You are on page 1of 24

Όχι η ύπαρξη αλλά η γνώση είναι δίχως ελπίδα, γιατί στα οπτικά ή μαθηματικά σύμβολα που

οικειοποιείται και διαιωνίζει την ύπαρξή ως σχέδιο – Horkheimer & Adorno

Λογική και Τρέλα

Δεν υπάρχει καμιά ιστορία της τρέλας που να μην είναι ιστορία της λογικής. Η απόπειρα του
Foucault να εντοπίσει τη διαδρομή της σιωπής και του λόγου του τρελού κατά τους αιώνες είναι
η αναζήτηση για την ερμηνεία αυτού που τελικά είναι «ο μονόλογος της λογικής για την τρέλα».
Όμως μέσα σε ένα τέτοιο μονόλογο υπάρχει μια πράξη που θα αποδειχτεί ουσιαστική για την
εξέλιξη της τρέλας, με το να την εγγράψει στη γλώσσα εκείνων που ακούν και κρίνουν, και με
τον περιορισμό της έκφρασης της μέσα σε μια ξένη λογική. Η ιστορία της τρέλας είναι εκείνη της
σταδιακής εξέλιξης των αξιών, των κανόνων, των απόψεων και των συστημάτων εξουσίας· το
τελευταίο αποτελεί κρίσεις πάνω στις οποίες βασίζεται η κοινωνική ομάδα και που φέρουν την
εγγραφή όλων των φαινομένων που επηρεάζουν τη διαδικασία της οργάνωσης της κοινωνικής
ζωής.

Μέσα στους αιώνες, το λογικό και το παράλογο καταλήγουν να συνυπάρχουν, ενώ παραμένουν
διακριτά. Όμως έρχονται πιο κοντά μόλις η λογική βρεθεί σε θέση να εξουδετερώσει τη τρέλα
αναγνωρίζοντας την ως τμήμα της, όπως και με το να ορίζει ένα ξεχωριστό χώρο για την ύπαρξη
της. Μια τέτοια διαδικασία σημαίνει μόνο τη μετάβαση της τρέλας από τραγική εμπειρία στο
κόσμο σε αμαρτία, ενοχή, σκάνδαλο, καταδίκη, και αντικειμενοποίηση του άλογου – στοιχεία που
κατά τη κριτική μας άποψη, είναι ακόμη ενσωματωμένα και παρόντα στη τρέλα. Ούτε και απλά
αντιπροσωπεύει τα σημεία ενός ανιμαλισμού που εμφανίζεται ή που ανθίζει για όσο η λογική
είναι ικανή να την βλέπει κριτικά, να τη ξεχωρίζει, να τη ξεδιαλέγει. Ούτε είναι απλά ένα μέτρο
του βαθμού που οι φόβοι και οι δυστυχίες των ανθρώπων εξουδετερώνονται από τα
βασανιστήρια, τη καταστολή, την αυθεντία, την επιστήμη και την εξουσία.

Στις μεταβάσεις αυτές υποτίθεται ένας κοινός παρονομαστής. Είναι η ποσότητα και η ποιότητα
του χώρου που είναι διαθέσιμος σε ένα πρόσωπο για να εκφράσει τις ανάγκες του σώματος
του/της και την υποκειμενικότητα (ορισμένη ως τη σχέση μεταξύ του σώματος κάποιου προς τα
άλλα σώματα και υποκειμενικότητες) μέσα από το λογικό και το παράλογο, την υγεία και την
ασθένεια, το πραγματικό και το ψεύτικο.

Το σημείο ενδιαφέροντος εδώ δεν είναι με προβλήματα συμπόνοιας, δικαιοσύνης, ανοχής,


συνείδησης και γνώσης μπροστά στο πόνο, την ήττα ή την αποτυχία. Είναι με όλα αυτά, όμως
την ίδια στιγμή με κάτι πιο οικουμενικό και εκτεταμένο που κατανοεί το πρόσωπο στην ολότητα
των αναγκών και των επιθυμιών του, έχει επίσης να κάνει με τις νοοτροπίες που υιοθετούν και
από τη κοινωνική ομάδα που τοποθετείται κανείς και από τον οργανισμό που πρέπει να
απαντήσει σε τέτοιες ανάγκες και επιθυμίες μπροστά από αυτή την ολότητα.

Μέχρι η συλλογικότητα να αποκτήσει τη δύναμη να εκφράσει τις ανάγκες της καθώς απαιτήσεις
που απαιτούν απαντήσεις, η τρέλα, το ντελίριο, η βία, η επισφάλεια, τα θρησκευτικά πιστεύω και
τελετές μπλέκονται και συγχέονται στη φτώχια μιας ύπαρξης υπό τη μόνιμη απειλή ενός
σκληρού θανάτου. Όλα αυτά ενώ, αξιακές κρίσεις, όπως εκείνες για τη κτηνοβασία, το λάθος,
την αμαρτία, την ενοχή, την αθλιότητα, την αταξία και την ανηθικότητα παραμένουν τυπικές στις
μορφές του παράλογου. Είναι όμως κοινές στους πολλούς τρόπους με τους οποίους μπορεί αν
εκφράζεται η φτώχια, η καταστολή, η βρωμιά, η ασθένεια και η ανέχεια. Το πρόσωπο της πείνας
δεν απέχει πολύ από εκείνο της τρέλας· οι φωνές τους ματαιώνονται αν κανείς δεν τις ακούει ή
αν τους αρνηθούν το δικαίωμα να μιλήσουν.

Σε μια περίοδο ανοχής, η τρέλα συγχέεται με τη ζωή. Αν, στη διάρκεια του Μεσαίωνα, η τρέλα
γεννούσε τέρατα, η ίδια η ζωή δεν μπορούσε να είναι μακριά από τα τέρατα που γεννήθηκαν
από αυτή. Λιμοί, επιδημίες, λοιμοί, θρησκευτικά πιστεύω, τελετές, σκληρότητα, καταπίεση και
επιβολή διαμορφώθηκαν από την ίδια βία που διαμόρφωσε τα τέρατα. Δεν παράγει η θρησκεία
τον ίδιο τρόμο από τον οποίο είναι φτιαγμένη;

Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, σύμφωνα με ένα πνεύμα φιλευσπλαχνίας και ευλάβειας, τα
λεπροκομεία και τα πτωχοκομεία προσφέρουν καταφύγιο όχι στην ασθένεια αλλά σε μια ανέχεια
που είναι άρρωστη. Με τον ίδιο τρόπο οι φυλακές στεγάζουν εκείνη τη φτώχια που εκφράζεται
μέσα από το παράλογο και απειλεί την πολιτική κοινωνία και τα κοινά πιστεύω, και που μέχρι
τώρα ήταν διανθισμένες με τα ανάμικτα στοιχεία της λογικής και του παραλόγου. Το ντελίριο, ως
η υποκειμενική έκφραση του τρελού προσώπου – η ετυμολογική του προέλευση σημαίνει
«βγαίνω από τη τροχιά» – είναι ακόμη η διαμεσολάβηση μεταξύ μιας υπέρβασης που περικλείει
και εξηγεί τα πάντα και το κόσμο της ανέχειας και της σκληρότητας, αιτιολογημένη από μια
υπερβατικότητα και που με την οποία συγχέεται. Η τρέλα δεν έχει ακόμη αυτόνομη φωνή, επειδή
οι ανάγκες του υγειούς/ασθενούς προσώπου στερούνται φωνής και η απάντηση στις ανάγκες
αυτές αφήνεται στη φιλανθρωπία και τη τιμωρία. Για όσο η ανέχεια φιμώνεται, η τρέλα μπορεί να
μπερδευτεί με τη κοινή γλώσσα των αναγκών, ως ακόμη ανεκπλήρωτες, ενώ οι ελάχιστοι που
έχουν τα μέσα για επιβίωση βρίσκουν τρόπους για να επιβιώσουν από μόνοι τους. Οι ορισμοί
που δίνονται για τη τρέλα εντοπίζονται στο μαγικό, θρησκευτικό, τελετουργικό κόσμο που
γονιμοποιεί το πολιτισμό και που περικλείει τη τρέλα και τη φτώχια, με τον ίδιο τρόπο, μέσα στην
ολότητα των φυσικών/υπερφυσικών ανθρώπινων φαινομένων.

Τη στιγμή που εξαθλιωμένος αρχίζει να ανακτά τα δικαιώματα του, μπαίνει σε κίνηση μια
λειτουργία που εξατομικεύει και διαχωρίζει τις διάφορες φωνές μεταξύ τους ώστε να αποφύγει
να απαντήσει στην οικουμενική φύση των εκκλήσεων τους. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν, που σε αυτή
την ιστορική στιγμή, ξεχωρίζει πρώτα η φωνή της τρέλας.

Όταν ο Pinel – μέσα στη λογική του Διαφωτισμού και υπό την ώθηση των χειραφετικών τάσεων
της Γαλλικής Επανάστασης – ελευθερώνει τους τρελούς από τις αλυσίδες που τους ένωναν με
την μικροπαραβατικότητα, κοροϊδεύοντας τον εαυτό του πως τους έδωσε φωνή με το να τους
αποδώσει την αξιοπρέπεια της ασθένειας, πρακτικά αρχίζει να διαχωρίζει το κόσμο της
εξαθλίωσης και του παράλογου. Δίνει έτσι στη τρέλα, που συγχέονταν κάποτε με την ανθρώπινη
εξαθλίωση, ένα ποιοτικά διαφορετικό νόημα. Αυτό περιλαμβάνει την κατάτμηση όλο και πιο
επιτακτικών και οικουμενικών απαιτήσεων των μαζών και τη δόμηση μιας νέας λογικής που,
εστιάζοντας σε συγκεκριμένες τεχνικές απαντήσεις, όπως η φρενολογία, επιτρέπει την
αποτροπή της ικανοποίησης τους. Όταν οι σιωπηλές μάζες, αποστερημένες από μια φωνή ως
τώρα, είναι έτοιμες να μιλήσουν, η λογική, που ήδη ταυτίζεται με την εξουσία, αρχίζει να ορίζει
για το καθένα τους τρόπους, τους χρόνους, και τα μέρη που μπορεί να μιλήσει· και το κάνει
πάντοτε με όρους γλώσσας και λογικής που, με την κατάτμηση των ανθρώπινων αναγκών,
αρνείται έμμεσα πως είναι οικουμενικές.

Η μετάβαση από τη φυλακή στο άσυλο – πέρα από το ανθρωπιστικό νόημα που εμπεριέχεται
στη διεργασία αυτή που θεώρησε δεδομένο πως εγκληματίες και αλήτες ανήκουν σε
διαφορετικό υποείδος που τους αξίζουν οι φυλακές, τα μπουντρούμια, το μαρτύριο και τα
βασανιστήρια – στη πράξη αρχίζει να αποδυναμώνει τη φωνή της τρέλας, ενώ ταυτόχρονα
αναγνωρίζει στην ασθένεια το δικαίωμα να μιλά. Η εγκληματικότητα και η τρέλα, αντιληπτές ως
φαινόμενα του φυσικού και του υπερφυσικού, διαθέτουν έναν αδάμαστο χαρακτήρα· η φυλακή
χωρίζει και τιμωρεί υποτιθέμενους εγκληματίες, δίχως πρόθεση ή δυνατότητα να τους
τροποποιήσει ή να τους διορθώσει. Η ύπαρξη στους ανθρώπους και των δυο πιθανοτήτων που
τιμωρούνται όταν αντιπροσωπεύουν απειλή στη συλλογικότητα ή στις αξίες της, αναγνωρίζεται
έμμεσα σε αυτό το κοινό διαχωρισμό. Έτσι η εγκληματικότητα και η τρέλα εκφράζονται με όρους
μιας κρίσης που, όπως η αντικειμενοποιημένη πράξη που τις διαχωρίζει, έχει μόνο τιμωρητικό
νόημα.

Η απομάκρυνση της τρέλας από αυτό το μπερδεμένο αμάλγαμα παράλογου και ενοχής
καλυμμένο με φτώχια, και την αξιοπρέπεια να αποδίδεται πάνω της ως ασθένεια, υπονοεί μια
κριτική διαδικασία. Η λογική αρχίζει να ξεχωρίζει αυτό που της μοιάζει από εκείνο που είτε δεν
αναγνωρίζει ή αποδέχεται ως δικό της μόνο όταν το περιχαρακώνει ή το κυριαρχεί, βάζοντας
όρια γύρω από τη φτώχια που το αιτιολογεί. Αυτό που αρχικά ήταν δεκτό ως μια από τις πολλές
πιθανότητες διαθέσιμες για τα ανθρώπινα όντα, και αργότερα τιμωρούνταν σκληρά όταν
απειλούσε τη συλλογική ζωή, τώρα γίνεται ένα αντικείμενο συμπόνοιας και κατανόησης. Με τον
ίδιο τρόπο, η ευθύνη για κάθε πράξη τώρα αποδίδεται στο παράλογο, και όχι πλέον στο άτομο,
που η λογική το οικειοποιείται από τη στιγμή που ξεγυμνώνεται από κάθε ευθύνη. Αποθέτοντας
την ευθύνη στο παράλογο, η λογική, σε αυτή την ανθρωπιστική και επιστημονική πράξη, κρατά
το παράλογο άτομο υπό τον έλεγχο της. Καθώς η λογική δεν μπορεί να τιμωρήσει άτομα για τις
απεχθείς πράξεις τους, θα επιβάλει τιμωρία στο άτομο συνολικά επεκτείνοντας τις κυρώσεις της
σε όλες τις συμπεριφορές, θέτοντας έτσι σε κίνηση τη διαδικασία ελέγχου και συμπεριφορικής
αλλαγής γύρω από τα οποία θα αναπτυχθούν η αγωγή και η θεραπεία. Το ντελίριο, ως
υποκειμενική έκφραση της τρέλας, με το τρόπο αυτό αντικειμενοποιείται ως ο πιθανός πυρήνας
της ακοινωνικής συμπεριφοράς. Το ντελίριο τώρα θεωρείται απειλή, που αν και πλέον δεν είναι
τιμωρίσιμο, πρέπει να ελεγχθεί, να αποτραπεί, να διορθωθεί, να τροποποιηθεί, δηλαδή να
θεραπευθεί. Η τρέλα εξαφανίζεται στην αντικειμενοποίηση του ντελίριου ως ασθένεια.

