You are on page 1of 299

Χριστίδη Γ. Α.

Στων Αιώνων τα Ζάλα


Ιστορικό μυθιστόρημα

Ηράκλειο 2021

0
Περιεχόμενα

Πρόλογος………………………………………σελ. 3
1η Ενότητα-17ος Αιώνας………………………σελ. 4
Κύρια πρόσωπα 1ης ενότητας………………..σελ. 82
2η Ενότητα-18ος Αιώνας……………………...σελ. 84
Κύρια πρόσωπα 2ης ενότητας………………..σελ. 154
3η Ενότητα-19ος Αιώνας……………………...σελ. 156
Κύρια πρόσωπα 3ης ενότητας………………..σελ. 223
4η Ενότητα-20ος Αιώνας……………………...σελ. 225
Επίλογος………………………………………σελ. 296
Κύρια πρόσωπα 4ης ενότητας………………..σελ. 297

1
Πρόλογος

Η ιστορία ξεκινάει από τον 17 ο αιώνα, με την πτώση της πόλης του
Χάνδακα και τελειώνει λίγο πριν την τρίτη χιλετηρίδα. Το ταξίδι αυτό
στους αιώνες, το κάνουμε συντροφιά με την οικογένεια των Καντιανών.
Μέσα από τις χαρές, τις λύπες αλλά και τις τραγωδίες που πλήττουν την
οικογένεια και τους απογόνους της, στους τέσσερις αυτούς αιώνες,
βλέπουμε πόσα μπορεί να υπομείνει η ανθρώπινη αντοχή και πόσο
δυνατός είναι ο πόθος στην ψυχή των ανθρώπων για ελευθερία και
δικαιοσύνη.
Όλα τα πρόσωπα είναι φανταστικά εκτός από αυτά που αναφέρονται
σε ιστορικά γεγονότα που αφορούν τους αγώνες για την ελευθερία του
νησιού από τους Τούρκους.
Πολύτιμο βοήθημα για την ορθότητα των χρονολογιών των ιστορικών
γεγονότων αποτέλεσε το βιβλίο του Θεοχάρη Δετοράκη με τίτλο «Ιστορία
της Κρήτης».

2
Στων Αιώνων τα Ζάλα
Ιστορικό μυθιστόρημα

Copyright © 2021, Χριστίδη Γ. Α.


Η πνευματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας
απαγορευτικής των προβολών της. Επισημαίνεται πάντως ότι κατά το Ν.2121/1993 και τη
Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης (που έχει κυρωθεί με το Ν.100/1975) απαγορεύεται η
αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος έργου, με οποιονδήποτε τρόπο,
τμηματικά ή περιληπτικά, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, χωρίς γραπτή
άδεια του εκδότη και του συγγραφέα.

3
17ος Αιώνας
1

Ήταν Αύγουστος του 1669, όταν ο Ανδρέας Καντιανός ανέβαινε με βαριά βήματα
το δρόμο που οδηγούσε στο χωριό του, το Φαλκούνι, ενώ πίσω του ακουγόντουσαν
οι ήχοι της μάχης από την πολιορκία του Χάνδακα.
Αρχές του καλοκαιριού του 1645 πρωτοπάτησαν το πόδι τους οι Τούρκοι στην
Κρήτη και, αφού κατέκτησαν τα Χανιά, το Ρέθυμνο και σχεδόν όλα τα χωριά του
νησιού, το 1648 άρχισαν την πολιορκία του Χάνδακα, το τελευταίο προπύργιο της
Χριστιανοσύνης στην ανατολική Μεσόγειο. Εικοσιένα χρόνια μάχονταν οι Οθωμανοί
για να κατακτήσουν την άπαρτη μέχρι τότε πόλη, με χιλιάδες στρατό και κανόνια
χωρίς να τα καταφέρουν αλλά τώρα, οι υπερασπιστές της, Κρήτες, Βενετοί και μαζί
τους οι λιγοστοί σύμμαχοι που είχαν απομείνει από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, είχαν
αρχίσει πια να λυγίζουν.
Θεέ μου, πόσα βάσανα μας περιμένουν ακόμη, σκέφτηκε αναστενάζοντας ο
Ανδρέας, και με θλιμμένη ψυχή συνέχισε το δρόμο για το σπίτι, κρατώντας τα γκέμια
της φοράδας του που ήταν φορτωμένη με άδεια καλάθια. Αυτός, όπως και οι
υπόλοιποι συγχωριανοί του, ήταν αγγαρεμένοι να προμηθεύουν με δικά τους τρόφιμα
τα στρατεύματα των πολιορκητών του Χάνδακα. Οι πιο φτωχοί του χωριού, είχαν
σηκωθεί κι είχαν φύγει για να γλυτώσουν από αυτόν τον εξαναγκασμό που θα
αφάνιζε από την πείνα αυτούς και τα παιδιά τους.
Σαράντα πέντε χρόνων ήταν ο Ανδρέας Καντιανός, αλλά έδειχνε μεγαλύτερος σε
ηλικία, από τις έννοιες και τα βάσανα του βίου του. Με τη Μαγδαληνή τη γυναίκα
του, είχαν κάνει πέντε παιδιά, δύο γιούς και τρείς κόρες, οι δυο παντρεμένες. Η
Μαριέττα, η πρωτογόνατη κόρη του, ζούσε στα Χανιά με τον άντρα της το Δημητρό
και τα δυο τους παιδιά. Ο Δημητρός ήταν ένας όμορφος άντρας, μελαχρινός με
μεγάλα μαύρα μάτια και ήταν έμπορος. Όταν είχε περάσει πριν μερικά χρόνια από το
χωριό για δουλειές, έτυχε να δει τη Μαριέττα στο δρόμο με τη μάνα της και την ίδια
μέρα πήγε σπίτι της και τη ζήτησε. Ο Ανδρέας, είδε πως ήταν καλό παλικάρι μα πριν
δώσει την ευχή του, ήθελε πρώτα να σιγουρευτεί πως η θυγατέρα του θα έπεφτε σε
καλά χέρια. Ρωτώντας πήρε πληροφορίες για τους γονείς και το σόι του Δημητρού,
και σαν βεβαιώθηκε πως ήταν καλοί και τίμιοι άνθρωποι, τότε δέχτηκε να δώσουν τα

4
χέρια και να γίνει ο γάμος. Το παράπονο του ήταν που δεν μπορούσε να χαρεί τα
πρώτα εγγόνια του, γιατί ήταν μακριά στα Χανιά.
Η δεύτερη θυγατέρα του η Κώστια, έμενε σε ένα κοντινό με το πατρογονικό της,
χωριό, με τα τρία παιδιά και τον άντρα της, τον Γιώργη, που για να μη χάσει τα
τελευταία κομμάτια γης που είχαν απομείνει στην κατοχή του, από την σκληρή
φορολογία που επέβαλλαν οι Τούρκοι με τους μουκατάδες(1) από τη μία, και την
αδηφαγία Τούρκων και Ελλήνων αξιωματούχων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας,
από την άλλη, αναγκάστηκε να ασπαστεί το μουσουλμανισμό και από Γιώργης να
γίνει Μουσταφά. Δεν ήταν ο μοναδικός εξισλαμισμένος στο χωριό και άλλοι
συγχωριανοί του είχαν κάνει το ίδιο, για να γλυτώσουν αυτοί και οι οικογένειες τους
από τη σκληρή τυραννία των κατακτητών. Αρκετοί από αυτούς, όπως ο Γιώργης,
ήταν κρυπτοχριστιανοί, υπήρχαν όμως και άλλοι, που όταν απαρνήθηκαν την πίστη
τους, απαρνήθηκαν μαζί και την εθνική τους συνείδηση και έγιναν πιο σκληροί και
πιο άγριοι με τους συμπατριώτες τους ακόμα και από τους ίδιους τους Τούρκους.
Η στερνοθυγατέρα του Ανδρέα ήταν η Χρυσή, που όλοι είχαν να λένε πως το
όνομα ταίριαζε με την καλή της ψυχή. Η Χρυσή προετοιμαζόταν για να μονάσει. Από
μικρό παιδί ήταν πονόψυχο με ανθρώπους και ζώα, ενώ η καλή κουβέντα δεν έλειπε
ποτέ από το στόμα της. Είχαν έρθει πολλά προξενιά από τα δεκατέσσερα της μα τόχε
πει από τότε στους γονείς της, πως είχε παντρευτεί το Χριστό και θα μόναζε στο
μοναστήρι της Παναγίας.
Ο μεγαλύτερος από τους δύο γιους του Ανδρέα, ήταν ο Δαμιανός, δεκαεννιά
χρονών ξετελεμένος άντρας, ολόιδιος ο πατέρας του, καστανός με όμορφα
χαρακτηριστικά. Ο Δαμιανός ήταν λογοστεμένος με την Εργίνα, ένα λυγερό
ξανθομάλλικο κορίτσι δεκαπέντε χρονών με φωτεινά γαλάζια μάτια, και είχε αρχίσει
να ετοιμάζει το σπίτι, που θα στέγαζε την οικογένεια τους όταν θα την παντρευόταν.
Το σπίτι που έχτιζε, το χώριζε μια μεσοτοιχία από το πατρικό του και ζόριζε τον
πρωτομάστορα να μην αργεί, να το τελειώσουν γρήγορα. Η ψυχή του παλικαριού
έτρεμε από φόβο, μήπως ο πατέρας της στο μεταξύ αλλαξογνωμήσει και πάρει πίσω
το λόγο του για να τη δώσει σε άλλον, αφού του τη γύρευαν πολλοί, ανάμεσα τους
και παλικάρια από πλούσιες οικογένειες. Όμως άδικα φοβόταν, γιατί η κοπέλα τον
είχε αγαπήσει με όλη τη δύναμη της ψυχής της.

1 Έγγειοι φόροι που προσδιορίζονταν κατ αποκοπή σε ετήσια βάση και αφορούσαν όλα τα
παραγόμενα προϊόντα και τα κάθε είδους αγαθά.

5
Ο πατέρας της Εργίνας,, ο Στελιανός, καταγόταν από πλούσια οικογένεια, μα από
τον καιρό που τους κατακτήσαν οι Οθωμανοί, το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας
του, του το άρπαξαν και ενώ τα δύο του αδέλφια αλλαξοπίστησαν και έμεινε η
πατρική περιουσία στην κατοχή τους, ο Στελιανός έμεινε πιστός στη θρησκεία των
γονέων και των παππούδων του. Δεν του ΄κανε καρδιά να απαρνηθεί την πίστη του
για να σώσει το πλούσιο βιος του. «Στελιανός γεννήθηκα και Στελιανός θα πεθάνω
για χάρη του Χριστού μας», έλεγε, και πορευόταν με το μικρό λιόφυτο που του είχε
απομείνει, ένα περβολάκι και τρία πρόβατα. Δεν βαρυγκομούσε ποτέ, έλεγε πάντα
«Δόξα σοι ο Θεός» και το μόνο που τον ταλαιπωρούσε για πολλά χρόνια, ήταν η
άρρωστη καρδιά του. Την Εργίνα, την είχε μοναχοθυγατέρα και μοναχοπαίδι, η
γυναίκα του είχε πεθάνει από χρόνια και δεν ήθελε να βάλει άλλη στο σπίτι.
Ανέστησε μόνος το παιδί του και έφτασε πια η ώρα να το στεφανώσει και να
ταχταρίσει εγγόνια και δισέγγονα στα γόνατα του. Ήταν ευχαριστημένος που η
Εργίνα θα παντρευόταν τον Δαμιανό, γιατί είχε σε μεγάλη εκτίμηση την οικογένεια
του Ανδρέα, όπως όλοι στο χωριό, αλλά και τον ίδιο τον Δαμιανό, που ήταν όμορφο
και θεληματάρικο παλικάρι.
Πολλές βραδιές ο Δαμιανός πριν κοιμηθεί, έβγαινε κρυφά από το σπίτι και μέσα
στη νυχτερινή ψύχρα, πήγαινε έξω από το παράθυρο της Εργίνας και της έλεγε με
χαμηλή φωνή μαντινάδες της αγάπης.
«Μη με ρωτάς αν σ αγαπώ, για ξάνοιξε με πρώτα
Τα δυο μου χείλη μη ρωτάς, τα δυο μου μάθια ρώτα»
Η Εργίνα πίσω από το κλειστό παράθυρο, άκουγε τα λόγια του και δάκρυζε από
την πολλή αγάπη της γι΄αυτόν και αδημονούσε κι αυτή, να τελειώσει γρήγορα το
σπίτι για να στεφανωθούν. Το παράθυρο της δεν άνοιγε ποτέ, μα ο Δαμιανός ήξερε,
πως οι μαντινάδες του φτάναν την καρδιά της πέρδικας του και γύριζε σπίτι
ευτυχισμένος.
Ο Τίτος, ο μικρότερος γιός του Ανδρέα, είχε πάρει από το σόι της μάνας του, είχε
μαύρα μαλλιά και σκούρα μπλε μάτια σα της θάλασσας. Ήταν στα δεκατέσσερα του
και είχε ρίξει πολύ μπόι για την ηλικία του, ενώ στα νεανικά του χείλη είχε αρχίσει να
ξεφυτρώνει ένα αραιό μουστακάκι. Η Μαγδαληνή του είχε ξεχωριστή αδυναμία γιατί
της θύμιζε, όσο μεγάλωνε, το συχωρεμένο τον πατέρα της.

6
2

Ο Ανδρέας κόντευε να φτάσει στην τελευταία στροφή, όταν άρχισαν να φαίνονται


τα πρώτα σπίτια του χωριού.
Το Φαλκούνι ήταν μεγάλο χωριό και απλωνόταν σε μια λοφοπλαγιά, με τα σπίτια
κολλητά το΄να στ άλλο, για να προστατεύονται τα παλιά χρόνια από επιδρομές
πειρατών. Υπήρχαν όλων των ειδών τα σπίτια, πολλά ήταν τρώγλες με καλάμια και
κουρελούδες, άλλα πετροκάλυβα, και άλλα ρημαγμένα που σωριαζόντουσαν σε
ερείπια με το πέρασμα του χρόνου, εγκαταλελειμμένα από χωριανούς που, ή είχαν
αναζητήσει αλλού πατρίδα για να σωθούν από τη βαναυσότητα των γενίτσαρων, ή
είχαν δολοφονηθεί.
Αυτά που ήταν επάνω στον μεγάλο δρόμο που οδηγούσε στον Χάνδακα, ήταν σε
καλύτερη κατάσταση, όπως αυτό του Ανδρέα, που ήταν γερό και καλοχτισμένο με
ένα πλάτανο απ έξω. Είχε δύο μεγάλες κάμαρες και κουζίνα και ήταν φτιαγμένο με
γερά μεσοδόκια που συγκρατούσαν το δώμα, ενώ πιο πέρα απ το σπίτι ήταν ο
στάβλος και το περβόλι.
Των μουσουλμάνων τα σπίτια ήταν μεγάλα και περιποιημένα, με πλούσιους
κήπους, κλεισμένα σε ψηλούς τοίχους. Το πιο ωραίο όμως σπίτι του χωριού, ήταν το
αρχοντικό του Κενάν Μπέη, που βρισκόταν πάνω σε ένα πλάτωμα κοντά στο σπίτι
του Ανδρέα. Ήταν πετρόκτιστο με χαγιάτι, ξύλινα πατώματα, βαριά σκαλιστά έπιπλα,
τούρκικα χαλιά, οντάδες και με ένα μεγάλο κήπο γύρω του γεμάτο λουλούδια και ένα
πηγάδι.
Ο Κενάν Μπέης, είχε αποβιβαστεί στη Σούδα το 1646 σαν αξιωματικός του
Οθωμανικού στρατού, με τη στρατιά του Ντελή Χουσεΐν και είχε συμμετάσχει σε
πολλές μάχες για την κατάκτηση της Κρήτης. Το 1654, όταν πια είχε κατακτηθεί
σχεδόν όλη η ύπαιθρος του νησιού, έχτισε το αρχοντικό του στο Φαλκούνι και
εγκαταστάθηκε σ΄ αυτό με τη γυναίκα του τη Φάτμα Χανούμ και τους δύο γιούς του,
τον Σελίμ Αγά και τον Κερέμ. Ο Μπέης είχε μεγάλο βιος αλλά τελευταία είχε βάλει
στο μάτι και ένα κομμάτι γης, ποτιστικό, του Ανδρέα και κάθε τόσο τον ενοχλούσε
να του το πουλήσει. Θα μπορούσε να του τα αρπάξει, μα ήταν πολλά χρόνια γείτονες
και δεν το ΄κανε. Ο Ανδρέας, το κομμάτι αυτό το΄χε από τους προγόνους του και
προσπαθούσε δουλεύοντας σκληρά με τους γιούς του να το κρατήσει γιατί έδινε
καλές σοδειές, μα ο Κενάν ήταν αποφασισμένος να του το πάρει.

7
Πίσω από το χωριό απλωνόντουσαν τα ψωμοχώραφα(2) και τα αμπέλια, που οι
παλιοί ιδιοκτήτες τους τα καλλιεργούσαν πια σα δουλοπάροικοι αφού άλλοι
καρπώνονταν τον ιδρώτα τους.
Πιο παλιά, υπήρχαν στο χωριό και τρείς εκκλησίες, του Ευαγγελισμού της
Θεοτόκου, που ήταν στην πλατεία του χωριού, του Αγίου Ανδρέα και του Αγίου
Αντωνίου που λειτουργούσε ακόμα. Η πρώτη εκκλησία έγινε μετζίτι(3) και μετά
τζαμί, τη δεύτερη την έκλεισαν οι Μουσουλμάνοι γιατί τους ενοχλούσε η καμπάνα
που ακουγόταν, όπως έλεγαν, μέχρι τα σπίτια τους και έμεινε η εκκλησία του Αγίου
Αντωνίου, που ήταν μακριά, στην άκρη του χωριού κοντά στο βουνό και τη
λειτουργούσε ο παπά Ηλίας. Η καμπάνα της εκκλησίας είχε αφαιρεθεί και στη θέση
της είχε τοποθετηθεί ένα μικρό σήμαντρο.
Προχωρούσε σκεπτικός ο Ανδρέας για το σπίτι του όταν άκουσε μια γνωστή
φωνή. «Είντα νέα, σύντεκνε. Καλημέρα νάχουμε!» Γύρισε και είδε τον Μανώλη το
σύντεκνο και συγχωριανό του να τον πλησιάζει κρατώντας κι αυτός από τα γκέμια
ένα γαϊδουράκι με άδεια καλάθια δεμένα στο σαμάρι του.
«Καλημέρα, σύντεκνε Μανώλη, είντα να σου πω, το κατέχεις και συ πως τα νέα
δεν είναι καλά, ψυχομαχά ο Χάνδακας, η σημαία των γιανίτσαρων(4) ανεμίζει κιόλας
δίπλα στο Σταυρό»
«Πράμα δεν κάναν κι οι Φράγκοι, ούτε οι υποδέλοιποι σύμμαχοι…»
«Όπου λαλούν πολλά κοκόρια, Μανώλη, ετσά γίνεται. Στο τέλος
κατασκοτωθήκανε με την έκρηξη που έγινε από φταίξιμο τους και τώρα όσοι
απόμειναν, σηκωθήκανε να φύγουν».
«Αν ο τρισκατάρατος ο Μπαρότσης(5) δεν γινόταν προδότης του Κιοπρουλή, ίσως
να μην έφτανε μέχρι εδώ το πράμα. Τώρα θα απορημάξει ο Χάνδακας και μεις θα
μείνουμε ανέλπιδοι», είπε ο Μανώλης και αναστέναξε.
«Πολλοί αυτομολήσανε, σύντεκνε. Τους έδωκε ο Οθωμανός τα τριάντα αργύρια
του Ιούδα και τα πήρανε, δεν υπολογίσανε μήτε τη θρησκεία μήτε τους ανθρώπους
που πολέμαγαν δίπλα-δίπλα για χρόνια τον Τούρκο. Αλλά δεν φταίνε κι αυτοί, τόσα
χρόνια κλεισμένοι εκεί μέσα, κακουχίες, πείνα, θάνατος, λύγισαν τελικά».

2 Σιτηρά για την παραγωγή ψωμιού.


3 Συνοικιακό τέμενος.
4 Γενίτσαροι.
5 Andrea Barocci Βενετός Μηχανικός. Το 1667 κατά την πολιορκία του Χάνδακα αυτομόλησε στους
Τούρκους και τους υπέδειξε τα αδύναμα σημεία των τειχών. Η προδοσία του ήταν καθοριστική για
την εξέλιξη της πολιορκίας.

8
«Να μπορούσαμε να βοηθήσουμε, μα πώς; ευκαιρία ψάχνουν οι γερλήδες(6) να
ρημάξουν και μας και τα γυναικόπαιδα. Θυμάσαι που ο Αντώνης του Τζανή μπήκε
κρυφά στην πόλη για να πολεμήσει και αμέσως αυτοί οι καταραμένοι σφάξανε την
οικογένεια του; Ούλους! Από τα μωρά, τη γυναίκα του, μέχρι τους γέρους γονιούς
του και δημεύσανε και το βιος του».
Συνέχισαν να περπατούν σκεπτικοί για τα σπίτια τους όταν από δίπλα τους πέρασε
ο Γιουσούφ ο τουρκοκρητικός. Ήταν ντυμένος με την κρητική φορεσιά αλλά στο
κεφάλι είχε το κόκκινο τούρκικο φέσι και στη μέση κόκκινη ζώνη, τους κοίταξε λοξά
και τους χαιρέτισε μέσα απ τα δόντια του. Ανταπόδωσαν το χαιρετισμό χωρίς άλλη
κουβέντα.
«Καμιά ώρα θα μας ανάψει φωτιές στο χωριό αυτός», μουρμούρισε ο Μανώλης
και συνέχισε, «τί περιμένεις από άνθρωπο που σφάζει τον ίδιο τον πατέρα του, επειδή
ήθελε να ξαναγίνει χριστιανός».
«Αν ο πατέρας δεν γινόταν μουσουλμάνος, ίσως να μη γινόταν κι αυτός», είπε ο
Ανδρέας.
«Μα ο κύρης του έγινε μουσουλμάνος στην απελπισία του για να σώσει το βιος
τους, κακώς θα μου πεις, μα δε ξέρεις πως μπορεί να δουλέψει το μυαλό του
ανθρώπου στην απελπισία κι ύστερα, μετάνιωσε, μα τον έσφαξε γι αυτό, το ίδιο του
το γέννημα! Δεν είχε λόγο βέβαια να αλλαξοπιστήσει κι αυτός ο γιος του, αλλά
φταίνε τα κακά φυσικά του που τον σπρώξαν, Ανδρέα»
Το μυαλό του Ανδρέα πήγε στο γαμπρό του το Γιώργη, που είχε και αυτός
αλλαξοπιστήσει και με τη σκέψη αυτή, ασυναίσθητα, πέρασε το χέρι απ΄ το μέτωπο
του και αναστέναξε. Ο Μανώλης κατάλαβε πως τον στενοχώρησε κι άλλαξε
κουβέντα.
«Είντα κάνει η Μαριέττα, είχες νέα της;»
«Έχω καιρό να πάρω νέα της από τα Χανιά κι ανησυχώ».
«Καρτέρι, σύντεκνε Ανδρέα, καρτέρι, έτσι που ΄ναι τα πράγματα, πώς να σου
πέμψει νέα, μη στενοχωριέσαι καλά θάναι».

6 Κρητικοί Γενίτσαροι

9
3

Ο Ανδρέας έφτασε σπίτι του και ετοιμαζόταν να πάει τη φοράδα στο στάβλο όταν
είδε τον Λορέντζο να τρέχει. Ο Λορέντζο, ήταν νόθος γιός ενός Βενετού αριστοκράτη
και μιας υπηρέτριας. Η κυρά της, όταν έμαθε πως ήταν έγκυος από τον άντρα της, την
πέταξε σε μια καλύβα στο Φαλκούνι, αφού της έδωσε λίγους παράδες και μερικά
κουρέλια για ρούχα.
«Λορέντζο γιάντα γλακάς(7) ετσά;»
«Μου μήνυσε η κυρά Ανεζίνα να της μαζέψω ξύλα κι αυτή θα μου δώκει φαΐ και
ψωμί, κυρ Ανδρέα».
Ο Ανδρέας γέλασε και του είπε: «Άμε στο θέλημα της και άμα δε χορτάσεις έλα
από το σπίτι να φας κι από μένα».
Ο Λορέντζο ξεστάθηκε και ρώτησε: «Είντα φαΐ έχεις, κυρ Ανδρέα;»
«Ντα κατέω; Έλα συ, κιανέ(8) δε σ αρέσει αυτό που θάχωμε, θα σου φτιάξω εγώ
φτωχογιάννη(9)», είπε ο Ανδρέας συνεχίζοντας να γελά, γιατί ήξερε πόσο πολύ άρεσε
στο Λορέντζο ο μπακαλιάρος.
«Αν είναι ετσά, θάρθω!» είπε ο Λορέντζο και άρχισε πάλι να τρέχει.
Αφού φρόντισε τη φοράδα του τη Μαύρη, ο Ανδρέας μπήκε στο σπίτι την ώρα
που η Μαγδαληνή έβαζε την πετρολεκανίδα με το φαγητό στο μεγάλο σοφρά για να
κάτσει η οικογένεια γύρω να φάει. Ήταν μια σπαθάτη γυναίκα με λεπτά όμορφα
χαρακτηριστικά κοντά στα σαράντα. «Καλώστονε! Πήγες; Είντα γίνεται;»
«Άστα Μαγδαληνή, από το κακό στο χειρότερο. Μου ΄πε κρυφά ένας στρατιώτης
των Οθωμανών, πως άρχισαν να συζητούν οι χριστιανοί με τους τούρκους για την
παράδοση του Χάνδακα». Η Μαγδαληνή σταμάτησε τις δουλειές και απόμεινε να τον
κοιτάζει. «Ότι θέλει ο Θεός ας γίνει», είπε με χαμηλή φωνή κι άρχισε να κόβει ψωμί.
«Είντα καλό θα φάμε σήμερο;»
«Φασόλες με φτωχογιάννη».
Ο Ανδρέας γέλασε. «Ε! Άμα έχουμε και φτωχογιάννη βάλε άλλο ένα σκαμνί, γιατί
θάχωμε επισκέπτη». Η Μαγδαληνή χαμογέλασε, γιατί κατάλαβε ποιος θα ήταν ο
επισκέπτης…

7 Τρέχεις
8 Κι αν
9 Μπακαλιάρος

10
Σε λίγο μαζεύτηκε όλη η οικογένεια και κάθισαν στα χαμηλά σκαμνιά γύρω από
το σοφρά. Έτρωγαν σιωπηλοί, όταν ο Ανδρέας άρχισε να λέει: «Αντάμωσα κάτω στο
μετόχι το χωριανό μας τον Μανουσονικολή και μου είπε πως, βραδιές-βραδιές, πάει
κάποιος έξω από το παραθύρι της σαστικιάς σου, Δαμιανέ, της λέει μαντινάδες και
της σιγοτραγουδεί κιόλας».
Ο Δαμιανός ξαφνιασμένος, από τα λόγια του πατέρα του σταμάτησε να τρώει και
παίξαν τα ματόφυλλα του και ο Ανδρέας συνέχισε: «Είναι λέει ντελικανής και έχει
μεγάλη φλόγα για την κοπελιά. Να! Και χτες το βράδυ ήταν πάλι έξω από το
παραθύρι της».
Τότε ο Δαμιανός αναστέναξε σα να του έφυγε ένα μεγάλο βάρος απ΄το στήθος και
χαμήλωσε τα μάτια κατακόκκινος. «Εγώ ήμουν, καλέ πατέρα». Ο Ανδρέας
κοιτάχτηκε με τη Μαγδαληνή και κρυφογελάσανε.
«Άκου παιδί μου», άρχισε να λέει μετά σοβαρός ο Ανδρέας. «Κακό δεν κάνεις μα
καλιά να προσέχεις, δεν είναι σωστό να σάσε κάνει σεΐρι(10) το χωριό, και για σένα
δεν πειράζει, μα είναι για την τιμή του κοριτσιού κι ας μη σ ανοίγει το
παραθυρόφυλλο. Καλά θα κάνεις να μη δίνεις αφορμές να την πιάνουν στο στόμα
τους. Ύστερα, δεν πρέπει να γυρνάς νυχτιάτικα με τσι γιανίτσαρους στο δρόμο,
ευκαιρία ψάχνουν οι λύκοι να μας πετσοκόψουν. Δε σε μαλώνω γιατί είσαι άντρας
πια, μα το μόνο που σου ζητώ είναι να προσέχεις».
«Καλά πατέρα, αλλά για την Εργίνα θα το κάνω κι όχι για αυτούς τους άτιμους!»
με αυτά τα λόγια, ο Δαμιανός σηκώθηκε θυμωμένος και στάθηκε στην πόρτα με τα
χέρια στη μέση. «Τι θα γίνει πατέρα; Ως πότε θα μας κυβερνούν οι άπιστοι; Μια οι
Βενετοί, μετά οι Τούρκοι. Πότε θα ανασάνουμε ελεύθεροι;»
«Ώσπου να πάρει ο Θεός παιδί μου την απόφαση για τη λευτεριά τση Κρήτης».
«Αργεί πατέρα! Αργεί!»
«Να ΄ξερες γιέ μου είντα φαρμάκια έχουμε καταπιεί η γενιά μου και οι γενιές των
παπουδολαλάδων(11) σου από τσι τυράννους. Πόσες φορές κατάπιαμε την οργή και
την περηφάνια μας. Πόσες φορές ρήμαξαν τα σπίτια μας οι κατακτητές και πόσες
φορές τα ξαναχτίσαμε. Τους πρώτους αιώνες που κατάκτησαν οι Βενετοί την Κρήτη,
είχαν για σκλάβους τσι ανθρώπους. Τους κλέψαν τη γη και τσι έβαζαν να δουλεύουν
σα δούλοι για να φτιάχνουν οχυρώσεις και να κάνουν αγγαρείες. Τους κρητικούς

10 Κάνω χάζι. Παρακολουθώ.


11 Πρόγονοι

11
αρχόντους δεν τσι πείραξαν, όλη η συμφορά έπεσε στα κεφάλια των φτωχών. Πολλές
επαναστάσεις έγιναν εναντίον τους αλλά όλες απότυχαν. Μη κοιτάς που τα τελευταία
διακόσια χρόνια, οι πονηροί οι Βενετοί, μας παίρναν με το καλό. Ήθελαν να τάχουν
καλά μαζί μας επειδή πλησίαζε ο Τούρκος. Εδά που θα πέσει και ο Χάνδακας, μου
λεγε ο Κεχαγιάς(12) ψες, θα πρέπει να προσέχουμε ακόμα πιο πολύ. Είντα να
κάμουμε… αυτοί έχουν την εξουσία, αυτοί έχουν και τα όπλα. Γι αυτό, απομονή γιε
μου»
«Απομονή τσ απομονής!» μονολόγησε οργισμένος ο Δαμιανός.
Η Μαγδαληνή σηκώθηκε, πλησίασε το παλικάρι της και χαϊδεύοντας του τρυφερά
την πλάτη του είπε: «Να τελέψεις γιε μου το σπίτι σου γρήγορα να στεφανωθείς με το
καλό τη σαστικιά σου και να κάνετε κοπέλια, πολλά κοπέλια, αυτό χρειάζεται η
Κρήτη μας, γιατί από αυτά μια μέρα θα έρθει η λευτεριά τζη».
Σε λίγο έμπαινε στο σπίτι ο Λορέντζο και στρωνόταν κοντά στο σοφρά για να φάει
τον αγαπημένο του φτωχογιάννη.

12 Προϊστάμενος χριστιανικών κοινοτήτων

12
4

Στο αρχοντικό του Κενάν Μπέη επικρατούσε ευδαιμονία, ο αφέντης του σπιτιού
είχε πολλούς λόγους να είναι καλοδιάθετος. Ο Χάνδακας όπου νάναι θα περνούσε
στα χέρια του Μεγάλου Βεζύρη, τα αμπέλια είχαν δώσει φέτος καλές σοδιές και οι
ελιές έδειχναν κι αυτές πως θα βγάλουν του νοικοκύρη μπόλικο λάδι.
Ήταν μια όμορφη ηλιόλουστη μέρα και οι υπηρέτες και οι δούλοι,
πηγαινοερχόντουσαν φουριόζοι για να προλάβουν τις δουλειές του σπιτιού ενώ η
Φάτμα Χανούμ, η γυναίκα του Κενάν, στον κλεισμένο από ψηλούς τοίχους κήπο της,
απολάμβανε την ομορφιά των λουλουδιών της. Ένας απαλός άνεμος χάιδευε τους
υάκινθους και τις τριανταφυλλιές σκορπίζοντας γύρω μία μεθυστική ευωδιά που
ζάλιζε την γυναίκα και την έκανε να ψιθυρίζει κάθε τόσο: «Αλλάχ! Αλλάχ!». Στο
σπίτι ο μικρότερος γιός του Κενάν, ο εικοσάχρονος Κερέμ, ακουμπούσε απαλά στο
σαχνισί(13) και κοίταζε συλλογισμένος προς το δρόμο. Έβλεπε την Εργίνα, που
πήγαινε με την Δήμητρα, τη γειτόνισσά της προς τη βρύση του χωριού, να πάρουν
νερό για τη λάτρα του σπιτιού και το μαγείρεμα.
Ο Κερέμ ήταν όμορφο παλικάρι, το πρόσωπό του γινόταν επιβλητικό από τα
τοξοτά φρύδια και το σκίσιμο των ματιών του, είχε μουστάκι κατεβασμένο στις άκρες
των χειλιών και ένα μικρό γένι. Η ψυχή του ήταν ήρεμη σαν του αρνιού, όπως έλεγε
η Φάτμα Χανούμ, η μάνα του, και ήταν αλήθεια. Ξεχώριζε από τους ομόφυλους του
για την πραότητα του και το σεβασμό που έδειχνε στους χριστιανούς κατοίκους του
χωριού.
Είχε στείλει και ο Κερέμ προξενιά για να παντρευτεί την Εργίνα, που την
αγαπούσε αλλά αυτή είχε απαντήσει: «Κάλλιο θάνατο, παρά να παντρευτώ Τούρκο!»
Η προξενήτρα, σαν άκουσε την απάντηση της κοπελιάς, κατατρόμαξε, και όταν
γύρισε στον Κερέμ, δεν τόλμησε να του πει τα λόγια της αλλά στόλισε την αρνητική
απάντηση με παινέδια: «Καλός και άξιος, λέει ο κύρης της είσαι αφέντη μου, αλλά
έχει δοσμένο από παλιά το λόγο του αλλού».
Ο Κερέμ κατάλαβε, έδωσε 500 άσπρα στην προξενήτρα για τον κόπο της και την
ξαπόστειλε.

13 Σαχνισί (κάθισμα του σάχη). Σκεπαστός εξώστης προς τη μεριά του δρόμου, κλεισμένος ολόγυρα
με τζάμια.

13
Πέρασε λίγος καιρός και η Εργίνα λογοστέθηκε με το Δαμιανό. Όταν το έμαθε ο
Κερέμ έγινε σα μαραμένο φύλλο. Όλοι γνώριζαν την αγάπη του για αυτήν, μα κανείς
δεν του ΄λεγε τίποτα. Ο πατέρας του ήταν ευχαριστημένος, γιατί δεν του καλάρεσε να
κάνει νύφη μια χριστιανή και τώρα, μια και αυτή θα παντρευόταν, ο γιος του θα το
΄παιρνε απόφαση να βρει μια σαστικιά, ομόθρησκη και πλούσια, της σειράς του. Η
Φάτμα Χανούμ κουνούσε το κεφάλι άμα άκουγε τον Κενάν Μπέη να το λέει αυτό.
«Πόσο δεν ξέρεις το μικρό σου γιο… Ο Κερέμ δεν μιλάει για το σεβντά του, μα η
καρδιά του είναι σα τη φουρτουνιασμένη θάλασσα… Ο Αλλάχ να μου το φυλάει τ
΄αστέρι μου». Μόνο ο Μπαχαντίρ, ο τζοχαντάρης(14) του πατέρα του, βλέποντας τον
σ αυτή την κατάσταση, οργισμένος του είπε μια μέρα: «Τι κάθεσαι έτσι; Σήκω! θα
μαζέψω δέκα γενίτσαρους και θα πάμε να την πάρουμε απ το σπίτι της με το ζόρι κι
αν σταθεί ο πατέρας της στη μέση, θα καρφώσουμε το κεφάλι του στην πόρτα!». Στα
λόγια αυτά ο Κερέμ, κοίταξε άγρια τον τζοχαντάρη, τον πλησίασε και του φώναξε:
«Όποιος πειράξει έστω και μια τρίχα του κοριτσιού ή κάνει κακό του πατέρα της, θα
του καρφώσω εγώ το κεφάλι στην πόρτα!» και έφυγε από το δωμάτιο.
Ο Κερέμ έμεινε βυθισμένος στις σκέψεις του ενώ ο πατέρας του, μιλούσε εκείνη
την ώρα με τον Αλή Μπέη, ένα πλούσιο συγχωριανό του που είχε έρθει να τον
επισκεφθεί. Ο Κενάν φορούσε το πράσινο καφτάνι του με τα άσπρα στολίσματα και
έδειχνε πολύ χαρούμενος. Καθισμένοι κι οι δυο στη μεγάλη σάλα, είχαν πιεί τον καφέ
τους και τώρα η δούλα τους έφερνε το γλυκό του κουταλιού. Ήταν κι οι δυο
ευχαριστημένοι, η επικείμενη κατάκτηση του Χάνδακα σήμαινε την ολοκληρωτική
πια κατάληψη της Κρήτης και η σκέψη αυτή, είχε κάνει το νου τους να ψηλώσει.
«Μεγάλο ραβαΐση(15) θα γενεί, όταν ο Μεγάλος Βεζύρης πατήσει το Χάνδακα με
τη βοήθεια του Αλλάχ», είπε ο Κενάν Μπέης και χάιδεψε τη γενειάδα του.
«Ο Πολυχρονεμένος Βασιλιάς μας είναι πολύ ευχαριστημένος μαζί του. Με τη
βοήθεια του Αλλάχ ήρθε η ώρα να στολίσει το Βασίλειο του με άλλο ένα πολύτιμο
πετράδι! Κρίμα τα χρόνια και τις ψυχές που έχασε η Αυτοκρατορία μας με εκείνο το
γαϊβάνι τον Χουσεΐν, θάπρεπε ο Πολυχρονεμένος να τον βασανίσει πριν του κόψει το
κεφάλι. Τώρα θα ανταμειφθούν όλοι οι στρατιωτικοί πλουσιοπάροχα και απ τους
πρώτους, θάναι και ο γιός σου ο Αγάς Σελίμ», απάντησε ο Αλή Μπέης.

14 Μέλος επίλεκτου σώματος της Οθωμανικής χωροφυλακής. Σε άλλες περιπτώσεις


σωματοφύλακας τοπικών αρχόντων.
15 Γλέντι

14
Ο μεγαλύτερος γιος του Κενάν Μπέη, ο Αγάς Σελίμ, εικοσιτεσσάρων χρονών,
ήταν πυροβολητής, εκπαιδευμένος στην Κωνσταντινούπολη, από τους καλύτερους
στοχευτές στο τάγμα των πυροβολητών που έπαιρναν μέρος στην πολιορκία του
Χάνδακα. Ο Σελίμ κουμαντάριζε ένα από τα τριακόσια κανόνια, που, στις 28 Μαΐου
του 1667 κατόρθωσαν να καταστρέψουν το αντιτείχισμα του Παντοκράτορα. Το
εξωτερικό οχυρό καταλήφθηκε τότε και οι Τούρκοι εισχώρησαν στην τάφρο του
προμαχώνα, φέρνοντας σε δύσκολη θέση τους πολιορκημένους. Για όλα αυτά, ο
Μπέης καμάρωνε για το μεγάλο του γιο και θα ήθελε και ο Κερέμ να του είχε
μοιάσει, και να ήταν κι εκείνος αξιωματούχος στο στρατό του Σουλτάνου, αλλά
αυτός προτιμούσε να ασχολείται με τη γη και τα ζώα, ενώ αγαπούσε τα βιβλία τόσο,
που όλοι έλεγαν πως θα γίνει Μουλάς.
Ο Κενάν στα λόγια αυτά του Αλή Μπέη χαμογέλασε ευχαριστημένος. «Ο γενναίος
μου γιός…» είπε σαν να μονολογούσε. «Θα μου χαρίσει με τη βοήθεια του Θεού
αυτό που ποθεί η ψυχή μου για χρόνια. Θα μάθω εγώ του ταβλόπιστου, του Ανδρέα
Καντιανού, να μη θέλει να μου δώσει με το καλό το ποτιστικό του χωράφι». Ο
Κερέμ, ακούγοντας τον πατέρα του γύρισε απότομα και τον κοίταξε. «Μη το κάνεις
πατέρα, είναι χρόνια ιδιοκτησία του από τους προγόνους του και πληρώνει ένα σωρό
φόρους για να μη το χάσει, δεν είναι δίκαιο».
Όταν άκουσε τα λόγια του γιου του, ο Κενάν Αλή, έξαλλος, πετάχτηκε από το
κάθισμα του και φώναξε: «Και είναι δίκαιο, εμείς που πολεμήσαμε και κατακτήσαμε
με το αίμα μας αυτό τον τόπο, να παρακαλάμε τους ζιμήδες(16); Μπουνταλά! Μ αυτά
τα μυαλά, ζητιάνος θα καταντήσεις!»
Ο Κερέμ έσκυψε το κεφάλι και έφυγε αμίλητος από το δωμάτιο κάτω από το άγριο
βλέμμα του πατέρα του.

16 Υποτιμητική έκφραση για τους μη Μουσουλμάνους.

15
5

Η Μαγδαληνή είχε τελειώσει τις δουλειές της στο περβόλι και είχε βάλει το
τσουκάλι στη φωτιά για το μεσημεριανό φαΐ, όταν πέρασε την πόρτα του σπιτιού μία
γυναίκα τυλιγμένη σε ένα μαύρο μποξά. Ήταν η κόρη της η Κώστια.
«Καλημέρα μάνα», είπε κατεβάζοντας το μποξά απ΄ το κεφάλι της.
«Καλώς τη θυγατέρα μου, έλα να σου κάμω ένα βραστάρι να μου πεις και τα νέα
σου».
«Είντα κάνεις; Είντα κάνει ο πατέρας και τα αδέλφια μου;»
«Καλά είμαστε όλοι παιδί μου. Είντα κάνει ο Γιώργης και τα παιδιά;»
«Τα παιδιά καλά είναι, μεγαλώνουν κι αυτά…».
Η Μαγδαληνή κοίταξε την κόρη της στα μάτια και είπε: «Κι ο Γιώργης;»
«Καλά είναι κι αυτός», απάντησε βαρύθυμα η Κώστια. «Είχατε κανένα νέο από τη
Μαριέττα μας;»
Αφού ακούμπησε την κούπα με το βραστάρι και ένα παξιμάδι στο τραπέζι
μπροστά στην Κώστια, η Μαγδαληνή κάθισε στην καρέκλα αναστενάζοντας. «Τίποτα
ακόμα, μα λέω πως άμα ησυχάσουν τα πράματα θα μας στείλει μήνυμά της με
κανέναν ταξιδιώτη. Φοβούμαι εκείνο το Δημητρό τον άντρα της, γιατί κρατά από
παλαϊνή οικογένεια πολεμιστάδων. Το 1660 δεν ήταν, όταν οι Φράγκοι έστειλαν το
ναυτικό τους στα Χανιά με τον Αλμερίγο(17) και μαζί τους πολεμήσαν κι οι Χανιώτες
κατά των Τούρκων; Αν δεν είχε γνωριμιά ο πατέρας του Δημήτρη με τον καδή(18), κι
αν ο καδής δεν του είχε υποχρέωση, τώρα ο Δημητρός δεν θα ζούσε».
Η Κώστια στις κουβέντες της μάνας της δεν άντεξε και ξέσπασε. «Κάλλιο να ΄τανε
νεκρός ο Γιώργης πολεμώντας τους Τούρκους και γω χήρα ζητιάνα στους δρόμους με
τα παιδιά, παρά που είναι ζωντανός και έχει αλλαξοπιστήσει».
Η Μαγδαληνή δαγκώθηκε που η κουβέντα της στεναχώρησε την κόρη της και
προσπάθησε να την παρηγορήσει. «Μη βαρυγνωμάς κόρη μου, για το καλό σας
τόκαμε».
«Και ο πατέρας μου κι άντρας σου μάνα τόσα τράβηξε, και τραβά ακόμα, αυτός
γιατί δεν έσκυψε το κεφάλι να αλλαξοπιστήσει;»

17 Ο πρίγκιπας Almerigo d Έste προσπάθησε το 1660 με 4.000 άντρες να ανακαταλάβει τα Χανιά


αλλά απέτυχε.
18 Ιεροδίκης

16
«Κατά το κρύο, λένε, δίνει κι ο Θεός το ρούχο παιδί μου, μα το ρούχο του Γιώργη
δεν ήταν για τα μεγάλα κρύα. Ύστερα, δεν απαρνήθηκε τελείως την πίστη του, είναι
κρυφοχριστιανός, κάτι είναι κι αυτό. Δεν πειράζει, εσύ μη του λες τίποτα να είστε
μονιασμένοι, κοίτα το σπίτι και τα παιδιά σου».
«Και είναι ωραίο να είναι ξεκλαδισμένος(19) απ την οικογένεια του; Μόνο η μάνα
του έρχεται κρυφά και μας βλέπει. Οι υπόλοιποι, κι ο κύρης του ακόμα, δεν του
μιλούν», ξαναέσκυψε το κεφάλι και συνέχισε: «Εδά θέλει να μου κάνει δωρεά όλο το
βιός που είναι στ όνομα του, γιατί λέει πως, αν πάθει κάτι αυτός που έχει άλλη
θρησκεία, εγώ και τα παιδιά ως χριστιανοί, δεν θάχωμε κανένα δικαίωμα στην
περιουσία μας».
«Αν είναι έτσι, κόρη μου, λέω πως καλά θα το κάμει. Να το πεις και του πατέρα
σου αυτό, που σαν άντρας τα κατέχει καλύτερα αυτά τα πράματα».
Σε λίγο ήρθε η γιαγιά Μαριέττα, η μάνα του Ανδρέα, χαιρέτισε την εγγόνα της και
κάθισε σιμά τους, μα κατάλαβε, από τα πρόσωπα των δύο γυναικών, πως κάναν
στενάχωρες κουβέντες και δεν μίλησε.
«Στο χωριό μας έχει αρχίσει το θρηνολόϊ για τον Χάνδακα, αποσκεπάζει ο
Τούρκος το νησί μας, δεν μας μένει πια καμιά ελπίδα. Η ψυχή μου είναι βαριά…»
είπε η Κώστια και βούρκωσαν τα μάτια της.
«Ήταν γραφτό να περάσετε και σεις τα πάθια τα δικά μας…» είπε η γερόντισσα
Μαριέττα. «Συφορές κι αυτές, που δεν τσι βάζει ο νους τ΄ ανθρώπου με τσι
κρουσάρους(20) και τσι Τούρκους να παίρνουνε δούλους τσι νοικοκυραίους, τα
κοπέλια και τσι γυναίκες και να γυρεύουν οι συγγενιές τους παράδες για να τους
εξαγοράσουν από τα παζάρια τση Ανατολής. Να γκρεμίζουν εκκλησιές, να καίνε τσι
περιουσίες των ανθρώπωνε και να ξεγιβεντίζουνε(21) τσι γυναίκες. Να στέλνουν τσι
ανθρώπους σε αγγαρείες στα πλοία και να πινήγονται αλυσοδεμένοι. Θε μου,
ξεμίστευγέ(22) μας ούλους από το κακό».
«Ας γίνει το θέλημα του Κυρίου, μάνα», της είπε η Μαγδαληνή. «Έχουμε φαίνεται
πολλές αμαρτίες καμωμένες και δεν τσι ξεπληρώσαμε ακόμα. Ψες το βράδυ,
ονειρευόμουν πως πέρναγα έξω από τα τείχη του Χάνδακα, και εκεί είδα τρείς
γυναίκες στα μαύρα, κλαημένες και ανεταραχισμένες. Πήγα κοντά και τις ρώτησα

19 Ξεκομμένος
20 Κουρσάρους
21 Διαφθείρουν, ντροπιάζουν
22 Θεέ μου και σώσε μας

17
γιάντα κλαίνε; Επειδή θα μας διώξουν από τα σπίτια μας που τα κατοικούσαμε
χρόνια, μου απάντησαν. Ήταν η Αγία Αικατερίνη, η Παναγιά η Ακρωτηριανή και η
Αγία Μαρίνα του Κάστρου. Ξύπνησα με κλάηματα και φοβήθηκε ο Ανδρέας μήπως
αρρώστησα…»

18
6

Οι γυναίκες συνέχισαν να συζητούν όταν από την αυλή του σπιτιού ακούστηκαν
κοριτσίστικες φωνές, αμέσως σκούπισαν τα δάκρυα απ τα μάτια τους και είδαν να
μπαίνουν η Χρυσή με την Εργίνα. Τα κορίτσια μπήκαν στο σπίτι και κοιτάζοντας τις
γυναίκες ξεστάθηκαν. «Μάνα, γιάντα κλαίτε;» ρώτησε ανήσυχη η Εργίνα τη
Μαγδαληνή που τη θεωρούσε από τώρα σα μάνα της, μα και η Μαγδαληνή την
αγαπούσε, όχι σα νύφη αλλά σαν αληθινή της κόρη.
«Κάτι θυμηθήκαμε κόρη μου… Έλα κάθισε κοντά μου και συ Χρυσουλιώ».
Η γιαγιά σαν είδε τη Μαγδαληνή να αγκαλιάζει με στοργή την καινούργια της
κόρη, άρχισε να λέει: «Νύφη μου στην αγκάλη σου, κρίνος τσ αυγής φυτρώνει, χαρά
στο νιο που ταίρι του, σ΄ έχει και καμαρώνει». Γέλασαν οι γυναίκες, ενώ η Εργίνα
χαμογέλασε ευχαριστημένη με κατακόκκινο πρόσωπο.
«Η Μαριέττα μου μήνυσε, πως βρήκε τις καλύτερες τεχνήτρες στα Χανιά για να
ετοιμάσουν τα ξομπλιαστά κουλούρια του γάμου σας, κόρη μου», είπε η Μαγδαληνή
καθώς έβαζε στο τραπέζι μια γαβάθα με σταφύλια και σύκα.
«Σας έστειλε νέα της;» ρώτησε η Εργίνα.
«Τον περασμένο μήνα, με ένα ταξιδιώτη από τα Χανιά. Είντα πέρασε ο άνθρωπος
για να φτάσει μέχρι το σπίτι μας και να μου φέρει τα νέα της! Ο Θεός να τον έχει
καλά κι αυτόν και το παιδάκι μου», είπε η Μαγδαληνή κι αναστέναξε. Εκείνη τη
στιγμή φάνηκε στην πόρτα ο Δαμιανός, φορούσε το σκούρο του μπλε σαλβάρι, το
μαύρο πουκάμισο κουμπωμένο μέχρι το λαιμό και είχε τη μέση τυλιγμένη με την
ζώνη που του είχε υφάνει η σαστικιά του, ενώ στο κεφάλι είχε τυλιγμένη την
πέτσα(23). Σαν είδε το γυναικομάνι και τη σαστικιά του ανάμεσα τους, αφού τις
καλοχαιρέτησε, χωρίς να μπει καθόλου μέσα στο σπίτι, βρήκε μια δικαιολογία και
έφυγε προς το στάβλο, η Εργίνα τότε, σηκώθηκε λέγοντας: «Ώρα να πηγαίνω, θα με
περιμένει ο κύρης μου να στρώσω να φάμε».
«Να πας κόρη μου και να του δώσεις τα χαιρετίσματα μου», είπε η Μαγδαληνή,
ύστερα κοίταξε την Χρυσή με αγάπη, πλησίαζε η μέρα που θα της έφευγε για να
κλειστεί για πάντα στο Μοναστήρι της Παναγίας. Πολλές φορές προσπάθησε να τη
μεταπείσει, αλλά η Χρυσή της απαντούσε, πως η Παναγιά την προσκάλεσε να μπει

23 Μεγάλο μαντήλι που τύλιγαν οι άντρες στο κεφάλι τους αφήνοντας τις άκρες να πέφτουν στους
ώμους τους εμπρός και πίσω.

19
στο σπίτι της και αυτή θα το έκανε με μεγάλη χαρά. «Εκεί ανήκω μάνα, μακριά από
τους άπιστους που μας κυβερνάνε, κοντά στο Χριστό». Τα προξενιά για τη Χρυσή,
δεν σταματούσαν να ΄ρχονται από τα καλύτερα παλικάρια όχι μόνο από το δικό της
χωριό, αλλά και από τα γύρω. Όλοι ήξεραν πως είχε αποφασίσει να μονάσει αλλά
είχαν μια ελπίδα μήπως άλλαζε γνώμη η όμορφη και άξια κοπελιά.
Την ώρα που έβγαινε η Εργίνα από το σπίτι της Μαγδαληνής, κοίταξε προς τον
στάβλο και είδε να στέκεται στην πόρτα του ο Δαμιανός. Τα βλέμματα τους
συναντήθηκαν και έμειναν για λίγο να κοιτάζονται, μετά η Εργίνα χαμήλωσε τα
μάτια και συνέχισε το δρόμο προς το σπίτι της, ενώ η καρδιά της χτυπούσε δυνατά.
Σε λίγο μπήκε σπίτι ο Ανδρέας με το Δαμιανό και τον Τίτο, και αφού χαιρέτησε τις
γυναίκες, κάθισε κοντά στην Κώστια.
«Είντα νέα, κόρη μου, τι κάνει ο Γιώργης, τα παιδιά σου;»
Κανείς στην οικογένεια δεν τον έλεγε Μουσταφά τον Γιώργη, εκτός αν τύχαινε και
ήταν κανένας μουσουλμάνος κοντά και τους άκουγε.
«Καλά είναι πατέρα, ο Γιώργης. Σου στέλνει τα χαιρετίσματα του».
«Νάναι καλά, οι δουλειές του πως πάνε; Τα αμπέλια;»
«Καλά πήγαν τα σταφύλια οφέτος, θα βγάλουν πολύ κρασί. Περιμένει τώρα να
ρθει ο Σεπτέβρης και με τις πρώτες βροχές να αρχίσει τα οργώματα στα πέρα
χωράφια. Προχτές έβαλε εργάτες και καθαρίσανε τσι στάβλους». Η Μαγδαληνή
πλησίασε και με χαμηλή φωνή της είπε: «Κώστια, πες του πατέρα σου για τη δωρεά».
Η Κώστια είπε στον πατέρα της για τη βούληση του Γιώργη και κείνος
συλλογισμένος έστρωσε το μουστάκι του. «Έχει δίκιο κόρη μου, αν είχες γίνει και συ
μουσουλμάνα με τα κοπέλια, δεν θα υπήρχε ο φόβος, μα τώρα, απ όσο έχω ακούσει,
άμα πάθει κάτι ο Γιώργης, δημεύεται η περιουσία του. Άστον να κάμει το σωστό
γιατί δεν ξέρουμε, παιδί μου, τι μέρες έρχονται».

20
7

Αρχές Σεπτέμβρη 1669, ο Φραντσέσκο Μοροζίνι, είχε ήδη ξεκινήσει


διαπραγματεύσεις με τον Μεγάλο Βεζύρη Αχμέτ Φαζίλ Κιοπρουλή για την παράδοση
της πόλης. Μετά τη φυγή και των τελευταίων συμμάχων, ο Μοροζίνι έμεινε μόνος, οι
συμπολεμιστές του οι περισσότεροι νεκροί, και οι λίγοι που είχαν απομείνει, ήταν πια
εξαντλημένοι, ενώ τα πολεμοφόδια τους τελείωναν. Κατάλαβε πως η συνέχιση του
πολέμου ήταν μάταιη, ο Χάνδακας θα χανόταν και σύντομα θα υψωνόταν στα τείχη
του η σημαία των Οθωμανών.
Ο Ανδρέας είχε ξεκινήσει από νωρίς εκείνο το πρωί, με τη φοράδα του φορτωμένη
τρόφιμα για να τα παραδώσει στα τουρκικά τάγματα, μαζί του ήταν κι άλλοι χωριανοί
με τα μουλάρια και τα γαϊδούρια τους κι αυτά φορτωμένα. Λευκές σημαίες ήταν
υψωμένες στις τέσσερις πλευρές του Κάστρου και σποραδικά ακουγόντουσαν ήχοι
μάχης, που σήμαινε πως εξακολουθούσαν μικροσυμπλοκές μεταξύ των αντιπάλων,
παρ όλο που ήδη είχαν αρχίσει διαπραγματεύσεις για την παράδοση της πόλης, στη
γεμάτη χλιδή σκηνή που είχε ετοιμάσει ο Ιμπραήμ Πασάς.
Καθώς πλησιάζανε στους στρατώνες των Τούρκων, ο Ανδρέας άκουσε να τον
φωνάζουν. Σταμάτησε να περπατά και είδε να τον πλησιάζει ένας Τούρκος
βαθμοφόρος, ήταν ο Αγάς Σελίμ ο γιος του Κενάν Μπέη.
«Καλή σου μέρα, εφέντη Ανδρέα».
«Καλημέρα, Αγά Σελίμ».
«Εδά που τελειώνει η πολιορκία λέω πως θα γίνουν άλλα κουμάντα για την
τροφοδοσία του στρατού, να αλαφρώσετε και σεις μια ολιά(24)», είπε ο Σελίμ. Ο
Ανδρέας έσκυψε το κεφάλι στενοχωρημένος στο άκουσμα αυτών των λόγων γιατί κι
αυτός, όπως όλοι οι χριστιανοί, δεν ήθελε να πιστέψει πως ο Χάνδακας θα έπεφτε. Ο
Αγάς Σελίμ το πρόσεξε και του είπε με μαλακή φωνή: «Εφέντη Ανδρέα, σκοτώθηκαν
χιλιάδες σ αυτό τον πόλεμο, και δικοί μας και δικοί σας. Οι Βενετσιάνοι έπρεπε αντί
να αποφασίσουν πόλεμο, να μας είχαν παραδώσει από την πρώτη στιγμή την πόλη. Ο
στρατός μας είναι πανίσχυρος, έχουμε κατακτήσει όλη την Κρήτη, αν είχαν μυαλό
θα το είχαν κάνει, μόνο νομίζανε πως οι σύμμαχοί τους θα τους βοηθούσαν και θα τα
΄βγαζαν πέρα. Μα να μη στεναχωριέσαι, ο Μεγάλος Βεζύρης και η μεγαλοθυμία του

24 Λίγο

21
πολυχρονεμένου μας Σουλτάνου, θα αποδώσουν δικαιοσύνη και θα βάλουν τάξη. Η
Κρήτη θα γίνει πιο όμορφο στολίδι απ ότι είναι».
«Αγά μου, όπως το λες, ο πόλεμος είναι κακό πράμα, αλλά μη νομίζεις πως θα
τελειώσει εδά, άμα θα πάρετε το Χάνδακα. Όσο υπάρχουμε οι Κρητικοί θα υπάρχει
και η τιμή μαζί μας, που την έχουμε πιο μπροστά κι απ τη ζωή και ξέρεις τι λέει η
τιμή μας; να ζούμε ελεύθεροι και όχι σκλάβοι. Τώρα είμαι σκλάβος, όπως και τα
παιδιά μου, και ίσως και τα εγγόνια μου, μα τα δισέγγονά μου κάποια μέρα, θα
πάρουν την τιμή μας πίσω, και τα παιδιά τους θα ζουν σε ένα τόπο που θα έχουν
ελευθερώσει με το αίμα τους, και μεις, που θάχωμε πεθάνει αφήνοντας σκλαβωμένη
την Κρήτη, θα πάψουμε πια να στριφογυρίζουμε ντροπιασμένοι στους τάφους μας».
«Να δώσει ο Αλλάχ που είναι μεγάλος, εφέντη Ανδρέα, εμείς να μη χρειαστεί να
πολεμήσουμε μεταξύ μας και νάχωμε ειρήνη. Μαθαίνω πως παντρεύεις το Δαμιανό
με μια καλή κοπελιά, εδά με τη βοήθεια του Αλλάχ, θα μεγαλώσει η γενιά σου από τα
αρσενικά σου κοπέλια. Εύχομαι καλό νάχεις και ειρήνη πάντα στο σπίτι σου»,
είπε ο Σελίμ και έφυγε προς το στρατώνα.
Ο Ανδρέας προχώρησε να συναντήσει τους χωριανούς του, που τον περίμεναν πιο
πέρα. Αυτοί, σαν τον είδαν να πλησιάζει, κατάλαβαν την στενοχώρια του και δεν του
μίλησαν μόνο συνέχισαν την πορεία τους για να παραδώσουν τις προμήθειες.
Οι μέρες πέρναγαν βαριές, τα σύννεφα μαύριζαν τον ουρανό κι ήταν σαν τις ψυχές
των ανθρώπων. Όσο διαρκούσε η μάχη στο Χάνδακα υπήρχε και η ελπίδα, τώρα όσο
λιγοστεύανε οι ήχοι του πολέμου, περίμεναν από μέρα σε μέρα το κακό νέο για την
ολοκληρωτική κατάκτηση της Κρήτης. Στο μεταξύ είχαν αρχίσει οι αγροτικές
δουλειές του Σεπτέμβρη και ο Ανδρέας με τον Τίτο και τον Λορέντζο, είχαν πάει από
νωρίς να περιποιηθούν τα χώματα στο χωράφι σκάβοντάς τα, μια και φέτος τα
μερομήνια δείξαν καλές βροχές από νωρίς. Στο γυρισμό, ο Τίτος έδειξε στον πατέρα
του με το μάτι τον Λορέντζο και ο Ανδρέας κοιτάζοντάς τον, πρόσεξε κι αυτός πως
σήμερα, ο συνήθως πολυλογάς σύντροφός τους, δεν ήταν στα κέφια του αφού από το
πρωί ήταν σε βαθιά συλλογή...
«Είντα χεις σήμερα και δε μιλάς, μπρε Λορέντζο; Βάσανα έχεις;»
«Ναι, κυρ Ανδρέα, έχω βάσανα αυτό τον καιρό και δεν κατέω είντα βάσανα είναι
τούτα!» Ο Ανδρέας έβαλε τα γέλια. «Θα βρεις εσύ είντα βάσανα είναι! Έλα τώρα από
το σπίτι να φάμε, να σε πληρώσω και να σου δώσω και πατάτες. Η κυρά μου σου χει
βρει μια χοντρή κάπα και παπούτσια να τα πάρεις, γιατί πλησιάζει ο χειμώνας».

22
8

Είχε νυχτώσει πια και ο Λορέντζο καθόταν κουκουβισμένος στο πάτωμα,


ακουμπώντας την πλάτη στον τοίχο και έτρωγε πατάτες που είχε ψήσει στο μαγκάλι.
Ζούσε σε ένα μικρό φτωχικό σπίτι με χωμάτινη στέγη και ραγισμένους τοίχους. Όλο
το νοικοκυριό του ήταν το μαγκάλι, ένα κατσαρόλι, ένα κουτάλι και ένα σταμνί, μαζί
είχε και ένα ταλαιπωρημένο χαλί, που το χρησιμοποιούσε τη μέρα για να κάθεται και
το βράδυ για να κοιμάται με ένα χοντρό σκέπασμα.
Ήταν δεκαοχτώ χρονών, με μέτριο ανάστημα, είχε πυρόξανθα μαλλιά, γαλάζια
μάτια και φακίδες στο πρόσωπο. Η μάνα του, τον είχε παρατήσει και είχε φύγει πριν
δέκα χρόνια, ακολουθώντας ένα πραματευτή, που εκείνο τον καιρό, τον
φιλοξενούσαν στο φτωχόσπιτο τους. Μια μέρα τον είχε στείλει να διακονέψει σε μια
μακρινή γειτονιά και όταν γύρισε, είχαν φύγει. Οι γείτονες, που λυπήθηκαν τότε το
παρατημένο παιδί, πάντα υπολόγιζαν μια μερίδα ξεχωριστή για να φάει κι αυτό και
πολλές φορές το χειμώνα, του πρόσφεραν κατάλυμα στο σπίτι τους για να μη
ξεπαγιάσει. Τον περισσότερο καιρό όμως ζούσε μόνος του στο ερειπωμένο σπίτι,
φορώντας μια κελεμπία και ένα τρύπιο καπέλο και κάνοντας θελήματα για να
εξοικονομεί το καθημερινό του φαΐ. Ήξερε πως είναι νόθος γιος του Τζιάκομο
Αντολίνο Πολίρονε και ήξερε ακόμα πως και αν έβρισκε που μένει ο πατέρας του και
τολμούσε να πλησιάσει το αρχοντικό του στο Χάνδακα, το μόνο που θα κατάφερνε, θα ήταν
ο ξυλοδαρμός του από τους βενετσιάνους σωματοφύλακες.
Τον τελευταίο καιρό, ο Λορέντζο πήγαινε τακτικά στο σπίτι ενός νοικοκυραίου στο χωριό
και έκανε δουλειές, εξοικονομώντας έτσι το φαγητό της ημέρας. Όταν τέλειωνε, καθόταν σε
μια άκρη του σπιτιού και περίμενε νάρθει η ψυχοκόρη του σπιτιού, η Ζαφείρα, με την αμοιβή
του, μια γαβάθα φαΐ με ένα κομμάτι ψωμί.
Η Ζαφείρα ήταν στα δεκαπέντε της αλλά δεν είχε καμιά κοριτσίστικη χάρη. Καμπούριαζε
λίγο από τον ένα ώμο και το πρόσωπό της δεν είχε καμία ομορφιά, το μόνο που το γλύκαινε
λίγο, ήταν τα μεγάλα φωτεινά μάτια της και το χαμόγελο της. Η ασχήμια της όμως αυτή την
προστάτευε και δεν είχε τη μοίρα των όμορφων κοριτσιών, που δούλευαν σαν ψυχοκόρες σε
πλουσιόσπιτα, και εξαναγκαζόντουσαν οι πιο πολλές να γίνουν ερωμένες του αφέντη τους.
Ο Λορέντζο όταν τέλειωνε τη δουλειά του περίμενε ανυπόμονα τη Ζαφείρα γιατί ήξερε
πως, εκτός από τη γαβάθα με το φαΐ, θα του είχε εξασφαλισμένο κρυφά και κανένα καλό
μεζέ, λίγο κρέας ή ψάρι μπορεί και κανένα μεγάλο κομμάτι τυρί. Αυτή η περιποίηση τον είχε
κάνει να τη συμπαθήσει, όχι τόσο για τον κρυφό μεζέ, όσο γιατί ένιωθε για πρώτη φορά στη
ζωή του πως κάποιος νοιαζόταν αληθινά γι αυτόν. Κάποια μέρα δεν άντεξε και πριν φύγει η

23
ψυχοκόρη, έπιασε το χέρι της και την κοίταξε στα μάτια λέγοντας της: «Σ ευχαριστώ,
Ζαφείρα». Η κοπέλα κοκκίνισε, τράβηξε απαλά το χέρι της με χαμηλωμένα μάτια και χωρίς
να μιλήσει μπήκε στο σπίτι.
Όταν τέλειωνε το φαΐ του και έφευγε, συνήθιζε να περνά από το σπίτι του γέρου
Απόστολου. Ήταν ένας ανήμπορος γέροντας, που ζούσε σε ένα μονοκάμαρο σπίτι με ένα
κρεβάτι και μια κασέλα γεμάτη ρούχα, που έκανε για καρέκλα και τραπέζι μαζί. Η αρρώστια
και η μοναξιά τον βασάνιζαν μετά το θάνατο της γυναίκας του και το φευγιό των γιων του
στα βουνά για να γίνουν χαϊνηδες. Στο χωριό δεν είχε άλλο συγγενή κοντά του για να τον
προσέχει και μόνο η Μαγδαληνή, που ήταν κοντά το σπίτι της με το δικό του, τον νοιαζόταν,
πηγαίνοντάς του κάθε μέρα ένα σκουτέλι με φαγητό, ενώ φρόντιζε και για την καθαριότητα
του σπιτιού του. Τον τελευταίο καιρό η υγεία του γέροντα είχε χειροτερέψει και ήταν
κατάκοιτος.
Ο Λορέντζο περνούσε τακτικά για να του κάνει λίγη παρέα αφού κι αυτός ήταν μονάχος
στον κόσμο.
«Πολεμάει ακόμα ο Χάνδακας;» ρώτησε με αδύναμη φωνή ο γέρος όταν έκατσε ο
Λορέντζο κοντά του.
«Ταχιά θα συνθηκολογήσουν και θα μπουν οι Οθωμανοί».
Ο γέρος αναστέναξε. «Όλα θα τα προλάβει η ζήση μου… Μακάρι ν΄ αποθάνω πριν γίνει
κι αυτό…» ο Λορέντζο δεν μίλησε και ο γέροντας γύρισε το βλέμμα επάνω του.
«Είντα χεις σήμερα και δε μιλείς, καμιά κοπελιά συλλογάσαι;»
«Ναι…»
«Είναι όμορφη;»
«Ναι… πολύ όμορφη…»
Ο γέρο Απόστολος παρατήρησε την φθαρμένη κελεμπία και το τρύπιο καπέλο του
φτωχού αγοριού και κρυφογέλασε, μετά του είπε: «Άνοιξε την κασέλα, μέσα είναι ρούχα
δικά μου και των ιγιών μου, βρες να σου κάνουν και φόρεσε τα. Δεν κάνει να σε βλέπει η
όμορφη κοπελιά μ αυτά που φορείς».
Ο Λορέντζο χαμήλωσε το κεφάλι. «Σ ευχαριστώ, μα δε θέλω… κι η κοπελιά φορεί
κουρέλια κι άμα καλοντυθώ εγώ θα ντραπεί».
«Τότενες καλά το λες, παιδί μου, να μην αλλάξεις ούτε συ, μόνο όταν τη δεις να φορά
καλά ρούχα, έλα στην κασόνα και διάλεξε ότι θες».
Ήταν αλήθεια… Περίμενε ο Λορέντζο τη μέρα που η Ζαφείρα δεν θα φορούσε κουρέλια,
αλλά όμορφα ρούχα, σαν αυτά που φορούν τα κορίτσια της ηλικίας της, τότε θα ΄βαζε κι
αυτός αυτά που του δίναν οι καλοί άνθρωποι, μα βαθιά στην καρδιά του πίστευε πως η μέρα
αυτή δεν θα ερχόταν ποτέ…

24
9

Ο Λορέντζο συνέχισε να πηγαίνει στο σπίτι που ήταν ψυχοκόρη η Ζαφείρα, και όταν
τελείωνε τις δουλειές που τον έβαζε ο αφέντης να κάνει, καθόταν στη συνηθισμένη γωνιά
ανυπομονώντας, αλλά όχι πια για τη γαβάθα με το φαΐ και τον κρυφό μεζέ, αλλά για να δει το
κακοσούσουμο κορίτσι που τον νοιαζόταν. Μα και η Ζαφείρα, από τότε που της έπιασε το
χέρι και την κοίταξε με καλοσύνη, ένιωσε μια πρωτόγνωρη ζεστασιά στην καρδιά της, που
άλλο δε γνώριζε από τη μιζέρια και την κακομεταχείρηση, και ένιωσε τι θα πει πραγματική
ευτυχία όταν άκουσε τις λέξεις που δεν περίμενε ν ακούσει ποτέ στη ζωή της.
«Ζαφείρα σ αγαπώ!»
«Και γω σ αγαπώ, Λορέντζο…» απάντησε με κατακόκκινο πρόσωπο, όταν εκείνη τη
στιγμή ακούστηκε η άγρια φωνή της κυράς της μέσα από το σπίτι και το κορίτσι έφυγε
τρέχοντας.
Τη μέρα εκείνη ο Λορέντζο ήταν ολόχαρος και πήρε το δρόμο για το σπίτι του γέρου
φίλου του. Όταν έφτασε, είδε απ έξω τη Μαγδαληνή να συζητά με μία γειτόνισσα. Οι δύο
γυναίκες γύρισαν και τον κοίταξαν. «Μη πας μέσα, ήρθε ο παπά Ηλίας να εξομολογήσει και
να κοινωνήσει το γέροντα», είπε η Μαγδαληνή.
«Πεθαίνει;» ρώτησε με μισή καρδιά ο Λορέντζο.
«Χειροτέρεψε πολύ, ίσως πεθάνει μέχρι το βράδυ…»
Σε λίγο ήρθε ο Ανδρέας με το σύντεκνό του το Μανώλη και μετά από λίγη ώρα ο παπά
Ηλίας βγήκε από το σπίτι, κρατώντας τα ιερά σκεύη σκεπασμένα με το σταυροειδές
κάλυμμα. Ήταν ένας ψηλός, επιβλητικός άντρας με καμπανιστή φωνή, στα πενήντα του
χρόνια, που τα μαλλιά και τα γένια του είχαν αρχίσει να ασπρίζουν.
«Τώρα η ζωή του είναι στα χέρια του Κυρίου, αυτός θα αποφασίσει πότε θα στείλει τον
Άγγελο του, πάντως δεν θ αργήσει», είπε ο παπάς και μετά το μάτι του έπεσε άγριο στο
Λορέντζο. «Ως πότε θα είσαι αβάπτιστος, κολασμένε; Πότε θα ΄ρθεις να βαπτιστείς, να
πάρεις χριστιανικό όνομα και να βγάλεις αυτό το άθλιο ρούχο των άπιστων βενετσιάνων από
πάνω σου; Θέλω να σε δω με αντρική χριστιανική φορεσιά!» του είπε αυστηρά και ο
Λορέντζο μαζεύτηκε αμίλητος με συστολή. Ο Ανδρέας, βλέποντας τον να προσπαθεί να
κρυφτεί πίσω του, τον λυπήθηκε και είπε στον ιερέα: «Μη στενοχωρούσαι, παπά Ηλία μου,
θα στον φέρω εγώ στην εκκλησιά και θα κρατώ μαζί και τη χριστιανική του φορεσιά, εγώ θα
γίνω σάντολος(25) του.
Όταν έφυγε ο ιερέας, έμεινε η Μαγδαληνή με τον Λορέντζο κοντά στο γέρο Απόστολο.
«Πήγαινε, κυρά, και όταν ποθάνει θα τρέξω να σε ειδοποιήσω», είπε ο Λορέντζο της
Μαγδαληνής, και όταν εκείνη έφυγε αυτός κάθισε δίπλα στον ετοιμοθάνατο.

25 Νονός

25
Όταν έμειναν μόνοι, ο γέρος γύρισε το κεφάλι τον κοίταξε και με ψιθυριστή φωνή του
είπε: «Λορέντζο, θέλω να μου δώσεις μια υπόσχεση… Άμα δεις σημάδια ότι πόθανα, να μη
το πεις κανενός, μόνο να μείνεις δίπλα μου μέχρι αργά, και κάθε τόσο να με σκουντάς μέχρι
να σιγουρευτείς πως δε ζω μπλιό… Μη ξεγελαστούν οι άνθρωποι και με θάψουνε
ζωντανό…» Ο Λορέντζο έμεινε έκπληκτος μ αυτή την παράξενη επιθυμία αλλά έδωσε την
υπόσχεση του, και όταν αργά, μετά τα μεσάνυχτα, ο Απόστολος κάποια στιγμή έκλεισε τα
μάτια και απόμεινε εντελώς ακίνητος, δεν έτρεξε να ειδοποιήσει τη Μαγδαληνή, όπως είχαν
συνεννοηθεί αλλά άρχισε να σκουντά φοβισμένος τον γέροντα.
Πέρναγε η ώρα και ο Λορέντζο συνέχιζε να κάθεται δίπλα στον γέρο Απόστολο,
σκουντώντας κάθε τόσο το ακίνητο σώμα του, ώσπου στο τέλος άρχισε να ναρκώνεται και να
βυθίζεται σε σκέψεις και όνειρα. Πως λεγόταν η μάνα του… Ελπίδα; Ελένη; Όχι τη λέγαν
Ελπίδα... Νάτη… την έβλεπε. Κάθεται συνοφριωμένη στο χωμάτινο πάτωμα. Αυτός την
κοιτά αλλά δεν πάει κοντά της, θέλει να της πει ότι πεινά πολύ, και κρυώνει, αλλά ήξερε πως
αυτό δεν θα χε για κείνη καμία σημασία… Στο τέλος, χάρηκε που έφυγε μ αυτόν το
γυρολόγο. Ήταν μόνο οχτώ χρονών τότε αλλά δεν ένιωθε να την έχει ανάγκη, αφού ποτέ δεν
άνοιξε την αγκαλιά της στοργικά γι αυτόν, αντίθετα την ένιωθε σαν μία ξένη, που του
έτρωγε το φαΐ που του έδιναν οι γείτονες!
Ύστερα, η σκέψη του πέταξε στη Ζαφείρα. Ήταν σε δικό τους σπίτι, λέει, και αυτή
καθόταν κοντά του και του έραβε αντρικά χριστιανικά ρούχα, σαν αυτά που θέλει ο παπά
Ηλίας να φοράει. Αυτός την κοίταζε ευτυχισμένος και της χαμογελούσε ενώ αυτή άπλωσε το
χέρι και του χάιδευε τα μαλλιά… Νοιαζόντουσαν ο ένας για τον άλλο και οι δύο ψυχές τους
είχαν γίνει μία…
Τα ξημερώματα, η Μαγδαληνή μπήκε στο σπίτι και είδε το Λορέντζο να έχει γύρει το
κεφάλι στο πλάι του γέρου στο κρεβάτι και να κοιμάται. Πλησίασε και διέκρινε το χέρι του
συχωρεμένου να ακουμπάει στο κεφάλι του κοιμισμένου αγοριού, ενώ τα μάτια του ήταν
ανοιχτά, γυάλινα και κοιτούσαν προς τον απέναντι τοίχο. Η Μαγδαληνή του έκλεισε τα
μάτια, τον σταύρωσε και έβγαλε απαλά το χέρι του απ το κεφάλι του Λορέντζο.
«Λορέντζο, ξύπνα παιδί μου και άμε να φωνάξεις τον παπά Ηλία, εγώ θα πεταχτώ
απέναντι στη γειτόνισσα ναρθεί να με βοηθήσει να τον ετοιμάσουμε». Ο Λορέντζο τινάχτηκε
ξαφνιασμένος και κοίταξε γύρω του και μετά τον πεθαμένο.
«Μα σίγουρα έχει πεθάνει, κυρά; Να τον σκουντήξουμε;»
«Όχι παιδί μου δεν ζει εδώ και πολλή ώρα, μόνο άμε εκεί που σου πα».
Ο Λορέντζο, μέχρι τη στιγμή που κατέβαζαν το άψυχο σώμα τυλιγμένο σ ένα σεντόνι
στον τάφο το παρατηρούσε καλά-καλά…
Ευχή δεν είχε πάρει ο Λορέντζο και ούτε θα έπαιρνε ποτέ από τους γονιούς του, είχε πάρει
όμως την ευχή του γέρου Απόστολου, που όταν άνοιξε τα μάτια του βγαίνοντας από τη

26
βύθιση και είδε το αγόρι να κοιμάται στο πλάι του και να μην έχει φύγει, άπλωσε το χέρι του,
του χάιδεψε τα μαλλιά και αφού του ΄δωσε την ευχή του έφυγε ευχαριστημένος.

27
10

27 Σεπτεμβρίου 1669. «Έπεσε ο Χάνδακας» σφύριζαν μεταξύ τους τα


βοσκόπουλα απ΄ τα βουνά της Κρήτης, το μαύρο νέο, που έφτασε από τον Ψηλορείτη
στα Λασηθιώτικα και στις Μαδάρες. Το ΄μαθαν οι χαΐνηδες και μανιασμένοι τρίζαν
τα δόντια τους ενώ οι γυναίκες θρηνώντας, χαμήλωσαν τα μαύρα μαντήλια στο
πρόσωπο τους, σα να είχε πέσει θανατικό. Τα καντήλια στις εκκλησίες και στα
μοναστήρια της Κρήτης έσβησαν μοναχά τους, σαν να πέρασε από πάνω τους
οργισμένος ο άνεμος του Θεού, ενώ η θάλασσα χτυπούσε με λύσσα στα βράχια, σα
να προσπαθούσε να καταπιεί το νησί για να το γλυτώσει από τη νέα σκλαβιά, που θα
το κατασκέπαζε για αιώνες.
Οι χριστιανοί καταλάβαιναν τώρα την απελπισία και την πίκρα που είχαν νιώσει
παλιά οι Βυζαντινοί, σαν κατάλαβαν πως χανόταν για πάντα η Βασιλεύουσα, ενώ ο
Χάνδακας περίμενε σκοτεινός τη θριαμβευτική είσοδο των Οθωμανών.
Μετά τις διαπραγματεύσεις, λευκή σημαία υψώθηκε στο φρούριο του Αγίου
Δημητρίου, που σήμαινε «παύσατε πυρ». Τα μεσάνυχτα της 26ης Σεπτεμβρίου οι
Βενετοί κατέβασαν τον Σταυρό από το κάστρο του Μαρτινέγκο και το ξημέρωμα της
27ης Σεπτεμβρίου, ο Χάνδακας, μετά την αποχώρηση και των τελευταίων
υπερασπιστών του, έμεινε μια βουβή, έρημη πόλη, γεμάτη χαλάσματα και πτώματα.
Άνοιξαν πανιά οι γαλέρες των Βενετών για το ταξίδι στο Βορρά και ήταν
παραφορτωμένες με τους παλιούς κατακτητές της Κρήτης, που φεύγαν νικημένοι.
Μαζί τους κουβαλούσαν και τους θησαυρούς του Χάνδακα, αρχεία της πόλης,
κειμήλια, ιερά λείψανα, άμφια, έργα τέχνης ακόμα και την εικόνα της κρητικής
Παναγιάς της Μεσοπαντήτισσας πήραν μαζί τους, μα αυτή δεν ευλόγησε το ταξίδι
τους, που την έπαιρνε μακριά από την Κρήτη.
Πολλοί πέθαναν στη διαδρομή για τη Βενετία, από πείνα, δίψα και κακουχίες ενώ
πολλά από τα καράβια τους βυθίστηκαν, όταν έπεσαν σε τρικυμίες, παίρνοντας στο
βυθό όλους τους επιβάτες τους. Όσα τελικά κατάφεραν να φτάσουν στον προορισμό
τους, η Γαληνοτάτη δεν τους έδινε άδεια να μπουν στο λιμάνι, από τη θλίψη της για
το χαμό του Χάνδακα, μόνο την τρίτη μέρα το επέτρεψε με τον όρο να υψωθούν στις
γαλέρες μαύρες σημαίες πένθους και να μη ρίξουν ούτε ένα κανονιοβολισμό, ούτε
μία τουφεκιά χαράς.

28
Όταν μαθεύτηκε πως οι βενετσιάνοι άρχιζαν να μαζεύουν τα πράγματα τους για να
φύγουν, ο Λορέντζο σκέφτηκε πως αν πάει να βοηθήσει σα χαμάλης στο κουβάλημα,
θα οικονομούσε μερικούς παράδες. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, βρέθηκε σ ένα
αρχοντικό να κουβαλάει μαζί με τους υπηρέτες και τους χαμάληδες τα πολύτιμα
αντικείμενα του σπιτιού, κάτω από το αυστηρό βλέμμα των σωματοφυλάκων του
άρχοντα.
Στο λιμάνι της Κάντια επικρατούσε αναστάτωση. Οι γαλέρες ήταν
παρατεταγμένες στη σειρά και περίμεναν. Οι χαμάληδες πηγαινοερχόντουσαν
φορτωμένοι με κασέλες, ενώ οι υπηρέτες τσακωνόντουσαν με δυνατές φωνές με τους
ναύτες, για το πού θα στοιβαχτούν τα πράγματα των αφεντάδων.
Στην προκυμαία ήταν μαζεμένοι άρχοντες και υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί, που δεν
φορούσαν πια τους μεταξένιους μανδύες και τα στολισμένα καπέλα αλλά μαύρες
μακριές μπέρτες και μαύρα πλατύγυρα καπέλα. Κοιτούσαν μελαγχολικά προς τη
μεριά που γινόντουσαν οι καυγάδες, μα ο νους τους ήταν αλλού… Θα επέστρεφαν
ταπεινωμένοι στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας. Ντροπιασμένοι που δεν
κατάφεραν να κρατήσουν στην επιρροή της τον Χάνδακα, αν και πολέμησαν γενναία
για χρόνια. Με την απώλεια της πόλης, έδυε για πάντα η κυριαρχία των Ενετών στην
ανατολική Μεσόγειο και αυτό δεν θα τους το συγχωρούσε εύκολα το Λιοντάρι της
Βενετίας.
Φτάνοντας ο Λορέντζο στη γαλέρα και πριν αρχίσει να ανεβαίνει τη σανίδα, είδε
ένα άντρα γαντοφορεμένο, ντυμένο με μαύρα αρχοντικά ρούχα, να τον κοιτά
επίμονα. Στο τέλος ο άρχοντας τον πλησίασε.
«Πως σε λένε;»
Ο Λορέντζο παρατήρησε το πρόσωπο του άντρα που είχε γαλανά μάτια και μαλλιά
και γένια πυρόξανθα…
«Λορέντζο».
«Ποιος είναι ο πατέρας σου;»
«Δεν έχω, είμαι νόθος».
«Την μάνα σου πως τη λένε;»
«Ελπίδα, αλλά έχει φύγει από χρόνια και δεν ξέρω που είναι».
Ο Βενετός έμεινε να κοιτά πολλή ώρα το αγόρι, που ήταν ολόϊδιο αυτός σε
νεανική ηλικία, μετά γυρνώντας σ ένα υπηρέτη διέταξε δείχνοντας το Λορέντζο: «Να
του δώσεις να βάλει καλά ρούχα, θαρθεί μαζί μας στην πατρίδα. Είναι δικός μου

29
άνθρωπος». Ο Λορέντζο στα λόγια αυτά κατάλαβε, πως ο άντρας που του μιλούσε
και μοιάζαν τόσο τα χαρακτηριστικά τους, ήταν ο Τζιάκομο Αντολίνο Πολίρονε, ο
πατέρας του. Ένιωσε την καρδιά του να πετάει… Είμαι δικός του άνθρωπος… Θα με
πάρει μαζί του… Και φαντάστηκε τον εαυτό του αρχοντόπουλο με ωραία ρούχα,
καπέλο με φτερά και μυτερά παπούτσια να τριγυρνά καμαρωτό στις βασιλικές
στράτες της Βενετίας! Αμέσως όμως η σκέψη του γύρισε σε ένα κορίτσι, που δεν είχε
δικό του δωμάτιο για να πηγαίνει απ΄ έξω να της λέει μαντινάδες, όπως κάναν τα
παλικάρια στις αγαπημένες τους, αλλά κοιμόταν κατάχαμα σε ένα δωμάτιο μαζί με
άλλες υπηρέτριες…
Πριν ακολουθήσει τον υπηρέτη ο Λορέντζο γύρισε προς το μεγαλόκαρδο άρχοντα
και αφού έκανε μια υπόκλιση του είπε:. «Αφέντη με σκλαβώνεις με την καλοσύνη
σου και σ ευχαριστώ, θα με υποχρέωνες όμως αν μου ΄δινες και τους παράδες για τον
κόπο μου να κουβαλώ τα πράγματα σου…» Ο Βενετσιάνος τον κοίταξε έκπληκτος
και κατάλαβε πως το αγόρι, δεν είχε σκοπό να μπει στη γαλέρα μαζί του, είχε ρίξει
βαθιά την άγκυρα του στα γαλάζια νερά της Κρήτης. Έβγαλε ένα πουγκί και του
έδωσε είκοσι χρυσά δουκάτα. Ο Λορέντζο τα έκλεισε με λαχτάρα στις χούφτες του,
τα ακούμπησε στο στήθος και με ευγνωμοσύνη ευχαρίστησε με μια υπόκλιση τον
άρχοντα Πολίρονε. Μετά ακολούθησε τον υπηρέτη για το αρχοντικό όπου θα του
έδιναν καινούργια ρούχα, αλλά στη διαδρομή λοξοδρόμισε σε ένα στενό κι άρχισε να
τρέχει για να γυρίσει στο Φαλκούνι, έχοντας κρυμμένο το μικρό θησαυρό μέσα στις
βαθιές τσέπες της κελεμπίας του.
Μόλις έφτασε σπίτι του μπήκε μέσα και έσκαψε ένα βαθύ λάκκο στο χωματένιο
πάτωμα, έριξε μέσα τα δουκάτα και τα σκέπασε πάλι με το χώμα, ύστερα έσυρε από
πάνω το μαγκάλι. Καθισμένος στο παλιό χαλί, ο Λορέντζο είχε βυθιστεί σε μεγάλη
συλλογή. Είχε σκοπό να ζητήσει από τον αφέντη της Ζαφείρας, να τον πάρει
φαμέγιο(26) στα χωράφια του για να είναι συνέχεια κοντά της κι ας έχανε την
ξεγνοιασιά της αλήτικης ζωής του. Αλλά τώρα με αυτά τα χρυσά νομίσματα άλλαζαν
τα πράγματα. Στο τέλος αποφάσισε να μη κάνει τίποτα πριν συμβουλευτεί τον
Ανδρέα, που ήταν καλός και λογικός άνθρωπος.

26 Famegio Οικότροφος υπηρέτης που μένει στο σπίτι του κυρίου του. Συνήθως τον έβαζαν να κάνει
αγροτικές δουλειές ή να φυλάει το κοπάδι.

30
11

Ο Μεγάλος Βεζύρης Αχμετ Φαζίλ Κιοπρουλής Πασάς, ήταν τριάντα δύο χρονών
όταν έμπαινε καβάλα στο χρυσοπλούμιστο άλογο του από την πύλη του
Παντοκράτορα, με πορφυροχρυσοκέντητο μανδύα και με μεγάλη συνοδεία
αξιωματούχων και στρατού, στον ερειπωμένο Χάνδακα, στις τέσσερις Οκτωβρίου
του 1669. Τρείς φορές προσευχήθηκαν και πριν τη δεύτερη μεσημεριανή προσευχή,
υψώθηκε στην εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου η Ημισέληνος. Τρεις φορές
βρόντηξαν τα κανόνια και τα τουφέκια των στρατιωτών.
Οι γιορτές κράτησαν εφτά μερόνυχτα, άκουγαν οι χριστιανοί να βαρούν τα
ανατολίτικα τούμπανα, ξεφρενιασμένα τα ζεϊμπέκια, και θρηνούσανε βουβά. Όσο
διαρκούσαν οι γιορτές του καινούργιου κατακτητή δεν βγαίναν μετά το μεσημέρι από
τα σπίτια τους στο χωριό, μόνο κρύβονταν. Φοβόντουσαν τους εξαγριωμένους από τη
χαρά γενίτσαρους που παίρναν σβάρνα τα σπίτια των Χριστιανών και τα
πετροβολούσαν. Έβριζαν τους άντρες, λέγαν αισχρόλογα για τη θρησκεία, τις
γυναίκες και τις θυγατέρες τους και τους προκαλούσαν να βγουν έξω. Οι άντρες από
μέσα, κοντά στις ανήσυχες οικογένειες τους, σφίγγαν τα δόντια από οργή και
ορκιζόντουσαν πως θάρθει η μέρα που θα πληρωθούν με αίμα όλες αυτές οι
προσβολές των Οθωμανών.
Στο αρχοντικό του, ο Κενάν Μπέης είχε υποδεχτεί τον αγαπημένο του γιο, Αγά
Σελίμ, με όλες τις τιμές ενός πατέρα προς ένα άξιο γιό. Μετά από ένα πλουσιοπάροχο
γεύμα, τώρα καθόντουσαν αναπαυτικά στο χαγιάτι και μαζί τους ήταν ο Κερέμ, ο
Γιουσούφ ο τουρκοκρητικός και ο Μπαχαντίρ ο τζοχαντάρης. Οι δούλες είχαν
σερβίρει καφέ, ρακί και σιροπιαστά γλυκά και η ατμόσφαιρα ήταν γιορταστική. Σε
κάποια στιγμή ο Κενάν Μπέης χάϊδεψε τη γενειάδα του και είπε: «Με τη βοήθεια του
Αλλάχ έχω δύο άξιους γιούς που με τιμούν ως πατέρα και τώρα ήρθε η ευλογημένη
ώρα να αποκτήσω νυφάδες και εγγόνια».
Ο Σελίμ κοιτάχτηκε με τον Κερέμ και γελάσανε.
«Ναι, παιδιά μου, μη γελάτε, πρέπει να παντρευτείτε και να κάνετε πολλούς γιούς
που τους χρειάζεται η Αυτοκρατορία μας. Όλοι οι αρχόντοι της περιοχής μας σας
θέλουν για γαμπρούς τους. Να αποφασίσετε και να μου πείτε για να στείλω τα
προξενιά».

31
«Πατέρα, εγώ έχω διαλέξει τη γυναίκα που θέλω, είναι η Μιχρί, η κόρη του Αλή
Αγά», είπε ο Σελίμ, «Θα ζητήσω από τον Μεγάλο Βεζίρη να μου δώσει, αντί για
κτήμα, ένα σπίτι στο Χάνδακα και θα μείνουμε εκεί». Ο Σελίμ είδε τον πατέρα του
στα λόγια αυτά να πέφτει σε βαθιά συλλογή. Μετά από λίγο ο Κενάν είπε: «Μπράβο
γιε μου, η κοπέλα είναι όμορφη, πλούσια και από καλή γενιά. Μα να… είχα και κάτι
άλλο στο νου μου για την ανταμοιβή σου από το Μεγάλο Βεζύρη… Να… Έλεγα να
του ζητήσεις να σου δώσει σαν τεμλίκι(27) το ποτιστικό χωράφι αυτουνού του
Καντιανού».
Ο Σελίμ Αγάς ξεστάθηκε, «Τι το θες πατέρα; Τόση γη έχουμε! Ο εφέντης Ανδρέας
τόχει από τους προγόνους του στην κατοχή του και πληρώνει όλους τους φόρους για
να τόχει, πως θα ζητήσω να του το πάρω;»
«Είναι το ινάτι του πατέρα σου! Αν με βρει κακό τώρα, θα πεθάνω μ ανοιχτά τα
μάτια και θα φταίει αυτό!» είπε ο Μπέης αγριεμένος, που δεν εύρισκε σύμμαχους
τους γιούς του στο κλέψιμο του χωραφιού του Ανδρέα.
«Πατέρα, μη στεναχωριέσαι θα σου βρούμε καλύτερο, μη τσακωθούμε με τους
γειτόνους μας, είναι καλοί άνθρωποι και τόσα χρόνια ζούμε ειρηνικά μαζί τους», είπε
ο Κερέμ.
«Ο αφέντης δεν τσακώνεται με το δούλο! Ο αφέντης διατάζει το δούλο! Κι αυτοί
όλοι οι ζιμήδες, είναι δούλοι μας!» φώναξε ο Κενάν Μπέης. Ο Σελίμ έσκυψε το
κεφάλι και θυμήθηκε τα λόγια του Ανδρέα. Δίκιο είχε… Δεν θα τελειώσουν οι
πόλεμοι στην Κρήτη με την πτώση του Χάνδακα, δεν θα υπάρξει ποτέ ειρήνη μεταξύ
τους, όσα χρόνια κι αν περάσουν… Ένιωθε κουρασμένος από τον πόλεμο και το μόνο
που ήθελε, ήταν να παντρευτεί την Μιχρί, να κάνουν παιδιά και να ζήσει μια ήρεμη
ζωή.
Ο Μπαχαντίρ και ο Γιουσούφ, βλέποντας τον Μπέη να στενοχωριέται από τους
γιούς του, μετακουνήθηκαν νευρικοί μα δε μίλησαν, δεν ήθελαν να ανακατευτούν, μα
το δίκιο γι αυτούς το είχε ο Κενάν Μπεής. Αφού το ήθελε ο πατέρας τους, έπρεπε οι
δύο γιοι, χωρίς αντίρρηση, να πάνε αμέσως και να ζορίσουν τον ταβλόπιστο Ανδρέα
για να τους το δώσει κι όχι να υποστηρίζουν έναν γκιαούρη. Τι σόι γιοι ήταν αυτοί!
Ο Κενάν Μπέης πεισμωμένος κλείστηκε στην κάμαρα του και δεν δεχόταν για
μέρες να δει τους γιούς του.

27 Κτήματα που παραχωρήθηκαν ως ανταμοιβή στους ανώτερους αξιωματούχους, πασάδες και


μπέηδες, για τις υπηρεσίες που προσέφεραν κατά τη διάρκεια του Κρητικού Πολέμου.

32
Ένα βράδυ ο Γιουσούφ ανηφόρισε κρυφά προς το αρχοντικό του Μπέη.

33
12

Το σπίτι του Δαμιανού, όπου νάναι τελείωνε και η χαρά του γάμου που πλησίαζε,
ήταν ένα αναμμένο κεράκι στην καταχνιά που είχε πλακώσει τις καρδιές των
χριστιανών του χωριού, μετά την πτώση του Χάνδακα. Η Μαριέττα, από τα Χανιά,
είχε στείλει μήνυμα με ένα ταξιδιώτη πως ήταν καλά και πως, με κάθε τρόπο, θα
΄ρχοταν στο γάμο με τον άντρα και τα παιδιά της. Θάχε μαζί της τα ξομπλιαστά
κουλούρια του γάμου και από ένα ακριβό χρυσαφικό για το γαμπρό και τη νύφη.
Η Εργίνα στο σπίτι της, έκανε τις τελευταίες ετοιμασίες των προικιών της
περιστοιχισμένη από φίλες και γειτόνισσες, που τη βοηθούσαν και την έκαναν να
γελά και να ντρέπεται με πειράγματα και μαντινάδες.
«Αυγερινός παντρεύεται, την πούλια κάνει ταίρι,
κι ούλα τα αστέρια τα ουρανού, γίνουνται συμπεθέροι!»
Ήταν μια καθημερινή, που ο Ανδρέας με το Δαμιανό και τον Τίτο, και από κοντά ο
Λορέντζο, δουλεύανε στο καινούργιο σπίτι βοηθώντας τον πρωτομάστορα, όταν
φάνηκε ο Γιουσούφ ο τουρκοκρητικός καβάλα στη φοράδα του. Τους πλησίασε κι
αφού τους καλημέρισε είπε: «Ανδρέα, πέρασα από τα σκαμμένα σου και είδα μέσα
ένα κοπάδι πρόβατα, μάλλον του Σταυρομανώλη είναι, μόνο να πας μη σου χαλάσουν
το όργωμα».
«Ευχαριστώ, Γιουσούφ, θα πάω να δω», είπε ο Ανδρέας. Ο Δαμιανός και ο Τίτος
κατεβήκαν από τη στέγη. «Άσε πατέρα», είπε ο Τίτος, «θα πάμε εμείς».
«Όχι παιδιά μου συνεχίστε εσείς τη δουλειά σας. Θα πάρω τη Μαύρη και θα πάω,
θέλω να περάσω με την ευκαιρία κι απ ΄το λιόφυτο». Αυτά είπε και πήγε στο στάβλο
να ετοιμάσει τη φοράδα, σε λίγο έφευγε προς το χωράφι. «Σεε Μαύρη μου! Άϊντε να
δούμε αν πάθαν ζημιά τα σκαμμένα μας, να δούμε και το λιόφυτο μας, να δώσει ο
Θεός να μας δώσει λαδάκι κι οφέτος».
Είχε χρόνια την Μαύρη του και ήταν δεμένος με το ζωντανό του, αλλά και η
φοράδα του αγαπούσε τον αφέντη της και, σαν να ήταν άνθρωπος, καταλάβαινε κάθε
του κουβέντα. Ένιωθε πότε ήταν χαρούμενος, πότε ήταν λυπημένος κι καμιά φορά,
όταν αρρώσταινε ο Ανδρέας, σταματούσε να τρώει και περίμενε με σκυφτό κεφάλι να
γιάνει. Τώρα τον ένιωθε πως ήταν ευχαριστημένος. Θα παντρευόταν γρήγορα ο
Δαμιανός με τη σαστικιά του και θάβλεπε και την κόρη του Μαριέττα, που είχε δύο

34
χρόνια να τη δει. Αλαργοεξορίστηκε η Μαριέττα του αλλά πήρε καλό άντρα. «Ο
Θεός να έχει καλά κι αυτούς και τα κοπέλια τους», σκεφτόταν ο Ανδρέας.
Συνέχιζε το δρόμο του όταν, στην τελευταία στροφή, είδε μπροστά στο χωράφι
του ένα άντρα να περιμένει. Πλησίασε και γνώρισε τον Γιουσούφ με το όπλο στον
ώμο του. Ξεκαβαλίκεψε τη Μαύρη και τον πλησίασε. «Επαέ είσαι, Γιουσούφ;»
«Ναι, είπα να σε περιμένω που έχω να σου πω ένα λόγο», είπε ο Γιουσούφ και με
αυτά τα λόγια πήρε το όπλο στα χέρια του και γυρνώντας το κατά τον Ανδρέα
πυροβόλησε. Ο Ανδρέας κοίταξε έκπληκτος το αίμα να τρέχει από το στήθος του και
έπεσε στο χώμα νεκρός.
Η Μαγδαληνή, γυρνώντας σπίτι από το περιβόλι όπου είχε πάει να απομαζώξει τα
τελευταία λαχανικά, πέρασε από το στάβλο και είδε πως έλειπε η Μαύρη. Πλησίασε
τους γιούς της στο καινούργιο σπίτι που έχτιζαν και τους ρώτησε: «Που πήγε ο κύρης
σας με τη φοράδα;»
«Πέρασε ο Γιουσούφ και του είπε πως είδε πρόβατα στο χωράφι μας», απάντησε ο
Δαμιανός.
«Και είντα δουλειά είχε ο Γιουσούφ στο χωράφι μας;» είπε η Μαγδαληνή «Γιάντα
δεν πήγατε μαζί με τον πατέρα σας;»
«Του το ΄παμε, μ΄ αυτός μας είπε πως μετά θα πέρναγε κι απ το λιόφυτο μόνο να
συνεχίσουμε τη δουλειά μας», είπε ο Τίτος.
Η Μαγδαληνή μπήκε στο σπίτι συλλογισμένη, καταπιάστηκε με δουλειές μα
γρήγορα τις παράτησε στη μέση και ξαναβγήκε.
«Παιδιά, κατεβείτε από κει ταχιά, και αμέτε να βρείτε τον κύρη σας».
Τα παιδιά κατέβηκαν από τη στέγη και πήραν το δρόμο για το χωράφι μα
σταμάτησαν. Δεν είχαν προχωρήσει πολύ, όταν απ΄ το βάθος του δρόμου είδαν να
πλησιάζει αργά μία φοράδα χωρίς καβαλάρη, ήταν η Μαύρη που όταν έφτασε,
στάθηκε μπροστά τους με χαμηλωμένο το κεφάλι. Η Μαγδαληνή έχωσε τα χέρια στα
μαλλιά της και φώναξε: «Θε μου, και μου τον εσκοτώσανε!»

35
13

Την επόμενη μέρα από την κηδεία του Ανδρέα, βρέθηκε ένα μαχαίρι καρφωμένο
στον τάφο του, ήταν του Δαμιανού, σημάδι πως, όσος καιρός και να πέρναγε θα
έπαιρνε εκδίκηση για το χαμό του.
Ο τοπικός ναϊπης(28) πήγε στο μέρος που έγινε το φονικό και μετά πέρασε από το
σπίτι του Γιουσούφ, ύστερα πήγε στο σπίτι του συγχωρεμένου του Ανδρέα και τους
είπε: «Δεν υπάρχουν μάρτυρες του φονικού, και ο Γιουσούφ μου είπε πως, αφού ήρθε
σπίτι σας και μήνυσε του Ανδρέα για το χωράφι, ύστερα πήγε στο σπίτι του Αλή
Μπεσέ, είχε για μάρτυρες τον Ιμπραήμ Τσαούς, τον Αλή Τσελεμπή και τον Χουσεΐν
Μπεσέ». Η οικογένεια εννόησε αυτό που κάτεχε από καιρό, πως δεν ίσχυε κανένας
νόμος δικαιοσύνης όταν ο δολοφονημένος ήταν χριστιανός.
Ο Ανδρέας δεν ήταν ο πρώτος δολοφονημένος χριστιανός, ούτε ο τελευταίος.
Ακόμα και παιδιά χριστιανών σκότωναν, αφού τα βίαζαν πρώτα. Μα δεν υπήρχαν
ποτέ μάρτυρες για τον δολοφονημένο, ενώ ο δολοφόνος είχε πάντα μάρτυρες που
ορκιζόντουσαν, ψέματα, πως ήταν αλλού την ώρα του φονικού, τον Χασάν, τον Αλή,
τον Χουσεΐν, τον Ισμαήλ και ένα σωρό άλλα ρεμάλια, που αρκούσε ένα μπαξίσι ή ένα
δώρο για να ψευδομαρτυρήσουν. Οι γονείς των δολοφονημένων παιδιών δεν
τολμούσαν ούτε στο ναΐπη να πάνε, γιατί ερχόταν ο δολοφόνος του και τους
απειλούσε πως, αν το έκαναν, και τα υπόλοιπα παιδιά τους θα είχαν το ίδιο τέλος με
το αδικοχαμένο.
Το σπίτι που έχτιζε ο Δαμιανός για να παντρευτεί με την Εργίνα, σταμάτησε λίγο
πριν τελειώσει. Η Χρυσή κλείστηκε στο Μοναστήρι της Παναγίας, η Εργίνα έκλεισε
την κασέλα με τα προικιά του γάμου της και η Μαγδαληνή, έβλεπε τον Δαμιανό που
δεν μιλούσε και ένιωθε ανήσυχη για την ξεχειλισμένη οργή μέσα του. Γνώριζε πως ο
γιός τους είχε καρφώσει το μαχαίρι στο τάφο του κύρη του και ένιωθε να πλησιάζουν
κι άλλες συμφορές. Μια μέρα πήγε και παρακάλεσε τον Παπά Ηλία να ρθεί να του
μιλήσει, να τον προλάβει πριν κάνει κανένα κακό και αδικοχαθεί κι αυτός.
Ο παπά Ηλίας πήγε σπίτι την άλλη μέρα κιόλας και κάλεσε τον Δαμιανό να κάτσει
κοντά του. Όταν έμειναν οι δυο τους, ο ιερέας του είπε: «Δαμιανέ, νογώ πόσο
μεγάλος είναι ο πόνος και ο θυμός σου για τη δολοφονία του κύρη σου, όμως παιδί
μου πρέπει να κατέχεις πως η εκδίκηση κάνει χειρότερα τα πράματα παρά που τα

28 Διορισμένος εκπρόσωπος του καδή.

