You are on page 1of 17

1.

Εισαγωγή
2. Ανάλυση 10 φωτογραφικών τεκμηρίων
3. Βιβλιοκρισία
4. Πρόταση για νέα έρευνα με βάση το εθνογραφικό βιβλίο που γίνεται η ανάλυση

1.Εισαγωγή
Εθνογραφία και εθνομουσικολογία

Από τα πρώτα βήματα της ύπαρξης του ο άνθρωπος συνδέθηκε ως ιδέα με τον δυναμισμό
μιας αέναης προόδου και εξέλιξης σε κάθε τομέα της ζωής του. Όντας το μόνο έμβιο ον το
οποίο μπόρεσε να παράγει “λόγο” (τόσο ως λογική όσο και ως έναρθρη ικανότητα), ο
άνθρωπος μετέτρεψε και εξέλιξε αυτή την ικανότητά σου σε πολιτισμό και συνακόλουθα, σε
τέχνη.
Το “θαύμα” λοιπόν αυτό που ονομάζεται άνθρωπος, έγινε έπειτα από την Αναγέννηση και
ιδιαίτερα την περίοδο του Διαφωτισμού, μια κύρια πηγή μελέτης και ανάλυσης η οποία
έλαβε την ονομασία της “ανθρωπολογίας”. Η σχέση μεταξύ πολιτισμού και ανθρώπου, στενή
και άρρηκτη, οδήγησε στα μετέπειτα χρόνια, στην εξέλιξη της ανθρωπολογίας ως επιστήμη
και στον αντίστοιχο ανθρωπολογικό μοντερνισμό (Kάβουρας Π., 1996).

Η ανθρωπολογία, δηλαδή “ο λόγος σχετικά με τον άνθρωπο” σε ελεύθερη απόδοση, σε


ιστορικό πλαίσιο, είναι μια συνθήκη η οποία ξεκίνησε να υφίσταται όπως είπαμε και πιο
πριν, τα χρόνια του Διαφωτισμού, και τον 19ο αιώνα συνδέθηκε με τη μελέτη του ανθρώπου
από βιολογικής και ψυχολογικής πλευράς. Λίγο αργότερα, προστέθηκε και η μελέτη της
κοινωνικής και πολιτισμικής διάστασης της ανθρώπινης ύπαρξης (Kάβουρας Π., 1996).
Έπειτα από την ανθρωπολογία, επιστήμες όπως η κοινωνιολογία, η ψυχολογία και η
εθνογραφία, ήταν η απόλυτα φυσική συνέπεια μιας εξέλιξης η οποία ανοίγει ακόμα και
σήμερα νέους δρόμους στη μελέτη των επιτευγμάτων του ανθρώπου.

Ως εθνογραφία ορίζεται η πρακτική προσπάθεια έρευνας, μελέτης και κατανόησης της


κοινωνικής και πολιτισμικής ζωής σε κάθε επίπεδο κοινότητας. Κύριος στόχος της είναι η
κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας σε βαθύτερο επίπεδο. Ένας εθνογράφος πρέπει
να βασίζεται στην ακρίβεια των δεδομένων και στην αμεροληψία του. Με τη χρήση
επαγωγικών ή αναλογικών μεθόδων, αναπτύσει τις θεωρίες του οι οποίες θα μπορούν να
σταθούν ως χρήση και θεωρία σε επίπεδο κοινωνίας. Η κύρια πηγή πληροφοριών της
εθνογραφίας είναι η παρατήρηση, οι συνεντεύξεις, οι συνομιλίες, δημόσια και ιδιωτικά
έγγραφα και αρχεία, όπως εφημερίδες, ημερολόγια, φωτογραφίες και οπτικοακουστικό
υλικό. Συλλέγοντας με προσοχή κάθε είδους δεδομένο, ο εθνογράφος είναι το κύριο εργαλείο
συλλογής υλικού και εκείνος που θα περιγράψει και θα αναλύσει τα δεδομένα αυτά.

Η βασική αρχή της εθνογραφίας είναι ότι ο τρόπος που ο κάθε άνθρωπος δημιουργεί και
χτίζει το νόημα του κόσμου του και της ζωής του διαφέρει σε κάθε τόπο και περίσταση
(Erasmus+, 2018)
Γι αυτόν το λόγο, το ουμανιστικό πρόσταγμα του γνωσιολογικού ορθολογισμού για
ελευθερία, ισότητα και αδελφοσύνη έρχεται σε ριζική αντίθεση με την δυτική κυρίως τάση
για επεκτατισμό. Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘60, γίνεται λόγος για εθνογραφικό
ρεαλισμό, κριτική σκέψη, και σχετικισμό, όπου μέσω της περιγραφής ο εθνολόγος
προσπαθεί να παρουσιάσει κάθε πτυχή της ανθρώπινης έκφρασης σε μια καθορισμένη εποχή.
Η προσπάθεια αυτή εξίσωσης της δυτικής κουλτούρας με άλλες μη δυτικές κουλτούρες
(μοντέρνες ή παραδοσιακές), δημιουργεί ουσιαστικά τη νέα εθνογραφία. Στόχος της είναι η
κριτική προσέγγιση των εκάστοτε πολιτιστικών φαινομένων.
Παρόλ’ αυτά, οι σύγχρονοι ανθρωπολόγοι επισημαίνουν την αδυναμία ή και την
ανικανότητα των εκπροσώπων των επιστημών του ανθρώπου να αναπαραστήσουν με
επάρκεια τη σύγχρονη πραγματικότητα. Τελικά, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό που εννοούμε
“κουλτούρα”, είναι μια αφηρημένη έννοια η οποία έχει πρακτικές και πραγματικές δομές και
προεκτάσεις.
Η νέα εθνογραφική πρόταση με μεθοδολογική διάρθρωση, θέτει και τα βασικά αιτήματα της
νέας εθνογραφίας: Λεπτομέρεια στην εθνογραφική περιγραφή και δυνατότητα υποθετικής
αναπαράστασης, αναπαραγωγή του δυτικού πολιτισμού ως μια αδιαμφισβήτητη ιστορική
πραγματικότητα και περαιτέρω θεώρηση άλλων πολιτισμών και η αρχή ότι ο ερμηνευτής
όλων είναι ο εθνογράφος (Kάβουρας Π.,1996).

