You are on page 1of 14

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

(Διαδικασία εργατικών διαφορών)


ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Χρήστου ΚΟΚΚΙΝΟΥ, θιασάρχου, κατοίκου Πετρούπολης Αττιικής, οδός
Μακρυγιάννη, αρ. 4
ΚΑΤΑ
Παναγιώτας Ταξιάρχη ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, ηθοποιού, κατοίκου Αθηνών, οδός
Πρωτέως, αριθ. 22α-Κυψέλη.
--------------------------------------------------
Συζητείται σήμερα ενώπιόν Σας η από 10-12-2002 , με αριθμό
κατάθεσης 4294/2002 αβάσιμη και αναληθής αγωγή της αντιδίκου εναντίον
μου, την οποία αρνούμαι στο σύνολό της και επί της οποίας επάγομαι τα
ακόλουθα:
1. Η υπό κρίση αγωγή, της οποίας δικάσιμος προς συζήτηση είχε
ορισθεί αρχικά η 13-3-2003 όταν και αναβλήθηκε, συνεκδικάζεται με την από
27-1-2003 με αριθμό κατάθεσης 350/2003 αγωγή (σχετ. αγ) της αστικής μη
κερδοσκοπικής εταιρείας με την επωνυμία «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ, ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ
ΚΑΙ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, ΘΕΑΤΡΟ ΛΗΔΡΑ-ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ» και το
διακριτικό τίτλο «ΛΗΔΡΑ-ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ» που εδρεύει στην
Πετρούπολη Αττικής (οδός Μακρυγιάννη, αριθ. 4) και εκπροσωπείται νόμιμα,
λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, γιατί έτσι επιταχύνεται η διεξαγωγή
της δίκης και μειώνονται τα έξοδα αυτής και αποφεύγεται ο κίνδυνος έκδοσης
αντιφατικών αποφάσεων, κατ’ άρθρο 246 Κ.Πολ.Δ.
2. Προς πλήρη απόκρουση και αντίκρουση των αβασίμων λόγων της υπό
κρίση αγωγής και προς εξοικονόμηση και μόνο της καταστάσεως αναφέρομαι
στις προτάσεις μου επί της συνεκδικαζόμενης αγωγής μου και στους σε αυτές
περιλαμβανόμενους ουσιαστικά και νομικά βάσιμους λόγους τους και στα με
αυτές μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα έγγραφα, οι οποίες προτάσεις μου
αποτελούν ενιαίο και αναπόσπαστο σύνολο και με αυτές εδώ τις προτάσεις και
μάλιστα χωρίς αυτές ειδικά να επαναλαμβάνονται προς αποφυγή
επαναλήψεων και μακρηγοριών και τα οποία προσκομισθέντα επί της υπό
κρίση συνεκδικαζόμενης αγωγής μου, αποδεικτικά στοιχεία- έγγραφα,
αποτελούν κοινό αποδεικτικό υλικό των υποθέσεων αυτών και χωρίς μάλιστα
τα έγγραφα αυτά ειδικά να επαναναφέρονται και να επανεπικαλούνται από
μέρους μου για κάθε περίπτωση ξεχωριστά.
3. Νόμω αβάσιμο της υπό κρίση αγωγής
Α. Η υπό κρίση αγωγή, αν η ενάγουσα στηρίζει τις αξιώσεις της στη
σύμβαση εργασίας, είναι νόμω αβάσιμη, διότι η μεταξύ της ενάγουσας και της
προαναφερόμενης αστικής εταιρείας της οποίας τυγχάνω πρόεδρος και
διαχειριστής σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ηθοποιού είναι άκυρη, λόγω μη
τήρησης του κατά το νόμο (άρθρο 4 παρ. 1 του κατ’ εξουσιοδότηση του αν.ν
329/36 εκδοθέντος βδ/τος της 29/9-24/10/1941) απαιτουμένου εγγράφου τύπου
(συμβολαιογραφικού ή ιδιωτικού εγγράφου) (ΑΠ. 1225/76).
