχει ρήγμα ανάμεσα στη μεσαία και την εργατική τάξη αλλά και μέσα στην ίδια
την εργατική δίνοντας το παράδειγμα με τους ειδικευμένους χειρώνακτες εργάτες οι
οποίοι αμείβονται με καλύτερα μεροκάματα σε σχέση με τους εντελώς ανειδίκευτους.
Αλλά και στη μεσαία τάξη υπάρχουν διαφορές ανάλογα με το επίπεδο μόρφωσης, τα
προσόντα και την κατάρτιση που διαθέτει κάθε εργαζόμενος (Stuart & Gram, 2003).
Τέλος, τονίζει και τον διαχωρισμό που ισχύει και στην ομάδα των ιδιοκτητών
κάνοντας λόγο για το βιομηχανικό κεφάλαιο από τη μία και το χρηματιστικό από την
άλλη.

Άλλος ένας θεωρητικός, ο οποίος όμως επηρεάζεται από τις ιδέες του Μαρξ
είναι ο Τόμσον. Αυτό που προσθέτει στις ήδη διατυπωμένες μαρξικές θεωρίες είναι η
διάσταση των υποκειμενικών αντιδράσεων και των εμπειριών που έχουν οι άνθρωποι
(Stuart & Gram, 2003). Κατά την άποψή του μια τάξη δεν μπορεί να μελετηθεί
ανεξάρτητα από τις εμπειρίες που έχουν οι άνδρες και οι γυναίκες που την αποτελούν.

Η θέση της γυναίκας κατά την περίοδο της Βιομηχανικής Επανάστασης

5
Την περίοδο που εξετάζουμε συνέβησαν πολλά πράγματα και στη θέση της
γυναίκας. Κατ’ αρχάς οφείλουμε να κάνουμε έναν διαχωρισμό ανάμεσα στις γυναίκες
που ήταν σύζυγοι ανδρών εργατικής τάξης κι εκείνες που ανήκαν στις ανώτερες
τάξεις. Οι πρώτες συμμερίζονταν απόλυτα τους αγώνες και τις δυσκολίες των
συζύγων τους ενώ οι άλλες άρχισαν να έχουν προβλήματα στην οικονομική τους
κατάσταση. Αυτό συνέβη εξαιτίας της κατάρρευσης της οικογενειακής μονάδας
παραγωγής με αποτέλεσμα να χάσουν την κύρια ενασχόλησή τους και να εξαρτώνται
αποκλειστικά από τους συζύγους τους.

Αρκετές γυναίκες την εποχή εκείνη απασχολούνται σε επαγγέλματα από τα


οποία κέρδιζαν ελάχιστα χρήματα ενώ παράλληλα αναπτύσσεται και η ιδεολογία του
περιορισμού της γυναίκας στην οικιακή ζωή. Αυτό εκπορεύτηκε από την ιδεολογία
των βικτοριανών σύμφωνα με την οποία παντρεμένες γυναίκες δεν μπορούσαν να
είναι και εργαζόμενες. Σε αντίθεση με την προβιομηχανική κοινωνία όπου οι
γυναίκες εργάζονταν και συμμετείχαν στο οικογενειακό εισόδημα τώρα είναι
αποδεκτές διάφορες φιλανθρωπικές εργασίες και η βοήθεια προς τις γυναίκες της
εργατικής τάξης.

Οι απόψεις αυτές για τον περιορισμό των γυναικών βρίσκουν πρόσφορο


έδαφος και στην εργατική τάξη. Οι γυναίκες περιορίζονται στον καταμερισμό της
εργασίας κατά φύλο και βρίσκουν δουλειά σε βιομηχανικές εργασίες χαμηλής
ειδίκευσης και επαναλαμβανόμενες. Ως εκ τούτου τα στερεότυπα οξύνονται
παραπάνω αφού οργανώνονται εκστρατείες ενάντια στην απασχόληση των γυναικών
σε συγκεκριμένα επαγγέλματα ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που οι άνδρες
αγωνίζονται να κρατήσουν τα παλιά τους επαγγέλματα και διεκδικούν καλύτερα
καθήκοντα με υψηλότερες αποδοχές.

Λόγω της κατάστασης που είχε διαμορφωθεί δημιουργείται προοδευτικά το


φεμινιστικό κίνημα το οποίο αγωνίζεται για τη γυναικεία χειραφέτηση. Παρότι
ξεκίνησε από γυναίκες των ανώτερων κοινωνικών τάξεων αποκτά στην πορεία ευρεία
υποστήριξη. Κάποιες από τις γυναικείες διεκδικήσεις έγιναν πράξη αλλά τα
αποτελέσματα ωφέλησαν τελικά γυναίκες της μεσαίας τάξης κι όχι της εργατικής.