Ο ορισμός της λέξης “εθνομουσικολογία” ενεργοποιεί την έννοια της λέξης «δημιουργία».
Οι άνθρωποι δημιουργούν μουσική με δύο αισθήσεις: με φυσικές πράξεις κατασκευάζουν
μουσικό ήχο, και με ψυχικές και επικοινωνιακές πράξεις κατασκευάζουν κοινωνικά έναν
πολιτιστικό τομέα που ονομάζεται «μουσική» στον οποίο δίνουν νόημα. Οι
εθνομουσικολόγοι, λοιπόν, μελετούν τις πράξεις που «κάνουν» μουσική,
συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της εθνομουσικολογίας (μια δευτερεύουσα ψυχική πράξη
που δίνει νόημα στη μουσική). Οι λίγοι μελετητές που έχουν γράψει την ιστορία της
ανθρωπολογίας χρονολογούνται από τις αρχές της δεκαετίας του 1880 και πέρα από τα
σύνορα της μουσικής της Δυτικής τέχνης, προχωρούν στην εφαρμογή της επιστημονικής
μεθοδολογίας στη μελέτη της μουσικής. Πράγματι, το ερώτημα μέχρι τη δεκαετία του 1970
το οποίο δομήθηκε στο πεδίο της εθνομουσικολογίας ήταν το εξής: πώς μπορεί να μελετηθεί
επιστημονικά η μουσική των λαών του κόσμου; (Titon J.Τ., 2015).

Η ονομασία «εθνοτική μουσική» φέρει ως περιεχόμενο μια εθνοκεντρική σημασία, η οποία


θέτει υπό αμφισβήτηση την ίδια την ύπαρξη της εθνομουσικολογίας μέσω τριών τύπων
επιχειρηματολογίας: ενός ορολογικού χαρακτήρα, ενός ιστορικού και ενός μεθοδολογικού.
Από την οπτική του ιστορικού χαρακτήρα, ο λόγος αμφισβήτησης της ονομασίας
«εθνομουσικολογία» οφείλεται στις ιστορικές συνθήκες στις οποίες η «συγκριτική
μουσικολογία» έχει σφυρηλατήσει τόσο μια ιστορία όσο και μια μέθοδο που ανακηρύχθηκε
ως επιστημονική. Ένας μελετητής λοιπόν πρέπει να αναγνωρίσει την εθνομουσικολογία ως
αναπόσπαστο μέρος της γνωστικής ανθρωπολογίας, μέσω της μελέτης μουσικής από
πολλαπλούς πολιτισμούς.
Η εθνομουσικολογία έχει ξεπεράσει τα όρια μιας καθαρά απεικονιστικής ή ερμηνευτικής
επιστήμης και εισέρχεται πλέον στον κύκλο των λεγόμενων «γνωστικών» επιστημών με την
τεχνική της συμμετοχικής παρατήρησης, στην οποία ο αναλυτής διατηρεί μια σχέση
«μαθητευόμενου» με τους πληροφοριοδότες του. Έχουμε περάσει από το στάδιο της
εμπειρικής γνώσης σε αυτό της ορθολογικής γνώσης (Bernard B.,1990).

Η πρώτη ερώτηση τέθηκε από ανθρωπολόγους και, προβλέψιμα, ποια είναι η θέση της
μουσικής στην επιστήμη του ανθρώπου ή ποια είναι η σχέση μεταξύ του μουσικού και του
πολιτισμού; Ένα δεύτερο ερώτημα που ετέθη είναι το εξής: Πώς μοιάζει ένα άτομο να βιώνει
μουσική; Προς το παρόν το ερώτημα τέθηκε με τους πιο πρακτικούς όρους της μουσικότητας
και της μουσικής. Θα μπορούσαμε να αντιληφθούμε το πεδίο της εθνομουσικολογίας ως «τη
μελέτη των ανθρώπων που κάνουν μουσική» και να ορίσουμε το «φτιάχνουμε» με δύο
τρόπους: αρχικά, κάνοντας τους ήχους που οι άνθρωποι καλούν μουσική και έπειτα,
δημιουργώντας ή κατασκευάζοντας τον πολιτιστικό τομέα που οδηγεί τους ανθρώπους να
καλούν αυτούς τους ήχους μουσική και να τους βιώνουν τόσο υποκειμενικά όσο και
αντικειμενικά. Αυτή η έννοια της «δημιουργίας» έχει, φυσικά, πολλά κοινά με την ιδέα της
«πράξης», και στηρίζεται επίσης στην προϋπόθεση ότι ο κόσμος που βιώνουμε είναι
κοινωνικά κατασκευασμένος (Titon J.Τ., 2015).

