You are on page 1of 201

ΘΕΣΣΑΛ

ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΑΠΟ ΑΝΟΙΧΤΟΥΣ


ΧΩΡΟΥΣ ΝΕΟΛΙΘΙΚΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ
ΟΝΙΚΗ
ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΩΝ
2019
ΠΑΛΙΑΜΠΕΛΩΝ ΚΟΛΙΝΔΡΟΥ

ΓΚΟΥΤΙΔΟΥ ΕΛΕΝΗ
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2019
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ

ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΑΠΟ ΑΝΟΙΧΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ

ΝΕΟΛΙΘΙΚΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΩΝ ΠΑΛΙΑΜΠΕΛΩΝ ΚΟΛΙΝΔΡΟΥ

Μεταπτυχιακή διατριβή Επιβλέπων καθηγητής

Γκουτίδου Ελένη Κ. Κωτσάκης

Θεσσαλονίκη 2019

1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος ………………………………………………………………………………………………………………………. 5

Συντομογραφίες …………………………………………………………………………………………………………… 8

1. Εισαγωγή …………………………………………………………………………………………………………………….. 9

1. 1 Η ιστορία των ανασκαφών στη Μακεδονία …………………………………………………………… 10

1. 2 Η χωροοργάνωση των οικισμών στη κεντρική Μακεδονία κατά τη διάρκεια της


νεολιθικής ………………………………………………………………………………………………………………………. 11
1. 3 Ο νεολιθικός οικισμός των Παλιαμπέλων Κολινδρού ………………………………………… 16

2. Ανοιχτοί χώροι νεολιθικών οικισμών …………………………………………………………………………… 19

2. 1 Ανοιχτοί χώροι νεολιθικών οικισμών του ελλαδικού χώρου και οι πιθανές λειτουργίες
τους ………………………………………………………………………………………………………………………………… 20
2. 2 Ανοιχτοί χώροι νεολιθικών οικισμών εκτός ελλαδικού χώρου …………………………. 26

2. 3 Οι ανοιχτοί χώροι των ανασκαφικών τομών 12, 13, 14 και 25 από τα Παλιάμπελα
Κολινδρού ……………………………………………………………………………………………………………………….. 27

3. Κεραμική ……………………………………………………………………………………………………………………… 30

3. 1 Η εμφάνιση της κεραμικής ………………………………………………………………………………….. 31

3. 2 Η αντιμετώπιση της κεραμικής τεχνολογίας από τους ερευνητές ……………………… 32

3. 3. Η εμφάνιση της κεραμικής στον ελλαδικό χώρο …………………………………………………. 35

3. 3. 1 Τεχνικές κατασκευής των νεολιθικών αγγείων στον ελλαδικό χώρο ……….. 38

3. 3. 2 Η πορεία της κεραμικής στον ελλαδικό χώρο κατά τη διάρκεια της

Νεολιθικής ………………………………………………………………………………………………………………………. 42

3. 3. 3 Η κεραμική της μέσης και νεότερης νεολιθικής στη Μακεδονία ……………….. 44

2
3. 3. 4 Η κεραμική του νεολιθικού οικισμού των Παλιαμπέλων ……………………………. 46

4. Η περιγραφή της κεραμικής από τους ανοιχτούς χώρους των ανασκαφικών τομών

12, 13, 14 και 25 των Παλιαμπέλων ……………………………………………………………………………… 48

4. 1 Η μέθοδος της καταγραφής …………………………………………………………………….………… 49

4. 2 Η κεραμική ύλη ……………………………………………………………………………………….………… 51

4. 3 Η επεξεργασία της επιφάνειας ………………………………………………………………………….. 53

4. 3. 1 Στιλβωμένη κεραμική ……………………………………………………………………………….. 53

4. 3. 2 Λειασμένη κεραμική …………………………………………………………………………….….. 55

4. 3. 3 Αδρή κεραμική…………………………………………………………………………………………… 55

4. 3. 4 Το χρώμα …………………………………………………………………………………………………… 56

4. 3. 5 Διακοσμημένη κεραμική …………………………………………………………………………… 60

4. 3. 5. 1 Εμπίεστη (Impresso) διακόσμηση …………………………………………………… 61

4. 3. 5. 2 Επίθετη πλαστική διακόσμηση .……………………………………………………… 62

4. 3. 5. 3 Τραχωτή (Barbotin) διακόσμηση ..…………………………………………………… 62

4. 3. 5. 4 Εγχάρακτη διακόσμηση …………………………………………………………………… 62

4. 3. 5. 5 Μελανοστεφής διακόσμηση …………………………………………………………… 63

4. 3. 5. 6 Γραπτή διακόσμηση ………………………………………………………………………… 63

4. 4 Το σχήμα …………………………………………………………………………………………………………… 65

4. 4. 1 Η τυπολογία …………………………………………………………………………………………….. 67

4. 4. 1. 1 Χείλη ………………………………………………………………………………………………… 67

3
4. 4. 1. 2 Βάσεις ……………………………………………………………………………………………... 68

4. 4. 1. 3 Αποφύσεις και λαβές ……………………………………………………………………… 69

4. 5 Το μέγεθος ………………………………………………………………………………………………………. 70

4. 6 Η ταφονομική εικόνα της κεραμικής ………………………………………………………………. 71

5. Συζήτηση και συμπεράσματα ….……………..………………………………………………………………. 74

5. 1 Σχέση τεχνολογίας και χρήσης των κεραμικών αγγείων ………………………………. 75

5. 2 Πιθανές λειτουργίες των εξεταζόμενων ανοιχτών χώρων ……………………………. 81

Βιβλιογραφία …………………………………………………………………………………………………………….. 86

Πίνακες και Διαγράμματα …………………………………………………………………………………………. 111

Σχέδια ……………………………………………………………………………………………………………………….. 153

Εικόνες ……………………………………………………………………………………………………………………… 180

4
Πρόλογος

Αν και οι δύο αυτές σελίδες αποτελούν το πρώτο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας προς
ανάγνωση, λόγω του άγραφου «πρωτοκόλλου» που υφίσταται όσον αφορά στη δομή μιας
μεταπτυχιακής διατριβής, στην πραγματικότητα είναι οι σελίδες με τις οποίες ολοκληρώνω την
προσπάθεια δύο χρόνων. Δύο χρόνια με πολύ καλές και πολύ άσχημες στιγμές, κατά τη
διάρκεια των οποίων η συγκεκριμένη εργασία αποτέλεσε βαρόμετρο ψυχολογίας. Γι’ αυτό και
σε αυτό το σημείο θέλω να πω ένα τεράστιο ευχαριστώ στην οικογένειά μου, δηλαδή στους
γονείς μου και τους φίλους μου, που ήταν πάντα εκεί, ο καθένας με τον τρόπο του, να με
βοηθούν και να μου υπενθυμίζουν να υποστηρίζω τις επιλογές μου.

Σίγουρα, κατά τη διεκπεραίωση της παρούσας διατριβής εμπλουτίστηκαν οι γνώσεις μου όσον
αφορά στην αρχαιολογική θεωρία και μέθοδο, γεγονός που οφείλεται στις συζητήσεις μου με
τον καθηγητή μου Κ. Κωτσάκη, ο οποίος μου παραχώρησε ένα μέρος του υλικού της
ανασκαφής του νεολιθικού οικισμού των Παλιαμπέλων Κολινδρού για μελέτη και μου έδωσε
την ευκαιρία να εργαστώ πάνω σε αυτό στο εργαστήριο του υπογείου της παλιάς φιλοσοφικής.
Θα σταθώ, όμως, κυρίως στο γεγονός ότι στο συγκεκριμένο εργαστήριο γνώρισα αξιόλογους
ανθρώπους με τους οποίους συνεργάστηκα αρμονικά σε ένα όμορφο κλίμα αλληλοβοήθειας
και αλληλοστήριξης. Θέλω, λοιπόν, να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στη Μαριάννα Λυμπεράκη, η
οποία, παρά το φόρτο εργασίας της, ήταν πάντα πρόθυμη να με βοηθήσει με τις συμβουλές
της σε θέματα καταγραφής, σχεδίασης και σωστής φωτογράφησης της κεραμικής, καθώς
επίσης στην ψηφιοποίηση του καταγεγραμμένου υλικού και στη δημιουργία και οργάνωση των
βάσεων δεδομένων. Ευχαριστώ ιδιαίτερα την Teresa Silva, από την οποία ουσιαστικά
διδάχθηκα τη μέθοδο της καταγραφής στο σύνολό της και γνώρισα την κεραμική διαφόρων
θέσεων της νεολιθικής στον ελλαδικό χώρο, γεγονός που με βοήθησε να έχω πλήρη εικόνα της
περιόδου που μελετώ. Ευχαριστώ την Ιωάννα Σιαμίδου, για τη βοήθειά της στην εύρεση του
υλικού μου, τις οδηγίες της όσον αφορά στη μελέτη των ημερολογίων της ανασκαφής των
Παλιαμπέλων και τις παρατηρήσεις της σε θέματα καταγραφής κεραμικών της μέσης
νεολιθικής περιόδου. Ευχαριστώ ιδιαίτερα τους συμφοιτητές μου Άρη Βαρή, Δανάη
Θεοδωράκη, Δέσποινα Πουλατσόγλου και Περικλή Χρυσαφάκογλου για τη δημιουργική

5
ανταλλαγή απόψεων και την αλληλουποστήριξη με στόχο την ολοκλήρωση των εργασιών μας.
Ευχαριστώ, επίσης, τον κεραμέα Γιάννη Σταγκίδη που, αν και η αρχική μας ιδέα για τη
συγκεκριμένη διπλωματική εργασία δεν ολοκληρώθηκε λόγω πρακτικών αιτιών, με βοήθησε να
προσεγγίσω στην πράξη την τέχνη της κεραμικής. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους
καθηγητές Στέλιο Ανδρέου, Σουλτάνα Βαλαμώτη, Νικόλαο Ευστρατίου και Σεβαστή
Τριανταφύλλου, για όλα αυτά που αποκόμισα από τον καθένα τους κατά τη διάρκεια τη
διάρκεια του μεταπτυχιακού κύκλου σπουδών.

Στην εργασία αυτή παρουσιάζεται η μελέτη του κεραμικού συνόλου που συλλέχτηκε από τους
θεωρούμενους εξωτερικούς χώρους και τα λιθόστρωτα των ανασκαφικών τομών 12, 13, 14 και
25 της νεολιθικής θέσης των Παλιαμπέλων Κολινδρού στη βόρεια Πιερία. Στόχος της εργασίας
είναι να συμβάλει στην προσέγγιση των πιθανών λειτουργιών των παραπάνω χώρων μέσω της
κατανόησης της κατασκευής, της χρήσης και της απόρριψης της κεραμικής, όπως αυτή γίνεται
αντιληπτή ως μέρος του υλικού πολιτισμού των κατοίκων του συγκεκριμένου νεολιθικού
οικισμού. Η εργασία διαρθρώνεται με τα ακόλουθα κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται μία
ανασκόπηση των ανασκαφών που έφεραν στο φως νεολιθικές θέσεις στη Μακεδονία και
αναλύεται η χωροοργάνωσή τους, με ιδιαίτερη έμφαση στο νεολιθικό οικισμό των
Παλιαμπέλων. Η συζήτηση του δευτέρου κεφαλαίου επικεντρώνεται στις λειτουργίες των
ανοιχτών χώρων από νεολιθικούς οικισμούς που βρέθηκαν εντός αλλά και εκτός των
σημερινών γεωγραφικών ορίων της Ελλάδας, με κύριο γνώμονα τις αποθέσεις υλικών
καταλοίπων που αποκαλύφθηκαν σε αυτούς. Η επόμενη θεματική ενότητα ξεκινά με μία
ευρύτερη θεωρητική συζήτηση περί μίας συγκεκριμένης κατηγορίας υλικού πολιτισμού, αυτήν
της κεραμικής, αναλύονται οι λόγοι εμφάνισης και υιοθέτησής της και εν συνεχεία
περιγράφεται η πορεία της στον ελλαδικό χώρο και κατά κύριο λόγο στην περιοχή της
Μακεδονίας και τον οικισμό των Παλιαμπέλων. Στο τέταρτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η
τεχνολογική, τυπολογική και μορφολογική ανάλυση του κεραμικού συνόλου που επιλέχθηκε
προς εξέταση για τη συγκεκριμένη μεταπτυχιακή διατριβή, καθώς επίσης η ταφονομική της
εικόνα. Στο πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο, με βάση την προαναφερθείσα ανάλυση και τη
μετέπειτα συνεξέταση των επιμέρους χαρακτηριστικών της κεραμικής υπό μελέτη
καταγράφονται ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με την πιθανή χρήση της και γίνεται μία

6
συζήτηση σχετικά με τις πιθανές λειτουργίες των ανοιχτών χώρων υπό εξέταση που βασίζεται
φυσικά στην επιχειρηματολογία των προηγούμενων κεφαλαίων και σε υποθέσεις της
γράφουσας.

7
Συντομογραφίες

ΑΝ - Αρχαιότερη Νεολιθική

ΜΝ - Μέση Νεολιθική

ΝΝ - Νεότερη Νεολιθική

Δ. Ε. Θ. - Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης

ΜΚ - Μακρύγιαλος

8
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

9
1. Εισαγωγή

1. 1 Η ιστορία των ανασκαφών στη Μακεδονία

Στις αρχές του 20ου αιώνα, λόγω της επιρροής του κλασικισμού, αλλά και του απόηχου
πρόσφατων εθνικών επιτυχιών, η αρχαιολογική έρευνα στη Μακεδονία συμμετείχε στη
διαμόρφωση εθνικής ταυτότητας και πολιτισμικών κανονικοτήτων, στη σταθεροποίηση των
πρόσφατων εδαφικών κατακτήσεων και στην προβολή της μοναδικότητας του ελληνικού
πολιτισμού. Αρχαιολογικό ενδιαφέρον για την περιοχή εκδηλώθηκε για πρώτη φορά μέσω
ερευνών των γαλλικών και βρετανικών συμμαχικών δυνάμεων που πήραν μέρος κατά τη
διάρκεια του Ά Παγκοσμίου Πολέμου και στόχευαν στην ένταξή της σε ένα ευρύτερο
πολιτισμικό ορίζοντα. Σε σχέση, βέβαια, με τις εντυπωσιακές αποκαλύψεις της νοτίου Ελλάδος,
που παγίωναν την ύπαρξη του ελληνικού παρελθόντος, η περιοχή της βορείου Ελλάδος δεν
παρουσίαζε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αλλά οριζόταν, μέσω καθιερωμένων ερμηνευτικών
προσεγγίσεων και της αντιπαράθεσής της με την αιγαιακή προϊστορία, ως παθητικό πέρασμα
πληθυσμών (Κωτσάκης 2007).

Το ενδιαφέρον σε εκείνες τις πρώτες αρχαιολογικές προσεγγίσεις δεν στράφηκε, όπως ήταν
επόμενο, σε θέσεις της νεολιθικής περιόδου. Έπειτα, όμως, από το έργο του Heurtley (1939)
για το συγχρονισμό των θέσεων με βάση την κεραμική, τον κατάλογο των γνωστών
προϊστορικών οικισμών της κεντρικής Μακεδονίας του French (1967) και μετά από συνεχείς
ανασκαφές, αποκαλύφθηκε σταδιακά ένας ανεπτυγμένος νεολιθικός τρόπος ζωής στην
περιοχή, αντίστοιχος με εκείνον των γειτονικών περιοχών. Πλέον, στη σύγχρονη αρχαιολογική
έρευνα, παρά τις περιορισμένες σε έκταση ανασκαφές και επιφανειακές έρευνες οικισμών στη
Μακεδονία και τις γύρω περιοχές και μάλιστα στο πλαίσιο σωστικών προγραμμάτων που δεν
έχουν πάντα ως σκοπό την απάντηση σαφών ερευνητικών ερωτημάτων, ο αριθμός των θέσεων
που έχουν αποκαλυφθεί αυξήθηκε, και γίνονται προσπάθειες, μέσω συστηματικών ερευνών,
για τη μελέτη τους σε σχέση με το φυσικό και κοινωνικό τους περιβάλλον.

10
1. 2 Η χωροοργάνωση των οικισμών στην κεντρική Μακεδονία κατά τη διάρκεια της
νεολιθικής

Η Νεολιθική εποχή αποτελεί σταθμό στην πορεία και διαμόρφωση των ανθρωπίνων
κοινωνιών, καθώς είναι η περίοδος κατά την οποία υιοθετούνται η μόνιμη εγκατάσταση σε
έναν συγκεκριμένο χώρο με τον οποίο οι άνθρωποι αναπτύσσουν σχέσεις αλληλεξάρτησης, η
καλλιέργεια της γης και η κτηνοτροφία, στοιχεία που οδήγησαν στην ανάγκη σύναψης δεσμών
αμοιβαιότητας μεταξύ των ατόμων σε ενδοκοινοτικό και διακοινοτικό επίπεδο (Κωτσάκης 1992
: 130). Στην Ελλάδα το ξεκίνημα της συγκεκριμένης περιόδου τοποθετείται πριν από τα μέσα
της 7ης χιλιετίας π. Χ.

Με την υιοθέτηση της μόνιμης εγκατάστασης εμφανίζονται οικιστικές μονάδες, που κατείχαν
πρωταγωνιστικό ρόλο στη συγκρότηση των νεολιθικών οικισμών και αποτελούσαν τις βασικές
μονάδες παραγωγής και διαπραγμάτευσης ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων (Hodder
1991 : 73 - 79, 130 - 137, Kuijt 2002 : 316). Τα μέλη των ομάδων που κατοικούσαν στις μονάδες
αυτές συνεργάζονταν αρμονικά σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, ώστε να μπορούν να
συνυπάρχουν και να συμβιώνουν ομαλά στην ευρύτερη κοινότητα στην οποία ανήκαν και
δρούσαν (Halstead 1999, 2006, Κωτσάκης 1996 : 168). Οι καθημερινές δραστηριότητες
λάμβαναν χώρα μέσα και έξω από τα οικήματα σε διαμορφωμένους χώρους (Pappa κ. ά. 2013,
Στρατούλη κ. α. 2010), τα κατάλοιπα των οποίων μαζί με τα ευρήματα του υλικού πολιτισμού
μας βοηθούν στην προσέγγιση και ανασύνθεση των νεολιθικών κοινωνιών και του πολιτισμού
τους. Φαίνεται, λοιπόν, πως οι νεολιθικές θέσεις δεν ήταν απλά καταφύγια των ανθρώπων,
αλλά χώροι αλληλεπίδρασης, που αντικατοπτρίζουν τον τρόπο με τον οποίο ενεργούσαν και
δραστηριοποιούνταν οι άνθρωποι που τις κατοικούσαν και οι οποίες μετά την εγκατάλειψή
τους συνέχιζαν να αποτελούν τόπους προγονικής μνήμης.