Β. Με την υπό κρίση αγωγή, αν η αντίδικος, λόγω της ακυρότητας της
σύμβασης εργασίας ασκεί την εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού αξίωσή της
εναντίον μας, πέραν των προαναφερομένων είναι μη νόμιμο το αίτημα περί
επιδίκασης τόκων υπερημερίας από χρόνο προγενέστερο της επίδοσης της
αγωγής όσον αφορά τα κονδύλια για αμοιβή για αναλογία δώρων εορτών,
αποδοχές άδειας και επιδόματος αδείας αφού οι αξιώσεις αυτές δεν αποτελούν
μισθό υπό την στενή έννοια για να οφείλονται τόκοι κατ’ άρθρα
340,341,342,345 και 655 ΑΚ από την επομένη της δήλης ημέρας κατά την
οποία έπρεπε να καταβληθούν, αλλά μισθό με την ευρεία έννοια για τον οποίο
οφείλονται τόκοι από της οχλήσεως (ΑΠ 174/91 ΕΕΔ 51, 598, ΑΠ 2068/1990
ΕΕΔ 50,829). Ομοίως μη νόμιμο είναι και το αίτημα περί επιδίκασης τόκων
υπερημερίας επί της μη καταβληθείσας αποζημίωσης λόγω της δήθεν από
μέρους μας καταγγελίας της σύμβασης εργασίας διότι μετά την κατάρτιση
ακύρου συμβάσεως εργασίας υπάρχει απλή σχέση εργασίας μεταξύ του
εργοδότη και του εργαζομένου, οπότε ο εργοδότης ο οποίος δεν επιθυμεί να
συνεχίσει αποδεχόμενος την εργασία του τελευταίου, οφείλει να του καταβάλει
τη νόμιμη αποζημίωσή του, χωρίς όμως να είναι υποχρεωμένος να καταγγείλει
τη σχέση εργασίας του κατά τις διατυπώσεις του νόμου και χωρίς να καθίσταται
υπερήμερος εργοδότης μέχρι την καταβολή της ανωτέρω αποζημίωσης (βλ. ΑΠ
1477/1997 Εεργδ 58/183, ΑΠ 983/2002, ΔΕΝ 2000/1531, ΑΠ 442/96 ΔΕΝ
1998/619) (ΕφΑθ 9049/2002).
Γ. Τέλος είναι μη νόμιμο το αίτημα της ενάγουσας για καταβολή σε αυτήν
χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που έχει υποστεί από τη
δήθεν «παράνομη, κακόπιστη, κακόβουλη και απαράδεκτη» συμπεριφορά μας
να μην της καταβάλουμε τις νόμιμες αποδοχές της διότι για να θεμελιωθεί
τέτοια αξίωση απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη. Όπως γίνεται πάγια δεκτό
στη νομολογία μας μόνη η υπερημερία του εργοδότη δε συνιστά μονομερή
βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής σύμβασης και δεν παρέχει το
δικαίωμα στον εργαζόμενο να θεωρήσει αυτήν ως σιωπηρή καταγγελία της
συμβάσεώς του υπό τους όρους του άρθρου 7 ν. 2112/1920, γεγονός που εξ
ίσου συμβαίνει και στην περίπτωση κατά την οποία ο εργοδότης καθυστερεί
απλώς να καταβάλει το συμφωνημένο ή το νόμιμο μισθό στον εργαζόμενο,
εκτός αν η καθυστέρηση αυτή οφείλεται σε εργοδοτική κακοβουλία, που
αποσκοπεί δολίως στον εξαναγκασμό του να παραιτηθεί εκ της συμβάσεώς του
γεγονός που ουδόλως αναφέρεται στην κρινόμενη αγωγή (ΕΕΔ 59 2000, σελ.
155, ενδεικτικώς ΑΠ 1902/1987 ΕεργΔ 48,271, ΕφΑθ 6908/1974 ΕεργΔ
33,1427, ΕφΑθ 8194/1990 ΕλλΔνη 32,613).
4. ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ
Α. Ενσταση ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης
Η αντίδικος εσφαλμένα και παρά το νόμο στρέφει την υπό κρίση αγωγή της
εναντίον εμού ατομικώς, αφού προσλήφθηκε και εργάσθηκε για την αστική μη
κερδοσκοπική εταιρεία με την επωνυμία «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ, ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ
ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, ΘΕΑΤΡΟ ΛΗΔΡΑ-ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ» και το
διακριτικό τίτλο «ΛΗΔΡΑ-ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ» που εδρεύει στην
Πετρούπολη Αττικής (οδός Μακρυγιάννη, αριθ. 4) και εκπροσωπείται νόμιμα,
που νόμιμα δημοσιεύθηκε στα βιβλία του Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό
9422/2002 (οράτε σχετ. κατ. Προσκομιζόμενο και επικαλούμενο) και της οποίας
τυγχάνω πρόεδρος-διοικητικός υπεύθυνος και διαχειριστής. Η οποιαδήποτε δε
συναλλαγή της δεν έγινε με εμένα ατομικά, αλλά υπό την ιδιότητά μου σαν
προέδρου και διαχειριστή της υπό ίδρυση προαναφερομένης εταιρίας.
