Professional Documents
Culture Documents
Γιώργος Καπασσάς
∆ιπλ. Μηχανολόγος Μηχανικός
ΑΡΧΕΣ
ΚΑΙ ΜΕΘΟ∆ΟΙ
ΜΗ
ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΩΝ
ΕΛΕΓΧΩΝ
Έκδοση Α
|i|
Σελίδα Πνευματικών ∆ικαιωμάτων (Copyright Page)
ISBN: 978-960-93-7286-2
|ii|
Πρόλογος
Αθήνα, 21.10.2014
Βασίλης Γράψας
Γιώργος Καπασσάς
|iii|
|iv|
Προλογίζει ο Ομότιμος Καθηγητής του ΕΜΠ και Πρόεδρος της ΕΛΕΜΚΕ
Ιωάννης N. Πρασιανάκης
Πώς να προλογίσει κανείς ένα βιβλίο που αναφέρεται στην επιστήμη των Μη
Καταστροφικών Ελέγχων. Το βιβλίο «Αρχές και Μέθοδοι Μη Καταστροφικών Ελέγχων»
των συγγραφέων Β. Γράψα και Γ. Καπασσά, που αποτελεί ένα ευχάριστο ταξίδι στο χώρο
των ΜΚΕ μέσα από τις σκέψεις των συγγραφέων.
Με ιδιαίτερη χαρά βρίσκομαι σε τόπο για μένα ιερό και αγαπημένο, τον τόπο των
ΜΚΕ, που με συνδέει με τις χαρές της δημιουργίας για περισσότερα από 30 χρόνια.
Οι ΜΚΕ εμφανίζονται και εφαρμόζονται με την εμφάνιση της ζωής στον πλανήτη
μας. Τούτο επιτυγχάνεται με την βοήθεια των 5 αισθήσεων που η μητέρα φύση μας έχει
εφοδιάσει.
Αυτό γινόταν, όπως ακόμη γίνεται και σήμερα στο ζωικό βασίλειο από όλα τα ζώα
που με τη βοήθεια των αισθήσεων τους επικοινωνούν, επιβιώνουν, αναπαράγονται και
διαιωνίζονται χωρίς να κατέχουν τις γνώσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας που ο
άνθρωπος σήμερα χρησιμοποιεί.
Ο άνθρωπος όμως, ανέπτυξε αυτή τη δυνατότητα έτσι ώστε φθάνουμε στον
4ο αιώνα π.χ. όπου οι αρχαίοι Έλληνες πρώτοι χρησιμοποιώντας τις αισθήσεις τους
μπορούσαν να ελέγχουν την ποιότητα των υλικών και των κατασκευών. Το γεγονός αυτό
επιβεβαιώνεται και από τις σχετικές επιγραφές της εποχής εκείνης σε μαρμάρινες πλάκες,
που σήμερα αποτελούν τα αρχαιότερα πρότυπα στον κόσμο. Τέτοιες είναι οι γνωστές
στήλες, της Ελευσίνας, των Αθηνών, του Ωρωπού και της Θάσου, οι οποίες κοσμούν τα
αντίστοιχα μουσεία της χώρας μας.
Ο υποκειμενικός αυτός τρόπος ποιοτικού ελέγχου λειτουργούσε μέχρι το 1895
οπότε ο Roentgen δημιούργησε την πρώτη ακτινογραφία, χρησιμοποιώντας πρώτος τις
ακτίνες Χ. Έτσι άρχισε η σύγχρονη περίοδος των ΜΚΕ φθάνοντας στο αποκορύφωμα
τους, με την εξέλιξη και των αντίστοιχων επιστημών όπως της Μηχανικής και της
Ψηφιακής τεχνολογίας, στη μορφή που εμείς σήμερα γνωρίζουμε.
Οι ΜΚΕ δε θα είχαν εξελιχθεί και δε θα προσέφεραν τόσα πολλά για την ασφάλεια
του κοινωνικού συνόλου εάν δεν είχε αναπτυχθεί η Μηχανική των Θραύσεων. Η επιστήμη
αυτή γεννάται μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο από τον Irwin (1957) με σκοπό να
ερμηνεύσει την πρόωρη αστοχία των υλικών, που μέχρι τότε δε μπορούσε να ερμηνεύσει η
κλασική μηχανική.
Αφού ερευνήθηκε η επίδραση των ατελειών που υπάρχουν στα υλικά κατά την
κατασκευή τους ή δημιουργούνται κατά τη λειτουργία τους, το πρόβλημα για τους
επιστήμονες ήταν να βρεθούν τρόποι εντοπισμού τους. Έτσι αναπτύσσονται και συνεχώς
εξελίσσονται αυτοί οι θεϊκοί τρόποι ελέγχου, ανίχνευσης και επιδιόρθωσης αυτών των
ελαττωμάτων των υλικών, οι ΜΚΕ. Πρώτα εφαρμόζονται στην Ιατρική για τον άνθρωπο
και πολύ αργότερα από τους Μηχανικούς για τον έλεγχο των υλικών, εξασφαλίζοντας έτσι
την ασφαλή λειτουργία κάθε είδους μικρού ή μεγάλου έργου και κατασκευής.
Τα οπτικά, ηλεκτρομαγνητικά και τα ηχητικά κύματα εφαρμοζόμενα κατάλληλα,
ανιχνεύουν έγκαιρα ατέλειες ή θεραπεύουν ανώδυνα και με μικρό κόστος υλικά και
ανθρώπους.
Η επιστήμη και τεχνολογία παρέχει πληθώρα οργάνων, υλικών και συσκευών για
την εφαρμογή όλων των ΜΚΜ. Όμως βασικής σημασίας για τη σωστή εφαρμογή τους
στον ποιοτικό έλεγχο, είναι η αυστηρή και τυποποιημένη εκπαίδευση και πιστοποίηση του
προσωπικού που τις εφαρμόζει.
Το έργο του υπογράφοντος, δηλαδή η προλόγιση αυτού του συγγράμματος, δεν
ήταν ιδιαίτερα δύσκολο, μιας και οι συγγραφείς του βιβλίου έχουν φροντίσει να
εφοδιάσουν το δημιούργημα τους με ελκυστικό και ιδιαίτερα εκπαιδευτικό περιεχόμενο.
|v|
Ξεκινώντας, ήδη από τον πρόλογο ο αναγνώστης προδιατίθεται για μια εις βάθος
εξερεύνηση της επιστήμης των ΜΚΕ. Το υλικό του βιβλίου τον ταξιδεύει σε ολόκληρο τον
συναρπαστικό κόσμο των ΜΚΕ.
Η μεγάλη διδακτική εμπειρία των συγγραφέων είναι εμφανής και τους βοηθάει να
προσεγγίσουν τις πιο δύσκολες έννοιες με ιδιαίτερο τρόπο ώστε να γίνονται άμεσα
αντιληπτές από τον αναγνώστη.
Το πόνημα τούτο, ένα εξαιρετικό έργο, παρουσιάζει περιληπτικά αλλά και με
λεπτομέρεια όπου χρειάζεται με υψηλού επιπέδου αυστηρά επιστημονικό τρόπο τις
κυριότερες ΜΚΜ αποτελούμενο από 7 κεφάλαια, εμπλουτισμένο με αρκετό καλαίσθητο
και σπάνιο φωτογραφικό υλικό.
Τι να επισημάνει κανένας περισσότερο. Την αναλυτική παρουσίαση της Ορολογίας
των ΜΚΜ, με την απόδοση της στην Ελληνική και Αγγλική γλώσσα κατά μοναδικό τρόπο,
ή την Οπτική ΜΚΜ που ακολουθεί. Η περιγραφή αυτής της μεθόδου γίνεται κατά τρόπο
που θα ζήλευε το καλύτερο αντίστοιχο σύγγραμμα ιατρικής και φυσικής. Μοναδικός είναι
και ο τρόπος παρουσίασης της μεθόδου των Διεισδυτικών Υγρών. Ενώ δεν υστερεί και η
παραστατική παρουσίαση της μεθόδου των Μαγνητικών Σωματιδίων.
Το μεγαλείο όμως αυτού του έργου φαίνεται στο κεφάλαιο της Ακτινοπροστασίας.
Το σημαντικότερο ίσως μέρος που αφορά τους ΜΚΕ, γιατί ασχολείται με την προστασία
του ανθρώπου και του περιβάλλοντος από τις επικίνδυνες ακτινοβολίες που χρησιμοποιούν
οι ακτινογραφικές μέθοδοι, οι οποίες ενώ δε δημιουργούν βλάβες στα εξεταζόμενα υλικά,
εάν δε χρησιμοποιηθούν κατάλληλα είναι ολέθριες για τον άνθρωπο. Στα περιορισμένα
πλαίσια ενός τέτοιου συγγράμματος με θαυμαστό τρόπο αναπτύσσονται και οι ΜΚΜ της
Βιομηχανικής Ακτινογραφίας και των Υπερήχων περιληπτικά μεν αλλά με κατανοητό και
πλήρη τρόπο.
Στο τέλος αναφέρεται η πληθωρική Ελληνική και ξένη βιβλιογραφία, όπως και οι
πηγές από το διαδίκτυο που οι συγγραφείς χρησιμοποίησαν και ολοκληρώνεται αυτό το
βιβλίο με τα κυριότερα διεθνή πρότυπα, προδιαγραφές και κανονισμούς ταξινομημένα
ξεχωριστά για κάθε ΜΚΜ.
Το θεωρώ χρήσιμο και αναγκαίο επιστημονικό εργαλείο, τόσο για όσους επιθυμούν
να εκπαιδευτούν και πιστοποιηθούν στους ΜΚΕ, όσο και για εκείνους που θα ήθελαν να
μάθουν σε βάθος την επιστήμη των ΜΚΕ.
Αποτελεί ένα επιστημονικό επίτευγμα στο χώρο των ΜΚΕ, που πράγματι έλειπε
από την Ελληνική βιβλιογραφία και είναι σίγουρο ότι θα συμβάλλει στην περαιτέρω
εφαρμογή των ΜΚΕ προς όφελος της Ελληνικής κοινωνίας.
Είναι γραμμένο από δύο εξαίρετους επιστήμονες, τον Β. Γράψα και τον
Γ. Καπασσά, οι οποίοι όπως είναι γνωστό γνωρίζουν σε βάθος την επιστήμη των ΜΚΕ και
οι οποίοι από χρόνια συμβάλλουν με τις γνώσεις τους στην εκπαίδευση του προσωπικού
ΜΚΕ αλλά και στον έλεγχο υλικών και κατασκευών με ΜΚΜ.
Εγώ τους συγχαίρω για αυτό το δημιούργημα τους και τους εύχομαι ο Θεός να τους
δίνει δύναμη για να συνεχίσουν αυτό το θεάρεστο έργο τους.
Ιωάννης Ν. Πρασιανάκης
Ομότιμος Καθηγητής ΕΜΠ
Πρόεδρος της ΕΛΕΜΚΕ
|vi|
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
|vii|
ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΟΠΟΙΗΣΗ ΑΣΥΝΕΧΕΙΩΝ
|viii|
ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΟΠΟΙΗΣΗ ΑΣΥΝΕΧΕΙΩΝ
|ix|
ΟΠΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
1. Εισαγωγή .................................................................................................................. 71
2. Η όραση .................................................................................................................... 71
2.1 Η βιοφυσική της όρασης ............................................................................................ 71
2.2 Οφθαλμοκινητικότητα ............................................................................................... 73
2.3 Ο σχηματισμός της εικόνας ....................................................................................... 75
2.4 Στερεοσκοπική όραση................................................................................................ 77
2.5 Φωτοπική όραση ........................................................................................................ 77
2.6 Σκοτοπική όραση ....................................................................................................... 77
2.7 Αντίληψη του χώρου.................................................................................................. 77
2.8 Επίδραση της κόπωσης και της υγείας στην ικανότητα οπτικής αντίληψης .............. 78
2.9 Προβλήματα συγκέντρωσης ...................................................................................... 79
2.10 Εξέταση οπτικής ικανότητας μικρών αποστάσεων .................................................... 79
2.11 Εξέταση οπτικής ικανότητας μεγάλων αποστάσεων ................................................. 79
2.12 Ικανότητα αντίληψης χρωμάτων................................................................................ 79
2.13 Οφθαλμαπάτες ........................................................................................................... 81
2.14 Παθολογικές καταστάσεις του ανθρώπινου οφθαλμού.............................................. 82
2.14.1 Υπερμετρωπία – πρεσβυωπία .................................................................................... 82
2.14.2 Μυωπία ...................................................................................................................... 82
2.14.3 Βλεφαρίτιδα ............................................................................................................... 83
2.14.4 Αμβλυωπία................................................................................................................. 83
2.14.5 Κερατόκωνος ............................................................................................................. 83
2.14.6 Διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια ........................................................................... 84
2.14.7 Πρεσβυωπία ............................................................................................................... 84
2.14.8 Ξηροφθαλμία ............................................................................................................. 84
2.14.9 Ηλικιακή ωχροπάθεια ................................................................................................ 85
2.14.10 Αστιγματισμός ........................................................................................................... 85
2.14.11 Στραβισμός ................................................................................................................ 85
2.14.12 Αμφιβληστροειδής και πληροφορίες για την αποκόλληση αμφιβληστροειδούς ....... 86
2.14.13 Καταρράκτης ............................................................................................................. 86
2.14.14 Γλαύκωμα .................................................................................................................. 86
2.14.15 Παθήσεις οπτικών νεύρων ......................................................................................... 87
2.14.16 Νυσταγμός ................................................................................................................. 87
2.14.17 Προβλήματα μετά από διαθλαστικές επεμβάσεις με Laser (LASIK, PRK) .............. 87
2.14.18 Διαθλαστικές ανωμαλίες ............................................................................................ 88
2.15 Προσομοιώσεις όρασης σε διάφορες παθήσεις ......................................................... 88
2.15.1 Προσομοίωση όρασης στη μελαγχρωστική αμφιβληστροπάθεια .............................. 88
2.15.2 Προσομοίωση όρασης στη μυωπία ............................................................................ 88
2.15.3 Προσομοίωση όρασης στο γλαύκωμα ....................................................................... 89
2.15.4 Προσομοίωση όρασης στην διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια .............................. 89
2.15.5 Προσομοίωση όρασης στην ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας ......................... 89
|x|
ΟΠΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
|xi|
ΟΠΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
7. Οπτικά βοηθήματα και μετρητικές διατάξεις στον οπτικό έλεγχο ...................... 121
7.1 Οπτικά βοηθήματα ..................................................................................................... 121
7.1.1 Καθρέπτες .................................................................................................................. 121
7.2 Μικροσκόπια ............................................................................................................. 121
7.2.1 Αρχιτεκτονική μικροσκοπίου και μεγέθυνση ............................................................ 122
7.2.2 Επιμέρους συστήματα ................................................................................................ 123
7.3 Ενδοσκόπια ................................................................................................................ 124
7.3.1 Άκαμπτα ενδοσκόπια ................................................................................................. 124
7.3.2 Πανοραμικά ενδοσκόπια ............................................................................................ 125
7.3.3 Τεθλασμένα ενδοσκόπια ............................................................................................ 127
7.4 Οπτικές ίνες ............................................................................................................... 127
7.5 Όργανα ελέγχου συγκολλήσεων ................................................................................ 129
7.5.1 Παχύμετρο ................................................................................................................. 129
7.5.2 Μικρόμετρο ............................................................................................................... 130
7.6 Όργανα μέτρησης συγκολλήσεων.............................................................................. 131
|xii|
ΕΛΕΓΧΟΣ ΜΕ ΔΙΕΙΣΔΥΤΙΚΑ ΥΓΡΑ
|xiii|
ΕΛΕΓΧΟΣ ΜΕ ΔΙΕΙΣΔΥΤΙΚΑ ΥΓΡΑ
8. Βασικά στάδια του ελέγχου με την μέθοδο των διεισδυτικών υγρών σύμφωνα
με το πρότυπο EN ISO 3452-1 ................................................................................. 184
8.1 Ανάλυση τεχνικών με τα πλεονεκτήματα / μειονεκτήματα ....................................... 185
8.2 Διαλυτοαφαιρούμενοι διεισδυτές και εμφανιστές υδατικής βάσης ........................... 186
8.3 Υδατοαφαιρούμενοι διεισδυτές και εμφανιστές υδατικής ή ξηράς βάσης................. 187
8.4 Μεταγαλακτωποιούμενοι διεισδυτές με χρήση λιπόφιλου γαλακτωματοποιητή και
εμφανιστή υδατικής ή ξηράς βάσης ........................................................................... 189
|xiv|
ΕΛΕΓΧΟΣ ΜΕ ΔΙΕΙΣΔΥΤΙΚΑ ΥΓΡΑ
|xv|
ΕΛΕΓΧΟΣ ΜΕ ΜΑΓΝΗΤΙΚΑ ΣΩΜΑΤΙΔΙΑ
4. Ταξινόμηση των υλικών σύμφωνα με τις μαγνητικές τους ιδιότητες ................. 211
4.1 Παραμαγνητισμός ...................................................................................................... 211
4.2 Διαμαγνητισμός ......................................................................................................... 213
4.3 Σιδηρομαγνητισμός .................................................................................................... 214
4.4 Αντισιδηρομαγνητισμός............................................................................................. 215
4.5 Ο μαγνητικός περιοδικός πίνακας.............................................................................. 215
4.6 Βρόγχος υστέρησης ................................................................................................... 217
|xvi|
ΕΛΕΓΧΟΣ ΜΕ ΜΑΓΝΗΤΙΚΑ ΣΩΜΑΤΙΔΙΑ
12. Μονάδες μέτρησης, διάγραμμα σιδηρομαγνητικών στοιχείων (Fe, Co, Ni) ....... 280
|xvii|
ΒΑΣΙΚΗ ΑΚΤΙΝΟΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
1. Εισαγωγή στις βασικές έννοιες της φυσικής των ακτινοβολιών .......................... 283
1.1 Το άτομο και η δομή του ........................................................................................... 283
1.1.1 Το μοντέλο του Thomson ή το μοντέλο του «σταφιδόψωμου» ................................. 283
1.1.2 Το μοντέλο του Rutherford ή το «πλανητικό» μοντέλο ............................................. 284
1.1.3 Το μοντέλο του Bohr ................................................................................................. 284
1.1.4 Τι ισχύει σήμερα για το άτομο; .................................................................................. 285
1.2 Κατάταξη των στοιχείων - O Περιοδικός Πίνακας .................................................... 286
1.3 Ισότοπα ...................................................................................................................... 289
1.4 Μόρια και ιόντα ......................................................................................................... 289
1.5 Διέγερση ενός ατόμου και χαρακτηριστική ακτινοβολία .......................................... 290
1.6 Ιονισμός (ή ιοντισμός) ενός ατόμου........................................................................... 290
1.7 Μηχανισμός παραγωγής και απορρόφησης φωτονίων .............................................. 291
1.7.1 Διέγερση με κρούση .................................................................................................. 291
1.7.2 Διέγερση με απορρόφηση ακτινοβολίας .................................................................... 291
1.8 Ακτινοβολία πέδης ..................................................................................................... 292
1.9 Ακτίνες Χ ................................................................................................................... 292
1.9.1 Παραγωγή και φύση των ακτινών Χ .......................................................................... 292
1.9.2 Απορρόφηση των ακτίνων Χ ..................................................................................... 293
1.9.3 Φάσμα των ακτινών Χ ............................................................................................... 293
1.9.3.1 Γραμμικό φάσμα ........................................................................................................ 294
1.9.3.2 Συνεχές φάσμα ........................................................................................................... 294
1.9.4 Χρήσεις των ακτίνων Χ ............................................................................................. 294
|xviii|
ΒΑΣΙΚΗ ΑΚΤΙΝΟΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
|xix|
ΒΑΣΙΚΗ ΑΚΤΙΝΟΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
|xx|
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ
|xxi|
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ
7. Φίλτρα και ενισχυτικές πλάκες για την βελτίωση της ακτινογραφικής εικόνας 414
7.1 Φίλτρα ........................................................................................................................ 414
7.2 Ενισχυτικές πλάκες .................................................................................................... 415
7.3 Μολύβδινες ενισχυτικές πλάκες ................................................................................ 415
7.4 Ενισχυτικές πλάκες χάλυβα – χαλκού........................................................................ 416
7.5 Φθορίζουσες ενισχυτικές επιφάνειες (fluorescent screens) ....................................... 416
7.6 Φθορίζουσες ενισχυτικές επιφάνειες άλατος (fluorescent salt screens) ..................... 416
7.7 Φθορομεταλλικές πλάκες (fluorometallic screens) .................................................... 416
|xxii|
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ
|xxiii|
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ
15. Ενδείκτες ποιότητας εικόνας (image quality indicator - IQI) .............................. 492
15.1 Ενδείκτες ποιότητας εικόνας τύπου σύρματος (Wire type IQI ) σύμφωνα με το
πρότυπο EN 462-1 ..................................................................................................... 494
15.2 Ενδείκτες ποιότητας εικόνας τύπου βαθμίδας/οπής (Step/hole type IQI ) σύμφωνα
με το πρότυπο EN 462-2 ............................................................................................ 495
15.3 Ενδείκτες ποιότητας εικόνας τύπου οπής σύμφωνα με τον ASTM 1025 USA ......... 496
15.4 AFNOR NF A04-304 France ..................................................................................... 497
15.5 Ενδείκτες ποιότητας εικόνας τύπου διπλού σύρματος (DUPLEX IQI) ..................... 497
|xxiv|
ΕΛΕΓΧΟΣ ΜΕ ΥΠΕΡΗΧΟΥΣ
|xxv|
ΕΛΕΓΧΟΣ ΜΕ ΥΠΕΡΗΧΟΥΣ
5.3 Ζώνη διάβασης ή απομακρυσμένη ζώνη ή απώτατη ζώνη ή ζώνη Fraunhofer ......... 564
5.4 Πλευρικοί λοβοί ......................................................................................................... 569
5.5 Διάρκεια παλμού ........................................................................................................ 569
5.6 Μήκος παλμού ........................................................................................................... 570
5.7 Ευαισθησία και διακριτική ικανότητα (resolution) .................................................... 570
5.8 Γωνία ηχητικής δέσμης και σημείο εξόδου σε γωνιακούς μετατροπείς .................... 571
5.9 Χάραξη του σχεδίου απόκλισης της ηχητικής δέσμης (BEAM SPREAD
PATTERN) ................................................................................................................ 572
5.10 Συχνότητα επαναλήψεως παλμού (Pulse repetition frequency - P.R.F) .................... 572
5.11 Αρχικός παλμός ......................................................................................................... 573
5.12 Αποδυνάμωση του ήχου ............................................................................................ 574
5.13 Απόκριση δέκτη ......................................................................................................... 576
5.14 Μέθοδοι σάρωσης (απεικονίσεις) .............................................................................. 577
5.14.1 Α Σάρωση (A-Scan) ................................................................................................... 577
5.14.2 Β Σάρωση (B-Scan) ................................................................................................... 578
5.14.3 C Σάρωση (C-Scan) ................................................................................................... 579
|xxvi|
ΕΛΕΓΧΟΣ ΜΕ ΥΠΕΡΗΧΟΥΣ
|xxvii|
Τυπολόγιο................................................................................................................................ 629
|xxviii|
ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΟΠΟΙΗΣΗ
ΑΣΥΝΕΧΕΙΩΝ
|1|
|2|
1. MΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟΙ ΕΛΕΓΧΟΙ
ΟΠΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ - VT
ΕΛΕΓΧΟΣ ΜΕ ΔΙΕΙΣΔΥΤΙΚΑ ΥΓΡΑ -PT
ΜΑΓΝΗΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ - MT
ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ - RT
ΕΛΕΓΧΟΣ ΜΕ ΥΠΕΡΗΧΟΥΣ - UT
ΕΛΕΓΧΟΣ ΜΕ ΔΙΝΟΡΕΥΜΑΤΑ - ET
ΥΠΕΡΥΘΡΟΣ ΘΕΡΜΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ - TT
ΕΛΕΓΧΟΣ ΜΕ ΑΚΟΥΣΤΙΚΗ ΕΚΠΟΜΠΗ - AT
ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΙΑΡΡΟΗΣ - LT
ΕΛΕΓΧΟΣ ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΗΣ - ST
Στο μουσείο της Ελευσίνας εκτίθεται μια ενεπίγραφη στήλη του 4ου αιώνα π.Χ που
ανακαλύφθηκε από τον Δ. Φίλιο το 1894 και μελετήθηκε από τον καθηγητή και επί σειρά
ετών πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΛΟΤ κ. Γ. Βαρουφάκη.
Σύμφωνα λοιπόν με τον καθηγητή το περιεχόμενο του κειμένου αναφέρεται σε μια
παραγγελία για την κατασκευή των μπρούντζινων συνδέσμων (εμπολίων και πόλων), που
θα έμπαιναν ανάμεσα στους σπονδύλους των κιόνων της Φιλώνειας Στοάς. Ένα όμορφο
κτίσμα του τότε διάσημου αρχιτέκτονα Φίλωνα, που θα αναγειρόταν μπροστά σε ένα
παλαιότερο, το Τελεστήριο. Η επιγραφή δίνει με σχολαστικότητα τις διαστάσεις τους, που
διέφεραν ανάλογα με τη θέση τους. Τα εμπόλια, πάντα σύμφωνα με την επιγραφή, είχαν
κυβικό σχήμα, ενώ οι πόλοι κυλινδρικό. Μια ενδιαφέρουσα πληροφορία είναι ότι οι πόλοι
έπρεπε να κατασκευαστούν στον τόρνο: «…Τους δε πόλους τορνεύσει κατά το
παράδειγμα…». Σύμφωνα δηλαδή, με το δείγμα. Αυτό αποτελεί μια σημαντική
πληροφορία, διότι σημαίνει ότι χρησιμοποιούσαν τον τόρνο για τη διαμόρφωση του
σκληρού κρατερώματος (κ. μπρούντζου).
|3|
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πω, ότι ο τόρνος ήταν πολύ γνωστός από τους
προϊστορικούς ακόμη χρόνους. Ο Όμηρος μας μιλάει για τα τορνευτά λέχη, δηλαδή τα
τορνευτά πόδια καρέκλας ή κρεβατιού. Ναι, αλλά για την κατεργασία του ξύλου και όχι
μετάλλων. Για τα μέταλλα όμως και ιδιαίτερα εκείνα που έχουν μεγάλη σκληρότητα, όπως
είναι τα κρατερώματα (κ. μπρούντζοι), θα έπρεπε να χρησιμοποιούν κοπτικά εργαλεία από
σκληρό χάλυβα. Που σημαίνει, ότι τον 4ο αιώνα π.Χ. θα είχαν φτάσει σε ένα αρκετά
υψηλό επίπεδο στον τομέα της παραγωγής, αλλά και της θερμικής κατεργασίας του
χάλυβα. Όλα αυτά βέβαια ήταν προ πολλού γνωστά στους αρχαίους Έλληνες
μεταλλουργούς. Αλλά η εν λόγω επιγραφή αποτελεί την πρώτη γραφτή μαρτυρία της
εισαγωγής του τόρνου στην ιστορία των μετάλλων στον ελλαδικό χώρο.
Υπάρχει, όμως και κάτι άλλο, πολύ σημαντικό, τουλάχιστο για έναν που ασχολείται
με την ποιότητα και τον έλεγχό της. Σε κάποιο σημείο του κειμένου της επιγραφής
αναφέρεται με αυστηρότητα η σύνθεση, που θα έπρεπε να έχουν οι σύνδεσμοι: “... χαλκού
δε εργάσεται Μαριέως, κεκραμένου την δωδεκάτην, τα ένδεκα μέρη χαλκού, το δε
δωδέκατον καττιτέρου...”. Σε ελεύθερη απόδοση σημαίνει: «... ο χαλκός, που στην
πραγματικότητα είναι κρατέρωμα και όχι καθαρός χαλκός, θα έπρεπε σύμφωνα με την
επιγραφή, να παραχθεί στο Μάριον της Κύπρου, μεγάλο εμπορικό και μεταλλουργικό
κέντρο της εποχής εκείνης και στα δώδεκα μέρη να περιέχει 11 χαλκό και το 1/12
κασσίτερο (δηλ., στο δικό μας δεκαδικό σύστημα περίπου 8,33 με 8,5%». Εδώ θα πρέπει
να σημειώσω, ότι το 12 είναι υποπολλαπλάσιο του 60, που στους κλασικούς χρόνους
αποτελούσε τη βάση του τότε χρησιμοποιούμενου αριθμητικού βαβυλωνιακού
συστήματος. Ένα σύστημα, που και σήμερα χρησιμοποιούμε σε πολλές περιπτώσεις, όπως
στη γεωμετρία, αστρονομία, στη μέτρηση του χρόνου, αλλά και στην καθημερινή μας ζωή.
Όταν, λοιπόν, διάβασα αυτό το σημείο της επιγραφής, που, όπως ανέφερα, μιλάει
για τη σύνθεση του κράματος των συνδέσμων, ένιωσα μεγάλη συγκίνηση για το μεγάλο
μήνυμα, που δεχόμουνα εκείνη τη στιγμή από τη μακρινή αρχαιότητα. Ένα μήνυμα, ότι οι
αρχαίοι μας πρόγονοι θα εφήρμοζαν αυστηρές προδιαγραφές στις παραγγελίες τους και
οπωσδήποτε έναν εμπειρικό έλεγχο ποιότητας των κραμάτων χαλκού. Κι αυτό, γιατί, αν
δεν γινόταν έλεγχος, οι προδιαγραφές δεν θα είχαν καμιά αξία και ο κίνδυνος της νοθείας
θα ήταν μεγάλος. Εδώ θα πρέπει να σημειώσω, ότι μία άλλη ενεπίγραφη στήλη, που
αναφέρεται στην κατασκευή του ανθεμίου της Αθηνάς πάνω στην Ακρόπολη μας
πληροφορεί ότι η τιμή του χαλκού ήταν 35 δραχμές το τάλαντο, ενώ εκείνη του
κασσιτέρου 230 δρχ., δηλαδή περίπου 7 φορές μεγαλύτερη. Με βάση τον αριθμό των
κιόνων, τον αριθμό των σπονδύλων, των διαστάσεων των εμπολίων και πόλων, που δίνει
με ακρίβεια η επιγραφή και την πυκνότητα του μπρούντζου (8,9kg/dm3), υπολόγισα ότι το
βάρος τους ξεπερνούσε τους τρεις τόνους, για την ακρίβεια 3.300kg. Μπορεί η
περιεκτικότητα σε κασσίτερο να ήταν μόνον 8,33%, όμως η τιμή του κασσιτέρου
αποτελούσε το 37% της συνολικής αξίας του κράματος, αφού, όπως είπαμε, η τιμή του
ήταν 7 φορές μεγαλύτερη από εκείνη του χαλκού.
Όλα αυτά ενισχύουν την άποψη, ότι οπωσδήποτε θα υπήρχε ένας εμπειρικός τρόπος
ελέγχου ποιότητας. Υπολόγισα, ακόμη, ότι αν ο ανάδοχος της παραγγελίας μείωνε την
προσθήκη σε κασσίτερο κατά 2 με 3% δηλ., αντί να προσθέσει 8.5% πρόσθετε 6 ή 5%,
τότε το περιθώριο του παράνομου κέρδους θα ήταν αντίστοιχα 500 με 740 τοτινές δραχμές
στην κάθε περίπτωση. Ποσόν πολύ μεγάλο για την εποχή εκείνη.
Η παραπάνω μελέτη οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι η ενεπίγραφη στήλη της
Ελευσίνας αποτελεί ούτε λίγο, ούτε πολύ το αρχαιότερο Ευρωπαϊκό Πρότυπο.
|4|
Εικόνα 1.1: Η πρώτη σωζόμενη γραπτή προδιαγραφή, σε στήλη στην Ελευσίνα
Η πιο πρόσφατη εφαρμογή των Διεισδυτικών Υγρών, αναφέρεται γύρω στο 1850,
όπου ο έλεγχος ρηγματώσεων σε σιδηροτροχιές πραγματοποιούνταν με τη βοήθεια
κιμωλίας και λαδιού ως μέσο διείσδυσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Μ.Κ.Ε
χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα κατά τη διάρκεια των Παγκοσμίων Πολέμων, ιδίως η
ακτινογραφία, η οποία μέχρι τότε χρησιμοποιούνταν κυρίως σε ιατρικές εφαρμογές.
Ιστορικά, μια έκρηξη που σημειώθηκε στο λέβητα μιας αμαξοστοιχίας στο Hartford
του Connecticut το Μάρτιο του 1854 και είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο 12 ανθρώπων,
θεωρείται το χρονικό ορόσημο για την επικράτηση της εφαρμογής των Μ.Κ.Ε. Το πόρισμα
που προέκυψε, καταδείκνυε ως επιτακτική την αναγκαιότητα για εφαρμογή τακτικών
προληπτικών Μ.Κ.Ε, οι οποίοι θα διασφάλιζαν τους εργαζόμενους και τους επιβάτες. Δέκα
χρόνια αργότερα, η πολιτεία του Connecticut νομοθέτησε Κανονισμό Επιθεώρησης
Λεβήτων και εισήγαγε την απαίτηση για πιστοποιητικό λέβητα.
|5|
Εικόνα 1.2: Το εργαστήριο ακτίνων Χ του Dr. H. Lester
|6|
Ένα ακόμα σιδηροδρομικό ατύχημα, αποτέλεσε την αιτία ανάπτυξης νέων τεχνικών
στη Μέθοδο των Μαγνητικών Σωματιδίων. Πρωτοπόροι ήταν οι Dr. Elmer Sperry και H.
C. Drake, οι οποίοι χρησιμοποίησαν το μαγνητικό πεδίο για την ανίχνευση ασυνεχειών στις
σιδηροτροχιές. Για το σκοπό αυτό ίδρυσαν την εταιρεία Sperry Rail Service. Αργότερα, το
1929, τα σκήπτρα στο συγκεκριμένο τομέα ανέλαβε η εταιρεία Magnaflux Corporation.
Εικόνα 1.4: Μονάδα μαγνητικών σωματιδίων της Magnaflux (Courtesy of CJH Collection)
Τέλος, το 1941, ιδρύθηκε η Αμερικανική Ένωση για το Βιομηχανικό Ράδιο και τις
ακτίνες Χ (American Industrial Radium και X-ray Society), η οποία αποτέλεσε τον
πρόδρομο της σημερινής Αμερικανικής Ένωσης Μη Καταστροφικών Ελέγχων (American
Society for Non Destructive Testing).
|7|
2. ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΜΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ
Πρόκειται για έναν όρο που χρησιμοποιείται ευρέως και δηλώνει τη διακοπή της
κανονικής δομής του υλικού είτε την ύπαρξη ξένων σωμάτων σε αυτό. Μπορεί να σημαίνει
την απώλεια της ομοιογένειας στα μηχανικά, μεταλλουργικά ή φυσικά χαρακτηριστικά του
δοκιμίου. Μία ασυνέχεια δεν αποτελεί απαραίτητα ελάττωμα / σφάλμα, καθώς αυτό
καθορίζεται από τα κριτήρια αποδοχής / απόρριψης.
Πρόκειται για μια ασυνέχεια που καθιστά το δοκίμιο ακατάλληλο για τη χρήση που
προορίζεται. Το ελάττωμα ή σφάλμα στην ουσία απορρίπτεται σύμφωνα με τα κριτήρια
αποδοχής / απόρριψης. Μία ή περισσότερες ασυνέχειες ενδέχεται να αποτελούν σφάλμα σε
κάποιες περιπτώσεις και σε κάποιες άλλες όχι. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο ορισμός
του σφάλματος αλλάζει ανάλογα με τον τύπο του αντικειμένου, την κατασκευή του, το
υλικό του και τις προδιαγραφές που εφαρμόζονται κάθε φορά.
Είναι η εύρεση της αιτίας που δημιούργησε μια ένδειξη. Ως πρώτο βήμα, η ερμηνεία
της ένδειξης δίνει την δυνατότητα κατάταξης της ως αληθούς, σχετικής ή μη σχετικής. Ως
δεύτερο βήμα και εφόσον χρειάζεται, βρίσκεται η ασυνέχεια που δημιούργησε την ένδειξη
μέσα στο υλικό.
Πρόκειται για ένδειξη που σχηματίζεται από αίτια άσχετα με τις φυσικές αρχές μιας
μεθόδου Μ.Κ.Ε. Ψευδείς ενδείξεις μπορούν να εμφανιστούν σε όλες τις μεθόδους των
Μ.Κ.Ε. Σε πολλές περιπτώσεις οφείλονται σε μη συμμόρφωση του επιθεωρητή με τη
διαδικασία ή ακόμη και από απροσεξία κατά την εφαρμογή της μεθόδου.
Για παράδειγμα, μια ψευδής ένδειξη στη μέθοδο των Μαγνητικών Σωματιδίων δεν
οφείλεται στη διαρροή του μαγνητικού πεδίου λόγω ύπαρξης μίας ασυνέχειας, αλλά
ενδεχομένως σε βαρυτική συγκράτηση των μαγνητικών σωματιδίων ή λόγω της υψηλής
τραχύτητας επιφανείας. Αντίστοιχα, μια ένδειξη κατά την εφαρμογή της μεθόδου των
Διεισδυτικών Υγρών δεν οφείλεται στο τριχοειδές φαινόμενο και την εξόλκηση του
διεισδυτή, αλλά συνήθως σε κακή εφαρμογή της μεθόδου, κυρίως στα στάδια προ-
καθαρισμού ή αφαίρεσης του πλεονάζοντος διεισδυτή.
|8|
Μια ψευδής ένδειξη στον Ακτινογραφικό Έλεγχο μπορεί να συμβεί για παράδειγμα
λόγω της ευαισθησίας του ακτινογραφικού φιλμ στην πίεση, στα χημικά επεξεργασίας των
φιλμ, στο φως, στις μηχανικές καταπονήσεις όπως η κάμψη, οι πτυχώσεις, οι γρατσουνιές
και άλλοι τρόποι κακού χειρισμού. Όλα αυτά πρέπει να αποφεύγονται διότι μπορεί να
προκαλέσουν σύγχυση κατά την ερμηνεία. Οι ψευδείς ενδείξεις στον Έλεγχο με
Υπερήχους μπορεί να προκύψουν από ηλεκτρικές παρεμβολές λόγω αλληλοεπιδράσεων
σύζευξης του μετατροπέα-υλικού σύζευξης-δοκιμίου, αλλά σε γενικές γραμμές είναι
εύκολο να εντοπισθούν και να διορθωθούν.
Η παρουσία ψευδούς ένδειξης απαιτεί συνήθως επανάληψη της δοκιμής, αφού
εξαλειφθούν πρώτα τα πιθανά αίτια, διότι ενδέχεται να καλύπτει τις αληθείς σχετικές
ενδείξεις. Σε γενικές γραμμές, οι ψευδείς ενδείξεις είναι μη προβλέψιμες και δεν
παρουσιάζουν επαναληψιμότητα.
Πρόκειται για ένδειξη που σχηματίζεται λόγω της ύπαρξης μιας άγνωστης
ασυνέχειας στο εξεταζόμενο δοκίμιο. Μια αληθής σχετική ένδειξη απαιτεί αξιολόγηση,
προκειμένου το δοκίμιο να γίνει αποδεκτό ως έχει, να επισκευαστεί ή να απορριφθεί.
Πρόκειται για ασυνέχεια που δημιουργήθηκε στο στάδιο της αρχικής τήξης και
στερεοποίησης του μετάλλου (όταν το βασικό μέταλλο περνά από την τηγμένη στην
στερεά φάση).
|9|
2.11 Ασυνέχεια δευτερογενούς / τελικής διεργασίας (secondary / finishing
processing discontinuity)
Πρόκειται για ασυνέχεια που δημιουργήθηκε στην τελική επεξεργασία υλικών και
κατασκευών, όπως οι θερμικές κατεργασίες, οι μηχανουργικές κατεργασίες, η
επιμετάλλωση ή λείανση και η διαμόρφωση.
Πρόκειται για ασυνέχεια που δημιουργήθηκε μετά το πέρας όλων των κατεργασιών,
κατά τη διάρκεια αλλά και εξαιτίας της λειτουργίας του εξαρτήματος ή της κατασκευής
λόγω της διάβρωσης, της οξείδωσης και της κόπωσης, ιδίως όταν αυτό υποβάλλεται σε
ακραίες συνθήκες λειτουργίας. Οι συνθήκες λειτουργίας όπως η στατική ή δυναμική
καταπόνηση, το περιβάλλον λειτουργίας και η συντήρηση επηρεάζουν άμεσα την
αναμενόμενη διάρκεια ζωής του εξαρτήματος ή της κατασκευής.
|10|
3. ΑΣΥΝΕΧΕΙΕΣ ΠΡΩΤΟΓΕΝΟΥΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΕ ΧΥΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ
Οι πόροι προκαλούνται λόγω της παρουσίας αερίου (Ο2, Η2, Ν2 και CO), το οποίο
διαλύεται στο τήγμα και κατακρημνίζεται στα όρια των κόκκων, καθώς το χυτό ψύχεται. Η
συνολική ποσότητα του αερίου που σχηματίζει ορατές φυσαλίδες ή πόρους εξαρτάται από
την ποσότητα του αερίου στο διάλυμα και από το ρυθμό ψύξης. Το μέγεθος και το σχήμα
των πόρων εξαρτάται από το μηχανισμό στερεοποίησης του συγκεκριμένου κράματος, από
τις τάσεις συρρίκνωσης και τη σύνθεση του τήγματος σε σχέση με τη διαλυτότητα του
υδρογόνου. Καθένας από αυτούς τους παράγοντες συμβάλλει στην τελική μορφή και
κατανομή των πόρων. Οι πόροι βρίσκονται συνήθως στο εσωτερικό και εμφανίζονται σε
δύο βασικές μορφές, τους στρογγυλόμορφους και τους επιμήκεις.
Οι πόροι αερίου μπορεί να ταξινομηθούν ως εξής:
α) πόροι (porosity): μικρές στρογγυλόμορφες κοιλότητες
β) αεριοπές (gas hole): μεγαλύτερες στρογγυλόμορφες κοιλότητες και
γ) επιμήκεις οπές ή σκωληκοειδείς οπές (Wormhole): κοιλότητες αερίων με σημαντικό
μήκος και σκωληκοειδή μορφή.
Οι πόροι εγκλωβίζονται στο χυτό, εμφανιζόμενοι αυτοτελώς ή σε μορφή
διακενώσεως συστολής (shrinkage cavities). Διαφέρουν από τα εγκλείσματα, αφού
πρόκειται για αέριες μάζες και όχι για στερεά σώματα εγκλωβισμένα στο σώμα του χυτού.
|11|
Εικόνα 3.3: Εμφάνιση πόρων σε χυτό αλουμινίου
Πρόκειται για κοιλότητες που δημιουργήθηκαν στο σώμα του χυτού από
εγκλωβισμένο αέρα ή από αέρια εκλυόμενα κατά τη στερεοποίηση. Οι κυριότερες μορφές
τους είναι οι εξής:
Βελονοειδείς Οπές (pinholes)
Πρόκειται για λεπτές επιμήκεις οπές, διαμέτρου μικρότερης των 1,6mm, με άξονα
κάθετο στην επιφάνεια του χυτού, προκαλούμενες από φυσαλίδες αερίων που οφείλονται
κυρίως στην παρουσία υγρασίας και επομένως στην παραγωγή υδρογόνου (H2). Στην
ακτινογραφία εμφανίζονται ως μικρές, συγκεντρωμένες, στρογγυλόμορφες ενδείξεις.
Αεριοπές (gasholes, blowholes, wormholes)
Πρόκειται για εγκλείσματα αερίων (κυρίως CO2), διαμέτρου μεγαλύτερης των
1,6mm. Εάν τα αέρια εκλύονται από το καλούπι (mould) ή την καρδιά (core), αναφέρονται
με τον αγγλικό όρο blowholes. Οι λεγόμενες σκωληκοειδείς οπές (wormholes) έχουν
κυκλική περίπου διατομή, αναπτύσσονται κάθετα στην επιφάνεια του χυτού και φτάνουν
ως την επιφάνεια.
Αεροθύλακες (airlocks)
Δημιουργούνται από αέρα που εγκλωβίστηκε στο χυτό κατά τη χύτευση, συνήθως
κοντά στην εξωτερική επιφάνεια του χυτού. Στην ακτινογραφία εμφανίζονται όπως οι
αεριοπές, αλλά κατά κανόνα έχουν πιο λείο περίγραμμα.
|12|
Εικόνα 3.5: Airlocks
Είναι προϊόντα χημικών αντιδράσεων και φυσικών επιδράσεων, αλλά και της
ρύπανσης που προκαλείται κατά τη διάρκεια τήξης και χύτευσης του μετάλλου.
Κατηγοριοποιούνται ανάλογα με την προέλευση τους σε ενδογενή και εξωγενή
εγκλείσματα. Τα ενδογενή εγκλείσματα είναι συνήθως πολύ μικρού μεγέθους.
Δημιουργούνται στο μέταλλο και είναι αποτέλεσμα χημικών αντιδράσεων. Τα εξωγενή
εγκλείσματα προκαλούνται από την παγίδευση ξένων σωμάτων ενώ το μέγεθός τους
ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό ανάλογα με την πηγή προέλευσής τους.
Τα μη μεταλλικά εγκλείσματα είναι συνήθως οξείδια και σουλφίδια που παρέμειναν
στο τηγμένο μέταλλο κατά τη διάρκεια της αρχικής χύτευσης. Οι ιδιότητες αυτών των
εγκλεισμάτων είναι διαφορετικές από τις αντίστοιχες του μετάλλου που χυτεύεται.
Συνήθως έχουν ακανόνιστα σχήματα με αποτέλεσμα να αυξάνουν τις εσωτερικές τάσεις
στο υλικό, μειώνοντας την αντοχή του.
Οι μικρές συγκεντρώσεις εγκλεισμάτων δεν αποτελούν συνήθως πρόβλημα, οι
μεγαλύτερες όμως ενδέχεται να δημιουργήσουν επιμήκη εγκλείσματα (stringers) κατά την
έλαση.
Τα μη μεταλλικά εγκλείσματα επιδρούν στις ιδιότητες του χάλυβα, όπως τη
διαμορφωσιμότητα, τη σκληρότητα, την κατεργασιμότητα και την αντοχή στη διάβρωση.
Σε γενικές γραμμές, όσο λιγότερα και μικρότερα είναι τα μη μεταλλικά εγκλείσματα, τόσο
υψηλότερης ποιότητας είναι ο χάλυβας. Επομένως, η ανάλυση και τεκμηρίωση των μη
μεταλλικών εγκλεισμάτων είναι σημαντική για τον έλεγχο της ποιότητας.
|13|
Εικόνα 3.7: Μη μεταλλικό έγκλεισμα
Διαφορισμός εντοπίζεται στις διαφορές της σύνθεσης των υλικών (συνεπώς και στις
μηχανικές ιδιότητες) οι οποίες προκαλούνται από τη συγκέντρωση ορισμένων κραματικών
στοιχείων σε περιορισμένες περιοχές. Αυτές οι διαφορές στη σύνθεση μπορεί να
αντισταθμιστούν σε επόμενες κατεργασίες εν θερμώ. Ωστόσο κάποιες εξακολουθούν να
παραμένουν.
Κατά τη στερεοποίηση του πλινθώματος (ingot), ορισμένα στοιχεία
συγκεντρώνονται ως αδιάλυτα στις τελευταίες υγρές εσωτερικές περιοχές και προκαλούν
χημική ανομοιογένεια. Συνήθως αυτό δεν παρατηρείται σε καθαρά μέταλλα. Ο
διαφορισμός είναι αποτέλεσμα, κυρίως, των διαφορών στην πυκνότητα και στη
θερμοκρασία. Σε ανθρακούχους χάλυβες, τα στοιχεία που προκαλούν το διαφορισμό είναι
αυτά που ή παραμένουν αδιάλυτα ή σχηματίζουν σύνθετες ενώσεις χαμηλότερου σημείου
πήξης από το υπόλοιπο μέταλλο, π.χ. θείο, φώσφορος, μαγγάνιο και πυρίτιο.
Η ανακατανομή του διαλυόμενου στοιχείου κατά τη διάρκεια της στερεοποίησης
ενός κράματος, η ανομοιογενής δηλαδή κατανομή του από το κέντρο προς την περιφέρεια
του σχηματιζόμενου στερεού κόκκου, οδηγεί στο φαινόμενο του διαφορισμού. Ανάλογα µε
την έκταση που συμβαίνει ο διαφορισμός, διακρίνεται στο μακροδιαφορισµό και στο
μικροδιαφορισµό.
Μακροδιαφορισµός
Είναι η χημική ανομοιογένεια σε όλη την έκταση ενός μεταλλικού πλινθώματος
χύτευσης (χελώνας) που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθεί µε ανόπτηση.
Ο μακροδιαφορισμός αναφέρεται στη μακροσκοπική μεταβολή της χημικής σύστασης
μέσα σε ένα χυτό κράμα. Υπό συνθήκες κανονικού μακροδιαφορισμού, το τελευταίο μέρος
του κράματος που στερεοποιήθηκε είναι και το πλουσιότερο στην ποσότητα του
κραματικού στοιχείου. Υπό συνθήκες όμως αντίστροφου μακροδιαφορισμού, το τελευταίο
μέρος του κράματος που στερεοποιήθηκε περιέχει και το μικρότερο ποσοστό του
κραματικού στοιχείου.
|14|
Μικροδιαφορισµός
Είναι η χημική ανομοιογένεια σε κλίμακα κόκκου (δενδριτών). Οφείλεται στην
ταχεία στερεοποίηση ενός κράματος και εντοπίζεται, συνήθως, στα τμήματα του
πλινθώματος που στερεοποιούνται ταχύτατα. Κατά το µικροδιαφορισµό εμφανίζονται
φάσεις που δεν προβλέπονται από τα αντίστοιχα διαγράμματα ισορροπίας.
Κατά τη στερεοποίηση του τήγματος στον τύπο, οι δενδρίτες που σχηματίζονται
λόγω του μικροδιαφορισµού, εμφανίζουν διαφορετική χηµική σύσταση στο κέντρο τους
από αυτήν των εξωτερικών τους περιοχών. Το υγρό το οποίο στερεοποιείται τελευταίο
μεταξύ των κλάδων των δενδριτών, είναι πλουσιότερο σε διαλυόμενο στοιχείο από τις
ζώνες που στερεοποιούνται αρχικά.
Κατά το μικροδιαφορισμό, οι μεταβολές της χημικής σύστασης του χυτού κράματος
εμφανίζονται σε μικροσκοπική κλίμακα και κυρίως μέσα στα όρια των κόκκων. Ο
μικροδιαφορισμός μπορεί να επηρεάσει έμμεσα τις μηχανικές ιδιότητες ενός κράματος.
Η εμφάνιση του μικροδιαφορισμού μπορεί να μειωθεί δραστικά με θερμική
κατεργασία ομογενοποίησης. Είναι γνωστό ότι το φαινόμενο της διάχυσης είναι πολύ αργή
διαδικασία στη στερεή φάση οπότε και η επίδρασή του στο μακροδιαφορισμό είναι
μειωμένη.
|15|
Εικόνα 3.10: Μακροδιακένωση (αριστερά) και αξονική διακένωση (δεξιά)
Μικροδιακενώσεις (microshrinkage)
Δημιουργούνται προς το τέλος της στερεοποίησης, λόγω εγκλωβισμού υγρού στο
στερεό μέταλλο.
Αξονικές Διακενώσεις (centreline / filamentary shrinkage)
Πρόκειται για διακλαδωμένες, αλληλοσυνδεόμενες και εκτεταμένες διακενώσεις
που συνήθως ακολουθούν τον άξονα του χυτού ή τη διεύθυνση των κιονοειδών (columnar)
κρυστάλλων σε περιπτώσεις μη κατευθυνόμενης στερεοποίησης. Ως ακτινογραφική εικόνα
μοιάζουν αρκετά με θερμορωγμή (hot tear).
|16|
3.6 Κρυοπήγματα (cold shuts, unfused chaplets, unfused chills)
|17|
3.7 Θερμορωγμές (hot tears)
Προκύπτουν κατά το τελικό στάδιο της στερεοποίησης, όταν το χυτό έχει ακόμη
πολύ μικρή ολκιμότητα, λόγω των υψηλών εσωτερικών τάσεων κατά τη συστολή
(διαφορετικοί ρυθμοί συστολής σε γειτνιάζουσες περιοχές). Πρόκειται για ρωγμές στα όρια
των κόκκων (περικρυσταλλικές), η ανάπτυξη των οποίων ευνοείται από σημεία απότομης
αλλαγής της διατομής, αλλά και από την παρουσία θείου (S) και φωσφόρου (P). Στον
Ακτινογραφικό Έλεγχο αποτυπώνονται στο φιλμ με τη μορφή κυματοειδούς γραμμής.
Οι θερμορωγμές είναι τραχιές, ακανόνιστες εσωτερικές ή εξωτερικές ρωγμές οι
οποίες δημιουργούνται αμέσως μετά τη στερεοποίηση του μετάλλου. Επιπρόσθετα, ο
κακός σχεδιασμός χύτευσης με απότομες αλλαγές του χυτού ή με απότομες γωνίες οδηγούν
στο σχηματισμό θερμορωγμών. Τέλος, οι θερμορωγμές μπορεί να περιοριστούν ή ακόμη
και να εξαλειφθούν με βελτιωμένο σχεδιασμό, σωστή στερεοποίηση με ομοιόμορφο ρυθμό
ψύξης και έλεγχο της σκληρότητας του καλουπιού.
Εικόνα 3.15: Θερμορωγμές σε πλάκα αλουμινίου (slab) οι οποίες οδήγησαν σε ολική θραύση
|18|
Τα πιθανά αίτια δημιουργίας των θερμορωγμών είναι:
τα τοιχώματα καλουπιού τα οποία είναι συμπιεσμένα και υποχωρούν δύσκολα
οι μικρές καμπυλώσεις των γωνιών, άρα και οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις τάσεων
ο αποχωματισμός του χυτού ο οποίος έγινε πριν αυτό αποψυχθεί
η πρόχειρη κατασκευή του μοδέλου
ο μεγάλος συντελεστής συστολής του μετάλλου ψύξης σε υψηλές θερμοκρασίες.
|19|
Οι φυσαλίδες εμφανίζονται ως σφαιρικές ή ακανόνιστες κοιλότητες με λεία ή
τραχιά τοιχώματα. Μερικές φορές δύσκολα γίνεται διάκριση μεταξύ φυσαλίδας και
διακενώσεως. Πυρήνες με υγρασία ή έλλειψη οπών εξαερισμού έχουν τάση δημιουργίας
φυσαλίδων.
Τα πιθανά αίτια δημιουργίας των φυσαλίδων είναι:
οι μη επαρκείς οπές εξαερισμού
οι υγροί πυρήνες
η υψηλή υγρασία της άμμου του καλουπιού
τα σημεία με υψηλή υγρασία λόγω προγενέστερης επισκευαστικής εργασίας
κάποιος πυρήνας πλούσιος σε οργανικό συνδετικό κόκκων.
|20|
Εικόνα 3.22: Τραχιά επιφάνεια χυτού
Εικόνα 3.23: Αμερικανική Ένωση Χυτηρίων C-9. Πρότυπο σύγκρισης τραχύτητας επιφανείας
από 20 έως 900 rms
Οι οπές είναι αποτέλεσμα της ύπαρξης ψηγμάτων χαλαρής άμμου μέσα στην
κοιλότητα. Συχνά οι οπές περιέχουν άμμο και στην περίπτωση χυτών αλουμινίου
εμφανίζονται στην κάτω επιφάνειά τους.
|21|
3.14 Σύντηξη άμμου (burn in)
Το ελάττωμα της σύντηξης άμμου συμβαίνει, όταν ένα λεπτό στρώμα άμμου
συντήκεται με τη μεταλλική επιδερμίδα του χυτού και σχηματίζει μία υαλώδη ανώμαλη
επιφάνεια. Συμβαίνει συχνότερα στις θερμότερες περιοχές του χυτού.
Τα πιθανά αίτια της σύντηξης άμμου είναι:
η μεγάλη θερμοκρασία τήγματος
η αυξημένη υγρασία στην άμμο
ο λανθασμένος σχεδιασμός θυρίδων και θρεπτικών μαζών που δημιουργούν θερμά
σημεία στον τύπο
οι ανεπαρκείς καμπυλώσεις των εσωτερικών γωνιών του χυτού
τα λεπτά τοιχώματα άμμου τα οποία περιβάλλονται από παχιά τμήματα χυτού.
Πρόκειται για ασυνέχεια κατά την οποία μάζα άμμου υπό μορφή φλοιού, είναι
συγκολλημένη στο χυτό λόγω διείσδυσης τήγματος εσωτερικά. Αυτή η άμμος δε μπορεί να
αφαιρεθεί με αμμοβολή παρά μόνο με τρόχισμα.
Τα πιθανά αίτια της διείσδυσης μετάλλου είναι:
η μεγάλη θερμοκρασία τήγματος
η μεγάλη εκχυτότητα τήγματος
η χαμηλή συμπίεση της άμμου
η μη ομαλή διανομή του μετάλλου στην κοιλότητα λόγω κακού σχεδιασμού
θυρίδων.
|22|
3.16 Διαβρώσεις άμμου (cuts and washes)
Το ελάττωμα της πτώσης προκύπτει όταν τμήματα των τοιχωμάτων της κοιλότητας
καταρρέουν εντός της κοιλότητας.
Τα πιθανά αίτια των πτώσεων είναι:
η πολύ ξηρή άμμος
η χαμηλή συμπίεση της άμμου
η συσσώρευση λεπτόκοκκης άμμου
η απρόσεκτη μετακίνηση του τύπου με ύπαρξη χτυπημάτων και κραδασμών.
|23|
3.18 Ακαθαρσίες και σκουριές στο χυτό (dross and slags)
Οι ακαθαρσίες εμφανίζονται συνήθως στις επιφάνειες που είναι στο άνω μέρος του
καλουπιού. Ακόμη και ο σχολαστικός καθαρισμός των ακαθαρσιών της επιφάνειας του
τήγματος δε μπορεί να προσφέρει επαρκή προφύλαξη, εάν δε σχεδιαστεί σωστά το
σύστημα αγωγών διόδου του μετάλλου. Το πρώτο μέταλλο που εισχωρεί στο σύστημα
αγωγών, εισάγει συνήθως και παρασύρει κατά την διαδρομή του τέτοια υλικά, ενώ
ταυτόχρονα ψύχεται έντονα. Συνεπώς, η δημιουργία λεκάνης πρώτου τήγματος στο τέλος
του οριζόντιου αγωγού κρίνεται απαραίτητη.
Τα πιθανά αίτια των ακαθαρσιών και των σκουριών στο χυτό είναι:
ο μη προσεκτικός καθαρισμός του μετάλλου
ο λανθασμένος σχεδιασμός συστήματος θυρίδων. Κανονικά οι θυρίδες
κατασκευάζονται στο άνω μέρος του πλαισίου, ενώ ο οριζόντιος αγωγός στο κάτω
μέρος του
η ανυπαρξία λεκάνης πρώτου τήγματος στο τέλος του οριζοντίου αγωγού
η κακή επιλογή του μετάλλου και η σωστή τήξη, συλλίπανση και απαερίωση.
|24|
3.20 Οδοντώσεις σχήματος “V” (buckles)
|25|
4. ΑΣΥΝΕΧΕΙΕΣ ΠΡΩΤΟΓΕΝΟΥΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΕ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΕΛΑΣΗΣ
ΚΑΙ ΣΦΥΡΗΛΑΤΗΣΗΣ
|26|
4.2 Ραφή (seam)
|27|
Εικόνα 4.4: Επιμήκη εγκλείσματα
|28|
4.5 Από-ελασματοποίηση (delamination)
|29|
Εικόνα 4.8: Ενδεικτικές εικόνες από σκασίματα-ανοίγματα σφυρηλάτησης
|30|
5. ΑΣΥΝΕΧΕΙΕΣ ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΟΥΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑΣ
|31|
5.3 Ρήγματα λειάνσεως (grinding cracks)
|32|
6. ΑΣΥΝΕΧΕΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΊΑ
Πρόκειται για ρήγμα σε υλικά τα οποία υφίστανται δυναμική καταπόνηση πάνω από
το όριο κόπωσης. Ξεκινά σχεδόν πάντα από επιφανειακές μικροατέλειες, με αιχμηρό
συνήθως άκρο ή σημεία συγκέντρωσης τάσεων όπως απότομες αλλαγές διατομής και
εγκοπές και εξελίσσεται σταδιακά μεν, αλλά σχετικά γρήγορα σε περιοχές ομόκεντρες της
αρχικής ασυνέχειας (δακτύλιοι). Ένα τέτοιου είδους ρήγμα παρουσιάζεται
ενδοκρυσταλλικά (transgranular), διασπώντας τους κόκκους του υλικού. Πρόκειται για μια
εξαιρετικά επικίνδυνη ασυνέχεια, η οποία οδηγεί σύντομα σε θραύση του υλικού. Η
ανίχνευση της στα πρώιμα στάδια σχηματισμού της είναι υψίστης σημασίας.
|33|
Χαρακτηριστικό παράδειγμα διάβρωσης σε βάθος είναι το σκούριασμα των
σιδερένιων και χαλύβδινων αντικειμένων λόγω της επίδρασης οξυγόνου διαλυμένου σε
νερό (ατμοσφαιρική υγρασία, υγρασία εδάφους, επιφανειακά στρώματα της θάλασσας).
Αντιδιαβρωτική προστασία
Για την προστασία των σιδερένιων και χαλύβδινων αντικειμένων από τη διάβρωση
υπάρχουν διάφορες τεχνικές και υλικά επίστρωσης. Τα υλικά επίστρωσης (αντιδιαβρωτικές
βαφές και λιπαντικά) προστατεύουν την επιφάνεια των αντικειμένων από το ατμοσφαιρικό
οξυγόνο. Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί και ο γαλβανισμός (επιψευδαργύρωση) και
γενικότερα η επιμετάλλωση, δηλαδή η επίστρωση των επιφανειών με λιγότερο ευπαθή
μέταλλα, όπως για παράδειγμα το νικέλιο και το χρώμιο. Τέλος, υπάρχει και η μέθοδος της
καθοδικής αντιδιαβρωτικής προστασίας, η οποία χρησιμοποιείται επιπρόσθετα στη βαφή
με άσφαλτο για υπόγειους σωλήνες και δοχεία, όπως και στις υδραυλικές εγκαταστάσεις
από χάλυβα και μεταλλάκτες θερμότητας. Παρόλα αυτά, η διάβρωση του σιδήρου
παραμένει ένα σημαντικό οικονομικό και περιβαλλοντικό πρόβλημα, καθώς εκτιμάται ότι
το ποσοστό των σιδερένιων και χαλύβδινων αντικειμένων που αχρηστεύονται κάθε χρόνο
λόγω διάβρωσης, αντιστοιχεί στο 1/3 με 1/4 της παγκόσμιας παραγωγής χυτοσιδήρου και
χάλυβα, η οποία κυμαίνεται περίπου στο ένα δισεκατομμύριο μετρικούς τόνους (mmt)
ετησίως (περίπου το 95% της παγκόσμιας παραγωγής ακατέργαστων μετάλλων).
Η διάβρωση ταξινομείται στις παρακάτω βασικές κατηγορίες:
|34|
διαβρώνοντάς το. Η αγωγιμότητα του ηλεκτρολύτη επηρεάζει το βαθμό της γαλβανικής
προσβολής.
Κατά τη γειτνίαση δύο διαφορετικών μετάλλων μέσα σε αγώγιμο διάλυμα, το πιο
ηλεκτραρνητικό από τα δύο διαλύεται. Ο χάλυβας είναι οξειδωτικός και προστατεύεται
μόνο από την παρουσία αναγωγικών μετάλλων, όπως ο ψευδάργυρος, το καθαρό
αλουμίνιο, το κάδμιο και το μαγνήσιο.
Πρόκειται για την τοπική προσβολή πάνω ή δίπλα σε μία σχισμή μεταξύ δύο
ενωμένων επιφανειών. Η σχισμή μπορεί να διαμορφώνεται μεταξύ δύο μετάλλων ή ενός
μετάλλου και ενός μη μεταλλικού υλικού. Η ζημιά που προκαλείται από τη διάβρωση
σχισμής περιορίζεται συνήθως σε ένα μέταλλο σε περιοχή εντός ή κοντά στις συνδεόμενες
επιφάνειες.
Στην Εικόνα 6.4, ο σωλήνας από ανοξείδωτο χάλυβα τύπου 316 υπέστη διάβρωση
σχισμής εξαιτίας της σχισμής μεταξύ του σωλήνα και του ελάσματος.
Η διάβρωση σχισμής παρουσιάζεται πιο έντονα σε επιφάνειες κάτω από κεφαλές κοχλιών
και ήλων, μεταξύ επικαλυπτόμενων μετάλλων, μεταξύ φλαντζών κ.λπ. Η διάβρωση
σχισμών συνδέεται συχνά με μικρές ποσότητες λιμνάζοντος διαλύματος ή ηλεκτρολύτη
που έχει αιχμαλωτιστεί σε σχισμές και συνδέσεις ή σε επιφανειακές εναποθέσεις και
καταπλάσματα.
Η διάβρωση σχισμής ξεκινά λόγω διαφοράς στη συγκέντρωση ορισμένων χημικών
συστατικών, συνήθως του οξυγόνου. Έξω από την σχισμή (κάθοδος), η περιεκτικότητα σε
οξυγόνο και το ρΗ είναι αυξημένα ενώ, η περιεκτικότητα σε χλωρίδια είναι χαμηλή.
Μόλις σχηματιστεί η σχισμή, ο μηχανισμός διάδοσής της είναι όμοιος με τον μηχανισμό
της τρηματικής διάβρωσης.
Πρόληψη:
Απαιτείται η χρήση μετωπικής συγκόλλησης αντί λυόμενων συνδέσεων με κοχλίες.
Απαιτείται η εξάλειψη των σχισμών σε υφιστάμενες συγκολλήσεις επικάλυψης με συνεχή
συγκόλληση.
Απαιτείται η χρήση μη απορροφητικών παρεμβυσμάτων (φλάντζες) όπως π.χ. από PTFE
(τεφλόν).
Απαιτείται η χρήση κραμάτων αυξημένης αντοχής σε διάβρωση σχισμών (ASTM G48).
|35|
6.3.4 Τρηματική διάβρωση (pitting)
|36|
6.3.5 Περικρυσταλλική διάβρωση (intergranular corrosion)
Πρόκειται για την επιλεκτική αφαίρεση ενός στοιχείου του κράματος, μέσω του
μηχανισμού διάβρωσης. Το πιο κοινό παράδειγμα είναι η αφαίρεση ψευδαργύρου από
κράματα ορειχάλκου.
Πρόκειται για μια διεργασία επιτάχυνσης της διάβρωσης, λόγω της σχετικής
κίνησης ενός διαβρωτικού υγρού και του μετάλλου που προσβάλλεται. Η μηχανική τριβή
και φθορά επιταχύνει τη διάβρωση, όπως στις περιπτώσεις πτερωτής φυγοκεντρικής
αντλίας. Μέταλλα τα οποία προστατεύονται από τη διάβρωση μέσω επιφανειακού φιλμ
οξείδωσης (όπως το αλουμίνιο, ο μόλυβδος, οι ανοξείδωτοι χάλυβες) υφίστανται ισχυρή
προσβολή από αυτόν τον τρόπο διάβρωσης. Το ίδιο συμβαίνει και με τα μαλακά μέταλλα,
όπως ο χαλκός και ο μόλυβδος.
|37|
Η περίπτωση της σπηλαίωσης εμφανίζεται συνήθως σε πτερωτές αντλιών, πτερωτές
πλοίων και αεριοστρόβιλους (gas turbines).
Ειδική περίπτωση αποτελεί η διάβρωση που αποδίδεται με τον αγγλικό όρο fretting
corrosion, η οποία συμβαίνει στην περιοχή επαφής δύο μετάλλων υπό συνθήκες
μεταβαλλόμενου φορτίου. Απαντάται επίσης και με τους αγγλικούς όρους friction
oxidation, wear oxidation, chafing και false brinelling (διότι μοιάζει με τα σημάδια που
αφήνει η ομώνυμη δοκιμή σκληρότητας).
Εκτός από την επαφή και τη δόνηση υπό φορτίο, απαιτείται έστω και ελάχιστη
ολίσθηση μεταξύ των επιφανειών, όπως π.χ. σε κοχλιωτές συνδέσεις και στα σημεία του
άξονα όπου εδράζονται τα έδρανα κύλισης (ρουλεμάν). Δεν αναπτύσσεται σε περιπτώσεις
συνεχούς κίνησης, όπως στα διαρκώς κινούμενα μέρη του ρουλεμάν. Παρουσιάζεται
συνήθως σε ατμοσφαιρικό περιβάλλον και παράγει επιφανειακά οξείδια τα οποία μπορεί να
οδηγήσουν σε απώλεια της απαραίτητης σύσφιξης αλλά και σε κόπωση, λειτουργώντας ως
σημεία συγκέντρωσης τάσεων (stress raisers). Εμφανίζεται κυρίως σε ωστενιτικούς
ανοξείδωτους χάλυβες και κράματα αλουμινίου ή τιτανίου.
Ο αγγλικός όρος “Season Cracking” ήταν ο πρώτος όρος που χρησιμοποιήθηκε για
να περιγράψει τις ρηγματώσεις που προκαλούνται λόγω περιβαλλοντικών συνθηκών,
φαινόμενο το οποίο παρουσιάστηκε σε ορειχάλκινα φυσίγγια, τα οποία αποθηκεύονταν σε
στάβλους κατά τη διάρκεια της εποχής των μουσώνων.
Στα τέλη του 19ου αιώνα η Ινδία ήταν υπό βρετανική κυριαρχία. Κατά τη διάρκεια
των βροχερών μηνών της εποχής των μουσώνων, όπου η στρατιωτική δραστηριότητα ήταν
μειωμένη, τα πυρομαχικά αποθηκεύονταν στους στάβλους έως την επαναχρησιμοποίηση
τους κατά τους «ξηρούς» μήνες. Ωστόσο, πολλά φυσίγγια βρίσκονταν ρηγματωμένα.
Το 1921, το φαινόμενο ερμηνεύθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό από τους Moor,
Beckinsale και Mallisinson. Η αμμωνία από τα ούρα των αλόγων, σε συνδυασμό με τις
παραμένουσες τάσεις προκαλούσαν ρηγματώσεις στα ορειχάλκινα φυσίγγια. Ο όρος
“Season Cracking” αντικαταστάθηκε αργότερα από τον όρο “Stress Corrosion cracking” o
οποίος με τη σειρά του αντικαταστάθηκε από τον πιο γενικό όρο “Environmental
cracking”.
|38|
6.3.9 Περιβαλλοντική ρηγμάτωση (environmental racking)
Πρόκειται για θραύση υπό την ταυτόχρονη παρουσία εφελκυστικών τάσεων και
διαβρωτικού περιβάλλοντος σε ευαίσθητα στον συγκεκριμένο τύπο διάβρωσης υλικά. Η
επιφάνεια του μετάλλου δεν παρουσιάζει διάβρωση πρακτικά, παρότι αναπτύσσονται προς
το εσωτερικό της πολύ λεπτά ρήγματα. Στην περίπτωση του ορείχαλκου ο σχετικός
αγγλικός όρος είναι “season cracking” ενώ για το χάλυβα “caustic embrittlement”. Η
θραύση παρατηρείται σε τάσεις πολύ κατώτερες από τις επιτρεπόμενες. Το φαινόμενο
αναπτύσσεται στους ανοξείδωτους χάλυβες σε περιβάλλον χλωρίου ή θαλασσινού νερού
και μάλιστα πιο έντονα από ότι στους κοινούς χάλυβες. Παρότι το αποτέλεσμα μοιάζει με
ψαθυρή θραύση, πρόκειται για τυπικά αποτελέσματα διάβρωσης. Η θραύση είναι
συνηθέστερα περικρυσταλλική (intergranular) αλλά μπορεί να εμφανιστεί και ως
ενδοκρυσταλλική (trangranular), ακόμη και στο ίδιο υλικό. Προχωρά συνήθως κάθετα
στην εφαρμοζόμενη τάση. Αύξηση της τάσης οδηγεί σε ταχύτερη εμφάνιση του
φαινομένου, ενώ υπάρχει ένα όριο κάτω από το οποίο δεν εμφανίζεται. Η τάση μπορεί να
είναι εσωτερική (παραμένουσα, θερμική, λόγω συγκόλλησης, κ.α.) ή εξωτερική, αρκεί να
είναι εφελκυστική. Το φαινόμενο παρότι δεν είναι απόλυτα κατανοητό, οφείλεται στη
συγκέντρωση τάσεων στα άκρα ενός σημείου που προσβλήθηκε από διάβρωση. Η
εφελκυστική τάση, με τη σειρά της, διακόπτει τη συνέχεια του προστατευτικού φιλμ
οξειδίου και επιτρέπει την περαιτέρω διείσδυση της διάβρωσης. Το φαινόμενο προχωρά
αργά, έως ότου φθάσει σε ένα κρίσιμο βάθος, οπότε παρατηρείται ταχεία μηχανική
θραύση, λόγω ελάττωσης της φέρουσας διατομής του υλικού. Πιθανή παρουσία ατομικού
υδρογόνου οδηγεί σε ψαθυροποίηση της μεταλλικής δομής με ταυτόχρονη αύξηση της
έντασης του φαινομένου.
Πρόληψη:
Απαιτείται η αποφυγή χημικού περιβάλλοντος που προκαλεί τη δυναμοδιάβρωση.
Απαιτείται ο έλεγχος της σκληρότητας και των τάσεων (παραμένουσες ή φόρτισης).
Απαιτείται η χρήση υλικών ανάλογα με το περιβάλλον λειτουργίας τους.
|39|
Απαιτείται έλεγχος της θερμοκρασίας λειτουργίας και / ή του ηλεκτροχημικού δυναμικού
του κράματος.
|40|
Πρόληψη:
Απαιτείται η μείωση της κόπωσης ελαχιστοποιώντας τις δονήσεις κραδασμών και τις
διακυμάνσεις της πίεσης.
Απαιτείται η μείωση της διάβρωσης με τη χρήση κραμάτων υψηλής ανθεκτικότητας στη
διάβρωση κόπωσης.
Απαιτείται η μείωση της διάβρωσης με τη χρήση επιστρώσεων και αναστολέων για την
καθυστέρηση της έναρξης ρηγμάτων διάβρωσης κόπωσης.
Πρόκειται για την επίδραση του υδρογόνου στο μέταλλο. Το ατομικό υδρογόνο (Η)
έχει την ιδιότητα να διαλύεται στο χάλυβα και σε άλλα μέταλλα, ενώ το μοριακό υδρογόνο
(Η2) είναι πρακτικά αδιάλυτο. Επομένως, όλες οι αστοχίες λόγω παρουσίας υδρογόνου
προέρχονται από ατομικό υδρογόνο. Πηγές ατομικού υδρογόνου είναι πολλές, όπως για
παράδειγμα οι διεργασίες διάβρωσης, ηλεκτρόλυσης, ηλεκτροεπικάλυψης και καθοδικής
προστασίας καθώς και η επίδραση του ατμοσφαιρικού οξυγόνου. Το ατομικό υδρογόνο
που αναπτύσσεται στα εσωτερικά τοιχώματα δεξαμενών, σωληνώσεων ή μετάλλων,
διαλύεται στο μέταλλο. Αρκετή από την ποσότητα του ατομικού υδρογόνου είναι ικανή να
«διασχίσει» το μέταλλο και να βγει στην επιφάνεια του μετάλλου σχηματίζοντας μοριακό
υδρογόνο.
|41|
6.3.15 Ψαθυροποίηση υδρογόνου (hydrogen embrittlement)
|42|
6.3.18 Διάβρωση λόγω τριβής
|43|
6.4 Ρηγμάτωση λόγω υγρού μετάλλου (liquid metal cracking)
Η παρουσία θείου στο χάλυβα προκαλεί τέτοιου είδους ρωγμές. Εάν η συγκόλληση
γίνει με μεγάλη προσφορά θερμότητας, το θείο που βρίσκεται στη θερμικά επηρεαζόμενη
ζώνη (Θ.Ε.Ζ) διαλύεται στο χάλυβα και επανεμφανίζεται στη διάρκεια της στερεοποίησης
με τη μορφή σουλφιδίων τα οποία ψαθυροποιούν τα όρια των κόκκων και μειώνουν
σημαντικά την αντοχή του χάλυβα. Στην περίπτωση αυτή, ο χάλυβας καλείται καμένος
(burned). Η παρουσία χαλκού μπορεί επίσης να δημιουργήσει τέτοιου είδους ρωγμές. Οι
ρωγμές αυτές είναι πολύ μικρές και μπορεί να γίνουν η απαρχή της ρηγμάτωσης
υδρογόνου.
|44|
Το φαινόμενο που αποδίδεται με τον αγγλικό όρο “Sulfide Stress Cracking” (SSC)
ορίζεται ως η ρηγμάτωση του υλικού υπό τη δράση των κατάλληλων τάσεων και
διάβρωσης, παρουσία οξειδίων του θείου ή υδρόθειου. Ουσιαστικά, αποτελεί μια μορφή
της ρηγμάτωσης υδρογόνου (HIC).
Εικόνα 6.15: Sulfide Stress Cracking (αριστερά). Hydrogen Induced Cracking (δεξιά)
Όταν ένα μέταλλο βρίσκεται σε θερμοκρασία μεγαλύτερη από 40% - 50% της
απόλυτης θερμοκρασίας τήξης του και υποβάλλεται σε υψηλή τάση, συνεχίζει να
παραμορφώνεται συνεχώς έως την θραύση του. Αυτό το είδος παραμόρφωσης καλείται
ερπυσμός.
Σύμφωνα με το ρυθμό προόδου της παραμόρφωσης, διακρίνονται τρία στάδια της
παραμόρφωσης ερπυσμού:
α) αρχικό στάδιο (ή πρωτογενής ερπυσμός): ο ρυθμός καταπόνησης είναι σχετικά υψηλός
αλλά μειώνεται με την αύξηση της διάρκειας καταπόνησης.
β) δεύτερο στάδιο (ή δευτερογενής ερπυσμός): ο ρυθμός καταπόνησης φθάνει σε μία
ελάχιστη τιμή και σταθεροποιείται.
γ) τρίτο στάδιο (ή τριτογενής ερπυσμός): ο ρυθμός καταπόνησης αυξάνεται εκθετικά με
την τάση οδηγώντας το δοκίμιο σε θραύση.
|45|
Εικόνα 6.17: Στάδια ερπυσμού (αριστερά). Ρήγμα ερπυσμού (δεξιά)
Τα ρήγματα ερπυσμού αναπτύσσονται συνήθως στο τέλος του δευτέρου και στην
αρχή του τρίτου σταδίου και τελικά οδηγούν σε θραύση του δοκιμίου. Ωστόσο, όταν ένα
δοκίμιο φτάσει στο τρίτο στάδιο, η διάρκεια ζωής του ολοκληρώνεται. Συνεπώς, ο
ερπυσμός πρέπει να ανιχνεύεται (με παρακολούθηση της παραμόρφωσης) κατά το δεύτερο
στάδιο, το οποίο διαρκεί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από τα τρία στάδια. Για τους
χάλυβες, η προσθήκη κραματικών στοιχείων, όπως το μολυβδαίνιο και το βολφράμιο
μπορεί να αυξήσουν την αντοχή στον ερπυσμό. Επιπρόσθετα, οι θερμικές κατεργασίες
(όπως η ανόπτηση) μπορεί να αυξήσουν τη διάρκεια ζωής ενός δοκιμίου που υποβάλλεται
σε συνθήκες ερπυσμού.
|46|
7. ΑΣΥΝΕΧΕΙΕΣ ΣΥΓΚΟΛΛΗΣΕΩΝ
Εικόνα 7.2: Εγκάρσια ρηγμάτωση (αριστερά). Εγκάρσια και διαμήκης ρηγμάτωση (στο
κέντρο). Ρήγμα στον πόδα της συγκόλλησης (δεξιά)
|47|
7.2 Ρηγμάτωση στερεοποίησης (solidification cracking)
|48|
7.3 Ρηγμάτωση υδρογόνου (hydrogen induced cold cracking)
|49|
Προκειμένου λοιπόν να δημιουργηθεί ρηγμάτωση υδρογόνου πρέπει να συντρέχουν
οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
να υπάρχει παρουσία υδρογόνου
να υπάρχει μικροδομή επιρρεπής στη ρηγμάτωση (συνήθως ψαθυρή αλλά όχι
απαραίτητα, οι μαρτενσιτικές δομές είναι οι πλέον επιρρεπείς)
να υπάρχει τάση
η θερμοκρασία να είναι χαμηλότερη από 200°C.
Η ρηγμάτωση υδρογόνου / ψυχρορωγμή μπορεί να αναπτυχθεί πολλές ώρες μετά
την πλήρη στερεοποίηση. Συγκολλήσεις επιρρεπείς σε τέτοιες ρηγματώσεις ελέγχονται
μετά από 24 έως και 72 ώρες σύμφωνα με το ευρωπαϊκό πρότυπο EN 13480.
Πρόληψη:
Προθέρμανση (για να επιβραδυνθεί ο ρυθμός ψύξης και έτσι να αποφευχθεί ο σχηματισμός
ευπαθούς μικροδομής).
Διατήρηση συγκεκριμένης θερμοκρασίας μεταξύ των πάσων.
Θέρμανση μετά την ολοκλήρωση της συγκόλλησης (για τη μείωση της περιεκτικότητας σε
υδρογόνο επιτρέποντας σε αυτό να διαφύγει από την περιοχή συγκόλλησης).
Θερμική κατεργασία (για τη μείωση των τάσεων που παραμένουν και την εξάλειψη των
ευπαθών μικροδομών).
Μείωση του ποσοστού υδρογόνου με την κατάλληλη επιλογή της διαδικασίας
συγκόλλησης και των αναλώσιμων (π.χ. συγκόλληση TIG αντί για ΜΜΑ, χρήση βασικής
επένδυσης στα ηλεκτρόδια).
Χρήση τεχνικής πολλαπλών πάσων.
Χρήση ξηρών προστατευτικών αερίων.
Σωστός καθαρισμός της συγκόλλησης.
|50|
Απαντάται συνηθέστερα σε φερριτικούς χάλυβες, χάλυβες δοχείων υπό πίεση και
χάλυβες αντοχής στον ερπυσμό.
|51|
περιοριστούν με τη σωστή προετοιμασία των ποδών της συγκόλλησης, αποφυγή των
ατελών διεισδύσεων, τη χρήση ηλεκτροδίων με τη χαμηλότερη επιτρεπόμενη αντοχή και
την ελεγχόμενη αποτατική ανόπτηση.
Διακένωση συστολής (shrinkage) είναι δυνατόν να συμβεί και στην περίπτωση της
συγκόλλησης, αν και αποτελεί κυρίως φαινόμενο της χύτευσης. Ρήγματα λόγω διακένωσης
συστολής σχηματίζονται συνήθως στην επιφάνεια της συγκόλλησης, στη ζώνη τήξης αλλά
και στο μέταλλο βάσης, εγκάρσια ή παράλληλα στη συγκόλληση. Χαρακτηριστικό είδος
μηχανισμού ρήγματος λόγω διακένωσης συστολής, αποτελεί το ρήγμα κρατήρα (crater
crack) στο τελείωμα ενός πάσου (κορδονιού), το οποίο έχει συνήθως γεωμετρία
αστεροειδούς σχήματος. Τα ρήγματα κρατήρα ενδέχεται να προκληθούν και από απότομη
διακοπή της συγκολλητικής διαδικασίας.
|52|
7.7 Πόροι (porosity)
|53|
Εικόνα 7.15: Γραμμικοί πόροι (linear porosity) (αριστερά).
Σκωληκοειδείς οπές (wormholes) (δεξιά)
|54|
7.8 Διακένωση συστολής κρατήρα (crater pipe)
Πρόκειται για κοιλότητα η οποία προκαλείται από τη συστολή του μετάλλου στο
τέλος ενός πάσου, εκεί όπου η πηγή της θερμότητας απομακρύνεται από το μέταλλο. Η
διακένωση συστολής κρατήρα είναι ασυνέχεια που προκαλείται από συστολή και δεν θα
πρέπει να συγχέεται με τη διαμπερή τήξη ή με τους πόρους.
Η πλήρωση του κρατήρα είναι ένα ιδιαίτερο πρόβλημα στη συγκόλληση TIG λόγω
της χαμηλής προσαγόμενης θερμότητας. Για την πλήρωση του κρατήρα, είναι αναγκαίο να
μειωθεί το ρεύμα συγκόλλησης (slope out) σταδιακά έως ότου σβήσει το τόξο.
|55|
Εγκλείσματα βόρακα (slag inclusions): Ο βόρακας είναι ένα παγιδευμένο, μη
μεταλλικό κατάλοιπο στη συγκόλληση και προέρχεται από την πάστα του ηλεκτροδίου.
Γραμμικά εγκλείσματα βόρακα παρουσιάζονται μόνο στους πόδες της συγκόλλησης ενός
πάσου. Μεμονωμένα εγκλείσματα βόρακα μπορούν να υπάρχουν οπουδήποτε στην έκταση
της συγκόλλησης, όπως για παράδειγμα μεταξύ των πάσων. Σε περιπτώσεις συγκολλήσεων
πολλαπλών πάσων με την μέθοδο ΜΜΑ, η πάστα του ηλεκτροδίου απομακρύνεται με
τρόχισμα μετά από την ολοκλήρωση κάθε πάσου.
|56|
Πίνακας 7.2: Αίτια δημιουργίας των εγκλεισμάτων βόρακα και μέτρα πρόληψης
Αίτια Πρόληψη
Ελλιπής απομάκρυνση της σκωρίας από την
Απαιτείται σωστός καθαρισμός-αφαίρεση
επιφάνεια σε συγκολλήσεις πολλαπλών
της σκωρίας μεταξύ των πάσων.
πάσων.
Απαιτείται έλεγχος της θέσης συγκόλλησης
για τον έλεγχο της σκωρίας. Ο συγκολλητής
Ροή σκωρίας μπροστά από το τόξο.
καλείται να διορθώσει τη γωνία
συγκόλλησης (γωνία του ηλεκτροδίου).
Απαιτείται εξομάλυνση της επιφάνειας
Εγκλωβισμός της σκωρίας στην επιφάνεια.
συγκόλλησης.
Ο συγκολλητής καλείται να διορθώσει την
Λάθος ταχύτητα συγκόλλησης.
ταχύτητα συγκόλλησης.
Ο συγκολλητής καλείται να διορθώσει το
Πολύ μεγάλο τόξο.
μέγεθος του τόξου.
Πίνακας 7.3: Αίτια δημιουργίας εγκλεισμάτων από συλλιπάσματα και μέτρα πρόληψης
Αίτια Πρόληψη
Άτηκτη ροή συλλιπάσματος λόγω Απαιτείται έλεγχος των ηλεκτροδίων και
κατεστραμμένης επένδυσης. χρήση χωρίς κατεστραμμένες επενδύσεις.
Αποτυχία τήξης του συλλιπάσματος και Απαιτείται αλλαγή του σύρματος.
παγίδευση του στη συγκόλληση Απαιτείται σωστή ρύθμιση των
(SAW ή FCAW). παραμέτρων της συγκόλλησης.
|57|
Πίνακας 7.4: Αίτια δημιουργίας εγκλεισμάτων βολφραμίου και μέτρα πρόληψης
Αίτια Πρόληψη
Η ακίδα βολφραμίου πρέπει να κρατηθεί
Επαφή του άκρου της ακίδας στο τήγμα εκτός του λουτρού. Απαιτείται η χρήση
(λουτρό). υψίσυχνου ρεύματος για την έναρξη του
τόξου (HF start).
Επαφή του υλικού πλήρωσης με το καυτό Απαιτείται η αποφυγή της επαφής μεταξύ
άκρο της ακίδας. ηλεκτροδίου και υλικού πλήρωσης.
Μόλυνση του άκρου της ακίδας με Απαιτείται η μείωση της ένταση του τόξου.
πιτσιλίσματα από το λουτρό της Απαιτείται η σωστή ρύθμιση του ρυθμού
συγκόλλησης. ροής του προστατευτικού αερίου.
Απαιτείται η μείωση της έντασης του τόξου.
Η υπέρβαση της έντασης του ρεύματος για
Απαιτείται η αντικατάσταση της διαμέτρου
δεδομένο μέγεθος ή τύπο ηλεκτροδίου.
του ηλεκτροδίου με μεγαλύτερη.
Επέκταση της ακίδας του ηλεκτροδίου πέρα
από την κανονική απόσταση από το Απαιτείται η μείωση της απόστασης και/ή
σφικτήρα (collet) με αποτέλεσμα την της έντασης της συγκόλλησης.
υπερθέρμανσή του.
Ανεπαρκής επαφή του σφικτήρα (collet) με
Απαιτείται σφίξιμο του σφικτήρα (collet).
την ακίδα.
Απαιτείται ρύθμιση της ροής του
Ανεπαρκής ροή προστατευτικού αερίου ή προστατευτικού αερίου, προστασία της
υπερβολική παρουσία ρεύματος αέρα με συγκολλημένης περιοχής, εξασφάλιση της
αποτέλεσμα την οξείδωση του άκρου του ροής προστατευτικού αερίου για
ηλεκτροδίου. τουλάχιστον 5sec μετά το σβήσιμο του
τόξου.
Απαιτείται αντικατάσταση του
ηλεκτροδίου. Απαιτείται επιλογή της
Ρηγματωμένο ηλεκτρόδιο. σωστής έντασης ρεύματος για την
επιλεγμένη διάμετρο της ακίδας
βολφραμίου.
Απαιτείται επιλογή του κατάλληλου
Ακατάλληλο προστατευτικό αέριο.
προστατευτικού αερίου.
Εγκλείσματα χαλκού (copper inclusions): Προέρχεται από την τήξη του ακροφυσίου
του πιστολιού ή από την επαφή του ακροφυσίου με το λουτρό σε συγκολλήσεις μη
καταναλισκόμενου ηλεκτροδίου (TIG) και σε συγκολλήσεις με τη χρήση αδρανών ή
ενεργών προστατευτικών αερίων (MIG / MAG).
|58|
Πίνακας 7.5: Αίτια δημιουργίας εγκλεισμάτων χαλκού και μέτρα πρόληψης
Αίτια Πρόληψη
Ελλιπής απομάκρυνση της σκωρίας από την
Απαιτείται σωστός καθαρισμός-αφαίρεση
επιφάνεια σε συγκολλήσεις πολλαπλών
της σκωρίας μεταξύ των πάσων.
πάσων.
Απαιτείται έλεγχος της θέσης
συγκόλλησης για τον έλεγχο της σκωρίας.
Ροή σκωρίας μπροστά από το τόξο.
Ο συγκολλητής καλείται να διορθώσει τη
γωνία συγκόλλησης (γωνία πιστολιού).
Απαιτείται η εξομάλυνση της επιφάνειας
Εγκλωβισμός της σκωρίας στην επιφάνεια.
συγκόλλησης.
Εικόνα 7.25: Ατελής τήξη στο τοίχωμα (Β) και στο εσωτερικό του λουτρού (Α)
|59|
Εικόνα 7.26: Ατελής τήξη τοιχώματος (αριστερά). Ατελή τήξη μεταξύ των πάσων (κέντρο).
Ατελής τήξη στον πόδα της ρίζας (δεξιά)
Η ασυνέχεια αυτή οφείλεται στην αποτυχία διείσδυσης του ηλεκτροδίου στη ρίζα
της συγκολλητής σύνδεσης.
Ο συγκεκριμένος τύπος ασυνέχειας είναι πιο πιθανό να συμβεί σε συγκολλήσεις
αναλώσιμου ηλεκτροδίου (MIG, MAG, FCAW, MMA και SAW), όπου το υλικό
πλήρωσης εναποτίθεται «αυτόματα», καθώς το τόξο καταναλώνει το ηλεκτρόδιο, το σύρμα
ή τη ράβδο. Ο συγκολλητής σε αυτές τις διεργασίες συγκόλλησης έχει περιορισμένο έλεγχο
του λουτρού συγκόλλησης. Έτσι, η διεργασία συγκόλλησης με μη καταναλισκόμενο
ηλεκτρόδιο (TIG) κατά την οποία ο συγκολλητής ελέγχει την ποσότητα του υλικού
πλήρωσης ανεξάρτητα της διείσδυσης, είναι λιγότερο επιρρεπής σε αυτόν τον τύπο
ασυνέχειας.
|60|
Εικόνα 7.27: Ατελής διείσδυση ρίζας σε συγκόλληση μονού και διπλού V επίπεδου ελάσματος
Πίνακας 7.8: Αίτια δημιουργίας ατελούς διείσδυσης ρίζας και μέτρα πρόληψης
Αίτια Πρόληψη
Τα άκρα δεν έχουν υποστεί σωστή Απαιτείται η σωστή προετοιμασία των
προετοιμασία. άκρων που είναι καθοριστικής σημασίας.
Απαιτείται αύξηση της τάσης ή / και του
Χαμηλή προσαγόμενη θερμότητα στη ρεύματος συγκόλλησης.
συγκόλληση. Απαιτείται μείωση της ταχύτητας
συγκόλλησης.
Απαιτείται μείωση της διαμέτρου του
Μεγάλη διάμετρος ηλεκτροδίου (MMA).
ηλεκτροδίου.
Θέση συγκόλλησης ‘κατεβατό’. Απαιτείται αλλαγή θέσης σε ‘ανεβατό’.
Μεγάλο πρόσωπο ρίζας Απαιτείται μείωση του προσώπου της ρίζας
(root face). (root face).
Μεγάλο ή μικρό διάκενο ρίζας Απαιτείται το σωστό διάκενο ρίζας
(root gap). (root gap).
Απαιτείται η χρήση της σωστής γωνίας
Εσφαλμένη γωνία ηλεκτροδίου ή ηλεκτροδίου. Ο συγκολλητής πρέπει να
χειρισμού. είναι εξειδικευμένος και με επαρκή
δεξιότητα.
Η ταχύτητα της συγκόλλησης είναι πολύ Απαιτείται βελτιστοποίηση τόσο της
μεγάλη, για τη συγκεκριμένη τιμή ταχύτητας συγκόλλησης όσο και της τιμής
ρεύματος. του ρεύματος
Κακή ευθυγράμμιση των προς συγκόλληση Απαιτείται η εξασφάλιση της σωστής
ελασμάτων (ύπαρξη high-low). ευθυγράμμισης της συγκολλητής σύνδεσης.
Πρόκειται για ρηχή κοιλότητα η οποία προκαλείται λόγω της συρρίκνωσης της
ρίζας σε μετωπική συγκόλληση. Συναντάται και με τον όρο αναρρόφηση (suckback,
underwashing). Η τήξη του πάσου της ρίζας από το δεύτερο πάσο μπορεί να προκαλέσει
επίσης κοιλότητα ρίζας.
|61|
Η συγκεκριμένη ασυνέχεια απαντάται συχνά στη συγκόλληση με μη
καταναλισκόμενο ηλεκτρόδιο βολφραμίου (TIG) και ο κύριος λόγος πρόκλησής της είναι η
κακή προετοιμασία των άκρων. Πιο συγκεκριμένα ευθύνεται για αυτήν το μεγάλο διάκενο
της ρίζας και σε ορισμένες περιπτώσεις και το πολύ μικρό διάκενο της ρίζας. Η πιθανότητα
σχηματισμού κοιλότητας ρίζας αυξάνεται στις μεγάλες ταχύτητες συγκόλλησης.
|62|
7.13 Υποκοπή (undercut)
Η ασυνέχεια αυτή συναντάται ως αυλάκωση στο μητρικό υλικό στις ακμές της
συγκόλλησης. Προκαλείται από την τήξη του βασικού μετάλλου χωρίς ταυτόχρονη
εναπόθεση υλικού πλήρωσης. Οι υποκοπές κατηγοριοποιούνται σε συνεχείς,
διακοπτόμενες και υποκοπές μεταξύ των πάσων.
Η συγκεκριμένη ασυνέχεια προκαλείται συνήθως από ακατάλληλες παραμέτρους
συγκόλλησης.
Επιπρόσθετα, σε εργασίες επιδιόρθωσης των υποκοπών, πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη
βαρύτητα στον έλεγχο της προσαγόμενης θερμότητας από τη συγκόλληση. Εάν το λουτρό
της συγκόλλησης είναι πολύ μικρό, ο ρυθμός ψύξης μετά τη συγκόλληση είναι υψηλός, με
αποτέλεσμα την αύξηση της σκληρότητας του βασικού μετάλλου και κατά συνέπεια τη
δημιουργία μικροδομής επιρρεπούς στη ρηγμάτωση λόγω υδρογόνου (hydrogen cracking).
Εικόνα 7.31: Υποκοπές στην ενίσχυση (καπάκι), στη ρίζα και μεταξύ των πάσων
|63|
7.14 Ψυχρή επικάλυψη (overlap)
Πρόκειται για επικάλυψη της σύνδεσης με ηλεκτρόδιο, χωρίς να υπάρχει τήξη του
μετάλλου βάσης.
Η ψυχρή επικάλυψη αποτελεί ασυνέχεια η οποία εμφανίζεται στους πόδες της
συγκόλλησης και προκαλείται λόγω της μη σύντηξης του υλικού εναπόθεσης με το βασικό
μέταλλο.
Η ψυχρή επικάλυψη συνδέεται συχνά με την παρουσία υποκοπής, ιδίως στην
περίπτωση γωνιακής συγκόλλησης. Αν ο όγκος του υλικού εναπόθεσης είναι πολύ μεγάλος
σε γωνιακή συγκόλληση (fillet weld) και σε κατακόρυφη θέση συγκόλλησης (ΡΒ), τότε το
υλικό εναπόθεσης ρέει λόγω της βαρύτητας προς τα κάτω, με αποτέλεσμα τη δημιουργία
υποκοπής στο άνω άκρο και ψυχρής επικάλυψης στο κάτω.
Εικόνα 7.33: Υποκοπή πόδα και ψυχρή επικάλυψη (αριστερά). Ψυχρή επικάλυψη (δεξιά)
|64|
7.15 Υπερβολική διείσδυση (excess penetration)
Η συγκεκριμένη ασυνέχεια έγκειται στο «κρέμασμα» της ρίζας και μπορεί να είναι
τοπική ή συνεχόμενη. Ουσιαστικά πρόκειται για διείσδυση του υλικού πλήρωσης η οποία
ξεπερνά τα προκαθορισμένα όρια από τα κριτήρια αποδοχής / απόρριψης.
Σημειώνεται ότι η διατήρηση ενός λουτρού με ομοιόμορφες διαστάσεις απαιτεί
μεγάλη δεξιότητα από το συγκολλητή, ιδιαίτερα στις συγκολλήσεις σωληνώσεων. Η
δυσκολία αυξάνεται αν υπάρχει περιορισμένη πρόσβαση προς τη συγκόλληση ή στενή
προετοιμασία των άκρων (μικρό διάκενο ρίζας). Η χρήση μόνιμων ή προσωρινών
υποστηρικτικών μέσων (backing bars) βοηθούν στον έλεγχο της διείσδυσης.
|65|
Πίνακας 7.13: Αίτια δημιουργίας διαμπερούς τήξης και μέτρα πρόληψης
Αίτια Πρόληψη
Απαιτείται αύξηση της ταχύτητας
Ακατάλληλη ταχύτητα συγκόλλησης.
συγκόλλησης.
Υπερβολική ένταση του ρεύματος Απαιτείται μείωση της έντασης του
συγκόλλησης. ρεύματος συγκόλλησης.
Υπερβολικό τρόχισμα του πάσου της ρίζας,
Απαιτείται προσεκτικό τρόχισμα του πάσου
το οποίο μπορεί να επιτρέψει στο δεύτερο
της ρίζας.
πάσο να διαπεράσει το πρώτο.
Απαιτείται επανεκπαίδευση του
Έλλειψη δεξιοτήτων από το συγκολλητή.
συγκολλητή.
Απαιτείται σωστή διαμόρφωση των άκρων
Υπερβολικό τρόχισμα του προσώπου της
της συγκόλλησης και επανεκπαίδευση του
ρίζας (root face).
συγκολλητή.
Απαιτείται η εξασφάλιση σωστού διάκενου
Υπερβολικό διάκενο ρίζας (root gap).
ρίζας (root gap).
Πρόκειται για κακή κοπή ή τοποθέτηση ή συγκράτηση των τεμαχίων κατά την
προετοιμασία τους πριν την τελική συγκόλληση. Ειδική περίπτωση αποτελεί το υψηλό-
χαμηλό (high-low), που μπορεί να προκαλέσει και ατελή διείσδυση.
|66|
7.18 Ελλιπής πλήρωση (incompletely filled groove)
Είναι επιφανειακά σημειακά σημάδια από άναμμα του ηλεκτρικού τόξου στο
μέταλλο βάσης, κοντά στην περιοχή της συγκόλλησης. Τα ανάμματα τόξου δημιουργούν
πολύ ψαθυρή δομή, ειδικά σε χάλυβες με υψηλή περιεκτικότητα σε άνθρακα και
αποτελούν σημεία έναρξης ρηγμάτων γι’ αυτό και πρέπει να αφαιρούνται με λείανση.
|67|
Πίνακας 7.16: Αίτια δημιουργίας ανάμματος τόξου και μέτρα πρόληψης
Αίτια Πρόληψη
Το ηλεκτρόδιο ξεφεύγει από τον Απαιτείται επανεκπαίδευση του
έλεγχο του χειριστή. συγκολλητή.
Φθαρμένη μόνωση της λαβής του
Απαιτείται τακτικός έλεγχος των
ηλεκτροδίου ή μη σωστή επαφή της
συνδέσεων.
γείωσης.
Μειωμένη πρόσβαση. Απαιτείται βελτίωση της πρόσβασης.
|68|
ΟΠΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
|69|
|70|
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
2. Η ΟΡΑΣΗ
Η όραση ή οπτική αντίληψη είναι μία από τις πέντε αισθήσεις του ανθρώπου. Το
όργανο αντίληψης είναι τo μάτι, ενώ το αντικείμενο της αντίληψης είναι το φως και
ειδικότερα το τμήμα εκείνο του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος με μήκος κύματος εύρους
από 400 έως 700nm. Θεωρείται η πιο σημαντική από τις αισθήσεις, καθώς με αυτήν γίνεται
άμεσα αντιληπτός ο εξωτερικός χώρος. Το 30% περίπου του ανθρώπινου εγκεφάλου
ασχολείται με την επεξεργασία και ερμηνεία των ερεθισμάτων της όρασης.
|71|
Πιο αναλυτικά, ο βολβός περιβάλλεται από έναν ινώδη εξωτερικό χιτώνα, λευκό,
σκληρό, ανθεκτικό και αδιαφανή, που λέγεται σκληρός χιτώνας. Στο πρόσθιο μέρος του
ματιού βρίσκεται ο κερατοειδής, ο οποίος είναι σφαιρικός, διαυγής, διάφανος και επιτρέπει
στο φως να περνά.
Εικόνα 2.1: Μεταφορά της εικόνας από τον οφθαλμό στον εγκέφαλο
Πίσω από τον κερατοειδή βρίσκεται η ίριδα, το χρωματιστό τμήμα του ματιού
(καστανό, πράσινο, γαλάζιο, κλπ). Η ίριδα αφήνει στη μέση ένα στρογγυλό άνοιγμα, την
κόρη, για να περνά το φως. Η ίριδα έχει μύες που προκαλούν συστολή (μύση) ή διαστολή
(μυδρίαση), ανάλογα με τις συνθήκες φωτός που επικρατούν. Αυτό γίνεται
αντανακλαστικά από το αυτόνομο νευρικό σύστημα. Το συμπαθητικό αυτόνομο νευρικό
σύστημα προκαλεί τη μυδρίαση και το παρασυμπαθητικό τη μύση. Όταν υπάρχει πολύ
φως, προκαλείται μύση, ενώ όταν είναι σκοτάδι οι κόρες διαστέλλονται για να περάσει
περισσότερο φως.
Ο κερατοειδής και η ίριδα σχηματίζουν μία γωνία, τη γωνία του πρόσθιου θαλάμου.
Ο πρόσθιος θάλαμος είναι γεμάτος από ένα διαυγές υγρό, το υδατοειδές υγρό, το οποίο
διατηρεί τη σύσταση στο πρόσθιο τμήμα του ματιού. Η γωνία διαδραματίζει σημαντικό
ρόλο στο γλαύκωμα (αν είναι κλειστή ή ανοικτή), διότι από αυτήν παροχετεύεται το
υδατοειδές υγρό μέσω του διηθητικού ηθμού, ενός ιστού με ανοίγματα, δοκίδες, που
διηθούν το υγρό.
