You are on page 1of 75

ικονοποίηση

φωτογραφίες – ποίηση
Κώστας Τζούφλας
Αφιερωμένο,
στη γυναίκα μου Χριστίνα
και στο γιο μου Λουκά - Ιωακείμ
Χωράφια ξένα
Όχι! Και νάσου τώρα, όλα τα σώψυχά μου.
Ποιητής, Ικάρια μυαλοσκαρφίσματα ν΄ αραδιάζω. Κι΄ εγώ,
με σιγουριά δεν είμαι. Αφορμή; θρασύς κι΄ αδίσταχτος,
Περγαμηνές, Ξάφνου στα μεσοκόπια μου, αρματωμένος κέρινα φτερά,
ποτέ μου δε συνέλλεξα. στο βραδινό τον ύπνο απάνω, βάλθηκα κι΄ οργώνω,
Άλλωστε, ήρθε ένα όνειρο. άβατα χωράφια ξένα..
δεν τη συμπάθησα ποτέ, Ξένο με τα μυαλά μου.
ώστε να την αρμέγω. Μ’ έπεισε για κείνηνε,
Τη σύζυγο ξεζούμισα πως σιμά μου αν πορευόταν,
3
και τα γραφόμενά της. θα μ’ έβαζε και θα ΄βγαζα,
Για πάρτη μου
Καθημερινά, τριγύρω μου,
τέσσερεις ίδιοι τοίχοι,
ολοένα και στενεύουν.
Χλευάζουν κι’ ασφυκτιούν,
το μισοχαλασμένο μου μυαλό.
Εκείνο όμως, ξυπνά!
Κι΄ έχει όρεξη για γεννητούρια.
Πραγματικά αδιαφορώ,
αν οι καρποί της συνουσίας του,
είναι δύσπεπτοι και πικροί.
Άλλωστε,
είναι μόνο για πάρτη μου.
4
Σπατάλη
Το τραίνο της ζωής μου,
συνεχίζει αδιάκοπα,
το ανιαρό
και αδιάφορο πλέον ταξίδι του.
Κάποτε κοιτούσα.
Άνοιγα το παράθυρο
και γέμιζα,
από χρώματα, μυρωδιές κι΄ εικόνες.
Τώρα πια,
το κρατάω ερμητικά κλειστό
για ν΄ αποφύγω τη προσφορά του.
Αδίσταχτα κυλά ο χρόνος
στο ρολόι του χεριού μου.
Κι΄ εγώ,
άθελά μου,
θα τον σπαταλώ
μέχρι να τελειώσει.

5
Παρωχημένα μεγαλεία
Σκαλίζοντας παλιές φωτογραφίες,
είδα τη μορφή μου να με κοιτά.
Ήτανε κάποιο καλοκαίρι.
Ταξίδι κάπου στα νησιά.
Βαθειά χαρακωμένες,
μνήμες χτεσινές.
Ήλιοι, φεγγάρια, ακρογιαλιές,
βράχια, γλάροι, θάλασσα.
Κι΄ εμείς απανωτά,
τα χείλια σμίγαμε,
στο μπλε κοντράστ.
Δεν μπορώ να μη θυμάμαι.
Ούτε και θέλω να ξεχάσω.
Σε κρατώ σφιχτά στο χέρι.
Μέσα σ΄ ένα ματ χαρτί.
Προσπαθώ να σε αγγίξω.
Να σε χαϊδέψω, να σε πονέσω.
Μα εσύ, με κοιτάζεις πάντα,
με το ίδιο χτεσινό σου βλέμμα.
6
Παλαίμαχος
Φλερτάρω τα εξήντα..
Κι΄ αν θαρρεί κανείς,
πως ξεχειλίζω αναμνήσεις,
αυτές μου σταματήσανε,
στα σαράντα μου τα χρόνια.
Τώρα πια,
όποτε τσιμπιέμαι ότι ζω,
προσκαλώ εκείνες τις παλιές,
να τους κάνω το τραπέζι.
Μπας και μου φέρουν δώρο,
λίγη,
από την παροπλισμένη μου ευτυχία.

