You are on page 1of 21

Η τριήρης, το διασημότερο πολεμικό πλοίο της αρχαιότητας.

Γράφει ο Αντιναύαρχος (εα) Ηρακλής Καλογεράκης

Η τριήρης, το σπουδαιότερο πολεμικό πλοίο της αρχαιότητας, ήταν ένα ελαφρύ, γρήγορο και
με ισχυρή πλώρη κωπήλατο πλοίο, με το οποίο όλα σχεδόν τα ναυτικά επί περίπου 5, κατ’
άλλους 7, αιώνες στη Μεσόγειο, γνώρισαν μεγάλες δόξες.
Η εμφάνιση της τριήρους σηματοδότησε την εξέλιξη του «πολεμικού ναυτικού» στην Αρχαία
Ελλάδα και δημιούργησε μια νέα κλάση πολεμικού πλοίου που αντικατέστησε τις μονήρεις
(τριακόντορους - πεντηκόντορους) και διήρεις. Με ελάχιστες αυξήσεις στις διαστάσεις π.χ.
μιας πεντηκόντορους κατάφεραν να αυξήσουν την ισχύ προώσεως από 50 κωπηλάτες σε
170. Να την τριπλασιάσουν δηλαδή και αυτό το πέτυχαν με την τοποθέτηση των
κωπηλατών σε σειρές καθ ύψος.
Η κατάληξη –ηρης, αναφέρεται στον αριθμό των σειρών κωπηλατών ανά πλευρά ενώ η
κατάληξη –ορος αναφέρεται στον συνολικό αριθμό των κουπιών.
Επιπροσθέτως η σχεδίαση της ήταν τέτοια ώστε να επιτρέπει εύκολα και γρήγορα, την
αλλαγή ρόλου ανάλογα με την αποστολή. Μπορούσε τη μια στιγμή να είναι τρομερό
επιθετικό όπλο μάχης και την άλλη να είναι βοηθητικό πλοίο, να μεταφέρει εφόδια,
ταχυδρομείο, πρέσβεις και διπλωμάτες, ιερά σύμβολα, οπλίτες (πεζοναύτες) ή να είναι
ιππαγωγό και να μεταφέρει 30-35 ίππους με τους ιππείς και τον εξαρτισμό τους.

1
Η τριήρης που βλέπουμε στη
διπλανή φωτογραφία (φωτο 1)
πρωταγωνίστησε σε όλες τις
ναυμαχίες της κλασικής περιόδου
και θαυμάστηκε τόσο για την
ομορφιά της όσο και για την ισχύ
της. Ήταν βλέπετε ένα πλοίο
«κοκέτα» και της άρεσαν πολύ τα
στολίδια.
Ενώ η τριήρης δεν μοιάζει
καθόλου με τα σύγχρονα
πολεμικά εν τούτοις ήταν ότι
καλύτερο μπορούσε να φτιάξει η
ναυπηγική τέχνη της εποχής εκείνης.
Η τριήρης, που πρώτος ο κορίνθιος ναυπηγός Αμεινοκλής το 704 π.Χ., κατασκεύασε για
τους Σάμιους (Θουκ. 1,9,4), ήταν μια εξέλιξη της διήρους και το όνομα της προήλθε εκ του
ότι ήταν πλοίο που έφερε τρείς επάλληλες σειρές κουπιών «τριήρης». Ειδικότερα από τον
Θουκυδίδη μαθαίνουμε ότι λίγο πριν τους Περσικούς (Μηδικούς) πολέμους εκτός των
μεγάλων ναυτικών της Αθήνας, Κορίνθου και Αίγινας, υπήρχαν πολλές τέτοιες τριήρεις και
στα ναυτικά της Ρόδου, της Μήλου, των Σικελικών πόλεων και της Κερκύρας. Τριήρεις
συναντάμε και στο ναυτικό της Ερέτριας που κατά την Ιωνική επανάσταση τους έστειλε 5
τριήρεις. Το 394 π.Χ. στη ναυμαχία της Λάδης (σύγκρουση Ιώνων που επαναστάτησαν κατά
των Περσών) όλα τα Ιονικά και Φοινικικά πλοία είχαν τριήρεις. Τριήρεις επίσης είχαν και η
Μίλητος, Αίγυπτος, Κορσική, Καρχηδόνα, Ρώμη κ.α.

Η τριήρης κατά τους Περσικούς (μηδικούς) πολέμους αλλά και κατά τον Πελοποννησιακό
πόλεμο, ήταν το κύριο πολεμικό πλοίο. Από τον Πελοποννησιακό πόλεμο μέχρι και τη
περίοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, κυρίαρχος τύπο πολεμικού πλοίου στη Μεσόγειο
είναι πάλι η τριήρης αλλά τώρα την βλέπουμε σε αρκετές παραλλαγές και με πολλές
βελτιώσεις. Βλέπομε δίκροτες τριήρεις, δηλαδή, με δυο καταστρώματα και δύο κωπηλάτες
ανά κουπί στο πάνω κατάστρωμα, καθώς και μονόκροτες, δηλαδή, με ένα κατάστρωμα και
τρεις κωπηλάτες ανά κουπί.
Στη συνέχεια η τριήρης παραχωρεί σιγά-σιγά τη θέση της ως κυρίαρχο πολεμικό πλοίο στις
πολυήρεις και συγκεκριμένα στις τετρήρεις και στις πεντήρεις.
Ο όρος «τριήρης» ορισμένες φορές χρησιμοποιήθηκε κατά το Μεσαίωνα και στις αρχές της
Αναγέννησης, για να περιγράψει γαλέρες με τρεις σειρές κωπηλατών ανά πλευρά.

Από πλευράς ναυπηγικής η κατασκευή της τριήρους ήταν απλή. Αρχικά ήταν «κοίλο πλοίο»
ανοιχτό από πάνω, κάτι σαν μεγάλη βάρκα δηλαδή, και μόνο μπροστά και πίσω υπήρχαν
2
μικρά καταστρώματα για τους πολεμιστές και την ομάδα διευθύνσεως του πλοίου
αντίστοιχα. Αυτό τον τύπο θα τον έχουν τα ναυτικά των ελληνικών πόλεων στο στόλο τους
μέχρι το 600 π.Χ. ενώ αργότερα, στην εποχή του Κίμωνα, θα προστεθεί ένα κατάστρωμα
(καταφράκτης) για την προστασία των ερετών από τα εχθρικά όπλα (βέλη - δόρατα), για
αποφυγή εισόδου θαλασσινού νερού στη θαλασσοταραχή, για την εύκολη και γρήγορη
μετακίνηση των πολεμιστών από την μια πλευρά στην άλλη ως και για τη στερεότητα του
ναυπηγήματος.