Με βάση τα παραπάνω παρατηρούμε κι εδώ τον σταδιακό διαχωρισμό των


γυναικών σε κοινωνικές τάξεις. Ειδικότερα όσο προχωρούσε η εκβιομηχάνιση και

6
εντάσσονταν στην παραγωγική διαδικασία γυναίκες, δημιουργείται σταδιακά
εργατική τάξη γυναικών ενώ παράλληλα υπάρχουν και γυναίκες της αστικής τάξης.

Εν κατακλείδι, βλέπουμε ότι τα αιτήματα των γυναικών την περίοδο αυτή


αφορούν το δικαίωμα ψήφου καθώς και ίσα δικαιώματα με τους άντρες στην
εκπαίδευση και την εργασία. Παρότι έχουν επίγνωση της δύσκολης θέσης που
βρίσκονται, ιδίως οι γυναίκες της εργατικής τάξης, δε μπορούμε να πούμε ότι
διαμορφώνουν ταξική συνείδηση σε αυτή τη φάση για να ανατρέψουν το υπάρχον
καπιταλιστικό σύστημα όπως οι θεωρίες του Μαρξ αναφέρουν. Λαμβάνοντας υπόψιν
την εμφάνιση νέων εργασιών με κάποια από αυτά να στελεχώνονται αποκλειστικά
από γυναίκες, π.χ. φροντίδα και περίθαλψη ανθρώπων, δημιουργείται μια
αλληλεξάρτηση μεταξύ των κοινωνικών τάξεων που αμβλύνει τις όποιες διαφορές
υπάρχουν. Επομένως βλέπουμε ότι βρίσκουν έδαφος εφαρμογής οι θεωρίες του
Ντυρκέμ. Σύμφωνα με τις θεωρίες του οι άνθρωποι αποδέχονται τις ανισότητες που
υπάρχουν λόγω του καταμερισμού εργασίας και κατ’ αυτό τον τρόπο διατηρείται η
κοινωνική αλληλεγγύη.

Συγκριτική αποτίμηση των θεωριών της περιόδου

Το έργο του Βέμπερ με τίτλο Προτεσταντική Ηθική επιχειρεί να συνδέσει τον


προτεσταντισμό με την ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος. Η καπιταλιστική
επιτυχία περιγράφεται στο δόγμα σκληρή δουλειά, σωστός σχεδιασμός, αποταμίευση
και λιτότητα και εκ νέου επένδυση των κερδών. Με βάση αυτό δικαιώνεται η
επιχειρηματική δραστηριότητα που έχει ως σκοπό το κέρδος ενώ νομιμοποιείται και η
θέση των εργατών που έχουν ‘κληθεί’ στο επάγγελμα. Παράλληλα αρχίζουν να
παγιώνονται οι κοινωνικές διαφορές (Κονιόρδος, 2002).

Για τον Μαρξ αντίθετα η πραγματικότητα είναι υλική και η εξέλιξη


διαμορφώνεται από υλική βάση και αίτια. Η υλική βάση αποτελείται από τις δυνάμεις
της παραγωγής (τεχνολογία, μηχανήματα, εργατική δύναμη, κλπ) και τις σχέσεις
παραγωγής (εργάτες-κεφαλαιοκράτες) ενώ το εποικοδόμημα αποτελείται από την
ιδεολογία (νόμοι, θεσμοί, θρησκεία κ.α.). Ανάμεσα στις δυνάμεις παραγωγής και το
κεφάλαιο αναπτύσσεται μια ένταση που αποτελεί και την αντίφαση του καπιταλισμού
καθώς από τη μία οι παραγωγικές δυνάμεις είναι κοινωνικοποιημένες ενώ από την
άλλη η ιδιοποίηση των αγαθών που παράγονται από τους κεφαλαιοκράτες είναι

7
ατομική. Αυτό οδηγεί στη δημιουργία ταξικής συνείδησης της εργατικής τάξης με
απώτερο σκοπό την ανατροπή του συστήματος αυτού.