Η νεολιθική παραγωγή ήταν μικρής κλίμακας, και στηριζόταν, κυρίως, στην καλλιέργεια της γης
και την κτηνοτροφία. Λόγω της εποχικότητάς της και της ευάλωτης θέσης της σε ένα εύρος
απρόβλεπτων περιστατικών (π. χ. έκτακτες κλιματικές διακυμάνσεις) (Halstead 1981, 1989), οι
νεολιθικοί υποχρεώνονταν να αναπτύξουν μηχανισμούς αντιμετώπισης των συνθηκών
αστάθειας, κινδύνου και αβεβαιότητας που δημιουργούνταν όσον αφορά στην προμήθεια

11
τροφής, όπως π. χ. η αποθήκευση με σκοπό την ύπαρξη ενός αποθέματος, ώστε να είναι
δυνατή η επιβίωσή τους. Φρόντιζαν, επίσης, να χτίσουν ένα δίκτυο σχέσεων αμοιβαιότητας,
τόσο μεταξύ των ομάδων της κοινότητας στην οποία διέμεναν, όσο και μεταξύ των διαφόρων
κοινοτήτων, το οποίο βασιζόταν σε πρακτικές αμοιβαιότητας, όπως η συμμετοχή τους σε κοινά
γεύματα και στις ανταλλαγές. Οι νεολιθικές κοινότητες, λοιπόν, δεν πρέπει ιδεατά να
θεωρούνται αυτάρκεις σχηματισμοί, καθώς βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό στους δεσμούς που
ανέπτυσσαν τα μέλη τους μέσω της μεταξύ τους αλληλεπίδρασης. Προς το τέλος, βέβαια, της
νεολιθικής εποχής τα προαναφερθέντα γεύματα αυξάνονται και αποκτούν έναν περισσότερο
επιδεικτικό χαρακτήρα, οι ανταλλαγές αντικειμένων ειδικής επεξεργασίας και λειτουργίας
(κοινωνικού γοήτρου) πληθαίνουν, ενώ δίνεται έμφαση στην ιδιωτικότητα, που εκδηλώνεται
με την αποθήκευση πλεονάσματος και τη διενέργεια των διαφόρων δραστηριοτήτων στο
εσωτερικό των οικιών, αλλαγές που, ίσως, οδήγησαν στη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού
παρά υποστήριξης και αλληλεγγύης (Bintliff 2012, Halstead 1999), τόσο σε ενδοκοινοτικό όσο
και διακοινοτικό επίπεδο.

Όσον αφορά στην έρευνα της νεολιθικής εποχής στην Ελλάδα, από τη δεκαετία του 1990 και
μετά, λόγω των ανασκαφών που διενεργήθηκαν, διαθέτουμε γνώσεις που μας επιτρέπουν να
προσεγγίσουμε και να ανασυνθέσουμε ως ένα βαθμό και με σχετική ακρίβεια τις κοινωνικές
δομές των τότε κοινοτήτων. Μέσω, λοιπόν, της μελέτης των οικιστικών καταλοίπων και της
ποικιλόμορφης κατανομής διαφόρων κατηγοριών αρχαιολογικών ευρημάτων μπορούμε να
κατανοήσουμε, να ερμηνεύσουμε και να διατυπώσουμε προτάσεις όσον αφορά στην εικόνα
των νεολιθικών κοινωνιών, που φαίνεται πως διέθεταν μία ιδιαίτερα σύνθετη δομή και μία μη
αναμενόμενη συνοχή.

Όπως προαναφέρθηκε, η αρχαιολογική έρευνα των δύο τελευταίων δεκαετιών στη Μακεδονία,
έφερε στο φως πληθώρα νεολιθικών θέσεων, που ανήκουν στις κατηγορίες των γηλόφων
(τούμπες) και των επίπεδων - εκτεταμένων. Ως τούμπες θεωρούνται οι μεγαλύτεροι ή
μικρότεροι γήλοφοι, που δημιουργήθηκαν μέσω της συνεχούς ανοικοδόμησης και διαχρονικής
συσσώρευσης ανθρωπογενών επιχώσεων στον ίδιο χώρο, η οποία φανέρωνε την ανάγκη και,
ίσως, μια εμμονή των κατοίκων τους με τη συνέχεια της κατοίκησής τους (Κωτσάκης 2004 : 66,
2010 : 68). Η συνεχής ανοικοδόμηση ορισμένων οικιών στο ίδιο σημείο θα μπορούσε να
12
υποδηλώνει τη σημασία της καταγωγής και της γενεαλογίας για τα άτομα που διέμεναν σε
αυτές, γεγονός που ήταν κατανοητό και αναγνωρίσιμο από τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας
(Kotsakis 1999, Perlés 2004 : 174 - 175, Κωτσάκης 2004 : 66, 2010 : 68). Εκτός από την πρακτική
σημασία, φαίνεται πως οι τούμπες ήταν αποτέλεσμα έκφρασης ενός πλήθους νοημάτων
σχετικά με την ύπαρξη, την ιστορία και τις μνήμες των ατόμων - μελών που τις κατοικούσαν,
λειτουργώντας ως πεδία συγκρότησης των κοινωνικών τους ταυτοτήτων, ενώ πολλές φορές
περιβάλλονταν από τάφρους, περιβόλους και αναλημματικούς τοίχους με σκοπό την επίδειξη
της μνημειακότητας και της κυριαρχίας τους, δεσπόζοντας, εμφανώς, στο τοπίο (Κωτσάκης
2004 : 66, 2010 : 68). Ίσως, λοιπόν, η διαμόρφωσή τους ως σημείων αναφοράς και συμβολικών
μνημείων δεν ήταν πάντα μέρος ενός σχεδίου των κατοίκων τους, αλλά αποτέλεσμα της
διαπραγμάτευσης των κοινωνικών τους σχέσεων, που είχε ως επακόλουθο τη συσχέτιση
ολόκληρης της κοινότητας με το παρελθόν της (Nanoglou 2001 : 313 - 314).

Στις επίπεδες εκτεταμένες θέσεις, που καλύπτουν μεγαλύτερες εκτάσεις σε σχέση με τις
τούμπες, η ανοικοδόμηση των οικιών, που συχνά μοιάζουν με εφήμερες κατασκευές,
διενεργείτο σε διαφορετικά σημεία και σε απόσταση από τις προγενέστερες (αραιή διάταξη),
χωρίς την επιβολή κάποιου είδους αυστηρής χωροταξικής κανονικότητας και σαφούς
οριοθέτησής τους, με αποτέλεσμα να παρεμβάλλονται μεγάλοι χώροι μεταξύ τους (Κωτσάκης
2007). Μάλιστα στο συγκεκριμένο είδος οικισμού αποδόθηκε, αρχικά, μικρή χρονική διάρκεια
κατοίκησης (Perlés 2004 : 174 - 176, Halstead 2005), συμπέρασμα που δεν είναι απαραίτητο να
έχει καθολική ισχύ καθώς, όπως διατυπώθηκε αργότερα από τους ερευνητές, οι επίπεδες
εκτεταμένες θέσεις θα μπορούσαν να είναι αποτέλεσμα της χωροταξικής ιδιαιτερότητας των
ατόμων που τις κατοικούσαν και του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνονταν την έννοια του
οικιστικού χώρου (Κωτσάκης 2010 : 68).

Η μικρή παρουσία θέσεων της αρχαιότερης νεολιθικής, ιδιαίτερα στην περιοχή της κεντρικής
Μακεδονίας, είναι πιθανό, σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, να οφείλεται σε γεωλογικές
αλλαγές που συνέβησαν κατά τη διάρκεια του Ολόκαινου και τη δημιουργία αλλουβιακών
αποθέσεων που επηρέασαν τη διατήρηση ή την ορατότητα των θέσεων (Kotsos & Urem -
Kotsou 2006 : 198). Ανεξάρτητα από την τεκμηρίωση αυτής της υπόθεσης, φαίνεται ότι
ανάλογα φαινόμενα δεν παρατηρούνται κατά τη μέση και νεότερη νεολιθική (6000 έως 4700 /
13
4500 π. Χ.), όταν η αρχαιολογική εικόνα της περιοχής αλλάζει, και παρατηρείται μία μεγάλη
αύξηση των θέσεων, πολλές εκ των οποίων ήρθαν στο φως έπειτα από τις ανασκαφικές
δραστηριότητες των δεκαετιών '80 και ‘90 (Andreou & Kotsakis 1999, Andreou et al. 1996,
2001, Fotiadis 1985, Γραμμένος 1991 : 27 - 8, Γραμμένος κ. α. 1997). Παρ’ όλα αυτά, η
ταυτοποίηση νεολιθικών οικισμών στη Μακεδονία, κάποιοι από τους οποίους περιγράφονται
παρακάτω, αποτέλεσε δύσκολο εγχείρημα εξαιτίας της μορφολογίας τους, καθώς οι
περισσότεροι από αυτούς διαμορφώνονταν ως επίπεδοι εκτεταμένοι (Kotsos & Urem - Kotsou
2006 : 201).

Στη λεκάνη του Λαγκαδά βρέθηκαν δύο βραχείας χρονικής διάρκειας θέσεις της αρχαιότερης
νεολιθικής, η Λητή Ι και η Λητή ΙΙ, ο εντοπισμός των οποίων ήταν ιδιαίτερα δύσκολος λόγω των
λεπτών επιχώσεών τους και της κάλυψής τους από αλλουβιακές αποθέσεις (Kotsos & Urem -
Kotsou 2006 : 198). Η αποκάλυψη τέτοιων οικισμών θα μπορούσε να υποδηλώνει πως η αρχή
του νεολιθικού τοπίου στη Μακεδονία χαρακτηριζόταν από θέσεις με μικρή διάρκεια ζωής,
που αναπτύσσονταν σε ποικίλες γεωμορφολογικές περιοχές και δεν πρόλαβαν να εξελιχθούν
σε τούμπες (Kotsakis 2003 : 218). Έπειτα, στο ανατολικό μέρος της παραπάνω λεκάνης ήρθε
στο φως ο οικισμός της Μικρής Βόλβης, ένας επίπεδος εκτεταμένος οικισμός, που καλύπτει μία
περιοχή δέκα εκταρίων, είναι καλυμμένος με αλλουβιακές αποθέσεις και, σύμφωνα με τα
δεδομένα της κεραμικής, τοποθετείται χρονολογικά στο τέλος της ΑΝ και στις αρχές της ΜΝ
(Kotsos & Urem - Kotsou 2006 : 198). Παρόμοιες αποθέσεις βρέθηκαν στην Αγία Λυδία και το
Πλάτωμα Ασπροβάλτας, θέσεις που αποκαλύφθηκαν στην ενδοχώρα του Στρυμονικού κόλπου
και ανήκουν στη ΝΝ, καθώς και διάφοροι επίπεδοι εκτεταμένοι οικισμοί στην Πιερία, όπως
αυτός των Ρεβενίων, που καλύπτουν όλη τη νεολιθική περίοδο και έγιναν δύσκολα αντιληπτοί
και αναγνωρίσιμοι λόγω του οικιστικού μοντέλου που ακολουθούν (Kotsos & Urem - Kotsou
2006 : 198).

Οι μεγάλης κλίμακας ανασκαφές στην περιοχή της κεντρικής Μακεδονίας μας παρείχαν πολλές
πληροφορίες για την ποικιλότητα της χωροταξικής οργάνωσης και της αρχιτεκτονικής των
νεολιθικών κοινοτήτων της ΜΝ και ΝΝ, με την αποκάλυψη πυκνοκατοικημένων οικισμών
στους οποίους τα σπίτια διαχωρίζονταν μέσω λιθόστρωτων αυλών (Σταυρούπολη, Θέρμη,
Παλιάμπελα), αλλά και περισσότερο αραιοκατοικημένων θέσεων (Μακρύγιαλος), στις οποίες
14
μεταξύ των οικιών ανοίγονταν μεγάλοι ανοιχτοί χώροι (Halstead & Kotsakis 2005, Kotsos &
Urem - Kotsou 2006 : 201, Pappa & Besios 1999, Γραμμένος 1990, 1992, Γραμμένος & Κώτσος
2002 α, 2002 β, 2004, Παππά 2008). Τροφοπαρασκευαστικές κατασκευές, όπως φούρνοι και
εστίες, μπορεί να υπήρχαν σε εσωτερικούς χώρους, αλλά αποκαλύπτονται συνήθως έξω από
τα οικήματα, σε άμεση σχέση με αυτά (Σέρβια, Θέρμη, Σταυρούπολη, Αρκαδικό) ή και
συγκεντρωμένες σε χώρους κοινοτικού μαγειρέματος, όπως συμβαίνει στο Μακρύγιαλο
(Kotsos & Urem - Kotsou 2006 : 201, Καλογηροπούλου 2014 : 365). Όσον αφορά στην
αρχιτεκτονική, είναι εμφανής μία ποικιλομορφία σχετικά με τη μορφολογία των οικιών και τα
υλικά δομής τους, ακόμη και στα πλαίσια του ίδιου οικισμού (Kotsos & Urem - Kotsou 2006 :
198). Στις πρωιμότερες φάσεις της νεολιθικής κυριαρχούν οι οικιστικοί λάκκοι, οι οποίοι σε
μεταγενέστερες φάσεις αντικαθίστανται από επίγεια τετράπλευρα οικήματα, χωρίς το γεγονός
αυτό να αποτελεί κανόνα (Παππά 2008 : 317 - 321).

Στον οικισμό Πλάτωμα Ασπροβάλτας (φάσεις Σιταγροί ΙΙ και ΙΙΙ), βρέθηκαν 23 λάκκοι
ανοιγμένοι στο φυσικό έδαφος (Αδάμ - Βελένη κ. ά. 2004 : 174), κάποιοι εκ των οποίων, όντας
αβαθείς και μικροί, συνδέθηκαν με την απόρριψη, άλλοι που ήταν μεγαλύτεροι με ακανόνιστο
σχήμα χαρακτηρίστηκαν ως αποθηκευτικοί, ενώ ευρύχωροι λάκκοι κυκλικού σχήματος και
μεγάλου βάθους θεωρήθηκαν οικιστικοί. Στην Αγία Λυδία, αποκαλύφθηκαν ορισμένοι λάκκοι
με κυκλική κάτοψη, κάποιοι με ελλειψοειδές σχήμα, αλλά και τετράπλευροι, που σχετίστηκαν
με την αποθήκευση και δε χαρακτηρίζονταν από ιδιαίτερα μεγάλο μέγεθος, καθώς η διάμετρός
τους κυμαινόταν από 30 έως 70 εκ. (Γραμμένος & Κώτσος 2001). Η ύπαρξη υπόσκαφων
κατασκευών αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό των ΝΝΙ επιχώσεων και στον επίπεδο εκτεταμένο
οικισμό του Ζαγκλιβερίου, (Γραμμένος & Κώτσος 2003), μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει ένας
μεγάλος λάκκος οικιστικού χαρακτήρα, με εμβαδόν πάνω από 20 τ. μ. και βάθος 50 - 60 εκ.

Μεγάλος αριθμός θέσεων περιβαλλόταν από τάφρους ή τοίχους, που λειτουργούσαν ως


φυσικά όρια, ενώ στο Μακρύγιαλο διέθεταν πιθανώς και κοινωνικό ρόλο (Παππά 2008,
Triantaphyllou 2001). Πέραν της εξωτερικής οριοθέτησης ενός οικισμού, οι τάφροι βοηθούσαν
και στη διευθέτηση του ενδοκοινοτικού χώρου, διαχωρίζοντας, ίσως, ζωτικούς χώρους μιας ή
περισσότερων οικιακών ενοτήτων, όπως συμβαίνει στο Μακρύγιαλο ΙΙ, στη Θέρμη (Nanoglou
2001) και σε θέσεις της Εγγύς Ανατολής (Düring & Marciniak 2006). Οι εσωτερικές αυτές τάφροι
15
δεν ήταν μνημειακού μεγέθους και περιείχαν μικρότερες ποσότητες ανθρωπίνων οστών σε
σχέση με τις εξωτερικές (Παππά 2008 : 369, Triantaphyllou 2008).

1. 3 Ο νεολιθικός οικισμός των Παλιαμπέλων Κολινδρού

Ο νεολιθικός οικισμός των Παλιαμπέλων (βλ. Εικόνες σελ. 181), με ανασκαμμένη έκταση 660 τ.
μ., είναι με βάση τις ραδιοχρονολογήσεις ένας εκ των αρχαιοτέρων στην Ελλάδα (Μανιάτης κ.
α. 2012), βρίσκεται στο σημερινό ομώνυμο χωριό του νομού Πιερίας, και, σύμφωνα με τις
επιχώσεις του, που ξεπερνούν τα 3 μέτρα, κατοικήθηκε σε όλη τη διάρκεια της νεολιθικής
(πρώτο μισό της 7ης - μετά τα μέσα της 5ης χιλιετίας π. Χ.), αρχικά με τη μορφή εκτεταμένου
οικισμού και από τη ΜΝ με τη μορφή χαμηλής τούμπας (Halstead & Kotsakis 2001 : 93,
Κωτσάκης & Halstead 2002 : 407). Η αρχαιολογική του μελέτη, που διεξάγεται με κοινή
συνεργασία του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Πανεπιστημίου Sheffield,
ξεκίνησε το 1999 µε επιφανειακή έρευνα αναγνωριστικού χαρακτήρα, που περιελάμβανε
διερευνητικές γεωτρήσεις στη θέση, γεωφυσική διασκόπησή της με σκοπό τον ακριβή
προσδιορισμό των ορίων και των χωροταξικών της χαρακτηριστικών και συλλογή του
επιφανειακού υλικού της, ενώ από το 2000 έως σήμερα συνεχίζεται µε συστηματική
ανασκαφική έρευνα (βλ. Εικόνες σελ. 182 - 3).