Το πολεμικό πλοίο που θα κυριαρχούσε στη θάλασσα, θα έπρεπε να είναι και ελαφρύ και
γερό και γι’ αυτό επέλεξαν το έλατο σαν
το κυρίως υλικό κατασκευής της
τριήρους. Φυσικά δεν ήταν όλες οι
τριήρεις από έλατο αφού κάθε κράτος
χρησιμοποιούσε την ξυλεία που είχε ή
που μπορούσε εύκολα και οικονομικά να
προμηθευτεί. Έτσι σύμφωνα με τη
σχετική μαρτυρία του Θεόφραστου
βλέπουμε τους Φοίνικες να
χρησιμοποιούν τον «κέδρο», τους Κύπριους την «κουκουναριά» και άλλους λαούς το
κυπαρίσσι ή την αγριοκυπαρισσιά. Τα στραβόξυλα και την επένδυση την κάνουν από αυτά τα
ξύλα και τα καπόνια από μελιά, μαυρομουριά και φτελιά.
Η τρόπιδα του πλοίου θα έπρεπε να είναι από ένα πιο σκληρό και βαρύ ξύλο όπως π.χ. από
βελανιδιά, αφ ενός για να βοηθήσει στην ευστάθεια και αφ ετέρου να αντέχει στις τριβές
(τα τραβούσαν κάθε βράδυ στην ακτή για διανυκτέρευση) και στις εμβολίσεις.
Η εμφάνιση του πλοίου ήταν πολύ εντυπωσιακή αφού και η πλώρη και η πρύμη ήταν
διακοσμημένες τόσο με ξυλόγλυπτα αριστουργήματα όσο ήταν και ζωγραφισμένες όμορφα.
Στις μάσκες των τριηρών συνηθιζόταν τότε να ζωγραφίζουν δυο μάτια για να «βλέπουν»
καλά μπροστά και για να διώχνουν μακριά τα κακά πνεύματα. Πίστευαν πολύ σε αυτά!
Με το ελάχιστο βύθισμα της και τον πλατύ πυθμένα της μπορούσε να κινείται με άνεση στα
ρηχά, να πλησιάζει οποιαδήποτε παραλία, να σέρνεται εύκολα στην ακρογιαλιά και χάρις
στην ευκινησία της να ελίσσεται εύκολα σε στενά και σε περιορισμένα νερά.
Μια τριήρης μπορούσε κατά την ναυμαχία να τουμπάρει εύκολα ή και να διαλυθεί αλλά δεν
βυθιζόταν. Κομμάτια και συντρίμμια της παρέμεναν και επέπλεαν στην επιφάνεια χωρίς να
βυθίζονται γιαυτό και δεν έχουμε βρει ναυάγια τριηρών. Χαρακτηριστικά να αναφέρουμε
πως μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας οι Αθηναίοι και οι Σαλαμίνιοι για χρόνια μάζευαν και
χρησιμοποιούσαν τα ξύλα των Περσικών τριηρών, στους φούρνους και στα τζάκια τους. Με
ένα πρόχειρο υπολογισμό 200 Περσικές τριήρεις και 40 Ελληνικές θα έδιναν περί τους
10.000 τόνους ξύλα! (240 τριήρεις Χ 40 t =9.600 t).

3
Τα έμβολα των κατεστραμμένων εχθρικών τριηρών, τα μόνα που βυθιζόταν, εθιμικά, μετά
τη ναυμαχία τα έπαιρναν οι νικητές τριήραρχοι μαζί με τα σπαθιά και τα όπλα των
ηττημένων. Αν οι ηττημένοι συνάδερφοί τους επιζούσαν, είχαν την υποχρέωση να τα
παραδώσουν οι ίδιοι, μαζί με το ξίφος τους. Τα κουπιά και τα κοντάρια τα μάζευαν και τα
ξαναχρησιμοποιούσαν.

Ναυπήγηση και κύρια χαρακτηριστικά


Κάθε ναυπηγός είχε μια δική του κατασκευαστική ομάδα με ειδικούς τεχνίτες
(καραβομαραγκούς), ανειδίκευτους εργάτες και εμπόρους ξυλείας. Η χρήση δούλων
αποφεύγονταν γιατί ήταν μια εξειδικευμένη εργασία που είχε αντίκτυπο στις πολεμικές
επιχειρήσεις. Η τέχνη της κατασκευής πήγαινε, συνήθως, από πατέρα σε γιό και η όλη η
εργασία γίνονταν σε ένα υπαίθριο ναυπηγείο σε κάποια ακρογιαλιά, όπου έχωναν το ξύλο
της τρόπιδας στην άμμο και στη συνέχεια με μεταλλικά και ξύλινα εργαλεία, όπως ακριβώς
και σήμερα, προχωρούσαν την κατασκευή.
Συνήθως,
τα πλοία
φτιαχνόταν
με όσο το
δυνατό
περισσότερ
α όμοια
εξαρτήματα
, για να
βγαίνουν
πιο
γρήγορα, να
κοστίζουν
λιγότερο
και ο
εργολάβος ναυπηγός-κατασκευαστής να έχει μεγαλύτερο κέρδος. Επειδή δε αφορούσε
κρατική προμήθεια, η παραγγελία αφορούσε στις περισσότερες φορές ένα μεγάλο αριθμό
τριηρών και αυτό γινόταν βάσει «προδιαγραφών» στη σχεδίαση, ποιότητα, μέθοδο κοκ. Στο
μόνο σημείο που ο ναυπηγός είχε την ευχέρεια να αυτοσχεδιάσει, σε συμφωνία με τον
τριήραρχο (συνήθως χορηγούσε το κόστος τους πλοίου), ήταν η διακόσμηση του εμβόλου
και της πρύμης αλλά αυτό αν υπήρχε άνεση χρόνου και επιπλέον χρήμα. Τέλος ο ναυπηγός
μπορούσε να χαράξει το όνομά του σε ένα εμφανές σημείο του πλοίου.
Η ναυπηγική της γραμμή, μια όμορφη γραμμή που σβήνει στο κοράκι της πλώρης σχηματίζει
μια καμπύλη, κάτι σαν ένα κεφάλι χήνας που τις περισσότερες φορές διακοσμείται από

4
γλύπτες οι οποίοι πράγματι έφτιαχναν πραγματικά αριστουργήματα. Στο μουσείο του
Λουβρου κατεβαίνοντας στο υπόγειο θα θαυμάσετε τη «Νίκη της Σαμοθράκης» που δεν
είναι τίποτε άλλο παρά μια πλώρη τριήρους της κλασικής περιόδου. Το ίδιο λεπτή και κομψή
είναι και η πρύμη της και αυτό της επιτρέπει να κινείται ανάποδα με την ίδια ευχέρεια. Το
κοράκι της πρύμης (ποδόστημα) στρογγυλεύει σε πλάτος και καμπυλώνεται προς τα επάνω
για να της επιτρέπει εύκολα να κάθεται μαλακά σε άμμο. Ας μην ξεχνάμε πως την εποχή
αυτή πάντα τραβούσαν τα πλοία στην ακτή με την πλώρη στραμμένη προς την θάλασσα.
Αυτό διευκόλυνε πολύ στην από – επιβίβαση του πληρώματος, ήταν πιο χαμηλά και στον
ξαφνικό απόπλου, για να αναλάβει δράση γρήγορα.
Το πλοίο ήταν «στενόμακρο» για να αναπτύσσει ταχύτητα που πράγματι με καλούς
«ερέτες» (κωπηλάτες) και ούριο άνεμο μπορούσε να πλεύσει με ταχύτητα μέχρι και 10 με
12 κόμβων για λίγη ώρα ενώ η
συνήθης ταχύτητα κατά την μάχη
ήταν 5-7 κόμβοι. Το μήκος της
τριήρους ήταν 33 - 43μ, το πλάτος 4
- 5,5μ, το βύθισμα 1 - 1,5μ και το ύψος των εξάλων περί τα 1,6μ. Η αναλογία του πλάτους
προς το μήκος ήταν από 1 προς8 μέχρι 1 προς10. Με αυτά λοιπόν τα χαρακτηριστικά
έχουμε ένα εκτόπισμα 70 με 100 τόνων.

Η τριήρης λοιπόν είχε μικρό βύθισμα και χαμηλά έξαλα. Αυτό σημαίνει πως είχε μικρή
ευστάθεια αλλά ταυτόχρονα και το πλεονέκτημα να κινείται στα αβαθή ήτοι να παραλλάσει
πολύ κοντά τις ακτές και να αιφνιδιάζει τους αντιπάλους. Επίσης μπορούσε να
προσορμίζεται όπου ήθελε. Όμως η μικρή ευστάθεια που είχε, λόγω χαμηλού κέντρου
βάρους (η κατώτατη σειρά των κωπηλατών απείχε μόλις 18 εκατοστά πάνω από την ίσαλο
γραμμή) και του μικρού πλάτους, έγινε αιτία πολλών ναυτικών ατυχημάτων σε ειρηνικά
ταξίδια και σε πολεμικές επιχειρήσεις. Τα χαρακτηριστικά αυτά σε συνδυασμό με την
δύναμη των κωπηλατών και την ισχύ των κουπιών της έδιναν αξιοζήλευτα ελικτικά
στοιχεία αφού εν στάση, με πρόσω τη μια πλευρά κουπιών και ανάποδα την άλλη, μπορούσε
να στρέψει σχεδόν επί τόπου και γρήγορα. Με ταχύτητα πλεύσης 6,5 κόμβων και πηδάλιο
10 μοίρες η ακτίνα στροφής ήταν μόλις 43 μέτρα. Με διάμετρο στροφής μόλις 86μ και
εκτέλεση πλήρους κύκλου σε 110 δλπ, πολύ σημαντικά στοιχεία για τους χειρισμούς μάχης,
μπορούσε να στρέψει και να εμβολίσει οποιοδήποτε αντίπαλο πλοίο.

