Professional Documents
Culture Documents
Το διαφορετικό στον καπιταλισμό –το λέμε για τρίτη φορά- είναι η μισθωτή
εργασία, οι ιστορικές συνθήκες ύπαρξης του μισθωτού-φορέα του
εμπορεύματος «εργατική δύναμη» και του καπιταλιστή, που δίδουν την
ιστορική ικανότητα στους καπιταλιστές να ιδιοποιούνται την εργασία των
μισθοσυντήρητων και να κυριαρχούν οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά,
πολιτισμικά.
επιτελείται με την αγορά και χρήση του εμπορεύματος «εργατική δύναμη», το οποίο
αγοράζουν-νοικιάζουν οι καπιταλιστές, είτε αυτοί είναι ιδιώτες είτε είναι ο
συλλογικός καπιταλιστής-το Κράτος. Εμπόρευμα «εργατική δύναμη» είναι η
ικανότητα για πνευματική ή χειρωνακτική, σύνθετη ή απλή εργασία, που ο κάτοχός
της, ο μισθωτός, την εκμισθώνει-πουλάει στην αγορά εργασίας. Η αξία εκμίσθωσης
του εμπορεύματος «εργατική δύναμη», ο μισθός, αποτιμώμενος σε χρήμα, ισούται με
την αξία των εμπορευμάτων που απαιτούνται για να μπορεί ο μισθοσυντήρητος να
διατηρεί, αναπληρώνει και αναπαράγει την εργατική του δύναμη. Το εμπόρευμα
«εργατική δύναμη» είναι το μοναδικό εμπόρευμα, που η χρήση του αποφέρει στον
αγοραστή του αξία μεγαλύτερη από αυτήν της αγοράς του, την επονομαζόμενη
υπεραξία. Και αυτό διότι, η παραγωγική κατανάλωση του εμπορεύματος «εργατική
δύναμη» δημιουργεί κατά τη διάρκεια της εργάσιμης μέρας αξία, ενσωματωμένη στα
προϊόντα εργασίας, μεγαλύτερη από την αξία του μισθού και την αξία των πρώτων
υλών και μέσων εργασίας που αναλώθηκαν. Αν, λοιπόν, από την αξία που αποκτάται
με την πραγμάτωση-πώληση των εμπορευμάτων αφαιρεθεί η αξία των μισθών, των
πρώτων υλών και των μέσων παραγωγής που αναλώθηκαν για την παραγωγή τους,
παραμένει ένα αξιακό μέγεθος που ονομάζεται «υπεραξία» και που, αποτιμώμενο σε
χρήμα, αποτελεί το κέρδος του καπιταλιστή. Ο λόγος της υπεραξίας προς το μισθό
αποκαλείται «βαθμός εκμετάλλευσης» του εμπορεύματος «εργατική δύναμη»,
δηλαδή βαθμός εκμετάλλευσης του μισθοσυντήρητου.
Έτσι, η μισθωτή εργασία, το εμπόρευμα «εργατική δύναμη» αποτελεί το διαλεκτικό
μέτρο, το θεμελιώδη δόμο, που συγκροτεί τον ουσιώδη νόμο του καπιταλισμού:
τον «νόμο της υπεραξίας», ο οποίος προσδιορίζει ποιοτικά τις καπιταλιστικές
σχέσεις παραγωγής, κι από τον οποίο απορρέει το καθεστώς της αλλοτριωμένης
καπιταλιστικής εργασίας και της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Στον καπιταλισμό δύο είναι οι βασικές τάξεις: η αστική τάξη, που είναι η κυρίαρχη, η
άρχουσα τάξη, και η εργατική τάξη, οι μισθοσυντήρητοι, που είναι η κυριαρχούμενη,
η αρχόμενη τάξη. Οι ενδιάμεσες τάξεις στον καπιταλισμό έχουν επαμφοτερίζουσες
ιδιότητες και ανάλογα με τις συνθήκες προσλαμβάνουν χαρακτηριστικά της μίας ή
της άλλης βασικής τάξης.
Η άρχουσα τάξη αποτελείται από την οικονομική ολιγαρχία, από τους ιδιοκτήτες των
μέσων παραγωγής, από τα ανώτερα διευθυντικά και τεχνοκρατικά στελέχη του
κρατικού και του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, καθώς και από τους
αξιωματούχους του κράτους και των κομμάτων που διαμορφώνουν το καπιταλιστικό
πολιτικό εποικοδόμημα.