Μια τέτοια διαδικασία θα έχει σημαντικές συνέπειες στην εξέλιξη της τρέλας· αυτό που θα γίνει
μετά από αυτό το διαχωρισμό θα κάνει την ανάλυση αυτής της ιστορικής στιγμής σημαντική.
Όταν ο Λόγος αρχίζει να κρίνει τη τρέλα, η απόσταση μεταξύ λογικής και παράλογου είναι ήδη
θεμελιωμένη: είναι η απόσταση μεταξύ το υποκειμένου της κρίσης και του αντικειμένου υπό
κρίση. Η αντικειμενοποίηση του παράλογου είναι η αναγκαία προϋπόθεση για την κυριαρχία· το
παράλογο θα επιτραπεί να υπάρχει ως κομμάτι της λογικής μόνο στο βαθμό που ήδη έχει
αντικειμενοποιηθεί από αυτή. Πρέπει κανείς να τονίσει πως η Εποχή του Λόγου, στη διάρκεια
του ξεκίνησε αυτή η διαδικασία διαφοροποίησης των αναγκών ξεκίνησαν στο όνομα του
θριάμβου του ανθρώπου πάνω στη φύση, αντιστοιχεί στη γέννηση της λογικής μιας νέας
εξουσίας, και με τη καθιέρωση της αστικής λογικής ως της μόνης αναγνωρισμένης. Αυτή η
διαδικασία ξεδιαλέγματος και διαχωρισμού του λόγου και του παραλόγου, επιτρέπει την
αποσύνδεση της νέας λογικής από εκείνη που, ακολουθώντας τη λογική των αναγκών και των
επιθυμιών του ίδιου, εκφράζεται με τη δική της γλώσσα, και έτσι υπονομεύει έμμεσα τις λογικές
βάσεις της νέας εξουσίας. Δίνοντας ένα όνομα στη μπερδεμένη γλώσσα έτσι σημαίνει τη
προστασία της λογικής της εξουσίας, αναγκάζοντας έτσι την τρέλα να εκφραστεί με όρους ενός
αποκωδικοποιητικού κώδικα που έχει ετοιμαστεί από τη νέα λογική.

Όταν η λογική, σε αυτές τις βάσεις, δίνει φωνή στη τρέλα ή αρχίζει να ακούει, η αδυναμία
επικοινωνίας των δυο γλωσσών γίνεται αξεπέραστη. Όποιος επιτρέπει στο άλλο να μιλήσει
ορίζει επίσης τους τρόπους μέσα από τους οποίους η τρέλα πρέπει να εκφράσει τον εαυτό της
με κίνδυνο να αποκλειστεί για πάντα από τα πεδία της ανθρώπινης κατανόησης, η κυρίαρχη
λογική έχει γίνει ο Ανθρώπινος Λόγος. Η ρήξη είναι ανεπανόρθωτη· επιβάλλοντας τη δική της
γλώσσα στη τρέλα, η λογική την αποτρέπει από το να μιλήσει ποτέ με τη δική της φωνή και να
εκφράσει τι είναι, ακόμη και αν, στη διάρκεια των αιώνων, θα συνεχίσει να επιτρέπει στη τρέλα
μια [ξένη] φωνή.

Αυτό που κάποτε ήταν απλά η σκληρή τιμωρία του παράλογου σε φυλακές, κελιά και με το
βασανισμό αποκτά, χάρη στις ιατρικές παρεμβάσεις που την αναγνωρίζει ως ασθένεια, το νόημα
της φιλανθρωπίας, της φροντίδας και της θεραπείας. Η φιλανθρωπία, η φροντίδα και η θεραπεία
που, μέσω έμμεσης, αλλά τελικής επιβεβαίωσης της ανικανότητας επικοινωνίας της γλώσσας
της τρέλας σε σύγκριση με την λογική της εξουσίας, μεταφράζονται ξανά σε τιμωρία. Έτσι
επηρεάζουν τους ίδιους διαχωριστικούς τρόπους και τις όμοιες αξιακές κρίσεις που συμμετέχουν
σε όλα τα φαινόμενα του παράλογου που περιέχονται και ελέγχονται από τη λογική. Το ότι η
τρέλα γίνεται «ψυχικά ασθένεια» και της αποδίδεται μια αξιοπρέπεια και δική της θέση δεν
αλλάζει το γεγονός πως για βεβαιώσει τη κυριαρχία και τη διαφοροποίηση της, η λογική
συνεχίζει να τη ξεχωρίζει, διαχωρίζοντας την πίσω από τα ίδια τα τείχη και τοις ίδιες τις αλυσίδες
από τις οποίες απελευθερώθηκε. Ο οίκτος που οδηγεί στην αναγνώριση πως η ασθένεια έχει το
δικαίωμα στο δικό της χώρο μεταφράζεται σε θεραπεία/τιμωρία που αποτελείται από την
υποχρέωση να μπει σε ένα ξένο χώρο που είναι διακριτό και διαφορετικό από εκείνον της
λογικής ανθρωπότητας. Στη πράξη, η σχέση της ψυχιατρικής παρέμβασης και επιστήμης
(λογική) με τη ψυχική ασθένεια παραμένει εκείνη της τιμωρίας, όπως ακριβώς η σχέση που
νωρίτερα βεβαίωνε τη διαρκή σύγχυση της τρέλας με την εγκληματικότητα και την αλητεία. Αυτή
είναι μια σχέση τιμωρίας, αμβλυμμένη από μια ιατρική ιδεολογία που υπό τη μάσκα της
δικαιοσύνης ή της συμπόνοιας, κρύβει αυτό που είναι από την αρχή ένας νικηφόρος
ανταγωνισμός μεταξύ μιας αφηρημένης λογικής και της λογικής/παράλογης ανθρωπότητας που
η νέα λογική και η νέα εξουσία προετοιμάζονται να οργανώσουν.

Το πρόσφατα αναγνωρισμένο δικαίωμα όμως πάνω στην ασθένεια για ένα δικό της χώρο
συνοδεύεται από την εκτεταμένη υποχρέωση πως κάθε συμπεριφορά, που στα μάτια της
λογικής, αποκαλύπτει την παρουσία του παραλόγου πρέπει να μπει μέσα στο χώρο αυτό. Αυτό
σημαίνει τη σταδιακή εγκόλπωση στον έλεγχο του Λόγου – και ως εκ τούτου υπό τη κυριαρχία
της τιμωρίας – όλων όσων είναι πιθανά, αν και όχι ξεκάθαρα, α-κοινωνικά και απειλητικά,
εξυπηρετείται από την ταυτοποίηση της ψυχικής ασθένειας και της επιστημονικής στάσης
απέναντι της. Αυτό με τη σειρά του θα φέρει επώδυνες συνέπειες με όρους ελέγχου της
ανθρώπινης συμπεριφοράς, και εξηγεί πως φτάσαμε στους αλύγιστους ορισμούς της
κανονικότητας και της ανωμαλίας όπως τα γνωρίζουμε στη σύγχρονη εποχή.

Αν η φυλακή τιμωρεί το πραγματικό έγκλημα όπου «έχασε το μυαλό του», το άσυλο θα


τιμωρήσει πάνω από όλα, την υποτιθέμενη απειλή, πρόθεση και κίνδυνο συμπεριφοράς που
δεν εμφανίζει σαφώς τα χαρακτηριστικά της λογικής. Η επέκταση της κυριαρχίας της λογικής
πάνω στο τι «θα μπορούσε να συμβεί» και σε ότι «υποτίθεται μπορεί να συμβεί» είναι η βάση
για αυτό που θα γίνει η σταδιακή εισβολή της ιατρικής στο πεδίο της ανθρώπινης
συμπεριφοράς. Είναι επίσης το φάντασμα της μεταφοράς του σχιζοφρενή από τη φυλακή στο
άσυλο, που θα στοιχειώσει την έννοια της ίδιας της ψυχικής ασθένειας, επειδή η μεταφερόμενη
ασθένεια έχει αναγνωριστεί πάνω από όλα στις εγκληματικές πράξεις που πραγματοποιούνται
από τους «παράλογους» που η νέα λογική δεν θεωρεί πλέον υπεύθυνους, αλλά τους θεωρεί
ασθενείς. Το φάντασμα θα προβληθεί πάνω στην ασθένεια, διεισδύοντας στις πιο βαθιές της
ζώνες, ορίζοντας τι θα γίνει αργότερα η βασική της φύση: κίνδυνος για τη κοινωνία.

Ο χαρακτήρας της νέας λογικής της εξουσίας έτσι προϋποθέτει, από μόνος του, μια ανάλογη και
αντίστοιχη λογική στην ανθρώπινη συμπεριφορά· διαφορετικά θα μπορούσε να αποκλειστεί από
την ανθρώπινη λογική. Στην φωτισμένη αυτή λογική, η τρέλα είναι κομμάτι της φύσης ενάντια
στην οποία παλεύει η λογική και που επιθυμεί να υποτάξει. Το «ασκί με αέρα» (follis), που
προηγουμένως χρησιμοποιούνταν για να αντιπροσωπεύσει την έννοια της τρέλας και που στο
οποίο μπορεί να εντοπιστούν οι ρίζες της λέξης, δεν βρίσκει θέση σε αυτή τη νέα λογική που
θέλει να εξηγήσει και να υποτάξει τα πάντα. Ένα κεφάλι δεν μπορεί να είναι γεμάτο αέρα, ούτε οι
αισθήσεις ωθούνται από τον άνεμο, ούτε οι ψυχές και τα σώματα καταλαμβάνονται από
πνεύματα κα9ι δαίμονες. Πρέπει να υπάρχει μια λογική, επιστημονική εξήγηση. Όμως η μόνη
εξήγηση που μπορεί να προσφέρει αυτή η αφηρημένη λογική είναι πως έχει να κάνει με
ασθένεια· και η λέξη «ασθένεια – μια πιο επιστημονική και αξιοπρεπής μεταφορά από τον αέρα
που μπαίνει σε έναν άδειο ασκό – θα αντικαταστήσει τελικά αυτό το ρεύμα αέρα. Τώρα το σακί
θα είναι γεμάτο με ασθένεια, που οι δι8αφορετικοί του τύποι ή εκφράσεις και βαθμοί εγγύτητας
στην, ή απόστασης από την, ανθρώπινη κανονικότητα θα περιγραφούν σχολαστικά.

Οι σχέσεις μεταξύ της λογικής της εξουσίας και της κανονικότητας που επιβάλλει ως τη μόνη
πιθανότητα, αποτρέποντας την έκφραση σε οτιδήποτε δεν του μοιάζει, είναι κρυμμένες. Όμως
αυτή η λογική, που δεν συμπίπτει με την καθημερινή ζωή που η λογική και το [παράλογο είναι
αναπόσπαστα αναμιγμένα, θα πρέπει να απορριφθεί. Η ψυχική ασθένεια και η ιατρική επιστήμη
που αρχίζει να ασχολείται μαζί της μεταφράζονται σε ένα από τα βασικά εργαλεία μέσα από τα
οποία η αστική λογική, έχοντας γίνει η κυρίαρχη ιδεολογία, κατορθώνει να αντιμετωπίσει τις
αντιφάσεις που την διαψεύδουν. Έτσι ξεκινά ο αργός διαχωρισμός μεταξύ της κανονικής
συμπεριφοράς, που αντιστοιχεί στην λογική της εξουσίας, και της ανώμαλης συμπεριφοράς, που
είναι εμποτισμένη με μια δική της λογική που δεν υπόκειται σε κανόνες που είναι τόσο ξένοι
προς αυτήν. Έτσι πρέπει αυτές οι συμπεριφορές, ως τέτοιες, να βρουν ένα ξεχωριστό χώρο
στον οποίο θα κατασταλούν.

Λογική και Εξαθλίωση

Η ιστορική στιγμή στην οποία η τρέλα, έχοντας πλέον αποκτήσει αξιοπρέπεια μέσα από την
έννοια του ντελίριου, μεταμορφώνεται πρώτα σε ψυχική ασθένεια, χαρακτηρίζει την εδραίωση
των θεμελίων της αυτοκρατορίας της λογικής. Είναι πλέον δυνατό να καταλάβουμε μια άλλη
σημαντική πτυχή αυτής της λογικής, ανθρωπιστικής, επιστημονικής διαδικασίας μέσω της
οποίας η ασθένεια γίνεται η διαμεσολάβηση μεταξύ κυρίαρχης λογικής και εξαθλίωσης.

Αν η αστική λογική έχει γίνει ο Ανθρώπινος Λόγος, η σχέση μεταξύ λογικής και «διαχωρισμένης»
τρέλας είναι ουσιαστικά εκείνη μεταξύ εξουσίας και εξαθλίωσης. Η τρέλα δίχως εξαθλίωση
εξηγείται αλλού, πέρα από την περιοχή όπου η απάντηση στις ανάγκες είναι είτε συλλογική ή
ανύπαρκτη. Κάποιος αντιμετωπίζει τη τρέλα, την ανέχεται ή την εξολοθρεύει, μεταμορφώνοντάς
την σε εξαθλίωση. (Οι ευγενείς και οι πλούσιοι χρησιμοποίησαν νομικές απαγορεύσεις για να
ελαχιστοποιήσουν το τρελό σε μια κατάσταση εξαθλίωσης για να αναλάβουν την κηδεμονία
πάνω στα πράγματά τους). Με εξουσία και χρήματα, η τρέλα παίρνει υπερβολικούς και
παράξενους τόνους, αλλά είναι ασφαλής για όσο αφήνει τη κληρονομιά άθικτη. Το σημείο
ενδιαφέροντος εδώ δεν είναι γύρω από ένα πρόβλημα που απαιτεί νομικά μέτρα, νόμους και
παρεμβάσεις (εκτός απαγορεύσεων). Η τρέλα δίχως τη εξαθλίωση είναι πάντοτε πέρα από το
νόμο, καθώς είναι πέρα από οτιδήποτε άλλο που περιλαμβάνει την τυπική εξουσία: οι νόμοι και
οι κανόνες γίνονται για τους άλλους. Η λογική έτσι, δεν απευθύνεται σε αυτή τη τρέλα αλλά
αντίθετα στην διαχωρισμένη, την ιδρυματοποιημένη, την φυλακισμένη που πάντα είναι η τρέλα
της φτώχιας – ουσιαστικά η ίδια η εξαθλίωση – ενώ η άλλη τρέλα συνεχίζει να εκφράζεται αλλού,
πέρα από το διαχωριστικό έλεγχο. Η σχέση μεταξύ λογικής και αυτής της τρέλας είναι έτσι η
σχέση μεταξύ λογικής και εξαθλίωσης, αλλά μια εξαθλίωση η οποία, σε αυτή τη συγκεκριμένη
ιστορική στιγμή, διαμαρτύρεται δυνατά, και στην οποία πρέπει να απαντηθεί αν τα πρόσφατα
διακηρυγμένα δικαιώματα που βασίζονται στην ελευθερία, ισότητα και την αδελφότητα είναι
πράγματι για όλους.

