You are on page 1of 9

1

ΕΠΟΧΕΣ

Στους Γονείς μου

 Χειμώνας 1942
 Αναμονή
 Απροσδιόριστη χρονολογία
 Θά ’ρθει μια μέρα…
 13.12.43
 Μια ημερομηνία πριν από χρόνια
 Οι νικημένοι
 Αναζήτηση
 Τώρα
 Επιτάφιον
 Πέντε μικρά θέματα
 Ποιήματα που μας διάβασε ένα βράδυ ο Λοχίας Otto
V…
 Ο Πόλεμος
 Χάρης 1944
 Το καινούριο τραγούδι

 Χειμώνας 1942

Ξημέρωσεν ο δείχτης πάλι Κυριακή.

Εφτά μέρες Η μια πάνω απ’ την άλληΔεμένες5ΟλόιδιεςΣα χάντρες κατάμαυρες


Κομπολογιών του Σεμινάριου.

Μια, τέσσερις, πενηνταδυό.

Έξι μέρες όλες για μια10Έξι μέρες αναμονή Έξι μέρες σκέψη Για μια μέρα Μόνο για μια
2

μέρα Μόνο για μιαν ώρα.15Απόγευμα κι ήλιος.

Ώρες Ταυτισμένες Χωρίς συνείδηση Προσπαθώντας μια λάμψη20Σε φόντο σελίδω νΜε
πένθιμο χρώμα.

Μια μέρα αμφίβολης χαράς Ίσως μόνο μιαν ώρα Λίγες στιγμές.25Το βράδυ αρχίζει πάλι η
αναμονή Πάλι μιαν εβδομάδα, τέσσερις, πενηντα δυό

....................................

Σήμερα βρέχει απ’ το πρωί. Ένα κίτρινο χιονόνερο.

Αναμονή

Πόσα χρόνια να γυρίσει… Κι όμως η μυρουδιά της χυμένη παντού Ξεχασμένη σ’ όλο το
δωμάτιο στις πιο απίθανες γωνιές Σάμπως να ζει ακόμη ανάμεσά μας!

5Όμως πρέπει να γύρισε ύστερα από τόσα χρόνια Αυτές τις ώρες την προσμένω κάθε
βράδυ Σχεδιάζοντας με το μολύβι κόκκινα στόματα απάνω στο χαρτί Όπως και να ’τανε
έπρεπε να τρίξει πάλι η πόρτα Ας είναι κι απ’ τον άνεμο.

10Ας είν’ με δυο ημικύκλια στεγνά πάνω στα χείλη Στο μέτωπο κατάμαυρες ραβδώσεις
Φτάνει που θά ’ρθει μοναχά ύστερα από χρόνια Μ ό ν ο  που θά ’ρθει!… Σχεδιάζοντας
κόκκινα φλογερά στόματα απάνω στο χαρτί.

15…Νόμισα πως θα πνιγόμουνα!

Απροσδιόριστη χρονολογία

Αυτή η μέρα πέρασε χωρίς καμιάν απόχρωσηΤόσο διαφορετική από τις άλλες μέρες(Ίσως η
απαρχή ομοίων ημερών)Έσβησεν έτσι ανάλαφρα όπως ήρθε5Χωρίς να παιχνιδίσει ο ήλιος
στα κλαδιάΤράβηξε τις κουρτίνες της με διάκρισην η νύχτα.

Μια μέρα τόσο διάφορη απ’ τις άλλεςΧωρίς τα σύμβολα του «πλην» και του «συν» π’
αυλακώνουν τη σκέψηΧωρίς να βαραίνει καν τη ζυγαριά της μνήμης10Πες σα μια
σαπουνόφουσκα που τρυπήσαμε με την καρφίτσαΣαν τον καπνό τσιγάρου χωρίς άρωμα.

Έτσι έπεσε ένα φύλλο από το καλαντάριΔίχως τον παραμικρότερο ήχο(Χάθηκε και δεν
ψάξαμε να το βρούμε)15Έμεινε το συρτάρι μας όπως τ’ αφήσαμε.

