You are on page 1of 30

Σημειώσεις φοιτητών 2013-14:

1. Φαινομενολογική Αναγωγή

Βασική μέθοδος στην φαινομενολογία που την ονομάζει o Husserl φαινομενολογική αναγωγή. Ο
Husserl λέει πως μπορώ να εξετάσω τι πράγματι συμβαίνει μέσα στη φυσική στάση. Αυτό που θα
εξετάζω πάντα είναι μια συστοιχία ανάμεσα σε ενεργήματα των υποκείμενων και τρόπων εμφάνισης
των αντικειμένων.

Όλες οι δραστηριότητες των υποκειμένων ονομάζονται με τον τεχνικό όρο “ενεργήματα” που είναι
συνώνυμος με τον όρο “βιώματα”. Τα βιώματα δεν έχουν κανένα περίεργο  εσωτερικό στοιχείο. Το
μόνο που μπορεί να εξετάζει η φιλοσοφία ειναι η συστοιχία μεταξύ ενεργημάτων και αντικειμένων. Για
να δείξει αυτή τη συστοιχία, λέει πως η βασική ιδιότητα της συνείδησης είναι η “αποβλεπτικότητα”, η
οποία δεν δηλώνει κάποια πρόθεση και ούτε δείχνει απόφαση εκ μέρους του υποκειμένου να κάνει κάτι,
αλλά δηλώνει την ουσιώδη ιδιότητα της συνείδησης.

Όλα τα ανθρώπινα βιώματα ως βιώματα είναι όμοια και καταλαμβάνουν μια χρονική θέση μέσα στην
ροή της ανθρώπινης συνείδησης. Ταυτόχρονα, το βίωμα του καθενός ειναι δικό  του, εντελώς ιδιωτικό,
προσωπικό. Για παράδειγμα, η κατ' αίσθηση αντίληψη ως τύπος βιώματος είναι ίδια για όλα τα
ανθρώπινα όντα αλλά το εκάστοτε βίωμα της αντίληψης είναι μοναδικό και προσωπικό: όλοι βλέπουμε
αυτή τη στιγμή τον ίδιο πίνακα αλλά το βίωμα του καθενός ως τέτοιο είναι ατομικό.

Ας εξετάσουμε τώρα την αποβλεπτικότητα ενός βιώματος της συνείδησης, για παράδειγμα, την
αποβλεπτικότητα της κατ’ αίσθηση αντίληψης. Εκεί, μεταξύ άλλων, μπορούμε να περιγράψουμε τα
εξής:

1. Το αντικείμενο της αντίληψης είναι πραγματικό, υπό την έννοια ότι στο βίωμα της κατ' αίσθηση
αντίληψης ο πίνακας εμφανίζεται ως πραγματικός. Το πραγματικό του αντικειμένου δηλαδή του πίνακα,
δεν προκύπτει παρά μόνο στο μέτρο που εμφανίζεται στην κατ'αίσθηση αντίληψη. Αυτό δεν αντιφάσκει
με το ότι η κατ' αίσθηση αντίληψη διαψεύδεται πολύ συχνά. Λάθη κάνουμε ανα πάσα στιγμή και, παρ'
όλο τις συνεχείς διαψεύσεις των επιμέρους κατ' αίσθηση αντιλήψεων μας, η πραγματικότητα του
αντικειμένου της κατ' αίσθηση αντίληψης παραμένει για εμάς δεδομένη.

2. Υποθέτουμε ότι βλέπουμε όλοι τον ίδιο πίνακα, ωστόσο είναι κάτι διαφορετικό για τον καθένα, γιατί
βλέπει ο καθένας μια διαφορετική σκίαση του πίνακα, τον βλέπει  από διαφορετική πλεύρα, οπτική
γωνία. Ο καθένας μας έχει, άλλωστε, διαφορετικές αισθητηριακές ικανότητες. Γιατί όμως όλοι
θεωρούμε ότι βλέπουμε τον ίδιο πίνακα; Διότι υπάρχει ένα παιχνίδι μεταξύ του μέρους και του όλου.
Βλέπεις κάθε φορά περισσότερα απ' όσα πράγματι υποπίπτουν στην αντίληψή σου. Στην κατ' αίσθηση
αντίληψη το δυνάμει έχει το εξής στοιχείο: ότι μπορείς να κινηθείς, να αλλάξεις πλευρά και να δείς
διαφορετικές σκιάσεις αυτού του αντικειμένου. Παρ' όλα αυτά, ο πίνακας παραμένει ίδιος ως όλον. Η 
κατ' αίσθηση αντίληψη προκαταλαμβάνει το όλον βλέποντας κάθε φορά το μέρος. Η κατ' αίσθηση
αντίληψη έχει την τάση να προκαταλαμβάνει την ταυτότητα και την ενότητα του αντικειμένου.

3. Κάθε αντικείμενο της κατ'αίσθηση αντίληψης σχετίζεται με αυτό που ονομάζει ο Ηusserl εσωτερικό
και εξωτερικό ορίζοντα της εμφάνισης του αντικειμένου. Εσωτερικός ορίζοντας είναι: όλες οι πλευρές
του αντικειμένου που δεν βλέπω αυτή τη στιγμή, αλλά  μπορώ να δώ αν του αλλάξω θέση, γυρίσω γύρω
από αυτό κτλ.   μπροστά μου αντικείμενα της κατ' αίσθηση αντίληψης.
2. Το εγώ

Είμαστε σε επαφή με τα ανθρώπινα υποκείμενα με δεκάδες διαφορετικούς τρόπους. Για να κατανοήσω


κάτι σχετικά με τα άλλα εγώ, θα πρέπει πρώτα να εκθέσω το τι συμπεριλαμβάνει η έννοια “εγώ”.
Πρέπει να ξέρω τι είναι το εγώ στον Ηusserl.

1η διάκριση: Διάκριση ανάμεσα σε φυσικό εγώ, όπως αυτό κατανοεί τον εαυτό του μέσα στη φυσική
στάση, και στο ίδιο αυτό εγώ έτσι όπως εξετάζεται μετά την φαινομενολογική αναγωγή,
υπερβατολογικό εγώ.

Συγκροτησιακό εγώ: αυτό είναι ενεργό ήδη εντός της φυσικής στάσης χωρίς αυτή να το αναγωνρίζει.
Για αυτό το λόγο, ο Husserl, το ονομάζει κι αυτό υπερβατολογικό εγώ, διότι έρχεται στην επιφάνεια
χάρη στη φαινομενολογική/υπερβατολογική αναγωγή.

Δύο πράγματα μπορεί, συνπεώς, να δηλώνει το υπερβατολογικό εγώ:


α. το φυσικό εγώ όπως το εξετάζουμε εντός της φαινομενολογικής αναγωγής και
β. συγκροτησιακό εγώ.

Ωστόσο, υπάρχει και ένα ακόμα εγώ: ο θεωρός, αυτός που επιτελεί τη φαινομενολογική αναγωγή.

Έχουμε, άρα  σε τρεις δυνατότητές μας.

Άλλοι τρόποι περιγραφής του εγώ


 
Εγώ_1 = φορέας βιωμάτων ή ενεργημάτων. Σκεφτείτε την εικόνα μιας χρονικής ροής που σε κάθε
στιγμή της αντιστοιχεί ένα βίωμα. Μόνο η χρονική ταυτότητα των βιαμάτων μας ενδιαφέρει εδώ. Το
καθένα έχει μια θέση μέσα στον χρόνο της δικής μου συνείδησης. Το 'εγώ' είναι μια ροή βιωμάτων,
δηλαδή χρόνος. Ωστόσο, αυτή η περιγραφή δεν είναι επαρκής, αλλά θέλουμε να πούμε και κάτι άλλο,
ότι το εγώ είναι ένας 'ταυτός πόλος βιωμάτων'.
Εγώ_2 = ταυτός πόλος βιωμάτων = ένα κέντρο του οποίου τα βιώματα είναι σαν ακτίνες.  Αυτό που
είναι  κοινό σε όλα τα βιώματα είναι ότι είναι όλα δικά μου , δηλαδή ότι εκπορεύονται από το ίδιο   το
κέντρο. Είναι δύσκολο να δώσω επιπλέον στοιχεία γι' αυτόν τον ταυτό πόλο. Επιπλέον, δημιουργείται
μια εικόνα στατικότητας, καθώς αυτό το εγώ/πόλος φαίνεται να είναι ακίνητο και απολύτως
ομοιόμορφο, δηλαδή ίδιο για όλα τα υποκείμενα. Χρειάζομαι, λοιπόν, κάτι επιπλέον.
Εγώ_3 = υπόστρωμα έξεων, ένα εγώ με προσωπικό χαρακτήρα. Στο 1+2 είμαστε όλοι όμοιοι, δεν
υπάρχει καμία ιδιαιτερότητα του εγώ. Στο 3, αντίθετα, δηλώνεται η συσσώρευση των πραγμάτων που
έχω μάθει και μπορώ να κάνω, πρόκειται για κεκτημένα πράγματα που ανήκουν στο εγώ μου ( εγώ
μπορώ να ...), ες μου και έτσι το εγώ αποκτά δυναμικό χαρακτήρα. Ας ονομάσουμε όλα αυτά τα
αποκτήματα και τις ικανότητες “έξεις”. Τότε μπορούμε να διακρίνουμε δύο είδη έξεων:
α. παθητικές έξεις: τις αποκτάς χωρίς να κάνεις κάτι, απλώς αντιδρώντας σε ερεθίσματα του
περιβάλλοντος. Δεν είναι προϊόντα απόφασης, σκέψης, διαβούλευσης.
β.ενεργητικές έξεις: είναι όσα πράγματα μαθαίνουμε με τον νου, είναι πολιτισμικά προϊόντα που εμείς
αφομοιώνουμε με τον νου. Όλα αυτά δημιουργούν δυνατότητες. Η γνώση πχ. του πυθαγορείου
θεωρήματος  είναι ένα είδος έξεως. Έχουμε συσσώρευση έξεων μέσα στον χρόνο και αυτό αυξάνει την
δυναμική μέσα στην συνείδηση. Το 'εγώ' πια είναι ένα εγώ μπορώ να ...

Εγώ_4 = Μονάδα. Ο Husserl  εισάγει την έννοια μονάδα και αναφέρεται στην σχέση του υποκειμένου
με τον περιβάλλοντα κόσμο. Δεν φτάνει να ξέρω μόνο τις έξεις αλλά και πρέπει να συμπεριλάβουμε σε
αυτές και τα αντικείμενά τους. Επίσης, η μονάδα σχετίζεται και με άλλα 'εγώ'. Όταν έρχομαι σε επαφή
με ένα αντικείμενο πολιτισμού, για παράδειγα, στην πραγματικότητα έρχομαι σε επαφή με άλλα
ανθρώπινα υποκείμενα, με άλλα εγώ.
3. Διυποκειμενικότητα: εισαγωγή

Καρτεσιανοί Στοχασμοί:

Αποκάλυψη την υπερβατολογικής οντολογικής σφαίρας ως μοναδολογικής διυποκειμενικότητας.