Δίνοντας σε αυτή τη τρέλα με τη εξαθλίωσης την αξιοπρέπεια της ασθένειας είναι ένας τρόπος
του να μην απαντηθεί η ολότητα της εξαθλίωσης, του διαμελισμού των διάφορων πτυχών του,
και διατηρώντας έτσι το στάτους κβο. Η υπόθεση αυτή θα επιβεβαιωθεί με τις διαδοχικές
εξελίξεις, μέσω της θεσμικής ανακύκλωσης, του ασύλου, που η κεντρική του σχέση θα είναι
πάντοτε με την φτώχια και την ανέχεια μέσα από τη διαμεσολάβηση της ασθένειας. Η τρέλα,
μόλις τραβηχτεί έξω από το σύνολο των αδιαφοροποίητων αναγκών που αποτελούν το
πανόραμα της ασαφούς, διαχωρισμένης α-κοινωνικότητας με την οποία συγχέονταν, αποκτά
ήχους, διακυμάνσεις και χειρονομίες – στα αυτιά εκείνων που ακούν και στα μάτια εκείνων που
παρατηρούν – που δεν συνδέονται πλέον εύκολα με αυτό τον απροσδιόριστο κόσμο των
αναγκών. Αυτές είναι ανάγκες που δεν απαντώνται πλέον αλλά που αποκρυπτογραφούνται και
διαβάζονται ως ένα σύνολο σημείων, κενών εξήγησης και ορισμένων αφηρημένα. Η ασθένεια,
που η ιατρική παρέμβαση ξεχωρίζει από τον ιστό της ενοχής και του παράλογου, μεταφέρεται
από τη σφαίρα της τιμωρίας σε εκείνη της θεραπείας που συνεχίζει να είναι τιμωρία. Αυτό που
παραμένει αμετάβλητο στη μεταφορά αυτή είναι η εξαθλίωση που είναι το συστατικό της
ασθένειας και που καθορίζει τον ουσιαστικό χαρακτήρα της σχέσης που συντηρείται με αυτή.
Έτσι η ασθένεια γίνεται η διαμεσολάβηση μεταξύ της νέας λογικής της εξουσίας και της
εξαθλίωσης που πρέπει να οργανωθεί, να ταξινομηθεί και να διασπαστεί σε τόσους τομείς όσες
και είναι και οι τεχνικές απαντήσεις που ήδη περιμένουν, έτσι ώστε η εύθραυστη ισορροπία
μεταξύ ανέχειας και αφθονίας, και ιδιαίτερα ο τρόπος που κατανέμονται, μένουν αμετάβλητα.

Τι θα είχε γίνει η τρέλα αν η ψυχιατρική άρχιζε να απαντά σε αυτό το κόσμο μπερδεμένων και μη
διαφοροποιημένων αναγκών που άρχιζαν να εκφράζονται; Τι θα είχε γίνει η ψυχιατρική αν οι
πράξεις τις συμβάδιζαν με τις διακηρύξεις της; Αν, αντί να διαμεσολαβείτε από μια
«ιδρυματοποιημένη» ασθένεια είχε «θεραπεύσει» το πόνο που προκύπτει από την καταπίεση,
από τις καταστολές της υποκειμενικότητας και του σώματος; Και αν η ψυχιατρική είχε απαντήσει
στις ανάγκες αυτής της υποκειμενικότητας και αυτού του σώματος πριν ονομάσει το μαρτύριο
που προκύπτει όταν δεν μπορεί να εκφραστεί, σωματικά και ψυχολογικά; Ή αν ο Pinel, αντί να
απελευθερώσει τους τρελούς από τις αλυσίδες τους, είχε ταξινομήσει τη σχέση που
διαμορφώνονταν μεταξύ λογικής και εξουσίας, και έτσι είχε ορίσει τη φύση της λογικής και της
τρέλας; Και αν η ψυχιατρική ήταν μια «επιστήμη» με την έννοια μιας γνώσης που είναι δομημένη
διαλεκτικά στη σχέση της με την εξουσία; Και αν, πέρα από τη φιλανθρωπία και την
επιστημονική και ανθρωπιστική στάση με την οποία είχε προσπαθήσει να αποκαταστήσει την
υποκειμενικότητα στο τρελό, η ψυχιατρική είχε αναζητήσει στο κόσμο των αναγκών και των
επιθυμιών για τη στιγμή που η αβλεψία, η καταπίεση και η βία μπορεί να προκαλέσει την έκρηξη
μιας αντίδρασης και βίας που παίρνει το όνομα της παράνοιας; Και αν δεν είχε εμπλακεί στην
αναδιαμόρφωση των ορισμών έτσι ώστε να ξεχωρίσει μια ασθένεια, για να οριστεί με τον ίδιο το
τρόπο που ήταν, πήρε τη λογική ως κύριο της και το παράλογο ως υπηρέτη της;

Το κρίσιμο σημείο είναι να κατανοήσουμε τις στιγμές σε αυτή τη διαδικασία με το να δούμε τα


περάσματα αυτής της διαμεσολάβησης που πραγματοποιήθηκε από την ασθένεια και το ρόλο
που έπαιξε η επιστήμη στο να οργανώσει κάθε φαινόμενο ξεχωριστά. Μόνο τότε μπορεί κανείς
να κατανοήσει τι θα γίνει η τρέλα μόλις περιοριστεί στο ζουρλομανδύα μιας ψυχικής ασθένειας
που είναι αντικειμενοποιήσιμη, υπολογίσιμη και προσδιορίσιμη με τους επιστημονικούς όρους
της λογικής της εξουσίας. Η αποσύνδεση μεταξύ λογικής και τρέλας είναι έμφυτη στην ίδια τη
φύση της νέας λογικής που προϋποθέτει την κυριαρχία και την παραγωγή μιας κανονικότητας
μέσα στην οποία αντικατοπτρίζεται. Από αυτή αποκλείονται όλα όσα δεν μοιάζουν σε αυτή τη
λογική, από τη στιγμή που «το ξύπνημα του εαυτού πληρώνεται με την αναγνώριση της
εξουσίας ως την αρχή όλων των σχέσεων».

Η ασθένεια είναι ο λογικός λόγος της εξουσίας για την τρέλα με τον οποίο την κυριαρχεί με το να
την περιβάλλει σε ένα χώρο που με την χειρονομία αυτή και την αποκλείει αλλά και την
αναγνωρίζει ταυτόχρονα. Αυτή η διαδικασία συνεχίζεται μέχρι που η τρέλα δεν εκφράζεται στη
γλώσσα της λογικής που η εξουσία επιβάλει από πάνω της ως Ανθρώπινο Λόγο. Παρομοίως,
αυτές οι διεργασίες επεκτείνονται σε οτιδήποτε άλλο δεν εκφράζεται με μια τέτοια γλώσσα. Η
τρέλα έτσι μπαίνει σε αυτή τη σφαίρα της λογικής· κυριαρχούμενη, αποκλεισμένη, περιορισμένη
και διαχωρισμένη, μπορεί να φιμωθεί από τη γλώσσα της ασθένειας. Το ίδιο και η εξαθλίωση, αν
δεχτεί την ήττα, παραμένει εξαθλίωση και παραδίδεται στην σιωπή.
Στη βάση αυτής της ασαφούς, σταδιακής δημιουργίας μιας κανονικότητας που αντιστοιχεί στις
απαιτήσεις της αστικής λογικής, η ψυχιατρική αρχίζει να κατασκευάζει το λαβύρινθο των
ταξινομήσεων: η υποδιαίρεση σε διαφορετικές κλινικές εικόνες, οι διαφοροποιήσεις των
αναλογιών και των διαφορών, ο ορισμός της ποιότητας του ντελίριου και των διαφορετικών
προδιαγραφών του περιεχομένου τους. Πλέον ασχολείται όλο και λιγότερο ή και καθόλου με
αυτό που είναι πραγματικά η τρέλα, τι εκφράζει και πως το απεικονίζει. Με τον ίδιο τρόπο ξεκινά
η ανέγερση των ιδρυμάτων της – με τις πρακτικές τους για τιμωρία, έλεγχο και βασανιστήρια,
πλέον αποδεκτά από την επιστήμη. Η ψυχιατρική αρνείται να δει τη στενή σχέση μεταξύ, από
την μια, της ιδεολογίας του κανονικού που την αποτελεί, κυβερνά την πρακτική και τη θεωρία
της· και από την άλλη, της κοινωνικής οργάνωσης που ξεκινά να δομείται μέσω του
διαχωρισμού της εργασίας και των διάφορων επιστημών, ώστε να μπορεί να οικειοποιηθεί το
άτομο που πρέπει έτσι να υπακούει στην κανονικότητα.

Η επιστήμη τέλος ενδιαφέρεται για μια ασθένεια (για την οποία έχει πλήρη άγνοια, πέρα από τις
κανονιστικές προδιαγραφές που της έχει δώσει), που περιορίζεται σε ιδρύματα κηδεμονίας και
θεραπείας, και έτσι η φύση η φύση της θεραπείας και της κηδεμονικής φροντίδας που θα γίνει
μέσα τους, θα παραμείνει στενά συνδεδεμένη με τη σχέση που συνεχίζει να διατηρεί η αστική
λογική με την εξαθλίωση. Γιατί είναι υποχρέωση των ιδρυμάτων, μέσα από τη διαμεσολάβηση
της ασθένειας, να περιορίσουν και να ελέγξουν την εξαθλίωση.

Λογική, Κράτος και Κανονικότητα

Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, μια νέα οργανωτική φάση υλοποιήθηκε στην Ευρώπη. Με την
βαθμιαία δόμηση και κεντρικοποίηση των μηχανισμών του, τα διάφορα κράτη καθιέρωσαν και
ενίσχυσαν τους θεσμούς από τους οποίους πήγαζαν οι θετικοί κανόνες και τάξεις για την
«πολιτική κοινωνία». Το 1883, το γαλλικό κοινοβούλιο ενέκρινε τον πρώτο ευρωπαϊκό νόμο για
τον παρανοϊκό· από εκείνη στιγμή και μετά, η ψυχιατρική απέκτησε ένα νομικό και θεσμικό
σώμα που θα γίνονταν αποφασιστικό στην εξέλιξη της θεωρίας και της πρακτικής του κλάδου.

Ο νομικός ορισμός έβαλε ένα τέλος στην ασάφεια ενός δόγματος, που ενώ ισχυρίζονταν την
εμπλοκή με μια ασθένεια, ασχολούνταν διαρκώς με προβλήματα ξένα προς αυτή:
επικινδυνότητα και δημόσια τάξη, αλλά επίσης εξαθλίωση και ανέχεια. Αυτή η ασάφεια
επιλύθηκε παρόλα αυτά από το ιατρονομικό κανονιστικό πρότυπο μετατοπίζοντας έτσι την
ισορροπία υπέρ της πλευράς της επικινδυνότητας και της δημόσιας τάξης. Έβαλε επίσης
εισαγωγικά γύρω από την ανέχεια, ξεχνώντας το στοιχείο που είχε προκαλέσει τη διάκριση
μεταξύ τρέλας και εγκληματικότητας. Γιατί ο υποκειμενικός πόνος του ατόμου – εκφρασμένο με
παράλογους όρους – είχε αποκτήσει και άλλα μέτρα πέρα από την τιμωρία που την συνέδεε με
την εγκληματικότητα. Υπό το νέο πλαίσιο κανόνων, ο πόνος αυτός υπολογίζονταν μόνο όταν
αποκαλούνταν ασθένεια ή ο νόμος την εμπιστεύονταν στο νομικό σώμα και σε ένα ίδρυμα που
αποκαλούνταν θεραπευτικό. Το έργο της ιατρικής και του ιδρύματος παρόλα αυτά παρέμεινε ο
έλεγχος και ο περιορισμός της επικινδυνότητας προς τη κοινωνία και της πιθανής ανατροπής
της κοινωνικής τάξης.
Το ιατρικό σώμα και η επιστήμη του, απαλλαγμένα από την ιδρυματική τους λειτουργεία,
βρέθηκαν να δικαιολογούν με επιστημονικούς όρους μέτρα που υιοθετήθηκαν στο νομικό πεδίο.
Το τελευταίο, ενισχυμένο από αυτή την ιατρική στήριξη, έριξε ένα ακόμη πιο μοχθηρό φως πάνω
στην ασθένεια και στις επιστημονικές απαντήσεις που έπρεπε να χρησιμοποιηθούν. Η ασθένεια,
η ψυχιατρική και το νοσοκομείο περιορίστηκαν σε καθαρό νομιναλισμό· η ασθένεια έγινε η
επικινδυνότητα που υποτίθεται πρέπει να περιοριστεί· η ψυχιατρική έγινε ένα παρακλάδι του
νόμου που τιμωρεί όποιον είναι ύποπτος επικινδυνότητας· και το νοσοκομείο έγινε η φυλακή
μέσα στην οποία αυτή η υποτιθέμενη επικινδυνότητα απομονώνεται. Η ψυχιατρική έγινε μια
επιστήμη που γεννιέται και πεθαίνει την ίδια τη στιγμή που εφαρμόζεται το συμβόλαιο μεταξύ
ιατρικής και νόμου. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, η ψυχιατρική τάχθηκε καθαρά με το νόμο, ως
εκ τούτου με την εξουσία, ξεχνώντας το αντικείμενο για το οποίο υπάρχει και που ο πόνος του
οποίου έγινε η αιτία της ίδιας της γέννησης της.

Η αστική λογική σκέψη κατόρθωσε να περιορίσει μέσα στην ιδρυματική λογική (το άσυλο) την
τρέλα που πλέον είχε απωλέσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, ελαχιστοποιημένη απόλυτα σε
ένα στοιχείο αναστάτωσης της αστικής κοινωνίας. Αποστερημένη, κενή από κάθε τραγικό και
υποκειμενικό νόημα, έχοντας χάσει εξαπατημένη την ιστορικότητα της προσωπικής εμπειρίας,
αποκομμένη από τη ζωή στην οποία άνηκε και της οποίας αποτελούσε έκφραση,
αντικειμενοποιημένη από μια λογική που, για να ακυρώσει αποτελεσματικότερα τη φωνή της,
την ορίζει ως ασθένεια προς θεραπεία, η τρέλα μπορεί να μπει ξανά στην λογική της κοινωνικής
τάξης και της επιστημονικής σκέψης. Καλωσορίζεται πλέον σε ένα χώρο «φυσικό» για αυτή,
προετοιμασμένο από ένα κράτος που ενδιαφέρεται για την οργάνωση των αναγκών των
πολιτών του και από μια επιστήμη που ασχολείται με μια ασθένεια που το βασικό της στοιχείο
παρόλα αυτά αποτελείται από επικινδυνότητα για την κοινωνία.

Η λογική έφτασε στο αποκορύφωμα του θριάμβου της: το κακό (φύση) μπορεί πάντα να
τιθασευτεί· αρκεί να ατομικοποιηθεί και να περιοριστεί. Το ότι ολόκληρη η ανθρώπινη κοινωνία
έχει μέσα της τα χαρακτηριστικά του απρόβλεπτου και της επικινδυνότητας είναι ένα γεγονός
που η λογική αποδέχεται μόνο θεωρητικά· διαφορετικά θα έπρεπε να αναγνωρίσει εκείνα τα
μοχθηρά στοιχεία μέσα της. Ο κίνδυνος και η απειλή είναι έμφυτα στην ανθρώπινη φύση, αλλά
ειδικά σε συγκεκριμένα άτομα που στα οποία προσωποποιείται το παράλογο. Είναι αρκετό να τα
εξατομικεύσουμε και να τα απομονώσουμε πριν μεταδοθούν και καταστρέψουν την λογική τάξη.

