You are on page 1of 117

1

Τεύχος 3 | Μάης - Ιούνης 2001

Της σύνταξης
ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ελένης Μπέλλου: «Παγκοσμιοποίηση»: Μύθος ή συγκάλυψη της καπιταλιστικής φύσης του σύγχρονου
κόσμου

Συνέντευξη: Το ταξικό περιεχόμενο και οι στόχοι του Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης

Μάκη Παπαδόπουλου: Ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις για το πετρέλαιο της Κασπίας

Λουκίας Κουτσιλέου: Αντιλαϊκού χαρακτήρα οι αναδιαρθρώσεις στις φορολογικές υπηρεσίες

Βάντιχ Χαλάμπι: Η άσχημη αλήθεια πίσω από την πιο μακρόχρονη επέκταση των ΗΠΑ

Αρχειακό υλικό στα 80χρονα της ΚΟΜΕΠ: Η οικονομική εξέλιξις εν Ελλάδι


ΙΣΤΟΡΙΑ

Τηλέμαχου Λουγγή: Για την Κομμούνα του 1871

Δώρας Μόσχου: Ιστορικές παρακαταθήκες της Παρισινής Κομμούνας

Ούλριχ Χούαρ: Για την πολιτική οργάνωση των κομμουνιστών στην ιστορία

Νίκου Κουλούρη: «Ελληνική βιβλιογραφία του Εμφυλίου πολέμου (1945-1949). Αυτοτελή


δημοσιεύματα 1945-1949».

της Σύνταξης
της Συντακτικής Επιτροπής της ΚΟΜΕΠ
2001 Τεύχος 3

Κατά το χρόνο προετοιμασίας της ύλης του παρόντος τεύχους στη χώρα μας ξέσπασαν μεγάλοι
εργατικοί-λαϊκοί αγώνες ενάντια στα σχέδια της κυβέρνησης για το τσάκισμα των κατακτήσεων που
αφορούν την κοινωνική ασφάλιση. Η απαίτηση της ολιγαρχίας για μείωση της τιμής της εργατικής
δύναμης που εκφράστηκε και με αυτόν τον τρόπο βρήκε μπροστά της το οδόφραγμα των εργατικών
λαϊκών αγώνων. Οι αγώνες αυτοί, πανελλαδικοί και παλλαϊκοί στις διαστάσεις τους, εξέφραζαν μια
καινούργια ποιότητα, που διαμορφώθηκε με την καθοριστική επίδραση της επί πολλά χρόνια πάλης του
συνεπούς ταξικού πόλου του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, του ΠΑΜΕ, για τον ταξικό
προσανατολισμό του και τη διεκδίκηση αιτημάτων από τη σκοπιά των σύγχρονων αναγκών της
εργατικής τάξης και των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων.

Η καθολική συμμετοχή των εργαζομένων, η συμπαράταξη εργατικής τάξης, μεσαίων στρωμάτων της
πόλης και αγροτιάς παρόλη την τεράστια κυβερνητική προσπάθεια χειραγώγησης και ιδεολογικής
τρομοκράτησης από τη μεριά της κυβέρνησης, με εξασφαλισμένη τη σύμπραξη της Νέας Δημοκρατίας,
είναι δείγματα των διεργασιών που γίνονται στη λαϊκή συνείδηση. Αγνοώντας τις σειρήνες του
«κοινωνικού διαλόγου» και τις τρομοκρατικές ιδέες περί επικείμενης κατάρρευσης του
κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού, των καταναγκασμών της
«παγκοσμιοποίησης» και εξασφάλισης της «ανταγωνιστικότητας» της ελληνικής οικονομίας στα πλαίσιά
της, τα λαϊκά στρώματα βγήκαν στο προσκήνιο αναγκάζοντας την κυβέρνηση σε τακτικούς ελιγμούς με
2
στόχο να σύρει τελικά το εργατικό λαϊκό κίνημα στην παγίδα του «διαλόγου». Σαν «έτοιμη από καιρό» η
πλειοψηφία των κορυφαίων οργανώσεων του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος -ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ-
προσέρχεται στο ναρκοθετημένο «διάλογο» υπό το μανδύα της διάθεσης των εμπειρογνωμώνων της για
«διευκρινήσεις».

Ο αγώνας λοιπόν θα έχει μακρά και δύσκολη πορεία. Στο βαθμό που ωριμάζει και ριζοσπαστικοποιείται
η εργατική λαϊκή πολιτική συνείδηση, αντιλαμβανόμενη τα κυβερνητικά μέτρα ως ταξικές επιδιώξεις της
άρχουσας τάξης που στηρίζονται ευθέως ή συγκαλυμμένα και από άλλες πολιτικές δυνάμεις όπως η ΝΔ
και υιοθετώντας την ιδέα ότι αυτό που χρειάζεται τελικά είναι αλλαγή στο συσχετισμό δυνάμεων με
έκφραση στο επίπεδο της εξουσίας, στο ίδιο βαθμό θα γίνεται η πάλη αποτελεσματική, θα μπαίνουν
εμπόδια στην επέλαση κατά των λαϊκών κατακτήσεων, θα αποσπώνται νέες κατακτήσεις. Η δουλιά των
κομμουνιστών και κομμουνιστριών θα πρέπει να είναι στραμμένη αποφασιστικά και αποτελεσματική σε
αυτήν την κατεύθυνση. Πολύ περισσότερο που η κυβέρνηση, με τον «τρομονόμο» που προωθεί, το
νομοσχέδιο για την ουσιαστικά απαγόρευση των διαδηλώσεων και άλλα μέτρα, θωρακίζει ακόμη
περισσότερο το αστικό κράτος ενάντια στο ανερχόμενο λαϊκό κίνημα.

Την πάλη καθιστά ακόμη πιο σύνθετη η εκρηκτική κατάσταση της ευρύτερης περιοχής των Βαλκανίων
και Αν. Μεσογείου.

Η ύλη του 3ου τεύχους του 2001 περιλαμβάνει αφιέρωμα στην οικονομία, με άρθρα που είναι χρήσιμα
για το άμεσο ιδεολογικό μέτωπο και τα οποία αποκαλύπτουν τις ταξικές στοχεύσεις των διαφόρων
αστικών ιδεολογημάτων, κυβερνητικών και ευρωνεωσιακών πολιτικών και μέτρων. Επίσης, άρθρα για
την ιστορία του επαναστατικού εργατικού κινήματος που αναδεικνύουν ιστορικά διδάγματα απόλυτα
επίκαιρα.

Το άρθρο «"Παγκοσμιοποίηση": Μύθος ή συγκάλυψη της καπιταλιστικής φύσης του σύγχρονου


κόσμου» αποκαλύπτει ότι οι διάφορες θεωρίες της "παγκοσμιοποίησης" στοχεύουν στην υποταγή της
εργατικής τάξης των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, στην υποταγή της διεθνούς εργατικής τάξης
στους κρατικούς και διακρατικούς θεσμούς του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος. Το άρθρο
στηρίζεται θεωρητικά στη μαρξιστική ανάλυση για την παγκόσμια αγορά και τις μετοχικές εταιρίες και
δίνει πλούσια στοιχεία για τη σύγχρονη ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου και των άμεσων ξένων
επενδύσεων παγκοσμίως.

Στη συνέντευξη για το Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης 2000-2006, αναδεικνύονται οι ταξικές στοχεύσεις
του νέου ευρωενωσιακού «πακέτου», από το οποίο δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα οι λαϊκές δυνάμεις,
όπως εξάλλου δεν κέρδισαν και από τα προηγούμενα, παρόλο που από την κυβέρνηση, άλλα κόμματα
και γενικά τους απολογητές του ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού κέντρου παρουσιάζεται ως πανάκεια για
την ευημερία του συνόλου της ελληνικής κοινωνίας.

Το άρθρο «Ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις για το πετρέλαιο της Κασπίας» αποτυπώνει τις εξελίξεις του
ανταγωνισμού για πηγές ενέργειες των «παικτών» παγκοσμίου εμβέλειας και εντοπίζει τη στόχευση της
ελληνικής ολιγαρχίας να μετατρέψει τη χώρα σε ενεργειακό κόμβο της περιοχής σε σχέση και με
αντίστοιχες βλέψεις της τουρκικής ολιγαρχίας. Επιπλέον, ιχνηλατεί τις επιπτώσεις που έχει, και θα έχει
στο μέλλον, αυτός ο ανταγωνισμός στις σχέσεις των δυο χωρών και στην ευρύτερη περιοχή.

Το άρθρο «Αντιλαϊκού χαρακτήρα οι αναδιαρθρώσεις στις φορολογικές υπηρεσίες» ασχολείται με μια


ειδική πλευρά των αναδιαρθρώσεων στη Δημόσια Διοίκηση, τις αλλαγές στο μηχανισμό είσπραξης των
φόρων και τις συνδέει με την αντιλαϊκού χαρακτήρα φορολογική πολιτική της κυβέρνησης.

Το άρθρο «Η άσχημη αλήθεια πίσω από την πιο μακρόχρονη επέκταση των ΗΠΑ», δημοσιευμένο στο
περιοδικό του ΚΚΗΠΑ πριν γίνει φανερή η μείωση του ρυθμού ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας,
μας δίνει μια εικόνα των προβληματισμών που αναπτύσσονται στο κόμμα αυτό για τις αιτίες της
μακρόχρονης

αναπτυξιακής πορείας στην ισχυρότερη χώρα του ιμπεριαλιστικού συστήματος.


3
Στην ενότητα αυτή συμπεριλαμβάνεται επίσης αρχειακό υλικό αφιερωμένο στα 80χρονα της ΚΟΜΕΠ,
μια μελέτη με τίτλο «Η οικονομική εξέλιξις εν Ελλάδι», η οποία αναφέρεται με πολλά στοιχεία στην
ελληνική οικονομία των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα και δημοσιεύτηκε στην ΚΟΜΕΠ του
Φεβρουαρίου του 1921.

Η ενότητα «Ιστορία», συμπεριλαμβάνει το κείμενο της ομιλίας «Για την Κομμούνα του 1871» που έγινε
σε εκδήλωση του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών αφιερωμένη στα 130 χρόνια από την επέτειο της
πρώτης εφόδου του προλεταριάτου στον ουρανό και ένα άρθρο, για το ίδιο θέμα, με τίτλο «Ιστορικές
παρακαταθήκες της παρισινής Κομμούνας». Με τον τίτλο «Για την πολιτική οργάνωση των
κομμουνιστών στην ιστορία», υπάρχει επίσης στην ενότητα αυτή το πρώτο μέρος μελέτης που
δημοσιεύεται σε μαρξιστικό γερμανικό περιοδικό με τον τίτλο «Για την πολιτική οργάνωση των
κομμουνιστών στην ιστορία και στη σημερινή εποχή». Ακόμη συμπεριλαμβάνεται βιβλιοπαρουσίαση του
βιβλίου του Ν. Κουλούρη «Ελληνική βιβλιογραφία του Εμφυλίου πολέμου (1945-1949). Αυτοτελή
δημοσιεύματα 1945-1999», εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα 2000.

Τέλος, δημοσιεύονται τα τρέχοντα κομματικά ντοκουμέντα.

«ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ»: ΜΥΘΟΣ Ή ΣΥΓΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ


ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΦΥΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ;

της Ελένης Μπέλλου

Οικονομία

Ο όρος «παγκοσμιοποίηση»[1] χρησιμοποιείται ευρύτατα για να υποδηλώσει ένα νέο επίπεδο


κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών διεργασιών, που αφορούν κυρίως την ανάπτυξη των παραγωγικών
δυνάμεων και τις οικονομικές και εν γένει κοινωνικές σχέσεις διεθνώς.

Ως όρος προβλήθηκε εξ ίσου από τα φιλελεύθερα αστικά και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Επίσης
υιοθετήθηκε από «νεοαριστερά» ή και κόμματα που αυτοπροσδιορίζονται ως κομμουνιστικά, ακόμη από
κοινωνιολόγους και δημοσιολόγους από το χώρο της ριζοσπαστικής διανόησης. Γίνεται, η
«παγκοσμιοποίηση», σημείον αναφοράς στις εκθέσεις και αναλύσεις των ευρωενωσιακών επιτελείων
(της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας), των διαφόρων διακρατικών και
διεθνικών ενώσεων και οργανισμών (π.χ. ΟΟΣΑ, ΔΝΤ, ΠΟΕ).

Παρατηρείται το φαινόμενο να ανάγεται η ερμηνεία σημαντικών κοινωνικών προβλημάτων (π.χ. της


ανεργίας) ή να στηρίζονται συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές (π.χ. η ένταξη στην ΟΝΕ-ΕΥΡΩ) στα
αντικειμενικά δεδομένα που διαμορφώνει η λεγόμενη «παγκοσμιοποιημένη» οικονομία και κοινωνία.
Γενικότερα, αιτιολογήθηκαν εθνοκρατικές και διακρατικές πολιτικές αύξησης του βαθμού
εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης -και ενίσχυσης των κατασταλτικών μηχανισμών σε βάρος της-
προκειμένου να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα των κεφαλαίων από τα κράτη της ΕΕ και να
εναρμονιστούν οι οικονομίες τους στο νέο περιβάλλον των ανοικτών αγορών.

Γύρω από τον όρο «παγκοσμιοποίηση» αναπτύσσεται ένα ευρύτατο πεδίο φιλοσοφικών και οικονομικών
αντιλήψεων και πολιτικών προσεγγίσεων, που επιδρούν στη διαμόρφωση της, περί «παγκοσμιοποίησης»,
κοινής αντίληψης.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ ΠΕΡΙ


«ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ»
4
Αυτό που κατασταλάζει ως κοινή αντίληψη, που διαμορφώνεται ως συνισταμένη μιας ευρείας γκάμας
αντιλήψεων, είναι το ακόλουθο:

Οι ανθρώπινες κοινωνίες που υφίστανται πάνω στη γη, οι κρατικές τους υποστάσεις, δηλαδή τα κράτη,
εμπλέκονται εκ των πραγμάτων σε ένα πυκνό δίκτυο διασυνδέσεων και αλληλεξαρτήσεων, που
διαμορφώνει υποχρεωτικά δεδομένα για τις πολιτικές επιλογές τους, σε όλους τους τομείς και τις
εκδηλώσεις της κοινωνικής δραστηριότητας.

Αιτία, πηγή αυτής της διαπλοκής στις διεθνικές οικονομικές, στρατιωτικές, πολιτικές εν γένει
πολιτιστικές σχέσεις θεωρείται η ραγδαία ανάπτυξη της γνώσης, της επιστήμης, των εφευρέσεων και
καινοτομιών στην εφαρμογή της επιστημονικής προόδου, η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας. Π.χ. η
ανάπτυξη της πληροφορικής, οι νέες εφαρμογές στις τηλεπικοινωνίες και τα διαδίκτυα έφτασαν σε τέτια
επίπεδα, ώστε να εισάγει κάποιος μια πληροφορία στο διαδίκτυο στο Λονδίνο και στην ελάχιστη επόμενη
μονάδα του χρόνου να γίνεται δυνατή η πρόσβαση σε αυτήν από τον κάτοικο του Σίδνεϋ.

Αν σκεφτεί κάποιος τους ηλεκτρονικούς εκσυγχρονισμούς στη λειτουργία της αγοράς του χρηματικού
κεφαλαίου (τράπεζες, χρηματιστήρια, χρηματοεπενδυτικές και ασφαλιστικές εταιρίες κλπ.) μπορεί να
φανταστεί τι σημαίνει αυτή η ταχύτητα στην πληροφόρηση και την επικοινωνία, κυρίως για λογαριασμό
των μεγάλων επιθετικών αμοιβαίων κεφαλαίων (κεφάλαια που οι επενδυτικές κινήσεις τους -
αγοραπωλησίες χρηματικού κεφαλαίου- παίζουν με αυξομειώσεις συναλλαγματικών ισοτιμιών, μετοχών
κ.ά. σε λεπτά της ώρας).

Προβάλλεται, λοιπόν, η γνώση/επιστήμη/τεχνολογία ως η αυτοτελής κινητήρια δύναμη αλλαγής των


κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων, ο δε ανταγωνισμός (των κεφαλαίων) ως διαχρονική νομοτέλεια κάθε
τύπου ανάπτυξης, της κοινωνικής προόδου, των διασυνδέσεων και εξαρτήσεων των κοινωνιών του
σύγχρονου κόσμου.

Σχηματοποιούμε κάπως αυτή την αντίληψη, από την άποψη της προβολής των πολιτικών επιχειρημάτων
που εδράζονται σε αυτήν:

Σε αυτόν τον υποχρεωτικά αλληλεξαρτημένο και διαπλεκόμενο κόσμο, που έτσι και αλλιώς ο
ανταγωνισμός είναι δεδομένος, αν θέλει ένα κράτος να διεκδικήσει μια θέση στην «παγκοσμιοποιημένη»
οικονομία, οφείλει να ακολουθήσει το δρόμο που δείχνει η μηχανή που σέρνει την αμαξοστοιχία.

Σε αυτή τη λογική προβλήθηκαν οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, ως υποδείγματα εναρμόνισης των


εργασιακών σχέσεων με τα νέα δεδομένα της οικονομίας, αφού εφάρμοσαν εγκαίρως την ευέλικτη αγορά
εργασίας και έτσι πέτυχαν μικρότερο «κόστος εργασίας», επομένως πιο ανταγωνιστικά προϊόντα στις
διεθνείς αγορές.

Στην ίδια λογική ξεκίνησε και η αιτιολόγηση των αλλαγών στο ασφαλιστικό σύστημα των κρατών της
ΕΕ, διανθισμένη με την περί γήρανσης του πληθυσμού θεώρηση.

Στην Ελλάδα η εγχώρια ολιγαρχία και τα πολιτικά της κόμματα αλλά και άλλα κόμματα που
προσαρμόστηκαν στις ανάγκες του κεφαλαίου, στη λογική της «παγκοσμιοποίησης» πρόβαλλαν τον
«μονόδρομο» της ΕΕ και του κοινού νομίσματος σε αντιπαράθεση προς την κλειστή, «αλβανοποιημένη»
οικονομία. Λογικό επακόλουθο και η ενεργητική αποδοχή των κατευθύνσεων ενώσεων και οργανισμών
του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος, όπως είναι ο ΟΟΣΑ, το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, ο ΠΟΕ.

Την ίδια αιτιολόγηση έχει και η συμμετοχή στην ιμπεριαλιστική ένωση του αναδομημένου ΝΑΤΟ, ως
υποχρεωτική προσαρμογή στις εξελίξεις, που εγγυάται την εξασφάλιση συμμάχων για την υπεράσπιση
των κυριαρχικών δικαιωμάτων ενός κράτους.

Στη λογική της «παγκοσμιοποίησης», ως νομοτελειακής διαδικασίας σε προοδευτική κατεύθυνση,


«τεκμηριώνεται» η κυβερνητική -και όχι μόνον- πολιτική για ενεργητική συμμετοχή της Ελλάδας στους
πάσης φύσης διακρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς (π.χ. της Σένγκεν, της συνοριακής αστυνομίας,
5
γενικότερα των ειδικών υπηρεσιών παρακολούθησης και καταστολής, της εναρμόνισης του νέου
τρομονόμου στις διεθνείς ιμπεριαλιστικές απαιτήσεις). Τεκμηριώνεται η ενεργητική συμμετοχή της
Ελλάδας στους οικονομικο-πολιτικούς και στρατιωτικο-πολιτικούς σχεδιασμούς και στις στρατηγικές
επιδιώξεις που αφορούν την Ν. Α. Ευρώπη, την Αν. Μεσόγειο, την Παραευξείνια ζώνη. Απώτερος
στόχος για το ελληνικό καπιταλιστικό κράτος είναι η κατάκτηση μιας καλύτερης θέσης στο
συγκεκριμένο περιφερειακό κόμβο του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος, υπό το δόγμα «η Ελλάδα
χώρα επίκεντρο της νέας αρχιτεκτονικής ασφάλειας των Βαλκανίων και της Αν. Μεσογείου».

Ετσι, η κοινή αντίληψη περί «παγκοσμιοποίησης» είναι η σύγχρονη έκφραση της χειραγώγησης των
μαζών από την κυρίαρχη ιδεολογία και πολιτική του σύγχρονου καπιταλισμού, του διεθνούς
ιμπεριαλιστικού συστήματος στον 21ο αιώνα.

Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ ΠΕΡΙ «ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ»

Η αληθοφάνεια αυτής της αντίληψης στηρίζεται στη διαμόρφωση αληθοφανών μύθων, οι οποίοι
προβάλλουν επιφανειακές αλήθειες, αποκρύπτουν και συσκοτίζουν τη βαθύτερη γνώση των φαινομένων
της κοινωνικής εξέλιξης. Στηρίζεται στο γεγονός ότι τόσο η ερμηνεία των σύγχρονων εξελίξεων όσο και
η γνώση της ιστορικής εξέλιξης της ανθρωπότητας απαιτούν επιστημονικότητα, στην οποία δεν έχει
προϋποθέσεις πρόσβασης η λαϊκή πλειοψηφία. Ετσι διασπάται η ιστορική συνέχεια της γνώσης και
χειραγωγείται η κοινωνική συνείδηση.

ΜΥΘΟΣ 1ος: ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗ ΓΝΩΣΗ/ΕΠΙΣΤΗΜΗ/ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΣΠΑΣΑΝ ΤΑ


ΦΡΑΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΛΕΙΣΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΩΝ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΑΝ ΤΟ «ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΧΩΡΙΟ»

Ο μύθος αυτός στηρίζεται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος του ανατέλλοντος 21ου αιώνα θαμπώνεται από τις
τεχνολογικές ανατροπές που επιφέρει ένα νέο επίπεδο της επιστημονικής ανάπτυξης, με αποτέλεσμα να
το απολυτοποιεί, να το ανάγει σε πρωταίτιο των κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων. Είναι το δέος απέναντι
στις τεχνολογικές εφαρμογές της πληροφορικής, στις δυνατότητες των multi-media (πολυμέσων) κλπ.

Πολύ συχνά, η κοινωνική συνείδηση αποσπάται από το μέγεθος των ανατροπών που επέφεραν ιστορικές
επιστημονικές ανακαλύψεις και τεχνολογικές εφαρμογές, π.χ. της πυρηνικής ενέργειας, του τηλέγραφου,
του ηλεκτρισμού, της τυπογραφίας, για να μην αναφερθούμε στις ανατροπές που έφεραν στην εποχή τους
οι τεχνικές που αφορούσαν τη χρήση του σιδήρου και του χάλυβα.

Σε κάθε περίπτωση, το επίπεδο γνώσης/επιστήμης/τεχνολογίας αποτελούσε έκφραση του επιπέδου


ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Αλλά και η χρήση και ο έλεγχος των δυνατοτήτων της νέας
γνώσης/επιστήμης/τεχνολογίας από την εκάστοτε κυρίαρχη τάξη είναι εκδήλωση της παρεμπόδισης που
υφίσταται η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων από τις κυρίαρχες κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις και
πρώτ’ απ’ όλα τις κυρίαρχες σχέσεις παραγωγής, όταν πλέον η ανάπτυξη των αντιθέσεών τους τις
καθιστά ανασταλτικό παράγοντα για τον περαιτέρω δυναμισμό της κοινωνικής ανάπτυξης.

Η συσσωρευμένη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων οδηγούσε σε μια νέα ποιοτική τους κατάσταση,
η οποία δεν προσάρμοζε εξελικτικά τις υφιστάμενες κοινωνικο-οικονομικές αλλά ούτε καθιστούσε
κυρίαρχες τις νέες κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις και την εδραίωση των αντίστοιχων πολιτικών
σχέσεων. Η νέα εναρμόνιση παραγωγικών δυνάμεων - κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών σχέσεων
προϋπέθετε την ανατροπή του υπάρχοντος συστήματος ως αποτέλεσμα της δράσης της κύριας
παραγωγικής δύναμης, του ανθρώπου, μέσω της ταξικής πάλης.

Και σήμερα, ο μύθος των τεχνολογιών, των νέων βιομηχανικών κλάδων, της «νέας οικονομίας»
χρησιμοποιείται από την άρχουσα καπιταλιστική τάξη για να διατηρήσει την κυριαρχία της, να κρύψει τις
πραγματικές αιτίες των κοινωνικών αντιθέσεων, να χειραγωγήσει τις δυνατότητες των ταξικών της
αντιπάλων να θέσουν υπό αμφισβήτηση και ανατροπή την κυριαρχία της. Γι’ αυτό οι θεωρητικοί και
πολιτικοί της εκπρόσωποι παρουσιάζουν τις επιστημονικές/τεχνολογικές εξελίξεις ακόμη και ως στοιχείο
μετάλλαξης του καπιταλιστικού συστήματος.

6
Οι διάφορες θεωρίες της «παγκοσμιοποίησης» στοχεύουν στην υποταγή της εργατικής τάξης των
αναπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών, στην υποταγή της διεθνούς εργατικής τάξης στους κρατικούς και
διακρατικούς θεσμούς του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος.

ΜΥΘΟΣ 2ος: Η «ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ» ΣΥΝΙΣΤΑ ΤΟ ΝΕΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ


ΕΞΕΛΙΞΗΣ: ΤΗΣ ΑΛΛΗΛΕΞΑΡΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΠΛΟΚΗΣ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΩΝ,
ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΚΡΑΤΩΝ

Η τάση να διαμορφώνουν σχέσεις μεταξύ τους οι κοινωνίες είναι τάση που διέπει όλη την ιστορία της
ανθρώπινης εξέλιξης. Τα όρια ενσάρκωσης αυτής της τάσης καθορίζονται από το επίπεδο ανάπτυξης των
παραγωγικών δυνάμεων (σε αυτά συμπεριλαμβάνονται και τα επίπεδα γνώσης - ειδίκευσης, επιστήμης -
τεχνολογίας, μέσων παραγωγής και επομένως και της εμβέλειας στη μεταφορά πρώτων υλών,
εμπορευμάτων, παραγωγικού δυναμικού). Ταυτόχρονα, όμως, οι όροι με τους οποίους διαμορφώνονται
οι σχέσεις μεταξύ των κοινωνιών, είναι όροι του εκάστοτε κυρίαρχου κοινωνικο-οικονομικού
συστήματος. Είναι σχέσεις ανταγωνιστικές, στις οποίες υπερέχει ο ισχυρότερος οικονομικά, στρατιωτικά,
πολιτικά.

Αυτή η τάση επιβεβαιώνεται από την ιστορία τόσο των εκμεταλλευτικών προκαπιταλιστικών
συστημάτων, όσο και του καπιταλιστικού συστήματος.

Οι εκδηλώσεις και τα «όρια» των εξαρτήσεων και αλληλεξαρτήσεων, η συγκεκριμένη έκφραση των
αντιθέσεών τους, καθορίζονται από το κυρίαρχο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα.

Είναι εύκολο να διαπιστωθεί στην ιστορία των αρχαίων δουλοκτητικών κρατών, μεταξύ των οποίων και
εκείνων των κρατών-πόλεων του ελλαδικού χώρου με τις αποικίες τους στη λεκάνη της Μεσογείου, στην
ιστορία του Μακεδονικού κράτους του Μ. Αλεξάνδρου, στην ιστορία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Σε κάθε περίπτωση, η ενσάρκωση της τάσης διεθνοποίησης των κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων


χαρακτηρίζεται από την εξαγωγή και επιβολή του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής, των κυρίαρχων
σχέσεων ιδιοκτησίας, του ισχυρότερου κράτους ή ομάδας ισχυρών κρατών, αλλά και από την παγκόσμια
εμβέλεια ενός κοινωνικο-οικονομικού συστήματος και το συσχετισμό μεταξύ των διαφορετικών κρατών.

Η έκταση και τα χαρακτηριστικά της εξάρτησης, της «υποταγής», τα «όριά» τους, είναι αποτέλεσμα των
ορίων του εκάστοτε κοινωνικο-οικονομικού συστήματος.

Στην αρχαία δουλοκτητική κοινωνία, που η κοινωνική παραγωγή γίνεται κυρίως με όρους απόλυτου
φυσικού καταναγκασμού του εργαζομένου σε αυτούς που κατέχουν τα μέσα παραγωγής, η σχέση της
σχεδόν απόλυτης υποταγής εκδηλώνεται και στις σχέσεις με τις κατακτημένες κοινωνίες
(υποδουλώνονται στον κατακτητή ελεύθεροι και δούλοι).

Οι σχέσεις της απόλυτης εξάρτησης χαλαρώνουν σε συνθήκες όπου έχουν ήδη ωριμάσει οι αντιθέσεις
του κυρίαρχου συστήματος και κράτους-επικυρίαρχου, π.χ. στις σχέσεις του Μακεδονικού κράτους του
Μ. Αλεξάνδρου με κατακτημένες κοινωνίες της Ασίας, στις σχέσεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με
κατακτημένες κοινωνίες στην Ανατολική Ευρώπη, στο χώρο του μετέπειτα Βυζαντίου.

Αντίθετα, όταν το καπιταλιστικό σύστημα και ένα κυρίαρχο καπιταλιστικό κράτος βρίσκεται στην ορμή
της ανάπτυξής του, μπορεί να εξάγει τις νέες σχέσεις σε βαθμό καταστροφικό για τις υποτασσόμενες
κοινωνίες, π.χ. οι σχέσεις των Αμερικανικών Πολιτειών με τις κοινωνίες των αυτόχθονων πληθυσμών ή
με σχέση «σύγχρονης» δουλικής εξάρτησης, π.χ. οι σχέσεις της Μ. Βρετανίας με τις αποικίες της, κυρίως
την Ινδία στην Ασία.

Το αποικιοκρατικό σύστημα προσιδίαζε σέ ένα ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλιστικού


συστήματος. Ηταν μια ορισμένη μορφή ενσάρκωσης της «παγκοσμιοποίησης», στην εποχή που ο
καπιταλισμός ορμητικά διεκδικούσε την εδραίωσή του. Στην εποχή που λόγω της ανισόμετρης

7
ανάπτυξης του καπιταλισμού δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί η διαδικασία διαμόρφωσης των αστικών
εθνικών κρατών και η εξάλειψη των φεουδαρχικών υπολειμμάτων στο εποικοδόμημα.

Στην ιστορία του καπιταλισμού, ένας ορισμένος βαθμός «προστασίας» της εθνικής εσωτερικής αγοράς
αποσκοπούσε ακριβώς στη συγκρότησή της. Το στοιχείο της διεθνούς καπιταλιστικής επέκτασης
(καπιταλιστικής παραγωγής για εξωτερική αγορά, εξαγωγής εμπορευμάτων, κεφαλαίων) ως γενική τάση
ενυπήρχε με το στοιχείο της προστασίας της εθνικής εσωτερικής αγοράς από το διεθνή καπιταλιστικό
ανταγωνισμό. Η πορεία της καπιταλιστικής εξέλιξης των δυο τελευταίων αιώνων επιβεβαιώνει ότι οι
κρατικές εμπορικές πολιτικές παρουσιάζουν μεγάλη διακύμανση, πολλές διαβαθμίσεις μεταξύ ελεύθερου
εμπορίου και απόλυτης προστασίας της παραγωγής τους έναντι των εισαγωγών. Χαρακτηριστική είναι η
διαφορετική κρατική πολιτική ως προς την ελευθερία των αγορών κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Η Αγγλία, ως πρωτοπορία στην καπιταλιστική ανάπτυξη του 19ου αιώνα, με την πολιτική του ελεύθερου
εμπορίου κατοχυρώνει ανοικτές αγορές για να εξάγει τα βιομηχανικά της εμπορεύματα και να εισάγει
φθηνές πρώτες ύλες. Την ίδια περίοδο, λιγότερο καπιταλιστικά αναπτυγμένες οικονομίες, όπως της
Γερμανίας και των ΗΠΑ, με την πολιτική προστασίας επιταχύνουν τη συγκρότηση της εσωτερικής τους
αγοράς και της αυτοτελούς κρατικής (καπιταλιστικής) τους συγκρότησης.

Στις αρχές του 20ού αιώνα αλλάζει άρδην ο συσχετισμός των δυνάμεων, κατάσταση που εκδηλώνεται
και με τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο. Στο μεσοπόλεμο, η εθνο-κρατική «προστασία» ήταν η πολιτική
απάντηση σε συνθήκες γενικευμένης οικονομικής κρίσης, όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων
και προετοιμασίας των εθνικών κρατών για νέο μοίρασμα των αγορών, μέσω νέων ιμπεριαλιστικών
πολέμων. Παρ’ όλα αυτά, η χαλάρωση της προστασίας των αγορών αρχίζει και συζητιέται στην
ισχυρότερη τότε οικονομία των ΗΠΑ ήδη από τη δεκαετία του 1930.

Η μεταπολεμική καπιταλιστική ανόρθωση διαμορφώθηκε σε συνθήκες συνδυασμένης κρατικής


προστασίας με σχέδια διεθνικής αλληλεγγύης του κεφαλαίου (π.χ. Σχέδιο Μάρσαλ για την μεταπολεμική
ανόρθωση της Δυτικής Ευρώπης) και τάσεις διαμόρφωσης περιφερειακών διακρατικών αγορών (αρχικά
της Ενωσης Σιδήρου και Χάλυβα, στη συνέχεια της ΕΟΚ). Ειδικότερα, η διαμόρφωση της ΕΕ, ως ενιαίας
εσωτερικής αγοράς εμπορευμάτων, κεφαλαίων και εργατικού δυναμικού, αποτελεί ταυτόχρονα και ενιαίο
σύστημα προστατευτισμού των εθνικών οικονομιών-συνιστωσών της απέναντι στις ισχυρές
καπιταλιστικές αγορές των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας και των σφαιρών επιρροής τους.

Σε κάθε περίπτωση, το «άνοιγμα» των αγορών, οι όροι εξαγωγής κεφαλαίου και εμπορευμάτων, οι όροι
επανεισαγωγής τους (ως τόκοι, κέρδη, μερίσματα κλπ.), σε διμερές ή πολυμερές επίπεδο, ήταν
αποτέλεσμα του συσχετισμού δυνάμεων. Αποτύπωναν το βαθμό οικονομικής, πολιτικής και
στρατιωτικής υπεροχής ενός κράτους έναντι άλλου. Π.χ. οι όροι επένδυσης αμερικανικών κεφαλαίων
στην μετεμφυλιακή Ελλάδα της δεκαετίας του 1950 εν πολλοίς προσέγγιζαν όρους μονομερούς
«ελεύθερης» διείσδυσης εμπορευμάτων και κεφαλαίων, σε γενικές συνθήκες ισχυρής «προστασίας» της
εσωτερικής αγοράς της Ελλάδας.

Τηρουμένων των αναλογιών, στο σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο, η σύγχρονη «απελευθέρωση» των
αγορών συνυπάρχει με ένα αναπτυγμένο σύστημα οικονομικής, πολιτικής, στρατιωτικής κυριαρχίας και
ιεραρχίας (ΝΑΤΟ, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΟΟΣΑ, ΠΟΕ, ΕΕ, Ευρωζώνη, NAFTA , ASEAN,
MERCOSUR), που προσιδιάζει στις εσωτερικές αντιθέσεις, στους συσχετισμούς και στο σημερινό
επίπεδο ανάπτυξης του σύγχρονου διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος στον 21ο αιώνα.

ΜΥΘΟΣ 3ος: Η «ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ» ΣΥΝΙΣΤΑ ΜΙΑ ΝΕΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ


ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Σ’ αυτή την κατηγορία υπάγονται διάφορα επιχειρήματα - ανάδειξη χαρακτηριστικών της νέας
παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και κοινωνίας.

Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται: Η διεθνική (βλέπε συνηθέστερα «πολυεθνική») σύνθεση του μετοχικού
κεφαλαίου εταιρειών και η διαπλοκή μετοχικών πακέτων μεταξύ διαφορετικών εταιρειών
εγκαταστημένων σε διαφορετικές εθνικές αγορές. Οι μεγαλύτεροι ρυθμοί ανάπτυξης του παγκόσμιου
8
εμπορίου και των εκροών-εισροών κεφαλαίου από τους ρυθμούς της οικονομικής μεγέθυνσης
(μεταβολής του ΑΕΠ). Ο όγκος και η ταχύτητα στις εξαγωγικές και επενδυτικές κινήσεις του χρηματικού
κεφαλαίου.

Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι σε αυτή την κατηγορία των επιχειρημάτων στηρίζονται τόσο οι πολιτικές
προτάσεις ορισμένων «υπερμάχων της παγκοσμιοποίησης» (π.χ. γερμανών αξιωματούχων για πολιτική
ομοσπονδιοποίηση της ΕΕ) όσο και «κινημάτων αντιπαγκοσμιοποίησης» κυβερνητικών (π.χ. των 77
αναπτυσσομένων κρατών) και μη κυβερνητικών (π.χ. πρόταση του γάλλου δημοσιολόγου Πιερ
Μπουρντιέ για ευρωπαϊκή συσπείρωση ενάντια στην παγκοσμιοποίηση).

Δημοσιολόγοι και οικονομολόγοι που στηρίζουν ή ηγούνται κινήσεων αντιπαγκοσμιοποίησης, αποδίδουν


τις αρνητικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης (περαιτέρω πόλωση πλούτου - φτώχειας μεταξύ κρατών,
διακρατικών γεωγραφικών περιφερειών, αλλά και ενδοκρατικών περιοχών) στην άσκηση της
νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Ως χαρακτηριστικά της νεοφιλελεύθερης πολιτικής προβάλλουν: Τις
αναδιαρθρώσεις στη σφαίρα της κυκλοφορίας του κεφαλαίου (π.χ. τα μέτρα απορύθμισης των
χρηματιστηριακών αγορών), που προωθήθηκαν μετά την κρίση του Μπρέττον-Γουντς και κυρίως από τη
δεκαετία του 1980 στις ΗΠΑ και το Ην. Βασίλειο. Την πιστωτική πολιτική του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας
Τράπεζας, την νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και εν γένει των Εθνικών
Κρατικών Τραπεζών.

Γενικότερα αποδίδουν την αυτονόμηση των κινήσεων του χρηματικού (το χαρακτηρίζουν κυρίως ως
χρηματιστηριακό, ενίοτε και ως χρηματιστικό) κεφαλαίου από το βιομηχανικό κεφάλαιο και την
κυριαρχία των δικών του θεσμών και διακρατικών δομών επί της πραγματικής (παραγωγικής) οικονομίας
και των κρατικών δομών ως περιεχόμενο και αποτέλεσμα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Θεωρούν ως
οικονομική βάση αυτής της εξουσίας (του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, της ΕΚΤ, του ΠΟΕ κλπ.
αλλά και των πλέον ισχυρών κρατών - ιμπεριαλιστικών κέντρων όπως των ΗΠΑ) την οικονομική
κυριαρχία της πολυεθνικής εταιρίας επί της παγκόσμιας παραγωγής.

Σε αυτό το σχήμα οικονομικής κυριαρχίας - πολιτικής (νεοφιλελεύθερης) εξουσίας αποδίδονται όλα τα


δεινά του σύγχρονου κόσμου: καταστροφή τοπικών βιομηχανιών και τοπικής αγροτικής παραγωγής στις
αναπτυσσόμενες οικονομίες, καθήλωση των υποανάπτυκτων στην καθυστέρηση, ανεργία και
καταστροφή κρατικών δομών (του «κράτους πρόνοιας») στα αναπτυγμένα βιομηχανικά κράτη, έξαρση
εθνικιστικών, φασιστοειδών, ρατσιστικών φαινομένων κλπ.

Στη βάση αυτής της προσέγγισης διαμορφώνονται «εναλλακτικές» προτάσεις κινημάτων, πολιτικής,
εξουσίας που αφήνουν άθικτη τη σχέση καπιταλιστικής (με σύγχρονες μορφές ατομική ιδιοκτησία στα
αναπτυγμένα και συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής) οικονομικής κυριαρχίας - πολιτικής εξουσίας.

Προβάλλουν διάφορες προτάσεις εναλλακτικής διαχείρισης π.χ. στο ρόλο και στο χρόνο παρέμβασης (με
πιστώσεις, επιδοτήσεις) του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, στις συμφωνίες του ΠΟΕ, στη
φορολόγηση (φόρος Τόμπιν) των διεθνών χρηματιστηριακών συναλλαγών, στην ανάγκη συγκρότησης
της ΕΕ όχι στη λογική των μονεταριστικών συμφωνιών του Μάαστριχτ-Αμστερνταμ, αλλά στη λογική
της πραγματικής οικονομικής σύγκλισης με ενιαία ευρωενωσιακή κοινωνική πολιτική κλπ.

Δεν πρόκειται για θεωρητικές προσεγγίσεις απλά λαθεμένες και πολιτικές προτάσεις απλά ουτοπικές.
Πρόκειται για απόψεις αντικειμενικά αποπροσανατολιστικές, «εναλλακτικές παγίδες» χειραγώγησης των
εργατικών και λαϊκών δυνάμεων και κινημάτων στα συμφέροντα του ταξικού τους αντιπάλου, στη
διατήρηση και ένταση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης σε κάθε κράτος και διεθνώς.

Πρόκειται για θεωρητικές και πολιτικές προσεγγίσεις των φαινομένων που εκδηλώνονται στη σφαίρα της
κυκλοφορίας, αποσπασμένων από τη θεωρητική έρευνα των φαινομένων στο προτσές της παραγωγής. Ο
Κ. Μαρξ και στη συνέχεια ο Β. Ι. Λένιν άσκησαν κριτική στις ανάλογες προσεγγίσεις της εποχής τους,
κριτική που διατηρεί πλήρως την επικαιρότητά της.

Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΜΑΡΞ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΑΓΟΡΑ


9
Η «παγκοσμιοποίηση» δεν είναι αφηρημένη γενικά κίνηση υπεράνω του ταξικού χαρακτήρα των κρατών,
του τρόπου παραγωγής που κυριαρχεί σε αυτά. Πολύ περισσότερο δεν είναι κάτι που διαμορφώνεται
υπεράνω και καθ’ υπέρβαση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Αντιθέτως, αποτελεί συστατικό
στοιχείο ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής.

Στην ανάλυση του Μαρξ για την κεφαλαιοκρατική παραγωγή δεν υπάρχει μόνο η πρόβλεψη αλλά και η
ανάλυση για την παγκόσμια αγορά και το παγκόσμιο εμπόριο.

ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΑΓΟΡΑΣ

Ο Κ. Μαρξ δίνει τη δημιουργία της παγκόσμιας αγοράς, ως ένα από τα τρία (3) κύρια γεγονότα της
κεφαλαιοκρατικής παραγωγής (Στα άλλα δυο αναφέρει: α) Τη συγκέντρωση των μέσων παραγωγής σε
λίγα χέρια με αποτέλεσμα να παύουν να είναι ιδιοκτησία των άμεσων εργατών και να μετατρέπονται
αντίθετα σε κοινωνικές δυνάμεις της παραγωγής. β) Την οργάνωση της ίδιας της εργασίας ως κοινωνικής
εργασίας: με τη συνεργασία, τον καταμερισμό της εργασίας και με τη σύνδεση της εργασίας με τις
φυσικές επιστήμες. Επισημαίνει δε ότι και προς τις δυο πλευρές ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής
καταργεί την ατομική ιδιοκτησία και την ατομική εργασία, αν και με αντιφάσκουσες μορφές)[2].

Η ανάγκη εξαγωγής κεφαλαίων με άμεσες επενδύσεις, η εμφάνιση συμφωνιών και ενώσεων μονοπωλιακού
ελέγχου της αγοράς, η διαπλοκή κεφαλαίων από διαφορετικές εθνικές αγορές υπό ενιαίο κέντρο διεύθυνσης,
η διόγκωση του χρηματικού κεφαλαίου και οι αυτοτελείς πολύμορφες κερδοσκοπικές επενδυτικές κινήσεις
του (χρηματιστηριακές, ομολογιακές, αγοραπωλησίας συναλλάγματος και άλλες) είναι αποτελέσματα της
μεγάλης ανάπτυξης της βιομηχανικής παραγωγής, της μεγάλης συγκέντρωσής της, της υπερσυσσώρευσης
κεφαλαίων και της αυτόματης ενεργοποίησης μηχανισμών αντίδρασης στη νομοτελειακή τάση μείωσης του
μέσου ποσοστού κέρδους.

Ο Κ. Μαρξ σε αναφορές του «από την ιστορία του εμπορικού κεφαλαίου», αναλύοντας τις διαφορές και
το ρόλο του εμπορίου στο πέρασμα από τις προκαπιταλιστικές κοινωνίες στην επικράτηση του
καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και στη συνέχεια στην ανάπτυξή του, σημειώνει:

«Και αν στον 16ο και εν μέρει στον 17ο αιώνα η απότομη επέκταση του εμπορίου και η δημιουργία μιας
καινούργιας παγκόσμιας αγοράς άσκησαν αποφασιστική επίδραση στον αφανισμό του παλιού τρόπου
παραγωγής και στην άνοδο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, αυτό έγινε αντίθετα πάνω στη βάση
του δημιουργημένου πια κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Η παγκόσμια αγορά αποτελεί η ίδια τη
βάση αυτού του τρόπου παραγωγής. Από την άλλη μεριά η ενυπάρχουσα στον τρόπο αυτό παραγωγής
ανάγκη να παράγει σε διαρκώς μεγαλύτερη κλίμακα, ωθεί σαν ακατάπαυστη διεύρυνση της παγκόσμιας
αγοράς, έτσι που εδώ δεν είναι το εμπόριο που επαναστατεί τη βιομηχανία, αλλά η βιομηχανία είναι που
επαναστατεί διαρκώς το εμπόριο. Και η κυριαρχία του εμπορίου συνδέεται εδώ με τη μεγαλύτερη ή
μικρότερη υπερίσχυση των όρων της μεγάλης βιομηχανίας. Αρκεί να συγκρίνουμε λ.χ. την Αγγλία με την
Ολλανδία. Η ιστορία της παρακμής της Ολλανδίας σαν κυρίαρχο εμπορικό έθνος είναι ιστορία υποταγής
του εμπορικού κεφαλαίου στο βιομηχανικό κεφάλαιο»[3] ... «Στην αρχή το εμπόριο αποτελούσε την
προϋπόθεση για την μετατροπή της συντεχνιακής και αγροτο-οικιακής χειροτεχνίας και της φεουδαρχικής
γεωργίας σε κεφαλαιοκρατικές επιχειρήσεις. Μετατρέπει το προϊόν σε εμπόρευμα, ενμέρει γιατί του
δημιουργεί μια αγορά, ενμέρει γιατί εισάγει νέα εμπορευματικά ισοδύναμα και νέες πρώτες και βοηθητικές
ύλες στην παραγωγή και δημιουργεί έτσι κλάδους παραγωγής, που εξαρχής στηρίζονται στο εμπόριο, τόσο
στην παραγωγή για την αγορά και για την παγκόσμια αγορά, όσο και στους όρους παραγωγής που
προέρχονται από την παγκόσμια αγορά. Μόλις δυναμώσει κάπως η μανουφακτούρα, και ακόμα
περισσότερο η μεγάλη βιομηχανία, δημιουργεί από την πλευρά της την αγορά, την καταχτάει με τα
εμπορεύματά της. Τώρα το εμπόριο γίνεται υπηρέτης της βιομηχανικής παραγωγής, για την οποία αποτελεί
όρο ύπαρξης η διαρκής διεύρυνση της αγοράς. Μια διαρκώς πιο εκτεταμένη μαζική παραγωγή πλημμυρίζει
την υπάρχουσα αγορά και εργάζεται διαρκώς για την επέκταση αυτής της αγοράς, για το σπάσιμο των
φραγμών της. Αυτό που περιορίζει τούτη τη μαζική παραγωγή δεν είναι το εμπόριο (εφόσον αυτό εκφράζει
μόνο την υπάρχουσα ζήτηση), αλλά το μέγεθος του λειτουργούντος κεφαλαίου και η ανάπτυξη της
παραγωγικής δύναμης της εργασίας. Ο βιομήχανος κεφαλαιοκράτης έχει μπροστά του πάντα την παγκόσμια
αγορά, συγκρίνει και είναι πάντα υποχρεωμένος να συγκρίνει τις δικές του τιμές κόστους με τις τιμές της
10
αγοράς όχι μονάχα της πατρίδας του, αλλά όλου του κόσμου. Αυτή η σύγκριση γίνεται στην αρχική περίοδο
σχεδόν αποκλειστικά από τους εμπόρους και εξασφαλίζει έτσι το εμπορικό κεφάλαιο την κυριαρχία πάνω
στο βιομηχανικό»[4].

ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΤΟΧΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

Στην εμφάνιση της μετοχικής εταιρίας συμπυκνώνεται η πεμπτουσία της προσαρμογής των σχέσεων
ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής στην κοινωνικοποίηση της παραγωγής και συγκέντρωση
κεφαλαίων, προσαρμογή που δεν αναιρεί την ουσία του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.

Ο Μαρξ αναλύει τη μετοχική εταιρία σε εκείνη τη φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, κατά την οποία
ακόμη δεν έχει γίνει η κυρίαρχη μορφή σ’ όλους τους κλάδους της βιομηχανικής παραγωγής, στη φάση
που προηγούνται οι τραπεζικές μετοχικές εταιρίες και η μετατροπή των κρατικών σε μετοχικές εταιρίες.

Εστω και αποσπασματικά έχει σημασία να παρακολουθήσουμε τη σκέψη του Κ. Μαρξ:

«Σχηματισμός μετοχικών εταιριών. Επομένως:

1) Τεράστια επέκταση της κλίμακας της παραγωγής και των επιχειρήσεων, που ήταν αδύνατο να γίνουν από
τα ξεχωριστά κεφάλαια. Ταυτόχρονα, τέτιες επιχειρήσεις, που ήταν προηγούμενα κυβερνητικές, γίνονται
εταιρικές.

2) Το κεφάλαιο, που αυτό καθεαυτό βασίζεται σε κοινωνικό τρόπο παραγωγής και που προϋποθέτει
κοινωνική συγκέντρωση μέσων παραγωγής και εργατικών δυνάμεων, παίρνει εδώ άμεσα τη μορφή
κοινωνικού κεφαλαίου (κεφαλαίου άμεσα συνεταιρισμένων ατόμων) σε αντίθεση προς το ατομικό
κεφάλαιο, και οι επιχειρήσεις του εμφανίζονται σαν εταιρικές επιχειρήσεις σε αντίθεση προς τις ατομικές
επιχειρήσεις. Πρόκειται για την κατάργηση του κεφαλαίου σαν ατομικής ιδιοκτησίας μέσα στα πλαίσια του
ίδιου του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.

3) Μετατροπή του πραγματικά ενεργού κεφαλαιοκράτη σε απλό διευθυντή, διαχειριστή ξένου κεφαλαίου,
και των ιδιοκτητών κεφαλαίου σε απλούς ιδιοκτήτες, απλούς κεφαλαιοκράτες του χρήματος. Και αν ακόμα
τα μερίσματα που εισπράττουν περιλαβαίνουν τον τόκο και το επιχειρηματικό κέρδος, δηλαδή το συνολικό
κέρδος...»[5].

Και στη συνέχεια, συνδέοντας την εμφάνιση του μονοπωλίου, με το διαχωρισμό των λειτουργιών του
διευθυντή από τον κεφαλαιοκράτη, τη λειτουργία του κεφαλαιοκράτη ως κατόχου μετοχών,
αποσπασμένο από τους κινδύνους της συμμετοχής του άμεσα στην παραγωγική διαδικασία, το ρόλο του
κεφαλαιοκράτη κερδοσκόπου χονδρέμπορα ή κατόχου χρηματικού κεφαλαίου που κινείται στη σφαίρα
της ευρύτερης Πίστης, ο Κ. Μαρξ επισημαίνει:

«Είναι η κατάργηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής μέσα στα πλαίσια του ίδιου του
κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, γι’ αυτό είναι μια αυτοαναιρούμενη αντίφαση, που πριν απ’ όλα
παρουσιάζεται σαν απλό μεταβατικό σημείο προς μια νέα μορφή παραγωγής. Σαν τέτια αντίφαση
παρουσιάζεται επίσης στην εμφάνιση. Αποκαθιστά σε ορισμένες σφαίρες το μονοπώλιο και προκαλεί γι’
αυτό την ανάμιξη του κράτους. Αναπαράγει μια νέα οικονομική αριστοκρατία, παράσιτα νέου είδους, με τη
μορφή σχεδιαστών, ιδρυτών και απλώς ονομαστικών διευθυντών. Ενα ολόκληρο σύστημα αγυρτείας και
απάτης σχετικά με τις ιδρύσεις, την έκδοση μετοχών και το εμπόριο μετοχών. Πρόκειται για ατομική
παραγωγή χωρίς τον έλεγχο της ατομικής ιδιοκτησίας.

IV. Αν παραβλέψουμε το καθεστώς των μετοχών - που αποτελεί κατάργηση της κεφαλαιοκρατικής ατομικής
βιομηχανίας πάνω στη βάση του ίδιου του κεφαλαιοκρατικού συστήματος και στο βαθμό, στον οποίο
επεκτείνεται και αγκαλιάζει καινούργιες σφαίρες παραγωγής, εξαφανίζει την ατομική βιομηχανία - η Πίστη
θέτει απόλυτα μέσα σε ορισμένα όρια στη διάθεση του ξεχωριστού κεφαλαιοκράτη, ή αυτού που περνάει για
κεφαλαιοκράτης, ξένο κεφάλαιο και ξένη ιδιοκτησία και κατά συνέπεια ξένη εργασία*. Η διάθεση
κοινωνικού και όχι δικού του κεφαλαίου θέτει στη διάθεσή του κοινωνική εργασία. Το ίδιο το κεφάλαιο,
11
που κατέχει πραγματικά ή που το κατέχει κατά τη γνώμη του κοινού, γίνεται μόνο η βάση για το πιστωτικό
εποικοδόμημα. Αυτό ισχύει ιδίως στο χοντρικό εμπόριο, από τα χέρια του οποίου περνάει το μεγαλύτερο
μέρος του κοινωνικού προϊόντος. Εδώ εξαφανίζονται όλα τα μέτρα, όλοι οι λίγο - πολύ δικαιολογημένοι
ακόμα μέσα στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής λόγοι εξήγησης. Αυτό που διακινδυνεύει
ο κερδοσκοπών χονδρέμπορος είναι κοινωνική και όχι δική του ιδιοκτησία ... Η επιτυχία ή η αποτυχία
οδηγούν εδώ ταυτόχρονα στη συγκεντροποίηση των κεφαλαίων και επομένως στην απαλλοτρίωση στην πιο
κολοσσιαία κλίμακα. Η απαλλοτρίωση επεκτείνεται εδώ από τους άμεσους παραγωγούς στους ίδιους τους
μικρότερους και τους μεσαίους κεφαλαιοκράτες. Αυτή η απαλλοτρίωση είναι η αφετηρία του
κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. ... Αυτή η απαλλοτρίωση, όμως εκφράζεται μέσα στα πλαίσια του
ίδιου του κεφαλαιοκρατικού συστήματος με αντιφατική μορφή, σαν ιδιοποίηση από λίγους της κοινωνικής
ιδιοκτησίας. Και η Πίστη δίνει σ’ αυτούς τους λίγους όλο και περισσότερο τον χαρακτήρα καθαρών
ιπποτών της τύχης. Και επειδή η ιδιοκτησία υπάρχει εδώ με τη μορφή της μετοχής, η κίνησή της και
μεταβίβασή της γίνεται καθαρό αποτέλεσμα του χρηματιστηριακού παιχνιδιού, όπου τα μικρά ψάρια
καταβροχθίζονται από τους καρχαρίες και τα πρόβατα από τους λύκους του χρηματιστηρίου. Στο καθεστώς
των μετοχών υπάρχει ήδη αντίθεση ενάντια στην παλιά μορφή, στην οποία το κοινωνικό μέσο παραγωγής
εμφανίζεται σαν ατομική ιδιοκτησία. Ομως η ίδια η μετατροπή στη μορφή της μετοχής παραμένει ακόμα
κλεισμένη μέσα στα κεφαλαιοκρατικά όρια. Γι’ αυτό, αντί να υπερνικήσει την αντίθεση ανάμεσα στον
χαρακτήρα του πλούτου σαν κοινωνικού και σαν ατομικού πλούτου, της δίνει απλώς νέα μορφή»[6].

Επομένως, η ύπαρξη του χρηματικού κεφαλαίου (του moneyed κεφαλαίου) ως τοκοφόρου κεφαλαίου και
όχι ως μια μορφή (χρηματική) περάσματος του κεφαλαίου, διαφορετική από τις άλλες μορφές κεφαλαίου,
από το εμπορευματικό και από το παραγωγικό κεφάλαιο, έχει τη βάση ύπαρξής του στη μετοχική εταιρία,
προϊόν της καπιταλιστικής συσσώρευσης και της κοινωνικοποίησης της παραγωγής[7].

Το φαινόμενο, λοιπόν, της κερδοσκοπικής λειτουργίας του χρηματικού κεφαλαίου, της εκτεταμένης
διάδοσης (δηλαδή της εκτεταμένης αυτονόμησης στην κίνησή του από την αξία του πραγματικού
κεφαλαίου) είναι αποτέλεσμα της εκτεταμένης διάδοσης της μετοχικής εταιρίας και του ρόλου της
Πίστης στην αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου. Ταυτόχρονα είναι και έκφραση της παρασιτικής
λειτουργίας της καπιταλιστικής παραγωγής σε ιστορικές συνθήκες που η αντίθεση μεταξύ της βαθιά
κοινωνικοποιημένης παραγωγής και της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής αναιρείται αρνητικά
(με τη μετοχική εταιρία) και όχι θετικά (με την κοινωνική ιδιοκτησία).

Στις αρχές του 20ού αιώνα, αστοί και μαρξιστές (ανεξαρτήτως του βαθμού συνέπειάς τους)
οικονομολόγοι ασχολήθηκαν με την εξήγηση αυτών των φαινομένων, μίλησαν για τα μονοπώλια και το
χρηματιστικό κεφάλαιο (ως σύμφυση του βιομηχανικού και τραπεζικού κεφαλαίου - Ν. Μπουχάριν). Στη
βάση αυτών των φαινομένων (συγκέντρωση της παραγωγής και μονοπώλια, οι τράπεζες και ο νέος ρόλος
τους, το χρηματιστικό κεφάλαιο και η χρηματιστική ολιγαρχία, εξαγωγή κεφαλαίων, μοίρασμα του
κόσμου ανάμεσα στις ενώσεις των καπιταλιστών, στις μεγάλες δυνάμεις), ο Λένιν χαρακτήρισε τον τότε
σύγχρονο καπιταλισμό, ως ιμπεριαλισμό, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού. Δηλαδή, εκείνο το στάδιο
ανάπτυξής του που ολοκληρώνεται η ωρίμανση των υλικών προϋποθέσεων για το πέρασμα στο
σοσιαλισμό-κομμουνισμό.

ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΔΙΕΘΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΤΗΣ


ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ, ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ

Με βάση τα όσα σύντομα παρουσιάσαμε παραπάνω, διαπιστώνουμε ότι ο χαρακτήρας των εξελίξεων των
δυο τελευταίων δεκαετιών είναι ο ίδιος με εκείνον που ανέλυσε ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, χαρακτήρας που
στη συνέχεια αναδείχτηκε από τον Λένιν στις αρχές του 20ού αιώνα.

Οι μετοχικές εταιρίες είναι σήμερα η κυρίαρχη μορφή καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
Αποτελούν την κυρίαρχη μορφή οργάνωσης παραγωγής εμπορευμάτων για την καπιταλιστική αγορά όχι
μόνο στους κλάδους της βαριάς βιομηχανίας, στους παραδοσιακούς κλάδους της μεταποίησης που
αναπτύχθηκαν στους προηγούμενους αιώνες, αλλά και στους νέους κλάδους της βιομηχανίας. Το νέο
εκτεταμένο πέρασμα των κρατικών επιχειρήσεων της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών, των μεταφορών,
του τουρισμού σε μετοχικές εταιρίες (αμιγώς ιδιωτικής ιδιοκτησίας μετοχών ή μεικτής
12
ιδιωτικής/κρατικής), που άρχισε στη δεκαετία του 1980 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, είναι έκφραση των
αναγκών της κεφαλαιακής συσσώρευσης και καπιταλιστικής αναπαραγωγής σε μια νέα φάση. Στη φάση
που ξεκίνησε με την εξάντληση των δυνατοτήτων της κεϋνσιανής διαχείρισης του συστήματος, των
κρίσεων της δεκαετίας του 1970, φάση στην οποία αποτυπώνονται ταυτόχρονα και ο συσχετισμός
δυνάμεων αλλά και τα νέα επίπεδα όξυνσης των αντιθέσεων.

Οι νέες διαστάσεις των παλαιών φαινομένων ή οι νέες μορφές εκδήλωσής τους τόσο σε επίπεδο
οικονομίας, όσο και στο εποικοδόμημα, συχνά απολυτοποιούνται και προβάλλονται ως ποιοτικά νέα
φαινόμενα. Ετσι, η ύπαρξη της διεθνικής (πολυεθνικής[8]) μετοχικής εταιρίας προβάλλεται ως νέα
μορφή ιδιοκτησίας και οργάνωσης της παραγωγής, που διαμορφώνει νέα δεδομένα στο εποικοδόμημα,
υπεράνω της εθνο-κρατικής του συγκρότησης. Προβάλλεται ως κινητήρια ταξική δύναμη ενός νέου
τύπου πολιτικής εξουσίας. Τα φαινόμενα της σήψης, του παρασιτισμού και της κερδοσκοπίας, των
οικονομικών κρίσεων, και επομένως της μερικής καταστροφής των παραγωγικών δυνάμεων, της
ανισόμετρης ανάπτυξης μεταξύ καπιταλιστικών οικονομιών, ομάδων κρατών αλλά και εντός ενός εθνικά
συγκροτημένου καπιταλιστικού κράτους, της μεγάλης πόλωσης μεταξύ πλούτου και φτώχειας,
εμφανίζονται ως δεινά ενός συγκεκριμένου τύπου διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης (του
νεοφιλελευθερισμού) ή ως δεινά μιας «υπερκαπιταλιστικής» εξέλιξης (της δικτατορίας των πολυεθνικών,
του «υπεριμπεριαλισμού»).

