ΜΕΡΟΣ ΛΕΞΗ ΤΟΥ ΣΗΜΑΣΙΑ ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΛΛΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΣΥΝΩΝΥΜΟ ΑΝΤΩΝΥΜΟ ΛΟΓΟΥ ευεξία ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ η καλή Αίσθηση ευεξία ευ + έχω ευφορία καχεξία Θηλυκού ψυχοσωματική που προκαλεί η Από το ρήμα έχω : ευδιαθεσία δυσφορία Γένους κατάσταση ενασχόληση με τα έξη(=συνήθεια) σπορ. άσχετος απέχω περιέχω κατέχω υποσιτίζω/ ΡΗΜΑ παρέχω σε κάποιον Οι λαοί του υπό + σιτίζω υπερσιτίζω -ομαι τροφή ανεπαρκή σε τρίτου κόσμου (=παρέχω τροφή) υπερτροφία ποσότητα ή υποσιτίζονται. (σίτος = σιτάρι) θρεπτικά συστατικά υποσιτισμός υπερσιτισμός επίπτωση ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ η επίδραση που Οι επιπτώσεις επί + πίπτω συνέπεια Θηλυκού ασκεί κάτι σε κάτι του καπνίσματος (=πέφτω) επίδραση Γένους άλλο στην υγεία του πτώση αποτέλεσμα (συνήθως βλαπτική) ανθρώπου είναι πτωτικός αντίκτυπος σοβαρές. άγνοια ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ Η κατάσταση του να Κόσμος αρχ. ρήμα γιγνώσκω αμάθεια γνώση Θηλυκού μη γνωρίζει κανείς βυθισμένος στο (=γνωρίζω, μαθαίνω, αγνωσία εν γνώσει κάποιου Γένους κάτι σκοτάδι της κατανοώ) απειρία σωφροσύνη (έλλειψη γνώσης) άγνοιας και του γνώση επιπολαιότητα λογική εφησυχασμού. γνωστικός πείρα κατακλύζω ΡΗΜΑ 1. σκεπάζω με νερά Τα ιαπωνικά κατακλυσμός γεμίζω 2. (μτφ) δίνω κάτι προϊόντα έχουν κατακλυσμιαίος καλύπτω σε υπερβολικό κατακλύσει τις κατακλυσμικός πλημμυρίζω βαθμό, γεμίζω ευρωπαϊκές με κάτι αγορές. επιτακτικό ΕΠΙΘΕΤΟ 1. για κάτι που Κρίθηκε επί + τάσσω (=ορίζω) υποχρεωτικός προαιρετικός ς είναι απόλυτα επιτακτική η τάγμα αναγκαίος εκούσιος υποχρεωτικό ή ανάγκη τάζω αυστηρός (=που γίνεται με αναγκαίο αποστολής διατάσσω απόλυτος τη θέληση (για κάτι που τροφίμων στους (=τακτοποιώ) κάποιου) πρέπει πληγέντες του επιτακτικότητα οπωσδήποτε να σεισμού. επιτακτικά γίνει) 2. κάποιος που φαίνεται ότι διατάζει/ προστάζει/ επιτάσσει διαβίωση ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ο τρόπος με τον Οι άθλιες δια + βίος (ζωή) ζωή Θηλυκού οποίο ζει κάποιος, συνθήκες βίος Γένους οι συνθήκες της διαβίωσης το βιώσιμος ζωής, ο τρόπος ώθησαν να βίωμα ζωής αναζητήσει μία βιοτικός καλύτερη συμβίωση πατρίδα. αναβίωση επιβίωση