Πίσω από την ίριδα βρίσκεται ο κρυσταλλοειδής φακός, ο οποίος έχει μέγεθος
περίπου φακής. Ο κερατοειδής μαζί με τους φακούς διαθλούν και συγκεντρώνουν τις
ακτίνες του φωτός στον αμφιβληστροειδή, όπου εστιάζονται πάνω στην ωχρά. Ο φακός
έχει τη δυνατότητα να αυξομειώνει το σχήμα του, μεταβάλλοντας ταυτόχρονα και τη
διαθλαστική του δύναμη με το μηχανισμό της προσαρμογής. Επομένως, «ζουμάροντας»,
εστιάζει στην εικόνα, ανάλογα με το αν κάποιος κοιτά μακριά ή κοντά.
Πίσω από το φακό, το οπίσθιο τμήμα της κοιλότητας του βολβού αποτελείται από
το υαλοειδές σώμα, ένα ζελατινώδες, διαφανές υλικό. Έχει μεγάλη ελαστικότητα και
αντίσταση. Ο σκληρός χιτώνας εσωτερικά περιβάλλεται από το χοριοειδή χιτώνα, ο οποίος
είναι πλούσιος σε αιμοφόρα αγγεία.
Τέλος, στο εσώτερο τμήμα του ματιού βρίσκεται ο αμφιβληστροειδής ή νεύρινος
χιτώνας. Ο αμφιβληστροειδής αποτελείται από πολλές επιμέρους στιβάδες. Το φωτεινό
ερέθισμα προσλαμβάνεται από τα φωτοευαίσθητα κύτταρα, τα κωνία και τα ραβδία, και
μέσω πολύπλοκων μηχανισμών μετατρέπεται σε νευρικό ερέθισμα. Τα γαγγλιακά νευρικά
κύτταρα προσλαμβάνουν το ερέθισμα και το μεταφέρουν μέσω του οπτικού νεύρου.
|72|
Το οπτικό νεύρο έχει τη μορφή ενός κορδονιού. Σχηματίζεται από όλες τις νευρικές
ίνες του αμφιβληστροειδούς. Οι ρινικές ίνες των δύο οπτικών νεύρων χιάζονται στο οπτικό
χίασμα, πάνω από την υπόφυση ενώ, οι κροταφικές νευρικές ίνες παραμένουν αχίαστες.
Στη συνέχεια μέσω της οπτικής οδού του εγκεφάλου, καταλήγουν στο πίσω μέρος της
κεφαλής, στον οπτικό φλοιό, που εντοπίζεται στην πληκτραία σχισμή του ινιακού λοβού.
2.2 Οφθαλμοκινητικότητα
Υπεύθυνοι για την κινητικότητα του ματιού είναι έξι μύες: τέσσερις ορθοί μύες, o
έσω ορθός, o έξω ορθός, o άνω ορθός, o κάτω ορθός και δύο λοξοί μύες, o άνω λοξός και o
κάτω λοξός. Οι μύες συσπώνται ανάλογα με την κίνηση του βλέμματος, στρέφοντας το
βολβό προς την επιθυμητή κατεύθυνση.
Ο κρυσταλλοειδής φακός λόγω της ελαστικότητας του μπορεί να αλλάζει σχήμα,
ώστε να εστιάζει τις φωτεινές ακτίνες τόσο από κοντινά όσο και από μακρινά αντικείμενα.
Ο αμφιβληστροειδής χιτώνας καλύπτει εσωτερικά το χοριοειδή και περιέχει δύο ειδών
φωτοευαίσθητα κύτταρα: τα ραβδία, τα οποία είναι υπεύθυνα για την όραση σε αμυδρά
φωτιζόμενους χώρους, και τα κωνία, τα οποία χρησιμεύουν για την όραση στο φως και την
αντίληψη των χρωμάτων.
Τα ραβδία σε κάθε μάτι είναι περίπου 120 εκατομμύρια. Είναι κατανεμημένα
ανομοιόμορφα στον αμφιβληστροειδή, πολύ ευαίσθητα σε φωτεινή ακτινοβολία μήκους
κύματος 360-680nm με μέγιστη ευαισθησία σε μήκος κύματος ίσο με 550nm. Είναι
ευαίσθητα στο αμυδρό φως, στην κίνηση και στις μικρές διαφορές της φωτεινής έντασης,
θυσιάζοντας βέβαια ποσοστό των λεπτομερειών και του χρώματος των αντικειμένων
(σκοτοπική όραση-περιφερική όραση).
Τα κωνία σε κάθε μάτι είναι περίπου 6-7 εκατομμύρια. Βρίσκονται συγκεντρωμένα
στην περιοχή της ωχράς κηλίδας και, όπως και τα ραβδία, απουσιάζουν εντελώς από το
τυφλό σημείο. Είναι ευαίσθητα στο λαμπρό φως, οι χρωστικές τους εμφανίζουν
διαφορετικά φάσματα απορρόφησης του φωτός, με κορυφές στα 570, 540 και 450nm οι
οποίες συσχετίζονται με την τριχρωματική θεωρία της έγχρωμης όρασης.
Ο αριθμός των οπτικών νευρικών ινών είναι περίπου 1 εκατομμύριο. Τα κωνία του
κεντρικού βοθρίου συνδέονται το καθένα χωριστά με μια νευρική ίνα, ενώ τα υπόλοιπα
κωνία και ραβδία (100 ραβδία μαζί) μοιράζονται μία οπτική νευρική ίνα.
|73|
Εικόνα 2.3: Ανατομία του οφθαλμού
|74|
Εικόνα 2.5: Ανατομία του αμφιβληστροειδούς
Στο κέντρο του αμφιβληστροειδούς βρίσκεται το οπτικό νεύρο, μια κυκλική, οβάλ
σχηματισμού, λευκή επιφάνεια, διαστάσεων περίπου 2•1,5mm. Από το κέντρο του οπτικού
νεύρου ξεκινούν τα βασικότερα αιμοφόρα αγγεία του αμφιβληστροειδούς. Σε περίπου 17°
(4,5 - 5mm) προς τα αριστερά του, φαίνεται η σχεδόν ωοειδής, ελεύθερη αιμοφόρων
αγγείων, σκούρα περιοχή, το βοθρίο, το οποίο βρίσκεται στο κέντρο της περιοχής της
ωχράς κηλίδας.
Το φως εισέρχεται στον οφθαλμό, διαθλάται στα διάφορα μέσα, φτάνει στον
αμφιβληστροειδή όπου και μετατρέπεται σε νευρικό παλμό ο οποίος οδεύει μέσω των
νευρικών κυττάρων του οπτικού νεύρου προς τον εγκέφαλο. Στον εγκέφαλο γίνεται η
επεξεργασία του σήματος και η αντίληψη της εικόνας.
|75|
Η διαθλαστική ισχύς του ματιού μετράται σε διοπτρίες και είναι ίση με το
αντίστροφο της εστιακής απόστασης σε μέτρα:
1
D = -----------------------------------------
Εστιακή απόσταση (m)
|76|
2.4 Στερεοσκοπική όραση
Η όραση έχει άμεση σχέση με την τρισδιάστατη αντίληψη του χώρου. Η επικάλυψη
των οπτικών πεδίων βοηθά στον υπολογισμό της τρισδιάστατης υφής τους και τον
υπολογισμό της απόστασής τους μέσω του τριγωνισμού.
Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, η οποία χρησιμοποιείται και σε επιστήμες όπως η
τοπογραφία, υπάρχει ένα νοητό τρίγωνο που ορίζεται από τα δύο μάτια και το αντικείμενο.
Γνωρίζοντας την απόσταση των ματιών και τις γωνίες στις οποίες τα μάτια βλέπουν το
αντικείμενο, μπορούμε να υπολογίσουμε την απόσταση του αντικειμένου από το πρόσωπο.
Σημαντικό είναι ότι η αντίληψη του χώρου δε γίνεται μόνο με την όραση, αλλά και με
άλλες αισθήσεις, όπως η ακοή ή ακόμη και η αφή. Σημειώνεται ότι η μέθοδος του
τριγωνισμού μπορεί να εφαρμοστεί, τόσο για τους ήχους, όσο και για την αντίληψη της
θερμότητας από απόσταση. Οι άνθρωποι που έχουν χάσει την όραση τους αλλά και
οργανισμοί, όπως η νυχτερίδα, μπορούν να συνδυάσουν ερεθίσματα από άλλες αισθήσεις
για να έχουν μία τρισδιάστατη αντίληψη του περιβάλλοντός τους. Οι επιστήμονες θεωρούν
ότι σε ανθρώπους που έχουν χάσει την όραση τους, σημαντικά μέρη του εγκεφάλου που
ασχολούνται με την επεξεργασία της όρασης λειτουργούν κανονικά, δηλαδή «βλέπουν»
όπως και οι υπόλοιποι άνθρωποι, αλλά με διαφορετικό τρόπο.
|77|
Επιπλέον, όσοι έχουν χάσει την όραση τους, έχουν ένα ελάχιστο ερέθισμα όρασης
(συνήθως περιφερική όραση ή υποδοχείς φωτός που καθορίζουν τη λειτουργία του ύπνου)
ή μπορούν να αισθανθούν τη θερμότητα, δηλαδή την υπέρυθρη ακτινοβολία. Κάποιοι
επιστήμονες υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχουν «τυφλοί» άνθρωποι, αλλά άνθρωποι «που δε
βλέπουν καλά».
Εικόνα 2.10: Η μέθοδος του τριγωνισμού. Γνωρίζοντας την απόσταση των δύο σημείων και
τις γωνίες, υπολογίζεται η απόσταση του αντικειμένου
Η αντίληψη του χώρου επηρεάζεται από την κόπωση του ανθρώπινου οργανισμού,
καθώς και την υγεία των ματιών του παρατηρητή.
2.8 Επίδραση της κόπωσης και της υγείας στην ικανότητα οπτικής αντίληψης
|78|
2.9 Προβλήματα συγκέντρωσης
Όπως και για την εξέταση της οπτικής ικανότητας σε μικρές αποστάσεις, έτσι και
στην αντίστοιχη μεγάλων αποστάσεων μπορούν να χρησιμοποιηθούν τυποποιημένοι
πίνακες ανάγνωσης ή μηχανήματα. Όταν η εξέταση γίνεται με τη χρήση πίνακα
ανάγνωσης, αυτός πρέπει να τοποθετείται σε απόσταση 6m και να περιλαμβάνει γράμματα
διαφόρων μεγεθών.
|79|
Η μερική αχρωματοψία είναι η πάθηση κατά την οποία δεν γίνονται αντιληπτά
κάποια από τα τρία βασικά χρώματα, άρα και των παραγώγων τους. Όταν και τα τρία
βασικά χρώματα δεν γίνονται αντιληπτά, τότε η πάθηση χαρακτηρίζεται ως ολική
αχρωματοψία. Επομένως, κάποιος ο οποίος πάσχει από ολική αχρωματοψία βλέπει σε
κλίμακα του γκρι, όπως στις παλιές ασπρόμαυρες τηλεοράσεις.
Εκτός από την αντίληψη των χρωμάτων στα μάτια, τα κωνία και τα ραβδία, υπάρχει
και ένας άλλος ειδικός υποδοχέας για την αντίληψη της ημέρας ή της νύχτας. Είναι γνωστό
ότι αυτή η πληροφορία είναι θεμελιώδης για όλους τους οργανισμούς διότι επηρεάζει το
βιολογικό τους κύκλο, ενώ κάποιοι οργανισμοί διαθέτουν υποτυπώδη μάτια με τα οποία
μπορούν να αντιληφθούν μόνο αυτήν. Ο αριθμός των ματιών και η θέση τους δεν είναι ίδια
σε όλους τους οργανισμούς. Τα σπονδυλωτά έχουν ένα ζευγάρι μάτια κάτω από το μέτωπό
τους, μπροστά στο κεφάλι τους, στη μέση περίπου του προσώπου τους σε οριζόντια
διάταξη. Αυτό επιτρέπει την εποπτεία κατά μήκος του ορίζοντα, όπου συνήθως βρίσκονται
όλες οι μορφές που χρειάζεται να αντιληφθεί ένας σπονδυλωτός οργανισμός. Ακόμα και τα
μάτια των ψαριών βρίσκονται σε οριζόντια διάταξη. Τα οπτικά πεδία των ματιών μπορούν
να επικαλύπτονται αρκετά, λίγο ή καθόλου. Όσο περισσότερο επικαλύπτονται, όπως για
παράδειγμα στον άνθρωπο, τόσο περισσότερο επιτρέπουν την πιο εύκολη τρισδιάστατη
αντίληψη και τον υπολογισμό του βάθους. Όσο λιγότερο επικαλύπτονται, τόσο
περισσότερο επιτρέπουν την αντίληψη γύρω-γύρω από τον οργανισμό, όπως για
παράδειγμα στο άλογο. Συνήθως τα σπονδυλωτά, μπορούν να δουν με τα μάτια, τόσο
πάνω, όσο και κάτω, εκτός από το σαλάχι που λόγω του σωματοτύπου του, μπορεί να δει
μόνο προς τα πάνω.
Άλλοι οργανισμοί έχουν περισσότερα μάτια στο κεφάλι τους: Η μύγα έχει δύο
ομάδες από πάρα πολλά μάτια. Όμως, το κάθε μάτι βλέπει μόνο ένα κομμάτι της εικόνας.
Σε συνδυασμό με το σχήμα των ομάδων, η μύγα διαθέτει στερεοσκοπική όραση. Η
αντίληψη της είναι γρηγορότερη από αυτήν του ανθρώπου. Μερικές αράχνες έχουν
τέσσερα ζευγάρια μάτια στο κεφάλι τους, ένα για κάθε κατεύθυνση, ενώ και αυτές έχουν
στερεοσκοπική όραση.
Ορισμένοι οργανισμοί που δεν έχουν κεφαλή διαθέτουν υποτυπώδη μάτια, για την
ακρίβεια απλούς φωτοϋποδοχείς σε άλλα μέρη του σώματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα
αποτελεί ο αστερίας ο οποίος έχει ένα φωτοϋποδοχέα σε κάθε πλοκάμι.
Υπάρχουν και οργανισμοί με διαφορετικό επίπεδο εστίασης και οξύτητας όρασης.
Για παράδειγμα ο άνθρωπος δε μπορεί να διακρίνει αντικείμενα μικρότερα από ένα
χιλιοστό, ενώ ο αετός μπορεί να διακρίνει ένα ποντίκι από πολύ μεγάλο υψόμετρο.
Φυσικά, υπάρχουν και οργανισμοί που λόγω ασθενειών, γενετικών ή επίκτητων,
προσωρινών ή μόνιμων, δε διαθέτουν ικανοποιητική όραση ή είναι τυφλοί.
|80|
2.13 Οφθαλμαπάτες
Η όραση και η επεξεργασία της στον εγκέφαλο στηρίζεται στην αποτύπωση του
ειδώλου στον αμφιβληστροειδή χιτώνα και στην ευθύγραμμη πορεία του φωτός.
Αξιοσημείωτο είναι ότι δε βλέπουμε τις ίδιες τις ακτίνες φωτός και τη διαδρομή τους, αλλά
το είδωλο που σχηματίζουν στον αμφιβληστροειδή χιτώνα. Υπάρχουν, όμως, μερικά
φαινόμενα οπτικής στα οποία δεν ισχύει η ευθύγραμμη πορεία του φωτός ή το είδωλο στον
αμφιβληστροειδή είναι παραπλανητικό. Τότε η όραση εξαπατάται και «βλέπει»
αντικείμενα ή φαινόμενα που στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν και τα οποία
ονομάζονται οφθαλμαπάτες. Υπάρχουν πολλών ειδών οφθαλμαπάτες κάποιες από τις
οποίες αφορούν όμοια σχήματα, αδυναμίες του προοπτικού σχεδίου, υιοθέτηση των
χρωμάτων του περιβάλλοντος, μοτίβα, γρήγορη εναλλαγή σχεδίων, αλλαγή μέσου
διάδοσης του φωτός και άλλα. Τέτοιες τεχνικές εφαρμόζονται στη φύση από τα θηράματα
για να παραπλανήσουν την όραση των θυτών τους. Συνήθως, χρωματίζουν το δέρμα τους
με χρώματα και σχέδια όμοια με το περιβάλλον τους, ώστε να συγχέονται με αυτό.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο χαμαιλέοντας. Δύο χαρακτηριστικές οφθαλμαπάτες
που συμβαίνουν στον άνθρωπο είναι η οφθαλμαπάτη με το αγγείο και η οφθαλμαπάτη της
ερήμου. Στην πρώτη απεικονίζεται ένα ακαθόριστο σχήμα που μπορεί να είναι αγγείο ή
δύο άνθρωποι. Η άλλη συμβαίνει στην έρημο. Λόγω υπερβολικής ακτινοβολίας ο αέρας
δεν έχει παντού την ίδια θερμοκρασία, με αποτέλεσμα οι ακτίνες φωτός να κάμπτονται.
Έτσι, μερικές γαλάζιες ακτίνες από τον ουρανό φτάνουν στα μάτια του παρατηρητή από
κάτω. Ο παρατηρητής νομίζοντας πως το φως έρχεται ευθύγραμμα βλέπει λίμνες και
οάσεις στη μέση της ερήμου.
|81|
Παρατηρώντας την Εικόνα 2.13 από τη θέση που βρίσκεται κάποιος, εύκολα
διαπιστώνει τον κ. Θυμωμένο στα αριστερά και την κα. Ήρεμη στα δεξιά. Αν μετακινηθεί
από τη θέση που βρίσκεται κάνοντας πέντε, σχετικά μεγάλα βήματα προς τα πίσω θα
διαπιστώσει ότι αλλάζουν μεριές! Αυτή η παραίσθηση δημιουργήθηκε από τους Phillippe
G. Schyns και Aude Oliva στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, αποδεικνύοντας ότι ίσως να
μη βλέπει κανείς πάντα αυτό που πραγματικά υπάρχει!
Εικόνα 2.14: Σύγκριση του σημείου εστίασης στην κανονική όραση και στην υπερμετρωπία
2.14.2 Μυωπία
Η μυωπία είναι διαθλαστική ανωμαλία του ματιού κατά την οποία οι ακτίνες του
φωτός δεν συγκεντρώνονται στον αμφιβληστροειδή, αλλά σε κάποιο σημείο μπροστά από
αυτόν. Έτσι, ο μύωπας αδυνατεί να δει καθαρά τα αντικείμενα που βρίσκονται μακριά και
κλείνει ελαφρώς τα μάτια του. Αυτό προκύπτει και από την ετυμολογία της λέξης
(μύω+οψ, που σημαίνει κλείνω τα μάτια). Η μυωπία διακρίνεται σε απλή και παθολογική.
Η απλή μυωπία εμφανίζεται από την παιδική ηλικία, συνήθως μεταξύ των 5 και 12 ετών
και είναι είτε κληρονομική είτε οφείλεται σε λανθασμένο τρόπο θέασης όπως, ανάγνωση
με κακό φωτισμό, από πολύ κοντινή απόσταση κ.λπ. Η παθολογική μυωπία εμφανίζεται
στην εφηβεία και επιδεινώνεται αργότερα.
|82|
Η μυωπία διορθώνεται με τη χρησιμοποίηση αποκλινόντων φακών (γυαλιά), φακών
επαφής ή εγχείρηση ακτίνων λέιζερ PRK για όσους έχουν ήπια ή μέτρια μυωπία και
LASIK για όσους έχουν μεγάλη μυωπία. Συνήθως η μυωπία μετριέται σε διοπτρίες και
διακρίνεται σε:
ήπια μυωπία, μέχρι τρεις διοπτρίες
μέτρια μυωπία, από τρεις ως έξι διοπτρίες
μεγάλη μυωπία, από έξι διοπτρίες και πάνω.
Όσοι έχουν μεγάλη μυωπία είναι περισσότερο πιθανό να υποστούν αποκόλληση του
αμφιβληστροειδούς ή να εμφανίσουν και άλλα συμπτώματα όπως φευγαλέες σκιές
(μυγάκια).
Εικόνα 2.15: Σύγκριση του σημείου εστίασης στην κανονική όραση και στη μυωπία
2.14.3 Βλεφαρίτιδα
Είναι μια συχνή κατάσταση που προκαλεί φλεγμονή των βλεφάρων. Είναι δύσκολη
στην αντιμετώπιση γιατί παρουσιάζει τάση υποτροπιασμού.
2.14.4 Αμβλυωπία
Η αμβλυωπία είναι η συχνότερη αιτία μειωμένης όρασης από το ένα μάτι στην
παιδική ηλικία. Προκαλείται λόγω ασύμμετρου οπτικού σήματος στον αναπτυσσόμενο
παιδικό εγκέφαλο από ένα κατά τα άλλα φυσιολογικό μάτι. Το μάτι αυτό μερικές φορές
ονομάζεται «τεμπέλικο». Το 3% των παιδιών στις Ηνωμένες Πολιτείες εμφανίζουν
αμβλυωπία.
Το μυαλό και το μάτι λειτουργούν μαζί για την όραση. Στην αμβλυωπία η όραση
του ενός ματιού είναι μειωμένη διότι ο εγκέφαλος προτιμά την καθαρότερη εικόνα από το
άλλο μάτι. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το μάτι που νοσεί να «τεμπελιάζει».
2.14.5 Κερατόκωνος
Εικόνα 2.16: Διαφορά του φυσιολογικού ματιού σε σχέση με αυτό που παρουσιάζει
κερατόκωνο
|83|
2.14.6 Διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια
Είναι μια επιπλοκή του διαβήτη και προκαλείται από βλάβη των μικρών αγγείων
του αμφιβληστροειδούς, που είναι το «φιλμ» του ματιού. Αποτελεί βασική αιτία τύφλωσης,
προσβάλλει και τα δυο μάτια ενώ αρχικά μπορεί να μην έχει συμπτώματα.
2.14.7 Πρεσβυωπία
Εικόνα 2.18: Σύγκριση του σημείου εστίασης στην κανονική όραση και στη μυωπία
2.14.8 Ξηροφθαλμία
|84|
2.14.9 Ηλικιακή ωχροπάθεια
Είναι μια νόσος που σχετίζεται με τη γήρανση που προοδευτικά καταστρέφει την
κεντρική οξεία όραση. Η κεντρική όραση είναι απαραίτητη για να δει κάποιος καθαρά τα
αντικείμενα, για το διάβασμα ή την οδήγηση. Προσβάλλει την ωχρά κηλίδα και των δύο
ματιών, ωστόσο είναι ανώδυνη. Διακρίνεται σε δύο μορφές, την ξηρή και την υγρή. Σε
μερικές περιπτώσεις εξελίσσεται τόσο αργά που γίνεται δύσκολα αντιληπτή από τον
ασθενή, ενώ σε άλλες γρηγορότερα οδηγώντας σε απώλεια όρασης. Αποτελεί τη συχνότερη
αιτία απώλειας όρασης σε άτομα μεγαλύτερα των 60 χρονών στο δυτικό κόσμο.
2.14.10 Αστιγματισμός
Εικόνα 2.19: Σύγκριση του σημείου εστίασης στην κανονική όραση και στον αστιγματισμό
2.14.11 Στραβισμός
Ονομάζεται η νευροµυϊκή διαταραχή των ματιών, κατά την οποία οι άξονες της
όρασης των δύο ματιών δεν κατευθύνονται ταυτόχρονα στο σημείο προσήλωσης.
Στραβισμός είναι μια κατάσταση στην οποία το ένα μάτι δεν είναι
ευθυγραμμισμένο, δηλαδή κοιτάζει ευθεία μπροστά, ενώ το άλλο στρέφεται προς τα μέσα,
έξω, πάνω ή κάτω. Οι στραβισμοί μπορεί να είναι μόνιμοι και συνεχώς εμφανείς ή
διαλείποντες, δηλαδή εμφανείς μόνο σε συγκεκριμένες στιγμές. Συνήθως εμφανίζεται στα
τρία πρώτα χρόνια της ζωής κάποιου, ωστόσο μερικές φορές μπορεί να εμφανιστούν
αργότερα.
|85|
2.14.12 Αμφιβληστροειδής και πληροφορίες για την αποκόλληση
αμφιβληστροειδούς
2.14.13 Καταρράκτης
2.14.14 Γλαύκωμα
Είναι ένα σύνολο καταστάσεων του οφθαλμού στις οποίες υπάρχει βλάβη του
οπτικού νεύρου, το οποίο είναι το «καλώδιο» που μεταφέρει τις εικόνες από τον
αμφιβληστροειδή (φιλμ του ματιού) στον εγκέφαλο. Κυριότερος, αλλά όχι μοναδικός,
παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη γλαυκώματος είναι η αυξημένη ενδοφθάλμια
πίεση.
|86|
2.14.15 Παθήσεις οπτικών νεύρων
2.14.16 Νυσταγμός
Γενικά και οι δύο τεχνικές (LASIK, PRK) είναι πολύ ασφαλείς, αλλά όπως σε κάθε
χειρουργική επέμβαση, πάντοτε υπάρχει κάποιος κίνδυνος που μπορεί να συγκριθεί
περίπου με τον κίνδυνο από τη χρήση φακών επαφής. Το laser αλλάζει στο μάτι μόνο την
καμπυλότητα του κερατοειδούς. Επομένως, δεν αυξάνει τον κίνδυνο για άλλες οφθαλμικές
παθήσεις που σχετίζονται με την προυπάρχουσα διαθλαστική ανωμαλία. Για παράδειγμα,
ένα μάτι που έχει μυωπία 8 βαθμών έχει μεγαλύτερο κίνδυνο να πάθει αποκόλληση
αμφιβληστροειδή, γλαύκωμα ή ωχροπάθεια στο μέλλον σε σχέση με ένα φυσιολογικό και
αυτός ο κίνδυνος ούτε αυξάνεται, ούτε μειώνεται μετά την επέμβαση. Τέλος, το laser δεν
επηρεάζει τη φυσιολογική διαδικασία της γήρανσης και έτσι ακόμα και μετά από μια
επιτυχημένη επέμβαση χρειάζονται γυαλιά πρεσβυωπίας (για κοντινή όραση) στην ηλικία
περίπου των 45 ετών.
|87|
2.14.18 Διαθλαστικές ανωμαλίες
|88|
2.15.3 Προσομοίωση όρασης στο γλαύκωμα
Στο γλαύκωμα χάνεται αρχικά η περιφερική όραση ενώ στα τελικά στάδια εκλείπει
και η κεντρική όραση με συνέπεια την τύφλωση.
Στην ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας επηρεάζεται η κεντρική όραση, η οποία
είναι υπεύθυνη για την αντίληψη των λεπτομερειών και των ορίων, χωρίς να επηρεάζεται η
περιφερική, ακόμα και στα προχωρημένα στάδια.
Εικόνα 2.31: Προσομοίωση όρασης στην ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας
|89|
3. ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΟΠΤΙΚΗΣ
|90|
3.1 Το φως
Η φωτοβόλος ροή Φe ή αλλιώς οπτική ισχύς είναι η ενέργεια (σε Joules) που
εκπέμπεται από μία πηγή ανά μονάδα χρόνου και εκφράζεται ως: Φe = dE/dt. Η φωτοβόλος
ροή έχει διαστάσεις ισχύος. Μονάδα μέτρησης είναι το 1Watt (= J/s).
Ως φωτεινή ροή ΦV ορίζεται η φωτομετρικά σταθμισμένη μέση τιμή της φωτοβόλου
ακτινοβολίας. Είναι δηλαδή η ενέργεια ανά μονάδα χρόνου που εκπέμπεται από μία πηγή
σε ορατά μήκη κύματος. Ειδικότερα, η φωτεινή ροή υπολογίζεται, αφού σταθμιστεί η
φωτοβόλος ακτινοβολία σε κάθε μήκος κύματος με τη συνάρτηση V(λ) που προσδιορίζει
την απόκριση του οφθαλμού σε διαφορετικά μήκη κύματος και επομένως αποτελεί ένα
σταθμισμένο άθροισμα της ισχύος σε όλο το ορατό φάσμα.
Μονάδα της φωτεινής ροής είναι το 1 Lumen. Το Lumen είναι η μονάδα της
φωτεινής ροής και ορίζεται ως η φωτεινή ροή που εκπέμπεται από ισότροπη πηγή
φωτοβολίας 1Cd, μέσα σε στερεά γωνία 1Sterad. Ισχύει δηλαδή: 1Lumen = 1Cd•1Sterad.
Αν η πηγή εκπέμπει μονοχρωματικό φως ισχύος Φe σε Watts, η φωτεινή ροή ΦV σε
Lumen υπολογίζεται από τη σχέση: ΦV = 683ΦeVλ, η οποία ισχύει για αυστηρά
μονοχρωματικό φως. Σημειώνεται ότι η τιμή της Vλ λαμβάνεται από σχετικούς πίνακες.
Όταν το φως δεν είναι μονοχρωματικό, δηλαδή η πηγή εκπέμπει περισσότερα από ένα
μήκη κύματος, η παραπάνω σχέση δεν ισχύει. Στην περίπτωση αυτή η σχέση μεταξύ της
φωτεινής ροής και της ροής ακτινοβολίας δίνεται από τη σχέση:
Όπου: Φe,λ: η φασματική κατανομή της ισχύος, δηλαδή η ακτινοβόλος ροή ανά μονάδα
μήκους κύματος και Κm ένας συντελεστής αναλογίας.
|91|
3.1.2 Φωτεινή ένταση ή φωτοβολία
3.1.3 Φωτισμός
Ο φωτισμός είναι η πυκνότητα της φωτεινής ροής που δέχεται ένα σημείο μιας
επιφάνειας, κάθετα τοποθετημένης στη διεύθυνση διάδοσης του φωτός και ορίζεται ως το
πηλίκο της φωτεινής ροής ανά μονάδα επιφάνειας δηλαδή:
B = dΦ/dΑ
Όπου:
dΦ: η προσπίπτουσα φωτεινή ροή.
dΑ: στοιχειώδες τμήμα της επιφάνειας που περιέχει το σημείο.
Μονάδα φωτισμού είναι το 1Lux. Το 1Lux ορίζεται ως ο ομοιόμορφος φωτισμός
επιφάνειας 1m2 από φωτεινή ροή 1Lumen. Ισχύει ότι 1Lux = 1Lumen/m2.
3.1.4 Φωτεινότητα
Για να γίνει κατανοητή η έννοια της φωτεινότητας, αρκεί να θεωρήσει κάποιος μια
ακτίνα φωτός ως έναν απειροελάχιστο κώνο με την κορυφή του σε ένα σημείο μιας
επιφάνειας. Έστω ότι ο κώνος σχηματίζει στοιχειώδη στερεά γωνία dΩ. Αν το σημείο
τομής της ακτίνας με την επιφάνεια βρίσκεται σε ένα στοιχειώδες τμήμα dΑ της
επιφάνειας, τότε η εγκάρσια τομή της ακτίνας είναι dΑcosθ, όπου θ είναι η γωνία μεταξύ
της ακτίνας και της καθέτου στην επιφάνεια.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, ως φωτεινότητα (Lv) ορίζεται η φωτεινή ροή που
αναδύεται ανά μονάδα στερεάς γωνίας από μια στοιχειώδη επιφάνεια dΑ προς
συγκεκριμένη διεύθυνση και ανά μονάδα φαινόμενης επιφάνειας κάθετης προς αυτή τη
διεύθυνση:
LV = d2Φ/dΩ dΑ cosθ
Όπου:
dΦ: η φωτεινή ροή που εκπέμπεται (ή ανακλάται) από στοιχειώδες τμήμα επιφάνειας dΑ
μέσα από στερεά γωνία dΩ.
Στον Πίνακα 3.1 που ακολουθεί δίνονται αναλυτικά τα φωτομετρικά μεγέθη και οι
μονάδες τους.
Σημειώνεται ότι ενώ η Candela είναι η θεμελιώδης μονάδα στο σύστημα SI, η
φωτεινή ροή (Lumen) είναι η πλέον βασική φωτομετρική ποσότητα, καθώς τα υπόλοιπα
φωτομετρικά μεγέθη ορίζονται σε σχέση με το Lumen (με τον αντίστοιχο συντελεστή).
|92|
Πίνακας 3.1: Φωτομετρικά μεγέθη και οι μονάδες τους
Μονάδα
Σύμβολο Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος Ορισμός
SI
Φv Φωτεινή ροή Luminous flux 1Lm
Φωτεινή ένταση ή Luminous 1Cd =
I I = dΦ/dΩ
Φωτοβολία Intensity 1Lm/Sr
1Lx =
Β Φωτισμός Illuminance B = dΦ/dA
1Lm/m2
1Cd•m-2 =
L Φωτεινότητα Luminance LV = d2Φ/dΩdAcosθ 1Lm Sr-1
m2
Φωτεινή σχετική Luminous
M B = dΦ/dA 1Lm/m2
ικανότητα exitance
Luminous
Q Φωτεινή ενέργεια 1Lm•sec
energy
Total luminous
Φολ Ολική φωτεινή ροή 1Lm
Flux
Αν θεωρήσει κάποιος μία σημειακή φωτεινή πηγή από την οποία αναδύεται φωτεινή
ροή ΦV, τότε το ποσό της φωτεινής ροής που εκπέμπεται ανά μονάδα στερεάς γωνίας προς
δεδομένη διεύθυνση ορίζει τη φωτοβολία (φωτεινή ένταση) της πηγής δηλαδή:
I = dΦ/dΩ (Lm/Sr)
Για παράδειγμα, η φωτοβολία από μία σφαίρα που εκπέμπει συνολική φωτεινή ροή
προς όλες τις διευθύνσεις θα είναι: I = Φ/4π (Lm/Sr) λόγω του ότι η συνολική στερεά
γωνία είναι Ω = 4πSr (αποδεικνύεται από τη σχέση Ω = Α/r2 αν θεωρήσουμε ότι Α = 4πr2
που είναι η επιφάνεια της σφαίρας).
Αν υπολογίσουμε επομένως το φωτισμό Β σημειακής πηγής σε σφαιρική επιφάνεια
γύρω από την πηγή, θα έχουμε: Β = Φ/Α = 4πΙ/4πr2 => Β = I/r2
Η παραπάνω σχέση περιγράφει το φωτομετρικό νόμο των αποστάσεων, δηλαδή ο
φωτισμός Β που δέχεται μία επιφάνεια κάθετα τοποθετημένη προς τη διεύθυνση της
φωτεινής ροής μιας σημειακής πηγής σταθερής φωτοβολίας Ι, είναι αντιστρόφως ανάλογη
με το τετράγωνο της απόστασης.
Εικόνα 3.1: Σχηματική παράσταση του φωτομετρικού νόμου των αποστάσεων. Η φωτεινή
ροή που αναδύεται από σημειακή πηγή μέσα σε στερεά γωνία, κατανέμεται σε όλο και
μεγαλύτερες επιφάνειες, με αποτέλεσμα ο φωτισμός να μειώνεται αντιστρόφως ανάλογα με το
τετράγωνο της απόστασης.
|93|
3.2 Ιδιότητες του φωτός
Εικόνα 3.2: Γραφική απεικόνιση ενός κύματος (αριστερά) και ηλεκτρομαγνητικό φάσμα
(δεξιά)
Όταν μια φωτεινή δέσμη που διαδίδεται σε ένα μέσο συναντήσει μια επιφάνεια, η
οποία διαχωρίζει το αρχικό μέσο διάδοσης από ένα άλλο οπτικό μέσο, τότε ένα μέρος της
ανακλάται προς το αρχικό μέσο διάδοσης, ενώ ένα άλλο μέρος της συνεχίζει να διαδίδεται
στο δεύτερο μέσο. Η Εικόνα 3.3 απεικονίζει την ανάκλαση σε μια λεία επιφάνεια. Για την
ανάκλαση ισχύουν δύο νόμοι:
η ανακλώμενη ακτίνα, η προσπίπτουσα ακτίνα και η κάθετη στην επιφάνεια
ανάκλασης βρίσκονται όλες στο ίδιο επίπεδο
η γωνία πρόσπτωσης (i) και η γωνία ανάκλασης (r) είναι ίσες.
|94|
ολική ανάκλαση. Τότε το φως δε διαθλάται αλλά επιστρέφει στο ίδιο μέσο ακολουθώντας
τους νόμους της ανάκλασης στην αλλαγή της πορείας του.
Κρίσιμη γωνία (ή οριακή γωνία) θcrit. ονομάζεται η γωνία πρόσπτωσης που
αντιστοιχεί σε γωνία διάθλασης 90°, όταν το φως διαδίδεται από οπτικά πυκνότερο σε
αραιότερο μέσο.
Για το φως που κατευθύνεται από το γυαλί στον αέρα, η κρίσιμη γωνία είναι 41,1°.
Η κρίσιμη γωνία είναι γενικά μικρή, όταν ένα μέσο έχει μεγάλο δείκτη διάθλασης και το
άλλο είναι ο αέρας. Στο διαμάντι η κρίσιμη γωνία είναι 24°. Η μικρή κρίσιμη γωνία είναι ο
λόγος που ένα κατεργασμένο διαμάντι (με πολλές έδρες) λαμποκοπά στο φως. Το
μεγαλύτερο μέρος του φωτός που εισέρχεται στο διαμάντι, υφίσταται ολική ανάκλαση στις
διάφορες έδρες του. Για να εξέλθει πρέπει να προσπέσει σχεδόν κάθετα σε αυτές.
Εικόνα 3.4: Πρίσματα ολικής ανάκλασης: (α) η φωτεινή ακτίνα με ολική ανάκλαση
εκτρέπεται κατά 90° (β) εκτρέπεται κατά 180° (αντιστρέφεται η πορεία της)
|95|
Όταν το φως εισέρχεται από ένα αραιότερο μέσο σε ένα πυκνότερο, τότε οι
διαθλώμενες ακτίνες πλησιάζουν την κάθετο στη διαχωριστική επιφάνεια ενώ όταν
εισέρχονται από το πυκνότερο στο αραιότερο μέσο, απομακρύνονται από την κάθετο.
Σημειώνεται ότι ένα αραιό οπτικό μέσο 1 έχει μικρότερο δείκτη διάθλασης από ένα
πυκνότερο μέσο 2, ισχύει δηλαδή n1<n2. Το φως διαδίδεται γρηγορότερα σε ένα αραιότερο
οπτικό μέσο 1, σε σχέση με ένα πυκνότερο μέσο 2, ισχύει δηλαδή u2<u1. Επιπρόσθετα,
όταν το φως διέρχεται από ένα οπτικά αραιότερο μέσο 1 σε ένα οπτικά πυκνότερο μέσο 2,
το μήκος κύματος μειώνεται, ισχύει δηλαδή λ2<λ1.
Σημειώνεται ότι όταν το φως διαπερνά τη διαχωριστική επιφάνεια δύο μέσων (π.χ.
από τον αέρα στο γυαλί), η συχνότητα f παραμένει αμετάβλητη. Αυτό γίνεται σαφές, αν
σκεφτεί κανείς το εξής: το φως είναι κύμα, άρα ο αριθμός των μηκών κύματος που
προσπίπτουν στη διαχωριστική επιφάνεια ανά μονάδα χρόνου, είναι ίσος με τον αριθμό
των μηκών κύματος που διέρχονται από αυτήν ανά μονάδα χρόνου. Αν δεν συνέβαινε
αυτό, η διαχωριστική επιφάνεια έπρεπε να δημιουργεί νέα κύματα ή να εξαφανίζει τα ήδη
υπάρχοντα. Ωστόσο, δεν έχει παρατηρηθεί τέτοιος μηχανισμός. Αυτό σημαίνει ότι η
συχνότητα παραμένει σταθερή, καθώς το φως διέρχεται από τη διαχωριστική επιφάνεια.
Στο φαινόμενο της διάθλασης οφείλεται και το γεγονός ότι ορισμένα αντικείμενα
ορατά στο μάτι, φαίνονται να βρίσκονται σε διαφορετική θέση από αυτή που πραγματικά
είναι. Στην Εικόνα 3.6, παρατηρεί κάποιος ότι ακτίνες φωτός που εκπέμπονται από μία
φωτεινή πηγή που βρίσκεται στον πυθμένα μιας πισίνας, όταν εξέρχονται από το νερό στον
αέρα, εκτρέπονται από την πορεία τους με αποτέλεσμα ο παρατηρητής να βλέπει τη
φωτεινή πηγή πιο ψηλά από ότι πραγματικά βρίσκεται.
Εικόνα 3.6: Ο παρατηρητής βλέπει τη φωτεινή πηγή πιο ψηλά από την πραγματική της θέση
|96|
Πίνακας 3.2: Δείκτες διάθλασης διαφόρων υλικών υπολογισμένοι με φως μήκους κύματος
λ0 = 589nm (κίτρινο χρώμα του νατρίου στο κενό)
ΥΛΙΚΟ ΔΕΙΚΤΗΣ ΔΙΑΘΛΑΣΗΣ
Αέρια (0°C, 1Atm) -
Αέρας 1,000293
Διοξείδιο του άνθρακα CO2 1,00045
Στερεά
Πάγος (H2O) 1,309
Ορυκτό άλας (NaCl) 1,544
Χαλαζίας (SiO2) 1,544
Φθορίτης (CaF2) 1,434
Ορυκτό ζιρκόνιο (ZrO2, SiO2) 1,923
Αδάμας (C) 2,417
Ύαλοι (τυπικές τιμές) 1,5 – 1,9
Υγρά σε θερμοκρασία 20°C -
Μεθανόλη CH3OH 1,329
Νερό H2O 1,333
Αιθανόλη C2H5OH 1,360
Τετραχλωράνθρακας CCl4 1,460
Γλυκερίνη 1,473
Βενζόλιο 1,501
sinθ1 v1 n2
------------------------- = ---------------------- = ----------------------
sinθ2 v2 n1
Για μικρές γωνίες θ είναι δυνατό να γίνει η προσέγγιση sinθ ≈ θ. Από αυτή την
προσέγγιση προκύπτουν και τα γεωμετρικά σφάλματα των φακών. Προκύπτει λοιπόν ότι
στο κενό η πορεία των φωτεινών ακτίνων παραμένει αμετάβλητη, όταν δεν εκτρέπεται από
|97|
βαρυτικά πεδία. Το ίδιο συμβαίνει όταν διαδίδονται μέσα σε ισόπυκνο διαπερατό μέσο π.χ.
νερό, γυαλί κ.λπ.
Στην περίπτωση που οι φωτεινές ακτίνες διερχόμενες από ένα μέσο πέσουν κάθετα
στην επιφάνεια του άλλου, τότε η γωνία πρόσπτωσης είναι μηδενική. Αυτό έχει ως
αποτέλεσμα η γωνία διάθλασης να είναι και αυτή μηδενική. Για παράδειγμα, ακτίνες
φωτός οι οποίες προσπίπτουν κάθετα στην διεπιφάνεια αέρα-νερού δεν αλλάζουν
διεύθυνση διάδοσης. Στη συνέχεια δίνονται κάποιοι βασικοί ορισμοί.
Ως γωνία πρόσπτωσης χαρακτηρίζεται η γωνία που σχηματίζεται από την διεύθυνση
διάδοσης της προσπίπτουσας ακτίνας με την κάθετη στο σημείο πρόσπτωσής της.
Ως γωνία διάθλασης χαρακτηρίζεται η γωνία που σχηματίζεται από τη διαθλώμενη ακτίνα
με την ίδια κάθετο του σημείου εισόδου στο διαπερατό μέσο. Όταν ακτίνες φωτός
κινούνται από ένα αραιότερο μέσο σε ένα πυκνότερο, η γωνία διάθλασης είναι πάντα
μικρότερη της γωνίας πρόσπτωσης. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει όταν η ακτίνα φωτός
περνά από ένα πυκνότερο σε ένα αραιότερο μέσο.
Ως επίπεδο διάθλασης χαρακτηρίζεται το επίπεδο που ορίζεται από την
προσπίπτουσα και την ανακλώμενη ακτίνα.
Ως κανονική διάθλαση ορίζεται η εκτροπή μιας ακτίνας όταν περνά από ένα μέσο
σε ένα άλλο, με τα μέσα να χωρίζονται μεταξύ τους με μια λεία επιφάνεια.
Ως δείκτης διάθλασης (index of refraction) χαρακτηρίζεται το μέτρο της εκτροπής
που υφίσταται μια ακτίνα που διέρχεται από ένα διαπερατό μέσο σε ένα άλλο. Ορίζεται ως
ο λόγος της ταχύτητας διάδοσης του φωτός στο κενό c προς την ταχύτητα διάδοσης στο
υπό εξέταση διαπερατό μέσο v.
Ισχύει δηλαδή:
c
n = -----------
v
Από τον παραπάνω ορισμό προκύπτει ότι ο δείκτης διάθλασης του κενού ισούται με
τη μονάδα. Επομένως, στην περίπτωση που έχουμε διάδοση ακτινοβολίας από το κενό σε
ένα οπτικό μέσο με δείκτη διάθλασης n, ο τελευταίος μπορεί να οριστεί συναρτήσει των
γωνιών πρόσπτωσης και διάθλασης, θ1 και θ2 αντίστοιχα:
sinθ1
n = ------------------
sinθ2
Κάθε διαπερατό μέσο έχει δείκτη διάθλασης που εξαρτάται από τα φυσικά
χαρακτηριστικά του. Στην ιδιότητα αυτή στηρίζονται πολλοί έλεγχοι τροφίμων. Για
παράδειγμα, το αγνό βούτυρο έχει διαφορετικό δείκτη από τον αντίστοιχο του νοθευμένου.
Ο δείκτης διάθλασης δεν είναι σταθερός αλλά εξαρτάται από το μήκος κύματός του φωτός.
Το φαινόμενο αυτό, η εξάρτηση δηλαδή της ταχύτητας του φωτός και του δείκτη
διάθλασης από το μήκος κύματος, ονομάζεται διασκεδασμός. Στην Εικόνα 3.8
απεικονίζεται η εξάρτηση του δείκτη διάθλασης ενός οπτικού υλικού (χαλαζία) από το
μήκος κύματος στο κενό λ0. Η τιμή του δείκτη διάθλασης, όπως φαίνεται μειώνεται καθώς
αυξάνεται η τιμή του μήκους κύματος. Φως μεγαλύτερου μήκους κύματος έχει μεγαλύτερη
ταχύτητα σε ένα μέσο από φως μικρότερου μήκους κύματος.
|98|
Εικόνα 3.8: Εξάρτηση του δείκτη διάθλασης από το μήκος κύματος
Ως διπλή διάθλαση ορίζεται το φαινόμενο εκείνο κατά το οποίο μια φωτεινή ακτίνα
που προσπίπτει σε ένα διαθλαστικό σώμα διαχωρίζεται σε δύο διαθλώμενες ακτίνες. Η μία
από τις δύο αυτές ακτίνες ονομάζεται τακτική και η άλλη έκτακτη.
Τέτοια διαθλαστικά διαπερατά σώματα (ονομαζόμενα και διπλοθλαστικά) είναι όλοι
οι κρύσταλλοι εκτός εκείνων που κρυσταλλώνονται κατά το κυβικό κρυσταλλικό σύστημα.
Το φαινόμενο αυτό παρατηρήθηκε πρώτη φορά στον «ιρλανδικό κρύσταλλο» (πρόκειται
για καθαρό ανθρακικό ασβέστιο σε κρυσταλλική μορφή).
sin a
----------------- = c (σταθερό)
sin β
το πηλίκο των ταχυτήτων διάδοσης του φωτός ανάμεσα στα δύο μέσα που
συμβαίνει η διάθλαση ορίζεται ως δείκτης διάθλασης ορισμένου μέσου για
συγκεκριμένη ακτινοβολία και θερμοκρασία.
|99|
Ο νόμος του Snell περιγράφτηκε για πρώτη φορά γύρω στο 984 μ.Χ. από τον Ιμπν
Σαλ (Ibn Sahl) σε ένα χειρόγραφο κείμενο. Ο Σαλ χρησιμοποιούσε το συγκεκριμένο νόμο
για να προσδιορίσει το σχήμα των φακών που συγκεντρώνουν το φως χωρίς γεωμετρική
παραμόρφωση (ανακλαστικοί φακοί). Το 1602, ο Τόμας Χάριοτ (Thomas Harriot),
ξαναπεριγράφει το νόμο του Snell, χωρίς ωστόσο να εκδώσει το έργο του. Το 1637, ο Ρενέ
Ντεκάρτ (René Descartes) στο έργο του «Λόγος περί της Μεθόδου» εξήγαγε τον ίδιο νόμο.
Ωστόσο, αρκετοί ήταν οι επικριτές του, όπως ο Πιέρ Φερμά (Pierre de Fermat), ο οποίος
τον κατηγόρησε ότι εργάστηκε αντίστροφα προς μια απάντηση που ήδη γνώριζε, με
σοφιστική συλλογιστική. Ο Φερμά κατέληξε στην ίδια λύση βασιζόμενος αποκλειστικά
στην αρχή του ελάχιστου χρόνου.
Εικόνα 3.9: (α) Το φυσικό φως και (β), (γ) Το γραμμικά πολωμένο φως
Όπως φαίνεται στην Εικόνα 3.10, λόγω του ότι ο δείκτης διάθλασης του πρίσματος
είναι μεγαλύτερος του οπτικού μέσου που τον περιβάλλει, η ακτίνα του φωτός διαθλάται
προσεγγίζοντας την κάθετη ενώ όταν η ακτίνα εξέρχεται από το πρίσμα απομακρύνεται
από την κάθετη. Είναι φανερό ότι η εξερχόμενη ακτίνα εκτρέπεται κατά γωνία φ από την
αρχική της πορεία. Η γωνία φ ονομάζεται γωνία εκτροπής.
|100|
Εικόνα 3.10: Ακτίνα φωτός που διαθλάται από πρίσμα εκτρέπεται κατά γωνία φ
Έστω μια δέσμη λευκού φωτός που προσπίπτει πάνω σε ένα πρίσμα. Οι ακτίνες που
εξέρχονται από το πρίσμα εκτρέπονται και διασκορπίζονται στο χώρο εξόδου, ενώ
ταυτόχρονα το λευκό φως αναλύεται σε μια πολύχρωμη συνεχή ταινία που περιλαμβάνει
γνωστά χρώματα. Η ταινία αυτή ονομάζεται φάσμα του λευκού φωτός. Τα χρώματα του
φάσματος με σειρά μείωσης του μήκους κύματος είναι: ερυθρό, πορτοκαλί, κίτρινο,
πράσινο, κυανό και ιώδες. Τα χρώματα αυτά δεν αναλύονται σε άλλα απλούστερα και αν
τα συνθέσουμε ξανά, αναπαράγεται το λευκό φως.
Εικόνα 3.11: Απεικόνιση του διασκεδασμού που προκαλείται σε δέσμη λευκού φωτός και
ανάλυση του φάσματος
Εικόνα 3.12: Το πρίσμα Π1 αναλύει το λευκό φως, όμως το Π2 απλώς εκτρέπει την κίτρινη
ακτίνα
|101|
Πίνακας 3.3: Τα χρώματα του ορατού φάσματος και ο δείκτης διάθλασης ανά χρώμα
Περιοχή μηκών Περιοχή συχνοτήτων
Χρώμα Δείκτης διάθλασης
κύματος (nm) (Hz)
12
Ερυθρό ~ 630 - 700nm ~ 476 - 429•10 Hz 1,513
Πορτοκαλί ~ 590 - 630nm ~ 510 - 476•1012Hz 1,514
Κίτρινο ~ 560 - 590nm ~ 535 - 510•1012Hz 1,517
Πράσινο ~ 500 - 560nm ~ 600 - 535•1012Hz 1,519
Κυανό ~ 440 - 500nm ~ 680 - 600•1012Hz 1,528
Ιώδες ~ 400 - 440nm ~ 750 - 680•1012Hz 1,532
Εικόνα 3.14: Ποιο από τα δύο σχήματα σε κάθε ζεύγος είναι μακρύτερο;
|102|
Οι νόμοι αυτοί φανερώνουν ότι ο εγκέφαλος επιλέγει συγκεκριμένα αντικείμενα,
δείχνοντας τους μεγαλύτερη προτίμηση σε σχέση με άλλα. Για παράδειγμα, ο εγκέφαλος
δίνει μεγαλύτερη προσοχή σε ένα κλειστό, στερεό αντικείμενο σε σχέση με τα ανοικτά
σχήματα. Κάθε αντικείμενο, εντός του οπτικού πεδίου, κωδικοποιείται και αποθηκεύεται
σε συγκεκριμένο σημείο του εγκεφάλου και όταν χρειαστεί ανακαλείται για να
δημιουργήσει μια ολοκληρωμένη εικόνα. Μερικές φορές, ανακαλούνται λάθος αντικείμενα
και τοποθετούνται σε λάθος θέσεις, δημιουργώντας έτσι μια οφθαλμαπάτη και
προκαλώντας λανθασμένη κατανόηση της πραγματικής εικόνας. Σε αυτό οφείλεται κατά
ένα μέρος η διαφορά μεταξύ των όσων βλέπει κάποιος και της πραγματικής εικόνας.
Το ανθρώπινο μάτι είναι το κύριο μέσο ανίχνευσης του λευκού φωτός. Ωστόσο,
υπάρχουν διάφορα όργανα ανίχνευσης του φωτός, όπως τα φωτοαγώγιμα κύτταρα, οι
φωτοδίοδοι, τα φωτοτρανζίστορ, το φωτογραφικό φιλμ τα οποία μπορούν να μετρήσουν τις
ιδιότητες του ακτινοβολούμενου φωτός, παρέχοντας ακριβή δεδομένα που δε μπορεί να
δώσει η απλή αξιολόγηση με το μάτι. Η διαδικασία μέτρησης του φωτός ονομάζεται
φωτομετρία. Τα φωτόμετρα και τα πεδιόμετρα είναι τα όργανα που χρησιμοποιούνται στη
φωτομετρία. Πρόκειται για φορητά ή μη μεταφερόμενα εργαστηριακά μηχανήματα. Τα μη
μεταφερόμενα εργαστηριακά μηχανήματα είναι και τα πιο ακριβή. Το πεδιόμετρο είναι ένα
όργανο που χρησιμοποιείται για την ανίχνευση και τη μέτρηση της ακτινοβολούμενης
ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας. Το φωτόμετρο ή λουξόμετρο είναι ένας ειδικός τύπος
πεδιομέτρου, το οποίο μετρά μόνο το ορατό τμήμα της ακτινοβολούμενης ενέργειας.
|103|
4. ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ
4.1 Καθαριότητα
4.2 Φωτισμός
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στο διάχυτο φωτισμό του χώρου στον οποίο
διεξάγονται οι έλεγχοι. Οι ανακλάσεις και οι σκιές από τον σκελετό του κτιρίου, από τους
τοίχους, τα παράθυρα, την οροφή και το δάπεδο, επηρεάζουν την οπτική αντίληψη και τα
αποτελέσματα των ελέγχων. Ο χώρος διεξαγωγής των ελέγχων πρέπει να φωτίζεται σωστά.
Η συνιστώμενη αναλογία φωτισμού είναι 3:1 μεταξύ του αντικειμένου που ελέγχεται και
του σκοτεινού φόντου και 1:3 μεταξύ του εν λόγω αντικειμένου και του διάχυτου
φωτισμού.
Διάφοροι ψυχολογικοί παράγοντες μπορεί να επηρεάσουν την απόδοση του
ελεγκτή. Τα χρώματα και τα μοτίβα των τοίχων φαίνεται να επιδρούν στη διάθεση του
ατόμου. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό κατά τον οπτικό έλεγχο εξαρτημάτων κρίσιμης
σημασίας ή πολύ μικρού μεγέθους. Σε γενικές γραμμές, ένας ελεγκτής έχει βέλτιστη
διάθεση όταν είναι χαλαρός, χωρίς ωστόσο να αισθάνεται ανία και όταν είναι σε
εγρήγορση, χωρίς όμως να είναι νευρικός. Για τη συμπλήρωση του φωτισμού που
απαιτείται για τον οπτικό έλεγχο, όλα τα χρώματα μέσα στο χώρο πρέπει να έχουν
ανοικτούς τόνους. Στην αντίθετη περίπτωση, το 50% του διαθέσιμου φωτός μπορεί να
απορροφάται από τους σκούρους τοίχους και το δάπεδο. Ένα χρώμα ή μοτίβο με έντονη
αντίθεση μπορεί να προκαλέσει νευρικότητα και τελικά κόπωση. Τα ψυχρά χρώματα, όπως
το μπλε συνιστώνται για χώρους εργασίας με υψηλές στάθμες θορύβου.
Το ανθρώπινο μάτι λειτουργεί αποτελεσματικότερα στο φως της ημέρας. Όμως ένας
έλεγχος μπορεί να είναι απαραίτητο να γίνει σε ώρες της ημέρας με λιγότερο φως ή κατά
τις νυχτερινές ώρες. Κατά την εργασία με φωτισμό διαφορετικό από το φως της ημέρας, το
μάτι μπορεί επίσης να λειτουργήσει αποτελεσματικά, αν υπάρξει ο κατάλληλος χρόνος για
να προσαρμοστεί. Για τον οπτικό έλεγχο, η επαρκής λαμπρότητα ή φωτεινότητα της
|104|
επιφάνειας που εξετάζεται αποτελεί σημαντικό παράγοντα και εξαρτάται από την
ανακλαστικότητα και την ένταση της φωτεινής πηγής. Η υπερβολική λαμπρότητα
επηρεάζει την ικανότητα κάποιου να βλέπει ευκρινώς και κατά συνέπεια επηρεάζει
αρνητικά τον έλεγχο κρίσιμων εξαρτημάτων. Για την ένταση του φωτός η ελάχιστη
συνιστώμενη τιμή είναι τα 160lx για γενικό οπτικό έλεγχο και τα 500lx για τον έλεγχο
κρίσιμων εξαρτημάτων. Ενδέχεται κάποια πρότυπα να απαιτούν υψηλότερες ελάχιστες
τιμές.
Η αναλυτική ικανότητα του ματιού εξαρτάται από τη γωνία και την απόσταση από
την επιφάνεια που εξετάζεται. Το μάτι ενός μέσου ανθρώπου μπορεί να αντιληφθεί το
γωνιακό διαχωρισμό δύο σημείων πάνω σε ένα δείγμα σε απόσταση 300mm. Αυτό
σημαίνει ότι η βέλτιστη ανάλυση είναι περίπου 0,09mm σε απόσταση 300mm και 0,18mm
σε απόσταση 600mm.
|105|
Το θάμπωμα που προκαλείται στα μάτια από τα σταθερά φωτιστικά σώματα είναι
πιο δύσκολο να ελεγχθεί.
Τα φωτιστικά σώματα της οροφής πρέπει να είναι τοποθετημένα όσο το δυνατόν
ψηλότερα πάνω από την γραμμή της όρασης και πρέπει να διαθέτουν προστατευτικό
κάλυμμα για τη μείωση της έντασης του φωτός υπό γωνία μεγαλύτερη των 45° ως προς το
οπτικό πεδίο. Τα φωτιστικά σώματα εργασίας πρέπει να διαθέτουν προστατευτικό κάλυμμα
υπό γωνία τουλάχιστον 25° ως προς την οριζόντια διεύθυνση. Αυτά τα προστατευτικά
καλύμματα πρέπει να εξασφαλίζουν τον επαρκή φωτισμό του σημείου διεξαγωγής των
ελέγχων.
4.4.1.1 Σκοπός
|106|
4.4.2 Άμεσος οπτικός έλεγχος (κατά ASME V)
Ο άμεσος οπτικός έλεγχος όταν η πρόσβαση είναι επαρκής, μπορεί συνήθως να γίνει
σε απόσταση έως και 600mm (24inch) από την επιθεωρούμενη επιφάνεια και υπό γωνία
όχι μικρότερη από 30 μοίρες. Μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν καθρέπτες για τη
βελτίωση της οπτικής γωνίας, καθώς και μεγεθυντικοί φακοί, όταν κρίνεται απαραίτητο.
Φωτισμός λευκού φωτός, φυσικός ή τεχνητός για την οπτική εξέταση
συγκεκριμένου τμήματος ή εξαρτήματος επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί όταν κρίνεται
απαραίτητο. Η ελάχιστη ένταση του φωτός στην επιφάνεια της επιθεωρούμενης περιοχής
πρέπει να είναι 1.000lux (100footcandles). Η φωτεινή πηγή, η τεχνική που χρησιμοποιείται
καθώς και το επίπεδο φωτισμού, πρέπει να επαληθεύεται μία φορά και να τεκμηριώνεται
στην αναφορά ελέγχου.
Επιπρόσθετα, η επιθεώρηση σύνθετων υλικών για την εξέταση της υποεπιφανειακής
κατάστασής τους, συγκαταλέγεται και στον άμεσο οπτικό έλεγχο. Στον άμεσο οπτικό
έλεγχο ημιδιαφανών αντικειμένων, χρησιμοποιείται βοηθητικός τεχνητός φωτισμός. Ο
φωτισμός πρέπει να παρέχεται με ένταση ικανή να φωτίζει και να διαχέει το φως
ομοιόμορφα μέσα από την περιοχή ή περιφερειακά της επιθεωρούμενης επιφάνειας. Ο
περιβάλλων φωτισμός πρέπει να ρυθμίζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να αποφεύγονται
ανακλάσεις από την επιφάνεια του επιθεωρούμενου αντικειμένου και θα πρέπει να είναι
λιγότερος από το φωτισμό που εφαρμόζεται, εντός ή περιφερειακά του επιθεωρούμενου
αντικειμένου. Η τεχνητή πηγή φωτισμού πρέπει να έχει επαρκή ένταση ώστε να
επιτρέπεται η διάδοση του φωτός μέσα από το ημιδιαφανές αντικείμενο.
|107|
4.6 Φωτεινές πηγές
Το φως που απαιτείται για τον οπτικό έλεγχο μπορεί να παρασχεθεί από ένα πλήθος
πηγών. Η πηγή του φωτός πρέπει να επιλέγεται ανάλογα με την εφαρμογή του οπτικού
ελέγχου, εκτός αν καθορίζεται στις προδιαγραφές της διαδικασίας. Οι συνθήκες διάχυτου
φωτισμού μπορούν επίσης να ποικίλλουν. Ένας έντονος διάχυτος φωτισμός με μεγάλη
λαμπρότητα επηρεάζει αρνητικά τον έλεγχο, όπως επίσης και ένας αδύναμος, διάχυτος
φωτισμός μικρής έντασης, ο οποίος δημιουργεί σκιές στο σημείο διεξαγωγής του ελέγχου.
Το μονοχρωματικό φως είναι το φως μίας συχνότητας. Στην πράξη, δε μπορεί να υπάρξει
πραγματικά μονοχρωματικό φως. Ωστόσο, υπάρχουν πηγές οι οποίες εκπέμπουν μια στενή
ζώνη μηκών κύματος. Σημειώνεται ότι η απόδοση μιας φωτεινής πηγής ισούται με το λόγο
της συνολικής φωτεινής ισχύος (lumens) προς τη συνολική ακτινοβολούμενη ενέργεια. Η
συνολική απόδοση της φωτεινής πηγής είναι ο λόγος της συνολικής φωτεινής ισχύος προς
τη συνολική ενέργεια που καταναλώνεται.
Για τον οπτικό έλεγχο χρησιμοποιούνται συνήθως φωτεινές πηγές οι οποίες
αναφέρονται στη συνέχεια.
Το φως της ημέρας είναι το καλύτερο φως που μπορεί να χρησιμοποιηθεί, καθώς
παρέχει τη βέλτιστη κατανομή μηκών κύματος για το ανθρώπινο μάτι. Η χρήση του φωτός
ημέρας δεν είναι πάντα εφικτή. Το φως μιας συννεφιασμένης ημέρας δίνει πολύ καλύτερα
αποτελέσματα από το φως μιας ηλιόλουστης ημέρας. Σημειώνεται τέλος ότι, όταν ο
έλεγχος απαιτεί τη χρήση μονοχρωματικού φωτός, μπορεί να χρησιμοποιηθούν φίλτρα για
τη δημιουργία φωτός ενός συγκεκριμένου μήκους κύματος.
Είναι λάμπες που λειτουργούν με χαμηλή τάση. Συνδέονται στην πρίζα και
διαθέτουν λαμπτήρες πυράκτωσης με νήμα από βολφράμιο. Για την παραγωγή των τάσεων
λειτουργίας τους (κάτω από 10V) χρησιμοποιείται μετασχηματιστής. Είναι φορητές και
εύχρηστες, ωστόσο και αυτές δεν κατανέμουν επαρκώς το φως και μπορεί να προκαλέσουν
θάμπωμα των ματιών του χειριστή λόγω υπερβολικής λαμπρότητας.
|108|
4.6.5 Λαμπτήρες φθορισμού
|109|
5. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ
|110|
υλικών. Η διαδικασία εκτόξευσης καθαρίζει την επιφάνεια και ανάλογα με το αποξεστικό
υλικό μπορεί να την εκτραχύνει. Όταν η διαδικασία χρησιμοποιείται σε αντικείμενα από
χάλυβα, ορισμένα αποξεστικά υλικά (ειδικά τα ρινίσματα σιδήρου) παραμορφώνονται
λόγω πλαστικής κρούσης, αυξάνοντας έτσι τη σκληρότητα της επιφάνειας. Με την
διαδικασία αυτή, μπορεί να κλείσουν κάποιες μικρές ρωγμές της επιφάνειας και να μην
είναι πλέον διακριτές.
Στην μέθοδο αυτή χρησιμοποιούνται πιέσεις έως 20.000p.s.i., οι οποίες είναι ιδιαίτερα
επικίνδυνες. Τα πλεονεκτήματα αυτής της μεθόδου είναι τα ίδια με τα αντίστοιχα της
μεθόδου εκτόξευσης καθαρού νερού. Ωστόσο, με τη συγκεκριμένη μέθοδο μπορούν επίσης
να αφαιρεθούν ισχυρά συγκολλημένοι ρύποι και να δημιουργηθεί η κατάλληλη επιφάνεια.
|111|
5.2.7 Εκτόξευση αέρα με νερό
Στο ρεύμα αέρα / αποξεστικού υλικού εγχέεται καθαρό νερό ή διάλυμα νερού με
κατάλληλη χημική ουσία προστασίας του υποστρώματος από τη σκουριά.
Μία από τις πιο αποτελεσματικές μεθόδους αφαίρεσης στρωμάτων βαφής, χωρίς
κίνδυνο να προκληθεί μηχανική ζημιά στο βασικό μέταλλο, είναι η χρήση κατάλληλου
διαλύτη χρωμάτων. Η βαμμένη επιφάνεια «μαλακώνει» και στη συνέχεια το στρώμα της
βαφής μπορεί να αφαιρεθεί με απόξεση ή με πλύση. Οι διαλύτες χρωμάτων είναι οργανικοί
διαλύτες ή μίγματα οργανικών διαλυτών ειδικά παρασκευασμένα για την αφαίρεση
διάφορων τύπων βαφής. Σημειώνεται ωστόσο ότι δεν καθαρίζουν αποτελεσματικά τα
χώματα, τα άλατα, τα γράσα κ.λπ.
|112|
5.2.12 Καθαρισμός με απορρυπαντικές ουσίες
|113|
6. ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΚΑΤΕΡΓΑΣΜΕΝΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ
Η εικόνα ενός στερεού σώματος κοντά στην επιφάνεια, γενικά, έχει τη μορφή της
Εικόνας 6.2α. Μια μηχανολογική επιφάνεια παρουσιάζει γεωμετρικές αποκλίσεις από την
επιπεδότητα, δηλαδή το «απόλυτα λείο». Αυτές οι γεωμετρικές αποκλίσεις είναι
διαφορετικής τάξης μεγέθους, συνδέονται με τις συνθήκες κατεργασίας (ρύθμιση
εργαλειομηχανής, γεωμετρία κοπτικού άκρου, παράμετροι αφαίρεσης υλικού) και μπορούν
να προσεγγισθούν με κυματομορφές, όπως φαίνεται στην Εικόνα 6.2β.
|114|
6.1.1 Σφάλμα μορφής επιφάνειας
|115|
Εικόνα 6.3: Τραχύτητα επιφάνειας
Το ύψος των ανωμαλιών κυμαίνεται από κλάσμα του 1μm έως και πάνω από 1mm.
Το σχήμα των ανωμαλιών έχει μεγάλη σημασία. Μυτερές κορυφές και κοιλάδες
ελαττώνουν τη φέρουσα επιφάνεια και οδηγούν σε ταχύτερη κόπωση του υλικού.
Γενικά, η μικρή τραχύτητα επιφάνειας και η κυμάτωση συνδέονται με ακριβέστερη
κατεργασία. Η τραχύτητα επιφάνειας χαρακτηρίζεται συνήθως από την αριθμητική μέση
απόκλιση Ra από τη «μέση γραμμή» της επιφάνειας μέσα σε ένα μήκος αναφοράς l και
προσεγγιστικά με χρήση διακριτών τιμών αντί της ολοκλήρωσης.
Όπου:
y(x): το προφίλ της επιφάνειας.
Μέση γραμμή: εμβαδό κοιλάδων = εμβαδό κορυφών.
|116|
Τυπικές τιμές για τα παραπάνω μεγέθη είναι: Ra = 0,008-100μm, Rz και Rmax =
0,025-1.600μm, Sm και S = 0,002-12,5mm και tp = 10-90% ενώ, για το μήκος αναφοράς l =
0,01-25mm.
|117|
Εικόνα 6.5: Έλεγχος μικροσκληρότητας
|118|
6.3.1 Ηλεκτρομηχανικά τραχύμετρα
|119|
Πίνακας 6.1: Αναμενόμενες τιμές τραχύτητας (Ra) και μέση απόσταση εξάρσεων του
ανάγλυφου, μετά από συνήθεις μηχανουργικές κατεργασίες μεταλλικών επιφανειών
Μέση Συνήθης Απόσταση Κορυφών (mm)
Κατεργασία Τραχύτητα
0,08 0,25 0,80 2,5 8,0
Ra (μm)
Υπερλείανση 0,05 – 0,20 √ √ √
Lapping 0,05 – 0,40 √ √ √
Honing 0,1 – 0,8 √ √
Λείανση 0,1 – 1,6 √ √ √
Τόρνευση με διαμάντι 0,1 – 0,4 √ √
Τόρνευση 0,4 – 6,3 √ √
Διάτρηση 0,4 – 6,3 √ √ √
Διάτρηση με εκγλύφανο 0,8 – 3,2 √ √
Φρεζάρισμα 0,8 – 6,3 √ √ √
Πλάνισμα 1,60 – 12,5 √ √ √
|120|
7. ΟΠΤΙΚΑ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΕΤΡΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΤΟΝ
ΟΠΤΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ
7.1.1 Καθρέπτες
7.2 Μικροσκόπια
|121|
Η εφεύρεση του σύνθετου μικροσκοπίου έχει τις ρίζες του στους τεχνίτες οπτικούς
στην Ολλανδία στα τέλη του 16ου αιώνα. Σημειώνεται ότι συνδέεται με την εφεύρεση του
τηλεσκόπιου, την ίδια περίπου εποχή.
Εικόνα 7.2: Το σύνθετο μικροσκόπιο του Janssen (1595) στο Middleburg Museum
(αριστερά) Το μικροσκόπιο του van Leeuwenhoek (1670)(δεξιά)
|122|
Το αντικείμενο βρίσκεται στη θέση xo μπροστά από τον αντικειμενικό φακό και το
αρχικό του είδωλο σχηματίζεται στη θέση xi, που πρέπει να είναι πολύ κοντά στην εστία
του προσοφθάλμιου φακού. Έτσι, οι ακτίνες από το είδωλο εξέρχονται παράλληλες από
τον προσοφθάλμιο.
Αυτό το ενδιάμεσο είδωλο είναι μεγεθυμένο, πραγματικό, αντεστραμμένο και
σχηματίζεται στην εστία του προσοφθάλμιου. Η μεγέθυνση που αντιστοιχεί σε αυτό είναι η
μεγεθυντική ισχύς του αντικειμενικού φακού (objective magnifying power).
Ο βασικός σκοπός ενός μικροσκοπίου είναι η παρατήρηση μικρών λεπτομερειών
ενός δείγματος και όχι τόσο η μεγέθυνση τους. Υπάρχει όριο στο πόσο χρήσιμη είναι η
μεγέθυνση σε ένα μικροσκόπιο που επιβάλλεται από τη διακριτική του ικανότητα. Ως
διακριτική ικανότητα ορίζεται η ελάχιστη απόσταση ανάμεσα σε δύο σημεία που τα είδωλα
τους διακρίνονται ως ξεχωριστά μεταξύ τους.
|123|
7.3 Ενδοσκόπια
Ο όρος ενδοσκόπιο προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις ένδον και σκοπώ. Τα
ενδοσκόπια διατίθενται σε διάφορα μεγέθη και διακρίνονται σε αναλογικά και ψηφιακά.
Ένα ενδοσκόπιο αποτελείται από έναν λεπτό, εύκαμπτο ή άκαμπτο σωλήνα, ο οποίος
μεταφέρει φως στην περιοχή που εξετάζεται, ενώ παράλληλα μεταφέρει εικόνα στο
χειριστή. Σε ένα ενδοσκόπιο που χρησιμοποιεί οπτικές ίνες, ένα μέρος του οπτικού αγωγού
καταλαμβάνεται από τις οπτικές ίνες που οδηγούν το φως μέσα στην κοιλότητα και ο
υπόλοιπος από τις οπτικές ίνες που μεταφέρουν την εικόνα του εσωτερικού της κοιλότητας
στην ειδική οθόνη. Όταν ο οπτικός αγωγός μεταφέρει μόνο φως, οι οπτικές του ίνες δε
χρειάζεται να διατηρούν αυστηρή διάταξη και παραλληλία. Όταν ο οπτικός αγωγός
μεταφέρει εικόνες, οι οπτικές του ίνες πρέπει να διατηρούν αυστηρή διάταξη. Στην
συνέχεια περιγράφονται τα βασικά είδη ενδοσκοπίων.
|124|
Εικόνα 7.6: Τυπικό άκαμπτο ενδοσκόπιο
|125|
Εικόνα 7.9: Εργασία με άκαμπτο ενδοσκόπιο
|126|
7.3.3 Τεθλασμένα ενδοσκόπια
Σχηματίζουν διάφορες γωνίες, επιτρέποντας την εξέταση περιοχών στις οποίες δεν
μπορούν να εισέλθουν τα άκαμπτα ενδοσκόπια. Τα ενδοσκόπια ορθής γωνίας
χρησιμοποιούνται για θέαση πίσω από ορθές γωνίες. Τα ενδοσκόπια ευρέως πεδίου
παρέχουν οπτικό πεδίο έως 120°. Τα ενδοσκόπια μινιατούρες έχουν ελάχιστη διάμετρο έως
1,75mm. Τα περισκοπικά ενδοσκόπια χρησιμοποιούνται για θέαση πάνω από άλλα
αντικείμενα.
Τα βαθμονομημένα ενδοσκόπια χρησιμοποιούνται για εξετάσεις ειδικού τύπου. Ο
εξωτερικός σωλήνας είναι βαθμονομημένος ώστε να δείχνει το βάθος διείσδυσης κατά την
διάρκεια του ελέγχου.
Οι οπτικές ίνες αποτελούνται από πολύ λεπτά και εύκαμπτα υάλινα νήματα
διαμέτρου 9 - 30microns. Μέσω των νημάτων αυτών διαδίδεται το φως με διαδοχικές
ανακλάσεις στα εσωτερικά τους τοιχώματα, με αποτέλεσμα το φως να ακολουθεί την
πορεία των νημάτων ανεξάρτητα από το σχήμα τους. Η ιδιότητα αυτή επιτρέπει στο φως ή
στο είδωλο της εικόνας να διαδίδεται ακολουθώντας τεθλασμένες ή καμπύλες τροχιές
χωρίς επιπλέον οπτικό εξοπλισμό. Γίνεται κατανοητό λοιπόν ότι με τη βοήθεια των
οπτικών ινών μπορεί να «αναγκαστεί» μία φωτεινή δέσμη να ακολουθήσει όποια διαδρομή
επιθυμεί κάποιος. Μπορεί δηλαδή να ισχυριστεί κανείς ότι όπως με ένα εύκαμπτο λάστιχο
ποτίσματος μπορεί να οδηγηθεί το νερό από τη βρύση σε ένα σημείο του κήπου, έτσι και
με τις οπτικές ίνες μπορεί να «οδηγηθεί» το φως από μία ακίνητη πηγή σε οποιοδήποτε
σημείο θέλουμε. Για αυτό λέγεται ότι μία οπτική ίνα είναι ένας φωτοαγωγός ή
φωτοοδηγός.
Κάθε οπτική ίνα αποτελείται από τρία μέρη:
Την κεντρική γυάλινη κυλινδρική ίνα που ονομάζεται πυρήνας και είναι το τμήμα
στο οποίο διαδίδεται το φως.
Την επικάλυψη (απλή ή πολλαπλή), που είναι ένας ομόκεντρος με τον πυρήνα
κύλινδρος. Έχει μικρότερο δείκτη διάθλασης από τον πυρήνα, ώστε να προκαλούνται στο
φως συνεχείς ολικές ανακλάσεις. Η επικάλυψη αυτή ονομάζεται μανδύας και λειτουργεί ως
καθρέπτης.
Το περίβλημα το οποίο είναι ένα αδιαφανές πλαστικό.
|127|
Οι ίνες έχουν πολύ μικρή διατομή και διαδίδουν πολύ λίγο φως. Αυτός είναι και ο
λόγος που ομαδοποιούνται σε δέσμες αποτελούμενες από πολλές χιλιάδες ίνες, ώστε να
επιτυγχάνεται το απαιτούμενο επίπεδο φωτεινότητας.
Η εφαρμογή της διάδοσης του φωτός και της λήψης των ειδώλων απαιτεί τη χρήση
δύο ξεχωριστών δεσμών οπτικών ινών: μία για τη διάδοση του φωτός (οδηγός του φωτός)
και μία για τη λήψη (οδηγός του ειδώλου). Τα οπτικά νήματα των οδηγών του φωτός έχουν
διάμετρο περίπου 30micron και χρησιμοποιούνται σε δέσμες (δέσμη οδηγού του φωτός).
Τα οπτικά νήματα του οδηγού του ειδώλου έχουν διάμετρο 9 - 17microns, μικρότερη από
εκείνη των νημάτων του οδηγού του φωτός, διότι η διάμετρος των ινών είναι ένας από τους
παράγοντες που επηρεάζουν την ανάλυση. Στο ένα άκρο των ινών τοποθετείται ένας
αντικειμενικός φακός για την εστίαση της εικόνας, η οποία μεταδίδεται μέσω των οπτικών
ινών στο προσοφθάλμιο τμήμα όπου μπορεί πλέον να ρυθμιστεί ώστε να δημιουργεί ένα
ευκρινές είδωλο.
Εικόνα 7.13: Η διαδρομή του φωτός σε μια οπτική ίνα (αριστερά). Δομή μιας οπτικής ίνας
(δεξιά)
Σημειώνεται ότι το φως κατά το «ταξίδι» του μέσα σε μία οπτική ίνα εξασθενεί.
Αυτό συμβαίνει συνήθως:
Λόγω απορρόφησης που οφείλεται στις ξένες προσμείξεις που υπάρχουν στο γυαλί
(Εικόνα 7.11α).
Λόγω σκέδασης κατά την οποία το φως διεισδύει στο μανδύα και διασκορπίζεται.
Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται εντονότερα, αν στην οπτική ίνα υπάρχουν
συνδέσεις (Εικόνα 7.11β).
Λόγω της κακής κατασκευής (μικροδιακυμάνσεις) της διαμέτρου του πυρήνα
(Εικόνα 7.11γ).
Λόγω μεγάλης καμπής της οπτικής ίνας (Εικόνα 7.11δ).
|128|
Αν ο πυρήνας ήταν κατασκευασμένος από κοινό γυαλί, όπως αυτό των τζαμιών των
σπιτιών, τότε το φως θα «ταξίδευε» μέσα στην ίνα το πολύ ένα μέτρο. Για το λόγο αυτό, το
γυαλί που χρησιμοποιείται για την κατασκευή του πυρήνα είναι μεγάλης καθαρότητας.
Έτσι το φως μεταφέρεται σε απόσταση πολλών χιλιομέτρων με πολύ μικρές απώλειες. Η
καθαρότητα του γυαλιού είναι τέτοια, ώστε, αν κάποιος ήθελε να αντικαταστήσει το κοινό
τζάμι ενός παραθύρου με τζάμι κατασκευασμένο από υλικό ίδιο με αυτό των οπτικών ινών,
τότε αυτό, για να έχει την ίδια απορρόφηση φωτός, θα έπρεπε να έχει πάχος περίπου 1km.
Εικόνα 7.15: Τέσσερις περιπτώσεις εξασθένησης του φωτός κατά το «ταξίδι» του μέσα στις
οπτικές ίνες
7.5.1 Παχύμετρο
Το παχύμετρο είναι ένα όργανο μέτρησης μηκών. Πρόκειται για ένα πολύ εύχρηστο
και ευρέως διαδεδομένο όργανο μέτρησης σε μηχανουργείο, για συνήθεις μετρήσεις μικρής
και μέσης ακρίβειας. Με το παχύμετρο είναι δυνατό να μετρηθούν πάχη, εξωτερικές
διάμετροι και βάθη οπών. Πρόκειται για βελτιωμένη μορφή κανόνα. Για την αύξηση της
διακριτικής ικανότητας του κανόνα χρησιμοποιείται η αρχή του Βερνιέρου. Ο βερνιέρος
είναι μια απλή και εύχρηστη διάταξη, η οποία επιτρέπει την αύξηση της διακριτικής
ικανότητας του οργάνου κατά τουλάχιστον μία τάξη μεγέθους, δηλαδή επιτρέπει μετρήσεις
με ακρίβεια 0,02mm.
Η αρχή λειτουργίας του βερνιέρου κάνει χρήση παράλληλα προς την κλίμακα
μέτρησης του κανόνα μια δεύτερη κινητή κλίμακα με κατάλληλο αριθμό υποδιαιρέσεων. Η
δεύτερη αυτή κλίμακα υποδιαιρείται σε 10 ίσα τμήματα που αντιστοιχούν σε 9
υποδιαιρέσεις της βασικής κλίμακας. Με τον τρόπο αυτό, όταν συμπίπτουν τα δύο 0,
συμπίπτει και το 9 της βασικής κλίμακας με το 10 της κλίμακας του βερνιέρου. Όταν η
κλίμακα του βερνιέρου μετατοπισθεί κατά μία υποδιαίρεση, το 0 του βερνιέρου θα
συμπέσει με το 1 της βασικής κλίμακας και το 10 του βερνιέρου με το 10 της βασικής.
Στο παχύμετρο υπάρχει βερνιέρος 20 υποδιαιρέσεων στην κλίμακα των εκατοστών
(cm) και 25 υποδιαιρέσεων στην κλίμακα των ιντσών (inch). Κατά συνέπεια το όργανο
αυτό μετρά με ακρίβεια 0,05mm.
|129|
Τα πρακτικά βήματα για τη μέτρηση με παχύμετρο είναι τα ακόλουθα:
Εξετάζεται πρώτα η διακριτική ικανότητα του βερνιέρου, δηλαδή εάν πρόκειται για
μετρητικό με διακριτική ικανότητα 0,1 ή 0,05 ή 0,02mm (πολλές φορές
συμβολίζεται και ως 1/10, 1/20 και 1/50).
Διαβάζονται μετά τα χιλιοστά στην ένδειξη της ακίνητης κλίμακας (κανόνας).
Τέλος, διακρίνεται η γραμμή από τις διαβαθμίσεις του βερνιέρου που αποτελεί
προέκταση των γραμμών του κανόνα και βρίσκονται τα δεκαδικά. (Ιδιαίτερη
προσοχή χρειάζεται στη διακριτική ικανότητα του οργάνου ώστε να βρεθούν σωστά
τα δεκαδικά ψηφία της μέτρησης).
7.5.2 Μικρόμετρο
Το μικρόμετρο είναι ένα όργανο ακριβείας για τη μέτρηση των διαστάσεων μικρών
αντικειμένων. Παρέχει ενδείξεις ακριβείας της τάξεως του 0,01mm. Μικρόμετρα υπάρχουν
σε διάφορα σχήματα και μεγέθη ανάλογα με το σκοπό που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν.
Ο πιο διαδεδομένος τύπος μικρομέτρου, ο οποίος χρησιμοποιείται για την μέτρηση
εξωτερικών διαστάσεων είναι το μικρόμετρο με επίπεδους άκμονες ακρίβειας 0,01mm.
Ένας πρακτικός τρόπος μέτρησης με ένα μικρόμετρο είναι ο ακόλουθος:
Διαβάζεται η ένδειξη που είναι ορατή στο σταθερό κανόνα, στο άκρο του
βαθμολογημένου τυμπάνου σε mm.
Στη συνέχεια προσθέτονται τα δεκαδικά ψηφία (εκατοστά του χιλιοστού) που
διαβάζονται στο περιστρεφόμενο τύμπανο, στην ευθεία που τέμνεται με την κύρια
κλίμακα.
|130|
Εικόνα 7.17: Μικρόμετρο (μέτρηση 5,78mm)
|131|
Εικόνα 7.19: Έλεγχος γωνίας ελασμάτων (αριστερά). Έλεγχος λαιμού γωνιακής συγκόλλησης
(δεξιά)
|132|
Εικόνα 7.22: Πλήρης σειρά μετρητών επιθεώρησης συγκολλήσεων
|133|
Πίνακας 7.1: Όργανα μέτρησης οπτικού ελέγχου και χαρακτηριστικά τους
Τύπος Συγκόλλησης
Απόκλιση ως
Γωνιακή συγκόλληση Ακρίβεια
Μετρούμενο Περιεχόμενη προς τη
(Fillet Weld) μέτρησης
Όργανα Ελέγχου Περιγραφή εύρος σε γωνία ή γωνία περιεχόμενη
Επίπεδη Κυρτή Μετωπική σε
Κοίλη συγκόλληση mm συγκόλλησης γωνία ή γωνία
συγκόλληση συγκόλληση συγκόλληση mm
(Concave Weld) συγκόλλησης
(Flat weld) (Convex Weld) (Butt Weld)
X X - X 3 – 15 ≈ 0,5 90 Μικρή
Μετρά λαιμό γωνιακής
συγκόλλησης από 3-15mm,
και την ενίσχυση σε
μετωπικές συγκολλήσεις
X - - - 0 – 20 0,2 90 Καμία
Μετρά 7 πάχη λαιμού σε
γωνιακές συγκολλήσεις με
περιεχόμενη γωνία 90°
|134|
Τύπος Συγκόλλησης
Απόκλιση ως
Γωνιακή συγκόλληση Ακρίβεια
Μετρούμενο Περιεχόμενη προς τη
(Fillet Weld) μέτρησης
Όργανα Ελέγχου Περιγραφή εύρος σε γωνία ή γωνία περιεχόμενη
Επίπεδη Κυρτή Μετωπική σε
Κοίλη συγκόλληση mm συγκόλλησης γωνία ή γωνία
συγκόλληση συγκόλληση συγκόλληση mm
(Concave Weld) συγκόλλησης
(Flat weld) (Convex Weld) (Butt Weld)
X X X X 0 – 15 0,1 90 X
Μετρά πάχος του λαιμού και
των ποδών σε γωνιακές
συγκολλήσεις καθώς και το
ύψος της ενίσχυσης σε
μετωπικές συγκολλήσεις
- - - - - - - -
Μετρά το λαιμό σε γωνιακά
κολλήματα. Κάθε ελεγκτήρας
αντιστοιχεί σε μία διάσταση
X X X X 0 - 50 0,3 0 - 45 X
Μετρά τη γωνία της φρέζας,
το διάκενο, το ύψος του πόδα
(leg), το ύψος της ενίσχυσης,
την κακή ευθυγράμμιση, το
βάθος της υποκοπής
|135|
Τύπος Συγκόλλησης
Απόκλιση ως
Γωνιακή συγκόλληση Ακρίβεια
Μετρούμενο Περιεχόμενη προς τη
(Fillet Weld) μέτρησης
Όργανα Ελέγχου Περιγραφή εύρος σε γωνία ή γωνία περιεχόμενη
Επίπεδη Κυρτή Μετωπική σε
Κοίλη συγκόλληση mm συγκόλλησης γωνία ή γωνία
συγκόλληση συγκόλληση συγκόλληση mm
(Concave Weld) συγκόλλησης
(Flat weld) (Convex Weld) (Butt Weld)
Γωνιακές συγκολλήσεις:
Μετρά τη μορφή και τις
διαστάσεις X X X X 0 - 30 0,1 - ±25%
Μετωπικές συγκολλήσεις:
μετρά την κακή ευθυγράμμιση
των ελασμάτων, τη γωνία της
φρέζας, το διάκενο, το ύψος
της ενίσχυσης και το βάθος
της υποκοπής
Gap Gauge
- - - X 0-6 0,1 - -
Μετρά το διάκενο της ρίζας
- - - X 0 - 100 0,05 - -
Μετρά την ευθυγράμμιση
μεταξύ δύο ελασμάτων ή
σωλήνων
|136|
8. ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΟΝ ΟΠΤΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ
8.1 Θερμοκρασία
Ο οπτικός έλεγχος της επίστρωσης μιας επιφάνειας είναι μια διαδικασία η οποία
απαιτεί ειδικές γνώσεις. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιστρώσεων, όπως οι οργανικές βαφές
και οι μεταλλικές επιστρώσεις. Μπορεί επίσης να συναντήσει κανείς ανοδιωμένες
επιφάνειες. Οι επιφάνειες αυτές διαθέτουν ένα πολύ λεπτό επιφανειακό φινίρισμα πάχους
1 - 2μm το οποίο αποτελείται από ένα στρώμα οξειδίου που μπορεί εύκολα να
καταστραφεί.
Οι επιφάνειες πρέπει να ελέγχονται οπτικά, για τυχόν επιφανειακές ασυνέχειες, πριν
από την επίστρωση καθώς και για την ύπαρξη του κατάλληλου φινιρίσματος που
εξασφαλίζει τη σωστή συγκόλληση και την αντοχή της επίστρωσης. Αξίζει να αναφερθεί
ότι ο βαθμός προετοιμασίας της επιφάνειας καθορίζει συχνά τη διάρκεια ζωής της
επίστρωσης. Μερικές φορές, απαιτείται ο οπτικός έλεγχος μιας επιστρωμένης επιφάνειας
προκειμένου να ανιχνευθεί και να μετρηθεί η διάβρωση. Για να προσδιοριστεί η πλήρης
έκταση της διάβρωσης, απαιτείται η τοπική αφαίρεση της επίστρωσης της επιφάνειας.
Σημειώνεται ότι δε μπορούν όλες οι οργανικές βαφές να αφαιρεθούν με κάποιο διαλύτη.
Υπάρχουν διαφορετικοί τύποι βαφών και ορισμένοι από αυτούς μπορούν να αφαιρεθούν
μόνο με εκτόξευση αποξεστικών υλικών ή θέρμανση, απόξεση και ηλεκτρική
συρματόβουρτσα.
|137|
8.3 Χρώμα
Η ισχυρή αντίθεση χρωμάτων και μοτίβων, όπως αυτή ανάμεσα στο μαύρο και το
λευκό, το κόκκινο και το μπλε ή το κόκκινο και το πράσινο, πρέπει να αποφεύγεται κατά
την επιθεώρηση, καθώς μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα και να επηρεάσει αρνητικά
την ικανότητα αντίληψης. Το χρώμα μιας επιφάνειας εξετάζεται βάσει των τριών κύριων
ιδιοτήτων του: του χρωματικού τόνου, της φωτεινότητας και του χρωματικού κορεσμού.
Η φωτεινότητα ενός χρώματος προσδιορίζεται από την αναλογία του φωτός που
ανακλά, ανεξάρτητα από το χρωματικό τόνο και κορεσμό. Μπορεί με την πάροδο του
χρόνου να παρατηρηθεί μείωση στην ένταση του εκπεμπόμενου φωτός από μια τεχνητή
πηγή. Οι συνηθέστερες αιτίες είναι: η φθορά των πηγών φωτισμού καθώς και οι μη
καθαρές εγκαταστάσεις και πηγές φωτισμού.
|138|
9. ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ
9.3 Ρέπλικα
Εικόνα 9.1: Αρχές της δημιουργίας αντιγράφων με ταινία εστέρα κυτταρίνης η οποία παρέχει
μια αρνητική εικόνα της επιφάνειας: (α) εγκάρσια τομή της μικροδομής, (β) εφαρμογή της
μαλακωμένης ταινίας, (γ) σκλήρυνση του αντιγράφου και (δ) αφαίρεση του αντιγράφου
|139|
|140|
ΕΛΕΓΧΟΣ ΜΕ
ΔΙΕΙΣΔΥΤΙΚΑ ΥΓΡΑ
|141|
|142|
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
|143|
1.2 Μειονεκτήματα της μεθόδου των διεισδυτικών υγρών
|144|
Επιφάνειες μετά από μηχανουργική κατεργασία
Πορώδεις επιφάνειες
Η εφαρμογή της μεθόδου των διεισδυτικών υγρών δεν αποτελεί πρακτική επιλογή
για τα πορώδη υλικά. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι κάποιοι τύποι επιφανειών
ανοδιωμένου αλουμινίου καθώς και διάφορες προστατευτικές επιστρώσεις σε άλλα
μέταλλα. Ο διεισδυτής εισέρχεται γρήγορα στους πόρους του υλικού όπου και παγιδεύεται.
Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε υπόβαθρο το οποίο μειώνει την αντίθεση ή καλύπτει πιθανές
ενδείξεις ασυνεχειών. Τέλος, μπορεί να μην είναι δυνατή η αφαίρεση του διεισδυτή, μετά
την ολοκλήρωση της επιθεώρησης.
|145|
2. ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΔΙΕΙΣΔΥΤΙΚΩΝ ΥΓΡΩΝ
Η διείσδυση των υγρών εντός των ασυνεχειών βασίζεται στο τριχοειδές φαινόμενο.
Τριχοειδές ονομάζεται το φαινόμενο που παρουσιάζεται όταν υγρά έρθουν σε επαφή με
διάφορα στερεά σώματα. Για παράδειγμα, όταν μέσα σε ένα ποτήρι με νερό βυθίσουμε
έναν τριχοειδή σωλήνα, σύμφωνα με την αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων, η ελεύθερη
επιφάνεια του νερού θα έπρεπε να βρίσκεται στο ίδιο ύψος και στο σωλήνα και στο ποτήρι.
Όμως κάτι τέτοιο δε συμβαίνει καθώς το νερό ανέρχεται μέσα στον τριχοειδή σωλήνα,
ψηλότερα από την ελεύθερη επιφάνεια του νερού που βρίσκεται στο ποτήρι (Εικόνα 2.1).
Η εξήγηση του φαινομένου των τριχοειδών σωλήνων αποδίδεται στις ελκτικές
δυνάμεις που αναπτύσσονται μεταξύ των μορίων διαφορετικών υλικών. Το νερό ανεβαίνει
στους τριχοειδείς σωλήνες του γυαλιού καθώς οι ελκτικές δυνάμεις μεταξύ των δύο
διαφορετικών υλικών που έρχονται σε επαφή, είναι μεγαλύτερες από αυτές που
αναπτύσσονται μεταξύ των ομοειδών μορίων του νερού.
Η κίνηση του νερού σε πορώδη υλικά όπως το σκυρόδεμα, χαρακτηρίζεται ως
τριχοειδές φαινόμενο. Τροφοδοτείται από τις δυνάμεις πρόσφυσης του νερού στους πόρους
του σκυροδέματος, καθώς και από τις δυνάμεις συνοχής του και κυρίως την επιφανειακή
τάση του. Είναι δηλαδή ένα μοριακό φαινόμενο. Η υγρασία που υπάρχει χαμηλά στους
τοίχους και «αναρριχάται» οφείλεται στα τριχοειδή φαινόμενα. Οι τριχοειδείς πόροι του
σκυροδέματος δρουν ως λεπτοί σωληνίσκοι όπου οι δυνάμεις πρόσφυσης και συνοχής
υπερνικούν τη βαρύτητα λόγω των μικροσκοπικών διαστάσεών τους και τροφοδοτούν την
ανοδική κίνηση.
|146|
Εικόνα 2.1: Τριχοειδές φαινόμενο
Η πίεση η οποία εκφράζει το τριχοειδές φαινόμενο ορίζεται από τον ακόλουθο τύπο:
2σ • cosθ
ΤΡΙΧΟΕΙΔΗΣ ΠΙΕΣΗ = ------------------------
r
Όπου:
σ: η επιφανειακή τάση
cosθ: το συνημίτονο της γωνίας επαφής
r: η ακτίνα της ασυνέχειας
Η γωνία που σχηματίζει η επιφάνεια του υγρού με την εσωτερική επιφάνεια του
σωλήνα ονομάζεται μηνίσκος (βλέπε Εικόνα 2.1). Ένας καλός διεισδυτής έχει γωνία
επαφής της τάξης των 6ο - 10ο. Ο κοίλος μηνίσκος αναφέρεται και ως θετικός μηνίσκος. Το
τριχοειδές φαινόμενο εξαρτάται και από άλλους παράγοντες οι οποίοι αναλύονται στην
συνέχεια.
Είναι η τάση των υγρών να ελαττώσουν την επιφάνειά τους. Αποτελεί μία από τις
ιδιότητες της ύλης η οποία παρατηρείται ως φυσικό φαινόμενο στην επιφάνεια των υγρών.
Τα μόρια στο εσωτερικό ενός υγρού δέχονται ελκτικές δυνάμεις από άλλα γειτονικά μόρια
από όλες τις διευθύνσεις. Η συνισταμένη των δυνάμεων αυτών είναι μηδέν. Αντίθετα, τα
επιφανειακά μόρια δέχονται ελκτικές δυνάμεις μόνο προς το εσωτερικό της μάζας του
υγρού, με αποτέλεσμα να μειώνεται η επιφάνεια του υγρού (οι σφαίρες έχουν το μικρότερο
δυνατό εμβαδόν επιφάνειας). Εξ αιτίας των δυνάμεων αυτών συσσωρεύονται περισσότερα
μόρια στο ίδιο εμβαδόν επιφανείας, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα είδος
«επιδερμίδας» στην επιφάνεια του υγρού. Γενικά:
η επιφανειακή τάση αποτελεί μέτρο των ελκτικών δυνάμεων προς το εσωτερικό του
υγρού
όσο ισχυρότερες είναι οι διαμοριακές δυνάμεις τόσο μεγαλύτερη είναι η
επιφανειακή τάση
στην επιφανειακή τάση οφείλεται το σφαιρικό σχήμα των σταγόνων του νερού
η επιφανειακή τάση μειώνεται με την αύξηση της θερμοκρασίας.
|147|
Η έλξη των μορίων στην επιφάνεια ενός υγρού τείνει να «τραβήξει» τα μόρια πίσω
στη μάζα του υγρού αφήνοντας τον ελάχιστο αριθμό μορίων στην επιφάνεια. Απαιτεί
ενέργεια για να αυξήσει την περιοχή επιφάνειας ενός υγρού επειδή μια μεγαλύτερη περιοχή
επιφάνειας περιέχει περισσότερα μόρια.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι για να αυξηθεί η επιφάνεια ενός υγρού απαιτείται ενέργεια,
προκύπτει ότι το πηλίκο της ενέργειας αυτής ανά μονάδα επιφάνειας ορίζεται ως
επιφανειακή τάση.
Λόγω της επιφανειακής τάσης ερμηνεύεται και το φαινόμενο κατά το οποίο το νερό
συμπεριφέρεται ως «ελαστική επιδερμίδα» και επιτρέπει στα έντομα να στέκονται και να
περπατούν πάνω σε αυτό.
Η επιφανειακή τάση μετριέται με ειδικό όργανο που λέγεται τασίμετρο. Πρόκειται
για μία διάταξη που περιλαμβάνει ένα δακτύλιο ο οποίος επιπλέει στην επιφάνεια του
υγρού. Αυτός συνδέεται κατάλληλα με ένα ζυγό ακριβείας. Έτσι, ο υπολογισμός της
επιφανειακής τάσης γίνεται με τη μέτρηση της δύναμης που απαιτείται για την απόσπαση
του δακτυλίου από τη συγκεκριμένη επιφάνεια. Η διαδικασία μέτρησης της επιφανειακής
τάσης ονομάζεται τασιμετρία.
|148|
Εικόνα 2.4: Ένα έντομο μπορεί να «περπατά» στην επιφάνεια του νερού λόγω της
επιφανειακής τάσης
|149|
2.4 Ιξώδες
Με τον όρο ιξώδες χαρακτηρίζεται η ιδιότητα των υγρών αλλά και των αερίων να
παρουσιάζουν αντίσταση κατά τη ροή τους. Το ιξώδες αποτελεί το μέτρο της αντίστασης
ενός υγρού καθώς αυτό ρέει πάνω σε μια επιφάνεια και σχετίζεται με την εσωτερική τριβή.
Υγρά όπως το μέλι ή το σαμπουάν ρέουν αργά, ενώ το νερό ή η βενζίνη ρέουν γρήγορα. Το
ιξώδες ενός υγρού εξαρτάται από τη θερμοκρασία. Αύξηση της θερμοκρασίας, συνήθως,
οδηγεί σε μείωση του ιξώδους. Η αντίσταση αυτή που παρουσιάζουν τα ρευστά οφείλεται
στις εσωτερικές τριβές των μορίων τους. Όσο πιο παχύρρευστο είναι ένα υγρό, τόσο πιο
μεγάλο ιξώδες έχει. Για παράδειγμα, το μέλι έχει μεγαλύτερο ιξώδες από το λάδι.
Το ιξώδες μετριέται με ειδικό όργανο, το ιξωδόμετρο. Η μέτρηση γίνεται σε
«βαθμούς Engler», ή «βαθμούς Redwood», ή «βαθμούς Saybott». Αντίθετος όρος του
ιξώδους είναι η ρευστότητα. Επομένως, ένα υγρό που παρουσιάζει μεγάλο ιξώδες έχει
μικρή ρευστότητα και αντίστροφα. Σημειώνεται ότι τα μόνα υγρά που παρουσιάζουν
μεταβλητό ιξώδες είναι τα θιξοτροπικά μετά την ανάδευσή τους.
Το ιξώδες δεν έχει καμία επίδραση στην ικανότητα διείσδυσης. Μερικά ιδιαίτερα
παχύρρευστα υγρά έχουν καλή διεισδυτική ικανότητα, ενώ ορισμένα υγρά χαμηλού
ιξώδους, όπως για παράδειγμα το νερό, έχουν πολύ μικρή διεισδυτική ικανότητα.
Το ιξώδες επηρεάζει την ταχύτητα με την οποία ένας διεισδυτής εισέρχεται σε μια
ασυνέχεια. Επίσης, το ιξώδες καθορίζει το χρόνο που ένας διεισδυτής θα παραμείνει σε μια
επιφάνεια. Τα διεισδυτικά υψηλού ιξώδους προσκολλώνται στην επιφάνεια και απαιτούν
αυξημένη προσπάθεια για την αφαίρεση τους. Από την άλλη, τα λεπτόρρευστα διεισδυτικά,
δηλαδή τα υγρά χαμηλού ιξώδους, παραμένουν μικρό χρονικό διάστημα σε μια επιφάνεια
και δεν προλαβαίνουν να εισέλθουν σε μια ασυνέχεια.
Ειδικό βάρος είναι ο λόγος της μάζας μίας μονάδας όγκου του υλικού προς την μάζα
ίσου όγκου αποσταγμένου νερού. Είναι μέγεθος αδιάστατο. Το ειδικό βάρος δεν έχει
κάποια άμεση επίδραση στην απόδοση του διεισδυτή. Τα περισσότερα διεισδυτικά του
εμπορίου έχουν ειδικό βάρος μικρότερο από τη μονάδα, κυρίως επειδή είναι
κατασκευασμένα από οργανικά υλικά με χαμηλά ειδικά βάρη.
|150|
2.6 Σημείο ανάφλεξης
2.7 Θιξοτροπισμός
Ο μηχανισμός του φθορισμού εμπλέκει δύο παράγοντες: την ατομική δομή του
φθορίζοντος υλικού και το επίπεδο ενέργειας ή το μήκος κύματος της πηγής ακτινοβολίας.
Το βασικό συστατικό της ύλης, το άτομο, αποτελείται από πρωτόνια, νετρόνια, και
ηλεκτρόνια. Τα πρωτόνια και τα νετρόνια σχηματίζουν ένα θετικά φορτισμένο πυρήνα, ενώ
τα αρνητικά φορτισμένα ηλεκτρόνια κινούνται σε τροχιές γύρω από τον πυρήνα.