Ίσως —λες— πως δεν ήτανε καν μια μέραΜόνο που σήμερα φωνάζουν αρνητικά οι
αριθμοίΤο ρολόι γυρισμένο ένα ακόμα εικοσιτετράωρο—Λες— πως περάσαμε ασυνείδητα
τα μεσάνυχτα20Έναν ολόισιο ασφαλτοστρωμένο δρόμο.

Θά ’ρθει μια μέρα…


3

Θά ’ρθει μια μέρα που δε θα ’χουμε πια τί να πούμεΘα καθόμαστε απέναντι και θα
κοιταζόμαστε στα μάτιαΗ σιωπή μου θα λέει: Πόσο είσαι όμορφη, μα δε βρίσκω άλλο
τρόπο να σ’ το πωΘα ταξιδέψουμε κάπου, έτσι από ανία ή για να πούμε πως κι εμείς
ταξιδέψαμε.

5Ο κόσμος ψάχνει σ’ όλη του τη ζωή να βρει τουλάχιστο τον έρωτα, μα δε βρίσκει
τίποτα.Σκέφτομαι συχνά πως η ζωή μας είναι τόσο μικρή που δεν αξίζει καν να την αρχίσει
κανείς.Απ’ την Αθήνα θα πάω στο Μοντεβίδεο ίσως και στη Σαγκάη· είναι κάτι κι αυτό δεν
μπορείς να το αμφισβητήσεις.

Καπνίσαμε —θυμήσου— ατέλειωτα τσιγάρα συζητώντας ένα βράδυ—Ξεχνώ πάνω σε τί—


κι είναι κρίμα γιατί ήταν τόσο μα τόσο ενδιαφέρον.

10Μια μέρα, ας ήτανε, να φύγω μακριά σου αλλά κι εκεί θά ’ρθεις και θα με ζητήσειςΔεν
μπορεί, Θε μου, να φύγει κανείς ποτέ μοναχός του.

............................................................

Τον πρώτο Μάρτη, στον πόλεμο, γνώρισα έναν Εγγλέζο θερμαστήΠου μου διηγήθηκεν
ολόκληρη την ιστορία του Σαμ Ντέυλαν«Είναι αργά» μου είπε κάποτε «θα ’πρεπε πια να
πηγαίνουμε15Μα δεν είναι ανάγκη επιτέλους να κλαίτε τόσο πολύ για έναν άνθρωπο που
σκοτώθηκε.Πέθανε στην αγκαλιά μου και ψιθύριζε ένα γυναικείο όνομαΕίναι πολύ γελοίο
να πεθαίνεις και να ψιθυρίζεις ένα γυναικείο όνομα».Το μούτρο του άσπριζε παράξενα.
Ύστερα δεν τον ξαναείδα.

13.12.43
Θυμάσαι που σου ’λεγα: όταν σφυρίζουν τα πλοία μην είσαι στο λιμάνι.Μα η μέρα που
έφευγε ήτανε δικιά μας και δε θα θέλαμε ποτέ να την αφήσουμε.Ένα μαντίλι πικρό θα
χαιρετά την ανία του γυρισμούΚι έβρεχε αλήθεια πολύ κι ήτανε έρημοι οι δρόμοι5Με μια
λεπτήν ακαθόριστη χινοπωριάτικη γεύσηΚλεισμένα παράθυρα κι οι άνθρωποι τόσο
λησμονημένοι—Γιατί μας άφησαν όλοι; Γιατί μας άφησαν όλοι;Κι έσφιγγα τα χέρια σουΔεν
είχε τίποτα τ’ αλλόκοτο η κραυγή μου.

…Θα φύγουμε κάποτε αθόρυβα και θα πλανηθούμε10Μες στις πολύβοες πολιτείες και στις
έρημες θάλασσεςΜε μιαν επιθυμία φλογισμένη στα χείλια μαςΕίναι η αγάπη που
γυρέψαμε και μας την αρνήθηκανΞεχνούσες τα δάκρυα, τη χαρά και τη μνήμη
μαςΧαιρετώντας λευκά πανιά π’ ανεμίζονται.15Ίσως δε μένει τίποτ’ άλλο παρά αυτό να
θυμόμαστε.

Μες στην ψυχή μου σκιρτά το εναγώνιο Γιατί,Ρουφώ τον αγέρα της μοναξιάς και της
εγκατάλειψηςΧτυπώ τους τοίχους της υγρής φυλακής μου και δεν προσμένω
απάντησηΚανείς δε θ’ αγγίξει την έκταση της στοργής και της θλίψης μου.