Ο οικισμός τοποθετείται σε έναν από τους χαμηλούς λόφους της ευρύτερης περιοχής, πάνω
στα σχετικά μαλακά υποστρώματα του Νεογενούς (αμμόλιθοι, αργιλικά πετρώματα και
μάργες) και πιο συγκεκριμένα στους υφάλμυρους - λιμναίους σχηματισμούς του Αιγινίου -
Καταχά (Krahtopoulou 2001). Βρίσκεται μεταξύ δύο ρεμάτων με κατεύθυνση από τα δυτικά
προς τα βορειοανατολικά και απέχει 8,3 χλµ. από τις ακτές του Θερμαϊκού Κόλπου και 4,5 χλµ.
από τον ποταμό Αλιάκμονα. Σύμφωνα με γεωλογικές έρευνες, κατά τη διάρκεια της νεολιθικής
περιόδου, η ακτογραμμή θα πρέπει να βρισκόταν σε απόσταση περίπου 3,5 - 4,5 χλµ.
βορειοανατολικά του οικισμού και οι εκβολές του ποταμού Αλιάκμονα στα δυτικά του, ενώ
από ανθρακολογικές μελέτες πληροφορούμαστε πως στο εγγύς περιβάλλον της θέσης υπήρχε
δάσος φυλλοβόλων. Σήμερα, σε απόσταση 1,5 χλµ. από τον οικισμό, σημείο όπου ενώνονται τα
δύο ρέματα, έως και την πιθανή θέση της παλαιοακτογραµµής, διακρίνονται αμμώδεις,

16
αλλουβιακές αποθέσεις που δημιουργήθηκαν λόγω της μεταφοράς νερού και ιζημάτων κατά
την εισροή των ρεμάτων στα θαλάσσια ύδατα (Ghilardi et al. 2008).

Η πρώιμη φάση κατοίκησης της θέσης (6600 / 6500 - 6000 / 5900 π. Χ.) τεκμηριώνεται στο
βόρειο τμήμα του γηλόφου με την ύπαρξη μιας ομάδας ρηχών, μικρών διαστάσεων (1,5 x 2 µ.),
οικιστικών λάκκων, πιθανώς για ένα ή δύο άτομα, διάσπαρτων στη μεγάλη έκταση και
σκαμμένων στο φυσικό μαλακό βραχώδες υπόστρωμα (Kotsakis 2018), καθώς και υπαίθριων
λάκκων μικρότερου μεγέθους, που παρουσιάζουν μία λειτουργική διαφοροποίηση μεταξύ
τους, καθώς μπορεί να χρησιμοποιούνταν ως χώροι αποθήκευσης ή τροφοπαρασκευής. Ο
οικισμός περιβάλλεται από τάφρους, η αρχαιότερη των οποίων χρονολογήθηκε με άνθρακα 14
στα τέλη της 7ης με αρχές της 6ης χιλιετίας π. Χ. (Μανιάτης κ. α. 2012).

Στη ΜΝ (6000 - 5400 / 5300 π. Χ.) η κατοίκηση τεκμηριώνεται στο κεντρικό, βόρειο και
νοτιοανατολικό τμήμα της τούμπας (βλ. Εικόνες 184) μέσω της συγκροτημένης διάταξης
τετράπλευρων, πηλόκτιστων οικημάτων με λίθινα θεμέλια, διαχωρισμένων από λιθόστρωτους
υπαίθριους χώρους με δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα, που περικλείονται από ένα σύνθετο
σύστημα τάφρων, το οποίο οριοθετεί κάποια μέρη του οικισμού (Halstead & Kotsakis 2005 : 78,
Κωτσάκης 2010 : 68, Κωτσάκης & Halstead 2002 : 410 - 411, Μανιάτης κ. α. 2012). Έως τώρα
ανασκάφηκαν τέσσερα οικήματα στο κέντρο της τούμπας, διαστάσεων 6,5 x 6,5 µ., στα οποία
διαπιστώνονται τροφοπαρασκευαστικές δραστηριότητες και φαίνεται πως καταστράφηκαν
από ισχυρή πυρκαγιά. Ουσιαστικά, οι οικιστικές φάσεις της ΜΝ αναπτύχθηκαν κατακόρυφα,
σχηματίζοντας χαμηλή τούμπα.

Η εικόνα της ΝΝ (5400 / 5300 - 4500 π. Χ.) φάσης του οικισμού δεν είναι ξεκάθαρη, καθώς
στηρίζεται σε αποσπασματικές πληροφορίες από διαταραγμένες επιχώσεις που έχουν
διαβρωθεί λόγω διαφόρων αιτιών (άροση, λαγούμια ζώων, διαδικασίες εδαφογένεσης). Η
κατοίκηση φαίνεται να μετατοπίζεται στην κορυφή του οικισμού (ΝΝ ΙΙ) (βλ. Εικόνες σελ. 184),
βάσει της ανεύρεσης χαρακτηριστικής κεραμικής τύπου «κλασσικό Διμήνι» (Halstead &
Kotsakis 2003 : 66), αλλά, παρ’ όλα αυτά, ο οικισμός δεν παρουσιάζει την εικόνα μίας
πυκνοκατοικημένης τούμπας (Halstead & Kotsakis 2002). Τα οικήματα, ελλείψει ενδείξεων για
τη χρήση πλιθιών, υποθέτουμε πως είχαν ανωδομή από πηλό και ξύλο και θεμέλια από λίθο,

17
ενώ τα συστήματα τοίχων και τάφρων της ΜΝ περιόδου αντικαθίστανται από διπλό λίθινο
περίβολο (βλ. Εικόνες σελ. 185), με ενδιάμεσες συγκεντρώσεις λίθων, ίσως, από
κατεστραμμένους τοίχους, ο οποίος εκτείνεται σε απόσταση είκοσι μέτρων στα νοτιοανατολικά
του γηλόφου (Κωτσάκης & Halstead 2002 : 410). Η απουσία κάποιου στρώματος μεταξύ του
λιθόκτιστου περιβόλου και των προγενέστερων τάφρων της ΜΝ, υποδηλώνει την ασυνέχεια
της κατοίκησης του χώρου, γεγονός αναμενόμενο σε οικισμούς μεγάλης έκτασης µε σχετικά
ρηχές επιχώσεις. Φαίνεται πως κύριο μέλημα των προϊστορικών κατοίκων υπήρξε η
διαμόρφωση τάφρων και περιβόλων παρά οικιών, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την
ομοιότητα του οικισμού με τους εκτεταμένους (Halstead & Kotsakis 2001, 2002). Εξωτερικά του
περιβόλου εντοπίστηκε μεγάλη ποσότητα κεραμικής, οστών ζώων, οστρέων και τμήματα
ανθρώπινων κρανίων (Halstead & Kotsakis 2002, Triantaphyllou 2008), που θα μπορούσαν να
αποτελούν ενδείξεις για τη συμβολική απορριμματική χρήση του χώρου.

Φαίνεται, λοιπόν, πως στο νεολιθικό οικισμό των Παλιαμπέλων εφαρμόστηκαν και οι δύο
αναφερθέντες τρόποι κατοίκησης, γεγονός που θα μπορούσε να υποδηλώνει μία αλλαγή στις
κοινωνικές δομές, που επηρέασε, ίσως, πολλές πτυχές της καθημερινότητας των κατοίκων του.
Αποσπασματικά στοιχεία της Τελικής Νεολιθικής (4500 - 3300 / 3100 π. Χ.) βρέθηκαν στα
νοτιοανατολικά της θέσης (Halstead & Kotsakis 2005), η οποία συνέχισε να κατοικείται και σε
μεταγενέστερες περιόδους (Εποχή Χαλκού, Βυζαντινά χρόνια), έχοντας αποκτήσει εντελώς
διαφορετικό χαρακτήρα (Halstead & Kotsakis 2001).

18
2. ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΧΩΡΟΙ ΝΕΟΛΙΘΙΚΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ

19
2. Ανοιχτοί χώροι νεολιθικών οικισμών

2. 1 Ανοιχτοί χώροι νεολιθικών οικισμών του ελλαδικού χώρου και οι πιθανές λειτουργίες
τους

Η έννοια «χώρος» για τη σύγχρονη αρχαιολογία δεν αντιστοιχεί σε ένα ουδέτερο και
ομοιογενές πλαίσιο αναφοράς, αλλά αποτελεί ένα γεμάτο νοήματα κοινωνικό παράγωγο των
πολύμορφων ανθρωπίνων δράσεων, επαφών και συμπεριφορών, το οποίο αναπαράγεται και
μετασχηματίζεται συνεχώς και έχει ονομαστεί από τους ερευνητές «τόπος». Είναι, δηλαδή, ο
«τόπος», όπως αναγνωρίζεται, διαβάζεται και ερμηνεύεται μέσω της στρωματογραφίας του
και της μελέτης του υλικού πολιτισμού του, το πεδίο στο οποίο καταγράφονται διαχρονικά οι
εμπειρίες, οι σχέσεις και οι μνήμες - ουσιαστικά η ιστορία - των μελών μιας κοινότητας και με
το οποίο, εξαιτίας των παραπάνω, τα άτομα συνδέονται συναισθηματικά (Κωτσάκης 2004 : 65 -
66). Η έννοια του χώρου περιλαμβάνει τον τόπο, με τη σημασία του φυσικού περιβάλλοντος
και το τοπίο, έννοια που αποτυπώνει τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος, μέσω των
αισθήσεων και των βιωμάτων του, αντιλαμβανόταν τον τόπο στον οποίο ζούσε και
δραστηριοποιούνταν, αποτελώντας αναπόσπαστο κομμάτι και παρατηρητή του (Τερκενλή
2005). Μέσω μιας οπτικής που συνθέτει τα φυσικά χαρακτηριστικά ενός τόπου με τα προϊόντα
ανθρώπινης επέμβασης, με τη δημιουργία των οποίων τα άτομα συνέβαλαν στην οργάνωση
και διαχείριση του χώρου και τη διαμόρφωση κατάλληλων συνθηκών για τη διαβίωσή τους,
είναι εφικτή η προσέγγιση της σχέσης των νεολιθικών με τον τόπο τους και η ερμηνεία της
παρουσίας τους μέσα σε αυτόν. Στα πλαίσια, μάλιστα, ενός συγκεκριμένου οικισμού, η μελέτη
του χώρου μπορεί να μας προσφέρει πολλές πληροφορίες όσον αφορά στην εκμετάλλευση
των φυσικών του πόρων και κατ’ επέκταση στην οικονομία του.

Ο ενδοκοινοτικός χώρος ενός νεολιθικού οικισμού διευθετείται από ένα σύνολο οικιστικών και
όχι μόνο κατασκευών, μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονταν ανοιχτοί χώροι, λιθόστρωτοι και
μη, που εξυπηρετούσαν διάφορες ανάγκες των κατοίκων, όπως το μαγείρεμα, την
αποθήκευση, την απόρριψη και διάφορες εργαστηριακές δραστηριότητες όπως την κατασκευή

20
κεραμικής ή λίθινων εργαλείων. Έτσι, οι ανοικτοί χώροι, όπως και τα σπίτια, ήταν συστατικά
στοιχεία της προϊστορικής ζωής και συμμετείχαν ενεργά στη διαμόρφωση των κοινωνικών
δομών και ταυτοτήτων. Για το λόγο αυτό δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως χώροι με
παθητικό ρόλο και χωρίς ιδιαίτερη σημασία, καθώς, παρά την όχι ιδιαίτερα συγκροτημένη
διάταξή τους, αποτελούσαν το μέσο ένωσης και διαχωρισμού των οικιών, ενώ στην έκταση που
καταλάμβαναν, οι άνθρωποι κινούνταν και δρούσαν με ποικίλους τρόπους. Οι χώροι αυτοί
περιελάμβαναν ένα σύνολο κατασκευών ποικίλλων λειτουργιών, οι οποίες συνδέονταν με
διάφορες καθημερινές δραστηριότητες των κατοίκων και βρίσκονταν συνήθως σε μικρή
απόσταση από τις οικίες, δηλώνοντας, έτσι μία σταθερή και επαναλαμβανόμενη, σε
ενδοκοινοτικό επίπεδο, αντίληψη για την χωροταξική οργάνωση του εκάστοτε οικισμού.
Κάποιες φορές, βέβαια, είναι κενοί ή φαίνονται κενοί, λόγω του ότι καταλαμβάνονταν από
κατασκευές που δεν άφησαν αρχαιολογικά ίχνη. Αποτελούσαν τον τελικό χώρο απόρριψης
υλικών αντικειμένων αλλά όχι απαραίτητα και το χώρο χρήσης τους (Στρατούλη κ. α. 2010 :
10), συμπέρασμα που προϋποθέτει, βέβαια, τη μελέτη των αποθετικών και μεταποθετικών
διαδικασιών που έδρασαν στην έκτασή τους και διαμόρφωναν για πολλά χρόνια και με
διάφορους τρόπους τα αντικείμενα αυτά έως την αποκάλυψή τους από τους ερευνητές.

Στο Αχίλλειο και τη Νέα Νικομήδεια αποκαλύφθηκαν ανοιχτοί χώροι στους οποίους φαίνεται
πως λάμβαναν μέρος εργαστηριακές ή τροφοπαρασκευαστικές δραστηριότητες, καθώς στην
έκτασή τους αποκαλύφθηκαν λάκκοι, εστίες και φούρνοι (Perlès 2004 : 194). Στο Αχίλλειο,
μάλιστα, η ανεύρεση μιας επικλινούς κατασκευής με τέσσερις εστίες, μία σε κάθε γωνία της,
και πολλά ειδώλια στο εγγύς περιβάλλον της, έγινε η αφορμή συζητήσεων για τη διενέργεια
τελετουργιών στην περιοχή (Παπαθανασόπουλος 1996 : 63). Επιπλέον, αποκαλύφθηκε
ανοιχτός χώρος με μεγάλη συγκέντρωση κεραμικών οστράκων που χαρακτηρίστηκε ως χώρος
απόρριψης (Perlès 2004 : 194). Βέβαια, τα ευρήματα που ήρθαν στο φως πρέπει να εξεταστούν
περαιτέρω μέσω αναλύσεων της κατανομής τους και των μεταποθετικών διαδικασιών που
υπέστησαν, καθώς δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν και με ποιο τρόπο χρησιμοποιήθηκαν στο
ίδιο μέρος στο οποίο αποτέθηκαν και αποκαλύφθηκαν (Perlès 2004 : 194).

Στη Θέρμη, οι εξωτερικοί υπαίθριοι χώροι ανάμεσα και γύρω από τις οικίες είναι κατά κύριο
λόγο λιθόστρωτοι, με πέτρες μεγέθους 0,05 - 0,10 μ., μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται
21
τμήματα χαλαζία και πυριτικών πετρωμάτων που βρίσκονται σε αφθονία στην περιοχή.
Φαίνεται, μάλιστα, πως τα εξωτερικά λιθόστρωτα της συγκεκριμένης περιοχής, σύμφωνα με τη
μελέτη των λίθινων απολεπισμένων εργαλείων που προέρχονται από αυτά, αλλά και εξαιτίας
της μεγάλης ποσότητας οστών μεγάλων ζώων που βρέθηκαν εκεί, λειτουργούσαν ως
εργαστηριακοί χώροι ή χώροι που συνδέονταν με τη διαχείριση του κρέατος (Παππά 2008 : 95 -
96). Ήταν στρωμένα στο φυσικό αργιλώδες έδαφος, ανακατασκευάζονταν συνεχώς και οι
διαδοχικές τους φάσεις αναγνωρίζονται λόγω των ενδιάμεσων στρωμάτων χρήσης γκρίζου
χώματος, με πάχος 0,10 - 0,20 μ., που παρουσιάζουν πλήθος ευρημάτων και συνδέονταν,
μάλλον, με συσσωρεύσεις ανοιχτών χώρων ή αυλών σπιτιών.

Ανοιχτοί χώροι ανασκάφηκαν και στο νεολιθικό οικισμό της Αυγής με επιχώσεις που
χαρακτηρίζονται από πλήθος κινητών ευρημάτων, θερμικών κατασκευών και
βιοαρχαιολογικών καταλοίπων με υψηλή περιεκτικότητα σε οργανικά στοιχεία, γι’ αυτό
διέθεταν γκρίζο χρώμα. Έχουν έκταση έως 250 τ. μ., αναπτύσσονταν στο φυσικό υπόβαθρο του
οικισμού και φαίνεται πως δε σχετίζονταν αποκλειστικά με ένα οικοδόμημα αλλά με ένα
σύνολο κτιριακών δομών, οι οποίες εδράζονταν σε μεγαλύτερο υψόμετρο από αυτούς
(Στρατούλη κ. α. 2010 : 6, 12). Μοιάζουν, λοιπόν, προσβάσιμοι σε πολλά νοικοκυριά, που ίσως
συνυπήρχαν και λειτουργούσαν συλλογικά, καθώς δε διακρίνονται κάποια τεχνητά όρια
μεταξύ τους, αν και υπάρχει το ενδεχόμενο να υπήρχαν νοητά όρια, που δεν είναι ορατά και
ανιχνεύσιμα αρχαιολογικά και οριοθετούσαν την περιοχή δράσης του κάθε νοικοκυριού. Βάσει
των ευρημάτων (φούρνοι, εστίες, συγκεντρώσεις στάχτης, φυτικά κατάλοιπα, κεραμική υψηλής
ή όχι ποιότητας, λίθινα και τριπτά εργαλεία) που αποκαλύφθηκαν, διαπιστώνεται πως οι
παραπάνω ανοιχτοί χώροι συνδέονταν με καθημερινές δραστηριότητες μικρής κλίμακας, όπως
η καλλιέργεια, το άλεσμα και η επεξεργασία φυτικών τροφών και δερμάτων, η κατασκευή ή
επιδιόρθωση εργαλείων και η μεταφορά, αποθήκευση, κατανάλωση (δημόσια ή σε επίπεδο
νοικοκυριού) και απόρριψη της τροφής (Στρατούλη κ. α. 2010 : 6 - 9, 11 - 12). Εμφανής είναι η
διάβρωση και γενικότερα η όχι ιδιαίτερα καλή διατήρηση των ευρημάτων, που συνάδει µε την
εικόνα των ανοιχτών χώρων ως μερών απόρριψης και απόθεσης υλικών, τα οποία εκτίθενται
σε διάφορες διαδικασίες και συνθήκες για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως κάποια εργαλεία
που έχουν καταστραφεί λόγω έκθεσης σε έντονη πυρά.