Ανάλυση τίτλου Μιλώντας για υπερβατολογική σφαίρα αναφερόμαστε στα βιώματα-ενεργήματα του
‘εγώ’ και στα αντικείμενά τους, όπως αυτά περιγράφονται αφού έχει επιτελεστεί η φαινομενολογική
αναγωγή.

Αν γνωρίζω τα βιώματα και τα αντικείμενά τους, μπορώ έπειτα να κάνω ανάλυση αυτών των
αντικειμένων ως αντικειμένων των βιωμάτων, δηλαδή, να αναλύσω το αντιληπτό ως τέτοιο, το
αντικείμενο της ανάμνησης ως τέτοιο κτλ., δηλαδή οντολογική ανάλυση (οντολογική σφαίρα) , δηλαδή
να εξετάσω τον τρόπο με τον οποίο τα αντικείμενα των βιωμάτων δίδονται στη συνείδησή μου.

Το επίθετο «μοναδολογική» αναφέρεται στο ‘εγώ’ ως μονάδα, στη συνολική του δηλαδή μορφή, ως το
πιο συγκεκριμένο ‘εγώ’, εξετάζοντάς το με βάση τις σχέσεις που έχει αυτό ως μονάδα με τον
περιβάλλοντα κόσμο καθώς και με τα άλλα ‘εγώ’.

Τέλος, διυποκειμενικότητα δεν είναι τίποτα άλλο, παρά η σχέση του δικού μου ‘εγώ’ ως μονάδας με τα
άλλα ΄εγώ΄ (θα δειχθεί

§42. Έκθεση του προβλήματος της εμπειρίας του ξένου εγώ σε αντιπαράθεση με την ένσταση για
σολιψισμό

Κάθε άλλο ‘εγώ’ είναι ξένο ΄εγώ’. Όμως δεν είναι όλα τα άλλα ΄εγώ΄ ξένα. Παρ’όλα αυτά ο Husserl
φαίνεται να χρησιμοποιεί σαν ισοδύναμους τους όρους ‘άλλο εγώ ’ και ’ξένο εγώ΄. Η συζήτηση δεν θα
εστιάσει στο πόσο γνωρίζω τον άλλο, εάν είναι γνωστός ή άγνωστος για εμένα, εάν έχει διαφορετική
γλώσσα ή πολιτισμό για παράδειγμα από εμένα. Θα προσπαθήσουμε να βρούμε τη μέγιστη δυνατή
ανεξαρτησία του ενός ‘εγώ’ από το άλλο.

«Ας ξεκινήσουμε το νέο στοχασμό μας…υπερβατολογικός σολιψισμός» : Εάν επιτελέσω τη


φαινομενολογική αναγωγή , η οποία με οδηγεί στην ανάλυση του υπερβατολογικού μου ‘εγώ’, αυτό δεν
θα είμαι πράγματι εγώ ο ίδιος; Ένα solus ipse; (σολιψισμός: η θέση ότι η μόνη υπαρκτή
πραγματικότητα και το αντικείμενο γνώσης είναι ένα απομονωμένο και ενικό ΄εγώ΄ ) . Αυτό το
υπερβατολογικό ‘εγώ’, είναι το υπερβατολογικό_εγώ_1 , το οποίο τίθεται ως αντικείμενο εξέτασης
μετά τη φαινομενολογική αναγωγή- εποχή.

Το φυσικό ‘εγώ’ έχει διάφορα βιώματα. Ένα από αυτά τα βιώματα σχετίζεται με την εμπειρία των
άλλων ‘εγώ’ ( δηλαδή βιώματα που ενσωματώνουν την ικανότητά μου να κατανοώ τα άλλα υποκείμενα
ως άλλα ‘εγώ’) . Θέτω το ‘εγώ’ εντός παρενθέσεων και λαμυπερβατολογικό_εγώ _1, το ποίο διατηρεί
όλα του τα βιώματα.

Όταν το στοχαζόμενο ‘εγώ’ θεωρεί (‘εγώ’ ως θεωρός), βλέπει τα δικά του βιώματα. Άρα, εάν βλέπω τα
δικά μου βιώματα , δηλαδή εάν εξετάζω τη συνείδησή μου, αυτό στο οποίο θα καταλήξω δεν θα είναι
πάντα ένα ‘μου’ ; Και αυτό, δεν θα ήταν ισοδύναμο , με το ότι το δικό μου ‘εγώ’ θεμελιώνει τα πάντα;
Εάν ισχύει αυτό, δεν θα μπορούσαμε να ξεφύγουμε από τον σολιψισμό, κατά τον Husserl.

«Ας εξετάσουμε τα πράγματα από πιο κοντά…συγκεκριμενοποίηση»:

Για να κατανοήσουμε τη φράση ‘’ενεργεία και δυνάμει στοιχεία των βιωμάτων’’, χρήσιμο θα ήταν ένα
παράδειγμα : ‘’ενεργεία βίωμα’’ έχω όταν βλέπω την μπροστινή μεριά ενός πίνακα, ενώ ‘’δυνάμει
βίωμα’’ δεν είναι άλλο από την δυνατότητά μου να δω και την πίσω μεριά του πίνακα, ακόμη και εάν
δεν την βλέπω τώρα. Επίσης, όταν βλέπω μια φωτογραφία του Γιάννη, ενυπάρχει μέσα σε αυτό το
βίωμα η δυνατότητά μου να δω τον ίδιο τον Γιάννη.

«Αλλά τι συμβαίνει.. στην υπέρβαση του άλλου» :

Για όλα τα υπόλοιπα πράγματα η συνείδηση έχει απλά την παράστασή τους: η καρέκλα εμφανίζεται σε
εμένα ως αντικείμενο της αντίληψής μου και γι’ αυτό την βλέπω. Η καρέκλα είναι εκεί μόνο στο βαθμό
που είναι αντικείμενο ενός βιώματος. Το τι είναι καρέκλα στην κατ΄ αίσθηση αντίληψη οφείλεται σε
αυτή την ίδια την κατ’ αίσθηση αντίληψη η οποία τη θεματοποιεί. Όμως, τα άλλα ‘εγώ’ διαφέρουν από
τα υπόλοιπα αντικείμενα. Η αντίληψη του άλλου έχει μια ιδιαιτερότητα: τα άλλα ‘εγώ’ είναι ‘εγώ’,
δηλαδή υποκείμενα. Επομένως, με τη σειρά τους, δίνουν νόημα στα πράγματα. Με τα άλλα αντικείμενα
, εγώ είμαι ο μοναδικός πόλος νοηματοδότησης, ενώ με την εμφάνιση των άλλων ‘εγώ’ εμφανίζονται
και άλλοι πόλοι νοηματοδότησης. Και εάν τα άλλα ‘εγώ’ που είναι γύρω μου είναι άπειρα, τότε
υπάρχουν άπειροι τέτοιοι πόλοι.
Άρα , δεν έχω απλά μια σχέση συνείδησης με αντικείμενα, αλλά μια σχέση καινούριας τάξεως, μια
σχέση συνείδησης προς συνείδηση. Αυτή η δεύτερη σχέση εμπεριέχεται και στη σχέση μου με τα
προϊόντα πολιτισμού: για παράδειγμα, όταν διαβάζω ένα βιβλίο δεν βλέπω μόνο γράμματα και σειρές,
αλλά ενυπάρχει σε αυτό ένα άλλο ‘εγώ’. Για να αποδώσω νόημα σε αυτό που διαβάζω, ουσιαστικά
προϋποθέτω ότι κάποιος άλλος (ο συγγραφέας) έχει ήδη αποδώσει νόημα στο κείμενο, αδιάφορο αν
αυτό είναι ακριβώς το ίδιο με το νόημα που του αποδίδω εγώ.

Αυτή ακριβώς η ιδιαιτερότητα , είναι το πρόβλημα της εμπειρίας τους άλλου ‘εγώ’. Το πρόβλημα αυτό
μεγαλώνει από τον κίνδυνο του σολιψισμού, δηλαδή την παγίδα να θεωρήσω τα άλλα ‘εγώ’ όμοια με τα
υπόλοιπα αντικείμενα της συνείδησής μου. Επομένως, πρέπει να βρεθεί μια ισορροπία: τα άλλα ‘εγώ’
φαίνονται ως αντικείμενα εξέτασης της δικής μου συνείδησης , όμως από την άλλη πρέπει να
διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους (δηλαδή την υπέρβασή τους).
4. Η δεύτερη αναγωγή (Καρτεσιανοί Στοχασμοί, § 44)

Eρώτηση: Γιατί κάνουμε την 2η αναγωγή;


Πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα σε:
Α. Το Πρωταρχικό Εγώ ΩΣ πεδίο έρευνας, που περιλαμβάνει τα βιώματα τα δικά μου, μεταξύ των
οποίων και τα βιώματά μου με αντικείμενο τους άλλους.
Β. Το Πρωταρχικό Εγώ ΩΣ θεμελιώδες στρώμα το οποίο προκύπτει εάν αφαιρέσουμε τα βιώματά μας
με αντικείμενο τους άλλους.
(Σελ.138)
Η 2η φαινομενολογική αναγωγή εξήγηση της σφαίρας κυριότητας του εγώ μου: εδώ προϋποτίθεται ο
αποκλεισμός αφενός των βιωμάτων μου που έχουν ως αντικείμενο τα άλλα εγώ, αφετέρου τα άλλα εγώ
γενικά και έχει ως προυπόθεση την
1η φαινομενολογική αναγωγή εξέταση βιωμάτων και αντικειμένων ως «φαινομένων» (ή
«αποβλεπτικών» αντικειμένων ή απλά αντικείμενα βιωμάτων).

