You are on page 1of 2

Καρλ Μαρξ, «Εισαγωγή» (1844),

στο Κριτική της εγελιανής φιλοσοφία του κράτους και του δικαίου,
µτφρ. Μπ. Λυκούδης, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1978, σ. 17-18, σ. 24-25

Σε ό,τι αφορά τη Γερµανία, η κριτική της θρησκείας έχει κατά το ουσιώδες της µέρος τερµατιστεί
και η κριτική της θρησκείας είναι η προϋπόθεση για κάθε κριτική.
Η εγκόσµια ύπαρξη της πλάνης αµφισβητείται από τη στιγµή που η ουράνιά της oratio
pro aris et focis* αναιρείται. Ο άνθρωπος που δεν θα έχει βρει στη φαντασµαγορική
πραγµατικότητα του ουρανού, όπου αναζητούσε έναν υπεράνθρωπο, παρά την αντανάκλαση του
εαυτού του, δεν θα είναι πια διατεθειµένος να βρίσκει απλώς την οµοίωσή του, τον µη-άνθρωπο,
εκεί όπου αναζητά, και υποχρεωτικά πρέπει να αναζητά, την αυθεντική πραγµατικότητά του.
Η βάση της αντιθρησκευτικής κριτική είναι: ο άνθρωπος κάνει τη θρησκεία, όχι η
θρησκεία τον άνθρωπο. Βέβαια, η θρησκεία είναι η αυτοσυνείδηση και η αυτοσυναίσθηση του
ανθρώπου, που ακόµη δεν έχει βρει τον εαυτό του, ή που τον έχει ξαναχάσει. Ο άνθρωπος όµως
δεν είναι µια αφηρηµένη ουσία κουρνιασµένη κάπου έξω από τον κόσµο. Ο άνθρωπος είναι ο
κόσµος του ανθρώπου, το κράτος, η κοινωνία. Το κράτος αυτό, η κοινωνία αυτή, παράγουν τη
θρησκεία, µια ανεστραµµένη συνείδηση του κόσµου, γιατί αυτά τα ίδια είναι ένας κόσµος
ανεστραµµένος. Η θρησκεία είναι η καθολική θεωρία του κόσµου τούτου, η εγκυκλοπαιδική του
συνόψιση, η εκλαϊκευµένη λογική του, το σπιριτουαλιστικό του point d’honneur, ο
ενθουσιασµός του, η ηθική του κύρωση, το µεγαλόπρεπο συµπλήρωµά του, το καθολικό θεµέλιο
της παραµυθίας του και της δικαίωσής του. Είναι η φαντασµαγορική πραγµάτωση της
ανθρώπινης ουσίας, γιατί η ανθρώπινη ουσία δεν έχει πραγµατωθεί αληθινά. Πάλη λοιπόν
ενάντια στη θρησκεία σηµαίνει πάλη ενάντια στον κόσµο, που πνευµατικό του άρωµα είναι η
θρησκεία.
Η θρησκευτική καχεξία είναι, κατά ένα µέρος, η έκφραση της πραγµατικής καχεξίας και,
κατά ένα άλλο, η διαµαρτυρία ενάντια στην πραγµατική καχεξία. Η θρησκεία είναι ο στεναγµός
του καταπιεζόµενου πλάσµατος, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσµου, είναι το πνεύµα ενός κόσµου
απ’ όπου το πνεύµα έχει λείψει. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού.
Ξεπέρασµα της θρησκείας σαν απατηλής ευτυχίας του λαού σηµαίνει την απαίτηση της
πραγµατικής του ευτυχίας. Η απαίτηση να αρνηθεί τις αυταπάτες σχετικά µε την κατάσταή του
σηµαίνει απαίτηση να αρνηθεί µια κατάσταση που έχει ανάγκη από αυταπάτες. Η κριτική της
θρησκείας είναι λοιπόν εν σπέρµατι η κριτική της κοιλάδας αυτής των δακρύων, που η θρησκεία
αποτελεί το φωτοστέφανό της.
Η κριτική ξεγύµνωσε τις αλυσίδες από τα φανταστικά λουλούδια που τις σκέπαζαν, όχι
για να κουβαλά ο άνθρωπος τις αλυσίδες χωρίς φαντασία, απελπισµένα, αλλά για να πετάξει τις
αλυσίδες και να περισυλλέξει το ζωντανό ανθό. Η κριτική της θρησκείας καταστρέφει τις
αυταπάτες του ανθρώπου για να µπορέσει (αυτός) να δράσει, να σκεφτεί, να διαµορφώσει την
πραγµατικότητά του σαν άνθρωπος απαλλαγµένος από τις αυταπάτες, που έχει φτάσει στην
ηλικία του λόγου, για να µπορεί να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, δηλαδή γύρω από
τον πραγµατικό του ήλιο. Η θρησκεία δεν είναι παρά ο απατηλός ήλιος που περιστρέφεται γύρω
από τον άνθρωπο όσο ο άνθρωπος δεν περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του.