Οι τριήρεις, όπως τα περισσότερα πολεμικά πλοία ακόμη και σήμερα, χαρακτηρίζονται από
την έλλειψη κάθε ανέσεως. Άλλωστε τι άνεση να ζητήσει κανείς από ένα πλωτό
πολιορκητικό κριό; Άλλο μειονέκτημα των τριηρών ήταν πως λόγω χρήσης και ρύπανσης τα
πλοία αυτά είχαν μεγάλο κόστος συντήρησης και μικρό χρόνο ζωής. Ας μη ξεχνάμε πως την
εποχή εκείνη δεν υπήρχαν υφαλοχρώματα (μουράβιες). Λάδια και πίσσα χρησιμοποιούσαν,
και συχνό τρίψιμο. Μια τριήρης αν είχε ηλικία πάνω από 3 χρόνια εθεωρείτο «παλιά» και
5
χρειαζόταν εκτεταμένες ναυπηγικές παρεμβάσεις. Υπό κανονικές συνθήκες μια τριήρης
είχε μέσο χρόνο ζωής περί τα 18-20 χρόνια.

Η επάνδρωση μιας τριήρους, το πλήρωμα.

Το πλήρωμα της τριήρους περιελάμβανε κατά μέσο όρο από 200 μέχρι 230 άνδρες και ήταν
κατανεμημένο ως εξής:

(1). Ερέτες (οι κωπηλάτες) 170 άτομα που ήταν διηρημένοι σε τρεις
κατηγορίες ανάλογα με τη θέση που καθόταν.
Αυτοί που ήταν στο πιο κάτω μέρος ονομαζόταν «θαλαμίτες»(από το θάλαμο) και ήταν 54,
δηλ. 27 σε κάθε πλευρά. Αυτοί χειριζόταν τις «θαλάμιες κώπες» που απείχαν περίπου 40
εκατοστά από την ίσαλο γραμμή. Στη μέση, και πάνω στα «ζυγά» του σκάφους είναι οι
«ζυγίτες» επίσης 54 δηλ. 27 σε κάθε πλευρά, που χειρίζονται τις ζύγιες κώπες που ήταν
περίπου 1 μέτρο πάνω από την ίσαλο. Στην πάνω πλευρά ήταν 62 ερέτες οι «θρανίτες»
(από το θρανίο) δηλ. 31 σε κάθε πλευρά των οποίων τα κουπιά απείχαν περίπου 1,60 από
την ίσαλο.
Οι θρανίτες ήταν πιο ψηλά από τους άλλους, είχαν οπτική επαφή με την θάλασσα αλλά ήταν
εκτεθειμένοι στα εχθρικά βέλη. Σύμφωνα δε με τον Ξενοφώντα, οι θρανίτες έχαιραν
ιδιαίτερου σεβασμού, καθώς ήταν εκτεθειμένοι και στον εχθρό και στα καιρικά φαινόμενα.

6
(2). Καθαρά ναυτικό προσωπικό 20-30 άνδρες που είχαν την ευθύνη
χειρισμού των ιστίων (πανιών), της συντήρησης, επισκευής και του καθαρισμού του
σκάφους. Ήταν άριστοι γνώστες της ναυτικής, της ξυλουργικής αλλά και των πολεμικών
τεχνών αφού πάντα κατά της ναυμαχίες ελάμβαναν μέρος στο τέλος και ως πολεμιστές
(3). . Επιβάτες (πολεμιστές) 18-30 άτομα που ήσαν τοξότες, ακοντιστές και
οπλίτες (πελταστές) σε αριθμό ανάλογα με τον ρόλο της τριήρους. Συνήθως ήταν 4 τοξότες
και 10 οπλίτες-ακοντιστές. Δύο τοξότες και δυο οπλίτες, αποτελούσαν τους
σωματοφύλακες του τριηράρχου και του κυβερνήτη του σκάφους και ήταν πίσω στη πρύμνη

κοντά του. Οι επιβάτες, εκτός της γνώσης του όπλου τους και του αποτελεσματικού
χειρισμό τους, με κάθε καιρό και κυματισμό, έπρεπε να έχουν γνώση και πολεμικών τεχνών
αφού η ναυμαχία στο τέλος κατέληγε σε «ρεσάλτο» και σε μάχη σώμα με σώμα.

Η ιεραρχία στο πλήρωμα.


Την ανωτάτη στο πλοίο εξουσία ασκούσε ο
«τριήραρχος», αξίωμα που στην Αθήνα
απονεμόταν σε εύπορους πολίτες της
τάξεως των «πεντακοσιομεδίμνων» (αυτός
που η γη του απέδιδε 300 μεδίμνους. Ένας
μέδιμνος είναι περίπου 58 σημερινά λίτρα)
γιατί ο τριήραρχος αναλάμβανε μαζί με τον
τίτλο και την υποχρέωση να καταβάλλει εξ
ιδίων, τα έξοδα μισθοδοσίας του
πληρώματος και της συντήρησης του
7
σκάφους. Το αξίωμα αυτό ήταν περιζήτητο γιατί αποτελούσε τον ασφαλέστερο προθάλαμο
για τα ανώτερα αξιώματα της πολιτείας. Επειδή τώρα αυτός ήταν συνήθως διορισμένος από
την πολιτεία και δεν ήξερε πολλά πράγματα για τον πόλεμο στη θάλασσα, η πραγματική
διοίκηση του πλοίου συνήθως ασκείτο από τον επόμενο στην ιεραρχία, τον κυβερνήτη.

Για τα καθαρά λοιπόν ναυτικά καθήκοντα (τακτική- ναυτιλία- πορεία- ταχύτητα πλοίου) και
τη διοίκηση του πλοίου υπεύθυνος ήταν ο «Κυβερνήτης». Αυτός ήταν υπό τις αμέσους
διαταγάς του τριήραρχου και στεκόταν δίπλα του στην πρύμνη κατά την μάχη και τους
ελιγμούς. Ο κυβερνήτης ήταν επίσης υπεύθυνος για την ασφάλεια του πλοίου, την τήρηση
της τάξεως των επιβαινόντων και ως εκ των καθηκόντων του, είχε ιδιαίτερη μόρφωση,
γνώσεις και επιδεξιότητες.
Στην πλώρη έστεκε ο «πρωρεύς» ή «πρωράτης» που εκτελούσε συγχρόνως καθήκοντα
οπτήρα, ναυκλήρου και υπάρχου. Αυτός επόπτευε στο πρόστεγο, έβλεπε και μπροστά και
επέβλεπε ερέτες και επιβάτες τιμωρώντας τους τεμπέληδες.

Οι ερέτες ήταν καλογυμνασμένοι ναύτες που με την εντατική προπόνηση εκτελούσαν


συντονισμένες κινήσεις ώστε τα μακριά (περί τα 4,5μ) και βαριά κουπιά τους να μην
μπλέκονται μεταξύ τους και να αποδίδουν επακριβώς την διατασσόμενη ταχύτητα
πλεύσεως. Αντιλαμβάνεστε πως ακόμη και ένας ασυγχρόνιστος ερέτης θα μπορούσε να
φέρει την καταστροφή και να κοστίσει τη ζωή όλου του πληρώματος. Για να είναι τώρα πιο
άνετα και να μην πιάνονται από το πολύωρο καθισιό στο ξύλο είχαν ένα ατομικό μαξιλαράκι,
το «υπηρέσιον» πάνω στο οποίο καθόταν. Το «κουπί», το «υπηρέσιον» και ο δερμάτινος
ιμάντας «τροπός» που συγκρατούσε το κουπί στον σκαρμό, αποτελούσαν τον ατομικό
εξοπλισμό του ερέτη ο οποίος είχε την ευθύνη της συντήρησης και φύλαξης στο σπίτι του.

