You are on page 1of 11

Η χρήση της ελληνικής μετανάστευσης στο εξωτερικό στο λόγο για τους

οικονομικούς μετανάστες στην Ελλάδα

Αντώνης Σαπουντζής

Τα τελευταία 15-20 χρόνια η Ελλάδα έχει μετατραπεί από μια χώρα


εξαγωγής μεταναστών σε μια χώρα υποδοχής μεταναστών. Επομένως
μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι Έλληνες έχουν μια διπλή εμπειρία της
μετανάστευσης: από τη μία και ως μετανάστες οι ίδιοι, ή κάποιοι συγγενείς
τους σε κάποια χώρα υποδοχής, και από την άλλη ως κάτοικοι μιας χώρας
υποδοχής οικονομικών μεταναστών. Αυτή η διπλή εμπειρία της
μετανάστευσης βρέθηκε ότι αποτελεί ένα αναπόσπαστο κομμάτι του
«λόγου» για τη μετανάστευση στην Ελλάδα σήμερα και αποτελεί ρητορική
«πρώτη ύλη» τόσο στην κατασκευή του μετανάστη «άλλου», όσο και στην
κατασκευή των σχέσεων των δύο ομάδων. Στην παρουσίαση αυτή θα
προσπαθήσω να δείξω το πώς η διπλή αυτή εμπειρία της μετανάστευσης
χρησιμοποιήθηκε από τους συμμετέχοντες μέσα στο πλαίσιο μιας
συνέντευξης για τη μετανάστευση στην Ελλάδα συχνά με δύο φαινομενικά
αντίθετα στόχους. Με τη δημιουργία μιας «κοινής» ταυτότητας του
μετανάστη Έλληνα και αλλοδαπού κάποιοι συμμετέχοντες υποστήριξαν την
ισότιμη συμμετοχή τους στην Ελληνική κοινωνία, ενώ άλλοι μέσα από μια
σύγκρισή των συνθηκών της μετανάστευσης που αντιμετώπισαν οι Έλληνες
στις χώρες υποδοχής τους υποστήριξαν είτε τη λήψη μέτρων περιορισμού
της μετανάστευσης ή των παροχών των μεταναστών στην Ελλάδα,
προσπαθώντας να αποφύγουν το στίγμα του ρατσισμού.

Το μοντέλο της κοινής ταυτότητας της εσω-ομάδας.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, πολλές φορές οι συμμετέχοντες


χρησιμοποιώντας τη μετανάστευση κατασκεύαζαν μια κοινή ταυτότητα
ανάμεσα στους αλλοδαπούς μετανάστες στην Ελλάδα και στους Έλληνες
μετανάστες του εξωτερικού. Μέσα στα πλαίσια της κοινωνικής ψυχολογίας
έχει εξεταστεί το πώς η δημιουργία μιας υπερκείμενης ταυτότητας που
περιλαμβάνει τις προϋπάρχουσες ταυτότητες μπορεί να οδηγήσει σε μια
μείωση της προκατάληψης και του ρατσισμού (Gaertner, Mann, Murrell &
Dovidio, 1989; Geartner & Dovidio, 2005). Οι ερευνητές που διατύπωσαν
την άποψη αυτή, ακολουθώντας τη θεωρία των κοινωνικών ταυτοτήτων,
υποστηρίζουν ότι η δημιουργία μιας νέας υπερκείμενης ταυτότητας
δημιουργεί μια αυξημένη ελκυστικότητα ανάμεσα στα μέλη της νέας
ομάδας και αυτός ο μηχανισμός είναι που οδηγεί στη μείωση της

