Professional Documents
Culture Documents
των Τηλεπικοινωνιών
ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΘΑΝΟΣ
ΕΚΠΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΤΩΝ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ
1
Τηλεπικοινωνιακό Δίκτυο (ΤΔ) είναι κάθε εγκατάσταση ή σύνολο εγκαταστάσεων, που
εξασφαλίζει την μετάδοση τηλεπικοινωνιακών σημάτων και την, μέσω αυτών, ανταλλαγή
πληροφοριών μεταξύ δύο ή περισσοτέρων σημείων.
Τηλεπικοινωνιακές Υπηρεσίες (ΤΥ) είναι οι υπηρεσίες, των οποίων η παροχή περιλαμβάνει, εν’
μέρει ή εξολοκλήρου, την μετάδοση και δρομολόγηση σημάτων (πληροφοριών) σε
i
Η εξέλιξη της τεχνολογίας των Τηλεπικοινωνιών και η ανάπτυξη της
πληροφορικής δημιούργησαν την «Τηλεματική», η οποία παρέχει τις
σύγχρονες υπηρεσίες που προκύπτουν από την σύζευξη των
Τηλεπικοινωνιών με την Πληροφορική. Έτσι, παραδείγματος χάριν οι
ασυμμετρικές ψηφιακές γραμμές (ΑDSL) εξασφάλισαν επικοινωνία με
μεγάλες ταχύτητες, οι δορυφορικές επικοινωνίες έδωσαν την δυνατότητα
ευρύτερης χρήσης, σε διεθνές επίπεδο των τηλεπικοινωνιακών
υπηρεσιών, ενώ η χρήση των υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας έχει ήδη
επικρατήσει της σταθερής τηλεφωνίας. Η ανάπτυξη των «Λεωφόρων
Πληροφοριών» και της «Κοινωνίας Πληροφοριών» διαμορφώνει μια νέα
Αγορά, στην οποία το επίκεντρο θα είναι τα Τηλεπικοινωνιακά Δίκτυα,
οι Τηλεπικοινωνιακές Υπηρεσίες, η Πληροφορική και οι Ηλεκτρονικές
Συναλλαγές, ενώ βασικό χαρακτηριστικό των δυνατοτήτων της
σύγχρονης τηλεπικοινωνιακής αγοράς είναι η φιλική και φθηνή
πρόσβαση σε υπηρεσίες υψηλής ποιότητας.
ii
δολάρια το 2002. Η απελευθέρωση των λεγόμενων «εναλλακτικών
δικτύων» δίνει τη δυνατότητα, πλέον σε Οργανισμούς, που παραδοσιακά
ενεργοποιούνται στα δίκτυα Ενέργειας, Σιδηροδρόμων και αλλού να
δημιουργήσουν δική τους τηλεπικοινωνιακή υποδομή, εκμεταλλευόμενοι
τα υπάρχοντα δίκτυά τους, σε συνδυασμό με κατάλληλες τεχνολογίες.
Τα εναλλακτικά αυτά δίκτυα θέτουν μια νέα διάσταση στην
Τηλεπικοινωνιακή Αγορά και αποτελούν σοβαρή «απειλή» για τους
παραδοσιακούς Οργανισμούς τηλεπικοινωνιών, ενώ οι εκτεταμένες
επενδύσεις, που γίνονται, διεθνώς, σε δίκτυα, επίγεια και υποβρύχια, με
καλώδια οπτικών ινών, αυξάνουν θεαματικά την Τηλεπικοινωνιακή
χωρητικότητά τους, που είναι αναγκαία για την ταυτόχρονη, αξιόπιστη
και με μεγάλη ταχύτητα μετάδοση της φωνής, των δεδομένων και της
εικόνας. Τα πλεονεκτήματα των νεοεισερχομένων παρόχων
τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών εστιάζονται στο γεγονός ότι είναι,
συνήθως, πιο ευέλικτοι στην τιμολογιακή τους πολιτική, κυρίως, γιατί
χρησιμοποιούν νέες τεχνολογίες με χαμηλότερο κόστος αλλά και, το
σημαντικότερο, έχουν μεγαλύτερη ικανότητα και ταχύτητα προσαρμογής
στις απαιτήσεις της αγοράς.
iii
ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
iv
γεγονός το οποίο δεν αντικατοπτρίζεται, επαρκώς, στα οικονομικά
μεγέθη που αναφέρθηκαν παραπάνω. Η μετάδοση και η αξιοποίηση της
«πληροφορίας» αποτελεί, πλέον, βασικό συντελεστή παραγωγής, που
χρησιμοποιείται, από τους άλλους κλάδους. Η ευρεία χρήση των
υπηρεσιών Τηλεματικής στην εργασία (π.χ. Τηλε-εργασία), συνεπάγεται
την μείωση του κόστους παραγωγής και κατά συνέπεια την βελτίωση της
ανταγωνιστικής θέσης των επιχειρήσεων. Αλλά, εξίσου σημαντικό
στοιχείο είναι η αυτοματοποίηση και ριζική αναδιοργάνωση της
παραγωγικής διαδικασίας, που συνεπάγεται η εισαγωγή της Τηλεματικής.
Έτσι, οι επιχειρήσεις που εισάγουν έγκαιρα και αξιοποιούν, ορθά, τις
υπηρεσίες αυτές, αποκτούν συγκριτικό πλεονέκτημα, το οποίο επιδρά
θετικά στην βελτίωση της παραγωγικότητας και στην συνολική
αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητά τους.
v
κάποιο βαθμό οι εξελίξεις αυτές είναι είδη ορατές, στην
κοινωνικοοικονομική ζωή των τηλεπικοινωνιακά αναπτυγμένων χωρών
(π.χ. ΗΠΑ, Ιαπωνία, χώρες της Δυτικής Ευρώπης).
vi
και σε αύξηση της αποτελεσματικότητας της αγοράς στο σύνολό
της
4. Τέλος, υποστηρίζεται ότι οι αρτιότερες τηλεπικοινωνίες οδηγούν
σε αποτελεσματικότερη άσκηση διοίκησης των οικονομικών
μονάδων
vii
σε επί μέρους ευαίσθητους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας,
όπως τα χρηματοοικονομικά, το χονδρικό εμπόριο, ο τουρισμός, είναι
σημαντικά και αυτονόητα.
viii
Α’ ΜΕΡΟΣ
ΟΙ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
1
Κατά τη διάρκεια του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου προξενήθηκαν
μεγάλες ζημίες στο Τηλεγραφικό και Τηλεφωνικό Δίκτυο της Χώρας,
ενώ άλλες εγκαταστάσεις τέθηκαν εκτός λειτουργίας λόγω έλλειψης
ανταλλακτικών. Το γεγονός αυτό ενίσχυσε την αναγκαιότητα μιας νέας
στρατηγικής στον ελληνικό τηλεπικοινωνιακό τομέα σε εθνικό, πλέον,
επίπεδο. Με την ίδρυση του ΟΤΕ το 1949, ως Δημόσιο και αποκλειστικό
φορέα ανάπτυξης των τηλεπικοινωνιών σε πλήρη αρμονία με τη διεθνή
πρακτική της εποχής, εγκαταστάθηκε σημαντικός Τηλεπικοινωνιακός
εξοπλισμός για τα τεχνολογικά δεδομένα της εποχής, ακόμη και στις πιο
απομακρυσμένες περιοχές της χώρας ήδη από την πρώτη δεκαετία
λειτουργίας του (1949-1959).
2
Ο ΟΤΕ, ως μονοπωλιακός και αποκλειστικός φορέας ανάπτυξης των
τηλεπικοινωνιών (Οργανισμός Κοινής Ωφελείας) παρουσίασε σημαντικά
επιτεύγματα, αλλά και σοβαρές αδυναμίες. Στα επιτεύγματά του
συγκαταλέγονται ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης, ιδιαίτερα κατά τις
δεκαετίες 1960-1980 σε σχέση ακόμα και με τα διεθνή δεδομένα, η
υψηλή τηλεφωνική πυκνότητα, τα χαμηλά τηλεπικοινωνιακά τέλη κτλ.
Ως αδυναμίες του μπορούν να καταγραφούν η καθυστέρηση στην
ικανοποίηση της ζήτησης, η χαμηλή ποιότητα των παρεχόμενων
υπηρεσιών λόγω του αναλογικού αστικού δικτύου κ.α.
Γενικά, η πορεία του ΟΤΕ υπήρξε ανοδική, κυρίως σε ότι αφορά την
αναπτυξιακή του δραστηριότητα, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας περίπου
του 1970, ενώ έκτοτε εισήλθε σε φάση παρατεταμένης ύφεσης μέχρι το
1988. Η ανάσχεση της αναπτυξιακής πορείας, που σημειώθηκε στο
διάστημα αυτό, είχε σοβαρές συνέπειες, όπως τη συσσώρευση μεγάλου
αριθμού ανικανοποίητων αιτήσεων για τηλεφωνικές συνδέσεις (έφθασαν
περίπου το 1.100.000 το 1989), την υποβάθμιση της ποιότητας
επικοινωνίας, τη καθυστέρηση της εισαγωγής των νέων προηγμένων
τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών (υπηρεσίες τηλεματικής, κινητή
τηλεφωνία κτλ). Κύρια αίτια της εξέλιξης ήταν ο περιορισμός των
ετήσιων επενδυτικών προγραμμάτων, σε χαμηλά επίπεδα και η
καθυστέρηση εφαρμογής εκτεταμένου προγράμματος ψηφιοποίησης του
τηλεπικοινωνιακού δικτύου.
3
τηλεφωνικές συνδέσεις, μηδενίστηκαν, ενώ η ποιότητα της επικοινωνίας
βελτιώθηκε αισθητά. Παράλληλα, μεγάλη πρόοδος συντελέστηκε και
στις νέες τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες, κυρίως στις υπηρεσίες
Τηλεματικής, οι οποίες παρέχονται πλέον από τον ΟΤΕ σε διεθνή
κλίμακα. Στη συνέχεια γίνεται αναλυτική παρουσίαση των πρόσφατων
εξελίξεων στην αγορά των Ελληνικών Τηλεπικοινωνιών.
Διεθνείς Εξελίξεις
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, το φαινόμενο της
παγκοσμιοποίησης είχε κάνει δυναμικά την εμφάνιση του, σε πολλούς
κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας. Με την διαδικασία των
εξαγορών, των συγχωνεύσεων και των συμμαχιών, πολλές εταιρίες
επέκτειναν τις δραστηριότητες τους και εκτός των εθνικών τους
συνόρων. Στις ραγδαίες αυτές εξελίξεις, σημαντικότατη ήταν η συμβολή
4
του κλάδου των τηλεπικοινωνιών, τόσο εξαιτίας της ανάπτυξης του, όσο
και εξαιτίας της σύγκλισης του με την πληροφορική, που επέτρεψε την
γρήγορη και άμεση επικοινωνία με όλα τα μέρη του κόσμου.
5
Οι οικονομίες κλίμακας λόγω της δημιουργίας μίας μόνο υποδομής
Το επίπεδο κινδύνου στην αγορά που ήταν ιδιαίτερα χαμηλό λόγω
της έλλειψης ανταγωνισμού και που επέτρεψε την δημιουργία
εθνικών τηλεπικοινωνιακών δικτύων
6
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η επικρατούσα άποψη περί
μονοπωλίων στις τηλεπικοινωνίες, άρχισε να μεταβάλλεται. Σε αυτό
συνέβαλάν περάν της αναγνώρισης των ανωτέρω προβλημάτων και μία
σειρά άλλων παραγόντων. Οι τηλεπικοινωνίες άρχιζαν να
αντιμετωπίζονται ως το κυριότερο μέσο της οικονομικής ανάπτυξης, στο
διαμορφούμενο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον και για τον λόγο
αυτό, η εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική στα περισσότερα κράτη, είχε
πλέον ως στόχο την αύξηση της συνολικής ζήτησης, προκειμένου να
αντιμετωπιστούν τα γενικότερα προβλήματα του υψηλού πληθωρισμού
και των μεγάλων ελλειμμάτων. Στόχος λοιπόν, έγινε η αύξηση της
τηλεφωνικής διείσδυσης στο σύνολο της εθνικής επικράτειας, με
παράλληλη προσπάθεια να διατηρηθεί το κόστος, ειδικότερα του παγίου
και των αστικών κλήσεων, σε χαμηλά επίπεδα.
7
απελευθερώσεων και των ιδιωτικοποιήσεων κυριαρχούσαν πλέον
παγκοσμίως και αναμενόταν από την διαδικασία αυτή, να επιτευχθούν
υψηλότερα επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης μέσω αύξησης των εσόδων
λόγω μειωμένου κόστους παραγωγής, αρτιότερης ικανοποίησης της
ζήτησης των καταναλωτών και εισαγωγής νέων καινοτόμων προϊόντων
και υπηρεσιών. Ένας ακόμη έμμεσος λόγος που οδηγήθηκε ο κλάδος
των τηλεπικοινωνιών προς την ιδιωτικοποίηση και την απελευθέρωση,
ήταν η ανάγκη για αύξηση της ανταγωνιστικότητας των χωρών σε
παγκόσμιο επίπεδο, η οποία φυσικά μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσω
της ενδυνάμωσης της εγχώριας αγοράς και των υποδομών. Τέλος, ο J.
Simonis τονίζει ότι: «το θέμα είναι η δημιουργία μιας νέας κοινωνίας,
ενός νέου οικονομικού περιβάλλοντος με στόχο την αύξηση της
επιχειρηματικότητας και της δημιουργικότητας. Μια νέα κοινωνία που
θα προωθήσει το επιχειρηματικό πνεύμα των ατόμων. Εν τέλει, μια
κοινωνία με πιο ευέλικτες αγορές για τους παραγωγούς (παρόχους) και
τους εργαζομένους».
8
οποία είναι δυνατόν να επιτευχθεί με την εισαγωγή νέων,
εξελιγμένων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών για την ταχύτερη
μεταφορά δεδομένων, εικόνας και ήχου
Η ανάγκη για ξεχωριστή τιμολογιακή πολιτική ανάλογα με την
χρήση των νέων υπηρεσιών απαιτεί και πάλι καλύτερη
πληροφόρηση για τα καταναλωτικά πρότυπα
9
προσανατολίζοντάς τους προς περισσότερο επιχειρηματικές
κατευθύνσεις.
Υπό αυτές τις συνθήκες, θα ήταν αδύνατο για αυτές τις επιχειρήσεις να
ανταγωνιστούν τους ιδιωτικούς παρόχους τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών
σε ίση βάση. Έτσι, αποφασίστηκε η ιδιωτικοποίηση των κρατικών
τηλεπικοινωνιακών οργανισμών, δηλαδή η πώληση μεριδίου μετοχών
από τις εθνικές κυβερνήσεις προς ιδιωτικούς επενδυτικούς φορείς. Κάτι
τέτοιο ήταν σύμφωνο και με την νεοφιλελεύθερη θεωρία του Milton
Friedman, που επικρατούσε όχι μόνο στις κυβερνήσεις του Ρέιγκαν στις
10
Η.Π.Α. και της Θάτσερ στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και σε
σοσιαλιστικές κυβερνήσεις του δυτικού κόσμου.