7
Παράπονο
Διετέλεσα κλαρί πληθωρικά ντυμένο.
Στον ίσκιο μου ξαπόστασαν,
καλοκαιρινοί έρωτες.
Διψασμένοι διαβάτες.
Παιδικά κυνηγητά.
Καφέδες με ταβλάκια.
Κλεφτά μεσημεριανά υπνάκια.
Πανηγύρια και φαγοπότια.
Συζητήσεις ανέμελες μα και σοβαρές.
Λύπες και χαρές.
Ένοχες εξομολογήσεις.
Πλέον,
λαβωμένο τάχτηκα,
πατήματα σε λάσπες να προσέχω.
8
Θάρρος
Υγρό ασήμι,
πυρπολεί τα ύφαλα,
του τολμηρού,
που τη διασχίζει.

9
Άπιστη κατάνυξη
Είναι κάτι θέες,
που άθελά σου,
σε αναγκάζουν κι’ αναζητάς,
το θεό που δεν έχεις.
10
Ικεσία
Τι κι΄ αν δηλώνουμε άπιστοι.
Στην ανάγκη,
πάντα υψώνουμε τις παλάμες,
ενωμένες προς τα πάνω.

11
Συντρέχτης
Εκεί,
που τα σύννεφα περατώνουν,
μια θολή κουρτίνα από φως,
γκριζάρει με ασάφεια
τ΄ απέναντι βουνά.
Επικουρώντας τα,
μη τυχόν και προδωθούν
τα κρυμμένα μυστικά τους.

12
Θεατές
Εξώκοσμο θέατρο σκιών.
Παρακολουθούν τον ήλιο,
που με σιγουριά πεθαίνει.
Ασφαλής,
για τις αδιάλειπτές του ανατολές.
Μα μοναχά ο ένας τους,
αυτός εκεί στη μέση,
θα ζεσταίνει παντοτινά
το άψυχο κορμί του.

13
Αλλοτινή αίγλη
Στους επισφαλείς τοίχους,
ποτισμένες φωλιάζουν μνήμες.
Παρωχημένα μεγαλεία,
προσμένουν αναβίωση.
Αδύνατο να δεχτούν,
πως η τριγύρω άνοιξη,
έχει γι΄ αυτά παρέλθει.
14
Μάννα
Παιδί μου, πρόσεχε!
Εκεί!
Στο δεύτερο το σκαλοπάτι.
Μη βιάζεσαι και μου σκοντάψεις.
Μη με παρεξηγάς.
Παρέα με την έννοια σου,
είμαι εδώ πάνω.
Μη και μου χτυπήσεις.
Μην ανεβαίνεις τρέχοντας,
λες και θέλεις να προλάβεις.
Μπροστά, είν’ αδιάσχιστη
η ρότα της ζωής σου.

15
Εχθρός
Αχαλιναγώγητος ο φωτοεισβολέας.
Διεισδυτικός.
Χλευάζει φρούδες σκέψεις.
Μοναχά ερμήσματα τον σκιάζουν.
Κατέχοντας πως τότε,
θα νικηθεί,
από το πυκνό σκοτάδι!

16
Επιλογή
Νωπή η μνήμη που σαπούνιζαν, Έτσι και μεγάλωσα. κι΄ αλμυρά θα επιλέξω.
τα παιδικά μας τα μυαλά. Με τέτοιες νουθεσίες. Εν τούτοις, άνθρωπος σωστός,
Στη ζωή μας έλεγαν, Μα σάματις βρεθώ, από γεννησιμιού μου είμαι.
σε δίστρατο αν βρεθούμε, σε δίστρατο, Λαγοπόδαρος, με κέρδισε,
τη δυσκολία να προτιμούμε. πλάνο, το πώς δεν το θυμάμαι,
Μας το ξηγήσαν και διαφορετικά, σαν και τούτο δω, «τις παρωπίδες πάντοτε,
μη και κατανοησιά αποκτούσε. φαιό ψήγμα θα ξοδέψω η σκέψη να σκορπάει»!

17
Ανημπόρια
Παιδεύτηκα,
για να σε τιμωρήσω,
μα …

18
Θέληση
Ανεξάντλητη υπομονή!
Με το χρόνο αρωγό,
πέτρα ξετρυπάς.