Eρευνητικές στρατηγικές της εθνογραφίας

Υπάρχουν δύο ειδών στρατηγικές: Η μη συμμετοχική παρατήρηση και η συμμετοχική


παρατήρηση. Στην πρώτη περίπτωση ο εθνογράφος παρατηρεί από απόσταση τα γεγονότα
και τους συμμετέχοντες χωρίς να επιχειρεί καμία αλληλεπίδραση με αυτούς. Στόχος του
ερευνητή είναι η μη παρέμβαση προκειμένου να μην επηρεάσει τη συμπεριφορά τους. Στη
συμμετοχική παρατήρηση ο εθνογράφος παρεμβαίνει στις ενέργειες των ανθρώπων που
παρατηρεί και έτσι δημιουργούνται άμεσες σχέσεις. O εθνογράφος αναλαμβάνει ουσιαστικά
τον ρόλο του παρατηρητή μια και παραμένει στο φυσικό τους περιβάλλον των ανθρώπων
που μελετά προκειμένου να παρατηρήσει και να περιγράψει τη συμπεριφορά τους,
παίρνοντας πληροφορίες μέσα από τους κώδικες τους έτσι ώστε να κατανοήσει το νόημα
των πράξεών τους.

Υπάρχουν τρεις τύποι συμμετοχικής παρατήρησης: η συγκαλυμμένη παρατήρηση, όπου στην


περίπτωση αυτή οι συμμετέχοντες δεν έχουν γνώση του σκοπού της έρευνας και την
γνωρίζουν την ταυτότητα του ερευνητή. Ουσιαστικά, ο εθνογράφος δρα εν αγνοία τους.
Έπειτα είναι η ημι-φανερή παρατήρηση, όπου μόνο ορισμένα μέλη της υπό μελέτη ομάδας
γνωρίζουν σχετικά με την ταυτότητα του ερευνητή και τέλος η φανερή παρατήρηση, η οποία
είναι και η πιο διαδεδομένη τεχνική. Σε αυτή την περίπτωση, όλοι οι άνθρωποι προς μελέτη
γνωρίζουν τους σκοπούς και την ταυτότητα του ερευνητή. Το κυριότερο πλεονέτημα είναι
ότι σε αυτή τη μορφή παρατήρησης ο εθνογράφος έχει κάποια ορισμένη ελευθερία, κι έτσι
δεν υποχρεούται να επιτελέσει έναν συγκεκριμένο ρόλο (Erasmus+,2018).

Βασικές αρχές μιας ποιοτικής εθνογραφικής έρευνας

Η έρευνα πρέπει να διεξάγεται με καθορισμένο, αυστηρό τρόπο, πράγμα που σημαίνει ότι ο
σχεδιασμός και η υλοποίησή της λαμβάνουν χώρα με τη χρήση μιας συγκεκριμένης
μεθοδολογίας. Η «πραγματικότητα» γίνεται αντιληπτή με κοινωνικούς όρους σχετικά με
ιδεολογικά κατασκευάσματα, πεποιθήσεις και συμπεριφορές.
Ο κύριος στόχος της έρευνας είναι η σε βάθος κατανόηση του κόσμου σε μορφή κοινωνίας,
υπό τη μελέτη άλλων ανθρώπων. Δηλαδή, εξετάζονται αναλυτικά οι κοινωνικές και υλικές
συνθήκες των ως τώρα εμπειριών τους και προοπτικών τους. Τα δείγματα μιας εθνογραφικής
έρευνας είναι μικρής κλίμακας και επιλέγονται με βάση εμφανή κριτήρια. Η συλλογή των
δεδομένων συνήθως απαιτεί στενή επαφή και συνδιαλλαγή μεταξύ του ερευνητή εθνολόγου
και των συμμετεχόντων. Γίνεται χρήση της διαδραστικής μεθόδου συλλογής δεδομένων η
οποία και επιτρέπει την περαιτέρω διερεύνηση ζητημάτων που προκύπτουν στην πορεία της
έρευνας. Οι περιγραφές μιας εθνογραφικής έρευνας συνήθως είναι πυκνές και λεπτομερείς.
Οι πληροφορίες είναι πλούσιες σε αριθμό, η ανάλυση των δεδομένων είναι ανοιχτή σε νέες
έννοιες και ιδέες. Επίσης, αναπτύσσονται και απορρέουν εξηγήσεις και τυπολογίες.

Τα αποτελέσματα τείνουν να επικεντρώνονται στην ερμηνεία του κοινωνικού νοήματος του


κόσμου έτσι όπως ερμηνεύονται και δίνονται από τους κοινωνικούς δρώντες της έρευνας
(Erasmus+, 2018).

Ένας ιδιαίτερα σημαντικός και ευρέως διαδεδομένος τρόπος έρευνας είναι στη σύγχρονη
εποχή, η συνέντευξη. Η απευθείας δηλαδή επαφή με το ανθρώπινο υλικό προς μελέτη.
Υπάρχουν πολλά είδη και μορφές που μπορεί να πάρει κάποια συνέντευξη: Μπορεί να είναι
καθαρά εθνογραφικού περιεχομένου, να αφορά μια προφορική ιστορία, μια αφήγηση ζωής ή
να είναι σε καθαρά βιογραφικό ύφος. Μπορεί να είναι ατομική ή ομαδική, κλειστή,
ελεύθερη, κατευθυνόμενη ή ημικατευθυνόμενη, να αφορά ένα άτομο ή ομάδες ανθρώπων. Η
εθνογραφική συνέντευξη ως μέρος μιας συμμετοχικής παρατήρησης, μέσα από τις μορφές
που ήδη αναφέρθηκαν πιο πριν, επιχειρεί να αποκτήσει πληροφορία και γνώση σχετικά με τις
κοινωνικές σχέσεις σε μια ομάδα ανθρώπων και αποτελεί βασικό στοιχείο στην πορεία της
εθνογραφικής έρευνας. Ένα εξίσου βασικό στοιχείο είναι η ομαλή σχέση του ερευνητή με τα
άτομα που παρέχουν τις πληροφορίες. Πρέπει να είναι μια σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης
στην οποία θα καθορίζονται οι κοινωνικές ταυτότητες και οι τυχόν σχέσεις εξουσίας.
Σημαντικοί παράγοντες διαμόρφωσης σχέσεων είναι το φύλο, η ηλικία, η κοινωνική θέση και
η εθνότητα (Μπουσχότεν Β.Ν., 2014-5).