11
την απαραίτητη τεχνογνωσία. Όλα τα ανωτέρω επιχειρήματα συνέβαλαν
στην ιδιωτικοποίηση των Κρατικών Μονοπωλιακών Τηλεπικοινωνιακών
Οργανισμών και όπως χρονολογικά παρουσιάζεται στον κατωτέρω
Πίνακα 1.
ΠΙΝΑΚΑΣ 1
Απελευθέρωση & Ιδιωτικοποίηση των Κρατικών Τηλεπικοινωνιακών
Οργανισμών στην Ε.Ε.
Χώρα Κρατικός Τηλ. Έτος Έτος
Οργανισμός Απελευθέρωσης Ιδιωτικοποίησης
Δανία Tele Danmark 1994 1990
Γαλλία France Telekom 1998 1997
Γερμανία Deutsche Telekom 1998 1996
Ελλάδα OTE 2001 1996
Ιρλανδία Eircom 1998 1999
Ιταλία Telekom Italia 1998 1994
Ολλανδία KPN 1997 1994
Ισπανία Telefonika 1998 1995
Μ. Βρετανία BT 1991 1984
Πηγή: 7η & 8η Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις τηλεπικοινωνίες (2001, 2002)
12
Η Πορεία Απελευθέρωσης των Ευρωπαϊκών Τηλεπικοινωνιών
13
αναφορικά με τα μεγάλα τηλεπικοινωνιακά έργα υποδομής και ιδιαίτερα
όσον αφορά τα ψηφιακά δίκτυα ολοκληρωμένων υπηρεσιών, τα δίκτυα
ευρείας ζώνης και τα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας που θα αναπτύσσονταν
στα κράτη μέλη. Μέσα στα πλαίσια αυτά, υπήρχε και η πρόθεση
δημιουργίας κοινών προτύπων για τον τερματικό εξοπλισμό, που θα
έπρεπε να υιοθετήσουν όλα τα κράτη, ώστε να αναπτυχθεί μία ενιαία
αγορά. Στην ίδια κατεύθυνση αναπτύχθηκαν προγράμματα έρευνας και
ανάπτυξης μεταξύ των κρατών (RACE) και προγράμματα βοήθειας των
λιγότερο ανεπτυγμένων περιφερειακών κρατών – μελών (STAR). Ακόμα
και σε θέματα που αφορούσαν καθαρά την εθνική πολιτική του κάθε
κράτους, όπως συμφωνίες με τρίτες χώρες εκτός της Κοινότητας,
ζητήθηκε η ύπαρξη κοινών θέσεων όλων των κρατών μελών στις
διαπραγματεύσεις.
14
αντιμετωπιστούν οι διεθνείς προκλήσεις, κυρίως εκείνες που
προέρχονταν από τις Η.Π.Α. και την Ιαπωνία.
15
ανταγωνισμού, τόσο εντός, όσο και εκτός των συνόρων των κρατών -
μελών της Κοινότητας.
16
στιγμή είχαν δικαίωμα να παρέχουν μόνο οι κρατικοί τηλεπικοινωνιακοί
οργανισμοί. Παρόλα αυτά η συνθήκη αυτή δεν αποτελούσε το κλειδί της
απελευθέρωσης στην αγορά τηλεπικοινωνιών. Αυτό θα γινόταν
σταδιακά, με μια σειρά από Οδηγίες, στις οποίες τα κράτη μέλη θα
έπρεπε να εναρμονιστούν, ανεξαρτήτως του τι προέβλεπε το εθνικό τους
δίκαιο.
17
λειτουργούσε μονοπωλιακά. Στις αρχές τις δεκαετίας του 1990,
δημοσιεύτηκε η Οδηγία 90/388/ΕΟΚ σχετικά με τον ανταγωνισμό στην
αγορά τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Με την Οδηγία αυτή
καταργούνται τα ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα στην παροχή
τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, με εξαίρεση το δημόσιο
τηλεπικοινωνιακό δίκτυο και τη φωνητική τηλεφωνία. Με την Οδηγία
αυτή καθορίζονται οι προϋποθέσεις, τα κριτήρια και οι διαδικασίες για
την χορήγηση αδειών παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, ενώ
επιβάλλεται στα κράτη – μέλη η υποχρέωση να συγκροτήσουν
Ανεξάρτητη Ρυθμιστική Αρχή, που στο εφεξής θα είναι η αρμόδια να
επιβλέπει την αγορά τηλεπικοινωνιών και να διασφαλίζει την εύρυθμη
λειτουργία της. Συμπληρωματικά με την παραπάνω Οδηγία,
δημοσιεύτηκε μία ακόμα, η 90/387/ΕΟΚ, που αφορούσε τη δημιουργία
εσωτερικής αγοράς στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών μέσω
της παροχής ανοικτού δικτύου (ΟΝΡ). Οι βασικές αρχές της Διάταξης
του O.N.P. ήταν η εναρμόνιση των συνθηκών πρόσβασης προς τις
υποδομές του κεντρικού δημόσιου δικτύου για την παροχή
τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών από νέες επιχειρήσεις (μισθωμένες
γραμμές, υπηρεσίες μεταβίβασης δεδομένων, φωνητική σταθερή
τηλεφωνία, κινητή τηλεφωνία). Τέλος, με την Οδηγία αυτή προβλεπόταν
η εξισορρόπηση των τελών τηλεφωνίας, η διακοπή δηλαδή της
επιδότησης των αστικών κλήσεων από την υπεραστική και διεθνή
τηλεφωνία.
18
σχετική καθυστέρηση αυτές τις ευρωπαϊκές οδηγίες, με συνέπεια οι
τηλεπικοινωνιακοί οργανισμοί να διατηρήσουν το προνόμιο
αποκλειστικής παροχής των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών μέσα στα
εθνικά τους σύνορα. Από την πλευρά της Κοινότητας πάντως, είχε
σχεδιαστεί η πλήρης απελευθέρωση των τηλεπικοινωνιών σε τρεις
φάσεις. Στην πρώτη προβλεπόταν, έως τις αρχές του 1994 να επιτρέπεται
στους κατόχους ιδιωτικών δικτύων (όπως δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας
και σιδηροδρομικών δικτύων) και σε φορείς παροχής υπηρεσιών
μεταγωγής δεδομένων, να μεταφέρουν τηλεφωνήματα για περιορισμένες
ομάδες χρηστών. Στη δεύτερη φάση, που προβλεπόταν να έχει
ολοκληρωθεί έως τις αρχές του 1996, θα επιτρεπόταν η διασυνοριακή
τηλεφωνική κίνηση σε όποιον ανταγωνιστή το επιθυμούσε, με την χρήση
μισθωμένων γραμμών, από τον πρώην μονοπωλιακό πάροχο. Στην τρίτη
φάση, που θα ολοκληρωνόταν στις αρχές του 1998, θα είχε ολοκληρωθεί
η απελευθέρωση όλων των τηλεφωνικών υπηρεσιών. Τελικά, η τρίτη
αυτή φάση, που αφορούσε την αγορά της φωνητικής τηλεφωνίας και την
παροχή της τηλεομοιοτυπίας άνοιξε στον ελεύθερο ανταγωνισμό σε τρεις
περιόδους για τα κράτη-μέλη. Για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με
τα μεγαλύτερα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα η απελευθέρωση
πραγματοποιήθηκε μέχρι την 1η Ιανουαρίου του 1998, με εξαίρεση το
Βέλγιο και το Λουξεμβούργο οι οποίες είχαν το δικαίωμα να
απελευθερώσουν τις τηλεπικοινωνιακές αγορές τους μέχρι την 1η
Ιανουαρίου του 2000. Τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ε.Ε. – Ελλάδα,
Ισπανία, Πορτογαλία και Ιρλανδία – θα έπρεπε να έχουν εισάγει τον
ελεύθερο ανταγωνισμό μέχρι την 1η Ιανουαρίου του 2001.
19
Η Μετάβαση από τη Μονοπωλιακή Αγορά στον Ανταγωνισμό
20
λοιπόν, παρουσιαζόταν ως ένα σημαντικό εργαλείο εκείνης της περιόδου
στην άσκηση πολιτικής, ειδικά στον χώρο των τηλεπικοινωνιών και
υποστηριζόταν από φορείς και εταιρείες που ήθελαν να εισέλθουν στον
κλάδο, αφού με την απορύθμιση οι συμμετέχοντες στην αγορά θα όριζαν
και θα εξέλεγαν το διοικητικό – ρυθμιστικό τους όργανο. Άρχισαν όμως
παράλληλα να γίνονται οι πρώτες συζητήσεις και για τον τρόπο που θα
γινόταν η μετάβαση σε μια απελευθερωμένη αγορά, χωρίς να εξαιρεθούν
από τα αναμενόμενα οφέλη οι αδύναμες ομάδες πολιτών. Το αντικείμενο
της συζήτησης δεν ήταν, όπως έχουμε δει θεωρητικό, αλλά αφορούσε τον
προσδιορισμό των αρχών και των κανόνων εκείνων που θα διασφάλιζαν
τόσο την είσοδο νέων παικτών στον κλάδο, όσο και την εξυπηρέτηση
κάθε χρήστη που θα το επιθυμούσε ανεξαρτήτως κοινωνικής ομάδας ή
γεωγραφικής περιοχής.
21
πλαίσιο, που να περιορίζει τις αυθαιρεσίες του κυρίαρχου παρόχου. Κατά
αυτόν τον τρόπο καταλήγουν σε ένα νέο είδος ρύθμισης, γνωστής και ως
επαναρύθμιση (re - regulation), η οποία οδηγεί στο συμπέρασμα πως
απορύθμιση δεν μπορεί να σημαίνει την παντελή απουσία κανόνων, αλλά
αντιθέτως οδηγεί σε ένα νέο καθεστώς ρύθμισης όπου οι κανόνες
επιβάλλονται από ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, οι οποίες αποσκοπούν
αρχικά στο να προστατεύσουν τις νεοεισερχόμενες εταιρείες και τελικά
μέσα από τη διαδικασία του ανταγωνισμού, οι καταναλωτές να
αποκομίσουν μακροπρόθεσμα σημαντικά οφέλη.
22
παρέμβαση της ρυθμιστικής αρχής γίνεται μόνο εφόσον παρατηρηθεί
περίπτωση αθέμιτου ανταγωνισμού.
23
Η Πορεία προς την Απελευθέρωση της Ελληνικής Τηλεπικοινωνιακής
Αγοράς
Το πρώτο βήμα για τον περιορισμό του μονοπωλίου του ΟΤΕ έγινε το
έτος 1990 με διάταξη που περιλήφθηκε στον αναπτυξιακό νόμο 1892/90
και επέτρεπε την εκμετάλλευση της Κινητής Τηλεφωνίας Ξηράς (ΚΤΞ)
από ιδιωτικούς φορείς. Ακολούθησε η ψήφιση του νόμου 2075/92 «για
την οργάνωση και λειτουργία του τομέα των Τηλεπικοινωνιών», με τον
οποίο επιδιώχθηκε η ριζική αναμόρφωση όλης της Τηλεπικοινωνιακής
νομοθεσίας και η ουσιαστική κατάργηση της μονοπωλιακής θέσης του
ΟΤΕ. Ο νόμος αυτός εισήγαγε ένα καθεστώς προωθημένης
απελευθέρωσης των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και των
Τηλεπικοινωνιακών Αγορών και εναρμόνισε την Ελληνική νομοθεσία,
προς τις σχετικές Αποφάσεις και Οδηγίες της Ε.Ε. (Απελευθέρωσε όλες
τις Τηλεπικοινωνιακές Υπηρεσίες πλην της φωνητικής τηλεφωνίας). Την
ίδια χρονιά χορηγήθηκαν και δύο άδειες Κινητής Τηλεφωνίας, στις
εταιρείες Panafon και Stet Hellas (οι σημερινές Vodafone και Wind
(TIM) αντίστοιχα).
Τον Αύγουστο του 1993 ψηφίστηκε από την Βουλή και δημοσιεύθηκε ο
νέος νόμος περί ΟΤΕ (Ν.2167/1993), ο οποίος επρόκειτο να αποτελέσει
(αν τυχόν εφαρμοζόταν στο σύνολό του) το καταστατικό του μερικά
ιδιωτικοποιημένου ΟΤΕ, σύμφωνα με την σχετική απόφαση της τότε
κυβέρνησης. Ο ΟΤΕ λειτούργησε έκτοτε με βάση τον νόμο αυτό,
(εντεκαμελές Διοικητικό Συμβούλιο και Γενικός Διευθυντής) και τις
αρμοδιότητες των οργάνων του, έως την 20.10.1994 όταν ο Νόμος 2246
για την «Οργάνωση και Λειτουργία των Τηλεπικοινωνιών» καθιέρωσε το
ρυθμιστικό πλαίσιο ολοκληρωμένης πολιτικής για την λειτουργία των
τηλεπικοινωνιών στην Ελλάδα. Ο νόμος αυτός κάλυπτε όλο το επίγειο
24
και υπέργειο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο, τις τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες
και τον τηλεπικοινωνιακό τερματικό εξοπλισμό. Ο νόμος αυτός που
αντικατέστησε στην ουσία τον 2075/92, ενσωμάτωνε στο εθνικό μας
δίκαιο τις δύο βασικές Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, την Οδηγία
90/387/ΕΚ και την Οδηγία 90/388/ΕΚ. Ο νόμος 2246/94 τροποποιήθηκε
αργότερα με Προεδρικά Διατάγματα που ενσωμάτωναν στο εθνικό
δίκαιο, μεταγενέστερες Οδηγίες και συμπληρώθηκε από διάφορες
διατάξεις προκειμένου να προσαρμοστεί στα κατά καιρούς δεδομένα της
τηλεπικοινωνιακής αγοράς.
25
οποίος αποτελεί το νόμο ορόσημο της απελευθέρωσης των
Τηλεπικοινωνιών στην Ελλάδα, δεδομένου ότι καταργεί το μονοπώλιο
του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών της Ελλάδος (ΟΤΕ) και εισάγει:
Περιβάλλον ανταγωνισμού, καθεστώς αδειοδότησης με γενικές και
ειδικές άδειες, την έννοια της Καθολικής Υπηρεσίας, Παροχή Ανοικτού
Δικτύου και Διασύνδεση, ενώ εγκαθιδρύει εθνική ρυθμιστική υπηρεσία,
δηλαδή την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων
(ΕΕΤΤ). Ο νόμος αυτός αντικατέστησε τον 2246/94 με τις τροποποιήσεις
του και με την ψήφιση του κατάργησε τον νόμο 2840/2000, ο οποίος
ρύθμιζε τα θέματα λειτουργίας της ΕΕΤΤ. Με την ψήφιση του ο νόμος
έδινε ρυθμιστικές – κανονιστικές αρμοδιότητες στην ΕΕΤΤ, σε θέματα
που ως τότε απλά γνωμοδοτούσε (Πεπραγμένα ΕΕΤΤ 2002, 2003 και
2004).
