You are on page 1of 17

ΤΟΜΟΣ Ζ΄

ΟΙ ΚΥΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΏΝ ΔΟΜΏΝ


(σ.304)
Η Προοδευτική αντικατάσταση, στη βάση των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων των
ελεύθερων ατόμων, του συστήματος που στηρίζεται στην ελεύθερη συναλλαγή, στο
συμβόλαιο, από το σύστημα που στηρίζεται στη << νομική κατάσταση>> (status) είναι το
βασικό γνώρισμα της νέας κοινωνίας.
Πρόκειται για μία εποχή, κατά την οποία το δημόσιο δίκαιο εισβάλλει στις ιδιωτικές
σχέσεις και τις ρυθμίζει σε μεγάλο βαθμό, και κατά την οποία δημιουργείται μία κοινωνία, η
οποία στηρίζεται στην αυστηρή ιεράρχηση μιας σειράς κοινωνικών ομάδων, που παίρνουν
χαρακτήρα θεσμικό, καθαρισμένο από τη νομοθεσία, και τείνουν να γίνουν κληρονομικές και
παγιωμένες.
Στην κοινωνική αυτή ιεραρχία ή <<τάξις>> των συγκλητικών (ordo senatorius) έχει την
πρώτη θέση. Αποτελεί τη Συνείδηση των μελών της <<ότι καλύτερο έχει να επιδείξει το
ανθρώπινο γένος>>, κατά των Σύμαχο.
Η αριστοκρατική καταγωγή συνδυασμένη με την κατοχή ορισμένης περιουσίας ήταν τα
κυρία κριτήρια για την είσοδο στη σύγκλητο της Ρώμης. Οι αυτοκράτορες όμως μπορούσαν
να ονομάζουν συγκλητικούς και <<ανθρώπους νέους>> με κριτήριο την δόκιμη υπηρεσία
τους σε ανώτατα ή ανώτερα αξιώματα. Ο τελευταίος αυτός τρόπος εισόδου στη συγκλητική
τάξη επικρατεί όλο και περισσότερο στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, όπου ο θεσμός
είναι νέος και οι αυτοκράτορες προσπαθούν να δημιουργήσουν μία νέα αυτοκρατορική
αριστοκρατία.
Η πολιτική των αυτοκρατόρων, ήδη από τον Κωνστάντιο, ο οποίος έδωσε στη
σύγκλητο της Κωνσταντινουπόλεως κύρος εφάμιλλο με το κύρος της συγκλήτου της Ρώμης,
τίνει πραγματικά στη συνεχή διεύρυνση της ομάδας των αξιωμάτων που αντιστοιχούν στους
ανώτατους τιμητικούς τίτλους<< λαμπρότατος>> , <<περίβλεπτος>>, <<ένδοξος
ιλούστριος>>, οι οποίοι δίνουν δικαίωμα εισόδου στην συγκλητική τάξη. Οι τίτλοι αυτοί
απονέμονται επίσης σε πρώην κρατικούς υπαλλήλους, καθώς και σε προσωπικότητες της
διανοήσεως και των επιστημών( γιατρούς, μηχανικούς, αρχιτέκτονες) χωρίς αντίστοιχα
αξιώματα.
Παράλληλα με την κατάργηση από τον Μ.Κωνσταντίνο του διαχωρισμού μεταξύ των
συγκλητικών αξιωμάτων και εκείνων που δίνονταν στην τάξη των Ιππέων, τη δεύτερη ομάδα
της Ρωμαϊκής αριστοκρατίας, η τελευταία αυτή χάνει τη σημασία της. Οι φραγμοί που
χώριζαν τις δύο κοινωνικές τάξεις εξαφανίζονται. Επιπλέον, στη συγκλητική τάξη είχαν
παρεισφρήσει, παρά τις κατά καιρούς απογοητευτικές διατάξεις, και ικανός αριθμός
βουλευτών των επαρχιών.
Από τα μέσα όμως περίπου του 5ου αιώνα διακρίνονται σαφέστερα οι τρεις ομάδες των
συγκλητικών, και το δικαίωμα πραγματικής συμμετοχής στις εργασίες της συγκλήτου
περιορίζεται αποκλειστικά στους <<ιλλούστριους>>. Διασπάται έτσι η αρχική ενότητα
ανάμεσα στο θεσμό της συγκλήτου ως συμβουλευτικού σώματος, ως ανώτατου οργάνου
της κρατικής μηχανής, και στην ευρύτερη ομάδα των συγκλητικών που αποτελούν πλέον,
παρά την εσωτερική διαστρωμάτωση τους με βάση τα περιουσιακά στοιχεία και τους
τιμητικούς τίτλους, μία νέα ενιαία ανώτατη κοινωνική τάξη. Όσοι μετέχουν πραγματικά στη
σύγκλητο έχουν καταρχήν τη νόμιμη κατοικία τους στην Κωνσταντινούπολη, οι υπόλοιποι
στις επαρχίες. Από την τελευταία αυτή η ομάδα στρατολογούνται οι αξιωματούχοι της
επαρχιακής διοικήσεως.
Στη νέα αυτή αυτοκρατορική αριστοκρατία, που παρόλη τη διεύρυνση της παραμένει
ολιγάριθμη, συγχωνεύονται άτομα ποικίλης κοινωνικής προελεύσεως, εφόσον, παράλληλα
με την αριστοκρατική καταγωγή, η εξάσκηση ανωτέρων ή ανώτατων λειτούργημάτων και η
προσωπική αξία παραμένουν πάντα τα κριτήρια της εισόδου στην ανώτατη αυτή κοινωνική
τάξη, που θεωρητικά δεν είναι κληρονομική, στην πράξη όμως τείνει να γίνει στις
περισσότερες περιπτώσεις κληρονομική, εφόσον τα παιδιά των συγκλητικών, όσα είχαν
γεννηθεί μετά την είσοδο του πατέρα στη σύγκλητο, είχαν το δικαίωμα να πάρουν τους
κατώτερους τίτλους της συγκλητικής τάξεως.
(σ.304)
Το σώμα των βουλευτών των πόλεων, που τα μέλη του ανήκαν συνήθως στην τάξη των
ιππέων και διορίζονταν ή εκλέγονταν με βάση ένα τιμοκρατικο σύστημα( Βλέπε παραπάνω),
μεταβάλλεται και αυτό από το τέλος του 4ου αιώνα σε μία κλειστή κληρονομική κοινωνική
ομάδα, στην οποία ανήκαν υποχρεωτικά, σύμφωνα με τη γενική αρχή της καταγωγής(origo),
όλοι οι πολίτες μιας πόλεως, όσοι κατείχαν μεσαία η και μικρή ακίνητη περιουσία. Στο σώμα
αυτό μπορούσαν να εισέλθουν και οι έμποροι και οι <<ναύκληροι>>, εφόσον διέθεταν
κάποια αγροτική περιουσία. Δημιουργείται έτσι μία δεύτερη κοινωνική τάξη , είδος
επαρχιακής αριστοκρατίας μεγάλων και μεσαίων(ή και, σε όχι σπάνιες περιπτώσεις στις
μικρές πόλεις μικρών) γαιοκτημόνων, οι ανώτατες βαθμίδες της όποιας συγχωνεύονται με
τις κατώτερες βαθμίδες των συγκλητικών που διαβιούν στις επαρχίες. Από την τάξη αυτή
προέρχονται συνήθως και όσοι εξασκούν ελεύθερα επαγγέλματα.
Οι δύο αυτές κοινωνικές ομάδες, στις οποίες πρέπει να συμπεριληφθεί και η σχετικά
πολυάριθμη κατηγορία των μεσαίων και κατώτερων αξιωματούχων, πολιτικών και
στρατιωτικών, συνθέτουν τη γενικότερη κατηγορία των honestiores (εντιμότατοι-
σεμνόταιροι), τα ακριβή όρια της οποίας δεν καθορίζονται ακριβώς από τη νομοθεσία, που
ωστόσο καθορίζει τα προνόμια της. Απολαμβάνουν ιδιαίτερης μεταχειρίσεως από τη
δικαιοσύνη, τα μέλη της δεν υπόκεινται σε μαστιγώσεις η βασανιστήρια, δεν καταδικάζονται
σε ατιμωτικές ποινές , όπως τα καταναγκαστικά έργα στα ορυχεία, δεν καταδικάζονται σε
θάνατο. Η εξορία και η δήμευση της περιουσίας τους ήταν για αυτούς η μεγαλύτερη ποινή.
Έχουν επίσης ορισμένα φορολογικά προνόμια. Βουλευτές και συγκλητικοί έχουν επίσης το
προνόμιο να δικάζονται από ειδικά ανώτερα δικαστήρια. Στην ανώτερη αυτή κατηγορία
προστίθεται ήδη, από τον 4ο αιώνα,με την προίουσα οικονομική και κοινωνική δύναμη της
εκκλησίας, ο ανώτερος και ανώτατος κλήρος.
Από την προνομιούχο κοινωνική κατηγορία των honestiores με την ποικίλη και
ετερογενή σύνθεση διακρίνεται, επίσης στη νομοθεσία, το πλήθος των αγροτών και του
αστικού πληθυσμού, πού συνθέτει την κατηγορία των humiliores . Διακρίνεται και εδώ η
προσπάθεια του κράτους να δημιουργήσει, με μία σειρά νομοθετημάτων, παγιωμένες
κληρονομικές ομάδες. Πραγματικά οι αγρότες, το πλήθος δηλαδή τον μικροϊδιοκτητών-
καλλιεργητών ή ακτημόνων χωρικών, παρά την οικονομική του διαστρωμάτωση, μπορεί να
θεωρηθεί ότι αποτελούν μία ενιαία κοινωνική τάξη, που καταρχήν αναπαράγεται
κληρονομικά. Έγινε ήδη λόγος για την κληρονομική πρόσδεση των ακτημόνων καλλιεργητών
στη γη που καλλιεργούν και για τη δημιουργία των υποχρεωτικών ενώσεων των
ανεξαρτήτων χωρικών σε κάθε αγροτική τι κοινότητα( βλέπε παραπάνω).
Μεγαλύτερη ποικιλία εμφανίζει η κοινωνική, και όχι μόνο η οικονομική,
διαστρωμάτωση των εργαζομένων στον αστικό χώρο, όπου άλλωστε το συντεχνιακό
δεσμευτικό σύστημα εμφανίζεται περισσότερο ελαστικό. Ναύκληροι και μεγαλέμποροι,
αργυροπράτες( αργυραμοιβοί, είδος δηλαδή μικροτραπεζιτών), ανεξάρτητοι ιδιοκτήτες των
διαφόρων μεγάλων εργαστηρίων παντός είδους, ακόμα και οι ειδικευμένοι τεχνίτες των
πολύτιμων μετάλλων, μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν μία κάποια αστική τάξη, πού
βρίσκεται στην ανώτερη βαθμίδα της κοινωνικής ιεραρχίας του παραγωγικού αστικού
πληθυσμού. Οι συντεχνίες, τα <<κολλήγια>> και <<σωματεία>> των διαφόρων αυτών
επαγγελματικών ομάδων, η εσωτερική οργάνωση των οποίων παρουσιάζει κάποια
μεγαλύτερη ευκινησία, έχουν(τέλος σ.304)