36
διορθώνει, κιανέ μπορούσε να σου μιλήσει ο πατέρας σου από κει που είναι, το ίδιο
θα σου ΄λεγε. Εσείς οι καινούργιοι άντρες είστε το κερί στο σκοτάδι εμάς των
χριστιανώνε, σε σας ακουμπάμε τις ελπίδες μας για να μπορούμε να προκόψουμε και
μια μέρα, να διώξουμε τους κατακτητές και να ζήσουμε λεύτεροι. Ανέ σεις χαθείτε,
χάνεται κι όλο το γένος μαζί σας. Τέλειωσε το σπίτι σου, παντρέψου τη σαστικιά σου
κι ανάστησε με τα κοπέλια σου το όνομα και το αίμα του πατέρα σου, αυτό θέλει κι ο
Θεός κι όχι άλλο σκοτωμό.»
«Και πως θα νιώθει ο κύρης μου», είπε με χαμηλή μα οργισμένη φωνή ο
Δαμιανός, «μέσα στο χώμα τα πατήματα πάνω στη γη, αυτού του Ιούδα; Πως θα
συνεχίζω να ζω και να χαίρομαι τη ζωή νιώθοντας αδικοσκοτωμένο τον πατέρα μου,
που δεν έπιασε ποτέ στη ζωή του να κάνει κακό σε άνθρωπο ακόμα κι όταν τον
αδικούσαν;»
«Σκέψου τη μάνα σου, Δαμιανέ, δεν της φτάνει η μια συμφορά, να της έρθει κι
άλλη από το ίδιο της το κοπέλι;» είπε ο παπά Ηλίας και συνέχισε: «Άνε χαθείς και συ,
τότενες θα πεθάνει κι αυτή απ τον καημό της. Να τη συντρέξετε παιδί μου να μη πιεί
κι άλλα φαρμάκια. Και τη σαστικιά σου; Δεν τη σκέφτεσαι που περιμένει στην πόρτα
με τα προυκιά της να την κάνεις νοικοκυρά και μάνα στο σπίτι σου;»
«Τι μου λες, παπά μου; Ν αφήσω χωρίς εκδίκηση τον πατέρα μου; Ν αφήσω τον
αλλαξοπιστευμένο να χαίρεται την πράξη του;» είπε αγριεμένος ο Δαμιανός.
«Το αίμα φέρνει αίμα Δαμιανέ», φώναξε και ο παπάς «Ο φονιάς θα τόβρει απ το
Θεό. Τέλειωσε παιδί μου το σπίτι σου κι έλα να με βρεις άμα τελειώσει το πένθος να
κανονίσουμε ταχιά το γάμο. Έχεις υποχρεώσεις, Δαμιανέ, στη μάνα σου, στη
σαστικιά σου, πρέπει να συντηρήσεις και το βιός σας, ο Τίτος είναι μικρός ακόμα, δεν
αντέχουν οι ώμοι του να πάρει ευθύνες, αν χαθείς εσύ, θα χαθεί μαζί σου κι όλη η
οικογένεια!»
Έφυγε ο παπά Ηλίας και ο Δαμιανός βγήκε απ το σπίτι και προχώρησε προς το
στάβλο, η Μαύρη ήταν στα τελευταία της κι έπρεπε να τουφεκιστεί. Το ζωντανό, απ
τη μέρα που σκοτώθηκε ο Ανδρέας, δεν ξαναέφαγε, ούτε νερό ήπιε και τώρα ήταν
πεσμένο στο άχυρο.
«Ανάθεμα!», φώναξε ο Δαμιανός αγριεμένος. «Ανάθεμα! Η φοράδα του ψοφά απ
τη λύπη της για το χαμό του και θέλουν εγώ, ο γιος του, να συνεχίσω να ζω, να κάνω
γάμους και κοπέλια και νάχω το φονιά του πατέρα μου να περνά δίπλα μου και γω,
αντί να του στρίψω το λαρύγγι, να τον καλοχαιρετώ! Δεν υπάρχει μάνα, δεν υπάρχει

37
σαστικιά, ούτε βιός υπάρχει, ανέ δεν βάλω στο χώμα τους αίτιους, να μου
καταριούνται η γη κι ουρανός ώσπου να ποθάνω!»

38
14

Στο σπίτι του Στελιανού, η Εργίνα με σκυφτό κεφάλι συλλογιζόταν το σαστικό


της, που δεν ερχότανε πια έξω από το παραθύρι της για να της πει μαντινάδες αγάπης
ενώ, το καινούργιο σπίτι που μέσα θα φτιάχνανε την οικογένεια τους, έμενε
μισοτελειωμένο. Γιάντα Θε μου να χαθεί όλη η ευτυχία μου, σκεφτόταν και η λύπη
της πλάκωνε την ψυχή.
Η καρδιά του Στελιανού, δεν είχε αντέξει τόσες συμφορές, ο πόνος στο στήθος
ήταν πια μόνιμος και η δύσπνοια τον έπνιγε. Η Εργίνα του είχε βάλει πολλά
μαξιλάρια και προσπαθούσε με ατμό από βότανα να τον ανακουφίσει. Ο Στελιανός
καταλάβαινε τώρα πόσο λάθος έκανε που δεν ξαναπαντρεύτηκε. Έπρεπε νάχει κάνει
κι άλλα παιδιά, γιατί τώρα, άμα πέθαινε, η Εργίνα θα έμενε κατάμονη αν δεν
παντρευόταν τον Δαμιανό. Ήξερε πόσο τον αγαπούσε και δεν θα δεχόταν άλλον για
άντρα στο πλάι της, ψυχανεμιζόταν όμως πως, μετά τον όρκο του, ο Δαμιανός δεν θα
κοιτούσε γάμους και σπίτι, αλλά θα έπαιρνε εκδίκηση για τον πατέρα του και θα
φευγε στα βουνά με τους χαΐνηδες.
«Είντα θα γενείς, κόρη μου σα φύγω εγώ και πομείνεις μοναχιά; Να πας και συ να
μονάσεις, όπως η Χρυσή», της έλεγε ο Στελιανός.
«Μη στεναχωρούσαι, πατέρα και δεν κάνει για την καρδιά σου… Ο Δαμιανός θα
με παντρευτεί και δεν θα χρειαστεί να πάω στο Μοναστήρι, μόνο κοίτα να γιάνεις
γιατί, όταν θα γίνεις παππούς, τα εγγονάκια σου θα θέλουν να τους λες παραμύθια και
να τα ταχταρίζεις», είπε η Εργίνα και πήρε λίγο κουράγιο από τα ίδια της τα λόγια.
Σε λίγο μπήκε στο σπίτι η γιαγιά Μαριέττα και κάθισε κοντά τους.
«Είντα κάνεις Στελιανέ, καλύτερα σε βλέπω, σου ΄φερα λίγη ζεστή σούπα από
όρνιθα»
«Σ ευχαριστώ Μαριέττα, μα δε μπορώ να φάω πράμα μόνο μη τη στερείς από τα
κοπέλια», ψέλλισε ο Στελιανός.
«Στελιανέ, πάρε κουράγιο να γενείς καλά, να μην απομείνει η θυγατέρα σου
πεντάρφανη, ποιος θα τη δώσει του γαμπρού στην εκκλησία, άμα λείψεις εσύ;» είπε η
γιαγιά και γυρνώντας στην Εργίνα, είπε: «Άντε, κοπελιά μου, στο σπίτι που η μάνα
του σαστικού σου είναι μόνη να της κάνεις λίγη συντροφιά και γω θα κάτσω επαέ με
τον κύρη σου, μην ανησυχάς».

39
«Εντάξει γιαγιά, πάω και δεν θ αργήσω να γιαγείρω», είπε η Εργίνα και έριξε μια
ανήσυχη ματιά του πατέρα της.
«Άμε θυγατέρα μου», είπε ο Στελιανός, «μην ανησυχάς, άμε να βγεις και λίγο από
το σπίτι».
Η Εργίνα σε λίγο έφτανε στο σπίτι της Μαγδαληνής, που τη βρήκε καθισμένη στο
χαμηλό σκαμνί συλλογισμένη.
«Καλημέρα μάνα».
«Καλημέρα, κόρη μου, είντα κάνεις, είντα κάνει ο κύρης σου;»
«Τα ίδια με χτες, μάνα», είπε αναστενάζοντας η Εργίνα.
«Άκου παιδί μου, άνε αποφασίσει ο Θεός να τον πάρει κοντά του, δεν θα μπορείς
πια να μένεις μόνη σου, γιατί μόλις το μάθουν οι άπιστοι, θα κινδυνέψεις. Μόνο
θάρθεις εδώ να μείνεις μαζί μου και οι γιοί μου θα κάνουν κουμάντο να βρουν χώρο
να κοιμούνται έξω από το σπίτι. Λέω πως, μετά το πένθος, θα στεφανωθείτε ταχιά με
τον Δαμιανό. Έβαλα τις προάλλες και του μίλησε ο παπά Ηλίας να τον μερέψει».
Σ ΄αυτά τα λόγια, η Εργίνα, κοίταξε με αγωνία τη Μαγδαληνή και τη ρώτησε: «Είντα
λέει, μάνα, ο Δαμιανός;»
«Είντα να σου πω, παιδί μου, αμίλητος μπαίνει στο σπίτι κι αμίλητος βγαίνει, δεν
καλοτρώει και μοιάζει σα να συλλογάται συνέχεια… Είντα συλλογάται ήθελα να
κάτεγα… Εδά είναι από το ξημέρωμα στο χωράφι με τον Τίτο. Ποιος μας
καταράστηκε, Θε μου!» είπε η Μαγδαληνή και αναστέναξε βαθιά. «Αυτόν τον άτιμο
τον Γιουσούφ, κάποιος τον έβαλε και δεν βγαίνει απ ΄τη σκέψη μου πως είναι ο
Κενάν Μπέης, που χε λυσσάξει να μας πάρει το καλό μας χωράφι. Ένα κομμάτι γη
μας είχαν αφήσει οι άπιστοι και το λιόφυτο, να τα δουλεύουμε για να τρώνε αυτοί κι
ο στρατός τους και να μένουν κι εμάς μερικά ψίχουλα και μας αφάνισαν για να μας
το πάρουν κι αυτό». Η Μαγδαληνή είδε την κοπέλα να στεναχωριέται μ όλα αυτά και
πιάνοντας το χέρι της χαμογελώντας είπε: «Να μη φοβάσαι κόρη μου, όλα θα πάνε
καλά και ταχιά θα στήσεις το σπιτικό σου με το γιο μου, μόνο να βοηθήσει ο Θεός να
γιάνει και ο κύρης σου».
«Ναι, μάνα» είπε αναθαρρημένη η Εργίνα «Ελπίζω στο Θεό».

40
15

Ο Γιουσούφ ο τουρκοκρητικός, αφού είχε πιει τη ρακί του στον καφενέ, τώρα
πήγαινε προς το απομακρυσμένο από το χωριό, σπίτι του. Ήταν ευχαριστημένος που
όλα πήγαν όπως τα΄χε κανονίσει. Στιγμή δεν είχε φοβηθεί για το φόνο που είχε κάνει,
τα είχε ετοιμάσει όλα σωστά, ακόμα και τους ψευδομάρτυρες, μα έτσι κι αλλιώς
κάτεχε, πως δεν υπήρχε καμία περίπτωση να τιμωρηθεί από το μουσουλμανικό Νόμο
για το φόνο ενός χριστιανού.
Δεν είχε καθόλου τύψεις που σκότωσε τον Ανδρέα, τον είχε από καιρό στο μάτι,
ακόμα κι αν ο αφέντης δεν τον πλήρωνε, θα το ΄κανε κάποια στιγμή από μόνος του.
Δέκα ασλάνια γρόσια, που του δωσε ο Κενάν Μπέης για να κάνει το φονικό, δεν ήταν
λίγα, είχε σκοπό να γλεντήσει με γυναίκες, καλό φαΐ και πιοτό και με ότι περίσσευε,
αν περίσσευε, θα αγόραζε μερικά στρέμματα γης ακόμα. Είχε τρείς γυναίκες και
παιδιά αλλά ποτέ δεν τους συλλογίστηκε, η μοναδική του έννοια, ήταν να περνάει
καλά αυτός και να οικονομάει παρά, ακόμα και με άτιμους τρόπους. Πολλές όμορφες
κοπέλες από τα γύρω χωριά, είχαν αρπαχθεί από αυτόν και κάτι άλλους ελεεινούς σαν
αυτόν, που είχε για παρέα και ύστερα, τις πούλαγαν σε Μπέηδες και Αγάδες για να
τις κάνουν παλλακίδες τους. Και κείνη η Εργίνα, ήταν όμορφη και σίγουρα θάβρισκε
τον τρόπο να την πάρει αυτουνού του Δαμιανού. Μετά τον πατέρα θαρχόταν κι η
σειρά του γιού, σκεφτόταν ο Γιουσούφ και χαμογελούσε με τη σκέψη αυτή.
Συνέχισε το δρόμο μέσα στη νύχτα προς το σπίτι και ήθελε λίγο ακόμα για να
φτάσει, όταν άκουσε πατημασιές πίσω του. Γύρισε απότομα μα δεν είδε κανένα,
παρακάτω όμως άκουσε και πάλι σιγανά βήματα και όταν γύρισε σαν να του φάνηκε
πως διέκρινε μια σκιά ανάμεσα στα δέντρα. «Ποιος είναι κει;» φώναξε και τράβηξε
από τη ζώνη το μαχαίρι του. «Άντε πρόβαλλε και μη κρύβεσαι!» ξαναφώναξε και η
σκιά ξετρύπωσε κοντά του από ένα δέντρο. Ο Γιουσούφ πάνιασε, αυτός που
στεκόταν μπροστά του ήταν ο Ανδρέας, άρχισε να τρέμει και έπεσε το μαχαίρι απ΄το
χέρι του. Μα σαν τον πλησίασε ο άνθρωπος, κατάλαβε πως ήταν ο Δαμιανός και
ξανάσανε. «Είντα γυρεύεις εσύ, επαέ; Γιάντα με χεις πάρει στο καταπόδι;» φώναξε
θυμωμένος και έσκυψε να μαζέψει το μαχαίρι του. Όταν σήκωσε το σώμα είδε τον
Δαμιανό να τον σημαδεύει με ένα τουφέκι. «Είντα πας να κάνεις, Δαμιανέ, να με
σκοτώσεις μαθές;» είπε με φωνή που έτρεμε.

41
«Ποιος σου έδωκε εντολή να σκοτώσεις τον κύρη μου;» ρώτησε ο Δαμιανός με
σιγανή φωνή.
«Κιανείς! Δεν τον σκότωσα εγώ, σου ορκίζομαι».
«Πες μου να ξαλαφρώσει η ψυχή σου πριν σε στείλω στο Μουχαμέτη σου», είπε ο
Δαμιανός.
Σ αυτά τα λόγια, ο Γιουσούφ έπεσε στα γόνατα. «Δεν φταίω γω Δαμιανέ, από το
σπίτι του Κενάν Μπέη με βάλανε, εγώ δεν ήθελα αλλά με απείλησαν και τόκανα».
«Ποιος απ όλους σ έβαλε;»
«Ο Κενάν Μπέης! Μη μου κάνεις κακό, εγώ αγαπούσα τον κύρη σου, αλλά έχω
γυναίκες και παιδιά να ζήσω και σκιάχτηκα να μη το κάνω. Αυτόν να σκοτώσεις, όχι
εμένα που δε φταίω», κλαψούρισε ο Γιουσούφ.
«Πόσα σου ΄δωσαν Ιούδα, για να σκοτώσεις ένα άνθρωπο της φυλής σου;»
φώναξε ο Δαμιανός και πυροβόλησε τον Γιουσούφ στο στομάχι. Αυτός έπεσε στο
πλάι κρατώντας την πληγή του και μούγκριζε. Ο Δαμιανός στεκόταν ατάραχος από
πάνω του και τον κοίταζε όση ώρα ξεψυχούσε μέσα στους πόνους.
Όταν πέθανε ο τουρκοκρητικός, ο Δαμιανός πήρε το δρόμο προς τα βουνά. Άφηνε
πίσω του τη μάνα του, τα αδέλφια του, τη σαστικιά του, την ίδια του τη ζωή. Ήξερε
πως ο δρόμος που πήρε απόψε δεν είχε γυρισμό, όλη η ευτυχία του είχε χαθεί για
πάντα, τον γονάτισε κι αυτόν η μοίρα όπως χιλιάδες ομόθρησκους του στο νησί, που
απ τη μια στιγμή στην άλλη, βρέθηκαν ξεσπιτωμένοι, ορφανοί, κυνηγημένοι. Το μόνο
που κράτησε φυλαχτό στην καρδιά του ήταν το πρόσωπο της Εργίνας, που μόλις ήρθε
στη σκέψη του τα μάτια του γέμισαν δάκρυα, που σε λίγο έγιναν λυγμοί.

42
16

Το πρωί χτυπούσαν την πόρτα της Μαγδαληνής ο Ναΐπης μαζί και τρείς γερλήδες.
Η Μαγδαληνή άνοιξε την πόρτα και πάγωσε «Είντα θέλετε;» ρώτησε με φωνή που
έτρεμε.
«Που είναι ο γιός σου, ο Δαμιανός, κυρά;» ρώτησε ο Ναϊπης.
«Έχει φύγει για το λιόφυτο πολύ νωρίς», απάντησε η Μαγδαληνή.
«Επαέ ήταν όλο το βράδυ;»
«Ναι, μόλις γύρισε από το χωράφι, έφαγε και κοιμήθηκε», είπε πάλι ψέματα η
Μαγδαληνή.
«Καλά, κυρά, θα ψάξουμε να τον εύρωμε να μας πει κι αυτός αν ήταν επαέ ή όχι.
Χτες το βράδυ κάποιος σκότωσε τον Γιουσούφ», και στα λόγια αυτά του έφυγαν.
Η Μαγδαληνή είπε ψέματα και τους έστειλε στο λιόφυτο ενώ με το Λορέντζο
έπεμψε μήνυμα του Τίτου στο χωράφι, να παρατήσει ότι κάνει και να πάει να κρυφτεί
στο σπίτι του παπά Ηλία και να περιμένει, μέχρι να πάει η ίδια να τον πάρει από κει.
Έκατσε στην καρέκλα και σκέπασε το πρόσωπο με τα χέρια της. Από χτες, που δεν
είχε γυρίσει σπίτι όλο το βράδυ ο Δαμιανός, κατάλαβε πως πλησίαζε νέα συμφορά. Ή
σκοτωμένο τον είχανε ή πήγε και πήρε εκδίκηση για τον πατέρα του. Δεν είχε μιλήσει
κανενός. Αν ξεσήκωνε το χωριό να τον ψάξουν, και ο Δαμιανός είχε κάνει το φονικό,
δεν θα προλάβαινε να ξεφύγει, θα τον έπιαναν. Αν πάλι ήταν νεκρός, θα το μάθαινε
το πρωί...
Ο Τίτος είχε καταλάβει το χτυποκάρδι της μάνας του το προηγούμενο βράδυ, αλλά
την έβλεπε που δεν μιλούσε και δεν μίλησε ούτε αυτός.
Μετά που τέλειωσαν με το χωράφι, ο Δαμιανός του είχε πει πως θέλει να κάνει μια
βόλτα στο βουνό να δει αν έχει κυνήγι. Ο Τίτος τον κοίταξε στα μάτια, τον αγαπούσε
πολύ και ήξερε καλά τον αδελφό του, ήταν σίγουρος πως του λεγε ψέματα για να
φύγει, και να πάει να βρει τον Γιουσούφ. «Νάρθω μαζί σου να κάνω και γω μια
βόλτα».
«Όχι Τίτο, καλλιά γύρνα σπίτι, να μην ανησυχά κι η μάνα μας μα δε θ αργήσω».
Τα δυο αδέλφια έμειναν να κοιτάζονται, σα να αποχαιρετιζόντουσαν. Στο τέλος ο
Δαμιανός γύρισε την πλάτη και έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω. Ο Τίτος έμεινε να τον
κοιτά ώσπου χάθηκε στη στροφή, ένιωθε πως τον έβλεπε για τελευταία φορά. Το

43
βράδυ στο φαγητό είπε στη μάνα του τα λόγια του Δαμιανού και δεν ξανασήκωσε τα
μάτια να την κοιτάξει.
Ο Ναΐπης με τους γερλήδες, πριν το μεσημέρι ξαναγύρισαν στο σπίτι της. «Γύρισε
ο γιός σου, κυρά; Στο λιόφυτο που μας έστειλες και στη γύρω περιοχή, δεν είναι.
Μήπως τον κρύβεις επαέ;» και με ένα σπρώξιμο την παραμερίσανε και μπήκαν στο
σπίτι. Άρχισαν να ψάχνουν τα δωμάτια σπάζοντας και ρημάζοντας το νοικοκυριό της,
μετά ψάξαν στο υπόγειο, ώσπου ΄φτασαν στο στάβλο. Όσο δεν τον βρίσκανε τόσο
οργιζόντουσαν, άρχισαν να απειλούν και να βρίζουν. «Γιάντα μας λες ψέματα,
γκιαούρισσα;» φώναξε ένας γενίτσαρος και την άρπαξε άγρια από τον ώμο
τραντάζοντας τη. «Λέγε πότε έφυγε απ΄ το σπίτι και που πήγε το βράδυ; Να στήσει
καρτέρι του Γιουσούφ δεν πήγε;» Της Μαγδαληνής η καρδιά βρόνταγε στο στήθος,
όταν ακούστηκε η φωνή του Αγά Σελίμ του γείτονα της, απ την πόρτα. «Και που
ξέρει, βρε ζεβζέκη; Μπορεί αυτή, γυναίκα, να τριγυρνάει τα βράδια στους δρόμους
για να ξέρει πού πήγε ο γιός της; Και αφού σου λέει πως δεν ήταν έξω αλλά εδώ,
γιατί δεν την πιστεύεις;»
«Μας λέει ψέματα πως ήταν εδώ το βράδυ, εφέντη Αγά Σελίμ. Σίγουρα αυτός ο
άπιστος ο γιός της σκότωσε τον Γιουσούφ και τώρα θα πήρε τα βουνά να γίνει χαΐνης
και να μας χτυπά».
«Ε! Αμέτε τότε στα βουνά να τον βρείτε! Τι ζορίζετε τη γυναίκα!» φώναξε ο
Σελίμ.
Ο Ναΐπης τόση ώρα δε μιλούσε, έκανε μεταβολή να βγεί απ΄το σπίτι, μα πριν βγει
γύρισε προς τον Σελίμ και του είπε με βαριά φωνή: «Η οικογένεια του Γιουσούφ ζητά
δικαιοσύνη και μεις θα την αποδώσουμε, εφέντη Αγά», και έφυγε.
«Μαγδαληνή χανούμ», είπε ο Σελίμ Αγάς, όταν ΄μειναν οι δυο τους, «Πες μου την
αλήθεια, με ξέρεις από παιδί τι άνθρωπος είμαι, δεν θα πω τίποτα, έχω τον Αλλάχ
μάρτυρα».
«Δεν ήρθε, Σελίμ, το παιδί μου από χτες το βράδυ», είπε η Μαγδαληνή και ήρθαν
δάκρυα στα μάτια της. Ο Σελίμ βλέποντας τα δάκρυα της φτωχής μάνας έσκυψε το
κεφάλι και είπε: «Τότε ας τον φυλάει ο Αλλάχ γιατί, οι δικοί, του Γιουσούφ, ζητούν
εκδίκηση και οι γερλήδες είναι κι αυτοί μανισμένοι. Το νου σου νάχεις στον Τίτο το
στερνογιό σου, δεν θ αφήσω να σας πειράξουν γιατί δεν φταίτε εσείς οι δυο, μα να
προσέχετε το σόι του Γιουσούφ είναι μπαμπέσηδες…»

44
«Ούτε ο Δαμιανός φταίει», είπε η Μαγδαληνή, «Αυτός ο προδότης της φυλής μας,
του σκότωσε τον κύρη! Ξαπλώθηκε ο άμοιρος στο χώμα νεκρός χωρίς να έχει κανένα
φταίξιμο, ποιος γιός θα το άντεχε αυτό;»
Ο Αγάς Σελίμ δεν μίλησε, σκεπτικός την χαιρέτησε και έφυγε.

45
17

Το απόγευμα της ίδιας μέρας, όταν άρχισε να σουρουπώνει, η Μαγδαληνή έφυγε


απ ΄τον πίσω δρόμο κλεφτά και πήγε στο σπίτι του παπά Ηλία, που ήταν δίπλα στην
εκκλησία του Αγίου Αντωνίου. Η παπαδιά της άνοιξε αμέσως όταν χτύπησε την
πόρτα της και την πέρασε γρήγορα μέσα.
«Το παιδί;» ρώτησε χωρίς καν να χαιρετίσει η Μαγδαληνή.
«Επαέ είναι, μην ανησυχάς», την καθησύχασε η παπαδιά.
Ο Τίτος καθόταν παραμέσα στο κονάκι και, σαν κατάλαβε τον ερχομό της μάνας
του, πρόβαλε και κάθισε δίπλα της αμίλητος. Η παπαδιά, της έβγαλε νερό και η
Μαγδαληνή το ήπιε λαίμαργα. Από το πρωί λαχταρισμένη δεν είχε βάλει γουλιά στο
στόμα της ούτε είχε φάει. Η γιαγιά Μαριέττα δεν είχε βγει καθόλου από το δωμάτιο
της, μόνο προσευχόταν ολημερίς μπροστά στο εικονοστάσι της.
Σε λίγο ήρθε ο παπά Ηλίας, αφού τη χαιρέτησε κάθισε κοντά της και της είπε:
«Άκουσε, θυγατέρα, τα ξέρω όλα, οι γιανίτσαροι έχουν απλωθεί παντού και ψάχνουν
το Δαμιανό, η οικογένεια αυτού του δαιμονισμένου του Γιουσούφ, που οι φλόγες της
κόλασης να καίνε κι αυτούς κι αυτουνού τη βρωμερή ψυχή στους αιώνες των αιώνων,
φωνάζουν εκδίκηση. Δεν θα ησυχάσετε πια εδώ πέρα, κινδυνεύετε και συ και το
παιδί, μόνο πιάσε και πούλησε ότι έχει μείνει απ΄ το βιός σας και φύγε στην κόρη σου
στα Χανιά. Τη γιαγιά Μαριέττα, στείλε τη κοντά στη Χρυσή στο Μοναστήρι, γιατί
δεν θ αντέξει τέτοιο ταξίδι».
«Και αν γυρίσει ο Δαμιανός γέροντα και χρειαστεί τη βοήθεια μου, να βρει έρημο
το σπίτι του; Χωρίς ένα άνθρωπο να τον συντρέξει; Ανέ τον πιάσουνε; Αν λείπω πως
θα τρέξω να παρακαλέσω για τη ζωή του;»
«Δεν θα γυρίσει πια εδώ, Μαγδαληνή, γιατί μόλις πατήσει το πόδι του στο χωριό,
εκατό στόματα θα το φωνάξουν και όλοι οι γιανίτσαροι θα τρέξουν να τον πιάσουν.
Κι αν, ο μοι γένοιτο, τον πιάσουν, ούτε καν από δίκη δεν θα τον περάσουν κόρη μου,
μόνο προστάτεψε τον Τίτο και τον εαυτό σου».
Σε λίγο γύριζαν σπίτι με τον Τίτο, πάλι από τον πίσω δρόμο του χωριού. Κόντευαν
να πλησιάσουν, όταν άκουσαν φωνές, και είδαν τη γιαγιά να έρχεται αλαφιασμένη
προς το μέρος τους κουνώντας τα χέρια. «Πετάξανε, οι καταραμένοι, φωτιά στο σπίτι
που έχτιζε ο Δαμιανός», φώναξε κλαίγοντας.

46
Η Μαγδαληνή ξεστάθηκε σα να σκεφτόταν, ύστερα είπε: «Μάνα, πάρε τον Τίτο
και φύγετε προς τα πάνω, στο Μοναστήρι της Παναγιάς και μείνετε εκεί με τη
Χρυσή. Μην το κουνήσετε». «Όχι μάνα, δεν πάω!» φώναξε ο Τίτος. «Δεν είμαι μωρό
κοπέλι, ούτε δειλός, να σε παρατώ μόνη σου και να φεύγω! Φτάνει πια».
«Τίτο! Άνε σε χάσω και σένα θα πεθάνω πριν πάρω μια ανάσα, αυτό θες;» Ο Τίτος
χαμήλωσε το κεφάλι και πήρε με τη γιαγιά του το μονοπάτι προς το Μοναστήρι. Η
Μαγδαληνή έβλεπε πια τους καπνούς απ΄τη φωτιά προς τη μεριά του σπιτιού της κι
έτρεξε.
Η φωτιά είχε απλωθεί πια στο σπίτι που έχτιζε ο Δαμιανός για να παντρευτεί,
καίγονταν τα ξύλα, έτριζαν και μαύριζαν, ενώ τώρα είχε αρχίσει να τρώει τα
μεσοδόκια της στέγης. Οι υπαίτιοι είχαν εξαφανιστεί, ενώ όλοι οι χωριανοί τρέχαν με
νερά να σβήσουν τη φωτιά πριν απλωθεί και στα γύρω σπίτια. Σε λίγο το σπίτι είχε
σωριαστεί, ένα καρβουνιασμένο ερείπιο που κάπνιζε ακόμα.
Έμεινε η Μαγδαληνή να το κοιτά και νόμιζε πως έβλεπε την τωρινή ζωή της σ
αυτά τα συντρίμμια. Δυο χέρια την αγκάλιασαν πονετικά, ήταν η Εργίνα που έγειρε
επάνω της με μάτια γεμάτα δάκρυα.

47
18

Ο Αγάς Σελίμ, καθισμένος στο μεγάλο οντά, έπινε τον πρωινό καφέ του με τον
πατέρα του.
«Μεγάλο κακό έγινε, πατέρα, εξ αιτίας αυτουνού του Γιουσούφ».
«Πολύ μεγάλο κακό για ένα τέτοιο ρεμάλι σαν αυτόν», είπε ο Κενάν Μπέης
παίζοντας τις χάντρες του κομπολογιού του, «παραλίγο οι ζεβζέκηδες να κάψουν
ολόκληρο το μαχαλά για έναν νταβατζή. Και τι απόγινε αυτός ο Δαμιανός; Τον
΄πιασαν οι γερλήδες;»
«Τον ψάχνουνε στα γύρω βουνά, πατέρα. Χαράμι πήγε το παλικάρι, η μάνα του
πάει να πεθάνει απ το καημό της».
«Ο άντρας της ο Καντιανός φταίει για όλα, ήταν τζαναμπέτης, απ αυτόν πήρε κι ο
γιός του», είπε ο Κενάν και χτύπησε στο χαμηλό τραπέζι μπροστά του το κομπολόι
του. «Αν είχε μυαλό, τώρα θα ζούσε και δεν θα έβαζε σε μπελάδες την οικογένεια του
και το μαχαλά».
«Γιατί το λες πατέρα;»
«Γιατί; Για να τον σκοτώσει ο Γιουσούφ, κάτι θα του είχε κάνει», είπε ο Κενάν και
ξαναπήρε το κομπολόι στο χέρι του. «Μη κοιτάς που ήταν μουλωχτός. Ο Καντιανός
ήταν πονηρός, όπως όλοι οι ταβλόπιστοι γκιαούρηδες».
«Πατέρα, τον Γιουσούφ τον έβαλε κάποιος να σκοτώσει τον Ανδρέα, δεν το έκανε
από μόνος του, τον πλήρωσαν. Βρήκαν πάνω του επτά γρόσια, που τον βρήκε αυτός ο
τζερεμές τόσο παρά;» είπε ο Σελίμ, κοιτάζοντας στα μάτια τον Κενάν.
Ο Κενάν Μπέης, αποφεύγοντας το βλέμμα του γιού του, κοίταξε τον ουρανό από
τον ανοιχτό εξώστη του χαγιατιού. «Αυτός ο ελεεινός ο Γιουσούφ, είχε σκοτώσει
χωρίς πληρωμή τόσους χριστιανούς, ακόμα και τον πατέρα του έσφαξε όταν του είπε
πως ήθελε να ξαναγίνει Χριστιανός. Τον παρά που του βρήκαν; Καμιά γυναίκα, που
είχε αρπαγμένη, θα δωσε σε κανένα Μπέη και θα πληρώθηκε».
Η Φάτμα Χανούμ, αφού είπε στις δούλες τι να ετοιμάσουν για το μεσημεριανό
φαΐ, ήρθε και κάθισε κοντά τους, συνεχίζοντας να κεντά στο γκεργκέφι της, με
μεταξωτή κλωστή, μία παράσταση που είχε αρχίσει με πέρδικες και ελάφια.
Ακούγοντας τις τελευταίες λέξεις του άντρα της αναστέναξε και είπε: «Μεγάλο κακό
έκανε αυτός ο καταραμένος, ο πισοκόκκαλος Γιουσούφ. Χάλασε μια καλή

48
οικογένεια. Μεγάλο άδικο, μα πληρώθηκε όπως του άξιζε. Ο Αλλάχ είναι μεγάλος,
και βλέπει, και τα καλά και τα κακά και δίνει τον παρά της δικαιοσύνης ανάλογα».
Σ αυτά τα λόγια, ο Κενάν Μπέης σηκώθηκε νευριασμένος. «Τρελάθηκες γυναίκα;
Αυτό μας έλειπε τώρα να στενοχωριόμαστε για τους γκιαούρηδες και να βρίζουμε
τους αφοσιωμένους υπηκόους της Αυτοκρατορίας, όταν τους σκοτώνουν οι
ταβλόπιστοι!» και έφυγε απ το δωμάτιο. Η Φάτμα κοιτάχτηκε με το Σελίμ αλλά δεν
μιλήσανε.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και η Μαγδαληνή πούλησε στον Κενάν Μπέη το
ποτιστικό χωράφι και μερικά ζωντανά που είχε, για τρία ασλάνια γρόσια. Ο Κενάν
χαιρόταν σα μικρό παιδί. Το σχέδιο του είχε πετύχει και είχε αποκτήσει επί τέλους το
χωράφι του άμοιρου Ανδρέα, μα η οικογένεια του δεν συμμεριζόταν τη χαρά του
αυτή. Η γυναίκα του και οι δύο του γιοί, είχαν προτιμήσει τη σιωπή γιατί δεν θέλαν
να προκαλέσουν την οργή του.
Η Φάτμα Χανούμ προσευχόταν συνέχεια στο Θεό να λυπηθεί τον άντρα της για το
κακό που έκανε και να μη τον τιμωρήσει σκληρά. Είχε καταλάβει από καιρό πως
αυτός είχε βάλει τον άθλιο Γιουσούφ να σκοτώσει τον Ανδρέα και η καρδιά της
έκλαιγε για την κατάντια του Κενάν Μπέη, που κάποτε θαύμαζε και αγαπούσε.
Έβαλε να σκοτώσουν ένα άνθρωπο για ένα κομμάτι χωράφι, ενώ είχε στον ορισμό
του ατελείωτα στρέμματα γης.
Ο Αγάς Σελίμ δεν εμφανιζόταν τακτικά, μετά από αυτό που έκανε ο πατέρας του,
στο σπίτι, προτιμούσε να μένει στον στρατώνα, ενώ είχε πια αποκτήσει το σπίτι που
ήθελε στο Μεγάλο Κάστρο. Σε λίγο καιρό θα έστελνε προξενιά στο σπίτι της Μιχρί,
θα την παντρευόταν και δεν θα χρειαζόταν να πηγαίνει στο πατρικό του. Ο Κερέμ
ασχολούνταν ολημερίς με το βιός τους και γύριζε βράδυ. Μόνο σε ένα μέρος δεν
πήγαινε, στο χωράφι που είχε αγοράσει ο Κενάν από τη Μαγδαληνή και ο πατέρας
του, αναγκαζόταν να πηγαίνει ο ίδιος για να κανονίζει τις δουλειές..
Ο Κενάν Μπέης καταλάβαινε πως η οικογένεια του δεν είχε εγκρίνει τον άτιμο
τρόπο που μεταχειρίστηκε, για να πάρει στην κατοχή του το χωράφι των χριστιανών,
κι ας μη του το ομολογούσαν, αλλά λίγο τον ένοιαζε. Ήταν ευχαριστημένος που τα
είχε καταφέρει και τίποτα δεν θα χαλούσε τη χαρά του, ούτε ο ίδιος ο Αλλάχ,
σκεφτόταν, και χαμογελούσε μόνος του χωρίς να μετανιώνει καθόλου για την φοβερή
αδικία που είχε κάνει και το κακό που είχε προκαλέσει σε τόσους ανθρώπους.

49
19

Ο Δαμιανός χωρίς κανένα εφόδιο, παρά μόνο με το όπλο του πατέρα του στο χέρι,
πήρε το δρόμο για τα Λασηθιώτικα. Είχε διαλέξει δρόμους μακρινούς από το χωριό
του για να φτάσει. Είχε περάσει από την κοιλάδα της Εμπάρου και είχε βρει το
μονοπάτι που οδηγούσε στο Καμινάκι, και από κει, θα έκανε ακόμα δύο μέρες και θα
έφτανε έξω από το Τζερμιάδο. Θα ήταν πια στην καρδιά της Δίκτης και εκεί το ταξίδι
του θα πλησίαζε προς στο τέλος του. Σε όλη τη διαδρομή, τη μέρα κρυβόταν σε
σπηλιές σαν αγρίμι και συνέχιζε τη νύχτα το δρόμο του μέσα από δύσβατα μονοπάτια
και χαράδρες. Ανετρεμούλιαζε και χτύπαγαν τα δόντια του από το φοβερό
Νοεμβριάτικο κρύο των βουνών. Μαζί, τον θέριζε κι η πείνα, αλλά απόφευγε να
πλησιάσει σε χωριά και να ζητήσει φαΐ, γιατί ήξερε πως οι γερλήδες τον ψάχναν
παντού, και δεν ήθελε να βάλει κανένα αθώο άνθρωπο σε κίνδυνο. Πολλές φορές
ένιωθε να χάνει τις δυνάμεις του αλλά πίεζε τον εαυτό του να συνεχίσει, έπρεπε να
φτάσει στον προορισμό του.
Βρισκόταν λίγο έξω από τον Αβρακόντε. Προχωρούσε αποκαμωμένος στο
σκοτάδι προσέχοντας να μη χάσει το μονοπάτι ενώ τον μούσκευε μια δυνατή
παγωμένη βροχή. Ξαφνικά σταμάτησε γιατί του φάνηκε πως διέκρινε στο φως μιας
αστραπής μια ανθρώπινη φιγούρα. Αμέσως έπεσε στο πλάι μέσα σε κάτι θάμνους
αγκαθωτούς σαν τον ασπάλαθο και έμεινε ακίνητος βαριανασαίνοντας. Ύστερα
άρχισε να σκέφτεται, πως μάλλον ήταν γέννημα της φαντασίας του και σηκώθηκε
όταν ένα χέρι τυλίχτηκε γερά σα φίδι στο λαιμό του ενώ στο άλλο γυάλιζε ένα
κοφτερό μαχαίρι. «Ποιος είσαι σατανά; Είντα δουλειά έχεις με το όπλο στο χέρι
τέτοια ώρα στα μέρη μας;»
«Τράβα τη χέρα σου! Χριστιανός είμαι και με κυνηγούν οι γερλήδες!»
«Γιάντα σε κυνηγούν; Ποιος είσαι;» είπε ο άλλος με μαλακωμένη φωνή αλλά
χωρίς να λασκάρει το χέρι του.
«Είμαι ο Δαμιανός, γιος του Ανδρέα του Καντιανού. Σκότωσα ένα τουρκοκρητικό
για να εκδικηθώ το θάνατο του πατέρα μου, γι αυτό ανεβαίνω τα Λασηθιώτικα», είπε
ο Δαμιανός και ένιωσε το χέρι του αλλουνού να χαλαρώνει και να κατεβαίνει από το
λαιμό του.
«Πού το βρες το όπλο; μόνο οι γιανίτσαροι οπλοφορούν».

50
«Του κύρη μου ήταν», είπε ο Δαμιανός, «Ο κετχουντάς(29) του είχε μπέσα και
καμιά φορά του δινε λίγη πυρίτιδα για να κυνηγά, που την οικονόμαγε και ο ίδιος για
το δικό του όπλο από τους γερλήδες με μερικούς παράδες».
«Μ ΄αυτό σκότωσες τον Γιουσούφ, ε;» Ο Δαμιανός τον κοίταξε υποψιασμένος και
ρώτησε: «Πού το κατέεις πως λεγόταν Γιουσούφ;»
«Μπορεί να ζούμε παλικάρι μου ξεκομμένοι από τους ανθρώπους σαν τα αγρίμια
αλλά τα καλά νέα πάντα μας φτάνουνε. Έλα, κάνε κουράγιο και πάμε πάνω, έχουμε
κάμποσο δρόμο, μα εκεί θα φας και θα ξεκουραστείς. Νικολή με λεν εμένα, είμαι του
Δετογιώργη ο γιός».
«Αυτουνού του Δετογιώργη που σκότωσε δυο γιανίτσαρους και τον κρεμάσανε;»
«Ναι! Ξεγιβεντήσανε τη μάνα μου και τη σκοτώσανε, τέσσερις ήταν, τους δυο
τους σκότωσε ο κύρης μου, τους άλλους δυο εγώ».

29 Πρόεδρος της επαρχίας. Κάθε επαρχία εξέλεγε τον πρόεδρο της, ο οποίος αναλάμβανε τη
διεκπεραίωση όλων των σχετικών με τους χριστιανούς της επαρχίας του υποθέσεων και τους
αντιπροσώπευε στις τουρκικές αρχές.

51
20

Το άλλο πρωί ξύπνησε ο Δαμιανός, ήταν σκεπασμένος με μια ζεστή βοσκική κάπα
και ένιωθε να του ΄χει φύγει η εξάντληση, σηκώθηκε και βγήκε έξω, κοίταξε γύρω
του, βρισκόταν σε ένα μητάτο στο Λιμνάκαρο. Πιο πέρα καθόντουσαν τρεις άντρες
και κουβέντιαζαν. Σαν τον είδαν, τον καλημέρισαν και πήγαν προς τη μεριά του.
«Έλα να πιείς γάλα και να βουτήξεις ένα παξιμάδι, πρέπει να δυναμώσεις γιατί
έχουμε δρόμο. Εμένα με λεν Αντώνη και τον αδελφό μου από δω, Κωνσταντή».
«Ποιος είναι ο προορισμός μας;» ρώτησε ο Δαμιανός.
«Η Σπιναλόγκα».
Αφού δυνάμωσε καλά ο Δαμιανός, την ίδια μέρα ξεκινήσανε το δρόμο τους μέσα
από κρυφά, δύσβατα μονοπάτια και πιο κάτω συναντήθηκαν με άλλους τέσσερις
άντρες, που είχαν μαζί τους μια ομάδα με γυναικόπαιδα. Οι άντρες τον πλησίασαν
τον χαιρέτισαν και έδωσαν γνώρα. Συνέχισαν όλοι μαζί, ενώ δύο από τους
συντρόφους τους πήγαιναν μπροστά για νάχουν το νου τους μη πέσουν σε Τούρκους.
«Κωνσταντή, είντα ναι τα γυναικόπαιδα;» ρώτησε ο Δαμιανός.
«Χήρες και ορφανά δικών μας πολεμιστών και χωρικών, που σκότωσαν οι
γιανίτσαροι. Τα παίρνουμε μαζί μας στη Σπιναλόγκα για να τα γλυτώσουμε. Εκεί θα
δεις κι άλλα πολλά. Καμιά φορά καταφέρνουμε και τα στέλνουμε αλλού για
περισσότερη ασφάλεια».
Ανάμεσα στα γυναικόπαιδα ήταν και μια καψομάνα, περίπου δεκαεννιά χρονών.
Τα μαλλιά της ήταν λυτά και είχε γυάλινα μάτια, που δεν κοιτούσαν πουθενά, στο
πρόσωπο της ζωγραφιζόταν ο τρόμος και η θλίψη. Η γυναίκα περπατούσε σαν
ανδρείκελο, λες και κάποια αόρατη φωνή της έδινε εντολή να κουνά τα πόδια της
«τώρα το δεξί πόδι, τώρα το αριστερό…» Δυο γυναίκες την κρατούσαν δεξιά κι
αριστερά για να μη ξεστρατίσει και πέσει σε καμιά χαράδρα. Έχασε τον κόσμο, όταν
οι γενίτσαροι μπήκαν σπίτι κι ανάγκασαν τον άντρα της να ανάψει το φούρνο, μετά
έδεσαν το παιδί επάνω του και τους πέταξαν ζωντανούς και τους δυο στη φωτιά. Τη
γυναίκα την ατίμασαν εκεί μπροστά και, νομίζοντας πως πέθανε, την παράτησαν και
έφυγαν. Από τον άντρα και το παιδί, οι χωριανοί βρήκαν μόνο στάχτες να θάψουν και
η γυναίκα δεν ξαναήρθε στα λογικά της από τότε. Όταν κατέβηκαν οι χαΐνηδες για
εκδίκηση, την πήραν μαζί τους για τη Σπιναλόγκα, αφού δεν είχε άλλους συγγενείς

52
στο χωριό, μήπως φεύγοντας από τον τόπο του μαρτυρίου, γαλήνευε λίγο η ψυχή της
και συνερχόταν.
Τη μέρα εύρισκαν καταφύγιο σε σπηλιές να ξεκουραστούν και από τις γύρω
μεριές, οι βοσκοί που τους γνώριζαν, τους έφερναν μεγάλα κομμάτια κρέας, τυρί και
γάλα. Οι άντρες έπιαναν βέργες, περνούσαν τα κομμάτια το κρέας και αφού του
έριχναν μπουρμπαδάλατσο(30), τα έστηναν περιμετρικά στη φωτιά, στηρίζοντας τις
βέργες σε πέτρες(31). Όλοι άρχιζαν να τρώνε ενώ το κρέας ήταν ακόμα πάνω στις
βέργες και μόλις είχε αρχίσει να ψήνεται. Έπρεπε να φαγωθεί γρήγορα και να σβήσει
η φωτιά, μη τους προδώσει ο καπνός στους Τούρκους.
Μετά από μια δύσκολη οδοιπορία πολλών ημερών, κατάφεραν να φτάσουν στις
Τάπες. Εκεί συναντήθηκαν με άλλους συντρόφους τους και κατάλυσαν για να πουν
τα νέα τους και να ξεκουραστούν τα γυναικόπαιδα. Ο Δαμιανός είχε διαλύσει το
όπλο του και το καθάριζε, όταν τον πλησίασε ο Κωνσταντής και κάθισε δίπλα του.
«Να το προσέχεις το όπλο σου, σαν τα μάτια σου, Δαμιανέ. Οι πιο πολλοί δεν
έχουν όπλα και μάχονται με σπαθόβεργες, μαχαίρια και ραβδιά. Όντε σκοτώσουν
κιανένα Τούρκο, του παίρνουν τον οπλισμό του. Όταν πηγαίνουμε σε επιθέσεις, να
ορίζεις ποιος θα πάρει το όπλο σου, αν σκοτωθείς, γιατί μπορούν να χτυπηθούν
αναμεταξύ τους για το ποιος θα το πρωτοπάρει.»
«Παλιοτουφέκα είναι», είπε ο Δαμιανός, «μα κάνει τη δουλειά τζη. Εδά με τις
βροχές έχει βραχεί τ ανύχι(32) και θέλει άλλαγμα».
«Θα μας δώσει κιανείς Βενετός στη Σπιναλόγκα», είπε ο Κωνσταντής. Εκείνη τη
στιγμή ακούστηκε το κλάμα ενός παιδιού και αμέσως η αγριεμένη φωνή μιας
γυναίκας: «Δεν ακούτε το παιδί μου που κλαίει; Τρέχτε, βγάλτε το απ τη φωτιά! Μου
το καίνε οι άπιστοι!» και η φωνή της έσβησε με ένα λυγμό, ήταν η δύστυχη μάνα που
η φωνή του παιδιού, της θύμισε το κλάμα του δικού της όταν καιγόταν. Η μάνα του
παιδιού γρήγορα κατάλαβε τι είχε γίνει, το έβαλε στην αγκαλιά της και με
καλοπιάσματα το έκανε να σταματήσει το κλάμα.
Συνέχισαν το δρόμο τους προς τα Φλαμουριανά και από κει σε μονοπάτια που
οδηγούσαν προς την Ελούντα. Όσο πλησίαζαν άρχισε να έρχεται η μυρωδιά της

30 Χοντρό αλάτι
31 «Αντικριστό» Αρχαίος τρόπος ψησίματος κρέατος σε ανοιχτή φωτιά από κατοίκους ορεινών
περιοχών. Το κρέας είναι μεγάλα κομμάτια αρνιού με πολύ λίπος.
32 Εξάρτημα του όπλου

53
θάλασσας, συνεπαρμένος ο Δαμιανός σκέφτηκε, να η μοσχοβολιά σου μάνα μου
Κρήτη, αγριοβότανα και θάλασσα μαζί…
Μετά από μέρες φτάσαν επιτέλους στο θαλάσσιο φρούριο της Σπιναλόγκας.

54
21

Μετά την κατάληψη της Κύπρου, το 1571, από τους Τούρκους, θορυβημένοι οι
Βενετοί άρχισαν διαβουλεύσεις για την οχύρωση της Σπιναλόγκας και τελικά το
1578, αποφασίστηκε από τη Γερουσία της Βενετίας, η περιμετρική οχύρωση του.
Το 1669, στη συνθήκη που είχαν υπογράψει ο Μοροζίνη και ο Κιοπρουλής, η
Σπιναλόγκα, η Σούδα και η Γραμβούσα παραμείναν στην κυριαρχία των Βενετών.
Τώρα το οχυρό, με τη διάταξη του και τα κανόνια του, πρόσφερε προστασία και
κατάλυμα όχι μόνο στη φρουρά των Βενετών αλλά και σε κατατρεγμένους
ανθρώπους, θύματα της αγριότητας των Τούρκων. Στη Σπιναλόγκα, υπήρχε ένας
μικρός αριθμός Βενετών στρατιωτών, που τους διέταζε ένας Βενετός προβλεπτής.
Εκεί ζούσαν, εκτός απ τους μόνιμους κατοίκους και τους πρόσφυγες που φτάναν απ
όλη την Κρήτη, και επαναστάτες, που εξορμούσαν από τα Λασιθιώτικα και κάναν
επιθέσεις σε Τούρκους στα γύρω χωριά. Αυτές οι επιθέσεις, που ήταν ο εφιάλτης των
Τούρκων, ήταν ξαφνικές και θανατηφόρες.
Μεταξύ των αρχηγών των χαΐνηδων στη Σπιναλόγκα, ήταν και ο παπά-
Τιμολέοντας, που, όπως όλοι οι αντάρτες, δεν είχε αντέξει να σκύβει το κεφάλι στους
άπιστους και βγήκε στα βουνά, κρατώντας στο ένα χέρι τη σπαθόβεργα και στο άλλο
το σταυρό.
«Δαμιανέ, έχουμε πολλούς ανοιχτούς λογαριασμούς με τον Τούρκο», άρχισε να
λέει ο παπά-Τιμολέων «και μεις όπως και συ, αφήσαμε τη ζέστα του σπιτιού μας και
τσι ανθρώπους που αγαπήσαμε και μας αγάπησαν, για να γυρνάμε σα τσι
καταραμένες ψυχές στα όρη και να ρημάζουμε τους άπιστους. Η ζωή μας πια δεν έχει
αξία, παρά μόνο ο σκοπός μας, να διώξουμε τον τύραννο από τα αγιασμένα χώματα
τση Κρήτης. Πολεμάμε με τη δύναμη του Χριστού μας όλοι μαζί, μα καμιά φορά και
μόνος ο καθένας μας. Ξέρεις τι μας περιμένει, παλικάρι μου, πέρα από αυτά τα βουνά
αν μας πιάσουν; Τα βασανιστήρια, η κρεμάλα, ακόμα και το τσιγκέλι(33). Μα,
χελάλι(34) της».
«Μακάρι νάχα παπά μου, κι άλλες δέκα ζωές να χάριζα της μάνας μας κι όχι μια
πούχω τώρα, σήκωσε το σταυρό και γω κλουθώ», του απάντησε ο Δαμιανός.

33 Τσιγκέλι ή Γάντζος. Βασανιστήριο που προκαλούσε το μαρτυρικό θάνατο του θύματος. Το


εφάρμοζαν οι Τούρκοι ως τιμωρία κυρίως σε αντάρτες (χαΐνηδες).
34 Χαλάλι της

55
Στα βουνά είχε πέσει πολύ χιόνι, πολλές φορές ακολουθώντας τα μυστικά
μονοπάτια, τους έφτανε μέχρι τη μέση μα αυτό δεν τους εμπόδιζε να κυνηγούν και να
σκοτώνουν Αγάδες, Μπέηδες και γενίτσαρους, που εγκληματούσαν κατά των
σκλαβωμένων. Πολεμούσαν ακόμα και στήθος με στήθος αλλά στο τέλος, το δίκιο
τους έβγαζε νικητές και επέστρεφαν με τον οπλισμό των σκοτωμένων Τούρκων. Οι
σκλαβωμένοι παίρναν κουράγιο από αυτές τις ανυπόταχτες ψυχές, και έκαναν το
σταυρό τους όποτε μάθαιναν για επιθέσεις που έκαναν κατά των αιμοσταγών
τυράννων.
Οι χαΐνηδες προετοίμαζαν με το αίμα τους το δρόμο που θα διάβαιναν οι επόμενες
γενιές ανταρτών, για να συνεχίσουν τον αγώνα για την ελευθερία της Κρήτης.
Ο Δαμιανός, όποτε είχε μπροστά του έναν άπιστο, θυμόταν τον πατέρα του, τη
μάνα του Νικολή, την καψομάνα που έχασε άντρα και παιδί, τις κοπέλες και τις
γυναίκες που τις ξεγιβεντίζανε και τις πούλαγαν στους αγάδες, τους ξεριζωμένους
ανθρώπους κι αυτούς που χάθηκαν στα παζάρια της Ανατολής, και τότε το μαχαίρι
του χτυπούσε με τέτοια μανία, που το στήθος του γενίτσαρου έμοιαζε νάναι από
πηλό. Το όνομα του ακουγόταν πια, είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των άπιστων και
οι γενίτσαροι στο χωριό του λύσσαγαν, ο Σελίμ όμως είχε απαγορεύσει να
πλησιάζουν το σπίτι της Μαγδαληνής κι αυτοί τρίζαν τα δόντια σαν τους λύκους.
Ένα βράδυ σε μια σπηλιά της Δίκτης όπου είχαν μπει για να προστατευτούν από
το κρύο, ο Δαμιανός ήταν σκεφτικός. Ο Νικολής το παρατήρησε και πήγε κοντά του
«Είντα χεις, Δαμιανέ;»
«Συλλογάμαι πως έχω ένα ανοιχτό λογαριασμό στο χωριό και έφτασε η ώρα να
τον κλείσω κι αυτόν».
«Θα πάμε μαζί, Δαμιανέ, όχι μόνος σου». Ο Δαμιανός στα λόγια του παλικαριού
τον έπιασε απ΄ τον ώμο χαμογέλασε και τούπε: «Μόνος πρέπει να πάω, Νικολή, και
μάλιστα μόνο με ένα μαχαίρι, το όπλο μου να μου το φυλάς ώσπου να γυρίσω».

56
22

Ήταν βράδυ και ο Αγάς Σελίμ, ανεβασμένος στη φοράδα του πλησίαζε προς το
Φαλκούνι πηγαίνοντας στο πατρικό σπίτι. Δεν είχε την ορντινάτζα του μαζί, ήθελε τη
μοναξιά γιατί τον τελευταίο καιρό ένιωθε βαριά την καρδιά του. Οι συνάδελφοί του
το ΄χανε προσέξει και τον προγκούσαν, «Ερωτευμένος είσαι, μπρε Σελίμ, δεν έχεις
όρεξη πια για τίποτα, ούτε για πιοτό ούτε για γυναίκες. Άιντε να σε παντρέψουμε, να
βαρέσουμε τα νταούλια και να χορέψουμε στις χαρές σου», του φώναζαν,
γνωρίζοντας πως προετοιμαζόταν να παντρευτεί με τη Μιχρί. Συνέχιζε το δρόμο του
βυθισμένος σε σκέψεις, το σαγόνι ακουμπούσε στο στήθος του και η φοράδα του
πήγαινε μόνη κατά το σπίτι, χωρίς τη δική του καθοδήγηση γιατί ήξερε πια το δρόμο.
Σε λίγο κάτω από το φως του φεγγαριού είδε έναν άντρα να στέκεται στην άκρη του
δρόμου, πλησίασε και είδε πως ήταν ο Δαμιανός.
«Καλησπέρα Αγά Σελίμ». Ο Σελίμ ξεκαβαλίκεψε και τον πλησίασε, «Καλησπέρα
Δαμιανέ, εμένα περιμένεις;»
«Ναι, Αγά μου, εσένα», απάντησε ο Δαμιανός, «έχω ανοιχτό λογαριασμό με τον
πατέρα σου και ήρθε η ώρα να τον ξεκαθαρίσουμε εμείς οι δύο».
«Δαμιανέ, μπορεί να είναι πατέρας μου αλλά δεν μπερδεύομαι στις δουλειές του.
Γνωρίζω πόσο κακό σας έκαμε, λυπάμαι γι αυτό και εύχομαι ο μεγάλος Αλλάχ να τον
τιμωρήσει».
«Σελίμ, κατέω πόσο καλό και τίμιο παλικάρι είσαι. Σίγουρα δεν κάτεχες τους
σκοπούς του κύρη σου, αν τους γνώριζες και μπορούσες θα τον σταμάταγες, εμένα
όμως και στην οικογένεια μου, προκάλεσε μεγάλο κακό, που δεν πληρώθηκε με το
σκοτωμό που έκαμα του άθλιου του Γιουσούφ. Θα ήθελα να μπήξω το μαχαίρι μου
στο στήθος του πατέρα σου, μα έτσι θα ένιωθε πόνο μόνο στο σώμα και όχι στην
ψυχή, και γω θέλω να πονέσει στην ψυχή, που είναι ο χειρότερος πόνος».
«Δαμιανέ, μεγαλύτερη σημασία έχουν οι ζωντανοί, παρά οι πεθαμένοι. Η μάνα
σου, τα αδέλφια σου, η σαστικιά σου, ζουν εξ αιτίας σου δυστυχισμένοι κι αυτό δεν
το θέλει ο Αλλάχ. Παραδώσου αύριο στις αρχές, θάμαι και γω μαζί σου. Θα
προσπαθήσω να μη σου κάνουν κακό και να κάμεις λίγα χρόνια φυλακή, όχι για τον
Γιουσούφ τον άτιμο, αλλά επειδή ήσουν με τους χαΐνηδες και κάνατε επιθέσεις σε
στρατιώτες μας. Είναι κρίμα τέτοιο παλικάρι σαν εσένα, να πάει στα χαμένα».

57
Ο Δαμιανός έσκυψε το κεφάλι. «Ο δρόμος που πήρα, Σελίμ, δεν έχει γυρισμό, η
ψυχή μου δεν είναι ποτισμένη με μίσος, αλλά ζητάει το δίκιο. Το δίκιο για τον χαμό
του κύρη μου, το δίκιο για τη σκλαβιά της πατρίδας μου, και το δεύτερο είναι
ζυμωμένο με την ψυχή μου από την ώρα που γεννήθηκα. Ξέρω πως στο τέλος θα
χαθώ, μα ξέρω πως τα βήματα τα δικά μου και των συντρόφων μου θα ανοίξουν το
δρόμο για να βαδίσουν άλλοι άνθρωποι, καινούργιοι, που θα χαθούν κι αυτοί
πολεμώντας για την ελευθερία της. Όπως πέταξα εγώ στη φωτιά την οικογένεια μου,
τη σαστικιά μου, το βιός μου, τη ζωή μου για χάρη της, έτσι θα κάνουν κι αυτοί οι
καινούργιοι και στο τέλος θα ξημερώσει η μέρα, που η μάνα μας θα είναι
ξεσκλαβωμένη». Ο Δαμιανός κοίταξε στα μάτια τον Αγά και συνέχισε, «Σελίμ,
απόψε ήρθα ολομόναχος για να αναμετρηθούμε οι δυο μας. Δεν σε περίμενα με το
τουφέκι στο χέρι, αλλά με το μαχαίρι στο ζωνάρι μου. Διάλεξα εσένα από τον Κερέμ,
γιατί αυτός είναι άμαθος στα όπλα, ενώ εσύ είσαι στρατιώτης και ξέρεις να παλεύεις
με το μαχαίρι. Τράβηξε το λοιπόν, και μη με λυπηθείς, όπως δεν θα λυπηθώ και γω
εσένα. Είσαι καλός άνθρωπος, αλλά δεν παύεις να είσαι και ένας από τους
κατακτητές της πατρίδας μου».
«Και αν με σκοτώσεις, Δαμιανέ; Δεν συλλογάσαι τις συνέπειες για τους
Χριστιανούς του χωριού σου;»
«Τι χειρότερο μπορούν να πάθουν; δούλοι είναι όσοι απόμειναν και δεν
αλαργοξορίστηκαν, τους σκοτώνουν σα σκυλιά ή πεθαίνουν αυτοί και τα παιδιά τους
από την πείνα στη μαύρη φτώχια. Δουλεύουν από βράδυ σε βράδυ για να καλοτρώνε
όλοι αυτοί που τους κλέψαν τη γη, οι κατακτητές κι όλοι αυτοί που αλλαξοπίστησαν.
Τι χειρότερο μπορούν να πάθουν ακόμα;»
«Δε σκέφτεσαι τη μάνα σου και τη σαστικιά σου, που θα γίνουν δούλες;» είπε ο
Σελίμ σε μία τελευταία προσπάθεια να μη χτυπηθεί μαζί του, όχι επειδή φοβόταν,
ήταν από τους καλύτερους μέσα στο τάγμα του στο πάλεμα με μαχαίρι, αλλά μήπως
έκανε το παλικάρι να αλλαξογνωμήσει και δεν αναγκαζόταν να το σκοτώσει.
«Δούλες είναι και τώρα!» είπε ο Δαμιανός. «Τράβα το μαχαίρι σου Σελίμ».
Άρχισαν να αντροπαλεύουν για πολλή ώρα, ήταν και οι δυο χειροδύναμοι και
επιδέξιοι στο μαχαίρι. Όταν έπεφτε στο πάλεμα το μαχαίρι του ενός, ο άλλος έσκυβε,
το μάζευε, του το πέταγε και συνέχιζαν, δεν είχε θέση στη μάχη τους η ανανδρία. Στο
τέλος έπεφτε νεκρός ο Αγάς Σελίμ, με μια μαχαιριά κατ ευθείαν στην καρδιά.

58
23

Χαράματα την άλλη μέρα, πηγαίνοντας προς το μετόχι του ο Μανώλης, είδε τον
Κωστή το συγχωριανό του να τρέχει αλαφιασμένος κατά πάνω του. «Τρέχα να πάμε
στο χωριό να ειδοποιήσουμε, βρήκαν το γιο του Κενάν Μπέη, τον στρατιωτικό
σκοτωμένο! Θα μας σφάξουν όλους οι γιανίτσαροι!»
Οι χριστιανοί της περιοχής, μόλις μαθεύτηκε το νέο, μερικοί κρύφτηκαν στα
υπόγεια των σπιτιών τους αλλά οι περισσότεροι πήραν τα βουνά, μαζί τους και η
Μαγδαληνή με τον Τίτο, που τον κρατούσε σφιχτά απ το χέρι.
Το πρώτο σπίτι που κάηκε ήταν το δικό της, αφού το λεηλάτησαν πρώτα, και μετά
πήραν σειρά σπίτια άλλων Χριστιανών. Η Εργίνα, ήταν κλεισμένη μέσα, χωρίς να
μπορεί να φύγει και να αφήσει μόνο τον πατέρα της το Στελιανό, που συνέχιζε να
είναι βαριά άρρωστος. Ο Κερέμ, ενώ το σπίτι του ήταν μέσα στο πένθος, είχε βάλει
μια ομάδα φίλους του ψυχωμένους γενίτσαρους, να προστατεύουν το σπίτι της
Εργίνας από τον μανιασμένο όχλο και τους θυμωμένους συντρόφους του Σελίμ, που
είχαν καταφθάσει για εκδίκηση.
Ο Κενάν Μπέης, μόλις έμαθε για το θάνατο του γιού του, έπεσε στο πάτωμα με
στραβό στόμα και γουρλωμένα μάτια, χωρίς να μπορεί να μιλήσει. Τον πήγαν στο
κρεβάτι του και έμεινε έτσι, χωρίς να μπορεί να φάει ή να πιεί, ό,τι και να του ΄καναν
οι γιατροί. Πέθανε μετά από μία βδομάδα, χωρίς νάχει μπορέσει να πει έστω μια
λέξη. Κανείς δεν γνωρίζει αν μπόρεσε να προσευχηθεί μέσα του και να ζητήσει
συγχώρεση από το Θεό, για το φοβερό κακό που είχε προκληθεί εξ αιτίας του.
Η Μιχρί, όπως η συνομήλικη της Εργίνα, αντί να στολιστεί νυφούλα, πέταξε τα
προικιά της στο πάτωμα κι άρχισε να θρηνεί για τον Σελίμ κλεισμένη στην κάμαρα
της.
Πολλοί χριστιανοί, μαζί και ο παπά Ηλίας με τη δική του οικογένεια, είχαν
καταφύγει στο μεγάλο υπόγειο του Μοναστηριού της Παναγίας και οι καλόγριες
είχαν αμπαρώσει τις μεγάλες πόρτες. Ήταν καθισμένοι κατάχαμα περίλυποι και δεν
μιλούσαν. Η μυρωδιά του καπνού από τα σπίτια τους που καίγονταν, έφτανε μέχρι
εκεί και κάποιος αναστενάζοντας βαριά μουρμούρισε: «Να μάσε πάρει μπλιό ο Θεός
να ησυχάσουμε, δεν νταγιαντώ άλλο». Σ αυτή τη κουβέντα ακούστηκε μια άλλη
φωνή: «Μα δε φταίνε αυτοί! Αυτός ο γιος της Μαγδαληνής, ο Δαμιανός, φταίει για
όλα, αυτός τους έδωσε την αφορμή να μας χαλάσουν το βιός μας!»

59
«Ναι!» ακούστηκε μια άλλη φωνή, γυναίκας αυτή τη φορά. «Μας χαλάνε το βιός
κι αν δεν μας σφάξουν, άμα γιαγείρουμε, θαύμα θάναι! Πανάθεμα τον, τι μας
ξετέλεψε ο παράωρος!»
«Να τους επούμε των γιανίτσαρων, πως εμείς θα ψάξωμε να τον βρούμε να τους
τον παραδώσουμε. Αυτός φταίει, αυτός να πληρώσει, εμείς τι φταίμε;» φώναξε
κάποιος και μαζί του συμφώνησαν πολλές φωνές, αντρών και γυναικών.
Οι φωνές όσο πήγαινε και δυνάμωναν, κατάρες και αναθέματα για το γιο της
Μαγδαληνής, που, καθισμένη σε μια γωνιά, είχε γίνει πια ένα άδειο περίβλημα
ανθρώπου. Οι μαχαιριές, από τα λόγια των συγχωριανών της, αποτέλειωναν την
αντοχή της ψυχής της και είχε γίνει ένα αμίλητο κουβάρι με άδειο βλέμμα. Ο
Λορέντζο και ο Μανώλης, ο σύντεκνος της, μαζί με μερικούς ακόμα γείτονές της,
βλέποντας τους συγχωριανούς τους να αγριεύουν, πήγαν και έκατσαν κοντά της και
κοντά στον Τίτο, ώσπου ακούστηκε δυνατή η φωνή του παπά Ηλία: «Σκασμός!»
Τους κοίταξε όλους άγρια. «Είντα ναι όλα τούτα που λέτε; Αυτά είναι λόγια
Οθωμανών κι όχι Χριστιανών! Δεν το λυπάστε το παλικάρι να το καταριέστε; Δεν
λυπάστε τη άμοιρη μάνα του που σας γροικά; Ποιο βιός θα σας χαλάσουν; Τις
καλύβες; Ποιο νοικοκυριό; Τα παλιοτσίκαλα που΄χετε για να ψήνετε τσι βρούβες
σας; Και τι φταίει ο Δαμιανός; Αυτός σου πήρε τις δύο κόρες, Αντώνη, και τις
πούλησε σε Μπέηδες να τσι πομπεύουν; Αυτός φταίει που τ΄ αδέλφια σου, Γιώργη,
αλλαξοπίστησαν και σου κλέψαν την περιουσία και σε κάναν δούλο; Αυτός φταίει,
Κωνσταντή, που βρήκες το γιό σου ξεγιβεντισμένο και νεκρό απ΄ το ξύλο; Ο γιός της
Μαγδαληνής, φταίει που δουλεύετε σα δούλοι ολημερίς με τις βρισιές και το καμτσί
στην πλάτη και βλέπετε τα παιδιά σας να πεθαίνουν από την πείνα και την
κακοπάθεια;»
Έπεσε σιωπή και μερικοί κλαίγαν που τους θύμισε ο παπά Ηλίας τα πάθη τους,
αλλά αυτός συνέχισε: «Να μη φοβάστε να γιαγύρετε στο χωριό, δεν θα σας κάνουν
πράμα, πού θα βρουν μετά άλλους δούλους σαν εσάς; Θα ξανασάσετε τις χωματένιες
καλύβες σας και θα συνεχίσετε να ζείτε και να πεθαίνετε σα σκλάβοι. Μόνο, όταν
βρίζετε και καταριέστε άντρες σαν το Δαμιανό, νάχετε χαμηλωμένη τη φωνή γιατί
σας ακούει η πονεμένη μάνα μας, η Κρήτη, που τα αγαπάει αυτά τα παλικάρια, γιατί
από αυτά περιμένει τον ξεσκλαβωμό της κι όχι από σας».
Η Χρυσή, με τις άλλες καλόγριες, κατεβάσανε σκεπάσματα και ετοίμασαν φαΐ για
τους κατατρεγμένους χριστιανούς. Έφαγαν σιωπηλοί και ξάπλωσαν αμίλητοι, τα

60
λόγια του παπά Ηλία ήταν βαριά, μα ήταν αληθινά. Μετά από τόσους αιώνες
σκλαβιάς, δεν ήταν πια αυτόβουλοι άνθρωποι, φοβισμένοι ραγιάδες ήταν, και τώρα
ετοιμαζόντουσαν να πετάξουν στη φωτιά ένα παλικάρι που δεν ήθελε να τους μοιάσει
και που σήκωσε το ανάστημα του στους τυράννους. Γιατί δεν άφησε ατιμώρητο το
σκοτωμό του πατέρα του από τους καταραμένους τουρκοκρητικούς, γιατί διάλεξε
από το σκύψιμο του κεφαλιού, όπως έκαναν αυτοί, να ανεβεί στα κακοτράχαλα
βουνά και να πολεμά τους σκλαβωτές. Γι αυτό θέλαν να τιμωρηθεί; Γι αυτό θέλαν να
το πιάσουν οι ίδιοι αυτοί και να το παραδώσουν στο δήμιο; Από ντροπή! Γιατί οι
Δαμιανοί αυτού του κόσμου, τους έκαναν να ντρέπονται για το αλυσοδέσιμο της
μάνας τους της Κρήτης και το δικό τους σκυμμένο κεφάλι στους κατακτητές της.
Ήρθε το χάραμα και από το χωριό φτάσαν απεσταλμένοι των αφεντάδων, να
γυρίσουν οι χριστιανοί πίσω, δεν θα τους πειράξει κανείς. Να ξαναφτιάξουν όπως-
όπως τα σπίτια τους και να πάνε γρήγορα για δουλειά.
Οι χωριανοί άρχισαν να φεύγουν και να κατηφορίζουν προς το χωριό, με σκυφτό
το κεφάλι. Ο Μανώλης ήρθε και κάθισε κοντά στη Μαγδαληνή. «Μαγδαληνή, μη
πας καθόλου στο χωριό, το σπίτι και το περβόλι σας τα δημεύσανε. Κάτσε επαέ στο
μοναστήρι με το παιδί και, όταν ησυχάσουν τα πράματα κατσά-κατσά(35) να φύγετε».
Ο παπά Ηλίας που καθόταν κι αυτός κοντά της, συμφώνησε με τον Μανώλη. «Καλά
σου λέει ο Μανώλης κόρη μου, να φύγεις, να πας στο σπίτι της Κώστια ή στα Χανιά
στην άλλη σου θυγατέρα, τη Μαριέττα, που θάναι και το καλύτερο. Θάχω εγώ το νου
μου για τον Δαμιανό, προφύλαξε τώρα εσύ τον Τίτο, να μη χαθεί η γενιά του
συχωρεμένου του Ανδρέα, να αναστηθεί το αίμα του».
«Η Εργίνα, παπά μου, είναι μόνη της, είντα θ απογίνει ανέ ποθάνει ο κύρης της;
Νάταν μπορετό να την έπαιρνα μαζί μου!» είπε η Μαγδαληνή.
«Μην ανησυχείς. Εδά θα πάω σπίτι της να τη συνεννοηθώ. Θα την πάρω στο δικό
μου σπίτι να μη πομείνει μοναχιά», είπε ο παπά Ηλίας.
«Το Δαμιανό μου γέροντα… να τον έχεις στο νου σου!» είπε η Μαγδαληνή κι
άρχισαν να κυλούν δάκρυα απ τα μάτια της, ύστερα πήρε το χέρι του παπά Ηλία και
το ασπάστηκε.

35 Σιγά-σιγά

61
24

Ο παπά Ηλίας, μετά το πέρας του Εσπερινού και την αποχώρηση των πιστών, είχε
μείνει μόνος του στην εκκλησία. Ετοιμαζόταν να την κλείσει για να πάει σπίτι αλλά
σταμάτησε και ακούμπησε σε ένα στασίδι, με τα μάτια του να κοιτάνε παρακλητικά
την εικόνα της Παναγίας. Η καρδιά του ήταν θλιμμένη από τη συμφορά που έπεσε
στο χωριό του. Γιατί, Παναγία μου, να υποφέρουν τόσα βάσανα οι πιστοί σου…
Λυπήσου τους φτωχούς ανθρώπους να μη πέσουν κι άλλες συμφορές επάνω τους…
αυτά σκεφτόταν όταν ένιωσε μια παρουσία στην πόρτα της εκκλησίας, γύρισε και
είδε τον Λορέντζο.
«Είντα κάμεις εσύ, επαέ;»
«Θέλω να με συμβουλέψεις, γέροντα», είπε ο Λορέντζο και χαμήλωσε το βλέμμα.
«Έλα κάτσε επαέ και πες μου».
Ο Λορέντζο κάθισε σε ένα στασίδι κοντά του και του είπε όλη την ιστορία με τη
Ζαφείρα και για τα είκοσι χρυσά δουκάτα που του έδωσε ο άρχοντας, όταν
ετοιμαζόντουσαν να φύγουν οι Βενετοί από τον Χάνδακα..
«Είδες παιδί μου, που ο Θεός δε λησμονά ποτέ; Με τσι παράδες αυτούς θα γίνεις
νοικοκυρόπουλο και, αφού αγαπάς το φτωχό κορίτσι, να το παντρευτείς. Είντα
σκοπούς έχεις τώρα;»
«Σκέφτομαι, πάτερ, να πάω στον αφέντη της και να του πληρώσω δύο δουκάτα να
μου τη δώσει».
Άστραψε και βρόντηξε ο παπά Ηλίας στην κουβέντα αυτή.
«Τί λες, βρε αφορεσμένε! Είντα την πέρασες την κοπελιά, για όρνιθα ή για αίγα,
και θα την αγοράσεις; Αυτά που κάνουν οι καταραμένοι Οθωμανοί, θα κάνεις και συ;
Και δε σκέφτεσαι, βρε παράωρε, πως άμα μαθευτεί στο χωριό πως έχεις εσύ χρυσά
δουκάτα στα χέρια σου, θα νομίζουν πως βρήκες θησαυρό και οι γιανίτσαροι θα σε
κάνουν κομμάτια για να ομολογήσεις;»
Ο Λορέντζο έχωσε το κεφάλι στους ώμους και δε μίλησε.
«Θα μου δώσεις τσι παράδες και θα στείλω στο Ρέθυμνο έναν άνθρωπο τση
εμπιστοσύνης μου, να βρεί ένα Οβραίο να κάνει τα δουκάτα γρόσια και μετά θα τα
κρύψεις καλά. Επαέ, δίπλα από την εκκλησία που είναι και το σπίτι μου, είναι ένα
σπίτι μικρό με ένα κομμάτι γη, το έδωσε στην εκκλησία ένας ευσεβής χριστιανός, και
αφού θα παντρευτείς το κορίτσι, θα σας τα παραχωρήσω να φτιάξετε σ΄ αυτό το

62
νοικοκυριό σας και να καλλιεργείτε το χωράφι, νάχετε να τρώτε. Στο μεταξύ θα
συνεννοηθώ με τον Μανώλη να γίνει σάντολος σου και μέχρι την Κυριακή θα έχεις
βαπτιστεί», είπε ο παπά Ηλίας και έριξε μια ματιά, που δεν σήκωνε αντιρρήσεις, στο
αγόρι, που άκουγε χωρίς να μιλάει. «Μετά θα παντρευτείτε, και στην αρχή θα πάρετε
μια αίγα και ένα πρόβατο και σιγά σιγά, θα πάρετε ό,τι άλλο ζωντανό χρειαστείτε.
Μην αφήσεις να ψηλώσει ο νους σας από τους παράδες και σας πάρει χαμπάρι όλο το
χωριό κι έχουμε άλλα! Ακούς; Το νου σου! Πήγαινε τώρα και κάνε όσα είπαμε»
«Και με τη Ζαφείρα είντα θα κάμουμε;» τόλμησε να ρωτήσει ο Λορέντζο.
«Αυτό είναι δική μου δουλειά, πήγαινε εσύ».
Ο Λορέντζο ασπάστηκε με σεβασμό το χέρι του παπά Ηλία και έφυγε.
Την άλλη μέρα το πρωί, ο παπά Ηλίας ήταν στο σπίτι του αφεντικού της Ζαφείρας.
Τους είπε ορθά κοφτά πως είχε βρει ένα καλό κοπέλι για να τη παντρέψει και δεν θα
ήταν πια στη δούλεψη τους. Αυτοί έμειναν έκπληκτοι… Ποιος περίμενε ποτέ πως θα
παντρευόταν η Ζαφείρα, αλλά ο λόγος του παπά Ηλία για όλους ήταν νόμος και δε
του φέραν αντίρρηση. Ο παπά Ηλίας όμως δεν είχε πει την τελευταία του κουβέντα.
«Εδά που θα παντρευτεί η Ζαφείρα, θα πρέπει σα ψυχοπατέρας, να της δώσεις
προίκα. Τόσα χρόνια σε υπηρέτησε πιστά, τα παιδιά σου τάχεις παντρεμένα και οι
παράδες δε σου λείπουν, να δώσεις του κοριτσιού τη μερίδα του, σα να είναι αληθινή
σου κόρη. Παράδες, και μερικά χρειαζούμενα, να μη κοιμούνται και να μη κάθονται
στο πάτωμα». Αυτά είπε ο παπά Ηλίας και ο αφέντης πάλι δεν έφερε αντίρρηση.
«Αύριο να είναι έτοιμο το κορίτσι, θα έρθω να το πάρω, θα μένει μαζί μου και με
την παπαδιά μέχρι να παντρευτεί». Του ασπάστηκαν το χέρι, τους ευλόγησε και
έφυγε.
Μέσα στη βδομάδα από τη συνάντηση αυτή, ο Μανώλης έγινε νονός και έβαλε
λάδι στο νεοφώτιστο που, από Λορέντζο έγινε Δημήτριος, και στα κιτάπια της
εκκλησίας αναφέρθηκε σα Δημήτριος Φαλκούνης, και επιτέλους έβαλε πάνω του, για
μεγάλη ευχαρίστηση του παπά Ηλία, τη χριστιανική αντρική φορεσιά. Ο γάμος έγινε
αμέσως μετά τη βάπτιση, χωρίς καλέσματα, γιατί το χωριό είχε πένθος. Ήταν μόνο ο
Μανώλης, που ήταν κουμπάρος και η κυρά του που βοήθησε τη νυφούλα να
ετοιμαστεί.
Το ζευγάρι στέγασε την αγάπη του στο όμορφο σπιτάκι, που τους χάρισε ο καλός
ιερέας. Ο παπά Ηλίας, όποτε περνούσε για να πάει στην εκκλησία, που ήταν κι αυτή
δίπλα, συχνά σταματούσε για να τους μιλήσει και μαζί παρατηρούσε τα πρόσωπα

63
τους που έλαμπαν από ευτυχία. Μια μέρα δεν άντεξε και μόλις μπήκε στην εκκλησία
σταυροκοπήθηκε κοιτάζοντας ψηλά λέγοντας εκστασιασμένος: «Δοξασμένο το
όνομα σου Κύριε, ολόκληρο σύμπαν δημιούργησες κι όμως μέσα στη μεγαλοσύνη
σου, δεν ξεχνάς να ευλογήσεις ως και τα πιο ταπεινά λουλουδάκια σου».

64
25

Ήταν Φλεβάρης του 1672 και είχαν πέρασαν μήνες από το μεγάλο κακό στο
χωριό. Οι χριστιανοί κάτοικοι του, πέρα από την πείνα και τις κακουχίες που θέριζαν
αλύπητα αυτούς και τα παιδιά τους, είχαν να αντιμετωπίσουν και το φοβερό κρύο που
τρύπωνε από παντού στα φτωχόσπιτα τους.
Η Μαγδαληνή όλο αυτό τον καιρό έμενε με τον Τίτο στο σπίτι της Κώστιας μέχρι
να κανονίσει ο Γιώργης, ο γαμπρός της, με έναν άνθρωπο του, το ταξίδι τους για τα
Χανιά, ενώ η γιαγιά Μαριέττα έμεινε μόνιμα στο μοναστήρι της Παναγίας.
Ο Δαμιανός με άλλους συντρόφους του, παρ όλες τις δυσχέρειες, συνέχιζαν τις
επιθέσεις τους και είχαν καταφέρει κι άλλους χριστιανούς να τους ακολουθήσουν
στις μάχες κατά των κατακτητών, ενώ υπήρχε πάντα ο φόβος της αιχμαλωσίας και
του φριχτού θανάτου. Τη σκέψη του κρατούσε ακόμα η Εργίνα, που δεν είχε πάψει
στιγμή να την αγαπά και είχε πάρει πια απόφαση, να την ανεβάσει μαζί του στα
βουνά. Εκεί θα παντρευόντουσαν και θα ζούσαν σε ένα μητάτο, όπως έκαναν και
άλλοι αντάρτες, μα δεν ήξερε αν κι αυτή θα ήθελε το ίδιο. Η σκέψη αυτή τριβέλιζε
στο μυαλό του για πολύ καιρό και ένα βράδυ, αφού έδωσε το όπλο του πάλι στο
Νικολή, έφυγε για το χωριό.
Εκείνο το βράδυ ο καιρός ήταν βαρύς και ο χιονιάς ετοίμαζε την άσπρη κάπα του
για να σκεπάσει τον κόσμο. Τα τζάκια στα σπίτια κάπνιζαν, οι δρόμοι και τα
στενοσόκακα ήταν έρημα, ψυχή δε φαινόταν. Στο σπίτι της Εργίνας, ο πατέρας της, ο
Στελιανός, συνέχιζε να βασανίζεται από την καρδιά του και οι μέρες του ήταν πια
μετρημένες. Ο παπά Ηλίας, της είχε ζητήσει, όταν αποδημούσε ο κύρης της να
πήγαινε αμέσως στο δικό του σπίτι, να μη μείνει στιγμή μονάχη και κινδυνεύσει από
τους γενίτσαρους.
Η Εργίνα καθόταν πίσω από το παραθύρι της και σκεφτόταν το Δαμιανό. Θα ΄δινε
και τη ζωή της ακόμα για να γύρναγε πίσω το χρόνο, να ακούσει έστω μια φορά τη
φωνή του να της λέει, πίσω από το κλειστό παραθυρόφυλλο, λόγια αγάπης. Μα όλα
αυτά ήταν τώρα πια μόνο θύμισες που είχαν γίνει ένα κοφτερό μαχαίρι που
στριφογύριζε συνέχεια στην καρδιά της.
Ο λύχνος κοντά στο τζάκι έβγαζε ένα αχνό φως κι αυτή δεν έκανε απόφαση να
πάει να πέσει για να κοιμηθεί. Κοίταξε το Στελιανό στο κρεβάτι, είχε αποκοιμηθεί και
η αναπνοή του ακουγόταν ζορισμένη. Αν πέθαινε ο πατέρας της, θα απόμενε

65
ολομόναχη στον κόσμο, ένα ξερό καλάμι. Οι θείοι της οι αλλαξοπιστευμένοι, δεν
φάνηκαν ούτε τώρα που πέθαινε ο αδελφός τους ενώ συγγενείς από τη μεριά της
μάνας της δεν είχε, καθώς ήταν κι αυτή μοναχοθυγατέρα και μοναχοπαίδι. Είχε
σκοπό να μονάσει, όπως η Χρυσή. Αφού δεν αξιώθηκε να κάνει οικογένεια με τον
άνθρωπο που αγαπούσε, καλύτερα να αφοσιωνόταν του Θεού. Καθώς τα σκεφτόταν
όλα αυτά, της φάνηκε πως άκουσε ένα ψίθυρο στο παράθυρο, ο αέρας θα ΄ναι
σκέφτηκε, μα σε λίγο ξανάκουσε μια φωνή να ψιθυρίζει το όνομα της. Η καρδιά της
χτύπησε δυνατά, γνώριζε αυτή τη φωνή, ήταν του Δαμιανού. Αυτή τη φορά άνοιξε το
παραθυρόφυλλο και είδε το όμορφο πρόσωπο του παλικαριού.
«Δαμιανέ», είπε με σιγανή φωνή και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.
«Μη κλαίς, Εργίνα» είπε ο Δαμιανός και της έπιασε το χέρι. «Δεν άντεξα άλλο,
ήθελα να σε δω. Νάταν δυνατό να σ΄ έπαιρνα μαζί μου στα βουνά και κει να σε
στεφανωνόμουν, μα δε ξέρω αν θ΄ άντεχες εκιά πάνω!»
«Μαζί σου να ΄μαι, Δαμιανέ, κι ας πάω και στην άκρα του κόσμου».
«Έλα αγάπη μου, πάρε δυο ρούχα να φύγωμε», είπε ο Δαμιανός, που δεν γνώριζε
για την κατάσταση του Στελιανού. Η Εργίνα τον κοίταξε στα μάτια. «Δαμιανέ, ο
κύρης μου είναι βαριά άρρωστος, δεν μπορώ να τον αφήσω και να φύγω». Στα λόγια
αυτά ο Δαμιανός σώπασε για λίγο, ύστερα είπε: «Ναι, δεν μπορείς να τον αφήσεις…
μα όταν ο Θεός αποφασίσει να τον πάρει κοντά του, θα ξανάρθω Εργίνα και νάσαι
έτοιμη να ακολουθήσουμε μαζί τη μοίρα μας».
«Ναι, Δαμιανέ, μαζί», είπε η Εργίνα και του ΄σφιξε τα παγωμένα χέρια μέσα στα
δικά της.
Όση ώρα μιλούσαν, μια ανθρώπινη σκιά τους παρακολουθούσε. Σε λίγο η σκιά
γύρισε την πλάτη και εξαφανίστηκε στο σκοτάδι.
Οι δύο νέοι μιλούσαν ακόμα, όταν από την άκρη του χωριού φάνηκαν αναμμένες
δάδες. Ο Δαμιανός τις είδε και φώναξε στην Εργίνα: «Μπες μέσα και κλείσε γρήγορα
το παραθύρι σου» και αφού έσκυψε το κορμί του άρχισε να πηγαίνει τοίχο τοίχο προς
το στενοσόκακο που θα τον οδηγούσε έξω από το χωριό. Ήθελε λίγο ακόμα για να
βγει στο δρομάκι, όταν είδε κι άλλες αναμμένες δάδες μπροστά του. Κατάλαβε πως
δεν υπήρχε διαφυγή παρά μόνο αν ανέβαινε σε καμιά στέγη. Την ώρα που πήδαγε για
να φτάσει, ακούστηκε ένας πυροβολισμός και ένιωσε ένα φοβερό πόνο στο πόδι,
έπεσε κάτω και αμέσως είδε να τον κλείνουν σε κύκλο οι γενίτσαροι.

66
26

Η πόρτα του κελιού στις φυλακές του μεγάλου Κάστρου, άνοιξε τρίζοντας βαριά
και οι δεσμοφύλακες πέταξαν βίαια μέσα τον Δαμιανό ολόγυμνο και αλυσοδεμένο.
Τρείς μέρες τον είχαν έτσι, μέσα στο βρεγμένο από την υγρασία, παγωμένο κελί,
χωρίς φαΐ και νερό, με την πληγή στο πόδι του ανοιχτή. Ο Δαμιανός έτρεμε σαν το
ψάρι μα δε βγήκε ούτε μια φωνή απ το στόμα του, δεν τους παρακάλεσε για τίποτα.
Οι φύλακες βάζαν το κεφάλι τους από το στενό παραθυράκι της πόρτας και τον
κοίταζαν, απορώντας που δεν κλαίει και δεν τους παρακαλά. Ώρες-ώρες έμπαιναν
στο κελί και τον κλωτσούσαν για να δουν μήπως πέθανε. «Γιάντα δε μιλείς,
γκιαούρη; Παρακάλα και θα σου φέρουμε φαΐ και νερό, και συ όντε ποθάνεις να πεις
του Χριστού σου καλά λόγια για μας», του έλεγαν και γελούσαν αλλά σταματούσαν
νευριασμένοι που δεν μιλούσε και φώναζαν αγριεμένοι: «Σα σου ξεσκίζει το τσιγκέλι
τσι σάρκες, και θα μιλήσεις γκιαούρη και θα παρακαλέσεις, σκύλε».
Στα τείχη του Μεγάλου Κάστρου, οι ξυλουργοί ετοίμαζαν τον κοφτερό γάντζο με
την αιχμηρή άκρη. Ένα ειδικό ικρίωμα με τροχαλίες όπου θα εκτελούνταν μαρτυρικά
ο χαΐνης που είχαν οι Τούρκοι στα χέρια τους.
Ο παπά Ηλίας μαθαίνοντας για τη σύλληψη του Δαμιανού πήγε στο σπίτι του
Κετχουντά, έπεσε στα πόδια του και του έταξε δώρα για να βοηθήσει, για να μη
σκοτώσουν το Δαμιανό. Ο Κετχουντάς δέχτηκε και την επομένη μέρα, πήγαν μαζί να
προσπέσουν στον Γραμματικό της Πόρτας για να μεσολαβήσει σε αξιωματούχους να
δώσουν χάρη του Δαμιανού και να τιμωρηθεί μόνο με φυλάκιση κι όχι με θάνατο.
Μα όσο κι αν προσπάθησαν, δεν κατάφεραν τίποτα. Ύστερα έμαθαν πως ένας
αξιωματικός του στρατού των γενίτσαρων, βλέποντας το Δαμιανό τι παλικάρι ήτανε
και το σθένος που έδειχνε, του είχε προτείνει να αλλαξοπιστήσει για να σώσει τη ζωή
του κι αυτός θα του έδινε στρατιωτικό αξίωμα και θα τον έστελνε σε άλλη περιοχή
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που δεν θα τον ήξερε κανείς. Ο Δαμιανός, με όση
δύναμη του είχε απομείνει, του απάντησε: «Πάρε το κρέας και τα κόκκαλα μου και
κάμε τα ό,τι θες, μα η ψυχή μου θα μείνει του Χριστού και τση Κρήτης».
Την τέταρτη μέρα από τη φυλάκιση του, χωρίς να του ρίξουν ένα ρούχο να
σκεπάσουν τη γύμνια του ή να του δώσουν λίγο νερό για να αλαφρώσει απ το
μαρτύριο της δίψας, τον ανέβασαν στο ικρίωμα. Από κάτω είχαν μαζευτεί Οθωμανοί
που τον χλεύαζαν. Οι δήμιοι του έδεσαν τα χέρια και τα πόδια, τον ανέβασαν ψηλά

67
με την τροχαλία και άφησαν το κορμί του να πέσει με δύναμη πάνω στο γάντζο. Ένα
μουγκρητό πόνου ξέφυγε από τον Δαμιανό, που δεν ήθελε να ακουστεί η φωνή του,
και απ τον αβάσταχτο πόνο λιποθύμησε.
Δύο μέρες άντεξε το κορμί του στους φριχτούς πόνους πάνω στο κοφτερό τσιγκέλι
και την τρίτη, είδε να τον πλησιάζει αργά από τον ουρανό, μια χλωμή φτωχοντυμένη
γυναίκα. Ήταν όμορφη σαν την Εργίνα, γλυκιά όπως η μάνα του, στα μαύρα όπως η
Παναγία, αλλά δεν ήταν καμία από τις τρείς. Η γυναίκα ήρθε κοντά του, άπλωσε το
χέρι της και χάιδεψε τα σκασμένα χείλη του δροσερεύοντας τα, σκούπισε από το
μέτωπο του τον παγωμένο ιδρώτα και μετά άνοιξε το φτωχικό μποξά της, τύλιξε το
κεφάλι και το σώμα του και τον κράτησε τρυφερά στην αγκαλιά της, που είχε τη
μοσχοβολιά της Κρήτης, αγριοβότανα και θάλασσα μαζί.
Έτσι πέθανε ο Δαμιανός και δεν βρήκαν ποτέ το σώμα του για να το θάψουν.
Είπαν πως το κομμάτιασαν οι γενίτσαροι και το πέταξαν στα σκυλιά, άλλοι είπαν πως
το έκαψαν, κανείς δεν ξέρει. Κι έφυγε το παλικάρι για το μακρινό ταξίδι, χωρίς να
έχει πλύνει και ντύσει κανείς το βασανισμένο του κορμί, αλλά στα χείλη του υπήρχε
ένα χαμόγελο, που έκανε του δήμιους του να σκυλιάσουν.

68
27

Ο αέρας χτύπαγε τις πόρτες και τα παραθύρια των σπιτιών με βία, έπαιρνε το
καπνό από τις καμινάδες και τον σκόρπιζε ολόγυρα θυμωμένος στο σκοτεινό ουρανό
και οι άνθρωποι κοντά στις πυροστιές, σκάλιζαν τα κάρβουνα να ζεσταθούν. Είχε
μαθευτεί ο μαρτυρικός θάνατος του Δαμιανού και ντρεπόντουσαν τώρα για τα
αναθέματα και τις κατάρες που είχαν ξεστομίσει εναντίον του παλικαριού.
Η Μαγδαληνή στο σπίτι της Κώστιας, παρακαλούσε το Θεό, αφού φτάσει στα
Χανιά και νιώσει πως ο Τίτος είναι ασφαλισμένος, μετά να πεθάνει, χωρίς να πάρει
ούτε μια ανάσα. Να πάει γρήγορά να συναντήσει τον άντρα και το γιό της, γι αυτήν η
ζωή είχε τελειώσει οριστικά με το θάνατο του Δαμιανού.
Ο Στελιανός είχε πεθάνει, η Εργίνα είχε ετοιμάσει τα πράγματα της και είχε πει
του παπά Ηλία πως, μετά τα τριήμερα του πατέρα της, θα πήγαινε για λίγες μέρες
σπίτι του και μετά θα κλεινόταν στο Μοναστήρι της Παναγίας. Ο παπά Ηλίας την
είχε ζορίσει να πάει αμέσως μα εκείνη ήθελε να μαζέψει όλα τα πράγματα απ το
νοικοκυριό της για να τα μοιράσει σε φτωχούς συγχωριανούς της. Τα μάζεψε και
μετά πήγε στην κασέλα με τα προικιά της. Άνοιξε το καπάκι κάθισε στη άκρη του
και, αφού τα κοίταξε, άρχισε να τα χαϊδεύει ψιθυρίζοντας: «Ανοίξετε την πόρτα σας
να δείτε το γαμπρό μας, τέτοιο σγουρό βασιλικό δεν έχει το χωριό μας» έσκυψε το
κεφάλι κι απόμεινε έτσι.
Ο καιρός όσο νύχτωνε αγρίευε όλο και πιο πολύ, ο παγωμένος βοριάς μάνιαζε
πάνω από το χωριό σκορπώντας βίαια τα κεραμίδια από τις στέγες των σπιτιών. Η
Εργίνα σηκώθηκε και πρόσθεσε λίγο λάδι στον λύχνο που είχε χαμηλώσει πολύ η
φλόγα του, και κοίταξε το άδειο κρεβάτι του κύρη της. Θυμήθηκε τα τελευταία λόγια
του: «Εργίνα, παιδί μου, αν δεν δεχτείς άλλον γι άντρα σου, αφού χάθηκε ο Δαμιανός,
να πας στο Μοναστήρι με τη Χρυσή. Μόνη σου, θα σε κλέψουν οι γιανίτσαροι γιατί
είσαι όμορφη και θα σε ξεγιβεντίσουν ή θα σε πουλήσουν σκλάβα. Το λίγο βιός μας,
δώστο στο Μοναστήρι, να μην πάει στον Τούρκο». Και έτσι θα τόκανε, ήταν
αποφασισμένη.
Σε λίγο, άρχισε να μαζεύει με φροντίδα τα ρούχα του συχωρεμένου, για να τα
μοιράσει κι αυτά στους συγχωριανούς της, όταν άκουσε ένα δυνατό θόρυβο στην
κρεβατοκάμαρα της. Πάγωσε καθώς κατάλαβε, πως κάποιος είχε μπει από το
παράθυρο. Σκέφτηκε να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού και να τρέξει στο σπίτι καμιάς

69
γειτόνισσας μα δεν πρόλαβε, μπροστά της εμφανίστηκε ο τουρκοκρητικός ο Χουσεΐν,
ένα υποκείμενο με ατελείωτα κρίματα στο λαιμό του, αδελφοποιτός του Γιουσούφ
που σκότωσε ο Δαμιανός.
Η Εργίνα έτρεμε, μα του μίλησε με θάρρος «Είντα θες και μπήκες σπίτι μου; Σήκω
και φεύγα αμέσως, ειδεμή βάζω τις φωνές!»
Της γέλασε και με σκληρή φωνή της είπε: «Τράβα φέρε μου μια ρακί και μη
χαλνάς το λαιμό σου άδικα, κανείς δεν γροικά».
Η Εργίνα έτρεξε γρήγορα προς την πόρτα αλλά την πρόλαβε, και αφού την
άρπαξε, την πέταξε κάτω και άρχισε να της σκίζει τα ρούχα. Η Εργίνα πάλεψε
μανιασμένα μα έβλεπε πως δεν θα μπορούσε να τα καταφέρει, αυτό το κτήνος θα
κατάφερνε στο τέλος να την ατιμάσει. Την ώρα που συμπάλευαν και λίγο πριν την
εγκαταλείψουν οι δυνάμεις της, έπιασε το μαχαίρι του που είχε παραπέσει δίπλα τους
και του τόχωσε με δύναμη στο μάτι φωνάζοντας άγρια: «Εμένα δεν θα με ατιμάσεις,
καταραμένε!» Ο Χουσεΐν ούρλιαξε σα λύκος και πετάχτηκε πίσω, πριν προλάβει
όμως να σηκωθεί στα πόδια του, η Εργίνα τον χτύπησε με δύναμη στο κεφάλι με ένα
ξύλινο σκαμνί, αφήνοντας τον στον τόπο.
Στεκόταν λαχανιασμένη με το σκαμνί ακόμα στο χέρι, έτοιμη να του δώσει κι
άλλο χτύπημα, αν τον έβλεπε να κουνιέται. Όταν κατάλαβε πως ήταν νεκρός, ήξερε
κιόλας τι την περίμενε. Μόλις ανακάλυπταν το πτώμα οι γερλήδες, θα την ατίμαζαν
και θα τη πόμπευαν μέχρι να τη σκοτώσουν. Δεν την ένοιαζε που θα την σκότωναν,
αυτό που αληθινά θα την πέθαινε, θα ήταν η ατίμωση της. Γι΄ αυτήν δεν υπήρχε πια
άλλη σωτηρία, από το να δώσει η ίδια το θάνατο στη ζωή της. Προχώρησε
αποφασισμένη προς το δωμάτιο που ήταν το κασόνι με το μαχαίρι του πατέρα της,
όταν ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του σπιτιού της και είδε να μπαίνει ο Κερέμ με το
δούλο του. Ο Κερέμ, βλέποντας την Εργίνα με σκισμένα ρούχα και τον
τουρκοκρητικό νεκρό, με το μαχαίρι μπηγμένο στο χυμένο μάτι και το κεφάλι γεμάτο
αίματα, κατάλαβε.
Καθόταν στον οντά του σπιτιού του, όταν έφτασε λαχταρισμένος ο δούλος του και
του είπε πως είδε κάποιον να μπαίνει από το παράθυρο στο σπίτι της Εργίνας. Μόλις
το άκουσε πετάχτηκε επάνω και άρχισε να τρέχει προς το σπίτι της κοπέλας, χωρίς
καν να σκεφτεί να πάρει όπλο μαζί του.
«Εργίνα, κλείσου στο δωμάτιο σου», της είπε, «και μη βγεις μέχρι να γυρίσω».
Διέταξε τον δούλο του να πάει φέρει τη φοράδα του και του έδωσε εντολή να

70
καθαρίσει καλά το σπίτι από τα αίματα. Ύστερα φόρτωσε τον σκοτωμένο στο ζώο
του και χάθηκε στους πίσω δρόμους του χωριού. Τα μεσάνυχτα γύρισε και αφού
έδιωξε το δούλο, πήγε στην Εργίνα. Τη βρήκε κουκουβισμένη στη γωνιά του
δωματίου, ήταν χλωμή και έτρεμε σα νάχε πυρετό ενώ κοιτούσε το πάτωμα με
γυάλινα μάτια. Έσκυψε κοντά της λέγοντας της με μαλακή φωνή: «Εργίνα μη
τυραγνάσαι άλλο, έλα μαζί μου, ανέ θες σα γυναίκα μου κιανέ δε θες, τότε σαν
αδελφή μου». Η Εργίνα, στα λόγια του ψέλλισε: «Πάρε με από δω, θα σε
παντρευτώ…» και λιποθύμησε.
Το ίδιο βράδυ ο Κερέμ έβαλε τους δούλους να μαζέψουν τα πράγματα και να
ετοιμάσουν τις φοράδες. Πήρε την Φάτμα χανούμ και την Εργίνα και έφυγαν για το
Μεγάλο Κάστρο. Εγκαταστάθηκαν στο σπίτι, που είχε πάρει σαν ανταμοιβή ο Αγάς
Σελίμ και ανήκε στην οικογένεια μετά το θάνατο του.

71
28

Όταν μαθεύτηκε στο χωριό η εξαφάνιση της Εργίνας και η φυγή του Κερέμ, με τη
Φάτμα χανούμ τη μάνα του, όλοι είπαν πως έβαλε ο Κερέμ τον Χουσεΐν να μπει στο
σπίτι της να την αρπάξει και να του την πάει με τη βία, και πως μετά, την πήρε στο
σπίτι τους στο Κάστρο. Βρήκαν και στο σπίτι παρατημένα τα πράγματα της Εργίνας,
με σπασμένο το παράθυρο και ήταν σίγουροι πια. Μόνο ο παπά Ηλίας δεν μπορούσε
να το χωνέψει. Ήξερε τον Κερέμ από παιδί. Αν και Οθωμανός ήταν ήσυχος
άνθρωπος, δεν έμοιαζε του πατέρα του, του πισοκόκκαλου, ούτε είχε πολεμικές
συνήθειες σαν τον αδελφό του, πώς του ήρθε να αρπάξει την Εργίνα; Ήξερε πως την
αγαπούσε και πως είχε στείλει προξενιά αλλά και πάλι δεν είχε παραφερθεί όταν η
Εργίνα τον περιφρόνησε, κάτι άλλο έτρεξε… Με τις σκέψεις αυτές ετοιμάστηκε να
πάει στο Κάστρο στο σπίτι του Κερέμ, μα δεν πρόλαβε να βγει απ το χωριό και τον
είδε να ΄ρχεται.
«Καλημέρα, εφέντη Κερέμ, σε σένα ερχόμουν».
«Καλή σου μέρα, παπά Ηλία», είπε ο Κερέμ και ξεκαβαλίκεψε, «κατέω τί με θες
μα δεν μπορώ να σου πω πράμα. Η Εργίνα είναι άρρωστη και την προσέχει η μάνα
μου στο σπίτι μας στο Μεγάλο Κάστρο, άμα γίνει καλά με τη βοήθεια του Αλλάχ, θα
μάθεις από αυτή τι έτρεξε».
«Θες να πεις πως αυτόβουλα σας ακολούθησε;» ρώτησε ο παπά Ηλίας έκπληκτος.
«Ναι, εφέντη παπά μου, με τη θέληση της, μα δεν μπορώ να σου πω τίποτα άλλο,
καλλιά να στα πει η ίδια άμα γιάνει».
«Και ο Χουσεΐν, πού εξαφανίστηκε και τον ψάχνουν όλοι;» ρώτησε ο παπά Ηλίας.
«Είντα δουλειά έχω εγώ, μ΄ αυτόν τον παλιάνθρωπο; Σε καμιά βρωμοδουλειά θα
΄μπλεξε και τον μαχαίρωσαν».
Ο παπά Ηλίας γύρισε σπίτι, πιο συλλογισμένος από πριν. Έκανε υπομονή και
περίμενε ώσπου του έστειλε μήνυμα ο Κερέμ με ένα δούλο, να πάει στο Κάστρο στο
σπίτι του. Ο ιερέας πήγε αμέσως και όταν αντίκρισε την Εργίνα τρόμαξε, ήταν χλωμή
και αδυνατισμένη, φαινόταν πως είχε περάσει μεγάλη αρρώστια.
«Κόρη μου, τί έτρεξε, πώς αρρώστησες και πώς βρέθηκες επαέ; ήθελες κι ήρθες ή
σε ζόρισαν οι Οθωμανοί;»
«Όχι, γέροντα, δε με ζόρισαν, δέχτηκα ναρθώ», ψιθύρισε η Εργίνα.
«Σε πείραξε ο Τούρκος;» ρώτησε ο παπά Ηλίας, με χαμηλή φωνή.

72
«Όχι παπά μου» απάντησε η Εργίνα με χαμηλωμένα τα μάτια «Δεν μ΄ έχει
αγγίξει».
«Και δα; Είντα θα κάμεις; Να ετοιμαστείς να έρθεις μαζί μου πίσω στο χωριό»
«Συχώρεσε με, γέροντα, θα μείνω εδώ, θα παντρευτώ τον Κερέμ». Ο παπά Ηλίας
σηκώθηκε από το κάθισμα έκπληκτος. «Ένα Τούρκο; Ξεχνάς κόρη μου πως αυτοί
σκότωσαν τον σαστικό σου; Θα δέσεις το τίμιο αίμα σου με τσι δολοφόνους και τσι
τυράννους της φυλής μας; Πως θα πηγαίνεις στον τάφο του πατέρα σου που πέθανε
φτωχός για να μην αλλαξοπιστήσει; Εσύ ήσουν πάντα μυαλωμένη και θρήσκα
κοπέλα, είντα παθες τώρα;»
«Του έδωσα το λόγο μου να τον παντρευτώ…» είπε η Εργίνα.
«Γιατί έδωσες τέτοιο λόγο παιδί μου; Κάτι θα΄ τρεξε!» ρώτησε ο παπά Ηλίας και
ξανακάθισε κοντά της. Η Εργίνα σκύβοντας το κεφάλι, του είπε ολόκληρη την
αλήθεια.
Ο παπά Ηλίας, σαν άκουσε όσα του είπε η κοπέλα, χτύπησε με θυμό το χέρι στο
γόνατό του. «Είδες, παιδί μου, που ήθελα από την πρώτη μέρα κιόλας νάρθεις στο
σπίτι μου; Δική μου είναι η αμαρτία, που δε σε πίεσα τότεσες πιο πολύ… Άκου κόρη
μου, έδωσες το λόγο σου πάνω στην απελπισία σου, μπορείς να τον πάρεις πίσω
αμέσως τώρα!»
«Όχι γέροντα θα τον τηρήσω, η ψυχή μου είναι από τα τώρα πεθαμένη, δεν
υπάρχει πια ζωή για μένα, αλλά υπάρχει η τιμή».
Πριν φύγει ο ιερέας, σταμάτησε να μιλήσει του Κερέμ.
«Άκουσε Κερέμ, η γυναίκα που αγάπησες, δεν υπάρχει πια. Αυτή μέσα στην
κάμαρα δεν είναι η Εργίνα, αλλά ένα ανθρώπινο ράκος. Μου είπε πως θα κρατήσει το
λόγο της και θα σε παντρευτεί, μα εσύ μη δεχτείς. Σου έδωσε το λόγο της
απελπισμένη. Ήταν πλακωμένη κάτω από ένα βράχο και συ τον έσπρωξες από πάνω
της και την ελευθέρωσες. Γιατί, όταν είχες στείλει την προξενήτρα, σου στειλε τα
προξενιά πίσω; Γιατί δεν σ αγαπούσε, Κερέμ, ούτε τώρα σ αγαπάει, μα θα σε
παντρευτεί για να μη την πεις άτιμη. Άσε με να την πάρω πίσω στο χωριό, να
κλειστεί στο Μοναστήρι να βρει γαλήνη και να γιάνει η ψυχή της».
Ο Κερέμ έβαλε το χέρι στο στόμα και κοίταξε το πάτωμα συλλογισμένος, μετά
είπε: «Όχι, εφέντη παπά μου, αφού δέχεται κι αυτή, θα παντρευτούμε και ορκίζομαι
στον Αλλάχ πως θα την κάνω πολύ ευτυχισμένη, εγώ θα γιάνω την ψυχή της».