Αυτές οι αντιλήψεις, συνειδητά ή ασυνείδητα, συγκαλύπτουν, αποσιωπούν το γεγονός ότι τα σημερινά


επίπεδα διεθνοποίησης της παραγωγής, των επενδύσεων, του εμπορίου είναι γεννήματα και εσωτερικά
στοιχεία του καπιταλισμού. Η μετοχική εταιρία αναπτύσσεται στο έδαφος του εθνο-κρατικά συγκροτημένου
καπιταλισμού και από αυτόν αντλεί τη δυνατότητα εξαγωγής μέρους των κεφαλαίων της, μέσω της οποίας
επιδιώκει την απόκτηση πρόσθετου κέρδους.

Η γνώση και συνειδητοποίηση του χαρακτήρα και των πραγματικών διαστάσεων διεθνοποίησης του
εμπορίου, της παραγωγής και των επενδύσεων, χρειάζεται για να προβλεφτούν και να αξιοποιηθούν οι
αντιθέσεις τους από το εργατικό κίνημα, για να αναπτυχθεί η αποτελεσματικότητα της ταξικής πάλης
πρώτ’ απ’ όλα στο κάθε κράτος χωριστά και συντονισμένα και ενιαία κυρίως σε περιφερειακό αλλά και
σε διεθνές επίπεδο.

Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο θα προχωρήσουμε σε μια σύντομη παρουσίαση των σημερινών διαστάσεων
της διεθνοποίησης του εμπορίου, της παραγωγής, των επενδύσεων.

ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ

Η ετήσια Εκθεση του ΠΟΕ εκτιμά ότι το διεθνές εμπόριο ανερχόταν σε 6,2 τρισ. δολάρια το 2000
(περίπου 20% του παγκοσμίου ΑΕΠ), με ρυθμό αύξησής του κατά 12,5% σε σύγκριση με το 1999. Η
Εκθεση προβλέπει επιβράδυνση των ρυθμών αύξησής του το 2001 (7%), λόγω επιβράδυνσης της
αμερικανικής οικονομίας και των συνεπειών αυτής παγκοσμίως. Εξ άλλου οι ΗΠΑ διαθέτουν το
μεγαλύτερο μερίδιο (12,3%) στις παγκόσμιες εξαγωγές, καθώς και το μεγαλύτερο μερίδιο (18,9%) στις
παγκόσμιες εισαγωγές[9].

Σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, για τις αναπτυγμένες οικονομίες των δυτικών κρατών το εξωτερικό
εμπόριο ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 12% το 1913, ποσοστό που προσεγγίστηκε στα μέσα της δεκαετίας
του 1970 και που άγγιξε το 20% στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ενώ ο όγκος των εξαγωγών αυξήθηκε
κατά 20 φορές[10].

Σε μελέτη του Paul Hirst διαπιστώνεται ότι ο ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου εμπορίου ήταν
μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο ρυθμό αύξησης του παγκόσμιου προϊόντος σε τρεις διαφορετικές
περιόδους: Την περίοδο 1870-1914 ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του εμπορίου ήταν 3,5%, ενώ ο
αντίστοιχος ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου προϊόντος ήταν 3,45%. Η οριακή αυτή διαφορά
διευρύνθηκε την περίοδο 1950-1973 με το παγκόσμιο εμπόριο να αυξάνεται κατά 9,4% και το παγκόσμιο
προϊόν κατά 5,3%. Ο ρυθμός αύξησης του εμπορίου συνεχίστηκε στα ίδια υψηλά επίπεδα του 9% κατά
την περίοδο 1983-1990[11].
13
Αξίζει να σημειώσουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος του διεθνούς εμπορίου διεξάγεται μεταξύ των
αναπτυγμένων οικονομιών. Ενδεικτικά σημειώνουμε ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1990 το μερίδιο
εισαγωγών (εκτός πετρελαίου) στις ΗΠΑ προερχόμενες από φτωχές και μεσαίου εισοδήματος
οικονομίες, αν και βαθμιαία είχε αυξηθεί, αποτελούσε το ένα τρίτο των συνολικών της εισαγωγών. Τα
άλλα δυο τρίτα προερχόντουσαν από τον Καναδά, την Ευρώπη και την Ιαπωνία[12].

Ακόμη, μια μελέτη εξέλιξης των κρατικών μεριδίων στις παγκόσμιες εξαγωγές για την περίοδο 1950-
1990 (δυστυχώς δεν διαθέτουμε συγκρίσιμα στοιχεία και για τη δεκαετία του 1990) δείχνει ότι οι
σημαντικές μεταβολές αφορούσαν τις ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες και συντελέστηκαν κυρίως
υπέρ της Δυτικής Γερμανίας (12,4% το 1990, ενώ 3,4% το 1950) και της Ιαπωνίας (8,7% το 1990, ενώ
1,4% το 1950) και με υποχώρηση των μεριδίων των ΗΠΑ (11,9% το 1990, ενώ 17,4% το 1950) και του
Ην. Βασιλείου (5,6% το 1990, ενώ 10,7% το 1950). Την ίδια περίοδο σημαντική είναι η εξέλιξη του
μεριδίου της Ν. Κορέας (1990 2,0%, ενώ λιγότερο του 0,5% το 1950). Βεβαίως πρόκειται για εξέλιξη
«φυσιολογική» με τη μεταπολεμική ανόρθωση της Γερμανίας και της Ιαπωνίας[13].

Χαρακτηριστική είναι η διαμόρφωση των μεριδίων των χωρών του ΟΟΣΑ στο διεθνές εμπόριο αγαθών
με ένταση έρευνας και τεχνολογίας, όπως καταγράφεται το Δεκέμβρη του 1995: Ιαπωνία 21%, ΗΠΑ
19%, Γερμανία 16%, Βέλγιο-Ολλανδία-Λουξεμβούργο 8%, Γαλλία 8%, Μ. Βρετανία 7%, Ιταλία 5%,
Καναδάς 4%, Ελβετία 3%, Σουηδία 2%, Υπόλοιπες χώρες 2%[14].

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου είναι υπόθεση της καπιταλιστικής ανάπτυξης
που διαμορφώνεται και εξελίσσεται στο οικονομικό «έδαφος» των καπιταλιστικών κρατών.

Ο Paul Bairoch[15] δίνει την εξέλιξη του μεριδίου των χωρών του τρίτου κόσμου στην οικονομία της
αγοράς στις συνολικές εξαγωγές των αναπτυγμένων δυτικών χωρών, ως ποσοστό, για την περίοδο 1900-
1990.

ΜΕΡΙΔΙΟ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΩΝ ΕΞΑΓΩΓΩΝ ΤΩΝ


ΑΝΑΠΤΥΓΜΕΝΩΝ ΔΥΤΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ

1900 1938 1955 1970 1980 1990


Σύνολο αναπτυγμένων δυτικών
13,5 22,7 27,7 18,4 23,3 18,7
χωρών
Δυτική Ευρώπη 14,2 21,4 25,5 13,7 17,3 11,7
ΗΠΑ 11,2 26,8 37,3 29,6 36,2 33,9
Ιαπωνία 30,0 49,1 57,7 40,0 45,4 39,5

Παρατηρούμε σημαντικές αυξομειώσεις κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα με διαχρονική ανοδική τάση
για την Ιαπωνία (η οποία άλλωστε λειτουργεί ως κέντρο στη Ν. και Ν.Α. Ασία, από 30,0% το 1900 σε
39,5% το 1990) και για τις ΗΠΑ (από 11,2% το 1900 σε 33,9% το 1990).

Ενδιαφέρον έχουν τα στοιχεία που παρουσιάζει ο Στ. Τομπάζος[16]: Το 1993, η ομάδα των Επτά - G7
(ΗΠΑ, Καναδάς, Ιαπωνία, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ην. Βασίλειο) πραγματοποιούν το 52,8% των
παγκόσμιων εξαγωγών και το 49,8% των παγκόσμιων εισαγωγών. Οι εξαγωγές των άλλων ανεπτυγμένων
κρατών είναι 19,6% και οι εισαγωγές το 21,3%. Δηλαδή το 1993 οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές
οικονομίες πραγματοποιούν το 72,4% των παγκόσμιων εξαγωγών και το 70,9% των παγκόσμιων
εισαγωγών.

Το 1997 οι εξαγωγές της Βόρειας Αμερικής, της Δυτικής Ευρώπης και της Ιαπωνίας μαζί
αντιπροσώπευαν 67,8% των παγκόσμιων εξαγωγών και οι εισαγωγές τους 67,5%. Αν προσθέσουμε σε
αυτά τα ποσοστά τη συμμετοχή της Λατινικής Αμερικής και τη συμμετοχή των έξη χωρών της
ανατολικής Ασίας, τα ποσοστά αυτά ανέρχονται στο 83,5% και 84,1% αντίστοιχα.

14
Το 1997 η συμμετοχή ολόκληρης της Αφρικής, της Κίνας και της Ασίας πλην Ιαπωνίας ήταν μόνο 23,5%
στις εξαγωγές και 22,9% στις εισαγωγές, ενώ οι λεγόμενες μεταβατικές οικονομίες δεν αντιπροσώπευαν
παρά μόνο το 3,4% των παγκόσμιων εξαγωγών και 3,5% των εισαγωγών[17].

Αν υπολογίσουμε και το ότι το 55% του διεθνούς εμπορίου των κρατών-μελών της ΕΕ είναι
ενδοκοινοτικό εμπόριο[18], επιβεβαιώνεται το συμπέρασμα ότι το συντριπτικά μεγάλο μέρος του
διεθνούς εμπορίου διεξάγεται μεταξύ των αναπτυγμένων οικονομιών.

Αξιοσημείωτη είναι η εκτίμηση της Banque des reglements internationaux (B. R. I): «Παρόλο που από το
1982 η διόγκωση του εμπορίου και των Αμεσων Επενδύσεων Εξωτερικού είναι εντυπωσιακή, οδηγεί
απλώς την παγκοσμιοποίηση και τη διεθνοποίηση σε επίπεδα πριν από το 1914, και ακόμη, σύμφωνα με
κάποια κριτήρια, όχι εντελώς. Οσον αφορά στο εμπόριο ως προς το ΑΕΠ, η Ιαπωνία είναι λιγότερο
ανοικτή αυτή τη στιγμή παρά πριν από το 1914. Εξάλλου, αν οι Α. Ε. Εξ. αντιπροσωπεύουν σήμερα 5-
6% των μεικτών εσωτερικών επενδύσεων στα βιομηχανικά κράτη, αντιπροσώπευαν γύρω στο 100% στο
Ηνωμένο Βασίλειο κατά τα πρώτα δέκα χρόνια του αιώνα»[19].

Συμπέρασμα: Σε γενικές γραμμές, οι ρυθμοί αύξησης του διεθνούς εμπορίου δεν είναι πρωτοφανείς ούτε
δικαιολογούν το μύθο του «σύγχρονου κόσμου του ελεύθερου εμπορίου».

Μετά τον πόλεμο εξελίσσεται προοδευτικά η μείωση της δασμολογίας μέχρι το 1980, κατάσταση που
διαμορφώνεται μέσω διεθνών διαπραγματεύσεων και συνθηκών: Γενική Συμφωνία Δασμών και
Εμπορίου (GATT) του 1947, Εκτη Πολυμερής Εμπορική Συμφωνία (Γύρος Κένεντυ) του 1967, Γύρος
του Τόκιο του 1979. Ο επόμενος γύρος των διαπραγματεύσεων, της Ουρουγουάης, συναντά μεγαλύτερες
δυσκολίες και συνοδεύεται από νέα έξαρση προστατευτικών πιέσεων, βαθμιαία αύξηση των περιορισμών
του διεθνούς εμπορίου με ταυτόχρονη προώθηση της απελευθέρωσής του σε περιφερειακό επίπεδο. Η
εξέλιξη αυτή δεν είναι τυχαία. Αντανακλά τη σχετική αποδυνάμωση της διεθνούς οικονομικής θέσης των
ΗΠΑ συγκριτικά με εκείνη που κατείχε κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, τότε που οι ΗΠΑ είχαν
πάρει το ρόλο της Μ. Βρετανίας. Στην αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων έπαιξε ρόλο και η αναβάθμιση
της θέσης της μεταπολεμικής Ιαπωνίας και της Γερμανίας, διαδικασία που επιταχύνθηκε για τη Γερμανία
με την καπιταλιστική παλινόρθωση στα σοσιαλιστικά καθεστώτα της Κ. και Αν. Ευρώπης.

Η Συμφωνία του Μαρακές (1994) αντανακλά τη νέα κατάσταση, αποτελεί μια ορισμένη αποτύπωση του
συσχετισμού των δυνάμεων, ο οποίος είναι σε εξέλιξη (ο ρόλος της Κίνας στη διεθνή καπιταλιστική
αγορά -και ειδικότερα στην ασιατική- ο συσχετισμός δυνάμεων στην Ανατολική Ασία, η πορεία της
καπιταλιστικής ανασυγκρότησης της Ρωσίας, ο ρόλος της Γερμανίας στην Κεντρική Ευρώπη, οι
οικονομικές σχέσεις της ΕΕ με τη Ρωσία και την Κίνα είναι σε εξέλιξη).

Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΩΣ ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ


ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Από την πλευρά της παραγωγής, η αξία της παραγωγής κάτω από τη κοινή διαχείριση των διεθνικών
(γνωστότερες ως πολυεθνικές) εταιριών (συγγενείς εταιρίες και υποκαταστήματα στο εξωτερικό)
ανέρχεται περίπου στο 25% της παγκόσμιας παραγωγής, το ένα τρίτο από το οποίο σε φιλοξενούσες
χώρες (χώρες εισροής αμέσων ξένων επενδύσεων)[20]. Εκφρασμένο αυτό το ένα τρίτο σε μερίδιο της
παγκόσμιας παραγωγής αποτελεί μόλις το 8,3% αυτής.

Πέραν τούτου, ένα μέρος των κερδών των αρχικώς εισρεόντων κεφαλαίων επανεπενδύονται στην
επιχείρηση της φιλοξενούσας χώρας και έτσι συμμετέχουν σε ένα νέο κύκλο καπιταλιστικής
συσσώρευσης σε αυτήν, η οποία βεβαίως δεν παύει να λειτουργεί ως εθνοκρατικά συγκροτημένη
καπιταλιστική οικονομία.

Τα κεφάλαια, οι ισχυρές καπιταλιστικές ομάδες έχουν έναν «εθνικό» δεσμό. Οι όροι αναπαραγωγής τους
(επίπεδο μισθών, φορολόγησης, όροι δανειοδότησης, τελωνειακή προστασία, κρατικές επιχορηγήσεις και
παραγγελίες, επιδοτήσεις εξαγωγών και άλλα) διαμορφώνονται πρωτίστως στα πλαίσια των εθνικών
κρατών. Ταυτόχρονα οι πηγές κέρδους τους κατανέμονται και σε κράτη πέραν του μητρικού τους και
15
επομένως υπάρχει υλική βάση για διευθέτηση των όρων αναπαραγωγής τους με διακρατικές συμφωνίες
(π.χ. για συμφωνίες μη διπλής φορολόγησης, κανονιστικές ρυθμίσεις), αποτελούν τη βάση εξέλιξης του
διεθνούς δικαίου (ως δικαίου του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος). Στη βάση αυτών των αναγκών
μπορεί να αναπτυχθούν και συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ τμημάτων του κεφαλαίου και την
πολιτική εξουσία της γενέτειρας χώρας ή των φιλοξενουσών κρατών. Ακόμη, συμφέροντα διαφορετικών
ομάδων του κεφαλαίου να μην αντανακλούν σε επίπεδο πολιτικής τους πραγματικούς συσχετισμούς στο
εσωτερικό της καπιταλιστικής τάξης ενός κράτους ή μεταξύ διαφορετικών κρατών. Εκδηλώσεις τέτιων
αντιθέσεων αποτελούν οι αποκαλύψεις σκανδάλων άμεσης διαπλοκής κυβερνητικών πολιτικών με
μονοπώλια, εναλλαγή ή αλλαγή στήριξης κομμάτων για άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας από τις
ισχυρότερες καπιταλιστικές ομάδες, αντιθέσεις ομάδων της ολιγαρχίας στη διαμόρφωση της
νομισματικής πολιτικής, αντιθέσεις μεταξύ δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, εμπορικοί
πόλεμοι μεταξύ κρατών κλπ.

Επισήμανση: Η μονομερής προβολή τέτοιων στοιχείων και αντιθέσεων, αποσπασμένη από τη διαλεκτική
σχέση οικονομικής κυριαρχίας - πολιτικής εξουσίας, οδηγεί, κατά τη γνώμη μας, σε λαθεμένες
αντιλήψεις για «κυριαρχία των πολυεθνικών επί των εθνικών κρατών». Οδηγεί σε ουτοπικές ή
παραπλανητικές διαπιστώσεις για την καταδίκη των υποανάπτυκτων οικονομιών στην καθυστέρηση.
Καταδίκη η οποία δεν αποδίδεται στις αντιφάσεις του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος σε σχέση με
τις ιστορικές συνθήκες διαμόρφωσης των εθνο-κρατικών συστατικών του, αλλά αποδίδεται στις
«στρεβλώσεις» και «παρεκκλίσεις» του καπιταλισμού.

Η ουσία του ζητήματος ήταν και παραμένει ότι η εξαγωγή κεφαλαίων, γέννημα του καπιταλισμού,
«επιδρά στην ανάπτυξη του καπιταλισμού στις χώρες όπου κατευθύνεται και την επιταχύνει εξαιρετικά.
Γι’ αυτό το λόγο, αν η εξαγωγή αυτή είναι ικανή ως ένα ορισμένο βαθμό να φέρει μια κάποια
στασιμότητα στις χώρες που εξάγουν κεφάλαιο, αυτό μπορεί να γίνει μόνο με τίμημα το άπλωμα και το
βάθεμα της παραπέρα ανάπτυξης του καπιταλισμού σ’ όλο τον κόσμο»[21]. Η εκτίμηση αυτή
επαληθεύθηκε από την εξέλιξη κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.

Ο ΟΓΚΟΣ, Η ΜΕΤΑΒΟΛΗ, Ο ΚΛΑΔΙΚΟΣ ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΞΕ

Σημαντικός δείκτης προσδιορισμού του επιπέδου διεθνοποίησης της παραγωγής είναι οι Αμεσες Ξένες
Επενδύσεις (Foreign Direct Investment - FDI) / ΑΞΕ[22]. Ωστόσο η μέτρησή τους παρουσιάζει σοβαρά
μεθοδολογικά και στατιστικά προβλήματα, με αποτέλεσμα έναν ορισμένο βαθμό - ίσως σημαντικό -
σφάλματος στις συγκρίσεις μεταξύ κρατών και περιφερειών. Ακόμη δυσχερέστερη γίνεται η σύγκριση
ανάλογων στοιχείων χρονικών σειρών των τελευταίων δεκαετιών με εκείνα των πρώτων δεκαετιών του
20ου αιώνα, των πρώτων δεκαετιών της μεταπολεμικής περιόδου κλπ. Παρ’ όλα αυτά, η χρησιμοποίηση
των υπαρχόντων στοιχείων μπορεί να μας οδηγήσει με αρκετή ασφάλεια στην ανάδειξη των τάσεων.

Σύμφωνα με στοιχεία της UNSTAND:

? Το 1997 οι εισροές ΑΞΕ ανέρχονταν σε 464 δισ. δολάρια (ποσοστό 1,58% επί του ΑΕΠ) και
αποτελούσαν το 7,84% του παγκόσμιου ακαθάριστου παγίου κεφαλαίου. Για το ίδιο έτος οι εκροές ΑΞΕ
ανέρχονταν σε 475 δισ. δολάρια (ποσοστό 1,62% επί του παγκοσμίου ΑΕΠ) και αποτελούσαν το 8,03%
του παγκόσμιου ακαθάριστου παγίου κεφαλαίου.

Ο ρυθμός μεταβολής των εισροών και εκροών ΑΞΕ 1998/1997 είναι αντιστοίχως 38,7% και 36,6%, αφού
προηγήθηκε η χρονική περίοδος 1991-1996 με πτώση του ρυθμού μεταβολής συγκριτικά με εκείνον της
περιόδου 1986-1990 (24,3% και 27,3% αντιστοίχως).

Το 1998, οι εισροές ΑΞΕ ανέρχονταν σε 644 δισ. δολάρια (ποσοστό που δεν ξεπερνά το 2,2% του
παγκόσμιου ΑΕΠ) και οι εκροές ΑΞΕ σε 649 δισ. δολάρια. Προκαταρκτικά στοιχεία δείχνουν ότι οι
παγκόσμιες εισροές ΑΞΕ αυξήθηκαν κατά το ένα τέταρτο και πάνω το 1999, φθάνοντας τα 820 δισ.
δολάρια[23]. Ο μεγαλύτερος ρυθμός μεταβολής των εισροών και εκροών ΑΞΕ 1998/1997 δεν αλλάζει
θεαματικά το μερίδιό τους ως ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ και του ακαθάριστου παγίου κεφαλαίου.

16
Αυτό ισχύει και το 2000, παρ’ όλο που ορισμένες πρώτες εκτιμήσεις ανεβάζουν τις ΑΞΕ στο 1 τρισ.
δολάρια, ξεπερνώντας το 3% ως ποσοστό του παγκοσμίου ΑΕΠ.

Το μεγάλο μέρος αύξησης των ΑΞΕ τόσο κατά τη δεκαετία του ’80, όσο και στο β΄ μισό της δεκαετίας
του ’90, οφείλεται στις διασυνοριακές συγχωνεύσεις και εξαγορές, το οποίο αφορά τα τρία κέντρα
(ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία).

Η Εκθεση της UNSTAND εκτιμά ότι, κρίνοντας από τα στοιχεία για το συνολικό κεφάλαιο ΑΞΕ, το
μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς παραγωγής στις αναπτυγμένες χώρες είναι στις υπηρεσίες και το
μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς παραγωγής στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι στην μεταποίηση. Και για
τις δυο ομάδες χωρών οι ΑΞΕ στον πρωτογενή τομέα μειώθηκαν, ενώ οι ΑΞΕ στις υπηρεσίες κερδίζουν
έδαφος και στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Ακόμη σημειώνεται ότι οι ΑΞΕ είναι όλο και πιο πολύ στραμμένες προς δραστηριότητες τεχνολογικής
έντασης και τα τεχνολογικά πάγια κεφάλαια γίνονται όλο και περισσότερο σημαντικά για τη διατήρηση
και διεύρυνση της ανταγωνιστικότητας των διεθνικών εταιριών.

Η εικόνα της εξέλιξης των ΑΞΕ κατά την περίοδο 1986-1998 αποτυπώνεται στον παρακάτω πίνακα.

ΠΙΝΑΚΑΣ 1

Επιλεγμένοι δείκτες ΑΞΕ και διεθνούς παραγωγής 1986-1998

(δις δολάρια και ποσοστά)


Αξία σε τρέχουσες τιμές Ετήσιος ρυθμός μεταβολής

(δις δολάρια) (%)


1986- 1991-
ΘΕΜΑ 1996 1997 1998 1996 1997 1998
1990 1995
Εισροές ΑΞΕ 359 464 644 24,3% 19,6% 9,1% 29,4% 38,7%
Εκροές ΑΞΕ 380 475 649 27,3% 15,9% 5,9% 25,1% 36,6%
Εσωστρεφές κεφάλαιο ΑΞΕ 3.086 3.437 4.088 17,9% 9,6% 10,6% 11,4% 19,0%
Εξωστρεφές κεφάλαιο ΑΞΕ 3.145 3.423 4.117 21,3% 10,5% 10,7% 8,9% 20,3%
21,0%
Διασυνοριακές Σ & Αa 163 236 411 b 30,2% 15,5% 45,2% 73,9%
Πωλήσεις των υποκαταςτημάτων στο 11.427 17,5%
9.372 9.728 c c 16,6% 10,7% 11,7% 3,8% c c
εξωτερικό
Ακαθάριστο προϊόν των 17,1%
2.026 2.286 c 2.677 c 16,8% 7,3% 6,7% 12,8% c c
υποκαταστημάτων στο εξωτερικό
Συνολικά πάγια κεφάλαια των 12.211 14.620 19,7%
11.246c c c 18,5% 13,8% 8,8% 8,6% c c
υποκαταστημάτων στο εξωτερικό
Εξαγωγές των υποκαταςτημάτων στο 14,9%
1.841 2.035 c 2.338 c 13,5% 13,1% -5,8% 10,5% c c
εξωτερικό
Απασχόληση των υποκαταστημάτων 31.630 35.074 10,9%
30.941 c c 5,9% 5,6% 4,9% 2,2% c c
στο εξωτερικό (000)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
ΑΕΠ σε κόστος παραγόντων 29.024 29.360 - 12,0% 6,4% 2,5% 1,2% -
Σχηματισμός ακαθαρίστου σταθερού
6.072 5.917 - 12,1% 6,5% 2,5% -2,5% -
κεφαλαίου
Ποσοστά και εισπράξεις αμοιβών 57 60 - 22,4% 14,0% 8,6% 3,8% -
c
Εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών μη 6.523 6.710 6.576 15,0% 9,3% 5,7% 2,9% -2,0% c
17
παραγόντων
πηγή: UNCTAD, ΠΕΕ 1999: Οι ΑΞΕ και η Πρόκληση της Ανάπτυξης, Πίνακας Ι.2, σελ. 9.

A: Μόνο επενδύσεις μειοψηφίας

b: Μόνο 1987-1990

c: Εκτιμήσεις

Σημείωση: Δεν συμπεριλαμβάνεται στον πίνακα η αξία των παγκοσμίων πωλήσεων των υποκαταστημάτων
στο εξωτερικό, που συνδέονται με τις συγγενείς εταιρίες και μέσω μη-μετοχικών σχέσεων και το
ακαθάριστο προϊόν, τα συνολικά πάγια κεφάλαια, οι εξαγωγές και η απασχόληση των υποκαταστημάτων
στο εξωτερικό εκτιμούνται συγκρίνοντας τα παγκόσμια στοιχεία των υποκαταστημάτων στο εξωτερικό των
πολυεθνικών εταιριών της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ (για πωλήσεις και
απασχόληση) και εκείνα της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ (για εξαγωγές), εκείνα των ΗΠΑ (για ακαθάριστο
προϊόν), εκείνα της Γερμανίας και των ΗΠΑ (για πάγια κεφάλαια) στην βάση των μεριδίων των χωρών
αυτών στο παγκόσμιο εξωστρεφές κεφάλαιο ΑΞΕ.

Η ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΑΞΕ

Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής:

Τρεις είναι οι βασικές πηγές ξένων επενδύσεων: οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα.
Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κατά την περίοδο 1986 έως και το 1991,
οι ΑΞΕ που πραγματοποίησαν η Κοινότητα, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία ανήλθαν συνολικά σε 370.000
εκατομμύρια ECU περίπου. Η Κοινότητα και η Ιαπωνία πραγματοποίησαν η κάθε μια χώρα χωριστά
ΑΞΕ 163.000 εκατομμύρια ECU περίπου. Κατά συνέπεια, οι συνολικές ΑΞΕ των ΗΠΑ ανήλθαν σε
48.000 εκατομμύρια ECU κατά την εν λόγω περίοδο, ποσό που αντιπροσωπεύει λιγότερο από το ένα
τρίτο των επενδύσεων της Κοινότητας είτε της Ιαπωνίας. Τα στοιχεία επίσης δείχνουν ότι οι εκροές
επενδύσεων από την Κοινότητα και την Ιαπωνία ήσαν μεγαλύτερες από τις εισροές (ιδίως στην
περίπτωση της Ιαπωνίας), ενώ οι ΗΠΑ ήταν σημαντικός καθαρός αποδέκτης ξένων επενδύσεων.

Τα στοιχεία, εντούτοις, δεν περιλαμβάνουν τα επανεπενδυθέντα κέρδη, τα οποία, σύμφωνα με τις


εκτιμήσεις, είναι δυνατόν να ανέρχονται στο 80% των συνολικών αμερικανικών ΑΞΕ στην αλλοδαπή. Η
Κοινότητα υπήρξε σημαντικός αποδέκτης αμερικανικών επενδύσεων και μέχρι το 1988 το συσσωρευθέν
απόθεμα υπολογίζεται σε 107.000 εκατομμύρια ECU περίπου. Πράγματι, πολλές ξένες αμερικανικές
επιχειρήσεις είναι εγκατεστημένες στην Ευρώπη για τόσο μεγάλο διάστημα που δεν θεωρούνται πλέον
ξένοι επενδυτές[24].

Παλαιότερη μελέτη (1991), στην οποία αναφέρονται οι Samuel Bowles και Richard Edwards, σχετικά με
τον τόπο εγκατάστασης των επενδύσεων που έχουν πραγματοποιηθεί από τις πολυεθνικές των ΗΠΑ,
δείχνει ότι το 75% των ξένων περιουσιακών τους στοιχείων είναι τοποθετημένα στις αναπτυγμένες χώρες
(17% στον Καναδά, 16% στο Ην. Βασίλειο, 7% στη Γερμανία, 6% στην Ελβετία, 4% στην Αυστραλία,
4% στη Γαλλία, 4% στην Ολλανδία, 3% στην Ιαπωνία, 3% στην Ιταλία, 11% σε άλλες αναπτυγμένες
χώρες) και μόνο το 25% σε όλες μαζί τις υπό ανάπτυξη χώρες (18% στη Λατινική Αμερική, 4% στην
Ασία, 3% σε άλλες υπό ανάπτυξη χώρες). Τα κεφαλαιουχικά αγαθά αποτιμώνται, στη συγκεκριμένη
μελέτη, στο κόστος αντικατάστασής τους, σύμφωνα με την τρέχουσα κατάστασή τους και όχι με βάση το
ενδεχομένως παραπλανητικό κόστος που είχε το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο όταν αγοράσθηκε ή
κατασκευάστηκε (αριθμητικά μεγέθη υπολογισμένα με στοιχεία του Υπ. Εμπορίου των ΗΠΑ)[25].

Ο παρακάτω πίνακας δείχνει την εξέλιξη της περιφερειακής κατανομής των ΑΞΕ για την τετραετία 1995-
1998.

18
ΠΙΝΑΚΑΣ 2

Περιφερειακή κατανομή εισροών και εκροών ΑΞΕ: 1995-1998 (ποσοστά)


Περιοχές Εισροές Εκροές
1995 1996 1997 1998 1995 1996 1997 1998
ΑΝΑΠΤΥΓΜΕΝΕΣ ΧΩΡΕΣ 63,4% 58,8% 58,9% 71,5% 85,3% 84,2% 85,6% 91,6%
Δυτική Ευρώπη 37,0% 32,1% 29,1% 36,9% 48,9% 53,7% 50,6% 62,6%
Ευρωπαϊκή Ενωση 35,1% 30,4% 27,2% 35,7% 44,7% 47,9% 46,0% 59,5%
Υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη 1,8% 1,8% 1,9% 1,2% 4,2% 5,8% 4,6% 3,1%
ΗΠΑ 17,9% 21,3% 23,5% 30,0% 25,7% 19,7% 23,1% 20,5%
Ιαπωνία - 0,1% 0,7% 0,5% 6,3% 6,2% 5,5% 3,7%
Αλλες αναπτυγμένες χώρες 8,5% 5,3% 5,6% 4,1% 4,4% 4,6% 6,4% 4,9%
ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΕΣ
32,3% 37,7% 37,2% 25,8% 14,5% 15,5% 13,7% 8,1%
ΧΩΡΕΣ
Αφρική 1,3% 1,6% 1,6% 1,2% 0,1% - 0,3% 0,1%
Λατινική Αμερική/Καραϊβική 10,0% 12,9% 14,7% 11,1% 2,1% 1,9% 3,3% 2,4%
Αναπτυσσόμενη Ευρώπη 0,1% 0,3% 0,2% 0,2% - - 0,1% -
Ασία 20,7% 22,9% 20,6% 13,2% 12,3% 13,6% 10,0% 5,6%
Δυτική Ασία -0,1% 0,2% 1,0% 0,7% -0,2% 0,6% 0,4% 0,3%
Κεντρική Ασία 0,4% 0,6% 0,7% 0,5% - - - -
Νότια, Ανατολική & Ν. Α.
20,4% 22,1% 18,9% 12,0% 12,5% 13,0% 9,6% 5,3%
Ασία
Ειρηνικός 0,2% 0,1% - - - - - -
ΚΕΝΤΡΙΚΗ & ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ
4,3% 3,5% 4,0% 2,7% 0,1% 0,3% 0,7% 0,3%
ΕΥΡΩΠΗ
100,0% 100,0% 100,0% 100,0% 100,0% 100,0% 100,0% 100,0%
ΠΗΓΗ: UNCTAD, ΠΕΕ 1999:Οι ΑΞΕ και η πρόκληση της ανάπτυξης, Πίνακας 1.3, σελ. 20

Στην περιφερειακή κατανομή εισροών και εκροών ΑΞΕ για την τετραετία 1995-1998, παρατηρούμε:
Αύξηση του μεριδίου των αναπτυγμένων χωρών από 63,4% σε 71,5% επί του συνόλου των εισροών και
από 85,3% σε 91,6% επί του συνόλου των εκροών. Μείωση του μεριδίου των αναπτυσσομένων χωρών
από 32,3% σε 25,8% επί του συνόλου των εισροών και από 14,5% σε 8,1% επί του συνόλου των εκροών.
Μείωση του μεριδίου των χωρών της Κεντρ. και Αν, Ευρώπης από 4,3% σε 2,7% επί του συνόλου των
εισροών, αλλά αύξηση του μεριδίου τους από 0,1% σε 0,3% επί του συνόλου των εκροών.

Το μεγαλύτερο μέρος των ΑΞΕ κατευθύνεται στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες, με τάση
εμφανούς υποχώρησης του μεριδίου που κατευθυνόταν στις αναπτυσσόμενες χώρες (κυρίως της Ασίας
και της Λατινικής Αμερικής / Καραϊβικής) κατά το β΄ μισό της δεκαετίας του 1990, με αυξητική τάση
όσον αφορά την Κίνα.

Από τις αναπτυγμένες χώρες το μεγαλύτερο μερίδιο εισροών και εκροών αφορά την ΕΕ (35,7% επί του
συνόλου και 59,5% αντιστοίχως, συμπεριλαμβανομένων βεβαίως και των εντός της ΕΕ μετακινήσεων
των κεφαλαίων) με αντίστοιχα μερίδια των ΗΠΑ 30,0% (συνολικών εισροών) και 20,5% (συνολικών
εκροών).

Από τις αναπτυσσόμενες χώρες, παρά την πτωτική τάση στην 4ετία, το μεγαλύτερο μερίδιο, στο σύνολο
των εισροών/εκροών αφορά την Ασία (13,2% και 5,6% αντιστοίχως), την Νότια, Ανατολική και Ν. Α
Ασία (12,0% και 5,3% αντιστοίχως) και τη Λατινική Αμερική / Καραϊβική (11,1% και 2,4%), ενώ τα
μερίδια της Αφρικής, της αναπτυσσόμενης Ευρώπης και της Δυτικής Ασίας είναι ασήμαντα στις εισροές
και σχεδόν ανύπαρκτα στις εκροές.
19
Η Κίνα αποτελεί τη χώρα με τις μεγαλύτερες εισροές ΑΞΕ (45 δισ. δολάρια το 1998) στην
αναπτυσσόμενη (εκτός Ιαπωνίας) περιοχή της Ασίας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας
(Μελέτη για την Ανατολική Ασία) η Κίνα, μετά τις ΗΠΑ, έχει τις περισσότερες εισροές ΑΞΕ, με τις
οποίες καλύπτει το 10-15% της εγχώριας επένδυσης. Οι ΑΞΕ είναι η κυρίαρχη μορφή εισροής ξένου
κεφαλαίου στην Κίνα, δεδομένου ότι υπάρχουν κυβερνητικά κίνητρα γι’ αυτήν, ενώ οι άλλες μορφές
(εξωτερικός δανεισμός και επενδύσεις χαρτοφυλακίου) υφίστανται αυστηρότερους περιορισμούς.

Η Λατινική Αμερική και η Καραϊβική αποτελούν όλο και περισσότερο πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ των
ΗΠΑ και της ΕΕ. Η Ισπανία έχει γίνει σημαντικός επενδυτής σε αυτή την περιοχή, καλύπτοντας το 1/3
όλων των ευρωπαϊκών ΑΞΕ.

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΑΞΕ ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΠΑΓΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Σύμφωνα με τα στοιχεία της UNSTAND, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των συνολικών παγίων
κεφαλαίων των υποκαταστημάτων στο εξωτερικό είναι πτωτικός για την πενταετία 1991-1995 (13,8%)
σε σχέση με εκείνο της πενταετίας 1986-1990 (18,5%), για το 1996/1995 (8,8%), το 1997/1996 (8,6%)
και αυξητικός μόνο για το 1998/1997 (19,7% σύμφωνα με εκτιμήσεις και όχι οριστικά στοιχεία).

Ειδικότερα όσον αφορά τις ΑΞΕ ως ποσοστό των παραγωγικών επενδύσεων στα τρία (3) ιμπεριαλιστικά
κέντρα: Στην εικοσαετία 1975-1995, για την ΕΕ-15, παρατηρείται αυξητική συμμετοχή τόσο των
εισροών (1975: 2,6% των Μεικτών Επενδύσεων Παγίου Κεφαλαίου, 1995: 7%) όσο και των εκροών
(1975: 2,6% των Μεικτών Επενδύσεων Παγίου Κεφαλαίου, 1995: 8,3%, με μια μικρή υποχώρηση σε
σχέση με το 1990: 9,5%). Η ίδια τάση παρατηρείται και για τις ΗΠΑ: Εισροές: 1975: 0,9% των Μεικτών
Επενδύσεων Παγίου Κεφαλαίου, 1995: 4,9%. Εκροές: 1975: 5,1% των Μεικτών Επενδύσεων Παγίου
Κεφαλαίου, 1995: 7,8%. Ενώ για την Ιαπωνία είναι διαφορετική η τάση των Εισροών 1975: 0,1%, 1995:
0,0%. Εκροές: 1975: 1,1% των Μεικτών Επενδύσεων Παγίου Κεφαλαίου, 1995: 1,5% (πτωτική ως προς
το 5,1% του 1990)[26].

Ενας δείκτης που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι η ποσοστιαία έκφραση των ΑΞΕ ως προς το
σχηματιζόμενο ακαθάριστο σταθερό κεφάλαιο, κατά γεωγραφική περιοχή, ως ετήσιος μέσος όρος για
τρεις χρονικές περιόδους: 1971-1980, 1981-1990 και 1991-1997.

20
Παρατηρούμε ότι ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο η αυξητική τάση δεν οδηγεί σε μεγάλες αλλαγές (την
περίοδο 1991-1997 προσεγγίζει το 5%), με την ίδια τάση και περίπου ίδια ποσοστά για τις αναπτυγμένες
χώρες, στη Λατινική Αμερική/Καραϊβική και στην Αφρική/νότια της Σαχάρας η αναλογία αυξάνει κατά
την περίοδο 1991-1997 και προσεγγίζει το 10% του ακαθάριστου σταθερού κεφαλαίου. Σε μικρότερη
έκταση η ίδια τάση παρατηρείται για τις αναπτυσσόμενες χώρες, για τη Νότια-Ανατολική-Ν. Α. Ασία και
Κ. και Αν. Ευρώπη με ποσοστό προσεγγίζον το 8%.

Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι η ποσοστιαία συμβολή των ΑΞΕ στο σχηματισμό ακαθαρίστου σταθερού
κεφαλαίου σε αναπτυσσόμενες περιφέρειες είναι αντιστρόφως ανάλογη με το μερίδιο των εισροών ΑΞΕ
σε αυτές ως ποσοστό των παγκόσμιων ΑΞΕ.

Επισήμανση: Πρόκειται για στοιχείο που επιβεβαιώνει τις προηγούμενες αναφορές μας στους Κ. Μαρξ και
Β. Ι. Λένιν για το ρόλο της εξαγωγής κεφαλαίων στην επέκταση του καπιταλισμού. Από την άλλη μεριά
επιβεβαιώνει ότι ο κύριος όγκος της καπιταλιστικής αναπαραγωγής συντελείται στα πλαίσια της
εθνοκρατικά συγκροτημένης καπιταλιστικής οικονομίας.

ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΕΞΑΓΩΓΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ


(ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΞΕ) ΑΠΟ 19ο ΣΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ

21
Στο παρόν άρθρο δεν θα εξετάσουμε συνολικά τη ροή και τον περιφερειακό προσανατολισμό όλων των
μορφών (π.χ. τραπεζικού δανεισμού) της εξαγωγής κεφαλαίων, που έχουν συντελεστεί κατά το β΄ μισό
του 20ου αιώνα.

Σημειώνουμε, όμως, ότι οι ΑΞΕ ως μορφή εξαγωγής κεφαλαίων προς τις αναπτυσσόμενες οικονομίες
αναπτύχθηκε πολύ κατά τα πρώτα 25 χρόνια μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, ενώ κατά τη δεκαετία του
1970 και μέχρι το 1986 σημείωσαν σημαντική κάμψη, ενώ αυξήθηκε ο ρόλος του τραπεζικού δανεισμού
προς τις αναπτυσσόμενες. Ανάκαμψη των εισροών ΑΞΕ προς τις αναπτυσσόμενες σημειώθηκε κατά το
πρώτο μισό της δεκαετίας του 1990 για να υποχωρήσει εκ νέου στο δεύτερο μισό αυτής (περίοδος
εκδήλωσης κρίσης).

Οι καταγραφές της τοποθέτησης κεφαλαίων στο εξωτερικό κατά το β΄ μισό του 19ου αιώνα και μέχρι τον
Α΄ παγκόσμιο πόλεμο δίνουν μια εικόνα, χωρίς να γίνεται διαχωρισμός μεταξύ των διαφορετικών
μορφών εξαγωγής κεφαλαίων.

Παραθέτουμε ορισμένα στοιχεία[27], ενδεικτικά και μόνο, της κίνησης εξαγωγής κεφαλαίων από το
δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.

Κεφάλαια τοποθετημένα στο εξωτερικό[28](σε δισεκατομμύρια φράγκα)

Χρόνια Αγγλία Γαλλία Γερμανία


1862 3,6 - -
1872 15 10 (1869) -
1882 22 15 (1880) ;
1893 42 20 (1890) ;
1902 62 27-37 12,5
1914 75-100 60 44

Οι ήπειροι ανάμεσα στις οποίες κατανέμονται (κατά προσέγγιση) τα κεφάλαια[29]που έχουν εξαχθεί
στο εξωτερικό (γύρω από το 1910)

Αγγλία Γαλλία Γερμανία


(δισεκατομμύρια μάρκα) Σύνολο
Ευρώπη 4 23 18 45
Αμερική 37 4 10 51
Ασία, Αφρική και
29 8 7 44
Αυστραλία
Σύνολο 70 35 35 140

Μεγάλο μέρος των επενδύσεων της Αγγλίας στην Αμερική αφορά τον Καναδά, και στην Ασία αφορά τις
Ινδίες. Μεγάλο μέρος των επενδύσεων της Γαλλίας στην Ευρώπη αφορά τη Ρωσία (όχι λιγότερα από 10
δισ. φράγκα).

Αν πάρουμε δε υπ’ όψη μας, την ποσοστιαία κατανομή της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής κατά
τη χρονική περίοδο 1870-1913, θα βεβαιωθούμε ότι η εξαγωγή κεφαλαίων προερχόμενη αρχικά από τις
ηγέτιδες καπιταλιστικές οικονομίες (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία και στη συνέχεια τις ΗΠΑ)
προσανατολίζεται στις σχετικά πιο αναπτυγμένες οικονομίες της εποχής και όχι στις καθυστερημένες.

Κατανομή της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής (%)[30]

Χώρα 1870 1881-1885 1896-1900 1906-1910 1913

22
ΗΠΑ 23,3 28,6 30,1 35,3 35,8
Γερμανία 13,2 13,9 16,6 15,9 15,7
Μ. Βρετανία 31,8 26,6 19,5 14,7 14,0
Γαλλία 10,3 8,6 7,1 6,4 6,4
Φινλανδία - 0,1 0,3 0,3 0,3
Ιταλία 2,4 2,4 2,7 2,7 3,1
Καναδάς 1,0 1,3 1,4 2,3 2,0
Βέλγιο 2,9 2,5 2,2 2,1 2,0
Σουηδία 0,4 0,6 1,1 1,0 1,1
Ρωσία 3,7 3,5 5,0 5,5 5,0
Ιαπωνία - - 0,6 1,2 1,0
Ινδία 11 12 1,1 1,1 1,2
άλλες χώρες - - 2,3 11,9 12,0

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα στοιχεία της μελέτης του W. Andreff[31], η οποία αναφέρεται στην
εξέλιξη της ποσοστιαίας συμμετοχής μεταξύ των αναπτυγμένων και αναπτυσσομένων χωρών στο σύνολο
των Στοκ ΑΞΕ στη χρονική περίοδο 1914-1991.

Το 1914 οι αναπτυγμένες οικονομίες κατείχαν το 37,2% του στοκ ΑΞΕ και οι αναπτυσσόμενες το 62,8%.
Το 1991 οι αναπτυγμένες οικονομίες κατείχαν το 80,1% του στοκ ΑΞΕ και οι αναπτυσσόμενες το 19,9%,
ακολουθώντας οι μεν πρώτες μια 80ετή αυξητική πορεία, οι δε δεύτερες μια 80ετή καθοδική.

Με βάση, λοιπόν, διαφορετικούς δείκτες και μετρήσεις επιβεβαιώνεται ότι ο προσανατολισμός του
μεγάλου όγκου των ΑΞΕ αλλάζει προοδευτικά κατά τη διάρκεια του αιώνα υπέρ των αναπτυγμένων
οικονομιών.

Η τάση αυτή έχει ενισχυθεί κατά τη τελευταία δεκαετία.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - ΣΥΝΟΨΙΣΗ

Με βάση τα παραπάνω στοιχεία και χαρακτηριστικά, διαπιστώνουμε τα εξής:

α). Η ανοδική τάση του διεθνούς εμπορίου (20% του παγκόσμιου ΑΕΠ για το 2000), της διεθνούς
παραγωγής (8,3% του παγκόσμιου ΑΕΠ ως προϊόν προερχόμενο από ΑΞΕ και περίπου 5% για την
περίοδο 1991-1997 ως συμβολή στο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου) δεν ανατρέπει το από τη γέννηση
του καπιταλισμού ισχύον: Το συντριπτικά μεγάλο μέρος της αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου
διενεργείται στα πλαίσια της εθνο-κρατικής συγκρότησης της καπιταλιστικής οικονομίας.

Το μεγαλύτερο μέρος του διεθνούς εμπορίου και των ΑΞΕ διεξάγεται μεταξύ των αναπτυγμένων
καπιταλιστικών οικονομιών.

Η μεγάλη διόγκωση των ΑΞΕ οφείλεται στην ισχυρή τάση συγχωνεύσεων και εξαγορών, που σε μεγάλο
βαθμό είναι διασυνοριακές μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ αλλά και διασυνοριακές μεταξύ των κρατών της ΕΕ, η
έξαρση δε στις συγχωνεύσεις και εξαγορές συνήθως έπεται της ύφεσης στο κύκλο της κρίσης.

Οι αγορές της ΕΕ και των ΗΠΑ γίνονται πηγές τροφοδότησης αλλά και προσέλκυσης ΑΞΕ η μια της
άλλης. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι η υπερσυσσώρεση κεφαλαίων συνυπάρχει με τον
«πλεονάζοντα» πληθυσμό (ανεργία), ότι ο ανταγωνισμός διεξάγεται ισχυρά μεταξύ των ισχυροτέρων
κεφαλαίων, των μονοπωλίων και ότι η παραγωγική καπιταλιστική ανάπτυξη καμμιά σχέση δεν έχει με τις
γνωστές παμπάλαιες και σύγχρονα αναπαλαιωμένες θεωρίες περί «στενότητας» πόρων (κεφαλαίων).

23
Ο προσανατολισμός των ΑΞΕ σε αναπτυσσόμενες αγορές γίνεται υπό την προϋπόθεση σχετικά
αναπτυγμένων καπιταλιστικών σχέσεων (με αντίστοιχη αντανάκλαση στο εργατικό δυναμικό),
αξιοποιούν μια ορισμένη ανοδική φάση στον κύκλο της καπιταλιστικής κρίσης και άλλες συγκυρίες.

β). Οι θεωρίες για μια «νέα εποχή» του ελεύθερου εμπορίου και της «πολυεθνικής εταιρίας» είναι σε
μεγάλο βαθμό συνειδητά παραπλανητικές.

Υφίσταται πολυδαίδαλο δίκτυο διεθνών διαπραγματεύσεων και συμφωνιών με βάση το οποίο διεξάγεται
το διεθνές εμπόριο, και στο οποίο αποτυπώνεται ο εκάστοτε συσχετισμός των δυνάμεων μεταξύ κρατών.
Το ίδιο ισχύει και για τις εξαγωγές κεφαλαίων. Οι φιλελεύθερες ροές κεφαλαίων δεν σημαίνουν πλήρη
εξάλειψη ορίων, ακόμη και για τις άμεσες ξένες επενδύσεις. Η έλλειψη επιβολής ορίων εμφανίζεται ως
αποτέλεσμα της αδυναμίας επιβολής περιορισμών από κάποιο κράτος.

Η εξαγωγή εμπορευμάτων και κεφαλαίων ως τάση είναι σύμφυτη με την επιδίωξη του πρόσθετου
καπιταλιστικού κέρδους γι’ αυτό και συνυπάρχει με διαφορετικής έκτασης μέτρα προστασίας, αναλόγως
με τις ιστορικές συνθήκες εξέλιξης του κάθε κράτους και το διεθνή συσχετισμό δυνάμεων.

γ). Τα φαινόμενα των κρίσεων, της καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων, της ανισομετρίας, της
περαιτέρω πόλωσης μεταξύ πλούτου-φτώχειας, της επιθετικότητας του κεφαλαίου και της πολιτικής του
εξουσίας απέναντι στις εργατικές και λαϊκές δυνάμεις είναι εκδηλώσεις των αντιφάσεων του σύγχρονου
καπιταλισμού, του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος, και όχι «στρεβλώσεων», «παρεκκλίσεων» της
καπιταλιστικής εξέλιξης λόγω συγκεκριμένων πολιτικών (νεοφιλελεύθερων, μονεταριστικών)
διαχείρισης του συστήματος. Η τοποθέτηση αυτή έχει βαρύνουσα σημασία για την ανάπτυξη του
εργατικού κινήματος, για τον προσανατολισμό της ταξικής πάλης, για τη διαμόρφωση κοινωνικών και
πολιτικών συμμαχιών.

Η αντίθεση μεταξύ της κοινωνικοποιημένης παραγωγής και της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων
παραγωγής είναι η πηγή των δεινών του σύγχρονου κόσμου, σε επίπεδο κρατικό και στο διεθνές
ιμπεριαλιστικό σύστημα. Η ανισομετρία στην καπιταλιστική ανάπτυξη συνεπάγεται διαφορετική
συγκυρία όξυνσης των αντιθέσεων σε ένα κράτος ή σε ομάδα κρατών. Επομένως και η όξυνση του
ταξικού αγώνα είναι πρώτ’ απ’ όλα ευθύνη του υποκειμενικού παράγοντα σε εθνικό επίπεδο και
συντονισμού της ταξικής πάλης σε περιφερειακό.

Ο απεγκλωβισμός του εργατικού κινήματος, σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, από τα «υπέρ» και «αντι
παγκοσμιοποίησης» επιχειρήματα - παγίδες αποτελεί δείκτη και κριτήριο ανάπτυξης της ιδεολογικής και
πολιτικής συνείδησης και βαθμός ανάπτυξης της ταξικής πάλης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», 5η έκδοση, «Σύγχρονη Εποχή».

Β. Ι. Λένιν: Απαντα: «Ο Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», τομ. 27, 5η έκδοση,
«Σύγχρονη Εποχή».

E. J. Hobsbawm: «Η εποχή του κεφαλαίου (1848-1875). Εκδοση ΜΙΕΤ, 1994.

Paul R. Krugman - Maurice Obstfeld: «Διεθνής Οικονομική», εκδόσεις «Κριτική - Επιστημονική


Βιβλιοθήκη».

Samuel Bowles - Richard Edwards: «Κατανοώντας τον καπιταλισμό;», Β΄ έκδοση, «Gutenberg», 1996.

Οσκαρ Λαφονταίν - Κρίστα Μύλλερ: «Μη φοβάστε την παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις «Πόλις», 1999.

Paul Bairoch: «Mythes et paradoxes de l’ historie economique». Εκδοση, «La Decouverte/Poche», 1994.

24
Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη. «Παγκόσμια Εκθεση Επενδύσεων 1999».
Ηνωμένα Εθνη, 1999.

Παγκόσμια Τράπεζα, Ανατολική Ασία.

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΚΟΜ (94) 322 τελικό, 5η Περιοδική Εκθεση για την κοινωνική και οικονομική
κατάσταση και την ανάπτυξη των περιφερειών της κοινότητας.

Βασ. Κρεμμυδάς: «Εισαγωγή στην Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης», (16ος-20ος αιώνας). Εκδόσεις
«Τυποθήτω». Γ. Δαρδανός, 1999.

Σταύρος Τομπάζος: «Παγκοσμιοποίηση και Ευρωπαϊκή Ενωση». Εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», 1999.

Συλλογικό: «Παγκοσμιοποίηση». Επιμέλεια Π. Λύτρας. Εκδόσεις «Παπαζήση».

Δημήτρης Κυρκιλής: «Η διεθνοποίηση της επιχείρησης: Η πολιτική οικονομία των Αμεσων Ξένων
Επενδύσεων». Εκδ. Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων.

Κώστας Βεργόπουλος: «Παγκοσμιοποίηση, η μεγάλη Χίμαιρα». Εκδόσεις «Νέα Σύνορα» - Α. Α.


Λιβάνη, 1999.

Ούλριχ Μπεκ: «Τι είναι παγκοσμιοποίηση;». Εκδόσεις «Καστανιώτη», 1999.

Ηλίας Καλλιώρας: «Διεθνής Πολιτική Οικονομία». Εκδόσεις «Σιδέρης», 1998.

Συλλογικό: «Η διεθνής αναπτυξιακή βοήθεια προς τον 21ο αιώνα». Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών
Σχέσεων. Εκδόσεις «Εξάντας», 1998.

Δημήτρης Κατσορίδας: «Ο μύθος της παγκοσμιοποίησης». Εκδόσεις «Καμπύλη/Ρωγμή», 1999.

ΣημειώσειςΣημειώσεις
Η Ελένη Μπέλλου είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνη του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ.

[1] Ο ΟΗΕ προσδιορίζει τη διεθνή παραγωγή -δηλαδή την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών σε χώρες
που ελέγχεται και διευθύνεται από τις επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους σε άλλες χώρες- ως τον
πυρήνα της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης (Παγκόσμια Εκθεση Επενδύσεων 1999, Οι Αμεσες Ξένες
Επενδύσεις και η πρόκληση της ανάπτυξης, Κείμενο Γενικής Επισκόπησης, από τον Ρούμπενς
Ρικούπερο, Γεν. Γραμ. της UNCTAND, Γενεύη, Ιούλης 1999).

[2] Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος Τρίτος, Εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 336-337.

[3] Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος Τρίτος, Εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 422-423.

[4] Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος Τρίτος, Εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 425-426.

[5] Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος Τρίτος, Εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 550-551.

[6] Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος Τρίτος, Εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 553-555.

[7] Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος Τρίτος, Εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 585-586.

25
[8] Προσδιορισμός της πολυεθνικής κατά τους Samuel Bowles και Richard Edwards, Κατανοώντας τον
Καπιταλισμό, τόμος Β΄, σελ. 55. Η Πολυεθνική Εταιρία είναι μια επιχείρηση που πραγματοποιεί κέρδη
σε όλον τον κόσμο, εγκαθιστώντας τις παραγωγικές της μονάδες εκεί όπου ο συνδυασμός των μισθών
εργασίας, του κόστους των υλικών, των αγορών και της κυβερνητικής πολιτικής μεγιστοποιεί το
συνολικό κέρδος που η εταιρία αποκομίζει από το σύνολο των δραστηριοτήτων της σε όλον τον κόσμο.

[9]ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 26-27.5.2001.

[10] Paul Bairoch, Μύθοι και Πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης. Ενας αιώνας εξωτερικού
εμπορίου και ξένων επενδύσεων. Αναφορά από Θόδωρο Πελαγίδη (Θέσεις, τ. 67, 1999, σελ. 20-21) και
από Πρόδρομο Γιαννά, Παγκοσμιοποίηση και διεθνείς οικονομικές σχέσεις, στο συλλογικό
«Παγκοσμιοποίηση», επιμ. Π. Λύτρας, εκδ. Παπαζήση, σελ. 92.

[11] Paul Hirst, «Global Economy Myths and Realities», International Affairs, vol. 73, No 3, 1997, σελ.
411-412. Αναφορά από τον Πρόδρομο Γιαννά, ό.π. σελ. 94-95.

[12] Samuel Bowles - Richard Edwards, Κατανοώντας τον καπιταλισμό, Β΄ τόμος, σελ. 63.

[13] Samuel Bowles - Richard Edwards, Κατανοώντας τον καπιταλισμό, Β΄ τόμος, σελ. 66.

[14] Οσκαρ Λαφονταίν - Κρίστα Μύλλερ, Μη φοβάστε την παγκοσμιοποίηση, σελ. 201 (πηγή: NIW).

[15] Paul Bairoch, Mythes et paradoxes de l’ histoire economique, σελ. 109.

Από τι χώρες του τρίτου κόσμου εξαιρεί την Κίνα και τις άλλες «σχεδιασμένες» οικονομίες της Ασίας,
των οποίων ο ρόλος είναι ελάχιστος για τη χρονική περίοδο που εξετάζεται.

[16] Στ. Τομπάζος, Παγκοσμιοποίηση και Ευρωπαϊκή Ενωση, Εισαγωγή στην κριτική της
παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού, Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σελ. 21-22.

[17] Στ. Τομπάζος, Παγκοσμιοποίηση και Ευρωπαϊκή Ενωση, Εισαγωγή στην κριτική της
παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού, Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σελ. 24.

[18] Στ. Τομπάζος, Παγκοσμιοποίηση και Ευρωπαϊκή Ενωση, Εισαγωγή στην κριτική της
παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού, Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σελ. 29.

[19] B. R. I., 68o Raport annuel, Bale, 1999, σελ. 34. Βλέπε Στ. Τομπάζος, Παγκοσμιοποίηση ..., σελ. 37.

[20] Στοιχεία από την Παγκόσμια Εκθεση Επενδύσεων 1999 του ΟΗΕ (UNCTAND).

[21] Β. Ι. Λένιν, Απαντα, τ. 27, σελ. 368, 5η έκδοση, Σύγχρονη Εποχή.

[22] Παραθέτουμε ορισμένους προσδιορισμούς των ΑΞΕ:

α) Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ΚΟΜ (94) τελικό, 5η Περιοδική Εκθεση για την κοινωνική
και οικονομική κατάσταση και την ανάπτυξη των περιφερειών της Κοινότητας (ελληνική μετάφραση
σελ. 66).

ΑΞΕ: Το κεφάλαιο με το οποίο μια επιχείρηση χρηματοδοτεί την αγορά, τη δημιουργία ή την ανάπτυξη
θυγατρικών στην αλλοδαπή ή αποκτά μετοχές ξένων επιχειρήσεων.

β) Paul Krugman - Maurice Obstfeld, Διεθνής Οικονομική, Θεωρία και Πολιτική, Εκδόσεις Κριτική -
Επιστημονική Βιβλιοθήκη:

26
Με τον όρο άμεση ξένη επένδυση εννοούμε διεθνείς ροές κεφαλαίων, με τις οποίες μια επιχείρηση σε μια
χώρα δημιουργεί ή επεκτείνει μια θυγατρική της σε μια άλλη χώρα. Το διακριτικό γνώρισμα της άμεσης
ξένης επένδυσης είναι πως δεν σημαίνει μόνο μια μεταβίβαση πόρων αλλά και την απόκτηση του
ελέγχου. Δηλαδή, η θυγατρική δεν έχει απλά και μόνο μια χρηματική υποχρέωση στη μητρική εταιρία,
αποτελεί τμήμα της ίδιας οργανωτικής δομής.

Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις αποτελούν συχνά ένα μέσον για το διεθνή δανεισμό. Οι μητρικές εταιρίες
συχνά παρέχουν στις θυγατρικές στο εξωτερικό κεφάλαια, με την προσδοκία της τελικής αποπληρωμής.
Στον βαθμό που οι πολυεθνικές επιχειρήσεις παρέχουν χρηματοδότηση στις θυγατρικές τους στο
εξωτερικό, οι άμεσες ξένες επενδύσεις αποτελούν ένα εναλλακτικό τρόπο επίτευξης των ίδιων στόχων
όπως και στην περίπτωση του διεθνούς δανεισμού. Το γεγονός, όμως, αυτό αφήνει ακόμη ανοικτό το
ερώτημα γιατί επιλέγεται η άμεση ξένη επένδυση έναντι άλλων μορφών μεταβίβασης κεφαλαίων.
Πάντως, η ύπαρξη των πολυεθνικών επιχειρήσεων δεν αντανακλά απαραίτητα μια καθαρή κεφαλαιακή
ροή από μια χώρα σε μια άλλη. Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις ορισμένες φορές αντλούν χρήματα για την
επέκταση των θυγατρικών τους από τη χώρα στην οποία λειτουργεί η θυγατρική παρά από τη χώρα
προέλευσης. Επιπροσθέτως, υπάρχει μια σημαντικού ύψους ροή άμεσων ξένων επενδύσεων διπλής
κατεύθυνσης μεταξύ των βιομηχανικών χωρών, ενώ δηλαδή οι επιχειρήσεις των ΗΠΑ επεκτείνουν τις
θυγατρικές τους στην Ευρώπη, την ίδια στιγμή οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις επεκτείνουν τις θυγατρικές
τους στις ΗΠΑ. (Τόμος Α΄, σελ. 242).