8
Τοιχαρχος

Οι «ερέτες» διευθύνονταν κατά την κωπηλασία από ειδικό βαθμοφόρο τον «κελευστή» ο
οποίος κανόνιζε τον ρυθμό της κωπηλασίας ανάλογα με την ταχύτητα που διέτασσε ο
«Κυβερνήτης». Ο κελευστής ήταν
επίσης υπεύθυνος για την εκπαίδευση,
την προπόνηση, την πειθαρχία και το
συντονισμό των ερετών. Τον ρυθμό της
κωπηλασίας τον έδινε σαν σύνθημα με
τη φωνή του ο κελευστής και τον
επένδυε με τις νότες του αυλού του, ο
«αυλητής» ή τριηραυλίτης. Σε συνήθη
ταξίδια τα προστάγματα των κελευστών
που συνοδευόταν από τις φωνές των
ερετών ήταν υπέροχα και μελωδικά, σε
περιόδους εντάσεως ηχούσαν
εμψυχωτικά σαν εμβατήρια ενώ κατά τη ναυμαχία ήσαν σαν τρομακτικές κραυγές. Έι όπ, Έι
όπ, έι όπ κοκ
Την διατασσόμενη πορεία του πλοίου και την στροφή, εξασφάλιζε ο «πηδαλιούχος». Αυτός
χειριζόταν τα δύο πλατειά κουπιά στην πρύμνη, ένα στο δεξιό και ένα στο αριστερό ισχίο,
που ήταν ενωμένα μεταξύ τους με ένα σύστημα μοχλών και δρούσαν ως πηδάλια.

Οι ναύτες και οι ερέτες προήρχοντο από τις κατώτερες κοινωνικά τάξεις. Οι των Αθηνών
ήταν από τους «θήτες» που ήταν ελεύθεροι πολίτες και όχι δούλοι ή κατάδικοι, οι οποίοι
ελάμβαναν κατ’ αρχάς τρείς οβολούς ημερησίως και αργότερα μια δραχμή, ενώ η
τροφοδοσία των γινόταν δωρεάν. Υπό κανονικές συνθήκες οι Ελληνικές πόλεις δεν
ναυτολογούσαν «δούλους» αλλά σε περιπτώσεις εκστρατειών αν τους χρησιμοποιούσαν,
τους απελευθέρωναν πρώτα, τους εκπαίδευαν εντατικά και τους πλήρωναν κανονικά. Οι
ερέτες συνεπώς στις Ελληνικές τριήρεις δεν ήταν δεμένοι στις θέσεις τους, όπως στις
ρωμαϊκές, αλλά αντίθετα είχαν οπλισμό, απαραίτητα οι θρανίτες, και ελάμβαναν πάντα
μέρος στη τελική φάση της ναυμαχίας.

Η πρόωση της τριήρους.


Το κύριο προωστήριο μέσο της τριήρους ήταν τα κουπιά και το βοηθητικό τα ιστία που ήταν
τετράγωνα η τραπεζοειδή.
Τα 170 κουπιά που είχε δεν ήταν όλα τα ίδια. Διέφεραν σε μήκος από 4,2 μέχρι 4,65
μέτρα, ανάλογα με τη θέση του κωπηλάτη.

9
Τα σχοινιά που συγκρατούσαν τους ιστούς και τα ιστία ήταν φτιαγμένα από κάνναβη ή από
πάπυρο και τα άλειφαν με πίσσα
για να μην σαπίζουν εύκολα.

Το κύριο ιστίο, που ήταν και το


μεγαλύτερο βρισκόταν στο μέσον
του πλοίου επί ενός ιστού, το
«κατάρτι», ύψους 13 με 15
μέτρων και το μικρότερο επί
«ακάτιου ιστού» (γνωστός και ως
τουρκέτο) που ήταν πιο μπροστά
προς την πλώρη. Και οι δύο αυτοί
ιστοί ήταν προσθαφαιρούμενοι.
Οι τριήρεις είχαν δύο κατηγορίες
ιστίων. Τα μεγάλα που χρησίμευαν
για τους μακρινούς πλόες και αποβιβαζόταν προ μιας ναυμαχίας για να μην καταλαμβάνουν
χώρο και τα μικρά που χρησίμευαν όταν ο άνεμος ήταν πολύ ισχυρός καθώς επίσης και στη
ναυμαχία.. Γενικά τα ιστία αυτά τα χρησιμοποιούσαν μόνο όταν έπνεαν ούριοι άνεμοι ή το
πολύ εκ του ισχίου ενώ ήταν τελείως ακατάλληλα για πλαγιοδρομία ή εγγυτάτη (στα όρτσα).
Υπήρχε σοβαρός κίνδυνος ανατροπής της τριήρους. Όταν η τριήρης έπλεε με τα πανιά τότε
ήταν που οι ερέτες ξεκουραζόταν και ανακτούσαν δυνάμεις.

Από το Γ βιβλίο των Ιστοριών του Θουκυδίδη μαθαίνουμε πως τριήρεις έκαναν πλου 184
ναυτικών μιλίων σε 24 ώρες χωρίς στάση και χωρίς χρήση ιστίων. Από αυτό προκύπτει ότι
η μέση ταχύτητά κυμαινόταν στους 7,5 κόμβους. Να μνημονεύσουμε πως το πρώτο
πλήρωμα της τριήρους Ολυμπιάς στις δοκιμές έπιασε
μέγιστη ταχύτητα 12 κόμβων με κουπιά και πανιά και
την κράτησε για περίπου μια ώρα. Εξυπακούεται πως
οι μεγάλες ταχύτητες στις τριήρεις διατηρούνταν για
λίγο χρονικό διάστημα λόγω της φυσικής κόπωσης
των ερετών.

Ο Οπλισμός και ο εξοπλισμός

Ο κύριος οπλισμός της τριήρους ήταν το τρομερό για


την εποχή της «έμβολο» που αποτελούσε φυσική
προέκταση της τρόπιδας του σκάφους, μέχρι και 2
μέτρα, που ήταν ενισχυμένο και επενδυμένο
εξωτερικά με χαλκό. Η ενίσχυση επιτυγχανόταν με
την προσθήκη παραπλεύρως της τρόπιδας δοκαριών

10
διατεταγμένων κατά τέτοιο τρόπο ώστε με την πρόσκρουση οι δυνάμεις που αναπτυσσόταν
να μοιράζονται ακτινωτά και κατά το διάμηκες, για να υποφέρει το σκάφος λιγότερο. Αυτά,
από ναυπηγικής απόψεως θεωρούνται επιτεύγματα γιατί έτσι αφενός λιγόστευε ο κίνδυνος
να σπάσει το έμβολο κατά την ανάκρουση όταν έφευγε από θύμα του με κίνδυνο να
βουλιάξει και ο επιτιθέμενος και αφ’ετέρου η δύναμη που αναπτυσσόταν κατά την
πρόσκρουση να ισο-μοιραστεί στο σκάφος ώστε να μην γίνει η αιτία να διαλυθεί το ίδιο.
Εύκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό πως η καταστροφή και βύθιση του εχθρικού σκάφους δεν
γίνεται από την ταχύτητα προσκρούσεως αλλά από την τρύπα που προκαλείται. Η «μάζα»
είναι αυτή που κάνει τη ζημιά ή πιο σωστά η κινητική ενέργεια. Να επισημάνουμε πως
σύμφωνα με τους υπολογισμούς από την πρόκληση μιας τρύπας π.χ διαμέτρου 20
εκατοστών μπορεί να επέλθει ξαφνική ανατροπή του σκάφους μέσα σε 2 λεπτά. Τα σκάφη
τότε δεν είχαν στεγανά διαμερίσματα και σε 1 λεπτό έμπαιναν 5 τόνοι νερού ενώ σε 2 λεπτά
πάνω από 11 τόνους. Αδύνατο λοιπόν ήταν να επιπλεύσει και αν δε είχε και λίγο κυματισμό
ή αέρα τότε τα πράγματα ήταν πράγματι τρομαχτικά.
Το έμβολο ποίκιλλε από τριήρη σε
τριήρη και σε σχήμα και σε μέγεθος.
Σε άλλα πλοία είχε δυο ή και τρεις
οδοντώσεις και σε άλλα είχε τη
μορφή ζώου ή θαλάσσιου τέρατος.
Σε αρκετές τριήρεις το έμβολο ήταν
εξ ολοκλήρου χάλκινο ενώ σε άλλες
πρόσθεταν και ένα δεύτερο
μικρότερο έμβολο πάνω από το
κύριο. Το έμβολο και η κατασκευή του ήταν πανάκριβο, κόστιζε το 324 π.Χ 131 αττικές
δραχμές, όπως και τα κουπιά που το σετ της τριήρους κόστιζε 665. Για το λόγο αυτό κατά
τις ναυμαχίες κατέβαλλαν κάθε προσπάθεια για να τα περισυλλέξουν και να τα
ξαναχρησιμοποιήσουν.

