You are on page 1of 48

Ρήματα α΄ συζυγίας βαρύτονα

Ενεργητική φωνή
Εν. οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική απαρ.
παιδεύ-ω παιδεύ-ω παιδεύ-οιμι παιδεύ-ειν
παιδεύ-εις παιδεύ-ῃς παιδεύ-οις παίδευ-ε
παιδεύ-ει παιδεύ-ῃ παιδεύ-οι παιδευ-έτω μτχ.
παιδεύ-ομεν παιδεύ-ωμεν παιδεύ-οιμεν παιδεύ-ων
παιδεύ-ετε παιδεύ-ητε παιδεύ-οιτε παιδεύ-ετε παιδεύ-ουσα
παιδεύ-ουσι παιδεύ-ωσι παιδεύ-οιεν παιδευ-όντων παιδεῦ-ον
(παιδευ-έτωσαν)

Πρτ. ἐ-παίδευ-ον
ἐ-παίδευ-ες
ἐ-παίδευ-ε
ἐ-παιδεύ-ομεν
ἐ-παιδεύ-ετε
ἐ-παίδευ-ον

Μελ. παιδεύ-σ-ω παιδεύ-σ-οιμι παιδεύ-σ-ειν


παιδεύ-σ-εις παιδεύ-σ-οις
παιδεύ-σ-ει παιδεύ-σ-οι
παιδεύ-σ-ομεν παιδεύ-σ-οιμεν παιδεύ-σ-ων
παιδεύ-σ-ετε παιδεύ-σ-οιτε παιδεύ-σ-ουσα
παιδεύ-σ-ουσι παιδεύ-σ-οιεν παιδεῦ-σ-ον

Αορ. ἐ-παίδευ-σ-α παιδεύ-σ-ω παιδεύ-σ-αιμι παιδεῦ-σ-αι


ἐ-παίδευ-σ-ας παιδεύ-σ-ῃς παιδεύ-σ-αις παίδευ-σ-ον
ἐ-παίδευ-σ-ε παιδεύ-σ-ῃ παιδεύ-σ-αι παιδευ-σ-άτω
ἐ-παιδεύ-σ-αμεν παιδεύ-σ-ωμεν παιδεύ-σ-αιμεν παιδεύ-σ-ας
ἐ-παιδεύ-σ-ατε παιδεύ-σ-ητε παιδεύ-σ-αιτε παιδεύ-σ-ατε παιδεύ-σ-ασα
ἐ-παίδευ-σ-αν παιδεύ-σ-ωσι παιδεύ-σ-αιεν παιδευ-σ-άντων παιδεῦ-σ-αν
(παιδευ-σ-άτωσαν)

Πρκ. πε-παίδευ-κ-α πεπαιδευκώς ὦ πεπαιδευκώς εἴην πε-παιδευ-κ-έναι


πε-παίδευ-κ-ας μτχ. + υποτ. εἰμί μτχ. + ευκτ. εἰμί πεπαιδευκώς ἴσθι
πε-παίδευ-κ-ε μτχ. + πρ. εἰμί πε-παιδευ-κ-ώς
πε-παιδεύ-κ-αμεν πε-παιδευ-κ-υῖα
πε-παιδεύ-κ-ατε πε-παιδευ-κ-ός
πε-παιδεύ-κ-ασι

Υπ. ἐ-πε-παιδεύ-κ-ειν
ἐ-πε-παιδεύ-κ-εις
ἐ-πε-παιδεύ-κ-ει
ἐ-πε-παιδεύ-κ-εμεν
ἐ-πε-παιδεύ-κ-ετε
ἐ-πε-παιδεύ-κ-εσαν

1
Μέση φωνή
Εν. οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική απαρ.
παιδεύ-ομαι παιδεύ-ωμαι παιδευ-οίμην παιδεύ-εσθαι
παιδεύ-ει (ῃ) παιδεύ-ῃ παιδεύ-οιο παιδεύ-ου
παιδεύ-εται παιδεύ-ηται παιδεύ-οιτο παιδευ-έσθω μτχ.
παιδευ-όμεθα παιδευ-ώμεθα παιδευ-οίμεθα παιδευ-όμενος
παιδεύ-εσθε παιδεύ-ησθε παιδεύ-οισθε παιδεύ-εσθε παιδευ-ομένη
παιδεύ-ονται παιδεύ-ωνται παιδεύ-οιντο παιδευ-έσθων παιδευ-όμενον
(παιδευ-έσθωσαν)

Πρτ. ἐ-παιδευ-όμην
ἐ-παιδεύ-ου
ἐ-παιδεύ-ετο
ἐ-παιδευ-όμεθα
ἐ-παιδεύ-εσθε
ἐ-παιδεύ-οντο

Μελ. παιδεύ-σ-ομαι παιδευ-σ-οίμην παιδεύ-σ-εσθαι


παιδεύ-σ-ει (ῃ) παιδεύ-σ-οιο
παιδεύ-σ-εται παιδεύ-σ-οιτο
παιδευ-σ-όμεθα παιδευ-σ-οίμεθα παιδευ-σ-όμενος
παιδεύ-σ-εσθε παιδεύ-σ-οισθε παιδευ-σ-ομένη
παιδεύ-σ-ονται παιδεύ-σ-οιντο παιδευ-σ-όμενον

Αορ. ἐ-παιδευ-σ-άμην παιδεύ-σ-ωμαι παιδευ-σ-αίμην παιδεύ-σ-ασθαι


ἐ-παιδεύ-σ-ω παιδεύ-σ-ῃ παιδεύ-σ-αιο παίδευ-σ-αι
ἐ-παιδεύ-σ-ατο παιδεύ-σ-ηται παιδεύ-σ-αιτο παιδευ-σ-άσθω
ἐ-παιδευ-σ-άμεθαπαιδευ-σ-ώμεθα παιδευ-σ-αίμεθα παιδευ-σ-άμενος
ἐ-παιδεύ-σ-ασθε παιδεύ-σ-ησθε παιδεύ-σ-αισθε παιδεύ-σ-ασθε παιδευ-σ-αμένη
ἐ-παίδευ-σ-αντο παιδεύ-σ-ωνται παιδεύ-σ-αιντο παιδευ-σ-άσθων παιδευ-σ-άμενον
(παιδευ-σ-άσθωσαν)

Πρκ. πε-παίδευ-μαι πεπαιδευμένος ὦ πεπαιδευμένος εἴην πε-παιδεῦ-σθαι


πε-παίδευ-σαι μτχ. + υποτ. εἰμί μτχ. + ευκτ. εἰμί πε-παίδευ-σο
πε-παίδευ-ται πε-παιδεύ-σθω πε-παιδευ-μένος
πε-παιδεύ-μεθα πε-παιδευ-μένη
πε-παίδευ-σθε πε-παίδευ-σθε πε-παιδευ-μένον
πε-παίδευ-νται πε-παιδεύ-σθων
(πε-παιδεύ-σθωσαν)

Υπ. ἐ-πε-παιδεύ-μην
ἐ-πε-παίδευ-σο
ἐ-πε-παίδευ-το
ἐ-πε-παιδεύ-μεθα
ἐ-πε-παίδευ-σθε
ἐ-πε-παίδευ-ντο

Μεταβολές ρηματικού χαρακτήρα

κ, γ, χ, ττ, σσ +σ= ξ
π, β, φ, πτ +σ= ψ Μελ. – Αορ.
τ, δ, θ, ζ +σ= σ

κ, γ, χ, ττ, σσ +κ= χ
π, β, φ, πτ +κ= φ Πρκ. – Υπ.
τ, δ, θ, ζ +κ= κ

2
Αύξηση
-Συλλαβική αύξηση (προσθήκη ενός ε) παίρνουν τα ρήματα που το θέμα τους αρχίζει
από σύμφωνο
-Χρονική αύξηση παίρνουν τα ρήματα που το θέμα τους αρχίζει από φωνήεν :
α-η αι-ῃ
ε-η ει-ῃ
ο-ω αυ-ηυ
ι-ι ευ-ηυ
υ-υ οι-ῳ

Αναδιπλασιασμός
-Τα ρήματα που το θέμα τους αρχίζει α)από ένα απλό σύμφωνο εκτός από το ῥ β)
από δύο σύμφωνα από τα οποία το πρώτο είναι άφωνο και το δεύτερο υγρό ή ένρινο
επαναλαμβάνουν το αρχικό σύμφωνο του θέματος μαζί με ένα ε (όταν το αρχικό
σύμφωνο του θέματος είναι δασύπνοο τρέπεται στη συλλαβή του αναδιπλασιασμού
στο αντίστοιχο ψιλόπνοο)
-Τα ρήματα που το θέμα τους αρχίζει από δύο ή περισσότερα σύμφωνα ή ένα διπλό
ή ῥ παίρνουν συλλαβική αύξηση
-Τα ρήματα που το θέμα τους αρχίζει από φωνήεν παίρνουν χρονική αύξηση

*ο αναδιπλασιασμός διατηρείται σε όλες τις εγκλίσεις

Τα υπερδισύλλαβα ρήματα σε –ίζω σχηματίζουν ενεργητικό και μέσο μέλλοντα σε -


ιῶ, - ιοῦμαι που κλίνεται κατά τα συνηρημένα σε –έω, π.χ. νομίζω-> νομιῶ, νομιεῖς…
Τα ρήματα βιβάζω, ἐλαύνω, ἐξετάζω, κεράννυμι, κρεμάννυμι, σκεδάννυμι,
πετάννυμι σχηματίζουν το μέλλοντά τους κατά τα συνηρημένα σε –άω, π.χ. βιβάζω -
> βιβῶ, βιβᾷ

Παρακείμενος και Υπερσυντέλικος μέσης φωνής των αφωνόληκτων ρημάτων

Ουρανικά(κ,γ,χ,ττ,σσ) παρακείμενος υπερσυντέλικος


πέπραγμαι - πεπρᾶχθαι ἐπεπράγμην
πέπραξαι πέπραξο ἐπέπραξο
πέπρακται πεπράχθω πεπραγμένος-η-ον ἐπέπρακτο
πεπράγμεθα - ἐπεπράγμεθα
πέπραχθε πέπραχθε ἐπέπραχθε
πεπραγμένοι εἰσί πεπράχθων πεπραγμένοι ἦσαν
χειλικά(π,β,φ,πτ)
γέγραμμαι - γεγράφθαι ἐγεγράμμην
γέγραψαι γέγραψο ἐγέγραψο
γέγραπται γεγράφθω γεγραμμένος-η-ον ἐγέγραπτο
γεγράμμεθα - ἐγεγράμμεθα
γέγραφθε γέγραφθε ἐγέγραφθε
γεγραμμένοι εἰσί γεγράφθων γεγραμμένοι ἦσαν
οδοντικά(τ,δ,θ,ζ)
πέπεισμαι - πεπεῖσθαι ἐπεπείσμην
πέπεισαι πέπεισο ἐπέπεισο
πέπεισται πεπείσθω πεπεισμένος-η-ον ἐπέπειστο
πεπείσμεθα - ἐπεπείσμεθα
πέπεισθε πέπεισθε ἐπέπεισθε
πεπεισμένοι εἰσί πεπείσθων πεπεισμένοι ἦσαν

3
Παθητική φωνή

- Η παθητική φωνή σχηματίζει τους ίδιους τύπους με τη μέση φωνή σε όλους τους
χρόνους εκτός από μέλλοντα και αόριστο

Μέλλοντας
θέμα + θη + κατάληξη μέσης φωνής
λυ + θη + σομαι

Αόριστος
οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική απαρέμφατο
ἐ-λύ-θην λυ-θῶ λυ-θείην - λυ-θῆναι
ἐ-λύ-θης λυ-θῇs λυ-θείης λύ-θητι
ἐ-λύ-θη λυ-θῇ λυ-θείη λυ-θήτω μετοχή
ἐ-λύ-θημεν λυ-θῶμεν λυ-θείημεν (θεῖμεν) - λυ-θείς
ἐ-λύ-θητε λυ-θῆτε λυ-θείητε (θεῖτε) λύ-θητε λυ-θεῖσα
ἐ-λύ-θησαν λυ-θῶσι λυ-θείησαν (θεῖεν) λυ-θέντων λυ-θέν
(λυ-θήτωσαν)

Μεταβολές ρηματικού χαρακτήρα


κ, γ, χ, ττ, σσ + θ = χθ
π, β, φ, πτ + θ = φθ
τ, δ, θ, ζ + θ = σθ

- Ο παθητικός μέλλοντας και αόριστος β΄ κλίνονται όπως παραπάνω με τη διαφορά


ότι αφαιρείται ο χρονικός χαρακτήρας θ
* το β΄ ενικό προστακτικής του παθητικού αορίστου β΄ λήγει σε –θι

Αόριστος β΄
- Η οριστική του αορίστου β΄ ενεργητικής και μέσης φωνής κλίνεται όπως η
οριστική παρατατικού ενεργητικής και μέσης φωνής αντίστοιχα
- Οι υπόλοιπες εγκλίσεις κλίνονται όπως οι αντίστοιχες εγκλίσεις του ενεστώτα με
τις παρακάτω διαφορές :
α) στο απαρέμφατο αορίστου β΄ ενεργητικής φωνής ο τόνος κατεβαίνει στη λήγουσα
και είναι περισπωμένη
β) στη μετοχή αορίστου β΄ ενεργητικής φωνής ο τόνος κατεβαίνει μία συλλαβή και
στα τρία γένη
γ) στο β΄ ενικό προστακτικής αορίστου β΄ μέσης φωνής ο τόνος κατεβαίνει στη
λήγουσα και είναι περισπωμένη
δ) στο απαρέμφατο αορίστου β΄ μέσης φωνής ο τόνος κατεβαίνει μία συλλαβή

Ενεργητική φωνή
οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική απαρέμφατο
ἔ-βαλ-ον βάλ-ω βάλ-οιμι βαλ-εῖν
ἔ-βαλ-ες βάλ-ῃs βάλ-οις βάλ-ε
ἔ-βαλ-ε βάλ-ῃ βάλ-οι βαλ-έτω μετοχή
ἐ-βάλ-ομεν βάλ-ωμεν βάλ-οιμεν βαλ-ών
ἐ-βάλ-ετε βάλ-ητε βάλ-οιτε βάλ-ετε βαλ-οῦσα
ἔ-βαλ-ον βάλ-ωσι βάλ-οιεν βαλ-όντων βαλ-όν
(-έτωσαν)

4
Μέση φωνή
οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική απαρέμφατο
ἐ-βαλ-όμην βάλ-ωμαι βαλ-οίμην βαλ-έσθαι
ἐ-βάλ-ου βάλ-ῃ βάλ-οιο βαλ-οῦ
ἐ-βάλ-ετο βάλ-ηται βάλ-οιτο βαλ-έσθω μετοχή
ἐ-βαλ-όμεθα βαλ-ώμεθα βαλ-οίμεθα βαλ-όμενος
ἐ-βάλ-εσθε βάλ-ησθε βάλ-οισθε βάλ-εσθε βαλ-ομένη
ἐ-βάλ-οντο βάλ-ωνται βάλ-οιντο βαλ-έσθων βαλ-΄ομενον
(-έσθωσαν)

*στο β΄ ενικό προστακτικής αορίστου β΄ ενεργητικής φωνή των ρημάτων λέγω,


ὁρῶ, εἶμι, λαμβάνω και εὑρίσκω ο τόνος κατεβαίνει στη λήγουσα (εἰπέ, ἰδέ, ἐλθέ,
λαβέ, εὑρέ)

Οι αόριστοι ἔσχον, ἐσχόμην, ἑσπόμην, ὑπεσχόμην, ἠνεσχόμην ανεβάζουν τον τόνο


στην υποτακτική και ευκτική όταν είναι σύνθετοι και εφόσον το επιτρέπει η λήγουσα.
‘Ετσι: σχῶ, σχῇς, σχῇ… αλλά παράσχω, παράσχῃς, παράσχῃ…, σχῶμαι, σχῇ,
σχῆται… αλλά παράσχωμαι, παράσχῃ, παράσχηται…, σχοίην, σχοίης, σχοίη… ->
παράσχοιμι, παράσχοις, παράσχοι…σχοίμην, σχοῖο, σχοῖτο…αλλά παρασχοίμην,
παράσχοιο, παράσχοιτο

Τα σε –ζω (-άζω, -ίζω, -ύζω) έχουν το δίχρονο της παραλήγουσας βραχύ.