73
«Δεν θα καταφέρεις τίποτα παιδί μου, η Εργίνα δεν θα ζήσει πολλά χρόνια ακόμα,
γιατί της έχει φύγει η θέληση για ζωή, η ψυχή της γρήγορα θα πάει να συναντήσει
αυτόν που πραγματικά αγάπησε και συ θα μείνεις πικραμένος και με τύψεις, γιατί ο
Θεός δεν ευλογεί τέτοιους γάμους», και τα λόγια του παπά Ηλία βγήκαν αληθινά...

74
29

Πέρασαν σχεδόν τριάντα χρόνια από τότε που έφυγαν σαν φυγάδες από το
Φαλκούνι η Μαγδαληνή και ο Τίτος για να πάνε στα Χανιά, που ήταν κι αυτά υπό
τουρκική κατοχή, αφού είχαν παραδοθεί μετά από ισχυρή αντίσταση, στις 22
Αυγούστου του 1645.
Η ζωή των χριστιανών της πόλης αλλά και της υπαίθρου στα Χανιά, ήταν
δύσκολη, όπως και στην υπόλοιπη Κρήτη, αφού υφίσταντο τις ίδιες αδικίες και
καταπιέσεις από τους Τούρκους. Όπως στον Χάνδακα, έτσι και στα Χανιά, μετά την
κατάκτηση τους, αμέσως άρχισε να αλλάζει η όψη της πόλης και να κυριαρχεί η
Οθωμανική αρχιτεκτονική. Δημόσια κτήρια διαμορφώθηκαν για τις ανάγκες του
τουρκικού στρατού, κτίστηκαν νοσοκομεία, χαμάμ, κρήνες, χάνια, ενώ ο καθεδρικός
ναός της Παναγίας και όλες οι καθολικές μονές έγιναν τζαμιά. Στις ανατολικές
συνοικίες της πόλης, στο Καστέλι και στην Σπλάτζια, όπου βρισκόταν και το
κεντρικό τζαμί, κατοικούσαν Τούρκοι, ενώ το χριστιανικό στοιχείο και οι Εβραίοι
στις δυτικές.
Πλησίαζε το 1700, η Μαγδαληνή δεν ζούσε πια. Λίγα χρόνια, αφότου έφτασε στο
σπίτι της κόρης της, αρρώστησε και δεν μπόρεσε να ξαναβρεί την υγεία της. Πριν
φύγει για το τελευταίο ταξίδι της, κράτησε το χέρι της Μαριέττας και της ψιθύρισε:
«Πάω, κόρη μου, γιατί ο κύρης σου με ανιμένει μαζί με το Δαμιανό. Περιμένει καιρό
το παιδάκι μου να πάω να το πλύνω και να του φορέσω καθαρά ρούχα, νάχετε όλοι
την ευχή μου».
Ο Τίτος άρχισε να δουλεύει με το γαμπρό του τον Δημητρό και φαινόταν πως θα
γίνει κι αυτός καλός έμπορος. Στα δεκαεπτά του ήταν ξετελεμένος άντρας, έξυπνος
και με τόση ομορφιά, που η Μαριέττα και οι υπόλοιποι συγγενείς, φοβηθήκαν μήπως
τον αρπάξουν οι Τούρκοι. Με το φόβο αυτό, αφού του δώρισαν ένα μεγάλο σπίτι, τον
πάντρεψαν γρήγορα με την αρχοντοπούλα Ευαγγελία, που ήταν δεκαέξι χρονών και
καταγόταν από πλούσια Σφακιανή οικογένεια. Έκαναν πέντε παιδιά, τρία αγόρια και
δύο κόρες.
Τα κορίτσια τους παντρεύτηκαν και το ένα έμεινε στα Χανιά, ενώ το άλλο έφυγε
στην Κωνσταντινούπολη με απόφαση του άντρα της, που δεν άντεχε άλλο να ζουν
κάτω από την σκληρή τυραννία των γενίτσαρων. Οι γιοι τους, έμειναν όλοι κοντά
τους για να ασχοληθούν κι αυτοί με το εμπόριο και το μαγαζί πήγαινε καλά.

75
Μπορούσε να θρέψει την οικογένεια, παρ όλες τις δυσκολίες που προκαλούσαν οι
Τούρκοι στους χριστιανούς εμπόρους αλλά και τη φοβερή φορολογία που τους
επέβαλλαν. Ο Τίτος και πολλοί άλλοι έμποροι αναγκαζόντουσαν να δωροδοκούν
γενίτσαρους ή τοπικούς αξιωματούχους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, για να μη
τους βάζουν εμπόδια στη λειτουργία των μικρών τους επιχειρήσεων πράγμα που
γινόταν, αφού οι Οθωμανοί είχαν σε μεγάλη εκτίμηση τον παρά.
Ο Τίτος, μέσα από την ήρεμη οικογενειακή του ζωή, ένιωθε ευτυχισμένος, είχε
αποκτήσει και τα πρώτα του εγγόνια. Πίστευε πως κάποια στιγμή, θα
γιατρευόντουσαν εντελώς τα τραύματα, που είχαν προκαλέσει στην ψυχή του, οι
φοβερές συμφορές που είχαν χτυπήσει την οικογένεια του στο Φαλκούνι. Ώσπου η
μοίρα, αποφάσισε να δοκιμάσει και πάλι τις αντοχές του.
Ήταν η μέρα που επέστρεφε στην πόλη ο γιός του, Φανούριος, δεκαεπτά χρονών,
με τη φοράδα του φορτωμένη παξιμάδια και βότανα για το μαγαζί. Το παλικάρι
ερχόταν από μακριά και ήταν καβάλα στη φοράδα του, όταν βρέθηκε ξαφνικά
μπροστά σε μια ομάδα γενίτσαρων. Για τους χριστιανούς, ήταν απαγορευτικό να
καβαλούν ιπποειδή και ο Φανούριος δεν πρόλαβε να κατέβει. Οι γενίτσαροι, που
πάντα έψαχναν αφορμή για να δολοφονούν χριστιανούς δεν έχασαν ούτε στιγμή,
τράβηξαν τα μαχαίρια τους και, πριν προλάβει το παλικάρι να πει μια κουβέντα, το
αιματοκύλισαν. Ο Τίτος και η Ευαγγελία, κλονισμένοι από το χαμό του Φανουρίου,
θέλησαν να τιμωρηθούν οι ένοχοι και κατέφυγαν στο ιεροδικείο, όπου όμως, όπως
στη δολοφονία του Ανδρέα στο Φαλκούνι, έτσι και τώρα, κατάλαβαν πως οι νόμοι
των Οθωμανών ήταν πάντα με το μέρος των ομόθρησκών τους φονιάδων.
Ήταν βράδυ, όταν ο Τίτος είδε τον γιο τον Δαμιανό να ετοιμάζεται να φύγει κρυφά
από το σπίτι και κατάλαβε αμέσως τους σκοπούς του. Το παλικάρι ήταν
αποφασισμένο να εκδικηθεί τους φονιάδες του αδελφού του και ο μοναδικός τρόπος
ήταν να πάει με τους αντάρτες. Ο Τίτος κατέρρευσε στην ιδέα πως θα ζούσε για
δεύτερη φορά όλο το οικογενειακό δράμα, που είχε σημαδέψει τη νεανική του ζωή
και γεμάτος απελπισία έπιασε σφιχτά από το χέρι τον Δαμιανό. «Γιε μου, πόσα
νομίζεις πως μπορεί να αντέξει η καρδιά μου; Αν σε χάσω και σένα θα τελειώσει και
η ζωή μου…»
«Πατέρα, ατιμώρητους θα τους αφήσουμε; Πως θα ζω στην ίδια πόλη μαζί με τους
φονιάδες του αδελφού μου;»

76
«Φύγε γιε μου, πήγαινε στα Σφακιά, κοντά στους συγγενείς της μάνας σου, αυτοί
θα σε βοηθήσουν να φτιάξεις καινούργια ζωή. Εκεί είναι αλλιώς τα πράγματα, οι
Τούρκοι δεν πατάνε το πόδι τους. Φύγε, προκειμένου να σε σκοτώσουν και σένα…
Φύγε… Ακόμα ονειρεύομαι τον Δαμιανό, το συνονόματο θείο σου, που εκτέλεσαν οι
καταραμένοι οι Τούρκοι με το γάντζο, να με χαιρετά και να χάνεται προς το βουνό.
Ήξερα πως έβλεπα για τελευταία φορά τον αγαπημένο μου αδελφό και η καρδιά μου
είχε γίνει κομμάτια… Στον τάφο του αγιασμένου του παππού σου, Ανδρέα, δεν
μπόρεσα να ξαναπάω, το μόνο που μπόρεσα να κάνω πριν φύγουμε με τη
συχωρεμένη τη γιαγιά σου τη Μαγδαληνή, ήταν να κρύψω ένα μικρό αργυρό σταυρό
κοντά στο σημείο που δολοφονήθηκε. Τίποτα άλλο… Πόσα ν αντέξω ακόμα;»
«Εντάξει, πατέρα, μη στενοχωρούσαι, θα πάω στα Σφακιά», είπε ο Δαμιανός και
αγκάλιασε τον πατέρα του.
Ο Δαμιανός έφυγε για τα Σφακιά και κει έφτιαξε τη ζωή του. Δούλεψε με τους
συγγενείς της μάνας του, και κατάφερε μια μέρα να αποκτήσει δικό του ιστιοφόρο,
που το χρησιμοποιούσε για να κάνει εμπόριο σε όλα τα μέρη της Μεσογείου.
Παντρεύτηκε την Ειρήνη και έκαναν δύο γιούς.
Τα εγγόνια του Τίτου, πολλές φορές άκουγαν συνεπαρμένα τον παππού τους, να
τους ιστορεί τη ζωή του και τη ζωή της οικογένειας του. Για τον άδικο θάνατο του
πατέρα του, του Ανδρέα από το Γιουσούφ και τον Κενάν Μπέη, για το μαρτυρικό
θάνατο του αδελφού του, του Δαμιανού, που είχε γίνει χαΐνης. Τους είπε ακόμα και
για τον Κερέμ που είχε παντρευτεί τη σαστικιά του αδελφού του. Τους μιλούσε για
τις επαναστάσεις που είχαν γίνει κατά των Βενετών και το καθήκον κάθε γενιάς να
αγωνιστεί, για να ελευθερώσει την Κρήτη.
Τα παιδιά κράτησαν σα φυλαχτό στην ψυχή τους τα λόγια του παππού τους και
νιώθαν καμάρι για τον χαΐνη πρόγονο τους. Πολλές φορές κάποιο από αυτά μετά τις
διηγήσεις του, του έπιανε το χέρι λέγοντάς του: «Παππού, εγώ θ΄ ανεβώ στον Ομαλό
με τσι χρυσαετούς να πολεμήσω τσι Τούρκους κι ας πεθάνω και γω, όπως ο αδελφός
σου», και τα μάτια του παππού του γέμιζαν δάκρυα…

77
30

Ύστερα από τρεις μήνες από την επίσκεψη του παπά Ηλία, ο Κερέμ παντρεύτηκε
την Εργίνα. Έκαναν τρία παιδιά αλλά η Εργίνα δεν πρόλαβε να δει εγγόνια, γιατί στα
τριάντα της χρόνια έσβησε από πνευμονία. Η μάνα του Κερέμ την είχε αγαπήσει σαν
κόρη της και ποτέ δεν την είχε πικράνει. Η Φάτμα χανούμ δεν στενοχωρήθηκε που
δεν δόθηκε σε κανένα εγγόνι της το όνομα του άντρα της, του Κενάν, το θεωρούσε κι
αυτό σαν τιμωρία από το Θεό για το κακό που είχε προκαλέσει.
Ο Κερέμ, δεν είχε πιέσει την Εργίνα να αλλάξει πίστη και στην πίσω μεριά του
σπιτιού, είχε μετατρέψει ένα κρυφό δωμάτιο σε εκκλησία, για να μπορεί η Εργίνα να
προσκυνάει τους αγίους και να προσεύχεται
Η Εργίνα όταν αρρώστησε, λίγο πριν πεθάνει, ζήτησε από τον Κερέμ να αγοράσει
το σπίτι του Ανδρέα και της Μαγδαληνής στο χωριό και να το δώσει μόνο όταν
ερχόταν να του το ζητήσει κάποιο από τα παιδιά ή τα εγγόνια τους, σε κανέναν άλλο
και αυτός τήρησε την υπόσχεση που της είχε δώσει. Αγόρασε το σπίτι, το έφτιαξε
από την αρχή και έδωσε εντολή στα παιδιά του να το παραδώσουν μόνο σε
απογόνους των παλιών ιδιοκτητών και ας ήταν χριστιανοί.
Ο Κερέμ, είχε αγαπήσει την Εργίνα με όλη του την ψυχή, μα δεν βρήκε ποτέ το
θάρρος να της πει μια φοβερή αλήθεια, το έκανε όμως λίγο πριν πεθάνει στο μεγάλο
του γιο, τον Σελίμ. Του είπε όλη την ιστορία με τον παππού του τον Κενάν και τον
άδικο θάνατο του Ανδρέα, για το θάνατο του αδελφού του και του Δαμιανού.
«Αγαπούσα τόσο πολύ τη μάνα σας, γιέ μου, κι ας ήταν Χριστιανή, που είχα
αποφασίσει, σα θα παντρευόταν το Δαμιανό, να σκοτωθώ. Όταν μπήκε ο σατανάς
στον πατέρα μου και παππού σας, και έβαλε κρυφά το Γιουσούφ να σκοτώσει τον
Ανδρέα, τότε ο γάμος πήγε πίσω και γω αναθάρρεψα. Και, όταν ο Δαμιανός σκότωσε
τον αδελφό μου, τον Σελίμ και μετά πήγε στα βουνά, η μαύρη ψυχή μου δεν
λυπήθηκε ούτε τον ίδιο μου τον αδελφό, μόνο χάρηκα… γιατί κατάλαβα πως τίποτα
δεν χάθηκε με την Εργίνα. Κάθε βράδυ παρακολουθούσα το σπίτι της ο ίδιος ή έβαζα
ένα δούλο να το κάνει, ήθελα να ξέρω πως είναι καλά, γιατί εκείνο τον καιρό ήταν
άρρωστος κι ο πατέρας της και έμενε απροστάτευτη. Ένα βράδυ που στεκόμουν στη
γωνιά, είδα τη μάνα σας να μιλάει με κάποιον που ήταν απέξω από το παράθυρό της,
τον αναγνώρισα, ήταν ο Δαμιανός. Αλλάχ! Αλλάχ! Θόλωσε ο νους μου σκέφτηκα
πως ήρθε να μου την πάρει, θα την έχανα για πάντα! Έχασα τα λογικά μου, έτρεξα

78
σπίτι κι έβαλα ένα δούλο να πάει γρήγορα στον αρχηγό των γενίτσαρων της περιοχής
να του πει για το Δαμιανό, πως τριγυρνούσε στο μαχαλά του σπιτιού του. Δεν του
είπα για το σπίτι της Εργίνας για να μη την μπλέξω κι αυτή. Όταν έφυγε ο δούλος και
είδα τους γενίτσαρους να κυκλώνουν το χωριό, να πυροβολούν και να πιάνουν το
Δαμιανό κατάλαβα τι είχα κάνει… Σιχάθηκα τον εαυτό μου, όπως θα σιχαινόταν από
τότε και η γη το πόδι μου σαν την πατούσε… Προσπαθούσα να δικαιολογηθώ με τη
σκέψη πως ο Δαμιανός είχε σκοτώσει τον αδελφό μου, αλλά κορόιδευα τον εαυτό
μου, αγαπούσα τον Σελίμ αλλά πιο πολύ αγαπούσα την Εργίνα...»
Ο γιος του, άκουγε αμίλητος και χλωμός τη διήγηση του Κερέμ και στο τέλος είπε:
«Πατέρα, σου κάνει κακό να τα θυμάσαι όλα αυτά…»
«Όχι παιδί μου πρέπει να τα μάθεις για να φύγω με ξαλαφρωμένη την ψυχή μου.
Η μάνα σας, η Εργίνα, έμεινε ολομόναχη όταν πέθανε ο πατέρας της και, αν δεν ήταν
ψυχωμένη γυναίκα, θα είχε ατιμαστεί από έναν ελεεινό και δεν θα ζούσε για να σας
γεννήσει. Ο δούλος, που είχα βάλει να προσέχει το σπίτι της, ένα βράδυ έτρεξε και
μου έφερε το χαμπέρι πως κάποιος είχε μπει απ το παράθυρο της, έτρεξα κι όταν
έφτασα, τον είχε σκοτωμένο. Φόρτωσα το κουφάρι του στη φοράδα μου και το
πέταξα σε μια χαράδρα, μετά γύρισα στο σπίτι της και τη βρήκα άρρωστη να τρέμει,
της ζήτησα να με παντρευτεί και στην απελπισία της μέσα, δέχτηκε… Το ίδιο βράδυ
την πήρα και φύγαμε έχοντας μαζί και την γιαγιά σου, τη Φάτμα, και ήρθαμε εδώ,
στο σπίτι μας στο Κάστρο. Πέρασαν τρεις μήνες για να γίνει καλά. Η γιαγιά σας δεν
έφυγε στιγμή από το πλάι της και γω δεν την πλησίαζα, μόνο έβαλα και της έφτιαξαν
μια εκκλησία με όλους τους αγίους των Χριστιανών μέσα. Περίμενα να γίνει καλά για
να της πω την αλήθεια, πως εγώ έφταιγα για το θάνατο του Δαμιανού, μα δεν βρήκα
ποτέ το κουράγιο… Μια μέρα που περίμενα τη γιαγιά σας να μου πει αν η Εργίνα
ήταν καλά στην υγεία της, μου είπε πως ζήτησε να με δει. Μπήκα δειλά στην κάμαρα
της, ήταν ακόμα χλωμή από την αρρώστια, αλλά τόσο όμορφη… Εκείνη, με κοίταξε
στα μάτια και μου είπε πως ήταν καλά και να παντρευτούμε. Έγινα πολύ
ευτυχισμένος… και ντρεπόμουν γι αυτό… γιατί η χαρά μου, βάραινε από την ατιμία
που είχα κάνει. Έκανα ότι μπορούσα για να είναι ευτυχισμένη αλλά ο Αλλάχ με
τιμώρησε και μου την πήρε γρήγορα… Ήταν τίμια μαζί μου και ποτέ δεν μου είπε
πικρό λόγο κι ας μη μ΄ αγάπησε ποτέ. Είναι βαρύ το κρίμα μου και θα τιμωρηθώ από
τον Αλλάχ, και συ, Σελίμ παιδί μου, να πεις όλα όσα σου είπα στ αδέλφια σου, ακόμα
και στα εγγόνια μου, πρέπει να ξέρουν την αλήθεια κι αυτά και άμα πεθάνω, μη

79
ζητήσετε από τον Αλλάχ να συγχωρηθώ, ζητήστε του να πληρώσω για το βαρύ
αμάρτημα μου κι ας χαθεί η ψυχή μου στην κόλαση».

80
31

Στα θεόρατα βουνά της Κρήτης, από τα Λασηθιώτικα και τον Ψηλορείτη μέχρι τον
Ομαλό, στις απόκρυμνες κορφές τους, μαζί με τους αετούς και τα γεράκια συνέχιζαν
να ζουν και οι αντάρτες, οι ελεύθεροι Κρήτες, που κράταγαν ζωντανή την ελπίδα
στην ψυχή των σκλαβωμένων.
Αυτοί οι αγωνιστές έγιναν η συρμαγιά για τις επόμενες γενιές πολεμιστών, που θα
οργάνωναν τις επαναστάσεις κατά των Τούρκων, μέχρι την απελευθέρωση της
Κρήτης. .
Η Σπιναλόγκα παραδόθηκε στους Οθωμανούς το 1715 μετά από δίμηνη πολιορκία
και, ενώ οι Βενετοί έφυγαν με ασφάλεια, όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι του φρουρίου,
παρά τις διαβεβαιώσεις των Τούρκων, πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Οι δυνατοί άντρες
στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη για κωπηλάτες σε τούρκικες γαλέρες και οι
υπόλοιποι, πουλήθηκαν σα δούλοι.
Οι χαΐνηδες, που είχαν βρει καταφύγιο στη Σπιναλόγκα, συνέχισαν τον αγώνα τους
στα βουνά φτιάχνοντας καινούργια ορμητήρια.
Ένα μικρό φως άναψε το 1692, όταν το καλοκαίρι η Βενετία έστειλε τον ναύαρχο
Μοτσενίγο με στόλο για να ανακαταλάβει τα Χανιά και μετά να απελευθερώσει όλο
το νησί, αλλά έσβησε κι αυτό γρήγορα και η Κρήτη βυθίστηκε ξανά στο σκοτάδι της
σκλαβιάς.

81
Κύρια πρόσωπα 1ης ενότητας.
Ανδρέας Καντιανός Ζει στο προγονικό του χωριό με τη γυναίκα του Μαγδαληνή
και έχει πέντε παιδιά. .
Μαγδαληνή Καντιανού Σύζυγος του Ανδρέα. Αντιμετωπίζει με δύναμη τις
συμφορές που χτυπούν την οικογένεια της.
Μαριέττα Πρωτότοκη κόρη του Ανδρέα. Είναι παντρεμένη με ένα νεαρό έμπορα και
ζουν στα Χανιά.
Κώστια Κόρη του Ανδρέα. Ζει με την οικογένεια της στο χωριό του άντρα της, που
βρίσκεται κοντά στο χωριό Φαλκούνι. Ο άντρας της, ο Γιώργος, για να αποφύγει την
απώλεια της περιουσίας του δέχεται να αλλάξει θρήσκευμα και να γίνει από
χριστιανός μουσουλμάνος. Το όνομα του γίνεται Μουσταφάς. Η Κώστια είναι
δυστυχισμένη γι΄αυτή την απόφαση του.
Χρυσή Η μικρότερη από τις τρείς κόρες του Ανδρέα. Είναι όμορφη και ευαίσθητη
και παρ΄όλα τα προξενιά που της γίνονται αυτή είναι αποφασισμένη να γίνει Μοναχή.
Δαμιανός Ο μεγαλύτερος από τους δύο γιούς του Ανδρέα. Έχει το πείσμα των
προγόνων της οικογένειας. Εκδικείται το θάνατο του πατέρα του και στη συνέχεια
ανεβαίνει στα βουνά και γίνεται χαϊνης.
Τίτος Ο μικρότερος γιος. Η γενιά του θα συνεχίσει την ιστορία της οικογένειας έως
τον 20ο αιώνα.
Εργίνα Αρραβωνιαστικιά του Δαμιανού. Οι δύσκολες καταστάσεις τελικά τη
λύγισαν.
Στελιανός Πατέρας της Εργίνας. Προτίμησε να χάσει όλη την περιουσία του παρά να
αλλάξει θρησκεία.
Μανώλης Συγχωριανός και κουμπάρος του Ανδρέα, αφού του είχε βαφτίσει την
κόρη του Χρυσή.
Γιουσούφ Τουρκοκρητικός. Σκληρός και ύπουλος. Με τον εξισλαμισμό του έχασε
εντελώς την εθνική του συνείδηση και είχε γίνει ο φόβος των χριστιανών της
περιοχής.
Κενάν Μπέης Τούρκος, πρώην αξιωματούχος του οθωμανικού στρατού. Ζούσε
πολλά χρόνια στο Φαλκούνι και είχε δύο γιούς. Η πλεονεξία του κατέστρεψε την
οικογένεια του και την οικογένεια των Καντιανών.
Φάτμα Χανούμ Σύζυγος του Κενάν Μπέη. Καλόψυχη γυναίκα που υπέμενε στωικά
το δύστροπο χαρακτήρα του άντρα της.

82
Αγάς Σελίμ Ο πρωτότοκος γιος του Κενάν Μπέη. Αξιωματούχος του οθωμανικού
στρατού που είχε πάρει μέρος στην πολιορκία του Χάνδακα. Ήταν γενναίος
πολεμιστής και είχε τίμιο χαρακτήρα. Στο τέλος πληρώνει με τη ζωή του την
πλεονεξία του πατέρα του.
Κερέμ Ο μικρότερος γιος του Κενάν. Είχε ήπιο χαρακτήρα και αγαπούσε με πάθος
την Εργίνα.
Λορέντζο Νόθος γιος ενός Βενετού άρχοντα.
Παπά Ηλίας Ο μοναδικός ιερέας στο Φαλκούνι. Άνθρωπος με δυναμική
προσωπικότητα που έμπνεε το σεβασμό.
Μπαχαντίρ Σωματοφύλακας της οικογένειας του Κενάν Μπέη
Ζαφείρα Ψυχοκόρη ενός προύχοντα της περιοχής.
Νικολής Δετογιώργης Χαϊνης
Μιχρί Επρόκειτο να παντρευτεί τον Αγά Σελίμ αλλά εκείνος δολοφονείται.
Ευαγγελία Σύζυγος του Τίτου, από πλούσια Σφακιανή οικογένεια. Με τον Τίτο
έκαναν πέντε παιδιά. Από αυτά ο Φανούριος, δολοφονήθηκε από μία ομάδα
γενίτσαρων ενώ ο Δαμιανός, προκειμένου να μη κινδυνεύσει η ζωή του από τους
γενίτσαρους, με προτροπή του πατέρα του, του Τίτου, φεύγει στα Σφακιά για να
ζήσει με τους συγγενείς της μητέρας του, της Ευαγγελίας. Εκεί παντρεύεται και κάνει
δύο γιους, τον Τίτο και τον Αλέξανδρο.

83
18Ος Αιώνας
1

Η ζοφερή σκλαβιά συνέχιζε να σκεπάζει την Κρήτη, πολλοί κάτοικοί της, που δεν
άντεχαν πια την αιμοσταγή κυριαρχία των Τούρκων, είχαν φύγει και είχαν πάει να
ζήσουν σε άλλα μέρη, ενώ όσοι είχαν απομείνει ζούσαν μέσα στη μιζέρια και
γνώριζαν πια, πως η ζωή τους και οι ζωές των παιδιών τους δεν είχαν καμία αξία για
τον κατακτητή. Πολλοί άλλαξαν την πίστη τους, άλλοι από απελπισία, άλλοι από
συμφέρον, έτσι το μουσουλμανικό στοιχείο υπερίσχυσε στο νησί.
Οι συνθήκες ζωής και οικονομικής επιβίωσης, ειδικά τα πρώτα πενήντα χρόνια,
ήταν εξαιρετικά δύσκολες κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Με την απάνθρωπη
καταπίεση, που ασκούσαν οι γενίτσαροι στον χριστιανικό πληθυσμό και τη σκληρή
φορολογία, που δεν άφηνε την οικονομία του νησιού να ανακάμψει, κρατούσαν την
Κρήτη γονατισμένη και τους χριστιανούς μέσα στην απελπισία.
Στις αρχές του 18ου αιώνα άρχισε δειλά να κινείται το εμπόριο ξανά στο νησί,
χωρίς φυσικά μεγάλη συμμετοχή χριστιανών. Στο Μεγάλο Κάστρο, μετά το 1740,
άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτοι χριστιανοί έμποροι, πάντα όμως η αριθμητική
αναλογία τους ήταν μικρότερη από αυτή των Τούρκων εμπόρων.

84
2

Ήταν Ιούνιος του 1749 και ο Ιμπραήμ Αγάς, ένας ευρύστερνος γεροδεμένος
άντρας, βαθμοφόρος σε έναν ορτά γενίτσαρων, πέρναγε αργά καβάλα στο άλογο του
τη συνοικία Αγά Καπουσί(36) για να φτάσει στη Βεζίρ Τσαρσί(37) που ήταν το σπίτι
του. Ο Χάνδακας ονομαζόταν τώρα από τους Τούρκους, Μεγάλο Κάστρο.
Η πόλη δεν αποτελούσε πια ένα από τα μεγαλύτερα πνευματικά κέντρα της
Μεσογείου, η τουρκική κυριαρχία την είχε μετατρέψει σε μια υποβαθμισμένη
περιοχή με τεκέδες και πορνεία, όπου κυριαρχούσε το οθωμανικό στοιχείο, με τους
βάναυσους γενίτσαρους να κάνουν αφόρητη τη ζωή των χριστιανών κατοίκων. Οι
εκκλησίες και τα μοναστήρια είχαν μετατραπεί σε τζαμιά, και σε αυτά προστέθηκαν
και δύο καινούργια, το Φετίχ Τζαμισί και το Κιζίλ Τάμπια. Είχαν επισκευαστεί
τμήματα των ενετικών οχυρώσεων, το λιμάνι και το υδρευτικό σύστημα.
Γκρεμισμένα από τον πόλεμο ενετικά κτίρια είχαν επιδιορθωθεί και με την προσθήκη
νέων, είχαν δημιουργηθεί στρατώνες. Λίγες συνοικίες ήταν πια κατοικημένες και τα
πιο πολλά σπίτια ανήκαν σε γενίτσαρους.
Ο Ιμπραήμ Αγάς ανακατευόταν με όλα. Πέρα από τα στρατιωτικά του καθήκοντα
είχε αναπτύξει εμπορικές δραστηριότητες όλων των ειδών, ακόμα και παράνομες και
μαζί δάνειζε χρήματα. Τελευταία, είχε καταπιαστεί και με το μονοπώλιο αλατιού
μαζί με άλλους γενίτσαρους. Ήταν ευχαριστημένος, οι δουλειές πήγαιναν καλά και ο
παράς έρεε άφθονος, ένα πράγμα μόνο χαλούσε την ευδαιμονία του, ήταν 44 χρονών,
είχε δύο γυναίκες αλλά καμιά τους δεν είχε καταφέρει μέχρι τώρα να του γεννήσει
γιό. Η μία, του είχε κάνει τρείς κόρες και η άλλη, δύο. Οργισμένος μαζί τους, τις είχε
στείλει να ζουν στο πίσω μέρος του διπλού σπιτιού του, ενώ τα παιδιά του απόφευγε
να τα βλέπει, περιφρονώντας τα. Σαν ήλθε στη σκέψη του αυτή η κατάσταση,
χτύπησε νευρικά με το καμτσίκι το άλογο και συνέχισε το δρόμο του.
Όταν έφτασε στο σπίτι του, έτρεξαν οι δούλοι να πάρουν το άλογο του και να το
πάνε στο στάβλο ενώ οι υπηρέτες με υποκλίσεις υποδεχόντουσαν τον αφέντη. Του
έβγαλαν τις στρατιωτικές μπότες, του φόρεσαν το ελαφρύ μεταξένιο καφτάνι και τις
μαλακές παντόφλες του και αφού έφαγε, κάθισε στον οντά του να καπνίσει το
ναργιλέ του. Σιωπηλός παρατηρούσε τις δούλες που έκαναν τις τελευταίες δουλειές

36 Πύλη του Αγά. Συνοικία στην αφετηρία της σημερινής 25ης Αυγούστου
37 25ης Αυγούστου

85
της ημέρας. Το μάτι του έπεσε στην Ιρένε, την Πολωνή δούλα, μια λυγερή ξανθή
κοπέλα με έντονα χαρακτηριστικά, δεκαεννιά χρονών. Την είχε αγοράσει ο πατέρας
του πριν τέσσερα χρόνια και ήταν μέρος των περιουσιακών στοιχείων που είχε
κληρονομήσει ο Ιμπραήμ μετά το θάνατό του.
Ο πατέρας του, πριν πεθάνει, είχε ζητήσει να απελευθερωθούν τρείς δούλοι, η
Ιρένε, ο Αντρέι και η Ζαρία. Ο Ιμπραήμ τήρησε την υπόσχεση που είχε δώσει στον
πατέρα του αλλά μόνο για τον Αντρέι και τη Ζαρία, όχι και για την Ιρένε. Είχε
αποφασίσει να την κρατήσει σαν παλλακίδα του μέχρι να τη βαρεθεί. Στις σκέψεις
αυτές, ο Ιμπραήμ σηκώθηκε, πλησίασε την Ιρένε, την έπιασε απότομα από τον καρπό
και την οδήγησε προς στο κρεβάτι του, οι υπόλοιπες δούλες και οι υπηρέτες αμέσως
έφυγαν αθόρυβα από το δωμάτιο.
Απέναντι από το σπίτι του Ιμπραήμ Αγά σε ένα παράδρομο, μια σκιά
παρακολουθούσε το σπίτι, ήταν ένας ψιλόλιγνος άντρας με μαλλιά ξανθά σαν το
άχυρο, ήταν ο Οσμάν, που κάποτε λεγόταν Αντρέι. Ο Αντρέι ήταν Ρώσος, ένα
όμορφο παλικάρι είκοσι τριών χρόνων, που από παιδί ήταν δούλος του πατέρα του
Ιμπραήμ. Τον είχε αγοράσει από ένα σκλαβοπάζαρο της Αιθιοπίας και τον είχε πάντα
μαζί του. Όταν ένιωσε πως πλησίαζε η ώρα του, αποφάσισε να τον ελευθερώσει μαζί
με άλλους δύο δούλους, μα ο γιός του τον έπεισε να μείνουν ένα χρόνο ακόμα μαζί
του μέχρι να τους αντικαταστήσει. Ο μελλοθάνατος ζήτησε ναρθεί εκπρόσωπος του
Ιεροδικείου για να συνταχτεί έγγραφο για την απελευθέρωση τους σε ένα χρόνο,
αλλά ο γιός με το σήμερα και το αύριο, κατάφερε να μη γίνει το τελευταίο θέλημα
του πατέρα του και έτσι δεν συντάχτηκε ποτέ αυτό το έγγραφο.
Ο Αντρέι και η Ιρένε αγαπιόντουσαν κρυφά στο σπίτι του Ιμπραήμ και
γινόντουσαν, μέρα με τη μέρα όλο και πιο ευτυχισμένοι, όσο ένιωθαν να πλησιάζει η
απελευθέρωση τους. Γνώριζαν την επιθυμία του πατέρα του Ιμπραήμ και πίστευαν
πως αυτός θα τηρούσει την υπόσχεση που του έδωσε. Έκαναν όνειρα οι δύο δούλοι
και μιλούσαν συνέχεια για την καινούργια ζωή που τους περίμενε, όταν θα ήταν
ελεύθεροι άνθρωποι πια.
Πέρασε ο χρόνος και έφτασε η μέρα που ο Ιμπραήμ μπροστά στον Ιεροδίκη,
παρουσία μαρτύρων, θα δήλωνε πως οι τρείς δούλοι δεν αποτελούν πια μέρος της
περιουσίας του. Ο Αντρέι με την Ιρένε, ένιωθαν σαν σκλαβωμένα από χρόνια
πουλιά, που θα άνοιγαν για πρώτη φορά στη ζωή τα φτερά τους για να πετάξουν
ελεύθερα στον ουρανό. Σε λίγο όμως κάθε όνειρο τους έγινε συντρίμμι, όταν ο

86
αφέντης είπε στην Ιρένε πως αυτή δεν θα απελευθερωνόταν και ότι θα έμενε μαζί του
άλλα τρία χρόνια. Ο Αντρέι δεν έφυγε από το Μεγάλο Κάστρο. Ή με την Ιρένε θα
έφευγε ή θα έμενε για πάντα εδώ. Άρχισε να δουλεύει σα χαμάλης και κάθε βράδυ,
παραμόνευε απέναντι, μήπως δει τη σκιά της, μήπως ακούσει τη φωνή της.
Ο Αντρέι ήταν ελεύθερος πια αλλά όχι και η ψυχή του, γιατί αυτή βρισκόταν πάντα
κοντά στην Ιρένε.

87
3

Πέρναγε βασανιστικά για όλους ο καιρός μέσα στο σπίτι του απάνθρωπου
Ιμπραήμ Αγά. Η Ιρένε είχε αρχίσει να ψάχνει ένα τρόπο για να δραπετεύσει από αυτή
τη φριχτή φυλακή, έστω κι αν το πλήρωνε με τη ζωή της, όταν συνέβη αυτό που
φοβόταν, άρχισε να νιώθει αδιαθεσίες και η κοιλιά της έπαιρνε να μεγαλώνει, δεν
χρειάστηκε πολύ για να καταλάβει πως ήταν έγκυος, είχε το παιδί του Ιμπραήμ στα
σπλάχνα της.
Μόλις το αντιλήφθηκε ο αφέντης της, άρχισε να κάνει τη σκέψη πως, ίσως αυτή
τη φορά αποκτούσε επιτέλους γιό, έστω και από μία σκλάβα, και την επόμενη μέρα
της είπε: «Μια και έχεις το παιδί μου στην κοιλιά σου θα πάμε στο Ιεροδικείο να
αλλάξεις πίστη και να σε παντρευτώ. Να μη ντρέπεται ο γιός μου εξ αιτίας σου που
είσαι μια σκλάβα και μάλιστα ταβλόπιστη». Η Ιρένε τον κοίταξε με αποστροφή.
«Δεν θέλω να αλλάξω πίστη, ούτε να σε παντρευτώ». Στα λόγια αυτά ο Ιμπραήμ
σηκώθηκε και της έδωσε δύο δυνατά χαστούκια ρίχνοντας τη στο πάτωμα χωρίς να
υπολογίσει την κατάσταση της, ύστερα της είπε: «Αφού είναι έτσι, όταν γεννήσεις
και είναι αρσενικό, θα το κρατήσω και σένα θα σε πουλήσω, αν είναι θηλυκό θα σας
πουλήσω και τις δύο μαζί», και με τα λόγια αυτά σηκώθηκε και βγήκε από το
δωμάτιο. Η Ιρένε σκούπισε με το χέρι τα αίματα από το στόμα της και σηκώθηκε, η
κοιλιά της πονούσε από το πέσιμο, αλλά δεν την ένοιαζε…
Ήταν βράδυ, το κρύο του Φλεβάρη ήταν βαρύ, έβρεχε όλη μέρα και τώρα που είχε
σταματήσει η βροχή ο νυχτερινός ουρανός πάνω από το Μεγάλο Κάστρο ήταν
καθαρός γεμάτος, αστέρια. Η Βεζίρ Τσαρσί ήταν έρημη και μόνο ένας νυχτοφύλακας
πηγαινοερχόταν βαριεστημένος στο δρόμο της. Το σπίτι του Ιμπραήμ Αγά ήταν
σκοτεινό, οι υπηρέτες και οι δούλοι έκαναν τις δουλειές τους και είχαν πάει
κατευθείαν για ύπνο, αφού ήξεραν πως απόψε ο αφέντης του σπιτιού δεν θα γύριζε
σπίτι και θα κοιμόταν στον στρατώνα.
Μέσα στην ησυχία της νύχτας, ένα παράθυρο που έβλεπε στον κήπο στην πίσω
πλευρά του σπιτιού, άνοιξε αργά και μια ανθρώπινη σκιά γλίστρησε έξω από το σπίτι,
ήταν η Ιρένε. Προχώρησε προς το μικρό διάδρομο και ξεαμπάρωσε προσεκτικά μια
πλαϊνή εξωτερική πόρτα, που ήταν δίπλα στο στάβλο και έβγαζε σε ένα παράδρομο
της Βεζίρ Τζαμί(38). Άρχισε να προχωράει τοίχο-τοίχο, ώσπου ακούστηκε κάποιος

38 Συνοικία όπου βρίσκεται ο Ιερός Ναός του Αγίου Τίτου.

88
από τους υπηρέτες να φωνάζει: «Μία σκλάβα έφυγε από το σπίτι» και μετά
αναστάτωση και ποδοβολητά. Ο νυχτοφύλακας, άρχισε να φωνάζει κι αυτός δυνατά
το νέο για να το ακούσουν άλλοι νυχτοφύλακες. Η Ιρένε άρχισε να τρέχει αλλά όχι
τόσο γρήγορα όσο θα ήθελε γιατί την εμπόδιζε η εγκυμοσύνη της, πίσω της έτρεχαν
μια ομάδα γενίτσαρων που ήταν στην περιοχή και άκουσαν τις φωνές, μαζί με τρείς
υπηρέτες του Ιμπραήμ. Χωνόταν σε σοκάκια και πόρτες προσπαθώντας να τη
χάσουν, αλλά ένιωθε τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν, στο τέλος που δεν
άντεχε άλλο πια να τρέχει, στριμώχτηκε στο κούφωμα μιας πόρτας ενός σκοτεινού
σπιτιού, ανασαίνοντας με δυσκολία. Τους άκουγε να πλησιάζουν γρήγορα και ήξερε
πως εκεί που ήταν θα την ανακάλυπταν αμέσως, όταν ξαφνικά άνοιξε πίσω της η
πόρτα και ένα χέρι την τράβηξε μέσα απαλά.
Η γυναίκα που της άνοιξε την πόρτα, της έκανε νόημα να μη μιλήσει, πήγε προς τη
μεριά του σπιτιού που υπήρχε ένα μεγάλο μπαούλο και το τράβηξε, ύστερα άνοιξε
μία καταπακτή και έκανε νόημα στην κοπέλα να κατεβεί γρήγορα κάτω. Η Ιρένε
κατέβηκε μερικά σκαλιά και βρέθηκε σε ένα κρυφό υπόγειο. Η γυναίκα έκλεισε την
καταπακτή και έσυρε πάλι το μπαούλο στη θέση του, από πάνω του έβαλε ένα
μαλακό χράμι και παίρνοντας αγκαλιά το γέρο γάτο που κοιμόταν σε μια καρέκλα,
τον ακούμπησε απαλά πάνω στο μπαούλο. Ο γάτος ευχαριστημένος συνέχισε τον
ύπνο του ενώ εκείνη τη στιγμή, ακούστηκαν δυνατά χτυπήματα στην πόρτα. Αφού
έτριψε γερά τα μάτια της για να κοκκινίσουν και να φαίνεται πως κοιμόταν, πήγε και
άνοιξε.
Γενίτσαροι και υπηρέτες, μπήκαν ορμητικοί μέσα και άρχισαν να τη ρωτούν για
την κοπέλα, αν την είδε, αν την άκουσε, ενώ ταυτόχρονα ψάχναν το σπίτι. Ακόμα και
το μπαούλο της άνοιξαν χαλώντας τον ύπνο του γάτου. Όταν είδαν πως δεν ήταν
κρυμμένη εκεί η κυνηγημένη, έφυγαν και η γυναίκα κάθισε αποκαμωμένη στην
καρέκλα να συνέλθει. Μετά έβαλε σε μια κανάτα νερό και ένα πιάτο με φαΐ, μάζεψε
άφθονες κουβέρτες και της έδωσε στην άμοιρη φυγάδα, που θα κοιμόταν για
σιγουριά κάτω, στο σωτήριο υπόγειο του σπιτιού της.
Πριν ξημερώσει η επόμενη μέρα, κατέφτασε στο σπίτι του ο Ιμπραήμ Αγάς
εξαγριωμένος από το νέο. Μπήκε μέσα και, πριν προλάβουν να του εξηγήσουν τι είχε
συμβεί, σήκωσε το καμτσίκι κι άρχισε να τους χτυπάει όλους, υπηρέτες και δούλους,
με λύσσα. Οι δύο γυναίκες του με τα παιδιά, είχαν κλειδωθεί στο μικρό οντά στην
πίσω πλευρά του σπιτιού και είχαν γίνει ένα ανθρώπινο κουβάρι φοβισμένο. Τα μάτια

89
τους ήταν διεσταλμένα από την αγωνία, μήπως ο αφέντης σπάσει την πόρτα και
ξεθυμάνει και επάνω τους το θυμό του. Όταν σταμάτησε να τους χτυπά ιδρωμένος
και λαχανιασμένος, ένας από τους δούλους ήταν σωριασμένος στο πάτωμα ακίνητος,
ενώ το σπίτι είχε γεμίσει αίματα από τα άγρια χτυπήματα του. Οι άνθρωποι, όταν
κατάλαβαν πως δεν θα τους χτύπαγε άλλο, με σκισμένα τα ρούχα και πονεμένα
κορμιά, σηκώθηκαν με κόπο στα πόδια τους, κράτησαν τα κεφάλια τους σκυμμένα
και περίμεναν τις εντολές του. Αυτός πήγε κοντά στον πεσμένο δούλο και του έδωσε
μια δυνατή κλωτσιά στο κεφάλι, και αφού κατάλαβε πως ήταν νεκρός, τους είπε να
τον πάρουν και να τον πετάξουν έξω από το σπίτι. Ύστερα μάζεψε είκοσι
γενίτσαρους και βγήκε στη συνοικία. Ξεκίνησαν να ψάχνουν από την αρχή τα σπίτια,
ακόμα και σε αυτά που κατοικούσαν μουσουλμάνοι, μα δεν βρήκαν πουθενά την
Ιρένε.
Ο Ιμπραήμ γύρισε άπραγος και από την οργή του άρχισε να ρημάζει το σπίτι
σπάζοντας ό,τι εύρισκε μπροστά του, ενώ άρχισε να χτυπάει ξανά και να βρίζει τους
ανθρώπους που τον υπηρετούσαν και στο τέλος κλείστηκε στην κάμαρα του. Ήξερε
πως η Ιρένε ήταν κάπου κοντά κρυμμένη, κάποιος της είχε δώσει άσυλο. Πολλοί στη
συνοικία τον εχθρεύονταν για την κακή ψυχή του, ακόμα και οι ομόθρησκοι του και
με ευχαρίστηση θα έκρυβαν την κοπέλα από αυτόν.

90
4

Η γυναίκα που έσωσε την Ιρένε από τα χέρια του βασανιστή της λεγόταν Ελένη
Ανταριανού αλλά τη φώναζαν Παπαδιά, γιατί ο συγχωρεμένος ο άντρας της ήταν
ιερέας. Ήταν μία κοντούλα στρουμπουλή γυναίκα, με γλυκό πρόσωπο στα πενηνταέξι
της χρόνια. Η κυρά Παπαδιά είχε μόνο ένα παιδί, τον Στάθη.
Ο Στάθης Ανταριανός ζούσε στα Σφακιά με την οικογένεια του και ήταν ναυτικός.
Δούλευε πολύ καιρό σαν καπετάνιος σε ένα από τα δύο ιστιοφόρα του Αλέξανδρου
Καντιανού και τη μάνα του, την κυρά Παπαδιά, την επισκεπτόταν σε κάθε ευκαιρία.
Από πολύ καιρό προσπαθούσε να την πείσει να πάει να ζήσει μαζί του, μα αυτή δεν
άντεχε να αφήσει το σπίτι, που είχε ζήσει ευτυχισμένη για πολλά χρόνια με τον
συγχωρεμένο τον άντρα της, τον παπά Μιχάλη.
Μαζί της η κυρά-Παπαδιά, είχε και μία ψυχοκόρη, τη Σοφία, τριάντα τριών
χρονών, που δεν είχε παντρευτεί λόγω της φοβερής ασχήμιας της. Είχε φουντωτά
σμιχτά φρύδια και ήταν μαυροτσούκαλη με πεταχτά δόντια, αλλά ήταν η πιστή
συντροφιά της Παπαδιάς μαζί με το γέρικο γάτο.
Όταν πέρασαν αρκετές μέρες και φάνηκε πως ησύχαζαν τα πράγματα, η Ιρένε
βγήκε από την κρυψώνα της. Πλησίασε την Παπαδιά αργά, πήρε το χέρι της και το
φίλησε με ευγνωμοσύνη. Η Παπαδιά σήκωσε το δακρυσμένο πρόσωπο του κοριτσιού
λέγοντας του: «Όχι, παιδί μου, μη μου φιλάς το χέρι, έκανα το θέλημα του Κυρίου
μας». Η κοπέλα της απάντησε συνεσταλμένα: «Έβαλες σε κίνδυνο τη ζωή σου για
μένα, για μια δούλα».
«Και γω είμαι δούλα, όλοι είμαστε δούλοι, αλλά όχι αυτών των άπιστων που μας
έχουν κατακτήσει, αλλά του Θεού», είπε η κυρά-Παπαδιά και ύστερα κοίταξε τη
φουσκωμένη κοιλιά της Ιρένε. «Ποιος σου το έκανε αυτό; Αυτός ο καταραμένος ο
Ιμπραήμ;» Η κοπέλα έσκυψε το κεφάλι και η παπαδιά κατάλαβε. «Αυτός σου
το΄κανε… Ο Θεός να τους κάψει πια, δεν υπάρχει ατιμία που να μη την κάνουν,
τίποτα δε σέβονται, τίποτα δεν υπολογίζουν πια, τίποτα…»
Πέρασαν τρείς μήνες και η Ιρένε γέννησε ένα αγοράκι. Ήταν ξανθό με
ροδοκόκκινο προσωπάκι, είχε πάρει τα ανοιχτά χρώματα της μάνας του και φαινόταν
πως στην ανάπτυξη του θα γινόταν ένας ρωμαλέος άντρας, όπως ο πατέρας του. Η
κυρά Παπαδιά πρότεινε στην Ιρένε να το ονομάσει Αντώνη, απ΄ το όνομα του πατέρα
της κοπέλας που ήταν Αντόνοφ, αλλά η Ιρένε απάντησε νευρικά: «Όχι! Δεν θέλω να

91
έχει αυτός το όνομα του πατέρα μου…» Η κυρά Παπαδιά απόρησε με την απάντηση
της μα δεν μίλησε.
Πέρασαν άλλοι δύο μήνες και ένα πρωί, την ώρα που θήλαζε η Ιρένε το μωρό, η
Παπαδιά παρατήρησε τη νευρικότητα της. Σε λίγο είδε την κοπέλα να βγάζει το μωρό
από το στήθος της σχεδόν βίαια και να το αφήνει στο κρεβάτι.
«Τι σου συμβαίνει παιδί μου;»
«Δεν θέλω να με αγγίζει!» απάντησε συνοφρυωμένη η Ιρένε κοιτώντας το
πάτωμα.
«Το παιδί σου; Μα αυτό είναι σπλάχνο σου, δικό σου δημιούργημα!»
«Όχι δεν είναι! Είναι δικό του! Αυτουνού, που μου το έβαλε βίαια στα σπλάχνα
μου κι αυτό άρχισε να ζει με το αίμα και τη σάρκα μου, χωρίς να θέλω εγώ. Το μισώ
όσο κι αυτόν!»
Η Παπαδιά στα λόγια αυτά ταράχτηκε και σταυροκοπήθηκε. «Μα είσαι η μάνα
του, τι σημασία έχει αν αυτός ο ελεεινός σου φέρθηκε πρόστυχα;».
«Αυτοί πιάσαν όλη την οικογένεια μου και την πήγαν σε σκλαβοπάζαρα. Δεν ξέρω
πια πού είναι οι γονείς μου, τ΄ αδέλφια μου, πουληθήκαμε σα δούλοι και χαθήκαμε
για πάντα! Εμένα με πούλησαν σκλάβα σε ένα πορνείο στα δώδεκα μου, μέχρι που με
βρήκε ο πατέρας αυτουνού του άτιμου του Ιμπραήμ, και με λυπήθηκε και μ΄
αγόρασε. Με σεβάστηκε, αλλά ο γιός του είναι ένα κτήνος. Χρησιμοποιούσα ξύδι σε
ένα σφουγγάρι για μη πιάσω παιδί απ΄ αυτόν αλλά τελικά έγινε το κακό. Γιατί να
αγαπάω το γιό ενός απ αυτούς κι ας τον γέννησα εγώ;» η φωνή της Ιρένε τσάκισε σε
ένα λυγμό.
«Τότε, παιδί μου, μήπως να βρούμε τρόπο να το γυρίσουμε κρυφά στον πατέρα
του;»
Η Ιρένε γύρισε απότομα και την κοίταξε. «Γιατί να το κάνουμε αυτό; Για να
αποκτήσει το γιό που ήθελε και να χαρεί για όλα όσα μου έκανε; Ή μήπως, για να
μεγαλώσει μαζί του και να γίνει κι αυτός παλιάνθρωπος, όπως ο πατέρας του; Όχι!
Χίλιες φορές να το παρατήσουμε έξω από κανένα τζαμί σαν έκθετο, και γω θα
φύγω», είπε με μαλακωμένη τη φωνή της τώρα. «Θα ειδοποιήσω τον Αντρέι να με
συναντήσει έξω από την πόλη και όπου μας βγάλει η άκρη», και έτσι έγινε. Ένα
βράδυ, αφού πέρασε σχεδόν ένας χρόνος από τη νύχτα της φυγής της Ιρένε από το
σπίτι του Ιμπραήμ, μια γυναίκα τυλιγμένη σε μποξά έβγαινε με προφύλαξη από το
σπίτι της Παπαδιάς και τραβούσε μέσα από στενά, που οδηγούσαν σε δρόμους που

92
έβγαζαν έξω από την πόλη. Όταν τα κατάφερε, περπάτησε λίγο ακόμη και σταμάτησε
μπροστά σε ένα ψηλό άντρα, αγκαλιάστηκαν και έμειναν πολλή ώρα έτσι, μετά
ξεκίνησαν να περπατούν, ώσπου χάθηκαν στη νύχτα.
Λένε πως η Ιρένε και ο Αντρέι με τη βοήθεια ανταρτών, κατάφεραν να περάσουν
απέναντι στα παράλια της Μικράς Ασίας και να φτάσουν σε ένα ορεινό χριστιανικό
χωριό της Καππαδοκίας, άλλοι είπαν πως τράβηξαν κατά πάνω, στα παγωμένα μέρη
που είχαν γεννηθεί. Κανείς δεν έμαθε ποτέ τί απέγιναν πραγματικά οι δύο φυγάδες
από το Βορρά.

93
5

Η κυρά-Παπαδιά δεν άφησε την Ιρένε να εγκαταλείψει το γιο του Ιμπραήμ στην
πόρτα ενός τζαμιού, σαν έκθετο. Το κράτησε και το μεγάλωνε με αγάπη, σαν να ήταν
παιδί της. Είχε βάλει τη Σοφία να αγοράσει ένα κέρατο ζώου και αφού το τρύπησε
στην άκρη, του έβαζε μέσα γάλα και τάιζε το μωρό. Σε λίγο καιρό, του βουτούσαν
ψωμί σε ζαχαρόνερο ή γάλα κι άρχισε να μαθαίνει να τρώει. Ο Μιχάλης –το όνομα
που του έδωσε η Παπαδιά- μεγάλωνε, τα μαλλιά του ξάνθυναν κι άλλο, ενώ το δέρμα
του ήταν κατάλευκο και τα μάτια του γαλαζοπράσινα σαν της μάνας του.
Ο Στάθης μετά από πολύ καιρό, έφτασε στο Μεγάλο Κάστρο για να επισκεφθεί τη
μάνα του στο πατρογονικό σπίτι, δίνοντας της μεγάλη χαρά. Όταν μπήκε μέσα, η
Παπαδιά χαμογέλασε, βλέποντας την απορία να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο του, σαν
είδε ένα μικρό ξανθό αγοράκι στο δωμάτιο να παίζει σε μια γωνιά με ένα πάνινο τόπι.
Την κοίταξε με απορία και εκείνη, του διηγήθηκε όλη την ιστορία της Ιρένε. Μόλις
τελείωσε, ο γιός της την αγκάλιασε συγκινημένος και της είπε: «Μπράβο μάνα!
Κινδύνεψες βέβαια, αλλά καλά έκανες, έσωσες το κορίτσι και το παιδί από τα χέρια
ενός ελεεινού, είμαι περήφανος για σένα!».
Η κυρά Παπαδιά σηκώθηκε να του ετοιμάσει το αγαπημένο του φαγητό και όσο
εκείνη ήταν απασχολημένη, αυτός κοιτούσε συλλογισμένος το παιδί. Κάθισαν στο
τραπέζι και όταν απόφαγαν, της είπε: «Μάνα, το παιδί μεγαλώνει και μου λες πως δεν
έχει βγει ακόμα απ το σπίτι. Είναι τριών χρονών και τόχεις ακόμα κλεισμένο μέσα,
ούτε μία βόλτα, αλλά αυτό δεν του κάνει καλό, όταν μεγαλώσει και βγει στον κόσμο
θα είναι σα χαζός, θα τον εκμεταλλεύονται όλοι».
«Μα πώς να το βγάλω έξω, γιέ μου, θα το κλέψουν αμέσως αυτοί οι καταραμένοι
γιανίτσαροι, παναθεμά τζι».
«Το παιδί πρέπει να μεγαλώσει και με άλλους ανθρώπους γύρω του, να μάθει λίγα
γράμματα και μετά να μπει σε μια τέχνη, για να κάνει προκοπή!» είπε ο Στάθης.
«Και πως θα γενεί αυτό, Στάθη;»
«Η λύση, μάνα, είναι να ρθείτε μαζί μου στα Σφακιά εκεί όπου έχουμε
περισσότερη ελευθερία και δεν θα κινδυνεύει το παιδί. Θα τόχω με τα δικά μου και
συ θα γνωρίσεις επιτέλους και τα άλλα σου εγγόνια και τη νύφη σου. Να μην είναι κι
αυτή αμοναχιά όταν λείπω, μια και δε ζει η δική της μάνα».

94
Η κυρά-Παπαδιά σηκώθηκε συλλογισμένη, έριξε τη ματιά της στο Μιχάλη που
έπαιζε με τη γάτα και σε λίγο είπε του γιού της: «Και με το σπίτι μας αυτό, είντα θα
κάμουμε;».
«Θα συνεννοηθώ εγώ με τη θεία Μαρίκα».
«Και ποιανού θα πούμε πως είναι το παιδί;»
«Της Σοφίας».
«Τρελάθηκες γιέ μου; Η Σοφία είναι στεγνή και μαύρη σα ξυλοκέρατο κι αυτό σα
ροδοζάχαρη κι αφράτο, ποιος θα το πιστέψει;»
«Καλά, θα πούμε τότε, πως είναι το ορφανό ενός συγγενή μας», απάντησε πάλι ο
Στάθης και η κυρά Παπαδιά άρχισε πάλι να συλλογιέται, στο τέλος είπε:
«Καλά, μα θέλω να μου φτιάξεις ένα κλουβί να πάρω και τον κάτη μαζί», ο
γέρικος γάτος της είχε αφήσει χρόνους και είχε τώρα καινούργια γάτα.
«Εντάξει, μα(39)», είπε γελώντας ο Στάθης.
Σε λίγο καιρό έφευγαν και οι τέσσερις για τα Σφακιά, μαζί με το γάτο σε ένα
κλουβί.
Ο Ιμπραήμ, από τότε που του έφυγε η Ιρένε, έγινε χειρότερος απ ότι ήταν. Μια
μέρα μετά από χρόνια, γυρίζοντας σπίτι καβάλα στο άλογο του ένα μεσημέρι,
χτύπησε το ζωντανό με το καμτσίκι με τόση δύναμη, που αυτό αφήνιασε και τον
πέταξε στο λιθόστρωτο με το κεφάλι και από τότε παράλυσε και δεν μπορούσε να
κουνήσει χέρια και πόδια. Έμεινε μόνιμα μέχρι το θάνατό του στο κρεβάτι ακίνητος,
χωρίς να έχει κανείς διάθεση να του συμπαρασταθεί, ούτε συγγενείς, ούτε φίλοι, ούτε
καν οι δύο γυναίκες του. Όσο για τις κόρες του, που μεγάλωσαν περιφρονημένες από
τον ίδιο τους τον πατέρα και δεν άκουσαν ποτέ, μια λέξη αγάπης από αυτόν, οι τρείς
μεγάλες είχαν παντρευτεί και δεν είχαν ξαναφανεί στο σπίτι, ούτε τώρα που αυτός
ήταν κατάκοιτος, ενώ οι δύο μικρότερες δεν πλησίαζαν στην κάμαρα του. Ένα
απόγευμα μόνο, μπήκε δειλά στην κάμαρα του, μία από τις δύο μικρές κόρες του και
τον κοίταξε λυπημένη, ο Ιμπραήμ μόλις την είδε έτσι, ένιωσε ένα κύμα στοργής να
πλημμυρίζει την σκληρή του καρδιά. Ήθελε για πρώτη φορά στη ζωή του να χαϊδέψει
με καλοσύνη το κεφάλι ενός από τα παιδιά του, μα αυτό δεν μπορούσε να γίνει πια,
και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.

39 Μαμά

95
6

Τα χρόνια πέρναγαν και οι γενιές διαδεχόντουσαν γοργά η μία την άλλη. Ο φόβος
των Τούρκων ανάγκαζε τους γονιούς, να αρραβωνιάζουν τα παιδιά τους σε παιδική
ακόμα ηλικία και να τα παντρεύουν, αμέσως μόλις αυτά έφταναν στην εφηβεία. Ένας
άλλος λόγος που έπρεπε να παντρεύονται γρήγορα, ήταν για να κάνουν πολλά παιδιά.
Πολλά από αυτά που θα γεννιόντουσαν, θα πέθαιναν από τις κακουχίες, ενώ άλλα
δολοφονημένα από τους γενίτσαρους. Όσα κατάφερναν να επιβιώσουν, έπρεπε κι
αυτά με τη σειρά τους να κάνουν το ίδιο, να φέρουν στον κόσμο πολλά παιδιά. Δεν
έπρεπε να σβήσει η χριστιανοσύνη από το νησί.
Η γενιά του Τίτου Καντιανού, μετά από εκατό σχεδόν χρόνια, είχε απογόνους
τέταρτης και πέμπτης γενιάς και ένας από αυτούς ήταν ο Ανδρέας, που ζούσε στα
Χανιά και ασχολιόταν, όπως οι πρόγονοι του, με το εμπόριο. Ήταν ένας ψηλός
άντρας στα σαράντα τέσσερα, με καστανά μαλλιά και μάτια και το χείλος του το
στόλιζε ένα περιποιημένο μουστάκι.
Ο Ανδρέας είχε τέσσερα παιδιά, τον πρωτότοκο Ευάγγελο, τον Κωνσταντίνο, τον
Φανούριο και το στερνοπούλι του, την Αριάδνη. Η γυναίκα του είχε πεθάνει στη
γέννα της Αριάδνης και ο Ανδρέας είχε ξαναπαντρευτεί αλλά δεν έκανε άλλα παιδιά.
Η Ερωφίλη, η δεύτερη γυναίκα του, ήταν καλός άνθρωπος και είχε αγαπήσει τα
παιδιά σα δικά της, ήταν από πλούσια οικογένεια και ήταν κι αυτή χήρα. Δεν
πρόλαβε να κάνει δικά της παιδιά, γιατί ο άντρας της σκοτώθηκε πάνω στο μήνα από
το γάμο τους, όταν τον έριξε αφηνιασμένη η φοράδα του σε ένα γκρεμό.
Ήταν ένα πρωινό του 1768, οι μιναρέδες στα Χανιά λόγχιζαν τον γκρίζο ουρανό
που έριχνε μια δυνατή Απριλιάτικη βροχή. Οι διαβάτες προσπαθούσαν να
προφυλαχτούν μπαίνοντας σε καφενεία ή στριμωγμένοι κάτω από τέντες, ενώ οι
έμποροι είχαν μαζέψει βιαστικά τους πάγκους από τα πεζοδρόμια. Πιο πέρα, στη
συνοικία της Σπλάντζια, ξυπόλυτα τουρκάκια πλατσούριζαν χαρούμενα στα νερά
μπροστά από το Χιουγκάρ Τζαμισί. Όταν άρχισε να λιγοστεύει η βροχή, ένα ουράνιο
τόξο στεφάνωσε την πόλη. Η μία άκρη του χανόταν στα βουνά ενώ η άλλη φαινόταν
σαν να ακουμπούσε στο γωνιακό πυργίσκο του Φρουρίου Φιρκά(40).

40. Στο σημείο αυτό υψώθηκε η Ελληνική σημαία το 1913, όταν η Κρήτη ενώθηκε και επίσημα με την
Ελλάδα.

96
Στο μαγαζί του Ανδρέα, στη δυτική μεριά της πόλης των Χανίων, ο
Μιχελογιάννης που είχε έρθει από το Μεγάλο Κάστρο για δουλειές, καθόταν βαρύς
στην καρέκλα πίνοντας τον καφέ του.
Με τον Μιχελογιάννη, ο Ανδρέας, ήταν εκτός από σύντεκνος, -του είχε βαφτίσει
τον δεύτερο γιο του τον Κωνσταντίνο- και μακρινός συγγενής, αφού ο Μιχελογιάννης
ήταν απόγονος της Κώστιας, της κόρης του συγχωρεμένου Ανδρέα, που είχε
δολοφονηθεί από τον τουρκοκρητικό Γιουσούφ. Έμενε στο πατρογονικό του χωριό
έξω από το Μεγάλο Κάστρο και είχε από καιρό καταφέρει να γίνει μέλος της
συντεχνίας σαπωνοποϊών. Η δουλειά πήγαινε πολύ καλά, παρά τις αντίξοες συνθήκες
που δημιουργούσαν οι κατακτητές.
«Εσείς, σύντεκνε Ανδρέα», είπε ο Μιχελογιάννης, «επαέ στα Χανιά, είστε σε
καλύτερη μοίρα από μας. Είδες πως με το εμπόριο του μαλλιού και πουλώντας μέλι,
κρασί και βότανα όπως ο κύρης σου και οι παπουδολαλάδες σου οι συχωρεμένοι,
καταφέρατε να ζήσετε και να προκόψετε; Εμάς στο Μεγάλο Κάστρο μόλις πηγαίναμε
να κάνουμε κάτι καλό και να ανασάνουμε λίγο, μας αφαλοκόβαν οι άπιστοι και μας
το παίρναν. Τώρα, στα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια, οι καταραμένοι μας αφήνουν
λίγο αέρα».
«Μην ακούς σύντεκνε…» απάντησε ο Ανδρέας, «το τί έχουμε τραβήξει και μεις μ’
αυτούς, ούτε ο Θεός δεν το κατέχει. Όπως λες καλά πάει η δουλειά, αλλά ρώτα με,
πόσους παράδες δίνω για να δωροδοκώ τους ληστές τους γενίτσαρους για να μη μας
ενοχλούν. Άσε πια τους φόρους, που, άμα δώσουν λίγο ακόμα πάνω, θα μας κάνουν
διακονιάρηδες!»
«Αχ!» αναστέναξε ο Μιχελογιάννης. «Εδά που η Αικατερίνη η Ρούσα(41) έκατσε
τον απαφτό της –με το συμπάθειο- στο θρόνο, να το έκανε απόφαση να βοηθήσει την
Κρήτη, μια και είναι σαν και μας Χριστιανή Ορθόδοξη! Άκουσα πως έχει στο νου της
να βοηθήσει την Ελλάδα. Για να δούμε…»
«Μη περιμένεις, σύντεκνε, από κανένα, μόνοι μας θα την ελευθερώσουμε την
Κρήτη, θάρθει η ευλογημένη μέρα… θ΄ αργήσει βέβαια… αλλά που θα πάει…
θάρθει!»
«Σύντεκνε, θέλω να σου πω και κάτι άλλο…» άρχισε ο Μιχελογιάννης «Εδά είμαι
στα εξηνταέξη χρόνια και δεν νταγιαντώ πια να δουλεύω. Έκανα ένα κομπόδεμα που
μου φτάνει να ζήσω όσα χρόνια μου μένουν. Εγώ παιδιά δεν έχω, δεν μ΄ αξίωσε ο

41. Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας η επονομαζόμενη Μεγάλη, 1729-1796.

97
Θεός… Σκέφτηκα, λοιπόν, να μην αφήσω να πάει σε ξένα χέρια η δουλειά μου αλλά
να τη δώσω σε σένα και στα παιδιά σου, μια που είμαστε και συγγενείς».
Ο Ανδρέας ακούγοντας τα λόγια του Μιχελογιάννη έστρωσε το μουστάκι του με
το δάκτυλο συλλογισμένος και σε λίγο είπε: «Σύντεκνε με τιμά η προτίμηση σου σε
μένα και τα παιδιά μου και σ ευχαριστώ. Θα τους το πω απόψε των ιγιών και τση
γυναίκας μου και θα βρεθούμε αύριο, μια και θα μείνεις μερικές μέρες, να το
συζητήσουμε όλοι μαζί». Έτσι και έγινε, στο τέλος, η οικογένεια αποφάσισε να πάει
να μείνει στο Μεγάλο Κάστρο και να αναλάβει ο πατέρας με τους δύο γιούς το
μαγαζί του Μιχελογιάννη, ενώ τη δουλειά στα Χανιά θα την κρατούσε ο πρωτότοκος
Ευάγγελος, που ήταν κιόλας παντρεμένος με δύο παιδιά. Θα πήγαινε πρώτος στο
Μεγάλο Κάστρο ο Ανδρέας, να συνεννοηθεί με το Μιχελογιάννη για τη δουλειά και
να βρει και ένα σπίτι στο Μεγάλο Κάστρο, για να εγκατασταθεί με την οικογένεια
του.

98
7

Ήταν ξημερώματα Μάη του 1768, όταν έμπαινε ο Ανδρέας από την Πύλη του
Παντοκράτορα στο Μεγάλο Κάστρο. Τη φοράδα του, την είχε αφήσει σε ένα χάνι
έξω από τα τείχη γιατί ήξερε πως απαγορευόταν στους χριστιανούς να κυκλοφορούν
καβάλα στα ζωντανά τους.
Δεν είχε φωτίσει ακόμα καλά-καλά η μέρα στο Κάστρο και η ζωή στην πόλη
ξεκινούσε ζωηρά, με τους χαμάληδες να τρέχουν να πιάσουν δουλειά και τα καφενεία
να δέχονται τους πρώτους πελάτες. Οι μαγαζάτορες της Βεζίρ Τσαρσί, της Αγά
Τσαρσισί και των άλλων αγορών, είχαν αρχίσει να ανοίγουν τα μαγαζιά τους και να
βγάζουν τις πραμάτειες τους στο πεζοδρόμιο πάνω σε πάγκους, ενώ στο πρώτο φως
της μέρας, άρχιζαν να ακούγονται οι φωνές των Μουεζίνηδων που καλούσαν τους
Οθωμανούς του Κάστρου για την πρωινή προσευχή.
Ο Ανδρέας προχώρησε προς τη μεριά της πόλης, που βρισκόταν το μαγαζί του
Μιχελογιάννη, παρατηρώντας γύρω του το ξύπνημα της. Όσο περνούσε η ώρα, η
βουή στην πόλη δυνάμωνε, φωνές πλανόδιων εμπόρων, κρότοι από χτυπήματα σε
εργαστήρια, τελάληδες, καστρινοί που μαζευόντουσαν γύρω από τα μαγαζιά για να
ψωνίσουν, ακόμα και τσακωμοί. Όσο πήγαινε, οι άνθρωποι πλήθαιναν γύρω του,
ώσπου στο τέλος βρήκε το μαγαζί με το εργαστήριο του συντέκνου του.
Ο Μιχελογιάννης αφού τον καλωσόρισε παράγγειλε σε ένα βοηθό να φέρει καφέ
και του ΄βγαλε μια παξιμάδα και τυρί να κολατσίσει.
«Είντα ναι τούτο, βρε σύντεκνε», παρατήρησε ο Ανδρέας. «Επαέ χάνει η μάνα το
παιδί και το παιδί τη μάνα! Κόσμος πολύς, μαγαζιά, εργαστήρια, πλανόδιοι… Έχει
γίνει καλή αγορά το Κάστρο!»
«Ναι, σύντεκνε, τα τελευταία χρόνια που οι άπιστοι αφήνουν και σε μας μια ολιά
αέρα να κάνουμε εμπόριο, άρχισε πραγματικά να ανθίζει οικονομικά το Κάστρο.
Είναι και το λιμάνι που βοηθάει πολύ το εμπόριο. Με όλα αυτά, έχει αυξήσει και ο
αριθμός των Χριστιανώνε και είναι κι αυτό καλό».
Ήρθε ο βοηθός και έφερε τους καφέδες, τους ακούμπησε αμίλητος και περίμενε να
δει μήπως το αφεντικό του θελήσει και κάτι άλλο.
«Μπράβο! Είσαι σβέλτο κοπέλι, μας έφερες γρήγορα τσι καφέδες, ετσά σβέλτος
είσαι και στη δουλειά;» του είπε ο Ανδρέας, μα το παιδί, ένα μελαχρινό αγόρι στα
δεκαέξι, δεν απάντησε, έμεινε να κοιτά αμίλητο το πάτωμα του μαγαζιού.

99
«Γιάντα, Αργύρη, δεν απαντάς στον άνθρωπο; Πε του ένα ευχαριστώ του
ανθρώπου όπως μπορείς», του είπε ο Μιχελογιάννης και ο βοηθός, κοιτάζοντας τον
Ανδρέα, χτύπησε με την παλάμη του δυο φορές το στήθος του, για να του δείξει πως
τον ευχαριστούσε.
«Μπράβο Αργύρη, άμε στη δουλειά σου τώρα», του είπε στο τέλος ο
Μιχελογιάννης και άμα έφυγε το παιδί, είπε στον Ανδρέα: «Μη το παρεξηγάς και
κράτησε το στη δουλειά, είναι πολύ καλό και έξυπνο κι ας μη μιλά. Θέλει μα δε
μπορεί, του κόψαν οι καταραμένοι οι Γιανίτσαροι τη γλώσσα, όταν ήταν μικρός, για
να γελάσουν. Ήρθε η μάνα του που είναι χήρα με άλλα πέντε παιδιά και με
παρακάλεσε και το πήρα κοντά μου».
Αφού συζήτησαν λίγο ακόμα, σηκώθηκαν για να δείξει ο Μιχελογιάννης στον
Ανδρέα τη δουλειά που γίνεται στο εργαστήριο και πως θα κάνει τις συμφωνίες, ενώ
το απόγευμα θα τον γνώριζε στα υπόλοιπα μέλη του συνεταιρισμού. Άμα τελείωσαν,
ο Ανδρέας είπε στο σύντεκνο του πως πρέπει να βρει και ένα σπίτι να τακτοποιηθεί
μαζί με την οικογένεια, όταν θα ερχόντουσαν από τα Χανιά.
«Άκουσε, σύντεκνε, στην Βεζίρ Τσαρσί, ψάξε να βρεις την κυρά Μαρίκα, είναι
δίπλα στο μεγάλο εμπορικό με τα ρούχα του Ισμαήλ Αβτζί, και απ ό,τι ξέρω, μια
συγγενιά της έχει αφήσει το σπίτι της και έχει φύγει με το γιό τζη στα Σφακιά και
τόχουν για πούλημα».
Ο Ανδρέας κατηφόρισε τον πολύβουο εμπορικό δρόμο της Βεζίρ Τσαρσί και είδε
δίπλα στο εμπορικό του Αβτζί την πόρτα ενός σπιτιού. Χτύπησε και σε λίγο του
άνοιξε μια μικροκαμωμένη μελαχρινή γυναίκα, τον κοίταξε και αφού είδε πως ήταν
συμπατριώτης της τον ρώτησε ευγενικά: «Είντα θα θέλατε παρακαλώ;»
«Εσύ, κυρά μου, είσαι η κυρά Μαρίκα;»
«Μάλιστα, εγώ είμαι».
«Με λένε Ανδρέα Καντιανό και με στέλνει ο Μιχελογιάννης, που έχει τα
σαπούνια, γιατί ψάχνω ν΄ αγοράσω επαέ ένα σπίτι. Μου είπε πως εσύ κατέχεις ένα».
«Ναι, είναι μιας συγγένισσάς μου που έχει φύγει στα Σφακιά. Μου είπαν αν το
ζητήσει κανείς να το δώσω αλλά μόνο σε χριστιανό», είπε με χαμηλή φωνή.
«Χριστιανός είμαι κυρά μου και έρχομαι από τα Χανιά, θα μείνω επαέ με την
οικογένεια μου». Η κυρά Μαρίκα αμέσως τον πήγε στο σπίτι της Παπαδιάς, το άνοιξε
και τον άφησε να μπει μόνος του να το δει.

100
Το σπίτι ήταν μεγάλο, με κουζίνα, με το καθιστικό του και από πίσω είχε στάβλο,
μεγάλο κήπο, πηγάδι, λουτρό και ένα αποχωρητήριο. Ο Ανδρέας ευχαριστήθηκε και
ρώτησε τη γυναίκα για την τιμή του.
«Θα μου δώσετε 800 γρόσια». Ο Ανδρέας έκλεισε τη συμφωνία και την επομένη,
στο Ιεροδικείο, επικυρώθηκε η αγορά με την σύνταξη εγγράφου και την παράδοση
των χρημάτων.
«Καλορίζικο νάναι» του είπε η κυρά Μαρίκα. «Εδά, θα είμαστε και γειτόνοι», και
χωρίς να περιμένει να ερωτηθεί, άρχισε να λέει του Ανδρέα για τους υπόλοιπους
γείτονες. «Επαέ πιο πάνω είναι το σπίτι ενός γιανίτσαρου κακού ανθρώπου», είπε με
χαμηλή φωνή, «μα τον τιμώρησε ο Θεός. Τον έριξε από το άλογο και μισερέφτηκε.
Επαέ απέναντι…» συνέχισε το κουτσομπολιό η κυρά Μαρίκα ενώ ο Ανδρέας την
άκουγε αφηρημένος «…είναι ένας Τούρκος Αγάς, καλός άνθρωπος, αυτουνού παλιά
ένας προπάππος είχε παντρευτεί μια κοπέλα χριστιανή και την αγαπούσε πολύ, μα
πέθανε η κακομοίρα μικρή αφού τούκαμε τρία παιδιά. Ακόμα πιο κάτω στα δεξιά…»
Ο Ανδρέας έκανε υπομονή και έμοιαζε να την ακούει αλλά ο νους του έτρεχε αλλού
και αφού η κυρά Μαρίκα τον ενημέρωσε για όλους τους κατοίκους της Βεζίρ Τσαρσί
και την ιστορία τους, ευχαριστημένη τον χαιρέτησε και έφυγε, ο Ανδρέας ξεφύσηξε
με ανακούφιση και πήρε το δρόμο για το μαγαζί του Μιχελογιάννη.
Καθώς ανέβαινε το δρόμο, πέρασε από δίπλα του ένα παλικάρι, περίπου δεκαοκτώ
χρονών, ψηλό με εύρωστο κορμί, γαλαζοπράσινα μάτια και καστανόξανθο μουστάκι.
Φορούσε αναρριχτό το καπότο του, με την κουκούλα χαμηλωμένη στα μάτια του, και
κατηφόριζε αργά κοιτάζοντας τις πόρτες των σπιτιών σα να έψαχνε κάποια
συγκεκριμένη. Ήταν ο Μιχάλης, ο γιός της Ιρένε, που είχε έρθει από τα Σφακιά.

101
8

Ήταν το 1753, όταν η κυρά Παπαδιά έφτασε στα Σφακιά με τον Μιχάλη, τριών
χρονών τότε, τη Σοφία, και το γάτο της. Η γυναίκα κοιτούσε γύρω της αυτή την
απομονωμένη επαρχιακή πόλη, με τους επιβλητικούς ανθρώπους και νόμιζε πως είχε
βρεθεί σε ένα άλλο κόσμο. Η ζωή ήταν εντελώς διαφορετική από αυτή στο Μεγάλο
Κάστρο. Οι κάτοικοι δεν είχαν πάνω από τα κεφάλια τους κτηνώδεις γενίτσαρους να
τους καταδυναστεύουν τη ζωή. Είχαν τα νοικοκυριά τους, τις δουλειές τους και όλοι
είχαν κάνει προκοπή. Άλλοι με το εμπόριο, άλλοι με την κτηνοτροφία και άλλοι ήταν
ιδιοκτήτες εμπορικών πλοίων που ταξίδευαν σε όλη τη Μεσόγειο μέχρι τη Ρωσία.
Τα Σφακιά είχαν αφιερωθεί από τον Γαζή Χουσεΐν, ως βακουφικά, στις δύο Ιερές
Πόλεις των Μουσουλμάνων τη Μέκκα και τη Μεδίνα το 1658 και οι Σφακιανοί
υπέφεραν από φοβερή φορολογική επιβάρυνση. Αργότερα με τη παρέμβαση της
Φατμά Χατούν, εγγονής του Σουλτάνου Αχμέτ Γ΄, που είχε στην προστασία της την
πόλη, βγήκαν ειδικά φιρμάνια που τους ελάφρυναν από το βάρος αυτό. Παράλληλα
όμως, απαλλάσσονταν από την παρουσία των Τούρκων, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα
μέρη του νησιού, μια και οι Τούρκοι προτιμούσαν να αποφεύγουν τις συχνές
επισκέψεις στα απομονωμένα Σφακιά και να μην ενοχλούν τους πάντα
σκληροτράχηλους και ετοιμοπόλεμους κατοίκους του.
Ο Στάθης Ανταριανός, ο γιος της κυρά Παπαδιάς, ήταν από τους καλύτερους
καπετάνιους και κουμαντάριζε ένα από τα δύο ιστιοφόρα του Αλέξανδρου
Καντιανού, που ήταν εγγονός του Τίτου. Ο Αλέξανδρος είχε σε μεγάλη υπόληψη τον
Στάθη, γιατί έκανε καλά το εμπόριο στις πόλεις της Μεσογείου που πήγαινε, και
τούφερνε πάντα πίσω το καράβι του με λιγοστές αβαρίες ότι καιρό και να
συναντούσε, ενώ η εμπειρία του στις θάλασσες τον έκανε να αποφεύγει επιδέξια τους
πειρατές.
Ο Στάθης είχε κάνει τρία παιδιά με τη γυναίκα του, την Δανάη και η οικογένεια
μεγάλωσε με την άφιξη της Παπαδιάς, της Σοφίας και του Μιχάλη.
Ο μικρός Μιχάλης εκτός από τη γιαγιά Παπαδιά που τον λάτρευε, απόκτησε και
δύο γονείς που τον αγάπησαν σαν να ήταν αληθινό τους παιδί. Όλη η οικογένεια του
Στάθη, από την πρώτη στιγμή, αγκάλιασε με τη στοργή της το ορφανό παιδί και,
φρόντισαν ώστε να νιώθει σαν πραγματικό μέλος της και ποτέ σαν ένας παρείσακτος
ξένος.

102
Η μεγάλη αδυναμία του Μιχάλη ήταν ο παππούς της οικογένειας, ο πεθερός του
Στάθη, που δεν βαριόταν να διηγείται ξανά και ξανά στο καινούργιο του εγγόνι,
παλιές ιστορίες από τις επαναστάσεις των Σφακιανών. Άκουγε ο Μιχάλης με
διάπλατα ανοιχτά τα μάτια, συνεπαρμένος, τον παππού να του λέει για την
επανάσταση της Κότας, την επανάσταση με τους δώδεκα Βυζαντινούς
αρχοντόπουλους και αυτή της Χρυσομαλλούσας. Και το βράδυ στον ύπνο του ο
Μιχάλης ονειρευόταν πως ήταν αυτός ο Σφακιανός πολεμιστής, που εκδικήθηκε τον
Βενετό άρχοντα που τόλμησε να κόψει τη χρυσή πλεξούδα της πανέμορφης
αρχοντοπούλας.
Μαζί με τα άλλα παιδιά στα Σφακιά, μπόρεσε και έμαθε μερικά γράμματα ενώ
μεγαλώνοντας, φάνηκε πως θα γινόταν θεληματάρικο παλικάρι. Σε κάθε ευκαιρία,
έφευγε με τους φίλους του και πήγαιναν κοντά στο φαράγγι της Αράδενας. Εκεί με
ξύλινα σπαθιά χωριζόντουσαν σε Τούρκους και Έλληνες και γινόντουσαν σοβαρές
μάχες με νικημένους πάντα τους Τούρκους. Πολλές φορές ο Μιχάλης γύριζε
τραυματίας στο σπίτι από το ξύλο που έπεφτε, όταν αυτός και η παρέα του δεν
δεχόντουσαν να αλλάξουν οι ρόλοι και να είναι αυτοί οι Τούρκοι.
«Μα πρέπει και σεις να γίνεστε Τούρκοι γιατί αδικείτε έτσι τα άλλα παιδιά», του
λεγε ο παππούς, τότε αυτός τον κοιτούσε θυμωμένος. «Κάλλιο να πεθάνω παρά να
γίνω Τούρκος».
Απέναντι από το σπίτι που έμενε η οικογένεια του Στάθη Ανταριανού στα Σφακιά,
ήταν το αρχοντικό του συγχωρεμένου Δροσογιώργη, ενός καπετάνιου που χάθηκε
μαζί με το ιστιοφόρο του σε μία φουρτούνα λίγο έξω από το λιμάνι της Μασσαλίας.
Ο Δροσογιώργης στο άτυχο ταξίδι του, είχε μαζί, τους δύο από τους τρείς γιους
του, που χάθηκαν κι αυτοί μαζί του. Πίσω του άφησε τη γυναίκα του την Μαρίνα με
το μικρότερο και τελευταίο παιδί τους, τον Σήφη. Ο συγχωρεμένος δούλευε πολλά
χρόνια σαν καπετάνιος, ήταν εύστροφος και καλός έμπορος και είχε αφήσει στη
Μαρίνα μεγάλη περιουσία, η οποία όμως δεν μπόρεσε να παρηγορήσει τη
δυστυχισμένη γυναίκα, για την απώλεια του άντρα της και των δύο της παιδιών. Η
Μαρίνα προσκολλήθηκε στο γιο της με ριζωμένο μέσα της το φόβο, μήπως συμβεί
κάτι και τον χάσει κι αυτόν. Ο Σήφης, ζούσε κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της και
μεγάλωνε απομονωμένος στο μεγάλο αρχοντικό, χωρίς φίλους με μόνη παρέα την
μοναξιά. Σε αντίθεση με τα ζωηρά, εύρωστα παιδιά της ηλικίας του, αυτός ήταν
ήσυχος και μικροκαμωμένος. Οι λίγες φορές που έβγαινε από το σπίτι, ήταν για να

103
πάει στην εκκλησία με τα άλλα παιδιά και να διδαχτεί λίγα γράμματα, από τον ιερέα
της περιοχής.
«Έρχεσαι μαζί μας, μετά από δω, στην Αράδαινα να παίξουμε πόλεμο;» τον
ρώτησε ένα απόγευμα ο Μανώλης, ένα γειτονόπουλό του όταν τέλειωσε το
μάθημα. «Θα σε αφήσουμε να είσαι με τους Έλληνες!»
«Δε μπορώ… Θα φωνάζει η μάνα μου…»
«Γιατί;»
«Φοβάται μη πάθω τίποτα και πεθάνω…»
«Έλα να παίξουμε και θα προσέχουμε ΄μεις μην πεθάνεις!» Και πήγε, και άρχισε
μαζί τους τον πόλεμο και χειριζόταν το ξύλινο σπαθί σαν πραγματικός πολεμιστής,
ώσπου στην κορύφωση του αγώνα ακούστηκε μια άγρια γυναικεία φωνή: «Σήφηηη».
Τα παιδιά τρομαγμένα σκόρπισαν σαν πουλιά κι αυτός έμεινε μόνος με το ξύλινο
σπαθί στο χέρι, να κοιτά την ξεφρενιασμένη Μαρίνα που πλησίαζε με τον παπά μαζί.
Αφού τον κατσάδιασε, γυρίσανε σπίτι, μα ο ιερέας πριν φύγει της είπε δυο λόγια.
«Θυγατέρα, άσε το κοπέλι ελεύθερο μα δεν παθαίνει πράμα. Έτσι όπως τον έχεις
φυλακωμένο, δεν θα βγει σωστός άντρας. Τόσες χήρες στον τόπο μας! Βλέπεις καμιά
άλλη νάχει τον ιγιο της όπως εσύ;»
Όι παπά μου! Φοβούμαι! Δεν έχω άλλο κοπέλι, άνε μου πάθει πράμα;»
«Άνε δε βάλεις μυαλό, μ΄ αυτό το κοπέλι θα ξωμείνεις και δεν θα δεις ποτέ σου
εγγόνι!» είπε συγχυσμένος ο γέροντας και έφυγε. Μα η Μαρίνα δεν έβαλε μυαλό.

104
9

Λίγους μήνες πριν γίνει δεκαεφτά χρονών ο Σήφης, που συνέχιζε να ζει
απομονωμένος στους τέσσερις τοίχους του αρχοντικού, η Μαρίνα άρχισε να
σκέφτεται, πως ήρθε η ώρα να του διαλέξει μια σαστικιά, που θα ταίριαζε με τα
πλούτη τους και την καλή καταγωγή τους. Αποφάσισε ποιες θα ήταν καλές νύφες για
το γιο της κι άρχισε να στέλνει προξενιά, που όλα όμως γυρίζανε πίσω… Μία-μία οι
καλοστεκούμενες οικογένειες του τόπου, στέλναν πίσω την προξενήτρα με την ίδια
δικαιολογία πάντα, πως είχαν ήδη δώσει αλλού λόγο για το κορίτσι τους. Ακόμα και
για την κόρη του Αλέξανδρου Καντιανού, τη Θεονύμφη, έστειλε προξενιά αλλά
αυτός πραγματικά είχε δώσει το λόγο του αλλού. Από καιρό τώρα είχαν δώσει τα
χέρια με τον Στάθη Ανταριανό να στεφανώσουν τα παιδιά τους, τον Μιχάλη με τη
Θεονύμφη.
«Μα και να μην είχα δώσει το λόγο μου στον καπετάν Στάθη, κυρά Αναστασία
μου –το όνομα της προξενήτρας- πάλι δεν έδινα την κόρη μου στον ιγιό της…»
«Γιάντα κυρ Αλέξανδρέ μου, είντα χει το κοπέλι που ΄χει και τόσο πλούτος;»
«Γιατί εγώ τη θυγατέρα μου, θέλω να τη δώκω σε άντρα, κι όχι σε έναν παράωρο,
όπως αυτός, που είναι εντελώς άβουλος! Άσε που όποια στεφανωθεί το γιο της
Δροσογιώργαινας θάναι σα να στεφανώνεται και αυτή μαζί! Ας λείπουν λοιπόν τα
πλούτη!» Αυτά άκουγε η κυρά Αναστασία και δεν τολμούσε να τα πει στην
αρχόντισσα γιατί κάθε φορά της έδινε καλό παρά.
Δοκίμασε και με άλλους προξενητάδες η Μαρίνα, μα κι αυτοί δεν κατάφεραν
τίποτα. Χαμήλωσε τότε τα φτερά κι άρχισε να στέλνει προξενιά και σε πιο ταπεινές
οικογένειες, μα ούτε κι από κει είδε προκοπή… Και το πράγμα είχε φτάσει στο
απροχώρητο, όσοι Σφακιανοί είχαν απάντρευτη κόρη και βλέπαν κανένα προξενητή
να πλησιάζει το σπίτι τους, κρυβόντουσαν από φόβο μήπως τον στέλνει η
Δροσογιώργαινα! Στο τέλος η Μαρίνα θορυβήθηκε! «Έτσι που πάει το πράμα θα
αναγκαστώ να τον δώσω σε καμιά ψυχοπαίδα!» φώναξε, και κάλεσε την κυρά
Αναστασία στο σπίτι της.
«Πε μου τι σου λένε όταν τους πας τα προξενιά για τον ιγιό μου! Χωρίς ούτε ένα
ψέμα!»
«Ε… Να κυρά μου… Λένε πως το παιδί δεν είναι κατά πως το θένε…»
«Πως το θένε;»

105
«Λένε πως τόχες πολύ περιορισμένο και δεν βγήκε σαν τα άλλα παλικάρια του
τόπου…»
Απόμεινε η Μαρίνα να την κοιτά… «Είντα παραπάνω έχουν τα άλλα παλικάρια
του τόπου από το ιγιό μου;»
«Κυρά Μαρίνα, με το συμπάθιο κιόλας, κάθε γυναίκα για να φτιάξει το δικό της
σπιτικό, που μέσα θα αρχίσει να γεννά τα κοπέλια της, θέλει να νιώθει τη σιγουριά
ενός άντρα δίπλα της, εσύ, αν ο συγχωρεμένος ο Δροσογιώργης έμοιαζε σα
χαρακτήρας, του Σήφη, θα τον παντρευόσουν;» Έφυγε η κυρά Αναστασία και η
Μαρίνα έμεινε να αναρωτιέται, ώσπου φάνηκε ο Σήφης μπροστά της
αναψοκοκκινισμένος.
«Θα σταματήσεις εδά να ψάχνεις για νύφες! Αρκετά με ξεγιβέντησες σ όλα τα
Σφακιά!» και προχώρησε προς την πόρτα. «Μη τολμήσεις ναρθείς πίσω μου, θα
γυρίσω όποτε θέλω εγώ!» Άνοιξε την πόρτα και έφυγε, ενώ η Μαρίνα δεν τόλμησε να
κουνήσει από τη θέση της.
Ο Σήφης πήγε και κάθισε στην άκρη του φαραγγιού της Αράδαινας. Με σκυμμένο
κεφάλι θυμόταν τα λόγια της προξενήτρας, που έπιασε τα αυτί του να λέει, πως δεν
ήταν σαν τα άλλα παλικάρια… Ναι… το ΄ξερε κι αυτός. Είχε γίνει ο περίγελος του
τόπου και θ αναγκαζόταν να ζήσει και την υπόλοιπη ζωή του κλεισμένος στο σπίτι
από ντροπή… Έτσι, βυθισμένος στις μαύρες σκέψεις με χαμηλωμένο το κεφάλι, δεν
πήρε χαμπάρι έναν άνθρωπο που στεκόταν κοντά του και τον κοίταζε, στο τέλος
γύρισε και είδε τον Μιχάλη, τον γιο του Στάθη Ανταριανού που είχε μεγαλώσει πια
και ήταν ένα ξανθό γεροδεμένο αγόρι δεκαεπτά χρονών, να τον κοιτά σοβαρός.
«Είντα χεις Σήφη; Γιάντα κάθεσαι μοναχός επαέ;» προχώρησε και κάθισε δίπλα
του.
«Δεν έχω πράμα…»
«Εδά ποιος λέει ψέματα; Πε μου, αδελφέ, είντα χεις!»
«Γιάντα με λες αδελφό; Εμείς ούτε καν φίλοι δεν είμαστε…»
«Και πώς να σε κάμω φίλο, που όλο μέσα στο σπίτι είσαι;» Στα λόγια αυτά ο
Σήφης έσκυψε πάλι το κεφάλι.
«Έλα, σήκω, πάμε επάνω να δω το κοπάδι και γυρνάμε παρέα».
«Δε σε νοιάζει που θα σε δουν μαζί μου; Έχω γίνει περίγελος…» είπε ο Σήφης με
πνιχτή φωνή. Ο Μιχάλης σταμάτησε να προχωρά, τον κοίταξε σοβαρός και του
είπε: «Εγώ βλέπω δίπλα μου ένα καλό παλικάρι, άντε πάμε».

106
Από εκείνη τη μέρα τα δύο παιδιά, που ήταν και συνομήλικα, έγιναν αχώριστοι
φίλοι και με τον καιρό, ο Σήφης άρχισε να αποκτά την χαμένη αξιοπρέπεια του στα
Σφακιά.

107
10

Πέρασε λίγος καιρός και ο Μιχάλης στα δεκαοχτώ του πια, άρχισε να ασχολείται
με τη ναυπηγική και σε ένα χρόνο θα παντρευόταν την Θεονύμφη Καντιανού, μια
ψιλή όμορφη καστανή κοπέλα με ίσια κορμοστασιά και περήφανο βλέμμα. Ο θετός
πατέρας του, ο Στάθης, που έβλεπε πόσο έξυπνος και άξιος ήταν, σχεδίαζε να αρχίσει
να τον παίρνει μαζί στα ταξίδια, που έκανε με τον μεγαλύτερο γιο του. Αγαπούσε το
παιδί σαν αληθινός πατέρας και η Δανάη δεν τον είχε ξεχωρίσει ποτέ από τα άλλα
τους παιδιά.
Μια μέρα που ο Στάθης ήταν σπίτι μετά από μακρινό ταξίδι και ξεκουραζόταν
κοντά στην οικογένεια του, πρόσεξε το Μιχάλη που ήταν σκεφτικός και αμέσως
κατάλαβε το λόγο. Περίμενε αυτή τη στιγμή, ήξερε πως μόλις μεγάλωνε θα ζητούσε
να μάθει για τις ρίζες του.
«Κάτσε ιγιέ μου να μιλήσουμε λίγο», και ο Μιχάλης τον πλησίασε και έκατσε.
«Μιχάλη σε θωρώ, από τον καιρό που γύρισα, συνέχεια σκεφτικό, πε μου παιδί
μου τι σε στεναχωρά; Ο Μιχάλης στα λόγια του Στάθη κοίταξε τα χέρια του και δεν
μίλησε αλλά ύστερα από λίγο του είπε: «Πατέρα, ψυχανεμίζομαι πως, αν οι αληθινοί
μου γονείς ήταν καλοί άνθρωποι θα μου είχες μιλήσει γι αυτούς από καιρό τώρα, για
να μάθω ποιοι ήταν και που είναι τώρα, μα εσύ και η γιαγιά δε μου λέτε κουβέντα, κι
αυτή η σκέψη με βαραίνει. Πες μου την αλήθεια, πόσο κακοί ήταν;»
Ο Στάθης κατάλαβε πως δεν μπορούσε να πει ψέματα του Μιχάλη, δεν θα ήταν
σωστό να προσπαθήσει να τον κοροϊδέψει. Δεν φοβήθηκε ούτε στιγμή πως αν
μάθαινε πως τον γέννησε Τούρκος θα άλλαζε, πως θα ΄φευγε από τη χριστιανική
πίστη και θα απαρνιόταν την ελληνική του συνείδηση. Έτσι αποφάσισε και του είπε
όλη την αλήθεια. Ο Μιχάλης άκουγε με κατεβασμένο το κεφάλι και, όταν σήκωσε το
πρόσωπο του, τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα. Σηκώθηκε, έβαλε το χέρι στο στόμα
και στάθηκε κοιτώντας με κενό βλέμμα το πάτωμα.
«Ώστε είμαι ένα τουρκόπιασμα... Έχω βρώμικο αίμα μέσα μου!»
Ο Στάθης τον πλησίασε. «Γιε μου, στον άνθρωπο δεν μετρά ούτε το σώμα, ούτε το
αίμα που ΄χει μέσα του, η ψυχή μετράει και η δική σου είναι Ελληνική και έχει και
την αγάπη προς το Χριστό μας μέσα της». «Ναι, πατέρα,, έτσι νιώθω και αυτό δεν θα
αλλάξει ποτέ», είπε ο Μιχάλης και ένιωσε τα λόγια του Στάθη σα βάλσαμο στην
ψυχή του, που πονούσε από την φοβερή αποκάλυψη».

108
«Η μάνα μου γιατί με παράτησε και δεν με πήρε μαζί της;» Εδώ ο Στάθης δεν
άντεξε να δώσει του παλικαριού κι άλλη μαχαιριά, δεν μπορούσε να του πει πως η
ίδια του η μάνα τον αρνήθηκε, και γι αυτό του είπε ψέματα.
«Η μάνα σου ήταν μία κυνηγημένη, αν την έπιαναν, κινδύνευες και συ, γι αυτό σε
άφησε στη δική μου μάνα, για σιγουριά».
Ο Μιχάλης κοίταξε στα μάτια τον Στάθη. «Γιατί μου λες ψέματα; Με απαρνήθηκε,
μα δεν την αδικώ! Ποια γυναίκα θα αγαπούσε το παιδί ενός τέτοιου κτήνους;» Μετά
χτύπησε τη γροθιά στο τραπέζι οργισμένος. «Θα πάω να τον βρω».
Ο Στάθης πετάχτηκε από την καρέκλα και τον έπιασε γερά από τους ώμους. «Όχι,
γιε μου, είσαι άντρας πια, η ζωή ανοίγει μπροστά σου και σε ένα χρόνο θα
παντρευτείς τη σαστικιά σου, μη καταστρέψεις τη ζωή σου!»
«Μη φοβάσαι, πατέρα, δεν θα δώσω αφορμή να με φυλακώσουν, μα θέλω να του
πω δυο κουβέντες».
«Και έτσι να το κάνεις, θα σε φαρμακώσει Μιχάλη, γιατί είναι οχιά. Θα δει τι
αντρειωμένος είσαι και θα χολώσει. Μείνε παιδί μου επαέ και ξέχασε τον».
«Όχι, πατέρα, αν δεν το κάνω θάμαι δειλός, το οφείλω στη μάνα μου όπου και να
βρίσκεται τώρα, κι αν ζει!»

109
11

Ο Μιχάλης έφυγε αμέσως για το Μεγάλο Κάστρο. Όταν έφτασε εκεί, ρωτώντας
βρήκε το σπίτι που γύρευε και χτύπησε την πόρτα. Ένας υπηρέτης άνοιξε και, άμα
τον είδε με τα χριστιανικά ρούχα τον ρώτησε απότομα: «Είντα θες και χτυπάς;»
«Τον κύριο σου θέλω να δω».
«Είντα τον θες;»
«Έχω μήνυμα να του δώσω».
«Πε το σε μένα».
«Εσύ είσαι υπηρέτης και γω πρέπει να το πω στον αφέντη σου».
Ο υπηρέτης δεν ήξερε τι να κάνει και κοιτούσε σκεφτικός τον Μιχάλη.
«Τράβα και πες τον κύριο σου πως θέλω να τον δω και σταμάτα να με χεις σαν το
διακονιάρη στην πόρτα!» του φώναξε ο Μιχάλης και ο υπηρέτης εξαφανίστηκε μέσα
στο σπίτι, χωρίς να κλείσει την πόρτα από τη σαστιμάρα του.
Στο κρεβάτι της κάμαρας κειτόταν ακούνητο ένα ανθρώπινο σκέλεθρο με
κάτασπρα μαλλιά και γένια. Το ότι ζούσε ο Ιμπραήμ Αγάς, φαινόταν μόνο στα μάτια
του και στην ψιθυριστή φωνή του. Τον τάιζαν μόνο υγρή τροφή και ο άλλοτε
ρωμαλέος άντρας, τώρα έμοιαζε με ξεχαρβαλωμένη κούκλα στα χέρια των υπηρετών
όταν τον άλλαζαν ή τον μετακινούσαν, για να μη γεμίσει πληγές το σώμα του. Κοντά
του εκείνη την ώρα καθόταν ένας βαθμοφόρος του γενιτσαρικού σώματος και του
κουβέντιαζε ώσπου ξαφνικά, ακούστηκαν δυνατές φωνές από την εξώπορτα ενώ
σχεδόν αμέσως εμφανίστηκε στην κάμαρα ταραγμένος ο υπηρέτης. «Εφέντη ένας
γκιαούρης είναι στην πόρτα και λέει πως έχει μήνυμα για σένα, φωνάζει… τι να
κάνω;»
«Να τον διώξεις!» φώναξε ο επισκέπτης του Ιμπραήμ, μα ο κύριος του σπιτιού
ψιθύρισε: «Όχι, πες του να περάσει», μα ο Μιχάλης ήδη στεκόταν μπροστά στο
κρεβάτι του. Ο Ιμπραήμ όταν είδε τα γαλαζοπράσινα μάτια του Μιχάλη που του
θύμισαν την Ιρένε, ψιθύρισε: «Τόξερα πως μια μέρα θα ερχόσουν κοντά μου γιε
μου».
Ο επισκέπτης πετάχτηκε από την καρέκλα, «Γιος σου Ιμπραήμ αυτός ο γκιαούρης;
Αυτός που φοράει χριστιανικά ρούχα;»
«Τώρα που ήρθε, θα βάλει τα ρούχα της φυλής του», είπε ο Ιμπραήμ και τα μάτια
του έλαμπαν.

110
«Θέλω να μιλήσουμε οι δυο μας», είπε ο Μιχάλης του Ιμπραήμ, αδιαφορώντας αν
πρόσβαλε τον επισκέπτη, που κοίταξε τον Ιμπραήμ και περίμενε να μαλώσει τον
γκιαούρη για την αυθάδεια του, ακόμα κι αν ήταν γιος του. Μα ο Ιμπραήμ δεν
ξεκόλλαγε τα μάτια από το Μιχάλη, χωρίς να μιλά, ο επισκέπτης τότε, νευριασμένος
σηκώθηκε κι έφυγε από το σπίτι, χωρίς καν να χαιρετίσει.
«Τα ρούχα που βλέπεις να φορώ, είναι της φυλής μου και δε σκοπεύω να βάλω της
δικής σου», είπε ο Μιχάλης κοιτώντας κατάματα τον Ιμπραήμ.
«Τότε γιατί ήρθες να με βρεις;»
«Για να σου πω πόσο σε μισώ για το κακό που έκανες στη μάνα μου και σε μένα».
«Η μάνα σου ήταν μια δούλα», είπε με κακία ο Ιμπραήμ.
«Η μάνα μου ήταν μια δυστυχισμένη γυναίκα και εσύ φταις γι αυτό. Της γέννησες
τόσο μίσος στην ψυχή, που απαρνήθηκε ακόμα και το γέννημα της».
«Σε παράτησε και συ κατηγορείς εμένα και όχι αυτή».
«Η αιτία που με παράτησε είσαι εσύ, δεν ήθελε τίποτα δικό σου γιατί της φέρθηκες
σαν κτήνος! Αντί να την ελευθερώσεις, όπως είχες υποσχεθεί του πατέρα σου, τη
φυλάκωσες εδώ μέσα και της έσπειρες ένα παιδί με το ζόρι, αν την είχα μπροστά μου
θα έπεφτα εγώ στα πόδια της να της ζητήσω συγνώμη για λόγου σου».
«Άσε τα αυτά τώρα! Είσαι γιος μου, το αίμα μου τρέχει στις φλέβες σου, πέτα
αυτά τα ραγιάδικα ρούχα από πάνω σου, ντύσου με το μεταξωτό καφτάνι, γύρνα στη
σωστή πίστη τη δική μου και των προγόνων μας και έλα να πάρεις τους τίτλους και
το βιός μου που σου ανήκει».
«Το αίμα που τρέχει στις φλέβες μου είναι της μάνας μου και του Χριστού, δεν
έχω σταλιά από το δικό σου το βρώμικο».
«Ό,τι και να κάνεις, το αίμα σου θα είναι πάντα τούρκικο, δέκα φορές να τ
αδειάσεις και δέκα φορές να γεμίσεις το σώμα σου με άλλο, πάντα θα είσαι
Τούρκος», είπε με συριχτή φωνή ο Ιμπραήμ. Στα λόγια αυτά, ο Μιχάλης έκανε ένα
βήμα προς το κρεβάτι αγριεμένος, και είπε: «Ήρθα εδώ για να σου βγάλω την καρδιά
και να την πετάξω στους σκύλους αλλά, έτσι όπως είσαι, ούτε οι σκύλοι δεν θα
θέλουν να σε φάνε!» και με τα λόγια αυτά έκανε μεταβολή και βγήκε από το δωμάτιο
και σε λίγο ήταν στο δρόμο.
Ο Ιμπραήμ έμεινε μόνος, αναστέναξε βαθιά και άρχισε να σκέφτεται. «Αλλάχ, για
πόσο ακόμα θα πληρώνω την αμαρτία μου, που παράκουσα το θέλημα του πατέρα

111
μου; Πόσο σκληρά με τιμώρησε εκείνη η δούλα… Πόσες φορές πρέπει να
παρακαλέσω ακόμα για νάρθει γρήγορα ο θάνατος;»
Ο Μιχάλης βαρύθυμος πήγαινε προς την πύλη του Παντοκράτορα για να πάρει το
δρόμο του γυρισμού για τα Σφακιά. Σε ένα παράδρομο ξαφνικά, κάποιος τον έπιασε
με μανία από το ρούχο στο στήθος του, γύρισε και είδε τον επισκέπτη του Ιμπραήμ.
Γύρω του ήταν άλλοι πέντε γενίτσαροι.
«Κατέβασε τη χέρα σου από πάνω μου!» φώναξε ο Μιχάλης.
«Εμένα, γκιαούρη, βρήκες να προσβάλεις;» μούγκρισε ο γενίτσαρος.
«Ποιος είσαι συ για να σε φοβηθώ;» απάντησε ο Μιχάλης. Ο γενίτσαρος τράβηξε
απότομα το χέρι από το ρούχο του Μιχάλη και έδειξε τους άλλους που στεκόντουσαν
αγριεμένοι γύρω του. «Το ξέρεις πως, άμα τους πω, θα σε κάνουν χίλια κομμάτια,
ίδια δα;»
«Κάντο! Δεν σε φοβάμαι! Εγώ είμαι ο Μιχάλης Ανταριανός, ο γιος του καπετάν
Στάθη Ανταριανού από τα Σφακιά». Ο γενίτσαρος πιάνοντας το στρατιωτικό φέσι
από το κεφάλι του το πέταξε κάτω φρενιασμένος φωνάζοντας: «Και γω είμαι ο Ταγίπ,
ο γιος του Ομάρ Τσαούς από το Τσανάκκαλε». Οι δυο άντρες συνέχισαν να
κοιτάζονται αγριεμένοι με μίσος στα μάτια, στο τέλος ο βαθμοφόρος είπε με
βραχνιασμένη φωνή του Μιχάλη: «Φεύγα! Γύρνα στον τόπο σου και σου ορκίζομαι
στον Αλλάχ πως εμείς οι δυο θα ξαναβρεθούμε μια μέρα και τότε φυλάξου!»
«Όποτε θες!» είπε ο Μιχάλης και συνέχισε το δρόμο του.