Η άρχουσα τάξη, μαζί με τα προνομιούχα τμήματα όλων των τάξεων και κατηγοριών
του πληθυσμού συνθέτουν ένα εκτεταμένο πληθυσμιακά τμήμα, που πολλές φορές
υπερβαίνει το 20% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, που ονομάζεται
οικονομικοκοινωνικό κατεστημένο. Το οικονομικοκοινωνικό κατεστημένο,
ανεξάρτητα από το προσωπείο που έχει καθένα από τα μέλη που το απαρτίζουν, είναι
το πιο σταθεροποιητικό, συντηρητικό και διεφθαρμένο τμήμα της καπιταλιστικής
κοινωνίας.
Εργατική τάξη είναι η τάξη των μισθοσυντήρητων, όλων δηλαδή εκείνων που για
να επιβιώσουν αναγκάζονται να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη στους
καπιταλιστές, είτε αυτοί είναι ιδιώτες είτε είναι ο συλλογικός καπιταλιστής –το
Κράτος.
Η εργατική τάξη είναι φορέας των σημαντικότερων παραγωγικών δυνάμεων της
κοινωνίας, αφού εκείνη βάζει σε κίνηση τα μέσα παραγωγής, αλλά ταυτόχρονα είναι
και το πολυπληθέστερο τμήμα του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.
Η εργατική τάξη είναι η τάξη που υφίσταται την εκμετάλλευση στον καπιταλισμό,
επειδή νομοτελειακά το εισόδημά της προέρχεται μόνο από το μισθό, δηλαδή από το
τμήμα του οικονομικού αποτελέσματος της εργασίας που αναλογεί στο μεταβλητό
κεφάλαιο, ενώ το υπόλοιπο τμήμα που αναλογεί στην υπεραξία το ιδιοποιείται
δωρεάν η άρχουσα τάξη, οι καπιταλιστές.
5
Τώρα μπορούμε να προσεγγίσουμε τους ορισμούς των δύο βασικών τάξεων της
καπιταλιστικής κοινωνίας και ως εξής: στην εργατική τάξη ανήκουν εκείνοι που τα
εισοδήματά τους προέρχονται μόνο από τους μισθούς, που αντιστοιχούν στο
μεταβλητό κεφάλαιο, ενώ στην άρχουσα τάξη ανήκουν εκείνοι που τα εισοδήματά
τους προέρχονται κυρίως από την με οποιοδήποτε τρόπο ιδιοποίηση υπεραξίας.
Οι δύο βασικές τάξεις της καπιταλιστικής κοινωνίας, η εργατική τάξη και η αστική
τάξη βρίσκονται σε αδιαχώριστη και αδιαίρετη ενότητα και αντίθεση μεταξύ τους. Η
καθεμιά προϋποθέτει την ύπαρξη της άλλης και είναι αδύνατον να υπάρξει χωρίς την
ύπαρξη της άλλης. Στην εποχή μας η πραγματικότητα αυτή συσκοτίζεται από δύο
μεγάλους παραλογισμούς.
Η καθεμιά απ’ αυτές τις σχολές αποκρυσταλλώνει τις διαφορετικές αντιλήψεις των
καπιταλιστών για το ζήτημα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, καθώς και για τις μορφές
της ατομικής ιδιοποίησης της εργασίας της υπό εκμετάλλευση εργατικής τάξης.
Ενίοτε οι σχολές αυτές εκδηλώνουν κι εξυπηρετούν κατά περίπτωση τα συμφέροντα
διαφορετικών μερίδων της άρχουσας τάξης.
Η καθεμιά απ’ αυτές τις σχολές, στις χώρες που υιοθετήθηκαν σαν ηγεμονεύουσα
αντίληψη και που υλοποίησαν το πρόγραμμά τους, πολλές φορές πέτυχαν τη μέγιστη
αξιοποίηση κι εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας, του εμπορεύματος «εργατική
δύναμη», και πέτυχαν την ανάπτυξη. Δεν κατόρθωσαν όμως να πετύχουν ούτε την
ευμάρεια ούτε την ευημερία. Δεν κατόρθωσαν επίσης ν’ αποφύγουν τις
νομοτελειακές συνέπειες της καπιταλιστικής ανάπτυξης και του οικονομικού κύκλου:
ανάπτυξη-ύφεση-κρίση.