Τι όμως αποτελεί αυτή την λογική τάξη που επιβάλει τους κανόνες της σε όλους τους τομείς της
κοινωνικής ζωής; Έχει ακόμη να κάνει με μια αφηρημένη, «φωτισμένη» λογική που ακολουθεί το
όραμα ενός κόσμου ευτυχισμένων ανθρώπων, απελευθερωμένων από τη σκλαβιά μιας φύσης
που έχει πλέον δαμαστεί, και καθοδηγείται από την ευφυΐα και την επιστήμη που συνέβαλαν
στην κυριαρχία και ευτυχία αυτή; Η λογική που εμφανίστηκε τόσο λαμπρή και γεμάτη ελπίδα,
μιλούσε για την ίδια επειδή μιλούσε για έναν άνθρωπο, μια πραγματικότητα που δεν υπάρχει
ακόμη. Υποθέτοντας πως ο Λογικός άνθρωπος μπορούσε να υπερνικήσει και να κατατροπώσει
όλες τις αντιφάσεις, είχε παίξει το νέο παιχνίδι εξουσίας που δημιουργούνταν και είχε γίνει πλέον
η τάξη του, η λογική του βάση. Η λογική του φιλελεύθερου κράτους είναι το χειροπιαστό
αποτέλεσμα της Εποχής του Διαφωτισμού, η λογική που επιτρέπει και στηρίζει την ανάπτυξη
της βιομηχανίας, του κεφαλαίου, της εκμετάλλευσης του ανθρώπου, και το καταμερισμό της
εργασίας που εγγυάται αυτή τη διαδικασία. Είναι η λογική αυτή που θα προσφέρει τα νέα, πιο
άκαμπτα και σαφή υπόρρητα νοήματα στη κανονικότητα, που σύμφωνα με την οποία κάποιος
περιβάλλεται ή αποκλείεται από το κοινωνικό σύνολο: η κανονικότητα από την οποία κάθε
υποψία τρέλας θα εξοριστεί απαρέγκλιτα.

Η οργάνωση των καπιταλιστικών σχέσεων της παραγωγής ορίζει μια πραγματικότητα στην
οποία ο βαθμός αποτελεσματικότητας που απαιτείται για να αποκτήσεις πρόσβαση στο κόσμο
της παραγωγής αυξάνεται διαρκώς. Η απόσταση μεταξύ εκείνου που πετυχαίνει και εκείνου που
αποτυγχάνει διευρύνεται, και εκείνοι που αποτυγχάνουν – ή που δεν μπορούν να βρουν μια
θέση στην οργάνωση της εργασίας που έχει γίνει η μόνη κοινωνικά αναγνωρίσιμη αξία –
παραμένουν αποκομμένοι από το κόσμο, αποστερημένοι από ταυτότητα και δικαιώματα. Στη
νέα αυτή διάσταση, το παραγωγικό άτομο είναι επίσημα «ελεύθερος» φορέας του κοινωνικού
συμβολαίου· το μη παραγωγικό άτομο παραμένει στα περιθώρια του, και η μόνη ταυτότητα που
του ή της προσφέρεται είναι το να είναι τμήμα του μη παραγωγικού περιθωρίου. Το μη
παραγωγικό περιθώριο όμως δεν περιλαμβάνει μόνο τους σακατεμένους, τους
καθυστερημένους, τους ανόητους, τους ανάπηρους, τις γυναίκες και τους ηλικιωμένους, αλλά
και τους άνεργους – όλους εκείνους που η παραγωγή δεν χρειάζεται. Με άλλα λόγια, ανήκουν
στο κόσμο των άτυχων, που κατά τα λόγια του Malthus, «έχουν χαμένο λαχνό στη μεγάλη
κλήρωση της ζωής». Δεν μπορούν να κυκλοφορούν ανεξέλεγκτοι, και η αστική κοινωνία είναι
αναγκασμένη να υπερασπιστεί τον εαυτό της απέναντι τους έτσι ώστε η αποτελεσματική
λειτουργία της εργασίας και της «ελεύθερης» συναλλαγής δεν παρεμποδίζεται.

Για να απαντήσει σε τέτοιες απαιτήσεις, μόλις η κανονικότητα ταυτιστεί με την


αποτελεσματικότητα και την παραγωγικότητα, όλα όσα είναι έξω από αυτή τη λογική περνά κάτω
από τη μομφή της ακύρωσης. Για την διαδικασία αυτή υπάρχουν οι κατάλληλοι θεσμοί και
ειδικές επιστημονικές ιδεολογίες: θεσμοί και ιδεολογίες με το καθήκον να προστατέψουν και να
διαφυλάξουν την ελευθερία εκείνων που συμμετέχουν στο συμβόλαιο με το να ελέγχουν
απόλυτα την ύπαρξη εκείνων που δεν ανήκουν. Η κοινωνική οργάνωση έτσι υπερασπίζεται τις
αρχές της ελευθερίας πάνω στις οποίες είναι δομημένη με το να αναθέτει στους θεσμούς της την
διαχείριση των αναγκών των πολιτών σύμφωνα με το αν ανήκουν στο κόσμο του συμβολαίου ή
στο πεδίο της ακύρωσης. Το δεύτερο συμπίπτει με την κοινωνική μη παραγωγικότητα, που
πρέπει να συμπεριληφθεί στη λογική, μέσα από ένα σύστημα θεσμικών μηχανισμών,
στοχεύοντας στο να αποκλείσει κάθε πιθανότητα αυτόνομης έκφρασης από τα υποκείμενα που
διαχειρίζονται.

Υπό τη διδασκαλία και τη προστασία αυτής της οργάνωσης, η ελευθερία είναι έτσι το προνόμιο
εκείνων που εργάζονται· δηλαδή, εκείνων που εργάζονται για όσο είναι ικανοί να βρίσκονται στο
απαιτούμενο επίπεδο αποτελεσματικότητας έχουν την ελευθερία να εργάζονται ώστε το προϊόν
αν είναι προστατευμένο. Εκείνοι που στερούνται αυτής της εγγύησης ωστόσο κινδυνεύουν να
γίνουν αντικείμενο της διαδικασίας της ακύρωσης με την επιδείνωση όποιας πτυχής που μπορεί
να προκαλέσει την υποψία μιας ανωμαλίας, ενός ελαττώματος, μιας έλλειψης, ή ενός λάθους
που μπορεί να δικαιολογήσει το να είναι κλεισμένοι σε ένα ίδρυμα.
Η σχέση μεταξύ λογικής και εξαθλίωσης, που το συμβόλαιο μεταξύ ιατρικής και νόμου τοποθετεί
εντός εισαγωγικών ( κατά συνέπεια τείνοντας να ταυτίσει την εξαθλίωση με την επικινδυνότητα)
παρουσιάζεται εκ νέου σε όλη της την αχρειότητα: ανωμαλία, ελάττωμα, έλλειμα, λάθος,
παράλογο, επικινδυνότητα και απειλή που μπορούν να χαρακτηρίσουν τη συμπεριφορά ατόμων
που δεν περιλαμβάνονται στο «συμβόλαιο» η λίστα αυτή μπορεί τώρα με ευκολία να
ατομικοποιηθεί σε αυτό που σπάνια αποτελεί «ιδιωτικό» χώρο, στον οποίο οι κοινωνικές
απρέπειες (αυτές έχουν γίνει πλέον κατά κύριο λόγο οι εκδηλώσεις μιας απομονωμένης τρέλας)
είναι κομμάτι της ζωής του περιθωριοποιημένου ατόμου και εξ ορισμού απρεπείς. Οι κανόνες
της κοινωνικής ζωής έχουν νόημα για εκείνους που είναι κομμάτι αυτής της ζωής, σε όσους
βρίσκουν εντός της έστω μια μερική ικανοποίηση των αναγκών τους. Για εκείνους όμως που
βρίσκουν την επιβεβαίωση του αποκλεισμού τους, οι κανόνες αυτοί αντιπροσωπεύουν τη
γλώσσα της βίας και της καταπίεσης. Η λογική πίσω από αυτή τη κανονικότητα είναι ξένη προς
εκείνη του περιθωριοποιημένου ατόμου, απλά επειδή η δική του ή της λογική λειτουργούσε στο
επίπεδο αναγκών που δεν ενδιέφεραν την άλλη λογική. Το σύνολο των συμπεριφορών του
περιθωριοποιημένου ατόμου είναι ξένο προς τις αξίες, απόψεις και κανόνες από τις οποίες
αυτός ή αυτή αποκλείεται, και η ευκολία με την οποία αυτή η συμπεριφορά μπορεί να ακυρωθεί
είναι προφανής. Τόσο προφανής που είναι ξεκάθαρο πως οι ίδιοι άκαμπτοι κανόνες και
κυρώσεις που εφαρμόζονται σε εκείνους που αποκλίνουν από αυτούς είναι φτιαγμένοι
ουσιαστικά με σκοπό τον έλεγχο, μέσω της ατομικοποίησης, των τύπων των ατόμων που
αποκλείει η οργάνωση της εργασίας. Αν τα άτομα αυτά που αποκλείονται από τη γιορτή είναι
πράγματι άρρωστα, οι συνδαιτημόνες μπορούν να συνεχίσουν να τρώνε ήρεμα, με δεδομένο
πως η κοινωνική οργάνωση είναι αρκετά «φιλελεύθερη» σχετικά με το ότι έχουν περιορίσει τις
«ασθένειες» τους μέσα στο θεσμό που δημιουργήθηκε για το σκοπό αυτό.

Η ασθένεια που μπαίνει στα ιδρύματα αυτά είναι έτσι όλο και πιο απομακρυσμένη από την τρέλα
ως την τραγική εμπειρία του κόσμου, ως η σχέση ενός εαυτού που τον υπερβαίνει, ή από την
τρέλα ως τερατούργημα και έγκλημα. Όλο και περισσότερο αφορά την τραγική εμπειρία του
σώματος και την εξαθλίωση μιας ζωής που δεν μπορεί να ζήσει και ένα περιθώριο
υποκειμενικής συμμετοχής που δεν μπορεί να εκφράσει. Μπορούσε ο Lombroso, μπαίνοντας
στο άσυλο στις αρχές του 20ου αιώνα, όπου βρήκε αλήτες, άστεγους και χωρικούς που είχαν
μεταναστεύσει στη πόλη, και θύματα πελάγρας, κλειδωμένα όλα μαζί υπό την ταμπέλα της
ψυχικής ασθένειας, να ξεχωρίσει την ασθένεια από την εξαθλίωση με τον ίδιο τρόπο που ο Pinel
το έκανε για την παραβατικότητα; Έχοντας το στήριγμα της σκέψης του Διαφωτισμού, ο Pinel
είχε την δυνατότητα να δημιουργήσει ένα θεσμό για την ασθένεια που άφηνε την
παραβατικότητα ανέγγιχτη, επειδή αυτή η επιστημονική, ανθρωπιστική χειρονομία δεν πείραξε
τη σχέση με την εξαθλίωση που συνέχισε να την εγγυάται ένας ξεχωριστός διαχωρισμός.

Αλλά ας υποθέσουμε πως ο Lombroso, σπρωγμένος από τα κοινωνικά κινήματα των αρχών του
αιώνα, αντί να αναγνωρίσει την πελάγρα ως ασθένεια, την είχε καταγγείλει ως κάτι που είχε
σχέση με την πείνα. Που θα μπορούσε να βάλει αυτή την δυστυχία που είχε μπερδευτεί με
ασθένεια; Θα την έφερνε ξανά στους δρόμους από όπου είχε εξοριστεί ώστε να μην είναι ορατή;
Ποιος θα τον άκουγε, αν αυτή η διαδικασία διαλογής προϋποθέτει μια κοινωνική και πολιτική
απάντηση στην εξαθλίωση; Το φιλελεύθερο κράτος δεν έχει τη προδιάθεση να προσφέρει μια
τέτοια απάντηση, και η εξαθλίωση συνεχίζει να συγχέεται με την ασθένεια, το πρόσωπο της
οποίας παίρνει έτσι ώστε να σώσει την εικόνα του φιλελευθέρου κράτους.

Οικονομική Τάξη και το Σώμα

Η ιστορία της ψυχιατρικής και των θεσμών της, η ιστορία ενός συνόλου κανόνων που έχει
ρυθμίσει την ύπαρξη της, μπορεί να αναγνωστεί ως διαλεκτική μεταξύ ατόμου και ομάδας,
υποκειμενικότητας και συλλογικότητας, και ως εκ τούτου ατόμου και οργάνωσης. Η κοινωνική
ζωή βασίζεται πάνω στη καθιέρωση κανόνων που επιτρέπουν στα μέλη της ομάδας να
συνυπάρχουν. Κανονικότητα είναι το όριο που επιβάλλεται στο άτομο από τη συλλογικότητα και
την οργάνωση. Αν το άτομο συμμετέχει στον ορισμό αυτής της νόρμας ως έκφραση των
αναγκών του ίδιου και των άλλων, η υποκειμενικότητα του θα περιοριστεί μόνο στην ύπαρξη του
Άλλου, άλλων υποκειμενικοτήτων. Και για το άτομο είναι αρκετά δύσκολο να πρέπει να
αποδεχτεί αυτό το όριο. Αν όμως η κανονικότητα είναι ένας κανόνας που επιβάλλεται από μια
κυρίαρχη ομάδα για την δική της άμυνα, υποσκάπτει κάθε υποκειμενική έκφραση στο
κυριαρχούμενο, μειώνοντας το άτομο σε κυριαρχούμενο σώμα, σώμα αλλοτριωμένο και υπό
εκμετάλλευση από αυτό που το οργανώνει.

Η διαλεκτική μεταξύ ατόμου και οργάνωσης πρέπει να εκφράζεται ως η διαλεκτική ανάμεσα στο
οργανικό σώμα (όπου το υποκείμενο έχει ιδιοποιηθεί την οργανική του σχέση με την ομάδα, ως
εκ τούτου ένα οργανικό σώμα σε επαφή με τη κατασκευή αντιδράσεων στις δικές του ανάγκες
και εκείνες της ομάδας), και ένα κοινωνικό σώμα που αντιπροσωπεύει το σύνολο των
υποκειμένων που συμμετέχουν στην ίδια τους την οργάνωση, και στην οργάνωση των
απαντήσεων στις δικές τους ανάγκες και σε εκείνες της ομάδας. Το οργανικό σώμα και το
κοινωνικό σώμα θα ήταν στη περίπτωση αυτή εκφράσεις μιας ατομικής υποκειμενικότητας που
εμπεριέχεται σε μια συλλογική υποκειμενικότητα.

Το σύστημα παραγωγής όμως που έχει εδραιωθεί βασίζεται στην οικειοποίηση της
υποκειμενικότητας του ατόμου· ως εκ τούτου, στην ελαχιστοποίηση του οργανικού σώματος σε
σώμα, και την μεροληπτική ταύτιση μεταξύ κοινωνικού σώματος και του οικονομικού [τάξη]
σώματος. Στην πράξη, το κοινωνικό σώμα είναι απλά ένα άθροισμα συστημάτων που
εξαρτώνται στο οικονομικό σώμα, και για αυτό πάνω στο σύστημα παραγωγής που οργανώνει
τις μάζες, που απομειώνονται σε τόσα πολλά σώματα αποστερημένα από υποκειμενικότητα. Η
διαλεκτική μεταξύ ατόμου και οργάνωσης μειώνεται στη προσπάθεια ταύτισης του σώματος με
την οικονομική τάξη, στο να διευκολύνει την απορρόφηση του ενός από το άλλο. Μόνο στη
διάσταση αυτή της σταδιακής οικειοποίησης της υποκειμενικότητας του ατόμου θα είναι δυνατό
να την ξεχωρίσουμε από τους θεσμούς παραγωγής και εκμετάλλευσης – ή της ακύρωσης και
εγκλεισμού – μειώνοντας έτσι το ιδιοποιημένο σώμα στην εικόνα της λογικής που το
εκμεταλλεύεται.