112
12

Ο Μιχάλης γύρισε στα Σφακιά και πήγε κατ ευθείαν στο σπίτι που είχε χτίσει για
να παντρευτεί τη Θεονύμφη, χωρίς να περάσει από το ναυπηγείο ή τον καφενέ, ήθελε
τη μοναξιά. Η συνάντηση με τον Ιμπραήμ τον είχε επηρεάσει βαθιά, είχε γίνει αυτό
που του είχε πει ο Στάθης, είχε δηλητηριαστεί η ψυχή του. Ένιωθε βρώμικος, πως δεν
του άξιζε να συναναστρέφεται με τους ανθρώπους που τον αγαπούσαν, πως τους
πρόδιδε.
Περνούσαν οι μέρες και η ψυχή του βασανιζόταν όλο και περισσότερο. Τα βράδια
ονειρευόταν πως βρισκόταν σε ένα κατασκότεινο δωμάτιο, όταν εμφανιζόταν από το
σκοτάδι η μορφή του Ιμπραήμ, σαν φάντασμα, κρατώντας στα σκελετωμένα, γαμψά
του δάκτυλα ένα καφτάνι. Τον πλησίαζε χωρίς ο Μιχάλης να μπορεί να ξεφύγει λες
και τα πόδια του ήταν από σίδερο, και τούλεγε με συριχτή φωνή που πάγωνε το αίμα:
«Φόρεσε το ρούχο της φυλής σου, είσαι Τούρκος, όπως εγώ! Είσαι Τούρκος! Είσαι
Τούρκος!» Ο Μιχάλης πεταγόταν σαν τρελός απ το κρεβάτι φωνάζοντας «Όχι! Είμαι
Έλληνας και η ψυχή μου είναι γεμάτη από το Χριστό!» και το πρωί ένιωθε άρρωστος
και αποκαμωμένος.
Η κυρά Παπαδιά γερνούσε ευχαριστημένη. Δεν μετάνιωσε ποτέ που έφυγε από το
Μεγάλο Κάστρο. Στα Σφακιά ήταν κοντά στο γιο, τη νύφη και τα αγαπημένα της
εγγόνια και δισέγγονα, μαζί, είχε καταφέρει να σώσει και τον Μιχάλη και να μη πέσει
στα νύχια του άθλιου πατέρα του, τελευταία όμως, ήταν ταραγμένη, εξ αιτίας ενός
ονείρου που έβλεπε σχεδόν κάθε βράδυ... Έβλεπε τον Μιχάλη να περπατάει στη άκρη
του φαραγγιού της Αράδαινας σαν υπνωτισμένος, αυτή του φώναζε με αγωνία από
μακριά χωρίς να μπορεί να τον πλησιάσει, αλλά αυτός δεν την άκουγε και συνέχιζε
να προχωράει προς το γκρεμό…
Τους φόβους της, επιβεβαίωσε μια μέρα και η Δανάη, η γυναίκα του Στάθη, «Ο
Μιχάλης δεν είναι καλά, μα(42)», της είπε μια μέρα. «Δεν τρώει και είναι συνέχεια
συλλογισμένος, από τότε που γύρισε από το Κάστρο. Έβαλα το Σήφη να του μιλήσει,
που είναι τόσο αγαπημένοι μεταξύ τους, μα δε του ΄πε τίποτα. Λείπει και ο Στάθης
για να τον πιάσει σαν πατέρας του και να μάθει είντα συμβαίνει! Είντα να κάμω δεν
ξέρω, ανησυχώ πολύ, μα».

42 Μαμά

113
Η γερόντισσα έστειλε αμέσως ένα εγγόνι της να τον φωνάξει. Όταν έφτασε ο
Μιχάλης, η κυρά Παπαδιά τρόμαξε, το παλικάρι είχε μαύρους κύκλους στα μάτια και
ήταν αδυνατισμένο. Τον κάλεσε να κάτσει κοντά της λέγοντάς του: «Γιάντα, παιδί
μου, είσαι ετσά; Τι σου κάνανε; Τι σου έκανε ο αναθεματισμένος ο Ιμπραήμ; Γιάντα
δεν άκουσες τον κύρη σου, μόνο πήγες και τον βρήκες; Πες σε μένα που σε
πρωτοπήρα μωρό στα χέρια μου και σ ανάστησα με τόση αγάπη, γιε μου!»
Στα λόγια της γερόντισσας, τα μάτια του Μιχάλη γέμισαν δάκρυα που δεν
μπόρεσε να συγκρατήσει, έγειρε το σώμα στην αγκαλιά της Παπαδιάς, όπως έκανε
όταν ήταν μικρό παιδί και χτυπούσε. Η γερόντισσα του χάιδεψε τα μαλλιά, τον
φίλησε τρυφερά στο μέτωπο και ύστερα σκούπισε με το χέρι τα δάκρυα του. «Γιε
μου, γιε μου, μεγάλωσες μέσα στην καλοσύνη, δόξα το Θεό, και δεν ήξερες τι θα πει
ανθρώπινη κακία, στο Κάστρο που πήγες όμως, τη γνώρισες. Το φίδι που χτύπησε
την τρυφερή σου καρδιά, ήταν γεμάτο δηλητήριο και ήξερε να στοχεύει».
«Πιστεύεις, γιαγιά, πως άμα χρειαστεί η Κρήτη το αίμα μου για να ελευθερωθεί,
θα της το δώσω ή θα κιοτέψω και θα πάω με τους άπιστους;» ρώτησε ο Μιχάλης
κοιτώντας τη στα μάτια με αγωνία.
«Πλησιάζει παιδί μου η ώρα, το νιώθω, και η ζωή θα σου δώσει η ίδια την
απάντηση στην αγωνία σου και τότε, θα καταλάβεις και ο ίδιος πόσο άδικα
τυραννιόσουν…».

114
13

Ήταν μία ζεστή Κυριακή του Ιούλη του 1768 και στο σπίτι του Ανδρέα Καντιανού
στο Μεγάλο Κάστρο ήταν μαζεμένη όλη η οικογένεια. Ο Ανδρέας, η Ερωφίλη η
γυναίκα του, ο μεγάλος του γιος, Κωνσταντίνος, ο δεύτερος γιός του, Φανούριος και
η μικρή του κόρη Αριάδνη.
Ο Ανδρέας, μετά το μεσημεριανό γεύμα και, ενώ καθόταν ακόμη όλη η οικογένεια
γύρω από το μεγάλο τραπέζι, έστρωσε το μουστάκι του, κοίταξε τον Κωνσταντίνο κι
άρχισε λέει: «Ιγιέ μου, Κωνσταντίνε, πατάς τα είκοσι κι ακόμα είσαι απάντρευτος!
Είντα σκοπό έχεις; Ετσά θα πομείνεις; Η γενιά μας, από τον Τίτο Καντιανό, το
συχωρεμένο που πήγε από δω στα Χανιά με τη αγιασμένη τη μάνα του, τη
Μαγδαληνή, από τα δεκαεφτά του ξεκίνησε να σπέρνει κοπέλια και μέχρι τη δική μου
γενιά, στα δεκαεννιά μας είχαμε κάμει κοπέλια ή τα… ετοιμάζαμε», είπε ο Ανδρέας
του γιου του, χαϊδεύοντας ευχαριστημένος με το δάχτυλο το μουστάκι του.
«Ανδρέα! Ντροπή τέτοια λόγια μπροστά στην κόρη μας και σε μένα», φώναξε η
Ερωφίλη συγχυσμένη.
«Μα δε λέω τίποτις! Του λέω πως ετοιμάζαμε κοπέλια από νωρίς»
«Ανδρέα!» ξαναφώναξε η Ερωφίλη, δείχνοντάς του αυστηρά με τα μάτια την
Αριάδνη που καθόταν δίπλα της και προσπαθούσε να στήσει όρθια την κούκλα της,
ένα μικρό κομμάτι ξύλο με ζωγραφισμένα δύο μάτια στην πάνω μεριά του.
«Καλά! Παιδί μου, Κωνσταντίνε, μ΄ απασχολεί μέρες αυτό και συλλογάμαι να
μιλήσει η μάνα σου της κυρά Μαρίκας, που είναι εδώ τση γειτονιάς και θα ξέρει να
μας βρει μια καλή νύφη», είπε ο Ανδρέας και ο Κωνσταντίνος πετάχτηκε από την
καρέκλα του. «Όχι, πατέρα, θέλω να βρω μόνος μου τη γυναίκα που θα πάρω!»
«Δίκιο έχει το παιδί», φώναξε και η Ερωφίλη, «Είντα σ έπιασε η βία; Και θες να
ανακατέψεις και την παζαβή τη Μαρίκα, να μας κάνει βούκινο σ΄ όλο το Κάστρο πως
ψάχνουμε νύφη, Κύριε Ελέησον!» είπε και σταυροκοπήθηκε. Ο Ανδρέας
παραδομένος, ξαναέστρωσε το μουστάκι του και σώπασε.
«Πατέρα, κάτι άλλο σκεφτόμαστε εγώ και ο Φανούριος» ξεκίνησε να λέει ο
Κωνσταντίνος. «Λέμε να πάμε μέχρι το χωριό των παππουδολαλάδων μας, το
Φαλκούνι, να δούμε πού ήταν το σπίτι των Καντιανών και το μέρος που ο
τουρκοκρητικός σκότωσε τον προπάππο τον Ανδρέα». Ο Ανδρέας ξαφνιασμένος από
τα λόγια του γιού του, έκανε πίσω το κορμί και γούρλωσε τα μάτια.

115
«Κουζουλαθήκατε κι οι δυο μου φαίνεται! Μετά από εκατό χρόνια τι θαρρείτε πως θα
βρείτε; Χαλάσματα θάναι το σπίτι! Στις φασαρίες που έγιναν, άμα σκότωσε ο
Δαμιανός ο χαϊνης τον Τούρκο στρατιωτικό, οι γενίτσαροι το κάψαν, γκρεμίστηκε
συθέμελο».
«Δεν πειράζει πατέρα», είπε ο Φανούριος, «όλο και κάτι θάχει μείνει».
«Και πού θα το βρείτε; Εσείς δεν ξέρετε να πάτε καλά-καλά στο χωριό».
«Θα μας πει ο θείος Μιχελογιάννης που είναι κοντά το χωριό του και θα ξέρει»,
είπε ο Κωνσταντίνος.
Άμα τους είδε αποφασισμένους ο Ανδρέας ξεφύσηξε και είπε: «Το κατέχετε πως
αυτές οι περιοχές είναι γεμάτες με τσι καταραμένους τους τουρκοκρητικούς; Άμα
σασε δούνε έτσι νέους και καλοβαλμένους, χωρίς συγγενιές στο Φαλκούνι, μπορεί να
σας αρπάξουν και να σας πουλήσουν σε μπέηδες ή να σας κάνουν σκλάβους ή να σας
στρατολογήσουν, ποιός θα σας σώσει, που σε κάθε φασαρία, όλοι οι χριστιανοί
τρέχουν και κρύβονται στα υπόγεια τους;»
«Δίκιο έχει, παιδιά μου, ο πατέρας σας», είπε η Ερωφίλη. «Μόλις σας δουν
ξενομπάτηδες να τριγυρνάτε στο χωριό, θα μαθευτεί γρήγορα κι αυτοί θα είναι από
τους πρώτους, παναθεμάτζι, που θα το μάθουν».
«Να πούμε του θείου Μιχελογιάννη να είναι μαζί μας, συγγενής είναι», είπε ο
Φανούριος.
Είδαν τα γονικά τους πως τα αγόρια ήταν αποφασισμένα και μια μέρα που είχε
έρθει να τους δει ο Μιχελογιάννης του έκαναν κουβέντα. Αυτός, σαν τους άκουσε,
είπε: «Σύντεκνοι, τα κοπέλια σας έχουν δίκιο, έχουν υποχρέωση να γνωρίσουν το
χωριό των προγόνων τους, εκεί που γεννήθηκαν οι παππουδολαλάδες τση γενιάς τους
και χύθηκε άδικα το αίμα του συνονόματού σου, σύντεκνε, του Ανδρέα. Ύστερα, το
σπίτι σας όπως λες, δεν είναι ερείπιο, ο γιος του πισοκόκκαλου Κενάν Μπέη, το
αγόρασε και το ξαναέφτιαξε από την αρχή ακριβώς όπως ήταν, γιατί έτσι τουτόχενε
ζητήσει η χριστιανή γυναίκα που είχε παντρευτεί, η Εργίνα. Τώρα, από τους
απογόνους του Τούρκου, οι πιο πολλοί ζουν επαέ στο Μεγάλο Κάστρο και μάλιστα, ο
μεγαλύτερος από τα αδέλφια, ο Μουράτ Αγάς, είναι γείτονας σου, εδώ απέναντι
μένει. Ένας από τους αδελφούς του ζει στο χωριό, στο παλιό αρχοντικό τους, ο Πεκέρ
Μπέης. Αυτός βάζει κάθε τόσο υπηρέτες και συντηρούν το σπίτι γιατί είναι
ακατοίκητο, δεν το χρησιμοποιεί κανείς. Να αφήσετε τα παιδιά να πάνε».
«Μα μοναχά τους δεν θα κινδυνέψουν;» είπε ανήσυχη η Ερωφίλη.

116
«Μη φοβάσαι συντέκνισσα, θάμαι εγώ μαζί τους και αποκοντά, δυο τρείς γειτόνοι,
που θα λένε πως είναι κι αυτωνών συγγενείς».

117
14

Σε δυο μέρες ξεκίνησαν για το Φαλκούνι με τις φοράδες τους, φορώντας τα μαύρα
φέσια τους. Εκεί, μόλις έφταναν, θα έβαζαν τα ζωντανά στο σπίτι ενός χριστιανού
στην αρχή του χωριού, για να μην υποχρεώνονται να ξεκαβαλικεύουν κάθε τόσο από
το φόβο μη τους δουν γενίτσαροι. Μαζί τους ήταν και ο Μιχελογιάννης, που είχε
αναλάβει την ευθύνη να μην κινδυνεύσουν τα παιδιά.
Όταν έφτασαν ο Κωνσταντίνος και ο Φανούριος, θαύμασαν την ομορφιά του
τόπου, τα καλοχτισμένα σπίτια και τα καθαρά καλντερίμια. Άφησαν τις φοράδες τους
και σιγά-σιγά, άρχισαν να περιδιαβαίνουν τους δρόμους του χωριού. Στο πέρασμα
τους, από μέσα από τα παράθυρα των σπιτιών, οι κουρτίνες τραβιόντουσαν και
φαινόντουσαν πρόσωπα να τους παρατηρούν και μετά να συζητούν μεταξύ τους. Στο
δρόμο μερικοί χωριανοί πλησίασαν για να κάνουν γνώρα με τους δύο άντρες που
συνόδευε ο Μιχελογιάννης. Στο τέλος, έφτασαν μπροστά από το έρημο σπίτι του
Ανδρέα και της Μαγδαληνής. Δεν μπορούσαν να μπουν μέσα γιατί ήταν κλειδωμένο,
αλλά απ΄ έξω φαινόταν καλοφροντισμένο, ακόμα και ο στάβλος ήταν
επισκευασμένος και υπήρχε και το περιβόλι πιο δίπλα, αλλά ήταν γεμάτο αγριόχορτα.
Στο σημείο που έχτιζε το σπίτι του ο Δαμιανός για να παντρευτεί την Εργίνα, δεν
υπήρχε τίποτα, ήταν ένας άδειος χώρος.
Ο Κωνσταντίνος χωρίς να ξέρει γιατί, ένιωσε ένα κόμπο στο λαιμό και με το ζόρι
συγκρατήθηκε όταν τα μάτια του άρχισαν να δακρύζουν. Κάτι του φώναζε σ αυτό το
σπίτι, έμοιαζε σαν να είχε σταθεί κάποιος δίπλα του και κλαίγοντας να του διηγιόταν
μια θλιβερή ιστορία…
Πιο κάτω, απέναντι στο πλάτωμα είδαν το αρχοντικό που ζούσε κάποτε ο Κενάν
Μπέης. Πίσω από τους ψηλούς τοίχους του, ακουγόντουσαν χαρούμενες παιδικές
φωνές που φάνηκε πως άνηκαν σε τουρκόπουλα, και το γαύγισμα ενός κουταβιού.
Προχώρησαν αρκετά, ώσπου έφτασαν στο σημείο που ο τουρκοκρητικός Γιουσούφ
είχε δολοφονήσει τον Ανδρέα.
«Επαέ σκότωσε τον πρόγονο σας ο καταραμένος ο τουρκοκρητικός, πληρωμένος
από τον Κενάν, μα ο Δαμιανός κατάφερε και τους τιμώρησε όλους. Όμως στο τέλος,
το πιάσαν το παλικάρι και μαρτύρησε στα χέρια τους». Ένας άλλος από τους τρείς
χωριανούς, προχώρησε λίγο πιο κάτω από το σημείο της δολοφονίας και σταμάτησε
κοντά σε ένα δέντρο, που πίσω του βρισκόταν μια συστάδα μικρών βράχων, και τους

118
κάλεσε κοντά. «Ιδέτε εδώ», τους είπε. Πλησίασαν και είδαν, ανάμεσα στους βράχους
ένα αργυρό σταυρό σφηνωμένο. Απ ότι φαινόταν, ήταν βαλμένος εκεί πριν από
πολλά χρόνια, ήταν σε καλή κατάσταση αλλά λίγο ταλαιπωρημένος από τον καιρό.
Ήταν κρυμμένος καλά και δεν φαινόταν από τους περαστικούς.
«Αυτό το σταυρό, τον έβαλε εδώ ο πρόγονός σας ο Τίτος, ο γιος της Μαγδαληνής,
πριν φύγουν, για την ψυχή του πατέρα του που τριγυρνά εδώ, το ξέρουμε μόνο εμείς
οι χριστιανοί του χωριού, εκατό χρόνια τώρα, και ποτέ δεν τόμαθε άπιστος». Τα
παιδιά νιώσαν ένα ρίγος και αισθάνθηκαν σαν να είχαν συμβεί χτες όλα αυτά. Οι
άνθρωποι στο χωριό αν και είχαν περάσει εκατό χρόνια δεν είχαν ξεχάσει τη φοβερή
τραγωδία, τη φύλαγαν στην ψυχή τους σαν ιερό κειμήλιο, παρ όλο που σε εκείνα τα
μέρη τέτοιες συμφορές σε χριστιανικές οικογένειες, ήταν ένα συχνό θλιβερό
φαινόμενο.
Πέρασε έτσι το πρωινό και σε λίγο κάθισαν σε έναν ελληνικό καφενέ. Πιάσαν
κουβέντα με τους γέρους θαμώνες γιατί όλοι οι νέοι λείπαν στα χωράφια. Ανάμεσα
τους ήταν και ο κυρ Στέλιος, ένας από τους εύπορους κατοίκους του χωριού. Είχε
κάμποσα λιόφυτα και μερικά αμπέλια που τα δούλευαν τώρα οι τέσσερις γιοι του,
είχε και δύο κόρες, την Αργυρώ, που ήταν παντρεμένη, και τη Βασιλική που την είχε
λογοστεμένη. Είπαν τα βάσανα τους, για τους δυσβάσταχτους φόρους, για την
ασυδοσία των αξιωματούχων και την τυραννία των γενίτσαρων και, απευθυνόμενος
στους δύο νέους ο Στυλιανός, τους είπε: «Να σας πω παιδιά μου, ιστορίες από δω να
κουζουλαθείτε, ολόκληρες οικογένειες έχουν ξεπαστρέψει οι άτιμοι, με τη φτώχεια,
με τους σκοτωμούς…»
Όταν φύγαν οι πιο πολλοί από τους θαμώνες και έμειναν μόνοι τους με τον Στέλιο,
ο Μιχελογιάννης τον κοίταξε και του είπε: «Στέλιο, ξέρεις από ποιά γενιά κρατάνε
ετούτα δω τα κοπέλια; Από του Ανδρέα και τση Μαγδαληνής». Ο Στέλιος έκπληκτος
σήκωσε το κορμί από την καρέκλα. «Του Ανδρέα Καντιανού;»
«Ναι».
Ο Στέλιος κοίταξε τον Κωνσταντίνο και τον Φανούριο και τους είπε: «Τότενες
παλιά, εκείνα τα χρόνια, ο δικός μου πρόγονος, ο Μανώλης, ήταν γείτονας και
σύντεκνος του Ανδρέα, τούχενε βαπτισμένη τη Χρυσή που καλογέρεψε. Μέχρι να
πεθάνει, έλεγε την ιστορία τους με κάθε λεπτομέρεια στα παιδιά και τα εγγόνια του,
μα όσο κι αν τη διηγιόταν δεν έφευγε η λύπη από μέσα του», και γυρίζοντας προς τα
πίσω φώναξε σε ένα μοναχικό γέροντα περίπου ογδόντα χρονών «Παππού, για έλα

119
κοντά μας». Ο γέροντας σηκώθηκε αργά και πλησίασε. «Παππού, θυμάσαι την
ιστορία του Δαμιανού και τση Μαγδαληνής;»
«Ναι, τη θυμούμαι απ τον πατέρα μου», απάντησε αυτός.
«Δες αυτά τα κοπέλια, σου θυμίζουν κάποιους από αυτούς που σου περιέγραφε
τότενες ο παππούς σου;»
«Ναι, ο ένας –και έδειξε τον Κωνσταντίνο- μου θυμίζει τον Τίτο Καντιανό, που
μούλεγε ο πατέρας μου, πως ήταν τα μάτια του σαν τη θάλασσα, και ο άλλος –έδειξε
το Φανούριο- το Δαμιανό το Χαΐνη, που μου έλεγε πως ήταν ετσά καστανός με
μεγάλα μάτια, όμορφα παλικάρια και τα δύο».

120
15

Γύρισαν τα παιδιά σπίτι, ο Φανούριος ενθουσιασμένος, ενώ αντίθετα ο


Κωνσταντίνος, βαθιά συλλογισμένος. Ο Ανδρέας το πρόσεξε και μια μέρα είπε στην
Ερωφίλη: «Ας κάτεγα είντα τραχανάς βράζει στην κεφαλή του πάλι».
«Ρώτηξε το κοπέλι είντα το τυραννά».
«Φοβάμαι να ρωτήσω γιατί δεν ξέρω είντα θα μου πει, ύστερα μπορεί να
ερωτεύτηκε καμιά κοπελιά και να μη θέλει να το κατέχουμε».
«Ρώτησε τον εσύ κι ας μη σου πει, κύρης του είσαι, θα το βλέπεις ετσά και δεν θα
του μιλήσεις;» τον μάλωσε η Ερωφίλη και έτσι ο Ανδρέας το ΄κανε απόφαση και τον
ρώτησε μια μέρα.
«Λοιπόν, Κωνσταντίνε, σε θωρώ και καταλαβαίνω πως, από τον καιρό που πήγατε
στο χωριό, κάτι κρατά το νου σου συλλογισμένο, θες να μου πεις είντα συμβαίνει;» Ο
Κωνσταντίνος έπαιζε στα χέρια του ένα μικρό κομπολόι και στα λόγια του πατέρα
του σηκώθηκε από την καρέκλα. «Ναι, πατέρα, κάτι μ απασχολεί και δεν ξέρω πώς
να στο πω».
«Πε μου, παιδί μου. Σοβαρό είναι;»
«Όπως το πάρεις. Θέλω να βρούμε τον Τούρκο και να αγοράσουμε το σπίτι στο
Φαλκούνι, αυτό των προγόνων μας». Ο Ανδρέας αναστέναξε, έστρωσε το μουστάκι
του και σκέφτηκε: «Είντα θελα και ρώτησα;» Σε λίγο, είπε του Κωνσταντίνου: «Παιδί
μου, οι παράδες για να χτίσεις ένα σπίτι και να παντρευτείς είναι φυλαγμένοι, μα ένα
σπίτι στο χωριό είντα θα το κάμεις;»
«Θα ξωμείνω εκεί πατέρα, θα βρω και λίγα αμπέλια να καλλιεργώ για να βγάζω
κρασί. Ας μείνει στη δουλειά κοντά σου ο Φανούριος». Ο Ανδρέας ήξερε πως ο
Κωνσταντίνος ήταν θεληματάρικο παλικάρι, όπως οι πιο πολλοί στη γενιά του και θα
ήταν μάταιο να προσπαθήσει να του αλλάξει γνώμη, έτσι σε δύο μέρες, αυτός και ο
Κωνσταντίνος, χτυπούσαν την πόρτα του Μουράτ Αγά, του ιδιοκτήτη του σπιτιού
στο Φαλκούνι.
Ο υπηρέτης αφού ενημέρωσε τον κύριο του τους πέρασε στη μεγάλη σάλα. Σε
λίγο φάνηκε ο Μουράτ Αγάς, ήταν ένας ψηλός άντρας, περίπου τριάντα χρονών,
μελαχρινός με έντονα τα χαρακτηριστικά του Ανατολίτη. Ο Μουράτ ήταν
παντρεμένος με την Ασιγιέ χανούμ και είχε τέσσερις γιούς και μια κόρη.

121
Οι άντρες συστήθηκαν και ο Αγάς είπε στον υπηρέτη να σερβίρει καφέ και γλυκό
του κουταλιού στους επισκέπτες του. Ο Ανδρέας, χωρίς αργοπορία, άρχισε να εξηγεί
στον Αγά το λόγο που τον επισκέφτηκαν. «Εφέντη Αγά μου, μάθαμε πως έχει η
οικογένεια σου ένα σπίτι στο Φαλκούνι, εκεί που έχετε και το αρχοντικό σας, που δεν
σας χρησιμεύει και θα ήθελα να μου το πουλήσεις». Ο Κωνσταντίνος κρατούσε την
ανάσα του μέχρι να απαντήσει ο Αγάς.
«Γιάντα θέλετε αυτό το σπίτι;»
«Θα σου πω την αλήθεια Αγά μου, κάποτε ανήκε στους προγόνους μου και εδά, ο
γιος μου, θέλει να μείνει σ αυτό και να κάμει μια δουλειά με αμπέλια εκεί στο
χωριό».
«Ποιοι ήταν οι πρόγονοι σας;»
«Ο Ανδρέας Καντιανός και η Μαγδαληνή, η γυναίκα του».
«Ο ένας γιος τους έγινε χαΐνης, ο άλλος τι απόγινε;» ρώτησε ο Αγάς.
Ο Ανδρέας στην ερώτηση του Αγά, του είπε την ιστορία του Τίτου, πως έφυγαν
στα Χανιά με τη Μαγδαληνή και πως βρέθηκε τώρα αυτός με την οικογένεια του στο
Μεγάλο Κάστρο. Όση ώρα του μιλούσε, ο Αγάς τον κοιτούσε σοβαρός και κάθε τόσο
έσμιγε τα φρύδια δείχνοντας πως το μυαλό του το απασχολούσαν κι άλλες σκέψεις.
Στο τέλος σηκώθηκε και τους είπε: «Ξέρω πως αυτά που μου λέτε είναι αλήθεια μα
θέλω να βεβαιωθώ κιόλας! Γι αυτό θα περάσετε σε τρείς μέρες να σας απαντήσω». Ο
Ανδρέας με τον Κωνσταντίνο έφυγαν και στις δύο μέρες παίδευαν το μυαλό τους για
να βρουν μια εξήγηση… Γιατί ο Αγάς ήθελε να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα τους; αλλά
έμαθαν το γιατί, την τρίτη μέρα, όταν πήγαν στο σπίτι του.
Αφού τους περιποιήθηκε με σεβασμό ο υπηρέτης, σε λίγο φάνηκε ο Αγάς
κρατώντας ένα χαρτί στο χέρι του. Τους χαιρέτησε ευγενικά και κάθισε. «Ρώτησα
εδώ και έστειλα και δικό μου άνθρωπο στα Χανιά, όσα μου είπατε είναι αλήθεια. Το
σπίτι που μου ζητάτε ανήκει στη γενιά σας χρόνια τώρα. Το αγόρασε ο Κερέμ Μπέης,
ο πρόγονος μου, και άφησε γραπτή εντολή να παραδοθεί μόνο σε απογόνους των
παλιών ιδιοκτητών. Αφού, λοιπόν, είστε απόγονοί τους, θα σας το παραδώσω ως
δωρεά, όπως είμαι υποχρεωμένος».
Ο Ανδρέας με τον Κωνσταντίνο κοιτάχτηκαν έκπληκτοι και μετά από λίγο ο
Ανδρέας είπε στον Μουράτ Αγά: «Εφέντη Αγά μου, σ ευχαριστώ πολύ μα δεν μπορώ
να δεχτώ κάτι τέτοιο, θέλω να κάνω το σωστό και να στο πληρώσω». Ο Αγάς κοίταξε
το έγγραφο που είχε στα χέρια του και είπε: «Ο Κερέμ Μπέης χωρίς να μας εξηγεί σ

122
αυτό το χαρτί εμάς των απογόνων του, γράφει πως η οικογένεια μας τότε, εκείνα τα
χρόνια, έβλαψε τη δική σας και είναι ένα είδος αποζημίωσης για το κακό που έκανε.
Επιπλέον, του το είχε ζητήσει και η αγαπημένη του σύζυγος, η προγιαγιά μας η
Εργίνα, που ήταν χριστιανή και γνώριζε και κείνη τότε την οικογένεια σας. Γι αυτό
παρακαλώ να δεχτείτε τη δωρεά».
Ο Ανδρέας σηκώθηκε συγκινημένος. «Εφέντη Αγά μου, δεν ξέρω πώς να σ
ευχαριστήσω!» και με τα λόγια αυτά άπλωσε το χέρι του προς τον Μουράτ. Ο Αγάς
σηκώθηκε και αυτός και έσφιξε το χέρι του Ανδρέα χαμογελώντας. «Εφέντη Ανδρέα,
εγώ είμαι χαρούμενος που με αξίωσε ο Αλλάχ να είμαι αυτός που θα εκπληρώσω την
επιθυμία του προγόνου μου, και θα ευχαριστηθεί η ψυχή του στον παράδεισο όπου
βρίσκεται», και γυρνώντας στον Κωνσταντίνο είπε: «Αφού λοιπόν Κωνσταντίνε θα
κατοικήσεις το σπίτι αυτό, θα έχεις για γείτονα τον Πεκέρ, τον αδελφό μου, που ζει
εκεί πιο κάτω, στο παλιό μας αρχοντικό με την οικογένεια του».
Οι δύο άντρες έφυγαν και ο Μουράτ Αγάς έμεινε μόνος στο σπίτι του. Κάθισε στο
ντιβάνι σκεπτικός, γνώριζε τι κακό είχαν κάνει οι πρόγονοί του σ αυτή την
οικογένεια, και ο Κενάν Μπέης και ο Κερέμ, αλλά είπε ψέματα στον Ανδρέα από
ντροπή.
Το έγγραφο της δωρεάς του σπιτιού στο Φαλκούνι συντάχτηκε στο Ιεροδικείο με
μάρτυρες και το σπίτι ανήκε πια στον Κωνσταντίνο Καντιανό.

123
16

Μετά από λίγες μέρες ο Κωνσταντίνος έφτασε στο Φαλκούνι και έβαλε το κλειδί
στην πόρτα του σπιτιού. Τη στιγμή που άνοιγε, του φάνηκε σαν να ακούστηκε ένας
βαθύς αναστεναγμός μέσα από το άδειο σπίτι. Στάθηκε στη μέση της κάμαρας και
κοίταξε γύρω του. Το σπίτι ήταν ξαναφτιαγμένο, κι όμως του φάνηκε πως έβλεπε
ίχνη και άκουγε ήχους από μία αλλοτινή ζωή. Ο αέρας σφύριζε απαλά μέσα από τα
κλειστά παντζούρια και απ έξω ακουγόταν το γλυκό θρόισμα των φύλλων του
μεγάλου πλάτανου. Άνοιξε τα δύο παράθυρα και το φως χύθηκε μέσα δίνοντας ζωή
στο σπίτι, σκιές και φως άρχισαν ένα χαρούμενο παιχνίδι στους τοίχους και ο
Κωνσταντίνος χαμογέλασε.
Πέρασαν δυο-τρεις βδομάδες από τότε, και από το σπίτι είχαν περάσει σχεδόν όλοι
οι χριστιανοί νοικοκυραίοι του χωριού, για να τον καλωσορίσουν και να δώσουν
γνώρα, ενώ όλοι προειδοποίησαν τον νεοφερμένο να προσέχει τους γενίτσαρους που
ζούσαν εκεί, να μη τους αψηφά και άμα τον προκαλέσουν να τους αντιμετωπίσει
ήρεμα. «Σα νάχεις μπροστά σου ένα αγριόσκυλο…» του είπε ένας γείτονας.
Από τις πρώτες επισκέψεις που είχε δεχτεί ο Κωνσταντίνος, ήταν κι αυτή του
Πεκέρ Μπέη, του αδελφού του Μουράτ Αγά.
«Εφέντη Κωνσταντίνε, χαίρομαι που θάμαστε γειτόνοι, άκουσα από τον αδελφό
μου πολύ καλά λόγια για την οικογένεια σου και για σένα».
«Και γω, Πεκέρ Μπέη χαίρομαι. Ο σεβαστός αδελφός σου μας υποχρέωσε με την
τιμιότητα και την καλοσύνη του».
«Του δώσατε τη χαρά να εκπληρώσει την επιθυμία του προγόνου μας, εφέντη
Κωνσταντίνε. Θέλω ότι χρειαστείς να το λες σε μένα. Καλορίζικος νάσαι και νάχεις
πάντα ειρήνη στο σπίτι σου»
Σε λίγες μέρες όλα ήταν στη θέση τους, το κρεβάτι, το τραπέζι, οι καρέκλες και
όλα όσα χρειάζεται ένα σπίτι και ο Κωνσταντίνος δεν καθυστέρησε τις δουλειές του.
Με τα λεφτά που θα έδιναν για την αγορά του σπιτιού, αγόρασε επιπλέον γη απ όση
λογάριαζε. Μερικά στρέμματα αμπελώνες καλοφροντισμένους, με καλές ποικιλίες
σταφυλιών και μαζί, λίγα στρέμματα λιόφυτα, που συνόρευαν με τα λιόφυτα του κυρ
Στέλιου, του χωριανού που είχαν συναντήσει στο καφενείο την πρώτη φορά που
είχαν επισκεφθεί το χωριό. Ετοίμασε την αποθήκη για τα βαρέλια, το πατητήρι, τα

124
κοφίνια και ότι άλλο θα του χρειαζόταν και ο Μιχελογιάννης τα ΄βλεπε όλα αυτά και
χαιρόταν, ώσπου μια μέρα του είπε:
«Εδά φιλιότσε(43), το μόνο που λείπει από επαέ είναι μια καλή νύφη, μα μη
γνοιάζεσαι, στο χωριό ετούτο έχει πολλά κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά, θα σου πω
εγώ ποιες είναι λεύτερες και συ θα αποφασίσεις σε ποιανής τον κύρη να στείλουμε τα
προξενιά».
Στη κουβέντα αυτή του νονού του, ο νους του Κωνσταντίνου πέταξε δυο μέρες
πριν. Ήταν η μέρα που πήγε στο σπίτι του κυρ Στέλιου. Του είχε πει να περάσει μια
Κυριακή να τον τρατάρει καφέ, να γνωρίσει τους γιους και την κυρά του και να
μιλήσουνε για δουλειές. Ο Κωνσταντίνος πήγε και, πριν μπει στο σπίτι, στάθηκε να
θαυμάσει τους φουντωμένους βασιλικούς που ήταν τοποθετημένοι στη σειρά στην
άκρη του λιακωτού του σπιτιού του κυρ Στέλιου, όταν ξαφνικά άρχισαν να πέφτουν
νερά. Έκπληκτος κοίταξε και είδε ένα κορίτσι γλυκοπρόσωπο με τις πλεξούδες
τυλιγμένες γύρω από το κεφάλι του, να τον κοιτάει με γουρλωμένα τα μάτια και το
χέρι στο στόμα, ενώ στο άλλο χέρι κρατούσε ένα ποτιστήρι. Το κορίτσι φώναξε:
«όφουου» και χάθηκε στη μέσα μεριά του λιακωτού. Ήταν η Βασιλική, η κόρη του
Στέλιου. Έμεινε μαγεμένος να κοιτά προς τη μεριά που έφυγε το κορίτσι και σε λίγο
έμπαινε στο σπίτι του νοικοκύρη. Αυτός τον είδε έτσι βρεγμένο και κοίταξε το
παράθυρο μονολογώντας: «Βρέχει;» αλλά ο Κωνσταντίνος δεν του είπε τι συνέβη,
για να μη προσβάλει το κορίτσι και αυτόν. Αφού έκανε τη γνώρα του με την κυρά του
Στέλιου και τους γιους του, κάθισε κάμποσο μίλησαν για δουλειές και για το χωριό
και μετά έφυγε για το σπίτι του βαθιά συλλογισμένος…
«Σάντολε(44), η κόρη του κυρ Στέλιου, η Βασιλική είναι λογοδοσμένη;»
«Ναι, με τον Γιώργαρο τον λαδά, αυτός είναι χήρος με τέσσερα παιδιά, μα έχει
πολλούς παράδες».
«Μα αυτός είναι γέρος! Η Βασιλική είναι δεκαεπτά και αυτός πενηνταπέντε! Είντα
τη θέλει την πατρειά με ένα τριαντάφυλλο; Πως είπε το ναι ο κυρ Στέλιος!»
«Ναι, ετσά όπως τα λες είναι, φιλιότσε, αλλά έχει πολλούς παράδες!»
«Αυτή θέλω για γυναίκα μου», είπε ο Κωνσταντίνος και ο Μιχελογιάννης
παραλίγο να πέσει από την καρέκλα του.

43 Βαφτισιμιέ
44 Νονέ

125
17

Μια μέρα ο Κωνσταντίνος σταμάτησε σε ένα μικρό παράδρομο την γριά


υπηρέτρια του σπιτιού, και της έδωσε δύο γρόσια για να πει στη Βασιλική ν ανοίξει
τα μεσάνυχτα λίγο το παράθυρο της. Μετά, έβαλε την υπηρέτρια να του δείξει με
τρόπο, ποιο ήταν το παράθυρο του κοριτσιού.
Το βράδυ, τα μεσάνυχτα, σαν τον κλέφτη είχε γλιστρήσει κάτω από το παράθυρο
της κοπελιάς και περίμενε, σε λίγο άκουσε ένα μικρό ήχο και κατάλαβε πως το
κορίτσι ξεμαντάλωνε το παραθυρόφυλλο. «Βασιλική!» ψιθύρισε και αγωνιούσε η
καρδιά του, μήπως η υπηρέτρια του έδειξε επίτηδες λάθος παραθύρι και έβγαινε το
κεφάλι του κυρ Στέλιου με τη τσιγκελωτή μουστάκα. Μα το πρόσωπο που φάνηκε,
ήταν του κοριτσιού, που τον κοιτούσε με τα μεγάλα καστανά μάτια του.
«Βασιλική, ήθελα να σου πω, πως προχτές καλά έκανες και με κατάβρεξες, γιατί η
καρδιά μου είναι όλο φωτιά για σένα».
«Δεν εγροίκησες πως σε ένα μήνα θα στεφανωθώ με τον Γιώργαρο;» ψιθύρισε το
κορίτσι.
«Τα αυτιά μου το γροικήσανε, μα η καρδιά μου όχι! Βασιλική, πες μου ίδια δα
πως δε μ΄ αγαπάς και σ΄ ορκίζομαι πως δε θα σε ξαναενοχλήσω!» Η Βασιλική έμεινε
λίγες στιγμές να τον κοιτά στα μάτια, χωρίς να μιλά και ύστερα έκλεισε απαλά το
παραθυρόφυλλο.
Τρείς βδομάδες πριν το γάμο και, ενώ είχαν γίνει σχεδόν όλες οι ετοιμασίες, ένα
βράδυ πλησίασαν τρείς καβαλάρηδες στο παράθυρο της Βασιλικής. Το παράθυρο
άνοιξε, το κορίτσι γλίστρησε από μέσα και κούρνιασε στην αγκαλιά του
Κωνσταντίνου. Οι άλλοι δύο καβαλάρηδες ήταν ο Φανούριος και ένας άλλος φίλος
των παιδιών απ το Μεγάλο Κάστρο. Τα άλογα κάλπασαν προς το βουνό, στο
εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία με τον παπά και τον κουμπάρο, με τα στέφανα στο
χέρι, να περιμένουν στην πόρτα. Αμέσως έγινε φασαρία στο χωριό πως κλέψαν τη
Βασιλική και ο Γιώργαρος μόλις τα άκουσε, άρχισε να τρέχει μέσα στη νύχτα προς το
σπίτι του κυρ Στέλιου, ξυπόλητος, κρατώντας τη βράκα του για να μη του πέσει.
Πέρασε ο καιρός και η Βασιλική σε λίγο θα ήταν στην ώρα της για το πρώτο παιδί
τους. Ο Κωνσταντίνος μαζί με τους εργάτες κοντά στην αποθήκη, ετοίμαζαν τα
μεγάλα βαρέλια για να βάλουν το κρασί. Τα έπλεναν και τα άφηναν να στεγνώσουν,
όταν ξαφνικά άκουσαν ανθρώπινα ποδοβολητά… Ένας κοντούλης στρουμπουλός

126
Τούρκος καμιά σαρανταριά χρονών, έτρεχε πανικοβλημένος και μόλις είδε τα
βαρέλια, έτρεξε και χώθηκε μέσα σ ένα από αυτά. Σε λίγο εμφανίστηκε να τρέχει μια
ομάδα από εξαγριωμένους γενίτσαρους. Πλησίασαν και ρώτησαν τον Κωνσταντίνο
αν είχε δει τον Τούρκο, αυτός αρνήθηκε και, αφού έριξαν μια γρήγορη ματιά σε ένα-
δυο βαρέλια, άρχισαν πάλι να τρέχουν προς τα πάνω. Όταν έφυγαν, ο Κωνσταντίνος
πλησίασε το βαρέλι που είχε κρυφτεί ο κυνηγημένος και κοίταξε μέσα. Ο Τούρκος
ήταν χλωμός, έτρεμε σαν το ψάρι και μύριζε κοτόπουλο ψητό…
«Γιάντα σε κυνηγούν;»
«Λένε πως τους έκλεψα το κοτόπουλο που θα τρωγαν, μα λένε ψέματα εφέντη!»
«Κι αυτό, μέσα στα ρούχα σου, που φουσκώνει και μυρίζει ετσά είντα ναι;» είπε ο
Κωνσταντίνος και παραμέρισε το ρούχο στο στήθος του Τούρκου κάνοντας να
φανούν τα πόδια της ψητής κότας… Ο Τούρκος τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια
και του είπε: «Μοναχιά της μπήκε εκιά, εφέντη μου». Ο Κωνσταντίνος γέλασε και
τον άφησε για να πάει να συνεχίσει τη δουλειά του. Η ώρα πέρναγε, οι γενίτσαροι
είχαν φύγει πια, μα ο Τούρκος δεν έλεγε να βγει απ το βαρέλι. Κοιτάει μέσα ο
Κωνσταντίνος και είδε τα κόκκαλα της φαγωμένης κότας και τον Τούρκο να κοιμάται
του καλού καιρού.
«Άντε ξύπνα!» του φώναξε, αλλά ο Τούρκος συνέχιζε να κοιμάται. «Ξύπνα γιατί
θα γεμίσω το βαρέλι κρασί να σε πνίξω!» και ακούει μέσα από το βαρέλι: «Αν είναι
να με πνίξεις με κοκκινέλι, εφέντη, δε με νοιάζει!»
«Βγες έξω ίδια δα, διάλε τα΄ απολυμάρες σου, που μου το θες και κοκκινέλι!» Ο
Τούρκος τόκανε απόφαση και βγήκε, τεντώθηκε και ευχαρίστησε τον Κωνσταντίνο
για το καταφύγιο που του ΄δωσε. Ο Κωνσταντίνος κοίταξε το βαρέλι με τα κόκκαλα
της κότας μέσα. «Θώριε(45) είντα μούκανες, μου λέρωσες πλυμένο βαρέλι».
«Μη σε νοιάζει, εφέντη, θα στο καθαρίσω αμέσως εγώ». Άρχισε σβέλτα να
καθαρίζει το βαρέλι και σε λίγη ώρα ήταν έτοιμο. Ο Κωνσταντίνος το θαύμασε και
τον ρώτησε τί δουλειά κάνει.
«Εγώ, εφέντη, είμαι καλός τεχνίτης στα ξυλουργικά και έβγαζα πολύ παρά, μα
τελευταία είπα να… ξεκουραστώ μια ολιά και έφαγα τους παράδες μου στα φαγητά
και στα πιοτά, φτώχυνα, και οι δύο γυναίκες μου με διώξαν απ το σπίτι. «Άμα
ξανακάνεις παράδες και μπορείς να ταγίζεις εμάς και τα κοπέλια μόνο τότε να
γυρίσεις», μου είπαν κι από τότε γυρνώ ξεσπιτωμέμος και λιγούρης».

45 Κοίτα

127
Ο Κωνσταντίνος γέλασε και ρώτησε τ΄ όνομα του.
«Αλή, με φωνάζουν!»
«Καλά, μείνε εδώ να βοηθάς και θα σε πληρώνω, πήγαινε τώρα με τους άλλους
εργάτες να κοιμηθείς στο υποστατικό και βλέπουμε».

128
18

Έμεινε ο Αλής κοντά του και ο Κωνσταντίνος τον συμπάθησε γιατί ήταν
καλόγνωμος και αφοσιωμένος. Ύστερα, βρήκε μια πετροκαλύβα κοντά στο σπίτι του
Κωνσταντίνου και έστησε ένα μικρό νοικοκυριό με μερικά πράγματα που του είχε
χαρίσει η Βασιλική, μαζί και ένα μικρό χαλί για τις προσευχές του στον Αλλάχ.
Βοηθούσε όλη τη μέρα στις δουλειές μαζί με τους άλλους εργάτες και, μετά τη δύση
του ήλιου, σταματούσε και πήγαινε στον τούρκικο καφενέ.
Περνούσαν οι μέρες και ένα βράδυ άκουσαν να χτυπά κάποιος την πόρτα τους. Ο
Κωνσταντίνος σηκώθηκε να δει ποιος είναι, αλλά η γυναίκα του άπλωσε το χέρι της
και τον κράτησε.
«Δες πρώτα απ το παράθυρο και μετά ανοίγεις, μην είναι κανείς γιανίτσαρος!»
«Αν ήτανε γιανίτσαρος, θάχε σπάσει την πόρτα, Βασιλική, δεν θα τη χτυπούσε
ετσά απαλά», της απάντησε και πήγε προς την πόρτα, η Βασιλική σηκώθηκε και πήγε
μαζί του. Άνοιξαν και είδαν τον Αλή.
«Είντα θες, βρε κουζουλέ, τέτοια ώρα;» τον μάλωσε ο Κωνσταντίνος. Η Βασιλική
γύρισε στην κρεβατοκάμαρα και ο Αλής μπήκε μέσα.
«Εφέντη, άκουσα κάτι στον καφενέ και επειδή ξέρω πως σαν τίμιος άνθρωπος
τάχεις με όλους καλά, θέλω να σου το πω. Άκουσα πως απόψε θα πάνε γιανίτσαροι
στου Πεκέρ Μπέη το σπίτι, να του πετάξουνε φωτιά, να τον κάψουν μαζί με την
οικογένεια του, γιατί έχουν μεγάλες διαφορές μαζί του».
«Είσαι σίγουρος, Αλή, πως άκουσες τέτοιο πράμα;»
«Ναι εφέντη, καθόμουν πίσω από την μεγάλη βελανιδιά στον τούρκικο καφενέ και
δε με βλέπαν, μα εγώ τους άκουγα».
«Καλά Αλή πήγαινε σπίτι σου και μη πεις κουβέντα σε κανένα». Ο Κωνσταντίνος
απόμεινε συλλογισμένος, σε λίγο φώναξε το Γιάννη, τον έμπιστο εργάτη του, και του
ζήτησε να πάει στο σπίτι του Πεκέρ και να ζητήσει να μιλήσει στον ίδιο από μέρους
του. Μόλις τον δει, να του πει να πάρει κρυφά την οικογένεια και τους υπηρέτες του
και να πάνε στο Μεγάλο Κάστρο. Και έτσι έγινε. Λίγες ώρες μετά τα μεσάνυχτα, το
αρχοντικό του Μπέη τυλιγόταν στις φλόγες, μόνο που δεν ήταν κανείς μέσα.
Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι χωριανοί πάλεψαν και έσβησαν τη φωτιά. Το
αρχοντικό είχε πάθει μεγάλες ζημιές αλλά δεν υπήρχαν ανθρώπινα θύματα και οι
γενίτσαροι όταν το έμαθαν, σπάγαν τα κεφάλια τους αφού δεν μπορούσαν να

129
καταλάβουν, πώς ειδοποιήθηκε ο Πεκέρ Μπέης και πρόλαβε να φύγει με την
οικογένεια του.
Άμα ησύχασαν τα πράγματα, ο Πεκέρ Μπέης άρχισε να επισκευάζει τις ζημιές στο
αρχοντικό, για να ξαναγυρίσει με την οικογένειά του και μαζί του θα είχε, μόνιμα πια,
ένα μικρό στρατό από πάνοπλους Τούρκους σωματοφύλακες.
Ένα βράδυ ο Πεκέρ σταμάτησε τον Κωνσταντίνο στην πόρτα του σπιτιού του, του
έδωσε το χέρι και τον ευχαρίστησε για τη σωτηρία τη δική του και της οικογένειάς
του. «Εφέντη Κωνσταντίνε, έλα να γίνουμε αδελφοποιτοί», του είπε στο τέλος ο
Πεκέρ.
«Θα ήταν μεγάλη τιμή για μένα, Μπέη μου, μα χωρίς να θέλω να σε προσβάλλω,
δεν μπορώ να δεχτώ όσο πατάτε τα ιερά χώματα της Κρήτης μας σαν κατακτητές. Μα
λογάριαζε με σαν καλό σου φίλο».
«Για μένα θα είσαι πάντα αδελφός», απάντησε ο Πεκέρ, «και όσα χρόνια κι αν
περάσουν, ακόμα κι αν δε ζω, η γενιά μου θα ξεπληρώσει στη δική σου το καλό που
μας έκανες».

130
19

Τέλειωνε ο χειμώνας και άρχιζε η Άνοιξη του 1769, οι θάλασσες της Κρήτης
άρχισαν να γαληνεύουν και τα ιστιοφόρα, αραγμένα στα λιμάνια, αναδεύονταν απαλά
στο κύμα. Οι Μαδάρες με την ψηλότερη κόρη τους, τις Πάχνες, στέκονταν αγέρωχες
και κάτασπρες απ το χιόνι του χειμώνα ακόμα επάνω τους. Στο ακούμπισμα τους με
τα σύννεφα, είχε γύρει απαλά ο Θεός να ξεκουραστεί, κοιτώντας συλλογισμένος τη
βασανισμένη Κρήτη, ώσπου αποφάσισε να ρίξει το βλέμμα του στα Σφακιά.
Ο Μιχάλης είχε τελειώσει πια το σπίτι που έχτιζε για να μπει η κυρά του και το
φανταζόταν από τα τώρα, γεμάτο παιδιά που θα τα αγαπούσε και δεν θα τα
απαρνιόταν ποτέ. Η ευτυχία των παιδιών του θα γιάτρευε την ψυχή του από το
τραύμα της δικής του εγκατάλειψης. Ο πόνος όμως για την πατρική του καταγωγή,
δεν σταμάτησε στιγμή να τριβελίζει την καρδιά του. Ήθελε να είχε μιλήσει της
Θεονύμφης αντί να της λέει μαντινάδες στο παραθύρι της, να της έχει πει την
αλήθεια, μα δεν τόχε κάνει από φόβο μήπως τη χάσει. Πώς θα ένιωθε εκείνη σαν
μάθαινε πως θα δέσει τη ζωή της με κάποιον, που στο κορμί του κυλούσε το βρώμικο
αίμα των πιο μισητών εχθρών τους.…
Ένα βράδυ, καθόταν κοντά στο εικονοστάσι του σπιτιού του και κοιτούσε το
εικόνισμα της Παναγιάς, που του είχε δωρίσει η γιαγιά του η Παπαδιά. Δώσε μου ένα
σημάδι Παναγιά μου», παρακαλούσε, διώξε τις αμφιβολίες από μέσα μου… Έσκυψε
το κεφάλι και έμεινε έτσι, παραδομένος σε μαύρες σκέψεις, όταν χτύπησε δυνατά η
πόρτα του.
«Ποιος;» φώναξε.
«Άνοιξε Μιχάλη, ο Σήφης είμαι!» Ο Μιχάλης άνοιξε την πόρτα και είδε μπροστά του
το Σήφη, που είχε γίνει ένα όμορφο παλικάρι, να τον κοιτά με μάτια που γυάλιζαν.
«Είντα παθες, αδελφέ;» ρώτησε ο Μιχάλης. Ο Σήφης τον άρπαξε από το μπράτσο
και προχώρησαν μέσα στο σπίτι.
«Άκουγε, Μιχάλη, και μη μιλάς! Ο Δάσκαλος κάνει ετοιμασίες για να κηρύξει την
επανάσταση κατά των Τούρκων!» Ο Μιχάλης έμεινε ακίνητος κοιτώντας στα μάτια
το Σήφη και μετά έπεσε με φόρα στην αγκαλιά του κι άρχισαν αγκαλιασμένοι να
χοροπηδάνε χαρούμενοι γύρω-γύρω με τα μάτια τους γεμάτα δάκρυα.
«Άντε σήκω να πάμε στο σπίτι του, είναι κι άλλοι εκιά μαζεμένοι». Ξεκίνησαν, μα
ο Μιχάλης σταμάτησε. «Περίμενε, αδελφέ, κάτι ξέχασα στο σπίτι, προχώρα κι

131
έρχομαι». Ο Μιχάλης μπήκε ξανά στο σπίτι, έσκυψε στο εικόνισμα της Παναγίας το
φίλησε και σταυροκοπήθηκε ψιθυρίζοντας, «Σ ευχαριστώ!» και μετά έβαλε φτερά
στα πόδια του να προλάβει το Σήφη.
Έφτασε ο Αύγουστος του 1769 και η μέρα του γάμου του Μιχάλη και της
Θεονύμφης πλησίαζε. Ο πατέρας της νύφης, ο Αλέξανδρος Καντιανός, είχε
παραγγείλει στον καλύτερο ράφτη των Χανίων τα ρούχα του γαμπρού και ο Στάθης
με την Δανάη, το πιο ακριβό νυφικό για τη Θεονύμφη. Της είχαν αγοράσει μαζί ένα
δαχτυλίδι με πολύτιμη πέτρα, είκοσι λίρες και ένα χρυσό σταυρό.
Ο κουμπάρος, που είχε αποφασιστεί να είναι ο Σήφης, είχε αγοράσει τα στέφανα
και ένα καλό δώρο για τους μελλόνυμφους. Οι καλεστάδες δεν χρειάστηκαν, γιατί
όλοι γνώριζαν για το γάμο και όλοι ήταν καλεσμένοι, ακόμα και από τα γύρω χωριά.
Ετοιμάστηκαν τα μαγεριά και στην χώρα, όλοι ετοίμαζαν δωμάτια στα σπίτια τους
για να φιλοξενήσουν τους καλεσμένους από τα μακρινά χωριά. Στο μεταξύ άρχισαν
να φτάνουν καλάθια με κρασιά, ζυμωμένα ψωμιά, τυριά και δώρα, ενώ, συγγενείς και
στενοί φίλοι, άρχισαν να στέλνουν σφαχτά για το τραπέζι, ώσπου έφτασε η μέρα του
γάμου.
Βρόντηξαν τα Σφακιά απ΄ άκρη σ΄ άκρη από τις μπαλωθιές στο ξεπροβόδισμα του
γαμπρού και της νύφης, στο δρόμο για την καινούργια τους ζωή. Ο Μιχάλης ζήτησε
την ευχή του πατέρα του, της μάνας, της γιαγιάς του και μετά των πεθερικών του. Το
ίδιο έκανε και η Θεονύμφη από τους δικούς της γονείς και τα πεθερικά της και
ύστερα με τα αδέλφια της δεξιά και αριστερά της και τους γονείς πίσω, προχώρησαν
για την εκκλησία με ένα πλήθος συνοδεία και οργανοπαίχτες, που έπαιζαν χωρίς
σταματημό, σκοπούς της χαράς. Αργότερα, στο γλέντι επάνω, ο Μιχάλης Ανταριανός
σήκωσε το ποτήρι με το κρασί και φώναξε: «Στη λευτεριά τση Κρήτης μας!» κι όλοι
μαζί ύψωσαν τα ποτήρια και ήπιαν το κρασί τους μονορούφι..
Τέλειωσε η γιορτή του γάμου και αφού τηρήθηκαν όλα τα έθιμα, το νιόπαντρο
ζευγάρι έμεινε επιτέλους μόνο στο σπίτι τους. Η Θεονύμφη πέρασε από κάμαρα σε
κάμαρα και θαύμασε το ωραίο σπίτι που της είχε ετοιμάσει ο Μιχάλης, για να φτιάξει
την οικογένεια και το νοικοκυριό της. Βγαίνοντας από τη μεγάλη κάμαρα που θα
υποδεχόταν τους μουσαφίρηδες της, έπεσε πάνω στο Μιχάλη που την περίμενε απ
έξω, αυτός τότε την αγκάλιασε και τη φίλησε τρυφερά στα χείλη. Η Θεονύμφη
κατακόκκινη, τον έσπρωξε απαλά και έτρεξε να κλειστεί στην κρεβατοκάμαρα.

132
Ο Μιχάλης ήξερε πως η πόρτα της κρεβατοκάμαρας δεν ήταν κλειδωμένη αλλά
δεν άνοιξε να μπει. Ακούμπησε απαλά στην κλειστή πόρτα και άρχισε να της λέει τις
πιο όμορφες μαντινάδες αγάπης: «Μόνο νερό τση λησμονιάς, σαν πιω, θα σου
ξεχάσω, μα κι αν το βρω, ως κι αν διψώ, δεν θα το δοκιμάσω!»
Η Θεονύμφη, με τη γυναικεία της διαίσθηση, γρήγορα κατάλαβε πως ο Μιχάλης
δεν ήταν από αυτούς τους ανθρώπους που θα άνοιγε την πόρτα και, με το δικαίωμα
του συζύγου, θα της επέβαλλε τον ανδρισμό του, και με τη σκέψη αυτή, σηκώθηκε
αμέσως, άνοιξε την πόρτα και ενώ ο Μιχάλης ξεκινούσε την πέμπτη μαντινάδα,
έπεσε στην αγκαλιά του και μέχρι το πρωί είχε γίνει γυναίκα του.

133
20

Ήταν 25η Μαρτίου του 1770 στην Ανώπολη όταν, μετά τη Θεία Λειτουργία στην
αυλή της Παναγίας της Θυμιανής, ένας επιβλητικός άντρας με ευγενικά
χαρακτηριστικά, ύψωσε τη σημαία της επανάστασης κατά των Τούρκων. Ήταν ο
Σφακιανός Ιωάννης Βλάχος, που λόγω της σπουδαίας μόρφωσής του, τον
αποκαλούσαν Δασκαλογιάννη. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια, είχε τέσσερα
τρικάταρτα καράβια και ήταν πολυταξιδεμένος.
Από το 1649 γινόντουσαν εκκλήσεις προς τη Ρωσία για την σκλαβωμένη Ελλάδα,
ώσπου η Αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄ έδωσε την έγκρισή της σε ένα σχέδιο
ναυτικής επέμβασης των αδελφών Ορλώφ, και τον Ιούλιο του 1770, σε μια ναυμαχία
μεταξύ Χίου και Μικρασιατικών παραλίων, τα Ρώσικα πολεμικά προκάλεσαν
σοβαρές καταστροφές στο ναυτικό στόλο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Ο μεγάλος πόθος του Δασκαλογιάννη να δει ελεύθερη την Κρήτη, τον έκανε να
πιστέψει τις υποσχέσεις του Αλεξίου Ορλώφ για στρατιωτική βοήθεια των Ρώσων,
μόλις οι Σφακιανοί ξεσηκωνόντουσαν εναντίων των Τούρκων. Και ο φλογερός
αγωνιστής έβαλε αμέσως σε εφαρμογή τα σχέδια του, για απελευθέρωση των Χανίων
και μετά της υπόλοιπης Κρήτης.
Εκείνη τη μέρα της 25ης Μαρτίου, έβγαλε ένα θριαμβευτικό λόγο στην αυλή της
εκκλησίας και τα χιλιάδες όπλα των επαναστατών, βρόντηξαν χαιρετώντας τον αγώνα
για τη λευτεριά. Ο Δασκαλογιάννης, πριν κηρύξει την επανάσταση, είχε φροντίσει
για την προμήθεια πολεμικών εφοδίων και την οχύρωση σημαντικών σημείων γύρω
από τα Σφακιά, για τις μάχες που θα γινόντουσαν. Είχαν γίνει οι συνεννοήσεις και τα
πολεμικά σχέδια με τους οπλαρχηγούς που είχαν εκλεγεί κατά τη σύναξη του Ομπρός
Γιαλού, ενώ αρχηγός όλων είχε εκλεγεί ο ίδιος ο Δασκαλογιάννης. Η επανάσταση θα
περιοριζόταν στα Σφακιά αρχικά και κατόπιν, εφόσον όλα πήγαιναν σύμφωνα με το
προετοιμασμένο σχέδιο τους, θα απλωνόταν σε όλα τα Χανιά με την απελευθέρωση
τους και τελικά σε όλη την Κρήτη.
Τα παλικάρια που θα πολεμούσαν δεν ξεπέρναγαν τις δύο χιλιάδες, αλλά ήταν
καλά εξοπλισμένα και αποφασισμένα να δώσουν και την τελευταία σταγόνα από το
αίμα τους για τη λευτεριά. Πίστευαν κιόλας πως, με το ξεκίνημα του αγώνα θα
μετέδιδαν τον ενθουσιασμό τους και σε άλλους υπόδουλους, που θα ενώνονταν μαζί
τους και πως, όσο πήγαινε, θα γινόντουσαν όλο και περισσότεροι.

134
21

Η Θεονύμφη κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της το Μιχάλη που κοιμόταν ήσυχος,
τον άλλο μήνα θα ερχόταν στον κόσμο το πρώτο τους παιδί. Όταν του το πρωτόπε
πως θα γίνει πατέρας, τα μάτια του γέμισαν δάκρυα και την αγκάλιασε με στοργή,
την ρώτησε αν τον αγαπά και όταν αυτή του απάντησε, πως τον αγαπά περισσότερο
κι από τη ζωή της, εκείνος έσκυψε το κεφάλι και της αποκάλυψε λυπημένος την
αληθινή του καταγωγή. Όταν τέλειωσε, την κοίταξε με αγωνία. Στην αρχή η
Θεονύμφη δεν μίλησε ενώ τα μάτια της τον κοίταζαν αυστηρά και η καρδιά του
Μιχάλη πήγε να σπάσει, μα αμέσως η γυναίκα άπλωσε τα χέρια και τον τράβηξε
κοντά της.
«Πόσο με θυμώνει που δεν μου έδειξες εμπιστοσύνη από τον πρώτο καιρό που
λογοστεθήκαμε! Γιάντα δε μου το είχες πει, μόνο άφησες τον εαυτό σου να
τυραννιέται; Τι νόμιζες πως θα αρνιόμουν να σε παντρευτώ; Ακόμα κι αν δεν σ
αγαπούσα και το μάθαινα, πάλι θα σε ήθελα, γιατί σε σένα θωρώ αυτό που
πραγματικά είσαι, ένα αντρειωμένο παλικάρι, που η ψυχή του και η σκέψη του είναι
γεμάτη αγάπη για τον Χριστό και την Κρήτη μας».
Όταν κηρύχθηκε η επανάσταση, η Θεονύμφη γέμισε χαρά, έβλεπε κιόλας την
Κρήτη ξεσκλαβωμένη. Είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στον Δασκαλογιάννη, τον
σπουδαίο άνθρωπο με το καθαρό βλέμμα, που ενώ θα μπορούσε με τόσα πλούτη και
γνωριμίες σε τόσα μέρη, από την Ιταλία μέχρι τη Ρωσία, να αδιαφορήσει για την τύχη
του νησιού και των σκλάβων του, δεν το έκανε. Αντίθετα, τα θυσίαζε όλα για την
ελευθερία τους. Ύστερα η σκέψη της πήγε στον Μιχάλη. Θα της έφευγε, για να πάει
να πολεμήσει με τους άλλους επαναστάτες. Ήταν όλοι τους γεμάτοι ενθουσιασμό, σα
να ετοιμαζόντουσαν να πάνε σε γιορτή, και δεν τους αδικούσε…
Γιορτή ήταν ο αγώνας για την λευτεριά κι ας ήταν τόσο βαρύ το τίμημα.
Η Θεονύμφη, αμέσως μόλις έμαθε για την επανάσταση, έστειλε ένα αδελφό της
στα Χανιά, να βρει τον καλύτερο οπλουργό και να φτιάξει ένα σπαθί χρυσοπλούμιστο
για τον Μιχάλη από το καλύτερο ατσάλι. Επάνω του ήθελε να είναι χαραγμένο:
«Μιχαήλ Ανταριανός - Κρής Χριστιανός – Ελευθερία Κρήτης - Σφακιά εν έτη 1770».
Στις 4 Απριλίου ξεκίνησαν οι πρώτες επαναστατικές κινήσεις. Οι δύο χιλιάδες
Σφακιανοί αγωνιστές είχαν συγκεντρωθεί στο οροπέδιο της Κράπης και από κει
έκαναν επιθέσεις στις κοντινές επαρχίες, διώχνοντας τους Τούρκους από τα χωριά και

135
εξαναγκάζοντας τους να ζητήσουν, φοβισμένοι, άσυλο στα Χανιά. Ο ενθουσιασμός
ήταν μεγάλος και οι νίκες διαδέχονταν η μία την άλλη, όμως, παρά τις εκκλήσεις των
επαναστατών, οι φοβισμένοι χριστιανοί δεν το έκαναν απόφαση να ενωθούν μαζί
τους και να συνδράμουν τον αγώνα.
Και ενώ η επανάσταση προχωρούσε με νικηφόρες μάχες, και όλα έδειχναν πως θα
επικρατούσε, μέσα σε ένα μήνα όλα άλλαξαν. Το Μάιο του 1770 άρχισαν να
συγκροτούνται τουρκικά στρατεύματα για να χτυπήσουν τους επαναστάτες, ενώ
μαθεύτηκε πως οι Ρώσοι είχαν κάνει ειρήνη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και δεν
θα έφταναν ποτέ τα πλοία τους στην Κρήτη για να τους βοηθήσουν. Μπροστά στον
κίνδυνο που προδιαγραφόταν, οι επαναστάτες μάζεψαν τα γυναικόπαιδα από τα
Σφακιά και τα μισά τα έστειλαν στη Νότια Πελοπόννησο και τα Κύθηρα, ενώ τα
άλλα μισά τα κατέβασαν στα φαράγγια.
Την πικρή ώρα του χωρισμού ο Μιχάλης πλησίασε τη δακρυσμένη Θεονύμφη που
κρατούσε στην αγκαλιά την νεογέννητη κόρη τους. Ήταν έτοιμη να μπει με τ άλλα
γυναικόπαιδα στο ιστιοφόρο που κουμαντάριζε ο Στάθης.
«Μιχάλη, έμπα στο καράβι, έλα μαζί μας, ξέρεις από ναυτική και κιανείς δεν θα σε
κατηγορήσει πως λες ψέματα. Όλοι θα πουν πως τόκανες για να βοηθήσεις τσι
ναυτικούς να πάνε με ασφάλεια τα γυναικόπαιδα στον προορισμό τους», είπε η
Θεονύμφη ανέλπιδα.
«Θεονύμφη, μη μου ζητάς να κάνω κάτι που θα με κάνει να ντρέπομαι για όλη μου
τη ζωή. Όσο κι αν αγαπώ εσένα και το κοπέλι μας, κιοτής δεν γίνομαι. Άνε θέλει ο
Θεός και ζήσω, θα ξανανταμώσουμε, αλλιώς να με θυμάσαι και να ξέρεις πως πέθανα
χαρούμενος που έδωσα τη ζωή μου για την πατρίδα. Μα εδά πρέπει να φύγω». Ο
Μιχάλης, πριν φύγει, έσκυψε κοίταξε με τρυφερότητα το μωρό και το φίλησε στο
μέτωπο, ύστερα κράτησε για λίγο το χέρι της Θεονύμφης κοιτάζοντάς τη στα μάτια
και έφυγε.
Οι γυναίκες κοιτούσαν τη στεριά καθώς απομακρυνόντουσαν τα καράβια μέσα
στη θάλασσα και τα μάτια τους ήταν θολά από τα δάκρυα. Φεύγαν και δεν ήξεραν αν
θα ξαναδούν ζωντανούς τους άντρες που άφηναν πίσω, τους αδελφούς, τους γιους…
Δεν ήξεραν, αν όταν επέστρεφαν, θα εύρισκαν τα σπίτια και τα ζωντανά τους όπως τ
άφηναν ή θα ήταν καμένα και τα ζωντανά τους αφανισμένα…
Τετρακόσια γυναικόπαιδα φυγαδεύτηκαν από το λιμάνι του Λουτρού για την πάνω
Ελλάδα αλλά έμειναν και πολλά πίσω.

136
22

Δεκαοκτώ χιλιάδες Τούρκοι στρατιώτες είχαν φτάσει και σε λίγο θα έφταναν


ενισχύσεις και από το Μεγάλο Κάστρο, για να πολεμήσουν δύο χιλιάδες Σφακιανούς.
Ακόμη και κανόνια είχαν φέρει αλλά, και πάλι είχαν μεγάλες απώλειες. Από την
Κράπη μέχρι το Ασκύφου, οι σκοτωμένοι Τούρκοι ήταν οκτακόσιοι ενώ από τους
Σφακιανούς, εβδομήντα πέντε. Οι μεγάλες απώλειες Τούρκων στρατιωτών έκαναν τις
οικογένειες των Οθωμανών να ανησυχούν και να πιέζουν τον Πασά να σταματήσει
την αιματοχυσία. Κάτω από την πίεση αυτή, ο Πασάς αναγκάστηκε να στείλει
αντιπροσώπους για να γίνει συμβιβασμός με τους επαναστάτες, καλώντας τους να
παραδοθούν και θα είχαν ευνοϊκή μεταχείριση, αλλά αυτοί δεν δέχτηκαν, ο αγώνας
θα συνεχιζόταν.
Οι μάχες μαίνονταν αμείωτες. Παρά τη συντριπτική σε αριθμό υπεροχή των
Τούρκων, οι Σφακιανοί μαχόντουσαν ηρωικά και τις πιο πολλές φορές τους
κατατρόπωναν. Οι Τούρκοι για εκδίκηση έμπαιναν σε χριστιανικά χωριά με αμάχους
και τα αφάνιζαν. Σκότωναν όσα γυναικόπαιδα και ανήμπορους δεν προλάβαιναν να
φύγουν, ενώ ρήμαζαν και έκαιγαν τα σπίτια τους. Κατέστρεφαν καλλιέργειες,
ξεπάτωναν αμπέλια, έκοβαν από τη ρίζα καρποφόρα δέντρα. Οι Σφακιανοί, σε
αντίποινα, πήγαιναν σε τουρκοχώρια, τα λεηλατούσαν και έκαιγαν τα σπίτια.
Η πίεση των Τούρκων αυξανόταν καθώς μαζευόντουσαν στην περιοχή συνεχώς νέα
στρατεύματα, ακόμα και απ το Μεγάλο Κάστρο και οι επαναστάτες άρχισαν να
υποχωρούν στον Ομαλό.
Κατά την υποχώρηση, ο Μιχάλης είχε μείνει πίσω μαζί με άλλους συμπολεμιστές
του, για να καλύψουν αυτούς που φεύγαν για τα υψώματα του Ομαλού και μετά
άρχισαν κι αυτοί να υποχωρούν. Προχώρησαν κάμποσο και κάθε τόσο, ο Μιχάλης
σταματούσε για να πυροβολήσει κατά τη μεριά των Τούρκων, ώσπου σε κάποια
στιγμή έμεινε μόνος. Όταν ξεκίνησε για να φύγει, άκουσε ένα θόρυβο πίσω του και
γύρισε. Είδε ένα βαθμοφόρο των γενίτσαρων και τον γνώρισε αμέσως, ήταν ο
επισκέπτης του Ιμπραήμ Αγά, ο Ταγίπ Τσαούς, που τον είχε απειλήσει στο Μεγάλο
Κάστρο.
«Στο είχα πει πως εμείς οι δυο, με το θέλημα του Αλλάχ, θα ξαναβρεθούμε», είπε
ο γενίτσαρος με άγρια φωνή.

137
«Επαέ είμαι, είντα περιμένεις;» απάντησε ο Μιχάλης και τράβηξε το σπαθί του.
Άρχισαν να πολεμάνε με λύσσα και τα σπαθιά τους πέταγαν σπίθες σε κάθε χτύπημα.
Αν δεν είχε μαζί του ο Μιχάλης το σπαθί από ατσάλι που του είχε παραγγείλει η
Θεονύμφη, ο γενίτσαρος θα τον είχε κάνει κομμάτια από ώρα.
Σε κάποια στιγμή ο γενίτσαρος αποκαμωμένος σταμάτησε να πολεμά και έφυγε
πιο πίσω. «Καταραμένε!» ούρλιαξε λαχανιασμένος. «Είσαι γιος του Ιμπραήμ Αγά και
τώρα πολεμάς με τόση λύσσα έναν άνθρωπο τους φυλής σου, θα σε κάψει ο Αλλάχ!»
«Είμαι Κρητικός και είμαι με το δίκιο! Ο Αλλάχ σου, καίει ανθρώπους αλλά ο δικός
μου ο Θεός προστατεύει! Πολέμα τώρα!» είπε ο Μιχάλης και όρμησε κατά πάνω του.
Άρχισαν πάλι να χτυπιούνται με μανία και σε κάποια στιγμή ο Μιχάλης, με δύο
σπαθιές, έκοψε το λαιμό και το χέρι του γενίτσαρου..
Ο γενίτσαρος είχε πέσει κάτω και σπαρτάραγε όσο ξεψυχούσε αλλά αυτό που
έκανε τον Μιχάλη να σταθεί με φρίκη, ήταν το κομμένο χέρι που χτυπιόταν στο
χώμα, κουνώντας με μανία το σπαθί. Όταν σταμάτησε, ο Μιχάλης προσπάθησε να
αποσπάσει το σπαθί από το χέρι αλλά τα νεκρά δάχτυλα το κρατούσαν σφιχτά. Στο
τέλος το πήρε μαζί με το σπαθί κι άρχισε να ανηφορίζει για να συναντήσει τους
συντρόφους του. Όταν έφτασε στο μέρος που είχαν καταλύσει οι αγωνιστές, αυτοί
αμέσως τον περικύκλωσαν κοιτώντας με γουρλωμένα μάτια το περίεργο τρόπαιο του.
«Είντα ναι τούτο, βρε Μιχάλη; Μαζί με το μεζέ μας το ΄φερες;», είπε ο καπετάνιος
του γελώντας. Ο Μιχάλης γέλασε κι αυτός και το άφησε κάτω λέγοντας: «Όποιος έχει
υπομονή, ας βγάλει το χέρι και χελάλι του το σπαθί». Ξέσφιξαν τα δάχτυλα ένα-ένα
και πέταξαν το χέρι στο γκρεμό για τα όρνια. Το σπαθί ήταν όμορφα πλουμισμένο,
από καλής ποιότητας ατσάλι και έδειχνε πως το είχε βαθμοφόρος. Στο τέλος, όλοι
είπαν πως τέτοιο σπαθί αξίζει να το έχει ο καπετάνιος τους, και του το παραδώσανε.

138
23

Οι μάχες συνεχιζόντουσαν όλο το καλοκαίρι και το φθινόπωρο, με τους ηρωικούς


Σφακιανούς να πολεμούν από τα βουνά, αλλά όλο και λιγόστευε ο αριθμός τους από
τις απώλειες στις μάχες. Μετά από μία συμπλοκή κοντά στον Ομαλό, ο Μιχάλης
κοιτάζοντας γύρω, δεν είδε τον Σήφη και η καρδιά του χτύπησε δυνατά. Πάντα
μάχονταν δίπλα-δίπλα και αστειευόντουσαν ακόμα και στις πιο δύσκολες ώρες, σαν
να ήταν σε γιορτή.
«Ιδέ αδελφέ ένα θρεφτάρι Τούρκος που φτάνει! Ετούτος θέλει διπλό μπαρούτι
ετσά σα χοίρος πουναι!» φώναζε ο Σήφης.
«Θα τον ξαπλώσω εγώ! Εσύ πήγαινε να ετοιμάσεις τη θράκα και τσι βέργες!»
απαντούσε ο Μιχάλης και σκάγαν στα γέλια.
Άρχισε ο Μιχάλης με τους άλλους συντρόφους να ψάχνουν ανάμεσα στους
σκοτωμένους να βρουν τους συμπολεμιστές τους, και μόλις τους βρήκαν τους πήραν
παράμερα για να τους θάψουν. Ο Σήφης παρέμενε άφαντος, ώσπου άκουσαν ένα
βογγητό κάτω από το νεκρό σώμα ενός θηριώδη Κιρκάσιου. Μετακίνησαν τον
σκοτωμένο με δυσκολία και από κάτω ήταν ο Σήφης, τραυματισμένος άσχημα. Όταν
πυροβόλησε στο στήθος τον Κιρκάσιο αυτός έπεσε πάνω του νεκρός με όλο το βάρος
του, σπάζοντας του το ένα χέρι και μερικά πλευρά. Ο Μιχάλης φορτώθηκε το
τραυματισμένο παλικάρι και με τους συμπολεμιστές του έφυγαν για να βρουν τρόπο
να το φυγαδεύσουν από την περιοχή των μαχών.
Οι Τούρκοι συνέχιζαν να καταστρέφουν χωριά και να δολοφονούν τους κατοίκους
τους, ενώ είχαν συλλάβει αρκετά γυναικόπαιδα, ανάμεσα τους και την οικογένεια του
Δασκαλογιάννη, που είχε αρχίσει πια να σκέφτεται να παραδοθεί στους Τούρκους,
κάτι που δεν δεχόντουσαν οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί.
Η τελευταία μάχη έγινε στο φαράγγι της Αράδαινας.
Τον Μάρτιο του 1771, ο Δασκαλογιάννης είδε πια πως η επανάσταση είχε χαθεί
οριστικά, τα πολεμοφόδια τελείωναν και οι συνθήκες για τη συνέχιση του αγώνα όσο
πήγαινε και δυσκόλευαν. Μαζί με αυτή τη θλιβερή διαπίστωση, συλλογιόταν και τα
γυναικόπαιδα που είχαν κρύψει στα βουνά και κινδύνευαν να αφανιστούν από τις
κακουχίες, έτσι αποφάσισε να παραδοθεί.. Μαζί του θα παραδίδονταν και οι
οπλαρχηγοί, που έθεσαν όμως τον όρο της γενικής αμνήστευσης στον Πασά και οι
Τούρκοι τον αποδέχτηκαν. Οι υποσχέσεις του Πασά όμως αποδείχτηκαν ψεύτικες.

139
Τον Δασκαλογιάννη, αντί να τον σεβαστεί και να προστατεύσει τη ζωή του, όπως
είχε δεσμευτεί στο έγγραφο του, του έδωσε φριχτό θάνατο. Από τους υπόλοιπους
οπλαρχηγούς, άλλοι δολοφονήθηκαν και άλλοι φυλακίστηκαν. Κάποιοι κατάφεραν
να δραπετεύσουν από τις φυλακές και γύρισαν στα Σφακιά.
Πολλά παλικάρια είχαν απομείνει στα βουνά, μετά την παράδοση των αρχηγών
τους. Ανάμεσα τους ήταν και ο Μιχάλης, χτυπημένος άσχημα στο πόδι από μία
πτώση σε ένα φαράγγι, καθώς πάλευε σώμα με σώμα με ένα Τούρκο. Οι σύντροφοι
του, ακυβέρνητοι, είχαν διασκορπιστεί και αυτός προσπαθούσε μοναχός του, να
φτάσει μέχρι το Λουτρό. Κρυβόταν τη μέρα για να μη τον εντοπίσουν οι περιπολίες
των Τούρκων και προχώραγε το βράδυ. Το όπλο του ήταν πια άχρηστο και πάνω του
είχε μόνο το σπαθί και το μαχαίρι του. Γύρω στα βουνά ακουγόντουσαν διάσπαρτοι
πυροβολισμοί. Ήταν οι περίπολοι των Τούρκων που πυροβολούσαν άσκοπα για
εκφοβισμό των αγωνιστών, που είχαν απομείνει εκεί κρυμμένοι.
Μία μέρα βρέθηκε κοντά του ένας Τούρκος στρατιώτης, που τον είδε
ακουμπισμένο σε ένα δέντρο να λαγοκοιμάται. Ο Τούρκος έβγαλε με αργές κινήσεις
το όπλο απ΄ τον ώμο και το σήκωσε για να τον χτυπήσει. Ο Μιχάλης, σαν να τον
σκούντηξε κάποιος, ξύπνησε και, παρά τον τραυματισμό του, πετάχτηκε βγάζοντας
το σπαθί απ΄ τη θήκη του αλλά ο Τούρκος πρόλαβε και πάτησε τη σκανδάλη.

140
24

Όταν έφτασαν στα Κύθηρα τα εκπατρισμένα γυναικόπαιδα από τα Σφακιά, οι


κάτοικοι, τους υποδέχτηκαν σαν να ήταν δικοί τους άνθρωποι. Αγκάλιασαν τους
κατατρεγμένους και έκλαψαν μαζί τους, ύστερα βάλθηκαν να τους βρουν
καταλύματα για να εγκατασταθούν.
Τα Κύθηρα ήταν ακόμη υπό Βενετική κατοχή και κατά τη διάρκεια του μεγάλου
Κρητικού πολέμου για την κατάληψη του νησιού από τους Τούρκους, πολλοί Κρήτες
πρόσφυγες είχαν εγκατασταθεί μόνιμα εκεί. Οι Σφακιανοί καραβοκύρηδες γνώριζαν
καλά το νησί αφού για πολλά χρόνια υπήρχε εμπορικό αλισβερίσι μεταξύ τους, και
πολλών οι οικογένειες ήταν μόνιμα εγκατεστημένες σ αυτό.
Τα πιο πολλά από τα εκτοπισμένα γυναικόπαιδα εγκαταστάθηκαν σε σπίτια
συμπατριωτών τους μέσα στην πόλη, αλλά η Θεονύμφη αρνήθηκε να πάει στην πόλη
και ζήτησε να μείνει με το παιδί σε κατάλυμα, κοντά στο λιμάνι, για να βλέπει αυτούς
που κατεβαίνουν από τα καΐκια που φτάναν από τη μεριά της Κρήτης. Προσπάθησαν
να τη μεταπείσουν αλλά ήταν αποφασισμένη να φτιάξει μόνη της ένα παράπηγμα για
να μείνει με το μωρό. Στο τέλος, αφού είδαν πως δεν άλλαζε γνώμη, άνοιξαν ένα
παλιό ψαράδικο σπίτι, που ήταν στο λιμάνι κοντά, και βάλθηκαν να το κάνουν
καινούργιο. Όταν τελείωσαν δεν έμεινε σ αυτό μόνο η Θεονύμφη με το παιδί, αλλά
και η υπόλοιπη οικογένεια, η γιαγιά Παπαδιά με τις νύφες και τα εγγόνια της και την
Σοφία την ψυχοκόρη της.
Περνούσαν οι μέρες και οι μήνες, ώσπου έφτασε ο Μάρτης του 1771 και έμαθαν
τα μαύρα νέα. Άρχισε ένας βουβός θρήνος για το φοβερό θάνατο του Δασκαλογιάννη
από τους Τούρκους και όλη τη συμφορά που βρήκε τον τόπο τους, ενώ οι γυναίκες
άρχισαν να το παίρνουν απόφαση πως δεν θα ξαναδούν τους άντρες που είχαν αφήσει
πίσω, μα η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. Κάθε φορά που έφτανε καΐκι από τη
μεριά της Κρήτης, τα γυναικόπαιδα περίμεναν με αγωνία να κατέβουν οι επιβάτες
του. Καμιά φορά ακουγόντουσαν φωνές χαράς ενώ άλλες κλάματα και θρήνοι από τα
κακά νέα γι αυτόν που πρόσμεναν να ΄ρθει. Η Θεονύμφη κοιτούσε από το σπίτι τα
καΐκια που έφταναν, μα δεν πλησίαζε. Στεκόταν σα μαρμαρωμένη στην πόρτα του
σπιτιού και κάθε ελπίδα που πήγαινε να γεννηθεί μέσα της, την κατέπνιγε.
Πέρναγαν οι μέρες και ένα βράδυ αργά, άραξε το ιστιοφόρο του Στάθη. Η
Θεονύμφη, που δεν κοιμόταν με τους άλλους το είδε, μα δεν το πλησίασε. Έμεινε να

141
το κοιτά και διέκρινε με δυσκολία στο λίγο φως από τους φανούς, τους ανθρώπους
που κατέβαιναν, ώσπου είδε δύο ανθρώπους να συγκρατούν ανάμεσα τους ένα
τραυματισμένο, που περπατούσε με δυσκολία. Το μάτι της έμεινε επάνω τους κι
αυτοί όλο και πλησίαζαν προς το σπίτι της, τότε κάτι την έσπρωξε κι άρχισε να
περπατά προς τη μεριά τους, στην αρχή αργά, μετά όμως άρχισε να τρέχει. Πλησίασε
και σταμάτησε μπροστά τους. Ο ένας από τους δύο άντρες στην άκρη, ήταν ο πεθερός
της, ο Στάθης και στη μέση ο τραυματισμένος, ήταν ο Μιχάλης, και μόλις τον
γνώρισε έπεσε στην αγκαλιά του μισολιπόθυμη.
Μετά από λίγο, ο Μιχάλης ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι με πυρετό που του είχαν
προκαλέσει τα τραύματα αλλά και οι κακουχίες που είχε περασμένες. Το πόδι του
ήταν δεμένο με δύο σανίδες δεξιά και αριστερά και το κεφάλι του ήταν τυλιγμένο με
ένα πανί. Όταν η Θεονύμφη, έλυσε τον επίδεσμο από το κεφάλι του Μιχάλη είδε πως
έλειπε το μισό του αυτί.
Ο Τούρκος τον είχε πυροβολήσει, αλλά έτρεμαν τόσο πολύ τα χέρια του, που η
σφαίρα του όπλου του, πέρασε ξυστά από το κεφάλι του Μιχάλη και του πήρε το
μισό αυτί. Μανιασμένος ο Μιχάλης, σήκωσε το σπαθί να τον κόψει, όταν άκουσε μια
ψιλή αγορίστικη φωνή να ουρλιάζει: «Όχι εφέντη μη με σκοτώνεις! Λυπήσου με!». Ο
Μιχάλης με το ζόρι συγκράτησε το χέρι του και όταν καλοκοίταξε τον επίδοξο φονιά
του, είδε ένα αμούστακο τουρκόπουλο δεκαπέντε με δεκαέξι χρονών, που έτρεμε
ολόκληρο. Η στολή του ήταν υπερβολικά φαρδιά, ενώ τα χέρια του ήταν μικρά και
αφράτα σαν να ήταν κοριτσιού.
«Ποιός είσαι; Ποιός σου φόρεσε ετούτηνα τη στολή;» το ρώτησε άγρια ο Μιχάλης.
«Μεχμέτ με λένε, ο πατέρας μου με έβαλε στο στρατό με το ζόρι για να
αντρειωθώ!».
«Σπουδαία αντρειά! Να σκοτώνεις γυναικόπαιδα, να καις σπίτια και να
πυροβολείς κοιμισμένους!»
«Έτσι μου είπαν να κάνω… Μη με σκοτώσεις, εφέντη, και να γίνω δούλος σου
όσο ζω», κλαψούρισε το τουρκόπουλο. Ο Μιχάλης σκέφτηκε λίγο και του είπε: «Δε
θέλω δούλους εγώ, θα σε κρατήσω ζωντανό, αλλά θα με βοηθήσεις να πάμε μέχρι το
Λουτρό και μετά θα σ΄ αφήσω να φύγεις. Πρόσεχε κακομοίρη, μη πας να μου
σκαρώσεις καμιά ατιμία, γιατί θα σε κάνω χίλια κομμάτια! Που είναι οι υπόλοιποι
της περιπολίας σου;» Το τουρκόπουλο που δεν είχε σταματήσει να τρέμει, του
απάντησε: «Δεν κατέω εφέντη, προχωρούσα μαζί τους μα κάτι ακούστηκε και τρέξαν

142
όλοι προς τα κάτω να δουν τί είναι, αλλά εγώ φοβήθηκα και τρύπωσα επαέ, σε ένα
θάμνο».
Αφού αφόπλισε τον Μεχμέτ, τον έβαλε να τον κρατάει, και προχωρώντας μόνο
νύχτα, φτάσανε κάτω στην παραλία του Λουτρού. Κρύφτηκαν σε ένα κοίλωμα των
βράχων μπροστά στην ακτή και έμειναν έτσι δύο μέρες, χωρίς φαΐ και νερό. Ο
Μιχάλης, από το αίμα που έχασε από το αυτί του και τον αφόρητο πόνο του ποδιού
του, ένιωθε σιγά σιγά τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Κάποια στιγμή έχασε
τις αισθήσεις του αλλά συνήλθε και κοίταξε να δει αν το τουρκόπουλο ήταν ακόμα
εκεί ή είχε φύγει για να τον προδώσει, μα το είδε δίπλα του καθιστό να του βάζει ένα
βρεγμένο με θαλασσινό νερό μαντήλι στο μέτωπο.
Την τρίτη μέρα λίγο πριν σουρουπώσει, ο Μεχμέτ φώναξε: «Εφέντη, μια βάρκα
πάει κατσά κατσά και οι ναυτικοί κοιτούν στην ακτή».
«Κρύψου και περίμενε να δεις αν είναι Έλληνες», του είπε ο Μιχάλης.
«Κρητικοί είναι, εφέντη, δεν φοράνε στολές».
«Κάν τους νόημα με ένα πανί να πλησιάσουν, αλλά βγάλε πρώτα το φέσι απ΄ το
κεφάλι σου».
Πλησίασε η βάρκα, που ήταν από το ιστιοφόρο του Στάθη, και είχε μέσα άλλους
δύο αγωνιστές που περίμεναν κι αυτοί στις ακτές να τους βρουν οι ναυτικοί. Με
προσοχή έβαλαν μέσα τον τραυματισμένο Μιχάλη και από κοντά πήδηξε μέσα κι ο
Μεχμέτ και όλοι οι επιβάτες τον κοιτάξανε καλά-καλά. Εκείνος κοιτώντας τους
ικετευτικά είπε: «Δεν νταγιαντώ τσι πολέμους, πάρτε με μαζί σας…»
Ανέβασαν το Μιχάλη στο καράβι και τον ξάπλωσαν στο κατάστρωμα και σε λίγο
κατέβηκε από τη γέφυρα ο Στάθης, που πλησίασε για να δει ποιούς έφεραν, στη θέα
του Μιχάλη, έφερε τα χέρια στο κεφάλι και φώναξε: «Γιε μου!»
«Καλώς σε βρήκα πατέρα», ψέλλισε ο Μιχάλης και έγειρε στο πλάι το κεφάλι
λιπόθυμος.

143
25

Πέρασαν κάμποσες μέρες μέχρι να συνέλθει ο Μιχάλης και πάντοτε δίπλα στο
κρεβάτι του καθόταν ο Μεχμέτ, που μια μέρα του είπε συγχυσμένος: «Μα γιάντα
εφέντη, με ξανοίγουν όλοι ετσά παράξενα, άμα βγω στη στράτα;» Ο Μιχάλης γέλασε
και του είπε: «Και πώς να μη σε κοιτούν ετσά, με τη τούρκικη στολή που φοράς, και
σου είναι και φαρδιά! Λες και φοράς του συχωρεμένου του μπάρμπα σου τα ρούχα!»
Η Θεονύμφη και η Δανάη, ακούγοντάς τους έβαλαν τα γέλια.
«Μη στενοχωρούσε, Μεχμέτ, θα σου βρούμε ρούχα κι αυτά που φοράς να τα
κάψεις να μη τα θωρούμε», του είπε η Θεονύμφη.
Ο Μιχάλης μετά από δέκα μέρες σηκώθηκε και άρχισε να περπατά σιγά-σιγά,
ένιωθε καλά, αλλά η σκέψη του δεν έφευγε από τα Σφακιά. Ένα βράδυ που
καθόντουσαν με τη Θεονύμφη οι δυο τους έξω από το σπίτι και ξεκούραζαν την ψυχή
τους στη νυχτερινή γαλήνη, ο Μιχάλης ψιθύρισε: «Άμα γιάνω εντελώς θα γυρίσω στα
Σφακιά, δεν τέλειωσε ακόμα ο αγώνας μας. Χρωστάμε στο Δάσκαλο την εκδίκηση
για το σκληρό θάνατο που του έδωσαν οι άτιμοι... Για τσι ανθρώπους που
σκότωσαν… Για τα χωριά που μας κατάστρεψαν…». Η Θεονύμφη ξεστάθηκε.
«Στάσου μωρέ Μιχάλη! Φύλαξε λίγο από το αίμα σου για τη θυγατέρα σου και λίγο
για μένα που σ αγαπώ τόσο πολύ…»
«Και την Κρήτη μας, Θεονύμφη, ποιος θα τη γνοιαστεί;» τη ρώτησε ο Μιχάλης
κοιτώντας τη στα μάτια.
«Τα κοπέλια μας Μιχάλη! Τα κοπέλια μας θα τη γνοιαστούν και θα πολεμήσουν γι
αυτή, όπως πολέμησες και συ». Ο Μιχάλης άπλωσε το χέρι και την έβαλε στην
αγκαλιά του και κείνη έγειρε στο στήθος του.

144
26

Λίγα χρόνια πριν το 1800, όποιος διαβάτης περνούσε από τη Βεζίρ Τσαρσί,
ανάμεσα στα σπίτια και τα εμπορικά μαγαζιά, θα έβλεπε και ένα σπίτι κλειστό, με
ένα λουκέτο στην ξύλινη πόρτα του. Ήταν το σπίτι που είχε αγοράσει ο Ανδρέας
Καντιανός το 1768, όταν πρωτοήρθε στο Μεγάλο Κάστρο από τα Χανιά.
Όταν ο Κωνσταντίνος έφυγε για να ζήσει στο Φαλκούνι, στο σπίτι στο Μεγάλο
Κάστρο, έμειναν ο πατέρας του, ο Ανδρέας και η θετή μητέρα του, Ερωφίλη, μαζί με
τον Φανούριο, που παντρεύτηκε λίγο αργότερα και έκανε πέντε παιδιά. Η κατάσταση
όμως στο Μεγάλο Κάστρο, όσο πήγαινε και χειροτέρευε, λόγω της αγριότητας και
της εξαχρείωσης των γενίτσαρων, που είχαν μετατρέψει την ζωή των κατοίκων σε
κόλαση. Εξαναγκάστηκαν τότε αρκετοί χριστιανοί να γίνουν πρόσφυγες και να
αναζητήσουν άλλες πατρίδες για να ζήσουν με ασφάλεια αυτοί και οι οικογένειες
τους.
Πολλές φορές οι γενίτσαροι έσπαγαν τα βράδια μαγαζιά χριστιανών και εβραίων,
κλέβοντας εμπορεύματα, ενώ μπορούσαν να κάνουν και ακόμα χειρότερες
κακουργίες. Ένα πρωί ο Φανούριος βρήκε σπασμένο το τζάμι του μαγαζιού του και
πεταμένη μέσα μία σφαίρα τυλιγμένη σε ένα χαρτί. Το χαρτί έγραφε ένα χρηματικό
ποσό που, αν δεν το πλήρωνε, θα δολοφονούσαν τον ίδιο και την οικογένεια του. Ο
Φανούριος το πλήρωσε στους γενίτσαρους, όπως έκαναν συνήθως οι χριστιανοί για
να γλυτώσουν τα χειρότερα, αλλά ακολούθησαν κι άλλα τέτοια σημειώματα. Όταν
πια ένας τουρκοκρητικός μπήκε με θράσος στο μαγαζί του και απαίτησε να του δώσει
μία από τις τρείς κόρες του για γυναίκα, ο Φανούριος κατάλαβε πως ήταν καιρός να
κάνει κάτι για να προστατέψει την οικογένεια του και η λύση ήταν μία, να γίνουν κι
αυτοί φυγάδες. Μάζεψαν ότι μπορούσαν από τα υπάρχοντα τους και κατέφυγαν στην
Κωνσταντινούπολη, που ζούσαν από παλιά εύποροι συγγενείς τους και εκεί
εγκαταστάθηκαν για πάντα.
Απέναντι, στο δρόμο, λίγο πιο ψηλά ήταν το σπίτι του Ιμπραήμ Αγά. Δεν ζούσε
πια, είχε πεθάνει από συμφόρηση λίγες μέρες μετά από την επίσκεψη του Μιχάλη,
μέσα στη δυστυχία. Το σπίτι του τώρα το κατοικούσε μία από τις κόρες του με την
οικογένεια της και τα όνομά του δεν δόθηκε σε κανένα από τα εγγόνια του. Έφυγε ο
Ιμπραήμ Αγάς και στους ανθρώπους γύρω του άφησε μόνο κακές αναμνήσεις, γι αυτό
και όλοι βιάστηκαν να τον ξεχάσουν, και δεν δυσκολεύτηκαν καθόλου.

145
Λίγο πιο κάτω ήταν το σπίτι του Μουράτ Αγά, του ανθρώπου που είχε προσφέρει
το σπίτι στο χωριό Φαλκούνι στον Κωνσταντίνο Καντιανό, εκτελώντας την επιθυμία
του προγόνου του, Κερέμ. Ο Μουράτ Αγάς εξήντα χρονών πια, εξακολουθούσε να
ζει στο προγονικό σπίτι με τη γυναίκα του Ασιγιέ και με την οικογένεια του γιου του
Ασλάν. Είχε αποσυρθεί πια από κάθε δραστηριότητα και ζούσε μια ήσυχη ζωή με τα
παιδιά και τα εγγόνια του.
Η μεγάλη αδυναμία του Μουράτ, ήταν η κόρη του, η Γκιουλσίν. Όσοι
θυμόντουσαν τις διηγήσεις των παλιών της οικογένειας, είχαν πει πως η Γκιουλσίν
είχε πάρει τα ανοιχτά χρώματα της προγιαγιάς της, της χριστιανής Εργίνας, γιατί ήταν
κι αυτή ξανθή και είχε φωτεινά γαλάζια μάτια.
Οι τρεις γιοι του ήταν στρατιωτικοί και υπηρετούσαν σε διάφορα μέρη της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ενώ ο τέταρτος, ο Ασλάν, ήταν αρτοποιός στο Μεγάλο
Κάστρο. Ο ήπιος χαρακτήρας του τον έκανε να αποστρέφεται τα όπλα και τις μάχες
και ήταν το ίδιο ευγενικός με τους χριστιανούς, όπως με τους ομόθρησκους του.
«Ότι φιρμάνι κι αν έρθει, οι τζαναμπέτηδες γενίτσαροι το γράφουν στα παλιά τους
τα παπούτσια! Κανείς πια δε μπορεί να τους κάνει καλά. Φεύγουν από την πόλη για
να γλυτώσουν από αυτούς όχι μόνο χριστιανοί αλλά και ομόφυλοι μας», είπε ο
Ασλάν που καθόταν στο μαγαζί του και έπινε καφέ με τον πατέρα του και ένα
γείτονα.
«Βάι βάι βάι! Πιο καλά να είχαμε ανάμεσα μας άγρια αιμοβόρα θηρία παρά
αυτούς τους γιουρούκηδες(46)! Θα φταίνε αυτοί, αν οι Κρητικοί ξεσηκωθούν… Η βία
φέρνει πάντα βία…» είπε ο γείτονας.
«Εσύ τι λες, μπαμπά;» ρώτησε ο Ασλάν τον πατέρα του.
«Τι να πω, γιε μου… Ο Χριστιανός που έμενε απέναντι μας, ο Φανούριος
Καντιανός, από το φόβο του, γιατί είχε τρεις όμορφες θυγατέρες, μάζεψε κρυφά την
οικογένεια του ο ζάβαλης(47) και έφυγε. Κι αυτά δεν αρέσουν στον Αλλάχ. Ήταν
καλός άνθρωπος, όπως και ο αδελφός του στο Φαλκούνι, που είχε σώσει από το
θάνατο τον Πεκέρ, τον αδελφό μου και την οικογένεια του, όταν οι γενίτσαροι πήγαν
και βάλαν φωτιά στο αρχοντικό που έμενε. Αυτή την καλοσύνη δεν πρέπει να την
ξεχάσει ποτέ η οικογένεια μας. Όσος καιρός κι αν περάσει, θάρθει η στιγμή να τους

46 Βάρβαροι
47 Δυστυχής, φουκαράς

146
το ανταποδώσουμε», είπε ο Μουράτ και ο Ασλάν συμφώνησε, «Ναι πατέρα, δεν θα
ξεχαστεί, στο έχω υποσχεθεί».
Ο Μουράτ σηκώθηκε αργά και προχώρησε προς την πόρτα του μαγαζιού.
«Που πας, μπαμπά;»
«Πάω σπίτι γιε μου μεσημεριάζει, η Ασιγιέ με τη γυναίκα σου θα αρχίσουν να
ετοιμάζουν για να φάμε, θα με περιμένει και η Γκιουλσίν το αστέρι μου στην
πόρτα…» είπε χαμογελώντας τρυφερά στη σκέψη του κοριτσιού ο Μουράτ και πήρε
αργά το δρόμο για το σπίτι, κοιτώντας τους έμπορους της γειτονιάς του που
διαλαλούσαν τις πραμάτειες τους ενώ άλλοι παζάρευαν με κάποιο πελάτη
φωνάζοντας.

147
27

Στο δρόμο της Βεζίρ Τσαρσί σε μία γωνιά, εμφανιζόταν μερικές φορές ένας
γέροντας που καθόταν σε ένα χαμηλό σκαμνί και πάνω σ ένα κουρελιασμένο μικρό
χαλί, είχε ακουμπισμένα βότανα δεμένα σε ματσάκια. Ο Μουράτ όποτε τον έβλεπε,
τον έπιανε μια ανεξήγητη αγωνία και προσπαθούσε να μη περάσει από κοντά του.
Τον προσπερνούσε βιαστικά περπατώντας στην απέναντι μεριά του δρόμου ή
αλλάζοντας δρόμο μέσα από τα στενά. Αφορμή ήταν το πρόσωπο του γέρου
μικροπωλητή, στη θέση των ματιών είχε δύο μαύρες τρύπες. Όταν τον πρωτοείδε
τρόμαξε, ένιωσε μία αφόρητη στενοχώρια που του γέμισε το μυαλό εφιαλτικές
εικόνες με πεθαμένους ανθρώπους χωρίς μάτια, κι ανάμεσα τους ήταν κάποιος που
αγαπούσε πολύ… Ποιος όμως; Ένα θολό παραπέτασμα τον εμπόδιζε να δει…
Μόλις έφτασε σπίτι του, μπήκε και αμέσως χαμήλωσε το κορμί και άνοιξε τα
χέρια του για να αγκαλιάσει τη Γκιουλσίν, που έτρεξε όταν τον είδε στην αγκαλιά
του.
«Τζιέρι μου! Τζιέρι μου!» είπε τρυφερά σηκώνοντας τη στα χέρια του. Η Ασιγιέ η
γυναίκα του τον πλησίασε κι αυτή. Ήταν μια γυναίκα με όμορφα χαρακτηριστικά και
μεγάλα θλιμμένα μάτια.
«Άσε το παιδί Μουράτ, έλα να βάλεις τα τερλίκια σου και να ετοιμαστείς να
φάμε». Σε λίγο ήρθε και ο γιος του ο Ασλάν και κάθισε κι αυτός με όλη την
οικογένεια στο τραπέζι. Όταν απόφαγαν, ο Μουράτ κοίταξε το γεμάτο πιάτο της
Γκιουλσίν.
«Η κόρη μας πάλι δεν άγγιξε το φαΐ της Ασιγιέ, μήπως είναι άρρωστο το παιδί;» Η
Ασιγιέ κοιτάχτηκε με το γιο της τον Ασλάν κι αυτός χαμήλωσε τα μάτια.
«Όχι, Μουράτ, καλά είναι, πριν έρθεις πεινούσε και της έδωσα και έφαγε… Άμε
τώρα να ξαπλώσεις λίγο, θα τη βάλω κι αυτή να κοιμηθεί».
Ο Μουράτ είχε λόγο να ανησυχεί. Χτες βράδυ περνώντας έξω από το δωμάτιο της
κόρης του την άκουσε να κλαίει, αμέσως μπήκε μέσα και πλησίασε το κρεβάτι του
παιδιού. Κοιμόταν αλλά τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα, και το στηθάκι της
ανεβοκατέβαινε από τους λυγμούς. Άρχισε να της χαϊδεύει τα μαλλιά απαλά για να
την ηρεμήσει και να την κάνει να ξυπνήσει. Στο τέλος το κοριτσάκι άνοιξε τα μάτια
του και όταν τον είδε χώθηκε στην αγκαλιά του.
«Μπαμπά μου, είδα κακό όνειρο και φοβήθηκα!» κλαψούρισε.

148
«Τι τζιέρι μου;»
«Κουβέντιαζες με τη γιαγιά που έχει πεθάνει και σου έλεγε να με αφήσεις να πάω
μαζί της…»
Ο Μουράτ το ΄κλεισε στην αγκαλιά του. «‘Ονειρο ήταν αστέρι μου, όνειρο ήταν,
πάει τώρα έφυγε…»
Το απόγευμα ο Μουράτ καθόταν στην πολυθρόνα του πίνοντας το τσάι του και
κοίταζε τα εγγόνια του που έπαιζαν. Ανάμεσα τους έτρεχε και η κόρη του γελώντας,
πόσο όμορφη είναι η Γκιουλσίν μου, σκεφτόταν ο Μουράτ, με το λευκό μακρύ
φορεματάκι της με τα χρυσά κεντητά στολίσματα… χρυσά… όπως είναι και τα
μαλλάκια της… Σε λίγο ο Μουράτ έφυγε για τον τούρκικο καφενέ. Κάθισε κοντά στο
φίλο του, τον Εμρέ. Συζήτησαν λίγο, ήπιαν τον καφέ τους και σε λίγο θα φευγαν, πριν
φύγουν όμως ο Μουράτ κοίταξε τον Εμρέ, και του είπε δειλά:
«Το σκέφτηκες, Εμρέ, αυτό που σου είχα πει την προηγούμενη φορά;»
«Ποιο, καλέ μου φίλε;»
«Να… Για τα παιδιά μας… Η κόρη μου θα γίνει πολύ όμορφη και ο γιος σου
λεβέντης, να τα λογοστέναμε από τώρα…» Ο Εμρέ αναδεύτηκε ανήσυχος στη θέση
του…
«Λέω να τα αφήσουμε να μεγαλώσουν λίγο ακόμα, γιατί να βιαστούμε; Ο χρόνος
μας κυνηγά;» είπε και χτύπησε φιλικά στον ώμο τον Μουράτ.