Οι τροχιές έχουν διακριτά επίπεδα ενέργειας με καθορισμένο αριθμό ηλεκτρονίων.
Ένα υλικό φθορίζει μόνο αν α) η ενέργεια που συγκρατεί τα ηλεκτρόνια στις εξωτερικές
στάθμες είναι χαμηλή και β) υπάρχει κενός χώρος ηλεκτρονίων στην εξωτερική στιβάδα.
Όταν ένα φωτόνιο ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας πέσει σε ένα ηλεκτρόνιο ατόμου
φθορίζοντος υλικού, το ηλεκτρόνιο απορροφά μέρος της ενέργειας του φωτονίου και
μεταπηδά σε μια υψηλότερη ενεργειακή στάθμη. Το ηλεκτρόνιο είναι ασταθές σε αυτή την
κατάσταση και αμέσως επιστρέφει στην αρχική του θέση. Κατά την επιστροφή, το
ηλεκτρόνιο απελευθερώνει την ενέργεια ως ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Η
ηλεκτρομαγνητική ενέργεια που απελευθερώνεται έχει πάντα μεγαλύτερο μήκος κύματος
από την ακτινοβολία διέγερσης.
|151|
Έτσι, η υπεριώδης ακτινοβολία με μήκος κύματος 365nm προκαλεί κάποια
φθορίζοντα υλικά να απελευθερώσουν ενέργεια με μήκος κύματος από 400 έως 700nm.
Αυτό είναι το εύρος μήκους κύματος του ορατού φωτός. Το ανθρώπινο μάτι είναι πιο
ευαίσθητο στο κίτρινο-πράσινο φως με μήκος κύματος 510 - 560nm σε συνθήκες σκότους.
Οι περισσότερες βαφές παρασκευάζονται να εκπέμπουν σε αυτό το εύρος.
2.10 Φωτεινότητα
Ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες για την αποτελεσματικότητα της
μεθόδου των διεισδυτικών υγρών είναι η ορατότητα της ένδειξης. Τα διεισδυτικά υγρά
περιέχουν χρωστικές ουσίες φθορισμού οι οποίες δεν είναι ιδιαίτερα διακριτές στο ορατό
ηλεκτρομαγνητικό φάσμα. Ωστόσο, όταν εκτίθενται σε υπεριώδη ακτινοβολία (365nm), οι
χρωστικές αυτές εκπέμπουν ορατό φως. Μάλιστα, η ποσότητα του φωτός που εκπέμπεται
είναι ανάλογη με την ποσότητα της χρωστικής ουσίας στο διεισδυτή. Το ποσό του ορατού
φωτός που εκπέμπεται όταν η φθορίζουσα χρωστική ουσία εκτίθεται σε υπεριώδη
ακτινοβολία, ορίζεται ως φωτεινότητα. Η φωτεινότητα εξαρτάται από την
αποτελεσματικότητα της συγκεκριμένης χρωστικής ουσίας να μετατρέπει την υπεριώδη
ακτινοβολία (μαύρο φως) σε ορατή και από την ποσότητα της χρωστικής ουσίας η οποία
διαλύεται στο διεισδυτή. Χρωστικές υψηλής απόδοσης είναι πιο φωτεινές από αντίστοιχες
χαμηλής απόδοσης, όταν εκτεθούν σε ακτινοβολία ίδιου μήκους κύματος και έντασης
υπεριώδους ακτινοβολίας.
2.12 Πυκνότητα
m
ρ = ------------
V
|152|
Εικόνα 2.7: Η μεγαλύτερη ποσότητα μάζας στον ίδιο όγκο, αντιστοιχεί σε μεγαλύτερη
πυκνότητα
Η πυκνότητα δεν εξαρτάται από την ποσότητα του υλικού, αλλά αποτελεί κύριο
σταθερό χαρακτηριστικό κάθε υλικού. Για παράδειγμα, η πυκνότητα ενός σιδερένιου
συνδετήρα είναι ίδια με την πυκνότητα μιας σιδερένιας ράβδου, δηλαδή ίση με
7800kgr/m3.
2.14 Τοξικότητα
|153|
2.15 Συνοχή
Πρόκειται για την ελκτική δύναμη που αναπτύσσεται μεταξύ ίδιων μορίων, σε
αντιδιαστολή της συνάφειας που αναπτύσσεται μεταξύ διαφορετικών μορίων. Η ισχύς τους
καθορίζει τη φυσική κατάσταση του σώματος σε ορισμένη θερμοκρασία και πίεση. Στα
μεν στερεά, οι δυνάμεις συνοχής είναι ισχυρότερες, στα ρευστά ασθενέστερες και
ειδικότερα στα αέρια ακόμη πιο ασθενείς. Γενικά, οι δυνάμεις συνοχής είναι
ηλεκτροστατικής φύσης. Τόσο οι δυνάμεις συνοχής όσο και εκείνες της συνάφειας
αναπτύσσονται σε μικρή ακτίνα και η ισχύς τους ποικίλλει ανάλογα με τη φύση των
υλικών. Επισημαίνεται ότι στις δυνάμεις συνοχής οφείλεται το φαινόμενο της επιφανειακής
τάσης, καθώς και το ιξώδες που χαρακτηρίζει τα υγρά. Στις συνθήκες που ζούμε το νερό
είναι υγρό, ενώ το μεθάνιο είναι αέριο παρόλο που έχει παρόμοια μάζα ανά μόριο με το
νερό. Επομένως οι δυνάμεις συνοχής μεταξύ των μορίων του νερού είναι μεγαλύτερες σε
σχέση με τις αντίστοιχες μεταξύ των μορίων μεθανίου.
2.16 Συνάφεια
Επίπεδο 1 Επίπεδο 2
Επίπεδο 3 Επίπεδο 4
Εικόνα 2.9: Ενδείξεις που παρήχθησαν από διεισδυτή σε τέσσερα επίπεδα ευαισθησίας
χρησιμοποιώντας ξηρό εμφανιστή
|154|
2.18 Πώς τα διεισδυτικά υγρά εισχωρούν στις ασυνέχειες
Εάν το ένα άκρο ενός τριχοειδούς σωλήνα είναι κλειστό, όπως συμβαίνει στην
περίπτωση μίας ασυνέχειας, η τριχοειδής ανύψωση επηρεάζεται από τη συμπίεση του αέρα
που παγιδεύεται στο κλειστό άκρο.
Το φαινόμενο της τριχοειδούς δράσης επιτρέπει στο διεισδυτή να εισέρχεται στην
ασυνέχεια, ακόμη και όταν το αντικείμενο βρίσκεται σε ανεστραμμένη θέση, όπως για
παράδειγμα στην κάτω επιφάνεια μίας πτέρυγας. Η ικανότητα του διεισδυτή να εισέρχεται
και να εξέρχεται επιτυχώς στις ασυνέχειες σχετίζεται με τους παρακάτω παράγοντες:
Υψηλή επιφανειακή τάση και μικρή γωνία επαφής είναι επιθυμητές ιδιότητες για
ένα διεισδυτή. Ωστόσο αυτές οι ιδιότητες είναι κατά κάποιον τρόπο
αντικρουόμενες. Η υψηλή επιφανειακή τάση τείνει να αυξήσει τη γωνία επαφής και
να μειώσει τη διαβρεκτική ικανότητα, αλλά ενισχύει την εισχώρηση του διεισδυτή
σε βρεγμένες επιφάνειες.
Η τριχοειδής δράση αυξάνεται σε μικρές ασυνέχειες.
Το ιξώδες δεν επηρεάζει την ικανότητα διείσδυσης, αλλά μπορεί να επηρεάσει το
χρόνο που απαιτείται για τη διείσδυση.
Το σχήμα της ασυνέχειας μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα διείσδυσης.
Η θερμοκρασία επηρεάζει την επιφανειακή τάση.
Η τραχύτητα των τοιχωμάτων της ασυνέχειας επηρεάζει την ικανότητα διείσδυσης.
Πιθανοί ρύποι στην ασυνέχεια μπορεί να επηρεάσουν την ικανότητα διείσδυσης.
Υπολείμματα καθαριστικών στην ασυνέχεια μπορεί να επηρεάσουν την ικανότητα
διείσδυσης.
|155|
3. ΣΤΑΔΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΕΙΣΔΥΤΙΚΩΝ ΥΓΡΩΝ
Η κατάλληλη προετοιμασία του αντικειμένου πριν από την εφαρμογή της μεθόδου
αποτελεί κρίσιμο στάδιο. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η επιτυχής ανίχνευση των ασυνεχειών
με την μέθοδο των διεισδυτικών υγρών εξαρτάται από την ικανότητα του διεισδυτή να
εισέρχεται και να εξέρχεται από τις ασυνέχειες. Η προκύπτουσα ένδειξη πρέπει να είναι
εύκολα διακριτή ώστε να μην συγχέεται με το υπόβαθρο. Συνθήκες επιφάνειας όπως
διάφορες επιστρώσεις ή ρύποι, μπορεί να μειώσουν την αποτελεσματικότητα του ελέγχου
παρεμβαίνοντας στην διαδικασία εισόδου και εξόδου ή παράγοντας ένα υψηλό
υπολειμματικό υπόβαθρο. Η μέθοδος των διεισδυτικών υγρών είναι αξιόπιστη μόνο όταν
το αντικείμενο που πρόκειται να επιθεωρηθεί είναι απαλλαγμένο από ρύπους.
Ξένα υλικά, τόσο στην επιφάνεια όσο και εντός της ασυνέχειας, οδηγούν σε
εσφαλμένα αποτελέσματα. Επομένως, ο καθαρισμός και η επιφανειακή επεξεργασία πρέπει
να γίνονται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να εξαλείφονται οι παράγοντες που παρεμβαίνουν στην
εφαρμογή της μεθόδου των διεισδυτικών υγρών.
|156|
3.1.2 Επιφανειακές συνθήκες που επηρεάζουν την μέθοδο των διεισδυτικών υγρών
Υπάρχουν τρεις βασικές κατηγορίες της κατάστασης της επιφάνειας που έχουν
αρνητικές συνέπειες στη επιθεώρηση με την μέθοδο των διεισδυτικών υγρών.
Οι κατηγορίες αυτές είναι: οι ρύποι, οι επιστρώσεις και οι επιφανειακές
παραμορφώσεις. Κάθε μια από αυτές τις κατηγορίες μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς τη
μέθοδο των διεισδυτικών υγρών και πρέπει να διορθωθεί πριν ξεκινήσει η επιθεώρηση.
|157|
Εικόνα 3.1: Δημιουργία φυσαλίδων σε λουτρό υπερήχων
3.2.4 Εξοπλισμός
|158|
3.2.5 Καθαρισμός με απορρυπαντικά
|159|
3.2.9 Αποχρωματισμός
3.2.10 Επιστρώσεις
|160|
4. ΒΑΣΙΚΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ ΤΩΝ ΔΙΕΙΣΔΥΤΙΚΩΝ ΥΓΡΩΝ
Τα βασικά βήματα που ακολουθούνται για την εφαρμογή της μεθόδου είναι τα εξής:
Προκαθαρισμός της επιφάνειας του δοκιμίου: Ο καθαρισμός πραγματοποιείται για
να απομακρυνθούν οι ρύποι και οι επιστρώσεις από την επιφάνεια του δοκιμίου. Ο
καθαρισμός είναι ένα κρίσιμο στάδιο της μεθόδου των διεισδυτικών υγρών και
τονίζεται λόγω της επίδρασης του στα αποτελέσματα των επιθεωρήσεων. Ρύποι,
υγρασία και επιστρώσεις στο εσωτερικό των ασυνεχειών ή στην επιφάνεια μπορεί
να μειώσουν την αποτελεσματικότητα της μεθόδου.
Εφαρμογή του διεισδυτή - χρόνος διείσδυσης: Μετά την ολοκλήρωση του
καθαρισμού και την επιμελή ξήρανση, ο διεισδυτής που περιέχει χρωστική ουσία
εφαρμόζεται στην επιφάνεια του δοκιμίου ή τμήματος του δοκιμίου που πρόκειται
να επιθεωρηθεί. Ο διεισδυτής παραμένει στην επιφάνεια για ένα χρονικό διάστημα,
ώστε να μπορέσει να εισέλθει και να γεμίσει οποιαδήποτε ασυνέχεια ανοιχτή στην
επιφάνεια.
Έκπλυση για απομάκρυνση του πλεονάζοντος διεισδυτή – ξήρανση: Μετά από ένα
χρονικό διάστημα παραμονής του διεισδυτή (dwell period), αυτός απομακρύνεται
από την επιφάνεια του αντικειμένου.
Εφαρμογή εμφανιστή: Ο εμφανιστής βοηθά στην εξόλκυση του διεισδυτή που έχει
παγιδευτεί στις ασυνέχειες βελτιώνοντας ταυτόχρονα την ορατότητα των ενδείξεων.
Επιθεώρηση: Μετά την εφαρμογή του εμφανιστή, το επόμενο στάδιο είναι η οπτική
εξέταση υπό κατάλληλες συνθήκες φωτισμού για να εντοπισθούν οι σχετικές
ενδείξεις.
Καταγραφή των ενδείξεων: Η καταγραφή των ενδείξεων μπορεί να
πραγματοποιηθεί για παράδειγμα: με γραπτή περιγραφή, με σκαρίφημα ή
φωτογραφία.
Μετακαθαρισμός του δοκιμίου: Το τελικό βήμα είναι ο μετακαθαρισμός του
δοκιμίου. Αυτό το βήμα είναι πολύ σημαντικό, καθώς τα υπολείμματα του διεισδυτή
μπορεί να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στο δοκίμιο.
|161|
Εικόνα 4.2: Προκαθαρισμός της επιφάνειας Εικόνα 4.3: Εφαρμογή του διεισδυτή
Εικόνα 4.4: Καθαρισμός του διεισδυτή Εικόνα 4.5: Εφαρμογή του εμφανιστή
Εικόνα 4.6: Σταθμός ελέγχου για εφαρμογή της μεθόδου των Διεισδυτικών Υγρών
|162|
4.1 Προκαθαρισμός της επιφάνειας του δοκιμίου
|163|
Εικόνα 4.7: Ενδεικτική φωτογραφία από έλεγχο με ορατό διεισδυτή (Type II)
|164|
Πίνακας 4.1: Ταξινόμηση διεισδυτικών υγρών.
(Απόσπασμα από το πρότυπο EN ISO 3452-1:2013)
Testing products
Testing products
|165|
4.2.4 Επίπεδα ευαισθησίας
Δεν υπάρχουν επίπεδα ευαισθησίας για την οικογένεια των διεισδυτών διπλής
ευαισθησίας όταν χρησιμοποιούνται σε σύστημα φθοριζόντων διεισδυτών. Ωστόσο τα
επίπεδα ευαισθησίας των διεισδυτών διπλής ευαισθησίας μπορεί να ταξινομηθούν
σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση των ορατών διεισδυτών.
|166|
Ο διεισδυτής δεν εισχωρεί στην ασυνέχεια από μόνος του. Η διαδικασία
υποβοηθείται από το τριχοειδές φαινόμενο και στη συνέχεια ο διεισδυτής εξολκύεται προς
την επιφάνεια του δοκιμίου με τη βοήθεια του εμφανιστή. Η θερμοκρασία κατά την
εφαρμογή των διεισδυτικών υγρών πρέπει να κυμαίνεται από 5°C έως και 50°C, εκτός και
αν ορίζεται διαφορετικά από τις προδιαγραφές του κατασκευαστή. Υψηλότερες
θερμοκρασίες επιβραδύνουν τη διεισδυτική ικανότητα του διεισδυτή, λόγω της εξάτμισης
των πτητικών συστατικών του και οδηγούν σε μια σημαντική αύξηση του χρόνου
διείσδυσης (περίπου διπλασιασμό για κάθε 10°C). Στην αντίθετη περίπτωση χαμηλές
θερμοκρασίες προκαλούν μερική εναιώρηση του διεισδυτικού υγρού. Ο χρόνος διείσδυσης
(dwell time), δηλαδή ο χρόνος επαφής του διεισδυτικού υγρού με την επιφάνεια του
δοκιμίου, κυμαίνεται από 5 έως 60min και εξαρτάται από τη θερμοκρασία περιβάλλοντος,
το είδος του υλικού και το μέγεθος της ασυνέχειας. Για συγκολλήσεις, ο χρόνος διείσδυσης
κυμαίνεται από 10 έως 30min. Μικρή προθέρμανση του δοκιμίου, πριν την εφαρμογή του
διεισδυτή, βοηθά στη διείσδυση, καθώς ανοίγει τα τοιχώματα της ασυνέχειας και
απομακρύνει την υγρασία και τους πτητικούς ρυπαντές. Η χρήση θερμού διεισδυτή δεν
ενδείκνυται.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα στην περίπτωση των μεγάλων χρόνων διείσδυσης είναι
ότι, γίνεται πιο δύσκολη η αφαίρεση του επιφανειακού διεισδυτή λόγω της στερεοποίησης
του. Με την εφαρμογή ενός νέου διεισδυτή στην επιφάνεια για 1 - 2min, η δυσκολία αυτή
παύει να υφίσταται. Απαιτείται ειδική προσοχή στην περιεκτικότητα του διεισδυτή σε θείο
(S), αλογόνα (φθόριο - F, χλώριο - Cl, βρώμιο - Br, ιώδιο - I) και αλκαλικές ουσίες, καθώς
και όλων των υγρών που έρχονται σε επαφή με το δοκίμιο. Αυξημένη περιεκτικότητα των
προαναφερθέντων στοιχείων και ουσιών οδηγεί σε ενδοκρυσταλλική διάβρωση και
ρηγμάτωση λόγω δυναμοδιάβρωσης (S.C.C). Προς αποφυγή των φαινομένων αυτών,
θεωρείται σκόπιμο να αφαιρεθεί ο πλεονάζων διεισδυτής, γαλακτωματοποιητής ή
εμφανιστής από τους ανοξείδωτους χάλυβες και τα κράματα αλουμινίου.
Γενικά ένα καλός διεισδυτής πρέπει να:
διεισδύει σε μικρές επιφανειακές ασυνέχειες
μην απομακρύνεται εύκολα
αφαιρείται εύκολα από την επιφάνεια του δοκιμίου
εξολκύεται εύκολα
έχει έντονο χρωματισμό ή φθορισμό
είναι άοσμος, μη αναφλέξιμος, μη τοξικός και να διατηρείται αναλλοίωτος όταν
αποθηκεύεται ή χρησιμοποιείται.
|167|
4.4.2 Φθορίζοντες διεισδυτές
|168|
4.5.1 Διαλυτοαφαιρούμενοι διεισδυτές
Πρόκειται για τη πιο σύγχρονη μέθοδο που αναπτύχθηκε για την ανίχνευση
ασυνεχειών πολύ μικρού βάθους και πλάτους όπως τα ρήγματα κοπώσεως. Οι
μεταγαλακτωματοποιούμενοι διεισδυτές δίνουν τον υψηλότερο βαθμό ευαισθησίας. Οι
γαλακτωματοποιητές αναμιγνύονται με το διεισδυτή που υπάρχει στην επιφάνεια του
υλικού και τον μετατρέπουν σε υδατοδιαλυτό. Αυτό οφείλεται στη μη ικανότητα του
γαλακτωματοποιητή να αναμιχθεί με το διεισδυτή που έχει ήδη εισχωρήσει στην
ασυνέχεια. Οι γαλακτωματοποιητές εφαρμόζονται πάντα με βύθιση και όχι με βούρτσισμα
ώστε να αποφεύγεται η ανομοιόμορφη κατανομή.
|169|
4.5.3.2 Λιπόφιλος γαλακτωματοποιητής
|170|
προδιαγραφές του κατασκευαστή, καθώς και από τον τύπο του διεισδυτή που
χρησιμοποιείται.
|171|
4.6.2 Υγροί μη υδατικοί εμφανιστές (με βάση διαλύτη)
Πίνακας 4.3: Λίστα εμφανιστών και κατάταξη ανάλογα με την ευαισθησία τους
ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΣ / ΕΦΑΡΜΟΓΗ SENSITIVITY
(DEVELOPER / APPLICATION) (ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ)
ΞΗΡΗ ΣΚΟΝΗ - ΕΜΒΑΠΤΙΣΗ ΛΙΓΟΤΕΡΗ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ
(DRY POWDER - DIP IMMERSION) (LEAST SENSITIVE)
ΞΗΡΗ ΣΚΟΝΗ - ΝΕΦΟΣ ΣΚΟΝΗΣ
(DRY POWDER - DUST CLOUD)
ΞΗΡΗ ΣΚΟΝΗ
(DRY POWDER - FLUIDISED BED)
ΞΗΡΗ ΣΚΟΝΗ - ΗΛΕΚΤΡΟΣΤΑΤΙΚΗ ΒΑΦΗ
(DRY POWDER - ELECTROSTATIC SPRAY)
ΥΔΑΤΟΕΝΑΙΩΡΗΣΙΜΟΣ - ΕΜΒΑΠΤΙΣΗ
(WATER SUSPENDABLE - IMMERSION)
ΥΔΑΤΟΔΙΑΛΥΤΟΣ - ΕΜΒΑΠΤΙΣΗ
(WATER SOLUBLE - IMMERSION)
ΥΔΑΤΟΕΝΑΙΩΡΗΣΙΜΟΣ - SPRAY
(WATER SUSPENDABLE – SPRAY)
ΥΔΑΤΟΔΙΑΛΥΤΟΣ - SPRAY
(WATER SOLUBLE - SPRAY)
ΠΛΑΣΤΙΚΟΥ ΦΙΛΜ - SPRAY
(PLASTIC FILM - SPRAY
ΜΗ ΥΔΑΤΙΚΟΣ - SPRAY ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΗ
(NON-AQUEOUS - SPRAY) ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ
(MOST SENSITIVE)
|172|
4.7 Εξόλκηση
Μόλις το δοκίμιο περάσει από το στάδιο της ξήρανσης είναι πολύ πιθανό η
εξόλκηση να γίνει αυτόματα και να ληφθούν άμεσα οι πρώτες ενδείξεις. Στη συνέχεια και
μετά την παρέλευση του χρόνου εμφάνισης μπορεί να γίνει η επιθεώρηση των δοκιμίων για
ύπαρξη τυχόν ασυνεχειών. Συγκεκριμένα, ο έλεγχος για την ανίχνευση ασυνεχειών πρέπει
να γίνει άμεσα, μετά την εφαρμογή του εμφανιστή και συνεχώς μέχρι την παρέλευση του
χρόνου εμφάνισης (10 - 30min). Ο χρόνος εμφάνισης είναι ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ
της εφαρμογής του εμφανιστή και της εμφάνισης της ένδειξης. Ο χρόνος αυτός
προσδιορίζεται πειραματικά και εξαρτάται από τον τύπο του εμφανιστή που
χρησιμοποιείται.
Εικόνα 4.12: Έλεγχος για εμφάνιση ασυνεχειών αμέσως μετά την εφαρμογή του εμφανιστή
και μετά την παρέλευση 10min
4.8 Επιθεώρηση
|173|
Εικόνα 4.13: Φωτόμετρο
|174|
Εικόνα 4.15: Μετρητής έντασης υπεριώδους φωτός
|175|
5. ΗΛΕΚΤΡΟΜΑΓΝΗΤΙΚΗ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ
Το ορατό φως έχει μήκη κύματος μεταξύ 400 και 700nm (4.000 - 7.000Angstrom).
Σε μικρότερα μήκη κύματος (100 - 400nm) εκπέμπεται το υπεριώδες φως (ultraviolet). Το
υπεριώδες χωρίζεται σε τρεις ζώνες: την UV-A (315 - 400nm), την UV-B (280 - 315nm)
και την UV-C (100 - 280nm).
Το τμήμα UV-A ονομάζεται υπεριώδες ή μαύρο φως (black light). Ενώ τα τμήματα
UV-B και UV-C θεωρούνται βλαπτικά για τους ζωντανούς ιστούς και οργανισμούς, το
μαύρο φως θεωρείται ακίνδυνο, ακόμα και με άμεση όραση.
|176|
6. ΕΛΕΓΧΟΣ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ
6.4 Γαλακτωματοποιητής
1. Η ευαισθησία του γαλακτωματοποιητή πρέπει να ελέγχεται με τη βοήθεια ενός
δοκιμίου ελέγχου.
2. Για υδρόφιλους γαλακτωματοποιητές χρησιμοποιείται η τεχνική της βύθισης. Όταν
το χρώμα του μίγματος γίνει λαδί, πρέπει να αντικαθίσταται / ανανεώνεται.
3. Για τον έλεγχο της ευαισθησίας χρησιμοποιείται ένα διαθλασίμετρο.
6.6 Εμφανιστής
Οι εμφανιστές πρέπει να ελέγχονται ως προς την περιεκτικότητά τους σε διεισδυτές.
Οι ξηροί εμφανιστές πρέπει να είναι σε μορφή πούδρας.
|177|
7. ΔΟΚΙΜΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ
Για την εξέταση των επιπέδων ευαισθησίας της μεθόδου των διεισδυτικών υγρών
υπάρχουν τα παρακάτω δοκίμια ελέγχου:
Το δοκίμιο αναφοράς τύπου 2 χρησιμοποιείται για τον τακτικό έλεγχο της απόδοσης
των ορατών και των φθοριζόντων διεισδυτικών υγρών.
Είναι κατασκευασμένο από ανοξείδωτο χάλυβα. Η μισή επιφάνεια του δοκιμίου
είναι επικαλυμμένη με χρώμιο και η υπόλοιπη επιφάνεια χωρισμένη σε τέσσερις περιοχές
διαφορετικής τραχύτητας (Ra = 2,5, 5, 10 και 15μm) για τον έλεγχο της αφαίρεσης του
πλεονάζοντος διεισδυτή. Η επιχρωμιωμένη περιοχή έχει πέντε αστεροειδή ρήγματα
διαφορετικής διαμέτρου (3, 3,5, 4, 4,5και 5,5 mm). Αυτά τα αστεροειδή ρήγματα
κατασκευάζονται πιέζοντας μία σφαίρα στην οπίσθια πλευρά με μεταβλητή δύναμη.
|178|
7.3 Δοκίμιο σύγκρισης αλουμινίου - Δοκίμιο ARB (Aeronautical Registration
Board)
|179|
Σε μια καθορισμένη ροπή σύσφιξης, η εξεταζόμενη ρωγμή μπορεί να πάρει
τέσσερις διαφορετικές διαστάσεις πλάτους 0,001inch, 0,002inch, 0,003inch και 0,004inch.
Υπάρχουν και εναλλακτικά μεγέθη πλάτους παρεμβυσμάτων. Η δομική κατασκευή του
συγκεκριμένου δοκιμίου ευνοεί τον καθαρισμό και την επαναχρησιμοποίηση του.
|180|
7.7 Δοκίμια Ardrox Runchek
|181|
8. ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΑΔΙΑ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΜΕΘΟΔΟ ΤΩΝ
ΔΙΕΙΣΔΥΤΙΚΩΝ ΥΓΡΩΝ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΤΥΠΟ EN ISO 3452-1
Εικόνα 8.1: Διάγραμμα εφαρμογής των σταδίων της μεθόδου των Διεισδυτικών Υγρών
|182|
8.1 Ανάλυση τεχνικών με τα πλεονεκτήματα / μειονεκτήματα
Σημείωση:
Ο μετακαθαρισμός δεν περιλαμβάνεται ως στάδιο κατά την αρίθμηση των σταδίων
κάθε μεθόδου.
|183|
8.2 Διαλυτοαφαιρούμενοι διεισδυτές και εμφανιστές υδατικής βάσης
Στάδια
1. Προκαθαρισμός επιφάνειας δοκιμίου.
2. Εφαρμογή διεισδυτή.
3. Απομάκρυνση του πλεονάζοντος διεισδυτή με διαλύτη.
4. Εφαρμογή εμφανιστή.
5. Επιθεώρηση.
6. Μετακαθαρισμός.
Πλεονεκτήματα
Φορητότητα εξοπλισμού.
Για την έκπλυση απαιτείται μόνο ο διαλύτης και όχι νερό.
Ικανοποιητική μέθοδος για έλεγχο σημειακών σφαλμάτων.
Εύκολη επανεξέταση των δοκιμίων.
Μειονεκτήματα
Εύφλεκτα υλικά.
Κατανάλωση αρκετού χρόνου για την απομάκρυνση του πλεονάζοντος διεισδυτικού
υγρού.
Δεν συνιστάται για χρήση σε ανοικτές δεξαμενές.
Δυσκολία στην εφαρμογή σε τραχιές επιφάνειες, όπως χυτά υλικά.
|184|
8.3 Υδατοαφαιρούμενοι διεισδυτές και εμφανιστές υδατικής ή ξηράς βάσης
Στάδια
1. Προκαθαρισμός επιφάνειας δοκιμίου.
2. Εφαρμογή διεισδυτή.
3. Έκπλυση με νερό για απομάκρυνση του πλεονάζοντος διεισδυτή.
4. Ξήρανση της επιφάνειας.
5. Εφαρμογή εμφανιστή.
6. Επιθεώρηση.
7. Μετακαθαρισμός.
Πλεονεκτήματα
Απλή και εύκολη διαδικασία έκπλυσης.
Αποδοτική μέθοδος για υλικά μικρού μεγέθους.
Αποτελεσματική μέθοδος για τραχιές επιφάνειες.
Καλή μέθοδος για σφηνόδρομους και σπειρώματα κοχλιών.
Τα στάδια της μεθόδου είναι απλά και εφαρμόζονται σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Σχετικά οικονομική μέθοδος.
Μειονεκτήματα
Αναξιόπιστη μέθοδος σε περίπτωση επανεξέτασης δοκιμίου.
Υπερβολική έκπλυση μπορεί να επιφέρει απομάκρυνση του διεισδυτή από τις
ασυνέχειες.
Ρύπανση του διεισδυτή κατά την επαφή του με το νερό.
Εικόνα 8.4: Χρήση υδατοαφαιρούμενου διεισδυτή και εφαρμογή εμφανιστή υδατικής ή ξηράς
βάσης
|185|
Εικόνα 8.5: Τεχνική υδατοαφαιρούμενου διεισδυτή
|186|
8.4 Μεταγαλακτωποιούμενοι διεισδυτές με χρήση λιπόφιλου
γαλακτωματοποιητή και εμφανιστή υδατικής ή ξηράς βάσης
Στάδια
1. Προκαθαρισμός επιφάνειας δοκιμίου.
2. Εφαρμογή διεισδυτή.
3. Εφαρμογή λιπόφιλου γαλακτωματοποιητή.
4. Έκπλυση με νερό για απομάκρυνση του διεισδυτή.
5. Ξήρανση της επιφάνειας.
6. Εφαρμογή εμφανιστή.
7. Επιθεώρηση.
8. Μετακαθαρισμός.
Πλεονεκτήματα
Μεγαλύτερη ευαισθησία για ερμηνεία και αξιολόγηση λεπτών και μικρών
ασυνεχειών.
Ευκολία στην έκπλυση με νερό στο στάδιο της γαλακτωματοποίησης.
Ικανοποιητική μέθοδος για πλατιές και ρηχές ασυνέχειες.
Το δοκίμιο εμβαπτίζεται στον λιπόφιλο γαλακτωματοποιητή και στη συνέχεια
απομακρύνεται αμέσως για να στραγγίσει.
Μειονεκτήματα
Απαιτείται πρόσθετος εξοπλισμός.
Ο χρόνος παραμονής του λιπόφιλου γαλακτωματοποιητή είναι κρίσιμος.
Υπάρχει δυσκολία απομάκρυνσης του διεισδυτικού υγρού από σπειρώματα,
σφηνόδρομους, τυφλές οπές, τραχιές επιφάνειες, κ.λπ.
|187|
Εικόνα 8.7: Τεχνική λιπόφιλου γαλακτωματοποιητή
|188|
8.5 Μεταγαλακτωποιούμενοι διεισδυτές με χρήση υδρόφιλου
γαλακτωματοποιητή και εμφανιστή υδατικής ή ξηράς βάσης
Στάδια
1. Προκαθαρισμός επιφάνειας δοκιμίου.
2. Εφαρμογή διεισδυτή.
3. Πρώτο στάδιο έκπλυσης με νερό για απομάκρυνση του πλεονάζοντος διεισδυτή.
4. Εφαρμογή υδρόφιλου γαλακτωματοποιητή.
5. Δεύτερο στάδιο έκπλυσης με νερό.
6. Ξήρανση της επιφάνειας.
7. Εφαρμογή εμφανιστή.
8. Επιθεώρηση.
9. Μετακαθαρισμός.
Πλεονεκτήματα
Μεγαλύτερη ευαισθησία για ερμηνεία και αξιολόγηση λεπτών και μικρών
ασυνεχειών.
Ευκολία στην έκπλυση με νερό στο στάδιο της γαλακτωματοποίησης.
Δεν απομακρύνεται ο διεισδυτής αν υπάρχει υπερβολική έκπλυση.
Ο χρόνος παραμονής του υδρόφιλου γαλακτωματοποιητή δεν είναι κρίσιμος
Μειονεκτήματα
Περιλαμβάνει περισσότερα στάδια.
Απαιτείται πρόσθετος εξοπλισμός.
Υπάρχει δυσκολία απομάκρυνσης του διεισδυτικού υγρού από σπειρώματα,
σφηνόδρομους, τυφλές οπές, τραχιές επιφάνειες, κ.λπ.
|189|
Εικόνα 8.9: Τεχνική υδρόφιλου γαλακτωματοποιητή
|190|
8.6 Σύγκριση υδρόφιλων και λιπόφιλων μεθόδων
|191|
9. ΜΕΤΡΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Κατά την εργασία με διεισδυτικά υγρά απαιτείται η τήρηση όλων των μέτρων
προστασίας όπως αυτά αναφέρονται στο πρότυπο EN 571, καθώς και στην ελληνική
νομοθεσία (Π.Δ. 16/1996, Υ.Α. Β. 20683/2134/1987 και Υ.Α. οικ. Β 3312/705/1995).
Κάθε φορά που εμπλέκονται στη διαδικασία διάφορα χημικά, είναι απαραίτητο να
λαμβάνονται τα απαραίτητα προληπτικά μέτρα, όπως προβλέπεται από τα δελτία
δεδομένων ασφαλείας (MSDS) για τις χημικές ουσίες. Πριν από την εργασία με μια
οποιαδήποτε χημική ουσία, συνιστάται η αναθεώρηση του δελτίου δεδομένων ασφαλείας
(MSDS) έτσι ώστε να εφαρμόζονται όλες οι σωστές πρακτικές ασφάλειας και υγιεινής.
Μερικά από τα διεισδυτικά υλικά είναι εύφλεκτα και επομένως θα πρέπει να
χρησιμοποιούνται και να αποθηκεύονται σε μικρές ποσότητες. Η χρήση τους πρέπει να
γίνεται μόνο σε καλά αεριζόμενο χώρο, ενώ οι πηγές ανάφλεξης πρέπει να αποφεύγονται.
Οι χειριστές πρέπει να φορούν γυαλιά προστασίας. Πολλά από τα χημικά που
χρησιμοποιούνται περιέχουν καθαριστικές ουσίες και διαλύτες που μπορούν να
προκαλέσουν δερματίτιδα. Γάντια και λοιπός προστατευτικός εξοπλισμός πρέπει να
χρησιμοποιείται ώστε να περιορίζεται η επαφή με τις χημικές ουσίες.
|192|
10. ΟΡΟΛΟΓΙΑ
Angstrom (Ǻ)
Μονάδα μήκους, η οποία χρησιμοποιείται για το μήκος κύματος των ακτινοβολιών.
Υπόβαθρο (background)
Η επιφάνεια του δοκιμίου από την οποία διακρίνεται μία ένδειξη. Μπορεί να είναι είτε η
φυσική επιφάνεια είτε το στρώμα του εμφανιστή.
Εξόλκηση (blotting)
Η δράση του εμφανιστή κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξωθεί το διεισδυτή από τις ασυνέχειες
και να επιταχύνει την εμφάνιση των ενδείξεων.
Αντίθεση (contrast)
Η διαφορά στην ορατότητα (φωτεινότητα ή χρωματισμό) μεταξύ της ένδειξης και του
υποβάθρου.
Σφάλμα (defect)
Μία ή περισσότερες ασυνέχειες των οποίων οι ενδείξεις υπερβαίνουν τα κριτήρια
αποδοχής.
Εμφανιστής (developer)
Υλικό το οποίο εφαρμόζεται στην επιφάνεια του δοκιμίου, για να επιταχύνει την εμφάνιση
του διεισδυτή στην επιφάνεια και να αυξήσει την αντίθεση των ενδείξεων.
Ιξώδες (viscocity)
Η ιδιότητα των υγρών να παρουσιάζουν αντίσταση κατά τη ροή.
Διαλύτης (solvent)
Μέσο αφαίρεσης διεισδυτή (πτητικό υγρό).
Έκπλυση (rinse)
Διεργασία αφαίρεσης των υλικών της εξέτασης από την επιφάνεια του δοκιμίου, με τη
χρήση υγρού (συνήθως νερού).
|193|
Προκαθαρισμός (precleaning)
Η απομάκρυνση όλων των ρύπων της επιφανείας του δοκιμίου, ώστε να μην εμπλακούν
στη διεργασία εφαρμογής της μεθόδου.
Διεισδυτής (Penetrant)
Υγρό διάλυμα ή εναιώρημα βαφής (ορατής ή φθορίζουσας) ικανό να διεισδύει σε
ασυνέχειες ανοικτές στην επιφάνεια.
Γαλακτωματοποιητής (Emulsifier)
Υγρό το οποίο επιδρά σε ελαιώδεις ουσίες και τις καθιστά υδατοαφαιρούμενες.
|194|
Λιπόφιλος γαλακτωματοποιητής (Lipophilic Emulsifier)
Γαλακτωματοποιητής ελαιώδους βάσης.
Εμφανιστής (Developer)
Υλικό το οποίο εφαρμόζεται στην επιφάνεια του δοκιμίου για να επιταχύνει την εμφάνιση
του διεισδυτή στην επιφάνεια και να αυξήσει την αντίθεση των ενδείξεων.
Υπόβαθρο (background)
Η επιφάνεια του δοκιμίου από την οποία διακρίνεται μία ένδειξη. Πρόκειται είτε για
φυσική επιφάνεια είτε για το στρώμα του εμφανιστή.
|195|
|196|
ΕΛΕΓΧΟΣ ΜΕ
ΜΑΓΝΗΤΙΚΑ
ΣΩΜΑΤΙΔΙΑ
|197|
|198|
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
|199|
Εικόνα 1.1: Μηχάνημα μαγνητικών σωματιδίων κατασκευασμένο το 1928 από την εταιρία
Equipment and Engineering Company Ltd. (ECO) Strand, Ηνωμένο Βασίλειο
Ο έλεγχος με μαγνητικά σωματίδια αποτελεί μια από τις πιο γνωστές μεθόδους Μη
Καταστροφικών Ελέγχων για ανίχνευση επιφανειακών και ελάχιστα υποεπιφανειακών
ασυνεχειών. Εφαρμόζεται σε σιδηρομαγνητικά υλικά, γεγονός το οποίο καθιστά τη μέθοδο
μη εφαρμόσιμη σε ωστενιτικούς χάλυβες, αλουμίνιο και χαλκό όπου βρίσκουν εφαρμογή
άλλοι Μη Καταστροφικοί Έλεγχοι.
Η μέθοδος των μαγνητικών σωματιδίων εφαρμόζεται για την ανίχνευση ρωγμών και
άλλων ασυνεχειών στις επιφάνειες των σιδηρομαγνητικών υλικών. Η ευαισθησία της
μεθόδου είναι μεγαλύτερη για επιφανειακές ασυνέχειες και μειώνεται ραγδαία με την
αύξηση του βάθους των ασυνεχειών κάτω από την επιφάνεια του δοκιμίου.
Χαρακτηριστικές ασυνέχειες που μπορεί να ανιχνευθούν με τη μέθοδο αυτή είναι τα
ρήγματα (cracks), οι αναδιπλώσεις (laps), οι ραφές (seams), τα κρυοπήγματα (cold shuts)
και οι διαστρωματώσεις (lamations). Γενικά, η εφαρμογή της συγκεκριμένης μεθόδου
πραγματοποιείται μαγνητίζοντας την περιοχή που πρόκειται να επιθεωρηθεί και
εφαρμόζοντας σιδηρομαγνητικά σωματίδια στην επιφάνεια. Τα μαγνητικά σωματίδια που
εφαρμόζονται στην επιφάνεια με την επίδραση του μαγνητικού πεδίου συσσωρεύονται
πάνω από τις ασυνέχειες οι οποίες προκαλούν τη διαρροή του μαγνητικού πεδίου.
Οποιαδήποτε τεχνική και εάν χρησιμοποιείται για να παραχθεί η μαγνητική ροή στο
δοκίμιο ή σε τμήμα του δοκιμίου, η μέγιστη ευαισθησία επιτυγχάνεται από γραμμικές
ασυνέχειες οι οποίες είναι προσανατολισμένες κάθετα στη μαγνητική ροή. Για τη
βελτιστοποίηση της αποτελεσματικότητας στην ανίχνευση των ασυνεχειών, κάθε περιοχή
πρέπει να εξετάζεται τουλάχιστον δύο φορές, με τη μαγνητική ροή κατά τη διάρκεια της
πρώτης εξέτασης να είναι σχεδόν κάθετη προς τη μαγνητική ροή της δεύτερης.
|200|
Δεν απαιτεί επιμελή προκαθαρισμό.
Δε δημιουργείται πρόβλημα από τυχόν επικαλύψεις βαφών ή μη μαγνητικών
επιστρώσεων, προκειμένου για μικρά πάχη (πρακτικά έως 50μm, ενίοτε και
περισσότερο).
Επιδέχεται αυτοματοποίηση.
Είναι σχετικά οικονομική μέθοδος.
Σε σχέση με τη μέθοδο των διεισδυτικών υγρών, είναι ευκολότερη και γρηγορότερη
μέθοδος (με εξαίρεση την εφαρμογή της σε πολύ μεγάλες επιφάνειες).
Μπορεί να εντοπίζονται ασυνέχειες μη ανοικτές στην επιφάνεια.
|201|
2. ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ
Μαγνήτης ονομάζεται κάθε σώμα που έχει την ικανότητα να έλκει μικρά ρινίσματα
σιδήρου με αποτέλεσμα τη δημιουργία μαγνητικού πεδίου στον περιβάλλοντα χώρο, ενώ η
σχετική ιδιότητα καλείται μαγνητισμός. Υλικά τα οποία έλκονται από ένα μαγνήτη
γίνονται και τα ίδια μαγνήτες, δηλαδή, έλκουν ρινίσματα σιδήρου, κατά την τριβή με άλλο
μαγνήτη ή έστω αν βρεθούν κοντά του, διατηρώντας μάλιστα μέρος από τις μαγνητικές
τους ιδιότητες.
|202|
Γενικά οι μαγνήτες εμφανίζουν τις εξής ιδιότητες:
Οι όμοιοι πόλοι απωθούνται.
Οι ετερώνυμοι πόλοι έλκονται.
Οι μαγνητικές γραμμές ξεκινούν από το βόρειο πόλο και κατευθύνονται προς το
νότιο.
Οι μαγνητικές γραμμές δεν τέμνονται.
Εικόνα 2.2: Έλξη αντίθετων πόλων (πάνω). Άπωση όμοιων πόλων (κάτω)
|203|
2.3 Μαγνητικό πεδίο
|204|
3. ΦΥΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΝΟΜΟΙ
Ο Νόμος του Κουλόμπ που διατυπώθηκε από τον Γάλλο φυσικό Charles Augustin
de Coulomb, αναφέρεται τόσο στο μαγνητισμό όσο και στον ηλεκτρισμό. Προσδιορίζει το
μέτρο της ασκούμενης δύναμης μεταξύ δύο ποσοτήτων μαγνητισμού ή ηλεκτρισμού
αντίστοιχα. Έστω ότι δύο σημειακές ποσότητες μαγνητισμού m1 και m2, ομώνυμες ή
ετερώνυμες, βρίσκονται μεταξύ τους σε μια απόσταση r. Τότε σύμφωνα με το νόμο του
Κουλόμπ ισχύει ότι: Το μέτρο της δύναμης (ελκτικής ή απωστικής) που ασκείται μεταξύ
των δύο σημειακών ποσοτήτων μαγνητισμού είναι ανάλογο με το γινόμενο αυτών και
αντιστρόφως ανάλογο με το τετράγωνο της μεταξύ τους απόστασης.
m1 • m2
F = k • -------------------
r2
Όπου:
m1 και m2: σημειακές ποσότητες μαγνητισμού
r: η απόσταση μεταξύ των δύο σημειακών ποσοτήτων μαγνητισμού (σε μέτρα m)
k: η σταθερά αναλογίας που εξαρτάται από το μαγνητικό υλικό που υπάρχει μεταξύ των m1
και m2. Ονομάζεται «σχετική μαγνητική διαπερατότητα» και δίνεται από τη σχέση:
μ
k = -------------
4π
Όπου:
μ: η μαγνητική διαπερατότητα του μέσου. Για τον αέρα και το κενό η τιμή της είναι:
μ: 4π•10-7N/A2.
Έστω ένα πηνίο με Ν σπείρες, το οποίο διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα εντάσεως
i. Το πηνίο είναι τυλιγμένο γύρω από ένα σιδηρομαγνητικό υλικό που αποτελεί τον πυρήνα
του. Στην περίπτωση αυτή, το μαγνητικό πεδίο που αναπτύσσεται από το πηνίο
περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά στο εσωτερικό του πυρήνα. Ο νόμος του Ampere ορίζει
την ένταση του μαγνητικού πεδίου στο εσωτερικό του πυρήνα, σύμφωνα με τη σχέση:
H • l = Ni
Όπου:
H: ένταση του μαγνητικού πεδίου. Η διεύθυνση και η φορά της έντασης του μαγνητικού
πεδίου ταυτίζονται με τη διεύθυνση και τη φορά των μαγνητικών γραμμών.
Επομένως, όπως προκύπτει από τον παραπάνω τύπο, το μέτρο της έντασης του μαγνητικού
πεδίου στο εσωτερικό του πυρήνα είναι:
|205|
Ni
H = --------------
l
Όπου:
Ni: αμπεροστροφές (Αt)
H: ένταση του μαγνητικού πεδίου σε At/m
Εικόνα 3.1: Μεγέθη του μαγνητικού πεδίου σε πηνίο με πυρήνα από σιδηρομαγνητικό υλικό
Εάν τοποθετήσουμε ένα δοκίμιο από υλικό που μπορεί να μαγνητιστεί μέσα σε ένα
μαγνητικό πεδίο και παρατηρήσουμε τις δυναμικές γραμμές του πεδίου, θα δούμε ότι ένας
μεγάλος αριθμός τους περνά μέσα από το δοκίμιο. Συγχρόνως, το υλικό μαγνητίζεται και
σχηματίζεται νότιος πόλος στο άκρο στο οποίο εισέρχονται οι μαγνητικές γραμμές, ενώ ο
βόρειος πόλος σχηματίζεται στο άκρο από το οποίο εξέρχονται οι δυναμικές γραμμές.
Ο αριθμός των δυναμικών γραμμών μέσα στο δοκίμιο, ανά μονάδα επιφανείας η
οποία είναι κάθετη στη διεύθυνση των μαγνητικών δυναμικών γραμμών, ονομάζεται
μαγνητική επαγωγή (Β).
Ισχύει η σχέση:
Β=μ•H
Όπου:
Β: η μαγνητική επαγωγή σε Tesla στο SI, σε Gauss στο Ηλεκτρομαγνητικό Σύστημα
(ΗΜΣ)
μ: η μαγνητική διαπερατότητα του υλικού, η οποία περιγράφει τη μαγνητική συμπεριφορά
του υλικού
Η: η ένταση του μαγνητικού πεδίου σε Α/m
|206|
μονάδων ίση με 4π•10-7H/m (σημειώνεται ότι το 1Henry είναι η μονάδα ηλεκτρικής
αυτεπαγωγής).
Λαμβάνοντας υπόψη τη σχέση μαγνητικής επαγωγής και έντασης του μαγνητικού
πεδίου στο ΗΜΣ, είναι προφανές ότι αυτά τα δύο μεγέθη εκφράζουν ουσιαστικά συναφείς
φυσικές έννοιες. Ωστόσο, μιλά κανείς για ένταση του μαγνητικού πεδίου όταν εξετάζεται ο
χώρος εκτός του δοκιμίου, ενώ για μαγνητική επαγωγή όταν εξετάζεται τι συμβαίνει μέσα
στο δοκίμιο.
Η μαγνητική διαπερατότητα μ οποιουδήποτε υλικού, συνδέεται με την αντίστοιχη
του κενού μέσω της σχετικής μαγνητικής διαπερατότητας μr:
μ = μr • μ0
Όπου:
μ0: η μαγνητική διαπερατότητα του κενού / αέρα
μr: η σχετική μαγνητική διαπερατότητα του υλικού (αδιάστατο μέγεθος)
Η μαγνητική διαπερατότητα των υλικών δεν είναι σταθερή αλλά εξαρτάται από την
κατάσταση μαγνήτισης του υλικού. Έτσι, τα παραμαγνητικά υλικά έχουν σχετική
μαγνητική διαπερατότητα ελάχιστα μεγαλύτερη από 1 (π.χ. 1,003 οι ανοξείδωτοι χάλυβες).
Τα διαμαγνητικά υλικά διαθέτουν σχετική διαπερατότητα ελαφρώς μικρότερη από 1, π.χ.
0,996.
Μονάδα μέτρησης της μαγνητικής επαγωγής είναι το 1Tesla (T). Από τις δύο
προηγούμενες εξισώσεις προκύπτει ότι: 1T = 1V/m2.
Η μαγνητική ροή εκφράζει τον αριθμό των μαγνητικών γραμμών που περνούν
κάθετα από μια επιφάνεια 1m2. Με άλλα λόγια, ο συνολικός αριθμός των μαγνητικών
γραμμών που περνά από μια επιφάνεια S, εκφράζεται από το μέγεθος της μαγνητικής ροής
Φ. Αν το μέτρο της μαγνητικής ροής είναι σταθερό σε όλη την επιφάνεια S και το
διάνυσμά της είναι κάθετο στην επιφάνεια, τότε ισχύει η εξίσωση:
Φ=Β•S
Φ = Β • S • cosα
|207|
Εικόνα 3.2: Μαγνητική ροή υπό διαφορετικές γωνίες
Στο διεθνές σύστημα μονάδων, μονάδα της μαγνητικής ροής είναι το 1 Weber (Wb).
Ισχύουν επίσης οι ισοδυναμίες: 1Wb = 1V•s = 1N•m/A = 1Tesla•m2.
Η πυκνότητα της μαγνητικής ροής μετράται σε αριθμό δυναμικών γραμμών ανά
μονάδα επιφανείας και ουσιαστικά εκφράζει τη μαγνητική επαγωγή.
Ισχύει ότι: 1Tesla = 1Wb/m2 = 108 δυναμικές γραμμές/m2.
Στο ΗΜΣ ισχύει ότι: 1Gauss = 1 γραμμή/cm2 = 10-4Tesla.
Επομένως, η μαγνητική ροή που προκαλεί το ρεύμα i στον πυρήνα της Εικόνας 3.1,
με διατομή S και μέσο μήκος l, είναι ίση με:
Ni • S
Φ = μ • -----------------
l
F = μ0 • H • m
Όπου:
Η: η ένταση του μαγνητικού πεδίου σε Α/m (ή σε N/Cb)
μ0: η μαγνητική διαπερατότητα του κενού, ίση με 4π•10-7N/A2
Η = m / 4πr2
Όπου:
Η: η ένταση του μαγνητικού πεδίου, μετρούμενη σε Α/m (ή σε N/Cb)
Στο ΗΜΣ η ένταση του μαγνητικού πεδίου μετράται σε Oersted (1Α/m = 4π/1000 Oe).
|208|
3.6 Διαρροή του μαγνητικού πεδίου
Όταν ένα σιδηρομαγνητικό υλικό τοποθετηθεί μέσα σε ένα μαγνητικό πεδίο, τότε οι
δυναμικές γραμμές του πεδίου διαταράσσονται και ένας μεγάλος αριθμός τους εισέρχεται
μέσα από αυτό. Εάν αφεθούν ρινίσματα μαλακού σιδήρου πάνω στο δοκίμιο, τότε αυτά θα
συγκεντρωθούν μόνο επάνω στους πόλους, εκεί δηλαδή όπου οι δυναμικές γραμμές
εισέρχονται ή εξέρχονται από το δοκίμιο. Εάν όμως το δοκίμιο έχει μία ασυνέχεια (π.χ.
ρήγμα) κάθετη στις δυναμικές γραμμές, το κενό ή ο αέρας (ή άλλο μη σιδηρομαγνητικό
υλικό) που βρίσκεται στην ασυνέχεια δε μπορεί να «παραλάβει» το σύνολο των δυναμικών
γραμμών που υπάρχουν στο σιδηρομαγνητικό υλικό. Συνεπώς, υπάρχει και πάλι διατάραξη
του μαγνητικού πεδίου, με τις δυναμικές γραμμές να απλώνονται στο χώρο γύρω από την
ασυνέχεια, ώστε η πυκνότητα της μαγνητικής ροής μέσα σε αυτήν να γίνεται τόση όση
επιτρέπει η μαγνητική διαπερατότητα.
Επομένως, οι δυναμικές γραμμές εξέρχονται αρχικά από το δοκίμιο, δημιουργώντας
έναν τοπικό βόρειο μαγνητικό πόλο. Μετά την ασυνέχεια, το υλικό τις συγκεντρώνει και
πάλι, δημιουργώντας έτσι ένα τοπικό νότιο μαγνητικό πόλο. Το φαινόμενο αυτό καλείται
«διαρροή της μαγνητικής ροής» (magnetic flux leakage) και το τοπικό μαγνητικό πεδίο
«πεδίο διαρροής» (leakage field) ή «διαρρέον μαγνητικό πεδίο».
Εάν τώρα αφεθούν ρινίσματα μαλακού σιδήρου πάνω στο δοκίμιο και εφόσον το
διαρρέον μαγνητικό πεδίο είναι αρκετά ισχυρό, αυτά θα συγκεντρωθούν πάνω στους
τοπικούς πόλους. Προκειμένου για ένα ρήγμα που το πλάτος του είναι πολύ μικρό, η
ένδειξη που θα σχηματιστεί θα είναι μια γραμμή από ρινίσματα σιδήρου κατά μήκος του
ρήγματος.
|209|
Εικόνα 3.5: Διαρροή μαγνητικού πεδίου σε σημεία αλλαγής της διάστασης του κοχλία
|210|
4. ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΜΑΓΝΗΤΙΚΕΣ
ΤΟΥΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
4.1 Παραμαγνητισμός
|211|
παραμαγνητισμού από τη θερμοκρασία περιγράφεται από το νόμο Curie, σύμφωνα με τον
οποίο η μαγνητική επιδεκτικότητα χ ενός παραμαγνητικού υλικού είναι αντιστρόφως
ανάλογη της απόλυτης θερμοκρασίας Τ:
χ=C/T
Όπου:
χ: η μαγνητική επιδεκτικότητα
C: η χαρακτηριστική σταθερά του υλικού
T: η απόλυτη θερμοκρασία
Εικόνα 4.4: Μεταβολή της μαγνήτισης σε συνάρτηση με τη μαγνητική διέγερση για τον
λευκόχρυσο (Pt) με παραμαγνητική συμπεριφορά και το βισμούθιο (Bi) με διαμαγνητική
συμπεριφορά
|212|
4.2 Διαμαγνητισμός
Υπό την επίδραση ενός εξωτερικού μαγνητικού πεδίου τα τροχιακά των ατόμων
μεταβάλλονται διότι σύμφωνα με το νόμο του Laplace, ένα ηλεκτρικό φορτίο όταν κινείται
μέσα σε ένα μαγνητικό πεδίο αποκλίνει από την πορεία του. Aυτή η τροποποίηση των
τροχιακών και επομένως των μαγνητικών ροπών των ατόμων, οδηγεί στο σχηματισμό
μικρών μαγνητικών διπόλων μέσα στα άτομα, τα οποία αντιτίθενται στο εξωτερικό πεδίο,
με συνέπεια την εμφάνιση ενός αρνητικού μαγνητικού αποτελέσματος που είναι γνωστό ως
διαμαγνητισμός. Αυτό οδηγεί στην άπωση των διαμαγνητικών υλικών από τα μαγνητικά
υλικά. Η σχετική μαγνητική διαπερατότητα των διαμαγνητικών υλικών είναι λίγο
μικρότερη της μονάδας και η μαγνητική επιδεκτικότητά τους είναι αρνητική και πολύ
μικρή (χ ≈ -10-6).
Το φαινόμενο του διαμαγνητισμού είναι αντιστρεπτό, δηλαδή εάν το υλικό
απομακρυνθεί από το μαγνητικό πεδίο εξαφανίζονται οι επαγόμενες μαγνητικές ροπές που
αντιτίθενται στο πεδίο και το υλικό δε διατηρεί μόνιμο μαγνητισμό.
Η διαμαγνητική συμπεριφορά συμβαίνει σε όλα τα υλικά, αλλά σε πολλά από αυτά
δεν εκδηλώνεται στην πράξη διότι επικαλύπτεται από άλλα πιο ισχυρά φαινόμενα με
θετικά μαγνητικά αποτελέσματα, όπως ο παραμαγνητισμός και ο σιδηρομαγνητισμός.
Τα ευγενή αέρια και ορισμένα υλικά όπως ο χρυσός (Au), ο χαλκός (Cu), ο άργυρος
(Ag), ο χαλαζίας (SiO2), το πυρίτιο (Si), το διαμάντι είναι διαμαγνητικά. Η διαμαγνητική
συμπεριφορά δεν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τεχνολογικές εφαρμογές.
|213|
4.3 Σιδηρομαγνητισμός
Ορισμένα υλικά, όπως ο σίδηρος (Fe), το κοβάλτιο (Co) και το νικέλιο (Ni), υπό την
επίδραση ενός εξωτερικού μαγνητικού πεδίου αποκτούν μεγάλη μαγνήτιση, μέρος της
οποίας διατηρούν ως μόνιμη μαγνήτιση και μετά την απομάκρυνση του μαγνητικού πεδίου.
Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται σιδηρομαγνητισμός ενώ τα υλικά που εμφανίζουν αυτή τη
συμπεριφορά καλούνται σιδηρομαγνητικά και παρουσιάζουν πολύ σημαντικές
τεχνολογικές εφαρμογές.
|214|
Εικόνα 4.9: Σχηματική αναπαράσταση της διεύθυνσης των μαγνητικών ροπών στο τοίχωμα
μεταξύ δύο γειτονικών μαγνητικών περιοχών
4.4 Αντισιδηρομαγνητισμός
|215|
Προκειμένου να αποφευχθούν οι παρανοήσεις, τα στοιχεία έχουν ομαδοποιηθεί
χρωματικά όπως φαίνεται στη συνέχεια:
Σιδηρομαγνητικά
Αντισιδηρομαγνητικά
Παραμαγνητικά
Διαμαγνητικά
1 2
H He
3 4 5 6 7 8 9 10
Li Be B C N O F Ne
11 12 13 14 15 16 17 18
Na Mg Al Si P S Cl Ar
19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30 31 32 33 34 35 36
K Ca Sc Ti V Cr Mn Fe Co Ni Cu Zn Ga Ge As Se Br Kr
37 38 39 40 41 42 43 44 45 46 47 48 49 50 51 52 53 54
Rb Sr Y Zr Nb Mo Tc Ru Rh Pd Ag Cd In Sn Sb Te I Xe
55 56 57 72 73 74 75 76 77 78 79 80 81 82 83 84 85 86
Cs Ba La Hf Ta W Re Os Ir Pt Au Hg Ti Pb Bi Po At Rn
87 88 89
Fr Ra Ac
58 59 60 61 62 63 64 65 66 67 68 69 70 71
Ce Pr Nd Pm Sm Eu Gd Tb Dy Ho Er Tm Yb Lu
Εικόνα 4.10: Μαγνητικός περιοδικός πίνακας
|216|
4.6 Βρόχος υστέρησης
|217|
Εικόνα 4.12: Βρόχος υστέρησης
Διαπερατότητα (Permeability)
B r = μ0 • M r
|218|
Συνεκτική δύναμη (Coercive Force)
Αντιστασιμότητα (Reluctance)
Συγκρατησιμότητα (Retentivity)
|219|
5. ΜΑΓΝΗΤΙΚΑ ΥΛΙΚΑ
|220|
Ανάλογα με το μέγεθος και το σχήμα του βρόχου υστέρησης των μόνιμων
μαγνητικών υλικών, αυτά διακρίνονται σε μαλακά και σκληρά μαγνητικά υλικά και έχουν
διαφορετικές εφαρμογές. Ένα μαλακό μαγνητικό υλικό μαγνητίζεται και απομαγνητίζεται
εύκολα. Ο βρόχος υστέρησής του είναι στενός με μικρές τιμές έντασης του συνεκτικού
πεδίου για τις οποίες μηδενίζεται η μαγνητική επαγωγή του υλικού. Για το λόγο αυτό, τα
μαλακά μαγνητικά υλικά χρησιμοποιούνται ως πυρήνες μετασχηματιστών, κινητήρων και
γεννητριών. Αντιθέτως, τα σκληρά μαγνητικά υλικά που μαγνητίζονται και
απομαγνητίζονται δύσκολα, παρουσιάζουν ευρείς βρόχους υστέρησης και μεγάλες τιμές
έντασης του συνεκτικού πεδίου, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται ως μόνιμοι μαγνήτες.
Εικόνα 5.1: Βρόχοι υστέρησης για α) ένα μαλακό μαγνητικό υλικό β) για ένα σκληρό μαγνητικό
υλικό
Αρχικά, τα μαλακά και σκληρά μαγνητικά υλικά είχαν μικρή και μεγάλη
σκληρότητα αντίστοιχα. Σήμερα όμως, η φυσική σκληρότητα ενός μαγνητικού υλικού δεν
υποδεικνύει απαραίτητα εάν αυτό είναι και μαγνητικά μαλακό ή σκληρό υλικό.
|221|
οποίος προέρχεται από το ελληνικό γράμμα μ που συμβολίζει τη διαπερατότητα
(permeability).
Μια επίσης σημαντική ιδιότητα για ένα μαλακό μαγνητικό υλικό είναι η μεγάλη
μαγνητική επαγωγή κορεσμού. Προκειμένου να μετακινηθούν τα τοιχώματα των
μαγνητικών περιοχών, κατά τη μαγνήτιση και απομαγνήτιση ενός μαλακού μαγνητικού
υλικού, απορροφάται ενέργεια, η οποία κατά τη διάρκεια ενός κύκλου μαγνήτισης
εκφράζεται από το εμβαδόν του βρόχου υστέρησης. Η ενέργεια αυτή, που αντιστοιχεί σε
απώλειες ενέργειας λόγω μαγνητικής υστέρησης, εκλύεται στη συνέχεια από το υλικό με
την μορφή θερμότητας. Η παρουσία ακαθαρσιών, στοιχείων κραματοποίησης,
κρυσταλλικών ατελειών δομής, κατακρημνισμάτων και γενικότερα αταξιών δομής στο
υλικό που δρουν ως εμπόδια στη μετακίνηση των τοιχωμάτων των μαγνητικών περιοχών,
οδηγεί τόσο σε αύξηση των απωλειών ενέργειας λόγω μαγνητικής υστέρησης όσο και του
εμβαδού του βρόχου υστέρησης. Αντίθετα, όσο τελειότερη είναι η κρυσταλλική δομή του
υλικού τόσο λιγότερα εμπόδια βρίσκουν τα όρια των μαγνητικών περιοχών κατά τη
μετακίνησή τους και επομένως, τόσο μικρότερο είναι και το εμβαδόν του βρόχου
υστέρησης.
Συνεπώς, μαλακά μαγνητικά υλικά με πολύ στενούς βρόχους υστέρησης είναι
γενικώς μαγνητικά υλικά καθαρά ή ελαφρώς κραματοποιημένα, τα οποία μάλιστα έχουν
υποστεί κατάλληλες θερμικές κατεργασίες ώστε να μειωθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η
πυκνότητα των αταξιών δομής σε αυτά.
Η αύξηση της συχνότητας του εναλλασσόμενου ηλεκτρικού ρεύματος, αυξάνει τις
απώλειες ενέργειας σε ένα μετασχηματιστή με πυρήνα μαλακού μαγνητικού υλικού, καθώς
η αύξησή της συνεπάγεται αύξηση των κύκλων που διαγράφει ο βρόχος υστέρησης στη
μονάδα του χρόνου και άρα και των διαδοχικών μετακινήσεων των τοιχωμάτων των
μαγνητικών περιοχών προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.
Ένα μεταβαλλόμενο μαγνητικό πεδίο, το οποίο δημιουργείται από κάποιο
εναλλασσόμενο ρεύμα σε έναν μετασχηματιστή με ηλεκτρικά αγώγιμο μαγνητικό πυρήνα,
προκαλεί την ανάπτυξη διαφορών δυναμικού εντός του υλικού, οι οποίες οδηγούν στην
εμφάνιση ρευμάτων. Τα επαγόμενα αυτά ρεύματα ονομάζονται δινορεύματα (eddy
currents) και σε αυτά οφείλονται οι απώλειες ενέργειας με τη μορφή θερμότητας λόγω του
φαινομένου Joule. Οι απώλειες ενέργειας λόγω δινορευμάτων είναι ιδιαίτερα σημαντικές
σε υψηλές συχνότητες λόγω της εκδήλωσης του επιδερμικού φαινομένου. Ενας τρόπος
ώστε να μειωθούν αυτές οι απώλειες είναι η επιλογή μαγνητών από ηλεκτρομονωτικά
υλικά ή υλικών με πολύ μεγάλες τιμές ηλεκτρικής αντίστασης. Μαλακά μαγνητικά υλικά
από σιδηρομαγνητικά οξείδια, τα οποία ως κεραμικά υλικά είναι μονωτικά,
χρησιμοποιούνται για το λόγο αυτό σε πολλές ηλεκτρομαγνητικές εφαρμογές υψηλής
συχνότητας. Επίσης, κατασκευάζονται και χρησιμοποιούνται υλικά για πυρήνες
μετασχηματιστών με στρωματική ή φυλλόμορφη δομή. Τα υλικά αυτά αποτελούνται από
φύλλα σιδηρομαγνητικών υλικών λεπτού πάχους (από κάποια μm έως 1mm), μεταξύ των
οποίων παρεμβάλλεται στρώμα μονωτικού υλικού, το οποίο εμποδίζει τα επαγόμενα
δινορεύματα να κινούνται από το ένα μαγνητικό στρώμα στο άλλο.
|222|
Για παράδειγμα, φερρίτες πολυκρυσταλλικού Νi-Zn χρησιμοποιούνται για την
κατασκευή μαγνητικών κεφαλών εγγραφής, διότι οι συχνότητες λειτουργίας είναι πολύ
υψηλές και η χρήση μεταλλικών κραμάτων είναι προβληματική εξ αιτίας των μεγάλων
απωλειών λόγω δινορευμάτων.
|223|
Η Εικόνα 5.2 δείχνει τη μεταβολή του γινομένου (ΒΗ) για ένα σκληρό μαγνητικό
υλικό, καθώς και τη μέγιστη τιμή του γινομένου αυτού. Tο μέγιστο ενεργειακό γινόμενο
αντιστοιχεί στο εμβαδόν του μέγιστου ορθογωνίου, το οποίο είναι δυνατό να εγγραφεί στο
δεύτερο τεταρτημόριο του βρόχου υστέρησης του υλικού. Μονάδα μέτρησης του
γινομένου ΒΗ στο διεθνές σύστημα μονάδων είναι το 1J/m3. Στο σύστημα CGS οι
αντίστοιχες μονάδες του ενεργειακού γινομένου είναι G•Oe.
Εικόνα 5.2: Σχηματική παράσταση της καμπύλης του ενεργειακού γινομένου (ΒΗ) ως προς
τη μαγνητική επαγωγή (Β) ενός σκληρού μαγνητικού υλικού που προσδιορίζεται από το
τεταρτημόριο απομαγνήτισης του βρόχου υστέρησης. Το μέγιστο ενεργειακό γινόμενο (ΒΗ)max
αποτελεί μέτρο της ισχύος του μαγνητικού υλικού
|224|
Πίνακας 5.2: Ιδιότητες ορισμένων σκληρών μαγνητικών υλικών
Παραμένουσα Ένταση συνεκτικού Μέγιστο ενεργειακό
Υλικό επαγωγή πεδίου γινόμενο (ΒΗ)
max
Βr (Τ) H (Α/m) 3
c (kJ/m )
3
Χάλυβας Fe-1%C 0,9 4x10 1,6
36Co χάλυβας: 36Co - 3,75W - 4
0,96 1,8x10 7,4
5,75Cr - 0,8 C
4
Alnico 2: 12Al, 26Ni, 3Cu, 63Fe 0,7 5,2x10 13
Alnico 5: 8Al, 15Ni, 24Co, 3Cu, 4
1,2 5,7x10 40
50Fe
Alnico 5 DG 4
1,3 5,6x10 52
(προσανατολισμένων κόκκων)
. 5
Φερρίτης Βa (ΒaO 6Fe O ) 0,4 1,9x10 28
2 3
5
77Pt, 23Co 0,6 3,4x10 76
4
Remalloy: 12Co, 17Mo, 71Fe 1 1,8x10 8,7
4
Vicalloy 2: 13V, 52Co, 35Fe 1 3,6x10 24
5
Sm Co 0,9 6,9x10 159
5
6
Fe Nd B 1,3 1,1x10 318
14 2 1
Alnico: κράμα Al-Ni-Co-Fe που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ισχυρών μόνιμων μαγνητών που είναι έως
και 25 φορές ισχυρότεροι από τους χαλύβδινους μαγνήτες.
|225|
Για το μηδενισμό της επαγωγής του υλικού, απαιτείται η εφαρμογή ενός αντίθετου
πεδίου έντασης Ηc, το οποίο ονομάζεται συνεκτικό πεδίο ή μηδενίζουσα διέγερση. Εάν η
ένταση του αντίθετου πεδίου αυξηθεί ακόμα περισσότερο, το υλικό τελικά θα φθάσει στη
κατάσταση μαγνητικού κορεσμού στο αντίθετο πεδίο. Με την απομάκρυνση του αντίθετου
πεδίου, η μαγνητική επαγωγή παίρνει τη τιμή της παραμένουσας επαγωγής και στη
συνέχεια, εάν εφαρμοστεί θετικό πεδίο, η καμπύλη Β-Η θα ακολουθήσει την καμπύλη
ολοκληρώνοντας έναν πλήρη κύκλο. Η κλειστή καμπύλη ονομάζεται βρόχος υστέρησης
και σε οποιαδήποτε περαιτέρω επιβολή στο υλικό ενός μεταβαλλόμενου πεδίου, η
μαγνητική επαγωγή θα ακολουθεί το βρόχο αυτό.
Το εμβαδόν του βρόχου υστέρησης αποτελεί μέτρο των απωλειών ενέργειας σε ένα
πλήρη κύκλο μαγνήτισης και απομαγνήτισης του υλικού.
Εάν επαναληφθεί η διαδικασία με διαφορετικά υλικά, παρατηρεί κανείς ότι τα
μαγνητικώς μαλακά υλικά έχουν λεπτό και όρθιο βρόχο, μεγάλη μαγνητική διαπερατότητα,
μικρή παραμένουσα μαγνήτιση, μικρή συγκρατησιμότητα και μικρό συνεκτικό πεδίο.
Αντίθετα, τα μαγνητικώς σκληρά υλικά έχουν φαρδύ και πλαγιαστό βρόχο, μικρή
μαγνητική διαπερατότητα, μεγάλη παραμένουσα μαγνήτιση, μεγάλη συγκρατησιμότητα
και μεγάλο συνεκτικό πεδίο.
|226|
|227|
Εικόνα 5.4: Καμπύλη μαγνήτισης και απομαγνήτισης του μαλακού σιδήρου
|228|
5.4 Θερμοκρασία Curie
|229|
6. ΗΛΕΚΤΡΟΜΑΓΝΗΤΙΣΜΟΣ
|230|
6.3 Ηλεκτρομαγνήτες
Στο εσωτερικό ενός σωληνοειδούς μεγάλου μήκους εισάγεται μία ράβδος μαλακού
σιδήρου. Εάν διοχετευθεί ρεύμα στον αγωγό του σωληνοειδούς, η ράβδος μαγνητίζεται
ισχυρά λόγω μαγνητικής επαγωγής, παρουσιάζοντας πόλους στα σημεία των πόλων του
σωληνοειδούς. Η διάταξη αυτή αποτελεί ένα ηλεκτρομαγνήτη. Η μαγνήτιση του μαλακού
σιδήρου είναι παροδική και διαρκεί όσο και η διέλευση του ρεύματος.
Η μαγνητική επαγωγή είναι ανάλογη του ηλεκτρικού ρεύματος, του αριθμού των
σπειρών του πηνίου και της μαγνητικής διαπερατότητας του σιδήρου. Εάν αντί για μαλακό
σίδηρο, τοποθετηθεί στο εσωτερικό του πηνίου ένα σιδηρομαγνητικά σκληρό υλικό (π.χ.
χάλυβας υψηλού άνθρακα), τότε αυτό μετατρέπεται σε μόνιμο μαγνήτη. Επιπρόσθετα,
τοποθετώντας ένα σιδηρούχο πυρήνα εντός του πηνίου, το μαγνητικό πεδίο ενισχύεται-
αυξάνεται εκατοντάδες φορές.
|231|
6.4 Τύποι ρεύματος
|232|
Ημιανορθωμένο Εναλλασσόμενο Ρεύμα - Half Wave Rectified Alternating Current
(HWAC)
Όταν μονοφασικό εναλλασσόμενο ρεύμα διέρχεται από έναν ανορθωτή, στο ρεύμα
«επιτρέπεται» η ροή του προς μία μόνο κατεύθυνση (μόνο τη θετική, αποκλείοντας την
αρνητική). Έτσι λοιπόν, παράγεται ρεύμα μίας κατεύθυνσης ή αλλιώς παλμικό ρεύμα. Το
ρεύμα αυξάνεται από μηδέν έως ένα μέγιστο και στη συνέχεια επιστρέφει στο μηδέν. Δεν
υπάρχει ρεύμα κατά τη διάρκεια της αντιστροφής του κύκλου καθώς αυτό είναι
αποκλεισμένο. Το ημιανορθωμένο ρεύμα επαναλαμβάνει τον ίδιο ρυθμό αντιστροφής της
πολικότητας όπως το εναλλασσόμενο ρεύμα (50Hz στην Ευρώπη) λαμβάνοντας όμως το
ήμισυ της έντασής του στην έξοδο συγκριτικά με το εναλλασσόμενο (AC).
Το ημιανορθωμένο εναλλασσόμενο ρεύμα συχνά απαντάται ως ημιανορθωμένο ή
παλμικό συνεχές ρεύμα (DC). Αυτή η παλμικότητα του ημιανορθωμένου εναλλασσόμενου
ρεύματος (HWAC), βοηθά τα μαγνητικά σωματίδια αυξάνοντας την κινητικότητά τους.
Αυτή η αύξηση της κινητικότητας είναι ιδιαίτερα σημαντική ιδίως στην ξηρή μέθοδο των
μαγνητικών σωματιδίων.
Η παλμικότητα αυτή βελτιώνει σημαντικά την ευαισθησία κατά την επιθεώρηση. Το
ημιανορθωμένο εναλλασσόμενο ρεύμα χρησιμοποιείται πιο συχνά στους ηλεκτρομαγνήτες
ΥΟΚΕ.
Πλήρως Ανορθωμένο Εναλλασσόμενο Ρεύμα Τριών Φάσεων - Three Phase Full Wave
Rectified Alternating Current
Τριφασικό ρεύμα χρησιμοποιείται συχνά στην τροφοδοσία του βιομηχανικού
εξοπλισμού, καθώς παρέχει ευνοϊκότερη και ισχυρότερη μεταφορά της ισχύος. Αυτό το
είδος του ηλεκτρικού ρεύματος συνίσταται στον έλεγχο με μαγνητικά σωματίδια διότι,
όταν ανορθώνεται και φιλτράρεται, το προκύπτον ρεύμα μοιάζει πολύ με το συνεχές (DC).
Ο σταθερός εξοπλισμός μαγνητικών σωματιδίων με τριφασικό εναλλασσόμενο ρεύμα έχει
συνήθως τη δυνατότητα να μαγνητίζει με εναλλασσόμενο ή συνεχές ρεύμα (τριφασικό
πλήρως ανορθωμένο), παρέχοντας στον επιθεωρητή τα πλεονεκτήματα του εκάστοτε
επιλεγμένου τύπου ρεύματος.
Η μαγνήτιση ενός αγωγού εξαρτάται από τη μέγιστη τιμή της έντασης Ι του
ρεύματος. Εφόσον χρησιμοποιείται συνεχές ρεύμα, η ένδειξη του αμπερομέτρου δείχνει
αυτή τη μέγιστη τιμή. Στην περίπτωση όμως χρήσης εναλλασσόμενου ρεύματος (AC), τα
αμπερόμετρα είναι συνήθως τύπου RMS (root mean square) και δείχνουν την ενεργό τιμή,
όπου Ιεν = 0,707•Ιmax.
|233|
Εικόνα 6.5: Τύποι ρεύματος
Στην Εικόνα 6.6 γίνεται σύγκριση των λεπτών επιφανειακών ρηγμάτων ενός
στιλβωμένου πείρου εμβόλου, με τη χρήση εναλλασσόμενου ρεύματος, συνεχούς ρεύματος
και ανορθωμένου τριφασικού εναλλασσόμενου ρεύματος αντίστοιχα. Χρησιμοποιήθηκαν
τέσσερις τιμές ρεύματος σε κάθε περίπτωση με την τεχνική κεντρικού αγωγού. Οι ενδείξεις
που παράγονται με εναλλασσόμενο ρεύμα είναι εντονότερες από τις ενδείξεις με συνεχές
ρεύμα σε όλες τις τιμές ρεύματος, αν και η διαφορά είναι πιο έντονη στις χαμηλότερες
τιμές ρεύματος. Οι ενδείξεις με συνεχές και ανορθωμένο τριφασικό ρεύμα είναι
συγκρίσιμες σε όλες τις περιπτώσεις.
Εικόνα 6.6: Σύγκριση των ενδείξεων από επιφανειακά ρήγματα σε δοκίμιο το οποίο
μαγνητίστηκε με εναλλασσόμενο, συνεχές και τριφασικό ανορθωμένο εναλλασσόμενο ρεύμα
|234|
6.6 Επιδερμικό φαινόμενο
ρ
δ = (--------------------)1/2
π•f•μ
Όπου:
δ: βάθος διείσδυσης
ρ: η ειδική αντίσταση του υλικού
μ: η μαγνητική διαπερατότητα του υλικού
f: η συχνότητα
|235|
ημιανορθωμένο ή συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα επιτυγχάνεται μεγαλύτερη διείσδυση της
μαγνήτισης στο εσωτερικό της διατομής του υλικού.
|236|
λεπτή στρώση βαφής, μπορεί να απαιτούν αφαίρεση της. Μη σιδηρομαγνητικές
επιστρώσεις πάχους έως περίπου 50μm, όπως αδιάσπαστες ισχυρά προσκολλημένες
στρώσεις βαφής, δεν επηρεάζουν συνήθως την ευαισθησία ανίχνευσης.
Διάφορες δοκιμές έχουν δείξει ότι κάθε είδους μη μαγνητικές επιστρώσεις πάχους
άνω των 0,076mm (0,003inch), ενδέχεται να επηρεάσουν σοβαρά το σχηματισμό των
ενδείξεων από τα μαγνητικά σωματίδια σε πολύ μικρές ασυνέχειες. Παχύτερες επιστρώσεις
μειώνουν την ευαισθησία. Υπό αυτές τις συνθήκες, πρέπει να επαληθεύεται η ευαισθησία
του ελέγχου. Οι απαιτήσεις ποιότητας επιφάνειας εξαρτώνται από το μέγεθος και τον
προσανατολισμό των ασυνεχειών που πρόκειται να ανιχνευθούν. Επίσης, οι επιφάνειες
πρέπει να είναι προετοιμασμένες, έτσι ώστε οι σχετικές ενδείξεις να μπορούν να
διακριθούν με σαφήνεια από τις αντίστοιχες ψευδείς.
Πρέπει να υπάρχει επαρκής οπτική αντίθεση μεταξύ των ενδείξεων και της
επιθεωρούμενης επιφάνειας. Για την τεχνική ορατών μαγνητικών σωματιδίων (όχι
φθοριζόντων), μπορεί να είναι απαραίτητο να εφαρμόζεται μία ομοιόμορφη λεπτή στρώση
εγκεκριμένης βαφής για την ενίσχυση της αντίθεσης. Είναι πιθανό να απαιτείται για τη
βελτίωση της κατάστασης της επιφάνειας η χρήση γυαλόχαρτου ή τοπική λείανση ώστε να
επιτρέπεται η ακριβής ερμηνεία των ενδείξεων. Σε κάθε περίπτωση, ο προκαθαρισμός ή η
προετοιμασία της επιφάνειας του δοκιμίου δεν πρέπει να είναι επιζήμια για το δοκίμιο ή
την ποιότητα της επιφάνειας του.
Υπάρχουν δύο βασικά είδη μαγνητικού πεδίου που χρησιμοποιούνται στη μέθοδο
των μαγνητικών σωματιδίων:
Το «διαμήκες» (longitudinal), όπου οι δυναμικές γραμμές σχηματίζουν κλειστό
βρόχο εξερχόμενες από το δοκίμιο (βόρειος μαγνητικός πόλος) και εισερχόμενες
πάλι σε αυτό (νότιος μαγνητικός πόλος).
Το «κυκλικό» (circular), στο οποίο οι δυναμικές γραμμές σχηματίζουν ομόκεντρους
κύκλους, χωρίς να υπάρχουν μαγνητικοί πόλοι.
Τα δύο είδη πεδίου δεν είναι δυνατόν να συνυπάρχουν. Εάν ένα δοκίμιο μαγνητιστεί
κατά το ένα πεδίο και εφαρμοστεί μαγνητίζουσα δύναμη από το άλλο πεδίο, εάν μεν η
μαγνήτιση είναι λιγότερο ισχυρή από την υπάρχουσα, το πρώτο πεδίο εξακολουθεί να
υπάρχει ενώ δεν εμφανίζεται καθόλου το δεύτερο. Αν όμως είναι ισχυρότερη, τότε το
πρώτο αναιρείται και υπάρχει μόνο το δεύτερο.
|237|
Εικόνα 6.9: Ανίχνευση ασυνεχειών με διαμήκη μαγνήτιση
Κυκλική μαγνήτιση επάγεται σε ένα δοκίμιο στην περίπτωση που αυτό διαρρέεται
από ηλεκτρικό ρεύμα οπότε και υπάρχει άμεση μαγνήτιση (direct magnetization) ή όταν
ηλεκτρικό ρεύμα διαρρέει ένα ηλεκτρικά αγώγιμο υλικό και το δοκίμιο βρίσκεται
περιφερειακά του διαρρέοντος υλικού, οπότε υπάρχει έμμεση μαγνήτιση (indirect
magnetization). Αλλιώς, το δοκίμιο τίθεται μέσα σε ένα μαγνητικό πεδίο που έχει
δημιουργηθεί έξω από αυτό.
|238|
Άμεση μαγνήτιση χρησιμοποιώντας διάταξη ακροδεκτών
Μία άλλη μέθοδος δημιουργίας κυκλικού μαγνητικού πεδίου είναι η χρήση
διάταξης ακροδεκτών. Η χρήση των ακροδεκτών ενδείκνυται όταν το μέγεθος ή η θέση του
δοκιμίου δεν επιτρέπει τη χρήση της άμεσης ή έμμεσης μαγνήτισης όπως φαίνεται στην
Εικόνα 6.11. Η χρήση διάταξης ακροδεκτών είναι πιο αποτελεσματική, όταν η απόσταση
μεταξύ των ακροδεκτών κυμαίνεται από τα 150 - 200mm.
Έμμεση μαγνήτιση
Κατά τη δημιουργία κυκλικού μαγνητικού πεδίου με έμμεση μαγνήτιση, το δοκίμιο
που πρόκειται να μαγνητιστεί, τοποθετείται κατά τέτοιον τρόπο ώστε το μαγνητικό πεδίο
να επάγεται από τον αγωγό που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα. Αυτός ο τρόπος έμμεσης
μαγνήτισης είναι γνωστός και ως τεχνική κεντρικού αγωγού (central conductor technique)
όπως φαίνεται στην Εικόνα 6.12. Η χρήση αυτής της τεχνικής εξαλείφει το ενδεχόμενο
καψίματος του δοκιμίου από το ηλεκτρικό ρεύμα στα σημεία επαφής.
Πηνίο (ή σωληνοειδές)
Όταν το μήκος ενός δοκιμίου είναι αρκετές φορές μεγαλύτερο της διαμέτρου του,
τότε το δοκίμιο μπορεί να μαγνητιστεί επιτυχώς, αν τοποθετηθεί κατά μήκος του
μαγνητικού πεδίου του πηνίου, όπως φαίνεται στην Εικόνα 6.13.
Σημειώνεται ότι στο πηνίο η ένταση του μαγνητικού πεδίου είναι ανάλογη της έντασης του
ηλεκτρικού ρεύματος και των σπειρών του πηνίου. Γι’ αυτό, η ένταση του μαγνητικού
πεδίου σε ένα πηνίο μετριέται συνήθως σε αμπεροστροφές.
|239|
Εικόνα 6.13: Δοκίμιο στο εσωτερικό πηνίου
Συσκευή YOKE
Η συσκευή YOKE χρησιμοποιείται για τη μαγνήτιση κατά μήκος ενός δοκιμίου.
Ουσιαστικά η συσκευή, αποτελεί ένα προσωρινό πεταλοειδή μαγνήτη κατασκευασμένο
από μαλακό, χαμηλής συγκρατησιμότητας σίδηρο ο οποίος μαγνητίζεται από ένα μικρό
πηνίο που είναι τυλιγμένο περιφερειακά της ράβδου σιδήρου.
Όταν η συσκευή YOKE τοποθετηθεί σε ένα δοκίμιο, η μαγνητική ροή που εξέρχεται από
το βόρειο πόλο και κατευθύνεται προς το νότιο επάγει ένα τοπικό διαμήκες μαγνητικό
πεδίο στο δοκίμιο.
|240|
7. ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΑΓΝΗΤΙΣΗΣ
|241|
Εικόνα 7.3: Συσκευή YOKE (αριστερά) και πεταλοειδής ηλεκτρομαγνήτης (δεξιά)
|242|
7.3 Χρήση ακροδεκτών
|243|
Συχνά απαιτείται ρεύμα 100A (peak) ανά ίντσα απόστασης ακροδεκτών.
Ανιχνεύονται ασυνέχειες παράλληλες (και έως 45°) σε σχέση με την ευθεία των
ακροδεκτών. Προκειμένου για μεγάλα χυτά ή σφυρήλατα δοκίμια, κατασκευάζονται
αυτοματοποιημένες διατάξεις με πολλούς ακροδέκτες που ενεργοποιούνται διαδοχικά για
σύντομο χρονικό διάστημα (κλάσματα του δευτερολέπτου), ενώ έχει προηγηθεί η έγχυση
των μαγνητικών σωματιδίων (overall method). Χρησιμοποιείται ανορθωμένο ή πλήρως
ανορθωμένο ρεύμα. Συνιστάται η απόσταση μεταξύ των ακροδεκτών να μην είναι
μικρότερη από 2inch (50mm) ή μεγαλύτερη από 8inch (200mm).
Οι τιμές του ρεύματος μαγνήτισης που αναφέρθηκαν ή θα αναφερθούν στη συνέχεια
είναι απλά ενδεικτικές και θεωρείται απαραίτητο να ανατρέχει κανείς στην εφαρμοστέα
προδιαγραφή για τις ακριβείς απαιτήσεις και υπολογισμούς.
Όπου:
Ι: η ένταση του ρεύματος σε Α
d: η απόσταση των ακροδεκτών σε mm
Η: η ένταση του πεδίου σε kA/m
Ι=3•Η•d
|244|
Εικόνα 7.7: Τυπική μεθοδολογία ελέγχου συγκολλήσεων με ακροδέκτες με τη χρήση ρεύματος
έντασης ≥ 5A/mm (r.m.s.)
|245|
7.4 Τεχνική κεντρικού αγωγού
Είναι γνωστό ότι εάν ηλεκτρικό ρεύμα περάσει μέσα από έναν αγωγό, παράγεται
κυκλικό μαγνητικό πεδίο γύρω από αυτόν. Η τεχνική κεντρικού αγωγού είναι κατάλληλη
για δακτυλιοειδή δοκίμια ή δοκίμια μορφής σωλήνα. Η πυκνότητα μαγνητικής ροής είναι
μέγιστη στην εσωτερική επιφάνεια του δοκιμίου και στα σημεία που έρχονται σε επαφή με
τον κεντρικό αγωγό, ενώ ελαττώνεται όσο μεγαλώνει η απομάκρυνση από αυτή
(κατευθυνόμενοι προς την εξωτερική επιφάνεια) ανάλογα με το πάχος του δοκιμίου. Η
πυκνότητα της μαγνητικής ροής μειώνεται απότομα στον αέρα και κατόπιν ελαττώνεται
εκθετικά, όσο μεγαλώνει η απομάκρυνση από την εξωτερική επιφάνεια του δοκιμίου.
Η απαιτούμενη ένταση για την τεχνική κεντρικού αγωγού δίνεται από τον τύπο:
I=H•p
Όπου:
Ι: η ένταση του ρεύματος σε A
H: η ένταση του πεδίου σε kA/m
p: η περίμετρος του δοκιμίου σε mm
|246|
Εικόνα 7.9: Κατανομή της μαγνητικής ροής σε κεντρικό αγωγό και σε κυλινδρικό δοκίμιο
|247|
7.5 Μετωπική επαφή
I=H•p
Όπου:
Ι: η ένταση του ρεύματος σε A
H: η ένταση του πεδίου σε kA/m
p: η περίμετρος του δοκιμίου σε mm
|248|
Εικόνα 7.13: Άμεση μαγνήτιση με μετωπική επαφή σε δακτυλιοειδές δοκίμιο
Είναι γνωστό ότι το πηνίο / σωληνοειδές, όταν διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα,
παράγει διαμήκες μαγνητικό πεδίο. Το πεδίο είναι εναλλασσόμενο, ημιανορθωμένο ή
συνεχές, ανάλογα με το ηλεκτρικό ρεύμα που χρησιμοποιείται. Εάν το δοκίμιο τοποθετηθεί
μέσα στο πηνίο, παράγεται αντίστοιχη μαγνητική επαγωγή και επομένως μπορούν να
ανιχνευθούν ασυνέχειες κάθετες προς τη μαγνητική επαγωγή, δηλαδή περιμετρικές ως
προς τον άξονα του δοκιμίου.
Κατά τη χρήση άκαμπτου πηνίου ελικοειδούς μορφής, το βήμα μεταξύ των σπειρών
πρέπει να είναι μικρότερο από το 25% της διαμέτρου του πηνίου.
Για μικρά δοκίμια στα οποία ο λόγος μήκους προς διάμετρο είναι μικρότερος από 5,
συνιστάται η χρήση μαγνητιζόμενων προσθηκών αύξησης του μήκους. Έτσι, μειώνεται το
ρεύμα που απαιτείται για να επιτευχθεί η απαραίτητη μαγνήτιση.
Τα δοκίμια που ελέγχονται συνήθως με πηνίο είναι επιμήκους μορφής, διότι μόνο
σε αυτή την περίπτωση όπου ο λόγος του μήκους προς τη διάμετρο του δοκιμίου (L/D)
είναι μεγάλος υπάρχει ισχυρή μαγνήτιση. Η λειτουργική μαγνητική διαπερατότητα δίνεται
από τον τύπο:
6L
μeff = -----------------
D-5
43.000 • R
ΝΙ = -----------------------
μeff
Όπου:
Ν: ο αριθμός των στροφών του πηνίου
Ι: η ένταση του ρεύματος (peak)
R: η ακτίνα του πηνίου
|249|
0,4H • K
ΝΙ = ----------------------
L/D
Όπου:
Ι: η ένταση του ρεύματος σε Α
N: ο αριθμός των σπειρών (3-5)
L/D: o λόγος του μήκους προς τη διάμετρο με ελάχιστο το 5:1 και μέγιστο το 20:1, ιδανικό
μέγεθος το 12-15:1 (στην περίπτωση δοκιμίων μη κυκλικών διατομών, D = περίμετρος/π)
Η: η ένταση του μαγνητικού πεδίου σε kA/m
Κ: 22.000 για A.C και FWR, 11.000 για HWR, 32.000 για D.C
Όταν τα δοκίμια έχουν λόγο L/D μεγαλύτερο από 20, ο λόγος θεωρείται ότι είναι
20. Για δοκίμια με χαμηλό λόγο (δηλαδή L/D < 5), ο παραπάνω τύπος δίνει αυξημένες
τιμές ρεύματος. Για να μειωθεί το ρεύμα, πρέπει να χρησιμοποιούνται μαγνητιζόμενες
προσθήκες αύξησης του μήκους προκειμένου να αυξηθεί το αποτελεσματικό μήκος του
δοκιμίου.
Οι δύο παραπάνω τύποι ισχύουν με την προϋπόθεση ότι ο συντελεστής πλήρωσης
του πηνίου (επιφάνεια διατομής δοκιμίου προς επιφάνεια διατομής πηνίου) είναι
μικρότερος από 1/10. Στην περίπτωση κυκλικού δοκιμίου με μικρό μήκος, μια συνήθης
πρακτική, προκειμένου να αυξηθεί ο λόγος L/D, είναι να τοποθετηθεί σε επαφή με το
δοκίμιο ένας άλλος κύλινδρος ίδιας περίπου διαμέτρου και χωρίς ασυνέχειες.
Στην περίπτωση δοκιμίου μεγάλου μήκους θεωρούμε συνήθως επαρκή τη
μαγνήτισή του εφόσον το μήκος του δοκιμίου εξέχει από κάθε πλευρά του πηνίου όχι
περισσότερο από την ακτίνα του. Σε αντίθετη περίπτωση, απαιτείται μετακίνηση, είτε του
πηνίου γύρω από το δοκίμιο, είτε του δοκιμίου μέσα στο πηνίο και επανάληψη του
ελέγχου.
Οι συσκευές πάγκου (bench units) που προαναφέρθηκαν στην άμεση μαγνήτιση με
μετωπική επαφή, μπορούν επίσης να δεχθούν πηνίο αλλά και ακροδέκτες, όπως επίσης
μπορούν να παράγουν μαγνητική ροή, μέσω δύο πόλων τους οποίους έχουν για αυτό το
λόγο.
|250|
Εικόνα 7.15: Χρήση άκαμπτου πηνίου
I = 3H • [ T + (Y2 / 4T)]
Όπου:
Ι: η ένταση του ρεύματος σε Α
H: η ένταση του πεδίου σε kA/m
T: το πάχος του τοιχώματος του δοκιμίου σε mm, ή η ακτίνα του εάν είναι συμπαγής
ράβδος
Υ: η απόσταση μεταξύ των γειτονικών περιελίξεων του πηνίου σε mm
|251|
Εικόνα 7.18: Τυπική μεθοδολογία ελέγχου με εύκαμπτο καλώδιο ή πηνίο
(για διαμήκη ρήγματα)
Εάν ένας κυλινδρικός αγωγός διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα, μέσα και γύρω από
αυτόν επάγεται κυκλικό μαγνητικό πεδίο.
Στην περίπτωση μη σιδηρομαγνητικού αγωγού και συνεχούς ρεύματος, η πυκνότητα
μαγνητικής ροής είναι μηδενική στο κέντρο του αγωγού και αυξάνεται ευθέως ανάλογα με
την απόσταση από το κέντρο, όσο προχωρά κανείς προς την εξωτερική επιφάνεια, όπου και
έχει τη μεγαλύτερη τιμή (F). Στη συνέχεια, ελαττώνεται εκθετικά, λαμβάνοντας τιμή F/2 σε
απόσταση 2R από το κέντρο του αγωγού, F/3 σε απόσταση 3R κ.ο.κ.
Εάν ο μη σιδηρομαγνητικός αγωγός είναι κοίλος εσωτερικά, τότε η πυκνότητα
μαγνητικής ροής είναι μηδενική στο εσωτερικό του αγωγού και μέχρι την εσωτερική
επιφάνεια ενώ στη συνέχεια αυξάνεται (περισσότερο απότομα από ότι στην περίπτωση
πλήρους αγωγού), μέχρι να λάβει τη μέγιστη τιμή (F) στην εξωτερική επιφάνεια.
Εάν ένας συμπαγής και ένας κοίλος αγωγός έχουν την ίδια εξωτερική διάμετρο και
διαρρέονται από ρεύμα της ίδιας έντασης, η πυκνότητα μαγνητικής ροής είναι ίδια στην
εξωτερική επιφάνεια των δύο αγωγών. Στη συνέχεια, η πυκνότητα μαγνητικής ροής
ελαττώνεται, όπως ακριβώς και στην περίπτωση του πλήρους αγωγού.
Εάν χρησιμοποιηθεί ένας συμπαγής αγωγός από σιδηρομαγνητικό υλικό, ο οποίος
διαρρέεται από συνεχές ρεύμα, τότε η πυκνότητα μαγνητικής ροής στην εξωτερική
επιφάνεια έχει τιμή μ•F, όπου μ η σχετική μαγνητική διαπερατότητα του υλικού. Ακριβώς
έξω από τον αγωγό, η πυκνότητα της μαγνητικής ροής ελαττώνεται φτάνοντας στην ίδια
τιμή (F), όπως και στην περίπτωση του μη σιδηρομαγνητικού αγωγού και στη συνέχεια
|252|
ελαττώνεται και πάλι εκθετικά, πάνω στην ίδια καμπύλη όπως και στην περίπτωση του μη
σιδηρομαγνητικού αγωγού.
Αντίστοιχη κατάσταση υπάρχει και στην περίπτωση του κοίλου σιδηρομαγνητικού
αγωγού που διαρρέεται από συνεχές ρεύμα. Εάν χρησιμοποιηθεί εναλλασσόμενο ρεύμα,
τότε η κατάσταση στο εσωτερικό του αγωγού είναι διαφορετική από ότι προηγουμένως,
λόγω του επιδερμικού φαινομένου.
Έτσι, στην περίπτωση ενός πλήρους σιδηρομαγνητικού αγωγού, η πυκνότητα
μαγνητικής ροής αυξάνεται (από την τιμή μηδέν στο κέντρο του αγωγού) πολύ αργά στην
αρχή και απότομα όσο πλησιάζει κανείς την εξωτερική επιφάνεια του αγωγού, φθάνοντας
στη μέγιστη τιμή (μ•F) ακριβώς πάνω σ’ αυτή. Στη συνέχεια ελαττώνεται απότομα (στον
αέρα) και συνεχίζει στην ίδια καμπύλη, όπως στην περίπτωση του συνεχούς ρεύματος.
Ανάλογη είναι και η περίπτωση κοίλου σιδηρομαγνητικού αγωγού που διαρρέεται από
εναλλασσόμενο ρεύμα.
|253|
ανάλογα με τις απαιτήσεις της εφαρμογής. Γενικά, η μαγνήτιση πολλαπλών διευθύνσεων
μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ένα μεγάλο αριθμό παραγωγικών εφαρμογών και σε γραμμές
παραγωγής με μεγάλο αριθμό επιθεωρήσεων, μειώνοντας αρκετά το χρόνο επιθεώρησης
αλλά και το κόστος των αναλώσιμων. Στις μέρες μας αποτελεί πλέον μια ευρέως αποδεκτή
τεχνική στους τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας, της αεροδιαστημικής και των
σιδηροδρομικών βιομηχανιών και έχει απλοποιήσει τις πολλαπλές διαδικασίες
επιθεώρησης.
7.10 Απομαγνήτιση
Παρότι δεν απαιτείται πάντοτε, η απομαγνήτιση είναι ένα απαραίτητο βήμα του
ελέγχου με μαγνητικά σωματίδια, ιδιαίτερα εκεί όπου η παραμένουσα μαγνήτιση μπορεί να
δημιουργήσει (κατά τη χρήση του δοκιμίου) προβλήματα σε γειτονικά ευαίσθητα
ηλεκτρομαγνητικά όργανα, να προκαλέσει μαγνητικό φύσημα κατά την
ηλεκτροσυγκόλληση, να έλξει ρινίσματα τα οποία ή θα επηρεάσουν αρνητικά το δοκίμιο
όπως στην περίπτωση ρουλεμάν ή οδοντωτών τροχών ή θα προκαλέσουν δυσλειτουργίες
όπως στην περίπτωση εργαλείων ή δοκιμίων που θα υποστούν μηχανική κατεργασία.
Η παραμένουσα μαγνήτιση είναι ανεπιθύμητη στην περίπτωση που το δοκίμιο θα
επανελεγχθεί με μαγνητική επαγωγή λιγότερο ισχυρή από την παραμένουσα. Γι’ αυτό το
λόγο συνιστάται η απομαγνήτιση ως πρώτο στάδιο του επανελέγχου.
Κατά την κατεργασία του υλικού, το παραμένον μαγνητικό πεδίο ενδέχεται να
προκαλέσει προβλήματα προσελκύοντας σωματίδια στην επιφάνειά του. Έτσι για
παράδειγμα, μπορεί να παρεμποδιστεί η λείανση του, η κοπή του ή η συγκόλληση του. Στις
περιπτώσεις όπου το παραμένον μαγνητικό πεδίο είναι πολύ μεγάλο, η απόδοση του υλικού
ως τμήματος μίας κατασκευής, κατά την λειτουργία της, επηρεάζεται αρνητικά. Η
προσέλκυση σωματιδίων σε περιστρεφόμενα εξαρτήματα είναι πιθανόν να οδηγήσει σε
δυσλειτουργία, πολύ περισσότερο δε όταν υπάρχουν τριβόμενες επιφάνειες. Επίσης, ισχυρά
|254|
μαγνητικά πεδία αποτελούν αιτία δημιουργίας τριβής μεταξύ κινούμενων μερών, όπως για
παράδειγμα μεταξύ ενός εμβόλου και των τοιχωμάτων του κυλίνδρου. Μαγνητικά πεδία
που παραμένουν σε ένα τμήμα μίας κατασκευής μπορεί να επηρεάσουν ευαίσθητα όργανα.
Ακόμα και ελαφρώς μαγνητισμένα μέρη ενός αεροσκάφους είναι ικανά να προκαλέσουν
λανθασμένες ενδείξεις στη μαγνητική πυξίδα. Επιπρόσθετα, κατά τον καθαρισμό μίας
επιφάνειας, η παρουσία παραμένοντος μαγνητικού πεδίου εμποδίζει την απομάκρυνση
μεταλλικών σωματιδίων.
Δεν απαιτείται συνήθως απομαγνήτιση στην περίπτωση δοκιμίων από πολύ μαλακό
χάλυβα, σε έτοιμες συγκολλήσεις, σε περιπτώσεις θερμικής κατεργασίας (μετά την
εφαρμογή της μεθόδου) πάνω από τη θερμοκρασία Curie ή στην περίπτωση μαγνήτισης
(στη συνέχεια) με ισχυρότερο πεδίο άλλης διεύθυνσης. Η παραμένουσα μαγνήτιση
συνήθως θεωρείται αμελητέα όταν έχει τιμή μικρότερη των 3 Gauss (στην επιφάνεια του
δοκιμίου).
Πλήρης απομαγνήτιση επιτυγχάνεται μόνο με θέρμανση πάνω από το σημείο Curie
(650°C έως 870°C για τα περισσότερα μέταλλα, 770°C για το σίδηρο). Ωστόσο, αυτό δεν
είναι εφαρμόσιμο στο πεδίο, ενώ στα εξαρτήματα αεροσκαφών η θέρμανση στη
θερμοκρασία Curie μπορεί να καταστρέψει συνολικώς ή μερικώς το επιθεωρούμενο
εξάρτημα.
Απομαγνήτιση επιτυγχάνεται επίσης με σφυρηλάτηση του δοκιμίου. Πρακτικά
όμως, εκτελείται απομαγνήτιση εφαρμόζοντας στο δοκίμιο διαδοχικά μαγνητίζουσα
μειούμενη συνεχώς δύναμη και με αντίστροφη φορά. Χρειάζεται προσοχή στο εξής: η
πρώτη μαγνήτιση (απομαγνήτισης) πρέπει να παράγει μαγνητική ροή μεγαλύτερη από την
παραμένουσα. Απομαγνήτιση μπορεί να πραγματοποιηθεί και με συνεχές ρεύμα, αλλά
πρακτικά είναι καλύτερο να χρησιμοποιείται εναλλασσόμενο, διότι η φορά του αλλάζει
αυτόματα και δεν απαιτούνται ειδικές ηλεκτρικές διατάξεις.