Φαινομενολογικά μιλώντας, η ύπαρξη των άλλων εγώ έχει ήδη αποκλειστεί από την 1η αναγωγή –ως
πεδίο έρευνας = υπερβατολογικό εγώ 1-. Αυτό που απομένει μετά τη 2η αναγωγή είναι ό, τι μη ξένο, ό,
τι δεν προυποθέτει τα βιώματά μου για τους άλλους.
Αν δεχθούμε τη 2η αναγωγή, προκύπτει το ακόλουθο σχήμα:
ΞΕΝΟ 4.Αντικειμενικός κόσμος(επιστήμη, βεβαιώση για ύπαρξη άλλων)
ΞΕΝΟ 3. Πολιτισμικά αντικείμενα
ΞΕΝΟ 2. Ό, τι δίδεται για τον καθένα (καθημερινότητα)
ΞΕΝΟ 1. Εμπειρία των άλλων εγώ
--------- Ό, ΤΙ ΜΗ ΞΕΝΟ (σφαίρα κυριότητας)

1. Το 4 (αντικειμενικός κόσμος): δεδομένης της αναγωγής, αντικειμενικό είναι ό, τι δίδεται σε


απόλυτα αυστηρή επιστημονική γνώση.
2. Το 2 (ό, τι δίδεται για τον καθένα) είναι η περιβάλλουσα κοσμικότητα, η διδόμενη για τον
καθένα πραγματικότητα.
3. Το 1 (εμπειρία των άλλων εγώ) είναι το 1ο επίπεδο ξενικότητας. Αν δεν υπήρχε αυτό, δεν θα
υπήρχαν όλα τα άλλα πεδία ξενικότητες.
 Άλλα εγώ= Ξένα εγώ= Ξένα εγωλογικά υποκείμενα.
Β.  Ξένο
Α.  Ό, τι μη ξένο + Στηρίζον στρώμα «κόσμου»

(Σελ140, πργ 127)


Η 2 αναγωγή προϋποθέτει εγω.
Ναι, φαίνεται να υπάρχει κάτι σαν «κόσμος» ακόμη και όταν είμαι μόνος μου, χωρίς άλλους, χωρίς
γλώσσα, χωρίς προϊόντα πολιτισμού. Επομένως, φαίνεται να υπάρχει συνεκτικότητα αφενός στα
αντικείμενα της εμπειρίας, αφετέρου στην ίδια την εμπειρία. (περιγραφή για το Α. στρώμα)

(Σελ141)
Έννοιες «ΦΥΣΗΣ»
1. Φύση του φυσικού ερευνητή αντιστοιχεί στο 4. (αντικειμενικός κόσμος)
2. Φύση πρωσοπολογική = αυτό που εντός του 4 αντιστοιχεί στο αντκείμενο των επιστημών
του ανθρώπου.
3. Φύση καθαρή συνεκτικό πεδίο εμπειρίας του εγώ μου και μόνο, δηλαδή, ότι
αντιστοιχεί στη σφαίρα κυριότητας.

Στηρίζον «στρώμα» = καθαρή φύση


Ως «στρώμα» είναι ενιαίο, συνεκτικό και περιλαμβάνει τα βιώματά μου και τα αντικείμενά τους,
όσα μπορούν να συγκροτηθούν από εμένα και μόνο. Η καθαρή φύση ΔΕΝ προϋποθέτει το 2.( ό,
τι δίδεται για τον καθένα) ούτε το 1. (εμπειρία των άλλων εγώ), αλλά μόνο το Α. (στηρίζον
στρώμα).

Τελικά όμως, ο Husserl στα χειρόγραφά του θα υποστηρίξει ότι ΔΕΝ είναι δυνατόν να υπάρχει
μια τέτοια καθαρή φύση.

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΜΙΑ ΚΑΘΑΡΗΣ ΦΥΣΗΣ


1. Δεν υπάρχει υποκείμενο που δεν προϋποθέτει την ένταξή του σε μια γενιά. Η ιστορικότητα
είναι αναφαίρετο χαραχτηριστικό κάθε υποκειμένου. Δηλαδή, δεν μπορούμε να συλλάβουμε
ένα υποκείμενο το οποίο δεν μιλάει μια γλώσσα. Αλλά η γλώσσα είναι προϊόν
διϋποκειμενικότητας . Επομένως, δεν υπάρχει υποκείμενο που να μην προϋποθέτει άλλους/
άλλα υποκείμενα. Άρα, είναι αυθαίρετη η σύλληψη υποκειμένου ως μοναδικού και
αυθύπαρκτου.
2. Δεν υπάρχει έννοια «κόσμου», οσοδήποτε αφαιρετική, που να μην εμπεριέχει το στοιχείο τού
«για τον καθένα». Πρωτεύουσα έννοια κόσμου = αντιστοιχεί στο 2. (ό, τι δίδεται για τον
καθένα).
3. Ταυτότητα αντικειμένου. Κατ’ αίσθησιν αντίληψη σημαίνει να βλέπω κάτι και δυνάμει μπορώ
να δω και τις άλλες πλευρές του. Όμως, τίποτα δεν βεβαιώνει ότι μέχρι την στιγμή που θα δω
την άλλη όψη του δεν θα έχει αλλάξει. Μέσα στον χρόνο τίποτα δεν βεβαιώνει την ταυτότητα
του αντικειμένου. Στο τώρα, ποιό είναι αυτό το υποκείμενο που με βεβαιώνει ότι όντως το
αντικείμενο έτσι έχει; Όχι ένα μεμονωμένο ανθρώπινο υποκείμενο. Ναι η άπειρη δυνητική
υποκειμενικότητα.

ΣΧΟΛΙΑ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΠΡΟΣΘΕΤΟ ΥΛΙΚΟ ΤΗΣ ΦΩΤΟΤΥΠΙΑΣ


 Προσθήκη της έννοιας της απειρίας του κόσμου. Δηλαδή, ο κόσμος δεν εξαντλείται σε αυτά
που μπορώ εγώ να δω. Με υπερβαίνει τόσο χρονικά όσο και στο τώρα. Προϋποθέτει, άρα, ως
υποκείμενο συγκρότησής του μια άπειρη διϋποκειμενικότητα και τα δυνάμει υποκείμενα που
θα μπορούν να έχουν την εμπειρία αυτού του κόσμου.
 Καθολική ζωή = εγωλογική κοινότητα = κόσμος για τον καθένα. Η κοινότητα προηγείται των
ατόμων. Σύλληψη ατόμων ως μονάδων μέσα σε απειρία ατόμων. Κοινότητα παρελθούσα-
παρούσα-μελλοντική. Άρα, δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος να συνθέσει κανείς κόσμο,
παρά μόνο προϋποθέτοντας μια κοινότητα-των-εγώ.
 <<Στην υπερβατολογική ερμηνεία...>>: Από τη μια, η υπερβατολογική διϋποκειμενικότητα
κατασκευάζει κάθε μορφή «κόσμου», στο μέτρο που αυτός δίδεται-για-τον- καθένα. Από την
άλλη, η ίδια διυποκειμενικ, νοούμενη μέσα στο χρόνο, συνιστά την υπερβατολογική ιστορία.
 Υπερβατολογικη διϋποκειμενικότητα = εγωλογική κοινότητα = όλα τα δυνάμει υποκείμενα σε
μια κοινότητα. Το χρειάζομαι για να καταλάβω τι είναι κόσμος εν γένει. Άρα, το υποκείμενο
εκείνο που συγκροτεί τον «κόσμο» είναι όλα τα υποκείμενα μαζί.

§ 44 Η αναγωγή της υπερβατολογικής εμπειρίας στη σφαίρα κυριότητάς μου

«Εάν τώρα τεθεί υπό ερώτηση… υπάρχουν μέσα στον κόσμο» :

Προϋπόθεση για την ύπαρξη του αντικειμενικού κόσμου είναι τα άλλα ‘εγώ’. (αντικειμενικός κόσμος:
αυτός που ισχύει για παραπάνω από ένα ‘εγώ’)

Δ. Εγώ και οι ά λλοι ως μέρη του κό σμου

Γ. Αντικειμενικος κοσμος

Β. Άλλα ‘έγώ ’ συγκροτησιακά


‘εγώ ’ του

Α. Εγώ αντ. κό σμου


‘εγώ ’

Σχ. 1

Μέσα στον ήδη συγκροτημένο αντικειμενικό κόσμο , συναντάω το δικό μου ‘εγώ’ αλλά και τα άλλα
‘εγώ’. Επομένως, τα άλλα ‘εγώ’ καταλαμβάνουν δύο θέσεις (επίπεδα): τη συγκροτησιακή (θέση Α/Β:
πριν δημιουργηθεί ο αντικειμενικός κόσμος) και έπειτα η θέση που καταλαμβάνουν στον ήδη
συγκροτημένο κόσμο (θέση Δ). Στην πραγματικότητα και το ‘εγώ’ μου βρίσκεται σε δύο επίπεδα. Στην
θέση Α/Β γίνεται ξεκάθαρο πως τα άλλα ‘εγώ’ δεν είναι απλά αντικείμενα της συνείδησής μου , γιατί
αυτά είναι ( που μαζί με εμένα) συγκροτούν τον κόσμο.

Ποια ‘εγώ’ συναντάω στην καθημερινότητά μου; Τον Παύλο για παράδειγμα να οδηγεί. Αυτό το ‘εγώ’
ως Παύλος δεν είναι το άλλο ‘εγώ’ ως προϋπόθεση (δηλαδή θέση Β) αλλά το ‘εγώ’ που υπάρχει στον
ήδη πραγματικό κόσμο (δηλαδή θέση Δ). Το πραγματικό άλλο ‘εγώ’ όμως είναι, υπό μία έννοια, αυτό
στη θέση Β  η πραγματική ουσία του άλλου ‘εγώ’ αλλά και του δικού μου ‘εγώ’ βρίσκεται εκεί όπου
τα δύο αυτά καταλαμβάνουν τη θέση Α/Β ως συγκροτησιακά.

«Για να προχωρήσουμε σωστά…ανάμεσα στα μέρη της» : Μέχρι εδώ είχαμε πει: στη φαινομενολογική
αναγωγή εξετάζω τη συνείδηση με όλα τα βιώματά της και τα αντικείμενα αυτών. Εδώ λέει: χρειάζομαι
ένα ακόμα στοιχείο για να καταλάβω τα άλλα ‘εγώ’ ως συγκροτησιακά (θέση Α). Μπορώ να διακρίνω
αυτά που μπορεί ένα ‘εγώ’ να κάνει μόνο του από αυτά που κάνει μόνο όταν προϋποθέτει και τα άλλα
‘εγώ’;

Μέσα στην φαινομενολογική αναγωγή, ας επιτελέσω μια φαινομενολογική αναγωγή (2) , σβήνοντας
την εμπειρία των άλλων ‘εγώ’. Τι θα μείνει; Πώς θα ονομαζόταν η σφαίρα των βιωμάτων, όταν δεν θα
υπήρχαν τα άλλα ‘εγώ’, παρά μόνο το δικό μου;  είναι η σφαίρα κυριότητας (= Eigenheitssphaere), η
σφαίρα που ανήκει αποκλειστικά σε εμένα) .

Επομένως, για να βρω τι κάνουν τα άλλα ‘εγώ’ , για να πω τι είναι αυτά, θα τα «σβήσω» και θα βρω τι
μπορώ να κάνω μόνος μου, δηλαδή εντός στη σφαίρα κυριότητάς μου. (αργότερα, στα επόμενα
μαθήματα, θα αποδειχθεί πως ένα ‘εγώ’ τίποτα δεν μπορεί να επιτελέσει μόνο του, εάν δεν υπάρχουν τα
άλλα ‘εγώ’. Θα αποδειχθεί δηλαδή ότι τέτοια σφαίρα κυριότητας δεν υπάρχει.)