7
Εδώ και πολλά χρόνια, αλλά και σήμερα, μεγάλη σύγχυση έχει δημιουργηθεί στους
λαούς όλου του κόσμου από τους κυρίαρχους πολιτικούς και ιδεολογικούς κύκλους
του «υπαρκτού» αριστερού-σοσιαλιστικού και προοδευτικού κινήματος. Οι κυρίαρχοι
αυτοί κύκλοι, τα κόμματά τους, τα κινήματα που καθοδηγούν ταυτίζουν αδιάντροπα
τον αντιφιλελευθερισμό με τον αντικαπιταλισμό, ενώ είναι εκφραστές ή της Μικτής
Οικονομίας ή του Κρατισμού.
της αστικής τάξης, τότε η αστική δημοκρατία δείχνει την ουσία της.
Αρκετές φορές, λόγω των ιστορικών και κοινωνικών ιδιομορφιών και συγκυριών, η
πολιτική εξουσία στο καπιταλιστικό κράτος ασκείται από ολοκληρωτικά δεξιά,
αριστερά, θρησκευτικά, απολυταρχικά, δικτατορικά πολιτεύματα και καθεστώτα.
Και εδώ δεν πρέπει λοιπόν να μας διαφεύγει το αυτονόητο: οι κοινωνίες στις
οποίες η μισθωτή εργασία αποτελεί τη βασική και γενική μορφή της
παραγωγής, είτε υιοθετούν το πολίτευμα της αστικής κοινοβουλευτικής
δημοκρατίας είτε οποιοδήποτε άλλο πολίτευμα, ανήκουν στο καπιταλιστικό
οικονομικοκοινωνικό σύστημα και διέπονται από τις νομοτέλειες του
καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
της.
Τα πολιτικά κόμματα της Δεξιάς είναι κατά κανόνα φορείς των ιδεών του οικονομικού
φιλελευθερισμού, του αστικού κοινοβουλευτισμού, των ιδεών του απλοϊκού
πατριωτισμού και των αντιλήψεων περί Κράτους Δικαίου.
Όπως είναι γνωστό, ο όρος «Αριστερά» προέκυψε στη γαλλική επανάσταση. Στη
γαλλική εθνοσυνέλευση, στο αριστερό τμήμα της αίθουσας βρίσκονταν πάντα οι πιο
ριζοσπάστες αντιπρόσωποι του λαού, και ονομάστηκαν γι’ αυτό το λόγο «αριστεροί»
ή «Αριστερά». Έκτοτε επικράτησε ο όρος «Αριστερά» να εκφράζει και να εννοιολογεί
το ριζοσπαστικότερο τμήμα του πολιτικού εποικοδομήματος.
Ο όρος «Αριστερά» υποδηλώνει μια έννοια πολιτική που δεν είναι στατική, σε
ακινησία, αλλά αντικατοπτρίζει την διαλεκτική κίνηση της καπιταλιστικής κοινωνικής
πραγματικότητας, όπως αυτή ανακλάται και προσδιορίζει το ριζοσπαστικό τμήμα του
πολιτικού εποικοδομήματος.
Η ουσία της εξέλιξης και της ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δε
μπορεί να είναι άλλη από τον «γενικό και απόλυτο νόμο της κεφαλαιοκρατικής
συσσώρευσης». Η ουσία αυτή είναι ο κοινός τόπος που ενυπάρχει στα πολλαπλά
αντιφατικά φαινόμενα της καπιταλιστικής πραγματικότητας, που τα προσδιορίζει και
τα συνέχει μέσα στην πολλαπλότητα και την αντιφατικότητά τους.
κρατικό καπιταλισμό και στον ιμπεριαλισμό, δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά διαλεκτικές
στιγμές ανάπτυξης της ουσίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Η Αριστερά, σαν έννοια που προέκυψε στις ιστορικές συνθήκες των αστικών
επαναστάσεων, είναι λάθος, ακόμη και σαν προϊόν αφαίρεσης, να προσδιορίζει στις
σημερινές ιστορικές συνθήκες τον πολιτικό χώρο των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων.
Οι επιθετικοί προσδιορισμοί «κομμουνιστική Αριστερά», «επαναστατική Αριστερά»
κλπ. είναι επίσης ανεπαρκείς για να εκφράσουν σήμερα τις ιδέες της επανάστασης
και της ανατροπής.