Το κυκλικό μαγνητικό πεδίο είναι δυσκολότερο να ανιχνευθεί σε σχέση με το
διαμήκες διότι δεν παρουσιάζει πόλους. Απομακρύνεται όμως εύκολα με την εφαρμογή
ενός επιμήκους πεδίου, ισχυρότερου από το υπάρχον κυκλικό. Γι’ αυτό συνιστάται να
προηγείται ο έλεγχος με κυκλικό πεδίο και να έπεται ο αντίστοιχος με διαμήκες, ώστε το
μεν (εξωτερικά αφανές) κυκλικό πεδίο να έχει απομακρυνθεί, ενώ η απομαγνήτιση του
τελικού (διαμήκους) πεδίου να είναι εύκολο να ελεγχθεί.
Οι διατάξεις απομαγνήτισης αποτελούνται συνήθως από ένα πηνίο, όπου είναι
δυνατόν είτε να απομακρύνεται το δοκίμιο είτε να ελαττώνεται σταδιακά η ένταση της
μαγνητίζουσας δύναμης. Απομαγνήτιση μπορεί να επιτευχθεί και με YOKE
εναλλασσόμενου ρεύματος, περνώντας το δοκίμιο μέσα από το διάκενο των πόλων ή
απομακρύνοντας αργά το YOKE από την επιφάνεια του δοκιμίου.
Απομαγνήτιση μπορεί επίσης να πραγματοποιηθεί με τη χρήση εύκαμπτων αγωγών
γύρω από το δοκίμιο. Εάν χρησιμοποιείται πηνίο και μετατόπιση του δοκιμίου μέσα και
μακριά από αυτό, είναι πολύ χρήσιμο να περιστρέφεται το δοκίμιο, τόσο κυκλικά όσο και
εγκάρσια, ως προς τον άξονα του πηνίου.
Μετά την απομαγνήτιση των δοκιμίων και εφόσον αυτά είναι εξαιρετικά επιμήκη
όπως για παράδειγμα άξονες και σωλήνες, είναι πολύ σημαντικό να αποθηκεύονται κατά
τη διεύθυνση ανατολής - δύσης, διότι η διεύθυνση βορρά - νότου μπορεί και πάλι να
προξενήσει μαγνήτιση λόγω του γήινου μαγνητικού πεδίου.
Μαγνήτιση μπορεί να επιτευχθεί ακόμα και αν αποθηκευτούν υλικά κοντά σε
τεχνητά πεδία, όπως για παράδειγμα αυτά που δημιουργούνται από ισχυρές ηλεκτρικές
μηχανές ή ηλεκτροφόρα καλώδια μεγάλης έντασης ρεύματος. Εξ’ άλλου,
αποτελεσματικότερος τρόπος πρόληψης της μαγνήτισης επιτυγχάνεται όταν επιμήκη
δοκίμια τοποθετούνται προσανατολισμένα στη διεύθυνση ανατολής-δύσης, για να
αποφευχθεί η μαγνήτιση από την επίδραση του γήινου μαγνητικού πεδίου.
|255|
Η απομαγνήτιση ενός υλικού δεν είναι απαραίτητη όταν το δοκίμιο πρόκειται να
υποβληθεί σε θερμική κατεργασία ή σε περιπτώσεις όπου η παραμένουσα μαγνήτιση δεν
έχει καμία ουσιαστική επίδραση σε ένα χυτό ή μία συγκόλληση, ή όταν το δοκίμιο
πρόκειται να μαγνητιστεί σε άλλη διεύθυνση με την ίδια ή μεγαλύτερη ένταση.
|256|
7.11 Περιορισμοί της απομαγνήτισης
|257|
7.12 Ξηρή μέθοδος
1. 2. 3.
4. 5. 6.
Εικόνα 7.24: Στάδια εφαρμογής της ξηρής μεθόδου
|258|
Η χρήση εναλλασσόμενου ή ημιανορθωμένου ηλεκτρικού ρεύματος για τη
μαγνήτιση του δοκιμίου, προσφέρει μεγαλύτερη κινητικότητα στα μαγνητιζόμενα
σωματίδια επάνω στο δοκίμιο, προκειμένου να σχηματιστεί ένδειξη. Πρακτικά, δε
χρησιμοποιούνται ποτέ ξηρά σωματίδια με συνεχές ή πλήρως ανορθωμένο ρεύμα διότι η
κινητικότητά τους πάνω στο δοκίμιο είναι απαγορευτικά μικρή.
Η ξηρή μέθοδος είναι ιδανική για υποεπιφανειακές ασυνέχειες και μάλιστα σε
βάθος λίγο μεγαλύτερο από μερικά χιλιοστά της ίντσας. Εφαρμόζεται πάντα με
εναλλασσόμενο ή ημιανορθωμένο ρεύμα, για να παρέχεται καλύτερη κινητικότητα στα
σωματίδια. Είναι απλούστερη, τόσο σε εξοπλισμό όσο και σε τρόπο εφαρμογής σε σχέση
με την υγρή. Επιπρόσθετα, τα ξηρά μαγνητικά σωματίδια είναι πιο κατάλληλα σε τραχιές
επιφάνειες όπως για παράδειγμα αυτές των χυτών.
Η υγρή μέθοδος (και μάλιστα με συνεχή και όχι παραμένουσα μαγνήτιση) είναι η
πλέον ευαίσθητη ιδιαίτερα για μικρές, λεπτές και αβαθείς ασυνέχειες ενώ τα μαγνητικά
σωματίδια παρουσιάζουν τη μέγιστη κινητικότητα. Η υγρή συνεχής μέθοδος με φθορίζοντα
σωματίδια είναι η πλέον ευαίσθητη για ανίχνευση μικρών ρηγμάτων κόπωσης. Απαιτεί
μαγνήτιση για κλάσματα του δευτερολέπτου, σε αντίθεση με την ξηρή που απαιτεί
μαγνήτιση μεγαλύτερης διάρκειας.
Ο φορέας των σωματιδίων στην υγρή μέθοδο είναι συνήθως ένα παράγωγο
απόσταξης του πετρελαίου, με χαμηλό ιξώδες (πολύ βασικό χαρακτηριστικό), χαμηλής
περιεκτικότητας σε θείο και με υψηλό σημείο ανάφλεξης.
Χρησιμοποιείται επίσης το νερό, ιδίως σε περιπτώσεις κινδύνου ανάφλεξης του
λαδιού, αφού εμπλουτιστεί με διαβρεκτικούς παράγοντες, αντιδιαβρωτικά υλικά,
παράγοντες για την αποφυγή σχηματισμού αφρού και άλλα συστατικά, με αντίστοιχη
αύξηση του κόστους.
Τα μαγνητιζόμενα σωματίδια της υγρής μεθόδου διατίθενται είτε σε μορφή πάστας
(ιδιαίτερα στις Η.Π.Α) είτε ως ξηρές σκόνες. Έχουν χρώμα μαύρο, κόκκινο ή φθορίζον.
Προκειμένου για μικρές ποσότητες και για εργοταξιακές εφαρμογές διατίθενται συνήθως
υπό μορφή σπρέι. Ένας πρακτικός κανόνας που ακολουθείται για την ευαισθησία της
επιθεώρησης είναι ότι το ιξώδες του υγρού μέσου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα
3centistokes (cSt).
Για μεγάλες ποσότητες και για εργοστασιακή ή εργαστηριακή εφαρμογή,
παρασκευάζεται υγρό διάλυμα, σύμφωνα με κατάλληλες προδιαγραφές. Σημαντικός
παράγοντας είναι η ποσότητα των στερεών σωματιδίων, η οποία και ελέγχεται μέσω
ογκομετρικού σωλήνα (Sutherland tube), όπου αυτά καθιζάνουν. Παράλληλα καθιζάνουν
και τυχόν ακαθαρσίες και μάλιστα ως ξεχωριστό στρώμα, οπότε ελέγχεται εύκολα η
ποιότητα του λουτρού. Χαρακτηριστικό είναι ότι η συγκέντρωση των φθοριζόντων
σωματιδίων είναι πολύ μικρότερη από αυτή των ορατών (της τάξης του 1/10), κυρίως λόγω
της μεγαλύτερης αντίθεσης και ευαισθησίας που προσφέρουν (και επομένως και του πολύ
ισχυρού υπόβαθρου). Εξάλλου, ακριβώς λόγω της μεγάλης ευαισθησίας και του ισχυρού
υπόβαθρου, δε χρησιμοποιείται η υγρή φθορίζουσα μέθοδος, όταν αναμένονται σχετικά
μεγάλες ασυνέχειες ή όταν υπάρχει βεβαιότητα εκτεταμένων μη σχετικών ενδείξεων όπως,
σε ακατέργαστα χυτά, ατρόχιστες συγκολλήσεις και γενικά επιφάνειες με υψηλή
τραχύτητα.
|259|
Εικόνα 7.25: Σύγκριση ευαισθησίας διαφόρων μεθόδων ελέγχου με μαγνητικά σωματίδια
|260|
Το ειδικό βάρος των σωματιδίων κυμαίνεται μεταξύ 5 και 8Kg/lt. Τα μαγνητικά
σωματίδια που χρησιμοποιούνται ως ξηρή σκόνη προέρχονται συνήθως από μαλακό
σίδηρο ενώ αυτά της υγρής μεθόδου από οξείδια του σιδήρου.
Η μαγνητική διαπερατότητα των μαγνητικών σωματιδίων είναι αρκετά υψηλή,
χωρίς όμως αυτό να αποτελεί τον κύριο παράγοντα ευαισθησίας. Εξάλλου, η μαγνητική
διαπερατότητα κάθε υλικού εξαρτάται από την κατάσταση μαγνήτισης. Συνήθως, ως τιμή
της μαγνητικής διαπερατότητας για κάθε υλικό, ορίζεται η μέγιστη τιμή της ενώ στην
περίπτωση των μαγνητικών σωματιδίων, ενδιαφέρει κυρίως η αρχική τους μαγνήτιση, διότι
το διαρρέον μαγνητικό πεδίο είναι ασθενές. Συχνά, υλικά υψηλής μέγιστης διαπερατότητας
παρουσιάζουν μικρότερη αρχική διαπερατότητα από άλλα υλικά, με σχετικά μικρότερη
μέγιστη διαπερατότητα.
Όσον αφορά στο συνεκτικό πεδίο και στη συγκρατησιμότητα των μαγνητιζόμενων
σωματιδίων, απαιτούνται χαμηλές τιμές για πολλούς και εύκολα κατανοητούς λόγους.
Ωστόσο, μία μικρή τιμή συγκρατησιμότητας είναι επιθυμητή, τόσο στην ξηρή όσο και στην
υγρή μέθοδο, προκειμένου να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη κινητικότητα των σωματιδίων.
|261|
Για ακόμη μεγαλύτερη ευαισθησία χρησιμοποιούνται βαφές που φθορίζουν στο
κίτρινο - πράσινο χρώμα (μήκος κύματος περίπου 550 - 570nm), στο οποίο το ανθρώπινο
μάτι είναι περισσότερο ευαίσθητο, σε συνθήκες σκότους.
Όπως αναφέρθηκε, όλα τα μαγνητιζόμενα σωματίδια έχουν επικάλυψη με ορατή ή
φθορίζουσα βαφή. Σε κάθε περίπτωση, η ικανότητα του ανθρώπινου οφθαλμού να
εντοπίζει την ύπαρξη ένδειξης εξαρτάται και από το λόγο αντίθεσης (contrast ratio) της
ένδειξης και του υποβάθρου της. Στην περίπτωση αντίθεσης μαύρου-άσπρου (π.χ. ορατά
μαγνητικά σωματίδια), ο λόγος αντίθεσης είναι πρακτικά της τάξης του 9:1, ενώ για
αντίθεση κόκκινου-άσπρου (όπως στα ορατά διεισδυτικά) της τάξης του 6:1. Πρακτικά,
στην περίπτωση φθοριζόντων ουσιών, ο λόγος αντίθεσης εύκολα φτάνει την τιμή 300:1.
Ωστόσο, εφικτές είναι επίσης και τιμές 1000:1. Θεωρητικά, ο λόγος ορατής αντίθεσης δε
μπορεί να ξεπεράσει το 33:1, ενώ είναι άπειρος θεωρητικά στην περίπτωση φθορίζοντος
αντικειμένου μαύρου υποβάθρου.
Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η μέθοδος με φθορίζοντα
σωματίδια είναι περισσότερο ευαίσθητη από τη μέθοδο ορατών σωματιδίων, απλά επειδή
αυξάνεται η ικανότητα αντίληψης της ένδειξης.
Άλλος λόγος είναι ότι σε συνθήκες άπλετου φωτισμού, το ανθρώπινο μάτι διακρίνει
μεν πολύ καλά χρωματικές διαφορές αλλά δε διακρίνει μικρές πηγές φωτός. Τα πράγματα
αντιστρέφονται σε πολύ χαμηλές συνθήκες φωτισμού. Μάλιστα, λόγω του φαινομένου με
τον αγγλικό όρο halation, οι μικρές πηγές φωτός σε σκοτεινό περιβάλλον φαίνονται
μεγαλύτερες από ότι πραγματικά είναι (και άρα εντοπίζονται ευκολότερα). Επίσης, σε
συνθήκες πολύ χαμηλού φωτισμού, το μάτι οδηγείται σε υπάρχουσες πηγές φωτός. Έτσι
και πάλι η φθορίζουσα βαφή είναι πιο ευαίσθητη, απλά διότι δημιουργεί ένδειξη
ευκολότερα αντιληπτή. Εξάλλου, το ανθρώπινο μάτι είναι ικανό να διακρίνει διαφορά
φωτεινότητας της τάξης του 10 - 15%. Γενικά, σε συνθήκες υψηλού φωτισμού το
ανθρώπινο μάτι βλέπει μέσω των κωνίων (cones), ενώ σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού
μέσω των ραβδίων (rods), τα οποία είναι έως και σαράντα φορές πιο ευαίσθητα.
|262|
Οι φθορίζουσες βαφές των μαγνητιζόμενων σωματιδίων απορροφούν υπεριώδες
φως μήκους κύματος 350 - 400nm, με μέγιστη απόδοση στα 365nm, όπου και η μέγιστη
απόδοση του φίλτρου της λάμπας. Εκπέμπουν φως μήκους κύματος 475 - 575nm, δηλαδή
κιτρινοπράσινης απόχρωσης. Το χρώμα αυτό έχει το πλεονέκτημα, αφενός να μη συγχέεται
με το φυσικό χρώμα φθορισμού οργανικών ουσιών (περίπου μπλε) και αφετέρου είναι
εύκολα ορατό για το ανθρώπινο μάτι, ακόμα και σε πολύ μικρή ένταση.
Γενικά, συνιστάται πολύ χαμηλός φωτισμός περιβάλλοντος (10 - 32lux, ανάλογα με
τη χρησιμοποιούμενη προδιαγραφή). Το απόλυτο σκοτάδι, αν και είναι επιθυμητό από
άποψη ελέγχου, πρέπει να αποφεύγεται για λόγους ασφαλείας. Η ένταση του υπεριώδους
φωτός πάνω στο δοκίμιο πρέπει να ελέγχεται. Οι προδιαγραφές απαιτούν ένταση
τουλάχιστον 800μW/cm2 (συνήθως 1.000), συχνά 1.500 και μερικές φορές 3.000μW/cm2.
Συνιστάται παραμονή στο σκοτεινό θάλαμο τουλάχιστον 5min, πριν αρχίσει ο έλεγχος,
ώστε οι οφθαλμοί να προσαρμοστούν στις συνθήκες πολύ χαμηλού φωτισμού. Συνιστάται
επίσης, η χρήση γυαλιών τα οποία απορροφούν το υπεριώδες φως, για να μη κουράζονται
τα μάτια και να βελτιώνονται οι συνθήκες παρατήρησης.
Πρέπει επίσης να αποφεύγονται τα λευκά ρούχα διότι τα απορρυπαντικά συνήθως
περιέχουν και φθορίζουσες βαφές στην περιοχή του μπλε (για επίπλαστη αίσθηση
καθαρότητας, λόγω φθορισμού από το υπεριώδες φως του ήλιου και των λαμπτήρων).
Εάν κοιτάξει κανείς απευθείας τη λάμπα μαύρου φωτός, ενδέχεται να δει φωτεινά σημάδια
αλλά και οι οφθαλμοί μας να φαίνονται φωτεινοί στους παρευρισκόμενους (λόγω
φθορισμού ουσιών μέσα στο μάτι). Το φαινόμενο αυτό είναι αβλαβές και προσωρινό μεν,
ωστόσο, μπορεί να φέρει αμηχανία και παροδική ομιχλώδη όραση.
Τέλος, σύμφωνα με το ΕΝ 9934-2 η μέγιστη περιεκτικότητα σε θείο και αλογόνα
στα αναλώσιμα μαγνητικών σωματιδίων ορίζεται σε 200 ppm ±10.
Σε γενικές γραμμές, η επιλογή της ξηρής ή της υγρής μεθόδου εξαρτάται από τους
ακόλουθους παράγοντες:
Τον τύπο των ασυνεχειών (επιφανειακές ή υποεπιφανειακές). Η ξηρή μέθοδος
παρουσιάζει μεγαλύτερη ευαισθησία στην ανίχνευση υποεπιφανειακών ασυνεχειών.
Τις διαστάσεις των επιφανειακών ασυνεχειών. Η υγρή μέθοδος είναι συνήθως
καλύτερη στον εντοπισμό πολύ λεπτών, μικρών και μικρού βάθους ασυνεχειών.
Την ευκολία εφαρμογής. Η ξηρή μέθοδος με μία φορητή μονάδα ημιανορθωμένου
ρεύματος είναι εύκολη στην χρήση σε μεγάλα δοκίμια τόσο σε εργαστηριακές όσο
και σε εργοταξιακές εφαρμογές.
Η μέθοδος ξηρής σκόνης υπερέχει στον εντοπισμό ασυνεχειών που βρίσκονται εξ’
ολοκλήρου κάτω από την επιφάνεια, λόγω της υψηλής διαπερατότητας και του επιμήκους
σχήματος των μαγνητικών σωματιδίων.
|263|
Το εναλλασσόμενο ρεύμα σε συνδυασμό με την ξηρή μέθοδο είναι πολύ καλή
επιλογή για επιφανειακά ρήγματα τα οποία δεν είναι πολύ λεπτά, αλλά όχι ιδανική μέθοδος
για ασυνέχειες που βρίσκονται έστω και ελάχιστα κάτω από την επιφάνεια. Όταν
απαιτείται ανίχνευση πολύ λεπτών επιφανειακών ρηγμάτων, η υγρή μέθοδος θεωρείται
ανώτερη, ανεξάρτητα από τη μορφή του ρεύματος που εφαρμόζεται.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, με την επιλογή συνεχούς ρεύματος και της υγρής
μεθόδου εντοπίζονται καλύτερα οι ενδείξεις των ασυνεχειών που βρίσκονται ακριβώς κάτω
από την επιφάνεια.
Η υγρή μέθοδος προσφέρει το πλεονέκτημα της εύκολης και πλήρους κάλυψης της
επιφάνειας δοκιμίων όλων των διαστάσεων και σχημάτων. Η ξηρή μέθοδος
χρησιμοποιείται συχνά για επιτόπιους σημειακούς ελέγχους.
|264|
8. ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗΣ
Ακριβώς όπως ο φωτισμός είναι ένα σημαντικό στοιχείο στη διαδικασία ελέγχου,
έτσι είναι και η απόκριση του ματιού στις συνθήκες φωτισμού. Μία ειδική, μικρή ομάδα
κυττάρων στο πίσω μέρος του ματιού μεταβιβάζει πληροφορίες στον εγκέφαλο για την
ποσότητα του φωτός που υπάρχει, με αποτέλεσμα η κόρη του ματιού να συστέλλεται ή να
διαστέλλεται. Η συστολή και η διαστολή της κόρης του ματιού δεν είναι στιγμιαία.
Επομένως, πρέπει να δοθεί χρόνος στα μάτια για να προσαρμοστούν στις μεταβαλλόμενες
συνθήκες φωτισμού. Κατά την επιθεώρηση με φθορίζοντα μαγνητικά σωματίδια, πρέπει να
δίνεται χρόνος στους οφθαλμούς του επιθεωρητή ώστε να προσαρμοστούν στις συνθήκες
χαμηλού φωτισμού στο θάλαμο ελέγχου πριν ξεκινήσει να ανιχνεύει ενδείξεις. Για τις
περισσότερες διαδικασίες απαιτείται χρόνος προσαρμογής τουλάχιστον ενός λεπτού.
Ορισμένες προδιαγραφές συνιστούν χρόνο προσαρμογής πέντε λεπτών, εφόσον ο
επιθεωρητής εισέρχεται στο σκοτεινό θάλαμο μετά από έκθεση σε άμεσο ηλιακό φως. Οι
επιθεωρητές πρέπει να τηρούν προσεκτικά τον απαιτούμενο χρόνο προσαρμογής,
δεδομένου ότι είναι αρκετά εύκολο να παραβλέψουν μια ένδειξη, όταν τα μάτια δεν έχουν
προσαρμοστεί στις συνθήκες χαμηλού φωτισμού.
Όταν το υπεριώδες φως εισέρχεται στο ανθρώπινο μάτι, το υγρό του ματιού
φθορίζει. Η κατάσταση αυτή αποδίδεται με τον αγγλικό όρο ocular fluorescence και ενώ
θεωρείται ακίνδυνη, είναι ενοχλητική και όσο διαρκεί επηρεάζει την όραση. Όταν
εργάζεται κανείς σε συνθήκες υπεριώδους φωτός, πρέπει να είναι προσεκτικός ώστε να μην
κοιτά απευθείας το υπεριώδες φως και να αποφεύγει τις άμεσες ανακλάσεις από τις λάμπες.
Χρησιμοποιούνται ειδικά γυαλιά με φίλτρα έτσι ώστε, να αποκόπτεται η υπεριώδης
ακτινοβολία, επιτρέποντας στο κίτρινο-πράσινο φως από το φθορισμό των ενδείξεων να
φτάνει στο μάτι. Οι επιθεωρητές δεν πρέπει ποτέ να φορούν σκούρα ή φωτοχρωμικά
γυαλιά διότι σκουραίνουν και φιλτράρουν την ακτινοβολία UV-A μειώνοντας την
ικανότητα του επιθεωρητή στην ανίχνευση των ασυνεχειών.
Σύμφωνα με τα πρότυπα EN ISO 9934-1 και EN ISO 3059 κατά την εφαρμογή της
μεθόδου των ορατών μαγνητικών σωματιδίων απαιτείται επίπεδο φωτεινότητας
τουλάχιστον 500lux. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την ASME V απαιτούνται 1.000lux.
Κατά την επιθεώρηση με φθορίζοντα μαγνητικά σωματίδια, το επίπεδο
φωτεινότητας δεν πρέπει να ξεπερνά τα 20lux στην επιφάνεια του δοκιμίου σύμφωνα με τα
πρότυπα EN ISO 9934-1, EN ISO 3059 και την ASME V.
|265|
Εικόνα 8.2: Μετρητής έντασης ορατού φωτός
Το ορατό φως έχει μήκη κύματος μεταξύ 400 και 700nm (4.000 έως
7.000Angstrom). Αντίστοιχα, το υπεριώδες φως έχει μικρότερα μήκη κύματος (100 έως
400nm) και χωρίζεται σε τρεις ζώνες: UV-A (315 - 400nm), UV-B (280 – 315nm) και
UV-C (100 - 280nm).
Το τμήμα UV-A ονομάζεται και μαύρο φως (black light). Ενώ τα τμήματα UV-B
και UV-C θεωρούνται βλαπτικά για τους ζωντανούς ιστούς και οργανισμούς, το μαύρο
φως θεωρείται ακίνδυνο, ακόμα και με άμεση όραση. Γενικά, συνιστάται χαμηλός
φωτισμός περιβάλλοντος κατά την εξέταση με φθορίζοντα μαγνητικά σωματίδια. Το
απόλυτο σκοτάδι, αν και επιθυμητό από άποψη ελέγχου, πρέπει να αποφεύγεται για λόγους
ασφαλείας. Πάνω στο δοκίμιο πρέπει να ελέγχεται η ένταση του υπεριώδους φωτός.
Σύμφωνα με το πρότυπο ΕΝ ISO 3059 και τον ASME V απαιτείται ένταση υπεριώδους
φωτός τουλάχιστον 1.000μW/cm2 και ένταση ορατού φωτός στα 20lux.
|266|
Οι λάμπες υπεριώδους φωτός που συνήθως χρησιμοποιούνται είναι αυτές των
ατμών υδραργύρου. Παράγουν υπεριώδες αλλά και ορατό φως, της τάξης των 300 -
670nm, με μέγιστη ένταση στα 365nm. Το φίλτρο όμως που φέρουν απορροφά τα μικρά
μήκη κύματος καθώς και το μεγαλύτερο μέρος του ορατού φάσματος επιτρέποντας την
εκπομπή μηκών κύματος μεταξύ 300 - 400nm (δηλαδή υπεριώδες φως αλλά και ελάχιστο
ορατό ιώδες).
Εικόνα 8.4: Το φάσμα της υπεριώδους ακτινοβολίας, του ορατού φωτός και της υπέρυθρης
ακτινοβολίας
|267|
Μία λάμπα φτάνει στην πλήρη απόδοση της, πέντε λεπτά τουλάχιστον από τη
στιγμή που ανάβει. Εάν σβήσει, τότε χρειάζεται τουλάχιστον 10 λεπτά για να φτάσει στην
πλήρη απόδοση. Αυτός είναι και ένας άλλος λόγος για τον οποίο η λάμπα δεν πρέπει να
σβήνει, παρά μόνο στο τέλος της εργασίας.
Στο εμπόριο κυκλοφορούν λάμπες υπεριώδους φωτός οι οποίες φτάνουν στη
μέγιστη απόδοσή τους πάρα πολύ γρήγορα μετά το άναμμα, ακόμη και μετά από
επαναλαμβανόμενα ανοίγματα και σβησίματα.
|268|
9. ΟΡΓΑΝΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΜΑΓΝΗΤΙΣΜΟΥ
Κατά την επίδραση μαγνητικού πεδίου σε ρευματοφόρους αγωγούς, εκτός από την
εμφάνιση της μαγνητικής δύναμης Laplace, παρατηρείται και το φαινόμενο Hall τo οποίο
ανακαλύφθηκε το 1879 από τον Edwin Hall. Το φαινόμενο αυτό προκαλείται από τη
μονομερή απόκλιση των φορέων φορτίου, λόγω της αλληλεπίδρασης με το μαγνητικό
πεδίο.
Ανεπαίσθητο από τους συνήθεις συρμάτινους αγωγούς, γίνεται αντιληπτό σε
ρευματοφόρους αγωγούς όπως είναι τα πλακίδια ορισμένου πάχους, των οποίων οι
εγκάρσιες διαστάσεις είναι συγκρίσιμες προς το μήκος τους. Το φαινόμενο Hall
αξιοποιείται για τη μέτρηση του μαγνητικού πεδίου αλλά και για τον προσδιορισμό της
κατεύθυνσής του.
Δεδομένου ότι δεν είναι πρακτικά εφικτό να μετρηθεί η πραγματική ισχύς του
μαγνητικού πεδίου μέσα σε ένα υλικό, όλες οι συσκευές μέτρησης μετρούν το πεδίο έξω
από αυτό. Υπάρχει ένας αριθμός διαφορετικών συσκευών που μπορούν να
χρησιμοποιηθούν για την ανίχνευση και τη μέτρηση του εξωτερικού μαγνητικού πεδίου. Οι
δύο συσκευές που χρησιμοποιούνται συνήθως κατά την επιθεώρηση με τη μέθοδο των
μαγνητικών σωματιδίων είναι ο δείκτης πεδίου και ο μετρητής Hall effect, ο οποίος και
καλείται γκαουσόμετρο. Έχουν αναπτυχθεί διάφοροι μετρητές οι οποίοι χρησιμοποιούνται
για να προσδιορίσουν την κατεύθυνση και την ισχύ του μαγνητικού πεδίου χωρίς να
κάνουν ποσοτική μέτρηση.
Το όργανο το οποίο μπορεί να πραγματοποιήσει τέτοια ποσοτική μέτρηση είναι ο
μετρητής μαγνητικής ροής (flux meter) που έχει όμως εφαρμογή μόνο σε δοκίμια
κατάλληλου σχήματος. Αποτελείται από ένα πηνίο στο οποίο τοποθετείται το
μαγνητισμένο δοκίμιο. Μέσω ενός γαλβανομέτρου μετράται η μέση τιμή της μαγνητικής
ροής στο εσωτερικό του πηνίου και κατά τη διεύθυνση του άξονα του πηνίου. Επομένως,
μπορεί να υπολογιστεί η μέση τιμή της πυκνότητας μαγνητικής ροής μέσα στο δοκίμιο.
Εναλλακτικά, το πηνίο μπορεί να διαμορφωθεί με κατάλληλη περιτύλιξη ενός εύκαμπτου
αγωγού στο δοκίμιο.
Άλλη κατηγορία οργάνων είναι οι μετρητές μαγνητικού πεδίου (magnetic field
meters), οι οποίοι μετρούν την ένταση του πεδίου στον αέρα. Ουσιαστικά, μετρούν την
εφαπτομενική συνιστώσα της έντασης (Η) του πεδίου κοντά στην επιφάνεια του δοκιμίου,
δηλαδή τη συνισταμένη που είναι παράλληλη προς την επιφάνεια του. Παρότι συχνά αυτά
τα όργανα είναι βαθμομημένα σε Gauss, ουσιαστικά δίνουν μετρήσεις σε Oersted
(υπενθυμίζεται ότι στο ΗΜΣ οι αριθμητικές τιμές τους συμπίπτουν).
Επειδή η τιμή της εφαπτομενικής συνισταμένης της έντασης Η είναι ίδια σε κάθε
πλευρά της εξωτερικής επιφάνειας του δοκιμίου, εάν είναι γνωστή η μαγνητική
διαπερατότητα του υλικού (πράγμα επίσης δύσκολο αφού και αυτή εξαρτάται από την
ένταση του πεδίου), μπορεί να υπολογιστεί η μαγνητική επαγωγή μέσα στο υλικό και
κοντά στην εξωτερική επιφάνεια του.
Η κύρια εφαρμογή όμως των μετρητών μαγνητικού πεδίου είναι η εύρεση της
διεύθυνσης του πεδίου και η συγκριτική παρατήρηση της έντασης του. Έτσι, εάν είναι
γνωστή η μέτρηση που απαιτείται για να υπάρχει επαρκής μαγνήτιση, μπορεί κάποιος στη
συνέχεια να βασιστεί στην επίτευξη αυτής της τιμής της εφαπτομενικής συνιστώσας της
|269|
έντασης Η, χωρίς να ενδιαφέρεται για την πραγματική τιμή της πυκνότητας μαγνητικής
ροής.
Οι μετρητές μαγνητικού πεδίου βασίζονται συχνά στο φαινόμενο Hall παρότι
υπάρχουν και άλλες αρχές πάνω στις οποίες μπορούν να αναπτυχθούν.
Οι δείκτες πεδίου είναι μικρές μηχανικές συσκευές που χρησιμοποιούν ένα πτερύγιο
από μαλακό σίδηρο το οποίο εκτρέπεται από ένα μαγνητικό πεδίο. Η Εικόνα 9.1 δείχνει
την εσωτερική λειτουργία ενός τέτοιου δείκτη πεδίου. Το πτερύγιο συνδέεται με μια
βελόνα που περιστρέφεται μετακινώντας το δείκτη σε μία βαθμονομημένη κλίμακα. Η
βαθμονομημένη κλίμακα μπορεί να ρυθμιστεί και να βαθμονομηθεί έτσι ώστε να μπορούν
να ληφθούν ποσοτικές πληροφορίες. Ωστόσο, το εύρος μέτρησης των δεικτών του πεδίου
είναι συνήθως μικρό λόγω των μηχανικών περιορισμών της διάταξης. Το γκαουσόμετρο
της Εικόνας 9.1 μπορεί να μετρήσει σε ένα εύρος από -20 έως +20Gauss. Αυτό το
περιορισμένο φάσμα το καθιστά καταλληλότερο για τη μέτρηση της παραμένουσας
μαγνήτισης μετά την απομαγνήτιση.
O μετρητής φαινομένου Hall είναι μια ηλεκτρονική συσκευή που παρέχει ψηφιακή
ένδειξη της έντασης του μαγνητικού πεδίου σε Gauss ή Tesla. Οι μετρητές χρησιμοποιούν
ένα πολύ μικρό αγωγό ή ημιαγωγό στο άκρο της κεφαλής ο οποίος διαρρέεται από ρεύμα.
Σε ένα μαγνητικό πεδίο, η δύναμη που ασκείται στα κινούμενα ηλεκτρόνια τείνει να τα
ωθεί προς τη μία πλευρά του αγωγού. Μια συσσώρευση φορτίου στις πλευρές των αγωγών
ισορροπεί αυτή τη μαγνητική επίδραση, παράγοντας μια μετρήσιμη τάση μεταξύ των δύο
πλευρών του. Η παρουσία αυτής της μετρήσιμης εγκάρσιας τάσης ονομάζεται φαινόμενο
Hall.
|270|
Η τάση που δημιουργείται (Vh) σχετίζεται με το εξωτερικό μαγνητικό πεδίο
σύμφωνα με την ακόλουθη εξίσωση:
I • B • Rh
Vh = ------------------------
b
Όπου:
Vh: η παραγόμενη τάση
I: η ένταση του συνεχούς ρεύματος του στοιχείου
B: η συνιστώσα του μαγνητικού πεδίου η οποία είναι κάθετη στην ένταση του συνεχούς
ρεύματος του στοιχείου Hall
Rh: ο συντελεστής Hall του στοιχείου Hall
b: το πάχος του στοιχείου Hall
|271|
Εικόνα 9.4: Τυπική χρήση της κεφαλής του μετρητή έντασης μαγνητικού πεδίου
|272|
Εικόνα 9.7: Δείκτης μαγνητικού πεδίου Castrol (τύπου ταινίας) ή Ely strips
|273|
10. ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΙ ΕΛΕΓΧΟΙ
Οι λειτουργικοί έλεγχοι σχετίζονται, τόσο με την ποιότητα των υλικών, όσο και με
τη σωστή λειτουργία του συστήματος.
|274|
Η ένταση του ρεύματος που εφαρμόζεται πρέπει να είναι 1.400, 2.500 και 3.400Α.
Ο ελάχιστος αριθμός των οπών που εμφανίζονται είναι τρεις, πέντε και έξι, αντίστοιχα.
Το δοκίμιο πρέπει να εξετάζεται με υπεριώδες ή ορατό φως, ανάλογα με τον τύπο
των μαγνητικών σωματιδίων που εφαρμόζονται. Η δοκιμή αυτή πρέπει να εκτελεστεί στις
τρεις προαναφερθείσες τιμές ρεύματος εφόσον η μονάδα χρησιμοποιηθεί σε αυτές ή
υψηλότερες εντάσεις του ρεύματος. Κατά τον έλεγχο δεν πρέπει να γίνεται υπέρβαση των
τιμών έντασης που αναφέρθηκαν. Αν η δοκιμή δεν αποκαλύπτει τον απαιτούμενο αριθμό
των οπών, ο εξοπλισμός πρέπει να τεθεί εκτός λειτουργίας και η αιτία για την απώλεια της
ευαισθησίας να διορθωθεί. Αυτός ο έλεγχος πρέπει να γίνεται τουλάχιστον μία φορά την
εβδομάδα.
Εικόνα 10.3: Δοκίμιο αναφοράς type 1 με ρηγματώσεις (Grinding cracks, Stress corrosion
cracks)
|275|
10.3 Ποσοτικός δείκτης ποιότητας (quantitative quality indicator - QQI)
Οι δείκτες διεύθυνσης και έντασης του μαγνητικού πεδίου (QQI) είναι δοκίμια για
τη μέθοδο των μαγνητικών σωματιδίων με τεχνητές ασυνέχειες που χρησιμοποιούνται για
την επαλήθευση της διεύθυνσης και της σχετικής έντασης του μαγνητικού πεδίου.
Χρησιμοποιούνται επίσης, για την εξισορρόπηση πεδίων με πολλαπλές κατευθύνσεις
αυξάνοντας την παραγωγικότητα καθώς ελαχιστοποιούν τον αριθμό των μαγνητίσεων.
Επιπρόσθετα, σε συνδυασμό με το γκαουσόμετρο αποτελούν το μοναδικό τρόπο
επαλήθευσης της διαδικασίας ελέγχου σε ένα συγκεκριμένο δοκίμιο. Χρησιμοποιούνται
μόνο με την υγρή μέθοδο και με συνεχή μαγνήτιση και μπορούν να χρησιμοποιηθούν
αρκετές φορές εφόσον καθαρίζονται και αποθηκεύονται με σωστό τρόπο. Μειονέκτημα
τους αποτελεί η εύκολη καταστροφή τους από αδέξιο χειρισμό.
Εικόνα 10.4: Ποσοτικοί δείκτες ποιότητας. Στην κάτω δεξιά εικόνα διακρίνεται η ένδειξη
μετά από την εφαρμογή μαγνητικού πεδίου
|276|
10.4 Δείκτες μαγνητικού πεδίου
Οι νέοι δείκτες μαγνητικού πεδίου χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση της έντασης
και της διεύθυνσης του μαγνητικού πεδίου κατά την εφαρμογή της μεθόδου των
μαγνητικών σωματιδίων. Κατασκευάζονται από χάλυβα ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα σε
δύο πλάκες ορείχαλκου και έχουν σχεδιαστεί για επαναλαμβανόμενη χρήση τόσο με την
υγρή όσο και με την ξηρή μέθοδο. Πληρούν τις απαιτήσεις του προτύπου
ASTM E 1444-11, Παράρτημα A3.
Γενικά, οι νέοι δείκτες μαγνητικού πεδίου παρουσιάζουν ευκολία στη χρήση, είναι
κατάλληλοι για μη αεροναυπηγικές εφαρμογές, είναι πιο ανθεκτικοί από τους δείκτες
διεύθυνσης και έντασης του μαγνητικού πεδίου (QQI) και τέλος είναι κατάλληλοι για
πολλαπλές χρήσεις.
Όπως προαναφέρθηκε, μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο με την υγρή όσο και με
την ξηρή μέθοδο αλλά δεν ενδείκνυται η χρήση τους σε μαγνητικά πεδία πολλαπλών
διευθύνσεων. Επίσης, η ακαμψία τους μπορεί να αποτρέψει την εφαρμογή τους σε
περιπτώσεις που απαιτείται η στενή επαφή της δοκιμαστικής ταινίας με το δοκίμιο.
|277|
11. ΜΕΤΡΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
|278|
7. Χειρισμό και αποθήκευση.
8. Έλεγχο της έκθεσης στο προϊόν και ατομική προστασία.
9. Φυσικές και χημικές ιδιότητες.
10. Σταθερότητα και αντιδρασιμότητα.
11. Τοξικολογικά στοιχεία.
12. Οικολογικά στοιχεία.
13. Στοιχεία σχετικά με τη διάθεση/ εξάλειψη.
14. Στοιχεία σχετικά με τη μεταφορά.
15. Στοιχεία σχετικά με τις κανονιστικές διατάξεις.
16. Άλλα στοιχεία.
|279|
12. Μονάδες μέτρησης, διάγραμμα σιδηρομαγνητικών στοιχείων (Fe, Co, Ni)
Πίνακας 12.1
SI Units SI Units CGS Units
Quantity
(Sommerfeld) (Kennelly) (Gaussian)
Field H A/m A/m Oersteds
Flux Density
B Tesla Tesla Tesla
(Magnetic Induction)
Flux Φ Weber Weber Maxwell
Magnetization Μ A/m - erg/Oe-cm3
Πίνακας 12.2
Conversion between CGS and SI magnetic units
Quantity CGS SI
Magnetic Field H = 1Oe H = 1000/4π A/m
Magnetic Induction B = 1Gauss B = 10-4Tesla
-1 -3
Magnetization M = 1erg Oe cm M = 10-3A/m
|280|
ΒΑΣΙΚΗ
ΑΚΤΙΝΟΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
|281|
|282|
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΤΩΝ
ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΩΝ
Ωστόσο, τα άτομα του Dalton ήταν συμπαγή και αδιαίρετα, κάτι που καταρρίφθηκε
με την ανακάλυψη των πρωτονίων, των ηλεκτρονίων και των νετρονίων, δηλαδή των
υποατομικών σωματιδίων. Σημαντικό σταθμό στην εξέλιξη των επιστημονικών ιδεών για
το άτομο αποτέλεσε η ανακάλυψη του ηλεκτρονίου από τον Thomson στο τέλος του 19ου
αιώνα. Η ανακάλυψη του ηλεκτρονίου ως συστατικού του ατόμου έδειξε ότι το άτομο έχει
εσωτερική δομή και συνεπώς δεν είναι άτμητο. Επειδή η ύλη είναι ηλεκτρικά ουδέτερη,
κατέληξε στο συμπέρασμα ότι και τα άτομα της ύλης είναι ηλεκτρικά ουδέτερα και
επομένως, το άτομο έχει ίσες ποσότητες θετικού και αρνητικού φορτίου. Τέλος, τα
πειράματα έδειξαν ότι η μάζα του τμήματος που είναι θετικά φορτισμένο είναι μεγαλύτερη
από τη μάζα του αρνητικά φορτισμένου τμήματος, δηλαδή των ηλεκτρονίων του ατόμου.
|283|
Εικόνα 1.2: Το άτομο σύμφωνα με το μοντέλο του Thomson
Ο Bohr ανέπτυξε ένα μαθηματικό μοντέλο στηριγμένο στους νόμους της φυσικής,
θεμελιώνοντας και μαθηματικά το ατομικό του πρότυπο. Απέδειξε ότι το «πλανητικό
μοντέλο» του Rutherford για το άτομο ήταν σωστό, αλλά τα ηλεκτρόνια κινούνται σε
«επιτρεπτές» τροχιές συγκεκριμένης ενέργειας. Κάθε μία από τις τροχιές αυτές
συμβολίζεται με έναν ακέραιο αριθμό n, ο οποίος ονομάζεται κβαντικός αριθμός.
Η μικρότερη ακτίνα επιτρεπόμενης τροχιάς του ηλεκτρονίου ονομάζεται ακτίνα του
Bohr και είναι ίση με r1 = 0,53•10-10m.
|284|
Εικόνα 1.4: Το άτομο σύμφωνα με το μοντέλο του Bohr
Οι ακτίνες των άλλων επιτρεπόμενων τροχιών του ηλεκτρονίου δίνονται από την
εξίσωση: rn = n2r1, όπου n είναι ακέραιος θετικός αριθμός ο οποίος, όπως έχει ήδη
αναφερθεί, ονομάζεται κύριος κβαντικός αριθμός και μπορεί να πάρει τιμές από ένα μέχρι
άπειρο: n = 1, 2, 3, …, ∞.
Όταν το ηλεκτρόνιο κινείται στις επιτρεπόμενες τροχιές, έχει ολική ενέργεια που
δίνεται από την εξίσωση: En = E1/n2. Όσο πιο μεγάλη είναι η απόσταση από τον πυρήνα,
τόσο μεγαλύτερη είναι η ενέργεια. Όταν το ηλεκτρόνιο κινείται στην τροχιά με τη
μικρότερη ακτίνα (n = 1), τότε έχει την ελάχιστη ενέργεια, που είναι ίση με E1 = -13,6eV.
Οι τιμές της ενέργειας είναι αρνητικές. Η μεγαλύτερη τιμή της ενέργειας είναι Ε = 0.
Αντιστοιχεί σε n → ∞ και r → ∞ και περιγράφει την κατάσταση κατά την οποία το
ηλεκτρόνιο έχει απομακρυνθεί από το άτομο (ιονισμός). Η φυσική σημασία του αρνητικού
πρόσημου της ολικής ενέργειας είναι ότι απαιτείται προσφορά ενέργειας, για να
απομακρυνθεί το ηλεκτρόνιο σε περιοχή εκτός του ηλεκτρικού πεδίου του πυρήνα.
Σημαντική σημείωση
H σημερινή κοινώς αποδεκτή εικόνα για το άτομο συνοψίζεται ως εξής: η μάζα του
ατόμου είναι συγκεντρωμένη σε έναν πολύ μικρό χώρο που ονομάζεται πυρήνας. Ο
πυρήνας συγκροτείται από πρωτόνια (p), που φέρουν θετικό ηλεκτρικό φορτίο και από
ουδέτερα νετρόνια (n). Ο πυρήνας καθορίζει τη μάζα του ατόμου. Έτσι, η μάζα του ατόμου
είναι το άθροισμα της μάζας των πρωτονίων και νετρονίων (mατόμου = mπρωτονίων + mνετρονίων).
Γύρω από τον πυρήνα και σε σχετικά μεγάλες αποστάσεις απ’ αυτόν, κινούνται τα
ηλεκτρόνια (e), υπό μορφή νέφους, που φέρουν αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο και είναι
υπεύθυνα για τη χημική συμπεριφορά των ατόμων.
|285|
Εικόνα 1.5: H εξέλιξη του ατομικού προτύπου
|286|
Ο ατομικός αριθμός Ζ είναι ο αριθμός των πρωτονίων του πυρήνα ενός ατόμου. Ο
ατομικός αριθμός αποτελεί την ταυτότητα ενός στοιχείου. Ο ατομικός αριθμός εκφράζει
και τον αριθμό των ηλεκτρονίων του ουδετέρου ατόμου και συνεπώς καθορίζει την
ηλεκτρονιακή δομή, η οποία με τη σειρά της διαμορφώνει και τη χημική συμπεριφορά του
στοιχείου.
Το άθροισμα των πρωτονίων και νετρονίων του πυρήνα ενός ατόμου (δηλαδή των
νουκλεονίων) είναι ο μαζικός αριθμός, Α (A = p+n). Ισχύει δηλαδή: Α = Ζ+Ν.
Ένα χημικό στοιχείο απεικονίζεται όπως φαίνεται στη φόρμα που ακολουθεί. Κάτω
αριστερά φαίνεται ο ατομικός του αριθμός, ενώ πάνω αριστερά ο μαζικός του αριθμός. Για
παράδειγμα ο σίδηρος: 5626Fe έχει μαζικό αριθμό 56 και ατομικό αριθμό 26, δηλαδή
περιέχει στον πυρήνα του 26 πρωτόνια και 30 νετρόνια.
Επιπρόσθετα, όταν λέμε ότι ο ατομικός αριθμός του νατρίου (Na) είναι 11,
εννοούμε ότι το άτομο του νατρίου έχει 11 πρωτόνια στον πυρήνα του, αλλά και 11
ηλεκτρόνια γύρω από τον πυρήνα. Επειδή όμως ο ατομικός αριθμός είναι ο καθοριστικός
αριθμός για το είδος του κάθε στοιχείου, μπορούμε να πούμε ότι κάθε άτομο στη φύση που
έχει στον πυρήνα του 11 πρωτόνια, είναι άτομο νατρίου.
Η σύγχρονη μορφή του περιοδικού πίνακα δομείται από οριζόντιες σειρές και
κατακόρυφες στήλες. Κάθε οριζόντια σειρά καταλαμβάνεται από στοιχεία που τα άτομά
τους έχουν «χρησιμοποιήσει» τον ίδιο αριθμό στιβάδων για την κατανομή των
ηλεκτρονίων τους. Οι οριζόντιες αυτές σειρές του πίνακα ονομάζονται περίοδοι. Ο αριθμός
μάλιστα της περιόδου στην οποία ανήκει το στοιχείο, δείχνει τον αριθμό των στιβάδων στις
οποίες έχουν κατανεμηθεί τα ηλεκτρόνια του.
Στον περιοδικό πίνακα, υπάρχουν συνολικά επτά περίοδοι. Κατά μήκος μιας
περιόδου υπάρχει συνήθως βαθμιαία μεταβολή ιδιοτήτων π.χ. κάθε περίοδος (εξαιρείται η
πρώτη) αρχίζει με ένα δραστικό μέταλλο (αλκάλιο) και τελειώνει με ένα αδρανές αέριο
(ευγενές αέριο), έχοντας στην προτελευταία θέση ένα πολύ δραστικό αμέταλλο (αλογόνο).
Δηλαδή, κατά μήκος μιας περιόδου έχουμε ελάττωση του μεταλλικού και αύξηση του
αμέταλλου χαρακτήρα.
Οι λανθανίδες και ακτινίδες, που ανήκουν στην έκτη και έβδομη περίοδο
αντίστοιχα, θα έπρεπε κανονικά να τοποθετηθούν στην ίδια θέση του περιοδικού πίνακα
(εκεί που είναι το λανθάνιο (La) και το ακτίνιο (Ac) αντίστοιχα). Όμως, προκειμένου να
αποφύγουμε το «συνωστισμό» τις τοποθετούμε έξω από το κυρίως «σώμα» του περιοδικού
πίνακα, σε δύο σειρές στο κάτω μέρος του πίνακα.
|287|
Εικόνα 1.6: O περιοδικός πίνακας των στοιχείων
|288|
1.3 Ισότοπα
Πυρήνες που ανήκουν στο ίδιο χημικό στοιχείο και έχουν τον ίδιο αριθμό
πρωτονίων (Ζ) αλλά όχι και τον ίδιο αριθμό νετρονίων (Ν) ονομάζονται ισότοποι. Ο
ατομικός αριθμός χαρακτηρίζει το στοιχείο, ενώ ο µαζικός αριθµός χαρακτηρίζει το
ισότοπο. Με άλλα λόγια, τα ισότοπα είναι άτομα του ίδιου στοιχείου με διαφορετική μάζα.
Συνεπώς, τα ισότοπα του ίδιου στοιχείου έχουν:
ίδιο αριθμό πρωτονίων και ηλεκτρονίων
διαφορετικό αριθμό νετρονίων.
Η ονομασία ισότοπα προέκυψε από το γεγονός ότι αφού τα άτομα αυτά περιέχουν
τον ίδιο αριθμό πρωτονίων στον πυρήνα τους, άρα έχουν ίδιο ατομικό αριθμό (Z),
καταλαμβάνουν την ίδια θέση (τόπο) στον περιοδικό πίνακα. Κλασσικό παράδειγμα
αποτελούν τα ισότοπα του υδρογόνου, όπως φαίνεται και στην Εικόνα 1.8.
Το πρώτο ισότοπο είναι το πρώτιο, το οποίο έχει ένα πρωτόνιο στον πυρήνα του και
κανένα νετρόνιο. Το δεύτερο ισότοπο είναι το δευτέριο, το οποίο έχει ένα πρωτόνιο και ένα
νετρόνιο στον πυρήνα του, ενώ το τρίτο ισότοπο, το τρίτιο έχει ένα πρωτόνιο και δύο
νετρόνια στον πυρήνα του.
Πρέπει να σημειωθεί ότι τα ισότοπα ενός στοιχείου έχουν τον ίδιο αριθμό
ηλεκτρονίων, αφού αυτός στα ουδέτερα άτομα, είναι ίσος με τον αριθμό των πρωτονίων.
Συνεπώς, τα ισότοπα ενός στοιχείου έχουν τις ίδιες χημικές ιδιότητες. Τα ισότοπα ενός
στοιχείου δε βρίσκονται με την ίδια αφθονία στη φύση. Για παράδειγμα, ο άνθρακας (C)
έχει τέσσερα ισότοπα:
Απ’ αυτά το πλέον διαδεδομένο στη φύση είναι ο 126C που απαντάται σε ποσοστό
99%, ενώ τα υπόλοιπα βρίσκονται σε πολύ μικρότερα ποσοστά.
|289|
είδος ατόμων, π.χ. O2, Ν2, O3, Ρ4, ενώ στην περίπτωση των χημικών ενώσεων από δύο ή
περισσότερα είδη ατόμων, π.χ. Η2O, CH4, C12H22O11.
Τα άτομα είναι ηλεκτρικά ουδέτερα, αφού όπως αναφέρθηκε προηγουμένως έχουν
τον ίδιο αριθμό πρωτονίων και ηλεκτρονίων. Τα άτομα όμως μπορούν να μετατραπούν σε
ιόντα με αποβολή ή με πρόσληψη ενός ή περισσοτέρων ηλεκτρονίων. Τα ιόντα των
ατόμων που έχουν θετικό ηλεκτρικό φορτίο, δηλαδή έχουν αποβάλλει ηλεκτρόνια
ονομάζονται κατιόντα, π.χ. Na+ και εκείνα που έχουν αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο, δηλαδή
έχουν προσλάβει ηλεκτρόνια ονομάζονται ανιόντα, π.χ. Cl-.
Επομένως, αν θεωρήσουμε ότι ένα ουδέτερο άτομο έχει τρία (3) πρωτόνια, τέσσερα
(4) νετρόνια και τρία (3) ηλεκτρόνια, το κατιόν του θα αποτελείται από τρία (3) πρωτόνια,
τέσσερα (4) νετρόνια και δύο (2) ηλεκτρόνια, ενώ το ανιόν του από τρία (3) πρωτόνια,
τέσσερα (4) νετρόνια και τέσσερα (4) ηλεκτρόνια.
|290|
1.7 Μηχανισμός παραγωγής και απορρόφησης φωτονίων
Όταν ένα σωματίδιο (π.χ. ηλεκτρόνιο, ιόν ή άτομο) συγκρουστεί με ένα άτομο, που
βρίσκεται για παράδειγμα, στη θεμελιώδη κατάσταση, τότε το ηλεκτρόνιο του ατόμου
μπορεί να απορροφήσει ικανή ποσότητα ενέργειας και να μεταπηδήσει σε τροχιά
μεγαλύτερης ενέργειας, με αποτέλεσμα το άτομο να διεγερθεί. Το διεγερμένο άτομο
επανέρχεται μετά από ελάχιστο χρόνο στη θεμελιώδη κατάσταση. Η επάνοδος αυτή μπορεί
να γίνει είτε με ένα απευθείας άλμα στη θεμελιώδη κατάσταση, με ταυτόχρονη εκπομπή
ενός φωτονίου, είτε με περισσότερα ενδιάμεσα άλματα από τροχιά σε τροχιά, με
ταυτόχρονη εκπομπή περισσότερων φωτονίων. Χαρακτηριστική είναι η Εικόνα 1.9 για το
άτομο του υδρογόνου.
Εικόνα 1.9: (α) Το άτομο του υδρογόνου στη θεμελιώδη κατάσταση πριν από την κρούση με
το ηλεκτρόνιο (β) Το άτομο σε διεγερμένη κατάσταση (γ) Το άτομο επανέρχεται στη
θεμελιώδη κατάσταση εκπέμποντας ένα φωτόνιο
Ας θεωρήσουμε ότι ένα άτομο βρίσκεται στη θεμελιώδη κατάσταση και απορροφά
ένα φωτόνιο, που έχει τόση ενέργεια όση ακριβώς απαιτείται για να μεταπηδήσει ένα
ηλεκτρόνιο από τη κατάσταση που αντιστοιχεί σε κβαντικό αριθμό n = 1 στην κατάσταση
που αντιστοιχεί σε κβαντικό αριθμό n = 2. Μετά από ελάχιστο χρονικό διάστημα, το
διεγερμένο άτομο επανέρχεται στην αρχική κατάσταση εκπέμποντας ένα φωτόνιο, που έχει
μήκος κύματος ίσο με το μήκος κύματος του φωτονίου που απορρόφησε. Επομένως, οι
ενέργειες των δύο φωτονίων είναι ίσες.
Εικόνα 1.10: Το άτομο απορροφά ένα φωτόνιο και μεταβαίνει από τη θεμελιώδη κατάσταση
στην πρώτη διεγερμένη κατάσταση
|291|
1.8 Ακτινοβολία πέδης
1.9 Ακτίνες Χ
Προς το τέλος του 19ου αιώνα ο Γερμανός φυσικός Roentgen μελέτησε τις
ιδιότητες των ηλεκτρονίων που επιταχύνονταν από ηλεκτρικό πεδίο μέσα σε σωλήνα
χαμηλής πίεσης και έπεφταν σε μεταλλικό στόχο. Ο Roentgen παρατήρησε ότι όταν μία
φθορίζουσα ουσία πλησίαζε στο σωλήνα, αυτή ακτινοβολούσε φως, ενώ όταν πλησίαζε ένα
φωτογραφικό φιλμ, αυτό μαύριζε. Υποστήριξε λοιπόν ότι τα φαινόμενα αυτά οφείλονταν
σε ένα νέο άγνωστο και μυστηριώδη τύπο ακτίνων τις οποίες ονόμασε ακτίνες Χ. Το
σύμβολο Χ χρησιμοποιήθηκε από το Roentgen για να δηλώσει την άγνωστη μέχρι τότε
φύση των ακτίνων, όπως στην Άλγεβρα το σύμβολο Χ χρησιμοποιείται για να συμβολίσει
μία άγνωστη ποσότητα. Οι ακτίνες Χ ονομάζονται και ακτίνες Roentgen.
Η συσκευή που χρησιμοποιήθηκε από τον Roentgen αποτελείται από ένα γυάλινο
σωλήνα ο οποίος είναι εφοδιασμένος με δύο ηλεκτρόδια, την άνοδο και την κάθοδο. Η
κάθοδος θερμαίνεται και εκπέμπει ηλεκτρόνια. Όσο μεγαλύτερη είναι η θερμοκρασία της
καθόδου, τόσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των ηλεκτρονίων που εκπέμπονται στη
μονάδα του χρόνου. Μεταξύ της ανόδου και της καθόδου εφαρμόζεται υψηλή τάση, η
οποία επιταχύνει τα ηλεκτρόνια. Ο σωλήνας περιέχει αέριο σε πολύ χαμηλή πίεση (της
τάξης των 10-7atm), ώστε να περιορίζονται οι συγκρούσεις των ηλεκτρονίων με τα μόρια
του αερίου. Τα ηλεκτρόνια προσπίπτουν στην άνοδο με μεγάλη ταχύτητα.
|292|
Εικόνα.1.12: Συσκευή παραγωγής ακτινών Χ
Όταν οι ακτίνες Χ διαπερνούν οποιοδήποτε υλικό, τότε ένα μέρος της ακτινοβολίας
απορροφάται από το υλικό. Η απορρόφηση της ακτινοβολίας εξαρτάται από τη φύση του
υλικού, το μήκος κύματος της ακτινοβολίας και το πάχος του υλικού.
Ειδικότερα:
Όσο μεγαλύτερος είναι ο ατομικός αριθμός (Ζ) των ατόμων του υλικού που
απορροφά την ακτινοβολία, τόσο μεγαλύτερη είναι η απορρόφηση της
ακτινοβολίας.
Όταν οι ακτίνες Χ διαπερνούν μια πλάκα που έχει ορισμένο πάχος, τότε η
απορρόφηση των ακτινών αυξάνεται όσο αυξάνεται το μήκος κύματος της
ακτινοβολίας. Οι ακτίνες Χ που έχουν μικρά μήκη κύματος είναι περισσότερο
διεισδυτικές και ονομάζονται σκληρές ακτίνες, ενώ οι ακτίνες που έχουν μεγάλα
μήκη κύματος είναι λιγότερο διεισδυτικές και ονομάζονται μαλακές ακτίνες.
Όσο μεγαλύτερο είναι το πάχος του υλικού, τόσο μεγαλύτερη είναι και η
απορρόφηση της ακτινοβολίας μέσα στο υλικό αυτό.
Το φάσμα της ακτινοβολίας Χ είναι σύνθετο. Αποτελείται από ένα συνεχές φάσμα
πάνω στο οποίο εμφανίζονται μερικές γραμμές (γραμμικό φάσμα). Τα δύο είδη φάσματος
οφείλονται σε δύο διαφορετικές διεργασίες παραγωγής και εκπομπής των ακτινών Χ.
|293|
1.9.3.1 Γραμμικό φάσμα
|294|
2. ΡΑΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ
Έχει βρεθεί, μετά από πειράματα που πραγματοποιήθηκαν, ότι η ακτίνα του ατόμου
είναι της τάξης των 10-10m και η ακτίνα του πυρήνα μεγέθους τάξης μεταξύ των 10-15 και
10-14m. Ο πυρήνας λοιπόν, έχει ακτίνα μερικές δεκάδες χιλιάδες φορές μικρότερη από την
ακτίνα του ατόμου. Για να γίνει αυτό αντιληπτό, μπορούμε να κάνουμε την εξής
παρομοίωση: το άτομο είναι σαν ένα μεγάλο στάδιο και ο πυρήνας του σαν ένα κεράσι στο
κέντρο του. Συνεπώς, το άτομο είναι σχεδόν άδειο στο εσωτερικό του.
Ο πυρήνας ενός ατόμου διατηρείται σταθερός παρόλο που τα πρωτόνια απωθούνται
μεταξύ τους λόγω του ομώνυμου φορτίου τους. Αυτό οφείλεται στην ισχυρά ελκτική
πυρηνική δύναμη που ασκείται μεταξύ των νουκλεονίων. Έτσι, αντισταθμίζεται η άπωση
των θετικά φορτισμένων πρωτονίων.
|295|
Η ισοδύναμη ενέργεια που αντιστοιχεί στο έλλειμμα μάζας ονομάζεται ενέργεια
σύνδεσης ΕΒ και υπολογίζεται από τη σχέση: EB = (ΔΜ)•c2. Αυτή ακριβώς η ενέργεια
σύνδεσης εκφράζει την ελάχιστη απαιτούμενη ενέργεια που πρέπει να δώσουμε για να
απομακρύνουμε μεταξύ τους τα πρωτόνια και τα νετρόνια που αποτελούν τον πυρήνα,
ώστε να μην υπάρχει καμία αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Αν διαιρέσουμε την ενέργεια
σύνδεσης με το πλήθος των νουκλεονίων, παίρνουμε την ενέργεια σύνδεσης ανά
νουκλεόνιο. Η ενέργεια σύνδεσης ανά νουκλεόνιο μετράει τη σταθερότητα ενός πυρήνα.
Όσο μεγαλύτερη είναι η ενέργεια σύνδεσης ανά νουκλεόνιο, τόσο σταθερότερος είναι ο
πυρήνας.
Η ενέργεια σύνδεσης ανά νουκλεόνιο των περισσότερων πυρήνων κυμαίνεται
μεταξύ των τιμών 7MeV/νουκλεόνιο και 9MeV/νουκλεόνιο, όπως φαίνεται και στην
Εικόνα 2.2. Όπως παρατηρούμε, η ενέργεια σύνδεσης ανά νουκλεόνιο αυξάνεται γρήγορα
στα ελαφριά στοιχεία, έχει ένα πλατύ μέγιστο στην περιοχή με Α = 56 έως Α = 60 περίπου
και μειώνεται αργά στα μεσαίου βάρους και βαριά στοιχεία. Όμως οι διαφορές, αν και
φαίνονται μικρές, είναι σημαντικές. Παρατηρούμε επίσης ότι η αιχμή της καμπύλης στο
Α = 4 δείχνει την ιδιαίτερη σταθερότητα της δομής του σωματίου α.
Εικόνα 2.2: Ενέργεια σύνδεσης ανά νουκλεόνιο με βάση τον ατομικό αριθμό
2.2 Ραδιοϊσότοπα
Είδαμε προηγουμένως ότι ισότοπα ονομάζονται τα άτομα του ίδιου στοιχείου που
έχουν τον ίδιο αριθμό πρωτονίων, αλλά διαφορετικό αριθμό νετρονίων. Υπάρχουν φυσικά
και τεχνητά ισότοπα των χημικών στοιχείων. Με δεδομένο ότι το πρώτο ραδιενεργό
στοιχείο που απομονώθηκε ήταν το ράδιο, όλα τα ισότοπα στοιχείων τα οποία είναι
ραδιενεργά, δηλαδή εμφανίζουν την ιδιότητα της ραδιενέργειας, ονομάζονται
ραδιοϊσότοπα.
|296|
Τα ραδιοϊσότοπα διαφορετικών στοιχείων ονομάζονται ραδιονουκλεΐδια. Για
παράδειγμα το 21Η και το 31Η είναι ραδιοϊσότοπα, ενώ το 21Η και ο 126C είναι
ραδιονουκλεΐδια. Στη φύση απαντώνται τρεις ραδιενεργές σειρές ραδιονουκλεϊδίων: η
σειρά του ουρανίου 238, του θορίου και του ακτινίου.
Σημειώνεται ότι όλα τα στοιχεία με ατομικό αριθμό μεγαλύτερο του βισμουθίου
(ατομικός αριθμός βισμουθίου 83) είναι ραδιενεργά και είναι στοιχεία που προκύπτουν,
είτε από την σχάση του ουρανίου -235 είτε του ουρανίου -238 είτε του θορίου (Th 232).
2.3 Ραδιενέργεια
Οι περισσότεροι από τους πυρήνες, που υπάρχουν στη φύση ή έχουν παραχθεί
τεχνητά στο εργαστήριο, είναι ασταθείς. Διασπώνται δηλαδή σε άλλους πυρήνες οι οποίοι
είναι σταθερότεροι. Η διαδικασία κατά την οποία ένας πυρήνας μετατρέπεται σε έναν άλλο
πυρήνα διαφορετικού στοιχείου ονομάζεται μεταστοιχείωση.
Όταν ένας πυρήνας μετατρέπεται αυθόρμητα σε άλλο πυρήνα, εκλύεται ενέργεια με
ταυτόχρονη εκπομπή ακτινοβολίας. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται ραδιενέργεια. Η
έκλυση της ενέργειας γίνεται συνήθως με έναν από τους τρόπους που περιγράφονται στη
συνέχεια. Σημειώνεται ότι οι έννοιες της εκπομπής σωματιδίων α, σωματιδίων β και
φωτονίων γ, που περιγράφονται παρακάτω, αποδίδονται και ως ακτινοβολίες α, β και γ
αντίστοιχα.
2.3.1 Διάσπαση α
|297|
A
→ A-4Z-2Y+42He
ZX
Ας θεωρήσουμε για παράδειγμα, τη ραδιενεργό διάσπαση α του Ουρανίου (23892U).
238 234 4
92U → 90Th+ 2He
Παρατηρούμε ότι ο αριθμός των πρωτονίων στο αριστερό μέλος είναι ίσος με τον
αντίστοιχο στο δεξιό μέλος (δηλαδή 92 = 90+2), επειδή αυτό επιβάλλει η διατήρηση του
φορτίου. Επίσης ο συνολικός μαζικός αριθμός στο αριστερό μέλος είναι ίσος με τον
αντίστοιχο στο δεξιό μέλος (δηλαδή 238 = 234+4), επειδή αυτό επιβάλλει η διατήρηση του
συνολικού αριθμού των νουκλεονίων.
Σημειώνεται ότι σε μία διάσπαση α, η μάζα του μητρικού πυρήνα είναι μεγαλύτερη
από το άθροισμα των μαζών του θυγατρικού πυρήνα και του σωματίου α. Κατά τη
διάσπαση η διαφορά των μαζών εκδηλώνεται ως κινητική ενέργεια του θυγατρικού πυρήνα
και του σωματίου α.
2.3.2 Διάσπαση β
Είναι το φαινόμενο κατά το οποίο από έναν πυρήνα εκπέμπεται ένα ηλεκτρόνιο
(διάσπαση β-) ή ένα ποζιτρόνιο (διάσπαση β+).
|298|
2.3.2.1 Διάσπαση β-
2.3.2.2 Διάσπαση β+
Τo αντίθετο από την διάσπαση β- συμβαίνει στην διάσπαση β+. Ο μητρικός πυρήνας
διασπάται και μεταστοιχειώνεται σε ένα θυγατρικό και ένα ποζιτρόνιο. Το ποζιτρόνιο είναι
ένα ηλεκτρόνιο με θετικό φορτίο. Ο θυγατρικός πυρήνας έχει ένα πρωτόνιο λιγότερο και
ένα νετρόνιο περισσότερο.
Το ποζιτρόνιο προκύπτει από τη μετατροπή ενός πρωτονίου σε ένα νετρόνιο και ένα
ποζιτρόνιο. Μία χαρακτηριστική περίπτωση διάσπασης β+ είναι η διάσπαση του πυρήνα
του νατρίου ως εξής:
22 22 +
11Na → 10Ne+e +ve
|299|
Δηλαδή κατά τη διάσπαση β+ ο μητρικός πυρήνας ΑΖΧ μεταστοιχειώνεται στο
θυγατρικό ΑΖ-1Χ. Όμοια με τη διάσπαση β-, το γεγονός ότι κατά τη διάσπαση β+ εκπέμπεται
από τον πυρήνα ένα ποζιτρόνιο e+ και ένα νετρίνο ve δε σημαίνει ότι αυτά τα δύο
σωματίδια υπήρχαν μέσα στον πυρήνα. Στην ουσία η πραγματική φύση της διάσπασης β+
είναι η διάσπαση ενός πρωτονίου σε ένα νετρόνιο, ένα ποζιτρόνιο (e+) και ένα νετρίνο του
ηλεκτρονίου (ve) ή συμβολικά: 11p → 10n+e++ve
2.3.3 Διάσπαση γ
2.3.4 Νετρόνια
|300|
2.3.5 Διεισδυτική ικανότητα και θωράκιση των ακτινοβολιών
Σημαντική σημείωση
|301|
Αποτελούν τμήμα του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος και διαδίδονται με την
ταχύτητα του φωτός.
Υπακούουν το νόμο του αντίστροφου τετραγώνου.
Επιδρούν στο φωτογραφικό φιλμ.
Προκαλούν φθορισμό σε κάποια υλικά.
Μπορεί να διαθλαστούν, να πολωθούν και να υποστούν περίθλαση.
Έστω ένα δείγμα από άτομα ραδιενεργού στοιχείου. Ο αριθμός των ραδιενεργών
πυρήνων ελαττώνεται με την πάροδο του χρόνου καθώς αυτοί διασπώνται. Το φαινόμενο
αυτό όμως είναι καθαρά στατιστικό, αφού δε μπορούμε να προβλέψουμε ποιος πυρήνας θα
διασπαστεί και ποια χρονική στιγμή.
Ας υποθέσουμε ότι σε ένα ραδιενεργό δείγμα, στο χρόνο t, παραμένουν
αδιάσπαστοι Ν πυρήνες. Ο αριθμός των πυρήνων ΔΝ που διασπώνται σε χρονικό διάστημα
t+Δt έχει βρεθεί ότι είναι ανάλογος του Ν και του Δt δηλαδή:
ΔΝ = - λ • Ν • Δt
|302|
Έχει βρεθεί ότι σε μια ποσότητα ραδιενεργού υλικού, ο αριθμός των αδιάσπαστων
πυρήνων Ν μετά από χρόνο t δίνεται από την σχέση:
N = N0 • e-λt
Όπου:
Ν0: είναι ο αριθμός των αρχικών αδιάσπαστων ραδιενεργών πυρήνων τη στιγμή που άρχισε
η παρατήρηση
e: είναι η βάση των φυσικών λογαρίθμων και ισούται αριθμητικά με 2,7
Η παραπάνω μαθηματική σχέση ονομάζεται νόμος των ραδιενεργών διασπάσεων.
Αντίστοιχα, ο αριθμός των πυρήνων που έχουν διασπαστεί σε χρόνο t δίνεται από την
σχέση:
N0 - N = N0 (1 - e-λt)
|303|
Εικόνα 2.11: Γραφική απεικόνιση του νόμου των ραδιενεργών διασπάσεων
Εμπέδωση
Το καίσιο Cs 137 έχει χρόνο ημίσειας ζωής Τ1/2 = 30 χρόνια. Αν μια πηγή καισίου
έχει σήμερα ενεργότητα 800GBq, τότε:
Σε 30 χρόνια θα έχει ενεργότητα 400GBq
Σε 60 χρόνια θα έχει ενεργότητα 200GBq κοκ.
|304|
3. ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑΣ ΚΑΙ ΥΛΗΣ
|305|
Εικόνα 3.2: Μηχανισμός αλληλεπίδρασης ακτινοβολίας-ύλης με φωτοηλεκτρικό φαινόμενο
και εκπομπή χαρακτηριστικής ακτινοβολίας
Αν η ενέργεια του φωτονίου είναι σχετικά υψηλή, δηλαδή μεγαλύτερη των 50keV,
τότε πιθανότερη αλληλεπίδραση αποτελεί το φαινόμενο Compton. Τo φωτόνιο αρχικής
ενέργειας Ea αλληλεπιδρά με ένα εξωτερικό ηλεκτρόνιο δίνοντας του μέρος της ενέργειας
του (θυμίζουμε ότι είναι ένα χαλαρά συνδεδεμένο ηλεκτρόνιο). Το ηλεκτρόνιο αυτό
έχοντας περίσσεια ενέργειας εγκαταλείπει το άτομο. Το άτομο ιονίζεται αφού χάνει ένα
ηλεκτρόνιο και φορτίζεται θετικά. Το φωτόνιο συνεχίζει την πορεία του, όμως αλλάζει η
διεύθυνση του, σκεδάζεται και έχει μικρότερη ενέργεια Eτ αφού μέρος της έδωσε στο
ηλεκτρόνιο. Η αλλαγή διεύθυνσης του φωτονίου έχει εύρος από 0 έως 180 μοίρες.
Αν η γωνία σκέδασης είναι 180 μοίρες, τότε λέμε ότι έχουμε οπισθοσκέδαση. Στο
τέλος του φαινομένου έχουμε ένα σκεδασμένο φωτόνιο μικρότερης ενέργειας από την
αντίστοιχη αρχική και ένα ελεύθερο ηλεκτρόνιο το οποίο έχει αποσπαστεί από την
εξωτερική τροχιά του ατόμου.
Με άλλα λόγια, κατά το φαινόμενο Compton, υπάρχει αλλαγή του μήκους κύματος
της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας κατά τη σκέδασή της από φορτισμένα σωματίδια. Το
σκεδαζόμενο τμήμα της ακτινοβολίας έχει μήκος κύματος μεγαλύτερο από το μήκος
κύματος της προσπίπτουσας ακτινοβολίας και άρα μικρότερη συχνότητα. Η μεταβολή του
μήκους κύματος ανάμεσα στην προσπίπτουσα και τη σκεδαζόμενη δέσμη εξαρτάται μόνο
από τη γωνία ανάμεσα στις δύο δέσμες.
|306|
Εικόνα 3.4: Μηχανισμός αλληλεπίδρασης ακτινοβολίας-ύλης μέσω του φαινομένου Compton
Σημειώνεται ότι για να γίνει η παραγωγή του ζεύγους πρέπει η ενέργεια του
φωτονίου να είναι τουλάχιστον ίση με τη συνολική ενέργεια ηρεμίας των δύο σωματιδίων,
δηλαδή στην περίπτωση ηλεκτρονίου-ποζιτρονίου 1,022ΜeV.
|307|
3.2.1 Γεωμετρική εξασθένιση: Σχέση έντασης-απόστασης
Πρόκειται για την εφαρμογή του νόμου του αντιστρόφου τετραγώνου της
απόστασης. Δηλαδή η ένταση της ακτινοβολίας μειώνεται αντιστρόφως ανάλογα με το
τετράγωνο της απόστασης από την πηγή της.
Ισχύει δηλαδή:
r02
Ιx = I0 ---------------
rx2
όπου Ι0 η ένταση της ακτινοβολίας (σε mSv/h) σε απόσταση r0 (σε m) και Ix η ένταση της
ακτινοβολίας (σε mSv/h) στη νέα απόσταση rx (σε m).
Πίνακας 3.1: Ρυθμοί έκθεσης σε απόσταση ενός μέτρου από διάφορε πηγές
Πηγή Αποτέλεσμα στο 1m
R/h/Ci μSv/h/GBq
Κοβάλτιο 60 1,32 357
Καίσιο 134 0,87 235
Καίσιο 137 0,33 89
Ιρίδιο 192 0,48 130
Θούλιο 170 0,0025 0,68
Για την μετατροπή R/h/Ci σε μSv/h/GBq διαιρώ με 0,0037
|308|
Εικόνα 3.7: Γραφική απεικόνιση ρυθμού δόσης-απόστασης
Εμπέδωση 1
Εμπέδωση 2
Ποια είναι η ασφαλής απόσταση εργασίας για μια πηγή Ιr 192 370GBq. Δίνεται ο
ρυθμός δόσης για το Ιr 192 ίσος με 130μSv/h/GBq στο 1m.
Απάντηση
|309|
3.2.2 Εξασθένιση της ακτινοβολίας λόγω αλληλεπίδρασης με την ύλη: Νόμος της
εκθετικής εξασθένισης
Η αλληλεπίδραση είναι τυχαίο γεγονός και μπορούμε να μιλήσουμε μόνο για την
πιθανότητα να συμβεί. Αναφέραμε ήδη, ότι οι παράμετροι που καθορίζουν τον τρόπο
αλληλεπίδρασης της ακτινοβολίας με την ύλη είναι η ενέργεια του φωτονίου και το είδος
του υλικού (ατομικός αριθμός Ζ και πάχος).
Το μέγεθος που περιγράφει την πιθανότητα αλληλεπίδρασης φωτονίου-ύλης ανά
μονάδα μήκους διαδρομής σε αυτή ονομάζεται γραμμικός συντελεστής εξασθένισης μ και
εξαρτάται από την ενέργεια του φωτονίου και το είδος του υλικού (ατομικό αριθμό και
πάχος).
Η πιθανότητα ανά μονάδα διαδρομής για το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο είναι
σημαντικότερη για χαμηλές ενέργειες και υλικά μεγάλης πυκνότητας και μεγάλου
ατομικού αριθμού, η πιθανότητα για το φαινόμενο Compton είναι σημαντικότερη σε
μεσαίες και υψηλές ενέργειες, μεγάλη πυκνότητα αλλά ανεξάρτητη του ατομικού αριθμού,
ενώ η πιθανότητα για δίδυμη γένεση είναι σημαντικότερη για υψηλές ενέργειες
(>1,022ΜeV) και υλικά μεγάλης πυκνότητας και μεγάλου ατομικού αριθμού.
Για να μπορέσουμε να μελετήσουμε μια δέσμη σωματιδίων ή φωτονίων πρέπει να
γνωρίζουμε την ενέργεια και την ένταση της. Ως ένταση μιας δέσμης ορίζεται το πλήθος
των σωματιδίων ή των φωτονίων που περνούν από μια επιφάνεια εμβαδού 1cm2 σε ένα
δευτερόλεπτο (1s). Με άλλα λόγια, αν μια δέσμη φωτονίων έχει ένταση 1.000
φωτόνια/cm2•s αυτό σημαίνει ότι μέσα σε ένα δευτερόλεπτο περνούν από μια επιφάνεια
ενός τετραγωνικού εκατοστού 1.000 φωτόνια.
Ας υποθέσουμε ότι μια δέσμη φωτονίων έχει αρχική ένταση Io και εισέρχεται σε
υλικό πάχους x. Κάποια φωτόνια, σύμφωνα με τους μηχανισμούς που αναλύθηκαν θα
σκεδαστούν, άλλα θα αλληλεπιδράσουν με το υλικό, άλλα θα απορροφηθούν και κάποια
δεν θα αλληλεπιδράσουν.
|310|
Η ένταση Ιx της δέσμης των φωτονίων που εξέρχονται από το υλικό χωρίς να
αλληλεπιδράσουν δίνεται από τη σχέση:
Ix = I0 • e-μx
|311|
Ένα πάχος υποδιπλασιασμού μπορεί να εξασθενίσει την ένταση της ακτινοβολίας
στο μισό. Εάν χρησιμοποιηθούν δύο πάχη υποδιπλασιασμού, η ένταση θα μειωθεί τέσσερις
φορές. Εάν χρησιμοποιηθούν τρία πάχη υποδιπλασιασμού, η ένταση θα μειωθεί εννιά
φορές. Γενικότερα, ν πάχη υποδιπλασιασμού θα μειώσουν την ένταση μιας δέσμης 2ν
φορές.
Η σχέση που συνδέει το πάχος υποδιπλασιασμού με το γραμμικό συντελεστής
εξασθένισης μ είναι:
ΗVL = ln2/μ ή 0,693/μ. Η τελευταία σχέση προκύπτει εύκολα εάν στη σχέση Ix =
I0•e-μx αντικαταστήσουμε όπου x = ΗVL και Ix = I0/2. Αναλυτικότερα, θα έχουμε:
I0/2 = I0•e-μ•ΗVL ή ½ = e-μ•ΗVL ή ln1/2 = lne-μ•ΗVL ή ln1-ln2= -μ•ΗVL•lne. Δεδομένου ότι
ln1 = 0, lne = 1, έχουμε: -ln2 = -μ•ΗVL ή ΗVL = ln2/μ ή ΗVL = 0,693/μ αφού
ln2 = 0,693.
Εμπέδωση 1
Απάντηση
Εμπέδωση 2
Απάντηση
Εμπέδωση 3
Απάντηση
|312|
Έχουμε λοιπόν:
|313|
4. ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΔΟΣΙΜΕΤΡΙΑΣ
|314|
Σημειώνεται ότι το ορατό φως καταλαμβάνει μια πολύ μικρή περιοχή του
φάσματος. Όσο προχωράμε προς τα δεξιά της Εικόνας 4.2, το μήκος κύματος μειώνεται,
άρα η ενέργεια αυξάνεται. Το αντίθετο συμβαίνει όσο προχωράμε προς τα αριστερά. Κάθε
φωτόνιο μιας ακτινοβολίας έχει ενέργεια που δίνεται από τη σχέση E = h•f, όπου f η
συχνότητα και h μια σταθερά, που ονομάζεται σταθερά του Planck και έχει τιμή
h = 6,626•10-34J•s.
|315|
ουράνια σώματα, η ακτινοβολία από το μαγνητικό πεδίο της γης και οι κεραυνοί στην
ατμόσφαιρα αποτελούν επίσης φυσικές πηγές ακτινοβολίας. Σημειώνεται ότι ο ρυθμός
ακτινοβόλησης αυξάνει με το υψόμετρο.
Ως τεχνητές πηγές ακτινοβολίας θεωρούνται τα μηχανήματα παραγωγής
ακτινοβολιών, τα υπολείμματα των πυρηνικών δοκιμών και τα τεχνητά ραδιοϊσότοπα που
χρησιμοποιούνται σε διάφορες εφαρμογές όπως στην ιατρική, στη βιομηχανία και στην
έρευνα.
Εικόνα 4.4: Φυσικές και τεχνητές πηγές ακτινοβολίας και η σχέση της με το υψόμετρο
Έκθεση είναι το μέτρο της ισχύος ενός πεδίου ακτινοβολίας σε κάποιο σημείο.
Κατά την έκθεση σε ιοντίζουσα ακτινοβολία εναποτίθεται ενέργεια στα κύτταρα των
ακτινοβολούμενων ιστών. Η ακτινοβόληση μπορεί να είναι είτε εξωτερική από την
κοσμική ακτινοβολία ή τις ακτινογραφίες, είτε εσωτερική από ραδιοϊσότοπα στη τροφή,
στον αέρα κ.λπ. Σε ό,τι αφορά στην εξωτερική ακτινοβόληση: τα φωτόνια λόγω της
μεγάλης διεισδυτικότητας τους μπορούν να φτάσουν σε μεγάλο βάθος μέσα στο σώμα και
να προκαλέσουν ιοντισμό. Τα ηλεκτρόνια έχουν μικρότερο βάθος διείσδυσης και μπορούν
να προκαλέσουν επιφανειακές βλάβες.
|316|
Μονάδα της έκθεσης στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων είναι το 1Coulomb/kg το
οποίο ισούται με 3,880Roentgens.
E
D = -----------
m
|317|
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί το εξής: η απορροφούμενη δόση είναι
ανεξάρτητη του είδους της ιοντίζουσας ακτινοβολίας που προσβάλλει ένα υλικό. Δηλαδή
αν ακτινοβοληθεί ένα σώμα μάζας 3kg με ακτίνες Χ και απορροφήσει ενέργεια 15Joule, η
απορροφούμενη δόση με βάση τον παραπάνω τύπο θα είναι 15Joule/3kg = 5Gy. Ίδια
ωστόσο θα είναι η απορροφούμενη δόση αν το υλικό ακτινοβοληθεί με ηλεκτρόνια και
απορροφήσει ίδια ποσότητα ενέργειας.
Στην πράξη, επειδή το 1Gy είναι αρκετά μεγάλη μονάδα μέτρησης χρησιμοποιούμε
τα υποπολλαπλάσια του: 1Gy = 103mGy = 106μGy. Αρχικά για να εκτιμηθούν ποσοτικά τα
αποτελέσματα της επίδρασης της ακτινοβολίας θεσπίστηκε μια μονάδα ακτινοβολίας η
οποία ονομάστηκε rad (radiaton absorbed dose). Εκφράζει τη δόση ραδιενέργειας (ή την
ποσότητα ακτινοβολίας γενικότερα) η οποία αποθέτει 0,01J ενέργειας ανά χιλιόγραμμο
μάζας του ιστού που την απορροφά. Ισχύει ότι 1Gy = 100rads ή 1rad = 10-2Gy. Στον ιστό
το 1rad προκαλεί περίπου δύο ιονισμούς σε 1μm3.
Κάθε είδος ακτινοβολίας έχει διαφορετική επίδραση στους ιστούς. Για παράδειγμα,
αν ένας οφθαλμός ακτινοβοληθεί με φωτόνια και απορροφήσει δόση 2Gy και ένας άλλος
οφθαλμός ακτινοβοληθεί με σωματίδια α και απορροφήσει ίδια δόση, οι βιολογικές βλάβες
στη δεύτερη περίπτωση αναμένεται να είναι μεγαλύτερες.
Προκειμένου λοιπόν να ληφθεί υπόψη η βιολογική επιβάρυνση που προκαλεί η
ακτινοβολία σε έναν ιστό, χρησιμοποιείται η έννοια της ισοδύναμης δόσης. Η ισοδύναμη
δόση ΗΤ που έλαβε ένας ιστός Τ, ισούται με το γινόμενο της απορροφούμενης δόσης D με
ένα συντελεστή WR o οποίος εξαρτάται από το είδος της ακτινοβολίας, δηλαδή:
ΗΤ = D • WR
Μονάδα μέτρησης της ισοδύναμης δόσης είναι το 1Sievert (Sv). Σημειώνεται ότι
παλαιότερα, η χρησιμοποιούμενη μονάδα της ισοδύναμης δόσης ήταν το 1rem.
Στην πράξη, επειδή το 1Sv είναι αρκετά μεγάλη μονάδα μέτρησης, χρησιμοποιούμε
τα υποπολλαπλάσια του: 1Sv = 103mSv = 106μSv. Στη βιβλιογραφία χρησιμοποιείται ως
μονάδα της ισοδύναμης δόσης και το 1rem (radiation equivalent mass). Ένα rem είναι η
ποσότητα ακτινοβολίας η οποία επιφέρει ένα συγκεκριμένο βιολογικό αποτέλεσμα. Ένα
rem είναι η απορροφούμενη δόση από έναν ιστό, η οποία έχει την ίδια βιολογική δράση με
ένα rad ακτινών Χ. Σημειώνεται ότι 1Sv = 100rems ή 1rem = 10-2Sv = 10mSv.
|318|
Από τους παραπάνω υπολογισμούς είναι προφανές ότι η βιολογική βλάβη από τα
σωμάτια α είναι εικοσαπλάσια σε σχέση με την αντίστοιχη που προκαλούν τα φωτόνια.
Εμπέδωση 1
Ένας ιστός δέχεται ακτινοβολία γ 2mGy και ακτινοβολία α 1mGy. Πόση είναι η
ισοδύναμη δόση;
Απάντηση
ΗΤ = (2mGy•1)+(1mGy•20) = 22mSv
Εμπέδωση 2
Eeff = HT • WT
ή αναλυτικότερα
Eeff = HT • WT = D • WR • WT
Η ενεργός δόση μετράται σε Sievert (Sv) και αναφέρεται σε ολόσωμη δόση. Στον
Πίνακα 4.3 δίνονται οι τιμές του συντελεστή WT για διάφορους ιστούς. Όσο πιο μεγάλος
είναι ο συντελεστής WT τόσο πιο ραδιοευαίσθητος είναι ένας ιστός. Για παράδειγμα: ο
μυελός των οστών είναι πιο ραδιοευαίσθητος από ότι ο οισοφάγος.
Πίνακας 4.3: Τιμές συντελεστή WT με βάση το είδος του ιστού για τον υπολογισμό
της ενεργού δόσης
Ιστός Συντελεστής WT
Μυελός των οστών, κόλον, πνεύμονες, στομάχι, μαστός,
επινεφρίδια, εξωθωρακική περιοχή, χοληδόχος, καρδιά, νεφροί,
0,12
λεμφικοί αδένες, μύες, επιθήλιο στόματος, πάγκρεας, προστάτης,
λεπτό έντερο, σπλήνας, θύμος αδένας, μήτρα/τράχηλος
Γονάδες 0,08
Ουροδόχος κύστη, οισοφάγος, ήπαρ, θυρεοειδής 0,04
Επιφάνεια οστών, εγκέφαλος, σιελογόνοι αδένες, δέρμα 0,01
|319|
Σημειώνεται ότι στην περίπτωση που ακτινοβοληθούν περισσότερα από ένα όργανα
τότε για να υπολογίσουμε τη συνολική επιβάρυνση προσθέτουμε την ενεργό δόση που
έλαβε το καθένα από αυτά. Πρέπει να τονιστεί το εξής: η διαφορά μεταξύ ισοδύναμης και
ενεργού δόσης είναι ότι η ισοδύναμη δόση λαμβάνει υπόψη το είδος της ακτινοβολίας, ενώ
η ενεργός δόση λαμβάνει υπόψη τόσο το είδος της ακτινοβολίας όσο και το είδος του ιστού
ή του οργάνου που ακτινοβολείται.
Προκειμένου να εμπεδωθεί το παραπάνω, παρατίθεται σχετικό παράδειγμα: Έστω
ότι ένας εργαζόμενος ακτινοβολήθηκε στο θώρακα και στο δέρμα. Υποθέτουμε ότι η
απορροφούμενη δόση ήταν ίδια και στις δύο περιπτώσεις με τιμή 0,02mGy (Η τιμή είναι
αυθαίρετη προκειμένου να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του παραδείγματος). Θέλουμε να
υπολογίσουμε τη συνολική ενεργό δόση που έλαβε ο εργαζόμενος.
Για το θώρακα η ενεργός δόση ήταν:
Eeff = D•WR•WT = 0,02mGy•1•0,12 = 0,0024mSv
ενώ για το δέρμα η ενεργός δόση ήταν:
Eeff = D•WR•WT = 0,02mGy•1•0,04 = 0,0008mSv
Παρατηρούμε λοιπόν ότι ενώ η απορροφόμενη δόση είναι ίδια, οι αντίστοιχες
ενεργές δόσεις διαφέρουν σημαντικά. Η συνολική ενεργός δόση που έλαβε ο εργαζόμενος
είναι το άθροισμα των επιμέρους δόσεων δηλαδή: 0,0024mSv+0,0008mSv = 0,0032mSv.
Ως ρυθμός δόσης ορίζεται η δόση (ενέργεια ανά μονάδα μάζας) στη μονάδα του
χρόνου. Ο ρυθμός δόσης ισούται με:
Δόση
Ρυθμός δόσης = ------------------
Χρόνος
Πίνακας 4.4: Η αύξηση της ενεργότητας οδηγεί σε ανάλογη αύξηση του ρυθμού δόσης
Ρυθμός δόσης στο 1m
Ισότοπο
400GBq 1TBq
Ιr 192 50mSv/h 125mSv/h
Για τις ακτίνες Χ: ο ρυθμός δόσης είναι ανάλογος του ρεύματος της λυχνίας. Έτσι, ο
διπλασιασμός του ρεύματος της λυχνίας οδηγεί σε διπλασιασμό του ρυθμού δόσης.
Σημειώνεται ότι στη βιβλιογραφία αναφέρεται ότι ο μέγιστος στιγμιαίος επιτρεπτός ρυθμός
δόσης είναι 7,5μSv/h.
|320|
4.5.5 Ετήσιες δόσεις από πηγές ακτινοβολίας (φυσικές ή τεχνητές)
Στον Πίνακα 4.5 δίνονται οι ετήσιες δόσεις από διάφορες φυσικές και τεχνητές
πηγές ακτινοβολίας.
Πίνακας 4.5: Ετήσιες δόσεις από διάφορες φυσικές και τεχνητές πηγές ακτινοβολίας
Φυσικές Πηγές mSv/έτος Τεχνητές Πηγές mSv/έτος
Κοσμική
0,39 Ιατρική 0,90
ακτινοβολία
Γήινη
0,46 Ραδιενεργός επίπτωση 0,05
ακτινοβολία
Ραδόνιο 1,30 Καταναλωτικά προϊόντα 0,10
Ραδιονουκλεΐδια
0,23 Πυρηνική ενέργεια 0,03
στο σώμα
Σύνολο 2,40 Σύνολο 1,08
Στον Πίνακα 4.6 δίνονται συγκριτικά οι δόσεις από διάφορες πηγές ακτινοβολίας.
Εμπέδωση
Ένας άνδρας ηλικίας 26 ετών έλαβε κατ’ έτος τις παρακάτω δόσεις:
18→0rem
19→2rem
20→8rem
21→1rem
22→16rem
23→0rem
24→5rem
25→3rem
Ζητείται να υπολογιστεί η αθροιστική δόση που έχει λάβει και να συγκριθεί με την
αντίστοιχη επιτρεπόμενη.
|321|
Απάντηση
Η επιτρεπόμενη δόση είναι 5•(Ν-18) rem δηλαδή 5•(26-18) rem ή 40rem ή 400mSv.
Η αθροιστική δόση είναι (0+2+8+1+16+0+5+3) rem δηλαδή 35rem ή 350mSv.
Παρατηρούμε ότι η αθροιστική δόση υπολείπεται κατά 50mSv της επιτρεπόμενης.
Σε ό,τι αφορά στη θωράκιση: σε γενικές γραμμές, όσο πιο πυκνό είναι ένα υλικό
τόσο μεγαλύτερη θωράκιση παρέχει. Η πιο αποτελεσματική θωράκιση παρέχεται από το
απεμπλουτισμένο ουράνιο. Χρησιμοποιείται κυρίως σε κάμερες ακτίνων γ. Το
απεμπλουτισμένο ουράνιο και άλλα βαρέα μέταλλα όπως το βολφράμιο, είναι πολύ
αποτελεσματικά στη θωράκιση από την ακτινοβολία, επειδή τα άτομα τους είναι
«πακεταρισμένα» πολύ σφικτά. Ο μόλυβδος και το σκυρόδερμα είναι τα πιο συχνά
χρησιμοποιούμενα υλικά θωράκισης, κυρίως επειδή είναι άμεσα διαθέσιμα.
Σε ό,τι αφορά στην απόσταση: όσο πιο μακριά από την πηγή ακτινοβολίας
βρίσκεται ένας εργαζόμενος, τόσο πιο μικρή είναι η δόση που λαμβάνει. Η χρήση
μηχανισμών τηλεχειρισμού ενδείκνυται ως μέτρο προστασίας.
|322|
Σε ότι αφορά στο χρόνο: η δόση της ακτινοβολίας είναι ανάλογη με το χρόνο. Ως εκ
τούτου, ένα άτομο δεν πρέπει να μένει κοντά σε μια πηγή ακτινοβολίας περισσότερο από
όσο χρειάζεται. Εάν ένα όργανο μετράει ρυθμό δόσης 4mR/h σε μια συγκεκριμένη θέση,
τότε ένα άτομο που παραμένει σε αυτή τη θέση για μια ώρα θα εισπράξει συνολική δόση
4mR. Σε ένα διάστημα δύο ωρών, η δόση που θα λάβει θα είναι 8mR. Η εξίσωση που
ακολουθεί είναι χαρακτηριστική:
Εμπέδωση 1
Ένας τεχνικός είναι μέσα σε μια περιοχή για 10 λεπτά και ο μετρητής έχει ένδειξη
5mR/h. Πόση δόση λαμβάνει ο τεχνικός;
Απάντηση
Εμπέδωση 2
Ένας τεχνικός δε θέλει να λαμβάνει δόση περισσότερη από 1,0mR. Ποιος είναι ο
μέγιστος χρόνος που ο τεχνικός μπορεί να μείνει στην περιοχή, αν ο ρυθμός δόσης είναι
5mR/h;
Απάντηση
|323|
5. ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΙΟΝΤΙΖΟΥΣΩΝ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΩΝ
Το μέγεθος που μετράει ένας ανιχνευτής είναι η δόση (mGy, mSv) ή ο ρυθμός
δόσης (mGy/h, mSv/h). Οι ακτινοβολίες που μπορούν να ανιχνευτούν είναι οι ακτινοβολίες
α, β, γ, Χ και νετρονίων. Η ένδειξη των ανιχνευτών είναι είτε ψηφιακή είτε αναλογική, ενώ
η κλίμακα μέτρησης είναι: χαμηλή (0 - 100μSv/h), μεσαία (0 - 10mSv/h) και υψηλή (0 -
10Sv/h)
|324|
Εικόνα 5.1: Απεικόνιση διάταξης ανιχνευτή Geiger-Mueller
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι όταν ενεργοποιηθεί το ηχητικό σήμα σε μια
συσκευή ανίχνευσης δε σημαίνει πάντα ότι η ακτινοβολία έχει υπερβεί τα επιτρεπτά όρια.
Το ηχητικό σήμα ενεργοποιείται είτε αυτόματα με την ανίχνευση ακτινοβολίας είτε όταν
ξεπεραστεί μια τιμή την οποία έχει ρυθμίσει ο χρήστης της συσκευής. Μόνο εάν ο χρήστης
ρυθμίσει τη συσκευή έτσι ώστε να ειδοποιεί όταν υπερβαίνει το επιτρεπτό όριο, υπάρχει
όντως υπέρβαση. Προσοχή απαιτείται κατά το κλείσιμο του ανιχνευτή Geiger-Mueller
αφού η τάση πρέπει να μειώνεται αργά. Σε καμία περίπτωση ο χειριστής δεν πρέπει να
κλείνει απότομα την τάση διότι ο ανιχνευτής καταστρέφεται. Τα ανιχνευτικά συστήματα
Geiger-Mueller βαθμονομούνται βάσει μιας πρότυπης πηγής ακτινοβολίας. Συνήθως η
πηγή αυτή είναι το ραδιοϊσότοπο καίσιο 137. Η ακρίβεια τους είναι της τάξεως του ±15%
και μετρούν την ιοντίζουσα ακτινοβολία σε συμβάντα ανά δευτερόλεπτο (counts/sond).
|325|
5.1.2 Ανιχνευτές σπινθηρισμού
5.1.3 Δοσίμετρα
Εικόνα 5.4: Από αριστερά προς τα δεξιά: α) Δοσίμετρο σώματος β) Δοσίμετρα καρπού
γ) Δοσίμετρα δακτύλου δ) Δοσίμετρα νετρονίων
Σκοπός της ατομικής δοσιμέτρησης είναι η εκτίμηση της ισοδύναμης και της
ενεργού δόσης για τον έλεγχο και τη μείωση της δόσης ακτινοβολίας στους εργαζόμενους,
τη βελτίωση των πρακτικών και μεθόδων που χρησιμοποιούνται σε διάφορες εφαρμογές
και την παρακολούθηση των συστημάτων ακτινοπροστασίας. Επιπρόσθετα, η ατομική
δοσιμέτρηση αποτελεί ένα μέσο πληροφόρησης για τη δόση σε περίπτωση ατυχήματος. Η
τήρηση του Εθνικού Αρχείου Δόσεων προσφέρει στοιχεία στους δοσιμετρούμενους και
στους υπεύθυνους ακτινοπροστασίας για ιατρικούς και νομικούς λόγους.
|326|
Η στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων προσφέρει στοιχεία για την
αξιολόγηση του συστήματος ακτινοπροστασίας μιας χώρας. Η ατομική δοσιμέτρηση από
εξωτερική ακτινοβόληση γίνεται με το ατομικό δοσίμετρο, μια μικρή συσκευή που
συνήθως τοποθετείται στο ύψος του στήθους και χρησιμοποιείται για την καταγραφή της
δόσης που δέχεται ο εργαζόμενος. Στην Ελλάδα δοσιμετρούνται σε μηνιαία βάση, περίπου
10.000 εργαζόμενοι με δοσίμετρα άκρων και 100 εργαζόμενοι με δοσίμετρα νετρονίων.
Εικόνα 5.5: Είδη δοσίμετρων (από αριστερά προς τα δεξιά): α) Δοσίμετρα αμέσου
αναγνώσεως β) Ηλεκτρονικά δοσίμετρα γ) Δοσίμετρα με φιλμ δ) Δοσίμετρα θερμοφωταύγειας
|327|
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένα υλικά θερμοφωταύγειας όπως το
φθοριούχο λίθιο (LiF) με προσμείξεις μαγνησίου (Mg) και τιτανίου (Τi), είναι ισοδύναμα
του ιστού, κάτι που σημαίνει ότι κατά την απορρόφηση της ακτινοβολίας προσομοιάζουν
τον ανθρώπινο ιστό.
Τα δοσίμετρα θερμοφωταύγειας, ανάλογα με την εφαρμογή τους, απαντώνται σε
διάφορες μορφές όπως σκόνης και μικρών κρυστάλλων. Ένα δοσίμετρο αποτελείται από
μία έως τέσσερις παστίλιες δοσιμετρικού υλικού, έναν υποδοχέα όπου τοποθετούνται οι
παστίλιες, μία θήκη με κατάλληλα φίλτρα, τον κωδικό αριθμό του δοσίμετρου και τέλος
μια εξωτερική διαφανή θήκη με κλιπ ή λουράκι για την στερέωσή του στο στήθος ή τον
καρπό του εργαζόμενου.
Το όριο ανίχνευσης ενός δοσίμετρου με LiF είναι 0,01mSv και με Li2B4O7 0,05mSv
ενώ η απόσβεση του σήματος με το χρόνο είναι περίπου 10% μέσα σε ένα τρίμηνο.
Κάθε δοσίμετρο, αφού συναρμολογηθεί και πριν σταλεί στους εργαζομένους για
χρήση, ελέγχεται και βαθμονομείται. Τα διαθέσιμα δοσίμετρα από την Ελληνική Επιτροπή
Ατομικής Ενέργειας (ΕΕΑΕ) είναι:
Το ολόσωμο δοσίμετρο για τις ακτινοβολίες γ ή Χ, το οποίο αποτελείται από μια
διαφανή θήκη, μια δεύτερη θήκη με κατάλληλα φίλτρα, ανοικτό παράθυρο και τον
κωδικό αριθμό, 1 - 4 παστίλιες δοσιμετρικού υλικού (LiF) κατά περίπτωση. Το
χρώμα των δοσίμετρων που αποστέλλονται στους δοσιμετρούμενους αλλάζει κάθε
μήνα ώστε να γίνεται εύκολα αντιληπτή στους εργαζόμενους η αλλαγή τους κάθε
μήνα.
Το δοσίμετρο νετρονίων το οποίο αποτελείται από δύο παστίλιες LiF 600 και δύο
παστίλιες LiF 700. Στην εξωτερική τους θήκη υπάρχει φίλτρο καδμίου (Cd) και
πλαστικό.
Το δοσίμετρο άκρων το οποίο φέρεται στο περικάρπιο και είναι χρώματος μπλε.
Το δοσίμετρο δακτύλων το οποίο τοποθετείται σε ειδική προστατευτική θήκη.
Σημαντική σημείωση
|328|
Το δοσίμετρο τοποθετείται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να φαίνεται ο κωδικός
αριθμός.
Στη πίσω όψη του δοσίμετρου αναγράφεται ο μήνας χρήσης του, ώστε ο
εργαζόμενος να ελέγχει εύκολα αν το δοσίμετρο που φέρει είναι το σωστό.
Το δοσίμετρο δεν πρέπει να καλύπτεται από άλλα αντικείμενα.
Σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης είναι δυνατή η αποστολή του δοσίμετρου στην
ΕΕΑΕ για άμεση μέτρηση κατόπιν συνεννόησης.
Οι παστίλιες που βρίσκονται μέσα στο δοσίμετρο είναι ευαίσθητες. Δεν πρέπει να
έρχονται σε επαφή με τα χέρια ή να βρίσκονται σε περιβάλλον με πολλή ζέστη και
πολύ φως. Τονίζεται ότι θα πρέπει να αποφεύγονται οι μηχανικές κακώσεις.
Το δοσίμετρο είναι προσωπικό. Κάθε εργαζόμενος οφείλει να φορά το δοσίμετρο
που αντιστοιχεί σε αυτόν, σύμφωνα με τις καταστάσεις αποστολής.