22
Στο Σέσκλο ανασκάφηκε λιθόστρωτος δρόμος που, ίσως, οδηγούσε στο κέντρο του οικισμού,
καθώς και μεγάλοι, αδόμητοι, προφανώς υπαίθριοι χώροι και χαλικόστρωτες περιοχές μεταξύ
των οικιστικών συστάδων, όπου εντοπίστηκαν πολλές κατασκευές για διάφορες οικοτεχνικές
δραστηριότητες και πλήθος ανοιχτών διακοσμημένων αγγείων που χρησιμοποιούνταν για την
κατανάλωση τροφής (Andreou et al. 1996 : 541, 555, 559). Η Λητή Ι που άνηκε στους επίπεδους
εκτεταμένους οικισμούς, οριοθετούνταν από τάφρους και ήταν χωροταξικά οργανωμένη με
σπίτια, ανάμεσα στα οποία παρεμβάλλονταν ανοιχτοί χώροι όπου λάμβαναν μέρος ποικίλες
δραστηριότητες (Dimoula et al. 2012 : 493), ενώ στους ανοιχτούς χώρους της Αψάλου
βρέθηκαν βοηθητικές κατασκευές για την προετοιμασία και αποθήκευση της τροφής και τη
σώρευση απορριμμάτων (Ούρεμ - Κώτσου κ. α. 2014 : 132). Μεγάλοι ανοιχτοί χώροι με
λιθόστρωτα μονοπάτια αποκαλύφθηκαν και στον προϊστορικό οικισμό της Διεθνούς Έκθεσης
Θεσσαλονίκης (Pappa 2007 : 269), ενώ στον οικισμό Οτζάκι της ΜΝ βρέθηκε μόνο μία εστία σε
ανοιχτό χώρο, τον οποίο μοιράζονταν έξι οικήματα (Milojčić 1983). Στα Σέρβια ανασκάφηκαν
αποθέσεις καστανόμαυρου χώματος, που θεωρήθηκαν ότι ανήκαν σε ανοιχτούς χώρους
απόρριψης, καθώς ήταν πλούσιες σε οργανικά κατάλοιπα και ευρήματα όπως κεραμική και
οστά (Ridley & Wardle 1979 : 197 - 199) και οι περισσότερες εστίες που αποκαλύφθηκαν
βρίσκονταν εκτός των οικημάτων.

Στη Σταυρούπολη, στη φάση Ι του οικισμού (πρώιμη ΝΝ), αποκαλύφθηκαν μεταξύ των
οικημάτων ανοιχτοί, αποσπασματικά σωσμένοι χώροι, διάσπαρτοι από μικρές πέτρες, οι
οποίες μεταφέρθηκαν από το ρυάκι που βρισκόταν κοντά στον οικισμό (Kotsos 2012 : 320). Στις
φάσεις Ιβ και ΙΙ εντοπίζονται γύρω από τα τετράπλευρα οικήματα ανοιχτοί εξωτερικοί
λιθόστρωτοι χώροι, στους οποίους πιστεύεται ότι πραγματοποιούνταν πολλές από τις
καθημερινές δραστηριότητες (Γραμμένος & Κώτσος 2002 α : 321 - 324, Γραμμένος & Κώτσος
2004 : 15 - 19).

Στον οικισμό του Μακρυγιάλου αποκαλύφθηκαν διευρυμένοι ανοιχτοί χώροι μεταξύ των
οικημάτων, κατάλληλοι για την καλλιέργεια και την κτηνοτροφική παραγωγή, για
εργαστηριακές δραστηριότητες (π. χ. λιθοτεχνία) αλλά και καθημερινές ασχολίες, όπως η
προετοιμασία της τροφής και το μαγείρεμα, και στο εύρος τους, πέραν των εστιών και των
φούρνων που ανασκάφηκαν σε άμεση σχέση με τις οικίες, ήρθε στο φως ένα σύνολο λάκκων
23
διαφόρων σχημάτων και μεγεθών, που, σύμφωνα με τα ευρήματα, εξυπηρετούσαν διαφόρων
ειδών λειτουργίες όπως η αποθήκευση και η απόρριψη (Andreou & Kotsakis 1994, Pappa et al.
2013 : 179, 185). Στο Μακρύγιαλο της πρώιμης ΝΝ (ΜΚΙ), οι συστάδες των λάκκων που
αποκαλύφθηκαν εμφανίζουν μία ανομοιογένεια ως προς την έκτασή τους, τον αριθμό
κατασκευών αλλά και τα ευρήματα (κεραμική, εργαλεία) που βρέθηκαν στο εσωτερικό τους
και δεν προσφέρουν ιδιαίτερα στοιχεία για τη διαμόρφωση του περιβάλλοντα χώρου (Παππά
2008 : 369). Οι ελάχιστες θερμικές κατασκευές που διασώθηκαν από το εσωτερικό των λάκκων
ήταν ευτελούς κατασκευής, ενισχύοντας την πρόταση που υποστηρίζει το μαγείρεμα σε
εξωτερικούς, όχι όμως απαραίτητα κοινόχρηστους, χώρους (Παππά 2008 : 369 - 370). Στο
κέντρο του οικισμού της πρώιμης ΝΝ του Μακρυγιάλου, ανασκάφηκε ένας μεγάλος λάκκος με
πλήθος οστών ζώων και μεγάλη ποσότητα κεραμικών αγγείων, γνωστά από την ίδια θέση, που
θεωρείται ότι χρησιμοποιούνταν για την προσφορά και κατανάλωση τροφής (Κωτσάκης 2010 :
74). Η παραπάνω περιγραφόμενη κατάσταση, σύμφωνα πάντα με τα αρχαιολογικά δεδομένα,
πρέπει να αντικατοπτρίζει ένα επεισόδιο επιδεικτικής κατανάλωσης, που, κρίνοντας από την
κλίμακά του, αναφερόταν σε πλήθος ατόμων που συναθροίστηκαν για το συγκεκριμένο
γεγονός (Κωτσάκης 2010 : 74, Pappa et al. 2004). Η επιδεικτική κατανάλωση θεωρείται
απόδειξη της κοινωνικής στρωματογραφίας που διαμορφωνόταν σε κάθε κοινότητα, αλλά και
μηχανισμός εξομάλυνσης των κοινωνικών εντάσεων μεταξύ των οικισμών (Halstead 1984,
Hayden 2001, Chapman & Gaydarska 2006).

Στην αμέσως επόμενη φάση του Μακρυγιάλου (ύστερη ΝΝ - ΜΚΙΙ), τα λιθόστρωτα που
αναγνωρίζονται διατηρούνται αποσπασματικά και δε διακρίνεται η ύπαρξη οικιακών ενοτήτων,
καθαρά οριοθετημένων από ανοικτές διαμορφωμένες περιοχές με πιθανή εργαστηριακή
χρήση. Δημιουργείται, όμως, μια εικόνα μη συλλογικής διευθέτησης και οργάνωσης της
κοινότητας με κέντρο την οικιακή μονάδα (νοικοκυριό), η οποία εικόνα παρ’ όλα αυτά δε
συνυπάρχει με τη μετατόπιση των εστιών σε εσωτερικούς χώρους και την αύξηση της
αποθήκευσης, που χαρακτηρίζουν παρόμοιες διαδικασίες μετάβασης σε άλλες περιοχές προς
το τέλος της νεολιθικής (Halstead 1989 : 74, 1994 : 206, 1995 : 16 - 17, 2006 : 13 - 14). Στο τέλος
της φάσης ΜΚΙΙ, τα οικήματα είναι πλέον υπέργεια, πυκνά διατεταγμένα με μικρούς σε έκταση
ελεύθερους χώρους για κοινόχρηστη αξιοποίηση.

24
Η χωροταξική διάταξη των οικισμών σε συνδυασμό με την αρχιτεκτονική, την κεραμική και τα
ζωοαρχαιολογικά κατάλοιπα που ανασκάπτονται σε αυτούς υποδεικνύουν μία μεταβολή από
τη συλλογικότητα και την ισότητα προς την ιδιωτικότητα και την ανισότητα, η οποία συμβαίνει
σταδιακά με το πέρασμα της νεολιθικής (Kotsakis 2006, 2009, 2014). Στις πρώιμες φάσεις της
νεολιθικής, οι εστίες βρίσκονται εντός των σπιτιών και σε ενδιάμεσους ανοικτούς χώρους,
γεγονός που μπορεί να υποστηρίξει τον ιδιωτικό, αλλά και το δημόσιο χαρακτήρα της
προετοιμασίας της τροφής, με τον τελευταίο να παραπέμπει και σε πιθανό μοίρασμα ή
ανταλλαγή της (Halstead 2012 : 27), γεγονός που βοηθούσε στην επιβίωση των κατοίκων των
διαφόρων κοινοτήτων στις οποίες εφαρμοζόταν η παραπάνω πρακτική (Halstead 1989 : 74,
Nanoglou 2008 : 148). Σε υστερότερες φάσεις η πρόσβαση στις εστίες των εξωτερικών χώρων
μειώνεται σταδιακά (Halstead 2012 : 28), γεγονός που υποστηρίζεται και από αναλύσεις
καταλοίπων τροφής, που υποδεικνύουν μια ανομοιογένεια όσον αφορά στις διατροφικές
συνήθειες μεταξύ των νοικοκυριών. Στο ΜΚΙ για παράδειγμα αποκαλύφθηκαν ακάλυπτες
εστίες και φούρνοι στον άμεσο εξωτερικό περιβάλλοντα χώρο κάποιων οικημάτων, γεγονός
που θα μπορούσε υποδηλώνει ένα περισσότερο ιδιωτικό χαρακτήρα της επεξεργασίας της
τροφής (Urem - Kotsou & Kotsakis 2007 : 239) ως επακόλουθο κοινωνικών και οικονομικών
αλλαγών, που έλαβαν μέρος στο συγκεκριμένο οικισμό (Demoule & Perles 1993, Halstead
1995, 1999, Kotsakis 2001, Theoharis 1973, Tomkins 2004). Το γεγονός αυτό, βέβαια, δεν
προϋποθέτει απαραίτητα την απόλυτη ανεξαρτητοποίηση των νοικοκυριών και την απουσία
δεσμών και αμοιβαίας βοήθειας μεταξύ τους, που φαίνεται πως έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο
στις νεολιθικές κοινωνίες (Halstead 2012 : 28). Αυτό αποδεικνύεται από τους χώρους κοινής
προετοιμασίας φαγητού που βρέθηκαν στο ΜΚΙΙ και τις μοιράζονταν ομάδες οικημάτων (Pappa
& Besios 1999 : 182), γεγονός που υποδεικνύει την ποικιλομορφία που μπορεί να επικρατούσε
όσον αφορά στο συγκεκριμένο θέμα την ίδια χρονολογική περίοδο, ακόμη και στον ίδιο
οικισμό.

Μέσω της μελέτης ανασκαφικών δεδομένων σχετικά με την κεραμική (πήλινοι φούρνοι στο
Ντικιλί Τας και στη Σταυρούπολη), τη λιθοτεχνία (Σταυρούπολη, Θέρμη, Βασιλικά) ή την
παραγωγή κοσμημάτων από όστρεο (Διμήνι, Σιταγροί) παρατηρείται μια προφανής
εκμετάλλευση και επεξεργασία διαφόρων πρώτων υλών με σκοπό την οργανωμένη και

25
πιθανώς εξειδικευμένη παραγωγή - και κατ’ επέκταση απόρριψη - εργαλειακού εξοπλισμού
εντός πολλών νεολιθικών οικισμών, σε διάφορους ανοιχτούς χώρους ή λιθόστρωτα (Θέρμη).

2. 2 Ανοιχτοί χώροι νεολιθικών οικισμών εκτός ελλαδικού χώρου

Ανοιχτοί χώροι, αντίστοιχοι με αυτούς της Ελλάδας, έχουν αποκαλυφθεί και σε νεολιθικές
θέσεις της Ιταλίας όπως η Tricalle. Στη συγκεκριμένη θέση οι περισσότερες δραστηριότητες
φαίνεται πως λάμβαναν μέρος έξω από τα σπίτια, γεγονός που υποστηρίζεται από τον
περιορισμένο εσωτερικό χώρο των οικιών, τη χωρική κατανομή των υλικών καταλοίπων γύρω
από αυτές και από την προσοχή που δινόταν στην κατασκευή λιθόστρωτων και μη χώρων με
σκοπό τη διενέργεια εργαστηριακών δραστηριοτήτων (Robb 2007 : 86). Οι εστίες, γνωστές ως
«strutture di combustion», τοποθετούνταν μέσα και έξω από τα σπίτια και αυτές των ανοιχτών
χώρων αποκαλύφθηκαν γεμάτες με οργανικά κατάλοιπα και καμένες πέτρες (Robb 2007 : 79,
80). Πέραν των παραπάνω, ήρθαν, επίσης, στο φως μικροί φούρνοι που χρησιμοποιούνταν για
το ψήσιμο της κεραμικής (Robb 2007 : 80).

Στη θέση Quadrato di Torre Spaccato αποκαλύφθηκε ανοιχτός χώρος 2 x 2 με πυκνή


συγκέντρωση λεπίδων οψιανού και πυριτόλιθου, ενώ σε διάφορους οικισμούς, όπως στο
Catignano (Tozzi & Zamagni 2003), όλες οι ανεσκαμμένες εστίες αποκαλύφθηκαν σε
εξωτερικούς χώρους, γεγονός που υποδηλώνει ότι ακόμη και το χειμώνα, το μεγαλύτερο μέρος
των δραστηριοτήτων λάμβανε χώρα μεταξύ των οικημάτων, παρά στο εσωτερικό τους (Robb
2007 : 86). Σε πολλούς οικισμούς, οι λάκκοι αποθήκευσης, κυρίως καρπών, ανασκάφηκαν σε
εξωτερικούς χώρους, χωρίς να αποκλείεται η αποθήκευση λίπους, μελιού, κρέατος και αλατιού
σε κεραμικά σκεύη, καλάθια κ. λπ. (Robb 2007 : 87). Έξω από τις οικίες, κρίνοντας από τα
ευρήματα (εστίες, φούρνοι, λάκκοι, οργανικά κατάλοιπα, οστά ζώων και λίθινες λεπίδες), οι
άνθρωποι κατασκεύαζαν λίθινα εργαλεία, έψηναν αγγεία, έσφαζαν ζώα, επεξεργάζονταν
δέρματα, ή απλώς κάθονταν και συζητούσαν σε χώρους όπου μπορούσαν να κινηθούν με
ευελιξία και ελευθερία (Robb 2007 : 90).

26
Φαίνεται, λοιπόν, πως οι νεολιθικοί περνούσαν τις περισσότερες ώρες της μέρας στους
ανοιχτούς χώρους μεταξύ των σπιτιών ή και γύρω από τους οικισμούς, ενώ τα οικήματα δεν
παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες όσον αφορά στο μέγεθος, την ανοικοδόμηση και τη διακόσμησή
τους (Robb 2007 : 86). Η παρουσία ωστόσο των οικημάτων και η ελεγχόμενη πρόσβαση που
συνεπάγεται η ύπαρξή τους διαμόρφωνε μια συγκεκριμένη ταυτότητα για τα άτομα που είχαν
τη δυνατότητα έλευσης στο εσωτερικό τους, διαφορετική από εκείνη που συλλογικά
διαμορφωνόταν στους κοινόχρηστους χώρους δραστηριότητας (Robb 2007 : 87), όπως
άλλωστε συμβαίνει και στις θέσεις της Eλλάδας (Kotsakis 2018).

Τέλος, είναι πιθανό, χωρίς φυσικά να είναι βέβαιο, να υπήρχαν κάποιες διακριτές ζώνες, όπου
δρούσε κυρίως το ένα ή το άλλο φύλο, με τις περιοχές γύρω από τα οικήματα να θεωρούνται
χώροι δραστηριοποίησης των γυναικών και οι πιο απομακρυσμένες περιοχές πεδίο
κινητοποίησης των ανδρών (Robb 2007 : 111).

2. 3 Οι ανοιχτοί χώροι των ανασκαφικών τομών 12, 13, 14 και 25 από τα Παλιάμπελα
Κολινδρού

Όπως αναφέρθηκε σε παραπάνω κεφάλαιο, μεταξύ των νεολιθικών οικημάτων των


Παλιαμπέλων παρεμβάλλονταν μεγάλοι ανοιχτοί χώροι, που διακόπτονται συνήθως από
λάκκους μικρών διαστάσεων. Κάποιες φορές είναι στρωμένοι με κροκάλες και λίθους, η
διάταξη των οποίων διατηρείται συνήθως αποσπασματικά, με ελάχιστες εξαιρέσεις ορισμένων
από αυτούς που σώζονται σε καλύτερη κατάσταση. Στους χώρους αυτούς αποκαλύπτεται
συχνά μεγάλη ποσότητα ευρημάτων, όπως κατεστραμμένες πήλινες κατασκευές, πιθανώς
τροφοπαρασκευαστικού χαρακτήρα, λίθινα εργαλεία, τριβεία, βάρη, οστά μεγάλων ζώων,
άγριων και εξημερωμένων και φυσικά κεραμική. Στην παρούσα διατριβή, λοιπόν, καταγράφηκε
κεραμικό υλικό που προέρχεται από τέτοιου είδους χώρους και, πιο συγκεκριμένα, από τους
ανοιχτούς χώρους και τα λιθόστρωτα των ανασκαφικών τομών 12, 13, 14 και 25.