20Κι εσύ περιμένεις ένα γράμμα που δεν έρχεταιΜια μακρινή φωνή γυρνά στη μνήμη σου
και σβήνειΚι ένας καθρέφτης μετρά σκυθρωπός τη μορφή σουΤη χαμένη μας άγνοια, τα
χαμένα φτερά.
4

Μια ημερομηνία πριν από χρόνια

Ζήσαμε πάντα σε υγρές κι ανεξερεύνητες παραλίεςΣτα σιωπηλά καφενεία με τις


ετοιμοθάνατες καρέκλεςΤα σούρουπα έρχονται και ξανάρχονται κι η θάλασσα είν’
ατέλειωτηΜε τα θαμπά καράβια που φεύγουν και πλανιούνται στο σκοτάδι.5Είναι ωραίο
και θλιβερό να θυμάσαι τόσα βράδιαΔεμένα μ’ απέραστους καπνούς και με δυο
κατάμαυρα μάτιαΚι ένα χέρι που μάκραινε και χαιρετούσε απ’ το λιμάνι(«Πορτ
Σάιδ ‒ Αλεξάνδρεια» στις 20 του Ιούλη)Ζήσαμε εκείνα τα θλιβερά και μονότονα
καλοκαίρια10Κλεισμένοι πίσω από τα σίδερα της θάλασσαςΜετρώντας ένα ένα τα κύματα
και τ’ άστραΔοσμένοι στην πικρή μας προσμονή.Άγονες μνήμες.Τί σκέφτονται όλα αυτά τα
καράβια μες στη νύχτα15Που χορεύουν δεμένα τόσα χρόνια και δε γέρασανΤυλιγμένα απ’
τις φουρτούνες τόσων και τόσων ταξιδιώνΤί θυμούνται τ’ αναμμένα τροπικά δειλινάΤα
φώτα που λυγίζουν και βουτάνε στο νερόΤα παιδιά που δεν κοιμούνται και κλαίνε τα
βράδια20(«Πορτ Σάιδ ‒ Αλεξάνδρεια» στις 20 του Ιούλη)Ήταν τα μάτια της θλιμμένα σαν τα
καλοκαιριάτικα απογέματαΚλεισμένα βαθιά στα μυστικά της θάλασσαςΚι ένα χέρι μαλακό
και λεπτό σαν τη στοργήΈνα χέρι μαλακό μπορεί να σε τραβήξει25Τραγουδώντας στα βάθη
του πέλαγου στις μακρινές πολιτείες.

Ζήσαμε πάντα στις υγρές κι ανεξερεύνητες παραλίεςΜε τη μνήμη πληγωμένη από μάτια και
ταξίδιαΔεμένη πίσω απ’ ένα καράβι που δε θα γυρίσειΜες στους απέραστους καπνούς και
τα βραχνά τραγούδια30(«Πορτ Σάιδ ‒ Αλεξάνδρεια» στις 20 του Ιούλη).

Οι νικημένοι

Ανάβαλες την τελευταία πάντα μέρα τη φυγή σουΕίχαμε μέσα κι οι δυο μας βαθιά τον
πανικό του χωρισμού.

Νοσταλγούσαμε τόσο να χαρίσουμε τις αβέβαιες πλάνες μας στ’ όνειροΌμως ποιός δε
λογάριασε τα λευκά καλοκαίρια που πληγώσαν τα χρόνια μας5Ποιός δεν επίστεψε πως δεν
είχαμε ακόμα πληρώσει το χρέος μας ολάκεροΚαι βρίσκουμε την κρίσιμη τούτη στιγμή
αιχμάλωτους όρκους στη νιότη μας, αισθήματα πιο πλούσια από τ’ άναμμα της
σάρκαςΞέρεις πως πια ξεχάσαμε τ’ αμέριμνα παιδιά που σπαταλούσαν το γέλιο τουςΞέρεις
πως θά ’ρθει μια μέρα που θα φορέσουμε αλογάριαστα ολόγυμνοι τον εαυτό
μαςΣυντροφεύοντας τις ακριβές μας αμφιβολίες, ξαγρυπνήσαμε ατέλειωτες νύχτες χωρίς
δίπλα μας να ’ναι κανείς ν’ ακούσει την αγωνία της φωνής μας10Αγαπήσαμε μια τρικυμία
καινούρια, κι όμως γιατί ν’ αναβάλλουμε πάντα την ώριμη χρονολογία;

Και μένουμε δυο νικημένοι μ’ ολιγόπιστα μάταια φερσίματα.