1
προκατάληψης. Αυτό συμβαίνει γιατί σύμφωνα με την θεωρία της
κοινωνικής ταυτότητας τα μέλη μιας ομάδας μοιράζονται ένας αίσθημα ότι
συνδέονται το ένα με το άλλο και αξιολογούν θετικότερα το ένα το άλλο.
Βέβαια όπως τονίζουν οι ίδιοι ερευνητές η υιοθέτηση μιας νέας
υπερκείμενης ταυτότητας δεν σημαίνει απαραίτητα τον παραμερισμό και
την εξάλειψη των υποκείμενων ταυτοτήτων. Σύμφωνα μάλιστα με κάποιους
άλλους ερευνητές, πολλές φορές η εξάλειψη των υποκείμενων ταυτοτήτων
είναι αδύνατη, γιατί θεωρούνται ιδιαίτερης σημασίας για τα μέλη τους και
συνεπώς η εξάλειψη τους αποτελεί απειλή (Hornsey & Hogg, 2000; 2002).
Αυτό που προτείνουν οι παραπάνω ερευνητές είναι η ταυτόχρονη
ενεργοποίηση τόσο της υπερκείμενης όσο και των υποκείμενων κατηγοριών
ώστε να μειωθεί αποτελεσματικά η προκατάληψη. Έτσι αυτό που
ουσιαστικά προτείνεται σε ένα πολυ-πολιτισμικό πλαίσιο είναι η διατήρηση
των ταυτοτήτων των διαφόρων εθνοτήτων με ταυτόχρονη αποδοχή της
ενιαίας ταυτότητας του έθνους-κράτους.
Φυσικά αναγνωρίζεται το γεγονός ότι πολλές φορές κάποιες
ταυτότητες μπορεί να είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους, όπως όταν υπάρχουν
δι-ομαδικές συγκρούσεις που καθιστούν αδύνατη την ταυτόχρονη
υιοθέτηση της υπερκείμενης και της υποκείμενης ταυτότητας (Hornsey &
Hogg, 2002). Αυτό που υποστηρίζεται είναι ότι πρέπει να εξετάζεται το
εκάστοτε πλαίσιο και το πώς έχουν διαμορφωθεί οι δι-ομαδικές σχέσεις
μέσα σε αυτό. Βέβαια για τη θεωρία των αυτό- κατηγοριοποιήσεων το
πλαίσιο είναι αυτό που καθορίζει τις ταυτότητες που θα υιοθετηθούν ανά
πάσα στιγμή. Όμως ως πλαίσιο ορίζεται το ποιες κοινωνικές ομάδες είναι
παρούσες. Δύο υποθέσεις που κάνει όμως η θεωρία των αυτό-
κατηγοριοποιήσεων είναι ότι το πλαίσιο ουσιαστικά γίνεται κατανοητό με
τον ίδιο τρόπο από όλα τα μέλη της ομάδας και το εκάστοτε πλαίσιο
«επιβάλει» το ποια ταυτότητα θα υιοθετηθεί ανά πάσα στιγμή (Reicher &
Hopkins, 2001).
Τα ερωτήματα που ανακύπτουν σε σχέση με την χρήση μιας κοινής
ταυτότητας μεταξύ Ελλήνων και αλλοδαπών μεταναστών είναι μέσα σε ποια
πλαίσια συμβαίνει και αν όντως λαμβάνει χώρα μέσα σε μια
επιχειρηματολογία γύρω από τη μείωση της προκατάληψης και της
αποδοχής τους στην Ελληνική κοινωνία.

Ανάλυση λόγου: οι ταυτότητες ως εύπλαστα ρητορικά εργαλεία.

Η ανάλυση λόγου ακολουθεί μια άλλη προοπτική. Για την ανάλυση


λόγου οι ταυτότητες είναι εύπλαστα ρητορικά εργαλεία που
χρησιμοποιούνται στο λόγο για να κατασκευάσουν την κοινωνική