Βασικό σημείο απόκλισης των θεωριών είναι καταρχάς οι αντιλήψεις για τον
καπιταλισμό. Στη βεμπεριανή θεωρία υπάρχει το στοιχείο της εμπειρικής
πραγματικότητας. Από την άλλη πλευρά στη μαρξική θεωρία υπάρχει η συστημική
αντίληψη για τον καπιταλισμό και τονίζεται η σημασία των φορέων της κοινωνικής
δράσης. Ο Βέμπερ υποστηρίζει ότι η αντίληψη του Μαρξ είναι ένας ιδεότυπος. Μια
ακόμη απόκλιση στις δυο θεωρίες είναι και το ζήτημα της ιστορίας. Ο Μαρξ
ακολουθώντας τον Hegel αποδίδει στην ιστορία μια ορθολογικότητα σε αντίθεση με
τον Βέμπερ που συνδέει την επαναστατική δυναμική της ιστορίας με την ανάδυση
χαρισματικών κινημάτων (Giddens, 2002). Τέλος, μια έννοια που έχει μεγάλη
σημασία για την μαρξική ανάλυση είναι αυτή της αλλοτρίωσης. Ο κεφαλαιοκράτης
συσσωρεύει κέρδη όντας γρανάζι ενός αλλοτριωμένου κοινωνικού μηχανισμού ενώ
για τον Βέμπερ το κάνει αυτό ως καθήκον απέναντι στον Θεό (Lowy, 2002).
Σύμφωνα πάντα με τον ίδιο θεωρητικό δεν συνυπάρχει απαραίτητα το πνεύμα του
καπιταλισμού με το οικονομικό του σύστημα. Τέλος, ενώ για τον Μαρξ είναι
νομοτέλεια η κατάλυση του καπιταλισμού για τον Βέμπερ θα συνεχίσει να υπάρχει
από τη στιγμή που υπάρχει σύγκρουση δυνάμεων είτε πολιτικών, είτε ταξικών, είτε
πολιτισμικών (Collins, 2006).

Πέρα όμως από τις διαφορές τους, που είναι πραγματικά μεγάλες,
παρουσιάζουν και ορισμένα σημεία στα οποία συγκλίνουν. Και οι δύο θεωρητικοί
αναφέρονται στο ότι ο καπιταλισμός απαιτεί την ύπαρξη ενός «τυπικά ελεύθερου
αλλά ουσιαστικά άκληρου εργατικού δυναμικού, την πώληση όλων των συντελεστών
παραγωγής στην αγορά και την ιδιοποίηση όλων των συντελεστών από τους ιδιώτες
επιχειρηματίες» (Collins, 2006). Υπάρχει, επίσης, στις ώριμες βεμπεριανές θεωρίες
και στις ώριμες μαρξικές θεωρίες ένας μεγάλος βαθμός σύγκλισης για την προέλευση
του καπιταλισμού. Ακόμη, η θεωρία του Βέμπερ για τη συγκρότηση και τη
δημιουργία του κράτους είναι ανάλογη του Μαρξ για την οικονομία που βασικός
παράγοντας είναι «η ιδιοποίηση των υλικών συνθηκών κυριαρχίας» (Collins, 2006).

Μεταβιομηχανική εποχή και κοινωνικές θεωρίες

8
Το 1973 καθιερώνεται για πρώτη φορά ο όρος μεταβιομηχανική εποχή από
τον Daniel Bell ο οποίος την όρισε ως της κοινωνία εκείνη που θα προέκυπτε από
αλλεπάλληλες αλλαγές στη δομή της με βασικό χαρακτηριστικό την υπερίσχυση του
τομέα των υπηρεσιών έναντι της βιομηχανίας. Ο ίδιος θέτει και τις βασικές
παραμέτρους της μεταβιομηχανικής κοινωνίας ως ακολούθως:

 Η δευτερογενής παραγωγή αγαθών δίνει τη θέση της στην οικονομία των


υπηρεσιών.

 Καθίσταται αναγκαία η στροφή προς την τεχνική εκπαίδευση.

 Η τεχνολογία και τα επιτεύγματα ελέγχονται.

Στο επίπεδο της βιομηχανικής παραγωγής κυριαρχεί το φορντικό μοντέλο το


οποίο βασίζεται: α) στη διαρκή γραμμή παραγωγής, β) στην τυποποίηση, γ) στη
χρήση ιδιαίτερα εξειδικευμένων μηχανημάτων και δ) στη χρήση ανειδίκευτου ή λίγο
εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Το οικονομικό πρότυπο αυτό είναι στραμμένο
προς τη μαζική παραγωγή, την αύξηση των μισθών προκειμένου να υπάρχει μαζική
κατανάλωση και τη δημιουργία υψηλών κερδών που επενδύονται εκ νέου με σκοπό
να επιτευχθεί ακόμη περισσότερη παραγωγικότητα.