Όσον αφορά στην τομή 12, η κεραμική που επιλέχθηκε για μελέτη προέρχεται από τον
εξωτερικό χώρο ενός οικήματος, από τον οποίο σώζονται δύο λιθοσωροί που σχηματίζουν

27
γωνία και ανήκαν σε δύο από τους τοίχους του. Στην έκταση του ανοιχτού αυτού χώρου
ανασκάφηκαν μεγάλοι λίθοι από το φυσικό υπέδαφος οι οποίοι είναι προφανώς πεσίματα των
τοίχων, μικρού και μεσαίου μεγέθους κροκάλες άλλοτε διάσπαρτες και άλλοτε σε πυκνότερη
διάταξη, μία τροφοπαρασκευαστική κατασκευή, καμένα οστά, τα οποία πιθανόν
μεταφέρθηκαν από αλλού καθώς δε βρέθηκαν υπολείμματα άνθρακα και στάχτες σε άμεση
σχέση με αυτά, καθώς επίσης δύο λάκκοι στο εγγύς περιβάλλον (Ημερολόγια Ανασκαφής). Από
την τομή 13, τα κεραμικά όστρακα που καταγράφηκαν προέρχονται από εξωτερικό χώρο, που
φαίνεται πως αποτελεί συνέχεια του προαναφερθέντος ανοιχτού χώρου της τομής 12
(Ημερολόγια Ανασκαφής) και βρίσκεται ανατολικά δύο λιθοσωρών που ανήκαν σε τοίχους οι
οποίοι αποτελούν, επίσης, συνέχεια των τοίχων του σπιτιού της παραπάνω τομής. Στον
εξωτερικό αυτό χώρο αποκαλύφθηκαν, πέραν της κεραμικής, συγκεντρώσεις οστών ζώων,
λάκκοι με ανθρώπινα οστά, καθώς και ένας λάκκος που θα μπορούσε να λειτουργεί ως
κοπρώνας. Η εξεταζόμενη κεραμική από την τομή 14 προήλθε, κατά κύριο λόγο, από
χαλικόστρωτους ανοιχτούς χώρους, γεμάτους άτακτα τοποθετημένες κροκάλες, οι οποίοι
συνδέονταν άμεσα με τοίχους πιθανών οικιών, που βρέθηκαν πεσμένοι σε αυτούς
(Ημερολόγια Ανασκαφής). Στους χώρους αυτούς, που διέπονταν από λάκκους, βρέθηκαν
υπολείμματα πηλών που ανήκαν σε πιθανές τροφοπαρασκευαστικές κατασκευές, μια πιθανή
κατεστραμμένη εστία, μια περιοχή με μονόκοκκο σιτάρι, ποσότητες πηλών, κάρβουνα και
μυλόπετρες η οποία οριοθετούνταν από τρεις λίθους, καθώς και μία περιοχή με συγκεντρώσεις
ψημένων πηλών, οστράκων και οστών (Ημερολόγια Ανασκαφής). Τέλος, όσον αφορά στην
τομή 25, το κεραμικό υλικό που επιλέχθηκε για μελέτη προήλθε από ανασκαφικές πάσες της
τομής που ανήκαν σε εξωτερικούς λιθόστρωτους χώρους, σχετιζόμενους με στεγασμένους
χώρους των τομών 20 και 25 (Ημερολόγια Ανασκαφής). Στα όρια της τομής αποκαλύφθηκαν
στρώματα πηλού που αντιστοιχούσαν σε τμήμα της στέγης, ενός τοίχου και του δαπέδου
κτιρίου, καθώς και μέρος της θεμελίωσής του με αδρή πετρώδη επιφάνεια, που φαίνεται πως
είχαν επηρεαστεί από φωτιά, όπως δηλώνουν τα έντονα ίχνη καύσης και η ευθριπτότητα των
παραπάνω οικιστικών καταλοίπων. Ανατολικά των παραπάνω ήρθαν στο φως δύο ανοιχτοί
λιθόστρωτοι χώροι, με πηλούς και ασβεστόλιθους μεταξύ των πετρών, ο ένας υπερκείμενος
του άλλου με ένα ενδιάμεσο στρώμα μεταξύ των. Πατούσαν σε σαθρό χώμα και στο εύρος

28
τους αποκαλύφθηκαν ποσότητες κεραμικής, οστών ζώων και λίθινων εργαλείων, καθώς επίσης
ένας αριθμός από πασσαλότρυπες.

Μπορούμε, λοιπόν, να υποθέσουμε πως, οι προαναφερθέντες ανοιχτοί χώροι, με βάση την


ανασκαφική εικόνα των αρχαιολογικών ευρημάτων και σύμφωνα με τα παραδείγματα
εξωτερικών χώρων σύγχρονων οικισμών με αυτόν των Παλιαμπέλων που παρουσιάστηκαν
παραπάνω, λειτουργούσαν ως χώροι συνάθροισης και κατανάλωσης γευμάτων, καθώς επίσης
ως χώροι απόρριψης ή διενέργειας εργαστηριακών δραστηριοτήτων.

Η παρακάτω μορφολογική ανάλυση του κεραμικού συνόλου που επιλέχθηκε για μελέτη από
τους συγκεκριμένους χώρους έχει ως στόχο την περαιτέρω ενίσχυση των παραπάνω
υποθέσεων.

29
3. ΚΕΡΑΜΙΚΗ

30
3. Κεραμική

3. 1 Η εμφάνιση της κεραμικής

Η εμφάνιση της κεραμικής έχει απασχολήσει την αρχαιολογική έρευνα, όχι μόνο λόγω της
τεχνολογικής της διάστασης, αλλά και λόγω της χρηστικής της λειτουργίας, δύο όψεις της που
είναι άρρηκτα συνδεδεμένες και γίνεται ιδιαίτερα μεγάλη προσπάθεια για την ανάγνωση και
κατανόησή τους από τους ερευνητές. Όσον αφορά στην καταγωγή της, υπάρχουν πολλές
θεωρίες όπως αυτή του «σκευομορφισμού», που αποδίδει το σχήμα και τη διακόσμηση των
πρώτων κεραμικών σκευών σε πρότυπα από φθαρτά υλικά (Gheorghiu 2009, Knappett et al.
2010, Tomkins 2007), καθώς και η θεωρία που βασίζει την εξέλιξη της κεραμικής τεχνολογίας
στην τεχνολογία κατασκευής πηλόδομων κτισμάτων (Vandiver 1987), θεωρίες που, βέβαια, δεν
είναι απαραίτητο να αναιρούν η μία την αλήθεια της άλλης (Rice 1999 : 5 - 14).

Δύσκολα ερμηνεύσιμες είναι και οι αιτίες που οδήγησαν στην επινόηση της κεραμικής, που,
προφανώς, διαφέρουν από τους λόγους της άμεσης και ευρείας υιοθέτησής της, καθώς η
πρωταρχική σύλληψη της τεχνολογικής διαδικασίας που απαιτούνταν για την κατασκευή της
συνέβη πιθανότατα - σύμφωνα με εθνογραφικές έρευνες - πολύ παλαιότερα από την
εφαρμογή της, μέσω της επακόλουθης παρατήρησης των αντιδράσεων του πηλού στην
προσθήκη νερού και στην έκθεσή του στη φωτιά (Verpoorte 2001 : 95 - 96).

Η άποψη που επικράτησε αρχικά συνέδεσε την εμφάνιση της κεραμικής με τις ανάγκες (π. χ.
ασφαλής αποθήκευση, επεξεργασία της τροφής) των εκάστοτε πολιτισμών, μέσω μιας δομικής
- λειτουργικής προσέγγισής τους, η οποία πατά σε ανθρωπολογικές μελέτες των μέσων του
20ου αιώνα (Trigger 2005 : 250 - 296), θέση που ενστερνίστηκε και το κίνημα της Νέας
Αρχαιολογίας, επισημαίνοντας, επιπλέον, τη σημασία της σχέσης μεταξύ τεχνολογίας και
περιβάλλοντος για τη διαμόρφωσή τους. Υποστηρίχτηκε, λοιπόν, πως η κεραμική, πέραν του
πλεονεκτήματος που διέθετε σε σύγκριση με τη χρονοβόρα διαδικασία παραγωγής δοχείων
από λίθο ή οργανικά υλικά, συνέβαλε στη διευκόλυνση των προϊστορικών ανθρώπων, όσον
αφορά στο μαγείρεμα της τροφής, που στα κεραμικά σκεύη δεν απαιτούσε συνεχή επίβλεψη,

31
στη βελτίωση της διατροφής τους και στη μείωση των ασθενειών (π. χ. λόγω βρασμού του
φαγητού). Ταυτόχρονα ήταν εύκολη η ανακύκλωσή της έπειτα από την απόσυρσή της. Λόγω
του ότι η συγκεκριμένη προσέγγιση θα μπορούσε να είναι πλήρως αναληθής, καθώς βασίστηκε
στα σημερινά δυτικά πρότυπα, η συζήτηση για την εμφάνιση της κεραμικής επικεντρώθηκε στη
συνέχεια στη συμβολική σκέψη και τον ψυχισμό των ανθρώπων και συσχετίστηκε με την
επιθυμία τους να αποκτήσουν έναν ενεργό ρόλο στον κύκλο της ζωής ως τεχνίτες, πέραν αυτού
του παραγωγού και αγρότη.

Έπειτα από τη μεταδιαδικαστική κριτική του θετικισμού της Νέας Αρχαιολογίας η κεραμική
συνδέθηκε περισσότερο με την έκφραση νοημάτων τα οποία εξαρτιόταν από τις επιλογές των
ανθρώπων που την κατασκεύαζαν και τη χρησιμοποιούσαν (Hodder & Hutson 2010, Κωτσάκης
2008). Η κατασκευή κεραμικής αντιμετωπίστηκε ως πρακτική με σημαντικό κοινωνικό και
συμβολικό ρόλο, που συγκροτούνταν από τις τεχνολογικές επιλογές των προϊστορικών, οι
οποίες διαμορφώνονταν ανάλογα με τα εκάστοτε κοινωνικά πλαίσια στα οποία αυτοί δρούσαν
και συμμετείχαν, ενώ τα προϊόντα αυτής της τεχνολογικής διαδικασίας, δηλαδή τα κεραμικά
αγγεία, θεωρήθηκαν ως πολυδιάστατα τεχνουργήματα, καθώς συσχετίζονταν με πολλές και
διαφορετικές ανθρώπινες εμπειρίες και ενέργειες.

Βλέπουμε, λοιπόν, πως οι λόγοι που οδήγησαν στην επινόηση αυτής της πολυσυζητημένης, με
τεράστιες δυνατότητες και πλεονεκτήματα, δραστηριότητας δεν είναι μόνο πρακτικοί, αλλά
έχουν και σαφείς ιδεολογικές διαστάσεις, ενώ οι αιτίες που είχαν ως αποτέλεσμα τη ραγδαία
υιοθέτησή της πρέπει να αναζητηθούν στις κοινωνικές παραμέτρους, στο πλαίσιο των οποίων
λάμβανε μέρος.

3. 2 Η αντιμετώπιση της κεραμικής τεχνολογίας από τους ερευνητές

Αρχικά, μέσω του ρεύματος της λεγόμενης «κεραμικής οικολογίας», που ήταν περισσότερο
βασισμένη σε λειτουργιστικές αντιλήψεις, η κεραμική αντιμετωπίστηκε ως απόκριση της
σχέσης ανθρώπινων αναγκών και περιβάλλοντος, χωρίς να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στον
τρόπο με τον οποίο οι ανάγκες αυτές επηρεάζονταν από τις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες

32
(Arnold 1985, Neff 1992, O’ Brien et al. 1994, Steponaitis 1984). Σύμφωνα με την παραπάνω
προσέγγιση, όσον αφορά στο φαινόμενο της κεραμικής, τα άτομα λειτουργούσαν ως απλοί
παραγωγοί νέων τεχνολογιών, καθώς περιορίζονταν αναγκαστικά από τη φυσική νομοτέλεια
(Dobres 2000 : 41, Gosselain 1998 : 80). Η άποψη αυτή συνάντησε την έντονη αμφισβήτηση
πολλών ερευνητών, χωρίς ωστόσο να δοθεί ιδιαίτερη βάση στις κοινωνικές ή πολιτισμικές
πτυχές της κεραμικής τεχνολογίας, καθώς δεν έγινε προσπάθεια να κατανοηθεί ή να
ερμηνευθεί το συνολικό υπόβαθρο της κεραμικής παραγωγικής διαδικασίας (Dietler & Herbich
1998 : 239) και της εννοιολογικής και συμβολικής διάστασης που απέδιδαν οι άνθρωποι, μέσω
αυτής, στα παράγωγά της (Κωτσάκης 1983, Hodder 1982, 1995, Kristiansen 1984, Pearson 1984,
Shanks 1998).

Αργότερα, και πάλι στο πλαίσιο της συστημικής θεώρησης του υλικού πολιτισμού, ο ρόλος των
αντικειμένων - και κατ’ επέκταση των κεραμικών σκευών - επαναπροσδιορίστηκε, με την
είσοδο της έννοιας του τεχνολογικού στιλ, που αποτέλεσε μια πρώιμη αναγνώριση του
νοήματος και του συμβολικού κώδικα που αυτά μετέφεραν (Lechtman 2006 [1977] : 275 - 276).
Έτσι, λοιπόν, η έμφαση δε δινόταν, πλέον, τόσο στα φυσικά χαρακτηριστικά των κεραμικών
αγγείων, αλλά στις τεχνικές πρακτικές που ακολουθούνταν για την κατασκευή τους, στις οποίες
θεωρούνταν ότι υλοποιούνταν και αποτυπώνονταν οι επιλογές των κατασκευαστών και των
χρηστών τους και οι οποίες με τη σειρά τους καθορίζονταν κοινωνικά (Lemonnier 1986 : 154 -
156, 1993 : 3, Mahias 1993 : 158, van der Leeuw 1993 : 240 - 241). Η κεραμική διαφοροποίηση
ενέπιπτε, πλέον, σύμφωνα με τους ερευνητές, σε ένα κοινωνικοτεχνολογικό πλαίσιο και
αναγνωρίστηκε ότι, τα κεραμικά αντικείμενα, μέσω των τεχνολογικών χαρακτηριστικών και
ιδιοτήτων τους, εξέφραζαν τις ανισότητες των παραγωγικών διαδικασιών, αλλά και τις
ανισότητες της ίδιας της κοινωνικής δομής των κοινωνιών (Pfaffenberger 1992 : 497).

Τις τελευταίες δεκαετίες, βέβαια, έπειτα από ανεξάρτητες κριτικές στις παραδοσιακές
διαδικαστικές αντιλήψεις, η παραπάνω συζήτηση τέθηκε εντός νέου θεωρητικού πλαισίου,
αντιμετωπίζοντας, πλέον, την κεραμική τεχνολογία ως ένα σύνθετο κοινωνικό - πολιτισμικό
φαινόμενο, με αδιάσπαστη συνάφεια της λειτουργιστικής, υλικής και φυσικής του διάστασης,
καθώς και ως δυναμικό πεδίο δράσης των επιλογών των ατόμων που τη διαχειρίζονταν και
συγκρότησης, μέσω αυτής, των κοινωνικών τους ταυτοτήτων (Dietler & Herbich 1998, Dobres
33
1999 : 128 - 9, Dobres & Hoffman 1994 : 212, 214, Gosselain 1998 : 78, Hegmon 1998,
Lemonnier 1986, 1993, Pfaffenberger 1988 : 236, 242, 2001 : 84, van der Leeuw 1993, Dobres
2000 : 61, 96). Στην πραγματικότητα, λοιπόν, δεν υφίσταται καμία ανεξαρτησία και αυτονομία
των διαφόρων τεχνικών επιλογών που ακολουθούνται για την κατασκευή των κεραμικών
αντικειμένων. Αντίθετα, οι επιλογές αυτές βρίσκονται σε μία συνεχή διαλεκτική και
αλληλοδιαπλεκόμενη σχέση, από την οποία και προκύπτουν συγκεκριμένοι συμβιβασμοί
(Skibo & Schiffer 2008 : 15 - 16) που εκφράζονται και αποτυπώνονται στο τελικό προϊόν.

Όπως προαναφέρθηκε, οι όποιες τεχνολογικές επιλογές ακολουθούνταν για την κατασκευή


των κεραμικών αγγείων - αλλά και οποιουδήποτε είδους υλικού πολιτισμού - καθορίζονταν
από κοινωνικές πεποιθήσεις (Sillar & Tite 2000) και είχαν ως επακόλουθο τη διαμόρφωση
κεραμικών παραδόσεων, συνόλων, δηλαδή, θεσμοθετημένων πρακτικών, που αφορούσαν τα
μορφολογικά και τεχνολογικά χαρακτηριστικά των αγγείων, προέκυπταν από την εμπειρία των
κεραμέων, η οποία αποκτιόταν μέσω συνεχούς αναπαραγωγής και αναδιαμόρφωσης των
συγκεκριμένων επιλογών, και μεταβιβάζονταν από γενιά σε γενιά μέσω της κοινωνικής μνήμης
(Hodder 1986 : 127 - 128, Ψαράκη 2004 : 50 - 51). Έτσι, λοιπόν, για την ανασύνθεση της
εξέλιξης μιας κεραμικής παράδοσης πρέπει να αναγνωριστεί και να τεκμηριωθεί η ακολουθία
των χειρισμών (chaîne opératoire), μέσω των οποίων οι πρώτες ύλες μετασχηματίστηκαν σε
λειτουργικά και νοηματικά φορτισμένα αντικείμενα (Dobres 1999 : 125). Σύμφωνα με τις
θεωρίες της πρακτικής και της ενεργού δράσης των Bourdieu και Giddens (σχετικές αναφορές:
Dobres & Robb 2000, Hodder & Hutson 2010 : 131 - 145, Miller 1985 : 11 - 12, Κωτσάκης 2008),
οι κοινωνικές και υλικές δομές αποτελούν το πλαίσιο στο οποίο τα άτομα δρουν με βάση τις
πρακτικές τους γνώσεις ή προδιαθέσεις (habitus) που συνεχώς αναδιαμορφώνονται και
επαναδιαπραγματεύονται, και παράλληλα το προϊόν αυτών των γνώσεων και προδιαθέσεων
σε μια διαδικασία αμφίδρομης νοηματοδότησης. Έτσι, σε ένα ερμηνευτικό πλαίσιο όπου
αναιρείται ο δυισμός υλικού - κοινωνικού και αντικειμένου - υποκειμένου, καθώς το ένα
συγκροτεί το άλλο, η αλυσίδα των τεχνολογικών πρακτικών (Dobres & Hoffman 1994 : 214),
στην οποία ενσωματώνονται οι παραπάνω προδιαθέσεις (Dietler & Herbich 1998 : 246) γίνεται
αντιληπτή ως ένα πεδίο ενεργού δράσης. Η τεχνολογία, λοιπόν, κατέχει τον ενδιάμεσο ρόλο

34
μεταξύ της κοινωνικής και υλικής υπόστασης του ανθρώπου και των αντικειμένων και
λειτουργεί ως μέσο αποκωδικοποίησής τους.

3. 3 Η εμφάνιση της κεραμικής στον ελλαδικό χώρο

Κατά τη διάρκεια της Νεολιθικής στον ελλαδικό χώρο απουσιάζει η ορατή και αναγνωρίσιμη
από την αρχαιολογική έρευνα αποτύπωση της συμβολικής έκφρασης στον υλικό πολιτισμό,
γεγονός που μπορεί να σημαίνει ότι η ιδεολογία εκφραζόταν μέσω μη ανιχνεύσιμων
διαδικασιών ή μέσω κατηγοριών υλικού πολιτισμού που, σύμφωνα πάντα με το σημερινό
τρόπο σκέψης, δε χαρακτηρίζονται συμβολικές (Παπανθίμου 2013 : 3). Έτσι, βασικό στοιχείο
του υλικού πολιτισμού, που βοηθά τους ερευνητές στην ανάγνωση και τον εντοπισμό των
παραπάνω συμβολικών νοημάτων στις ελληνικές νεολιθικές κοινωνίες, είναι, κυρίως, η
κεραμική (Κωτσάκης 1996 : 168).