Β Ενσταση αοριστίας της υπό κρίση αγωγής αν αυτή ήθελε ισχύσει ως
αγωγή αδικαιολογήτου πλουτισμού.
Η αγωγή εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού, ως επιβοηθητικής φύσεως,
με την έννοια ότι μπορεί να ασκηθεί μόνο αν λείπουν οι προϋποθέσεις της εκ
της συμβάσεως ή της αδικοπραξίας αγωγής, γιατί διαφορετικά δεν μπορεί να
γίνει λόγος για έλλειψη νόμιμης αιτίας, σωρευμένη στο ίδιο δικόγραφο με την εκ
της συμβάσεως ή αδικοπραξίας αγωγή μόνο επικουρικά μπορεί να ασκηθεί.
Ακόμη στην περίπτωση άκυρης σύμβασης εργασίας, αν η αγωγή του
πλουτισμού σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚπολΔ) και
ειδικότερα υπό την αίρεση της απορρίψεώς της από τη σύμβαση εργασίας
πρώτης σωρευόμενης αγωγής λόγω ακυρότητας της ως άνω συμβάσεως, για
την πληρότητα της δεύτερης αυτής αγωγής, κατά το άρθρο 216 παρ.1 α ΚπολΔ,
αρκεί πέρα από την παροχή της εργασίας και του εξαιτίας της πλουτισμού του
εναγομένου εργοδότη, να γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο απλή επίκληση της
ακυρότητας της συμβάσεως εργασίας (βλ ΑΠ 712/2001 Δνη 43/762, ΑΠ
914/1998 Δνη 40/314). Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα σώρευσε στο
ίδιο δικόγραφο της αγωγής της τόσο την από τη σύμβαση εργασίας της όσο και
την από τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού αγωγή, όχι επικουρικά
την τελευταία και συνεπώς πρέπει αυτή ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτη, πλέον
του ότι είναι απορριπτέα και λόγω της αοριστίας της από τη μη επίκληση της
ακυρότητας της σύμβασης εργασίας.
Γ. Ένσταση εξοφλήσεως του αιτουμένου στην αγωγή κονδυλίου 140
ευρώ για έξοδα παραστάσεως.
Το αιτούμενο στην αγωγή κονδύλιο των 140 ευρώ για έξοδα που δήθεν
κατέβαλε η αντίδικος για χτένισμα, λούσιμο κλπ περουκών και ράψιμο στολών
είναι παντελώς αβάσιμο και απορριπτέο. Το αληθές είναι ότι η ενάγουσα,
κατόπιν παρακλήσεώς της, ανέθεσε στη μητέρα της το χτένισμα, λούσιμο,
κούρεμα και βαφή των περουκών που θα χρησιμοποιούσε στην παράσταση και
γι’ αυτό το λόγο σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της συμφωνημένης αμοιβής
έλαβε από εμάς την …………..-2003 ποσό ευρώ.
5. Επί της ουσίας της κρινόμενης αγωγής
ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ:
Την 9-7-2002 με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ηθοποιού,
ορισμένου χρόνου, προσέλαβα, ενεργώντας στο όνομα, κατ΄εντολή και για
λογαριασμό της υπό ίδρυση αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρίας με την
επωνυμία «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ, ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ,
ΘΕΑΤΡΟ ΛΗΔΡΑ-ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ» και το διακριτικό τίτλο «ΛΗΔΡΑ-
ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ», την ενάγουσα για να ερμηνεύσει δύο μικρούς ρόλους
(του λουλουδιού και της αλεπούς) στο θεατρικό έργο «Ο ΜΙΚΡΟΣ
ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ» του συγγραφέα Antoine de saint-Exup’ery, με αποδοχές τις
προβλεπόμενες με την από 27-3-2002 ΣΣΕ ηθοποιών. Οι δοκιμές του
προαναφερόμενου έργου, διάρκειας ενός περίπου μήνα, θα γίνονταν στην έδρα
της εταιρίας στην Αθήνα ενώ οι παραστάσεις θα δίνονταν κατά τους μήνες
Αύγουστο και Σεπτέμβριο 2002 σε επαρχιακές πόλεις. Η σύμβαση δε, θα
διαρκούσε για τη θερινή θεατρική περίοδο 2002 και θα έληγε την 30-9-2002. Η
προετοιμασία (πρόβες) για την προσαρμογή και εκμάθηση των ρόλων, που θα
ανελάμβανε η ενάγουσα, έγιναν τις παρακάτω ημερομηνίες, ήτοι: στις 12
Ιουλίου ημέρα Παρασκευή, 15 Ιουλίου ημέρα Δευτέρα, 16 Ιουλίου ημέρα Τρίτη,
17 Ιουλίου ημέρα Τετάρτη, 18 Ιουλίου ημέρα Πέμπτη και από ώρα 11.00 π.μ.