19
Πανάξιος

Πρωτότυπο το είδωλο!
Πανάξιε,
υγρέ καθρέφτη!
20
Το μυαλό μου
Λεν,
πως του μυαλού μου
οι αναλαμπές,
έχουν αμυδρίσει.
Ο «συντηρητής» μου,
παρατηρεί ανήμπορα,
το λάδι ν΄ αποσώνει.
Έτσι κι΄ εγώ βάλθηκα
πάνω στο πανικό μου,
ν΄ αφήσω πίσω κάτι τις.
Και βρέθηκα,
γη ξένη να οργώνω.
Εξαναγκασμένα υπόχρεος,
ν΄ αποδείξω κάτι.
Αυτάρεσκα να παρατείνω,
τις ύστατές μου, αναλαμπές.
Και κατέληξα
φιλόδοξος, υπερφίαλος
και άσεβος πολιορκητής,
σε άβατα χωράφια, ξένα.
Μα, κατά πως φαίνεται,
θα ΄ναι για λίγο ακόμα…

21
Φθόνος
Τα νιάτα σου δεν άρκεσαν,
τη μάχη να κερδίσεις.
Ανήλεα ανίκητος εχθρός,
τους σφριγηλούς ζηλεύει.
Σκληρή χασιά μονόπαντα,
να δίνεις τη σκιά σου.

22
Απλή αριθμητική

Μέτρησα τα πέταλά σου


και βρήκα αριθμό περιττό.
Γλίτωσες!
Δεν θα σε μαδήσω,
να μάθω αν μ΄ αγαπά!

23
Το ματς
Το τραπεζάκι το παιδικό,
απ΄ το πρωί μαζεμένο.
Μη και τρυπώσουνε
στα παιδικά τ΄ αυτιά,
του παιχνιδιού,
η αγωνία κι΄ η βρισιά.
Κοντολογίς σιμώνουνε,
παίζει η Εθνική.
Θοδώρα πιάσε μπόλικη,
απ΄ τη καλή ρακί.
Φέρε ψωμί,
φέρε κι’ ελιές,
και απ΄ το αρμυρό τυρί.
Κι΄ αν ευωδώσει Ο Θεός
και το μαγαζί ανθίσει,
μη σκιάζεσαι.
Φερ’ και το παιδί.
Τίποτες δεν θα το μαγαρίσει.

24
Πρώτη φορά
Άγνωστος κόσμος.
Εκτυφλωτικός.
Όλος φοβέρα κι΄ εχθρικός,
Η μάννα που τον νοιάζεται,
χωρίς ν΄ αφήσει αμφιβολία,
τούπε ζωή,
μοναχά ΄κει έξω θα βρει.
Νεοσσός και άπειρος,
θάρρεψε να πρωτοπετάξει.
Μα σαν και αποκόπηκε
από του κλαριού την έννοια,
μολύβι κάτω έσκασε,
χτυπώντας τα φτερά του.
Η μάννα τον συνέδραμε,
στη σίγουρη φωλιά του.
Τούπε να μη σκιάζεται
και κάτω μη το βάζει.
Τόλμη και θάρρος ζητά η ζωή
να σου αντιγυρίσει.
Αύριο,
με το χάραμα,
βέβαιη πως θα πετάξει!
25
Κάλπικη νιρβάνα
Άγουρη, άνοη κι’ απόλεμη ψυχή.
Πρώιμα έλαχες και σε ζυμώσαν.
Αειθαλώς ανέραστη και σεβάσμια μοναχή,
ασπίλωτο πολέμησες το άφτιαχτο κορμί σου.
Με νίκη εληθάργωσες τις σπίθες του μυαλού σου.
Με το στανιό τη κόμη κάλυψες
κι’ αμαχητί σ΄ ασπάσαν,
άκαρπη, γλυκιά, ηδονική συνουσία,
αξεπλυσιά αμαρτωλή και ασυγχώρητη είναι.
Υποτέλεια σαν έδειχνες,
ανταμοιβή σου ΄τάξαν.
Αροκάνιστα κυλούν γύρω σου τα καλοκαίρια..
Πίστεψες μητρότητα, σε σένα δε ταιριάζει.
Μα λογίσου λίγο ανίερα και απαγορευμένα.
Τους μυθικούς, τους δώδεκα θεούς,
πόθοι και πάθη κυριεύαν!
Δώρισε στο λιθαργωμένο σου μυαλό,
μια άμωμη και λάθρα συνουσία..
Κι΄ ας έμαθες μυαλό και τάϊσμα,
ξεχωριστά βαδίζουν!
26
Έμμετρη πρόκληση