(σ.305)
επίσης μία σειρά οικονομικών προνομίων και παρουσιάζονται συχνά ως ομάδες
πιέσεως, τις οποίες η κεντρική εξουσία είναι υποχρεωμένη να υπολογίζει.
Εντελώς διαφορετικός φαίνεται ο χαρακτήρας των εργατικών <<συστημάτων>>
(corpora), στα οποία μετέχει υποχρεωτικά, παράλληλα με τους δούλους, το πλήθος των
ελεύθερων εργατών των κρατικών και ιδιωτικών εργαστηρίων. Εδώ ο εξαναγκασμός είναι
εντονότερος, η εσωτερική οργάνωση στηρίζεται σε αυστηρή πειθαρχία στρατιωτικού τύπου,
ή κινητικότητα αδύνατη.
(σ.305)
Εκτός από το σημαντικό αυτό τμήμα του αστικού πληθυσμού υπάρχει, κυρίως στις
μεγάλες πόλεις, το πλήθος των ατόμων με τις ακαθόριστες ή ευκαιριακές ασχολίες, για το
οποίο είναι γνωστά λίγα πράγματα. Οι δύο αυτές ομάδες συνθέτουν την κατώτερη εργατική
τάξη των αστικών κέντρων.
Στην τελευταία βαθμίδα νομικά καθορισμένης κοινωνικής ιεραρχίας βρίσκονται οι
δούλοι, που παρά την προοδευτική μείωση του αριθμού τους στην αγροτική οικονομία(
βλέπε παραπάνω), εξακολουθούν να αποτελούν αξιόλογο τμήμα του βυζαντινού
πληθυσμού. Χρησιμοποιούνται συνήθως ως εργάτες στα κρατικά και ιδιωτικά εργαστήρια,
αλλά και ως διαχειριστές των κτημάτων ή των μικρών ή μεγαλύτερων καταστημάτων και
άλλων επιχειρήσεων που ανήκουν στους κυρίους τους. Οι ίδιοι μπορούσαν να διαθέτουν, με
την άδεια του κυρίου, μία μικρή περιουσία.
Η οικονομική συγκυρία και η χριστιανική ιδεολογία συντέλεσαν σε κάποια βελτίωση του
παλαιού ρωμαϊκού καθεστώτος των δούλων: απολαύουν τώρα μεγαλύτερης προστασίας
εναντίων των καταχρήσεων της απόλυτης εξουσίας των κυρίων, ο νόμος τους αναγνωρίζει
κάποια νομική προσωπικότητα, και την εγκυρότητα ορισμένων δικαιοπραξιών τους.
Αναγνωρίζει επίσης ειδικά νομικά αποτελέσματα στις μεταξύ δούλων και μεταξύ ελεύθερων
και δούλων συζεύξεις. Ευνοείται επίσης η απελευθέρωση δούλων και απλοποιείται η σχετική
διαδικασία.
Η νομοθεσία λοιπόν επιβάλλει μία κλειστή κοινωνία με περισσότερο ή λιγότερο
στεγανές κοινωνικές ομάδες και μάλιστα μέσα στα όρια των ευρύτερων κοινωνικών τάξεων,
και περιορίζει την κοινωνική κινητικότητα, χωρίς όμως και να την εξάλειψη ολωσδιόλου.
Αναφέρονται πραγματικά παραδείγματα κοινωνικής ανόδου που επιτελείται συνήθως με την
είσοδο στην κρατική υπαλληλία, στον στρατό και στον κλήρο. Οι πιο ευκατάστατοι έμποροι(
υφασμάτων, μετάξης) αργυροπράτες- τραπεζίτες, πλοιοκτήτες και εφοπλιστές, αλιείς
πορφύρας, όσοι εξασκούν ελευθέρια επαγγέλματα προσπαθούν, και συχνά το πετυχαίνουν,
να μπουν στις τοπικές βουλές ή στην κατώτερη επαρχιακή υπαλληλία, οι βουλευτές στην
συγκλητική τάξη. Το πλήθος των νόμων που απαγορεύει τέτοιου είδους μετακινήσεις δείχνει
ότι η εφαρμογή τους ήταν σχετική. Οι περιπτώσεις όμως αυτές δείχνουν επίσης ότι η
κοινωνική αυτή κινητικότητα δεν ήταν δυνατή, εκτός βέβαια από σπάνιες περιπτώσεις, παρά
στα σχετικά ανώτερα οικονομικά στρώματα. Για το μεγάλο πλήθος των κατώτερων αστικών
και αγροτικών στρωμάτων η δυνατότητα να ξεφύγουν από τις συνθήκες που τους
επιβάλλονταν από τις οικονομικές και κοινωνικές δομές είναι ελάχιστη, αν όχι ανύπαρκτη. Η
αντίδραση των λαϊκών αυτών στρωμάτων εναντίον των οικονομικών και κοινωνικών πιέσεων
της καθεστηκυίας τάξεως εξαντλείται με τη συμμετοχή τους στις όχι σπάνιες εσωτερικές
ταραχές και εξεγέρσεις, στις οποίες συνεργούν ποικίλοι παράγοντες, εθνικές, πολιτικές ή
θρησκευτικές αντιθέσεις, των οποίων το ειδικό βάρος είναι δύσκολο να μετρηθεί με ακρίβεια
και να διαχωριστεί από τα οικονομικά ή κοινωνικά κίνητρα. Οι περιπτώσεις λαϊκών
ταραχών ή εξεγέρσεων στα διάφορα κέντρα της αυτοκρατορίας κατά την περίοδο που μας
απασχολεί εδώ υπερβαίνουν πραγματικά τις 90. Οι περισσότερες, αν όχι όλες, έχουν το
σύνθετο αυτό χαρακτήρα, όπως για να αναφέρουμε μόνο ελάχιστα χαρακτηριστικά
παραδείγματα, οι ταραχές στην Καισάρεια γύρω στα 370-373, στην Αντιόχεια το 387, όπου
οι συντεχνίες των βιοτεχνών παίζουν σημαντικό ρόλο, ή οι διαφορές εξεγέρσεις και στάσεις
όπου πρωτοστατούν οι <<δήμοι>> των ιπποδρόμων των διαφόρων πόλεων, πιο γνωστό
παράδειγμα τη στάση του Νίκα.
Το νομικά καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής κατανομής που περιγράφηκε στις
παραπάνω σελίδες θα ατονίσει ή θα ξεπεράσει από την ίδια την οικονομική πραγματικότητα,
που θα επιβάλλει ορισμένες ανακατατάξεις, στις οποίες τα οικονομικά κριτήρια παίζουν τον
πρωτεύοντα ρόλο.Η ολοένα μεγαλύτερη συγκέντρωση της γης στα χέρια ενός ολοένα
μικρότερου αριθμού οικογενειών δημιουργεί μία τάξη πολιτών, οι οποίοι διαθέτουν μεγάλη
οικονομική δύναμη και βαθμιαία μονοπωλούν τα ανώτερα και τα ανώτατα εκκλησιαστικά και
κρατικά αξιώματα, τα οποία γίνονται για αυτούς νέα πηγή πλούτου, που επενδύεται με τη
σειρά του στη γη. Σχηματίζεται έτσι η κατηγορία των μεγάλων γαιοκτημόνων, λαϊκών και
εκκλησιαστικών, στην οποία οι σύγχρονες πηγές δίνουν το όνομα των <<δυνατών>> σε
(σ.305)
αντίθεση με το μεγάλο πλήθος των οικονομικά αδυνάτων, τους <<πένητες>>. Η ολιγαρχική
αυτή ομάδα του πλούτου με την ποικίλη προέλευση αντιπροσωπεύει την πραγματικά
άρχουσα τάξη της αυτοκρατορίας και κυριαρχεί όλο και περισσότερο στην πολιτική και
οικονομική ζωή: με το σύστημα της <<προστασίας>>(βλ.παραπάνω) ελέγχει την αγροτική
οικονομία, καθώς όχι μόνο ένας μεγάλος αριθμός αγροτικών κοινοτήτων μικρών
καλλιεργητών αλλά και η ομάδα των μεσαίων ιδιοκτητών, που αποτελούσαν το σώμα των
επαρχιακών βουλών, προσφεύγουν όλο και περισσότερο στην προστασία της και υπόκεινται
στον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο της.
Εξάλλου, η σχετική σπανιότητα χρήματος στην αγορά επιτρέπει επίσης: στους
δυνατούς, πού είναι οι μόνοι που διαθέτουν τα απαιτούμενα κεφάλαια, να επιβάλουν την
<<προστασία>> και τον έλεγχό τους και σε μεγάλο μέρος της αστικής οικονομίας. Παρά τους
νόμους που απαγορεύουν στους ευγενείς την καταγωγή στους ανώτερους αξιωματούχους
και γενικότερα στους δυνατούς να συμμετέχουν σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες,
αναφέρονται περιπτώσεις όπου οι δυνατοί επενδύουν σε ναυτιλιακές και εμπορικές
επιχειρήσεις, είτε άμεσα, αγοράζοντας οι ίδιοι μεγάλα πλοία, είτε έμεσα, δανείζοντας στους
εμπόρους τα απαραίτητα κεφάλαια. Αξιώνουν μάλιστα την εφαρμογή και στις επιχειρήσεις
αυτές των φορολογικών τους προνομίων.
Το ιδιότυπο αυτό σύστημα των κοινωνικών δομών με τη διπλή του αρχή, θεσμική και
οικονομική, δεν στερείται κάποιου δυναμισμού, ο οποίος εξηγεί ίσως τις περαιτέρω εξελίξεις
κατά την περίοδο που θα ακολουθήσει.(τέλος σ.305)
ΤΟΜΟΣ Η΄
ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΔΟΜΩΝ
(σ.209)
Η σύνθεση της βυζαντινής κοινωνίας

Το νομικά καθορισμένο σύστημα κοινωνικής κατανομής του ανατολικού ρωμαϊκού


κράτους, με την κλειστή κοινωνία και της λίγο-πολύ στεγανές κοινωνικές ομάδες, είχε
ξεπεραστεί προοδευτικά από την πίεση των οικονομικών εξελίξεων της πρωτοβυζαντινής
περιόδου( βλέπε τ.Ζ΄, σελ.304-305). Οι κοινωνικές ανακατατάξεις στηρίχθηκαν σε
οικονομικά κριτήρια, στο μέγεθος της οικονομικής δυνάμεως του ατόμου και της οικογένειάς
του, συχνά σε συνδυασμό με την κατοχή μίας θέσεως στην κρατική και στην εκκλησιαστική
ιεραρχία και πολύ λίγο στα νομικά πλαίσια, που καθόριζαν τα όρια των κληρονομικών
κοινωνικών τάξεων και ομάδων.
Ήδη στην πρωτοβυζαντινή περίοδο, οι μεγάλοι γαιοκτήμονες αποτελούν την άρχουσα
τάξη της αυτοκρατορίας ελέγχοντας την οικονομική και ως ένα σημείο την πολιτική ζωή.
Η(τέλος σ.209)