Η άμεση επένδυση ... είναι μορφή δανεισμού με έκδοση μετοχών. Οι άμεσοι επενδυτές έχουν απαίτηση
έναντι της καθαρής απόδοσης της επένδυσης κατά το ποσοστό συμμετοχής τους και όχι απαίτηση για μια
σταθερή ροή εσόδων.

Οι Krugman και Obstfeld αναφέρουν τις ΑΞΕ ως μια από τις τέσσερεις μορφές εξαγωγής κεφαλαίων ως
δανεισμό. Οι άλλες τρεις μορφές είναι η έκδοση ομολόγων (πώληση ομολόγων σε ιδιώτες άλλων χωρών
με σκοπό τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων), τα τραπεζικά δάνεια και ο επίσημος δανεισμός (από το
Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Παγκόσμια Τράπεζα αλλά και τις κυβερνήσεις άλλων κρατών). (Τόμος
Β΄, σελ. 442-443).

γ) Σταύρος Τομπάζος, Παγκοσμιοποίηση και Ευρωπαϊκή Ενωση, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, σελ. 31.

Οι Αμεσες Επενδύσεις Εξωτερικού είναι μακροπρόθεσμες επενδύσεις που εξασφαλίζουν τον έλεγχο του
επενδυτή πάνω στη μονάδα (επιχείρηση, τράπεζα κλπ.), στην οποία επενδύει και δημιουργούν μια διαρκή
ταύτιση συμφερόντων ανάμεσα στον ξένο επενδυτή και την οικονομική μονάδα. Ομως ποιο ποσοστό της
συνολικής αξίας μιας μονάδας πρέπει να εξασφαλίσει κάποιος επενδυτής για να θεωρηθεί ότι κάνει μιαν
Α.Ε.Εξ.; Το ποσοστό αυτό είναι αδύνατο να προσδιοριστεί αντικειμενικά και είναι γι’ αυτό το λόγο που
παρατηρούνται αποκλίνοντες εθνικοί προσδιορισμοί. Κατά κανόνα, μια επένδυση που εξασφαλίζει πέραν
του 10% των μετοχών ή 10% των ψήφων μιας οικονομικής οντότητας θεωρείται Α.Ε.Εξ. Βεβαίως,
πολλές χώρες υιοθέτησαν το όριο του 20%, άλλες, όπως ο Καναδάς και η Μ. Βρετανία, υιοθέτησαν το
όριο του 50%, γεγονός που περιπλέκει τη στατιστική ανάλυση.

δ) Δημήτρης Κυρκιλής, Η διεθνοποίηση της επιχείρησης: Η πολιτική οικονομία των Αμεσων Ξένων
Επενδύσεων, έκδοση Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων, σελ. 1.

Οι ΑΞΕ ορίζονται σαν η μεταφορά με την μορφή πακέτου πέρα από τα εθνικά σύνορα διακριτών αλλά
συμπληρωματικών εισροών, π.χ. μετοχικού κεφαλαίου, τεχνολογίας παραγωγής, τεχνογνωσίας
διοίκησης, κλπ. ως επίσης και αγαθών κάτω από τον έλεγχο ενός παραγωγικού φορέα. Αυτή η μεταφορά
των πόρων δεν γίνεται μέσω της αγοράς, δεν είναι δηλαδή αντικείμενο μιας εμπορικής συναλλαγής ή
συμφωνίας licencing ή franchising. Οι πόροι μεταφέρονται από ένα τμήμα της επιχείρησης που
αναλαμβάνει την επένδυση σε ένα άλλο.

ε) Τράπεζα της Ελλάδας: Νομισματική Πολιτική 2000-2001, σελ. 71.

27
Στον υπολογισμό των χρηματοοικονομικών συναλλαγών, οι καθαρές επενδύσεις (εισροές μείον εκροές)
κατηγοριοποιούνται σε άμεσες επενδύσεις (επεξήγηση δική μας, οι γνωστές ως ΑΞΕ), σε επενδύσεις
χαρτοφυλακίου (τοποθετήσεις σε ομόλογα και μετοχές) και «λοιπές» επενδύσεις.

[23] Εκτίμηση της Παγκόσμιας Τράπεζας στη μελέτη της: Ανατολική Ασία, ανάκαμψη και παραπέρα.

[24] Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ΚΟΜ (94) τελικό, 5η Περιοδική Εκθεση για την κοινωνική
και οικονομική κατάσταση και την ανάπτυξη των περιφερειών της Κοινότητας (ελληνική μετάφραση
σελ. 87).

[25] Samuel Bowles και Richard Edwards, Κατανοώντας τον καπιταλισμό, Β΄ τόμος, σελ. 58.

[26] Σταύρος Τομπάζος, Παγκοσμιοποίηση και Ευρωπαϊκή Ενωση, Εισαγωγή στην κριτική της
παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Πίνακας αρ. 3, σελ. 36.

[27] Από τα στοιχεία δεν φαίνεται αν αφορούν ΑΞΕ ή συνολικά δανειακά κεφάλαια.

[28] Β. Ι. Λένιν, Απαντα, 5η έκδοση, Σύγχρονη Εποχή, τ. 27, σελ. 366.

[29] Β. Ι. Λένιν, Απαντα, 5η έκδοση, Σύγχρονη Εποχή, τ. 27, σελ. 367.

[30] Βασίλη Κρεμμυδά, Εισαγωγή στην Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης (16ος-20ος αιώνας), Β΄
έκδοση, ΤΥΠΟΘΗΤΩ, σελ. 335 (Πηγή: P. LEON).

[31] W. Andreff, Les multinationales globales, Le Decouverte, Col. Reperes, Paris, 1996, σελ. 10. Βλέπε,
Στ. Τομπάζος, Παγκοσμιοποίηση ..., σελ. 40.

Συνέντευξη: «ΤΟ ΤΑΞΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ Γ΄ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ


ΣΤΗΡΙΞΗΣ 2000 - 2006»

ΚΟΜΕΠ

2001 Τεύχος 3

Η κυβέρνηση και οι ποικιλώνυμοι απολογητές του ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού κέντρου παρουσιάζουν


το Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης ως πανάκεια για την ευημερία του συνόλου της ελληνικής κοινωνίας.
Η ΚΟΜΕΠ έθεσε μια σειρά ερωτήσεις για το θέμα αυτό στο Γιάννη Σκυλλά, μέλος του Τμήματος
Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποιο είναι το ύψος του Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (ΚΠΣ) και από πού προέρχονται
τα χρήματα;

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΥΛΛΑΣ: Το ύψος του Γ΄ ΚΠΣ ανέρχεται σε 17,5 τρισ. δρχ., τα οποία προέρχονται από το
ΚΠΣ 15.075.392,6 εκατομμύρια δραχμές, από Ταμείο Συνοχής 1.987.594,8 εκατ. δρχ. και από τις
κοινοτικές πρωτοβουλίες 400.000 εκατ. δραχμές.
28
Από το συνολικό ποσό των 17,5 τρισ. δραχμών η κοινοτική συμμετοχή είναι 8.860.730 εκατ. δρχ., η
εθνική κρατική συμμετοχή 4.375.215 εκατ. δρχ. και η ιδιωτική συμμετοχή 3.827.042 εκατ. δρχ. Η
δημόσια δαπάνη (κοινοτική και εθνική) αποτελεί το 78,3% και η ιδιωτική συμμετοχή αντιστοιχεί στο
21,7%.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Πού στοχεύει το Γ΄ ΚΠΣ;

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΥΛΛΑΣ: Οι πόροι του Γ΄ ΚΠΣ, όπως και κάθε ΚΠΣ, αποτελούν σε κοινοτικό και εθνικο-
κρατικό επίπεδο συγκέντρωση της υπεραξίας των εργαζομένων, κεφάλαιο που χρησιμοποιείται με βάση
κεντρικό σχεδιασμό (εθνικό - κρατικό με κοινοτική έγκριση) για την αναπαραγωγή του κοινωνικού
κεφαλαίου στα πλαίσια όχι μόνο της εθνικής, αλλά και της ευρωενωσιακής αγοράς.

Τα έργα είναι κυρίως έργα υποδομής (μεταφορών, τηλεπικοινωνιών κλπ.) που διευκολύνουν την
απελευθέρωση των αγορών. Στην υλοποίηση του σχεδιασμού δίνονται κίνητρα συμμετοχής του
ιδιωτικού κεφαλαίου στα σχεδιασμένα έργα (με συγχρηματοδότηση ή «αυτοχρηματοδότηση», με
συμβάσεις που εξασφαλίζουν μακροχρόνια εκμετάλλευση του έργου και μεγάλη κερδοφορία).

Οι άξονες του ΚΠΣ εξυπηρετούν έναν ορισμένο τεχνολογικό εκσυγχρονισμό στα πλαίσια της
ευρωενωσιακής αγοράς, ώστε σταδιακά να βαθαίνει η ενοποίησή της. Π.χ. ο ηλεκτρονικός
εκσυγχρονισμός των κεφαλαιαγορών (διασύνδεση χρηματιστηρίων διαφορετικών κρατών), γενικότερα
του χρηματοπιστωτικού συστήματος, υποδομή διαμόρφωσης της χονδρικής ηλεκτρονικής αγοράς,
ιδιαίτερα σε σημαντικούς κλάδους της μεταποίησης, ώστε να περιορίζεται το κόστος προμηθειών και να
αυξάνει η ανταγωνιστικότητα των μονοπωλίων της ΕΕ έναντι εκείνων των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας. Γι’
αυτό και οι ανάλογες στοχεύσεις σε προγράμματα εκπαίδευσης, κατάρτισης, πληροφορικής κλπ.

Γενικότερα, το Γ΄ ΚΠΣ είναι μέσο συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, αφού τα επιχειρησιακά


προγράμματα ευνοούν τις μεγάλες επιχειρήσεις και την ενδυνάμωση των μονοπωλίων.

Η ελληνική ολιγαρχία επιχειρεί να επιτύχει καλύτερη αξιοποίηση του Γ΄ ΚΠΣ σε σύγκριση με τα δύο
προηγούμενα ΚΠΣ, ως προς τους εξής στόχους: α) την ταχύτερη ολοκλήρωση των υποδομών, β) τη
μεγαλύτερη συμβολή του πακέτου στην αύξηση της κεφαλαιοποίησής της, γ) τη βελτίωση των υποδομών
για την εξαγωγή κεφαλαίου και εμπορευμάτων στη Βαλκανική αγορά, στην Παρευξείνια ζώνη και
προσφάτως στην Τουρκία.

Με το Γ΄ ΚΠΣ προγραμματίζεται μια διαρθρωτική παρέμβαση που αποβλέπει στη βαθύτερη


ενσωμάτωση, οικονομική, κοινωνική, εκπαιδευτική, πολιτιστική στην ευρωενωσιακή διαδικασία,
σύμφωνα και με το άρθρο 2 της Συνθήκης του Αμστερνταμ και τα προβλεπόμενα από τους σχετικούς
διαρθρωτικούς κανονισμούς.

29
ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς κατανέμονται και πού στοχεύουν κατά τομέα οι πόροι του Γ΄ ΚΠΣ;

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΥΛΛΑΣ: Στον τομέα των Μεταφορών (Οδικά, Λιμάνια, Αεροδρόμια, Αστικές
Συγκοινωνίες) θα κατανεμηθεί το 23,4%. Ο προϋπολογισμός αυτός ανέρχεται σε 4,1 τρισ. δραχμές. Από
το ποσό αυτό το 1,2 τρισ. δρχ. θα προέρθει από τον ιδιωτικό τομέα, αφού πολλά οδικά έργα θα γίνουν με
τη μέθοδο της αυτοχρηματοδότησης.

Τα έργα υποδομών στις Μεταφορές, που η πραγματοποίησή τους έχει καθυστερήσει σύμφωνα με τους
στοιχειώδεις όρους της καπιταλιστικής ανάπτυξης, επιλέγονται με προτεραιότητα τις ανάγκες των
μονοπωλίων και όχι των εργαζομένων. Δεν ικανοποιούν, π.χ. φτηνές, ασφαλείς και πυκνές μαζικές
συγκοινωνίες για τις λαϊκές ανάγκες. Οι σιδηροδρομικές μεταφορές είναι υποβαθμισμένες, με εξαίρεση
τη σύνδεση Αθήνας-Θεσσαλονίκης. Να θυμίσουμε ότι η σιδηροδρομική ένωση Ρίου - Αντιρρίου
αποκλείστηκε, αν και ήταν εφικτή από πλευράς κόστους και ωφέλιμη από πλευράς μεταφορικού έργου.
Ακόμη, τα έργα υποδομής μεταφορών δεν είναι διασπαρμένα σε όλη τη χώρα, αλλά συγκεντρώνονται
κυρίως στους κεντρικούς άξονες. Αυτό αποδεικνύει ότι στα κριτήρια των επιλογών δεν περιλαμβάνονται
οι λαϊκές ανάγκες, αλλά κυρίως οι άμεσες ανάγκες της ολιγαρχίας.

Ακόμη, η ανάθεση του έργου με το σύστημα της αυτοχρηματοδότησης (παραχώρηση της εκμετάλλευσης
του έργου στον κατασκευαστή για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα) αυξάνει το τίμημα χρήσης του έργου
από τα λαϊκά στρώματα, αφού συμπεριλαμβάνεται σε αυτό μεγάλο και σίγουρο κέρδος. Πρόκειται για
εμπορευματοποίηση της χρήσης των οδικών δικτύων. Χαρακτηριστικά αναφερόταν σε Εκθεση της Ten’
Hellas (Κοινοπραξία ΕΤΕΒΑ και Bank of America), ότι η διαδρομή Θεσσαλονίκη - Αθήνα, το 2005, θα
κοστίζει σε διόδια 20.047 δραχμές.

― Στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού καταμερίζεται το 8,57% και αφορά την εκπαίδευση -
κατάρτιση - απασχόληση. Ο προϋπολογισμός ανέρχεται σε 1,5 τρισ. δρχ. και αποσκοπεί στην προώθηση
μιας σειράς στόχων, όπως: α) μια ορισμένη προσαρμογή στα μέσα παραγωγής και στην ευρωενωσιακή
αγορά (π.χ. ηλεκτρονικός εκσυγχρονισμός των κρατικών υπηρεσιών, της σύνδεσης κεφαλαιαγοράς και
του χρηματοπιστωτικού συστήματος, επομένως της ανάλογης εκπαίδευσης στην πληροφορική), β)
προσαρμογή στη διάρθρωση της οικονομίας και ευελιξία στη στοιχειώδη κατάρτιση σε νέες
επαγγελματικές ειδικότητες, γ) προσαρμογή στις νέες εργασιακές σχέσεις και περιοδική απορρόφηση
μέρους ανέργων σε ανάλογα προγράμματα.

Πόροι πάνε για σεμινάρια ανέργων, προκειμένου να αμβλύνουν αντιδράσεις ενάντια στην αντιλαϊκή
πολιτική της ΕΕ και της κυβέρνησης, να χειραγωγήσουν συνειδήσεις, να εξαγοράσουν τμήματα της
εργατικής τάξης.

Πόροι διατίθενται για σεμινάρια που ενημερώνουν και προωθούν τις νέες εργασιακές σχέσεις και
καλλιεργούν την ιδέα της ελαστικοποίησης, προκειμένου να εξοικειωθούν με το νέο τύπο εργαζόμενου,
δηλαδή τον «απασχολήσιμο» και να γίνει συνείδηση στους εργαζόμενους. Ομως η ισχύς της

30
ελαστικοποίησης θα αγκαλιάσει και τμήμα των εργαζομένων που σήμερα δουλεύουν με σταθερή δουλιά
ή θεωρούν ότι έχουν για κάποια χρόνια σταθερή δουλιά.

Γενικότερα, πρόκειται για σχεδιασμένη παρέμβαση για την προσαρμογή της εργατικής δύναμης στις νέες
μορφές οργάνωσης της παραγωγής και έντασης της εκμετάλλευσης, αλλά και παρέμβαση άμβλυνσης των
συνεπειών της κρίσης για το κεφάλαιο. Στοχεύει στη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, στην
εξασφάλιση αποκλειστικά οφέλους για το κεφάλαιο από τη μείωση της αξίας της. Στην ουσία είναι μια
μορφή διαχείρισης της καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων.

― Για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κατευθύνεται το 11,43% των πόρων. Περιλαμβάνονται οι


τομείς της βιομηχανίας, της έρευνας και τεχνολογίας, του τουρισμού και του εμπορίου και διατίθενται 2
τρισ. δρχ. Κυρίως ενισχύονται οι ίδιες σχεδόν βιομηχανίες που είχαν ήδη ενισχυθεί και από το Β΄ ΚΠΣ,
σαν «γεφύρωση» μεταξύ του Β΄ και Γ΄ ΚΠΣ, όπως υποστηρίζουν.

Στον τομέα αυτό δίνεται στήριξη στην ντόπια πλουτοκρατία στην προσπάθεια διείσδυσής της στις
«αναδυόμενες αγορές των Βαλκανικών και Παρευξείνιων χωρών», όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν,
αυξάνοντας μέσα από τις οικονομικές ενισχύσεις «την παραγωγικότητα των μεταποιητικών επιχειρήσεων
και την εξαγωγιμότητα των προϊόντων τους».

Επίσης, δημιουργούνται όροι και περιβάλλον, μέσα από παροχή και άλλων κινήτρων, για την
προσέλκυση εξυπηρέτηση ξένων άμεσων επενδύσεων (σε νέους για την ελληνική οικονομία κλάδους).
Δημιουργούνται ευνοϊκοί όροι σύμφυσης ξένου και ντόπιου κεφαλαίου.

― Για την αγροτική ανάπτυξη και αλιεία διατίθεται το 7,42% του Γ΄ ΚΠΣ. Οι πόροι που διατίθενται
ανέρχονται στο 1,3 τρισ. δρχ. Δεν προορίζονται για την ανάπτυξη των μικρομεσαίων αγροτικών
νοικοκυριών. Θα χρησιμοποιηθούν για να βοηθηθεί η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση της
παραγωγής σε λίγους και το ξεκλήρισμα των πολλών.

Προτείνονται αναδιαρθρώσεις σε εσπεριδοειδή, ελιές, αμπέλια που αντιστοιχούν στο 25% των συνολικά
καλλιεργούμενων εκτάσεων, που στόχο έχουν τη μείωση της αγροτικής παραγωγής. Την ίδια στιγμή η
αγροτική απασχόληση μειώνεται κατά 2,5% κάθε χρόνο, ενώ το αγροτικό εμπορικό ισοζύγιο είναι
ελλειμματικό και κάθε χρόνο το έλλειμμα αυξάνεται. Το 1977 ήταν 280,8 δισ. δραχμές και το 1998
έφτασε τα 317,5 δισ. δραχμές.

Το μεγαλύτερο μέρος των πόρων πηγαίνει σε δραστηριότητες, όπως: εξισωτική αποζημίωση, κίνητρα για
εκριζώσεις, σεμινάρια και εκπαιδεύσεις, πρόωρη συνταξιοδότηση, στον αγροτοτουρισμό, σε
καλλιέργειες αρωματικών και υποτροπικών φυτών που θα ανέρχονται κιόλας στο 8% των
καλλιεργούμενων εκτάσεων.

31
Η διεύρυνση της ΕΕ με τα υποψήφια προς ένταξη κράτη της Κεντρικής - Ανατολικής Ευρώπης, που
έχουν μεγάλο αγροτικό τομέα θα έχει επιπτώσεις κύρια στην ανταγωνιστικότητα γαλακτοκομικών
προϊόντων και κρέατος της Ελλάδας.

Πάντως, ενίσχυση της παραγωγής σε μια σειρά από φυτικά και ζωικά προϊόντα, που θα αξιοποιούν τις
ευνοϊκές εδαφοκλιματολογικές συνθήκες της χώρας και θα καλύπτουν εγχώριες αλλά και εξαγωγικές
ανάγκες, δεν προβλέπεται από το Γ΄ ΚΠΣ.

Στην Αλιεία κύριος προσανατολισμός είναι η μείωση του αλιευτικού στόλου με την απόσυρση των
σκαφών, την πρόωρη συνταξιοδότηση. Κύρια στοχεύεται η μείωση των απασχολούμενων στην παράκτια
αλιεία και η ενίσχυση των ιχθυοκαλλιεργειών, όπου αναπτύσσονται μεγάλες επιχειρήσεις με εξαγωγικό
προσανατολισμό.

― Για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής που αφορά την προστασία του περιβάλλοντος, τον πολιτισμό,
την υγεία και την πρόνοια, συνολικά θα δαπανηθούν 600 δισ. δραχμές. Η ιδιωτική συμμετοχή ανέρχεται
σε 4,9 δισ. δραχμές.

Στην προστασία του περιβάλλοντος διατίθενται 220,38 δισ. δραχμές. Οι διαθέσιμοι πόροι θα
κατευθυνθούν στην υλοποίηση μεγάλων και μεσαίου μεγέθους έργων και κυρίως αυτών που αφορούν
την ύδρευση, την αποχέτευση - βιολογικό καθαρισμό και τη διαχείριση των απορριμμάτων, ενώ για μια
ακόμη φορά η αντιπλημμυρική προστασία της χώρας τίθεται ουσιαστικά εκτός των κοινοτικών επιλογών.

Στον πολιτισμό διατίθενται 206,11 δισ. δραχμές.

Στην Υγεία - Πρόνοια διατίθενται 174,89 δισ. δραχμές. Η χρηματοδότηση περορίζεται ουσιαστικά στην
ενίσχυση της υλικής υποδομής των Νοσοκομείων. Δεν καλύπτει τομείς πρωτοβάθμιας φροντίδας
(πρόληψης, διάγνωσης, κλπ.) υγείας, στους οποίους επεκτείνεται το ιδιωτικό κεφάλαιο. Πρόκειται για
επιλογές που περιορίζουν στο ελάχιστο την υποχρέωση του κράτους για την παροχή δωρεάν
υγειονομικών και προνοιακών υπηρεσιών στο λαό και διευκολύνουν τη δράση του ιδιωτικού κεφαλαίου
στον τομέα αυτό.

Με λίγα λόγια οι λαϊκές ανάγκες δε θα καλύπτονται στο μέλλον ούτε και από αυτό το σημερινό λειψό και
υποβαθμισμένο σύστημα υγείας και πρόνοιας, αφού «οι παραδοσιακές δομές και λειτουργίες», δηλαδή
ασφάλιση, δημόσια νοσοκομεία κ.ά. θα αντικατασταθούν από ευέλικτες δομές και σχήματα-ανώνυμες
εταιρίες και ιδιωτικά Ιατρικά Κέντρα γι’ αυτούς που θα έχουν μεγάλα εισοδήματα, ενώ θα υπάρχουν
στοιχειώδεις δημόσιες και εθελοντικού χαρακτήρα παροχές για τους έχοντες χαμηλά εισοδήματα.

32
― Για τη λεγόμενη κοινωνία της πληροφορίας, το συνολικό ύψος του προγράμματος ανέρχεται σε 967,5
δισ. δραχμές, από τα οποία τα 773,35 δισ. αφορούν δημόσιες δαπάνες (κοινοτικοί και εθνικοί πόροι), ενώ
τα υπόλοιπα θα προέρθουν από ιδιωτική χρηματοδότηση.

Η χρηματοδότηση συμβάλλει στον εκσυγχρονισμό της οικονομικής και κατασταλτικής λειτουργίας του
αστικού κράτους, στην προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος στις σύγχρονες ανάγκες του
κεφαλαίου. Προωθεί τη διεύρυνση του ρόλου του ιδιωτικού κεφαλαίου στο χώρο αυτό. Θέσεις μάχης
έχουν πάρει οι ελληνικές εταιρίες πληροφορικής για τη διεκδίκηση των έργων.

Με στόχο την ενίσχυση των θέσεών τους ενόψει των σχετικών διαγωνισμών που προετοιμάζονται να
προκηρυχτούν, οι εταιρίες του κλάδου προχωρούν στη σύναψη των απαραίτητων στρατηγικών
συνεργασιών με ομοειδείς εταιρίες, ενώ παράλληλα αρκετές από αυτές αυξάνουν την κεφαλαιοποίησή
τους, ώστε να είναι έτοιμες να διεκδικήσουν αυτοχρηματοδοτούμενα έργα. Παράλληλα, άλλες, μεταξύ
των οποίων η Logic Dis, ο Ομιλος Δέλτα-Singular και η Informer έχουν διαμορφώσει, ο μεν πρώτος
Ομιλος με την Τραπεζα Eurobank-Ergasias, ο δεύτερος Ομιλος με την Alpha Bank και ο τρίτος με τον
Ομιλο της Εθνικής Τραπέζης.

Συμμετοχή στα αυτοχρηματοδοτούμενα έργα αναμένεται να διεκδικήσουν είτε αυτόνομα είτε στα
πλαίσια κοινοπρακτικών σχημάτων και ο Ομιλοι Altec, Πουλιάδης και Info-Quest. Δεδομένη θεωρείται
και η διεκδίκηση ανάλογων έργων από τον Ομιλο της Intrasoft.

― Τέλος, κατανέμονται κονδύλια για την περιφερειακή ανάπτυξη. Πρόκειται για τα καθαρώς
περιφερειακά -σχετικώς μικρά έργα- των οποίων ο συνολικός προϋπολογισμός θα φτάσει τα 3,7 τρισ.
δραχμές.

Κατά περιφέρεια κατανέμονται:

ΠΕΠ Αν. Μακεδονίας - Θράκης 380,19 δισ. δραχμές.

ΠΕΠ Κεντ. Μακεδονίας 473,81 δισ. δραχμές.

ΠΕΠ Δυτ. Μακεδονίας 187,43 δισ. δραχμές.

ΠΕΠ Ηπείρου 231,68 δισ. δραχμές.

33
ΠΕΠ Θεσσαλίας 313,40 δισ. δραχμές.

ΠΕΠ Ιονίων Νήσων 126,88 δισ. δραχμές.

ΠΕΠ Δυτική Ελλάδα 266,26 δισ. δραχμές.

ΠΕΠ Στερεάς Ελλάδας 297,47 δισ. δραχμές.

ΠΕΠ Αττικής 541,37 δισ. δραχμές.

ΠΕΠ Πελοποννήσου 238,06 δισ. δραχμές.

ΠΕΠ Βορείου Αιγαίου 185,97 δισ. δραχμές.

ΠΕΠ Νοτίου Αιγαίου 204,45 δισ. δραχμές.

ΠΕΠ Κρήτης 241,61 δισ. δραχμές.

Με άξονα τα Περιφερειακά Προγράμματα (ΠΕΠ) προβάλλεται έντονα το σύνθημα της περιφερειακής


ανάπτυξης και της σμίκρυνσης των περιφερειακών ανισοτήτων. Η πραγματικότητα βέβαια, είναι εντελώς
διαφορετική. Σύμφωνα με τη δεύτερη Εκθεση για την Οικονομική και Κοινωνική Συνοχή, «η Ηπειρος
συνεχίζει να είναι -μετά από δύο πλουσιοπάροχα κοινοτικά πακέτα -η φτωχότερη περιοχή της Ευρώπης».
Αλλες τρεις περιοχές, η Κεντρική Μακεδονία, η Στερεά Ελλάδα και η Πελοπόννησος γνώρισαν μια
πανευρωπαϊκή πρωτοτυπία: σε διαδικασία σύγκλισης και μετά από μια σειρά κοινοτικών
χρηματοδοτήσεων έγιναν φτωχότερες, οι κάτοικοι παρατηρούν το εισόδημά τους να μειώνεται έως και
8% τα τελευταία χρόνια.

Στο ίδιο το κυβερνητικό Σχέδιο Ανάπτυξης 2000-2006 αναγνωρίζεται ότι οι ανισότητες στο κατά
κεφαλήν ΑΕΠ διευρύνονται και υπάρχουν Νομοί που το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι μικρότερο του 65%
του μέσου όρου της χώρας (π.χ. στους Νομούς Χίου, Καστοριάς, Ροδόπης, Αρτας, Γρεβενών,
Θεσπρωτίας, Ευρυτανίας).

34
Την ίδια στιγμή το 22% του πληθυσμού παραμένει ακόμη σε συνθήκες φτώχειας (ζει με εισόδημα
μικρότερο από το 60% του εθνικού κατά κεφαλήν εισοδήματος).

Μέσα στη δεκαετία του 1990 το κατά κεφαλήν εισόδημα της Κεντρικής Μακεδονίας μειώθηκε από το
63% στο 60%. Της Πελοποννήσου από το 58% στο 57%, της Στερεάς Ελλάδας από το 72% στο 64%,
ενώ της Ηπείρου παρέμεινε αμετάβλητο στο 43%. Στα υπόλοιπα κράτη-μέλη μείωση παρατηρήθηκε
μόνο σε μια περιφέρεια της Ιταλίας και σε δύο της Αγγλίας (η οποία όμως δεν έλαβε πόρους από τα
Ταμεία Συνοχής).

Σε όρους πραγματικής αγοραστικής δύναμης μόνο η Στερεά Ελλάδα αγγίζει τον κοινοτικό μέσο όρο.
Στον αντίποδα, το εισόδημα των Ηπειρωτών είναι χαμηλότερο, όχι μόνο όλων των Ευρωπαίων, αλλά και
των Κυπρίων, των Τσέχων και των Σλοβάκων που βρίσκονται υπό ένταξη. Αγγίζει μόλις το 49% του
κοινοτικού μέσου όρου.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι με το Γ΄ ΚΠΣ η Ελλάδα θα κατακτήσει «ισότιμη» θέση στην
ΟΝΕ. Πόσο ευσταθεί αυτός ο ισχυρισμός;

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΥΛΛΑΣ: Πράγματι, η κυβέρνηση, όπως διατυπώνεται στα κείμενα που υπέβαλε στην ΕΕ,
ισχυρίζεται ότι με το Γ΄ ΚΠΣ φιλοδοξεί να καταστήσει την Ελλάδα «ισότιμη» στα πλαίσια της ΟΝΕ και
να διαδραμματίσει έναν ιδιαίτερο ρόλο στη Νότιο- Ανατολική Ευρώπη.

Το περί ισοτιμίας σύνθημα είναι απλώς και μόνο δημαγωγικό, «στάχτη στα μάτια» των λαϊκών μαζών για
να υπομένουν την εκάστοτε περιοριστική εισοδηματική πολιτική, τις αντιλαϊκές συνέπειες από την
ενσωμάτωση της ελληνικής οικονομίας στην ευρωενωσιακή αγορά, τις αντιλαϊκές αλλαγές στις
εργασιακές σχέσεις, στο Ασφαλιστικό σύστημα, στους τομείς της Παιδείας, Υγείας, Πρόνοιας.

Εξάλλου, καμιά οικονομία κράτους-μέλους δεν είναι ισότιμη ή ισοδύναμη με άλλη. Η ανισόμετρη
καπιταλιστική ανάπτυξη χαρακτηρίζει τις οικονομίες και στα πλαίσια της ευρωζώνης. Ας μην ξεχνάμε
ότι η ανισομετρία δεν άρθηκε ούτε μεταξύ των πολιτειών των ΗΠΑ ούτε στα πλαίσια της γερμανικής
ενοποίησης. Οι εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας επιβεβαιώνουν ότι η ανισομετρία βάθυνε ακόμη και
στα πλαίσια ενός κράτους-μέλους της ΕΕ, π.χ. στην Ελλάδα, όπως αναφέραμε προηγουμένως, βάθυνε η
ανισόμετρη ανάπτυξη μεταξύ Αττικής και Ηπείρου ή της Πελοποννήσου. Το ίδιο παρατηρήθηκε και στην
Ιταλία.

Βεβαίως, στα πλαίσια της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης μπορεί να προκύψουν αλλαγές στην
οικονομική θέση, ενδεχομένως και στη γενικότερη δύναμη ενός κράτους, εντός ή εκτός της ΕΕ. Για
παράδειγμα, κατά την τελευταία πενταετία σημειώθηκε βελτίωση της οικονομικής θέσης της Ιρλανδίας
στα πλαίσια της ΕΕ, μετρουμένης κυρίως με όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ.

35
Η ελληνική οικονομία με όρους καπιταλιστικού ανταγωνισμού ήταν και παραμένει στην τελευταία θέση
στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη. Ταυτόχρονα, σημείωσε τάση μείωσης του χάσματος του κατά κεφαλήν
ΑΕΠ από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ, κατά την τελευταία πενταετία. Πάνω σε αυτό το στοιχείο
οικοδομεί η κυβέρνηση το σύνθημά της, περί «ισότιμης» Ελλάδας.

Ομως, παράλληλα, το εμπορικό έλλειμμα (καθαρές εισαγωγές) διευρύνθηκε, αυξανόμενο κατά 29,84%
το 2000 έναντι του 1999. Σημαντικές αλλαγές έγιναν στη διάρθρωση του ελληνικού εξωτερικού
εμπορίου κατά γεωγραφική περιοχή. Οι αλλαγές αποτυπώνουν τον περιορισμό των ελληνικών εξαγωγών
στην ΕΕ, ως μεριδίου επί του συνόλου των εξαγωγών και την αύξησή τους στις Βαλκανικές και στις
χώρες της Κεντρικής Ευρώπης και της πρώην ΕΣΣΔ. Η τάση περιορισμού των ελληνικών εξαγωγών προς
την ΕΕ, ως μεριδίου των συνολικών εξαγωγών διαμορφώνεται κατά τη δεκαετία του 1990. Το 1990 οι
ελληνικές εξαγωγές προς την ΕΕ αποτελούσαν το 68% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών, ενώ το
1999 περιορίστηκαν στο 51%. Ταυτόχρονα, όλο και εντονότερα διατυπώνεται η ανησυχία για το
ενδεχόμενο νέας επιδείνωσης στην ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εμπορευμάτων στην ΕΕ, σαν
αποτέλεσμα της διεύρυνσής της με κράτη όπως η Πολωνία, η Τσεχία, η Ουγγαρία με εμπορεύματα
ανταγωνιστικά με αυτά της Ελλάδας. Το σύνολο των εξαγωγών και των εισαγωγών της χώρας, ως
ποσοστό του ΑΕΠ, παραμένει λίγο πάνω από το 15%, όταν στις άλλες μικρές οικονομίες το ποσοστό
αυτό υπερβαίνει τα 41%. Κατά την περίοδο ένταξης της Ελλάδας στην ΕΕ (1992-2000) εντάθηκε η
εισαγωγική διείσδυση στην Ελλάδα, κυρίως από τα κράτη-μέλη της ΕΕ (Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία,
Ολλανδία), αλλά και τρίτες χώρες (π.χ. Ν. Αφρική, Τυνησία) με τις οποίες η ΕΕ κλείνει συμφωνίες
ευνοϊκές, κυρίως για τα ισχυρά βιομηχανικά κράτη-μέλη της. Περιορίστηκε η ελληνική εξαγωγική
επίδοση στην αγορά της ΕΕ, επιδεινώθηκε η ελλειμματικότητα του εμπορικού ισοζυγίου της Ελλάδας
στην ευρωενωσιακή αγορά.

Η λειτουργία της ελληνικής οικονομίας στα πλαίσια του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος ΕΥΡΩ,
συνολικά θα επιδεινώσει την ανταγωνιστική της θέση. Αμεσα επιβαρυντικές θα είναι οι συνθήκες
ανταγωνισμού και με τις αγορές των υπό ένταξη κρατών. Τις αρνητικές συνέπειες θα πληρώσουν οι
εργαζόμενοι και συνταξιούχοι, οι μικρομεσαίοι αγρότες και οι μικρές επιχειρήσεις στη βιοτεχνία και το
εμπόριο. Το όφελος θα είναι για τα μονοπωλιακά μεγαθήρια και τις δορυφορικές επιχειρήσεις γύρω από
αυτά.

Κατά τη διαδικασία της σύγκλισης έχουμε μια ορισμένη ενίσχυση της θέσης των μονοπωλιακών Ομίλων
από την Ελλάδα και βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης της ελληνικής οικονομίας σε διεθνές επίπεδο.

Αναβαθμίστηκε, ακόμη και στην ευρωενωσιακή αγορά, η θέση ορισμένων μονοπωλιακών Ομίλων από
την Ελλάδα, όπως είναι ο ΟΤΕ και η Εθνική Τράπεζα. Το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο κατέχει
ηγεμονική θέση στην ΕΕ (1η θέση ο υπό ελληνική σημαία εμπορικός στόλος αντιπροσωπεύοντας το
43,4% της κοινοτικής ναυτιλιακής δύναμης) και παγκοσμίως την 4η θέση κατέχει ο υπό ελληνική σημαία
στόλος, καθώς και την 1η θέση με 16,3% της παγκόσμιας χωρητικότητας καταλαμβάνει ο ελληνόκτητος
στόλος.

Αναβάθμισαν τη θέση τους και στην ευρωενωσιακή αγορά με εξαγωγή κεφαλαίων και εξαγορές μια
σειρά επιχειρήσεις με έδρα την Ελλάδα. Ταυτόχρονα, κατέκτησαν μια από τις πρώτες θέσεις στα μερίδια
αγοράς του κλάδου τους ή σε κάποιο από τα προϊόντα τους, π.χ. Μαΐλλης, Αργυρομεταλλευμάτων και

36
Βαρυτίνης, Intralot, Frigoglass, Eurodrip, Flexopack, Coca-Cola 3E, Κλωστήρια Ναούσης, Πλαστικά
Θράκης, Επιχειρήσεις Αττικής.

Κατά το 2000, σημειώθηκε για πρώτη φορά καθαρή εκροή κεφαλαίων για άμεσες επενδύσεις της τάξης
των 1.116,2 εκατ. ΕΥΡΩ.

Βελτίωση σημειώθηκε στην ανταγωνιστική θέση της ελληνικής οικονομίας εκτός ΕΕ, σε διεθνές επίπεδο.
Σύμφωνα με τα κριτήρια που συντάσσεται η αξιολόγηση ανταγωνιστικότητας από το World Economic
Forum, η ελληνική οικονομία, από άποψη ανταγωνιστικότητας ανήλθε στην 34η θέση το 2000 από την
41η θέση που βρισκόταν το 1999.

Επομένως, θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι μια ορισμένη άνοδος στην καπιταλιστική παραγωγή και
συσσώρευση στην Ελλάδα, που εκφράστηκε με βελτίωση των ρυθμών μεταβολής του ΑΕΠ συγκριτικά
με τον αντίστοιχο μέσο όρο στην ΕΕ και με άνοδο του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ως ποσοστού του μέσου όρου
της ΕΕ, δεν ήταν αποτέλεσμα της βελτίωσης της θέσης της ελληνικής οικονομίας στην ΕΕ, αλλά
αποτέλεσμα βελτίωσης της καπιταλιστικής ανταγωνιστικής της θέσης στη Βαλκανική και στην ευρύτερη
περιφέρεια της Νοτιο-Ανατολικής Μεσογείου.

Η καπιταλιστικοποίηση των οικονομιών της Βαλκανικής, η συγκυρία των διαφορετικών φάσεων στον
κύκλο της κρίσης που βρέθηκαν άλλα κράτη μεσαίας κεφαλαιοποίησης (στη φάση ύφεσης πρόσφατα η
Τουρκία, τα προηγούμενα χρόνια άλλες «αναδυόμενες» αγορές της Ν. Α. Ασίας και της Λατινικής
Αμερικής) σε σχέση με την Ελλάδα (ανοδική φάση), η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης (μείωση της
αξίας και της τιμής της εργατικής δύναμης) και οι συντονισμένες κοινοτικές πολιτικές για την προώθηση
των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων συνέβαλαν στο παραπάνω αποτέλεσμα.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι στο βαθμό που βελτιώνεται η ανταγωνιστική θέση της
ελληνικής οικονομίας και προωθείται η «σύγκλιση» θα ωφελούνται όλες οι κοινωνικές δυνάμεις. Πώς
σχολιάζετε αυτή την άποψη;

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΥΛΛΑΣ: Θεμελιακή θέση του ΚΚΕ είναι ότι η εκτίμηση των οικονομικών
αποτελεσμάτων είναι εκτίμηση της εξέλιξης διαφορετικών ταξικών συμφερόντων σε μια δοσμένη ταξική
κοινωνία και όχι απλά αποτύπωση οικονομικών δεικτών, που προκύπτουν ως αποτέλεσμα περισσότερο ή
λιγότερο καλής διαχείρισης ή μεθόδου λογιστικής απεικόνισης.

Επομένως, το κριτήριο δεν είναι μόνο αν υπήρχε άνοδος της καπιταλιστικής παραγωγής, πορεία
σύγκλισης ή απόκλισης από εκείνη της ΕΕ, αλλά ποιος ωφελήθηκε και ποιος βλάφτηκε από την όποια
ενδεχόμενη ανάπτυξη και πορεία «σύγκλισης» στο παρελθόν και ως πρόβλεψη στο μέλλον. Σήμερα
υπάρχει πλούσια πείρα με βάση την οποία μπορεί να κριθεί ποιος κερδίζει και ποιος χάνει. Θα παραθέσω
σχετικά στοιχεία.

37
Τα οφέλη της ολιγαρχίας ήταν υψηλά κέρδη.

― Η εξέλιξη της κερδοφορίας σύμφωνα με έρευνα της ICAP για την ελληνική βιομηχανία κατά το 1999,
σε δείγμα 4.561 βιομηχανιών, τα καθαρά προ φόρων κέρδη αυξήθηκαν κατά 48,73% .

Ας σημειωθεί ότι η αύξηση της κερδοφορίας ήταν πολύ μεγαλύτερη από την αύξηση του κύκλου
εργασιών.

― Χαρακτηριστική είναι η εξέλιξη του δείκτη καθαρά κέρδη ανά προσωπικό στη βιομηχανία, κατά την
πενταετία 1995-1999. Από -0,06% το 1996 εκτινάχτηκε στο 35,19% το 1999.

― Σύμφωνα με επεξεργασία λογιστικών στοιχείων για 278 εισηγμένες επιχειρήσεις στο ΧΑΑ,
πραγματοποιήθηκαν κέρδη 2 τρισ. δρχ. το 2000, έναντι 2,3 τρισ. δρχ. το 1999. Η εμφανιζόμενη μείωση
της κερδοφορίας συγκριτικά με το 1999 οφείλεται στις επιχειρήσεις του χρηματοοικονομικού τομέα και
στις μειωμένες αποδόσεις, πάντα σε σύγκριση με το 1999, των επενδύσεων χαρτοφυλακίου (λόγω
μεγάλης πτώσης των τιμών στο ΧΑΑ).

Οι ζημιές των εργατικών εισοδημάτων.

― Οι κατώτατες αποδοχές των εργατοϋπαλλήλων με δείκτη σύγκρισης 1980=100 βρίσκονται στο 106,3
το 1999, κάτω του επιπέδου του 1989 (112,8), 1990 (109,8) και, βεβαίως πολύ πιο κάτω από το 1984
(123,0) χρονιά με το μεγαλύτερο δείκτη της 25ετίας. Το ίδιο παρατηρούμε και για το κατώτατο
ημερομίσθιο άγαμου εργάτη χωρίς προϋπηρεσία, ενώ οι εβδομαδιαίες αποδοχές των εργατών της
Μεταποίησης βρίσκονται (117,0) ελάχιστα υψηλότερα του επιπέδου του 1989 (116,0).

― Το διαθέσιμο εισόδημα μέσου μισθωτού με βάση σύγκρισης 1980=100, είναι 100,2. Δηλαδή
βρίσκεται στα επίπεδα του 1980, χαμηλότερο των ετών 1978 (103,2), 1985 (102,5), 1979 (101,4), 1990
(101,2), έτη με το μεγαλύτερο δείκτη της 25ετίας. Αν συγκρίνουμε την πορεία αυτού του δείκτη με την
πορεία των μέσων προ φορολογίας αποδοχών στο σύνολο της οικονομίας, θα διαπιστώσουμε ότι την
όποια αύξηση των αποδοχών κατά την περίοδο 1995-1999 σχεδόν τη ροκανίζει η φορολογία.

― Η Ελλάδα παρουσιάζει τη δεύτερη (μετά την Πορτογαλία) μεγαλύτερη απόκλιση μεταξύ πλούτου και
φτώχειας στην ΕΕ, καθώς και το δεύτερο (μετά την Πορτογαλία) χαμηλότερο επίπεδο μικτών ετήσιων
αποδοχών σε ΕΥΡΩ (σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat).

― Ο μέσος ελληνικός μισθός αντιστοιχεί στο 65% του αντίστοιχου της ΕΕ, συγκρινόμενος με βάση την
αγοραστική του δύναμη.
38
― Στην Ελλάδα εργάζονται περισσότερο, δηλαδή 1,940 ώρες ετησίως, έναντι 1660 ωρών που είναι ο
αντίστοιχος μέσος όρος της ΕΕ, αλλά αμείβονται με χαμηλότερους μισθούς.

― Οι κατώτατοι μισθοί και ημερομίσθια στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 2001, εκφρασμένοι σε ΕΥΡΩ,
αποτελούσαν το 42,29% των αντίστοιχων της Γαλλίας, το 43,13% της Βρετανίας, το 40,97% του
Βελγίου, το 39,69% της Ολλανδίας, το 46,59% της Ιρλανδίας, το 90,51% της Ισπανίας και το 117,43 της
Πορτογαλίας.

― Η Ελλάδα κατέχει την 5η χειρότερη θέση στις κοινωνικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ (24,5%), με
μέσο όρο της ΕΕ-15 και της Ευρωζώνης 27,7%, αλλά με καθοδική τάση από το 1993.

― Επίσης κατέχει την 3η χειρότερη θέση στις Δημόσιες Δαπάνες Υγείας ως ποσοστού του ΑΕΠ (4,9%).

Η πραγματικά τελευταία θέση της ελληνικής οικονομίας στην ΕΕ αποτυπώνεται στους λεγόμενους
κοινωνικούς δείκτες, που παρά την όποια σχετικότητα ή ανακρίβειά τους, δείχνουν συγκριτικά τη θέση
της ελληνικής λαϊκής πλειοψηφίας στα πλαίσια της ευρωενωσιακής αγοράς.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι με το Γ΄ ΚΠΣ θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας και θα
μειωθεί η ανεργία. Εχει βάση αυτή η πρόβλεψη;

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΥΛΑΣ: Κατά τις κυβερνητικές εκτιμήσεις θα δημιουργηθούν την περίοδο 2000-2006,
300.000 νέες θέσεις εργασίας. Από το σύνολο των θέσεων αυτών οι 150.000 θέσεις θα είναι «οι καθαρά
νέες θέσεις» που θα δημιουργηθούν και θα συμβάλουν στη μείωση της ανεργίας. Οι υπόλοιπες 150.000
θέσεις εργασίας θα καλυφτούν από τις μετακινήσεις των εργαζομένων από τη μια θέση εργασίας στην
άλλη.

Κατά την υλοποίηση του Β΄ ΚΠΣ (1994-1999) ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ σε σταθερές
τιμές ήταν 2,6% και η αύξηση της απασχόλησης ήταν γύρω στο 1%.

Η αύξηση αυτή της απασχόλησης ήταν τελείως ανεπαρκής για να απορροφήσει την αύξηση του
εργατικού δυναμικού στην ίδια περίοδο. Ετσι το ποσοστό ανεργίας από το 8,9% το 1994 αυξήθηκε στο
11,7% το 1999.

39
Για την περίοδο του Γ΄ ΚΠΣ (2000-2006) ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της ΑΕΠ κατά την κυβέρνηση θα
είναι γύρω στο 5% και ο ρυθμός αύξησης της απασχόλησης γύρω στο 2,5% και έτσι προβάλλεται ο
επιδιωκόμενος στόχος της μείωσης της ανεργίας.

Σύμφωνα, όμως, με μια σειρά διεθνείς καπιταλιστικούς οργανισμούς (ΟΟΣΑ, ΔΝΤ, Ευρωπαϊκή
Επιτροπή) το φάντασμα της ανεργίας θα συνεχίσει να πλανάται πάνω από την ελληνική κοινωνία.
Αναμένεται ότι ο δείκτης θα παραμείνει στάσιμος σχεδόν στο 9,7% το 2006 (από το 10% το 2002). Στη
ζώνη του ΕΥΡΩ η μέση ανεργία εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί τότε στο 7,7%.

Βέβαια, θα πρέπει να συνυπολογιστεί για το τι θέσεις εργασίας γίνεται λόγος, γιατί ως θέσεις εργασίας
υπολογίζονται και αυτές της μερικής απασχόλησης, οι οποίες, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ερευνας
Εργατικού Δυναμικού της ΕΣΥΕ-1999, κατά την περίοδο 1988-1999 αυξήθηκαν κατά 15%, έναντι
αύξησης κατά 7,3% των θέσεων πλήρους απασχόλησης. Ακόμη, όπως είναι γνωστό, διαγράφονται από
τα δελτία ανεργίας όσοι παρακολουθούν τα ποικιλώνυμα σεμινάρια κατάρτισης.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποιες είναι οι εκτιμήσεις σας για την πορεία «σύγκλισης» με βάση τα στενά ταξικά κριτήρια
της αστικής πολιτικής. Θα επιτευχθούν οι φιλοδοξίες κυβερνητικών στελεχών για «σύγκλιση» - εξίσωση
του ελληνικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ με το μέσο όρο της ΕΕ ως το 2010;

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΥΛΑΣ: Η κυβέρνηση διαμόρφωσε επικαιροποιημένο «Πρόγραμμα Σύγκλισης και


Σταθερότητας 2001-2004» και στόχους για την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, στη βάση εκτιμήσεων
και προβλέψεων για την εξέλιξη των μακροοικονομικών δεικτών που δεν άντεξαν ούτε στην πάροδο του
α΄ τριμήνου του 2001.

Επρόκειτο για υπεραισιόδοξες (ή συνειδητά υπερτιμημένες) προβλέψεις εξέλιξης της μεταβολής του
ΑΕΠ, που δεν υπολόγιζαν ούτε την πραγματικότητα της μεγάλης οικονομικής επιβράδυνσης στις ΗΠΑ,
της σημαντικής επιβράδυνσης στην ΕΕ, αλλά και της επιβράδυνσης της ελληνικής Μεταποίησης. Το ίδιο
μη ρεαλιστικές εκτιμήσεις περιελήφθησαν στο επικαιροποιημένο Πρόγραμμα για την εξέλιξη του
πληθωρισμού.

Ηδη, από το τέλος του 2000, όλες οι εκτιμήσεις των διεθνών οικονομικών επιτελείων έδιναν ρυθμούς
μεταβολής του ΑΕΠ χαμηλότερους εκείνων της ελληνικής κυβέρνησης, ενώ στην πορεία είναι σαφής η
τάση συνολικής αναθεώρησης προς τα κάτω όλων των προβλέψεων.

Σύμφωνα με τις μεσοπρόθεσμες εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ για την ελληνική οικονομία 2002-2006, ο ρυθμός
αύξησης του ΑΕΠ θα φτάσει το 4,4% το 2002. Ομως θα επιβραδυνθεί σημαντικά στη συνέχεια για να
καταλήξει σε μέσο ρυθμό πενταετίας 2002-2006 στο 3,4%. Πρόσφατα η κυβέρνηση αναθεώρησε τις
εκτιμήσεις της για το ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ το 2001 σε 4,7% (από το 5% του Προγράμματος
σταθεροποίησης και σύγκλισης). Οι προβλέψεις διεθνών οργανισμών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων
κυμαίνονται μεταξύ 3,7 - 4,5% για το 2001 και 3,8 - 4,8% για το 2002. Μελέτη του ΙΟΒΕ εκτιμά ότι
χρειάζεται πάνω από 5% μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης για την περίοδο 2000-2015, ώστε να
40
επιτευχθεί ουσιαστική σύγκλιση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας με το μέσο Κοινοτικό. Βεβαίως,
δεν αναφερόμαστε σε μια ορισμένη σύγκλιση που μπορεί να επέλθει (γύρω στο 85%) και σαν
αποτέλεσμα διεύρυνσης της ΕΕ με κράτη που έχουν κατά κεφαλήν ΑΕΠ (σε ισοδύναμες μονάδες)
μικρότερο εκείνου της Ελλάδας.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ωστόσο, η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ο μεγαλύτερος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ στην
Ελλάδα, σε σύγκριση με το μέσο όρο της ΕΕ, είναι ενδεικτικός του δυναμισμού της ελληνικής
οικονομίας. Πώς το σχολιάζετε;

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΥΛΛΑΣ: Θα πρέπει να υπολογίζονται και άλλες παράμετροι: Η ελληνική μεταποίηση


εξακολουθεί να καταλαμβάνει την τελευταία θέση τόσο στη ζώνη ΕΥΡΩ όσο και στην ΕΕ-15, ενώ η
ανταγωνιστική της θέση στην ευρωενωσιακή αγορά παρουσίασε επιδείνωση.

Για την 3ετία 1997-1999, οι μέσοι ετήσιοι ρυθμοί μεταβολής της Μεταποίησης στην Ελλάδα (1990:0,5,
1998:3,4, 1997:1,0) είναι μικρότεροι των αντίστοιχων της ζώνης ΕΥΡΩ (1999:1,6,1998:4,6, 1997:5,0).

Η Ελλάδα αν και έχει επενδύσεις παγίου κεφαλαίου ως ποσοστό του ΑΕΠ 22,1 για το 1998, συγκριτικά
ανεβασμένες σε σχέση με τα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ (είναι 2η μετά την Πορτογαλία), ωστόσο έχει τη
μεγαλύτερη μείωση του μέσου όρου του δείκτη μεταξύ της δεκαετίας 1981-1990 σε σύγκριση με εκείνο
της δεκαετίας 1971-1980.

Την ίδια τάση αύξησης του ελλείμματος παρουσίασε και το ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών
αυξανόμενο κατά 74,39% το 2000, σε σχέση με το 1999 φτάνοντας τα 8,37 δισ. ΕΥΡΩ (έναντι 4,8 δισ.
ΕΥΡΩ το 1999), ενώ το 1999 σε σχέση με το 1998 είχε αυξηθεί κατά 46,07% (έναντι 3,27 δισ. ΕΥΡΩ το
1998).

Οι άμεσες ξένες επενδύσεις, δηλαδή ξένες επενδύσεις για τη σύσταση ή εξαγορά επιχειρήσεων και όχι
για αγορά μετοχών και ομολόγων στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι μόλις 1,2%, όταν στις άλλες
μικρές χώρες είναι 5,8%. Ωστόσο, οι επενδύσεις των επιχειρήσεων βρίσκονται σε σχετικά υψηλά επίπεδα
(18,9% του ΑΕΠ), όταν στις άλλες μικρές χώρες είναι 17,9%. Η παραγωγικότητα της εργασίας φτάνει
μόλις το 77,6% του ευρωπαϊκού μέσου όρου και το επίπεδο των τιμών βρίσκεται στο 79% των
ευρωπαϊκών τιμών.

Η απασχόληση στην Ελλάδα παραμένει στο 55% του πληθυσμού, όταν στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες
ξεπερνά το 63% και στις ΗΠΑ το 73%. Η αύξηση της απασχόλησης κινείται με αργό ρυθμό, ενώ η
ανεργία των νέων είναι σχεδόν διπλάσια από τις ΗΠΑ.

Επομένως, με αυτούς τους ρυθμούς και όρους θα αποδειχτούν φρούδες οι ελπίδες για «σύγκλιση» ως το
2010. Πέραν τούτου θα πρέπει να προσέξουν οι εργαζόμενοι ότι όλοι όσοι μιλούν για την πορεία
41
σύγκλισης -ΣΕΒ, ΙΟΒΕ, ΟΟΣΑ, Ευρωπαϊκή Επιτροπή- ως κύρια προϋπόθεση θέτουν την ταχύτερη
προώθηση. Αυτό σημαίνει νέο κύμα απόλυτης και σχετικής επιδείνωσης της ζωής τους.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Συνοψίζοντας, ποιο είναι το τελικό σας συμπέρασμα;

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΥΛΛΑΣ: Πηγή των κοινωνικών εισροών είναι η υπεραξία των εργαζομένων στα κράτη-
μέλη της ΕΕ, μεταξύ αυτών και της Ελλάδας. Διοχετεύονται για τις ανάγκες μιας ορισμένης ενοποίησης
των αγορών της ΕΕ, ώστε να ενισχύεται συνολικά η ΕΕ ως ιμπεριαλιστικό κέντρο έναντι των ΗΠΑ και
της Ιαπωνίας. Τα οφέλη είναι για τη ντόπια ολιγαρχία και οι αρνητικές συνέπειες για τους εργαζόμενους.

Γνωστό είναι ότι η αντίληψη του ΚΚΕ για την οικονομική ανάπτυξη είναι ταξική, λαϊκή. Οι βάσεις για τη
λαϊκή οικονομία -η κοινωνικοποίηση των βασικών και συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, ο κεντρικός
σχεδιασμός για την αξιοποίησή τους, κλπ.- έρχονται σε πλήρη ρήξη με την ΕΕ και βεβαίως
προϋποθέτουν τη λύση του πολιτικού ζητήματος. Παρ’ όλα αυτά, το ΚΚΕ στηρίζει αιτήματα που
διαμορφώνουν εργατικά συνδικάτα, αγροτικές οργανώσεις, άλλες μαζικές οργανώσεις, φορείς
αυτοαπασχολούμενων και μικρών επιχειρήσεων, αιτήματα που διεκδικούν τη στήριξη του λαϊκού
εισοδήματος ενάντια στις επιδιώξεις της ντόπιας και κοινοτικής ολιγαρχίας, της ελληνικής κυβέρνησης
και των κέντρων της ΕΕ. Το κόμμα μας στηρίζει την αγωνιστική, μαχητική διεκδίκηση και σύγκρουση
που αναμφισβήτητα είναι και ο μόνος δρόμος όχι μόνο για δημιουργία προϋποθέσεων ριζικά
διαφορετικής πολιτικής, αλλά ακόμη και για συγκράτηση ή και απόσπαση κατακτήσεων.

ΕΝΔΟΪΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ


ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ ΤΗΣ ΚΑΣΠΙΑΣ

του Μάκη Παπαδόπουλου

Οικονομία

Η διαπάλη των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και των διεθνικών μονοπωλίων για τον έλεγχο των
ενεργειακών πηγών και οδών μεταφοράς γενικά δεν αποτελεί νέο φαινόμενο. Ειδικότερα για την
ευρύτερη περιοχή της Κασπίας (Παρακασπιανή Κεντρική Ασία, Παραευξείνια Βαλκανική, Καύκασος) ο
αναγνώστης της Ιστορίας θα συναντήσει συναρπαστικές σελίδες ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων
για τον έλεγχο του συγκεκριμένου χώρου (π.χ. πλευρές του Ανατολικού ζητήματος, ιμπεριαλιστική
εκστρατεία κατά της Σοβιετικής Ρωσίας του 1918 κλπ.).

Ωστόσο, η όξυνση των αντιθέσεων μετά τις ανατροπές στις σοσιαλιστικές χώρες και τη διάλυση της
Σοβιετικής Ενωσης (περίοδος ’89-’91) είναι αναμφισβήτητη. Ο παράγοντας της δραματικής αλλαγής του
συσχετισμού δυνάμεων υπήρξε βέβαια καταλυτικός, αλλά δεν είναι ο μοναδικός που εξηγεί το
συγκεκριμένο γεγονός. Θα πρέπει να συνυπολογίσουμε επίσης ορισμένα βασικά δεδομένα στα οποία
συγκλίνει το σύνολο των σχετικών αναλύσεων, όπως:

(α) Η πρόβλεψη για την αυξητική τάση που θα παρουσιάσει η παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας.

42
(β) Το δεδομένο ότι το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα παραμείνουν οι βασικές ενεργειακές πηγές
μέχρι το 2020.

(γ) Η σημασία των ενεργειακών αποθεμάτων της περιοχής της Κασπίας που την αναδεικνύουν σε χώρο
ιδιαίτερης γεωπολιτικής σημασίας (σύμφωνα με εκτιμήσεις του Center for Strategic and International
Studies (C.S.I.S.) και του Ινστιτούτου J.I.S.S. του Λονδίνου τα πραγματικά αποθέματα φτάνουν σε 90
δισ. βαρέλια πετρέλαιο και 270 τρισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου).

Παρότι οι αναλυτές δεν εκτιμούν ότι η παραγωγή της περιοχής θα ξεπεράσει αυτή τη δεκαετία το 5% της
παγκόσμιας ζήτησης, ο έλεγχος των συγκεκριμένων αποθεμάτων έχει ιδιαίτερη σημασία, όπως θα δούμε,
για την ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού των ιμπεριαλιστικών κέντρων.

Ειδικότερα η παγκόσμια κατανάλωση πετρελαίου το 2020 αναμένεται να αυξηθεί κατά 50%, από 77
εκατ. βαρέλια ημερησίως σήμερα σε 115 βαρέλια ημερησίως. Ο ΟΠΕΚ αναμένεται να καλύψει το 50%
της ζήτησης αυτής με παραγωγή 55 εκατ. βαρέλια ημερησίως έναντι 32 εκατ. βαρελιών σήμερα. Η
παραγωγή των χωρών της πρώην ΕΣΣΔ αναμένεται επίσης να διπλασιαστεί από 7,8 εκατ. βαρέλια
σήμερα σε 14 εκατ. βαρέλια το 2020. (Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1989 η ΕΣΣΔ βρισκόταν στην πρώτη
θέση της παγκόσμιας παραγωγής ξεπερνώντας τα 11 εκατ. βαρέλια ημερησίως).