Θέλησες να το διαβείς.
Μα μέλλει,
να μετανιώσεις.
Άραγε,
πόσο αδύνατο,
μία φορά να ενδώσεις;!

27
Προσαρμογή
Πάρε το πια απόφαση
και με θύμιες μοναχά μη ζεις.
Μ΄ απομεινάρια σωθικά,
γαλάζια δεν αγγίζεις.
Μπορεί κάποτε ν΄ αρμένιζες,
μα άλλοι οι καιροί τότε.
Μάζεψε όσα σ΄ απέμειναν,
βάλε και λίγο θάρρος.
Κάνε συνήθειες εφικτές,
για τη κατάστασή σου.
Σταμάτα μονάχα να τηράς
κι΄ όσο μπορείς «περπάτα».

28
Αμπάρα
Ασφαλισμένη πια η πόρτα,
της μεσόκοπης ζωής μου.
Επίδοξοι επισκέπτες,
αδυνατούν,
ίσως και να μη θέλουν,
να παραβιάσουν τα δεσμά της.
Να ΄ναι καλά οι «παλιοί» σοφοί,
π΄ αφήνανε πορτάκι.
Και γέμισα γατιά.
Και γέμισα παρέα.
Μονάχα πούναι μισερή,
μιας και λαλιά δεν έχει!

29
Εγωισμός
Αγάπη μόνιμη, παντοτινή
για να διατηρήσεις,
μάθε κατώφλια σαν κι΄ αυτό,
ικανά διαβαίνεις.

30
Ελευθερία
Όταν,
τα παλαμάρια λύνουνε,
λυτρώνονται οι κάβοι.

31
Εφήμερα μεγαλεία
Σαν και στέρεψε,
η γουστόζική της έννοια,
αδιάφορο ξανάγινες.
Το ΄φερε η τύχη σου,
ρόλο κι΄ έπαιξες,
στο έργο της ζωής μας.
Όμως,
τα φώτα κάπου σβήνουνε.
Τελειώνουν τα φτιασίδια.
Η ιδέα κάνει θαύματα.
Μα θέλει και να τη γεννάς!
Συγκράτησε,
πως τυχερά μισθώματα,
δεν επαρκούν,
για να ξοδέψεις τη ζωή σου!

32
Ολιγαρκής;
Γι΄ άλλους,
άνθρακες ο θησαυρός.
Για κάποιους,
κελεπουριά μεγάλη.
Καθένας,
όσο του επιτρέπεται και φτάνει.
Ανεξίτηλη,
η απαντησιά ετούτη!

33
Η παραγγελία
Τους λείπουνε πολλά.
Μα είναι ευτυχισμένοι.
Ξέρουνε βλέπεις να περνούν.
Κι΄ ας είναι κι΄ απ΄ ανάγκη.
Τριγύρω του σαν κάτσουνε,
ο χρόνος δεν υπάρχει.
Το χάραμα προστάζει τη δουλειά.
Τότε όλοι ορθώνονται.
Απ΄ τη ρακή φτιαγμένοι.
Αδημονούν τσαπιά και δίχτυα αλμυρά.
Όπλα,
για να κερδίσουνε το παιδικό το γάλα.
Μα κάθε που η ματιά ορθώνεται
μαζί με τα ποτήρια,
το βλέμμα που λοξοδρομεί
παντρεύεται το ράφι.
Συντρέχει μη και ξεχαστεί
πως η κυρά του ζήτησε,
να φέρει μια χλωρίνη!
34
Πραγματικότητα
Έχεις απ΄ «όλα».
Μα με τα «λίγα»,
περνάς αξέχαστα καλά.