«Η αναγωγή στη δική μου… ενός αντικειμενικού κόσμου»:

Αναζητάω το ‘εγώ’, δηλαδή τι μπορώ να κάνω μόνος μου, εφόσον έχω αφαιρέσει τους άλλους. Ψάχνω
το ‘εγώ’ στην θέση Α το οποίο δεν σχετίζεται με το ‘εγώ’ στη θέση Β. Αναζητάμε το ‘εγώ’ που ενεργεί
πριν τη συγκρότηση του αντικειμενικού κόσμου ( ο κόσμος όμως παραμένει, είναι ήδη συγκροτημένος,
αλλά συγκροτημένος μόνον από εμένα). Άρα, είναι δυνατή μια διάκριση σε αυτά που μέσα στο νόημά
τους προϋποθέτουν την αναφορά σε άλλα ‘εγώ’ και σε αυτά που εγώ μπορώ να
επιτελέσω/νοηματοδοτήσω μόνος μου.
Σχ.2

Αντικειμενικό ς κό σμος (στρώ μα 3ο )

Άλλα ‘εγώ ’ (στρώ μα 2ο )

Εγώ (στρώ μα 1ο)

(το 1ο στρώμα θεμελιώνει το 2ο και αυτά τα δύο μαζί θεμελιώνουν το 3ο )

«Αυτό που είναι ειδικά δικό μου… πρέπει να εξαιρεθεί από τη θεματική μας»: Με μία πρώτη ματιά και
με βάση όσα είπαμε προηγουμένως , αυτό που λέει εδώ φαίνεται αντιφατικό προς τα προηγούμενα,
καθώς λέει πως στην σφαίρα κυριότητας βλέπουμε την εμπειρία των άλλων εγώ. Πώς εξηγείται αυτό;

Ο Husserl έχει δύο έννοιες ‘’πρωταρχικού εγώ’’.

Α) υπερβατολογικό_εγώ_1 μετά τη φαινομενολογική αναγωγή, το μόνο πράγμα που εμφανίζεται σε


εμένα είναι τα βιώματα της συνείδησής μου. Είναι το μόνο πεδίο έρευνας – πρωταρχικό πεδίο. Είναι
αυτό στο οποίο έχω άμεση πρόσβαση: μόνο για τα βιώματά μου έχω μέγιστη δυνατή βεβαιότητα. Άρα,
φαίνεται το ‘εγώ’ μετά τη φαινομενολογική αναγωγή να είναι το πρωταρχικό ‘εγώ’, το οποίο
περιλαμβάνει τα πάντα, όλα τα βιώματα (=όλες τις αποβλεπτικότητες). Άρα, εδώ «πρωταρχικό»
σημαίνει «πρωταρχικό πεδί έρευνας».

Β) σφαίρα κυριότητας: αφαιρείται η εμπειρία των άλλων ‘εγώ’ και εντοπίζεται ένα 1 ο στρώμα
θεμελίωσης. Άρα, εδώ «πρωταρχικό» σημαίνει «θεμελιώδες».

Ως προς το Α: δεν γίνεται λόγος για αφαίρεση ούτε για θεμελίωση, αλλά για απλή έρευνα. Ως προς το
Β: γίνεται η αφαίρεση των αποβλεπτικοτήτων που αναφέρονται στα άλλα εγώ και το πρωταρχικό πλέον
δεν είναι το πεδίο έρευνας αλλά η σφαίρα που θεμελιώνει.
(Ο ίδιος ο Husserl σε άλλα κείμενά του έχει διατυπώσει ρητά την παραπάνω διάκριση. Το Α θα
ισχύσει χωρίς πρόβλημα για εμάς, ενώ το Β ο Husserl, όπως θα δούμε αργότερα, θα το διορθώσει).

ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΟ ΕΓΩ  Α) α1: πεδίο έρευνας

α2: άμεση πρόσβαση, ενάργεια

α3: περιλαμβάνει όλα τα βιώματα (διυποκειμενικότητα)

Β) β1: αφαίρεση της εμπειρίας των άλλων ‘εγώ’

β2: ένα πρώτο στρώμα θεμελίωσης

Βλ. φωτοτυπία «Πρόσθετο υλικό » :

§44 Σολιψιστική σφαίρα ( μετά την υποτιθέμενη «θεματική αναγωγή» και πρωταρχική
(primordinale ) σφαίρα.

ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ HUSSERL: Προς μια φαινομενολογία της διυποκειμενικότητας: ΧV

«Θα πρέπει να διακρίνω…υποκειμενικότητα (74-75)»:

Γίνεται μία διάκριση εδώ. Όχι όμως σε Α και Β που κάναμε εμείς παραπάνω. Από τη μία, το εγώ
συνιστά πεδίο έρευνας στο οποίο βλέπω όλα μου τα βιώματα και τα άλλα ‘εγώ’. Άρα, εδώ βρίσκω όχι
μόνο τον εαυτό μου αλλά και ό,τι αφορά στους άλλους. Επομένως μέσα σε αυτό υπάρχει η
διυποκειμενικότητα (α3). Συνεπώς, δεν είναι αντιφατικό το να προσδιορίσεις το υπερβατολογικό ‘εγώ’,
μετά τη φαινομενολογική αναγωγή, και ως πεδίο έρευνας που συνιστούν τα βιώματά μου (α1) και ως
κάτι που με υπερβαίνει, δηλαδή ως κάτι που περιλαμβάνει την αναφορά στους άλλους ως εγώ έξω από
εμένα (α3).

Στο Α, εγώ είμαι το πεδίο έρευνας, αλλά τελικά θα φανερωθεί ότι αυτό το πεδίο περιλαμβάνει τους
άλλους. Δηλαδή , μέσα στο α1 εμφανίζεται το α3.
Όταν κοιτάξω μέσα μου (α1), δεν βρίσκω μόνο εμένα αλλά και τους άλλους (α3), που είναι εκεί ως
αναπόσπαστοι από εμένα. Και αυτό διότι, κατά κάποιο τρόπο, τα βιώματα είναι συνυφασμένα με τα
αντικείμενά τους. Άρα, σε κάθε ενέργημά μου που προϋποθέτει τους άλλους, οι άλλοι βρίσκονται ήδη
εκεί , είτε τους γνωρίζω είτε όχι. Τελικά, θα δειχθεί ότι όλα μου τα ενεργήματα προϋποθέτουν μια
τέτοια αναφορά. Π.χ., χρησιμοποιώ το κινητό μου χωρίς να γνωρίζω ποιος το έφτιαξε ή μιλάω μία
συγκεκριμένη γλώσσα την οποία δεν δημιούργησα μόνος μου . Άρα, μέσα στον καθένα μας λειτουργεί
ήδη η απειρία της διυποκειμενικότητας (γι’αυτό και η μοναξιά είναι αδύνατη, όπως έλεγε ο Μερλώ-
Ποντύ).

Δικαιολογημένο ερώτημα: η επαφή με τα φυσικά στοιχεία, τα οποία δεν προϋποθέτουν κατασκευαστή,


μήπως αυτά θα μπορούσαν να εμπεριέχονται στη σφαίρα κυριότητας (στρώμα 1 ο ) η οποία δεν
προϋποθέτει τους άλλους; Είμαι πραγματικά μόνος μου όταν κάθομαι σε μια παραλία και αγναντεύω το
τοπίο; Θα δούμε πως ούτε τότε είμαι πραγματικά μόνος!).

«Προκύπτει μια ουσιώδης αμφισημία…στην πρωταρχική της τροπικότητα (635)»: Εναίσθηση: η


εμπειρία μου για τα άλλα ‘εγώ’.

Η παράγραφος αυτή μιλά για μεθοδολογικούς λόγους και διακρίνει ανάμεσα σε Β και α3: όπου το Β
στο κείμενο εμφανίζεται ως «το φαινομενολογικό εγώ που υιοθετεί τη στάση της αναγωγής, με το να
αποκλείει αφαιρετικά όλες τις ‘εναισθήσεις΄» και το α3 με την πρόταση « αυτό λαμβάνει πλέον τη
σημασία μιας μονάδας στην πρωταρχική της τροπικότητα»)

«Μέσω της φαινομενολογικής αναγωγής… της υπερβατολογικής διυποκειμενικότητας (403)»:

Αρχικά στο α1 βρίσκω τα βιώματά μου και τα αντικείμενά τους. Το α1 κλείνει μέσα του το α3, διότι ο
κόσμος κλείνει μέσα του την διυποκειμενικότητα.

Επιστροφή στο βιβλίο: §44  «Σε αυτή την εξαιρετική αποβλεπτικότητα…όχι ανάλογο με το
συνηθισμένο νόημα» : τι είναι το alter ego ; Ως ego είναι ό, τι είμαι και εγώ. Είναι κάτι ανάλογο με
εμένα, ένα δικό μου αντίτυπο. Από την άλλη, όμως, ο προσδιορισμός alter δηλώνει το ακριβώς
αντίθετο.
Επομένως, στη διατύπωση alter ego ενυπάρχουν δυο στοιχεία: κάτι που είναι ίδιο με εμένα (ego) και
κάτι εντελώς διαφορετικό από εμένα (alter). Θα πρέπει να βρω ένα φαινομενολογικό τρόπο περιγραφής
που να δείχνει πως η εμπειρία που έχω για τους άλλους κρύβει και την ομοιότητα και τη διαφορά.

Husserl: ο άλλος πρέπει να είναι υπερβατικός-απρόσιτος και όχι απλό περιεχόμενο της δικής μου
συνείδησης.
5.Leib - Körper

Ο Husserl χρησιμοποιεί δύο έννοιες για να ονομάσει το σώμα:


 Με τη λέξη Leib ονομάζει τον έμψυχο οργανισμό στο μέτρο που συμπεριλαμβάνει μέσα του
όλες τις αισθητηριακές ενέργειες.Για παράδειγμα, μπορώ να νιώσω ένα τσίμπημα, μπορώ να
κουνηθώ κτλ..
 Με τη λέξη Körper ονομάζει το σώμα μας στο μέτρο που υφίσταται όπως και όλα τα
υπόλοιπα αισθητά αντικείμενα. Για παράδειγμα, στο μέτρο που καταλαμβάνει χώρο,
κόβεται, καίγεται κτλ.

Η παραπάνω διάκριση περιγράφει τη σωματικότητα από δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες. Στη δεύτερη
περίπτωση, ο Husserl κάνει αφαίρεση των αισθήσεων και φαίνεται πως αντιμετωπίζει το σώμα ως απλό
υλικό πράγμα. Κατάλληλο παράδειγμα για αυτήν την περίπτωση είναι το νεκρό σώμα το οποίο
μπορούμε να το κάψουμε. Ο έμψυχος οργανισμός δεν είναι ένα απλό σώμα αλλά ο φορέας των
αισθητηριακών πεδίων.
Η έννοια του Leib υποδηλώνει ότι το υποκείμενο συνιστά ένα εγώ-μπορώ-να. Σκεφτόμαστε δηλαδή το
υποκείμενο ως ένα εγώ πράξης. Αυτό το εγώ είναι ενσώματο και ενέχει ένα στοιχείο βούλησης, δηλαδή
έχει ένα ενδιαφέρον να κάνει το α ή το β. Το εγώ εδώ είναι πρακτικό-κινητικό και όχι το Καντιανό «εγώ
νοώ».
 Αυτοπροσώπως - Leibhaftigkeit. Αυτή η λέξη περιγράφει οτιδήποτε δίδεται άμεσα στην
κατ’ αίσθηση εποπτεία.
 Κιναίσθηση: Η κίνηση και η αίσθηση εξαρτώνται η μία από την άλλη: βλέπουμε στο μέτρο
που τα ματιά μας κινούνται κτλ.