Αναζήτηση

Οι πολιτείες ήτανε λευκές, οι νύχτες φορτωμένες βαριές αναμνήσειςΘολά προμηνύματα


για κάποια μακρινά κι αναπότρεπτα ταξίδιαΤώρα πια δε φωνάζω τώρα πια δε σκέφτομαι
κάτι σταμάτησε μέσα μουΜπορώ να δω τη μορφή μου στον καθρέφτη· μπορώ να διακρίνω
μια μάσκα χλωμή κι ολότελα ξένη.
5

5Θά ’ρθω μια μέρα, γυμνός απ’ αγάπη και μίσοςΑλύγιστος κι αδυσώπητος, μ’ οδηγό τη
σιωπή μου και σύντροφο.Φίλε: αν νομίζεις πως δεν ήρθα πάλι αργά, δείξε μου κάποιο
δρόμοΕσύ που ξέρεις τουλάχιστον πως γυρεύω ένα τίποτα για να πιστέψω πολύ και να
πεθάνω.

Τώρα

Κι όμως, Δημήτρη, ξανά πίσω δεν πρέπει να γυρίσουμεΧρέος μας είναι πια να μη


γυρίσουμε.

Ας ξανατραγουδήσουμε πάλι εκείνο το τραγούδι που λέγαμε στην αρχήΑς


ξανασκεφτούμε τα ίδια πάλι πράγματα όπως όταν ξεκινήσαμε5Γιατί όλα, ξέρεις,
πως τελειώνουνε και μόνο ένα δεν τελειώνειΓιατί κι η ίδια η ζωή, Δημήτρη, είναι κι
αυτή όμορφηΌσο κι αν έζησε κανείς μέρες πολύ κακέςΌσο κι αν είν’ μοιραίο να τις
ζήσει ή κι αν τις ζει ακόμα.

Τώρα που φτάσαμεν εδώ δεν πρέπει να ξαναγυρίσουμε.10Πιο καλά να σταθούμε


εδώ, μα όχι πάλι πίσω.

Επιτάφιον

Εδώ αναπαύεταιΗ μόνη ανάπαυση της ζωής τουΗ μόνη του στερνή ικανοποίησηΝα
κείτεται μαζί με τους αφέντες του5Στην ίδια κρύα γη, στον ίδιο τόπο.

Πέντε μικρά θέματα


6

I
Μες στην κλειστή μοναξιά μουΈσφιξα τη ζεστή παιδική σου άγνοιαΣτην αγνή παρουσία σου
καθρέφτισα τη χαμένη ψυχή μου.

Εμείς αγαπήσαμε. ΕμείςΠροσευχόμαστε πάντοτε. Εμείς5Μοιραστήκαμε το ψωμί και τον


κόπο μας

Κι εγώ μέσα σε σένα και σ’ όλους.

II
Ίσκιοι βουβοί αραγμένοι στη σκάλαΜάτια θολά που κράτησαν εικόνες θαλασσινέςΚύματα
με τη γλυκιάν αγωνία στην κάτασπρη ράχη

Γυμνός κυλίστηκα μέσα στην άμμο μα δεν υποτάχτηκα5Και δεν αγάπησα μόνον εσένα που
τόσο με κράτησεςΌπως αγάπησα τα ναυαγισμένα καράβια με τα τραγικά ονόματαΤους
μακρινούς φάρους, τα φώτα ενός απίθανου ορίζονταΤις νύχτες που γύρευα μόνος να βρω
το χαμένο εαυτό μουΤις νύχτες που μόνος γυρνούσα χωρίς κανείς να με νιώσει10Τις νύχτες
που σκότωσα μέσα μου κάθε παλιά μου αυταπάτη.