(σ.210)
θέση των γαιοκτημόνων δυναμώνει ολοένα και περισσότερο. Οι γαιοκτήμονες τείνουν να
πάρουν τον απόλυτο έλεγχο της αυτοκρατορίας. Ακόμα και αν η εξέλιξη αυτή ανακόπτεται
από τις σλαβικές επιδρομές, τις αραβικές κατακτήσεις, και την σχετικά αξιόλογη θέση που
παίρνει η μικρή ανεξάρτητη ιδιοκτησία στην αγροτική οικονομία της αυτοκρατορίας, η πορεία
προς την ίδια κατεύθυνση δεν σταματά. Μάλιστα, μπορεί να υποστηριχθεί πως η γενική
κρίση που πέρασε η αυτοκρατορία τον 7ο και τον 8ο αιώνα δυνάμωσε μερικές πλευρές
αυτής της εξελίξεως. Όπως Αναφέρθηκε, η μεγάλη ιδιοκτησία δεν εξαφανίζεται αλλά,
αντίθετα, μετά τον 8ο αιώνα αρχίζει πάλι να αναπτύσσεται. Στη μεγάλη ιδιοκτησία του
Κράτους, των αυτοκρατόρων και των οδιοτών προστίθεται η μεγάλη ιδιοκτησία της
Εκκλησίας και του ανώτερου και ανώτατου κλήρου.Από τον 9ο αιώνα και μετά η μεγάλη
ιδιοκτησία αποτελεί την κύρια μορφή κατοχής της γης. Εξάλλου η κρίση συντελεί να
αποσαφηνισθεί η οικονομική και, ως ένα σημείο, η κοινωνική διαστρωμάτωση.
Στη διαδικασία της διαστρωμάτωσης του πληθυσμού, εκτός από τον οικονομικό
παράγοντα, ο οποίος κρατάω πάντα σημαντικό ρόλο, οι διοικητικές εξελίξεις παίζουν ολοένα
και μεγαλύτερο ρόλο. Το νέο διοικητικό σύστημα των θεμάτων όχι μόνο δεν ανέστειλε την
συσσώρευση της γης από τους μεγάλους ιδιοκτήτες αλλά, αντίθετα, συνέβαλε στην
ανάπτυξη της οικονομικής και πολιτικής δυνάμεως τους.
Η ιδέα της απόλυτης μοναρχίας όπως την είχαν συλλάβει και όπως την είχαν
πραγματοποιήσει, ως ένα σημείο, ο Ιουστινιανός, ο Ηράκλειος και κυρίως οι αυτοκράτορες
της λεγόμενης δυναστείας των Ισαύρων, καθώς και όπως την επεξεργάσθηκε αργότερα ο
διανοούμενος αυτοκράτωρ Λέων ΣΤ, στην πράξη ήταν αντίθετη με το διοικητικό σύστημα
των θεμάτων, σύστημα που έφερε μέσα του τα σπέρματα της συγκεντρώσεως μεγάλων
περιουσιών και της αναπτύξεως της πολιτικής δυνάμεως τους.
Οι στρατηγοί των θεμάτων συγκέντρωναν στα χέρια τους την πολιτική και στρατιωτική
εξουσία μιας εκτεταμένης περιοχής, αντιπροσώπευαν τον αυτοκράτορα, διόριζαν
ανθρώπους της εμπιστοσύνης σε ορισμένες κατώτερες θέσεις και στρατολογούσαν τον
θεματικό στρατό, που εύκολα μετέβαλαν σε ένα είδος προσωπικού στρατεύματος. Έτσι η
πολιτική ισχύς του στρατηγού είναι σημαντική, όπως είναι επίσης αξιόλογη η πολιτική
δύναμη του κριτού του θέματος κατά τον 11ο αιώνα, καθώς και ορισμένων άλλων ανώτατων
λειτουργών.
(σ.210)
Ο Λέων ΣΤ στα <<Τακτικά>> του ορίζει πώς οι θέσεις των στρατηγών και των
ανώτερων αξιωματικών πρέπει να δίνονται στους πλούσιους και ευγενείς: προχειριζέσθω
μεν στρατηγός αγαθός, ευγενής, πλούσιος>> ή ακόμη<< και ευπορώτατους αυτούς είναι και
ευγενείς κατά γένος>>.Η αρχαία αυτή, πού εφαρμόζεται και στην πολιτική διοίκηση, είναι
βέβαια παλαιότερη. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις έτσι και σε αυτό το σημείο ο Λέων ΣΤ
καταγράφει και θεσμοποιεί αυτό που εφαρμοζόταν κάθε ημέρα, για την ανάθεση διοικητικών
καθηκόντων.
Με αυτόν τον τρόπο γενικεύεται το γνωστό από την πρωτοβυζαντινή περίοδο σχήμα. Η
προσπέλαση στα ανώτερα πολιτικά, στρατιωτικά και, συχνά, στα εκκλησιαστικά αξιώματα
δίνει πολιτική ισχύ και γίνεται πηγή πλούτου, χάρη στις τεράστιες αποδοχές, οι οποίες
συνήθως επενδύονται στην αγορά γης. Οι οικονομικά ισχυρές ομάδες που, είτε εξαιτίας της
καταγωγής τους είτε εξαιτίας της εισόδου τους στην κρατική ιεραρχία, αποτελούν ένα είδος
αριστοκρατίας, κρατούν την αποκλειστικότητα για την κατάληψη των υψηλών θέσεων στη
διοίκηση, στο στρατό και στην εκκλησιαστική ιεραρχία. Έτσι σχηματίζεται ένας κύκλος όπου
η οικονομική δύναμη φέρνει την κοινωνική και πολιτική ισχύ και είναι αδύνατο να γίνει
διάκριση μεταξύ των οικονομικών και των κοινωνικών κριτηρίων, που χαρακτηρίζουν αυτήν
την ομάδα.
<<Δυνατός>> είναι όποιος κατέχει πλούτο που συνδυάζεται με πολιτική ισχύ και
μετέχει άμεσα ή έμμεσα στην εξουσία. Έτσι ήδη στην <<Εκλογή>> απαντά η τάση να
ταυτιστεί η ομάδα, η οποία έχει οικονομική δύναμη και κοινωνική ισχύ, με τους
αξιωματούχους του κράτους. Οι νεώτερες νομικές συλλογές και ιδιαίτερα η νομοθεσία των
Μακεδόνων, είναι ακόμα πιο σαφείς από αυτήν την άποψη. Ο Ρωμανός Α στη Νεαρά του
περί <<προτιμήσεως>> λέει: <<εκείνοι δε νοείσθωσαν δυνατοί, οιτινες καν μη δι εαυτών, αλλ
ουν δια της ετέρων δυναστείας προς ους παρρησιαμενους ωκειώνται , ικανοί εισίν εκφοβήσει
τους εκποιούντας, ή προς ευεργεσίας υπόσχεσιντην πληροφορίαν αυτοίς παράσχειν>>,
δηλαδή <<δυνατοί>> θεωρούνται εκείνοι που είτε οι ίδιοι είτε με τις πιέσεις άλλων
προσώπων από το στενό περιβάλλον τους, είναι σε θέση να εκφοβίσουν τους
συναλλασσόμενους ή να τους δελεάσουν με υποσχέσεις ευεργεσίας. Ο ορισμός αυτός είναι
γενικευμένη νομική έκφραση συγκεκριμένων περιπτώσεων, οι οποίες αναφέρονται με τις
ίδιες σχεδόν εκφράσεις στα <<Βασιλικά>> που επαναλαμβάνουν με τη σειρά τους τη
νομοθεσία της κωδικοποίησεως του Ιουστινιανού.
Ο Ρωμανός Α γίνεται πιο συγκεκριμένος στην Νεαρά του για τους δυνατούς(934),
όπου απαριθμεί τους <<άρχοντες δυνατούς>>. Οι <<δυνατοί>> είναι οι αξιωματούχοι και
ανώτατοι λειτουργοί της κεντρικής και επαρχιακής διοικήσεως, εν ενεργεία ή όχι (περιφανείς,
μάγιστροι, πατρίκιοι οι εν αρχαίς, ή στρατηγίαις ή πολιτικούς ή στρατιοτικοί αξιώμασι,
θεματικοί άρχοντες και απάρχοντες), τα μέλη της συγκλήτου, τα μέλη της εκκλησιαστικής
ιεραρχίας( μητροπολίτες, αρχιεπίσκοποι, επίσκοποι), οι ηγούμενοι των μονών, οι
εκκλησιαστικοί άρχοντες και οι διοικητές των <<ευαγών βασιλικών οίκων>>.
Έτσι, με τον πιο σαφή τρόπο δίνεται η σύνθεση της κοινωνικής αυτής ομάδας, η οποία
από καιρό αποτελεί διαμορφωμένη κοινωνική τάξη και συγκροτημένη σε τέτοιο σημείο ώστε
να βρίσκει τον ορισμό της στη νομοθεσία.
Για τις διαφοροποιήσεις που γίνονται στον αγροτικό κόσμο τα πράγματα είναι
λιγότερο σαφή.Αναφέρθηκαν ήδη οι ανεξάρτητοι μικροί και μεσαίοι ιδιοκτήτες, καθώς και οι
διάφορες ομάδες εξαρτημένων γεωργών, δηλαδή οι ακτήμονες ελεύθεροι γεωργοί, που
συνδέονται με τους κυρίους της γης με μισθωτικά συμβόλαια διαφόρων τύπων, οι διάφορες
ομάδες παροίκων που είναι δεμένοι με τη γη, την οποία καλλιεργούν ή που ύστερα από
ένα ορισμένο χρονικό σημείο είναι συνδεδεμένοι προσωπικά με τους κυρίους της γης. Όλοι
αυτοί συνθέτουν την αγροτική κοινότητα και γενικότερα την αγροτική κοινωνία, η οποία
ολόκληρη τη μεσοβυζαντινή περίοδο είναι μικτή.
Η απουσία πληροφοριών στις πηγές δεν επιτρέπει τον ποσοτικό προσδιορισμό
αναλογιών μεταξύ των διαφόρων ομάδων των χωρικών. Όπως ήδη αναφέρθηκε, ίσως η
αναλογία των ανεξαρτήτων χωρικών είναι μεγαλύτερη κατά τον 7ο και τον 8ο αιώνα. Ωστόσο
από τον 9ο αιώνα και μετά η αναλογία αρχίζει να ανατρέπεται και οι εξαρτώμενοι χωρικοί
(σ.210)
αποτελούν την πλειονότητα πιθανότατα τον 10ο αιώνα και, χωρίς καμία αμφιβολία, τον 11ο
αιώνα.
Στην αύξηση του αριθμού των ανεξάρτητων χωρικών είχε συμβάλει, εκτός από την
δημογραφική εξέλιξη, η γενίκευση του θεσμού των στρατιωτικών κτημάτων. Σύμφωνα με τα
αριθμητικά στοιχεία, που δόθηκαν παραπάνω, οι κάτοχοι στρατιωτικών οχημάτων, τα οποία
αντιστοιχούν σε ολόκληρες <<στρατιές>>, ήταν ευκατάστατοι γεωργοί. Ως τον 10ο αιώνα οι
προνομιούχοι στρατιωτικοί οίκοι αποτελούσαν τα ανώτερα στρώματα της αγρατικής
κοινότητας. Ωστόσο, από τον 10ο αιώνα και μετά οι <<στρατιωτικοί οίκοι>> υφίστανται και
αυτοί, όπως και οι υπόλοιποι οι ανεξάρτητοι χωρικοί, τις διαρκώς αυξανόμενες πιέσεις της
μεγάλης ιδιοκτησίας. Οι πιέσεις αυτές συντελούν στη συρρίκνωση της ανεξάρτητης
αγροτικής κοινότητας.
Η συνεχής ανάπτυξη της αστικής οικονομίας, κυρίως τον 10ο αιώνα, συντελεί στην
ανάπτυξη μιας ομάδας σχετικά πλούσιων βιοτεχνών και εμπόρων. Μαζί με τις παλαιές
ομάδες των ελεύθερων επαγγελματιών και τις πάντα προνομιούχες ομάδες του αστικού
πληθυσμού, που αποτελούσαν οι ειδικευμένοι τεχνίτες, οι τραπεζίτες και οι νάυκληροι, η νέα
αυτή η ομάδα διαφοροποιείται από τον υπόλοιπο λαό των πό-(τέλος σ.210)