Από τα παραπάνω βγάζουμε το συμπέρασμα ότι δημιουργείται η μετάλλαξη


του εργαζόμενου σε ένα γρανάζι της αλυσίδας παραγωγής κάτι που αναστέλλει το
όποιο περιθώριο πρωτοβουλίας του με αποτέλεσμα να επέρχεται η αλλοτρίωσή του
από το προϊόν που παράγει. Αυτό έχει ήδη επισημανθεί στη θεωρία του Μαρξ και
καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η εργατική τάξη καταπιέζεται ενώ όσοι κατέχουν
τα μέσα παραγωγής αυξάνουν συνεχώς τα κέρδη τους. Λαμβάνοντας υπόψιν και την
Προτεσταντική Ηθική του Βέμπερ που μιλάει για σκληρή δουλειά και επανεπένδυση
των κερδών βρίσκουμε εφαρμογή και της δικής του θεωρίας.

Στη σύγχρονη εποχή, που έχει ονομαστεί μεταβιομηχανική, γίνεται


αξιοποίηση της ανθρώπινης λογικής και ευφυΐας με τρόπο επιστημονικό και
συστηματικό ενώ το αποτέλεσμα είναι η παραγωγή των τεχνολογιών της
πληροφορικής και της επικοινωνίας. Παράλληλα, κάτι που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη
κοινωνία είναι η ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών. Δημιουργείται μια νέα τάξη
εργαζόμενων που δεν μπορούμε να τους κατατάξουμε στην εργατική τάξη με τους
όρους του Μαρξ, πλην όμως είναι αναπόσπαστο κομμάτι της μισθωτής εργασίας.

9
Αρχίζει σιγά-σιγά να διαμορφώνεται μια γραφειοκρατία σύμφωνα και με τη θεωρία
του Βέμπερ.

Ωστόσο, παρά τη μεγάλη ανάπτυξη της τεχνολογίας και τη δημιουργία μιας


ισχυρής μεσαίας τάξης, τα προβλήματα δεν έπαψαν να υπάρχουν στη
μεταβιομηχανική κοινωνία. Η είσοδος της πληροφορικής εισήγαγε νέους τρόπους
εργασίας, ιδίως το διάστημα που διανύουμε με τη μορφή της τηλεργασίας, αλλά λόγω
της αυτοματοποίησης των μηχανημάτων επήλθε μείωση των θέσεων εργασίας. Οι
προσφερόμενες θέσεις εργασίας είναι με χαμηλά ημερομίσθια που δεν αντιστοιχούν
στα αυξημένα προσόντα που όλο και περισσότεροι άνθρωποι διαθέτουν.

Παρά την αύξηση του βιοτικού επιπέδου και τη γενικότερη μεγέθυνση των
οικονομικών δεικτών διάφορα προβλήματα, όπως η φτώχεια, η περιβαλλοντική
καταστροφή καθώς και η όξυνση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων
μεταξύ των ανθρώπων, εξακολουθούν να υπάρχουν.

Με βάση τα παραπάνω οι θεωρίες τόσο του Βέμπερ όσο και του Μαρξ δεν
είναι ξεπερασμένες στη σύγχρονη εποχή καθώς σε αρκετά πράγματα βρίσκουν πεδίο
εφαρμογής. Αν λάβουμε υπόψιν τη θεωρία του Βέμπερ για τη δημιουργία πολλών
κοινωνικών τάξεων θα παρατηρήσουμε ότι πράγματι εξαιτίας της ανάπτυξης των
υπηρεσιών και της δημιουργίας νέων επαγγελμάτων έχει αναπτυχθεί μια ιδιαίτερα
ισχυρή μεσαία τάξη η οποία απολαμβάνει ορισμένα προνόμια και είναι αυτή που σε
μεγάλο βαθμό μέσω της βούλησής της στις εκλογές διαμορφώνει και την πολιτική
κατάσταση, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά στα περισσότερα δυτικά κράτη. Όμως και
από τη σκοπιά των εργοδοτών τα τελευταία χρόνια έχουν δημιουργηθεί
μονοπωλιακοί όμιλοι οι οποίοι εδρεύουν σε πολλές χώρες και διαχειρίζονται το
ανθρώπινο δυναμικό κατά το δοκούν. Στην περίπτωση που οι όμιλοι αυτοί είναι
κερδοφόροι, οι επικεφαλής τους δημιουργούν νέες εταιρείες τις οποίες παρουσιάζουν
ως καινούριες επενδύσεις στον ίδιο ή σε άλλον παρεμφερή τομέα. Επομένως και εδώ
βρίσκει εφαρμογή αυτό που αναφέρει ο Βέμπερ στην Προτεσταντική Ηθική για
σκληρή δουλειά, αποταμίευση και εκ νέου επένδυση των κερδών.