Ο έμψυχος οργανισμός μου μπορεί να έχει ως αντικείμενο τον εαυτό του. Αυτό συμβαίνει πρωτίστως
στην περίπτωση της αφής. Για παράδειγμα, μπορώ να νιώσω ότι το δεξί μου χέρι είναι κρύο αν το
πιάσω με το αριστερό. Μπορεί επίσης να επιτευχθεί και με την αίσθηση της γεύσης.
Η θέση του Husserl φαίνεται να είναι ότι μπορώ να κατανοήσω το δικό μου Leib ως απλό Körper εντός
της σφαίρας κυριότητας. Δεδομένου ότι το δεύτερο συνιστά ένα απλό αντικείμενο, αυτή η σύλληψη του
Leib ως απλού αντικειμένου θα μπορούσε να κατανοηθεί ως μια μορφή «εξαντικειμενίκευσης». Θα
δούμε στη συνέχεια ποιο ρόλο παίζει αυτή στο επιχείρημα των Καρτεσιανών Στοχασμών. Αυτό, όμως,
που θα πρέπει πρώτα να δούμε είναι ότι ο ίδιος ο Husserl θα διορθώσει αυτή του τη θέση, εξηγώντας
ότι, στην πραγματικότητα, το δικό μας Leib δεν είναι ποτέ δυνατόν να αποτελέσει για μας απλό
Körper.

Επιχειρήματα Husserl κατά της εξαντικιμενίκευσης του Leib σε Körper.

1. Για όλα τα υπόλοιπα αισθητά πράγματα, έχω τη δυνατότητα να τα δω από άλλες (ή άπειρες)
γωνίες ή να απομακρυνθώ από αυτά κατά βούληση.Δεν μπορώ, ωστόσο, να απομακρυνθώ από
το δικό μου Leib. Υπάρχουν δε σημεία του, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά, που δεν θα
υποπέσουν ποτέ στην αντίληψή μου. Το δικό μου Leib μπορεί να νοηθεί ως απλό αντικείμενο
μόνο από τους άλλους. Οι άλλοι (όπως ένας χειρουργός), θα μπορούσαν να έχουν άμεση
πρόσβαση σε αυτό.
2. Η εμπειρία που έχουμε για την κίνηση. Για παράδειγμα, όταν είσαι μέσα σε ένα
αυτοκίνητο,αισθάνεσαι ακίνητος αλλά οι απ’έξω σε βλέπουν κινούμενο.
3. Όλα τα υπόλοιπα αισθητηριακά αντικείμενα τα συναντώ απλώς και μόνο τυχαία, είναι απλά
συμβεβηκότα, εκτός βέβαια από το δικό μου Leib.

Πρόσθετο υλικό 3 (ανάλυση).


[1.] Υπάρχει μια μείξη ανάμεσα σε αυτά που μπορώ να δω εγώ και σε αυτά που βλέπουν οι άλλοι.
Ποτέ το δικό μου Leib δεν μπορεί να γίνει για μένα απλό Körper, απλό αντικείμενο.Το δικό μου
Leib ποτέ δεν είναι ορατό για μένα ως απλό σώμα παρά οι άλλοι είναι αυτοί που συμπληρώνουν,
τρόπον τινά, ό,τι δεν παρουσιάζεται σε εμένα. Αναλογικά με το πώς βλέπω εγώ τους άλλους,
κατανοώ πώς οι άλλοι βλέπουν εμένα και πώς το δικό μου Leib φαίνεται από την οπτική γωνία των
άλλων.
[3.] Δεν μπορώ να απομακρυνθώ ή να έρθω πιο κοντά στο Leib μου. Θα μπορούσα μόνο να
απομακρύνω λίγο το χέρι μου ή το πόδι μου, δηλαδή τα επιμέρους όργανα του σώματός μου.
[4.] Όταν μου αλλάζει κάποιος θέση, το Leib μου προβάλλει αντίσταση.Αυτό σημαίνει ότι είναι
αναγκαστικά φορέας βούλησης και όχι ένα απλό αντικείμενο.
[5.] Το δικό μου Leib βρίσκεται εδώ για εμένα με τρόπο αναγκαστικό, ενώ όλα τα υπόλοιπα
αντικείμενα της αίσθησης ειναι απλά συμβεβηκότα και μόνο τυχαία συνυπάρχουν μαζί μου. Και,
φυσικά, συνεχίζουν να υπάρχουν ενώ δεν βρίσκονται στο βεληνεκές της αίσθησής μου. Αντίθετα, το
δικό μου Leib είναι τυχαίο μόνο ως προς την εμπειρία που έχουν οι άλλοι για αυτό.
6.Maurice Merleau-Ponty, Φαινομενολογία της αντίληψης

O Maurice Merleau-Ponty έλεγε ότι πρέπει να υπερβούμε έναν δυϊσμό,ο οποίος θα χώριζε από τη μία
μεριά το υποκείμενο και από την άλλη τον κόσμο. Ήταν ψυχολόγος και γνώριζε όλες τις ψυχολογικές
έρευνες της εποχής του (δεκαετία του 1940).Η σημαντικότερη σχολή ψυχολογίας στη Γαλλία ήταν η
<<Ψυχολογία της μορφής>>, δηλαδή, η βασική θέση ότι πρώτα κατανοούμε μορφές και μετά τα
επιμέρους στοιχεία που της αποτελούν.
Ενότητα 1

Σε αυτή την ενότητα κάνει λόγο για το εγώ και για την αντίληψη. Αυτό το εγώ δηλώνει πως ποτέ δεν
συμπίπτω με τον εαυτό μου.Θα υπάρχει πάντα απόσταση ανάμεσα στο εγώ ως υποκείμενο και στο εγώ
ως αντικείμενο. Φαίνεται πως δεν υπάρχει καμία απόλυτη βεβαιότητα για το εγώ, δηλαδή, ότι δεν
υπάρχει ξεκάθαρη αυτοσυνειδησία, αλλά εστίες αμφισημίας μέσα στο ίδιο το εγώ μου. Αντίστοιχα, η
αντίληψη έχει ως περιεχόμενό της τα φυσικά πράγματα. Αυτά είναι ορατά-αισθητά από τον καθένα.
Δεν αντιστοιχούν σε μένα ως συγκεκριμένο υποκείμενο αλλά εξαρτώνται από ένα οποιοδήποτε
υποκείμενο που μπορεί να τα δει. Υπό αυτή την έννοια, ο κόσμος εμπεριέχει μέσα του την αναφορά σε
μια γενικευμένη ύπαρξη.

Άρα, όπως υπάρχει κάτι αμφίσημο μέσα μου, κάτι “υπερβατικό” ως προς την ικανότητά μου
κατανόησης του εαυτού, έτσι και η φύση εμπεριέχει την αναφορά της σε μια γενικευμένη ύπαρξη.
Δηλαδή, δεν υπάρχει αβυσαλλέα διαφορά

Επιχειρήματα που δείχνουν την αμφισημία εντός του εγώ

Η ιστορικότητα είναι ένας από τους λόγους που δεν έχω καθαρή πρόσβαση στο εγώ μου γιατί με
υπερβαίνει.Κάθε ερμηνεία του παρελθόντος μου είναι σχετική, εξαρτάται από το παρόν και από
το τι εμπεριέχει μέσα του. Η ανάμηση, δηλαδή, δεν αποτελεί επανάληψη του βιώματος.

Η υπερβατικότητα του χρόνου είναι το δεύτερο στοιχείο που με υπερβαίνει.Ο Merleau-Ponty εδώ
αναφέρεται στο ότι δεν συγκροτεί το υποκείμενο το χρόνο αλλά ο χρόνος συγκροτεί το
υποκείμενο. Δηλαδή, ο τρόπος που λειτουργεί ο χρόνος μέσα μου είναι ανεξάρτητος από μένα,
από τη δική μου βούληση. Ο χρόνος έτσι δείχνει πως η φύση υπάρχει μέσα στο υποκείμενο, αν
ως φύση οριστεί αυτό που δεν ελέγχεται πλήρως από το υποκείμενο.

Το τελευταίο στοιχείο υπέρβασης είναι η άμορφη ύπαρξη. Εδώ αναφέρεται στη γέννηση και το
θάνατο. Ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει κατά την ενδομήτρια ζωή, δεν υπάρχει τίποτα στο
χώρο της συνείδησηςπου να μπορεί να ανακληθεί. Η γέννηση και ο θάνατος μάς υπερβαίνουν.

Άγνωστη χώρα, ανώνυμη ζωή και γενικευμένη ζωή είναι οι γενικοί όροι με τους οποίους
υπάρχουμε.

Ενότητα 2

Εδώ αναφέρει ότι υπάρχει ο κόσμος του πολιτισμού μου. Αυτός ο κόσμος, γεμάτος από ανθρώπινα
έργα, περιλαμβάνει μια “αύρα ανθρωπότητας”, δηλαδή όλα τα έργα του ανθρώπινου πνεύματος. Και οι
φορείς αυτού του πνεύματος δεν είμαι εγώ αλλά κάποιος άλλος, τον οποίο δεν γνωρίζω. Δεν πρέπει να
συλλάβουμε τον κόσμο πολιτισμού ως κάτι που επικάθεται πάνω στον φυσικό κόσμο: συναντάμε γύρω
μας, εξαρχής και αναγκαστικά, τα προϊόντα του ανθρώπινου πολιτισμού.

Ενότητα 3

Σε αυτή την ενότητα εισάγει το ερώτημα της διυποκειμενικότητας. Υπογραμμίζει ότι η “κατ'αναλογίαν”
κατανόηση του άλλου με βάση το δικό μου εγώ είναι λάθος. Σε αυτό το σημείο κάνει κριτική στο
Χούσσερλ. Η ένστασή του έχει ως βάση της τη θέση ότι το πρωτοπρόσωπο εγώ δεν πρέπει να είναι η
αφετηρία για την κατανόηση της διυποκειμενικότητας. Κι αυτό διότι, όπως φανερώθηκε στην 1η
ενότητα, δεν υφίσταται μια καθαρή πρωτοπρόσωπη κατανόηση του εαυτού.

Αντίθετα, αν συλλάβουμε τα εγώ ως ικανά τα συλλάβουν τον εαυτό τους, από την πρωτοπρόσωπη
προοπτική με τρόπο απόλυτα καθαρά, τότε αυτά τα εγώ δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν σε πληθυντικό
αριθμό και καμιά διυποκειμενικότητα δεν θα ήταν δυνατή. Το “εμείς” δεν είναι ένα άθροισμα
πρωτοπρόσωπων εγώ.