(σ.211)
λεων και σχηματίζει μία μέση κοινωνική τάξη, ένα είδος ακαθόριστης ακόμα αστικής
τάξεως , η οποία σιγά-σιγά συνειδητοποιεί την αυτονομία και τα συμφέροντα της. Οι
χρονογράφοι της εποχής έχουν συνείδηση της σημαντικής αυτής εξελίξεως της βυζαντινής
κοινωνίας και αντιπαραθέτουν στα μέλη της αριστοκρατίας τα μέλη της μέσης αυτής τάξεως,
πού είναι οργανωμένα σε συντεχνίες ή σε αδελφότητες και τα ξεχωρίζουν από το
ανοργάνωτο πλήθος των πόλεων.
Η μέση τάξη συχνά παρουσιάζει οργανωμένη δράση. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα
μέλη της παρουσιάζονται ως υποκινητές οργανωμένων λαϊκών κινημάτων, τα οποία
διαφέρουν από τις συνηθισμένες ανοργάνωτες επεμβάσεις του πλήθους των μεγάλων
πόλεων.
Πράγματι η σχετικά νέα μέση τάξη- ο αριστοκράτης Βρένιος χαρακτηρίζει
περιφρονητικά τα μέλη της ως νεόπλουτους ,<<αρχίζει να αποκτά κάποια βαρύτητα στην
εξέλιξη της πολιτικής ζωής. Βρίσκεται σε αντίθεση και μερικές φορές σε ανοιχτή σύγκρουση
με την αριστοκρατία και με τις πολιτικές Αρχές που την εκπροσωπούν. Έτσι επί
Κωνσταντίνου Η, στη Ναύπακτο το πλήθος με επικεφαλής τον μητροπολίτη εξεγείρεται κατά
των υπερβάσεων του στρατηγού του θέματος. Επίσης αναφέρονται διάφορες εξεγέρσεις
στην Αντιόχεια. Η σημαντικότερη από αυτές έγινε το 1075. Διακρίνονται δύο παρατάξεις: η
λαϊκή παράταξη, που ακολουθεί τον πατριάρχη αιμιλιανό, και η αριστοκρατική παράταξη.
Ύστερα από την απομάκρυνση του Πατριάρχη, από τον νεοδιορισμένο <<δούκα.>
Αντιοχείας Ισαάκιο Κομνηνό κατά τη διαταγή του Μιχαήλ Ζ Δούκα, το πλήθος
καθοδηγούμενο από μία ομάδα αστών, εξεγείρεται κατά του <<δουκός>> και της
αριστοκρατίας.

Οι πολιτικοί και κοινωνικοί αγώνες

Η πολιτική ζωή της αριστοκρατίας χαρακτηρίζεται από τον αδιάκοπο αγώνα μεταξύ της
κεντρικής εξουσίας και της αριστοκρατίας της γης. Στον αγώνα αυτό, που υπεβόσκει και
μερικές φορές ήταν ανοιχτός και παρουσιάζει ανάλογα με τις περιστάσεις μικρότερη ή
μεγαλύτερη ένταση ή και στιγμές …,συμπλέκονταν και συνέβαλαν οι διάφοροι εξω
οικονομικοί παράγοντες, <<εθνικοί>>, θρησκευτικοί και γενικότερα ιδεολογικοί, καθώς και οι
φιλοδοξίες των ατόμων και των ομάδων, παράγοντες που ο ρόλος τους είναι δύσκολο να
καθορισθεί.
Η Βυζαντινή αριστοκρατία της γης και οι ανώτεροι αξιωματούχοι δεν έπαψαν ποτέ τις
πιέσεις για να πετύχουν: α) τη συγκέντρωση όλο και μεγαλύτερης έκτασης καλλιεργημένης
(σ.211)
γης και τον άμεσο έλεγχο του αγροτικού κόσμου β) την απόσπαση από το κράτος ολοένα
και πιο μεγάλων προνομίων που τους εξασφαλίζουν ανεξαρτησία σε σχέση με την κρατική
μηχανή. Έτσι απαιτούν φορολογικές απαλλαγές και σχετική αυτοτέλεια απέναντι στη
διοίκηση, δημιουργώντας <<ιδιόστατα>> ,<<χωρία>> και <<προάστεια>>, και ιδιαίτερη
δικαστική μεταχείριση, γ) άμεση συμμετοχή στην εξουσία με τη μονοπώληση των θέσεων-
κλειδιών της κρατικής μηχανής και προβάλλουν την αξίωση να επιβάλουν τον αυτοκράτορα
της αρεσκείας τους και να συμμετέχουν στον καθορισμό της κρατικής πολιτικής. Όταν η
κεντρική εξουσία βρισκόταν σε αδύναμα χέρια οι κοινωνικές συνθήκες το επέτρεπαν η
αριστοκρατία κατέφευγε στην ανοιχτή εξέγερση για να επιβάλλει τις απαιτήσεις της και να
πετύχει τη διοικητική αποκέντρωση.
Ήδη στην πρωτοβυζαντινή περίοδο οι αυτοκράτορες για να αντιμετωπίσουν τις
επεκτατικές και αποκεντρωτικές τάσεις, που σε ορισμένες περιόδους απειλούν τη συνοχή
της αυτοκρατορίας παίρνουν διάφορα νομοθετικά μέτρα. Τα μέτρα αυτά μπορεί να
καταταχθούν στις επόμενες κατηγορίες: α) νόμοι που δια κανονίζουν το <<δίκαιον
προτιμήσεως>>, β) νόμοι που αποβλέπουν στην προστασία των αγροτικών κοινοτήτων, γ)
νόμοι που αποσκοπούν να περιορίσουν γενικότερα τις καταχρήσεις των δυνατών και
ιδιαίτερα των ανώτατων λειτουργών και αξιωματούχων του κράτους.
Το <<δίκαιον προτιμήσεως>> έχει ως πηγή του το εθιμικό δίκαιο της Ανατολής και
εμφανίζεται στην επίσημη νομοθεσία της αυτοκρατορίας τον 4ο αιώνα. Πέρα από τις
λεπτομέρειες οι οποίες μεταβάλλονται ανάλογα με την εποχή, η νομοθεσία της προτιμήσεώς
αποβλέπει στην παραχώρηση δικαιώματος προτεραιότητας σε συγγενείς, συνεταίρους,
γείτονες για τις δικαιοπραξίες και τις συναλλαγές που αφορούν τη μεταβίβαση κυριότητας ή
νομής, αγοραπωλησίες, δωρεές, <<εμφυτεύσεις>>, ενοικιάσεις μεγάλης διάρκειας κ.λ.π..
Οι νόμοι της δεύτερης κατηγορίας που αφορούν την προστασία της αγροτικής
κοινότητας εμφανίζονται από τον 5ο αιώνα και γίνονται δεκτοί στις κωδικοποιήσεις του
Θεοδοσίου και του Ιουστινιανού. Μπορούν να θεωρηθούν ως ειδική περίπτωση των νόμων
της πρώτης κατηγορίας. Τα αλληλέγγυα στην πληρωμή των φόρων, μέλη μιας αγροτικής
κοινότητας ή ίσως μία ευρύτερης φορολογικής περιοχής θεωρείται ότι αποτελούν
<<κοινωνία>> και έχουν δικαιώματα προτιμήσεως στις διάφορες συναλλαγές, που γίνονται
μέσα στην κοινότητα. Η νομοθεσία απαγορεύει κάθε συναλλαγή από αυτές που
αναφέρθηκαν παραπάνω με άτομα που δεν ανήκουν στην κοινότητα και προβλέπει την
ακύρωση τους. Ιδιαίτερα απαγορεύεται στους <<δυνατούς>>. να παρεισδύουν στις
αγροτικές κοινότητες, oποιονδήποτε τρόπο κι αν χρησιμοποιήσουν, είτε αυτός είναι αγορά,
είτε δωρεά, είτε σύμβαση.
Η τρίτη κατηγορία νόμων, που αφορά τον περιορισμό των καταχρήσεων των
<<δυνατών>> και ειδικότερα των κρατικών λειτουργών, είναι εξαιρετικά πλούσια:
περιλαμβάνει τους νόμους για την απαγόρευση των <<Προστασιών>>, τα μέτρα για τις
κάθε είδους καταχρήσεις και υπερβάσεις των υπαλλήλων, τις απαγορεύσεις στους
αξιωματούχους και στους υπαλλήλους να αποκτούν αγαθά των υπηρεσιών των οποίων
έχουν τη διαχείριση, και ακίνητα στις περιοχές, όπου ασκούν το λειτούργημά τους.
Τα προβλήματα στα οποία αναφέρεται αυτή η νομοθεσία δείχνουν όχι μόνο το πολιτικό
αλλά και το κοινωνικό περιεχόμενο της πάλης μεταξύ της κεντρικής εξουσίας και των
δυνατών, η οποία δεν εξαντλείται μόνο στα νομοθετικά μέτρα. Η πάλη αυτή εκδηλώνεται
από την πλευρά των δυνατών με ένοπλες στάσεις και εξεγέρσεις, στις οποίες συμμετέχουν
όλες οι κοινωνικές ομάδες, που χρησιμοποιούνται συνήθως από τους αντιπάλους ή
βρίσκουν την ευκαιρία να υπερασπίσουν τα δικά τους συμφέροντα.
Τέτοιο χαρακτήρα έχουν τα κινήματα της περιόδου που ακολουθεί τον θάνατο του
Ηρακλείου και ως την άνοδο στον θρόνο του Λέοντος Γ. Η εικονοκλαστική κρίση είχε
αναμφισβήτητα έντονα θρησκευτικό χαρακτήρα, στον οποίο και οι σύγχρονες και οι
μεταγενέστερες πηγές, γραμμένες άλλωστε από εικονοφίλους, έδωσαν το μεγαλύτερο
βάρος. Το πολυσύνθετο αυτό φαινόμενο δεν επιτρέπει να γίνει η διάκριση των διαφόρων
όψεων και του περιεχομένου του κινήματος. Παρόλα αυτά πολλές ενδείξεις αφήνουν κανείς
να υποθέσει, πώς με την άνοδο στο θρόνο του Λέοντος Γ και της λεγόμενης δυναστείας των
(σ.211)
Ισαύρων καθώς και της δυναστείας του Αμορίου, που την διαδέχθηκε, η στρατιωτική
αριστοκρατία της γης, η οποία βρίσκονταν σε πλήρη ανάπτυξη, παίρνει την εξουσία.
Πράγματι, η πολιτική των δύο δυναστειών, δεν παρουσιάζει στοιχεία βαθιάς κοινωνικής
μεταρρυθμίσεως υπέρ των λαϊκών τάξεων. Το Θρησκευτικό και πνευματικό νόημα της
Εικονομαχίας μπορεί να θεωρηθεί ως αριστοκρατική ιδεολογία αυστηρών στρατιωτικών,
επηρεασμένη, όπως θα έλεγε κανείς, από την αλύγιστη δογματική καθαρότητα του
μονοφυσιτισμού στην αντίληψη της θρησκείας. Αυτή η αντίληψη δεν έγινε ποτέ κατανοητή
από τα λαϊκά στρώματα.(τέλος σ.211)