Εξαιρούνται τα γρύζω, κράζω·
π.χ. σχίζω > σχίζε // κράζω > κρᾶζε
Τα σε –πτω (π.χ. βλάπτω) έχουν το δίχρονο της παραλήγουσας βραχύ.
Εξαιρούνται τα κύπτω, πίπτω, ῥίπτω·
π.χ. βλάπτω > βλάψον // ῥίπτω > ῥῖψον
Τα σε –ττω ή -σσω (π.χ. τάττω) έχουν το δίχρονο της παραλήγουσας βραχύ.
Εξαιρούνται τα θράττω, κηρύττω, πράττω, φρίττω·
π.χ. τάττω > τάξον // πράττω > πρᾶξον
Τα υπόλοιπα αφωνόληκτα (π.χ. γράφω) έχουν το δίχρονο της
παραλήγουσας βραχύ. Εξαιρούνται τα βρίθω, θλίβω, νίφω, τρίβω, φρύνω, ψύχω·
π.χ. γράφω > γράψον // τρίβω > τρῖψον
Τα σε –λλω, -άνω, -νυμι, έχουν το δίχρονο της παραλήγουσας βραχύ·
π.χ. πάλλω > πάλλε
Τα σε –ίω έχω το ι μακρό. Εξαιρούνται τα ἐπαΐω, ἐσθίω
Τα σε –ύω έχουν το υ μακρό. Εξαιρούνται τα ἀνύω, ἀρύω, βρύω, ἐλκύω, ἐρύω,
μεθύω, πτύω·
π.χ. δακρύω > δεδακρῦσθαι, ἀνύω > ἠνύσθαι
Τα σε –ρω και –νω έχουν το δίχρονο της παραλήγουσας μακρό. Εξαιρούνται τα
τίνω και φθίνω·
π.χ. σύρω > σῦρε // φθίνω > φθίνε

5
Ενρινόληκτα και Υγρόληκτα ρήματα

Α) Τα περισσότερα ρήματα αυτής της κατηγορίας σχηματίζουν τον ενεστώτα και τον
παρατατικό (ενεργητικής και μέσης φωνής) από το ρηματικό θέμα μαζί με το j

Όταν ο χαρακτήρας του ρηματικού θέματος είναι λ: το πρόσφυμα j αφομοιώνεται


ἀγγέλ – j – ω = ἀγγέλλω, ἤγγελλον

εξαιρούνται τα : βούλομαι, θέλω, ἐπιμέλομαι, ὀφείλω, μέλει

Όταν ο χαρακτήρας του ρηματικού θέματος είναι ν ή ρ :

- αν υπάρχει φωνήεν α πριν απ’ αυτόν, το πρόσφυμα j υπερπηδά το χαρακτήρα ν ή ρ


και αποτελεί με το φωνήεν α το δίφθογγο αι
φαν – j – ω = φαίνω

- αν υπάρχουν τα φωνήεντα ε, ῐ, ῠ, το πρόσφυμα j αφομοιώνεται, το διπλό ν ή ρ


απλοποιείται και το προηγούμενο φωνήεν εκτείνεται αναπληρωτικά :
ε – ει, ῐ - ῑ, ῠ - ῡ
κτεν – j – ω = κτένν – ω = κτείνω

Β) Σχηματίζουν τον μέλλοντα (ενεργητικής και μέσης φωνής) από το ρηματικό θέμα
και με τις καταλήξεις -ῶ και οῦμαι (κλίνονται κατά τα συνηρημένα σε –έω)

Γ) Σχηματίζουν τον αόριστο (ενεργητικής και μέσης φωνής) από το ρηματικό θέμα
και με τις γνωστές καταλήξεις – όμως ο χρονικός χαρακτήρας σ αφομοιώνεται με το
προηγούμενο ένρινο ή υγρό, ακολουθεί απλοποίηση των δύο όμοιων συμφώνων και
αναπληρωτική έκταση προηγούμενου φωνήεντος :
ᾰ - η (-ᾱ αν προηγείται ε, ι, ρ) ἐ - φαν - σα = ἐ - φαν - να = ἔ - φην - α
ε - ει
ῐ-ῑ
ῠ-ῡ

Δ) Σχηματίζουν τον παρακείμενο και υπερσυντέλικο ενεργητικής φωνής ομαλά


όμως :
το λ και το ρ μπροστά από το χρονικό χαρακτήρα κ μένουν αμετάβλητα
το ν γίνεται γ :
φαίνω - πέφαγκα
αἴρω - ἦρκα

Ε) Σχηματίζουν τον παρακείμενο και υπερσυντέλικο μέσης φωνής ομαλά όμως :


το λ και το ρ μπροστά από τις καταλήξεις μένουν αμετάβλητα
το ν μπροστά από το μ των καταλήξεων άλλοτε αφομοιώνεται (μμ) και άλλοτε
τρέπεται σε σ :
παρώξυν - μαι = παρώξυμμαι
πέφαν - μαι = πέφασμαι

ΣΤ) Σχηματίζουν τον παθητικό μέλλοντα και αόριστο α΄ ομαλά

6
* ο ρηματικός χαρακτήρας ν των ρημάτων κλίνω, κρίνω, πλύνω αποβάλλεται στον
ενεργητικό και μέσο παρακείμενο και υπερσυντέλικο και στον παθητικό μέλλοντα
και αόριστο α΄ :
κέκλικα, ἐκεκλίκειν, κέκλιμαι, ἐκεκλίμην, κλιθήσομαι, ἐκλίθην

* όσα ρήματα έχουν μονοσύλλαβο ρηματικό θέμα με ε τρέπουν το ε σε ᾰ στον


παρακείμενο και υπερσυντέλικο ενεργητικής και μέσης φωνής :
σπερ = ἔ - σπαρ – κα

* το ρήμα τείνω σχηματίζει τον παρακείμενο και υπερσυντέλικο ενεργητικής και


μέσης φωνής και τον παθητικό μέλλοντα και αόριστο με τροπή του ε σε ᾰ και με
αποβολή του χαρακτήρα ν : τέτακα, ἐτετάκειν, τέταμαι, ἐτετάμην, ταθήσομαι, ἐτάθην

* τα ρήματα βάλλω, κάμνω, τέμνω σχηματίζουν τον παρακείμενο και


υπερσυντέλικο ενεργητικής και μέσης φωνής και τον παθητικό μέλλοντα και
αόριστο από τα ρηματικά θέματα , με μετάθεση του φωνήεντος και έκτασή του σε η
βαλ - = βλα - = βλη

Συνηρημένα ρήματα

1. σε -αω
συναιρέσεις : α + ε, η =α
α + ο, ω =ω
α + ει, ῃ =ᾳ
α + οι =ῳ
υπόλοιποι χρόνοι : ο χαρακτήρας α τρέπεται σε η, εκτός εάν πριν από τον χαρακτήρα
α, υπάρχει, ε,ι,ρ, οπότε παραμένει ο ίδιος
π.χ. τιμάω-ῶ ― τιμή-σω
ἐάω-ῶ ― ἐά-σω

2. σε –εω
συναιρέσεις : ε+ε = ει
ε+ο = ου
ε + μ.φ.ήδιφθ. = μακρόχρονο φωνήεν ή δίφθογγος
υπόλοιποι χρόνοι : ο χαρακτήρας ε τρέπεται σε η
* τα ρήματα που λήγουν σε –εω με μονοσύλλαβο θέμα συναιρούνται μόνο όταν
ακολουθεί ε ή ει τη κατάληξης
π.χ. πλέω
πλέ-εις =πλεῖs

3. σε –οω
συναιρέσεις : ο + ε, ο, ου = ου
ο + η, ω =ω
ο + ει, ῃ, οι = οι
υπόλοιποι χρόνοι : ο χαρακτήρας ο τρέπεται σε ω

Παρατηρήσεις :
▪ οι συναιρέσεις ισχύουν για ενεστώτα και παρατατικό

7
▪ εάν πριν από τη συναίρεση τονίζεται ο χαρακτήρας, τότε ο τόνος τίθεται στη
συλλαβή που προκύπτει από τη συναίρεση και είναι περισπωμένη, διαφορετικά είναι
οξεία
π.χ. τιμά-εις = τιμᾷs αλλά τιμα-έτω = τιμάτω
▪ τα συνηρημένα σε –ηω κλίνονται όπως και τα –αω, θέτοντας η στη θέση του α
▪ κατά τη συναίρεση του απαρεμφάτου ενεργητικής φωνής θέτουμε την κατάληξη –εν
(π.χ. τιμά-εν)
▪ στο α΄, β΄, γ΄ ενικό ευκτικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής σχηματίζουν και
δεύτερους τύπους με τις καταλήξεις –οίην –οίης – οίη

Ρήματα της β΄ συζυγίας σε -μι

Συμφωνόληκτα
Ενεργητική φωνή
Εν. οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική απαρ.
δείκ-νυ-μι δεικ-νύ-ω δεικ-νύ-οιμι δεικ-νύ-ναι
δείκ-νυ-ς δεικ-νύ-ῃς δεικ-νύ-οις δείκ-νυ
δείκ-νυ-σι δεικ-νύ-ῃ δεικ-νύ-οι δεικ-νύ-τω μετοχή
δείκ-νυ-μεν δεικ-νύ-ωμεν δεικ-νύ-οιμεν δεικ-νύ-ς
δείκ-νυ-τε δεικ-νύ-ητε δεικ-νύ-οιτε δείκ-νυ-τε δεικ-νῦ-σα
δεικ-νύ-ασι δεικ-νύ-ωσι δεικ-νύ-οιεν δεικ-νύ-ντων δεικ-νύ-ν
(δεικ-νύ-τωσαν)
Πρτ. ἐ-δείκ-νυ-ν
ἐ-δείκ-νυ-ς
ἐ-δείκ-νυ
ἐ-δείκ-νυ-μεν
ἐ-δείκ-νυ-τε
ἐ-δείκ-νυ-σαν
Μέση φωνή
Εν. οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική απαρ.
δείκ-νυ-μαι δεικ-νύ-ωμαι δεικ-νυ-οίμην δείκ-νυ-σθαι
δείκ-νυ-σαι δεικ-νύ-ῃ δεικ-νύ-οιο δείκ-νυ-σο
δείκ-νυ-ται δεικ-νύ-ηται δεικ-νύ-οιτο δεικ-νύ-σθω μετοχή
δεικ-νύ-μεθα δεικ-νυ-ώμεθα δεικ-νυ-οίμεθα δεικ-νύ-μενος
δείκ-νυ-σθε δεικ-νύ-ησθε δεικ-νύ-οισθε δείκ-νυ-σθε δεικ-νυ-μένη
δείκ-νυ-νται δεικ-νύ-ωνται δεικ-νύ-οιντο δεικ-νύ-σθων δεικ-νύ-μενον
(δεικ-νύ-σθωσαν)
Πρτ. ἐ-δεικ-νύ-μην
ἐ-δείκ-νυ-σο
ἐ-δείκ-νυ-το
ἐ-δεικ-νύ-μεθα
ἐ-δείκ-νυ-σθε
ἐ-δείκ-νυ-ντο

- Το νυ γενικά είναι βραχύ (είναι μακρό μόνο στα τρία πρόσωπα ενικού
αριθμού ενεστώτα και παρατατικού και στο β΄ ενικό πρόσωπο προτακτικής
ενεστώτα της ενεργητικής φωνής)
- Στα σιγμόληκτα ο ρηματικός χαρακτήρας σ αφομοιώνεται με το επόμενο ν
του προσφύματος (αμφιεσ +νυμι=αμφιέννυμι)
- Στα υγρόληκτα ο ρηματικός χαρακτήρας λ αφομοιώνει το επόμενο ν του
προσφύματος (ὄλ +νυμι=ὄλλυμι)

8
Φωνηεντόληκτα ρήματα σε -μι
ἵστημι (στήνω)
Ενεργητική φωνή
Εν. οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική απαρ.
ἵστημ ἱστῶ ἱσταίην ἱστάναι
ἵστης ἱστῇs ἱσταίης ἵστη μετοχή
ἵστησι ἱστῇ ἱσταίη ἱ ἱστάτω ἱστάς
ἵσταμεν ἱστῶμεν ἱσταίημεν (ἱσταῖμεν) ἱστᾶσα
ἵστατε ἱστῆτε ἱσταίητε (ἱσταῖτε) ἵστατε ἱστάν
ἱστᾶσι ἱστῶσι ἱσταίησαν (ἱσταῖεν) ἱστάντων (ἱστάτωσαν)

Πρτ. ἵστην
ἵστης
ἵστη
ἵσταμεν
ἵστατε
ἵστασαν
Μέση φωνή
Εν. οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική απαρ.
ἵσταμαι ἱστῶμαι ἱσταίμην ἵστασθαι
ἵστασαι ἱστῇ ἱσταῖο ἵστασο μετοχή
ἵσταται ἱστῆται ἱσταῖτο ἱστάσθω ἱστάμενος
ἱστάμεθα ἱστώμεθα ἱσταίμεθα ἱσταμένη
ἵστασθε ἱστῆσθε ἱσταῖσθε ἵστασθε ἱστάμενον
ἵστανται ἱστῶνται ἱσταῖντο ἱστάσθων (ἱστάσθωσαν)

Πρτ. ἱστάμην
ἵστασο
ἵστατο
ἱστάμεθα
ἵστασθε
ἵσταντο

Αόρ. β΄ ἔστην στῶ σταίην στῆναι


ἔστης στῇs σταίης στῆθι
ἔστη στῇ σταίη στήτω στάς
ἔστημεν στῶμεν σταίημεν (σταῖμεν) στᾶσα
ἔστητε στῆτε σταίητε (σταῖτε) στῆτε στάν
ἔστησαν στῶσι σταίησαν (σταῖεν)στάντων (στήτωσαν)

τίθημι (θέτω)
Ενεργητική φωνή
Εν. οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική απαρ
τίθημι(θέτω) τιθῶ τιθείην τιθέναι
τίθης(τιθεῖs) τιθῇs τιθείης τίθει μετοχή
τίθησι τιθῇ τιθείη τιθέτω τιθείς
τίθεμεν τιθῶμεν τιθείημεν(τιθεῖμεν) τιθεῖσα
τίθετε τιθῇτε τιθείητε(τιθεῖτε) τίθετε τιθέν
τιθέασι τιθῶσι τιθείησαν(τιθεῖεν) τιθέντων(τιθέτωσαν)

Πρτ. ἐτίθην
ἐτίθεις
ἐτίθει
ἐτίθεμεν
ἐτίθετε
ἐτίθεσαν

Αόρ. β΄ ἔθηκα θῶ θείην θεῖναι


ἔθηκας θῇs θείης θές

9
ἔθηκε θῇ θείη θέτω θείς
ἔθεμεν θῶμεν θείημεν(θεῖμεν) θεῖσα
ἔθετε θῆτε θείητε(θεῖτε) θέτε θέν
ἔθεσαν θῶσι θείησαν(θεῖεν) θέντων(θέτωσαν)

Μέση φωνή
Εν. οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική απαρ
τίθεμαι τιθῶμαι τιθείμην τίθεσθαι
τίθεσαι τιθῇ τιθεῖο τίθεσο μετοχή
τίθεται τιθῆται τιθεῖτο τιθέσθω τιθέμενος
τιθέμεθα τιθώμεθα τιθείμεθα τιθεμένη
τίθεσθε τιθῆσθε τιθεῖσθε τίθεσθε τιθέμενον
τίθενται τιθῶνται τιθεῖντο τιθέσθων(τιθέσθωσαν)

Πρτ. ἐτιθέμην
ἐτίθεσο
ἐτίθετο
ἐτιθέμεθα
ἐτίθεσθε
ἐτίθεντο

Αόρ. ἐθέμην θῶμαι θείμην θέσθαι


ἔθου θῇ θεῖο θοῦ
ἔθετο θῆται θεῖτο θέσθω θέμενος
ἐθέμεθα θώμεθα θείμεθα θεμένη
ἔθεσθε θῆσθε θεῖσθε θέσθε θέμενον
ἔθεντο θῶνται θεῖντο θέσθων(θέσθωσαν)

ἵημι (ρίχνω)
Ενεργητική φωνή
Εν. οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική απαρ
ἵημι ἱῶ ἱείην ἱέναι
ἵης(ἱεῖs) ἱῇs ἱείης ἵει μετοχή
ἵησι ἱῇ ἱείη ἱέτω ἱείς
ἵεμεν ἱῶμεν ἱείημεν(ἱεῖμεν) ἱεῖσα
ἵετε ἱῆτε ἱείητε(ἱεῖτε) ἵετε ἱέν
ἱᾶσι ἱῶσι ἱείησαν(ἱεῖεν) ἱέντων(ἱέτωσαν)

Πρτ. ἵην
ἵεις
ἵει
ἵεμεν
ἵετε
ἵεσαν

Αόρ. β΄ ἧκα ὧ εἵην εἷναι


ἧκας ᾗs εἵης ἕs
ἧκε ᾗ εἵη ἕτω εἵς
εἷμεν ὧμεν εἵημεν(εἷμεν) - εἷσα
εἷτε ἧτε εἵητε(εἷτε) ἕτε ἕν
εἷσαν ὧσι εἵησαν(εἷεν) ἕντων(ἕτωσαν)

Μέση φωνή
Εν. οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική απαρ
ἵεμαι ἱῶμαι ἱείμην ἵεσθαι
ἵεσαι ἱῇ ἱεῖο ἵεσο μετοχή
ἵεται ἱῆται ἱεῖτο ἱέσθω ἱέμενος
ἱέμεθα ἱώμεθα ἱείμεθα ἱεμένη
ἵεσθε ἱῆσθε ἱεῖσθε ἵεσθε ἱέμενον