III
Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωταΚάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να
περπατώΝύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρήΤην ασήμαντη παρουσία μου
βρίσκω σε κάθε γωνιά

5Κάμε να σ’ ανταμώσω, κάποτε, φάσμα χαμένο του πόθου μουΚι εγώ ξεχασμένος κι
ατίθασος να περπατώ κρατώνταςΑκόμα μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες.

(Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίςΝα γνωρίζω κανένανε κι ούτε10Κανένας με


γνώριζε).

IV
Κάτω απ’ τα ρούχα μου δε χτυπά πια η παιδική μου καρδιάΛησμόνησα την αγάπη που ’ναι
μόνο αγάπηΜερόνυχτα να τριγυρνώ χωρίς να σε βρίσκω μπροστά μουΟρίζοντα λευκέ της
αστραπής και του όνειρου5Ένιωσα το στήθος μου να σπάζει στη φυγή σου

Ψυχή της αγάπης μου αλήτισσαΛεπίδι του πόθου μου αδυσώπητοΝικήτρα μονάχη της
σκέψης μου.

V
Χαρά, Χαρά, ζεστή αγαπημένηΤραγούδι αστείρευτο σε χείλια χιμαιρικάΣτα γυμνά μου
μπράτσα το είδωλό σου συντρίβωΧαρά μακρινή, σαν τη θάλασσα ατέλειωτη5Κουρέλι
ακριβό της πικρής αναζήτησηςΆσε να φτύσω το φαρμάκι της ψεύτρας σου ύπαρξηςΆσε να
οραματιστώ τις νεκρές αναμνήσεις μου(Ανελέητο κύμα της νιότης μου).

Ω ψυχή την αγωνία ερωτευμένη!

Ποιήματα που μας διάβασε ένα βράδυ ο Λοχίας Otto V…


7

I
Σε δύο λεφτά θ’ ακουστεί το παράγγελμα «Εμπρός»Δεν πρέπει να σκεφτεί κανένας τίποτ’
άλλοΕμπρός η σημαία μας κι εμείς εφ’ όπλου λόγχη αποπίσωΑπόψε θα χτυπήσεις ανελέητα
και θα χτυπηθείς5Θα τραβήξεις μπροστά τραγουδώντας ρυθμικά εμβατήριαΘα τραβήξεις
μπροστά που μαντεύονται χιλιάδες ανήσυχα μάτιαΕκεί που χιλιάδες χέρια σφίγγονται γύρω
από μι’ άλλη σημαίαΈτοιμα να χτυπήσουνε και να χτυπηθούν.

Σ’ ένα λεφτό πρέπει πια να μας δώσουν το σύνθημα10Μια λεξούλα μικρή μες στη νύχτα,
που σε λίγο εξαίσια θα λάμψει.

(Κι εγώ που ’χω μια ψυχή παιδική και δειλήΠου δε θέλει τίποτ’ άλλο να ξέρει απ’ την
αγάπηΚι εγώ πολεμώ τόσα χρόνια χωρίς, Θε μου, να μάθω γιατίΚαι δε βλέπω μπροστά
τόσα χρόνια παρά μόνο τον δίδυμο αδερφό μου).

II
Σε τούτη τη φωτογραφία ήμουνα νέος κοντά 22 χρονώ· εδώ είναι η γυναίκα π’ αγαπούσα: η
γυναίκα μουΤη λέγανε Μάρθα· έσφιγγε το γιο μου με λαχτάρα στην αγκαλιά τηςΔε μου ’πε:
«χαίρομαι που πας να πολεμήσεις». Έκλαιγε σαν ένα μικρό κοριτσάκι.Κι εδώ κάποιο σπίτι
παλιό μ’ έναν κήπο στη μέση και μ’ άνθη…5…Θυμάσαι όταν ήμασταν παιδιά είχαμε ένα
ξύλινο άλογο και μια γυαλιστερή τρομπέταΤα βράδια ξαγρυπνούσαμε στα βιβλία με τις
αρχαίες ηρωικές ιστορίεςΤον αθώο μας ύπνο τυράννησαν οι αντίλαλοι των φημισμένων
πολεμιστώνΎστερα τα ξεχάσαμε όλα αυτά σε μια γωνιά γελώντας για τα παιδιάστικα
καμώματα.Ίσως αύριο μια τόση τρυπίτσα μού χαράξει το μέτωπο10Ω μια τρυπίτσα που
χωρά όλο τον πόνο των ανθρώπωνΠοιός είμαι; Πού βρίσκομαι; Σκίστε τα ρούχα μου εδώ
μπροστά στο στήθοςΊσως θα βρείτε ακόμα τ’ όνομά μου σκαλισμένο. Ποιός το
θυμάται;Ψάξτε τα ρούχα μου ακόμα… Εδώ ήμουνα νέος 22 μόλις χρονώΚι εδώ μια γυναίκα
που σφίγγει με λαχτάρα ένα παιδί στην αγκαλιά της.