Αν ένας υπάλληλος αποχωρήσει, δεν πρέπει να δοθεί το δοσίμετρό του σε άλλο
άτομο, διότι η δόση που τυχόν θα καταγράψει θα χρεωθεί σε αυτόν που αποχώρησε.
Τα δοσίμετρα χορηγούνται κάθε μήνα. Δοσίμετρα παλαιότερα των τριών μηνών δεν
μπορούν να μετρηθούν. Οι καταστάσεις αποστολής πρέπει να παραμένουν στο
αρχείο του συνεργαζόμενου με την ΕΕΑΕ φορέα και να μην επιστρέφονται στο
Τμήμα Δοσιμετρίας.
Σημαντική σημείωση
Εκτίμηση κινδύνου.
Ακτινοβολία λόγω ραδιενεργού πηγής ή ραδιορύπανσης υπάρχει εάν η ένδειξη του
οργάνου είναι 3 - 4 φορές μεγαλύτερη από το φυσικό υπόστρωμα (BKG).
|329|
Συμπερασματικά
Σε ένα πεδίο συμβάντος πάντα έχουμε υπόψη μας τους κινδύνους από ακτινοβολίες.
Ποτέ δεν εισερχόμαστε στο πεδίο ακτινοβολιών χωρίς τον κατάλληλο εξοπλισμό.
Πάντα γνωρίζουμε τη χρήση των οργάνων ανίχνευσης.
Πάντα αντιστοιχίζουμε τη μέτρηση με την επικινδυνότητα και γνωρίζουμε πότε να
αποφύγουμε την πρόσβαση ή την παραμονή σε πεδίο ακτινοβολιών.
Πάντα συμβουλευόμαστε τους ειδικούς σε θέματα ακτινοβολιών.
|330|
6. ΒΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΩΝ
Από πειράματα που έχουν γίνει στο εργαστήριο καθώς και από τις μελέτες των
πυρηνικών βομβαρδισμών στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι έχει βρεθεί ότι η ολόσωμη
ακτινοβόληση με δόση 4Gy είναι ικανή να επιφέρει το θάνατο στο 50% των εκτιθέμενων
μέσα σε εξήντα ημέρες. Εξετάζοντας το θέμα από ενεργειακή άποψη, η θανατηφόρα δόση
των 4Gy αποδίδει στο σώμα ενέργεια λιγότερη από μια κουταλιά ζάχαρη! Με άλλα λόγια
δηλαδή, η ενέργεια που προσλαμβάνει ο οργανισμός δεν γίνεται καν αντιληπτή. Η
επιβλαβής δράση των ιοντιζουσών ακτινοβολιών έγκειται στη βλάβη που επιφέρουν στο
θεμελιώδες δομικό στοιχείο της ζωής, το κύτταρο.
|331|
Τα κύτταρα, εκτός των άλλων, ρυθμίζουν διαδικασίες και αναπαράγονται. Τα
βασικά χημικά στοιχεία που απαντώνται σε ένα κύτταρο είναι ο άνθρακας (C), το
υδρογόνο (H), το οξυγόνο (Ο), το άζωτο (Ν), ο φώσφορος (Ρ) και το θείο (S). Τα κύτταρα
αποτελούνται από οργανικά και ανόργανα συστατικά. Μέσα στο κύτταρο υπάρχουν
πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, λιπίδια, νουκλεϊνικά οξέα (DNA, RNA) και ανόργανες ενώσεις
όπως οξέα και βάσεις.
Η κυριότερη ανόργανη ένωση που υπάρχει στο κύτταρο είναι το νερό. Στον πυρήνα
του κυττάρου βρίσκεται το DNA και σε μεγάλα ποσά το RNA. Ο πυρήνας του κυττάρου
ελέγχει την κυτταρική διαίρεση, τον πολλαπλασιασμό και τις βιοχημικές αντιδράσεις που
πραγματοποιούνται μέσα σε αυτό. Το DNA είναι υπεύθυνο για τη μεταφορά της γενετικής
πληροφορίας και καθοδηγεί τη διαδικασία παραγωγής των πρωτεϊνών. Είναι το κέντρο
πληροφοριών και το βασικότερο συστατικό του κυττάρου. Η δομή του DNA ομοιάζει με
διπλή έλικα. Αποτελείται από συνδυασμούς 4 βάσεων: την αδενίνη (Α), την κυτοσίνη (C),
τη γουανίνη (G) και τη θυμίνη (T) οι οποίες ενώνονται με δεσμούς υδρογόνου.
Εικόνα 6.2: Οι τέσσερις αζωτούχες βάσεις του DNA. Η αδενίνη συνδέεται με τη θυμίνη με
δύο δεσμούς υδρογόνου και η γουανίνη συνδέεται με την κυτοσίνη με τρεις δεσμούς
υδρογόνου
|332|
Εικόνα 6.3: Σχηματική απεικόνιση της διπλής έλικας του DNA
Η ανάπτυξη των οργανισμών, η ανανέωση των ιστών, όπως για παράδειγμα του
δέρματος, η επούλωση μιας πληγής απαιτούν τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό. Τα νέα
κύτταρα που προκύπτουν πρέπει να περιέχουν τον ίδιο αριθμό χρωμοσωμάτων και τις ίδιες
γενετικές πληροφορίες με το αρχικό. Αυτό εξασφαλίζεται στην κυτταρική διαίρεση, με μια
διαδικασία που ονομάζεται μίτωση.
Πριν από την έναρξη της κυτταρικής διαίρεσης, προηγείται η αντιγραφή του DNA
και συνεπώς ο διπλασιασμός της γενετικής πληροφορίας. Μετά την αντιγραφή, κάθε
χρωμόσωμα αποτελείται από τα δύο αντίγραφα του DNA που ονομάζονται αδελφές
χρωματίδες. Αυτές είναι συμμετρικές και όμοιες, επειδή αποτελούνται από ίδια μόρια DNA
και είναι ενωμένες σε μία περιοχή τους, το κεντρομερίδιο. Κατά την έναρξη της μίτωσης
τα χρωμοσώματα συσπειρώνονται και αρχίζουν να μετακινούνται, ώστε να διαταχθούν σε
ένα επίπεδο. Στη συνέχεια, οι δύο αδελφές χρωματίδες κάθε χρωμοσώματος αποχωρίζονται
και απομακρύνονται. Το κυτταρόπλασμα διαιρείται και δημιουργούνται δύο νέα κύτταρα.
Η διαδικασία πραγματοποιείται σε τέσσερα στάδια: την πρόφαση, τη μετάφαση, την
ανάφαση και την τελόφαση. Η μίτωση δηλαδή είναι μια διαδικασία που ευνοεί τη γενετική
σταθερότητα.
|333|
Υπάρχει και ένας άλλος μηχανισμός διαίρεσης, η μείωση, η οποία πραγματοποιείται
στα αναπαραγωγικά κύτταρα. Η έκφραση «τα όμοια γεννούν όμοια» που συνοψίζει τη
βασική αρχή της κληρονομικότητας, ότι οι οργανισμοί μεταβιβάζουν τα χαρακτηριστικά
τους στους απογόνους τους, επιβεβαιώνεται μέσα από τη συγκεκριμένη βιολογική
διαδικασία. Κατά τη διαδικασία της διαίρεσης η γενετική πληροφορία μεταδίδεται από το
μητρικό κύτταρο στο θυγατρικό. Αν κάτι δεν πάει καλά σε αυτή τη διαδικασία, το
θυγατρικό κύτταρο θα είναι δυσλειτουργικό ή νεκρό. Επίσης, αν το μητρικό κύτταρο για
κάποιο λόγο είναι μεταλλαγμένο, τότε το θυγατρικό του θα είναι και αυτό μεταλλαγμένο
αφού είναι πιστό αντίγραφο του.
Η σημασία της μειωτικής διαίρεσης είναι να διατηρηθεί σταθερός ο αριθμός των
χρωμοσωμάτων κατά την αμφιγονική αναπαραγωγή των οργανισμών, από γενιά σε γενιά.
|334|
Ο έμμεσος τρόπος είναι η αλληλεπίδραση της ακτινοβολίας με μόρια του νερού. Η
ακτινοβολία προκαλεί ιοντισμό σχηματίζοντας ελεύθερες ρίζες στο ενδοκυτταρικό
περιβάλλον, οι οποίες είναι πολύ δραστικές. Οι ελεύθερες ρίζες είναι προϊόντα της
ραδιόλυσης του νερού, το οποίο βρίσκεται σε μεγάλες ποσότητες μέσα στο κύτταρο. Οι
ρίζες αυτές προσβάλλουν το DNA και του προκαλούν θραύσεις. Ωστόσο, θραύσεις στην
αλυσίδα του DNA προκαλούνται και από τα άμεσα «χτυπήματα» της ακτινοβολίας.
Τα απλά σπασίματα της έλικας του DNA είναι εφικτό να αποκατασταθούν μέσω
των διορθωτικών μηχανισμών που διαθέτει το κύτταρο. Τα διπλά σπασίματα είναι πολύ
δύσκολο να διορθωθούν, συνεπώς οδηγούν σε μετάλλαξη ή θάνατο του κυττάρου.
Εικόνα 6.7: Απλό και διπλό σπάσιμο της έλικας του DNA από την δράση ελευθέρων ριζών
|335|
Επομένως υπάρχουν τρεις περιπτώσεις που ακολουθούν την ακτινοβόληση του
κυττάρου και αποδίδονται στην Εικόνα 6.8.
ΕΠΙΖΟΝ ΚΥΤΤΑΡΟ
ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΗ
ΒΛΑΒΗΣ
ΑΜΕΣΑ
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΥΤΤΑΡΟΥ
ΑΠΩΤΕΡΑ
(ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΑ)
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
ΤΟ ΚΥΤΤΑΡΟ ΖΕΙ
ΜΕΤΑΛΛΑΓΜΕΝΟ
Εικόνα 6.8: Περιπτώσεις από τα αποτελέσματα της ακτινοβόλησης
|336|
6.3.1 Άμεσα αποτελέσματα
Εικόνα 6.10: Η πιθανότητα εμφάνισης βλάβης αυξάνεται μετά την υπέρβαση της τιμής
«κατωφλίου»
Πίνακας 6.1: Άμεσα αποτελέσματα: βλάβες, συμπτώματα, δόση κατωφλίου και χρόνος
εκδήλωσης
Χρόνος
Βλάβη Συμπτώματα Δόση κατωφλίου
εκδήλωσης
Σύνδρομο
Λεμφοπενία,
αιμοποιητικού 2Gy 24 ώρες
αιμορραγία, αναιμία
συστήματος
Σύνδρομο Ναυτία, εμετός,
γαστρεντερικού διάρροια, έλκη, 7Gy 7 εβδομάδες
συστήματος εντερική αιμορραγία
Εγκεφαλικό οίδημα,
Σύνδρομο κεντρικού μείωση του Θάνατος 1 - 4
50Gy
νευρικού συστήματος ενδοαγγειακού όγκου ημέρες
αίματος
Από τον Πίνακα 6.1 καθίσταται προφανές ότι οι δόσεις κατωφλίου είναι αρκετά
μεγάλες. Αρκεί να ληφθεί υπόψη ότι από μια τυπική ακτινογραφία θώρακος λαμβάνεται
δόση 0,0005Gy ενώ από μια ολόσωμη αξονική τομογραφία 0,015Gy. Με άλλα λόγια, οι
δόσεις από κοινές διαγνωστικές εξετάσεις είναι τουλάχιστον 1.000 φορές μικρότερες από
τις δόσεις κατωφλίου. Υψηλές τιμές δόσης, οι οποίες πλησιάζουν ή ξεπερνούν τις δόσεις
κατωφλίου εμφανίζονται μόνο σε σοβαρά πυρηνικά ατυχήματα, σε απροσεξία κατά το
χειρισμό πολύ ισχυρών ραδιενεργών πηγών και στην ακτινοθεραπεία.
|337|
6.3.2 Απώτερα (στοχαστικά) αποτελέσματα
Πίνακας 6.2: Διάφορα στοχαστικά αποτελέσματα και αύξηση της πιθανότητας εμφάνισης
τους από την ακτινοβολία. Ως φυσιολογική πιθανότητα νοείται η πιθανότητα εμφάνισης της
βλάβης για λόγους άσχετους από την ακτινοβολία
Αύξηση Φυσιολογική
Βλάβη Χρόνος πιθανότητας πιθανότητα
εμφάνισης εμφάνισης
Θανατηφόρος καρκίνος 20 - 30 χρόνια 5% ανά Sv 25%
Μη θανατηφόρος
20 - 30 χρόνια 1% ανά Sv
καρκίνος
Λευχαιμία 8 - 10 χρόνια 5% ανά Sv 0,015%
Γενετικά αποτελέσματα Επόμενες γενεές 1,3% ανά Sv 3 - 6%
Σημειώνεται εδώ ότι οι βλάβες αυτές είναι πιθανό να προκληθούν και από άλλους
παράγοντες άσχετους με την ακτινοβολία (π.χ. το περιβάλλον, τη διατροφή, τον τρόπο
ζωής, την κληρονομικότητα).
Σημαντική σημείωση
|338|
6.4 Συγκριτικές επιπτώσεις ακτινοβολιών
Εικόνα 6.12: Δερματικές βλάβες άκρων εργαζομένου στο Yanango του Περού ο οποίος
εκτέθηκε σε αθωράκιστη πηγή Ir 192 (αριστερά). Βλάβες στα χέρια από υψηλή δόση ακτίνων
Χ (δεξιά)
Οι ακτινοβολίες ενέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για τα παιδιά από ότι για τους
ηλικιωμένους. Χαρακτηριστικός είναι ο Πίνακας 6.4 που ακολουθεί.
|339|
Πίνακας 6.4: Ηλικιακό εύρος και πολλαπλασιαστικός κίνδυνος
Ηλικία ομάδας (χρόνια) Πολλαπλασιαστικός κίνδυνος
<10 x3
10 - 20 x2
20 - 30 x1,5
30 - 50 x0,5
50 - 80 x0,3
80+ Αμελητέος κίνδυνος
Στον Πίνακα 6.5 αναφέρονται ενδεικτικά συμπτώματα από την ακτινοβολία για
διάφορες τιμές ολόσωμης δόσης σε 24ώρη βάση.
Πίνακας 6.5: Παραδείγματα ολόσωμης δόσης σε 24ώρη βάση και συμπτώματα για ένα άτομο
100 - 200Rem
Πρώτη ημέρα Δεν υπάρχουν σαφή συμπτώματα
Πρώτη εβδομάδα Δεν υπάρχουν σαφή συμπτώματα
Δεύτερη εβδομάδα Δεν υπάρχουν σαφή συμπτώματα
Τρίτη εβδομάδα Απώλεια της όρεξης, αίσθημα κακουχίας, πονόλαιμος και διάρροια
400 - 500Rem
Πρώτη ημέρα Ναυτία, εμετός και διάρροια κατά τις πρώτες ώρες
Πρώτη εβδομάδα Τα συμπτώματα μπορεί να συνεχίσουν
Δεύτερη εβδομάδα Τριχόπτωση, απώλεια όρεξης
Αιμορραγία, φλεγμονές στο στόμα και στο λαιμό, διάρροια,
Τρίτη εβδομάδα
ισχνότητα
Τέταρτη εβδομάδα Ραγδαία ισχνότητα και ρυθμός θνησιμότητας περίπου 50%
|340|
7. ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑΣ
Το ISO 3999:2004 αποτελεί το διεθνές πρότυπο για τις συσκευές και το βοηθητικό
εξοπλισμό. Για τις ραδιενεργές πηγές το αντίστοιχο πρότυπο είναι το ISO 2919:2012.
Επιπρόσθετα, για τα δοχεία μεταφοράς (containers) το διεθνές πρότυπο είναι το IAEA TS-
R-1. Σημειώνεται ότι τα πιστοποιητικά των δοχείων μεταφοράς και των ραδιενεργών
πηγών είναι απαραίτητα.
Κατηγορία ΙΙ: η πηγή εξέρχεται από τη συσκευή μέσω ενός οδηγού σωλήνα. Ο
χειρισμός της συσκευής για λόγους ακτινοπροστασίας γίνεται από απόσταση. Η
συγκεκριμένη κατηγορία προσφέρει τη δυνατότητα εφαρμογής της ακτινογραφίας σε
δύσκολα σημεία, ωστόσο απαιτεί αυξημένα μέτρα προστασίας.
|341|
Εικόνα 7.3: Φορητή συσκευή γ ακτινογραφήσεων Κατηγορία IΙ
|342|
Εικόνα 7.6: Απομακρυσμένος χειρισμός συσκευών γ ακτινογραφήσεων
Στο τέλος του οδηγού σωλήνα τοποθετείται ένας κατευθυντήρας (collimator) που
περιορίζει την ακτινοβολία. Ο κατευθυντήρας αποτελεί μια μορφή θωράκισης. Οι
κατευθυντήρες κατασκευάζονται από μόλυβδο, βολφράμιο ή απεμπλουτισμένο ουράνιο,
χρησιμοποιούνται σε πανοραμική ή κατευθυνόμενη λήψη ενώ μειώνουν τις απαιτήσεις
ακτινοπροστασίας.
|343|
Εικόνα 7.8: Έλεγχος της έκθεσης σε ακτινοβολία
|344|
Εικόνα 7.9: Κυλινδρική κάψουλα
Σημαντική σημείωση
|345|
Οι συσκευές ακτίνων Χ είναι κατευθυνόμενης δέσμης (directional) όπου γίνεται
χρήση κατευθυντήρα για τον περιορισμό της δέσμης στην επιθυμητή κατεύθυνση και
πανοραμικής λήψης (panoramic) όπου υπάρχει δυνατότητα λήψης σε γωνία 360ο.
Μπορούμε δηλαδή με μια έκθεση να πετύχουμε πολλαπλές λήψεις. Οι συσκευές ακτίνων Χ
αποτελούνται από μια κονσόλα ελέγχου (keV - mA - χρονοδιακόπτης), συστήματα
ασφάλειας (interlocks), συστήματα προειδοποίησης (warning signals) καθώς και κλειδί
ενεργοποίησης χειριστηρίου.
Για την ασφαλή χρήση εξοπλισμού ακτίνων Χ, η κατεύθυνση της δέσμης πρέπει να
είναι σε διεύθυνση αντίθετη από περιοχές με προσωπικό. Η μονάδα ελέγχου (Control Unit,
Panel) πρέπει να βρίσκεται όσο το δυνατόν μακρύτερα από τη χρήσιμη δέσμη.
Η δόση που λαμβάνει ένας ακτινογράφος εξαρτάται από το μήκος του καλωδίου.
Έτσι λοιπόν, το μήκος του καλωδίου που συνδέει τη μονάδα ελέγχου με τη λυχνία πρέπει
να είναι μεγαλύτερο από:
10m για μονάδα 100keV
15m για μονάδα 200 - 250keV
20m για περισσότερα από 250keV.
Τα προειδοποιητικά σήματα μπορεί να είναι ακουστικά, φωτεινά ή συνδυασμός
αυτών και πρέπει να δίνονται λίγο πριν και κατά τη διάρκεια της ακτινογραφικής έκθεσης,
ώστε να καθίσταται γνωστό ότι η πηγή παραγωγής ακτίνων πρόκειται να ενεργοποιηθεί ή
ότι είναι σε λειτουργία. Τα δύο σήματα πρέπει να είναι διαφορετικά και ευδιάκριτα και να
λειτουργούν αυτόματα. Τα προειδοποιητικά σήματα πρέπει να λειτουργούν κοντά στη
λυχνία (σημείο μέγιστου κινδύνου) και στη μονάδα ελέγχου. Ο εξοπλισμός των ακτίνων Χ
πρέπει να είναι γειωμένος προς αποφυγή περιστατικών ηλεκτροπληξίας.
|346|
Σημαντική σημείωση
Σημαντική σημείωση
|347|
8. ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΚΤΙΝΟΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Η ανακάλυψη των ακτινοβολιών έγινε προς το τέλος του 19ου αιώνα. Το 1895
ανακαλύφθηκε η ακτινοβολία Χ από τον Roentgen, το 1896 ο Becquerel ανακάλυψε τη
φυσική ραδιενέργεια ενώ το 1898 το ζεύγος Curie απομόνωσε το ραδιενεργό πολώνιο και
το ράδιο. Ωστόσο, μετά τις παραπάνω ανακαλύψεις εκτός από τη γνώση και την εμπειρία
που αποκτήθηκε για την αξιοποίηση τους σε διάφορες εφαρμογές, έγινε αντιληπτή η
ικανότητα τους να προκαλούν σοβαρές βλάβες στην υγεία από την αλόγιστη χρήση τους.
Με σκοπό λοιπόν τη μελέτη των βλαπτικών συνεπειών των ακτινοβολιών στον
άνθρωπο και παράλληλα την αναζήτηση μέτρων και κανόνων προστασίας για την
ελαχιστοποίηση τους, ιδρύθηκε το 1928 η Διεθνής Επιτροπή Ακτινολογικής Προστασίας ή
Ακτινοπροστασίας (International Committee on Radiological Protection-ICRP). Έκτοτε και
μέχρι σήμερα, με συστάσεις που εκδίδει κατά καιρούς η συγκεκριμένη επιτροπή,
καθορίζεται διεθνώς η πολιτική σε θέματα ακτινοπροστασίας.
Ως ακτινοπροστασία ορίζεται η επιστήμη που έχει ως αντικείμενο την προστασία
του ανθρώπου και του περιβάλλοντος από τις ακτινοβολίες, με ταυτόχρονη διατήρηση του
οφέλους που προκύπτει από την ορθολογική χρήση τους σε διάφορους τομείς όπως η
βιομηχανία, η υγεία, η ενέργεια και η έρευνα.
Εικόνα 8.1: Οι συστάσεις της ακτινοπροστασίας γίνονται από την ICRP και βασίζονται στα
ερευνητικά αποτελέσματα της UNSCEAR
|348|
Το 1996, ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας (IAEA) υιοθέτησε το
προτεινόμενο από τη Διεθνή Επιτροπή Ακτινολογικής Προστασίας (ICRP) σύστημα
ακτινοπροστασίας και εξέδωσε τα Διεθνή Βασικά Πρότυπα Ασφάλειας για την Προστασία
έναντι των Ιοντιζουσών Ακτινοβολιών (International Basic Safety Standards for Protection
against Ionising Radiation-BSS).
H Ευρωπαϊκή Ένωση με βάση τα Διεθνή Πρότυπα Ασφαλείας (ΒSS), εξέδωσε το
1996 και 1997, δύο οδηγίες (96/29 και 97/43 της Euratom) αναφορικά με την
ακτινοπροστασία του κοινού, των εργαζομένων και των ασθενών αντίστοιχα, οι οποίες
σύμφωνα με τη συνθήκη της Euratom όφειλαν να ενσωματωθούν στη νομοθεσία των
κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το 2001 εξεδόθησαν στη χώρα μας οι ισχύοντες
κανονισμοί ακτινοπροστασίας (ΚΥΑ 1014, ΦΕΚ 216Β΄, 6/3/2001), οι οποίοι εναρμονίζουν
την ελληνική νομοθεσία με τις οδηγίες της Euratom.
Τo 2008, η Διεθνής Επιτροπή Ακτινολογικής Προστασίας (ICRP) δημοσίευσε νέες
συστάσεις (ICRP-103), βασισμένες σε επικαιροποιημένα επιστημονικά δεδομένα
(UNSCEAR, 2000) και στην εμπειρία που αποκομίστηκε διεθνώς από την εφαρμογή των
συστάσεων της από το 1991. Με βάση λοιπόν τις νέες συστάσεις της ICRP άρχισε η
αναθεώρηση, τόσο του διεθνούς, όσο και του Ευρωπαϊκού συστήματος ακτινοπροστασίας.
Στη συνέχεια περιγράφονται συνοπτικά οι αρχές ακτινοπροστασίας, όπως αυτές
προβλέπονται από την ICRP-60 (1991) και εφαρμόζονται στα διεθνή BSS (1996), τις
οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1996-1997) και τους Εθνικούς Κανονισμούς
Ακτινοπροστασίας (2001).
Στην Ελλάδα η εθνική ρυθμιστική αρχή, στους τομείς της ασφάλειας των
ακτινοβολιών και της πυρηνικής ασφάλειας είναι η Ελληνική Επιτροπή Ατομικής
Ενέργειας (ΕΕΑΕ).
Ως σύστημα ακτινοπροστασίας ορίζεται το σύνολο των μέτρων και ελέγχων για την
ανίχνευση και περιορισμό των παραγόντων εκείνων οι οποίοι, κατά τη διάρκεια μιας
οποιασδήποτε πρακτικής, έργου ή δραστηριότητας με ιοντίζουσες ακτινοβολίες ενδέχεται
να αποτελέσουν κίνδυνο για τους εργαζομένους και τον πληθυσμό. Το σύστημα
ακτινοπροστασίας αποσκοπεί στην προστασία ανθρώπων, αγαθών και περιβάλλοντος από
τις επιβλαβείς επιδράσεις των ιοντιζουσών ακτινοβολιών που προέρχονται από τις
ειρηνικές χρήσεις τους.
Τα μέτρα και οι έλεγχοι εφαρμόζονται σε όλες τις πρακτικές που συνεπάγονται
κινδύνους από ιοντίζουσες ακτινοβολίες, οι οποίες εκπέμπονται από φυσικές ή τεχνητές
πηγές ή και από φυσικά ισότοπα στην περίπτωση που αυτά έχουν υποστεί επεξεργασία
λόγω της ιδιότητας τους ως σχάσιμων ή αναπαραγωγικών υλικών. Οι πρακτικές αυτές
αφορούν στην παραγωγή, κατοχή, χρήση, αποθήκευση, εισαγωγή και εξαγωγή,
επεξεργασία, χειρισμό, εμπορία, μεταφορά και απόρριψη ραδιενεργών ουσιών, φυσικών ή
τεχνητών, συμπεριλαμβανομένων των σχάσιμων, κατοχή και χρήση μηχανημάτων
παραγωγής ιοντιζουσών ακτινοβολιών και στη χρήση ηλεκτρικών συσκευών που
εκπέμπουν ιοντίζουσες ακτινοβολίες και περιέχουν μέρη που λειτουργούν σε διαφορά
δυναμικού μεγαλύτερη των 5keV. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο προκειμένου να προβεί
σε οποιαδήποτε πρακτική πρέπει να έχει την ειδική άδεια που προβλέπεται από την κείμενη
νομοθεσία.
Η Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας, αρμόδια για θέματα ακτινοπροστασίας
συντάσσει και μεριμνά για την εφαρμογή των κανονισμών και εισηγείται πρόσθετα μέτρα
οποτεδήποτε κρίνει σκόπιμο, προκειμένου να εξασφαλίζεται ο περιορισμός των ατομικών
και συλλογικών δόσεων, που προκύπτουν από τις τρεις βασικές αρχές:
|349|
α) την αρχή της Αιτιολόγησης
β) την αρχή της Βελτιστοποίησης
γ) την αρχή των Ορίων Δόσεων.
Κάθε εφαρμογή που ενέχει έκθεση ή δυνητική έκθεση ενός ατόμου σε ιοντίζουσα
ακτινοβολία πρέπει να αποφέρει ικανοποιητικό όφελος στα εκτιθέμενα άτομα ή στο
κοινωνικό σύνολο, έτσι ώστε να αντισταθμίζεται η πιθανή βλάβη την οποία αυτή μπορεί να
προκαλέσει. Με άλλα λόγια, οι πρακτικές που αναφέρθηκαν προτού εγκριθούν για πρώτη
φορά πρέπει να κριθούν αιτιολογημένα βάσει κοινωνικο-οικονομικών ή άλλων
πλεονεκτημάτων που παρέχουν σε σχέση με τη βλάβη στην υγεία που μπορεί να
προκαλέσουν.
Μη αιτιολογημένες εκθέσεις απαγορεύονται!
Εικόνα 8.2: Το όφελος από την χρήση ιοντιζουσών ακτινοβολιών πρέπει να είναι
αιτιολογημένο
Κάθε έκθεση που οφείλεται σε μια αιτιολογημένη πρακτική ή μια πηγή πρέπει να
προγραμματίζεται ώστε το μέγεθος των συνεπαγόμενων δόσεων, ο αριθμός των
εκτιθέμενων ατόμων και η πιθανότητα να προκύψουν μη αναμενόμενες εκθέσεις να
διατηρούνται τόσο χαμηλά, όσο είναι λογικά εφικτό. Συνεπώς, όλες οι πηγές παραγωγής
ακτινοβολιών πρέπει να προσφέρουν την καλύτερη δυνατή προστασία και ασφάλεια έτσι
ώστε το μέτρο της ενεχόμενης έκθεσης, η πιθανότητα μη αναμενόμενης έκθεσης και ο
αριθμός των εκτιθέμενων ατόμων να είναι τόσο μικρά, όσο αυτό είναι λογικά εφικτό
λαμβάνοντας υπόψη οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες.
Στο παραπάνω πλαίσιο λοιπόν, καθορίζονται από την Ελληνική Επιτροπή Ατομικής
Ενέργειας γενικά περιοριστικά επίπεδα δόσεων που αφορούν στην προστασία του
πληθυσμού και των εργαζομένων. Για κάθε πηγή καθορίζονται κατά τη φάση σχεδιασμού
από τον υπεύθυνο ακτινοπροστασίας ειδικά περιοριστικά επίπεδα δόσεων, τα οποία
εγκρίνονται από την Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας. Τα περιοριστικά επίπεδα
δόσεων αντιστοιχούν σε τιμές μετρήσιμων μεγεθών που καθορίζονται στη φάση
σχεδιασμού της ακτινοπροστασίας και για κάθε πηγή πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα
αθροιστικά αποτελέσματα από την ετήσια απελευθέρωση περιορίζονται σε τέτοιο βαθμό
ώστε η ενεργός ετήσια δόση να μην υπερβαίνει τα αντίστοιχα όρια δόσεων. Για ολόκληρο
|350|
το σώμα ή για σημαντικό μέρος του, η ετήσια εξωτερική έκθεση συνίσταται να μην
υπερβαίνει τα 5/10 των ορίων δόσης, δηλαδή τα 10mSv για ολόσωμη έκθεση.
Σημειώνεται ότι τα περιοριστικά επίπεδα δόσεων δεν πρέπει να συγχέονται με τα
όρια δόσης τα οποία αναφέρονται στην ατομική δόση που μπορεί να λάβει ένα
μεμονωμένο άτομο από όλες τις πρακτικές που μπορεί να ενέχουν κίνδυνο έκθεσης στο
παρόν και στο άμεσο μέλλον. Η χρήση των περιοριστικών επιπέδων δόσεων εξασφαλίζει
την τήρηση των ορίων δόσεων. Αντίθετα με τα όρια δόσεων των οποίων η υπέρβαση
απαγορεύεται, η υπέρβαση των περιοριστικών επιπέδων δόσεων δεν επιτάσσει την άμεση
απομάκρυνση του εργαζόμενου από την ενασχόληση του με ιοντίζουσες ακτινοβολίες. Στις
συστηματικές υπερβάσεις βέβαια, διενεργείται επανέλεγχος και αναθεώρηση του
συστήματος ακτινοπροστασίας αν τελικώς κριθεί ότι απαιτείται.
Οι ατομικές εκθέσεις σε ακτινοβολία που οφείλονται στο σύνολο των πηγών στα
πλαίσια των εγκεκριμένων πρακτικών, πρέπει να υπόκειται σε όρια δόσεων, η υπέρβαση
των οποίων θεωρείται μη αποδεκτή. Στα όρια αυτά δεν περιλαμβάνονται οι δόσεις που
οφείλονται στην ακτινοβολία από ιατρικές εκθέσεις για διαγνωστικούς και θεραπευτικούς
σκοπούς. Δεν επιτρέπεται η υπέρβαση των ορίων δόσεων που καθορίζονται από τη
νομοθεσία, παρά μόνο σε ειδικές περιπτώσεις και αφού ληφθεί υπόψη η Αρχή της
Αιτιολόγησης.
Τα όρια ενεργού δόσεως θεσπίστηκαν με σκοπό τον περιορισμό του κινδύνου σε
αποδεκτά επίπεδα των επαγγελματικά εκτιθέμενων και των μεμονωμένων ατόμων του
κοινού από τα στοχαστικά αποτελέσματα των ακτινοβολιών.
Άτομα κάτω των 18 ετών και μητέρες που γαλουχούν απαγορεύεται να είναι
επαγγελματικά εκτιθέμενοι εργαζόμενοι. Για ολόσωμη έκθεση το όριο της ενεργού δόσης
επαγγελματικά εκτιθέμενων είναι 20mSv κατά τη διάρκεια ενός έτους και 100mSv σε
περίοδο πέντε συνεχόμενων ετών. Ωστόσο, είναι δυνατόν η ενεργός δόση κατά τη διάρκεια
ενός έτους να φτάνει τα 50mSv με την προϋπόθεση ότι τα πέντε προηγούμενα συνεχόμενα
έτη συμπεριλαμβανομένου και του τρέχοντος, η ενεργός δόση δεν έχει υπερβεί τα 100mSv.
Για μεμονωμένα άτομα του κοινού, το όριο της ενεργού δόσης για ολόσωμη έκθεση
έχει καθοριστεί σε 1mSv κατά τη διάρκεια ενός έτους για το σύνολο των εφαρμοζόμενων
πρακτικών.
Πίνακας 8.1: Όρια δόσεων για επαγγελματικά εκτιθέμενους και για μεμονωμένα άτομα
του κοινού
Εργαζόμενοι Πληθυσμός (κοινό)
20mSv/έτος
Ολόσωμη δόση 1mSv/έτος
(κατά μέσο όρο σε 5 έτη)
Φακός ματιού 150mSv/έτος 15mSv/έτος
Δέρμα 500mSv/έτος 50mSv/έτος
Άκρα 500mSv/έτος -
Εάν με οδηγία της η Ευρωπαϊκή Ένωση καθορίσει νέα όρια, η Ελληνική Επιτροπή
Ατομικής Ενέργειας τα εφαρμόζει με έκδοση νέας Υπουργικής Απόφασης.
|351|
8.3 Ακτινοπροστασία προσωπικού
|352|
Κάθε περιοχή στην οποία ενδέχεται να γίνει υπέρβαση του 1mSv ετησίως και η
οποία δε θεωρείται ελεγχόμενη ζώνη ορίζεται ως επιβλεπόμενη ζώνη. Οι ελάχιστες
απαιτήσεις για τις επιβλεπόμενες περιοχές περιλαμβάνουν την επίβλεψη του
περιβάλλοντος χώρου από τον υπεύθυνο ακτινοπροστασίας, την τοποθέτηση κατάλληλης
σήμανσης για τον τύπο της ζώνης, τη φύση των πηγών και των κινδύνων που απορρέουν
και την έκδοση οδηγιών εργασίας από τον υπεύθυνο ακτινοπροστασίας ανάλογα με τον
κίνδυνο.
8.3.3 Εκτίμηση και εφαρμογή των μέτρων για την ακτινοπροστασία των
εκτιθέμενων εργαζομένων
|353|
την προκαταρκτική αξιολόγηση και τον έλεγχο των σχεδίων εγκαταστάσεων
τον περιοδικό έλεγχο της αποτελεσματικότητας των μέσων και των τεχνικών
προστασίας
την τακτική βαθμονόμηση των οργάνων μέτρησης πεδίων ακτινοβολιών
την έγκριση λειτουργίας νέων ή τροποποιημένων πηγών
τη συστηματική παρακολούθηση της ατομικής δοσιμέτρησης.
Τα αποτελέσματα καταχωρούνται σε ειδικό βιβλίο, θεωρούνται από τον υπεύθυνο
ακτινοπροστασίας και υπόκεινται στον έλεγχο της Ελληνικής Επιτροπής Ατομικής
Ενέργειας.
Το είδος και η συχνότητα εκτίμησης της έκθεσης του χώρου εργασίας καθορίζεται
από τον υπεύθυνο ακτινοπροστασίας. Η εκτίμηση της έκθεσης γίνεται μέσω:
Της παρακολούθησης των χώρων εργασίας και την συλλογική επίβλεψη: το είδος
και η συχνότητα της εκτίμησης της έκθεσης του χώρου εργασίας περιλαμβάνει
μετρήσεις των εξωτερικών ρυθμών δόσης και της ροής των σωματιδίων με ένδειξη
για την φύση τους και την ποιότητα των σχετικών ακτινοβολιών.
Της μέτρησης των ατομικών δόσεων: η Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας
είναι ο αρμόδιος φορέας που συντονίζει την ατομική δοσιμέτρηση του προσωπικού
που ασχολείται επαγγελματικά με τις ιοντίζουσες ακτινοβολίες. Στην περίπτωση
που ο επαγγελματικά εκτιθέμενος έλαβε δόση μεγαλύτερη των 6mSv/έτος, ο
υπεύθυνος ακτινοπροστασίας οφείλει να διευκρινίσει τα αίτια ή να προτείνει τη
λήψη μέτρων.
Τα αποτελέσματα της εκτίμησης των ατομικών δόσεων πρέπει να υποβάλλονται σε
εξουσιοδοτημένο ιατρό. Η Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας τηρεί το επίσημο
αρχείο δόσεων όλων των δοσιμετρούμενων στην ελληνική επικράτεια ενώ κάθε εργοδότης
είναι υποχρεωμένος να παρέχει στην Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας τις
πληροφορίες που ζητούνται.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, βασική αρχή της ακτινοπροστασίας είναι να παρέχει τα
κατάλληλα πρότυπα ασφαλείας στους εμπλεκόμενους, χωρίς ωστόσο να περιορίζει
αδικαιολόγητα τα οφέλη των πρακτικών που προκαλούν την έκθεση σε ακτινοβολίες.
Στόχος της ακτινοπροστασίας είναι η ασφάλεια και η προστασία των ατόμων, της
κοινωνίας και του περιβάλλοντος από τις βλαβερές συνέπειες της ραδιενέργειας, με την
καθιέρωση και τη διατήρηση αποτελεσματικών διαδικασιών ενάντια στους ραδιολογικούς
κινδύνους από τις πηγές ακτινοβολίας.
|354|
Όλα τα παραπάνω εφαρμόζονται: α) στο σχεδιασμό και στην κατασκευή των
εγκαταστάσεων βιομηχανικής ακτινογραφίας β) στο σχεδιασμό, στην κατασκευή, στη
λειτουργία, στη συντήρηση και στον αφοπλισμό των συσκευών παραγωγής ιοντιζουσών
ακτινοβολιών γ) κατά τη μεταφορά, την κατοχή και τη χρήση κλειστών ραδιενεργών
πηγών.
Βασικές συνιστώσες για την παροχή πλήρους ακτινοπροστασίας είναι η ρυθμιστική
αρχή και ο νομοθέτης, ο κατασκευαστής ή ο προμηθευτής του εξοπλισμού, ο υπεύθυνος
ακτινοπροστασίας και η διοίκηση ενός οργανισμού και τέλος οι ακτινογράφοι και οι
βοηθοί τους.
Η ρυθμιστική αρχή και ο νομοθέτης αναπτύσσουν τη σχετική νομοθεσία, εγκρίνουν
και ελέγχουν τις εφαρμοζόμενες πρακτικές, αναπτύσσουν τις σχετικές πολιτικές και
παρέχουν συμβουλές, ενώ προβλέπουν τη διενέργεια περιοδικών ελέγχων.
Ο κατασκευαστής ή ο προμηθευτής του εξοπλισμού σχεδιάζει και κατασκευάζει
ασφαλή εξοπλισμό, σύμφωνα με τις διεθνώς αποδεκτές προδιαγραφές, επιδιορθώνει τις
βλάβες του εξοπλισμού, αναπτύσσει και εφαρμόζει σύστημα διασφάλισης ποιότητας ενώ
δηλώνει στη ρυθμιστική αρχή τις πωλήσεις των πηγών.
Ο υπεύθυνος ακτινοπροστασίας (ή η διοίκηση ενός οργανισμού) λαμβάνει τις
απαραίτητες εγκρίσεις και άδειες από τις αρμόδιες αρχές για την πραγματοποίηση των
ακτινογραφήσεων, παρέχει τις απαραίτητες εγκαταστάσεις, τον εξοπλισμό και την
εκπαίδευση, αναπτύσσει και διανέμει στο προσωπικό τις οδηγίες εργασίας και τις
διαδικασίες έκτακτης ανάγκης, ορίζει με σαφήνεια τις αρμοδιότητες σε σχέση με την
ασφάλεια των πηγών και επιβλέπει την τήρηση των κανονισμών ακτινοπροστασίας.
Οι ακτινογράφοι και οι βοηθοί τους πρέπει να εξοικειώνονται με τον εξοπλισμό, να
ακολουθούν τις πρακτικές ασφαλούς εργασίας, να χρησιμοποιούν τον παρεχόμενο
εξοπλισμό ασφαλείας όπως το προσωπικό δοσίμετρο, να διακόπτουν την εργασία όταν οι
όροι δεν είναι ασφαλείς, να ελέγχουν και να συντηρούν τον εξοπλισμό καθώς και να
επικοινωνούν με τον υπεύθυνο ακτινοπροστασίας.
|355|
8.4.2 Έκδοση αδειών λειτουργίας για εργαστήρια βιομηχανικών ακτινογραφήσεων
|356|
8.4.3 Συγκρότηση και λειτουργία εργαστηρίων
|357|
πρότυπα, πινακίδες με οδηγίες άμεσων ενεργειών για περιπτώσεις ατυχημάτων, μολύβδινα
σκάγια και μολυβδόφυλλα για πρόχειρη θωράκιση της πηγής, σφυρίχτρες για
προειδοποίηση ατόμων που προσεγγίζουν το χώρο ακτινογραφήσεων και τέλος αυτοκίνητο
κλειστό ημιφορτηγό με αντικλεπτικό σύστημα.
Τα τηρούμενα αρχεία ενός εργαστηρίου ακτινογραφήσεων πρέπει να είναι τα
ακόλουθα:
αρχεία ατομικής δοσιμέτρησης προσωπικού
αρχεία πραγματοποιηθεισών ακτινογραφήσεων
αρχεία μεταφοράς πηγών ραδιοϊσοτόπων
αρχεία φόρτισης συσκευών ακτινογράφησης
αρχεία βαθμονόμησης πεδίου ακτινοβολίας
αρχεία ελέγχου συστημάτων ασφάλειας
αρχεία εκπαίδευσης προσωπικού.
|358|
Ο εξουσιοδοτημένος ιατρός ή οι εξουσιοδοτημένες υγειονομικές υπηρεσίες
εργασίας μπορεί να υποδείξουν την ανάγκη ιατρικής επίβλεψης και μετά την παύση της
εργασίας για όσο διάστημα κρίνουν αναγκαίο ώστε, να διαφυλαχθεί η υγεία του
ενδιαφερόμενου ατόμου.
|359|
9. ΕΠΙΤΟΠΙΕΣ ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΗΣΕΙΣ
|360|
θωρακισμένη θέση, η κατάσταση πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ατύχημα οπότε πρέπει να
ακολουθηθούν οι κατάλληλες διαδικασίες.
Είναι σημαντικός ο έλεγχος για την επιστροφή της πηγής στη θέση θωράκισης.
Ειδικότερα, εάν χρησιμοποιούνται ακτίνες Χ, πρέπει να πραγματοποιείται έλεγχος
προκειμένου να βεβαιώνεται ότι η εκπομπή της ακτινοβολίας έχει τερματιστεί.
Έλεγχος της ακτινοβολίας πρέπει να διενεργείται μετά από κάθε έκθεση
προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η πηγή έχει επιστρέψει στην θωρακισμένη θέση ή ότι η
εκπομπή ακτινοβολίας έχει τερματιστεί. Επιπροσθέτως, έλεγχοι πρέπει να εκτελούνται και
μετά την αποθήκευση της συσκευής.
Σημαντική σημείωση
Εικόνα 9.1: Ο καθημερινός έλεγχος του οδηγού σωλήνα, του καλωδίου κίνησης και του
συνδέσμου της πηγής αποτελούν βασικά σημεία της ακτινοπροστασίας
Σημαντική σημείωση
|361|
10. ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΠΗΓΩΝ
|362|
10.2.1 Τύποι δεμάτων μεταφοράς
|363|
Εικόνα 10.3: Δέματα τύπου Α
Γ) Δέμα τύπου B: μέσω αυτού του τύπου δέματος μεταφέρονται μεγάλες ποσότητες
ραδιενεργού υλικού όπως Co 60 ενεργότητας 250TBq. Μπορεί να είναι μεταλλικά βαρέλια
ή τεράστια κοντέινερς με βαριά θωράκιση. Ενέχουν ραδιολογικό κίνδυνο σε αεροπορικό
ατύχημα και γι’ αυτό απαιτείται η εφαρμογή ειδικών προστατευτικών ενεργειών.
Κάθε δέμα πρέπει να φέρει ετικέτες ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκει
με σκοπό την αναγνώριση των δεμάτων που περιέχουν ραδιενεργά υλικά και του
περιεχομένου τους σε περίπτωση ατυχήματος ή καταστροφής, την παροχή οδηγιών
χειρισμού και αποθήκευσης τους, καθώς και ελέγχου της ακτινοβόλησης των μεταφορέων.
Τα δέματα, εκτός των εξαιρούμενων, κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες: Ι-
Λευκό, ΙΙ-Κίτρινο, ΙΙΙ-Κίτρινο και ΙΙΙ-Κίτρινο με αποκλειστική χρήση, με βάση το Δείκτη
Μεταφοράς (Transport Index-TI) και το μέγιστο ρυθμό δόσης σε οποιοδήποτε σημείο στην
επιφάνεια του δέματος. Ο δείκτης μεταφοράς είναι ο μοναδικός αριθμός που δίνεται σε ένα
δέμα, υπερδέμα ή εμπορευματοκιβώτιο ο οποίος χρησιμοποιείται για να ελέγχεται η
|364|
έκθεση σε ακτινοβολία. Όταν ο δείκτης μεταφοράς ικανοποιεί μια κατηγορία και ο
μέγιστος ρυθμός δόσης μια άλλη, στο δέμα δίνεται η μεγαλύτερη κατηγορία δείκτη
μεταφοράς (Transport Index-TI).
Ο δείκτης μεταφοράς δίνεται από την σχέση ΔΜ = μέγιστος ρυθμός δόσης στο 1,0m
(μSv/h)/10 ή ΔΜ = μέγιστος ρυθμός δόσης στο 1,0m (mSv/h)•100. Η τιμή αυτή
στρογγυλοποιείται στο πρώτο δεκαδικό ψηφίο, εκτός αν είναι μικρότερο του 0,05 οπότε
θεωρείται μηδέν.
Πίνακας 10.1: Κατηγορίες δεμάτων με βάση το δείκτη μεταφοράς και το μέγιστο ρυθμό
δόσης στην επιφάνεια
Μέγιστος ρυθμός
Δείκτης
δόσης στην Κατηγορία Σήμανση
μεταφοράς
επιφάνεια
>5μSv/h έως
>0 έως 1 II - Κίτρινο
0,5mSv/h
>0,5mSv/h έως
>1 έως 10 ΙΙΙ - Κίτρινο
2mSv/h
ΙΙΙ-Κίτρινο* (Πρέπει
να μεταφέρεται υπό
>2mSv/h έως
>10 καθεστώς
10mSv/h
αποκλειστικής
χρήσης).
Πρέπει να τονιστεί ότι ο ρυθμός δόσης στην επιφάνεια δεν πρέπει να ξεπερνά ποτέ
τα 10mSv/h για οποιαδήποτε μεταφορά ακόμα και αν μεταφέρονται δέματα υπό συνθήκες
αποκλειστικής χρήσης.
Σε μεταφορές με αποκλειστική χρήση ο ρυθμός δόσης δεν πρέπει να υπερβαίνει τα
2mSv/h σε οποιοδήποτε σημείο της εξωτερικής επιφάνειας του οχήματος,
συμπεριλαμβανομένης της άνω και κάτω επιφανείας ή στην περίπτωση ανοικτού οχήματος,
σε οποιοδήποτε σημείο των κατακόρυφων επιπέδων στα άκρα του οχήματος, στην άνω
επιφάνεια του φορτίου και στην κάτω εξωτερική επιφάνεια του οχήματος και τα 0,1mSv/h
σε οποιοδήποτε σημείο 2m από τις εξωτερικές πλευρικές επιφάνειες του οχήματος ή από τα
αντίστοιχα κατακόρυφα επίπεδα στην περίπτωση μεταφοράς με ανοικτά οχήματα.
|365|
Σύμφωνα με την κείμενη διεθνή και εθνική νομοθεσία δεν επιτρέπεται η μεταφορά
δεμάτων με επιβατικό αεροπλάνο αν το άθροισμα των δεικτών μεταφοράς του συνόλου
των δεμάτων ξεπερνά το 50. Κάθε ετικέτα πρέπει να αναφέρει το περιεχόμενο του δέματος
(ραδιονουκλεΐδιο, κ.ά.), την ενεργότητα και το δείκτη μεταφοράς.
Για την έκδοση μεμονωμένης άδειας για τη μεταφορά μιας ραδιενεργού πηγής για
βιομηχανική χρήση, απαιτείται σχετική αίτηση του ενδιαφερόμενου, ο ορισμός του
υπευθύνου μεταφοράς, η ημερομηνία μεταφοράς, ο καθορισμός της διαδρομής, του τύπου
και αριθμού κυκλοφορίας του οχήματος μεταφοράς, καθώς και στοιχεία του οδηγού και
των επιβαινόντων.
|366|
11. KΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ ΑΠΟ ΡΑΔΙΟΛΟΓΙΚΑ
ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ
|367|
αποκατάστασης για την ανάκτηση του ελέγχου της κατάστασης (iv) το στάδιο μετά
την έκτακτη ανάγκη, ώστε να εξασφαλιστεί η επιστροφή στη φυσιολογική
κατάσταση (v) το στάδιο σύνταξης της αναφοράς, συμπεριλαμβανομένης και της
αξιολόγησης των δόσεων (vi) παραπομπή σε ιατρικούς εμπειρογνώμονες σε
περίπτωση υπερβολικής έκθεσης.
Τον ορισμό των προσώπων που πρόκειται να εφαρμόσουν τα διάφορα στάδια του
σχεδίου.
Τον ορισμό όλων των προσώπων και φορέων με τους οποίους πρέπει να γίνει
επικοινωνία κατά τα διάφορα στάδια του σχεδίου, καθώς και οι σχετικοί
τηλεφωνικοί αριθμοί, φαξ και ηλεκτρονικές διευθύνσεις.
|368|
11.4.1 Γενικές απαιτήσεις
|369|
11.5 Δυνατότητα αποφυγής κατάστασης έκτακτης ανάγκης
Σημαντική σημείωση
Σε περίπτωση ατυχήματος:
δεν αγγίζουμε την πηγή με τα χέρια
ειδοποιούμε τους συναδέλφους
περιφράσσουμε την περιοχή
απομακρύνουμε όλα τα μη εξουσιοδοτημένα άτομα εκτός της οριοθετημένης
περιοχής
αναφέρουμε το ατύχημα σε ένα υπεύθυνο άτομο
δεν θέτουμε σε κίνδυνο τον εαυτό μας για να αντιμετωπίσουμε καταστάσεις
έκτακτης ανάγκης χωρίς να έχουμε επαρκή εκπαίδευση στον τομέα
Σημαντική σημείωση
Διασφάλιση ποιότητας
Το σύστημα διασφάλισης ποιότητας αποτελεί το σύνολο των οδηγιών και
συστηματικών ενεργειών που έχουν ως στόχο τη βελτίωση της λειτουργίας των
βιομηχανικών εργαστηρίων ακτινογράφησης. Ο τελικός στόχος των ενεργειών αυτών είναι
η πραγματοποίηση της ακτινογράφησης με το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα και την
ελάχιστη δυνατή δόση λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους.
|370|
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ
ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ
|371|
|372|
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Είναι γεγονός ότι πολλά μηχανικά επιτεύγματα των τελευταίων ετών οφείλονται
στις δοκιμαστικές μεθόδους των Μη Καταστροφικών Ελέγχων, οι οποίες προσδιορίζοντας
την εσωτερική δομή ενός υλικού, διασφαλίζουν την ικανοποιητική χρήση του χωρίς να το
καταστρέφουν ή να το φθείρουν.
Η ακτινογραφία σήμερα είναι μια από τις πιο σπουδαίες και ευέλικτες μεθόδους των
Μη Καταστροφικών Ελέγχων οι οποίες χρησιμοποιούνται στην σύγχρονη βιομηχανία.
Μέσω της χρήσης ακτίνων υψηλής διεισδυτικότητας όπως οι ακτίνες Χ και γ, αλλά και
άλλων μορφών ακτινοβολίας, η ακτινογραφία παρέχει μια μόνιμη και ορατή απεικόνιση
της εσωτερικής κατάστασης ενός αντικειμένου, δίνοντας πληροφορίες οι οποίες όταν
αξιολογηθούν οδηγούν σε συμπεράσματα σχετικά με τις ασυνέχειες του. Μόνο κατά τη
διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, τα στοιχεία από εκατομμύρια απεικονίσεις σε φιλμ
επέτρεψαν στη βιομηχανία να εξασφαλίσει την αξιοπιστία των προϊόντων της ενώ
ταυτόχρονα παρείχαν την κατάλληλη πληροφόρηση για την πρόληψη ατυχημάτων και κατ’
επέκταση της διάσωσης ανθρώπινων ζωών.
Δεδομένου ότι το οικονομικό όφελος είναι σημαντικό κριτήριο, η αξία της
ακτινογραφίας έγκειται ως ένα βαθμό στη δυνατότητά της να αποφέρει κέρδος στο χρήστη.
Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στις μηχανουργικές εργασίες, καθώς στις γραμμές
παραγωγής επιτρέπονται μόνο αντικείμενα χωρίς ασυνέχειες. Επίσης, είναι ισοδύναμα
σημαντική, όταν οικονομικότερα υλικά ή κατασκευαστικές μέθοδοι μπορούν να
χρησιμοποιηθούν αντί για ακριβότερα και στα οποία η εσωτερική κατάσταση ενός
προϊόντος είναι μια μόνο παράμετρος της ποιότητας. Οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται
από τη χρήση της ακτινογραφίας βοηθούν το μηχανικό στον καλύτερο σχεδιασμό ενός
προϊόντος ενώ διασφαλίζουν την εταιρεία παραγωγής διατηρώντας ένα ενιαίο και υψηλό
επίπεδο ποιότητας στα προϊόντα της. Καθίσταται σαφές λοιπόν, ότι όλα αυτά συντελούν
τόσο στην ικανοποίηση του πελάτη όσο και στην ενδυνάμωση της αξιοπιστίας των
κατασκευαστών.
Η βιομηχανική ακτινογραφία είναι εξαιρετικά ευέλικτη με τεράστιο εύρος
εφαρμογών. Το μέγεθος των αντικειμένων που ελέγχονται ακτινογραφικά μπορεί να
ποικίλει από μέρη μικρο-ηλεκτρονικών εξαρτημάτων έως γιγάντια εξαρτήματα πυραύλων.
Ακτινογραφικός έλεγχος μπορεί να πραγματοποιηθεί πρακτικά σε οποιοδήποτε προϊόν
προέρχεται από γνωστό υλικό καθώς επίσης και σε προϊόντα που προέρχονται από
διαδικασίες επεξεργασίας υλικών (χύτευση, συγκόλληση, σφυρηλασία, έλαση κ.λπ.). Ο
ακτινογραφικός έλεγχος εφαρμόζεται σε οργανικά και ανόργανα υλικά, σε στερεά, υγρά,
ακόμα και αέρια. Η ακτινογράφηση σε βιομηχανικό επίπεδο μπορεί να εφαρμοστεί είτε για
μία περιστασιακή εξέταση ενός ή περισσοτέρων τεμαχίων είτε για την εξέταση
εκατοντάδων δειγμάτων ανά ώρα. Αυτό ακριβώς το ευρύ φάσμα εφαρμογών της οδήγησε
στην ίδρυση ανεξάρτητων επαγγελματικών εργαστηρίων ακτίνων Χ και γ καθώς επίσης και
ακτινογραφικών τμημάτων μέσα στα εργοστάσια παραγωγής.
Η έρευνα και η ανάπτυξη στο πεδίο της ακτινογραφίας για την κάλυψη των διαρκώς
αυξανόμενων και μεταβαλλόμενων αναγκών της βιομηχανίας έχει οδηγήσει στη χρήση και
άλλων πηγών ακτινοβολίας όπως οι γεννήτριες νετρονίων και τα ραδιενεργά ισότοπα.
Επιπλέον, έχουν κατασκευαστεί γεννήτριες ακτίνων Χ πολλών keV οι οποίες παράγουν
εξαιρετικά διεισδυτική ακτινοβολία, νέα και βελτιωμένα φιλμ ακτίνων Χ καθώς και
αυτόματοι επεξεργαστές ενώ αναβαθμίζονται συνεχώς οι εξειδικευμένες τεχνικές
ακτινογραφίας.
|373|
Η χρήση πηγών ισοτόπων και πηγών ακτίνων Χ βρίσκει εφαρμογή σε δύο κυρίως
τομείς της βιομηχανίας, τη μέτρηση ποιοτικών χαρακτηριστικών των υλικών και τη
βιομηχανική ακτινογραφία.
Η μέτρηση ποιοτικών χαρακτηριστικών περιλαμβάνει τη χρήση σταθερών και
φορητών συσκευών με ισότοπα χαμηλής ενεργότητας ή πηγές παραγωγής ακτίνων Χ για τη
γρήγορη μέτρηση συγκεκριμένων ποιοτικών χαρακτηριστικών, όπως η πυκνότητα, το
πάχος του υλικού, η χημική σύσταση, κ.λπ.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η βιομηχανική ακτινογραφία αποτελεί μία από τις
κυριότερες μεθόδους Μη Καταστροφικών Ελέγχων (Non Destructive Testing) και
περιλαμβάνει τους εξής τομείς: τη Βασική Ακτινοπροστασία (Basic Radiation Safety -
BRS), την Ερμηνεία της Ακτινογραφίας (Radiographic Interpretation - RI) και την Τεχνική
της Ακτινογράφησης (Radiographic Testing - RT). Με λίγα λόγια, μέσω της βιομηχανικής
ακτινογραφίας γίνεται χρήση των ιοντιζουσών ακτινοβολιών προκειμένου να ελεγχθεί το
εσωτερικό διαφόρων κατασκευών (σωληνώσεων, μεταλλικών κατασκευών, δεξαμενών,
τοιχωμάτων, κ.λπ.) χωρίς όμως να καταστρέφεται η δομή τους.
Στην Ελλάδα η χρήση της βιομηχανικής ακτινογραφίας ποικίλλει από καθαρά
βιομηχανικές εφαρμογές, όπως o έλεγχος μεταλλικών σωληνώσεων φυσικού αερίου,
δεξαμενών αποθήκευσης ρευστών διαφόρων πυκνοτήτων, μεταλλικών ελασμάτων και
αντικειμένων ή συγκολλητών συνδέσεων, μέχρι για ερευνητικούς σκοπούς, όπως στην
αρχαιολογία για τη διερεύνηση της εσωτερικής κατάστασης αλλά και της χρονολόγησης
ιστορικών ευρημάτων με την μέθοδο της ραδιοχρονολόγησης χρησιμοποιώντας άνθρακα
14 (C 14).
|374|
Η ακτινοβολία που χρησιμοποιείται στην βιομηχανική ακτινογραφία εκπέμπεται
από γεννήτριες παραγωγής ακτίνων Χ ή από πηγές ισοτόπων που παράγουν γ ακτινοβολία
(ραδιενεργά ισότοπα). Η διαδικασία περιλαμβάνει τη ακτινογράφηση του αντικειμένου με
ιοντίζουσες ακτινοβολίες και την αποτύπωση του στο αντίστοιχο μέσο απεικόνισης
(ακτινογραφικό φιλμ στην συμβατική ακτινογραφία, πλάκα φωσφόρου στην ψηφιακή
ακτινογραφία “Computed Radiography - CR” και άκαμπτο επίπεδο πάνελ στην άμεση
ακτινογραφία “ Digital or Direct Radiography - DR”). Η ποιότητα και η ποσότητα της
ακτινοβολίας που διέρχεται μέσα από τα υλικά εξαρτάται από το πάχος του υλικού και την
πυκνότητά του. Επιπρόσθετα, οι διαφορές στην ένταση της διερχόμενης ακτινοβολίας
αποτυπώνονται ως διαφορές αμαύρωσης, δίνοντας στον επιθεωρητή τη δυνατότητα
ελέγχου της εσωτερικής δομής του υλικού για τυχόν ύπαρξη ασυνεχειών, χωρίς ωστόσο
την καταστροφή ή φθορά του αντικειμένου. Τα λεπτότερα πάχη επιτρέπουν την
ευκολότερη διέλευση των ακτινοβολιών και την απεικόνιση στο μέσο αποτύπωσης (φιλμ)
με εντονότερη αμαύρωση (πιο μαύρες περιοχές), ενώ τα παχύτερα τμήματα οδηγούν στην
εξασθένηση των ακτινοβολιών και επομένως στην απεικόνιση πάνω στο μέσο αποτύπωσης
με λιγότερο έντονη αμαύρωση (πιο άσπρες περιοχές). Στην Εικόνα 1.3 απεικονίζεται μία
βασική διάταξη ακτινογραφίας.
Η διεισδυτικότητα της ακτινοβολίας εξαρτάται από το μήκος κύματός της, το οποίο
με τη σειρά του εξαρτάται, για μεν τις ακτίνες Χ από την ονομαστική τάση της λυχνίας
(keV), για δε τις ακτίνες γ από το είδος του ισότοπου. Η ένταση της ακτινοβολίας
εξαρτάται από την ένταση του ρεύματος της λυχνίας (mA) και από την ενεργότητα της
πηγής για τις ακτίνες γ.
Οι ακτινογραφήσεις ανάλογα με τις απαιτήσεις των ελέγχων και του έργου,
μπορούν να πραγματοποιηθούν είτε εντός κλειστού εργαστηρίου είτε επιτόπου στο
εργοτάξιο. Και στις δύο περιπτώσεις απαιτείται η λήψη επιπρόσθετων μέτρων
ακτινοπροστασίας, τα οποία περιγράφονται αναλυτικά και στον ελληνικό κανονισμό
ακτινοπροστασίας της Ελληνικής Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας.
|375|
2. ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΥΛΗΣ
Ωστόσο, τα άτομα του Dalton ήταν συμπαγή και αδιαίρετα, κάτι που καταρρίφθηκε
με την ανακάλυψη των πρωτονίων, των ηλεκτρονίων και των νετρονίων, δηλαδή των
υποατομικών σωματιδίων. Σημαντικό σταθμό στην εξέλιξη των επιστημονικών ιδεών για
το άτομο αποτέλεσε η ανακάλυψη του ηλεκτρονίου από τον Thomson στο τέλος του 19ου
αιώνα. Η ανακάλυψη του ηλεκτρονίου έδειξε ότι το άτομο έχει εσωτερική δομή και
συνεπώς δεν είναι άτμητο. Επειδή η ύλη είναι ηλεκτρικά ουδέτερη, κατέληξε στο
συμπέρασμα ότι και τα άτομα της ύλης είναι ηλεκτρικά ουδέτερα και επομένως, το άτομο
έχει ίσες ποσότητες θετικού και αρνητικού φορτίου. Τέλος, τα πειράματα έδειξαν ότι η
μάζα του τμήματος που είναι θετικά φορτισμένο είναι μεγαλύτερη από τη μάζα του
αρνητικά φορτισμένου τμήματος, δηλαδή των ηλεκτρονίων του ατόμου.
|376|
2.2 Τι ισχύει σήμερα για το άτομο;
H σημερινή κοινώς αποδεκτή εικόνα για το άτομο συνοψίζεται ως εξής: Η μάζα του
ατόμου είναι συγκεντρωμένη σε έναν πολύ μικρό χώρο που ονομάζεται πυρήνας. Ο
πυρήνας συγκροτείται από πρωτόνια (p), που φέρουν θετικό ηλεκτρικό φορτίο και από
ουδέτερα νετρόνια (n). Ο πυρήνας καθορίζει τη μάζα του ατόμου. Επομένως, η μάζα του
ατόμου είναι το άθροισμα της μάζας των πρωτονίων και νετρονίων (mατόμου = mπρωτονίων +
mνετρονίων). Γύρω από τον πυρήνα και σε σχετικά μεγάλες αποστάσεις απ’ αυτόν, κινούνται
τα ηλεκτρόνια (e), υπό μορφή νέφους, τα οποία έχουν αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο και είναι
υπεύθυνα για τη χημική συμπεριφορά των ατόμων.
Στο χώρο που περιβάλλει τον πυρήνα διευθετώνται τα ηλεκτρόνια. Ο χώρος αυτός
καθορίζει το μέγεθος του ατόμου.
Εικόνα 2.3: Το ηλεκτρονιοβόλτ είναι η ενέργεια που μεταβιβάζεται σε ένα ηλεκτρόνιο, όταν
αυτό επιταχύνεται μέσω διαφοράς δυναμικού 1V. Ένα ηλεκτρονιοβόλτ (1eV) ισούται με
1,6•10-19J
|377|
Εικόνα 2.4: Περιοδικός πίνακας στοιχείων
|378|
2.3 Ατομικός αριθμός (Ζ)
Ο ατομικός αριθμός Ζ είναι ο αριθμός των πρωτονίων του πυρήνα ενός ατόμου. Ο
ατομικός αριθμός αποτελεί την ταυτότητα ενός στοιχείου ενώ εκφράζει και τον αριθμό των
ηλεκτρονίων του ουδετέρου ατόμου και συνεπώς καθορίζει την ηλεκτρονιακή δομή, η
οποία με τη σειρά της διαμορφώνει και τη χημική συμπεριφορά του στοιχείου.
Σημειώνεται ότι, όταν λέμε ότι ο ατομικός αριθμός του νατρίου (Na) είναι 11,
εννοούμε ότι το άτομο του νατρίου έχει 11 πρωτόνια στον πυρήνα του. Επειδή όμως ο
ατομικός αριθμός είναι ο καθοριστικός αριθμός για κάθε στοιχείο, μπορούμε να πούμε ότι
κάθε άτομο στη φύση που έχει στον πυρήνα του 11 πρωτόνια είναι άτομο νατρίου.
Το άθροισμα των πρωτονίων και νετρονίων, δηλαδή των νουκλεονίων του πυρήνα
ενός ατόμου είναι ο μαζικός αριθμός, Α (A = p+n). Ισχύει επομένως: Α = Ζ+Ν.
Ένα χημικό στοιχείο απεικονίζεται όπως φαίνεται στην Εικόνα 2.5. Κάτω αριστερά
σημειώνεται ο ατομικός του αριθμός, ενώ πάνω αριστερά ο μαζικός του αριθμός. Για
παράδειγμα ο σίδηρος: 5626Fe έχει μαζικό αριθμό 56 και ατομικό αριθμό 26, δηλαδή
περιέχει στον πυρήνα του 26 πρωτόνια και 30 νετρόνια.
|379|
2.6 Ιονισμός ή ιοντισμός
2.7 Ισότοπα
|380|
τα ισότοπα μπορεί να παρουσιάζουν διαφορετικές φυσικές ιδιότητες όπως για παράδειγμα
στην πυκνότητα.
Ένα ισότοπο καθορίζεται από τον μαζικό του αριθμό, δηλαδή τον αριθμό των
νουκλεονίων. Σημειώνεται ότι τα νετρόνια δεν επηρεάζουν τις χημικές ιδιότητες των
στοιχείων, ωστόσο συντελούν στη διαμόρφωση της τιμής της ατομικής μάζας των ατόμων
των στοιχείων. Αυτό έχει ως συνέπεια τα ισότοπα να διακρίνονται μεταξύ τους από τις
ατομικές μάζες τους. Σημαντική διαφορά μεταξύ των ισοτόπων είναι ότι τα περισσότερα
από αυτά είναι ασταθή, ενώ μερικά μόνο είναι σταθερά. Συνήθως τα ασταθή ισότοπα είναι
ραδιενεργά και γι’ αυτό ονομάζονται και «ραδιοϊσότοπα».
Κάθε ισότοπο προσδιορίζεται από το όνομα του στοιχείου ακολουθούμενο από μία
παύλα και τον μαζικό αριθμό του (π.χ. ήλιο-3, ήλιο-4, άνθρακας-12, άνθρακας-14,
ουράνιο-235, ουράνιο-239 κ.λπ.). Ως χημικό σύμβολο του ισοτόπου χρησιμοποιείται
ομοίως το χημικό σύμβολο του στοιχείου, π.χ. «C» για τον άνθρακα, με δύο αριθμούς στα
αριστερά. Ο αριθμός πάνω αριστερά αποδίδει τον μαζικό αριθμό του ισότοπου ενώ ο
αντίστοιχος κάτω αριστερά τον ατομικό αριθμό του στοιχείου, π.χ. 32He, 42He, 126C, 146C,
92U, και
235 239
92U.
Όπως γίνεται αντιληπτό, ο αριθμός κάτω αριστερά παραμένει σταθερός για το ίδιο
στοιχείο. Επειδή όμως αυτός ο αριθμός είναι γνωστός από το σύμβολο του στοιχείου, τις
περισσότερες φορές παραλείπεται και διατηρείται μόνο ο αριθμός πάνω αριστερά δηλαδή ο
μαζικός αριθμός. Έτσι γίνεται μια απλούστευση για τα παραπάνω όπως δίνεται στη
συνέχεια: 3 He, 4 He, 12 C, 14 C, 235 U και 239 U.
Ο άνθρακας για παράδειγμα έχει τρία ισότοπα 126C, 136C και 146C γνωστά και ως
άνθρακας C 12, άνθρακας C 13 και άνθρακας C 14. Γενικά τα ισότοπα διακρίνονται σε
τρεις βασικές κατηγορίες: τα ραδιενεργά ή ραδιοϊσότοπα, τα αρχέγονα ισότοπα και τα
σταθερά ισότοπα. Το απλούστερο άτομο είναι το ισότοπο του υδρογόνου, πρώτιο, το οποίο
έχει ατομικό αριθμό 1 και μαζικό αριθμό 1. Αποτελείται δηλαδή από ένα πρωτόνιο και ένα
ηλεκτρόνιο. Το ισότοπο του υδρογόνου το οποίο αποτελείται από ένα νετρόνιο επιπλέον
ονομάζεται δευτέριο ή υδρογόνο H 2. Το ισότοπο του υδρογόνου το οποίο αποτελείται από
3 νετρόνια ονομάζεται τρίτιο ή υδρογόνο H 3.
Υπάρχουν φυσικά και τεχνητά ισότοπα των χημικών στοιχείων. Με δεδομένο ότι το
πρώτο ραδιενεργό στοιχείο που απομονώθηκε ήταν το ράδιο, όλα τα ισότοπα στοιχείων τα
οποία είναι ραδιενεργά, δηλαδή εμφανίζουν την ιδιότητα της ραδιενέργειας, ονομάζονται
ραδιοϊσότοπα.
Τα ραδιοϊσότοπα διαφορετικών στοιχείων ονομάζονται ραδιονουκλεΐδια. Για
παράδειγμα το 21Η και το 31Η είναι ραδιοϊσότοπα ενώ το 21Η και ο 126C είναι
ραδιονουκλεΐδια. Στη φύση απαντώνται τρεις ραδιενεργές σειρές ραδιονουκλεϊδίων: η
σειρά του ουρανίου 238, του θορίου και του ακτινίου.
Σημειώνεται ότι όλα τα στοιχεία με ατομικό αριθμό μεγαλύτερο του βισμουθίου
(ατομικός αριθμός βισμουθίου 83) είναι ραδιενεργά και είναι στοιχεία που προκύπτουν είτε
από την σχάση του ουρανίου-235 είτε του ουρανίου-238 είτε του θορίου-232. Στη
βιομηχανική ακτινογραφία χρησιμοποιούνται κυρίως τα ραδιοϊσότοπα του κοβαλτίου-60,
του ιριδίου-192 και του σεληνίου-75. Σημειώνεται ότι τo κοβάλτιο-60 παράγεται με
βομβαρδισμό του κοβαλτίου-59 με νετρόνια μέσα σε αντιδραστήρα. Ομοίως, το ιρίδιο-192
παράγεται με βομβαρδισμό του ιριδίου-191 με νετρόνια.
|381|
Εικόνα 2.6: Φυσικά ραδιονουκλεΐδια: ραδιενεργή σειρά του θορίου
|382|
Το διεγερμένο άτομο παραμένει στην κατάσταση διέγερσης για ελάχιστο χρονικό
διάστημα (της τάξης του 10-8s) και επανέρχεται στη θεμελιώδη κατάσταση. Η επάνοδος
του ηλεκτρονίου στη θεμελιώδη κατάσταση μπορεί να γίνει είτε απευθείας με ένα άλμα,
οπότε εκπέμπεται ένα φωτόνιο, είτε με περισσότερα διαδοχικά άλματα, οπότε εκπέμπονται
τόσα φωτόνια όσα και τα άλματα που πραγματοποιεί. Η ακτινοβολία που εκπέμπεται είναι
διαφορετική από άτομο σε άτομο και είναι χαρακτηριστική του είδους του ατόμου. Για τον
λόγο αυτό ονομάζεται χαρακτηριστική ακτινοβολία. Με άλλα λόγια, ανιχνεύοντας την
ακτινοβολία αυτή, μπορούμε να προσδιορίσουμε το είδος του ατόμου που την εξέπεμψε.
2.10 Ραδιενέργεια
Οι περισσότεροι από τους πυρήνες που υπάρχουν στη φύση ή έχουν παραχθεί
τεχνητά στο εργαστήριο, είναι ασταθείς. Διασπώνται δηλαδή σε άλλους πυρήνες οι οποίοι
είναι σταθερότεροι. Η διαδικασία κατά την οποία ένας πυρήνας μετατρέπεται σε έναν άλλο
πυρήνα διαφορετικού στοιχείου ονομάζεται μεταστοιχείωση. Όταν ένας πυρήνας
μετατρέπεται αυθόρμητα σε άλλον πυρήνα, εκλύεται ενέργεια με ταυτόχρονη εκπομπή
ακτινοβολίας. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται ραδιενέργεια.
Στις σειρές διασπάσεως 238U => 206Pb, 235U => 207Pb και 232Th => 208Pb, που
αποτελούν τη βάση για τρεις διαφορετικές και ανεξάρτητες μεθόδους προσδιορισμού της
ηλικίας γεωλογικών σχηματισμών, παράγονται αρκετά σωματίδια α και β, σε μία
ακολουθία ενδιάμεσων ραδιενεργών προϊόντων.
|383|
Ένα τέτοιο παράδειγμα δίνεται στην Εικόνα 2.6, όπου μπορεί κανείς να διακρίνει
ότι όταν το μητρικό ραδιενεργό 238U (ατομικός αριθμός 92, μαζικός αριθμός 238)
διασπάται, εκπέμπει οκτώ σωματίδια α και έξι σωματίδια β πριν μετατραπεί στο σταθερό
θυγατρικό 206Pb (ατομικός αριθμός 82, μαζικός αριθμός 206). Αυτό φυσικά επιτυγχάνεται
με τις διαδοχικές μετατροπές σε διάφορα στοιχεία. Εκπομπή οκτώ σωματιδίων α σημαίνει
εκπομπή 8•2 = 16 πρωτονίων και 8•2 = 16 νετρονίων, δηλαδή συμβαίνει μείωση του
μαζικού αριθμού του μητρικού ισοτόπου κατά 32 και του ατομικού του αριθμού κατά 16.
Ομοίως, εκπομπή έξι σωματιδίων β σημαίνει εκπομπή έξι ηλεκτρονίων από τον πυρήνα
του, που έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του ατομικού αριθμού κατά έξι χωρίς ωστόσο να
μεταβάλλεται ο μαζικός αριθμός. Έχουμε δηλαδή συνολικά μείωση του μαζικού αριθμού
κατά 32 (238 => 206) και του ατομικού αριθμού κατά 10 (92 => 82).
Εικόνα 2.7: Σειρά ραδιενεργού διάσπασης στο πιο κοινό ισότοπο του ουρανίου (U 238).
Πριν τη δημιουργία του τελικού προϊόντος της διάσπασης (Pb 206) παράγονται διάφορα
ισότοπα ως ενδιάμεσα προϊόντα
|384|
Εικόνα 2.8: Ραδιενεργός διάσπαση α του ουρανίου 23892U
Επίσης ο συνολικός μαζικός αριθμός στο αριστερό μέλος είναι ίσος με τον
αντίστοιχο στο δεξί μέλος (δηλαδή 238 = 234+4), επειδή αυτό επιβάλλει η διατήρηση του
συνολικού αριθμού των νουκλεονίων.
Σημειώνεται ότι όταν συμβαίνει μία διάσπαση α, η μάζα του μητρικού πυρήνα είναι
μεγαλύτερη από το άθροισμα των μαζών του θυγατρικού πυρήνα και του σωματίου α.
Κατά τη διάσπαση, η διαφορά των μαζών εκδηλώνεται ως κινητική ενέργεια του
θυγατρικού πυρήνα και του σωματίου α.
Τα σωματίδια α χαρακτηρίζονται από μικρή διεισδυτικότητα και χαμηλή ταχύτητα
της τάξεως περίπου των 16.000Km/s με μία μέση διαδρομή μόνο μερικά εκατοστά στον
αέρα μέχρι να ακινητοποιηθούν.
2.14 Διάσπαση β
Είναι το φαινόμενο κατά το οποίο εκπέμπεται από τον πυρήνα ένα ηλεκτρόνιο
(διάσπαση β-) ή ένα ποζιτρόνιο (διάσπαση β+).
2.15 Διάσπαση β-
|385|
Εικόνα 2.10: Διάσπαση β-
2.16 Διάσπαση β+
Τo αντίθετο από την διάσπαση β- συμβαίνει στην διάσπαση β+. Ο μητρικός πυρήνας
διασπάται και μεταστοιχειώνεται σε ένα θυγατρικό και ένα ποζιτρόνιο. Το ποζιτρόνιο είναι
ένα ηλεκτρόνιο με θετικό φορτίο. Ο θυγατρικός πυρήνας έχει ένα πρωτόνιο λιγότερο και
ένα νετρόνιο περισσότερο.
Το ποζιτρόνιο προκύπτει από την μετατροπή ενός πρωτονίου σε ένα νετρόνιο και
ένα ποζιτρόνιο. Μία χαρακτηριστική περίπτωση διάσπασης β+ είναι η διάσπαση του
πυρήνα του νατρίου ως εξής:
11Na → 10Ne+e +ve
22 22 +
θυγατρικό ΑΖ-1Χ.
Όμοια με τη διάσπαση β-, το γεγονός ότι κατά τη διάσπαση β+ εκπέμπεται από τον
πυρήνα ένα ποζιτρόνιο e+ και ένα νετρίνο ve, δε σημαίνει ότι αυτά τα δύο σωμάτια υπήρχαν
μέσα στον πυρήνα. Στην ουσία η πραγματική φύση της διάσπασης β+ είναι η διάσπαση
ενός πρωτονίου σε ένα νετρόνιο, ένα ποζιτρόνιο (e+) και ένα νετρίνο του ηλεκτρονίου (ve)
ή συμβολικά: 11p → 10n+e++ve
|386|
2.17 Διάσπαση με σύλληψη ηλεκτρονίων
Διάσπαση συμβαίνει και όταν ένα από τα ηλεκτρόνια της εσωτερικής τροχιάς
«συλλαμβάνεται» από τον πυρήνα και μετασχηματίζει ένα πρωτόνιο σε νετρόνιο. Με τη
διαδικασία αυτή το φορτίο του πυρήνα ελαττώνεται κατά μία μονάδα χωρίς όμως
ουσιαστική μεταβολή της μάζας του.
Παράδειγμα μιας τέτοιας διαδικασίας είναι η αντίδραση:
40
Κ+τροχιακό e- => 40Ar+γ+ενέργεια
Στην εξίσωση αυτή, το γ αντιπροσωπεύει ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία υψηλής
ενέργειας, η οποία εκπέμπεται από ένα διεγερμένο πυρήνα, ο οποίος μεταπίπτει σε μια
λιγότερο διεγερμένη κατάσταση.
|387|
Το σύμβολο (*) δηλώνει διεγερμένη στάθμη.
Πρέπει να τονιστεί ότι, κατά την εκπομπή της ακτινοβολίας γ δεν αλλάζει ούτε ο
ατομικός, ούτε ο μαζικός αριθμός του πυρήνα. Γενικά, στη φύση υπάρχουν πολλά
ραδιενεργά στοιχεία που διασπώνται αυθόρμητα. Συχνά, όταν ένας ραδιενεργός πυρήνας
διασπάται, ο θυγατρικός πυρήνας μπορεί να είναι κι αυτός ασταθής. Τότε συμβαίνει μια
σειρά διαδοχικών διασπάσεων, μέχρι να καταλήξουμε σε ένα σταθερό πυρήνα.
Σημειώνεται ότι στη ακτινογραφία χρησιμοποιούνται κυρίως οι ακτίνες γ.
Όταν ένας πυρήνας έχει μικρό αριθμό νουκλεονίων, ενώ ο αριθμός των νετρονίων
του είναι σχετικά μεγάλος, είναι δυνατό να διασπαστεί με εκπομπή νετρονίου. Έτσι λοιπόν,
προκύπτει ένας θυγατρικός πυρήνας και ένα νετρόνιο. Η διάσπαση αυτή είναι σπάνια και
απαντάται κυρίως στα τεχνητά ραδιοϊσότοπα.
Η ακτινοβολία νετρονίων αποτελείται από μία ροή νετρονίων τα οποία δε φέρουν
ηλεκτρικό φορτίο. Παράγονται από πυρηνικούς αντιδραστήρες, επιταχυντές και
ραδιοϊσότοπα. Τα ταχέως κινούμενα νετρόνια που παράγονται πρέπει να επιβραδυνθούν
πριν χρησιμοποιηθούν στην ακτινογραφία. Αυτά τα βραδέως κινούμενα πλέον νετρόνια τα
οποία έχουν και χαμηλότερη ενέργεια, καλούνται θερμικά νετρόνια.
|388|
3. ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΥΛΗ
c
E = h • f = h ---------
λ
Όπου:
E: η ενέργεια φωτονίου (Joule ή eV)
h: η σταθερά του Planck ( 6,626•10-34J•s) ή (4,135•10-18keV•s)
f: η συχνότητα της ακτινοβολίας (Hz)
c: η ταχύτητα του φωτός (3•108m/s)
λ: το μήκος κύματος της ακτινοβολίας (nm)
• Τη σκέδαση Rayleigh
• Το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο
• Το φαινόμενο Compton ή σκέδαση Compton
• Το φαινόμενο δίδυμης γένεσης
|389|
3.2 Σκέδαση Rayleigh
Όταν ακτίνες Χ χαμηλής σχετικά ενέργειας διέρχονται μέσα από ένα υλικό και το
φωτόνιο συγκρουστεί με ένα ηλεκτρόνιο του ατόμου του υλικού, τότε το ηλεκτρόνιο αυτό
έχοντας απορροφήσει την ενέργεια του φωτονίου εγκαταλείπει την εσωτερική τροχιά του
ατόμου. Αυτό το φαινόμενο ονομάζεται φωτοηλεκτρικό φαινόμενο και λαμβάνει χώρα στο
αντικείμενο, στο ακτινογραφικό φιλμ και στα φίλτρα που χρησιμοποιούνται.
|390|
3.4 Σκέδαση Compton
|391|
Σημειώνεται ότι για να γίνει η παραγωγή του ζεύγους πρέπει η ενέργεια του
φωτονίου να είναι τουλάχιστον ίση με την ολική ενέργεια ηρεμίας των δύο σωματιδίων,
δηλαδή στην περίπτωση ηλεκτρονίου-ποζιτρονίου 1,02ΜeV.
|392|
4. ΤΥΠΟΙ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑΣ
Το μήκος κύματος υπολογίζεται από τη σχέση: λ = c/f η οποία προκύπτει από την
βασική εξίσωση της κυματικής: c = λ•f. Η ενέργεια ενός φωτονίου δίνεται από την σχέση
Ε = h•f, όπου h η σταθερά του Planck ίση με 6,626•10-34J•s ή 4,135•10-15eV•s.
Το μήκος κύματος στο ηλεκτρομαγνητικό φάσμα ποικίλει από τα μεγαλύτερα μήκη
(στα ραδιοκύματα) έως τα πολύ μικρά μήκη κύματος της κοσμικής ακτινοβολίας. Οι
ακτινοβολίες Χ και γ έχουν μήκη κύματος πολύ μικρότερα από του ορατού φωτός και της
υπεριώδους ακτινοβολίας. Τα εύρη των μηκών κύματος του ορατού φωτός, της υπέρυθρης
ακτινοβολίας (UV), της ακτινοβολίας Χ, της ακτινοβολίας γ και της κοσμικής
ακτινοβολίας φαίνεται στον Πίνακα 4.1.
|393|
τέλος των κύκλων. Τα ισότοπα παράγουν ακτινοβολία γ με διακριτά μήκη κύματος τα
οποία είναι σταθερά για ένα δεδομένο ισότοπο.
Πλεονεκτήματα
• Δεν απαιτούν παροχή ηλεκτρικής ενέργειας (ευκολία χρήσης στο πεδίο).
• Η προμήθεια τους γίνεται σε ένα εύρος διαστάσεων πηγής, ανάλογα με την
εφαρμογή.
• Έχουν μεγάλο εύρος στην επιλογή της ενέργειας της ακτινοβολίας.
• Έχουν αυξημένη σκληρότητα ακτινοβολίας (άρα μεγαλύτερη ικανότητα διείσδυσης)
συγκριτικά με τις συμβατικές γεννήτριες παραγωγής ακτίνων Χ.
Μειονεκτήματα
• Δεν απενεργοποιούνται.
• Το επίπεδο ενέργειας (δηλαδή η σκληρότητα ακτινοβολίας) δε μπορεί να ρυθμιστεί.
• Η ένταση της ακτινοβολίας δε μπορεί να ρυθμιστεί.
• Έχουν περιορισμένη διάρκεια ζωής, η οποία καθορίζεται από το χρόνο ημίσειας
ζωής του ισότοπου.
• Δημιουργούν μικρότερη αντίθεση σε σύγκριση με τον εξοπλισμό παραγωγής
ακτίνων Χ
|394|
4.3 Δημιουργία ακτινοβολίας γ στη βιομηχανική ακτινογραφία
4.4 Διεισδυτικότητα
|395|
Πίνακας 4.2: Φάσμα ακτινοβολίας των ραδιενεργών ισοτόπων και ονομαστικές τιμές
Αριθμός
Ονομαστική
Ισότοπο φασματικών Βασικά ενεργειακά επίπεδα
τιμή
γραμμών
Κοβάλτιο 60 2 1,17 και 1,34MeV 1,25ΜeV
Καίσιο 137 1 0,66MeV 0,66ΜeV
Ιρίδιο 192 >10 0,3, 0,31, 0,32, 0,47 και 0,6MeV 0,45ΜeV
Σελήνιο 75 >4 120, 140 και 400keV 320keV
Υττέρβιο 169 >6 0,06 και 0,2MeV 200keV
Θούλιο 170 2 52 και 84keV 72keV
Εικόνα 4.2: Πηγή υττέρβιου-169 τοποθετημένη στο κέντρο για την έκθεση περιφερειακής
συγκόλλησης
Ως ενεργότητα μιας ραδιενεργής πηγής ορίζεται ο αριθμός των πυρήνων της πηγής
που διασπάται ανά δευτερόλεπτο. Μονάδα μέτρησης της ενεργότητας είναι το 1Becquerel
(Bq). Ένα Becquerel ισοδυναμεί με μία διάσπαση ανά δευτερόλεπτο (1Bq = 1/s).
Παλαιότερη μονάδα μέτρησης της ενεργότητας είναι το 1Curie. Ένα Curie ισοδυναμεί με
37GBq.
Η συγκέντρωση της ενεργότητας ή η σχέση της μάζας του ραδιενεργού υλικού και
της ενεργότητάς του καλείται ειδική ενεργότητα. Η ειδική ενεργότητα εκφράζεται ως ο
αριθμός των Curie (Ci) ή Becquerel (Βq) ανά μονάδα μάζας ή όγκου (Ci/gr) ή (Βq/gr). Ένα
γραμμάριο κοβαλτίου-60 έχει ενεργότητα περίπου 50Curies ενώ το ιρίδιο-192 έχει
ενεργότητα 350Curies ανά γραμμάριο υλικού.
|396|
Στον Πίνακα 4.3 φαίνεται ότι μια πηγή Ir 192 διαστάσεων 2mm•2mm έχει
ενεργότητα 50Ci ενώ μια πηγή Co 60 ίδιων διαστάσεων έχει ενεργότητα 15Ci.
Προκειμένου να αυξηθεί η ενεργότητα, πρέπει να αυξηθεί το μέγεθος της πηγής.
Προκύπτει λοιπόν ότι το Ir 192 έχει μεγαλύτερη ειδική ενεργότητα από το Co 60.
4.9 Εξασθένιση της ακτινοβολίας λόγω αλληλεπίδρασης με την ύλη: Νόμος της
εκθετικής εξασθένισης
Η αλληλεπίδραση είναι τυχαίο γεγονός και μπορούμε να μιλήσουμε μόνο για την
πιθανότητα να συμβεί. Αναφέραμε ήδη, ότι οι παράμετροι που καθορίζουν τον τρόπο
αλληλεπίδρασης της ακτινοβολίας με την ύλη είναι η ενέργεια του φωτονίου και το είδος
του υλικού (ατομικός αριθμός Ζ και πάχος).
Το μέγεθος που περιγράφει την πιθανότητα αλληλεπίδρασης φωτονίου-ύλης ανά
μονάδα μήκους διαδρομής σε αυτή ονομάζεται γραμμικός συντελεστής εξασθένισης (μ)
και εξαρτάται από την ενέργεια του φωτονίου και το είδος του υλικού.
Η πιθανότητα ανά μονάδα διαδρομής για το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο είναι
μεγαλύτερη για χαμηλές ενέργειες και υλικά μεγάλης πυκνότητας και μεγάλου ατομικού
αριθμού, η πιθανότητα για το φαινόμενο Compton είναι μεγαλύτερη σε μεσαίες και υψηλές
ενέργειες, μεγάλη πυκνότητα αλλά ανεξάρτητη του ατομικού αριθμού, ενώ η πιθανότητα
για δίδυμη γένεση είναι μεγαλύτερη για υψηλές ενέργειες (>1,022ΜeV) και υλικά μεγάλης
πυκνότητας και μεγάλου ατομικού αριθμού.
Για να μελετήσουμε μια δέσμη σωματιδίων ή φωτονίων πρέπει να γνωρίζουμε την
ενέργεια και την ένταση της. Ως ένταση μιας δέσμης ορίζεται το πλήθος των σωματιδίων ή
των φωτονίων που περνούν μέσα από μια επιφάνεια εμβαδού 1cm2 σε ένα δευτερόλεπτο.
Με άλλα λόγια, αν μια δέσμη φωτονίων έχει ένταση 1.000 φωτόνια/cm2•s αυτό σημαίνει
|397|
ότι μέσα σε ένα δευτερόλεπτο περνούν από μια επιφάνεια ενός τετραγωνικού εκατοστού
1.000 φωτόνια.
Ας υποθέσουμε ότι μια δέσμη φωτονίων έχει αρχική ένταση Io και εισέρχεται σε ένα
υλικό πάχους x. Κάποια φωτόνια, σύμφωνα με τους μηχανισμούς που αναλύθηκαν θα
σκεδαστούν, άλλα θα αλληλεπιδράσουν με το υλικό, άλλα θα απορροφηθούν και κάποια
άλλα δε θα αλληλεπιδράσουν.
Η ένταση Ιx της δέσμης των φωτονίων που εξέρχονται από το υλικό χωρίς να
αλληλεπιδράσουν δίνεται από την σχέση:
Ix = I0•e-μx
όπου Ι0, είναι η αρχική ένταση της δέσμης, μ ο γραμμικός συντελεστής εξασθένισης, x το
πάχος του υλικού και e η βάση των φυσικών λογαρίθμων. Η παραπάνω σχέση ονομάζεται
νόμος της εκθετικής εξασθένισης.
Στην Εικόνα 4.4 δίνεται η γραφική παράσταση του νόμου της εκθετικής
εξασθένισης σε σχέση με το πάχος x του υλικού. Όπως φαίνεται, η ένταση της
ακτινοβολίας μειώνεται εκθετικά καθώς αυξάνεται το πάχος του υλικού το οποίο διαπερνά.
|398|
4.10 Χρόνος υποδιπλασιασμού ή χρόνος ημισείας ζωής
Έχει βρεθεί ότι σε μια ποσότητα ραδιενεργού υλικού, ο αριθμός των αδιάσπαστων
πυρήνων Ν μετά από χρόνο t δίνεται από την σχέση N = N0•e-λt. Αν στη σχέση N = N0•e-λt,
θέσουμε Ν = Ν0/2 για t = Τ1/2 έχουμε: Ν0/2 = N0e-λ•T1/2 ή 1/2 = e-λ•T1/2.
Λογαριθμίζοντας έχουμε: ln½ = lne-λ•T1/2 από όπου, εφαρμόζοντας τις ιδιότητες των
λογαρίθμων έχουμε: ln1-ln2 = -λ•Τ1/2•lne. Όμως ln1 = 0, lne = 1, οπότε -ln2 = - λ•Τ1/2
δηλαδή: Τ1/2 = ln2/λ
Σημειώνεται ότι επειδή ln2 = 0,693, η παραπάνω σχέση γίνεται Τ1/2 = 0,693/λ
|399|
Για τον υπολογισμό της ενεργότητας ενός ισοτόπου παρέχονται από τον
κατασκευαστή ειδικοί πίνακες από όπου μπορεί να εξαχθεί η ενέργεια της πηγής σε κάθε
χρονική στιγμή. Εναλλακτικά, η ενεργότητα μπορεί να υπολογισθεί μέσω γραφήματος.
|400|
Πίνακας 4.6: Παραδείγματα πάχους υποδιπλασιασμού σε ισότοπα με τη χρήση
διαφορετικών υλικών
Πηγή ΗVL σε mm
Σκυρόδεμα Χάλυβας Μόλυβδος Βολφράμιο Ουράνιο
Ir 192 44,50 12,70 4,80 3,30 2,80
Co 60 60,50 21,60 12,50 7,90 6,90
Σημείωση:
|401|
Πίνακας 4.7: Πάχος υποδιπλασιασμού με τη χρήση μολύβδου
Πάχος υποδιπλασιασμού σε
Πηγή Μέση ενέργεια σε MeV
mm μολύβδου
Cs 137 0,66 8,40
Co 60 1,25 12,50
Ir 192 0,45 4,80
Se 75 0,32 2,00
Yb 169 0,20 1,00
Tm 170 0,072 0,60
Το αριστερό σχήμα της Εικόνας 4.8 δείχνει ότι χρησιμοποιώντας δύο πάχη
υποδιπλασιασμού η ενέργεια υποτετραπλασιάζεται ενώ χρησιμοποιώντας τέσσερα πάχη
υποδεκαεξαπλασιάζεται. Αντίστοιχα, το δεξί σχήμα δείχνει ότι χρησιμοποιώντας ένα πάχος
υποδιπλασιασμού, η ενέργεια υποδιπλασιάζεται ενώ με δύο πάχη υποτετραπλασιάζεται.
Επομένως, ενδεχόμενη ακτινογράφηση του αριστερού δοκιμίου θα διαθέτει υψηλότερη
ακτινογραφική αντίθεση σε σχέση με το ακτινογράφημα του δεξιού δοκιμίου. Όσο
μικρότερη είναι η ενέργεια, τόσο μεγαλύτερο είναι το μήκος κύματος, τόσο ασθενέστερη
είναι η ακτινοβολία, τόσο μικρότερη διείσδυση επιτυγχάνεται, τόσο μεγαλύτερη είναι η
αντίθεση του αντικειμένου και κατά συνέπεια τόσο μεγαλύτερη είναι η αντίθεση της
ακτινογραφικής απεικόνισης.
Επιπρόσθετα, η ακτινογραφική πυκνότητα του αριστερού δοκιμίου είναι μικρότερη
από αυτή του αντίστοιχου δεξιού, αν οι δύο εκθέσεις είναι ίδιες και επομένως προκειμένου
η πυκνότητα των δύο ακτινογραφημάτων να είναι ίδια πρέπει να αυξηθεί ο χρόνος
έκθεσης.
Σημείωση:
|402|
5. ΣΥΣΚΕΥΕΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΑΚΤΙΝΩΝ γ
Το μέγεθος του ισοτόπου ποικίλει με διαμέτρους από 0,5mm έως 4,0mm. Τυπικές
διατάξεις ισοτόπων έχουν τις παρακάτω διαστάσεις:
• λεπτοί δίσκοι: διαμέτρου 3,0mm και πάχους 1mm
• κύλινδροι: ύψους έως 4,0mm
• σφαιρικοί: διαμέτρου 0,6 - 3,0mm.
Γενικά οι διαστάσεις της πηγής του ισοτόπου διαφοροποιούνται ανάλογα με τον
κατασκευαστή αλλά σε γενικές γραμμές ένα ισότοπο σφαιροειδούς μορφής έχει τυπικές
διαστάσεις 1,5•1,5mm.
Τα ισότοπα που συνήθως χρησιμοποιούνται στη βιομηχανική ακτινογραφία καθώς
και τα χαρακτηριστικά τους δίνονται στον Πίνακα 5.1.
|403|
Εικόνα 5.2: Κάψουλα με ισότοπο
|404|
5.2 Κατηγοριοποίηση των συσκευών έκθεσης
|405|
5.3 Χειρισμός και φύλαξη συσκευών ακτίνων γ
Εικόνα 5.6: Πηγή εντός συσκευής έκθεσης τύπου περιστρεφόμενου κυλίνδρου (αριστερά).
Συσκευή έκθεσης τύπου S (δεξιά)
|406|
Η συσκευή έκθεσης τύπου S συνήθως παρέχεται με μία διάταξη η οποία επιτρέπει
στην πηγή να εξέρχεται από τη συσκευή έκθεσης με τη βοήθεια ενός εύκαμπτου καλωδίου
(σχεδιασμός Teleflex) όπως φαίνεται στην Εικόνα 5.7.
Με τον τρόπο αυτό είναι δυνατόν να επεκταθεί το εύκαμπτο καλώδιο κατά τέτοιο
τρόπο ώστε η πηγή να μετακινείται με ασφάλεια αρκετά μέτρα έξω από τη συσκευή
έκθεσης στην επιθυμητή θέση.
Στην Εικόνα 5.8 παρουσιάζεται μία συσκευή έκθεσης τύπου S με πηγή ισοτόπου
σελήνιο 75, δοχείο με ελαστικό σωλήνα και σπειροειδή σύνδεσμο. Το ραδιοϊσότοπο
σελήνιο 75 έγινε δημοφιλές λόγω των νέων τρόπων παραγωγής του (εμπλουτισμός) οι
οποίοι οδήγησαν σε ένα πολύ καλύτερο συντελεστή k. Έτσι, για μια δεδομένη ενεργότητα
πηγής επιτυγχάνεται ένα πολύ μικρότερο μέγεθος της πηγής. Αυτό οδηγεί σε μια καλύτερη
και ευκρινέστερη ποιότητα ακτινογραφικής απεικόνισης σε σχέση με την αντίστοιχη, η
οποία μπορούσε να επιτευχθεί με την παλαιά μέθοδο παραγωγής του σεληνίου 75.
Με ένα μέσο επίπεδο ενεργότητας της τάξεως των 320keV, το σελήνιο 75 μπορεί να
αντικαταστήσει τον εξοπλισμό ακτίνων Χ για ένα εύρος παχών από 5mm έως 30mm στο
χάλυβα. Η αντικατάσταση αυτή εξαλείφει την ανάγκη για ηλεκτρική ενέργεια, κάτι το
οποίο εξυπηρετεί τις ακτινογραφήσεις σε απομακρυσμένες ή δυσπρόσιτες περιοχές. Τέλος,
σημειώνεται ότι η συσκευή έκθεσης του σεληνίου 75 είναι ελαφρύτερη από αυτή του
ιριδίου 192.
|407|
Για τη ακτινογράφηση σε εργοτάξια με μεγάλο αριθμό προσωπικού στην περιοχή,
όπως για παράδειγμα σε υπεράκτιες εγκαταστάσεις ή σε αίθουσες συναρμολόγησης, έχουν
αναπτυχθεί συσκευές έκθεσης περιστρεφόμενου κυλίνδρου με κατευθυντήρες
(collimators), έτσι ώστε η δέσμη της ακτινοβολίας να κατευθύνεται στο σημείο που
απαιτείται. Έτσι, το ποσό της ακτινοβολίας το οποίο εκπέμπεται, απορροφάται από το
υλικό του κατευθυντήρα επιτρέποντας στο προσωπικό να εργάζεται με ασφάλεια σε
απόσταση λίγων μέτρων, ενώ η έκθεση βρίσκεται σε εξέλιξη. Τέτοιες συσκευές έκθεσης με
κατευθυντήρες είναι γνωστές με την ονομασία «CARE» (Confined Area Radiation
Equipment) ή «LORA» (Low Radiation).
Χωρίς κατευθυντήρα, η ελάχιστη απόσταση ασφάλειας είναι πάνω από 10 μέτρα (σε
όλες τις κατευθύνσεις). Οι συσκευές έκθεσης με κατευθυντήρα είναι ιδιαίτερα κατάλληλες
για συχνές και επαναλαμβανόμενες εκθέσεις όπως κατά τη ακτινογράφηση συγκολλήσεων
σε σωλήνες με διάμετρο μικρότερη από 300mm.
Στην Εικόνα 5.9 διακρίνεται μία τέτοια συσκευή έκθεσης με κατευθυντήρα κατά τη
ακτινογράφηση διπλού τοιχώματος. Για μεγαλύτερη απόσταση πηγής - φιλμ (S.F.D)
χρησιμοποιούνται μεγαλύτεροι κατευθυντήρες.
Η συγκεκριμένη συσκευή έκθεσης είναι κατάλληλη για πηγή ιριδίου 192 με
ενεργότητα μεγαλύτερη από 1.000GBq και ζυγίζει μόνο 20Kg. Για το σελήνιο 75 ένα
παρόμοιο σύστημα (Saferad) έχει βάρος 15Kg. Διάφοροι παράγοντες όπως η διάβρωση, οι
μηχανικές βλάβες, οι χημικές αντιδράσεις, η φωτιά, η έκρηξη μπορούν να προκαλέσουν
διαρροή σε μία κλειστή πηγή και να τη μετατρέψουν σε ανοικτή. Συνεπώς, συνιστάται να
γίνονται τακτικά υποχρεωτικοί έλεγχοι μέσω των οποίων ανιχνεύονται οι διαρροές σε
αρχικό στάδιο.
Οι συσκευές έκθεσης πρέπει να φυλάσσονται στην ειδική κρύπτη του κτιρίου η
οποία έχει προβλεφθεί για τον σκοπό αυτό. Κατά τη μεταφορά του εξοπλισμού με
μεταφορικό μέσο, η συσκευή πρέπει να είναι τοποθετημένη στην ειδική κρύπτη. Η κρύπτη
πρέπει να είναι κλειδωμένη και το κλειδί να το έχει εξουσιοδοτημένο άτομο. Οι συσκευές
ραδιενεργών ισοτόπων πρέπει να μην υφίστανται κακομεταχείριση.
|408|
Εικόνα 5.10: Παλαιός τύπος συσκευής έκθεσης Torch type που πλέον δε χρησιμοποιείται
(αριστερά). Shutter type (category I type to BS 5650) (δεξιά)
|409|
5.5 Σύγκριση μεταξύ ακτίνων Χ και γ
Ασφάλεια
Η χρήση των ακτίνων Χ σε γενικές γραμμές είναι ασφαλέστερη σε σύγκριση με τη
χρήση ακτινοβολίας γ, διότι οι πρώτες παράγονται από γεννήτρια, με άνοιγμα και κλείσιμο
του διακόπτη εκκίνησης. Αντιθέτως, οι γ ακτινοβολίες εκπέμπουν συνεχώς και γι’ αυτό η
πηγή (το ισότοπο) πρέπει να επιστρέφει εντός της συσκευής έκθεσης με το τέλος της
ακτινογράφησης.
Εξοπλισμός
Η συσκευή έκθεσης με πηγή ακτινοβολίας γ παρουσιάζει σχετική ευκολία χρήσης
ενώ είναι μικρότερων διαστάσεων σε σχέση με τον ογκώδη εξοπλισμό των γεννητριών
ακτίνων Χ. Επίσης, το μέγεθος του εξοπλισμού των ακτίνων γ επιτρέπει τη χρήση τους σε
χώρους περιορισμένης πρόσβασης, όπως rack σωληνώσεων, σκαλωσιές κ.λπ.