(σ.212)
Το μόνο στήριγμα της Eικονομαχίας ήταν ο στρατός της Ανατολής και ένας σχετικά
μικρός αριθμός ανώτατων λειτουργών της εκκλησίας. Οι δύο λαϊκές επαναστάσεις κατά του
εικονοκλαστικoού κινήματος έχουν μερικά στοιχεία ενδιαφέροντα από αυτή την άποψη. Η
εξέγερση των ελλαδικών θεμάτων και του στόλου των Κυκλάδων( 727), εξέγερση που είχε
επικεφαλής έναν κατώτερο αξιωματικό τον <<τουρμάρχη>> Κοσμά, κινητοποίησε τα
φτωχότερα στοιχεία του λαού και του στρατού. Οι στρατιωτικοί κλήροι στα ελλαδικά θέματα
και οι ναυτικοί κλήροι των Κυκλάδων θα πρέπει να ήταν μικροί και ολιγάριθμοι, αν κριθεί από
τα στοιχεία που δίνει ο Κωνσταντίνος Ζ. Ο λαϊκός αγροτικός χαρακτήρας της εξεγέρσεως του
Θωμά του Σλάβου στη Μικρά Ασία είναι ακόμη πιο φανερός. Η αυστηρή δημοσιονομική
πολιτική όλων των αυτοκρατόρων της περιόδου, εκτός από τις γενναιοδωρίες της
αυτοκράτειρας Ειρήνης, που κατάργησε ο Νικηφόρος Α, μπορεί να εξηγήσει ως ένα σημείο
αυτή την εξέγερση.
Το κύριο επίτευγμα της περιόδου αυτής ήταν η δημιουργία συγκεντρωτικού κράτους,
από απόλυτη μοναρχία, στηριγμένη στην αριστοκρατία της γης και στην Εκκλησία. Οι άμεσοι
εξωτερικοί κίνδυνοι και η δυνατή προσωπικότητα των περισσότερων αυτοκρατόρων
αναγκάζει την αριστοκρατία και την Εκκλησία να δεχθούν τη διαιτησία του κράτους που τις
εκπροσωπεί.Η συμβιβαστική διάθεση στο Θρησκευτικό πρόβλημα συμβάλλει πολύ στην
επιτυχία αυτής της πολιτικής. Η ορθοδοξία αναστηλώνεται, όμως η Εκκλησία υποτάσσεται
στο κράτος.
Η φροντίδα των αυτοκρατόρων να εξασφαλίσουν την πολιτική και κοινωνική ισορροπία
φαίνεται καθαρά και από τις νομικές συλλογές της περιόδου αυτής σε σχέση με τη νομοθεσία
που αφορά τους <<δυνατούς>> . Η <<Εκλογή>>, η <<Ροπαί>> και η <<Αυξημένη
Εκλογή>>, από τη μία μεριά περιέχουν μεγάλο αριθμό διατάξεων που νομιμοποιούν τα
προνόμια της αριστοκρατίας, και από την άλλη μερικά ίχνη του ,<<δικαίου προτιμήσεως>>
καθώς και μερικούς νόμους οι οποίοι απαγορεύουν τις συναλλαγές που αναφέρθηκαν
παραπάνω, στους αξιωματούχους και στους λειτουργούς του κράτους. Ωστόσο από τις
συλλογές αυτές απουσιάζουν οι νόμοι που αφορούν την προστασία των αγροτικών
κοινοτήτων. Η απουσία αυτή μπορεί να εξηγηθεί από το ότι όλοι αυτοί οι νόμοι χωρίς να
έχουν καταργηθεί( το Ιουστινιανό δίκαιο εξακολουθεί να ισχύει) δεν έχουν πρακτική
εφαρμογή. Η αγροτική κοινότητα δεν φαίνεται να απειλείται σοβαρά την εποχή αυτή, και
ιδιαίτερα κατά την περίοδο της δεύτερης Εικονομαχίας, κατά τη διάρκεια της οποίας
επικρατεί σχετική πολιτική και κοινωνική ισορροπία.
Μολονότι ολόκληρη αυτή η νομοθεσία εισάγεται στις κωδικοποιήσεις των Μακεδόνων
<<Του πρόχειρου νόμου>>, την <<Επαναγωγή>> και ίσως με κάποιες επιφυλάξεις για την
εποχή, τα <<Βασιλικά>> καταργείται ουσιαστικά από τον Λέοντα ΣΤ. Με τη Νεαρά 84
καταργεί τη νομοθεσία, η οποία απαγόρευε στους λειτουργούς του κράτους να αποκτούν
ακίνητα στις επαρχίες, όπου ήταν τοποθετημένη. Με τη Νεαρά 114 τροποποιεί σοβαρά,
σχεδόν καταργεί, το δίκαιο της προτιμήσεως και της προστασίας των αγροτικών κοινοτήτων.
Ο Λέων ΣΤ δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να νομιμοποιήσει αυτό που συνέβαινε
καθημερινά και να αφαιρέσει κάθε νομικό εμπόδιο στην επεκτατική διάθεση <<των
δυνατών>> που με διαφορά τεχνάσματα, <<νόμιμα>> ή παράνομα, συγκεντρώνουν το
μεγαλύτερο μέρος των αγροτικών κοινοτήτων και μεταβάλλουν τους ανεξάρτητους γεωργούς
ακόμη και τους κατόχους των στρατιωτικών κλήρων, σε <<παροίκους>>. Αυτή η
(σ.212)
δραστηριότητα των <<δυνατών>> έβαζε σε κίνδυνο όχι μόνο τη δημόσια οικονομία, αλλά και
την ίδια την κεντρική εξουσία και απειλούσε τη συνοχή της αυτοκρατορίας. Ο φοβερός λιμός
του 927 και η πολιτική κρίση κατά τη διάρκεια της ανηλικότητας του Κωνσταντίνου Ζ
επέβαλαν την άμεση λήψη σοβαρών μέτρων.
Τα νέα νομοθετικά μέτρα, για την προστασία των αγροτικών κοινοτήτων πού πήραν ο
Ρωμανός Α Λακαπηνός, ο Κωνσταντίνος Ζ, ο Νικηφόρος Β Φωκάς και ο Βασίλειος Β,
αποτελούν μία σύνθεση χωρίς αντιφάσεις από τα στοιχεία τα οποία περιέχονται στους
παλαιότερους νόμους. Τα κύρια στοιχεία αυτής της νομοθεσίας είναι: η επαναφορά του
δικαίου της <<προτιμήσεως>>, απαγορεύει στους <<δυνατούς>> την απόκτηση κτημάτων
που ανήκουν στους μικροϊδιοκτήτες <<πένητες>>, μέλη μιας κοινότητας και δίνει στους
<<πενήτες>> το δικαίωμα <<προτιμήσεως>>, έναντι των <<δυνατών>>, για την αγορά
<<κλασματικής>> ή κρατικής γης. Οι παραβάτες των διατάξεων αυτών όφειλαν να
αποδώσουν τα κτήματα στους πρώην ιδιοκτήτες ή στους κληρονόμους τους. Η μεταβίβαση
της κυριότητας ενός στρατιωτικού κτήματος, με οποιοδήποτε τρόπο και αν έγινε, ήταν άκυρη
και το κτήμα έπρεπε να επανέλθει στον πρώην κύριο του χωρίς καμία αποζημίωση. Επίσης
δια κανονίζει τα ζητήματα των ενδεχομένων αποζημιώσεων των αγοραστών και τον χρόνο
μετά τον οποίο αρχίζει η παραγραφή.
Οι αρχές αυτές καθορίζονται από τις Νεαρές του Ρωμανού Α και διατηρούνται, στις
γενικές γραμμές τους, από τους διαδόχους του. Ωστόσο οι τελευταίοι εισάγουν διάφορες
τροποποιήσεις που ελαττώνουν την αυστηρότητα της αρχικής νομοθεσίας. Έτσι ο
Κωνσταντίνος Ζ επιτρέπει τις αγοραπωλησίες μέσα στην κοινότητα, μεταξύ ατόμων που η
κοινωνική κατάσταση τους παρουσιάζει μικρές διαφορές, την ανταλλαγή κτημάτων μεταξύ
<<δυνατών Και πενήτων>>, και την εκποίηση των μη καταγραμμένων κτημάτων των
στρατιωτών. Ο Νικηφόρος Β Φωκάς τροποποιεί ουσιαστικά αστικά το δίκαιο της
<<προτιμήσεως>> εισάγοντας τον κανόνα ότι η αγοραπωλησία είναι δυνατή μόνο από
άτομα που έχουν κοινή κοινωνική κατάσταση: ο <<δυνατός>> πρέπει να αγοράσει από
<<δυνατό>> και ο <<πένης>> από <<πένητα>>.
Εισάγονται ακόμη και άλλοι διακανονισμοί για την εφαρμογή της νομοθεσίας που, αν
και δεν θίγουν τη βασική αρχή, ωστόσο κάνουν δυσκολότερη την πραγματοποίηση της και
αδυνατίζουν τον αρχικό σκοπό της. Έτσι ο χρόνος μετά τον οποίο πρέπει να μετριέται η
προθεσμία παραγραφής για την υποχρέωση του πωλητή να αποζημιώσει τον αγοραστή σε
περίπτωση επανακτήσεως του κτήματος μετατίθεται διαρκώς υπέρ των αγοραστών( 927,
934, 944). Ο Κωνσταντίνος Ζ προσθέτει ότι ο <<πένης>> χωρικός που έχει δικαίωμα
<<προτιμήσεως>> , όταν πωλείται ένα <<ιδιόστατον>> <<δυνατού>> πρέπει είτε να το
αγοράσει ολόκληρο είτε να παραιτηθεί από το δικαίωμα του.
Είναι φανερό πως οι τροποποιήσεις αυτές ήταν αποτέλεσμα των πιέσεων των
<<δυνατών>> και της αναγκαίας προσαρμογής στην οικονομική πραγματικότητα, που
αναγκάζουν τους αυτοκράτορες να κάνουν συνεχείς υποχωρήσεις.Ο Βασίλειος Β καταργεί
όλες τις τροποποιήσεις, επανέρχεται στην καθαρότητα του δικαίου που εισήγαγε ο Ρωμανός
Α και επιβάλλει το <<αλληλέγειον>>( βλέπε παραπάνω).
Στις Νεαρές διακρίνονται τα ιδιαίτερα κίνητρα και η άποψη κάθε αυτοκράτορος. Τον
Ρωμανό τον απασχολούν κυρίως τα εισοδήματα που στερείται το κράτος από την επέκταση
των <<δυνατών>>, χωρίς ωστόσο να αδιαφορεί για την κοινωνική όψη αυτής της
επικρατήσεως. Ο Κωνσταντίνος Ζ ενδιαφέρεται περισσότερο για την καταστροφή του
στρατού, αλλά ουσιαστικά κάνει τις μεγαλύτερες υποχωρήσεις στους <<δυνατούς>>
θέτοντας σε εφαρμογή πολύπλοκα οικονομικά μέτρα, που καθιστούν αδύνατη την επιτυχία
της νομοθεσίας για τους φτωχούς χωρικούς. Για τον Νικηφόρο Β Φωκά το κυριότερο
πρόβλημα είναι ο στρατός αλλά και η ανάπτυξη της οικονομίας. Ο Νικηφόρος Β, ο οποίος
δίκαια θεωρείται ως τυπικός εκπρόσωπος της στρατιωτικής αριστοκρατίας, είναι ο μόνος
αυτοκράτορας που παρουσιάζει οικονομική σκέψη.Ενδιαφέρεται περισσότερο για την
αξιοποίηση της γης παρά για τις κοινωνικές συνέπειες. Αυτό το νόημα φαίνεται να έχουν οι
τροποποιήσεις του στο δίκαιο της προτιμήσεως, καθώς και η Νεαρά του σύμφωνα με την
οποία όσοι είχαν κτίσει σε αγο(τέλος σ.212)
(σ.213)
ρασμένα από χωρικούς κτήματα μπορούσαν να παραχωρήσουν τους παλαιούς ιδιοκτήτες
αντίστοιχη ή μεγαλύτερη έκταση γης. Το ίδιο νόημα έχει και η Νεαρά του, με την οποία
περιορίζει την αύξηση της εκκλησιαστικής περιουσίας σε ακίνητα. Οι δωρεές στις εκκλησίες
και στα μοναστήρια έπρεπε να γίνονται είτε σε χρήμα είτε σε εργατικά ζώα για την
αξιοποίηση της άφθονης ακαλλιέργητης γης, που είχαν στη διάθεσή τους.
Η νομοθεσία αυτή, λοιπόν, δεν πήρε χαρακτήρα κοινωνικής μεταρρυθμίσεως. Στην
εφαρμογή της γίνονταν ολοένα και πιο ευλύγιστη και προσαρμοζόταν συνεχώς στις πιέσεις
των <<δυνατών>>, οι οποίοι εξακολουθούσαν να κυριαρχούν στην οικονομική ζωή και
έπαιζαν πρωτεύοντα ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις.
Οι αυτοκράτορες του 11ου αιώνα, οι οποίοι διαδέχονται τον Βασίλειο Β δεν
εγκατέλειψαν την πολιτική εναντίον των επεκτατικών τάσεων των <<δυνατών>>. εξαιρεθεί η
κατάργηση του <<αλληλέγγυου>> από τον Κωνσταντίνο Η, η υπόλοιπη νομοθεσία
εξακολουθεί να ισχύει και να εφαρμόζεται. Η σειρά των αποφάσεων του Ευσταθίου του
Ρωμαίου, ο οποίος δικάζει σύμφωνα με αυτή τη νομοθεσία, η <<Σύνοψης Νόμων>> του
Μιχαήλ Ψελλού, που δίνει περίληψη της και την θεωρεί ισχύον δίκαιο, το <<Νομικό
πόνημα>> του Μιχαήλ Ατταλειάτη, τα σχόλια των <<Βασιλικών>>, καθώς και τα κείμενα των
<<Νεαρών>>, που βρίσκονται ως παράρτημα στη <<Σύνοψιν των Βασιλικών>>, στην
έκδοση του 11ου αιώνα, δείχνουν πως η νομοθεσία εξακολουθεί να εφαρμόζεται. Μια
αλυσίδα Νεαρών και διαταγμάτων, που δημοσιεύθηκαν τον 11ο αιώνα και συμπληρώνουν
την παλαιότερη νομοθεσία, δείχνουν πιο καθαρά ακόμη ότι οι αυτοκράτορες δεν
εγκατέλειψαν στο νομικό επίπεδο τον αγώνα εναντίον των <<δυνατών>>. Πρόκειται κυρίως
για διατάξεις, οι οποίες περιορίζουν ή απαγορεύουν την απαλλαγή από τα στρατιωτικά
βάρη, τις δωρεές γαιών που ανήκουν στο κράτος και στα ιδρύματα ή ακόμη ρυθμίζουν το
ζήτημα των <<κλασματικών>> γαιών.
Όμως σ΄ αυτές τις κυβερνητικές ενέργειες αντιτίθεται η προσπάθεια των
ενδιαφερομένων, στο ίδιο νομικό επίπεδο, με ενέργειες νομομαθών και άλλα νομικά
τεχνάσματα, που μεταβάλλουν προς όφελός τους το πνεύμα της νομοθεσίας. Ακόμη δεν
διστάζουν να κυκλοφορούν εμβόλιμα κείμενα ευνοϊκά για αυτούς. Περιλαμβάνονται, π.χ.
στο γνήσιο κείμενο της Νεαράς για την <<προτίμησην>> του Ρωμανού Α σχόλια και
κατασκευάζεται μία πλασματική Νεαρά του Βασιλείου Β, που ακυρώνει τη Νεαρά του
Νικηφόρου Β Φωκά για τον περιορισμό των εκκλησιαστικών κτημάτων.
Στον ίδιο αγώνα μεταξύ της κεντρικής εξουσίας και των <<δυνατών>> ανήκει και η
προσπάθεια δημιουργίας ενός συγκεντρωτικού διοικητικού μηχανισμού ως αντίβαρο των
αποκεντρωτικών τάσεων των θεμάτων. Σε αυτή την προσπάθεια οι αυτοκράτορες του 11ου
αιώνα θέλησαν να στηριχθούν στη νέα <<αστική τάξη>>. Η είσοδος των εμπόρων και
βιοτεχνών στη σύγκλητο γίνεται περισσότερο προσιτή. Οι νέοι αυτοί οι πολιτειακοί
προσανατολισμοί φαίνονται επίσης καθαρά από το γεγονός ότι αντιπρόσωποι της <<αστικής
τάξεως>> της Κωνσταντινουπόλεως συμμετέχουν, σε περιόδους κρίσεως, μαζί με τη
σύγκλητο, τον στρατό και αντιπροσώπους της Εκκλησίας, στην ανακήρυξη του νέου
αυτοκράτορος ή στην επικύρωση του υποψηφίου, τον οποίο είχε εκλέξει ο στρατός.
Η πολιτική εξέλιξη προς τον κρατικό συγκεντρωτισμό με σκοπό την αντιμετώπιση των
αποκεντρωτικών τάσεων της αριστοκρατίας προκάλεσε βίαιες αντιδράσεις. Οι επαναστάσεις
των στρατηγών διαδέχονται η μία την άλλη.
Απόρροια της πολιτικής αυτής κρίσεως είναι η στρατιωτική αδυναμία της
αυτοκρατορίας πού διαφαίνεται τη δεύτερη εικοσιπενταετία του 11ου αιώνα και καταλήγει
στην πλήρη αποδιοργάνωση του αμυντικού μηχανισμού. Η ήττα στο Μαντζικέρτ, που
ανοίγει τη Μικρά Ασία στην εισβολή των Τούρκων, ορίζει το τέλος μιας περιόδου κατά την
οποία σημειώθηκαν πτώση του Αγροτικού πληθυσμού, ελάττωση της γεωργικής
παραγωγής, καθώς και η οξύτατη οικονομική και δημοσιονομική κρίση.Στο δεύτερο μισό
του μεταβατικού αυτού αιώνα οι προσπάθειες για δημιουργία ενός συγκεντρωτικού
κράτους,Που θα ήταν σε θέση να εξασφαλίσει κοινωνική και πολιτική ισορροπία, απέτυχαν
μπροστά στην βίαιη αντίδραση της αριστοκρατίας της γης. Η αριστοκρατία θα αναλάβει τον
(σ.213)
απόλυτο έλεγχο του Κράτους με την άνοδο στο θρόνο του Αλεξίου Α Κομνηνού και θα
επιβάλει τις δικές τις κρατικές και κοινωνικές δομές.(τέλος σ.213)
ΤΟΜΟΣ Θ΄
(σ.52)
Επαρχιακή διοίκηση