Όσον αφορά στη χρονολογική και γεωγραφική τοποθέτηση της εμφάνισης και υιοθέτησης της
κεραμικής, γνωρίζουμε, πλέον, πως πραγματοποιήθηκε σε διαφορετικές περιοχές και χρονικές
περιόδους, από κοινωνικές ομάδες που παρουσίαζαν μία ποικιλομορφία στο χαρακτήρα
εγκατάστασης και τις πρακτικές διαβίωσης τους (Barnett & Hoopes 1995, Gheorghiu 2009, Rice
1999). Αρχικά, βέβαια, λόγω του ότι η κεραμική και η γεωργοκτηνοτροφία εμφανίζονται
σχεδόν ταυτόχρονα στην «περιφέρεια» του Αιγαίου και των Βαλκανίων, καθιερώθηκαν από
μία ομάδα ερευνητών ως άμεσα επιβεβλημένες - μέσω μεταναστεύσεων πληθυσμών - ή σε
μικρότερο βαθμό εμμέσως υιοθετημένες - μέσω πολιτισμικής διάδοσης ιδεών και
τεχνογνωσίας - πρακτικές του εισηγμένου νεολιθικού τρόπου ζωής από τη Μέση Ανατολή και
Ανατολία (Ammerman & Biagi 2003, Bogucki 1996, Colledge et al. 2004, Demoule & Perlès 1993,
Perlès 2004, Runnels 1995, 2003, Tringham 2000, van Andel & Runnels 1995). Σε ένα πρώτο
στάδιο, οι ομοιότητες και διαφορές στη μορφολογία των κεραμικών αγγείων
χρησιμοποιήθηκαν ως διαγνωστικό μέσο ανίχνευσης αποικισμού ή μετακινήσεων πληθυσμών,
ή ακόμα και ως ένδειξη διαμόρφωσης νέων πολιτισμικών ομάδων (Nadris 1970). Στην αντίθετη
πλευρά υποστηρίχθηκε η «αυτόχθονη» προέλευση της Νεολιθικής - άρα και της κεραμικής -
στην Ελλάδα (Θεοχάρης 1967), ως προσπάθεια πολιτισμικής σύνδεσης των νεολιθικών

35
κοινωνιών με το μεσολιθικό παρελθόν τους, καθώς το μοντέλο της διάδοσης θεωρήθηκε
απλουστευτικό για την ερμηνεία των πολιτισμικών φαινομένων της εποχής, ενώ επισημάνθηκε
και η ανάγκη διερεύνησης του ρόλου των αποδεκτών των παραπάνω φαινομένων. Με
αφετηρία αυτήν, την πρωτοποριακή για την εποχή της, θέση, διατυπώθηκαν σύγχρονες
θεωρητικές προτάσεις που έδιναν έμφαση στην πολυπλοκότητα του φαινομένου και
αναγνώριζαν παράλληλα τους αυτόχθονες πληθυσμούς ως ενεργητικούς δέκτες των εξωγενών
τεχνολογικών καινοτομιών, με αυτόνομη ζωή και εσωτερική δυναμική, που στο πλαίσιο
σχέσεων και αλληλεπιδράσεων συμμετείχαν στη διαμόρφωση των πολιτισμικών αλλαγών της
κοινωνικής τους οργάνωσης με βάση τις ανάγκες, τις επιλογές και τη συλλογική τους ταυτότητα
(Halstead 1989, 1996, Kotsakis 2001, 2003, 2005, Κωτσάκης 1992, 2000). Παρά τη μέχρι
πρόσφατα απουσία των σχετικών στοιχείων, που αποδίδεται σε μεγαλύτερο βαθμό στον
προσανατολισμό και τις αδυναμίες της έρευνας και σε μικρότερο βαθμό στη χαμηλή
ορατότητα των θέσεων ή στη δυσκολία αναγνώρισης και ταύτισης των σχετικών υλικών
καταλοίπων, η δράση του μεσολιθικού υποστρώματος στον ελλαδικό χώρο αποτελεί πλέον
μέρος της σχετικής συζήτησης (Runnels 2009). Άλλωστε, τα πρώιμα κεραμικά σκεύη του
ελλαδικού χώρου παράχθηκαν, σύμφωνα με τεχνολογικές αναλύσεις, τοπικά, χωρίς να
αποδεικνύεται κοινή προέλευση, υποδεικνύοντας, όμως, ίσως, πολιτισμική επαφή και
εισαγωγή τεχνογνωσίας από άλλες περιοχές (Perlès 2004 : 210), ενώ η εύρεση ομοιοτήτων του
υλικού πολιτισμού μεταγενέστερων φάσεων μεταξύ Ελλάδας και Ανατολής, όσον αφορά
τουλάχιστον στην κεραμική, βασίζεται σε επιλεκτικές κατηγορίες κεραμικής, χωρίς να γίνεται
ιδιαίτερη συζήτηση για την τεχνολογία τους ή για τις διαφορές που παρουσιάζουν μεταξύ τους.
Άλλωστε, έπειτα και από την τεκμηρίωση της ύπαρξης μεσολιθικών θέσεων στον ελλαδικό
χώρο, είναι πλέον κοινά αποδεκτό πως το Αιγαίο αποτελούσε δυναμικό πεδίο δραστηριότητας
και κινητικότητας των νεολιθικών ομάδων (Broodbank 2006, Kilikoglou et al. 1997), καθώς είχε
δημιουργηθεί ένα πλέγμα/δίκτυο επαφών και σχέσεων προμήθειας και ανταλλαγής υλικών
προς κάθε κατεύθυνση (Horejs et al. 2015, Kotsakis 2014), που μπορεί να βοηθήσει στην
ερμηνεία των πολιτισμικών ομοιοτήτων και διαφορών μεταξύ των οικισμών. Με τα μέχρι
σήμερα δεδομένα, λοιπόν, η πρωιμότερη εμφάνιση της κεραμικής στον ελλαδικό χώρο
τοποθετείται γύρω στα μέσα της 7ης χιλιετίας π. Χ. Εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, τα υλικά και

36
οι τεχνικές ήταν ήδη οικείες στους προϊστορικούς προτού εφαρμοστούν στην πράξη, η
ανακάλυψη της κεραμικής τεχνολογίας, που αφορά στη σύλληψη και πραγμάτωση της
συγκεκριμένης «ιδέας», μπορεί να συνέβη σε μεμονωμένα ή πολλαπλά χωρικά και χρονικά
σημεία. Με βάση τη συμβατική, μορφοτυπολογική ταξινόμηση, το κεραμικό σύνολο του
νεολιθικού οικισμού των Παλιαμπέλων Κολινδρού που παρουσιάζεται στην παρούσα εργασία
χρονολογείται στη Μέση (6000 / 5800 - 5400 / 5300 π. Χ.) και Νεότερη (5400 / 5300 - 4500 π.
Χ.) Νεολιθική περίοδο.

Η υιοθέτηση ενός περιγραφικού συστήματος, όπως το παραπάνω, παρουσιάζει προφανείς


αδυναμίες στο επίπεδο της ερμηνείας. Οι προαναφερθείσες χρονολογικές περίοδοι
υποβάλλουν αναπόφευκτα την ιδέα ενιαίων, αδιαφοροποίητων ενοτήτων με ομοιογενές
κοινωνικό γίγνεσθαι, στιλιστική ομοιομορφία και συνοχή, στοιχεία που, μάλιστα, εμφανίζονται
και εξαφανίζονται σε ανύποπτο χρόνο, ώστε δεν αποκαλύπτεται το εύρος των δράσεων και των
πρακτικών οι οποίες ακολουθούνταν και εφαρμόζονταν από τους εκάστοτε κοινωνικούς
σχηματισμούς που συνυπήρχαν κατά τη διάρκεια των περιόδων αυτών και μπορεί να
αντιστοιχούσαν σε μη συγχρονικές ή μικρότερης χρονικότητας κοινωνικές πραγματικότητες
(Bradley 1991, Mc Glade 1999, Shanks & Tilley 1987 α, β). Επίσης, η χρονολόγηση των
παραγώγων του υλικού πολιτισμού, που τεκμηριώνεται απλά και μόνο βάσει των αρχών της
στιλιστικής τους ομοιομορφίας και συγχρονικότητας (Ψαράκη 2004 : 56), αδυνατεί, εφόσον
αποτελεί κατασκεύασμα των ερευνητών, να συμπεριλάβει την έννοια του κοινωνικού χρόνου,
της χρονικότητας, δηλαδή, του συνόλου των κοινωνικών διαδικασιών που οδήγησαν στη
διαμόρφωση των εκάστοτε αντικειμένων υπό μελέτη (Κωτσάκης 1983 : 159, 162 - 168). Ειδικά
στην προϊστορική αρχαιολογία, αν και γίνεται συζήτηση περί νοικοκυριού, γένους ή ατομικών
δράσεων και επιλογών, τα κατάλοιπα του υλικού πολιτισμού αποδίδονται σε φάσεις και
περιόδους με πολύ μεγαλύτερη χρονική διάρκεια (Knapp 1992, Mc Glade 1999 : 142, 146, 148,
Smith 1992 : 29 - 30), που, φυσικά, δε γίνονταν αντιληπτές από τους ανθρώπους που τις
βίωναν (Binford 1986 : 473 - 474). Παρ’ όλα αυτά και επειδή είναι σχεδόν αδύνατο να
προσδιορίσουμε χρονικές διάρκειες δραστηριοτήτων τόσο μικρής κλίμακας όπως της
καθημερινής ζωής, πρέπει να αρκεστούμε σε χρονικές ενότητες μεγάλης διάρκειας, που, όμως,
δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζονται με τη στρωματογραφική διαίρεση, αλλά θα μπορούσαν να

37
τέμνουν τη στρωματογραφική ακολουθία ή να ενοποιούν χρονολογικές φάσεις. Επιπλέον, θα
πρέπει να αντιμετωπίζονται ως συμπλέγματα ποικίλων δυναμικών χρονικοτήτων, που και
αυτές ποικίλουν και διαφοροποιούνται, εφόσον συγκροτούνται από δράσεις που με τη σειρά
τους εμφανίζουν διαφορετικές χρονικότητες. Παραδείγματος χάριν, η εμφάνιση μιας
κεραμικής κατηγορίας δεν ήταν απαραίτητο να ακολουθούνταν από την άμεση και ευρεία
υιοθέτηση και καθιέρωσή της και σίγουρα δε συνεπαγόταν τη γραμμική και σταθερή πορεία
της έως την εξαφάνισή της. Αντιθέτως, θα μπορούσε να τροποποιηθεί, να επαναδιαμορφωθεί,
να χρησιμοποιηθεί διαφορετικά, ή ακόμη και να επανεμφανιστεί αργότερα.

3. 3. 1 Τεχνικές κατασκευής των νεολιθικών αγγείων στον ελλαδικό χώρο

Τα νεολιθικά κεραμικά σκεύη περιγράφουν κατάλληλα τη σχέση των προϊστορικών µε το


περιβάλλον, καθώς αποτελούν ανθρώπινα δημιουργήματα μετασχηματισμού μιας φυσικής
πρώτης ύλης, του πηλού (Κωτσάκης 1996 : 107). Ο κύκλος ζωής τους ξεκινούσε με τη
διαδικασία της κατασκευής τους, η οποία διαμορφωνόταν βάσει των εκάστοτε
κοινωνικοοικονομικών πλαισίων στα οποία λάμβανε μέρος (Μαλαμίδου 2014 : 527 - 529), ενώ
στη συνέχεια διαδιδόταν, υιοθετούνταν και επαναπροσδιοριζόταν από άτομα διαφόρων
κοινωνικών ομάδων.

Το βασικό διαφοροποιητικό στοιχείο μεταξύ των πρωτογενών και δευτερογενών τεχνικών


κατασκευής των αγγείων αποτελεί ο βαθμός τροποποίησης της μορφολογίας τους, καθώς οι
πρώτες συνέβαλαν στη διαμόρφωση του αρχικού προπλάσματος του πηλού από τον οποίο
κατασκευάζονταν και ουσιαστικά στη μορφοποίηση και το σχηματισμό τους, ενώ οι δεύτερες
περιορίζονταν στην επεξεργασία των επιφανειών τους (π. χ. στίλβωση, διακόσμηση) χωρίς να
μεταβάλλουν τη βασική μορφή τους, καθώς άφηναν ανεπηρέαστη ή επηρέαζαν σε ελάχιστο
βάθος την εσωτερική δομή της κεραμικής τους ύλης. Πρέπει να τονιστεί πως, οι πιθανές
πρακτικές κατασκευής των αγγείων που περιγράφονται παρακάτω είναι συμβατικές και συχνά
προβληματίζουν ως προς την επάρκειά τους όσον αφορά στη ρεαλιστική αναπαράσταση του
τρόπου με τον οποίο λειτουργούσαν οι νεολιθικοί κεραμείς.

38
Αρχικά, όσον αφορά στο προπαρασκευαστικό στάδιο της παραγωγής κεραμικής, για το οποίο
μιλούμε κυρίως υποθετικά, οι προϊστορικοί αγγειοπλάστες, αφού εντόπιζαν και συνέλεγαν την
κατάλληλη πρώτη ύλη, όπου αυτή ήταν διαθέσιμη, εργασία που απαιτούσε καλή γνώση του
περιβάλλοντος, τη μετέφεραν στο χώρο προετοιμασίας της για το πλάσιμο (Κωτσάκης 2010 : 68
- 69). Μετά τον καθαρισμό της µε το χέρι ή µε κόσκινο από ανεπιθύμητες προσμίξεις, όπως για
παράδειγμα υπολείμματα ορυκτών που θα μπορούσαν μετέπειτα να προκαλέσουν ζημιά στο
αγγείο, την άπλωναν για να στεγνώσει και στη συνέχεια τη χτυπούσαν με κάποιο εργαλείο για
να τη θρυμματίσουν (Καλογήρου & Ούρεμ - Κώτσου 2013 : 3, Κωτσάκης 2010 : 68 - 69), ώστε
να αποκτήσει πλαστικότητα η οποία διευκόλυνε τη μορφοποίησή της (Κωτσάκης 1996 : 107).
Πρέπει να σημειωθεί πως οι τεχνίτες, ανάλογα με το ποιο ήταν κάθε φορά το επιθυμητό
επίπεδο πλαστικότητας του πηλού που επεξεργάζονταν, τον ανακάτευαν επιδέξια με ορισμένη
ποσότητα νερού ή με μη πλαστικές ύλες που αυτοί επέλεγαν, στοχεύοντας αντίστοιχα είτε στην
απόκτηση πλαστικότητας είτε στη μείωση του πορώδους του και την αύξηση της αντοχής του
σε θερμικές καταπονήσεις (Libšer & Vilert 1967 : 15, Shepard 1976, Κωτσάκης 1983, 1996 :
107). Τέλος, μετά την «ωρίμανσή του», διαδικασία με σκοπό την ομοιόμορφη κατανομή του
νερού και των κόκκων της πηλόμαζας, καθώς επίσης την ανάπτυξη μικροοργανισμών για την
ύπαρξη πλαστικότητας, ο πηλός ζυμωνόταν ώστε να απεγκλωβιστεί ο αέρας που υπήρχε σε
αυτόν και να είναι κατάλληλος για χρήση. Πρέπει να τονιστεί πως η παραπάνω παραγωγική
διαδικασία ήταν μάλλον εποχική, καθώς οι καλές καιρικές συνθήκες ήταν απαραίτητες για την
εξέλιξή της (Καλογήρου & Ούρεμ - Κώτσου 2013 : 4).

Καθώς ο κεραμικός τροχός εμφανίζεται στον ελλαδικό χώρο μετά την 3η χιλιετία π. Χ., τα
νεολιθικά αγγεία πλάθονταν χειροποίητα, μέσω μιας ποικιλίας τεχνικών που αναγνωρίστηκαν
και περιγράφηκαν από τους αρχαιολόγους, όπως η «μέθοδος των επάλληλων ή ελαφρά
εφαπτόμενων κουλούρων ή δαχτυλιδιών», που επιτυγχανόταν με τη διαδοχική, οριζόντια ή
σπειροειδή, συγκόλληση κυλινδρικών κουλούρων, μακαρονιών, ή δαχτυλιδιών πηλού, τα
οποία έπλασε ο κεραμέας χρησιμοποιώντας τα χέρια του ή και κάποια σταθερή οριζόντια
επιφάνεια, η «τσιμπητή», για την κατασκευή αγγείων μικρού μεγέθους τα τοιχώματα των
οποίων κατασκευάζονταν μέσω άσκησης ασυνεχών πιέσεων στο αρχικό πρόπλασμα πηλού, η
«τραβηχτή» τεχνική, που είναι παρόμοια με την τσιμπητή και τα τοιχώματα των αγγείων

39
χτίζονταν μέσω ανωφερών τραβηγμάτων του πηλού με τα δάχτυλα ή και με τη βοήθεια
κάποιου εργαλείου, η «τεχνική κατασκευής με πλάκες πηλού» που επιτυγχανόταν μέσω της
διαδοχικής συγκόλλησης προδιαμορφωμένων επίπεδων πλακών πηλού και η «τεχνική χρήσης
μήτρας» με τη χρήση ενιαίας προκατασκευασμένης μήτρας, με μορφή σβώλου ή πλάκας, για
την εξωτερική ή εσωτερική διαμόρφωση του προπλάσματος ή τμημάτων αγγείου και τη
μετέπειτα συγκόλλησή τους (Κωτσάκης 2010 : 68 - 69). Οι παραπάνω τεχνικές κατασκευής που
παρατηρούνται αφήνουν ίχνη στις ενώσεις των τμημάτων και την εσωτερική μικροδομή των
αγγείων και πολύ πιθανόν να απαιτούσαν διαφορετικές κινητικές δεξιότητες, οι οποίες
μπορούμε να υποθέσουμε ότι ήταν αποτέλεσμα της επαναλαμβανόμενης εξάσκησης των
κεραμέων με τα εργαλεία και τις πρώτες ύλες, ενώ η κατηγοριοποίησή τους δεν απεικονίζει τον
πλούτο των εφαρμογών τους, καθώς το χτίσιμο ορισμένων αγγείων μπορεί να προέκυπτε από
τον συνδυασμό πολλών διαφορετικών τεχνικών.

Έπειτα από τη μορφοποίηση του βασικού σχήματος των αγγείων, οι κεραμείς έξυναν τα
τοιχώματά τους με κάποιο εργαλείο, ώστε να επιτύχουν την κλίση και το πάχος που
επιθυμούσαν και στη συνέχεια λείαιναν ή στίλβωναν ομοιόμορφα τις επιφάνειές τους και τις
διακοσμούσαν με ποικίλους τρόπους εξωτερικά ή και εσωτερικά (Κωτσάκης 2010 : 68 - 69).
Βέβαια, τα παραπάνω στάδια επεξεργασίας δεν εφαρμόζονταν σε όλα τα κεραμικά σκεύη με
την ίδια επιμέλεια και φροντίδα και δεν απαντώνται στο σύνολό τους στις πρωιμότερες φάσεις
της Νεολιθικής.