Σήμερα, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων (ευτυχώς που υπάρχουν κι αυτές, και δεν
εννοούμε βέβαια μόνο το ΑΚΕΠ), η ονομαζόμενη κομμουνιστική, επαναστατική κλπ.
Αριστερά περισσότερο βλάπτει -έστω και αθέλητα- παρά ωφελεί, αφού δημιουργεί
σύγχυση στην εργατική τάξη για τους σκοπούς και τους στόχους της επανάστασης.
Τα κόμματα της Αριστεράς είναι κατά κανόνα φορείς του απλοϊκού διεθνισμού, που
άλλοτε παίρνει τη μορφή απλοϊκού πατριωτισμού κι άλλοτε παίρνει τη μορφή του
κοσμοπολιτισμού.
Η σημερινή Αριστερά εξαντλεί τις ιδέες και τις αντιλήψεις της σε συνδικαλιστικούς
αγώνες, σε αντι-ιμπεριαλιστικές κινητοποιήσεις και σε πολιτικές κινητοποιήσεις
ενάντια σε πολιτικά ή θεσμικά μέτρα που ευνοούν τη μεγαλοαστική τάξη.
Τα πολιτικά κόμματα του Κέντρου, άλλοτε είναι φορείς των ιδεών του οικονομικού
φιλελευθερισμού, άλλοτε φορείς των ιδεών της μικτής οικονομίας. Τα κόμματα του
Κέντρου εμφορούνται κατά κανόνα τις αστικοδημοκρατικές εκδοχές της ισότητας,
της κοινωνικής δικαιοσύνης και της εθνικής κυριαρχίας.
Η φύση και η εργασία αποτελούν την πηγή κάθε πλούτου και κάθε πολιτισμού.
Υλικός πλούτος είναι το σύνολο των αγαθών που παράγει ή διαθέτει μια χώρα.
Πολιτισμός είναι το σύνολο και ο βαθμός ανάπτυξης των υλικών και πνευματικών
συνθηκών και δημιουργημάτων του ανθρώπου σε ορισμένη χώρα ή εποχή. Εργασία
είναι η σκόπιμη σωματική και πνευματική δραστηριότητα, δια της οποίας ο άνθρωπος
ιδιοποιείται τη φύση προσαρμόζοντάς την στις ανάγκες του.
Ο βαθμός αποτελεσματικότητας της εργασίας εξαρτάται από το βαθμό ανάπτυξης
των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας, από την τεχνική των μέσων παραγωγής,
καθώς και από την ιδιαίτερη, την ειδική μορφή λειτουργίας τους την κάθε ιστορική
περίοδο (σχέσεις παραγωγής). Παραγωγικές δυνάμεις είναι τα μέσα εργασίας
(εργαλεία, αντικείμενα παραγωγής, υποδομές κλπ.) και η ανθρώπινη εργατική
δύναμη. Η ανθρώπινη εργατική δύναμη, δηλαδή η ικανότητα για απλή ή σύνθετη,
χειρωνακτική ή πνευματική εργασία, είναι η σημαντικότερη παραγωγική δύναμη της
κοινωνίας. Σχέσεις παραγωγής είναι οι αναγκαίες, καθορισμένες κι ανεξάρτητες
από τη θέληση των ανθρώπων αλληλεπιδράσεις-αλληλεξαρτήσεις, στις οποίες
έρχονται μεταξύ τους οι άνθρωποι στην διαδικασία της υλικής παραγωγής της ζωής
τους. Αυτές, οι συγκεκριμένες, οι ειδικές κάθε φορά αλληλεπιδράσεις-
αλληλεξαρτήσεις αποτελούν την υλική δομή της κοινωνίας κάθε κοινωνικού
συστήματος, αποτελούν την οικονομική βάση πάνω στην οποία υψώνεται το πολιτικό
και νομικό εποικοδόμημα, που στηρίζει και υπηρετεί την υλική δομή.
13
Το Κράτος γεννήθηκε στη βάση του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας και του
χωρισμού της κοινωνίας σε τάξεις, και ήρθε για να δίδει χαρακτήρα δικαίου και
νομιμότητας στην ταξική εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και στις μορφές
ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, ατομικής ή κρατικής, που προέκυψαν απ’ αυτήν
ακριβώς την εκμετάλλευση.
Υπενθυμίζουμε κάτι γνωστό, που συνήθως λησμονείται και πάρα πολλές φορές
σκόπιμα αποσιωπάται: οι μορφές ιδιοκτησίας είναι η νομική μορφή έκφρασης των
εκάστοτε σχέσεων παραγωγής, είτε παίρνουν τη μορφή ατομικής ιδιοκτησίας είτε
παίρνουν τη μορφή κρατικής ιδιοκτησίας.