26
δικτυακών υποδομών του πρώην κρατικού μονοπωλίου, έναντι χαμηλών
σχετικά τιμών, ώστε ο νεοεισερχόμενος πάροχος να έχει πόρους να
διαθέσει σε διαφήμιση και προώθηση των υπηρεσιών που προσφέρει.
27
ρυθμιστική αρχή για να μπορέσει να αντεπεξέλθει στο ρόλο που της
δίνεται, θα πρέπει να έχει την κατάλληλη υποδομή, κυρίως στελεχιακή,
αλλά θα πρέπει να υπάρχει και το κατάλληλο νομοθετικό πλαίσιο που θα
της δίνει τις αρμοδιότητες και την ανεξαρτησία που πρέπει να έχει. Οι
προϋποθέσεις αυτές δεν τηρούνταν, η ρυθμιστική αρχή, θα αποτελούσε
άλλη μία δημόσια υπηρεσία, η οποία παίζοντας ελλιπώς τον ρόλο της, θα
δημιουργούσε πρόσθετα προβλήματα στην λειτουργία του υγιούς
ανταγωνισμού.
28
Με τον νέο νόμο, τον Ν.2867/2000, ο οποίος σηματοδότησε την
απελευθέρωση των Τηλεπικοινωνιών, η ΕΕΤΤ μετατράπηκε από ένα
καθαρά γνωμοδοτικό όργανο, ευάλωτο στην κυβερνητική βούληση και
στις εκάστοτε πιέσεις, σε αποφασίζον όργανο με σημαντικές
αρμοδιότητες και σημαντικό βαθμό ανεξαρτησίας. Συνεστήθη ως
ανεξάρτητη διοικητική αρχή με διοικητική, οικονομική και λειτουργική
αυτοτέλεια. Εκδίδει τον δικό της κανονισμό, έχει τον δικό της
προϋπολογισμό, ο Πρόεδρος, ο αντιπρόεδρος και τα μέλη της επιλέγονται
από τη Διάσκεψη της Βουλής με την αυξημένη πλειοψηφία των 4/5 των
μελών της, για πενταετή θητεία, ενώ τα μέλη εκπίπτουν του αξιώματός
τους μόνο στην περίπτωση που έχει εκδοθεί εις βάρος τους τελεσίδικη
καταδικαστική απόφαση για αδίκημα που συνεπάγεται κώλυμα
διορισμού ή έκπτωση δημοσίου υπαλλήλου σύμφωνα με τις διατάξεις
του Υπαλληλικού Κώδικα. Οι αρμοδιότητές της, όπως προαναφέρθηκε,
είναι κυρίως αποφασιστικές, ενώ έχει σημαντικές ελεγκτικές και
διαιτητικές αρμοδιότητες. Με το άρθρο 6, η ΕΕΤΤ όφειλε έως τις 31-12-
2001 να εκδώσει Κανονισμό, σχετικά με την έκδοση, ανανέωση,
μεταβίβαση, εκμίσθωση, συνεκμετάλλευση, τροποποίηση, αναστολή,
παράταση και ανάκληση των ειδικών αδειών, δηλαδή των αδειών που
χορηγούνται στις εταιρείες παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, για
την παροχή των οποίων απαιτούνται σπάνιοι πόροι ή δικαιώματα
διέλευσης.
Μέχρι το έτος 2000, οχτώ χρόνια δηλαδή μετά την ίδρυσή της, η ΕΕΤΤ
λειτουργούσε με αποσπασμένο από τον Ο.Τ.Ε. προσωπικό, ενώ οι πρώτοι
διορισμοί προσωπικού που θα εργαζόταν αποκλειστικά και μόνιμα στην
ρυθμιστική αρχή έγιναν από τον Α.Σ.Ε.Π. το έτος 2000. Πρέπει να
αναφερθεί πως τα στελέχη της ΕΕΤΤ, θα έπρεπε να έχουν γνώσεις από
τρία επιστημονικά πεδία, ώστε να ενσωματώνουν τις νομικές, τεχνικές
29
και οικονομικές προϋποθέσεις για την επίτευξη και διατήρηση του
ανταγωνισμού στην αγορά τηλεπικοινωνιών.
30
Β’ ΜΕΡΟΣ
ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΣ
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ
Όπως είναι γνωστό, κάθε αλλαγή στην αγορά των τηλεπικοινωνιών μιας
χώρας σχετίζεται συνήθως με το πολύ σημαντικό φαινόμενο της
απελευθέρωσής της. Το φαινόμενο αυτό, όπως έχει ήδη αναγερθεί, δεν
είναι απλά ένα γεγονός που περιορίζεται εντός των στενών εθνικών
ορίων, αλλά είναι μία γενική τάση ανάμεσα στις ανεπτυγμένες χώρες. Το
θεσμικό πλαίσιο που επιβάλλεται, παρά τις ιδιαιτερότητες και
διαφοροποιήσεις σε εθνικό επίπεδο και τη χρονική απόκλιση στην
υιοθέτησή του από χώρα σε χώρα, έχει γενικά κοινές κατευθυντήριες
γραμμές. Μάλιστα, η γενική τάση της απελευθέρωσης είναι κοινή σε
Ευρώπη και Αμερική.
31
ανταγωνιστική αγορά. Στην πρώτη περίπτωση η κρατική παρέμβαση
είναι έκδηλη, ενώ στην δεύτερη ο ρόλος του κράτους είναι περισσότερο
ρυθμιστικός παρά παρεμβατικός, θέλοντας να εξασφαλίσει τις συνθήκες
εκείνες που ιδεατά θα οδηγήσουν στον πλήρη ανταγωνισμό.
32
Οι σύγχρονες επιχειρήσεις, όπως και κάθε μορφή επιχειρήσεων
άλλωστε, αποτελούνται από διάφορες ομάδες ατόμων. Ομάδες
ανομοιόμορφες όσον αφορά τα βιώματα και τον τρόπο συμπεριφοράς
τους. Ομάδες που δημιουργούνται, μεγαλώνουν, συγκρούονται,
συνεργάζονται μεταξύ τους και όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου
παύουν τελικά να υπάρχουν. Αυτά τα χαρακτηριστικά που έχουν οι
ομάδες που συγκροτούν τις επιχειρήσεις, ταυτίζονται με τα
χαρακτηριστικά των ίδιων των επιχειρήσεων αυτών. Δηλαδή αυτές
γεννιούνται, μεγαλώνουν, δίνουν τις μάχες τους και κάποια στιγμή
παύουν να υπάρχουν. Οι σύγχρονες επιχειρήσεις επομένως αποτελούν
κατά μία έννοια ζωντανούς οργανισμούς που δραστηριοποιούνται στα
πλαίσια ενός συγκεκριμένου περιβάλλοντος.
33
επιχειρησιακό στίβο. Γίνεται αντιληπτή η τεράστια επίδραση των
περιβαλλοντικών επιδράσεων στη διατύπωση επιχειρηματικών
στρατηγικών, στρατηγικών που έχουν ως στόχο τους τη δημιουργία και
τη διατήρηση διαχρονικά ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων εκ μέρους
των εκάστοτε επιχειρήσεων. Ιδιαίτερα στην περίπτωση των πρώην
κρατικών μονοπωλίων παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών πρέπει να
επισημανθεί ο έντονος διεθνής, πλέον, ανταγωνισμός που
αντιμετωπίζουν, αφού η απελευθέρωση των αγορών έδωσε την
δυνατότητα στα πρώην αυτά κρατικά μονοπώλια να δραστηριοποιηθούν
και σε ξένες αγορές.
34
Κάθε όμως μελετητής που επιθυμεί να εξετάσει σε βάθος τους δεσμούς
που αναπτύσσονται ανάμεσα στην έννοια του περιβάλλοντος και στην
έννοια της ανάπτυξης επιχειρηματικών στρατηγικών για την επίτευξη και
διατήρηση ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων οφείλει να ακολουθήσει μία
συγκεκριμένη μεθοδολογία. Πρέπει αρχικά να διακρίνει το περιβάλλον
στα επιμέρους τμήματα που το χαρακτηρίζουν. Στη συνέχεια πρέπει να
εξετάσει με ιδιαίτερα μεγάλη προσοχή τα χαρακτηριστικά καθενός εξ’
αυτών των τμημάτων. Η προσπάθεια αυτή έχει πολύ μεγάλη σημασία
τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Μόνο εάν αναλυθούν
διεξοδικά αυτά τα επιμέρους τμήματα θα είναι δυνατή και η
αντικειμενική ανάλυση των επιρροών που ασκούν στον χώρο της
σύγχρονης επιχειρησιακής στρατηγικής. Προκειμένου, επομένως, η
παρούσα ανάλυση να είναι σύμφωνη με τις επιταγές της επιστημονικής
μεθοδολογίας θα ακολουθηθεί η προσέγγιση του ζητήματος που
πραγματεύεται με την μεθοδολογία που έχει ήδη περιγραφεί.
35
επιχειρηματικών στρατηγικών για την επίτευξη στρατηγικού
πλεονεκτήματος.
Operating περιβάλλον:
Περιλαμβάνει μία πλειάδα πολλών και διαφορετικών παραγόντων.
Παράγοντες που σε ορισμένες περιπτώσεις μοιάζουν να μην έχουν κοινά
σημεία, να μην μπορούν να αποτελέσουν από κοινού μία κατηγορία
περιβάλλοντος. Παράγοντες όπως τους καταναλωτές, τους ανταγωνιστές,
τις αγορές εργασίας, παράγοντες οι οποίοι μπορούν να επηρεαστούν και
μάλιστα σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό από τις ενέργειες των σύγχρονων
επιχειρησιακών οργανισμών. Το γεγονός πως το operating περιβάλλον
είναι ευμετάβλητο καθιστά εξαιρετικά δύσκολη τη μελέτη του, καθώς η
κάθε επιχείρηση ξεχωριστά μπορεί να το διαμορφώσει σε κάποιο βαθμό
σύμφωνα με τη θέλησή της.
Remote περιβάλλον:
Περιλαμβάνει οικονομικούς, πολιτικούς, νομικούς, πολιτιστικούς και
τεχνολογικούς παράγοντες που δεν είναι δυνατόν να επηρεαστούν από τις
στρατηγικές κινήσεις κάθε μίας επιχείρησης ξεχωριστά. Στην πράξη
συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Οι παράγοντες εκείνοι που αποτελούν τις
χαρακτηριστικές παραμέτρους του remote περιβάλλοντος είναι αυτές που
ασκούν σε τεράστιο βαθμό επιδράσεις στη διατύπωση στρατηγικών εκ
μέρους των επιχειρήσεων. Στρατηγικές που χαράζονται είτε από
μεμονωμένες επιχειρήσεις είτε από ομάδες επιχειρήσεων. Από
επιχειρήσεις που για ποικίλους λόγους συνεργάζονται σε διάφορα
επίπεδα και χαράσσουν από κοινού το μέλλον τους σε στρατηγικό
επίπεδο. Για όλους αυτούς τους λόγους που έχουν ήδη αναφερθεί έως το
σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο το remote περιβάλλον να είναι αυτό το
οποίο θα εξεταστεί διεξοδικά στη συνέχεια της παρούσας ενότητας.
36
Μιλώντας περισσότερο συγκεκριμένα το έξω – επιχειρησιακό
περιβάλλον του κάθε οργανισμού είναι ο χώρος όπου η διοίκηση του
πρέπει να αναζητάει ευκαιρίες και πιθανές απειλές. Το εξωτερικό
περιβάλλον διαχωρίζεται περαιτέρω σε δύο επιμέρους συνιστώσες, το
ευρύτερο – μάκρο περιβάλλον, το οποίο επηρεάζει την επιχείρηση αλλά
και κάθε άλλη επιχείρηση που λειτουργεί στην ίδια π.χ. χώρα και το
μίκρο περιβάλλον, δηλαδή το άμεσο κλαδικό περιβάλλον της
επιχείρησης.
Μέσα από την επεξεργασία των στοιχείων που προκύπτουν από την
ανάλυση αυτή, η επιχείρηση μπορεί να προβλέψει τις μελλοντικές τάσεις
στο ευρύτερο περιβάλλον της, όπως για παράδειγμα τεχνολογικές
καινοτομίες που πρόκειται να εφευρεθούν και ευαισθησίες που
αναπτύσσει διαχρονικά το κοινό. Με αυτόν τον τρόπο θα είναι σε θέση
να προετοιμαστεί καλύτερα για τις προκλήσεις του μέλλοντος αλλά και
να εκπληρώνει πιο αποτελεσματικά τις απαιτήσεις του παρόντος.
37
Στην ανάλυση του κλαδικού, μίκρο περιβάλλοντος, πολύ χρήσιμο είναι
το πλαίσιο των πέντε δυνάμεων της δομικής ανάλυσης μίας αγοράς
(structural analysis of an industry). Αυτό, γνωστό και ως μοντέλο του
Porter, παρέχει έναν τρόπο να προσδιοριστεί η φύση του ανταγωνισμού
στον εκάστοτε κλάδο. Σύμφωνα με αυτό οι πέντε δυνάμεις που
καθορίζουν τον ανταγωνισμό είναι α) η απειλή εισόδου νέων
επιχειρήσεων στον κλάδο, β) η απειλή από υποκατάστατα προϊόντα και
επιχειρήσεις, γ) η διαπραγματευτική δύναμη των προμηθευτών, δ) η
διαπραγματευτική δύναμη των αγοραστών και ε) η ένταση ανταγωνισμού
μεταξύ των υπαρχουσών επιχειρήσεων. Στην συνέχεια επιχειρείται μία
αναλυτική εξέταση των δύο αυτών τεχνικών μελέτης του έξω –
επιχειρησιακού περιβάλλοντος.
38
Η περιβαλλοντική ανάλυση, η οποία είναι γνωστή και ως ανάλυση PEST
περιλαμβάνει τέσσερις διαστάσεις. Οι εν λόγω διαστάσεις είναι α) η
πολιτική/νομική, β) η οικονομική, γ) η κοινωνικοπολιτιστική και δ) η
τεχνολογική. Ακόμα είναι δυνατόν να προστεθεί η δημογραφική και η
οικολογική διάσταση. Η ανάλυση PEST μπορεί να βοηθήσει στην
διερεύνηση των διαφορετικών αποτελεσμάτων που είναι δυνατόν να
έχουν οι περιβαλλοντικές επιδράσεις στην επιχείρηση είτε ιστορικά είτε
σε όρους μελλοντικής εξέλιξης.
39
και από τους παράγοντες που συνθέτουν το πολιτικό περιβάλλον και
μάλιστα σε σημαντικό βαθμό.
40
Το υπάρχον, όμως, πολιτικό περιβάλλον σε αρκετές περιπτώσεις
δυσχεραίνει διάφορες επιχειρήσεις από διάφορους τομείς στους οποίους
μπορούν να δραστηριοποιηθούν. Για παράδειγμα, πολιτικές είναι οι
αποφάσεις εκείνες που θέτουν σειρά εμποδίων σε ποικίλους οργανισμούς
στο να ασχοληθούν με τις ταχυδρομικές υπηρεσίες και τους
σιδηροδρόμους ή ακόμη και με τις τηλεπικοινωνίες. Οι κυβερνήσεις των
διαφόρων χωρών με τις αποφάσεις τους καθορίζουν ουσιαστικά το
πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούν να κινηθούν οι εν λόγω επιχειρήσεις.
Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του `80 όμως πέρα από αποκλεισμούς,
οι κυβερνήσεις έδωσαν και ευκαιρίες στις αντίστοιχες επιχειρήσεις.
Ξεκίνησαν και συνεχίζουν να πραγματοποιούνται ιδιωτικοποιήσεις σε
τομείς όπως οι τηλεπικοινωνίες και τα ναυπηγεία. Με άλλα λόγια είναι
δυνατό να υποστηριχθεί ότι οι κυβερνήσεις που αποτελούν ένα βασικό
στοιχείο του πολιτικού περιβάλλοντος των επιχειρησιακών οργανισμών
επηρεάζουν τη δραστηριότητά τους, επηρεάζουν με άλλα λόγια τις
προσπάθειές τους που αποβλέπουν στην απόκτηση ανταγωνιστικού
πλεονεκτήματος έναντι των ανταγωνιστών τους.
41
περιβάλλοντος από την οποία θα υπάρξουν χρήσιμα για τις επιχειρήσεις
συμπεράσματα, κρίνεται απαραίτητο να εξεταστεί σε άμεση συνάρτηση
με αυτό. Στο συμπέρασμα αυτό είναι εύκολο να καταλήξει κανείς αν
αναλογιστεί ότι το νομικό περιβάλλον θεωρείται υποσύνολο του
πολιτικού με το οποίο έχει μια άμεση και αμφίδρομη σχέση.
Οικονομική Διάσταση
42
παράγοντες του χώρου που δραστηριοποιείται, προκειμένου να επιβιώσει
στον επιχειρησιακό στίβο. Γενικότερα, επομένως, είναι δυνατόν να
υποστηριχθεί ότι κάθε επιχείρηση πρέπει να γνωρίζει το οικονομικό
περιβάλλον στο οποίο καλείται να δραστηριοποιηθεί. Στα πλαίσια του
παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος, που αποτελεί αναμφίβολα το
κυριότερο χαρακτηριστικό γνώρισμα της εποχής μας, οι επιχειρήσεις
είναι απαραίτητο εάν θέλουν να επιβιώσουν σε πρώτη φάση και στη
συνέχεια να αναπτυχθούν με επιτυχία, να γνωρίζουν εις βάθος τα
χαρακτηριστικά του γνωρίσματα.
43
κτλ) είτε λόγω ανώμαλης μετάβασης στο καθεστώς της ελεύθερης
οικονομίας.
44
γνωρίσματα γίνεται αντιληπτό ότι κάθε άλλο παρά εύκολο είναι να
επηρεαστεί από τις ενέργειες μιας και μόνον επιχείρησης. Κι αυτό γιατί
πρόκειται για ένα περιβάλλον με τεράστιο πλήθος στοιχείων που είναι
πρακτικά αδύνατον να επηρεαστούν από έναν μόνον οργανισμό, όσο
μεγάλος κι αν είναι αυτός. Το οικονομικό περιβάλλον το οποίο μόλις
αναλύθηκε σε κάποιο βαθμό παίζει αποφασιστικό ρόλο στην ύπαρξη και
στην δράση κάθε επιχείρησης. Επηρεάζει βαθύτατα τον τρόπο με τον
οποίο χαράσσουν τις επιχειρησιακές τους στρατηγικές, τον τρόπο με τον
οποίο προσπαθούν να αποκτήσουν και να διατηρήσουν ένα
ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε σχέση με τις λοιπές επιχειρήσεις που
δραστηριοποιούνται στον ίδιο επιχειρηματικό στίβο.
Κοινωνικοπολιτιστική Διάσταση
45
χαρακτηριστικά που είχαν ως κρατικοί οργανισμοί. Η μεταστροφή αυτή
των πρώην κρατικών μονοπωλίων αποτέλεσε για πολλά έτη στρατηγικό
στόχο των διοικήσεών τους, η δε επιτυχής μεταβολή της φήμης τους
αποτελεί ακόμη και σήμερα καθοριστικό παράγοντα στην εν γένει
λειτουργία τους.
46
στα πλαίσια του οποίου δημιουργείται, αναπτύσσεται και
δραστηριοποιείται. Η δομή και η συμπεριφορά του αποτελούν σε
σημαντικό βαθμό το αποτέλεσμα των επιδράσεων της κουλτούρας του
χώρου στον οποίο υπάρχει. Οι πολυεθνικές κυρίως έχοντας αναπτυχθεί
ανά την υφήλιο είναι λογικό ότι δέχονται τις επιδράσεις της κουλτούρας
πλήθους διαφορετικών χωρών.
Για το τί είναι όμως ακριβώς κουλτούρα δεν μπορεί να δώσει κανείς μια
μόνο κοινά αποδεκτή απάντηση. Υπάρχουν πολλές ερμηνείες και ορισμοί
σχετικά με το τι είναι κουλτούρα και σε τι αναφέρεται. Μπορεί να
ειπωθεί ότι: “Culture refers to the way that human beings understand the
world. In the broadcast sense, culture defines and expresses both attitudes
and behaviour. It represents a shaued way of being, evaluating and doing
that is passed from one generation to the next” (R. Simcha, 1986, σελ.
17). Είναι δυνατόν ακόμα να υποστηριχθεί ότι: “Culture can be regarded
as the sum total of attitudes, beliefs and lifestyles” (Taggart &
McDermott, 1993, σελ. 41). Αν και δεν μπορεί να οριστεί με ακρίβεια η
κουλτούρα το σίγουρο είναι ότι “... οι πολιτισμικές διαφοροποιήσεις
μπορούν να έχουν σημαντικότατη επίδραση στη διεθνή επιχειρηματική
δραστηριότητα” (Χ .Κανελλόπουλος, 1994, σελ. 138). Οι πολυεθνικές
επιχειρήσεις ερχόμενες σε επαφή με πληθώρα διαφορετικών αντιλήψεων,
συμπεριφορών και πολιτισμών αναμφίβολα οφείλουν να ενδιαφέρονται
για το πολιτισμικό τους περιβάλλον.
47
όμως οι γνώσεις αυτές είναι απαραίτητες προκειμένου να υπάρξει σωστή
διαχείριση ανθρωπίνων πόρων, προκειμένου, δηλαδή, να εξασφαλιστούν
οι καλύτερες δυνατές ανθρώπινες εισροές και να επιτευχθεί ο
ικανοποιητικότερος συνδυασμός τους.
Τεχνολογική Διάσταση
48
το ένα το άλλο με ακατάπαυστους ρυθμούς. Άλλωστε πολλοί είναι
εκείνοι που υποστηρίζουν ότι οι δυνατότητες που έχουν οι επιχειρήσεις
σήμερα να εκμεταλλεύονται την σύγχρονη τεχνολογία είναι το στοιχείο
εκείνο που τις κατατάσσει σε ένα σημαντικό βαθμό σε επιτυχημένες και
μη. Πιστεύουν ότι οι καινοτομίες που τους προσφέρει η χρησιμοποίηση
της σύγχρονης τεχνολογίας αποτελούν ένα σπουδαίο πλεονέκτημα.
49
Γίνεται επομένως αντιληπτό ότι οι επιχειρήσεις δραστηριοποιούμενες σε
χώρες που διαθέτουν διαφορετικό επίπεδο τεχνολογίας επιδιώκουν να
ελιχθούν, να βρουν τρόπους ώστε οι ίδιες να αποκτήσουν την τεχνολογία
που τους είναι απαραίτητη προκειμένου να διαφοροποιηθούν, να
ξεχωρίσουν από το σύνολο των επιχειρήσεων. Με άλλα λόγια οι
πολυεθνικές κυρίως επιχειρήσεις καθώς και εκείνες των οποίων η
λειτουργία σχετίζεται με τις παραμέτρους των νέων τεχνολογιών, πρέπει
να επιδιώκουν να προσαρμοστούν και να αντλήσουν τη μέγιστη δυνατή
ωφέλεια και από το τεχνολογικό τους περιβάλλον που είναι ουσιαστικά
το τεχνολογικό περιβάλλον κάθε χώρας στην οποία δραστηριοποιούνται.
50
Ανάλυση του Κλαδικού – Μίκρο Περιβάλλοντος
51
Επίσης καθίσταται εφικτό να εκτιμήσουν τις δυνάμεις αλλαγής σε αυτόν
τον χώρο. Τέτοιες δυνάμεις μπορεί να είναι μία νέα τεχνολογία ή μία
μεταστροφή στις καταναλωτικές προτιμήσεις του αγοραστικού κοινού.
Με αυτόν τον τρόπο μία επιχείρηση είναι δυνατόν να εντοπίσει τις
ευκαιρίες που τυχόν τις δίνονται να αλλάξει η ίδια η ίδια την δομή του
κλάδου. Να ελέγξει και να προσπαθήσει να αλλάξει τους κανόνες του
παιχνιδιού της αγοράς προς όφελός της, επιδρώντας με κατάλληλες
κινήσεις στις πέντε δυνάμεις του Porter.
52
εξασφάλιση ικανοποιητικής κερδοφορίας για τις επιχειρήσεις που ήδη
υπάρχουν σε αυτόν.
Απειλή Υποκατάστατων
53
Υπάρχουν δηλαδή επιχειρήσεις, των οποίων τα προϊόντα και οι
υπηρεσίες απευθύνονται σε λίγους ή ακόμα και σε έναν μόνο αγοραστή.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα επιχειρήσεων παραγωγής
πολεμικού υλικού. Τότε οι παραγωγοί είναι που διαθέτουν περιορισμένη
διαπραγματευτική ικανότητα και οι αγοραστές αυτοί που μπορούν να
αυξήσουν τα κέρδη τους.
Δεν είναι λίγες όμως και οι περιπτώσεις που ισχύει το ακριβώς αντίθετο.
Για παράδειγμα στην περίπτωση του χώρου παροχής ιατρικών και
λοιπών σχετικών υπηρεσιών, το αγαθό της υγείας είναι τόσο πολύτιμο
που ο ασθενής δεν μπορεί να πιέσει για μείωση της τιμής του.
Ένταση Ανταγωνισμού
54
ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΗΣ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΩΝ
ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
Η εξέλιξη της τεχνολογίας και κατ’ επέκταση η νέα δυνατότητα που δίνει
στις επιχειρήσεις για παροχή πληθώρας διαφορετικών τεχνολογικών
λύσεων, διαφοροποιούν τη φύση αλλά και το κόστος των παρεχόμενων
υπηρεσιών και συντελούν στην ανάπτυξη του ανταγωνισμού στην αγορά.
Η διείσδυση των νέων τεχνολογιών στον τρόπο ζωής του πληθυσμού,
όπως για παράδειγμα η χρήση των προσωπικών ηλεκτρονικών
υπολογιστών, είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση της ζήτησης των
τηλεπικοινωνιακών προϊόντων. Αντιστρόφως, ο ρόλος της τεχνολογίας
μετασχηματίζεται από αιτία σε αποτέλεσμα της ανταγωνιστικότητας,
αφού αποτελεί από μόνη της πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ των
τηλεπικοινωνιακών επιχειρήσεων.
55
Εξετάζοντας την υφιστάμενη κατάσταση υπό το καθεστώς του
μονοπωλίου, διαπιστώνεται ότι τα μονοπώλια δεν επένδυαν ιδιαίτερα σε
Έρευνα και Ανάπτυξη (R&D), αφού κάτι τέτοιο θεωρούνταν σε μεγάλο
βαθμό περιττό. Η στοιχειώδης έρευνα ήταν αρκετή προκειμένου να
προσφέρεται στον πελάτη, ο οποίος δεν είχε εναλλακτική επιλογή
παρόχου, η στοιχειώδης ποιότητα τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και
προϊόντων. Εξάλλου, η επιλογή τόσο του είδους, όσο και της χρονικής
στιγμής εισαγωγής νέων προϊόντων στην αγορά, αποτελούσαν
πλεονέκτημα της μονοπωλιακής επιχείρησης.
56
και χωρίς τον κατάλληλο προγραμματισμό και την κατάλληλη
στρατηγική, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πραγματικός έλεγχός τους.
57
της επιχείρησης ήταν πολύ περιορισμένη. Ο λόγος είναι απλός και
προφανής. Οι επιθυμίες και οι ανάγκες του πελάτη δεν είχαν την ίδια
βαρύτητα με τις πολιτικές αποφάσεις και στρατηγικές, ως σημείο
προσανατολισμού της διοίκησης της επιχείρησης. Το θεσμικό και
λειτουργικό πλαίσιο, τόσο ως υποχρεώσεις όσο και ως επιλογές
λειτουργίας, ήταν αυστηρά προκαθορισμένο και η πορεία
προδιαγεγραμμένη, με ανύπαρκτη ευελιξία και ελευθερία
πραγματοποίησης αλλαγών. Εξάλλου κάτι τέτοιο ήταν άνευ
χρησιμότητας, αφού ο καταναλωτής δεν είχε άλλη επιλογή προκειμένου
να απολαύσει τις στοιχειώδεις τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες, από το να
γίνει πελάτης του μοναδικού παρόχου.
58
δύναμη για τη χάραξη της στρατηγικής και την πορεία των επιχειρήσεων,
η τιμολόγηση υπηρεσιών χονδρικής και λιανικής πώλησης, η μείωση του
κόστους, αλλά και εσωτερικά ζητήματα, όπως η οργανωτική δομή, το
εργασιακό καθεστώς, το πλήθος των εργαζομένων ανά ειδικότητα, το
επίπεδο μόρφωσης και κατάρτισης του προσωπικού και άλλα.
59
τμήμα μάρκετινγκ οφείλουν να ασχοληθούν ιδιαίτερα με τις διαδικασίες
κοστολόγησης και τιμολόγησης, αφού βέβαια θέσουν ως πρωταρχικό
στόχο την ελαχιστοποίηση του κόστους. Έτσι, θα εξασφαλίσουν ότι
λειτουργούν με τον πιο αποδοτικό τρόπο, προσφέροντας την
απαιτούμενη ποιότητα, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η κερδοφορία τους.
60
Τμηματοποίηση της Αγοράς
61
Τέλος, είναι ήδη γνωστό ότι ο ανταγωνισμός συμπιέζει τις τιμές. Έτσι
εάν τα προϊόντα είναι ομογενή, ο πάροχος με την χαμηλότερη τιμή θα
κέρδιζε όλη την αγορά. Για το λόγο αυτό ο ανταγωνισμός ως προς τις
τιμές δεν συναντάται συχνά στις τηλεπικοινωνίες λόγω του ότι τα πρώην
μονοπώλια βρίσκονται σε θέση ισχύος. Σαν αποτέλεσμα ο ανταγωνισμός
ενισχύεται μόνο από την παροχή υπηρεσιών και προϊόντων που
διαφέρουν και ικανοποιούν τις συγκεκριμένες ανάγκες των
καταναλωτών, δηλαδή μέσω της κατάτμησης της αγοράς.