10
ἵενται ἱῶνται ἱεῖντο ἱέσθων(ἱέσθωσαν)

Πρτ. ἱέμην
ἵεσο
ἵετο
ἱέμεθα
ἵεσθε
ἵεντο

Αόρ. β΄ εἵμην ὧμαι εἵμην ἕσθαι


εἷσο ᾗ εἷο οὗ
εἷτο ἧται εἷτο ἕσθω ἕμενος
εἵμεθα ὥμεθα εἵμεθα ἑμένη
εἷσθε ἧσθε εἷσθε ἕσθε ἕμενον
εἷντο ὧνται εἷντο ἕσθων(ἕσθωσαν)

δίδωμι (δίνω)
Ενεργητική φωνή
Εν. οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική απαρ
δίδωμι(δίνω) διδῶ διδοίην διδόναι
δίδως διδῷs διδοίης δίδου μετοχή
δίδωσι διδῷ διδοίη διδότω διδούς
δίδομεν διδῶμεν διδοίημεν(διδοῖμεν) διδοῦσα
δίδοτε διδῶτε διδοίητε(διδοῖτε) δίδοτε διδόν
διδόασι διδῶσι διδοίησαν(διδοῖεν) διδόντων(διδότωσαν)

Πρτ. ἐδίδουν
ἐδίδους
ἐδίδου
ἐδίδομεν
ἐδίδοτε
ἐδίδοσαν

Αόρ. β΄ ἔδωκα δῶ δοίην δοῦναι


ἔδωκας δῷs δοίης δός
ἔδωκε δῷ δοίη δότω δούς
ἔδομεν δῶμεν δοίημεν(δοῖμεν) δοῦσα
ἔδοτε δῶτε δοίητε(δοῖτε) δότε δόν
ἔδοσαν δῶσι δοίησαν(δοῖεν) δόντων(δότωσαν)

Μέση φωνή
Εν. οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική απαρ
δίδομαι διδῶμαι διδοίμην δίδοσθαι
δίδοσαι διδῷ διδοῖο δίδοσο
δίδοται διδῶται διδοῖτο διδόσθω διδόμενος
διδόμεθα διδώμεθα διδοίμεθα διδομένη
δίδοσθε διδῶσθε διδοῖσθε δίδοσθε διδόμενον
δίδονται διδῶνται διδοῖντο διδόσθων(διδόσθωσαν)

Πρτ. ἐδιδόμην
ἐδίδοσο
ἐδίδοτο
ἐδιδόμεθα
ἐδίδοσθε
ἐδίδοντο

Αόρ. β΄ ἐδόμην δῶμαι δοίμην δόσθαι


ἔδου δῷ δοῖο δοῦ

11
ἔδοτο δῶται δοῖτο δόσθω δόμενος
ἐδόμεθα δώμεθα δοίμεθα δομένη
ἔδοσθε δῶσθε δοῖσθε δόσθε δόμενον
ἔδοντο δῶνται δοῖντο δόσθων(δόσθωσαν)

Αρχικοί
ἵστημι ἵσταμαι τίθημι τίθεμαι
ἵστην ἱστάμην ἐτίθην ἐτιθέμην
στήσω στήσομαι θήσω θήσομαι
σταθήσομαι(παθ.) τεθήσομαι(παθ.)
ἔστησα ἔστην(β΄) ἔθηκα(β΄) ἐθέμην(β΄)
ἐστάθην(παθ.) ἐτέθην(παθ.)
ἕστηκα τέθη(ει)κα τέθειμαι
ἑστήκειν ἐτεθή(ει)κειν ἐτεθείμην
ἕσταμαι(παθ.) κεῖμαι(παθ.)

ἵημι ἵεμαι δίδωμι δίδομαι


ἵην ἱέμην ἐδίδουν ἐδιδόμην
ἥσω ἥσομαι δώσω δώσομαι
ἑθήσομαι(παθ.) δοθήσομαι(παθ.)
ἡκάμην
ἧκα(β΄) εἵμην ἔδωκα(β΄) ἐδόμην(β΄)
εἵθην(παθ.) ἐδόθην(παθ.)
εἷκα εἷμαι δέδωκα δέδομαι
εἵκειν εἵμην ἐδεδώκειν ἐδεδόμην

Το ἕστηκα παρουσιάζει και δεύτερους τύπους ἕσταμεν, ἕστατε,


ἕστᾶσι(α΄β΄γ΄πληθ.ορ.) και ἑστάναι(απαρ.), ἑστώς - ἑστῶσα -
ἑστώ(ό)ς(μτχ.)
Τα ρ. πίμπλημι και πίμπρημι κλίνονται κατά το ἵστημι.
Τα ρ. ὀνίνημι, ἄγαμαι, δύναμαι, ἐπίσταμαι, κρέμαμαι, ἐπριάμην κλίνονται
κατά το ἵστημι- ἵσταμαι, τονίζονται όμως στην υποτακτική και ευκτική
σύμφωνα με το λύω

Αόριστοι β΄ βαρύτονων ρημάτωνπου κλίνονται σύμφωνα με τα ρήματα σε


–μι
βαίνω (=προχωρώ)
οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική απαρ
ἔβην βῶ βαίην βῆναι
ἔβης βῇς βαίης βῆθι μετοχή
ἔβη βῇ βαίη βήτω βάς
ἔβημεν βῶμεν βαίημεν(βαῖμεν) βᾶσα
ἔβητε βῆτε βαίητε(βαῖτε) βῆτε βάν
ἔβησαν βῶσι βαίησαν(βαῖεν) βάντων (βήτωσαν)

δράω-ῶ (=κάνω)
ἔδραν δρῶ δραίην δρᾶναι
ἔδρας δρᾷς δραίης δρᾶθι
ἔδρα δρᾷ δραίη δράτω δράς
ἔδραμεν δρῶμεν δραίημεν(δραῖμεν) δρᾶσα
ἔδρατε δρᾶτε δραίητε(δραῖτε) δρᾶτε δράν
ἔδρασαν δρῶσι δραίησαν(δραῖεν) δράντων (δράτωσαν)

ῥέω (=ρέω)

12
ἐρρύην ῥυῶ ῥυείην ῥυῆναι
ἐρρύης ῥυῇς ῥυείης
ἐρρύη ῥυῇ ῥυείη ῥυείς
ἐρρύημεν ῥυῶμεν ῥυείημεν(ῥυεῖμεν) ῥυεῖσα
ἐρρύητε ῥυῆτε ῥυείητε(ῥυεῖτε) ῥυέν
ἐρρύησαν ῥυῶσι ῥυείησαν(ῥυεῖεν)

γιγνώσκω (=γνωρίζω)
ἔγνων γνῶ γνοίην γνῶναι
ἔγνως γνῷς γνοίης γνῶθι
ἔγνω γνῷ γνοίη γνώτω
ἔγνωμεν γνῶμεν γνοίημεν(γνοῖμεν)
ἔγνωτε γνῶτε γνοίητε(γνοῖτε) γνῶτε
ἔγνωσαν γνῶσι γνοίησαν(γνοῖεν) γνόντων ή γνώτωσαν

δύομαι
ἔδυν δύω δῦναι
ἔδυς δύῃς δῦθι
ἔδυ δύῃ δύτω
ἔδυμεν δύωμεν
ἔδυτε δύητε δῦτε
ἔδυσαν δύωσι δύντων (δύτωσαν)

Άλλα ρήματα β΄ συζυγίας σε -μι


εἶμι (θα πάω)
οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική απαρ
Εν. εἶμι ἴω ἴοιμι/ἰοίην ἰέναι
εἶ ἴῃs ἴοις/ἰοίης ἴθι μετοχή
εἶσι ἴῃ ἴοι/ἰοίη ἴτω ἰών
ἴμεν ἴωμεν ἴοιμεν ἰοῦσα
ἴτε ἴητε ἴοιτε ἴτε ἰόν
ἴασι ἴωσι ἴοιεν ἰόντων(ἴτωσαν)

Πρτ. ᾖα/ᾔειν
ᾔεις/ᾔεισθα
ᾔει
ᾖμεν
ᾖτε
ᾖσαν/ᾔεσαν

φημί (ισχυρίζομαι)
οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική απαρ
Εν. φημί φῶ φαίην φάναι
φής/φῄs φῇs φαίης φάθι μετοχή
φησί φῇ φαίη φάτω φάσκων
φαμέν φῶμεν φαίημεν/φαῖμεν φάσκουσα
φατέ φῆτε φαίητε/φαῖτε φάτε φάσκον
φασί φῶσι φαίησαν/φαῖεν φάντων(φάτωσαν)

Πρτ. ἔφην
ἔφησθα/ἔφης
ἔφη
ἔφαμεν
ἔφατε
ἔφασαν

κεῖμαι (βρίσκομαι)

13
οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική απαρ
Εν. κεῖμαι - - - κεῖσθαι
κεῖσαι - - κεῖσο μετοχή
κεῖται κέηται κέοιτο κείσθω κείμενος
κείμεθα - - - κειμένη
κεῖσθε κέησθε - κεῖσθε κείμενον
κεῖνται κέωνται κέοιντο κείσθων/κείσθωσαν

Πρτ. ἐκείμην
ἔκεισο
ἔκειτο
ἐκείμεθα
ἔκεισθε
ἔκειντο

κάθημαι (κάθομαι)
οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική απαρ
Εν. κάθημαι - καθῄμην - καθῆσθαι
κάθησαι(κάθῃ) - - κάθησο μετοχή
κάθηται καθῆται - καθήσθω καθήμενος
καθήμεθα καθώμεθα - - καθημένη
κάθησθε καθῆσθε καθῇσθε - καθήμενον
κάθηνται καθῶνται - -

Πρτ. ἐκαθήμην
ἐκάθησο
ἐκάθητο
ἐκαθήμεθα
ἐκάθησθε
ἐκάθηντο

οἶδα (γνωρίζω)
οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική απαρ
Εν. οἶδα(γνωρίζω) εἰδῶ εἰδείην - εἰδέναι
οἶσθα εἰδῇs εἰδείης ἴσθι μετοχή
οἶδε εἰδῇ εἰδείη ἴστω εἰδώς
ἴσμεν εἰδῶμεν εἰδείημεν/εἰδεῖμεν - εἰδυῖα
ἴστε εἰδῆτε εἰδείητε/εἰδεῖτε ἴστε εἰδός
ἴσασι εἰδῶσι εἰδείησαν/εἰδεῖεν ἴστων(ἴστωσαν)

Πρτ. ᾔδη/ᾔδειν
ᾔδησθα/ᾔδεις
ᾔδει
ᾔδεμεν/ᾖσμεν
ᾔδετε/ᾖστε
ᾔδεσαν/ᾖσαν

δέδοικα (φοβάμαι)
οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική απαρ
Εν. δέδοικα/δέδια - - - δεδοικέναι/δεδιέναι
δέδοικας/δέδιας - - (δέδιθι) μετοχή
δέδοικε/δέδιε δεδίῃ - (δεδίτω) δεδοικώς/δεδιώς
δεδοίκαμεν/δέδιμεν - δεδοικυῖα/δεδιυῖα
δεδοίκατε/δέδιτε - - δεδοικός/δεδιός
δεδοίκασι/δεδίασι δεδίωσι - -

Πρτ. ἐδεδοίκειν
ἐδεδοίκεις
ἐδεδοίκει

14
ἐδεδοίκεμεν
ἐδεδοίκετε
ἐδεδοίκεσαν/ἐδέδισαν

εἰμί (είμαι)
οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική απαρ
Εν. εἰμί ὦ εἴην - εἶναι
εἶ ᾖς εἴης ἴσθι
ἐστί ᾖ εἴη ἔστω
ἐσμέν ὦμεν εἴημεν(εἶμεν) -
ἐστέ ἦτε εἴητε(εἶτε) ἔστε
εἰσί ὦσι εἴησαν(εἶεν) ἔστων/ὄντων/ἔστωσαν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ἦν
ἦσθα
ἦν
ἦμεν
ἦτε
ἦσαν

Τα ρήματα εἶμι, εἰμί, φημί, οἶδα, κεῖμαι όταν είναι σύνθετα με μονοσύλλαβη ή
δισύλλαβη πρόθεση ανεβάζουν τον τόνο στην οριστική και προστακτική, εφόσον το
επιτρέπει η λήγουσα, π.χ. σύνειμι, κατάφημι - εξαιρείται το β’ ενικό της οριστικής
ενεστώτα του ρήματος φημί, π.χ. συμφής, καταφής.

Το τέθνηκα=έχω πεθάνει, παρουσιάζει και τους τύπους τέθναμεν, τέθνατε,


τεθνᾶσι(α΄β΄γ΄ορ.πληθ.), ἐτέθνασαν(γ΄πληθ.υπ.), τεθνάναι(απαρ.), τεθνεώς -
τεθνεῶσα – τεθνεώ(ό)ς

Το βέβηκα=έχω βαδίσει, παρουσιάζει και τους τύπους βεβῶσι(γ΄πληθ.υπ.πρκ.),


βεβώς - βεβῶσα - βεβώς(μτχ.)

Το ἔοικα=μοιάζω, παρουσιάζει και τους τύπους εἴξασι (γ΄πληθ.ορ.) , εἰκέναι(απαρ.)

Το απρόσωπο χρή(ορ.εν.)=πρέπει, παρουσιάζει τους τύπους χρῇ(υπ.εν.),


χρείη(ευκτ.εν.), χρῆναι(απαρ.), χρῆν ή ἐχρῆν(πρτ.)

Το απρόσωπο εἵμαρται(γ΄εν.πρκ.)=είναι πεπρωμένο, παρουσιάζει τους τύπους


εἵμαρτο(γ΄εν.υπερ.), εἱμαρμένος(μτχ.πρκ.)

Το απρόσωπο πέπρωται(γ΄εν.ορ.πρκ.)=είναι πεπρωμένο, παρουσιάζει τους τύπους


πεπρωμένον ἐστί (γ΄εν.ορ.πρκ.), ἐπέπρωτο(γ΄εν.υπερς.), πεπρωμένη-πεπρωμένον
(μτχ.πρκ.)

Το ἠμί(λέω) παρουσιάζει τους τύπους ἦν(α΄εν.πρτ.), ἦ(γ΄εν.πρτ.)

15
Α΄ Κλίση ουσιαστικών

Η Α΄ κλίση περιλαμβάνει :

αρσενικά σε -ας και σε -ης


θηλυκά σε -α και σε -η

ενικός αριθμός
ον. -ας -ης -α -η
γεν. -ου -ου -ας -ης -ης
δοτ. -ᾳ -ῃ -ᾳ -ῃ -ῃ
αιτ. -αν -ην -αν -αν -ην
κλ. -α -η -α -α -η

πληθυντικός αριθμός
ον. -αι
γεν. -ῶν
δοτ. -αις
αιτ. -ας
κλ. -αι

Παρατηρήσεις :
*οι καταλήξεις του πληθυντικού είναι οι ίδιες και για τα δύο γένη

*η γενική πληθυντικού τονίζεται πάντα στη λήγουσα και παίρνει περισπωμένη

*όσα λήγουν σε –της , τα σύνθετα με δεύτερο συνθετικό – άρχης, -μέτρης, -πώλης,


-ώνης, τρίβης, καθώς και τα εθνικά Πέρσης, Σκύθης στην κλητική ενικού λήγουν
σε –α(βραχύ)

*το α στην κατάληξη –ας είναι πάντα μακρόχρονο

*το α της κατάληξης στην αιτιατική και την κλητική ενικού είναι μακρόχρονο ή
βραχύχρονο, ανάλογα με το τι είναι στην ονομαστική

*κανονικά το καθαρό α (έχει μπροστά φωνήεν) είναι μακρόχρονο και το μη καθαρό


(έχει μπροστά σύμφωνο εκτός από το ῥ) βραχύχρονο

*το μη καθαρό α τρέπεται σε η στη γενική και δοτική

*το καθαρό α είναι και βραχύχρονο στις ακόλουθες περιπτώσεις : α) στα


προπαροξύτονα β) στα εξής δισύλλαβα που λήγουν σε –ρα : μοῖρα, πεῖρα, πρῷρα,
σπεῖρα, σφαῖρα, σφῦρα γ)στα παρακάτω δισύλλαβα : γαῖα, γραῖα, μαῖα, μυῖα

16
Β΄ Κλίση ουσιαστικών

Η Β΄ κλίση περιλαμβάνει :

αρσενικά και θηλυκά σε -ος


ουδέτερα σε -ον
ενικός αριθμός
αρσενικά – θηλυκά ουδέτερα
ον. -ος -ον
γεν. -ου -ου
δοτ. -ῳ -ῳ
αιτ. -ον -ον
κλ. -ε -ον
πληθυντικός αριθμός
ον. -οι -α
γεν. -ων -ων
δοτ. -οις -οις
αιτ. -ους -α
κλ. -οι -α