Κάποιες ερωτήσεις προκειμένου μια συνέντευξη να είναι επιτυχημένη, είναι προς αποφυγή,
όπως οι κλειστές, διπλές, περίπλοκες, υποδεικτικές ή φορτισμένες με απειλητικό ή εχθρικό
κλίμα. Αντίθετα, σαφείς, ανοιχτές ή έστω ουδέτερες ερωτήσεις, είναι σαφώς πιο αποδοτικές
και ευνοούν τη σωστή επικοινωνία και ανταλλαγή ιδεών και πληροφοριών. Σε κάθε
περίπτωση, η συνέντευξη πρέπει πάντοτε να αξιολογείται προκειμένου να ξεχωρίσουν τόσο
τα θετικά όσο και τα τυχόν αρνητικά στοιχεία αυτής και να γίνει η τελική επεξεργασία
(Μπουσχότεν Β.Ν., 2014-5).

Βάσει όλων των παραπάνω, εμείς, ως εθνογράφοι έρευνας, έχοντας μελετήσει το έργο της
Keila Diehl, “Echoes of Dharamsala. Music in the life of a Tibetan refugee Community”,
παραθέτοντας αρχικά ένα φωτογραφικό υλικό και αναλύοντάς το ως τεκμήριο, στη συνέχεια
θα προβούμε σε μια κριτική ανάλυση του αναγνώσματος, στα συνακόλουθα συμπεράσματα
και τέλος θα προτείνουμε βάσει όλων όσων των πληροφοριών που έχουμε συλλέξει και
γνώσεων μια εναλλακτική εθνογραφική προσέγγιση.

2. Ανάλυση 10 φωτογραφικών τεκμηρίων


Εικόνα 4. Γυναίκες τραγουδίστριες chang ma της Νταραμσάλα χαιρετίζουν ένα γαμήλιο
γλέντι με μπύρα από κριθάρι και τραγούδια (σελ.58). Οι chang ma ( ή αλλιώς οι κυρίες της
μπύρας), αποτελούν έθιμο στους τοπικούς γάμους, και στοιχείο απαραίτητο, όντας μια άλλη
μη επίσημη ομάδα που προωθεί την θιβετιανή κουλτούρα. Σε κάθε γλέντι γάμου, θέτουν σε
δοκιμασία μέχρι τελικής πτώσεως (να αδειάσουν το ποτήρι με τη μπύρα), τους
προσκεκλημένους, καθώς τους τραγουδούν τραγούδια γάμου.

Εικόνα 5. Αγόρια με τύμπανα παίζουν μπροστά στους συμμαθητές τους στην εορταστική
επέτειο του Θιβετιανού Παιδικού Χωριού (σελ.77). Έπειτα από το 1959, το πρώτο κύμα
προσφύγων από το Θιβέτ (80.000 άνθρωποι), ήρθε και βρήκε καταφύγιο στην πόλη
Dharamsala της Ινδίας. Μαζί με όλους αυτούς και ο 14ος Δαλάϊ Λάμα, ο οποίος προσπάθησε
να μεταφέρει τα ήθη και τα έθιμα του Θιβέτ στον νέο αυτό τόπο. Εκδηλώσεις τοπικού και
εορταστικού χαρακτήρα προς τιμήν του, είναι ένα ιδιαίτερα συνηθισμένο φαινόμενο.
Εικόνα 6. Δασκάλα μουσικής συνοδεύει το τραγούδι των παιδιών παίζοντας το θιβετιανό
λαούτο (dranyen)(σελ.83). Από το 1959 και πιο μετά, τα θιβετιανά τραγούδια θρηνούν
συνήθως την εμπειρία της εξορίας. Τα τραγούδια αυτά συνοδεύονται από κιθάρα δυτικού
τύπου,και κυρίως με τους ήχους του dranyen, ενός εξάχορδου θιβετιανού λαούτου.

Εικόνα 8. Προσκυνήτρια από τη Λάσα τραγουδά πατριωτικούς θιβετιανούς ύμνους στα


σκαλοπάτια του κεντρικού ναού της Νταραμσάλα (σελ.93). Ο Δαλάι Λάμα προκειμένου να
διατηρήσει την παραδοσιακή μουσική και χορό του Θιβέτ, ίδρυσε το ινστιτούτο ΤΙΡΑ στη
Dharamsala (Tibetan Institute for Performing Arts). Κάθε καλλιτεχνική έκφραση και
αφιέρωση προς τιμήν του, γίνεται δεκτή με ιδιαίτερη χαρά.
Εικόνα 9. Ο Thubten, ο αρχηγός του συγκροτήματος Yak Band, τραγουδιστής και
κιθαρίστας (σελ.103). Στη δεκαετία του ‘80 μία ομάδα εφήβων από την πρώτη γενιά
μεταναστών η οποία μεγάλωσε στην εξορία, επηρεασμένη από την Ινδία, ξεκίνησαν να
φτιάχνουν rock and roll. Ένας από αυτούς είναι και ο Thubten.

Εικόνα 11. Γυναίκες Gaddi παρουσιάζοντας έναν παραδοσιακό χορό στον Δαλάϊ Λάμα, στον
εορτασμό των εξηκοστών γενεθλίων του Θιβετιανού ηγέτη(σελ.120). Ο Δαλάι Λάμα
προκειμένου να διατηρήσει την παραδοσιακή μουσική και χορό του Θιβέτ, ίδρυσε το
ινστιτούτο ΤΙΡΑ στη Dharamsala (Tibetan Institute for Performing Arts). Οι χοροί σε ετήσια
βάση, ενόψει των γενεθλίων του, αποτελούν μεγάλο γεγονός και γιορτάζονται με την
ανάλογη λαμπρότητα.