Ο μόνος τρόπος να λύσουμε το ζήτημα της διυποκειμενικότητας είναι να ξεκινήσουμε από την ανώνυμη
ύπαρξη. Μπορώ να συλλάβω ένα υποκείμενο μόνο στο μέτρο που εκφράζεται. Δηλαδή ένα ενσώματο
υποκείμενο που μιλάει, κινείται κτλ. Υπό αυτή την έννοια, το σώμα είναι το πρώτο πολιτισμικό
αντικείμενο. Άρα, συναντάμε το υποκείμενο ως αντικείμενο μέσα στον κόσμο.Αυτό που συναντάμε
πρώτα είναι συμπεριφορές, λέξεις, όντα που μιλούν. Αυτό ισχύει και για το πώς κατανοούμε το δικό μας
εγώ και για το πώς κατανοούμε τους άλλους. Διότι και ο πρωταρχικός τρόπος κατανόησης του εγώ μου
είναι ως πολιτισμικό αντικείμενο. Για παράδειγμα, ξυπνάς το πρωί και φτιάχνεις πρωινό, καφέ, μιλάς με
τους άλλους γύρω σου, κινείσαι κλπ. Όταν λέω λοιπόν πως είμαι συμπεριφορά, εννοώ πως
αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου ως αντικείμενο, ως έκφραση, όπως αντιλαμβάνομαι και τους άλλους
(ανώνυμες υπάρξεις).

Ενότητα 4

Σε αυτή την ενότητα ο Merleau-Ponty αναφέρει θέσεις στις οποίες εναντιώνεται.

Ο Merleau Ponty μεταφράζει το Leib ως chair, δηλαδή σάρκα. Οι επιστήμονες χωρίζουν τη συνείδηση
από το σώμα και αυτό είναι λάθος. Ομοίως, οι αναγωγιστές κατανοούν το σώμα μόνο ως Körper και
όχι ως Leib.

Σύμφωνα με αυτό που ο Merleau-Ponty ονομάζει, υπονομευτικά, “αντικειμενική σκέψη”, η φιλοσοφία


αναγνωρίζει δύο είδη όντων, το καθ'εαυτό και το δι'εαυτό. Εδώ αναφέρει πως αυτές οι δύο κατηγορίες
δεν επαρκούν και δεν εξαντλούν το είναι, γιατί υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία που δηλώνει το
υποκείμενο μέσα στη φύση, δηλαδή το ενσώματο υποκείμενο, αυτό που μέχρι τώρα ονομάζαμε
“γενικευμένη ύπαρξη”.

Με τον ίδιο τρόπο, η “αντικειμενική σκέψη” σκέπτεται με όρους συγκρότησης. Αλλά, εάν ο άλλος είναι
αντικείμενο μιας συγκρότησης την οποία επιτελώ εγώ, τότε ο άλλος είναι δικό μου προϊόν και, άρα, δεν
είναι πραγματικά άλλος (αφού είναι καθαρό αντικείμενο της δικής μου συνείδησης και όχι υποκείμενο
συγκρότησης). Αντίστροφα, αν ο άλλος αναγνωρίζεται και αυτός ως υποκείμενο που συγκροτεί την
πραγματικότητα, δηλαδή ως πραγματικό εγώ και πραγματικός άλλος, τότε εγώ δεν είμαι πια ο
συγκρωτών, στο μέτρο που υπάρχει ένα κομμάτι πραγματικότητας που δεν είναι προϊόν δικής μου
συγκρότησης. Για αυτό η “αντικειμενική σκέψη” αδυνατεί να επιλύσει το ζήτημα της
διυποκειμενικότητας.

Φαίνεται σαν να υπάρχει μια απόσταση ανάμεσα στον τρόπο που συλλαμβάνω το δικό μου εγώ και
στον τρόπο που συλλαμβάνω τα άλλα εγώ. Φαίνεται σαν να υπάρχουν δύο τρόποι πρόσβασης στο
πραγματικό : 1) ο τρόπος πρόσβασης στο εγώ μου και 2) πρόσβαση σε οτιδήποτε εξωτερικό, ό, τι
ονομάζεται φύση. Ένσταση του Μερλώ Ποντύ: δεν υπάρχει ούτε καθαρή πρόσβαση στο εγώ ούτε
πρόσβαση σε κάτι που συνιστά καθαρή φύση, γιατί το εγώ εμπερικλείει μέσα του τη φύση (όταν λέμε
«φύση» εννοούμε στοιχεία απρόσιτα, π.χ. η ιστορικότητα, η χρονικότητα, η γέννηση και ο θάνατος
είναι στοιχεία που δείχνουν υπερβατικότητες σε σχέση με το εγώ), το ίδιο μου το εγώ μού διαφεύγει
δηλαδή σαν να ήταν κάτι εξωτερικό προς εμένα (ιστορικότητα). Δεν υπάρχει καθαρή φύση, από την
άλλη, γιατί ο εξωτερικός κόσμος είναι ήδη επενδυμένος με νοήματα που προκύπτουν από τον πολιτισμό
μας/ με ανθρωπινότητα/ με ανθρώπινη ατμόσφαιρα.

Ενότητα 5: «ακριβώς, όμως, … υποκείμενα της αντίληψης»


Ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι το εγώ μου και ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι το άλλο εγώ, αν δεν
ταυτίζονται, τότε τουλάχιστον επικαλύπτονται.
 Παράδειγμα με βρέφος (σ.7 «ένα βρέφος … μέσα στο σώμα του» ):

το μωρό αναγνωρίζει και αυτό που κάνει εκείνο και αυτό που κάνω εγώ σαν εκδηλώσεις μίας και μόνο
συμπεριφοράς, της συμπεριφοράς «δαγκωματιά». Η δαγκωματιά έχει για το μωρό διυποκειμενική
σημασία. (Κατοπτρικοί νευρώνες: με το ίδιο νευρικό σύστημα που συνειδητοποιώ τις δικές μου
εκφράσεις με το ίδιο νευρικό σύστημα συνειδητοποιώ και τις εκφράσεις των άλλων). Και στην
περίπτωση κατανόησης του εαυτού μου και στην περίπτωση κατανόησης του άλλου βρίσκω κάτι που
προϋπάρχει (= «μια σκέψη παλιότερη από εμένα») .
Έχω εκδοχές συμπεριφοράς (υποπροσωπικό επίπεδο ή μη θεματοποιημένη δραστηριότητα της
συνείδησης ) και αυτές είναι κοινές και για εμένα και για τους άλλους. Δεν είμαι διαφανής στον εαυτό
μου, γιατί πάντα υπάρχει κάτι ήδη εκεί . Τις εκδοχές της συμπεριφοράς τις μαθαίνω ταυτόχρονα όπως
τις βλέπω να γίνονται και σε εμένα και στους άλλους. Η σωματικότητα είναι ο φορέας των
συμπεριφορών.
Όταν αρχίζουμε να θεματοποιούμε τους άλλους, τότε μπορούμε να συγκρίνουμε το μιμητικό κομμάτι
των συμπεριφορών τους με το μιμητικό κομμάτι των συμπεριφορών μας. Μια σύγκριση του μιμητικού
μέρους τους μπορεί να μας επιβεβαιώνει ότι απέναντί μας έχουμε έναν άλλο ανθρώπινο υποκείμενο. Ο
καθρέφτης μας ανά πάσα στιγμή είναι οι άλλοι. Δεν υπάρχει καμιά προτεραιότητα του εαυτού ή του
άλλου, καταλαβαίνω συμπεριφορές χάρη στο ότι ο εαυτός και ο άλλος αλληλοσυμπληρώνονται. Έτσι,
λοιπόν, επιβεβαιώνω και εμένα και την παρουσία του άλλου, με διαφορετικό όμως τρόπο. Για τον εαυτό
μου έχω την επιβεβαίωση όταν αυτό που κάνω το κάνω αντικείμενο της βούλησής μου. Σε πρώτο
επίπεδο, έχω συνείδηση ότι υπάρχουν υποκείμενα που είναι φορείς συμπεριφορών.
 «Αναστοχασμός», σελ.7: έχω συνεχή αναστοχασμό και για εμένα και για τον άλλον. Μέσω του
αναστοχασμού πραγματοποιείται η θεματοποίηση αυτού που κάνω ή αυτού που κάνει ο άλλος.
 Σελ.5 «το σώμα αποσύρεται… τρίτος είδος του είναι», το τρίτο είδος του είναι η συμπεριφορά.
 Σελ.6 «η συνείδηση ανακαλύπτει … πρωταρχικού παρελθόντος»

Υπάρχει ένα παρελθόν της ανώνυμης ύπαρξής μου μαζί με τα αισθητηριακά του πεδία και τον κόσμο,
υπάρχει εξαρχής μια εξοικείωση με τον κόσμο και τα πράγματα. Το σώμα μας είναι φορέας αντίληψης.
Σώμα ίχνος συμπεριφοράς ,
συνείδηση όχι ως συγκροτούσα αρχή αλλά ως αντιληπτική συνείδηση. Το σώμα μας ήδη φέρει μέσα
του την εξοικείωση με τον κόσμο και τα πράγματα.
 Σελ.8 «ο άλλος δεν είναι ποτέ… αποδεικτική προφάνεια»

Ένας κοινός κόσμος που δίνεται στην αντίληψη τινός. Οι άνθρωποι είμαστε εξαρχής μια αντιληπτική
συνείδηση, μια συνείδηση που βρίσκεται μέσα στον κόσμο και έχει άμεση σχέση με αυτόν. Ο άλλος δεν
εμφανίζεται ως το μόνο υπερβατικό ως προς εμένα, γιατί οι υπερβατικότητες υπάρχουν ήδη μέσα στη
συνείδηση.
Ίχνος συμπεριφορών είναι το σώμα μου για εμένα αλλά και το σώμα των άλλων είναι ίχνος
συμπεριφορών. Αυτή η συμπεριφορά είναι ανώνυμη και άρα όχι διάφανη. Πάντα κάνει περισσότερα
από ό, τι εγώ συλλαμβάνω, είτε είναι δική μου συμπεριφορά είτε των άλλων.
 «Έκκεντρες αντιλήψεις», σελ.8: η θεματοποιημένη μου συμπεριφορά δεν είναι προϊόν της
βούλησής μου.
 Σελ.8,9 , ενότητα 6«καθόσον έχω αισθητηριακές λειτουργίες… ανθρώπινης δράσης»

Τονίζεται ακόμα περισσότερο η άμεση σχέση των συμπεριφορών με τα αντικείμενά τους. Η


συμπεριφορά είναι μια δίνη, είναι κάτι που το βλέπω στο πώς επηρεάζει τα πράγματα. «Γύρω από το
αντιληπτό… ο κόσμος μου»: καταλαβαίνω ότι ο κόσμος έχει πολλά κέντρα δίνης.
 Σελ.9 «Το σώμα του άλλου και το δικό μου… ένας άλλος άνθρωπος»