έως 13.30 μ.μ. κάθε φορά, στις 25 και 26 Ιουλίου από ώρα 10.30 π.μ. έως
13.30 μ.μ., στις 31 Ιουλίου, την 1 η Αυγούστου, στις 2 Αυγούστου από ώρα
17.00 μ.μ. έως 19.30 μ.μ. και στις 3 Αυγούστου από ώρα 10.00 π.μ. έως 14.00
μ.μ., δηλαδή επί συνολικού χρόνου έντεκα (11) ημερών και με απασχόλησή της
επί δύο και ήμισυ (2 ½) ώρες κάθε φορά, κατά μέσο όρο Ο θίασος, ο οποίος
στο παρελθόν συμμετείχε στην παράσταση, επανασυστήθηκε γιατί η εταιρεία
μας είχε αναλάβει μέσω του Υπουργείου Πολιτισμού, τη διοργάνωση τεσσάρων
(4) θεατρικών παραστάσεων σε απροσδιόριστο χρόνο και πάντως μέσα στην
καλοκαιρινή περίοδο τους έτους 2002 και παράλληλα δόθηκε η ευκαιρία, με την
επανασύστασή του, να επεκταθεί η δραστηριότητά μας και με παραστάσεις, οι
οποίες συμφωνήθηκαν κατ’ αποκοπήν, να γίνουν υπό μορφή καλλιτεχνικών
εκδηλώσεων σε διάφορους Δήμους της επαρχίας της χώρας.
Έτσι συνολικά δόθηκαν επτά (7) παραστάσεις του άνω θεατρικού έργου,
ήτοι: α) Στις 18 Αυγούστου στο Δήμο Πεδινής Ιωαννίνων και στο δημοτικό
διαμέρισμα Αμπελιά, κατόπιν προσυνεννοήσεώς μας με τον υπεύθυνο του
πολιτιστικού τομέα του Δήμου, β) στις 19 Αυγούστου στο Δήμο Πεδινής
Ιωαννίνων, κατόπιν της αυτής προσυνεννοήσεώς μας, γ) στις 21 Αυγούστου
στο Δήμο Άνω Καλαμά και στο δημοτικό διαμέρισμα Μαζαρακίου, καλλιτεχνική
εκδήλωση που διοργανώθηκε σε συνεργασία με τον ίδιο Δήμο, δ) στις 23
Αυγούστου στο Δήμο Πελασγίας Φθιώτιδος, που έγινε υπό τη χορηγία και
αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού, ε) στις 24 Αυγούστου στο Δήμο Μώλου
Φθιώτιδος, καλλιτεχνική διοργάνωση που έγινε με επιχορήγηση του
Υπουργείου Πολιτισμού, στ) στις 30 Αυγούστου στο Δήμο Μαλεσίνας
Φθιώτιδος, παράσταση που έλαβε χώρα υπό την αιγίδα του Υπουργείου
Πολιτισμού και ζ) στις 31 Αυγούστου στο Δήμο Νέας Μηχανιώνας
Θεσσαλονίκης, διοργάνωση που επιχορηγήθηκε από το ίδιο Υπουργείο
Πολιτισμού, όπου η εναγομένη μετά το πέρας της τελευταίας ως άνω
παράστασης, χωρίς να μας έχει προετοιμάσει στο ελάχιστο γι’ αυτό που θα
επακολουθούσε, επικαλούμενη υποχρεώσεις της λόγω εξεταστικής περιόδου
στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου και φοιτούσε, ξαφνικά και
παράνομα και χωρίς καμία απολύτως προειδοποίησή μας, εγκατέλειψε το
θίασο αφήνοντας όλους τους συντελεστές της παράστασης εμβρόντητους,
προκαλώντας σε εμάς τη ζημία που αναλυτικά αναφέρουμε στην από 27-1-
2003 συνεκδικαζόμενη αγωγή μας σε βάρος της. Επομένως και κατ’ ακολουθία
των προαναφερομένων η ενάγουσα εργάσθηκε για την εταιρεία με την
επωνυμία «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ, ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ,
ΘΕΑΤΡΟ ΛΗΔΡΑ-ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ» και το διακριτικό τίτλο «ΛΗΔΡΑ-
ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ» με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ηθοποιού,
ορισμένου χρόνου, η οποία άρχισε την 9-7-2002 και έληξε την 31-8-2002 με την
αιφνίδια και απροειδοποίητη αποχώρηση της αντιδίκου από το θίασο τα δε
αντίθετα από αυτήν υποστηριζόμενα είναι παντελώς αναληθή και αβάσιμα και
γι’ αυτό το λόγο απορριπτέα.