Παρατηρήσεις :
*τα αρσενικά και τα θηλυκά έχουν τις ίδιες καταλήξεις σε όλες τις πτώσεις και στους
δύο αριθμούς
*το α των ουδετέρων (όλων γενικά των πτωτικών) είναι βραχύ

Γ΄ Κλίση ουσιαστικών

Η Γ΄ κλίση περιλαμβάνει αρσενικά, θηλυκά και ουδέτερα

ενικός αριθμός
αρσενικά – θηλυκά ουδέτερα
ον. -ς ή - -
γεν. -ος ή –ως -ος ή ως
δοτ. -ι -ι
αιτ. -α ή -ν -
κλ. -s ή - -
πληθυντικός αριθμός
ον. -ες -α
γεν. -ων -ων
δοτ. -σι -σι
αιτ. -ας -α
κλ. -ες -α
Φωνηεντόληκτα

17
Α) Καταληκτικά μονόθεμα σε –ως –ωος
ενικός αριθμός
ον. ὁ ἥρω-ς θώς
γεν. τοῦ ἥρω-ος θω-ός
δοτ. τῷ ἥρω-ι θω-ί
αιτ. τόν ἥρω-α θῶ-α
κλ ὦ ἥρω-s θώ-s

πληθυντικός αριθμός
ον. οἱ ἥρω-ες θῶ-ες
γεν. τῶν ἡρώ-ων θώ-ων
δοτ. τοῖs ἥρω-σι θω-σί
αιτ. τούς ἥρω-ας θῶ-ας
κλ ὦ ἥρω-ες θῶ-ες

Β) Καταληκτικά μονόθεμα σε –υς –υος


ενικός αριθμός
ον. ὁ βότρυ-s ἰχθύ-s ἡ δρῦ-s
γεν. τοῦ βότρυ-ος ἰχθύ-ος τῆs δρυ-ός
δοτ. τῷ βότρυ-ϊ ἰχθύ-ϊ τῇ δρυ-ί
αιτ. τόν βότρυ-ν ἰχθύ-ν τήν δρῦν
κλ ὦ βότρυ ἰχθύ ὦ δρῦ

πληθυντικός αριθμός
ον. οἱ βότρυ-ες ἰχθύ-ες αἱ δρύ-ες
γεν. τῶν βοτρύ-ων ἰχθύ-ων τῶν δρυ-ῶν
δοτ. τοῖs βότρυ-σι ἰχθύ-σι ταῖs δρυ-σί
αιτ. τούς βότρυ-s ἰχθῦ-s τάς δρῦ-s
κλ ὦ βότρυ-ες ἰχθύ-ες ὦ δρύ-ες

Παρατηρήσεις :
*όλοι οι μονοσύλλαβοι τύποι και η αιτιατική πληθυντικού, όταν αυτή τονίζεται στη
λήγουσα, παίρνουν περισπωμένη

Γ) Καταληκτικά διπλόθεμα αρσ. και θηλ. σε –ις –εως, σε –υς -εως και ουδ. σε –υ –
εως
ενικός αριθμός
ον. ἡ δύναμι-s πόλι-s ὁ πέλεκυ-s τό ἄστυ
γεν. τῆs δυνάμε-ως πόλε-ως τοῦ πελέκε-ως τοῦ ἄστεως
δοτ. τῇ δυνάμει πόλει τῷ πελέκει τῷ ἄστει
αιτ. τήν δύναμι-ν πόλι-ν τον πέλεκυ-ν τό ἄστυ
κλ ὦ δύναμι πόλι ὦ πέλεκυ ὦ ἄστυ
πληθυντικός αριθμός
ον. αἱ δυνάμεις πόλεις οἱ πελέκεις τά ἄστη
γεν. τῶν δυνάμε-ων πόλε-ων τῶν πελέκε-ων τῶν ἄστεων
δοτ. ταῖs δυνάμε-σι πόλε-σι τοῖs πελέκε-σι τοῖs ἄστεσι
αιτ. τάς δυνάμεις πόλεις τούς πελέκεις τά ἄστη
κλ ὦ δυνάμεις πόλεις ὦ πελέκεις τά ἄστη

Δ) Καταληκτικά μονόθεμα σε –εύς, -οῦs και -αῦs

18
ενικός αριθμός
ον. ὁ βασιλεύ-s ἁλιεύ-s βοῦ-s ἡ γραῦ-s
γεν. τοῦ βασιλέ-ως ἁλιέ-ως / -ῶs βο-ός τῆs γρα-ός
δοτ. τῷ βασιλεῖ ἁλιεῖ βο-ί τῇ γρα-ί
αιτ. τόν βασιλέ-α ἁλιέ-α / -ᾶ βοῦ-ν τήν γραῦ-ν
κλ ὦ βασιλεῦ ἁλιεῦ βοῦ ὦ γραῦ
πληθυντικός αριθμός
ον. οἱ βασιλεῖs ἁλιεῖs βό-ες αἱ γρᾶ-ες
γεν. τῶν βασιλέ-ων ἁλιέ-ων / -ῶν βο-ῶν τῶν γρα-ῶν
δοτ. τοῖs βασιλεῦ-σι ἁλιεῦσι βου-σί ταῖs γραυ-σί
αιτ. τούς βασιλέ-ας ἁλιέ-ας / -ᾶs βοῦ-s τάς γραῦ-s
κλ ὦ βασιλεῖs ἁλιεῖs βό-ες ὦ γρᾶ-ες

Παρατηρήσεις :
*το υ του χαρακτήρα αποβάλλεται πριν από φωνήεν
*το α της κατάληξης της αιτιατικής ενικού και πληθυντικού είναι μακρό
*όσα φωνηεντόληκτα σε –εύς έχουν πριν από το εύς φωνήεν συναιρούν συνήθως το
τελικό ε που απομένει στο θέμα με το επόμενο ω και α των καταλήξεων στη γενική
και αιτιατική ενικού και πληθυντικού αριθμού

Ε) Ακατάληκτα διπλόθεμα σε –ώ -οῦs


ενικός αριθμός
ον. ἡ ἠχώ Κλειώ
γεν. τῆs ἠχοῦs Κλειοῦs
δοτ. τῇ ἠχοῖ Κλειοῖ
αιτ. τήν ἠχώ Κλειώ
κλ ὦ ἠχοῖ Κλειοῖ

Παρατηρήσεις :
*κανονικά δεν έχουν πληθυντικό αριθμό / όσα όμως σχηματίζουν πληθυντικό
κλίνονται στον αριθμό αυτό σύμφωνα με τη δεύτερη κλίση

Συμφωνόληκτα

1. Αφωνόληκτα
α) Ουρανικόληκτα καταληκτικά μονόθεμα
ενικός αριθμός
ον. ὁ πίναξ ἡ πτέρυξ ὁ ὄνυξ
γεν. τοῦ πίνακ-ος τῆs πτέρυγ-ος τοῦ ὄνυχ-ος
δοτ. τῷ πίνακ-ι τῇ πτέρυγ-ι τῷ ὄνυχ-ι
αιτ. τόν πίνακ-α τήν πτέρυγ-α τόν ὄνυχ-α
κλ ὦ πίναξ ὦ πτέρυξ ὦ ὄνυξ
πληθυντικός αριθμός
ον. οἱ πίνακ-ες αἱ πτέρυγ-ες οἱ ὄνυχ-ες
γεν. τῶν πινάκ-ων τῶν πτερύγ-ων τῶν ὀνύχ-ων
δοτ. τοῖs πίναξι ταῖs πτέρυξι τοῖs ὄνυξι
αιτ. τούς πίνακ-ας τάς πτέρυγ-ας τούς ὄνυχας
κλ ὦ πίνακ-ες ὦ πτέρυγ-ες ὦ ὄνυχ-ες

β) Χειλικόληκτα καταληκτικά μονόθεμα

19
ενικός αριθμός
ον. ὁ γύψ χάλυψ
γεν. τοῦ γυπ-ός χάλυβ-ος
δοτ. τῷ γυπ-ί χάλυβ-ι
αιτ. τόν γῦπ-α χάλυβ-α
κλ ὦ γύψ χάλυψ
πληθυντικός αριθμός
ον. οἱ γῦπ-ες χάλυβ-ες
γεν. τῶν γυπ-ῶν χαλύβ-ων
δοτ. τοῖs γυψ-ί χάλυψ-ι
αιτ. τούς γῦπ-ας χάλυβ-ας
κλ ὦ γῦπ-ες χάλυβ-ες

γ) Οδοντικόληκτα καταληκτικά μονόθεμα με θέμα σε τ, δ, θ


ενικός αριθμός
ον. ὁ τάπης ἡ πατρίς ὁ ὄρνις
γεν. τοῦ τάπητ-ος τῆs πατρίδ-ος τοῦ ὄρνιθ-ος
δοτ. τῷ τάπητ-ι τῇ πατρίδ-ι τῷ ὄρνιθ-ι
αιτ. τόν τάπητ-α τήν πατρίδ-α τόν ὄρνιν
κλ ὦ τάπης ὦ πατρίς ὦ ὄρνι
πληθυντικός αριθμός
ον. οἱ τάπητ-ες αἱ πατρίδ-ες οἱ ὄρνιθ-ες
γεν. τῶν ταπήτ-ων τῶν πατρίδ-ων τῶν ὀρνίθ-ων
δοτ. τοῖs τάπησι ταῖs πατρίσι τοῖs ὄρνισι
αιτ. τούς τάπητ-ας τάς πατρίδ-ας τούς ὄρνιθ-ας
κλ ὦ τάπητ-ες ὦ πατρίδ-ες ὦ ὄρνιθ-ες

δ) Οδοντικόληκτα καταληκτικά μονόθεμα με θέμα σε –ντ σε –ας –αντος και –ους


–οντος
ενικός αριθμός
ον. ὁ ἀνδριάς γίγας ὀδούς
γεν. τοῦ ἀνδριάντ-ος γίγαντ-ος ὀδόντ-ος
δοτ. τῷ ἀνδριάντ-ι γίγαντ-ι ὀδόντ-ι
αιτ. τόν ἀνδριάντ-α γίγαντ-α ὀδόντ-α
κλ ὦ ἀνδριάς γίγαν ὀδούς

πληθυντικός αριθμός
ον. οἱ ἀνδριάντ-ες γίγαντ-ες ὀδόντ-ες
γεν. τῶν ἀνδριάντ-ων γιγάντ-ων ὀδόντ-ων
δοτ. τοῖs ἀνδριᾶσι γίγασι ὀδοῦσι
αιτ. τούς ἀνδριάντ-ας γίγαντ-ας ὀδόντ-ας
κλ ὦ ἀνδριάντ-ες γίγαντ-ες ὀδόντ-ες

ε) Οδοντικόληκτα ακατάληκτα διπλόθεμα με θέμα σε –ντ σε –ων –οντος


ενικός αριθμός
ον. ὁ γέρων
γεν. τοῦ γέροντ-ος
δοτ. τῷ γέροντ-ι
αιτ. τόν γέροντ-α
κλ ὦ γέρον

20
πληθυντικός αριθμός
ον. οἱ γέροντ-ες
γεν. τῶν γερόντ-ων
δοτ. τοῖs γέρουσι
αιτ. τούς γέροντ-ας
κλ ὦ γέροντ-ες

ζ) Οδοντικόληκτα ουδέτερα ακατάληκτα μονόθεμα σε –α –ατος


ενικός αριθμός
ον. τό σῶμα
γεν. τοῦ σώματ-ος
δοτ. τῷ σώματ-ι
αιτ. τό σῶμα
κλ ὦ σῶμα
πληθυντικός αριθμός
ον. τά σώματ-α
γεν. τῶν σωμάτ-ων
δοτ. τοῖs σώμασι
αιτ. τά σώματ-α
κλ ὦ σώματ-α

Παρατηρήσεις :
*τα βαρύτονα οδοντικόληκτα σε –ις (γεν. –ιδος, -ιτος, -ιθος) και τα βαρύτονα
οδοντικόληκτα ὁ , ἡ Πάρνης(-ηθος) , ἡ κόρυς(-υθος) σχηματίζουν την αιτιατική
ενικού σε –ν και την κλητική ενικού όμοια με το θέμα χωρίς το χαρακτήρα

*τα βαρύτονα οδοντικόληκτα σε –ων (γεν. –οντος) και –ας (γεν.-αντος), το οξύτονο
τυραννίς (-ίδος) και το περισπώμενο ὁ, ἡ παῖs σχηματίζουν την κλητική ενικού
χωρίς κατάληξη (με αφαίρεση του οδοντικού χαρακτήρα)

*το ουσιαστικό θρίξ (τριχός) σχηματίζει την ονομαστική ενικού και τη δοτική
πληθυντικού από το θέμα θριχ- και όλες τις άλλες πτώσεις από το θέμα τριχ-

*τα ἀλώπηξ (ἀλώπεκος) και πούς (ποδός) σχηματίζουν την ονομαστική και κλητική
ενικού από το ισχυρό θέμα (αλωπηκ-, πουδ-)

*τα ουδέτερα οδοντικόληκτα σε –μα –ματος είναι όλα ακατάληκτα / καταληκτικά


είναι μόνο τα ουδέτερα φῶs και οὖs

2. Ημιφωνόληκτα

α) Ενρινόληκτα καταληκτικά μονόθεμα σε –ις –ινος και ακατάληκτα σε –αν -


ᾶνος, -ην –ηνος και –ων –ωνος
ενικός αριθμός
ον. ἡ ἀκτίς ὁ Τιτάν Ἕλλην χειμών
γεν. τῆs ἀκτῖν-ος τοῦ Τιτᾶν-ος Ἕλλην-ος χειμῶν-ος
δοτ. τῇ ἀκτῖν-ι τῷ Τιτᾶν-ι Ἓλλην-ι χειμῶν-ι
αιτ. τήν ἀκτῖν-α τόν Τιτᾶν-α Ἕλλην-α χειμῶν-α
κλ ὦ ἀκτίς ὦ Τιτάν Ἕλλην χειμών
πληθυντικός αριθμός

21
ον. αἱ ἀκτῖν-ες οἱ Τιτᾶν-ες Ἕλλην-ες χειμῶν-ες
γεν. τῶν ἀκτίν-ων τῶν Τιτάν-ων Ἕλλήν-ων χειμών-ων
δοτ. ταῖs ἀκτῖ-σι τοῖs Τιτᾶ-σι Ἕλλη-σι χειμῶ-σι
αιτ. τάς ἀκτῖν-ας τούς Τιτᾶν-ας Ἕλλην-ας χειμῶν-ας
κλ ὦ ἀκτῖν-ες ὦ Τιτᾶν-ες Ἕλλην-ες χειμῶν-ες
β) Ενρινόληκτα διπλόθεμα ακατάληκτα σε –ην –ενος και -ων –ονος
ενικός αριθμός
ον. ὁ λιμήν κηδεμών γείτων
γεν. τοῦ λιμέν-ος κηδεμόν-ος γείτον-ος
δοτ. τῷ λιμέν-ι κηδεμόν-ι γείτον-ι
αιτ. τόν λιμέν-α κηδεμόν-α γείτον-α
κλ ὦ λιμήν κηδεμών γεῖτον
πληθυντικός αριθμός
ον. οἱ λιμέν-ες κηδεμόν-ες γείτον-ες
γεν. τῶν λιμέν-ων κηδεμόν-ων γειτόν-ων
δοτ. τοῖs λιμέ-σι κηδεμό-σι γείτο-σι
αιτ. τούς λιμέν-ας κηδεμόν-ας γείτον-ας
κλ ὦ λιμέν-ες κηδεμόν-ες γείτον-ες

γ) Υγρόληκτα μονόθεμα ακατάληκτα σε –ηρ –ηρος, -ωρ –ωρος και ουδέτερα σε –


αρ –αρος
ενικός αριθμός
ον. ὁ κρατήρ ἰχώρ το νέκταρ
γεν. τοῦ κρατῆρ-ος ἰχῶρ-ος τοῦ νέκταρ-ος
δοτ. τῷ κρατῆρ-ι ἰχῶρ-ι τῷ νέκταρ-ι
αιτ. τόν κρατῆρ-α ἰχῶρ-α τό νέκταρ
κλ ὦ κρατήρ ἰχώρ ὦ νέκταρ
πληθυντικός αριθμός
ον. οἱ κρατῆρ-ες ἰχῶρ-ες
γεν. τῶν κρατήρ-ων ἰχώρ-ων
δοτ. τοῖs κρατῆρ-σι ἰχῶρ-σι
αιτ. τούς κρατῆρ-ας ἰχῶρ-ας
κλ ὦ κρατῆρ-ες ἰχῶρ-ες