Εικόνα 12. Μοναχός και νέοι σε ένα μαγαζί “διεθνούς μουσικής”, στην πόλη Bodha του
Νεπάλ (σελ.146). Οπότε μαζί με τα παραδοσιακά θιβετιανά είδη έχουμε ακόμα: φολκλορικά
κομμάτια του Νεπάλ, κινέζικη ποπ μουσική, τραγούδια από ινδικές ταινίες, rock and roll από
τον δυτικό κόσμο, reggae-rap, και εντελώς μοντέρνα θιβετιανή μουσική από νέους
καλλιτέχνες, όλα αυτά σε μορφή κασετών ή CD.
Εικόνα 15. Ο Paljor, η Keila, και ο Phuntsok σε ροκ εν ρολ διάθεση πριν από την έναρξη
μιας συναυλίας (σελ.173). Η συγγραφέας-ανθρωπολόγος έκανε έρευνα στην Dharamsala,
έγινε μέλος της μουσικής μπάντας Υak Βand, και έπαιζε keyboards. Εικονίζεται στο κέντρο
της φωτογραφίας.

Εικόνα 17. Ο ντράμερ του ροκ συγκροτήματος Yak Band, Ngodup, παρέα με νεαρούς
θαυμαστές στη Dharamsala (σελ.198). Οι δυτικές επιρροές και ειδικά το ροκ είναι για τους
θιβετιανούς στυλ μουσικής και ιδεολογία μαζί. Είναι πολιτικά αποδεκτό, και οι ροκ στίχοι
τραγουδιών κάνουν λόγο για θέματα της κοινωνίας, για δικαιοσύνη, ελευθερία έκφρασης και
παγκόσμια ειρήνη.
Εικόνα 23. To συγκρότημα Yak Band επί σκηνής, στον κεντρικό ναό της Dharamsala, στον
εορτασμό των εξηκοστών γενεθλίων του Δαλάϊ Λάμα (σελ.259). Οι στίχοι των τραγουδιών
της Yak band πραγματεύονται τα εξής: πόλεμος για ανεξαρτησία, λύπη για τον χαμό της
πατρικής γης, θλίψη για όσους πέθαναν ή έμειναν πίσω και ποιήματα αφοσίωσης για τον
Δαλάϊ Λάμα και άλλες θρησκευτικές φιγούρες.

3. Βιβλιοκρισία

Το βιβλίο που καλούμαστε να αναλύσουμε και να σχολιάσουμε ως εθνογράφοι της έρευνας,


είναι το έργο της αμερικανίδας ανθρωπολόγου Kiela Diehl, “Echoes of Dharamsala”, το
οποίο εκδόθηκε το 2002. Μέσα σε αυτό το βιβλίο, η συγγραφέας περιγράφει με εκτενέστατο
τρόπο τις εμπειρίες και παρατηρήσεις της, ζώντας για έναν χρόνο (1994-1995) στη
Dharamsala ως ανθρωπολόγος-ερευνήτρια και ταυτόχρονα ως μουσικός (στα keyboards), του
τοπικού ροκ θιβετιανού συγκροτήματος, Yak Band.

Το σημείο αναφοράς του βιβλίου είναι η πόλη Dharamsala και η ταυτόχρονη παρουσία του
θρησκευτικού ηγέτη Δαλάϊ Λάμα. Ως ιστορική αναφορά, το 1959, 80.000 περίπου χιλιάδες
θιβετιανοί πρόσφυγες, μαζί με τον Δαλάϊ Λάμα, προσπαθώντας να αποφύγουν τη βίαιη
κυριαρχία του Κινέζικου Απελευθερωτικού Στρατού στη χώρα τους, βρήκαν καταφύγιο στη
βόρεια Ινδία. Η περιοχή της Dharamsala, έμελλε να γίνει το σπίτι του θρησκευτικού ηγέτη
και το κέντρο της θιβετιανής πολιτικής διασποράς. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, η “θεϊκή
Dharamsala”, όπως ονομάστηκε, έγινε ένας επίγειος πολιτιστικός και τουριστικός
προορισμός ο οποίος συνδύασε και συνδυάζει τον νεωτερισμό με τον εθνολογικό βουδιστικό
χαρακτήρα του Θιβέτ (Christopher S., 2020).

Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου παρουσιάζεται η Dharamsala, ο κύριος τόπος, καθώς και
πολλά από τα άτομα και τα μέρη που βρίσκονται στο επίκεντρο της ιστορίας αυτής της
μελέτης. Η αναφορά για την περιοχή αυτή βασίζεται στην έννοια του διπλού χαρακτήρα της:
Σαν ένας τόπος ιερού προορισμού για πολλούς θιβετιανούς πρόσφυγες και ταυτόχρονα όμως
ως μέρος που όλοι ελπίζουν να φύγουν από εκεί τελικά για να επιστρέψουν στην πατρίδα. Ο
διχασμός αυτός της αίσθησης ότι οι πρόσφυγες είναι στο σπίτι και ταυτόχρονα εκτός τόπου,
εμποτίζει όλα τα τραγούδια που έχουν γραφτεί για τους Θιβετιανούς πρόσφυγες ακροατές.

Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζονται μερικοί από τους φανταστικούς και απτούς τρόπους
με τους οποίους διεισδύουν οι ρίζες της θιβετιανής πατρίδας και καλλιεργούνται επιλεκτικά
στο ινδικό έδαφος. Με αυτόν τον τρόπο επισημαίνεται η ιστορικότητα της λαϊκής μνήμης και
αυτό που ονομάζεται «παράδοση». Μέσα από λεπτομερείς περιγραφές παραδοσιακών
παραστάσεων όπερας, σχολικών παραστάσεων και άλλων μουσικών εκδηλώσεων,
αναφέρονται οι προσπάθειες της κυβέρνησης του εξόριστου Δαλάι Λάμα να διατηρήσει αυτό
που συνήθως αναφέρεται ως «πλούσια πολιτιστική κληρονομιά του Θιβέτ». Συζητούνται
επίσης τα οφέλη και οι κίνδυνοι των προσπαθειών διατήρησης, συμπεριλαμβανομένων των
ανησυχιών για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις ενός επίσημου πολιτιστικού παραδείγματος
που επικυρώνει το παρελθόν και δυσφημίζει σε μεγάλο βαθμό το παρόν. Σε επόμενα
κεφάλαια, γίνεται αναφορά στα όνειρα των προσφύγων του Θιβέτ για πολιτική ανεξαρτησία
ή αυτονομία σχετικά με την πατρίδα. Παρουσιάζονται και αναλύονται σε σχέση με τον
συχνά εξιδανικευμένο ρομαντισμό με τη «Δύση» που ασχολείται (ειδικά από τη δεκαετία του
εβδομήντα) με νέους θιβετιανούς πρόσφυγες που αντιμετωπίζουν περιορισμένες ευκαιρίες
στους οικισμούς τους στη Νότια Ασία.

Το πέμπτο κεφάλαιο περιγράφει πώς «η σύγχρονη μουσική του Θιβέτ», ένα νέο είδος που
επηρεάζεται από τη ροκ που έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια, ταιριάζει στο ηχητικό
τοπίο της Dharamsala. Η ιστορία πίσω από τη σύγχρονη θιβετιανή μουσική είναι σε μεγάλο
βαθμό μια ιστορία για τις κοινωνικές και καλλιτεχνικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι
νέοι θιβετιανοί πρόσφυγες μουσικοί στις προσπάθειές τους να πείσουν την κοινότητά τους
στην εξορία ότι υπάρχει χώρος για ένα νέο είδος μουσικής παράλληλα με τα παλιά,
πατροπαράδοτα τραγούδια. Το επόμενο κεφάλαιο λοιπόν, ασχολείται με αυτό που οι στίχοι
των σύγχρονων θιβετιανών τραγουδιών επικοινωνούν στο θιβετιανό κοινό και μελετά τον
τρόπο που επικοινωνούν τα πολιτικά και κοινωνικά τους μηνύματα.

Τέλος, στο έβδομο κεφάλαιο, γίνεται λόγος για τις δημόσιες μουσικές συναυλίες, τα νέα
καλλιτεχνικά φαινόμενα τόσο στην περιοχή όσο και αλλού στη θιβετιανή διασπορά, που
συγκεντρώνουν όλους τους ήχους που συζητούνται σε αυτό το βιβλίο. Αντιπαραθέτοντας
τραγούδια Χίντι, Αγγλικά, Νεπάλ και Θιβέτ, αυτές οι συναυλίες αποκαλύπτουν βαθιά
πολιτιστικές παραστάσεις και αποτελούν τροφή για ανθρωπολογική έρευνα.

Η συγγραφέας μας, μέσα από μια πανέμορφη εξερεύνηση κάνει λόγο για τους εξής όρους
κλειδιά: Θιβέτ, ο παραδεισένιος προορισμός του Shangri La, διασπορά και Dharamsala,
Δαλάϊ Λάμα και το ίδρυμά του για τη στήριξη της θιβετιανής κληρονομιάς ΤΙΡΑ, διάφορα
είδη μουσικής συνύπαρξης και αλληλεπίδρασης, Υak Band, πολυάριθμα ήθη και έθιμα.

Διαβάζοντας το έργο αυτό, ο αναγνώστης γίνεται μέλος της κοινωνίας της Dharamsala. Όπως
ακριβώς και η συγγραφέας η οποία ως ανθρωπολόγος, προχώρησε πολύ πιο πέρα από την
απλή αντικειμενική έρευνα και παρατήρηση. Προχώρησε ακόμα πιο πέρα και από τη
συνέντευξη ως μέσο έρευνας. Έγινε η κημποριντίστρια μιας θιβετιανής ροκ μπάντας. Έζησε
εκ των έσω, τις πρόβες, τις τοπικές συναυλίες, ταξίδια για συναυλίες σε άλλα μέρη της
Ινδίας, έγινε φίλη και σύντροφος με τα μέλη της μπάντας και με πολλούς από τους κατοίκους
της Dharamsala. Το βιβλίο της είναι μια τεράστια πηγή γνώσεων από την οποία αντλούμε
κάθε είδους πληροφορία: από την απλή, καθημερινή ζωή των κατοίκων, τα ήθη και τα έθιμά
τους, ως τη φιλοσοφία τους σχετικά με την εξορία, τα πολιτικά τους πιστεύω, την αξία της
μουσικής και του πολιτισμού στη ζωή τους.

Μέσα από εκτενέστατες μαρτυρίες για τον κεντρικό ναό, τις εκδηλώσεις λατρείας και έθιμα
για τον Δαλάϊ Λάμα, αποκτάμε γνώση του θιβετιανού πολιτισμού και της ιστορίας και
ταυτόχρονα αντιλαμβανόμαστε τη μίξη διαφορετικών εθνοτήτων και ακουσμάτων. Όταν η
νέα θιβετιανή μουσική μαζί με τους πατροπαράδοτους ήχους, πάει χέρι-χέρι με τη μουσική
των ταινιών της Ινδίας, την όπερα του Πεκίνου, το κινέζικο ροκ, και τις δυτικές ροκ
επιρροές, εύκολα αντιλαμβανόμαστε την επίδραση και εν μέρει αλλαγή κάποιων βασικών
εθνολογικών στοιχείων των θιβετιανών, οι οποίοι πλέον δεν ανήκουν στην πρώτη γενιά.
Μέσα σε όλη αυτή την ανάλυση, φανερώνεται έκδηλα και η αγωνία των μεγαλύτερων για το
“χάσιμο” της γνήσιας, 100% θιβετιανής ταυτότητας.