35
Οι φίλοι
Καφές και ζάχαρη αρκετή,
εκεί, στο πρέκι επάνω.
Φίλεμα απαραίτητο,
είναι ντροπής να λείπει.
Ραδιοφωνάκι συντροφιά,
μόνιμα στις ειδήσεις.
Στο τοίχο η βάση αδημονεί,
τη λάμπα να φωτίσει.
Ασβεστωμένο απ΄ τα χθες,
ντύθηκε τα καλά του.
Λατρεμένους φίλους καρτερά.
Που πάντα φέρνουν γλέντια.
Εκείνα τα απέριττα,
απ΄ το μηδέν βγαλμένα.
Που μοναχά το χάραμα,
μπορεί να εξαντλήσει.
Η θράκα αναμένεται,
κι΄ ας είναι σκεπασμένη.
Το τζάκι λυτρωμένο μπρος,
να δέχεται τραπέζι.
Και της βελόνας η δουλειά,
μια μουσική να παίζει.
Αναχρονισμός
Αρμεγμένος κόπος.
Ξεκουράζεται να πήξει.
Εικόνα από το σήμερα
κι΄ ας μοιάζει απ΄ το χτές!

37
Απειλή
Μοιάζεις να θες
να το τολμήσεις.
Αν ζυγώσεις,
αλμυρά θα πληγωθείς.

38
Αμηχανία
Μπαμπά!
Περισσότερο,
το νοιάξιμο Του Θεού
για της μάνας;

39
Ανεπάρκεια
Η ροή αδύναμη
να ξεπλυθεί το μένος.

40
Δον Κιχώτης
Βάλθηκες,
να ξετρυπήσεις τον ουρανό.
Άγνωστα να δεις ξωπίσω.
Μάζεψε τα κουράγια σου.
Βάστα τα όνειρά σου.
Δεν είναι όλα εφικτά,
όσο κι΄ αν το θελήσεις.
Ποτέ να μη τα παρατάς.
Μα διάλεγε που επιμένεις.

41
Αβεβαιότης
Μοναχικέ
κι΄ αναποφάσιστε στοχαστή.
Ρίζωσες βαθειά,
ώσπου να τολμήσεις
να τ΄ ανέβεις.

42
Δελτίο καιρού
Μίλησα γι΄ αναλαμπές
που ξεψυχούν να σβήσουν.
Πληθωρικός,
ο στρατός της σκλήρυνσης.
Αντίπαλο δεν έχει.
Αναίμακτα κατέκτησε
το αίθριο του μυαλού μου.
Και πήγε και το γέμισε
σποραδικές νεφώσεις! 43
Θυσία

Έπεσαν μαζί.
Θυσία,
στο καθήκον.

44
Απόστρατος
Ξοδεύτηκαν τα καλοκαίρια σου.
Και να!
Μονόφθαλμα σαπίζεις.
Στη γαλάζια σάρκα σου,
ξέχειλες οι αναμνήσεις.
Για όσο ακόμα φωλιάζουνε.
Πρωτού παντελώς να λιώσεις.

45
Εξέλιξη
Τι τυχερός.
Τα πρόλαβα!
Αυτά,
τα ερμαφρόδιτα μαγαζιά.
Φιλέτο αγόραζες,
φυτίλι που δεν εύρισκες,
στο ράφι αφημένο.
Μα οι καιροί κυλήσανε.
Η μοίρα τους να πεθάνουν.
Κι’ αμέσως γεννηθήκανε
σωρό τα σούπερ μάρκετ.

46
Τίμημα
Αιμορραγούνε οι πληγές.
Αιτία τ΄ όνομά σου.
«Αντρέας».
Θαρραλέος κι΄ άφοβος.

47
Αναπόληση
Μπαγιάτεψα.
Το προδίδουνε,
συρταρωμένες μνήμες.
Πιτσιρικάς ταξίδευα,
με σιδερένιες βάρκες.
Και νάσου!
Κάτι πανηγύρια απ’ το χτες,
κλειδωμένα ν΄ ανοίγουνε συρτάρια!