Στην ουσία είμαστε κομμάτια του ίδιου όλου , δεν είμαστε ακόμα άνθρωποι. Σε αυτό το επίπεδο δεν
υπάρχει καμία διάκριση, είναι σαν να μιλάμε για πηγές ζωής μέσα στον κόσμο που λειτουργούν σαν
δίνη. Οι συμπεριφορές είναι σαν κομμάτια του κόσμου. Ο ένας είναι προέκταση του άλλου, διότι
μπορούν να επέμβουν με τον ίδιο τρόπο πάνω στα πράγματα.
 Σελ.9 «Αυτή, όμως, η ξένη ζωή… ζωή ανοιχτή»
Ζωή ανοιχτή σημαίνει ότι συνεχώς εμπλουτίζεται με καινούριες συμπεριφορές, δεν έχω μια κλειστή
έννοια συμπεριφοράς αλλά μια πλαστική σύλληψη της συμπεριφοράς που επιδέχεται συνεχώς
εμπλουτισμό.
 Σελ.9-11, ενότητα 7 «Υπάρχει ιδίως ένα πολιτισμικό αντικείμενο… στον κόσμο του παιδιού»

Είμαστε ακόμα στο αντιληπτικό επίπεδο. Για να μπούμε στο ανθρώπινο επίπεδο, πρέπει να δούμε
κάποιες συμπεριφορές που είναι πραγματικά ανθρώπινες. Η συμπεριφορά που μας διακρίνει πλήρως
είναι η γλώσσα. Η γλώσσα είναι μία εκδοχή των προηγούμενων. Όταν λέμε γλώσσα εννοούμε καταρχήν
τη σωματική δυνατότητα για παραγωγή ήχων. Προφανώς, εκεί περιλαμβάνονται όλες οι διαβαθμίσεις
της γλωσσικής ανάπτυξης. Αυτό που επισημαίνεται είναι ότι τα αρχικά στάδια ανάπτυξης τα κουβαλάει
ο άνθρωπος ως κεκτημένα, δεν τα υπερβαίνει.

ΕΝΟΤΗΤΑ 7η
Η γλώσσα εισάγεται ως ένα πολιτισμικό αντικείμενο ανάμεσα στα άλλα. Το ενδιαφέρον του Μερλώ
Ποντύ επικεντρώνεται στη γλώσσα για δύο κυρίως λόγους, αφενός γιατί από τη φύση της είναι
διυποκειμενική (δεν είναι δικό μου ή δικό σου δημιούργημα ), αφετέρου διότι εισάγεται χάρη στο
φαινόμενο του διαλόγου (υπό μία έννοια ο διάλογος συνιστά μια πράξη από κοινού). Προϋποθέτει δύο
ανθρώπους που δεν κατανοούν ακόμα τους εαυτούς τους ως κλειστά–απομονωμένα εγώ. Μέσα από τον
διάλογο δημιουργούν τους εαυτούς τους : όταν εκείνος ολοκληρωθεί, ο κάθε συνομιλητής υιοθετεί ό,τι
θεωρεί σημαντικό και αυτό κάνει ιδιωτική τη γνώση του.
Στο κείμενο υπάρχει το παράδειγμα με το παιδί (Πιαζέ) : ο Μερλώ Ποντύ δεν έχει λόγο να απορρίψει τη
θεωρία του Πιαζέ για τα εξελικτικά στάδια. Το επιχείρημα του είναι ενάντια στην ίδια την ιδέα της
εξελικτικότητας δεν εγκαταλείπουμε τα πρώτα στάδια, αυτά είναι και μένουν ως κατεκτημένα (είμαι
και ενήλικας και παιδί: με τη διπλή αυτή στάση μπορώ να κατανοήσω τη διυποκειμενικότητα).
Αναπόφευκτα για τον Μερλώ Ποντύ, ο ενήλικας διατηρεί μέσα του την οπτική του παιδιού..

Όμως, λύθηκε το πρόβλημα της διυποκειμενικότητας; Τα πάντα είναι αμφίσημα; Αυτό θα μας οδηγήσει
στην 8η ενότητα.

ΕΝΟΤΗΤΑ 8η
«Όμως .. νομίζαμε πως είχαμε αντιπαρέλθει»  Μέχρι τώρα αποδείξαμε πως υπάρχει μια αμφισημία
και επομένως ένα διυποκειμενικό έδαφος που μοιράζομαι με τον άλλον. Στην προσπάθειά μας να
υπερβούμε το πρωτοπρόσωπο εγώ, έχουμε χάσει το ego και το alter ego , τη διάκρισή τους (έως εδώ
είχαμε πει πως το εγώ και το άλλο εγώ ήμασταν ένα μέσα στη διυποκειμενικότητα, ήμασταν το
«ανώνυμο εγώ»). Όμως, υπάρχει ένα πρόβλημα: αυτή η αμφισημία (σωματικότητα, εκφράσεις, γλώσσα,
παιδικότητα) κάνει ανώνυμα και το ego και το alter ego . {Στην ουσία δεν βρίσκεις τον άλλον, αλλά μία
ανώνυμη ζωή στην αμφισημία της καθημερινότητας. Έτσι όλα τα βρήκαμε αναμεμειγμένα . Όμως, ο
Μερλώ Ποντύ δεν επιθυμεί να πει πως όλα τα βλέπουμε ως ίδια, σαν να μην ήταν δυνατή η
πρωτοπρόσωπη προοπτική. Έτσι παρακάτω δίνει μερικά παραδείγματα για να δείξει το πρόβλημα της
πρωτοπρόσωπης περιγραφής}
«Τελικά όμως…δεν αλληλεπικαλύπτονται » : όσο και αν οι συμπεριφορές μπορούν να δοθούν ως αυτές
μιας «ανώνυμης ύπαρξης», ο άλλος δεν είναι η συμπεριφορά του. Οι συμπεριφορές δεν μας δίνουν την
πρωτοπρόσωπη προοπτική του άλλου. Συμπονώ μαζί σου, αλλά δεν πονώ τον δικό σου πόνο. Η 8 η
ενότητα θυμίζει τον Husserl: το άλλο εγώ είναι πάντα απρόσιτο.
«Και αν τελικά... αναζητήσουμε » :Στις προηγούμενες ενότητες καταρρίψαμε την αντικειμενική σκέψη.
Όμως είναι ριζωμένη σε μια πραγματικότητα, διότι το πρωτοπρόσωπο εγώ όντως υφίσταται. Ο
Ντεκάρτ, ο Κάντ και ο Χούσερλ έμειναν μόνο σε αυτό και δεν αναφέρθηκαν στην αμφισημία. Αυτό
ήταν και το ¨λάθος¨ τους. Ακόμα και σε ένα κοινό έργο (κωπηλασία) οι κωπηλάτες είναι ένας.
Ωστόσο , αν και χρειάζεται συνεργασία, η οπτική του κάθε κωπηλάτη είναι μοναδική.
«Η σύγκρουση.. από εμένα»: η ιδέα που έχουμε για την θυσία είναι ότι ¨πράττω για χάρη του άλλου¨.
Φαίνεται να εγκαταλείπω το δικό μου εγώ για τον άλλον. Ο Μερλώ Ποντύ λέει πως δεν είναι έτσι:
ακόμα και η θυσία έχει αξία από την πρωτοπρόσωπη οπτική. Είναι δική μου απόφαση το εάν θα
θυσιαστώ για τον άλλον.
«Χωρίς αμοιβαιότητα…και από τους δύο»: ο έρωτας προϋποθέτει αμοιβαιότητα. Όμως αυτό δεν
σημαίνει πως τα δύο εγώ έχουν υπερβεί τους εαυτούς τους. Μένουν ακόμα στην πρωτοπρόσωπη
προοπτική. («δεν είναι σωστό μία βούληση να θέλει να περισταλεί στην τάξη του απλού φαινομένου» =
να γίνω φαινόμενο στον κόσμο του άλλου σημαίνει να βλέπω τον εαυτό μου μόνο μέσα από τα μάτια
του άλλου, να προσπαθώ να γίνω αυτό που εκείνος θέλει να γίνω, σημαίνει καταστροφή της βούλησης).

Στην 8η ενότητα θα δείξουμε πως η πρωτοπρόσωπη οπτική δεν μπορεί να διαγραφεί , είναι γεγονός της
ανθρώπινης εμπειρίας, και βλέπουμε μερικά παραδείγματα που αποδεικνύουν αυτό ακριβώς.
«Αν τη στιγμή… άλλους» : παράδειγμα με το βλέμμα του άλλου: με το που με βλέπει ο άλλος από
υποκείμενο για εμένα μετατρέπομαι σε αντικείμενο για εκείνον.
«Πρώτα όμως…ως γεγονός»: είμαστε ένα ακόρεστο είναι: βλέπουμε τα πράγματα από τη δική μας
πρωτοπρόσωπη οπτική. Ο Μερλώ Ποντύ απαντά στον σολιψισμό: δεν λέει όλη την αλήθεια ο
σολιψισμός. Βιώνουμε, ωστόσο, τον σολιψισμό στην καθημερινότητά μας υπό την έννοια ότι δεν
εγκαταλέιπουμε την πρωτοπρόσωπη πτική.
Επομένως, με αναφορά στη γενικευμένη ύπαρξη το πρόβλημα της διυποκειμενικότητας δεν λύνεται.
Αντιστοικτικά προς τη γενικευμένη ύπαρξη λειτουργεί πάντα η πρωτοπρόσωπη προοπτική. Ο Μερλώ
Ποντύ δεν πιστεύει πως πρέπει να επιλέξουμε ανάμεσα στα δύο. Το επιχείρημα σκοπό είχε να
δικαιολογήσει την τριτοπρόσωπη προοπτική, η οποία για την αντικειμενική σκέψη ήταν εντελώς
αδιάφορη.
Ντεκάρτ, Κάντ, Χούσερλ: πρέπει να υπάρχει η πρωτοπρόσωπη προοπτική για να μας οδηγήσει στον
άλλον και θα λύσει το πρόβλημα της διυποκειμενικότητας. Ο Μερλώ Ποντύ διαφωνεί: χρειάζεται μια
τριτοπρόσωπη προοπτική (ανώνυμη ύπαρξη). Στην 8 η ενότητα λέει πως αυτό μόνο του δεν αρκεί. Θα
χρειαστεί και η πρωτοπρόσωπη προοπτική για να συλλάβουμε τη διάκριση ανάμεσα στο δικό μου εγώ
και στο εγώ του άλλου. Κάθε άνθρωπος έχει και τις δύο προοπτικές για να καταλάβει το εγώ του και τα
υπόλοιπα εγώ.