Οι αποδοχές της αντιδίκου ήταν οι νόμιμες, προβλεπόμενες στην από
27-3-2002 Σ.Σ.Ε (σχετ. Νο 1 προσκομιζόμενο και επικαλούμενο) ,ήτοι ο
μηνιαίος μισθός της ανερχόταν σε 770,36 ευρώ μικτά και αντιστοιχούσε σε 8
παραστάσεις και 6 δοκιμές την εβδομάδα, και πλέον αυτού ημερήσια
αποζημίωση ποσού 93,91 ευρώ για κάθε ημέρα παραμονής σε απόσταση
μεγαλύτερη από 50 χλμ από την έδρα της επιχείρησης.
Για το χρονικό διάστημα από 9-7-2003 μέχρι και 31-8-2003 που διήρκεσε
η σύμβαση εργασίας της ενάγουσας, οι συνολικές αποδοχές που της
οφείλονται ανέρχονταν σε
1. Δεδουλευμένες αποδοχές 2 μηνών εργασίας 1540,72 ευρώ (770,36
μηνιαίος μισθός Χ 2)
2. Αποζημίωση για εκτός έδρας εργασία από 18-8 μέχρι και 31-8-2002
1.314,74 ευρώ (93,91 ευρώ Χ 14 ημέρες)
3. Αποζημίωση αδείας και επίδομα αδείας 198,8 ευρώ (2 ημερομίσθια
ανά μήνα για αποζημίωση αδείας επί 2 μήνες εργασίας επί 24,85 ημερομίσθιο
και το αυτό και για επίδομα αδείας).
4. Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2002 149,1 ευρώ (3 ημερομίσθια
ανά μήνα εργασίας επί 2 μήνες)
Συνολικά δε οι δεδουλευμένες αποδοχές της ανήλθαν στο ποσό των
3.203,36 ευρώ. Η αντίδικος είχε λάβει από την εταιρείας μας το ποσό των 176
ευρώ ως προκαταβολή, όπως και η ίδια στην αγωγή της συνομολογεί κι έτσι
της οφείλεται το ποσό των 3.027,36 ευρώ. Το ποσό αυτό ήταν στη διάθεσή της
από το χρόνο της αποχώρησής της, η ίδια όμως αρνήθηκε να το λάβει
θεωρώντας την καταβολή μη προσήκουσα και προβάλλοντας, μετά τη λύση της
σχέσης εργασίας, οικονομικές απαιτήσεις που μάλλον ανήκουν στο χώρο της
επιστημονικής φαντασίας και με προφανή σκοπό να μας καταστήσει
υπερήμερους οφειλέτες.
Πλέον των προαναφερομένων που είναι και τα αληθή πραγματικά
περιστατικά που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της σχέσης εργασίας της
αντιδίκου με την εταιρεία μας, επί των αγωγικών ισχυρισμών της αντιδίκου έχω
να παραθέσω τα εξής:
1. Το αιτούμενο στην αγωγή κονδύλιο των 140 ευρώ για έξοδα που δήθεν
κατέβαλε η αντίδικος για χτένισμα, λούσιμο κλπ περουκών και ράψιμο στολών
είναι παντελώς αβάσιμο και απορριπτέο. Το αληθές είναι ότι η ενάγουσα,
κατόπιν παρακλήσεώς της, ανέθεσε στη μητέρα της το χτένισμα, λούσιμο,
κούρεμα και βαφή των περουκών που θα χρησιμοποιούσε στην παράσταση και
γι’ αυτό το λόγο σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της συμφωνημένης αμοιβής
έλαβε από εμάς την …………..-2003 ποσό ευρώ.
2. Προς απόδειξη της αναλήθειας των ισχυρισμών της
αντιδίκου περί δήθεν καταγγελίας από μέρους μας της σύμβασης εργασίας της
και τη δήθεν πρόσληψη αντικαταστάτριας ηθοποιού την οποία μάλιστα η
αντίδικος είδε στη σκηνή να την αντικαθιστά !!! και υπέστη έτσι μείωση της
επαγγελματικής της τιμής!!! προσάγουμε και επικαλούμεθα τις βεβαιώσεις με
αριθμούς πρωτοκόλλου 853/2-6-2003 Δήμου Καλπακίου Ιωαννίνων, 1699/3-6-
2003 Δήμου Άνω Καλαμά Ιωαννίνων, 32/6-6-2003 Δήμου Κόνιτσας Ιωαννίνων
(σχετ. Νο 2, 3 και 4, αντίστοιχα) για την αναβολή από υπαιτιότητα του θεάτρου
ΛΗΔΡΑ-Χ.ΚΟΚΚΙΝΟΥ, για τη ματαίωση 5 προγραμματισμένων για 7/9, 8/9,
9/9, 14/9 και 15/9/2003 παραστάσεων του «Μικρού Πρίγκιπα», που έγιναν μετά
την αποχώρηση της αντιδίκου από το θίασο γιατί τον απλούστατο λόγο ότι δεν
υπήρχε αντικαταστάτρια ηθοποιός.