149
28

Την άλλη μέρα ο Μουράτ όπως συνήθιζε, πήρε το δρόμο για το μαγαζί του γιου
του. Καθώς προχωρούσε είδε στη γωνιά τον τυφλό γέρο που πουλούσε βότανα.
Νοικοκυρές σταματούσαν διάλεγαν ένα ματσάκι από τα αραδιασμένα βότανα, του
άφηναν τα λεφτά και έφευγαν, σε λίγο θα ξεπουλούσε και θα έφευγε. Αυτή τη φορά ο
Μουράτ δεν άλλαξε δρόμο. Τον πλησίασε και σταμάτησε κοντά του κοιτώντας τον
σαν υπνωτισμένος. Στο μυαλό του πάλι είχε ξεσπάσει άγριος πόλεμος. Πίσω από το
θολό παραπέτασμα ήταν ξαπλωμένος ένας νεκρός, ένας άνθρωπος που αγαπούσε
πολύ. Ποιος ήταν όμως; Αφού μπορώ να ανοίξω το παραπέτασμα και να δω γιατί δεν
το κάνω; Αναρωτιόταν… Μήπως δεν θέλω;
«Ποιος στέκει από πάνω μου και με κοιτά;» είπε ο γέρος απορημένος.
Ο Μουράτ βγήκε απότομα από τις ζοφερές σκέψεις. «Ένας διαβάτης, πως με
κατάλαβες αφού δε βλέπεις;» απάντησε.
«Τα βήματα σου είναι βαριά και τ άκουσα που σταμάτησαν κοντά μου…»
«Ποιος σου πήρε τα μάτια;»
«Ο Γιαραμπής τα χρειαζόταν και μου τα πήρε, Δόξα νάχει!»
«Δε φοβάσαι μη σε κλέψουν;»
«Όχι, τώρα βλέπει ο Γιαραμπής για μένα και θα δει αμέσως τον κλέφτη». Ο
Μουράτ συνέχισε να τον κοιτά, «Μόνο οι νεκροί δεν έχουν μάτια…» ψέλλισε και ο
γέροντας τον άκουσε.
«Εφέντη, πιο πολύ σημασία έχουν τα μάτια της ψυχής παρά του προσώπου.
Όποιος δεν έχει μάτια στην ψυχή αυτός είναι αληθινά νεκρός και συ, από την
κουβέντα που είπες, καταλαβαίνω πως είσαι πιο τυφλός από μένα».
«Τι δεν βλέπω και με λες τυφλό; »
«Την αληθινή ζωή. Έχεις κλείσει την ψυχή σου εφέντη και ζεις με τα ψέματα του
μυαλού σου. Όταν έχεις ανοιχτή την ψυχή σου, βλέπεις και ζεις μέσα στην αλήθεια,
αλλιώς πνίγεσαι μέσα στο ψέμα και μαζί σου υποφέρουν άνθρωποι που δεν φταίνε.
Δες την αλήθεια εφέντη και ας κλάψεις πικρά, τότε μόνο θα πάψεις να είσαι τυφλός».
Ο Μουράτ πέρασε το χέρι από το πρόσωπο του και αναστέναξε. Μέσα στην ψυχή
και το μυαλό του συνεχιζόταν η άγρια μάχη. «Που τα ξέρεις εσύ όλα αυτά; Που τα
΄μαθες;»

150
«Τα ΄μαθα από τη μέρα που έχασα το φως μου εφέντη… Έχασα τα μάτια μου μα
βρήκα την ψυχή μου, Δόξα νάχει ο Γιαραμπής».
Ο Μουράτ δεν συνέχισε τη διαδρομή για το μαγαζί του γιου του αλλά άλλαξε
κατεύθυνση και άρχισε να κατηφορίζει το δρόμο, ώσπου βρήκε ένα ήσυχο απόμερο
σημείο μπροστά στη θάλασσα και κεί κάθισε. Ακούμπησε τους αγκώνες στα γόνατα
και σκέπασε με τα χέρια του που έτρεμαν το πρόσωπο του. Το κύμα χτυπούσε με
δύναμη στους βράχους και του φαινόταν πως ο ήχος αυτός δεν ερχόταν από τη
θάλασσα, αλλά από μία ζοφερή ανάμνηση που προσπαθούσε με βία να τρυπώσει στο
μυαλό του. Αντιστεκόταν με ένα βουβό θρήνο, δεν ήθελε να θυμηθεί, αλλά ήξερε πως
πλησίαζε το δυνατό κύμα που θα σάρωνε κάθε αντίσταση του μυαλού του.
Το κύμα όλο και πλησίαζε, ο Μουράτ, έκανε γροθιές τα χέρια του και τα πίεσε
δυνατά στους κροτάφους του, έκλεισε σφιχτά τα μάτια και έβγαλε μια απελπισμένη
κραυγή…
Στο τέλος, τα χέρια του έπεσαν αδύναμα στα γόνατα του… Κοίταξε με κλαμένα
μάτια τους βρεγμένους βράχους νικημένος. Το παραπέτασμα είχε γίνει κομμάτια…
Όλα ήταν ψέματα... Η Γκιουλσίν δεν γελούσε παίζοντας με τα εγγόνια του ούτε τον
περίμενε στην πόρτα, γιατί είχε πεθάνει πριν από πολλά χρόνια. Άνοιξε σαν ένα
λουλούδι, φώτισε τη ζωή του με την ομορφιά της και ξαφνικά μαράθηκε και χάθηκε
για πάντα… Μαζί της πέθανε και η ψυχή του. Αρνήθηκε να πιστέψει σ αυτή τη
συμφορά, δεν μπορεί ο φιλέσπλαχνος Αλλάχ να θέλει να τον τιμωρήσει τόσο σκληρά.
Ήταν πάντα δίκαιος άνθρωπος και δεν είχε βλάψει ποτέ κανέναν… Έμεινε έτσι,
υπνωτισμένος, να κοιτάει τα κύματα μέχρι που βράδιασε.
Όταν γύρισε σπίτι, το φάντασμα της Γκιουλσίν δεν έτρεξε να τον υποδεχτεί, μόνο
η Ασιγιέ τον περίμενε στην πόρτα με μάτια γεμάτα δάκρια από την αγωνία. Ο Ασλάν
είχε φύγει και τον αναζητούσε με μερικούς γείτονες μέσα στην πόλη.
Προχώρησε σιωπηλός και έκατσε στην πολυθρόνα του και η Ασιγιέ, που είδε πως
τα ρούχα και τα μαλλιά του ήταν νοτισμένα από την υγρασία και την αλμύρα της
θάλασσας, έφερε ένα αφράτο πεσκίρι(48) και άρχισε να τον σκουπίζει χωρίς να μιλά.
Ο Μουράτ κοίταξε με αγάπη τη θλιμμένη γυναίκα με τους μαύρους κύκλους στα
μάτια, πόσο είχε υποφέρει εξ αιτίας του… Όλοι, συγγενείς και φίλοι, έπαιζαν θέατρο
για χάρη του... Φοβόντουσαν να πάνε κόντρα στις παραληρητικές ιδέες του, μήπως
και αυτό γινόταν αιτία να χειροτερέψει κι άλλο η κατάσταση του δυστυχισμένου

48 Πετσέτα

151
Μουράτ, που σε όλη του τη ζωή, μόνο καλοσύνη πρόσφερε στους συνανθρώπους του
και δεν είχε αδικήσει ποτέ κανέναν.
Αναστέναξε βαθιά και τη ρώτησε: «Κοιμήθηκαν τα εγγόνια μας;» Η Ασιγιέ
σταμάτησε να τον σκουπίζει και τον κοίταξε στα μάτια. «Ναι Μουράτ, κοιμήθηκαν»,
του απάντησε και συνέχιζε να τον κοιτά. Αυτός άπλωσε το χέρι και της χάιδεψε
τρυφερά τα μαλλιά, ύστερα αποκαμωμένος έκλεισε τα μάτια και έγειρε στην
πολυθρόνα.
Το βράδυ ονειρεύτηκε τη μικρή Γκιουλσίν, τον αγκάλιασε και του έδωσε ένα φιλί
στο μάγουλο, ύστερα πλησίασε την αγαπημένη της γιαγιά που την περίμενε, την πήρε
από το χέρι και έφυγαν.

152
29

Η ζωή συνεχιζόταν πάνω στο πολύπαθο νησί που δεν έλεγε να υποταχτεί στη
μοίρα του. Οι κατακτητές έσφιγγαν όλο και πιο πολύ τη θηλιά στο λαιμό των
Κρητών. Ήταν αποφασισμένοι να τουρκέψει όλο το νησί. Ή θα άλλαζαν πίστη και θα
προσκυνούσαν μαζί τους τον Αλλάχ ή θα πέθαιναν, γιατί βλέπαν πως με όλα τα
κακουργήματα τους, τις δολοφονίες, τα μαρτύρια και τις ατιμίες, η φωτιά δεν έσβηνε
από τις ψυχές των ανυπόταχτων αυτών ανθρώπων, ούτε των αντρών, ούτε των
γυναικών, και αυτό τους προκαλούσε κρυφό φόβο.
Κάθε βήμα στη γη στράγγιζε χριστιανικό αίμα, μα οι άνθρωποι σφίγγαν τα δόντια
και συνέχιζαν να ανεβαίνουν το Γολγοθά της σκλαβιάς, κάποιοι δείλιασαν μα οι πιο
πολλοί άντεξαν, και μέσα στα φτωχικά σπίτια τους ανασταίνονταν οι επόμενες γενιές,
αυτές που μια μέρα θα σπάγαν με βία τις αλυσίδες της Κρήτης.
Η αρχή είχε γίνει, η ιστορία ήταν σκυμμένη στο βιβλίο της και έγραφε με την πένα
της στις χρυσές σελίδες. Για μελάνι είχε το χυμένο αίμα των σκοτωμένων αγωνιστών
στα Σφακιά, και γνώριζε, πως δεν έκλεινε εδώ αυτό το κεφάλαιο, αλλά πως μόλις
τώρα άρχιζε.
Πλησίαζε ο 19ος αιώνας.

153
Κύρια πρόσωπα 2ης ενότητας.
Ανδρέας Καντιανός Απόγονος του Τίτου Καντιανού που είχε καταφύγει στα Χανιά
από το Φαλκούνι με τη μητέρα του Μαγδαληνή για να σωθούν από την οργή των
γενίτσαρων (1η ενότητα).
Ερωφίλη Δεύτερη γυναίκα του Ανδρέα. Χήρα χωρίς παιδιά, είχε δώσει όλη της την
αγάπη στα παιδιά του Ανδρέα.
Κωνσταντίνος Πρωτότοκος γιος του Ανδρέα. Αποφασίζει να ζήσει στο Φαλκούνι
στο σπίτι των προγόνων του.
Φανούριος Ο μικρότερος γιος του Ανδρέα. Διατηρεί την βιοτεχνία σαπωνοποιΐας στο
Μεγάλο Κάστρο αλλά στο τέλος, όταν νιώθει πως κινδυνεύει η οικογένεια του φεύγει
στην Κωνσταντινούπολη.
Αριάδνη Μοναχοκόρη του Ανδρέα.
Μιχελογιάννης Απόγονος της Κώστια της κόρης του Ανδρέα και της Μαγδαληνής
στην 1η ενότητα.
Βασιλική Σύζυγος Κωνσταντίνου Καντιανού.
Στέλιος Πατέρας της Βασιλικής. Ο Στέλιος ήταν απόγονος του Μανώλη (1η ενότητα)
που ήταν γείτονας και κουμπάρος του Ανδρέα και της Μαγδαληνής Καντιανού στο
Φαλκούνι.
Μαρίκα Γειτόνισσα της οικογένειας των Καντιανών στο μεγάλο Κάστρο.
Μουράτ Αγάς Τούρκος αξιωματούχος, γείτονας του Ανδρέα Καντιανού στο Μεγάλο
Κάστρο. Τίμιος άνθρωπος, παρέδωσε ως δωρεά, σύμφωνα με τη γραπτή βούληση του
πρόγονου του, Κερέμ (1η ενότητα), το σπίτι στο Φαλκούνι στον Κωνσταντίνο
Καντιανό.
Πεκέρ Μπέης Αδελφός του Μουράτ Αγά. Ο Κωνσταντίνος σώζει τη ζωή του και τη
ζωή της οικογένειας του.
Ασιγιέ Σύζυγος του Μουράτ Αγά
Ασλάν Γιος του Μουράτ Αγά. Είχε τον πράο και τίμιο χαρακτήρα του πατέρα του.
Γκιουλσίν Κόρη του Μουράτ Αγά
Αλή Τούρκος, αφοσιωμένος στον Κωνσταντίνο Καντιανό.
Ιμπραήμ Αγάς Αξιωματούχος γενίτσαρος. Εξαιρετικά σκληρός χαρακτήρας.
Ιρένε Πολωνή δούλα του Ιμπραήμ Αγά.
Αντρέι Ρώσος δούλος του Ιμπραήμ Αγά που απελευθερώνεται. Αγαπάει την Ιρένε.
Ελένη Ανταριανού Την φωνάζουν κυρά Παπαδιά επειδή ήταν χήρα ιερέα.

154
Στάθης Ανταριανός Γιος της Ελένης Ανταριανού (κυρά Παπαδιάς). Ζει με την
οικογένεια του στα Σφακιά και είναι καπετάνιος σε ένα ιστιοφόρο του Αλέξανδρου
Καντιανού –εγγονού του Τίτου, 1η ενότητα-
Μιχάλης Γιός του Ιμπραήμ Αγά και της Ιρένε. Τον μεγαλώνει η Ελένη Ανταριανού
και όταν γίνει τριών ετών, ο Στάθης Ανταριανός τον παίρνει, μαζί με τη μητέρα του
και την ψυχοκόρη της, και φεύγουν για να ζήσουν μαζί του στα Σφακιά. Εκεί ο
Μιχάλης μεγαλώνει και κάποια στιγμή μαθαίνει για την αληθινή καταγωγή του.
Σοφία Ψυχοκόρη της Ελένης Ανταριανού –κυρά Παπαδιάς-
Αλέξανδρος Καντιανός Γιος του Δαμιανού Καντιανού και εγγονός του Τίτου (1 η
ενότητα). Ήταν εύπορος και ζούσε με την οικογένεια του στα Σφακιά. Σε ένα από τα
δύο ιστιοπλοϊκά του είχε για καπετάνιο τον Στάθη Ανταριανό.
Δανάη Καντιανού Σύζυγος του Αλέξανδρου.
Θεονύμφη Καντιανού Κόρη του Αλέξανδρου και της Δανάης και σύζυγος του
Μιχάλη.
Σήφης Αδελφικός φίλος του Μιχάλη.
Μαρίνα Μητέρα Σήφη.
Μεχμέτ Νεαρός Τούρκος. Παρ΄ ολίγο δολοφόνος του Μιχάλη που τελικά του
αφοσιώνεται και του σώζει τη ζωή.
Ταγίπ Τσαούς Βαθμοφόρος γενίτσαρων. Ορκισμένος εχθρός του Μιχάλη.

155
19ος Αιώνας
1

«Ετσά λοιπόν εγίνανε τα πράματα, και ο Δασκαλογιάννης παραδόθηκε μόνος του


στσι Τούρκους, για να σταματήσουν οι σφαγές και αυτοί οι άτιμοι, του δώσαν
μαρτυρικό θάνατο νομίζοντας πως θα τρομάξει ο ραγιάς και δεν θα ξανασηκώσει πια
κεφάλι, αλλά πέτυχαν το αντίθετο. Χάλασαν τα όμορφα Σφακιά με φωτιές και
σφάξαν όσα γυναικόπαιδα δεν πρόλαβαν να φύγουν, οι άναντροι, και έτσι έσβησε
επανάσταση του 1770», τέλειωσε τη διήγηση του ο Κωνσταντίνος Καντιανός.
Ήταν Αύγουστος του 1815 και ο Κωνσταντίνος ήταν πια, στα εξήντα επτά του
χρόνια, τα μαλλιά και τα γένια του ήταν άσπρα και ένα μαύρο κεφαλομάντηλο ήταν
δεμένο γύρω από το κεφάλι του. Εξακολουθούσε να μένει με τη Βασιλική την
γυναίκα του στο σπίτι τους στο Φαλκούνι, μαζί με το δευτερότοκο γιο και την
οικογένεια του. Τώρα καθόταν στην καρέκλα κάτω από την μουριά, στην πίσω μεριά
του σπιτιού, και γύρω του είχε τα δισέγγονα του. Η Βασιλική, ήταν μέσα στο σπίτι με
τις κόρες και τις νύφες της και άνοιγαν φύλλο στο σοφρά για να φτιάξουν χορτόπιτες
και ξεροτήγανα, ενώ οι εγγονές είχαν αναλάβει να ζυμώσουν το ψωμί. Οι άντρες ήταν
μπροστά στην μεγάλη αποθήκη και ετοίμαζαν τα βαρέλια για το κρασί.
«Μα τότε, παππού, κρίμα που κάναν την επανάσταση αφού δεν ωφέλησε!» είπε η
Θαλασσινή, η δισέγγονη του, ένα όμορφο ανοιχτόχρωμο κορίτσι, δεκαέξι χρονών,
που το όνομα της το είχε από τα θαλασσιά μάτια της.
«Όϊ μικιό μου, καλά την εκάμανε, ακόμα κι αν δεν νικήσανε τότενες τον Τούρκο.
Ο ηρωικός θάνατος του Δασκαλογιάννη συντάραξε τον ραγιά και τον έκανε να
ντραπεί που, όταν του φώναζαν τα παλικάρια που πολέμαγαν τότε: «Ελάτε μαζί μας
χριστιανοί να μας συνδράμετε να διώξωμε τσι Τούρκους», αυτός είχε κλειστά τα
αυτιά του από φόβο. Η ντροπή έγινε φιλότιμο και το φιλότιμο, θυμός για τον
κατακτητή και έτσι πήρε φωτιά το καζάνι και χοχλάζει η οργή του σκλαβωμένου και
όπου νάναι θα ξεχειλίσει».
«Τότε αυτοί ήταν νικητές, παππού, όχι οι Τούρκοι», είπε ο Ανδρέας, ο μεγάλος
αδελφός της Θαλασσινής.
«Ναι, Ανδρέα μου, οι Σφακιανοί ήταν οι νικητές, γιατί δώσανε μια με την
επανάσταση τους, σα νάτανε η γροθιά ντος από σίδερο, και σπάσανε ένα κομμάτι από
τον τοίχο τση φυλακής, που έχουν κλείσει μέσα οι Τούρκοι την Κρήτη μας. Και είδαν

156
από το άνοιγμα οι ραγιάδες το φως τση λευτεριάς. Στην αρχή φοβήθηκαν μα μετά
άρχισαν να συλλουγούνται πώς θα γίνει να γκρεμίσουν όλο τον τοίχο και να βγουν
από το μαύρο κελί τση σκλαβιάς, στο λαμπρό φως τση λευτεριάς. Η επανάσταση του
Δασκαλογιάννη ήταν η καμπάνα που σήμανε την αρχή του αγώνα. Τα Σφακιά τα
έδειξε ο Θεός με το δάχτυλο του πριν σαράντα πέντε χρόνια, το 1770, και έδωσε
εντολή εκεί ν΄ ανάψει η πρώτη φωτιά. Και δα, πάλι με το θέλημα του Θεού, από τα
Σφακιά θα ξεκινήσει και η καινούργια φωτιά για τη λευτεριά και, ή θα καούμε ή θα
ελευθερωθούμε».
«Και γω θα πολεμήσω, παππού, όταν γίνει επανάσταση», είπε ο Θεόδωρος, το πιο
μικρό σε ηλικία δισέγγονο του.
«Ναι, καλό μου, σ αυτό τον αγώνα για τη λευτεριά, όλοι θα πολεμήσωμε. Και η
τελευταία σταγόνα από το αίμα μας ανήκει στην μάνα μας την Κρήτη, να μη το
λησμονάτε ποτέ αυτό», είπε ο παππούς. Ο Θεόδωρος τότε σηκώθηκε, τέντωσε το
κορμί του και είπε: «Θα σκοτώσω όλους τους Τούρκους με τη σπάθα μου!» και ο
Αλή, γερούλης πια ογδόνταέξι χρονών, που καθόταν ανακούρκουδα και άκουγε κι
αυτός μαζί με τα παιδιά τη διήγηση του Κωνσταντίνου, είπε στον Θόδωρο
ταραγμένος: «Ναι… μα όϊ εμένα γιαβρί μου! Εγώ είμαι καλός Τούρκος!»
Και τα πράγματα θα γινόντουσαν όπως τα έλεγε ο παππούς Κωνσταντίνος. Σε
μερικά χρόνια η οργή θα ξεχείλιζε και θα ξεκινούσε η μεγάλη επανάσταση του 1821.

157
2

Ήταν Σεπτέμβριος του 1817, όταν ο Ασημάκης, εγγόνι ενός συγχωριανού του
Κωνσταντίνου, έστειλε προξενιά για τη δισέγγονη του, τη Θαλασσινή. Ο πατέρας της
κοπέλας δεν το σκέφτηκε πολύ και δέχτηκε γιατί είχε καλή γνώμη για την οικογένεια
του Ασημάκη, μάλιστα ο ένας αδελφός του, ήταν ο παπά Τιμόθεος που λειτουργούσε
στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου. Είπε την απόφαση του στη θυγατέρα του και την
υπόλοιπη οικογένεια και κανονίστηκε να λογοστεθούν μέσα στο μήνα και τον
επόμενο να στεφανωθούν. Έπρεπε να βιαστούν, γιατί η Θαλασσινή στο μεγάλωμα
της γινόταν μια όμορφη γυναίκα και υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να την αρπάξουν οι
γενίτσαροι.
Έγινε ο γάμος και το 1818 ήρθε στον κόσμο το πρώτο παιδί τους, ένα αγόρι.
Ο Ασημάκης ήταν ήσυχος άνθρωπος, καλλιεργούσε τη γη και είχε καλό διάφορο.
Η Θαλασσινή δεν είχε παράπονο, είχε ένα καλό σύζυγο και η ζωή της ήταν όπως
όλων των γυναικών της εποχής εκείνης, που ο προορισμός τους ήταν να κάνουν
παιδιά, να τα μεγαλώνουν και να κρατάνε το νοικοκυριό του σπιτιού τους. Ανάλογα
με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας, κάποιες γυναίκες ασχολούνταν και με
αγροτικές δουλειές και έκτρεφαν ένα μικρό αριθμό κατσικιών και προβάτων για το
γάλα και το τυρί. Στο τέλος του 1819, η Θαλασσινή γέννησε το δεύτερο παιδί τους,
που ήταν και αυτό αγόρι.
Ένα απόγευμα, τέλος Δεκέμβρη, ενώ η Θαλασσινή θήλαζε το μωρό και ο
Ασημάκης καθόταν κοντά στο τζάκι ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Η γυναίκα
πήρε το μωρό και πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Ο Ασημάκης άνοιξε την πόρτα και είδε
τον αδελφό του, τον παπά Τιμόθεο. Ο ιερέας αφού χαιρέτησε τον νοικοκύρη, πήγε
αμέσως κοντά στο τζάκι τρίβοντας τα χέρια του. Σε λίγο βγήκε από την
κρεβατοκάμαρα και η Θαλασσινή. Πλησίασε και ασπάστηκε το χέρι του παπά
Τιμόθεου και αφού έφερε ρακί και ένα πιάτο με νηστήσιμους μεζέδες, κάθισε λίγο
μαζί τους και ύστερα αποσύρθηκε για να κοιμίσει τα μωρά.
Τα δύο αδέλφια είπαν τα νέα τους αλλά ο Ασημάκης κατάλαβε, πως ο αδελφός του
κάτι σοβαρό ήθελε να του πει. Ο παπά Τιμόθεος ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία και πιο
ψυχωμένος από τον μικρό αδελφό του.

158
«Ασημάκη, εδώ και κάμποσο καιρό, μια μουσουλμάνα έρχεται κρυφά και με
βρίσκει με τη δούλα της», άρχισε να λέει ο παπά Τιμόθεος. «Ακούει το Θείο λόγο,
έμαθε να κάνει το σταυρό της και θέλει να βαπτιστεί Χριστιανή».
Ο Ασημάκης στα λόγια αυτά τρόμαξε και πετάχτηκε απ την καρέκλα του. «Είντα
ναι τούτα που μου λες; Κουζουλάθηκες; Ξέρεις τι θα πάθεις αν το μάθουν οι
Οθωμανοί; Θα σε σφάξουν, κακορίζικε!»
«Ο βοσκός δε φοβήθηκε το γκρεμό όταν κατέβηκε για να σώσει το αρνάκι του,
Ασημάκη, πώς να παρατήσω εγώ, ένας ιερέας, αυτή την ψυχή που θέλει να πάρει το
δρόμο του Χριστού;» είπε με μαλακή φωνή ο παπά Τιμόθεος.
«Θα σε σκοτώσουν! Θα σκοτώσουν και την οικογένεια σου… μπορεί να
κινδυνέψουμε κι εμείς! Εγώ έχω δυο παιδιά! Τσι δικές σου κουζουλάδες θα
πληρώσω;» είπε όλος πανικό ο Ασημάκης.
«Άκου Ασημάκη, έχω παρμένη απόφαση από καιρό τώρα. Θα ανέβω στα βουνά με
τσι χαΐνηδες, θα πολεμήσω μαζί τους τον Τούρκο. Μα πριν, θα διώξω την οικογένεια
μου. Μην ανησυχάς δεν θα τους φέρω σπίτι σου, θα τους στείλω σε συγγενείς μας
στο Ρέθυμνο. Το βράδυ που θα ξεκινήσω για τα βουνά, θα έχω μαζί μου τη
μουσουλμάνα και θα την αφήσω στο Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου
στις Μοναχές, να την κρύψουν όσο χρειαστεί, και μετά, εφόσον κριθεί άξια, να τη
βαπτίσουν και να μονάσει εκεί».
«Είντα θα κάνεις στα βουνά με τσι αντάρτες; Θα πολεμάς και συ μαζί τους τον
Τούρκο χωρίς όπλο, όπως αυτοί οι ξυπόλυτοι;»
«Όπλο μας, Ασημάκη, είναι η ψυχή μας και το θέλημα για ξεσκλαβωμό. Όλα τα
όπλα του κόσμου να ΄χει ένας άνθρωπος, άμα είναι άψυχος, μια ζωή δούλος και
κακορίζικος θαναι».
«Αυτά είναι κουζουλάδες! Καλά είμαστε και ετσά. Είδες είντα έγινε στα Σφακιά
όταν πήραν τα όπλα», είπε θυμωμένα ο Ασημάκης.
«Οι Σφακιανοί ήταν παλικάρια. Ανέ ξεσηκωνόμασταν μαζί τους, όντε μας
φώναζαν, θάταν αλλιώς τα πράματα, μα αυτή τη φορά, Ασημάκη, θα πολεμήσουμε,
σαν ένας», είπε ο παπά Τιμόθεος.
«Πράμα μη μου λες! Πράμα! Δε θέλω να γροικώ. Άνε θες την καταστροφή σου,
τράβα! Εμένα να μη με μπερδεύεις στις δουλειές σου!» και με τα λόγια αυτά ο
Ασημάκης έφυγε από την κάμαρα αφήνοντας μόνο τον αδελφό του.

159
3

Μέχρι τις αρχές του 1820 ο Ασημάκης δεν ξαναμίλησε με τον παπά Τιμόθεο, τον
απόφευγε. Ακόμα και στη λειτουργία όταν πήγαινε στην εκκλησία που λειτουργούσε
ο αδελφός του, έπαιρνε το αντίδωρο βιαστικά και έφευγε σαν τον κλέφτη. Ο παπά
Τιμόθεος δεν θύμωσε με τη συμπεριφορά του αδελφού του και όταν τον ρωτούσαν οι
συγγενείς που το είχαν προσέξει αυτό, αν έχει συμβεί κάτι μεταξύ τους, πάντα τον
δικαιολογούσε.
Ένα βράδυ ακούστηκαν άγρια χτυπήματα στην πόρτα του Ασημάκη που έτρεξε
κατάχλωμος ν΄ ανοίξει.
«Που είναι ο αδελφός σου;» του φώναξε ένας γενίτσαρος όταν άνοιξε την πόρτα,
ενώ πίσω του ήταν μαζεμένοι καμιά δεκαριά ακόμη.
«Δεν ξέρω, εφέντη μου!» ψιθύρισε τρέμοντας ο Ασημάκης.
«Ο αδελφός σου πήρε απόψε μια γυναίκα δικιά μας και πάει να την κάνει
χριστιανή. Μας τα πε όλα η δούλα της! Αλίμονο σου και ξέρεις και δε μας λες!» του
φώναξε άγρια.
«Σου ορκίζομαι, εφέντη μου, έχω να μιλήσω μαζί του από το Δεκέμβρη, ούτε που
ξέρω τι κάνει κι ούτε που με νοιάζει. Εγώ κοιτάω μόνο το σπίτι μου…» Οι γενίτσαροι
έφυγαν και ο Ασημάκης αν δεν έτρεχε γρήγορα η Θαλασσινή να του δώσει να πιεί
μια ρακί, θα είχε λιποθυμήσει. Τον έβαλε να ξαπλώσει αλλά αυτός δεν μπορούσε να
κοιμηθεί και όταν ξανακούστηκαν δυνατοί χτύποι στην πόρτα μετά τα μεσάνυχτα,
πετάχτηκε σαν ελατήριο από την τρομάρα του και έτρεξε ν ανοίξει. Ο γενίτσαρος
ήταν πάλι μπροστά στην πόρτα του. «Τσι βρήκαμε και τσι δύο, και τη γυναίκα κι
αυτόν, μόνο άμε στο μεγάλο βράχο να τον βοηθήσεις να κατέβει γιατί δε μπορεί»,
είπε ο γενίτσαρος και έφυγε γελώντας.
Ο Ασημάκης έμεινε σαν άγαλμα στην πόρτα να κοιτά το σκοτάδι, μετά ντύθηκε
και έτρεξε στο σπίτι της οικογένειας του. Μαζί με τους δύο άλλους αδελφούς του
ξεκίνησαν με τις φοράδες τους για το μεγάλο βράχο. Όταν φτάσαν με τους φανούς
στα χέρια, φωνάζοντας το όνομα του παπά Τιμόθεου, βάλθηκαν να ψάχνουν γύρω
από το βράχο ώσπου το φως έπεσε σε ένα θάμνο. Είδαν το πρόσωπο του Τιμόθεου να
τους κοιτά με το ένα ματόφυλλο χαμηλωμένο και φαινόταν στο μπόι σαν να ήταν
γονατιστός. «Είσαι καλά αδελφέ;» είπε ένα από τα αδέλφια του πλησιάζοντας, αλλά
είδε με φρίκη το κομμένο κεφάλι του Τιμόθεου καρφωμένο σε ένα παλούκι.

160
Μάζεψαν το υπόλοιπο κορμί του άμοιρου Τιμόθεου και κατέβηκαν με κλάματα. Την
άλλη μέρα τον έθαψαν.
Πέρασαν μέρες από τότε, και ο Ασημάκης δεν είχε ακόμα καταφέρει να
σταματήσει το τρέμουλο του, ενώ όταν ήταν μόνος παραμιλούσε λέγοντας: «Του
τόχα πει! Δεν του τόχα πει; Και δα; Είντα θα κάνουν σε μας; Εμείς είντα φταίμε;»
Ώσπου μια μέρα έπεσε πάνω στον τουρκοκρητικό Ομάρ, αυτός τον πλησίασε και του
είπε άγρια: «Κατέεις το πώς θέλουν ναρθούν από προχτές οι γιανίτσαροι να σε
σκοτώσουν εσένα και την οικογένεια σου και να βάλουν φωτιά στο σπίτι σου; Εγώ
τους κρατώ και δεν έρχονται».
«Γιάντα, εφέντη, εγώ είντα τους έκαμα;» απάντησε ο Ασημάκης που δε κατάλαβε
το ψέμα του πονηρού τουρκοκρητικού.
«Είσαι αδελφός αυτουνού που πήγε να κάνει χριστιανή τη μουσουλμάνα! Τι άλλο
θες;»
«Να τσι πληρώσω να μη με πειράξουν», είπε κατάχλωμος ο Ασημάκης.
«Ανέ θες να σωθείς και να μη πάθεις ό,τι κι ο αδελφός σου, μέχρι την Κυριακή
νάχεις πάει στο Ιεροδικείο να αλλάξεις την πίστη σου και τση οικογένειας σου. Μόνο
αυτό θα σε σώσει. Θάρθω εγώ και ο Μαχμούτ για μάρτυρες. Δέχεσαι;». Ο Ασημάκης
τον κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια τρέμοντας και δε μίλαγε.
«Λέγε, μωρέ, δέχεσαι;» του φώναξε ακόμα πιο άγρια ο τουρκοκρητικός.
«Δέχομαι».
Ο Ασημάκης γύρισε σπίτι και κάθισε βαρύς στην καρέκλα. Η Θαλασσινή άρχισε
να στρώνει το τραπέζι μα τον πρόσεξε που ήταν χλωμός και συλλογισμένος. Άφησε
τις δουλειές και πήγε κοντά του. «Είντα χεις, Ασημάκη, συνέβη κάτι;» τον ρώτησε
ανήσυχη.
«Όϊ Θαλασσινή, μα να… κάτι απασχολεί τη σκέψη μου αυτές τις μέρες και πήρα
μια απόφαση».
«Είντα απόφαση, Ασημάκη;»
«Λέω πως είναι πια καιρός να αλλάξουμε την πίστη μας για να ΄χουμε την ησυχία
μας από τσι γιανίτσαρους», είπε ο Ασημάκης και η Θαλασσινή έμεινε να τον κοιτά
έκπληκτη.
«Είντα λες Ασημάκη… θα απαρνηθείς τη θρησκεία μας; Τη θρησκεία των
παπουδολαλάδων σου;» Ο Ασημάκης σηκώθηκε νευριασμένος και είπε: «Ναι! Θα

161
την αρνηθώ! Εξεβαρέθηκα μπλιο να ζω με το φόβο! Τόσοι και τόσοι άλλαξαν πίστη,
είντα πάθανε;»
«Και δεν σκέφτεσαι Ασημάκη τους συγγενείς μας; τον αδικοσκοτωμένο αδελφό
σου; Πριν λίγες μέρες τον εθάψαμε, που τον είχαν κάνει κομμάτια οι καταραμένοι και
τώρα θα γίνεις ένα με τσι φονιάδες;»
«Η κακή του κεφαλή φταίει για ό,τι έπαθε και κιανείς άλλος! Ας καθόταν στην
εκκλησιά να ψάλει, μόνο ήθελε λέει να σώσει την ψυχή τση μουσουλμάνας!» Η
Θαλασσινή στα λόγια του αυτά, ξεστάθηκε και του είπε: «Το κάτεχες πως ήθελε να
κάνει τέτοια άγια πράξη και δεν τον υποστήριξες σαν αδελφός;»
«Αν αυτός ήταν κουζουλός, εγώ τι έφταιγα; Και για να τελειώνουμε, Θαλασσινή,
μαζί με μένα θα αλλάξεις πίστη και συ και τα κοπέλια, είναι η απόφαση μου αυτή».
«Ασημάκη, τα παιδιά και γω δεν θ αλλάξουμε πίστη, ακόμα κι αν με σκοτώσεις.
Εσύ γίνε ότι θες, μα εμάς να μη μας βάλεις να αλλαξοπιστήσουμε». Ο Ασημάκης
γύρισε και την κοίταξε άγρια. «Αν δεν αλλαξοπιστήσεις, θα σε χωρίσω όπως
χωρίζουν οι μουσουλμάνοι. Θα σε διώξω και τα παιδιά δεν θα τα ξαναδείς. Σε βάζω
διαλεγώνα και ξα(49) σου».
Άνοιξε ένα βάραθρο μπροστά στη Θαλασσινή έτοιμο να την καταπιεί, κατάλαβε
πως ο άνθρωπος που είχε παντρευτεί, ήταν ένα δειλό ανθρωπάκι που εξ αιτίας του
φόβου του, θα υποχρεωνόταν για να μη χάσει τα παιδιά της να κάνει μια πράξη που
θα τη ντρόπιαζε σαν άνθρωπο, και θα την έκανε να προδώσει ό,τι πιο ιερό είχε στην
ψυχή της, την αγάπη της στον Χριστό.
Μετά από δύο μέρες, με τη συνοδεία των δύο τουρκοκρητικών, ο Ασημάκης πήγε
στο Ιεροδικείο και δήλωνε πως αρνείται το Χριστιανισμό αυτός και η οικογένεια του
και ασπάζονται το Μουσουλμανισμό. Το χριστιανικό του όνομα άλλαξε και έγινε
Μαχμούτ. Το έκανε χωρίς τύψεις, και τα δύο ρεμάλια που τον συνόδευαν, τον πήγαν
αμέσως μετά στον τούρκικο καφενέ. Εκεί, άρχισε να κερνάει γελώντας και
καμαρώνοντας, χωρίς να ντρέπεται που είχε συμμαχήσει με τους φονιάδες και τους
τυράννους των συμπατριωτών του. Όταν μαθεύτηκε ο εξισλαμισμός της οικογένειας,
όλοι στο χωριό έμειναν άφωνοι. Το αίμα του παπά Τιμόθεου που πότισε τη γη δεν
είχε στεγνώσει ακόμα, πως μπόρεσε ο αδελφός του να κάνει τέτοια προδοσία και να
ασπαστεί τη θρησκεία των φονιάδων του; Οι γονείς του, οι συγγενείς και οι πιο
πολλοί χωριανοί του Ασημάκη δεν του ξαναμίλησαν ποτέ, αλλά ούτε και αυτός

49 Ξα σου (στην εξουσία σου) Κάνε όπως νομίζεις.

162
επιδίωξε να τους πλησιάσει. Φόρεσε το κόκκινο τούρκικο φέσι και την κόκκινη ζώνη,
και άρχισε να κάνει παρέα μόνο με τουρκοκρητικούς, παριστάνοντας τον νταή στους
χριστιανούς συγχωριανούς του.
Η Θαλασσινή δεν ξαναβγήκε από το σπίτι, έστελνε μια ψυχοκόρη να της κάνει τις
δουλειές. Ένιωθε ντροπιασμένη και μισούσε από τα κατάβαθα της ψυχής της τον
άνθρωπο που κοιμόταν δίπλα της. Πολλές φορές της είχαν μηνύσει οι γονείς της να
τους επισκεφθεί, αφού οι ίδιοι δεν ήθελαν να πηγαίνουν πια σπίτι της, αλλά δεν
πήγαινε.

163
4

Το 1820 τελείωνε και σε λίγο θα ερχόταν το 1821. Ο Ανδρέας, αδελφός της


Θαλασσινής και δισέγγονος του Κωνσταντίνου, παλικάρι πια, μαζί με άλλους νέους
του χωριού έπαιρναν τις φοράδες και τα γαϊδουράκια τους φορτωμένα εμπορεύματα,
και περιδιάβαιναν τις γύρω περιοχές του Μεγάλου Κάστρου, για να φέρνουν κρυφά
μηνύματα στους αγωνιστές για την προετοιμασία της επανάστασης και να
εμψυχώνουν τους σκλαβωμένους.
Στο σπίτι, ο πατέρας του ήταν θλιμμένος για την πράξη του Ασημάκη που άλλαξε
πίστη και έγινε Μαχμούτ και ένιωθε, πως αυτός φταίει που έγινε δυστυχισμένη η
μοναχοκόρη του, η Θαλασσινή, αφού δέχτηκε να κάνει γαμπρό του ένα παλιάνθρωπο.
«Πατέρα, μη στεναχωρούσαι, πως μπορούσες να κατέεις πως ήταν τέτοιος άτιμος;»
προσπαθούσε να τον παρηγορήσει ο Ανδρέας.
«Η αδελφή σου έχει κλειστεί σπίτι της από τη ντροπή της. Δεν έρχεται ούτε επαέ
να μας δει. Εγώ και η μάνα σου, της έχουμε μηνύσει τόσες φορές ναρθεί να τη δούμε,
μα δεν έρχεται, μόνο μας απαντά με την ψυχοκόρη της πως μας σκέφτεται συνεχώς
και μας στέλνει όλη την αγάπη της», είπε ο πατέρας και αναστέναξε λυπημένος.
«Προχτές ο άντρας της, είχε πάει με άλλους τουρκοκρητικούς στο χωράφι του
Μανουσογιάννη και του κόψαν όλες τις κουρμούλες από τη ρίζα, γιατί λέει, πέρασε
δίπλα του και δεν τονε χαιρέτησε. Καλιά, πατέρα, να μην τον δω μπροστά μου γιατί
δεν ξέρω πώς θα κρατηθώ να μη του στρίψω το λαρύγγι», είπε ο Ανδρέας.
«Όϊ, παιδί μου Ανδρέα, δεν αξίζει γι αυτόν τον ακάθαρτο να καταστραφείς. Σε
λίγο ξεκινάει ο αγώνας για τη λευτεριά και κάθε κατεργάρης θα κάτσει στο πάγκο
του», είπε ο πατέρας.
Στις κουβέντες αυτές επάνω, ο παππούς Κωνσταντίνος που καθόταν μαζί τους,
είπε: «Θυμούμαι την ιστορία που μου έλεγε ο προπάππους μου, ο Θεός να αγιάσει τα
κοκαλάκια του, για μία από τσι κόρες του Ανδρέα, αυτουνού που σκότωσε ο
τουρκοκρητικός, τση Κώστιας. Ο άντρας της ο Γιώργης, έγινε μουσουλμάνος από
χριστιανός, μα δεν έβαλε τη γυναίκα και τα παιδιά του να αλλαξοπιστήσουν και ο
ίδιος έμεινε κρυφοχριστιανός. Αυτή όμως δεν νταγιαντούσε αυτό που έκανε ο άντρας
της, και όπως η Θαλασσινή τώρα, δεν έβγαινε από το σπίτι παρά μόνο καμιά φορά,
χαμήλωνε το μαύρο μποξά στο πρόσωπο και πήγαινε κρυφά στο σπίτι των γονιών
της. Ο Γιώργης, όταν έφτασε στα τελευταία του, είπε στα παιδιά του να φέρουν τον

164
παπά. Με κλάηματα ζήτησε συχώρεση από το Θεό, εξομολογήθηκε και μετά
κοινώνησε. Είναι βαρύ πράμα να σε αναγκάζουν να απαρνηθείς τις ρίζες σου, τα όσια
και τα ιερά των προγόνων σου…»
Η μητέρα του Ανδρέα και της Θαλασσινής μπήκε στο δωμάτιο που καθόντουσαν
και, ακούγοντας τις τελευταίες κουβέντες τους, κατάλαβε πως μιλούσαν για την κόρη
της. «Θα σηκωθώ και θα πάω σπίτι της, δεν νταγιαντώ άλλο, θέλω να δω τη θυγατέρα
μου», τους είπε θλιμμένη.
«Όϊ, μα! Μπορεί να είναι εκεί αυτός ο άθλιος και να σε προσβάλει και τότε είναι
που θα τον μισερέψω. Αρκετή υπομονή κάνω με την αδελφή μου».
«Δίκιο έχει ο Ανδρέας», είπε ο πατέρας με σκυμμένο το κεφάλι.
«Μα δε θα ξαναδώ ποτέ πια το παιδί μου;» είπε η μητέρα και βάζοντας τα
κλάματα βγήκε από το δωμάτιο. Οι άντρες δε μίλησαν, καθόντουσαν συλλογισμένοι.
«Πλησιάζει ο καιρός», είπε σε λίγο ο Ανδρέας, «που η φυλή μας θα λυτρωθεί από
όλα αυτά τα βάσανα που προκαλεί η σκλαβιά. Θα πολεμήσουμε όλοι με κάθε τρόπο
κι ας είμαστε σχεδόν άοπλοι μπροστά στους Τούρκους».
«Θα χρειαστούν πολλά όπλα, γιε μου, αυτοί είναι οπλισμένοι σα τσι αστακούς».
«Όπλα δεν έχουμε, πατέρα, και ο καθένας προσπαθεί να κάνει κουμάντο από
μόνος του, άλλοι αγοράζουν μόνοι τους τη πυρίτιδα που θα χρειαστούν και οι
εκκλησιές και τα μοναστήρια μας δίνουν όσο χαρτί μπορούν για να ετοιμάσουμε τα
φυσίγγια…» Στα λόγια αυτά ο Ανδρέας σταμάτησε και έμεινε για λίγο
συλλογισμένος, μετά τους είπε: «Εδά που τα λέμε αυτά, θέλω να σας πω και κάτι
άλλο που μου έτυχε στη Μεσαρά, μα να μην ανησυχήσετε. Είχαμε πάει εκεί με τους
συντρόφους μου και τα μουλαράκια μας με διάφορες πραμάτειες, για να μεταφέρουμε
μηνύματα στους αγωνιστές της Μεσαράς, για την επανάσταση. Εκεί, δεν ξέρω γιατί,
ίσως κάποιος από μας έκανε κάποιο λάθος, μας ζώσαν ίσαμε τριάντα γιανίτσαροι».
«Κύριε ελέησον», είπε ο παππούς ταραγμένος.
«Ναι, παππού, μα εμείς δεν τα χάσαμε, άρχισαν αυτοί να φωνιάζουν και να μας
ρωτούν ποιοί είμαστε και τί δουλειά είχαμ΄ εκειά. Τσι εξηγούσαμε πως είμαστε
έμποροι, αλλά αυτοί αγρίευαν όλο και πιο πολύ. Τη στιγμή που ορμούσαν να μας
αρπάξουν, έρχεται ένας από αυτούς, βαθμοφόρος, και τους φωνιάζει, γιάντα θέλετε
να πιάσετε ετούτανε τα παλικάρια, είντα έκαμαν; Τότε αυτοί με σεβασμό
πισωπάτησαν μπροστά του αμίλητοι και του άφησαν δρόμο να έρθει κοντά μας.
Αυτός μας πλησίασε και μας ρώτησε, είντα είμαστε, εμείς του εξηγήσαμε πως

165
είμαστε έμποροι και περιδιαβαίνουμε τα χωριά για να πουλήσουμε τσι πραμάτειες
μας. Τότε αυτός γύρισε στσι γιανίτσαρους και τους πάτησε τσι φωνές ώσπου αυτοί
διαλυθήκανε και φύγαν. Αυτός, μας κοίταξε καλά-καλά, ύστερα κοίταξε τσι
πραμάτειες στα γαϊδουράκια μας και μας είπε να συνεχίσουμε το δρόμο μας. Ρώτησα
παρακάτω ένα Μεσαρίτη και μου είπε πως ήταν ο Χουσείν Αγάς, που τον τρέμουν
όλοι οι γιανίτσαροι».
Ο πατέρας σταυροκοπήθηκε ανακουφισμένος, ενώ ο παππούς χαμογέλασε και
είπε: «Ο Θεός παιδί μου, έστειλε τον καλύτερο άγγελό του στο δρόμο σας…»
«Γιατί το λες αυτό, παππού;»
«Θα μάθεις παιδί μου… Με τον καιρό θα μάθεις…» χαμογέλασε πάλι αινιγματικά
ο παππούς και συνέχισε να πίνει τον καφέ του. Ο παππούς Κωνσταντίνος γνώριζε,
πως ο Χουσείν Αγάς ήταν ο Μιχάλης Κουρμούλης. Καταγόταν από αρχοντική γενιά
και ήταν οικογένεια τουρκοκρητικών, όλα τα μέλη της όμως ήταν από παλιά
κρυπτοχριστιανοί και πολλές φορές είχαν βοηθήσει και προστατεύσει Χριστιανούς.
Ακόμα και Σφακιανούς οπλαρχηγούς, είχαν καταφέρει να αποφυλακίσουν μετά την
επανάσταση του 1770. Ο Μιχάλης Κουρμούλης βοηθούσε κρυφά στην προετοιμασία
της εξέγερσης αρκετά χρόνια πριν, και το Πάσχα του 1821 στα Χανιά φανέρωσε
δημόσια την Χριστιανική του πίστη. Πήρε μέρος στον αγώνα για την ελευθερία, μαζί
με άλλα εβδομήντα πέντε ένοπλα μέλη της οικογένειας του και πάλεψε γενναία τον
Τούρκο σαν οπλαρχηγός. Το 1824 πέθανε από τα τραύματα του.

166
5

Είχαν περάσει πολλά χρόνια από την επανάσταση στα Σφακιά. Από τότε μέχρι και
το 1821, το διάστημα αυτό ήταν η φριχτότερη περίοδος για τους Χριστιανούς του
νησιού, εξ αιτίας της τουρκικής αγριότητας. Οι γενίτσαροι σκότωναν, ατίμαζαν,
απήγαγαν γυναίκες και παιδιά, καταπατούσαν ιδιοκτησίες χωρίς να φοβούνται την
τιμωρία. Δεν υπάκουαν πια σε κανένα νόμο και καμιά εξουσία, περιφρονούσαν τον
Σουλτάνο και τους Πασάδες και κανείς δεν μπορούσε να τους χαλιναγωγήσει.
Μαζί με αυτά τα δεινά, οι χριστιανοί κάτοικοι του νησιού, είχαν να
αντιμετωπίσουν τους αβάσταχτους φόρους ενώ πολλές φορές, οι Τούρκοι τους
άρπαζαν ολόκληρη τη σοδειά της χρονιάς, αφήνοντας πεινασμένους αυτούς και τις
οικογένειες τους. Η οργή ξεχείλισε και οι Κρήτες, αποφάσισαν πως ήρθε η ώρα πια
να σπάσουν τα δεσμά τους με κάθε τίμημα, όσο αντίξοες κι αν ήταν οι συνθήκες. Θα
ξεκινούσαν την επανάσταση με λιγοστά πολεμοφόδια και χωρίς καμία υποστήριξη,
αφού απ την άλλη μεριά του Αιγαίου, η Ελλάδα ξεκινούσε τη δική της εθνική
επανάσταση κατά των Τούρκων, για να πετάξει τις αλυσίδες που τη δέναν για
τετρακόσια χρόνια.
Μετά την επανάσταση στην Πελοπόννησο το 1821, έγινε και η εξέγερση στην
Κρήτη. Οι προετοιμασίες για την εξέγερση άρχισαν και πάλι από τα Σφακιά, στις
αρχές Απριλίου του 1821, μόνο που αυτή τη φορά οι Σφακιανοί δεν ήταν μόνοι τους.
Στον αγώνα θα συμμετείχαν αγωνιστές από όλα τα μέρη του νησιού και όλοι ήταν
αποφασισμένοι για Ελευθερία ή Θάνατο.
Οι μάχες ξεκίνησαν στις 14 Ιουνίου 1821 και ενώ οι Τούρκοι ήταν πολλαπλάσιοι
των Ελλήνων αγωνιστών και άρτια εξοπλισμένοι, δεν επικεντρώθηκαν στις μάχες
αλλά άρχισαν να ξεσπάνε, όπως συνήθιζαν, την εκδίκηση τους για την εξέγερση,
στον άμαχο πληθυσμό του νησιού. Στις 19 Ιουνίου προπηλάκισαν και κρέμασαν το
Μητροπολίτη Κισσάμου και Σελίνου Μελχισεδέκ Δεσποτάκη στα Χανιά, το ίδιο
έγινε και στο Ρέθυμνο με τον Επίσκοπο Γεράσιμο Περδικάρη που τον φυλάκισαν και
τον κρέμασαν. Με το αίμα του ράντισαν τις σημαίες τους, γιατί έτσι πίστευαν πως θα
νικήσουν τους Έλληνες… Στην Ανατολική Κρήτη οι Τούρκοι έσφαξαν τον Επίσκοπο
Πέτρας Ιωακείμ και συνέχισαν τα εγκλήματα τους, με αποκορύφωμα την 23η Ιουνίου
1821, όταν στο μεγάλο Κάστρο, εξαγριωμένοι Τούρκοι σφάζουν οκτακόσιους

167
κατοίκους της πόλης και των περιχώρων της. Για μέρες σκότωναν και κατάστρεφαν
και η σφαγή αυτή έμεινε στην ιστορία της Κρήτης ως ο «μεγάλος αρπεντές».
Στις 29 Αυγούστου του 1821, τα Σφακιά καταστρέφονται για άλλη μια φορά από
τους Τούρκους.
Στις 11-21 Μαΐου του 1822, στους Αρμένους Αποκορώνου, η Γενική Συνέλευση
Κρητών ψηφίζει σχέδιο συντάγματος, με τίτλο: «Προσωρινή Πολιτεία Νήσου
Κρήτης».
Η ορμή των Ελλήνων αγωνιστών ήταν τόση, που παρά το φτωχό οπλισμό τους και
χωρίς καμία υποστήριξη, αντιμετώπιζαν ηρωικά τον πολυπληθέστερο και γερά
οπλισμένο εχθρό και η μία νίκη τους διαδεχόταν την άλλη σε μάχες σε όλο το νησί.
Η κατάσταση αυτή ανάγκασε το Σουλτάνο να ζητήσει βοήθεια από τους Αιγύπτιους
και στις 28 Μαΐου 1822, αποβιβάζεται ο Αιγύπτιος, Χασάν Πασάς, με 114 πλοία και
χιλιάδες στρατό. Στις αρχές Ιουλίου του 1822, παρά την ηρωική αντίσταση των
Ανωγειανών που για μόνα όπλα είχαν τα στραβοράβδια τους, τα Ανώγεια
καταστρέφονται. Ενώ, τον Φλεβάρη του 1823, συντελέστηκε ένα ακόμα έγκλημα των
Τούρκων εναντίον αμάχων, στη Μίλατο στο Λασίθι, όπου 2000 γυναικόπαιδα, που
είχαν κρυφτεί σε ένα σπήλαιο, εξαναγκάζονται να παραδοθούν. Τους περισσότερους,
οι Τούρκοι τους σκότωσαν ενώ τους υπόλοιπους τους πούλησαν για δούλους.
Στις 18 Μαΐου του 1828, στο Φραγκοκάστελο, ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης,
έχοντας δίπλα του ένα μικρό αριθμό αγωνιστών και απέναντι του οκτώ χιλιάδες
πάνοπλους Τούρκους, μετά από ηρωική αντίσταση, χάνει τη ζωή του και μαζί του
πεθαίνουν όλοι σχεδόν οι σύντροφοι του. Η επανάσταση κορυφώνεται σε όλη την
Κρήτη και οι εκδικητικές σφαγές αμάχων από τους Τούρκους, έκαναν επιτέλους τους
λαούς της Ευρώπης, αλλά όχι και τους ηγέτες της, να στρέψουν το βλέμμα τους στο
βασανισμένο νησί.
Δέκα χρόνια απελπισμένου αγώνα για την ελευθερία, που έκανε να χυθούν
ποταμοί αίματος από Έλληνες αγωνιστές και άμαχους στο νησί, κι όμως, στο
πρωτόκολλο του Λονδίνου στις 22 Ιανουαρίου του 1830, η Κρήτη έμενε εκτός ορίων
του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, λύση που επέβαλλε η φιλότουρκη Αγγλική
διπλωματία και η Ελλάδα αναγκαστικά αποδέχτηκε, καθώς ήταν αδύναμη ακόμα για
να απαιτήσει την ενσωμάτωση της Κρήτης.
Με το πρωτόκολλο αυτό, τη διακυβέρνηση της Κρήτης ανέλαβε ο αντιβασιλέας
της Αιγύπτου, Μεχμέτ Αλή, που του δόθηκε ως δώρο ολόκληρο το νησί για τις

168
υπηρεσίες του στο Σουλτάνο κατά τη διάρκεια της επανάστασης στην Κρήτη και την
Πελοπόννησο.
Οι Κρήτες, μέσα στην πίκρα τους, κατάλαβαν πως στην Ευρωπαϊκή σκακιέρα είχε
προστεθεί ένα ακόμη πιόνι, αυτό της Κρήτης, που θα το κινούσαν οι Ευρωπαίοι
ηγέτες λαμβάνοντας υπόψη, όχι τα πάθη και τα μαρτύρια των κατοίκων της από τους
αιμοσταγείς Τούρκους, αλλά τα συμφέροντα των χωρών τους.

169
6

Όταν τέλειωσε η επανάσταση, οι αγωνιστές άρχισαν να επιστρέφουν στα χωριά


τους και να προσπαθούν με τις οικογένειες τους να αναστήσουν την ακαλλιέργητη
για χρόνια γη, ενώ στα ποιμνιοστάσια άρχισαν και πάλι να ακούγονται τα βελάσματα
των αιγοπροβάτων και τα γαυγίσματα των τσοπανόσκυλων.
Ο Αιγύπτιος Μεχμέτ Αλή ανέλαβε τη διοίκηση του νησιού και αυτό έγινε αιτία,
πολλοί Τούρκοι να φύγουν για τη Μικρά Ασία, ενώ από τα χωριά, ήδη αρκετοί είχαν
εγκαταλείψει τα σπίτια τους και είχαν κλειστεί στα φρούρια των μεγάλων πόλεων για
ασφάλεια. Το ίδιο είχε γίνει και με το Φαλκούνι, οι πιο πολλοί είχαν φύγει από το
χωριό και μόνο το παλιό αρχοντικό του Κενάν Μπέη και πολύ λίγα ακόμα σπίτια,
εξακολουθούσαν να κατοικούνται από Τούρκους.
Η Θαλασσινή, το 1821, είχε φέρει στον κόσμο το τρίτο της παιδί, και μετά από
αυτό προσπάθησε και κατάφερε να μη γεννήσει άλλο. Το παιδί ήταν κορίτσι και η
Θαλασσινή, μυστικά, του είχε δώσει το όνομα Φωτεινή. Ήθελε έτσι να τιμήσει τη
μνήμη μίας θείας του άντρα της, που όταν την άρπαξαν γενίτσαροι μαζί με άλλες
τρείς κοπέλες του χωριού για να τις ατιμάσουν, αυτές τους ξέφυγαν και
αυτοκτόνησαν πέφτοντας σε ένα ποτάμι. Δεν είχε συγχωρήσει ποτέ τον Μαχμούτ -
όπως είχε γίνει το όνομα του Ασημάκη μετά τον εξισλαμισμό του- που την ανάγκασε
να αλλάξει πίστη και προσπαθούσε, όταν δεν ήταν αυτός σπίτι, να εμφυσήσει στα
παιδιά της την αγάπη για τη χριστιανική πίστη. Τα φώναζε με χριστιανικά ονόματα,
τα δίδασκε κρυφά τα λόγια του Χριστού και τα έβαζε να προσεύχονται και να
κάνουν το σταυρό τους.
Ο Μαχμούτ, μετά το ξέσπασμα της επανάστασης το 1821, ενώ οι συμπατριώτες
του πέθαιναν για την ελευθερία, αυτός περιφερόταν ανήσυχος. Όποτε μάθαινε για
νίκες των Τούρκων πανηγύριζε, ενώ όταν μάθαινε για νίκες των Ελλήνων έπεφτε σε
περισυλλογή. Κάποια μέρα που η ζυγαριά έγερνε σαφώς υπέρ των επαναστατών, είχε
φοβηθεί τόσο πολύ, που η Θαλασσινή τον άκουσε να μουρμουρίζει: «Να ημπορούσα
να γιαγείρω στην παλιά πίστη!» και ένιωσε μέσα της τόση αηδία, που τον παράτησε
μοναχό του και κλείστηκε σε άλλη κάμαρα.
Είχαν περάσει πολλά χρόνια από την κατάπνιξη της επανάστασης και ο Μαχμούτ
είχε αντρειωθεί πάλι. Ο κουβέντες του με τη Θαλασσινή ήταν λίγες και αυστηρές.
Μόνο διαταγές έδινε πια στο σπίτι του κι αυτό, από τον καιρό που ο μεγάλος του

170
γιος, του είχε μαρτυρήσει πως η Θαλασσινή, η μάνα του, στα κρυφά ονόμαζε τα
παιδιά με χριστιανικά ονόματα ενώ τους μίλαγε συνέχεια για τον Χριστό. Ο μεγάλος
γιος της Θαλασσινής, είχε πάρει το δρόμο του πατέρα του και άκουγε μόνο στο
όνομα Χασάν. Είχε απαρνηθεί εντελώς την εθνική του συνείδηση και μισούσε τους
χριστιανούς. Σε κάθε ευκαιρία προσπαθούσε να τους ταπεινώσει ή να τους βλάψει,
ενώ στη Θαλασσινή δεν είχε κανένα σεβασμό, και της φερόταν με περιφρόνηση όπως
ο πατέρας του επειδή ήταν κρυπτοχριστιανή.
Τα δύο μικρότερα παιδιά της, ο Υάκινθος, ένα ψηλό, όμορφο αγόρι με
αμυγδαλωτά μάτια, δεκαεννιά χρονών, και η Φωτεινή, που ήταν δεκαεπτά χρονών με
λεπτά όμορφα χαρακτηριστικά και πλούσια καστανά μαλλιά, μέναν ψυχικά κοντά της
και της το έδειχναν με κάθε τρόπο αλλά αναγκάζονταν από φόβο, να υπακούουν στις
εντολές του πατέρα τους και του βίαιου μεγάλου αδελφού τους.
Ο Μαχμούτ μετά τα γεγονότα της επανάστασης και ύστερα από τις τελευταίες
φονικές επιθέσεις χαΐνηδων σε τουρκοκρητικούς του χωριού, άρχισε να νιώθει πως
κινδυνεύει. Η συμπεριφορά του προς τους χριστιανούς συμπατριώτες του για χρόνια,
ήταν όχι μόνο προσβλητική με ταπεινώσεις και βρισιές αλλά και βίαιη, όπως και των
άλλων τουρκοκρητικών. Όλα αυτά τον έκαναν να σκέφτεται πως αν πήγαινε να
κλειστεί μέσα στο Μεγάλο Κάστρο, θα ήταν προστατευμένος, έτσι μια μέρα είπε στη
Θαλασσινή: «Να ετοιμάσεις τα προυκιά της Μεράλ, -το οθωμανικό όνομα που είχαν
δώσει στη Φωτεινή- την άλλη βδομάδα τη λογοστένουμε και στις αρχές του άλλου
μήνα θα στεφανωθεί. Μετά θα φύγουμε από το χωριό και θα πάμε να μείνουμε στο
Μεγάλο Κάστρο, έχω βρει ένα σπίτι».
«Με ποιον θα τη λογοστέσεις;» ρώτησε η Θαλασσινή.
«Με τον γιο του Ομάρ», απάντησε ο Μαχμούτ. Η Θαλασσινή χλώμιασε, ο γιος του
Ομάρ ήταν ένας μέθυσος και είχε άλλες δύο γυναίκες που ζούσαν μέσα στη δυστυχία.
Αλλά δεν μίλησε γιατί ήξερε πως θα ήταν άσκοπο, έσκυψε το κεφάλι και συνέχισε τις
δουλειές της. Η Φωτεινή γινόταν όμορφη κοπέλα, όπως η μητέρα της, και ο γιος του
Ομάρ την είχε από καιρό στο μάτι. Δεν ήταν δύσκολο να βάλει τον πατέρα του, που
τον έτρεμε ο Μαχμούτ, να τη ζητήσει γι αυτόν και να του τη δώσουν.
Το μυαλό της Θαλασσινής άρχισε να δουλεύει πυρετωδώς, κάλλιο τόχε να
σαβανώσει την κόρη της παρά να τη δει έρμαιο, όπως ήταν η ίδια, στα χέρια ενός
τουρκοκρητικού. Δεν ήταν δυνατό να ειδοποιήσει τον αδελφό της τον Ανδρέα, που
είχε γυρίσει μετά το τέλος της επανάστασης και έμενε κι αυτός στο χωριό, γιατί η

171
ψυχοκόρη ήταν έμπιστη του Μαχμούτ, αλλά ούτε και η ίδια μπορούσε να πάει σπίτι
του, αφού ο τουρκοκρητικός άντρας της θα το μάθαινε αμέσως και θα καταλάβαινε
τους σκοπούς της. Έτσι το άλλο πρωί που αυτός έλειπε με το μεγαλύτερο γιο τους το
Χασάν, η Θαλασσινή δεν έχασε χρόνο, έστειλε την ψυχοκόρη για δουλειές και
φώναξε κοντά της τα δύο παιδιά.
«Υάκινθε, μεγάλωσες πια και ήρθε η ώρα να σώσεις εμένα από το θάνατο και την
αδελφή σου από τη δυστυχία. Γιατί αν γίνει αυτό που θέλει να κάνει ο κύρης σας, εγώ
θα σκοτωθώ!» Τα παιδιά, στα λόγια αυτά, έμειναν να την κοιτούν με γουρλωμένα
μάτια.
«Τι συμβαίνει, μα;» ρώτησε ο Υάκινθος ανήσυχος.
«Ο κύρης σου ετοιμάζεται να στεφανώσει την Φωτεινή με το γιο του Ομάρ!» Ο
Υάκινθος την κοίταξε έκπληκτος. «Μα αυτός είναι ένας ελεεινός και έχει και δυο
γυναίκες παρμένες, που τις έχει κακορίζικες κι αυτές και τα παιδιά που έχει κάνει
μαζί τους!»
«Γι αυτό, Υάκινθε, πρέπει να πάρεις την αδελφή σου και να φύγετε ταχιά, αύριο το
βράδυ κιόλας!»
«Δεν γίνεται, μα! Αν μας πάρουν χαμπάρι ο πατέρας ή ο Χασάν όταν θα φεύγουμε,
αλίμονο μας», είπε ο Υάκινθος και σαν τον άκουσε η Φωτεινή ξέσπασε σε ένα σιγανό
κλάμα. Αυτός την κοίταξε, έβαλε το χέρι στους ώμους της και την τράβηξε απαλά
κοντά του, ύστερα κοίταξε τη μάνα του και τη ρώτησε: «Και πώς θα τα καταφέρουμε;
Που θα πάμε;»

172
7

Το άλλο βράδυ, όταν τα δύο παιδιά αφού σιγουρεύτηκαν πως ο Μαχμούτ και ο
Χασάν κοιμήθηκαν, βγήκαν από το παράθυρο προς τη μεριά του στάβλου. Η Φωτεινή
φορούσε μια αντρική κρητική φορεσιά του αδελφού της και τα μαλλιά της ήταν
καλομαζεμένα κάτω από το μαύρο φέσι. Προχωρούσαν προσεκτικά προς το στάβλο
που ήταν προετοιμασμένη η φοράδα για το ταξίδι τους, με δύο βούργιες στο πλάι της
γεμάτες παξιμάδια, ελιές και ξερά σύκα με τα πόδια της τυλιγμένα σε πανιά, όταν
άνοιξε ξαφνικά η πόρτα του σπιτιού.
Τα δύο παιδιά κόλλησαν τρομαγμένα πίσω από ένα μικρό τοίχο κοντά στο στάβλο
και κράτησαν την ανάσα τους. Ήταν ο Χασάν που βγήκε στην αυλή. Αφού στάθηκε
για λίγο, έριξε τη ματιά του προς το στάβλο και ξεκίνησε για κει, σε λίγο όμως
σταμάτησε και ξαναμπήκε στο σπίτι. Τα παιδιά συνέχισαν να μένουν ακίνητα, ενώ η
καρδιά τους ήταν έτοιμη να σπάσει. Στο τέλος, ο Υάκινθος πήρε την αδελφή του από
το χέρι και την τράβηξε μαλακά προς το στάβλο. Βγήκαν προσεκτικά έξω από το
χωριό από τον πίσω δρόμο, και άμα είχαν απομακρυνθεί αρκετά, έβγαλαν τα πανιά
από τα πόδια της φοράδας, την καβαλίκεψαν και έφυγαν. Ξεκινούσαν για τα Χανιά.
Η μάνα τους, τους είχε πει όταν φτάσουν, να ψάξουν να βρουν οικογένεια με
Καντιανούς συγγενείς τους, να τους πουν τί τα έκανε να φύγουν και να ζητήσουν να
τα κρύψουν για κάμποσο καιρό, μη τυχόν και τα αναζητήσουν ειδοποιημένοι
γενίτσαροι εκεί.
Το άλλο πρωί νωρίς, ο Μαχμούτ και ο Χασάν ανακάλυψαν πως έλειπε η φοράδα,
μα το μυαλό τους δεν πήγε στα δύο παιδιά που νόμιζαν πως κοιμούνται. Σκέφτηκαν
πως κάποιος την έκλεψε και πήραν σβάρνα το χωριό να χτυπούν πόρτες και να
ρωτάνε, δεν έβγαλαν όμως άκρη και γύρισαν πίσω.
Η Θαλασσινή πήγε στο περιβόλι, ακούμπησε σε ένα δέντρο και χαμογέλασε, ήταν
ευτυχισμένη, τουλάχιστον είχε σώσει τα δυο της παιδιά. Μαζί, είχε αλαφρύνει λίγο η
ψυχή της από το βαρύ αμάρτημα που την τυραννούσε τόσα χρόνια, όταν δέχτηκε να
αλλαξοπιστήσει για να μη χάσει τα παιδιά της. Όταν κατάλαβαν ο άντρας της και ο
μεγάλος γιος της τί είχε γίνει, ξεσήκωσαν όλους τους τουρκοκρητικούς της περιοχής
για να τα κυνηγήσουν, αλλά ήταν πολύ αργά πια, τα παιδιά είχαν προλάβει και είχαν
φύγει μακριά. Ο Μαχμούτ, έξω φρενών, άρχισε να χτυπάει τη Θαλασσινή και ο
Χασάν ενώ τον έβλεπε δεν τον εμπόδισε, μόνο τον άφησε να χτυπάει τη μάνα του,

173
αλλά εκείνη δεν την ένοιαζε ο πόνος από τα χτυπήματα, η ψυχή της ήταν γαληνεμένη
στη σκέψη πως τα δύο αγαπημένα της παιδιά ήταν μακριά πια.
Όταν ο Ανδρέας έμαθε για τη φυγή των δύο ανιψιών του και το λόγο που τα έκανε
να φύγουν, μαζί με άλλους χριστιανούς πήραν τα άλογά τους και προσπάθησαν να τα
ανακαλύψουν πριν πέσουν στα χέρια των τουρκοκρητικών, αλλά ούτε αυτοί
κατάφεραν να τα βρουν. Γυρίζοντας στο χωριό ο Ανδρέας πήγε στο σπίτι της
αδελφής του, χτύπησε την πόρτα και, όταν του άνοιξε η Θαλασσινή, έμεινε άναυδος
βλέποντας το πρόσωπο της γεμάτο χτυπήματα. Άρχισε να τρέμει από την οργή του.
«Μάζεψε τα πράματά σου, Θαλασσινή», της είπε εξαγριωμένος, «Θα έρθεις μαζί
μου, ίδια δα(50)».
«Όχι, αδελφέ μου, έχω άλλο σκοπό, μην ανησυχάς. Τα παιδιά τα έστειλα σε
συγγενείς μας στα Χανιά. Έχω εμπιστοσύνη του Υάκινθου, έχει μεγαλώσει πια ο
ανιψιός σου και είναι θεληματάρικο παλικάρι σαν και σένα, θα τα καταφέρει. Γύρισε
σπίτι σου σε παρακαλώ και μη δώσεις αφορμή σ αυτόν τον ελεεινό το Μαχμούτ να σε
βλάψει», τα δύο αδέλφια αγκαλιάστηκαν και ο Ανδρέας πήρε το δρόμο για το σπίτι.
Ενώ περνούσε έξω από τον τούρκικο καφενέ, το μάτι του πήρε το γαμπρό του τον
Μαχμούτ να συζητά με τον παρ ολίγο συμπέθερο του τον Ομάρ. Τον πλησίασε, τον
άρπαξε από το ρούχο και άρχισε να τον χαστουκίζει τόσο δυνατά, που τον έριξε
κάτω. Απ το στόμα και τη μύτη του Μαχμούτ έτρεχαν αίματα ενώ το ένα μάτι του
είχε μισοκλείσει μελανιασμένο. Κοιτούσε γύρω του τρομαγμένος και περίμενε πως οι
υπόλοιποι τουρκοκρητικοί μαζί και ο Ομάρ, θα μπαίναν στη μέση να τον
υποστηρίξουν και να τον γλυτώσουν, αλλά αυτοί απλώς κοιτούσαν και παίζαν τα
κομπολόγια τους, μερικοί είχαν αρχίσει και να γελάνε μαζί του. Στο τέλος ο Ανδρέας
τον άρπαξε με τα δυο του χέρια και ταρακουνώντας τον, του φώναξε άγρια: «Άνε
πάθουνε πράμα τα ανίψια μου κι ανέ ξανασηκώσεις χέρι στην αδελφή μου, σκάψε το
λάκκο σου μοναχός σου, κακομοίρη μου!» και σπρώχνοντας, τον ξαναπέταξε κάτω.
Όταν έφυγε ο Ανδρέας, ο Μαχμούτ σηκώθηκε κοίταξε με το ένα μάτι, που μπορούσε
ακόμα να βλέπει, τον Ομάρ, πήγε κοντά του καμπουριασμένος και του είπε με φωνή
που έτρεμε: «Είδες τι μου έκανε ο ταβλόπιστος;»
«Είσαι τυχερός κακομίτση που τις έφαγες μόνο, γιατί εγώ για την προσβολή που
μού κανε η θυγατέρα σου με το γάμο, σε μένα και στο σπίτι μου, είχα σκοπό να σε
κρεμάσω».

50 Αμέσως τώρα

174
«Η γυναίκα μου τα έκανε όλα! Αυτή να κρεμάσεις!» φώναξε πανικοβλημένος ο
Μαχμούτ.
«Χάσου από τα μάτια μου κι αλίμονο σου αν σε ξαναδώ μπροστά μου!» φώναξε
άγρια ο Ομάρ και ο Μαχμούτ άρχισε να τρέχει.
Ο Χασάν, ο γιος του, άμα είδε τι γινόταν, και τον θείο του Ανδρέα να
ξυλοφορτώνει τον πατέρα του έξω από τον τουρκικό καφενέ, καβάλησε τη φοράδα
του και εξαφανίστηκε για πάντα από το χωριό.
Ο Μαχμούτ, από φόβο και ντροπή, αποφάσισε να πάει να ζήσει πάνω στο βουνό,
στο μητάτο του. Έστειλε μήνυμα στη Θαλασσινή αλλά δεν ήταν κανείς εκεί και το
σπίτι ήταν κλειδωμένο. Έζησε μόνος την υπόλοιπη ζωή του και συνέχεια
αναρωτιόταν, αν όταν πέθαινε θα στενοχωριόταν κανείς…
Η Θαλασσινή κλείδωσε το σπίτι, πέταξε το κλειδί στη στέγη και έφυγε κρυφά.
Πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Οι μοναχές την έκρυψαν για
λίγο καιρό και μετά, αφού δεν κινδύνευε πια, βαπτίστηκε ξανά Χριστιανή και έμεινε
εκεί, ως μοναχή, μέχρι το τέλος της ζωής της.
Ο παππούς Κωνσταντίνος έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα, και γύρω του είχε πια
μικρά τρισέγγονα για να τους ιστορεί τις εξεγέρσεις του 1770 και του 1821. Ακόμα
τους έλεγε για το πώς έκλεψε ένα βράδυ τη προγιαγιά τους, τη Βασιλική, όταν αυτή
ήταν στα δεκαεφτά της κι αυτός στα δεκαεννιά του χρόνια. Ανάμεσα στα παιδιά που
κάθονταν και άκουγαν συνεπαρμένα τις ιστορίες του παππού Κωνσταντίνου, ήταν
τώρα πια και τα παιδιά του Ανδρέα.
Ο Ανδρέας μετά το τέλος της επανάστασης φύλαξε σαν κάτι ιερό τα άρματα του,
για να τα παραδώσει στους γιους του, όταν έρθει η ευλογημένη ώρα της νέας
εξέγερσης για τη λευτεριά.
Πέρασε καιρός και πολλές φορές, στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του
Προδρόμου, έφτανε ένας άντρας καβάλα στο γαϊδουράκι του. Το έδενε σε ένα
δέντρο, πλησίαζε και χτυπούσε την πόρτα του μοναστηριού, οι καλόγριες άνοιγαν
και, αφού τον εκαλοχαιρετούσαν, τον έβαζαν να περιμένει στο προαύλιο χώρο των
επισκεπτών. Σε λίγο έφτανε μια μοναχή και αφού αγκαλιαζόντουσαν με αγάπη,
καθόντουσαν δίπλα-δίπλα και συζητούσαν. Ήταν ο Ανδρέας με την αδελφή του, τη
μοναχή Θεοδοσία, της οποίας το κοσμικό όνομα ήταν Θαλασσινή. Ο Ανδρέας της
έλεγε τα νέα των παιδιών της που ζούσαν πια στα Χανιά και για τους γονιούς τους,
που της έστελναν την αγάπη τους και δεν τη έβγαζαν στιγμή απ΄ το μυαλό τους. Ήταν

175
ήσυχοι πια, αφού γνώριζαν πως η θυγατέρα τους είχε βρει τη γαλήνη κάτω από τη
στέγη του Θεού.

176
8

Είχαν περάσει 167 χρόνια από τότε που η Μαγδαληνή και ο Τίτος είχαν
αναγκαστεί να γίνουν φυγάδες και στα τέλη του 1839, δύο απόγονοί τους
βρισκόντουσαν στην ίδια κατάσταση.
Ο Υάκινθος και η Φωτεινή, ντυμένη με την ανδρική φορεσιά, για να αποφύγουν
τους κινδύνους, μετά τη φυγή τους από το Φαλκούνι, προχωρούσαν προς τα Χανιά
μόνο όταν άρχιζε να νυχτώνει. Κυνηγημένοι στον ίδιο τους τον τόπο, περιδιάβαιναν
κρυφά μονοπάτια, και απόφευγαν να πλησιάσουν σε χωριά από φόβο μήπως είχαν
φτάσει σ΄ αυτά οι τουρκοκρητικοί που τους αναζητούσαν.
Ήταν πια στον Ψηλορείτη και είχαν φωλιάσει σε μια σπηλιά περιμένοντας να
σουρουπώσει για να συνεχίσουν το δρόμο τους. Προς το βράδυ, ετοιμάστηκαν πάλι
και άρχισαν να περνούν με προσοχή τα μονοπάτια, όταν άκουσαν τη φωνή ενός
βοσκόπουλου να τραγουδά από ψηλά στο βουνό, βαριοκαρδισμένο:
«Σε ψηλό βουνό
σε ριζιμιό χαράκι
κάθεται εν΄ αητός, κάθεται εν΄ αητός
Βρεμένος, χιονισμένος,
ο καημένος και παρακαλεί,
Και παρακαλεί
τον ήλιο ν ανατείλει
Ήλιε ανάτειλε, ήλιε ανάτειλε…»
Χρειάστηκαν πολλές μέρες τα δύο αδέλφια για να φτάσουν στα Χανιά και τελικά
τα κατάφεραν. Όταν έφτασαν, είχε αρχίσει πια να χαράζει και ήταν αποκαμωμένα
από το δύσκολο και μακρινό ταξίδι. Τώρα έπρεπε να αφήσουν τη φοράδα τους σε
κάποιο σπίτι χριστιανού και μετά, να μπουν με προσοχή στην πόλη για να βρουν
κάποια οικογένεια συγγενών τους Καντιανών. Κάποιος τους είπε να προχωρήσουν
ανατολικά και να βρουν τον Νίκο Γεωργαλίδη με τα άλογα. Όταν έφτασαν εκεί, είδαν
μια μεγάλη καταπράσινη έκταση, που την έκλεινε ένας ξύλινος φράχτης και ήταν
περιστοιχισμένη με πανύψηλες λεύκες. Αριστερά, στο βάθος, φαινόταν μια μακριά
σειρά από στάβλους, ενώ στη δεξιά πλευρά, ήταν ένα μεγάλο δίπατο σπίτι με την
αυλή του ασβεστωμένη, γεμάτη βασιλικούς. Καθώς κοιτούσαν, φάνηκε να βγαίνει
από μία αποθήκη που ήταν πιο δίπλα από το σπίτι, ένας άνδρας κρατώντας σε κάθε

177
χέρι από ένα μεγάλο κουβά. Αυτός, όταν είδε τα παιδιά, σταμάτησε και μετά άρχισε
να προχωρά προς το μέρος τους. Ήταν ψηλός και γεροδεμένος, σαράντα πέντε
περίπου χρονών, και φορούσε στιβάνια. Το όνομα του ήταν Νίκος, ενώ το επώνυμο
του, Γεωργαλίδης, προερχόταν από τα Γεωργαλίδικα άλογα που έκτρεφε από πολύ
παλιά η οικογένεια του.
«Καλώς τους ξένους, είντα κάνετε κι από πού μας έρχεστε;»
«Από το Ρέθυμνο», είπε ψέματα ο Υάκινθος. «Ήρθαμε επαέ για να βρούμε κάτι
συγγενείς μας και λέγαμε μήπως μπορείτε να μας κρατήσετε τη φοράδα μέχρι να
γιαγείρουμε…»
Καθώς μιλούσαν, η Φωτεινή ήταν μισοκρυμμένη πίσω από τον αδελφό της, μα σε
μια στιγμή που κοίταξε προς τη μεριά του Γεωργαλίδη, τον είδε να την κοιτά στα
μάτια και τότε αυτή, από συνήθεια, έριξε αμέσως το βλέμμα της στη γη. Ο
Γεωργαλίδης το πρόσεξε αυτό και δαγκώθηκε από το ξάφνιασμα, καθώς αμέσως
κατάλαβε γιατί αυτό το «αγόρι» είχε τρυφερά μάγουλα και όμορφα κόκκινα χείλη,
και έκανε τότε νόημα του Υάκινθου να έρθει πιο πέρα για να του μιλήσει.
«Και εδά πες μου… Γιάντα έντυσες αντρικά την κοπελιά και που τηνε πας, χωρίς
ψέματα!» του είπε αυστηρά. Ο Υάκινθος αναστέναξε στενοχωρημένος και του είπε
την αλήθεια. «Από το Μεγάλο Κάστρο ήρθαμε, είναι αδελφή μου και ο πατέρας μου
ήθελε να την παντρέψει με έναν τουρκοκρητικό, γι αυτό την έφερα εδώ, για να
μείνουμε σε συγγενείς μας». Ο Γεωργαλίδης στα λόγια του παλικαριού χτύπησε
θυμωμένος τις δυο του παλάμες στο φράχτη λέγοντας: «Και γιάντα δε μου το λες απ
την αρχή, μόνο έχουμε το κορίτσι απ έξω που κινδυνεύει;» και με τα λόγια αυτά
άνοιξε γρήγορα την πόρτα του φράχτη και μπήκαν τα δυο παιδιά μέσα.
«Κλουθάτε με», τους είπε και άρχισε να κατευθύνεται προς το σπίτι. Όταν
έφτασαν, άρχισε να φωνάζει: «Αρετήη, Αρετήηη», ένα πλαϊνό παράθυρο άνοιξε και
φάνηκε μια γυναίκα αφράτη με μέτριο ύψος, γλυκά χαρακτηριστικά και όμορφα
ροδοκόκκινα μάγουλα.
«Είντα παθες και φωνιάζεις ετσά, Γεωργαλίδη;» είπε και αμέσως η ματιά της
έπεσε στους δύο ξένους.
«Πε στσι γιους σου να κατέβουν ίδια δα για να πάνε στσι στάβλους», της είπε.
«Μα τρώνε ακόμα», του απάντησε εκείνη ενώ συνέχισε να κοιτά γεμάτη
περιέργεια τα δύο παιδιά.
«Αρετή! Να μη το ξαναπώ! Να παρατήσουν το φαΐ και να κάνουν αυτό που είπα!»

178
«Καλά, να τους το πω», είπε η γυναίκα και έφυγε από το παράθυρο. Σε λίγο
ακούστηκαν μιλιές από το σπίτι και αμέσως βγήκαν έξω δύο παλικάρια που
φορούσαν κι αυτά στιβάνια και έμοιαζαν σα δυο σταγόνες νερό. Ο ένας από τους δύο,
ο Σταύρος, κοντοστάθηκε και περιεργαζόταν τους δύο ξένους. «Είντα παθες, Σταυρί;
Δε γροίκησες ειντά πα στη μάνα σου;» του είπε αυστηρά ο πατέρας του ο
Γεωργαλίδης με τα χέρια στη μέση και το παλικάρι συνέχισε το δρόμο του για το
στάβλο. Μετά πήρε τα παιδιά και πήγαν προς την πόρτα του σπιτιού, που τους
περίμενε η Αρετή.
«Αρετή, πάρε μέσα την κοπελιά, δώσε της να φορέσει ρούχα της Αφρούλας μας
και μετά να την ταΐσεις και να τη βάλεις να ξεκουραστεί» και στο απορημένο βλέμμα
της γυναίκας του συμπλήρωσε: «Θέλαν να τη παντρέψουν με ένα τουρκοκρητικό και
την πήρε ο αδελφός της και φύγανε από το σπίτι τους στο Μεγάλο Κάστρο».
«Κύριε ελέησον», φώναξε η Αρετή, αγκαλιάζοντας τη Φωτεινή. Πριν την περάσει
στο σπίτι σταμάτησε, γύρισε προς τον Υάκινθο και του είπε: «Την ευχή του Χριστού
και της Παναγίας νάχεις παλικάρι μου».
«Να μας φέρεις έξω δύο βραστάρια, παξιμάδι και τυρί να φάει ο λεβέντης», της
φώναξε ο Γεωργαλίδης.
«Τόχω σκοπό», του φώναξε η Αρετή.
«Α! Και που σε Αρετή! Έλα να σου πω!»
«Είντα θες πάλι;»
«Θα πάω με το κοπέλι να βρούμε τσι συγγενιές τους στην πόλη, ανέ αργήσουμε
και έρθει η ώρα να φάτε, να μη μπουν μέσα οι γιοι μας και ντραπεί η κοπελιά, να τους
στρώσεις να φάνε έξω αυτοί».
«Θα με μάθεις και το σωστό τώρα;» του γκρίνιαξε η Αρετή και γύρισε να μπει
μέσα.
«Αρετή είσαι συ ή Κακία;» της φώναξε πειραχτικά ο Γεωργαλίδης.
«Ό,τι θέλω είμαι», του απάντησε η Αρετή από μέσα.

179
9

«Εδά, παιδί μου Υάκινθε, πε μου ποιοί είναι οι συγγενείς σας, επαέ», είπε ο
Γεωργαλίδης.
«Οι Καντιανοί, είναι συγγενείς μας, από τη μεριά τση μάνας μας». Ο Γεωργαλίδης
χάϊδεψε το μουστάκι του συλλογισμένος και είπε: «Κατέω τους. Τότε με την
επανάσταση του 21, όλοι οι Καντιανοί παράτησαν το εμπόριο και φύγαν από την
πόλη για να πολεμήσουν τον Τούρκο. Μαζί πήραν και τις οικογένειες τους για να μη
κινδυνέψουν και τις πήγαν σε χωριά στην Κίσσαμο. Εδά, οι πιο πολλοί ζουν εκεί.
Μια οικογένεια πρέπει να έχει μείνει στην πόλη, του Γιώργη Καντιανού, πούχει
μαγαζί και πουλά μπαχαρικά, βότανα και μέλια. Ας πάμε να τον βρούμε και βλέπουμε
μετά».
Σε λίγο σηκώθηκαν αλλά, πριν φύγουν, ο Γεωργαλίδης φώναξε τον Σταύρο. Το
παλικάρι, που ήταν ολόιδιο ο πατέρας του στο μπόι και γεροδεμένο σαν αυτόν, έτρεξε
κοντά του τρέχοντας. «Σταύρο, ετούτο το παλικάρι είναι Μεγαλοκαστρίτης και το
λένε Υάκινθο. Εδά θα πάμε στην πόλη να βρούμε μία συγγενιά του, μόνο εσύ
ανάλαβε τη φοράδα του και περιποιήσου τη, γιάντα έκανε μεγάλο ταξίδι και θάναι
ταλαιπωρημένη», κι ύστερα γυρίζοντας προς τον Υάκινθο, είπε: «Αυτός είναι ο
μεγαλύτερος από τον δίδυμο αδελφό του, επειδή βγήκε πρώτος απ τη κοιλιά τση
μάνας του, έχω άλλους δύο καμωμένους κι αυτοί δίδυμοι, μα έχουν παντρευτεί και
ζουν αλλού. Έχω και μία θυγατέρα, η πιο μικρή απ όλους, έχει ίδια ηλικία με την
αδελφή σου, την Αφρούλα μου».
Ο Υάκινθος με τον Γεωργαλίδη πήγαν στην πόλη και σε λίγο μπαίναν στο μαγαζί
του Γιώργου Καντιανού. Το μαγαζί το πλημμύριζαν ευωδιές από βότανα και
μπαχαρικά και ένας άνθρωπος, περίπου πενήντα χρονών, με καστανά μαλλιά και ένα
μικρό μουστάκι, καθόταν μπροστά σε ένα τραπεζάκι που είχε πάνω του απλωμένα
χαρτιά και έκανε λογαριασμούς. Όταν γύρισε το κεφάλι να δει τους πελάτες που
μπήκαν στο μαγαζί του, το βλέμμα του σταμάτησε στον Υάκινθο. Σηκώθηκε τον
πλησίασε και, κοιτάζοντας τον καλά-καλά του είπε: «Εσένα, παλικάρι μου, κάπου σε
έχω ξαναδεί μα δε θυμάμαι πού…»
Ο Γιώργος Καντιανός γέμισε συγκίνηση από τη γνωριμία του με τον
Μεγαλοκαστρίτη συγγενή του, αλλά και την ιστορία του. Ευχαρίστησε θερμά τον
Γεωργαλίδη που φρόντισε τα δύο παιδιά και κανόνισαν τον ερχομό της Φωτεινής

180
στην πόλη χωρίς να κινδυνεύσει. Έτσι, όταν άρχισε να σουρουπώνει, βρέθηκαν στους
δρόμους της πόλης προς το σπίτι του Καντιανού, η Αρετή και ο Σταύρος, που είχαν
στη μέση τη Φωτεινή, ενώ λίγο πιο πίσω προχωρούσε ο Παύλος, ο δίδυμος αδελφός
του Σταύρου, με τον Υάκινθο.
Όταν η Φωτεινή ήταν ακόμα στο σπίτι του Γεωργαλίδη και, ενώ περίμενε την
επιστροφή του αδελφού της, την είχε πάρει η Αφρούλα και η μάνα της η Αρετή, και
είχαν κάτσει στην ασβεστωμένη αυλή που μοσχομύριζε από τους βασιλικούς και τις
πορτοκαλιές του κήπου. Συζητούσαν, και η Φωτεινή τους περιέγραφε την περιπέτεια
της φυγής τους. Ποια κρυφά μονοπάτια αναγκάστηκαν να πάρουν με τον αδελφό της,
και τους κινδύνους που αντιμετώπισαν μέχρι να φτάσουν στα Χανιά. Η Αφρούλα την
άκουγε με διάπλατα ανοιχτά τα μάτια, ενώ η Αρετή, κάθε τόσο, χτυπούσε τις παλάμες
στην ποδιά της και σταυροκοπιόταν. Στη μέση της διήγησης, ακούστηκαν βαριά
βήματα και φάνηκε ένας άντρας που είχε στον ώμο του δύο σέλες. Ήταν ο Σταύρος
που πήγαινε προς την αποθήκη. Το παλικάρι περνούσε ανύποπτο, όταν έριξε ένα
αδιάφορο βλέμμα στην αυλή και πάγωσε από την έκπληξη. Είδε τη Φωτεινή να
κάθεται με τη μάνα και την αδελφή του και έμεινε να τη κοιτά, ξαφνιασμένος από την
παρουσία της, αλλά και την ομορφιά της. Ταραγμένος, κοκκίνισε και ψέλλισε
«Καλημέρα σας». Η μάνα του και η Αφρούλα γέλασαν με το σάστισμα του, ενώ η
Φωτεινή αφού τον χαιρέτησε κι αυτή, κοίταξε τα χέρια της στην ποδιά της.
«Μη ξαφνίζεσαι, γιε μου, είναι οι πρωινοί μας επισκέπτες. Το κορίτσι ονομάζεται
Φωτεινή και ήρθε από το Μεγάλο Κάστρο».
Τα δύο παιδιά τακτοποιήθηκαν στο σπίτι του συγγενή τους Γιώργου Καντιανού, η
γυναίκα του τα φρόντισε με μεγάλη καλοσύνη και τους έδωσε τα δωμάτια των
παιδιών της, που ήταν παντρεμένα και ζούσαν από καιρό αλλού. Το άλλο πρωί ο
Υάκινθος καθόταν με το θείο του, όπως τον προσφωνούσε, έπιναν τον καφέ τους και
συζητούσαν.
«Το 1768, πριν εβδομήντα περίπου χρόνια» άρχισε να λέει ο Γιώργος Καντιανός,
«ο προπάππους σου, ο Ανδρέας, έφυγε με την οικογένεια του στο Μεγάλο Κάστρο
για να αναλάβει το σαπωνοποιείο ενός συγγενή του εκεί. Τη δουλειά εδώ, την άφησε
στο μεγάλο του γιο, τον Ευάγγελο, που από τη δική του γενιά κρατώ εγώ. Πήγαινε
καλά το εμπόριο όλα αυτά τα χρόνια, και είχαμε γίνει ξακουστοί οι Καντιανοί στην
πόλη. Ήμασταν πολλοί τότε που ασχολούμασταν, μέχρι τα Σφακιά είχαμε εμπορικές
δοσοληψίες και πρέπει να ξέρεις, παιδί μου Υάκινθε, πως έχουμε και κει συγγενιές.

181
Με το ξέσπασμα όμως της επανάστασης του 1821, όλοι σχεδόν οι αρσενικοί φύγαν
στα βουνά για να πολεμήσουν, πήραν και τσι οικογένειες τους μαζί και καλά έκαναν
τότε, γιατί οι άπιστοι για εκδίκηση σφάξαν πολλούς άμαχους εδώ. Τέλειωσε η
επανάσταση στα δέκα χρόνια, μα δεν γύρισε ξανά κανείς τους, έμειναν σε χωριά
στην Κίσσαμο, κι άλλοι ασχολούνται με τα γεωργικά, και άλλοι έχουν κοπάδια με
αιγοπρόβατα και προκόβουν, γιατί είναι άξιοι», εδώ ο Καντιανός αναστέναξε και
συνέχισε: «Εδά, έχω μείνει μονάχος μου να ασχολούμαι με το εμπόριο, τα παιδιά μου
παντρευτήκαν, φύγαν και κάναν αλλού δουλειές. Ανέ αποσυρθώ και γω δεν θα
υπάρχει άλλος Καντιανός έμπορας επαέ στην πόλη».
«Μη στενοχωρούσαι θείο, μπορεί κάποιο εγγόνι σου μεγαλώνοντας, να θελήσει να
πάρει τη θέση σου», του είπε παρηγορητικά ο Υάκινθος.
«Εδά, που ήρθατε παιδί μου, εγώ θα σούλεγα να μη πάτε στην Κίσσαμο στους
άλλους συγγενείς, να μείνετε επαέ, κοντά μας. Θα βρούμε ένα καλό κοπέλι για τη
Φωτεινή, εγώ θα την προικίσω, και συ ανέ θες, να αναλάβεις το μαγαζί, που είσαι
έξυπνος και συγγενιά μου». Ο Υάκινθος έσκυψε το κεφάλι και είπε του θείου του:
«Ευχαριστώ, θείο, μα τουλάχιστον για τώρα δε γίνεται, όχι μόνο επειδή κινδυνεύουμε
από τους τουρκοκρητικούς, αλλά η Φωτεινή δεν είναι βαπτισμένη Χριστιανή, στα
βιβλία φαίνεται για μουσουλμάνα. Φωτεινή, την ονόμαζε η μάνα μου για να μη λέει
το οθωμανικό της όνομα. Ύστερα και το επώνυμο μας είναι οθωμανικό εξ αιτίας του
εξωμότη πατέρα μας και πρέπει να το αλλάξουμε. Ο τελευταίος λόγος που δεν
μπορώ, είναι επειδή λέω, όταν τακτοποιηθεί η Φωτεινή, να γυρίσω στο Μεγάλο
Κάστρο, να βρω τη μάνα μου, δεν μπορώ να την αφήσω αμοναχιά μ αυτόν να την
τυραννάει, θα ανησυχάει κιόλας αν φτάσαμε επαέ κι αν είμαστε καλά», είπε το
παλικάρι κι αναστέναξε.
«Καλά γιε μου, πηγαίνετε στην Κίσσαμο και όντε τακτοποιήσεις όσα θες και
ησυχάσουν τα πράματα, έλα να σου δώσω το μαγαζί. Όσο για το επώνυμο, γνώμη
μου είναι να πάρετε αυτό των Καντιανών, αίμα μας είσαι και συ και η Φωτεινή και…
κάνε υπομονή παιδί μου, μην αδημονείς να γιαγείρεις ακόμα, θα πω εγώ σε
ταξιδιώτες έμπορους προς το Μεγάλο Κάστρο, να περάσουν από το χωριό να τση
πάνε με τρόπο μήνυμα πως είστε καλά», είπε ο Καντιανός.
«Σ ευχαριστώ, θείο, καλύτερα όμως να πάνε το μήνυμα στο θείο μου τον Ανδρέα
και αυτός θα κάνει τρόπο να της το πει». Ο Υάκινθος δεν γνώριζε ακόμα πως η μάνα
του είχε μονάσει.

182
Την άλλη μέρα άρχισαν να σχεδιάζουν τη μετάβαση τους στους συγγενείς στην
Κίσσαμο.
Στο σπίτι του Γεωργαλίδη, ο Σταύρος ήταν αμίλητος και συλλογισμένος, η Αρετή
σκούντηξε με τρόπο τον άντρα της, δείχνοντας το γιο τους με το μάτι κι αυτός
σήκωσε τα φρύδια και ξεφύσηξε λέγοντας μουρμουριστά: «Νταγιάντα γυναίκα,
νταγιάντα… φουρτούνες έρχονται, πέρασε η νεράιδα και του κλεψε την καρδιά και
δα; Είντα θα γίνει εδά;»

183
10

Σε λίγες μέρες κατέβηκαν Καντιανοί από την επαρχία της Κισσάμου να γνωρίσουν
τα παιδιά και να τα πάρουν μαζί τους. Ξεκίνησαν το ταξίδι με φοράδες και έφτασαν
σε ένα χωριό που ήταν σε μεγάλο υψόμετρο. Η περιοχή ήταν σκεπασμένη από ψηλά
δέντρα και πυκνή βλάστηση και στο κέντρο του χωριού, υπήρχαν τέσσερις βρύσες με
τρεχούμενο καθαρό νερό, με μεγάλες πέτρινες γούρνες μπροστά τους. Όλα τα σπίτια
ήταν καλοασβεστωμένα, γεμάτα λουλούδια, με χαγάτια και μεγάλες αυλές. Είχε
αρκετούς κατοίκους και οι πιο πολλές οικογένειες Καντιανών κατοικούσαν σε αυτό.
Άλλοι ασχολούνταν με καλλιέργειες ενώ άλλοι με την εκτροφή αιγοπροβάτων,
ξεχνώντας για πάντα το εμπόριο.
Όλοι στο χωριό καλοδέχτηκαν τους δύο νεοφερμένους και γρήγορα διαδόθηκε ο
λόγος που έφτασαν μέχρι εκεί. Οι Καντιανοί παραλίγο να τσακωθούν μεταξύ τους για
το ποιος θα πάρει τα δύο παιδιά να μείνουν σπίτι τους και τελικά, αποφάσισαν να
εγκατασταθούν στο σπίτι του θείου τους, Θωμά Καντιανού.
Ο Θωμάς ήταν στα σαρανταπέντε χρόνια του, με αδρά χαρακτηριστικά και μέτριο
ανάστημα. Φορούσε μαύρο πουκάμισο και στιβάνια και στο υφαντό ζωνάρι του είχε
περασμένο το ασημένιο μαχαίρι με τη λαβή σε σχήμα σαΐτας. Με τη γυναίκα του τη
Χρυσούλα, μία ροδαλή ανοιχτόχρωμη γυναίκα που δεν έλειπε ποτέ το χαμόγελο από
τα χείλη της, είχαν κάνει πέντε παιδιά, τα τρία είχαν παντρευτεί, ενώ τα δύο, τα
μικρότερα, που η ηλικία τους πλησίαζε της Φωτεινής και του Υάκινθου, ζούσαν
ακόμα μαζί τους.
Περνούσε ο καιρός, η Φωτεινή και ο Υάκινθος βαπτίστηκαν χριστιανοί και πήραν
το επώνυμο των Καντιανών. Όσο πήγαινε, συνήθιζαν στο νέο τους περιβάλλον, αλλά
η καρδιά τους ήταν βαριά. Ο νους τους πήγαινε συνέχεια στη μάνα που άφησαν πίσω
και όσο πέρναγαν οι μέρες, τόσο πιο βαθιά έμπαινε στο μυαλό του Υάκινθου, να
γυρίσει πίσω στο Φαλκούνι.
Ένα πρωί οι κάτοικοι στο χωριό είδαν να φτάνει ένας ξένος καβάλα στη φοράδα
του, περιδιάβαινε αργά τους δρόμους και ρωτούσε τους χωριανούς πού είναι το σπίτι
του Θωμά Καντιανού. Κάποια στιγμή έφτασε και ξεπέζεψε, χτύπησε την πόρτα και
του άνοιξε η Φωτεινή που είδε, ξαφνιασμένη, να στέκεται μπροστά της ο θείος της ο
Ανδρέας. Και άρχισαν να κυλούν ποτάμι τα δάκρυα στα μάτια των δυο παιδιών και
του θείου τους και δεν ήθελαν να βγουν από την αγκαλιά του.

184
Ο Ανδρέας τους ιστόρησε τι ακολούθησε τη φυγή τους και πως η μάνα τους ήταν
πια ασφαλισμένη στο μοναστήρι, μακριά από τον εξωμότη πατέρα τους, που ζούσε
πια μόνιμα στο βουνό. Τους είπε για τον παππού Κωνσταντίνο που ζούσε ακόμα, όχι
όμως και η γιαγιά Βασιλική. Ο παππούς Κωνσταντίνος συνέχιζε να λέει τις ιστορίες
του στα παιδιά, μόνο που τις μπέρδευε πια μεταξύ τους και διηγιόταν πως
πολεμούσαν μαζί με τη γιαγιά στην εξέγερση του 1770 και του 1821, και άλλα
τέτοια…
Μίλησε και με τις κεφαλές του σογιού που πρότειναν να μείνουν ακόμα λίγο καιρό
τα παιδιά για ασφάλεια και ύστερα να γυρίσουν στο μεγάλο Κάστρο. Ο Ανδρέας είχε
σκοπό να μείνει μισή βδομάδα αλλά μετά την επιμονή όλων των συγγενών, έκατσε
δεκαπέντε μέρες.
«Βλέπω, ξάδελφε, πως και δω στα Χανιά, ο Αιγύπτιος σασε κάνει έργα, όπως και
σε μας στο Μεγάλο Κάστρο, βάλθηκε να μας εκάνει καινούργιο το νησί, αλλά με το
αίμα τση δικής μας ψυχής», είπε ο Ανδρέας στον Θωμά.
«Όπως το λες, ξάδελφε Ανδρέα, όπως το λες…» είπε ο Θωμάς αναστενάζοντας
και συνέχισε: «Μας έκανε κρίνες, δρόμους, γέφυρες. Έφτιαξε τα λιμάνια, άρχισε
σχολειά και για τα χριστιανόπουλα και τόσα άλλα που τα βλέπουν οι έξω και λένε, μα
γιάντα δεν είναι φχαριστημένοι αυτοί οι Κρητικοί και θέλουν τον ελευθερωμό; Τα
λένε γιατί δεν κατέχουν πως μας επέβαλε σκληρή φορολογία για να κάμει όλα αυτά.
Στις πλάτες μας φορτωθήκαν αυτά τα έργα και δεν μπορούμε να σηκώσουμε κεφάλι.
Το 1833 στις Μουρνιές, μαζευτήκαν κάπου επτά χιλιάδες νοματαίοι να
διαμαρτυρηθούν, χωρίς όπλα, όλοι άοπλοι, θέλαν λέει η συγκέντρωση να είναι
ειρηνική. Σκέψου πως όταν έφτασαν Σφακιανοί με το στρατηγό Δεληγιάννη για να
ενωθούν μαζί τους, αυτοί τους έδιωξαν επειδή ήταν λέει οπλισμένοι. Έφτιαξαν
κιόλας υπόμνημα στις μεγάλες Δυνάμεις για τα βάσανα μας, λες και θα
στεναχωριόντουσαν αυτοί οι τουρκόφιλοι! Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα που
μαζεύτηκαν; Ο άτιμος Αιγύπτιος, ξάδελφε, έστειλε αμέσως το ιππικό του και τους
διάλυσε με τη βία και το χειρότερο; Κρέμασε σαρανταένα από αυτούς που είχαν
αναλάβει να συγκεντρώσουν τσι ανθρώπους…»
«Κατέω τα Θωμά. Σ όλη την Κρήτη οι καταραμένοι έπιασαν χριστιανούς που
είχαν κύρος και λόγο, και τους κρέμασαν για να προλάβουν να μας φοβίσουν και να
μη γίνει καινούργιος ξεσηκωμός, ακόμα και μουσουλμάνους κρέμασαν, που είχαν
δείξει συμπάθεια για το κίνημα», είπε ο Ανδρέας.

185
«Είντα τα θες ξάδελφε, για μας δεν άλλαξε τίποτα με τον Αιγύπτιο. Η σκλαβιά,
σκλαβιά! Και η ατιμία καλά κρατεί, τα μαχαίρια δεν βγαίνουν από τις ζώνες μας για
την τιμή των γυναικώνε, των θυγατέρων και τση οικογένειας μας, και τα όπλα μας
είναι πάντα γεμισμένα και έτοιμα να ξαπλώσουν όποιον έρθει να μας απειλήσει. Το
κατέουν και μας φοβούνται, μα είναι ύπουλοι».
Πέρασαν οι μέρες και ο Ανδρέας θα έφευγε, άφησε πολλούς παράδες στον
Υάκινθο, και στη Φωτεινή έδωσε τα χρυσαφικά της που είχε αφήσει πίσω, μαζί με
αυτά της μάνας της και της γιαγιάς της.