Κατά τη γνώμη μας και οι θεωρίες του Μαρξ μπορούν να εφαρμοστούν με


κάποιες προσαρμογές τη σημερινή εποχή. Αρχικά πρέπει να τονίσουμε ότι στις μέρες
μας δεν υφίσταται ο αυστηρός διαχωρισμός σε εργατική και αστική τάξη επειδή έχει
διαμορφωθεί εδώ και πολλά χρόνια η μεσαία τάξη για την οποία ο Μαρξ θεωρούσε

10
ότι δεν θα διαδραματίσει κάποιον ιδιαίτερο ρόλο στην κοινωνική αλλαγή. Επιπλέον
και τα συνδικάτα έχουν αποδυναμωθεί καθώς ένα μέρος εργαζόμενων έχουν
απομακρυνθεί από αυτά. Ωστόσο οι ιδέες του Μαρξ μπορούν να βοηθήσουν τους
εργαζόμενους συνολικά, κι όχι μόνο όσους εργάζονται σε εργοστάσια, στο να
διεκδικήσουν δικαιώματα που πριν από μερικά χρόνια ήταν δεδομένα αλλά λόγω
διαφόρων συνθηκών καταργήθηκαν. Για παράδειγμα καλύτερες συνθήκες εργασίας,
συγκεκριμένο εργασιακό ωράριο και μισθούς που να αναλογούν στη δουλειά που
πραγματικά προσφέρει ο εργαζόμενος.

Τέλος, επειδή και στη σύγχρονη εποχή σε κάποιες περιπτώσεις η γυναίκα δεν
απολαμβάνει τα ίδια δικαιώματα με τον άνδρα μελετώντας την ιστορία του
γυναικείου κινήματος μπορεί να επηρεαστεί και να διεκδικήσει και σε άλλα ζητήματα
που την αφορούν τη χειραφέτησή της (π.χ. μεγαλύτερη προστασία της μητρότητας).

Επίλογος

Η περίοδος της Βιομηχανικής Επανάστασης και η εξέλιξή της ως


μεταβιομηχανική κοινωνία επηρέασαν τις περισσότερες αν όχι όλες τις χώρες του
δυτικού κόσμου. Οι περίοδοι αυτοί σηματοδότησαν τη σταδιακή αλλαγή του
παραγωγικού μοντέλου το οποίο με τον τρόπο που μετεξελίχθηκε ισχύει μέχρι και
σήμερα. Οι θεωρίες που διαμορφώθηκαν κατά τις δεκαετίες αυτές επηρέασαν
αρκετούς μελετητές μετέπειτα ενώ ακόμη και σήμερα παραμένουν σε μεγάλο βαθμό
επίκαιρες.

11
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 Κονιόρδος, Σ. (2002) Ειδικά Θέματα Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, Τομ. Α’, Η θέση


του Βέμπερ για την Προτεσταντική Ηθική της Εργασίας. Πάτρα: ΕΑΠ
 Κονιόρδος, Σ. (Επιμ.). (2006) Η Τελευταία Θεωρία του Βέμπερ για τον
Καπιταλισμό, Κείμενα Οικονομικής Κοινωνιολογίας. Αθήνα: Gutenberg
 Giddens, A. (2002) Ο Μαρξ, Ο Βέμπερ και η Εξέλιξη του Καπιταλισμού, Ειδικά
Θέματα Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, Τομ. Α’, Παράλληλα Κείμενα. Πάτρα: ΕΑΠ
 Lowy, M. (2002) Βέμπερ εναντίον Μαρξ; Η πολεμική εναντίον του ιστορικού
υλισμού στην Προτεσταντική Ηθική, Ειδικά Θέματα Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, Τομ.
Α’, Παράλληλα Κείμενα. Πάτρα: ΕΑΠ
 Hall, S. και Gieben, B. (2003) Η διαμόρφωση της νεωτερικότητας. Αθήνα:
Σαββάλας

12
13

You might also like