Κόστος
Γενικά, το αρχικό κόστος απόκτησης μίας συσκευής ακτίνων γ είναι μικρότερο από
αυτό των γεννητριών ακτίνων Χ. Ωστόσο, λόγω του χρόνου ημίσειας ζωής, τα ισότοπα
πρέπει να αντικαθίστανται ανά τακτά διαστήματα.
Ευκολία χειρισμού
Η ένταση των ακτίνων Χ ρυθμίζεται από το χειριστήριο ελέγχου. Η ένταση της
ακτινοβολίας γ δε μπορεί να ρυθμιστεί.
Η βασική διαφορά των ακτινοβολιών Χ και γ έγκειται στον τρόπο παραγωγής της
ακτινοβολίας.
|410|
6. ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΑ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ – ΣΚΕΔΑΖΟΥΣΑ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ
Για να ελέγξουμε την οπίσθια σκέδαση σύμφωνα και με το πρότυπο ΕΝ ISO 17636-
1 ή ASME V απαιτείται η τοποθέτηση ενός μολυβδογράμματος σχήματος «Β», ύψους
μεγαλύτερου ή ίσου των 10mm και πάχους μεγαλύτερου ή ίσου των 1,5mm στο πίσω
μέρος του ακτινογραφικού φιλμ. Εάν το μολυβδόγραμμα αποτυπωνόταν στο
ακτινογραφικό φιλμ αυτό θα σήμαινε ταυτόχρονα και την ύπαρξη οπίσθιας σκέδασης.
Η σκεδαζόμενη ακτινοβολία είναι λιγότερο διεισδυτική σε σύγκριση με την
πρωτεύουσα ακτινοβολία και έχει μεγαλύτερο μήκος κύματος. Επειδή οι σκεδαζόμενες
ακτινοβολίες είναι λιγότερο διεισδυτικές μπορούν να ανακοπούν από ένα φύλλο μολύβδου.
Αυτός είναι και ο λόγος που χρησιμοποιούνται μολύβδινες επιφάνειες φίλτρων και
διαφραγμάτων.
Ο έλεγχος και περιορισμός της οπίσθιας σκέδασης επιτυγχάνεται με τη χρήση
κασέτας με ένα φύλλο μολύβδου πάχους 0,010inch. Αποτελεί συχνή πρακτική η
τοποθέτηση ενός φύλλου μολύβδου πάχους 0,005inch μπροστά και 0,010inch πίσω από το
ακτινογραφικό φιλμ.
|411|
Αν και η εξάλειψη της σκέδασης της ακτινοβολίας δεν είναι εφικτή, υπάρχουν
αρκετοί πρακτικοί τρόποι περιορισμού της. Τα μέσα για τη μείωση των επιπτώσεων της
σκεδαζόμενης ακτινοβολίας επιλέγονται με γνώμονα το κόστος, την ευκολία και την
αποτελεσματικότητα.
Ένα άλλο πρόβλημα που συχνά πρέπει να ελέγχεται κατά την παραγωγή μια
ακτινογραφίας είναι η υποκοπή ακτινογραφικού φιλμ (undercut). Εδώ χρειάζεται να
επισημανθεί ότι δεν πρέπει να συγχέεται η υποκοπή του ακτινογραφικού φιλμ με τον όρο
υποκοπή ο οποίος αναφέρεται στις ασυνέχειες των συγκολλήσεων. Δοκίμια με οπές, κοίλες
περιοχές ή απότομες αλλαγές πάχους είναι πιθανό να προκαλούν υποκοπή ακτινογραφικού
φιλμ (undercut). Η υποκοπή ακτινογραφικού φιλμ αποτυπώνεται σε αυτό ως σημείο
αυξημένης αμαύρωσης σε περιοχές μετάβασης από ένα πάχος σε ένα άλλο διαφορετικό
πάχος. Αυτό οδηγεί στην απώλεια ανάλυσης, στη θόλωση του ακτινογραφικού φιλμ στην
περιοχή μετάβασης και συμβαίνει λόγω της σκέδασης εντός του ακτινογραφικού φιλμ.
Στα άκρα ενός δοκιμίου ή στις περιοχές μετάβασης από παχύτερη σε λεπτότερη
διάσταση, η ένταση της ακτινοβολίας που φθάνει στο ακτινογραφικό φιλμ είναι πολύ
μεγαλύτερη από ότι στις παχύτερες περιοχές του δοκιμίου. Το αυξημένο επίπεδο της
έντασης της ακτινοβολίας που φθάνει στο ακτινογραφικό φιλμ οδηγεί σε ένα αυξημένο
επίπεδο σκέδασης εντός του φιλμ. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι όσο πιο «γρήγορο» είναι
ένα φιλμ (χονδρόκοκκο), τόσο πιο πιθανό είναι να συμβεί υποκοπή ακτινογραφικού φιλμ.
Η σκέδαση από τα τοιχώματα του δοκιμίου συμβάλλει επίσης στην υποκοπή
ακτινογραφικού φιλμ, αλλά έχει διαπιστωθεί ότι η σκέδαση εντός του αποτελεί την κύρια
αιτία πρόκλησής της. Για τον έλεγχο της υποκοπής ακτινογραφικού φιλμ χρησιμοποιούνται
φύλλα μολύβδου ή υγροί απορροφητές οι οποίοι τοποθετούνται εντός των οπών ή
περιφερειακά ενός δοκιμίου.
|412|
6.2 Βέλτιστη γωνία ακτινογράφησης
Πειραματικά έχει αποδειχθεί ότι υπάρχει μια βέλτιστη γωνία μεταξύ της πηγής και
της ασυνέχειας, υπό την οποία αναδεικνύεται οποιαδήποτε υπαρκτή ασυνέχεια. Αν δηλαδή
η γωνία που σχηματίζεται μεταξύ της πηγής και μίας πιθανής ασυνέχειας είναι μικρότερη
από 8o, η ασυνέχεια αποτυπώνεται στο ακτινογραφικό φιλμ. Για αποκλίσεις γωνιών
μεγαλύτερες των 20o η ασυνέχεια δεν αποτυπώνεται στο μέσο αποτύπωσης.
Ενδεικτικά, στην Εικόνα 6.5 απεικονίζονται τρεις περιπτώσεις στις οποίες η πηγή
σχηματίζει γωνία με την ασυνέχεια 0o, 10ο και 20ο. Όπως φαίνεται, για γωνίες μεγαλύτερες
των 10ο η ασυνέχεια δεν καταγράφεται, όπως θα έπρεπε στο ακτινογραφικό φιλμ.
Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι η συνήθης ασυνέχεια η οποία δεν απεικονίζεται λόγω
γωνίας είναι η ατελής τήξη καθώς και η διαστρωμάτωση υλικού.
|413|
7. ΦΙΛΤΡΑ ΚΑΙ ΕΝΙΣΧΥΤΙΚΕΣ ΠΛΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ
ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ
7.1 Φίλτρα
Όταν μία μεταλλική πλάκα, συνήθως από μόλυβδο ή χαλκό, τοποθετείται μεταξύ
της πηγής και του δοκιμίου, η πρωτεύουσα ακτινοβολία ανακόπτεται οδηγώντας σε
ακτινογραφική εικόνα χαμηλότερης αντίθεσης.
Αυτό μπορεί να αντισταθμιστεί από ένα μεταλλικό φίλτρο τοποθετημένο κάτω από
το δοκίμιο (μεταξύ δοκιμίου και ακτινογραφικού φιλμ). Το φίλτρο αυτό προκαλεί
μεγαλύτερη απορρόφηση της μαλακότερης σκεδάζουσας ακτινοβολίας η οποία διέρχεται
μέσα από το δοκίμιο σε σχέση με την αντίστοιχη της πρωτεύουσας, σκληρότερης
ακτινοβολίας. Επομένως, η συγκεκριμένη διαδικασία βελτιώνει την ποιότητα της
ακτινογραφικής εικόνας.
Εάν τα άκρα του δοκιμίου δε βρίσκονται κοντά στο ακτινογραφικό φιλμ ένα
σημαντικό ποσό της πρωτογενούς ακτινοβολίας σκεδάζεται, οδηγώντας σε θάμπωμα
(fogging) του ακτινογραφικού φιλμ. Αυτή η διασπορά μπορεί να αποτραπεί τοποθετώντας
φύλλα μολύβδου μεταξύ του δοκιμίου και του ακτινογραφικού φιλμ, όπως απεικονίζεται
στην Εικόνα 7.1.
Η μείωση της αντίθεσης με τη χρήση φίλτρων είναι επίσης επιθυμητή όταν
πρόκειται να ακτινογραφήσουμε δοκίμιο μεταβλητού πάχους με τη χρήση μονού
ακτινογραφικού φιλμ. Το τυπικό πάχος του φίλτρου είναι: 0,1 - 0,25mm μολύβδου για
300keV και 0,25 - 1mm μολύβδου για 400keV.
Εικόνα 7.1: Σκεδάζουσα ακτινοβολία από το δοκίμιο 1 προκαλεί αλλοίωση στην θέση Β, το
δοκίμιο 2 στην θέση Α κ.ο.κ εκτός και αν τοποθετηθούν πλάκες μολύβδου
|414|
7.2 Ενισχυτικές πλάκες
Εικόνα 7.2: Ακτινογραφία με χρήση και χωρίς χρήση μολύβδινων ενισχυτικών πλακών
|415|
7.4 Ενισχυτικές πλάκες χάλυβα - χαλκού
Για ακτινοβολία υψηλής ενέργειας, ο μόλυβδος δεν αποτελεί το καλύτερο υλικό για
τις ενισχυτικές πλάκες. Για ακτίνες γ και πηγή κοβαλτίου (Co 60), ο χαλκός ή ο χάλυβας
έχουν αποδειχθεί ότι παράγουν καλύτερη ποιότητα ακτινογραφιών από τις πλάκες
μολύβδου. Για γεννήτρια παραγωγής ακτίνων Χ της τάξεως των 5 - 8MeV οι πλάκες
χαλκού παράγουν καλύτερες ακτινογραφίες από τις μολύβδινες ενισχυτικές πλάκες
οποιουδήποτε πάχους.
Εκτός από τις μολύβδινες και τις φθορίζουσες ενισχυτικές πλάκες, υπάρχουν και οι
φθορομεταλλικές πλάκες οι οποίες σε κάποιο βαθμό συνδυάζουν τα πλεονεκτήματα και
των δύο. Αυτές οι πλάκες παρέχονται με ένα φύλλο μολύβδου μεταξύ της βάσης του φιλμ
και του στρώματος φθορισμού. Υπάρχει η τάση, αυτός ο τύπος ενισχυτικών πλακών να
χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το λεγόμενο RCF φιλμ (Rapid Cycle Film) τύπων F6 ή
F8 (πολύ γρήγορα φιλμ). Για να επιτευχθούν ικανοποιητικές ακτινογραφίες με
|416|
φθορομεταλλικές πλάκες, πρέπει να χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με τον κατάλληλο
τύπο F φιλμ.
Χρησιμοποιώντας την κατάλληλη φθορομεταλλική πλάκα, είναι δυνατόν να
επιτευχθούν αξιόλογες μειώσεις στο χρόνο έκθεσης και στην απαιτούμενη τάση (keV) της
γεννήτριας. Επίσης, λόγω της αποκοπής από τις επιφάνειες των σκεδαζόμενων
ακτινοβολιών η ποιότητα της ακτινογραφικής εικόνας είναι καλύτερη σε σχέση με την
αντίστοιχη των φθοριζουσών ενισχυτικών πλακών. Οι πλάκες αυτές ωστόσο δε
χρησιμοποιούνται λόγω του υψηλού κόστους.
|417|
8. ΑΚΤΙΝΕΣ Χ
Εικόνα 8.3: Εφαρμογές των ακτίνων Χ (αριστερά) και λυχνία ακτίνων Χ (δεξιά)
|418|
Οι γεννήτριες παραγωγής ακτίνων Χ είναι ηλεκτρικές μηχανές των οποίων η
θερμιονική κάθοδος και άνοδος είναι τοποθετημένες μέσα σε κατάλληλα διαμορφωμένο
γυάλινο σωλήνα υψηλού κενού, τη λεγόμενη λυχνία.
Πηγή των ηλεκτρονίων είναι η κάθοδος η οποία έχει τη μορφή σπειροειδούς
σύρματος το οποίο θερμαίνεται μέσω τάσης. Η θερμοκρασία του νήματος καθορίζει την
ποσότητα των ηλεκτρονίων που εκπέμπονται. Όσο η θερμοκρασία αυξάνει, τόσα
περισσότερα ηλεκτρόνια εκπέμπονται.
Η άνοδος (στόχος) αποτελείται από δύστηκτο υλικό (συνήθως βολφράμιο), υψηλού
ατομικού βάρους πάνω στο οποίο προσπίπτουν ηλεκτρόνια με μεγάλη ταχύτητα, με
αποτέλεσμα την παραγωγή ακτινών Χ και θερμότητας. Σημειώνεται ότι περίπου το 1 - 3%
της ενέργειας μετατρέπεται σε ακτίνες Χ. Αντί για βολφράμιο στην άνοδο μπορεί να
χρησιμοποιηθεί χρυσός, μολυβδαίνιο, πλατίνα ή χαλκός. Επιπρόσθετα, ανάλογα με τις
ανάγκες κάθε εφαρμογής η άνοδος μπορεί να είναι σταθερή ή περιστρεφόμενη. Το σημείο
κρούσης πάνω στο στόχο ονομάζεται σημείο εστίασης (focal spot). Καλό είναι, η περιοχή
αυτή να έχει μεγάλο μέγεθος έτσι ώστε να αποτρέπεται η υπερθέρμανσή της. Όμως ένα
εστιακό σημείο μεγάλου μεγέθους έχει επίπτωση στην ποιότητα της ακτινογραφικής
απεικόνισης. Άλλωστε το σημείο εστίασης πρέπει να είναι όσο το δυνατό μικρότερο έτσι
ώστε να προσδίδει αυξημένη ευκρίνεια στη ακτινογραφική απεικόνιση. Η ψύξη της ανόδου
επιτυγχάνεται με τη χρήση αέρα, λαδιού ή νερού.
Η ροή των φωτονίων πάνω στην επιφάνεια του ακτινοβολούμενου υλικού δεν είναι
σταθερή, αλλά μεταβάλλεται λόγω της γωνίας υπό την οποία εκπέμπονται τα φωτόνια από
την άνοδο της λυχνίας. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται φαινόμενο Heel. Όπως φαίνεται και
στην Εικόνα 8.4, η ροή της ακτινοβολίας ελαττώνεται σχετικά γρήγορα από την κεντρική
ακτίνα της δέσμης προς την πλευρά της ανόδου και αυξάνεται προς την πλευρά της
καθόδου.
Το γεγονός ότι οι εντάσεις ποικίλλουν κατά τέτοιο τρόπο προκαλεί ορατές διαφορές
στην πυκνότητα που παράγεται στο ακτινογραφικό φιλμ.
Εικόνα 8.5: Σωλήνας Coolidge ακτίνων Χ ο οποίος κατασκευάστηκε από την General
Electric το 1913 (αριστερά). Λυχνίες παραγωγής ακτίνων Χ (δεξιά)
|419|
8.1 Ακτινοβολία πέδης (bremsstrahlung)
Το φάσμα των ακτίνων Χ αποτελείται από ένα συνεχές και ένα γραμμικό φάσμα,
είναι δηλαδή σύνθετο.
Το συνεχές φάσμα έχει καθορισμένη ανώτατη τιμή ενέργειας φωτονίων και
παρουσιάζει ένα μέγιστο, ενώ το γραμμικό φάσμα, εμφανίζεται με τη μορφή αιχμηρών
κορυφών πάνω στο συνεχές φάσμα. Τα μήκη κύματος των κορυφών αυτών είναι
χαρακτηριστικά του υλικού κατασκευής της ανόδου.
Το μικρότερο μήκος κύματος του φάσματος δίνεται από τον τύπο του Duane-Hunt:
1,234
λ = ---------------
keV
|420|
Όπου:
λ: το μήκος κύματος (nm)
keV: η τάση μεταξύ ανόδου και καθόδου
Το γραμμικό φάσμα οφείλεται στην παραγωγή φωτονίου μετά από διέγερση λόγω
κρούσης και είναι χαρακτηριστικό του υλικού της ανόδου. Συνεπώς, το γραμμικό φάσμα
αποτελείται από φωτόνια με συχνότητες χαρακτηριστικές του είδους των ατόμων της
ανόδου και η μορφή του φάσματος των ακτίνων Χ εξαρτάται τόσο από το υλικό της
ανόδου (γραμμικό φάσμα) όσο και από τη διαφορά δυναμικού μεταξύ ανόδου και καθόδου
(συνεχές φάσμα).
Το σχήμα του φάσματος διαφέρει ανάλογα με τη γεννήτρια και εξαρτάται από την
ενέργεια των ηλεκτρονίων τα οποία προσκρούουν πάνω στο στόχο. Το φάσμα εξαρτάται
επίσης από το φίλτρο ή αλλιώς παράθυρο (window) που ενδέχεται να χρησιμοποιείται στη
γεννήτρια το οποίο συνήθως κατασκευάζεται από γυαλί, βηρύλλιο, αλουμίνιο, ή
συνδυασμό τους.
Εικόνα 8.9: Το φάσμα ακτίνων Χ μολυβδαινίου (Μο) για διάφορες τιμές τάσης (αριστερα).
Ηλεκτρονική δομή του ατόμου του μολυβδαινίου (δεξιά)
|421|
Η ενέργεια η οποία αποδίδεται σε ένα ηλεκτρόνιο, λόγω της διαφοράς δυναμικού
μεταξύ ανόδου και καθόδου μετράται σε eV. Επίσης, πολλές φορές κατά την αναφορά σε
γεννήτριες παραγωγής ακτίνων Χ, η ενέργειά τους εκφράζεται εν συντομία σε V αντί για
eV. Τέλος, είναι εσφαλμένη η έκφραση ότι η γεννήτρια εκπέμπει σε 120keV, μιας και δεν
εκπέμπει σε ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματική) αλλά σε φάσμα μηκών κύματος.
Στη συνέχεια παρατίθεται ένας πίνακας με τυπικές γεννήτριες ακτίνων Χ και τις
εφαρμογές τους. Ο χρόνος έκθεσης σε αυτού του είδους τις ακτινοβολίες υπολογίζεται
μέσω των διαγραμμάτων έκθεσης που παρέχει ο κατασκευαστής της γεννήτριας σε
συνάρτηση και με άλλες παραμέτρους.
|422|
8.3 Προσεγγιστικοί συντελεστές ισοδυναμίας
Όπως ήδη έχουμε αναφέρει, υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους
μπορεί να παραχθεί ακτινοβολία. Στην βιομηχανική ακτινογραφία οι δύο πιο συχνά
χρησιμοποιούμενες πηγές ακτινοβολίας είναι με τεχνητά ραδιοϊσότοπα και με γεννήτριες
παραγωγής ακτίνων Χ.
Πολλά από τα φυσικά και τεχνητά ραδιοϊσότοπα καθώς και τα συμβατικά
συστήματα ακτίνων Χ, παρουσιάζουν περιορισμούς όσο αναφορά στην ενέργεια την οποία
παράγουν.
Στις μεγαλύτερες επιστημονικές εξελίξεις μπορούμε να εντάξουμε τους επιταχυντές
σωματιδίων υψηλής ενέργειας, καθώς η επιστημονική έρευνα για τα υποατομικά
σωματίδια δεν θα ήταν εφικτή χωρίς την εξέλιξη τους. Γενικά, ως επιταχυντής σωματιδίων
ορίζεται μια ειδική μηχανική διάταξη η οποία μπορεί να επιταχύνει σωματίδια σε πολύ
μεγάλες ταχύτητες. Στη πραγματικότητα, ο επιταχυντής σωματιδίων επιταχύνει δέσμες
φορτισμένων σωματιδίων (π.χ. πρωτονίων και ηλεκτρονίων) κατά μήκος μιας τροχιάς,
χρησιμοποιώντας ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία.
Όταν πλέον οι δέσμες των σωματιδίων αυτών αναπτύξουν πολύ μεγάλη ταχύτητα
οδηγούνται σε σύγκρουση με άλλα σωματίδια τα οποία καλούνται σωματίδια - στόχοι.
Άλλες φορές, δέσμες σωματιδίων που κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις συγκρούονται
στο εσωτερικό του επιταχυντή με συνέπεια να δημιουργούν νέα σωματίδια. Ειδικές
ανιχνευτικές διατάξεις καθώς και υπολογιστές μπορούν και καταγράφουν τις τροχιές των
|423|
σωματιδίων αυτών καθώς επίσης τις εκτροπές και τροχιές των νέων σωματιδίων που
προκύπτουν μετά τις συγκρούσεις των πρώτων.
Υπάρχουν δύο βασικοί τύποι επιταχυντών, οι γραμμικοί και οι κυκλικοί.
8.5 Το Βήτατρο
Εικόνα 8.11: Βήτατρο του 1942 ενέργειας 6MeV (αριστερά). Σύγχρονο βήτατρο ενέργειας
9MeV (δεξιά)
8.6 Το Κύκλοτρο
|424|
ταχύτητας των σωματιδίων. Το μαγνητικό πεδίο έντασης Β, ασκεί δύναμη Lorenz (F) σε
κάθε κινούμενο φορτίο με ταχύτητα v.
Εικόνα 8.12: Γαλλικό κύκλοτρο του 1937 κατασκευασμένο στην Ζυρίχη, (αριστερά).
Σύγχρονο κύκλοτρο για την παραγωγή ραδιοϊσοτόπων (δεξιά)
|425|
8.8.1 Χρόνος έκθεσης
Η ένταση της δέσμης των ακτινών Χ (mA) καθορίζει την ένταση και την ποσότητα
των ακτινοβολιών Χ. Όταν αυξάνεται η ένταση της γεννήτριας, αυξάνεται η ένταση του
ρεύματος η οποία διέρχεται από το πηνίο, αυξάνοντας τη θερμοκρασία του, με συνέπεια
την αύξηση της έντασης και τον αριθμό των ηλεκτρονίων που εκπέμπονται στην κάθοδο.
Όσο μεγαλύτερη είναι η ένταση των ηλεκτρονίων που προσκρούουν στο στόχο, τόσο
μεγαλύτερη είναι η ένταση των ακτινοβολιών Χ που παράγονται.
Ανάλογα με τη γεννήτρια παραγωγής ακτίνων Χ, η ένταση για συμβατικές
εφαρμογές κυμαίνεται από 0,5 - 12mA και αναφέρεται στην ένταση του ρεύματος μεταξύ
ανόδου και καθόδου. Συνήθως η ένταση ρυθμίζεται στη μέγιστη ή κοντά στη μέγιστη τιμή
της γεννήτριας παραγωγής ακτίνων Χ, προκειμένου να ελαχιστοποιείται ο χρόνος έκθεσης.
Αν τα mA πολλαπλασιαστούν με το χρόνο ακτινοβόλησης (σε seconds ή minutes),
προκύπτουν τα mA•s ή mA•min. Ο αριθμός των φωτονίων που εκπέμπονται στη μονάδα
του χρόνου για συγκεκριμένη τιμή keV καθορίζεται από τα mA•s ή mA•min.
Η τιμή της τάσης της γεννήτριας (keV) καθορίζει τη μέγιστη ενέργεια των
εκπεμπόμενων φωτονίων, επομένως και τη διεισδυτική ικανότητα των ακτίνων Χ. Η
ενέργεια των ακτίνων Χ καθορίζει το μήκος κύματος ή την ποιότητα της ακτινοβολίας ενώ
πρακτικά επηρεάζει και τη διεισδυτικότητα των ακτινοβολιών. Όσο αυξάνει η ενέργεια,
αυξάνεται και η ταχύτητα των ηλεκτρονίων τα οποία κατευθύνονται από την κάθοδο προς
την άνοδο. Μεγαλύτερη διεισδυτικότητα εμφανίζουν οι ακτίνες Χ υψηλής ενέργειας και
μικρού μήκους κύματος. Η αύξηση των keV οδηγεί σε μείωση του μήκους κύματος και
μείωση της αντίθεσης και της ευκρίνειας της ακτινογραφικής απεικόνισης.
Οι τιμές της ενέργειας των ακτίνων Χ αφορούν στις μέγιστες τιμές διαφοράς
δυναμικού μεταξύ ανόδου και καθόδου.
|426|
Πίνακας 8.4: Σχέση τάσης και έντασης για το χαρακτηρισμό των ακτίνων Χ
Χαμηλή ένταση ρεύματος Υψηλή ένταση ρεύματος
(mΑ) (mΑ)
Χαμηλή
Μαλακές ακτίνες Χ χαμηλής Μαλακές ακτίνες Χ υψηλής
τάση
έντασης έντασης
(keV)
Υψηλή τάση Σκληρές ακτίνες Χ υψηλής
Σκληρές ακτίνες Χ χαμηλής έντασης
(keV) έντασης
Εικόνα 8.14: Γεννήτριες παραγωγής ακτίνων Χ 300KeV, 225keV, 200keV και 160keV
Εικόνα 8.15: Ρύθμιση των παραμέτρων έκθεσης από την μονάδα ελέγχου
|427|
9. ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΦΙΛΜ
9.1 Γενικά
Το γνωστικό πεδίο που έχει αντικείμενο τη διερεύνηση των επιδράσεων της έκθεσης
σε ακτινοβολίες και της εμφάνισης στα φωτοευπαθή γαλακτώματα ονομάζεται
«ευαισθητομετρία». Με τις μεθόδους της ευαισθητομετρίας προσδιορίζονται οι
φωτογραφικές ιδιότητες των υλικών που χρησιμοποιούνται στη ακτινογράφηση.
Η γνώση των χημικών διεργασιών σχηματισμού της εικόνας είναι απαραίτητη για τη
σωστή ερμηνεία των ακτινογραφημάτων και γι’ αυτό το λόγο θα αναπτυχθούν
εκτενέστερα.
9.3 Γαλάκτωμα
Πρόκειται για ένα υλικό ευαίσθητο στην ακτινοβολία. Αποτελείται κυρίως από
μικροσκοπικούς αλογονούχους κρυστάλλους αργύρου, οι οποίοι είναι διασκορπισμένοι
μέσα στη ζελατίνα. Πριν την εμφάνιση και τη σταθεροποίηση του στρώματος εμφανίζει
μια ανοιχτοπράσινη αδιαφανή απόχρωση. Μετά από την έκθεση στην ιοντίζουσα
ακτινοβολία, οι κρύσταλλοι αντιδρούν χημικά με τα διαλύματα εμφάνισης και
μετατρέπονται σε ορατό άργυρο σχηματίζοντας τη ακτινογραφική εικόνα.
Το γαλάκτωμα μετασχηματίζεται όταν αναμειχθεί με διάλυμα νιτρικού αργύρου και
αλάτων με ζελατίνα. Ο ρυθμός και η θερμοκρασία της ανάμειξης είναι πολύ σημαντικοί
παράγοντες και επηρεάζουν τη κοκκομετρία του φιλμ. Γρήγορη ανάμειξη σε χαμηλή
θερμοκρασία δίνει γαλακτώματα με λεπτόκοκκη δομή ενώ αργή ανάμειξη σε μεγαλύτερες
θερμοκρασίες δίνει χονδρόκοκκη δομή. Τα γαλακτώματα με χονδροειδείς κόκκους είναι
ταχύτερα από εκείνα με λεπτούς κόκκους και χαμηλότερης ακτινογραφικής ποιότητας, ενώ
τα εξαιρετικά γρήγορα φιλμ έχουν γαλακτώματα με ιωδιούχο άργυρο. Το μέγεθος των
κόκκων σχετίζεται επίσης με τη δυνατότητα ανίχνευσης ασυνεχειών μικρών διαστάσεων,
όπως για παράδειγμα, λεπτές ρωγμές ή πολύ μικρούς πόρους. Συνεπώς, όσο μεγαλύτεροι
είναι οι κόκκοι, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να μην ανιχνευτούν ασυνέχειες
μικρών διαστάσεων. Ο αριθμός των κόκκων είναι περίπου 109/cm2 επιφάνειας στρώματος.
Το μέγεθός τους για τα λεπτόκοκκα φιλμ κυμαίνεται από 0,2 - 0,5μm, ενώ για τα
|428|
χονδρόκοκκα το μέσο μέγεθος φθάνει το 1μm. Ο καθαρός άργυρος που περιέχεται στο
στρώμα του φωτοευπαθούς γαλακτώματος κυμαίνεται από 2 - 6mgr/cm2.
Το κρίσιμο σημείο στην κατασκευή ενός φιλμ είναι η επίστρωση του γαλακτώματος
η οποία πρέπει να γίνεται σε ατμόσφαιρα απαλλαγμένη από σκόνες. Σε πρώτη φάση
τοποθετείται το υπόστρωμα που αποτελείται από ένα μίγμα ζελατίνας και διαλυτικού της
βάσης. Το διαλυτικό «τρώει» και κάνει τραχιά την επιφάνεια της βάσης, ενώ παράλληλα
αποθέτει ζελατίνα η οποία στη συνέχεια αποτελεί το συνδετικό στρώμα ανάμεσα στη βάση
και το γαλάκτωμα. Το γαλάκτωμα τοποθετείται πάνω στο υπόστρωμα σε αυστηρά
ελεγχόμενες συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας. Η τεχνική της επικάλυψης πρέπει να
εξασφαλίζει τη δημιουργία ενός στρώματος γαλακτώματος με συγκεκριμένο πάχος, το
οποίο πρέπει να παρακολουθείται για τη διαστασιακή του ακρίβεια. Προκειμένου να
προστατευτεί το γαλάκτωμα το οποίο έχει ευαισθησία στην ακτινοβολία και στις μηχανικές
καταπονήσεις, τοποθετείται πάνω από αυτό ένα λεπτό προστατευτικό στρώμα από πορώδη,
σκληρή και καθαρή ζελατίνα η οποία το προφυλάσσει από όλες τις καταπονήσεις που
συνεπάγεται η χρήση του κατά την εκτέλεση των ακτινογραφημάτων.
Το φιλμ μετά την κατασκευή του κόβεται σε πρότυπες διαστάσεις και τοποθετείται
σε αδιαφανείς φακέλους για την προστασία του από το φως.
|429|
9.4 Τύποι φιλμ
Η ταχύτητα του φιλμ καθορίζεται από την έκθεση που απαιτείται για να επιτευχθεί η
απαιτούμενη αμαύρωση. Τα φιλμ διακρίνονται ανάλογα με την κοκκομετρία και την
ταχύτητά τους:
• Στα χονδρόκοκκα (medium grain): δίνουν ακτινογραφική απεικόνιση χαμηλής
ποιότητας αλλά είναι γρήγορα ως προς το χρόνο έκθεσης.
• Στα πολύ χονδρόκοκκα (coarse grain): δίνουν ακτινογραφική απεικόνιση χαμηλής
ποιότητας αλλά είναι εξαιρετικά γρήγορα ως προς το χρόνο έκθεσης.
• Στα λεπτόκοκκα (fine grain): δίνουν υψηλής ποιότητας ακτινογραφική απεικόνιση
αλλά είναι αργά ως προς το χρόνο έκθεσης.
• Στα πολύ λεπτόκοκκα (ultra fine grain): δίνουν υψηλής ποιότητας ακτινογραφική
απεικόνιση αλλά είναι εξαιρετικά αργά, ως προς το χρόνο έκθεσης.
|430|
Το εξαιρετικά λεπτόκοκκο D2 χρησιμοποιείται για την ακτινογράφηση πολύ μικρών
αντικειμένων, όταν εφαρμόζεται οπτική μεγέθυνση για να εντοπισθούν πολύ μικρές
λεπτομέρειες. Το D3 αποτελεί εναλλακτική λύση για το D2 και είναι εξαιρετικά κατάλληλο
σε περιπτώσεις πολύ μικρών εξαρτημάτων που απαιτούν μεγάλους συντελεστές
μεγέθυνσης της εικόνας. Το D8 χρησιμοποιείται για την εξέταση μεγάλων χυτών και σε
περιπτώσεις ελέγχου οπλισμένου σκυροδέματος.
Στην ακτινογραφία η σχέση μεταξύ της έκθεσης και της προκύπτουσας πυκνότητας
αναφέρεται συνήθως ως ταχύτητα του φιλμ. Σε αντίθεση με τα φωτογραφικά φιλμ τα οποία
φέρουν ένα αριθμό DIN ή ASA, στην βιομηχανική ακτινογραφία δεν υπάρχει ένα διεθνώς
αναγνωρισμένο σύστημα συμβολισμού της ταχύτητας του φιλμ.
Ο γενικά αποδεκτός τρόπος για τη μέτρηση της ταχύτητας του ακτινογραφικού φιλμ
είναι να υπολογισθεί η έκθεση που απαιτείται για να επιτευχθεί μια πυκνότητα 2,0
χρησιμοποιώντας μια συγκεκριμένη τεχνική επεξεργασίας. Οι διάφορες τιμές της σχετικής
έκθεσης παρουσιάζονται στον Πίνακα 9.2.
Ο συντελεστής σχετικής έκθεσης δεν εξαρτάται μόνο από την ένταση της
ακτινοβολίας, αλλά και από τον χρόνο έκθεσης, ως εκ τούτου δεν έχει σταθερή τιμή.
Αποτελεί κοινή πρακτική να συγκρίνεται ο σχετικός συντελεστής έκθεσης με τον
αντίστοιχο του φιλμ D7, ο οποίος έχει ένα συντελεστή αναφοράς ίσο με 1,0.
|431|
Εικόνα 9.2: Η ποιότητα της ακτινογραφικής απεικόνισης σε σχέση με την ταχύτητα του
ακτινογραφικού φιλμ
Η λανθάνουσα εικόνα γίνεται ορατή μετά την εμφάνιση. Εμφάνιση είναι η χημική
επεξεργασία του φιλμ κατά την οποία ο βρωμιούχος άργυρος μετατρέπεται μέσω της
ακτινοβολίας σε μαύρο μεταλλικό άργυρο.
Ag(+)+Br(-) +e- → Ag0+Br(-)
Η ποσότητα του βρωμιούχου αργύρου που μετατρέπεται σε μαύρο μεταλλικό
άργυρο εξαρτάται από το χρόνο δράσης του διαλύματος (συνήθως 5 έως 8 λεπτά) και τη
θερμοκρασία του.
Τα ιόντα του βρωμίου παραμένουν στο διάλυμα. Η δράση αυτή είναι επιλεκτική και
συνεπώς η αντίδραση πρέπει να γίνεται μόνο με τους κρυστάλλους που έχουν εκτεθεί στην
ακτινοβολία και να αφήνονται ανέπαφοι οι υπόλοιποι κρύσταλλοι.
|432|
Ο ιδανικός εμφανιστής λοιπόν, πρέπει να επιδρά μόνο στους κρυστάλλους που
περιέχουν τη λανθάνουσα εικόνα και να αφήνει τελείως ανέπαφους τους υπολοίπους.
Πρακτικά όμως, ένας αριθμός κρυστάλλων που δεν έχει ακτινοβοληθεί μετατρέπεται σε
μεταλλικό άργυρο στη διάρκεια της εμφάνισης. Έτσι, αμαυρώνονται οι επιφάνειες που δεν
έχουν εκτεθεί σε ακτινοβολία, φαινόμενο που είναι γνωστό ως χημική ομίχλη. Η
πυκνότητα D που δημιουργείται από αυτή τη διαδικασία είναι της τάξεως του 0,1-0,3 και
είναι αποδεκτή από το πρότυπο ΕΝ ISO 17636-1.
Ο εμφανιστής είναι ένα αλκαλικό διάλυμα, το οποίο αραιώνεται με νερό σε
αναλογία που καθορίζεται από τον κατασκευαστή, π.χ. 1 μέρος εμφανιστή με 4 μέρη
νερού. Τα διάφορα συστατικά που περιέχει ο εμφανιστής είναι τα εξής:
• Ο επιταχυντής, ο οποίος αφαιρεί την προστατευτική επίστρωση και προκαλεί τη
διόγκωση της επίστρωσης που περιέχει το βρωμιούχο άργυρο.
• Ένα συστατικό το οποίο μετατρέπει μόνο τους κόκκους του βρωμιούχου αργύρου
που έχουν εκτεθεί σε ακτινοβολία σε μαύρο μεταλλικό άργυρο.
• Ένα συντηρητικό, το οποίο εμποδίζει την οξείδωση του εμφανιστή.
Προκειμένου να εμποδιστεί ο σχηματισμός φυσαλίδων αέρα στην επιφάνεια του
γαλακτώματος, ο οποίος θα προκαλέσει κηλίδες στο φιλμ και για να είναι βέβαιο ότι ο
εμφανιστής διεισδύει σε όλες τις περιοχές του γαλακτώματος ομοιόμορφα, πρέπει να
γίνεται ανάδευση των φιλμ τα πρώτα 30 δευτερόλεπτα κατά την τοποθέτηση τους στο
λουτρό του εμφανιστή. Μετά από αυτό, το φιλμ πρέπει να αναδεύεται σε τακτά χρονικά
διαστήματα για την πρόληψη σφαλμάτων όπως γραμμές ή ραβδώσεις.
Εικόνα 9.4: Αποτέλεσμα της ανεπαρκούς ανάδευσης του φιλμ στο στάδιο της εμφάνισης
|433|
9.7.2 Λουτρό διακοπής (stopbath)
Πριν οδηγηθεί το φιλμ στο στάδιο της σταθεροποίησης, οδηγείται στο λουτρό
διακοπής. Το λουτρό διακοπής είναι ένα διάλυμα οξικού οξέος και νερού (30ml οξέος/1lt
νερού) μέσα στο οποίο εμβαπτίζεται το φιλμ (για 30 έως 60 δευτερόλεπτα και θερμοκρασία
ίδια με αυτή του διαλύματος εμφάνισης) για να αποφευχθεί η πολύ γρήγορη
σταθεροποίηση και εξουδετέρωση των υπολειμμάτων του εμφανιστή τα οποία υπάρχουν
μετά την αφαίρεση του φιλμ από τον εμφανιστή, αλλά και για να αποφευχθεί ο
σχηματισμός ραβδώσεων ή ομίχλης (dichroitic fog) στο φιλμ.
Εάν το φιλμ δεν οδηγηθεί στο λουτρό διακοπής, πρέπει να ξεπλυθεί με νερό για
μερικά λεπτά αμέσως μετά την έξοδο του από το στάδιο της εμφάνισης.
Το στέγνωμα των φιλμ γίνεται μέσα σε ειδικούς φούρνους ξήρανσης, εντός των
οποίων κυκλοφορεί φιλτραρισμένος ζεστός αέρας ή εντελώς ελεύθερα σε θερμοκρασία
περιβάλλοντος.
9.8 Δοχεία
|434|
ανακυκλώσιμα και ασφαλή για την υγεία, στα οποία απουσιάζουν πλήρως το υδροκυανίου
και οι αλδεΰδες.
|435|
Εικόνα 9.6: Στάδια επεξεργασίας ακτινογραφικού φιλμ
Στις μέρες μας τα δοχεία και η χειροκίνητη εμφάνιση έχουν αντικατασταθεί από την
αυτόματη επεξεργασία με τα αυτόματα εμφανιστήρια. Τα αυτόματα εμφανιστήρια είναι
μηχανήματα εμφάνισης όπου όλες οι φάσεις της επεξεργασίας των φιλμ γίνονται αυτόματα
(σε λιγότερο από 12 λεπτά). Χρησιμοποιούνται μόνο όταν ο όγκος εργασίας καθιστά την
χρήση τους οικονομική.
Για την παρακολούθηση της απόδοσης του επεξεργαστή, εκτός από τις ιδανικές
συνθήκες θερμοκρασίας και των μηχανικών ελέγχων, πρέπει να διενεργούνται χημικοί
έλεγχοι και έλεγχοι ευαισθησίας για τον εμφανιστή και το σταθεροποιητή.
Οι χημικοί έλεγχοι περιλαμβάνουν τη μέτρηση των τιμών του pH του εμφανιστή και
του σταθεροποιητή, καθώς και των αντιστοιχών υλικών αναπλήρωσής τους. Επίσης, πρέπει
να παρακολουθείται το ειδικό βάρος και το επίπεδο του αργύρου. Ιδανικά, το pH πρέπει να
μετράται καθημερινά και είναι σημαντικό να καταγράφεται καθώς παρέχει χρήσιμες
πληροφορίες.
Οι καθημερινές μετρήσεις των τιμών του pH του σταθεροποιητή μπορεί στη
συνέχεια να αναλύονται και με αυτόν τον τρόπο να παρατηρείται η τάση μεταβολής των
τιμών σε σύγκριση με τα κανονικά επίπεδα λειτουργίας ώστε να εντοπίζονται τα
προβλήματα. Οι έλεγχοι ευαισθησίας πρέπει να διενεργούνται προκειμένου να αξιολογείται
εάν η απόδοση των ακτινογραφικών φιλμ είναι η μέγιστη. Οι έλεγχοι αυτοί περιλαμβάνουν
τη μέτρηση του βασικού επιπέδου ομίχλης, την ταχύτητα, τη μέση κλίση (average gradient)
και πραγματοποιούνται σε θερμοκρασιακά διαστήματα του 1°C.
Το εύρος της μέτρησης της θερμοκρασίας εξαρτάται από τον τύπο των χημικών του
κατασκευαστή, καθώς και από το εάν ο εμφανιστής είναι ψυχρός ή θερμός. Αυτές οι τρεις
μετρήσεις, δηλαδή το επίπεδο ομίχλης, η ταχύτητα και η μέση κλίση, πρέπει στη συνέχεια
να απεικονίζονται γραφικά σε σχέση με τη θερμοκρασία και να συγκρίνονται με τα
διαγράμματα που παρέχονται από τον κατασκευαστή.
Η αυτόματη επεξεργασία των φιλμ, όχι μόνο συντομεύει το συνολικό χρόνο
επεξεργασίας του φιλμ, αλλά γενικότερα βελτιώνει την επαναληψιμότητα των
αποτελεσμάτων. Συνεπώς, η ποιοτική αναβάθμιση που επιτυγχάνεται με την χρήση της
αυτόματης εμφάνισης αυξάνει την αξιοπιστία της ακτινογραφίας ως μεθόδου μη
καταστροφικού ελέγχου.
|436|
Εικόνα 9.7: Αυτόματα εμφανιστήρια
|437|
• Φιλμ σε ρολό: είναι φιλμ που χρησιμοποιούνται για την ακτινογράφηση
περιφερειακών συνήθως συγκολλήσεων μεγάλων διαμέτρων.
Απαιτείται αυστηρός έλεγχος των αποθεμάτων φιλμ κατά την παραγγελία τους, την
αποθήκευση και τη χρήση τους, διότι τα φιλμ επηρεάζονται από τη γήρανση, έχουν δηλαδή
ημερομηνία λήξης, τη θερμοκρασία (η συνιστώμενη θερμοκρασία είναι οι 22°C), την
υγρασία (η συνιστώμενη υγρασία είναι 50 έως 60%) και την ακτινοβολία (για διάστημα
αποθήκευσης έως 3 μήνες η ακτινοβολία δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 7μR/hr).
|438|
Γενικά, στην επιθεώρηση συγκολλήσεων, όταν γίνεται προσπάθεια να ανιχνευτούν
μικρά ρήγματα, ένα ακτινογραφικό φιλμ κλάσης C2 ή C3 αποτελεί καλή πρακτική. Για την
επιθεώρηση χυτών ή γενικού τύπου ακτινογραφιών προτείνεται η χρήση ακτινογραφικού
φιλμ κλάσης C4 ή C5. Για επιθεωρήσεις μικρών δοκιμίων και κατασκευαστικών στοιχείων,
όπου το ακτινογράφημα μπορεί να ερμηνευθεί υπό συνθήκες μεγέθυνσης για την
ανίχνευση μικρών ασυνεχειών, προτιμάται ένα ακτινογραφικό φιλμ κλάσης C2 ή
ενδεχομένως και κλάσης C1. (Κατηγοριοποίηση των ακτινογραφικών φιλμ σύμφωνα με το
ΕΝ 584-1)
Για να ακτινογραφηθεί ένα αντικείμενο το οποίο έχει διαφορά στο πάχος του,
χρησιμοποιείται συνήθως ο μέσος όρος του πάχους του προκειμένου να υπολογιστεί ο
απαιτούμενος χρόνο έκθεσης, ώστε να επιτυγχάνεται πυκνότητα ακτινογραφικού φιλμ
τουλάχιστον 2. Όταν υπάρχουν μεγάλες διαφορές στο πάχος του μπορεί να προκληθεί υπό
ή υπέρ έκθεση στο ακτινογραφικό φιλμ. Σύμφωνα με το ΕΝ ISO 17636-1, υπάρχει ένας
περιορισμός στο εύρος των παχών τα οποία μπορεί να καλυφθούν από μία και μόνη
έκθεση.
Υπάρχουν αρκετοί πρακτικοί τρόποι για να αποφευχθεί η υπερβολική έκθεση των
λεπτότερων και η χαμηλή έκθεση των παχύτερων τμημάτων ενός αντικειμένου. Αυτοί
μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: την αντιστάθμιση με ένα φιλμ και την τεχνική
διπλού φιλμ.
Εικόνα 9.9: Αντιστάθμιση με προσθήκη υλικού (αριστερά). Τεχνική διπλού φιλμ (δεξιά)
|439|
9.18 Τεχνικές διπλού φιλμ
|440|
Εικόνα 9.10: Άκαμπτο πάνελ άμορφου πυριτίου (αριστερά) και εύκαμπτες πλάκες φωσφόρου
(δεξιά)
Εικόνα 9.11: Σαρωτής ανάγνωσης και επεξεργασίας των εύκαμπτων πλακών φωσφόρου
|441|
ενσωματωθούν στο λογισμικό του συστήματος μαζί με ένα πρότυπο φιλμ αναφοράς που
χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της ποιότητας της διαδικασίας ψηφιοποίησης. Δεν αποτελεί
αντικείμενο του συγκεκριμένου προτύπου η επεξεργασία του σήματος και η απεικόνιση
των ψηφιοποιημένων δεδομένων.
Το πρότυπο EN 14096-2:2005 (Non-destructive testing - Qualification of
radiographic film digitisation systems - Part 2: Minimum requirements), καθορίζει τρεις
κατηγορίες ποιότητας ψηφιοποιημένων φιλμ για τις ανάγκες των Μη Καταστροφικών
Ελέγχων. Η επιλογή της κατηγορίας εξαρτάται από την ενέργεια της ακτινοβολίας, το
πάχος του υλικού που διείσδυσε η ακτινοβολία και από το επίπεδο ποιότητας του
συμβατικού ακτινογραφικού φιλμ. Δεν αποτελεί αντικείμενο του συγκεκριμένου προτύπου
η επεξεργασία του σήματος, η απεικόνιση και η αποθήκευση των ψηφιοποιημένων
δεδομένων.
Τέλος, η ψηφιοποίηση των συμβατικών ακτινογραφικών φιλμ σε γενικές γραμμές
βελτιστοποιεί τη διαχείριση των δεδομένων, ενώ καθιστά εύκολη τη μεταφορά και
αποστολή τους οπουδήποτε απαιτηθεί, προσφέροντας έτσι τη δυνατότητα απομακρυσμένης
ερμηνείας.
|442|
10. ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΥΚΝΟΤΗΤΑ
D = Log10 Ι0/Ιt
Συνεπώς, όταν η ένταση της φωτεινής ακτινοβολίας που διέρχεται είναι το 1/10
αυτής που προσπίπτει, η πυκνότητα είναι ίση με D = 1. Όταν ο λόγος είναι 1/100 έχουμε
D = 2, και όταν ο λόγος είναι 1/1000 έχουμε D = 3.
Για να αποκτήσουμε μία προσεγγιστική αντίληψη για τις επιφάνειες του
ακτινογραφήματος που αντιστοιχούν σε D = 1, μπορούμε να τοποθετήσουμε κάτω από
αυτό μια γραμμένη σελίδα από λευκό χαρτί και να το φωτίσουμε σε συνθήκες φωτισμού
δωματίου. Στις επιφάνειες εκείνες του ακτινογραφήματος που μόλις μπορεί να διαβαστεί το
κείμενο της σελίδας έχουμε πυκνότητα D = 1.
Στην πράξη, το συνηθισμένο εύρος πυκνοτήτων στα ακτινογραφήματα, κυμαίνεται
από D = 0,5 στις φωτεινότερες περιοχές, έως D = 4 στις πολύ σκοτεινές.
Από τον Πίνακα 10.1 αντιλαμβανόμαστε ότι τιμή πυκνότητας 2 είναι το αποτέλεσμα
μόνο του 1% του προσπίπτοντος φωτός που διαπερνά το ακτινογραφικό φιλμ.
Τιμές πυκνότητας πάνω από 4 απαιτεί ισχυρά διαφανοσκόπια για την ερμηνεία και
αξιολόγηση της ακτινογραφίας. Για ακτινογραφίες που πρόκειται να ψηφιοποιηθούν, τιμές
πυκνότητας πάνω από 4 χρησιμοποιούνται συχνά από τα συστήματα ψηφιοποίησης μιας
και αυτά μπορούν να συλλάβουν και να επανεμφανίσουν ακτινογραφίες με τιμές
πυκνότητας έως και 6.
|443|
10.1 Πυκνόμετρο (densitometer)
|444|
10.2 Διαφανοσκόπιο (viewer) και ερμηνεία ακτινογραφιών
Η περιοχή πρέπει να είναι καθαρή και απαλλαγμένη από υλικά που αποσπούν την
προσοχή. Ο μεγεθυντικός φακός κρίνεται απαραίτητος κατά την ερμηνεία της
ακτινογραφίας. Άλλωστε αρκετά διαφανοσκόπια παρέχονται με προσαρμοσμένα
συστήματα μεγέθυνσης. Λεπτά βαμβακερά γάντια πρέπει να είναι διαθέσιμα και να
χρησιμοποιούνται από τον επιθεωρητή προκειμένου να αποφεύγονται τα δακτυλικά
αποτυπώματα πάνω στην ακτινογραφία. Ο περιβάλλων φωτισμός πρέπει να είναι χαμηλός
και συνιστάται να μην ξεπερνά τα 20lux όπως επίσης πρέπει να ρυθμίζεται κατά τέτοιο
τρόπο ώστε να αποφεύγονται οι ανακλάσεις του φωτισμού από την επιφάνεια του φιλμ.
Βασικό στοιχείο αποτελεί ότι κατά την ερμηνευτική διαδικασία απαιτούνται
τακτικά διαλείμματα για να ξεκουράζεται τόσο η όραση, αλλά και για να διασφαλίζεται το
διαφανοσκόπιο από την υπερθέρμανση (50% σε λειτουργία με μέγιστη διάρκεια 15s σε
θερμοκρασία χώρου 20°C). Μια διαδικασία προβολής των ακτινογραφιών, για παράδειγμα
από αριστερά προς τα δεξιά, ή από πάνω προς τα κάτω, κ.λπ. είναι χρήσιμη για να
αποτραπεί η εστίαση του επιθεωρητή σε μια μόνο περιοχή της ακτινογραφίας.
|445|
Είναι πραγματικά πολύ χρήσιμο ο επιθεωρητής να έχει δει το αντικείμενο που
ακτινογραφήθηκε για να ερμηνεύσει ασφαλέστερα μία ακτινογραφία. Ωστόσο, αυτό δεν
είναι πάντοτε εφικτό. Τέλος επισημαίνεται ότι η ερμηνεία των ακτινογραφιών είναι μια
επίκτητη δεξιότητα που συνδυάζει οπτική οξύτητα, γνώση των υλικών, των διαδικασιών
παραγωγής και των συναφών ασυνεχειών ενώ η τελειοποίηση της απαιτεί χρόνο.
|446|
11. ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΦΙΛΜ
Όπως φαίνεται και στην Εικόνα 11.1, στο φιλμ (Α) το πλάτος του μεταβατικού
στρώματος (L1) είναι μικρότερο από το πλάτος (L2) του φιλμ (Β) και συνεπώς, το (Α) έχει
μεγαλύτερη ευκρίνεια (δηλαδή βαθμό διαχωρισμού της εικόνας) από το (Β). Πρέπει επίσης
να σημειωθεί ότι στην περίπτωση που η αντίθεση δύο ακτινογραφημάτων είναι ίδια ενώ η
ευκρίνεια είναι διαφορετική, δίνεται η εντύπωση ότι το ακτινογράφημα με τη μεγαλύτερη
ευκρίνεια έχει και μεγαλύτερη αντίθεση. Συνεπώς, η αντίθεση και η ευκρίνεια επηρεάζουν
η μία την άλλη στην υποκειμενική (οπτική) εκτίμηση τους.
|447|
11.3 Η χαρακτηριστική καμπύλη
Η δόση της ακτινοβολίας που δέχεται μία επιφάνεια γαλακτώματος είναι ίση με το
γινόμενο της έντασης της ακτινοβολίας (Ι) που πέφτει στην επιφάνεια επί το χρόνο (t) που
διαρκεί αυτή η ακτινοβόληση. Η δόση (έκθεση) αυτή είναι διαφορετική για κάθε σημείο
του γαλακτώματος λόγω του ότι μετά τη διέλευση από το εξεταζόμενο δοκίμιο η
ακτινοβολία αποτελείται από διαφορετικές επιμέρους εντάσεις, ενώ ο χρόνος
ακτινοβόλησης είναι ο ίδιος.
Για κάθε τύπο φιλμ, η αμαύρωση του ακτινογραφικού φιλμ και η δόση της
ακτινοβολίας συνδέονται με μια συγκεκριμένη σχέση μεταξύ τους. Η σχέση αυτή
αποδίδεται από μια καμπύλη η οποία στον οριζόντιο άξονά της έχει τη δόση της
ακτινοβολίας και στον κάθετο την πυκνότητα. Η καμπύλη αυτή ονομάζεται καμπύλη
πυκνότητας ή χαρακτηριστική καμπύλη (Εικόνες 11.2 και 11.3).
Διαφορετικοί τύποι ακτινογραφικών φιλμ αποκρίνονται διαφορετικά σε μια
δεδομένη ποσότητα δόσης. Οι κατασκευαστές ακτινογραφικών φιλμ συνήθως
χαρακτηρίζουν το φιλμ με τέτοιο τρόπο ώστε να καθορίζεται η σχέση μεταξύ της
εφαρμοζόμενης δόσης και της προκύπτουσας πυκνότητας του φιλμ. Αυτή η σχέση
ποικίλλει συνήθως σε ένα εύρος πυκνοτήτων. Για το λόγο αυτό τα δεδομένα
παρουσιάζονται με τη μορφή μιας καμπύλης, όπως για παράδειγμα στο φιλμ της Kodak
ΑΑ400. Η καμπύλη (ως όρος) εκτός από χαρακτηριστική καμπύλη ή καμπύλη πυκνότητας
απαντάται και ως H και D καμπύλη (H and D curve) από τα αρχικά των ονομάτων Hurter
και Driffield, των επιστημόνων που ανέπτυξαν την χαρακτηριστική καμπύλη.
|448|
Εικόνα 11.3: Χαρακτηριστικές καμπύλες
|449|
11.4 Μη ικανοποιητικές ακτινογραφίες
|450|
11.5 Τα σφάλματα και οι αιτίες τους κατά την επεξεργασία του ακτινογραφικού
φιλμ
Ανεπαρκής αντίθεση
α: Με κανονική πυκνότητα:
1. Πολύ σκληρή ακτινοβολία.
2. Υπερβολική έκθεση αντισταθμίζεται από τη μείωση του χρόνου εμφάνισης.
3. Ακατάλληλος εμφανιστής ή κακή ανάμειξή του.
4. Παρατεταμένη εμφάνιση σε πάρα πολύ ψυχρό λουτρό εμφανιστή.
β: Με ανεπαρκή πυκνότητα:
1. Ανεπαρκής εμφάνιση.
2. Εξαντλημένος εμφανιστής.
3. Ακατάλληλος εμφανιστής ή κακή ανάμειξή του.
Ανεπαρκής ευκρίνεια
1. Πολύ μικρή απόσταση πηγής-αντικειμένου.
2. Μετατόπιση της πηγής ή του αντικειμένου κατά τη διάρκεια της έκθεσης.
3. Πολύ μεγάλη απόσταση αντικείμενου-φιλμ.
4. Πολύ μεγάλες διαστάσεις της πηγής ή του εστιακού σημείου.
5. Κακή επαφή μεταξύ του φιλμ και των ενισχυτικών πλακών.
6. Λάθος τύπος ενισχυτικής πλάκας.
|451|
Γκρίζα ομίχλη (τοπική ή γενική) (Grey fog)
1. Ακατάλληλος φωτισμός ασφαλείας στο σκοτεινό θάλαμο.
2. Υπερβολική έκθεση στο φωτισμό ασφαλείας (σε διάρκεια ή πολύ κοντά στο φιλμ).
3. Τυχαία έκθεση σε ακτίνες Χ, γ ή λευκό φως.
4. Υπερβολική σκεδάζουσα ακτινοβολία.
5. Ληγμένο φιλμ ή αποθήκευση σε ακατάλληλες συνθήκες (ground fog).
6. Η χαμηλή έκθεση αντισταθμίστηκε από υπερβολική εμφάνιση.
7. Ακατάλληλος εμφανιστής ή κακή ανάμειξή του.
8. Η κασέτα του φιλμ μαζί με το φιλμ εκτέθηκαν σε θερμότητα (π.χ. ηλιακή ακτινοβολία,
θερμότητα από θερμαντικά σώματα, κ.λπ.).
9. Ακατάλληλο κλείσιμο της κασέτας (edge fog).
Στίγματα ομίχλης
Γκριζωπά στίγματα ομίχλης εμφανίζονται γενικά όταν το φιλμ είναι ληγμένο ή έχει
αποθηκευτεί σε ακατάλληλες συνθήκες, π.χ. σε υγρό περιβάλλον.
Υπόλευκη εναπόθεση
1. Υψηλή σκληρότητα του νερού που χρησιμοποιήθηκε για την ανάμειξη του εμφανιστή ή
του σταθεροποιητή.
2. Υπερβολική σκληρότητα του νερού έκπλυσης.
3. Ανεπαρκής έκπλυση μετά την εμφάνιση.
|452|
7. Ενισχυτικές πλάκες σε κακή κατάσταση.
8. Ξένα σώματα (π.χ. μεταλλικά σωματίδια) μεταξύ του φιλμ και της ενισχυτικής πλάκας
κατά τη διάρκεια της έκθεσης.
9. Μπορεί να προκύψουν μικρά, σαφή, κοίλα σημεία (συνήθως με σκούρα άκρα) όταν το
γαλάκτωμα έχει υποβληθεί σε τοπική επίθεση βακτηρίων. Αυτό γενικά είναι αποτέλεσμα
της αργής ξήρανσης σε θερμό κλίμα με αυξημένη υγρασία, ιδίως εάν υπάρχουν ακαθαρσίες
στο νερό έκπλυσης.
Σκούρα σημάδια
1. Σκούρα σχήματα ημισελήνου μπορεί να εμφανιστούν όταν το φιλμ έχει καμφθεί (π.χ. με
τα δύο δάχτυλα) μετά την έκθεση.
2. Δακτυλικά αποτυπώματα (πχ από λερωμένα δάκτυλα).
3. Ηλεκτρική εκκένωση (βλέπε dark patches).
|453|
12. ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΕΚΘΕΣΗΣ
Η σωστή έκθεση ενός δοκιμίου είναι μία διαρκής διαδικασία δοκιμής και διόρθωσης
των σχετικών παραμέτρων, ώστε να επιτευχθεί η κατάλληλη αποτύπωση στο
ακτινογραφικό φιλμ. Οι μεταβλητές που επηρεάζουν το τελικό αποτέλεσμα είναι πολλές.
Ορισμένες από αυτές που επηρεάζουν την πυκνότητα του ακτινογραφικού φιλμ είναι οι
εξής:
• Το φάσμα της ακτινοβολίας που παράγεται από τη γεννήτρια παραγωγής ακτίνων Χ.
• Η διαφορά δυναμικού μεταξύ ανόδου και καθόδου.
• Η ένταση του ρεύματος που χρησιμοποιείται για την παραγωγή των ακτίνων Χ.
• Ο χρόνος έκθεσης.
• Η απόσταση πηγής - ακτινογραφικού φιλμ.
• Το υλικό του ακτινογραφούμενου δοκιμίου.
• Το ποσό της σκεδάζουσας ακτινοβολίας.
• Ο τύπος του ακτινογραφικού φιλμ.
• Η συγκέντρωση των χημικών ουσιών κατά την επεξεργασία του φιλμ και ο χρόνος
εμφάνισης.
|454|
1. Τη γεννήτρια παραγωγής ακτίνων Χ.
2. Την ενέργεια πηγής 60-200keV, ένταση πηγής 5-10mA.
3. Χωρίς φίλτρα.
4. Την απόσταση πηγής - φιλμ: 800mm.
5. Το υλικό: χάλυβας.
6. Χωρίς ενισχυτικές πλάκες.
7. Τον τύπο του ακτινογραφικού φιλμ: D7.
8. Την πυκνότητα: 2,0.
9. Το εμφανιστήριο: αυτόματο, 8 min στους 28°C με εμφανιστή G135.
12.1.2 Εκθέσεις
Ρυθμίζοντας την ένταση της γεννήτριας στα 8mA και με χρόνο έκθεσης 1min
(δηλ. 8mA•min) οι ακτινογραφήσεις του σφηνοειδούς βαθμωτού δοκιμίου (step wedge)
πραγματοποιούνται με τάση γεννήτριας, 75, 90, 105, 120, 135, 150, 165, 180 και 195keV.
Για κάθε έκθεση χρησιμοποιείται μια μόνο στενή περιοχή του φιλμ. Η ίδια διαδικασία
επαναλαμβάνεται στα 10mA και με χρόνο έκθεσης 20min (δηλαδή 200mA•min).
|455|
Τέλος κατασκευάζουμε το τελευταίο προκαταρκτικό διάγραμμα «τάσης γεννήτριας
- πάχους» όπως φαίνεται στην Εικόνα 12.3 με τις καμπύλες στα 8mA•min και στα
200mA•min.
|456|
Εικόνα 12.5: Ενδεικτικό διάγραμμα έκθεσης γεννήτριας παραγωγής ακτίνων Χ
(YXLON.XPO 225)
|457|
Τα διαγράμματα έκθεσης για ακτίνες γ κατασκευάζονται με τρόπο παρόμοιο με
αυτόν που περιγράφηκε.
|458|
Πίνακας 12.1: Παραδείγματα συντελεστών σχετικής έκθεσης για ακτινογραφικά φιλμ της
εταιρίας AGFA
ΤΥΠΟΣ FILM SYSTEM
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΣΧΕΤΙΚΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ
ΦΙΛΜ CLASS
EN ASTM E
100keV 200keV 300keV Ir 192 Co 60
584-1 1815
D2 9,0 7,0 8,0 9,0 C1 SPECIAL
D3 4,1 4,3 5,0 5,0 C2 1
D4 3,0 2,7 3,0 3,0 C3 1
D5 1,7 1,5 1,5 1,5 C4 1
D7 1,0 1,0 1,0 1,0 1,0 C5 2
D8 0,6 0,6 0,6 0,6 C6 3
RCF+F6 0,174 0,132 0,389 0,562
RCF+F8 0,03 0,022 0,035 0,040
O Πίνακας 12.2 δίνει τους απόλυτους χρόνους έκθεσης για διαφορετικές πηγές
ακτινοβολίας σε χάλυβα διαφόρων παχών.
Πίνακας 12.2: Απόλυτοι χρόνοι έκθεσης για διαφορετικές πηγές ακτινοβολίας σε χάλυβα
διαφόρων παχών
Γεννήτρια X Πηγή γ Linac
Ενέργεια 100keV 250keV 300keV 400keV 1,25keV 8MeV
mA 3 10 10
S.F.D (mm) 500 700 700 1.000 2.000 5.000
Τύπος φιλμ D4 D7 D4 D7 D4 D7 D4 D7 D7 D7
Πάχος υλικού Χρόνος έκθεσης σε s
15mm 50 10
25mm 100 20 70 15 80
50mm 1.080 210 660 210 6.300 1.980 1.680
100mm 6.300
150mm 32.400 10
200mm 30
400mm 4.200
|459|
Από το διάγραμμα, η έκθεση (για πυκνότητα 2,0 και πάχος συγκόλλησης 20mm)
είναι 5,1Ci•h.
5,1 Ci•h x 60min = 306Ci•min.
E = M•Τ => T = E/M => T = 306/15 = 20,4min.
Ο χρόνος έκθεσης στα 900mm με ενεργότητα πηγής 15Ci = 20,4min.
Εάν μεταβάλλουμε την απόσταση πηγής - φιλμ στα 600mm, τότε:
D22 6002
E2 = --------------•E1 => E2 = ---------------•20,4 = 9min.
D12 9002
Ο νέος χρόνος έκθεσης με απόσταση πηγής- φιλμ 600mm και ενεργότητα πηγής
15Ci θα είναι 9min.
|460|
12.5 Exposure calculations using gamma slide rule
Εικόνα 12.8: Κανόνας (slide rule) για το Ir 192 ο οποίος κατασκευάστηκε από την Technical
Operations, Inc Arlington, Massachusetts για την βιομηχανική ακτινογραφία.
Ημερομηνία πνευματικών δικαιωμάτων 1955.
|461|
13. ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗΣ
ΠΟΙΟΤΗΤΑ
ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΚΗΣ
ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗΣ
ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΕΥΚΡΙΝΕΙΑ
(CONTRAST) (DEFINITION)
|462|
13.1 Ακτινογραφική αντίθεση
|463|
Στο δεξί φιλμ, η ακτινογραφική πηγή δεν παρήγαγε μια πιστή οπτική απεικόνιση.
Τα σημεία αλλαγής της διάστασης του σφηνοειδούς βαθμωτού δοκιμίου (step wedge) είναι
θολά. Αυτό αποδεικνύεται από τη σταδιακή μετάβαση από την υψηλή στη χαμηλή
πυκνότητα ακτινογραφίας στο ακτινογράφημα.
Δεδομένου ότι η ακτινογραφική αντίθεση και ευκρίνεια δεν εξαρτώνται από τους
ίδιους παράγοντες, είναι δυνατόν να παραχθούν ακτινογραφίες με τις ακόλουθες ιδιότητες:
• χαμηλή αντίθεση και χαμηλή ευκρίνεια
• υψηλή αντίθεση και χαμηλή ευκρίνεια
• χαμηλή αντίθεση και καλή ευκρίνεια
• υψηλή αντίθεση και καλή ευκρίνεια
Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν την ευκρίνεια της ακτινογραφίας,
όπως η γεωμετρία του δοκιμίου και ο τύπος του φιλμ. Ωστόσο, τέλεια ευκρίνεια είναι
αδύνατο να επιτευχθεί λόγω της ύπαρξης γεωμετρικής και ενδογενούς δυσκρίνειας.
Η ακτινογραφική ευκρίνεια μπορεί να μετρηθεί χρησιμοποιώντας έναν ειδικό τύπο
IQI, το λεγόμενο διπλού σύρματος (DUPLEX IQI). O τύπος διπλού σύρματος, σύμφωνα με
το ΕΝ 462-5, αποτελείται από παράλληλα σύρματα πλατίνας ή βολφράμιου απομειούμενου
πάχους. Το πάχος των συρμάτων είναι συνήθως ίσο με το διάκενο μεταξύ τους. Αν κατά τη
διάρκεια μιας ακτινογράφησης, δύο διαδοχικά σύρματα απεικονισθούν ως ένα, αυτό
αποτελεί ένδειξη μικρής ευκρίνειας. Σύμφωνα με το ΕΝ 462-5 η ευκρίνεια ισούται
συνήθως με U = 2d, όπου d το πλάτος του σύρματος.
Οι γεωμετρικοί παράγοντες του εξοπλισμού και της ακτινογραφικής εγκατάστασης,
τα ακτινογραφικά φιλμ και οι ενισχυτικές πλάκες επιδρούν στην ακτινογραφική ευκρίνεια.
Οι γεωμετρικοί παράγοντες περιλαμβάνουν τις διαστάσεις της πηγής της ακτινοβολίας, την
απόσταση πηγής - φιλμ, την απόσταση αντικειμένου - φιλμ, την κίνηση της πηγής, του
δοκιμίου ή του μέσου αποτύπωσης κατά τη διάρκεια της έκθεσης, τη γωνία της πηγής και
την απότομη αλλαγή του πάχους του αντικειμένου ή της πυκνότητας του.
|464|
έλασμα χάλυβα με απότομη αλλαγή του πάχους ακτινογραφηθεί με ακτινοβολία Χ υψηλής
ενέργειας, θα προκύψει μια βαθμιαία μετάβαση της πυκνότητας κατά μήκος του
ακτινογραφικού φιλμ όπως στην Εικόνα 13.3.
Ελλείψει εγγενούς δυσκρίνειας, στο ακτινογραφικό φιλμ θα απεικονιστεί μια πολύ
απότομη μετάβαση μεταξύ των δύο διαφορετικών πυκνοτήτων, όπως φαίνεται στο σχήμα a
της Εικόνας 13.3. Στην πράξη, η αλλαγή της πυκνότητας θα απεικονιστεί όπως φαίνεται
στα σχήματα b και c.
Το πλάτος αυτής της μεταβατικής περιοχής (Uf), εκφράζεται σε χιλιοστά και
αποτελεί το μέτρο της εγγενούς δυσκρίνειας.
Ο Πίνακας 13.1 και το διάγραμμα της Εικόνας 13.4 δείχνουν τις πειραματικά
προσδιοριζόμενες τιμές της εγγενούς δυσκρίνειας για ακτινογραφικά φιλμ που εκτίθενται
σε διάφορα επίπεδα ενέργειας ακτινοβολίας. Αυτές οι τιμές βασίζονται στη χρήση φίλτρων
και μολύβδινων ενισχυτικών πλακών. Παχύτερες ενισχυτικές πλάκες, παράγουν ελαφρώς
υψηλότερες τιμές. Εάν δε χρησιμοποιηθούν ενισχυτικές πλάκες, η τιμή της Uf είναι 1,5 έως
2 φορές μικρότερη. Η εγγενής δυσκρίνεια επηρεάζεται κυρίως από την ένταση της
ακτινοβολίας και το είδος των ενισχυτικών πλακών που χρησιμοποιούνται, ενώ ο τύπος του
ακτινογραφικού φιλμ δεν επιδρά στην τιμή της.
Η απόσταση μεταξύ ακτινογραφικού φιλμ και ενισχυτικής πλάκας έχει μεγάλη
σημασία στην αριθμητική τιμή της εγγενούς δυσκρίνειας. Η καλή επαφή μεταξύ του
ακτινογραφικού φιλμ και της ενισχυτικής πλάκας είναι κρίσιμος παράγοντας και μπορεί να
επιτευχθεί με συσκευασία υπό κενό.
|465|
Εικόνα 13.4: Διάγραμμα απεικόνισης των τιμών της εγγενούς δυσκρίνειας (Uf) σε συνάρτηση
με την ενέργεια της ακτινοβολίας (MeV)
Από τις τιμές συμπεραίνουμε ότι, όταν αυξάνεται η ενέργεια της ακτινοβολίας,
αυξάνεται και η εγγενής δυσκρίνεια.
|466|
Οι τρεις παράμετροι που καθορίζουν τη γεωμετρική δυσκρίνεια είναι οι διαστάσεις
της πηγής, η απόσταση αντικειμένου - φιλμ (O.F.D.) και η απόσταση πηγής - φιλμ
(S.F.D.).
Η γεωμετρική δυσκρίνεια υπολογίζεται από τη σχέση:
s • O.F.D s • O.F.D
Ug = -------------------- (άμεση επαφή αντικειμένου - φιλμ) ή ----------------------------
S.O.D S.F.D – O.F.D
Όπου:
s: η μέγιστη διάσταση της πηγής ή του εστιακού σημείου
O.F.D: η απόσταση αντικειμένου - φιλμ (object to film distance)
S.F.D: η απόσταση πηγής - φιλμ (source to film distance)
S.O.D: η απόσταση πηγής - αντικειμένου (source to object distance)
s = √(22+22) = 2,82mm
Οι διαστάσεις της πηγής δίνονται από τον κατασκευαστή της, τόσο για τη γεννήτρια
παραγωγής ακτίνων Χ, όσο και για τα ραδιοϊσότοπα. Μείωση του μεγέθους της πηγής
οδηγεί σε μείωση της γεωμετρικής δυσκρίνειας. Για δεδομένο μέγεθος πηγής, η
γεωμετρική δυσκρίνεια μπορεί να μειωθεί με την αύξηση της απόστασης πηγής -
αντικειμένου αλλά αυτό σημαίνει και μείωση της έντασης της ακτινοβολίας.
Συνήθως γίνεται προσπάθεια να διατηρείται όσο το δυνατόν μικρή απόσταση
αντικειμένου-φιλμ για να έχουμε και μειωμένη γεωμετρική δυσκρίνεια, ενώ βέλτιστα
αποτελέσματα επιτυγχάνονται όταν το φιλμ είναι σε άμεση επαφή με το αντικείμενο.
|467|
Υπάρχουν ωστόσο, περιπτώσεις όπου αυτό δεν είναι εφικτό, με αποτέλεσμα την
αύξηση της γεωμετρικής δυσκρίνειας και τη μείωση της ακτινογραφικής ευκρίνειας. Οι
κώδικες και τα πρότυπα που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανική ακτινογραφία απαιτούν
περιορισμένη γεωμετρική δυσκρίνεια. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι οι επιτρεπόμενες τιμές
γεωμετρικής δυσκρίνειας κυμαίνονται στο 1/100 του πάχους του αντικειμένου με μέγιστο
όριο το 1mm. Επίσης, τιμή γεωμετρικής δυσκρίνειας της τάξεως των 0,25mm συχνά
ορίζεται ως μέγιστη.
Λόγω του ότι είναι δύσκολη η άμεση μέτρηση της γεωμετρικής δυσκρίνειας στο
ακτινογραφικό φιλμ, ο υπολογισμός γίνεται έμμεσα μέσω του τύπου που αναφέρθηκε. Με
βάση όσα αναφέρθηκαν μπορούμε να συνοψίσουμε λέγοντας ότι για τις ακτίνες Χ και γ:
• Η πηγή ακτινοβολίας πρέπει να είναι όσο το δυνατόν μικρότερων διαστάσεων.
• Η απόσταση ανάμεσα στην πηγή ακτινοβολίας και το φιλμ πρέπει να είναι όσο το
δυνατόν μεγαλύτερη.
• Το φιλμ πρέπει να εφάπτεται στο αντικείμενο που ακτινογραφείται.
• Η κεντρική δέσμη της ακτινοβολίας πρέπει να είναι κάθετη στο φιλμ.
• Το επίπεδο μέγιστου ενδιαφέροντος πρέπει να είναι παράλληλο στο φιλμ.
Ut = (Ug2 + Uf2)1/2
Σε γενικές γραμμές, αν μία τιμή δυσκρίνειας (Ug ή Uf) είναι μεγαλύτερη από το
διπλάσιο της τιμής μιας άλλης, η συνολική δυσκρίνεια είναι ίση με τη μεγαλύτερη τιμή ενώ
εάν και οι δύο τιμές είναι ίσες, η συνολική δυσκρίνεια είναι περίπου √2 = 1,4 φορές της
ενιαίας τιμής.
Εάν κριθεί απαραίτητο, η γεωμετρική δυσκρίνεια μπορεί να μειωθεί με την αύξηση
της απόστασης πηγής - φιλμ. Αυτό μπορεί να γίνει σε περιορισμένο βαθμό, διότι σε αυτή
την περίπτωση ο χρόνος έκθεσης θα ήταν μεγάλος. Ως συμβιβαστική λύση, η βέλτιστη
απόσταση πηγής - φιλμ (S.F.D) επιλέγεται όταν Ug = Uf.
|468|
13.6 Επιλογή ακτινοβολίας γ
Καθώς δεν είναι δυνατή η μεταβολή της ενέργειας ακτινοβολίας που εκπέμπεται
από μία πηγή ακτίνων γ, είναι αναγκαίο να υποδείξουμε ένα εύρος παχών τα οποία
μπορούν να εξεταστούν ικανοποιητικά με διαφορετικά ισότοπα. Το ανώτατο όριο
ενεργότητας των πηγών καθορίζεται από τις πηγές που διατίθενται στο εμπόριο ενώ το
αντίστοιχο κατώτατο όριο καθορίζεται από τη μείωση της ακτινογραφικής αντίθεσης και
γενικότερα από τη μειωμένη ποιότητα του ακτινογραφήματος. Επομένως, το κατώτερο
όριο εξαρτάται και από τον απαιτούμενο βαθμό ανίχνευσης της πιο μικρής λεπτομέρειας.
Όταν αυτό είναι ανεπαρκές σε σύγκριση με ότι είναι δυνατόν να επιτευχθεί με τη χρήση
εξοπλισμού ακτίνων Χ, μπορεί να επιλεγεί ένας άλλος τύπος ισότοπου, ο οποίος παρέχει
μειωμένη ενέργεια ακτινοβολίας.
Στον Πίνακα 13.2 φαίνεται το εύρος των παχών που συνιστάται για διαφορετικές
πηγές ακτίνων γ. Ο πίνακας ισχύει για χάλυβα. Εάν, για λόγους ευκολίας,
χρησιμοποιούνται ακτίνες γ σε μικρού πάχους δοκίμια τα οποία θα μπορούσαν να
ακτινογραφηθούν και με ακτίνες Χ, πρέπει να γίνει σαφές ότι οι προκύπτουσες
ακτινογραφίες με ακτίνες γ θα είναι κατώτερης ποιότητας σε σύγκριση με τις αντίστοιχες
των ακτίνων Χ.
Πίνακας 13.2: Εύρος παχών (σε mm) για την εξέταση χάλυβα με ακτίνες γ με διαφορετικά
ραδιοϊσότοπα
Τεχνική τυπικής Τεχνική υψηλής
Tύπος πηγής
ευαισθησίας σε mm ευαισθησίας σε mm
Co 60 30 - 200 60 - 150
Ir 192 10 - 80 20 - 70
Se 70 5 - 40 10 - 30
Yb 169 1 - 15 3- 10
Tm 170 1 - 10 4-8
Πίνακας 13.3: Συγκριτικές τιμές της ποιότητας της ακτινοβολίας (σκληρότητα) συναρτήσει
της τάσης της γεννήτριας
Πάχος υποδιπλασιασμού για
Σκληρότητα ακτινοβολίας Τάση γεννήτριας
χάλυβα (mm)
Πολύ μαλακές Λιγότερο από 20keV -
Μαλακές 20 - 60keV -
Αρκετά μαλακές 60 - 150keV 0,5 - 2
Σκληρές 150 - 300keV 2-7
Πολύ σκληρές 300 - 3000keV 7 - 20
Πάρα πολύ σκληρές Περισσότερο από 3000keV >20
|469|
Όταν αυξάνεται η σκληρότητα της ακτινοβολίας, αυξάνει αντίστοιχα και το πάχος
υποδιπλασιασμού. Η ακτινογραφική αντίθεση μειώνεται με την αύξηση του εύρους
ακτινογράφησης. Στο κάτω μέρος της Εικόνας 13.8 απεικονίζεται η μεγαλύτερη αντίθεση
μεταξύ δύο παχών, ενώ στο πάνω μέρος το εύρος ακτινογράφησης είναι το μεγαλύτερο.
Εικόνα 13.8: Ακτίνες Χ σε δοκίμιο (step wedge) στα 150keV (πάνω) και 80keV (κάτω)
|470|
Εικόνα 13.9: Όσο αυξάνει η ενέργεια της ακτινοβολίας, μειώνεται η ακτινογραφική αντίθεση
του αντικειμένου καθώς περισσότερα μήκη κύματος διαπερνούν το αντικείμενο
|471|
Εικόνα 13.10: Τυπική χαρακτηριστική καμπύλη ακτινογραφικού φιλμ
Στη μικρή σκιασμένη περιοχή της καμπύλης της Εικόνας 13.10, χρειάζεται μια
μεγάλη αλλαγή στην έκθεση, η οποία θα παράγει μια μικρή αλλαγή στην πυκνότητα του
ακτινογραφικού φιλμ. Επομένως, η ευαισθησία του ακτινογραφικού φιλμ είναι σχετικά
χαμηλή.
Όπως φαίνεται από το διάγραμμα, όταν μεταβάλλεται η λογαριθμική σχετική
έκθεση από 0,75 σε 1,4, η αλλαγή στην πυκνότητα του ακτινογραφικού φιλμ αυξάνεται
από 0,20 σε 0,30. Ωστόσο, σε πυκνότητες πάνω από 2,0, η κλίση της χαρακτηριστικής
καμπύλης για τα περισσότερα ακτινογραφικά φιλμ φτάνει στο μέγιστο της.
Στη μεγάλη σκιασμένη περιοχή της καμπύλης, μια σχετικά μικρή μεταβολή της
έκθεσης οδηγεί σε μια σχετικά μεγάλη αλλαγή στην πυκνότητα του ακτινογραφικού φιλμ.
Για παράδειγμα, η αλλαγή της λογαριθμικής σχετικής έκθεσης από 2,4 σε 2,6 μεταβάλλει
την πυκνότητα του ακτινογραφικού φιλμ από 1,75 έως 2,75. Ως εκ τούτου, η ευαισθησία
του ακτινογραφικού φιλμ είναι υψηλή σε αυτή την περιοχή της καμπύλης. Σε γενικές
γραμμές, η υψηλότερη συνολική πυκνότητα ακτινογραφικού φιλμ που μπορεί εύκολα να
αναγνωστεί ή ψηφιοποιηθεί έχει και το υψηλότερο επίπεδο αντίθεσης παρέχοντας έτσι και
τις πιο χρήσιμες πληροφορίες για το επιθεωρούμενο δοκίμιο.
Μολύβδινες ενισχυτικές πλάκες πάχους 0,1 - 0,4mm μειώνουν τη σκεδάζουσα
ακτινοβολία για επίπεδα ενέργειας χαμηλότερα των 150keV. Πάνω από αυτό το επίπεδο
ενέργειας θα εκπέμπονταν ηλεκτρόνια προσβάλλοντας περισσότερο το ακτινογραφικό φιλμ
και αυξάνοντας έτσι την πυκνότητα και την αντίθεση του ακτινογραφικού φιλμ. Οι
φθορίζουσες ενισχυτικές πλάκες παράγουν ορατό φως όταν εκτίθενται στην ακτινοβολία.
Συνεπώς το φως θα εκθέσει περαιτέρω το ακτινογραφικό φιλμ αυξάνοντας την αντίθεση.
|472|
13.11 Γεωμετρικοί παράγοντες
Η επίδραση του μεγέθους της πηγής, της απόστασης πηγής - φιλμ και της
απόστασης αντικειμένου - φιλμ στη ακτινογραφία αναπτύχθηκαν λεπτομερώς στα
προηγούμενα κεφάλαια. Εν συντομία, για να επιτευχθεί το βέλτιστο επίπεδο
ακτινογραφικής ευκρίνειας πρέπει το εστιακό σημείο της πηγής να βρίσκεται πιο κοντά
στην πηγή, οι διαστάσεις της πηγής να είναι μικρές, η απόσταση πηγής - φιλμ να είναι όσο
το δυνατόν πιο μεγάλη και η απόσταση αντικειμένου - φιλμ όσο το δυνατόν πιο μικρή.
Αυτό φαίνεται και σχηματικά στην Εικόνα 13.11.
|473|
Η γωνία ακτινογράφησης όπως αναφέρεται, δηλαδή η γωνία της ακτινοβολίας και
κάποια χαρακτηριστικά του αντικειμένου επιδρούν στη ακτινογραφική ευκρίνεια. Για
παράδειγμα, εάν η ακτινοβολία δεν είναι παράλληλη προς τη γραμμική ασυνέχεια μίας
συγκόλλησης, η απεικόνιση στο ακτινογραφικό φιλμ δε θα είναι ευδιάκριτη, θα φαίνεται
παραμορφωμένη και εκτός πραγματικής θέσης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της
ακτινογραφικής ευκρίνειας.
Απότομες αλλαγές στο πάχος ή στην πυκνότητα ενός αντικειμένου δίνουν αυξημένη
ευκρίνεια, σε σύγκριση με περιοχές βαθμιαίας αλλαγής του πάχους ή της πυκνότητας ενός
αντικειμένου. Μερικές φορές είναι δύσκολο να εντοπίσουμε τα όρια ενός αντικειμένου
λόγω αυτής της βαθμιαίας αλλαγής στο πάχος του. Τέλος, οποιαδήποτε κίνηση του
αντικειμένου, της πηγής ή του ακτινογραφικού φιλμ κατά τη διάρκεια της έκθεσης, μειώνει
τη ακτινογραφική ευκρίνεια ενώ αρκετές φορές οι δονήσεις από μηχανήματα προκαλούν
ελάττωση της ακτινογραφικής ευκρίνειας γι’ αυτό πρέπει να απομονώνονται.
Το τελευταίο σύνολο παραγόντων αφορά στο ακτινογραφικό φιλμ και στη χρήση
των φθοριζόντων ενισχυτικών πλακών. Ένα λεπτόκοκκο ακτινογραφικό φιλμ παράγει μια
ακτινογραφική εικόνα με υψηλότερη ευκρίνεια συγκριτικά με ένα αντίστοιχο χονδρόκοκκο
για τις ίδιες παραμέτρους έκθεσης. Καθώς το μήκος κύματος της ακτινοβολίας
ελαττώνεται, αυξάνεται η διείσδυση όπως και το φαινομενικό κοκκώδες του
ακτινογραφικού φιλμ. Επίσης, η παρατεταμένη ανάπτυξη του ακτινογραφικού φιλμ κατά
την επεξεργασία του αυξάνει το φαινομενικό κοκκώδες. Τέλος, ένα ληγμένο
ακτινογραφικό φιλμ δεν πρέπει να χρησιμοποιείται διότι δημιουργεί ομιχλώδη στίγματα
στη ακτινογραφική εικόνα και γενικά οδηγεί σε ακτινογραφίες χαμηλής ευκρίνειας.
Η χρήση φθοριζόντων ενισχυτικών πλακών οδηγεί επίσης σε ακτινογραφική εικόνα
μειωμένης ευκρίνειας. Ο λόγος για τον οποίο χρησιμοποιούνται οι φθορίζουσες ενισχυτικές
πλάκες είναι επειδή η προσπίπτουσα ακτινοβολία τις αναγκάζει να εκπέμπουν φως κατά
την διάρκεια της έκθεσης. Το φως που εκπέμπουν διαχέεται σε όλες τις κατευθύνσεις,
εκθέτοντας τις παρακείμενες περιοχές του ακτινογραφικού φιλμ, καθώς και τις περιοχές
που είναι σε άμεση επαφή με την προσπίπτουσα ακτινοβολία. Οι φθορίζουσες ενισχυτικές
πλάκες προκαλούν κηλίδες στη ακτινογραφική εικόνα.
|474|
13.13 Ποιότητα ακτινογραφίας
13.15 Συνοπτική παρουσίαση των παραγόντων που επηρεάζουν την ποιότητα της
ακτινογραφικής απεικόνισης
1. η αντίθεση
2. η δυσκρίνεια
3. το μέγεθος των κόκκων
|475|
3. Το μέγεθος των κόκκων του ακτινογραφικού φιλμ εξαρτάται από:
|476|
14. ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ
Το εστιακό σημείο είναι μια κρίσιμη παράμετρος της έκθεσης για μια συγκεκριμένη
εφαρμογή, επομένως η ακρίβεια των πληροφοριών του κατασκευαστή είναι ζωτικής
σημασίας. Έως το 1999, το πρότυπο EN 12543-1 περιέγραφε μια τυποποιημένη μέθοδο,
την οποία όμως δεν υιοθετούσαν οι κατασκευαστές, καθώς απαιτούσε ακριβό εξοπλισμό
και χρονοβόρα διαδικασία για τον καθορισμό του εστιακού σημείου. Οι αριθμοί που
βασίζονται στη Διεθνή Ηλεκτροτεχνική Επιτροπή (International Electrotechnical
Commission- IEC) αναφέρονται σε έναν πίνακα από τον οποίο μπορούν να εξαχθούν οι
διαστάσεις των εστιακών σημείων σε χιλιοστά. Αυτές οι διαστάσεις που δίνονται
προσεγγιστικά, στην πραγματικότητα είναι ανακριβείς για να υπολογιστεί η ευκρίνεια της
ακτινογραφικής απεικόνισης που είναι και το ζητούμενο. Οι κατασκευαστές των
γεννητριών ακτίνων Χ εφαρμόζουν συνήθως τη λεγόμενη τεχνική της σημειακής οπής
(Sténopé pinhole technique) για να καθορίζουν το μέγεθος του εστιακού σημείου. Η
τελευταία μέθοδος είναι αποδεκτή και οδηγεί σε οριακά μικρότερο μέγεθος του
αποτελεσματικού εστιακού σημείου. Η εύρεση του μεγέθους του αποτελεσματικού
εστιακού σημείου για πανοραμική γεννήτρια παραγωγής ακτίνων Χ είναι πιο πολύπλοκη.
|477|
Το μέγεθος του εστιακού σημείου σε μία γεννήτρια παραγωγής ακτίνων Χ μπορεί
να μεταβληθεί με την πάροδο του χρόνου. Για να προσδιορίσουμε το μέγεθος του
αποτελεσματικού εστιακού σημείου για τους μετέπειτα υπολογισμούς της δυσκρίνειας
ακολουθούμε την παρακάτω διαδικασία:
• Σε ένα φύλλο μολύβδου πάχους περίπου 4mm κατασκευάζεται στο κέντρο μία οπή
διαμέτρου 0,25mm και τοποθετείται το φύλλο μολύβδου ακριβώς στο μέσο της
απόστασης πηγής-φιλμ.
• Η έκθεση δεν πρέπει να είναι υπερβολική διότι το ακτινογραφικό φιλμ θα θολώσει
στο σημείο της οπής, με αποτέλεσμα να έχουμε μειωμένη ευκρίνεια. Η εικόνα που
θα αποτυπωθεί στο ακτινογραφικό φιλμ θα έχει τις διαστάσεις του εστιακού
σημείου αυξημένο κατά το διπλάσιο της διαμέτρου της οπής.
• Υπολογίζεται το μέγεθος του εστιακού σημείου μετρώντας τη συνολική διάμετρο
του αποτυπώματος στο φιλμ, αφαιρώντας το διπλάσιο της διαμέτρου της οπής.
|478|
14.2 Υπολογισμός της γεωμετρικής δυσκρίνειας συναρτήσει της απόστασης
πηγής - ακτινογραφικού φιλμ
t (Ut + 1,4 • s)
S.F.D = ----------------------------
Ut
Όπου:
S.F.D: η απόσταση πηγής - φιλμ
Ut: η συνολική δυσκρίνεια
t: το πάχος αντικειμένου
s: οι διαστάσεις της πηγής
Σημειώνεται ότι οι μονάδες των παραπάνω μεγεθών είναι σε χιλιοστά.
Σύμφωνα με το πρότυπο ΕΝ ISO 17636-1 για τον καθορισμό της ελάχιστα
αποδεκτής απόστασης πηγής-αντικειμένου fmin, μπορεί να χρησιμοποιηθεί το νομόγραμμα
της Εικόνας 14.5.
Εικόνα 14.5: Νομόγραμμα για τον καθορισμό της ελάχιστης απόστασης S.Ο.D (fmin)
συναρτήσει της απόστασης O.F.D και του μεγέθους της πηγής σύμφωνα με το
ΕΝ ISO 17636-1
|479|
Σύμφωνα με το πρότυπο ΕΝ ISO 17636-1 η ελάχιστη απόσταση πηγής -
αντικειμένου δίνεται από τον τύπο:
f/d ≥ 7,5•b2/3 για τεχνικές κλάσης A (class A)
f/d ≥ 15•b2/3 για τεχνικές κλάσης B (class B)
Όπου:
f: η ελάχιστη απόσταση S.O.D σε mm.
d: το μέγεθος της πηγής σε mm.
b: η απόσταση O.F.D σε mm (το πάχος του υλικού αθροίζεται με την απόσταση
αντικειμένου-φιλμ στην περίπτωση που το φιλμ δεν εφάπτεται στο αντικείμενο).
Η ελάχιστη απόσταση fmin επιλέγεται, όποτε είναι πρακτικό, έτσι ώστε ο λόγος της
προς το μέγεθος της πηγής d να μην είναι μικρότερος από τις τιμές που προκύπτουν από
τις παραπάνω εξισώσεις: Εάν b<1,2t, η διάσταση b στις εξισώσεις (1) και (2) και στην
Εικόνα 14.5 αντικαθίσταται από το ονομαστικό πάχος t. Για τον καθορισμό της ελάχιστα
αποδεκτής απόστασης πηγής-αντικειμένου fmin, μπορεί να χρησιμοποιηθεί το
νομογράφημα της Εικόνας 14.5. Το νομογράφημα βασίζεται στις εξισώσεις (1) και (2). Για
την κλάση Α, εάν πρέπει να ανιχνευθούν επίπεδες ασυνέχειες, η ελάχιστη απόσταση fmin
θα είναι η ίδια με αυτή της κλάσης Β, προκειμένου να ελαττωθεί η γεωμετρική δυσκρίνεια
κατά ένα συντελεστή 2. Σε κρίσιμες εφαρμογές υλικών, ευαίσθητων σε ρηγματώσεις,
χρησιμοποιούνται ακτινογραφικές τεχνικές περισσότερο ευαίσθητες από την κλάση Β.
Κατά τη χρήση της ελλειπτικής ή της κάθετης τεχνικής, η απόσταση b αντικαθίσταται από
την εξωτερική διάμετρο De του σωλήνα, τόσο στις εξισώσεις (1) και (2) όσο και στο
νομογράφημα της Εικόνας 14.5. Όταν η πηγή είναι έξω από το αντικείμενο και το φιλμ
στην άλλη πλευρά του (τεχνική διπλού τοιχώματος μονής εικόνας), η απόσταση πηγής-
αντικειμένου εξαρτάται μόνο από το πάχος του τοιχώματος (όχι από την διάμετρο του).
Έστω ότι η απόσταση αντικειμένου φιλμ είναι 80mm και το αντικείμενο πρέπει να
ακτινογραφηθεί με μία γεννήτρια ακτίνων Χ με διάσταση αποτελεσματικού εστιακού
σημείου 3mm. Για τη βασική τεχνική ακτινογράφησης (κλάση Α) να υπολογισθεί η
ελάχιστη απόσταση S.O.D.
Δίνονται:
b: 80mm
d: 3mm
Λύση
Ισχύει f/d = 7,5•b2/3
Αντικαθιστώντας προκύπτει f = 7,5•802/3•3=> f = 416mm.
Συνεπώς η ελάχιστη απόσταση πηγής - αντικειμένου πρέπει να είναι 416mm.
|480|
416
Ι1 D22
--------------- = ---------------
Ι2 D12
Όπου:
Ι1: η ένταση σε απόσταση D1
Ι2: η ένταση σε απόσταση D2
D1: η απόσταση 1 από την πηγή
D2: η απόσταση 2 από την πηγή
Όπως φαίνεται στην Εικόνα 14.7, σε απόσταση 2F από την πηγή, μια δέσμη
ακτίνων θα καλύπτει μια έκταση (b) τέσσερις φορές μεγαλύτερη από την έκταση (a) σε
απόσταση F.
Κατά συνέπεια, η ένταση ανά μονάδα επιφάνειας για την περιοχή (b) θα είναι το 1/4
της αντίστοιχης τιμής για την περιοχή (a). Αυτό σημαίνει ότι εάν όλες οι άλλες παράμετροι
παραμείνουν σταθερές, σε απόσταση 2F, o χρόνος έκθεσης πρέπει να πολλαπλασιαστεί επί
τέσσερα ώστε το ακτινογραφικό φιλμ να αποκτήσει την ίδια πυκνότητα. Ο νόμος των
αντίστροφων τετραγώνων έχει προφανώς οικονομικούς και πρακτικούς περιορισμούς όσον
αναφορά την απόσταση πηγής - φιλμ (S.F.D).
|481|
Εικόνα 14.7: Νόμος των αντίστροφων τετραγώνων
Ε1 S.F.D12 C1 • T1 S.F.D12
--------------- = ----------------- ή --------------- = -----------------
Ε2 S.F.D22 C2 • T2 S.F.D22
Όπου:
E1: η έκθεση σε απόσταση S.F.D1, C1: η ένταση πηγής σε mA, T1: ο χρόνος έκθεσης
σε min ή s
E2: η έκθεση σε απόσταση S.F.D2, C2: η ένταση πηγής σε mA, T2: ο χρόνος έκθεσης
σε min ή s
S.F.D1: η απόσταση πηγής-φιλμ για την έκθεση 1
S.F.D2: η απόσταση πηγής-φιλμ για την έκθεση 2
Παράδειγμα 1
Μια έκθεση των 560mA•s παράγει μία αποδεκτή ακτινογραφία σε απόσταση πηγής
- φιλμ 700mm. Ποια πρέπει να είναι η νέα έκθεση, αν η απόσταση πηγής - φιλμ μειωθεί
στα 500mm;
|482|
Δίνονται:
E1: 560mA•s
S.F.D1: 700mm
S.F.D2: 500mm
Λύση
Ε1•S.F.D22 560mA•s•(500mm)2
E2 = -------------------- = ------------------------------------ => E2 = 285mA•s
S.F.D12 (700mm)2
Παράδειγμα 2
Χρόνος έκθεσης 1,86min και ένταση ρεύματος 5,6mA παράγει μία αποδεκτή
ακτινογραφία σε μία απόσταση πηγής - φιλμ 700mm. Ποιος είναι ο χρόνος έκθεσης για να
παραχθεί μία παρόμοια ακτινογραφία σε απόσταση πηγής - φιλμ 500mm.
Δίνονται:
T1: 1,86min
S.F.D1: 700mm
S.F.D2: 500mm
Λύση
T1•S.F.D22 1,86•(500mm)2
T2 = ------------------- = ----------------------------- => Τ2 = 0,94min ή 56,4s
S.F.D12 (700mm)2
Παράδειγμα 3
Μια έκθεση με ρεύμα γεννήτριας Χ στα 5,6mA και απόσταση πηγής - φιλμ 700mm
παράγει μία αποδεκτή ακτινογραφία. Στα πόσα mA πρέπει να ρυθμίσουμε την γεννήτρια,
εάν μεταβάλουμε την απόσταση πηγής - φιλμ στα 500mm;
Δίνονται:
C1: 5,6mA
S.F.D1: 700mm
S.F.D2: 500mm
Λύση
C1•S.F.D22 5,6•(500mm)2
C2 = --------------- = ----------------------------- => C2 = 2,85mA
S.F.D12 (700mm)2
|483|
14.5 Σχέση έκθεσης – πυκνότητας ακτινογραφικού φιλμ
Ε1 Ε2
----------------- = -----------------
FD1 FD2
*
Αυτή η εξίσωση είναι προσεγγιστική και ισχύει μόνο για το ευθύγραμμο τμήμα της χαρακτηριστικής
καμπύλης του ακτινογραφικού φιλμ.
Όπου:
E1: η έκθεση 1
E2: η έκθεση 2
FD1: η πυκνότητα του ακτινογραφικού φιλμ από την έκθεση 1
FD2: η πυκνότητα του ακτινογραφικού φιλμ από την έκθεση 2
Έστω ότι μια έκθεση 6mA•min επιφέρει ακτινογραφική πυκνότητα 1,5. Τι έκθεση
απαιτείται για να επιτευχθεί ακτινογραφική πυκνότητα 2,5; Θεωρούμε ότι και οι δύο
ακτινογραφικές πυκνότητες βρίσκονται εντός του εύρους του ευθύγραμμου τμήματος της
χαρακτηριστικής καμπύλης.
Δίνονται:
E1: 6mA•min
FD1: 1,5
FD2: 2,5
Λύση
Ε1•FD2 6mA•min•2,5
E2 = --------------- = ------------------------- => E2 = 10mA•min
FD1 1,5
|484|
14.6 Ρύθμιση της έκθεσης για την παραγωγή διαφορετικής ακτινογραφικής
πυκνότητας
Ας υποθέσουμε ότι το φιλμ A της Εικόνας 14.8 εκτέθηκε σε 140keV και 1mA για
10s και το προκύπτον ακτινογραφικό φιλμ έχει πυκνότητα 1,0. Οι προδιαγραφές απαιτούν
συνήθως, η πυκνότητα να είναι πάνω από 2,0. Από την χαρακτηριστική καμπύλη του φιλμ
(Εικόνα 14.8 αριστερά), εντοπίζονται οι σχετικές εκθέσεις της πραγματικής και της
επιθυμητής πυκνότητας και η αναλογία αυτών των δύο τιμών χρησιμοποιείται για να
ρυθμιστεί η νέα έκθεση.
Από το αριστερό γράφημα της Εικόνας 14.8 καθορίζουμε πρώτα τη διαφορά μεταξύ
της σχετικής έκθεσης της πραγματικής και της επιθυμητής πυκνότητας. Τίθεται ο στόχος
για επίτευξη πυκνότητας 2,5. Από το διάγραμμα προκύπτει ότι για πυκνότητα 1,0 η
λογαριθμική σχετική έκθεση είναι 1,62 (Ε1) και για πυκνότητα 2,5 την οποία στοχεύουμε, η
λογαριθμική σχετική έκθεση είναι 2,12 (Ε2). Η διαφορά μεταξύ των δύο λογαριθμικών
σχετικών εκθέσεων είναι 0,5.
Συνεπώς προκύπτει ότι: log E2-log E1 = 2,12-1,62 = 0,5
Από τους λογαρίθμους γνωρίζουμε ότι y = logbx δηλαδή x = logb-1(y) =by (αντιλογάριθμος)
Συνεπώς 100,5 = 3,16.
Ως εκ τούτου, η αρχική έκθεση με πυκνότητα 1 πρέπει να πολλαπλασιαστεί 3,16
φορές για να επιτευχθεί πυκνότητα 2,5. Η τιμή της αρχικής πραγματικής έκθεσης ήταν
10mA•s (1mA για 10s ή 10mA για 1s), συνεπώς η νέα έκθεση πρέπει να είναι 10mA•s x
3,16 ή 31,6mA•s σε 140keV.
14.7 Ρύθμιση της έκθεσης για τη χρήση διαφορετικού τύπου ακτινογραφικού φιλμ
Για τη ρύθμιση της έκθεσης κατά την εναλλαγή δύο διαφορετικών τύπων
ακτινογραφικού φιλμ χρησιμοποιείται η χαρακτηριστική καμπύλη του ακτινογραφικού
φιλμ. Η θέση των χαρακτηριστικών καμπυλών των διαφόρων φιλμ κατά μήκος του άξονα
Χ, σχετίζεται με την ταχύτητα του ακτινογραφικού φιλμ.
Όσο πιο δεξιά απεικονίζεται η χαρακτηριστική καμπύλη στο γράφημα, τόσο πιο
αργή είναι η ταχύτητα του ακτινογραφικού φιλμ. Σημειώνεται ότι οι δύο καμπύλες που
πρόκειται να χρησιμοποιηθούν πρέπει να έχουν παραχθεί με την ίδια ενέργεια
ακτινοβολίας (keV).
|485|
Ας υποθέσουμε ότι μια αποδεκτή ακτινογραφία με πυκνότητα 2,5 παρήχθη
εκθέτοντας το φιλμ A για 30 δευτερόλεπτα σε 1mA (30mA•s) σε 130keV. Θα πρέπει να
ακτινογραφήσουμε το δοκίμιο με το φιλμ Β.
Η έκθεση μπορεί να ρυθμιστεί ακολουθώντας την παραπάνω μέθοδο, εφόσον οι δύο
χαρακτηριστικές καμπύλες παρήχθησαν με περίπου την ίδια ποιότητα ακτινοβολίας. Για το
συγκεκριμένο παράδειγμα, οι χαρακτηριστικές καμπύλες των ακτινογραφικών φιλμ Α και
Β απεικονίζονται στο διάγραμμα που δείχνει τη σχετική έκθεση σε λογαριθμική κλίμακα.
Η σχετική έκθεση που παρήγαγε μια πυκνότητα 2,5 στο ακτινογραφικό φιλμ Α είναι 68.
Η σχετική έκθεση που παρήγαγε μια πυκνότητα 2,5 στο ακτινογραφικό φιλμ Β είναι 140.
Η σχετική έκθεση του ακτινογραφικού φιλμ Β είναι περίπου διπλάσια από εκείνη του A ή
για μεγαλύτερη ακρίβεια 2,06 φορές μεγαλύτερη.