δ) Υγρόληκτα διπλόθεμα ακατάληκτα σε –ήρ –έρος και –ωρ –ορος


ενικός αριθμός
ον. ὁ ἀθήρ ῥήτωρ
γεν. τοῦ ἀθέρ-ος ῥήτορ-ος
δοτ. τῷ ἀθέρ-ι ῥήτορ-ι
αιτ. τόν ἀθέρ-α ῥήτορ-α
κλ ὦ ἀθήρ ῥῆτορ
πληθυντικός αριθμός
ον. οἱ ἀθέρ-ες ῥήτορ-ες
γεν. τῶν ἀθέρ-ων ῥητόρ-ων
δοτ. τοῖs ἀθέρ-σι ῥήτορ-σι
αιτ. τούς ἀθέρ-ας ῥήτορ-ας
κλ ὦ ἀθέρ-ες ῥήτορ-ες

Παρατηρήσεις :

22
*τα φωνήεντα ι και α μπροστά από το χαρακτήρα ν των ονομάτων σε –ις – ινος και –
αν –ανος είναι μακρόχρονα

*τα βαρύτονα διπλόθεμα σε –ων – ονος και –ωρ – ορος σχηματίζουν την κλητική
ενικού όμοια με το αδύνατο θέμα

*η κλητική του ουσιαστικού σωτήρ είναι ὦ σῶτερ

*η δοτική πληθυντικού του ουσιαστικού ἀστήρ είναι ἀστρᾶσι

*ακατάληκτα μονόθεμα σε –ων –ωνος είναι τα : περιεκτικά, μερικά κύρια


ονόματα(Πλάτων, Κρίτων, Κίμων, Φαίδων κ.α.), ονόματα μηνών, ονόματα πόλεων
και τόπων, ονόματα εθνικά παροξύτονα, ονόματα προσηγορικά παροξύτονα, ονόματα
προσηγορικά οξύτονα

*ακατάληκτα διπλόθεμα σε –ων –ονος είναι τα : ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα,


ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα, ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα

ε) Υγρόληκτα συγκοπτόμενα διπλόθεμα ακατάληκτα σε –ηρ –ρος


ενικός αριθμός
ον. ὁ πατήρ ἀνήρ ἡ θυγάτηρ Δημήτηρ
γεν. τοῦ πατρ-ός ἀνδρ-ός τῆs θυγατρ-ός Δήμητρ-ος
δοτ. τῷ πατρ-ί ἀνδρ-ί τῇ θυγατρ-ί Δήμητρ-ι
αιτ. τόν πατέρ-α ἄνδρ-α τήν θυγατέρ-α Δήμητρ-α
κλ ὦ πάτερ ἄνερ ὦ θύγατερ Δήμητερ

πληθυντικός αριθμός
ον. οἱ πατέρ-ες ἄνδρ-ες αἱ θυγατέρ-ες
γεν. τῶν πατέρ-ων ἀνδρ-ῶν τῶν θυγατέρ-ων
δοτ. τοῖs πατρ-ά-σι ἀνδρ-ά-σι ταῖs θυγατρ-ά-σι
αιτ. τούς πατέρ-ας ἄνδρ-ας τάς θυγατέρ-ας
κλ ὦ πατέρ-ες ἄνδρ-ες ὦ θυγατέρ-ες

Παρατηρήσεις :
*το ουσιαστικό γαστήρ έχει την κλητική όμοια με την ονομαστική του ενικού

3. Σιγμόληκτα

α) Αρσενικά ακατάληκτα σε –ης –ους και -κλῆs –κλέους


ενικός αριθμός
ον. ὁ Σωκράτης Περικλῆs
γεν. τοῦ Σωκράτους Περικλέους
δοτ. τῷ Σωκράτει Περικλεῖ
αιτ. τόν Σωκράτη Περικλέα
κλ ὦ Σώκρατες Περίκλεις

πληθυντικός αριθμός
ον. οἱ Σωκράται Περικλεῖs
γεν. τῶν Σωκρατῶν Περικλέων
δοτ. τοῖs Σωκράταις -

23
αιτ. τούς Σωκράτας Περικλεῖs
κλ ὦ Σωκράται Περικλεῖs

Παρατηρήσεις :
*είναι όλα κύρια ονόματα

*στην κλητική ενικού ανεβάζουν τον τόνο

*όσα λήγουν σε -κλῆs συναιρούν το ε της συλλαβής κλε-, όταν ύστερα από αυτό
ακολουθεί η ή ε ή ει

*τα σε –ης σχηματίζουν την αιτιατική ενικού και σε -ην

*στον πληθυντικό αριθμό σχηματίζονται κατά την α΄ και γ΄ κλίση αντίστοιχα

β) Θηλυκά ακατάληκτα διπλόθεμα σε –ώς -οῦs


ενικός αριθμός
ον. ἡ αἰδώς
γεν. τῆs αἰδοῦs
δοτ. τῇ αἰδοῖ
αιτ. τήν αἰδῶ
κλ ὦ αἰδώς

γ) Ουδέτερα ακατάληκτα σε –ος –ους


ενικός αριθμός
ον. τό βέλος μέγεθος
γεν. τοῦ βέλους μεγέθους
δοτ. τῷ βέλει μεγέθει
αιτ. τό βέλος μέγεθος
κλ ὦ βέλος μέγεθος
πληθυντικός αριθμός
ον. τά βέλη μεγέθη
γεν. τῶν βελῶν μεγεθῶν
δοτ. τοῖs βέλεσι μεγέθεσι
αιτ. τά βέλη μεγέθη
κλ ὦ βέλη μεγέθη

Παρατηρήσεις
*όλα τα δισύλλαβα ουδέτερα σιγμόληκτα της γ΄ κλίσης που λήγουν σε –ος –ους
έχουν το α της παραλήγουσας βραχύ (δάσος, λάθος κ.α.)

*το ε+α συναιρείται σε α, όταν μπροστά από το ε υπάρχει άλλο ε (τά χρέα)

*σχηματίζουν τη γενική πληθυντικού και ασυναίρετη τα παρακάτω : ἀνθέων,


κερδέων, ὀρέων, τειχέων, χειλέων

δ) Ουδέτερα ακατάληκτα σε –ας –ως ή –ατος


ενικός αριθμός
ον. τό κρέας πέρας
γεν. τοῦ κρέως πέρατ-ος

24
δοτ. τῷ κρέᾳ πέρατ-ι
αιτ. τό κρέας πέρας
κλ ὦ κρέας πέρας
πληθυντικός αριθμός
ον. τά κρέα πέρατ-α
γεν. τῶν κρεῶν περάτ-ων
δοτ. τοῖs κρέα-σι πέρα-σι
αιτ. τά κρέα πέρατ-α
κλ ὦ κρέα πέρατ-α

Παρατηρήσεις :
*θέμα καθαρά σιγμόληκτο σε –ας έχουν τα κρέας, γέρας, γῆρας

*το όνομα τέρας σχηματίζει τον ενικό κατά το πέρας ενώ τον πληθυντικό και με τους
δύο τρόπους

*το όνομα κέρας σχηματίζει και τους δύο αριθμούς και με τους δύο τρόπους

*το γῆρας έχει μόνο ενικό αριθμό

Γενικές παρατηρήσεις :
*το ι και το α στη λήγουσα των ονομάτων της γ΄ κλίσης είναι βραχύχρονα

*τα μονοσύλλαβα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης στη γενική και δοτική και των δύο
αριθμών τονίζονται στη λήγουσα – εξαιρούνται τα : ἡ δᾴs, ὁ θώς, τό οὖs, ὁ παῖs, ὁ
Τρώς και το φῶs που τονίζονται στη γενική πληθυντικού στην παραλήγουσα

Συνηρημένα ουσιαστικά

Πρωτόκλιτα συνηρημένα ουσιαστικά (κλίνονται όπως και τα πρωτόκλιτα ουσιαστικά,


όμως όλα τονίζονται στη λήγουσα και παίρνουν περισπωμένη)

ὁ ῾Ερμῆς οἱ ῾Ερμαῖ ἡ μνᾶ αἱ μναῖ


τοῦ ῾Ερμοῦ τῶν ῾Ερμῶν τῆς μνᾶς τῶν μνῶν
τῷ ῾Ερμῇ τοῖς ῾Ερμαῖς τῇ μνᾷ ταῖς μναῖς
τὸν ῾Ερμῆν τοὺς ῾Ερμᾶς τὴν μνᾶν τὰς μνᾶς
ὦ ῾Ερμῆ ὦ ῾Ερμαῖ ὦ μνᾶ ὦ μναῖ

ἡ συκῆ αἱ συκαῖ
τῆς συκῆς τῶν συκῶν
τῇ συκῇ ταῖς συκαῖς
τὴν συκῇν τὰς συκᾶς
ὦ συκῆ ὦ συκαῖ

Δευτερόκλιτα συνηρημένα ουσιαστικά (κλίνονται όπως και τα δευτερόκλιτα


ουσιαστικά, όμως στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού το καταληκτικό
φωνήεν είναι ου – όλες οι συλλαβές τονίζονται όπου τονίζεται και η ονομαστική
ενικού – όταν τονίζονται στη λήγουσα παίρνουν περισπωμένη)

ὁ ἔκπλους οἱ ἔκπλοι ὁ πλοῦς οἱ πλοῖ

25
τοῦ ἔκπλου τῶν ἔκπλων τοῦ πλοῦ τῶν πλῶν
τῷ ἔκπλῳ τοῖς ἔκπλοις τῷ πλῷ τοῖς πλοῖς
τὸν ἔκπλουν τοὺς ἔκπλους τὸν πλοῦν τοὺς πλοῦς
ὦ ἔκπλου ὦ ἔκπλοι ὦ πλοῦ ὦ πλοῖ

τὸ ὀστοῦν τὰ ὀστᾶ
τοῦ ὀστοῦ τῶν ὀστῶν
τῷ ὀστῷ τοῖς ὀστοῖς
τὸ ὀστοῦν τὰ ὀστᾶ
ὦ ὀστοῦν ὦ ὀστᾶ

Αττικόκλιτα ουσιαστικά(κλίνονται όπως και τα δευτερόκλιτα ουσιαστικά, όμως


διατηρούν το ω ως καταληκτικό φωνήεν σε όλες τις πτώσεις, ενώ στη θέση του οι ή ῳ
διατηρούν το ῳ - η κλητική είναι όμοια με την ονομαστική – τονίζονται όπου και
όπως τονίζεται η ονομαστική σε όλες τις πτώσεις)

ὁ πρόνεως οἱ πρόνεῳ ὁ λεώς οἱ λεῴ


τοῦ πρόνεω τῶν πρόνεων τοῦ λεώ τῶν λεών
τῷ πρόνεῳ τοῖς πρόνεῳς τῷ λεῴ τοῖς λεῴς
τὸν πρόνεων τοὺς πρόνεως τὸν λεών τοὺς λεώς
ὦ πρόνεως ὦ πρόνεῳ ὦ λεώς ὦ λεῴ

τὸ ἀνώγεων τὰ ἀνώγεω
τοῦ ἀνώγεω τῶν ἀνώγεων
τῷ ἀνώγεῳ τοῖς ἀνώγεῳς
τὸ ἀνώγεων τὰ ἀνώγεω
ὦ ἀνώγεων ὦ ἀνώγεω

Ανώμαλα ουσιαστικά

Ανώμαλα κατά το γένος


ὁ λύχνος τὰ λύχνα
ὁ σῖτος τὰ σῖτα
ὁ δεσμὸς οἱ δεσμοὶ - τὰ δεσμὰ
ὁ σταθμὸς οἱ σταθμοὶ - τὰ σταθμὰ
τὸ στάδιον τὰ στάδια – οἱ στάδιοι
ὁ ζυγὸς – τὸ ζυγὸν τὰ ζυγὰ
ὁ νῶτος – τὸ νῶτον τὰ νῶτα

Ετερόκλιτα
ὁ ἀμνὸς οἱ ἄρνες
τοῦ ἀμνοῦ και ἀρνὸς τῶν ἀρνῶν
τῷ ἀμνῷ και ἀρνὶ τοῖς ἀρνάσι
τὸν ἀμνὸν και ἄρνα τοὺς ἄρνας
ὦ ἀμνὲ ὦ ἄρνες

ὁ ῎Αρης
τοῦ ῎Αρεως
τῷ ῎Αρει
τὸν ῎Αρη και ῎Αρην

26
ὦ ῎Αρες

ἡ γυνὴ αἱ γυναῖκες
τῆς γυναικὸς τῶν γυναικῶν
τῇ γυναικὶ ταῖς γυναιξὶ
τὴν γυναῖκα τὰς γυναῖκας
ὦ γύναι ὦ γυναῖκες

τὸ δάκρυον και δάκρυ τὰ δάκρυα


τοῦ δακρύου τῶν δακρύων
τῷ δακρύῳ τοῖς δακρύοις
τὸ δάκρυ τὰ δάκρυα
ὦ δάκρυ ὦ δάκρυα

ὁ Θαλῆς
τοῦ Θαλοῦ και Θάλεω και Θάλητος
τῷ Θαλῇ και Θάλητι
τὸν Θαλῆν και Θάλητα
ὦ Θαλῆ

ὁ Οἰδίπους
τοῦ Οἰδίποδος και Οἰδίπου
τῷ Οἰδίποδι
τὸν Οἰδίπουν
ὦ Οιδίπου

ὁ ὄνειρος και τὸ ὄνειρον τὰ ὀνεὶρατα


τοῦ ὀνείρου και ὀνεὶρατος τῶν ὀνειράτων
τῷ ὀνείρῳ και ὀνεὶρατι τοῖς ὀνεὶρασι
τὸν ὄνειρον και τὸ ὄνειρον τὰ ὀνεὶρατα
ὦ ὄνειρε και ὄνειρον ὦ ὀνείρατα

ὁ πρεσβευτής οἱ πρέσβεις
τοῦ πρεσβευτοῦ τῶν πρέσβεων
τῷ πρεσβευτῇ τοῖς πρέσβεσι
τὸν πρεσβευτὴν τοὺς πρέσβεις
ὦ πρεσβευτὰ ὦ πρέσβεις

τὸ πῦρ τὰ πυρά
τοῦ πυρὸς τῶν πυρῶν
τῷ πυρὶ τοῖς πυροῖς
τὸ πῦρ τὰ πυρά
ὦ πῦρ ὦ πυρά

ὁ υἱὸς οἱ υἱεῖς
τοῦ υἱοῦ και υἱέος τῶν υἱέων
τῷ υἱῷ και υἱεῖ τοῖς υἱέσι
τὸν υἱὸν και υἱέα τοὺς υἱεῖς
ὦ υἱὲ ὦ υἱεῖς

27
ὁ χρὼς
τοῦ χρωτὸς
τῷ χρωτί και χρῷ
τὸν χρῶτα
ὦ χρὼς
Μεταπλαστά
ὁ ᾿Απόλλων
τοῦ ᾿Απόλλωνος
τῷ ᾿Απόλλωνι
τὸν ᾿Απόλλωνα και ᾿Απόλλω
ὦ ῎Απολλον

τὸ γόνυ τὰ γόνατα
τοῦ γόνατος τῶν γονάτων
τῷ γόνατι τοῖς γόνασι
τὸ γόνυ τὰ γόνατα
ὦ γόνυ ὦ γόνατα

τὸ δέλεαρ
τοῦ δελέατος
τῷ δελέατι
τὸ δέλεαρ
ὦ δέλεαρ

τὸ δόρυ τὰ δόρατα
τοῦ δόρατος τῶν δοράτων
τῷ δόρατι τοῖς δόρασι
τὸ δόρυ τὰ δόρατα
ὦ δόρυ ὦ δόρατα

ὁ Ζεύς
τοῦ Διὸς
τῷ Διί
τὸν Δία
ὦ Ζεῦ

τὸ ἧπαρ τὰ ἥπατα
τοῦ ἥπατος τῶν ἡπάτων
τῷ ἥπατι τοῖς ἥπασι
τὸ ἧπαρ τὰ ἥπατα
ὦ ἧπαρ ὦ ἥπατα

ἡ κλείς αἱ κλεῖδες
τῆς κλειδὸς τῶν κλειδῶν
τῇ κλειδί ταῖς κλεισὶ
τὴν κλεῖδα και κλεῖν τὰς κλεῖδας και κλεῖς
ὦ κλείς ὦ κλεῖδες

τὸ κνέφας
τοῦ κνέφους

28
τῷ κνέφει και κνέφᾳ
τὸ κνέφας
ὦ κνέφας

ὁ κύων οἱ κύνες
τοῦ κυνός τῶν κυνῶν
τῷ κυνί τοῖς κυσί
τὸν κύνα τοὺς κύνας
ὦ κύον ὦ κύνες

ὁ μάρτυς οἱ μάρτυρες
τοῦ μάρτυρος τῶν μαρτύρων
τῷ μάρτυρι τοῖς μάρτυσι
τὸν μάρτυρα τοὺς μάρτυρας
ὦ μάρτυς ὦ μάρτυρες

ἡ ναῦς αἱ νῆες
τῆς νεώς τῶν νεῶν
τῇ νηί ταῖς ναυσί
τὴν ναῦν τὰς ναῦς
ὦ ναῦ ὦ νῆες