Στις ταξικές κοινωνίες υπάρχουν δύο βασικές τάξεις: η εκμεταλλευτική τάξη και η
υπό εκμετάλλευση τάξη. Ας το επαναλάβουμε και εδώ- οι ενδιάμεσες ταξικές
κατηγορίες είχαν και έχουν επαμφοτερίζουσες ιδιότητες και, ανάλογα με τις
συνθήκες, τμήματά τους ή ολόκληρες, έρεπαν και ρέπουν προς τη συμμαχία με τη
μία ή την άλλη από τις δύο βασικές τάξεις.
Στις χώρες αυτές, ο απόλυτος χωρισμός της ιδιοκτησίας των εμπράγματων όρων της
παραγωγής από την ζωντανή ικανότητα για εργασία αντιπαραθέτει από τη μια τους
εμπράγματους όρους της παραγωγής έναντι της μισθωτής εργασίας σαν ξένη
ιδιοκτησία, σαν πραγματικότητα ενός άλλου νομικού προσώπου, κι από την άλλη
αντιπαραθέτει τη ζωντανή ικανότητα για εργασία έναντι των εμπράγματων όρων της
παραγωγής σαν ξένη εργασία.
Είναι γνωστό, ότι ο ορισμένος τρόπος συμμετοχής στην παραγωγή καθορίζει τον
τρόπο και τις μορφές της διανομής, που είναι η άλλη πλευρά των σχέσεων
παραγωγής. Εφόσον λοιπόν η εργασία συμμετέχει στην παραγωγή με τη μορφή της
μισθωτής εργασίας, στη διανομή συμμετέχει με τη μορφή του μισθού, κι εφόσον οι
ενεργοί κεφαλαιοκράτες, οι γραφειοκράτες και τεχνοκράτες του κράτους και του
κόμματος προσωποποιούν το κεφάλαιο στο προτσές της παραγωγής, συμμετέχουν
στη διανομή με τις μορφές του τόκου, του κέρδους και της γαιοπροσόδου.
θέση ή το αξίωμα που είχαν στην κλίμακα της ανώτερης ιεραρχίας της πολιτικής και
οικονομικής διεύθυνσης. Επίσης και οι μεν και οι δε, συμμετείχαν στη διανομή της
υπεραξίας και με τη μορφή του τόκου καταθέσεων στις κρατικές τράπεζες. Τα μέσα
ατομικά εισοδήματα των ενεργών κεφαλαιοκρατών, των γραφειοκρατών και
τεχνοκρατών του κράτους και του κόμματος στις ονομαζόμενες χώρες του
«υπαρκτού σοσιαλισμού» ξεπερνούσαν τα μέσα ατομικά εισοδήματα των
κεφαλαιοκρατών των περισσότερων χωρών της Δύσης.
Τα έσοδα για κοινωνικές δαπάνες, παιδεία, υγεία, πρόνοια κλπ. προέρχονταν από
την άμεση και έμμεση φορολογία των εργαζομένων. Οι δαπάνες αυτές έρχονταν να
προσθέσουν στο εισόδημα των εργαζομένων στην καλύτερη περίπτωση αυτό που
τους είχε αφαιρεθεί από το συνολικό τους ετήσιο εισόδημα με την άμεση και την
έμμεση φορολογία, έτσι ώστε ο συνολικός και ετήσιος μισθός τους να ισούται με την
αξία των μέσων συντήρησης που ήταν απαραίτητος για την αναπαραγωγή της
εργατικής τους δύναμης.
Το 1917 η εργατική τάξη της Ρωσίας, με επικεφαλής τον Λένιν και τους
Μπολσεβίκους, κατέλαβαν την πολιτική εξουσία και, σε συνθήκες πολεμικού
κομμουνισμού, επιχείρησαν να οικοδομήσουν, μέσω της Νέας Οικονομικής Πολιτικής
17
και του κρατικού καπιταλισμού, τις αντικειμενικές συνθήκες για το πέρασμα στο
σοσιαλισμό. Έγραφε ο Λένιν:
… Γιατί ο σοσιαλισμός δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το άμεσο βήμα προς τα μπρος,
πέρα από το κρατικο-καπιταλιστικό μονοπώλιο.