Η όπτηση αποτελεί το στάδιο όπου επέρχεται η ολοκλήρωση της κατασκευής των κεραμικών
αγγείων, καθώς είναι η διαδικασία που διαμορφώνει την τελική δομή και τις ιδιότητές τους
(χρώμα, πορώδες, σκληρότητά) (Κωτσάκης 2010 : 70). Τα αγγεία που υποβάλλονταν στη
διαδικασία της όπτησης, ψήνονταν σε υψηλές θερμοκρασίες με σκοπό την απόκτηση
συμπαγών τοιχωμάτων και ομοιόμορφου χρωματισμού, ενώ, μέσω αυτής, αποκαλύπτονταν οι
πιθανές αδυναμίες και τα ελαττώματα τους, που εμφανίζονταν, συνήθως, με τη μορφή
ανομοιόμορφου χρωματισμού και ραγίσματος των επιφανειών τους ή με την αποκόλληση
φλουδών πηλού από αυτές και οφείλονταν, πιθανόν, σε εσφαλμένες επιλογές των
αγγειοπλαστών, όσον αφορά στο πλάσιμο ή το ψήσιμό τους (Καλογήρου & Ούρεμ - Κώτσου
2013 : 7).
40
Τα αποτελέσματα της όπτησης εξαρτώνται από τη χρονική της διάρκεια, την αναπτυσσόμενη
θερμοκρασία και την επικρατούσα ατμόσφαιρα στην οποία διενεργείται, καθώς, επίσης, από
τη σύσταση του πηλού των αγγείων τα οποία την υφίστανται (Rice 1987 : 80 - 110, Shepard
1976). Για παράδειγμα, οι σιδηρούχοι πηλοί με μικρή περιεκτικότητα άνθρακα που ψήνονταν
σε οξειδωτικές συνθήκες, όπου η παρουσία του οξυγόνου ήταν άφθονη, αποκτούσαν ανοιχτό
χρώμα όπως κόκκινο, καστανό ή κίτρινο (Rice 1987 : 335 - 336), σε αντίθεση με αυτούς που
ψήνονταν σε ατελώς οξειδωτικές και αναγωγικές - σπάνιες σε ανοιχτές φωτιές - συνθήκες,
όπου υπήρχε έλλειψη οξυγόνου και αποκτούσαν σκούρα χρώματα (Orton et al. 1993 : 69, Rice
1987 : 334 - 336, 343 - 345, Rye 1981 : 114 - 118, Shepard 1976, Καλογήρου & Ούρεμ - Κώτσου
2013 : 5).

Αν και οι παράγοντες που επηρεάζουν τη διαδικασία της όπτησης είναι πολλοί και με σύνθετες
μεταξύ τους σχέσεις, μία προσέγγιση της εφαρμογής της, όσον αφορά στην καλύτερη εκτίμηση
και αξιολόγηση των συνθηκών της με βάση τη συμπεριφορά της πρώτης ύλης και το χρώμα των
αγγείων που υποβλήθηκαν σε αυτήν ως δείκτες της, μπορεί να επιτευχθεί ως ένα βαθμό μέσω
εργαστηριακών δοκιμών επανόπτησης (Rice 1987 : 344, 427). Μέσω αυτής της εργαστηριακής
διαδικασίας, επιλεγμένα όστρακα ψήνονται σε παρόμοιες συνθήκες όπτησης και σε ένα εύρος
θερμοκρασιών υψηλότερων από αυτές στις οποίες αρχικά υποβλήθηκαν, με αποτέλεσμα την
πλήρη οξείδωση των οργανικών και των σιδηρούχων συστατικών της πηλόμαζάς τους, που έχει
ως επακόλουθο τον προσδιορισμό του χρωματισμού τους (Shepard 1976). Σύμφωνα, λοιπόν,
με τέτοιου είδους μελέτες, που εφαρμόστηκαν σε κεραμικά σύνολα διαφόρων νεολιθικών
οικισμών της Ελλάδας, αλλά και βάσει εμπειρικών, μακροσκοπικών παρατηρήσεων σχετικά με
τη σκληρότητα της κεραμικής ύλης και το χρώμα των επιφανειών και των πυρήνων των
συνόλων αυτών, φαίνεται πως η όπτηση πραγματοποιούταν κατά κύριο λόγο σε ανοιχτή
φωτιά, στο έδαφος ή σε αβαθή λάκκο, που οι κεραμείς προστάτευαν με κομμάτια σπασμένων
κεραμικών, έπαιρνε, δηλαδή, μέρος σε μεταβαλλόμενες ή μερικώς ελεγχόμενες συνθήκες
(Καλογήρου & Ούρεμ - Κώτσου 2013 : 6). Σύμφωνα με εθνογραφικές μελέτες, τα καύσιμα
υλικά (ξύλα, άχυρα, κοπριά ή κάρβουνα) κάλυπταν ή περιέβαλλαν τα προς ψήσιμο αγγεία και
επηρέαζαν την όπτηση, εξαιτίας της διαφορετικής συμπεριφοράς τους ως προς το ρυθμό της
καύσης τους και την ποσότητα των αερίων που παρήγαγαν (Rice 1987 : 154, Shepard 1976,

41
Velde & Druc 1999 : 170 - 171, Καλογήρου & Ούρεμ - Κώτσου 2013 : 6). Οι εκτιμώμενες
θερμοκρασίες που αναπτύσσονταν κυμαίνονταν από 600°C με 650 °C έως 850 °C με 900°C,
αλλά η μέγιστη θερμοκρασία δε διατηρούνταν για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς μέρος της
θερμότητας χανόταν στο περιβάλλον (Gibson & Woods 1990 : 27, Jones 1986, Rice 1987 : 81,
156, Rye 1981 : 98, Yiouni 2001 : 7, Καλογήρου & Ούρεμ - Κώτσου 2013 : 5, Κυριατζή 2000 : 73).
Σε θερμοκρασίες άνω των 900 - 950°C, η μικροδομή της κεραμικής επιφάνειας αλλοιωνόταν,
καθώς άρχιζε να αναπτύσσεται η λεγόμενη «υαλοποίηση», που επηρέαζε τη στιλπνότητα των
στιλβωμένων επιφανειών (Κυριατζή 2000 : 90).

Βάσει ανασκαφικών δεδομένων, φαίνεται πως η νεολιθική κεραμική παραγωγή στον ελλαδικό
χώρο ήταν τοπική και μικρής κλίμακας, ενώ δεν έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη εξειδικευμένων
εργαστηριακών χώρων κατασκευής αγγείων (Δημουλά 2014). Το ίδιο ελλιπείς είναι οι γνώσεις
μας όσον αφορά τη διακίνηση ή ανταλλαγή τους (Πεντεδέκα 2008). Παρ’ όλα αυτά γνωρίζουμε
πως τα προϊστορικά κεραμικά σκεύη κατείχαν έναν ή περισσότερους, ταυτόχρονους ή
διαδοχικούς ρόλους, μέσω των οποίων προσδιορίζονταν και επαναπροσδιορίζονταν με
συνεχείς διαπραγματεύσεις οι ατομικές και ομαδικές ταυτότητες αυτών που τα κατασκεύαζαν
και τα χρησιμοποιούσαν (Μαλαμίδου 2014 : 527). Πολλές φορές, αν έσπαγαν υφίσταντο
επισκευές, ενώ άλλες αποσύρονταν και απορρίπτονταν ή χρησιμοποιούνταν ως πρώτη ύλη για
τη δημιουργία νέων αντικειμένων (Μαλαμίδου 2014 : 527).

3. 3. 2 Η πορεία της κεραμικής στον ελλαδικό χώρο κατά τη διάρκεια της νεολιθικής

Κατά την ΑΝ, η παραγωγή κεραμικής των οικισμών είναι τοπική και περιορίζεται στην κάλυψη
των οικιακών αναγκών, σε αντίθεση με μεταγενέστερες περιόδους, όπου παρατηρείται
ανάπτυξη της εξειδίκευσης και μια σταδιακή αύξηση της παραγωγής και της διακίνησης
συγκεκριμένων τύπων αγγείων σε ενδοκοινοτικό και διακοινοτικό επίπεδο. Βέβαια, η απουσία
τεχνολογικής ποικιλομορφίας και πολυπλοκότητας στην πρώιμη κεραμική παραγωγή δεν
δηλώνει απαραίτητα απουσία εξειδίκευσης και ανεπάρκεια τεχνολογικών γνώσεων, καθώς
ορισμένοι τύποι κεραμικών σκευών, όπως για παράδειγμα τα μονόχρωμα στιλβωμένα και τα
μεγάλα, χοντρά αγγεία της αρχαιότερης νεολιθικής, απαιτούσαν επένδυση χρόνου και μεγάλη

42
εμπειρία και κατανόηση της συμπεριφοράς των κεραμικών υλικών (Vitelli 1993 β, Vuković 2010
: 15). Η γενικευμένη, λοιπόν, πεποίθηση της ευθύγραμμης πολιτισμικής εξέλιξης από το
θεωρούμενο απλό στο σταδιακά πιο σύνθετο, απόρροια της συστημικής - λειτουργιστικής
προσέγγισης των πολιτισμών, παραβλέπει τις ιδιαιτερότητες κάθε περίπτωσης (Johnson 1999 :
22).

Η ΜΝ θεωρείται περίοδος παγίωσης όλων των οικονομικών και κοινωνικών θεσμών της
νεολιθικής περιόδου. Η διαφορά στη διαχείριση του χώρου και τη διανομή της κεραμικής κατά
τη διάρκεια της μέσης νεολιθικής οφείλεται προφανώς και στην ανάδυση του νοικοκυριού, της
κοινωνικής οντότητας που ανταγωνίζεται την κοινοτική ιδεολογία, νομιμοποιεί την ύπαρξή της
μέσω της γενεαλογίας και της προγονικής μνήμης και έχει προνομιούχο και σημαντικό ρόλο
όσον αφορά στον ιδεολογικό έλεγχο της κατανάλωσης και διανομής φαγητού κατά τη διάρκεια
εξαιρετικών κοινωνικών περιστάσεων (Kotsakis 2006 : 218).

Η παραγωγή κεραμικής στη ΜΝ παραμένει ως ένα βαθμό τοπική, αλλά οι περισσότεροι


κεραμείς, μέσω της ανταλλαγής γνώσεων με αγγειοπλάστες διαφόρων κοινοτήτων πέραν
αυτής που διέμεναν, αποκτούν επιπλέον τεχνολογικές δεξιότητες και εμπειρία, ενώ είναι
πρόθυμοι να παίρνουν ρίσκα (Perlès & Vitelli 1999 : 98, 103). Σιγά - σιγά, η κεραμική αρχίζει να
διακινείται ενδοκοινοτικά και διακοινοτικά, συμπέρασμα που βασίζεται στην εικόνα μίας
γενικότερης τεχνολογικής, μορφολογικής και στιλιστικής ομοιογένειας (Perlès & Vitelli 1999 :
98), ενώ παρατηρείται μία μικρής κλίμακας ποσοτική αύξηση της παραγωγής της, βάσει του
παραδείγματος στο Φράγχθι (Vitelli 1993 α : 210, 211, Πεντεδέκα 2008). Πρέπει, βέβαια, να
επισημανθεί πως, η αύξηση της παραγωγής και της διακίνησης της κεραμικής οφειλόταν
μάλλον σε κοινωνικούς και όχι οικονομικούς λόγους και είχε στόχο την ανάπτυξη και
διεύρυνση των κοινωνικών δεσμών μεταξύ των διαφόρων θέσεων (Perlès & Vitelli 1999 : 101).
Παρατηρείται, επίσης, μία αύξηση των «καλής ποιότητας» κεραμικών σκευών, ενώ
εμφανίζονται μαγειρικά και αποθηκευτικά αγγεία (Perlès & Vitelli 1999 : 98).

Στη ΝΝ, η παραγωγή αυξάνεται περαιτέρω και υφίσταται τυποποίηση, αλλά παρ’ όλα αυτά
παρουσιάζει μια μεγάλη ποικιλομορφία από περιοχή σε περιοχή. Αύξηση παρατηρείται και
στην παραγωγή γραπτής κεραμικής, η οποία διέθετε, μάλλον, συμβολική χρήση, ενώ

43
εντατικοποιούνται οι ανταλλαγές ειδικών κατηγοριών αγγείων, ιδιαίτερα σε θέσεις της
Βορείου Ελλάδας (Κωτσάκης 1996 : 168). Αποκαλύπτονται, επίσης, πολλά χοντρά μαγειρικά
αγγεία, γεγονός που θα μπορούσε να υποδηλώνει την ενίσχυση της οικιακής χρήσης της
κεραμικής (Perlès & Vitelli 1999 : 98). Οι παραπάνω διαφοροποιήσεις θα μπορούσαν να είναι
απόρροια της συνεχούς διαπραγμάτευσης και εξισορρόπησης μεταξύ της κοινωνικής εξουσίας
συγκεκριμένων ατόμων ή μιας ομάδας και της δυναμικής του συνόλου μιας κοινότητας.

Ίσως, στη νεότερη νεολιθική, η δύναμη της σχέσης μεταξύ κεραμέα και αγγείου εξασθένησε,
ως επακόλουθο της αύξησης της τυποποίησης και διακίνησης της κεραμικής, αλλά τα ίδια τα
κεραμικά σκεύη συνέχισαν με μεγαλύτερη ανεξαρτησία τη ζωή τους ως φορείς μηνυμάτων,
επιτελώντας νέους ρόλους και συμμετέχοντας στη διαμόρφωση των κοινωνικών δομών (Perlès
& Vitelli 1999 : 105). Βέβαια, οι ποικίλες τεχνικές κατασκευής και διακόσμησης των αγγείων,
υπογράμμιζαν πολλές φορές τη σχέση τους με συγκεκριμένες περιοχές, μεταφέροντας
μηνύματα εντοπιότητας και ετερότητας (Κωτσάκης 2010 : 68 - 69).

3. 3. 3 Η κεραμική της μέσης και νεότερης νεολιθικής στη Μακεδονία

Στη μέση νεολιθική στη Μακεδονία παρατηρείται μία ποιότητα κατασκευής και μία ποικιλία
διακόσμησης των αγγείων, σημάδι γνώσης, εμπειρίας, δεξιοτεχνίας και πιθανής εξειδίκευσης
των κεραμέων της εποχής, που ακολουθείται στη νεότερη νεολιθική από την εμφάνιση και
διάδοση νέων τύπων κεραμικής, γεγονός που υποδηλώνει την ικανότητα των αγγειοπλαστών,
την άνεσή τους να πειραματίζονται και κατ’ επέκταση την αρχή μίας περιόδου ανακατατάξεων
και πολιτισμικής ποικιλομορφίας (Καλογήρου & Ουρέμ - Κώτσου 2013 : 11, 14).

Η κόκκινη επιχρισμένη κεραμική και η γραπτή με βάση το κόκκινο επίχρισμα κυριαρχούν σε


διάφορες περιοχές της Μακεδονίας (Σταυρούπολη, Αριδαία, Άψαλος, Θέρμη) στη ΜΝ περίοδο,
ενώ σε μικρότερες ποσότητες κάνουν την εμφάνισή τους διακοσμήσεις όπως η πλαστική και η
impresso. Στο βορειότερο μέρος της περιοχής, επικρατεί η λευκή διακόσμηση σε κόκκινο
φόντο, που δεν είναι άγνωστη στη Θεσσαλία, αλλά είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στα Βαλκάνια,
ενώ στο νοτιότερο ξεχωρίζει η κόκκινη διακόσμηση σε λευκές επιφάνειες (Σέρβια, Τούμπα

44
Κρεμαστή Κοιλάδα, Ροδίτης) (Urem - Kotsou et al. 2014 : 508, 510). Η νοτιότερη ζώνη, μάλιστα,
χαρακτηρίζεται από μία ποικιλομορφία, που εμπίπτει και στις τεχνολογικές επιλογές των
κεραμέων (Urem - Kotsou et al. 2014 : 510). Στην Πιερία, για παράδειγμα, οι κεραμείς
χρησιμοποιούσαν περιστασιακά λευκό επίχρισμα για τον εντονότερο χρωματισμό του φόντου
της γραπτής διακόσμησης «κόκκινο σε λευκό», τα μοτίβα της οποίας κάλυπταν, συνήθως,
ολόκληρη την επιφάνεια των αγγείων (Urem - Kotsou et al. 2014 : 510). Βέβαια, τα στυλιστικά
χαρακτηριστικά εμφανίζουν μία ποικιλομορφία και μεταξύ οικισμών, οπότε οι υποτιθέμενες
αυτές «ζώνες» δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως απόλυτα ομοιογενείς με κοινή ταυτότητα,
αλλά ως πολύπλοκες, αλληλοεπιδρώσες μεταξύ τους γεωγραφικές περιοχές (Urem - Kotsou et
al. 2014 : 510).

Στην ύστερη ΜΝ παρατηρείται μία περισσότερη αποσπασματική παρουσία της διακόσμησης


«λευκό σε κόκκινο», ενώ εισάγονται η διακόσμηση με πίσσα (bitumen) (Γιαννιτσά, Αριδαία,
Άψαλος, Μεγάλο Νησί Γαλάνης) και η αδρή διακόσμηση barbotin (Urem - Kotsou et al. 2014 :
510 - 511). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως, για την παρασκευή μαύρης βαφής, στο
βορειότερο μέρος της Μακεδονίας προτιμούνταν τα οργανικά υλικά, ενώ στο νοτιότερο τα
ανόργανα (Urem - Kotsou et al. 2014 : 512).

Η κεραμική της ΝΝ περιόδου στη Μακεδονία διακρίνεται όχι μόνο για τη σχηματική της
ποικιλομορφία, αλλά και για την ποικιλότητα της στις τεχνικές κατασκευής, την επεξεργασία
της επιφάνειας και την διακόσμησή της, γεγονός που πιθανόν σχετίζεται με τη συμμετοχή της
σε ολοένα και περισσότερες και πιο πολύπλοκες κοινωνικές πρακτικές και την εμπλοκή της στη
διαμόρφωση και διαπραγμάτευση ατομικών ή συλλογικών ταυτοτήτων (Κωτσάκης 2010 : 73).
Η ομοιογενής κατανομή της στις διάφορες κοινότητες πρέπει να οφείλεται στην αύξηση των
δικτύων επικοινωνίας, γεγονός που, βέβαια, δε συνεπάγεται την απουσία ιδιαίτερων
χαρακτηριστικών στα αγγεία του κάθε οικισμού (Κωτσάκης 2010 : 68 - 9).