Ο επιστημονικός μηχανισμός έχει καίριο ρόλο σε αυτή τη διαδικασία, δεδομένου ότι η


αντικειμενικότητα της έρευνας και της τεχνικής παρέμβασης είναι εγγυημένα από την
αντικειμενικότητα όποιου κάνει την έρευνα· όπως η εκμετάλλευση των ανθρώπων από το
σύστημα της παραγωγής είχε ήδη εκτελέσει αυτή τη διαδικασία που θα συνεχίσει στην
αντικειμενοποίηση της τρέλας από τη λογική. Τόσο η κλινική όσο και η λογική χρειάζονται ένα
αντικείμενο να εργαστούν πάνω του έτσι ώστε η παρέμβαση τους να είναι αποστειρωμένη και
αντικειμενική. Και όπως η κλινική επιβάλλει πάνω στο σώμα το μοντέλο που παράγεται καθ’
ομοίωση της γνώσης του, έτσι η λογική επιβάλλει πάνω στη τρέλα το σώμα της γλώσσας της,
την «ασθένεια». Οι ιατρικές έρευνες δεν ασχολούνται ποτέ με άνδρες και γυναίκες, τις εμπειρίες
τους, αλλά με τις δικές τους εικόνες που επιβάλλονται πάνω στο άτομο ως σώμα. Με τον ίδιο
τρόπο, η οργάνωση της εργασίας δεν παράγει για το λαό, αλλά για την ίδια, και για να το κάνει
αυτό, χρειάζεται ένα άτομο που να έχει ελαχιστοποιηθεί στο σώμα που παράγει.

Τα όρια του οργανικού σώματος, που η ιατρική ταυτίζει με τους φυσικούς περιορισμούς του
σώματος (soma), συμπίπτουν έτσι με αυτό που η εκμετάλλευση και η διαδικασία της
αλλοτρίωσης μειώνουν στο κυριαρχούμενο και οικειοποιημένο σώμα. Η ιατρική, μειώνοντας τον
άνθρωπο σε soma, μοιάζει να προηγείται της ταύτισης που δημιουργεί το οικονομικό σώμα με
το σώμα. Η θετικιστική μήτρα σύμφωνα με την οποία είναι μορφοποιημένη η ψυχιατρική γνώση
θα διευκολύνει αυτή την ταύτιση επειδή η αντικειμενοποίηση των ανδρών και των γυναικών ήδη
ενυπάρχει στην επιστημονική μέθοδο. Η έννοια μιας αιτιολογικής σχέσης μεταξύ των
φαινομένων, μηχανιστικά καθορισμένων από τις φυσικές επιστήμες, ισοπεδώνει και ανατρέπει
τα βιολογικά, ψυχολογικά, και κοινωνικά στοιχεία από τα οποία αποτελείται κάθε ανθρώπινη
εμπειρία, με το να τοποθετεί εντός παρενθέσεων τις αντιφάσεις, που είναι παρόν σε κάθε
επίπεδο, που προκύπτει από τη διαλεκτική μεταξύ ατόμου και οργάνωσης.

Μόλις αυτή η διαλεκτική υποβιβαστεί στη σύμπτωση του σώματος και της οικονομικής τάξης, οι
ανάγκες του ενός απορροφούνται σε εκείνες του άλλου, και ο ανταγωνισμός μεταξύ τέτοιων
διαφορετικών αναγκών δεν γίνεται πλέον αντιληπτή με όρους αυτού που είναι τελικά ταξική
πάλη μεταξύ δυο τεχνητά αναγνωρισμένων πόλων. Όταν τα επιφαινόμενα αυτής της πάλης
διαχωρίζονται από την οικονομική τάξη και μεταξύ τους, γίνεται δυνατό να διερευνηθούν στο
καθένα από τα αίτια τους. Αυτά εντοπίζονται σε ένα «κοινωνικό» χώρο που ήδη έχει θεωρηθεί,
κατά μια θετικιστική έννοια ως φύση, ως «δεδομένα» και δεν αναγνωρίζονται ποτέ ως
ιστορικο-κοινωνικό προϊόν, ως εκ τούτου ποτέ δεν θεωρούνται ως οικονομικό σώμα. Η
αντιμετώπιση της ασθένειας του soma σημαίνει έτσι την αντιμετώπιση αυτό που ίσως
αποτελέσει την ασθένεια της οικονομικής τάξης και αυτό που θα μπορούσε να ταράξει την
ισορροπία του. Και η αγωγή μειώνεται στην θεραπεία αυτής της ισορροπίας μέσα από την
επιβεβαίωση της ακύρωσης.

Με το τρόπο αυτό, οι νέοι νόμοι για την παράνοια άρχισαν να αναθέτουν καθήκοντα στις
διάφορες επιστήμες, με μια ουδετερότητα βασισμένη σε μια εμφανή διαίρεση των ικανοτήτων:
το κοινωνικό σώμα τοποθετείται υπό την κηδεμονία του νομικού συστήματος· το μεμονωμένο
σώμα υπό τη κηδεμονία της ιατρικής. Υπό την κηδεμονία και των δύο όμως πέφτει εκείνο το
όριο μεταξύ των σφαιρών που αποτελείται από αυτό που ανήκει ξεκάθαρα στην οικονομική
σφαίρα. Αυτό που εγγυάται τη λειτουργία είναι το γεγονός πως η οικονομική τάξη μεταμφιέζεται
σαν κοινωνικό σώμα, μέσα στο οποίο κάθε άτομο – κάθε σώμα δηλαδή, σε οργανική σχέση στις
διάφορες ατομικότητες που αποτελούν το σύνολο – πρέπει να αναγνωρίζει τον εαυτό του. Κατά
μια τυπική έννοια, το κοινωνικό σώμα δομείται για να απαντήσει στις ανάγκες του ατόμου και της
συλλογικότητας, αλλά αν το αποτέλεσμα είναι το άθροισμα συστημάτων και θεσμών που
αποτελούν και συντηρούν το οικονομικό σώμα – το σύστημα παραγωγής βασίζεται στο κέρδος –
το κοινωνικό σώμα θα είναι ικανό να απαντήσει μόνο στις δικές του απαιτήσεις, δίχως να λάβει
υπόψιν ατομικές και συλλογικές ανάγκες που σιωπηρά υποτάσσονται στις απαιτήσεις της
λογικής που το ορίζει.

Το κενό μεταξύ ενός σώματος που αρνείται να ένα και μιας οικονομικής τάξης που οι ανάγκες
τους μπορούν να είναι μόνο ανταγωνιστικές προς εκείνες του ατόμου και της συλλογικότητας,
παράγει τις συγκρούσεις και το πόνο. Η παρουσία του πόνου είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα
της χαμένης ταύτισης μεταξύ του σώματος και του οικονομικού σώματος, για αυτό και το
γνώρισμα μιας υποκειμενικότητας που αντιδρά και αρνείται να είναι αντικείμενο περιορισμού.
Όταν αυτός ο πόνος – αναγκασμένος να εκφράσει τον εαυτό του με τη γλώσσα της ασθένειας,
μειωμένοι σε μια γλώσσα κοινωνικής επικινδυνότητας – έρχεται αντιμέτωπο με ιατρικο-νομικούς
όρους και όργανα, η τεχνική παρέμβαση ορίζεται όχι από την επιστημονική στάση, αλλά από τη
λειτουργία που εκτελεί ως εγγυήτρια της οικονομικής τάξης. Το παιχνίδι μεταξύ πόνου και
θεραπείας και επικινδυνότητας και κηδεμονίας προστατεύει και την ιατρική και την δικαιοσύνη,
με την επιβεβαίωση της κανονικότητας που είναι και οι δυο αναγκασμένες να προστατέψουν,
επειδή και οι δυο βασίζονται πάνω της. Το παιχνίδι όμως αυτό ολοκληρώνεται όταν ο πόνος και
η θεραπεία εξαφανίζονται, απορροφημένες από την επικινδυνότητα και την κηδεμονία που
μόνες τους μπορούν να προσφέρουν αυτές τις εγγυήσεις.

Έχει Δοθεί Φωνή στη Τρέλα;

Μια φωνή που έχει μπερδευτεί με την εξαθλίωση, την ανέχεια και την παραβατικότητα· μια φωνή
αποσιωπημένη από την λογική γλώσσα της ασθένειας· ένα μήνυμα υπονομευμένο από την
φυλάκιση και τελικά ακατανόητο από τον ορισμό της επικινδυνότητας και της κοινωνικά
αναγκαίας ακύρωση της οποίας είναι το αντικείμενο· η τρέλα ποτέ δεν ακούγεται για αυτό που
λέει ή επιθυμεί να πει. Η ψυχιατρική απλά υπήρξε το γνώρισμα της κυριαρχίας λογικής στο λόγο
που διέφυγε από τη λαβή της και η επιβεβαίωση – εγγενής στην λογική αυτή – μιας αδύνατης
επικοινωνίας. Από την λογική του Διαφωτισμού στον θετικισμό, η λογική περιλαμβάνει πάντοτε
τον ορισμό, την κατηγοριοποίηση και έλεγχο αυτού που δεν κατανοεί και ούτε μπορεί να
κατανοήσει, επειδή έχει αντικειμενοποιήσει τη τρέλα στη γλώσσα της ασθένειας, που είναι η
γλώσσα της λογικής που παρατηρεί.

Πως ορίζονται τα ντελίρια αν όχι διαπιστώνοντας τις ποικίλες μορφές που παίρνουν και με την
επιβεβαίωση την πλήρη ακαταληπτότητα αυτού που εκφράζουν; Η λογική αρχίζει να
ατομικοποιεί στο σώμα τις αλλαγές που είναι υπεύθυνες για το ντελίριο έτσι ώστε να διακρίνει
και να ορίσει τις διάφορες μορφές συμπεριφοράς μέσα από τις οποίες εκφράζεται. Είναι
πάντοτε συνδεδεμένη με μια παρέκκλιση από τον ίσιο δρόμο – τη κυρίαρχη λογική – που
θεωρείται ως ακλόνητο γεγονός.

Όταν ο Diderot και ο d’Alembert αντιμετώπισε το πρόβλημα του ντελίριου στην Εγκυκλοπέδια
τους, η ανάλυση των αιτίων του, συμβαδίζοντας απόλυτα με τη φρενολογία της περιόδου, ήταν
ουσιαστικά σωματική (πυρετοί, τάσεις ή χαλαρώσεις των ινών):
«Η πιο πιθανή ετυμολογία αυτού του ονόματος προκύπτει, σύμφωνα με πολλούς συγγραφείς,
από τη λέξη lira, που σημαίνει ευθύγραμμο χαντάκι στα χωράφια που χρησιμεύει για την
αποστράγγιση των αυλακιών· έτσι από την φράση aberrare de lira, να αποκλίνεις από κεντρικό
χαντάκι, γεννιέται η λέξη delirus, η οποία σημαίνει, μέσω μεταφοράς, έναν άνθρωπο που
αποκλίνει από το μονοπάτι της λογικής, επειδή το ντελίριο δεν είναι τίποτα άλλο από την
σύγχυση, το λάθος στο πνεύμα στη διάρκεια της συνειδητής κατάστασης, που κάνει εσφαλμένες
εκτιμήσεις για πράγματα γνωστά στον καθένα. Η ψυχή είναι πάντοτε στην ίδια κατάσταση,
επειδή δεν είναι επιρρεπής σε οποιαδήποτε αλλαγή· έτσι δεν πρέπει να αποδώσει κανείς σε
αυτή αυτό το σφάλμα, αυτό το ελάττωμα εκτίμησης που συνιστά το ντελίριο, αλλά στην
προδιάθεση των οργάνων του σώματος, στα οποία ο δημιουργός ήθελε να ενώσει τη ψυχή·
αυτό είναι πέρα από κάθε αμφιβολία».

Το ότι το άτομο σε ντελίριο αποκλίνει από το κανόνα της λογικής είναι για τη πίστη του
Διαφωτισμού ένας απόλυτος κανόνας που δεν επιτρέπει αποκλίσεις και που προφανώς δεν
αμφισβητείται ποτέ. Αν η ψυχή δεν μπορεί να είναι υπεύθυνη για την μη κανονική
συμπεριφορά, η έρευνα συνεχίζει να επικεντρώνεται πάνω σε ένα σώμα που δεν αποκαλύπτει
αλλαγές και για το οποίο κανένα ιδανικό σχήμα (το μοντέλο που δημιουργήθηκε καθ’ ομοίωση
της επιστημονικής γνώσης) μπορεί να κατασκευαστεί για την γενική περιγραφή της εγκυρότητας
των ερμηνειών που προτείνονται για αυτή.

Περισσότερο από εκατό χρόνια μετά από την έκδοση της Εγκυκλοπαίδειας, η Enciclopedia
Italiana Trecciani – μια έκφραση της πολιτισμικής αποικιοκρατίας στην οποία υποβλήθηκε η
Ιταλία, μπορεί να θεωρηθεί ως η σύνοψη της εξέλιξης της γαλλικής και γερμανικής ψυχιατρικής
σκέψης – δείχνει πως αυτή η έρευνα στις αλλαγές του σώματος έχει ατονήσει. Ακόμη και αν
πάντοτε έμμεσα, η έρευνα είναι υποταγμένη από μια μηχανική περιγραφή των διαφορετικών
χαρακτηριστικών του ντελίριου· κάθε αναφορά στο «αυλάκι» από το οποίο αποκλίνει συνεχίζει
να λείπει. Αν στη παρουσία όμως υποτιθέμενων φυσικών αιτίων, ο αποκλεισμός αυτού του
ουσιαστικού στοιχείου μπορεί να δικαιολογηθεί, το ζήτημα γίνεται ακόμη πιο περίπλοκο όταν ο
ορισμός το ντελίριου εστιάζει σε μια συμπεριφορά που μπορεί να είναι μόνο σχετική με τους
κανόνες που επιβάλλονται από την οργανωμένη λογική. Το ντελίριο ουσιαστικά γίνεται ένα
«λάθος εκτίμησης», εκφρασμένο σε μια διαφορετική συμπεριφορά, ότι η ψυχιατρική περιορίζει
τον εαυτό της στο να επιβεβαιώνει και να περιγράφει δίχως ποτέ να λαμβάνει υπόψιν, ως
διαλεκτικό πόλο την αντίφαση που αντιπροσωπεύει, ο κανόνας από τον οποίο αποκλίνει και
ακόμη λιγότερο η λογική που διαμορφώνει την εκτίμηση:

«Το ντελίριο είναι το όνομα που έχει δοθεί σε αυτές τις αποκλίσεις της κρίσης που προκαλούνται
από μια κατάσταση πάθους ή από συναισθηματικές διαταραχές νοσηρής προέλευσης. Υπό την
επιρροή των συναισθηματικών αποκλίσεων, οι κριτικές ικανότητες γίνονται μονόπλευρες,
επιτίθονται ασταμάτητα σε οτιδήποτε μπορεί να υπονομεύσει το ντελίριο, και να επιτρέψει όλα τα
λάθη που το ενισχύουν να περάσουν απαρατήρητα. Η εμπειρία κυριαρχείται από
προκαταλήψεις: υποκειμενικές εικόνες, που πηγάζουν από τη φαντασία, επιμολύνουν την
αντίληψη κάποιου με παραληρηματικά στοιχεία και προκαλούν ψευδαισθήσεις, που
επιβεβαιώνουν το ντελίριο. Ξεκινώντας ως υποψίες, οι εκτιμήσεις του ντελίριου σύντομα
επιβεβαιώνονται ως πεποιθήσεις που αψηφούν κάθε κριτική και γίνονται ο ιδανικός οδηγός,
συχνά εκ των πραγμάτων αδιαμφισβήτητος.