Ο δευτερεύον οπλισμός ήταν τα τόξα με τα βέλη,


τα δόρυ, τα ακόντια και το ξίφος των επιβατών
που οι περισσότεροι των οποίων ήταν
παρατεταγμένοι στο πρωραίο κατάστρωμα και
έριπταν τα βέλη τους, τα ακόντια και καμιά φορά
και τα δόρυ κατά τον «επίπλουν» δηλ. κατά τον
χρόνο που η τριήρης εφορμούσε με την πλώρη
κατά του αντιπάλου πλοίου, κυρίως προς τους
ερέτες του πλοίου στόχος.

Το τόξο ήταν ένα καμπύλο στέλεχος από ξύλο


11
φλαμουριάς με μια χορδή από νεύρα ή στριμμένα άντερα ζώου για εκτοξεύουν τα βέλη που
ήταν στην πραγματικότητα μικρά ακόντια. Ήταν ξύλινα με μήκος περί το μισό μέτρο και στη
μια άκρη είχαν μια εγκοπή για να μπαίνει η χορδή του τόξου ενώ στην άλλη είχαν μια
σιδερένια ή ορειχάλκινη αιχμή. Η εμβέλεια των βελών ήταν 80 – 150 μέτρα ανάλογα με τις
καιρικές συνθήκες και τον πνέοντα άνεμο.

Το δόρυ, εκηβόλο αλλά και για μάχη εκ του συστάδην, όπλο. Ήταν ένα στρογγυλό κοντάρι
συνήθως από ξύλο φλαμουριάς με ισχυρή αιχμή από σίδερο ή ορείχαλκο. Η αιχμή ήταν 25-
50 εκατοστά και το συνολικό μήκος του δόρατος ήταν 2 με 2,5 μέτρα.

Το ακόντιο ήταν όμοιο με το δόρυ αλλά πιο κοντά και ελαφρότερο. Το συνολικό μήκος του
ήταν 1,35 - 1,5 μέτρο και μικρότερη αιχμή. Ήταν καθαρά εκηβόλο όπλο με εμβέλεια περί τα
20 μέτρα. Το ξίφος ήταν μια λάμα από σίδερο ή ορείχαλκο με κόψη και από τις δύο πλευρές
μήκους 55-90 εκατοστά. Αν η κόψη ήταν από την μία πλευρά τότε λεγόταν μάχαιρα.

Η πανοπλία του οπλίτη, λίγο πριν τους Μηδικούς πολέμους, έγινε για τους θαλασσινούς
επιβάτες ελαφρότερη αφού αφαιρέθηκαν τα εξαρτήματα που προστάτευαν τους μηρούς και
ο θώρακας από ορειχάλκινος έγινε δερμάτινος ή και υφασμάτινος που πάνω προσάρμοζαν
μεταλλικές πλάκες.

Για κράνος έφεραν σχεδόν όλοι το Αθηναϊκού τύπου, ήταν ελαφρότερο, αντί του
Κορινθιακού . Είχε παραγναθίδες και σκέπαζε τελείως το πίσω μέρος του κεφαλιού, τον
αυχένα και τους κροτάφους. Στον Αθηναϊκό στρατό οι διοικητές είχαν λοφία ανάλογα με
τον βαθμό τους. Συχνά το χρησιμοποιούσαν σαν μέσο επικοινωνίας σηκώνοντας το ψηλά
πάνω σε ένα κοντάρι.

Η ασπίδα ήταν στρογγυλή διαμέτρου 75 εκ. ξύλινη και με ορειχάλκινο στεφάνι στη
περιφέρεια. Εσωτερικά είχε μια λαβή και εξωτερικά ήταν επενδυμένη με ορειχάλκινες
πλάκες αρχικά και αργότερα με δέρμα γίδας. Εκτός της προστασίας που παρείχε χρησίμευε
και σαν μέσο σημάνσεως υψώνοντας την με διάφορους τρόπους στο πλοίο του ναυάρχου για
να σημάνουν την έναρξη και παύση της μάχης κ.α. Όλοι συνήθιζαν να την διακοσμούν και να
την ζωγραφίζουν εξωτερικά βάζοντας σιρίτια ή άλλα σημάδια για να ξεχωρίζουν οι
βαθμοφόροι.

Σκοπός της εμβολής ήταν να δημιουργήσει ρήγμα στα πλευρά του εχθρικού σκάφους ικανού
να το βουλιάξει, ενώ των επιβατών να θέσει εκτός μάχης τους αντίπαλους ερέτες και να
κάνει έτσι την τριήρη ανίκανη να ελιχτεί και να κινηθεί ως πρέπει.

12
Η επίθεση αυτή των επιβατών αρχικά είχε αντιμετωπιστεί δια της τοποθέτησης κατά
μήκους της πλευράς ασπίδων και αργότερα περί τα τέλη του 5ου π.Χ αιώνα δι’
αντικαταστάσεως του αρχικού τύπου τριήρους με το «νέο» μοντέλο, την «κατάφρακτη»
τριήρη στην οποία είχε
τοποθετηθεί ένα κύριο
κατάστρωμα, το οποίο
εκάλυπτε πλήρως τους
κωπηλάτες από βροχή, ήλιο
και τοξεύματα. Επίσης είχε
τοποθετηθεί κατά μήκους
της πάνω πλευράς των
ερετών ένα τρίχινο ύφασμα
και στην κάτω σειρά κουπιών
δέρματα, τα
«παπαρρύματα», ώστε να μην μπαίνουν νερά ή βέλη από τις πλευρές. Για τον ίδιο σκοπό
είχαν τοποθετηθεί και στα ανοίγματα των άλλων κουπιών «ασκώματα» δηλ. μικροί ασκοί
που περιέβαλαν τα κουπιά στα σημεία των σκαρμών.

Λοιπός εξοπλισμός
Ο κυβερνήτης της τριήρους φρόντιζε το σκάφος να προσορμίζεται σε ομαλά μέρη ή μέρη με
μικρή κλίση και αμμουδερά για να είναι εύκολη και η ανέλκυση και η καθέλκυση τους. Όταν
αυτό δεν ήταν δυνατό επέλεγαν ένα απάνεμο κόλπο, προστατευμένο από τον άνεμο και τα
κύματα και με τη χρήση σχοινιών δένανε σε κάποιο σημείο της ακτής, σε πρόχειρες εξέδρες
ή αγκυροβολούσαν.
Κάθε τριήρης είχε
δύο λίθινες άγκυρες
που κάθε μια ζύγιζε
περίπου 38 κιλά.
Υπήρχε όμως στο
πλοίο απόθεμα
μολυβιού για να
προσθέτουν βάρος
όποτε χρειαζόταν. Οι
άγκυρες ήταν
κρεμασμένες από ξύλινα κοντάρια, κάτι σαν τους σημερινούς λεμβούχους, πάνω από τις
παρειές του πλοίου, τις επωτίδες.