τὸ οὖς τὰ ὦτα
τοῦ ὠτός τῶν ὤτων
τῷ ὠτί τοῖς ὠσί
τὸ οὖς τὰ ὦτα
ὦ οὖς ὦ ὦτα

ὁ Ποσειδῶν
τοῦ Ποσειδῶνος
τῷ Ποσειδῶνι
τὸν Ποσειδῶνα και Ποσειδῶ
ὦ Πόσειδον

ἡ Πνύξ
τῆς Πυκνός
τῇ Πυκνί
τὴν Πύκνα
ὦ Πνύξ

ὁ σής οἱ σέες και σῆτες


τοῦ σεὸς και σητός τῶν σέων και σητῶν
τῷ σητί τοῖς σησί
τὸν σῆτα τοὺς σέας και σῆτας
ὦ σής ὦ σέες και σῆτες

τὸ στέαρ τὰ στέατα
τοῦ στέατος τῶν στεάτων
τῷ στέατι τοῖς στέασι

29
τὸ στέαρ τὰ στέατα
ὦ στέαρ ὦ στέατα

τὸ ὕδωρ τὰ ὕδατα
τοῦ ὕδατος τῶν ὑδάτων
τῷ ὕδατι τοῖς ὕδασι
τὸ ὕδωρ τὰ ὕδατα
ὦ ὕδωρ ὦ ὕδατα

τὸ φρέαρ τὰ φρέατα
τοῦ φρέατος τῶν φρεάτων
τῷ φρέατι τοῖς φρέασι
τὸ φρέαρ τὰ φρέατα
ὦ φρέαρ ὦ φρέατα

ἡ χείρ αἱ χεῖρες
τῆς χειρός τῶν χειρῶν
τῇ χειρί ταῖς χερσί
τὴν χεῖρα τὰς χεῖρας
ὦ χείρ ὦ χεῖρες

Ιδιόκλιτα
ὁ ᾿Αλεξᾶς Μητρᾶς Φιλῆς Διονῦς ᾿Ιησοῦς
τοῦ ᾿Αλεξᾶ Μητρᾶ Φιλῆ Διονῦ ᾿Ιησοῦ
τῷ ᾿Αλεξᾷ Μητρᾷ Φιλῇ Διονῦ ᾿Ιησοῦ
τὸν ᾿Αλεξᾶν Μητρᾶν Φιλῆν Διονῦν ᾿Ιησοῦν
ὦ ᾿Αλεξᾶ Μητρᾶ Φιλῆ Διονῦ ᾿Ιησοῦ

ὁ Νεκῶς
τοῦ Νεκῶ
τῷ Νεκῷ
τὸν Νεκῶν
ὦ Νεκῶ

΄Ακλιτα
α) τὸ χρεών
β) τα ονόματα των γραμμάτων του αλφαβήτου
γ) το έναρθρο απαρέμφατο
δ) ξενικά ονόματα ( ὁ ᾿Αδάμ, ὁ Δαβίδ, τὸ Πάσχα, ὁ ᾿Ιωσήφ)
ε) τα αριθμητικά από το πέντε ως το ἑκατὸν ἐνενήκοντα ἐννέα
στ) οποιαδήποτε λέξη ή φράση με το ουδέτερο άρθρο μπροστά του

Ελλειπτικά
α) εύχρηστα μόνο στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού :
τὸ ὄφελος, τὸ ὄναρ, τὸ ὕπαρ, τὸ δέμας, τὸ σέβας, τὸ σέλας
β) εύχρηστο στη γενική στη φράση ὑπὸ μάλης
γ) εύχρηστο στην αιτιατική στη φράση ἐς νέωτα
δ) εύχρηστα στην κλητική στις φράσεις ὦ μέλε, ὦ τᾶν

30
Δευτερόκλιτα επίθετα

Τα δευτερόκλιτα τρικατάληκτα με 3 γένη επίθετα λήγουν σε :


-ος –η –ον και –ος –α –ον

- το αρσενικό και το ουδέτερο κλίνεται σύμφωνα με τη β΄ κλίση, ενώ το θηλυκό


σύμφωνα με την α΄ κλίση
*το θηλυκό στην ονομαστική, γενική και κλητική του πληθυντικού τονίζεται όπου
και όπως τονίζεται στις ίδιες πτώσεις το αρσενικό

- το θηλυκό των τρικατάληκτων επιθέτων σε –ος λήγει σε –η, αν πριν από την
κατάληξη –ος του αρσενικού υπάρχει σύμφωνο εκτός από το ρ, ενώ λήγει σε –α, αν
πριν από την κατάληξη –ος του αρσενικού υπάρχει φωνήεν ή ρ (εκτός από το ὄγδοος,
ὀγδόη, ὀγδοον)

Τα δευτερόκλιτα δικατάληκτα με 3 γένη επίθετα λήγουν σε :


-ος –ος –ον

- και τα τρία γένη κλίνονται σύμφωνα με τη δεύτερη κλίση, ενώ το αρσενικό και το
θηλυκό έχουν τις ίδιες καταλήξεις σε ενικό και πληθυντικό αριθμό

Από τα δευτερόκλιτα επίθετα, δικατάληκτα είναι :


α) τα περισσότερα από τα σύνθετα σε –ος

β) τα απλά επίθετα αἴθριος, αἰφνίδιος, ἀϊδιος, αἴσιος, βάναυσος, βάρβαρος,


βάσκανος, βέβηλος, βόρειος, γαμήλιος, δόκιμος,δούλειος, ἕωλος, ἐλευθέριος,
ἥμερος, ἥρεμος, ἥσυχος, κίβδηλος , κολοβός, λάβρος, λάγνος, λάλος, μάχιμος,
χέρσος, τιθασός

γ) μερικά επίθετα που χρησιμοποιούνται και ως ουσιαστικά : ἀγωγός, βοηθός,


τιμωρός, τύραννος

* λίγα από τα σύνθετα είναι τρικατάληκτα όπως : ἀντάξιος –ία – ιον, ἐνάντιος –ία –
ιον και τα σε –ικος παρασύνθετα όπως : ἐξεταστικός

* λίγα επίθετα σχηματίζονται και ως δικατάληκτα και ως τριτακατάληκτα όπως :


βέβαιος, ἀνάξιος, αἴτιος

Τριτόκλιτα επίθετα

Φωνηεντόληκτα

α) Τρικατάληκτα σε –ῠς –ειᾰ –ῠ

ενικός αριθμός

31
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
εὐθύ-ς εὐθεῖ-α εὐθύ θῆλυ-ς θήλει-α θῆλυ
εὐθέ-ος εὐθεί-ας εὐθέ-ος θήλε-ος θηλεί-ας θήλε-ος
εὐθεῖ εὐθεί-ᾳ εὐθεῖ θήλει θηλεί-ᾳ θήλει
εὐθύ-ν εὐθεῖ-αν εὐθύ θῆλυ-ν θήλει-αν θῆλυ
εὐθύ εὐθεῖ-α εὐθύ θῆλυ θήλει-α θῆλυ
πληθυντικός αριθμός
εὐθεῖs εὐθεῖ-αι εὐθέ-α θῆλεις θήλει-αι θήλε-α
εὐθέ-ων εὐθει-ῶν εὐθέ-ων θηλέ-ων θηλει-ῶν θηλέ-ων
εὐθέ-σι εὐθεί-αις εὐθέ-σι θήλε-σι θηλεί-αις θήλε-σι
εὐθεῖs εὐθεί-ας εὐθέ-α θῆλεις θηλεί-ας θήλε-α
εὐθεῖs εὐθεῖ-αι εὐθέ-α θῆλεις θήλει-αι θήλε-α

Παρατηρήσεις
* βαρύτονα είναι μόνο τα επίθετα ἥμισυς, ἡμίσεια, ἥμισυ και θῆλυς, θήλεια, θῆλυ
* στο ουδέτερο το ἥμισυς κάνει : ἡμίσεα και ἡμίση

β) Δικατάληκτα σε –ῠς –ῠ (-υος ή –εος)


ενικός αριθμός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ὁ ἡ εὔβοτρυ-ς τό εὔβοτρυ ὁἡ δίπηχυ-ς τό δίπηχυ
τοῦ τῆs εὐβότρυ-ος τοῦ εὐβότρυ-ος τοῦ τῆs διπήχε-ος τοῦ διπήχ-εος
τῷ τῇ εὐβότρυ-ϊ τῷ εὐβότρυ-ϊ τῷ διπήχει τῷ διπήχει
τόν τήν εὔβοτρυ-ν το εὔβοτρυ τόν τήν δίπηχυ-ν τό δίπηχυ
ὦ εὔβοτρυ ὦ εὔβοτρυ ὦ δίπηχυ ὦ δίπηχυ
πληθυντικός αριθμός
οἱ αἱ εὐβότρυ-ες τά εὐβότρυ-α οἱ αἱ διπήχεις τά διπήχε-α /-η
τῶν εὐβοτρύ-ων τῶν εὐβοτρύ-ων τῶν διπηχέ-ων τῶν διπηχέ-ων
τοῖs ταῖs εὐβότρυ-σι τοῖs εὐβότρυ-σι τοῖs ταῖs διπήχε-σι τοῖs διπήχε-σι
τούς τάς εὐβότρυ-ς τά εὐβότρυ-α τούς τάς διπήχεις τά διπήχε-α /-η
ὦ εὐβότρυ-ες ὦ εὐβότρυ-α ὦ διπήχεις ὦ διπήχε-α /-η

Συμφωνόληκτα

1)αφωνόληκτα

α) Τρικατάληκτα σε –ας –ασα –αν


ενικός αριθμός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ον. πᾶs πᾶσ-α πᾶν
γεν. παντ-ός πάσ-ης παντ-ός
δοτ. παντ-ί πάσ-ῃ παντ-ί
αιτ. πάντ-α πᾶσ-αν πᾶν
κλ. πᾶs πᾶσ-α πᾶν
πληθυντικός αριθμός
ον. πάντ-ες πᾶσ-αι πάντ-α
γεν. πάντ-ων πασ-ῶν πάντ-ων
δοτ. πᾶσι πάσ-αις πᾶσι
αιτ. πάντ-ας πάσ-ας πάντ-α
κλ. πάντ-ες πᾶσ-αι πάντ-α

32
β) Τρικατάληκτα σε –εις –εσσα –εν
ενικός αριθμός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ον. χαρίεις χαρίεσσ-α χαρίεν
γεν. χαρίεντ-ος χαριέσσ-ης χαρίεντ-ος
δοτ. χαρίεντ-ι χαριέσσ-ῃ χαρίεντ-ι
αιτ. χαρίεντ-α χαρίεσσ-αν χαρίεν
κλ. χαρίεν χαρίεσσ-α χαρίεν
πληθυντικός αριθμός
ον. χαρίεντ-ες χαρίεσσ-αι χαρίεντ-α
γεν. χαριέντ-ων χαριεσσ-ῶν χαριέντ-ων
δοτ. χαρίε-σι χαριέσσ-αις χαρίε-σι
αιτ. χαρίεντ-ας χαριέσσ-ας χαρίεντ-α
κλ. χαρίεντ-ες χαρίεσσ-αι χαρίεντ-α

*όμοια κλίνονται επίθετα που δηλώνουν πλησμονή

γ) Τρικατάληκτα σε –ων –ουσα –ον

ενικός αριθμός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ον. ἄκων ἄκουσ-α ἆκον
γεν. ἄκοντ-ος ἀκούσ-ης ἄκοντ-ος
δοτ. ἄκοντ-ι ἀκούσ-ῃ ἄκοντ-ι
αιτ. ἄκοντ-α ἄκουσ-αν ἆκον
κλ. ἆκον ἄκουσ-α ἆκον
πληθυντικός αριθμός
ον. ἄκοντ-ες ἄκουσ-αι ἄκοντ-α
γεν. ἀκόντ-ων ἀκουσ-ῶν ἀκόντ-ων
δοτ. ἄκουσι ἀκούσ-αις ἄκουσι
αιτ. ἄκοντ-ας ἀκούσ-ας ἄκοντ-α
κλ. ἄκοντ-ες ἄκουσ-αι ἄκοντ-α
δ) Δικατάληκτα (είναι όλα σύνθετα με δεύτερο συνθετικό ένα ουσιαστικό
τριτόκλιτο αφωνόληκτο)

ενικός αριθμός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ὁ ἡ ἄχαρις το ἄχαρι ὁ ἡ εὔελπις το εὔελπι
τοῦ τῆs ἀχάριτ-ος τοῦ ἀχάριτ-ος τοῦ τῆsεὐέλπιδ-ος τοῦ εὐέλπιδ-ος
τῷ τῇ ἀχάριτ-ι τῷ ἀχάριτ-ι τῷ εὐέλπιδ-ι τῷ εὐέλπιδ-ι
τόν τήνἄχαρι-ν το ἄχαρι τόν τήν εὔελπι-ν τό εὔελπι
ὦ ἄχαρι ὦ ἄχαρι ὦ εὔελπις ὦ εὔελπι
πληθυντικός αριθμός
οἱ αἱ ἀχάριτ-ες τά ἀχάριτ-α οἱ αἱ εὐέλπιδ-ες τά εὐέλπιδ-α
τῶν ἀχαρίτ-ων τῶν ἀχαρίτ-ων τῶν εὐελπίδ-ων τῶν εὐελπίδ-ων
τοῖs ταῖs ἀχάρισι τοῖs ἀχάρισι τοῖs ταῖs εὐέλπισι τοῖs εὐέλπισι
τούς τάς ἀχάριτ-ας τά ἀχάριτ-α τούς τάς εὐέλπιδ-ας τά εὐέλπιδ-α
ὦ ἀχάριτ-ες ὦ ἀχάριτ-α ὦ εὐέλπιδ-ες ὦ εὐέλπιδ-α

33
ενικός αριθμός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ὁ ἡ δίπους το δίπουν οἱ αἱ δίποδ-ες τά δίποδ-α
τοῦ τῆs δίποδ-ος τοῦ δίποδ-ος τῶν διπόδ-ων τῶν διπόδ-ων
τῷ τῇ δίποδ-ι τῷ δίποδ-ι τοῖs ταῖs δίποσι τοῖs δίποσι
τόν τήνδίπουν* το δίπουν τούς τάς δίποδ-ας τά δίποδ-α
ὦ δίπους ὦ δίπουν ὦ δίποδ-ες ὦ δίποδ-α

* και δίποδα

ε) Μονοκατάληκτα με δύο γένη


ὁ ἡ βλάξ τοῦ τῆs βλακός
ὁ ἡ κόλαξ τοῦ τῆs κόλακος
ὁ ἡ ἅρπαξ τοῦ τῆs ἅρπαγος
ὁ ἡ πένης τοῦ τῆs πένητος
ὁ ἡ φυγάς τοῦ τῆs φυγάδος
ὁ ἡ μιγάς τοῦ τῆs μιγάδος
ὁ ἡ ἄπαις τοῦ τῆs ἄπαιδος
ὁ ἡ ἔπηλυς τοῦ τῆs ἐπήλυδος
ὁ ἡ ἀγνώς τοῦ τῆs ἀγνῶτος

2) ενρινόληκτα – υγρόληκτα

α) Τρικατάληκτα σε –ας –αινα –αν

ενικός αριθμός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ον. μέλας μέλαιν-α μέλαν
γεν. μέλαν-ος μελαίν-ης μέλαν-ος
δοτ. μέλαν-ι μελαίν-ῃ μέλαν-ι
αιτ. μέλαν-α μέλαιν-αν μέλαν
κλ. μέλαν μέλαιν-α μέλαν
πληθυντικός αριθμός
ον. μέλαν-ες μέλαιν-αι μέλαν-α
γεν. μελάν-ων μελαιν-ῶν μελάν-ων
δοτ. μέλα-σι μελαίν-αις μέλα-σι
αιτ. μέλαν-ας μελαίν-ας μέλα-να
κλ. μέλαν-ες μέλαιν-αι μέλα-να

β) Δικατάληκτα σε –ων –ον (-ονος) και σε –ην – εν (-ενος)

ενικός αριθμός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ὁ ἡ εὐδαίμων το εὔδαιμον ὁ ἡ ἄρρην το ἄρρεν
τοῦ τῆsεὐδαίμον-ος τοῦ εὐδαίμον-ος τοῦ τῆsἄρρεν-ος τοῦ ἄρρεν-ος
τῷ τῇ εὐδαίμον-ι τῷ εὐδαίμον-ι τῷ ἄρρεν-ι τῷ ἄρρεν-ι
τόν τήνεὐδαίμον-α το εὔδαιμον τόν τήν ἄρρεν-α τό ἄρρεν
ὦ εὔδαιμον ὦ εὔδαιμον ὦ ἄρρεν ὦ ἄρρεν