Αντιφατικές είναι οι εκτιμήσεις για τα συνολικά τεχνικά εκμεταλλεύσιμα ενεργειακά αποθέματα στον
πλανήτη. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Γεωλογικών Επιστημών και Πρώτων Υλών του Αννόβερου τα
διαθέσιμα αποθέματα μπορούν να καλύψουν τις σημερινές ανάγκες για τα επόμενα 100 χρόνια, χωρίς να
συνυπολογίσει κανείς την ανάπτυξη νέων τεχνικών εξόρυξης και επεξεργασίας μη συμβατικών
υδρογονανθράκων. Από την άλλη, με βάση ένα σενάριο του World Energy Cuncil (WEC) με τους
σημερινούς ρυθμούς αύξησης της κατανάλωσης, η παραγωγή από τα γνωστά κοιτάσματα πετρελαίου δε
θα μπορεί να ανταποκριθεί πλήρως στις απαιτήσεις μετά το 2020.

Τα κύρια πεδία όπου εστιάζεται το ενδιαφέρον των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων είναι αναμφισβήτητα η
περιοχή της Μέσης Ανατολής και η περιοχή της Κασπίας. Οι χώρες μέλη του ΟΠΕΚ θεωρείται ότι
κατέχουν πάνω από το 60% των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου. Ταυτόχρονα, η Ευρωπαϊκή
Επιτροπή επισημαίνει ότι τα αποδεδειγμένα αποθέματα της λεκάνης της Κασπίας ανέρχονται στο ίδιο
επίπεδο με αυτά των ΗΠΑ, αλλά τα πιθανά αποθέματα ενδέχεται να υπερβαίνουν το 25% των
αποδεδειγμένων αποθεμάτων της Μέσης Ανατολής.

Ιδιαίτερα για την ΕΕ το πρόβλημα της ενεργειακής κατανάλωσης αποτελεί μειονέκτημα στον
ανταγωνισμό της με τις ΗΠΑ (οι οποίες διαθέτουν σημαντικά αποθέματα και πολιτικοστρατιωτικό
ηγεμονικό ρόλο στις πετρελαιοπαραγωγικές περιοχές).

Η ενεργειακή κατανάλωση της ΕΕ καλύπτεται σήμερα κατά 41% από το πετρέλαιο και κατά 22% από το
φυσικό αέριο. Η κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της με εισαγόμενα προϊόντα ανέρχεται σήμερα στο
50%. Η Πράσινη Βίβλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού
περιλαμβάνει την εκτίμηση ότι αν δε ληφθούν μέτρα, σε 20-30 χρόνια η ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ θα
φτάσει στο 70%.

Ταυτόχρονα, σημαντικές αλλαγές αναμένονται και στον κλάδο διύλισης πετρελαίου τα επόμενα χρόνια.
Οι παράγοντες που θα επηρεάσουν το μέλλον των Διυλιστηρίων είναι επιγραμματικά οι ακόλουθοι:

(α) Η θέσπιση ορίων στις εκλύσεις διοξειδίου του άνθρακα λόγω του «φαινομένου του Θερμοκηπίου».

(β) Η βιομηχανική παραγωγή αυτοκινήτων νέας «πράσινης» τεχνολογίας που θα χρησιμοποιούν


διαφορετικά καύσιμα και λιπαντικά.

(γ) Οι εξελίξεις στη βιοτεχνολογία που θα επιτρέψουν τη βιολογική επεξεργασία του πετρελαίου.

43
Οι εξελίξεις αυτές θα διευρύνουν το πεδίο εκδήλωσης του μονοπωλιακού ανταγωνισμού και των
ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων στον ενεργειακό τομέα.

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΠΗΓΩΝ ΚΑΙ ΟΔΩΝ

Στην ευρύτερη περιοχή της πρώην Σοβιετικής Ενωσης βρίσκεται περίπου το 21% των εγνωσμένων
παγκόσμιων αποθεμάτων (Ρωσία, Καζακστάν, Αζερμπαϊτζάν). Ιδιαίτερα η Ρωσία έχει μεγάλες
εξαγωγικές δυνατότητες (παραγωγή 6,1 εκατ. βαρέλια/ημέρα, έναντι κατανάλωσης 3,1 εκατ.
βαρέλια/ημέρα). Ετσι η Ρωσία καλύπτει ήδη το 35% των καταναλωτικών αναγκών της ΕΕ, με πρόβλεψη
για ποσοστό που θα ξεπεράσει το 40%. Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι το 60% της ρωσικής
παραγωγής προέρχεται από τη Δυτική Σιβηρία. Αντίθετα στην περιοχή της Κασπίας έχουν ιδιαίτερη
βαρύτητα τα κοιτάσματα του Καζακστάν και του Αζερμπαϊτζάν.

Πρωταγωνιστές στον ανταγωνισμό για τον έλεγχο των πετρελαϊκών κοιτασμάτων και των οδών
εξαγωγής έχουν αναδειχτεί αναμφισβήτητα οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η ΕΕ. Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο
αυτό ότι υπάρχει πλήθος στελεχών της νέας αμερικανικής κυβέρνησης του προέδρου Μπους που
προέρχονται από τον ενεργειακό τομέα, όπως ο αντιπρόεδρος Ντικ Τσέινι (πρ. διευθύνων σύμβουλος της
Halliburton), η σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Κοντολέζα Ράις (πρώην μέλος του Δ.Σ. της Chevron), η
υπεύθυνη εμπορίου στο Υπ. Οικονομικών Κάθλιν Κούπερ (πρώην διευθύντρια ενεργειακών μονάδων
Exxon Mobil) κλπ.

Βασική παράμετρος του ανταγωνισμού είναι η σύναψη διακρατικών συμμαχιών - αξόνων και αντιαξόνων
που δεν περιορίζονται στο ενεργειακό ζήτημα, είναι ευμετάβλητοι και δεν έχουν σταθεροποιηθεί. Από τη
μια ξεχωρίζει η προσπάθεια των ΗΠΑ να συγκροτήσουν ένα αντιρωσικό «άξονα» (Τουρκία,
Αζερμπαϊτζάν, Γεωργία) και από την άλλη υπάρχει σήμερα η προσέγγιση της Ρωσίας με το Ιράν, την
Αρμενία και τη Μολδαβία, καθώς και η προσπάθεια αναβάθμισης της συνεργασίας της με την ΕΕ. Σε
άλλα κράτη όπως η Ουκρανία και το Καζακστάν δε διαγράφεται μέχρι στιγμής ένας σαφής
προσανατολισμός όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Σε πρόσφατη ομιλία της (11.4.2001) η ειδική απεσταλμένη των ΗΠΑ στην Κασπία πρέσβειρα Elisabeth
Johnes διακήρυξε χωρίς περιστροφές ότι οι στρατηγικοί στόχοι της αμερικανικής πολιτικής στην Κασπία
δεν περιορίζονται στον έλεγχο αξιόπιστων ενεργειακών πηγών και διελεύσεων των ενεργειακών
προϊόντων στην περιοχή. Επιδιώκουν την προώθηση ενός βαθμού οικονομικής ενοποίησης των κρατών
της Κασπίας και της Τουρκίας σε συνδυασμό με τη διασφάλιση της ηγεμονίας των αμερικανικών
μονοπωλιακών ομίλων.

Ο ανταγωνισμός εκφράζεται ταυτόχρονα, όπως θα δούμε στη συνέχεια, και σε επίπεδο ισχυρών
πετρελαϊκών εταιριών για τα ποσοστά συμμετοχής που καταλαμβάνουν στους διεθνείς μονοπωλιακούς
ομίλους εκμετάλλευσης της περιοχής. Π.χ. σε έναν από τους βασικούς ομίλους εκμετάλλευσης
κοιτασμάτων του Καζακστάν, τον Caspian Pipeline Consortium (CPC), συμμετέχουν τα αμερικανικά
μονοπώλια Chevron, Mobil, Oryx με ποσοστό 25%, ενώ στον αντίστοιχο όμιλο του Αζερμπαϊτζάν, τον
Azerbaijan International Operation Company (AIOC), η αμερικανική συμμετοχή (Exxon, BP Amoco,
Penzoil, κλπ.) φτάνει το 41%.

Σχετικά με τον έλεγχο των πηγών, η διαμάχη φαινομενικά εστιάζεται στο νομικό χαρακτηρισμό της
Κασπίας σαν Θάλασσας, όπως υποστηρίζει το Καζακστάν και το Αζερμπαϊτζάν (με τη στήριξη των
ΗΠΑ) ή σαν Λίμνης όπως υποστηρίζουν η Ρωσία και το Ιράν. Η ρωσική ερμηνεία οδηγεί ουσιαστικά
στην από κοινού εκμετάλλευση των υπαρχόντων κοιτασμάτων, ενώ η αμερικανική δίνει τη δυνατότητα
σε μεμονωμένη εκμετάλλευση καθενός από τα προαναφερόμενα παρακασπιανά κράτη. Η διαμάχη
κορυφώθηκε το 1994 όταν η AIOC ανακοίνωσε συμφωνίες για εκμετάλλευση κοιτασμάτων και η Ρωσία
προειδοποίησε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ (5.10.’94) ότι θα προβεί σε κάθε απαραίτητο μέτρο
για να αποκαταστήσει την τάξη. Στη συνέχεια κατατέθηκαν διάφορες συμβιβαστικές προτάσεις χωρίς
πρακτικό αποτέλεσμα.

44
Στα τέλη του Γενάρη του 2001 ο πρόεδρος Πούτιν επισκέφτηκε το Μπακού του Αζερμπαϊτζάν και
συνυπέγραψε με τον ομόλογό του Αλίεφ μια επίσημη έκθεση, η οποία οριοθετεί τον πυθμένα της
Κασπίας σε εθνικούς τομείς δραστηριότητας.

Είχε προηγηθεί ανάλογη προκαταρκτική συμφωνία της Ρωσίας με το Καζακστάν με βάση το ρωσικό
σχέδιο. Ωστόσο η σημαντικότερη εξέλιξη στην οριοθέτηση των συνόρων προέκυψε από την επίσκεψη
του Προέδρου του Ιράν Μοχάμεντ Χατάμι στη Μόσχα. Ο κ. Χατάμι διαφοροποιήθηκε από το σχέδιο της
Ρωσίας, γιατί αφήνει ένα σχετικά μικρό μερίδιο στη χώρα του της τάξης του 13%. Ο πρόεδρος Πούτιν
υποσχέθηκε να εξετάσει τροποποίηση του σχεδίου που να διασφαλίζει αύξηση του μεριδίου του Ιράν. Το
βασικό, όμως, νέο στοιχείο στο ζήτημα αυτό ήταν η κοινή δήλωση των δύο προέδρων ότι δεν
αναγνωρίζουν οποιαδήποτε σύνορα και δεν ενεργοποιούν διμερείς συμφωνίες μέσα στο θαλάσσιο χώρο
προτού επικυρωθεί το τελικό νομικό καθεστώς και από τα πέντε παραθαλάσσια κράτη[1].

Φυσικά το ασαφές καθεστώς δεν εμποδίζει τα συγκεκριμένα κράτη να συνάπτουν ήδη συμφωνίες
εκμετάλλευσης με μονοπωλιακούς ομίλους π.χ. το Ιράν έχει υπογράψει συμφωνία ύψους 226 εκ.
δολαρίων με τη σουηδική εταιρία CVA Consultans για μια πλατφόρμα εξόρυξης στη θαλάσσια περιοχή
του.

Η ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΓΩΓΟΥΣ

Σχετικά με τον έλεγχο των οδών εξαγωγής ανάμεσα σε ένα σύνολο προτεινόμενων και υπαρκτών
αγωγών, ξεχωρίζουν τέσσερις (4) βασικές λύσεις - διαδρομές:

1. Ο αγωγός Μπακού - Τσεϊχάν (Αζερμπαϊτζάν - Γεωργία - Τουρκία) που μέχρι σήμερα προωθούν σαν
βασική λύση οι ΗΠΑ και η Τουρκία (βλέπε Χάρτη).

2. Ο υπαρκτός βασικός ρωσικός αγωγός Μπακού - Νοβοροσίσκ.

3. Η «συμβιβαστική» λύση του αγωγού Μπακού - Σούπσα.

4. Οι αναλογικά οικονομικότερες προτάσεις του Ιράν προς το Αζερμπαϊτζάν είτε για αγωγό που θα
οδηγεί στον Περσικό Κόλπο, είτε για διαδικασία ανταλλαγής (τροφοδοσία του Ιράν με αζέρικο πετρέλαιο
στις βόρειες ακτές του και πώληση ιρανικού πετρελαίου στα τέρμιναλ του Νότου στους πελάτες των
Αζέρων).

45
Η προσπάθεια των κυβερνήσεων των ΗΠΑ τη δεκαετία του ’90 εστιάστηκε στην εδραίωση δρόμων
εξαγωγής πετρελαίου που δε θα ελέγχονταν από τη Ρωσία και το Ιράν. Οι κεντρικές επιλογές τους
εκφράστηκαν με την πολιτική της υλοποίησης «πολλαπλών διαδρομών» των αγωγών, με καθοριστικό
ζήτημα την κατασκευή του αγωγού Μπακού - Τσεϊχάν. Τα πρώτα χρόνια η επιλογή αυτή συνάντησε τις
ισχυρές επιφυλάξεις των διεθνικών μονοπωλίων, λόγω του υψηλού κόστους κατασκευής του και του
αυξημένου κινδύνου διασφάλισης της επένδυσης λόγω της πολιτικής αστάθειας στην περιοχή.

Η «αμερικανική» λύση δρομολογήθηκε με το τουρκοαζέρικο πετρελαϊκό πρωτόκολλο Elcimbey-Demirel


(9.3.’93). Ωστόσο, με απόφαση στις 9.10.’95 ο AIOC προέκρινε τη ρωσική και τη γεωργιανή λύση σε
σχέση με την τουρκική οδό. Ο AIOC απαρτίζεται από την BP Amoco (ηγετική δύναμη με 34%), τη
ρωσική LukOil (10%), την αμερικανική Exxon (5%), την αζερική SOCAR (10%), τη νορβηγική StatOil
(8,56%), την τουρκική Tpao (6,75%), την αμερικανική Penzoil (9,82%) κλπ.

Ακολούθησε νέα επίσημη απόρριψη από τον AIOC στις 29.10.’98 όπου διευκρινίστηκε ότι εκτός των 4,1
δισ. δολαρίων που απαιτούνται για την κατασκευή του αγωγού, η λειτουργία του θα προσαύξανε το
κόστος μεταφοράς πετρελαίου κατά 500 εκ. δολάρια ετησίως. Η Αγκυρα πρότεινε προς στιγμήν, την
ανάληψη από την ίδια του κόστους κατασκευής και συντήρησης, αλλά λίγο αργότερα υπέστη οικονομικό
πλήγμα από τους γνωστούς καταστροφικούς σεισμούς. Τελικά, το Νοέμβρη του ’99 υπογράφηκε στην
Κωνσταντινούπολη συμφωνία ανάπτυξης του αγωγού από την Τουρκία, το Αζερμπαϊτζάν και τη
Γεωργία, παρουσία του προέδρου Κλίντον.

Σχετικά με την αξιολόγηση των οικονομικών δεδομένων οι πιο πρόσφατες πληροφορίες αναφέρουν:

(α) Σύμφωνα με το CSIS (8.’00) η AIOC παράγει σήμερα 115.000 βαρέλια/ημέρα και θα πλησιάσει την
παραγωγή 800.000 βαρέλια/ημέρα το 2010. Θεωρητικά αυτή η ποσότητα μπορεί να κάνει τον αγωγό
Μπακού-Τσεϊχάν βιώσιμο στις αρχές της άλλης δεκαετίας, εκτός αν διασφαλιστεί τροφοδοσία από το
Καζακστάν, πράγμα που δε φαίνεται άμεσα πιθανό. Στο ίδιο μήκος κύματος το Eurasianet (17.2.’01) του
Open Society Institute (Soros) δηλώνει ότι βασικές δυνάμεις της AIOC (Exxon Mobil, LukOil, Penzoil)
δε φαίνονται πρόθυμες να συμβάλλουν οικονομικά και αμφισβητούν τη δυνατότητα διασφάλισης της
αναγκαίας παραγωγής.

46
(β) Αντίθετα το Nixon Center (31.1.’01) και το Oil and Gas Journal (2.’01) ανακοινώνουν ότι έχει ήδη
αρχίσει ο βασικός σχεδιασμός του έργου και ότι στην κατεύθυνση υλοποίησής του συμπλέει η BP και οι
μικρότερες εταιρίες της AIOC με εξαίρεση τις Exxon Mobil και LukOil (πιθανή έκφραση και ενός
ενδοαμερικανικού μονοπωλιακού ανταγωνισμού).

Ωστόσο ορισμένα πολιτικά και οικονομικά δεδομένα συνηγορούν στο ότι η αμερικανική προσπάθεια για
την κατασκευή του αγωγού θα συνεχιστεί με εντονότερους ρυθμούς.

Στην πρόσφατη ομιλία της στο «John F. Kennedy School of Coverment» (11.4.’01) η πρέσβειρα των
ΗΠΑ Elisabeth Johnes (ειδική απεσταλμένη για θέματα ενεργειακής πολιτικής στην Κασπία) συνέδεσε
την κατασκευή για θέματα αγωγού με την προώθηση των στρατηγικών στόχων των ΗΠΑ που
προαναφέραμε. Προέβλεψε επίσης ότι το επόμενο διάστημα δε θα μεταβληθεί θεαματικά η αμερικανική
πολιτική απέναντι στο Ιράν, γεγονός που θα μπορούσε να τροποποιήσει τα βασικά αμερικανικά σχέδια.
Ενθερμος υποστηρικτής του συγκεκριμένου αγωγού εμφανίζεται ο αντιπρόεδρος της νέας αμερικανικής
κυβέρνησης Ντικ Τσέινι, ενώ άλλα μέλη της κυβέρνησης όπως ο υπουργός Ενέργειας Σπένσερ Αμπραάμ
είναι περισσότερο επιφυλακτικά[2].

Ταυτόχρονα, στο οικονομικό επίπεδο, προστέθηκε η δυνατότητα κατασκευής ενός παράλληλου αγωγού
μεταφοράς αερίου χωρίς σοβαρές πρόσθετες δαπάνες για μηχανολογικό εξοπλισμό[3]. Αξίζει να
σημειωθεί ότι στις 12.2.2001 η Τουρκία υπέγραψε με το Αζερμπαϊτζάν μια συμφωνία αγοράς φυσικού
αερίου που στοχεύει στη διοχέτευση 233 δισ. κυβικών ποδιών σε 15 χρόνια (κατά την επίσκεψη του
Προέδρου Γκαϊντάρ Αλίεφ στην Τουρκία). Σημαντικά αποθέματα για την τροφοδοσία του
συγκεκριμένου παράλληλου αγωγού με φυσικό αέριο έχουν εντοπιστεί στην αζέρικη πετρελαιοπηγή του
ShehkDeniz.

Ενα ακόμα οικονομικό δεδομένο που δίνει ώθηση στην υλοποίηση του αγωγού αποτελεί η πρόσφατη
δέσμευση (2.3.2001) του προέδρου του Καζακστάν Nursultan Ναζαρμπάγιεφ προς την Ελ. Τζόουνς ότι
ένα τμήμα του πετρελαίου της νέας γιγαντιαίας πετρελαιοπηγής Kashagan θα διοχετευθεί μέσω του
αγωγού Μπακού-Τσεϊχάν, εφόσον αυτός κατασκευαστεί. Στη συνάντηση επιδόθηκε προσωπικό μήνυμα
του προέδρου Μπους στον πρόεδρο του Καζακστάν. Η γενικότερη επιλογή συνεργασίας του Καζακστάν
στο πλαίσιο της συγκεκριμένης λύσης είχε δρομολογηθεί με την υπογραφή σχετικού συμφώνου
Καζακστάν-Τουρκίας (19.11.’99).

Τα παραπάνω γεγονότα εξηγούν και τη σταδιακή αλλαγή της στάσης των πολυεθνικών BP Amoco &
Chevron (σύμφωνα με το «The Wall Street Journal») που μαζί με άλλες έξι (6) εταιρίες του AIOC
συμφώνησαν τελικά να χρηματοδοτήσουν σχετική προμελέτη για την κατασκευή του αγωγού, ύψους 26
εκ. δολαρίων. Σε περίπτωση θετικού αποτελέσματος θα ακολουθήσει αναλυτική μελέτη ύψους 100 εκ.
δολαρίων, την οποία θα ακολουθήσει ένα διάστημα 32 μηνών για την κατασκευή των βασικών έργων
υποδομής.

Σε πρόσφατη συνέντευξή του (3.5.2001) ο διευθυντής Δημοσίων Σχέσεων σε παγκόσμιο επίπεδο της BP
Amoco κ. Haward Case[4] ξεκαθάρισε ότι μέχρι το Μάη θα είχε ολοκληρωθεί κατά 50% η πρώτη φάση
της σχετικής προσπάθειας. Συμπύκνωσε δε τη μεταβολή της στάσης της BP με τη φράση: «Η οικονομικά
συμφέρουσα λύση σε ένα πρόβλημα δεν είναι απαραίτητα η φθηνότερη στην κατασκευή της σχετικής
υποδομής». Φυσικά η αμερικανική προσπάθεια δεν περιορίζεται στην υλοποίηση ορισμένων αγωγών.
Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ ενεργοποιήθηκαν στην κατεύθυνση εδραίωσης διακρατικών συμμαχιών που
θωρακίζουν εκτός των άλλων πολιτικοστρατιωτικά την προαναφερόμενη λύση. Βασικό βήμα ήταν η
συγκρότηση του G.U.U.A.M (Γεωργία, Ουκρανία, Ουζμπεκιστάν, Αζερμπαϊτζάν, Μολδαβία) το 1997 σε
αντιπαράθεση ουσιαστικά με την Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών.

Η Ουκρανία το ’94 και το Καζακστάν το ’97 οργάνωσαν από κοινού γυμνάσια με το ΝΑΤΟ. Επίσης
υπήρξε το σχέδιο προετοιμασίας Ουκρανο-γεωργιανού τάγματος για τη φρούρηση του γεωργιανού
αγωγού Μπακού - Πότι Μπατουμί. Μεγάλη επιτυχία της αμερικανικής πολιτικής αποτέλεσε το 1999 η
αποχώρηση της Γεωργίας και του Αζερμπαϊτζάν από το Αμυντικό Σύμφωνο της Κοινοπολιτείας
Ανεξάρτητων Κρατών και η σύνδεσή τους με τη ΝΑΤΟϊκή «Συναιτερισμός για την Ειρήνη».
47
Την ίδια χρονιά έχουμε την επικύρωση του απροκάλυπτα επεκτατικού νέου δόγματος του ΝΑΤΟ τον
Απρίλη του 1999 και την υλοποίηση της νέας δομής του ΝΑΤΟ για την αποτελεσματική εφαρμογή του.
Στα πλαίσιο αυτό δεσπόζει στην περιοχή μας το στρατηγείο της Νάπολης με τέσσερα (4) υποστρατηγεία
(Μαδρίτης, Βερόνας, Λάρισας, Σμύρνης). Στο υποστρατηγείο της Σμύρνης έχει ανατεθεί ουσιαστικά ο
έλεγχος της περιοχής του Καυκάσου, της Μαύρης Θάλασσας, της Μέσης Ανατολής και του Αιγαίου. Το
γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη στρατιωτική συμφωνία Ισραήλ - Τουρκίας υπογραμμίζει τον ιδιαίτερο
ρόλο της Αγκυρας στην υλοποίηση των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών για την περιοχή και την
οικοδόμηση ενός αντιρωσικού συνασπισμού. Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι ο Κόλπος της
Μερσίνας στον οποίο θα καταλήξει ο αγωγός Μπακού-Τσεϊχάν έχει εξαιρεθεί από τη Συνθήκη για τη
μείωση των συμβατικών δυνάμεων στην Ευρώπη (CFE).

Η ΡΩΣΙΚΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ

Στον αντίποδα των κινήσεων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού βρίσκεται η Ρωσία η οποία ιδιαίτερα τα
τελευταία χρόνια έχει σημειώσει ορισμένες επιτυχίες.

Κατ’ αρχήν πέτυχε, όπως ήδη αναφέραμε, να επιβάλει σαν τη βασικότερη υπαρκτή λύση μεταφοράς τον
αγωγό Μπακού-Νοβοροσίσκ (Απόφαση AIOC 9.5.’95). Σήμερα το Νοβοροσίσκ διακινεί το 50% περίπου
των εξαγωγών πετρελαίου προς τη Δυτική Ευρώπη σύμφωνα με το CSIS. Η λύση αυτή ενισχύθηκε
ακόμα περισσότερο μετά την ανακάλυψη από τη LukOil στις 13.2.2000 σημαντικών νέων αποθεμάτων
στη ρωσική περιοχή της Κασπίας.

Ταυτόχρονα, η Ρωσία πέτυχε σ’ ένα βαθμό το στρατιωτικό έλεγχο της περιοχής της Τσετσενίας και
ιδιαίτερα του Γκρόζνυ που αποτελεί κομβικό σημείο του ρωσικού αγωγού. Στις αρχές του 2000 έθεσε σε
λειτουργία έναν παρακαμπτήριο μικρό αγωγό μέσω του γειτονικού Ταγκεστάν και απέκτησε
εναλλακτική λύση τροφοδοσίας του αγωγού Μπακού-Νοβοροσίσκ. Παράλληλα κινείται σε ολόκληρη τη
δεκαετία του ’90 για την αποτροπή της λύσης Μπακού-Τσεϊχάν ενεργοποιώντας πρωτοβουλίες
οικονομικής συνεργασίας, αλλά και τη στρατιωτική της αποτρεπτική δύναμη (έλεγχο Κασπίας από
ναυτική βάση Αστραχάν). Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γ. Πριμακόφ σαν αρχηγός της ρωσικής
αντικατασκοπείας το 1994 είχε χαρακτηρίσει τον τουρκοαζέρικο αγωγό σαν «απειλή για την εθνική
ασφάλεια της Ρωσίας».

Χαρακτηριστική ήταν η ρωσική στήριξη στην Αρμενία στον Αρμενοαζέρικο πόλεμο (1993) και στην
παγίωση της κατάληψης αζέρικων εδαφών από την Αρμενία μέσω της ειρηνευτικής ομάδας Μινσκ
(Γαλλία, Ρωσία, ΗΠΑ). Η στήριξη επισφραγίστηκε με τη ρωσοαρμενική συμφωνία (Σεπτέμβρης ’97) που
περιέλαβε και τον εξοπλισμό της Αρμενίας με S-300.

Μετά τη ΝΑΤΟϊκή επίθεση στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας οι ρωσικές


προσπάθειες στην περιοχή εντάθηκαν στην ίδια κατεύθυνση. Στο Καζακστάν εκτός από το
ρωσοκαζάκικο πετρελαϊκό πρωτόκολλο (27.4.’96) η Ρωσία αξιοποιεί την ύπαρξη στρατευμάτων στο
έδαφός του, καθώς και την ύπαρξη σημαντικής ρωσικής μειονότητας που ξεπερνά το 35% του
πληθυσμού. Ρωσική επιτυχία αποτέλεσε η συμμετοχή του Καζακστάν στη συνεργασία των «5 της
Σαγκάης» μαζί με την Κίνα, το Τατζικιστάν και το Κιργιστάν. Σύμφωνα επίσης με τον A. G. Frank («The
Central Asian Big Oil Game») από κοινού με την Κίνα ωθεί το Καζακστάν στη μεταφορά μέρους του
πετρελαίου του για κάλυψη κινέζικων αναγκών.

Το Γενάρη του 2001 είχαμε τη συμφωνία της αζέρικης SOCAR με τη LukOil για εξαγωγή 12 εκατ.
βαρελιών αζέρικου πετρελαίου μέσω του αγωγού Μπακού-Νοβοροσίσκ (επίσκεψη του Πούτιν στο
Μπακού). Κατά τη διάρκεια της ίδιας επίσκεψης ο Ρώσος πρόεδρος υπέγραψε συμφωνία που διασφαλίζει
το ρωσικό έλεγχο στο στρατηγικής σημασίας για τον έλεγχο της περιοχής ραντάρ του Γκεμπελέ.

Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα έχουν καταγραφεί ορισμένες κινήσεις διαφοροποίησης της πάγιας
ρωσικής πολιτικής σχετικά με τον αγωγό Μπακού-Τσεϊχάν. Μέχρι και το 1999 η Ρωσία με δηλώσεις
κυρίως του υπουργού Αμυνας Igor Sergeev κατηγορούσε τις ΗΠΑ ότι επιδιώκουν να την αποκόψουν από
τα πετρέλαια της Κασπίας. Ομως, σε συνέντευξή του το Φλεβάρη του 2001, ο Ρώσος αναπληρωτής
48
υπουργός Εξωτερικών Victor Kalyuzhny δήλωσε ότι η προώθηση του αγωγού Μπακού-Τσεϊχάν δεν
αφορά ιδιαίτερα τη Ρωσία. Τη μεταβολή της ρωσικής θέσης επισήμανε με δηλώσεις της και η
Αμερικανίδα πρέσβειρα Johnes[5].

Οι αιτίες αυτής της πιθανής μεταβολής φαίνεται ότι σχετίζονται με τη ρωσική επιθυμία να μετάσχει
ενεργά και σε αυτήν την οδό στο βαθμό που υπάρχει δυναμική για την κατασκευή της (αλλαγή στάσης
αμερικανικών Ομίλων κλπ.).

Στην κατεύθυνση αυτή φαίνεται ότι η ρωσική κυβέρνηση παίρνει υπόψη της δύο ακόμα πρόσφατα
γεγονότα:

― Σύμφωνα με τους Financial Times (Energy Newsletter) και το Πρακτορείο Ειδήσεων για την Κασπία
AMBO ο πρόεδρος της γεωργιανής «Georgian International Oil Corporation» πρότεινε την κατασκευή
αγωγού σύνδεσης μεταξύ των αγωγών Μπακού-Νοβοροσίσκ και Μπακού-Τσεϊχάν κόστους 450 εκ.
δολαρίων. Η πρόταση αυτή ανοίγει δρόμο για το σχεδιασμό μιας ευρύτερης συνεκμετάλλευσης του
πετρελαίου της περιοχής.

― Τη σύναψη στην Astana, το φετινό Φλεβάρη, Μνημονίου συνεργασίας μεταξύ Γεωργίας-Τουρκίας-


Αζερμπαϊτζάν-Καζακστάν για εξαγωγή καζακικού πετρελαίου μέσω του αγωγού Μπακού-Τσεϊχάν.

Η προσπάθεια εδραίωσης της ρωσικής επιρροής προς το Καζακστάν εντάθηκε μετά την επιβεβαίωση το
φετινό Μάρτη ότι η νέα πηγή Kashagan που ανακαλύφθηκε, ξεπερνά 2,5 φορές σε μέγεθος τη βασική
σημερινή πηγή Tengiz με αποθέματα 6-9 δισ. βαρέλια. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ίδια περίοδο[6] ο
πρόεδρος του Καζακστάν ανακοίνωσε τον προγραμματισμό των εγκαινίων του αγωγού που θα
τροφοδοτεί από την πηγή Tengiz το ρωσικό Νοβοροσίσκ (αγωγός 990 μιλίων, με δυνατότητα μεταφοράς
600.000 βαρελιών ημερησίως).

Ενα μήνα αργότερα, σύμφωνα με το Ινστιτούτο στρατηγικών μελετών του Stratfor[7] κατηγόρησε τον
όμιλο εξαγωγής πετρελαίου Tengizchevroil για περιβαλλοντικές παραβάσεις, γεγονός που ερμηνεύτηκε
σαν άσκηση πίεσης της κυβέρνησης του Καζακστάν στον αμερικανικό όμιλο Chevron. Η Chevron
συμμετέχει ενεργά στους διεθνείς ομίλους εκμετάλλευσης της πηγής Tengiz (Tengizchevroil με ηγετικό
ρόλο και CPC), ενώ δε συμμετέχει στον όμιλο OKIOC που έχει αναλάβει την εκμετάλλευση της πηγής
Cashagan.

Αν γενικότερα παρατηρήσουμε τα ποσοστά συμμετοχής των εταιριών των ΗΠΑ, Ρωσίας και ΕΕ, στους
διεθνείς ομίλους εκμετάλλευσης θα δούμε ότι μέχρι σήμερα δεν έχει επιτευχθεί η αμερικανική
πρωτοκαθεδρία στην περιοχή. Ετσι, στον όμιλο Caspian Line Consortium (CPC) που έχει ικανότητα
εξαγωγής 1,34 εκ. βαρέλια την ημέρα η Ρωσία συμμετέχει με 24%, το Καζακστάν με 19%, οι
αμερικανικές Chevron με 15% και Mobil με 7,5%, η ρωσοαμερικανική κοινοπραξία LukArco με 12,5%,
η ρωσοβρετανική Rosneft - Shell με 7,5%, η βρετανική B.G. με 2%, η ιταλική Agip με 2%, η αραβική
Oman με 7% κ.ά.. Αντίστοιχα στην Tengiz ChevrOil (TCO) υπάρχει σαφής αμερικανικός έλεγχος με τις
Chevron (50%), Mobil (25%) και συμμετέχει το Καζακστάν με 20% και η Ρωσία με 5% μέσω της
LukArco.

Τέλος, στον OIOC (Offshore Kazakhstan International Operating Company) είναι αναβαθμισμένη η
ευρωπαϊκή παρουσία με την ιταλική Agip Eni (14,28%), τη βρετανική B.G. (14,28%), τη γαλλική Total
Fina ELF (14,28%) που εξαγόρασε και το μερίδιο της BP, τη βρετανοολλανδική Royal Dutch/Shell
(14,28%), τη βρετανονορβηγική κοινοπραξία Statoil/BP (14,28%), ενώ ισχυρή παραμένει και η
αμερικανική παρουσία, Exxon Mobil (14,28%), BP Amoco (9,5%). Από τον OKIOC δηλαδή απουσιάζει
η αμερικανική Chevron ενώ υπάρχει έμμεση ρωσική παρουσία λόγω της συμμαχίας της GazProm με την
ιταλική Eni στην οποία θα επανέλθουμε.

Μια ακόμη σημαντική πλευρά των ρωσικών πρωτοβουλιών στοχεύει στην οικοδόμηση ενός σταθερού
άξονα συνεργασίας με το Ιράν. Η προσπάθεια αυτή επισφραγίστηκε με τη συμφωνία Πούτιν-Χατάμι
(κατά την προαναφερόμενη επίσκεψη του τελευταίου στη Μόσχα) που αφορά ρωσική βοήθεια για την
49
κατασκευή πυρηνοκίνητου εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος[8]. Ταυτόχρονα, Μόσχα και
Τεχεράνη επανέλαβαν την υποστήριξή τους στην Αρμενία για την υπόθεση του Ναγκόρνο Καραμπάχ
(που διεκδικεί το Αζερμπαϊτζάν). Είχε προηγηθεί η προσφορά της Iran National Oil Company προς τον
AIOC για διακίνηση 800 χιλ. βερελιών/ημέρα αζέρικου πετρελαίου προς το Ιράν, μέσω της εμπορικής
διαδικασίας της ανταλλαγής. Το Ιράν ζήτησε επίσης από τη Ρωσία να συμβάλλει ευρύτερα στις
διαπραγματεύσεις του με το Αζερμπαϊτζάν και το Τουρκμενιστάν.

Μια ακόμα αξιοσημείωτη ρωσική πρωτοβουλία ήταν η συγκρότηση στην Τεχεράνη στις 19.5, ενός
Φόρουμ των εξαγωγικών χωρών Φυσικού Αερίου (G.E.C.F) από κράτη που ελέγχουν τα 2/3 των
παγκόσμιων κοιτασμάτων. Εκτός της Ρωσίας συμμετέχουν το Ιράν, η Αλγερία, το Τουρκμενιστάν, η
Νορβηγία, η Μαλαισία, η Νιγηρία, το Μπρούνεϊ, η Ινδονησία, το Ομάν[9].

Η Ρωσία έχει πετύχει μέχρι στιγμής να ανακόψει σε ένα βαθμό τη γενικότερη δυναμική του G.U.U.A.M..
Αξιοσημείωτα γεγονότα στην κατεύθυνση αυτή είναι:

(α) Η αγορά από τη ρωσική Γκάζπρομ (GazProm) των 4 από τα 6 διυλιστήρια της Ουκρανίας και η
σχεδιαζόμενη αγορά του 51% του ουκρανικού δικτύου, καθώς και η συμφωνία μείωσης του ουκρανικού
πετρελαϊκού χρέους που υπογράφηκε στη Σεβαστούπολη το 1996.

Ταυτόχρονα, η Ρωσία δρομολογεί τον αγωγό «Μπλου-Στριμ» που μπορεί να συνδέσει απ’ ευθείας τη
Ρωσία με την Τουρκία παρακάμπτοντας εντελώς την Ουκρανία.

Τα γεγονότα αυτά θα πρέπει να συνδυαστούν με την παρουσία ρωσικού στρατού στα σύνορα Ουκρανίας-
Μολδαβίας (στο Δνείστερο), την παρουσία της ρωσικής μειονότητας στην Ανατολική Ουκρανία (20%
του συνολικού πληθυσμού) και των ρωσικών δυνάμεων φρούρησης των πρώην σοβιετικών βάσεων.

Η Ουκρανία εισάγει επίσης από τη Ρωσία το 80% του πετρελαίου που καταναλώνει ετησίως. Η
πρόσφατη ενεργειακή και αμυντική συμφωνία που υπέγραψε ο πρόεδρος Πούτιν με τον ομόλογό του κ.
Κούτσμα επιβεβαιώνει τη ρωσική επιρροή (Φλεβάρης 2001). Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι το
δίμηνο Φλεβάρη-Μάρτη ξέσπασαν διαδηλώσεις της αντιπολίτευσης στο Κίεβο με αφορμή τη δολοφονία
ενός δημοσιογράφου, τις οποίες εμμέσως ο πρόεδρος Κούτσμα απέδοσε σε δραστηριότητα εξωτερικών
δυτικών κέντρων[10] (πράγμα πολύ πιθανό αν σκεφτεί κανείς ότι με άρθρο του στους Financial Times
την ίδια περίοδο ο περιβόητος George Soros καλούσε τις κυβερνήσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων να
διακόψουν κάθε οικονομική συνεργασία με τον κ. Κούτσμα[11]). Σύμφωνα με τα δυτικά Πρακτορεία[12]
την εδραίωση της πρόσφατης φιλορωσικής στροφής φέρεται να σηματοδοτεί και η επιλογή του Ανατόλι
Κίνακ για το αξίωμα του πρωθυπουργού.

(β) Η κατάσταση στη Γεωργία, η οποία δεν έχει σταθεροποιηθεί εντελώς, (γεωργιανο-απχαζικός πόλεμος
’92-’94, Διακήρυξη της Ν. Οσσετίας για ένωση με τη Ρωσία το ’92, απόπειρες δολοφονίας
Σεβαρντνάντζε το ’95 και ’98 κλπ.). Δε θα πρέπει να θεωρηθεί τυχαίο το γεγονός ότι η συμβιβαστική
πρόταση στον ρωσοαμερικανικό ανταγωνισμό (αγωγός σύνδεσης των βασικών λύσεων Μπακού-
Νοβοροσίσκ και Μπακού-Τσεϊχάν) προήλθε από τη συγκεκριμένη χώρα. Το μεγάλο χαρτί της ρωσικής
διπλωματίας στη συγκεκριμένη χώρα είναι αναμφισβήτητα η αρμενική μειονότητα (περίπου 7% του
πληθυσμού) που βρίσκεται συγκεντρωμένη στην περιοχή Javakhati στα σύνορα με την Αρμενία και την
Τουρκία. Η συγκεκριμένη μειονότητα ζητά την παραμονή της ρωσικής στρατιωτικής βάσης του
Akhalkalaki (3.000 ανδρών) που ανήκει στην περιοχή και έχει στρατηγική σημασία. Για να πετύχει μια
συμφωνία παραμονής της βάσης 15 ετών, η Ρωσία προσφέρει επίσης ευνοϊκή ρύθμιση του πετρελαϊκού
χρέους της Γεωργίας (179 δισ. δολάρια). Μέχρι στιγμής η γεωργιανή κυβέρνηση αντιπροτείνει συμφωνία
3 ετών[13].

(γ) Η πρόσφατη νίκη του Κομμουνιστικού Κόμματος στις εκλογές της Μολδαβίας που δυσκολεύει ακόμα
περισσότερο την υλοποίηση των σχεδίων των ΗΠΑ.

50
Η Ρωσία αξιοποιεί επίσης, τη συμμετοχή της στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας Ευξείνου
Πόντου (ΟΣΕΠ) και στην Τράπεζα Ευξείνου Πόντου για να εδραιώσει τη ζώνη επιρροής της στην
περιοχή.

Τέλος, ιδιαίτερη σημασία έχει η δέσμευση μακροχρόνιας ενεργειακής συνεργασίας μεταξύ ΕΕ και
Ρωσίας, κατά τη συνάντηση Πρόντι - Πούτιν στο Παρίσι τον Οκτώβρη του 2000. Είναι χαρακτηριστική η
δήλωση του προέδρου της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν στη διάρκεια της συνάντησής του με τον
προεδρεύοντα της ΕΕ Ζακ Σιράκ (πρόεδρο της Γαλλίας): «Η Ρωσία είναι έτοιμη να συνεισφέρει στη
μακροπρόθεσμη ενεργειακή ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής ηπείρου».

Η συγκεκριμένη κατεύθυνση συνεργασίας επιβεβαιώθηκε και στην πρόσφατη συνάντηση Πούτιν -


Πέρσον το Μάρτη του 2001 στη Στοκχόλμη (σουηδική προεδρία της ΕΕ) καθώς και με τη διευρυνόμενη
επιχειρηματική συνεργασία της GazProm με την ιταλική Εnι. Την ανησυχία της αμερικανικής άρχουσας
τάξης, αλλά και μερίδας της γερμανικής γι’ αυτή τη σταδιακή αναθέρμανση των σχέσεων ΕΕ-Ρωσίας
φαίνεται να αντανακλά και η δημόσια «αποκάλυψη» εμπιστευτικής έκθεσης της γερμανικής Πρεσβείας
στην Ουάσινγκτον, σύμφωνα με την οποία οι Μπους και Σρέντερ συμφώνησαν μυστικά να διατηρήσουν
σε χαμηλό επίπεδο τις οικονομικές σχέσεις με τη Μόσχα[14].

Η ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΕ

Γενικά η αντιμετώπιση της τάσης αύξησης της ενεργειακής εξάρτησης της ΕΕ από άλλες χώρες αποτελεί
σήμερα ένα από τα κορυφαία προβλήματα του κοινοτικού ιμπεριαλισμού. Το γεγονός της υπεροχής των
ΗΠΑ σε εγχώριες πηγές και αποθέματα, αλλά και σε πολιτική επιρροή στις κρίσιμες περιοχές (π.χ. Μέση
Ανατολή) τροφοδοτεί την ανησυχία των κοινοτικών επιτελείων και οδηγεί στην ενεργοποίηση της ΕΕ
στις ακόλουθες κατευθύνσεις:

(α) Προσπάθεια συγκράτησης της αύξησης της ζήτησης.

Για το σκοπό αυτό θα αξιοποιηθεί ένας συνδυασμός μέτρων φορολογικής πολιτικής, αξιοποίησης των
τεχνολογιών εξοικονόμησης ενέργειας (π.χ. στα κτίρια), τομεακών πολιτικών (π.χ. αναζωογόνηση των
σιδηροδρόμων κλπ.).

(β) Ενίσχυση εσωτερικών ενεργειακών πηγών και υποδομής.

Με βάση τη συγκεκριμένη κατεύθυνση αναπτύχθηκαν ήδη αρκετά προγράμματα και επιμέρους δράσεις
στη δεκαετία του ’90 (π.χ. Πρόγραμμα Thermie για την προώθηση της ενεργειακής τεχνολογίας 1994-
1997 και ιδιαίτερα το Πρόγραμμα Πλαίσιο 1998-2002).

Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 ενεργοποιήθηκαν εμπορικά πέντε (5) νέοι αγωγοί φυσικού αερίου,
μεταξύ των οποίων ο μακρύτερος υποθαλάσσιος αγωγός του κόσμου που συνδέει τη Γαλλία με τη
Νορβηγία (κόστους 1 δισ. δολαρίων) και ο αγωγός σύνδεσης Μ. Βρετανίας με το Βέλγιο (κόστους 745
εκ. δολαρίων).

Παραμένουν επίσης οι κατευθύνσεις έντασης της δράσης στους τομείς των ανανεώσιμων και νέων (όπως
το υδρογόνο) μορφών ενέργειας καθώς και της ανάπτυξης σταθμών πυρηνικής ενέργειας (ασφαλέστερης
τεχνολογίας).

(γ) Η αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ για την επιβολή αυστηρών όρων προστασίας του περιβάλλοντος, η
οποία κορυφώθηκε με την άρνηση της αμερικανικής κυβέρνησης να δεσμευτεί για την κύρωση του
Πρωτοκόλλου του Κυότο.

Η συγκεκριμένη άρνηση προς την αντιπροσωπεία της ΕΕ, φέτος τον Απρίλη στην Ουάσινγκτον,
προκάλεσε μάλιστα έντονες αντιδράσεις σε διακηρυκτικό επίπεδο, όχι μόνο από τον πρόεδρο της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρομάνο Πρόντι, αλλά και από το Βρετανό πρωθυπουργό Τόνι Μπλερ[15]. Η ΕΕ
υστερεί στη «μάχη του πετρελαίου» και προσπαθεί στην πραγματικότητα να αναδείξει την τεχνολογία
51
προστασίας του περιβάλλοντος («πράσινη τεχνολογία») και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σε βασική
παράμετρο του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού στον ενεργειακό τομέα, αλλά δε φαίνεται να τα
καταφέρνει.

(δ) Προσπάθεια αναβάθμισης του οικονομικού και πολιτικού ελέγχου των ενεργειακών πηγών και οδών
εκτός ΕΕ.

Η προώθηση αυτής της κατεύθυνσης δεν περιορίζεται φυσικά στις άμεσες ενέργειες που αφορούν τον
ενεργειακό και ιδιαίτερα τον πετρελαϊκό τομέα. Πρωτεύοντα ρόλο παίζουν οι γενικότερες διακρατικές
συμφωνίες και η επιβολή ενός θεσμικού πλαισίου ιμπεριαλιστικού ελέγχου περιοχών στρατηγικής
σημασίας (π.χ. Σύμφωνο Σταθερότητας για τη Ν.Α. Ευρώπη και έλεγχος των ενεργειακών οδών στη
Βαλκανική).

Ιδιαίτερα για το θέμα που εξετάζουμε κεντρικές πρωτοβουλίες της ΕΕ αποτελούν:

― Η καθιέρωση της Υπουργικής Συνδιάσκεψης των Υπουργών Ενέργειας των χωρών του Ευξείνου
Πόντου και της Μεσογείου[16].

― Το Πρόγραμμα Inogate για τον εκσυγχρονισμό των υπαρχόντων συστημάτων μεταφοράς και τη
δημιουργία συμπληρωματικών οδών υδρογονανθράκων από τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες στην
κοινοτική αγορά.

― Η κοινοτική προσπάθεια υλοποίησης των κατευθύνσεων ττης Διακήρυξης της Βαρκελώνης (1995) για
οικονομική συνεργασία των χωρών της Μεσογείου, η οποία δεν έχει ευοδωθεί μέχρι στιγμής.

Η Υπουργική Συνδιάσκεψη για τις επιπτώσεις των ενεργειακών προγραμμάτων στη Μεσόγειο και τη
Μαύρη Θάλασσα έγινε στην Αθήνα στις 1-2 Ιούνη του 2000 (προπαρασκευαστική συνάντηση στη Σόφια,
8.3.2000). Εστίασε στην ανάγκη προστασίας των θαλάσσιων οδεύσεων, λόγω της αύξησης της
ποσότητας πετρελαίου της Κασπίας που θα διακινηθεί προς την ΕΕ. Πέρα από τις τεχνικές λύσεις που
προτάθηκαν (π.χ. προδιαγραφές δεξαμενόπλοιων), αποτέλεσε πεδίο διαπάλης για τις εναλλακτικές
οδεύσεις, πέραν των θαλάσσιων δια των Στενών του Βοσπόρου.

Βέβαια εκτός από τις κεντρικές πρωτοβουλίες θα πρέπει να υπογραμμιστεί η δραστηριότητα των
ευρωπαϊκών μονοπωλίων με αξιοσημείωτες επιτυχίες στο Καζακστάν και στο Αζερμπαϊτζάν. Ετσι, όπως
ήδη αναφέραμε, έχει κατακτηθεί ηγετικός ιταλικός ρόλος και αξιοσημείωτη γαλλική παρουσία στο
διεθνή όμιλο εκμετάλλευσης του καζακικού πετρελαίου OKIOC (από τις Agip/Eni και Total-Fine-Elf),
ενώ ισχυρή είναι η συμμετοχή των Βρετανών και των Νορβηγών (BP Statoil) στον αντίστοιχο αζέρικο
AIOC.

Παράλληλα, το 1998 το Ουκρανικό Κοινοβούλιο επικύρωσε συμφωνία συνεργασίας με την ΕΕ, χωρίς
ωστόσο να έχουν γίνει ακόμα σημαντικά βήματα σε αυτή την κατεύθυνση. Η Ουκρανία συνορεύει με
κράτη που είναι σήμερα υποψήφια για ένταξη στην ΕΕ (Ρουμανία, Ουγγαρία κλπ.). Η στροφή της
ουκρανικής κυβέρνησης προς συνεργασία με τη Ρωσία και η αποπομπή του φερόμενου ως φιλικού προς
την ΕΕ υπουργού Εξωτερικών φαίνεται ότι ανησυχεί την κοινοτική ηγεσία η οποία έσπευσε, δια του
προέδρου της Κομισιόν Ρομάνο Πρόντι και του προεδρεύοντος της ΕΕ Γιόχαν Πέρσον, να προτείνει
αναβάθμιση της οικονομικής συνεργασίας με το Κίεβο[17].

Η ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ ΚΑΙ Η


ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΛΙΓΑΡΧΙΑΣ

Μια αυτοτελής αναλυτική εξέταση των εξελίξεων στον ενεργειακό τομέα στα Βαλκάνια και του
σημερινού ρόλου της Ελλάδας δεν μπορεί φυσικά ν’ αναπτυχθεί στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου.

52
Ωστόσο, μια συνοπτική αναφορά είναι αναγκαία αφού σε σχέση με τη μεταφορά ενέργειας η Βαλκανική
αποτελεί γεωγραφική προέκταση της Ζώνης της Κασπίας, αλλά και γέφυρα της Ευρώπης με τη Μέση
Ανατολή.

Μάλιστα, το ενεργειακό πρόβλημα αποτελεί μια από τις σημαντικές αιτίες της μετατροπής των
Βαλκανίων σε ένα από τα βασικά πεδία εκδήλωσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Στο πλαίσιο
αυτό εκδηλώνεται και ο ανταγωνισμός των χρηματιστικών ολιγαρχιών των κρατών της περιοχής, αφού η
μελλοντική γεωπολιτική σημασία κάθε κράτους θα εξαρτηθεί και από το ποιοι αγωγοί πετρελαίου και
φυσικού αερίου θα υλοποιηθούν μεταξύ των ανταγωνιστικών επιλογών.

Η γενικότερη ιμπεριαλιστική επέμβαση για τον έλεγχο της περιοχής συνοψίζεται στους ακόλουθους
βασικούς ιστορικούς σταθμούς:

― Επιβολή της ΝΑΤΟϊκής ηγεμονίας μέσω του Συμφώνου Σταθερότητας για τη Ν.Α. Ευρώπη, αλλά και
προσχώρηση της Ρουμανίας, Βουλγαρίας και Αλβανίας στο ΝΑΤΟϊκό «Συνεταιρισμό για την Ειρήνη».

― Ανάθεση στο ΝΑΤΟϊκό στρατηγείο της Νάπολης και ιδιαίτερα στο υποστρατηγείο της Σμύρνης του
επιχειρησιακού ελέγχου του Αιγαίου, της Μαύρης Θάλασσας, της περιοχής του Καυκάσου και της
Μέσης Ανατολής.

― Δρομολόγηση της ένταξης της Βουλγαρίας και Ρουμανίας στην ΕΕ, καθώς και «ζώνης ελεύθερου
εμπορίου» για τα κοινοτικά προϊόντα στην ΠΓΔΜ.

Στον ενεργειακό τομέα ξεχωρίζει η υπογραφή της Διακήρυξης για την κατοχύρωση «κοινού ευρωπαϊκού
προσανατολισμού» της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στη Ν.Α Ευρώπη, με στόχο τη συγκρότηση μιας
κοινοτικά ελεγχόμενης διασυνδεδεμένης περιφερειακής αγοράς. Στις 10.9.’99 στη Σύνοδο αρμόδιων
Υπουργών της Θεσσαλονίκης οι υπουργοί της Αλβανίας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας, ΠΓΔΜ, Βοσνίας-
Ερζεγοβίνης συνυπέγραψαν με την Επιτροπή της ΕΕ το τεχνικό και θεσμικό πλαίσιο που οδηγεί στην
αναδιάρθρωση των σημερινών, κάθετα ολοκληρωμένων, κρατικών βιομηχανιών των Βαλκανικών
χωρών. Ακολούθησε η προσάρτηση του ηλεκτρικού συστήματος Βουλγαρίας και Ρουμανίας στο
διασυνδεδεμένο ευρωπαϊκό δίκτυο UKTE/CENTREL και η αποσύνδεσή του από το όμορο δίκτυο
Ουκρανίας-Μολδαβίας-Τουρκίας, με την ενεργό σύμπραξη της ελληνικής ολιγαρχίας. Ταυτόχρονα, η
Παγκόσμια Τράπεζα επιδότησε με 2 προγράμματα 45 εκατ. δολαρίων και 93 εκατ. δολαρίων τον
εκσυγχρονισμό της βουλγάρικης ενεργειακής υποδομής[18] στην κατεύθυνση της προώθησης της
«απελευθέρωσής» της.

Η ενδοϊμπεριαλιστική διαπάλη δεν περιορίζεται στην επιβολή των διαδρόμων των αγωγών, αλλά
περιλαμβάνει και τις βαλκανικές πηγές πετρελαίου. Εδώ προηγούνται σταθερά οι ΗΠΑ. Ετσι, η αλβανική
κυβέρνηση παραχώρησε, ήδη από το ’98, σε κοινοπραξία στην οποία ηγείται η αμερικανική Occidental
(50%) και συμμετέχει η ελβετική Lundin Oil την έρευνα και εκμετάλλευση περιοχών που εκτιμούνται ως
πλούσιες σε κοιτάσματα. Ολλανδική συμμετοχή εμφανίζεται στη ρουμάνικη RomPetrol που αυξάνει
σημαντικά την παραγωγή και την κερδοφορία της μεταξύ 1998-2001. Με ποσοστά που ξεπερνούν το
70%, παραχωρήθηκαν για εκμετάλλευση πιθανών κοιτασμάτων στις αμερικανικές Triton Energy και
Enterprise οι περιοχές του Ιονίου Πελάγους.

Η ρωσική παρουσία είναι επίσης ισχυρή, αφού η Gazprom αποτελεί σήμερα τον αποκλειστικό τροφοδότη
φυσικού αερίου της ρουμάνικης RomGaz, το βασικό προμηθευτή της Ελλάδας μέσω της κοινοπραξίας
Προμηθέας Gaz και επιπλέον έχει εξαγοράσει το βασικό βουλγάρικο διυλιστήριο Neftochim στο
στρατηγικό για τη μεταφορά του πετρελαίου κόμβο, του Μπουργκάς.

Η διαμάχη μεταξύ των βαλκανικών κρατών επικεντρώνεται μέχρι τώρα στην επιβολή της βασικής
διαδρομής μεταφοράς από το βουλγάρικο Μπουργκάς, όπου αντιμάχονται η ελληνική πρόταση
(Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη), η αλβανική (Μπουργκάς-Σκόπια-Αυλώνα) και η τουρκική (Μπουργκάς-
έξοδος στην Ανατολική Θράκη). Η τελική επιλογή της διαδρομής από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα είναι

53
άμεσα συνδεδεμένη με τη λύση που θα δοθεί στα κρίσιμα μέτωπα του Κοσσόβου, του Τέτοβο και του
Μαυροβουνίου και γενικότερα στη διαμόρφωση του Χάρτη της περιοχής.

Ωστόσο, σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, πρόσφατη έκθεση του Αμερικανού αντιπροέδρου


Τσέινι αναφέρει ότι το ήδη μικρό αμερικανικό ενδιαφέρον για τη μεταφορά πετρελαίου μέσω
Μπουργκάς, έχει πλέον εξανεμιστεί και οι ΗΠΑ προωθούν ανοικτά την πετρελαϊκή σύνδεση Ελλάδας-
Τουρκίας, που είναι ασφαλέστερη και οδηγεί σε μείωση της ρωσικής επιρροής. Αυτή η λύση δεν μπορεί
να θεωρηθεί απίθανη, αφού παρόμοια επιλογή έχει ήδη δρομολογηθεί για τη μεταφορά φυσικού αερίου.

Ομως η συγκεκριμένη λύση δεν είναι η πιο συμφέρουσα για την ελληνική χρηματιστική ολιγαρχία, αφού
της αφαιρεί ένα μελλοντικό συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας, το οποίο διασφαλίζεται με τη
λύση Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολης.

Γενικότερα ο στόχος της ελληνικής άρχουσας τάξης είναι η μετατροπή της χώρας σε ενεργειακό κόμβο
της περιοχής.

Ο στόχος αυτός είναι ρεαλιστικός για τον ελληνικό καπιταλισμό αν λάβουμε υπόψη τα σύγχρονα
γεωπολιτικά δεδομένα. Η δυνατότητα αυτή δεν προκύπτει κυρίως από τη γεωγραφική θέση της Ελλάδας,
αλλά από την οικονομική της θέση συγκριτικά με τους γείτονές της. Η Ελλάδα είναι το μόνο μέλος της ΕΕ
στη Βαλκανική, συμμετέχει με 16,5% στην Παρευξείνια Τράπεζα Εμπορίου και Ανάπτυξης (όπως και η
Ρωσία, Τουρκία), διαθέτει το πιο ανεπτυγμένο τραπεζικό σύστημα στην περιοχή των Βαλκανίων. Αλλά
και γεωγραφικά η Θράκη (Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη) και το Αιγαίο (Θαλάσσια μεταφορά) μπορεί να
παίξουν σημαντικό ρόλο.

Ταυτόχρονα, εκτός από μέλος της ΕΕ και της Οικονομικής Συνεργασίας χωρών Ευξείνου Πόντου
(ΟΣΕΠ), η Ελλάδα συμμετέχει σαν δύναμη επιβολής (διευκολυντής) στο Σύμφωνο Σταθερότητας για τη
Ν.Α. Ευρώπη. Ετσι, η άποψη ότι επειδή η Ελλάδα αποτελεί απόληξη του ενεργειακού δικτύου δεν μπορεί
να παίξει ιδιαίτερο ρόλο στη διαμόρφωση της ενιαίας αγοράς, δεν ευσταθεί. Οπως τονίζει ο καθηγητής Δ.
Μαυράκης σε συνέντευξη στο περιοδικό «Ενέργεια» (7-8.’98) «δεν πρέπει να θεωρούμε τα δίκτυα μόνο
ως καλώδια, αλλά ως οικονομικές και εμπορικές πράξεις που δημιουργούνται με αφορμή τα δίκτυα».

Ο γενικός αυτός στόχος εξειδικεύεται και στο κυβερνητικό Σχέδιο Ανάπτυξης 2000-2006 με
συγκεκριμένους στόχους για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, όπως:

― Η κατασκευή του αγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολης, καθώς και του αγωγού Θεσσαλονίκης -


Σκοπίων.

― Η διασφάλιση της πρόσβασης της χώρας σε εναλλακτικές πηγές φυσικού αερίου και η ανάδειξη του
φυσικού αερίου σε στρατηγικό καύσιμο την επόμενη δεκαετία.

Ηδη γίνονται σημαντικά βήματα προώθησης αυτού του σχεδιασμού. Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις
της υπουργού Εξωτερικών της Βουλγαρίας κ. Μιχαήλοβα μετά τη συνάντησή της στην Αθήνα
(Φλεβάρης 2001) με τον ομόλογό της κ. Γ. Παπανδρέου για προώθηση του αγωγού Μπουργκάς-
Αλεξανδρούπολης, σε συνδυασμό με τις αξιώσεις της για τη διασφάλιση ελληνικών διευκολύνσεων στην
πρόσβαση της Βουλγαρίας στα λιμάνια της Θεσσαλονίκης και της Αλεξανδρούπολης.

Είχαμε επίσης το Μνημόνιο ενεργειακής σύνδεσης Ελλάδας-ΠΓΔΜ (11 Μάρτη 1999). Πρόσφατα η
Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης[19] ενέκρινε στην Ελλάδα δάνειο ύψους 50 εκατ.
δολαρίων για την κατασκευή του πετρελαιαγωγού Σκοπίων-Θεσσαλονίκης, συνολικού κόστους 105 εκατ.
δολαρίων (συμμετοχή στη χρηματοδότηση των ΕΛ.ΠΕ με 55 εκατ. δολάρια). Αξίζει να σημειώσουμε ότι
τα ΕΛ.ΠΕ εξαγόρασαν ήδη το διυλιστήριο ΟΚΤΑ στα Σκόπια.