Στην τριήρη, κάθε ελεύθερος χώρος αξιοποιείτο και τοποθετούσαν σε αυτόν από σχοινιά
πρόσδεσης και εργαλεία μέχρι ανταλλακτικά κουπιά, επιπλέον οπλισμός, πολεμοφόδια,
13
σκάλες και ειδικά σχοινιά κατάβασης- αναρρίχησης (μπότζους), γάντζους και μικρές
άγκυρες (τεσσαροχάλια) για να γαντζώνουν τα πλοία, να τα τραβούν κοντά τους για να
κάνουν το «ρεσάλτο». Κάθε τριήρης είχε 4 -6 σκάλες και 6-8 κοντάρια για απώθηση ή
τράβηγμα.

Ναυτική στρατηγική και αποστολές

Οι αποστολές που τα ναυτικά της


αρχαιότητας ανέθεταν στις τριήρεις
τους ήταν οι ίδιες με εκείνες που τα
σύγχρονα κράτη αναθέτουν στα πλοία
του στόλου τους. Η μόνη διαφορά
είναι στο ότι η έκταση των
αποστολών αυτών περιορίζεται από
τις τεχνικές δυνατότητες και τα
χαρακτηριστικά της τριήρους. Με τις
τριήρεις υπήρχε πάντα η αναγκαιότητα τήρησης επαφής με την ξηρά για τους παρακάτω
λόγους:

α. Λόγω ευστάθειας (μικρό μετακεντρικό ύψος) η τριήρης είναι ένα ελάχιστα ασφαλές
πλοίο. Με τον παραμικρό μέτριο ή ισχυρό άνεμο και θαλασσοταραχή, τα πλοία αυτά
αναζητούσαν καταφύγιο σε ένα ασφαλές μέρος σε μια κοντινή ακτή.
β. Λόγω της ελαφριάς κατασκευής τα ξύλα λόγω των ρύπανσης, φθορών και πιέσεων
που δεχόταν, απαιτούσαν πολύ συχνή συντήρηση και καλαφάτισμα. Αυτό σημαίνει ότι
χρειαζόταν συχνές προσορμίσεις για να ανελκύεται στην ξηρά, να στεγνώνει και να
συντηρείται. Επίσης η μεγάλη παραμονή της στο νερό δημιουργούσε προβλήματα στα ξύλα,
υγρασία και εν συνεχεία σήψη. (Θουκυδίδου, Ιστορία, Ζ, 12)
γ. Λόγω της έλλειψης αποθηκευτικών χώρων, δεν είχαν τρόφιμα για μεγάλα ταξίδια
ούτε και μαγειρεία, ούτε και χώρους για ξεκούραση, ανάπαυση και ύπνο του πληρώματος.
Μόνο νερό είχαν στο πλοίο για το πλήρωμα και αυτό όχι σε αφθονία.

Συνήθως οι τριήρεις ξεκινούσαν τους πλόες με την Ανατολή του ήλιου και αγκυροβολούσαν
με τη Δύση του ήλιου σε απάνεμα λιμάνια και όρμους ή το συχνότερο, τις τραβούσαν στην
ακρογιαλιά για συντήρηση, ξεκούραση των ερετών, ύπνο και φαγητό. Στις πολυήμερες
αποστολές, τις τριήρεις ακολουθούσαν πάντα εμπορικά φορτηγά σκάφη που μετέφεραν τις
προμήθειες των τροφίμων, του νερού και των λοιπών εφοδίων.
Η αναγκαιότητα αυτή για τον «ενόψει ακτής» πλου είχε τρία σοβαρά μειονεκτήματα.
Πρώτον αύξανε τους κινδύνους καταστροφής λόγω πρόσκρουσης σε ύφαλο ή προσάραξη
ιδιαίτερα αν έπλεε σε άγνωστα νερά. Να θυμηθούμε την απώλεια των 200 περσικών
τριηρών που διετάχθησαν κατά την ναυμαχία του Αρτεμισίου το 480 π.Χ. να περιπλεύσουν

14
την Εύβοια και πού λόγω ξαφνικής θύελλας προσέγγισαν την ακτή και κατεστράφηκαν
ολοσχερώς. Δεύτερον δεν μπορούσε να εκτελέσει Ναυτικό αποκλεισμό μιας περιοχής γιατί
δεν μπορούσε να παραμείνει για πολλές μέρες εν πλώ. Να θυμηθούμε την περίπτωση του
Φορμίωνα που όταν το 429 π.Χ. θέλησε να αποκλείσει τον Κορινθιακό κόλπο δεν ήταν εν
πλώ αλλά ευρισκόταν με τις τριήρεις του στη Ναύπακτο και από το λιμάνι της επιτηρούσε
το χώρο. Τρίτον υποχρέωνε κάθε πόλη-κράτος να στηρίζεται σε πολλές βάσεις
ανεφοδιασμού.

Ο ρόλος και οι δράσεις μιας τριήρους.

Οι φουρτουνιασμένες θάλασσες
επηρέαζαν την επιχειρησιακή τους
δράση και έτσι η χρήση τους ήταν για
σύντομες και κοντινές μάχες. Οι
τριήρεις δεν ήταν για να επιχειρούν
σε μακρινές και μεγάλες εκστρατείες
ή για να πλέουν σε ωκεανούς παρά
μόνο κοντά στις ακτές (costa-costa).
Ωστόσο επειδή ήταν πλοία πολύ γρήγορα και ευέλικτα, είχαν ένα μεγάλο πλεονέκτημα στις
ναυμαχίες των αρχαίων στόλων.

Η πιο συνήθης και απλή αποστολή για τις τριήρεις ήταν η «περιπολία» για προστασία των
ακτών της χώρας τους. Τα πλοία λοιπόν, μεμονωμένα ή και σε ομάδες, περιπολούσαν κατά
μήκος της ακτής, στα σημερινά χωρικά ύδατα, της πόλης - πατρίδας για να εντοπίσουν
έγκαιρα και αποτρέψουν την όποια εχθρική ενέργεια.

Άλλη αποστολή ήταν η εκτέλεση καταδρομικής ενέργειας (σημερινή απόβαση), προκειμένου


να καταλάβουν έδαφος μιας εχθρικής χώρας, για να ληστέψουν ή να καταστρέψουν τα υλικά
αγαθά του εχθρού και αυτό γινόταν σχεδόν πάντα αιφνιδιαστικά. Η αποβατική αυτή
καταδρομική επιδρομή ποτέ δεν εξαπλωνόταν πολύ στην ενδοχώρα. Όταν εμφανιζόταν
σοβαρή εχθρική δύναμη, το
άγημα επανεπιβιβαζόταν στα
πλοία και έφευγαν. Τέτοια
καταδρομική ενέργεια σε χώρα
που απείχε πολύ από τις ακτές
είδαμε το 413 π.Χ. κατά το
Πελοποννησιακό πόλεμο στη
Μυκαλησσό (κοντά στο πορθμό
Ευρίπου) όπου ο Αθηναίος
αξιωματικός Διειτρέφης

15
επικεφαλής 1300 Θρακών μισθοφόρων αποβιβάστηκε στις ακτές της Ταναγρικής κι
επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στη Μυκαλησσό. Η Βοιωτική πόλη δεν επαγρυπνούσε γιατί δεν
περίμενε τον εχθρό να κάνει τόσο μεγάλη διαδρομή στο ηπειρωτικό έδαφος και ήταν
συνεπώς απροετοίμαστη για άμυνα σε πολιορκία και έτσι γρήγορα κυριεύθηκε. Κατά τον
μέγα ιστορικό Θουκυδίδη, η ανάληψη τέτοιων επιχειρήσεων ισοδυναμεί με διεξαγωγή
«απόβασης» εξ ού και οι Αθηναίοι ονομάζουν ένα τέτοιο εκστρατευτικό σώμα σαν
«ναύκρατο στρατιά» που σημαίνει στην ουσία επιχείρηση καλυπτόμενη από τις τριήρεις
τους. Οι τριήρεις την εποχή αυτή ήταν κατάφρακτες και περίφρακτες και προσέφεραν
προστασία στους ναύτες και στους επιβάτες. Έτσι δεν εγκαθιστούσαν στρατόπεδο
διαρκείας επί της ξηράς. Τέτοιες μορφές επιχειρήσεων είδαμε αρκετές φορές κατά τον
Πελοποννησιακό πόλεμο.