48
Δύο άσπρες
πλαστικές καρέκλες
Αντικριστά καθόντουσαν.
Φρουροί στο πέρασμά της.
Άχνα, δεν επιτρέπανε ποτέ,
τα μετρημένα στόματά τους.
Τα βλέμματα κατεύθυναν,
να πουν αυτό που θέλουν.
Γραφές απανωτές νυμφεύονταν,
τροφή για τα μυαλά τους.
Σκυλιά, γατιά δεν είχανε.
Ανίψι μόνο ένα.
Απρόσμενη κληρονομιά.
κι΄ η αξία της μεγάλη.
Περιέργως αδιαφόρησε
ευθύς να το πουλήσει.
Μα λογίστηκε ορθά,
απείραχτα,
τα δύο άσπρα πλαστικά,
στις θέσεις τους,
ν΄ αφήσει.
49
Επιβεβλημένη ολιγάρκεια
Ίσα,
την κεφαλήν, κλίναι.
Τα ζωντανά,
να ΄χουν τη βολή τους.
50
Υπομονή
Ζηλόφθονοι εισβολείς,
ασταμάτητα,
καρφώνουν το κορμί σου.
Κι΄ εσύ για το πόνο αδιάφορο,
καρτερείς τον Αύγουστο,
τεράστιο, κίτρινο φεγγάρι,
έρωτες να μοιράσεις.

51
Στειρότητα
Απότιστη γη,
αδύνατο να σε θρέψει.

52
Βάσιμη ελπίδα
Τηλεσκοπώντας κατάλαβα,
πως ελπίδα για να ΄ρθει,
πρέπει πρώτα
το κοίταγμα να θεριέψει.

53
Όταν κοιτάς από ψηλά
Μια βαθειά υπόκλιση,
στην Τσώτου
και στους στίχους της,
που γίνηκαν τραγούδι.
54
Εκ παραδρομής
Πρόθεση να την αιχμαλωτίσω.
Στιγμή δεν το φαντάστηκα.
Μια λάμπα
και δυο ασταθή χέρια,
μ’ έχρισαν καλλιτέχνη!

55
Στο βωμό του κέρδους
Εκείνοι οι παλιοί αμίμητοι.
Που βρίσκαν το μεράκι;
Μια σιδεριά εβάζανε,
το κλέφτη να κρατήσουν.
Κι΄ έργο τέχνης ήτανε,
με περισσή φινέτσα!
Οι γόνοι τους ανάξιοι;
Φυλακές τα σίδερά τους.
Μοναχά η τσέπη τους.
Και γρήγορη η δουλειά τους.
56
Ανασφάλεια
Βάλθηκε να σε μετρά,
μα σκιάχτηκε την αλήθεια.
Αγαπά δεν αγαπά,
πληγωμένα εσύ θα ζήσεις.

57
Γεωλογία
Της σταγόνας η υπομονή,
περίτεχνα σμιλεύει.
Μάρμαρο μαζί της κουβαλά,
στα έγκατα τ΄ αφήνει.
Και να η Καρυάτιδα.
Της γης το Ερέχθειο να στηρίζει.
Κι΄ αν γίνει και σεισμός,
το βάρος η αιτία.

58
Μοίρα
Κυκλικά κι΄ ομόκεντρα
τα χρόνια της ζωής σου.
Δαχτυλίδια φορετά,
θεριεύαν το κορμί σου.
Και νάσου τώρα γίνηκαν,
σανίδια και δοκάρια.
Το πεπρωμένο άγνωστο.
Μα και φυγείν αδύνατον.

59
1η επιλογή
Μεσ΄ το χρυσάφι κολυμπάς.
Η αξία του καμία.
Άλλοι σε τούτο τάζονται.
Απόκτημα μεγάλο.
Μα εσέ το μόνο νοιάξιμο,
του πάτου το σκουλήκι.

60
2η επιλογή
Όχι πως τ΄ ασήμι,
αλλάζει κάτι.

61
Όφελος
Βαθιά σκαμμένες ρυτίδες,
Απαλλάσσουν,
το βάρος του χειμώνα.