Όπως οι ταλαντώσεις της συναισθηματικής εμπειρίας λαμβάνων χώρα σε δυο αντίθετες


αισθήσεις, την κατάθλιψη και την υπερδιέγερση, έτσι και τα ντελίρια μπορούν να διακριθούν σε
εκείνα που είναι καταθλιπτικά, σχετίζονται με την μελαγχολία, απαισιόδοξες ψευδαισθήσεις
καταστροφής, μιζέριας, καταδίωξης, έλλειψης αξίας, ενοχής, τιμωρίας· και ντελίρια που είναι
επεκτατικά, υπερενθουσιώδη, αισιόδοξα (ψευδαισθήσεις ματαιοδοξίας, μεγαλείου, δύναμης,
κοινωνικής μεταρρύθμισης). Πιο ειδικά, τα ντελίρια διαμορφώνονται γύρω από τα ένστικτα και τα
βασικά πάθη της ανθρώπινης φύσης: το ένστικτο της επιβίωσης (ψευδαισθήσεις καταδίωξης,
υποχονδρία, και απογοήτευση)· το πάθος για κτήση (ψευδαισθήσεις παραπλάνησης, εκδίκησης,
ζήλιας)· το αίσθημα της αξίας κάποιου (ψευδαισθήσεις μεγαλείου, κοινωνική και πολιτική
μεταρρύθμιση, επιστημονικές ψευδαισθήσεις)· το σεξουαλικό ένστικτο (ερωτικές ή
ψευδαισθήσεις φθόνου)· και θρησκευτικά αισθήματα (μεσσιανικές ή προφητικές ψευδαισθήσεις).
Η πιο πλήρης έκφραση της παραληρηματικής πεποίθησης εντοπίζεται στις συστηματικές
ψευδαισθήσεις των παρανοϊκών: επειδή στα άτομα αυτά η ανωμαλία του πάθους και το κριτικό
ελάττωμα είναι συστατικά και μόνιμα, το ντελίριο υπόκειται σε διαρκή εξέλιξη, τρέφεται από τα
πιο κοινά γεγονότα, που ερμηνεύονται στην έννοια του ντελίριου ( ψευδαίσθηση της ερμηνείας),
και έτσι εδραιώνεται ακόμη περισσότερο, καταλήγοντας σε ένα σαφές σύστημα αμετάπειστων
πεποιθήσεων. Στις συναισθηματικές ψυχώσεις, τα ντελίρια ακολουθούν τις διακυμάνσεις των
συναισθηματικών διαταραχών, και έτσι στη διάρκεια κρίσεων μελαγχολίας, εμφανίζονται ιδέες
καταστροφής, αθλιότητας, ενοχής και τιμωρίας, μόνο και μόνο για να ξεθωριάσουν με την αγωγή
ή να αντικατασταθούν από επεκτατικά ντελίρια στις φάσεις της μανιακής διέγερσης».

Αν πάρουμε αυτή τη περιγραφή ως σύνοψη της εξέλιξης της ψυχιατρικής μέχρι τις αρχές αυτού
του αιώνα, είναι εμφανές πως η λογική – μέσω του ορισμού των διάφορων χαρακτηριστικών των
ντελίριων που διατηρούν το χαρακτηριστικό μιας αξιάκης εκτίμησης – είναι περιορισμένη στην
δημιουργία ενός δεδομένου (ο τρόπος έκφρασης και το περιεχόμενο της ψευδαίσθησης), με το
οποίο δεν μπορεί να καθιερώσει οποιαδήποτε σχέση. Αναγκαστικά παίρνοντας αποστάσεις έτσι
ώστε να σχηματίσει μια κρίση, βρίσκει τον εαυτό της πολύ μακριά για να κατανοήσει και μπορεί
μόνο να περιγράψει και να δηλώσει.

Φυλακισμένος αυτής της αδύνατης επικοινωνίας ο Freud έσπασε τη βεβαιότητα της λογικής και
εισήγαγε την αμφιβολία στη συζήτηση: πρέπει να κοιτάξει κανείς ξανά μέσα στον κόσμο που
αντικειμενοποιείται από τη λογική για να βρει το λόγο της τρέλας, το νόημα του μηνύματος της,
τις βαθιές ζώνες από τις οποίες πηγάζει, και που πρέπει να αφεθεί να ανθήσει. Το παράλογο
μέσα μας, είναι κομμάτι της φύσης μας, όχι με το τρόπο που αντιλαμβάνεται μια φωτισμένη
λογική που θα το αναγνώριζε μόνο τη στιγμή που θα το περιόριζε και το αφόπλιζε· αλλά με την
έννοια πως ο άνθρωπος είναι τραγικά χαλιναγωγημένος από τον ίδιο το παραλογισμό του.
Πρέπει να κατανοήσουμε τους βαθύτερους λόγους: «Ο εαυτός δεν είναι πλέον κύριος του ίδιου
του σπιτιού του». Είναι η βεβαίωση αυτού του αρχικού ρήγματος μέσα στον εαυτό που θέτει την
ανθρώπινη εμπειρία, που η κριτική σκέψη αποστείρωσε μέσα από την επιβολή της πάνω στο
παράλογο, πίσω στην τραγική διάσταση. Μια φωνή πρέπει να αποδοθεί στη τραγική εμπειρία
αυτή, και η εμπειρία αυτή πρέπει να αποκρυπτογραφηθεί και να ερμηνευτεί.
Ποιος όμως δίνει στη τρέλα τη φωνή της; Ποιος αποκρυπτογραφεί και ερμηνεύει το μήνυμα και
στη βάση ποιου κώδικα; Και ποιος αποφασίζει σε ποιόν πρέπει να δοθεί φωνή; Είναι η ουδέτερη
προσοχή για την οποία μιλά ο Freud εφικτή, και είναι το μήνυμα της πραγματικά ουδέτερο;
Ποιος ακούει, ποια είναι η θέση εξουσίας του ή της σε σχέση με το ποιος μιλά, και σε ποιο
βαθμό αυτή η εξουσία καθορίζει το νόημα της λέξης; Και πάνω από όλα, ποια είναι η γλώσσα
του ερμηνευτεί και πως μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως θα αποφύγει να επιβάλλει τη
γλώσσα της ασθένειας πάνω στη τρέλα; Πως αντιμετωπίζουν οι αναλυτές την αρχική διαίρεση
του εαυτού, του εαυτού που δεν είναι πλέον κύριος του ίδιου του σπιτιού του; Αφήνουν την
πληγή ανεξερεύνητη, τις πύλες ανοιχτές σε εισβολές, ή την κλείνουν με την επιστημονική
σιγουριά της ερμηνείας τους; Πότε και που η τρέλα μιλά με τη δική της γλώσσα; Δεν
ασχολούμαστε εκ νέου με τον συμβιβασμό ενός διαλόγου που μπορεί να υλοποιηθεί μόνο στο
κώδικα του ακροατή; Δεν γίνεται το ασυνείδητο στη διαδικασία αυτή το κατοπτρικό είδωλο της
λογικής· δηλαδή, της ερμηνείας, αντικειμενοποιημένη στα μάτια του, όπως και η τρέλα
αντικειμενοποιήθηκε στην ασθένεια;

Ο Freud αναγνώρισε έναν εαυτό που δεν ήταν πλέον ο κύριος του ίδιου του σπιτιού του, αλλά το
πρακτικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η ψυχανάλυση είναι μια διαφορετική, διακριτικότερη
και βαθύτερη μορφή αυθεντίας του εαυτού, διαιρεμένη μεταξύ λόγου Και παράλογου,
κυριαρχημένου από οποιαδήποτε ερμηνεία γίνεται πάνω σε αυτή τη διαίρεση. Ο κύκλος κλείνει:
η πόρτα άνοιξε που στην υποκειμενικότητα τώρα κλείνει από την αντικειμενοποίηση του εαυτού.
Η λογική αναγνώρισε το παράλογο μέσα της, αλλά κυριαρχεί ακόμη έτσι ώστε να ορίσει τα όρια
του παιχνιδιού, να εξηγήσει το νόημα της, αντικειμενοποιώντας την υποκειμενική εμπειρία
φυσικά. Και αφορά ακόμη την αστική λογική. Ακόμη και αν ο Freud την αναλύει και την επικρίνει
στις ρίζες της, η γλώσσα της ερμηνείας παραμένει εντός της λογικής της τάξης της και εκφράζει
τις αξίες της, γονιμοποιώντας τη κουλτούρα της μέσα από την ανακάλυψη ενός πιο τραγικού
προσώπου της τρέλας. Είναι μια τρέλα που ζει μεταξύ μας και μέσα μας, και δεν μπορούμε να
την αγνοήσουμε δίχως να αλλάξουμε συνολικά τη τρέλα και την αθλιότητα που η λογική
συνεχίζει να κρατά ξεχωριστά, δίχως να αλλάξει τη λογική που παράγει και ελέγχει αυτή την
ακύρωση.

Το παιχνίδι επαναλαμβάνεται και είναι εγγενές σε αυτή τη κίνηση της «απόδοσης φωνής» που η
ψυχιατρική συνεχίζει να εκπληρώνει, κρατώντας τον εαυτό της μέσα σε μια λογική που έχει
προδιάθεση στη κριτική και την αυτοκριτική, αλλά μόνο αν προέρχονται από εκείνους στους
οποίους έχει παραχωρηθεί η ομιλία, και όχι από εκείνους που μιλούν επειδή αναγνωρίζουν το
δικαίωμα τους να μιλούν και να ακούγονται. Η κίνηση αυτή, αυτή η ακρόαση, παραμένει εντός
της λογικής που διανέμει τα κομμάτια, τις κατηγορίες, τις πιθανότητες της ύπαρξης, τους ρόλους
και τις λειτουργίες ακόμη και αν αντιλαμβάνεται πως είναι τραγικά υπονομευμένη από το
παράλογο, το ένστικτο, τη λίμπιντο, την επιθετικότητα, την τρέλα και την επιθυμία θανάτου. Αυτό
που βγαίνει στην επιφάνεια από το συνειδητό είναι η τραγική διάσταση, που ήρθε ξανά στη ζωή
του ατόμου, αλλά ως τραγικό άτομο, το υποκείμενο, το ίδιο που αναγνωρίζει τον εαυτό του ως
εγκλωβισμένο αυτής της αρχικής διαίρεσης δίχως να είναι σε θέση να την εντοπίσει πίσω σε όλα
όσα η λογική, που κυριαρχεί και οργανώνει, κάνει με τον εαυτό.
Και είναι η έκρηξη του παράλογου που, από καιρό σε καιρό, θα βιωθεί σαν απειλή ή θα
προταθεί ως αξία, που υπάρχει για πάντα στη σύγχρονη σκέψη αλλά ελεγχόμενη από αυτή όλο
και περισσότερο. Η τρέλα του καλλιτέχνη, το παράλογο της ιδιοφυίας – όπως η παράνοια του
άρρωστου ατόμου – θα βρει μια θέση σε αυτή τη λογική που έχει καταλάβει πως πρέπει μόνο να
της δώσει μια φωνή και ένα διακριτό χώρο για να την εκφράσει εντός του για να αποφύγει να
καταστραφεί από όσα λένε. Η απάντηση στην απειλή του παράλογου που διδάχτηκε είναι η
τρομοκρατία της λογικής που οργανώνει, διαιρεί και διανέμει και ξεχωρίζει τα τμήματα,
τιμωρώντας ή επιβραβεύοντας όποιον δεν παίζει το παιχνίδι. Όπως η διαίρεση του εαυτού
επιλύεται στο γραφείο του αναλυτή και η τρέλα και η εξαθλίωση εξαφανίζεται μόλις κλειδωθεί, η
τρελή χειρονομία όποιου γκρεμίζει το φραγμό αυτής της λογικής θα φιμωθεί από το
χειροκρότημα, στα μουσεία και στις γκαλερί μέσα στα οποία η φωνή της θα χαλιναγωγηθεί και
θα εξουδετερωθεί.

Το παράλογο συνεχίζει να βγαίνει στην επιφάνεια και, ταυτόχρονα, να περιέχεται στη σύγχρονη
σκέψη, διαμορφωμένη από αυτή τη μερικές φορές υπόγεια και κάποιες φορές αδιάκριτη
παρουσία, και επανατοποθετείται ως η μόνη δυνατότητα υποκειμενικής έκφρασης σε ένα κόσμο
καταστολής και βίας. Μέχρι η ίδια η τρέλα – απαλλαγμένη από τη μάσκα μέσα από την οποία
αναγκάστηκε να μιλά – να ανακτηθεί ως η μόνη διαδικασία από-αποξένωσης σε ένα κόσμο που
αλλοτριώνεται από την τεχνο-βιομηχανική λογική, παραμένει ανίσχυρη. Ο σκοπός είναι να
απελευθερωθεί η τρέλα ως η μόνη «εμπειρία» που δικαιώνει το δίκιο του παράλογου απέναντι
στη τρέλα της κυρίαρχης λογικής.

Πως όμως αυτή η απελευθερωμένη τρέλα που δικαιώνει το δικαίωμα στην ίδια της την ύπαρξη,
θέτοντας τον εαυτό της απέναντι στην αλλοτριωμένη πραγματικότητα, διεισδύει στην κυρίαρχη
λογική, εκτός και αν περιοριστεί στο να αυτοπαρουσιάζεται ως το αντίθετο της;

Η Οργανωμένη Σύγκρουση

Η συμβολή του Freud στο κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα της σχέσης λογικής και τρέλας είναι
μικρής σημασίας. Αν και η σχέση έχει μεταμορφωθεί σε εκείνη μεταξύ οργάνωσης και
ακύρωσης, διατηρεί τα ίδια χαρακτηριστικά εδώ και 150 χρόνια. Παρά τη δικαίωση των
δικαιωμάτων του ασυνείδητου, από τη στιγμή που εισάγεται ιατρικο-νομικός ορισμός της
ψυχιατρικής, το οικονομικό σώμα τονίζεται το οικονομικό σώμα ενώ το κανονικό σώμα
ακυρώνεται μέσα από την τιμωρία της φυλάκισης. Η αναγνώριση ενός θρυμματισμένου εαυτού
δεν διάβρωσε το μηχανισμό που παράγει την ασθένεια, επειδή ο μηχανισμός αναπαράγεται
αλλού, έξω από το χώρο στον οποίο η λογική αναλύει τον εαυτό της κριτικά και επιστημονικά.