Όσο όμως κι αν κάποιος επιθυμεί να διατηρήσει ανέπαφη αυτή την ταυτότητα και να μένει
πιστός σε ένα παρελθόν, όσο ζει σε ένα άλλο πολιτιστικό περιβάλλον, είναι απόλυτα φυσικό
να επηρεάζεται και εν μέρει να απορροφάται από αυτό. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό κάποιος
να προσαρμόζεται και να συμβαδίζει με τις νέες εξελίξεις και τα σημεία των καιρών, είναι
όμως εξίσου σημαντικό να καταφέρνει να διατηρεί ένα μεγάλο μέρος της πολιτιστικής του
ταυτότητας, ανέπαφο. Κάπου εδώ έρχεται ο ρόλος της ΤΙΡΑ του Δαλάϊ Λάμα.

Διαβάζοντας λοιπόν αυτό το βιβλίο-μαρτυρία και ταυτόχρονα έργο ζωής, αντιλαμβανόμαστε


ότι τελικά ένας εθνογράφος της γνώσης, ένας ανθρωπολόγος, προκειμένου να είναι σε θέση
να μελετήσει από κάθε άποψη και όψη μια κοινωνία, πρέπει κατά κάποιο τρόπο να γίνει κι
αυτός “εξόριστος” σε αυτή, να μάθει να δρα και να επιδρά όπως όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι
γύρω του. Η συγγραφέας μας, δεν έζησε μια εμπειρία έρευνας. Έζησε μια εμπειρία ζωής και
μας την περιγράφει με τον πιο ενδιαφέρων και επιστημονικά μελετημένο τρόπο.

Από καθαρά εθνομουσικολογική άποψη και εξετάζοντας τα περιεχόμενα του βιβλίου υπό
μελέτη, καταλήγουμε στα εξής συμπεράσματα σχετικά με τη μουσική στο Θιβέτ και
συγκεκριμένα στη Dharasmala: Αν κάτι εντυπωσιάζει ιδιαίτερα είναι η πολυποικιλότητα του
μουσικού τοπίου. Οι μετανάστες από το Θιβέτ στα 1959, μετέφεραν τις μουσικές τους
παραδόσεις σε έναν νέο τόπο ο οποίος είχε ήδη τη δική του μουσική ταυτότητα. Δεδομένου
ότι η Dharasmala, ως καθαρά γεωγραφική περιοχή, σχετίζεται άμεσα με το Θιβέτ, την
υπόλοιπη Ινδία και την Κίνα, μπορεί εύκολα να καταλάβει κανείς τα καλλιτεχνικά ρεύματα
που επέδρασαν κι επιδρούν σ’ αυτόν τον τόπο.

Ο μετανάστης από το Θιβέτ, πέρα από τα πατροπαράδοτα, λιτά, θρησκευτικά θιβετιανά


τραγούδια και κάποια από τη λαϊκή παράδοση, ευρισκόμενος στη Dharasmala, βρέθηκε να
βάλλεται ακουστικά και μουσικά από εντελώς νέα ακούσματα. Μέσα στις επόμενες γενιές
και με την επίδραση της δυτικής επιρροής (ειδικά τη δεκαετία του εβδομήντα και μετά), ο
θιβετιανός μουσικός μετανάστης οικειοποιήθηκε τα κινέζικα, τα ινδικά και τα δυτικά
ακούσματα. Τα τραγούδια και η μουσική από τα ινδικά τηλεοπτικά σήριαλ, τα κινέζικα
τραγούδια και όπερες (με πιο γνωστή εκείνη του Πεκίνου) και κυρίως η επέλαση της ροκ
μουσικής, ταίριαξε απόλυτα με το νέο μουσικό προφίλ των θιβετιανών της Dharasmala.
Ειδικά όσον αφορά τη ροκ μουσική, όλο το επαναστατικό πνεύμα και η ιδεολογία της
ελευθερίας, ειρήνης και ανεξαρτησίας, βρήκαν την τέλεια έκφρασή τους μέσα από τη νέα
μουσική σκηνή, όπως τόσο αναλυτικά μας την περιγράφει η συγγραφέας με την Yak Band.

Το ίδρυμα ΤΙΡΑ, βοηθώντας την διατήρηση και γνωριμία των λαών με την πολιτιστική
κληρονομιά του Θιβέτ, αποτελεί δικλείδα ασφαλείας ενός περιβάλλοντος υπό συνεχή αλλαγή
η οποία είναι εκ των πραγμάτων, αναπόφευκτη. Η θιβετιανή ταυτότητα, σαφώς και
διατηρείται αναλλοίωτη, αλλά ταυτόχρονα έχοντας δεχτεί μετατροπές, επιδράσεις και
τροποποιήσεις, οι οποίες είναι αναπόφευκτες και σημεία των καιρών, οι οποίοι πάντοτε
αλλάζουν.

4. Πρόταση για νέα έρευνα με βάση το εθνογραφικό βιβλίο που γίνεται η ανάλυση

Η πρόταση για νέα έρευνα που μπορούμε να προτείνουμε ως εθνολόγοι, έχει να κάνει κυρίως
με τον χρόνο που μεσολάβησε ανάμεσα στη συγγραφή του βιβλίου προς μελέτη και την
τωρινή κατάσταση που επικρατεί από πλευράς μουσικής και κοινωνίας στη Dharamsala.