2
πραγματικότητα και να επιτύχουν συγκεκριμένους στόχους για τον ομιλητή.
Με άλλα λόγια η ανάλυση λόγου δίνει έμφαση στο ότι ο λόγος είναι
ουσιαστικά μια κοινωνική δράση με την οποία επιτυγχάνονται κάποια
αποτελέσματα τόσο σε μικρο-κοινωνικό επίπεδο στο λόγο, όπως η
δικαιολόγηση κάποιων πράξεων, παρακλήσεις κτλ. όσο και σε μακρο-
κοινωνικό όπως η δικαιολόγηση δι-ομαδικών σχέσεων κτλ (Potter &
Wetherell, 1987; Potter, 1996; Edwards & Potter, 1992; Edwards, 1997).
Σε σχέση με την κατασκευή εθνικών και εθνοτικών μειονοτήτων στο
λόγο, έχει βρεθεί ότι συχνά οι άνθρωποι προσπαθούν να αποποιηθούν το
ρατσισμό ενώ παράλληλα κάνουν αρνητικά σχόλια για κάποιες μειονότητες.
Είναι γνωστή εξάλλου η αποποιητική φράση «δεν είμαι ρατσιστής αλλά…»
(Billig, Condor, Edwards, Gane, Middleton & Radley, 1988; Wetherell &
Potter, 1993). Για τον Billig (1991) η φράση αυτή είναι ενδεικτική της
ύπαρξης μιας ευρέως αποδεκτής νόρμας κατά της προκατάληψης στη
Δυτική κοινωνία που έχει τις ρίζες της στη φιλοσοφία του Διαφωτισμού.
Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι η προκατάληψη έχει εξαλειφθεί. Αυτό που
σημαίνει είναι ότι κάθε φορά που κάποιο άτομο κάνει κάποιο αρνητικό
σχόλιο για κάποια μειονότητα θα πρέπει να δείχνει παράλληλα ότι
αποδέχεται τη νόρμα κατά της προκατάληψης διαφορετικά διατρέχει τον
κίνδυνο να θεωρηθεί «παράλογος» και «προκατειλημμένος».
Οι αποποιητικές αυτές φράσεις δεν ήταν οι μόνες στρατηγικές που
χρησιμοποιούνται στο λόγο για την αποφυγή του ρατσιστικού στίγματος.
Κάποιες άλλες στρατηγικές που έχουν βρεθεί στο λόγο για τους μετανάστες
αφορούν την απόδοση της εγκληματικότητας των μεταναστών σε
κοινωνικές συνθήκες και όχι σε στερεοτυπικά τους χαρακτηριστικά (Figgou
& Condor, 2006), τη χρήση ειδικών περιπτώσεων αντί γενικεύσεων (Billig,
1985) καθώς και η διαπραγμάτευση των ορίων των ομάδων (Figgou, 2001).
Στα αποσπάσματα που θα παρουσιαστούν εξετάζεται το πώς
κατασκευαζόταν μέσω της μετανάστευσης μια κοινή ταυτότητα ανάμεσα
στους Έλληνες μετανάστες του εξωτερικού και τους αλλοδαπούς
μετανάστες στην Ελλάδα με στόχο την αποφυγή του ρατσισμού, ενώ
παράλληλα οι συμμετέχοντες υποστήριζαν μέτρα που θα μπορούσαν να
θεωρηθούν αυστηρά για τους μετανάστες.

Μεθοδολογία

Η έρευνα διεξήχθη στη Θεσσαλονίκη όπου υπολογίζεται ότι 7% του


πληθυσμού είναι μετανάστες (Ι.ΜΕ.ΠΟ., 2004). Οι περισσότεροι από
αυτούς έχουν εγκατασταθεί στα δυτικά της πόλης και πολύ λιγότεροι στα
ανατολικά. Οι συμμετέχοντες ήταν 38 από τους οποίους οι 18 ήταν άνδρες

3
και οι 20 γυναίκες. Όλοι του ήταν ελληνικής εθνοτικής καταγωγής και δεν
συμπεριλαμβάνονταν άτομα ελληνικής καταγωγής από την Αλβανία ή από
τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες. Συνολικά διεξήχθησαν 36 συνεντεύξεις
καθώς σε δύο περιπτώσεις η συνέντευξη έγινε με την παρουσία δυο ατόμων.
Είκοσι άτομα διέμεναν στην Ανατολική Θεσσαλονίκη και 18 στην δυτική.
Οι ηλικίες ήταν από τα 22 ως τα 64 και ο μέσος τους όρος ήταν τα 41
χρόνια, ενώ το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο ποίκιλε με την πλειοψηφία να
είναι μέσου κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου.
Οι συνεντεύξεις ήταν ανοικτές και ημι-δομημένες και
παρουσιάστηκαν ως μια συζήτηση για της αλλαγές που έγιναν στην Ελλάδα
τα τελευταία 15-20 χρόνια και τις πιθανές επιπτώσεις στις τοπικές
κοινωνίες. Όταν οι συμμετέχοντες αναφερόταν σε αλλαγές λόγω της
μετανάστευσης τότε ερωτούνταν πιο συγκεκριμένα για τις σχέσεις τους με
τους μετανάστες, τις διαφορές ή ομοιότητες που βλέπουν μεταξύ των
«ελλήνων» και των μεταναστών, καθώς και τις αλλαγές που έφερε η
μετανάστευση στη χώρα γενικά. Υπήρχε και ένα κομμάτι σχετικά με την
σχέσεις Ελλάδας και Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά καθώς δεν θα απασχολήσει
την παρουσίαση αυτή δε θα αναφερθώ σε αυτό. Οι συνεντεύξεις κράτησαν
από 10 λεπτά ως 60 λεπτά με το μέσο όρο να είναι 32 λεπτά.
Στη συνέχεια οι συνεντεύξεις απομαγνητοφωνήθηκαν με έμφαση
κυρίως για το περιεχόμενο και πολλά παραγλωσσικά στοιχεία
παραλήφθηκαν. Στην αρχή έγινε προσπάθεια να γίνει διάκριση των βασικών
κατηγοριών ή θεμάτων που χρησιμοποιούσαν οι συμμετέχοντες στις
συνεντεύξεις. Στη συνέχεια έγινε διάκριση των ερμηνευτικών ρεπερτορίων
που χρησιμοποιήθηκαν σε κάθε θέμα. Το ζήτημα της κοινής ταυτότητας
μέσο της μετανάστευσης ήταν ένα από τα βασικά ρεπερτόρια και βρέθηκε
στο 1/3 περίπου των συνεντεύξεων. Εδώ θα παρουσιαστούν κάποιες
περιπτώσεις που ρεπερτόριο αυτό χρησιμοποιήθηκε με φαινομενικά
αντίθετους τρόπους: Σε ορισμένες περιπτώσεις για να υποστηρίξει την
ενσωμάτωση των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία, ενώ σε άλλες για να
υποστηρίξει την ανάγκη καλύτερου ελέγχου ή εξάλειψης των προνομίων
τους.