Αντίστοιχα βήματα γίνονται και για την εμπλοκή της χώρας σαν ενδιάμεσου κρίκου του Νοτίου Αγωγού
Φυσικού Αερίου (ΝΑΦΑ) που θα συνδέσει το Αζερμπαϊτζάν και το Ιράν με την Ιταλία (γενικότερα με
την ΕΕ). Για το σκοπό αυτό υπογράφηκε ήδη το Γενάρη του 2001 σχετική ελληνοτουρκική διακρατική
54
συμφωνία (Καλλουδιώτης - Γκιτκουτέν), καθώς και Μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ ΔΕΠΑ και τουρκικής
BOTAS. Είχε προηγηθεί, τον Ιούλη του 2000, Μνημόνιο τριμερούς συνεργασίας μεταξύ ΕΕ-Ελλάδας και
Τουρκίας στο πλαίσιο του προγράμματος INOGATE για τη διακρατική μεταφορά πετρελαίου και
φυσικού αερίου στην Ευρώπη και σχετικό Μνημόνιο ΔΕΠΑ - Shell το 1999. Το θεσμικό πλαίσιο του
προγράμματος έχει υπογραφεί από 18 χώρες. Εξάλλου η ΔΕΠΑ με τη Shell έχουν εξετάσει τη
δυνατότητα πώλησης υγροποιημένου αερίου στην Τουρκία από τη Ρεβυθούσα (1999) όταν η ζήτηση
είναι αυξημένη. Το 2000 συνάφθηκε σχετική σύμβαση με την Αλγερινή SONATRACH που τροφοδοτεί
τη Ρεβυθούσα.

Παράλληλα, έχει δρομολογηθεί και ο υποθαλάσσιος αγωγός Ελλάδας - Ιταλίας (Οτράντο - Ηγουμενίτσας)
μήκους 180 χλμ., αρχικού προϋπολογισμού 170 δισ. δρχ. μέσω του προγράμματος Intereg (συνεργασία
ΔΕΠΑ-Eni). Η υλοποίηση του αγωγού αυτού είναι ένα από τα θέματα της ατζέντας της Συνόδου
Κορυφής INOGATE που θα γίνει τον ερχόμενο Ιούνη.

Το σύνολο των προαναφερόμενων εξελίξεων επιδρά αντιφατικά και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η
ελληνική ολιγαρχία επιχειρεί γενικά να αξιοποιήσει τη συγκυριακά δυναμικότερη πορεία της ελληνικής
οικονομίας (λόγω της κρίσης στην Τουρκία) και του μεγαλύτερου βαθμού ανάπτυξης των
καπιταλιστικών σχέσεων στην ελληνική οικονομία. Η τουρκική ολιγαρχία αξιοποιεί τη στρατιωτική και
πολιτική της υπεροχή, η οποία εδράζεται και σε ορισμένα γεωπολιτικά πλεονεκτήματά της, και ιδιαίτερα
τη συμβολή της στην ενεργοποίηση οδών μεταφοράς πετρελαίου, όπου δε θα υπάρχει ρωσικός έλεγχος.
Ο στρατιωτικός ρόλος της Τουρκίας στην περιοχή, ιδιαίτερα μετά την υπογραφή στρατηγικών
συμφωνιών με το Ισραήλ και το Πακιστάν, αλλά και το σημαντικό μέγεθος της εσωτερικής της αγοράς
είναι δύο πλευρές που εξηγούν την υψηλή χρηματοδοτική στήριξη από την ΕΕ και τις ΗΠΑ (μέσω ΔΝΤ).

Η τελική επιλογή των δρόμων του πετρελαίου θα καθορίσει και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις νέα πεδία
συνεργασίας, αλλά και αναζωπύρωση της έντασης του ανταγωνισμού. Ετσι, από τη μια η υιοθέτηση
ελληνοτουρκικών αγωγών μεταφοράς πετρελαίου και αερίου μπορεί να συμβάλει στην κατεύθυνση της
σύμπραξης για την εκμετάλλευση της περιοχής. Αντίθετα η αναβάθμιση της σημασίας της
Αλεξανδρούπολης (υλοποίηση αγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολης), του Αιγαίου (δρόμος θαλάσσιας
μεταφοράς πετρελαίου) και της Βόρειας Κύπρου (χώρος στρατηγικής σημασίας για τον έλεγχο της
εξόδου Μπακού-Τσεϊχάν) ενδέχεται να οξύνουν πλευρές του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού. Με αυτό
το ενδεχόμενο συνδέονται και τα γνωστά γεγονότα κατά τη διάρκεια της ΝΑΤΟϊκής άσκησης «Destined
glory» τον Οκτώβρη του 2000. Η πιθανότητα εύρεσης σημαντικών κοιτασμάτων πετρελαίου νοτίως της
Κύπρου είναι μια ακόμη παράμετρος που μπορεί να πυροδοτήσει την κατεύθυνση της έντασης του
ανταγωνισμού. Φυσικά το ζήτημα του πετρελαίου είναι μία μόνο από τις παραμέτρους του σύνθετου
θέματος των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Το σύνολο των προαναφερόμενων εξελίξεων δείχνει ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια ρευστή και
γρήγορα μεταβαλλόμενη κατάσταση. Τα αντικειμενικά δεδομένα δεν επιτρέπουν σήμερα μια ασφαλή
πρόβλεψη για τις επιλογές των οδών μεταφοράς που θα υλοποιηθούν τελικά στην περιοχή της Κασπίας
και οι οποίες θα εξαρτηθούν από τη γενικότερη μεταβολή του συσχετισμού των δυνάμεων το επόμενο
διάστημα.

Ωστόσο, γίνεται φανερό ότι στην κρίσιμη δεκαετία του ’90 οι ΗΠΑ δεν πέτυχαν να ελέγξουν σε
σημαντικό βαθμό την περιοχή και να υλοποιήσουν με επιτυχία μεγάλο μέρος των επίσημα
διακηρυγμένων σχεδιασμών τους. Η σθεναρή ρωσική αντίδραση και η αξιοσημείωτη κοινοτική παρουσία
εξηγούν σε ένα βαθμό το γεγονός αυτό. Θα πρέπει, όμως, να σημειώσουμε ορισμένα βήματα προόδου
της αμερικανικής πολιτικής στο πολιτικό επίπεδο, (σταδιακή σφυρηλάτηση του άξονα Τουρκίας-
Γεωργίας-Αζερμπαϊτζάν) και στο οικονομικό επίπεδο (εδραίωση της δράσης των Chevron-Texaco,
Exxon Mobil και BP Amoco) που οξύνουν αντικειμενικά τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό στην
περιοχή.

55
Η συγκεκριμένη όξυνση των αντιθέσεων αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας πολεμικής ανάφλεξης στην
περιοχή, καθώς η επίτευξη στέρεου συμβιβασμού των ιμπεριαλιστικών κέντρων δε φαίνεται εύκολη
υπόθεση...

Από το σύνολο των ανοιχτών ζητημάτων η υλοποίηση του αγωγού Μπακού-Τσεϊχάν παραμένει ένα από
τα κρισιμότερα σημεία για την έκβαση ιδιαίτερα του αμερικανορωσικού ανταγωνισμού στην περιοχή.

Ταυτόχρονα, οι «μεγάλες εκκρεμότητες» στην περιοχή της Κασπίας μεταφέρουν την όξυνση της
διαπάλης στο θέμα της επιλογής των τελικών δρόμων μεταφοράς στη Βαλκανική και ασκούν αντιφατική
επίδραση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Οι περιοχές της Θράκης, του Αιγαίου και της Κύπρου
αναδεικνύονται αντικειμενικά σαν πιθανές εστίες έντασης του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού στη
γεωπολιτική πλευρά του ενεργειακού ζητήματος.

Η σοβαρότητα των συγκεκριμένων εξελίξεων έρχεται να υπογραμμίσει τη σημασία της αντιΝΑΤΟϊκής


και γενικότερα αντιιμπεριαλιστικής πάλης για το μέλλον της Βαλκανικής.

Η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων για τον έλεγχο των πηγών και των οδών μεταφοράς της
ενέργειας αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο για την ειρήνη και τα κυριαρχικά δικαιώματα των χωρών της
ευρύτερης περιοχής. Η εξέλιξη αυτή αναδεικνύει αντικειμενικά την ανάγκη να λυθεί το πρόβλημα της
ιδιοκτησίας των ενεργειακών πηγών και οδών καθώς και του κεντρικού σχεδιασμού της ενεργειακής
πολιτικής, σύμφωνα με τα λαϊκά συμφέροντα.

Σε τελευταία ανάλυση, η προάσπιση των συμφερόντων όλων των λαών της Βαλκανικής φέρνει ορμητικά
στο προσκήνιο το πραγματικό πολιτικό δίλημμα για τη χώρα και την περιοχή: Σοσιαλισμός ή
βαρβαρότητα;

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ

ΣημειώσειςΣημειώσεις
1. C.S.I.S: «The changing Geopolitics of Energy», 1998.

2. USA - Energy Infosmation Administration - International Energy Outlook.

3. C.S.I.S / Caspian Energy Update, U.S. Caspian Pipeline Policy (24.8.00).

4. Eurasianet org./A. Apostolou: «Changinig US Administration Provides Opportunity for Review of


Caspian Policy (17.2.2001).

5. Nixon Center: «Caspian Policy and Future of BTC Pipeline» (31.1.2001).

6. Caspian Oil Industry News 2000-2001.

7. AG Frank: «The Central Asian Big Oil Game», 1999.

8. Elisabeth Johnes: «U.S.Caspian Energy Diplomacy», J. F. Kennedy School of Goverment 11.4.2001.

9. Stratfor Analysis: «Chevron: At Risk in Kazakhstan», 11.5.2001.

10. Defensor Pacis, τ. 8, (4.2001).

56
11. Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων: «Προς μια ευρωπαϊκή στρατηγική για την ασφάλεια του
ενεργειακού εφοδιασμού», Com (2000), 769 τελικό.

12. Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων: «Ο πετρελαϊκός εφοδιασμός της ΕΕ», Com (2000), 631 τελικό.

13. Σχέδιο Ανάπτυξης της κυβέρνησης 2000-2006.

14. Το Παρατηρητήριο της Ενέργειας, εκδ. ΙSTAME, Δεκέμβρης 2000.

15. Ιωάννης Λουκάς: «Η γεωπολιτική», εκδ. «Τροχαλία».

16. Συλλογικό έργο: «Γεωπολιτική και Ελλάδα» εκδ. «Εσοπτρον».

17. Συλλογικό έργο: «Το Κόσσοβο και οι Αλβανικοί πληθυσμοί». Ιδρυμα Μελετών Χερσονήσου του
Αίμου.

Ο Μάκης Παπαδόπουλος είναι μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ.

[1] «Ελευθεροτυπία» & «Επενδυτής», 18.3.2001.

[2] «Ημερησία», 19 και 26.5.2001, «Εξπρές», 9.5.2001, κ.ά.

[3] Σεμινάριο: «Θάλασσα αστάθειας»: Πολιτικές και αγωγοί στην Κασπία», 10.4.2001, του Davis Center
for Russian Studies.

[4] EURASIA NET, 9.5.2001.

[5] Αρθρο του Michel Lelyveld στο site του Radio Europe και oμιλία Elisabeth Johnes, 11.4.2001.

[6] Monthly Energy Chronology της Energy Information Administration (26.3.2000).

[7] Stratfor Special Reports «Chevron: At Risk in Kazakhstan», 11.5.2001.

[8] «Επενδυτής», 17.3.2001 και «Ελευθεροτυπία», 18.3.2001.

[9] «Ναυτεμπορική», 21.5.2001.

[10] «Καθημερινή», 17.2. και 10.3.2001.

[11] «Financial Times», 2.3.2001.

[12] Γαλλικό Πρακτορείο, Ρόιτερς, «Καθημερινή», 23.5.2001.

[13] Anna Abrahamian «Armenian-Georgian Relations», Defensor Pacis, τ. 8.

[14] «Καθημερινή», 23.5.2001.

[15] «Καθημερινή», 7 και 8.4.2001.

[16] Ενημερωτικό Δελτίο της Ομάδας Ενεργειακής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τ. 2.

[17] «International Herald Tribune», 22.5.2001.

[18] Ενημερωτικό Δελτίο της ελληνικής Πρεσβείας στη Σόφια, Νο 6, (3.3.2001).

57
[19] Μακεδονική Ραδιοφωνία, 1.2.2001.

ΑΝΤΙΛΑΪΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΟΙ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

της Λουκίας Κουτσιλέου

2001 Τεύχος 3

Οικονομία

Τα τελευταία χρόνια η κυβέρνηση έφερνε στη Βουλή προς ψήφιση ένα φορολογικό νομοσχέδιο, σχεδόν
κάθε χρόνο, και φορολογικές διατάξεις προς αναθεώρηση με διάφορες αφορμές (π.χ. πακέτα
προεκλογικών εξαγγελιών). Είναι όμως σίγουρο ότι ακόμη δεν έχουν ολοκληρωθεί οι προθέσεις της για
αναδιάρθρωση του φορολογικού συστήματος. Οι αλλαγές που έκανε και αυτές που θα ήθελε να κάνει
είναι εναρμονισμένες με τις συνολικότερες αναδιαρθρώσεις (ιδιωτικοποιήσεις), απελευθέρωση αγορών,
αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις και το ασφαλιστικό. Ταιριάζουν με τους στόχους της οικονομικής
πολιτικής της, στα πλαίσια των στρατηγικών επιλογών που διαμορφώνονται στα κέντρα της ΕΕ.

Το σύνολο των αλλαγών στο φορολογικό τομέα, εξυπηρετεί την πολιτική επιδίωξη να γίνει φτηνότερη η
εργατική δύναμη αλλά και την καλύτερη διαχείριση των συνεπειών από την επιβάρυνση της αγοραστικής
δύναμης των εργαζομένων από τις ιδιωτικοποιήσεις.

Παράλληλα με τις φορολογικές αλλαγές, προωθούνται αλλαγές και στις υπηρεσίες και στους
μηχανισμούς ελέγχου και συγκέντρωσης των φόρων. Το Σεπτέμβρη του 1995 η κυβέρνηση με την
ψήφιση του ΝΔ 2343/95 έκανε την πρώτη μεγάλη παρέμβασή της στην αναδιοργάνωση του Υπ.
Οικονομικών. Αρχισε την πολυδιάσπαση των εργαζομένων των ΔΟΥ (Δημόσιων Οικονομικών
Υπηρεσιών), δημιουργώντας: 1) τον ξεχωριστό κλάδο των επιθεωρητών (μηχανισμός ελέγχου υπηρεσιών
και υπαλλήλων), με αρμοδιότητες του αντιδραστικού ΝΔ 1264/1942 (κυβέρνηση κατοχής), με αυξημένες
αποδοχές σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους οικονομικούς υπαλλήλους. 2) Το ΕΘΕΚ (Εθνικό
Ελεγκτικό Κέντρο) με αρμοδιότητα τακτικούς ελέγχους σε επιχειρήσεις που έχουν τζίρο πάνω από 2 δισ.
3) Τα ΠΕΚ (έξι περιφερειακά ελεγκτικά κέντρα) με αρμοδιότητα τακτικούς ελέγχους σε επιχειρήσεις με
τζίρο από 350 εκατ. μέχρι 2 δισ. 4) Το ΣΔΟΕ (Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος) με κύρια ασχολία
τον προληπτικό έλεγχο των επιχειρήσεων και τον έλεγχο της διακίνησης, αλλά ένοπλο και ένστολο «κατά
περίπτωση», με δικαίωμα έρευνας, ανάκρισης, σύλληψης, προσαγωγής στο αυτόφωρο. Αυτή η
αναδιοργάνωση δεν ήταν μια οποιαδήποτε επιλογή της κυβέρνησης. Για πρώτη φορά νομοθετήθηκε με
το άρθρο 14 του ΝΔ 1543/85 (ίδρυση ελεγκτικών κέντρων και οικονομικής αστυνομίας), με υπόδειξη του
ΔΝΤ (αλλά έμεινε για 10 ολόκληρα χρόνια στα χαρτιά). Το 1990 διατυπώθηκε το πόρισμα Καζανέγκρα
του ΔΝΤ, το 1992 ήταν οι συστάσεις της κας Σκριβενέρ (εκπροσώπου της Κομισιόν), οι ρυθμίσεις που
προωθούνται μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.

Ετσι, πολυκερματίζεται ο φορολογικός έλεγχος σε τρία επίπεδα υπηρεσιών (Τοπικό - Περιφερειακό -


Εθνικό), ακριβώς για να προσαρμοστεί το φορολογικό σύστημα στις σύγχρονες απαιτήσεις των
58
αναδιαρθρώσεων. Αναδιαρθρώσεις που αφορούν την ενίσχυση της Περιφερειακής Διοικητικής
διάρθρωσης της χώρας, ώστε να γίνει πιο λειτουργική και ουσιαστική η σύνδεση Κέντρου - Περιφέρειας.
Η ίδια λογική χαρακτηρίζει και τις αλλαγές στον τομέα της υγείας. Βέβαια η αποτελεσματικότητα αφορά
την εξασφάλιση μεγαλύτερης κερδοφορίας και όχι τη σύνδεση οικονομίας-διοίκησης προς όφελος των
λαϊκών δυνάμεων. Ετσι εξηγείται γιατί παράλληλα με την εκχώρηση φορολογικών αρμοδιοτήτων στην
περιφέρεια θα υπάρχουν και οι ανάλογες φορολογικές υπηρεσίες για την είσπραξη των φόρων από τα
φορολογικά αντικείμενα που θα τους παραχωρηθούν από την αναδιοργάνωση του Υπ. Οικονομικών.

Ειδικά για τις φορολογικές υπηρεσίες προωθείται η εφαρμογή του συστήματος Escort της Δανίας, όπου
οι φορολογικές υπηρεσίες είναι σε τρία επίπεδα (Εθνικό, Περιφερειακό, Τοπικό) που λογοδοτούν σαν
υπηρεσίες κεντρικά στο Υπ. Οικονομικών, αλλά η πλειοψηφία των εργαζομένων (9.500 περίπου)
απασχολούνται στην τοπική φορολογία με ατομικές συμβάσεις εργασίας, ευέλικτα ωράρια, με ανάθεση
έργου χωρίς ασφάλιση, υποβαθμισμένοι μισθολογικά στα εργασιακά έναντι των υπολοίπων εργαζομένων
(1.500 περίπου) που στελεχώνουν τα Περιφερειακά και το Εθνικό κέντρο ελέγχου.

Στη χώρα μας μέσω των αλλαγών, η κυβέρνηση διαμορφώνει ένα πιο στενό σύστημα ελεγκτών μέχρι και
την Περιφέρεια, στο οποίο θα συγκεντρώνεται η άμεση πρόσβαση στα φορολογικά στοιχεία, ενώ
ταυτόχρονα το μεγαλύτερο μέρος των υπαλλήλων του κλάδου θα αποκόβεται από αυτά. Ηδη με τη
δημιουργία ξεχωριστών υπηρεσιακών κλάδων και ειδικοτήτων (που είναι κλειστά κυκλώματα
υπαλλήλων πολιτικά ελεγχόμενων) δημιουργεί δύο και τρεις ταχύτητες εργαζομένων και στις αμοιβές,
και στην εργασιακή εξέλιξη. Ανατρέπει τις εργασιακές σχέσεις, διασπά τους εργαζόμενους,
πολυκερματίζει το συνδικαλιστικό κίνημα και το σπουδαιότερο αφήνει ανοικτή την κερκόπορτα της
ιδιωτικοποίησης.

Ηδη έχουμε μια σειρά τομέων δουλιάς των ΔΟΥ που ανατίθενται σε ιδιώτες π.χ. εκκαθάριση της
Δήλωσης Ε9 το έτος 1997, είσπραξη του Φόρου Εισοδήματος από τις τράπεζες (Α.Ε.), το 50% της
εκκαθάρισης των Φορολογικών Δηλώσεων του οικονομικού έτους 2000, αποστολή εντύπων κλπ.

Ακόμη, εδώ και ενάμισι χρόνο, έχουμε γύρω στους 450 εργαζόμενους στις Εφορίες Αττικής, που
δουλεύουν με ατομική σύμβαση 4ωρης απασχόλησης ορισμένου χρόνου. Προσλήφθηκαν ως καθαριστές-
καθαρίστριες και χωρίς να ασκούν το επάγγελμα για το οποίο προσλήφθηκαν, δουλεύουν ως ωρομίσθιοι
και είναι ανασφάλιστοι. Καλύπτουν πάγιες οργανικές θέσεις εργασίας.

Ομως η κυβέρνηση δεν αρκέστηκε σε αυτή την αναδιοργάνωση, ψήφισε επιπλέον το ΝΔ 2771/99, με τον
οποίο διασπά ακόμη παραπέρα τις ΔΟΥ. Δημιουργεί τα ΤΕΚ (Τοπικά Ελεγκτικά Κέντρα) με
αρμοδιότητα τακτικών ελέγχων σε εμπορικές επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών από 25 εκατ. μέχρι 350
εκατομμύρια τζίρο. Η στελέχωση των ΤΕΚ ήδη έχει γίνει (με όργιο ρουσφετολογικών, κομματικών και
άλλων κριτηρίων) και καλύπτουν γύρω στις 1.150 θέσεις εργασίας.

Η κυβέρνηση προωθεί επίσης Προεδρικό Διάταγμα που κάνει αναδιάταξη των ΔΟΥ. Δηλαδή τις
κατατάσσει σε Α΄ τάξης (όπου αφήνει τον έλεγχο των εμπορικών επιχειρήσεων με τζίρο μέχρι 50 εκατ.
και μέχρι 25 εκατ. στην παροχή υπηρεσιών), σε ΑΒ τάξης (δεν έχουν το Τμήμα ελέγχου) και στις Β΄

59
τάξης (που έχουν μόνο τον εισπρακτικό τομέα, τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (ΚΒΣ) και το Τμήμα
Μητρώου).

Αυτή η συνεχής αναδιοργάνωση που γίνεται δεν είναι άσχετη με το τι είδους πολιτική προωθεί η
κυβέρνηση και φαίνεται ολοκάθαρα μέσα και από τον τελευταίο φορολογικό νόμο που ψηφίστηκε.

Αξίζει να αναφερθούμε στην εισηγητική Εκθεση του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2001, όπου ο κ.
Παπαντωνίου μας αναλύει την αποτελεσματικότητα των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους και την
αύξηση των φορολογικών εσόδων.

Αναλυτικά αναφέρει ότι για το α΄ εξάμηνο του 2000:

1) Από τον ΕΘΕΚ ελέγχθηκαν 1.087 επιχειρήσεις και βεβαιώθηκαν επιπλέον φόροι προς είσπραξη 103,2
δισ. δρχ.

2) Από τα 6 ΠΕΚ ελέγχθηκαν 410 επιχειρήσεις και βεβαιώθηκαν επιπλέον φόροι προς είσπραξη 38,6 δισ.
δρχ.

3) Από τα Τμήματα ελέγχου των ΔΟΥ ελέγχθηκαν 7.071 επιχειρήσεις και βεβαιώθηκαν επιπλέον φόροι
προς είσπραξη 50,5 δισ. δρχ.

4) Το ΣΔΟΕ έκανε 48.177 ελέγχους, όσον αφορά τον προληπτικό έλεγχο και καταλόγισε παραβάσεις σε
7.437 επιχειρήσεις.

Και ακόμη αναφέρει ότι με τη συνεργασία του TAXIS θα ενταθούν οι διασταυρωτικοί έλεγχοι και θα
απλοποιηθούν οι φορολογικές διαδικασίες.

Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η αύξηση των φορολογικών εσόδων με επιπλέον ελέγχους προήλθε κυρίως
από τους μικρομεσαίους, γιατί το ΕΘΕΚ και τα ΠΕΚ έκαναν ελέγχους σε επιχειρήσεις με Γ΄ κατηγορίας
βιβλία, οι οποίες δεν υπάγονται σε κανενός είδους αντικειμενικά κριτήρια και έχουν τζίρο πάνω από 350
εκατ. Ετσι, οι 1497 έλεγχοι σε τέτιες επιχειρήσεις απέδωσαν μόνο 141,8 δισ. επιπλέον φόρους προς
είσπραξη, ενώ οι τακτικοί έλεγχοι από τις ΔΟΥ καταλόγισαν συμπληρωματικά 50,5 δισ. δρχ., ελέγχοντας
πολύ μικρότερες επιχειρήσεις, με Α΄ και Β΄ κατηγορίας βιβλία, των οποίων τα οικονομικά αποτελέσματα
δε λαμβάνονται υπόψη με βάση τη δήλωσή τους, γιατί εφαρμόζονται συνεχώς αντικειμενικά κριτήρια
παλαιά (ΝΔ 2214/94) και νέα (ΝΔ 2753/99). Επομένως, στην πραγματικότητα, οι 1497 έλεγχοι στις
μεγάλες επιχειρήσεις απέδωσαν αναλογικά λιγότερο από τους ελέγχους στις μικρές επιχειρήσεις.

60
Οσον αφορά το περιβόητο TAXIS πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι το Master-Plan συμφωνήθηκε το 1992
μεταξύ κυβέρνησης της ΝΔ και του κ. Κόκκαλη, την οποία συμφωνία είχε δηλώσει το ΠΑΣΟΚ ότι θα
καταργήσει όταν γίνει κυβέρνηση. Το 1993 το ΠΑΣΟΚ έγινε κυβέρνηση, χωρίς να
επαναδιαπραγματευτεί τη συμφωνία, αλλά θέσπισε και ρήτρα, δηλαδή να αποζημιώνεται η εταιρία όσο
καθυστερεί το Δημόσιο. Το TAXIS παραδόθηκε το 1997 και όχι σε όλες τις εφαρμογές του (από τις 17
έχουν παραδοθεί οι 7). Και από ό,τι φαίνεται με την αναδιοργάνωση των ΔΟΥ, που προωθεί η
κυβέρνηση, το TAXIS μάλλον δε θα ολοκληρωθεί σχεδόν ποτέ. Ταυτόχρονα, αχρηστεύονται οι όσες
προετοιμασίες υποδοχής έχουν γίνει στις ΔΟΥ, γιατί άλλες συγχωνεύονται, άλλες καταργούνται και
άλλες μετατρέπονται σε ΑΒ και Β τάξης.

Η ΠΟΕ-ΔΟΥ, ΣΤΗΡΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Στην υλοποίηση της αναδιοργάνωσης του Υπ. Οικονομικών και στην ολοένα εντεινόμενη
φοροεισπρακτική τακτική της κυβέρνησης όχι μόνο βοήθησε, αλλά εργολαβικά ανέλαβε η ΠΟΕ-ΔΟΥ
(Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες). Από το 1993 που η
ΠΑΣΚΕ Εφοριακών ανέλαβε αυτοδύναμα τη Διοίκηση της Ομοσπονδίας μας, η Ομοσπονδία ζύμωνε όλα
τα μέτρα που σταδιακά προώθησε μέχρι σήμερα η κυβέρνηση. Δεν χρειάστηκε να προετοιμάσει το
έδαφος η ίδια η κυβέρνηση.

Η λογική και η τακτική της Ομοσπονδίας ήταν και είναι μέχρι σήμερα ότι έχει τελειώσει πλέον η στείρα
αντιπαράθεση του συνδικαλιστικού κινήματος με την πολιτική ηγεσία. Τώρα πια το συνδικαλιστικό
κίνημα είναι αξιόπιστο και έχει προτάσεις εκσυγχρονισμού επί όλων των θεμάτων. Η ΠΑΣΚΕ έκανε την
ΠΟΕ-ΔΟΥ το μακρύ χέρι της κυβέρνησης για τη ζύμωση και προετοιμασία των κυβερνητικών αλλαγών.

Ετσι, ένα μεγάλο μέρος των προτάσεων της ΠΟΕ-ΔΟΥ για τους εργαζόμενους στις οικονομικές
υπηρεσίες εξελισσόταν σε νόμους και διατάξεις. Π.χ. ο νόμος της αναδιοργάνωσης του Υπ.
Οικονομικών, η κατάργηση των φοροαπαλλαγών των εργαζομένων και η υπαγωγή τους στην αυτοτελή
φορολόγηση, η επιδοματική πολιτική που χρόνια τώρα εξακολουθεί να ασκεί το ΠΑΣΟΚ, το νέο
μισθολόγιο, η υποτυπώδης μοριοποίηση των μεταθέσεων που άφησε στο απυρόβλητο τις αποσπάσεις και
μέσω του μηχανισμού των αποσπάσεων κρατούσε τους συναδέλφους σε συνεχή ομηρία ή
ρουσφετολογούσε ασύστολα σε όλα αυτά.

Η ΠΟΕ-ΔΟΥ «δήθεν» αιφνιδιάστηκε με την ίδρυση των ΤΕΚ, όμως, παρ’ όλους τους ισχυρισμούς της
ότι δεν τα δέχεται, τα θεωρεί νόμο του κράτους και τα ανέχεται (ακόμη και τη σκανδαλώδη στελέχωσή
τους) προωθώντας παραπέρα την αναδιάταξη των ΔΟΥ, κρύβοντας από τους εργαζόμενους ότι με
μαθηματική ακρίβεια οδηγούμαστε στη συρρίκνωση θέσεων εργασίας, ότι σε λίγο θα μιλάμε για
υποχρεωτικές μετατάξεις (ήδη έγιναν μέσα σε μια νύχτα σε μια σειρά Υπουργείων π.χ. Εμπορίου,
ΥΠΕΧΩΔΕ κλπ.) και απολύσεις, αφού είναι συνολικότερη η κυβερνητική πολιτική για μείωση των
εργαζομένων στη Δημόσια Διοίκηση.

Οσον αφορά τα φορολογικά, υποστήριξε τα αντικειμενικά κριτήρια που επέβαλε η κυβέρνηση στους
επαγγελματίες, συμμετέχει συχνά στο παιχνίδι της πολιτικής ηγεσίας με τη δημοσίευση της επιλεκτικής
λίστας των φοροφυγάδων, όποτε θέλει να ασκήσει πιέσεις, χωρίς ποτέ να ανακοινώνει τι τελικά
61
εισπράχτηκε. Ακόμη υποστήριξε το TAXIS έτσι όπως εφαρμόζεται, υπεραμύνεται της ΟΝΕ και της ΕΕ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι στις 14.9.2000 η ΠΟΕ-ΔΟΥ δημοσιοποίησε τις προτάσεις της για
«ουσιαστική βελτίωση των δεικτών της οικονομίας μας, τη θετική πορεία της και την επίτευξη των
οικονομικών στόχων». Οι προτάσεις της αποτελούν πλέον άρθρα του φορολογικού νόμου, όπως π.χ. η
μείωση του φόρου στα καθαρά κέρδη των Α.Ε. με ανώνυμες ή ονομαστικές μετοχές μη εισηγμένες στο
Χρηματιστήριο. Και όχι μόνο αυτά, αλλά σήμερα που έχουν ξεσηκωθεί ευρύτερες εργατικές και λαϊκές
δυνάμεις για να μην περάσει η κατεδάφιση του ασφαλιστικού συστήματος, η ΠΟΕ-ΔΟΥ παίρνει
αποφάσεις για εκταμίευση 2 δισ. από το αποθεματικό των πρόσθετων αμοιβών μας (επιδόματα), με
σκοπό να ασφαλιστούν οι εργαζόμενοι σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες ομαδικά για νοσοκομειακή
περίθαλψη. Σαν αιτιολογία υποστηρίζει ότι δεν έχουμε καλή υγειονομική περίθαλψη. Αφού λοιπόν η
ιδιωτική ασφάλιση έχει επιλεγεί ως 3ος πυλώνας του ασφαλιστικού συστήματος από την κυβέρνηση,
πρέπει, πάση θυσία, αυτή η πολιτική να εφαρμοστεί.

Σε αυτή την πρακτική για την ιδιωτική ασφάλιση οι εργαζόμενοι στις ΔΟΥ αντέδρασαν στη μεγάλη
πλειοψηφία τους. Μέσα από τις Ολομέλειες των ΔΟΥ βγήκαν ψηφίσματα που απορρίπτανε την ιδιωτική
ασφάλιση και απαιτούσαν την υπεράσπιση της Δημόσιας Κοινωνικής Ασφάλισης. Ψηφίσματα τα οποία
απέστειλαν στον Α΄βάθμιο Σύλλογο και στην ΠΟΕ-ΔΟΥ και τους καλούσαν να παίξουν το ρόλο που
αρμόζει σε ένα πραγματικά ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα.

Σήμερα όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι συνειδητοποιούν ότι υπάρχει ανάγκη για συντονισμένη δράση
και πάλη για να δυσκολέψουν την επιβολή αυτών των μέτρων. Το στήσιμο επιτροπών αγώνα και
Συντονιστικού παίρνει σάρκα και οστά στο χώρο των Εφοριών. Η καλύτερη απάντηση είναι η πιο μαζική
και αποφασιστική συμμετοχή στις Επιτροπές αγώνα. Ο συντονισμός στην πάλη με τις επιτροπές και τα
σωματεία εργαζομένων από άλλους κλάδους, η άμεση αντίδραση στις συνολικές αντιδραστικές αλλαγές
που προωθούνται στις εργασιακές σχέσεις, στην παιδεία, στην υγεία και αλλού. Σήμερα αποκαλύπτουμε,
αύριο απενεργοποιούμε ακόμα και νέες αντεργατικές ρυθμίσεις, βάζουμε φραγμούς στην αντιλαϊκή
πολιτική, διαμορφώνουμε τις προϋποθέσεις που θα οδηγήσουν, στην πορεία, στην ανατροπή της.

ΣημειώσειςΣημειώσεις

Η Λουκία Κουτσιλέου είναι μέλος του Δ.Σ. Εφοριακών του Συλλόγου Αττικής και Κυκλάδων.

Η ΑΣΧΗΜΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΙΟ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΗ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΩΝ ΗΠΑ

του Βάντιχ Χαλάμπι

2001 Τεύχος 3

Οικονομία

Αν και στις ΗΠΑ είναι εμφανής η επιβράδυνση της οικονομίας, το παρακάτω άρθρο που γράφτηκε όταν
η άνοδος φαινόταν αδιατάραχτη είναι χρήσιμο, γιατί, δίνει χρήσιμα στοιχεία και μια εικόνα του
προβληματισμού που αναπτύσσεται στο ΚΚ ΗΠΑ γύρω από το θέμα των αιτιών της τόσο μακρόχρονης
62
ανοδικής φάσης της ισχυρότερης οικονομίας του ιμπεριαλιστικού συστήματος. Γι’ αυτό το λόγο κρίναμε
σκόπιμη τη δημοσίευσή του. Εξυπακούεται ότι ο προβληματισμός του συγγραφέα δεν είναι δεσμευτικός
για την ΚΟΜΕΠ.

***

Ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ, μέσα από τις εφημερίδες και άλλα ΜΜΕ του, καθώς και μέσω του
Χόλιγουντ, παρουσιάζει τον εαυτό του ως ευημερή, σταθερό και κυρίως υπό έλεγχο. Η προπαγάνδα του
συνεπάγεται ότι αυτό είναι το μέλλον για όλες τις καπιταλιστικές χώρες, φτάνει να ακολουθήσουν τους
κανόνες των ΗΠΑ.

Η προπαγάνδα αυτή έφτασε σε σημείο πυρετού λίγο νωρίτερα φέτος (δηλαδή το 2000), όταν η οικονομία
των ΗΠΑ κατέρριψε το προηγούμενο ρεκόρ διάρκειας μιας επέκτασης. Το ρεκόρ αυτό είχε επιτευχθεί
στον πόλεμο κατά του Βιετνάμ: σχεδόν 9 χρόνια απανωτά, χωρίς καθοδική τάση ή κρίση. (Ωστόσο, το
3,1% της ετήσιας ανάπτυξης στη δεκαετία του ’90, ήταν χαμηλότερο απ’ ό,τι στη δεκαετία του ’60,
καθώς και σε κάποιες άλλες δεκαετίες). Η οικονομία των ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκε τόσο
σταθερή, ώστε ορισμένοι ακόμα και στο συνδικαλιστικό κίνημα αναρωτήθηκαν μήπως ο καπιταλισμός
έχει μάθει να ρυθμίζει τους κύκλους του, αν όχι να ξεπερνάει τις αντιθέσεις του.

Μερικοί εξέφρασαν ακόμα και την ιδέα ότι, ίσως, πίσω από τη σταθερότητα των ΗΠΑ βρίσκονται οι
περικοπές των μισθών. Ωστόσο ούτε οι ψηλότεροι ούτε οι χαμηλότεροι μισθοί δεν προστατεύουν μια
καπιταλιστική οικονομία από την κρίση: οι χαμηλοί μισθοί μειώνουν τη ζήτηση και συμβάλλουν έτσι σε
ανισορροπίες στην οικονομία. Το βασικό πρόβλημα είναι η αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής, που
δεν είναι σε θέση να εμποδίσει το φούντωμα αυτών των αναπόφευκτων ανισορροπιών, ρίχνοντας την
οικονομία σε κρίση.

Με το παρόν άρθρο θέλουμε να δείξουμε ότι η πιο παρατεταμένη επέκταση των ΗΠΑ είναι το πρόσκαιρο
και ασταθές προϊόν ληστείας, άνισης ανταλλαγής, καθώς και της αχρήστευσης και καταστροφής της
παραγωγικής ικανότητας άλλων χωρών, όσο χειροτερεύει η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση
υπερπαραγωγής. Μονάχα η Κίνα, που είναι δημιούργημα μιας σοσιαλιστικής επανάστασης, έχει
διατηρήσει σταθερότητα και σημαντική ανάπτυξη από το 1990. Στη βάση αξιοσημείωτων οικονομικών
και κοινωνικών αποδείξεων επισημαίνεται μια σπειροειδής καπιταλιστική κρίση σε όλο τον κόσμο στην
περίοδο αυτή, που ξεφεύγει από τον έλεγχο «ακόμα» και της Ουώλ Στριτ και της Ουάσινγκτον. Μόνο η
εργατική τάξη μπορεί να θέσει τέρμα στις οικονομικές κρίσεις και στους πολέμους, στο ρατσισμό και τη
μιζέρια που προκαλούν, παίρνοντας την εξουσία στα χέρια της και αναδιοργανώνοντας την οικονομία.

ΜΙΑ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΜΕ ΟΛΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΥΣ ΑΣΤΕΓΟΥΣ ΚΑΙ ΟΛΟ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ
ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ

Πρώτον, πρέπει να επισημάνουμε ότι αυτή η επέκταση ρεκόρ δεν αποτέλεσε ραγδαία ανάπτυξη για τους
εργαζόμενους στις ΗΠΑ και δεν είναι τυχαίο αυτό. Παρ’ όλο το γεγονός ότι το επίσημο ποσοστό
ανεργίας είναι το χαμηλότερο των τελευταίων τριών δεκαετιών, τουλάχιστον 9,6 εκ. άνθρωποι
παραμένουν είτε άνεργοι ή αναζητούν εργασία, κατηγορίες που είναι ξεχωριστές στις κυβερνητικές
63
ανασκοπήσεις. Το ένα τρίτο (1/3) της εργασίας σήμερα στις ΗΠΑ θεωρείται εξαιρετικά αβέβαιο.
Ανέβηκε δηλαδή σε σχέση με τις αρχές της δεκαετίας του ’80 (που ήταν λιγότερο σταθερή εποχή), όταν
ήταν το ένα τέταρτο (1/4). Παρ’ όλο που υπήρξε αναπροσαρμογή λόγω πληθωρισμού, οι μισθοί των
εργαζομένων εξακολουθούν να βρίσκονται κάτω από το επίπεδο του 1973, διότι υπερδιογκώθηκε το
πραγματικό κόστος της στέγασης και, ιδίως, της υγείας.

Μια συνέπεια ήταν η αύξηση των αστέγων και των ανασφάλιστων στις ΗΠΑ στη διάρκεια της
επέκτασης. Ισως, δέκα εκατομμύρια άνθρωποι να έχουν γευτεί τουλάχιστον μια «δόση αστεγασίας» το
1999. (Δεν ήταν όλα τα 10 εκατ. άστεγα όλο το χρόνο ή στους δρόμους, αφού πολλοί στοιβάχτηκαν στα
σπίτια συγγενών ή φίλων). Την ίδια στιγμή σχεδόν 15 εκατομμύρια σπίτια και διαμερίσματα και άλλα 1,4
εκατομμύρια δωμάτια ξενοδοχείων έμειναν κενά, κάθε νύχτα το 1999, ένα πραγματικό έγκλημα του
συστήματος της ατομικής ιδιοκτησίας. (Ενα τρίτο περίπου αυτών των άδειων σπιτιών και διαμερισμάτων
ήταν το δεύτερο ή το τρίτο σπίτι ευκατάστατων νοικοκυριών. Οι σπιτονοικοκυραίοι περίμεναν τη
«σωστή» τιμή του ενοικίου ή της πώλησης για τα περισσότερα κενά σπίτια, που έμειναν κενά). Το 1999,
44 εκατομμύρια άνθρωποι στερήθηκαν ασφάλιση για υγεία, κάτι που ήταν ένα ρεκόρ. Και όμως, σήμερα,
όλο και περισσότερα νοσοκομεία και φορείς παροχής περίθαλψης έχουν να αντιμετωπίσουν ζημίες,
χρεοκοπίες ή και κλείνουν.

Ωστόσο, οι ΗΠΑ σε σύγκριση με άλλες καπιταλιστικές χώρες, εμφανίζονται σαν νησίδα ανάπτυξης και
σταθερότητας σε έναν κόσμο αστάθειας, φτώχειας, ανεργίας και πολέμων. Ενας ιστορικός αναφέρει ότι
από τις οκτώ χειρότερες κρίσεις από τη δεκαετία του ’30, οι επτά συνέβησαν τη δεκαετία του ’90 και
όλες έξω από τις ΗΠΑ. Εγιναν τουλάχιστον 25 πόλεμοι και πολύ περισσότερες μικρότερες συρράξεις, σε
κάθε χρόνο της δεκαετίας του ’90.

ΟΙ ΛΟΓΟΙ, ΠΟΥ ΔΙΝΟΥΝ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΟ


ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΗ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΩΝ ΗΠΑ

Γιατί οι ΗΠΑ υπήρξαν σταθερές; Οικονομολόγοι του καπιταλισμού έδοσαν τέσσερις κύριους λόγους.
Ολοι αυτοί οι λόγοι υποδηλώνουν ότι ο καπιταλισμός ελέγχει την οικονομία:

1) Τα Ομοσπονδιακά Αποθέματα ρυθμίζουν τα επιτόκια και, μάλιστα, υποτίθεται ότι τα χαμηλότερα


επιτόκια έχουν σαν αποτέλεσμα μια ταχύτερη ανάπτυξη και τα υψηλότερα επιτόκια μια επιβράδυνση της
οικονομίας.

2) Κυβερνητικές δαπάνες, που τις λένε καμιά φορά «κεϋνσιανικούς μηχανισμούς».

3) Τεχνολογική πρόοδος και,

4) Εγγύηση στις τραπεζικές καταθέσεις.

64
Πράγματι, και οι τέσσερις λόγοι συνέβαλαν στη σταθερότητα και την ανάπτυξη των ΗΠΑ. Αλλά δεν
είναι οι πραγματικοί λόγοι. Αν θέλεις να το καταλάβεις αυτό, θα κάνεις μια δοκιμή με άλλες
καπιταλιστικές χώρες. Γιατί, φερ’ ειπείν, η Ινδονησία δε χρησιμοποιεί τους ίδιους μηχανισμούς για να
σταθεροποιήσει την οικονομία της και να επιτύχει σταθερή ανάπτυξη; Γιατί δεν το κάνει η Βραζιλία;
Ισως, απαντήσει κανείς ότι δεν είναι αναπτυγμένες οικονομίες. Αλλά η Ιαπωνία τότε; Καυχιέται ότι είναι
η δεύτερη σε μέγεθος οικονομία της αγοράς. Η ιαπωνική οικονομία έμεινε στάσιμη την τελευταία
δεκαετία με μερικά τετράμηνα φθίνουσας παραγωγής. Η ανεργία εκεί υπερδιπλασιάστηκε.

Και όμως, η Ιαπωνία έχει ακολουθήσει όλες τις «προδιαγραφές» των ΗΠΑ για σταθερότητα και
ανάπτυξη. Τα τελευταία δέκα χρόνια η Κεντρική Τράπεζα της χώρας μείωσε τα κύρια επιτόκια μέχρι
κάτω από 1% και ακόμα και σχεδόν στο μηδέν. Αλλά που είναι η ανάπτυξη; Η κυβέρνηση ξόδεψε
μερικές χιλιάδες δισεκατομμύρια δολάρια για προγράμματα προώθησης της οικονομίας. Αλλά που είναι
η ανάπτυξη; Η χώρα είναι τεχνολογικά προχωρημένη. Αλλά που είναι η ανάπτυξη; Και η τραπεζική
εγγύηση ήταν ακόμα πιο γενναιόδωρη από αυτή της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Ομως, ακόμα δεν υπάρχει
ανάπτυξη. Το κυριότερο αποτέλεσμα είναι, ότι η ιαπωνική κυβέρνηση είναι τώρα μέχρι τα μπούνια
χωμένη στα χρέη και αντιμετωπίζει μια βαθειά κρίση προϋπολογισμού. Μόνο ο τόκος του εθνικού
χρέους της Ιαπωνίας απορροφά τα 65% των εσόδων από τους φόρους[1].

Είναι φανερό ότι όλοι οι «λόγοι» των οικονομολόγων του καπιταλισμού για να εξηγήσουν την ανάπτυξη
και τη σταθερότητα των ΗΠΑ δε φαίνονται να ισχύουν για την Ιαπωνία. Ούτε φαίνεται να ισχύουν για τη
Γερμανία, την τρίτη σε μέγεθος καπιταλιστική οικονομία, η οποία έμεινε στάσιμη επίσης ή αντιμετώπισε
μια φθίνουσα παραγωγή και αυξανόμενη ανεργία τα τελευταία δέκα χρόνια. Ούτε φαίνεται να ισχύουν
για τη Βραζιλία, τη Νιγηρία, την Ινδονησία και για τόσες άλλες καπιταλιστικές χώρες, που έπαθαν
κρίσεις στη διάρκεια της δεκαετίας του ’90.

ΜΙΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΜΕ ΔΥΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

Για να κατανοήσεις ακριβώς τη σταθερότητα των ΗΠΑ, πρέπει να αναλύσεις υλιστικά ταξικά την
παγκόσμια οικονομία στο σύνολό της.

Ξεκινάμε από την άποψη ότι υπάρχει μονάχα μια παγκόσμια οικονομία. Αλλαγές και εξελίξεις σε μια
περιφέρεια επηρεάζουν αναπόφευκτα το σύνολο, όπως γίνεται τώρα τέσσερις αιώνες, αλλά ιδιαίτερα με
την ανάπτυξη των γρήγορων μεταφορών και του διεθνούς τηλεγραφικού συστήματος στο 19ο αιώνα. Η
παγκόσμια οικονομία είναι, βέβαια, πιο άνιση και πιο ανισομερώς αναπτυγμένη από ποτέ, αλλά δεν παύει
να είναι ένα σύνολο.

Ομως, από το 1917 και δώθε, η παγκόσμια οικονομία περιλαμβάνει δύο κοινωνικά συστήματα, το ένα
καπιταλιστικό και το άλλο βασισμένο στην κατάκτηση της εξουσίας εκ μέρους της εργατικής τάξης. Τα
δύο συστήματα ρυθμίζονται εσωτερικά με διαφορετικούς νόμους.

Το καπιταλιστικό σύστημα κυριαρχείται από τους κυκλικούς νόμους της εμπορευματικής παραγωγής και
ανταλλαγής με τη διακύμανση στα ύψη και στα βάθη, που περιέγραψε τόσο καλά ο Μαρξ.

65
Οι οικονομίες που διαμορφώθηκαν με τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις δεν είναι κυκλικές, αλλά
ρυθμίζονται πρωταρχικά από τους νόμους του σχεδιασμού, ακόμα σε περίπτωση που περιλαμβάνουν την
εμπορευματική παραγωγή, όπως στην Κίνα. Το σημαντικότερο είναι ότι τα δύο κοινωνικά συστήματα
αναγκαστικά επενεργούν το ένα στο άλλο, διότι και τα δύο αποτελούν μέρος μιας παγκόσμιας
οικονομίας. Ακόμα, εμπειρικά είναι φανερό ότι η μόνη πραγματική σταθερότητα στην παγκόσμια
οικονομία από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο προήλθε από τις οικονομίες που διαμορφώθηκαν από
σοσιαλιστικές επαναστάσεις. Συγκρίνετε τα 70 χρόνια και άνω χωρίς επιχειρηματική κυκλική κρίση στην
ΕΣΣΔ, πριν από την αντεπανάσταση ή τα 50 χρόνια της Κίνας χωρίς κυκλική κρίση, με τα μόλις 8 χρόνια
και 10 μήνες της μεγαλύτερης επέκτασης των ΗΠΑ σε δύο αιώνες (πόλεμοι και πολιτικές κρίσεις
επηρέασαν τις οικονομίες της ΕΣΣΔ, της Πολωνίας, της Κίνας κλπ., αλλά αυτό δεν είναι το ίδιο).

Στα χρόνια 1973, 1980, 1982 και 1990 σημειώθηκαν ποιοτικές αλλαγές προς το χειρότερο στην
παγκόσμια καπιταλιστική υπερπαραγωγή. Η κάθε αλλαγή συνοδεύτηκε από αντιθέσεις ή κρίσεις στις
καπιταλιστικές οικονομίες, αλλά η σοβιετική και άλλες συνδεδεμένες με αυτή οικονομίες - ώσπου να
πέσουν θύμα της αντεπανάστασης - καθώς και η κινεζική οικονομία, ενώ πιέστηκαν και επηρεάστηκαν
από τις αλλαγές αυτές, συνέχισαν να αναπτύσσονται.

Και πράγματι, τρία χρόνια μετά από την ύφεση του 1990 στις καπιταλιστικές οικονομίες σε όλο τον
κόσμο, ο κυριότερος διεθνής οικονομολόγος της Τράπεζας Μόργκαν Στάνλεϋ της Ουώλ Στριτ,
παραδέχτηκε ότι χωρίς την ανάπτυξη της Κίνας θα υπήρχε «παγκόσμιο χάος»[2]. Επισήμανε ειδικά το
γεγονός ότι η Κίνα αγοράζει όλο και περισσότερο από καπιταλιστικές χώρες, καθώς και το γεγονός ότι
αυτές οι αγορές είχαν στόχο κυρίως να ικανοποιήσουν εσωτερικές ανάγκες. Αντιπαράθεσε την Κίνα με
την «εξαγωγοκινούμενη» Νότια Κορέα, η οποία εισάγει πρωταρχικά για να εξάγει.

Ο σταθεροποιητικός ρόλος της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία έγινε ακόμα πιο φανερός μετά από το
1997, όταν η καπιταλιστική κρίση έγινε βαθύτερη και οι οικονομίες της Ταϊλάνδης, Ν. Κορέας,
Ινδονησίας, Βραζιλίας, Ρωσίας και άλλων χωρών έκαναν βαθειές βουτιές.

Την ίδια στιγμή, όπως είπαμε και πριν, οι μη-κυκλικές οικονομίες που δημιουργήθηκαν από
σοσιαλιστικές επαναστάσεις επηρεάζονται αναπόφευκτα από την αυξανόμενη αναρχία και χάος του
παγκόσμιου καπιταλισμού. Ξεκινώντας από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, τα όλο και αυξανόμενα
προβλήματα που είχε ο ιμπεριαλισμός με την υπερπαραγωγή - και τη συνδεδεμένη με αυτήν στρατιωτική
δομή - αποσύνθεσε και πίεσε αισθητά τις οικονομίες της Πολωνίας, της Σοβιετικής Ενωσης και άλλων
χωρών του Συμφωνου της Βαρσοβίας. Ηταν ένας σημαντικός παράγοντας για την κατάρρευσή τους, όχι
όμως ο πιο αποφασιστικός.

Πώς τότε να εξηγήσουμε την ανάπτυξη και τη σχετική σταθερότητα της οικονομίας των ΗΠΑ τα
τελευταία οκτώ ή εννέα χρόνια;

Οπως είδαμε, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία δε διαφέρουν σε ό,τι αφορά τους κυριότερους υποτιθέμενους λόγους
της σταθερότητας των ΗΠΑ. Πού διαφέρουν τότε;
66
Πρέπει να έχουμε υπόψη το γεγονός ότι η οικονομία των ΗΠΑ, με τα 4,5% του παγκόσμιου πληθυσμού,
αποκόμισε και χρησιμοποίησε πέρυσι τα 72% των παγκόσμιων κερδών και προσωπικών
αποταμιεύσεων[3]. Η Ιαπωνία από την άλλη, έζησε μια καθαρή φυγή αποταμιεύσεων για να
αντιμετωπίσει το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ με την Ιαπωνία, αλλά και το γιγάντιο εθνικό χρέος της
Ιαπωνίας. Να μια μεγάλη διαφορά!

ΜΑΖΙΚΗ ΦΥΓΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Στους τρεις μήνες από τότε που οι ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις με καθοδήγηση των ΗΠΑ άρχισαν να
βομβαρδίζουν τη Γιουγκοσλαβία το Μάρτη του 1999, υπήρξε μια εισροή κεφαλαίου στις ΗΠΑ ερχόμενη
από την Ευρώπη, την Ιαπωνία και το υπόλοιπο κόσμο και μάλιστα σε ύψος ρεκόρ. Πόσο δηλαδή; Στο
δεύτερο τετράμηνο του 2000, το κεφάλαιο εισέρευσε με ρυθμό 1.109 δισ. δολαρίων. Σε όλο το 1999
εισέρευσαν 699 δισ. δολάρια στις ΗΠΑ από τον υπόλοιπο κόσμο, από 472 δισ. που ήταν το 1998,
σύμφωνα με την ανά τετράμηνο δημοσιευόμενη Εκθεση Ροής κεφαλαίων (Ιούνιος 2000) της Federal
Reserve Bank των ΗΠΑ. Το κεφάλαιο αυτό χρησιμοποιείται για επενδύσεις στη βομηχανία, ειδικά στην
ψηλή τεχνολογία, στις επικοινωνίες και στο Διαδίκτυο για κερδοσκοπία, αγορές ακινήτων, κλπ..
Χρησιμοποιείται ακόμα από τους καπιταλιστές των ΗΠΑ για να αγοράζουν ιαπωνικές, ευρωπαϊκές ή
βραζιλιάνικες εταιρίες σε τιμές ευκαιρίας. Να μια άλλη διαφορά ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία.

Δεν αποτελεί, συνεπώς, έκπληξη το γεγονός ότι λίγους μήνες μετά από αυτή τη μαζική ροή κεφαλαίου η
οικονομία των ΗΠΑ αναπτύχθηκε με ταχύτερους ρυθμούς, παρ’ όλο που η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία
Αποθεμάτων είχε αυξήσει τα επιτόκια, ενώ η ιαπωνική οικονομία γλίστρησε στην τρίτη της ύφεση σε
οκτώ χρόνια, και ας είχε κατεβάσει η Κεντρική της Τράπεζα τα εσωτερικά επιτόκια σχεδόν στο μηδέν!

Αλλά ούτε η Ευρώπη δεν αποτελεί εξαίρεση. Ενας χείμαρρος από χρήματα έφυγε από την Ευρώπη, αφού
επιχειρηματίες και επενδυτές έφυγαν από την αναιμική οικονομία της ηπείρου αυτής. Μόνο πέρυσι
έφυγαν από την Ευρώπη 160 δισ. δολάρια καθαρά σε μετρητά για επενδύσεις... Τα περισσότερα από
αυτά εισέρευσαν κυρίως στις ΗΠΑ, στις θερμές αγορές μετοχών και στην κοχλάζουσα οικονομία
τους...[4].

ΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΣ ΦΟΡΟΥΣ ΣΤΟ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ

Σήμερα, η Ιαπωνία πρέπει να πληρώσει πριμ στην Ουώλ Στριτ πάνω στα τεράστια δάνεια, διότι τα δάνεια
αυτά θεωρούνται ριψοκίνδυνα. Οι καπιταλιστές των ΗΠΑ, όμως, χρησιμοποίησαν περίπου ελεύθερα τη
μαζική εισροή κεφαλαίου στη χώρα τους από τον πόλεμο στον Κόλπο και δώθε. Για παράδειγμα, το
1993, οι καπιταλιστές των ΗΠΑ είχαν καθαρό εισόδημα 2 δισ. δολαρίων από τον υπόλοιπο κόσμο, παρ’
όλο που χρωστούσαν στον υπόλοιπο κόσμο 600 δισ. δολάρια περίπου. Το 1999, οι ΗΠΑ πλήρωσαν
λιγότερα από 12 δισ. δολάρια για ένα χρέος το οποίο είχε ξεπεράσει το 1.600 δισ. Για μιλήστε ξανά για
το «φόρο» που «πληρώνει» ο υπόλοιπος κόσμος στην ιμπεριαλιστική αυτή δύναμη! Να άλλη μια μεγάλη
διαφορά ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία!

Επίσης τα μονοπώλια των ΗΠΑ κάνουν μαζικές άνισες ανταλλαγές με τον υπόλοιπο κόσμο,
συμπεριλαμβανομένης της Ιαπωνίας. Στην άνιση ανταλλαγή, εξηγεί ο Μαρξ, η υπεραξία μεταφέρεται
67
από τους ασθενέστερους καπιταλιστές στους ισχυρότερους, όταν η πιο ισχυρή πλευρά πουλάει
εμπορεύματα πάνω από την αξία τους ή η ασθενέστερη πλευρά αγοράζει εμπορεύματα κάτω από την
αξία τους* . Εχουμε λόγους να πιστέψουμε, ότι μέσω της άνισης ανταλλαγής, των χρεών και άλλων
μηχανισμών, κυρίως οι καπιταλιστές των ΗΠΑ επωφελήθηκαν οικονομικά από τις αγορές της Κίνας, από
άλλες καπιταλιστικές χώρες, ακόμα όταν οι άμεσοι πωλητές ήταν ιαπωνικές ή ευρωπαϊκές εταιρίες.
Σύμφωνα με μια πρόσφατη Εκθεση της UNCTAD (Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για το Εμπόριο και την
Ανάπτυξη), υπήρξε μια επιδείνωση σε «όρους εμπορίου» (άνιση ανταλλαγή) του 60% τουλάχιστον,
ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά μονοπώλια και τις φτωχές καπιταλιστικές χώρες, από το 1960.

Σε ό,τι αφορά την Ιαπωνία, η χώρα πρέπει να εισάγει 99% του πετρελαίου της. Αυτή τη στιγμή πληρώνει
πάνω από 30 δολάρια το βαρέλι πετρελαίου, το οποίο κοστίζει για τα ιμπεριαλιστικά μονοπώλια, ίσως
2,60 δολάρια κατά μέσο όρο, για να το παράγουν. Η Ιαπωνία πληρώνει τα αντι-υποβρύχια πολεμικά
αεροσκάφη αμερικανικής κατασκευής δύο ή τρεις φορές πάνω από την αξία τους, ενώ πουλάει
εκλεπτυσμένα εργαλεία μηχανής ή ηλεκτρονικά στις ΗΠΑ κάτω από την αξία τους.

ΜΑΖΙΚΗ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Η μετανάστευση αποτελεί άλλη μια σημαντική πηγή της «ευημερίας» των ΗΠΑ. Είναι άλλη μια διαφορά
τους με την Ιαπωνία και τις περισσότερες ιμπεριαλιστικές χώρες. Σύμφωνα με πρόσφατο άρθρο σε
δημοσίευμα μιας περιφερειακής Ομοσπονδιακής Τράπεζας Αποθεμάτων[5] το μεγαλύτερο κύμα
μεταναστών του 20ού αιώνα προς τις ΗΠΑ, με και χωρίς χαρτιά, υπήρξε τη δεκαετία του 1990. Περίπου
9 εκατομμύρια μετανάστες με χαρτιά και, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, 2,8 εκατομμύρια χωρίς χαρτιά
μπήκαν στις ΗΠΑ στη δεκαετία του 1990. Αντιθέτως, στην Ιαπωνία μπήκαν στην ίδια περίοδο λιγότεροι
από 50.000 μετανάστες, δηλαδή λιγότερο από το ένα δέκατο του 1% του εργατικού δυναμικού. Οι
μετανάστες συνέβαλαν κατά 25% στην αύξηση εργατικού δυναμικού των ΗΠΑ στη δεκαετία αυτή.

Η μελέτη που εκπονήθηκε από την Εθνική Ακαδημία Επιστημών των ΗΠΑ[6] αξιολόγησε τις
δημοσιονομικές επιπτώσεις της μετανάστευσης στην οικονομία των ΗΠΑ. Η μελέτη εκτιμά ότι ο κάθε
μετανάστης με τους απογόνους του συνεισφέρει (σε «σημερινή αξία δολαρίου») κατά μέσο όρο 80.000
σε κυβερνητικά ταμεία ή 80.000 ανά μετανάστη, αν πάρει κανείς υπόψη τις επιπτώσεις της
«μεταρρύθμισης» της πρόνοιας του 1996. Αυτό σημαίνει 1 τρισ. περίπου καθαρού οφέλους από τη
μετανάστευση της δεκαετίας του 1990 και μόνο - συν τα κέρδη.

(Η μελέτη δεν κάνει εκτιμήσεις σχετικά με τα κέρδη που βγαίνουν από την εργασία των μεταναστών,
όπως είναι χαρακτηριστικό για τους καπιταλιστές ακαδημαϊκούς).