Ως εκ τούτου, για να παραχθεί μια ακτινογραφία με πυκνότητα 2,5 με το
ακτινογραφικό φιλμ Β, η έκθεση πρέπει να είναι 30mA•s x 2,06 ή 61,8mA•s.
Στο ακόλουθο παράδειγμα η τάση της γεννήτριας και η απόσταση πηγής - φιλμ
(S.F.D) θεωρούνται σταθερές, ενώ η επεξεργασία του φιλμ ολοκληρώθηκε σε αυτόματο
εμφανιστήριο και εμφανιστή G135 στους 28°C και κύκλο επεξεργασίας 8min.
Παράδειγμα της επίδρασης του πάχους του αντικειμένου στην πυκνότητα του
ακτινογραφικού φιλμ.
Απαιτείται ακτινογράφηση χάλυβα πάχους 12 και 15mm σε ακτινογραφικό φιλμ
D7. Το παρακάτω διάγραμμα έκθεσης δείχνει ότι στα 160keV και σε απόσταση S.F.D
70cm, χρησιμοποιώντας 10mA•min, θα λάβουμε πυκνότητα ακτινογραφικού φιλμ 2 για
πάχος αντικειμένου 15mm.
Ερώτηση
Τι πυκνότητα ακτινογραφικού φιλμ θα λάβουμε εάν ακτινογραφήσουμε αντικείμενο
πάχους 12mm στις ίδιες συνθήκες ακτινογράφησης;
Φιλμ: D7
Υλικό: χάλυβας
Πυκνότητα: 2,0
S.F.D: 70cm
Ενισχυτικές πλάκες: 0,02mm μολύβδου
Αυτόματο εμφανιστήριο με εμφανιστή G135 στους 28°C και κύκλο επεξεργασίας 8min.
|486|
Απάντηση
Παράδειγμα της επίδρασης της έκθεσης στην αντίθεση του ακτινογραφικού φιλμ.
Ερώτηση
Πόσος χρόνος έκθεσης θα απαιτηθεί για την ίδια ένταση ακτινοβολίας και πόση
αύξηση της αντίθεσης θα μπορούσε να επιτευχθεί;
|487|
Απάντηση
Από τη χαρακτηριστική καμπύλη φαίνεται ότι για τις πυκνότητες 1,5 και 0,5, οι
αντίστοιχες τιμές της λογαριθμικής σχετικής έκθεσης είναι 2,15 και 1,65.
Δεδομένου ότι δεν πρέπει ξεπεράσουμε την τιμή 3,0 της ακτινογραφικής
πυκνότητας, η περιοχή που έδωσε πυκνότητα 1,5 στην πρώτη έκθεση θα πρέπει τώρα να
εμφανίζει τιμή ακτινογραφικής πυκνότητας όχι μεγαλύτερη από 3,0.
Από τη χαρακτηριστική καμπύλη διαπιστώνουμε ότι πυκνότητα 3,0 αντιστοιχεί σε
λογαριθμική σχετική έκθεση 2,45 και η διαφορά μεταξύ των δύο τιμών είναι
2,45-2,15 = 0,3.
Αυτό σημαίνει ότι ο χρόνος έκθεσης πρέπει να διπλασιαστεί (100,3 ≈ 2), δηλαδή:
2•15mA•min = 30mA•min.
Εάν διπλασιαστεί ο χρόνος έκθεσης, η λογαριθμική σχετική έκθεση της
χαμηλότερης τιμής πυκνότητας που μετρήθηκε αρχικά θα αυξηθεί κατά 0,3 δηλαδή
1,65+0,3 = 1,95. Η αντίστοιχη τιμή της πυκνότητας από το διάγραμμα προκύπτει ότι είναι
1,0.
Η μέση κλίση της χαρακτηριστικής καμπύλης μεταξύ της μεγαλύτερης και της
μικρότερης πυκνότητας της αρχικής ακτινογραφίας ήταν (1,5-0,5)/(2,15-1,65) = 2,0.
Η μέση κλίση της χαρακτηριστικής καμπύλης για τη νέα ακτινογραφία είναι
(3,0-1,0)/(2,45-1,95) = 4,0. Συνεπώς η μέση τιμή της αντίθεσης θα διπλασιαστεί.
Κάποιες φορές είναι αναγκαίο η απόσταση μεταξύ του αντικειμένου και του
ακτινογραφικού φιλμ να μεγαλώνει ώστε να επιτυγχάνεται μεγέθυνση στην απεικόνιση του
αντικειμένου στο ακτινογραφικό φιλμ. Η μεγέθυνση είναι ιδιαίτερα χρήσιμη όταν το
αντικείμενο που πρόκειται να ακτινογραφηθεί και οι λεπτομέρειες που εμπεριέχονται σε
αυτό είναι πολύ μικρές. Επίσης, βοηθά τον ενδιαφερόμενο να δει κάποιο χαρακτηριστικό
που σε άλλη περίπτωση θα ήταν πολύ μικρό για να το διακρίνει. Βέβαια, η μεγέθυνση
προκαλεί μείωση της ευκρίνειας της εικόνας διότι μεγεθύνει τη γεωμετρική δυσκρίνεια.
Γενικά, όσο μεγαλύτερη είναι η απόσταση αντικειμένου - φιλμ, τόσο μεγαλύτερη είναι η
μεγέθυνση που πετυχαίνουμε. Η μεγέθυνση μπορεί να υπολογιστεί χρησιμοποιώντας τον
ακόλουθο τύπο.
S.O.D + O.F.D
M = ----------------------------
S.O.D
Όπου:
Μ: η μεγέθυνση
S.O.D: η απόσταση πηγής - αντικειμένου
O.F.D: η απόσταση αντικειμένου - φιλμ
|488|
Λύση
Εικόνα 14.11
Η γωνία δέσμης του κώνου που παράγεται από μία γεννήτρια παραγωγής ακτίνων Χ
καθορίζει την απόσταση μεταξύ της γεννήτριας και του αντικειμένου που απαιτείται έτσι
ώστε να αποτυπωθεί ολόκληρο ή μέρος του αντικειμένου που ακτινογραφούμε.
Εάν η κωνική δέσμη διαιρεθεί στο μισό, τότε για το ορθογώνιο τρίγωνο που
προκύπτει ισχύει:
b = S.O.D • εφ (θ°/2)
Λόγω του ότι Χ = 2•b και b = S.O.D•εφ (θ°/2) προκύπτει ότι X = 2•S.O.D•εφ (θ°/2)
|489|
Παράδειγμα
Λύση
Οι δύο βασικοί τρόποι εντοπισμού της θέσης (σε βάθος) μίας ασυνέχειας μέσα σε
ένα δοκίμιο είναι η μέθοδος της στερεογραφίας (stereo radiography) και η μέθοδος της
παράλλαξης (parallax method ή tube shift method). Η μέθοδος της παράλλαξης μπορεί να
εφαρμοστεί όταν ο εντοπισμός του βάθους της ασυνέχειας σε επισκευαστικές εργασίες
είναι κρίσιμος, καθώς και σε δοκίμια μεγάλου πάχους, για παράδειγμα πάνω από 50mm.
Ωστόσο χρησιμοποιείται σπανίως καθώς η μέθοδος των υπερήχων μπορεί να δώσει
αξιόπιστα αποτελέσματα ταχύτερα και οικονομικότερα. Η μέθοδος χρησιμοποιείται αφού
έχουμε ανιχνεύσει την ασυνέχεια. Εφαρμόζονται δύο εκθέσεις (1/2 της συνολικής έκθεσης
για κάθε έκθεση), σημειώνοντας τη μεταξύ τους απόσταση (Sd) έτσι ώστε να λάβουμε
διπλή εικόνα (double image) σε ένα φιλμ.
(Fd • S.F.D)
d = -----------------------------
(Sd + Fd)
Όπου:
d: το βάθος της ασυνέχειας μετρούμενο από την πλευρά του φιλμ
Fd: η απόσταση των ενδείξεων της ασυνέχειας στο φιλμ μετά τις δύο εκθέσεις
S.F.D: η απόσταση πηγής - φιλμ
Sd: η απόσταση μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης έκθεσης
|490|
Εικόνα 14.14: Μέθοδος της παράλλαξης (Parallax method)
Η μέθοδος της στερεογραφίας για τον προσδιορισμό του βάθους είναι πιο σύνθετη
και απαιτούνται δύο ξεχωριστά φιλμ τα οποία στην συνέχεια ερμηνεύονται ταυτόχρονα με
τη χρήση καθρεφτών. Ωστόσο χρησιμοποιείται σπάνια.
|491|
15. ΕΝΔΕΙΚΤΕΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ
(IMAGE QUALITY INDICATOR - IQI)
Στο παρελθόν θεωρείτο αποδεκτό ότι για να εκτιμηθεί η πιο μικρή ανιχνεύσιμη
ασυνέχεια, αρκούσε να τοποθετηθεί ένας δείκτης ποιότητας εικόνας ανάλογου πάχους στο
επιθεωρούμενο αντικείμενο κατά τη διάρκεια της έκθεσης. Αυτή η διαδικασία υποτίθεται
εγγυόταν ότι θα μπορούσαν να ανιχνευθούν οι ασυνέχειες ορισμένου μεγέθους,
εκφραζόμενες σε ποσοστό του πάχους του υλικού. Στην πράξη ωστόσο αποδείχθηκε ότι
αυτό ήταν ανέφικτο. Ειδικότερα στην περίπτωση πολύ μικρών ρηγμάτων, δε μπορεί ποτέ
να υπάρξει εγγύηση ότι αυτά πράγματι απουσιάζουν όταν δεν αποτυπωθούν οι ενδείξεις
τους στο ακτινογραφικό φιλμ.
Ωστόσο, είναι λογικό να αναμένεται ότι τουλάχιστον η ποιότητα των
ακτινογραφιών και φυσικά όλη η υπόλοιπη διαδικασία, όπως για παράδειγμα η
επεξεργασία του φιλμ, πληροί ορισμένες προϋποθέσεις. Η πιθανότητα ανίχνευσης
ασυνεχειών είναι υψηλή και συνεπώς είναι πιο εύκολο να εντοπιστούν όταν η ποιότητα της
ακτινογραφικής απεικόνισης είναι υψηλή.
Για να είναι σε θέση να εκτιμηθεί και να προσδιοριστεί και ποσοτικά η ποιότητα της
ακτινογραφίας, πρέπει να μετατραπεί σε μια αριθμητική τιμή με τη χρήση ενδεικτών
ποιότητας εικόνας (IQI). Οι ενδείκτες ποιότητας εικόνας είναι ευρύτερα γνωστοί στις
Η.Π.Α ως πενετράμετρα (penetrameters). Οι ενδείκτες ποιότητας εικόνας αποτελούνται
συνήθως από μια σειρά συρμάτων αυξανόμενου πάχους ή μια σειρά από μικρές πλάκες
διαφορετικού πάχους με ενσωματωμένες οπές αυξανόμενης διαμέτρου και τοποθετούνται
κάθετα στον άξονα της συγκόλλησης από την πλευρά της πηγής.
Αν και οι τεχνικές τους περιγράφονται διαφορετικά μέσα από τους κώδικες και τις
προδιαγραφές, εν τούτοις συμφωνούν στα ακόλουθα βασικά σημεία:
• Ένας δείκτης ποιότητας εικόνας πρέπει να τοποθετείται στην επιφάνεια του
αντικειμένου από την πλευρά της πηγής σε σχέση με το τμήμα που υποβάλλεται σε
έλεγχο.
• Εάν δεν είναι δυνατή η τοποθέτησή στην πλευρά της πηγής, τότε μπορεί να
τοποθετηθεί στην πλευρά του φιλμ και να υποδεικνύεται με τη χρήση
μολυβδογράμματος «F» ακριβώς δίπλα στη σήμανση «ενδείκτες ποιότητας εικόνας»
(Ε.Π.Ε).
• Το υλικό του δείκτη ποιότητας εικόνας πρέπει να είναι ίδιο με το επιθεωρούμενο
υλικό.
Η ποιότητα απεικόνισης μίας ακτινογραφίας ορίζεται ως ο αριθμός του λεπτότερου
ορατού σύρματος. Η ποιότητα απεικόνισης μπορεί επίσης να εκφραστεί ως ποσοστό του
πάχους του αντικειμένου που ακτινογραφήθηκε. Αν για παράδειγμα η διάμετρος του
λεπτότερου ορατού σύρματος είναι 0,2mm και το πάχος υλικού στο σημείο της έκθεσης
είναι 10mm, τότε μπορεί να αναφέρεται ως ποιότητα εικόνας 2%.
Όπως τονίστηκε παραπάνω, η χρήση ενός δείκτη ποιότητας εικόνας δεν εγγυάται
τον εντοπισμό ασυνέχειας συγκρίσιμου μεγέθους. Θα ήταν λάθος να πούμε ότι επειδή ένα
σύρμα 2% του πάχους του αντικειμένου μπορεί να αποτυπωθεί στο ακτινογραφικό φιλμ,
μια ρωγμή παρόμοιου μεγέθους μπορεί επίσης να ανιχνευθεί. Όπως ήδη έχουμε αναφέρει,
ο προσανατολισμός της ασυνέχειας έχει καθοριστικό ρόλο στην ανιχνευσιμότητά της.
Η ευαισθησία της προκύπτουσας ακτινογραφίας, ισούται με την αριθμητική τιμή
του πάχους του μικρότερου σύρματος διαιρούμενο με το πάχος του αντικειμένου στην
περιοχή που ακτινογραφήθηκε.
Κάποιες προδιαγραφές απλά καθορίζουν τον ελάχιστο αριθμό των συρμάτων που
είναι ορατά στο ακτινογραφικό φιλμ.
|492|
Thickness of thinnest wire visible • 100
IQI Sensitivity% = ------------------------------------------------------------------
Thickness of specimen
Σύμφωνα με τον παραπάνω τύπο, όσο μικρότερη είναι η αριθμητική τιμή της
ευαισθησίας, τόσο μεγαλύτερη είναι η ευαισθησία.
Υπάρχουν διάφοροι τύποι IQI, αλλά οι τέσσερις από αυτούς που χρησιμοποιούνται
πιο συχνά είναι:
• Ο τύπος σύρματος (wire type) (χρησιμοποιείται στις περισσότερες Ευρωπαϊκές
χώρες).
• Ο τύπος οπών (step/hole type) (χρησιμοποιείται περιστασιακά στη Γαλλία, αλλά
γενικά αποδεκτός είναι ο τύπος σύρματος).
• Μικρές πλάκες με οπές (small plates with drilled holes) (χρησιμοποιούνται στον
ASME αν και πλέον ο τύπος σύρματος είναι επίσης αποδεκτός).
• Duplex IQI.
Και οι δύο τύποι ASTM 747 και ASTM 1025 έχουν αναπτυχθεί και τυποποιηθεί
στις Η.Π.Α και χρησιμοποιούνται πλέον παγκοσμίως.
|493|
15.1 Ενδείκτες ποιότητας εικόνας τύπου σύρματος (Wire type IQI ) σύμφωνα με
το πρότυπο EN 462-1
|494|
Πίνακας 15.1: Κατηγορίες Ε.Π.Ε τύπου σύρματος
|495|
Πίνακας 15.2: Κατηγορίες Ε.Π.Ε τύπου βαθμίδας/οπής
15.3 Ενδείκτες ποιότητας εικόνας τύπου οπής σύμφωνα με τον ASTM 1025 USA
|496|
15.4 AFNOR NF A04-304 France
|497|
της περιορισμένης δυνατότητας εφαρμογής τους. Ωστόσο, χρησιμοποιούνται όλο και
περισσότερο στην ψηφιακή ακτινογραφία γιατί είναι απολύτως κατάλληλοι για τον
προσδιορισμό της αντίθεσης, της ευκρίνειας και της δυσκρίνειας.
Τέλος, επισημαίνεται ότι οι Ε.Π.Ε διπλού σύρματος δεν αποτελούν εναλλακτική
μέθοδο Ε.Π.Ε τύπου σύρματος ή βαθμίδας/οπής, διότι αναφέρονται μόνο στην ασάφεια (ο
αριθμός του μεγαλύτερου διακρινόμενου στοιχείου σύμφωνα με τον πίνακα του ΕΝ 462-5).
|498|
Τεχνική απλού τοιχώματος. Ο Ε.Π.Ε στην πλευρά της πηγής.
Τεχνική διπλού τοιχώματος. Διπλή απεικόνιση. Ο Ε.Π.Ε στην πλευρά της πηγής.
Τεχνική απλού τοιχώματος. Απλή ή Διπλή απεικόνιση. Ο Ε.Π.Ε στην πλευρά του φιλμ.
|499|
16. ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΗΣΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ
EN ISO 17636-1
16.1 Μονή εικόνα μονό τοίχωμα / πανοραμική (single wall single image /
panoramic)
Στην περίπτωση αυτή η πηγή τοποθετείται στο εσωτερικό του σωλήνα και τα φιλμ
περιμετρικά της συγκόλλησης στην πλευρά της ενίσχυσης (καπάκι).
Εικόνα 16.1
|500|
Εικόνα 16.2
16.3 Διπλή εικόνα διπλό τοίχωμα ή ελλειπτική (double wall double image / elliptic)
Εικόνα 16.3
Για τον υπολογισμό της απόστασης τοποθέτησης της πηγής από τον κεντρικό άξονα
της συγκόλλησης (offset) εφαρμόζουμε τον παρακάτω τύπο:
S.O.D
Offset = 1,2 • W • -----------------
De
Όπου:
Offset: η απόσταση τοποθέτησης της πηγής από τον κεντρικό άξονα της συγκόλλησης
W: το πλάτος συγκόλλησης
S.O.D: η απόσταση πηγής-αντικειμένου (μετρούμενη κάθετα)
De: η εξωτερική διάμετρος του σωλήνα
16.4 Διπλή εικόνα διπλό τοίχωμα ή κάθετη (double wall double image /
perpendicular)
|501|
Εικόνα 16.4 Εικόνα 16.5
Η τεχνική αυτή (Εικόνα 16.5) εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις που δε μπορεί
να εφαρμοστεί η πανοραμική έκθεση. Για συνήθεις περιπτώσεις, η πηγή τοποθετείται υπό
γωνία 85° περίπου ως προς την ευθεία της συγκόλλησης και του φιλμ. Ο ελάχιστος αριθμός
των εκθέσεων καθορίζεται στο πρότυπο ΕΝ ISO 17636-1.
|502|
17. ΠΡΟΤΥΠΕΣ ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΕΣ
Offset or Μismatch
Excessive Reinforcement
Internal Undercutting
|503|
External Undercutting
Suck Back
Slag
Porosity
|504|
Cluster Porosity
Cracks
Incomplete Penetration
Lack of Fusion
|505|
Cold Lap
Tungsten Inclusions
Oxide Inclusions
Burn – Through
|506|
Cavity Shrinkage Filamentary Shrinkage
|507|
|508|
ΕΛΕΓΧΟΣ ΜΕ
ΥΠΕΡΗΧΟΥΣ
|509|
|510|
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
|511|
Όπως συμβαίνει με μεγάλο μέρος της πρόωρης εκμετάλλευσης των υπερήχων, στη
Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του 1930 πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες εργασίες για
την ανίχνευση ελαττωμάτων σε μέταλλα. O Muhlhauser κατοχυρώνει με δίπλωμα
ευρεσιτεχνίας ένα σύστημα για τη μετάδοση υπερηχητικής ενέργειας στο δοκίμιο που
πρόκειται να ελεγχθεί χρησιμοποιώντας δύο μετατροπείς.
Το 1935 ο Sokolov δημοσίευσε λεπτομέρειες του πειραματικού σχεδιασμού των
γεννητριών χαλαζία και μεθόδους σύζευξης των μετατροπέων με το δοκίμιο, προκειμένου
να επιτευχθεί η μέγιστη μεταφορά ενέργειας, καθώς επίσης και διάφορες μεθόδους
ανίχνευσης της υπερηχητικής ενέργειας μετά τη διάδοσή της σε ένα δοκίμιο. Πρότεινε
επίσης την πρώτη «υπερηχητική κάμερα», η οποία μπορούσε να απεικονίσει μια
πραγματική εικόνα ενός ελαττώματος. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούσε ηχητικά κύματα
με συχνότητα 3.000MHz, τα οποία επιτύγχαναν μία ανάλυση ίση με εκείνη του οπτικού
μικροσκοπίου. Ωστόσο, η ανάλυση των πειραματικών διατάξεων που κατασκεύασε δεν
ήταν αρκετά καλές για να χρησιμοποιηθούν σε πρακτικό επίπεδο.
Στη Γερμανία το 1936 ο Raimar Pohlman ανέπτυξε μία υπερηχητική μέθοδο
απεικόνισης η οποία βασιζόταν στη μετάδοση με τη χρήση ακουστικών φακών και
μετατροπή της προκύπτουσας ακουστικής εικόνας σε μία οπτική εικόνα παρατήρησης του
σημείου ενδιαφέροντος. Η συσκευή αυτή έγινε γνωστή με την ονομασία “Pohlman cell”
και χρησιμοποιήθηκε ευρέως στα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όταν ο έλεγχος με
υπερήχους σε υλικά έγινε απαραίτητος για την επιλογή των πυρομαχικών στα
αντιαεροπορικά πυρά του Βερολίνου.
Το 1939, ερευνητές στο Βρετανικό Ινστιτούτο Σιδήρου και Χάλυβα αποφάσισαν να
διερευνήσουν τη δυνατότητα ανίχνευσης τριχοειδών ρωγμών στο χάλυβα με τη χρήση
υπερηχητικών κυμάτων χρησιμοποιώντας μια συσκευή τύπου Pohlman, αλλά διαπίστωσαν
ότι η ευαισθησία που παρείχε ήταν ανεπαρκής.
Το 1942 ο Donald Sproule προσάρμοσε με επιτυχία την αρχή λειτουργίας των
ηχητικών κυμάτων για την ανίχνευση ελαττωμάτων στο χάλυβα. Η συσκευή έκανε χρήση
ξεχωριστών μετατροπέων για την εκπομπή και λήψη των ηχητικών κυμάτων.
Σχεδόν την ίδια περίοδο, ο αμερικανός επιστήμονας Floyd Firestone επινόησε το
ανακλασιόμετρο “Reflectoscope”. Πρόκειται για μια συσκευή που βασιζόταν σε παρόμοιες
αρχές, αλλά εκμεταλευόταν ένα μετατροπέα για την εκπομπή και λήψη των ηχητικών
κυμάτων. Ο ίδιος επιστήμονας προέβη στις ακόλουθες παρουσιάσεις και κατοχύρωσε τα
παρακάτω διπλώματα ευρεσιτεχνίας από το 1940 έως το 1951:
1940 Συσκευή ανίχνευσης ασυνεχειών και όργανο μέτρησης.
1943 Μέθοδος ελέγχου με συντονισμό. Μέθοδος ελέγχου με επιφανειακά και εγκάρσια
κύματα και αντίστοιχες συσκευές.
1945 Υπερηχητικό ανακλασιόμετρο “Reflectscope”, συσκευή ελέγχου της εσωτερικής
δομής σε στερεά με εφαρμογή ηχητικών κυμάτων.
1946 Βελτιώσεις στο υπερηχητικό ανακλασιόμετρο “Reflectscope”. Πόλωση των ηχητικών
κυμάτων.
1948 Τεχνικές με το υπερηχητικό ανακλασιόμετρο “Reflectscope”.
1951 Μέθοδος και μέσα για την παραγωγή και την αξιοποίηση των παλμικών κυμάτων σε
ελάσματα.
|512|
Εικόνα 1.1: Πρώιμα στάδια ελέγχου με τη μέθοδο των υπερήχων με συσκευές
Krautkrämer (1950)
1822 Ο Colladen χρησιμοποιεί υποβρύχιο κουδούνι για να υπολογίσει την ταχύτητα του
ήχου στα νερά της λίμνης της Γενεύης.
1830 Ο Savart αναπτύσσει ένα μεγάλο οδοντωτό τροχό για την παραγωγή πολύ υψηλών
συχνοτήτων.
1842 Ο Joule ανακαλύπτει το φαινόμενο της μαγνητοσυστολής.
1845 Ο Stokes διερευνά την επίδραση του ιξώδους στην εξασθένιση.
1860 Ο Tyndall αναπτύσσει τη λεγόμενη “sensitive flame” για να ανιχνεύσει κύματα
υψηλής συχνότητας.
|513|
1866 Ο Kundt χρησιμοποιεί λεπτόκοκκη σκόνη σε ένα σωλήνα για τη μέτρηση της
ταχύτητας του ήχου.
1876 Ο Galton εφευρίσκει το λεγόμενο «σφύριγμα» υπερήχων “ultrasonic whistle”.
1877 Ο Rayleigh με το έργο του “The Theory of Sound” θέτει τα θεμέλια της σύγχρονης
ακουστικής.
1880 Οι αδελφοί Pierre και Jacques Curie ανακαλύπτουν το πιεζοηλεκτρικό φαινόμενο.
1890 Ο Koenig, μελετώντας τα όρια ακουστικότητας, παράγει δονήσεις έως και 90.000Hz.
1903 Ο Lebedev και οι συνεργάτες του αναπτύσσουν ένα πλήρες σύστημα υπερήχων για
την μελέτη της απορρόφησης των κυμάτων.
1912 Η βύθιση του Τιτανικού οδηγεί σε προτάσεις σχετικά με τη χρήση των ακουστικών
κυμάτων για τον εντοπισμό των παγόβουνων.
1912 Ο Richardson παίρνει το πρώτο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για ένα υποβρύχιο σόναρ.
1914 Ο Fessenden κατασκευάζει το πρώτο σόναρ στις Ηνωμένες Πολιτείες, το οποίο
μπορούσε να ανιχνεύσει παγόβουνα σε απόσταση δύο μιλίων.
1915 Ο Langevin από τον οποίο προήλθε η σύγχρονη επιστήμη των υπερήχων μέσα από τη
μελέτη με τίτλο «Υδρόφωνα» για τον εντοπισμό υποβρυχίων.
1921 Ο Cady ανακαλύπτει το χαλαζία ως σταθερό ταλαντωτή.
1922 Ο Hartmann αναπτύσσει τη γεννήτρια υπερήχων με εκτόξευση αέρα.
1925 Ο Pierce αναπτύσσει το υπερηχητικό συμβολόμετρο.
1926 Οι Boyle και Lehmann ανακαλύπτουν το φαινόμενο των φυσαλίδων και τη
σπηλαίωση σε υγρά με τη βοήθεια υπερήχων.
1927 Οι Wood και Loomis περιγράφουν τα αποτελέσματα της έντασης των υπερήχων.
1928 Ο Pierce αναπτύσσει το μετατροπέα μαγνητοσυστολής.
1928 Οι Herzfeld και το Rice αναπτύσσουν τη μοριακή θεωρία για τη διασπορά και την
απορρόφηση του ήχου στα αέρια.
1928 Ο Sokolov προτείνει τη χρήση των υπερήχων για την ανίχνευση ελαττωμάτων.
1930 Οι Debye, Sears, Lucas και Biquard ανακαλύπτουν την περίθλαση του φωτός με τη
βοήθεια υπερήχων.
1930 Ο Harvey αναφέρει τις φυσικές, χημικές και βιολογικές επιδράσεις των υπερήχων
στους μικροοργανισμούς και τα κύτταρα.
1931 Ο Mulhauser απόκτα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για τη χρήση δύο μετατροπέων
υπερήχων για την ανίχνευση των ατελειών στα στερεά.
1937 Ο Sokolov εφευρίσκει έναν υπερηχητικό σωλήνα εικόνας.
1938 Οι Pierce και Griffin ανιχνεύουν τις υπερηχητικές κραυγές των νυχτερίδων.
1939 Ο Pohlman διερευνά τις θεραπευτικές χρήσεις των υπερήχων.
1940 Ο Firestone στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και ο Sproule στη Βρετανία,
ανακαλύπτουν την υπερηχητική ανίχνευση ελαττωμάτων με την τεχνική παλμού-ηχούς σε
μέταλλα.
1940 Tο σόναρ αναπτύσσεται και χρησιμοποιείται για την ανίχνευση υποβρυχίων.
1941 Τα "Reflectoscopes" αναπτύσσονται ευρέως και χρησιμοποιούνται στις μη
καταστροφικές δοκιμές των μετάλλων.
1942 Οι αδελφοί Dussik κάνουν την πρώτη προσπάθεια ιατρικής απεικόνισης με
υπερήχους.
1944 Οι Lynn και Putnam χρησιμοποιούν επιτυχώς τα κύματα των υπερήχων για να
καταστρέψουν εγκεφαλικούς ιστούς σε ζώα.
1945 Ανακαλύπτονται νέα πιεζοηλεκτρικά κεραμικά, όπως το τιτανικό βάριο.
1948 Έναρξη εκτεταμένων μελετών στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ιαπωνία για την
ιατρική απεικόνιση των υπερήχων.
1954 Ο Jaffe ανακαλύπτει τα νέα πιεζοηλεκτρικά κεραμικά όπως το lead titanate-zirconate.
|514|
Εικόνα 1.3: Ένα από τα πρώτα εμπορικά μοντέλα ανακλασιόμετρου “Reflectoscope”.
Κατασκευάστηκε στις αρχές του 1950 από την εταιρία Sperry στο Danbury, Connecticut
Εικόνα 1.5: Τέσσερις γερμανικοί ανιχνευτές ασυνεχειών στη δεκαετία του 1950.
Krautkramer (πάνω αριστερά), Siemens (πάνω δεξιά),
Lehfeldt (κάτω αριστερά), Karl Deutsch (κάτω δεξιά)
|515|
2. ΦΥΣΙΚΗ ΤΩΝ ΥΠΕΡΗΧΩΝ
2.1 Κύματα
Κύμα ονομάζεται η διάδοση μίας διαταραχής που μεταφέρει ενέργεια και ορμή µε
σταθερή ταχύτητα.
Ελαστικό µέσο ονομάζεται κάθε υλικό µέσο, το οποίο έχει τις εξής ιδιότητες:
• Αποτελείται από σωματίδια, τα οποία πληρούν το µέσο χωρίς διάκενα.
• Τα σωματίδια αυτά συνδέονται μεταξύ τους µε ελαστικές δυνάμεις.
Αν για κάποιο λόγο ένα σωματίδιο Σ απομακρυνθεί από τη θέση ισορροπίας του,
τότε εμφανίζεται µια δύναμη η οποία τείνει να το επαναφέρει στη θέση ισορροπίας του.
Ταυτόχρονα, δέχονται δυνάμεις και τα γειτονικά σωματίδια, οπότε απομακρύνονται και
αυτά από τις θέσεις ισορροπίας τους. Με τον τρόπο αυτό, η διαταραχή που προκλήθηκε
στο σωματίδιο Σ διαδίδεται σταδιακά από το ένα σημείο του ελαστικού μέσου στο άλλο
και προς όλες τις διευθύνσεις µε ορισμένη ταχύτητα. Όταν το µέσο είναι οµογενές και
ισότροπο (δηλαδή έχει τις ίδιες φυσικές ιδιότητες σε όλα τα σημεία), η ταχύτητα είναι ίδια
προς όλες τις διευθύνσεις.
Κατά τη διάδοση ενός κύματος μεταφέρεται ενέργεια και ορμή από ένα σημείο του
μέσου σε άλλο, όχι όμως και ύλη. Αν ένα σωματίδιο Σ (η πηγή των κυμάτων) εκτελεί
εξαναγκασμένη ταλάντωση µε την επίδραση μιας εξωτερικής περιοδικής δύναμης, τότε η
ενέργεια που προσφέρεται συνεχώς στο σωματίδιο αυτό μεταφέρεται προς όλες τις
διευθύνσεις µε ορισμένη ταχύτητα. Όταν το κύμα φθάσει σε ένα οποιοδήποτε σωματίδιο
του μέσου, αυτό αρχίζει να εκτελεί εξαναγκασμένη ταλάντωση και αποκτά ενέργεια
(κινητική και δυναμική), η οποία μεταφέρεται στα γειτονικά του σωματίδια. Έτσι, µε τη
διαδικασία αυτή γίνεται μεταφορά της ενέργειας που παρέχεται στην πηγή Σ των κυμάτων
από το εξωτερικό αίτιο, χωρίς να γίνεται μεταφορά ύλης, αφού τα σωματίδια του μέσου
εκτελούν εξαναγκασμένες ταλαντώσεις γύρω από τις θέσεις ισορροπίας τους. Όταν η
ταλάντωση της πηγής Σ είναι απλή και αρμονική, τότε το παραγόμενο κύμα ονομάζεται
αρμονικό κύμα.
• Στα μηχανικά κύματα: είναι η διάδοση μίας διαταραχής σε ένα ελαστικό µέσο. Τα
μηχανικά κύματα (σεισμικά, υδάτινα, ηχητικά κ.λπ.) διαδίδονται µόνο σε υλικά
σώματα που έχουν την ικανότητα να δέχονται και να μεταβιβάζουν προσωρινές
παραμορφώσεις.
• Στα ηλεκτρομαγνητικά κύματα: είναι η διάδοση μιας ηλεκτρομαγνητικής
διαταραχής και είναι εγκάρσια. Τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα (φωτεινά κύματα,
ραδιοκύματα, ακτίνες Χ, ακτίνες γ) διαδίδονται και στο κενό µε ταχύτητα
c = 3•108m/s.
Ο ήχος είναι παλμικές κινήσεις των μορίων ενός στερεού, υγρού ή αερίου σώματος
και διαδίδεται ως κύμα στο σώμα αυτό. Στα μεν αέρια διαδίδεται με πυκνώματα ή
αραιώματα, στα δε στερεά ως διαταραχή της θέσης των ατόμων του στερεού η οποία
διαδίδεται στα διπλανά άτομα μέσα από τους ελαστικούς δεσμούς του σώματος μέχρι να
|516|
φτάσει στην άλλη άκρη. Τα υγρά είναι «παράξενα» και παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο με
τα αέρια όσο με τα στερεά.
Ένας καλός τρόπος για να κατανοήσουμε τον τρόπο διάδοσης των κυμάτων είναι ο
εξής: έστω ότι κάποιος κρατά μια κλωστή τεντωμένη σε ένα δωμάτιο όπου υπάρχει ησυχία
και χτυπά ελαφρά με το δάχτυλό του ή με ένα μολύβι τη χορδή. Η χορδή θα ταλαντωθεί
και θα ακουστεί ο ήχος που παράγεται. Κάπως έτσι παράγεται και ο ήχος από τις χορδές
της κιθάρας.
Όλοι έχουν μια φυσική εμπειρία των ελαστικών κυμάτων και της διάδοσης τους,
όπως για παράδειγμα τα θαλάσσια κύματα, οι σημαίες που κυματίζουν, οι χορδές που
πάλλονται κ.λπ. Για τη δημιουργία του ελαστικού κύματος, πρέπει να προϋπάρξει μία
ελαστική διαταραχή σε κάποιο σημείο ενός μέσου, για παράδειγμα μια ρίψη ενός
βότσαλου στη θάλασσα ή το χτύπημα μιας χορδής.
Τα μόρια του μέσου αρχίζουν να ταλαντώνονται και ταυτόχρονα διαδίδουν την
ταλάντωση αυτή στα γειτονικά τους μόρια, με συγκεκριμένη ταχύτητα, δημιουργώντας
έτσι ένα κύμα ελαστικότητας. Κύμα ελαστικότητας ονομάζεται η διάδοση μιας ελαστικής
διαταραχής, μέσα σε ένα ελαστικό μέσο, με ορισμένη ταχύτητα.
Ο ήχος προκαλείται από μηχανικές δονήσεις. Για να διαδοθεί ο ήχος πρέπει να
υπάρχει κάποιο μέσο το οποίο διατηρεί αυτές τις μηχανικές δονήσεις. Συνεπώς, ο ήχος δε
μπορεί να διαδοθεί στο κενό.
Τα μόρια ενός υλικού δονούνται μεταφέροντας ενέργεια το ένα στο άλλο και έτσι ο
ήχος «διαπερνά» το υλικό. Η ικανότητα διατήρησης του ήχου εξαρτάται από την
ελαστικότητα και την πυκνότητα του υλικού. Με δεδομένο ότι αυτές οι ιδιότητες ποικίλουν
από υλικό σε υλικό, κάποια υλικά είναι περισσότερο ηχοδιαπερατά. Κατά συνέπεια, η
πυκνότητα και η ελαστικότητα είναι οι κύριες παράμετροι από τις οποίες εξαρτάται η
ταχύτητα του ήχου.
Συνεπώς, η ενέργεια είναι εκείνη που διαδίδεται και μεταφέρεται μέσω των
ταλαντώσεων των μορίων και όχι η ύλη. Κάθε κύμα ελαστικότητας έχει τρία
χαρακτηριστικά:
α) Την ταχύτητα διάδοσής του (v).
β) Τη συχνότητα του κύματος (f), δηλαδή το πόσες φορές στη μονάδα του χρόνου ένα
ταλαντούμενο μόριο περνά από το αρχικό σημείο (ή το ίδιο σημείο). Η περίοδος (Τ) είναι
το αντίστροφο της συχνότητας, δηλαδή ο χρόνος μιας πλήρους ταλάντωσης ενός μορίου
(T = l/f).
γ) Το μήκος κύματος (λ), δηλαδή την απόσταση που διανύει ένα κύμα, στο διάστημα που
ένα μόριο εκτελεί μια πλήρη ταλάντωση.
Η ταχύτητα διάδοσης είναι το γινόμενο της απόστασης που διανύει το κύμα σε κάθε
ταλάντωση ενός μορίου επί τον αριθμό των ταλαντώσεων που λαμβάνουν χώρα στη
μονάδα του χρόνου, δηλαδή:
v=λ•f
Όπου:
λ: μήκος κύματος σε mm
v: ταχύτητα διάδοσης κύματος σε mm/s
f: συχνότητα σε Hz
|517|
Η Εικόνα 2.1 που ακολουθεί αποτελεί στιγμιότυπο ενός κύματος, όπου
παριστάνεται η ταλάντωση των μορίων και το μήκος κύματος.
Σε ένα ομογενές σώμα στο οποίο διαδίδεται ένα ελαστικό κύμα, όλα τα μόρια έχουν
την ίδια συχνότητα ταλάντωσης και την ίδια ταχύτητα διάδοσης. Με άλλα λόγια, η
συχνότητα, το μήκος κύματος και η ταχύτητα διάδοσης του είναι σταθερά για το
συγκεκριμένο σώμα και κύμα.
Τα ηχητικά κύματα δεν είναι τίποτε άλλο παρά κύματα ελαστικότητας που
διαδίδονται κυρίως στον αέρα και έχουν κατάλληλη συχνότητα και ένταση ώστε να μας
προκαλούν το αίσθημα της ακοής.
Ο ήχος, ως ελαστικό κύμα, διαδίδεται σε στερεά, υγρά και αέρια σώματα, αλλά όχι
στο κενό, σε αντίθεση με το φως. Διαδίδεται υπό μορφή ζωνών συμπίεσης (compression
zone) και υποπίεσης (rarefied zone) των μορίων του σώματος που το μεταφέρει:
Συνοψίζοντας:
Ταχύτητα: είναι η απόσταση που διανύει το κύμα στη μονάδα του χρόνου.
Μήκος κύματος: είναι η απόσταση μεταξύ δύο διαδοχικών κορυφών του κύματος.
Περίοδος: είναι ο χρόνος που απαιτείται για έναν πλήρη κύκλο.
Συχνότητα: είναι ο αριθμός των κύκλων ανά δευτερόλεπτο.
Τα ηχητικά κύματα δηλαδή οι παλμικές κινήσεις των μορίων ενός στερεού, υγρού ή
αερίου φτάνουν στο πτερύγιο του αυτιού μας, κατευθύνονται προς τον ακουστικό πόρο και
καταλήγουν στο τύμπανο. Το τύμπανο συντονίζεται και δονείται ακολουθώντας την
παλμική κίνηση των μορίων του αέρα. Πίσω από το τύμπανο υπάρχει ο μηχανισμός του
μεσαίου αυτιού που λειτουργεί ως μοχλός. Αποτελείται από τρία οστάρια, τη σφύρα, τον
άκμονα και τον αναβολέα που αποτελούν την κινητή γέφυρα. Η σφύρα συνδέεται με το
τύμπανο. Συλλαμβάνει τις ηχητικές δονήσεις τις οποίες οδηγεί στον άκμονα και τον
αναβολέα όπου ενισχύονται και οδηγούνται στο εσωτερικό αυτί. Στο εσωτερικό αυτί, ο
κοχλίας είναι γεμάτος υγρό. Έτσι, η μηχανική ενέργεια μετατρέπεται σε κύματα
υδραυλικής πίεσης. Η κίνηση αυτή μεταδίδεται στον κοχλιακό πόρο και το όργανο του
Κόρτι, μια ακολουθία από τριχοειδή κύτταρα και από εκεί στο ακουστικό νεύρο.
|518|
Τα τριχοειδή κύτταρα δεν έχουν ίδιο μήκος και πίσω από το καθένα υπάρχει μια
απόληξη ακουστικού νεύρου. Κάθε τριχοειδές κύτταρο δονείται με μια παλμική κίνηση και
έτσι γίνεται αντιληπτός ο ήχος.
Το εύρος της συχνότητας του ήχου για να γίνει αντιληπτός από το ανθρώπινο αυτί
είναι μεταξύ 16 και 20.000Hz (20KHz) ενώ πρέπει να έχει και την κατάλληλη ένταση. Οι
ήχοι με συχνότητα μικρότερη των 16Ηz ονομάζονται υπόηχοι, ενώ οι ήχοι με συχνότητα
μεγαλύτερη των 20KHz καλούνται υπέρηχοι. Οι υπέρηχοι χρησιμοποιούνται στους Μη
Καταστροφικούς Ελέγχους σε συχνότητες από 100.000Hz (100KHz) έως 25.000.000Ηz
(25MHz). Οι τιμές των συχνοτήτων που χρησιμοποιούνται περισσότερο κυμαίνονται
μεταξύ 1 και 10MHz.
|519|
Εικόνα 2.3: Διαμήκη και εγκάρσια κύματα
|520|
Εικόνα 2.4: Μετατροπέας (ηχοβολέας) με πιεζοηλεκτρικό στοιχείο το οποίο εκτελεί
διαμήκεις ταλαντώσεις
|521|
Γενικά, τα διαμήκη κύματα έχουν τη μεγαλύτερη ταχύτητα διάδοσης από όλους
τους τύπους κυμάτων. Επομένως, για δεδομένη συχνότητα και μέσα διάδοσης, από τον
τύπο v = λ•f , προκύπτει ότι έχουν και το μεγαλύτερο μήκος κύματος και επομένως, όπως
θα δούμε στη συνέχεια, τη μικρότερη αποδυνάμωση του ήχου αλλά και τη μικρότερη
ευαισθησία. Τα διαμήκη κύματα παρουσιάζουν επίσης τη μικρότερη εγγύς ζώνη (Ν) και τη
μεγαλύτερη γωνία απόκλισης της ηχητικής δέσμης για δεδομένη διάμετρο κρυστάλλου,
υλικό και συχνότητα διάδοσης.
Στο χάλυβα, τα διαμήκη κύματα δημιουργούνται όταν η γωνία πρόσπτωσης της
δέσμης στη μεμβράνη είναι μικρότερη από 27,4° περίπου. Οι μετατροπείς που παράγουν
διαμήκη κύματα έχουν συνήθως γωνία πρόσπτωσης και διάθλασης περίπου ή ακριβώς 0°.
Η ταχύτητα διάδοσης στα διαμήκη κύματα εξαρτάται από την πυκνότητα του μέσου
διάδοσης και το μέτρο ελαστικότητας Ε του υλικού. Η σχέση που αποδίδει αυτή την
εξάρτηση δίνεται στη συνέχεια:
E • (1 - μ)
VL = [-----------------------------]1/2
ρ (1 + μ) (1 - 2μ)
Όπου:
VL: ταχύτητα διαμήκους κύματος (m/s)
E: μέτρο ελαστικότητας του Young (N/m2)
ρ: πυκνότητα (Kg/m3)
μ: λόγος του Poisson [(E - 2G) / 2G]
|522|
Διαδίδονται μόνο σε στερεά σώματα, διότι τα υγρά και τα αέρια δεν παρουσιάζουν
ελαστικότητα σε εγκάρσια φόρτιση. Έχουν ταχύτητα διάδοσης στο ίδιο υλικό περίπου ίση
με τη μισή της αντίστοιχης ενός διαμήκους δηλαδή:
VT ≈ ½ VL
Επομένως, για ένα εγκάρσιο και ένας διαμήκες κύμα με την ίδια συχνότητα, το
εγκάρσιο έχει τη διπλάσια περίπου ευαισθησία και πολύ μεγαλύτερη αποδυνάμωση. Για
την ίδια διάμετρο στοιχείου (κρυστάλλου) με εκείνη των διαμηκών, έχουν μεγαλύτερη
εγγύς ζώνη και μικρότερη γωνία απόκλισης δέσμης. Στο χάλυβα, τα εγκάρσια κύματα
παράγονται μόνο εάν η γωνία πρόσπτωσης (α) της δέσμης στη μεμβράνη είναι μεταξύ 28°
έως 56°, όπως φαίνεται στην Εικόνα 2.7.
Για τον υπολογισμό της ταχύτητας των εγκάρσιων κυμάτων, ο τύπος γίνεται:
E G
VT = [----------------------]1/2 ή [------------]1/2
2ρ • (1 + μ) ρ
Όπου:
VT: ταχύτητα εγκάρσιων κυμάτων m/s
E: μέτρο ελαστικότητας του Young (N/m2)
ρ: πυκνότητα (Kg/m3)
μ: λόγος του Poisson [(E - 2G) / 2G]
G: μέτρο διάτμησης (N/m2)
|523|
Επιπρόσθετα, όσο πυκνότερο είναι ένα υλικό, τόσο μικρότερη είναι η ταχύτητα
διάδοσης για μια δεδομένη ελαστικότητα του μέσου. Γενικά, οι ταχύτητες διάδοσης στα
αέρια είναι χαμηλές, στα υγρά υψηλότερες και στα στερεά μέγιστες. Αυτή η αύξηση στις
ταχύτητες είναι αποτέλεσμα της αυξανόμενης ελαστικότητας και όχι της αυξανόμενης
πυκνότητας (ρ αέρια < ρ υγρά < ρ στερεά), η οποία πρακτικά θα μείωνε την ταχύτητα διάδοσης.
Για παράδειγμα το νερό έχει πυκνότητα 1.000Kg/m3 με ταχύτητα διάδοσης σε αυτό
1.480m/s, ενώ ο χάλυβας έχει πυκνότητα 7.800Kg/m3 με αντίστοιχη ταχύτητα διάδοσης
5.830m/s. Εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι παρά τις διαφορές στις πυκνότητες των δύο
μέσων, η ταχύτητα διάδοσης στο χάλυβα (ισχυροί δεσμοί μορίων) είναι πολύ μεγαλύτερη
από την αντίστοιχη στο νερό (χαλαροί δεσμοί μορίων), λόγω της μεγάλης διαφοράς στην
ελαστικότητα των δύο μέσων.
Πρόκειται για κύματα που διαδίδονται μόνο στην επιφάνεια στερεών, των οποίων το
πάχος είναι σημαντικά μεγαλύτερο από το μήκος του κύματος και σε βάθος ενός περίπου
μήκους κύματος. Τα επιφανειακά κύματα μπορούν να αποσβεσθούν με τη χρήση νερού ή
ορυκτελαίου ή απλώς θέτοντας ένα δάκτυλο πάνω στην επιφάνεια που διαδίδονται. Η
παραγωγή επιφανειακών κυμάτων γίνεται με κατάλληλη γωνία πρόσπτωσης (2η κρίσιμη
γωνία), ώστε το διαθλώμενο εγκάρσιο κύμα να σχηματίζει γωνία 90° με τον κάθετο στη
διεπιφάνεια άξονα.
(0,87 + 1,12μ)
VS = [------------------------------] • VT
(1 + μ)
Όπου:
VS: ταχύτητα των επιφανειακών κυμάτων m/s
E: μέτρο ελαστικότητας του Young (N/m2)
ρ: πυκνότητα (Kg/m3)
μ: λόγος του Poisson [(E - 2G) / 2G]
|524|
Χαρακτηριστική ιδιότητα αυτών των επιφανειακών κυμάτων είναι η έλλειψη
ευαισθησίας στις ανωμαλίες μίας επιφάνειας. Αυτή η ιδιότητα τους αξιοποιείται για την
ανίχνευση ασυνεχειών που βρίσκονται κοντά στην επιφάνεια. Γενικά τα επιφανειακά
κύματα δε βρίσκουν συχνά εφαρμογή στη βιομηχανία. Η χρήση τους είναι μεγαλύτερη
κυρίως στην αεροναυπηγική.
Τα επιφανειακά κύματα διεγείρονται με γωνιακό μετατροπέα τύπου σφήνας από
συνθετικό υλικό.
Στους μετατροπείς επιφανειακών κυμάτων για χάλυβες, η γωνία πρόσπτωσης των
διαμηκών κυμάτων, στα όρια plexiglas - χάλυβα, πρέπει να ισούται με 27° 30΄ (1η κρίσιμη
γωνία). Υπό αυτή τη γωνία ελέγχου (1η κρίσιμη γωνία), δίπλα στο υποεπιφανειακό κύμα,
διαδίδεται ισχυρό εγκάρσιο κύμα. Αναφορικά με το υψηλό επίπεδο σημάτων διατάραξης, ο
έλεγχος με επιφανειακά κύματα διενεργείται χρησιμοποιώντας δύο γωνιακούς μετατροπείς,
από τους οποίους ο ένας έχει το ρόλο του πομπού, ενώ ο άλλος του δέκτη των
ανακλώμενων ηχητικών κυμάτων (Pitch-Catch ή Tandem).
Εικόνα 2.10: Τύποι ηχητικών κυμάτων και σχηματική αναπαράσταση των μορίων που
ταλαντώνονται: α) κατάσταση ηρεμίας β) διαμήκες κύμα γ) εγκάρσιο κύμα δ) επιφανειακό
κύμα ε) συμμετρικό κύμα πλάκας στ) ασύμμετρο κύμα πλάκας
|525|
2.5.4 Κύματα πλακών - ελασμάτων ή κύματα Lamb (Plate waves)
Εικόνα 2.11: Μετατόπιση των μορίων στην τομή της πλάκας κατά τη διάδοση των κυμάτων
Lamb με συμμετρική μορφή πρώτης τάξεως
|526|
Τα κύματα Lamb διεγείρονται με λοξή πρόσπτωση των διαμηκών κυμάτων στην
επιφάνεια του ελεγχόμενου αντικειμένου. Εφαρμόζονται, τόσο η τεχνική της βύθισης, με
την οποία η δέσμη των κυμάτων οδηγείται στην επιφάνεια του ελεγχόμενου δοκιμίου
διαμέσου υγρού στρώματος, όσο και η τεχνική επαφής με γωνιακό μετατροπέα
τεθλασμένης σφήνας. Το προσπίπτον στο έλασμα διαμήκες κύμα διαθλάται, σχηματίζοντας
σε γενικές γραμμές, διαθλασμένες διαμήκεις και εγκάρσιες δέσμες. Οι δέσμες αυτές
ταξιδεύουν στη διεύθυνση του μήκους του ελάσματος, ενώ στη συνέχεια ανακλώνται στην
άνω και κάτω επιφάνεια. Το αποτέλεσμα της επαλληλίας αυτών των δεσμών είναι η
δημιουργία των κυμάτων Lamb. Η ταχύτητα διάδοσης αυτής της ίδιας φάσης Vf των
ταλαντώσεων κατά μήκος του ελάσματος είναι η ταχύτητα ολίσθησης του μετώπου του
διαθλασμένου κύματος, κατά μήκος της ελεύθερης επιφάνειας της πλάκας. Η ταχύτητα
διάδοσης Vf εξαρτάται τόσο από τη γωνία διάθλασης α, όσο και από την ταχύτητα
διάδοσης των διεγειρόμενων κυμάτων.
VL
Vf = ---------------
sina
λ
dmin ≈ ---------
2
|527|
2.7 Ένταση του ήχου (dB)
Ένταση του ήχου ονομάζεται η ισχύς του ήχου ή του ηχητικού κύματος ανά μονάδα
επιφανείας. Είναι η ενέργεια που μεταφέρει το ηχητικό κύμα ανά μονάδα επιφανείας στη
μονάδα του χρόνου. Ένας ήχος είναι ισχυρός ή ασθενής ανάλογα με το πλάτος των
παλμικών κινήσεων. Όσο μικρότερο είναι το πλάτος, τόσο πιο ασθενής είναι ο ήχος, ενώ
όσο μεγαλύτερο είναι το πλάτος τόσο πιο ισχυρός είναι ο ήχος. Το όριο πόνου για το
ανθρώπινο αυτί λόγω της έντασης του ήχου είναι τα 120dB. Η έκθεση σε ήχους λοιπόν,
άνω των 120dB είναι επικίνδυνη και μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα ακοής ή σε
κώφωση. Επιπρόσθετα, παρατεταμένη και συνεχής έκθεση σε ήχους άνω των 90dB
δημιουργεί προβλήματα στην ακοή.
Η μονάδα μέτρησης της έντασης του ήχου στο διεθνές σύστημα μονάδων είναι το
1W/m2. Στο ανθρώπινο αυτί, η ελάχιστη ένταση που γίνεται αντιληπτή είναι της τάξεως
των 10-12W/m2 και αντιστοιχεί σε ηχητική πίεση 20μPa, η τιμή της οποίας αποτελεί και το
όριο της ακουστότητας.
Στο Πίνακα 2.1 δίνονται κάποιες τυπικές εντάσεις ήχου.
Η μονάδα Ντεσιμπέλ εκφράζει τη διαφορά στάθμης ενός ήχου έντασης Ι προς την
ένταση του κατωφλίου ακουστότητας (10-12W/m2).
Ως στάθμη έντασης ήχου (Sound Intensity Level, SIL) ορίζεται το δεκαπλάσιο του
δεκαδικού λογάριθμου της έντασης του ήχου προς την ένταση του κατωφλίου
ακουστότητας. Η μαθηματική σχέση που δίνει τη συσχέτιση αυτή είναι:
I
LI = 10 log10 ------------
Iref
όπου Ι η μέση ενεργός τιμή της έντασης και Iref η τιμή αναφοράς ίση με 10-12W/m2.
Αύξηση της στάθμης κατά 10dB αντιστοιχεί σε ήχο δεκαπλάσιας έντασης, κατά
20dB αντιστοιχεί σε ήχο εκατονταπλάσιας έντασης, ενώ κατά 30dB η ένταση του ήχου
αυξάνει 103 φορές. Τους ήχους που διαφέρουν κατά 10dB, οι περισσότεροι άνθρωποι τους
αντιλαμβάνονται ως ήχους διπλάσιας ακουστότητας.
Ο ήχος και ο υπέρηχος ως κύματα που μεταφέρουν ενέργεια, έχουν ως
χαρακτηριστικό και την ένταση. Για τη σύγκριση της ηχητικής έντασης (ή ηχητικής
πίεσης) δύο ήχων, χρησιμοποιείται η λογαριθμική κλίμακα με βάση το 10 και ως μονάδα
το 1Bell. Στην πράξη, ως μονάδα χρησιμοποιείται το ένα δέκατο (0,1) του Bell, δηλαδή το
1dB (ντεσιμπέλ).
|528|
Η σχέση μεταξύ δύο ήχων πίεσης H1 και H2 σε dB ή απλούστερα η ένταση ήχου
δίνεται από τον τύπο:
H12
10 log10 -------------- = dB
H22
H1
20 log10 ------------ = dB
H2
Όπου:
dB: Decibel
H1: το ύψος του 1ου σήματος (100%)
H2 : το ύψος του 2ου σήματος (% του Η1)
Επειδή στην οθόνη της συσκευής υπερήχων η πίεση, δηλαδή το πλάτος του
κύματος, μεταφράζεται σε ύψος του σήματος, προκύπτει ότι ο διπλασιασμός του ύψους
σήματος οδηγεί σε αύξηση της έντασης (gain) κατά 6dB ενώ, ο δεκαπλασιασμός του σε
αύξηση κατά 20dB.
Από τις ιδιότητες των λογαρίθμων προκύπτει ότι υποδιπλασιασμός του σήματος
οδηγεί σε μείωση της έντασης του ήχου κατά 6dB ενώ, ο υποδεκαπλασιασμός του σήματος
οδηγεί σε μείωση της έντασης κατά 20dB.
|529|
2.8 Φαινόμενα του ήχου
Ανάκλαση
Όταν ένα ξένο σώμα διαφορετικής ύλης από αυτή του μέσου διάδοσης
παρεμβάλλεται στην κατεύθυνση των ηχητικών κυμάτων, τότε αυτά υφίστανται ανάκλαση.
Αν για παράδειγμα, κάποιος σταθεί μπροστά από έναν τοίχο και χειροκροτήσει, τα κύματα
που θα φτάσουν στον τοίχο θα αναγκαστούν να αλλάξουν κατεύθυνση. Αν το εμπόδιο
βρίσκεται σε απόσταση μεγαλύτερη από 17m, τότε ο κρότος που δημιουργήθηκε
επαναλαμβάνεται. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται ηχώ. Αν το εμπόδιο βρίσκεται σε
απόσταση μικρότερη από 17m, τότε ο ήχος απλώς δυναμώνει. Το φαινόμενο αυτό
ονομάζεται αντήχηση και στηρίζεται στο γεγονός ότι τα ηχητικά κύματα ανακλώνται και
επιστρέφουν ενισχυμένα όταν συναντήσουν ένα πολύ κοντινό εμπόδιο.
Περίθλαση
Τα ηχητικά κύματα που ανακλώνται αλλάζουν γωνία κατεύθυνσης. Τα κύματα που
περνούν γύρω από ένα εμπόδιο ή που το διαπερνούν (λόγω για παράδειγμα κάποιου
ανοίγματος) έχουν τη δυνατότητα να κυρτώνονται και να γεμίζουν το χώρο πέρα του
εμποδίου. Αυτή η ιδιότητα ονομάζεται περίθλαση.
Διάθλαση
Όταν η φύση του υλικού μέσου διάδοσης αλλάζει σταδιακά, τότε τα κύματα μπορεί
να αλλάξουν κατεύθυνση. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται διάθλαση και παρατηρείται για
παράδειγμα, όταν ο ήχος ταξιδεύει σε στρώματα αέρα διαφορετικής θερμοκρασίας.
Παρεμβολή
Όταν ηχητικά κύματα που παράγονται από δυο διαφορετικές πηγές διαδίδονται στο
ίδιο μέσο, η διατάραξη που επιδέχεται κάθε μάζα προκύπτει από το άθροισμα των
μετατοπίσεων που θα επιδεχόταν από κάθε κύμα ξεχωριστά. Το φαινόμενο αυτό
ονομάζεται παρεμβολή. Η παρεμβολή μπορεί να είναι καταστροφική όταν τα ηχητικά
κύματα ακυρώνουν πλήρως τη μετατόπιση που θα σημειωνόταν σε σημείο του μέσου.
Το φαινόμενο Ντόπλερ
Είναι το φαινόμενο κατά το οποίο ένας παρατηρητής αντιλαμβάνεται διαφορετική
συχνότητα ήχου από αυτήν που εκπέμπει η πηγή λόγω της σχετικής κίνησης μεταξύ τους.
Όταν ο παρατηρητής και η πηγή είναι ακίνητοι ή κινούνται με ίσες (διανυσματικά)
ταχύτητες δεν εμφανίζεται φαινόμενο Doppler, δηλαδή ο παρατηρητής ακούει τον ήχο της
πηγής με τη πραγματική του συχνότητα.
Όταν ο παρατηρητής κινείται και η πηγή είναι ακίνητη, η συχνότητα του ήχου που
αντιλαμβάνεται είναι fA = (υ±υΑ)•fS/υ
|530|
Εάν d = λ, τότε το εμπόδιο επηρεάζει έντονα τη διάδοση του κύματος. Ανάλογα με
τον προσανατολισμό των εμποδίων, το κύμα υφίσταται ανακλάσεις και διαδίδεται προς
διάφορες κατευθύνσεις με αποτέλεσμα την εξασθένισή του. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται
σκέδαση.
Εάν d>λ (και όχι d>>λ), τότε το ηχητικό κύμα παρακάμπτει το εμπόδιο και
διαδίδεται μέσα στο υλικό. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται περίθλαση.
Στην περίπτωση που το ηχητικό κύμα από ανάκλαση υπερτίθεται στο αρχικό,
λαμβάνει χώρα το φαινόμενο της συμβολής δύο κυμάτων. Ανάλογα με τη διαφορά φάσης
και συχνότητας των δύο κυμάτων, μπορεί να συμβεί ενίσχυση ή εξασθένιση του τελικού
κύματος.
|531|
3. ΑΝΑΚΛΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΘΛΑΣΗ ΤΟΥ ΗΧΟΥ
3.1 Ανάκλαση και διάθλαση του ηχητικού κύματος (νόμος του Snell)
Όπου:
L: δείκτης για διαμήκη κύματα με 1 και 2 για τα μέσα διάδοσης 1 και 2.
Τ: δείκτης για εγκάρσια κύματα με 1 και 2 για τα μέσα διάδοσης 1 και 2.
V: η ταχύτητα διάδοσης του κύματος (στο μέσο 1 ή 2) με δείκτη L για διαμήκες και Τ για
εγκάρσιο κύμα.
Εικόνα 3.2 Η γωνία ανάκλασης είναι πάντα ίση με τη γωνία πρόσπτωσης στο ίδιο μέσο
|532|
Εφαρμόζοντας τον νόμο του Snell θα έχουμε:
ημθL1 ημθL΄1
-------------- = -------------- => ημθL1•VL΄1 = ημθL΄1•VL1 =>
VL1 VL΄1
ημθL΄1•VL1
ημθL1 = -------------------- => ημθL1 = ημθL΄1 (VL1 = VL΄1 γιατί το κύμα δεν αλλάζει μέσο διάδοσης)
VL΄1
ημθL1 ημθΤ1
----------------- = -----------------
VL1 VT1
VL1 ≈ 2VT1, τότε ημθL1 ≈ 2ημθΤ1 συνεπώς ημθΤ1 < ημθL1 θα έχουμε:
ημθL1 ημθΤ1
--------------- = --------------- => ημθL1•VΤ1 = ημθΤ1•VL1 =>
VL1 VΤ1
ημθΤ1•2VΤ1
ημθL1•VΤ1 = ημθΤ1•2VΤ1 => ημθL1 = ---------------------- =>
VΤ1
|533|
Διάθλαση διαμήκους σε διάμηκες κύμα
ημθL1 ημθL2
------------------- = -------------------
VL1 VL2
Υπενθυμίζουμε ότι όταν αυξάνεται η γωνία, αυξάνεται και το ημίτονο της και το
αντίστροφο.
Αν η γωνία θL1 αυξηθεί τόσο, ώστε η γωνία θL2 να γίνει ίση με 90°, τότε η γωνία θL1
ονομάζεται 1η κρίσιμη γωνία:
ημθL2 = 90ο = 1
|534|
Διάθλαση διαμήκους σε εγκάρσιο κύμα
Εάν η γωνία πρόσπτωσης γίνει μεγαλύτερη από την 1η κρίσιμη, στο μέσο 2
διαδίδεται μόνο το εγκάρσιο κύμα.
ημθL1 ημθΤ2
---------------- = ----------------
VL1 VΤ2
Αν η γωνία θL1 αυξηθεί κατάλληλα ώστε η γωνία θΤ2 να γίνει ίση με 90°, τότε η
γωνία θL1 ονομάζεται 2η κρίσιμη γωνία:
ημθT2 = 90ο = 1
|535|
Εάν η γωνία πρόσπτωσης γίνει περίπου ίση με τη 2η κρίσιμη, λαμβάνει χώρα
μετατροπή τύπου και το εγκάρσιο κύμα μετατρέπεται σε επιφανειακό. Εάν η γωνία
πρόσπτωσης γίνει αρκετά μεγαλύτερη από τη 2η κρίσιμη, στο μέσο 2 δε διαδίδεται κανένα
ηχητικό κύμα.
Λόγω ανάκλασης και διάθλασης στην επιφάνεια του μέσου στο οποίο εφάπτεται ο
μετατροπέας, είναι δυνατό να συμβούν μετασχηματισμοί των σημάτων, καθώς και
μεταβολή της ταχύτητας του κύματος. Ένα τέτοιο παράδειγμα μετασχηματισμού είναι όταν
το διαμήκες κύμα που σχηματίζεται στη σφήνα του γωνιακού μετατροπέα, διαπερνά την
επιφάνεια μεταξύ της σφήνας και της επιφάνειας του δοκιμίου και διαθλάται σε εγκάρσιο
κύμα υπό συγκεκριμένη γωνία.
Ένα άλλο παράδειγμα μετασχηματισμού που επιδιώκουμε να αποφύγουμε είναι
όταν εγκάρσια κύματα μετασχηματίζονται σε διαμήκη. Αυτό συμβαίνει κατά τον έλεγχο
ρίζας σε συγκόλληση μονού V με γωνιακό μετατροπέα. Ένα μέρος των υπερήχων που
εισέρχεται στην κοιλότητα της ρίζας ανακλάται κάθετα προς τη διεύθυνση του καπακιού
της συγκόλλησης και αν υπερβεί κάποια κρίσιμη γωνία το κύμα θα μετασχηματιστεί από
εγκάρσιο σε διαμήκες.
Με αξιοποίηση του νόμου του Snell παράγονται και διαδίδονται μόνο εγκάρσια
κύματα σε ένα υλικό, με συγκεκριμένη γωνία διάθλασης, παρά το γεγονός ότι το στοιχείο
του μετατροπέα εκπέμπει μόνο διαμήκη κύματα.
Τα εγκάρσια κύματα παράγονται στο χάλυβα σε γωνίες μεταξύ 38° και 80° και
συνήθως σε τυποποιημένες τιμές από 45°, 60° και 70°. Ο νόμος του Snell βρίσκει
εφαρμογή όχι μόνο στην περίπτωση των ηχητικών κυμάτων, αλλά και γενικότερα όπως για
παράδειγμα στα ηλεκτρομαγνητικά κύματα.
Γενικά όταν ένας μετατροπέας χρησιμοποιείται για να εκπέμψει ένα ηχητικό κύμα
εντός του δοκιμίου, ένα μόνο μέρος του κύματος κατορθώνει να διαπεράσει το δοκίμιο. Το
υπόλοιπο μέρος του κύματος ανακλάται από τη διεπιφάνεια των δύο υλικών. Το ποσό της
ηχητικής ενέργειας που ανακλάται εξαρτάται από το λόγο της ακουστικής αντίστασης.
Ο όρος ακουστική αντίσταση εκφράζει την αντίσταση του υλικού κατά τη διάδοση
μέσα σε αυτό ενός ηχητικού κύματος. Η ακουστική αντίσταση αποτελεί και την αιτία της
αποδυνάμωσης - εξασθένισης του ήχου εντός του δοκιμίου.
Ως ακουστική αντίσταση Ζ (Acoustic Impedance) ορίζεται το γινόμενο της
πυκνότητας ρ του υλικού μέσα στο οποίο διαδίδεται το κύμα και της ταχύτητας διάδοσης
του κύματος v.
Z=p•v
Όταν ένα κύμα υπερήχων διαπερνά δύο δοκίμια με την ίδια ακουστική αντίσταση
(λόγος 1:1) και σε στενή επαφή δεν παρουσιάζεται καμία ανάκλαση, τότε θεωρητικά σε
αυτή την περίπτωση έχουμε 100% διάδοση του κύματος των υπερήχων. Στην πράξη, αυτό
είναι αρκετά δύσκολο να επιτευχθεί χωρίς τη χρήση κάποιου υλικού σύζευξης. Το υλικό
σύζευξης έχει διαφορετική ακουστική αντίσταση από αυτή του δοκιμίου και συνεπώς
|536|
επηρεάζει την ποσότητα του ηχητικού κύματος που θα ανακλαστεί ή θα διαθλαστεί. Στις
επιφάνειες που διαχωρίζουν δύο μέσα διάδοσης µε διαφορετική ακουστική αντίσταση (Ζ),
παρατηρείται μερική έως σχεδόν ολική ανάκλαση της ηχητικής δέσμης.
Σε μία διεπιφάνεια μεταξύ μέσων διαφορετικής ακουστικής αντίστασης, ένα μέρος
της συνολικής ενέργειας του ηχητικού κύματος (EI) ανακλάται και επιστρέφει στο μέσον 1
(E) και ένα μέρος συνεχίζει να διαδίδεται στο μέσο 2 (ET). Το ποσοστό της ενέργειας που
ανακλάται (E) στη διεπιφάνεια υπολογίζεται από τον παρακάτω τύπο:
ER (Z2 – Z1)2
------------ = -----------------------
EI (Z1 + Z2)2
Όπου:
Z1: η ακουστική αντίσταση του μέσου 1
Z2: η ακουστική αντίσταση του μέσου 2
Ο παραπάνω τύπος ισχύει για την ενέργεια ή την ένταση του ήχου. Ο λόγος ER/EI
καλείται και δείκτης ανάκλασης (reflection factor). Στη διαχωριστική επιφάνεια μεταξύ
δύο μέσων διάδοσης µε ίσες περίπου ακουστικές αντιστάσεις (Ζ1 ≈ Z2), ο δείκτης
ανάκλασης είναι πολύ μικρός και επομένως και το ποσοστό ανάκλασης είναι επίσης μικρό.
Επομένως, ανακλάται ελάχιστη ηχητική ενέργεια.
Αντίθετα, όταν η ακουστική αντίσταση ενός μέσου είναι πολύ μεγαλύτερη της
αντίστοιχης ενός άλλου (Ζ1>Ζ2 ή Ζ2>Ζ1), ο δείκτης ανάκλασης είναι μεγάλος και το
μεγαλύτερο ποσοστό της ενέργειας της ηχητικής δέσμης ανακλάται.
ET ER 4 • Z1 • Z2
------------- = 1 - ------------- = -----------------------
EI EI (Z1 + Z2)2
Παράδειγμα 1
|537|
Παράδειγμα 2
Πίνακας 3.1: Πυκνότητα, ταχύτητα διαμηκών και εγκαρσίων κυμάτων και ακουστική
αντίσταση διαφόρων υλικών
ημθL1 ημθL2
Νόμος του Snell: ----------------- = ---------------------
VL1 VL2
ΘL1 = Γωνία πρόσπτωσης
ΘL2 = 90° Γωνία διάθλασης – διάδοσης
VL1 = 2.730m/s = 2,73Km/s (ταχύτητα διάδοσης στο perspex) 1
VL2 = 5.920m/s = 5,92Km/s (ταχύτητα διάδοσης στον χάλυβα) 2
ημθL1 ημθL2 ημθL2•VL1
--------------- = --------------- => ημθL1 = ------------------------ =>
VL1 VL2 VL2
ημ 90°•2,73 1•2,73
ημθL1 = --------------------- => ημθL1 = ----------------- =>
5,92 5,92
|538|
2η κρίσιμη γωνία πρόσπτωσης θL1 = 57,69
ημ 90°•2,73 1•2,73
ημθL1 = ---------------------- => ημθ L1 = -------------------- =>
3,23 3,23
|539|
4. ΜΕΤΑΤΡΟΠΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΣΚΕΥΕΣ ΥΠΕΡΗΧΩΝ
|540|
Εικόνα 4.2: Πιεζοηλεκτρικό στοιχείο κατά την εφαρμογή ηλεκτρικής τάσης
Η συχνότητα του κρυστάλλου καθορίζεται από το πάχος του και την ακουστική
ταχύτητα και τα μεγέθη αυτά συνδέονται με τον παρακάτω τύπο:
|541|
v
t = -----------
2f
Όπου:
t: το πάχος κρυστάλλου σε mm
v: η ταχύτητα του ήχου στο υλικό του κρυστάλλου σε mm/s
f: η συχνότητα με την οποία πάλλεται ο κρύσταλλος σε Hz
Από τον τύπο προκύπτει ότι όσο πιο λεπτός είναι ο κρύσταλλος, τόσο υψηλότερη
είναι η εκπεμπόμενη συχνότητα.
|542|
γ. Στοιχεία από θειικό λίθιο (Lithium Sulphate): Ως δέκτες είναι οι
αποτελεσματικότεροι. Ωστόσο, ως πομποί είναι μέτριοι. Είναι διαλυτοί στο νερό και
αρκετά ψαθυροί. Σε αυτούς ανήκουν ενδεικτικά ο χαλαζίας (SiO2), το θειικό λίθιο
(Li2SO4), το τιτανικό βάριο (BaTiO3), το ζιρκόνιο του μολύβδου (PbZrO3). Μεταξύ των
προαναφερθέντων, ο χαλαζίας και το τιτανικό βάριο έχουν την πιο ευρεία χρήση.
|543|
Προκειμένου να έχουμε καλύτερη επαφή μετατροπέα - δοκιμίου, μπορούμε να
χρησιμοποιήσουμε ειδικά «παπουτσάκια» από ακρυλικό υλικό (contact shoes), με
καμπυλότητα ίδια με αυτή του δοκιμίου. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε επίσης στοιχεία
από ακρυλικό ως φακούς εστίασης (focus lenses), κυλινδρικούς ή σφαιρικούς, για
γραμμική και σημειακή εστίαση αντίστοιχα.
Στην περίπτωση της τεχνικής βύθισης, εκτός από τους κλασσικούς βυθιζόμενους
μετατροπείς, έχουμε και τις περιπτώσεις συνδυασμού μετατροπέα - στήλης νερού (bubbler)
ή μετατροπέα - ακροφυσίου (squirter / water jet) ή ακόμη και μετατροπέα - ελαστικής
ρόδας (wheel transducer). Το ηλεκτρικό σήμα από και προς τον κρύσταλλο οδηγείται μέσω
ενός ομοαξονικού καλωδίου (coaxial cable), για την αποφυγή παρεμβολών και ηλεκτρικών
θορύβων.
|544|
Εικόνα 4.5: Μετατροπείς (μινιατούρες) για έλεγχο στην αεροναυπηγική
|545|
4.3.3 Πιεζοηλεκτρικοί μετατροπείς διπλού στοιχείου
Οι μετατροπείς μονού κρυστάλλου έχουν μόνο έναν κρύσταλλο τόσο για την
εκπομπή όσο και για τη λήψη υπερήχων. Ο ανιχνευτής ασυνεχειών ελέγχει τη λειτουργία
του μετατροπέα εκπέμποντας έναν παλμό ενέργειας και στη συνεχεία ενεργοποιεί το
κύκλωμα λήψης «ακούγοντας» κάθε ήχο που επιστρέφει μεταξύ των παλμών. Το κύκλωμα
πρέπει να ενεργοποιηθεί γρηγορότερα και πριν από την πλήρη απόσβεση του κρυστάλλου.
Έτσι, ο δέκτης συλλαμβάνει τις τελευταίες δονήσεις του κρυστάλλου από τον προηγούμενο
παλμό του, κάθε φορά που ενεργοποιείται και τις απεικονίζει στην οθόνη ως νεκρή ζώνη.
Αυτό ελαχιστοποιεί την πιθανότητα ανίχνευσης ασυνεχειών που βρίσκονται κοντά στην
επιφάνεια.
Οι γωνιακοί μετατροπείς φέρουν ένα σφηνοειδές στέλεχος επαφής από πλεξιγκλάς
που ονομάζεται πέλμα ή παπουτσάκι, πάνω στο οποίο επικάθεται ο κρύσταλλος. Η γωνία
της σφήνας καθορίζει τη γωνία με την οποία ο υπέρηχος προσπίπτει στη διαχωριστική
επιφάνεια (γωνία προσπτώσεως). Στη συνέχεια, σύμφωνα με το νόμο του Snell, από αυτή
τη γωνία καθορίζεται και η γωνία με την οποία ο ήχος διαπερνά το δοκίμιο (γωνία
διαθλάσεως).
Το ηχοαπορροφητικό υλικό (υλικό απόσβεσης), στο πίσω μέρος του κρυστάλλου
ελέγχει το μήκος των παλμών υπερήχων, απορροφώντας την ηχητική ενέργεια και
παράγοντας οξείς και βραχείς παλμούς. Το μήκος του παλμού είναι ο κύριος παράγοντας
που καθορίζει τη διακριτική ικανότητα του οργάνου. Οι γωνιακοί μετατροπείς
χρησιμοποιούνται κυρίως στον έλεγχο των συγκολλήσεων.
|546|
4.3.5 Μετατροπείς μαλακού άκρου
|547|
4.3.7 Κυλιόμενοι μετατροπείς – Μετατροπείς με τροχίσκους
|548|
4.3.9 Βυθιζόμενοι μετατροπείς
Πίνακας 4.3: Σύγκριση χαρακτηριστικών μεγάλου και μικρού εύρους ζώνης μετατροπέων
ΜΕΤΑΤΡΟΠΕΙΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΕΥΡΟΥΣ ΜΕΤΑΤΡΟΠΕΙΣ ΜΙΚΡΟΥ ΕΥΡΟΥΣ
ΖΩΝΗΣ ΖΩΝΗΣ
Υψηλή απόσβεση Χαμηλή απόσβεση
Μικρό μήκος παλμού Μεγαλύτερο μήκος παλμού
(συνήθως 1 έως 2 κύκλοι) (συνήθως 3 έως 4 κύκλοι)
Μικρή νεκρή ζώνη Μεγάλη νεκρή ζώνη
|549|
Πίνακας 4.4: Κατηγοριοποίηση μετατροπέων σύμφωνα με το εύρος συχνοτήτων
Στενό εύρος ζώνης
15 - 30% Καλύτερη ανιχνευσιμότητα
(Narrow bandwidth)
Μεσαίο εύρος Καλή ανιχνευσιμότητα και
31 - 75%
(Medium bandwidth) διαστασιολόγηση
Μεγάλο εύρος ζώνης
76 - 110% Καλύτερη διαστασιολόγηση
(Broad (wide) bandwidth)
BROADBAND
NARROWBAND
|550|
Ένα πεδίο σχετικά υψηλής συχνότητας (RF) που παράγεται από ηλεκτρικά πηνία
αλληλεπιδρά με ένα πεδίο χαμηλής συχνότητας ή ένα στατικό πεδίο που προκαλείται από
τους μαγνήτες για να δημιουργήσει το κύμα στην επιφάνεια του δοκιμίου. Οι
ηλεκτρομαγνητικοί ακουστικοί μετατροπείς (EMATs) είναι το μόνο πρακτικό μέσο για την
παραγωγή διατμητικών κυμάτων, τα οποία έχουν μία οριζόντια πόλωση (SH κύματα) και
τα οποία δεν ταξιδεύουν μέσω υλικών σύζευξης χαμηλής πυκνότητας.
|551|
4.6 Επιλογή μετατροπέα
Η άλλη επιλογή που γίνεται είναι μεταξύ μετατροπέων μονού και διπλού στοιχείου.
Τα πλεονεκτήματα του μετατροπέα μονού στοιχείου είναι η καλύτερη διεισδυτικότητα για
ίδιο μέγεθος μετατροπέα διπλού στοιχείου. Επίσης ο μετατροπέας μονού στοιχείου δεν έχει
σημείο εστίασης, λειτουργεί αποδοτικά σε μεγαλύτερο πεδίο και είναι οικονομικότερος.
Το κύριο πλεονέκτημα του μετατροπέα διπλού στοιχείου είναι ότι δεν υπάρχει
νεκρή ζώνη στην οθόνη. Αυτό σημαίνει μεγαλύτερη διακριτική ικανότητα για σφάλματα
που βρίσκονται κοντά στην επιφάνεια. Όπως φαίνεται από τους πίνακες, μεγαλύτερη
ευαισθησία έχουν οι μετατροπείς μεγαλύτερης συχνότητας.
Ως ευαισθησία ορίζεται η ικανότητα ανίχνευσης μικρών ασυνεχειών. Όσο
μεγαλύτερη είναι η συχνότητα ενός μετατροπέα, τόσο μικρότερο είναι το μήκος κύματος
και το μέγεθος του ανακλαστήρα που μπορεί να ανιχνευθεί από το μετατροπέα.
Σε γενικές γραμμές είναι αποδεκτό ότι ο μικρότερος ανακλαστήρας που μπορεί να
ανιχνευθεί από ένα μετατροπέα είναι ίσος με το μισό του μήκους κύματος του. Έτσι, ένας
μετατροπέας με μεγάλο μήκος κύματος και χαμηλής συχνότητας δε μπορεί να ανιχνεύσει
μικρούς ανακλαστήρες. Επισημαίνεται επίσης ότι το ιδανικό μήκος κύματος ενός
μετατροπέα πρέπει να είναι τουλάχιστον δεκαπλάσιο του μεγέθους των κόκκων του
υλικού.
|552|
Η επιλογή του κατάλληλου μετατροπέα αποτελεί βασική προϋπόθεση για την
εξασφάλιση της βέλτιστης απόδοσης σε κάθε εφαρμογή με τη μέθοδο των υπερήχων. Είναι
αναγκαίο να εξεταστεί το υλικό που μετράται, το εύρος του πάχους που πρέπει να
καλυφθεί, η γεωμετρία και η θερμοκρασία του δοκιμίου. Γενικά έχει αναπτυχθεί ένα
μεγάλο εύρος μετατροπέων με διάφορα ακουστικά χαρακτηριστικά που καλύπτει τις
ανάγκες των βιομηχανικών εφαρμογών. Χαμηλές συχνότητες μικρότερες των 2,25ΜΗz
πρέπει να χρησιμοποιούνται για τη βελτιστοποίηση της διείσδυσης κατά τη μέτρηση
δοκιμίων μεγάλου πάχους, υψηλής εξασθένισης και σκέδασης. Για τη βελτίωση της
ευαισθησίας σε δοκίμια λεπτά, χαμηλής εξασθένισης και σκέδασης συνιστώνται
συχνότητες υψηλότερες από 5ΜΗz.
Σε γενικές γραμμές, τα πλέον αξιόπιστα και με υψηλή επαναληψιμότητα
αποτελέσματα λαμβάνονται με μετατροπείς υψηλής συχνότητας και μικρής διαμέτρου.
Μετατροπείς μικρής διαμέτρου πετυχαίνουν αποτελεσματικότερη σύζευξη με το δοκίμιο
και επιτρέπουν λεπτότερο στρώμα σύζευξης με δεδομένη πίεση σύζευξης. Επιπλέον, οι
μετατροπείς μεγαλύτερης συχνότητας παράγουν σήματα σε ταχύτερους χρόνους,
ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο την ακρίβεια των μετρήσεων.
Από την άλλη πλευρά, οι ακουστικές ιδιότητες ή η κατάσταση της επιφάνειας του
δοκιμίου μπορεί να απαιτούν μειωμένη συχνότητα μετατροπέα προκειμένου να
ξεπεραστούν η κακή σύζευξη ή / και η εξασθένιση ή σκέδαση εντός του δοκιμίου.
Στις περιπτώσεις μέτρησης της διάβρωσης χρησιμοποιούνται μετατροπείς διπλού
στοιχείου. Οι μετατροπείς διπλού στοιχείου είναι ανθεκτικοί στην έκθεση σε υψηλές
θερμοκρασίες και ιδιαίτερα ευαίσθητοι στην ανίχνευση τρηματικής διάβρωσης (pitting).
Ωστόσο, δε συνιστώνται για εφαρμογές μέτρησης υψηλής ακρίβειας. Τα κριτήρια για την
κατάλληλη επιλογή του μετατροπέα αναλύονται στην συνέχεια.
Υλικό: Το είδος του υλικού και το εύρος του πάχους που μετράται είναι σημαντικοί
παράγοντες στην επιλογή του μετατροπέα. Μηχανολογικά υλικά όπως τα μέταλλα, τα
κεραμικά ή το γυαλί τα οποία επιτρέπουν τη διάδοση των υπερήχων μπορεί να μετρηθούν
εύκολα σε ένα μεγάλο εύρος πάχους. Τα περισσότερα πλαστικά απορροφούν την ηχητική
ενέργεια πιο γρήγορα από τα μεταλλικά υλικά και συνεπώς έχουν πιο περιορισμένο εύρος
μέγιστου πάχους. Το καουτσούκ, το fiberglass και πολλά σύνθετα υλικά προκαλούν ισχυρή
αποδυνάμωση των υπερήχων και συχνά απαιτούν μετατροπείς υψηλής διείσδυσης με
βελτιστοποιημένους παλμοδότες και δέκτες (pulser / receivers) για λειτουργία χαμηλής
συχνότητας.
Πάχος: Το εύρος πάχους υπαγορεύει επίσης τον τύπο και τις διαστάσεις του
μετατροπέα που πρέπει να επιλεγεί. Γενικά, τα λεπτά υλικά μετρώνται σε υψηλές
συχνότητες ενώ τα παχύτερα ή υλικά αυξημένης εξασθένισης μετρώνται με χαμηλές
συχνότητες. Οι μετατροπείς με πέλμα καθυστέρησης (delay line) χρησιμοποιούνται συχνά
σε πολύ λεπτά υλικά, αν και τόσο οι συγκεκριμένοι μετατροπείς όσο και οι βυθιζόμενοι
μετατροπείς έχουν ένα πιο περιορισμένο μέγιστο μετρήσιμο πάχος λόγω της
αλληλεπίδρασης των πολλαπλών αντηχήσεων στη διεπιφάνεια. Σε περιπτώσεις που
αφορούν σε περιοχές με μεγάλο εύρος παχών ή / και πολλαπλών υλικών, μπορεί να
απαιτούνται περισσότεροι μετατροπείς.
Γεωμετρία: Καθώς η καμπυλότητα της επιφάνειας που πρόκειται να μετρηθεί
αυξάνει, η αποτελεσματικότητα σύζευξης μεταξύ του μετατροπέα και του δοκιμίου
μειώνεται. Έτσι, καθώς η καμπυλότητα αυξάνει, το μέγεθος του μετατροπέα πρέπει να
μειώνεται. Η μέτρηση σε πολύ κοίλες ή κυρτές επιφάνειες, μπορεί να απαιτεί ειδικά
διαμορφωμένους μετατροπείς με πέλμα καθυστέρησης ή βυθιζόμενους μετατροπείς για τη
σωστή σύζευξη του ήχου. Μετατροπείς με πέλμα καθυστέρησης και βυθιζόμενοι
μετατροπείς μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθούν για τη μέτρηση σε αυλακώσεις, κοιλότητες
και παρόμοιες περιοχές περιορισμένης πρόσβασης.
|553|
Θερμοκρασία: Οι μετατροπείς επαφής μπορεί γενικά να χρησιμοποιηθούν σε
επιφάνειες έως περίπου 50°C. Η χρήση των περισσότερων μετατροπέων επαφής σε
θερμότερα υλικά μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμη βλάβη λόγω των θερμικών επιδράσεων
διαστολής στο στοιχείο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, πρέπει πάντα να χρησιμοποιούνται
μετατροπείς με πέλμα καθυστέρησης ανθεκτικό στη θερμοκρασία ή βυθιζόμενοι
μετατροπείς, ή μετατροπείς υψηλής θερμοκρασίας διπλού στοιχείου.
Μετρήσεις σε θερμοκρασίες πάνω από 50°C αποτελούν μία ειδική κατηγορία.
Πολλοί μετατροπείς διπλού στοιχείου που χρησιμοποιούνται σε εφαρμογές μέτρησης
διάβρωσης έχουν σχεδιαστεί για να είναι ανθεκτικοί σε υψηλές θερμοκρασίες, σε
ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα έως 500°C με σύντομη επαφή. Ωστόσο οι συμβατικοί
μετατροπείς επαφής καταστρέφονται μετά από έκθεση σε θερμοκρασίες μεγαλύτερες των
50°C.
Η ταχύτητα του ήχου σε όλα τα υλικά αλλάζει καθώς μεταβάλλεται η θερμοκρασία
τους. Γενικότερα, οι θερμοκρασιακές αυξομειώσεις επιδρούν περισσότερο στα πλαστικά
και στο καουτσούκ, σε σχέση με τα μέταλλα και τα κεραμικά. Για μέγιστη ακρίβεια, ο
μετατροπέας πρέπει να βαθμονομείται στην ίδια θερμοκρασία με αυτή που πρόκειται να
μετρήσει. Τέλος, σε θερμοκρασίες μεγαλύτερες των 100°C συνιστάται και η χρήση του
κατάλληλου υλικού σύζευξης.
|554|
Μετατροπέας διαμέτρου 20mm & 1MHz / Μετατροπέας διαμέτρου 20mm & 2MHz
Μετατροπέας διαμέτρου 20mm & 3MHz / Μετατροπέας διαμέτρου 20mm & 4MHz
Μετατροπέας διαμέτρου 20mm & 5MHz / Μετατροπέας διαμέτρου 20mm & 6MHz
Μετατροπέας διαμέτρου 20mm & 7MHz / Μετατροπέας διαμέτρου 20mm & 8MHz
|555|
4.7 Υλικό σύζευξης
|556|
4.8 Καλώδια σύνδεσης
|557|
4.9 Αρχή λειτουργίας ανιχνευτών ασυνεχειών Α σάρωσης
|558|
Ο ρυθμιστής αποδυνάμωσης ή έντασης ήχου (attenuator or gain) μειώνει ή αυξάνει
την ενίσχυση, μειώνοντας ή αυξάνοντας την τάση ή τη φόρτιση και εκφόρτιση στον
κατακόρυφο άξονα της οθόνης (άξονα των Υ) και ελέγχει το ύψος του σήματος επί της
οθόνης. Η λογαριθμική μεταβολή της ενίσχυσης δηλαδή η λογαριθμική αύξηση ή μείωση
της πραγματοποιείται χωρίς να επηρεάζει τη γραμμικότητα του ενισχυτή.
Η συμπίεση σήματος ή απόρριψη (suppression or reject or grass cutting) μειώνει τη
στάθμη θορύβου (γρασίδι) επί της οθόνης ανεβάζοντας τη χρονική βάση, αλλά με
ταυτόχρονη δυσμενή επίδραση στη γραμμικότητα του ενισχυτή (amplifier linearity). Η
συμπίεση του σήματος χρησιμοποιείται συνήθως στις παχυμετρήσεις. Μερικοί σύγχρονοι
ψηφιακοί ανιχνευτές ασυνεχειών διαθέτουν «γραμμική συμπίεση» διατηρώντας τη
γραμμικότητα του ενισχυτή ενώ στην οθόνη απεικονίζεται το ποσοστό συμπίεσης ως
ποσοστό του ύψους του σήματος. Για παράδειγμα, συμπίεση 50% υποδηλώνει ότι όλα τα
σήματα με ύψος κάτω από το 50% της οθόνης έχουν αφαιρεθεί ενώ τα εναπομείναντα
διατηρούν το ύψος τους επί της οθόνης χωρίς καμία μεταβολή.
Η λυχνία καθοδικών ακτινών (C.R.T.) αποτελείται από μία λυχνία κενού με
φωσφορίζουσα επικάλυψη φορτισμένη θετικά στην εσωτερική πλευρά της εμπρόσθιας
επιφάνειας, μία πηγή καθοδικών ακτίνων στην άλλη άκρη, ένα πηνίο εστίασης και δύο
ζεύγη αντιθέτων πλακών για τον έλεγχο της κατακόρυφης και οριζόντιας απόκλισης της
δέσμης των ηλεκτρονίων. (Οι κατακόρυφες πλάκες της λυχνίας καθοδικών ακτινών
δημιουργούν την οριζόντια μετακίνηση της δέσμης των ηλεκτρονίων ενώ οι οριζόντιες την
κατακόρυφη).
Η πηγή παράγει ηλεκτρόνια τα οποία έλκονται από τη θετικά φορτισμένη
επικάλυψη στο μπροστινό τμήμα της λυχνίας. Καθώς τα ηλεκτρόνια εκπέμπονται, περνούν
μέσα από το πηνίο εστιάσεως που τα συγκεντρώνει σε ευθεία δέσμη και τα κατευθύνει
μεταξύ των οριζόντιων και κατακόρυφων πλακών, όπου έλκονται από όσες από αυτές
έχουν θετικό φορτίο ή υπόκεινται σε ηλεκτρική τάση. Αυτό προκαλεί εκτροπή της δέσμης,
η οποία αποκλίνει προς την αντίστοιχη πλάκα καταλήγοντας στην εμπρόσθια όψη της
λυχνίας δηλαδή επί της οθόνης προκαλώντας τη λάμψη της (λόγω πρόσκρουσης των
ηλεκτρονίων στην φωσφορίζουσα επικάλυψη) η οποία και απεικονίζεται ως ένα φωτεινό
στίγμα επί της οθόνης.
Αυτό το στίγμα μετατρέπεται σε σήματα απλά με την απόκλιση της δέσμης από τις
οριζόντιες και κατακόρυφες πλάκες.
|559|
Εικόνα 4.21: Λυχνία καθοδικών ακτινών
|560|
5. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΗΧΗΤΙΚΗΣ ΔΕΣΜΗΣ
|561|
Προφίλ ηχητικής δέσμης: Η ηχητική δέσμη προσομοιάζει με στήλη η οποία
εκπέμπεται και μετά από ένα σημείο διευρύνεται διαστελλόμενη έως ότου αποδυναμωθεί
πλήρως όπως φαίνεται στην Εικόνα 5.1.
Εικόνα 5.2: Περιοχές υψηλής και χαμηλής ακουστικής ενέργειας εντός της ηχητικής δέσμης
του μετατροπέα
Στην Εικόνα 5.2 με κόκκινο χρώμα εντός της ηχητικής δέσμης απεικονίζονται οι
περιοχές αυξημένης ακουστικής ενέργειας, ενώ με πράσινο και μπλε χρώμα απεικονίζονται
οι περιοχές χαμηλής ακουστικής ενέργειας.
Η ηχητική δέσμη που εκπέμπεται από ένα μετατροπέα παρουσιάζει τρεις ζώνες: τη
νεκρή ζώνη (dead zone), την εγγύς ζώνη (near field) ή ζώνη Fresnel και την απώτατη ζώνη
(far field) ή ζώνη Fraunhofer.
Η εγγύς ζώνη είναι η περιοχή κοντά στο μετατροπέα όπου η ηχητική πίεση περνά
μέσα από μια σειρά μέγιστων και ελάχιστων καταλήγοντας στο τελευταίο μέγιστο επί του
άξονα σε απόσταση Ν από το «πρόσωπο» του μετατροπέα. Η εγγύς ζώνη (Ν) καθορίζει τη
φυσική εστίαση του μετατροπέα.
Εικόνα 5.3: Σχηματική αναπαράσταση του ηχητικού κύματος που εξέρχεται από το
μετατροπέα
Η δέσμη υπερήχων που παράγεται από κάθε παλμό (pulse) έχει συγκεκριμένα
γεωμετρικά χαρακτηριστικά όσον αφορά στην ένταση της. Κοντά στον κρύσταλλο, η
μέγιστη ένταση παρουσιάζεται στον οριζόντιο άξονα και ελαττώνεται απότομα με την
απομάκρυνση από αυτόν. Παράλληλα, παρουσιάζονται τοπικά μέγιστα και ελάχιστα πίεσης
τα οποία καλούνται πλευρικοί λοβοί (side lobes).
|562|
5.1 Νεκρή ζώνη
Η νεκρή ζώνη εμφανίζεται στην οθόνη ως προέκταση του αρχικού παλμού. Είναι ο
χρόνος κρούσης του μετάλλου και ελαχιστοποιείται από τον αποσβεστήρα πίσω από τον
κρύσταλλο. Σφάλματα ή άλλοι ανακλαστήρες, οι οποίοι βρίσκονται στην περιοχή της
νεκρής ζώνης της δέσμης δεν ανιχνεύονται. Η νεκρή ζώνη μπορεί να φανεί στην αρχή του
διαγράμματος Α σάρωσης αλλά μόνο με μονό μετατροπέα. Η νεκρή ζώνη αυξάνεται, όσο
μειώνεται η συχνότητα του μετατροπέα.
Σε αυτή τη ζώνη, κατά τη μέθοδο εξέτασης με επαφή, είναι αδύνατο να γίνει
ανίχνευση ασυνεχειών, διότι καταλαμβάνεται από τον αρχικό παλμό και είναι τόσο
μεγαλύτερη, όσο μικρότερη είναι η συχνότητα των υπερήχων.
Με τη τεχνική βύθισης, ο αρχικός παλμός, ο οποίος παράγεται από την ίδια τη
συσκευή, μπορεί να «απομακρυνθεί» από τα σήματα της ελεύθερης επιφάνειας του
εξεταζόμενου υλικού, με ανάλογο πάχος νερού. Η νεκρή ζώνη μπορεί να εξουδετερωθεί με
τη χρήση διπλών (δίδυμων) μετατροπέων (dual / twin probes).
Η ανομοιομορφία στην κατανομή της έντασης (άρα και πίεσης) εξαρτάται από τα
χαρακτηριστικά του κρυστάλλου και το υλικό υποστήριξης πίσω από αυτόν. Ολόκληρη
αυτή η ζώνη καλείται «εγγύς ζώνη» ή ζώνη Fresnel. Σε αυτή τη ζώνη, οι ανακλαστήρες
μπορεί να εμφανίζονται μεγαλύτεροι ή μικρότεροι από τις πραγματικές τους διαστάσεις. Το
ύψος του σήματος στην οθόνη του ανιχνευτή είναι ασταθές. Συνεπώς είναι επιθυμητό να
διατηρούμε το μήκος της εγγύς ζώνης όσο το δυνατό μικρότερο. Για κυκλικό κρύσταλλο,
το μήκος της εγγύς ζώνης Ν δίνεται από τον τύπο:
D2 D2 • f
N = -------------- => N = ---------------
4•λ 4•v
|563|
Όπου:
Ν: εγγύς ζώνη σε mm
D: διάμετρος κρυστάλλου σε mm
λ: μήκος κύματος σε mm
v: ταχύτητα διάδοσης κύματος σε mm/s
f: συχνότητα σε Hz
1,3 • Q2 • f
N = ----------------------
4v
Όπου:
Q: η λειτουργική πλευρά του κρυστάλλου σε mm
Η εγγύς ζώνη πρέπει να είναι στενή, ώστε να γίνεται ανίχνευση των ασυνεχειών
κοντά στην επιφάνεια του δοκιμίου. Η εγγύς ζώνη μπορεί να μειωθεί, με ελάττωση της
διαμέτρου του κρυστάλλου ή της συχνότητας της δέσμης.
Σε απόσταση μεγαλύτερη ή ίση από 3Ν, η πίεση στην κεντρική ακτίνα (δηλ. πάνω
στον άξονα της δέσμης) μεταβάλλεται αντιστρόφως ανάλογα με την τετραγωνική ρίζα της
απόστασης για τα κυλινδρικά κύματα, ενώ για τα σφαιρικά μεταβάλλεται αντιστρόφως
ανάλογα με την απόσταση. Η ζώνη αυτή καλείται και απώτατη ζώνη ή ζώνη Fraunhofer
(Far zone / Fraunhofer zone). Η απεικόνιση της πίεσης της ηχητικής δέσμης κατά τη
διάδοση της καλείται πολικό διάγραμμα.
Υπενθυμίζεται ότι τα κύματα διαδίδονται μέσω της μεταφοράς ενέργειας από το ένα
σωματίδιο στο άλλο στο μέσο διάδοσης. Εάν τα σωματίδια δεν είναι ευθυγραμμισμένα
άμεσα προς τη διεύθυνση διάδοσης της ηχητικής δέσμης, μέρος της ηχητικής ενέργειας
διαδίδεται υπό γωνία (κάτι ανάλογο συμβαίνει όταν μία μπάλα χτυπά μια άλλη μπάλα
ελαφρώς εκτός κέντρου).
|564|
Υπενθυμίζεται επίσης ότι η ένταση του ήχου είναι ανάλογη με το τετράγωνο της
πίεσης ενώ το πλάτος του σήματος είναι ανάλογο της πίεσης. Ουσιαστικά στη ζώνη
διάβασης, η δέσμη αποκλίνει, με αποτέλεσμα την εξασθένιση της έντασης του ήχου
ανάλογα με την απόσταση από τον κρύσταλλο, ακριβώς όπως μια φωτεινή δέσμη
εξασθενεί όταν απομακρύνεται από ένα φακό. Ο βαθμός απόκλισης της δέσμης εξαρτάται
από το μέγεθος του κρυστάλλου και από το μήκος κύματος όπως φαίνεται στον επόμενο
τύπο:
K•λ Κ•v
sin A = --------------- => sin A = -----------------
D D•f
Όπου:
A: γωνία απόκλισης (σε μοίρες)
D: διάμετρος κρυστάλλου σε mm
λ: μήκος κύματος σε mm
v: ταχύτητα διάδοσης κύματος σε mm/s
f: συχνότητα σε Hz
Κ: συντελεστής
Για κυκλικό μετατροπέα, ο συντελεστής Κ ισούται με 1,22 για πίεση 0%, 0,87 για
πίεση 10% (-20dB), 0,51 για πίεση 50% (-6dB).
Για ορθογώνιο μετατροπέα ο συντελεστής Κ ισούται με 0,74 για πίεση 10%
(-20dB) και 0,44 για πίεση 50% (-6dB).
Από την παραπάνω εξίσωση είναι προφανές ότι η απόκλιση της ηχητικής δέσμης
(beam spread) αυξάνει με χαμηλότερες συχνότητες και μικρότερες διαμέτρους. Μία
μεγάλη γωνία απόκλισης της ηχητικής δέσμης μπορεί να προκαλέσει πτώση της ηχητικής
ενέργειας ανά μονάδα επιφάνειας σε συνάρτηση με την απόσταση. Ουσιαστικά η
ευαισθησία μειώνεται σε μικρότερους ανακλαστήρες ενώ σε ορισμένες εφαρμογές που
απαιτούνται μεγάλες διαδρομές ηχητικής δέσμης, η ευαισθησία μπορεί να βελτιωθεί με τη
χρήση υψηλότερης συχνότητας και / ή με μετατροπείς μεγαλύτερης διαμέτρου. Έτσι, στο
σχεδιασμό των μετατροπέων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, η μικρότερη απόκλιση της
ηχητικής δέσμης για το μικρότερο μήκος της εγγύς ζώνης. Η γωνία Α καλείται γωνία
απόκλισης (divergence angle) και είναι χαρακτηριστική για κάθε μετατροπέα και υλικό
διάδοσης. Στην απομακρυσμένη ζώνη, το ύψος των παλμών ακολουθεί τους παρακάτω
νόμους:
Για μεγάλες ασυνέχειες (μεγαλύτερες από το πλάτος της δέσμης υπερήχων) ισχύει ο
νόμος της αντιστροφής, δηλαδή το ύψος του παλμού είναι αντιστρόφως ανάλογο της
απόστασης. Για παράδειγμα, αν διπλασιαστεί η απόσταση, το ύψος του παλμού
υποδιπλασιάζεται (μειώνεται κατά 6dB).
Για μικρές ασυνέχειες (μικρότερες από το πλάτος της δέσμης υπερήχων) ισχύει ο
νόμος των αντίστροφων τετραγώνων, δηλαδή το ύψος είναι αντιστρόφως ανάλογο του
τετραγώνου της απόστασης. Για παράδειγμα, αν διπλασιαστεί η απόσταση, το ύψος του
παλμού υποτετραπλασιάζεται (μειώνεται κατά 12dB).
|565|
Εικόνα 5.6: Ανακλάσεις σε ίδιο βάθος από μεγάλους και μικρούς ανακλαστήρες
|566|
Η Εικόνα 5.7 παρουσιάζει την απόκλιση της ηχητικής δέσμης σε διαφορετικά υλικά
για σταθερή διάμετρο και διαφορετική συχνότητα μετατροπέα
Εικόνα 5.7: Απόκλιση της ηχητικής δέσμης σε διαφορετικά υλικά, για σταθερή διάμετρο και
διαφορετική συχνότητα μετατροπέα
|567|
Η Εικόνα 5.8 παρουσιάζει την απόκλιση της ηχητικής δέσμης σε διαφορετικά υλικά
για διαφορετική διάμετρο και σταθερή συχνότητα μετατροπέα.
Εικόνα 5.8: Απόκλιση της ηχητικής δέσμης σε διαφορετικά υλικά, για διαφορετική διάμετρο
και σταθερή συχνότητα μετατροπέα
|568|
5.4 Πλευρικοί λοβοί
Οι πλευρικοί λοβοί είναι δευτερεύοντα ηχητικά κύματα, ως προς την κύρια δέσμη
υπερήχων, τα οποία παράγονται στο εμπρόσθιο τμήμα του μετατροπέα. Μπορεί να
προκαλέσουν μη επιθυμητούς παλμούς, κυρίως σε τραχιές επιφάνειες καθώς και ασαφείς
ενδείξεις στην οθόνη της συσκευής υπερήχων.