*
Λόγος υπέρ βωµών και εστιών.
Στόχος της ιστορίας είναι, λοιπόν, µετά την εξαφάνιση του Επέκεινα της αλήθειας, να
καθιερώσει την αλήθεια του Ενθάδε. Κατ’ αρχήν, είναι στόχος της φιλοσοφίας, που υπηρετεί την
ιστορία, αµέσως µόλις ξεµασκαρευτεί η ιερή µορφή της αυτοαλλοτρίωσης του ανθρώπου, να
ξεµασκαρέψει την αυτοαλλοτρίωση και στις βέβηλες µορφές της. Η κριτική του ουρανού
µετατρέπεται έτσι σε κριτική της γης, η κριτική της θρησκείας σε κριτική του δικαίου, η κριτική
της θεολογίας σε κριτική της πολιτικής.
Το κείµενο του ακολουθεί –συµβολή σ’ αυτό το καθήκον– ασχολείται κατ’ αρχήν όχι µε
το πρωτότυπο, αλλά µε το αντίγραφο, τη γερµανική φιλοσοφία του κράτους και του δικαίου,
επειδή και µόνο αφορά τη Γερµανία.
[...]
Τίθεται τότε το ερώτηµα: η Γερµανία µπορεί να φτάσει σε µια πρακτική à la hauteur des
principes [στο επίπεδο των αρχών], δηλαδή σε µια επανάσταση που να την ανυψώσει όχι µόνο
στο επίσηµο επίπεδο των σύγχρονων λαών αλλά στο ύψος του ανθρώπου που θα είναι το άµεσο
µέλλον των λαών αυτών;
Αναµφίβολα, το όπλο της κριτικής δεν µπορεί να αντικαταστήσει την κριτική των όπλων,
η υλική δύναµη δεν µπορεί να νικηθεί παρά µόνο από την υλική δύναµη, αλλά και η θεωρία
γίνεται κι αυτή δύναµη αφότου κατακτήσει τις µάζες. Η θεωρία είναι ικανή να κατακτήσει τις
µάζες όταν αποδεικνύει ad hominem και προβαίνει σε ad hominem αποδείξεις, αφότου γίνει
ριζοσπαστική. Ριζοσπαστική σηµαίνει να πιάνει τα πράγµατα από τη ρίζα. Η ρίζα όµως για τον
άνθρωπο είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Η φανερή απόδειξη του ριζοσπαστισµού της γερµανικής
θεωρίας, άρα και της πρακτικής της δύναµης, είναι ότι έχει σαν αφετηρία την αποφασιστική και
θετική εξάλειψη της θρησκείας. Η κριτική της θρησκείας οδηγεί στη διδαχή ότι ο άνθρωπος
είναι το υπέρτατο ον για τον άνθρωπο, δηλαδή στην κατηγορική επιταγή τής ανατροπής όλων των
σχέσεων που κάνουν τον άνθρωπο ένα ον ταπεινωµένο, υποδουλωµένο, εγκαταλειµµένο,
περιφρονηµένο, σχέσεων που δεν θα µπορούσε κανείς καλύτερα να τις χαρακτηρίσει παρά µε
την αναφώνηση εκείνη ενός Γάλλου όταν πληροφορήθηκε την επιβολή φόρου στα σκυλιά:
«Κακόµοιρα σκυλιά! Θέλουν να σας µεταχειριστούν σαν ανθρώπους!»

You might also like