ΑΧΡΗΣΤΕΥΣΗ ΚΑΙ «ΕΠΙΒΕΒΛΗΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ» ΑΛΛΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΩΝ

Οι νεαροί Μαρξ και Ενγκελς, στο «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», επισήμαναν τις
επαναλαμβανόμενες κρίσεις του καπιταλισμού που «δοκιμάζουν ... την ίδια την ύπαρξη όλης της αστικής
κοινωνίας». Κρίσεις που προκαλούνται από την «πληθώρα των μέσων συντήρησης, της βιομηχανίας, του
εμπορίου». «Και πώς η αστική τάξη ξεπερνάει αυτές τις κρίσεις;». Συνεχίζουν οι Μαρξ-Ενγκελς: «Από
τη μια μέσω της επιβεβλημένης καταστροφής μιας μεγάλης μάζας παραγωγικών δυνάμεων, από την άλλη
μέσω της κατάκτησης καινούργιων αγορών και της πιο ριζικής εκμετάλλευσης των παλαιών».

68
Από το 1990 η οικονομία των ΗΠΑ και η βιομηχανική παραγωγή της χώρας αναπτύχθηκαν σημαντικά.
Υπάρχουν, ωστόσο, σημαντικές και σταθερές αποδείξεις, οικονομικές και κοινωνικές, για το ότι από το
1990 είναι σε εξέλιξη μια παγκόσμια καπιταλιστική κρίση υπερπαραγωγής, η οποία μετριάζεται μονάχα
από την αξιοσημείωτη ανάπτυξη της Κίνας.

Οι αποδείξεις αυτές συμπεριλαμβάνουν το γεγονός ότι το 22% τουλάχιστον, της παγκόσμιας


καπιταλιστικής βιομηχανικής ικανότητας έχει αχρηστευτεί ή καταστραφεί με το ζόρι από το 1990 και
δώθε. Τα 16%, περίπου, στην πρώην Σοβιετική Ενωση και τις άλλες χώρες του Συμφώνου της
Βαρσοβίας οι οποίες αποτελούσαν το ένα τρίτο (1/3) της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής και της
παραγωγής τροφίμων πριν πέσουν θύμα του καπιταλισμού. Τα 2%, περίπου, στην Ιαπωνία όπου η χρήση
της βιομηχανικής ικανότητας έπεσε από 90% μέχρι 70% στη δεκαετία του 1990. Και τα υπόλοιπα σαν
αποτέλεσμα της ιμπεριαλιστικής καταστροφής των οικονομιών του Ιράκ και της Γιουγκοσλαβίας με
πολέμους και κυρώσεις. Επειτα, η επιβράδυνση στην Ινδονησία και σε άλλα κράτη σαν αποτέλεσμα της
κρίσης του 1997. Αλλά και η γιγάντια αύξηση, στην ίδια δεκαετία, των χρεών που κρατιούνται από
ιαπωνέζικες, γαλλικές, βραζιλιάνικες, ρωσικές, νοτιοκορεατικές και άλλες τράπεζες αποτελεί, σε
τελευταία ανάλυση, απόδειξη των όλο και αυξανόμενων ανισορροπιών στην παγκόσμια καπιταλιστική
οικονομία.

Η διόγκωση της παγκόσμιας ανεργίας είναι η κοινωνική αντανάκλαση της «υπερπαραγωγής», δηλαδή
των δυσαναλογιών που οδηγούν τελικά σε καπιταλιστικές κρίσεις.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 η ανεργία και η «υποαπασχόληση» διπλασιάστηκαν σε όλο τον
κόσμο και πλήττουν τώρα πάνω από 1 δισεκατομμύριο ανθρώπους. «Η απόλυτη φτώχεια» είναι άλλη μια
αντανάκλαση. Αυξήθηκε κατά 40% περίπου στις καπιταλιστικές χώρες τη δεκαετία του 1990, κατά την
εκτίμηση της Παγκόσμιας Τράπεζας. Μόνο στην Κίνα και στο Βιετνάμ, δηλαδή δύο προϊόντα
σοσιαλιστικής επανάστασης σημειώθηκε μια σημαντική κάμψη της «απόλυτης φτώχειας» στη δεκαετία
του 1990.

Κατά τον οικονομικό ιστορικό Ανγκας Μάντισον, ανάμεσα στο 1973 και το 1995, το εισόδημα ανά
πρόσωπο σε 144 (καπιταλιστικές) χώρες έπεσε κατά 0,8% ετησίως[7]. Αυτή η εκτίμηση είναι, σχεδόν
σίγουρα, πολύ χαμηλή διότι είναι δύσκολο να εκτιμήσει κανείς σωστά τη δραματική πτώση του βιοτικού
επιπέδου στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες.

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΥΤΕ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΣΕ ΕΠΟΧΗ ΕΙΡΗΝΗΣ

Πρέπει να επιστήσουμε την προσοχή μας σε άλλο ένα σημείο. Τα μέσα ενημέρωσης των αμερικανικών
μονοπωλίων γιορτάζοντας τη σημερινή οικονομική επέκταση-ρεκόρ, ισχυρίζονται ότι αυτή
πραγματοποιήθηκε «επί ειρήνης», ενώ η προηγούμενη επέκταση-ρεκόρ πραγματοποιήθηκε στη διάρκεια
του πολέμου στο Βιετνάμ. Ούτε αυτό δεν αληθεύει.

69
Ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ ήταν η κύρια δύναμη σε δύο πολέμους, που προβλήθηκαν ιδιαίτερα στη
δημοσιότητα (και δεν τερματίστηκαν καθόλου) στη διάρκεια της σημερινής επέκτασης, στο Ιράκ και στη
Γιουγκοσλαβία. Ηταν και εξακολουθεί να είναι η κύρια δύναμη πίσω από πολύ περισσότερες
συγκρούσεις, συμπεριλαμβανομένων της Λατινικής Αμερικής, Αφρικής και Ασίας. Οι πραγματικές
δαπάνες του Πενταγώνου και των συνεταιρισμένων με αυτό πρακτορείων των πάνω από 300 δισ.
δολαρίων ετησίως, είναι τουλάχιστον εξίσου μεγάλες, όπως το 1965 στη διάρκεια του πολέμου στο
Βιετνάμ.

Αν ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ δεν ελέγχει την επιδεινούμενη παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, τότε τι
ελέγχει; Και πάλι μπορούμε να απευθυνθούμε στο Μαρξ για να μας βοηθήσει. Στο «Κεφάλαιο»,
μιλώντας για το πώς οι καπιταλιστικές κρίσεις ρυθμίζονται ελλείψει επαναστάσεων, ο Μαρξ εξηγεί ότι οι
απώλειες «διανέμονται σε πολύ διαφορετικές αναλογίες και μορφές. Αυτό εξαρτάται από ειδικά
προτερήματα ή θέσεις που καταλήφθηκαν προηγουμένως έτσι ώστε το ένα κεφάλαιο μένει
αχρησιμοποίητο και ένα άλλο καταστρέφεται...».

Επομένως, πώς η οικονομία των ΗΠΑ διατηρεί τη σχετική της σταθερότητα; Αποδείχνεται ότι η Ουώλ
Στριτ χρησιμοποιεί την κυρίαρχη θέση της ανάμεσα στις καπιταλιστικές δυνάμεις - μια κυριαρχία που
είναι το αποτέλεσμα δύο παγκοσμίων πολέμων, καθώς και θέσεων που καταλήφθηκαν σε προηγούμενες
κρίσεις - και επίσης χρησιμοποιεί τη βελτίωση στις επικοινωνίες και τις μεταφορές όχι για να ανεβάσει το
γενικό βιοτικό επίπεδο, αλλά αντί αυτού να σπρώξει τις αντιθέσεις του καπιταλισμού, ξεκινώντας από
την ανεργία και τη φτώχεια, προς ασθενέστερα κράτη, κάνοντας πιο φτηνή την εργασία τους,
καταστρέφοντας ή αχρηστεύοντας την παραγωγή τους. Την ίδια στιγμή οξύνει την άνιση ανταλλαγή και
ληστεύει την υπεραξία και το κεφάλαιό τους. Το τελευταίο συμπεριλαμβάνει και τη ληστεία του
«διανοητικού κεφαλαίου», φαινόμενο καμιά φορά γνωστό ως «απομάκρυνση των μυαλών» των
επιστημόνων και μηχανικών, που μετακομίζουν από πιο φτωχιές χώρες - συμπεριλαμβανομένης της
Κίνας - στις ΗΠΑ.

Κατά κάποια έννοια η «Μεγάλη Αμερικανική Υφεση» δεν αποφεύχθηκε, αλλά διώχτηκε προς το παρόν
στην Αφρική, το Ιράν και τη Γιουγκοσλαβία, καθώς επίσης στην Ουκρανία, την Πολωνία, τη Ρουμανία
και τα κράτη που έπεσαν θύματα της αντεπανάστασης μετά από το 1989. Μέχρι και η Ιαπωνία βρίσκεται
παγιδευμένη ανάμεσα σε μια αυξανόμενη παγκόσμια κρίση υπερπαραγωγής και στα «ιδιαίτερα
προτερήματα» του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ.

Η σταθερότητα και η ανάπτυξη των ΗΠΑ, μπορούν να εξηγηθούν, αλλά δεν το κάνουν οι οικονομολόγοι
του καπιταλισμού. Δεν ανατράπηκαν οι νόμοι του καπιταλισμού που ανακαλύφθηκαν από τους Μαρξ -
Ενγκελς. «Η ευημερία» που επιτεύχθηκε μέσω της ληστείας και της καταστροφής είναι αναγκαστικά
ασταθής, αφού δε βασίζεται σε μια καθημερινή οικονομική δραστηριότητα που μπορεί κάθε μέρα να
επαναληφθεί. Το μέλλον του καπιταλισμού, αν αφεθεί στον εαυτό του, δε θα είναι η «ευημερία των
ΗΠΑ», αλλά η φτώχεια και οι πόλεμοι στην Αφρική ή στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες οι οποίες
τώρα βρίσκονται κάτω από καπιταλιστική κυριαρχία.

ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΑ

Η Ουώλ Στριτ ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία απολάμβανε μια εξαιρετική θέα από την πολυτελή
οροφή της. Ομως, ο ουρανοξύστης αυτός είναι χτισμένος αμέσως - και αναγκαστικά - πάνω στις
70
συγκρουόμενες τεκτονικές πλάκες, δηλαδή τις αναπόφευκτες αντιθέσεις του καπιταλισμού. Και δεν
μπορούν οι Ουώλ Στριτ/Ουάσινγκτον να μην κάνουν τίποτα, μα τίποτα για να προλάβουν τους
ερχόμενους σεισμούς. Σε τελευταία ανάλυση η Ουώλ Στριτ παρακινδυνεύει με τις τεράστιες απώλειες
και τα χρέη που συσσωρεύονται. Ακόμα και οι εμπειρογνώμονες του καπιταλισμού προειδοποιούν ότι όχι
μόνο η Ιαπωνία, αλλά οι ίδιες οι ΗΠΑ θα έχουν να αντιμετωπίσουν αυτό που ονομάζεται καμιά φορά
«μπόμπα χρεών».

Οσο η κρίση εξακολουθεί να εξελίσσεται είναι σίγουρο ότι ο ιμπεριαλισμός θα κάνει όλο και
μεγαλύτερες προσπάθειες για να κάνει την εργασία παγκοσμίως φτηνότερη.

Αρχειακό υλικό για τα 80χρονα της ΚΟΜΕΠ: «Η οικονομική


εξέλιξις εν Ελλάδι»

του Γ. Α. Γεωργιάδη

Αρχειακό υλικόΟικονομία

Αρχειακό υλικό αφιερωμένο στα 80χρονα της ΚΟΜΕΠ, που αναφέρεται με πολλά στοιχεία στην
ελληνική οικονομία των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα και δημοσιεύτηκε στην ΚΟΜΕΠ του
Φεβρουαρίου του 1921.

***

71
72
73
74
75
76
77
78
79
80
81
Η ΚΟΜΜΟΥΝΑ ΤΟΥ 1871

του Τηλέμαχου Λουγγή

2001 Τεύχος 3

Ιστορία

Χάρη στον αγώνα των Παριζιάνων, η μάχη της εργατικής τάξηςενάντια στην τάξη και στο κράτος των
καπιταλιστώνμπήκε σε μια νέα φάση. Οποιαδήποτε κι αν είναι η έκβαση, πρόκειταιγια την κατάκτηση
μιας καινούργιας αφετηρίας, με κοσμοϊστορική σημασία.

Μαρξ στον Kugelmann, 17/4/1871

Οταν έφθασε στο Παρίσι η είδηση για τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας στην Πρωσσία, η Εθνοφρουρά
αποφάσισε να κρατήσει τα όπλα και τα κανόνια της για να υπερασπίσει τη Δημοκρατία που είχε κηρυχθεί
στις 4/9/1870 και που οι μοναρχικοί είχαν ήδη επιχειρήσει να ανατρέψουν. Τα τάγματα της Εθνοφρουράς
έχοντας ήδη εκλέξει αντιπροσώπους για συντονισμό μεταξύ τους είχαν επίσης προχωρήσει (24/2/1871)
στη δημιουργία ενός οργάνου που ονομάστηκε τότε Κεντρική Επιτροπή, επιφορτισμένο να καθοδηγεί τη
δημοκρατική ομοσπονδιακή ένωση της Εθνοφρουράς. Την 1η/3/1871, η ΚΕ τοιχοκόλλησε μια
προκήρυξη που τοποθετούσε την εξουσία της δίπλα στην αστική «δημοκρατική» κυβέρνηση. Στις 18/3, η
ΚΕ απηύθυνε το ακόλουθο μανιφέστο:

«Οι προλετάριοι του Παρισιού, ανάμεσα στις χρεωκοπίες και προδοσίες των αρχουσών τάξεων,
συνειδητοποίησαν ότι σήμανε γι’ αυτούς η ώρα να σώσουν την κατάσταση παίρνοντας στα χέρια τους τα
δημόσια πράγματα. Κατάλαβαν ότι έχουν επιτακτικό καθήκον και απόλυτο δικαίωμα να γίνουν οι ίδιοι
κύριοι των πεπρωμένων τους παίρνοντας της κυβερνητική εξουσία».

Η ΚΕ εγκαταστάθηκε στο Δημαρχείο, όρισε γενικές εκλογές για τις 26 Μάρτη, από τις οποίες προέκυψε
η Κομμούνα του Παρισιού. Σε όλα τα δημόσια κτίρια και μνημεία της πρωτεύουσας υψώθηκε, για πρώτη
φορά στην Ιστορία, η κόκκινη σημαία των εργαζομένων όλου του κόσμου. Σαν απότιση τιμής και
σεβασμού προς τα γεγονότα αυτά, τα σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματα που ιδρύθηκαν αργότερα
και ανέλαβαν να συνεχίσουν το έργο και την παράδοση της Κομμούνας για την ανατροπή του
καπιταλιστικού καθεστώτος συνηθίζουν να αποκαλούν το ανώτατο καθοδηγητικό τους όργανο Κεντρική
Επιτροπή.

Γενικά, όταν λέμε «Μαρξισμός», πρέπει να καταλαβαίνουμε, ότι δεν μιλάμε απλά για ένα πνευματικό
δημιούργημα του Μαρξ, αλλά για την επιστημονική αποτύπωση ολόκληρης της ιστορικής εμπειρίας που
αποτελείται από ταξικούς αγώνες. Αυτοί, με τη σειρά τους, όρισαν τις στροφές και τις κορυφές της
82
ανθρώπινης εξέλιξης. Ετσι λοιπόν, αν το προλεταριάτο δεν είχε φτάσει ακόμα, το 1871, σε τέτοιο βαθμό
ωριμότητας για να κυβερνήσει τη Γαλλία, η γαλλική αστική τάξη δεν μπορούσε να κυβερνήσει πια, παρά
μόνο με στρατοκρατική μορφή. Αυτή η στρατοκρατική μορφή διακυβέρνησης της Γαλλίας από την
αστική τάξη αποτελεί το λεγόμενο Βοναπαρτισμό της Β΄ αυτοκρατορίας (1851-1870) που απαρτίζεται
από μια συμμορία πολιτικών και βιομηχανικών τυχοδιωκτών και που επιτελεί μια ξέφρενη βιομηχανική
ανάπτυξη, κάτι που πολλαπλασιάζει το γαλλικό προλεταριάτο. Η στρατοκρατία δημιουργεί ένα αίσθημα
ασφάλειας σε ολόκληρη τη γαλλική αστική τάξη και όχι μόνο στο τμήμα της που ασκεί άμεσα την
εξουσία. Η Ιστορία έχει αποδείξει ότι στις περιπτώσεις αυτές που η αστική τάξη νοιώθει να
προστατεύεται, αυξάνει η διαφθορά, η καταλήστευση του πληθυσμού και τα εθνικιστικά και σοβινιστικά
κηρύγματα που οδηγούν σε εξωτερικές περιπέτειες. Ετσι συνέβη και στη βοναπαρτιστική Γαλλία με το
Γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870.

Με δεδομένο ότι η διαμόρφωση της αστικής εθνικής ενότητας στη Γερμανία πηγάζει από το
Γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870, είναι σωστό το ότι στις αρχές του τουλάχιστον, ο πόλεμος αυτός έχει
προοδευτικό χαρακτήρα για τη Γερμανία που, επιτέλους, ενώνεται και το γερμανικό προλεταριάτο
κερδίζει την ύπαρξή του σε εθνική κλίμακα και ορθώνεται συνολικά ενάντια στην αστική του τάξη. Για
την από αιώνες όμως ενωμένη εθνικά Γαλλία, ο πόλεμος που διεξήγε η στρατοκρατία της αστικής της
τάξης στόχευε αποκλειστικά στην προσάρτηση εδαφών, είχε δηλαδή από την αρχή ιμπεριαλιστικό
χαρακτήρα. Γι’ αυτό και η ανατροπή του αυταρχικού βοναπαρτιστικού κράτους στη Γαλλία με την ήττα
δημιουργεί ένα τέτοιο κενό εξουσίας, ώστε το γαλλικό προλεταριάτο αναδείχνεται σε δεσπόζουσα
πανεθνική τάξη, πολύ περισσότερο αφού, μετά την ανατροπή του Βοναπαρτισμού, η προσάρτηση της
Αλσατίας και Λορραίνης από τη Γερμανία μετατρέπουν τον πόλεμο σε ιμπεριαλιστικό και για τους
Γερμανούς, κάτι που αρχίζει να καταλαβαίνει και η γερμανική εργατική τάξη. «Ευτυχώς, η πάλη των
τάξεων είναι αρκετά προχωρημένη και στη Γαλλία και στη Γερμανία, ώστε κανένας εξωτερικός πόλεμος
να μην μπορεί να πισωγυρίσει τον τροχό της Ιστορίας», έγραφε ο Μαρξ στον Ενγκελς στις 28/7/1870,
δηλαδή αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου (19/7). Και, λίγες μέρες μετά, στις 8/8, διατύπωνε την
πρόβλεψη: «Αν στο Παρίσι ξεσπούσε μια επανάσταση σε περίπτωση γαλλικής ήττας, μπορούμε να
διερωτηθούμε αν θα είχε τα μέσα και τους αρχηγούς για να αντιτάξει μια σοβαρή αντίσταση στους
Πρώσσους».

Με την απειλή, λοιπόν, μιας ταξικής επανάστασης που προοδευτικά θα απέβαινε υπέρ του
προλεταριάτου και μετά τις γαλλικές συνθηκολογήσεις στο Σεντάν (1/9) και στο Μετς (27/10) που
φέρνουν και την ανατροπή του Βοναπαρτισμού, η γαλλική αστική τάξη επιλέγει να νικηθεί από τη
γερμανική αστική τάξη και να συνεννοηθεί με το νικηφόρο γερμανικό στρατό για να στραφεί ενάντια στη
δική της εργατική τάξη, εξασφαλίζοντας έτσι την επιβίωση του αστικού καθεστώτος. Ηδη από τις
18/9/1870, ο Μαρξ γράφει στον Edward Spencer Beesly, ότι η Πρωσσία, αφού διακήρυξε ότι διεξάγει
πόλεμο ενάντια στο Λουδοβίκο Βοναπάρτη και όχι στο γαλλικό λαό, τώρα η Πρωσσία πολεμάει ενάντια
στο γαλλικό λαό και συνάπτει ειρήνη με το Βοναπάρτη. Για τους Γάλλους αστούς, άμεσο αίτημα
αποτελούσε ο αφοπλισμός των εργατών. Οπως σημειώνει ο Ενγκελς στην «Εισαγωγή» που έγραψε για
τον «Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία» του Μαρξ, όταν η αστική τάξη κινδυνεύει να ανατραπεί, δε
σταματάει μπροστά σε τίποτε και στις 18/3/1871 στέλνει στρατεύματα να αφοπλίσουν την Εθνοφρουρά
από τα κανόνια που έχουν κατασκευαστεί στη διάρκεια της πολιορκίας του Παρισιού και που έχουν
πληρωθεί με δημόσιες εισφορές. Αστραπιαία είναι η αντίδραση του εργαζόμενου λαού της πρωτεύουσας
και η αστική κυβέρνηση της αντίδρασης αναγκάζεται να καταφύγει στις Βερσαλλίες (17χμ. από το
Παρίσι), κάτω από την προστασία του γερμανικού στρατού. Τώρα τα πράγματα αρχίζουν να
εξελίσσονται ραγδαία:

83
Στις 26/3 εκλέγεται και στις 28/3 ανακηρύσσεται η Κομμούνα του Παρισιού, που θα φτάσει να έχει 86
μέλη συνολικά[2]. Η ΚΕ της Εθνοφρουράς που ασκούσε την εξουσία ως τότε, την παραδίνει στην
Κομμούνα.

Στις 30/3 καταργείται η στρατολογία στον υπάρχοντα στρατό και μοναδικός στρατός ανακηρύσσεται η
Εθνοφρουρά, όπου στο εξής πρέπει να κατατάσσονται όλοι οι μάχιμοι. Ολα τα ενοίκια που πληρώθηκαν
στη διάρκεια της πολιορκίας του Παρισιού (Οκτώβρης-Απρίλης) θεωρούνται σαν μελλοντικά να
πληρωθούν και καταργούνται όλες οι πωλήσεις που έχουν καταγραφεί στο ενεχυροδανειστήριο.
Νομιμοποιούνται όλοι οι αλλοδαποί που έχουν εκλεγεί στην Κομμούνα, επειδή «η κόκκινη σημαία της
Κομμούνας είναι σημαία της Παγκόσμιας Δημοκρατίας», λέει το σχετικό διάταγμα.

1/4: Ορίζεται ότι ο ανώτατος μισθός δε θα ξεπερνάει τα 600 FF (εργατικός μισθός).

2/4: Χωρισμός εκκλησίας από το κράτος. Κατάργηση όλων των πληρωμών για θρησκευτικούς λόγους.
Μετατροπή της εκκλησιαστικής περιουσίας σε εθνική περιουσία.

8/4: Αφαίρεση από τα σχολεία όλων των θρησκευτικών στοιχείων, από εικόνες, προσευχές, δόγματα και,
όπως λέει το διάταγμα, «από όλα εκείνα που ανήκουν στη σφαίρα της υποκειμενικής συνείδησης».

5/4: Σε αντίποινα για τους απανωτούς τουφεκισμούς Κομμουνάρων από το στρατό της κυβέρνησης των
Βερσαλλιών, διάταγμα για φυλάκιση των ομήρων, που όμως δεν υλοποιήθηκε.

6/4: Καίγεται δημόσια η περιβόητη λαιμητόμος (guillotine) ανάμεσα σε λαϊκούς πανηγυρισμούς.

12/4: Απόφαση να καταστραφεί η στήλη της Place Vendome από το σίδερο των κανονιών των
ηττημένων από το Ναπολέοντα Α΄ (1804-1809). Υλοποιήθηκε στις 16/5.

16/4: Επαναλειτουργία από τους εργάτες όσων εργοστασίων ήταν κλεισμένα από τους παλιούς τους
ιδιοκτήτες. Οι εργάτες συνεταιρίζονται σε μεγάλες ενώσεις που βαθμιαία θα συνενωθούν.

20/4: Καταργείται η νυκτερινή εργασία των αρτοποιών. Τα γραφεία εύρεσης εργασίας και απασχόλησης
που επί Β΄ αυτοκρατορίας βρίσκονταν υπό την εποπτεία της αστυνομίας, τώρα υπάγονται στα δημαρχεία
των 20 διαμερισμάτων του Παρισιού.

30/4: Κλείνουν τα ενεχυροδανειστήρια, ως όργανα εκμετάλλευσης των εργατών.


84
5/5: Διατάσσεται η καταστροφή της εκκλησίας της Εξιλέωσης που είχε ανεγερθεί για την εκτέλεση του
Λουδοβίκου ΙΣΤ΄.

Ετσι λοιπόν, φαίνεται καθαρά ότι, φτάνοντας στην εξουσία, η εργατική τάξη δεν μπορεί, έτσι απλά, να
καταλάβει τον έτοιμο κρατικό μηχανισμό και να τον χρησιμοποιήσει για τους δικούς της σκοπούς. Η
συγκεντρωτική εξουσία της αστικής τάξης με τα πανταχού παρόντα όργανά της, το μόνιμο στρατό, την
αστυνομία, τη γραφειοκρατία, τον κλήρο, τα δικαστήρια, καλύπτεται πίσω από τον κοινοβουλευτισμό
που δεν είναι τίποτε άλλο, παρά έλεγχος της άρχουσας τάξης πάνω στο πώς ασκείται η εξουσία. Ετσι, το
πρώτο διάταγμα της Κομμούνας ήταν η άμεση κατάργηση του υφιστάμενου στρατού και η
αντικατάστασή του από τον ένοπλο λαό. Αντί να είναι όργανο της αστικής κεντρικής εξουσίας, η
αστυνομία απογυμνώθηκε άμεσα από τις πολιτικές της αρμοδιότητες και μεταβλήθηκε σε ένα όργανο
υπεύθυνο και ανακλητό ανά πάσα στιγμή από την Κομμούνα. Από τα μέλη της Κομμούνας και κάτω, οι
δημόσιες υπηρεσίες πληρώνονται με μισθούς εργάτη. Η Κομμούνα αποτελείτο από συμβούλους αιρετούς
από καθολική ψηφοφορία και στα 20 διαμερίσματα του Παρισιού και ήταν βραχυπρόθεσμα ανακλητοί.
Ολοι, εξάλλου, όσοι βρίσκονταν σε υπεύθυνες θέσεις ή ασκούσαν δημόσιες λειτουργίες ήταν ανακλητοί.

Σε σχέση με το κράτος, δηλαδή με την κεντρική εξουσία, η θρησκεία είναι μια καθαρά ιδιωτική υπόθεση
του καθενός. Μετά τη διοίκηση, η Κομμούνα ασχολήθηκε και με το ιδεολογικό εποικοδόμημα,
διατάσσοντας την άμεση κατάσχεση της περιουσίας όλων των εκκλησιών. Οπως λέει ο Μαρξ, οι παπάδες
στάλθηκαν στην ιδιωτική ζωή για να συντηρούνται στο εξής από τις ελεημοσύνες των πιστών, όπως
ακριβώς οι προκάτοχοί τους οι Απόστολοι που, αυτοί, δεν είχαν περιουσία. Ολόκληρο το εκπαιδευτικό
σύστημα ανοίχτηκε στο λαό δωρεάν και εκκαθαρίστηκε ταυτόχρονα από οποιαδήποτε κρατική ή
εκκλησιαστική παρέμβαση. Οι δικαστικοί λειτουργοί έχασαν με διάταγμα της Κομμούνας αυτή την
ψεύτικη ανεξαρτησία που χρησίμευε μόνο και μόνο για να καλύπτει την αποκρουστική τους δουλικότητα
στις αστικές κυβερνήσεις, στις οποίες εξάλλου δεσμεύονταν να υπακούουν με όρκο. Δημόσιοι υπάλληλοι
και δικαστές έγιναν αιρετοί, υπεύθυνοι και ανακλητοί. Επίσης, σε ένα από τα πρώτα της διατάγματα, η
Κομμούνα διακήρυξε, ότι τα έξοδα του πολέμου θα έπρεπε να πληρωθούν όχι από το λαό, αλλά από τους
πραγματικούς υποκινητές του. Από όλα αυτά, προκύπτει ότι η Κομμούνα είχε σαν στόχο να καταργήσει
αυτή την ταξική ιδιοκτησία που κάνει την εργασία των πολλών περιουσία των λίγων. Είχε σαν στόχο της
την απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών και με τον τρόπο αυτό εμφανίστηκε στον κόσμο του 19ου αιώνα
αυτό που όλοι οι σοβαροφανείς θεωρούσαν αδύνατο: ο κομμουνισμός, το φάντασμα που ως τότε
πλανιόταν συνεχώς πάνω από την Ευρώπη. Σε μια πολιορκημένη πόλη, κάτω από συνεχή βομβαρδισμό
όπως ήταν το Παρίσι την άνοιξη του 1871, έγινε αυτό το πρώτο ξεκίνημα. Και με την έννοια αυτή η
εξουσία της Κομμούνας αποτελούσε τη μόνη πραγματικά εθνική κυβέρνηση που αντιπροσώπευε τα
συμφέροντα του έθνους και του λαού, σε σχέση με το αστικό κράτος που, κατά την έκφραση του Μαρξ,
εμφανίζεται σαν παρασιτικό απόστημα πάνω στην κοινωνία.

Το καθεστώς πολιορκίας από τη μια πλευρά και το γεγονός ότι η Κομμούνα αποτελούσε μια άγνωστη,
πρώτη εμπειρία από την άλλη, έκαναν τα αξιόλογα για τη φρόνηση και τη μετριοπάθειά τους μέτρα της
Κομμούνας ημιτελή. Χωρίς να τολμήσει να περάσει την είσοδο της Τράπεζας της Γαλλίας και να
δεσμεύσει όλες τις αξίες και περιουσίες που βρίσκονταν εκεί[3], η Κομμούνα έδειξε ατολμία και
αναποφασιστικότητα. Χωρίς να τολμήσει να βαδίσει αμέσως στις Βερσαλλίες για να μην επισύρει πάνω
της την κατηγορία των αστών ότι προκαλεί εμφύλιο πόλεμο, κάτι που οι αστοί έκαναν ήδη ανενδοίαστα,
η Κομμούνα έδειξε μαζί ηθικό ενδοιασμό και μεγαλοψυχία, που, όπως έγραφε ο Μαρξ[4], ένας εμφύλιος
πόλεμος δε συγχωρεί. Από τη μια πλευρά, οι επαναστατικές Κομμούνες που δημιουργήθηκαν στις
γαλλικές επαρχιακές πόλεις (Λυόν, Μασσαλία, Τουλούζη, Σαιντ-Ετιεν, Ναρβόννη κ.ά.) δεν μπόρεσαν να
αντέξουν πάνω από λίγες μέρες. Ως τις 21/5, η κυβέρνηση του L. A. Thiers στις Βερσαλλίες μπόρεσε να
85
συγκεντρώσει ένα στρατό 130.000, ο κύριος όγκος του οποίου προερχόταν από μονάδες που είχαν
αιχμαλωτιστεί από τους Γερμανούς στο Σεντάν και στο Μετς, μετά από συμφωνία με τον Bismarck στα
τέλη του πρώτου δεκαημέρου του Απρίλη. Στις διαδοχικές επιθέσεις του στρατού των Βερσαλλιών, οι
Κομμουνάροι αντιστέκονται με ανδρεία και ενθουσιασμό, αλλά οι Γερμανοί που ελέγχουν τη Β. και Α.
περίμετρο της πολιορκίας σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής και επίσημα είναι ουδέτεροι, αφήνουν
το στρατό των Βερσαλλιών να περάσει. Τα ανατολικό τμήμα του Παρισιού, όπου οι συνοικίες είναι
εργατικές (σε αντίθεση με το δυτικό τμήμα της πόλης που αποτελεί παραδοσιακή κατοικία των
πλουσίων), αμύνεται βήμα προς βήμα στα οδοφράγματα επί μια ολόκληρη εβδομάδα (21-28/5).
Ακολουθεί μια γενική σφαγή αθώων, γυναικών και παιδιών. Οι αστικές πηγές ανεβάζουν σε 11.000
αυτούς που πέρασαν στρατοδικείο και εκτελέστηκαν. Γράφοντας στη μητέρα του, ο Ενγκελς
(21/10/1871), αναφέρει 40.000 εκτελεσμένους. Νεώτεροι υπολογισμοί ανεβάζουν τον αριθμό σε 100.000
εκτελεσμένους, εξόριστους στις αποικίες, φυλακισμένους και καταδιωκόμενους πρόσφυγες σε ξένες
χώρες. Συνολικά, το πρώτο αυτό φτερούγισμα στον ουρανό του προλεταριάτου που ονομάζεται Παρισινή
Κομμούνα διάρκεσε 72 μέρες (18/3-28/5). Η Κομμούνα στη Μασσαλία διάρκεσε 10 μέρες και στις άλλες
επαρχιακές πόλεις μόλις 2-3 μέρες.

Κατά τι είναι ηρωική η απόπειρα των Κομμουνάρων; Η ερώτηση ανήκει στον Λένιν[5] και βρίσκεται στο
τρίτο κεφάλαιο του βασικού του έργου Το κράτος και η επανάσταση[6]. Και, εκλαϊκεύοντας τη σκέψη
των Μαρξ και Ενγκελς, ο Λένιν προχωρούσε έτσι: Ιδιαίτερα η Κομμούνα απέδειξε, ότι η εργατική τάξη
δεν μπορεί να αρκεστεί στο να καταλάβει έτοιμη την κρατική μηχανή και να την κάνει να λειτουργήσει
για δικό της όφελος, γι’ αυτό χρειάζεται να καταστρέψει (zerbrechen, όπως έγραφε ο Μαρξ στον
Kugelmann στις 12/4/1871) τον παλιό γραφειοκρατικό και στρατιωτικό μηχανισμό. Η Κομμούνα έκανε
μια τέτοια απόπειρα επειδή, όπως έγραφε ο Μαρξ, ήταν βασικά μια εργατική κυβέρνηση, προϊόν του
αγώνα ανάμεσα στην παραγωγική τάξη και στην τάξη των εκμεταλλευτών. Ηταν η πολιτική μορφή που
βρέθηκε επιτέλους και που επιτρέπει να πραγματοποιηθεί η οικονομική χειραφέτηση της εργασίας.
Επειδή, συνεχίζει ο Μαρξ, η πολιτική κυριαρχία του παραγωγού είναι αδύνατο να συνυπάρξει με τη
διαιώνιση της κοινωνικής σκλαβιάς. Οταν χειραφετηθεί η εργασία, ο κάθε άνθρωπος γίνεται εργαζόμενος
και η παραγωγική εργασία παύει να αποτελεί ταξικό χαρακτηριστικό.

Με την έννοια αυτή, το κράτος γεννιέται μαζί με την εμφάνιση μέσα στην κοινωνία των ταξικών
διακρίσεων, με άλλα λόγια, μαζί με τη διάκριση της κοινωνίας σε τάξεις[7]. Ετσι, όπως το διατύπωνε ο
Ενγκελς, ενώ το κράτος εμφανίζεται ως όργανο ολόκληρης της κοινωνίας δεν είναι στην πραγματικότητα
τίποτε άλλο, παρά μια μηχανή για την καταπίεση μιας τάξης από μιαν άλλη, τόσο στη δημοκρατία όσο
και στη μοναρχία. Ο Λένιν, λοιπόν, ανατρέχει στους όρους που χρησιμοποιεί ο Μαρξ στον Εμφύλιο
πόλεμο στη Γαλλία για να αποδώσει το τι έκανε η Κομμούνα στο αστικό κράτος (καταστροφή της
κρατικής εξουσίας, αστικό κράτος=παρασιτικό απόστημα, ακρωτηριασμός, εξόντωση, κατάργηση)[8],
για να καταλήξει στο ότι, όλα αυτά που έπραξε η Κομμούνα (αντικατάσταση του υφιστάμενου στρατού
από τον ένοπλο λαό, καθολική ψηφοφορία και ανακλητό όλων των δημοσίων προσώπων) συνιστούν μια
γιγαντιαία μεταβολή των θεσμών σε θεσμούς άλλου τύπου, με άλλα λόγια μια μεταβολή της ποσότητας
σε ποιότητα[9] και αυτή είναι η μεγαλύτερή της προσφορά[10].

Στα χρόνια που ακολούθησαν το ξέσπασμα και τη συντριβή της Κομμούνας, ιδιαίτερα ο Φ. Ενγκελς
επανήλθε πολλές φορές στο ζήτημα του ρόλου του κράτους. «Από την πλευρά της γραμματικής», έγραφε
στον Αύγουστο Bebel στις 16-18/3/1875, «το να πει κανείς ελεύθερο κράτος σημαίνει το κράτος εκείνο
που είναι ελεύθερο απέναντι στους πολίτες του, δηλαδή ένα κράτος με δεσποτική κυβέρνηση. Θα έπρεπε
η φλυαρία πάνω στο κράτος να σταματήσει, ιδιαίτερα μετά την Κομμούνα, ... ενώ, μετά την εγκαθίδρυση
του σοσιαλιστικού καθεστώτος, το κράτος διαλύεται από μόνο του (der Staat lost sich von sich selbst auf)
και, τελικά, εξαφανίζεται.

86
Επειδή η κρατική εξουσία δεν είναι παρά ένας μεταβατικός θεσμός που τον χρησιμοποιεί κανείς στον
αγώνα κατά τη διάρκεια της επανάστασης για να κατανικήσει με τη βία τους αντιπάλους του, είναι
τελείως παράλογο να μιλάει κανείς για ένα «ελεύθερο λαϊκό κράτος». Βέβαια, αν το προλεταριάτο έχει
ανάγκη από την κρατική εξουσία, δεν είναι καθόλου για να εγκαθιδρύσει την ελευθερία, αλλά για να
εξοντώσει τους αντιπάλους του και, αμέσως μόλις μπορέσει να υπάρξει ζήτημα ελευθερίας, το κράτος θα
έχει πάψει να υπάρχει σαν τέτοιο». Ετσι, μέχρι το κράτος να εξαφανιστεί, η μεταβατική μορφή της
εξαφάνισής του θα είναι το προλεταριάτο οργανωμένο σε κυρίαρχη τάξη, η θρυλούμενη δικτατορία του
προλεταριάτου που ταυτίζεται με την περίοδο του επαναστατικού μετασχηματισμού της καπιταλιστικής
κοινωνίας σε σοσιαλιστική και, πιο πέρα, σε κομμουνιστική.

Οπως συμβαίνει σε παρόμοιες περιστάσεις, μετά από κάθε ήττα του εργατικού κινήματος, ο τρόμος της
διεθνούς άρχουσας τάξης φτάνει σε παροξυσμό και επικρατεί η τρομοκρατία. Ετσι έγινε και στην
περίπτωση της Κομμούνας του 1871 με τις ομαδικές εκτελέσεις, τις φυλακίσεις, τις εξορίες. Σε τέτοιες
περιπτώσεις, το καπιταλιστικό κράτος υψώνει απειλητικά το ανάστημά του απέναντι στους εργαζόμενους
όλου του κόσμου, όπως συνέβη και πρόσφατα, μετά την ανατροπή του υπαρκτού σοσιαλισμού, και
επιτίθεται σε ολόκληρη τη γραμμή του κοινωνικού μετώπου. Αυτό που κατόρθωσαν τότε, δηλαδή μετά
το 1871, οι συνασπισμένες αστικές τάξεις της Ευρώπης ήταν να προκύψει ένα διεθνές εργατικό κίνημα
πιο ισχυρό, πιο ώριμο μετά την εμπειρία της Κομμούνας και πιο απειλητικό για τον καπιταλισμό που
βρισκόταν ήδη στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Μετά την αιματηρή καταστολή της πρώτης προσπάθειας
του προλεταριάτου να αναδειχτεί σε κυρίαρχη κοινωνική τάξη και δύναμη, προέκυψε με οξύτητα το
ακόλουθο ζήτημα: η εργατική τάξη είναι προορισμένη να ζει σε συνεχή υποχώρηση, όσον καιρό δεν
παλεύει για τον εαυτό της, δηλαδή όσον καιρό δε διαθέτει ένα δικό της κόμμα, που θα την οδηγήσει στην
κατάκτηση της κρατικής εξουσίας και στην κατάργηση ολόκληρης της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων.

«Θέλουμε να καταργήσουμε τις τάξεις», έλεγε ο Ενγκελς στο λόγο του της 21/9/1871 στη συνδιάσκεψη
της Διεθνούς στο Λονδίνο. «Με ποιον τρόπο θα το κατορθώσουμε; Με την πολιτική κυριαρχία του
προλεταριάτου ... Λοιπόν, όποιος επιθυμεί το σκοπό, οφείλει να θέλει επίσης και τα μέσα, την πολιτική
πράξη που προετοιμάζει την επανάσταση, διαπαιδαγωγεί τον εργάτη και που, χωρίς αυτήν, το
προλεταριάτο θα εξαπατάται και θα απογοητεύεται κάθε φορά μετά τη μάχη ... Η πολιτική που πρέπει να
κάνουμε πρέπει να είναι η πολιτική του προλεταριάτου. Το κόμμα των εργατών δεν πρέπει να βρίσκεται
στην ουρά οποιουδήποτε αστικού κόμματος, αλλά πρέπει πάντα να υπάρχει σαν αυτόνομο κόμμα που
έχει τη δική του πολιτική και επιδιώκει τους δικούς τους σκοπούς». Στο άρθρο 7Α της απόφασης του
γενικού Συνέδριου της Διεθνούς στη Χάγη (2-7/9/1872) οι Μαρξ και Ενγκελς έγραφαν: «Στον αγώνα του
ενάντια στη συλλογική εξουσία των αρχουσών τάξεων, το προλεταριάτο δεν μπορεί να κάνει οτιδήποτε
σαν τάξη παρά μόνο αν συγκροτηθεί σε δικό του πολιτικό κόμμα, διαφορετικό από τα άλλα και αντίθετο
προς όλα τα παλαιά κόμματα που δημιούργησαν οι άρχουσες τάξεις. Αυτή η συγκρότηση του
προλεταριάτου σε πολιτικό κόμμα είναι απαραίτητη για να εξασφαλίσει το θρίαμβο της κοινωνικής
επανάστασης και τον ανώτατο σκοπό του: την κατάργηση των τάξεων».

Ο αγώνας που άρχισε η Κομμούνα το 1871 συνεχίστηκε από τα κόμματα που ίδρυσε η εργατική τάξη
και, τα περισσότερα από αυτά, μετονομάστηκαν σε κομμουνιστικά. Το 1918, ο Λένιν, εξυμνώντας την
Κομμούνα του 1871, θεωρούσε ότι τα Σοβιέτ ακολουθούσαν τον ίδιο δρόμο[11]. Τέλος, απέναντι στον
τρόμο που αισθάνεται ο οποιοσδήποτε υποκριτής, ημιμαθής ή αναθεωρητής απέναντι στην ιερόσυλη
έκφραση «Δικτατορία του προλεταριάτου», θα μπορούσε κανείς να απαντήσει με τα λόγια του Ενγκελς:
«Λοιπόν, κύριοι, θέλετε να μάθετε με τι πράγμα μοιάζει επιτέλους αυτή η δικτατορία; Κοιτάξτε την
Κομμούνα στο Παρίσι. Αυτή ήταν η δικτατορία του προλεταριάτου».

87
ΣημειώσειςΣημειώσεις

Ομιλία του Τηλέμαχου Λουγγή, Προέδρου του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών, διευθυντή ερευνών στο
Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, στην εκδήλωση για τα 130 χρόνια από την Παρισινή Κομμούνα, στην αίθουσα
Συνεδρίων του ΚΚΕ, Αθήνα, 30.5.2001. Το κείμενο ακολουθεί πιστά τον περίφημο Εμφύλιο πόλεμο στη
Γαλλία 1871, του Καρλ Μαρξ μαζί με την εκπληκτικής διαύγειας εισαγωγή του Φρήντριχ Ενγκελς. Η
πληρέστερη σύντομη και ακριβής εξιστόρηση της Κομμούνας συνολικά, από τους A. I. Molok και B. A.
Dunaevskii στη Sovetskaja Istoricheskaja Entsiklopedija, τόμος 10, 1967, στήλες 834-848, όπου και
αναλυτική αναγραφή όλων των πηγών και της βιβλιογραφίας ως το 1967. Αντίθετα, στο Nouveau
Larousse illustre του 1903, τόμος 3, σελ. 148, που διαλαλεί αμεροληψία και πλουραλισμό απόψεων στον
πρόλογο του πρώτου τόμου του, η εξιστόρηση της Κομμούνας θυμίζει στον έλληνα αναγνώστη την
έκθεση του λόρδου Σιτρίν για τα Δεκεμβριανά του 1944. Τα ελάσσονα έργα των Μαρξ - Ενγκελς σχετικά
με την Κομμούνα έχουν ανατυπωθεί στο Marx - Engels, La Commune de 1871, ed. 10/18, Paris 1971.
Οπου αναφέρονται άλλα έργα των Μαρξ - Ενγκελς, αυτό γίνεται σε παρένθεση. Τα σχετικά με την
Κομμούνα σχόλια του Β. Ι. Λένιν αναφέρονται στην οικεία σημείωση 5, πιο κάτω. Θα έπρεπε ακόμα να
σημειωθεί το έργο του παράγοντα του γαλλικού και διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος J. Duclos, A la
conquete du ciel. La Commune de Paris, presage d’ un monde nouveau, Paris 1957 (και ρωσική
μετάφραση, Μόσχα 1962).

[2] Για την Ιστορία, αναφέρονται εδώ, με αλφαβητική σειρά, τα πιο γνωστά ονόματα από τους
Κομμουνάρους του 1871: Amouroux, Arnould, Avrial, Billioray, Camelinat, Champy, Clement, Cluseret,
Courbet, Cournet, Delescluse, Dereure, Dupont (Clovis), Ferre (Theophile), Flourens, Gambon, Grasset,
Johannard, Jourde, Langevin, Lefrancais, Longuet, Meline, Miot, Parent (Ulysse), Parisel, Pothier,
Prethot, Pyat (Felix), Ranc, Rastoul, Regere, Rigault (Raoul), Trinquet, Urbain, Vaillant, Vallis (Jules),
Varlin, Verdure, Vesinier, Viard. Στρατιωτικοί της Κομμούνας διετέλεσαν κατά σειρά οι Cluseret, Duval,
Eudes, Bergeret και Dombrowski (Πολωνός). Στις 22/5/1871 έγινε η τελευταία συνεδρίαση της
Κομμούνας, όπου η εξουσία μεταβιβάστηκε και πάλι στην ΚΕ της Εθνοφρουράς. Στις 24 και 26/5, κάτω
από την άγρια επίθεση του στρατού των Βερσαλλιών, η Κομμούνα προχώρησε σε εκτελέσεις ομήρων.

[3] Περίπου 3 δισεκατομμύρια FF. Η Κομμούνα πήρε από εκεί για τις ανάγκες της μόνο ...15
εκατομμύρια FF. Βλ. Μαρξ στον F. Domela Nieuwenhuis, 22/2/1881.

[4] Μαρξ στον Kugelmann, 12/4/1871.

[5] Η Κομμούνα του 1871 απασχόλησε ιδιαίτερα τη θεωρητική σκέψη του Β. Ι. Λένιν, όπως φαίνεται από
τις αναφορές στα βασικά του έργα Τι να κάνουμε; (1902). Το κράτος και η επανάσταση (1917), όπου της
αφιερώνει πολλές σελίδες, Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκυ (1918), με επίσης
αρκετές αναφορές. Αξίζει επίσης να αναφερθούν οι θεμελιώδεις ακόλουθες σύντομες αναφορές που
κάνει ο Λένιν στην Κομμούνα: Ο πόλεμος και η ρωσσική σοσιαλδημοκρατία (1914). Το πολεμικό
πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης (1916). Για τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην τωρινή
επανάσταση (1917). Τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην επανάστασή μας (1917). Εισήγηση στην 7η
(απριλιανή) Πανρωσική συνδιάσκεψη του ΣΔΕΚΡ (Μπ) (1917). Για τους συμβιβασμούς (1917). Πώς να
οργανώσουμε την άμιλλα (1918). Εισήγηση στο 7ο έκτακτο Συνέδριο του ΡΚΚ (Μπ) (1918).

88
[6] Πέρα από το ότι, η μοναδική διόρθωση στον τελευταίο πρόλογο (1872) του Κομμουνιστικού
Μανιφέστου έγινε από τους Μαρξ και Ενγκελς πάνω στη βάση της εμπειρίας της Κομμούνας.

[7] Β. Ι. Λένιν, Περί του κράτους (1919), Εκλεκτά έργα ΙΙΙ, Μόσχα 1973, σ. 193.

[8] Β. Ι. Λένιν, Το κράτος και η επανάσταση (1917), Εκλεκτά έργα ΙΙ, Μόσχα 1973, 255-258.

[9] Β. Ι. Λένιν, Το κράτος και η επανάσταση (1917), Εκλεκτά έργα ΙΙ, Μόσχα 1973, σελ. 259.

[10] Β. Ι. Λένιν, Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκυ, Εκλεκτά έργα ΙΙΙ, Μόσχα
1973, σελ. 11.

[11] Β. Ι. Λένιν, Πώς θα οργανώσουμε την άμιλλα (1918), Εκλεκτά έργα ΙΙ, Μόσχα 1973, σελ. 474, και
Εισήγηση στο 7ο έκτακτο Συνέδριο (1918), στο ίδιο, σ. 561.

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΙΣΙΝΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΑΣ

της Δώρας Μόσχου

2001 Τεύχος 3

Ιστορία

Το φετινό Μάιο συμπληρώθηκαν 130 χρόνια από ένα γεγονός που σημάδεψε το τέλος του 19ου αιώνα
και που σηματοδότησε το πέρασμα της πάλης της εργατικής τάξης σε πιο ολοκληρωμένες και
προωθημένες μορφές, με αιχμή το αίτημα για την κατάληψη της εξουσίας. Αναφερόμαστε βέβαια στην
Κομμούνα του Παρισιού, την, κατά το Μαρξ, «έφοδο στον ουρανό», που με το μεγαλείο και την
τραγωδία της άφησε πολύτιμα συμπεράσματα και διδάγματα, ίσως πιο επίκαιρα παρά ποτέ στην εποχή
μας. Ορισμένα ζητήματα που προκύπτουν από την αποτίμηση αυτού του γεγονότος επιχειρούμε να
ιχνηλατήσουμε στο παρόν άρθρο του περιοδικού μας.

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ Η ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΣΥΜΜΕΤΕΧΕΙ ΣΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΩΝ ΑΣΤΩΝ

Η διαδικασία της λεγόμενης «πρωταρχικής συσσώρευσης» του κεφαλαίου διεξήχθη με τον πιο
ολοκληρωμένο τρόπο στην Αγγλία, όπου δόθηκαν και μεγάλοι πολιτικοί αγώνες της αστικής τάξης
εναντίον της φεουδαρχίας. Την πιο ολοκληρωμένη από πολιτική άποψη μορφή πήρε η πάλη των αστών
ενάντια στο φεουδαρχικό σύστημα και το φεουδαρχικού τύπου κράτος στη Γαλλία με τη Μεγάλη
89
Γαλλική Επανάσταση του 1789. Σε αυτήν δεν έμεινε αμέτοχη η εργατική τάξη, παρ’ όλο που η
διαμόρφωσή της δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί. Μαζί με άλλα λαϊκά στρώματα (μικρέμπορους,
μικροβιοτέχνες, μια μερίδα της αγροτιάς), προσπάθησε να δώσει στοιχεία της δικής της φυσιογνωμίας
στην Επανάσταση, πρωτοστατώντας στη θέσπιση λαϊκών θεσμών και στη στελέχωση των οργάνων που
τους ασκούσαν κατά την περίοδο 1793-1794[1]. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ένας από τους
λόγους για τους οποίους οι ευρύτερες λαϊκές μάζες απέσυραν την υποστήριξή τους από τη λαϊκή
δικτατορία των Γιακωβίνων, ήταν το ότι ο Ροβεσπιέρος έθεσε ανώτατο όριο στα εργατικά μεροκάματα.
Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ, ότι πριν, κατά τη διάρκεια της επανάστασης και μετά από αυτήν έδρασε
ο Γράκχος Μπαμπέφ, σημαντικός ουτοπικός κομμουνιστής που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είναι
απαραίτητη μια προσωρινή επαναστατική δικτατορία κατά το μεταβατικό στάδιο από την παλαιά
κοινωνία στην κομμουνιστική (που την κατανοούσε ως «πρωτόγονα ισοπεδωτική»). Ο Γ. Μπαμπέφ
τέλειωσε τη ζωή του στην γκιλοτίνα το 1797, ως ένας από τους οργανωτές και καθοδηγητές του
κομμουνιστικού κινήματος «εν ονόματι της ισότητας» και επικεφαλής των «Μυστικών Επαναστατικών
Διευθυντηρίων» που προετοίμαζε λαϊκή εξέγερση. Οι συνεχιστές της παράδοσής του, οι μπαμπουβιστές,
εξακολούθησαν να έχουν σημαντική παρουσία στην πολιτική ζωή της Γαλλίας και στις αρχές του 19ου
αιώνα.

Είναι προφανές ότι ακόμα και στις πιο ριζοσπαστικές στιγμές της, η Γαλλική Επανάσταση δεν μπόρεσε
να αποσπαστεί από το κατ’ εξοχήν αστικό αίτημα της υπεράσπισης της ατομικής ιδιοκτησίας. Η πολιτική
όμως πείρα, η πείρα του κινήματος και των οδοφραγμάτων, είχε ήδη κατακτηθεί από ευρύτερα στρώματα
του γαλλικού λαού. Αυτή η πείρα αξιοποιήθηκε και παραπέρα. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα στο
Βατερλώ το 1815 και την παλινόρθωση της δυναστείας των Βουρβώνων στη Γαλλία, ακολούθησε
όξυνση της πολιτικής πάλης, μέσα από την οποία η αστική τάξη προσπαθούσε να εδραιώσει την εξουσία
της, οικονομική και πολιτική. Χαρακτηριστικό όμως των εξεγέρσεων με τις οποίες εκδηλώθηκε η πάλη
αυτή και οι οποίες κορυφώθηκαν το 1848, ήταν η διευρυνόμενη συμμετοχή της εργατικής τάξης σε
αυτές: στην αρχή με τη διατύπωση αστικοδημοκρατικών αιτημάτων, αργότερα όμως, καθώς εξελισσόταν
η ωρίμανσή της, με την ολοένα και σαφέστερη διατύπωση των δικών της στόχων.

Η ΑΣΤΙΚΗ ΤΑΞΗ «ΚΑΘΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΕΚΛΑ ΤΗΣ» ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟ ΩΡΙΜΑΖΕΙ[2]

«Ο Φεγί ήταν ένας εργάτης βενταλοποιός, ορφανός από πατέρα και μάνα, που κέρδιζε μόλις και μετά
βίας τρία φράγκα την ημέρα και που δεν είχε παρά μια μόνο σκέψη: να ελευθερώσει τον κόσμο. Είχε και
άλλη μια έννοια: να μορφωθεί. Αυτό το ονόμαζε επίσης απελευθέρωση. Είχε μάθει από μόνος του να
γράφει και να διαβάζει: ό,τι γνώριζε, τόχε μάθει μόνος. Ο Φεγί ήταν μια γενναιόδωρη καρδιά. Είχε μια
αγκαλιά τεράστια. Αυτό το ορφανό είχε υιοθετήσει τους λαούς. Τούλειπε η μάνα του, αφοσιώθηκε στην
πατρίδα. Δεν ήθελε να υπάρχει πάνω στη γη ούτε ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα. Καλλιεργούσε μέσα του
με τη βαθειά προσήλωση του ανθρώπου του λαού αυτό που σήμερα αποκαλούμε «ιδέα των εθνοτήτων».
Είχε μάθει ιστορία ακριβώς για να δείχνει τις γνώσεις του πάνω στο θέμα. Μέσα σε αυτό τον κύκλο των
νεαρών ουτοπιστών που νοιάζονταν κυρίως για τη Γαλλία, αντιπροσώπευε το εξωτερικό. Ειδικότητά του
ήταν η Ελλάδα, η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Ρουμανία, η Ιταλία».

Το πορτρέτο του εργάτη που δώσαμε παραπάνω προέρχεται από τους «Αθλίους» του Βίκτωρος Ουγκώ.
Στο δεύτερο τόμο του πολυδιαβασμένου έργου του, ο μεγάλος ανθρωπιστής συγγραφέας περιγράφει μια
συνωμοτική ομάδα, αποτελούμενη από νέους ανθρώπους, πιστούς στα ιδανικά του 1789 (αλλά και του
1793). Πρότυπό του είναι οι πάρα πολλές συνωμοτικές ομάδες που δρούσαν κατά τα πρότυπα του
καρμποναρισμού[3] στη Γαλλία, σε όλη τη διάρκεια του πρώτου μισού του 19ου αιώνα. Την ίδια αυτή
ομάδα θα τη συναντήσουμε στον Γ΄ τόμο, πάνω στη δράση στα οδοφράγματα, το 1830, και θα
γνωρίσουμε το τραγικό τέλος της, αφού όλα σχεδόν τα μέλη της (επιβιώνει για μυθιστορηματικούς
λόγους μόνο ο ένας, εκ των κεντρικών ηρώων του έργου) εκτελούνται. Αυτός ο εργάτης Φεγί
90
περιγράφεται πάρα πολύ καλά, ως εκπρόσωπος της τάξης του τη δεδομένη ιστορική στιγμή. Προλετάριος
διεθνιστής, αλλά με ένα διεθνισμό που ανταποκρίνεται πολύ περισσότερο στα αιτήματα της αστικής
τάξης στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα (όταν ακόμη εξελισσόταν η διαδικασία διαμόρφωσης των εθνών-
κρατών) και πολύ λιγότερο στις ανάγκες του ώριμου προλεταριάτου, όπως αυτές θα εκφραστούν μέσα
από το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», 18 χρόνια αργότερα από τα γεγονότα που περιγράφει ο Ουγκώ.

Ο Φεγί, ο κάθε Φεγί των μέσων του 19ου αιώνα, εντάσσεται και αναπτύσσεται μέσα σε ένα κοινωνικό
και οικονομικό πλαίσιο όπου η οπισθοδρόμηση των αστικών θεσμών σε όφελος εκείνων που
ανταποκρίνονταν στο παλαιότερο σύστημα, τη φεουδαρχία, δεν στέκεται ωστόσο ικανή να ανακόψει την
πορεία της οικονομικής βάσης της Γαλλίας προς την καπιταλιστική ολοκλήρωση. Μάλιστα, ήδη το 1825,
η καπιταλιστική οικονομία της Γαλλίας διέρχεται την πρώτη κρίση υπερπαραγωγής, από τις πολλές που
θα ακολουθήσουν και που χαρακτηρίζουν το σύστημα, με όλα όσα αυτές συνεπάγονται για το βιοτικό
επίπεδο της εργατικής τάξης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο συντελείται η αριθμητική διεύρυνση και η
ιδεολογική ωρίμανση της γαλλικής εργατικής τάξης. Χαρακτηριστικό επεισόδιο σε αυτή την πορεία είναι
οι μεγάλες εργατικές εξεγέρσεις στη Λυών, το 1831 και 1834, εξεγέρσεις κατά τις οποίες οι εργάτες της
πόλης διατυπώνουν καθαρά εργατικά - οικονομικά αιτήματα. Σε αυτές τις εξεγέρσεις, διαπιστώνουμε ότι
η εργατική τάξη έχει διανύσει μια σημαντική πορεία ωρίμανσης που εκδηλώνεται με τη χειραφέτησή της
από τις διεκδικήσεις των αστών και με τη σύγκρουση, έστω και μόνο σε οικονομικό επίπεδο, μαζί τους,
με την προετοιμασία, σε τελευταία ανάλυση, για την πραγμάτωση μιας βαθειάς ρήξης.

Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία διαρκούν, με αμείωτη σχεδόν ένταση, μέχρι το 1848, οπότε και
κορυφώνονται με τη μεγάλη επανάσταση που συνεπήρε ολόκληρη την Ευρώπη, σαρώνοντας τελειωτικά
τα κατάλοιπα της φεουδαρχίας[4]. Ομως αυτή η τελική νίκη της αστικής τάξης πάνω στο απερχόμενο
κοινωνικό σύστημα συνοδεύεται και από την οριστική πλέον ρήξη της με το φυσικό της αντίπαλο, με το
προλεταριάτο. Τα αιτήματα των δύο τάξεων διαφοροποιούνται οριστικά. Την ίδια χρονιά, εκδίδεται το
«Κομμουνιστικό Μανιφέστο», το οποίο θέτει σε επιστημονικές βάσεις το βασικό αίτημα της εργατικής
τάξης για την κατάληψη της εξουσίας και την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Στη Γαλλία, το
ίδιο διάστημα, κυριαρχούν στο εργατικό κίνημα οι ουτοπικές σοσιαλιστικές απόψεις του Σαιν-Σιμόν και
του Φουριέ[5]. Το 1864 ιδρύεται στο Λονδίνο η Πρώτη Διεθνής Ενωση των Εργατών, της οποίας τμήμα
υπάρχει και στη Γαλλία, από το 1865.