πληθυντικός αριθμός

34
οἱ αἱ εὐδαίμον-ες τά εὐδαίμον-α οἱ αἱ ἄρρεν-ες τά ἄρρεν-α
τῶν εὐδαιμόν-ων τῶν εὐδαιμόν-ων τῶν ἀρρέν-ων τῶν ἀρρέν-ων
τοῖs ταῖs εὐδαίμο-σι τοῖs εὐδαίμο-σι τοῖs ταῖs ἄρρε-σι τοῖs ἄρρε-σι
τούς τάς εὐδαίμον-ας τά εὐδαίμον-α τούς τάς ἄρρεν-ας τά ἄρρεν-α
ὦ εὐδαίμον-ες ὦ εὐδαίμον-α ὦ ἄρρεν-ες ὦ ἄρρεν-α
Παρατηρήσεις
* όμοια κλίνονται και τα σε –ωρ –ορ (-ορος)
* τα πιο πολλά από τα σύνθετα σε –ων –ονος ανεβάζουν τον τόνο στην κλιτική
ενικού του αρσενικού και του θηλυκού και στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική
ενικού των ουδετέρων, όχι όμως πάνω από την τελευταία συλλαβή του πρώτου
συνθετικού (δεν ανεβάζουν τον τόνο, όταν το πρώτο συνθετικό του είναι συνήθως το
στερητικό α)

3) σιγμόληκτα
ενικός αριθμός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ὁ ἡ εὐσεβής το εὐσεβές ὁ ἡ συνήθης το σύνηθες
τοῦ τῆsεὐσεβοῦs τοῦ εὐσεβοῦs τοῦ τῆsσυνήθους τοῦ συνήθους
τῷ τῇ εὐσεβεῖ τῷ εὐσεβεῖ τῷ συνήθει τῷ συνήθει
τόν τήνεὐσεβῆ το εὐσεβές τόν τήν συνήθη τό σύνηθες
ὦ εὐσεβές ὦ εὐσεβές ὦ σύνηθες ὦ σύνηθες

πληθυντικός αριθμός
οἱ αἱ εὐσεβεῖs τά εὐσεβῆ οἱ αἱ συνήθεις τά συνήθη
τῶν εὐσεβῶν τῶν εὐσεβῶν τῶν συνήθων τῶν συνήθων
τοῖs ταῖs εὐσεβέσι τοῖs εὐσεβέσι τοῖs ταῖs συνήθεσι τοῖs συνήθεσι
τούς τάς εὐσεβεῖs τά εὐσεβῆ τούς τάς συνήθεις τά συνήθη
ὦ εὐσεβεῖs ὦ εὐσεβῆ ὦ συνήθεις ὦ συνήθη

Παρατηρήσεις
* όμοια κλίνονται και τα επίθετα που λήγουν σε –ήρης, -ώδης, -ώλης
* τα βαρύτονα ανεβάζουν τον τόνο, αν είναι υπερδισύλλαβα, στην κλητική ενικού
του αρσενικού και του θηλυκού και στις τρεις όμοιες πτώσεις του πληθυντικού των
ουδετέρων (όχι όμως αυτά που λήγουν σε –ήρης, -ώδης, -ώλης)

Συνηρημένα επίθετα

Δευτερόκλιτα
Τρικατάληκτα με τρία γένη

Ενικός αριθμός
χρυσοῦς χρυσῆ χρυσοῦν
χρυσοῦ χρυσῆς χρυσοῦ
χρυσῷ χρυσῇ χρυσῷ
χρυσοῦν χρυσῆν χρυσοῦν

Πληθυντικός αριθμός
χρυσοῖ χρυσαῖ χρυσᾶ
χρυσῶν χρυσῶν χρυσῶν
χρυσοῖς χρυσαῖς χρυσοῖς

35
χρυσοῦς χρυσᾶς χρυσᾶ
αλλά
σιδηροῦς σιδηρᾶ σιδηροῦν

Δικατάληκτα με τρία γένη

Ενικός αριθμός
εὔνους εὔνους εὔνουν
εὔνου εὔνου εὔνου
εὔνῳ εὔνῳ εὔνῳ
εὔνουν εὔνουν εὔνουν

Πληθυντικός αριθμός
εὖνοι εὖνοι εὔνοα
εὔνων εὔνων εὔνων
εὔνοις εὔνοις εὔνοις
εὔνους εὔνους εὔνοα

-στα τρικατάληκτα επίθετα όλες οι πτώσεις τονίζονται στη λήγουσα


-στα δικατάληκτα επίθετα στο ουδέτερο λήγουν σε –οα / τονίζονται σε όλες τις
πτώσεις και των τριών γενών στην παραλήγουσα

Αττικόκλιτα

Ενικός αριθμός Πληθυντικός αριθμός


   
Ον. ὁ ἡ ἵλεως τὸ ἵλεων οἱ αἱ ἵλεῳ τὰ ἵλεα
Γεν. τοῦ τῆς ἵλεως τοῦ ἵλεω τῶν ἵλεων τῶν ἵλεων
Δοτ. τῷ τῇ ἵλεῳ τῷ ἵλεῳ τοῖς ταῖς ἵλεῳς τοῖς ἵλεῳς
Αιτ. τὸν τὴν ἵλεων τὸ ἵλεων τοὺς τὰς ἵλεως τὰ ἵλεα
Κλητ. ὦ ἵλεως ὦ ἵλεων ὦ ἵλεῳ ὦ ἵλεα

 Τα αττικόκλιτα επίθετα είναι δικατάληκτα (ὁ, ἡ ὑπόχρεως, τὸ ὑπόχρεων - ὁ, ἡ


ἔμπλεως, τὸ ἔμπλεων)/τρικατάληκτο είναι μόνο το επίθετο πλέως-πλέα-πλέων/ στην
ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ουδετέρου έχουν κατάληξη -
α, όπως τα ουδέτερα των κοινών δευτεροκλίτων επιθέτων (τὰ ἔμπλεα / τὰ δίκαια).

Ανώμαλα επίθετα

Ενικός αριθμός
πολὺς πολλὴ πολὺ
πολλοῦ πολλῆς πολλοῦ
πολλῷ πολλῇ πολλῷ
πολὺν πολλὴν πολὺ
πολὺ πολλὴ πολὺ
Πληθυντικός αριθμός
πολλοὶ πολλαὶ πολλὰ
πολλῶν πολλῶν πολλῶν
πολλοῖς πολλαῖς πολλοῖς

36
πολλοὺς πολλὰς πολλὰ
πολλοὶ πολλαὶ πολλὰ

Ενικός αριθμός
μέγας μεγάλη μέγα
μεγάλου μεγάλης μεγάλου
μεγάλῳ μεγάλῃ μεγάλῳ
μέγαν μεγάλην μέγα
μέγα μεγάλη μέγα
Πληθυντικός αριθμός
μεγάλοι μεγάλαι μεγάλα
μεγάλων μεγάλων μεγάλων
μεγάλοις μεγάλαις μεγάλοις
μεγάλους μεγάλας μεγάλα
μεγάλοι μεγάλαι μεγάλα

Ενικός αριθμός
πρᾶος πραεῖα πρᾶον
πράου πραείας πράου
πράῳ πραείᾳ πράῳ
πρᾶον πραεῖαν πρᾶον
πρᾶε πραεῖα πρᾶον
Πληθυντικός αριθμός
πρᾶοι πραεῖαι πραέα
πραέων πραειῶν πραέων
πραέσι πραείαις πραέσι
πράους πραείας πραέα
πρᾶοι πραεῖαι πραέα

Ενικός αριθμός
ὁ σῶς ἡ σῶς τὸ σῶν
τὸν σῶν τῆν σῶν τὸ σῶν
Πληθυντικός αριθμός
οἱ σῷ αἱ σῷ τὰ σᾶ
τοὺς σῶς τὰς σῶς τὰ σᾶ
Ενικός αριθμός
φροῦδος φρούδη φροῦδον
(φροῦδος)
Πληθυντικός αριθμός
φροῦδοι φροῦδαι φροῦδα
(φροῦδοι)

Παραθετικά

1. Το επίθετο φανερώνει απλώς μια ιδιότητα ή ποιότητα ενός όντος χωρίς


σύγκριση προς άλλο : θετικού βαθμού

2. Το επίθετο φανερώνει ότι ένα ον έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα σε βαθμό


ανώτερο συγκριτικά προς ένα άλλο ή προς πολλά άλλα που λογαριάζονται
σαν ένα : συγκριτικού βαθμού

37
3. Το επίθετο φανερώνει ότι ένα ον έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα σε πολύ μεγάλο
βαθμό ανώτερο από όλα τα άλλα του ίδιου είδους : υπερθετικού βαθμού
α) υπερθετικό που φανερώνει ότι ένα ον έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα σε πολύ
μεγάλο βαθμό, απόλυτα, χωρίς σύγκριση, λέγεται υπερθετικό απόλυτο
β) υπερθετικό που φανερώνει ότι ένα ον έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα στον πιο
μεγάλο βαθμό συγκριτικά προς όλα τα άλλα του ίδιου είδους μαζί λέγεται
υπερθετικό σχετικό

Συγκριτικός + Υπερθετικός = παραθετικά του επιθέτου

Μονολεκτικά Παραθετικά

Οι πιο συνηθισμένες παραθετικές καταλήξεις είναι :


για το συγκριτικό : -τερος, -τέρα, -τερον
για το υπερθετικό : -τατος, -τάτη, -τατον

1. Τα δευτερόκλιτα επίθετα :
- διατηρούν το χαρακτήρα του θετικού ο, αν προηγείται συλλαβή φύσει ή θέσει
μακρόχρονη
- τον εκτείνουν σε ω, αν προηγείται συλλαβή βραχύχρονη
π.χ. ξηρός ξηρό-τερος ξηρό-τατος
σοφός σοφώ-τερος σοφώ-τατος
θερμός θερμό-τερος θερμό-τατος

2. Αναλογικός σχηματισμός παραθετικών


α) –έστερος, -έστατος
Έτσι σχηματίζουν τα παραθετικά τους τα σιγμόληκτα επίθετα σε –ης, -ες
ἀληθής ἀληθέσ-τερος ἀληθέσ-τατος
Όμοια σχηματίζουν τα παραθετικά τους τα τριτόκλιτα επίθετα σε –ων, -ον (γεν. –
ονος), καθώς και τα επίθετα ἄκρατος , ἄσμενος, ἐρρωμένος, και πένης :
σώφρων σωφρον-έστερος σωφρον-έστατος
εὐδαίμων εὐδαιμον-έστερος εὐδαιμονέστατος
ἄκρατος ἄκρατ-έστερος ἄκρατ-έστατος
ἄσμενος ἄσμεν-έστερος ἄσμεν-έστατος
ἐρρωμένος ἐρρωμεν-έστερος ἐρρωμεν-έστατος
πένης πεν-έστερος πεν-έστατος

β) –ούστερος, -ούστατος
Έτσι σχηματίζουν τα παραθετικά τους το επίθετο ἁπλοῦs και τα συνηρημένα
επίθετα της β΄ κλίσης με β΄ συνθ. το όνομα νοῦs
ἁπλοῦs ἁπλούστερος ἁπλούστατος
εὔνους εὐνούστερος εὐνούστατος

γ) –ίστερος, -ίστατος
Έτσι σχηματίζουν τα παραθετικά τους τα μονοκατάληκτα επίθετα ἅρπαξ, βλάξ,
λάλος, κλέπτης, πλεονέκτης
ἅρπαξ ἅρπαγ-ίστερος ἅρπαγ-ίστατος
βλάξ βλακ-ίστερος βλακ-ίστατος

38
λάλος λαλ-ίστερος λαλ-ίστατος
κλέπτης κλεπτ-ίστερος κλεπτ-ίστατος
πλεονέκτης πλεονεκτ-ίστερος πλεονεκτ-ίστατος

δ) –αίτερος, -αίτατος
Έτσι σχηματίζει τα παραθετικά του το επίθετο παλαιός
παλαιός παλαίτερος παλαίτατος
Όμοια σχηματίζουν τα παραθετικά τους τα :
γεραιός γεραί-τερος γεραί-τατος
σχολαῖος σχολαί-τερος σχολαί-τατος
Έτσι και τα :
ἴσος ἴσ-αί-τερος ἴσ-αί-τατος
ὄψιος ὀψι-αί-τερος ὀψι-αί-τατος
ἥσυχος ἡσυχ-αί-τερος ἡσυχ-αίτατος
και ἡσυχώ-τερος ἡσυχώ-τατος
ἴδιος ἰδι-αί-τερος ἰδι-αί-τατος
και ἰδιώ-τερος ἰδιώ-τατος
εὔδιος εὐδι-αί-τερος εὐδι-αί-τατος
και εὐδιέσ-τερος εὐδιέσ-τατος
πρῷος πρῳ-αί-τερος πρῳ-αί-τατος
φίλος φιλ-αί-τερος φιλ-αί-τατος
και φιλ-ίων ή φίλ-τατος
φίλ-τερος

3. Ανώμαλα παραθετικά (σε –ίων, -ιστος)


αἰσχρός ὁ, ἡ αἰσχίων τό αἴσχιον αἴσχιστος
ἐχθρός ὁ, ἡ ἐχθίων τό ἔχθιον ἔχθιστος
και ἐχθρό-τερος ἐχθρό-τατος
ἡδύς ὁ, ἡ ἡδίων τό ἥδιον ἥδιστος
καλός ὁ, ἡ καλλίων τό κάλλιον κάλλιστος
μέγας ὁ, ἡ μείζων τό μεῖζον μέγιστος
ῥᾴδιος ὁ, ἡ ῥᾴων τό ῥᾷον ῥᾷστος
ταχύς ὁ, ἡ θάττων τό θᾶττον τάχιστος
ἀγαθός ὁ, ἡ ἀμείνων τό ἄμεινον ἄριστος
και ὁ, ἡ βελτίων τό βέλτιον βέλτιστος

39
και ὁ, ἡ κρείττων τό κρεῖττον κράτιστος
και ὁ, ἡ λῲων τό λῷον λῷστος
κακός ὁ, ἡ κακίων τό κάκιον κάκιστος
και ὁ, ἡ χείρων τό χεῖρον χείριστος
μακρός μακρό-τερος μακρό-τατος
και - μήκιστος
μικρός μικρό-τερος μικρό-τατος
και ὁ, ἡ ἐλάττων τό ἔλαττον ἐλάχιστος
και ὁ, ἡ ἥττων τό ἧττον ἥκιστα
ὀλίγος ὁ, ἡ μείων τό μεῖον ὀλίγιστος
πολύς ὁ, ἡ πλείων τό πλέον πλεῖστος

*ο συγκριτικός βαθμός των ανώμαλων παραθετικών κλίνεται όπως και τα επίθετα


σε –ων –ονος (στην αιτιατική ενικού αρσενικού και θηλυκού και στην
ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού των ουδετέρων =και -ίω π.χ.
βελτίω, ενώ στην ονομαστική, αιτιατική, κλητική πληθυντικού του αρσενικού
και θηλυκού = και - ίους π.χ. βελτίους

Περιφραστικά Παραθετικά
Σχηματίζονται με το θετικό του επιθέτου και με ορισμένο ποσοτικό επίρρημα
εμπρός από αυτό.

Έτσι ο συγκριτικός βαθμός σχηματίζεται με το επίρρημα μᾶλλον και ο


υπερθετικός με το επίρρημα μάλιστα εμπρός από το θετικό :
ἐπιμελής μᾶλλον ἐπιμελής μάλιστα ἐπιμελής

Όλα τα επίθετα που σχηματίζουν μονολεκτικά παραθετικά μπορούν να


σχηματίσουν παράλληλα και περιφραστικά παραθετικά.

Σχηματίζουν τα παραθετικά τους μόνο περιφραστικά οι μετοχές και μερικά


μονοκατάληκτα επίθετα (εἴρων, ἔνδακρυυς, εὔελπις, ὑβριστής, φιλόγελως κ.α.)