15(Έκλαιγε αλήθεια όταν έφευγα σαν ένα μικρό κοριτσάκι).


8

Johann Wolfgang von Goethe

Προμηθέας

Μετάφραση: Νίκος Α. Σερεσλής

Σκέπαζ’ ω Δία,
με καταιγίδες σύννεφα τον ουρανό σου
κι αφέντευε πα στις βουνοκορφές και στις βαλανιδιές,
παρόμοια με παιδί, που εύκολα
των γαϊδουραγκαθιών θερίζει τα κεφάλια —
το χέρι σου όμως μακριά
από τη γη μου κράτα
κι απ’ την καλύβα μου, που δεν την έχτισες εσύ,
καθώς κι από το τζάκι μου,
που για τη ζεστασιά του με ζηλεύεις.

Δεν ξέρω τίποτα πιο μίζερο


κάτω απ’ τον ήλιο από σας, θεοί!
Με ψίχουλα
σεις τη Μεγαλοσύνη σας
από θυσίες θρέφετε
και προσευχές
και θα πεινούσατε, αν δε βρίσκουνταν
ζητιάνοι και παιδιά
κουτοί γεμάτοι ελπίδες.

Σαν ήμουνα παιδί,


να πράξω τί, δεν ήξερα,
με μάτι σαστισμένο
τον ήλιο αγκάλιαζα, σαν να ’ταν κάποιο αυτί
εκεί ψηλά, τον πόνο μου ν’ ακούσει,
κάποια καρδιά, σαν τη δική μου,
να συμπονέσει τον κατατρεγμένο.

Εμένα ποιός με βοήθησε,


Όταν την περηφάνια των Τιτάνων πολεμούσα;
Ποιος απ’ το θάνατο με γλίτωσε
κι απ’ τη σκλαβιά;
Εσύ δεν ήσουν φλογερή καρδιά μου κι άγια,
που τα ’φερες μονάχη σου ώς το τέλος όλα,
και, γελασμένη συ νια τότε και καλή,
9

βαθιά δε φχαριστούσες για τη σωτηρία μου


τον Κοιμισμένο αυτόν εκεί ψηλά;

Να σε τιμήσω εγώ; Γιατί;


Μήπως βαλσάμωσες ποτέ τον πόνο
του Πονεμένου;
Μήπως σταμάτησες ποτέ τα δάκρυα
του Φοβισμένου;
Μήπως δε μ’ έκαναν στ’ αμόνι απάνω άντρα
ο παντοδύναμος ο Χρόνος
κι η Μοίρα η αιώνια,
δικοί μου Αφέντες και δικοί σου;

Μήπως σου πέρασε απ’ το νου


πως θα μου ’ρχόταν σιχαμός για τη ζωή μου
και θα ’φευγα στην ερημιά,
γιατί τα όνειρα της νιότης μου
δεν ωριμάσαν όλα;

Κάθουμαι εδώ και πλάθω ανθρώπους


απάνω στη δική μου εικόνα,
γενιά, που να ’ναι σαν κι εμένα,
να κλαίει και να ’χει βάσανα,
να ’χει χαρές κι απόλαψες
και να σου δείχνει καταφρόνια,
καθώς εγώ!

Johann Wolfgang von Goethe. 1999. "Προμηθέας". Μετ. Νίκος Α. Σερεσλής. Στο: Ανθολογία
της Ευρωπαϊκής και Αμερικανικής Ποιήσεως. Εκλογή και επιμ. Κλέων Β. Παράσχος.
Πρόλογος Νάσος Βαγενάς. Αθήνα: Παρουσία.

You might also like