Τέλος έδιναν τις ξακουστές «ναυμαχίες» για να καταστρέψουν ή για να επικρατήσουν επί
του αντιπάλου στόλου ώστε να αποκτήσουν τον έλεγχο και την κυριαρχία μιας θαλάσσιας
περιοχής.

Ναυτική τακτική
Ο εμβολισμός ήταν ένας πολύ επικίνδυνος χειρισμός και απαιτούσε θάρρος, εντατική
εκπαίδευση και ιδιαίτερη δεξιοτεχνία. «Αρχή γαρ όντως του νικάν το θαρρείν» έγραψε ο
Πλούταρχος. Καθένας μπορεί να αντιληφτεί πως λόγω της σχετικής ταχύτητος ένας κατά
μέτωπο εμβολισμός θα ήταν καταστροφικός και για τα δύο πλοία και συνεπώς αυτοκτονία.
Αν πάλι γινόταν με κάποια γωνία αλλά με μεγάλη σχετική ταχύτητα τότε το επιτιθέμενο
σκάφος κινδύνευε να «κολλήσει» στο προσβαλλόμενο και στην ουσία θα ετίθετο εκτός
ενεργείας και τα δύο η δε μάχη που θα δινόταν από τους επιβάτες πλέον θα διαρκούσε
μέχρι τα πλοία να βουλιάξουν. Αν κατά τη ναυμαχία δυο πλοία «κολλούσαν» αυτό
καταλογιζόταν σαν λάθος του κυβερνήτη που επιτίθετο.

Οι πλέον συνήθεις σχηματισμοί μάχης και τακτικοί ελιγμοί κατά τις ναυμαχίες της εποχής
ήταν ο «επίπλους» (πλους προς), ο διέκπλους (πλους διαμέσου) και ο «περίπλους» (πλους
περί τον εχθρό).

16
Στον επίπλου τα πλοία είναι διατεταγμένα σε γραμμή μετώπου, δηλ. το ένα δίπλα στ’άλλο,
και εφορμούν επί του αντιπάλου για να διέλθουν πολύ κοντά δίπλα του ώστε να σπάσουν τα
κουπιά της μιας πλευράς του. Τα πλοία φαίνεται σαν να πηγαίνουν για μετωπική αλλά την
τελευταία στιγμή τα κουπιά της πλευράς σύρονται γρήγορα μέσα και διερχόμενα πολύ
κοντά, σχεδόν γλείφοντας το εχθρικό, σπάζουν τα κουπιά του. Μόλις το εχθρικό πλοίο
γίνει ανίκανο να ελιχθεί και παρασύρεται από τα κύματα, τότε η τριήρης μας με κατάλληλο
ελιγμό στρίβει και αποτελειώνει το αντίπαλό του πλοίο.
Στον διέκπλου με αναστροφή τα πλοία διέρχονται ανάμεσα στα αντίπαλα, στο κενό ανάμεσα
τους, και μόλις βρεθούν δίπλα τους στρέφουν κατά 180 μοίρες, μετά εφορμούν και τα
εμβολίζουν συνήθως στο ισχίο ή πίσω. Ποτέ δεν εμβόλιζαν κάθετα ή στο μέσον γιατί η
απεμπλοκή ήταν δύσκολη και η κρούση επικίνδυνη
και για τα δύο πλοία. Σύμφωνα με ναυπηγικούς
υπολογισμούς αρκούσε μια διαφορά ταχύτητας 1-2
κόμβων για να προκληθεί μέσα σε 5 λεπτά από
μια οπή διαμέτρου 20 εκατοστών η ταχύτατη
ανατροπή και η αχρήστευση του σκάφους. Οι
περισσότεροι από το πλήρωμα, ιδίως οι ερέτες,
παγιδευόταν μέσα στο σκάφος και πνιγόταν.
Στον «περίπλου» τα σκάφη, αν ήταν περισσότερα
αριθμητικά, περικύκλωναν τα εχθρικά και
κινιόταν κυκλικά γύρω τους τρομάζοντας τους
αντιπάλους και μειώνοντας ταυτόχρονα και
σταδιακά την απόσταση. ‘Όταν τα περικυκλωμένα πλοία αναγκαζόταν να συμπτυχθούν τόσο
ώστε να αρχίσουν να συγκρούονται μεταξύ τους και να επέλθει πανικός, τότε έβρισκαν την
ευκαιρία τα επιτιθέμενα να εφορμήσουν και να τα εμβολίσουν για να τα ανατρέψουν ή με μια
καταδρομική ενέργεια «ρεσάλτο» να τα κυριεύσουν.

17
Από το τότε στο τώρα
Το αντίστοιχο πλοίο μιας τριήρους σήμερα θα ήταν ένα πλοίο που θα συνδύαζε τις
δυνατότητες και μιας φρεγάτας τύπου S ή MEKO και ενός αποβατικού του ΠΝ.
Όπως και η
τριήρης έτσι και οι
φρεγάτες είναι
φτιαγμένες για να
έχουν μια καλή
δύναμη πυρός,
ταχύτητα και
ευελιξία. Όμως για
να επιτευχθούν όλα
αυτά έγιναν πολλές
θυσίες κυρίως στην
θωράκιση, στην
αντοχή των ελασμάτων. Τόσο η τριήρης όσο και οι φρεγάτες έχουν μια σχετικά λεπτή
θωράκιση. Η τριήρης είχε ξύλο, αρκετά καλό για να σταματήσει τα βέλη και τα δόρατα, αλλά
όχι τον συντριπτικό έμβολο (κριό) ενός άλλου πλοίου. Η φρεγάτα έχει φύλλα χάλυβα,
αρκετά καλά για να σταματήσουν πυρά μικρών διαμετρημάτων όπλων ή μικρής γόμωσης
ναρκών και τορπιλών αλλά όχι αρκετά ισχυρά για να αντέξουν ένα χτύπημα από ένα
σύγχρονο ναυτικό πυροβόλο μεγάλου διαμετρήματος ή ενός κατευθυνόμενου βλήματος.
Αυτό οφείλεται στο ότι η θωράκιση είναι σαν το νόμισμα που έχει δύο όψεις. Από τη μία
πλευρά, η θωράκιση προστατεύει το πλοίο από τις ζημιές κατά τη μάχη, αλλά επίσης
αυξάνει σημαντικά το βάρος του.
Τέλος οι φρεγάτες, όπως και οι τριήρεις, είναι μικρές σε μέγεθος σε σχέση με τα άλλα
πλοία. Έχουν περίπου μήκος 120-160 μέτρα, πλάτος 15μ, βύθισμα 6-6,5μ και βάρος
περίπου 3500 τόνων. Σε σύγκριση δε τριήρους με φρεγάτα, η φρεγάτα είναι περίπου
5πλάσια σε μέγεθος από την τριήρη.