62
Σιγουριά
Απόρθητο το κάστρο σου.
Κανείς δεν θα τολμήσει.

63
Ο ιστός
Περίτεχνος θάνατος.
Απαράμιλλα υφασμένος.
Συμμετρικός και σίγουρος.
Αδύνατο να γλυτώσεις.
Το αύριο της προσφέρει.
Κι΄ αυτή,
αδιάκοπα υφαίνει.

64
Καθρέπτης
Εφήμερη ομορφιά,
σα μόνιμα θαυμάζεις,
μονάχα το μυαλό
άξια κοιμίζεις.

65
Προτεραιότητα
Δουλειά λειψή.
Της μάνας φταίει το φώναγμα,
μη και το φαί κρυώσει.

66
Ολιγάρκεια
Καταμεσής στα μάρμαρα,
μια φούχτα σκέτο χώμα.
Περίσσια για την Άνοιξη,
με ομορφιά να ντύσει.

67
Ψευδαίσθηση
Κουρνιάσατε σιμά – σιμά
σκιαγμένα απ΄ το φόβο.
Ασφυχτικά, στενυγρά.
Η σιγουράδα μεγαλώνει;
Αφού βαθειά γνωρίζετε
πως λύπηση πειρατική,
ποτέ δεν έχει υπάρξει.

68
Θαυμασμός
Άνυδρη ομορφιά!
Δώσ΄ μου
απ΄ τη θέλησή σου
το κακό μέσα μου
να πολεμήσω.

69
Απλή γεωμετρία
Στη γεωμετρία,
με Α-Β σημαδεύουμε
τις άκρες μιας ευθείας.
Τώρα όμως,
με Α-Β απλώνεται μπροστά μου,
η γραμμή του ορίζοντα.
Σχεδόν στη μέση της,
ένα καράβι μαεστρικά ακροβατεί.
Πίσω του αφήνει,
γλάρους, άσπρους αφρούς
και σαρδέλες που ξενερίζουν
σπαρταρώντας πάνω τους.
Κι΄ όταν το πλοίο
έξω απ΄ τα όρια βρεθεί,
θα σβήσουν οι αφροί.
Οι γλάροι θα χορτάσουν.
Οι σαρδέλες θα ξανάβρουν
το δρόμο τους για το βυθό.
Μοναχά,
μια πλατιά αυλακιά θ΄ απομείνει,
πρόσκαιρο σημάδι,
για το δρόμο του γυρισμού…
70
Στολίδια
Πολύχρωμα και στρόγγυλα,
της γης στολίδια.
Βότσαλα που τύχατε,
γειτόνοι με το κύμα.
Ένα άγγιγμά του αρκεί,
ζωή για να σας δώσει!
71
Διάλογος
- Χρησιμεύει τίποτα η σκόνη;
- Βοηθά να βαφτούν τα ηλιοκοιμίσματα.

72
Επιμονή
Στο θαλασσοφαγωμένο μόλο,
αδημονούσε την ώρα τη λυτρωτική.
Πρόσμενε αγκαλιά σφιχτή,
μισθό στη σιγουριά της.
Ανατολές μιλιούνια κύλησαν,
αλμυρή λαβωματιά
στο στιβαρό κορμί της.
Μ΄ αυτή, σκυλί εκεί.
βραχωμένη, ασάλευτη, πιστή.
Με κρύο, μ΄ αέρα, με βροχή.
Η δέστρα η σκουριασμένη.

73
Το χρυσάφι
Ξάφρισε το χρυσάφι του βυθού σου.
Βούρκωσε το θαλασσί.
Κι΄ εσύ στανικά χορεύεις,
καρτερώντας το μένος να κοπάσει.
Τα καθαρά σου να ντυθείς.

74
Επιρρηματική εξομολόγηση
στη Χριστίνα μου.
Ανιδιοτελώς,
σε απομύζησα.
Ακορέστως,
σε ανάγνωσα.
Διηνεκώς,
σ’ ανέμενα.
Ολοσχερώς,
σε θαύμασα.
Ευθαρσώς,
ετόλμησα.
Πως θα με συγχωρέσεις;

75

You might also like