Το γεγονός πως η σχέση μεταξύ οργάνωσης και ακύρωσης αμφισβητήθηκε αρχικά στη περιοχή
όπου αυτός ο μηχανισμός παράχθηκε μπορεί για ακόμη μια φορά να ξεκαθαρίσει τη φύση του
δεσμού μεταξύ λογικής και τρέλας. Η κρίση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας σχετικά με τις
ψυχιατρικές υπηρεσίες και το ζήτημα της θεραπείας της ψυχικής ασθένειας άρχισαν να
εμφανίζονται γύρω στη δεκαετία του 1950 σε αρκετές χώρες στις οποίες η αναδιάταξη της
οργάνωσης της παραγωγής και οι ακόλουθες μεταμορφώσεις που προκάλεσε τη νέα
εργατική-δύναμη, διευρύνοντας έτσι τη σφαίρα εκείνων που συμμετέχουν στο συμβόλαιο.
Η περίπτωση της Αγγλίας είναι εμβληματική. Όταν η επέκταση της παραγωγής ανάγκασε
περισσότερους αν συμμετέχουν στο συμβόλαιο, το κράτος χρησιμοποίησε το Νόμο Ψυχικής
Υγείας (Αγγλία & Ουαλία) του 1959 που επικύρωνε την εθνικοποίηση της ιατρικής για να
προχωρήσει και στην αναδιοργάνωση των ψυχιατρικών υπηρεσιών, μπαίνοντας έτσι για πρώτη
φορά στη λογική του εγκλεισμού. Η αποκατάσταση και η θεραπεία του ψυχικά ασθενούς
παρουσιάστηκε ως εφικτά μόλις έγιναν κοινωνικά χρήσιμες, δηλαδή οικονομικά αναγκαίες και η
ψυχιατρική ήταν για ακόμη μια φορά το βασικό στοιχεία γύρω από το οποίο στράφηκε η νέα
τάξη. Το διαχωρισμένο σώμα μπορεί και πρέπει να αποκατασταθεί στην οικονομική τάξη·
πραγματικά η συνέχεια της, φαινομενικά διαφορετική στη φύση της από την πρότερη διάκριση
μεταξύ της διόρθωσης της οικονομικής τάξης (η εξολόθρευση της μόλυνσης και ο περιορισμός
του μολυσμένου) και της διόρθωσης του μεμονωμένου σώματος (θεραπεία), πρέπει να
αποκατασταθεί. Η πτυχή του εγκλεισμού, αν και συνεχίζει να υφίσταται, εξασθενεί, καθώς
τονίζονται η αποκατάσταση και η ανάρρωση.

Η προφανής διαφορά σε αυτή τη συνέχεια εντοπίζεται στο γεγονός πως, ενώ η κανονικότητα
ορίζεται με όρους αποτελεσματικότητας και παραγωγικότητας, οι όροι αυτοί στη πραγματικότητα
δεν είναι άκαμπτοι, αλλά μάλλον είναι υποταγμένοι στις διακυμάνσεις και απαιτήσεις της
παραγωγής. Αυτό που αλλάζει είναι το όριο μεταξύ συμβολαίου και ακύρωσης, με την έννοια
πως η κοινωνική οργάνωση μπορεί να απορροφήσει εκείνα τα στοιχεία πιο κοντά (ή θεωρούνται
πιο κοντά) στη κανονικότητα – εκείνα που μπορούν να ανακτηθούν πιο εύκολα – γιατί το ίδιο
σύστημα παραγωγής που τους απέβαλλε μπορεί αργότερα να αναγκαστεί να τους απορροφήσει
ξανά.

Ένας νόμος όπως ο Νόμος για την Ψυχική Υγεία του 1959, που καθιέρωσε την εθνικοποίηση
της υγείας σε μια καπιταλιστική χώρα, δεν μπορεί στη πραγματικότητα να αποκόψει τις ρίζες της
σχέσης μεταξύ οργάνωσης και ακύρωσης. Αυτό είναι που υποβάθμισε μια πολιτική παρέμβαση
(ένα νόμο που πέρασε από μια κυβέρνηση Εργατικών) σε μια απλή τεχνική παρέμβαση
(αποκατάσταση, ψυχιατρική κοινότητας) μέσα στην ίδια λογική και σκοπούς που υποστήριζαν
την ακύρωση και τον αποκλεισμό.

Η αποκατάσταση και η ανάρρωση δεν είναι στη πραγματικότητα ανταγωνιστικές προς αυτή τη
λογική και στους στόχους αυτούς όταν η εργατική-δύναμη, ακόμη και μια θεραπευμένη, είναι
αναγκαία. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι η δυνατότητα της αλλαγής των ορίων μεταξύ
συμβολαίου και ακύρωσης επιβεβαιώνει τη σχετική φύση της σχέσης μεταξύ λογικής και τρέλας,
επειδή εκείνοι που κάποτε ήταν φυλακισμένοι ως τρελοί τώρα είναι αποκαταστημένοι ως ψυχικά
υγιείς. Το παράδοξο είναι πως αν η εποχή του Pinel γνώρισε τη μεταφορά της ασθένειας από τη
φυλακή στο άσυλο, τώρα η τάση είναι να απομακρύνουμε από το άσυλο μια υγεία που
αποσπάστηκε από αυτή την ασθένεια. Είναι οι ίδιες οι έννοιες της ασθένειας και της ανάρρωσης
που σχετικοποιούνται σε αυτή την αλλαγή. Το γεγονός πως ένα τέτοιο εγχείρημα παραμένει
στην ίδια λογική, και έτσι δεν μπορεί παρά να αναπαράξει τον ίδιο έλεγχο έξω από το άσυλο, δεν
μειώνει τη βαθιά της σημασία στο βαθμό αφορά την έννοια και τον ορισμό της ασθένειας.
Οι εμπειρίες της κοινοτικής ψυχιατρικής που προέκυψαν στη διάρκεια αυτών των χρόνων
βασίστηκαν στην πεποίθηση πως είναι αρκετό να διευρυνθεί η θεραπεία του ατόμου για να
συμπεριλάβει το πλαίσιο μέσα στο οποίο ζει, να διορθώσει την ίδια στιγμή τις συγκρούσεις μιας
ψυχολογικής φύσης όπως και τις κοινωνικές συγκρούσεις που τις παράγουν. Η ψυχιατρική
βρέθηκε να αποκτά μια νέα εστίαση. Δεν περιορίζονταν πλέον στο να διαχειρίζεται το κόσμο της
ακύρωσης και του εγκλεισμού που συνέχισε να θεραπεύει· έπρεπε τώρα να μπει στο κοινωνικό
πεδίο για να ελέγξει διαταραχές ακριβώς εκεί που εκδηλώνονται, ξεχωρίζοντας όλα τα στοιχεία
από τα οποία αποτελούνται, περιλαμβανομένων των κοινωνικών συγκρούσεων που μπορούν
να τις καθορίσουν. Οι υπηρεσίες που διαμορφώθηκαν από τη νέα νομοθεσία σε διάφορες
χώρες (μετά το Βρετανικό Νόμο για τη Ψυχική Υγεία υπήρξε η politique de secteur το 1960 στη
Γαλλία και ο Νόμος για τα Κοινοτικά Κέντρα Ψυχικής Υγείας το 1963 στις Ηνωμένες Πολιτείες)
συνεχίζουν να δίνουν βάση στην ιατρική πτυχή της ψυχιατρικής. Μέσω της απορρόφησης των
νέων κοινωνικών επιστημών, η ιατρική επέκτεινε την πιθανότητα τέτοιων παρεμβάσεων και
καινοτομιών ως πεδία ευθύνης, αποτρεπτικών πολιτικών, κέντρων ψυχικής υγείας, σύντομων
εισαγωγών σε νοσοκομείο, και ψυχιατρικών κλινικών σε γενικά νοσοκομεία. Ταυτόχρονα όμως
νέοι τεχνικοί εισάχθηκαν με τρομερό ρυθμό: ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, κοινωνιολόγοι και
σύμβουλοι. Μια τέτοια οργάνωση περιστρέφονταν γύρω από τους ψυχίατρους που, με την
πολυεπίπεδη φύση των παρεμβάσεων τους, μπορούσαν τώρα να αντιμετωπίσουν την
ταυτόχρονη παρουσία των πιο ποικίλων τύπων διαταραχών που η παλιά ψυχιατρική είχε
ισοπεδώσει στην έννοια του soma.

Ο διαχωρισμός του σώματος και της οικονομικής τάξης που εκπροσωπούνταν στο διαχωρισμό
μεταξύ ασύλου και κοινότητας λύνεται από τη διάχυση, μέσω αυτής της στρατιάς των νέων
εργαζόμενων, της κουλτούρας των τεχνικών ή των γιατρών, του ορισμού και της αντιμετώπισης
της ασθένειας στη κοινότητα. Με τον πρώην κρατούμενο τοποθετημένο στη κοινότητα και το
πιθανό ψυχιατρικό περιορισμό πλέον να έχει αποτραπεί, μια νέα μορφή ελέγχου
χρησιμοποιείται· δεν επιτρέπει πλέον ο εγκλεισμός να εκτυλίσσεται μέσω νομικών κυρώσεων,
αλλά αντίθετα περιλαμβάνει ακόμη μεγαλύτερους αριθμούς ανθρώπων προς βοήθεια. Η νέα
σφαίρα προς έλεγχο δεν είναι πλέον διαχωρισμένη, ακόμη και αν η παλιά μορφή διαχωρισμού
συνεχίζει να υπάρχει και να εγγυάται την αποτελεσματικότητα νέων μηχανισμών. Το πρόσωπο
όμως που εγγυάται την ορθή λειτουργία από το μηχανισμό πρόνοιας ως την ιατρικο-ψυχιατρική
αγωγή ως τον εγκλεισμό είναι πάντα ο ψυχίατρος. Η κοινοτική συμμετοχή, σε αυτή τη φάση
τονίζεται ως άμεση δράση και έλεγχο πάνω στον τεχνικό, είναι αντίθετα διαρκώς
διαμεσολαβημένη και οργανωμένη μέσω των ιδρυματικών φίλτρων και της ιατρικής κουλτούρας.
Με το τρόπο αυτό είναι δυνατό να εγγυηθεί πως η υποκειμενική έκφραση της απαίτησης – της
ανάγκης, του πόνου, της διαταραχής, ως εκ τούτου την αντίφαση μεταξύ ατόμου και οργάνωσης
– κατευθύνεται μέσω προεγκαταστημένων καναλιών που δεν είναι ανταγωνιστικά στη γενική
ισορροπία. Αυτό σημαίνει την
εγγύηση πως η απαίτηση είναι πάντα για μια θεραπευτική αγωγή που με τη σειρά της έχει το
καθήκον του περιορισμού της σύγκρουσης και της οργάνωσης της με ιατρικούς όρους.
Επιπλέον, αυτό που βεβαιώνεται μέσα από τη δημιουργία αυτών των νέων υπηρεσιών είναι το
μέγεθος της ανθρώπινης εργατικής-δύναμης που μπορούν να απορροφήσουν (και που μπορεί
να αναγνωριστεί αυτόματα στους πρόσφατα αναπτυγμένους ρόλους), τόσο που ο έλεγχος που
ασκείται πάνω στον μεμονωμένο καταναλωτή, και μέσω της ταύτισης του κάθε εργαζόμενου ή
εργαζόμενης με το ρόλο του ή της, επηρεάζει ολόκληρο το πλαίσιο της παραγωγής που τον
στηρίζει. Το ιατρικό μοντέλο συνεχίζει να επικρατεί πάνω στα συνολικά χαρακτηριστικά της
παρέμβασης. Η αναγκαιότητα της αγωγής δεν αμφισβητείται ποτέ, με δεδομένο πως μπορεί να
διακρίνει μεταξύ διαφορετικών επιπέδων επικινδυνότητας και πάνω στην οποία βασίζει την
ποιότητα της αγωγής.

Αν κα τυπικά διαφέρουν μεταξύ τους, τα μοντέλα αναφοράς που υιοθετήθηκαν από κάθε
νομοσχέδιο στη φάση αυτή προχωρούν μέσα σε αυτό το πλαίσιο: η αποκατάσταση του
ακυρωμένου σώματος (ή η πρόληψη της πιθανής ακύρωσης του) στην οικονομική τάξη. Είναι
μια αναγκαία συνθήκη αν η πάλη μεταξύ οργάνωσης και ακύρωσης είναι να εξαφανιστεί μέσα σε
μια ισορροπία που αυτή τη φορά θα μεταφράσει την διαχωρισμένη ακύρωση σε μια
ημι-ακύρωση, βοηθούμενη από κοινωνικές επιστήμες. Η διαδικασία αυτή πλέον γενικεύεται στις
περισσότερες δυτικές χώρες όπου η ακύρωση και η πρόνοια τείνουν να καλύπτουν κάθε μη
οργανωμένη μορφή εναντίωσης. Είναι όμως παρούσα – αν και εκφρασμένη διαφορετικά – και
στη Σοβιετική Ένωση επίσης, όπου η ταύτιση μεταξύ Κράτους και ιδρυμάτων επιτρέπει τη
χρήση της ασθένειας σαν μια μορφή διαμεσολάβησης που δικαιολογεί μια ανάλογη μορφή
ελέγχου.

Μέσα σ’ αυτό το πανόραμα, η περίπτωση της Ιταλίας, όπου το πρόβλημα εξερράγη πολλά
χρόνια αργότερα από ότι στις άλλες χώρες, αξίζει ιδιαίτερης αναφοράς. Σε σχέση με την άλλη
ευρωπαϊκή νομοθεσία, ο ιταλικός νόμος (Νόμος 180) που εγκρίθηκε το Μάϊο του 1978 και στη
συνέχεια ενσωματώθηκε στο μεταρρυθμιστικό νόμο για την υγεία, δήλωνε πολύ καθαρά την
ανάγκη για τη διακοπή της δημιουργίας νέων ψυχιατρικών νοσοκομείων και για την οργάνωση
της παύσης λειτουργίας των ήδη υπαρχόντων. Η συνταγή που δικαιολογούσε τον εκούσιο
εγκλεισμό – «κίνδυνος για τον εαυτό του και τους άλλους και για δημόσιο σκάνδαλο» –
αντικαταστάθηκε από μια κανονιστική, που ενώ ακόμη επέτρεπε όλη η ευθύνη για τον
καθορισμό της κοινωνικής επικινδυνότητας να πέφτει πάνω στο γιατρό, εισήγαγε, ακόμη και με
συγκεχυμένο τρόπο, ένα νέο στοιχείο. Την κρίση της σοβαρότητας [της ασθένειας] παρέμεινε,
ενισχυμένο σε περιπτώσεις όπου ο ασθενής αρνούνταν τον εκούσιο εγκλεισμό· όμως η
επιβεβλημένη θεραπεία είναι αναγκαστική μόνο όταν εναλλακτικές στον εγκλεισμό θεωρούνταν
αδύναμες. Η παρερμηνεία και εκμετάλλευση που μπορεί να προκύψει από αυτή την
υποκειμενική ερμηνεία μιας μοναδικής περίπτωσης (ποιος έχει την ευθύνη για τον καθορισμό
πως άλλες λύσεις είναι ανύπαρκτες;) μπορεί να φρενάρει τη νέα νομοθεσία, οδηγώντας σε μια
γενική μετατροπή των ψυχιατρικών υπηρεσιών σε γενική ιατρική, όπως συνέβη σε άλλες χώρες.
Το γεγονός πως στην Ιταλία, τα άσυλα δεν επιτρέπεται να υπάρχουν για να στηριχθούν οι νέες
υπηρεσίες, δίνει στις ίδιες τις υπηρεσίες διαφορετικό νόημα και λειτουργία. Ο νέος νόμος δεν
περιορίζεται στο να γκρεμίζει την απολυτότητα του επιστημονικού ορισμού της ψυχικής
ασθένειας, προτείνοντας τη σχετικότητα της με άλλους παράγοντες, αλλά αντίθετα τείνει να
αμφισβητεί (και ως εκ τούτου να αναπτύξει την επίγνωση μέσα από τις αντιφάσεις που έτσι
ανοίγονται) τη λειτουργία του ασύλου ως κάλυψη για την λειτουργία που διαιωνίζεται από το
σύστημα παραγωγής που μπορούσε να αποκλείσει, μέσω νόμων και επιστημών
προσαρμοσμένων κυρίως σ’ αυτό τον αποκλεισμό, οτιδήποτε παρεμπόδιζε τη λειτουργία του.