18
Η τεχνολογία στο ναυτικό πόλεμο
Ενώ η τεχνολογία έχει αλλάξει δραστικά τα όπλα του ναυτικού πολέμου από την προ
Χριστού εποχή, οι ανάγκες που καλύπτουν τα όπλα παραμένουν οι ίδιες.
Οι τοξότες έχουν αντικατασταθεί από βλήματα, το δόρυ από το ναυτικό πυροβόλο και οι
κωπηλάτες από τις μηχανές. Όμως η πραγματική αλλαγή στο ναυτικό πόλεμο έχει γίνει στη
τακτική. Σήμερα, τα κατευθυνόμενα βλήματα μπορούν να προσβάλουν στόχους
εκατοντάδες μίλια μακριά. Όμως, μέχρι πρόσφατα, τη δεκαετία του 1980, η τεχνολογία των
κατευθυνομένων βλημάτων που κάνει τη διαφορά στην ισχύ, δεν υπήρχε.
Το ναυτικό κανόνι ήταν το κύριο όπλο ενός πολεμικού πλοίου και επειδή ακόμη και του πιο
ισχυρού κανονιού το βλήμα, δεν μπορεί να φτάσει πολύ πέρα από τον ορίζοντα, ή συμπλοκή
έπρεπε να γίνει σε σχετικά κοντινές αποστάσεις. Το ίδιο ίσχυε και κατά τις ναυμαχίες της
εποχής εκείνης όπου με τα όπλα της εποχής, τα βέλη και τα δόρατα, επιβαλλόταν στα
αντίπαλα πλοία να πλησιάσουν πολύ για να αναμετρηθούν.
Έτσι η τριήρης, με το μικρό της βύθισμα, την ισχύ που της έδιναν οι μύες των κωπηλατών,
τα εξαίρετα ελικτικά στοιχεία που είχε και την δύναμη του όπλου που της έδινε το τρομερό
έμβολο της, συνέτριβε κάθε εχθρικό πλοίο.
Δικαίως λοιπόν αποτέλεσε επί αιώνες το κατ εξοχή πλοίο μάχης στην αρχαιότητα και το
ιδανικό μέσο για την διεκδίκηση της θαλασσοκρατορίας
τότε.
Ανάγλυφο Λένορμαν (Lenormant Relief)
Μαρμάρινο ανάγλυφο του 400 π.Χ. που αναπαριστά τμήμα
Αθηναϊκής τριήρους. Αποτελεί μια από τις κύριες μαρτυρίες
σχετικά με διάρθρωση της αρχαίας ελληνικής τριήρους που με
βάσει τις αναλογίες του υπολογίστηκαν οι διαστάσεις της τριήρους.

Τριήρης Ολυμπιάς.
Η 'Ολυμπιάς' κατασκευάστηκε στον Πειραιά το 1985/87 με σχέδια του Βρετανικού
«Trireme Trust» και χρήματα του ΠΝ.
Αρχικά χρησιμοποιήθηκε για πλόες στα πλαίσια της πειραματικής αρχαιολογίας και
βγήκαν χρήσιμα συμπεράσματα για την ταχύτητα, ελικτικά στοιχεία, αντοχή, μελέτη
συνθηκών διαβίωσης του προσωπικού και κατανόησης των τακτικών μάχης. Το 1993
που πήγε στη Βρετανία για συμμετοχή στις εκδηλώσεις για τα 2.500 χρόνια από τη
γέννηση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, προκλήθηκαν σημαντικές φθορές στο σκάφος
λόγω των γλυκών νερών του Τάμεση. Το 95/96 έγιναν εκτεταμένες επισκευές και
συντήρηση που κόστισαν πολύ και το 1997 αποφασίστηκε από το Ναυτικό να μην εκτελεί
πλέον πλόες αλλά να είναι έκθεμα και έτσι η τριήρης μεταφέρθηκε στο Πάρκο Ναυτικής

19
Παράδοσης στο Τροκαντερό. Μερικά χρόνια αργότερα διαπιστώθηκαν εκτεταμένες
φθορές λόγω έκθεσης στις καιρικές συνθήκες που αποκαταστάθηκαν το 2002 με
προσφορά των Ναυπηγείων Ελευσίνας, Στην επισκευή αυτή αντικαταστάθηκε το σύνολο
της ξυλείας των υφάλων του πλοίου, προστέθηκαν ενισχύσεις για να αυξηθεί η ακαμψία
του, αντικαταστάθηκε η ξυλεία του καταστρώματος και επισκευάσθηκαν οι ιστοί και τα
πηδάλια. Για τη σύνδεση και στεγανοποίηση της ξυλείας ακολουθήθηκαν πλέον,
σύγχρονες μέθοδοι, ώστε να εξασφαλισθεί η μακροβιότητα της κατασκευής. Τον Ιούλιο
του 2004 παραδόθηκε στο Δήμο Πειραιά για τις ανάγκες των Ολυμπιακών Αγώνων και
μετέφερε το βράδυ της 11ης Αυγούστου Ολυμπιακή Φλόγα. Στη συνέχεια η Τριήρης
έλαβε μέρος στη Classic Week 2004 και μετά επέστρεψε στο Τροκαντερό. Το Π.Ν
αφού έλαβε υπόψη το υψηλό κόστος συντήρησης που είχε, το μεγάλο αριθμό ατόμων που
πρέπει να απασχολούνται με αυτή και το ότι δεν υπάρχει πρακτικό όφελος για το
Πολεμικό Ναυτικό από τη χρήση της για πλόες, αποφάσισε να ξαναπάει σαν έκθεμα
στον ειδικά διαμορφωμένο και στεγασμένο πλέον χώρο του Πάρκου Ναυτικής
Παράδοσης. Το 2015 έγινε μια 7μηνη συντήρηση και επισκευή στο ναύσταθμο
Σαλαμίνας και έκτοτε βρίσκεται στο Άλσος Ελληνικής Ναυτικής Παράδοσης στον
Φλοίσβο Παλαιού Φαλήρου.

20
Πηγές – Βιβλιογραφία
1. Μάριου Σίμψα, Το Ναυτικό στην ιστορία των Ελλήνων, εκδόσεις ΓΕΝ, 1982
2. ΓΕΕΘΑ, Έκθεση Πολεμικής Ιστορίας των Ελλήνων», 1970
3. Κ. Αλεξανδρή, Η Θαλάσσια Δύναμις εις την ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, 1950
4. Στράβων «Γεωγραφικά» Loeb Κλασσική Βιβλιοθήκη έκδοση 1920
5. Θουκιδίδης, Ιστορίες Γ βιβλίο & Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου,
6. Ηρόδοτος, Ιστορία, Βιβλία VII-ΠΟΛΥΜΝΙΑ και ΒΙΒΛΙΟ VIII– ΟΥΡΑΝΙΑ
7. Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλής, Κλασσική Βιβλιοθήκη, 1920
8. Παυσανίας «Ελλάδος Περιήγησις εκδ. J. M. Dent & Sons, Ltd., London, 1905
9. Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, 1971
10. Άρθρο της Κρίστυ Εμίλιο Ιωαννίδου, στο περιοδικό Ναυτική Ελλάς, ΜΑΪ 2012.
11. Άρθρο «Τριήρης» από https://el.wikipedia.org/wiki/Τριήρης
12. Άρθρο της Μαρία Κυριαζοπούλου, Τριήρης: το ναυτικό υπερόπλο των αρχαίων
Ελλήνων, https://padlet.com/kyrmar102/slrorp4ch7wc
13. Δημ. Γκαρουφάλης, Η ναυμαχία της Σαλαμίνας, η σύγκρουση που άλλαξε τον ροή της
ιστορίας, περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, 24 Αυγούστου 1998
14. Κ. Μητσοτάκη, Ναυπηγού – Μηχανικού, Ομιλία με θέμα «Η Ναυμαχία της Σαλαμίνος
- τα αίτια της συντριβής των Περσών»,
https://www.youtube.com/watch?v=z752w00HCF4
15. Ναύαρχος Κουστάνς, «Μια σπουδή πολέμου»
16. The Seventy Great Battles of All Time, Edited by Jeremy Black, Thames &
Hudson Ltd, 2005
17. William Stearns Davis, Readings in Ancient History: Illustrative Extracts from
the Sources, 2 Vols, (Boston: Allyn and Bacon, 1912-1913), Vol. I: Greece and the
East.
18. C.M. BOWRA, Classical Greece,
19. https://filoixenagiseon.gr/2013/10/22/%ce%b1%cf%86%ce%b9%ce%b5%cf%8
1%cf%89%ce%bc%ce%b1-%cf%83%cf%84%ce%b7%ce%bd-
%ce%b1%cf%81%cf%87%ce%b1%ce%b9%ce%b1-
%cf%84%cf%81%ce%b9%ce%b7%cf%81%ce%b7/
20.www.historical-quest.com/syndromes/108-archive/arxaia-istoria/579-trireme-
protagon-ancient-greece.html

21

You might also like