Παραθετικά επιρρημάτων
Σχηματίζουν παραθετικά :
1) επιρρήματα σε –ως που παράγονται από επίθετα
(δίκαιος) δικαίως δικαιότερον δικαιότατα
(σοφός) σοφῶs σοφώτερον σοφώτατα
(ἀληθής) ἀληθῶs ἀληθέστερον ἀληθέστατα

40
(σώφρων) σωφρόνως σωφρονέστερον σωφρονέστατα
(ἡδύς) ἡδέως ἥδιον ἥδιστα
(καλός) καλῶs κάλλιον κάλλιστα
2) τα επιρρήματα :
εὖ ἄμεινον ἄριστα
ὀλίγον μεῖον ὀλίγιστα
πολύ πλέον πλεῖστα
3) το επίρρημα :
μάλα μᾶλλον μάλιστα
4) μερικά τοπικά επιρρήματα :
ἄνω ἄνωτέρω ἄνωτάτω
ἄπωθεν ἀπωτέρω ἀπωτάτω
ἐγγύς ἐγγυτέρω ἐγγυτάτω
ἔξω ἐξωτέρω ἐξωτάτω
ἔσω ἐσωτέρω ἐσωτάτω
κάτω κατωτέρω κατωτάτω
πόρρω πορρωτέρω πορρωτάτω
πέρα περαιτέρω -
5) μερικά χρονικά επιρρήματα :
πάλαι παλαίτερον παλαίτατα
πρωί πρωιαίτερον πρωιαίτατα
ὀψέ ὀψιαίτερον ὀψιαίτατα
Τα παραθετικά των επιρρημάτων εκφέρονται κάποτε περιφραστικά με το
μᾶλλον, μάλιστα και το θετικό :
σοφῶs μᾶλλον σοφῶs μάλιστα σοφῶs
ἡδέως μᾶλλον ἡδέως μάλιστα ἡδέως
● Παραθετικά επιθέτων με δίχρονο στην παραλήγουσα
- Σχηματίζονται σε –ότερος, -ότατος :
α) τα παραθετικά των επιθέτων με β’ συνθετικό τις λέξεις θυμός, κίνδυνος,
κῦρος, λύπη, νίκη, τιμή, ψυχή
β) τα παραθετικά των επιθέτων ἰσχυρός, λιτός, ψιλός
- Σχηματίζονται σε –ώτερος, -ώτατος τα παραθετικά των επιθέτων που λήγουν
σε :
α) –ιος, -ικος, -ιμος, -ινος
β) –ακος, -αλος, -ανος, -αρος, -ατος, -υρος
εξαιρούνται τα ἰσχυρός, ἀνιαρός, φλύαρος, τρανός, ἀνίατος, ἀξιοθέατος που
σχηματίζουν τα παραθετικά τους σε –ότερος, -ότατος

41
Αντωνυμίες

Προσωπικές

ενικός αριθμός
α΄ πρόσωπο β΄ πρόσωπο γ΄ πρόσωπο
ον. ἐγώ σύ -
γεν. ἐμοῦ, μου σοῦ, σου (οὗ)
δοτ. ἐμοί, μοι σοί, σοι οἷ, οἱ
αιτ. ἐμέ, με σέ, σε (ἕ)
πληθυντικός αριθμός
ον. ἡμεῖs ὑμεῖs σφεῖs
γεν. ἡμῶν ὑμῶν σφῶν
δοτ. ἡμῖν ὑμῖν σφίσι
αιτ. ἡμᾶs ὑμᾶs σφᾶs

ΔΕΙΚΤΙΚΕΣ

1) οὗτος αὕτη τοῦτο


2) ὅδε ἥδε τόδε
3) ἐκεῖνος ἐκείνη ἐκεῖνο
4) τοιόσδε τοιάδε τοιόνδε (τέτοιος)
5) τοιοῦτος τοιαύτη τοιοῦτο
6) τοσόσδε τοσήδε τοσόνδε (τόσος)
7) τοσοῦτος τοσαύτη τοσοῦτο
8) τηλικόσδε τηλικήδε τηλικόνδε
9) τηλικοῦτος τηλικαύτη τηλικοῦτον (τόσο μεγάλος)

(1)
ενικός αριθμός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ον. οὗτος αὕτη τοῦτο
γεν. τούτου ταύτης τούτου
δοτ. τούτῳ ταύτῃ τούτῳ
αιτ. τοῦτον ταύτην τοῦτο
κλ. (οὗτος) (αὕτη) -
πληθυντικός αριθμός
ον. οὗτοι αὗται ταῦτα
γεν. τούτων τούτων τούτων
δοτ. τούτοις ταύταις τούτοις
αιτ. τούτους ταύτας ταῦτα
κλ. - - -

(2)
κλίνεται, όπως το άρθρο με το δε αμετάβλητο (οι άτονοι τύποι τονίζονται)

42
(3)
κλίνεται, όπως τα δευτερόκλιτα τρικατάληκτα επίθετα (χωρίς το τελικό ν στο
ουδέτερο)

(4, 6, 8)
κλίνονται, όπως τα δευτερόκλιτα τρικατάληκτα επίθετα με άκλιτο το δέ

(5, 7, 9)
κλίνονται, όπως και η αντωνυμία οὗτος αὕτη τοῦτο

Οριστική ή Επαναληπτική

αὐτός αὐτή αὐτό

κλίνεται, όπως τα δευτερόκλιτα τρικατάληκτα επίθετα

οριστική = αυτός, ο ίδιος, και όχι κάποιος άλλος


επαναληπτική = μόνο στις πλάγιες πτώσεις

Κτητικές

Για ένα κτήτορα :


α΄ πρόσωπο ἐμός ἐμή ἐμόν
β΄ πρόσωπο σός σή σόν
γ΄ πρόσωπο ἑός ἑή ἑόν

Για πολλούς κτήτορες :


α΄ πρόσωπο ἡμέτερος ἡμετέρα ἡμέτερον
β΄ πρόσωπο ὑμέτερος ὑμετέρα ὑμέτερον
γ΄ πρόσωπο σφέτερος σφετέρα σφέτερον

κλίνονται, όπως τα δευτερόκλιτα τρικατάληκτα επίθετα

Αυτοπαθητικές

ενικός αριθμός
α΄ πρόσωπο β΄ πρόσωπο

αρσενικό θηλυκό αρσενικό θηλυκό


γεν. ἐμαυτοῦ ἐμαυτῆs σεαυτοῦ σεαυτῆs
δοτ. ἐμαυτῷ ἐμαυτῇ σεαυτῷ σεαυτῇ
αιτ. ἐμαυτόν ἐμαυτήν σεαυτόν σεαυτήν
πληθυντικός αριθμός
γεν. ἡμῶν αὐτῶν ἡμῶν αὐτῶν ὑμῶν αὐτῶν ὑμῶν αὐτῶν
δοτ. ἡμῖν αὐτοῖs ἡμῖν αὐταῖs ὑμῖν αὐτοῖs ὑμῖν αὐταῖs
αιτ. ἡμᾶs αὐτούς ἡμᾶs αὐτάς ὑμᾶs αὐτούς ὑμᾶs αὐτάς

γ΄ πρόσωπο
ενικός αριθμός

43
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
γεν. ἑαυτοῦ ἑαυτῆs -
δοτ. ἑαυτῷ ἑαυτῇ -
αιτ. ἑαυτόν ἑαυτήν ἑαυτό

πληθυντικός αριθμός
γεν. ἑαυτῶν ή σφῶν αὐτῶν ἑαυτῶν ή σφῶν αὐτῶν -
δοτ. ἑαυτοῖs ή σφίσιν αὐτοῖs ἑαυταῖs ή σφίσιν αὐταῖs -
αιτ. ἑαυτούς ή σφᾶs αὐτούς ἑαυτάς ή σφᾶs αὐτάς ἑαυτά

Αλληλοπαθητική
πληθυντικός αριθμός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
γεν. ἀλλήλων ἀλλήλων ἀλλήλων
δοτ. ἀλλήλοις ἀλλήλαις ἀλλήλοις
αιτ. ἀλλήλους ἀλλήλας ἄλληλα

Ερωτηματικές
1) τίς τίς τί
2) πότερος ποτέρα πότερον (ποιος από τους δύο)
3) πόσος πόση πόσον
4) ποῖος ποία ποῖον (ποιας λογής, τι είδους)
5) πηλίκος πηλίκη πηλίκον (ποιας ηλικίας, πόσο μεγάλος)
6) ποδαπός ποδαπή ποδαπόν (από ποιο μέρος)
7) ποσταῖος ποσταία ποσταῖον (σε πόσες μέρες)
8) πόστος πόστη πόστον (ποιος με αριθμητική σειρά)

ενικός αριθμός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ον. τίς τίς τί
γεν. τίνος ή τοῦ τίνος ή τοῦ τίνος ή τοῦ
δοτ. τίνι ή τῷ τίνι ή τῷ τίνι ή τῷ
αιτ. τίνα τίνα τί
πληθυντικός αριθμός
ον. τίνες τίνες τίνα
γεν. τίνων τίνων τίνων
δοτ. τίσι τίσι τίσι
αιτ. τίνας τίνας τίνα
οι υπόλοιπες ερωτηματικές αντωνυμίες κλίνονται, όπως τα δευτερόκλιτα
τρικατάληκτα επίθετα

Αόριστες

1)τίς τίς τί (κάποιος)


2)ὁ δεῖνα ἡ δεῖνα τό δεῖνα (ένας τέτοιος, κάποιος, ο τάδε)
3)ἔνιοι ἔνιαι ἔνια (μερικοί)

ενικός αριθμός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ον. τίς τίς τί

44
γεν. τινός ή του τινός ή του τινός ή του
δοτ. τινί ή τω τινί ή τω τινί ή τω
αιτ. τινά τινά τί

πληθυντικός αριθμός
ον. τινές τινές τινά ἄττα
γεν. τινῶν τινῶν τινῶν
δοτ. τισί τισί τισί
αιτ. τινάς τινάς τινά ἄττα

ενικός αριθμός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ον. δεῖνα
γεν. δεῖνος
δοτ. δεῖνι
αιτ. δεῖνα
πληθυντικός αριθμός
ον. δεῖνες
γεν. δείνων
δοτ. δεῖσι
αιτ. δεῖνας
* η αντωνυμία απαντά και άκλιτη
*το ουδέτερο δεν έχει πληθυντικό
*η αντωνυμία ἔνιοι ἔνιαι ἔνια βρίσκεται μόνο στον πληθυντικό αριθμό και
κλίνεται σαν δευτερόκλιτο τρικατάληκτο επίθετο

Επιμεριστικές
1)πᾶs πᾶσα πᾶν (ο καθένας)
2)ἕκαστος ἑκάστη ἕκαστον (ο καθένας από τους πολλούς)
3)ἑκάτερος ἑκατέρα ἑκάτερον (ο καθένας από τους δύο)
4)ἄλλος ἄλλη ἄλλο
5)οὐδείς οὐδεμία οὐδέν – μηδείς μηδεμία μηδέν
(κανείς)
6)ἀμφότεροι ἀμφότεραι ἀμφότερα (και οι δύο)
7)ἕτερος ἑτέρα ἕτερον (άλλος , για δύο)
8)οὐδέτερος οὐδετέρα οὐδέτερον – μηδέτερος μηδετέρα μηδέτερον
(ούτε ο ένας ούτε ο άλλος)
9)ποσός ποσή ποσόν (κάμποσος)
10)ποιός ποιά ποιόν (κάποιας λογής, κάποιου είδους)
11)ἀλλοδαπός ἀλλοδαπή ἀλλοδαπόν (από άλλο τόπο)

ενικός αριθμός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ον. οὐδείς οὐδεμία οὐδέν
γεν. οὐδενός οὐδεμιᾶs οὐδενός
δοτ. οὐδενί οὐδεμιᾷ οὐδενί
αιτ. οὐδένα οὐδεμίαν οὐδέν
πληθυντικός αριθμός
ον. οὐδένες

45
γεν. οὐδένων
δοτ. οὐδέσι
αιτ. οὐδένας
* οι υπόλοιπες αντωνυμίες κλίνονται όπως τα δευτερόκλιτα τρικατάληκτα επίθετα

Αναφορικές
1)ὅs ἥ ὅ (ο οποίος, αυτός που)
2)ὅσπερ ἥπερ ὅπερ (αυτός ακριβώς που)
3)ὅστις ἥτις ὅ,τι (όποιος, αυτός που)
4)ὁπότερος ὁποτέρα ὁπότερον (όποιος από τους δύο)
5)ὅσος ὅση ὅσον
6)ὁπόσος ὁπόση ὁπόσον
7)οἷος οἵα οἷον (τέτοιος που)
8)ὁποῖος ὁποία ὁποῖον (όποιας λογής, όποιου είδους)
9)ἡλίκος ἡλίκη ἡλίκον (όσο μεγάλος)
10)ὁπηλίκος ὁπηλίκη ὁπηλίκον (όσο μεγάλος)
11)ὁποδαπός ὁποδαπή ὁποδαπόν (από τον τόπο που – από ποιον τόπο;)

ενικός αριθμός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ον. ὅs ἥ ὅ
γεν. οὗ ἧs οὗ
δοτ. ᾧ ᾗ ᾧ
αιτ. ὅν ἥν ὅ
πληθυντικός αριθμός
ον. οἵ αἵ ἅ
γεν. ὧν ὧν ὧν
δοτ. οἷs αἷs οἷs
αιτ. οὕs ἅs ἅ
ενικός αριθμός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ον. ὅστιs ἥτις ὅ,τι
γεν. οὗτινος ή ὅτου ἧστινοs οὗτινος ή ὅτου
δοτ. ᾧτινι ή ὅτῳ ᾗτινι ᾧτινι ή ὅτῳ
αιτ. ὅντινα ἥντινα ὅντινα
πληθυντικός αριθμός
ον. οἵτινες αἵτινες ἅτινα ή ἅττα
γεν. ὧντινων ὧντινων ὧντινων
δοτ. οἷστισι αἷστισι οἷστισι
αιτ. οὕστιναs ἅστιναs ἅτινα ή ἅττα
* η αντωνυμία ὅσπερ ἥπερ ὅπερ κλίνεται, όπως η ὅs ἥ ὅ, με την προσθήκη του
εγκλιτικού μορίου πέρ
* οι υπόλοιπες αντωνυμίες κλίνονται, όπως τα δευτερόκλιτα τρικατάληκτα επίθετα

46
Αριθμητικά επίθετα

1. Απόλυτα αριθμητικά
- δηλώνουν απλώς ένα ορισμένο πλήθος από όντα

αρσενικό θηλυκό ουδέτερο


ον. εἷs μία ἕν
γεν. ἑνός μιᾶs ἑνός
δοτ. ἑνί μιᾷ ἑνί
αιτ. ἕνα μίαν ἕν

ον. τρεῖs τρεῖs τρία


γεν. τριῶν τριῶν τριῶν
δοτ. τρισί τρισί τρισί
αιτ. τρεῖs τρεῖs τρία

αρσενικό θηλυκό ουδέτερο


ον. τέτταρες τέτταρες τέτταρα
γεν. τεττάρων τεττάρων τεττάρων
δοτ. τέτταρσι τέτταρσι τέτταρσι
αιτ. τέτταρας τέτταρας τέτταρα

- το δύο απαντά και ως άκλιτο


- από το πέντε μέχρι το ἑκατόν είναι άκλιτα
- από το διακόσιοι-αι-α και πέρα είναι δευτερόκλιτα τρικατάληκτα επίθετα και
κλίνονται μόνο στον πληθυντικό αριθμό

2. Τακτικά αριθμητικά
- δηλώνουν τη θέση που έχει κάτι ανάμεσα σε μια σειρά από όμοιά του
- σχηματίζονται από το θέμα των απόλυτων με την προσθήκη σ’ αυτό της κατάληξης
– τος μέχρι και το 19 (εκτός από τα : δεύτερος, ἕβδομος, ὄγδοος)
- από τα 20 και πάνω σχηματίζονται με την προσθήκη της κατάληξης -στος
- το τακτικό αριθμητικό του εἷs είναι το πρῶτος
- κλίνονται, όπως τα δευτερόκλιτα τρικατάληκτα επίθετα

3. Χρονικά αριθμητικά
- δηλώνουν χρόνο (ποια ημέρα, από τότε που άρχισε τελειώνει κάποια ενέργεια)
- σχηματίζονται από το θέμα των τακτικών και λήγουν σε –αῖος –αία -αῖον
- κλίνονται, όπως τα δευτερόκλιτα τρικατάληκτα επίθετα

4. Πολλαπλασιαστικά αριθμητικά
- δηλώνουν από πόσα μέρη αποτελείται κάτι
- σχηματίζονται από το θέμα των απόλυτων με την προσθήκη της κατάληξης -πλοῦs -
ῆ -οῦν

47
- κλίνονται, όπως τα συνηρημένα δευτερόκλιτα τρικατάληκτα επίθετα
- το πολλαπλασιαστικό αριθμητικό του εἷs είναι ἁπλοῦs

5. Αναλογικά αριθμητικά
- δηλώνουν πόσες φορές κάτι είναι μεγαλύτερο από κάτι άλλο
- σχηματίζονται από το θέμα των απόλυτων με την προσθήκη της κατάληξης –
πλάσιος
- κλίνονται, όπως τα δευτερόκλιτα τρικατάληκτα επίθετα

Ουσιαστικά
- είναι θηλυκού γένους και δηλώνουν αριθμητική ποσότητα αφηρημένη
- παράγονται από το θέμα των απόλυτων με την προσθήκη της κατάληξης –ας
- κλίνονται, όπως τα οδοντικόληκτα θηλυκά της γ΄ κλίσης σε –ας –αδος
- το ουσιαστικό του εἷs είναι ἡ μονάς, του πέντε ἡ πεμπάς (ή πεντάς), του εἴκοσιν ἡ
εἰκάς, του τριάκοντα ἡ τριακάς

Επιρρήματα
- δηλώνουν πόσες φορές γίνεται κάτι
- παράγονται από το θέμα των απόλυτων με την προσθήκη της κατάληξης –άκις ή –
κις
- το επίρρημα του εἷs είναι το ἅπαξ, του δύο είναι το δίς, του τρία είναι το τρίς και
του εννέα το ἐνάκις

48

You might also like