186
11

Δεν είχαν προλάβει τα δύο αδέλφια να εγκατασταθούν στο νέο τους σπίτι στο
χωριό της Κισσάμου και άρχισαν να φτάνουν προξενιά για τη Φωτεινή, που έμπαινε
πια στα δεκαοχτώ της. Προξενιά είχε στείλει και μια πλούσια οικογένεια της περιοχής
που την ήθελε για το μεγάλο γιο τους, ένα όμορφο παλικάρι είκοσι τριών χρονών. Η
οικογένεια μήνυσε στους Καντιανούς πως δεν ήθελαν προίκα, μιας και γνώριζαν πως
η κοπελιά, ό,τι είχε και δεν είχε, έμεινε πίσω στον τόπο που άφησε. Μα οι Καντιανοί
απάντησαν, πως το κορίτσι θα το καλοπροικίσουν όταν έρθει η ώρα του να
στεφανωθεί και ζήτησαν λίγο χρόνο να απαντήσουν, αφού έπρεπε να μηνύσουν για
το προξενιό, στο θείο τους τον Ανδρέα Καντιανό στο Μεγάλο Κάστρο, που ήταν ο
κοντινότερος συγγενής των παιδιών και είχε λόγο για τη ζωή τους. Αλλά ήταν βέβαιοι
πως και ο Ανδρέας θα συμφωνούσε να παντρευτεί η Φωτεινή τον νέο.
«Φωτεινή, τον θέλεις αυτόν που σου προξενεύουν;» ρώτησε μερικές μέρες μετά ο
Υάκινθος την αδελφή του. Η Φωτεινή χαμήλωσε τα μάτια και απάντησε: «Αν τον
θέλεις εσύ και οι συγγενιές μας, εμένα τι λόγος μου πέφτει;»
«Άνε δεν το θες, να μου το πεις Φωτεινή γιατί θέλω να είσαι ευτυχισμένη». Η
Φωτεινή στα λόγια αυτά του Υάκινθου χάιδεψε το μάγουλο του και του έδωσε ένα
φιλί στον κρόταφο.
Το απόγευμα της άλλης μέρας φάνηκε στο χωριό ένας άλλος επισκέπτης καβάλα
πάνω σε ένα πανέμορφο Γεωργαλίδικο άλογο και όλοι τον γνώρισαν αμέσως.
Ο Νίκος Γεωργαλίδης κάθισε απέναντι από τον Θωμά και τον Υάκινθο και αφού
βγήκαν οι ρακές και τα υπόλοιπα κεράσματα και έμειναν οι τρείς τους, ζήτησε το χέρι
της Φωτεινής για το γιο του, τον Σταύρο. Ο Θωμάς και ο Υάκινθος δαγκώθηκαν αλλά
μίλησαν ντρέτα του Γεωργαλίδη.
«Φίλε Νίκο Γεωργαλίδη, μας κάνεις μεγάλη τιμή γιατί κατέουμε και σένα και την
οικογένεια σου και σας έχουμε όπως όλοι, μεγάλο σέβας, μα θα σου πω την αλήθεια.
Πριν μέρες ήρθαν προξενιά για τη Φωτεινή από την οικογένεια του Κισσαμίτη για το
γιο τους και τα χουμε σχεδόν τελειωμένα, περιμένουμε μόνο την απόκριση του
συγγενού μας του Ανδρέα Καντιανού απ το Μεγάλο Κάστρο.
Ο Γεωργαλίδης έφυγε συλλογισμένος, η φουρτούνα που είχε προβλέψει
ξέσπαγε… Ο Σταύρος πηγαινοερχόταν σαν το θηρίο στο κλουβί, από τη στιγμή που
του είπε ο πατέρας του, πως οι συγγενείς της Φωτεινής είχαν σκοπό να τη

187
στεφανώσουν με άλλον. Ένιωθε τη Φωτεινή σαν νάταν δική του και τώρα του την
παίρνανε. Ο πατέρας του προσπαθούσε να καλμάρει το παλικάρι, λέγοντας του για
κοπελιές στα μέρη τους, που περίμεναν πως και πώς να τους στείλει προξενιά και να
στεφανωθεί κάποια από αυτές, μα ο Σταύρος δεν απαντούσε, μόνο συνέχιζε τις
δουλειές του στους στάβλους, συλλογισμένος και αμίλητος.
Είχε βραδιάσει και οι λύχνοι στο χωριό στην Κίσσαμο σιγά-σιγά σβήναν, ο
ουρανός ήταν συννεφιασμένος και φύσαγε ένας δυνατός φθινοπωρινός άνεμος
ρίχνοντας τα φύλλα των δέντρων και τα καρύδια, που δεν είχαν προλάβει να
μαζευτούν, με δύναμη στη γη.
Στο σπίτι του Θωμά Καντιανού επικρατούσε ησυχία και όλοι είχαν πάει για ύπνο,
όταν ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα τρεις οπλισμένοι άντρες. Άρχισαν να
ανοίγουν τις πόρτες και όταν ένας από αυτούς είδε τη Φωτεινή ανασηκωμένη στο
κρεβάτι της από τη φασαρία, αμέσως τη σήκωσε στα χέρια και μαζί με τους άλλους
βγήκαν από το σπίτι του Θωμά. Ανεβήκαν στα γρήγορα Γεωργαλίδικα άλογά τους
και χάθηκαν στο σκοτάδι. Μέχρι να καταλάβουν οι Καντιανοί αλλά και το υπόλοιπο
χωριό τι είχε γίνει, ο Σταύρος με τη Φωτεινή στην αγκαλιά του, είχε φτάσει στο
εκκλησάκι του Αγίου Ισίδωρου, που τους περίμεναν ο παππάς με τους κουμπάρους
για να τους στεφανώσουν.
«Αρετή, πήγες να ετοιμάσεις το σπίτι του γιου σου; Όπου νάναι θα φτάσει εκεί με
τη νύφη σου», είπε ο Γεωργαλίδης αργά το ίδιο βράδυ στην Αρετή την ώρα που
ετοιμαζόντουσαν να πέσουν να κοιμηθούν.
«Έτοιμο τόχω, είντα νομίζεις πως μόνο εσύ κατέεις το γιο μας;» απάντησε η
Αρετή.
«Τσι έχεις έτοιμα το σταυρό, το καρύδι με το μέλι στην πόρτα τους;» συνέχισε ο
Γεωργαλής.
«Ευτυχώς που μου τόπες γιάντα δεν το κάτεχα!» γκρίνιαξε η Αρετή
«Αρετή είσαι συ ή Κακία;» της μουρμούρισε το συνηθισμένο του αστείο ο
Γεωργαλίδης και η Αρετή αποκρίθηκε όπως πάντα: «Ό,τι θέλω είμαι! Θέσε τώρα!» ο
Γεωργαλίδης χαμογέλασε και ξάπλωσε στο κρεβάτι του.
Οι συγγενείς της κοπελιάς, αφού την έκλεψε το παλικάρι, δεν ήταν πια
υποχρεωμένοι να την προικίσουν, αλλά οι Καντιανοί ούτε που το σκέφτηκαν και
προίκισαν τη Φωτεινή πλουσιοπάροχα.

188
Όταν έμαθε τα νέα ο Ανδρέας στο Μεγάλο Κάστρο, προσπάθησε να εξηγήσει στον
παππού Κωνσταντίνο πως κι άλλος στην οικογένεια τους στεφανώθηκε με κλεψιά,
όπως έκανε και κείνος στα νιάτα του και ο παππούς απάντησε: «Ποιοι; Ο
Κωνσταντίνος και η Βασιλική;»

189
12

Ο Υάκινθος όταν είδε τη Φωτεινή, μετά το κλέψιμο και το στεφάνωμα της με τον
Σταύρο, ξαφνιάστηκε. Έλαμπε ολόκληρη από ευτυχία τόσο, που δεν άντεξε και της
είπε με παράπονο: «Γιάντα δε μου το΄πες όταν σε ρώτησα, πως αγαπούσες το
Σταύρο, μόνο ήσουν έτοιμη να στεφανωθείς άλλον;»
«Δεν ήθελα να σου πω ψέματα, αλλά φοβόμουν μήπως ήθελες πιο καλά τον άλλο
επειδή ήταν πλούσιος, και δε μου το ΄λεγες για να μη με στεναχωρήσεις, αλλά έκανα
λάθος στην κρίση μου, συγνώμη που δε σε εμπιστεύθηκα».
Μετά το γάμο της Φωτεινής ο Υάκινθος εξακολουθούσε να μένει στο χωριό στην
Κίσσαμο ενώ, είχε δώσει το λόγο του στο Γιώργο Καντιανό να πάει στην πόλη να
αναλάβει το εμπορικό μαγαζί. Είχε μάλιστα αρχίσει να χτίζει και ένα σπίτι σε ένα
μεγάλο κομμάτι γη που του είχαν δώσει οι συγγενείς του.
«Κάποια πέρδικα επαέ στο χωριό έχει λαβώσει την καρδιά του», είπε ο Θωμάς στη
γυναίκα του τη Χρυσούλα χαμογελώντας.
«Σίγουρα Θωμά, για να χτίζει επαέ τη φωλιά του σύντομα θα μας ζητήσει να της
πάμε και προξενιά. Μα ποια να ΄ναι;» αναρωτήθηκε η Χρυσούλα. Ήταν η Σοφία η
πανέμορφη κόρη του γείτονα τους που όλοι την είχαν για ψηλομύτα… Ήταν στα
δεκαοκτώ της και όλα τα προξενιά που πήγαιναν τα έδιωχνε, γιατί σε κάθε υποψήφιο
γαμπρό έβρισκε και ένα ψεγάδι.. Τα γονικά της είχαν απελπιστεί μα ήταν
μοναχοθυγατέρα και δεν τη ζορίζαν ποτέ γιατί της είχαν μεγάλη αδυναμία. Ο
Υάκινθος με όλα αυτά που ακουγόντουσαν για την ξιπασιά της δεν άλλαζε γνώμη,
ένιωθε πως είχε χρυσή καρδιά και την είχε αγαπήσει. Έκανε όνειρα να την παντρευτεί
να κάτσουν για λίγο καιρό στο χωριό και μετά να πάνε στην πόλη για να γίνει
έμπορος, μα δίσταζε να στείλει κι αυτός προξενιά.
Συνέχιζε να δουλεύει με τους άλλους Καντιανούς στις καλλιέργειες και έφτιαχνε
το σπίτι του ενώ έκανε παρέα με τους συνομηλίκους του. Πολλές φορές έβγαινε μαζί
τους έξω από το χωριό με τους σισανέδες για να κάνουν σημάδι και, ενώ όλα τα
παλικάρια χτυπούσαν κέντρο, του Υάκινθου η βολή κάθε φορά πήγαινε στο βρόντο.
Οι σύντροφοί του δεν τον περιγελούσαν, αφού ξέραν πως αυτός δεν είχε μεγαλώσει
μέσα στα άρματα όπως αυτοί, μόνο με υπομονή προσπαθούσαν να του μάθουν να
στοχεύει. Ο Υάκινθος προσπαθούσε να τα καταφέρει αλλά του φαινόταν
ακατόρθωτο… Δεν αγάπησε ποτέ του τα όπλα και τους πολέμους κι αυτό τον έκανε

190
δυστυχισμένο, γιατί ήξερε πως η μάνα του, η Κρήτη, χρειαζόταν πολεμιστές, κι αυτός
δεν ήταν. Μήπως ήταν κιοτής και δειλός, όπως ο εξωμότης πατέρας του;
συλλογιζόταν, και αυτή η σκέψη του τσάκιζε το ηθικό.
Ο Θωμάς μάθαινε για τη δυσκολία του ανιψιού του στα όπλα και μια μέρα, κάθισε
κοντά στον Υάκινθο και του ΄φερε την κουβέντα. Το παλικάρι σηκώθηκε
στενοχωρημένο και του άνοιξε την καρδιά του.
«Θείο, φοβάμαι πως είμαι ένας άχρηστος… Δεν θα ωφελήσω ποτέ την πατρίδα
μας. Τα χέρια μου δεν μπορούν να κρατήσουν όπλο κι όταν το κρατούν, πυροβολώ
χωρίς να κάνω σημάδι… Δεν κάνω για πολέμους… Μπορεί να πήρα από τον πατέρα
μου και νάμαι και γω δειλός σαν αυτόν… Ντρέπομαι για λόγου μου!» Ο Θωμάς
χαμογέλασε και του είπε: «Άκου γιε μου, αντρειά δεν είναι μόνο όταν πιάνει το όπλο
κιανείς και πυροβολεί ντρέτα, αντρειά είναι κι αυτό που έκανες εσύ, που αψήφησες
κάθε κίνδυνο για να σώσεις την τιμή της αδελφής σου από τους καταραμένους
τουρκοκρητικούς και δα, ζει ευτυχισμένη με τον χριστιανό άντρα της και περιμένει
και κοπέλι. Αντρειωμένοι είναι και οι έμποροι που στηρίζουν τον αγώνα μας
αγοράζοντας μας πολεμοφόδια, οι καραβοκύρηδες που μας βοηθούν κι αυτοί
φέρνοντας μας όπλα και σώζοντας από τις σφαγές τα γυναικόπαιδα, οι σπουδαγμένοι,
που συντάσσουν επιστολές και υπομνήματα σ όλο τον κόσμο για να ακουστεί το
δίκιο μας, και τόσοι άλλοι, που δεν μοιάζουν με πολεμιστές, αλλά είναι. Πολεμάνε κι
αυτοί με τον τρόπο τους κι ας μη ξέρουν να πιάνουν όπλο, και ας μη ξέρουν σημάδι.
Γι αυτό, παιδί μου, μη σου μπαίνουν στο μυαλό σου κακές σκέψεις, είσαι άξιο
παλικάρι και θα δεις, θα βρεις και συ τρόπο για να βοηθήσεις στη λευτεριά τση
Κρήτης μας».
Τα λόγια του θείου του γαλήνεψαν λίγο την ψυχή του μα συνέχισε να προσπαθεί
να μάθει να σκοπεύει και να σκέπτεται τη Σοφία, ώσπου ένα βράδυ. τόλμησε να πάει
στο παραθύρι της και να της μιλήσει για την αγάπη του. Η Σοφία τον κοίταξε για λίγο
αμίλητη και μετά του είπε: «Καημένε Υάκινθε! Τι να σε κάνω; Δε με νοιάζει που δεν
είσαι πλούσιος αλλά εγώ τον άντρα τον θέλω πολεμιστή με στιβάνια και το μαχαίρι
στο ζωνάρι του. Εσύ φοράς ακόμα τσι κάλτσες με τα γεμενιά που φοράνε αυτοί που
ζουν στσι πόλεις και στσι κάμπους, και από πάνω, θα γίνεις και έμπορος, θα με
κλείσεις σ ένα σπίτι στην πόλη και όλη μέρα θα κάθομαι να ξανοίγω απ το παραθύρι!
Μην ανημένεις, Υάκινθε, δε τόχω σκοπό να στεφανωθώ ακόμα!» είπε η κοπελιά και

191
έκλεισε το παράθυρο. Ο Υάκινθος έμεινε να κοιτά το κλειστό παράθυρο της και
ύστερα έριξε το βλέμμα στα παπούτσια του.

192
13

Το 1840, οι Μεγάλες Δυνάμεις με τη Συνθήκη της 3ης Ιουλίου, αποφάσισαν να


επαναφέρουν την Κρήτη στην κυριαρχία του Σουλτάνου, μα πριν από αυτό, εξόριστοι
οπλαρχηγοί είχαν έρθει στο νησί για ένα νέο ξεσηκωμό, που θα βοηθούσε όπως
πίστευαν στην εκ νέου ανάδειξη του Κρητικού Ζητήματος. Αυτή η εξέγερση όμως
δεν θα κρατούσε για πολύ, γιατί δεν υποστηριζόταν απ όλους τους οπλαρχηγούς στο
νησί. Ξεκίνησε στις 22 Φεβρουαρίου του 1841 και, μετά από αιματηρές μάχες,
τέλειωσε στις 5 Απριλίου 1841. Οι επαναστάτες συντάξανε και πάλι υπόμνημα στην
Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία και περιγράφανε σ αυτό τα δεινά της Κρήτης αλλά
και πάλι δεν πήραν απάντηση…
Η Σοφία, ένα πρωινό του Φλεβάρη του 1841, είχε πάει στο σπίτι μιας γειτόνισσας
της και καθόταν κοντά στο τζάκι μαζί με άλλες συνομήλικες της γειτονοπούλες.
Συζητούσαν για τα νέα του χωριού ενώ κεντούσαν, ώσπου πιάσαν και το θέμα της
νέας εξέγερσης που ξέσπασε στο νησί. Λέγαν για τα παλικάρια του χωριού που φύγαν
με τον καπετάνιο της περιοχής τους για να πολεμήσουν και μερικές ήταν
βαριοκαρδισμένες, επειδή ανάμεσα τους ήταν και οι σαστικοί τους. Εκεί που
ονοματίζαν ποια παιδιά φύγαν για να πολεμήσουν, ακούστηκε και το όνομα του
Υάκινθου. Η Σοφία συνέχισε να κεντά ακούγοντας αφηρημένη τις άλλες κοπελιές να
συζητούν, όταν ξαφνικά σήκωσε το κεφάλι από το κέντημα κοίταξε γύρω της και
είπε: «Είπε καμιά σας πως πήγε κι ο Υάκινθος να πολεμήσει;»
«Ναι!» απάντησε μία από τις κοπέλες «Δεν το κάτεχες; Πριν δυο μέρες έφυγε με
τα άλλα κοπέλια». Και ήταν αλήθεια, ο Υάκινθος πήγε με τα άλλα παλικάρια του
χωριού στον Καπετάνιο και τον παρακάλεσε να τον πάρουν μαζί. Ο Καπετάνιος
έβλεπε το γεροδεμένο παλικάρι και ήξερε πως ήταν γρήγορο στο μυαλό αλλά ήξερε
μαζί, πως ο Υάκινθος ήταν άμαθος στα όπλα και δεν γνώριζε από τακτικές μάχης.
Στο τέλος, υπέκυψε στην επιμονή του και δέχτηκε να τον πάρει μαζί.
Η Σοφία όταν το άκουσε, ένιωσε ένα σπαραγμό στην ψυχή, γιατί κατάλαβε τι
έσπρωξε τον Υάκινθο να το κάνει αυτό. Πήρε το κέντημα της και βρίσκοντας μια
δικαιολογία έφυγε από την παρέα των κοριτσιών, κατευθύνθηκε προς το σπίτι του
Θωμά Καντιανού και μπήκε. Η Χρυσούλα καθόταν στο μεγάλο τραπέζι και μπάλωνε
ένα ρούχο σκεφτική, όταν είδε τη Σοφία να μπαίνει.

193
«Καλώς το κορίτσι μου, έλα κάτσε». Η Σοφία κάθισε και άρχισαν να
κουβεντιάζουν κι αυτές για τη νέα εξέγερση, ώσπου σε κάποια στιγμή, η Σοφία έφερε
την κουβέντα στον Υάκινθο, η Χρυσούλα αναστέναξε λυπημένη και άφησε το ρούχο
που κρατούσε στο τραπέζι λέγοντας: «Δεν κατέω είντα το έπιασε το χριστιανόπουλο,
είχενε πει πως θα ΄φτιαχνε το σπίτι του να στεφανωθεί, δεν ξέρω ποια είναι, δεν μας
έλεγε, και μετά θα κατέβαινε στην πόλη να αναλάβει στο μαγαζί του άλλου θειου του,
του Γιώργη. Τόξερε κι αυτό που δεν ήταν για πολέμους, αλλά φαίνεται άλλαξε
γνώμη, έτυχε να λείπει αυτό τον καιρό για κακή τύχη στην πόλη και ο Θωμάς που θα
το σταμάταγε… Ο Θεός να δώσει να μη σκοτωθεί, ετσά άμαθο που είναι…».
Το κορίτσι μετά από λίγο έφυγε αλλά δεν πήγε στο σπίτι της αλλά στο σπίτι του
παππού της, που καθόταν κοντά στο τζάκι και σκάλιζε τα ξύλα. Αυτός, όταν είδε την
εγγονή του να μπαίνει, κατάλαβε αμέσως την ταραχή της και άφησε τη φωτιά.
«Είντα χεις, παιδί μου;» της είπε φοβισμένος μήπως έγινε κανένα κακό, «Γιάντα
είσαι έτοιμη να βάλεις τα κλάηματα;» δεν πρόλαβε να αποσώσει την κουβέντα του
και η Σοφία ξέσπασε σε λυγμούς.
«Εφυγε, παππού, ο Υάκινθος να πολεμήσει».
«Κατέω το και μπράβο του, κάθε παλικάρι αυτό πρέπει να κάνει».
«Παππού, ο Υάκινθος, πρέπει να γυρίσει πίσω, δεν ξέρει από μάχες, θα σκοτωθεί».
«Αν είναι το ριζικό του, θα δώσει κι αυτός τη ζωή του για την Κρήτη μας όπως
τόσες χιλιάδες παλικάρια».
«Όϊ! Δεν θέλω να σκοτωθεί, τον αγαπώ μα δεν του τόπα, του είπα ψέματα για να
τον παιδέψω, εξ αιτίας μου πήγε να πολεμήσει. Σε παρακαλώ πέμψε ένα βοσκό να
τον βρει, να του πει να γυρίσει, πως τον αγαπώ και θα παντρευτούμε αμέσως!». Ο
παππούς ξεστάθηκε και μετά έβαλε τις φωνές. «Είντα ναι αυτά που λες κόρη μου;
Τρελάθηκες; Λέγονται αυτά από μια κοπελιά; Άμα μαθευτούν, θα σε πομπέψει όλο
το χωριό! Μα και βοσκό να ΄στελνα όπως λες, είντα θαρρείς; πως το παλικάρι θα
άφηνε τους συντρόφους του στον πόλεμο απάνω για να γιαγείρει και να παντρευτεί;
Άκου, παιδί μου, ό,τι είναι να γενεί, θε να γενεί, να προσεύχεσαι να γυρίσει γερός.
Εδά, τίποτα άλλο δε γίνεται».
Οι μέρες του Μάρτη περνούσαν βαριές, ο καιρός ήταν αγριεμένος και φύσαγε
δυνατούς βοριάδες ενώ μια παγωμένη βροχή χτυπούσε με δύναμη τις στέγες των
σπιτιών. Τα ζωντανά ήταν κουρνιασμένα στις φωλιές τους και οι άνθρωποι

194
κλεισμένοι μέσα, βάζαν κι άλλο λάδι στα λυχνάρια που ήταν κρεμασμένα στα
αναμμένα τζάκια για να φωτίσουν τη σκοτεινιά, που έπεφτε όλο και περισσότερη.
Η Σοφία όσο κι αν τη ρωτούσαν οι γονιοί της για τη μελαγχολία της, δεν τους
απαντούσε και κείνο το βράδυ κλείστηκε νωρίς στην κάμαρα της. Άναψε το καντήλι
στο εικονοστάσι και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού της ακούγοντας το δυνατό
άνεμο και τη βροχή που ράπιζε το παράθυρο της. Οι ώρες περνούσαν και σε μια
στιγμή ακούστηκαν χτυπήματα σαν από ανθρώπινο χέρι στο φύλλο του παράθυρου
της. Μετά από λίγο ξανακούστηκαν… Η Σοφία σηκώθηκε και έτρεξε να το ανοίξει κι
ας βρεχόταν, δεν ήταν κανείς, μόνο σκοτάδι. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να κλείσει
πάλι το παράθυρο, μια αστραπή φώτισε τον τόπο και μπόρεσε να διακρίνει, ανάμεσα
στα δέντρα κοντά στο σπίτι, μια αντρική φιγούρα να στέκεται και να κοιτά προς τη
μεριά της, «Υάκινθε!» φώναξε, ήταν σίγουρη πως ήταν αυτός, μα πρόλαβε και έπεσε
πάλι το σκοτάδι. Δεν πέρασε πολλή ώρα, και μια νέα αστραπή ξαναφώτισε γύρω, μα
αυτή τη φορά δεν ήταν κανείς ανάμεσα στα δέντρα, και η Σοφία ξέσπασε σε ένα
βουβό θρήνο, με τις σταγόνες τις βροχής να τη χτυπούν απ το ανοιχτό παράθυρο στο
πρόσωπο, και να γίνονται ένα με τα δάκρυα της.
Το άλλο πρωί μαθεύτηκε πως ο Υάκινθος είχε σκοτωθεί το απόγευμα της
προηγούμενης μέρας, και το χωριό βυθίστηκε στη θλίψη. Είχε σκοτωθεί από σφαίρα
στη διάρκεια μιας μάχης στο Βαφέ και κει τάφηκε από τους συντρόφους του. Στην
αδελφή του τη Φωτεινή, δεν είπε κανείς τίποτα γιατί ήταν στο μήνα της να γεννήσει
και φοβόντουσαν. Όταν, μια μέρα, η Αρετή η πεθερά της, δεν πρόλαβε να σκουπίσει
τα δάκρυα της, είπε σαν δικαιολογία στην κοπέλα πως βρήκαν ξαπλωμένο άρρωστο
ένα από τα καλά τους άλογα και δεν είχε γλυτωμό.
Ο Ανδρέας στο Μεγάλο Κάστρο, σαν έμαθε το μαύρο νέο δεν μπόρεσε να το πει
στην αδελφή του, γιατί ήξερε πως θα πέθαινε από τον καημό της και όποτε πήγαινε
στο μοναστήρι έβγαζε το μαύρο πουκάμισο του και φορούσε ένα ανοιχτόχρωμο. Το
τελευταίο εμπορικό μαγαζί των Καντιανών στα Χανιά έκλεισε, αφού ο Γιώργος, μετά
το θάνατο του Υάκινθου, δεν θέλησε να το δώσει σε άλλον.
Η Σοφία τάχτηκε στην Αγία Ειρήνη, φόρεσε μαύρα ρούχα και δεν τα ξαναέβγαλε.
Έβγαινε από το σπίτι μόνο για να πάει στην εκκλησία να ανάψει τα καντήλια και να
βυθιστεί στην προσευχή. Έτσι περνούσε ο καιρός γι αυτή, όταν εικοσιέξι χρόνια
μετά, το 1867, ένας ξάδελφος της πολεμιστής βρήκε στον Ομαλό –όπου είχαν
καταφύγει τα γυναικόπαιδα για να γλυτώσουν από τις σφαγές των Τούρκων- μέσα

195
στα χιόνια νεκρή μια μικρομάνα. Κρατούσε ακόμα το μωρό της που ήταν ζωντανό
στην αγκαλιά της, καλά τυλιγμένο στα ρούχα της για να μη πεθάνει κι αυτό από το
κρύο. Αυτός το πήρε και αφού, όσο κι αν έψαξε, δεν μπόρεσε να βρει άλλους
συγγενείς του, το απόθεσε στα χέρια της Σοφίας να το ζήσει. Ήταν αγοράκι και η
Σοφία το ονόμασε Υάκινθο. Το μεγάλωσε σα δικό της παιδί και του έδωσε όλη την
αγάπη της ψυχής της. Τότε ένιωσε τη θλιμμένη της ύπαρξη μετά από χρόνια να
ανασταίνεται.

196
14

Πέρναγαν τα χρόνια και η Κρήτη συνέχιζε να είναι αλυσοδεμένη, ενώ οι Μεγάλες


Δυνάμεις εξακολουθούσαν να τη χρησιμοποιούν για τα πολιτικά τους παιχνίδια.
Δεν υπήρχαν γι΄αυτούς σκλαβωμένοι άνθρωποι στο νησί, δεν υπήρχαν σφαγές και
ατιμίες, υπήρχαν μόνο τα συμφέροντα των χωρών τους από την εκμετάλλευση του
Κρητικού Ζητήματος. Μοναδικός σκοπός τους, ήταν διπλωματικά οφέλη για τις
χώρες τους, ενώ ο διακαής πόθος των Κρητικών για Ένωση με την Ελλάδα, ήταν μια
ενοχλητική λεπτομέρεια γι αυτούς.
Το βασανισμένο νησί παρέμενε έρμαιο των τουρκικών ορέξεων, ενώ οι πασάδες
που το διοικούσαν διαδεχόντουσαν ο ένας τον άλλον. Κάποιοι από αυτούς έδωσαν
μερικά προνόμια στους χριστιανούς κατοίκους ενώ άλλοι εφάρμοσαν σκληρούς
νόμους και φόρτωναν με βαριές φορολογίες τις πλάτες τους. Το καζάνι άρχισε πάλι
να κοχλάζει και οι οπλαρχηγοί είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται σε διάφορα χωριά
της Κρήτης και να προετοιμάζουν την εξέγερση του 1866. Αυτή τη φορά η σημαία
της Επανάστασης πάνω στο Σταυρό, θα έγραφε: «Ένωσις ή Θάνατος».

197
15

Ήταν αρχές Άνοιξης του 1865, εικοσιτέσσερα χρόνια πέρασαν από το θάνατο του
Υάκινθου και η Φωτεινή, η αδελφή του, ακόμα φορούσε τα μαύρα. Ήταν στα
σαραντατέσσερα χρόνια της και είχε τρεις γιούς και δύο κόρες. Τα τέσσερα
μεγαλύτερα παιδιά της ήταν παντρεμένα και είχε κοντά της τη μικρότερη κόρη της,
την Αλεξάνδρα.
Η Αλεξάνδρα ήταν ένα όμορφο, ανοιχτόχρωμο κορίτσι που είχε πάρει τα
θαλασσιά μάτια της γιαγιά της. Είχε μεγαλώσει με τα άλογα που έκτρεφαν ο πατέρας
και ο παππούς της και είχε μάθει να ιππεύει από παιδί, στα δεκαέξι της μπορούσε να
συναγωνιστεί ακόμα και τον πιο έμπειρο καβαλάρη. Ο πατέρας της ο Σταύρος την
καμάρωνε και τη φώναζε Αμαζόνα. Το κορίτσι δύσκολα καθόταν στον αργαλειό και
σπάνια ασχολιόταν με το κέντημά της. Το θέμα των προικιών της, το είχε αναθέσει
στη μάνα της. Στο μεταξύ είχαν αρχίσει να φτάνουν τα προξενιά, αλλά η Φωτεινή τα
έστελνε πίσω. Ήθελε η Αλεξάνδρα να παντρευτεί από αγάπη, όπως η ίδια, κάτι που
πήγαινε κόντρα στα έθιμα της εποχής, αυτό όμως δεν την ένοιαζε…
Ο Σταύρος καμάρωνε τα παιδιά του και η αγάπη του για τη Φωτεινή δεν είχε
λιγοστέψει με το πέρασμα των χρόνων, όμως μια μαύρη σκέψη πλήγωνε το μυαλό
του τον τελευταίο καιρό. Ένιωθε πως πλησίαζε η νέα εξέγερση στο νησί, που θα
έκανε να χυθεί και πάλι το αίμα πολλών ανθρώπων, πολεμιστών και αμάχων. Δεν
φοβόταν τον πόλεμο, ούτε αυτός, αλλά ούτε και οι γιοι του, που θα ΄διναν ευχαρίστως
τη ζωή τους για τη λευτεριά, αλλά σκεφτόταν τη γυναίκα και την κόρη του. Τι θα
γινόταν η Φωτεινή και η Αλεξάνδρα, αν, όταν έμεναν μόνες, έπεφταν στα χέρια
Τούρκων; Η αγωνία του, όσο περνούσε ο καιρός, μεγάλωνε. Η Φωτεινή με την
Αλεξάνδρα έπρεπε να φύγουν. Ένα βράδυ μίλησε για τους φόβους του στη Φωτεινή
και το μεγάλο τους γιο, τον Νίκο. Η Φωτεινή όταν τον άκουσε, αρνήθηκε να φύγει
και να τον αφήσει μόνο.
«Όπου κι αν πάμε με την Αλεξάνδρα, θα ζω μέσα στην αγωνία για σένα και τα
παιδιά μας. Πώς θα είμαι ήσυχη σε μια μακρινή πόλη, όταν ξέρω πως εδώ θα
πολεμάτε και θα κινδυνεύετε;»
Ο Σταύρος έκλεισε το χέρι της στα δικά του κοιτώντας τη στα μάτια. «Φωτεινή
κάντο για μένα που δεν θα ανησυχώ αν είστε αλλού και κυρίως για την κόρη μας, που
δεν πρέπει να κινδυνέψει από τσι Τούρκους. Τόσες χιλιάδες γυναικόπαιδα ζουν στην

198
πάνω Ελλάδα, που τα ΄χουν στείλει κατά καιρούς οι δικοί τους για ασφάλεια, μείνετε
εκεί μέχρι να δούμε τι θα γίνει και μετά γυρνάτε πάλι».
«Δίκιο έχει ο πατέρας, μα», είπε ο Νίκος, «Δεν πρέπει να κινδυνέψετε να πέσετε
στα χέρια των άπιστων και καλύτερα να φύγετε τώρα με την Αλεξάνδρα, πριν
ξεσπάσει η επανάσταση. Στην Αθήνα είναι η θεία η Ελένη, θα της μηνύσουμε να σας
φιλοξενήσει στο σπίτι της που μένει μόνη με το γιο της. Και μην ανησυχάς για τον
πατέρα, θα τον προσέχω εγώ και η γιαγιά με τον παππού». Ο Σταύρος έριξε ένα
επιτιμητικό βλέμμα στο γιο του. «Εγώ λέω να φωνάξουμε και την κυρά Κατίνα τη
στρουμπουλή από απέναντι να με προσέχει!»
«Σταύρο!» τον μάλωσε η Φωτεινή.
Με βαριά καρδιά, η Φωτεινή και η Αλεξάνδρα, άρχισαν να μαζεύουν όσα θα
χρειαζόντουσαν να΄χουν μαζί τους για τη νέα ζωή που τις περίμενε. Η Φωτεινή για
άλλη μία φορά θα γινόταν φυγάς, μόνο που αυτή τη φορά αντί για τον αδελφό της, θα
είχε μαζί την κόρη της. Η Ελένη από την Αθήνα απάντησε στο μήνυμά τους πως θα
φιλοξενήσει με μεγάλη χαρά τη Φωτεινή και την Αλεξάνδρα και πως θα τις περιμένει
πώς και πώς.
Ήταν το 1823 τότε που η Ελένη, συγγενής των Γεωργαλήδων, δεκαοκτώ χρονών
κοπέλα με ένα μωρό στην αγκαλιά, έφυγε από την Κρήτη και πήγε στα Κύθηρα. Την
είχε στείλει ο άντρας της, για να μη κινδυνεύσει από τις μάχες που γινόντουσαν στο
νησί και έμεινε καιρό εκεί, ώσπου έμαθε πως αυτός σκοτώθηκε σε μια μάχη. Δεν
γύρισε στην Κρήτη, έμεινε λίγο καιρό ακόμα στα Κύθηρα και μετά πήγε μαζί με
μερικούς ακόμα πρόσφυγες στην Αθήνα, εκεί ρίζωσε και άρχισε να δουλεύει όπου
εύρισκε. Τα τελευταία είκοσι χρόνια δούλευε σαν καμαριέρα στο αρχοντικό του
εργοστασιάρχη Περιολίδη και είχε καταφέρει να αποκτήσει ένα κομμάτι γη και να
χτίσει ένα σπιτάκι με μια όμορφη αυλή και ένα μποστάνι. Ο γιος της, ο Μανούσος,
σαράντα δύο χρονών, χτυπημένος στην παιδική του ηλικία από πολιομυελίτιδα, δεν
μπόρεσε να περπατήσει ποτέ.
Μετά από ένα δύσκολο ταξίδι, η Φωτεινή και η Αλεξάνδρα έφτασαν στον Πειραιά
τον Ιούλιο του 1865 και εκεί τις περίμενε η Ελένη, που μόλις τις είδε έπεσε στην
αγκαλιά τους με δάκρυα χαράς. Βρήκαν μια άμαξα και αφού, έβαλαν μέσα τα
πράγματα τους ξεκίνησαν για το σπίτι. Σε όλη τη διαδρομή κοιτούσαν έκπληκτες
γύρω τους. Ήταν ένας κόσμος που δεν μπορούσαν να φανταστούν πως μπορεί να
υπάρχει, ένας κόσμος ελεύθερος… ειρηνικός… Έβλεπαν διαβάτες που περπατούσαν

199
νωχελικά σε μεγάλους δρόμους, χωρίς να χρειάζεται να είναι έτοιμοι να κατεβάσουν
το κεφάλι περνώντας δίπλα από απειλητικούς γενίτσαρους. Γυναίκες που
περπατούσαν άφοβα στους δρόμους, στα καφενεία οι θαμώνες διάβαζαν την
ελληνική εφημερίδα τους, κρατώντας τη ορθάνοιχτη, χωρίς να προσπαθούν να την
κρύψουν… Για πρώτη φορά στη ζωή τους έβλεπαν πως είναι να ζεις ελεύθερος!
Η Ελένη καταλάβαινε πως ένιωθαν, και δεν τους μιλούσε, μόνο όταν τη ρώτησε η
Αλεξάνδρα για το λόφο που φάνηκε στη διαδρομή τους, και ποια είναι η εκκλησία
στην κορφή του, η Ελένη της απάντησε πως είναι ο Λυκαβηττός και στην κορφή του
είναι ο Άγιος Γεώργιος. Στο δρόμο περνώντας, είδαν σαν όραμα πάνω σε ένα
βραχώδη λόφο την Ακρόπολη, που τόσα είχαν ακούσει γι αυτή.
«Βρε Ελένη, είντα ομορφιά είναι αυτή; Πόσο όμορφα και ειρηνικά ζουν οι
άνθρωποι εδώ! Σαν να βρεθήκαμε στον παράδεισο!»
«Ναι Φωτεινή μου, έχει ομορφύνει πολύ η Αθήνα. Στην αρχή, μετά την
απελευθέρωση, δεν έβλεπες παρά μόνο δυστυχία, ερείπια, λακκούβες με λασπόνερα
και παράγκες, μα, μετά που έγινε πρωτεύουσα, άρχισε να μεταμορφώνεται. Ήρθαν
και ένα σωρό ξένοι αρχιτέκτονες τότε και άρχισαν να τη σχεδιάζουν από την αρχή».

200
16

Κάποτε έφτασαν στο σπίτι της Ελένης και το θαύμασαν. Ήταν ένα όμορφο σπίτι
με κεραμίδια και μια αυλή γεμάτη λουλούδια. Η περιοχή που βρισκόταν το σπίτι,
ήταν ένα μεγάλο πλάτωμα, με χωμάτινους δρόμους χαραγμένους από τους
χειμάρρους που δημιουργούσαν τα νερά των βροχών, που κατέβαιναν ορμητικά από
τον Λυκαβηττό. Στη γύρω περιοχή υπήρχαν πολύ λίγα σπίτια και μερικά εργαστήρια,
που έφτιαχναν πιθάρια ενώ, βοσκοί με κοπάδια πρόβατα περιδιάβαιναν την περιοχή.
Όταν μπήκαν στο σπίτι είδαν ένα άντρα καθισμένο σε μία παράξενη καρέκλα. Η
Ελένη σύστησε τον γιο της τον Μανούσο, που καθόταν σε μια ξύλινη καρέκλα με
αναπαυτική πλάτη, και στηριζόταν πάνω σε τέσσερις ρόδες από καουτσούκ, δυο
μεγάλες ρόδες πίσω και δύο μικρές μπροστά. Ο Μανούσος ήταν σαράντα τριών
χρόνων, όμορφος αλλά καταπονημένος από την αναπηρία του, όμως δεν του έλειπε
ποτέ το χαμόγελο από τα χείλη.
Όταν τακτοποιήθηκαν η Φωτεινή και η Αλεξάνδρα, έκατσαν όλοι μαζί και
άρχισαν να συζητούν τα νέα τους. Ο Μανούσος, σε μια στιγμή, κοίταξε τη Φωτεινή
στα μάτια και της είπε με κομπιασμένη φωνή: «Και τι κάνουν τα παλικάρια μας στην
Κρήτη, πολεμάνε;»
«Ναι, Μανούσο, πάρα πολλά χρόνια τώρα, και όπου νάναι θα ξεσπάσει νέα
επανάσταση και θα πολεμήσουν πάλι όλοι».
«Θα πολεμήσουν πάλι όλοι…» επανέλαβε τα λόγια της Φωτεινής, ο Μανούσος,
σαν να έβλεπε όνειρο.
Την άλλη μέρα καθισμένες στην αυλή, η Φωτεινή με την Ελένη, συζητούσαν
πίνοντας τον καφέ τους.
«Ελένη, είσαι αξιέπαινη, κατάφερες να φτιάξεις ένα όμορφο σπίτι και ο Μανούσος
είναι καλά τακτοποιημένος, μα πρέπει να έχεις δουλέψει πολύ σκληρά για όλα αυτά».
«Φωτεινή, με λυπήθηκε ο Θεός και έπεσα σε καλούς ανθρώπους. Δούλευα καιρό
σε ένα εργοστάσιο του Περιολίδη, όταν η Όλγα Περιολίδου έμαθε για το ανάπηρο
παιδί μου. Αμέσως με πήρε από κει και με έβαλε στο σπίτι της σαν υπηρέτρια, μου
έδωσε καλό μισθό και δουλεύω ως το μεσημέρι, μετά γυρίζω σπίτι, στο παιδί. Και
όταν έμαθε πως αγόρασα το οικόπεδο αυτό, και ενώ είχα σκοπό να φτιάξω μια
παράγκα, αυτή Ελένη μου, έστειλε μαστόρους και μου το φτιάξαν σπίτι κανονικό με
δικά της έξοδα. Ακόμα και η αναπηρική καρέκλα που κάθεται ο Μανούσος, αυτή την

201
παρήγγειλε στο εξωτερικό… Καταλαβαίνεις πόσο μεγάλος είναι ο Θεός όταν, μέσα
στη δυστυχία σου, σου στέλνει τέτοιους αγγέλους».
«Πόσο τυχερή στάθηκες Ελένη, πολλοί δικοί μας που έφυγαν σαν πρόσφυγες
δυστύχησαν και γύρισαν πίσω κι άρχισαν από την αρχή. Εσένα, αυτούς τους
ανθρώπους, πραγματικά στους έστειλε ο Θεός».
Την άλλη μέρα η Ελένη, που είχε πει στα αφεντικά της πως θα έλειπε δύο μέρες
επειδή θα ερχόντουσαν συγγενείς της, πήγε τη Φωτεινή και την Αλεξάνδρα να δουν
την πρωτεύουσα. Στο δρόμο παρατηρούσαν με ενδιαφέρον τις δυτικοευρωπαϊκές
ενδυμασίες των κατοίκων, κομψές γυναίκες με κρινολίνα και μεγάλα καπέλα, άντρες
με καλοραμμένα κοστούμια, μπαστούνι στο χέρι, καπέλο και γκέτες. Ανάμεσα σε
αυτούς, κομψοί γαντοφορεμένοι στρατιώτες με εντυπωσιακές στολές αλλά και
φουστανελοφόροι με τσιγκελωτά μουστάκια. Τα νεοκλασικά κτίρια με τους μεγάλους
κήπους, δίναν μία μεγαλοπρέπεια στην αναγεννημένη πόλη, ακόμη και τα μαγαζιά με
τις γυάλινες βιτρίνες και τα μεγάλα καφενεία που ήταν πάντα γεμάτα κόσμο. Από την
άλλη, οι διαβάτες παρατηρούσαν κι αυτοί τις δύο γυναίκες με τις όμορφες κρητικές
φορεσιές, με συμπάθεια, γιατί καταλάβαιναν πως ήταν προσφυγοπούλες από την
Κρήτη.
Η Ελένη, τις πήγε και κάθισαν στο «Γλυκισματοποιείο» στην οδό Αιόλου και
ύστερα, πήγαν στο Βασιλικό κήπο και θαύμασαν τις ουασινγκτόνιες, που είχαν
μεταφερθεί και φυτευτεί με την επίβλεψη της Βασίλισσας Αμαλίας το 1842.
Την άλλη μέρα, ενώ η Φωτεινή μαγείρευε, η Αλεξάνδρα κοιτούσε τη βιβλιοθήκη
στο δωμάτιο του Μανούσου, που τα ράφια της ήταν γεμάτα βιβλία. Τα έβγαζε, τα
κρατούσε στα χέρια της για λίγο και μετά τα έβαζε προσεκτικά στη θέση τους.
«Πόσο τυχερός είσαι, που ξέρεις να διαβάζεις και να γράφεις».
«Ναι, νιώθω τυχερός, είναι πολύτιμο για τη ζωή μου. Προσπαθώ ώστε η
πνευματική μου δραστηριότητα να καλύψει το κενό της σωματικής, και το
καταφέρνω. Δεν έμαθες γράμματα, Αλεξάνδρα;»
«Δεν μπόρεσα, στο νησί η μόρφωση είναι δύσκολη, πολύ λίγοι κατορθώνουν να
μάθουν μερικά γράμματα».
«Εγώ έμαθα μόνος μου, δεν μπόρεσα να πάω σχολείο. Ήρθε μερικές φορές ένας
δάσκαλος από μόνος του και μου έμαθε την αλφάβητο. Μετά άρχισε να μου φέρνει
βιβλία για να διαβάζω και έτσι τα κατάφερα. Θα ήθελες να σε βοηθήσω να μάθεις να

202
γράφεις και να διαβάζεις;» Τα μάτια της Αλεξάνδρας έλαμψαν, ήταν ένα
ανεκπλήρωτο όνειρο της, «Ναι, Μανούσο, θα το ήθελα πολύ!»
«Εντάξει, αλλά θέλω αντάλλαγμα, εγώ θα σου μάθω γράμματα και συ θα μου λες
ιστορίες από τους αγώνες της Κρήτης για την ελευθερία της».
Πέρασαν μέρες και ήρθε η στιγμή που η Αλεξάνδρα, μπορούσε, όχι μόνο να
γράφει το όνομα και το επώνυμο της, αλλά άρχισε και να διαβάζει. Στην αρχή πολύ
αργά, αλλά όσο πέρναγε ο καιρός όλο και πιο γρήγορα, ενώ τηρούσε την υπόσχεση
της που είχε δώσει στο Μανούσο, με την αφήγηση περιστατικών από μάχες. Του
έλεγε ιστορίες που της είχαν διηγηθεί ο παππούς και ο πατέρας της και ο Μανούσος
έκλεινε τα μάτια και τις άκουγε. Μια μέρα στη μέση μιας διήγησης τον άκουσε να
λέει με σιγανή φωνή: «Μακάρι να ήμουν και γω σ αυτή τη μάχη κι ας πέθαινα…» Η
Αλεξάνδρα τον άκουσε και πιάνοντας το χέρι του, του είπε: «Μανούσο, όσοι
σκοτώνονται, αφήνουν πίσω τους ανθρώπους που μπορεί να θρηνούν μια ολόκληρη
ζωή για το χαμό τους, όπως η μάνα μου τον αδελφό της. Σκέψου τη μάνα σου, πως θα
ήταν η ζωή της αν σε έχανε; Να εύχεσαι να έρθει ειρήνη στο νησί και να αρχίσουμε
να ζούμε όπως εσείς εδώ, ελεύθεροι, να μορφωνόμαστε και να πάψουμε να
φοβόμαστε πως μια μέρα, θα δούμε το σπίτι και όλο το βιος μας κατεστραμμένο, με
τους αγαπημένους μας, νεκρούς».
«Δίκιο έχεις, Αλεξάνδρα, και σου ζητάω συγνώμη που μίλησα αστόχαστα» είπε με
συστολή ο Μανούσος. Μόνο ζώντας ειρηνικά προκόβει ο άνθρωπος, ο πόλεμος
προκαλεί μονάχα δυστυχία».

203
17

Είχε περάσει ένας χρόνος από την ημέρα που η Φωτεινή και η Αλεξάνδρα είχαν
φτάσει στην Αθήνα. Η Ελένη συνέχισε να δουλεύει, ενώ οι δύο φιλοξενούμενες
βοηθούσαν στα οικονομικά του σπιτιού με τα λεφτά που έστελνε τακτικά ο Σταύρος,
ώσπου ξέσπασε η επανάσταση του 1866. Αφορμή στάθηκε η βαριά φορολογία αλλά
κυρίως, ο μεγάλος πόθος των κατοίκων του νησιού για ελευθερία και ένωση του
νησιού με την Ελλάδα. Στην επανάσταση αυτή, οι αγωνιστές δεν θα ήταν μόνοι τους,
η ελεύθερη Ελλάδα άρχισε να μαζεύει χρήματα και πολεμοφόδια, ενώ άρχισαν να
συγκροτούνται σώματα εθελοντών για να κατέβουν στο νησί, μαζί με εξόριστους
Κρήτες.
Τα ατμόπλοια «Αρκάδι», «Κρήτη1», «Ένωσις», «Πανελλήνιον» και «Υδρα» θα
έγραφαν λαμπρές σελίδες εποποιίας στο Αιγαίο, διασπώντας τον τουρκικό
αποκλεισμό και τροφοδοτώντας με εφόδια και εθελοντές τον αγώνα. Στο γυρισμό
τους μετέφεραν χιλιάδες γυναικόπαιδα από την Κρήτη για να τα γλυτώσουν από τη
σφαγή.
Ο Σταύρος είχε στείλει αρκετά λεφτά την τελευταία φορά στην Φωτεινή, μα τώρα
τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν. Τα λεφτά τελείωναν και σε λίγο η Φωτεινή,
αφού ο Σταύρος θα ήταν αδύνατο να μπορέσει να της στείλει άλλα, θα έμενε χωρίς
χρήματα και θα έπρεπε να ζει αυτή και η Αλεξάνδρα σε βάρος της γυναίκας που τις
φιλοξενούσε. Αυτά σκεφτόταν, και μια μέρα είπε στην Ελένη πως θα πρέπει κι αυτή
να ξεκινήσει να δουλεύει. Η Ελένη αντέδρασε λέγοντάς της, πως τα χρήματα που
έβγαζε έφταναν για να ζήσουν όλοι, και δε χρειαζόταν να δουλέψει. Όμως η Φωτεινή
ήταν φιλότιμη και δεν της έκανε καρδιά να τη ζει η ηλικιωμένη γυναίκα με το
ανάπηρο παιδί και επέμεινε ώσπου την έπεισε.
Η Ελένη θεώρησε, πως το καλύτερο θα ήταν να δουλέψει η Φωτεινή μαζί της και
όχι σε κάποιο εργοστάσιο και την άλλη μέρα μίλησε στην κυρία της. Η Όλγα
Περιολίδου δέχτηκε ευχαρίστως και η Φωτεινή θα δούλευε σαν καμαριέρα στο σπίτι
της. Η Αλεξάνδρα θέλοντας κι αυτή να βοηθήσει, άρχισε να φτιάχνει κεντήματα με
την παραδοσιακή κρητική βελονιά που είχε μάθει από τη γιαγιά της και να τα πουλάει
σε ένα εμπορικό μαγαζί στην Αθήνα. Άλλες φορές, όποτε το ζεύγος Περιολίδη έδινε
χορούς στο νεοκλασικό τους, η Αλεξάνδρα συνόδευε τη μητέρα και τη θεία της την
επόμενη μέρα και τις βοηθούσε στον καθαρισμό του σπιτιού. Όσο κεντούσε στο

204
σπίτι, ο Μανούσος της διηγιόταν διάφορες ιστορίες για την Αθήνα, πως ήταν τα
παλιά χρόνια, πως πήραν τα ονόματα τους διάφορες συνοικίες όπως τα Αναφιώτικα,
από τους δύο Αναφιώτες εργάτες και άλλα τέτοια. Η Αλεξάνδρα άλλοτε τα άκουγε
σοβαρά όλα αυτά και άλλοτε γέλαγε, όπως τότε που ο Μανούσος της εξήγησε γιατί
μια περιοχή της Αθήνας ονομαζόταν, περιπαιχτικά, Χεζολίθαρο.
Το παλικάρι είχε βρει μια παρηγοριά στην παρουσία της Αλεξάνδρας, είχε
σηκώσει λίγο το κεφάλι από τα βιβλία και χαιρόταν τη συντροφιά ενός νέου σε
ηλικία ανθρώπου. Ήταν έξυπνη και ανήσυχο πνεύμα και ο Μανούσος ευχαριστιόταν
να συζητάει μαζί της, περισσότερο όμως χαιρόταν που της είχε μάθει να γράφει και
να διαβάζει, αφού θεωρούσε πως το πιο σημαντικό στοιχείο σ ένα άνθρωπο είναι η
πνευματική καλλιέργεια του
Ήταν τέλος Σεπτέμβρη, και η επανάσταση στο νησί είχε ανάψει για τα καλά. Η
Κρήτη, πιο ανταριασμένη από ποτέ, έμοιαζε με ένα πελώριο πλάσμα στη μέση του
πελάγους, που προσπαθούσε με μανία να ξεκολλήσει από το σώμα του τα μιάσματα
που το δηλητηρίαζαν, κι ας μάτωνε από την προσπάθεια αυτή. Οι μάχες ήταν
σκληρές και οι απώλειες ειδικά των Τούρκων μεγάλες. Στην επανάσταση αυτή
οργανώθηκε για πρώτη φορά η «Προσωρινή Κυβέρνησις Κρήτης». Εν τω μεταξύ, τα
χωριά άδειαζαν εντελώς από το τουρκικό στοιχείο, που έσπευδε να κλειστεί
φοβισμένο μέσα στα κάστρα των πόλεων. Στον νέο αγώνα μαζί με τα παλικάρια, ήταν
και οι Αμαζόνες από τους Λακκούς Χανίων, πενήντα κορίτσια που ήξεραν άριστη
ιππασία και σημάδι. Πολέμησαν με πάθος για την ελευθερία και συνέβαλλαν
σημαντικά στις μάχες εναντίων των Τούρκων.
Η Αλεξάνδρα τα μάθαινε αυτά από την εφημερίδα που διάβαζε ο Μανούσος και
στενοχωριόταν, αφού σαν άριστη ιππεύτρια θα μπορούσε, με το σημάδι που ήξερε, να
πολεμήσει μαζί τους. «Αυτές πολεμούν και γω κάθομαι επαέ ήσυχη στην ασφάλεια
και κεντώ!» είπε με παράπονο αυθόρμητα μια μέρα και ο Μανούσος χαμογέλασε
πικρά μα δεν μίλησε…
Η Ελένη την είχε πάει σε μια ράφτρα και της είχε φτιάξει ένα φουστάνι, σαν αυτά
που φορούσαν τα κορίτσια της ηλικίας της στην Αθήνα, μαζί με ένα όμορφο καπέλο
και η Αλεξάνδρα ένιωθε παράξενα με τα ρούχα αυτά, αλλά και όμορφα. Ο Μανούσος
κοίταζε την κοπέλα και την καμάρωνε για την ομορφιά της.
Ξημέρωσε η εννέα Νοεμβρίου του 1866 και ο ήχος μιας έκρηξης στην Κρήτη
τράνταξε τις ψυχές των ανθρώπων σε όλη την Ελλάδα, την Ευρώπη ακόμη και στην

205
Αμερική. Η Ιστορία ακούμπησε δίπλα στο βιβλίο την πένα της για να σκουπίσει τα
δάκρυα της, για την πολυάνθρωπη θυσία στο ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου.
Η θυσία αυτή έγινε η αφορμή, το Κρητικό Ζήτημα να πάρει πανευρωπαϊκές
διαστάσεις και επιφανείς Ευρωπαίοι, όπως ο συγγραφέας Βίκτωρ Ουγκώ, με ανοιχτές
επιστολές τους να ζητούν να δικαιωθεί ο αγώνας των ηρωικών Κρητικών για
ελευθερία. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, κάτω από την κοινωνική πίεση αναγκάστηκαν,
παρά το φανερό φιλοτουρκισμό που τους επέβαλαν τα συμφέροντα τους, να αρχίσουν
να καταλαβαίνουν πως πλησίαζε η ώρα που θα έπρεπε επιτέλους να ασχοληθούν
σοβαρά με το Κρητικό Ζήτημα.

206
18

Μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα του 1867, η Αλεξάνδρα κρατώντας στην αγκαλιά
της κεντήματα που είχε φτιάξει, πήγαινε προς ένα εμπορικό μαγαζί για να τα
παραδώσει. Η διαδρομή της περνούσε έξω από το Εθνικό Πανεπιστήμιο. Κάθε φορά
που πέρναγε σταματούσε για να θαυμάσει το πνευματικό αυτό κόσμημα της
Πρωτεύουσας. Έβλεπε τους φοιτητές να ανεβοκατεβαίνουν τα σκαλιά του κτιρίου,
και ονειρευόταν πως ίσως μια μέρα και τα δικά της παιδιά ανεβούν αυτά τα σκαλιά…
Από αυτή την ονειροπόληση την έβγαλε μία αντρική φωνή.
«Τι κάνει εδώ, η κρητικοπούλα μας; Περιμένει κανένα;» η Αλεξάνδρα γύρισε
έκπληκτη και είδε έναν άγνωστο νέο άντρα να την κοιτά χαμογελαστός. Ήταν ψηλός,
στα είκοσι τρία, με όμορφα χαρακτηριστικά, με μεγάλα καστανά μάτια και σγουρά
σαν δαχτυλίδια μαλλιά. Η κοπέλα ντράπηκε μπροστά στον άγνωστο και δεν μίλησε.
Αυτός κατάλαβε την αμηχανία που της προκάλεσε και αμέσως σοβάρεψε. Έκανε ένα
βήμα πίσω, και αφού έκανε μια μικρή υπόκλιση σύστησε τον εαυτό του.
«Ονομάζομαι Ιωάννης Περιολίδης, οι γονείς μου και οι φίλοι μου με φωνάζουν
Γιάγκο. Σας έχω δει μερικές φορές όταν έρχεστε σπίτι μας με τις συγγενείς σας για να
εργαστείτε, εσείς δεν με έχετε προσέξει. Σας ζητώ συγνώμη δεσποινίς για το θάρρος
μου, δεν ήθελα να σας προσβάλλω».
Η Αλεξάνδρα άκουσε τα λόγια του νέου και χαμογέλασε καταλαβαίνοντας πως,
τώρα αυτός, ένιωθε αμηχανία. «Χαίρομαι που σας γνωρίζω, όχι δεν περιμένω
κανένα, απλώς κοιτώ το πανεπιστήμιο και φαντάζομαι πως ίσως κάποια μέρα…»
άρχισε να λέει αυθόρμητα το κορίτσι αλλά ντράπηκε να συνεχίσει.
«Ίσως κάποια μέρα καταφέρετε να φοιτήσετε σ αυτό;» Η Αλεξάνδρα γέλασε, «Όχι
αυτό αποκλείεται».
«Τότε τα παιδιά που θα κάνετε, όταν νυμφευτείτε;» τη διευκόλυνε ο Γιάγκος. Η
Αλεξάνδρα άρχισε να κοκκινίζει χωρίς να το θέλει, στο τέλος είπε: «Ναι… μάλλον
αυτό σκεφτόμουν…».
«Σας το εύχομαι» απάντησε με ευγένεια ο νέος. «Εγώ σπουδάζω ιατρική εδώ και
σε λίγο καιρό θα πάρω το δίπλωμά μου. Βλέπω και κρατάτε ένα δέμα, μου επιτρέπετε
να σας συνοδεύσω μέχρι εκεί που θα το παραδώσετε;» Άρχισαν να περπατούν αργά
και να μιλούν αρχικά με συστολή, αλλά όσο περνούσε η ώρα, οι δύο νέοι ένιωθαν και
μιλούσαν σαν δύο καλοί φίλοι που γνωριζόντουσαν από παλιά. Συναντήθηκαν ξανά,

207
και η Αλεξάνδρα άρχισε να νιώθει ένα πρωτόγνωρο αίσθημα που έκανε την καρδιά
της να χτυπά πιο γρήγορα, ώσπου κάποια μέρα ο Γιάγκος τη φίλησε.
Η Φωτεινή πρόσεξε την αλλαγή στην κόρη της, το λαμπερό, αφηρημένο βλέμμα,
και κατάλαβε πως ήταν ερωτευμένη, αλλά με ποιον; Σαν κάθε μάνα θεώρησε σωστό
να αρχίσει να συμβουλεύει την κόρη της και η Αλεξάνδρα με σκυμμένο κεφάλι
έμοιαζε να την ακούει, αλλά στην πραγματικότητα η σκέψη της ήταν στον Γιάγκο.
Στο σπίτι των Περιολίδηδων, η Όλγα Περιολίδου καθόταν στην πολυθρόνα της
κρατώντας ένα κέντημα στα χέρια της. Φορούσε ένα σκούρο μπλε ριχτό φόρεμα που
έκλεινε στο λαιμό με μία χρυσή καρφίτσα, τα μαύρα μαλλιά της ήταν τραβηγμένα
πίσω και κατέληγαν σε ένα περιποιημένο κότσο. Είχε δύο παιδιά, τον Γιάγκο και την
Αδαμαντία, που ήταν και το μεγαλύτερο σε ηλικία παιδί της.
Η Αδαμαντία ήταν μια ψηλή, χλωμή, λιγομίλητη κοπέλα που δεν είχε μοιάσει
καθόλου στη μητέρα της. Όσο κι αν προσπαθούσε η Όλγα με χορούς και κοσμικές
συγκεντρώσεις να ξυπνήσει το γυναικείο ενδιαφέρον της Αδαμαντίας για κάποιον
νέο, αυτή παρέμενε πεισματικά κλεισμένη στον εαυτό της. Μοναδικά της
ενδιαφέροντα, ήταν το διάβασμα και το πιάνο. Συχνά έδειχνε να ταξιδεύει με το νου,
καθώς τα επιδέξια δάχτυλά της ακουμπούσαν απαλά τα πλήκτρα του πιάνου,
εκτελώντας τη σονάτα al chiaro di luna(51). Οι μελωδίες αυτές ζωγράφιζαν στο μυαλό
της ένα ονειρικό κόσμο, που δεν είχε καμία σχέση με αυτόν, των κοσμικών
συγκεντρώσεων που διοργάνωνε η Όλγα Περιολίδη, στο μέγαρό τους για χάρη της.
Έτσι κυλούσε η ζωή στο πλούσιο σπίτι των Περιολίδηδων ώσπου, μια μέρα, ένα
καινούργιο θέμα προέκυψε στην οικογένεια και τάραξε τα νερά της ήσυχης και
ανέφελης ζωής τους, ήταν η μέρα που ο Γιάγκος αποφάσισε να μιλήσει στη μητέρα
του για την Αλεξάνδρα.

51 Ludwig van Beethoven

208
19

«Γιάγκο, μου αναφέρεις τη σχέση σου με αυτή τη δεσποινίδα και την πρόθεση σου
να τη νυμφευτείς επειδή υπάρχει ανάγκη να γίνει αυτό άμεσα;»
«Όχι, μητέρα, μη βάζεις τέτοια πράγματα στο μυαλό σου, απλά την αγαπώ και
είμαι σίγουρος πως θα είμαι ευτυχισμένος μαζί της». Η Όλγα άφησε το κέντημα της
και σηκώθηκε προβληματισμένη.
«Παιδί μου, γνωρίζεις καλά πως, εγώ και ο πατέρας σου, χρόνια τώρα στηρίζουμε
υλικά και ηθικά τους βασανισμένους αυτούς ανθρώπους της Κρήτης. Μόλις προχτές
πάλι, ο πατέρας σου έστειλε με το «Πανελλήνιον» στη νήσο, τρόφιμα και χρήματα,
ενώ βοηθάμε μέσω συλλόγων τους πρόσφυγες που έρχονται από εκεί, όσο μπορούμε.
Όμως, το να θες να δέσεις τη ζωή σου με μία γυναίκα που είναι πρόσφυγας, είναι κάτι
διαφορετικό».
«Ως προς τι, μητέρα;»
«Να σου απαντήσω, γιε μου. Η νέα αυτή, την οποία έχω δει και πραγματικά μου
είναι εξαιρετικά συμπαθής, ανεξάρτητα από το εάν είναι φτωχιά ή όχι, είναι
αγράμματη και εντελώς απροετοίμαστη για να μπει σε ένα κόσμο με υψηλές
απαιτήσεις κοινωνικής συμπεριφοράς. Σε λίγο θα είσαι ένας σπουδαίος ιατρός και
μάλιστα, ο πατέρας σου έχει σκοπό να σε στείλει στην Ευρώπη για επιπλέον σπουδές.
Θα μπορέσει η δεσποινίς αυτή να σταθεί επάξια δίπλα σου στον κοινωνικό κύκλο που
θα δημιουργήσεις; Ή, όπως ο κ. Μερκούλης, θα δικαιολογείς την απουσία της κάθε
φορά που σας προσκαλούν σε κοινωνικές εκδηλώσεις, αναφέροντας πως είναι
αδιάθετη, για να μη γελοιοποιηθείτε και οι δύο;»
«Μητέρα όλα αυτά έχουν περισσότερη σημασία από την ευτυχία μου;» Η Όλγα
χαμήλωσε το κεφάλι, «Όχι, Γιάγκο, θέλω πάνω απ όλα την ευτυχία σου. Η μητέρα
και η θεία της δεσποινίδος γνωρίζουν για τη σχέση σας;»
«Όχι, μητέρα, μόνο εσύ το γνωρίζεις και μάλιστα η Αλεξάνδρα δεν γνωρίζει πως
είχα σκοπό να σου μιλήσω. Θα σε παρακαλούσα επίσης, αν και δε νομίζω πως
χρειάζεται να σου το πω, να μην αναφέρεις τίποτα στις δύο συγγενείς της, είναι πολύ
αξιοπρεπείς και ίσως θεωρήσουν πως πρέπει να πάψουν να εργάζονται εδώ, είναι
αμαρτία να μείνουν άνεργες δύο φτωχές γυναίκες».

209
«Να είσαι σίγουρος γι αυτό. Ένα άλλο θέμα που με απασχολεί σχετικά με αυτό
που μου ανέφερες, είναι η Αδαμαντία. Δεν ξέρω κατά πόσο είναι σωστό να
νυμφευτείς πριν από αυτή».
«Μητέρα, η Αδαμαντία δεν θα παντρευτεί ποτέ», ο Γιάγκος δαγκώθηκε αλλά ήταν
αργά. Η Όλγα ταραγμένη του απάντησε: «Όχι παιδί μου δεν πρέπει να το λες αυτό,
ίσως κάποια στιγμή κάτι αλλάξει με αυτό το κορίτσι…»
«Ναι, μητέρα, πολύ πιθανόν…»
«Όπως και νάχει, θα ήθελα να μιλήσεις για το θέμα του κοριτσιού που θες να
νυμφευτείς με τον πατέρα σου. Θέλω να γνωρίζεις πως είμαι σύμμαχός σου,
ανεξάρτητα απ όσα ανέφερα πριν, και που πιστεύω, πως αφορούν εσένα και μόνο
εσένα τέτοιου είδους προβληματισμοί. Επίσης, θα παρακαλούσα να μην έρθεις σε
ρήξη με τον πατέρα σου, σε περίπτωση διαφωνίας, γνωρίζεις πόσο σε αγαπάει κι
αυτός».
«Σ ευχαριστώ μητέρα», ο Γιάγκος φίλησε το χέρι της μητέρας του και έφυγε.
Ο Περιολίδης άκουσε το γιο του με υπομονή και έπειτα του είπε. «Αγαπητό μου
παιδί, ξέρεις πια πως και εγώ και η μητέρα σου ουδέποτε θελήσαμε να επιβάλλουμε
τη θέληση μας σ΄ εσένα και την αδελφή σου, από τότε που ενηλικιωθήκατε, σε
προσωπικά σας θέματα. Επειδή όμως είσαι σε μία ηλικία, που ο άνθρωπος μπορεί
εύκολα να παρερμηνεύσει τα αισθήματα του, θα σε παρακαλούσα να ακολουθήσεις
μία συμβουλή μου. Διέκοψε το δεσμό σου με τη νέα για πολύ λίγο καιρό.
Προσπάθησε να μην ιδωθείτε καθόλου ώσπου να πάρεις το πτυχίο σου, κατόπιν,
εφόσον εξακολουθείς να επιθυμείς την επανασύνδεση μαζί της, στο λόγο της
αντρικής μου τιμής δεν θα σταθώ εμπόδιο στο γάμο σας. Το ζητώ αυτό περισσότερο
για σένα, γιατί είναι ένας καλός τρόπος για να βεβαιωθείς για τα αισθήματα σου.
Ίσως σε αυτό το διάστημα, διαπιστώσεις πως δεν την αγαπάς όσο νομίζεις και θα
είναι ολέθριο λάθος και για τους δυο σας, να δεσμευτείτε για μια ολόκληρη ζωή,
Όπως και νάχει, θα σε παρακαλέσω να μη προχωρήσεις σε επισημοποίηση της σχέση
σας εν αγνοία της μητέρας σου και μένα».
Ο Γιάγκος δεν είχε καμιά αμφιβολία για τα αισθήματα που έτρεφε για την
Αλεξάνδρα, την αγαπούσε πολύ και δεν πίστευε πως σε αυτό το χρονικό διάστημα θα
άλλαζε κάτι. Θέλησε όμως να κάνει αυτό που του ζήτησε ο πατέρας του, για να δείξει
υπακοή και να μην υπάρξουν αντιρρήσεις στο γάμο του μαζί της.

210
Η Αλεξάνδρα τον άκουσε με χαμηλωμένο κεφάλι και συμφώνησε μαζί του,
ψέματα, πως αυτό θα ήταν το καλύτερο, όμως η καρδιά της είχε γίνει κομμάτια. Δε
συμμεριζόταν την αποδοχή αυτής της συμφωνίας από μέρους του Γιάγκου. Στην
Κρήτη, αν ένας νέος αγαπούσε μια κοπέλα και αντιδρούσαν οι γονείς του, δεν θα
δεχόταν ποτέ να κάνει τέτοιου είδους συμφωνίες, θα προσπαθούσε να τους αλλάξει
τη γνώμη! Ο Γιάγκος όμως δέχτηκε τόσο παθητικά να μην ξαναϊδωθούν, έστω για
ένα μικρό διάστημα, που φάνηκε καθαρά πως δεν την αγαπούσε. Δεν ήθελε να τον
πιέσει και να τον φέρει αντιμέτωπο με τους γονείς του, αλλά η απόφαση της ήταν πως
δεν ήθελε να τον ξαναδεί ποτέ. Στο σπίτι όλοι κατάλαβαν τη θλίψη της Αλεξάνδρας
και κυρίως η Φωτεινή. Όταν μια μέρα είδε την κόρη της με σκυμμένο κεφάλι στο
κέντημα αλλά το χέρι της που κρατούσε τη βελόνα έμενε ακίνητο στην ποδιά της, δεν
άντεξε, πήγε κοντά και απαλά της σήκωσε το πρόσωπο. «Επιτέλους Αλεξάνδρα, δεν
μπορώ να σε βλέπω ετσά, πες τι συμβαίνει παιδί μου».
«Τίποτα μάνα, τίποτα που να αξίζει τον κόπο, μόνο… να… θα ήθελα να φύγουμε
από δω και να γυρίσουμε στο νησί».
«Παιδί μου, εδά φεύγουν από κει τα γυναικόπαιδα και έρχονται επαέ για να
γλυτώσουν απ τον Τούρκο, εμείς θα γιαγείρουμε;»
«Το ξέρω μάνα, αλλά όσο θα είμαστε εδώ θα είμαι δυστυχισμένη…» Το τελευταίο
που ήθελε η Φωτεινή για την κόρη της ήταν αυτό, να είναι δυστυχισμένη. «Είσαι
σίγουρη γι αυτό που μου ζητάς, Αλεξάνδρα; Κατέχεις πως θα φύγουμε από την
ασφάλεια και θα γυρίσουμε στον κίνδυνο;»
«Ναι μαμά, είμαι σίγουρη».

211
20

Η Ελένη όταν της είπε η Φωτεινή πως θα γυρέψουν τρόπο να γυρίσουν στο νησί,
γούρλωσε τα μάτια της. «Τρελή είσαι, Φωτεινή, συμμερίζεσαι ένα παιδί; Που θα
γυρίσετε; Στις σφαγές;»
«Δεν μπορώ να βλέπω το κοπέλι να μαραζώνει, θα προσπαθήσω να γυρίσουμε
πίσω». Άρχισε η Φωτεινή να μιλά με συμπατριώτες της και ένας από αυτούς της είπε
πως, όταν παρουσιαστεί ευκαιρία, θα την ειδοποιήσει.
Οι μάχες στην Κρήτη συνεχιζόντουσαν και οι ωμότητες των Τούρκων δεν είχαν
τελειωμό, η διεθνής κοινή γνώμη δυσφορούσε και μαζί με αυτό, τα αυξημένα έξοδα
του πολέμου και οι μεγάλες ανθρώπινες απώλειες στον Οθωμανικό στρατό,
ανάγκασαν το Σουλτάνο να προσπαθήσει, με διπλωματία αυτή τη φορά, να
σταματήσει για λίγο τον πόλεμο. Ανακάλεσε τον Ομέρ πασά και έστειλε στο νησί τον
Μεγάλο Βεζίρη Ααλή πασά για να προτείνει στους αγωνιστές να παραδοθούν, με
αντάλλαγμα διοικητικές παραχωρήσεις, κάτι που δεν έγινε δεκτό από αυτούς. Εκείνο
το φθινόπωρο, ο Σουλτάνος κήρυξε κατάπαυση των εχθροπραξιών για πέντε
βδομάδες και σ αυτό το διάστημα της κατάπαυσης, κατάφεραν η Φωτεινή και η
Αλεξάνδρα να επιστρέψουν στο νησί, και, μετά από αρκετές δυσκολίες, σπίτι τους.
Η Ελένη τις είχε συνοδεύσει στο καράβι με κλάματα και μέχρι την τελευταία
στιγμή προσπαθούσε να τις μεταπείσει. Ο Μανούσος δέχτηκε αμίλητος την απόφαση
των δύο γυναικών να επιστρέψουν στην Κρήτη, και το μόνο που ζήτησε από την
Αλεξάνδρα, ήταν να μη τον ξεχάσει. Αυτή τον αγκάλιασε δακρυσμένη και του το
υποσχέθηκε. Όταν έμαθε από την Ελένη, η Όλγα Περιολίδου πως η Φωτεινή με την
κόρη της έφυγαν για την Κρήτη δεν είπε κάτι, αλλά αυτό το νέο δεν το δέχτηκε με
ευχαρίστηση.
Ήταν αρχές Οκτώβρη του 1867 και η Φωτεινή, συγκινημένη, γιατί είχε να δει το
σπίτι της πάνω από δύο χρόνια, προχώρησε αργά προς την πόρτα. Ήταν σούρουπο
και στο σπίτι επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Δεν είδαν
κανένα και η Φωτεινή άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά που οδηγούσαν στην
κρεβατοκάμαρα, κοίταξε στο δωμάτιο και στο αχνό φως ενός λυχναριού, είδε την
πεθερά της την Αρετή να κάθεται στο προσκεφάλι του Σταύρου, που ήταν
ξαπλωμένος. Ήταν χλωμός και φαινόταν κοιμισμένος, το στήθος του ήταν τυλιγμένο
με ένα πανί, που τύλιγε και τον ώμο του. Η Φωτεινή έφερε το χέρι στο στόμα για να

212
μη φωνάξει, τότε την είδε η Αρετή και σιγοπατώντας την πλησίασε. Οι δυο γυναίκες
αγκαλιάστηκαν και τα δάκρυα τρέχαν σαν ποτάμι, την ώρα που κατέβαιναν αργά τη
σκάλα χωρίς να μιλούν. Η Αλεξάνδρα, όταν είδε τη γιαγιά της, έπεσε στην αγκαλιά
της, μα όταν είδε ανήσυχη τη μάνα της κοίταξε τη γιαγιά της στα μάτια. «Ο κύρης
μου;»
«Μη φοβάστε, ένα τούρκικο βόλι τον χτύπησε στον ώμο, ζορίστηκε και έχει
ακόμα πυρετό, μα θα γιάνει. Ποιος καλός Θεός σας έφερε πίσω; Πώς καταφέρατε να
γιαγείρετε;»
«Δεν κάνουμε μακριά απ την Κρήτη μας και σένα γιαγιά», είπε η Αλεξάνδρα και
αγκαλιάστηκε ξανά με τη γιαγιά της.
«Τα παιδιά μου είντα κάνουν, μα;» ρώτησε με αγωνία στη φωνή η Φωτεινή.
«Καλά είναι όλα, κόρη μου, μην ανησυχάς, αμέτε κοντά του και θα σας τα πω, όλα
όσα έγιναν, μετά».
Ο Σταύρος μετά από ώρα άνοιξε τα μάτια του, κοίταξε γύρω του και τα
ξανάκλεισε, μα τα ξανάνοιξε αμέσως, μπροστά του στεκόταν η Φωτεινή που του
χαμογελούσε. «Όνειρο είσαι;» ψέλλισε αδύναμα. Η Φωτεινή τον αγκάλιασε
τρυφερά. «Εσύ, είντα λες;»
«Γυρίσατε πίσω; Τα καταφέρατε και ήρθατε; Το παιδί είντα κάνει; Πού είναι;»
«Εδώ, μπαμπά», απάντησε η Αλεξάνδρα που έστεκε πιο πέρα, πλησίασε και τον
αγκάλιασε απαλά. Ο Σταύρος χαμογέλασε και προσπάθησε να συγκρατήσει τα
δάκρυα του μα δεν τα κατάφερε… Η Αλεξάνδρα σε λίγο πήγε να τακτοποιήσει τα
πράγματα της και η Φωτεινή κάθισε δίπλα του.
«Φωτεινή, ήταν σωστό που φύγατε, εδώ έγινε πραγματικός όλεθρος, σκοτώθηκε
πολύς κόσμος».
«Μη μιλάς, δεν κάνει να κουράζεσαι, έχουμε όλο τον καιρό μπροστά μας να τα
πούμε. Θα πάω τώρα κάτω να σου ετοιμάσω να φας».
«Φωτεινή… μου έλειψες!»
«Δεν είπες πως θα φωνάξεις την κυρά Κατίνα, τη στρουμπουλή από απέναντι, να
σε προσέχει;» του απάντησε πειραχτικά η Φωτεινή.
«Τη φώναξα δυο τρεις φορές, μα αυτή η παράωρη, έχει κουφαθεί εντελώς και δε
γροικά!» της απάντησε ο Σταύρος γελώντας, ενώ τα μάτια του δε χόρταιναν να
κοιτούν την αγαπημένη του γυναίκα.
Η Φωτεινή του έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο και βγήκε από το δωμάτιο.

213
21

Μετά από μέρες, η Φωτεινή πλησίασε την Αλεξάνδρα, που καθόταν στο παράθυρο
και κοίταζε τη βροχή. Κάθισε δίπλα της και σήκωσε τρυφερά από το μέτωπο της την
καστανή τούφα των μαλλιών της, που είχε ξεφύγει από τις πλεξούδες που τύλιγαν το
κεφάλι της.
«Δεν θα μου πεις τι σου ράγισε την καρδούλα στην Αθήνα;»
«Τίποτα μαμά, που να αξίζει τον κόπο, απλώς… κατάλαβα πως η στράτα της
αληθινής αγάπης είναι μόνο ανήφορος και θέλει γερά κότσια για να τον ανέβει
κανείς», είπε η Αλεξάνδρα και χαμογέλασε πικρά.
«Και αυτός που αγάπησες, δεν είχε τα κότσια;»
«Με την πρώτη δυσκολία, με απαρνήθηκε. Ο Γιάγκος Περιολίδης δεν ήταν σα τον
κύρη μου, που όταν κατάλαβε πως κινδύνευε να σε χάσει, ήρθε και σ΄ έκλεψε…»
Η Φωτεινή, έμεινε για λίγο αμίλητη από την έκπληξη όταν άκουσε το όνομα του
Περιολίδη, αλλά μετά είπε με μαλακή φωνή: «Καλύτερα έτσι, παιδί μου, σκέψου να
τον είχες στεφανωθεί και να έβγαινε σκάρτος. Όταν μεγαλώσεις λίγο ακόμα, θα σου
πω την ιστορία της γιαγιάς σου της Θαλασσινής».
«Δεν ήταν καλός άνθρωπος ο παππούς;»
«Όϊ, γιατί όπως είπες και συ, δεν είχε κότσια, ήταν δειλός και δεν αγάπησε ποτέ τη
γιαγιά σου. Γι αυτό μη στεναχωριέσαι, θα βρεθεί ο άνθρωπος που θα σε αγαπήσει
αληθινά». Η Αλεξάνδρα έπιασε το χέρι της μάνας της και το φίλησε. «Σ αγαπώ πολύ,
μα. Ό,τι με στενοχώρησε πέρασε πια, σ ευχαριστώ που το έκανες απόφαση και
ήρθαμε πίσω».
Οι δύο μικρότεροι γιοι της Φωτεινής, ήταν σπίτια τους, ο ένας με πληγωμένο το
πόδι από σφαίρα και ο άλλος με βρογχοπνευμονία, η Φωτεινή τώρα περίμενε με
λαχτάρα το μεγάλο της γιο τον Νικόλα, που δεν τον είχε δει ακόμα.
Αργά ένα βράδυ, προς το τέλος πια της επανάστασης, το μπαρουτοκαπνισμένο
παλικάρι φάνηκε, μπήκε σπίτι των γονιών του και έπεσε στην αγκαλιά της μάνας του.
Ο Σταύρος ανάρρωνε καλά και ήρθε η ώρα που κάθισαν στο τραπέζι όλοι μαζί.
«Τους κάναμε γερή ζημιά των άπιστων» άρχισε να λέει ο Σταύρος, «αλλά
δυστυχώς δεν πολεμάμε μόνο μ αυτούς, αλλά και με τσι Άγγλους και με τσι Γάλλους
και αυτοί είναι χειρότεροι, γιατί είναι ύπουλοι και συμφεροντολόγοι. Αντί να
βοηθήσουν εμάς, τους ομόθρησκούς τους, βοηθάνε τον Οθωμανό, και αυτοί είναι που

214
εμποδίζουν να ελευθερωθούμε και να ενωθούμε με την Ελλάδα. Ως και τα καράβια
τους περιπολούν μαζί με των Τούρκων, για να εμποδίζουν τα Ελληνικά καράβια να
πλησιάζουν τις ακτές για να μας τροφοδοτούν και να παίρνουν απ΄ επαέ τα
γυναικόπαιδα για να τα γλυτώσουν απ το θάνατο. Ευτυχώς μας βοηθούν οι Ρούσοι
μια ολιά με τα δικά τους πλοία. Τίποτα δεν τους έκανε να λυπηθούν τον αγώνα μας!
Ούτε οι σφαγές των γυναικόπαιδων, από τη μια άκρη τση Κρήτης μέχρι την άλλη,
ούτε τόσα που πέθαναν απ το κρύο μέσα στα χιόνια των βουνών που είχαν κρυφτεί
για να γλυτώσουν. Και εδά, που οι Χριστιανοί τση οικουμένης κλαίνε με τα βάσανα
μας, και τσι πιέζουν, κάθονται οι παραδόπιστοι Αγγλογάλλοι, και τσακώνονται ποιος
θα κάμει πιο πολλές εκδουλεύσεις του Σουλτάνου, και του δίνουν συμβουλές πώς να
μας κάνει καλά… Εδά ο Σουλτάνος πήρε πίσω τον ξεβαφτισμένο Ομέρ και έστειλε το
Βεζύρη του, τον Ααλή… Έβαλε ο λύκος το τομάρι του αρνιού κι ήρθε… Καλά! Ανέ
νομίζουν πως θα μας κάνουν ζάφτι με ταξίματα και γαλιφιές, γελαστήκανε!»
«Αυτοί πάντα είχαν την Κρήτη στη μέση για να παίζουν τα παιχνίδια τους, μα δεν
πειράζει, πατέρα, τη λευτεριά θα την κερδίσουμε μόνοι μας και όταν θα ενωθούμε με
τη μάνα μας την Ελλάδα, θα τρίβουν τη μούρη τους στο χώμα!» είπε ο Νικόλας.
«Σταύρο, εδά, θα κάτσεις επαέ, δε σ΄ αφήνω να ξαναπάς στον πόλεμο, δεν είναι
πια καλά η υγεία σου».
«Μα είντα λες εδά, Φωτεινή! Θα πολεμούν οι άλλοι και γω θα κάθομαι σπίτι;»
«Δίκιο έχει η μάνα, πατέρα, να κάτσεις πια, αλλιώς θα πρέπει να είμαι συνέχεια
κοντά σου να σε προσέχω, και θα δυσκολεύομαι στσι μάχες, αρκετά πολέμησες».
Αφού έφαγαν η κουβέντα γύρισε στον αγώνα και τους εθελοντές που είχαν πάει να
πολεμήσουν, μαζί με τους Κρήτες, τον Τούρκο.
«Πατέρα όπως κατέεις και συ, οι εθελοντές παλεύουν μαζί μας γενναία, και δεν
είναι μόνο ότι μας συνδράμουν στον αγώνα, αλλά και μεις οι ίδιοι νιώθουμε
καλύτερα, γιατί κατέχουμε πως η Ελλάδα στέκεται στο πλευρό μας. Κάποιοι απ
αυτούς δεν άντεξαν τσι κακουχίες και παραδώσαν τα όπλα στον Τούρκο και φύγαν,
μα μείναν πίσω οι καλοί. Ανάμεσα τους είναι και ένας λεβέντης από την Αθήνα, να
τον δεις, πατέρα, να πολεμά, λες και ήταν χρόνια με το όπλο στο χέρι, ενώ έχει
σπουδάσει γιατρός. Έχουμε γίνει και αδερφικοί φίλοι, είναι μαζί μου συνέχεια και
πολλές φορές προστατέψαμε ο ένας τον άλλο απ το θάνατο. Στο τέλος, του είπα:
«Έλα βρε Γιάγκο, να γίνουμε αδελφοποιτοί, μα μου απάντησε: «Γεωργαλίδη, καλιά
δεν είναι να συγγενέψουμε;» «Ευχαρίστως!» τ΄ απαντώ, «Θα βρω συγγενιά μου

215
ανύπαντρη, και γω θα στα κανονίσω», είπε ο Νικόλας και έβαλε τα γέλια. Η
Αλεξάνδρα είχε παγώσει, ενώ η Φωτεινή, αφού της έριξε ένα αυστηρό βλέμμα, να μη
μιλήσει, γύρισε προς το γιο της. «Και πως είναι το επώνυμο του παλικαριού, γιε
μου;»
«Περιολίδη τον λένε μάνα και την άλλη φορά, να είμαστε γεροί, θα τον φέρω μαζί
μου να φάει κι αυτός ένα πιάτο φαΐ τση προκοπής, που είναι και καλομαθημένος».
«Να τον φέρεις, γιε μου», είπε η Φωτεινή και δαγκωμένη κοίταξε την κόρη της με
ένα βλέμμα σα να της έλεγε, λάθος έκανες κόρη μου, το παλικάρι είχε κότσια τελικά
ν ανεβεί την ανηφόρα. Η Αλεξάνδρα με κατακόκκινο πρόσωπο, σηκώθηκε ξαφνικά κι
άρχισε να μαζεύει τα πιάτα για να τα πάει στην κουζίνα…
Πέρασαν μέρες και ένα βράδυ χτύπησε η πόρτα, η Φωτεινή άνοιξε και μπροστά
της φάνηκε ο γιος της ο Νικόλας. Μπήκε μέσα, ενώ τον ακολουθούσε άλλος ένας
άντρας. Ήταν ψηλός με μακριά σγουρά γένια και μαλλιά, φορούσε ένα χοντρό παλτό,
φθαρμένο με τρύπες και φράγκικο παντελόνι με στιβάνια στα πόδια του.
«Μάνα, πατέρα, αυτός είναι ο Γιάγκος, αδελφός και συμπολεμιστής μου», είπε ο
Νικόλας κοιτώντας το παλικάρι. Η Αλεξάνδρα χωρίς να μιλήσει, διακριτικά έφυγε
στο δωμάτιο της, ενώ ο Γιάγκος, στάθηκε αμίλητος απέναντι στη Φωτεινή που τον
κοίταζε στα μάτια.
«Σας θυμάμαι…» του είπε η Φωτεινή με συγκινημένη φωνή. Το παλικάρι που
θυμόταν, ήταν ντελικάτο, με τη νεανική ανεμελιά ενός καλομαθημένου αγοριού,
ντυμένο πάντα με μεταξωτά πουκάμισα και ακριβά κοστούμια. Ο άνθρωπος που
έστεκε τώρα μπροστά της, ήταν ταλαιπωρημένος, οι γραμμές στο πρόσωπο του είχαν
σκληρύνει και τα χέρια του ήταν σκληρά, γεμάτα ρόζους, από το κράτημα του όπλου
και του μαχαιριού και από το σκαρφάλωμα στα κακοτράχαλα βουνά της Κρήτης.
«Ναι, κυρία Γεωργαλίδη, ο Γιάγκος είμαι», και γυρίζοντας προς τον Σταύρο που
παρακολουθούσε απορημένος τη σκηνή, του είπε: «Ήρθα στο νησί σας για να
συνδράμω στον δίκαιο αγώνα σας, και σήμερα, ήρθα εδώ για να σας παρακαλέσω…
να μου δώσετε την Αλεξάνδρα για γυναίκα μου», με τα λόγια αυτά έβγαλε από την
τσέπη του τριμμένου παλτού, ένα ταλαιπωρημένο πάνινο σακουλάκι με δύο χρυσές
βέρες μέσα.

216
22

Ο αγώνας συνεχίστηκε, αλλά στα τέλη του 1868 είχε αρχίσει να κάμπτεται. Η
Κρήτη είχε αποκλειστεί από το τουρκικό ναυτικό και ήταν πια δύσκολη η αποστολή
εφοδίων και εθελοντών από την Ελλάδα. Τα περισσότερα μέλη της Προσωρινής
Κυβέρνησης της Κρήτης, σκοτώθηκαν σε πολιορκία στη Γωνιά Κισσάμου και τον
Ιανουάριο του 1869, στο Παρίσι, οι Μεγάλες Δυνάμεις, χωρίς κανένα δισταγμό,
άνοιξαν ένα βαθύ τάφο και πέταξαν μέσα την Κρήτη.
Το κέρδος από αυτόν τον άνισο αλλά ηρωικό αγώνα, ήταν μερικά προνόμια στους
χριστιανούς με τον Οργανικό Νόμο, που παραχώρησε ο Σουλτάνος για να
σταματήσουν την επανάσταση. Ουσιαστικά δεν άλλαξε τίποτα με την εφαρμογή των
προνομίων του Οργανικού Νόμου, αφού η καταστρατήγησή τους από τους Τούρκους
ήταν συνεχής.
Η επανάσταση έσβησε αλλά ο πόθος στην ψυχή των ανθρώπων για ελευθερία και
ένωση με τη Ελλάδα όχι, και όσο άναβε η φωτιά αυτή στις ψυχές τους, τίποτα δεν
είχε τελειώσει.
Ο Γιάγκος και η Αλεξάνδρα είχαν αποκτήσει μέσα στο 1868 δύο μωρά, δίδυμα,
και με τη λήξη της επανάστασης πήραν την απόφαση να γυρίσουν στην Αθήνα. Οι
γονείς του Γιάγκου πήραν μήνυμά του, που έλεγε πως είναι καλά και πως θα
επιστρέψει σύντομα στην Αθήνα με τη σύζυγό του την Αλεξάνδρα, και ενώ η Όλγα
Περιολίδη ξέσπαγε σε λυγμούς από τη συγκίνηση που ο γιος της ζούσε και ήταν καλά
στην υγεία του, ο Ευαγόρας Περιολίδης στράφηκε προς το παράθυρο και σκούπισε
διακριτικά ένα δάκρυ. Όταν ξεπέρασαν τη συναισθηματική τους φόρτιση, συζήτησαν
για το πώς πρέπει να αντιμετωπίσουν το ζευγάρι, όταν θα κατέφθανε. Ήταν μεγάλο το
ατόπημά τους να παντρευτούν χωρίς την δική τους έγκριση και συμφώνησαν πως θα
πρέπει με κάποιο τρόπο να εκδηλώσουν τη δυσαρέσκεια τους.
Ήταν τόσο αποφασισμένοι, που δεν περίμεναν τον Γιάγκο και την Αλεξάνδρα στο
λιμάνι για να τους υποδεχτούν, και όταν αυτοί έφτασαν σπίτι και η υπηρέτρια τους
άνοιξε την πόρτα, οι δυο τους ήταν στο σαλόνι και περίμεναν με την ψυχρή
τυπικότητα που άρμοζε σε ξένους επισκέπτες, και μάλιστα ανεπιθύμητους!
Περίμεναν με ένα αδιάφορο ύφος, ενώ ακόμα και τα σώματα τους είχαν πάρει την
κατάλληλη στάση για την περίσταση. Η Όλγα Περιολίδη, καθισμένη στην
πολυθρόνα, άκαμπτη, χωρίς να ακουμπάει πίσω την πλάτη της, ενώ ο Ευαγόρας

217
Περιολίδης όρθιος στο πλάι της, με το ένα χέρι να ακουμπάει στην πολυθρόνα της
Όλγας ενώ το άλλο στην τσέπη του γιλέκου του, θα κοιτούσαν και οι δυο προς το
παράθυρο και όχι προς στην πόρτα, απ όπου θα έμπαινε το ζευγάρι. Είχαν
προετοιμάσει ακόμη και τα λόγια, με τα οποία θα εξέφραζαν την έντονη δυσαρέσκεια
τους! Ώσπου στην πόρτα εμφανίστηκε η Αλεξάνδρα και ο Γιάγκος, κρατώντας στην
αγκαλιά τα δύο εγγόνια τους. Τα επιτιμητικά λόγια ξεχάστηκαν, η ψυχρότητα
εξαφανίστηκε, τα σώματα λύγισαν και γίναν και οι δυο μαζί μια μεγάλη ζεστή
αγκαλιά για τους νεοφερμένους, και οι Περιολίδηδες επιτέλους κατάλαβαν, πως όσα
εμπόδια και να εμφανιστούν στο ποτάμι της ζωής, αυτό πάντα θα βρίσκει τρόπους για
να συνεχίσει να κυλάει.
Ο Μανούσος και η Ελένη δέχτηκαν με ανείπωτη χαρά το νέο πως η Αλεξάνδρα
επέστρεψε στην πρωτεύουσα και θα έμενε για πάντα. Ήταν μια μεγάλη παρηγοριά για
την αφόρητη μοναξιά τους, στο έρημο χωμάτινο πλάτωμα που ζούσαν.
Ήταν μια όμορφη καλοκαιρινή μέρα, όταν η Αλεξάνδρα επισκέφτηκε το σπίτι της
Ελένης, έχοντας μαζί της την Αδαμαντία. Η κοπέλα γνώρισε το Μανούσο και η
προσοχή της στράφηκε στα βιβλία του. Σε λίγο, σαν παλιοί γνώριμοι, είχαν αρχίσει
να συζητούν για παλιούς και νέους συγγραφείς και, λίγες μέρες αργότερα, η
Αδαμαντία περνούσε μόνη της αυτή τη φορά το κατώφλι του σπιτιού, έχοντας μαζί
της βιβλία. Συχνά έμενε στο δωμάτιο του για να διαβάσουν ένα βιβλίο κάποιου νέου
συγγραφέα και μετά, ακολουθούσαν μεταξύ τους συζητήσεις για τις νέες φιλολογικές
τάσεις, τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό, τις αμφισβητήσεις που είχαν εκδηλώσει
φιλόσοφοι του διαφωτισμού σχετικά με τη χριστιανική θρησκεία και τις θεωρίες του
μουτουαλιστή φιλόσοφου, Πιερ Ζοζέφ Προυντόν. Ο Μανούσος και η Αδαμαντία
μπορούσαν να συζητούν με τις ώρες, ενώ άλλες φορές βυθίζονταν στο διάβασμα.
Η χλωμή κοπέλα με το ανήσυχο πνεύμα είχε ανάψει ένα δυνατό φως στη ζωή του
Μανούσου. Ένιωθε σα να είχε ταιριάξει στην ψυχή του το χαμένο κομμάτι που της
έλειπε και περίμενε κάθε μέρα με ανυπομονησία, να τη δει να μπαίνει και να κάθεται
κοντά του.
Η Αδαμαντία είδε στο όμορφο πρόσωπο αυτού του άντρα τον κόσμο που έψαχνε
να βρει. Ένα κόσμο ανήσυχο, ταραγμένο, γεμάτο ερωτήματα και αμφιβολίες που
ψάχναν για απαντήσεις, και της άρεσε αυτός ο κόσμος γιατί γνώριζε πως κάθε
ερώτηση, κάθε απάντηση, κάθε αμφιβολία, έσπρωχνε ακόμα πιο μπροστά την

218
ανθρώπινη νόηση. Ο νους της, είχε πάντα σαν οδηγό τα τελευταία λόγια του Γιόχαν
Βόλφγκανγκ Γκαίτε «Φως, περισσότερο φως!»
Μια μέρα καθώς διάβαζε δυνατά ένα απόσπασμα, κάτι την έκανε να σταματήσει,
γύρισε το βλέμμα προς τον Μανούσο και τον είδε να την κοιτάει με τρυφερότητα,
ένιωσε την καρδιά της να γεμίζει αγάπη, του χαμογέλασε και κείνος πήρε το χέρι της
στα δικά του.
Η Όλγα Περιολίδη παρατηρούσε έκπληκτη τη μεταμόρφωση της κόρης της. Το
πρόσωπο της Αδαμαντίας άρχισε να φωτίζεται, να ομορφαίνει και το χαμόγελο να
σχηματίζεται πιο συχνά στα χείλη της. Μια μεταμόρφωση που δεν προήλθε από τους
χορούς και τις κοσμικές συγκεντρώσεις, που με τόση φροντίδα διοργάνωνε για χάρη
της, αλλά μέσα σε ένα λιτό δωμάτιο γεμάτο βιβλία, σ ένα σπίτι που βρισκόταν σε μια
φτωχική συνοικία όπου μετά από χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του 1880, ο
έμπορος Βασίλειος Έξαρχος θα άνοιγε εκεί ένα μεγάλο παντοπωλείο, που η φήμη του
θα απλωνόταν σε όλη την Αθήνα, και η περιοχή θα ονομαζόταν Εξάρχεια.

219
23

Η Φωτεινή μετά το γάμο της με τον Σταύρο, είχε ταξιδέψει μαζί του τρείς φορές
στο Μεγάλο Κάστρο. Είχε πάει στο Φαλκούνι στο σπίτι του θείου της του Ανδρέα,
αλλά όχι και στο πατρικό της. Ό,τι της θύμιζε τον πατέρα της, την πλήγωνε και ποτέ
δεν ρώτησε να μάθει αν αυτός ζει. Γι΄ αυτήν είχε πεθάνει.
Επισκέφτηκε τη μητέρα της τη Θαλασσινή στο μοναστήρι και η καρδιά της λύγισε
όταν την είδε μπροστά της. Θυμήθηκε τα όσα υπέφερε για να σώσει αυτή και τον
Υάκινθο, και όλα όσα είχε υποφέρει στα χέρια του εξωμότη πατέρα της και τα
δάκρυα της δεν είχαν σταματημό. Οι δύο γυναίκες καθόντουσαν ώρες μαζί
κρατημένες από τα χέρια, άλλες φορές συζητώντας και άλλες αμίλητες κοιτάζοντας
με αγάπη η μία την άλλη. Η Φωτεινή, σε καμία συνάντηση της με τη Θαλασσινή, δεν
ανέφερε το θάνατο του Υάκινθου, κάθε φορά χρησιμοποιούσε ψεύτικες δικαιολογίες,
πως κάτι του έτυχε και τον εμπόδισε να έρθει να τη δει.
Όταν αρρώστησε η Θαλασσινή και πλησίαζε το τέλος, η Φωτεινή ήταν στο
προσκεφάλι της και της συμπαραστεκόταν με όλη την αγάπη της ψυχής της. Ένα
δειλινό, λίγες ώρες πριν φύγει για πάντα, κοίταξε την κόρη της με στοργή και της
είπε: «Αγαπημένο μου παιδί, γνωρίζω πως ο Υάκινθος έχει πεθάνει από χρόνια. Δεν
μου το είπε ο θείος σου ο Ανδρέας, αλλά ο αδελφός σου ήρθε ένα βράδυ στο όνειρο
μου, το Φλεβάρη του 1841 ήταν, μου φίλησε το χέρι και με αποχαιρέτησε για πάντα.
Όταν μετά από μέρες ήρθε να με επισκεφτεί ο θείος σου ο Ανδρέας, πρόσεξα πως τα
μάτια του ήταν κλαμένα και τότε βεβαιώθηκα πως ο γιος μου ήταν στα χέρια του
Κυρίου μας, αλλά δεν του είπα τίποτα». Η Θαλασσινή έδωσε την ευχή της στη
Φωτεινή και έφυγε ήρεμη. Τίποτα πια δεν μπορούσε να την πληγώσει, η ψυχή της
ελεύθερη πέταξε στον ουρανό για να συναντήσει τον αγαπημένο της γιο κοντά στο
Θεό.

220
24

Όντε θα βγουν τα νέφαλα και να φανούν οι κρίνοι


και ναρθ΄ο φοβερός Κριτής, ούλους να μασε κρίνει,
τα τάγματ ΄ούλα τ΄ουρανού, τριγύρου ν άκλουθούσι,
τα πάθη τω Χριστιανώ, τ΄άδικα, να γρικούσι,
νάρθουν με παράπονο κ οι Κρήτες να σταθούνε
μπροστά στο φοβερό Κριτή, τ΄άδικα ντων να πούνε,
τότες ν΄αποκριθείτ εσείς, Αγγλία και Γαλλία,
μπροστά στο φοβερό Κριτή, Δευτέρα Παρουσία!(52)
Τραγούδησε με θλιμμένη φωνή μέσα σε ένα καφενείο στο Ρέθυμνο, ένας από τους
θαμώνες. Κανείς δε μίλησε, συνέχισαν να πίνουν αμίλητοι τον καφέ τους κοιτώντας
έξω από το τζάμι του μαγαζιού τον γκρίζο ουρανό, που έμοιαζε με την καρδιά τους,
σε λίγο η μπόρα θα ξέσπαγε δυνατή.
Έξω από το καφενείο, στη μέση της πλατείας, στεκόταν ακίνητο το Γιαννούλη,
ένα παλικαράκι δέκα οκτώ χρονών, που όλοι το ήξεραν στο Ρέθυμνο για χαζό. Ο
Γιαννούλης κοίταζε τον ουρανό και όταν ξέσπασε η μπόρα, χωρίς να μετακινηθεί
καθόλου σήκωσε αργά το χέρι του και ακούμπησε την παλάμη στο κεφάλι του. Ένας
από τους θαμώνες του καφενείου λυπήθηκε να τον βλέπει να γίνεται μούσκεμα και
σηκώθηκε να τον φέρει μέσα. Τον έκατσε στην παρέα του και του παράγγειλαν
βραστάρι με παξιμάδι και ενώ συνέχιζαν την κουβέντα που είχαν αρχινημένη,
ξαφνικά το Γιαννούλη σταμάτησε να μασουλά το παξιμάδι και φάνηκε σα να
αφουγκραζόταν κάτι. Σε λίγο τους είπε κοιτώντας το κενό μπροστά του.
«Σωπάστε και γροικάτε…»
«Είντα να γροικήσουμε, βρε Γιαννούλη;» του είπε κάποιος από την παρέα
περιπαιχτικά.
«Δεν γροικάτε τα πατήματα του; Κάθε βήμα του μοιάζει σα να χτυπούν τη γη,
στρατός ολόκληρος, τα πόδια των σκοτωμένων για τη λευτεριά. Νάτος έρχεται…
Ιδέτε τον! Στα χέρια του κρατά τη σημαία της μάνας μας Ελλάδας κι ανεβαίνει τα
σκαλιά του Φιρκά(53)…»

52 Τραγούδι του Αναγνώστη Χαζίρη από τους Λάκκους Χανίων


53 Φρούριο στα Χανιά όπου υψώθηκε η Ελληνική σημαία

221
Η παρέα γέλασε με τις ασυναρτησίες του παλικαριού και συνέχισαν να συζητούν,
μόνο ο θαμώνας που είχε τραγουδήσει τους στίχους του Αναγνώστη Χαζίρη δεν
γέλασε αλλά έμεινε να το κοιτά σοβαρός.

222
Κύρια πρόσωπα της 3ης ενότητας.
Κωνσταντίνος Καντιανός Σε μεγάλη ηλικία πια, εξακολουθεί να ζει στο σπίτι του
στο Φαλκούνι μαζί με την γυναίκα του Βασιλική και την οικογένεια, του
δευτερότοκου γιου του.
Ανδρέας Δισέγγονος του Κωνσταντίνου.
Θαλασσινή Δισέγγονη του Κωνσταντίνου και μικρότερη αδελφή του Ανδρέα.
Αλή Ο αφοσιωμένος Τούρκος (1η ενότητα)
Ασημάκης Σύζυγος της Θαλασσινής. Ο Ασημάκης τρομαγμένος, μετά το φόνο του
αδελφού του, δέχεται να αλλάξει θρησκεία. Γίνεται μουσουλμάνος και παίρνει το
όνομα Μαχμούτ.
Παπά Τιμόθεος Αδελφός του Ασημάκη. Δολοφονείται από τους γενίτσαρους.
Φωτεινή Κόρη της Θαλασσινής και του Ασημάκη.
Χασάν Γιος της Θαλασσινής και του Ασημάκη. Ακολουθεί το δρόμο του
εξισλαμισμένου πατέρα του.
Υάκινθος Ο μικρότερος γιος της Θαλασσινής και του Ασημάκη.
Ομάρ Τουρκοκρητικός.
Νίκος Γεωργαλίδης Ζει στα Χανιά και εκτρέφει άλογα.
Αρετή Γεωργαλίδη Σύζυγος του Νίκου.
Σταύρος Γεωργαλίδης Γιος του Νίκου και της Αρετής και μετέπειτα σύζυγος της
Φωτεινής.
Παύλος Γεωργαλίδης Δίδυμος αδελφος του Σταύρου.
Γιώργος Καντιανός Μακρινός συγγενείς του Υάκινθου και της Φωτεινής. Έμπορος
στα Χανιά.
Θωμάς Καντιανός Μακρινός συγγενείς του Υάκινθου και της Φωτεινής που ζει σε
ένα χωριό στην Κίσσαμο. Αναλαμβάνει να φιλοξενήσει τα δύο αδέλφια στο σπίτι του.
Χρυσούλα Καντιανού Σύζυγος του Θωμά.
Σοφία Όμορφη κοπέλα, γειτόνισσα του Θωμά Καντιανού. Ο Υάκινθος είναι
ερωτευμένος μαζί της.
Αλεξάνδρα Γεωργαλίδου Κόρη της Φωτεινής Καντιανού και του Σταύρου
Γεωργαλίδη.
Ελένη Γεωργαλίδου Συγγενής των Γεωργαλίδηδων που ζει στην Αθήνα.
Μανούσος Γεωργαλίδης Γιος της Ελένης Γεωργαλίδου.
Γιάγκος Περιολίδης Γιος του Ευαγόρα και της Όλγας Περιολίδη.

223
Αδαμαντία Περιολίδη Αδελφή του Γιάγκου.

224
20ος Αιώνας
1
Ήταν 11 Νοεμβρίου του 1904 και τα καμπαναριά των εκκλησιών σε όλο το
Ηράκλειο σήμαιναν χαρούμενα για τη μεγάλη γιορτή του Αγίου Μηνά.
Η μέρα ήταν Παρασκευή, αλλά τα μαγαζιά των χριστιανών ήταν όλα κλειστά, για
να τιμήσουν τον θαυματουργό Άγιο προστάτη της πόλης. Ο ήχος από τις καμπάνες
γέμιζε τις καρδιές των χριστιανών με αγαλλίαση σε αντίθεση με τους μουσουλμάνους
κατοίκους, που δεν άντεχαν αυτό τον ήχο αλλά έκαναν υπομονή. Δεν ήταν πια αυτοί
οι κύριοι της πόλης για να απαγορεύουν όπως παλιά, τις κωδωνοκρουσίες και τη
λειτουργία των χριστιανικών ναών.
Η Όλγα Καντιανού, μια λυγερή καστανή κοπέλα με μεγάλα μάτια και
καλογραμμένα χείλη, είκοσι εφτά χρονών, δεν είχε πάει με τους άλλους στην
εκκλησία του Αγίου Μηνά να λειτουργηθεί, είχε μείνει σπίτι κοντά στο γιο της, τον
τετράχρονο Τίτο, που είχε αρπάξει ένα γερό κρύωμα και ήταν στο κρεβάτι με πυρετό.
Η οικογένεια της απαρτιζόταν από τον Δημήτρη Καντιανό, τον άντρα της και τον γιο
τους, Τίτο. Κατοικούσαν στο σπίτι της Βεζίρ Τσαρσί, που τώρα ονομαζόταν
Μαρτύρων 25ης Αυγούστου, και ήταν αυτό, που είχε αγοράσει το 1768, ο πρόγονος
του Δημήτρη, ο Ανδρέας Καντιανός. Μαζί τους έμενε και η χήρα αδελφή του
Δημήτρη, η Μαρία με τους δύο γιούς της, τον Λευτέρη και τον Γιώργο, και τους
είχαν παραχωρήσει για να μένουν τις δύο μεγάλες κάμαρες στην πίσω πλευρά του
σπιτιού.
Ο Δημήτρης είχε περίπου εικοσιπέντε χρόνια διαφορά από την Όλγα και ήταν
ευκατάστατος. Ήταν ένας μελαχρινός άντρας, με μέτριο ανάστημα, περίπου πενήντα
δυο χρονών, και συνήθιζε να φορά κρητική κυλότα(54) με στιβάνια, μαύρο πουκάμισο
και σακάκι. Με την πρώτη του γυναίκα, δεν είχαν κάνει παιδιά, και όταν εκείνη
πέθανε θέλησε να ξαναφτιάξει τη ζωή του. Η Όλγα του γέννησε ένα παιδί και ένιωσε
επιτέλους τη χαρά της πατρότητας, που τόσο λαχταρούσε. Ήταν από τους
δραστήριους εμπόρους στο Ηράκλειο και είχε καλά εισοδήματα. Δεν πήρε ποτέ μέρος
σε καμία μάχη με τους Τούρκους αλλά βοηθούσε σημαντικά τον αγώνα με χρήματα
και εφόδια. Ακόμα και καΐκια ναύλωνε, για να φέρνουν στα παλικάρια πολεμοφόδια
και τροφές. Όλοι τον εκτιμούσαν και τον σεβόντουσαν γιατί ήξεραν πως ήταν
μυαλωμένος άνθρωπος και καλός πατριώτης. Την Όλγα την αγαπούσε και

54 Στρατιωτικός τύπος παντελονιού που μπαίνει μέσα στις μπότες.