Οι μεταβολές στη στρατιωτική διοίκηση, στη χρηματοδότηση του στρατού και στον
τρόπο στρατολογίας είχαν σοβαρές συνέπειες στην επαρχιακή διοίκηση, όπου εμφανίζεται η
ίδια τάση αποστρατιωτικοποίησης, με τον χωρισμό στην πράξη της στρατιωτικής από την
πολιτική εξουσία και την στενή εξάρτηση της επαρχιακής διοικήσεως από τον κεντρικό
πολιτικό διοικητικό μηχανισμό.
Στην εξέλιξη αυτή συμβάλλουν ακόμα οι εδαφικές αναστατώσεις, συνέπεια των
ανακτητικών πολέμων του 10ου αιώνα και του πρώτου μισού του 11ου αιώνα που είχαν
διευρύνει τα σύνορα της αυτοκρατορίας, αλλά και οι επιδρομές των Πατζινάκων στη
Χερσόνησο του Αίμου και των Σελτζούκων στη Μικρά Ασία τον 11ο αιώνα, επιδρομές που
είχαν αποδιοργανώσει τη διοίκηση πολλών επαρχιών. Τέλος, οι ανακριτικοί πόλεμοι των
πρώτων χρόνων των Κομνηνών δημιουργούν σε όλη την περίοδο ως τα μέσα περίπου του
12ου αιώνα, μία συνεχή κινητικότητα των συνόρων, που επέβαλε την προσαρμογή του
διοικητικού συστήματος. Το νέο διοικητικό σύστημα έχει έντονο μεταβατικό χαρακτήρα.
Η ρευστή κατάσταση στη διοίκηση, που φέρνει για πολύ χρονικό διάστημα τον
χαρακτήρα της προσωρινότητας παρακολουθώντας τη συγκυρία των στρατιωτικών
επιχειρήσεων, των εδαφικών ανακτήσεων ή των απωλειών, η γνωστή ρευστότητα των
βυζαντινών Θεσμών γενικότερα,Όπου οι παλαιές μορφές διατηρούνται δίπλα στις
καινούργιες για πολύ χρονικό διάστημα, καθώς και η έλλειψη ακριβολογίας των Βυζαντινών
χρονογράφων στη χρήση ορισμένων όρων, κάνουν δύσκολη την ακριβή και λεπτομερή
περιγραφή του διοικητικού συστήματος της περιόδου που προηγείται άμεσα από τη
διοικητική μεταρρύθμιση των Κομνηνών. Ωστόσο διακρίνονται ορισμένα γενικά
χαρακτηριστικά που είναι τα ακόλουθα:
α)Οι αντιπρόσωποι της πολιτικής εξουσίας στα θέματα οι <<κριταί>>-
<<πραίτορες>>,υπόκεινται ολοένα και λιγότερο στους στρατηγούς. Στην άσκηση της
εξουσίας εξαρτώνται από το κέντρο, από το<<σέκρετο επί των δικών>>, και γίνονται οι
πραγματικοί κυβερνήτες των θεμάτων, ενώ η δικαιοδοσία των στρατηγών περιορίζεται όλο
και περισσότερο στις στρατιωτικές υποθέσεις.
β) Η παλιά οργάνωση του <<θέματος>>, όπου η στρατιωτική διοικητική περιοχή
συμπίπτει, καταρχήν, με την πολιτική, αρχίζει να διασπάται. Τα περισσότερα από τα παλαιά
μεγάλα θέματα της Ανατολής εξακολουθούν να υπάρχουν αλλά όμως συγκεντρώνονται υπό
μία πολιτική διοίκηση, πού μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερες στρατιωτικές διοικήσεις.
Τέτοια φαίνεται π.χ. η περίπτωση της Μεσοποταμίας, της Μελιτίνης, της Παφλαγονίας,
των Αρμενιάκων, της Λυκανδού. Το θέμα Βουλγαρίας τίθεται υπό έναν πολιτικό άρχοντα,
τον προνοητή-πραίτωρα>> Βουλγαρίας, που οι διηγηματικές πηγές τον αποκαλούν και
<<αρχηγό βουλγάρων>>, <<ηγεμόνα βουλγάρων>>, <<αρχή της Βουλγαρίας>>, και
αποτελείται από πολλές στρατιωτικές διοικήσεις, υπο τους δούκες του Παριστρίου η
Πραδουνάβου, Δρίτσας, Βουλγαρίας ή Σκοπίων, Σερδικής και την <<αρχή>> (δούκα)
Σιρμίου.
Εξάλλου σε πολλές νεοκατακτημένες μικρές περιοχές ή οχυρωμένες θέσεις, πόλεις ή
κάστρα, των παραμεθόριων περιοχών τοποθετούνται στρατηγοί- διοικητές των φρουρών
που είναι εγκατεστημένες εκεί. Οι περιοχές αυτές αποτελούν προσωρινές ανεξάρτητες
στρατιωτικές και διοικητικές ενότητες, που συνήθως συγκεντρώνονται και υπάγονται σε
μεγαλύτερες διοικητικές ενότητες με πολιτικό και στρατιωτικό χαρακτήρα υπό τους
<<δούκες-κατεπάνω>>.
Έτσι το δουκάτο της Αντιόχειας περιέχει πολλές << στρατηγίδες>>. Οι στρατηγοί
χάνβουν τις εκτεταμένες πολιτικο-στρατιωτικές δικαιοδοσίες τους <<δούκες-κατεπάνω>>.
Άλλωστε ο όρος <<θέμα>> φαίνεται ότι έχει χάσει την παλαιά του συγκεκριμένη
σημασία ως τεχνικός Όρος δίνεται πλέον σε απλές γεωγραφικές περιοχές ή σε μικρής
εκτάσεως διοικητικά φορολογικά διαμερίσματα ή περιοχές οικονομικού χαρακτήρα, που
εντάσσονται σε μεγαλύτερες διοικητικές ενότητες.
(σ.52)
Κοινωνική βάση του Κράτους