3. Αναληθής είναι και ο ισχυρισμός της αντιδίκου περί δήθεν «προσβλητικής σε
βάρος της συμπεριφοράς» με «ειρωνείες σε βάρος της προσωπικότητάς της»
και με δήθεν προφανή από μέρους μας σκοπό να την εξαναγκάσουμε σε
παραίτηση καθώς όχι μόνο την τιμούσαμε και την αντιμετωπίζαμε με σεβασμό,
όπως άλλωστε και όλους τους συνεργάτες μας, αλλά και προκειμένου να
αισθάνεται προστατευμένη της μισθώσαμε Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο για να μεταφέρει
και τη μητέρα της και να την έχει κοντά της κατά τη διάρκεια των εκτός έδρας
παραστάσεων του θιάσου μας.
4. Ακόμη κι αν ήθελε υποτεθεί ότι είναι αληθής ο ισχυρισμός της αντιδίκου ότι η
σύμβαση εργασίας της λύθηκε με καταγγελία από μέρους της εταιρίας μας,
είναι μη νόμιμο το αίτημά της περί μη καταβαλλόμενης νόμιμης αποζημίωσης
καταγγελίας συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου διότι η μεταξύ μας
σύμβαση εργασίας ήταν ορισμένου χρόνου και μόνο για τη θερινή θεατρική
περίοδο του έτους 2002. και στην περίπτωση αυτή μπορεί η αντίδικος να
ζητήσει αποζημίωση που συνίσταται στους μισθούς τους οποίους θα λάμβανε
μέχρι της νομίμου λήξεως της συμβάσεως, τέτοιο αίτημα όμως δεν
περιλαμβάνεται στην κρινόμενη αγωγή.
Κατά το άρθρο 672 ΑΚ, καθένας από τους συμβαλλόμενους έχει δικαίωμα σε
κάθε περίπτωση να καταγγείλει τη σύμβαση για σπουδαίο λόγο, χωρίς να
τηρήσει προθεσμία, κατά δε το άρθρο 673 του ίδιου Κώδικα αν ο σπουδαίος
λόγος για τον οποίο έγινε η καταγγελία συνίσταται ή οφείλεται σε αθέτηση της
συμβάσεως, εκείνος που την αθέτησε έχει υποχρέωση σε αποζημίωση. Από τις
διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει ότι σε περίπτωση καταγγελίας εκ μέρους του
εργαζόμενου της ορισμένου χρόνου εργασιακής συμβάσεως για την εκ μέρους
του εργοδότη υπαίτια αθέτηση όρου αυτής, μπορεί ο εργαζόμενος να ζητήσει
αποζημίωση που συνίσταται στους μισθούς τους οποίους θα λάμβανε μέχρι
της νομίμου λήξεως της συμβάσεως ως και κάθε άλλη ζημία, την οποία υπέστη
από την αθέτηση και την από το λόγο αυτό επακολουθήσασα καταγγελία της
συμβάσεως (ΑΠ 745/1977 ΕεργΔ 36,770, ΑΠ 539/1979 ΕεργΔ 39,15, ΑΠ
509/1996 ΔΕΝ 1997,8). Περαιτέρω, στην περίπτωση κατά την οποία ο
σπουδαίος λόγος δεν οφείλεται σε γεγονότα που συνιστούν παράβαση της
συμβάσεως, αποτελούν όμως αδικοπραξία (άρθρο 914 ΑΚ, όπως π.χ. όταν
κάποιος από τους συμβαλλόμενους βιαιοπραγεί ή υβρίζει τον άλλον), μπορεί ο
αντισυμβαλλόμενος, καταγγέλοντας τη σύμβαση, να ζητήσει και χρημ.
Ικανοποίηση από τον υπαίτιο βάσει των άρθρων 59, 914 και 932 ΑΚ (Καυκάς,
Ειδ. Ενοχ. Δικ., έκδ Δ (1965), άρθρ. 673 ΑΚ) (οράτε την ΕφΑθ 942/1998 ΕεργΔ
58 σελ.307, προσκομιζόμενη και επικαλούμενη, σχετ. ΝΟΜ).