Ανάλυση

Πριν το απόσπασμα αυτό ο Πέτρος μίλησε για τις συνθήκες που


αντιμετωπίζουν οι μετανάστες γενικά λόγο της μετανάστευσης και
αναφέρθηκε στην προοπτική ενσωμάτωσης τους στην ελληνική κοινωνία.

4
1 Αντώνης: Οπότε, πιστεύεις ότι κάποια στιγμή θα ενταχθούν στην
κοινωνία; Τι θα
2 γίνει; Πως βλέπεις να προχωράει η κατάσταση τους;
3 Πέτρος: Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού έχει ενταχθεί ήδη και όσο
περνάν τα
4 χρόνια θα μπαίνουν όλο και περισσότεροι μέσα στην κοινωνία μας και θα
γίνονται ένα 5 με μας. Να σου θυμίσω και ότι οι Έλληνες όταν πήγαιναν στη
Γερμανία… εργάτες
6 ήταν και έτσι.. τώρα πάμε στη Γερμανία μια βόλτα να δεις πόσοι Έλληνες
7 επιχειρηματίες υπάρχουν. Το ίδιο θα γίνει και σε μας. Αλβανοί
επιχειρηματίες.. Ρώσοι 8 επιχειρηματίες.. Κινέζοι επιχειρηματίες.. Είναι η
εποχή.. Παγκοσμιοποίηση, αυτή.. μας 9 κάνει ένα όλους. Αυτό έχει τα καλά
και τα κακά.. . Καλό είναι να κρατάμε κάθε λαός 10 τα ιδανικά του, τη
πίστη του και τα ήθη και τα έθιμα… Και όπως και εμείς τα
11 κρατήσαμε στο εξωτερικό έτσι τα κρατάν και αυτοί στη χώρα τους. …
Κατά τα’ άλλα 12 όλα καλά θα πάνε.
(Φοιτητής, 22, δυτικές συνοικίες)

Ο Πέτρος απαντά στην ερώτηση μου για την ένταξη των μεταναστών
στην Ελληνική κοινωνία χρησιμοποιώντας μια μεταφορά (θα γίνονται ένα
με εμάς, γραμμές 4-5). Στο σημείο αυτό αναφέρεται στους Έλληνες
μετανάστες στη Γερμανία ως ένα δείγμα επιτυχούς μετανάστευσης. Έχει
ενδιαφέρον ότι η επιτυχία της μετανάστευσης και της ενσωμάτωσης στην
κοινωνία υποδοχής αξιολογείται με οικονομικούς όρους κοινωνικής
ανοδικότητας. Το φαινόμενο της μετανάστευσης αλλά και της ενσωμάτωσης
των μεταναστών αποδίδεται στην παγκοσμιοποίηση. Ο παραλληλισμός με
τους Έλληνες μετανάστες του εξωτερικού γίνεται ξανά στα πλαίσια του
επιχειρήματος ότι και οι μετανάστες στην Ελλάδα πρέπει να διατηρήσουν το
τρόπο ζωής τους και τα έθιμα τους. Εδώ το ερμηνευτικό ρεπερτόριο της
ελληνικής μετανάστευσης στο εξωτερικό χρησιμοποιήθηκε ως μέσο για να
υποστηριχθεί ότι η ενσωμάτωση των μεταναστών θα προχωρήσει ομαλά και
χωρίς προβλήματα.