ΕΝΟΤΗΤΑ 9η
Η ιδέα είναι : να αγαπάω εσένα και εμένα ο ίδιο. Εάν αυτό σημαίνει πως εγκαταλείπω τον εαυτό μου,
τότε το υποκείμενο δεν θα έπρεπε να είμαι εγώ. Όχι ¨εγώ αγαπώ¨ αλλά ¨ο θεός αγαπά τους άλλους μέσω
εμού¨. Άρα, μόνο σε μια μυστικιστική τέλεια ένωση με το θεό θα γίνει αυτό.

Εκτός από τη μυστικιστική ένωση μπορώ να πω: ο αναστοχασμός δημιουργεί ένα υπερβατολογικό
θεωρό (που κοιτάζει εμένα και τι κάνω- το εγώ μου ως αντικείμενο) ο οποίος εάν είναι πέρα από εμένα ,
τότε θα μπορούσε εκτός από εμένα να είχε και τον άλλον ως αντικείμενο.
Δηλαδή, φιλοσοφικές θεωρίες (Καντ, Χούσερλ) λένε πως ο υπερβατολογικός θεωρός μπορεί να
παρατηρεί τη συνείδησή μου. Και ο Μερλώ Ποντύ λέει πως, ακόμα και αν υπάρχει αυτός ο θεωρός, θα
έπρεπε να μου εμφανίζεται και να αποκαλύπτει σε εμένα αυτό που ξέρει για να το ξέρω και εγώ.
Επομένως, πάλι εγώ θα είμαι το υποκείμενο αυτής της γνώσης. Συμπέρασμα: καμία τέτοια μορφή
υπερβατικότητας με αναφορά στην έννοια της απειρίας ή του θεού δεν είναι δυνατόν να καταργήσει την
πρωτοπρόσωπη προοπτική , δηλαδή δεν είναι δυνατόν να είναι αντεπιχείρημα στην 8η ενότητα.
ΕΝΟΤΗΤΑ 10η : «…ρίχτηκα στον κόσμο»:
βλέπω μία ένταση (διαλεκτική σχέση) ανάμεσα σε εμένα και τον άλλο. Υπάρχουν κι άλλες εντάσεις
όμως. Η ελευθερία μου (= να μπορώ να δω τα πράγματα από διαφορετικές οπτικές γωνίες) και το να
είμαι ριγμένος στον κόσμο είναι πάντα και τα δύο μαζί, καθώς είμαι, αναγκαστικά, και αυτόνομος και
δεσμευμένος.

«Μπορώ πάντα… υποκείμενο»: κάποιος θα μπορούσε να πει: ¨υπάρχει αυτονομία. Μπορώ να


αδιαφορώ για τα πάντα , δεν είμαι ριγμένος στον κόσμο¨. Όμως, ο Μερλώ Ποντύ θα έλεγε πως και τα
μάτια σου να κλείσεις , η φυσική και κοινωνική τάξη είναι εκεί. Όσες ψευδείς πραγματικότητες και αν
δημιουργήσεις, η αληθινή στην οποία όλοι ζούμε λειτουργεί πάντα ως κριτήριο.

ΕΝΌΤΗΤΑ 10Η :
επιχείρημα της διαλεκτικής σχέσης προϋποθέτουμε πάντα και την ανώνυμη ύπαρξη και την
πρωτοπρόσωπη προοπτική , καθώς είναι γεγονότα που δεν μπορούμε να παρακάμψουμε. Τέτοιες
διαλεκτικές σχέσεις διαφωτίζουν μια σειρά από ζεύγη :
α) ελευθερία και εξάρτηση από την πραγματικότητα
β) διαφεύγω από το είναι (= κάθε μορφή άρνησης) παραμένοντας μέσα στο είναι (=μορφή κατάφασης-
βεβαιότητας)
γ) φιλοσοφία ως προσωπικό έργο και ως διάλογος
δ) η διαλεκτική σχέση είναι ανάμεσα στην επικοινωνία και την άρνηση επικοινωνίας
Ως προς το δ : «Ο άλλος…διαφορά τη;» : Σαρτρ: κάθε φορά που ο άλλος με κοιτάζει γίνομαι
περιεχόμενο της συνείδησης του, με θεματοποιεί και συνεπώς με κάνει αντικείμενό του. Ο Μερλώ
Ποντύ διαφωνεί ως προς αυτό διότι κάθε άρνηση επικοινωνίας εμπεριέχει τη βεβαιότητα ότι αυτή η
επικοινωνία θα μπορούσε να είναι και δυνατή. Όταν βλέπω τους άλλους πάντα δημιουργείται μια
δυνατότητα επικοινωνίας, μία ατμόσφαιρα ανθρωπινότητας. Και αυτό ισχύει μόνο στο μέτρο που
αντιλαμβάνεσαι τον άλλον ως έκφραση. Αναγκαστικά βλέπω τους άλλους από τη στιγμή που
εκφράζονται. Εκφραζόμαστε ακόμα και αν δεν κάνουμε τίποτα, λέει ο Μερλώ Ποντύ.
Επομένως, κάθε ανθρώπινο υποκείμενο, στο μέτρο που εκφράζεται, αναγνωρίζεται ήδη στο πλαίσιο της
ανοιχτής διυποκειμενικότητας-γενικευμένης ύπαρξης. Ο τρόπος να δείξουμε πως οι παραπάνω
διαλεκτικές σχέσεις δεν είναι άλυτο πρόβλημα είναι να χρησιμοποιήσουμε το μοντέλο της
αποκαλυμμένης υποκειμενικότητας (το οποίο δείχνει πώς γνωρίζω τον εαυτό μου και τους άλλους ως
υποκείμενα που εκφράζονται).

ΕΝΌΤΗΤΑ 11Η :
ψάχνουμε να αναδιατυπώσουμε αυτό που ορίσαμε ως «διαλεκτικές σχέσεις» αναφερόμενοι τώρα σε μια
συγκεκριμένη μορφή του κόσμου, τον κοινωνικό κόσμο. (Husserl: ¨κόσμος της ζωής¨: πρέπει να
σκεφτόμαστε πως εξ’αρχής ερχόμαστε σε επαφή όχι με τον φυσικό κόσμο αλλά με τον κόσμο
επενδεδυμένο με πολιτισμικές ποιότητες (= είναι δηλαδή από πάντα ανθρώπινος κόσμος) . Με το που
βλέπεις τον κόσμο τον φωτίζεις με αξιακά περιεχόμενα (πχ ένα όμορφο δένδρο) .
Ο Μερλώ Ποντύ είναι αντίθετος με την επιστήμη της κοινωνιολογίας διότι σύμφωνα με εκείνον
αντιμετωπίζει την κοινωνία ως ένα απλό αντικείμενο επιστήμης. Χάνει, επομένως, το πρωταρχικό
επίπεδο αναφοράς που είναι ο κοινωνικός κόσμος.
Ο κοινωνικός κόσμος βρίσκεται ήδη εκεί. Είναι μια εκδοχή της ανώνυμης ύπαρξης, δηλαδή της
ανοιχτής διυποκειμενικότητας κατά τον Husserl.

ΕΝΌΤΗΤΑ 12Η :
η ενότητα έχει κάποια παραδείγματα και ένα συμπέρασμα.
«Με τον φυσικό και κοινωνικό κόσμο…»: συμπέρασμα. Υπερβατολογικό κατά Κάντ είναι αυτό που
μέσα στο εγώ εξηγεί τις δυνατότητες της γνώσης. Σε αντίθεση, για τον Μερλώ Ποντύ, το πραγματικά
υπερβατολογικό (=η προϋπόθεση κάθε γνώσης) είναι η αμφίσημη ζωή, η σωματικότητα, η ανώνυμη
ύπαρξη. Επομένως, ενώ το υπερβατολογικό φαινόταν εμμενές μέσα στο εγώ, τελικά είναι αμφίσημο (=
‘μέσα’ και ‘έξω’ από το το εγω).
Ακολουθούν τα τρία παραδείγματα:
1)¨γέννηση-θάνατος¨: τα δύο αυτά συσχετίζονται με την ενδεχομενικότητα. Ο θάνατός μου είναι δικός
μου αλλά ποτέ εγώ δεν τον βιώνω, ούτε θα ζήσω τον θάνατό μου ούτε τον σκέφτομαι συνέχεια.
Παρ’όλα αυτά, αυτός είναι εκεί ως μία ατμόσφαιρα θνησιμότητας. Επομένως, ο θάνατός μου είμαι εγώ
και είναι και κάτι έξω από εμένα. Το ίδιο συμβαίνει και με τη γέννηση. Το ίδιο συμβαίνει και με τον
κοινωνικό κόσμο, ο οποίος με καθορίζει αλλά είναι άπειρος και δεν μπορώ να τον συλλάβω στην
ολότητά του. Η ζωή μου, συνεπώς, έχει μια κοινωνική πλευρά, δηλαδή διυποκειμενικότητα, με τον ίδιο
τρόπο που διαπερνάται από τη γέννηση και το θάνατο μου.
2) ¨ατομικό παρελθόν¨: για να έχω παρελθόν πρέπει να έχω παρόν. Όσο κατανοώ το παρελθόν σαν κάτι
εγγεγραμμένο (μνήμη) το οποίο είναι τώρα (τώρα θυμάμαι), τόσο το παρελθόν θα νοείται ως παρόν.
Εάν το σκεφτώ σαν ίχνος που έχει μείνει μέσα μου, τότε είναι κάτι που διατηρείται στο τώρα, δηλαδή
συνιστά παρόν και όχι παρελθόν. Άρα, χρειάζομαι μια άλλη κατανόηση του παρελθόντος που θα εξηγεί
τη δυνατότητα της ανάμνησης και δεν θα στηρίζεται σε αυτήν.
3)¨κοινωνικός κόσμος¨: ο κόσμος δεν είναι μόνο πιθανότητες αλλά και βεβαιότητες  αυτό αντιστοιχεί
με την θέση του Husserl για «πρωταρχική πίστη-δόξα στον κόσμο»: όσα λάθη και εάν κάνει η κατ’
αίσθηση αντίληψη, αυτό δεν καταργεί την πρωταρχική μου πίστη στην ύπαρξη του κόσμου.
Διυποκειμενικότητα = μια εκδοχή όλων των μορφών της υπερβατικότητας. Επομένως, το πρόβλημα της
διυποκειμενικότητας δεν λύνεται οριστικά, απλά ξεκαθαρίζουμε ότι δεν συνιστά ένα ειδικό πρόβλημα,
δεν έχει κάποια ιδιαίτερη δυσκολία. Και αυτό διότι το πρόβλημα της διυποκειμενικότητας εξηγείται με
ον ίδιο τρόπο με τον οποίο εξηγούνται όλες οι ριζικές μορφές υπερβατικότητας (= προσωπικό
παρελθόν, κοινωνικός κόσμος, γέννηση-θάνατος) . Η εξήγηση αυτών θα δοθεί σε υπερβατολογικό
επίπεδο και η τελική απάντηση είναι: η πηγή όλων των υπερβατικοτήτων είναι η αμφίσημη ζωή-
ανώνυμη ύπαρξη.

You might also like