62
του μοντέλου έντασης του ανταγωνισμού του Porter, το οποίο
περιγράψαμε ανωτέρω. Στην παράγραφο αυτή, θα επισημανθούν οι
βασικοί παράγοντες του ανταγωνισμού μεταξύ των τηλεπικοινωνιακών
επιχειρήσεων, καθώς και τρόποι αντιμετώπισης αυτών.
Από την άλλη πλευρά η απειλή από τα υποκατάστατα προϊόντα στο χώρο
των τηλεπικοινωνιών είναι φυσικά υπαρκτή, καθώς οι εναλλακτικές
τεχνολογικές λύσεις για τις διάφορες μορφές επικοινωνίας είναι πολλές,
παρόμοιες στα χαρακτηριστικά τους και τη χρήση τους και μπορούν να
είναι διαθέσιμες σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές. Για παράδειγμα η
τεχνολογία της τηλεφωνίας πάνω από το internet VoIP (Voice over IP)
είναι υποκατάστατη για την κλασσική τηλεφωνία μεταγωγής κυκλώματος
(circuit-switched), ενώ το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο είναι υποκατάστατο
της τηλεφωνικής κλήσης και του τηλεομοιότυπου (Fax).
63
τιμολόγησης και στην χονδρική πώληση, προκειμένου οι εναλλακτικοί να
παραμείνουν βιώσιμοι, ενώ συνηθίζεται και η υπογραφή μακροχρόνιων
συμβάσεων.
64
Γ’ ΜΕΡΟΣ
ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ & ΟΡΓΑΝΩΣΗ
ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ
65
διοίκηση ενός τηλεπικοινωνιακού οργανισμού, προκειμένου αυτός να
χρησιμοποιεί τους ελάχιστους πόρους επιτυγχάνοντας τη μεγιστοποίηση της
κερδοφορίας του.
66
απελευθερώνεται, αποτελεί το σχέδιο μάρκετινγκ που οφείλει να αναπτύξει.
Είναι γεγονός πως ενώ σε ένα μονοπωλιακό καθεστώς οι στρατηγικές
ικανότητες και τα σχέδια από μόνα τους μπορεί να βοηθήσουν ένα πάροχο
να αναπτυχθεί και να τον οδηγήσουν στην ολοκλήρωση της «επιτυχίας», δεν
συμβαίνει το ίδιο όταν ο οργανισμός αυτός θα βρεθεί σε ένα περιβάλλον
ανταγωνιστικό. Στην τελευταία περίπτωση το μάρκετινγκ αποτελεί εκείνο το
απαραίτητο εργαλείο μέσω του οποίου τίθενται οι προτεραιότητες και οι
στόχοι, κατανέμονται οι αρμοδιότητες και επιτυγχάνεται η βέλτιστη
κατανομή των πόρων.
Σχεδιασμός Μάρκετινγκ
67
“υπόσχεται” την παραγωγή ενός συγκεκριμένου επιπέδου παραγωγής που
ως μετρήσιμη βάση ενδέχεται να χρησιμοποιούνται οι πωλήσεις ανά προϊόν,
τα κέρδη, τα μερίδια αγοράς κ.α. όπως ορίζονται κάθε φορά. Μέσω αυτής
της διαδικασίας επιχειρείται μία δέσμευση για την υλοποίηση των
βραχυπρόθεσμων στόχων οι οποίοι με την σειρά τους θα οδηγήσουν στην
επίτευξη του γενικότερου σκοπού της επιχείρησης όπως αυτός ορίζεται από
το επιχειρησιακό σχέδιο. Η κυριότερη διαφορά μεταξύ των
βραχυπρόθεσμων στόχων και του σκοπού της επιχείρησης είναι ότι οι
στόχοι αποτελούν μετρήσιμα μεγέθη μέσω των οποίων εκφράζεται κατά
πόσον ή το ποσοστό κατά το οποίο ο σκοπός της επιχείρησης έχει
επιτευχθεί.
Μερικά από τα μεγέθη που χρησιμοποιούνται συχνά για την μέτρηση των
βραχυπρόθεσμων στόχων είναι τα έσοδα από το σύνολο των προϊόντων –
υπηρεσιών ή για το κάθε ένα ξεχωριστά, τα επίπεδα εσόδων καθώς και τα
τμήματα της αγοράς ή τα γεωγραφικά τμήματα από τα οποία προέρχονται.
Επιπλέον, ενδέχεται να χρησιμοποιούνται στρατηγικής σημασίας μετρήσιμα
μεγέθη, όπως είναι ο ρυθμός εισαγωγής νέων χρηστών στο δίκτυο της
εταιρίας, ο ρυθμός με τον οποίο πελάτες “εγκαταλείπουν” την επιχείρηση, ο
βαθμός εξυπηρέτησης των πελατών καθώς και ο βαθμός ικανοποίησής
τους. Όπως λοιπόν προκύπτει από τα παραπάνω, οι στόχοι μπορεί να
αναφέρονται είτε στην επιχείρηση είτε στους πελάτες. Οι στόχοι θα πρέπει
να τίθενται με τέτοιο τρόπο ώστε όχι μόνο να είναι εφικτό να
πραγματοποιηθούν (συνδυάζοντας το τι συμβαίνει στον κλάδο) αλλά
επιπλέον να επιδιώκουν την βελτίωση της θέσης της επιχείρησης. Για
παράδειγμα, ένας τηλεπικοινωνιακός οργανισμός ο οποίος αναμένει ένταση
του ανταγωνισμού στην σταθερή τηλεφωνία οφείλει να θέσει επίπεδα
68
στόχου για τα μερίδια αγοράς χαμηλότερα από αυτά που ήδη κατέχει.
Παράλληλα, θα πρέπει να επιδιώξει διαμέσου της παροχής νέων υπηρεσιών,
παρά την μείωση του μεριδίου αγοράς, να επιτύχει την αύξηση της
συνολικής του κερδοφορίας. Όπως, για παράδειγμα, επιτυχώς κατάφερε η
ΑΤ&Τ κατά την απελευθέρωση των υπεραστικών κλήσεων που αναφέρθηκε
παραπάνω.
Επί της ουσίας, μέσω του σχεδίου μάρκετινγκ προτείνονται όλες εκείνες οι
ενέργειες που πρέπει να πραγματοποιηθούν από τον πάροχο, λαμβάνοντας
υπόψη τους περιορισμούς των πόρων, τις ανάγκες της αγοράς και
ταυτόχρονα τον στόχο - σκοπό του οργανισμού. Δηλαδή, καταγράφοντας τις
ανάγκες και το μέλλον της τηλεπικοινωνιακής αγοράς προσπαθεί να κάνει
βέλτιστη χρήση των διαθέσιμων πόρων του παρόχου, προκειμένου να
οδηγήσει στην επίτευξη των προκαθορισμένων επιδιώξεών του.
69
Ανάλυση Καταστάσεων και Προβλέψεις
70
Motorola όπου το 1995, 1996 και 1997 διατηρούσε την πρώτη θέση
συγκρινόμενη με εταιρίες από πολλούς διαφορετικούς κλάδους.
Αξιοσημείωτη θέση είχε και η AT&T, η οποία το 1995 και 1996 είχε
καταταγεί μεταξύ των 10 εταιρειών με το πιο ανεπτυγμένο σύστημα
επιχειρησιακής πληροφόρησης.
Τέτοιο γεγονός συνέβη στην Αμερική κατά τα μέσα της δεκαετίας του 90
όπου είχε υποεκτιμηθεί ο ρυθμός ζήτησης εγκατάστασης δεύτερης σταθερής
τηλεφωνικής γραμμής. Ο ρυθμός αυτός εκτινάχθηκε λόγω της ραγδαίας τότε
αύξησης του διαδικτύου αλλά και της επιλογής των Αμερικανών για μία
δεύτερη σταθερή γραμμή που θα χρησιμοποιούταν αποκλειστικά για την
επίτευξη της σύνδεσης στο διαδίκτυο. Η υποεκτίμηση αυτή οδήγησε του
καταναλωτές που επιθυμούσαν την εγκατάσταση δεύτερης γραμμής να
περιμένουν για μέρες ή ακόμα και βδομάδες. Ταυτόχρονα, πολλές εταιρίες
71
ανακοίνωναν την κατάρρευση του δικτύου τους λόγω της ραγδαίας
διείσδυσης που είχε το διαδίκτυο στους Αμερικανούς καταναλωτές. Όλα
αυτά τα δυσάρεστα για τις επιχειρήσεις αλλά και για τους καταναλωτές
γεγονότα θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί με την ακριβέστερη
προσέγγιση του ρυθμού ζήτησης δεύτερων σταθερών γραμμών.
Στην ενότητα της απελευθέρωσης της αγοράς αναφέρθηκε ότι μέσα σε ένα
ανταγωνιστικό περιβάλλον ενδυναμώνετε η λογική διαφοροποίηση των
προϊόντων και επομένως της κατάτμησης της αγοράς. Ποιο όμως είναι το
όφελος για τους τηλεπικοινωνιακούς οργανισμούς αλλά και τους τελικούς
αποδέκτες αυτής της διαφοροποίησης; Για τους μεν καταναλωτές είναι η
προσφορά προϊόντων – υπηρεσιών που πλησιάζουν απόλυτα τις προτιμήσεις
τους, γεγονός που τους ικανοποιεί σε μεγαλύτερο βαθμό. Το αποτέλεσμα
είναι να έχουν την διάθεση να πληρώσουν περισσότερο προκειμένου να
72
απολαμβάνουν προϊόντα – υπηρεσίες, γεγονός που συνεπάγεται την μείωση
της ελαστικότητας τους ως προς την τιμή. Από την πλευρά του παρόχου η
κατάτμηση της αγοράς οδηγεί σε αύξηση της κερδοφορίας μέσω των
αυξανόμενων εσόδων από τους λεγόμενους μεγάλους πελάτες. Έτσι, όσο
περισσότερο τα προϊόντα που παρέχονται, προσεγγίζουν τις ανάγκες των
πελατών, τόσο περισσότερο οι καταναλωτές θα επιδιώκουν την παραμονή
τους σε αυτόν, οδηγώντας τον πάροχο στην αύξηση των μεριδίων αγοράς
και επομένως σε μεγαλύτερη κερδοφορία.
73
το πάγιο όλου του χρόνου. Με αποτέλεσμα να ανακοινώσει την προσφορά
ειδικών πακέτων στα οποία οι καταναλωτές πλήρωναν μόνο τους έξι μήνες
του χρόνου, δηλαδή χρεωνόντουσαν μόνο για την περίοδο που το
χρησιμοποιούσαν. Με τον τρόπο αυτό αναγνωρίζοντας την ανάγκη της
αγοράς κατάφερε να διατηρήσει και ενδεχομένως να αυξήσει τα μερίδια
αγοράς της συγκεκριμένης κατηγορίας καταναλωτών. Άλλο ένα παράδειγμα
που στηρίζεται στην ίδια λογική είναι και η μείωση της χρέωσης των
κλήσεων κατά τις βραδινές ώρες.
74
διαφορετικής τιμολόγησης που εφαρμόζεται είτε μέσω της προώθησης τους,
όπου επισημαίνονται διαφορετικά χαρακτηριστικά του ίδιο προϊόντος
ανάλογα με την ομάδα στόχο των καταναλωτών.
75
του ΟΤΕ. Λαμβάνοντας υπόψη των αυξημένο πληθυσμό των Αλβανών στην
Ελλάδα άλλα και το γεγονός ότι είναι χρήστες ευαίσθητοι ως προς την τιμή
αυτός ο πάροχος έχει σημαντικές πιθανότητες να επιτύχει στο συγκεκριμένο
τμήμα της αγοράς.
76
προϋπάρχει ήδη κάποια εικόνα για το πρώην τηλεπικοινωνιακό μονοπώλιο,
είναι προφανές ότι οι διαφημιστικές εκστρατείες των νέων και των παλιών
παικτών της τηλεπικοινωνιακής αγοράς, όπως και γενικότερα η πολιτική
τους στο μάρκετινγκ, συχνά διαφοροποιούνται ως προς τον στόχο και το
μήνυμα που εμπεριέχουν.
77
Ο στόχος του είναι η διεύρυνση της αγοράς, στη συγκεκριμένη περίπτωση
των μη τοπικών κλήσεων, ώστε να κατευθύνει την χρήση και την κίνηση
του δικτύου στα επιθυμητά επίπεδα και στις επιθυμητές περιόδους μη
αιχμής, κυρίως κατά τις βραδινές ώρες και κατά τη διάρκεια του
σαββατοκύριακου.
78
Ας δούμε όμως τη διαδικασία και τους παράγοντες υλοποίησης ενός
διαφημιστικού προγράμματος. Προκειμένου οι ειδικοί του μάρκετινγκ να
οδηγηθούν σε ένα επιτυχημένο διαφημιστικό πρόγραμμα, πρέπει να έχουν
πρώτα επιτύχει την αποτελεσματική κατάτμηση της αγοράς, να έχουν
εντοπίσει το κομμάτι τα αγοράς στο οποίο στοχεύουν και να έχουν σαφή
εικόνα των κινήτρων των αγοραστών που αποτελούν το κομμάτι αυτό. Στη
συνέχεια καλούνται να λάβουν αποφάσεις σχετικά με πέντε βασικά
ζητήματα. Τα ζητήματα αυτά είναι γνωστά σύμφωνα με τον P. Kotler (2003)
ως “τα πέντε Ms” και είναι τα ακόλουθα:
Five Ms
Mission Αποστολή
Money Χρηματικό κόστος
Message Μήνυμα
Media Μέσο
Measurement Μέτρηση
79
ΣΧΗΜΑ 2
Πέντε Ms της Διαφήμισης
Μόνο μέσα στο πρώτο τέταρτο του 1997, το ύψος των επενδύσεων των
κορυφαίων επιχειρήσεων στη διαφήμιση, αυξήθηκε κατά 30%, σε σχέση με
80
την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου χρόνου. Οι κορυφαίες
τηλεπικοινωνιακές εταιρείες AT&T, MCI και Sprint, ήταν ανάμεσα στις 15
πρώτες στην κατάταξη. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, μόνο για την
διαφημιστική εκστρατεία σε τηλεόραση, ραδιόφωνο και τύπο της AT&T για
την ασύρματη πρόσβαση, η οποία υποκαθιστά την ενσύρματη τοπική
κλήση, ξοδεύτηκαν 35 εκατομμύρια δολάρια.
81
ΣΧΗΜΑ 3
Διαδικασία Μέτρησης Αποτελέσματος Διαφήμισης στις Πωλήσεις
82
επιχείρησης στην αγορά, ή η μετατόπιση των πελατών από τις λιγότερο στις
περισσότερο κερδοφόρες υπηρεσίες της τηλεπικοινωνιακής επιχείρησης.