Τρέλα και Ανάγκη


Η λογική περιλαμβάνει και αποκλείει την τρέλα, καθορίζοντας τους τομείς, τους τρόπους, και τις
στιγμές όταν μπορεί να μιλήσει, εξουδετερώνοντας την. Με το τρόπο αυτό, μια ιδιαίτερη
νομιμότητα προϋποτίθεται όπου η τρέλα μιλά με μια εγκεκριμένη γλώσσα, είτε είναι είτε δεν είναι
αντιληπτή από τους κανόνες του écoute. Μπορεί όμως να υπάρξει ένας κανόνας για την
έκφραση αναγκών και επιθυμιών; Ή δεν αποτελεί η ίδια η ύπαρξη του κανόνα μια επιβολή και
μορφή βίας που μπορεί μόνο να παράξει ένα βίαιο τρόπο εκδήλωσης αυτών των αναγκών και
των επιθυμιών; Που εντοπίζεται μέσα σ’ αυτό το κανόνα η ανθρώπινη υποκειμενικότητα, αν
υποχρεωτικοί τρόποι, στιγμές και τόποι υπάρχουν για την έκφραση της; Που είναι οι συνέπειες
αυτής της επιμονής στην απόδοση φωνής; Τι συμβαίνει σε εκείνους που μιλάνε και εκφράζουν
τις ανάγκες τους με τη δική τους γλώσσα αντί με μια διαστρεβλωμένη από τις λέξεις άλλων δεν
ακούγονται;

Το πρόβλημα της τρέλας είναι πάντοτε η σχέση μεταξύ του ατόμου και της οργάνωσης. Είναι ένα
πρόβλημα του χώρου – φυσικού και ψυχολογικού – που το άτομο βρίσκει μέσα στην ομάδα. Με
μια τυπική έννοια, η λογική πάνω στην οποία βασίζεται η κουλτούρα μας τονίζει το άτομο και την
ελευθερία του ή της, όπως κάνει η κοινωνία και η οργάνωση της εργασίας που τα παράγει. Στη
πράξη, η λογική δομείται πάνω στην οικειοποίηση του ατόμου, και η μείωση της οικειοποιημένης
μάζας σε ένα σειριακό άθροισμα ατόμων. Παρόμοια, αν και έχει αναγνωρίσει το παραλογισμό
ως κομμάτι της ανθρώπινης φύσης, η λογική αυτή περιορίζει τον εαυτό της στην απορρόφηση
της. Με το τρόπο αυτό, ο παραλογισμός εκτρέπεται και κατευθύνεται σε τομείς δημιουργημένους
να τον κρατήσουν υπό κηδεμονία. Αυτό είναι που έκανε τον Nietszche να πει: «Αυτό είναι το
έργο του Διαφωτισμού: να κάνει τους πρίγκηπες και τους κυβερνήτες απόλυτα ενήμερους πως
ότι κάνουν είναι απόλυτο ψέμα».

Πριν όμως η λογική ξεχωρίσει τον παραλογισμό, πως εκφράζονταν η τρέλα; Δεν μπορούμε να
υποθέσουμε πως όπως με την ιστορική εξέλιξη του φαινομένου, η τρέλα εμφανίστηκε μέσα και
τράφηκε από ένα αδιαφοροποίητο κόσμο ανικανοποίητων αναγκών, και είναι αυτή η
μη-απάντηση σε αυτές τις ανάγκες που μεταφράστηκε στη σπουδαιότητα από την οποία
προέκυψε αυτό που αποκαλούμε τρέλα; Πριν η τρέλα αναγνωριστεί από την αστική λογική ως
ασθένεια, η φωνή της συγχέονταν με την ανέχεια και την παραβατικότητα – μια απροσδιόριστη
ολότητα των αναγκών που απαντήθηκαν με την διάλυση της οικουμενικότητας της απαίτησης,
ουσιαστικά αντιπροσωπευόμενης από την εξαθλίωση.

Η ίδια η διαδικασία μπορούσε επίσης να επαναληφθεί σε κάθε μεμονωμένη ιστορία. Οι


άνθρωποι γεννιούνται με μια φύση εναντίον της οποίας πρέπει να παλεύουν, οικειοποιώντας
τους εαυτούς τους και επίσης παράγοντας μια κουλτούρα που θα στραφεί προς την
τροποποίηση της φύσης τους. Ορισμένοι από το κόσμο των αναγκών και των επιθυμιών που
προέρχονται από το σώμα, και από μια υποκειμενικότητα που επιθυμεί να εκφραστεί, βρίσκονται
να συναντούν άλλα σώματα και υποκειμενικότητες που πρέπει να οργανωθούν. Η απάντηση
στις ανάγκες αυτές αφήνεται στην οργάνωση που αντιπροσωπεύει την ομάδα και που πρέπει να
της επιτρέψει να ζει και στα μέλη της να συνυπάρχουν. Αν η οργάνωση αντιπροσωπεύει
ολόκληρη την ομάδα, ο ατομικός χώρος για τις ανάγκες κάποιου και την ικανοποίηση τους θα
περιοριστεί από τις ανάγκες των άλλων. Το πρόβλημα των ορίων είναι ανθρώπινο πρόβλημα,
που συνοψίζεται στη σχέση του ατόμου προς τη φύση που πρέπει να εξημερωθεί και να
υποστεί εκμετάλλευση. Αν όμως η οργάνωση προστατεύει τα συμφέροντα μιας ομάδας (μιας
τάξης) σε βάρος μιας άλλης, αν η επιβίωση αυτής της ομάδας βασίζεται στην κυριαρχία πάνω
σε μια άλλη, αν η λογική της εκμετάλλευσης της φύσης βασίζεται στην εκμετάλλευση των
ανθρώπων, δεν υπάρχει ανθρώπινο όριο. Γιατί όλα μετέχουν στην απανθρωπιά της οργάνωσης
– μια απανθρωπιά από την οποία δεν μπορεί να σωθεί ούτε και η προστατευόμενη ομάδα,
επειδή για να διαιωνίσει τον εαυτό της αυτή η οργανωτική λογική μπορεί να παράξει μόνο
απάνθρωπες αξίες.

Η εξαθλίωση έχει πολλά πρόσωπα: εκείνο της πείνας και της ανέχειας, και εκείνο της απόλυτης
φτώχιας της ανθρώπινης ύπαρξης. Η αστική λογική διατήρησε το πρώτο στις τσέπες
αναγκαστικά για την διατήρηση της ισορροπίας της οικονομικής λογικής πάνω στην οποία
βασίζεται· έχει όμως παράξει το δεύτερο από μέσα της. Είναι σε αυτό το γενικευμένο κόσμο
οικονομικής και ψυχολογικής εξαθλίωσης που εκφράζονται με ένα συγκεχυμένο και
αδιαφοροποίητο τρόπο. Αυτές περιλαμβάνουν ανάγκες που προκύπτουν από την
επιτακτικότητα της ζωής, από ένα σώμα που δεν δέχεται τον ακρωτηριασμό και την ταπείνωση,
από μια υποκειμενικότητα που δεν επιθυμεί να καταπιεστεί και να βιαστεί, και που βρίσκει το
χώρο που παραχωρήθηκε πολύ περιορισμένο. Κανόνες, απαγορεύσεις, ταμπού και καταστολή·
διαιρέσεις των τάξεων, των φυλών, των χρωμάτων, των φύλων και των ρόλων· έκφραση,
τυραννία, ταπείνωση, οργανωμένη και διαρκής βία – αυτά είναι που αποτελούν το κόσμο της
κανονικότητας. Κανένας κανόνας δεν υπερασπίζεται την ανθρώπινη ύπαρξη, κάθε κανόνας
όμως δημιουργείται για την κυριαρχία πάνω της και την χειραγώγηση της. Οι κυριαρχούμενοι
δεν αναγνωρίζουν αυτό το κανόνα επειδή έχουν φτιαχτεί για να τους καταστρέψουν, επειδή
φέρουν το κίνδυνο της άμβλυνσης και της καταστροφής της ανθρωπιάς τους.

Από αυτό το απροσδιόριστο πανόραμα αναγκών (την χειροπιαστή εξαθλίωση των κατώτερων
τάξεων και την φτωχοποίηση των ατόμων από την προστατευμένη τάξη), μπορεί να ακουστούν
κάποιες φωνές, διαδηλώνοντας την αγωνία, την οργή, το θυμό για τη διάσπαση και
θρυμματισμό ή θρηνώντας για την ίδια τους την ανικανότητα. Είναι τότε που θα τους δοθεί μια
φωνή, για να τους φιμώσει με τον ορισμό μιας ασθένειας που θα θεραπεύεται διαρκώς, έτσι
ώστε να μην φαίνεται από που προέρχεται.

Υπάρχει όμως μια στιγμή που όλο αυτό εκφράζεται με τη μορφή απαιτήσεων που περιμένουν
απαντήσεις, όταν όλα θα μπορούσαν να είναι απλά ή σχεδόν έτσι, επειδή η ανθρώπινη ελπίδα
ακόμη ενώνει και σταθεροποιεί την οικουμενικότητα του αιτήματος. Είναι όμως αυτό το αίτημα
που παραμένει αναπάντητο και διακλαδίζεται σε τόσους παραπόταμους όσες είναι και οι
τεχνικές απαντήσεις που ήδη έχουν προετοιμαστεί από τη λογική της εξουσίας. Η εξαθλίωση
των καταπιεσμένων τάξεων, και η φτωχοποίηση και ταπείνωση εκείνων που υποτάσσονται σε
μια οικονομική λογική που καθορίζει κάθε μια από τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους, αποτελεί τη
σιωπηλή απαίτηση που η αστική λογική τους εμποδίζει να μορφοποιήσουν, επιβάλλοντας πάνω
σε αυτές τις ανάγκες τη γλώσσα της ασθένειας που τους κάνει να γίνουν άλλο από αυτό που
είναι. Και αν αυτή η απαίτηση δεν μπορεί να εκφραστεί με οργανωμένες, ολοκληρωμένες
μορφές αγώνα, μπορεί τώρα να μπει σε μορφές παράλογης, ανεξέλεγκτης συμπεριφοράς και
εκφράσεων της ασυγκράτητης πτυχής του πόνου και της αδυναμίας της εύρεσης διαφορετικών
τρόπων επικοινώνησης της. Όταν όμως ο χαρακτηρισμός της ασθένειας επιβάλλεται πάνω σε
αυτές, οι φωνές τους τροποποιούνται, η χειροπιαστή τους πραγματικότητα αντικαθίσταται από
το σύμβολο.

Όταν όλα αυτά έχουν συμβεί, κάποιος ωστόσο θα μπει στο κόπο να αναδημιουργήσει
συμβολικά τους κόμβους του πόνου, να ανακαλύψει τη στιγμή της ρήξης. Ή κάποιος – ίσως πιο
τραχιά, για να συμμορφωθεί με την τραχύτητα του πελάτη – απλά θα πει πως έχει να κάνει με
μια «παρανοϊκή παραίσθηση» ή «καταθλιπτικό επεισόδιο» και θα τον κλειδώσει σε ένα άσυλο.
Όταν όλα έχουν συμβεί, είναι δύσκολο να αναδημιουργηθούν τα κομμάτια της αναπάντητης
ανάγκης, για να συναρμολογήσει αυτές τις απαιτήσεις ώστε να τις αναδιατυπώσει. Η ελπίδα που
θα μπορούσε να τις ενώσει θα έχει εξαφανιστεί επειδή ήταν απογοητευμένη για πολύ καιρό.
Πρώτα το άτομο σκοτώνεται ή εμποδίζεται από το να ζήσει, μετά η επιστήμη – η ψυχιατρική και
οι κοινωνικές επιστήμες – ασχολείται, δυστυχώς, με τις αντιδράσεις της ανικανότητας και της
απόγνωσης, ή της απάθειας, της άρνησης και της α-κοινωνικότητας που ακολουθούν, μέχρι το
άτομο να πεθάνει από ασφυξία. Είναι σε αυτό κόσμο των αναγκών που οι απαντήσεις πρέπει να
δοθούν, περνώντας μέσα επίσης από το κατακερματισμό των κοινωνικών επιστημών που έχουν
συμβάλει στην μεταμφίεση του παιχνιδιού, αποτρέποντας την κατανόηση του που γεννιούνται τα
προβλήματα.

Πάντα υπάρχουν ψεύτικοι προφήτες. Στη περίπτωση όμως της ψυχιατρικής είναι η ίδια η
προφητεία που είναι ψεύτικη. Με το διάγραμμα των ορισμών και την ταξινόμηση των
συμπεριφορών, με την καταπιεστική της βία, με την παρανόηση του πόνου, αποτρέπει όποια
αυθεντική κατανόηση της σχέσης της με την πραγματικότητα και της πιθανότητας της έκφρασης
που βρίσκουν ή δεν βρίσκουν εντός της. Συνεχίζοντας την αποδοχή της ψυχιατρικής και του
ορισμού της ψυχικής ασθένειας σημαίνει αποδοχή του απανθρωποποιημένου κόσμου στον
οποίο ζούμε ως το μόνο ανθρώπινο κόσμο, φυσικό, ατροποποίητο, που αντιμετωπίζουν άοπλοι
οι άνθρωποι. Αν είναι έτσι, θα συνεχίσουμε να ανακουφίζουμε συμπτώματα, να κάνουμε
διαγνώσεις, να χορηγούμε αγωγές και θεραπείες, και να επινοούμε νέες θεραπευτικές τεχνικές.
Ταυτόχρονα όμως συνεχίζουμε να έχουμε επίγνωση πως το πρόβλημα είναι αλλού. Επειδή «όχι
η ύπαρξη αλλά η γνώση είναι δίχως ελπίδα, γιατί στα οπτικά ή μαθηματικά σύμβολα που
οικειοποιείται και διαιωνίζει την ύπαρξή ως σχέδιο».

You might also like