Παράλληλα με τον συγκεντρωτικό χαρακτήρα του διοικητικού συστήματος, όπου τα


όργανα της πολιτικής διοικήσεως παίζουν τον κύριο ρόλο, παρατηρείται και μία τάση
<<εκδημοκρατισμού>> στη σύνθεση αλλά και στη λειτουργία της κρατικής μηχανής.
Πράγματι, το σημαντικότερο χαρακτηριστικό (τέλος σ.52)

(σ.53)
αυτής της τάσεως είναι η σημασία που αποκτά η σύγκλητος στη λειτουργία του κράτους και
κυρίως η ολοένα και μεγαλύτερη συμμετοχή των μεσαίων τάξεων στην άσκηση της
εξουσίας. Έχουμε ήδη μιλήσει για το σχηματισμό μιας μεσαίας κοινωνικής ομάδας εμπόρων
και βιοτεχνών και για τη διαφοροποίηση της από το μεγάλο πλήθος του λαού(βλέπε τ.Η
σ.210-211). Οι αυτοκράτορες του 11ου αιώνα, στην αντίθεσή τους με τη στρατιωτική
αριστοκρατία, δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν τη σχετικά νεόκοπη <<μέση τάξη>> που
θα μπορούσε να γίνει το στήριγμα της συγκεντρωτικής εξουσίας.
Από την εποχή του Μιχαήλ Ε( 1041- 1042) διαφαίνεται όλο και καθαρότερα η τάση για
κάποια δημοκρατικοποίηση στην εκλογή των μελών της συγκλήτου και των ανώτατων
αξιωματούχων του κράτους. Η Παλαιά αρχή σύμφωνα με την οποία η είσοδος στη σύγκλητο
ήταν ανοιχτή μόνο στους γόνους ευγενών( από των πρώτων γενών) εγκαταλείπεται. Η
σύγκλητος γίνεται όλο και περισσότερο προσιτή στα μεσαία αστικά στρώματα. ο καινούργιος
αυτός προσανατολισμός φαίνεται καθαρότερα από το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα για να
κορυφωθεί στην κρίσιμη δεκαετία 1071- 1081. Η πιο σαφής εκδήλωση του είναι ο
αποφασιστικός πολιτικός ρόλος που παίζουν οι αντιπρόσωποι των οργανωμένων αστικών
ομάδων, δίπλα στη σύγκλητο, στο στρατό και στους αντιπροσώπους της εκκλησίας, στις
συνελεύσεις, που σε περίπτωση κρίσεως ανακηρύσσουν τον νέο αυτοκράτορα ή τον
υποψήφιο που έχει εκλέξει ο στρατός. Κάθε νέος αυτοκράτορας αισθάνεται την ανάγκη να
νομιμοποιήσει και να στηρίξει την εξουσία του σε μία τέτοια συνέλευση, ιδιαίτερα μετά τον
θάνατο της Θεοδώρας( 1057), τελευταίας νόμιμης <<κληρονομικώ δίκαιο>> αυτοκράτειρας,
όταν κανένας από τους εκλεγμένους αυτοκράτορες δεν μπορούσε πλέον να επικαλεστεί τη
δυναστική αρχή. Στην ενθρόνιση του Ισαακίου Α Κομνηνού (1057- 1059) συνεργάζονται
<<αριστοκρατικοί>> και <<δημοτικοί>>. Στη συνέλευση της Αγίας Σοφίας ύστερα από την
εκλογή του Ισαακίου από το στρατό της Ανατολής- συνέλευση που άσκησε την εξουσία ως
την είσοδο του αυτοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη - συμμετείχαν εκτός από τα μέλη της
συγκλήτου, τους ανώτατους αξιωματούχους και τον στρατό, οι οργανώσεις του λαού της
Κωνσταντινούπολης. Ο Ισαάκιος υποχρεώθηκε να αποδώσει σε αυτές τις οργανώσεις τις
τιμές που είχε απονείμει σε όσους τον είχαν βοηθήσει να καταλάβει την εξουσία. Ο
Κωνσταντίνος Ι Δούκας( 1059- 1067) συγκάλεσε τους συνταγματικούς παράγοντες της
Κωνσταντινουπόλεως και απένειμε τιμές και τίτλους στους συγκλητικούς και στους
ανθρώπους της αγοράς, πράγμα που προκάλεσε τις αντιδράσεις της στρατιωτικής
αριστοκρατίας. Ο Μιχαήλ Ζ Δούκας( 1071- 1078) απευθύνεται στους συγκλητικούς
εμπόρους και βιοτέχνες. Ο Νικηφόρος Βοτανειάτης ανεβαίνει στην εξουσία με τη βοήθεια
συνελεύσεως, που έχει χάσει, Σύμφωνα με τις πηγές της εποχής, κάθε σεβασμό και φόβο
απέναντι στον αυτοκράτορα και θεωρούσε ότι ζούσε σε δημοκρατικό καθεστώς. Στη
συνέλευση αυτή συμμετείχαν όχι μόνο άρχοντες αλλά και οι εκπρόσωποι των <<αστικών>>
και δημοτών και της Εκκλησίας με πρόεδρο τον πατριάρχη Αντιοχείας Αιμιλιανό, ο οποίος
το 1075 ήταν επικεφαλής του εξεγερθέντες πλήθους της Αντιόχειας εναντίον του
αντιπροσώπου της κεντρικής εξουσίας στην περιοχή( βλέπε τ.Η΄ σ.211).
Μία συστηματική Μελέτη της κοινωνικής προελεύσεως των μελών των εκάστοτε
υπουργείων και του ανώτατου κρατικού μηχανισμού τον 11ο αιώνα θα δείξει χωρίς
αμφιβολία, ότι η πλειονότητα των ανώτατων αξιωματούχων του κράτους προέρχεται από την
ηγετική ομάδα της ανερχόμενης νέας μεσαίας τάξεως της αυτοκρατορίας.
(σ.53)
Η συγκεντρωτική πολιτική των αυτοκρατορικών κυβερνήσεων του 11ου αιώνα με σαφή
κατεύθυνση προς κάποια διεύρυνση της κοινωνικής βάσεως της αυτοκρατορίας, προκάλεσε
τη βαθιά εσωτερική κρίση, που εκδηλώνονται κυρίως από τα μέσα του αιώνα και
κορυφώνεται στις τελευταίες του δεκαετίες. Κρίση πολιτική και δημοσιονομική, άρρηκτα
δεμένες μεταξύ τους, επιδεινώνονται από την εξωτερική συγκυρία της διπλής επιθέσεως των
αναγενώμενων δημογραφικά και οικονομικά δυτικών λαών και Σελτζούκων Τούρκων.
Η πολιτική κρίση εκδηλώνεται κυρίως με τις συνεχείς ανταρσίες των στρατιωτικών,
που δύσκολα μπορούσαν να δεχτούν να εγκαταλείψουν την μονοπώληση της εξουσίας. Η
πολιτική ζωή του δεύτερου μισού του 11ου αιώνα χαρακτηρίζεται από μία σειρά
στρατιωτικών κινημάτων που γίνονται η κύρια αιτία της αποδιοργανώσεως του αμυντικού
συστήματος της αυτοκρατορίας. Η ανταρσία του Γεώργιου Μανιάκη (1042- 1043) και η
Ανταρσία του Λέοντος Τορνικίου (1047) προκάλεσαν την αποδιοργάνωση των συνόρων του
Δουνάβεως και διευκόλυναν την εισβολή τον Πατζινάκων (1048). Η μεταφορά των
στρατευμάτων της Μικράς Ασίας στη Δύση, για να αντιμετωπιστεί ο Λέων Τορνίκιος πρώτα
και ο Πατζινάκες αργότερα (1048- 1053), η ανταρσία του Ισαακίου Α Κομνηνού (1057) και
η ανάκληση από τον Κεκαυμένο των στρατευμάτων της Αρμενίας, αποδιοργάνωσαν τα
ανατολικά σύνορα και άνοιξαν τον δρόμο στις τουρκικές εισβολές, Οι εμφύλιοι πόλεμοι που
ξέσπασαν μετά την καταστροφή στο Μαντζικέρτ ανάμεσα στα στρατεύματα του Ρωμανού Δ
Διογένη και του Μιχαήλ Ι, οι ανταρσίες του δούκα του Δυρραχίου Νικηφόρου βρυεννίου
(1077) στη Δύση και του Νικηφόρου Βοτανειάτη στην Ανατολή (1078), τα κινήματα του
Νικηφόρου Βασιλακίου στη δύση και του Νικηφόρου Μελισσηνού στην Ανατολή αργότερα,
καθώς και η συνεργασία μερικών από τους στασιαστές( Βοτανιάτη και Μελισσηνού) με τους
Τούρκους του Σουλεϊμάν, διευκόλυναν την κατάσταση της Μικράς Ασίας από τους
Τούρκους. Γύρω στο 1080 ο Σουλεϊμάν είχε γίνει κύριος ολόκληρης σχεδόν της Μικράς
Ασίας από την Κιλικία ως τον Ελλήσποντο και ίδρυσε το σουλτανάτο του Ρούμ.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συνεχής αυτή πολιτική κρίση είναι η κυριότερη αιτία για τη
διάλυση του στρατού και την παράλυση του αμυντικού συστήματος της αυτοκρατορίας. Οι
μεταρρυθμίσεις στον στρατό, που αναφέρθηκαν παραπάνω, δεν μπορούσαν από μόνες
τους να μεταβάλλουν την εθνική του σύνθεση και να μειώσουν τη δύναμή του. Η πολύ
μεγάλη σημασία που δόθηκε από τους αυτοκράτορες, ύστερα από τον Βασίλειο Β, στη
μεταρρύθμιση των κρατικών δομών συνοδεύεται βέβαια με την εγκατάλειψη της επεκτατικής
πολιτικής. Η υπερβολική πεποίθηση στην ισχύ και αίγλη της αυτοκρατορίας, στην ύπαρξη
ειρήνης στα σύνορα και στη δύναμη της διπλωματίας οδηγούσαν στην αντίληψη ότι η
συντήρηση ενός γερού αμυντικού συστήματος δεν αποτελούσε πλέον ζωτική μέριμνα. Αυτό
όμως δεν σημαίνει ότι οι αυτοκράτορες και οι υπουργοί τους είχαν εγκαταλείψει το
στράτευμα. Σε όλη την περίοδο, ως την άνοδο στο θρόνο του Κωνσταντίνου Ι Δούκα (1058-
1067), η αυτοκρατορία είχε πετύχει να αποκρούσει τις εξωτερικές επιθέσεις σε όλα τα
μέτωπα και να καταπνίξει τα επαναστατικά κινήματα των Βουλγάρων και των Σέρβων. Παρά
τις εσωτερικές ταραχές, οι στρατιωτικές δυνάμεις της αυτοκρατορίας παρέμειναν επάρκεις.
Είναι ακόμη χαρακτηριστικό ότι και μετά τη μάχη του Μανντζικέρτ,. σε ατμόσφαιρα
στρατιωτικής καταστροφής, ο <<λογοθέτης του δρόμου>> του Μιχαήλ Ζ Δούκα,
Νικηφορίτζης, προσπαθεί να αναδιοργανώσει το στράτευμα με τη δημιουργία του σώματος
των <<Αθανάτων>>. Άλλωστε στην πτώση των αμυντικών δυνάμεων της αυτοκρατορίας
συντελεί επίσης και κατά κύριο λόγο η δημοσιονομική κρίση της περιόδου αυτής.
(τέλος σ.53)
(σ.57)
Νέοι τίτλοι