ΠΛΕΥΡΙΚΟΙ ΛΟΒΟΙ
ΚΥΡΙΟΣ ΛΟΒΟΣ
Για εγκάρσια κύματα, η ελάχιστη διαθλώμενη γωνία σε χάλυβα είναι περίπου 33°
έως 35°. Σε αυτό το εύρος γωνιών μπορεί να δημιουργηθούν πλευρικοί λοβοί και για αυτό
χρησιμοποιούνται γωνίες μετατροπέων μεγαλύτερες των 40°. Όσο πιο στενή είναι η δέσμη
υπερήχων, δηλαδή όσο πιο μικρή είναι η γωνία απόκλισης, τόσο πιο αποδυναμωμένοι είναι
οι πλευρικοί λοβοί.
|569|
5.6 Μήκος παλμού
Το μήκος του παλμού πρέπει να είναι μικρό και οξύ, έτσι ώστε τα αναπαραγόμενα
σήματα στην οθόνη CRT να είναι ευδιάκριτα και καθαρά. Για να μειωθεί το μήκος του
παλμού, χρησιμοποιείται ένα μέσο απόσβεσης που απορροφά την ενέργεια, όπως ακριβώς
το αμορτισέρ ενός αυτοκινήτου αποσβένει τις ταλαντώσεις κατά την κίνηση του οχήματος.
Με τον τρόπο αυτό, το μήκος του παλμού μπορεί να μειωθεί από 3 έως 5 κύκλους.
Ο ιδανικός παλμός έχει μήκος περίπου 2 κύκλους, αλλά αυτά τα επίπεδα απόσβεσης
είναι αρκετά δύσκολα με τους εμπορικούς μετατροπείς που διατίθενται. Ο παλμός πρέπει
να αποσβέννυται γρήγορα, τόσο στο ηλεκτρικό κύκλωμα, όσο και στον πομπό,
προκειμένου να επιτυγχάνεται μεγαλύτερη διακριτική ικανότητα, ιδιαίτερα κοντά στην
επιφάνεια του δοκιμίου. Πάντως, ένας παλμός μεγαλύτερης διάρκειας παρουσιάζει
μικρότερη αποδυνάμωση και άρα διείσδυση σε μεγαλύτερο βάθος.
Η απόσβεση λοιπόν, καθορίζει το μήκος του παλμού. Ένας άλλος παράγοντας που
καθορίζει το μήκος κύματος είναι η συχνότητα. Υψηλή συχνότητα οδηγεί σε μικρό μήκος
κύματος, άρα και σε μικρότερο μήκος παλμού. Τέλος, το μήκος του παλμού επηρεάζει τη
διακριτική ικανότητα (resolution).
Όσο μικρότερο λοιπόν είναι το μήκος κύματος του παλμού, τόσο καλύτερη είναι η
διακριτική ικανότητα, τόσο μικρότερη είναι η διείσδυση και άρα και η ενέργεια. Η
ευαισθησία (sensitivity) ενός μετατροπέα χαρακτηρίζεται από τη μικρότερη ασυνέχεια που
μπορεί να ανιχνεύσει.
|570|
Από τη σχέση:
D2 D2 • f
N = -------------- => N = ------------------
4λ 4v
διαπιστώνουμε ότι για σταθερή συχνότητα, όσο αυξάνεται η διάμετρος, τόσο αυξάνεται η
εγγύς ζώνη. Επομένως, περιορίζονται η ευαισθησία και η διακριτική ικανότητα για
ασυνέχειες κοντά στην επιφάνεια. Η ευαισθησία και η διακριτική ικανότητα για περιοχές
μετά την εγγύς ζώνη είναι μεγαλύτερες, όσο μικρότερο είναι το μήκος κύματος.
Από τη σχέση:
K•λ Κ•v
sin A = ---------------- => sin A = -----------------
D D•f
|571|
Εικόνα 5.12: Γωνία ηχητικής δέσμης και σημείο εξόδου ενός γωνιακού μετατροπέα
5.9 Χάραξη του σχεδίου απόκλισης της ηχητικής δέσμης (BEAM SPREAD
PATTERN)
Για κάθε μετατροπέα και υλικό διάδοσης, είναι δυνατόν τόσο θεωρητικά, αλλά
κυρίως πρακτικά, να χαράξουμε το διάγραμμα απόκλισης της ηχητικής δέσμης (Beam
spread Pattern) για 50% ή 10% (συνήθως) της πίεσης σε σχέση με την πίεση πάνω στον
κεντρικό άξονα. Θεωρητικά, αυτό επιτυγχάνεται με τον υπολογισμό του μήκους Ν της
εγγύς ζώνης και της γωνίας απόκλισης θ° της ηχητικής δέσμης. Πρακτικά, γίνεται με
ελάττωση του σήματος κατά 50% (-6dB) ή 90% (-20dB) και χάραξη των χαρακτηριστικών
σημείων. Το σχέδιο απόκλισης της ηχητικής δέσμης είναι πολύ χρήσιμο, κυρίως για την
οριοθέτηση των ασυνεχειών συγκολλήσεων με τη χρήση γωνιακού μετατροπέα.
|572|
1
ΜΕΣΟΔΙΑΣΤΗΜΑ (μs) = -------------------------
P.R.F (MHz)
Ο αρχικός παλμός (initial pulse ή main bang) αποτελεί ένα σήμα το οποίο δεν έχει
σημασία κατά τη βαθμονόμηση της συσκευής ανίχνευσης ασυνεχειών και καταλαμβάνει
συνήθως το αριστερό μέρος της οθόνης.
Όταν ένας μετατροπέας τοποθετείται σε ένα δοκίμιο χάλυβα, ένα ποσοστό των
ηχητικών κυμάτων ανακλάται στη διεπιφάνεια παπουτσάκι μετατροπέα - χάλυβα και ένα
ποσοστό διαδίδεται εντός του δοκιμίου. Όταν η ηχητική ενέργεια «χτυπά» την οπίσθια
επιφάνεια στο δοκίμιο χάλυβα, όλη σχεδόν η ενέργεια ανακλάται στη διεπιφάνεια χάλυβα /
αέρα και επιστρέφει στην διεπιφάνεια χάλυβα / Perspex. Σε αυτό το σημείο, ένα ποσοστό
της ηχητικής ενέργειας διαδίδεται στο μετατροπέα προκαλώντας το αρχικό σήμα (1), ενώ
το υπόλοιπο ανακλάται πίσω στο χάλυβα και η διαδικασία επαναλαμβάνεται μέχρι την
αποδυνάμωση της ηχητικής ενέργειας.
|573|
Η απόσταση μεταξύ των αντηχήσεων αντιπροσωπεύει το πάχος του δοκιμίου
χάλυβα. Έτσι λοιπόν, εφόσον τοποθετήσουμε το μετατροπέα στο δοκίμιο βαθμονόμησης
Α2, στην περιοχή πάχους 25mm οι ηχώ θα απεικονίζονται με διαφορά 25mm. Σημειώνεται
ότι εάν χρησιμοποιηθεί ένας μετατροπέας μονού στοιχείου, η αρχική ηχητική ενέργεια η
οποία ανακλάται πίσω προς το μετατροπέα θα δημιουργήσει ένα σήμα στην αρχή της
οθόνης (F), το οποίο θα βρίσκεται πολύ κοντά στον αρχικό παλμό και θα συνυπάρχει μαζί
με τη νεκρή ζώνη, η οποία θα είναι και αυτή ορατή στην οθόνη. Εάν χρησιμοποιηθεί
μετατροπέας διπλού στοιχείου (ένα στοιχείο για εκπομπή και ένα για λήψη) τότε δε θα
είναι ορατό, ούτε το σήμα από την μετωπική επιφάνεια, ούτε από τη νεκρή ζώνη.
Όταν ο ήχος διαδίδεται σε ένα μέσο, η ένταση του μειώνεται σε συνάρτηση με την
απόσταση. Σε ιδανικά υλικά, η ηχητική πίεση (πλάτος σήματος) μειώνεται μόνο κατά τη
διάδοση του κύματος. Ωστόσο, όλα τα φυσικά υλικά, παράγουν ένα αποτέλεσμα το οποίο
αποδυναμώνει περαιτέρω τον ήχο. Αυτή η επιπλέον αποδυνάμωση είναι αποτέλεσμα της
σκέδασης και της απορρόφησης. Η σκέδαση είναι η ανάκλαση του ήχου σε κατευθύνσεις
διαφορετικές από την αρχική κατεύθυνση της διάδοσης. Η απορρόφηση είναι η μετατροπή
της ηχητικής ενέργειας σε άλλες μορφές ενέργειας. Το συνδυαστικό αποτέλεσμα της
σκέδασης και της απορρόφησης ονομάζεται αποδυνάμωση. Η αποδυνάμωση των υπερήχων
είναι ο ρυθμός απόσβεσης του κύματος καθώς αυτό διαδίδεται μέσω του υλικού.
Ως αποδυνάμωση του ήχου ορίζεται η απώλεια της έντασης της ηχητικής δέσμης,
καθώς περνά μέσα από ένα μέσο. Εξαρτάται από τις φυσικές ιδιότητες του υλικού.
Η αποδυνάμωση της έντασης του ήχου οφείλεται:
1) Σε γεωμετρικούς παράγοντες.
2) Στην ανάκλαση - σκέδαση - διασκορπισμό στους κόκκους του υλικού.
3) Στην απορρόφηση μέσα στο υλικό.
4) Στην ακουστική αντίσταση του υλικού.
5) Στη χαρακτηριστική ακουστική αντίσταση των ασυνεχειών.
6) Στην έλλειψη ομοιογένειας του υλικού.
7) Στην ανισοτροπία.
|574|
Για μήκη κύματος μικρότερα του 1/3 του μεγέθους των κόκκων του υλικού, η
αποδυνάμωση είναι μεγάλη και οφείλεται κυρίως σε ανακλάσεις του ήχου (φαινόμενο
σκέδασης) στα όρια των κόκκων ή στα όρια πολύ μικρών ασυνεχειών.
Όταν το μήκος κύματος είναι μεγαλύτερο, τότε η αποδυνάμωση οφείλεται κυρίως
σε απορρόφηση του ηχητικού κύματος λόγω μετατροπής σε θερμότητα τριβής (σε
ανομοιογένειες του υλικού) και το φαινόμενο της αποδυνάμωσης της ηχητικής ενέργειας
είναι λιγότερο έντονο.
Και στις δύο περιπτώσεις όμως εξακολουθεί να υπάρχει αποδυνάμωση, κατά τον
άξονα της ηχητικής δέσμης για λόγους γεωμετρίας, διότι η αρχική ενέργεια κατανέμεται σε
μεγαλύτερη επιφάνεια, άρα η ένταση και η πίεση του ήχου ελαττώνονται, όσο
απομακρυνόμαστε από το σημείο εκπομπής.
Όπως αυξάνεται η συχνότητα του ηχητικού κύματος, αυξάνεται και η εξασθένιση,
λόγω της δόνησης περισσοτέρων μορίων και της αυξημένης ευαισθησίας σε μικρούς
ανακλαστήρες μεγέθους παραπλήσιου του μήκους κύματος του ηχητικού κύματος.
Γενικά η απορρόφηση μειώνεται με τη μείωση της συχνότητας, ενώ η σκέδαση
μειώνεται όταν μειώνεται η συχνότητα ή / και το μέγεθος του κόκκου.
Υλικά όπως χυτά και ωστενιτικοί ανοξείδωτοι χάλυβες, προκαλούν υψηλή
αποδυνάμωση λόγω της μεγαλύτερης δομής των κόκκων τους. Ο παράγοντας
αποδυνάμωσης ενός υλικού είναι μετρήσιμο μέγεθος και εκφράζεται σε dB/mm.
Φυσική αποδυνάμωση συμβαίνει επίσης λόγω απόκλισης της δέσμης στην απώτατη
ζώνη. Για παράδειγμα, αν υποτεθεί ότι χρησιμοποιείται μετατροπέας διαμηκών κυμάτων,
το εύρος της ηχούς της οπίσθιας όψης μειώνεται κατά το ήμισυ (-6dB) κάθε φορά που
διπλασιάζεται η απόσταση από το μετατροπέα.
Οι φυσικές ιδιότητες και οι συνθήκες φόρτισης μπορεί να σχετίζονται με την
εξασθένιση. Η εξασθένιση συχνά χρησιμεύει ως εργαλείο μέτρησης που οδηγεί στην
ανάπτυξη θεωριών εξήγησης ενός φυσικού ή χημικού φαινομένου που μειώνει την ένταση
των υπερήχων.
Ο παρακάτω τύπος δίνει τη σχέση που συνδέει την ηχητική πίεση και την
εξασθένιση σε ένα συγκεκριμένο μήκος ηχητικής διαδρομής.
p = p0 • e-α d
Όπου:
p: η ηχητική πίεση στο τέλος της ηχητικής διαδρομής
p0: η ηχητική πίεση στην αρχή της ηχητικής διαδρομής
e: η βάση των φυσικών λογαρίθμων (e ≈ 2.71828)
α: ο συντελεστής απόσβεσης
d: το μήκος της ηχητικής διαδρομής.
|575|
Στον παραπάνω τύπο, το p0 εκφράζει το μη εξασθενημένο πλάτος του κύματος που
διαδίδεται σε κάποια θέση. Το p είναι το πλάτος του κύματος αφού έχει διανύσει απόσταση
z από την αρχική θέση. Το α είναι ο συντελεστής απόσβεσης του κύματος που διαδίδεται
στη διεύθυνση z. Οι διαστάσεις του α είναι nepers / μήκος. Οι μονάδες της τιμής
εξασθένισης σε Nepers ανά μέτρο (Np/m) μπορεί να μετατραπούν σε ντεσιμπέλ / μήκος
διαιρώντας με 0,1151. Το Ντεσιμπέλ είναι πιο συνηθισμένη μονάδα, όταν
αντιπαραβάλλονται τα πλάτη των δύο σημάτων.
Η εξασθένιση είναι γενικά ανάλογη με το τετράγωνο της συχνότητας του ήχου. Οι
τιμές της εξασθένισης συχνά δίνονται για μία μόνο συχνότητα ή μπορεί να δοθεί μια μέση
τιμή εξασθένισης για πολλές συχνότητες.
Επίσης, η πραγματική τιμή του συντελεστή εξασθένισης για ένα δεδομένο υλικό
εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο με τον οποίο έχει κατασκευαστεί το υλικό.
Έτσι, κάποιες τιμές της εξασθένισης δίνουν μια γενική ένδειξη που δεν είναι υποχρεωτικά
αξιόπιστη. Σε γενικές γραμμές, μια αξιόπιστη τιμή της εξασθένισης μπορεί να επιτευχθεί
μόνο με τον πειραματικό καθορισμό της για ένα συγκεκριμένο υλικό που χρησιμοποιείται.
H εξασθένιση μπορεί να προσδιοριστεί με την αξιολόγηση των πολλαπλών
οπίσθιων ανακλάσεων σε μια τυπική οθόνη Α σάρωσης. Μετράται ο αριθμός των
ντεσιμπέλ μεταξύ δύο γειτονικών σημάτων και η τιμή αυτή διαιρείται με το χρονικό
διάστημα μεταξύ τους. Ο υπολογισμός αυτός παράγει ένα συντελεστή εξασθένισης Ut σε
ντεσιμπέλ ανά μονάδα χρόνου. Η τιμή αυτή μπορεί να μετατραπεί σε nepers/μήκος με την
ακόλουθη εξίσωση:
0,1151
α = ----------------- • Ut
v
Όπου:
v: είναι η ταχύτητα του ήχου σε m/s
Ut: σε dB/s
Σε σχέση με την ιδιοσυχνότητά του η οποία καθορίζεται από το πάχος του (t = λ/2),
ένας κρύσταλλος πάλλεται και σε άλλες συχνότητες κοντινές της κεντρικής.
Ένα χαρακτηριστικό του συστήματος υπερήχων είναι το εύρος των συχνοτήτων, το
οποίο απεικονίζεται στην οθόνη του παλμογράφου, χωρίς σημαντική μεταβολή. Ένα
σύστημα υπερήχων χαρακτηρίζεται ως μεγάλου εύρους (broad - banded), όταν αυτό το
πεδίο συχνοτήτων είναι μεγάλο, οπότε και έχουμε πιστή αναπαράσταση του ανακλώμενου
ήχου, υψηλή διακριτική ικανότητα (σε βάθος) αλλά και υψηλό θόρυβο. Μικρή διάρκεια
παλμού δίνει μεγάλο εύρος απόκρισης. Αντίθετα, όταν η απόκριση είναι σημαντική μόνο
πολύ κοντά στην ονομαστική συχνότητα του μετατροπέα, τότε μιλά κανείς για στενό εύρος
και υπάρχει σημαντική παραμόρφωση σημάτων αλλά μεγαλύτερη διείσδυση στο υλικό.
Όσο γρηγορότερα αποσβένεται ένας παλμός, τόσο μεγαλύτερο είναι το εύρος
συχνοτήτων και η διακριτική ικανότητα (σε βάθος) αλλά ταυτόχρονα, τόσο μειωμένη είναι
η διείσδυση στο υλικό.
Επίσης, συστήματα με μεγάλο εύρος συχνοτήτων παρουσιάζουν μεγάλο θόρυβο και
επομένως πρακτικά μικρότερη ευαισθησία. Συστήματα μικρού εύρους συχνοτήτων
παρουσιάζουν μεγαλύτερη ευαισθησία, μεγαλύτερη διείσδυση, μικρότερο θόρυβο αλλά και
μεγαλύτερη παραμόρφωση του σήματος που οδηγεί σε χειρότερη διακριτική ικανότητα
κοντά στην επιφάνεια του δοκιμίου. Μάλιστα, στις περιπτώσεις μικρού εύρους
|576|
συχνοτήτων, ο παλμός μερικές φορές λόγω της μεγάλης διάρκειας του, μπορεί και να
αποκρύψει ή να αλλοιώσει τελείως τα σήματα από ασυνέχειες κοντά στην επιφάνεια.
Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι σχέσεις μεταξύ κάποιων χαρακτηριστικών του
μετατροπέα.
• Μηδενική νεκρή ζώνη, ιδανική για έλεγχο κοντά στην επιφάνεια του δοκιμίου.
• Σύντομος παλμός, άρα μικρή νεκρή ζώνη, υψηλή διακριτική ικανότητα κοντά στην
επιφάνεια.
• Μικρός συντελεστής Q, υψηλή ευαισθησία σε βάθος και καλή απόκριση σήματος.
• Μικρή διείσδυση.
• Υψηλός θόρυβος.
|577|
συμπεριφορά του σήματος κατά την κίνηση του μετατροπέα συμπεραίνεται και ο τύπος της
ασυνέχειας.
Μειονέκτημα του συστήματος είναι ότι, τα σήματα χρειάζονται ερμηνεία, κάτι που
σημαίνει ότι για την εφαρμογή απαιτείται περισσότερη εμπειρία και ικανότητα. Στα
πλεονεκτήματα του συστήματος περιλαμβάνονται η ευκολία μεταφοράς και ο μικρότερος
χρόνος που απαιτείται για την έναρξη λειτουργίας του.
Απεικονίζει μία τομή (εγκάρσια) του πάχους του δοκιμίου, με σάρωση κατά μήκος
της επιφάνειας. Η εικόνα δίνει μία προσωρινή απεικόνιση τους καταγράφοντας τα ψηφιακά
δεδομένα. Το εύρος του λαμβανόμενου σήματος είναι ανάλογο της λαμπρότητας του
ειδώλου, ενώ ο συγχρονισμός της κίνησης του μετατροπέα με την απεικόνιση μπορεί να
αναπαριστά τις διαστάσεις του σφάλματος. Στην περίπτωση ασυνέχειας μέσα σε χαλύβδινο
έλασμα, η ασυνέχεια σχηματίζει διαχωριστική επιφάνεια με τον αέρα, επομένως το πάχος
της δεν απεικονίζεται στην οθόνη.
|578|
5.14.3 C Σάρωση (C-Scan)
Αυτή η σάρωση απεικονίζει την κάτοψη της επιφάνειας σάρωσης, ενώ τυχόν
ασυνέχειες απεικονίζονται ως περιοχές διαφορετικής φωτεινότητας σε σύστημα εκτύπωσης
ή αποτύπωσης, που συγχρονίζεται με την κίνηση του μετατροπέα καθώς αυτός διατρέχει
την επιφάνεια του δοκιμίου. Το μεγάλο πλεονέκτημα του συστήματος είναι η άμεση και
μόνιμη καταγραφή. Στα μειονεκτήματα του συγκαταλέγονται η ανυπαρξία ένδειξης του
βάθους ή του προσανατολισμού της ασυνέχειας και η χρονοβόρα προετοιμασία της
εγκατάστασης.
Η C σάρωση εκτελείται συνήθως με αυτοματοποιημένη διάταξη και την τεχνική
βύθισης.
|579|
6. ΜΕΘΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ
Η πιο διαδεδομένη τεχνική ελέγχου είναι η μέθοδος επαφής, κατά την οποία
πραγματοποιείται άμεση επαφή του μετατροπέα με το δοκίμιο, αφού πρώτα παρεμβληθεί
ένα λεπτό και ομοιόμορφο στρώμα υλικού σύζευξης.
|580|
Εικόνα 6.2: Τεχνική βύθισης
Η τεχνική παλμού - ηχούς χρησιμοποιεί την επιστρεφόμενη ηχώ (πίσω ηχώ ή ηχώ
από ασυνέχεια στο δοκίμιο). Η τεχνική διέλευσης χρησιμοποιεί τον ήχο που διαπερνά το
δοκίμιο (απουσία σήματος σημαίνει ύπαρξη ασυνέχειας σε άγνωστο βάθος μέσα στο
δοκίμιο).
Όταν χρησιμοποιούνται διαφορετικοί μετατροπείς ως πομπός και δέκτης αλλά από
την ίδια πλευρά του δοκιμίου, η τεχνική λέγεται pitch-catch (για παράδειγμα tandem για
κεντρική περιοχή υλικών ή συγκολλήσεων μεγάλου πάχους).
|581|
6.3.1 Τεχνική παλμού-ηχούς
Ένα σύστημα που αποστέλλει παλμούς με μορφή ενέργειας υπερήχων και στη
συνέχεια συλλαμβάνει την ανακλώμενη ηχητική ενέργεια (ηχώ) ονομάζεται σύστημα
παλμού - ηχούς. Οι μετατροπείς που χρησιμοποιούνται μπορεί να είναι μονού ή διπλού
στοιχείου.
Ο μετατροπέας μονού στοιχείου εκπέμπει παλμούς ενέργειας με ρυθμό συνήθως
από 150 έως 1.000Hz. Μεταξύ αυτών των παλμών ενεργοποιείται το κύκλωμα λήψης, το
οποίο συλλαμβάνει κάθε επιστρεφόμενη ηχώ.
Ο μετατροπέας διπλού στοιχείου είναι εφοδιασμένος με έναν κρύσταλλο εκπομπής
και έναν λήψης. Ο πομπός αποστέλλει παλμούς, με τον ίδιο ρυθμό όπως και
προηγουμένως, αλλά με παύσεις μεταξύ των παλμών, ενώ ο δέκτης βρίσκεται συνεχώς σε
κατάσταση λήψης (ακοής).
Ως πλεονεκτήματα του συστήματος παλμού - ηχούς θεωρούνται: α) το γεγονός ότι
οι θέσεις των ασυνεχειών μπορεί να εντοπιστούν με ακρίβεια και β) ότι απαιτείται
πρόσβαση μόνο από την μία πλευρά του δοκιμίου. Μειονέκτημα του συγκεκριμένου
συστήματος αποτελεί το γεγονός ότι ο ήχος πρέπει να διατρέξει το υλικό δύο φορές (μπρος
- πίσω) κάτι που προκαλεί μεγαλύτερη αποδυνάμωση.
|582|
Τα μειονεκτήματα αυτής της τεχνικής είναι η ανυπαρξία ένδειξης σχετικής με το
βάθος της ασυνέχειας και η υποχρεωτική πρόσβαση από τις δύο πλευρές του δοκιμίου για
την τοποθέτηση των μετατροπέων. Στα μειονεκτήματα συγκαταλέγονται επίσης, η
απαίτηση της απόλυτης ευθυγράμμισης των μετατροπέων. Επιπλέον, ενδεχόμενη μεταβολή
των συνθηκών σύζευξης προκαλεί μεταβολή του σήματος, με αποτέλεσμα τα σήματα
τελικώς να εκτιμηθούν λανθασμένα ως ασυνέχειες.
Σε αυτήν την τεχνική χρησιμοποιούνται δύο μετατροπείς, ένας εκπομπής και ένας
λήψης, τη στιγμή που και οι δύο βρίσκονται στην ίδια επιφάνεια του δοκιμίου. Οι
μετατροπείς βρίσκονται σε σταθερή απόσταση μεταξύ τους, έτσι ώστε οι παλμοί από το
μετατροπέα εκπομπής που θα ανακλαστούν από μία ασυνέχεια, να κατευθυνθούν προς το
μετατροπέα λήψης και να δημιουργηθεί το σήμα πάνω στην οθόνη. Η απόσταση μεταξύ
των μετατροπέων εξαρτάται από τη γωνία του μετατροπέα, το πάχος του υλικού και το
βάθος των αναμενόμενων ασυνεχειών. Η συγκεκριμένη τεχνική χρησιμοποιείται για την
ανίχνευση ασυνεχειών προκαθορισμένου βάθους όπως είναι οι ασυνέχειες στη ρίζα
συγκόλλησης διπλής αύλακος (διπλό V). Το πλεονέκτημα αυτής της τεχνικής είναι ότι
ανιχνεύονται εύκολα κατακόρυφες ασυνέχειες που εντοπίζονται εξαιρετικά δύσκολα με
κάθετους μετατροπείς. Ως μειονέκτημα της μεθόδου θεωρείται ο εντοπισμός ασυνεχειών
μόνο προκαθορισμένου βάθους.
|583|
6.4 Έλεγχος κυλινδρικών δοκιμίων
Εικόνα 6.7: Έλεγχος κυλινδρικού δοκιμίου με τεχνική βύθισης και εγκάρσια κύματα, με
χρήση κάθετου μετατροπέα
|584|
7. ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΑΣΥΝΕΧΕΙΩΝ
Στην περίπτωση της Α σάρωσης, η ένταση του ανακλώμενου ήχου είναι τόσο
μικρότερη, όσο βαθύτερα βρίσκεται ο ανακλαστήρας στο υλικό (λόγω αποδυνάμωσης).
Προκειμένου να είναι δυνατή η ποιοτική και όχι ποσοτική σύγκριση των ανακλαστήρων
που βρίσκονται σε διαφορετικά βάθη, κατασκευάζεται η καμπύλη DAC, χρησιμοποιώντας
είτε οπές επίπεδου πυθμένα (flat bottomed holes), στην περίπτωση των κάθετων
μετατροπέων είτε πλευρικές οπές (side drilled holes) στην περίπτωση των γωνιακών
μετατροπέων.
Το υψηλότερο σήμα από την κοντινότερη οπή τοποθετείται στο 80% της οθόνης και
κατόπιν, με σταθερή ενίσχυση σημειώνεται το ύψος των υπόλοιπων οπών. Η καμπύλη αυτή
ονομάζεται 100% καμπύλη DAC, ενώ με μετάθεσή της στο μισό λαμβάνεται η ομόλογη
καμπύλη 50% (-6dB).
Οι καμπύλες DAC (διαφορετικές για κάθε συσκευή, μετατροπέα και υλικό)
χρησιμοποιούνται για την αποδοχή ή απόρριψη ασυνεχειών, βάσει των σχετικών οδηγιών
της χρησιμοποιούμενης προδιαγραφής (π.χ. απορρίπτεται ότι υπερβαίνει την καμπύλη
100% DAC ή 50% DAC).
Εικόνα 7.1: Καμπύλη διόρθωσης - απόστασης - έντασης στη περίπτωση της Α σάρωσης
|585|
Εικόνα 7.2: Διάγραμμα απόστασης- ενίσχυσης μεγέθους
|586|
8. ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΑΣΥΝΕΧΕΙΩΝ
Επίσης, υπάρχουν τρεις βασικές τεχνικές για τους γωνιακούς μετατροπείς για το
προσδιορισμό του μεγέθους της ασυνέχειας, οι οποίες είναι:
8.1 Διαδικασία τεχνικής πτώσης κατά 6dB για κάθετο και γωνιακό μετατροπέα
Η τεχνική πτώσης κατά 6dB εκτελείται επιτυγχάνοντας ηχώ από μια θέση όπου ο
ανακλαστήρας (ασυνέχεια στην προκειμένη περίπτωση) βρίσκεται μπροστά σε όλο το
εύρος της ηχητικής δέσμης. Μετακινούμε στη συνέχεια το μετατροπέα άρα και την ηχητική
δέσμη, έτσι ώστε το σήμα της ηχητικής δέσμης να μειωθεί στο μισό ύψος του αρχικού
παλμού (-6dΒ). Θεωρείται τότε ότι μόνο η μισή ηχητική δέσμη προσπίπτει στον
ανακλαστήρα και επομένως το άκρο του βρίσκεται πάνω στον άξονα της ηχητικής δέσμης.
Αυτή η τεχνική μπορεί να εφαρμοστεί μόνον σε ασυνέχειες μεγαλύτερες από το
εύρος της ηχητικής δέσμης και μόνον όταν παρουσιάζεται μικρή μεταβλητότητα του ύψους
της ηχούς κατά μήκος αυτής της διεύθυνσης.
Η τεχνική είναι κατάλληλη τόσο για κάθετους όσο και για γωνιακούς μετατροπείς.
Χρησιμοποιείται κυρίως για εύρεση μεγέθους επίπεδης διαστρωμάτωσης (lamination) σε
δοκίμια τύπου ελάσματος και για τη μέτρηση μήκους γραμμικών ασυνεχειών σε
συγκολλήσεις.
Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για την εύρεση του πλάτους ασυνεχειών, οι
οποίες βρίσκονται κάθετα στον άξονα της ηχητικής δέσμης και οι οποίες εμφανίζουν μικρή
μεταβλητότητα στο ύψος της ηχούς, όπως για παράδειγμα η εκτεταμένη ατελής πλευρική
τήξη συγκόλλησης.
1. Βρίσκεται ο κεντρικός άξονας της ηχητικής δέσμης και το σημείο εξόδου από το
μετατροπέα. Το εύρος της δέσμης πρέπει να είναι συμμετρικό γύρω από τον άξονα
της.
2. Βαθμονομείται με ακρίβεια η «χρονική βάση».
3. Γίνεται σάρωση κατά μήκος ή εγκάρσια στην ασυνέχεια και δίνεται προσοχή στο
σχήμα του «φακέλου» σημάτων. Εάν η ηχώ μεταβάλλεται λίγο και η ένταση της
πέφτει απότομα στα ακραία σήματα, τότε τα σημεία λίγο πριν πέσει απότομα η ηχώ
λαμβάνονται ως σημεία εκκίνησης για τη μέθοδο -6dΒ (σημεία Χ και XI στο
«φάκελο» σημάτων).
|587|
4. Ακινητοποιείται ο μετατροπέας πάνω από ένα ακραίο σημείο, λίγο πριν πέσει
απότομα το ύψος της ηχούς. Αυξάνεται το ύψος αυτό στο 80 έως 100% του πλήρους
ύψους της οθόνης. Μετακινείται ο μετατροπέας ώστε αυτό το ύψος να πέσει κατά
6dΒ (δηλαδή στο μισό).
5. Σχεδιάζεται η θέση του άκρου της ασυνέχειας, έχοντας υπόψη τη θέση του
μετατροπέα, τη γωνία της ηχητικής δέσμης (γωνιακός μετατροπέας) και τη
διαδρομή δέσμης (σημείο Χ είτε X1 στο σχέδιο του αντικειμένου).
6. Επαναλαμβάνονται τα βήματα 4 έως 5 στο άλλο ακραίο σημείο της ασυνέχειας και
συνδέονται τα (σχεδιασμένα) σημεία Χ και X1 , ώστε να ληφθεί το μέγεθος και η
θέση της ασυνέχειας (γραμμή Χ-Χ1 στο σχέδιο του αντικειμένου).
|588|
Τότε ο μετατροπέας βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε η μισή ηχητική δέσμη να είναι
πάνω στην ασυνέχεια και η άλλη μισή εκτός. Εάν αυτό επαναληφθεί και στο άλλο άκρο της
ασυνέχειας, η απόσταση μεταξύ των σημείων ισοδυναμεί με το μήκος της.
|589|
6. Μετακινείται ο μετατροπέας αργά, ώστε να απομακρυνθεί η δέσμη από την
ασυνέχεια μέχρι να μειωθεί η ηχώ κατά 20dB, δηλαδή στο ύψος της οθόνης που
σημειώθηκε στο βήμα 5. Καταγράφεται η θέση του μετατροπέα και η διαδρομή της
δέσμης.
7. Για να ελεγχθεί η μέτρηση που έγινε στο προηγούμενο βήμα, συνεχίζεται η
μετακίνηση του μετατροπέα μέχρι να μηδενιστεί η ηχώ και στη συνέχεια
μετακινείται ο μετατροπέας προς την αντίθετη κατεύθυνση, μέχρι η ηχώ να φθάσει
πάλι στο ύψος που σημειώθηκε στο βήμα 5. Καταγράφεται ξανά η θέση του
μετατροπέα και η διαδρομή της ηχητικής δέσμης.
8. Σχεδιάζεται η θέση της ασυνέχειας στην κατάλληλη ακμή πτώσης 20dB της δέσμης
και γνωρίζοντας τη θέση του μετατροπέα, σημειώνεται αυτό το ακραίο σημείο σε
σκαρίφημα του εξεταζόμενου αντικειμένου (Χ είτε XI στο σχέδιο του
αντικειμένου).
9. Επαναλαμβάνονται τα βήματα 4 έως 9 και για το άλλο ακραίο σήμα της ασυνέχειας
και συνδέονται τα δύο σημεία, ώστε να ληφθεί το μέγεθος, η θέση και ο
προσανατολισμός της (γραμμή Χ - XI στο σχέδιο του αντικειμένου). Όποτε είναι
δυνατόν, επαναλαμβάνεται η μέτρηση και από άλλη διεύθυνση και / ή με άλλη
γωνία δέσμης, ώστε να επιβεβαιωθεί ότι τα άκρα της ασυνέχειας έχουν βρεθεί
σωστά.
Τα άκρα Χ και Χ1 της ασυνέχειας σημειώνονται επάνω στις ακμές πτώσης 20dB
του διαγράμματος απόκλισης της δέσμης.
|590|
Σε αυτή τη θέση του μετατροπέα, το πίσω μέρος της ηχητικής δέσμης βρίσκεται στο
άνω άκρο της ασυνέχειας, όπως φαίνεται στο σχήμα 2 της Εικόνας 8.5. Αυτό το σημείο
αντιπροσωπεύει το άνω άκρο της ασυνέχειας.
Εάν κινηθεί εκ νέου ο μετατροπέας προς τα πίσω, προσπεραστεί το μέγιστο, φθάσει
σε θέση όπου το σήμα πέφτει πάλι στο 10% του μέγιστου, τότε θα απεικονιστεί το σημείο
στο μπροστινό μέρος της δέσμης, όπως στο σχήμα 3 της Εικόνας 8.5. Αυτό το σημείο
αντιπροσωπεύει το κάτω άκρο της ασυνέχειας.
Εικόνα 8.5: (1) Η ηχητική δέσμη βρίσκεται στο κέντρο της ασυνέχειας. (2) Η ηχητική δέσμη
βρίσκεται στο άνω άκρο της ασυνέχειας. (3) Η ηχητική δέσμη βρίσκεται στο κάτω άκρο της
ασυνέχειας
|591|
8.6 Τεχνική της εξίσωσης με κάθετο μετατροπέα
Αυτή η τεχνική είναι παρόμοια με την τεχνική της πτώσης κατά 6dB με τη διαφορά
ότι ο μετατροπέας κινείται εκτός του περιγράμματος του ανακλαστήρα μέχρι το σήμα να
εξισωθεί με την ανερχόμενη Back Wall Echo (B.W.E). Σε αυτή τη θέση, το κέντρο του
μετατροπέα σημειώνεται επάνω στην επιφάνεια, συνεχίζοντας πάλι τη διαδικασία πέριξ της
περιμέτρου του ανακλαστήρα, μέχρι να αποτυπωθεί το περίγραμμα κατά σχήμα και
μέγεθος.
Τόσο η τεχνική των -6dB, όσο και η τεχνική της εξίσωσης αποδίδουν
αποτελεσματικά σε μεγάλους ανακλαστήρες, ενώ τους μικρούς τους μεγεθύνουν. Πρέπει
να ληφθεί υπόψη ότι για τη σωστή εφαρμογή αυτών των μεθόδων, οι ασυνέχειες πρέπει να
βρίσκονται στο μεσαίο επίπεδο του ελάσματος, αλλιώς η ακρίβεια του καθορισμού του
μεγέθους επηρεάζεται αντίστροφα.
|592|
Εικόνα 8.7: Τεχνική του μέγιστου εύρους με κάθετο μετατροπέα
|593|
9. ΔΟΚΙΜΙΑ ΒΑΘΜΟΝΟΜΗΣΗΣ ΚΑΙ Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥΣ
Στην συνέχεια δίνονται οι ανοχές των διαστάσεων και το υλικό για το δοκίμιο No 1
(A2, V1).
Ανοχές διαστάσεων: ±0,1mm
Υλικό: φερριτικός χάλυβας χαμηλής ή μέσης περιεκτικότητας άνθρακα
καθησυχασμένος (killed) με εξομάλυνση για λεπτόκοκκη κρυσταλλική δομή.
Βαθμονόμηση
|594|
Μέτρηση της νεκρής ζώνης με μετατροπέα μονού στοιχείου
Τοποθετείται ο μετατροπέας στην περιοχή των 5mm στο δοκίμιο βαθμονόμησης.
Εάν το σήμα που λαμβάνεται είναι ορατό εκτός της νεκρής ζώνης, συμπεραίνεται ότι η
νεκρή ζώνη είναι μικρότερη από 5mm (νεκρή ζώνη < 5mm). Εάν το σήμα δεν είναι ορατό,
τότε τοποθετείται ο μετατροπέας στην περιοχή του δοκιμίου με πάχος 10mm. Εάν τώρα το
σήμα είναι ορατό, τότε η νεκρή ζώνη είναι μεγαλύτερη από 5 και μικρότερη από 10mm. Σε
περίπτωση που το σήμα δεν είναι ακόμη ορατό, τότε ο μετατροπέας τοποθετείται στο
σημείο του δοκιμίου με πάχος 15mm. Αυτή η διαδικασία πραγματοποιείται με μη
βαθμονομημένη οθόνη. Εναλλακτικά, η οθόνη μπορεί να βαθμονομηθεί και το μήκος της
νεκρής ζώνης να διαβαστεί απευθείας από τη συσκευή ανίχνευσης ασυνεχειών.
Διακριτική ικανότητα
Η διακριτική ικανότητα του κάθετου μετατροπέα μπορεί να ελεγχθεί
χρησιμοποιώντας τρεις περιοχές διαφορετικού πάχους στο δοκίμιο βαθμονόμησης γύρω
από τη σχισμή, κάτω από το κέντρο της ακτίνας των 100mm. Τοποθετώντας το μετατροπέα
κάτω από τη σχισμή και με βαθμονομημένη οθόνη φαίνεται ο διαχωρισμός των σημάτων
μεταξύ των 85, 91 και 100mm.
Απόδοση μετατροπέα
Ο μετατροπέας τοποθετείται στην περιοχή του Perspex και σημειώνεται ο αριθμός
των επιστρεφόμενων ηχώ (BWEs). Ένας καλός μετατροπέας δίνει τρεις επιστρεφόμενες
ηχώ.
|595|
Εικόνα 9.2: Έλεγχος του σημείου εξόδου της ηχητικής δέσμης
|596|
Χρήση μετατροπέα διαμηκών κυμάτων
Βαθμονόμηση
Το συγκεκριμένο δοκίμιο διατίθεται σε διαφορετικά πάχη, ενώ ως βαθμονομημένο
απαντάται σε πάχη 12,5mm, 20mm, 25mm. Οι επιστρεφόμενες αντηχήσεις
χρησιμοποιούνται για τη βαθμονόμηση του κάθετου μετατροπέα σε συνάρτηση με το
επιλεγμένο πάχος του δοκιμίου.
Βαθμονόμηση μετατροπέα
Με κατεύθυνση της ηχητικής δέσμης προς την ακτίνα των 25mm, τα σήματα
λαμβάνονται στα 25mm, 100mm, 175mm, 250mm, 325mm κ.λπ.
Με κατεύθυνση της ηχητικής δέσμης προς την ακτίνα των 50mm, τα σήματα λαμβάνονται
στα 50mm, 125mm, 200mm, 275mm, 350mm κ.λπ.
|597|
9.4 BLOCK A6
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εύρεση της κεντρικής συχνότητας κάθετου και
γωνιακού μετατροπέα, εφόσον υπάρχει συσκευή με απεικόνιση σημάτων σε μορφή RF (η
απεικόνιση ανορθωμένων σημάτων μορφής Video display δεν είναι κατάλληλη). Μπορεί
επίσης να χρησιμοποιηθεί για την εύρεση του μήκους του παλμού και του μήκους της
νεκρής ζώνης. Χρησιμοποιείται για την εύρεση της διακριτικής ικανότητας σε βάθος
(depth resolution) κάθετων μετατροπέων.
9.5 BLOCK A7
|598|
10. ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΟΥ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ
Γίνεται έλεγχος της ικανότητας του εξοπλισμού που πρόκειται να βαθμονομεί στα
απαιτούμενα εύρη. O έλεγχος γίνεται σε εβδομαδιαία βάση τουλάχιστον.
|599|
10.4 Λόγος σήματος προς θόρυβο (Signal to noise ratio)
10.5 Σημείο εξόδου της ηχητικής δέσμης του μετατροπέα (Probe index, index
point)
Πρόκειται για το σημείο του μετατροπέα από όπου εξέρχεται ο κεντρικός άξονας
της ηχητικής δέσμης. Σε ότι αφορά στους γωνιακούς μετατροπείς, λόγω της φθοράς του
ακρυλικού πέλματος, το σημείο εξόδου αλλάζει. Επομένως, είναι απαραίτητο να ελέγχεται
σε ημερήσια βάση με τη χρήση δοκιμίου Α2 ή Α4. Η ανεκτή απόκλιση είναι της τάξεως
του ±1mm. Τα βήματα του ελέγχου αυτού αναφέρθηκαν στην ενότητα «Δοκίμια
βαθμονόμησης και η χρήση τους».
Πρόκειται για την εύρεση της γωνίας διάθλασης του κεντρικού άξονα της ηχητικής
δέσμης γωνιακού μετατροπέα. Χρησιμοποιείται το δοκίμιο Α5 ενώ για γρήγορο και μη
ακριβή έλεγχο μπορεί να χρησιμοποιηθούν τα δοκίμια Α2 και Α4. Συνιστάται έλεγχος σε
ημερήσια βάση. Η ανεκτή απόκλιση είναι της τάξεως των ±1,5°.
Τα βήματα του ελέγχου αναφέρθηκαν στο κεφάλαιο 9. Πιο ακριβής έλεγχος
επιτυγχάνεται με σχεδιασμό του προφίλ της ηχητικής δέσμης χρησιμοποιώντας το δοκίμιο
Α5, όπως αναφέρεται στην επόμενη παράγραφο.
|600|
ηχητικής δέσμης που έχει ένταση 10% (-20dB). Η απόσταση μεταξύ των δύο σημείων του
δοκιμίου εκφράζει την απόσταση ανάμεσα στο κέντρο της ηχητικής δέσμης και της
οπίσθιας ακτίνας. Η ίδια διαδικασία επαναλαμβάνεται κατά την αντίθετη κατεύθυνση
(προς τα πίσω) για να βρεθεί το προπορευόμενο όριο της ηχητικής δέσμης. Αυτό
επαναλαμβάνεται σε τρεις τουλάχιστον οπές διαφορετικού βάθους, ώστε να βρεθεί το
προφίλ της ηχητικής δέσμης. Τα σημεία από το δοκίμιο μεταφέρονται σε διάγραμμα ώστε
να προκύψει η αναπαράσταση της ηχητικής δέσμης ή μεταφέρονται σε σύστημα
απεικόνισης που χρησιμοποιείται στον προσδιορισμό του προφίλ και του μεγέθους των
ασυνεχειών.
Εικόνα 10.2: Διάγραμμα απόκλισης με πτώση 20dB γωνιακής ηχητικής δέσμης 60ο
|601|
11. ΒΑΘΜΟΝΟΜΗΣΗ ΜΕΤΑΤΡΟΠΕΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΙ ΣΑΡΩΣΗΣ
Μία άλλη μέθοδος για την ακριβή μέτρηση του πάχους είναι με τη χρήση της
μεθόδου των πολλαπλών αντηχήσεων. Αυτό επιτυγχάνεται βαθμονομώντας την οθόνη σε
μεγάλο εύρος έτσι ώστε να είναι διακριτός ο αριθμός (n) των επαναλαμβανόμενων
σημάτων από το πάχος του βαθμονομημένου δοκιμίου. Σημειώνεται ότι το (n) αναφέρεται
στον αριθμό των καθαρών επαναλαμβανόμενων σημάτων τον οποίο μπορεί κάποιος να
διακρίνει στην οθόνη. Συνεπώς, διαιρώντας το πάχος του δοκιμίου με τον αριθμό των
επαναλαμβανόμενων σημάτων υπολογίζεται με ακρίβεια το πάχος του δοκιμίου.
Στο παρακάτω παράδειγμα, η έκτη ηχώ διακρίνεται με ευκολία. Διαιρώντας τη με το
μήκος της διαδρομής της ηχητικής δέσμης, 45mm στην προκειμένη περίπτωση, λαμβάνεται
το πάχος του δοκιμίου.
|602|
Εικόνα 11.2: Η έκτη ηχώ η οποία διαιρούμενη με το μήκος της διαδρομής της ηχητικής
δέσμης δίνει το πάχος του δοκιμίου (45mm/6 = 7,5mm)
Όταν γίνεται έλεγχος σε υλικά διαφορετικά του χάλυβα, η ταχύτητα διάδοσης του
ήχου μπορεί να διαφέρει. Σε αυτήν την περίπτωση, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η διαφορά
στη ταχύτητα του υλικού και του βαθμονομημένου δοκιμίου και να χρησιμοποιείται για να
αντισταθμίσει τις διαφορές που λαμβάνονται στις μετρήσεις. Σε αντίθετη περίπτωση πρέπει
να κατασκευαστεί δοκίμιο βαθμονόμησης όμοιο με το δοκίμιο που πρόκειται να μετρηθεί.
Η παρακάτω εξίσωση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αντισταθμιστούν οι διαφορές
εφόσον έχει γίνει βαθμονόμηση χρησιμοποιώντας δοκίμιο χάλυβα.
Εάν η ταχύτητα στο δοκίμιο είναι άγνωστη αλλά μπορεί να μετρηθεί το πάχος του,
τότε η πρώτη μπορεί να υπολογιστεί με μετασχηματισμό της παραπάνω εξίσωσης ως εξής:
|603|
Ευαισθησία
Υπάρχουν διάφορες μέθοδοι για να ρυθμιστεί η ευαισθησία του ελέγχου:
• Η μέθοδος του επιπέδου οπίσθιας επιστρεφόμενης ηχώ.
• Η μέθοδος του επιπέδου θορύβου.
• Η μέθοδος με τη χρήση ανακλαστήρων αναφοράς.
• Η μέθοδος με τη χρήση καμπύλης σχεδιασμένης από ανακλαστήρες αναφοράς.
Επίπεδο θορύβου
Το υλικό σύζευξης απλώνεται στο δοκίμιο. Ο μετατροπέας τοποθετείται και
αυξάνεται το κέρδος μέχρι οι ανακλάσεις από τους κόκκους του δοκιμίου να φτάσουν στο
προκαθορισμένο επίπεδο. Αυτό συνήθως είναι 2 - 3mm του ύψους της οθόνης, στο μέγιστο
βάθος του δοκιμίου, αλλά είναι προτιμότερο να εκφράζεται σε ποσοστό επί του συνολικού
ύψους της οθόνης καθώς υπάρχει διαφοροποίηση των συσκευών στο ύψος της οθόνης. Η
ευαισθησία μπορεί να ρυθμιστεί αυξάνοντας ή μειώνοντας το επίπεδο ή προσθέτοντας και
αφαιρώντας τα dB του κέρδους (gain).
Ανακλαστήρες αναφοράς
Μία συχνά χρησιμοποιούμενη μέθοδος για να οριστεί η ευαισθησία είναι η
μεγιστοποίηση του σήματος από έναν ανακλαστήρα αναφοράς στο μέγιστο βάθος του
δοκιμίου, σε προκαθορισμένο επίπεδο, για παράδειγμα επί του συνολικού ύψους της
οθόνης. Ο ανακλαστήρας αναφοράς πρέπει να έχει τη μορφή συγκεκριμένου ανακλαστήρα
για παράδειγμα μία εγκάρσια πλευρική οπή ή μία εγκοπή στην κάτω επιφάνεια του
δοκιμίου (πυθμένας) ή μία πραγματική ασυνέχεια ή μια προσομοιωμένη ασυνέχεια
γνωστών διαστάσεων και τύπου.
Όταν γίνεται σάρωση για ανίχνευση ασυνεχειών, ο τρόπος της σάρωσης που θα
χρησιμοποιηθεί εξαρτάται πολλές φορές από το μέγεθος των αναμενόμενων ασυνεχειών.
Οι δύο βασικοί παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη είναι η απόσταση μεταξύ των
σαρώσεων (pitch), η επικάλυψη (η επιφάνεια κατά την οποία μία σάρωση υπερκαλύπτει
την επομένη) καθώς και ο τρόπος ή η διεύθυνση της σάρωσης. Εάν το βήμα είναι
μικρότερο από το μέγεθος του μετατροπέα, τότε υπάρχει επικάλυψη μεταξύ των
σαρώσεων. Εάν το βήμα είναι μεγαλύτερο από το μέγεθος του μετατροπέα, τότε μεταξύ
των σαρώσεων υπάρχει κενό. Εάν επιτρέπεται ή όχι να υπάρχει κενό εξαρτάται από το
μέγεθος της ασυνέχειας και το μέγεθος του δοκιμίου.
|604|
Για παράδειγμα σε μεγάλο δοκίμιο, όπου οι ασυνέχειες είναι άνω των 100mm, το
βήμα μεταξύ των σαρώσεων μπορεί να είναι 75mm, άσχετα από το μέγεθος του
μετατροπέα, επειδή η σάρωση ανά 75mm μπορεί να εντοπίσει τις ασυνέχειες με μέγεθος
μεγαλύτερο των 100mm.
Τροχιακή σάρωση
Σε αυτόν τον τύπο σάρωσης, ο χειρισμός του μετατροπέα γίνεται κατά τοξοειδή
κίνηση σε μία προσπάθεια συνεχούς εστίασης της ηχητικής δέσμης σε σταθερό
ανακλαστήρα. Συχνά χρησιμοποιείται για ανίχνευση πόρων, όταν υπάρχει δυνατότητα
διατήρησης του σήματος με τροχιακή σάρωση.
Περιστροφική σάρωση
Ο μετατροπέας ταλαντεύεται πάνω σε ένα σταθερό σημείο, εκπέμποντας
αποτελεσματικά την ηχητική δέσμη γύρω από αυτό το σημείο. Χρησιμοποιείται για
αναγνώριση πολυεδρικών, επιπεδόμορφων ή πολλαπλών ασυνεχειών, καθώς και για τη
διαμήκη σάρωση συγκολλήσεων στις οποίες δεν έχει αφαιρεθεί το καπάκι (ατρόχιστη
ενίσχυση).
Πλευρική σάρωση
Ο μετατροπέας κινείται πλάγια κατά μήκος μιας προκαθορισμένης σταθερής
γραμμής. Χρησιμοποιείται για τη σάρωση ρίζας, σε συγκολλήσεις μονού αύλακα τύπου V
ή για τη διαστασιολόγηση του μήκους σε διαμήκη ασυνέχεια.
Σάρωση βάθους
Ο μετατροπέας κινείται εμπρός - πίσω, στο επίπεδο της ηχητικής δέσμης, όπως στον
προσδιορισμό της θέσης μίας ασυνέχειας ή στη μεγιστοποίηση του σήματος μιας
εγκάρσιας οπής για τη ρύθμιση της ευαισθησίας.
Άλλες σαρώσεις, όπως «σάρωση ρίζας», «εγκάρσια σάρωση» κ.λπ., είναι ειδικού
τύπου σαρώσεις ασυνεχειών ή ορισμένης περιοχής (σάρωση ρίζας για την περιοχή της
ρίζας, εγκάρσια σάρωση για εγκάρσιες ασυνέχειες).
|605|
Εικόνα 11.4: Σάρωση με γωνιακό μετατροπέα
|606|
Για τον υπολογισμό του αναμενόμενου μήκους της ηχητικής δέσμης ενός
ανακλαστήρα, όταν δίνονται το βάθος και η γωνία του μετατροπέα εφαρμόζεται ο τύπος:
Για τον υπολογισμό της οριζόντιας απόστασης, όταν δίνονται το μήκος της ηχητικής
δέσμης και η γωνία του μετατροπέα εφαρμόζεται ο τύπος:
Για τον υπολογισμό του βάθους ενός ανακλαστήρα, όταν δίνονται το μήκος της
ηχητικής δέσμης και η γωνία του μετατροπέα εφαρμόζεται ο τύπος:
|607|
11.8 Οι λόγοι των πλευρών των τριγώνων που απαντώνται για τις τρεις
συνηθέστερες γωνίες του μετατροπέα
Εικόνα 11.6: Λόγοι των πλευρών των τριγώνων για τις τρεις συνηθέστερες γωνίες
IR
sinθ = ---------------
OR
Όπου:
θ: η γωνία του μετατροπέα
IR: η εσωτερική ακτίνα
OR: η εξωτερική ακτίνα
ID
sin θ = ---------------
OD
Όπου:
θ: η γωνία του μετατροπέα
ID: η εσωτερική διάμετρος
OD: η εξωτερική διάμετρος
|608|
11.10 Περίθλαση από το άκρο του ρήγματος (Crack Tip Diffraction)
Όταν η γεωμετρία του δοκιμίου είναι σχετικά απλή και γνωστός ο προσανατολισμός
της ασυνέχειας, τότε το μήκος του ρήγματος μπορεί να προσδιοριστεί με μία τεχνική
γνωστή ως «περίθλαση από το άκρο του ρήγματος».
Μια κοινή εφαρμογή της συγκεκριμένης τεχνικής περίθλασης είναι ο καθορισμός
του μήκους του ρήγματος το οποίο βρίσκεται στην οπίσθια επιφάνεια ενός ελάσματος
όπως, φαίνεται στην Εικόνα 11.7. Σε αυτήν την περίπτωση, όταν ένας γωνιακός
μετατροπέας σαρώνει πάνω από την περιοχή της ασυνέχειας, εμφανίζεται μια
επιστρεφόμενη ηχώ στην οθόνη εξαιτίας της ανάκλασης της ηχητική δέσμης από το κάτω
άκρο του ρήγματος (Εικόνα 11.7 πάνω).
Καθώς ο μετατροπέας μετατοπίζεται, εμφανίζεται επί της οθόνης μια δεύτερη αλλά
αρκετά ασθενέστερη ηχώ η οποία οφείλεται στην περίθλαση των ηχητικών κυμάτων από το
άνω άκρο του ρήγματος (Εικόνα 11.7 κάτω). Ωστόσο, δεδομένου ότι η απόσταση που
διανύεται από το κύμα περίθλασης είναι μικρότερη, το δεύτερο σήμα εμφανίζεται νωρίτερα
στη χρονική βάση της συσκευής.
Το ύψος του ρήγματος (h) είναι συνάρτηση της ταχύτητας των εγκαρσίων κυμάτων
στο υλικό (VT), της γωνίας πρόσπτωσης (θΤ) και της διαφοράς στο χρόνο άφιξης των δύο
σημάτων (dt). Δεδομένου ότι η γωνία της ηχητικής δέσμης και το πάχος του δοκιμίου είναι
η ίδια και στις δύο μετρήσεις, τα δύο τρίγωνα της Εικόνας 11.8 διαμορφώνονται με τέτοιο
τρόπο έτσι ώστε το ένα επικαλύπτει το άλλο.
VT • dt
h = (----------------) • cosθΤ
2
Εάν το υλικό είναι σχετικά παχύ ή το ρήγμα είναι σχετικά μικρό, το σήμα από την
ηχώ της βάσης του ρήγματος (κάτω άκρο) και το αντίστοιχο από την ηχώ της περίθλασης
(άνω άκρο) μπορεί να εμφανιστούν ταυτόχρονα στην οθόνη της συσκευής.
Αυτό αποδίδεται στην απόκλιση της ηχητικής δέσμης της οποίας το εύρος μπορεί να
καλύψει όλο το μήκος του ρήγματος. Σε αυτή την περίπτωση αν και η γωνία της ηχητικής
δέσμης που προσπίπτει στο κάτω άκρο είναι ελαφρώς διαφορετική από τη γωνία της
ηχητικής δέσμης που προσπίπτει στο άνω άκρο του ρήγματος, η προηγούμενη εξίσωση
εξακολουθεί να είναι σχετικά ακριβής και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκτίμηση του
μήκους της ρωγμής.
|609|
Εικόνα 11.7: Απεικόνιση του σήματος από το κάτω άκρο του ρήγματος (πάνω). Απεικόνιση
του σήματος περίθλασης από το άνω άκρο του ρήγματος (κάτω)
|610|
12. ΠΑΧΥΜΕΤΡΗΣΗ ΜΕ ΧΡΗΣΗ ΥΠΕΡΗΧΩΝ
|611|
Εικόνα 12.1: Παχυμέτρηση με υπερήχους
Σε μία εργασία παχυμέτρησης, μπορεί να ζητηθεί εκτός από την καταγραφή των
μετρήσεων και η αξιολόγηση τους. Αυτό μπορεί να γίνει με τη χρήση κριτηρίων
παραδοχής / απόρριψης ή βάσει εθνικών προτύπων ή βάσει γραπτών όρων της εν λόγω
εργασίας. Αποδεκτές αποκλίσεις μπορεί να δοθούν είτε υπό μορφή μέγιστου -ελάχιστου
πάχους είτε ως εκατοστιαία απόκλιση από κάποιο ονομαστικό πάχος. Για παράδειγμα:
ελάχιστο 13,5mm, μέγιστο 16,5mm, ή 15mm +1,5mm, ή 15mm ±10%. Τα δύο πρώτα
παραδείγματα είναι εύκολο να εφαρμοστούν, αλλά οι εκατοστιαίες αποκλίσεις δεν είναι
πάντα τόσο απλές όπως αυτή του 10%.
Για τον υπολογισμό της τιμής της απόκλισης από την επιτρεπτή απόκλιση όταν
αυτή δίνεται σε εκατοστιαία αναλογία και τον προσδιορισμό του μέγιστου -ελάχιστου
πάχους εφαρμόζεται ο τύπος.
t•n
ΑΠΟΚΛΙΣΗ = --------------
100
Όπου:
t: το πάχος του ελάσματος
n: εκατοστιαία απόκλιση
t•n
ΜΕΓΙΣΤΟ ΠΑΧΟΣ = t + -------------
100
t•n
ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΠΑΧΟΣ = t - --------------
100
|612|
13. ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΓΚΟΛΛΗΣΕΩΝ
Οπτική επιθεώρηση
Η οπτική κατάσταση των συγκολλήσεων πρέπει να αναφέρεται. Ιδιαιτέρως, πρέπει
να αναφέρεται η μορφή των μετάλλων που συγκολλήθηκαν όπως η καμπυλότητα της
επιφάνειας, καθώς και τα πάχη των συγκολληθέντων μετάλλων βάσεως.
Υλικό σύζευξης
Ένα υλικό σύζευξης, συνήθως υγρό, παρεμβάλλεται μεταξύ του μετατροπέα και της
επιφάνειας ώστε να επιτρέπεται η διάδοση της ηχητικής ενέργειας από το μετατροπέα στο
υπό έλεγχο δοκίμιο. Τυπικά υλικά σύζευξης είναι:
• το ελαφρύ μηχανικό λάδι
• το λάδι SAE-10 ή SAE-20
• το γράσο
• η γλυκερίνη
• το νερό.
Επιλογή μετατροπέων
Η επιλογή των γωνιακών μετατροπέων πρέπει να είναι τέτοια, ώστε η μέγιστη
πληροφόρηση να γίνεται στο λιγότερο δυνατό χρόνο. Επίσης, η συχνότητα των
μετατροπέων που θα επιλεγούν εξαρτάται από τη δομή και το μέγεθος των κόκκων του
υλικού, τις αποστάσεις που διασχίζει η ηχητική δέσμη, τη θέση των αναμενόμενων
ασυνεχειών, την απαραίτητη ακρίβεια μετρήσεων, κ.λπ.
Ενδεικτικά αναφέρονται τα ακόλουθα εύρη συχνοτήτων για τον έλεγχο των υλικών:
• 0,5 - 1,0ΜHz για τον έλεγχο χονδρόκοκκων υλικών
• 1,0 - 5,0ΜHz για το συνήθη έλεγχο των υλικών
• 5,0 - 10,0ΜHz για τον έλεγχο λεπτόκοκκων υλικών.
Επιπρόσθετες πληροφορίες
Πριν πραγματοποιηθεί έλεγχος μίας συγκόλλησης με υπερήχους, καλό είναι να
μελετηθούν:
|613|
• το υλικό των μετάλλων που συγκολλήθηκαν
• το υλικό του ηλεκτροδίου
• η μέθοδος συγκόλλησης
• αν έγινε προθέρμανση ή όχι
• αν ακολούθησε θερμική κατεργασία, ανόπτηση, κ.λπ.
έτσι ώστε ένας τεχνικός να είναι σε θέση να σχηματίσει μια πρώτη άποψη σχετικά με το
είδος των ασυνεχειών που πρόκειται να ανιχνευτούν.
|614|
Εικόνα 13.1: Έλεγχος συγκολλήσεων
|615|
13.3 Μέθοδοι σάρωσης
Τεχνική
Όταν ανιχνεύονται ασυνέχειες σε συγκολλήσεις, πρέπει να υπάρχουν διαθέσιμες οι
ακόλουθες πληροφορίες, οι οποίες περιλαμβάνονται συνήθως σε τεχνικά εγχειρίδια ή
έντυπα πληροφοριών.
Οι πληροφορίες αυτές αφορούν:
• Στις χαρακτηριστικές ιδιότητες του στοιχείου και την περιοχή που θα γίνει ο
έλεγχος.
• Στις ενέργειες που θα πραγματοποιηθούν, όταν ανιχνευτούν ασυνέχειες.
• Στο σκοπό του ελέγχου (τα σφάλματα που πρέπει να βρεθούν και κριτήρια
αποδοχής).
• Στον απαιτούμενο εξοπλισμό.
• Στη μέθοδο που θα χρησιμοποιηθεί και στη στάθμη ευαισθησίας (προεργασίες).
• Στη μέθοδο σάρωσης.
Περιοχή ελέγχου
Η δοκιμή μπορεί να γίνει σε ολόκληρη την επιφάνεια του δοκιμίου ή μόνο στη
συγκόλληση και τη θερμικά επηρεαζόμενη ζώνη. Αυτό όμως πρέπει να διευκρινίζεται.
Λαμβανόμενες ενέργειες
Όταν βρεθούν ασυνέχειες, μπορεί να ζητηθεί να περιγραφούν γραπτώς, με κάποιον
απεικονιστικό τρόπο (σκαρίφημα) ή σε μορφή κειμένου. Η συγκόλληση μπορεί να είναι
αποδεκτή ή απορριπτέα, σύμφωνα με τις ασυνέχειες που βρέθηκαν. Εάν πρέπει να
συνταχθεί έγγραφη αναφορά, τότε μαζί με την περιγραφή των ασυνεχειών πρέπει να
αναφερθεί και κάθε άλλη σχετική πληροφορία, όπως ο τύπος, το μέγεθος, οι συντεταγμένες
τους ως προς ένα συγκεκριμένο σημείο αναφοράς κ.λπ.
|616|
Σκοπός του ελέγχου
Σκοπός του ελέγχου είναι να προσδιοριστούν τα κριτήρια αποδοχής / απόρριψης
συγκεκριμένων ασυνεχειών όπως για παράδειγμα το μέγεθος και ο τύπος των σφαλμάτων
που θα αναφερθούν στην αναφορά ελέγχου ή ποιες ασυνέχειες καθιστούν τη συγκόλληση ή
το βασικό μέταλλο μη αποδεκτά. Ασυνέχειες στο βασικό μέταλλο που γειτνιάζουν με τη
συγκόλληση, περιορίζουν τις σαρώσεις με γωνιακούς μετατροπείς.
Εξοπλισμός
Πρέπει να περιγράφεται ο τύπος του ανιχνευτή ασυνεχειών, ο τύπος, το μέγεθος και
η συχνότητα των μετατροπέων, ο τύπος του υλικού σύζευξης καθώς και τα δοκίμια
βαθμονόμησης που χρησιμοποιήθηκαν.
Ευαισθησία
Η μέθοδος ρύθμισης και το επίπεδο της ευαισθησίας, πρέπει να αναφέρονται για
κάθε σάρωση που γίνεται, για παράδειγμα με τη χρήση 80% F.S.H., καμπύλης DAC που
χαράσσεται από πλευρικές οπές διαμέτρου 3mm με πρόσθεση 14dB στο κέρδος (gain). Η
πληροφορία αυτή μπορεί να περιέχεται στην προετοιμασία της δοκιμής μαζί με άλλες
πληροφορίες, όπως τις συνθήκες φωτισμού, τον καθαρισμό της επιφάνειας κ.λπ.
Μέθοδοι σάρωσης
Η μέθοδος σάρωσης καταγράφεται σε φυλλάδιο οδηγιών βήμα-βήμα ή γίνεται
αναφορά σε σχετικό εθνικό πρότυπο.
|617|
14. ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΑΣΥΝΕΧΕΙΩΝ
Μόλις διαπιστωθεί ότι κάποιο σήμα αποτελεί ένδειξη ασυνέχειας, το επόμενο βήμα
είναι η εξακρίβωση του τύπου της ασυνέχειας. Αυτό γίνεται με την ερμηνεία του σχήματος
και του μεγέθους του σήματος καθώς και της ανταπόκρισης στην κίνηση του μετατροπέα,
τη θέση της ασυνέχειας στη συγκόλληση και την εξοικείωση με τα είδη των αναμενόμενων
ασυνεχειών.
Σήματα μεγάλου εύρους και οξείας μορφής, καταδεικνύουν λείους και επίπεδους
ανακλαστήρες, όπως οι μεγάλες επίπεδες ασυνέχειες, που είναι κάθετες στην ηχητική
δέσμη του μετατροπέα. Όταν χρησιμοποιούνται οι γωνιακοί μετατροπείς για έλεγχο
συγκολλήσεων, το οξύ σήμα υψηλού εύρους που ελαττώνεται αισθητά καθώς ο
μετατροπέας περιστρέφεται ελαφρά, ώστε η ηχητική δέσμη να μην είναι κάθετη στον
ανακλαστήρα, καταδεικνύει ατελή τήξη. Εάν η ασυνέχεια εντοπίζεται στο χείλος του
βασικού μετάλλου πριν από τη συγκόλληση, αυτό καταδεικνύει ατελή τήξη του πλευρικού
τοιχώματος. Εάν το σήμα εντοπίζεται στη μία από τις κάτω γωνίες του προσώπου της
ρίζας, αυτό καταδεικνύει ατελή τήξη ρίζας. Εάν εντοπίζεται και στις δύο κάτω γωνίες του
προσώπου της ρίζας (και από τις δύο πλευρές), ίσως να πρόκειται για ατελή διείσδυση στη
ρίζα της συγκόλλησης.
Η ερμηνεία συνεπώς της ασυνέχειας δεν εξαρτάται μόνο από τα χαρακτηριστικά του
σήματος, αλλά και από την θέση που αυτή βρίσκεται.
Σήματα χαμηλού εύρους είναι ενδεικτικά των ανακλαστήρων χαμηλής ή υψηλής
αποδυνάμωσης ή μη καθέτων στην ηχητική δέσμη. Παραδείγματα ανακλαστήρων χαμηλής
αποδυνάμωσης είναι οι διαχωριστικές επιφάνειες υλικών των οποίων η ακουστική
αντίσταση είναι χαμηλή, όπως για παράδειγμα τα υλικά επικάλυψης, που εφαρμόζονται για
τη βελτίωση των ιδιοτήτων των επιφανειών (υλικά μεταφοράς φορτίων ή αντιδιαβρωτικά).
Ανακλαστήρες υψηλής αποδυνάμωσης είναι εκείνοι που έχουν τραχιές επιφάνειες
όπως οι ρωγμές, οι μικρές και πολλαπλές ασυνέχειες όπως είναι οι πόροι ή τα εγκλείσματα,
τα οποία διασκορπίζουν τον ήχο, σε διαφορετικές κατευθύνσεις, μακριά από το
μετατροπέα. Λείοι ανακλαστήρες, μη κάθετοι στην ηχητική δέσμη, έστω και κατά λίγες
μοίρες κατευθύνουν τον ήχο μακριά από το μετατροπέα με αποτέλεσμα να υπάρχει μικρή,
αποδυναμωμένη ή καθόλου επιστρεφόμενη ηχώ.
Τα πολλαπλά σήματα προέρχονται συχνά από πολυεδρικές ή πολλαπλές ασυνέχειες,
όπως είναι τα ρήγματα, οι πόροι ή τα εγκλείσματα σκουριάς ή πάστας. Συνήθως οι ρωγμές
δίνουν υψηλότερη απόκριση από τους πόρους ή τα εγκλείσματα για το ίδιο μέγεθος, με την
ίδια ευαισθησία και για το ίδιο μήκος ηχητικής δέσμης. Τα σήματα μιας ρωγμής ή ενός
πόρου, αυξομειώνονται καθώς ο μετατροπέας περιστρέφεται.
Το σήμα από μία ρωγμή ελαττώνεται όταν ο μετατροπέας περιστρέφεται γύρω από
αυτή, ενώ το σήμα από τους πόρους ή τα εγκλείσματα μπορεί να διατηρηθεί, όταν
περιστρέφεται ο μετατροπέας. Αυτό συμβαίνει επειδή οι ασυνέχειες αυτής της μορφής
καταλαμβάνουν όγκο (είναι τριδιάστατες).
|618|
14.2 Ασυνέχειες συγκολλήσεων
Το στιγμιότυπο της Α σάρωσης απεικονίζει έναν οξύ παλμό. Και στις τρεις
σαρώσεις, ο φάκελος του σήματος περιέχει ένα μόνο παλμό, ο οποίος εμφανίζει μέγιστο
για λίγο διάστημα και κατόπιν πέφτει ομαλά και μάλλον γρήγορα. Εάν πρόκειται για
επιμήκη πόρο παράλληλο στον άξονα της συγκόλλησης, τότε ο παλμός κρατά μέγιστο
ύψος για αρκετό διάστημα, κατά τη σάρωση 1.
Συγκέντρωση πόρων
|619|
Ασυνέχεια με πολλαπλά επίπεδα, π.χ. ρήγμα
Εγκλείσματα βόρακα
Εικόνα 14.4: Στιγμιότυπα Α σάρωσης και πιθανοί φάκελοι σήματος σε εγκλείσματα βόρακα
Ατελής διείσδυση
Στην περίπτωση που η ρίζα έχει ενίσχυση (δηλαδή δεν είναι τροχισμένη), πρέπει να
παρακολουθείται συνεχώς το σήμα της. Εάν υπάρχει ατελής διείσδυση, τότε το σήμα της
ενίσχυσης μειώνεται σταδιακά, ενώ ταυτόχρονα εμφανίζεται μεγιστοποιημένος ένας οξύς
παλμός αρκετά νωρίτερα από το σήμα της ενίσχυσης.
Το φαινόμενο αυτό ενδέχεται να παρατηρηθεί και από τις δύο πλευρές του άξονα
της συγκόλλησης (κλασσική περίπτωση ατελούς διείσδυσης) είτε μόνο από τη μία πλευρά,
οπότε η ρίζα έχει μείνει ακόλλητη μόνο στη μία ακμή της (μονόπλευρη ατελής διείσδυση).
|620|
Κατά τη σάρωση 1, ο φάκελος σήματος ατελούς διείσδυσης περιέχει έναν έως δύο
παλμούς, ενώ κατά τη σάρωση 2 και 3 εμφανίζεται συνήθως ένας μόνο παλμός. Συχνά
παρατηρείται η εμφάνιση ενός σήματος νωρίτερα από το σήμα της ενίσχυσης της ρίζας,
χωρίς όμως να αυξάνει αρκετά και κυρίως χωρίς να μειώνεται σημαντικά ο παλμός της
ενίσχυσης. Τότε πρόκειται συνήθως για υποκοπή (undercut) στο πάσο της ρίζας.
Επιπρόσθετα, συχνά παρατηρείται αλλαγή στον παλμό ενίσχυσης της ρίζας και
βέβαια μεταβολή σε ύψος. Αυτό είναι αποτέλεσμα της αλλαγής ηλεκτροδίων (σταμάτημα -
ξεκίνημα πάσου) ή σχετίζεται με τη μορφή του πάσου της ρίζας.
|621|
14.6: Απεικονίσεις ασυνεχειών σε συγκολλήσεις
|622|
14.4 Ασυνέχειες σε χυτά και σφυρήλατα
Η διακένωση συστολής στα χυτά είναι δυνατό να δώσει στην οθόνη υπερήχων
αλλεπάλληλους αναγνωρίσιμους παλμούς σε διαφορετικά βάθη, με μικρό σχετικά ύψος ο
καθένας. Πολύ συχνά όμως παρατηρείται απλώς ένα αρκετά εκτεταμένο και υψηλού
θορύβου «γρασίδι».
Επομένως, δεν είναι δυνατό να αποδειχτεί η ύπαρξη διακένωσης συστολής με τη
χρήση τυχόν ανακλάσεων επί της οθόνης (πολύ περισσότερο μάλιστα να τη
διαστασιολογήσουμε). Γι’ αυτό η απώλεια της πίσω ηχούς χρησιμοποιείται τόσο ως
απόδειξη, όσο και ως εργαλείο διαστασιολόγησης.
|623|
Εικόνα 14.9: Σήματα υπερήχων από αναδιπλώσεις σφυρηλασίας (forging lap)
|624|
Εικόνα 14.12: Αναδιπλώσεις ελατών προϊόντων (rolling lap)
|625|
15. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΩΝ ΣΤΟΥΣ ΥΠΕΡΗΧΟΥΣ
Μήκος κύματος
Εγγύς ζώνη
Υπολογίστε την εγγύς ζώνη κάθετου μετατροπέα διαμέτρου 10mm και ονομαστικής
συχνότητας 5ΜΗz σε δοκίμιο αλουμινίου:
Ημιγωνία απόκλισης
|626|
sin α / sin β = VL/ Vs => sin α = VL•sin β / Vs =>
sin α = (2.730m/s • sin 60°) / 3.255m/s =>
sin α = 0,726 =>
α = 46,58°.
Χρόνος διέλευσης
Μεσοδιάστημα
|627|
16. ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΑΧΥΤΗΤΩΝ ΔΙΑΜΗΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΑΡΣΙΩΝ ΚΥΜΑΤΩΝ
ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΑ ΥΛΙΚΑ
|628|
ΤΥΠΟΛΟΓΙΟ
sinθ1 v1 n2
------------------------- = ---------------------- = ----------------------
sinθ2 v2 n1
c
n = -----------
v
sinθ1
n = ------------------
sinθ2
sin a
----------------- = c (σταθερό)
sin β
2σ • cosθ
ΤΡΙΧΟΕΙΔΗΣ ΠΙΕΣΗ = ------------------------
r
Όπου:
σ: η επιφανειακή τάση
cosθ: το συνημίτονο της γωνίας επαφής
r: η ακτίνα της ασυνέχειας
m
ρ = ------------
V
m1 • m2
F = k • -------------------
r2
Όπου:
m1 και m2: σημειακές ποσότητες μαγνητισμού
r: η απόσταση μεταξύ των δύο σημειακών ποσοτήτων μαγνητισμού (σε μέτρα m)
k: η σταθερά αναλογίας που εξαρτάται από το μαγνητικό υλικό που υπάρχει μεταξύ των m1
και m2.
|629|
μ
k = -------------
4π
Όπου:
μ: η μαγνητική διαπερατότητα του μέσου. Για τον αέρα και το κενό η τιμή της είναι:
μ: 4π•10-7N/A2.
H • l = Ni
Όπου:
H: ένταση του μαγνητικού πεδίου. Η διεύθυνση και η φορά της έντασης του μαγνητικού
πεδίου ταυτίζονται με τη διεύθυνση και τη φορά των μαγνητικών γραμμών.
Ni
H = --------------
l
Όπου:
Ni: αμπεροστροφές (Αt)
H: ένταση του μαγνητικού πεδίου σε At/m
Β=μ•H
Όπου:
Β: η μαγνητική επαγωγή σε Tesla στο SI, σε Gauss στο Ηλεκτρομαγνητικό Σύστημα
(ΗΜΣ)
μ: η μαγνητική διαπερατότητα του υλικού, η οποία περιγράφει τη μαγνητική συμπεριφορά
του υλικού
Η: η ένταση του μαγνητικού πεδίου σε Α/m
μ = μr • μ0
Όπου:
μ0: η μαγνητική διαπερατότητα του κενού / αέρα
μr: η σχετική μαγνητική διαπερατότητα του υλικού (αδιάστατο μέγεθος)
Φ=Β•S
Αν το μέτρο της μαγνητικής ροής είναι σταθερό σε όλη την επιφάνεια S και το διάνυσμά
της είναι κάθετο στην επιφάνεια.
Φ = Β • S • cosα
Εάν η επιφάνεια σχηματίζει γωνία α με τη διεύθυνση των μαγνητικών γραμμών.
Ni • S
Φ = μ • -----------------
l
|630|
F = μ0 • H • m
Όπου:
Η: η ένταση του μαγνητικού πεδίου σε Α/m (ή σε N/Cb)
μ0: η μαγνητική διαπερατότητα του κενού, ίση με 4π•10-7N/A2
Η = m / 4πr2
Όπου:
Η: η ένταση του μαγνητικού πεδίου, μετρούμενη σε Α/m (ή σε N/Cb)
χ=C/T
Όπου:
χ: η μαγνητική επιδεκτικότητα
C: η χαρακτηριστική σταθερά του υλικού
T: η απόλυτη θερμοκρασία
Br = μ0 • Mr
ρ
δ = (--------------------)1/2
π•f•μ
Όπου:
δ: βάθος διείσδυσης
ρ: η ειδική αντίσταση του υλικού
μ: η μαγνητική διαπερατότητα του υλικού
f: η συχνότητα
Ι=3•Η•d
(ΕΝ ΙSO 9934-1)
|631|
I=H•p
(ΕΝ ΙSO 9934-1)
Όπου:
Ι: η ένταση του ρεύματος σε A
H: η ένταση του πεδίου σε kA/m
p: η περίμετρος του δοκιμίου σε mm
6L
μeff = -----------------
D-5
43.000 • R
ΝΙ = -----------------------
μeff
Όπου:
Ν: ο αριθμός των στροφών του πηνίου
Ι: η ένταση του ρεύματος (peak)
R: η ακτίνα του πηνίου
0,4H • K
ΝΙ = ----------------------
L/D
Όπου:
Ι: η ένταση του ρεύματος σε Α
N: ο αριθμός των σπειρών (3-5)
L/D: o λόγος του μήκους προς τη διάμετρο με ελάχιστο το 5:1 και μέγιστο το 20:1, ιδανικό
μέγεθος το 12-15:1 (στην περίπτωση δοκιμίων μη κυκλικών διατομών,
D = περίμετρος/π)
Η: η ένταση του μαγνητικού πεδίου σε kA/m
Κ: 22.000 για A.C και FWR, 11.000 για HWR, 32.000 για D.C
I = 3H • [T + (Y2 / 4T)]
Όπου:
Ι: η ένταση του ρεύματος σε Α
H: η ένταση του πεδίου σε kA/m
T: το πάχος του τοιχώματος του δοκιμίου σε mm, ή η ακτίνα του εάν είναι συμπαγής
ράβδος
Υ: η απόσταση μεταξύ των γειτονικών περιελίξεων του πηνίου σε mm
|632|
I • B • Rh
Vh = ------------------------
b
Όπου:
Vh: η παραγόμενη τάση
I: η ένταση του συνεχούς ρεύματος του στοιχείου
B: η συνιστώσα του μαγνητικού πεδίου η οποία είναι κάθετη στην ένταση του συνεχούς
ρεύματος του στοιχείου Hall
Rh: ο συντελεστής Hall του στοιχείου Hall
b: το πάχος του στοιχείου Hall
ΔΝ = λ • Ν • Δt
Όπου:
λ: η σταθερά της διάσπασης, που χαρακτηρίζει κάθε ραδιενεργό υλικό.
ΔΝ: o αριθμός των πυρήνων που διασπώνται σε χρονικό διάστημα t+Δt
N = N0 • e-λt
Όπου:
N: ο αριθμός των αδιάσπαστων πυρήνων
Ν0: είναι ο αριθμός των αρχικών αδιάσπαστων ραδιενεργών πυρήνων τη στιγμή που άρχισε
η παρατήρηση
e: είναι η βάση των φυσικών λογαρίθμων και ισούται αριθμητικά με 2,7
Αντίστοιχα, ο αριθμός των πυρήνων που έχουν διασπαστεί σε χρόνο t δίνεται από την
σχέση:
N0 - N = N0 (1 - e-λt)
r02
Ιx = I0 ---------------
rx2
Όπου:
Ι0: η ένταση της ακτινοβολίας σε mSv/h σε απόσταση r0 (m)
Ix: η ένταση της ακτινοβολίας σε mSv/h στη νέα απόσταση rx (m)
|633|
Η ένταση Ιx της δέσμης των φωτονίων που εξέρχονται από το υλικό χωρίς να
αλληλεπιδράσουν δίνεται από την σχέση:
Ix = I0 • e-μx
Όπου:
Ιx: η ένταση Ιx της δέσμης των φωτονίων που εξέρχονται από το υλικό χωρίς να
αλληλεπιδράσουν
Ιο: η αρχική ένταση της δέσμης
μ: ο γραμμικός συντελεστής εξασθένισης
x: το πάχος του υλικού
e: η βάση των φυσικών λογαρίθμων (ισούται με 2,7)
E
D = ------------
m
Όπου:
D: η απορροφούμενη δόση σε Gray
Ε: η ενέργεια που απορροφήθηκε από το υλικό σε Joule
m: η μάζα του υλικού σε Kg
ΗΤ = D • WR
Όπου:
ΗΤ: η ισοδύναμη δόση που έλαβε ένας ιστός T σε Sievert
D: απορροφούμενη δόση σε Gray
WR: συντελεστής o οποίος εξαρτάται από το είδος της ακτινοβολίας
Eeff = HT • WT
Όπου:
Eeff: η ενεργός δόση για ολόσωμη δόση σε Sievert
ΗΤ: η ισοδύναμη δόση που έλαβε ένας ιστός T σε Sievert
WT: συντελεστής o οποίος εξαρτάται από το είδος του ιστού
Eeff = HT • WT = D • WR • WT
Δόση
Ρυθμός δόσης = -------------------
Χρόνος
Ο ρυθμός δόσης μπορεί να αναφέρεται σε απορροφούμενη δόση (mGy/h, μGy/h), σε
ισοδύναμη δόση (mSv/h, μSv/h) ή σε ενεργό δόση (mSv/h, μSv/h).
|634|
c
E = h • f = h ---------
λ
Όπου:
E: η ενέργεια φωτονίου σε Joule ή eV
h: η σταθερά του Planck ( 6,626•10-34J•s) ή (4,135•10-18keV•s)
f: η συχνότητα της ακτινοβολίας σε Hz
c: η ταχύτητα του φωτός (3•108m/s)
λ: το μήκος κύματος της ακτινοβολίας σε nm
1,234
λ = ----------------
keV
Όπου:
λ: το μικρότερο μήκος κύματος του φάσματος
D = Log10 Ι0/Ιt
Όπου:
D: Πυκνότητα ραδιογραφικού φιλμ
I0: η φωτεινή ακτινοβολία που προσπίπτει
It: η φωτεινή ακτινοβολία που εξέρχεται
s • O.F.D s • O.F.D
Ug = -------------------- (άμεση επαφή αντικειμένου - φιλμ) ή ----------------------------
S.O.D S.F.D – O.F.D
Όπου:
Ug: η γεωμετρική δυσκρίνεια
s: η μέγιστη διάσταση της πηγής ή του εστιακού σημείου
O.F.D: η απόσταση αντικειμένου - φιλμ (object to film distance)
S.F.D: η απόσταση πηγής - φιλμ (source to film distance)
S.O.D: η απόσταση πηγής - αντικειμένου (source to object distance)
Ut = (Ug2 + Uf2)1/2
Όπου:
Ut: η συνολική δυσκρίνεια
Ug: η γεωμετρική δυσκρίνεια
Uf: η ενδογενής δυσκρίνεια
|635|
t (Ut + 1,4 • s)
S.F.D = ------------------------------
Ut
Όπου:
S.F.D: η απόσταση πηγής - φιλμ
Ut: η συνολική δυσκρίνεια
t: το πάχος αντικειμένου
s: οι διαστάσεις της πηγής
Ι1 D22
--------------- = ---------------
Ι2 D12
Όπου:
Ι1: η ένταση σε απόσταση D1
Ι2: η ένταση σε απόσταση D2
D1: η απόσταση 1 από την πηγή
D2: η απόσταση 2 από την πηγή
Ε1 S.F.D12 C1 • T1 S.F.D12
--------------- = ----------------- ή --------------- = -----------------
Ε2 S.F.D22 C2 • T2 S.F.D22
Όπου:
E1: η έκθεση σε απόσταση S.F.D1, C1: η ένταση πηγής σε mA, T1: ο χρόνος έκθεσης
σε min ή s
E2: η έκθεση σε απόσταση S.F.D2, C2: η ένταση πηγής σε mA, T2: ο χρόνος έκθεσης
σε min ή s
S.F.D1: η απόσταση πηγής-φιλμ για την έκθεση 1
S.F.D2: η απόσταση πηγής-φιλμ για την έκθεση 2
Ε1 Ε2
----------------- = -----------------
FD1 FD2
*
Αυτή η εξίσωση είναι προσεγγιστική και ισχύει μόνο για το ευθύγραμμο τμήμα της χαρακτηριστικής καμπύλης του ραδιογραφικού φιλμ.
Όπου:
E1: η έκθεση 1
E2: η έκθεση 2
FD1: η πυκνότητα του ραδιογραφικού φιλμ από την έκθεση 1
FD2: η πυκνότητα του ραδιογραφικού φιλμ από την έκθεση 2
|636|
S.O.D + O.F.D
M = ---------------------------
S.O.D
Όπου:
Μ: η μεγέθυνση
S.O.D: η απόσταση πηγής - αντικειμένου
O.F.D: η απόσταση αντικειμένου - φιλμ
(Fd • S.F.D)
d = -----------------------------
(Sd + Fd)
Όπου:
d: το βάθος της ασυνέχειας μετρούμενο από την πλευρά του φιλμ
Fd: η απόσταση των ενδείξεων της ασυνέχειας στο φιλμ μετά τις δύο εκθέσεις
S.F.D: η απόσταση πηγής - φιλμ
Sd: η απόσταση μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης έκθεσης
S.O.D
Offset = 1,2 • W • -----------------
De
Όπου:
Offset: η απόσταση τοποθέτησης της πηγής από τον κεντρικό άξονα της συγκόλλησης
W: το πλάτος συγκόλλησης
S.O.D: η απόσταση πηγής-αντικειμένου (μετρούμενη κάθετα)
De: η εξωτερική διάμετρος του σωλήνα
v=λ•f
Όπου:
λ: μήκος κύματος σε mm
v: ταχύτητα διάδοσης κύματος σε mm/s
f: συχνότητα σε Hz
|637|
E • ( 1 - μ)
VL = [‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐]1/2
ρ (1 + μ) (1 - 2μ)
Όπου:
VL: ταχύτητα διαμήκους κύματος (m/s)
E: μέτρο ελαστικότητας του Young (N/m2)
ρ: πυκνότητα (Kg/m3)
μ: λόγος του Poisson [(E - 2G) / 2G]
V T ≈ ½ VL
E G
VT = [------------------------]1/2 ή [------------]1/2
2ρ • (1 + μ) ρ
Όπου:
VT: ταχύτητα εγκάρσιων κυμάτων m/s
E: μέτρο ελαστικότητας του Young (N/m2)
ρ: πυκνότητα (Kg/m3)
μ: λόγος του Poisson [(E - 2G) / 2G]
G: μέτρο διάτμησης (N/m2)
(0,87 + 1,12μ)
VS = [------------------------------] • VT
(1 + μ)
Όπου:
VS: ταχύτητα των επιφανειακών κυμάτων m/s
E: μέτρο ελαστικότητας του Young (N/m2)
ρ: πυκνότητα (Kg/m3)
μ: λόγος του Poisson [(E - 2G) / 2G]
λ
dmin ≈ ---------
2
Όπου:
dmin: η μικρότερη ανιχνεύσιμη ασυνέχεια
H1
20 log10 ------------ = dB
H2
Όπου:
dB: Decibel
H1: το ύψος του 1ου σήματος (100%)
H2 : το ύψος του 2ου σήματος (% του Η1)
|638|
sinθL1 sinθL2 sinθT1 sinθT2
Snell’s Law: ---------------- = ---------------- ή ---------------- = ----------------
VL1 VL2 VT1 VT2
Όπου:
L: δείκτης για διαμήκη κύματα με 1 και 2 για τα μέσα διάδοσης 1 και 2.
Τ: δείκτης για εγκάρσια κύματα με 1 και 2 για τα μέσα διάδοσης 1 και 2.
V: η ταχύτητα διάδοσης του κύματος (στο μέσο 1 ή 2) με δείκτη L για διαμήκες και Τ για
εγκάρσιο κύμα.
Z=p•v
ER (Z2 – Z1)2
------------ = ------------------------
EI (Z1 + Z2)2
Όπου:
ER/EI: δείκτης ανάκλασης
Z1: η ακουστική αντίσταση του μέσου 1
Z2: η ακουστική αντίσταση του μέσου 2
ET ER 4 • Z1 • Z2
------------- = 1 - ------------- = -----------------------
EI EI (Z1 + Z2)2
Όπου:
ET/EI: δείκτης διάδοσης
v
t = -----------
2f
Όπου:
t: το πάχος κρυστάλλου σε mm
v: η ταχύτητα του ήχου στο υλικό του κρυστάλλου σε mm/s
f: η συχνότητα με την οποία πάλλεται ο κρύσταλλος σε Hz
|639|
D2 D2 • f
N = -------------- => N = ---------------
4•λ 4•v
Όπου:
Ν: εγγύς ζώνη σε mm
D: διάμετρος κρυστάλλου σε mm
λ: μήκος κύματος σε mm
v: ταχύτητα διάδοσης κύματος σε mm/s
f: συχνότητα σε Hz
1,3 • Q2 • f
N = ----------------------
4v
Όπου:
Q: η λειτουργική πλευρά του κρυστάλλου σε mm
K•λ Κ•v
sin A = --------------- => sin A = -----------------
D D•f
Όπου:
A: γωνία απόκλισης (σε μοίρες)
D: διάμετρος κρυστάλλου σε mm
λ: μήκος κύματος σε mm
v: ταχύτητα διάδοσης κύματος σε mm/s
f: συχνότητα σε Hz
Κ: συντελεστής
Για κυκλικό μετατροπέα ο συντελεστής Κ ισούται με 1,22 για πίεση 0%, 0,87 για πίεση
10% (-20dB), 0,51 για πίεση 50% (-6dB).
Για ορθογώνιο μετατροπέα ο συντελεστής Κ ισούται με 0,74 για πίεση 10%
(-20dB) και 0,44 για πίεση 50% (-6dB).
1
ΜΕΣΟΔΙΑΣΤΗΜΑ (μs) = -------------------------
P.R.F (MHz)
|640|
p = p0 • e-α d
Όπου:
p: η ηχητική πίεση στο τέλος της ηχητικής διαδρομής
p0: η ηχητική πίεση στην αρχή της ηχητικής διαδρομής
e: η βάση των φυσικών λογαρίθμων (e ≈ 2.71828)
α: ο συντελεστής απόσβεσης
d: το μήκος της ηχητικής διαδρομής.
0,1151
α = ----------------- • Ut
v
Όπου:
v: είναι η ταχύτητα του ήχου σε m/s
Ut: σε dB/s
|641|
|642|
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
|643|
21. Betz, C. (1967). Principles of Magnetic Particle Testing. 1st Edition Magnaflux
Corp.
22. Betz, C. (1997). Principles of Magnetic Particle Testing. Glenview, Illinois:
Magnaflux Division of Illinois Tool Works.
23. Birks, A., Green, R., MacIntire, P. (1991). Ultrasonic Testing Non Destructive
Testing Handbook, Vol.7, American Society for Nondestructive Testing.
24. Cameron, J., Skofronick, J., Grant, R. (2002). Φυσική του ανθρώπινου
σώματος. Επιμέλεια έκδοσης: Γεωργίου, Ε., Γιακουμάκη, Ε., Κόττου, Σ.,
Νταλλές, K., Σερέφογλου, A., Σκυλάκου- Λουίζη, Α. Εκδόσεις Παριζιάνου.
25. Campbell, J.(2003). Castings. 2nd Edition, Butterworth-Heinemann.
26. Chemically bonded cores and molds(2000). American Foundry Society.
27. Colangelo, V. (1987). Analysis of Metallurgical Failures. 2nd Edition, Wiley
& Sons.
28. Convair Division of General Dynamics Corporation (1977). Nondestructive
Testing Classroom Training Handbook, 2nd Edition: Magnetic Particle
Testing, Fort Worth, Texas.
29. Convair Division of General Dynamics Corporation (1981). Non Destructive
Testing Classroom Training Handbook, 4th Edition: Liquid Penetrant Testing,
Fort Worth, Texas.
30. Cupola Handbook (1999). American Foundry Society, 6th Edition.
31. Engels, G., Wübbenhorst, H. (2007). 5000 Jahre Giessen von Metallen. Verlag:
Giesserei-Vlg.
32. Flinn, R. (1961). Copper, brass and bronze Castings, Non-Ferrous Founders'
Society, Inc., Cleveland.
33. Fox, M. (2006). Quantum Optics, An Introduction. Oxford University Press,
Μτφ. Παπαδόγγονας, Ι., Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης(2015), Ηράκλειο.
34. Fundamentals of Non-Destructive Testing (1977). Lessons 3 & 4: Magnetic
Particle Inspection, ASNT.
35. Fundamentals of Non-Destructive Testing (1977). Lesson 1, Introduction to
NDT, ASNT.
36. Griffiths, D. (1989). Introduction to electrodynamics, Prentice-Hall
International, 2nd Edition. Μτφ Αρβανιτίδης, Σ., Λαυρέντζος, Α., επιμ.
Δήτσας, Π., Κουρκουμέλη, Χ., Πανεπιστημαικές Εκδόσεις Κρήτης (1987),
Ηράκλειο.
37. Guide to Sand Additives (1987). American Foundry Society.
38. Hagemaier, D. (1977). Fundamentals of Non-Destructive Testing, Lesson 15:
Standards and Specifications, ASNT.
39. Halliday, D., Resnick, R. (1976). Φυσική. Μτφ. Πνευματικός-Πεπονίδης,
Επιστημονικές και Τεχνικές Εκδόσεις. Πνευματικού, Αθήνα.
40. Halmshaw, R. (1982). Applied Science Publishers Ltd. London and New
Jersey.
41. Halmshaw, R. (1991). Non-Destructive Testing, 2nd Edition. The British
Institute of Non-Destructive Testing.
42. Handbook of radiographic apparatus and techniques. (English) Publication for
the IIW by the Welding Institute, Abington, Cambridge, England.
|644|
|645|
65. Pain, J. (2005). The Physics of Vibrations and Waves. 6th Edition, Wiley Inc.
66. Patternmaker's manual (1986).American Foundrymen's Society.
67. Quinn, R., Sigl C. (ed) (1980). Radiography in Modern Industry, 4th Edition,
Eastman Kodak Company, Rochester, New York 14650.
68. Radiographic film systems: brochure issued by GE Inspection Technologies.
69. Ruane & TPO’Neill Issue 5 Ultrasonic inspection.
70. Simpson, B. (1948). History of the Metalcasting Industry.
71. Smith,W. (2010). Foundations of Materials Science and Engineering, 5th
Edition, Mc Graw Hill, International Editions.
72. SNT Level II Study Guide - Ultrasonic Testing Method (1999), ASNT.
73. Stryer, L. (1997). Βιοχημεία. Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο.
74. Taylor, J. (ed) (1996). Basic Metallurgy for Non-Destructive Testing, British
Institute of Non-Destructive Testing.
75. Tooling for Die Casting (2012). NADCA Product Specification Standards for
Die Castings
76. UNSCEAR, 2008. Sources and Effects of Ionizing Radiation, United Nations
Scientific Committee on the Effects of Atomic Radiation, Report to the
General Assembly with Scientific Annexes. Vol. I. United Nations, New York,
2010.
77. Verhoeven, J. (1975). Fundamentals of Physical Metallurgy. Wiley Inc.
78. Walkington, W. (2003). Die Casting Defects. North American Die Casting
Association, Arlington Heights, Illinois.
79. Walton, C., Opar, T. (ed) (1981). Iron Castings Handbook. Iron Castings
Society Inc.
80. Welding Institute (2009). Size Measurement and Characterization of Weld
Defects By Ultrasonic Testing, Part 1.
|646|
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
|647|
|648|
1. http://eur-
lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=CELEX:31980L0836:EL:HTM
L, Ιστοσελίδα πρόσβασης στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Οδηγία
80/836/Euratom του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 1980 περί τροποποιήσεως
των οδηγιών για τον καθορισμό των βασικών κανόνων προστασίας της υγείας
του πληθυσμού και των εργαζομένων από τους κινδύνους που προκύπτουν από
ιοντίζουσες ακτινοβολίες, Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: Δεκέμβριος
2013.
2. http://thelibraryofmanufacturing.com/true_centrifugal_casting.html, True
Centrifugal Casting, Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: Φεβρουάριος 2015.
3. http://www.afsinc.org, American Foundry Society, Ημερομηνία τελευταίας
πρόσβασης: Δεκέμβριος 2014.
4. http://www.diecasting.org, North American Die Casting Association,
Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: Φεβρουάριος 2015.
5. http://www.eeae.gr/gr/index.php?fvar=html/dosi/_dosim_used, Ελληνική
Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας, Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: Ιούνιος
2014.
6. http://www.eeae.gr/gr/index.php?fvar=html/dosi/_odigies, Ελληνική Επιτροπή
Ατομικής Ενέργειας, Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: Νοέμβριος 2014.
7. http://www.eeae.gr/gr/index.php?menu=0&fvar=html/president/_info_radiatio
n_ion, Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας, Ημερομηνία τελευταίας
πρόσβασης: Σεπτέμβριος 2014.
8. http://www.industrialnoisecontrol.com, International Noise Control, Inc,
Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: Φεβρουάριος 2015.
9. http://www.lavender-ndt.co.uk, Lavender NDT International, Ημερομηνία
τελευταίας πρόσβασης: Φεβρουάριος 2015.
10. http://www.radiochemistry.org, Αμερικάνικη Ένωση Ραδιοχημείας,
Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: Μάιος 2014.
11. http://www.tinker.af.mil/shared/media/document/AFD-140606-042.pdf,
Technical Manual Non Destructive Inspection Methods, Basic Theory,
Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: Φεβρουάριος 2015.
12. http://www-pub.iaea.org/MTCD/Publications/PDF/p1531interim_web.pdf,
International Atomic Energy Agency, General Safety Requirements Part 3
(Interim): Radiation Protection and Safety of Radiation Sources-International
Basic Safety Standards, IAEA Safety Standards for protecting people and the
environment, Vienna 2011, Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: Νοέμβριος
2014.
13. http://www-pub.iaea.org/MTCD/Publications/PDF/Pub1466_web.pdf,
International Atomic Energy Agency, Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης:
Αύγουστος 2014.
14. https://orise.orau.gov/reacts/guide/index.htm, Guidance for Radiation Accident
Management, Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: Δεκέμβριος 2014.
|649|
15. https://www.nde-
ed.org/EducationResources/CommunityCollege/RadiationSafety/cc_rad-
safety_index.htm, NDE/NDT Resource Center, Ημερομηνία τελευταίας
πρόσβασης: Νοέμβριος 2014.
16. www.corrosionclinic.com, Corrosion Consulting Services, Ημερομηνία
τελευταίας πρόσβασης: Φεβρουάριος 2015.
17. www.eeae.gr, Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας, Ημερομηνία
τελευταίας πρόσβασης: Οκτώβριος 2014.
18. www.eye-laser-surgery.gr, Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: Νοέμβριος
2014.
19. www.eyepathology.gr, Ινστιτούτο Οφθαλμικής Φλεγμονής και Παθολογίας
Οφθαλμού, Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: Νοέμβριος 2014.
20. www.innerspec.com, Innerspec Technologies, Ημερομηνία τελευταίας
πρόσβασης: Νοέμβριος 2014.
21. www.mcm.aueb.gr/ment/semiotics/visper/visindex.html, Ημερομηνία
τελευταίας πρόσβασης: Σεπτέμβριος 2014.
22. www.nationalboard.org, The National Board of Boiler and Pressure Vessel
Inspectors, Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: Ιούνιος 2014.
23. www.nde-ed.org, NDE/NDT Resource Center, Ημερομηνία τελευταίας
πρόσβασης: Νοέμβριος 2014.
24. www.nde-ed.org, NDT Resource Center, Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης:
Οκτώβριος 2014.
25. www.ndt.net, Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: Νοέμβριος 2014.
26. www.ndtsupply.com, Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: Νοέμβριος 2014.
27. www.olympus-ims.com, Inspection and Measurement Systems, Ημερομηνία
τελευταίας πρόσβασης: Οκτώβριος 2014.
28. www.orau.org, Oak Ridge Associated Universities, Ημερομηνία τελευταίας
πρόσβασης: Νοέμβριος 2014.
29. www.physics.ntua.gr, Σχολή Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών
Επιστημών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Ημερομηνία τελευταίας
πρόσβασης: Ιούνιος 2014.
30. www.victor-aviation.com, Victor Aviation Service Inc, Ημερομηνία
τελευταίας πρόσβασης: Οκτώβριος 2014.
31. www.wellcome.ac.uk/.../images/DNA_helix.jpg - Προσαρμογή από το ΚΠΕ
ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ, Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: Οκτώβριος 2014.
32. www.xraylamp.webd.pl, Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: Ιούνιος 2014.
33. www.ob-ultrasound.net, Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης, Μάρτιος 2015
|650|
ΟΠΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
ASME Boiler and Pressure Vessel Code, Section V, Art. 7, Magnetic Particle
Examination, 1995 ed.
ASTM E1316 - 91b, Standard Terminology for Nondestructive Examinations,
Section G, Magnetic Particle Inspection (E269), 1991.
ASTM Ε 125-63 (Reapproved 1985): Standard Reference Photographs for
Magnetic Particle Indications on ferrous Castings, 1985.
ASTM Ε 709-80 (Reapproved 1985): Standard Practice for Magnetic Particle
Examination, 1985.
|651|
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ
|652|
ΕΛΕΓΧΟΣ ΜΕ ΥΠΕΡΗΧΟΥΣ
|653|
E 213-86: Standard practice for ultrasonic examination of metal pipe and tubing,
reap. 1990.
E 273-83: Standard practice for ultrasonic examination of longitudinal welded
pipe and tubing, reap. 1989.
E 317: Standard practice for evaluating performance characteristics of ultrasonic
pulse-echo testing systems without the use of electronic measurement
instrument, reap. 1990.
E 494-89: Standard practice for measuring ultrasonic velocity in materials.
E 797-90: Standard practice for measuring thickness by manual ultrasonic pulse-
echo contact method, 2010.
EN 1714-97: Ultrasonic examination of welded joints, 1997.
EN 17640: Non-destructive testing of welds, ultrasonic testing, techniques,
testing levels and assessment (ISO17640:2010).
ISO 5817-92: Arc-welded joints in steel, guidance on quality levels for
imperfections, 1992.
ISO 9765-90: Submerged arc-welded steel tubes for pressure purposes -
Ultrasonic testing of the weld seam for the detection of longitudinal and/or
transverse imperfections, 1990.
|654|