Επειδή αρνούμαι κάθε άλλο αντίθετο ισχυρισμό της αντιδίκου
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Και όσα νόμιμα θα προσθέσω κατά τη συζήτηση της αγωγής
ΖΗΤΩ: Να γίνουν δεκτές οι προτάσεις μου αυτές με σκοπό να απορριφθεί η
υπό κρίση αγωγή της αντιδίκου σε όλα της τα αιτήματα και να καταδικασθεί η
αντίδικος στην καταβολή της δικαστικής μου δαπάνης και την αμοιβή του
πληρεξουσίου μου δικηγόρου.
Αθήνα 23 Οκτωβρίου 2003
Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
ΕΦΕΣΗ
1. Της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας με την επωνυμία «Πολιτιστική,
καλλιτεχνική και θεατρική εταιρεία, θέατρο ΛΗΔΡΑ-ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ» και
το διακριτικό τίτλο «ΛΗΔΡΑ-ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ» που εδρεύει στο Δήμο
Πετρούπολης Αττικής (οδός Μακρυγιάννη αριθ.4) και εκπροσωπείται νόμιμα.
2. Χρήστου Κόκκινου, θιασάρχου, κατοίκου Πετρούπολης Αττικής (οδός
Μακρυγιάννη αριθ.4)
ΚΑΤΑ
1.Παναγιώτας θυγ. Ταξιάρχη ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, ηθοποιού, κατοίκου
Αθηνών, οδός Πρωτέως αρ. 22α Κυψέλη
2.Της με αριθμό 308/2004 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των εργατικών
διαφορών.
Επί της από 27-1-2003 με αριθμό κατάθεσης 15443/350/30-1-2003 αγωγής
της πρώτης από εμάς κατά της εναγομένης και τώρα εφεσιβλήτου, που
συνεκδικάσθηκε κατ’ άρθρο 246 ΚπολΔ, λόγω της πρόδηλης μεταξύ των
συνάφειας με την από 10-12-2002 με αριθμ. κατάθεσης 172795/4294/2002
αγωγή της εφεσιβλήτου Παναγιώτας Δασκαλοπούλου εναντίον του δεύτερου
από εμάς, εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την προκειμένη
ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών η προσβαλλόμενη με αριθμό
308/2004 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία
δέχθηκε εν μέρει την από 10-12-2002 αγωγή της τώρα εφεσιβλήτου και
απέρριψε την από 27-1-2003 αγωγή της πρώτης από εμάς.
Την προαναφερόμενη με αριθμό 308/2004 οριστική απόφαση του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ΕΚΚΑΛΟΥΜΕ, για τους παρακάτω ορθούς,
νομίμους, βασίμους, αληθείς και αποδεδειγμένους λόγους, αλλά και για όσους
άλλους επιφυλασσόμεθα να προσθέσουμε εν καιρώ νόμιμα με πρόσθετους
λόγους και ίδιο δικόγραφο:
1. 1. ΔΙΟΤΙ, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή
του, όχι ορθά και παράνομα κατ’ εσφαλμένη του νόμου ερμηνεία και κακή
εφαρμογή και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων που προσκομίσθηκαν,
δέχθηκε μερικά την αγωγή της εφεσιβλήτου εναντίον του δεύτερου από εμάς
ενώ αν ορθά εκτιμούσε τις προσκομισθείσες αποδείξεις θα έπρεπε να
απορρίψει αυτήν ως παθητικά ανομιμοποίητη κάνοντας δεκτή τη νομίμως
προβληθείσα ένστασή μας.
Ειδικότερα: Η εκκαλουμένη εσφαλμένα δέχθηκε ότι η αντίδικος
προσλήφθηκε και εργάσθηκε για τον δεύτερο από εμάς ατομικά αφού ναι μεν η
πρόσληψή της έγινε από τον δεύτερο από εμάς, που όμως δεν ενεργούσε
ατομικά αλλά υπό την ιδιότητά του σαν προέδρου και διαχειριστή της υπό
ίδρυση αστικής, μη κερδοσκοπικής εταιρείας με την επωνυμία «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ,
ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, ΘΕΑΤΡΟ ΛΗΔΡΑ-ΧΡΗΣΤΟΣ
ΚΟΚΚΙΝΟΣ» και το διακριτικό τίτλο «ΛΗΔΡΑ-ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ» που
νόμιμα δημοσιεύθηκε στα βιβλία του Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό 9422/5-
8-2002 και της οποίας τυγχάνω πρόεδρος-διοικητικός υπεύθυνος και
διαχειριστής, και υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του δεύτερου
από εμάς ως καθολική του διάδοχος, όπως άλλωστε αυτό αποδείχθηκε από τη
διεξαχθείσα ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου αποδεικτική διαδικασία.