83
εντοπίσει μια σημαντική διαφορά. Στην πρώτη περίπτωση η διαδικασία
εμπεριέχει την έννοια του κόστους, το οποίο μάλιστα η επιχείρηση
προσπαθεί να μειώσει, όπως συμβαίνει σε κάθε παραγωγική διαδικασία. Η
δεύτερη όμως περίπτωση αναφέρεται σε μία δραστηριότητα η οποία μπορεί
να αποτελέσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της επιχείρησης και για το λόγο
αυτό είναι διατεθειμένη από στρατηγικής πλευράς να επενδύσει σε αυτήν,
αντί να κάνει περικοπές στους χρησιμοποιούμενους πόρους. Η εξασφάλιση
της υψηλής ποιότητας στις διαδικασίες εξυπηρέτησης του πελάτη
αποδεικνύεται συχνά πολύ σημαντικό κριτήριο για τη δημιουργία
μακροπρόθεσμων σχέσεων εμπιστοσύνης με τους πελάτες. Οι διαδικασίες
αυτές πρέπει όχι μόνο να ανταποκρίνονται στις προσδοκίες του πελάτη,
αλλά να εκπληρώνουν ταυτόχρονα ιδιαίτερες προτιμήσεις και επιθυμίες. Για
παράδειγμα ένας πελάτης που προτιμά την ηλεκτρονική επικοινωνία από
την τηλεφωνική επαφή, πρέπει να απολαμβάνει κατά την επαφή του με την
τηλεπικοινωνιακό οργανισμό συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και
δυνατότητες. Έτσι ιδιαίτερη σημασία γι’ αυτόν έχει η πρόσβαση σε έναν
εύχρηστο και ποιοτικό ιστοχώρο, η γρήγορη απόκριση στα μηνύματα
ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που έχει στείλει και γενικότερα η γρήγορη
εξυπηρέτησή του κατά την προσπέλαση στο διαδίκτυο, σε σύγκριση με τη
χρήση άλλων καναλιών για την επικοινωνία του με την επιχείρηση.
Ένα πολύ διδακτικό παράδειγμα προέρχεται από την αγορά των παρόχων
διαδικτυακών υπηρεσιών (Internet service Providers - ISPs). Σύμφωνα με
την έρευνα αυτή, οι ISPs που έρχονταν πρώτοι στην κατάταξη της
καλύτερης εξυπηρέτησης των πελατών τους, ήταν πρώτοι και στα μερίδια
αγοράς. Η ποιοτική εξυπηρέτηση του πελάτη απαιτεί και αναγνωρίζεται από
τα εξής επτά σημεία:
84
Η εξυπηρέτηση του πελάτη είναι ο βασικός στόχος λειτουργίας της
επιχείρησης και γι’ αυτό κάθε δραστηριότητα εστιάζει σε αυτήν
Η εκπαίδευση του προσωπικού είναι καθοριστική για το
παραγόμενο αποτέλεσμα, ενώ ο χρόνος που μπορεί να καταναλωθεί
γι’ αυτό μπορεί να φθάνει και το 20% του συνολικού
Το προσωπικό στο τμήμα εξυπηρέτησης πελατών απαιτείται να έχει
υψηλή τεχνική κατάρτιση, προκειμένου να ανταπεξέλθει στις
προκλήσεις τις εποχής
Το προσωπικό του τμήματος εξυπηρέτησης πελατών πρέπει να
συμμετέχει στις διαδικασίες σχεδίασης και ελέγχου νέων
υπηρεσιών, καθώς έρχεται σε άμεση επαφή με τις απαιτήσεις και τις
ανάγκες των πελατών
Οι διαδικασίες εξυπηρέτησης των πελατών πρέπει να προβλέπουν
και να προλαμβάνουν τις απαιτήσεις. Παράδειγμα αποτελεί η χρήση
εργαλείων για την παρακολούθηση του δικτύου και της ομάδας
επιδιόρθωσης βλαβών, ώστε το προσωπικό να είναι σε θέση να
παρακολουθεί σε πραγματικό χρόνο τις διαδικασίες επίλυσης
προβλημάτων και να ενημερώνει τον πελάτη γι’ αυτές
Η παροχή πληροφόρησης προς τους πελάτες με κάθε τρόπο,
αξιοποιώντας τη σύγχρονη τεχνολογία, χωρίς την επιβάρυνση του
πελάτη με διαδικασίες επικοινωνίας, όπως πραγματοποίηση
τηλεφωνικών κλήσεων κλπ.
Προβλέπονται διαδικασίες ανατροφοδότησης (feedback) και
μέτρησης της ικανοποίησης του πελάτη, ιδίως στην περίπτωση της
υψηλής κατάτμησης της αγοράς
85
Customer Relationship Management (CRM)
Είναι προφανές ότι για την επίτευξη του στόχου αυτού απαιτείται η χρήση
της σύγχρονης τεχνολογίας, μέσω της οποίας είναι δυνατή η συλλογή αλλά
86
και η αξιοποίηση μέσω κατάλληλων συστημάτων εξόρυξης δεδομένων (data
mining) ενός μεγάλου συνόλου πληροφοριών, από τα διάφορα κανάλια
επικοινωνίας με τον πελάτη. Το πλεονέκτημα που έχουν οι
τηλεπικοινωνιακές επιχειρήσεις είναι ότι λόγω της φύσης των υπηρεσιών
που προσφέρουν, διαθέτουν τόσο τις βάσεις δεδομένων, όσο και τα κανάλια
αυτά.
ΣΧΗΜΑ 4
Διαδικασία Εξόρυξης Προτιμήσεων Πελάτη
87
Προκειμένου να το επιτύχουν αυτό θα συνδυάσουν τα υπάρχοντα προϊόντα
με το προφίλ των πελατών, ή ακόμη θα σχεδιάσουν άλλα, νέα προϊόντα, τα
οποία θα κρίνουν ότι είναι κατάλληλα ανά περίπτωση, ενώ θα αξιοποιήσουν
τη δυνατότητα για μαζικές πωλήσεις. Όλες αυτές οι ενέργειες στοχεύουν
τόσο στον πελάτη ως μονάδα, όσο και στο μέλος συγκεκριμένου τμήματος
της αγοράς, αφού το CRM συμβάλει στην πιο αποτελεσματική κατάτμησή
της.
Σκοπός όλης αυτής της διαδικασίας είναι η ευχαρίστηση του πελάτη και η
δημιουργία μιας σχέσης εμπιστοσύνης μαζί του, αφού η αναγνώριση και στη
συνέχεια η ικανοποίηση των ιδιαίτερων αναγκών του δε μπορεί παρά να
είναι ευπρόσδεκτη. Κατά συνέπεια επιτυγχάνεται ο στόχος διατήρησης των
πελατών, αφού το ποσοστό των πελατών που χάνεται στους ανταγωνιστές
μειώνεται. Επισημαίνεται ότι στη διαδικασία αυτή θα πρέπει να δοθεί
ιδιαίτερη έμφαση στην προστασία των προσωπικών δεδομένων του πελάτη,
ώστε να μην τεθεί σε κίνδυνο το κλίμα εμπιστοσύνης.
Με τη χρήση του CRM δίνεται λοιπόν σημασία στην δια βίου αξία του
πελάτη και η επιχείρηση δεν περιορίζεται μόνο στην παρούσα αξία του.
Επομένως ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στον τρόπο προσέλκυσης
και διατήρησης των καλύτερων πελατών της επιχείρησης.
Συστήματα Χρέωσης
Όπως έχει ήδη αναφερθεί στα συστήματα που έχουν άμεση σχέση με τον
πελάτη περιλαμβάνονται και τα συστήματα χρέωσής τους για το σύνολο των
τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών που χρησιμοποιούν. Επειδή η διαδικασία
88
χρέωσης είναι μια ευαίσθητη υπόθεση, τόσο τα συστήματα που
αξιοποιούνται όσο και το παραγόμενο αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας
επιβάλλεται να είναι πελατοκεντρικά και προσανατολισμένα στις
ιδιαιτερότητες των χρηστών.
89
Στην ενότητα αυτή θα αναφερθούν οι σημαντικότερες αλλαγές, εστιάζοντας
την προσοχή μας στο εσωτερικό περιβάλλον, στις οποίες οφείλει να
προχωρήσει κάθε τηλεπικοινωνιακός οργανισμός προκείμενου να
ανταπεξέλθει στον συνεχώς αυξανόμενο ανταγωνισμό. Σε ένα
ανταγωνιστικό περιβάλλον οι τηλεπικοινωνιακοί οργανισμοί αναζητούν
εκείνες τις λύσεις οι οποίες θα τους οδηγήσουν στην επίτευξη των στόχων
τους, αλλά με την κατανάλωση των λιγότερων πόρων. Επομένως εκτός του
ερωτήματος της αποτελεσματικότητας τίθεται και το ερώτημα της
αποδοτικότητας.
Την απάντηση στην ερώτηση της βέλτιστης κατανομής των πόρων στο
σύνολο των λειτουργιών του οργανισμού δίνει το σχέδιο μάρκετινγκ, για τον
“υπολογισμό” του οποίου λαμβάνονται υπόψη οι στόχοι του οργανισμού και
οι διαθέσιμοι πόροι, όπως αναφέρθηκε νωρίτερα. Είναι όμως σε θέση οι
εργαζόμενοι στον τηλεπικοινωνιακό πάροχο να συντάξουν αλλά και να
εκτελέσουν ένα τέτοιο σχέδιο? Επομένως είναι προφανές ότι οι
τηλεπικοινωνιακοί οργανισμοί οφείλουν πρώτα από όλα να προχωρήσουν
σε συχνές ανανεώσεις του προσωπικού τους, το οποίο θα είναι σε θέση να
εκπληρώνει τους στόχους και να ικανοποιεί τις απαιτήσεις τόσο της ίδιας
της εταιρίας όσο και των πελατών αυτής.
90
σε μεταγενέστερο χρόνο. Το σημαντικότερο μέρος γνώσης είναι η εμπειρία
την οποία αποκτά ένας εργαζόμενος με την πάροδο του χρόνου για τον
οργανισμό και η οποία μπορεί να βοηθήσει την επιχείρηση να αντιμετωπίσει
γνωστούς κινδύνους και προβλήματα του παρελθόντος χωρίς την σπατάλη
χρόνου. Δυστυχώς η εταιρική μνήμη ελάχιστες φορές καταγράφεται, με
αποτέλεσμα την πρόκληση καταστροφικών συνεπειών για τους
οργανισμούς. Εξαίρεση στον κανόνα αυτό αποτελεί η ΑΤ&Τ η οποία έχει
δημιουργήσει ένα αυτοματοποιημένο σύστημα καταγραφής και διαχείρισης
της εταιρικής μνήμης – γνώσης.
91
Τέλος, καθοριστικό ρόλο στις καθημερινές διαδικασίες διαδραματίζει πλέον
η τεχνολογία η οποία υποστηρίζει τον οργανισμό, επιπλέον όμως τον βοηθά
να παρέχει και παραδίδει τις προς πώληση υπηρεσίες. Ιδιαίτερα οι
τηλεπικοινωνίες στο μεγαλύτερο μέρος τους στηρίζουν την λειτουργία τους
σε υπολογιστικά κυκλώματα. Όμως εκτός από την τεχνολογία του δικτύου
υπάρχει και εκείνη που υποστηρίζει τον οργανισμό και εκτείνεται από ένα
απλό υπολογιστή μέχρι ένα ολοκληρωμένο πληροφοριακό σύστημα. Τέτοια
συστήματα επιτρέπουν στους τηλεπικοινωνιακούς οργανισμούς την
εκτέλεση των σημαντικότερων επιχειρησιακών λειτουργιών, όπως η
παρακολούθηση της κατάστασης του δικτύου, η χρέωση και η εξυπηρέτηση
των καταναλωτών κ.α. Επομένως αντιλαμβανόμαστε πόσο σημαντικό είναι
να υιοθετούνται εκείνες οι τεχνολογίες που θα επιταχύνουν και θα
διευκολύνουν την εκτέλεση αυτών των επιχειρησιακών λειτουργιών.
92
ΜΕΡΟΣ Δ’
ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΟΛΙΚΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ
(ΔΟΠ)
93
αναφέρεται στο κατά πόσο ικανοποιούνται οι τεχνικές προδιαγραφές ενός
προϊόντος, έτσι ώστε να αποφύγουμε οποιαδήποτε απώλεια, προκειμένου να
πετύχουμε καλύτερη ποιότητα µε χαμηλότερο κόστος.
Σύμφωνα µε τον ορισμό που περιέχεται στο πρότυπο ISO 9000, ποιότητα
είναι το σύνολο των χαρακτηριστικών ενός προϊόντος ή μίας υπηρεσίας που
αναφέρεται στην ικανότητά του να ικανοποιεί τόσο τις δεδομένες όσο και
τις και τις αναμενόμενες ανάγκες.
Η ΔΟΠ είναι ένας νέος τρόπος διοίκησης, δηλαδή μια νέα προσέγγιση για
την αποτελεσματική ανάπτυξη μίας επιχείρησης ή οργανισμού και την
αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Ως βασικό προσανατολισμό η ΔΟΠ έχει
94
την καλύτερη δυνατή ικανοποίηση των απαιτήσεων των πελατών. Στο
πλαίσιο της ΔΟΠ η έννοια του πελάτη αποκτά νέα διάσταση, διότι είναι
διευρυμένη, ώστε να καλύπτει όχι μόνο τους εξωτερικούς αλλά και τους
εσωτερικούς πελάτες της επιχείρησης. Οι εξωτερικοί πελάτες είναι οι
τελικοί καταναλωτές ή χρήστες των προϊόντων και υπηρεσιών, ενώ οι
εσωτερικοί πελάτες είναι τα διοικητικά στελέχη και οι εργαζόμενοι, οι
οποίοι συμβάλλουν στην δημιουργία των προϊόντων και επηρεάζουν την
προσφερόμενη ποιότητα μέσα στην επιχείρηση.