Eξετάζοντας το πώς ισχύουν τα πράγματα στη σημερινή εποχή στη Dharamsala, κάποιος
μπορεί να φτάσει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει μια σαφής ζεύξη μεταξύ παράδοσης και
νεωτερισμού, τα οποία έχουν έναν κοινό γνώμονα: την ενίσχυση του τουρισμού και την
επιθυμία μετάδοσης της γνώσης του θιβετιανού πολιτισμού σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Συγκεκριμένα, στον τομέα της παράδοσης, κάποιος συναντά τις εξής εκδηλώσεις:

Tη θιβετιανή όπερα, η αλλιώς “Ache Lhamo”: Mια παράδοση η οποία ξεκινά από τον 14ο
αιώνα και παρουσιάζει αρχαίους μύθους σε παραστάσεις με απλούς διαλόγους όπου οι
χαρακτήρες, φορώντας ιδιαίτερα εντυπωσιακές μάσκες και κοστούμια, τραγουδούν και
χορεύουν. Σύμφωνα με πολλούς γνώστες της όπερας, τα κοστούμια και οι μάσκες είναι
σχεδιασμένα από τον ίδιο τον Δαλάϊ Λάμα.

Τους φολκλορικούς χορούς και τραγούδια: Οι χοροί ήταν και είναι ακόμα και σήμερα ένας
ιδιαίτερα σημαντικός πολιτιστικός παράγοντας. Υπάρχουν πολλά είδη, όπως ο χορός του
Αγριοβούβαλου, του Παγωνιού, του Ελαφιού και πολλών άλλων ζώων (ιδιαίτερα αγαπητά
στη θιβετιανή παράδοση). Σε πολλές κοινωνικές εκδηλώσεις όπως γάμοι, φεστιβάλ,
κοινωνικές συναθροίσεις, χορεύονται ποικίλα είδη. Τα φολκλορικά τραγούδια, είναι
τραγούδια για κάθε περίσταση. Για γάμο, για ποτό, για θέρισμα, για καλωσόρισμα. 1

Ιδιαίτερης σημασίας είναι και τα τοπικά φεστιβάλ, σημείο αναφοράς καλλιτεχνών και
τουριστών. Ενδεικτικά αναφέρουμε, τo φεστιβάλ ΤΙΡΑ της Dharamsala το Haldi Festival, το
Film Festival, το Film International Festival και το Losar Festival . Το φεστιβάλ ΤΙΡΑ κρατά
10 ημέρες και γίνεται τις πρώτες μέρες του καλοκαιριού με θιβετιανούς φολκλορικούς
χορούς, όπερα και άλλα είδη τέχνης. Στα μέσα Ιανουαρίου, στο χειμερινό ηλιοστάσιο,
γιορτάζεται το φεστιβάλ της σοδειάς, το Haldi. Κάτοικοι της Dharamsala μαζεύονται γύρω
από φωτιές, χορεύοντας και τραγουδώντας.

Κάθε φθινόπωρο, το Film Festival συγκεντρώνει ταινίες εναλλακτικού κινηματογράφου από


όλο τον κόσμο. Το διεθνές Himalayan Festival, είναι ένα τριήμερος εορτασμός προς τιμήν
του 14ου Δαλάϊ Λάμα και του Νόμπελ Ειρήνης που έλαβε το 1989. Στο Losar Festival
τιμάται η έναρξη του θιβετιανού Νέου Έτους, τον μήνα Φεβρουάριο και Μάρτιο. Ένα από τα
πιο μεγάλα και σημαντικότερα γεγονότα της περιοχής, το οποίο γιορτάζεται με την ανάλογη
λαμπρότητα για 15 μέρες (με τελετές, στολισμούς, μουσική και χορό).2

Με γνώμονα αυτές τις εκδηλώσεις που ισχύουν τα τελευταία χρόνια, ένας ανθρωπολόγος-
ερευνητής μπορεί ιστορικοσυγκριτικά, να προβεί σε μια ανάλυση όλων όσων άλλαξαν ή
παρέμειναν εντελώς τα ίδια. Μέσω της διεξαγωγής συμπερασμάτων, θα είναι σε θέση να
αντιληφθεί τον ισχύων χαρακτήρα του πολιτισμού της Dharamsala, τόσο σε κοινωνικό όσο
σε καθαρά πολιτιστικό επίπεδο (τέχνη, μουσική, χορός, θέατρο, εικαστικά).

1 https://www.yatrablog.com/dance-culture-of-dharamshala

2 https://www.sotc.in/tourism/dharamshala-tourism/dharamshala-festival-events
Βιβλιογραφία

Ελληνική

Κάβουρας Π., (1996). Μοντερνισμός και πολιτισμική ανθρωπολογία. Society for the Study of
Modern Greek Culture and General Education.Pages: 76-116

Μπουσχότεν Β.Ν., (2014-5). Εθνογραφία: Διαμορφώνοντας το σύγχρονο πεδίο. Ενότητα 2:


Eθνογραφείν Ι: Η τέχνη της συνέντευξης.

Ξένη

Bernard B. (1998). En finir avec l’ ethnomusicologie? French National Centre of Scientific


Research.

Diehl K., (2002). Echoes of Dharamsala. Music in the life of a Tibetan refugee Community.
University of California Press.

Diehl K., (2004). Music of the Tibetan Diaspora. Volume 24. Number 1. Himalaya, The
Journal of the Association for Nepal and Himalayan Studies. No 1 & 2. Article 7.

Erasmus+., (2018). Koινωνικο-πολιτισμική μάθηση για νέους σε κοινωνίες με κινητικότητα-


Εθνογραφία. Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

Stephen C., (2020). Divergent Refugee and Tribal Cosmopolitanism in Dharamshala.

Titon J.Τ., (2015). Ethnomusicology as the Study of People Making Music. Univerza Brown
Brown University.

You might also like