You are on page 1of 3

Δύο αναμνήσεις στοιχειώνουν τον ύπνο του Γκράοθ Γκριμράιτ τα τελευταία 40

χρόνια. Η πρώτη είναι ο πατέρας του, Λόντουλ Γκρίμράιτ, να σφυρηλατεί


πανοπλίες, όπλα, εργαλεία και άλλα αντικείμενα, ψέλνοντας σθεναρά –ίσως
μανιασμένα, εδάφια από τις γραφές του Λάντουγκουρ.
Τον θυμάται τεράστιο, γίγαντα σχεδόν πάνω από το αμόνι, να κατεβάζει
παντοδύναμα και ακατάπαυστα το σφυρί του, κτυπώντας και δαμάζοντας το
πυρωμένο μέταλλο. Σπίθες πετάγονται και να αντανακλώνται τριγύρω στο
εργαστήριο, καθώς οι φυσικές γούρνες από σταλαγμίτη ήταν πάντα γεμάτες με
διάφορα υγρά στα οποία έσβηνε τις κατασκευές του ανάλογα με το τι
χαρακτηριστικά ήθελε να τους προσδώσει. Η μπροστά για να αντέχει τη ζέστη, η
πίσω για να αντέχει τα τρυπήματα, η ρηχή αλλά πλατιά για να μην χάνει την
κόψη του, η μικρότερη για να μην χάνει τη γυαλάδα.
Υπήρχαν κι άλλες πολλές, που μέσα στο σκοτάδι και με το φως του φούρνου
μόνο να διαχέεται στη φυσική σπηλιά, δε μπορούσε ο ίδιος να ξεχωρίσει. Ήξερε
όμως ότι η πιο απόμακρη ήταν αυτή που ο πατέρας του τον έστελνε να βυθίσει
όπλα και πανοπλίες που «κανείς δε θα ήθελε να κρατήσουν και για πάντα!».
Πάντα το ίδιο αστείο και πάντα το ίδιο απόκοσμο γέλιο από τον πατέρα του.
Όταν πια κατάλαβε τι εννοούσε, το αινιγματικό μειδίαμα είχε γίνει ήδη και δικό
του.
Τον θυμάται όμως και πριν να αρχίσει να περνάει κάθε στιγμή που δεν κοιμόταν
ή έπινε μπροστά από το αμόνι. Θυμάται τον Λόντουλ Στήλχαντ ένα νάνο
λιγότερο προσηλωμένο στις γραφές και στην κατασκευή και περισσότερο
κοινωνικό, αρχηγικό και βασιλικό. Σημαντικό μέλος του έθνους τους και ηγετική
φυσιογνωμία στους κύκλους των σιδηρουργών και των εμπόρων, αλλά πάνω απ’
όλα τον θυμάται να γυρνάει θριαμβευτής μαζί με τα καραβάνια που τον είχαν
πάρει μακριά από την οικογένεια του για μήνες ολόκληρους, λάμποντας σχεδόν
από την περηφάνεια του και τη χάρη του Λάντουγκουρ. Πάντοτε θα άφηνε την
αστραφτερή μεταλλική σφύρα και την εξίσου προσεγμένη πανοπλία του στο μέρος
που ήταν αφιερωμένο στο Θεό τους και αφού τα καθάριζε ξανά με τριχιά
βουτηγμένη στα ιερά έλαια, τότε μόνο θα χαιρετούσε τη μητέρα του Λόντουλ και
κατόπιν τον ίδιο με τα αδέρφια και τις αδερφές του.
Η αλλαγή που επήλθε ήταν αδιανόητη για τον Γκράοθ, συγκλονιστική για τον
πατέρα του, αβάσταχτη για την υπόλοιπη οικογένεια Στήλχαντ. Οι Νάνοι ένιωσαν
την απώλεια σε διάφορους βαθμούς και με πολλούς διαφορετικούς τρόπους.
Ορισμένοι ακόμα έπεσαν μέσα στην Μεγάλη Χαράδρα σε μία στιγμή απελπισίας,
αλλά κανείς δε βίωσε το χαμό του Λάντουγκουρ όπως ο Λόντουλ Στήλχαντ.
Κανείς δε μπορούσε να καταλάβει το κενό που δημιουργήθηκε στην ψυχή του
βετεράνου πολεμιστή, σιδηρουργού, οπλοποιού, έμπορα, πατέρα, συζύγου και
επίλεκτου των Θεών.
Ο ίδιος προσπάθησε να το γεμίσει με το ξενόφερτο, στυφό κρασί των Ανθρώπων,
με τα απαγορευμένα παραισθησιογόνα βρύα των Ξωτικών αλλά και με ξεχασμένα
καταπραϋντικά μαντζούνια των Νάνων. Ξοδεύοντας σχεδόν όλη την περιουσία
τους σε ανούσια αγαθά και ταξίδια απελπισίας στο Άντερνταρκ, το μόνο που
κατάφερε ήταν να διώξει μακριά όλη την οικογένειά του, πέρα από τον
μεγαλύτερο υιό του.
Ο Γκράοθ έμεινε δίπλα του, κρύβοντας την πανοπλία του και τη σφύρα του στο