Οι βασικότεροι λόγοι για την υιοθέτηση της ΔΟΠ για την σύγχρονη
επιχείρηση ή οργανισμό είναι οι εξής:
95
Γενικές Αρχές της ΔΟΠ
Οι γενικές αρχές της ΔΟΠ, όπως αυτές έχουν καταγραφεί από τους
σημαντικότερους ερευνητές (Deming, Yuran κτλ.) είναι οι εξής:
96
για τη βελτίωση της ποιότητα όχι μόνο των προϊόντων και υπηρεσιών,
αλλά και όλων των διαδικασιών για την παραγωγή και την στήριξή
τους. Σε κάθε θέση εργασίας εργαζόμενος τώρα λειτουργεί ως
«πελάτης» αυτού στην προηγούμενη και ως «προμηθευτής» αυτού
στην επόμενη. Η λειτουργία κάθε διαδικασίας διεξάγεται
αποτελεσματικά μόνο όταν σε αυτή την αλυσίδα αλληλεξάρτησης ο
κάθε εργαζόμενος γνωρίζει και ικανοποιεί τις ανάγκες του άλλου. Το
ίδιο ισχύει και για τις σχέσεις μεταξύ προϊσταμένου και υφισταμένων,
όπως επίσης και μεταξύ του ενός τμήματος της επιχείρησης με τα
άλλα, π.χ. μεταξύ παραγωγής και μάρκετινγκ
Έμφαση στη πρόληψη κακής ποιότητας, δηλαδή στη πρόληψη
σφαλμάτων και ελαττωματικών προϊόντων. Η έμφαση στη πρόληψη
αναγκάζει τους υπευθύνους να καταβάλλουν μεγαλύτερη προσπάθεια
στην καλή σχεδίαση του προϊόντος, ώστε τα λειτουργικά και
αισθητικά χαρακτηριστικά του να καλύπτουν αποτελεσματικά τις
ανάγκες του πελάτη. Εξίσου σημαντική είναι και η σωστή σχεδίαση
της παραγωγικής διαδικασίας, ώστε να μη δημιουργεί ελαττωματικά
προϊόντα (μείωση κόστους)
Management στηριζόμενο σε αντικειμενικά στοιχεία. Η συλλογή
και ανάλυση αντικειμενικών στοιχείων είναι βασική προϋπόθεση για
τα ακόλουθα:
- Τον προσδιορισμό του προβλήματος
- Την σωστή ανάλυση των αιτιών που προκαλούν το πρόβλημα
- Την λήψη αποφάσεων σχετικά με τις ενδεδειγμένες ενέργειες
για την επίλυση του προβλήματος
Συνολική και συστηματική συμμετοχή εργαζομένων. Η
παραδοσιακή αντιμετώπιση της ποιότητας χωρίς ή με περιορισμένη
97
συμμετοχή των εργαζομένων μετακινεί την ευθύνη οργανωτικά σε
ένα εξειδικευμένο τμήμα ελέγχου ποιότητας και χρονικά σε
διαφορετική περίοδο όπως αυτή της παραγωγής. Το ειδικό τμήμα
ελέγχου ποιότητας πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο για ποιότητα
που δεν είναι τεχνικά εφικτός στις διάφορες θέσεις εργασίας και σε
συμβουλευτικό ρόλο στις ομάδες βελτιώσεων των εργαζομένων που
επιδιώκουν συστηματικά την επίλυση προβλημάτων ποιότητας για
προϊόντα και διαδικασίες
Management με μικτές λειτουργικές μονάδες. Η δημιουργία μικτών
ομάδων στις οποίες εκπροσωπούνται όλες οι σχετικές λειτουργίες
μιας επιχείρησης, ακόμα και οι προμηθευτές της, συμβάλλει στην
ταυτόχρονη αντιμετώπιση των δυσκολιών που δημιουργούνται από
την εισαγωγή ενός νέου προϊόντος ή μιας νέας τεχνολογίας και την
αντιμετώπισή τους με τρόπο συνεπή προς τους στρατηγικούς στόχους
της επιχείρησης. Η προσέγγιση αυτή που μοιάζει με αγώνα
κωπηλασίας περιορίζει εντυπωσιακά τον απαιτούμενο χρόνο από τη
σύλληψη της ιδέας για ένα νέο προϊόν μέχρι την εισαγωγή του στην
αγορά, το κόστος παραγωγής του και την ποιότητά του. Αυτό
οφείλεται στην ολοκληρωμένη και ταυτόχρονη θεώρηση όλων των
παραγόντων που επηρεάζουν την ποιότητα (Δερβιτσιώτης, 1993)
98
τη διατήρηση πελατών εξαρτάται καθοριστικά από την ποιότητα του
πακέτου «προϊόν – εξυπηρέτηση». Η ευχέρεια πελατών να επιλέγουν για
συγκρίσιμη τιμή την καλύτερη ποιότητα, δημιουργεί έντονη πίεση στις
επιχειρήσεις για συνεχείς βελτιώσεις για να ικανοποιήσουν τις συνεχώς
αυξανόμενες προσδοκίες των πελατών τους.
99
5. Η συμπίεση του χρόνου ικανοποιήσεως των παραγγελιών
Καθυστερήσεις στην εκτέλεση των παραγγελιών δημιουργούν τα εξής
προβλήματα:
Αναγκάζουν τον πελάτη να διατηρεί περισσότερα αποθέματα για την
ομαλή λειτουργία του, γεγονός που συνεπάγεται αύξηση του κόστους
Περιορίζει την ευελιξία του πελάτη να προσαρμοσθεί στις αλλαγές
στη ζήτηση της αγοράς
Δημιουργεί ευκαιρίες για ζημίες από περιττές μετακινήσεις,
αποθηκεύσεις κτλ.
Η νοοτροπία αυτή αφήνει αναξιοποίητη την μεγάλη πείρα, την κρίση και τη
δημιουργικότητα των εργαζομένων στην επίλυση των προβλημάτων που
αντιμετωπίζει καθημερινά η επιχείρηση. Η αναγνώριση του ανθρώπινου
παράγοντα ως του πιο πολύτιμου συντελεστή στην παραγωγική διαδικασία
και η φροντίδα για την αναβάθμιση και ανάπτυξή του με την διερεύνηση
του ρόλου των εργαζομένων και τη συστηματική και συνεχή εκπαίδευση
έχει αποδειχθεί ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για την ανάπτυξη
ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος.
100
7. Η αύξηση του βαθμού αξιοποιήσεως νέας τεχνολογίας, δηλαδή νέου
εξοπλισμού και λογισμικού
Ξεκινώντας με την ανάπτυξη του ανθρώπινου παράγοντα γίνονται πιο
αποτελεσματικές οι μέθοδοι οργάνωσης για την απασχόλησή τους
(Δερβιτσιώτης, 1993).
Για την αποτελεσματική υλοποίησή του, για την εφαρμογή της ΔΟΠ, ένα
ολοκληρωμένο πρόγραμμα θα πρέπει να προσδιορίζει:
101
Τον τρόπο οργάνωσης της συνολικής προσπάθειας
Την εκπαίδευση και ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού και του
σημαντικού ρόλου του στην ποιότητα
Τη συστηματική μέτρηση όλων των βασικών για τον πελάτη
δεικτών ποιότητας
Τον εντοπισμό και την συστηματική προσπάθεια μέσα από ομάδες
εργαζομένων και διοικητικών στελεχών για τη συνεχή βελτίωση
της ποιότητας
102
και των υπηρεσιών. Γίνεται ουσιαστικά, από πλευράς κρατικών φορέων και
ρυθμιστικών αρχών, μια προσπάθεια να εξυπηρετηθούν κοινωνικοί στόχοι,
όπως αυτός της παροχής καθολικής υπηρεσίας, οικονομικοί στόχοι, όπως η
επίτευξη ανταγωνισμού, και αυτά υπό το πρίσμα της παροχής υπηρεσιών
ελάχιστης εγγυημένης απόδοσης στο σύνολο των συνδρομητών και σε
ενιαίες, λογικές τιμές (Leisen & Vance, 2002).
103
Στα πρότυπα αυτά, σε πολλές αναπτυγμένες οικονομίες, έχουν ληφθεί μέτρα
ρύθμισης της ποιότητας των παρεχόμενων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών.
Στις χώρες αυτές, οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι υποχρεούνται να αποδίδουν
στατιστικά στοιχεία για την απόδοσή τους στον ρυθμιστή της αγοράς. Τα
στοιχεία αυτά από κοινού με ανεξάρτητες έρευνες για τον βαθμό
ικανοποίησης των πελατών κάθε εταιρείας, από τις παρεχόμενες υπηρεσίες,
δημοσιεύονται σε τακτική βάση και είναι στη διάθεση του κάθε
ενδιαφερόμενου. Η τακτική αυτή έχει πολλαπλά αποτελέσματα στην
ποιότητα υπηρεσιών αλλά και στον ανταγωνισμό γενικότερα. Πρώτα από
όλα, ο ρυθμιστής με την μέθοδο αυτή θέτει απλά το ελάχιστο επίπεδο
ποιότητας που πρέπει να τηρούν όλοι οι πάροχοι (αν δεν ικανοποιείται αυτό
επεμβαίνει) και όχι το ακριβές ποιοτικό επίπεδο της κάθε προσφερόμενης
υπηρεσίας. Αυτό διασφαλίζει ότι το σύνολο των καταναλωτών θα έχουν
εγγυημένης ποιότητας υπηρεσίες, ακόμα και στην βασική τιμή. Πέραν
αυτού, κάθε εταιρεία διαμορφώνει μόνη της το επίπεδο ποιότητας της κάθε
υπηρεσίας της βάσει των οικονομικών και τεχνολογικών της δυνατοτήτων,
των ανταγωνιστικών νόμων της αγοράς και του κοινού στο οποίο θέλει να
απευθυνθεί, της ζήτησης δηλαδή. Έτσι, κάθε εταιρεία διαμορφώνει την
προσωπική της στρατηγική χωρίς να βλάπτονται οι καταναλωτές από τυχόν
εκπτώσεις στην ποιότητα, ενώ στα πλαίσια του ανταγωνισμού η κάθε
εταιρεία θα προσπαθεί να παρέχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ποιότητα
στην μικρότερη δυνατή τιμή. Οι καταναλωτές από την πλευρά τους, μέσα
από την δημοσιοποίηση των ερευνών, μπορούν να συγκρίνουν τα διάφορα
΄΄πακέτα΄΄ και κάνοντας την προσωπική τους σχέση κόστους – οφέλους,
μπορούν να επιλέξουν την ποιότητα υπηρεσιών που επιθυμούν στην πιο
συμφέρουσα για αυτούς τιμή. Έτσι, αποφεύγονται περιπτώσεις ‘take–it–or–
leave–it’, ενώ πετυχαίνεται η μικρότερη δυνατή απώλεια κοινωνικής
104
ευημερίας, μέσω της διάκρισης των τιμών και της τακτικής του
αυτοπροσδιορισμού των προτιμήσεων.
105
© Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
1
© Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
2
© Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Επομένως, στη διασφάλιση ποιότητας γίνε ται μια συμφωνία για το επίπεδο
ποιότητας που επιθυμούμε, δεσμεύεται ο οργανισμός στη βασική αρχή ότι θα
προμηθεύει σταθερά ένα προϊόν ή μια υπηρεσία το συμφωνημένο επίπεδο
ποιότητας, και δεσμεύεται ο πελάτης στη θεμελιώδη αρχή ότι θα δέχεται μόνο
την προσυμφωνημένη υπηρεσία ποιότητας ( Μ. Ζαβλανός 2006).
κύριά της σημεία η φιλοσοφία της ΔΟΠ του Deming, ο οποίος θεωρείται και ο
πατέρας της ΔΟΠ (Μ. Ζαβλανός 2006, Δερβιτσιώτης 1993).
Στα εργαστήρια Bell στο New Jersey, ο Deming συνάντησε τον Shewhart
(ειδικό στη στατιστική), ο οπο ίος ήταν υπεύθυνος της ερευνητικής ομάδας,
που προσπαθούσε να βελτιώσει την αξιοπιστία των τηλεφώνων. Την εργασία
του ο Shewhart συζήτησε με τον Deming, τον οποίο είχε υπό την προστασία
του. Ο Deming πίστευε ότι αν οι εργάτες εκπαιδευτούν κατάλληλα και
διαχειριστούν οι ίδιοι τις διαδικασίες της δικής τους εργασίας, η ποιότητα των
προϊόντων τους θα βελτιωθεί. Οι ανακαλύψεις του Shewhart αποτέλεσαν τη
βάση της φιλοσοφίας της ΔΟΠ του Deming.
4
© Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
ismos
Από την άλλη μεριά, στην Αμερική ευδοκιμούσε ο Taylor-ισμός και η
εγωιστική τάση της υπερδύναμης. Το 1970 οι Αμερικάνικες εταιρείες άρχισαν
να διαπιστώνουν την επιτυχία που είχαν στις διεθνείς αγορές τα Ιαπωνικά
προϊόντα. Μερικοί Αμερικανοί μάνατζερ πήγαν στην Ιαπωνία για να
ανακαλύψουν το μυστικό της επιτυχίας και διαπίστωσαν ότι οι εργάτες
δούλευαν ομαδικά και η ποιότητα αποτελούσε ευθύνη κ αι υποχρέωση του
κάθε ατόμου. Παράλληλα, άρχισε να μειώνεται στην Αμερική η
παραγωγικότητα και το ενδιαφέρον των ατόμων για την εργασία.
προβλημάτισε
Έτσι, το 1980, με καθυστέρηση περίπου 30 ετών, η νέα αυτή φιλοσοφία και η
επιτυχία των Ιαπώνων προβλημάτισ ε τους Αμερικανούς επιχειρηματίες, οι
οποίοι ζήτησαν αμέσως τη βοήθεια του Deming. Στη δεκαετία αυτή πολλοί
οργανισμοί και επιχειρήσεις της Δύσης άρχισαν να μελετούν τη φιλοσοφία του
Deming και να την υιοθετούν στην παραγωγική διαδικασία της επιχείρησής
τους (Μ. Ζαβλανός 2006, Δερβιτσιώτης 1993).
5
© Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
ποσοστό 85% για τη διοίκηση και μόνο 15% για τους υπαλλήλους ( Μ.
Ζαβλανός 2006, Δερβιτσιώτης 1999).
6
© Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
7
© Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
8
© Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Η ΔΟΠ είναι ένας νέος τρόπος διοίκησης, δηλαδή μια νέα προσέγγιση για την
αποτελεσματική ανάπτ υξη μίας επιχείρησης ή οργανισμού και την αύξηση της
ανταγωνιστικότητας. Ως βασικό προσανατολισμό η ΔΟΠ έχει την καλύτερη
δυνατή ικανοποίηση των απαιτήσεων των πελατών. Στο πλαίσιο της ΔΟΠ η
έννοια του πελάτη αποκτά νέα διάσταση, διότι είναι διευρυμένη, ώσ τε να
καλύπτει όχι μόνο τους εξωτερικούς αλλά και τους εσωτερικούς πελάτες της
επιχείρησης. Οι εξωτερικοί πελάτες είναι οι τελικοί καταναλωτές ή χρήστες
των προϊόντων και υπηρεσιών, ενώ οι εσωτερικοί πελάτες είναι τα διοικητικά
στελέχη και οι εργαζό μενοι, οι οποίοι συμβάλλουν στη δημιουργία των
προϊόντων και επηρεάζουν την προσφερόμενη ποιότητα μέσα στην
επιχείρηση (Δερβιτσιώτης, 1993 & 1999).
Οι βασικότεροι λόγοι για την υιοθέτηση της ΔΟΠ για την σύγχρονη επιχείρηση
ή οργανισμό είναι οι εξής:
η ανάγκη επιβίωσης και ανάπτυξης της επιχείρησης σε μία έντονα
ανταγωνιστική και κορεσμένη διεθνή αγορά ,
h αδυναμία των γνωστών συμβατικών προσεγγίσεων για τη διασφάλιση και
βελτίωση της ποιότητας, και
η αναποτελεσματικότητα των «μηχανιστικών διαδικασιών», όπως π.χ. οι
χάρτες ελέγχου ποιότητας .
Σημειώνεται, πάντως, ότι χωρίς την εστίαση της συνολικής προσπάθειας στον
ανθρώπινο παράγοντα και στις διαδικασίες παραγωγής και υποστήριξης είναι
αδύνατο να επιτευχθούν σημαντικά μακροπρόθεσμα οφέλη (Δερβιτσιώτης,
1993).
Το κείμενο ήταν
2.2. Γενικές Αρχές της ΔΟΠ
Οι γενικές αρχές της ΔΟΠ, όπως αυτές έχουν καταγραφεί από τους
σημαντικότερους ερευνητές ( Deming, Yuran κτλ.) είναι οι εξής (Δερβιτσιώτης
1993, Yuran & Blanton 2000):
Πρώτη προτεραιότητα στην ποιότητα και τη συνεχή βελτίωσή της .