225
προσπαθούσε να μη της λείπει τίποτα αλλά και αυτή, έδειχνε μεγάλη αφοσίωση στον
άνθρωπο, που στις δύσκολες στιγμές της ορφάνιας της, της πρόσφερε γαλήνη και
ασφάλεια.
Όλη η οικογένεια της Όλγας είχε χαθεί στην επανάσταση του 1889. Ήταν δώδεκα
χρονών όταν μπήκαν στο σπίτι της οι Τούρκοι, και δε λυπήθηκαν ούτε τους γονείς
ούτε τα μικρά αδέλφια της. Η ίδια είχε γλυτώσει, όταν η συγχωρεμένη γιαγιά της την
πήρε από το χέρι, όταν είδε το κακό που γινόταν, και πρόλαβε να την κρύψει. Όταν
τέλειωσε η σφαγή και έφυγαν οι κακούργοι, η θέα της δολοφονημένης οικογένειάς
της, σημάδεψε για πάντα την ψυχή της. Δεν μπόρεσε να ξαναχαμογελάσει και δεν
έβγαλε ποτέ τα μαύρα ρούχα από πάνω της, ούτε σα νιόπαντρη, ούτε όταν γεννήθηκε
ο γιος της, και ο Δημήτρης δεν την μέμφθηκε ποτέ γι αυτό. Τα μαύρα ρούχα και τα
μαντήλια είχαν γίνει πια το χρώμα που χαρακτήριζε τους Κρήτες. Δεν υπήρχε
οικογένεια που να μη πενθεί σκοτωμένο μέλος της από τους βάναυσους κατακτητές,
που μπορεί να μη κουμαντάριζαν πια το νησί, αλλά οι πληγές που είχαν ανοίξει δεν
θα έκλειναν εύκολα.
Μία χήρα θεία της που έβλεπε το μαράζωμα του κοριτσιού, αποφάσισε να το
απομακρύνει από τον τόπο της τραγωδίας, έτσι, μετά από λίγο καιρό το πήρε από το
χωριό και πήγαν στην πόλη για να μείνουν με άλλους συγγενείς τους. Στην πόλη η
Όλγα μπόρεσε να ξαναβρεί τον εαυτό της, συνδέθηκε με τα ξαδέλφια της και με τη
βοήθειά τους, άρχισε να ξεχνά τη φρίκη που σημάδεψε την ψυχή της. Όμως ποτέ δεν
έπαψε να ζει με το φόβο. Όταν στα δεκαοκτώ της, εμφανίστηκε ο Δημήτρης
Καντιανός, ώριμος άντρας στα σαράντα τρία και τη ζήτησε, η Όλγα ένιωσε, πως
κοντά του θα έβρισκε ένα λιμάνι που θα της πρόσφερε την ηρεμία μιας ήσυχης και
γεμάτης ασφάλεια ζωής, και δέχτηκε να τον παντρευτεί.
Η Όλγα βγήκε από τις σκέψεις της και κοίταξε το γιο της, άγγιξε απαλά το μέτωπο
του, είχε πέσει λίγο ο πυρετός και το παιδί κοιμόταν ήσυχο. Σηκώθηκε και πήγε στην
μεγάλη κάμαρα, κάθισε, και η ματιά της έπεσε στις φωτογραφίες που κρεμόντουσαν
στους τοίχους. Κοντά στο τζάκι ήταν η φωτογραφία του παππού του Δημήτρη, του
Ανδρέα Καντιανού που δεν έβγαλε ποτέ το μαύρο πουκάμισο και το μαύρο μαντήλι,
από τότε που σκοτώθηκε ο ανιψιός του, ο Υάκινθος. Δίπλα, σε μια άλλη φωτογραφία,
ήταν συγγενείς δικοί της μαζί με άλλους πολεμιστές, με τα όπλα στο χέρι και τα
ασημένια μαχαίρια στις ζώνες. Στα πρόσωπα τους δεν υπήρχε το χαμόγελο αλλά ούτε
και ο θυμός, υπήρχαν μόνο τα μάτια τους. Ήταν μάτια αποφασισμένων ανθρώπων,

226
που είχαν μάθει να συναντούν το θάνατο σε κάθε τους βήμα, αλλά που δεν τον
φοβόντουσαν.
Μαζί με τις φωτογραφίες αυτές ήταν και η φωτογραφία του Ελευθέριου
Βενιζέλου. Στην επανάσταση του 1878, αποκλείστηκε και πάλι από τις Μεγάλες
Δυνάμεις η πιθανότητα για Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Αυτό που κέρδισαν οι
επαναστάτες, ήταν η υπογραφή της Σύμβασης της Χαλέπας, με σημαντικά προνόμια
για τους χριστιανούς, μετά όμως την αποτυχημένη επανάσταση του 1889,
ανακλήθηκε η Σύμβαση από την Τουρκία και ξεκίνησε νέα αιματοχυσία. Οι
μουσουλμάνοι, με πρωταγωνιστές τους γενίτσαρους, άρχισαν πάλι τις επιθέσεις
εναντίον των χριστιανών με δολοφονίες και βανδαλισμούς. Το 1895, ο Μανούσος
Κούνδουρος ηγείται στην προετοιμασία νέας επανάστασης, και πιστεύοντας πως η
αυτονομία της Κρήτης θα ανοίξει το δρόμο για την ένωσή της με την Ελλάδα,
υποβάλλει υπόμνημα στις Μεγάλες δυνάμεις ζητώντας την αυτονομία του νησιού με
φόρο υποτέλειας στο Σουλτάνο.
Η επανάσταση του 1895 αλλά και οι συνεχιζόμενες σφαγές των χριστιανών από
τους μουσουλμάνους, αναγκάζουν πια τις Μεγάλες Δυνάμεις να ταχθούν, επιτέλους,
στο πλευρό του χριστιανικού στοιχείου του νησιού, και υπό την πίεση τους, ο
Σουλτάνος υποχρεώθηκε να δώσει κι άλλα προνόμια στους Κρήτες. Η τελευταία
επανάσταση του 1897 έως το 1898, πέτυχε την αυτονομία της Κρήτης.

227
2

Η Όλγα αναστέναξε όταν έφερε στο μυαλό της την 25η Αυγούστου 1898. Από
θαύμα είχαν σωθεί αυτή και η οικογένεια της από τη μεγάλη σφαγή…
Στο Ηράκλειο τότε, οι πιο πολλοί κάτοικοι ήταν τούρκοι και τουρκοκρητικοί και ο
αριθμός των χριστιανών στην πόλη είχε μειωθεί δραματικά από τα δεινά που τους
προκαλούσαν οι βασανιστές τους. Ο Δημήτρης δεν θέλησε να φύγουν αφού όλες οι
δουλειές του ήταν στην πόλη και θα ζημιωνόταν σημαντικά, ώσπου έφτασε η 24 η
Αυγούστου. Την επόμενη μέρα, θα γινόταν η παράδοση του φορολογικού γραφείου
του λιμανιού στην αγγλική φρουρά και θα το αναλάμβανε ο Στυλιανός Αλεξίου(55).
Ακουγόντουσαν από μέρες φήμες πως οι βασιβουζούκοι θα εμπόδιζαν αυτή τη
μετάβαση με κάθε τρόπο, αλλά οι αντιπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων τις
αψηφούσαν.
Ήταν απόγευμα, και η οικογένεια ήταν μαζεμένη στο σπίτι, ο Δημήτρης ήταν
σκεπτικός και σε λίγο ζήτησε από την αδελφή του να στείλει τα δύο παιδιά στο
δωμάτιο τους. Όταν έμειναν μόνοι, η Όλγα παρατήρησε ένα συνοφρύωμα στο
πρόσωπο του Δημήτρη.
«Δημήτρη, τι συμβαίνει;»
«Όλγα, είναι σίγουρο πια, πως αύριο κατά την παράδοση του φορολογικού
γραφείου θα γίνει μεγάλο κακό. Οι βασιβουζούκοι τριγυρνούν από το πρωί σήμερα
εξαγριωμένοι και τρομοκρατούν τους χριστιανούς. Σκέφτομαι αύριο το πρωί να
ναυλώσω ένα μικρό καΐκι να σας πάρει από δω μαζί με τα παιδιά…»
«Εσύ, είντα θα κάμεις;»
«Εγώ πρέπει να μείνω, δεν είναι σωστό να σηκωθώ να φύγω».
«Τότενες θα μείνουμε κι εμείς Δημήτρη», είπε αποφασιστικά η Όλγα. «Ή θα
ζήσουμε όλοι ή θα πεθάνουμε». Ο Δημήτρης κοίταξε την αδελφή του σα να της
ζητούσε βοήθεια, αλλά η Μαρία είπε:
«Συμφωνώ με την Όλγα, Δημήτρη, αν θες να φύγουμε θα έρθεις μαζί μας».
Ξημέρωσε η 25η Αυγούστου, ήταν μια όμορφη μέρα και τίποτα δεν έδειχνε το
μεγάλο κακό που θα γινόταν. Τα μουσουλμανικά μαγαζιά δεν είχαν ανοίξει καθόλου
εκείνη τη μέρα. Οι χριστιανοί ήταν ανήσυχοι αλλά είχαν εμπιστοσύνη στις Μεγάλες
Δυνάμεις και τους στρατιώτες που ήταν εγκατεστημένοι στην πόλη.

55 Πατέρας της Έλλης, της Γαλάτειας και του Λευτέρη Αλεξίου.

228
Ο Δημήτρης έλειπε από το σπίτι όταν χτύπησε η πόρτα. Η Μαρία άνοιξε και είδε
ένα υπηρέτη του γείτονα τους, του Ασλάν, του δισέγγονου του Μουράτ. Ο υπηρέτης
ζήτησε τον Δημήτρη και όταν έμαθε πως είναι στο μαγαζί του τράβηξε βιαστικός για
κει. Σε λίγο ο Δημήτρης έφτανε σπίτι.
«Όλγα ετοιμαστείτε, θα πάτε στο σπίτι του γείτονα μας, του Ασλάν».
«Είντα δουλειά έχουμε εμείς, Δημήτρη, σε ένα τούρκικο σπίτι;»
«Όλγα, αφού δεν θέλησες να φύγεις από δω, τουλάχιστον κάνε αυτό που σου
ζητώ».
«Έχεις εμπιστοσύνη του Τούρκου;»
«Έτσι όπως είναι τα πράγματα, πρέπει να δείξω». Σε λίγο η οικογένεια ήταν
έτοιμη και πήγε στο σπίτι του Ασλάν. Τους υποδέχτηκε η γυναίκα του η Ντενίζ με
την κόρη της, που τους οδήγησαν στην πίσω μεριά του διπλού σπιτιού. Τους έφεραν
καφέ και γλυκά και έδωσαν εντολή στις υπηρέτριες να φέρουν τα καλύτερα
σκεπάσματα και να ετοιμάσουν τις κρεβατοκάμαρες. Η Όλγα έβλεπε τις περιποιήσεις
και δεν καταλάβαινε γιατί αυτοί οι άνθρωποι ήταν τόσο ευγενικοί μαζί τους.
Κόντευε να μεσημεριάσει όταν έφτασε ο Δημήτρης κάτωχρος, μαζί του είχε και
μια οικογένεια χριστιανών. Ήταν αμίλητος και η Όλγα τον κοιτούσε με αγωνία. Σε
λίγο, έφταναν στ΄ αυτιά της πυροβολισμοί και ένα εφιαλτικό βουητό που όσο πήγαινε
και δυνάμωνε, από ανθρώπινες κραυγές και ποδοβολητά. «Δημήτρη!» φώναξε και
κρύφτηκε στην αγκαλιά του.
Εκείνη τη μέρα, οι βασιβουζούκοι δολοφόνησαν εκατοντάδες χριστιανούς,
ανάμεσα τους και δεκαεπτά Άγγλους. Κατέστρεψαν, λεηλάτησαν, έκαψαν και μέσα
από το αίμα των αθώων, την καταστροφή και τον όλεθρο, γεννήθηκε η ελεύθερη
Κρήτη. Οι Μεγάλες Δυνάμεις εκδίωξαν δια παντός τον τουρκικό στρατό από το νησί.
Το σπίτι της οικογένειας είχε πάθει σοβαρές ζημιές από τον μουσουλμανικό όχλο,
και ο Ασλάν είπε στο Δημήτρη να μείνουν στο δικό του μέχρι να το επισκευάσει και
να μπορέσουν να μείνουν ξανά σ΄ αυτό. Ο Δημήτρης έσφιξε το χέρι του Ασλάν
συγκινημένος.
«Ξέρω, εφέντη Ασλάν, πως είσαι καλός και δίκαιος άνθρωπος, όπως ήταν και ο
πατέρας σου και ο παππούς σου, αλλά γιατί απ΄ όλους τους χριστιανούς γνοιάστηκες
τόσο πολύ για τη δική μου οικογένεια;»
«Εφέντη Δημήτρη, πριν πάρα πολλά χρόνια στο χωριό Φαλκούνι, ένας πρόγονος
σου, ο Κωνσταντίνος Καντιανός είχε σώσει από βέβαιο θάνατο τον Πεκέρ Μπέη και

229
την οικογένεια του, ενώ θα μπορούσε να μη το κάνει. Τέτοια καλοσύνη ο Αλλάχ δεν
αφήνει να ξεχαστεί όσα χρόνια κι αν περάσουν. Όταν πρωτάκουσα τον πατέρα μου
να μας διηγείται αυτή την ιστορία, που την άκουσε κι αυτός από τον δικό του πατέρα,
κατάλαβα τι εννοούσαν τα λόγια του Αλλάχ στο ιερό Κοράνι: «Η καλή πράξη δεν
είναι ίση με την κακή πράξη. Να απαντάς στο κακό με ότι καλύτερο. Και τότε θα δεις
εκείνος που μεταξύ σου και μεταξύ του υπήρχε εχθρότητα, θα γίνει στενός σου
φίλος», και νομίζω, εφέντη, πως τα ίδια λόγια λέει και η δική σας θρησκεία», είπε ο
Ασλάν και χαμογέλασε. Ύστερα πήρε τον Δημήτρη στην πίσω μεριά του σπιτιού και
άνοιξε την πόρτα ενός κρυφού δωματίου. Ο Δημήτρης είδε έκπληκτος μια μικρή
εκκλησία πλούσια στολισμένη, με εικόνες Αγίων και κοντά τους, ένα χρυσό καντήλι
με το θυμιατό λίγο πιο δίπλα. Ήταν καθαρή και περιποιημένη σα να την επισκεπτόταν
κάποιος κάθε μέρα.
«Αυτή την εκκλησία, εφέντη Δημήτρη, την είχε φτιάξει ο Κερέμ Μπέης στη
Χριστιανή γυναίκα του, την Εργίνα, και κανείς μας απ όλους τους απογόνους του, αν
και μουσουλμάνοι, δεν θελήσαμε ποτέ να την καταστρέψουμε, όχι μόνο γιατί ήταν
της προγιαγιάς μας αλλά και γιατί το ιερό Κοράνι μας έχει διδάξει, πως ο Ιησούς είναι
ένας προφήτης του Θεού και πιστεύουμε στα θαύματα του. Ενώ την Μαριάμ, την
παρθένο μητέρα του, την θεωρούμε από τις πιο δίκαιες και σημαντικές γυναίκες, και
το Ισλάμ την τιμά».
Ήταν η τελευταία σφαγή των Τούρκων στην Κρήτη, οι Μεγάλες Δυνάμεις έδιωξαν
το στρατό τους και εγκατέστησαν δικές τους δυνάμεις σε κάθε νομό του νησιού. Οι
τουρκοκρήτες, αφού δεν μπορούσαν πια να κουμαντάρουν το νησί και να
βιαιοπραγούν εναντίον των Χριστιανών, αλλά και φοβισμένοι για τις συνέπειες των
αποτρόπαιων πράξεων τους για πολλά χρόνια σε βάρος των κατοίκων, άρχισαν να
φεύγουν μαζικά για τη Μικρά Ασία.
Στις 9 Δεκεμβρίου 1898, ο πρίγκιπας Γεώργιος αναλάμβανε ως ύπατος Αρμοστής
Κρήτης. Η κρητική σημαία υψώθηκε στο φρούριο του Φιρκά στα Χανιά και εκείνη τη
μέρα όλοι ένιωσαν πως οι αλυσίδες της σκλαβιάς που δέναν το νησί για αιώνες, είχαν
γίνει κομμάτια. Η χαρά όμως γρήγορα έγινε δυσαρέσκεια όταν διαπιστώθηκε πως ο
Γεώργιος, εκτός από σωρεία λαθών που έκανε από το αξίωμα που κατείχε, δεν
διέθετε την απαιτούμενη διπλωματική ευστροφία ούτε τη βούληση, για την ένωση
της Κρήτης με την Ελλάδα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος δήλωσε την αντίθεση του στην
τακτική του Γεωργίου το 1901, και παρά τις σπασμωδικές κινήσεις του πρίγκιπα με

230
φυλακίσεις και παύση της ελευθεροτυπίας στο νησί, στις 10 Μαρτίου 1905 ο
Βενιζέλος ηγείται επανάστασης, που ονομάστηκε «η επανάσταση της Θερίσου», και
η τύχη της Κρήτης περνάει στα χέρια ενός ικανού ηγέτη, που θα την οδηγούσε με
ασφάλεια στην αγκαλιά της Ελλάδας.
Στις 1 Δεκεμβρίου του 1913, ως Πρωθυπουργός της Ελλάδας πια, ο Ελευθέριος
Βενιζέλος παραδίδει, μαζί με τον Βασιλιά Κωνσταντίνο, την Ελληνική σημαία στους
αγωνιστές Χατζημιχάλη Γιάνναρη και Αναγνώστη Μάντακα και αυτοί δακρυσμένοι
την ύψωσαν στον ιστό, επισφραγίζοντας την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Το παρών σε κείνη την ιερή στιγμή, δεν το έδωσαν μόνο οι ζωντανοί άνθρωποι που
δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυα τους, αλλά και οι χιλιάδες νεκροί
αγωνιστές και οι αδικοχαμένοι από την τουρκική βαναυσότητα, που τώρα φεύγαν με
ήσυχες τις ψυχές τους, γαληνεμένοι προς τον ουρανό.

231
3

Πιο δίπλα, ήταν η φωτογραφία της Μαρίας μαζί με τους δύο γιούς της, τον
Λευτέρη και τον Γιώργο. Ο Δημήτρης, είχε πει στη Μαρία πως θα σπούδαζε με δικά
του έξοδα τους δύο ανιψιούς του στην Αθήνα και αυτή η ώρα είχε φτάσει, αλλά όχι
για τον Γιώργο. Ήταν 13 Οκτωβρίου του 1904, όταν όλη η Ελλάδα πάγωσε με την
είδηση του θανάτου του Παύλου Μελά, στη Στάτιστα της Καστοριάς. Στην Κρήτη τα
παλικάρια κατάλαβαν πως ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει με την απελευθέρωση του
νησιού τους, κι άρχισαν να ετοιμάζονται σώματα εθελοντών που θα πολεμούσαν στη
Μακεδονία τους κομιτατζήδες. Ανάμεσα τους ήταν και ο Γιώργος, που μόλις είχε
τελειώσει το Γυμνάσιο και θα φευγε για σπουδές στην Αθήνα. Η Μαρία, η μάνα του,
έπεσε στα πόδια του να του αλλάξει γνώμη και ο θείος του προσπάθησε κι αυτός
συζητώντας του.
«Όχι, θείε, ξέρεις πόσο σε σέβομαι και θέλω και να σπουδάσω αλλά δε γίνεται να
αφήσουμε μόνους τους αδελφούς μας εκεί απάνω. Όταν κράζαμε για βοήθεια στους
πολέμους με τους Οθωμανούς, θυμήσου πόσοι ήρθαν από την πάνω Ελλάδα και μας
συντρέξανε, και πόσοι σκοτωθήκανε, εδά, είναι η ώρα να συντρέξουμε εμείς αυτούς.
Θα ελευθερώσουμε τη Μακεδονία και θα την παραδώσουμε κι αυτή στη μάνα μας,
την Ελλάδα, όπως έγινε και με την Κρήτη μας». Ο Γιώργος έφυγε με τα άλλα
παλικάρια και ενώθηκαν σαν μια γροθιά με τους άλλους Μακεδονομάχους για να
βγάλουν τη Βουλγαρική θηλιά απ το λαιμό της Μακεδονίας.
Ο Λευτέρης, ο αδελφός του, ήταν έτοιμος να φύγει για την Αθήνα αλλά όλο το
ανέβαλλε με διάφορες δικαιολογίες και κανείς δεν καταλάβαινε την αιτία, εκτός από
την Όλγα…
Η γυναίκα είχε ταραχτεί σαν κατάλαβε πως ο Λευτέρης προσπαθούσε κρυφά,
χωρίς να τον καταλάβουν οι άλλοι στο σπίτι, να πιάσει μια ματιά της. Είχε
μεγαλώσει, ήταν στα δεκαεννιά του και είχε γίνει ένα ψηλό παλικάρι με κάτασπρο
δέρμα και με λεπτά όμορφα χαρακτηριστικά. Απόφευγε για καιρό με κάθε τρόπο το
κοίταγμά του, ώσπου μια μέρα βρέθηκαν μόνοι τους στο σπίτι. Ο Λευτέρης την
πλησίασε, την τράβηξε απαλά στην αγκαλιά του και τη φίλησε. Η Όλγα του έδωσε
ένα δυνατό χαστούκι.
«Τι είναι αυτά; Δεν σέβεσαι τον θείο σου, ούτε εμένα;» Μα ο Λευτέρης, αντί για
απάντηση, την αγκάλιασε και την φίλησε ξανά… Δεν ήταν τα δικά της χείλη που

232
ανταποκρίθηκαν, ούτε τα δικά της χέρια που τον αγκάλιασαν, δεν ήταν το σώμα της
που του δόθηκε, ήταν μιας άλλης γυναίκας, που είχε ζήσει όλα της τα χρόνια μέσα
στην συγκατάβαση… Που δεν είχε αφήσει το εαυτό της ποτέ ελεύθερο να γευτεί
λίγες στιγμές πραγματικής ευτυχίας, που τόσο έχει ανάγκη ένας άνθρωπος. Αυτή η
άλλη γυναίκα, ήταν αποφασισμένη αυτή τη φορά να μην εμποδίσει τον εαυτό της να
κάνει αυτό που πραγματικά ήθελε, αυτό που επιθυμούσε αληθινά… Μα ύστερα, έγινε
αυτό που περίμενε, άρχισαν οι τύψεις να της ζώνουν το μυαλό και την ψυχή σα
φίδια… Δεν θύμωσε με το Λευτέρη, αυτή το είχε θελήσει και θα ήταν πραγματικά
ευτυχισμένη αν δεν υπήρχε ο Δημήτρης, ο άνθρωπος που της άπλωσε το χέρι του και
της πρόσφερε μία ζωή γεμάτη αγάπη και φροντίδα. Τώρα τον πρόδιδε κι αυτό την
έκανε δυστυχισμένη.
Η σχέση της μαζί του κράτησε ένα χρόνο και ένιωθαν την ίδια επιθυμία ο ένας για
τον άλλο, όπως στο πρώτο τους φιλί.
«Όλγα, πάμε να φύγουμε αγάπη μου, ας μη θυσιαστούμε για τους άλλους. Έχεις
περάσει πολλά, σου αξίζει λίγη αληθινή χαρά». Στα λόγια αυτά εκείνη τον αγκάλιασε
τρυφερά.
«Μου πρόσφερες την ευτυχία, Λευτέρη, αλλά πρέπει να τελειώσουμε εδώ. Θέλω
να ετοιμαστείς για να φύγεις στην Αθήνα και να με ξεχάσεις. Αυτό που ζήσαμε ήταν
ένα όμορφο όνειρο, που θα θυμάμαι όσο ζω. Αν με αγαπάς όμως αληθινά, ετοιμάσου
να φύγεις, να πας να σπουδάσεις». Ο Λευτέρης κατάλαβε πως αυτό ήθελε
πραγματικά η Όλγα και δεν την κατηγορούσε, κάθε γυναίκα στη θέση της έτσι θα
σκεφτόταν. Δεν υπήρχε μέσα της η δύναμη να επιλέξει ένα τρόπο ζωής που θα την
έκανε πραγματικά ευτυχισμένη, γιατί υπερείχαν μέσα της άλλα συναισθήματα. Αυτά
που επέβαλλαν τα κοινωνικά στερεότυπα και καθόριζαν αυστηρά τη θέση της
γυναίκας στην κοινωνία. Θα συνέχιζε να ζει ανούσια με λιγοστές χαρές μέχρι το
θάνατο της.
«Πως θα μπορούσα εγώ να αφήσω το άντρα μου και να φύγω…» σκεφτόταν η
Όλγα, «έτσι θα κατάστρεφα και το μέλλον του παιδιού μου που θα του έμενε το
στίγμα πως το εγκατέλειψε η μάνα του, και θα γινόταν περίγελο της πόλης…»
Έκλεισε τα μάτια και θυμήθηκε την τελευταία φορά που είδε το Λευτέρη. Ήταν
Σεπτέμβρης του 1904, στεκόταν στην πόρτα με τη βαλίτσα του στο χέρι ενώ η Μαρία
έκλαιγε, που της έφευγε και το άλλο της παιδί. Εκείνος κοιτούσε την Όλγα με

233
θλιμμένα μάτια καθώς της κρατούσε το χέρι για τελευταία φορά, σε ένα τυπικό
αποχαιρετισμό.
«Φεύγω, αλλά η ψυχή και το μυαλό μου θα είναι πάντα σε σένα», της είχε γράψει
σε ένα μικρό κομμάτι χαρτί και η Όλγα το φύλαξε σε ένα κλειδωμένο συρτάρι.
Ο Λευτέρης δεν ξαναγύρισε στην Κρήτη και η Μαρία σε λίγο καιρό έφυγε κι αυτή
στην Αθήνα για να πάει να ζήσει κοντά του.

234
4

Πίσω από τους ψηλούς τοίχους του σπιτιού του Ασλάν, στην οδό της 25 ης
Αυγούστου, μέσα σε ένα κήπο που μοσχοβολούσε από τις πορτοκαλιές, τα
τριαντάφυλλα και τα γαρύφαλλα, δύο κοριτσάκια συνομήλικα, στα επτά τους χρόνια,
καθόντουσαν σε χαμηλά σκαμνάκια και είχαν καταπιαστεί με την προετοιμασία μίας
πρόσκλησης για τσάι! Ήταν η Φοίβη, η κόρη της Όλγας, που είχε γεννηθεί το 1915
και η Φεριχά, η εγγονή του Ασλάν, οι δύο αχώριστες φίλες.
Κρατούσαν από μία πάνινη κούκλα στα χέρια με ζωγραφισμένο πρόσωπο και
φορεματάκια, που είχαν ράψει οι μαμάδες τους. Είχαν στρώσει γύρω από το
υποτιθέμενο σαλόνι πετραδάκια και με πετραδάκια είχαν φτιάξει τις καρέκλες και το
τραπέζι που θα σέρβιραν το τσάι στις κούκλες τους. Τη στιγμή που τοποθετούσαν
δύο παλιά φλιτζάνια με ένα κανατάκι νερό δίπλα, που υποτίθεται πως είχε το τσάι, η
Φοίβη σταμάτησε και κοίταξε σοβαρά την Φεριχά.
«Η μαμά μου κλαίει κρυφά, και την άκουσα να λέει μια μέρα στο μπαμπά πως ο
Τίτος δε γυρίζει από τη Μικρά Ασία γιατί μάλλον τον σκότωσαν οι Τούρκοι…»
Η Φεριχά την κοίταξε κι αυτή με σοβαρότητα. «Γιατί να τον σκοτώσουν;»
«Επειδή είναι Έλληνας στρατιώτης», απάντησε η Φοίβη.
«Εγώ ποτέ δεν σκότωσα Έλληνα στρατιώτη, σου ορκίζομαι», είπε η Φεριχά
κοιτώντας τη φίλη της με διάπλατα ανοιχτά τα μάτια.
«Ούτε εγώ σκότωσα ποτέ Τούρκο στρατιώτη, και γω σου ορκίζομαι Φεριχά». Τα
κορίτσια έμειναν να κοιτάζονται για λίγο σοβαρές και μετά αφοσιώθηκαν πάλι στην
προετοιμασία για να προσφέρουν τσάι στις πάνινες κούκλες τους.
Ήταν Οκτώβριος του 1922 και η καταστροφή της Σμύρνης, είχε ανοίξει άλλη μια
τεράστια πληγή στα στήθια της Ελλάδας, που θρηνούσε τα σκοτωμένα και
ξεριζωμένα παιδιά της.
Ο Τίτος ήταν ανάμεσα στους στρατιώτες που είχαν πάει εκεί για να πολεμήσουν,
και είχε φύγει απ το σπίτι με την καρδιά του γεμάτη πίκρα, όχι επειδή θα πήγαινε να
πολεμήσει, αλλά γιατί είχε ανακαλύψει το σημείωμα που είχε γράψει κάποτε ο
Λευτέρης στην Όλγα. Ήταν μια άτυχη στιγμή για την Όλγα όταν, μετά από χρόνια, ο
Τίτος που είχε τελειώσει πια το Γυμνάσιο και είχε γίνει ένα όμορφο παλικάρι με τα
θαλασσιά μάτια των προγόνων του, θα ανακάλυπτε πάνω στο έπιπλο του καθρέφτη
ξεχασμένο από αυτήν το σημείωμα του Λευτέρη. Ήταν μια παλιά ιστορία πια, και

235
είχε αποφασίσει να το καταστρέψει, αλλά αντί γι αυτό το άφησε αφηρημένη πάνω
στο έπιπλο. Μπήκε στο δωμάτιο και είδε τον Τίτο να το κρατάει στα χέρια του και
κατάλαβε. Η καρδιά της Όλγας τρεμούλιασε και τα μάτια του Τίτου γέμισαν δάκρυα
από οργή…
«Ποιος είναι αυτός, μητέρα; Πρόδωσες την εμπιστοσύνη του πατέρα μου!
Ατίμασες το όνομα της οικογένειάς μας… Πως μπόρεσες να κάνεις τέτοιο πράγμα;
Ποιος ήταν; Ο Λευτέρης σίγουρα! Γνωρίζω το γραφικό του χαρακτήρα! Γι αυτό δεν
ξανάρθε στην Κρήτη!» Η Όλγα χαμήλωσε τα μάτια. «Ήταν μια τρέλα παιδί μου που
τέλειωσε, πριν καν αρχίσει… Σου ορκίζομαι μετάνιωσα… Δεν ξέρω τι με είχε πιάσει
τότε… Έχω μετανιώσει σκληρά!»
«Αυτό δεν σε καθαρίζει από την ατιμία σου! Δεν θα πω τίποτα του πατέρα αλλά
από δω και πέρα δε σε λογαριάζω για μάνα μου», και με τα λόγια αυτά βγήκε από το
σπίτι.
Έτσι πέρασε καιρός και ο Τίτος κράτησε το λόγο του και δεν είπε τίποτα στο
Δημήτρη, με την Όλγα όμως ήταν ψυχρός και όταν δεν ήταν μπροστά άλλοι την
περιφρονούσε. Όσες προσπάθειες και να έκανε η Όλγα, ο Τίτος απόφευγε ακόμα και
να της μιλήσει. Η καρδιά της είχε διαλυθεί και ο πόνος της ήταν μεγαλύτερος ακόμα
και από αυτόν της δολοφονίας της οικογένειάς της.
Μια μέρα μπήκε στο σπίτι ο Δημήτρης, η οδύνη ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο
του και η Όλγα πήγε κοντά του.
«Στρατεύουν τον Τίτο, θα εκπαιδευτεί και θα τον στείλουν στη Μικρά Ασία». Η
Όλγα ένιωσε να ανοίγει ένα χάος μπροστά στα πόδια της κι αυτή να πέφτει μέσα.
«Όχι, Δημήτρη! Αυτό δεν μπορεί να γίνει! Το παιδί είναι άμαθο σε πολέμους!
Πρέπει να το εμποδίσεις, έχεις γνωριμίες…»
«Είναι επίσημη διαταγή του κράτους, Όλγα. Ύστερα, τόσα παιδιά έχουν πάει στο
μέτωπο, θα είναι ντροπή να κάνω τέτοιο πράγμα για το δικό μας παιδί…»
«Και είναι καλύτερα να σκοτωθεί ο γιος μας;» είπε η Όλγα και ξέσπασε σε
κλάματα. Ο Δημήτρης έσφιξε τα χείλη και δε μίλησε. Αγαπούσε το μοναχογιό του,
μα δεν ήθελε να κάνει κάτι που θα τον ταπείνωνε και θα ντρεπόταν για όλη του τη
ζωή, παρ όλα αυτά τον ρώτησε.
«Είντα λες πατέρα; Θα με βγάλεις σακάτη για να μη πάω να πολεμήσω; Πως
σκέφτηκες τέτοιο πράγμα;».

236
«Μοναχογιό σε έχουμε παιδί μου, γι αυτό περνάνε αυτές οι σκέψεις απ το μυαλό
μας…» απάντησε ο Δημήτρης με συστολή.
«Μη φοβάσαι πατέρα όλα θα πάνε καλά, ήδη νικάμε στο μέτωπο, θα δεις, θα τους
διώξουμε με τις κλωτσιές από τα άγια χώματα της Ιωνίας, τους Οθωμανούς!»
Ο Τίτος έφυγε για εκπαίδευση και όταν τελείωσε, πριν φύγει για το μέτωπο πήρε
μια άδεια και πήγε να δει τους γονιούς του. Ο πατέρας του τον γέμισε συμβουλές ενώ
η Όλγα τον κοίταζε χωρίς να μιλά, μέσα στον πόνο της θαύμαζε το παλικάρι της.
Πόσο όμορφος ήταν με τη στολή!
Ήρθε η μέρα που θα έφευγε ο Τίτος για το Μικρασιατικό Μέτωπο και όταν
έμειναν οι δυο τους τον κοίταξε στα μάτια. «Ούτε τώρα που φεύγεις και η καρδιά μου
είναι κομμάτια θα μου μιλήσεις;» Ο Τίτος δεν της απάντησε, αμίλητος πήρε το
σακίδιο του και έφυγε, τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα και άφηνε πίσω του ένα
ανθρώπινο ράκος.

237
5

Πέρασε ένα μήνας από τη Μικρασιατική κατστροφή, ήταν Οκτωβρης του 1922 και
πολλοί στρατιώτες, δεν είχαν δώσει ακόμα το παρών με την επιστροφή τους από τη
Μικρά Ασία, ανάμεσα τους και ο Τίτος. Η Όλγα, όταν μάθαινε πως κάποιος
στρατιώτης επέστρεφε στην πόλη από το μέτωπο, έτρεχε μαζί με άλλες μανάδες να
τον ρωτήσουν μήπως είδε το δικό τους παιδί και πάντα έφευγαν απελπισμένες.
«Όχι, κυρά, δεν τον είδα, πώς να τον δω, ήταν κόλαση εκεί πέρα και γω πώς
γύρισα, θαύμα είναι…» ήταν η συνηθισμένη απάντηση που έπαιρναν.
Έμπαινε ο Νοέμβρης και η Όλγα χωρίς να υπολογίζει το βαρύ κρύο που είχε πέσει,
στεκόταν τυλιγμένη στο μποξά της στη μισάνοιχτη πόρτα καρτερώντας τον γυρισμό
του Τίτου. Ο Δημήτρης δεν της έλεγε τίποτα, έμενε σκεφτικός στην πολυθρόνα του,
κοιτώντας τη φωτιά στο τζάκι. Νύχτωσε, και η Όλγα, με γυρτό το κορμί από τη
θλίψη, ετοιμαζόταν να κλείσει την πόρτα όταν άκουσε μια γνώριμη φωνή: «Μαμά!»
σήκωσε τα μάτια και είδε τον Τίτο μπροστά της, που την έβαλε στην αγκαλιά του,
φιλώντας της τα μαλλιά που είχαν αρχίσει να ασπρίζουν.
Ο Δημήτρης και η Όλγα κοιτούσαν αμίλητοι με λαχτάρα το γιο τους. Φαινόταν
μεγαλύτερος απ ότι ήταν, στα μάτια του υπήρχε μελαγχολία ενώ στα χείλη του
διαγραφόταν η θλίψη ακόμα και όταν χαμογελούσε ή προσπαθούσε να δείχνει
χαρούμενος…
«Μετά την κατάρρευση του Μετώπου τα στρατεύματα μας διαλύθηκαν. Κανείς
δεν ήξερε ποιοί ζούσαν και είχαν επιστρέψει, ποιοί είχαν σκοτωθεί και ποιοί ήταν
αγνοούμενοι. Το επιτελείο μας, κράτησε σχεδόν όλους τους αξιωματικούς, για να
φτιάξουμε καταλόγους, γι αυτό άργησα να επιστρέψω. Θα μείνω λίγες μέρες για να
σας δω και μετά θα γυρίσω», ο Τίτος αναστέναξε και συνέχισε, «Προδοσία πατέρα…
Προδοσία… Χαθήκαν τόσες ζωές που θα μπορούσαν να είχαν γλυτώσει το σπαθί του
Τούρκου. Τους είχαν καταδικάσει από τα πριν σε θάνατο…»
«Το ξέρω γιε μου, ο ίδιος ο Στεργιάδης, λένε πως είπε: «Καλύτερα να μείνουν
εδώ, να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε Αθήνα θ΄ ανατρέψουν τα πάντα». Το είπε
στόμα Έλληνα για Έλληνες… Και ο Ανδρέας ο πρίγκιπας, είπε πως εκεί είναι
απαίσιοι οι Έλληνες εκτός από λίγους, επειδή επικρατεί Βενιζελισμός και θα άξιζε να
παραδώσουν τη Σμύρνη στον Κεμάλ για να τους πετσοκόψει…» είπε ο Δημήτρης και

238
χτύπησε το χέρι στο γόνατο του αναστενάζοντας, «Και σεις, το ότι ζείτε και γυρίσατε,
ήταν θαύμα…»
«Χάθηκαν πολλοί συμπολεμιστές μου πατέρα. Άλλοι σκοτωθήκαν μπροστά στα
μάτια μου, άλλοι χάθηκαν… Λιποτάχτησαν; Τους πιάσανε οι Τούρκοι; Κανείς δεν
ξέρει… Ένας συμπολεμιστής μου από το χωριό Σπάθα, ο Στέλιος Κοραντάκης,
χτυπήθηκε από σφαίρα στο στήθος και έπεσε μπροστά μου. Πριν ξεψυχήσει, μου
έδωσε ένα μικρό πακέτο με γράμματα, φωτογραφίες του και κάτι άλλα
μικροπράγματα να τα παραδώσω στην οικογένεια του. Όταν έφτιαχνα τους
καταλόγους είδα το όνομα του, στους αγνοούμενους, και η οικογένεια του ακόμα δεν
ξέρει πως είναι σκοτωμένος, ακόμα ελπίζουν… Τώρα θα μάθουν την αλήθεια… Πώς
θα τους πάω τα θυμητάρια του;» είπε ο Τίτος και έκλεισε κουρασμένος το πρόσωπο
στις χούφτες του.
«Πρέπει να πας, γιε μου, εσένα τα εμπιστεύτηκε ο άμοιρος στρατιώτης, πρέπει να
εκτελέσεις την τελευταία του επιθυμία».
«Το ξέρω, πατέρα…»
Ήταν η μέρα που θα πήγαινε ο Τίτος στην οικογένεια του νεκρού στρατιώτη και
θα τον συνόδευε ένας επιστήθιος φίλος και συμπολεμιστής του, ο Ιάκωβος
Κατρανάκης, που ήταν πλούσιος γόνος μιας παλαϊνής οικογένειας, που είχε δώσει
πολύ αίμα στους αγώνες για την ελευθερία της Κρήτης. Πριν φύγει, πλησίασε την
Όλγα πήρε το χέρι της και το φίλησε, ύστερα την κοίταξε στα μάτια και με θλιμμένη
φωνή της είπε: «Πόσες φορές πρέπει να σου ζητήσω συγνώμη, μάνα. Δεν είχα
δικαίωμα να σε κρίνω με τόση ασέβεια, όσο κι αν στενοχωρήθηκα. Εκεί που ήμουν,
είδα παιδιά να κλαίνε δίπλα στις σκοτωμένες μάνες τους και μία από αυτές σου
έμοιαζε… Θεέ μου, πόσο μετάνιωσα εκείνη τη στιγμή, που σου φέρθηκα τόσο
σκληρά… Δικό σου είναι το λάθος και καταλαβαίνω πόσο έχεις υποφέρει γι αυτό,
εγώ δεν είχα δικαίωμα να σε πληγώσω…» Η Όλγα τον αγκάλιασε τρυφερά και τον
φίλησε στο μέτωπο.
«Πήγαινε, γιε μου, στην οικογένεια του νεκρού, να κάνεις το καθήκον σου, νάχεις
την ευχή μου και να προσέχεις».
Ο Τίτος και ο Ιάκωβος έφυγαν για το χωριό του νεκρού στρατιώτη και στο δρόμο
σκεφτόντουσαν το δύσκολο καθήκον. Ο νεκρός στρατιώτης ήταν μοναχογιός και η
οικογένεια είχε άλλες τρεις κόρες, οι δυο παντρεμένες ενώ η μικρότερη, η Αριάδνη,

239
με όλα τα προξενιά που πήγαιναν δεν το είχε κάνει απόφαση. Περίμενε να γυρίσει
πρώτα ο Στέλιος απ το Μέτωπο.
Όταν έφτασαν στο σπίτι των Κοραντάκηδων ο Τίτος χτύπησε την πόρτα και σε
λίγο εμφανίστηκε η Αριάδνη. Ήταν περίπου δεκαεννιά χρονών και φορούσε μαύρα
ρούχα. Το πρόσωπο της, παρ όλη τη χλωμάδα του, ήταν όμορφο και είχε πλούσια
μαύρα μαλλιά. Κοίταξε θαρρετά τους δύο αξιωματικούς που στέκονταν μπροστά
στην πόρτα.
«Παρακαλώ, τι θέλετε; Για τον Στέλιο πρόκειται;»
«Μάλιστα. Έχω να σας παραδώσω ένα δέμα που μου εμπιστεύτηκε πριν…» ο
Τίτος κόμπιασε και δεν ήξερε πώς να συνεχίσει.
«Πριν πεθάνει…» συμπλήρωσε η κοπέλα, με ψιθυριστή φωνή. «Ο πατέρας μου,
εγώ και οι αδελφές μου το ξέρουμε, η μάνα μας είναι πολύ άρρωστη και δεν της
έχουμε πει τίποτα… περάστε μέσα». Οι δύο νέοι δεν κουνήθηκαν από τη θέση τους,
έμειναν να την κοιτάζουν.
«Περάστε, δεν είμαι μόνη μου, είναι μέσα ο πατέρας μου και μερικοί συγγενείς
μας». Μπήκαν στο περιποιημένο πετρόκτιστο σπίτι και είδαν έναν άντρα με μαύρο
πουκάμισο και μαύρο κρουσάτο μαντήλι να σηκώνεται από το τραπέζι και να τους
πλησιάζει. Αφού συστήθηκαν, ο Κοραντάκης, τους κάλεσε να κάτσουν, μαζί
καθόντουσαν δύο ακόμη άντρες συγγενείς του, ήταν μεσόκοποι και φορούσαν κι
αυτοί τα μαύρα ρούχα του αντρικού πένθους.
«Μας είχαν στείλει προ καιρού γραφή με ένα αξιωματικό πως ήταν αγνοούμενος,
αλλά εμείς, παιδί μου, ξέραμε πως είχε σκοτωθεί. Ήταν κάμποσος καιρός πριν έρθει
αυτό το νέο. Είχαμε πέσει να κοιμηθούμε όταν ακούστηκε δυνατό χτύπημα στην
πόρτα. Άνοιξα και βλέπω το άλογο του Στέλιου να στέκει μπροστά, απόρησα πως
βγήκε απ το στάβλο… Το ξαναπήγα πίσω και έκλεισα καλά την πόρτα, μα σε λίγο
ξανακούστηκε το χτύπημα στην πόρτα και όταν άνοιξα… είδα πάλι το άλογο του…»
η φωνή του Κοραντάκη πνίγηκε στο λαιμό του, μα σε λίγο συνέχισε. «Έγινε και τρίτη
φορά, παιδιά μου, και τότε κατάλαβα… Σ΄ έχασα, παιδί μου… σκέφτηκα… Σ΄ έχασα,
μοναχογιέ μου…» σώπασε πάλι για λίγο. «Η μάνα του εκείνο το βράδυ έπαθε
συμφόρηση, όσα κι αν της είπαμε, εκείνη η δύστυχη δεν άντεξε… Εδά είναι στο
κρεβάτι και δε μπορεί να σαλέψει, όπου νάναι θα τη χάσω κι αυτή. Της δείξαμε το
χαρτί που έλεγε τότε «αγνοούμενος» και όχι το καινούργιο που λέει «νεκρός» για να
μη χάσει την ελπίδα της, αλλά δεν ωφέλησε… Μεγάλωσα ορφανός γιατί ο πατέρας

240
μου σκοτώθηκε στον πόλεμο με τους Τούρκους, εδά, νιώθω πάλι την ίδια ορφάνια,
που έχασα τον ιγιό μου».
Ο Τίτος άκουγε τον άμοιρο πατέρα με σκυμμένο κεφάλι. Όταν πολεμούσε δε
σκεφτόταν τίποτα, δεν υπήρχαν μανάδες, πατεράδες, αδέλφια, υπήρχε μόνο ο εχθρός
που έπρεπε να πεθάνει. Οι θρήνοι έμοιαζαν στ αυτιά τους με πολεμικά τραγούδια, το
αίμα με κρασί που τους ζάλιζε. Και χτυπούσαν με λύσσα τον εχθρό… κι ο εχθρός
χτυπούσε με την ίδια λύσσα αυτούς. Δεν τον ένοιαζε ποιον σκότωνε ούτε
αναρωτήθηκε ποτέ, πόσοι θα κλαίγαν για το χαμό αυτού του στρατιώτη… «Αυτός
είναι ο πόλεμος, πανάθεμα τον…» σκέφτηκε.
Όταν τελείωσε η διήγηση του πατέρα του νεκρού στρατιώτη ο Τίτος ακούμπησε
απαλά τα θυμητάρια στο τραπέζι, η Αριάδνη πλησίασε και τα πήρε, τα άνοιξε και τα
κοίταζε ένα-ένα. Σταμάτησε στη φωτογραφία του νεκρού παλικαριού και δάκρυα
άρχισαν να κυλούν από τα μάτια της, τα σκούπισε διακριτικά και αφού ευχαρίστησε
τους δύο αξιωματικούς, έφυγε για την κάμαρα της.
«Έδιωξε όλα τα προξενιά», είπε ένας συγγενής. «Περίμενε τον ερχομό του
Στέλιου… Εδά με το πένθος, θα αργήσει να στεφανωθεί…»
Τα δυο παιδιά πήραν το δρόμο του γυρισμού και ο Τίτος δεν μπορούσε να βγάλει
απ το μυαλό του το πρόσωπο της Αριάδνης.

241
6

Η Όλγα καθόταν κοντά στο τζάκι του σπιτιού της και μαζί της ήταν η γυναίκα και
η κόρη του γείτονα τους, του Ασλάν. Συζήταγαν κρατώντας στα χέρια από ένα
κέντημα.. Ο Δημήτρης ήταν στο μαγαζί και ο Τίτος είχε επιστρέψει στη μονάδα του.
Πιο πέρα, καθισμένες στο παχύ χαλί, η Φοίβη με τη Φεριχά ήταν απασχολημένες με
τα καινούργια φουστάνια και τα καπελάκια για τις κούκλες τους, που έπαιρναν ζωή
στα χέρια των μικρών κοριτσιών, έκαναν σκέρτσα και νάζια μεταξύ τους, όλο χάρη
για τα καινούργια τους ρούχα και οι μικρές σκάγαν στα γέλια.
«Αχ κουζούμ! Είντα κατάλαβαν με τους πολέμους… Σκοτώθηκαν τα παιδιά σας
και τα παιδιά μας, μεγάλωσε το μίσος… Τώρα που ειρηνέψαμε εδώ και είδαμε τα
άδικα που σας κάναμε τόσα χρόνια, ξανά από την αρχή αρχίζουμε…» είπε η Ντενίζ,
η γυναίκα του Ασλάν κι αναστέναξε βαθιά. Η Όλγα την κοίταξε και κούνησε το
κεφάλι. «Ναι, ειρηνέψαμε, δόξα το Θεό, έφυγαν κι αυτοί οι καταραμένοι οι
γενίτσαροι, αλλά τώρα άνοιξαν καινούργιες πληγές…»
«Άκουσα από τον άντρα μου χτες…» άρχισε να λέει η κόρη της, «πως ετοιμάζουν
να μας ανταλλάξουν με Έλληνες από τη Μικρά Ασία, μα λέω πως δεν είναι αλήθεια».
Η Ντενίζ στα λόγια της κόρης της, ξεστάθηκε. «Μα τι είναι αυτά που λες, κοκώνα
μου; Γίνονται αυτά τα πράματα; Αφού εδώ είναι για αιώνες το σπίτι μας… Τόχε
δώσει ο Κιοπρουλής τεμλίκι του Σελίμ Αγά, του προγόνου του Ασλάν, όταν είχε
πατήσει το Κάστρο. Εδώ είναι η πατρίδα μας, πού θα μας διώξουν να πάμε;»
«Δεν κατέω, έτσι τον άκουσα να λέει». Η Όλγα δεν μίλησε, της τόχε πει ο
Δημήτρης από μέρες πως θα γίνει ανταλλαγή πληθυσμών και ήξερε σίγουρα πως θα
γινόταν, όσο επώδυνο κι αν ήταν για τους ανθρώπους που θα ξεριζωνόντουσαν από
τους τόπους που θεωρούσαν για δικές τους πατρίδες. Θα βρίσκονταν πρόσφυγες σε
τόπους που δεν γνώριζαν, αφήνοντας πίσω τα σπίτια, τα χωράφια τους, τους τάφους
των προγόνων τους και θα ΄πρεπε να ξεκινήσουν από την αρχή.
Μέσα στο φθινόπωρο, μετά την καταστροφή, περίπου εννιακόσιες χιλιάδες
ορθόδοξοι χριστιανοί πρόσφυγες είχαν περάσει τα σύνορα και είχαν έρθει στην
Ελλάδα. Στο Ηράκλειο, εκείνη την εποχή, είχαν φτάσει περίπου είκοσι χιλιάδες
πρόσφυγες.
Τον Ιανουάριο του 1923 υπογράφηκε η συνθήκη για την ανταλλαγή των
πληθυσμών και προς το τέλος του μήνα, όλη η οικογένεια του Ασλάν ήταν, με τα

242
πράγματα τους μέσα σε μπαούλα έξω από το σπίτι. Σε λίγο θα ερχόντουσαν
χαμάληδες να τα φορτωθούν και θα άρχιζε όλη η οικογένεια να κατηφορίζει προς το
λιμάνι. Τα μάτια όλων ήταν κλαμένα, και ένα μεγάλο κεφάλαιο που ένωνε τις δυο
οικογένειες έκλεινε οριστικά. Η Όλγα και ο Δημήτρης αποχαιρέτησαν τον Ασλάν και
την Ντενίζ που έκλαιγαν, ενώ η Φοίβη με τη Φεριχά κοιτάζονταν αμίλητες, δεν
μπορούσαν να καταλάβουν γιατί έπρεπε να χωρίσουν. Οι γονείς τους είχαν
προσπαθήσει να τους εξηγήσουν αλλά τα δύο κορίτσια δεν μπορούσαν να
ερμηνεύσουν τη λογική των μεγάλων. Τι σημασία είχε αν η Φεριχά ήταν
μουσουλμάνα, αφού ήταν η καλύτερη της φίλη… Τι σημασία είχε αν η Φοίβη ήταν
χριστιανή, αφού παίζαν και συζητούσαν μαζί και ήταν ευτυχισμένες με την
συντροφιά η μία της άλλης… Γιατί τις χώριζαν;
Τα δύο κορίτσια όταν ήρθε η ώρα να φύγει η οικογένεια του Ασλάν, άνοιξαν τα
χέρια τους και αγκαλιάστηκαν, δεν έκλαψαν, ούτε μίλησαν, τα λέγαν όλα με τα
βλέμματά τους, που ήταν γεμάτα παράπονο.
Η οικογένεια του Ασλάν άρχισε να κατηφορίζει το δρόμο της 25ης Αυγούστου,
όταν η Φεριχά άκουσε τη φωνή της Φοίβης. Γύρισε και την είδε να τρέχει προς τη
μεριά της κρατώντας κάτι στα χέρια της.
«Πάρε τη, ας μη χωρίσουν κι αυτές, όπως εμείς…» είπε η Φοίβη και έβαλε στα
χέρια της Φεριχά την κούκλα της.
Η Φεριχά ακούμπησε την κούκλα στο στήθος της αγκαλιάζοντας τη με τα δύο της
χέρια.
«Θα τη λέω Φοίβη και θα της μιλώ, σαν να είμαστε μαζί…»
Η Κρήτη μετά από πολλούς αιώνες έμενε χωρίς στοιχεία άλλων εθνοτήτων. Ήταν
ένα αμιγώς χριστιανικό νησί, είχαν μείνει μόνο λίγοι Εβραίοι και Αρμένιοι. Όσο κι αν
είχαν δεθεί με τους μουσουλμάνους στα τελευταία χρόνια που ήταν ειρηνικά, οι
κάτοικοι ένιωθαν ανακουφισμένοι τώρα που είχε εκλείψει εντελώς το τουρκικό
στοιχείο από το νησί.
Πέρασαν μέρες από τη φυγή της οικογένειας του Ασλάν και τώρα στο σπίτι τους
έμενε μία οικογένεια από την Σμύρνη με πέντε παιδιά, από δύο έως δεκαέξι χρονών.
Ήταν όλοι ταλαιπωρημένοι ψυχικά και σωματικά. Έβλεπες στα μάτια τους όλα όσα
είχαν ζήσει τους τελευταίους μήνες της καταστροφής.

243
«Πιάσανε οι αδικιωρισμένοι Τούρκοι όλους τους χεργκελήδες(56) και τους
κατάδικους, που ελευθέρωσαν επίτηδες, τους όπλισαν και αυτοί γύριζαν τα
χριστιανικά χωριά και, όπου βλέπαν χριστιανό, ή τον σφάζαν ή τον πυροβολούσαν ή
τον κρεμούσαν. Μαζί ζούσαμε, στους πόνους, στις χαρές και μετά βάλθηκαν να μας
αφανίσουν. Την οικογένεια του άντρα μου και τη δική μου, αμάν! τις σφάξανε! Τις
νέες γυναίκες τις πήραν και τα παλικάρια τα σύραν πίσω από τα άλογα τους και
κανείς δεν ξέρει αν ζουν, αν πέθαναν… Πώς σωθήκαμε ο άντρας μου, εγώ και τα
παιδιά μας, μόνο η Παναγία και ο Χριστός ξέρουν…» τα διηγιότανε στην Όλγα η
Βαλεντίνη η καινούργια γειτόνισσα της, και αναστέναζε, ενώ όταν έλεγε εκείνο το
«αμάν», χτυπούσε με την παλάμη το κούτελο της, σα να ήθελε να διώξει τις φοβερές
εικόνες που ερχόντουσαν στο μυαλό της…
«Εσύ δεν ξέρεις τι θα πει να σου σφάζουν την οικογένεια, να χάνεις τη μάνα, τον
πατέρα σου και τα αδέλφια σου, δεν ξέρεις κοκώνα μου…»
«Ξέρω…» απάντησε η Όλγα και χαμήλωσε το κεφάλι.

56 Ρεμάλια

244
7

Στο μνημόσυνο του Στέλιου Κοραντάκη είχαν μαζευτεί όλοι οι κάτοικοι της
Σπάθας αλλά και πολλοί από τα γύρω χωριά. Ο Τίτος με τον Ιάκωβο είχαν
αποφασίσει να πάνε για να συμπαρασταθούν κι αυτοί στην οικογένεια.
Στην εκκλησία, ο Τίτος κοιτούσε το κουρασμένο πρόσωπο της Αριάδνης με
συμπάθεια, όταν ξαφνικά σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε. Ήταν μεγάλα και
κοιτούσαν περήφανα, σα να φώναζαν «Δεν θέλω να με λυπάται κανείς». Ο Τίτος
ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά και όταν τέλειωσε η τελετή και ενώ η
Αριάδνη στεκόταν μπροστά του, της είπε θαρρετά, γιατί είχε καταλάβει πως δεν ήταν
από τις γυναίκες που τους αρέσουν τα πολλά λόγια, «Αριάδνη, όταν τελειώσει το
πένθος, λέω να έρθω να σε ζητήσω από τον κύρη σου, εσύ το θες αυτό;»
«Τίτο, είσαι καλό παλικάρι και δεν θα πω όχι, φτάνει όμως να το θέλει και ο κύρης
μου». Στα λόγια αυτά ο Τίτος γέμισε ελπίδες και άρχισε να κάνει όνειρα και σχέδια
για το κοινό τους μέλλον, όταν θα παντρευόντουσαν.
Την άλλη μέρα ο Τίτος καθόταν με τον Ιάκωβο στην πλατεία Λιονταριών στο
μαγαζί του Κιρκόρ. Εκεί ο Τίτος δεν άντεξε και είπε το μυστικό του στον επιστήθιο
φίλο του. Ο Ιάκωβος χαμογέλασε. «Μπράβο αδελφέ, με το καλό, πολύ καλή και
όμορφη κοπέλα, καλά έκανες και της μίλησες από τα τώρα, γιατί άμα τελειώσει το
πένθος του αδελφού της, βροχή θα πέσουν τα προξενιά».
«Ευχαριστώ Ιάκωβε, μόνο που ανησυχώ λιγάκι γιατί μου είπε πως πρέπει να δώσει
οπωσδήποτε τη συγκατάθεση του και ο Κοραντάκης, ο πατέρας της».
«Και τι φοβάσαι φίλε; Καλή δουλειά έχει ο πατέρας σου και συ λεβέντης είσαι,
άμα σε θέλει η κοπελιά, γιάντα να πει όχι αυτός;»
Ο Τίτος έστρωσε σκεφτικός το μουστάκι του…
Την άλλη μέρα ενώ η Όλγα ετοίμαζε το μεσημεριανό τραπέζι, χτύπησε η πόρτα. Ο
Δημήτρης σηκώθηκε και ανοίγοντάς τη είδε μπροστά του έναν ψηλό σωματώδη
άντρα με γένια. «Θείε!» φώναξε ο άντρας και ο Δημητρός γούρλωσε τα μάτια. «Εγώ
είμαι ο Γιώργος ο ανιψιός σου! Με ξέχασες θαρρώ και με το δίκιο σου!» Ο Δημήτρης
αμέσως αναγνώρισε τον ανιψιό του, που είχε φύγει στη Μακεδονία για να πολεμήσει,
και του άνοιξε την αγκαλιά του συγκινημένος. Ο Γιώργος είχε μαζί του τη γυναίκα
του, τη Θεοδούλη, και τα δύο παιδιά του, τον Βρασίδα, δέκα χρονών και τη
Ροδάμανθη, δώδεκα.

245
«Τα νέα του Λευτέρη τα ξέρετε», άρχισε να λέει ο Γιώργος όταν κάθισαν στο
σαλόνι όλοι μαζί. «Δουλεύει σα χειρουργός σε ένα νοσοκομείο της Αθήνας και
πληρώνεται πολύ καλά. Η μάνα μου είναι καλά στην υγεία της και κάθε τόσο τον
παρακαλά, να την πάρει να κάνουν ένα ταξίδι εδώ, να σας δει, που σας έχει
επιθυμήσει κι αυτή. Ο αδελφός μου δεν παντρεύτηκε, δεν ξέρω γιατί… Τόσες
γυναίκες γύρω του, αλλά αυτός δεν το παίρνει απόφαση… Κάτι βασανίζει την καρδιά
του χρόνια τώρα, αλλά δε μιλάει κανενός…»
«Δεν πειράζει, Γιώργο, αφού δε θέλει, καλύτερα να μη το κάνει κι ύστερα να
τρέχει για διαζύγια. Μπορεί να είναι πολύ αφοσιωμένος στη δουλειά του και να μη
του μένει χρόνος», είπε ο Δημήτρης ενώ η Όλγα παρέμενε σιωπηλή.
«Μπορεί θείε μου… Εγώ όπως ξέρεις, πήγα να πολεμήσω πάνω. Εκεί έπρεπε
νάσουν να δεις… Όσα μαρτύρια περάσαμε εμείς με τους καταραμένους Τούρκους
άλλα τόσα τράβηξαν οι Μακεδόνες απ τους Βούλγαρους… Να σκεφτείς πως οι
κομιτατζήδες δολοφονούσαν τους δάσκαλους και τους παπάδες, επειδή στήριζαν και
ένωναν τον ελληνισμό. Έτσι σκότωσαν οι άθλιοι και τον παπά Πέτρο Ντούτση, όταν
αρνήθηκε να προσχωρήσει στη δική τους Εκκλησία. Πιο άτιμη φάρα από αυτούς δεν
υπάρχει… Σφαγές, σκοτωμοί! Και τι δεν κάναν για να αφελληνίσουν τη Μακεδονία,
τα ίδια και χειρότερα, μ΄ αυτά που μας έκαναν εδώ οι Οθωμανοί… Μα στο τέλος
τους κάναμε να μαζέψουν τα πανιά τους και να φύγουν. Έγινε μεγάλο κακό με την
ήττα μας στη Μικρά Ασία, μα τουλάχιστον οι τετρακόσιες χιλιάδες πρόσφυγες που
εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία, θα ενισχύσουν τα σύνορα μας και θα αυξηθεί κι
άλλο ο ελληνισμός», είπε ο Γιώργος κι αναστέναξε. «Όταν τελείωσε ο αγώνας και
ησύχασαν τα πράματα, συνεταιρίστηκα με ένα Μακεδόνα φίλο μου, αγοράσαμε μια
μεγάλη έκταση και βάλαμε αγελάδες. Πήγε πολύ καλά η δουλειά και κάναμε
παράδες, παντρεύτηκα και τη Θεοδούλη, την αδελφή του, και κάναμε αυτά που
βλέπεις», και έδειξε τα παιδιά του, που κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν ντροπαλά.
«Μα μ΄ έπιασε η νοσταλγία και είπα να γυρίσω, θα αγοράσω ένα σπίτι να μείνω
κοντά σας».
«Γιάντα ν αγοράσεις σπίτι παιδί μου, να μείνετε μαζί μας όπως ήμασταν παλιά».
«Ευχαριστώ, θείε μου, μα είναι και τα παιδιά, που θα πρέπει να τακτοποιηθούν,
πάντως μέχρι να βρούμε το σπίτι θα μείνουμε μαζί σας».
Περνούσαν οι μήνες, ο Γιώργος είχε αγοράσει σπίτι κοντά στου θείου του, στην
25η Αυγούστου και είχε τακτοποιήσει την οικογένεια του, ενώ για να μη βαριέται στα

246
καφενεία, πήγαινε συχνά στο μαγαζί του Δημήτρη και βοηθούσε. Ο Τίτος, που είχε
αποστρατευθεί πια, έπιανε τα χωριά για να κάνει συμφωνίες για μαλλί προβάτων,
βότανα, μέλια και λάδια και συχνοπερνούσε από το χωριό Σπάθα μήπως και δει την
Αριάδνη, και καμιά φορά τα κατάφερνε… Λίγες κουβέντες κατάφερναν να πουν,
αλλά η καρδιά του Τίτου γέμιζε ευτυχία γιατί καταλάβαινε πως τον αγαπούσε…. Σε
λίγο θα τέλειωνε το πένθος και θα πήγαινε σπίτι της με τους γονείς του για να τη
ζητήσει επίσημα. Δεν είχε μιλήσει ακόμα στην οικογένεια του αλλά όλοι κάτι είχαν
καταλάβει.
«Δεν θα πεις ούτε στη μάνα σου ποια είναι η τυχερή;» του είπε μια μέρα η Όλγα κι
αυτός την αγκάλιασε. «Κάνε λίγη υπομονή, μανούλα, και θα δεις γρήγορα τη
νυφούλα σου», της είχε απαντήσει και αφού τη φίλησε στον κρόταφο έφυγε. Θα
έλειπε δύο βδομάδες γιατί θα πήγαινε στο Ρέθυμνο να εμπορευτεί μια καλή παρτίδα
βότανα. Ήθελε να το κάνει αυτό το ταξίδι, που θα τον απασχολούσε και θα πέρναγε
και πιο γρήγορα ο καιρός, γιατί του φαινόταν πως οι μέρες κυλούσαν πολύ αργά
μέχρι νάρθει η ώρα που θα ζητούσε σε γάμο την Αριάδνη…

247
8

Στο γυρισμό από το ταξίδι του, ο Τίτος, πέρασε από το μαγαζί του πατέρα του να
του πει τα νέα και μετά είχε σκοπό να πάει σπίτι. Καθώς διάβαινε από την πλατεία
Λιονταριών, συνάντησε τον Μιχάλη, ξάδελφο του Ιάκωβου και αφού τα είπαν, έκανε
να φύγει, μα μια κουβέντα του Μιχάλη τον σταμάτησε.
«Έμαθες πως ο Ιάκωβος λογοστέθηκε και σε δυο μήνες στεφανώνεται;» Ο Τίτος
γύρισε πίσω, πώς δεν του είχε πει τίποτα ο Ιάκωβος; Στενοί φίλοι ήταν…
«Όχι, δεν ξέρω τίποτα, έχω μέρες να τον δω. Ποια παίρνει;»
«Μια κοπελιά από το χωριό Σπάθα, Αριάδνη τη λένε», απάντησε ο Μιχάλης και
του Τίτου του ήρθε κεραυνός… Το πρόσωπο του πάνιασε και του ήρθε ζάλη, ύστερα
πλησίασε τον άλλο.
«Πότε έγινε αυτό;»
«Την περασμένη βδομάδα», απάντησε ο Μιχάλης που πρόσεξε την ταραχή του
Τίτου.
«Και που είναι τώρα ο Ιάκωβος να του πω και γω τα συχαρίκια;»
«Σε ένα καφενέ στην πλατεία Ελευθερίας».
Ο Τίτος έφυγε κατά κει ενώ μέσα του ένιωθε την καρδιά του κομμάτια… Όταν
έφτασε, διέκρινε τον Ιάκωβο καθισμένο ανάμεσα σε κοινούς τους φίλους.
Ο Ιάκωβος Κατρανάκης δεν χρειαζόταν να δουλεύει, αφού η οικογένεια του ήταν
πολύ πλούσια και τώρα φαινόταν ιδιαίτερα χαρούμενος, ώσπου το βλέμμα του έπεσε
στον Τίτο, που στεκόταν και τον κοιτούσε από την πόρτα του καφενείου. Σηκώθηκε
αργά βγήκε έξω και τον πλησίασε.
«Καλημέρα φίλε, ήταν καλό το ταξίδι σου;»
«Καλό ήταν… Έμαθα από το Μιχάλη τον ξάδελφο σου κάτι ευχάριστο για
σένα…» Ο Ιάκωβος χαμήλωσε τα μάτια, αναστέναξε και πέρασε το χέρι από το
μέτωπο του.
«Τίτο, αυτή την κοπέλα την ήθελα και γω από την πρώτη στιγμή, μα πρόλαβες και
μου τόπες πρώτος, τι να σούλεγα;»
«Να μου το΄λεγες κι ας αποφάσιζε η ίδια… Αλλά είσαι ένας ύπουλος και
παλιάνθρωπος, σε νόμιζα φίλο μου, μα τελικά ήσουν ένα φίδι».
«Ούτε ύπουλος, ούτε παλιάνθρωπος είμαι και θέλω να πάρεις τη κουβέντα σου
πίσω», είπε νευριασμένος ο Ιάκωβος.

248
«Στο ξαναλέω! Και δεν είσαι μόνο παλιάνθρωπος αλλά και άτιμος!» Στις
κουβέντες αυτές ο Ιάκωβος τράβηξε ένα μαχαίρι από τη ζώνη του και χίμηξε πάνω
στον Τίτο. Αυτός τραβήχτηκε γρήγορα στο πλάι και αρπάζοντας το ένα χέρι του
Ιάκωβου, του το κόλλησε στην πλάτη ενώ το άλλο, που κρατούσε το μαχαίρι, του το
έσπρωξε με δύναμη στο στήθος και ο Ιάκωβος έπεσε νεκρός. Μερικοί από την παρέα,
όταν είδαν τους δύο φίλους να συζητούν όλο και πιο έντονα, είχαν σηκωθεί και είχαν
αρχίσει να τους πλησιάζουν, αλλά δεν πρόλαβαν το ξαφνικό κακό. Σκύψαν στον
νεκρό συγκλονισμένοι και μετά κοίταξαν τον Τίτο, που στεκόταν σαν υπνωτισμένος.
«Σήκω φύγε, Τίτο, πήγαινε στα βουνά!» του φώναξε ένας.
«Όχι, να μη φύγει, σε άμυνα ήταν!»
«Θα τον σκοτώσουν οι συγγενιές του Ιάκωβου!»
Άρχισαν να πλησιάζουν κι άλλοι ειδοποιημένοι από το κακό που είχε γίνει, και
ένας από την παρέα άρπαξε τον Τίτο από το σακάκι και τον τράβηξε προς τα στενά
ώσπου χάθηκαν. Μια άγρια φωνή ακούστηκε από τη μεριά που ήταν μαζεμένοι οι
άνθρωποι γύρω από τον σκοτωμένο, ήταν ο Θεμιστοκλής Κατρανάκης, ένας
ξάδελφος του Ιάκωβου. «Θα πληρώσεις, Καντιανέ! Στ ορκίζομαι, θα πληρώσεις!»
Ο Γιώργος ήταν στο μαγαζί με το Δημήτρη και τακτοποιούσαν τα βότανα μαζί με
άλλα καινούργια εμπορεύματα, όταν μπήκε μέσα φουριόζος ένας φίλος του Τίτου.
«Κυρ Δημήτρη!» φώναξε με γουρλωμένα μάτια, ο Δημήτρης πάγωσε, κατάλαβε πως
κάτι πολύ κακό έγινε. «Κλείσε το μαγαζί τώρα και φύγε σπίτι σου γρήγορα! Ο Τίτος
σκότωσε τον Ιάκωβο Κατρανάκη και όπου νάναι θάρθουν εδώ οι συγγενείς για
εκδίκηση!»
«Τι λες, παιδί μου; Ο Τίτος πέρασε από δω και θα πήγαινε κατ ευθείαν σπίτι!»
«Ήρθε στη μεγάλη πλατεία τσακώθηκε με τον Ιάκωβο και τον σκότωσε! Φύγε σου
λέω, πήγαινε να προστατέψεις τη γυναίκα και την κόρη σου!» Ζαλισμένος ο
Δημήτρης από την ξαφνική τραγωδία, έμεινε σαν άγαλμα να κοιτά το κενό ώσπου τον
άρπαξε το χέρι του Γιώργου, που έκλεισε όπως-όπως το μαγαζί και άρχισε να τον
οδηγεί γρήγορα στο σπίτι. Λίγο πριν φτάσουν, είδαν την Όλγα να ανεβαίνει το δρόμο
αναμαλλιασμένη.
«Δημήτρη, το παιδί μας! Τι είναι αυτά που λένε; Που είναι τώρα; Θα μας το
σκοτώσουν! Ψάξτε να το βρείτε!»

249
«Κρυμμένος είναι, πάμε γρήγορα σπίτι!» απάντησε ο Γιώργος και κρατώντας από
τα μπράτσα τους δύο άμοιρους γονείς, τους οδήγησε σπίτι του και μετά πήγε και πήρε
την Φοίβη από το σχολείο.
Η πρόσοψη του μαγαζιού του Δημήτρη κατέρρευσε από τις πέτρες και το σπίτι
του θα καιγόταν, αν δεν προλάβαινε η χωροφυλακή τους εξαγριωμένους συγγενείς .
Ήταν μια φοβερή τραγωδία και κανείς δε γνώριζε ποια ήταν η αιτία και μάλιστα,
αφού ο Τίτος και ο Ιάκωβος, ήταν αδελφικοί φίλοι από παιδιά.

250
9

Η χωροφυλακή είχε πιάσει τα βουνά και έψαχνε τον Τίτο, αλλά αυτός ήταν
κρυμμένος στο μετόχι του πατέρα ενός φίλου του. Η κατάσταση άργησε πολύ να
εξομαλυνθεί, πέρασε ένας μήνας από την κηδεία του Ιάκωβου και όλο το σόι ακόμα
τον θρηνούσε, ενώ απειλούσε στους δρόμους με φωνές και κατάρες το φονιά και την
οικογένεια του. Οι χωροφύλακες ήταν συνέχεια στο πόδι γύρω από το σπίτι και το
μαγαζί του Δημήτρη, ενώ ο Διοικητής είχε πάει στο σπίτι του πατέρα του Ιάκωβου
και προσπαθούσε με τη συζήτηση να κατευνάσει την οργή της οικογένειας. Τους
τόνισε πολλές φορές πως η χωροφυλακή θα έκανε το καθήκον της.
Μετά τα σαράντα του Ιάκωβου, τα πράγματα έδειχναν να ησυχάζουν και όλοι
είπαν πως τα πνεύματα άρχισαν να ηρεμούν. Η Όλγα, παρά της διαμαρτυρίες της
Φοίβης, δεν την άφηνε να πάει σχολείο, ενώ η ίδια δεν έφευγε από το εικονοστάσι
του σπιτιού. Τα μαλλιά της κόντευαν να ασπρίσουν εντελώς και ένιωθε πως η ζωή
της έφτανε στο τέλος της. Δεν άντεχε άλλο πόνο…
Ύστερα από πολλές μέρες, ο Γιώργος είχε πάει στο μαγαζί να συμμαζέψει τις
ζημιές και τον βοηθούσαν οι άλλοι μαγαζάτορες. Στο Δημήτρη είχε απαγορέψει να
βγει από το σπίτι, αλλά ενώ κόντευε να τελειώσει το συμμάζεμα, τον είδε να στέκεται
στην πόρτα. Μπήκε αργά κοιτώντας με λύπη γύρω του. Είχε γεράσει απότομα με την
ξαφνική συμφορά, το πρόσωπο του είχε γεμίσει ρυτίδες. Κάθισε στην καρέκλα και
ακούμπησε τα χέρια στα γόνατα του.
«Γιώργο, που λες να είναι κρυμμένο το παιδί; Θάναι καλά;»
«Καλά θάναι θείε, μόνο που πρέπει πια να παραδοθεί. Στο κάτω κάτω σε άμυνα
ήταν, όλοι το είδαν και το μαρτυρούν ακόμα και στους χωροφύλακες. Ο άλλος
τράβηξε το μαχαίρι απ τη ζώνη του, ο Τίτος ήταν άοπλος. Μη στενοχωριέσαι θα
πιάσω έναν-έναν τους φίλους του και κάποιος θα μου πει πού είναι. Θα πάω εγώ να
στον βρώ».
«Νάσαι καλά Γιώργο! Ευτυχώς παιδί μου που είσαι και συ εδώ… Είντα θα
γινόμουν…»
Εκείνη τη στιγμή, άνοιξε απότομα η πόρτα και μπήκε ο Θεμιστοκλής Κατρανάκης
στο μαγαζί και κοίταξε το Δημήτρη. «Αυτό είναι για τον Ιάκωβο!» είπε, και
βγάζοντας ένα πιστόλι από τη ζώνη του τον πυροβόλησε δυο φορές στο στήθος, πριν
προλάβει ο Γιώργος να τον εμποδίσει. Μετά βγήκε και χάθηκε τρέχοντας στα στενά.

251
Ο Δημήτρης έμεινε για λίγο στην καρέκλα και μετά έγειρε άψυχος στα χέρια του
Γιώργου.
Στην κηδεία του Δημήτρη, αν οι συγγενείς, δεν βαστούσαν την Όλγα θα είχε
σωριαστεί στο έδαφος. Ήταν ένα ανθρώπινο ερείπιο χωρίς ψυχή, της μίλαγαν και δεν
καταλάβαινε. Δεν αναγνώριζε κανένα, μόνο κάθε τόσο τα μάτια της έψαχναν να
βρουν τη Φοίβη, για να σιγουρευτεί πως ήταν κοντά της. Η Όλγα είχε φτάσει στο
σημείο να πιστεύει πως ο Θεός την τιμωρούσε αμείλιχτα για την παλιά της αμαρτία
Όταν τέλειωσαν όλα και γύρισε σπίτι, βρήκε να την περιμένει μία ηλικιωμένη
γυναίκα και μαζί, ένας καλοντυμένος άντρας με ασπρισμένα τα μαλλιά στους
κροτάφους, περιποιημένο μουστάκι και ένα μικρό μούσι. Μέσα στο ζαλισμένο της
μυαλό τους θυμήθηκε, ήταν η Μαρία και ο Λευτέρης που είχαν έρθει από την Αθήνα.
Η Μαρία την αγκάλιασε και οι δύο γυναίκες έμειναν πολλή ώρα έτσι, κλαίγοντας για
το κακό που τις βρήκε. Σε λίγο την πλησίασε ο Λευτέρης, την κοίταξε και τα μάτια
του φώναζαν πόσο την αγαπούσε ακόμα… Εκείνη έγειρε στην αγκαλιά του και
ξέσπασε σε ένα σιγανό κλάμα, γεμάτο παράπονο.
Η χωροφυλακή κατάλαβε πως το κακό όχι μόνο δεν είχε τελειώσει αλλά θα
συνεχιζόταν για μεγάλο διάστημα και μέσα σ΄ αυτό θα γινόντουσαν κι άλλοι
σκοτωμοί, και ζήτησε τη βοήθεια του στρατού. Όργωσαν όλοι μαζί τα γύρω βουνά
και μετά από μέρες κατάφεραν να συλλάβουν τον Τίτο και τον Θεμιστοκλή. Η δίκη
έγινε στην Αθήνα για να μη γίνουν φασαρίες με τους συγγενείς. Οι δικαστές ήταν
αυστηροί και με τους δύο κατηγορούμενους. Ένας από αυτούς κατά τη διάρκεια της
δίκης, είπε επιτιμητικά: «Ματώσατε για να διώξετε τους Τούρκους από το νησί και
αρχίσατε τώρα να σκοτώνεστε μεταξύ σας;»
Ο Τίτος καταδικάστηκε σε δεκαπέντε χρόνια φυλάκιση και ας ήταν σε άμυνα. Ο
δικαστής είχε εκνευριστεί μαζί του επειδή δεν ανέφερε την αιτία του καυγά που
οδήγησε στη δολοφονία. Ο Τίτος, την αιτία δεν την είχε αποκαλύψει, ούτε στο
δικηγόρο του. Προτίμησε να επιβαρυνθεί η θέση του, παρά να στιγματιστεί η
Αριάδνη Κοραντάκη, αφού θα αναγκαζόταν να αναφέρει το όνομα της. Ο
Θεμιστοκλής καταδικάστηκε σε σαράντα δυο χρόνια για φόνο από πρόθεση και
παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία. Ο Τίτος θα φυλακιζόταν στον Κορυδαλλό ενώ
ο Θεμιστοκλής στις φυλακές της Κέρκυρας. Πριν πάρουν οι αστυφύλακες τον Τίτο,
για να τον οδηγήσουν στη φυλακή, τον άφησαν σιδηροδέσμιο για λίγο με την Όλγα.
Τον κοίταζε που είχε χαμηλωμένο το κεφάλι και του χάιδεψε τα μαλλιά.

252
«Τώρα, παιδί μου, θα κάνεις υπομονή… Θα έρχομαι τακτικά και θα σου φέρνω ότι
χρειάζεσαι. Θα περάσει ο καιρός, θα δεις…» Ο Τίτος σήκωσε το κεφάλι και τα μάτια
του ήταν γεμάτα δάκρυα. «Συγνώμη μάνα… Συγνώμη… Ο καταραμένος θυμός
φταίει για όλα! Δεν σκέφτηκα λογικά ενώ θα έπρεπε… Αν κρατούσα την ψυχραιμία
μου εκείνη τη στιγμή δεν θα είχαν γίνει όλα αυτά, αλλά η προδοσία αυτουνού που
νόμιζα για φίλο, μου θόλωσε το μυαλό! Πήρα στο λαιμό μου και τον πατέρα…»
«Ποια προδοσία, Τίτο; Τι σου έκανε, παιδί μου;» Ο Τίτος χαμήλωσε ξανά το
κεφάλι χωρίς να μιλήσει ενώ εκείνη τη στιγμή έμπαιναν οι χωροφύλακες για να τον
πάρουν.
Η Όλγα όλες τις μέρες της δίκης έμενε με τη Μαρία και το Λευτέρη στο σπίτι τους
στην Αθήνα στην πλατεία Κάνιγγος, και τώρα ετοιμαζόταν να γυρίσει στο Ηράκλειο.
«Όλγα, μη φύγεις, μείνε μαζί μας, φέρε και τη Φοίβη. Τι θα γυρίσεις να κάνεις στο
Ηράκλειο;» της είπε η Μαρία.
«Έχει δίκιο η μητέρα μου, Όλγα», άρχισε να λέει και ο Λευτέρης, «Έχει
δημιουργηθεί μία άσχημη κατάσταση εκεί πέρα, τι θα κάνεις; Θα σταματήσεις τη
Φοίβη από το σχολείο και συ δεν θα βγαίνεις από το σπίτι; Πόσο θ αντέξεις;»
«Δεν γίνεται, το σπίτι μου είναι εκεί, ύστερα είναι και το μαγαζί του
συγχωρεμένου του Δημήτρη, κάτι πρέπει να κάνω μ αυτό. Κάποια μέρα θα βγει ο
Τίτος από τη φυλακή θα πρέπει να βρει και το μαγαζί και το σπίτι», απάντησε η
Όλγα.
«Ίσως μπορέσει ο Γιώργος να κρατήσει το μαγαζί, θα το συζητήσω εγώ μαζί του.
Αν δεν θέλεις να μείνεις μαζί μας θα σας αγοράσω ένα σπίτι εδώ κοντά μας. Η Φοίβη
θα εγγραφεί στο Αρσάκειο Παρθεναγωγείο και όταν έρθει η ώρα, θα σπουδάσει στο
πανεπιστήμιο ιατρική για να εργαστεί μαζί μου. Ύστερα Όλγα, σκέψου και το άλλο,
θα είσαι συνέχεια κοντά στον Τίτο. Αλλιώς είναι να κάνεις ένα πολύωρο ταξίδι για να
τον βλέπεις κι αλλιώς είναι να είσαι εδώ, κοντά του, συνέχεια». Τα λόγια του
Λευτέρη είχαν λογική και η Όλγα, αφού το σκέφτηκε, αποφάσισε πως αυτό θα ήταν
το καλύτερο, να έρθει να μείνει στην Αθήνα. Εξασφαλιζόταν το μέλλον της Φοίβης
και μαζί, θα ήταν κοντά στον Τίτο συνέχεια, που από δω και πέρα θα την είχε
απόλυτη ανάγκη για να στηριχτεί ψυχολογικά.

253
10

Η Όλγα γύρισε στο Ηράκλειο για να μαζέψει τα πράγματα και να κλείσει το σπίτι.
Ο Λευτέρης, είχε μιλήσει με τον αδελφό του το Γιώργο και είχαν συμφωνήσει να
κρατήσει αυτός το μαγαζί, για όσα χρόνια χρειαζόταν. Ο Γιώργος είχε αρνηθεί κάθε
όφελος από τη λειτουργία του μαγαζιού και τα κέρδη θα τα έστελνε στην Όλγα.
«Όλος ο κόπος σου θα πηγαίνει στα χαμένα, αν στέλνεις σε μένα όλο το διάφορο
του μαγαζιού, πώς να δεχτώ τέτοιο πράγμα;»
«Όλγα, ξέρεις πως έχω πολλούς παράδες και μη ξεχνάς, πως τη μάνα μου, εμένα
και τον αδελφό μου, μας ζήσατε στο σπίτι σας για χρόνια εσύ και ο συγχωρεμένος ο
θείος μου. Αυτός σπούδασε κιόλας το Λευτέρη και έγινε αυτό που έχει γίνει σήμερα
στην Αθήνα. Άφησε με να σας κάνω και γω ένα καλό. Θα κρατήσω το μαγαζί μέχρι
να αποφυλακιστεί ο Τίτος, μετά θα το αναλάβει αυτός». Η Όλγα τον φίλησε
συγκινημένη στο μέτωπο και γύρισε σπίτι για να συνεχίσει τις ετοιμασίες για την
αναχώρηση της.
Ενώ έκλεινε και την τελευταία βαλίτσα άκουσε ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα,
άνοιξε και είδε να στέκεται μπροστά της ένα όμορφο χλωμό κορίτσι με μαύρο
μαντήλι στο κεφάλι. Το έβαλε μέσα στο σαλόνι του σπιτιού και, αφού το
περιποιήθηκε, βγάζοντας του καφέ και παγωμένο νερό, κάθισε απέναντι του.
«Κυρία Καντιανού, ονομάζομαι Αριάδνη Κοραντάκη και είμαι η αιτία για το φονικό
που έγινε». Η Όλγα στα λόγια αυτά του κοριτσιού, ένιωσε στην καρδιά της ένα
δυνατό χτύπημα. Έμεινε αμίλητη προσπαθώντας να χωνέψει τις λέξεις που άκουσε
και στο τέλος ψιθύρισε: «Πως έγινε;»
«Είμαι η αδελφή του Στέλιου Κοραντάκη, που σκοτώθηκε στην εκστρατεία της
Μικράς Ασίας. Είχε έρθει στο χωριό ο Τίτος για να μας φέρει τα θυμητάρια του και
τότε γνωριστήκαμε. Όταν ξαναβρεθήκαμε, με ρώτησε αν όταν τελειώσει το πένθος
του αδελφού μου, θα ήθελα να τον στεφανωθώ. Μου άρεσε ο Τίτος όχι μόνο επειδή
είναι όμορφος αλλά και γιατί είναι θεληματάρικο παλικάρι και του απάντησα πως ναι,
θα ήθελα. Κόντευε να τελειώσει το πένθος και μου είπε πως θα έκανε ένα ταξίδι για
δυο βδομάδες στο Ρέθυμνο και μετά, θα ερχόταν σπίτι με τον πατέρα του και εσάς για
να με ζητήσει. Πριν περάσουν τρείς μέρες από την ημέρα που έφυγε, μια γειτόνισσα
μας πρόλαβε πως έρχονται προς το σπίτι μας δυο άντρες από τη χώρα. Απόρησα και
το μυαλό μου πήγε αμέσως στον Τίτο μα όταν άνοιξα, είδα τον Ιάκωβο με τον πατέρα

254
του… Ήξερα πως ο Ιάκωβος ήταν ο καλύτερος φίλος του και σίγουρα ο Τίτος θα του
είχε μιλήσει για τα σχέδια μας να στεφανωθούμε κι όμως, εκείνη τη μέρα με ζήτησε
από τον κύρη μου… Ο πατέρας, τους ζήτησε δυο μέρες πριν να τους απαντήσει, για
να ρωτήσει για την οικογένειά τους και κείνοι δέχτηκαν ευχαρίστως. Όταν έμαθε πως
είναι πλούσια οικογένεια και ο Ιακωβος μοναχογιός, ενθουσιάστηκε και αποφάσισε
να δεχτεί. Προσπάθησα με διάφορες δικαιολογίες να τον πείσω να καθυστερήσει την
απάντηση, γιατί είχα σκοπό να βρω τον Τίτο, αλλά αυτός ήταν ανένδοτος… Στη
λογόστεση ρώτησα τον Ιάκωβο αν το ξέρει ο Τίτος και μου είπε ψέματα πως τό
ξερε… Έκλαιγα κάθε βράδυ, ώσπου έμαθα τι έγινε και κατάλαβα πόσο άτιμα είχε
φερθεί ο Ιάκωβος, στον Τίτο και σε μένα…».
Της Όλγας τα μάτια είχαν γεμίσει δάκρυα,. «Εσύ, λοιπόν, είσαι η νυφούλα μου
που μου έλεγε… Είσαι όμορφο κορίτσι και ντόμπρο. Δεν φταις εσύ, παιδί μου, ούτε ο
Τίτος, που ο κόσμος είναι τόσο κακός, τόσο σκάρτος… Σ΄ ευχαριστώ που ήρθες και
μου είπες τι έγινε. Ο Τίτος δεν είπε σε κανένα τίποτα, ούτε στο Δικαστήριο, κι ας
ήταν αιτία να του βάλουν παραπάνω χρόνια. Καλά έκανε το παλικάρι μου και δεν
ανέφερε καθόλου το όνομά σου, θα σε στιγμάτιζε και δεν θα ήταν σωστό για σένα»,
είπε η Όλγα και η Αριάδνη, στα λόγια αυτά, σηκώθηκε και την αγκάλιασε.
«Δεν έχω πια μάνα, πέθανε απ τον καημό της που χάσαμε τον αδελφό μου, άσε με
να έχω εσένα για μάνα». Η Όλγα την έσφιξε στην αγκαλιά της. «Παιδί μου από δω
και πέρα δεν έχω μια κόρη πια, αλλά δύο. Θα φύγω να ζήσω στην Αθήνα για να είμαι
κοντά στον Τίτο, αλλά θα βλεπόμαστε τακτικά».
Πέρασαν οι μέρες και η Όλγα με τη Φοίβη επάνω στο καράβι που έφευγε,
κοιτούσαν αμίλητες τη στεριά να απομακρύνεται και δε μιλούσαν. Σε λίγο η Κρήτη
ήταν ένα θαμπό όραμα στα μάτια τους, χανόταν σε μία αχλή που τρυπούσε την
καρδιά τους και έκανε τα μάτια τους να βουρκώνουν. Η Όλγα άπλωσε το χέρι της και
τράβηξε απαλά τη Φοίβη κοντά της, δεν ήθελα να ζήσεις ό,τι εγώ… Ήθελα να
μεγαλώσεις ευτυχισμένη χωρίς να θρηνήσεις καμιά απώλεια… Ελπίζω εκεί που πάμε
ότι θα είσαι ευτυχισμένη, ο θείος σου θα σου συμπαρασταθεί σα να είσαι δικό του
παιδί και θα έχεις ένα καλό μέλλον, σκεφτόταν, χωρίς να παίρνει τα μάτια της από το
πέλαγος. Ο ήλιος βασίλευε και έπεφτε γοργά το σκοτάδι αλλά αυτή αισθανόταν σα να
έβλεπε ακόμα το αγαπημένο νησί.

255
11

Πέρασαν έντεκα χρόνια, ήταν Μάρτιος του 1934, ο Γιώργος καθόταν στο μαγαζί
στο Ηράκλειο κοντά στη σόμπα διαβάζοντας εφημερίδα και κάπνιζε το τσιμπούκι
του, ενώ πιο πέρα ο Βρασίδας, ο γιος του, τακτοποιούσε σε ένα ράφι μια παρτίδα από
πράσινα σαπούνια που είχαν παραλάβει. Ο Βρασίδας εκείνο το διάστημα υπηρετούσε
σαν αξιωματικός στη V Μεραρχία Κρήτης και πλησίαζε η μέρα που θα απολυόταν.
«Αυτές οι ανακαλύψεις του Έβανς της αρχαίας Κνωσού, θα φέρουν πολύ πλούτο
στην πόλη μας», είπε ο Γιώργος συνεχίζοντας να έχει ανοιχτή την εφημερίδα
μπροστά του.
«Επειδή θα ΄ρχονται ξένοι να τα βλέπουν, πατέρα;»
«Ναι, γιε μου, κι άνε μεγαλώσουν και το Μουσείο και βάλουν κι άλλα αρχαία, εκεί
να δεις!»
Ο Βρασίδας σταμάτησε τη δουλειά που έκανε και πλησίασε τον πατέρα του.
«Πατέρα, μια και μιλάμε για παράδες… Σε λίγο καιρό απολύομαι από το στρατό και
σκέφτομαι… Να… σκέφτομαι να μου πάρεις ένα αυτοκίνητο…»
«Είντα δουλειά έχει, μπρε γιε, το αυτοκίνητο με την Κνωσό και το Μουσείο; Και
που θα το οδηγείς σάμπως έχουμε δρόμους; Θα σφηνώσεις πουθενά και θα
τρέχουμε!»
«Να… έλεγα να το κάνω αγοραίο…»
«Θα σε κυνηγά η Αστυνομία, δε βλέπεις τι γίνεται με τους άλλους; Εγώ λέω να
σου ανοίξω ένα οινομαγειρείο στην αγορά που χει σίγουρα τα λεφτά του, ο κόσμος
πάντα θα πεινά. Θα βρεις και ένα καλό μάγειρα και θα γεμίσεις παράδες».
«Αμάξι να μου πάρεις, πατέρα!»
«Βρε, είντα τραβώ! Καλά, απολύσου συ με το καλό και βλέπουμε», είπε ο
Γιώργης και τότε το μάτι του έπεσε σ ένα μεσόκοπο άντρα που πλησίαζε στην πόρτα
του μαγαζιού. Ταραγμένος σηκώθηκε και είπε του Βρασίδα να πάει γρήγορα μέσα
στην αποθήκη και να μη βγει αν δεν του πει. Ο Βρασίδας ξεστάθηκε αλλά έκανε ό,τι
του είπε ο πατέρας του. Ο άντρας έφτασε στην πόρτα του μαγαζιού και άπλωσε το
χέρι δειλά στο χερούλι της. Άνοιξε και στάθηκε στο κατώφλι χωρίς να μπει.
«Να μπω ή είμαι ανεπιθύμητος;» ρώτησε με συστολή. Τα μαλλιά του, αν και δεν
ήταν πολύ μεγάλος, ήταν κάτασπρα και η όψη του πονεμένη.

256
«Αν ήρθες για κακό, μη μπεις, αλλιώς μπες!» απάντησε ο Γιώργος στον Αντώνη
Κατρανάκη, πατέρα του δολοφονημένου Ιάκωβου.
«Κι άλλο κακό; Δε φτάνει όσο κακό πάθαμε από τα μίση μέχρι τώρα;» είπε ο
Κατρανάκης με σιγανή φωνή.
«Έλα μέσα και πε μου είντα θες!» είπε πιο μαλακά τώρα ο Γιώργος.
«Έμαθα πως θα αποφυλακιστεί ο Τίτος επειδή είχε καλή διαγωγή και ήθελα να του
πεις πως δεν υπάρχει πια καμιά έχθριτα μεταξύ των οικογενειών μας…» Ο Γιώργος
ξεφύσηξε περνώντας το χέρι από το μέτωπο του.
«Κάτσε, μη στέκεις. Τρανή κουβέντα αυτή που είπες, μου έβγαλες ένα μεγάλο
βάρος από τη καρδιά!»
«Δεν κατέω, Γιώργο, τι έφταιξε κι αυτοί οι δύο γκαρδιακοί φίλοι έφτασαν μέχρι
εκεί. Ό,τι κι αν έτρεξε, ο ιγιος μου δεν έπραξε σωστά να κουβαλάει όπλο μαζί του.
Του τόχα πει μα ήταν συνήθειο της οικογένειας από τα παλιά χρόνια. Χάσανε κι οι
δυο… Ο Τίτος, τα πιο καλά νιάτα του στη φυλακή, ο δικός μου… ο μοναχογιός
μου… τη ζωή του ολότελα… και ο κακορίζικος ο Δημήτρης μπήκε στο χώμα, χωρίς
να φταίει σε τίποτα… Τότενες με το σκοτωμό του Ιάκωβου, δεν άκουγα τα λόγια του
Ενωματάρχη και δεν είπα στο σόι μου να κάτσει καλά και να μη πάρει εκδίκηση, κι
όταν έμαθα πως σκότωσε ο Θεμιστοκλής τον Δημήτρη πήγα να τρελαθώ…
Κατάλαβα τι είχα κάνει, μα ήταν αργά… Τουλάχιστον από δω και πέρα νάχωμε
ειρήνη, Γιώργο…»
Έξω από το μαγαζί είχαν μαζευτεί μαγαζάτορες και γείτονες, που είχαν δει τον
πατέρα του Ιάκωβου να μπαίνει στο μαγαζί κι ανησύχησαν μη γίνει κι άλλο κακό.
«Βρασίδα! Έλα επαέ!» φώναξε ο Γιώργος. Ο Βρασίδας ξεπρόβαλλε κοιτάζοντας
μια τον πατέρα του και μια τον επισκέπτη.
«Άμε, γιε μου, στον καφενέ και πες στο καφετζή να φέρει πολλά ποτήρια και
μπόλικη ρακί αλλά από την καλή! Ακούς; Από την καλή να του πεις! Όχι από αυτή
που ποτίζει τσι γλάστρες του! Και πες στους ανθρώπους που μας ξανοίγουν απ έξω
να μπουν μέσα παρέα μας, θα πιούμε στην αδελφοσύνη σήμερα», και με τα λόγια
αυτά οι δυο άντρες σηκώθηκαν από τις καρέκλες και δώσανε τα χέρια.

257
12

Η Φοίβη είχε γίνει δεκαοκτώ χρονών, και φέτος θα αποφοιτούσε από το Αρσάκειο,
ύστερα, είχε σκοπό να προετοιμαστεί για να δώσει εξετάσεις για την εισαγωγή της
στην Ιατρική Σχολή του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο
Λευτέρης τους είχε αγοράσει ένα άνετο σπίτι με ένα μεγάλο κήπο στην πλατεία
Κάνιγγος κοντά στο δικό του, και οι δύο γυναίκες όλα αυτά τα χρόνια ζούσαν μια
άνετη ζωή αφού και ο Γιώργος φρόντιζε να τους στέλνει τακτικά χρήματα από τα
κέρδη του μαγαζιού στο Ηράκλειο.
Ήταν πρωί και η Όλγα έβγαινε χαρούμενη από το κτήριο των φυλακών
Κορυδαλλού, όταν είδε να την περιμένει ο Λευτέρης με το αυτοκίνητο. Σε όλη τη
διαδρομή του μίλαγε για την πρόωρη αποφυλάκιση του Τίτου λόγω καλής διαγωγής
και όταν έφτασαν στο σπίτι της τον κάλεσε να μπει. Κάθισαν στο σαλόνι αντίκρυ και
η Όλγα τον κοίταξε στα μάτια.
«Τόσα χρόνια πέρασαν και ποτέ δεν μείναμε οι δυο μας για να σου πω ένα μεγάλο
ευχαριστώ, για ότι έκανες για μένα και τα παιδιά».
«Δεν είναι ανάγκη Όλγα, η ευχαρίστηση είναι όλη δική μου που ήμουν σε θέση να
σας προσφέρω όσα χρειάζεστε, για να ξεπεράσετε τις δύσκολες στιγμές σας και να
εξασφαλιστεί και το μέλλον της Φοίβης», είπε συνεσταλμένα ο Λευτέρης.
Η Όλγα έμεινε να τον κοιτάει στα μάτια. «Ξέρεις Λευτέρη… Όταν έγιναν… όλα
αυτά που έγιναν με τον Τίτο και το Δημήτρη, πίστεψα πως έφταιγε εκείνη… η
περιστασιακή σχέση μας. Καμιά φορά το σκέφτομαι ακόμα… και νιώθω άσχημα σ
αυτή τη σκέψη… Δεν πιστεύω όμως πια πως είχα δίκιο τότε, γιατί…»
«Γιατί η σχέση μας, Όλγα, δεν είχε κάτι πρόστυχο, γιατί σ΄ αγαπούσα, όπως και συ
εμένα… και ακόμα σ΄ αγαπώ όπως τότε. Καμιά άλλη γυναίκα μετά από σένα δεν
μπόρεσε να μπει στην καρδιά μου, δεν πέρασε ούτε μία μέρα που να μη σ έχω στη
σκέψη μου». Ο Λευτέρης χαμήλωσε τα μάτια, «τώρα είσαι κοντά μου και είμαι
ευτυχισμένος, έστω και έτσι… Μη φύγεις ποτέ σε παρακαλώ…»
«Τα παιδιά μεγάλωσαν, Λευτέρη, και μ έχουν ανάγκη όπως όταν ήταν μικρά. Σε
λίγο θα αποφυλακιστεί ο Τίτος και ίσως γυρίσει στο Ηράκλειο να αναλάβει το
μαγαζί, πρέπει να είμαι κοντά του…» Ο Λευτέρης σηκώθηκε απ την πολυθρόνα και
κάθισε δίπλα της, άπλωσε το χέρι του και την αγκάλιασε φιλώντας της τα μαλλιά,

258
εκείνη έγειρε στο στήθος του και κλείνοντας τα μάτια της ψιθύρισε: «Και γω σ
αγαπώ ακόμη…»
Μάιος 1934, ο Τίτος φάνηκε στην εξώπορτα των φυλακών, ήταν τριάντα
τεσσάρων χρονών αλλά φαινόταν μεγαλύτερος από την ηλικία του, φορούσε ένα
περιποιημένο κοστούμι και κρατούσε στο χέρι μια βαλίτσα. Κοίταξε γύρω του
ανοιγοκλείνοντας τα μάτια και το βλέμμα του σταμάτησε σε δύο γυναίκες, ήταν η
Όλγα και η Αριάδνη. Άρχισαν να πλησιάζουν και όταν συναντήθηκαν τις έκλεισε και
τις δύο στην αγκαλιά του.
Η Αριάδνη και ο Τίτος παντρεύτηκαν στους Αγίους Θεοδώρους και άρχισαν να
ξανακάνουν όνειρα από την αρχή. Ο Γιώργος που είχε ανέβει στην Αθήνα για το
γάμο, είπε τα καλά νέα στον ανιψιό του για τη συμφιλίωση με το σόι των
Κατρανάκηδων. Δεν έμενε τώρα, παρά να γυρίσει στο Ηράκλειο ο Τίτος και να
αναλάβει το μαγαζί. Αφού έμειναν λίγο καιρό στην Αθήνα, άρχισαν να μαζεύουν τα
πράγματα για την αναχώρηση τους. Η Φοίβη θα έμενε με τον Λευτέρη και την Μαρία
μέχρι να τελειώσει το πανεπιστήμιο. Μετά την αποφοίτηση της, αφού αποκτούσε στο
νοσοκομείο που εργαζόταν ο Λευτέρης την απαραίτητη εμπειρία, θα επέστρεφε κι
αυτή στο Ηράκλειο. Ώσπου έφτασε η μέρα της αναχώρησης. Τα παιδιά με τη Μαρία
είχαν φύγει από νωρίς για το πλοίο για να τακτοποιήσουν τα πράγματα και να βρουν
καμπίνες, την Όλγα θα την πήγαινε αργότερα ο Λευτέρης.
Πριν κλείσει το σπίτι η Όλγα του έριξε μια τελευταία ματιά. Έκλεινε άλλο ένα
δύσκολο κεφάλαιο στη ζωή της και άνοιγε ένα καινούργιο που ήλπιζε πως θα ήταν
χωρίς πόνο, χωρίς νέες αγωνίες, γιατί ένιωθε τις αντοχές της να έχουν τελειώσει πια.
Ύστερα κοίταξε τον Λευτέρη, που στεκόταν κοντά στην πόρτα αμίλητος, πλησίαζε η
ώρα του αποχαιρετισμού τους. Αγκαλιάστηκαν και έμειναν έτσι πολλή ώρα, ύστερα
κοιτάχτηκαν στα μάτια και έδωσαν το τελευταίο τους φιλί.
Στο πλοίο, η Φοίβη και η Όλγα δεν μπορούσαν να βγουν η μία από την αγκαλιά
της άλλης. Ήταν η πρώτη φορά που χώριζαν και, όσο κι αν κατανοούσε η Φοίβη την
ανάγκη να είναι η Όλγα κοντά στον Τίτο, κατά την επιστροφή του στο Ηράκλειο,
ένιωθε σα να έχανε για πάντα το πολύτιμο στήριγμα της ζωής της.

259
13

Ο Τίτος Καντιανός έβαλε το καπέλο του, έκλεισε μαλακά την πόρτα του σπιτιού
και άρχισε να ανεβαίνει την 25ης Αυγούστου για να πάει στο μαγαζί. Ήταν μέσα
Ιουλίου του 1940, και η οικογένεια είχε μεγαλώσει, η Αριάδνη είχε κάνει δύο παιδιά,
το Δημήτρη και τον Άγγελο, ενώ η δουλειά πήγαινε πολύ καλά. Είχε βάλει τώρα στο
μαγαζί κι άλλα είδη μπακαλικής, τυροκομικά, αλλαντικά, όσπρια και ό,τι άλλο
ζητούσε η πελατεία του. Μαζί με τη δουλειά στο μαγαζί, είχε αρχίσει να καλλιεργεί
τα αμπέλια που ανήκαν στους Καντιανούς στο χωριό Φαλκούνι και έβγαζε κρασί και
σταφίδες. Η Όλγα έμενε μαζί με τον Τίτο και την Αριάδνη και κρατούσε τα παιδιά,
όποτε πήγαινε η νύφη της να βοηθήσει στο μαγαζί. Ο Γιώργος βοηθούσε κι αυτός στη
δουλειά ενώ ο Βρασίδας περιδιάβαινε την πόλη του Ηρακλείου και τα γύρω χωριά με
το αγοραίο αυτοκίνητο του. Μερικές φορές τον είχαν συλλάβει αλλά αφού πλήρωνε
το πρόστιμο, άρχιζε πάλι τις διαδρομές με το πειρατικό του αμάξι, που του απόδιδε
καλό διάφορο. Η κόρη του Γιώργου, η Ροδάμανθη, είχε διοριστεί δασκάλα σε ένα
κοντινό χωριό και ετοιμαζόταν να παντρευτεί ένα συνάδελφο της που δίδασκε στο
ίδιο σχολείο.
Η Φοίβη τελείωνε την ιατρική και θα εργαζόταν για μερικά χρόνια ως επικουρική
ιατρός στο νοσοκομείο, κοντά στο Λευτέρη. Η Μαρία, η μητέρα του Λευτέρη, είχε
πεθάνει και στο σπίτι τώρα έμεναν οι δυο τους, με μια υπηρέτρια και μια μαγείρισσα.
‘Ένα απόγευμα, την ώρα που έπιναν τον καφέ τους, αφού συζήτησαν ορισμένα
ιατρικά θέματα, η Φοίβη παρατήρησε το συνοφρυωμένο πρόσωπο του Λευτέρη.
«Λευτέρη, εδώ και μέρες σε βλέπω σκεφτικό, κάτι σε απασχολεί, είναι κάτι που
αφορά το νοσοκομείο;» Ο Λευτέρης σηκώθηκε και πήγε κοντά στο παράθυρο
κοιτάζοντας προς το δρόμο.
«Φοίβη, από σένα δεν μπορώ να κρυφτώ και δεν πρέπει. Είσαι μια μορφωμένη
γυναίκα, έχεις σωστά κριτήρια και πιστεύω πως θα κατανοήσεις και θα εκτιμήσεις
ορθά την κατάσταση που θα σου την εκθέσω. Εδώ και δύο τρία χρόνια, όπως
γνωρίζεις, οι Ιταλοί προετοιμάζονται, όπως όλα δείχνουν, για να εισβάλλουν στην
Ελλάδα. Οι ίδιοι, φυσικά, δεν το παραδέχονται αλλά από πέρυσι τον Απρίλη του ΄39
που κατέλαβαν την Αλβανία και έχουν ξεκινήσει οδικά έργα κοντά στα σύνορα μας,
φαίνεται πως η εισβολή έχει αποφασιστεί οριστικά. Οι Ιταλοί πιστεύουν πως η
κατάκτηση της χώρας θα είναι γι αυτούς ένας απλός περίπατος… αλλά δεν θα είναι.