Ο επόμενος σημαντικός για τους πολιτικούς αγώνες του προλεταριάτου σταθμός στη γαλλική ιστορία,
ήταν η πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας το Δεκέμβριο του 1851, από το Λουδοβίκο Βοναπάρτη,
ανιψιό του Ναπολέοντα, που κυβέρνησε τη Γαλλία ως αυτοκράτορας με το όνομα Ναπολέων Γ΄.
(«Ναπολέοντα Μικρό» τον αποκαλεί ο ορκισμένος εχθρός του, Βίκτωρ Ουγκώ, που έζησε εξόριστος στα
χρόνια της δεύτερης αυτοκρατορίας). Ο Μαρξ περιγράφει θαυμάσια στο κλασικό του έργο «Η 18η
Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», τον τρόπο με τον οποίο η αστική τάξη στη Γαλλία οικοδομεί τη
δικτατορία της αξιοποιώντας, με μια στρατοκρατική εξουσία που φαίνεται να «ισορροπεί» πάνω από
τάξεις, τα εξαθλιωμένα στρώματα του γαλλικού λαού, το επονομαζόμενο «λούμπεν προλεταριάτο»
(κουρελοπρολεταριάτο). Η γαλλική αστική τάξη, έχοντας πια χάσει τον ιστορικά προοδευτικό ρόλο των
προηγούμενων περιόδων, έχοντας εδραιώσει την οικονομική της ισχύ και έχοντας οικοδομήσει το κράτος
της, σκληραίνει τη στάση της απέναντι στα λαϊκά στρώματα, καταργώντας ακόμα και τις
αστικοδημοκρατικές κατακτήσεις του 1848. Σε ένα άλλο επίπεδο, διευρύνει την εποχή αυτή και το διεθνή
ρόλο της, παίρνοντας ενεργό μέρος στην αποικιακή διανομή του κόσμου. Είναι η εποχή που
ολοκληρώνεται η κατάκτηση της Αλγερίας, αλλά και προχωρεί η αποικιακή διείσδυση στην Ινδοκίνα.
Αλλά και μέσα στα ίδια τα ευρωπαϊκά πλαίσια, η προσπάθεια της γαλλικής αστικής τάξης να ενισχύσει
διεθνώς τη θέση της και να υποτάξει τους πιθανούς της ανταγωνιστές, εκδηλώνεται με το γαλλοπρωσικό
πόλεμο, που ξέσπασε στα 1870 και που «καθοδηγήθηκε» με τον αθλιέστερο τρόπο από την
αυτοκρατορία.
91
Ο ΓΑΛΛΟΠΡΩΣΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε αυτός ο πόλεμος από τις κοινωνικές
τάξεις της Γαλλίας: η αστική τάξη και οι πολιτικές μερίδες που την εκπροσωπούσαν (βοναπαρτιστές,
ορλεανικοί, δημοκράτες)[6] περνούσαν με εξαιρετική ευκολία από την πατριδοκαπηλεία, τον επιθετικό
πόλεμο και το «μεγαλοϊδεατισμό» (ας μας επιτραπεί η καταχρηστική χρησιμοποίηση μιας έκφρασης που
περιγράφει κυρίως ελληνικές πραγματικότητες) στην ανοιχτή προδοσία: μετά από μια σειρά
αλλεπάλληλες και ταπεινωτικές ήττες, ο ίδιος ο Ναπολέων Γ΄ παρέδωσε το γαλλικό στρατό στους
Πρώσσους, οι οποίοι, με τη σειρά τους, άρχισαν την κατάληψη γαλλικών εδαφών και έφτασαν μέχρι το
Παρίσι, το οποίο πολιόρκησαν σκληρά επί 132 ημέρες. Διαφορετική ήταν η στάση του γαλλικού
προλεταριάτου, του πιο συνειδητοποιημένου τουλάχιστον τμήματός του: στην αρχή του πολέμου
αντιτάχθηκε σε αυτόν και μάλιστα έστειλε επιστολή αδελφικής φιλίας στο γερμανικό προλεταριάτο - που
ανταποκρίθηκε σε αυτήν. Μετά όμως την παράδοση του γαλλικού στρατού, την ταπεινωτική ήττα και τη
μετατροπή του πολέμου, από την πλευρά της Πρωσίας, σε επιθετικό - κατακτητικό, πήρε μέρος στην
άμυνα και την υπεράσπιση της Γαλλίας.

Κατά τη διάρκεια του γαλλοπρωσικού πολέμου, με την πρωτοβουλία των εργατών και μετά από σειρά
αλλεπάλληλων εξεγέρσεων, συντελέστηκε και η ανατροπή της αυτοκρατορίας[7]: Η κυβέρνηση όμως
που σχηματίστηκε, πόρρω απείχε των αιτημάτων των εργατών: ήταν μια κυβέρνηση αποτελούμενη από
αστούς δημοκράτες. Οπως λέει ο Λένιν «... Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση αυτή ήταν κυβέρνηση
«προδοσίας του λαού», που αποστολή της θεωρούσε την πάλη ενάντια στο προλεταριάτο του Παρισιού.
Το προλεταριάτο όμως, τυφλωμένο από πατριωτικές αυταπάτες, δεν το καταλάβαινε αυτό»[8]. Με μια
νέα, ατιμωτική για τη Γαλλία Συνθήκη, οι Πρώσοι μπήκαν στο Παρίσι την 1η Μαρτίου του 1871 και,
μόλο που έμειναν εκεί μόνο 3 μέρες, η παρουσία τους υπήρξε δυσβάσταχτη για τον παρισινό λαό. Κάτω
από τις πρωσικές επιταγές, διεξήχθησαν εκλογές και σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση, με επικεφαλής έναν
επιφανή αντιδραστικό, τον Ιούλιο Θιέρσο (Jules Thiers). Μέσα σε συνθήκες εθνικής ταπείνωσης και
ραγδαίας επιδείνωσης της ζωής όχι μόνο των εργατών, αλλά και των μικροϊδιοκτητών και μικρεμπόρων,
τα λαϊκά στρώματα του Παρισιού ιδρύουν το Φεβρουάριο με Μάρτιο του 1871 μια μαζική πολιτική
οργάνωση: Τη Δημοκρατική Ομοσπονδία της Εθνοφρουράς του τμήματος του Σηκουάνα. Η κεντρική
επιτροπή της οργάνωσης αναδείχτηκε σύντομα σε καθοδηγητή του παρισινού λαού, προοιωνιζόμενη την
εξουσία νέου τύπου που συγκροτήθηκε σε λίγες μέρες.

Η αφορμή για την τελική εξέγερση που οδήγησε στο σχηματισμό της Κομμούνας ήταν η προσπάθεια της
κυβέρνησης του Θιέρσου να αφοπλίσει την Εθνοφρουρά, αφαιρώντας της τα κανόνια που είχε αγοράσει
με έρανο των ίδιων των εργατών. Η Εθνοφρουρά, παρόλο που αιφνιδιάστηκε στην αρχή, όχι μόνο
αντιστάθηκε γενναία, αλλά και κατόρθωσε να καταλάβει το Δημαρχείο του Παρισιού, την αστυνομική
διεύθυνση, πολλά υπουργεία, σιδηροδρομικούς σταθμούς και στρατώνες. Η κυβέρνηση του Θιέρσου, με
το μηχανισμό και το στρατό της, κατέφυγε στην παλιά έδρα των Γάλλων βασιλέων, στις Βερσαλλίες. Το
βράδυ της 18ης Μαρτίου του 1871, από τα τρία χρώματα της σημαίας του 1789, ένα κυριαρχούσε στο
Παρίσι, το κόκκινο και η πρώτη εργατική εξουσία στην ιστορία της ανθρωπότητας είχε σχηματιστεί.

ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΙΣΙΝΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΑΣ

Στις 72 ημέρες κατά τις οποίες η εργατική τάξη του Παρισιού άσκησε εξουσία, μέχρι να συντριβεί από
την επίθεση των στρατευμάτων του Θιέρσου με τη συνδρομή των πολιορκούντων στρατευμάτων της
Πρωσίας, έδωσε τα πρώτα δείγματα γραφής για την ικανότητά της να κυβερνήσει. Διέπραξε και τα
πρώτα της ιστορικά σφάλματα, με την έννοια της λειψής κατανόησης του προβλήματος στρατηγικής που
92
είχε να επιλύσει και της ολιγωρίας στη διασφάλιση των συμφερόντων της. Η Παρισινή Κομμούνα κατ’
αρχήν τεκμηρίωσε το χαρακτήρα της ως εργατική εξουσία σε τρία επίπεδα:

- Στο επίπεδο της διαμόρφωσης νέων θεσμών και της σύγκρουσης με τους παλαιότερους μηχανισμούς
που αντιπροσώπευαν το αστικό κράτος. Το σημαντικότερο επίτευγμα της Κομμούνας ήταν ακριβώς η
προσπάθειά της να έρθει σε ρήξη με τους μηχανισμούς του αστικού κράτους και να τους τσακίσει.

- Στο επίπεδο της κοινωνικής και οικονομικής μέριμνας για τα λαϊκά στρώματα.

- Στο επίπεδο του ήθους, της αλληλεγγύης, της ανάδειξης των προλεταριακών αρετών. Βασικό του
στοιχείο ήταν και ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώθηκε έμπρακτα ο προλεταριακός διεθνισμός: πολλά μέλη
της Κομμούνας ήσαν μη Γάλλοι, ανάμεσά τους υπήρχαν πάρα πολλοί Βέλγοι, Γερμανοί, Πολωνοί, Ρώσοι
και ένας Ούγγρος. Ολοι τους έδωσαν με γενναιότητα τις ίδιες ακριβώς μάχες που έδωσε το γαλλικό
προλεταριάτο, έχασαν τη ζωή τους στα οδοφράγματα, εκτελέστηκαν από τα στρατεύματα των
Βερσαλλιών.

Η σύνθεση της Κομμούνας από ταξική άποψη, ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος προλεταριακή, χωρίς
αυτό να αποκλείει τη συμμετοχή αρκετών διανοουμένων σε αυτήν, αλλά και αρκετών μικροαστικών
στοιχείων. Σε αυτά τα τελευταία οφείλονται ενδεχομένως και αρκετές από τις ολιγωρίες και τις
ανεπάρκειές της. Ωστόσο, δύο άλλοι παράγοντες συντέλεσαν στη συνολική, με ιστορικούς όρους,
ανεπάρκεια της Κομμούνας, να φέρει σε πέρας την αποστολή της. Ο πρώτος είναι η πρωιμότητα της
εξέγερσης, σε σχέση με την ίδια την ωρίμανση της εργατικής τάξης σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο δεύτερος
έχει να κάνει με τις ιδεολογικές συγχύσεις και ανεπάρκειες του γαλλικού προλεταριάτου, το οποίο όπως
είδαμε και παραπάνω, παρά την εκατόχρονη σχεδόν πείρα του στα οδοφράγματα, δεν είχε όμως και την
αντίστοιχη ιδεολογική ωρίμανση. Ακόμη και μέσα στην ίδια την Κομμούνα, κυριαρχούσαν οι
ουτοπιστές-σοσιαλιστές που θεωρούσαν ότι το κεφάλαιο και η εργασία έχουν το ίδιο ειδικό βάρος στη
συγκρότηση των κοινωνιών και που πρέσβευαν, σε τελική ανάλυση, τη συμφιλίωση ανάμεσά τους, με
όρους τόσο οικονομικούς όσο και πολιτικούς. Μέσα στο ίδιο το σώμα της Κομμούνας, είχαν
διαμορφωθεί δύο παρατάξεις: η «πλειοψηφία», αποτελούμενη από τους επιλεγόμενους «νεοϊακωβίνους»
που θεωρούσαν ότι η επανάσταση αποτελεί τη συνέχιση του 1793 και η «μειοψηφία» που αποτελούνταν
από τους προυντονιστές και τους μικροαστούς σοσιαλιστές. Η μεν πρώτη παράταξη υποτιμούσε τη
σημασία των κοινωνικοοικονομικών μεταρρυθμίσεων και ρήξεων: ωστόσο (έχοντας ενδεχομένως
κληρονομήσει την πείρα της επαναστατικής λαϊκής δικτατορίας των γιακοβίνων) αντιλαμβάνονταν τη
σημασία της διαμόρφωσης ισχυρού συγκεντρωτικού κράτους νέου τύπου. Η δεύτερη παράταξη αντίθετα,
που κατανοούσε τη σημασία των μεταβολών στη βάση και τις προωθούσε, είχε ωστόσο μια, κατά το
μάλλον και ήττον, «χριστιανική» αντίληψη για την άσκηση της εξουσίας, εμποδίζοντας τη λήψη
δραστικών μέτρων εναντίον των εχθρών της Κομμούνας.

Σε τελική ανάλυση, εκείνο που απουσίαζε από την υπόθεση (και παρά τη συμμετοχή ευάριθμων μελών
της Διεθνούς στην Κομμούνα) ήταν ένα οργανωμένο κομμουνιστικό κόμμα, με συγκροτημένη δομή και
πολιτική σκέψη.

93
Η Κομμούνα απαλλοτρίωσε τα εγκαταλελειμμένα από τους ιδιοκτήτες τους εργοστάσια με σκοπό να τα
αποδώσει στους εργατικούς συνεταιρισμούς, ενώ προέβλεψε και τη διαμόρφωση του θεσμικού πλαισίου
σύμφωνα με το οποίο θα λειτουργούσαν αυτοί οι συνεταιρισμοί ή θα ιδρύονταν νέοι στο μέλλον. Είναι
προφανές ότι η Κομμούνα σκεφτόταν να κινηθεί στην κατεύθυνση της κατάργησης της ατομικής
ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, όμως τα ιστορικά περιθώρια που της δόθηκαν ήταν πολύ στενά για
κάτι τέτιο. Δεν έκανε όμως αυτό που μπορούσε. Δεν προχώρησε στην κατάσχεση του θησαυρού της
Τράπεζας της Γαλλίας, με επίσημη δικαιολογία ότι δεν ήθελε να κατηγορηθεί από τους εχθρούς της για
χρηματισμό, κάτι που όμως της αφαίρεσε σημαντικές δυνατότητες να ασκήσει πίεση στις δυνάμεις της
αντεπανάστασης. Η Κομμούνα διακρίθηκε από την υπερβολική μεγαλοψυχία της: «Επρεπε να εξοντώσει
τους εχθρούς της»[9]. Δεν το έκανε. Διστάζει να αυτοπεριφρουρηθεί, ώστε να μην κατηγορηθεί για
...αυταρχισμό (από ποιους άραγε;)[10].

Εάν αυτά ήταν τα εγγενή προβλήματα, όσον αφορά τη λειτουργία και τη δομή της Κομμούνας, υπήρξαν
βεβαίως και άλλοι, εξωτερικοί θα λέγαμε, παράγοντες που οδήγησαν στην πτώση της και που δεν είναι,
σε καμμιά περίπτωση, άσχετοι με το επίπεδο ανάπτυξης της Γαλλίας, αλλά και των υπόλοιπων
ευρωπαϊκών κοινωνιών. Η Κομμούνα κατ’ αρχήν δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί σε πανεθνικό επίπεδο.
Κομμούνες συγκροτήθηκαν και σε άλλα αστικά κέντρα της Γαλλίας, εκτός από το Παρίσι. Μόνο μία
όμως, η Κομμούνα της Μασσαλίας μπόρεσε να κρατήσει την εξουσία για δέκα μόλις μέρες. Οι υπόλοιπες
συντρίφτηκαν σχεδόν αμέσως. Ενας άλλος σοβαρότατος παράγοντας που συντέλεσε στις μετέπειτα
εξελίξεις ήταν και η στάση του αγροτικού στοιχείου απέναντι στην Κομμούνα. Το αγροτικό στοιχείο
εξακολουθούσε να είναι το πιο πολυάριθμο στη Γαλλία. Μια προλεταριακή επανάσταση δεν θα είχε
ιδιαίτερες ελπίδες να εδραιωθεί εάν δεν κατόρθωνε να οικοδομήσει μια ισχυρή συμμαχία ανάμεσα στην
εργατική τάξη και τους φτωχούς αγρότες. Ωστόσο, η γαλλική αγροτιά δεν ανταποκρίθηκε στις εκκλήσεις
της Κομμούνας. Κολακευμένη από το καθεστώς του Ναπολέοντα Γ΄ (στου οποίου το πρόσωπο έβλεπε το
Ναπολέοντα Βοναπάρτη, που είχε καταστεί θρύλος για το γαλλικό λαό, για λόγους που δεν είναι του
παρόντος άρθρου), είχε χρησιμοποιηθεί και παλαιότερα, στα 1848, σαν εφεδρεία της αστικής τάξης και
τον ίδιο ρόλο έπαιξε και σε αυτή την περίπτωση.

Η συνεννόηση ανάμεσα στις γαλλικές αντεπαναστατικές δυνάμεις των Βερσαλλιών και στα πρωσικά
στρατεύματα του Βίσμαρκ (τα οποία στρατοπέδευσαν, ως στρατεύματα κατοχής, στο γαλλικό έδαφος)
και η επικύρωση της προκαταρκτικής Συνθήκης ειρήνης ανάμεσα στις δύο χώρες από την πλευρά της
αστικής τάξης της Γαλλίας, υπήρξε άλλος ένας αποφασιστικός παράγοντας για την τελική συντριβή της
Κομμούνας. Μετά από αλλεπάλληλες μάχες που κράτησαν 72 μέρες, μετά από μια εξαιρετική επίδειξη
ηρωισμού και αυτοθυσίας (και σημαντικών στρατιωτικών ικανοτήτων, να σημειωθεί) από τους
Κομμουνάρους, τα στρατεύματα της κυβέρνησης του Θιέρσου εισέβαλαν στο Παρίσι το τελευταίο
δεκαήμερο του Μαΐου και προχώρησαν σε ένα όργιο σφαγών και αντεκδίκησης. Εκτελέστηκαν όχι μόνο
οι ενεργοί Κομμουνάροι, αλλά και τα μέλη των οικογενειών τους, γυναίκες και παιδιά, άμαχοι. Ο Μαρξ,
που παρακολουθούσε τα γεγονότα της Κομμούνας «σαν να τα ζούσε από κοντά», συνέκρινε την
απίστευτη ωμότητα των στρατευμάτων του Θιέρσου με τις μαζικές σφαγές στη Ρώμη, κατά την εποχή
των προγραφών του Σύλλα. «Μόνο που αυτή τη φορά» έγραφε, «η βαρβαρότητα στρέφεται εναντίον μιας
ολόκληρης κοινωνικής τάξης». Η «έφοδος στον ουρανό» (και αυτή έκφραση του Μαρξ) της Γαλλικής
εργατικής τάξης τελείωσε μέσα σε ένα αντεπαναστατικό όργιο αίματος. Ωστόσο, το πείραμα αυτό
συζητήθηκε στον καιρό του και έγινε αφορμή να αντληθούν συμπεράσματα από το παγκόσμιο εργατικό
και κομμουνιστικό κίνημα που δεν θα ήταν άκαιρο, πιστεύουμε, να συμπυκνωθούν και να επαναληφθούν
και στις μέρες μας.

ΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

94
Ο ίδιος ο Μαρξ και η Διεθνής Ενωση των εργατών θεωρούσαν άκαιρη μια πιθανή εξέγερση του γαλλικού
προλεταριάτου, το Φεβρουάριο του 1871. Οταν βεβαίως η εξέγερση εκδηλώθηκε, τάχθηκαν αναφανδόν
στο πλευρό της. Η επανάσταση του προλεταριάτου στο Παρίσι είναι ιστορικά δικαιωμένη[11]. Όπως
έγραφε ο Λένιν το 1908 «Οσο μεγάλες και αν ήταν οι θυσίες της Κομμούνας, αυτές εξαγοράζονται με τη
σημασία που έχει για τον καθολικό προλεταριακό αγώνα: η Κομμούνα έβαλε σε κίνηση το σοσιαλιστικό
κίνημα της Ευρώπης, έδειξε τη δύναμη του εμφυλίου πολέμου, διάλυσε τις πατριωτικές αυταπάτες και
έκανε θρύψαλα την απλοϊκή πίστη ότι οι επιδιώξεις της αστικής τάξης είναι πανεθνικές. Η Κομμούνα
έμαθε στο ευρωπαϊκό προλεταριάτο να βάζει συγκεκριμένα τα καθήκοντα της σοσιαλιστικής
επανάστασης».

Η Κομμούνα συγκρότησε ένα κράτος νέου τύπου και υπήρξε, αναμφίβολα, η πρώτη δικτατορία του
προλεταριάτου στην ανθρώπινη ιστορία. Ωστόσο, ο βαθμός πολιτικής και ιδεολογικής ωρίμανσης του
γαλλικού προλεταριάτου, η απουσία κομμουνιστικού κόμματος ικανού να περαιώσει νικηφόρα την
επανάσταση, η ισχύς των αντεπαναστατικών δυνάμεων και ο εντελώς δυσμενής διεθνής συσχετισμός (να
μην ξεχνάμε ότι οι «εχθροί» Πρώσοι μεταβλήθηκαν σε φίλους και συμμάχους της γαλλικής αστικής
τάξης και τους βοήθησαν να συντρίψουν τις δυνάμεις των κομμουνάρων), όλα αυτά τα στοιχεία υπήρξαν
τα αίτια για την τραγική κατάληξη της πρώτης αυτής απόπειρας της εργατικής τάξης να καταλάβει και να
ασκήσει την εξουσία. Ενδεχομένως, θα πρέπει να προσθέσουμε σε αυτά και τη μη εξάπλωση της
επανάστασης σε άλλες πόλεις της Γαλλίας, καθώς και την απουσία μιας συμμαχίας ανάμεσα στο
προλεταριάτο και την αγροτιά.

Σε επίπεδο στρατηγικής και τακτικής, η Κομμούνα του Παρισιού, άφησε στο παγκόσμιο κομμουνιστικό
και εργατικό κίνημα σπουδαία διδάγματα, μέσα από τη θετική και αρνητική πείρα της. Σημαντικές
παρακαταθήκες: το ήθος, την αλληλεγγύη, την αποφασιστικότητα των μαχητών της, τον προλεταριακό
διεθνισμό που εκφράστηκε, μεταξύ άλλων, και με την ευάριθμη παρουσία μη Γάλλων κομμουνάρων
μέσα στις γραμμές της, τη μετατροπή του πατριωτικού-απελευθερωτικού αγώνα σε ταξική πάλη για την
ανατροπή της κυρίαρχης τάξης και κυρίως απέδειξε ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί απλώς να
«καταλάβει» το αστικό κράτος, προκειμένου να ασκήσει εξουσία, πρέπει να το συντρίψει, να το
αντικαταστήσει με τη δικτατορία του προλεταριάτου.

Από όλες αυτές τις απόψεις, η Κομμούνα του Παρισιού, με όλα τα προβλήματα που πηγάζουν κυρίως
από την πρωιμότητα της εκδήλωσής της, αποτελεί την πρώτη ολοκληρωμένη προσπάθεια του
προλεταριάτου να κυβερνήσει και στέλνει ένα μήνυμα ελπίδας στο σημερινό κόσμο: Η εργατική τάξη, με
το κόμμα της, κύριο επαναστατικό υποκείμενο που θα επιτελέσει τη μετάβαση στο σοσιαλισμό, ένα τέτιο
κόσμο θα οικοδομήσει, όταν με τον αγώνα της κληρονομήσει τη γη.

ΣημειώσειςΣημειώσεις

1. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: Παγκόσμια Ιστορία, τόμοι Στ1, Στ2, Ζ1.

2. Καρλ Μαρξ: «Ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία» (Η Κομμούνα του Παρισιού), με εισαγωγή του
Φρίντριχ Ενγκελς. Εκδοση «Αναγέννησις», Αθήνα, 1945.

95
3. Καρλ Μαρξ: «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».

4. «Ο Λένιν για την Κομμούνα του Παρισιού». Μαρξιστική-Λενινιστική Βιβλιοθήκη, κατά θέματα, εκδ.
«Καζαντζά».

5.Victor Hugo: «Les miserables», ed. Le livre de poche classique.

Η Δώρα Μόσχου είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.

[1] Πρόκειται για την περίοδο εκείνη κατά την οποία ασκήθηκε η επαναστατική λαϊκή δικτατορία των
Γιακωβίνων, της πιο ριζοσπαστικής δηλαδή πτέρυγας της Επανάστασης. Ο όρος «Τρομοκρατία»
(Terreur) γενικά αποδεκτός για να περιγράψει την εποχή, χρησιμοποιείται από την αστική ιστοριογραφία
μάλλον απαξιωτικά και με ηθική χροιά, ώστε οι μεγάλοι επαναστάτες του 1793 να κατοχυρωθούν στις
συνειδήσεις ως εγκληματίες και προδότες του πνεύματος της επανάστασης. Ωστόσο, αυτοί ήταν που
έκαναν όλη τη «βρώμικη δουλιά» για την αστική τάξη και, όταν εξέφρασαν ευρύτερες και λαϊκότερες
δυνάμεις, «σκόνταψαν» πάνω στο ίδιο το ιστορικό εμπόδιο που έθετε η εποχή τους.

[2] Η έκφραση μέσα στα εισαγωγικά ανήκει στον Ουγκώ. Ο συγγραφέας προσέγγιζε ωστόσο την
υπόθεση του προλεταριάτου από μια αποκλειστικά ανθρωπιστική σκοπιά. Μη μπορώντας να κατανοήσει
τον κοινωνικό και οικονομικό ρόλο των δύο αντιπάλων στον καπιταλισμό τάξεων, έγραφε στους
«Αθλίους» ότι ο αστός είναι ο άνθρωπος που έχει στρογγυλοκαθίσει σε μια καρέκλα και φοβάται μήπως
τη χάσει, ο βολεμένος. «Μια καρέκλα δεν αποτελεί κοινωνική τάξη», έγραφε χαρακτηριστικά.

[3] Το κίνημα του καρμποναρισμού αναπτύχθηκε στην υπόδουλη στους Αυστριακούς Βόρεια Ιταλία,
κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Ηταν ένα κίνημα με έντονα συνωμοτικά χαρακτηριστικά, με
εθνικοαπελευθερωτικούς αλλά και κοινωνικούς-αστικοδημοκρατικούς προσανατολισμούς.

[4] Στη Γαλλία καταργείται οριστικά η μοναρχία και εκδιώκεται η δυναστεία των Βουρβώνων.

[5] Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, κατά την εκτίμηση του ίδιου του Μαρξ, το γερμανικό
προλεταριάτο υπερείχε όσον αφορά την ιδεολογική-φιλοσοφική ωρίμανσή του, το αγγλικό όσον αφορά
τη συνδικαλιστική πείρα του και το γαλλικό όσον αφορά τη μακρόχρονη παράδοση των πολιτικών
αγώνων.

[6] Βοναπαρτιστές εδώ εννοούμε τους οπαδούς της αυτοκρατορίας. Ορλεανικοί είναι οι θιασώτες της
παλιάς μοναρχίας και της δυναστείας που την εκπροσωπούσε, ενώ δημοκράτες ήταν τα αστικά εκείνα
στοιχεία που ήθελαν πλήρες ξεκαθάρισμα με τα κατάλοιπα του φεουδαρχικού καθεστώτος.
96
[7] Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1870, μετά την ήττα των γαλλικών στρατευμάτων στο Σεντάν και την
ατιμωτική παράδοση του γαλλικού στρατού στους Πρώσους από τον ίδιο το Ναπολέοντα Γ΄.

[8] Β. Ι. Λένιν: Απαντα: «Τα Διδάγματα της Κομμούνας», τόμος 16, σελ. 475.

[9] Β. Ι. Λένιν: Απαντα: «Τα Διδάγματα της Κομμούνας», τόμος 16, σελ. 476.

[10] Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η κομμούνα έκλεισε πολλές αστικές και αντιδραστικές
εφημερίδες, δεν έκλεισε όμως τα τυπογραφεία τους.

[11] Β. Ι. Λένιν: Απαντα: «Τα Διδάγματα της Κομμούνας», τόμος 16, σελ. 477.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ (Α΄ μέρος)

του Ούλριχ Χούαρ

2001 Τεύχος 3

Ιστορία

ΤΟ ΚΟΜΜΑ ΤΩΝ ΙΣΟΠΕΔΩΤΩΝ

Η ύπαρξη ουτοπικών - κομμουνιστικών ιδεών, μπορεί να αποδειχτεί μέχρι μέσα στην Αρχαιότητα.
Υπήρχαν αυθόρμητοι, χαλαροί σύλλογοι ουτοπικών-κομμουνιστικών κοινοτήτων στην Αρχαιότητα ή
κινήματα «αιρετικών» στον πρώιμο Μεσαίωνα, σύνδεσμοι καλφάδων σε γερμανικές πόλεις που
οργανώνονταν στα λεγόμενα «καπηλειά», μαχητικές και ένοπλες οργανώσεις ανθρακωρύχων προς το
τέλος του Μεσαίωνα, κομμουνιστικές οργανώσεις στο Τάμπορ και σε άλλες πόλεις της Βοημίας, αλλά
δεν υπήρχαν ακόμα πολιτικά κόμματα με τη σύγχρονη έννοια και ως εκ τούτου ούτε κομμουνιστικά
κόμματα.

Βεβαίως, η έννοια κόμμα χρησιμοποιήθηκε αρκετά νωρίς, επίσης, για τάξεις, κοινωνικά στρώματα,
ρεύματα μέσα σε επαναστατικά κινήματα. Ετσι και ο Μαρξ κατανοούσε στα πρώτα του συγγράμματα,
όπως στην «Εισαγωγή» της Φιλοσοφίας του Δικαίου του Χέγκελ (τέλος του 1843), την τάξη του
προλεταριάτου ως «κόμμα»[1].

97
Το κόμμα σαν πολιτική οργάνωση μιας τάξης ή τμήματος τάξης είναι το προϊόν των ταξικών αγώνων στο
προτσές της διαμόρφωσης της καπιταλιστικής κοινωνίας*. Δημιουργήθηκε στις αντιφεουδαρχικές
αστικές επαναστάσεις στη μεταβατική εποχή από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, στην Ευρώπη. Με
αυτή την έννοια είναι προϊόν της ευρωπαϊκής ιστορίας. Οι αντιφεουδαρχικές δυνάμεις στις αστικές
επαναστάσεις ήταν ταξικά ετερογενείς. Ηταν από μεγαλοκτηματίες καπιταλιστικού οικονομικού
χαρακτήρα, χρηματιστές και εμπορικούς καπιταλιστές μέχρι μικρομεσαίους ιδιοκτήτες και μισθωτούς
εργάτες στη γεωργία, στις βιοτεχνίες και στις μανουφακτούρες των πόλεων, το πρώτο προλεταριάτο της
σύγχρονης αστικής τάξης. Η ταξική διαφοροποίηση πραγματοποιήθηκε στην πορεία της επανάστασης
και παρήγαγε γι’ αυτό και πολιτικά διαφορετικά κόμματα.

Η διεθνής ιστοριογραφία αναφέρει ομόφωνα σαν πρώτο επαναστατικό - δημοκρατικό κόμμα στην
παγκόσμια ιστορία το Κόμμα των Ισοπεδωτών (1647-48) στην αγγλική αστική επανάσταση (1640-1649).
Ο ιδρυτής του ήταν ο Τζον Λίλμπορν (John Lilborne ή Lilburn).Το κόμμα αυτό είχε τα «αρχηγεία» του
(θα λέγαμε σήμερα Προεδρείο ή Κεντρική Επιτροπή) σε μια ταβέρνα στο Λονδίνο, την Whalebone
Tavern. Η ηγεσία των Ισοπεδωτών, δηλαδή οι Λίλμπορν, Τόμας Πρινς (Thomas Prince), Σέμουελ
Τσίντλεϊ (Samuel Chidley) και άλλοι, συναντιόνταν εκεί σχεδόν κάθε νύχτα, αν δε βρίσκονταν φυλακή,
τη συνηθισμένη μοίρα ηγετών επαναστατικών κομμάτων.

Το κόμμα είχε εγγεγραμμένα μέλη, τα οποία πλήρωναν εβδομαδιαίως μια συνδρομή αντίστοιχη με το
εισόδημά τους - ανάμεσα στις 2 ½ πένες έως μισή κορώνα. Ηταν οργανωμένα σύμφωνα με την εδαφική
αρχή. Δηλαδή τότε, με βάση εκκλησιαστικές ενορίες και συνοικίες της πόλης, πρώτα στο Λονδίνο, αλλά
βαθμιαία και σε άλλες πόλεις στον περίγυρο του Λονδίνου. Η δομή του Κόμματος ήταν ιεραρχική από τα
πάνω προς τα κάτω, αφ’ ενός μεν γιατί χωρίς δημιουργία μιας ηγεσίας, χωρίς ιδεολόγους και οργανωτές
δεν υπάρχει Κόμμα, αφ’ ετέρου δε λόγω του τρόπου εκλογής από τα κάτω προς τα πάνω. Τα μέλη των
τοπικών ομάδων, η «κομματική βάση», εξέλεγαν απεσταλμένους στις «άμεσες επιτροπές». Αυτές με τη
σειρά τους εξέλεγαν δώδεκα (12) εντεταλμένους -την κυριολεκτική «κομματική ηγεσία»- που καθόριζαν
την πολιτική του Κόμματος, τη στρατηγική και την τακτική του.

Από το 1648, οι Ισοπεδωτές ξεκίνησαν την έκδοση μιας περιοδικής εφημερίδας, «Ο Μετριοπαθής», που
μπορεί να συγκριθεί με το ρόλο ενός «κεντρικού οργάνου» των σημερινών πολιτικών κομμάτων. Η
γραπτή προπαγάνδα είχε έναν αξιοσημείωτο όγκο. Οι Ισοπεδωτές διέθεταν δικά τους πιεστήρια. Μερικά
από τα προϊόντα τους έφτασαν τιράζ έως 10.000.

Μια από τις ιδιαιτερότητες των Ισοπεδωτών που απόρρεε από τον Εμφύλιο πόλεμο ήταν το ότι είχαν
δικές τους οργανώσεις και στον επαναστατικό στρατό του Κρόμγουελ, οι αγκιτάτορες των οποίων -που
τους έλεγαν και πράκτορες- έπαιζαν σημαντικό ρόλο.

Στο πρόγραμμά τους, «Μια συμφωνία του Λαού» -ένα είδος «Κοινωνικού Συμβολαίου»- καθώς και στο
«Η υπόθεση του στρατού» υπέβαλαν τις ιδέες τους σχετικά με ένα πολιτικό Σύνταγμα, να διαλυθεί η
μεγάλη γαιοκτησία. Ελειπαν, ωστόσο, οι υποδείξεις τους για τη διανομή της στους ακτήμονες. Η
προγραμματική τους προσέγγιση άγγιζε μεν τη μεγάλη ιδιοκτησία, αλλά άφηνε ανέγγιχτη την ατομική
ιδιοκτησία των μικρών και μεσαίων αστών.

98
Ενδιαφέρον έχει η διδασκαλία περί του Συντάγματος. Για πρώτη φορά στην ιστορία, διακηρύσσεται η
ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας. Το ανώτατο κρατικό όργανο είναι η Κάτω Βουλή, ως νομοθετική και
εκτελεστική εξουσία ταυτόχρονα. Κανένα άλλο όργανο, καμία Ανω Βουλή, κανένας βασιλιάς ή Ανώτατο
Δικαστήριο δεν μπορούσαν να το ελέγχουν ή να το διαλύσουν. Η μεταγενέστερη ιδέα του «διαχωρισμού
των εξουσιών» (Μοντεσκιέ) θα φαινόταν στους Ισοπεδωτές πιθανά παράλογη.

Το «Κοινωνικό Συμβόλαιό» τους απαιτούσε το γενικό και ίσο εκλογικό δικαίωμα, εξαιρουμένων,
ωστόσο, όσων ήταν αποδέκτες υπηρετικών αμοιβών, μισθών και ελεημοσύνης. Για πρώτη φορά, οι
Ισοπεδωτές πρόβλεπαν εντολές των ψηφοφόρων προς τους βουλευτές, καθώς και δυνατότητες για
δημοψήφισμα.

Μέσα στους κόλπους των Ισοπεδωτών διαμορφώθηκε μια πτέρυγα με κομμουνιστικό προσανατολισμό οι
«αληθινοί Ισοπεδωτές» που τους έλεγαν και «σκαφτιάδες». Αντιπροσώπευαν το προζύμι του
προλεταριάτου της υπαίθρου και της βιομηχανίας που βρισκόταν σε πόλεις. Το προλεταριάτο της
υπαίθρου πλειοψηφούσε. Ο αντικειμενικός λόγος γι’ αυτό ήταν ότι ο καπιταλισμός στην Αγγλία
αναπτύχθηκε πρώτα στον αγροτικό τομέα. Οι πιο σημαντικοί ηγέτες των «αληθινών Ισοπεδωτών» ήταν ο
Γκέρραρντ ΟυAνστανλεϋ (Gerrard Winstanley) και ο κύριος Εβεραρντ (Everard) γνωστός και σαν
«προφήτης». Στα συγγράμματά τους, «Η Δήλωση και ο Κανόνας των Ισοπεδωτών της Αγγλίας» του
Εβεραρντ και «Ο Νόμος της Ελευθερίας» του ΟυAνστανλεϋ, επιτέθηκαν πρώτ’ απ’ όλα στην ιδιοκτησία
της γης και του εδάφους, την κύρια μορφή της ατομικής ιδιοκτησίας στην Αγγλία του 17ου αιώνα.
Ηθελαν να περάσουν τη γη και το έδαφος στην κοινοκτημοσύνη. Τα πράγματα δεν έμειναν απλώς σε
προγραμματικές απαιτήσεις. Σε μερικούς Νομούς, οι αληθινοί Ισοπεδωτές κατέλαβαν πρώτα
ακαλλιέργητα χωράφια και άρχισαν να τα δουλεύουν σαν κοινότητα. Μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει τα
συγγράμματα και τις οργανώσεις τους σαν αγροτικο-κομμουνιστικές. Είναι φανερό ότι η σκέψη και η
δράση των αληθινών Ισοπεδωτών επηρεάστηκαν από τις ιδέες του Ουάικλιφ (Wycliff, 1320-1384) των
Ταμποριτών της Βοημίας, καθώς και του Τζον Μπολς (John Balls) από τον αγγλικό πόλεμο των
Χωρικών του 14ου αιώνα. Ο ΟυAνστανλεϋ απαιτούσε το καθολικό εκλογικό δικαίωμα για όλο το λαό,
με έμφαση ιδιαίτερα στους ακτήμονες και με αυτόν τον τρόπο αναιρούσε τους περιορισμούς του
«Κοινωνικού Συμβολαίου» του Λίλμπορν. Και οι διορισμένοι σε δημόσια υπηρεσία έπρεπε να
εκλέγονται. Απαίτησε τη γενική υποχρεωτική εργασία και εκπαίδευση[2].

Οι Εβεραρντ και ΟυAνστανλεϋ υιοθέτησαν με τις απαιτήσεις τους ιδέες οι οποίες δεν μπορούσαν ακόμα
να υλοποιηθούν στο 17ο αιώνα, αλλά τις οποίες μπόρεσαν να αξιοποιήσουν οι Χαρτιστές του 19ου αιώνα
στην Αγγλία. Η απαίτηση ενός καθολικού εκλογικού δικαιώματος, χωρίς κριτήριο ιδιοκτησίας ή άλλους
περιορισμούς, είναι πράγμα ανεκτίμητο από άποψη πολιτικής εμβέλειας. Κατά τον Μαρξ, η αναίρεση του
φορολογικού κριτηρίου για το ενεργητικό και παθητικό εκλογικό δικαίωμα αποτελεί την «πολιτική
ακύρωση» της ατομικής ιδιοκτησίας. «Το τιμοκρατικό κριτήριο είναι η τελευταία πολιτική μορφή
αναγνώρισης της ατομικής ιδιοκτησίας»[3]. Μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον Γκέρχαρντ Σίλφερτ
(Gerhard Schilfert) που χαρακτηρίζει την αντίληψη του ΟυAνστανλεϋ ως «προ-επιστημονική»[4].

Εχει ενδιαφέρον το ότι το πρώτο κόμμα της παγκόσμιας ιστορίας γεννήθηκε σαν «αριστερό» κόμμα,
όπως θα λέγαμε σήμερα, και ότι μέσα στους κόλπους αυτού του «αριστερού» κόμματος διαμορφώθηκε
με τους «αληθινούς Ισοπεδωτές» ένα είδος «Κομμουνιστικής Πλατφόρμας», την οποία μπορούμε να
θεωρήσουμε σαν εμβρυακό πρόδρομο των μετέπειτα Κομμουνιστικών Κομμάτων.

ΤΟ «ΠΡΩΤΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΜΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ»

99
Οι πρώτες, μόνο ανεπαρκώς οργανωμένες εξεγέρσεις των εξαθλιωμένων αγροτών και εργατών μπορούν
να διαπιστωθούν στις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης. Δεν υπήρχαν ακόμα μεγάλες και ισχυρές
προλεταριακές οργανώσεις. Ο εδαφικός και τοπικός κατακερματισμός της χώρας, οι αυστηροί κανόνες
για τους εργάτες της μανουφακτούρας, οι μισθοί πείνας και ο αναλφαβητισμός εμπόδιζαν τη δημιουργία
μόνιμων οργανώσεων. Επίσης, έλειπαν ακόμα οι υλικές προϋποθέσεις για κάτι τέτιο: η σύγχρονη
μηχανική μεγάλη παραγωγή, η συγκέντρωση βιομηχανικών εργατών σε εργοστάσια και πόλεις. Δεν
υπήρχε ακόμη οργανωμένη δύναμη ενάντια στο βασιλικό μηχανισμό εξουσίας, ο οποίος κατάστελλε
βάναυσα όλες τις δραστηριότητες των προλεταρίων ενάντια στους αστούς εκμεταλλευτές τους, προς το
συμφέρον των ιδιοκτητών. Οι οργανωτές απεργιών απειλούνταν με τη θανατική ποινή ή τα κάτεργα. Ενα
Διάταγμα του 1781 απαγόρευε στους εργάτες να συνεννοούνται μεταξύ τους[5]. Σε αυτό δεν είχε αλλάξει
τίποτα ακόμα το ξέσπασμα της Επανάστασης με την έφοδο στη Βαστίλλη στις 14 Ιουλίου 1789. Με τον
περιβόητο «Νόμο Λε Σαπελιέ» (Le Chapelier) -πήρε το όνομα εκείνου που τον υπέβαλε- που
αποφασίστηκε στις 14 Ιουνίου 1791 από τη Νομοθετική Συνέλευση, η απεργία έγινε πλέον ποινικό
αδίκημα. Τα συνδικάτα θεωρούνταν παράνομα. Ο νόμος κατά της απεργίας ίσχυε μέχρι το 1864, η
απαγόρευση των συνδικάτων μέχρι το 1884 στη Γαλλία[6]. Η αντιαπεργιακή αυτή νομοθεσία ήταν ένας
από τους λόγους που οι κομμουνιστικές οργανώσεις δεν μπορούσαν παρά να σχηματίζονται σε μυστικές
κοινότητες, μέχρι μετά από τα μέσα του 19ου αιώνα, μέχρι τον κύκλο των ευρωπαϊκών επαναστάσεων
του 1848-1850. Ομως, αυτή η αστική ταξική δικαιοσύνη δεν μπόρεσε να εμποδίσει την εμφάνιση και
ανάπτυξη αυτών των οργανώσεων σαν πολιτική αντανάκλαση του ταξικού ανταγωνισμού ανάμεσα στην
αστική τάξη που κατακτούσε την εξουσία στην περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης και του προ-
προλεταριάτου που εξελισσόταν σε σύγχρονο βιομηχανικό προλεταριάτο. Αποτελεί μια από τις ιδιότητες
του ιστορικού προτσές ότι οι αναλφάβητες, εκμεταλλευόμενες, ακτήμονες πληβειακές μάζες υιοθετούν
ιδέες προοδευτικών στοχαστών, μετατρέπουν τις ιδέες αυτές σε πράξη και τις κάνουν έτσι «υλική
δύναμη». Ετσι, οι πληβειακές μάζες, οι Αβράκωτοι της Γαλλικής Επανάστασης, πήραν τις ιδέες του
μικροαστικού εξισωτισμού του Ρουσό (Rousseau) και τις ερμήνευσαν με τη δική τους έννοια σε
«αριστερό εξισωτισμό», ο οποίος περιλάμβανε το αίτημα της ριζικής αγροτικής μεταρρύθμισης με
απαλλοτρίωση χωρίς αποζημίωση των αριστοκρατικών, εκκλησιαστικών και βασιλικών αγαθών, καθώς
και της παράδοσης της γης σε φτωχούς αγρότες και αγροτικούς εργάτες. Πολιτικά, ο «αριστερός
εξισωτισμός» εννοούσε την εφαρμογή μιας άμεσης δημοκρατίας, της αδιαμεσολάβητης άσκησης της
εξουσίας από το λαό[7].

Στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, οι Αβράκωτοι έκαναν σημαντικές προόδους - παρ’ όλες τις
απαγορεύσεις - στην οργάνωτική τους δραστηριότητα.

Η αστική τάξη, οι μικροαστοί, ιδίως οι διανοούμενοί τους, ίδρυσαν λέσχες και λαϊκές κοινότητες. Αυτές,
όμως, έμειναν κλειστές για τη μάζα των προλετάριων. Οι ακτήμονες και οι γυναίκες δημιούργησαν μια
πολιτική στέγη στη Λέσχη των Κορδελιέρων (Cordeliers). Στον «Κοινωνικό Κύκλο», την πιο
πολυσύχναστη λαϊκή κοινότητα, οι ακτήμονες βρήκαν «ένα πρώτο εργαστήριο κοινωνικών σκέψεων»[8].
Πάνω από 5.000 προλετάριοι έπαιρναν μέρος στις συνελεύσεις του. Οι πολιτικές Λέσχες και οι Λαϊκές
κοινότητες είχαν κλαδικές οργανώσεις σε όλες τις πόλεις της επαρχίας και στις συνοικίες των πόλεων.
Ηταν τόποι πολιτικής μόρφωσης των προλεταρίων. Εκεί αισθάνονταν τη δύναμη της οργανωμένης
δράσης. Εκεί μάθαιναν μεθόδους πάλης και -και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία- απόκτησαν τη γνώση ότι
πρέπει να επιβάλεις τα κοινωνικά συμφέροντα με πολιτικά μέσα. Εκεί μάζεψαν τις πρώτες τακτικές
εμπειρίες τους. Η προετοιμασία για την οργάνωση του προλεταριάτου ήταν η εξέγερσή του την 10
Αυγούστου του 1792, για τη διάσωση της Επανάστασης, η οποία απειλούνταν από έξω από τα
φεουδαρχικά στρατεύματα επέμβασης και από μέσα από την όλο και πιο ανοιχτή αντεπανάσταση. Η
μεγαλοαστική τάξη προσπάθησε στο Κοινοβούλιο και στην κυβέρνηση να συνδιαλλαγεί με την
εσωτερική και εξωτερική αντεπανάσταση για να στραγγαλίσει την ίδια την Επανάσταση, εφόσον πίστευε
ότι είχε εξασφαλισμένα τα συμφέροντα της. Στρατιωτικοί σύνδεσμοι εθελοντών των επαρχιών που τους
100
είχαν καλέσει για να υπερασπιστούν στα μέτωπα την πατρίδα που κινδύνευε, συνδέθηκαν με τους
προλετάριους των προαστίων του Παρισιού και σχημάτισαν μια μυστική Κεντρική Επιτροπή[9].

Τα παρισινά τμήματα μετατράπηκαν σε αποφασιστικές οργανώσεις άσκησης εξουσίας. Ηταν συνελεύσεις


συνοικιών της πόλης, που αρχικά είχαν δημιουργηθεί σαν εκλογικές περιφέρειες για να γίνονται
εκλογικές συνελεύσεις. Οι προλετάριοι των παρισινών προαστίων μετέτρεψαν τα τμήματα αυτά στα
πρώτα κέντρα άσκησης πολιτικής δράσης, δίπλα στη νομοθετική συνέλευση, στην οποία η αστική τάξη
είχε την εξουσία. Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει αυτή τη φάση σαν πρώτη μορφή μιας «διπλής
κυριαρχίας».

Στο Δημαρχείο του Παρισιού, οι προλετάριοι ίδρυσαν το δικό τους γραφείο ανταπόκρισης, κατάργησαν
τη διάκριση ανάμεσα στους ενεργητικούς και τους παθητικούς πολίτες, αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν το
βασιλιά. Η Επιτροπή Εξέγερσης, που σχηματίστηκε από τα τμήματα, έλεγχε το στρατό, την Εθνική
Φρουρά και την Αστυνομία, δηλαδή τα κυριότερα όργανα καταστολής της κυβέρνησης.

Η ίδια η εξέγερση και η οργανωμένη προετοιμασία της, έδωσαν στους μαχόμενους προλετάριους
σημαντικές εμπειρίες ταξικής πάλης. Μια από τις κυριότερες εμπειρίες ήταν η κατανόηση της δύναμης
μιας πειθαρχημένης δράσης για ένα καθαρά καθορισμένο στόχο πάλης. Στα τμήματα, οι προλετάριοι
έφεραν δικές τους μορφές οργάνωσης της άσκησης εξουσίας, αρχές του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού,
τις πρώτες μορφές της λειτουργίας μιας λαϊκής δημοκρατικής τάξης, έναν ανώτερο τύπο δημοκρατίας σε
σύγκριση με την αστική αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Η Λαϊκή Δημοκρατική τάξη εμφανίζεται ξανά
με το ιδανικό της «κόκκινης δημοκρατίας» των μεταγενέστερων κομμουνιστών και αναζωογονείται και
πάλι από τους κομμουνάρους του 1871[10].

Στους ακροαριστερούς, που διαμορφώθηκαν στη Γαλλική Επανάσταση, ανήκαν κοντά στους
Εμπερτιστές και οι Λυσσασμένοι (καμιά φορά τους έλεγαν και «Δαιμονισμένους»), οι οποίοι έφτασαν
στο αποκορύφωμα της σημασίας τους το 1793[11].

Ανάμεσα στους ηγέτες τους ήταν οι Ζακ Ρου (Jacqoues Roux), Ζαν Βαλέ (Jean Valet), Τεοφίλ Λεκλέρκ
(Theophile Leclerc), Πιέρ Ντολιβιέ (Pierre Dolivier), Πετιζάν (Petitjean), και Ταμπουρό ντε Μοντινιί
(Taboureau de Montigny). Οι Χαίπνερ και Ζάιντελ-Χαίπνερ (Seidel - Hoppner) έβλεπαν στους
Λυσσασμένους τον «εμβρυακό πυρήνα ενός πληβειακού κόμματος». Οχι βέβαια Κόμμα με τη σημερινή
έννοια, «αλλά ωστόσο την επερχόμενη προαναγγελία ενός τέτιου κόμματος»[12].

Οι Λυσσασμένοι αντιπροσώπευαν εκείνα τα στρώματα των Αβράκωτων, η κοινωνική κατάσταση των


οποίων δε βελτιώθηκε με την Επανάσταση, αλλά αντιθέτως χειροτέρεψε.

Η ανεργία, οι μισθοί πείνας, οι κερδοσκοπικές τιμές για ψωμί και άλλα τρόφιμα προκάλεσαν την οργή
ενάντια στους πλούσιους κερδοσκόπους και τοκογλύφους, οι οποίοι κέρδισαν αμέτρητα πλούτη με τον
πόλεμο και εκθέτανε ξεδιάντροπα και προκλητικά τον πλούτο τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα
πράγματα έφτασαν μέχρι και σε εφόδους στα μαγαζιά, ιδιαίτερα στα αρτοποιεία. Παρ’ όλες τις διαφορές
101
και τις διαφωνίες ανάμεσα στους Εμπερτιστές και τους Λυσσασμένους, από τη μια, και ανάμεσα στους
ηγέτες των Λυσσασμένων, από την άλλη, υπήρχαν και τα κοινά σημεία στα αιτήματά τους για ανώτατο
όριο τιμών για τα τρόφιμα, για κατάσχεση των αποθεμάτων σιταριού, για κρατικό έλεγχο του εμπορίου
σιταριού, για υποστήριξη των φτωχών και των οικογενειών των εθελοντών, οι οποίοι πάλευαν στα
επαναστατικά στρατεύματα στα μέτωπα.

Απαίτησαν θανατική ποινή για τους τοκογλύφους και τους κερδοσκόπους, πρέσβευαν ανοικτά και πολύ
αποφασιστικά την επαναστατική τρομοκρατία ενάντια στους αντεπαναστάτες και τους απατεώνες που
λήστευαν το λαό. Οι πλούσιοι αστοί έπρεπε να πληρώνουν ειδικούς φόρους. Στην πρότασή τους για έναν
αγροτικό νόμο, απαίτησαν τη διανομή της γης προς όφελος των φτωχών αγροτών. Οι Λυσσασμένοι
έβλεπαν τους πλούσιους αστούς σαν κύριο εχθρό. Τα αιτήματά τους ξεπερνούσαν κατά πολύ τους
αριστερούς Ιακωβίνους γύρω από το Ροβεσπιέρο, αλλά με τη δραστηριότητά τους έσπρωχναν τους
τελευταίους σε πράξεις που δεν ήταν πια προς το συμφέρον των Ιακωβίνων. Ο Ρου (Roux), στο
«Μανιφέστο των Λυσσασμένων» την 25 Ιουνίου του 1793, έβαλε το δικαίωμα της ύπαρξης πιο ψηλά από
το δικαίωμα στην ιδιοκτησία. Απ’ ό,τι ξέρω, ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία που στα κοινωνικά
δικαιώματα δόθηκε προτεραιότητα σε σχέση με την ατομική ιδιοκτησία, που τα κοινωνικά δικαιώματα
υψώθηκαν και θεωρήθηκαν πια ανθρώπινα δικαιώματα.

Στην ουσία της, η προπαγάνδα των Λυσσασμένων κατάληγε σε μια κοινωνική επανάσταση, η οποία
αμφισβήτησε την αστική ατομική ιδιοκτησία. Από την άρνηση της φεουδαρχικής ιδιοκτησίας ως την
κατάργηση και της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας υπήρχε μόνο ένα μικρό βήμα στο πεδίο της
νοητικής αφαίρεσης[13].

Η ιστορική προσφορά των Λυσσασμένων σε σχέση με την οργάνωση του προλεταριάτου συνίστατο στην
αναγνώριση του γεγονότος, ότι ο εργαζόμενος λαός έπρεπε να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, ότι έχει
ανάγκη την εξουσία για να εγκαθιδρύσει μια τάξη στην οποία έχει παραμεριστεί η κυριαρχία των
ανθρώπων πάνω στους ανθρώπους και στην προσπάθεια να κάνουν τις διαπιστώσεις τους πράξη. Ο Ζακ
Ρου (Jacques Roux) στράφηκε αποφασιστικά ενάντια στον κατακερματισμό της εξουσίας. Ηταν ένας από
τους πρώιμους αντιπροσώπους μιας ισχυρής, συγκεντρωτικής προλεταριακής κρατικής εξουσίας. Οσο η
Επανάσταση απειλείτο από την εσωτερική και εξωτερική αντεπανάσταση, οι Ιακωβίνοι αναγκάσθηκαν
να ικανοποιήσουν μερικά αιτήματα των Λυσσασμένων. Μόλις έπαψαν να χρειάζονται πια την
υποστήριξη των Λυσσασμένων, στράφηκαν εναντίον των τελευταίων και με αυτό τον τρόπο
φανερώθηκαν τα αστικά ταξικά τους πλαίσια. Οι Ιακωβίνοι ανέπτυξαν με όλα τα διαθέσιμα μέσα μια
εκστρατεία συκοφάντησης ενάντια στους Λυσσασμένους και ιδιαίτερα ενάντια στον Ζακ Ρου. Ο
Ροβεσπιέρος χαρακτήρισε το Ρου «πράκτορα της αντεπανάστασης». Επομένως, οι εκστρατείες
συκοφάντησης, η «απονομιμοποίηση» επαναστατικών οργανώσεων και των αρχηγών τους υπήρχαν ήδη
σε κείνη την εποχή.

Μετά από την πτώση των Ιακωβίνων, η θερμιδοριανή αστική τάξη γιόρτασε με τρελό ξεφάντωμα, ενώ
στις συνοικίες των φτωχών επικρατούσε η πείνα. Νεαροί, βουτυρόπαιδα που ανήκαν στην κυρίαρχη
μεγαλοαστική τάξη, η «χρυσή νεολαία», κυνηγούσαν τους οπαδούς των Ιακωβίνων. Μπορούσαν να
χτυπήσουν μέχρι θανάτου τους επαναστάτες ανοικτά στους δρόμους, χωρίς να τιμωρηθούν. Η
αντεπανάσταση λυσσομανούσε. Παραμερίστηκαν τα δημοκρατικά δικαιώματα και οι ελευθερίες που είχε
αποκτήσει ο λαός. Καταργήθηκε το καθολικό εκλογικό δικαίωμα και παλινορθώθηκε το εκλογικό
δικαίωμα με τιμοκρατικό κριτήριο. Οι «συναθροίσεις» και η συλλογική υποβολή αιτημάτων
απαγορεύτηκαν. Η ελευθερία έκφρασης και τύπου περιορίστηκε ή καταργήθηκε. Οι ταξικές αντιθέσεις

102
είχαν οξυνθεί εξαιρετικά, ο ταξικός ανταγωνισμός έγινε εμπειρικά αισθητός, αντιληπτός και δεν
μπορούσε πια να συγκαλυφθεί με πολιτικές φράσεις.

Στα κρατητήρια της αντεπανάστασης, σχηματίστηκε γύρω από τον Φρανσουά Νοέλ Μπαμπέφ (Francois
Noel Babeuf), που τον έλεγαν και Γράκχο, ο πυρήνας μιας ηγετικής ομάδας, η «συνομωσία των Ισων»,
ενός «Μυστικού Διευθυντηρίου Δημόσιας Σωτηρίας», το πρώτο «Κομμουνιστικό Κόμμα με πραγματική
δράση». Στην ηγετική ομάδα ανήκαν οι Φιλίππο Μισέλ Μπουοναρότι (Filippo Michele Buonarotti),
Ωγκυσταίν Νταρτέ (Augustin Darthe), Σαρλ Ζερμαίν (Charles Germain). Ο Μαρξ περιέγραψε την ίδρυση
του Κόμματος των Μπαμπουβιστών ως εξής: «Την πρώτη εμφάνιση ενός Κομμουνιστικού Κόμματος με
πραγματική δράση βρίσκουμε μέσα στους κόλπους της αστικής επανάστασης, τις στιγμές που έχει
παραμεριστεί η συνταγματική μοναρχία. Οι πιο συνεπείς Ρεπουμπλικανοί, στην Αγγλία οι Νίβελλερ, στη
Γαλλία οι Μπαμπέφ, Μπουοναρόττι, κλπ. είναι οι πρώτοι που έχουν προκηρύξει αυτά τα «κοινωνικά
ζητήματα». Η «Συνομωσία του Μπαμπέφ», γραμμένη από το φίλο και σύντροφό του Μπουοναρόττι,
δείχνει πως αυτοί οι Ρεπουμπλικανοί άντλησαν από την ιστορική «κίνηση» τη γνώση, ότι με τον
παραμερισμό του κοινωνικού ζητήματος της μοναρχίας και της δημοκρατίας δεν έχει λυθεί ακόμα
κανένα «κοινωνικό ζήτημα» με την έννοια του προλεταριάτου»[14].

Σκοπός του Κόμματος ήταν να πάει την Επανάσταση πιο πέρα από το στενό αστικό της πλαίσιο. Ηταν η
ίδρυση μιας κομμουνιστικής κοινωνίας. Οι Μπαμπουβιστές ήξεραν ότι ο κομμουνιστικός στόχος δεν
μπορούσε να πραγματοποιηθεί με μιας. Σαν πρώτο στόχο, προσανατολίστηκαν στην αποκατάσταση του
δημοκρατικού Συντάγματος του 1793. Για να πετύχουν τον στόχο τους, επιδίωξαν ένα είδος «λαϊκό
μέτωπο» με αριστερούς Ιακωβίνους, Λυσσασμένους και Εμπερτιστές οι οποίοι εξακολουθούσαν όλοι
τους να διαθέτουν επιρροή στις μάζες. Οι Μπαμπουβιστές ήδη ξεχώρισαν ανάμεσα σε ένα μίνιμουμ και
ένα μάξιμουμ πρόγραμμα. Το μίνιμουμ πρόγραμμα δεν ήταν ακόμα κομμουνιστικό. Περιλάμβανε
δημοκρατικά και κοινωνικά αιτήματα για τα οποία νόμιζαν ότι μπορούσαν να κερδίσουν πλειοψηφίες:
Δωρεάν παροχή ψωμιού και ρούχων από τα δημόσια αποθέματα, στέγαση των φτωχών στις βίλες των
πλουσίων, επιστροφή των περιουσιακών τους στοιχείων από τα ενεχυροδανειστήρια, γενικός λαϊκός
εξοπλισμός, απαγόρευση δημοσίευσης για όλους τους εχθρούς της νέας αυτής τάξης, κατάσχεση όλων
των αγαθών των μεταναστών και εχθρών του λαού, κρατικό μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου,
εφαρμογή της υποχρέωσης να δουλεύουν όλοι όσοι είναι ικανοί για εργασία, κατάργηση του προνομίου
της μόρφωσης[15].

Σαν βάση για το μάξιμουμ πρόγραμμα, έπρεπε να χρησιμεύσουν τα «λαϊκά αγαθά» τα οποία θα
δημιουργούνταν από τα χωράφια των εκκλησιών και των μεταναστών, που δεν είχαν ακόμα πουληθεί,
καθώς και από την ιδιοκτησία των εχθρών του λαού. Οι μικρές αγροτικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις θα
συνέχιζαν ακόμα να υπάρχουν για ένα διάστημα. «Η οριστική αναίρεση της ατομικής ιδιοκτησίας πρέπει
να πραγματοποιηθεί σιγά-σιγά, στη διάρκεια μιας μακρύτερης μεταβατικής περιόδου, με τη βοήθεια μιας
σειράς από φορολογικά-πολιτικά και κληρονομικά-νομικά μέτρα»[16]. Είναι φανερό ότι οι
Μπαμπουβιστές ήδη είχαν συλλάβει μια μακρύτερη μεταβατική περίοδο από τον καπιταλισμό στο
σοσιαλισμό και, μάλιστα, σε μια εποχή, όπου ο καπιταλισμός βρισκόταν ακόμα σε μια ανοδική φάση της
ανάπτυξής του. Ενδιαφέρον έχει ότι οι Μπαμπουβιστές ήδη είχαν προβλέψει ένα «οικονομικό διάταγμα»,
το οποίο υπάρχει σαν σχέδιο. Σύμφωνα με αυτό, οι Μπαμπουβιστές πρόβλεπαν ήδη μια «κεντρική
διεύθυνση και σχεδιασμό της παραγωγής, καθώς και καταμερισμό του εργατικού δυναμικού»[17]. Ο
Μπουοναρόττι έγραφε για το οικονομικό αυτό διάταγμα: «Οπως είναι γνωστό, η ίδρυση μιας μεγάλης,
εντελώς εθνικής κοινότητας αγαθών ήταν ο τελικός στόχος όλων των προσπαθειών της Επιτροπής
Εξέγερσης. Παρ’ όλα αυτά, επιφυλασσόταν να τη διατάξει αμέσως μετά από τη νίκη και να αναγκάσει
τους αντίπαλους να συμμετάσχουν. Η κάθε ατομική άσκηση βίας, η κάθε αλλαγή που δεν θα είχε
διαταχθεί με το νόμο, θα απαγορευόταν και θα τιμωρούνταν. Η Επιτροπή είχε τη γνώμη ότι ο νομοθέτης

103
έπρεπε να πράττει με τέτιο τρόπο, ώστε ο λαός στο σύνολό του να απαιτήσει τελικά από ανάγκη και
συμφέρον να εξοστρακίσει την ιδιοκτησία»[18].