9
© Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
10
© Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
2.3.4. Αύξηση της ικανότητας της επιχείρησης για καινοτομίες και της
ευελιξίας για αναγκαίες προσαρμογές
Η αύξηση της ικανότητας της επιχείρησης για καινοτομίες και της ευελιξίας για
Τα ανωτέρω
αναγκαίες προσαρμογέ ς αναφέρεται κυρίως:
σε αλλαγές προϊόντων και διαδικασιών και
σε αλλαγές στις τάσεις της αγοράς .
2.4. Οι Νέες Παραδοχές για την Ποιότητα & την Βελτίωσή της
12
© Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
περισσότερο, των πελατών τους, είχαν ένα αυξανόμενο κέρδος σχεδόν 100%
(Gagliano & Hathcote, 1994). Επιπλέον, ένας δυσαρεστημένος πελάτης είναι
πιθανό να διαδώσει τη δυσαρέσκεια του δέκα φορές περισσότερο από ότι
ένας ικανοποιημένος πελάτης την ευχαρίστησή του. Όπως παρατίθεται από
τον ùvretveit (2000 & 2004), το κόστος των εκκρεμών καταγγελιών από τους
δυσαρεστημένους «πελάτες» - ασθενείς για ένα νοσοκομείο με 88.000
ασθενείς, οι οποίοι έχουν πάρει εξιτήριο, υπολογίζεται ετησίως να είναι 4
εκατομμύρια δολάρια. Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη το γ εγονός ότι η
ικανοποίηση των «πελατών» αποτελεί προτεραιότητα για τις σύγχρονες
επιχειρήσεις.
14
© Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Βιβλιογραφία
Deming W. Edwards , (1993), The New Economics for Industry ,
Government Education, Cambridge, MA:MIT Center for Advanced
Engineering Study.
Gagliano K.B. & Hathcote J., (1994), “Customer Expectations and
Perceptions of Service Quality in Retail Apparel Specialty Storesý, Journal
of Services Marketing, Vol 8, No 1, pp. 60-69.
Juran Joseph & Godfrey Blanton , (2000), Juran·s Quality Handbook, 5th
Edition, Mc Graw- Hill, AV Pareto Analysis .
Øvretveit John, (2004), “Formulating a Health Quality Improvement
Strategyý, International Journal of Health Care Quality Assurance , vol 17,
No 7, pp. 368-376.
Øvretveit John, (2000), “Total Quality Management in European
Healthcareý, International Journal of Health Care Quality Assurance , Vol
13, No 2, February 2000, pp. 74-79.
Rose R., Uli J., Abdul M. & NG K., (2004), “Hospital Service Quality: a
Managerial Challengeý, International Journal of Hea lth Care Quality
Assurance, Vol 17, No 3, pp. 146 -159.
Βασταρδή Μαρία, (2005), Ποσοτικές Μέθοδοι Ποιότητας Υπηρεσιών
Υγείας, Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Πειραιάς.
Δερβιτσιώτης Κώστας , (1993), Διοίκηση Ολικής Ποιότητας ,
Πανεπιστήμιο Πειραιά.
Δερβιτσιώτης Κώστας , (1999), Διοίκηση Παραγωγής, Σύγχρονες
Προσεγγίσεις.
Δερβιτσιώτης Κώστας & Λαγοδήμος Αθανάσιος , (2007),
Ανταγωνιστικότητα των Επιχειρήσεων: Ανάλυση Ç Βελτίωση Ç Στρατηγικές,
Οικονομική Βιβλιοθήκη, Βê Έκδοση .
Ζαβλανός Μύρων, (2006), Η Ποιότητα στις Παρεχόμε νες Υπηρεσίες και
τα Προϊόντα, Εκδόσεις Σταμούλη.
Φάμελη Αικατερίνη, (2005), Το Μοντέλο του EFQM και η Εφαρμογή της
Διοίκησης Ολικής Ποιότητας στις Υπηρεσίες Υγείας , Πανεπιστήμιο Πειραιά.
15
© Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
1
© Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
των πελατών που είναι κρίσιμος παράγοντας για την επιτυχία μιας
επιχείρησης.
Στην τηλεπικοινωνιακή αγορά, οι τελικοί χρήστες (καταναλωτ ές) μπορούν να
παρατηρήσουν εκ των προτέρων, με κάποια έρευνα αγοράς, μόνο ένα μέρος
της παρεχόμενης ποιότητας. Το ακριβές επίπεδο της ποιότητας στις
τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες που αγοράζουν δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό
παρά μόνο μετά την αγορά και καταν άλωση της υπηρεσίας για κάποιο
συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
5
© Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
2.1. Εισαγωγή
6
© Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Από την αρχή του προηγούμενου αιώνα, όταν η βιομ ηχανία των
Τηλεπικοινωνιών άρχισε να αναπτύσσεται, είχε σκοπό την παροχή προϊόντων
που διακρίνονταν για την ποιότητα και την αξιοπιστία τους.
8
© Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
9
© Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
10
© Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
2.5.1. Γενικά
Το ΤL 9000 δημιουργήθηκε με βάση το ISO 9001 και ενσωματώνει το
προηγούμενο σύστημα ποιότητας της Bellcore, το πρότυπο ISO/IEC2 12207
το οποίο καθόριζε τον κύκλο ζωής για το λογισμικό, το ISO 9000 -3 που
θεμελίωνε γενικές γραμμές για το λογισμικό και επιπρόσθετες απαιτήσεις που
προστέθηκαν από την QuEST (Charles J. Corbett, Maria J. Montes, David A.
Kirsch and Maria Jose Alvarez -Gil, 2002). Οι απαιτήσεις που προστέθηκαν
αφορούν κυρίως το κόστος και την απόδοση καθώς είναι σημαντικές για την
ποσοτικοποίηση του οφέλους, την αξιολόγηση της προόδου που
επιτυγχάνεται στην ποιότητα, την αναγνώριση των περιοχών όπου η
βελτίωση θα έχει το μεγαλύτερο αντίκτυπο και την παροχή συγκρίσιμων
δεδομένων για τον κλάδο.
12
© Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
2.5.1. Η δομή
Το πρότυπο αποτελείται από δύο εγχειρίδια (handbooks) . Το πρώτο,
θεμελιώνει ένα κοινό σύνολο απαιτήσεων, εφαρμόσιμων στο υλικό, το
λογισμικό και τις υπηρεσίες. Δίνει έμφαση στη σημασία των μηχανισμών
συνεχούς βελτίωσης που πρέπει να υπάρχουν στο Σύστημα Ποιότητας μιας
εταιρίας (Liebesman Sandford, Arka Jarvis and Ashok V. Dandekar, 2002).
Ωστόσο ο στόχος του TL 9000 είναι να επεκτείνει τη συνεχή βελτίωση πέρα
από τις εσωτερικές διεργασίες και να περιλαμβάνει ενδείξεις των
αποτελεσμάτων αυτών τ ων διεργασιών.
Στο δεύτερο εγχειρίδιο καθορίζονται συγκεκριμένες μετρήσεις για τις
Τηλεπικοινωνίες με παρόμοιο τρόπο. Μετρήσεις που αφορούν όλα τα
προϊόντα, όπως ο χρόνος διάθεσης αναφέρονται ως γενικές μετρήσεις.
Αμέσως μετά, καθορίζονται εξειδικευμένες μ ετρήσεις για το hardware,
software και τις υπηρεσίες. Η προσέγγιση του TL 9000 προσθέτει αξία στη
βιομηχανία παρέχοντας ένα καθορισμένο σύνολο μετρήσεων ανά κατηγορία
13
© Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Εκτός από τις απαιτήσεις του ISO 9001 το πρότυπο TL 9000 περιλαμβάνει
επιπλέον απαιτήσεις στις ακόλουθες περιοχές:
Αξιοπιστία και σχετικά κόστη
Ανάπτυξη λογισμικού και διαχείριση κύκλου ζωής
Απαιτήσεις για εξειδικευμένες λειτουργίες των υπηρεσιών όπως η
εγκατάσταση
14
© Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
15
© Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
2.7.1. Γενικά
Η σύγχρονη φιλοσοφία που επικρατεί στις επιχειρήσεις βασίζεται στη λήψη
αποφάσεων με τη χρήση δεδομένων για την πληροφόρηση αλλά και την
επαλήθευση για την πρόοδο της συμμόρφω σης. Τα δεδομένα παρέχουν την
επαλήθευση ότι οι διεργασίες αποδίδουν όπως αναμένεται και ότι
επιτυγχάνονται τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Η συμμόρφωση με το μετρικό σύστημα του TL 9000 αποσκοπεί στην επίτευξη
της βελτίωσης της εξυπηρέτησης των πελατών και τη μείωση του συνολικού
κόστους για την επιχείρηση αλλά κυρίως τον πελάτη (Sandford, 2000). Γι’
αυτό και οι μετρήσεις αυτές είναι σημαντικές περισσότερο για τον πελάτη και
λιγότερο για την επιχείρηση που προσπαθεί να κατανοήσει πόσο
αποτελεσματικά εκτελεί τις λειτουργίες της.
Οι μετρήσεις που εφαρμόζει ο κάθε οργανισμός εξαρτώνται από το εύρος της
πιστοποίησης. Υπάρχουν μετρήσεις γενικές για όλους τους οργανισμούς και
16
© Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Έγκαιρη διάθεση X
¤ναφορές βλαβ¨ν X
Χρόνος επιδιόρθωσης σε
X
αναφερόμενη βλάβη
¤νταποκρισιμότητα σε
καθυστερημένη αναφορά X
βλάβης
±υχνότητα βλαβ¨ν X
Ποσοστό επιστροφ¨ν X
Χαρακτηριστικά
X
επιδιορθ¨σεων (με λογισμικό)
Ποιότητα ενημερ¨σεων
X
λογισμικο¯
¤κ¯ρωση εφαρμογ¨ν X
Ποιότητα εφαρμογ¨ν X
17
© Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
18
© Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
19
© Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Στον τομέα της ποιότητας και αξιοπιστίας δικτύου, οι βασικές ανάγκες είναι η
ποιότητα υπηρεσιών και προϊόντων και η ανάπτυξη λογισμικού. Αυτά
επιτυγχάνονται με το TL 9000 λόγω των εξής χαρακτηριστικών του:
Δίνεται έμφαση στις απαιτήσεις του πελάτη για ποιότητα και αξιοπιστία
Εστίαση στη βελτίωση και τα αποτελέσματα για τη συμμόρφωση
Ενσωματώνει την ικανοποίηση του πελάτη, τις λειτουργικές μετρήσεις
και την επιθεώρηση των διεργασιών για να κατευθύνει τη συνεχή
βελτίωση
Περιλαμβάνει εξειδικευμένες απαιτήσεις για τον κλάδο που είναι
απαραίτητες για την επίτευξη υψηλής αξιοπιστίας δικτύου
Οι μετρήσεις δίνουν τη δυνατότητα για συγκρίσεις με τον κλάδο.
Σε ότι αφορά την κλιμάκωση του κόστους, τα βασικά προβλήματα που είχε να
επιλύσει ο κλάδος ήταν το υψηλό κόστος της κακής ποιότητας, τα πολλαπλά
και επικαλυπτόμενα πρότυπα και η αποτελεσματικότητα των λειτουργιών. Για
τη διευθέτηση τους, το TL 9000:
Δίνει έμφαση στην αποτελεσματικότητα των διεργασιών, τη μείωση της
επαναληψιμότητας και των ελαττωματικών προϊόντων, μειώνοντας έτσι
το κόστος της κακής ποιότητας και αυξάνοντας την κερδοφορία
Αποτελεί ένα ενιαίο πρότυπο ποιότητας και σύστημα μέτρησης
αποδοτικότητας μειώνοντας το κόστος της συμμόρφωσης(που ήταν
πολύ μεγαλύτερο όταν χρειαζότα ν η συμμόρφωση με πολλά πρότυπα)
Οι μετρήσεις παρέχουν δεδομένα για την αποτελεσματικότερη χρήση
των εσωτερικών πόρων στην επίλυση προβλημάτων και τη βελτίωση
προϊόντων και διεργασιών
Σε ότι αφορά τις σχέσεις με πελάτες και προμηθευτές όπου πρέπει να
παρέχεται διασφάλιση ποιότητας για τους προμηθευτές και να εξασφαλίζεται
η επικοινωνία και η συνεργασία τόσο με τους πελάτες όσο και με τους
προμηθευτές σημειώνουμε ότι:
Το TL 9000 αναπτύχθηκε από κοινού από προμηθευτές και παρόχους
υπηρεσιών
20
© Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
21
© Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Βιβλιογραφία
Λαγοδήμος Αθανάσιος : “Συστήματα Διασφάλισης Ποιότηταςç, Πειραιάς
2005
Μανωλέσσος Ιωάννης : “Συστήματα Ολικής Ποιότητας στα
Τηλεπικοινωνιακά Συστήματαç, 1997, Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό
Μετσόβειο Πολυτεχνείο
Βινταντζάκης Ν.: “Η μέτρηση της ποιότητας στις Τηλεπικοινωνιακές
Επιχειρήσεις και Οργανισμούςç, Τηλέ - Δημινιαίο περιοδικό του O.T.E.,
Οκτώβριος 1998
Manolessos I., Theologou M .: “Dynamic Application Scaling as a Means
for QoS Managementç, Compute r Communications Journal, Ιούλιος 1997,
σελ.393-405
Valerie A. Zeithaml, A. Parasuraman, Leonard L. Berry : “Delivcering
Quality Service. Balancing Customer Perceptions and Expectationsç, The
Free Press, New York 1990
Deming W.E.: “Quality Productivity and Competitive Positionç,
Massachusetts Institute of Technology 1982
James R. Evans, William M. Linsday : “The Management and Control Of
Qualityç Sixth edition, 2005
Russel Simpson: “BT Northern Island, Prize Winner Large Businessç,
Συνέδριο Νικητών Ευρωπαϊκών Βραβείων Ποιότητας, Αθήνα 2000
Chase R.B and Garvin D.A ., (1989): “The service factoryç Harvard
Business Review, 1989 σελ. 61-69
Βασιλαράς I.: “Ποιότητα Τηλεπικοινωνιώνç, Τηλέ - Δημινιαίο περιοδικό του
O.T.E., Οκτώβριος 1998, σελ. 22 -23
Δερβιτσιώτης Κ.: “Διοίκηση Ολικής Ποιότηταςç, Αθήνα 1997
Χουντάλας Παναγιώτης : “Στρατηγικός Σχεδιασμός Ολοκληρωμένης
Διεργασίας Εξυπηρέτησης Πελατών Καταστήματος Επιχείρησης
Τηλεπικοινωνιώνç, Διατριβή, Πανεπιστήμιο Πειραιά, 2004
David L. Goetsh, (2002), “Understanding and Implementing ISO 9000:
2000ç Second Edition
Λαμπρινόπουλος Α., (1999), “Ποιότητα και τηλεπικοινωνίεςç, Τηλέ-
Δημινιαίο περιοδικό του O.T.E.
22
© Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
23
© Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
24