Στο προηγούμενο κομμάτι της συνέντευξης η Γιώτα μιλούσε για την


εκπαίδευση των παιδιών των μεταναστών στην Ελλάδα ενώ σε
προηγούμενη φάση της συνέντευξης είχε αναφέρει ότι οι μετανάστες εδώ
έχουν υπερβολικές απαιτήσεις. Σε αυτό το σημείο διατύπωσα την ακόλουθη
ερώτηση.
1 Αντώνης: Είπατε ότι είναι διεκδικητικοί, ότι απαιτούν κάποια πράγματα,
αυτό γιατί

5
2 νομίζετε ότι συμβαίνει ή μάλλον πως το κρίνετε εσείς;
3 Γιώτα: Εε, δεν κατάλαβα την ερώτηση.
4 Αντώνης: Είπατε ότι είναι διεκδικητικοί, ζητούν κάποια πράγματα. Αυτό
γιατί ..
5 Γιώτα: Α! Οι απαιτήσεις; Ναι. Εεε…. Εμένα μου θυμίζει τους μετανάστες
τις Ελλάδος 6 που πήγανε στη Γερμανία και μέχρι πριν μερικά χρόνια, οι
Έλληνες δεν περνούσανε
7 καλά στη Γερμανία, κάποιοι τους δείχνανε με το δάχτυλο, «Α! Οι
παλιοέλληνες που
8 ήρθανε εδώ πέρα και δουλεύουνε από το πρωί μέχρι το βράδυ». Κάπως
έτσι νομίζω
9 νιώθουνε και αυτοί. Όχι όλοι βέβαια, εε.. όμως, δε νομίζω ότι η ελληνική
κοινωνία
10 τους αντιμετωπίζει έτσι. Ίσως είναι αυτό που σας είπα, η ανασφάλεια και
ο φόβος
11 από τα προηγούμενα που έγιναν.
(Γυμνάστρια, 44, δυτικές, συνοικίες)

Η Γιώτα ξεκινά να απαντήσει ζητώντας διευκρινήσεις ενώ παράλληλα


στο λόγο της υπάρχουν παύσεις και δισταγμοί, δείγμα ότι το θέμα
συζήτησης είναι αρκετά λεπτό. Η κατηγορία «Έλληνες μετανάστες της
Γερμανίας» χρησιμοποιείται από την αρχή της απάντησης της Γιώτας. Η
Γιώτα υποστηρίζει ότι οι Έλληνες δεν περνούσαν καλά στη Γερμανία. Με
τη χρήση του categorical modality (Fairclough, 2000), της μεταφοράς «τους
έδειχναν με το δάκτυλο» (γραμμή 7) και του ευθύ λόγου (Wooffitt, 1992)
«Α! Οι παλιοέλληνες που ήρθανε εδώ πέρα και δουλεύουνε από το πρωί
μέχρι το βράδυ» (γραμμές 7-8) η κατάσταση που περνούσαν οι Έλληνες στη
Γερμανία παρουσιάζεται ως πραγματικό γεγονός. Αντίθετα η κατάσταση
που βιώνουν οι μετανάστες στην Ελληνική κοινωνία παρουσιάζεται ως μια
προσωπική τους εκτίμηση (Κάπως έτσι νομίζω νιώθουνε και αυτοί, γραμμές
8-9). Η Γιώτα αποφεύγει να κάνει γενίκευση αναφερόμενη στο αίσθημα των
μεταναστών. Αντίθετα γενικεύει την αντιμετώπιση τους από την ελληνική
κοινωνία λέγοντας ότι η ελληνική κοινωνία δεν τους αντιμετωπίζει έτσι.
Κάποια περιστατικά κατά των μεταναστών ανάγονται στο παρελθόν και
θεωρούνται ότι δημιουργούν ένα αίσθημα ανασφάλειας στους μετανάστες.
Εδώ η χρήση των Ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία γίνεται για να
αιτιολογηθεί η ανασφάλεια που φέρεται να έχουν οι μετανάστες στην
Ελλάδα, αλλά και μέσο της σύγκρισης των συνθηκών μεταξύ Ελλάδας και
Γερμανίας να κατασκευάσει την Ελλάδα ως μια ανεκτική κοινωνία.