Δε χωράει αμφιβολία ότι η υπόδειξη να μην παραπλανηθεί κανείς και να απομακρυνθεί από τους
επαναστατικούς στόχους από τις «εξυπνάδες και τις υπερβολές» των «όμορφων πνευμάτων» είναι
αξιοσημείωτη[19]. Είναι φανερό ότι οι Μπαμπουβιστές είχαν στην εποχή τους ήδη κάποιες εμπειρίες με
τέτιους λογοτέχνες και καλλιτέχνες οι οποίοι βρίσκονταν υπεράνω πεζών πραγμάτων όπως η παραγωγή,
η διανομή, η οικοδόμηση κατοικιών, η λαϊκή μόρφωση, η περίθαλψη κλπ. και που εμπόδιζαν με
ψευδαίσθητες ιδέες την επίλυση επειγόντων κοινωνικών καθηκόντων διευκολύνοντας την αποσυνθετική
δραστηριότητα της αντεπανάστασης.

Οι Μπαμπουβιστές, εξαναγκασμένοι να δουλεύουν στην παρανομία, εξαιτίας των κατασταλτικών


διώξεων, ανέπτυξαν μεθόδους και αρχές της κομματικής δουλιάς κάτω από παράνομες συνθήκες. «Το
κίνημα είναι οργανωμένο σε μικρές ομάδες, που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, ώστε η ενδεχόμενη
ανακάλυψή τους δεν μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την όλη οργάνωση. Σε όλες τις συνοικίες της πόλης,
δουλεύουν οι δάσκαλοι των ομάδων. Μέσω διασυνδέσεων, κρατάνε επαφή με τη μυστική Κεντρική
Επιτροπή. Διαδίδουν προπαγανδιστικό υλικό και ενημερώνουν την Κεντρική Επιτροπή για τις διαθέσεις
των εργαζόμενων μαζών και για τον αριθμό των μελών και των δυνάμει συναγωνιστών. Η Κεντρική
Επιτροπή συνεδριάζει σε σπίτια. Ενα από τα μέλη της φροντίζει για την ογκώδη αλληλογραφία με τους
οπαδούς στα τμήματα και στις βόρειες συνοικίες»[20]. Το απόσπασμα αυτό θα μπορούσε να βρίσκεται
και στο «Τι να κάνουμε;» του Λένιν. Ηταν πολλές και διάφορες οι μορφές της προφορικής και της
γραπτής προπαγάνδας. «Τραγουδάνε, κάνουν προπαγάνδα σε καφενεία, σε δημόσιους τόπους και στις
ουρές στα μαγαζιά τροφίμων, διαδίδουν προκηρύξεις, φέιγ βολάν και κολλάνε αφίσες... Στο πρώτο μισό
του Απρίλη (1796) εμφανίζεται το ένα φέιγ βολάν μετά το άλλο. Ανάμεσα στις 9 και 11 Απριλίου 1796 οι
εργάτες του Παρισιού διαβάζουν στους τοίχους πολυάριθμα τοιχοκολλημένα χαρτιά με τα 15
προγραμματικά άρθρα της «Ανάλυσης της Διδασκαλίας του Μπαμπέφ», την οποία πιθανόν, συνέταξε ο
Μπουοναρότι και που προκαλούν αρκετό σάλο ώστε να τυπωθούν από μερικές εφημερίδες σαν «δείγμα
θρασύτητας»[21]. Η αντιδραστική μπουρζουαζία απειλεί με θανατική ποινή «καθένα που προπαγανδίζει
προφορικά ή γραπτά τη διάλυση της κυβέρνησης και της Εθνικής Αντιπροσωπείας, το Σύνταγμα του
1793 ή οποιαδήποτε μορφή διανομής της ιδιοκτησίας». Αυτό ίσχυε και για τυπογράφους, διανομείς ή
πωλητές συγγραμμάτων και αφισοκολλητές[22]. Το Κόμμα των Μπαμπουβιστών είναι στην παγκόσμια
ιστορία η πρώτη απόπειρα σύνδεσης της Κομμουνιστικής θεωρίας με την πράξη, η πρώτη προσπάθεια να
χρησιμοποιηθεί η θεωρία σαν όπλο στον πρακτικό ταξικό αγώνα, «σαν βία που επαναστατικοποιεί τις
μάζες». Αυτό της επιτρέπει «μια νέα, διαλεκτική σχέση θεωρίας και πράξης. Βέβαια, και ο κομμουνισμός
των αριστερών Διαφωτιστών ήθελε να αλλάξει τον κόσμο, αλλά υπόταξε την πράξη στη θεωρία και
προσπαθούσε να διαπλάσει τον κόσμο σύμφωνα με τα σχέδιά του μέσω της διαφώτισης, της
διαπαιδαγώγησης και της έκκλησης στη λογική. Η κομμουνιστική θεωρία του Μπαμπέφ, αντιθέτως
υφίσταται κάθαρση με το βάπτισμα του πυρός του πληβειακού κινήματος στην Επανάσταση». Ούτε ο
Μπαμπέφ, άλλωστε, δεν μπορούσε ακόμα να συμπεράνει την ιστορική κίνηση από τους οικονομικούς
νόμους της καπιταλιστικής κοινωνίας[23].

Η Γαλλική Επανάσταση είχε φτάσει με το επαναστατικό κίνημα του Κοινωνικού Κύκλου και τους
Μπαμπουβιστές, στην πρώτη της κορύφωση, είχε παραγάγει την κομμουνιστική ιδέα. «Η ιδέα αυτή με
συνέπεια επεξεργασμένη είναι η ιδέα της νέας παγκόσμιας κατάστασης». Οι ιδέες όμως, δεν μπορούν να
διαπράξουν τίποτα. «Για να υλοποιηθούν οι ιδέες χρειάζονται οι άνθρωποι, οι οποίοι προσφέρουν μια
πρακτική δύναμη»[24]. Για να υλοποιηθεί η κομμουνιστική ιδέα, χρειάζεται οργάνωση, χρειάζεται
επαναστατικό κόμμα. Η αθάνατη προσφορά του Μπαμπέφ και των φίλων και συναγωνιστών του, είναι το
ότι δημιούργησαν αυτό το Κόμμα στην εμβρυακή, προ-επιστημονική μορφή του, και ας έχουν ηττηθεί
«για μια στιγμή», από την άποψη της παγκόσμιας ιστορίας.
104
Ο «ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΧΑΡΤΗ» ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΑΖΙΚΟ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΟ ΚΟΜΜΑ
ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Αυτό το Κόμμα θα μπορούσε να είχε δημιουργηθεί μονάχα στην Αγγλία. Στη χώρα αυτή αναπτύχθηκε
στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα η σύγχρονη μεγάλη βιομηχανία. Κατασκευάσανε σιδηρόδρομους,
αναπτύχθηκε η βιομηχανία άνθρακα και χάλυβα, κατασκευάσανε μηχανές και εργαλεία. Συντελέστηκε
μια δεύτερη βιομηχανική επανάσταση. Συγκεντρώθηκαν μάζες εργατών στις πόλεις και στις μεγάλες
επιχειρήσεις. Απέναντι στην πολιτικά συνειδητή αναδυόμενη πλούσια και βιομηχανική αστική τάξη η
μαζική εξαθλίωση του προλεταριάτου, όπως το περιγράφει ο Φρ. Ενγκελς στο έργο του «Η κατάσταση
της εργατικής τάξης στην Αγγλία» και όπως το διαβάζουμε στις αναφορές των επιθεωρητών των
εργοστασίων στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου» του Κ. Μαρξ, που παρατίθενται εκτενώς. Η κατάσταση
στα εργοστάσια, στα ανθρακορυχεία και στις προλεταριακές συνοικίες των μεγάλων πόλεων βρήκαν τη
θεωρητική τους αντανάκλαση στην έννοια «καπιταλισμός του Μάντσεστερ». Αν η Αγγλία ήταν η χώρα,
στην οποία ο καπιταλισμός για πρώτη φορά δημιουργήθηκε στην κατ’ εξοχήν «καθαρή» μορφή του, ήταν
και η χώρα των πρώτων μεγάλων ταξικών μαχών στην «καθαρή μορφή» τους ανάμεσα στην αστική τάξη
και το προλεταριάτο. Ταξικές μάχες, στις οποίες η αστική τάξη έριχνε ένοπλες δυνάμεις, εν μέρει
διαστάσεων ενός στρατού, ενάντια στους διαδηλωτές και απεργούς εργάτες.

Αν οι Ισοπεδωτές και η Κοινωνία των Ισων είχαν δημιουργηθεί στις αστικές αντιφεουδαρχικές
επαναστάσεις, οι προλεταριακές μαζικές οργανώσεις δημιουργήθηκαν στην ταξική πάλη ενάντια στην
αστική τάξη.

Κατά το τέλος της δεκαετίας του ’20, αρχές δεκαετίας του ’30 του 19ου αιώνα, δημιουργήθηκαν τα
πρώτα συνδικάτα στο Ηνωμένο Βασίλειο (περιλαμβάνει: Αγγλία, Σκωτία, Ιρλανδία. Από ‘δω και πέρα
χρησιμοποιούμε τα αρχικά ΗΒ)[25].

Το 1829 οι εργάτες των βαμβακοκλωστηρίων της Αγγλίας, Σκωτίας και Ιρλανδίας ίδρυσαν ένα
συνδικάτο στα πλαίσια του ΗΒ, τη Μεγάλη Γενική Ενωση του Ηνωμένου Βασιλείου. Αρχηγός της ήταν
ο Τζον Ντόχερτι (John Doherty) από το Λάνκασαϊρ (Lancashire), ένας ηγέτης των εργατών με πείρα στην
οργάνωση νόμιμων και παράνομων συνδικάτων. Το 1830, ο Ντόχερτι προσπάθησε με επιτυχία να
ιδρύσει ένα συνδικάτο για τους εργάτες όλων των βιομηχανικών κλάδων στο ΗΒ, τον «Εθνικό Σύνδεσμο
για την Προστασία της Εργασίας». Ο Σύνδεσμος αυτός μεγάλωσε με γρήγορους ρυθμούς, έφτασε τα
100.000 μέλη και έβγαζε μια εβδομαδιαία εφημερίδα με τιράζ 3.000 αντίτυπα. Δεν πρέπει να κρίνουμε
τους αριθμούς αυτούς κυκλοφορίας με βάση τα σημερινά κριτήρια. Παίρνοντας υπόψη τον πληθυσμό
τότε και το γεγονός ότι λίγοι μονάχα εργάτες ήξεραν να διαβάζουν, τα 3.000 αντίτυπα ήταν σχετικά ψηλό
τιράζ, που, ωστόσο, ξεπεράστηκε σύντομα από άλλες εφημερίδες εργατικών οργανώσεων στις δεκαετίες
του ’30 και ’40.

Ο Σύνδεσμος αυτός των συνδικάτων που ίδρυσε ο Ντόχερτι, είχε μικρή ζωή. Ομως, όλο και
δημιουργούνταν νέα συνδικάτα. Η εργατική δύναμη σαν εμπόρευμα, όπως όλα τα άλλα, υπόκειται στον
καπιταλισμό στο νόμο του ανταγωνισμού. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους ίδιους τους εργάτες τίναξε
ξανά και ξανά στον αέρα τις οργανώσεις τους. Σε τελευταία ανάλυση, όμως, οι εργάτες είχαν ένα κοινό
συμφέρον απέναντι στους καπιταλιστές, δηλαδή να κρατήσουν το μισθό τους. Αυτό το κοινό συμφέρον
τους ένωσε σε μια κοινή σκέψη της αντίστασης, τους πίεζε στο να συνασπιστούν. Ο συνασπισμός αυτός
είχε «διπλό σκοπό»: από τη μια, να καταργήσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργατών και, από την άλλη,
105
να προβάλει αντίσταση στους καπιταλιστές. Ετσι, διαμορφώθηκαν οι συνεταιρισμοί στο βαθμό που οι
καπιταλιστές από την πλευρά τους ενώνονταν για να σπάσουν την αντίσταση των εργατών. Τελικά,
«απέναντι στο κεφάλαιο, που συνεχώς ενώνεται,... η διατήρηση των (εργατικών μ.τ.φ.) συνεταιρισμών
γίνεται όλο και πιο αναγκαία, ως συνεταιρισμών των μισθωτών... Στον αγώνα αυτό -έναν πραγματικό
εμφύλιο πόλεμο- ενώνονται και αναπτύσσονται όλα τα στοιχεία για μια ερχόμενη μάχη. Ο συνασπισμός,
όταν φτάσει σε αυτό το σημείο, παίρνει πολιτικό χαρακτήρα»[26].

Οι εργάτες είχαν καταλάβει ότι ο οικονομικός ταξικός αγώνας ενάντια στο κεφάλαιο δεν αρκούσε για να
τους προστατέψει από νέες μορφές καταπίεσης και αυξανόμενης εκμετάλλευσης. Χρειάστηκε πολιτική
δράση γι’ αυτό Δεν είχαν δείξει οι καπιταλιστές, τι μπορείς να καταφέρεις με τη βοήθεια της
κοινοβουλευτικής εξουσίας; Η απάντηση έμοιαζε απλή: Να κερδίσεις ψήφους για τους αντιπροσώπους
της εργατικής τάξης, να εκμεταλλευτείς την κοινοβουλευτική δύναμη προς το συμφέρον της εργατικής
τάξης. Για να γίνει αυτό, όμως, οι αρχηγοί των εργατών έπρεπε πρώτα να μπουν στο Κοινοβούλιο.

Ετσι δημιουργήθηκε το κίνημα για το γενικό εκλογικό δικαίωμα με μυστική ψηφοφορία, ένα αίτημα το
οποίο ήδη είχαν προβάλει οι «αληθινοί» Ισοπεδωτές. Η κυβέρνηση απαγόρευε τα κινήματα για το
εκλογικό δικαίωμα των εργατών, σαν «παράνομα και επικίνδυνα για τη δημόσια τάξη». Εστειλε 800
αστυνομικούς για να κάνουν έφοδο σε ένα μαζικό συλλαλητήριο εργατών που είχαν αγνοήσει την
απαγόρευση κοντά στο Κινγκς Κρος (Kings’ Cross) στις 13 ΜαAου 1833. Στην αψιμαχία που
προκλήθηκε από την αστυνομία, οι εργάτες σκότωσαν έναν αστυνομικό. Στη δίκη που έστησε η
κυβέρνηση ενάντια στους κατηγορούμενους εργάτες, οι ένορκοι αθώωσαν τους εργάτες. Η κυβέρνηση
υπέστη μια αισθητή πολιτική ήττα.

Οι ταξικοί αγώνες γύρω από κοινοβουλευτική μεταρρύθμιση έφτασαν σε ένα νέο, ανώτερο στάδιο στο
κίνημα για ένα «Λαϊκό Χάρτη» (Λαϊκό Σύνταγμα) που έδωσε στο κίνημα και το όνομα, δηλαδή
Χαρτιστές, με το οποίο μπήκε στην ιστορία. Το 1837, οι συμμετέχοντες σε μια συνέλευση του
«Συνδέσμου των εργατών του Λονδίνου» ενέκριναν μια αίτηση που περιλάμβανε έξι σημεία σαν βάση
ενός Λαϊκού Συντάγματος και που δημοσιεύτηκαν την Ανοιξη του 1838:

1. Γενικό εκλογικό δικαίωμα για όλους τους άντρες από το 21ο έτος της ηλικίας τους. Στο πρώτο σχέδιο
του Χάρτη, είχε προβλεφτεί και το εκλογικό δικαίωμα των γυναικών, το οποίο σβήστηκε πάλι στη
διάρκεια της συζήτησης. Δεν είχε φτάσει μέχρι εκεί η χειραφέτηση των γυναικών, ούτε στο νεαρό
εργατικό κίνημα[27].

2. Μυστική ψηφοφορία (εφαρμόστηκε το 1872).

3. Πληρωμή επιδομάτων στους βουλευτές για να υπάρχει η δυνατότητα συμμετοχής ως βουλευτών στο
Κοινοβούλιο και των απόρων εργατών (εφαρμόστηκε το 1911).

4. Κατάργηση του κριτηρίου έγγειας ιδιοκτησίας για τους βουλευτές. Μέχρι τώρα ήταν εκλέξιμοι μόνο
εκείνοι οι βουλευτές, που είχαν γαίες αξίας 300 λιρών (πολύ ψηλό ποσό εκείνη την εποχή. Μπορούμε να
106
το συγκρίνουμε με 4.000 χρυσά Μάρκα, περίπου, στη γερμανική Αυτοκρατορία). (Το 1918 καταργήθηκε
κάθε κριτήριο ιδιοκτησίας στο αγγλικό εκλογικό Δίκαιο).

5. Καταμερισμός σε όμοιες εκλογικές περιφέρειες. Υπήρχαν εκλογικές περιφέρειες με ελάχιστους


μονάχα κατοίκους ή και καθόλου, εκτός από τον ιδιοκτήτη της γης. Ηταν τα λεγόμενα «Rotten
Boroughs» («σάπιες περιφέρειες»), που ωστόσο, μπορούσαν να εκλέξουν τον ίδιο αριθμό βουλευτών με
τις πολυπληθείς συνοικίες της πόλης, ιδιαίτερα εκείνες στις οποίες βρίσκονταν συνωστισμένοι οι
προλετάριοι. Υπήρχαν «εκλογικές περιφέρειες» οι οποίες βρίσκονταν στο πάτο της θάλασσας εξαιτίας
της μετακίνησης των ακτών.

Ο ιδιοκτήτης της γης έκανε, την ημέρα των εκλογών, μια βόλτα με τη βάρκα για να ανταποκριθεί στο
«εκλογικό καθήκον» του. (Το αίτημα αυτό έγινε διαδοχικά πράξη από το 1885 μέχρι το 1915).

6. Ετήσιες βουλευτικές εκλογές. (Αυτό το φανερά μη-ρεαλιστικό αίτημα δεν μπόρεσε να


πραγματοποιηθεί).

«Αυτά τα έξι σημεία» έγραφε ο νεαρός Φρίντριχ Ενγκελς το 1845, «που περιορίζονται όλα στη σύνθεση
της Κάτω Βουλής, μπορεί να μοιάζουν αθώα, αλλά, ωστόσο, αρκούν για να συντρίψουν το αγγλικό
Σύνταγμα με τη βασίλισσα και την Ανω Βουλή μαζί»[28]. Αν και οι δύο θεσμοί ήταν εκείνη την εποχή
«μόνο φαινομενικά υπαρκτοί», όμως η αστική τάξη «ενδιαφερόταν για την φαινομενική διατήρησή
τους». Ο Αγγλος Χαρτιστής, κατά τον Ενγκελς, ήταν κάτι «περισσότερο από σκέτο Ρεπουμπλικανό» και
η δημοκρατία του δεν ήταν «μονάχα σκέτα πολιτική»[29].

Ο Ενγκελς παραθέτει έναν Μεθοδιστή κληρικό και κοινωνικό μεταρρυθμιστή, τον Τζότζεφ Ρέινερ
Στέφενς (Joseph Rayner Stephens) ο οποίος είπε το 1838 στο μαζεμένο λαό του Μάντσεστερ, ότι δεν
χρειάζεται να φοβάται τις ξιφολόγχες και τα κανόνια των καταπιεστών του και τους έδωσε μια, για έναν
κληρικό, πολύ περίεργη συμβουλή: «...Χρειάζεστε μονάχα να πάρετε μερικά σπίρτα και ένα μάτσο άχυρο
που είναι ποτισμένο με πίσσα και θα δούμε τι θα κάνει η κυβέρνηση με τις εκατοντάδες χιλιάδες
στρατιώτες της ενάντια σε αυτό το όπλο, εφόσον χρησιμοποιηθεί θαρραλέα».

Σε μια άλλη διαδήλωση στο Μάντσεστερ, ο Στέφενς δήλωσε μπροστά σε 200.000 συμμετέχοντες: «Το
κίνημα των Χαρτιστών, αγαπητοί φίλοι, δεν είναι κανένα πολιτικό ζήτημα με θέμα, πώς θα αποκτήσετε
το εκλογικό δικαίωμα κλπ. Το κίνημα των Χαρτιστών είναι ζήτημα μαχαιριού και πηρουνιού. Ο Χάρτης
πάει να πει: καλό σπίτι, να τρως και να πίνεις καλά, καλή ζωή και λίγες ώρες εργασίας»[30]. Φυσικά, θα
ήταν μονόπλευρο και από άποψη περιεχομένου λάθος να περιορίσει κανείς το κίνημα των Χαρτιστών στο
κοινωνικό ζήτημα.

Ομως, ο υπερτονισμός του κοινωνικού περιεχομένου του κινήματος των Χαρτιστών -κατανοητός στην
εποχή του- μας δείχνει καθαρά, ότι οι Χαρτιστές δεν προωθούσαν αφηρημένα πολιτικά αιτήματα, δεν
προωθούσαν απλώς έτσι το γενικό εκλογικό δικαίωμα, αλλά το προωθούσαν σαν πολιτικό μέσο για την
πραγματοποίηση κοινωνικών, ιδιαίτερα οικονομικών αιτημάτων.
107
Ο χωρισμός αυτός του κοινωνικού περιεχομένου από την πολιτική του μορφή δεν ήταν, ούτε στην
ήπειρο, σπάνιο φαινόμενο στους ιδεολόγους των μυστικών κομμουνιστικών κοινοτήτων μέχρι μέσα στη
δεκαετία του ’40. Η πλειοψηφία των εργατών κατανοούσαν την πολιτική απλώς και μόνο εντελώς σαν
κάτι τι το αστικό. Περιόριζαν την πολιτική εντελώς εμπειρικά σε δολοπλοκίες, μάχες για την εξουσία,
καριεριστικές μηχανορραφίες για υπουργικές καρέκλες, διαφθορά, εκλογική απάτη, αγορά ψήφων, μια
μέθοδο αξιότιμων πολιτικών στις εκλογικές μάχες, που ήταν διαδομένη ιδιαίτερα στο ΗΒ. Κατανοούσαν
συχνά έτσι και απόρριπταν την πολιτική και τις πολιτικές μάχες με αυτή την έννοια, επειδή οι κοινωνικές
συνθήκες παρέμειναν ανέγγιχτες από τις πολιτικές αλλαγές. Ετσι, Ο Σαρλ Φουριέ (Charles Fourier), ένας
από τους σημαντικότερους ουτοπιστές σοσιαλιστές, είχε ζήσει 14 διαφορετικές μορφές κυβέρνησης, από
την απόλυτη μοναρχία μέχρι τη μοναρχία του Ιούλη. Και τι είχε αλλάξει για το λαό; Τίποτα!! Που είναι
το περίεργο, όταν ο λαός απορρίπτει την πολιτική σαν κακό; Στο γαλλικό εργατικό κομμουνισμό, μπορεί
κανείς να διακρίνει δύο κατευθύνσεις: αυτή του Ετιέν Καμπέ (Etienne Cabet), ο οποίος πρέσβευε τον
πολιτικό αγώνα για την κατάκτηση της εξουσίας, αλλά που με συνέπεια αρνούνταν την κοινωνική
επανάσταση, αφού πίστευε ότι όποιος έχει την πολιτική εξουσία θα μπορούσε να φέρει την
κομμουνιστική κοινωνία μέσω μεταρρυθμίσεων. Συνεπείς ήταν οι αντιπρόσωποι της επαναστατικής
κατεύθυνσης του γαλλικού εργατικού κομμουνισμού, από τους οποίους οι πιο γνωστοί ήταν ο Αουγκίστ
Μπλανκί (Auguste Blanqui), Τεοντόρ Ντεζαμί (Theodore Dezamy) και Ζαν Σαραβαί (Jean Charavay).
Ηταν πρέσβεις της ιδέας της επαναστατικής δικτατορίας παρόμοια με τον Μπαμπέφ.

Η επανάσταση, πάντως, έπρεπε να διεξαχθεί από μια μειοψηφία επαναστατών. Τέτιες αντιλήψεις είχε και
ο Βίλχελμ Βάϊτλινγκ (Wilhelm Weitling), ο πιο γνωστός Γερμανός ουτοπιστής κομμουνιστής. Μερικοί
αντιπρόσωποι του ουτοπικού εργατικού κομμουνισμού ήταν κοντά στην ιδέα της ενότητας των πολιτικών
και κοινωνικών επαναστατικών ανατροπών. Στους τελευταίους, ανήκαν ακριβώς οι Χαρτιστές, οι πιο
σημαντικοί αντιπρόσωποι των οποίων ήταν οι Τζορτζ Τζούλιαν Χάρνεϊ (George Julian Harney) και
ΟυAλιαμ Τζονς (William Jones)[31].

Το κίνημα των Χαρτιστών ήταν ένα σημαντικό βήμα μπροστά στην εξέλιξη της αγγλικής εργατικής
τάξης, από μια τάξη «καθεαυτή» σε μια τάξη «για τον εαυτό της». Ο Ενγκελς περιέγραψε αυτή τη
διαδικασία της εξέλιξης: «Το κίνημα των Χαρτιστών είναι η συμπυκνωμένη μορφή της αντιπολίτευσης
κατά της αστικής τάξης. Στις διαδικασίες και στις συνελεύσεις, η αντιπολίτευση πάντα έμεινε
μεμονωμένη. Ηταν εργάτες ή τμήματα εργατών που πάλευαν μόνα τους ενάντια σε επί μέρους αστούς.
Οταν ο αγώνας γινόταν γενικός αυτό δεν οφειλόταν σε καμιά πρόθεση των εργατών και όταν αυτό
γινόταν με πρόθεση, τότε ήταν η πρόθεση του κινήματος των Χαρτιστών πίσω από αυτή. Στο κίνημα των
Χαρτιστών, όμως, η εργατική τάξη στο σύνολό της ξεσηκώνεται ενάντια στην αστική τάξη και επιτίθεται
πρώτα-πρώτα στην πολιτική εξουσία των αστών, στον νομικό τοίχο με τον οποίο αυτοί περιτριγύριζαν
τον εαυτό τους»[32].

Ούτε, όμως, στο κίνημα των Χαρτιστών η ηγεσία δεν ήταν ομογενής. Εκτός από την «αριστερή» πτέρυγα
γύρω από τους Χάρνεϊ, Τζονς και Μπροντέρ Ο’ Μπράϊαν (Bronterre O’ Brien) υπήρχε και μια «δεξιά»
πτέρυγα, καθώς και αυτοί που αντιπροσώπευαν διάφορες αποχρώσεις ανάμεσα στις δύο πτέρυγες.
Ιδιαίτερα στο Λονδίνο, οι εκπρόσωποι της «δεξιάς» πτέρυγας είχαν σημαντική επίδραση. Οι
αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους εκπροσώπους των διαφόρων κατευθύνσεων καθυστερούσαν ή και
εμπόδιζαν τη διεξαγωγή μαζικής δράσης, εξαιρουμένων των αιτήσεων προς το Κοινοβούλιο. Στο Βόρειο
τμήμα της Αγγλίας, ιδιαίτερα στις περιοχές της εξορυκτικής βιομηχανίας, κυριαρχούσαν οι «αριστεροί»
αρχηγοί. Τον Ιούλιο του 1839, υποβλήθηκε το Σχέδιο ενός «Λαϊκού Χάρτη» στο Κοινοβούλιο, σαν
αίτηση. Η αίτηση ήταν υπογεγραμμένη από 1.200.000 ανθρώπους. Δηλαδή, από περισσότερους από το
σύνολο των πολιτών με εκλογικό δικαίωμα στο ΗΒ, που ήταν 839.000. Η κυβέρνηση απάντησε στην
108
αίτηση με βάναυση αστυνομική βία ενάντια στις εργατικές συνελεύσεις στο Μπέρμινγκαμ
(Birmingham), με απαγόρευση των συνελεύσεων και με συλλήψεις εργατικών αρχηγών και αγκιτατόρων.

Επειτα, χιλιάδες εργάτες των ανθρακορυχείων και του μετάλλου στη Ν. Ουαλία εξοπλίστηκαν με όπλα
αυτοσχέδια και παρέλασαν προς το Νιούπορτ (Newport) για να απελευθερώσουν τους φυλακισμένους
ηγέτες τους. Η κυβέρνηση έστειλε μονάδες του στρατού ενάντια στους εργάτες. Δέκα εργάτες
σκοτώθηκαν και πάνω από 50 τραυματίστηκαν. Οι ηγέτες της διαδήλωσης εκτοπίστηκαν και οι
περισσότεροι αρχηγοί των Χαρτιστών σε όλο το ΗΒ συνελήφθησαν.

Οταν, το 1840, αποφυλακίστηκαν οι αρχηγοί των Χαρτιστών, το κίνημα αυτό αναπτερώθηκε εκ νέου. Οι
αρχηγοί της «αριστερής» πτέρυγας κυριαρχούσαν. Ετσι, τον Ιούλιο του 1840, δημιουργήθηκε ο «Εθνικός
Συνεταιρισμός του Χάρτη», το πρώτο μαζικό προλεταριακό κόμμα στην παγκόσμια ιστορία με μια
εκλεγμένη Κεντρική Επιτροπή (Εκτελεστική Επιτροπή), 40.000 μέλη οργανωμένα σε 400 τοπικά
τμήματα/κύκλους, που πλήρωναν τακτικές συνδρομές. Εβγαζαν μια εφημερίδα σαν κεντρικό όργανο «Ο
Πολικός Αστέρας». Οι Χαρτιστές, με την ίδρυση ενός κόμματος, είχαν δημιουργήσει πια μια οργάνωση
με την οποία μπορούσαν να ανεβάσουν την ταξική πάλη σε ένα νέο, ανώτερο στάδιο. Η ιστορική
σημασία συνίσταται στο γεγονός ότι οι Χαρτιστές είχαν αναγνωρίσει, ότι χωρίς επαναστατικό κόμμα της
εργατικής τάξης δεν μπορεί να υπάρξει πολιτικός ταξικός αγώνας, ούτε προλεταριακή επανάσταση, ότι η
εργατική τάξη χωρίς καθοδήγηση από το Κόμμα της, δεν μπορεί να κάνει κοινωνικές προόδους
διαρκείας.

Το Κόμμα των Χαρτιστών προετοίμασε μια δεύτερη αίτηση προς το Κοινοβούλιο, αυτή τη φορά και με
οικονομικές απαιτήσεις πέρα από τις πολιτικές: υψηλότεροι μισθοί, λιγότερες ώρες δουλιάς. Με τη
δεύτερη αυτή αίτηση το Κόμμα προκάλεσε μια μαζική εξόρμηση: 3.315.000 εργαζόμενοι υπέγραψαν την
αίτηση. Στις διαδηλώσεις, οι εργάτες έριχναν αγωνιστικά συνθήματα: «Ειρηνικά, αν γίνεται. Με τη βία,
αν είναι ανάγκη».

Το Μάη του 1842, πραγματοποιήθηκε ένα κύμα από απεργίες στις Βόρειες βιομηχανικές περιοχές της
Αγγλίας. Τα αιτήματα δεν ήταν μόνο οικονομικά, αλλά και πολιτικά. Οι συνελεύσεις απεργών εργατών
σε μια συνδιάσκεψη συνδικάτων στο Μάντσεστερ αποφάσισαν ένα ψήφισμα με το οποίο απαίτησαν να
μη δουλέψει καθόλου κανείς μέχρι ο Λαϊκός Χάρτης να γίνει νόμος της χώρας. Στο Λάνκασαϊρ
(Lancashire), έγινε μια γενική απεργία, μια δυνάμει επαναστατική κατάσταση, που, ωστόσο, λόγω της
διάσπασης της ηγεσίας δεν μπόρεσε να αξιοποιηθεί. Αντιπρόσωποι της «δεξιάς» πτέρυγας στην ηγεσία -
ανάμεσά τους ο δημοφιλής και ευφραδής Ιρλανδός ομιλητής Φέργκας Ο’ Κόννορ (Feargus O’ Connor), ο
οποίος είχε διάφορες ταλαντεύσεις - εναντιώθηκαν στις μαζικές δράσεις της εργατικής τάξης, ιδιαίτερα
στη γενική απεργία. Ετσι, η κυβέρνηση μπόρεσε να τσακίσει την απεργία με τα στρατεύματά της. Επειδή
οι απεργοί του Λάνκασαϊρ δεν υποστηρίχτηκαν από τους εργάτες της Ν. Αγγλίας, αναγκάστηκαν να
επιστρέψουν στη δουλιά κάτω από δυσμενέστερους όρους.

Οι «δεξιοί» αρχηγοί των Χαρτιστών στρέφονταν όλο και περισσότερο στον τρεϊντγιουνισμό,
περιορίζοντας τις δραστηριότητές τους στα οικονομικά αιτήματα. Βρήκαν μια κοινωνική βάση στον όλο
και αυξανόμενο αριθμό εξειδικευμένων εργατών, οι οποίοι αυξάνονταν στο βαθμό που αναπτυσσόταν
ραγδαίως η βιομηχανία με περίπλοκες τεχνικές, που δεν μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς
εκπαιδευμένους εργάτες με ειδικότητα. Οι εργάτες αυτοί έπαιρναν ανώτερο μισθό, αφού το κόστος
παραγωγής της εξειδικευμένης εργατικής δύναμης μπαίνει στην αξία της εργατικής δύναμης και ο
109
μισθός, κατά μέσο όρο, αντιστοιχεί σε αυτή την αξία. Προστίθεται ο βαθμός οργάνωσης των συνδικάτων
τον οποίο οι καπιταλιστές πρέπει να λάβουν υπόψη στη μισθολογική τους πολιτική. Ετσι, οι οργανώσεις
των εξειδικευμένων εργατών μπορούσαν να επιβάλουν στους καπιταλιστές ένα ανώτερο επίπεδο μισθών.
Με αυτό τον τρόπο, ήταν δοσμένες πια οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για τη διάσπαση της εργατικής
τάξης. Συχνά, τα συνδικάτα των ειδικευμένων εργατών αρνήθηκαν να δεχτούν ανειδίκευτους εργάτες.
Εφτασε η ώρα των ρεφορμιστών Η ληστεία των αποικιών από την αγγλική μεγαλοαστική τάξη της
επέτρεψε να χρησιμοποιήσει ένα μέρος των παραπανίσιων κερδών της για την αναβάθμιση ενός
τμήματος της εργατικής τάξης. Ετσι, το ΗΒ, αναπτύχθηκε μια εργατική αριστοκρατία, η οποία ζούσε σε
σχετικά ασφαλισμένες μικροαστικές συνθήκες, απομακρύνθηκε από τις επαναστατικές ιδέες του
Χαρτισμού και μετατράπηκε σε κοινωνικό στήριγμα της αστικής τάξης στο εργατικό κίνημα.

Ωστόσο, το 1848, το Κόμμα των Χαρτιστών οργάνωσε ακόμα μια φορά μια μεγάλη πολιτική δράση. Μια
τελευταία αίτηση για το Λαϊκό Χάρτη συγκέντρωσε 2 εκατομμύρια υπογραφές. Η κυβέρνηση, με το
πρόσχημα ότι επίκειτο μια επαναστατική κατάσταση, συγκέντρωσε στο Λονδίνο στρατεύματα: 100.000
άντρες (!) με πυροβολικό (!) και έναν ακόμα μεγαλύτερο αριθμό ειδικών μονάδων της αστυνομίας. Ηταν
μια στρατιά μεγαλύτερη από αυτή που χρησιμοποίησε ο Ουέλινγκτον (Wellington) στη μάχη του
Βατερλώ ενάντια στο Ναπολέοντα το 1815. Το Κοινοβούλιο απέρριψε την αίτηση - ήταν μια «ελεύθερη
δημοκρατική απόφαση βούλησης», θα μπορούσαμε να πούμε σήμερα - και πολλοί αρχηγοί των
Χαρτιστών συνελήφθησαν κατόπιν «δημοκρατικής συναινέσεως». Η κλασική αγγλική κοινοβουλευτική
δημοκρατία έδειξε εκ νέου όλο το κάλλος της.

Τρεις δεκαετίες αργότερα, ο Φρ. Ενγκελς έγραψε στο «The Labour Standard» (Το Λάβαρο της
Εργασίας), τεύχος 5, της 4ης Ιουνίου 1881: «Ετσι, η εργατική τάξη της Μεγάλης Βρετανίας πάλεψε
χρόνια με πάθος και ακόμα με τη χρήση βίας για το Λαϊκό Χάρτη, που έπρεπε να της δώσει αυτή την
πολιτική εξουσία. Ηττήθηκε, αλλά ο αγώνας είχε κάνει τέτια εντύπωση στη νικηφόρα μεσαία τάξη, ώστε
από τότε κιόλας ήταν ευτυχής που εξαγόρασε μια πιο παρατεταμένη ανακωχή με το τίμημα όλο και νέων
παραχωρήσεων στους εργαζόμενους»[33]. Κατά το Λένιν, η Αγγλία έδοσε «στον κόσμο το πρώτο ευρύ,
πράγματι μαζικό, πολιτικά καθαρό προλεταριακό-επαναστατικό κίνημα, το Χαρτισμό...»[34], που από
πολλές απόψεις ήταν μια προετοιμασία του μαρξισμού, ήταν η «προτελευταία λέξη πριν από το
μαρξισμό»[35].

ΣημειώσειςΣημειώσεις

Πρώτο μέρος μελέτης με τίτλο: «Για την πολιτική οργάνωση των κομμουνιστών στην Ιστορία και στη
σημερινή εποχή», που δημοσιεύεται σε συνέχειες, από το τεύχος 2/2000, στο γερμανικό περιοδικό
«Βαϊσενζέερ Μπλέτερ» (Weissenseer Blatter).

[1] Βλ. Auguste Cornu: Karl Marx und Friedrich Engels, Leben und Werk, 1818-1844 (Κ. Μαρξ και Φρ.
Ενγκελς, Βίος και Εργα, 1818-1844), τ. 1, γερμανική έκδοση, Βερολίνο 1954, σελ. 490.

* Σημείωση μ.τ.φ: Ισως εδώ απαιτείται μια διευκρίνιση. Το φαινόμενο της εμφάνισης κομμάτων γενικά,
δηλαδή πολιτικών μερίδων που, κάτω από την «πρόσοψη» διαφόρων πολιτικών συνθημάτων, προωθούν
διάφορα κοινωνικά συμφέροντα, δεν είναι καθόλου καινούργιο. Είναι σύμφυτο με την ταξική κοινωνία.
Ιχνη της βρίσκουμε στα Ομηρικά Επη. Υπαρξη «κομμάτων» - έντονα μάλιστα, τοπικιστικών και
συνδεδεμένων με σαφή κοινωνικοοικονομικά συμφέροντα της εποχής - έχουμε στην εποχή του
110
Πεισίστρατου. Στην κατοπινή Αθήνα, έχουμε το πολύ γνωστό παράδειγμα των «ολιγαρχικών», και των
«δημοκρατικών» αλλά, αργότερα, στην εποχή της συνδιαλλαγής και της ρήξης με τους
«Λακεδαιμονίους» και, ακόμη περισσότερο, τους οπαδούς του μεθοδικού πολέμου φθοράς (Περικλής)
και τους οπαδούς ενός αμέσου ολοκληρωτικού πολέμου. Κόμμα που παρουσιάζει έντονα στοιχεία που το
προσεγγίζουν στη σημερινή έννοια του όρου (ευρύτεροι πολιτικά δεσμοί μαζικής επιρροής, πιο
διαμορφωμένη οργάνωση, σαφέστερο πρόγραμμα) υπήρξαν οι περιβόητοι δημαγωγοί (= αρχηγοί του
λαού), μια ισχυρή παράταξη, που εμφανίζεται στην τελευταία φάση του Πελοποννησιακού Πολέμου με
κύριο άξονα την απόκρουση κάθε ιδέας διακοπής του. Ανάλογα φαινόμενα έχουμε και στη Σπάρτη. Σε
όλη τη μετέπειτα ιστορία το κομματικό φαινόμενο υπό τη γενική του έννοια, εμφανίζεται με τη μια ή την
άλλη μορφή. Αναντίρρητα, στις συνθήκες του καπιταλισμού, το φαινόμενο, που συνεχίζεται,
παρουσιάζει σοβαρές και βαθειές αλλαγές. Οπότε εμφανίζονται και τα κόμματα με τη σύγχρονη έννοια,
όπως τα αναφέρει ο Ούλριχ Χούαρ.

[2] Βλ. A. L. Morton: Freedom in arms. A selection of Leveller writings. (Η ελευθερία στα όπλα. Μια
επιλογή κειμένων των Ισοπεδωτών). Seven Seas Book 1975. Αγγλική έκδοση, σ. 30 κ.ο.κ., 50 κ.ο.κ, 227
κ.ο.κ., 261 κ.ο.κ, 343 κ.ο.κ.. Gerhard Schilfert: Die Englische Revolution 1640-1649. (Η αγγλική
επανάσταση 1640-1649), γερμανική έκδοση, Βερολίνο 1989, σελ. 138 κ.ο.κ., 178 κ.ο.κ..

[3] Karl Marx: Zur Judenfrage (Για το εβραϊκό ζήτημα), στο MEW, τόμος 1, σελ. 354 (γερμανική
έκδοση). Η υπογράμμιση είναι του Μαρξ.

[4] Gerhard Schilfert: Die Englische Revolytion 1640-1649. (Η αγγλική επανάσταση 1640-1649),
γερμανική έκδοση, Βερολίνο 1989, σελ. 184.

[5] Joachim Hoppner/Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον
Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, τ. 1, Εισαγωγή, Βερολίνο, 1975, σελ. 26.

[6] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον
Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, τ. 1, Εισαγωγή, Βερολίνο, 1975, σελ. 33.

[7] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον
Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, τ. 1, Εισαγωγή, Βερολίνο, 1975, σελ. 28.

[8] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον
Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, τ. 1, Εισαγωγή, Βερολίνο, 1975, σελ. 34.

[9] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον
Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, τ. 1, Εισαγωγή, Βερολίνο, 1975, σελ. 34.

111
[10] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον
Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, τ. 1, Εισαγωγή, Βερολίνο, 1975, σελ. 51.

[11] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον
Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, τ. 1, Εισαγωγή, Βερολίνο, 1975, σελ. 60-74 (Για τους Λυσσασμένους).
Bend Jeschonek: Revolution in Frankreich 1789-1799. (Επανάσταση στη Γαλλία 1789-1799). Ein
Lexikon (Ένα Λεξικό). Γερμανική έκδοση. Βερολίνο 1989, σελ. 132 κλπ.

[12] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον
Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, τ. 1, Εισαγωγή, Βερολίνο, 1975, σελ. 56.

[13] Μανιφέστο των Λυσσασμένων. Στο: Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis
Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, τ. 2, Texte (Κείμενα), Βερολίνο, 1975,
σελ. 7-18.

[14] Κ. Μαρξ: Die moraliserende kritik und die kritisierende moral. (Η ηθικολογική κριτική και η κριτική
ηθική). Στο: MEW (γερμανική έκδοση) τ. 4, σελ. 341. Οι υπογραμμίσεις είναι του Μαρξ.

[15] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον
Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, Μέρος Ι, Βερολίνο, 1975, σελ. 81.

[16] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον
Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, Μέρος Ι, Βερολίνο, 1975, σελ. 81.

[17] Σχέδιο ενός οικονομικού Διατάγματος (απόσπασμα). Στο: Joachim Hoppner / Waltraud Seidel -
Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, Μέρος ΙΙ,
Βερολίνο, 1975, σελ. 101 κ.ο.κ..

[18] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον
Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, Μέρος ΙΙ, Βερολίνο, 1975, σελ. 556.

[19] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον
Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, Μέρος ΙΙ, Βερολίνο, 1975, σελ. 557.

112
[20] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον
Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, Μέρος Ι, Βερολίνο, 1975, σελ. 81 κ.ο.κ..

[21] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον
Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, Μέρος Ι, Βερολίνο, 1975, σελ. 82 και Μέρος ΙΙ, σελ. 92 κ.ο.κ..

[22] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον
Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, Μέρος Ι, Βερολίνο, 1975, σελ. 82.

[23] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον
Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, Μέρος Ι, Βερολίνο, 1975, σελ. 86.

[24] Karl Marx-Freidrich Engels: Die Heilige Familie (Η Αγία οικογένεια). Στο: MEW τ. 2, σελ. 126.
Γερμανική έκδοση. Οι υπογραμμίσεις υπάρχουν στο πρωτότυπο.

[25] Για την ιστορία του κινήματος των Χαρτιστών θα δείτε στον Dave Morgan: A short history of the
British People. (Μια σύντομη ιστορία του βρετανικού λαού). Revised Edition (αναθεωρημένη έκδοση).
Εκδόσεις: Veb Verlag Enzyklopadie Leipzig. Εκτη, μη τροποποιημένη, έκδοση, 1981, σελ. 53-64.

[26] Karl Marx: Das Elend Der Philosophy (Η αθλιότητα της Φιλοσοφίας). Στο: MEW τ. 4, σελ. 180,
γερμανική έκδοση.

[27] M. Hovell: The Chartist Movement. (Το κίνημα των Χαρτιστών), Μάντσεστερ 1943, σελ. 70
(αγγλική έκδοση). Παράθεση κατά Μόργκαν, σελ. 58.

[28] Friedrich Engels: Die lage der arbeitenden Klasse in England (Η κατάσταση της εργατικής τάξης
στην Αγγλία). Στο: MEW, τ. 2. 445 (γερμανική έκδοση).

[29] Friedrich Engels: Die lage der arbeitenden Klasse in England (Η κατάσταση της εργατικής τάξης
στην Αγγλία). Στο: MEW, τ. 2. 445 (γερμανική έκδοση).

[30] Friedrich Engels: Die lage der arbeitenden Klasse in England (Η κατάσταση της εργατικής τάξης
στην Αγγλία). Στο: MEW, τ. 2. 445 (γερμανική έκδοση).

113
[31] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον
Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, τ. 1, Βερολίνο, 1975, σελ. 204 κ.ο.κ., 298 κ.ο.κ., 316 κ.ο.κ.. Auguste
Cornu: Karl Marx und Friedrich Engels, Leben und Werk, 1818-1844 (Κ. Μαρξ και Φρ. Ενγκελς, Βίος
και Εργα, 1818-1844), τ. 2, γερμανική έκδοση, Βερολίνο 1962, σελ. 12 κ.ο.κ., και 34.

[32] Friedrich Engels: Die lage der arbeitenden klasse in England, (Η κατάσταση της εργατικής τάξης
στην Αγγλία), γερμανική έκδοση, σελ. 444.

[33] Friedrich Engels: Die trade-unions. (Τα τρεϊντγιούνιονς). Στο: MEW, γερμανική έκδοση, τ. 19, σελ.
258.

[34] W. I. Lenin: Die dritte Internationale und ihr Platz in der Gerchichte. (Η Τρίτη Διεθνής και η θέση
της στην ιστορία). Στο: Εργα, (γερμανική έκδοση), τ. 29, σελ. 298.

[35] W. I. Lenin: Uber Kompromisse. (Για τους συμβιβασμούς). Στο: Εργα, τ. 30, σελ. 485.

Βιβλιοπαρουσίαση - ΝΙΚΟΥ ΚΟΥΛΟΥΡΗ: «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ


ΠΟΛΕΜΟΥ (1945-1949). ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ 1945-1999»

του Χρήστου Τσιτζιλώνη

2001 Τεύχος 3

Βιβλιοπαρουσιάσεις

ΝΙΚΟΥ ΚΟΥΛΟΥΡΗ: «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ (1945-1949).


ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ 1945-1999»

Εκδόσεις «Φιλίστωρ». Αθήνα 2000, σελ. 244.

Ο Εμφύλιος πόλεμος και η τρίχρονη εποποιΐα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) 1946-1949
αποτελεί αντικείμενο μελέτης δεκάδων ιστορικών και ιδιαίτερα νέων επιστημόνων-ερευνητών τα
τελευταία χρόνια.

Νέοι άνθρωποι, νέοι επιστήμονες, άρχισαν τελευταία να προσεγγίζουν, να ερευνούν μια περίοδο για την
οποία πριν λίγα χρόνια δεν τολμούσε κανείς να μιλήσει, λόγω της ήττας που είχε υποστεί το λαϊκό
κίνημα της χώρας μας και που οι «νικητές» εκείνης της περιόδου έγραφαν την ιστορία στα δικά τους
μέτρα, συκοφαντώντας, αμαυρώνοντας και διαστρεβλώνοντας ιστορικά γεγονότα μιας σημαντικής και
κρίσιμης περιόδου της σύγχρονης ιστορίας της χώρας μας. Μιας περιόδου, κατά την οποία το λαϊκό
114
κίνημα, μπροστά στο αιματηρό όργιο της βίας και τρομοκρατίας που έχει εξαπολυθεί σε όλη τη χώρα από
τις παρακρατικές οργανώσεις και το νεοσύστατο μεταβαρκιζιανό αστικό κράτος, με την άμεση επέμβαση
του αγγλοαμερικάνικου ιμπεριαλισμού, αναγκάζεται να επιλέξει τον ένοπλο αγώνα που είναι ανώτατη
μορφή της ταξικής πάλης.

Ενδεικτικό του γενικότερου ενδιαφέροντος για τον εμφύλιο (ανεξάρτητα από τον τρόπο και τις προθέσεις
προσέγγισής του) είναι ο τεράστιος όγκος της ελληνικής και ξένης βιβλιογραφίας γι’ αυτή την περίοδο.
Το πρώτο διεθνές συνέδριο για τον εμφύλιο έγινε στην Κοπεγχάγη το 1984 με τίτλο: «Conference on the
Greek Civil War, 1945-1949». Τα πρακτικά αυτού του συνεδρίου εκδόθηκαν στα Αγγλικά από το
Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης το 1987. Με τη συμπλήρωση 50 χρόνων από τη λήξη του Εμφυλίου, στις
18-20 Απριλίου 1999, συνήλθε στο King’ s College του Λονδίνου νέο επιστημονικό συνέδριο, με τίτλο:
«Domestic and International Aspects of the Greek Civil War». Στις 23-26 Σεπτεμβρίου 1999 συνήλθε στο
Καρπενήσι επιστημονικό συνέδριο με τίτλο: «Πτυχές του Εμφυλίου Πολέμου 1946-1949», τα πρακτικά
του οποίου εκδόθηκαν το Νοέμβρη του 2000 από τις Εκδόσεις «Φιλίστωρ». Στις 20-23 Οκτωβρίου 1999
έγινε νέο συνέδριο στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με τίτλο: «Ο ελληνικός Εμφύλιος: από τη Βάρκιζα στο
Γράμμο».

Το βιβλίο του Νίκου Κουλούρη είναι αποτέλεσμα μιας επίπονης εργασίας, αφού ο συγγραφέας του για τη
συγκέντρωση της βιβλιογραφίας δούλεψε σε δημόσιες και ιδιωτικές βιβλιοθήκες, καθώς και σε βιβλία
για τον Εμφύλιο που οι συγγραφείς τους τα εκδόσανε με δικά τους έξοδα και δεν κυκλοφορούν στο
εμπόριο.

Η μοναδική, για τη συγκεκριμένη περίοδο, αυτή εργασία καταγράφει, σχεδόν εξαντλητικά, τι, πότε και
από ποιον έχει γραφεί για τον Εμφύλιο και από τις δύο πλευρές των εμπλεκομένων σε αυτόν δυνάμεων.

Συνολικά, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, καταγράφονται 576 τίτλοι μονογραφιών που εκδόθηκαν από το
1945 έως το Σεπτέμβρη του 1999. Το υλικό της βιβλιογραφίας, εξεταζόμενο από την οπτική της
τυπολογίας, αποτελείται από: Απομνημονεύματα, αυτοβιογραφίες, αφηγήματα, βιογραφίες (εκθέσεις,
αποφάσεις, διακηρύξεις, γνωμοδοτήσεις, υπομνήματα συλλογικών οργάνων, κλπ.) ημερολόγια,
ιστοριογραφικά έργα, μαρτυρίες, μελέτες (πραγματείες), ντοκουμέντα, προπαγανδιστικά κείμενα,
συνέδρια, συνδιασκέψεις, συμπόσια και άλλες συναντήσεις, συνεντεύξεις, φωτογραφικά λευκώματα,
χρονικά (χρονολόγια) κ.ά..

Για τη δομή, τον τρόπο βιβλιογραφικής καταγραφής, ο συγγραφέας αναφέρει ότι: «Είναι ειδική (special)
βιβλιογραφία εφόσον αναφέρεται σε ορισμένο θέμα και εθνική (national) γιατί οι σχετικές
βιβλιογραφικές μονάδες που βιβλιογραφούνται είναι στην ελληνική γλώσσα. Δεν περιλαμβάνονται
ξενόγλωσσα βιβλία Ελλήνων συγγραφέων ούτε φυσικά ξενόγλωσσα ξένων συγγραφέων, εκτός από όσα
έχουν εκδοθεί σε ελληνική μετάφραση...» (σελ. 32).

Στο εισαγωγικό μέρος της εργασίας του ο Νίκος Κουλούρης εξετάζει τον ιστορικό λόγο για τον Εμφύλιο
και αποπειράται μια αξιολόγηση των δημοσιευμάτων γύρω από αυτόν. «Ο Εμφύλιος, βουβός και
ανομολόγητος», γράφει ο συγγραφέας, «εξακολουθεί να αποτυπώνει την παρουσία του, μισό αιώνα μετά
την τυπική λήξη του, στην άδηλη καθημερινότητα, στη συγκρότηση της συλλογικής μνήμης, στη
115
σχηματοποίηση των στάσεων και των συμπεριφορών παρά την επελθούσαν εκτόνωση των σφοδρών
διχαστικών φορτίσεων, οι βιωματικές εμπειρίες ενέχουν πεισματική δυσπροσαρμοστικότητα στην
«εθνική συμφιλίωση», στις απλουστεύσεις, τους εξορκισμούς, τις πολιτικές και ιδεολογικές χρήσεις του,
τις φρονηματιστικές κατασκευές». Και σε άλλο σημείο γράφει: «Αν τα όπλα σίγησαν το 1949 στο
Γράμμο, οι ιδεολογικές πυροβολαρχίες των νικητών δεν έπαυσαν έκτοτε να εκτοξεύουν συστηματικά
ρητορικές οβίδες διαστρέβλωσης, λασπολογίας, αντικομμουνιστικού μένους, σκοταδισμού» (σελ. 15).

Επί ολόκληρες δεκαετίες μετά τη λήξη του Εμφυλίου, το επίσημο κράτος γιόρταζε ανελλιπώς κάθε χρόνο
τη συντριβή των «κομμουνιστοσυμμοριτών» στο Βίτσι-Γράμμο και την «εποποιΐα» των χωροφυλάκων
του Συντάγματος Μακρυγιάννη κατά της «ανταρσίας των εγκληματικών ορδών του εαμοκομμουνισμού»,
το Δεκέμβρη 1944 στην Αθήνα.

Ενα μερίδιο ευθύνης στην κακοφημία του Εμφυλίου κατά το συγγραφέα, αναλογεί παραπληρωματικά και
στο ΚΚΕ το οποίο, όπως υποστηρίζει, από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και επί αρκετά χρόνια
σταμάτησε να αναφέρεται στην πάλη του ΔΣΕ (1946-1949). Η νέα καθοδήγηση που αναδείχτηκε από την
6η πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ και της ΚΕΕ» (Μάρτης 1956), υιοθέτησε την αναθεωρητική στροφή του
20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ. Με προπέτασμα καπνού τον «αντιζαχαριαδισμό» και την καταπολέμηση του
δογματισμού-σεχταρισμού, άρχισε να σπέρνει το λεγκαλισμό, να καλλιεργεί το πνεύμα της προσαρμογής
στην αστική νομιμότητα, να διαπλάθει σοσιαλδημοκρατικές συνειδήσεις... (σελ. 16).

Και σε άλλο μέρος της εισαγωγής του ο Νίκος Κουλούρης γράφει: «Αν ο εμφύλιος επιζεί ανάμεσά μας
και στοιχειώνει τις μνήμες και τις κοινωνικές συμπεριφορές, αν περιφρονεί τους αναισθησιολόγους του
«αδελφοκτόνου άγους», είναι επειδή, πρώτ’ απ’ όλα, τα επίδικα ζητήματα για τα οποία οι άνθρωποι
οδηγήθηκαν σε εξοντωτική αναμέτρηση ήταν πολύ σοβαρά, είχαν ζωτική σημασία και ήταν τόσο
απόλυτα πραγματικά, όσο δεν μπορούν να διανοηθούν οι όψιμοι ιστορικοί του μεταμοντερνισμού και
των αγνωστικιστικών προσεγγίσεων του ιστορικού παρελθόντος. Είναι αφελείς και άγονες, στην
καλύτερη περίπτωση, οι περισπούδαστες «αποδομήσεις» του Εμφυλίου. Η μελέτη και εξήγηση των
ιστορικών φαινομένων και γεγονότων έχει νόημα όταν στην αφετηρία της θέτει την ανάλυση των
πραγματικών κοινωνικών σχέσεων -υλικών και ιδεολογικών- και συνθηκών, και όχι διάφορες
υποκειμενικές κατασκευές και υποθέσεις εργασίας».

Αναφερόμενος στην ταξική πάλη και στους εμφύλιους πολέμους, ο συγγραφέας γράφει ανάμεσα σε άλλα
ότι: «Στις ταξικές κοινωνίες, όταν η διεξαγόμενη πάλη των τάξεων φτάνει σε ένα καθορισμένο στάδιο
ανάπτυξης, παίρνει ανταγωνιστική μορφή και μετασχηματίζεται σε επανάσταση. Ο ανταγωνιστικός
χαρακτήρας των ταξικών αντιθέσεων είναι ειδική εκδήλωση της ταξικής πάλης. Ο εμφύλιος πόλεμος
είναι η συνέχιση, ανάπτυξη και όξυνση της ταξικής πάλης στο εσωτερικό των κοινωνικο-οικονομικών
σχηματισμών. Είναι η ένοπλη σύρραξη ανάμεσα σε κοινωνικές τάξεις και κοινωνικές ομάδες για την
κρατική εξουσία και την πραγματοποίηση των πολιτικών τους επιδιώξεων, η ανώτερη και οξύτερη μορφή
που προσλαμβάνει η αντιπαλότητά τους σε μια χώρα. Οι εξεγέρσεις των δούλων στην αρχαιότητα, οι
πόλεμοι των χωρικών, οι ένοπλες λαϊκές εξεγέρσεις, ο παρατεταμένος ανταρτοπόλεμος είναι μερικοί
γνωστοί ιστορικοί τύποι εμφυλίων πολέμων» (σελ. 22).

Σε ορισμένες περιόδους οξύτατων οικονομικών και πολιτικών κρίσεων η ταξική πάλη –γράφει ο Λένιν-
αναπτύσσεται τόσο που φτάνει ως τον ανοικτό εμφύλιο πόλεμο, δηλαδή ως την ένοπλη πάλη ανάμεσα
στις ανταγωνιστικές τάξεις. Σε τέτιες περιόδους ο μαρξιστής είναι υποχρεωμένος να υποστηρίξει την
116
άποψη του εμφυλίου πολέμου. Κάθε καταδίκη του πολέμου αυτού είναι εντελώς απαράδεκτη από
μαρξιστική άποψη.

«Ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος (1945-1949)», γράφει ο Νίκος Κουλούρης, «στο βαθύτερο


περιεχόμενό του αντιπροσωπεύει μια φάση της κοινωνικής επανάστασης στην Ελλάδα. Πρέπει να νοείται
ως αναπόσπαστος κρίκος στην παγκόσμια αναμέτρηση των δυνάμεων του σοσιαλισμού με τον
ιμπεριαλιστικό κόσμο ... Ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν ταξικός γιατί έθεσε το ζήτημα της εξουσίας και της
αλλαγής της υπάρχουσας κοινωνικοοικονομικής τάξης πραγμάτων. Ηταν ταυτόχρονα
αντιιμπεριαλιστικός γιατί στρεφόταν ενάντια στην ιμπεριαλιστική επέμβαση, εξάρτηση και κηδεμονία
(σελ. 26).

Και σε άλλο σημείο της εισαγωγής του ο Νίκος Κουλούρης γράφει, ότι η διεθνιστική συνεισφορά του
ΔΣΕ στην υπόθεση της παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης του 20ού αιώνα είναι αξιομνημόνευτη.
«Ο ΔΣΕ επωμίστηκε τιμητικά και το ρόλο του κυματοθραύστη της ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης και
υπονόμευσης του λαϊκοδημοκρατικού καθεστώτος της Βαλκανικής».

Το βιβλίο του Νίκου Κουλούρη είναι ένα χρήσιμο, θα λέγαμε βοήθημα στην ιστορική έρευνα για τον
Εμφύλιο ένα εργαλείο για κάθε ερευνητή και μελετητή της τρίχρονης εποποιΐας του ΔΣΕ.

117

You might also like