εργαστήριο, μέρος που δεν άντεχε να πατήσει ο πατέρας του, αφήνοντάς του μόνο
το σιδηρόδετο βιβλίο με τις διδαχές, παροιμίες, αφορισμούς και προφητείες του
Λάντουγκουρ. Στην αρχή δεν άντεχε καν να κοιτάξει το σκαλισμένο εξώφυλλο
στο σχήμα της Ασημένιας Ασπίδας αλλά μέσα στους πρώτους μήνες κατάφερε να
συγκρατεί τους λυγμούς, τον πόνο, την αγανάκτηση, το χαμό και τον τρόμο
αρκετά για να διαβάσει φωναχτά ορισμένα από τα πρώτα εδάφια.
Ήταν πάνω από πέντε χρόνια αργότερα, όταν πλέον όλοι οι πόροι των
Στήλχαντ είχαν εξαντληθεί, που ο Λόντουλ κατάφερε να διαβάσει τον τόμο
ολόκληρο. Χωρίς να παραλείψει την παραμικρή λέξη ή την οσοδήποτε ασήμαντη
προσωπική του σημείωση, άλλοτε απαγγέλοντας, άλλοτε τραγουδώντας,
ψέλνοντας, ψιθυρίζοντας ή ουρλιάζοντας. Χωρίς παύση για ξεκούραση, ύπνο ή
έστω νερό και τροφή. Τρέμοντας από τον πυρετό και την εξάντληση μετά από 56
ώρες αδιάκοπης αφοσίωσης και νιρβάνας έπεσε κατάκοιτος για άλλες τόσο χρόνο
λήθαργου γεμάτου εφιάλτες. Τότε ξεκίνησε η αγρυπνία του Γκράοθ, φροντίζοντας
τον εξαντλημένο Νάνο με κομπρέσες και καταπότια προκειμένου να ιδρώσει όλες
τις ουσίες που επιβάρυναν τον οργανισμό του.
Όταν ο πατέρας του ξύπνησε δεν ήταν πλέον ο ίδιος Λόντουλ. Μιλούσε μόνο με
λέξεις, προτάσεις και παραγράφους του Βιβλίου, ανίκανος να επικοινωνήσει
οτιδήποτε άλλο πέρα απ’ ότι εξέφραζε την Υπακοή, το Μόχθο και τη στυγνή,
απρόσωπη Τέχνη. Ο αποσβολωμένος Γκράοθ, τον κυνήγησε σχεδόν μέχρι το αμόνι,
φοβούμενος για την τύχη των οικογενειακών κειμήλιων που είχε αφήσει εκεί. Ο
πατέρας του τα προσπέρασε σχεδόν χωρίς να υπάρχουν και άναψε τη πυρά του
φούρνου. Μία φωτιά που δεν έσβησε ούτε στιγμή για τον επόμενο αιώνα.
Ο Λόντουλ Στήλχαντ είχε χαθεί κάπου στο παραλήρημα του πατέρα του και
στη θέση του ξύπνησε ο Λόντουλ Γκρίμράιτ, όπως τον ονόμασαν οι υπόλοιποι
κάτοικοι, ο ακούραστος, τρελός, φανατικός, γραφικός, επικίνδυνος,
αλλοπρόσαλλος, ανελέητος σιδεράς του Άντερνταρκ. Οι ενδιαφερόμενοι
προσέφεραν φαγητά και ποτά, καθώς τα πολύτιμα μέταλλα και τα πετράδια
απαιτούσαν ταξίδι στην επιφάνεια για τον Γκράοθ, πράγμα που αρνιούνταν
πεισματικά να κάνει προκειμένου να μην αφήσει μόνο του τον πατέρα του.
Η αέναη σχεδόν παραγωγή του Γκρίμράιτ προσέλκυσε τους Νάνους της
περιοχής να στήσουν μία υποτυπώδη αγορά έξω από την τεράστια σπηλιά-
σιδηρουργείο του, καθώς αντάλλαζαν πανοπλίες, όπλα και ασπίδες για φαγητό
και κατόπιν τα πουλούσαν σε όποιον ενδιαφερόταν. Ήταν το λιγότερο που
μπορούσε να κάνει ο Γκράοθ προκειμένου να προστατεύσει και αυτόν και τον
πατέρα του από επίδοξους ληστές και τυχοδιώκτες. Στην κοινότητα εκείνη
μεγάλωσε ο Γκράοθ, εκεί έμαθε να πολεμάει, να μαλώνει και να μισεί οτιδήποτε
ήταν ενάντια σε αυτόν και τον Λόντουλ.
Η δεύτερη ανάμνηση που δεν τον αφήνει να κοιμηθεί, πέρα από τον
εκκωφαντικό θόρυβο και το ανεξήγητα λαμπερό σκοτάδι της επιφάνειας ακόμα
και 30 χρόνια περιήγησης αργότερα, είναι τα βουρκωμένα μάτια του πατέρα του,
να τον κοιτάνε με αγάπη και περηφάνεια, λίγο πριν φύγει από το μονοπάτι προς
τα Πάνω, ψελλίζοντας «Γύρισε! Ο Εξόριστος γύρισε! Γύρισε ο Γκρίζος Προστάτης.
Ο Μέγας Τεχνίτης ζει ξανά!».

You might also like