6
Πριν το απόσπασμα αυτό η Γιάννα και η Νικολέτα μιλούσαν για την
ανεργία στην Ελλάδα και υποστήριξαν ότι το γεγονός αυτό είναι που οδηγεί
σε ρατσισμό, ενώ επίσης έγινε αναφορά και στα προνόμια που έχουν δοθεί
στους μετανάστες.
1 Γιώργος: Που σημαίνει την εγκατάστασή τους, γιατί αν δε γινόταν η
εγκατάστασή
2 τους δε θα προχωρούσανε…
3 Νικολέτα: Ναι, σημαντικός παράγοντας.
4 Γιάννα: Θυμάστε λίγο το ’70, το εξήντατόσο ή το ’70 πολλοί Έλληνες που
είχαν φύγει
5 μετανάστες Γερμανία, Σουηδία. Δεν υπήρχαν τέτοια φαινόμενα νομίζω.
Γιατί ούτε
6 υπήρχαν.. ούτε υπήρχαν ευνοϊκές συνθήκες για αυτούς ούτε προγράμματα
υπήρχαν
7 τότε για να πάνε, γιατί ξέρω από προσωπική εμπειρία και ο άνδρας μου,
δηλαδή,
8 μεγάλωσε στο εξωτερικό, βλέπω τα πεθερικά μου και τους παππούδες
όλους, πήγαν
9 εκεί, ότι μπορούσαν κάνανε. Τους πήραν σύμφωνα με τις συνθήκες που
υπήρχαν τότε. 10 Δηλαδή, δεν ήταν κάτι διαφορετικό, ούτε τους έδωσαν
ευνοϊκά δάνεια, ούτε σπίτια. 11 Αυτό ήταν πολύ πιο καλό νομίζω.
12 Γιώργος: (δεν ακούγεται)
13 Γιάννα: Δηλαδή μιλούσαν…
14 Γιώργος: .. τα δάνεια αυτά έχουν δοθεί σε μια ειδική ομάδα μεταναστών,
ας πούμε,
15 που..
16 Γιάννα: Και ποια είναι η ειδική ομάδα; Και που ξέρω εγώ ποια είναι η
ειδική ομάδα.
17 Γιώργος: Στους παλιννοστούντες, ίσως.
18 Γιάννα: Στους παλιννοστούντες. Γιατί εμείς τι ήμασταν, δεν ήμασταν
μετανάστες στη 19 Γερμανία, όταν φύγαμε το ’70; Σε μας γιατί δε δόθηκαν;
(Κοινωνική λειτουργός, 31, κοινωνιολόγος, 34, δυτικές συνοικίες)

Η Γιάννα ξεκινά λέγοντας ότι δεν υπήρχαν φαινόμενα ρατσισμού στη


Γερμανία και τη Σουηδία διότι δεν υπήρχαν προνόμια για τους μετανάστες.
Η θετική διάκριση θεωρείται δηλαδή ως η γενεσιουργός αιτία του
ρατσισμού. Με την επίκληση της προσωπικής εμπειρίας και της
οικογενειακής ιστορίας η Γιάννα ουσιαστικά παρουσιάζει τον εαυτό της ως
κάποια που δικαιωματικά έχει άποψη για το θέμα. Η Γιάννα αξιολογεί
θετικά το γεγονός ότι δεν υπήρχαν θετικά προνόμια για τους Έλληνες στη

7
Γερμανία καθώς κάτι τέτοιο θα τόνιζε τη διαφορετικότητα τους από τον
ντόπιο πληθυσμό. Έτσι παρουσιάζει την άποψη της ως εμπνεόμενη από ένα
φιλελεύθερο επιχείρημα περί ισότητας. Όταν ο Γιώργος ρωτάει αν τα δάνεια
είχαν δοθεί σε κάποια ειδική ομάδα, η Γιάννα υιοθετεί την ταυτότητα του
μετανάστη υποστηρίζοντας ότι τέτοια δάνεια δεν είχαν δοθεί σε «εμάς»
όταν ήμασταν μετανάστες.
Και στο απόσπασμα αυτό υιοθετείται μια κοινή ταυτότητα μεταξύ
των Ελλήνων μεταναστών και των αλλοδαπών μεταναστών. Όμως μέσα από
τη σύγκριση μεταξύ των συνθηκών της μετανάστευσης στις δύο χώρες
υποστηρίζεται ότι η θετική διάκριση στην Ελλάδα δημιουργεί ρατσισμό και
ξενοφοβία. Με άλλα λόγια οι κοινή αυτή ταυτότητα χρησιμοποιείται εδώ
στα πλαίσια μιας επιχειρηματολογίας κατάργησης των προνομιών των
μεταναστών με παράλληλη αποφυγή του στίγματος της προκατάληψης.

