Professional Documents
Culture Documents
Μπαίνω στον πειρασμό να τον αγνοήσω τον μαλάκα. Οι φίλοι είναι ένα
γαμημένο χάσιμο χρόνου. Διατεθειμένοι πάντα να σε κατεβάσουν στο
δικό τους επίπεδο κοινωνικής, σεξουαλικής και διανοητικής μετριότητας.
Αλλά καλύτερα να του την πω του άχρηστου, μη τυχόν νομίσει ότι με
κόμπλαρε. Σ. 39.
Πίνουμε στο μπαρ στο πατάρι, όταν την προσοχή μας τραβάει μια
συμμορία ψυχάκηδων που μπαίνουν κάτω στη γεμάτη κόσμο παμπ.
Κορδωτοί, ψαρωτικοί και φασαριόζοι. Τα σιχαίνομαι κάτι τέτοια
μουνόπανα. Μουνόπανα σαν τον Μπέγκμπι. Που γουστάρουν να
κοπανάνε με ρόπαλα του μπέιζμπολ όποιο γαμιόλη είναι διαφορετικός
απ’ αυτούς—Πακιστανούς, αδερφές, ό,τι βρουν. Γαμημένες αποτυχίες σε
μια χώρα αποτυχημένων. Δεν εχει νόημα να τα ρίχνεις στους Άγγλους
που μας κάνουν κουμάντο. Δεν τους μισώ τους Άγγλους. Είναι απλά
μαλάκες. Εμάς, όμως, μας κυβερνάνε οι μαλάκες. Δεν μπορούμε καν να
βρούμε έναν αξιοπρεπή, ζωντανό και υγιή πολιτισμό να μας κάνει
κουμάντο. Όχι. Μας κυβερνάνε ψόφιες κωλοτρυπίδες. Εμάς επομένως τι
μας κάνει αυτό; Τελευταίους των τελευταίων, κατακάθια της γης· τα πιο
άθλια, μίζερα, οικτρά και δουλοπρεπή σκουπίδια που είδαν ποτέ το φως
της Δημιουργίας. Δεν τους μισώ τους Άγγλους. Πάνε μπροστά με τα
σκατά που διαθέτουν. Μισω τους Σκοτσέζους. Σ. 92-93.
Τα ψέματα στον εαυτό μας και μεταξύ μας έχουν δημιουργήσει μια
ολόκληρη μπεγκμπική μυθολογία Εκτός από μας, αυτές τις μαλακίες τις
πιστεύει και ο Μπέγκμπι. Παίξαμε μεγάλο ρόλο στο να γίνει αυτός που
είναι:
Πραγματικότητα:Τον φοβούνται.
Παρ’ όλα αυτά, ο Ρέντον περνάει μία από τις γνωστές αυτοαναλυτικές
του φάσεις και αυτή η αυτάρεσκη ικανοποίηση εξατμίζεται γρήγορα.
Παραδέχεται ότι ο κώλος της κοπέλας δεν είναι τόσο χοντρός.
Διαπιστώνει πως έχει ενεργοποιήσει πάλι τον μηχανισμό της αυταπάτης.
Ένα μέρος του εαυτού του πιστεύει πως είναι με διαφορά το πιο
ελκυστικό άτομο μέσα στο μπαρ. Και ο λόγος γι’αυτό είναι ότι μπορεί
και βρίσκει πάντα κάτι το αποκρουστικό ακόμη και στο πιο υπέροχο
πλάσμα. Εστιάζοντας σ’αυτό το μεμονωμένο άσχημο σημείο, μπορεί
έπειτα στο μυαλό του να εκμηδενίσει την ομορφιά του άλλου. Από την
άλλη, τα δικά του άσχημα στοιχεία δεν τον ενοχλούν, γιατί τα έχει
συνηθίσει και, σε τελική ανάλυση, δεν τα προσέχει καν. Σ. 154.
Συμπεραίνει πως ο λόγος που ποτέ δεν το συζητάει, είναι ότι πάντα
παίρνεις περισσότερους πόντους σαν επιβήτορας αν σηκώσεις τους
ώμους σου αινιγματικά και χαμογελάσεις, παρά αν αρχίσεις να μπαίνεις
σε λεπτομέρειες προς τέρψη του κάθε μαλάκα. Αυτό ήταν κάτι που το
είχε μάθει από το Αρρωστάκι. Που και ο αντισεξισμός του ακόμα
επικαλυπτόταν από μια σεξιστική αυταρέσκεια. Οι άντρες, σκέφτεται από
μέσα του, είμαστε μαλάκες και για λύπηση. Σ. 165.
Δεν τον νοιάζει για τίποτα. Κι αφού δεν τον νοιάζει, δεν πληγώνεται ποτέ
[…] αλλά και πάλι, τι πάει να πει αποτυχία κι επιτυχία; Τρέχα γύρευε.