260
Ο Μεταξάς ήδη έχει προχωρήσει στην πρώτη προεπιστράτευση τον Σεπτέμβρη του
1939 και σίγουρα θα ακολουθήσει κι άλλη. Αυτή είναι μία εμπιστευτική πληροφορία.
Ο υπερόπτης και υπερφίαλος Μουσολίνι θα προκαλέσει μία φοβερή αιματοχυσία,
γιατί σίγουρα αυτή η εισβολή δεν θα είναι ένας απλός περίπατος όπως φαντάζεται, ο
ανόητος, αλλά ένας εφιάλτης με τρομερό φόρο αίματος και για τις δύο πλευρές.
Κοντά στα πεδία των μαχών θα οργανωθούν νοσηλευτικοί σταθμοί, όπου θα γίνονται
ακόμα και εγχειρήσεις τραυματιών, και οι συνθήκες όπως καταλαβαίνεις, θα είναι
εντελώς αντίξοες αφού δεν θα υπάρχουν τα μέσα ενός οργανωμένου νοσοκομείου.
Πολλοί γιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό σίγουρα θα θελήσουν να δώσουν κι
αυτοί τη δική τους μάχη κοντά στους στρατιώτες μας, ανάμεσα τους και γω, αλλά θα
ήθελα να σε παρακαλέσω, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, εσύ να παραμείνεις στο
νοσοκομείο και να μη θελήσεις να υπηρετήσεις κοντά σε πολεμικά πεδία». Η Φοίβη
σηκώθηκε και τον πλησίασε ταραγμένη. «Πώς μπορείς και μου ζητάς κάτι τέτοιο;»
«Φοίβη, κάποιοι πρέπει να μείνουν πίσω, να μην αποδυναμωθούν οι μονάδες.
Συνεχώς θα καταφθάνουν τραυματίες. Ύστερα σκέψου, είσαι ακόμα άπειρη γιατρός,
εκεί θα πρέπει να κάνουμε ακόμα και ακρωτηριασμούς, δεν έχεις εκπαιδευτεί σε
τέτοια περιστατικά».
«Θα έρθω, Λευτέρη, ακόμα και σαν απλή νοσηλεύτρια, θα έρθω, και στο λέω,
όταν μπούμε στην Αλβανία, θα πάρω από το Ελμπασάν, μπαλοκούμια(57) για τη μάνα
μου…».
«Αμάν αυτό το πείσμα σου!» είπε ο Λευτέρης γελώντας και σήκωσε τα χέρια
ψηλά!
Πέρασε ένας μήνας από τη συζήτηση τους, ήταν Αύγουστος του 1940 και
ξημέρωνε η γιορτή της Παναγίας. Η Φοίβη που είχε εφημερία όλο το βράδυ στο
νοσοκομείο, ετοιμαζόταν κουρασμένη να φύγει για να γυρίσει σπίτι. Κόντευε εννιά,
όταν βγήκε από το δωμάτιο των γιατρών και προχώρησε στο διάδρομο προς την
έξοδο, όταν είδε το Λευτέρη να μπαίνει και να πλησιάζει χλωμός με δύο
νοσηλεύτριες δίπλα του να του μιλάνε ταραγμένες, ενώ έβλεπε πιο πέρα ανθρώπους
να κλαίνε. Αμέσως το μυαλό της πήγε στην απρόβλεπτη κατάληξη κάποιου ασθενή
που πιθανόν να είχε προκαλέσει όλη αυτή την αναστάτωση. Πλησίασε το Λευτέρη
που την κοίταξε λυπημένα στα μάτια.

57 Ballokume: Παρασκευάζονται στο Ελμπασάν (Elbasani) και είναι μπισκότα βουτύρου με


καλαμποκάλευρο.

261
«Φοίβη, πριν λίγο, τρείς τορπίλες βύθισαν το καταδρομικό «Έλλη» στην Τήνο».
«Ποιος;» ρώτησε η Φοίβη αλλά ήξερε, οι Ιταλοί…
Οι Έλληνες εμπειρογνώμονες γνώριζαν πως οι τορπίλες ήταν ιταλικές, αλλά ο
Μεταξάς απαγόρευσε, για λόγους σκοπιμότητας, να αναφερθεί δημόσια αυτό. Το
υποβρύχιο ήταν το ιταλικό Delfino, που το 1943, ενώ επιχειρούσε στον Τάραντα,
βυθίστηκε μαζί με τα 28 μέλη του. Το πλήρωμα που πνίγηκε, ήταν αυτό που
προκάλεσε τον άνανδρο τορπιλισμό της «Έλλης».
Ο Λευτέρης κάλεσε τη Φοίβη στο γραφείο του. «Φοίβη, δυστυχώς, όπως βλέπεις
πια και συ, ο πόλεμος είναι πολύ κοντά. Θέλω να σε παρακαλέσω ξανά, αυτή τη φορά
όχι μόνο να μη θελήσεις να προσφέρεις τις ιατρικές σου υπηρεσίες στο μέτωπο αλλά
να γυρίσεις στην Κρήτη. Θα φροντίσω να εργαστείς στο Δημοτικό Νοσοκομείο
Ηρακλείου».
«Λευτέρη, το χουμε ξανασυζητήσει αυτό το θέμα και σου δίνω την ίδια
απάντηση, θα πάω! Έστω και σαν νοσηλεύτρια, θα πάω!».
«Σκέψου τη μητέρα σου, Φοίβη, αρκετές στενοχώριες δεν έχει περάσει;»
«Και όλοι αυτοί που θα φύγουν για το μέτωπο δεν έχουν μητέρες;» Ο Λευτέρης
ακούμπησε τους αγκώνες στο γραφείο και έπλεξε τα δάχτυλά του μπροστά στο στόμα
του συλλογισμένος. «Εντάξει Φοίβη, αλλά θέλω να μου υποσχεθείς πως αν τα
πράγματα δεν πάνε καλά, θα επιστρέψεις στο νησί».
«Εντάξει, Λευτέρη, στο υπόσχομαι».

262
14

Ο Τίτος και ο Γιώργος βλέπαν τις εξελίξεις να τρέχουν και καταλάβαιναν πως η
εμπλοκή της Ελλάδας σε πόλεμο ήταν πια θέμα λίγων μηνών. Είχαν προνοήσει και οι
δύο, όσα χρήματα είχαν, να τα μετατρέψουν σε λίρες, ενώ είχαν ετοιμάσει το σπίτι
στο Φαλκούνι, για να μεταφέρουν τα γυναικόπαιδα σε περίπτωση βομβαρδισμών
στην πόλη. Στο τέλος του Σεπτέμβρη, ο Τίτος έλαβε ατομική πρόσκληση σαν
έφεδρος αξιωματικός του πυροβολικού για μετεκπαίδευση σε νέα αμυντικά
συστήματα στη V Μεραρχία Κρητών, και αμέσως κατάλαβαν πως οι μέρες άρχισαν
να μετρούν αντίστροφα για την κήρυξη του πολέμου.
«Γιώργο, δεν φοβάμαι, θα τους κατατροπώσουμε τους μακαρονάδες, αλλά δεν
ξέρω πότε θα γυρίσω. Στα χέρια τα δικά σου και του Θεού, η οικογένεια μου».
«Στο καλό, παιδί μου, και να γυρίσεις γρήγορα νικητής και να μην ανησυχείς για
την οικογένεια σου, πάνω από τη ζωή μου θα τους έχω». Αγκαλιάστηκαν και όταν
γύρισαν σπίτι για να ετοιμαστεί ο Τίτος να φύγει, είχαν κρύψει καλά τη συγκίνηση
τους. Κανείς δεν έπρεπε να καταλάβει πως ο Τίτος δεν πήγαινε για μία απλή
μετεκπαίδευση.
Ο Οκτώβρης βρήκε την Όλγα μπροστά στο εικονοστάσι, ένιωθε πια το κακό όταν
πλησίαζε, αλλά ήξερε πως κι αυτή τη φορά έπρεπε να κάνει κουράγιο…
Ξημέρωσε η 28η Οκτωβρίου και απ΄ άκρη σ΄ άκρη της Κρήτης, μπροστά στα
ραδιόφωνα, οι άνθρωποι άκουγαν με την καρδιά να βροντάει στο στήθος τους την
ανακοίνωση του Υπουργείου Στρατιωτικών: «Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις
προσβάλλουν από της 5ης και 30΄ πρωινής σήμερον, τα ημέτερα τμήματα
προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται επί
του πατρίου εδάφους». Και ενώ θα περίμενε κανείς πως θα κυριαρχούσε ο φόβος στις
εκφράσεις και στα λόγια όσων πρωτάκουγαν την ανακοίνωση, μετά την πρώτη
έκπληξη, άρχισαν οι αστείοι φανφαρονισμοί. «Σύντεκνε Παυλάκη, εδά, με τον πρώτο
Ιταλό που θα τσακώσουμε, θα τον εβάλωμε να μας γράψει καμιά συνταγή για
μακαρονάδα να τη δώσουμε στσι κυρές μας!» Ενώ ο άλλος απαντούσε: «Εγώ λέω,
σύντεκνε, να τον βάλουμε να μας τραγουδήσει τον Φέγγαρο(58)!»
Επικρατούσε ευφορία και οι καμπάνες χτυπούσαν όλες μαζί, κάποιος που δεν
γνώριζε, θα πίστευε πως ήταν μεγάλη γιορτή. Οι άντρες άρχισαν να συγκεντρώνονται

58 Le Figaro

263
σε πλατείες και οι χωροφύλακες προσπαθούσαν να τους συντονίσουν και να τους
καθοδηγήσουν για το πού θα παρουσιαστούν. Οι γυναίκες τους έβαζαν φυλαχτά και
του έδιναν σάκους με ζεστά ρούχα ενώ οι ιερείς ευλογούσαν και εμψύχωναν τα
παλικάρια που φεύγαν.
Ο Γιώργος κοιτούσε το Βρασίδα που ήταν στην αγκαλιά της μάνας του. Θα θελε κι
αυτός να πέσει στην αγκαλιά του γιου του με δάκρυα και να του πει, πρόσεχε παιδί
μου, μη μου πάθεις τίποτα γιατί δε θα τ αντέξω, αλλά όταν τον αγκάλιασε του είπε
μόνο: «Στο καλό γιε μου, με τη νίκη και να φυλάγεσαι».
Στο γυρισμό οι γυναίκες ήταν απαρηγόρητες και πιο πολύ ο Γιώργος φοβήθηκε για
την Όλγα που περπατούσε αμίλητη σαν άψυχη κούκλα με χαμένο βλέμμα.
«Μη στεναχωριέστε», τους είπε όταν έφτασαν στο σπίτι, «Η Μεραρχία Κρητών θα
μείνει στο νησί για περίπτωση επίθεσης, δεν θα φύγει για πάνω. Όσο κι αν ζορίσουν
τα πράγματα δεν πιστεύω πως θ αφήσουν ανοχύρωτη την Κρήτη».
Το μαγαζί, ο Γιώργος, δεν το άνοιγε για μερικές μέρες, διάλεξε μερικά τρόφιμα
που άντεχαν στο χρόνο και τα φύλαξε στο υπόγειο του σπιτιού για κάθε ενδεχόμενο,
ενώ τα υπόλοιπα τα πούλαγε με σύνεση. Υπήρχαν πελάτες που του ζητούσαν
πιεστικά μεγάλες ποσότητες από διάφορα τρόφιμα και έγινε αιτία να τσακωθεί με
πολλούς από αυτούς. «Άνε πάρεις εσύ κουμπάρε όλο το ρύζι, τί θα μείνει για τα
υπόλοιπα σπίτια, μου λες; Μία οκά δίνω στον καθένα και τράβα αλλού ν αγοράσεις
δέκα», τους φώναζε.
Όλο το νησί ήταν καθισμένο δίπλα στα ραδιόφωνα για να ακούει τις στρατιωτικές
ανακοινώσεις και ήταν χαρά Θεού, αφού η μία νίκη διαδεχόταν την άλλη. Πέρασε
λίγος καιρός ακόμα, και το επιτελείο στρατού, αποφάσισε η V Μεραρχία Κρητών να
μεταφερθεί στο κέντρο των επιχειρήσεων για να ενισχύσει τις δυνάμεις στο Αλβανικό
μέτωπο. Μέχρι τις τέσσερις Δεκεμβρίου είχαν μεταφερθεί στην βόρεια Ελλάδα από
την Κρήτη 566 αξιωματικοί, 18662 οπλίτες, 687 υποζύγια και 81 οχήματα. Η Κρήτη
έμενε εντελώς ανυπεράσπιστη σε περίπτωση επίθεσης, χωρίς καθόλου στρατό και
πυρομαχικά. Το Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης ανατολής δε φάνηκε ικανό για
ισχυρή ενίσχυση της Κρήτης. Τοποθέτησε μία ασήμαντη στρατιωτική δύναμη, που
δεν εξασφάλιζε με κανένα τρόπο την προστασία του νησιού από μία ενδεχόμενη
επίθεση. Από τις κασέλες των κρητικών είχαν βγει όλων των ειδών παλιά όπλα,
ακόμα και γκράδες, που είχαν χρησιμοποιηθεί στις μάχες κατά των Τούρκων από
πατεράδες και παππούδες, σκουριασμένα και άχρηστα τα πιο πολλά, περισσότερο θα

264
χρησίμευαν σα ραβδιά παρά σαν τουφέκια. Παρ όλα αυτά, το ηθικό των κατοίκων
λόγω των νικών του Ελληνικού στρατού παρέμενε ακμαίο, ενώ, στις πόρτες των
σπιτιών, οι οικογένειες που είχαν στρατιώτες στο μέτωπο, περίμεναν με αγωνία κάθε
μέρα τον ταχυδρόμο.

265
15

Η Φοίβη έφτασε στον προωθημένο σταθμό πεδινού χειρουργείου στο χωριό


Κοσίνα, τον πλέον προωθημένο σταθμό χειρουργικών επεμβάσεων. Ήταν μαζί με μία
ομάδα υγειονομικών και αμέσως διαπίστωσε πόσο δίκιο είχε ο Λευτέρης, όταν της
μιλούσε για αντίξοες συνθήκες. Το κρύο ήταν εφιαλτικό, τα χειρουργεία ήταν μέσα
στα χιόνια και έπρεπε πάντα οι υγειονομικοί να βρίσκονται κοντά στα πεδία μαχών
για να περιθάλπουν τους τραυματίες, με το ανεπαρκές ιατροφαρμακευτικό υλικό που
διέθεταν. Για χειρουργικό τραπέζι, οι γιατροί, σε πολλές περιπτώσεις
χρησιμοποιούσαν ένα φορείο, ενώ για φωτισμό, λάμπες πετρελαίου. Δεν ήταν λίγες οι
φορές που τη στιγμή που οι γιατροί και οι νοσοκόμες προσπαθούσαν να σώσουν τη
ζωή ενός στρατιώτη, η ιταλική αεροπορία βομβάρδιζε τον σταθμό, παραβιάζοντας
διεθνείς συνθήκες και στερώντας τη ζωή αρκετών τραυματιών και υγειονομικών.
Όμως τίποτα δεν κατέβαλλε το ηθικό τους και συνέχιζαν τον αγώνα τους για να
σώσουν όσες περισσότερες ανθρώπινες ζωές μπορούσαν, καμιά φορά ακόμα και
ιταλών στρατιωτών.
Η Φοίβη τακτοποίησε γρήγορα τα πράγματα της και ετοιμαζόταν με την ομάδα της
να ενωθεί με το υπόλοιπο υγειονομικό προσωπικό. Η γη έτρεμε κάτω από τα πόδια
τους. Όχι πολύ μακριά από το σταθμό, ακουγόντουσαν οι ήχοι του πολέμου,
εκρήξεις, πολυβόλα, ανθρώπινες κραυγές, πυροβολισμοί, ώσπου κάποια στιγμή
ανατινάχτηκε πολύ κοντά τους μία εχθρική οβίδα. Τραντάχτηκε η γη και
εκσφενδονίστηκαν γύρω με δύναμη, λάσπες και μεγάλα κομμάτια πάγου σαν
ξυράφια. Το πρόσωπο ενός άντρα από τους τραυματιοφορείς γέμισε αίμα, αλλά δεν
άφησε από τα χέρια του το φορείο με τον τραυματισμένο στρατιώτη, συνέχισε να το
κρατά, ώσπου έτρεξε κοντά του ένας συνάδελφός του. Τον χτυπημένο
τραυματιοφορέα τον οδήγησε μία νοσηλεύτρια γρήγορα μέσα στο σταθμό, ενώ η
Φοίβη κατάχλωμη έτρεμε. Με όλο το κρύο, το πρόσωπο της ήταν ιδρωμένο και της
φαινόταν πως θα λιποθυμούσε, όταν ένιωσε δύο χέρια να την στηρίζουν. Ήταν η
προϊσταμένη των νοσηλευτριών, που την οδήγησε σε ένα αντίσκηνο και της έδωσε
ένα ποτήρι νερό.
«Μη φοβάσαι, αυτά είναι από τα απλά περιστατικά για μας, σε δυο μέρες το πολύ
θα έχεις συνηθίσει και θα αντέχεις σε πολύ χειρότερα», της είπε η προϊσταμένη, μια
γυναίκα με όμορφα χαρακτηριστικά περίπου σαράντα πέντε χρονών.

266
«Ντρέπομαι τόσο πολύ που φοβήθηκα…»
«Όλοι φοβόμαστε, κορίτσι μου, αλλά όταν έρθει η ώρα τα ξεχνάμε όλα, και
οβίδες, και χιόνια, και θάνατο και αφοσιωνόμαστε στο σκοπό μας, να σώσουμε τη
ζωή του τραυματία που μας έφεραν. Και με σένα το ίδιο θα γίνει, θα δείς».
«Μιλάς σαν να έχεις υπηρετήσει για πολλά χρόνια σε πεδία μαχών».
«Ναι, ήμουν νοσηλεύτρια στο Μικρασιατικό μέτωπο, τότε πολεμούσε ο πατέρας
και ο αδελφός μου, τώρα πολεμάνε οι δύο μου γιοί», είπε η προϊσταμένη
χαμογελώντας, «Εσύ, έχεις κάποιο δικός σου;»
«Έχω τον αδελφό μου, τον Τίτο Καντιανό και ένα ξάδελφο μου, ίσως καταφέρω
να τους συναντήσω τώρα που είμαι εδώ», είπε αυθόρμητα η Φοίβη.
«Σου εύχομαι, κορίτσι μου, να μη τους συναντήσεις εδώ…» Η προϊσταμένη είχε
δίκιο, συνεχώς έφταναν τραυματίες, άλλοι με κομμάτια από οβίδες στα κορμιά τους,
άλλοι με βαριά πνευμονία και πάρα πολλοί με κρυοπαγήματα.
Οι Έλληνες στρατιώτες εκτός από τη φτωχή προστασία που τους έδινε από το
σφοδρό κρύο μια χλαίνη πάνω από τη στολή τους, δεν διέθεταν ούτε τα κατάλληλα
παπούτσια, αφού φορούσαν μάλλινες γκέτες πάνω από τις αρβύλες και όταν αυτές
βρεχόντουσαν, έσφιγγαν τα πόδια τους σαν τανάλιες, κόβοντας την ροή κυκλοφορίας
του αίματος, και οι στρατιώτες δεν ήξεραν τότε τί έπρεπε να κάνουν για να
προφυλαχτούν. Έφταναν στο σταθμό με αχρηστευμένα τα πόδια τους από τα
κρυοπαγήματα και οι γιατροί, επειδή υπήρχε ο φόβος της γάγγραινας, δεν είχαν άλλη
επιλογή από τον ακρωτηριασμό. Η κατάσταση αργότερα βελτιώθηκε, όταν οι
στρατιώτες άρχισαν να τρίβουν τα πόδια τους με λίπος αλλά, κυρίως, χάρη στα
εκατοντάδες ζευγάρια κάλτσες που έφταναν στο μέτωπο. Είχαν τη δυνατότητα να
αλλάζουν συνέχεια κάλτσες και να φορούν στεγνές. Οι γυναίκες που τις έπλεκαν
ήταν κι αυτές από τους αφανείς ήρωες, γιατί έσωσαν από τον ακρωτηριασμό χιλιάδες
στρατιώτες.
Η Φοίβη γρήγορα ξεπέρασε κάθε φόβο και ρίχτηκε κι αυτή στη μάχη. Έδιναν όλοι
μαζί την ψυχή τους σε ένα πραγματικό αγώνα διάσωσης των τραυματιών, που
κατέφθαναν συνέχεια από το πεδίο των μαχών, χωρίς ποτέ κανένας να βαρυγκομήσει
ή δειλιάσει, ακόμα κι όταν έβλεπε ένα συνάδελφο του να σκοτώνεται δίπλα του.
Πολλές φορές η Φοίβη και άλλα μέλη του υγειονομικού προσωπικού αντί να πάνε να
ξεκουραστούν, καθόντουσαν κοντά σε κάποιο ετοιμοθάνατο στρατιώτη, του έλεγαν

267
μερικά λόγια για να πάρει κουράγιο ενώ άκουγαν προσεκτικά τα τελευταία λόγια που
ψιθύριζε, για να τα μεταφέρουν στους συγγενείς του.
«Να μην πείτε στην κυρά μου πως πέθανα, κοντεύει να γεννήσει και θα το ρίξει το
παιδί… Στη μάνα μου να το πείτε…»
«Να γράψετε του πατέρα μου πως έχω ξεπληρώσει το χωράφι που πήραμε, το
χαρτί τόχω εκεί που βάζει η μάνα τα ραφτικά της…»
«Να γράψετε του γιου μου να προσέχει τη μάνα του και να μη τη στεναχωρεί…»
«Πείτε στον αδελφό μου να μη ξεχάσει…» και μετά από λίγο βασίλευαν τα μάτια
τους και φεύγαν ήσυχοι.

268
16

Οι μάχες συνεχιζόντουσαν και οι ομάδες των υγειονομικών προσπαθούσαν να


είναι όσο το δυνατό πιο κοντά στους Έλληνες στρατιώτες. Μια μέρα, σε ένα
διάλλειμα του καιρού, που ο ήλιος φώτισε λαμπρά για λίγο το παγωμένο, γεμάτο
χιόνια, τοπίο, η Φοίβη, ενώ κατευθυνόταν προς τη σκηνή με τα υλικά για να πάρει
επιδέσμους άκουσε μία γνωστή φωνή να λέει το όνομά της. Γύρισε και είδε τον
Βρασίδα. Το πρόσωπο του ήταν αδυνατισμένο, με γένια, και τα μάτια του
κουρασμένα. Τα ρούχα του τριμμένα ενώ τα πόδια του τυλιγμένα με προβιές ζώων. Η
Φοίβη, κλαίγοντας, όρμησε στην αγκαλιά του, στο τέλος ο Βρασίδας την απομάκρυνε
απαλά.
«Θα σε γεμίσω ψείρες, ξαδέλφη, και θα κάνεις παράπονα στη μάνα σου!» της είπε
γελώντας, ενώ τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα.
«Χαλάλι σου Βρασίδα, νιώθω τόση χαρά που σε βλέπω γερό, που αξίζουν τον
κόπο μερικές ψείρες!» Ο Βρασίδας γέλασε, «Φοίβη αυτές οι ψείρες κράτησαν
πολλούς στη ζωή, μαζί και μένα. Όποτε καθόμαστε για να ξεκουραστούμε, αρχίζουμε
να τις κυνηγάμε και ξυνόμαστε μέχρι να ματώσουμε. Αν δεν το κάναμε αυτό, θα μας
έπαιρνε ο ύπνος απ΄ την κούραση που έχουμε και θα πεθαίναμε από το κρύο μέσα
στα χιόνια(59)…» Μετά την κοίταξε σοβαρά, «Γιατί είσαι δω, Φοίβη; Δεν έπρεπε να
σε αφήσει ο θείος, ο Λευτέρης, νάρθεις!»
«Μόνη μου το θέλησα, Βρασίδα, ήθελα νάμαι και γω κοντά σας και δεν
μετάνιωσα». Ο Βρασίδας της χάιδεψε τα μαλλιά, «Να προσέχεις όσο μπορείς
κοριτσάκι». Η Φοίβη του φίλησε το χέρι. «Και συ, Βρασίδα».
Ο Βρασίδας είχε βοηθήσει στη μεταφορά ενός τραυματία και αφού χαιρέτησε τη
Φοίβη, έφυγε γρήγορα για να επιστρέψει στη Μονάδα του. Μία ερυθροσταυρίτισα, η
Ελένη, που ήταν μία από τις χιλιάδες Αδελφές Νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού που
βρέθηκαν στο πλευρό των Ελλήνων πολεμιστών, την πλησίασε. Η Φοίβη κοιτούσε
ακόμα προς τη μεριά που είχε φύγει ο Βρασίδας. «Μακάρι να συναντούσα και γω τον
Μίλτο μου…» είπε η Ελένη με παράπονο, η Φοίβη την κοίταξε και χαμογέλασε. «Ο
Βρασίδας είναι ξάδελφος μου». «Εμένα, ο Μίλτος, είναι ο έρωτάς μου και έχω σκοπό
όταν τελειώσουν όλα αυτά να του κάνω πρόταση γάμου…» Η Φοίβη, στα λόγια της
Ελένης, άρχισε να γελά.

59 Αληθινή μαρτυρία στρατιώτη.

269
«Μήπως θα ήταν καλύτερα να σου κάνει αυτός την πρόταση γάμου; Συνηθίζεται
ξέρεις!»
«Μέχρι να μου την κάνει, θάχω γίνει γριούλα με άσπρα μαλλιά! Όσο γενναίος
είναι στον πόλεμο, τόσο δειλός είναι στα ερωτικά! Οπότε λέω να σπάσω την
παράδοση!» Γελώντας φύγαν για τη σκηνή με τα υγειονομικά υλικά, ενώ πιο πέρα
κατέφθανε ένας ακόμα τραυματίας με το πρόσωπο και το στήθος γεμάτα αίματα. Οι
νοσηλεύτριες ετοίμαζαν τον τραυματία για να μεταφερθεί στα μετόπισθεν και η
Φοίβη, αφού έλεγξε και φρόντισε τα τραύματά του σύμφωνα με τις οδηγίες του
υπεύθυνου γιατρού, κάθισε δίπλα του για να ετοιμάσει το ιατρικό ιστορικό με το
συμβάν, την αντιμετώπιση και τη φαρμακευτική αγωγή που του είχε χορηγηθεί και
που θα τον συνόδευε στη μεταφορά του, όταν σταμάτησε στο όνομα του. «Λέανδρος
Κατρανάκης του Θεμιστοκλέους», ήταν ο γιος του ανθρώπου που είχε δολοφονήσει
τον πατέρα της… Η Φοίβη σταμάτησε να γράφει άφησε το χαρτί κάπου πρόχειρα και
βγήκε από τη σκηνή, έμεινε για λίγο ακίνητη κάτω από το χιόνι που έπεφτε πυκνό κι
σκέπασε με τα χέρια το πρόσωπο της… Σε λίγο ξανάμπαινε στη σκηνή, «Δεν είναι
ώρα για τέτοια» μονολόγησε, και συνέχισε να γράφει, στο τέλος έβαλε το όνομα της
και υπόγραψε, και μετά πήγε το ιστορικό στον υπεύθυνο γιατρό και το υπόγραψε κι
αυτός.
«Το περίμενες να κρύβει τέτοια ψυχή, αυτός ο λαός; Περίμενες τέτοια εποποιία;»
ρώτησε ένα βράδυ η Φοίβη την Ελένη. Ήταν στη σκηνή τους και ξεκουραζόντουσαν
καθισμένες στα κρεβάτια τους τυλιγμένες με μία κουβέρτα και πίνοντας ζεστό τσάι.
Ο άνεμος φυσούσε μανιασμένος και η λάμπα θυέλλης ταλαντευόταν ασταμάτητα από
το ρεύμα αέρα που έμπαινε στη σκηνή ενώ απ΄ έξω ο ήχος από τις ριπές χιονιού που
τη χτύπαγαν, έμοιαζε σαν να την πετροβολούσαν χιλιάδες χέρια.
«Το περίμενα, Φοίβη… Έχουμε κάνει σαν λαός τόσα ιστορικά λάθη που έχουν
βλάψει τη χώρα μας ανεπανόρθωτα, αλλά μπροστά στον εθνικό κίνδυνο όλοι
γινόμαστε μια γροθιά. Ακόμα και οι πιο απλοί άνθρωποι, δείχνουν τέτοιο ηρωισμό
που σε αφήνουν άναυδο. Θα σου πω μια ιστορία, που την έζησα εγώ προσωπικά. Ενώ
περίμενα να ΄ρθει υλικό, κοιτούσα τις Ηπειρώτισσες που κουβαλούσαν κιβώτια με
εφόδια στα βουνά στα παλικάρια μας. Μία από αυτές, ακούμπησε το κιβώτιο της σε
ένα βράχο για να φτιάξει το μποξά της και την πλησίασα. Ήταν μία αδύνατη
μεσόκοπη γυναίκα, από αυτές που με φτυάρια άνοιγαν τα μονοπάτια στα χιόνια για
να περάσει ο στρατός μας. Μόλις με είδε, με χαιρέτησε και άρχισε να ετοιμάζεται για

270
να φορτωθεί πάλι το κιβώτιο. Στάσου να ξεκουραστείς λίγο, της είπα. «Όχι κόρη ΄μ,
τα παλικάρια μας εκεί πάνου, σκοτώνονται για τη λευτεριά μας και γω θα
ξεκουράζουμαι;» μου απάντησε και άρχισε να σηκώνει το κιβώτιο για να το ζαλωθεί,
έπιασα να τη βοηθήσω και το κιβώτιο ήταν ασήκωτο από το βάρος, κι όμως αυτή το
σήκωσε, το στερέωσε στην πλάτη της που καμπούριασε απ το βάρος, κι άρχισε να
ανεβαίνει με τις άλλες γυναίκες το βουνό. Τι έχει μέσα αυτό το κιβώτιο κυρούλα μου;
πρόλαβα να τη ρωτήσω, «Πυρουμαχικά κόρη ΄μ», μου απάντησε, και συνέχισε να
ανεβαίνει. Σε λίγο οι γυναίκες είχαν απομακρυνθεί και μοιάζαν, πάνω στο χιονισμένο
μονοπάτι του βουνού, σαν μια μακριά σειρά από μαύρες κουκίδες, που προχωρούσαν
συνέχεια προς τα πάνω χωρίς να σταματούν ή να λοξοδρομούν, συνέχιζαν
ακαταπόνητες μέχρι να φέρουν σε πέρας την ιερή αποστολή τους.
Ποια είναι αυτή η δύναμη που μετέτρεψε αυτές τις απλοϊκές, βασανισμένες
γυναίκες, σε ήρωες; είναι το πείσμα της φυλής, που μας πιάνει όταν κινδυνεύει η
λευτεριά μας, μας κάνει να ξεχνάμε όλες τις διαφορές που έχουμε μεταξύ μας και μας
ενώνει στον κοινό αγώνα».

271
17

Μέχρι την παραμονή των Χριστουγέννων του 1940, όλη η Βόρεια Ήπειρος είχε
καταληφθεί από τον Ελληνικό στρατό ενώ στις αρχές Ιανουαρίου, είχε καταληφθεί
και το πέρασμα της Κλεισούρας. Στον προωθημένο σταθμό χειρουργείου,
επικρατούσε ευφορία. Ένα απόγευμα, η Φοίβη χαμογελούσε στον Λευτέρη που την
κοίταζε με ψεύτικη αυστηρότητα και με τα χέρια στη μέση.
«Ώστε θα πας τα μπαλοκούμια στη μάνα σου!»
«Ναι, Λευτέρη, δεν σου το ΄χα πει;»
«Θα με κατσαδιάσει καλά-καλά άμα με δει, που σ άφησα να έρθεις εδώ!»
«Της έχω γράψει πως ήταν δική μου η απόφαση και πως εσύ προσπάθησες να με
μεταπείσεις».
«Δεν νομίζω πως θα με σώσει αυτό, αλλά ας είναι!» είπε ο Λευτέρης και πήρε το
δρόμο για τη σκηνή με τους τραυματίες. Η Φοίβη ξεκίνησε κι αυτή για τη σκηνή
εφοδιασμού, όταν ακούστηκε πίσω της μία φοβερή έκρηξη. Επικράτησε πανικός και
κάποια σώματα ήταν στο έδαφος, ανάμεσα τους και ο Λευτέρης. Η Φοίβη έτρεξε και
γονάτισε δίπλα του, ήταν γεμάτος αίματα και το δεξί του χέρι δεν υπήρχε πια, ήταν
κατακρεουργημένο από τον αγκώνα και κάτω. Μεταφέρανε τους τραυματίες γρήγορα
σε σκηνές, ενώ οι γιατροί προσπαθούσαν να σταματήσουν την αιμορραγία στο χέρι
του Λευτέρη. Έπρεπε να μεταφερθεί επειγόντως στο Νοσηλευτικό κέντρο, αλλιώς θα
πέθαινε. Μόλις άρχισε να πέφτει το φως της ημέρας ξεκίνησαν για να μεταφέρουν
τραυματίες του μετώπου και αυτών της φονικής επίθεσης στο σταθμό. Η Φοίβη ήταν
δίπλα στο Λευτέρη μέχρι που φύγαν και όταν, έμεινε μόνη, ξέσπασε σε λυγμούς.
Ήταν αρχές του Μάρτη και μετά τη νέα ιταλική ήττα από τα ελληνικά
στρατεύματα, ήταν δεδομένη πια η Γερμανική επέμβαση. Ο υπεύθυνος γιατρός
έπιασε ιδιαίτερα τη Φοίβη για να της μιλήσει.
«Φοίβη, σ έχω ανάμεσα σε μερικές υγεινομικούς που θεωρώ πως πρέπει να
αποχωρήσουν. Πρόσφερες μεγάλες και ανεκτίμητες υπηρεσίες αλλά θα πρέπει τώρα
να φύγεις. Οι Γερμανοί, μετά και την πρόσφατη νίκη μας κατά των Ιταλών, δεν θ
αργήσουν να μας επιτεθούν. Δεδομένης της κατάστασης, θα σου πρότεινα να πας
στην Κρήτη, θα δοθούν μεγάλες μάχες εκεί και αυτή τη φορά, όπως καταλαβαίνεις,
δεν θα είναι μόνο οι Ιταλοί αλλά και οι Γερμανοί μαζί. Πρέπει να το κάνεις τώρα που

272
προλαβαίνεις, γιατί υπάρχει περίπτωση να σταματήσει η ατμοπλοϊκή σύνδεση με το
νησί».
Η Φοίβη αγκαλιάστηκε με την Ελένη και δώσαν αμοιβαία υπόσχεση να
κουμπαριάσουν και να γίνουν συντέκνισσες. Έφυγε δακρυσμένη, αφήνοντας ένα
μεγάλο μέρος του εαυτού της, σ αυτό το ηρωικό αιματοβαμμένο κομμάτι γης της
Ελλάδας. Πριν πάει στον Πειραιά πέρασε από το σπίτι του Λευτέρη στην πλατεία
Κάνιγγος, γιατί είχε σκοπό να τον πάρει μαζί της στο Ηράκλειο. Τον βρήκε
καθισμένο στην πολυθρόνα, με ένα πιάτο σούπα δίπλα του που όμως ήταν άθικτη. Το
ακρωτηριασμένο χέρι του ήταν τυλιγμένο σε επιδέσμους και το πρόσωπο του ωχρό
και σημαδεμένο από τα θραύσματα της οβίδας.
Μόλις την είδε τα μάτια του φωτίστηκαν και δάκρυσε από συγκίνηση. «Σ
ευχαριστώ, Θεέ μου», ψιθύρισε. Η Φοίβη τον πλησίασε, τον αγκάλιασε και κάθισε
δίπλα του. «Είσαι αδύναμος, πρέπει να τρως να δυναμώσεις, έχουμε να ταξιδέψουμε
στην Κρήτη». Ο Λευτέρης την κοίταξε στα μάτια. «Δεν μπορώ να φύγω, ίσως
χρειαστώ», κοίταξε το ακρωτηριασμένο χέρι του. «Δεν μπορώ να χειρουργήσω
βέβαια αλλά έστω συμβουλευτικά…»
«Θα χρειαστείς πιο πολύ στο νησί. Ύστερα δεν μπορώ να σε αφήσω μόνο σου εδώ
με τις υπηρέτριες, χρειάζεσαι φροντίδα. Μόλις τελειώσει ο πόλεμος, θα γυρίσεις
πάλι». Ο Λευτέρης έγειρε κουρασμένα πίσω στην πολυθρόνα και έκλεισε τα μάτια.
«Ο Τίτος και ο Βρασίδας;» τη ρώτησε.
«Είναι καλά, πολεμούν, καμιά φορά συναντιούνται σε πολεμικές επιχειρήσεις κι
αρχίζουν μέσα στο χαλασμό να λένε αστεία… Τους ξέρεις αυτούς!»
«Γενναία παιδιά… Να γυρίσουν γερά, να σταματήσει πια να αγωνιά η Όλγα και οι
γονείς του Βρασίδα…» Η Φοίβη έσφιξε το χέρι του Λευτέρη και τον κοίταξε στα
μάτια.
«Λευτέρη, η Όλγα έχει πεθάνει…» Ο Λευτέρης ανασήκωσε την πλάτη του από
την πολυθρόνα, με ορθάνοιχτα μάτια. «Πότε;»
«Στις αρχές του Δεκέμβρη, ξέρω πόσο θα λυπόσουν και δεν ήθελα να στο πω τότε.
Ήταν ήδη πολύ δύσκολες οι μέρες σου για να σε επιβαρύνω κι άλλο…» Ο Λευτέρης
έβαλε το χέρι στο πρόσωπο γεμάτος δυστυχία. «Πως πέθανε; Ήταν νέα και υγιής,
πως;»

273
«Απλά πέθανε, Λευτέρη, καθόταν στον μικρό καναπέ και καθώς μιλούσε με την
Θεοδούλη, έγειρε το κεφάλι της και ξεψύχησε. Ένας γιατρός στο Ηράκλειο είπε πως
έπασχε από καρδιά και δεν το γνώριζε».
Ο Λευτέρης αποκαμωμένος από το φοβερό νέο, ακούμπησε πίσω το κεφάλι και
έμεινε με κλειστά τα μάτια. «Την αγαπούσα! Με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, την
αγαπούσα… Είχα φτάσει στο σημείο να της ζητήσω κάποιες φορές, να φύγουμε…
Να ζήσουμε οι δυο μας…»
Η Φοίβη έμεινε έκπληκτη από την αποκάλυψη του Λευτέρη, στο τέλος ψιθύρισε:
«Και εκείνη;»
«Μ΄ αγαπούσε, Φοίβη, αλλά περισσότερο αγαπούσε εσάς, τα παιδιά της…» Τώρα
μπορούσε να εξηγήσει πολλά η Φοίβη. Ο Λευτέρης, όποτε συναντούσε την Όλγα, δεν
μπορούσε να κρύψει την ιδιαίτερη αδυναμία του γι αυτή, και έδειχνε πάντα ένα
διακριτικό ενδιαφέρον, ενώ η Όλγα μαζί του, δεν είχε το θάρρος, όπως με ένα
συγγενή αλλά του έδειχνε μια συνεσταλμένη αγάπη. Έμεινε να κοιτά τον Λευτέρη
βυθισμένο στη δυστυχία, χωρίς να μπορεί να βρει μια λέξη παρηγοριάς.
Ο Λευτέρης κοίταξε στα μάτια τη Φοίβη, «Ήταν το μυστικό μας…»
«Και θα μείνει μυστικό, Λευτέρη, στο υπόσχομαι».
Ο Λευτέρης έμεινε στην Αθήνα, δεν είχε λόγο πια για να γυρίσει στο νησί αφού η
Όλγα δεν υπήρχε πια. Όταν έφυγε η Φοίβη και έμεινε μόνος έκλεισε τα μάτια και
ταξίδεψε πίσω στο χρόνο… Βρέθηκε σ εκείνο το γαμήλιο χορό και ξανάβλεπε τον
εαυτό του δεκαεννιά χρονών, να απλώνει το χέρι στην Όλγα για να γίνει ταίρι του,
όταν οι οργανοπαίχτες άρχισαν μια Ρεθυμνιώτικη σούστα. Την κοιτούσε όσο χόρευαν
αλλά αυτή απέφευγε την ματιά του ώσπου, σε μια στροφή του χορού, τον κοίταξε στα
μάτια και ένιωσε την καρδιά του να γίνεται στάχτη από έρωτα… Αυτή και μόνο η
στιγμή, αρκούσε για να γεμίσει ολόκληρη τη ζωή του με ευτυχία.

274
18

Γερμένη στην κουπαστή, η Φοίβη κοίταζε τη θάλασσα. Ήταν τέλος Μαρτίου του
1941, είχαν περάσει δεκαοκτώ χρόνια από τότε που είχε ταξιδέψει μικρή μαζί με την
μάνα της για την Αθήνα, το 1923. Ο Τίτος ήταν τότε φυλακή και ο πατέρας της
νεκρός. Τώρα επέστρεφε στο αγαπημένο της νησί. Η Όλγα δεν ζούσε πια και
μαινόταν ένας φοβερός πόλεμος που κανείς δεν γνώριζε τι κατάληξη θα είχε.
Σκεφτόταν τα δεδομένα της νέας της ζωής, χωρίς να φεύγουν απ το μυαλό της τα
λόγια του αρχίατρου πως δεν θα αργούσαν να ξεσπάσουν μάχες και στην Κρήτη.
Έφτασε την άλλη μέρα το πρωί και στο λιμάνι την περίμεναν ο Γιώργος και η
Αριάδνη, η γυναίκα του Τίτου. Αγκαλιάστηκαν συγκινημένοι και ύστερα η Φοίβη
τους κοίταξε με αγωνία.
«Είχατε κάποιο νέο από τον Τίτο και τον Βρασίδα;»
«Κανένα Φοίβη, τελευταία νέα τους είχαμε πριν ένα μήνα…»
Η Φοίβη μπήκε στο πατρικό της και αμέσως ένιωσε την απουσία της Όλγας, της
αγαπημένης της μητέρας, που δεν πρόλαβε να αποχαιρετίσει πριν χωριστούν για
πάντα. Αμέσως προσπάθησε να οργανώσει τη νέα της ζωή. Εντάχτηκε στο ιατρικό
δυναμικό της πόλης, που προετοιμαζόταν για μία δύσκολη Άνοιξη, αφού η κήρυξη
του πολέμου από τους Γερμανούς ήταν πια θέμα λίγων ημερών. Στις 6 Απριλίου, οι
Ιταλοί κάνουν νέα επίθεση στην Ελλάδα αλλά αυτή τη φορά μαζί με τους συμμάχους
τους, τους Γερμανούς.
Ήταν μέσα Απριλίου και η Φοίβη, αφού είδε τους τελευταίους ασθενείς της,
άρχισε να ετοιμάζεται για να φύγει, όταν είδε ένα νέο άντρα, που κρατούσε ένα
μπαστούνι, να την περιμένει έξω από την πόρτα του ιατρείου. Ήταν ψηλός, περίπου
εικοσιπέντε χρονών, με άσπρο αναιμικό δέρμα και μεγάλα γαλανά μάτια. Στεκόταν
αμήχανος και την κοίταζε, ώσπου πήγε κοντά του.
«Σε τι μπορώ να σας βοηθήσω;» τον ρώτησε ευγενικά μελετώντας διακριτικά το
ιδιαίτερα άσπρο δέρμα του.
«Ονομάζομαι… Λέανδρος Κατρανάκης… του Θεμιστοκλέους». Η Φοίβη ένιωσε
να παγώνει στο άκουσμα του ονόματος, είχε μπροστά της ξανά το γιο του δολοφόνου
του πατέρα της, όμως, για άλλη μία φορά, άφησε στην άκρη την πικρία των
αναμνήσεων, και έδειξε το ανθρώπινο ενδιαφέρον που ήταν συνυφασμένο με το
λειτούργημα της.

275
«Παρακαλώ, τι μπορώ να κάνω για σας;»
«Δεσποινίς Καντιανού, ήρθα για να σας ευχαριστήσω που με φροντίσατε όταν είχα
τραυματιστεί».
«Παρακαλώ, έκανα το καθήκον μου. Όπως βλέπω, είστε καλά και χαίρομαι γι
αυτό».
«Δεν έχουν βγει όλα τα θραύσματα απ το σώμα μου, παρ όλο που οι γιατροί
έκαναν ό,τι μπορούσαν και πονάω λίγο ακόμα».
«Δυστυχώς, θα πονάτε για πολύ καιρό, αλλά σημασία έχει πως είστε ζωντανός.
Όποτε χρειάζεστε παυσίπονα ή άλλη ιατρική φροντίδα, είμαι στη διάθεση σας».
«Σας ευχαριστώ πολύ…» Ο Λέανδρος έσκυψε το κεφάλι και έμοιαζε σα να ήθελε
να πει και κάτι άλλο, αλλά αφού χαιρέτισε τη γιατρό, γύρισε για να φύγει.
«Μια στιγμή κύριε Κατρανάκη. Όταν ήσασταν στο φορείο, δεν είχατε τις
αισθήσεις σας. Πως ξέρετε πως ήμουν εγώ που σας φρόντισα;»
«Στο νοσοκομείο ρώτησα μία νοσοκόμα, ποιοί γιατροί μου είχαν δώσει τις πρώτες
βοήθειες και εκείνη κοίταξε το χαρτί με το ιστορικό που είχατε συντάξει. Είχε το
όνομα και την υπογραφή σας, όπως και του υπεύθυνου ιατρού. Σας ευχαριστώ, θα
μπορούσατε να είχατε δείξει εμπάθεια επειδή…»
«Κύριε Κατρανάκη, δεν υπήρχε περίπτωση να συμβεί κάτι τέτοιο. Δεν σας κρύβω
πως, η δολοφονία του πατέρα μου, με σημάδεψε σαν παιδί και δεν την έχω ξεπεράσει
ούτε τώρα σαν ενήλικας αλλά, ακόμα κι αν ήσασταν εσείς ο δολοφόνος και όχι ο
πατέρας σας, πάλι θα έκανα αυτό που έπρεπε».
«Σας τιμά αυτό που λέτε, δεσποινίς Καντιανού. Ξέρετε… αυτό που έκανε ο
πατέρας μου, δεν έβλαψε μόνο εσάς, διέλυσε και την οικογένεια μας… Μια όμορφη
οικογένεια… Εγώ και η αδελφή μου, μεγαλώσαμε με το στίγμα πως είμαστε τα
παιδιά ενός δολοφόνου… Δεν σπούδασα, δεν ήθελα, τέλειωσα το Γυμνάσιο και
έπιασα δουλειά, ως βοηθός σε ένα δικηγορικό γραφείο. Η αδελφή μου παντρεύτηκε
νωρίς και άλλαξε πόλη».
«Ο πατέρας σας;»
«Ο πατέρας μου πέθανε στη φυλακή πριν δέκα χρόνια…»
«Ζήσατε και σεις στη δυστυχία, χωρίς να φταίτε… Αυτά προκαλούν τα αιματηρά
έθιμα του νησιού μας, ανεξέλεγκτη βία και οικογενειακές τραγωδίες, ελπίζω μια μέρα
όλα αυτά να μείνουν στο παρελθόν…»
«Και γω το εύχομαι! Καλό απόγευμα δεσποινίς Καντιανού»

276
«Επίσης κύριε Κατρανάκη». Η Φοίβη συνέχισε να κοιτά τον Λέανδρο καθώς
απομακρυνόταν, στηριζόταν στο μπαστούνι για να περπατήσει, αλλά προσπαθούσε
να διατηρήσει μια αξιοπρέπεια στο βάδισμα του. Θα τα καταφέρει, φαίνεται δυνατός
άνθρωπος, σκέφτηκε και μπήκε στο ιατρείο της.
Στις 20 Απριλίου, ο αντιστράτηγος Γ. Τσολάκογλου, προδοτικά υπογράφει
πρωτόκολλο ανακωχής με τους Γερμανούς και στις 24 Απριλίου, τα ιταλικά
στρατεύματα μαζί με τα Γερμανικά, επιτέθηκαν στην Αττική. Η V Μεραρχία Κρήτης
στις 25 Απριλίου αναγκάστηκε να παραδώσει τον οπλισμό της, όμως, οι περισσότεροι
στρατιώτες, προτίμησαν να καταστρέψουν τα όπλα τους ή να τα κρύψουν. Μετά την
παράδοση, όλοι οι Κρήτες στρατιώτες της Μεραρχίας, έψαχναν τρόπο να
επιστρέψουν στο νησί αλλά μάταια. Οι γερμανοί είχαν επιτάξει όλα τα μηχανοκίνητα
πλοία και βομβάρδιζαν τα πλεούμενα που είχαν κατεύθυνση προς το Νότο. Ένας από
τους στρατιώτες που έψαχναν τρόπο να γυρίσουν στην Κρήτη, ήταν και ο Βρασίδας.
Κάποια μέρα, κατάφεραν, αυτός και μερικοί άλλοι, να βρουν ένα καράβι που
πήγαινε στα Χανιά και επιβιβάστηκαν. Το ταξίδι ξεκίνησε χωρίς προβλήματα και ο
Βρασίδας το βράδυ κούρνιασε σε μια γωνιά σε ένα χαμηλό τμήμα του πλοίου, μαζί
με άλλους συντρόφους του. Κοιμήθηκαν αμέσως, κουρασμένοι όπως ήταν, όταν τα
ξημερώματα, όταν είχε αρχίσει πια να φωτίζει, τους ξύπνησε μια δυνατή έκρηξη και
ένιωσαν ένα φοβερό τράνταγμα που τους έκανε να κυλήσουν από το σημείο που ήταν
ξαπλωμένοι. Πετάχτηκαν επάνω ξαφνιασμένοι, ενώ ταυτόχρονα ακουγόταν άλλη μία
έκρηξη. Αμέσως κατάλαβαν πως το πλοίο βομβαρδιζόταν και ήδη είχε πάρει κλήση.
Άρχισαν να τρέχουν προς τη σκάλα που οδηγούσε στο κατάστρωμα και, όσο
πλησίαζαν, ένιωθαν να τους πνίγει μια βαριά μυρωδιά από καμένο σίδερο, πετρέλαιο
και λάδια. Οι στρατιώτες πετάχτηκαν και άρπαξαν τα σίδερα της σκάλας, τη στιγμή
που το καράβι έπαιρνε μεγαλύτερη κλίση και μερικοί κατάφεραν ν ανέβουν, μα όταν
προσπάθησε και ο Βρασίδας, μια άλλη δυνατή έκρηξη γύρισε σχεδόν ανάποδα το
πλοίο και βρέθηκε κρεμασμένος με το κενό του εσωτερικού διαδρόμου από κάτω. Τα
χέρια του κρατούσαν γερά τα σίδερα της σκάλας και έκανε προσπάθειες να
σκαρφαλώσει, αλλά σε λίγο οι δηλητηριώδεις καπνοί, που είχαν γεμίσει το εσωτερικό
του πλοίου, άρχισαν να του δυσκολεύουν την αναπνοή, ώσπου λιποθύμησε. Τα χέρια
του άφησαν τα σίδερα της σκάλας που τον κρατούσαν στη ζωή, και το σώμα του
χάθηκε στο κενό του πλοίου, που σε λίγο θα βούλιαζε, λίγο έξω από το λιμάνι της
Σούδας, σχεδόν διαλυμένο από τον βομβαρδισμό του από γερμανικά αεροπλάνα.

277
19

Στις 27 Απριλίου του 1941, οι Γερμανοί έμπαιναν στην Αθήνα και στις 3 Μαΐου,
πραγματοποιούσαν την «Παρέλαση της Νίκης του Άξονα», έχοντας μαζί, τους
κατατροπωμένους από την Ελληνική ξιφολόγχη Ιταλούς, που τώρα καμάρωναν σαν
να ήταν αυτοί και όχι η Γερμανική πολεμική μηχανή, που κατέβαλλε την άμυνα του
Ελληνικού στρατού.
Στις 14 Μαΐου, ξεκινούσαν οι βομβαρδισμοί στρατηγικών σημείων στην
ανοχύρωτη ουσιαστικά Κρήτη, αφού η V Μεραρχία Κρητών ήταν ακόμη
εγκλωβισμένη στην Ηπειρωτική Ελλάδα. Οι Άγγλοι είχαν αφήσει μερικές χιλιάδες
στρατιωτών στο νησί με ελλιπή εξοπλισμό, ενώ υπήρχαν και μερικά ελληνικά
τάγματα, αλλά κι αυτά με υποτυπώδη οπλισμό και χωρίς καθόλου πυρομαχικά.
Η εισβολή άρχισε στις 20 Μαΐου. Η Κρήτη, για άλλη μία φορά, έπρεπε να
αντιμετωπίσει ένα ισχυρό εισβολέα και οι κάτοικοι της θα αντιμετώπιζαν ένα βαριά
εξοπλισμένο εχθρό, με τους ίδιους γκράδες που πολεμούσαν οι παππούδες τους τους
Τούρκους. Θα αμύνονταν, όχι μόνο με τους γκράδες αλλά και με ότι άλλο θα
μπορούσε να γίνει φονικό όπλο, από μαγκούρες μέχρι αγροτικές πιρούνες. Ήταν ένας
άγριος αγώνας, στον οποίο δεν συμμετείχαν μόνο οι λιγοστές στρατιωτικές δυνάμεις
του νησιού αλλά και όλος ο άμαχος πληθυσμός. Για αιώνες, οι Κρήτες ήταν
μαθημένοι να πολεμάνε με μοναδικό όπλο τους την αγάπη για την ελευθερία και
τώρα, μ΄ αυτό το όπλο θα μάχονταν ξανά. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, νέοι και γέροι
ήταν όλοι αποφασισμένοι να μην αφήσουν να πατήσουν πόδι στο νησί τα ναζιστικά
στρατεύματα του Χίτλερ.
Ο ουρανός μαύριζε από τα αλεξίπτωτα και όλοι περίμεναν, με την καρδιά τους να
βροντοχτυπάει στο στήθος τη μεγάλη μάχη, ενώ τα μάτια τους ήταν καρφωμένα
στους χιλιάδες αλεξιπτωτιστές που πλησίαζαν να προσγειωθούν στη γη της Κρήτης.
Κάποιος, κρατώντας ένα παλιό γκρα, γονάτισε και σημάδεψε έναν αλεξιπτωτιστή,
λίγο πριν αυτός ακουμπήσει στη γη. Το όπλο βρόντηξε και ο αλεξιπτωτιστής έγινε
μια άψυχη κούκλα που, όταν ακούμπησε στη γη κατέρρευσε, ακίνητη. Πιο πέρα,
άλλοι που κατάφεραν να προσγειωθούν ζωντανοί, γλυτώνοντας από τις βολές των
τουφεκιών, πέφταν νεκροί από τα χτυπήματα που δεχόντουσαν από τους
αμυνόμενους. Όλοι μαζί έγιναν ένας, και με απαράμιλλο ηρωισμό, οι κάτοικοι, οι
στρατιώτες, οι άντρες της Σχολής Χωροφυλακής και η πρώτη τάξη της Σχολής

278
Ευελπίδων κατάφεραν και από τους 22.000 γερμανούς στρατιώτες, οι 7.000 να
σκοτωθούν ή να τραυματιστούν και αυτό ήταν το πρώτο δυνατό χαστούκι στην
αήττητη, μέχρι τότε, γερμανική πολεμική μηχανή.
Ήταν 15 Ιουνίου του 1941, η Φοίβη έκλεισε την πόρτα του σπιτιού και ξεκίνησε
για το νοσοκομείο. Στη διαδρομή γύρω της, πολλά σπίτια και κτήρια, ήταν ερείπια
από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς της «Μαύρης Παρασκευής» στις 23 Μαΐου,
όπου είχαν σκοτωθεί άμαχοι. Φορούσε μαύρα ρούχα όχι μόνο για το θάνατο της
μητέρας της, της Όλγας αλλά και για το θάνατο εκατοντάδων ανθρώπων από τα
ναζιστικά κτήνη.
Η Μάχη της Κρήτης είχε τελειώσει. Στις 27 Μαΐου είχαν καταληφθεί τα Χανιά και
το Ρέθυμνο και στις 30 το Ηράκλειο. Οι Γερμανοί όμως, όπως και οι Τούρκοι, θα
βγάζαν όλη την εκδικητική τους μανία για την ηρωική αντίσταση των κατοίκων, στον
άμαχο πληθυσμό. Στις 2 Ιουνίου 1941, θα εκτελούσαν όλους τους άντρες του χωριού
Κοντομαρί βγάζοντας μάλιστα και φωτογραφίες για να μη λησμονηθεί το… σπουδαίο
κατόρθωμα της δολοφονίας άοπλων ανθρώπων, ενώ την επομένη, στις 3 Ιουνίου, τα
τάγματα των ναζιστών, θα κατάστρεφαν ολοσχερώς την Κάνδανο και θα εκτελούσαν
180 άμαχους, και όλα αυτά, όχι από φανατισμένους μουσουλμάνους, αλλά από ένα
χριστιανικό ευρωπαϊκό έθνος, που είχε δώσει στον κόσμο σπουδαίους επιστήμονες
και φιλόσοφους.
Πριν πάει στο νοσοκομείο, πέρασε από τα σπίτια ασθενών της. Υπήρχαν ακόμα
τραυματίες από την επίθεση των Γερμανών που ανάρρωναν, αλλά και άλλοι, που ο
πόλεμος τους στερούσε τα φάρμακα τους, και υπέφεραν. Σε λίγο έμπαινε σ ένα σπίτι
που ήταν χτυπημένο από βόμβα αλλά έστεκε ακόμα, παραμέρισε την ξύλινη πόρτα
και προχώρησε σ ένα ευρύχωρο δωμάτιο. Μια γυναίκα ήταν ξαπλωμένη και δύο
μικρά παιδιά καθόντουσαν στα πόδια της, πάνω στο κρεβάτι, παίζοντας με μία μπάλα
από πανιά, ενώ μια άλλη, γυναίκα μικρότερης ηλικίας, καθόταν δίπλα της. Μόλις την
είδαν τα παιδιά κατέβηκαν και στάθηκαν παράμερα ενώ η γυναίκα σηκώθηκε από την
καρέκλα για να κάτσει η επισκέπτρια. Η Φοίβη έβγαλε από την τσάντα της ένα
σακούλι με στραγάλια και σταφίδες και το έδωσε στα παιδιά, ύστερα πλησίασε την
άρρωστη γυναίκα και έκατσε δίπλα της.
«Τι κάνεις σήμερα, κυρία Στέλλα;» τη ρώτησε ενώ καθόταν δίπλα της.
«Κάπως καλύτερα είμαι, γιατρέ. Έχω λιγότερες τρεμούλες, λέω πως αύριο θα
μπορέσω να σηκωθώ».

279
«Να μη βιαστείς, να γίνεις σίγουρα καλά». Η Φοίβη εξέτασε τους σφυγμούς και τη
θερμοκρασία της.
«Έχει πέσει ο πυρετός, τώρα πρέπει να δυναμώσεις για να μη ξαναπάθεις τα ίδια»
«Τι σημασία έχει πια αν θα είμαι καλά ή όχι… Τώρα που έχασα τον Αντώνη μου,
καλλιά να πάω και γω μαζί του…»
«Τι είναι αυτά που λες; Έχεις τα άλλα σου παιδιά και τα εγγόνια σου που σ
αγαπούν και σε προσέχουν».
«Ναι μα δεν έχω πια τον Αντώνη μου, ασυντρόφιαστος θάναι στον άλλο κόσμο;
τουλάχιστον νάχει εμένα…»
«Πιο μεγάλη ανάγκη σ έχουν τα ζωντανά παιδιά σου, γι αυτό πρέπει να γενείς
γρήγορα καλά».

280
20

Φτάνοντας η Φοίβη στο νοσοκομείο, άρχισε αμέσως να εξετάζει ασθενείς,


ανάμεσα τους πρόσεξε και ένα παλικάρι που δεν φαινόταν άρρωστο. Καθόταν
ανήσυχο και κάθε τόσο έριχνε ματιές προς την πόρτα του νοσοκομείου σαν να ήθελε
να σηκωθεί να φύγει, στο τέλος τον κάλεσε να μπει. Αυτός μπήκε και η νευρικότητα
του μεγάλωσε.
«Δεσποινίς Καντιανού, ήμουν συμπολεμιστής του Βρασίδα…» Η ανάσα της
Φοίβης σταμάτησε σ αυτά τα λόγια. Δεν είχαν κανένα νέο του Βρασίδα, όπως και
από τον Τίτο, και η αγωνία της οικογένειας είχε κορυφωθεί.
«Έχετε να μου πείτε κανένα νέο του;» Το παλικάρι έσκυψε το κεφάλι. «Δεσποινίς
Καντιανού, ο Βρασίδας δεν ζει πια…» Η Φοίβη έβαλε τα χέρια στο πρόσωπο και
σηκώθηκε. «Τι συνέβη, πέστε μου!».
«Είχαμε μπει σ ένα καράβι εφτά στρατιώτες για να γυρίσουμε Κρήτη. Λίγο πριν
μπούμε στο λιμάνι της Σούδας, μας βομβάρδισαν γερμανικά αεροπλάνα και το
καράβι βούλιαξε, ο Βρασίδας δεν πρόλαβε να βγει…»
«Μπορεί να βγήκε και να μην τον είδατε!»
«Από τους εφτά στρατιώτες προλάβαμε και βγήκαμε τρείς, πιαστήκαμε από κάτι
συντρίμμια του καραβιού μαζί με άλλους δύο από το πλήρωμα, και μείναμε έτσι για
ώρες, ώσπου μας περισυνέλλεξαν κάτι ψαράδες, ο Βρασίδας και οι υπόλοιποι που
ήταν στο καράβι δεν βγήκαν καθόλου στην επιφάνεια, είχαν πνιγεί». Η Φοίβη κάθισε
στην καρέκλα και ένιωθε σα να ΄χε φύγει η ψυχή από το σώμα της.
«Δεν είχα το κουράγιο να το πω στους γονείς του, γι αυτό ήρθα σε σας…»
«Καλά κάνατε, θα βρω τρόπο να τους το πω, σας ευχαριστώ πολύ. Το έχετε
αναφέρει σε κάποιον υπεύθυνο; Μήπως πρέπει να το καταθέσετε στην Αστυνομία;»
«Ναι, αυτό έχω σκοπό να κάνω τώρα, που έφτασα στο Ηράκλειο, μα ήθελα πρώτα
να μιλήσω σε σας, για να προετοιμάσετε τους γονείς του», της είπε ο νέος και, αφού
της άφησε τα στοιχεία του έφυγε.
Τα λόγια του στρατιώτη έμειναν στο μυαλό της… Να προετοιμάσει τους γονείς
του… Πώς να τους προετοιμάσει; Τι θα ΄λεγε του Γιώργου, που ήταν σίγουρος πως ο
Βρασίδας ζει… Τι θα έλεγε στη Θεοδούλη, που δεν έφευγε από τη εκκλησία και
προσευχόταν συνέχεια για να ξαναδεί το γιο της… Χάθηκε ο Βρασίδας… Δεν θα
ξανάβλεπε ποτέ πια το όμορφο γελαστό πρόσωπό του να της λέει: «Να προσέχεις

281
κοριτσάκι» Τι άλλες συμφορές θα ρχόντουσαν ακόμα… Άραγε ο Τίτος ζει; Χαμένη
στις σκέψεις της η Φοίβη, έφυγε από το νοσοκομείο αλλά δεν πήγε σπίτι, άρχισε να
περπατάει αργά προς το σπίτι του Γιώργου. Σκεφτόταν τι λόγια έπρεπε να πει, δεν
έπρεπε να καταρρεύσουν στην είδηση οι άμοιροι γονείς… Μήπως έπρεπε να τους πει
πως ήταν αγνοούμενος και όχι σίγουρα πνιγμένος; Όχι, δεν γινόταν να τους πει
ψέματα. Στάθηκε στην πόρτα αναποφάσιστη και μετά από λίγο τη χτύπησε. Της
άνοιξε ο Γιώργος, η Θεοδούλη έλειπε και η Φοίβη πίστεψε πως αυτό ίσως ευκόλυνε
λίγο την κατάσταση. Είπαν μερικά νέα αλλά ο Γιώργος ψυχανεμίστηκε πως η Φοίβη
κάτι σοβαρό θα του έλεγε. Την ήξερε από μικρό κορίτσι και γνώριζε κάθε της
αντίδραση.
«Γιώργο…»
«Ο Βρασίδας;» την πρόλαβε ο Γιώργος, που είχε αρχίσει να χλωμιάζει… Η Φοίβη
έσκυψε το κεφάλι.
«Πες μου Φοίβη… Πες μου… Δεν ζει; Την αλήθεια θέλω…» Η Φοίβη σήκωσε το
κεφάλι και, κοιτώντας τον στα μάτια, του μετέφερε όσα της είχε πει το παλικάρι.
Ο Γιώργος χλώμιασε ακόμα περισσότερο και κάθισε βαρύς στην καρέκλα. Η
Φοίβη σηκώθηκε και πήγε κοντά του, τον ακούμπησε απαλά στο ώμο. «Να σου φέρω
λίγο νερό;»
«Όχι, Φοίβη, καλά είμαι… Καλά είμαι… Πως θα το πω στη μάνα του; Θα πεθάνει
απ΄ τον καημό της…»
«Μη της πεις τίποτα απόψε, να καλέσουμε τον ιερέα αύριο να της μιλήσει αυτός,
θα είμαι και γω μαζί σας».
Η Φοίβη γύρισε θλιμμένη σπίτι με αργό βήμα, άνοιξε την πόρτα και τότε κάποιος
την τράβηξε απαλά στην αγκαλιά του φιλώντας τη στον κρόταφο, ήταν ο Τίτος.
Έμεινε πολλή ώρα στην αγκαλιά του, κλαίγοντας. Χάιδεψε το ταλαιπωρημένο
πρόσωπο του, κοιτώντας τον με αγάπη. Η Αριάδνη με κόκκινα μάτια στεκόταν
παράμερα, ενώ οι δύο γιοι του σβούριζαν χαρούμενοι από την επιστροφή του.
«Πότε ήρθες, αδελφέ μου; Πως τα κατάφερες και γύρισες;»
«Πριν λίγο έφτασα Ηράκλειο. Από την Πελοπόννησο, κατάφερα να τρυπώσω σ
ένα εμπορικό πλοίο που πήγαινε στα Χανιά, και από κει ήρθα με τα πόδια». Η Φοίβη
του χάιδεψε τα χέρια και του χαμογέλασε ενώ τα μάτια της έλαμπαν από χαρά.
«Κρίμα να μην είναι κοντά μας…» ψιθύρισε ο Τίτος φέρνοντας στη σκέψη του την
Όλγα.

282
«Έφυγε νωρίς… Δεν άντεξε η καρδιά της τόσο πόνο και αγωνία…» είπε η Φοίβη
και το βλέμμα της σκοτείνιασε, μέσα στη χαρά της είχε λησμονήσει το θάνατο του
Βρασίδα… Με λυπημένη φωνή, είπε τα άσχημα νέα στον Τίτο και την Αριάδνη.
Η Θεοδούλη την άλλη μέρα έμοιαζε άψυχη στο άκουσμα του φοβερού νέου, τα
μάτια της κοίταζαν το κενό και ήταν αμίλητη, ενώ το σώμα της είχε γύρει σαν
ηλιάνθεμο που είχε χάσει για πάντα το φως του ήλιου.
«Το παιδί σου, κόρη μου, έδωσε τη ζωή του για την πατρίδα μας, όπως τόσα
παλικάρια και τώρα είναι αναπαυμένο στα χέρια του Κυρίου μας», ήταν τα λόγια
παρηγοριάς στην ταλαίπωρη μάνα, από τον ιερέα που είχαν καλέσει. «Τώρα έχεις την
κόρη, τα εγγόνια σου και τον άντρα σου…»
Η κόρη τους, η Ροδάμανθη, είδε τους γονείς της τσακισμένους από τη θλίψη για το
χαμό του αδελφού της και αποφάσισε να τους πάρει μαζί της στο Φαλκούνι, όπου
ζούσε με την οικογένεια της και δίδασκε με τον άντρα της στο τοπικό Δημοτικό
σχολείο. Ο Γιώργος δέχτηκε, δεν είχαν πια λόγο να μένουν στην πόλη, δεν περίμεναν
πια κανένα γυρισμό και το σπίτι θα τους θύμιζε το πεθαμένο παιδί τους.
«Παιδί μου, Τίτο, έδωσε ο Θεός και γύρισες στην οικογένεια σου και μπορώ τώρα
να φύγω. Δεν νταγιαντώ να ζω πια εδώ, τώρα που έχασα το Βρασίδα μου, μόνο παιδί
μου άνε δεις και χειροτερεύουν τα πράγματα με τους Γερμανούς, πάρε την οικογένεια
σου και έλα και συ. Το παλιό σας οικογενειακό σπίτι είναι σε καλή κατάσταση και
σας έχω φυλάξει και κει μερικές προμήθειες, για να μη πεινάσετε εσείς και τα
παιδιά». Ο Τίτος, δακρυσμένος, τον αγκάλιασε και του ασπάστηκε το χέρι. Αυτός ο
άνθρωπος στάθηκε πολύτιμος αρωγός, για πολλά χρόνια, στις δύσκολες στιγμές που
πέρασε η οικογένεια του, και τον ένιωθε σα δεύτερο πατέρα του.

283
21

Ήταν αρχές του 1942, και οι θηριωδίες των νέων κατακτητών δεν είχαν τέλος,
δεκάδες χωριά καμένα και λεηλατημένα, εκατοντάδες αθώοι άνθρωποι, όλων των
ηλικιών, νεκροί από ομαδικές εκτελέσεις, επιτάξεις προϊόντων όλων των ειδών και
καταναγκαστική εργασία στα οχυρωματικά έργα των Γερμανών. Από τις πρώτες
μέρες της κατοχής, μέσα από το αίμα και την καταστροφή, γεννήθηκε η Κρητική
Αντίσταση, που όσο περνούσε ο καιρός, δυνάμωνε όλο και πιο πολύ και είχε τη
συμπαράσταση όλου του άμαχου πληθυσμού του νησιού.
Η Κρήτη μεταμορφώθηκε και πάλι σ΄ εκείνο το θεόρατο λαβωμένο πλάσμα που
πάλευε απελπισμένο στη μέση μιας ανταριασμένης θάλασσας. Στα βουνά της, απ
άκρη σ άκρη, μέσα σε σπηλιές και σε χαράδρες, εκεί που άλλοτε ζούσαν σαν τα
αγρίμια και είχαν τα ορμητήρια τους οι ανυπόταχτοι χαΐνηδες, τώρα άρχισαν πάλι να
οργανώνονται εστίες αντίστασης κατά του νέου κατακτητή, με αντάρτες έτοιμους να
πολεμήσουν με ηρωισμό και να δώσουν τη ζωή τους για τη λευτεριά. Πολλοί
συνάδελφοι της Φοίβης, γιατροί απ όλη την Κρήτη, είχαν φύγει για τα βουνά αλλά
και όσοι δεν είχαν φύγει, βοηθούσαν με οποιοδήποτε τρόπο μπορούσαν στο έργο της
Κρητικής Αντίστασης.
Ο Τίτος, δεν μπόρεσε να ανοίξει ξανά το μαγαζί του. Πέρα από τη δυσκολία
εφοδιασμού του, αφού όλα τα προϊόντα ήταν επιταγμένα από τους Γερμανούς, ήταν
εύκολο να μαθευτεί πως ήταν αξιωματικός του Ελληνικού στρατού, και να τον
συλλάβουν οι Γερμανοί ή οι Ιταλοί, και η οικογένεια, αναγκάστηκε να αφήσει το
σπίτι στην πόλη, και να πάει να κατοικήσει στο παλιό σπίτι των Καντιανών, στο
Φαλκούνι. Η Φοίβη δεν δέχτηκε να τους ακολουθήσει λόγω της δουλειάς της και
εξακολούθησε να μένει στο σπίτι τής 25ης Αυγούστου. Στο κρυφό υπόγειο του
σπιτιού, εκεί που κάποτε η κυρά Παπαδιά είχε κρύψει την Ιρένε, τη δούλα που είχε
δραπετεύσει από τον Ιμπραήμ Αγά, τώρα η Φοίβη είχε φτιάξει ένα μικρό ιατρείο για
τραυματισμένους αγωνιστές, που δεν μπορούσαν να πάνε στο νοσοκομείο.
Ένα απόγευμα, παραμονή των Φώτων, καθώς γύριζε από το νοσοκομείο πρόσεξε
μέσα στο σκοτάδι που είχε αρχίσει να πέφτει, δύο σκιές λίγο πιο κάτω από την πόρτα
του σπιτιού της. Έμοιαζαν σαν να ήταν δύο άνθρωποι που συζητούσαν και δεν
κινούσαν υποψίες, μα όταν πλησίασε, είδε τον Λέανδρο Κατρανάκη που

284
συγκρατούσε με κόπο ένα χλωμό νέο άντρα για να μη σωριαστεί. Είχε ένα τραύμα
διαμπερές στον ώμο από σφαίρα και είχε χάσει πολύ αίμα.
Η Φοίβη φρόντισε για αρκετό καιρό τον πληγωμένο άντρα στο υπόγειο και ο
Λέανδρος ήταν διαρκώς κοντά του .
«Μην ανησυχείς Λέανδρε, ο ξάδελφος σου θα γίνει εντελώς καλά. Έχασε πολύ
αίμα, αλλά είναι νέος και ο οργανισμός του άντεξε», του είπε μια μέρα η Φοίβη και ο
Λέανδρος της έπιασε το χέρι κοιτώντας τη στα μάτια. «Έχεις δείξει μεγάλη καλοσύνη
Φοίβη στην οικογένεια μου και σε μένα, δεν ξέρω πώς να σ ευχαριστήσω».
«Βοήθησα εσένα, ένα Έλληνα στρατιώτη και τώρα ένα αγωνιστή για την
ελευθερία μας, νιώθω ικανοποίηση που μπορώ και προσφέρω και γω, έστω και έτσι,
υπηρεσίες στην πατρίδα μας, Λέανδρε».
Πέρασαν οι μέρες και ο ξάδελφος του Λέανδρου έφυγε γιατρεμένος για να
ξαναπάρει τα βουνά. Ο Λέανδρος πριν φύγει κι αυτός για κει, πλησίασε ένα βράδυ το
σπίτι της Φοίβης και χτύπησε δειλά την πόρτα της. Η Φοίβη άνοιξε και τον είδε να
την κοιτά συνεσταλμένα χωρίς να μιλά. «Θα περάσεις μέσα;» Ο Λέανδρος μπήκε στο
σπίτι, προχώρησε λίγο και μετά στάθηκε μπροστά της με τα χέρια του κολλημένα στο
σώμα του σε στάση προσοχής, σα να ετοιμαζόταν να δώσει αναφορά στο λοχαγό του.
Της Φοίβης της ήρθε να βάλει τα γέλια με τη στάση του σώματός του, μα
συγκρατήθηκε και του έριξε μια αυστηρή ματιά.
«Λοιπόν;»
«Φοίβη… Φεύγω για τα βουνά απόψε, αλλά πριν φύγω ήθελα να σου πω… Πριν
φύγω… Να… Ήθελα να ξέρεις πριν φύγω… Πως σ αγαπώ!»
Η Φοίβη, με τα χέρια διπλωμένα στο στήθος, δεν μίλησε. Συνέχισε να τον κοιτά
ενώ θυμήθηκε τα λόγια της Ελένης της ερυθροσταυρίτισσας: «Όσο γενναίος είναι
στον πόλεμο, τόσο δειλός είναι στα ερωτικά…» Ο Λέανδρος έμεινε να την κοιτά σαν
υπνωτισμένος, στο τέλος ψιθύρισε: «Να φύγω τώρα…» Στο τέλος η Φοίβη κατέβασε
τα χέρια και χαμογέλασε, «Μη φύγεις ακόμα…» Ο Λέανδρος στα λόγια της, την
πλησίασε και την αγκάλιασε, φιλώντας τη τρυφερά στα χείλη και κείνη ανταπόδωσε
το φιλί του. Έμεινε μαζί της μέχρι το πρωί. Η Φοίβη, χωρίς να τον ξυπνήσει,
σηκώθηκε και έφυγε για το νοσοκομείο αλλά όταν γύρισε τον βρήκε να την
περιμένει.

285
«Φοίβη, μετά από αυτό που έγινε, πρέπει να παντρευτούμε», της είπε, ενώ την
κρατούσε στην αγκαλιά του. Του χάιδεψε τα μαλλιά. «Μη νιώθεις υποχρεωμένος, το
θέλαμε κι δυο και είμαστε ενήλικες».
«Θέλω να γίνεις γυναίκα μου, όχι επειδή πρέπει, αλλά επειδή σ αγαπώ, Φοίβη».
Πέρασε ο καιρός και συναντιόντουσαν όποτε ο Λέανδρος κατέβαινε κρυφά από τα
βουνά και, μια μέρα, η Φοίβη ένιωσε κάποια ιδιαίτερα συμπτώματα να
αναστατώνουν τον οργανισμό της και ένιωσε ευτυχισμένη, γιατί κατάλαβε πως θα
γινόταν μητέρα.
Παντρεύτηκαν στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία πάνω στο βουνό, εκεί που οι
Γερμανοί δεν τολμούσαν να πατήσουν το πόδι τους, όπως δεν τολμούσαν και οι
προηγούμενοι κατακτητές, οι Τούρκοι. Τους στεφάνωσε ο αντάρτης παπά Γεράσιμος
και πολλοί, που ήταν εκείνη τη μέρα στη χαρά τους, ήταν αντάρτες, ανάμεσα τους ο
Τίτος και συνάδελφοι της γιατροί, που είχαν από καιρό πάρει τα βουνά. Ύστερα από
εννιά μήνες, ο Λέανδρος, δακρυσμένος, κρατούσε αγκαλιά την πρώτη τους κόρη, ενώ
η Φοίβη ξαπλωμένη του χαμογελούσε.
«Προσπάθησε να μη μου σκοτωθείς, δεν θέλω να σε χάσω, ούτε να μεγαλώσει
ορφανό το παιδί μας…»
«Στ΄ ορκίζομαι, θα προσέχω. Φοίβη, θάθελα την κόρη μας, να την ονομάσουμε
Ελευθερία».
«Εντάξει, Λέανδρε», του απάντησε χαϊδεύοντας του τρυφερά το χέρι.
Στις 11 Οκτωβρίου 1944, αποχώρησαν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής από το
Ηράκλειο και στις 12 Ιουνίου 1945, από το λιμάνι της Σούδας, έφυγαν οι τελευταίοι
γερμανοί στρατιώτες. οι «πολιτισμένοι» χριστιανοί κατακτητές, που σε 1400 ημέρες
προκάλεσαν τον ίδιο όλεθρο στο νησί, με αυτόν που είχαν προκαλέσει οι Τούρκοι,
στα 229 χρόνια οθωμανικής κατοχής. Άφησαν πίσω τους χιλιάδες νεκρούς, γυναίκες
παιδιά, ανήμπορους. Κατεστραμμένα χωριά, όπως η μαρτυρική Βιάννος και τα
Ανώγεια και πολλά ακόμη, που το ολοκαύτωμά τους, θα μείνει για πάντα στην
ιστορία για να θυμίζει πως, η ανθρώπινη βαρβαρότητα δεν έχει φυλετική ή
θρησκευτική ταυτότητα ούτε καθορίζεται από το επίπεδο πολιτισμού.
Κάπου κοντά στο χωριό Κεφαλοβρύσι Βιάννου, στη θέση Αργουλίδα, σ΄ ένα
μετόχι, υπάρχει μια πλάκα με τα ονόματα τριών παιδιών, της Ευαγγελίας Βερβελάκη,
8 χρονών, της Μαρίας Βερβελάκη, 12 χρονών και του Στυλιανού Βερβελάκη, 15
χρονών, που βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν, όταν αρνήθηκαν να προδώσουν στους

286
Γερμανούς πού κρυβόταν ο πατέρας τους. Και άνοιξε η Κρήτη το μποξά της, τύλιξε
τρυφερά τα βασανισμένα τους κορμιά και τα κράτησε για πάντα μέσα στην αγκαλιά
της, γιατί από τέτοιες γενναίες ψυχές, σαν αυτών των παιδιών, ήρθε κάποτε η
ελευθερία της από τους Τούρκους, και ήταν αυτές οι ίδιες γενναίες ψυχές, που
πολέμησαν ξανά ηρωικά από τα βουνά της κατά του νέου κατακτητή για να την
ελευθερώσουν.

287
22

Πέρασαν τα χρόνια και η γερμανική κατοχή έγινε μια μακρινή κακή ανάμνηση,
ενώ η ιστορία έγραψε στο βιβλίο της κι άλλα σημαντικά γεγονότα, με τον Εμφύλιο
και τη Δικτατορία να ανοίγουν καινούργιες πληγές στο ήδη βασανισμένο σώμα της
Ελλάδας και ανάμεσα σ αυτές, η κατοχή της μισής Κύπρου από τους Τούρκους.
Χρειάστηκαν αρκετά χρόνια μέχρι η χώρα να ξαναβρεί το χαμένο βήμα της και η
ζωή τον ήρεμο ρυθμό της. Οι επόμενες γενιές, δεν θα γνώριζαν πολέμους και
σκλαβιά, ούτε θα ήταν εξαναγκασμένες να υπακούουν σε αυστηρούς κοινωνικούς
κανόνες για να επιβιώσουν, θα αποφάσιζαν οι ίδιες για τη ζωή τους. Άλλες αγωνίες
και άλλα βάσανα θα είχαν αυτές οι γενιές, όμως θα ήταν ελεύθερες να καθορίσουν οι
ίδιες την πορεία τους προς την ευτυχία.
Ήταν αρχές Σεπτεμβρίου του 1990, είχαν περάσει σαράντα οκτώ χρόνια από τη
γέννηση της Ελευθερίας, της πρώτης κόρης της Φοίβης και του Λέανδρου. Η Φοίβη
ήταν τώρα στα εβδομήντα πέντε της, και ήταν καθισμένη στο σαλόνι του σπιτιού της
25ης Αυγούστου κοντά στο παράθυρο, φορώντας τα γυαλιά της και έπλεκε ένα σεμέν.
Δίπλα της στο τραπεζάκι, ήταν μία κάρτα με ευχές για τη γιορτή της, από την Ελένη
την ερυθροσταυρίτισσα. Είχαν γίνει πια κουμπάρες, αφού στα πρώτα κιόλας χρόνια
της απελευθέρωσης, η Φοίβη την πάντρεψε με τον αγαπημένο της Μίλτο, ενώ η
Ελένη της βάπτισε το δεύτερο παιδί. Έτσι, η υπόσχεση που είχαν δώσει η μία στην
άλλη στα δύσκολα χρόνια του πολέμου, να κουμπαριάσουν και να γίνουν
συντέκνισσες, πραγματοποιήθηκε…
Πιο πέρα, ο Λέανδρος, εβδομήντα τεσσάρων χρονών πια, με άσπρα αραιωμένα
μαλλιά και ένα μικρό μουστάκι, καθισμένος στην κουνιστή καρέκλα του, γκρίνιαζε
επειδή δεν τον άφηναν να πάει στο καφενείο…
«Μπαμπά, είναι πέντε η ώρα και έχει πολύ ζέστη ακόμα. Δεν κάνει, για την πίεση
και την καρδιά σου, να βγεις στο δρόμο», του ΄λεγε η κόρη του, Ελευθερία.
«Καλά σου λέει η κόρη μας! Τι θες, να τρέχουμε πάλι στα νοσοκομεία; Κάτσε κει
που κάθεσαι!» του φώναζε και η Φοίβη.
«Μα όλη μέρα σπίτι θα κάθομαι;»
«Το πρωί δεν πήγες στο μαγαζί του εγγονού μας και κάθισες με τις ώρες;»
«Μπαμπά, άσε να περάσει μια ώρα ακόμα να δροσερέψει λίγο και θα πας!»
Ηρεμούσε λίγο ο Λέανδρος και μετά από λίγο άρχιζε πάλι να γκρινιάζει ώσπου

288
χτύπησε το τηλέφωνο, απάντησε η Ελευθερία και άκουσε τη φωνή της μικρότερης
κόρης της, της Φοίβης, που της τηλεφωνούσε από την Κωνσταντινούπολη. Μίλησαν
για λίγη ώρα και μετά η Ελευθερία κατέβασε το ακουστικό αναστενάζοντας.
«Μακάρι να εύρισκε μια δουλειά εδώ, το ευλογημένο, να μην αναγκάζεται να
τρέχει…» Η νεαρή Φοίβη δούλευε ως tour leader σε μία τουριστική εταιρεία και
εκείνες τις μέρες είχε συνοδεύσει ένα γκρουπ σε μια εκδρομή στην
Κωνσταντινούπολη.
«Άσε το παιδί να κάνει τη δουλειά που του αρέσει! Τι θες; Να το ΄χετε κι αυτό
κλεισμένο εδώ μέσα σαν και μένα!» γκρίνιαξε από την κουνιστή καρέκλα ο παππούς
Λέανδρος. Η Ελευθερία δεν μίλησε, μόνο αντάλλαξε ματιές με τη μάνα της που
κουνούσε το κεφάλι.
Στην Κωνσταντινούπολη, δύο κορίτσια περιφερόντουσαν στην κλειστή αγορά
Kapali Carsi, ώσπου έφτασαν στο Cevahir Bedesten. Η Φοίβη είχε αφήσει το γκρουπ
που συνόδευε ελεύθερο να περιηγηθεί στην αγορά, ενώ αυτή με μία συνάδελφό της
κοιτούσαν τις βιτρίνες με τις αντίκες και τα περίτεχνα ρολόγια. Έψαχνε να βρει ένα
κεχριμπαρένιο κομπολόι για τον γκρινιάρη παππού της και ένα ρολόι αντίκα για να
στολίσει τον παλιό καθρέφτη του σπιτιού. Στο τέλος μπήκαν σ ένα μαγαζί γεμάτο
αντίκες, πολύτιμα αντικείμενα και είδη λαϊκής τουρκικής τέχνης. Στην πόρτα τις
καλωσόρισε, σε άπταιστα αγγλικά, ένας ψηλός όμορφος νέος άντρας με λίγο σχιστά
μάτια και τοξωτά φρύδια. Οι κοπέλες προχώρησαν στο εσωτερικό κοιτώντας το
πλούσιο εμπόρευμα, ώσπου η συνάδελφος της Φοίβης σταμάτησε σε ένα σημείο του
μαγαζιού.
«Φοίβη, νομίζω πως αυτό το κομπολόι είναι πανέμορφο, θ αρέσει πολύ του
παππού σου». Η Φοίβη πλησίασε και άρχισε να το κοιτάζει, όταν άκουσε μία φωνή
από μια γωνιά του μαγαζιού.
«Φοίβη σας λένε;» ρώτησε μία ηλικιωμένη γυναίκα με σπαστά ελληνικά, που
καθόταν σε μία αναπαυτική πολυθρόνα και έπλεκε.
«Μάλιστα!»
«Φοίβη Καντιανού;»
«Καντιανού ήταν το πατρώνυμο της γιαγιάς μου, την έλεγαν Φοίβη Καντιανού…»
«Ζει;»
«Μάλιστα», συνέχισε η Φοίβη να απαντάει έκπληκτη στις ερωτήσεις της
ηλικιωμένης γυναίκας.

289
«Μένει ακόμα στη Βεζίρ Τσαρσί;»
«Στην 25ης Αυγούστου θέλετε να πείτε… ναι ακόμα εκεί μένει… Την γνωρίζετε;»
Η γερόντισσα χαμογέλασε, «Ναι… ήταν η καλύτερη μου φίλη, χωρίσαμε όταν
έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών, ήμασταν πολύ μικρές τότε… Όταν γυρίσεις με το
καλό, δώσε της χαιρετίσματα από τη Φεριχά, ίσως και να με θυμάται…»
«Μου επιτρέπετε να σας βγάλω μια φωτογραφία να της τη δείξω;»
«Ευχαρίστως, αλλά… ένα λεπτό παρακαλώ», «Σελίμ», φώναξε του δισέγγονου
της, «Φέρε μου σε παρακαλώ τις δύο πάνινες κούκλες, που έχω στολισμένες σ εκείνο
το ράφι». Ο νεαρός Τούρκος τις πήρε και τις έδωσε στη γιαγιά του, εκείνη τις πήρε με
τρυφερότητα στα χέρια της, τις ακούμπησε στην αγκαλιά της και χαμογέλασε. «Τώρα
μπορείς να με φωτογραφήσεις, τζιέρι μου».
Η Φοίβη έβγαλε τη φωτογραφία και αφού συνέχισε για λίγο την κουβέντα με τη
ηλικιωμένη γυναίκα, συνέχισε να κοιτά για να βρει το ρολόι τώρα που ζητούσε, αφού
για το κομπολόι είχε αποφασίσει. Ο Σελίμ στο μεταξύ είχε αρχίσει το παζάρι με ένα
πελάτη και στο τέλος έκλεισε η συμφωνία. Η Φοίβη θαύμασε την τέχνη του στο
αλισβερίσι με τους πελάτες και δεν άντεξε να μη του το πει. «Δεν είναι δικό μου το
μαγαζί, του αδελφού μου είναι, αλλά είναι οικογενειακή μας παράδοση το παζάρι!
Εγώ δουλεύω σ΄ ένα τουριστικό γραφείο, οργανώνουμε εκδρομές σε ελληνικά
νησιά». Οι δυο νέοι έμειναν να κοιτάζονται στα μάτια…
Η γριούλα Φοίβη πήρε τη φωτογραφία από το χέρι της εγγονής της έβαλε τα
γυαλιά της και άρχισε να την παρατηρεί, σε λίγο έβγαλε το μαντήλι της και άρχισε να
σκουπίζει τα μάτια της. «Φεριχά… Φεριχά… Τουλάχιστον οι κουκλίτσες μας δεν
χωρίσανε ποτέ, αγαπημένη μου φίλη…»
Πέρασε σχεδόν ένα χρόνος από τότε, και ένα αμάξι έτρεχε στην εθνική οδό της
Κρήτης με κατεύθυνση προς το Ηράκλειο.
«Σελίμ, σταμάτα!» φώναξε η Φοίβη
«Γιατί;»
«Ήταν ένα σκυλάκι χτυπημένο στην άκρη του δρόμου!»
«Τρελάθηκες; Θα χάσουμε τη συνάντηση!»
Σταμάτα, είπα!» Ο Σελίμ έκοψε ταχύτητα, άναψε τα αλάρμ και πήγε στην άκρη
του δρόμου. Η Φοίβη κατέβηκε και έτρεξε στο πληγωμένο ζώο, το σήκωσε
προσεκτικά στην αγκαλιά της και ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο. «Πάμε κατ ευθείαν
στον κτηνίατρο».

290
«Φοίβη! Μας περιμένει ο διευθυντής για τη μηνιαία συνάντηση, τι θα του πούμε;»
«Θα βρούμε καμιά δικαιολογία… Θα του πούμε πως πάθαμε λάστιχο!»
Ο κτηνίατρος είχε βάλει το σκυλάκι στο εργαστήριο πάνω στο χειρουργικό πάγκο,
το είχε ναρκώσει και του έβαζε ορό, ενώ ο Σελίμ και η Φοίβη περίμεναν απ έξω στο
σαλονάκι του κτηνιατρείου. Σε λίγο βγήκε.
«Στο δρόμο το βρήκατε;»
«Ναι».
«Έχει χτυπηθεί άσχημα, υπάρχει περίπτωση να χρειαστεί να του κόψω το
μπροστινό δεξί πόδι, υπάρχει μία πολύ μικρή πιθανότητα όμως και να μη χρειαστεί.
Θα απευθυνθείτε σε κάποιο φιλοζωϊκό σύλλογο, για να δημοσιεύσει εκκλήσεις για να
υιοθετηθεί και για την ανάληψη μέρους των εξόδων περίθαλψης του;»
«Όχι, εμείς θα αναλάβουμε τα έξοδα και θα το υιοθετήσουμε». Ο Σελίμ, όταν
άκουσε τη Φοίβη, γύρισε και την κοίταξε αλλά δεν μίλησε.
«Ωραία, να ετοιμάσω μερικά χαρτιά και θα σας ενημερώσω για το τι πρέπει να
γίνει», είπε ο γιατρός και ξαναμπήκε στο εργαστήριο του.
«Αν μείνουμε άνεργοι, πώς θα συντηρήσουμε το σκυλάκι;» ρώτησε ο Σελίμ με
σιγανή φωνή. Η Φοίβη χαμήλωσε το κεφάλι, «Λες να μας απολύσουν;» Ο Σελίμ τότε
τύλιξε με το χέρι τους ώμους της. «Μαζί να ΄μαστε, κι ας είμαστε απολυμένοι…»

291
23

«Θεούλη μου! Λείπει μια εφημερία από την Παρασκευή! Τι κάνουμε τώρα;»
φώναξε η Μαγδαληνή Καντιανού, η δισέγγονη του Τίτου, ο οποίος ζούσε κι αυτός
ακόμα, αλλά δεν γκρίνιαζε όπως ο παππούς Λέανδρος, αφού δεν θυμόταν, εξ αιτίας
της άνοιας που τον ταλαιπωρούσε, για τί πράγμα θα μπορούσε να γκρινιάξει. Ήταν
Αύγουστος του 1999 και η Μαγδαληνή δούλευε στη Γραμματεία του Κέντρου
Υγείας, στο Φαλκούνι. Μόλις την άκουσε η συνάδελφός της, έτρεξε τρομοκρατημένη
και πήρε την κατάσταση από τα χέρια της Μαγδαληνής, την κοίταξε και ξεφύσηξε.
«Μάγδα, χρειάζεσαι επειγόντως διακοπές, εδώ είναι και η δεύτερη εφημερία,
νάτη!» Η Μάγδα ακούμπησε την πλάτη στην καρέκλα και έφερε την παλάμη στο
μέτωπο της.
«Ναι, τις χρειάζομαι! Ευτυχώς που ξεκινάει η ρημαδοάδεια μου τη Δευτέρα και θα
φύγουμε αμέσως για διακοπές…»
«Με ποιους θα πας; Ο ένας, είναι ο Γιάννης σίγουρα! Ποιοι άλλοι θάναι; Και για
πού με το καλό;»
«Είμαστε παρέα, θα είναι και ο Γιάννης φυσικά! Μερικοί φίλοι και τα ξαδέλφια
μου η Φοίβη και ο Σελίμ με τον γιο τους τον Κερέμ. Λέμε να πάμε νοτιοδυτική
Κρήτη και ελπίζω να βρούμε να μείνουμε κάπου τέτοια εποχή».
Τη Δευτέρα νωρίς το πρωί ξεκίνησαν τα δύο αυτοκίνητα με την παρέα και ο
πρώτος σταθμός τους ήταν οι Βρύσες, στα Χανιά. Εκεί, αφού έφαγαν για πρωινό
μυζηθρόπιτα ξεκίνησαν πάλι, με κατεύθυνση προς το Φραγκοκάστελλο και μετά για
Σφακιά. Τα επιβλητικά ορεινά τοπία με τα παλιά γραφικά χωριά, τους έκαναν κάθε
τόσο να σταματούν για να βγάζουν φωτογραφίες, ώσπου κατά το μεσημέρι έφτασαν
στο Φραγκοκάστελλο. Η παρέα κατάφερε με δυσκολία να βρει δωμάτια για ένα
βράδυ, αφού ήταν Αύγουστος και οι πληρότητες ήταν σχεδόν στο εκατό τις εκατό.
Την άλλη μέρα πήραν το δρόμο για τα Σφακιά και λίγη ώρα πριν φτάσουν, είδαν
πάνω σ ένα βουνό σκαρφαλωμένο ένα παλιό μοναστήρι του Άη Γιώργη. Ήταν τόσο
εντυπωσιακό, που θέλησαν να το επισκεφτούν. Ήταν μία πολύ παλιά Μονή,
πετρόκτιστη, με ψηλούς τοίχους, καμάρες και μεγάλα πιθάρια με βασιλικούς και
βότανα. Μπήκαν μέσα στην εκκλησία του μοναστηριού και κοίταζαν τις παλιές
εικόνες με τη θαυμάσια αγιογραφική τέχνη Βυζαντινής περιόδου. Σε λίγο

292
σταμάτησαν σε μία μεγάλη εικόνα όπου ήταν αγιογραφημένος ο Μιχαήλ
Αρχάγγελος, σε φυσικό μέγεθος.
Η εικόνα του ήταν γεμάτη με τάματα, όπως και του Αγίου Γεωργίου, αλλά αυτό
που έκανε εντύπωση ήταν ένα χρυσοπλούμιστο σπαθί, τοποθετημένο λίγο λοξά στην
εικόνα. Ήταν βγαλμένο κατά το ήμισυ από τη θήκη του και επάνω στο ατσάλι ήταν
χαραγμένες οι λέξεις: Μιχαήλ Ανταριανός - Κρης Χριστιανός – Ελευθερία Κρήτης -
Σφακιά εν έτη 1770.
Έμειναν να θαυμάζουν το δυνατό αυτό όπλο και να προσπαθούν να φανταστούν
τον πολεμιστή που το κρατούσε, όταν τους πλησίασε ένας νεαρός Μοναχός.
«Είναι τόσο παλιό όσο αναφέρει το χάραγμα του και έχει πάρει μέρος σε πολλές
μάχες για την ελευθερία», τους είπε.
«Πώς βρέθηκε στην εικόνα;»
«Ένας πολεμιστής, απόγονος της οικογένειας, το έταξε στον Αρχάγγελο σε μια
δύσκολη στιγμή στον πόλεμο του 40. Περισσότερα δεν ξέρω, όμως αν πάτε στα
Σφακιά θα τον βρείτε. Έχει μια μεγάλη ταβέρνα με ένα μπαράκι και από πάνω
ενοικιαζόμενα δωμάτια. Το όνομα του είναι Μιχάλης Ανταριανός και είναι απόγονος
αυτού του ανθρώπου, ρωτήστε τον να σας πει την ιστορία».
Η παρέα κατευθύνθηκε προς τη χώρα Σφακίων και στάθηκε στο πλάτωμα να
θαυμάσει την ανεπτυγμένη τουριστικά ιστορική πόλη. Τριγυρνώντας αργότερα στους
δρόμους της, ανακάλυψαν ανάμεσα σε άλλες, την ταβέρνα του Ανταριανού, που ήταν
γεμάτη τουρίστες. Τα γκαρσόνια πηγαινοερχόντουσαν από το μαγαζί στα τραπέζια
των πελατών φουριόζικα, φορτωμένα με δίσκους, ενώ στην πόρτα στεκόταν ένας
ρωμαλέος καστανόξανθος άντρας με γαλάζια μάτια και πλούσια γένια. Η Φοίβη
κοιτάζοντας τον, τον φαντάστηκε να κρατάει το βαρύ σπαθί και να χτυπάει ανηλεώς
τον εχθρό.
«Καλώς μας ήρθατε! Από πού μας έρχεστε;» τους είπε ο άντρας που έστεκε στην
πόρτα.
«Από το Ηράκλειο», του απάντησαν.
«Καθίστε, έχει ένα μεγάλο τραπέζι κοντά στη θάλασσα». Κάθισαν και ο ξανθός
γίγαντας τους πλησίασε, «Τι να σας φέρω κατ αρχήν για να ξεδιψάσετε; Έχουμε
βαρελίσια μπύρα παγωμένη και ωραίο κρασί παραγωγής μας κόκκινο και λευκό
παγωμένο και φυσικά ρακί, αλλά αυτή για το τέλος». Η παρέα παράγγειλε και
κάποιος απ την παρέα ρώτησε: «Είστε ο κύριος Ανταριανός;»

293
«Όϊ, γκαρσόνι είμαι, ο ιδιοχτήτης είναι μέσα! Θέλετε να τον φωνάξω;»
«Όχι, γιατί μάλλον θα έχει δουλειά, είδαμε ένα σπαθί στο μοναστήρι του Αγίου
Γεωργίου και μας έκανε εντύπωση η ημερομηνία».
«Ναι! Ήταν του προπάτορα του, του Μιχάλη Ανταριανού, γενναίος άντρας, δεν
υπήρχε πόλεμος που να μη πολεμήσει κι αυτός και τα κοπέλια του… Τότεσες, εκείνα
τα χρόνια, μας βλέπαν οι Οθωμανοί και τρέχαν να κρυφτούν! Ωραίες εποχές!» είπε ο
γίγαντας κοιτώντας ψηλά με μισόκλειστα μάτια, σα να οραματιζόταν τον εαυτό του
να κυνηγάει με μια σπάθα Τούρκους, σε βουνά και κάμπους, και αφού χάιδεψε τη
γενειάδα του ευχαριστημένος, έφυγε για να φέρει την παραγγελία τους.
Σε λίγο, την ώρα που έτρωγαν, ξεπρόβαλλε από το μαγαζί ένας άντρας περίπου
σαράντα χρονών. Είχε γαλαζοπράσινα μάτια, ένα περιποιημένο στριφτό μουστάκι,
και ήταν μετρίου αναστήματος. Έψαξε γύρω με το μάτι ώσπου το βλέμμα του έπεσε
στην παρέα της Φοίβης και της Μαγδαληνής, και τους πλησίασε.
«Όλα καλά; Θέλετε να σας φέρουμε κάτι άλλο;» τους ρώτησε και αφού η παρέα
δεν ήθελε κάτι ακόμα αυτός συνέχισε: «Μου είπε ο Μανούσος πως είδατε το σπαθί
του παππού μου στο Μοναστήρι. Αυτό λοιπόν, παράγγειλε να του το φτιάξουν, η
γυναίκα του Μιχάλη Ανταριανού, η Θεονύμφη, παραμονές που ήταν να ξεσπάσει η
επανάσταση του Δασκαλογιάννη, το 1770. Το σπαθί αυτό έχει πολεμήσει σε πολλά
μέρη της Ελλάδας μας. Πρώτα εδώ, μετά πάνω στην Πελοπόννησο, μετά πάλι εδώ,
ύστερα στη Μακεδονία και στη Μικρά Ασία. Το 1940, όταν πολεμούσε ο παππούς
μου στην Αλβανία, ήταν 8 Νοέμβρη, γιόρταζε εκείνη τη μέρα. Τον είχαν στριμώξει,
λοιπόν, αυτόν και τρείς ακόμα στρατιώτες, οι Ιταλοί, σε μια κόχη του βουνού στα
χιόνια, και τους πολυβολούσαν ασταμάτητα. Ο ένας στρατιώτης σκοτώθηκε και
πλησίαζε η σειρά τους, ώσπου μερικές βολές χτύπησαν ένα τεράστιο βράχο δίπλα
τους και του ξεκόλλησαν ένα μεγάλο κομμάτι, τότενες εμφανίστηκε μια βαθιά
σπηλιά, χωθήκαν μέσα και γλύτωσαν. Όταν γύρισε ο παππούς από τον πόλεμο, πήρε
το σπαθί και το τοποθέτησε στην εικόνα του Μιχαήλ Αρχαγγέλου».
Μια άλλη παρέα που καθόταν στο διπλανό τραπέζι άκουγε με προσοχή την
ιστορία του Ανταριανού, αυτός το πρόσεξε και όταν τελείωσε την διήγηση του τους
ρώτησε: «Εσείς, από πού μας ήρθατε;»
«Από τα Χανιά, και μας, πολέμησαν οι παππούδες, αλλά το επώνυμο μας το
πήραμε από τα Γεωργαλίδικα άλογα που έκτρεφαν, μας λένε Γεωργαλήδες».

294
«Ακουστή είναι η γενιά σας!» Μετά γύρισε πάλι στην παρέα της Φοίβης και
κοίταξε τον Σελίμ, «Εσύ παλικάρι μου, που μιλάς σπαστά ελληνικά, από πού είσαι;»
«Εγώ γεννήθηκα στην Τουρκία, αλλά πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι
πρόγονοί μου ζούσαν στο Ηράκλειο».
«Και ήταν πολύ καλοί άνθρωποι!» είπε η Φοίβη και αγκάλιασε τον Σελίμ.
«Το πιστεύω», είπε χαμογελαστά ο Ανταριανός, «Μανούσο, φέρε κρασί!» φώναξε
και σε λίγο γέμισαν όλοι τα ποτήρια τους και τα ύψωσαν..
«Στην αγάπη και στην αδελφοσύνη!» φώναξε ο Μιχάλης Ανταριανός και όλοι
ήπιαν το κρασί τους μονορούφι.

295
Επίλογος

Υπάρχουν μαρτυρίες που αναφέρουν πως κάποιες χρονιές, τέλη Μαΐου με αρχές
Ιουνίου, πριν ανατείλει ο ήλιος στο Φραγκοκάστελλο, με την πρωινή δροσιά μέσα
στη ρόδινη πάχνη της χαραυγής, διαγράφεται μια σειρά από ανθρώπινους ίσκιους να
προχωρούν. Λένε πως είναι οι ψυχές εξακοσίων στρατιωτών, με τον αρχηγό τους
Χατζημιχάλη Νταλιάνη, να πηγαίνει μπροστά. Οι ίσκιοι παρελαύνουν ετοιμοπόλεμοι
από το έρημο Μοναστήρι του Αγίου Χαραλάμπους προς το Φραγκοκάστελλο και
ύστερα χάνονται στο Νότιο Κρητικό Πέλαγος. Τους ονομάζουν Δροσουλίτες και
είναι απεσταλμένοι μίας άλλης εποχής, που έχουν σαν σκοπό με την εμφάνιση τους
να υπενθυμίζουν στις επόμενες γενιές ανθρώπων πως, όσο άνισος κι αν είναι ο
αγώνας, δεν πρέπει να δειλιάζουν, αλλά να συνεχίζουν να μάχονται και να διεκδικούν
με κάθε τίμημα τα υπέρτατα αγαθά της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και του
σεβασμού στην ανθρώπινη ζωή.
Νοέμβριος 2021

ΤΕΛΟΣ

296
Κύρια πρόσωπα 4ης ενότητας.
Όλγα Καντιανού Η ζωή της είναι γεμάτη με σκληρές δοκιμασίες. Ζει ένα μεγάλο
έρωτα και στο τέλος λυγίζει.
Δημήτρης Καντιανός Σύζυγος της Όλγας, απόγονος του Ανδρέα Καντιανού.
Τίτος Καντιανός Γιος της Όλγας και του Δημήτρη
Φοίβη Καντιανού Κόρη της Όλγας και του Δημήτρη
Μαρία Αδελφή του Δημήτρη Καντιανού. Χήρα με δύο παιδιά.
Λευτέρης Γιος της Μαρίας
Γιώργος Γιος της Μαρίας
Θεοδούλη Σύζυγος Γιώργου.
Βρασίδας Γιος του Γιώργου και της Θεοδούλης.
Ροδάμανθη Κόρη του Γιώργου και της Θεοδούλης.
Ασλάν Απόγονος του Μουράτ Αγά και γείτονας του Δημήτρη και της Όλγας.
Ντενίζ Σύζυγος του Ασλάν.
Φεριχά Εγγονή του Ασλάν και της Ντενίζ και αγαπημένη φίλη της μικρής Φοίβης.
Στέλιος Κοραντάκης Νεκρός στρατιώτης.
Αριάδνη Κοραντάκη Αδελφή νεκρού στρατιώτη και μετέπειτα σύζυγος του Τίτου
Καντιανού.
Ιάκωβος Κατρανάκης Επιστήθιος φίλος του Τίτου Καντιανού, στο τέλος τον
προδίδει.
Θεμιστοκλής Κατρανάκης Ξάδελφος του Ιάκωβου Κατρανάκη.
Λέανδρος Κατρανάκης Γιος του Θεμιστοκλή Κατρανάκη.
Ελευθερία Κατρανάκη Κόρη της Φοίβης Καντιανού και του Λέανδρου.
Φοίβη Κόρη της Ελευθερίας και εγγονή της Φοίβης και του Λέανδρου.
Σελίμ Εγγονός της Φεριχά και απόγονος του Κερέμ (1η ενότητα).
Μαγδαληνή Καντιανού Δισέγγονη του Τίτου Καντιανού.
Μιχάλης Ανταριανός Απόγονος του Μιχάλη Ανταριανού (2η ενότητα).
Μανούσος Σερβιτόρος στην ταβέρνα του Μιχάλη Ανταριανού.
.

297
298

You might also like