Άλλωστε όλες οι παραστάσεις για τις οποίες προσλήφθηκε η αντίδικος
πραγματοποιήθηκαν από το θίασο με το διακριτικό τίτλο «ΛΗΔΡΑ-ΧΡΙΣΤΟΣ
ΚΟΚΚΙΝΟΣ» και η καταβολή προς την αντίδικο του ποσού των 176 ευρώ περί
το τέλος Αυγούστου 2002 έγινε από την πρώτη από εμάς δια χειρός του
δευτέρου από εμάς ενεργούντος σαν διαχειριστή αυτής γεγονός που
αποδέχθηκε και η ίδια η αντίδικος. Όλα τα ανωτέρω παρείδε η εκκαλουμένη και
για το λόγο αυτό πρέπει να εξαφανισθεί.
2. ΔΙΟΤΙ, η εκκαλουμένη όχι ορθά και παρά το νόμο, με ελλιπή και ανεπαρκή
αιτιολογία έκανε μερικά δεκτή την αγωγή της αντιδίκου σαν βασιζόμενη στις περί
αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, ενώ αν ορθά συνεκτιμούσε τις αποδείξεις
και σωστά εφάρμοζε το νόμο θα έπρεπε να απορρίψει αυτήν σαν αόριστη
δεχόμενη την νομίμως προβληθείσα σχετική ένστασή μας.
Ειδικότερα: Όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση η σύμβαση εργασίας που
καταρτίσθηκε προφορικά μεταξύ της εφεσιβλήτου και του δευτέρου από εμάς
με βάση την οποία αυτή προσλήφθηκε να εργασθεί ως ηθοποιός για τις
ανάγκες των θεατρικών παραστάσεων που αναλυτικά αναφέρονται στην
απόφαση, είναι άκυρη, διότι κατά την κατάρτισή της δεν τηρήθηκε ο
απαιτούμενος έγγραφος τύπος που προβλέπει το άρθρο 2 της από 23-3-2002
ΣΣΕ «Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των ηθοποιών ΣΕΗ-ΠΕΕΘ»,
επομένως η ενάγουσα και τώρα εφεσίβλητη είχε αξίωση εναντίον του δεύτερου
από εμάς με βάση τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Η αγωγή
όμως εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού, ως επιβοηθητικής φύσεως, με την
έννοια ότι μπορεί να ασκηθεί μόνο αν λείπουν οι προϋποθέσεις της εκ της
συμβάσεως ή της αδικοπραξίας αγωγής, γιατί διαφορετικά δεν μπορεί να γίνει
λόγος για έλλειψη νόμιμης αιτίας, σωρευμένη στο ίδιο δικόγραφο με την εκ της
συμβάσεως ή αδικοπραξίας αγωγή μόνο επικουρικά μπορεί να ασκηθεί. Ακόμη
στην περίπτωση άκυρης σύμβασης εργασίας, αν η αγωγή του πλουτισμού
σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚπολΔ) και ειδικότερα
υπό την αίρεση της απορρίψεώς της από τη σύμβαση εργασίας πρώτης
σωρευόμενης αγωγής λόγω ακυρότητας της ως άνω συμβάσεως, για την
πληρότητα της δεύτερης αυτής αγωγής, κατά το άρθρο 216 παρ.1α ΚπολΔ,
αρκεί πέρα από την παροχή της εργασίας και του εξαιτίας της πλουτισμού του
εναγομένου εργοδότη, να γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο απλή επίκληση της
ακυρότητας της συμβάσεως εργασίας (βλ ΑΠ 712/2001 Δνη 43/762, ΑΠ
914/1998 Δνη 40/314). Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα σώρευσε στο
ίδιο δικόγραφο της αγωγής της τόσο την από τη σύμβαση εργασίας της όσο και
την από τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού αγωγή, όχι επικουρικά
την τελευταία και συνεπώς πρέπει αυτή ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτη, πλέον
του ότι είναι απορριπτέα και λόγω της αοριστίας της από τη μη επίκληση της
ακυρότητας της σύμβασης εργασίας. Με το να καταλήξει λοιπόν η
προσβαλλομένη απόφαση σε διαφορετικό δικανικό πόρισμα και να κάνει δεκτή
την αγωγή της αντιδίκου έσφαλε στην ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου
και πρέπει να εξαφανισθεί.
3.

You might also like