Ζούμε όλοι και μετά πεθαίνουμε, σ’ένα μάλλον σύντομο χρονικό
διάστημα. Αυτό είναι όλο. Στην υγειά σας και χαίρεται. Σ. 239-240
Πίστευα κι εγώ πως οποιοσδήποτε πάνω από τα είκοσι είναι για τον
πύτσο και δεν έχει κανένα νόημα να μιλάς μαζί του, μέχρι που πάτησα κι
εγώ τα είκοσι. Αλλά όσο περνάει ο καιρός, τόσο πιο πολύ πιστεύω πως
είχα δίκιο. Από τότε και μετά όλα γίνονται ένας οικτρός συμβιβασμός,
μια άτακτη υποχώρηση, προοδευτικά, ώσπου να πεθάνεις. Σ. 249.
Οι μόνοι καριόληδες που επηρέασαν τον Μπίλι ήταν οι ένοπλοι του ΙΡΑ
—που κι αυτοί μια χαρά μαλάκες είναι. Δεν τρέφω αυταπάτες, ότι και
καλά πρόκειται για μαχητές της ελευθερίας. Έκαναν τον αδερφό μου
στάχτη οι μπάσταρδοι. Αυτοί όμως απλά πάτησαν τον διακόπτη. Οι
μαλάκες οι οραγγιστές δρομολόγησαν τον θάνατό του με τις κορδέλες
και τα φλάουτα τους κάθε Ιούλιο, αυτοί γέμισαν το ηλίθιο κεφάλι του
Μπίλι με βλακείες για την πατρίδα, το στέμμα κι αυτές τις παπαριές.
Σήμερα θα γυρίσουν σπίτι τους ευχαριστημένοι. Θα πουν στους φίλους
τους ότι σκοτώθηκε ένας συγγενής τους, πως δολοφονήθηκε απ’ τον ΙΡΑ
υπερασπιζόμενος τα ιδανικά της Μεγάλης μας Βρετανίας. Η άσκοπη
οργή τους θα φουντώσει, θα τους κάνει να πάνε στις παμπ να τα πιουν
και θα πυκνώσει τις μαλακισμένες γραμμές τους με καινούρια
σεχταριστικά μουνόπανα. Σ. 253-254.
Θυμάμαι μια φορά που βολτάραμε με τον Σπαντ στην Πρίνσες Στριτ στο
Εδιμβούργο, ξενερωμένοι κι οι δύο, να περπατάμε σ’αυτό τον σιχαμένο
δρόμο τον νεκρωμένο από τους τουρίστες και τα μαγαζιά, τη δίδυμη
κατάρα του σύγχρονου καπιταλισμού, όταν κάποια στιγμή κοιτάζω πάνω
στο κάστρο και σκέφτομαι, για μένα δεν είναι τίποτ’άλλο παρά ένα
ακόμα κτίριο. Σ. 260.
Πριν από λίγους μήνες, η Νίκολα του είχε πιάσει την κουβέντα καθώς
πήγαιναν με τα πόδια από ένα πάρτι στο Σάιτχιλ σ’ένα άλλο στο
Γουέστερ Χέιλς. Τα έλεγαν ωραία κι είχαν αποσπαστεί από την υπόλοιπη
παρέα. Εκείνη ήταν πολύ δεκτική κι ο Σπαντ μιλούσε άνετα και
ελεύθερα, φτιαγμένος με το σπιντ. Κρεμόταν απ’τα χείλη του κανονικά.
Ο Σπαντ δεν ήθελε να φτάσουν ποτέ σ’εκείνο το πάρτι, ευχόταν να
μπορούσαν απλώς να συνεχίσουν να μιλάνε και να περπατάνε. Πέρασαν
μια υπόγεια διάβαση κι ο Σπαντ σκέφτηκε να κάνει την κίνηση και να
πιάσει τη Νίκολα από τη μέση. Και τότε του ήρθε στον νου ένα κομμάτι
των Smiths που πάντα του άρεσε: And in the darkened underpass I
though OhGod, my chance has come at last But then a strange fear
gripped me And I just couldn’t ask. Η θλιμμένη φωνή του Μόρισεϊ
συνόψιζε τον τρόπο που ένιωθε. Δεν περασε το χέρι του στη μέση της
Νίκολα, κι οι προσπάθειες του να της ξαναπιάσει την κουβέντα μετα
απ’αυτό ήταν λιγόψυχες. Τρύπωσε σ’ένα δωμάτιο με τον Ρεντς και τον
Μάτι και παραδόθηκε στη μακάρια ελευθερία, απαλλαγμένος από την
αγωνία του να αναρωτιέται αν θα μπορούσε τελικά να κάνει κάτι μαζί
της. Σ. 303-304.
China in your hand – T; Pau, Take my breath away Berlin Don’t you
want me Human League, Rod Stewart. Σ. 309.