Πριν το απόσπασμα αυτό ο Περικλής ανέφερε ότι υπάρχει μια ξενοφοβία


στην Ελλάδα και την δικαιολόγησε αναφερόμενος στις κοινωνικές συνθήκες
και κυρίως την ανεργία, καθώς και ότι δεν υπήρξε οργανωμένη υποδοχή των
μεταναστών.
1 Αντώνης: Ε, είναι και η επόμενη ερώτηση μου. Πως τους αντιμετώπισε το
κράτος και 2 οι δήμοι.
3 Περικλής: Πλημμελώς. Πλημμελώς. Όχι οργανωμένα.
4 Αντώνης: .. επιβαρύνουν περισσότερο από τα’ άλλα. (η προηγούμενη
φράση δεν
5 ακούγεται καθαρά)
6 Περικλής: Σαφώς.
7 Αντώνης: Μμ.
8 Περικλής: Να υπενθυμίσω μόνο εγώ τα εξής, που τα’ χω ζήσει γιατί ήμουν
και
9 παλικαράκι, ότι το ’62, ’63 που φεύγαν οι Έλληνες στη Γερμανία, δε
νομίζω τότε
10 είχαν αυτό τον κοινωνικό ρατσισμό ή ξενοφοβία.. οι Γερμανοί για τον
Έλληνα. Αλλά 11 τότε ο Έλληνας πήγαινε στη Γερμανία κυρίως, και όχι
μόνο, σα μετανάστης. Πήγαινε 12 στη Γερμανία κάνοντας μία ακτινογραφία
θώρακος. Και επειδή και δουλειά μου είναι 13 αυτή, κάνοντας μια γενική..
κάνοντας δύο εξετάσεις αίματος. Π.χ ο Γερμανός είχα την 14 πρόβλεψη το
’62, όχι τώρα, το 2005. Τον ελέγξει αυτόν τον άνθρωπο, όχι για να τον 15
αποκλείσει.. ίσως, αλλά για να το βοηθήσει… Επειδή υπάρχουν και
μεταδοτικά
16 νοσήματα. Είτε είναι έιτζ, είτε είναι ηπατίτιδα, είτε είναι.. οι σεξουαλικά
17 μεταδιδόμενες αφροδίσιες νόσοι… Άρα λοιπόν, μείναμε πίσω. …

8
(Ιατρός, 54, ανατολικές συνοικίες)

Ο Περικλής απαντά στην ερώτηση μου για το πως αντιμετώπισαν οι


δήμοι και το κράτος τη μετανάστευση στην Ελλάδα με τον παραλληλισμό
ανάμεσα στους Έλληνες μετανάστες και τη σύγχρονη μετανάστευση. Ως
αιτία του ρατσισμού θεωρείται η έλλειψη ελέγχου των μεταναστών και
ειδικότερα υγειονομικού ελέγχου. Καθώς βέβαια αυτό θα μπορούσε να
αφήσει τον Περικλή εκτεθειμένο σε κατηγορίες για ρατσισμό, φροντίζει να
διευκρινίσει ότι σκοπός του ελέγχου αυτού δεν θα ήταν απαραίτητα ο
αποκλεισμός κάποιων μεταναστών (γραμμή 15), αλλά να τους προσφερθεί
βοήθεια λόγο των μεταδοτικών νόσων που υπάρχουν.
Έτσι στο απόσπασμα αυτό ο Περικλής κατορθώνει δύο πράγματα.
Κατ’ αρχήν θεωρεί υπεύθυνο για το ρατσισμού τον πλημμελή έλεγχο των
μεταναστών αποδίδοντας έτσι ευθύνη στο ελληνικό κράτος και όχι στους
πολίτες. Παράλληλα με τη χρήση της κατηγορίας «Έλληνας μετανάστης»
και της σύγκρισης των συνθηκών μετανάστευσης σε Ελλάδα και Γερμανία
τάσσεται υπέρ του καλύτερου ελέγχου των μεταναστών αποφεύγοντας ο
ίδιος κατηγορίες ρατσισμού.