Μία από τις χαρακτηριστικότερες μεταρρυθμίσεις του Αλέξιου Κομνηνού στην κρατική
μηχανή ήταν η δημιουργία και απονομή νέων αυλικών τίτλων. Άλλωστε η απονομή τίτλων
συνεχίζει την παράδοση της προηγούμενης εποχής αλλά σε καινούργιες κοινωνικές βάσεις.
Πράγματι, η παραχώρηση τίτλων κατά την προηγούμενη περίοδο κατέληξε στην πλήρη
υποτίμηση τους.Οι τίτλοι του <<πατρικίου>> του <<πρωτοσπαθαρίου>>,
σπαθαροκανδιδάτου>>, του <<προέδρου>> κ.λ.π., πού απονέμονταν τον 10ο αιώνα σε
ολιγάριθμους ανώτατους λειτουργούς, τον 11ο αιώνα παραχωρούνται πλέον ή πωλούνται
στο μεγάλο πλήθος. Έτσι έχασαν την αξία τους και εξαφανίζονται στον 11ο/ 12ο αιώνα.
Πρόθεση του Αλέξιου Α Κομνηνού ήταν η δημιουργία ισχυρής δυναστείας. Δημιούργησε
νέους ανώτατους τίτλους, που παραχώρησε στα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, τα
οποία και τοποθέτησε στις ανώτατες θέσεις της κρατικής μηχανής. Για τον αδελφό του
Ισαάκιο δημιούργησε το νέο τίτλο του <<σεβαστοκράτορος>> , που παίρνει την ιεραρχία
των τίτλων την πρώτη θέση υποσκελίζοντας τον τίτλο του <<καίσαρος>>. Έτσι μπορεί να
δώσει τον τίτλο αυτό στο Νικηφόρο Μελισσινό, ο οποίος τον είχε βοηθήσει στην κατάληψη
της αρχής. Νέοι τίτλοι επίσης δημιουργούνται με βάση επίθετα που απονεμόταν άλλωστε
στους αυτοκράτορες ή στους νεότερους βλαστούς της αυτοκρατορικής οικογένειας, όπως
σεβαστός κ.λ.π..

Επαρχιακή διοίκηση

Η αναδιοργάνωση της επαρχιακής διοικήσεως από τους Κομνηνούς διαπνέεται από το


ίδιο πνεύμα της δημιουργίας ενός συγκεντρωτικού στρατιωτικοποιημένου κράτους.
Η αναδιοργάνωση αυτή που συντελείται προοδευτικά αρχίζει από τον Ιωάννη Κομνηνό
και ολοκληρώνεται από τον Μανουήλ Κομνηνό όταν η αυτοκρατορία, χάρη στις στρατιωτικές
επιτυχίες εναντίον των Νορμανδών και των άλλων επιδρομέων στη χερσόνησο του Αίμου,
καθώς και των Σελτζούκων στη Μικρά Ασία, επανακτά τις χαμένες επαρχίες, εξασφαλίζει
την εδαφική της συνέχεια και σταθεροποιεί τα σύνορα της.
Ο κύριος χαρακτήρας της μεταρρυθμίσεως αυτής είναι η αποκατάσταση του διοικητικού
συστήματος των θεμάτων, που είχε διαταραχθεί κατά την προηγούμενη περίοδο , και η
επαναφορά της γενικής αρχής της διοικήσεως των θεμάτων του 9ου-10ου αι. που
χαρακτηρίζεται από την συγκέντρωση της πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας στο ίδιο
πρόσωπο . Βέβαια, ας σημειωθεί η ουσιαστική διαφορά που διακρίνει τα δύο συστήματα η
εξαφάνιση του στρατού των θεμάτων.
Ήδη ο Αλέξιος Κομνηνός ανέθετε τη διοίκηση των ανακτώμενων περιοχών, από τους
επιδρομείς Νορμανδούς ή Πατζινάκες στη Χερσόνησο του Αίμου και από τους Σελτζούκους
Τούρκους στη Μικρά Ασία, στους διοικητές των στρατιωτικών δυνάμεων που διεξήγαγαν τις
στρατιωτικές επιχειρήσεις, τους <<δούκες>>. Έτσι επί Αλέξιου Κομνηνού αναφέρονται
<<δούκες>> επικεφαλής των μεγάλων πόλεων και των περιοχών τους, που είχαν επανέλθει
στην αυτοκρατορία. Οι <<δούκες>> δίπλα στα στρατιωτικά τους καθήκοντα έχοντας ως
κύρια αποστολή την άμυνα εναντίον των εχθρών και την απελευθέρωση της γύρω περιοχής,
αναλαμβάνει επίσης και την πολιτική διοίκηση. Ο θεσμός των <<κριτών - πραιτώρων>> οι
οποίοι στην προηγούμενη περίοδο είχαν στα χέρια τους την πολιτική διοίκηση των
επαρχιών, χάνει την σημασία του. Στα χρόνια του Αλέξιου Α Κομνηνού μεγάλο μέρος της
αυτοκρατορίας διαιρείται σε διοικήσεις στρατιωτικού χαρακτήρα, με περιορισμένη
έκταση, συχνά απομονωμένες από τον υπόλοιπο κόσμο της αυτοκρατορίας, με κέντρο μία
πόλη, που έχουν επικεφαλής ένα <<δούκα- κατεπάνω>> ή ένα <<στρατηγό>>, ο οποίος
ασκεί επίσης την πολιτική εξουσία. Το σχήμα αυτό επικρατεί κυρίως στη Μικρά Ασία όπου ο
<<κριτής- πραίτωρ>> έχει εξαφανισθεί ενώ στις δυτικές περιοχές, που είχαν υποστεί
λιγότερο τις αποδιαρθρωτικές συνέπειες των επιδρομών, το προηγούμενο διοικητικό σχήμα
εξακολουθεί να υπάρχει και ο <<κριτής-πραίτωρ>> να ασκεί την εξουσία, όπως στο
(σ.57)
ενοποιημένο θέμα της Μακεδονίας- Θράκης και ιδιαίτερα στο θέμα Ελλάδος και
Πελοποννήσου.
Με την ολοκλήρωση της ανακτήσεως της Μικράς Ασίας και τη σταθεροποίηση των
συνόρων, οι προσωρινές αυτές στρατιωτικό - πολιτικές μικρές διοικητικές μονάδες
ενοποιούνται και συγκροτούν προοδευτικά τα καινούργια μεγάλα θέματα. Οι Δούκες των
πόλεων με τις μικρές τους περιοχές, γίνονται δουκες των νέων αυτών θεμάτων με πλήρη
στρατιωτική και Πολιτική δικαιοδοσία. Ως εκπρόσωποι του αυτοκράτορος στην επαρχία είχαν
δικαστικές, φορολογικές και αστυνομικές δικαιοδοσίες. Συχνά συγκέντρωναν τα καθήκοντα
και τον τίτλο του <<αναγραφέως>> ή του <<πράκτορος>>, επικεφαλής των φορολογικών
υπηρεσιών και υπεύθυνου για τη σύνθεση του κτηματολογίου. Την πολλαπλότητα των
δικαιοδοσιών τους δηλώνουν οι γενικές εκφράσεις με τις οποίες ο Δούκας ονομάζεται από
τις πηγές <<αρμοστής>>, <<δασμολόγος>>, <<πράττων>> ή <<ενεργών>> του θέματος.
(τέλος σ.57)

You might also like