Συμπεράσματα

Στα αποσπάσματα που παρουσιάστηκαν παραπάνω οι συμμετέχοντες


κατασκεύασαν στο λόγο τους μια κοινή ταυτότητα ανάμεσα στους Έλληνες
και τους αλλοδαπούς οικονομικούς μετανάστες μέσο της ελληνικής
μετανάστευσης στο εξωτερικό. Υποστηρίχθηκε δηλαδή ότι οι Έλληνες
μοιραζόμαστε μια κοινή «μοίρα» με τους αλλοδαπούς μετανάστες στην
Ελλάδα καθώς και οι Έλληνες υπήρξαμε μετανάστες στο εξωτερικό. Η
κοινή ταυτότητα αυτή χρησιμοποιήθηκε με διαφορετικούς συχνά
αντικρουόμενους τρόπους. Έτσι κάποιοι συμμετέχοντες χρησιμοποίησαν
την κοινή εμπειρία της μετανάστευσης για να υποστηρίξουν την ισότιμη
ένταξη των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία. Άλλοι την
χρησιμοποίησαν για να κατασκευάσουν την ελληνική κοινωνία ως ανεκτική
απέναντι στους μετανάστες. Υπάρξανε όμως και συμμετέχοντες που μέσα
από τη σύγκριση των συνθηκών της μετανάστευσης που αντιμετώπισαν οι
Έλληνες στο εξωτερικό υποστήριξαν ότι θα έπρεπε να υπάρχει καλύτερος
έλεγχος των μεταναστών στην Ελλάδα ή ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει
θετική διάκριση υπέρ τους και η ύπαρξη προνομίων. Στις περιπτώσεις αυτές
η κοινή κατηγορία του μετανάστη φάνηκε να χρησιμοποιείται ως μια
στρατηγική για την αποποίηση του ρατσισμού. Επέτρεπε δηλαδή στους

9
συμμετέχοντες να υποστηρίξουν μέτρα κατά των μεταναστών
αποποιούμενοι των «παραλογισμό» της προκατάληψης.

Ευχαριστίες
Η παρούσα ερευνητική εργασία είναι μέρος του ερευνητικού προγράμματος
«Ελληνική εθνική ταυτότητα και μετανάστευση: μιλώντας για την
ταυτότητα μέσα σε ένα πλαίσιο μεταβολών» που χρηματοδοτήθηκε από το
πρόγραμμα Πυθαγόρας 2 τους ΕΠΕΑΕΚ με τη συνχρηματοδότηση της
Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ελληνικού Υπουργείου Παιδείας. Θα ήθελα
να ευχαριστήσω την Ευαγγελία Φίγγου για τα σχόλια και τις παρατηρήσεις
που έκανε στο άρθρο αυτό.

Βιβλιογραφία
Billig, M. (1985). Prejudice, categorization and particularization: from a
perceptual to a rhetorical approach. European Journal of Social
Psychology, 15, 79-103.
Billig, M. (1991). Ideology and Opinions. London: Sage.
Billig, M., Condor, S., Edwards, D., Gane, M., Middleton, M. & Radley,
A.R.(1988). Ideological Dilemmas: A Social Psychology of Everyday
Thinking. London: Sage.
Edwards, D. (1997). Discourse and Cognition. London: Sage Publications.
Edwards, D & Potter, J. (1992). Discursive Psychology. London: Sage
Publications.
Fairclough, N. (2000). New labour, new language? London: Routledge.
Figgou, E. (2001). Social psychological and lay understandings of prejudice,
racism and discrimination: An exploration of their dilemmatic aspects.
Unpublished Ph.D. thesis, Lancaster University.
Gaertner, S. L., Mann, J., Merrell, A. & Dovidio, J. F. (1989). Reducing
intergroup bias: The benefits of recategorisation. Journal of Personality
and Social Psychology, 57 (2), 239-249.
Gaertner, S. L. & Dovidio J. F. (2005). Understanding and addressing
contemporary racism: From aversive racism to the Common Ingroup
Identity Model. Journal of Social issues, 61 (3), 615-639.
Hornsey, M. J. & Hogg, M. A. (2000). Subgroup relations: A comparison of
mutual intergroup differentiation and common ingroup identity models
of prejudice reduction. Personality and Social Psychology Bulletin, 26
(2), 242-256.
Hornsey, M. J. & Hogg, M. A. (20002). The effects of status on subgroup
relations. British Journal of Social Psychology,41 (2), 203- 218.

10
Potter, J. (1996). Representing Reality: discourse, rhetoric and social
construction. London: Sage Publications.
Potter, J. & Wetherell, M. (1987). Discourse and Social Psychology: Beyond
Attitudes and behaviour. Sage Publications.
Reicher, S. & Hopkins, N. (2001). Self and Nation. London: Sage
Publications.
Wetherell, M. & Potter, J. (1993). Mapping the language of Racism:
Discourse and the Legitimation of Exploitation. Harvester Wheatsheaf.
Wooffitt, R. (1992). Telling Tales of the Unexpected: The Organization of
Factual Accounts. Hemel Hempstead: Harvester Wheatscheaf.

11

You might also like