Σε γενικές γραμμές επικρατεί η μαύρη στιλβωμένη κεραμική, που εμφανίζει μία ποικιλία
σχημάτων, όπως φιάλες και κύπελλα (κωνικά, σφαιρικά, με γωνιώδη κατατομή) και φέρει
κάποιες φορές ίχνη στιλβωτής ή ρυτιδωτής (παράλληλες, λεπτές αυλακώσεις) διακόσμησης.
Χαρακτηριστικά, κυρίως για την πρώιμη φάση της ΝΝ, είναι τα μελανοστεφή αγγεία (Τούμπα

45
Κρεμαστή Κοιλάδα, Ροδίτης), που παρουσιάζουν ένα πλούσιο σχηματολόγιο αποτελούμενο
από φιάλες με έντονα γωνιώδες προφίλ, τροπιδωτές φιάλες με ψηλό λαιμό, κωνικές λεκανίδες,
κλειστά αγγεία με λαιμό και γωνιώδες προφίλ και κύπελλα και μπορεί να φέρουν επάνω τους
αυλακωτή διακόσμηση, εμπίεστα μοτίβα, αλλά και λευκή γραπτή διακόσμηση (Κουκούλη -
Χρυσανθάκη 1996 : 114, Κωτσάκης 2010 : 71 - 2, Ουρέμ - Κώτσου & Γκιούρα 2004 : 233).
Σημαντική, φυσικά, είναι και η παρουσία των γραπτών κεραμικών κατηγοριών, που
εμφανίζουν αξιοσημείωτη τεχνολογική και αισθητική ποικιλομορφία, καθώς, επίσης, της
εγχάρακτης κεραμικής. Παραδείγματος χάριν, εμφανίζονται αγγεία με γραπτή διακόσμηση
τεφρού χρώματος επάνω σε τεφρό φόντο, καστανού χρώματος επάνω σε υποκίτρινο φόντο,
μαύρου χρώματος σε ερυθρό φόντο (Γιαννιτσά, Άψαλος, Σταυρούπολη, Θέρμη), αγγεία με
πολύχρωμη γραπτή διακόσμηση (Δ. Ε. Θ.), μαύρα στιλβωμένα κεραμικά σκεύη με λευκή
γραπτή διακόσμηση και εγχάρακτα αγγεία τύπου Cakran, η διακόσμηση των οποίων γινόταν με
ειδικό οδοντωτό εργαλείο που δημιουργούσε παράλληλες σειρές από ταινίες και τεθλασμένες
γραμμές, συχνά με ένθετη λευκή πάστα, στο μελανόχρωμο μέρος τους. Η ύπαρξη των
παραπάνω διακοσμήσεων επιβεβαιώνεται σε διάφορες θέσεις της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας
και της νοτιοανατολικής Αλβανίας και θεωρείται απόδειξη της διενέργειας δικτύων ανταλλαγής
στην ευρύτερη περιοχή των νότιων Βαλκανίων (Κουκούλη - Χρυσανθάκη 1996 : 114 - 5,
Κωτσάκης 2010 : 72 - 73, Πεντεδέκα 2008). Τέλος, αξιοσημείωτη είναι η παρουσία των αδρών,
ακόσμητων αγγείων, διαφόρων σχημάτων και μεγεθών, η χρήση των οποίων συνδέεται με την
φύλαξη και προετοιμασία τροφής ή ποτού (Κωτσάκης 2010 : 72, Ούρεμ - Κώτσου 1998, 2006).

3. 3. 4 Η κεραμική του νεολιθικού οικισμού των Παλιαμπέλων

Οι κάτοικοι των Παλιαμπέλων Κολινδρού διαμορφώνουν, από την αρχή της νεολιθικής, μία
κεραμική παράδοση με ξεχωριστό στυλ και ιδιαίτερα γνωρίσματα (Halstead & Kotsakis 2002).
Τα κεραμικά σκεύη που απαντώνται στις πρωιμότερες φάσεις είναι κατά κύριο λόγο ακόσμητα,
διαθέτουν απλά σχήματα και παρουσιάζουν μια αρκετά μεγάλη ποικιλία χρωμάτων
(Παπαδάκου 2010), ενώ φαίνεται πως χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για την κατανάλωση
τροφής. Από το δεύτερο μισό της 6ης χιλιετίας παρατηρούνται αισθητές αλλαγές στις τεχνικές

46
κατασκευής και το στιλ των αγγείων. Έτσι λοιπόν, από τις αρχές της ΜΝ, συναντώνται οι
πρώτες ενδείξεις της χρήσης της κεραμικής για μαγείρεμα, με την εμφάνιση σκευών με καμένα
κατάλοιπα τροφής στο εσωτερικό τους και αγγείων παρόμοιου σχήματος και μεγέθους
(κατάλληλου για βράσιμο), που αντιστοιχούσαν στον περιορισμένο αριθμό των ατόμων ενός
νοικοκυριού (Ούρεμ - Κώτσου κ. α. 2012). Εν συνεχεία, σημειώνεται μία αύξηση σχημάτων και
μεγεθών των μαγειρικών σκευών με την εμφάνιση ανοιχτών και κλειστών αγγείων, µε ή χωρίς
πόδι, επίπεδων και ρηχών σκευών, αλλά και ταψιών για προετοιμασία τροφής με χαμηλή
περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες (Ούρεμ - Κώτσου 2006).

Πέραν των μαγειρικών σκευών, την εμφάνισή τους κάνουν πολύ καλής ποιότητας αγγεία, που
μαρτυρούν σχέσεις μεταξύ του εν λόγω οικισμού με θέσεις της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και
των νοτίων Βαλκανίων (Halstead & Kotsakis 2002, 2003, 2005, 2006, Ούρεμ - Κώτσου κ. α.
2012), όπως αυτά του "κλασικού Διµηνίου", που συναντώνται σε πολλούς σύγχρονους με των
Παλιαμπέλων οικισμούς της κεντρικής Μακεδονίας. Μεγάλη ποικιλία μεγεθών παρουσιάζουν
τα επιτραπέζια σκεύη (φιάλες, κύπελλα), που προορίζονταν για ατομική ή ομαδική χρήση, ενώ
ελάχιστη είναι η παρουσία των ψημένων ή άψητων αποθηκευτικών αγγείων που
διατηρήθηκαν μαζί με αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, λόγω καταστροφής τους από πυρκαγιά.
Πρέπει, μάλιστα, να επισημανθεί η εμφανής προτίμηση των σκουρότερων χρωμάτων σε
αντίθεση με τις κόκκινες και λευκές αποχρώσεις των κεραμικών σκευών των προηγούμενων
φάσεων.

Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί πως οι κάτοικοι των Παλιαμπέλων πρέπει να παρήγαγαν πίσσα από
τον φλοιό δένδρου σημύδας - είδος δέντρου με περιορισμένη παρουσία στη Βόρεια Ελλάδα -
που χρησίμευε στη στεγανοποίηση και διακόσμηση των κεραμικών σκευών, καθώς και στη
συγκόλληση των σπασμένων αγγείων και θεωρούνταν εξαιρετικά πολύτιμη, καθώς, η
πρόσληψη από τον φλοιό γινόταν με πυρόλυση και απαιτούσε ιδιαίτερες γνώσεις όσον αφορά
στις ιδιότητες και την τεχνολογία κατασκευής της, ενώ, σύμφωνα με τις χημικές αναλύσεις,
υφίστατο ανακύκλωση (Δημητρακούδη 2009).

47
4. Η ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΚΕΡΑΜΙΚΗΣ

ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΟΙΧΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ

ΤΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΩΝ ΤΟΜΩΝ

12, 13, 14 ΚΑΙ 25 ΤΩΝ ΠΑΛΙΑΜΠΕΛΩΝ

48
4. Η περιγραφή της κεραμικής από τους ανοιχτούς χώρους των ανασκαφικών
τομών 12, 13, 14 και 25 των Παλιαμπέλων

4. 1 Η μέθοδος της καταγραφής

Έχει ήδη τονιστεί ότι η κεραμική, ως τμήμα του υλικού πολιτισμού, αποτελεί βασικό
ερμηνευτικό εργαλείο της αρχαιολογίας. Η παρατήρηση, καταγραφή και κατηγοριοποίησή της
μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση της ποικιλομορφίας και των λειτουργιών της, καθώς,
επίσης, να οδηγήσει στην αναγνώριση ταξινομήσεων, τις οποίες χρησιμοποιούσε ο
προϊστορικός άνθρωπος, με σκοπό την επικοινωνία του με τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνικής
ομάδας στην οποία άνηκε.

Το μεθοδολογικό, λοιπόν, εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη μελέτη της ποικιλομορφίας


ενός κεραμικού συνόλου είναι η ταξινόμησή του, η οργάνωση και ένταξή του, δηλαδή, σε
κατηγορίες, οι οποίες διαμορφώνονται με βάση το ιστορικό πλαίσιο, τις ιδιότητες και τα
επιμέρους τεχνολογικά και στυλιστικά χαρακτηριστικά των αντικειμένων του και καθορίζονται
από τις επιλογές του ερευνητή, σύμφωνα με τις ανάγκες και τα ερωτήματα της μελέτης του.
Μετέπειτα, βασικής σημασίας είναι ο εντοπισμός των σχέσεων μεταξύ των κατηγοριών στις
οποίες τα αντικείμενα τοποθετήθηκαν, ώστε να αναδειχθεί η λειτουργία τους και ο γενικότερος
πολιτισμικός τους ρόλος. Η ανάλυση βασίζεται στην εμπειρική παρατήρηση και αναγνώριση
ορισμένων ιδιοτήτων του εκάστοτε συνόλου, που υποθέτουμε πως δεν επιλέχτηκαν τυχαία. Σε
ορισμένες, μάλιστα, κατηγορίες αγγείων, η ανίχνευση διακριτών χαρακτηριστικών είναι
σχετικά εύκολη και κάποιες φορές κρίνεται ως ασφαλής μέθοδος για τη συσχέτισή τους με
συγκεκριμένες χρήσεις και λειτουργίες, γεγονός, βέβαια, που δεν μπορεί να ισχύει καθολικά.

Το κεραμικό σύνολο που επιλέχθηκε για τη συγκεκριμένη μελέτη προέρχεται από μη


διαταραγμένα στρώματα των θεωρούμενων από τους ανασκαφείς ανοιχτών χώρων των τομών
12, 13, 14 και 25 του νεολιθικού οικισμού των Παλιαμπέλων. Λόγω του μεγάλου μεγέθους και
της αποσπασματικότητας του υλικού, σκοπός της εργασίας αυτής ήταν εξ αρχής να δοθεί μια
γενική εικόνα του κεραμικού συνόλου προς εξέταση, μέσω μιας γενικής καταγραφής. Στην

49
καταγραφή ελέγχθηκαν και κατηγοριοποιήθηκαν 19.352 όστρακα με βάση συγκεκριμένα
χαρακτηριστικά τους: την κεραμική ύλη, την επεξεργασία της επιφάνειας, το χρώμα, τη
διακόσμηση εάν υπήρχε, το σχήμα, το μέρος του αγγείου απ’ όπου προήλθαν και την
παρουσία λευκού επιχρίσματος στο εσωτερικό τους. Για να αποφευχθεί η πολλαπλή
καταγραφή οστράκων που συνανήκουν, προηγήθηκε μια συστηματική προσπάθεια
αναγνώρισής τους. Όσα δε στάθηκε δυνατό να αποδοθούν με βεβαιότητα στο ίδιο αγγείο, δεν
καταχωρήθηκαν ως μία εγγραφή. Παρ’ όλα αυτά καταγράφηκαν συνειδητά, με γνώμονα την
επίτευξη πιθανής ανασύνθεσης ολόκληρων αγγείων, την ευκολότερη τεκμηρίωση των
σχημάτων και των μοτίβων διακόσμησης, το σωστότερο έλεγχο της στρωματογραφίας ως προς
την ομοιογένεια και το συσχετισμό διαφορετικών στρωμάτων και την καλύτερη κατανόηση των
αποθέσεων, όσον αφορά στην κινητικότητά τους, σε σχέση με το βαθμό διασποράς των
αγγείων.

Τέλος, στη φόρμα καταγραφής κάθε ενότητας αναγράφηκε το βάρος του πλήθους των
οστράκων με βάση την κεραμική τους ύλη, το μέγεθός τους (μικρά, μεσαία, μεγάλα), καθώς και
το ποσοστό της διάβρωσης και του ιζήματός τους που παρατηρήθηκε συνολικά στην πάσα. Τα
αποτελέσματα της μελέτης αυτής έχουν επεξεργαστεί με το στατιστικό πρόγραμμα IBM SPSS
statistics 24 / 25 και θα παρουσιαστούν αναλυτικά παρακάτω.

Στη συνέχεια, ελήφθη ένα αντιπροσωπευτικό σύνολο φωτογραφιών, καθώς, επίσης,


φωτογραφήθηκαν και σχεδιάστηκαν επιλεκτικά κάποια όστρακα, με σκοπό τη σχηματική
απόδοση και τον προσδιορισμό της ποικιλομορφίας του εξεταζόμενου υλικού, μέσω των
τυπολογικών χαρακτηριστικών τους. Λόγω της προαναφερθείσας αποσπασματικότητας του
υλικού, λήφθηκαν υπόψη και αξιοποιήθηκαν τα διαθέσιμα ολόκληρα αγγεία που προέρχονται
από το σύνολο της ανασκαμμένης θέσης, τα οποία φυσικά δεν συνυπολογίστηκαν στη
στατιστική ανάλυση, αλλά βοήθησαν στην ασφαλέστερη αποκατάσταση των σχημάτων των
θραυσμάτων και την καλύτερη κατανόηση του κεραμικού συνόλου υπό μελέτη. Η επιλογή των
οστράκων προς σχεδιαστική αποτύπωση αφορά, βέβαια, όστρακα που ανήκουν στα χείλη, τις
βάσεις ή τις τροπιδώσεις - καθώς μόνο αυτά τα σημεία μπορούν να μας τροφοδοτήσουν με
πληροφορίες για το σχήμα του αγγείου στο οποίο ανήκαν - και βασίστηκε στο ελάχιστο
σωζόμενο μέγεθός τους, που θα έπρεπε να αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 5 % της συνολικής
50
διαμέτρου του χείλους, της βάσης ή της τροπίδωσης αντίστοιχα. Τα σχέδια ψηφιοποιήθηκαν
με το πρόγραμμα Corel DRAW 2017 / 2018 και με τη βοήθεια του ίδιου προγράμματος
ενοποιήθηκαν με τις φωτογραφίες των αντίστοιχων σχεδιασμένων οστράκων. Όλες οι
φωτογραφίες επεξεργάστηκαν με τα προγράμματα Adobe Photoshop Express και Gimp.

Πρέπει να τονιστεί πως - στο πλαίσιο της συγκεκριμένης μελέτης - η επεξεργασία και ανάλυση
των δεδομένων δεν επιχειρεί ούτε αποσκοπεί σε κάποια γενίκευση των συμπερασμάτων για το
σύνολο της θέσης, αλλά περιορίζεται στην παρουσίαση των ποιοτικών (μορφολογικών,
τεχνολογικών και ταφονομικών) χαρακτηριστικών του κεραμικού συνόλου των επιλεγμένων
τομών, στοχεύοντας στην εύρεση συσχετισμών μεταξύ τους, με σκοπό την ερμηνεία των
ανοιχτών χώρων. Παρ’ όλο που τα παραπάνω χαρακτηριστικά παρουσιάζονται μεμονωμένα,
ως πιθανές διαστάσεις διαφοροποίησης του κεραμικού συνόλου, ο συνδυασμός και η
αξιολόγησή τους μπορεί να αποτελέσει τη βάση μιας πιο συνθετικής εικόνας, που θα
προσεγγίσει πληρέστερα την προϊστορική πραγματικότητα. Σίγουρα, η ολοκλήρωση ενός
πλήθους μελετών που αφορούν το νεολιθικό οικισμό των Παλιαμπέλων έχει μεγάλη σημασία,
για να υπάρξει μια ικανοποιητική εικόνα σχετικά με το γενικό αρχαιολογικό πλαίσιο του
συγκεκριμένου ανασκαφικού συνόλου.

4. 2 Η κεραμική ύλη

Η κεραμική ύλη, η οποία - όπως και κάθε άλλη παράμετρος κατηγοριοποίησής των αγγείων -
συνδέεται με την πρακτική αλλά και την κοινωνική τους υπόσταση, βοηθά στην ταξινόμηση
ενός συγκεκριμένου κεραμικού συνόλου, όσον αφορά στην τεχνολογική του ποικιλομορφία,
καθώς παρέχει πληροφορίες για την προέλευση ή τον τρόπο με τον οποίο έχει επεξεργαστεί η
πρώτη ύλη από την οποία κατασκευάστηκαν τα αγγεία που ανήκουν σε αυτό (Blinkhorn 1997,
Braun 1983, Jones 2002 : 122 - 131, 146 - 7).

Ο όρος κεραμική ύλη αναφέρεται στα χαρακτηριστικά του ψημένου πηλού (Κωτσάκης 1983 :
107), τα οποία διακρίνονται μέσω μακροσκοπικής ή και μικροσκοπικής (πετρογραφική
ανάλυση με τη μελέτη λεπτών τομών, χημικές αναλύσεις) εξέτασης και ταξινομεί τα όστρακα

51
βάσει του είδους, της ποσότητας, του μεγέθους και της κατανομής των εγκλεισμάτων που
περιέχουν. Η παρουσία προσμίξεων στην πηλόμαζα ρυθμίζει τη συμπεριφορά της και
επηρεάζει την επεξεργασία της κατά τη διάρκεια διαφόρων σταδίων κατασκευής ενός αγγείου,
όπως του πλασίματος, του στεγνώματος και της όπτησης, καθώς, επίσης, διαμορφώνει κάποιες
φυσικές ιδιότητες του κεραμικού, όπως το χρώμα και την υφή του, την πλαστικότητα, το
πορώδες και τη σκληρότητά του, την αντοχή του στις πιέσεις και την αντίστασή του στις
αλλαγές της θερμοκρασίας (Orton et al. 1993 : 68 - 70, Rice 1987 : 54 - 110, 347 - 370, Schiffer
& Skibo 1987 : 601 - 609). Οι διάφορες προσμίξεις, όπως η άμμος, η στάχτη, τα όστρεα, η μίκα,
η θρυμματισμένη κεραμική ή κάποια οργανικά υλικά, όπως για παράδειγμα το άχυρο, μπορεί
να προϋπάρχουν στην πρώτη ύλη ή να ενσωματώνονται σε αυτήν από τον κεραμέα, γι’ αυτό
και οι αρχαιολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο «εγκλείσματα» («inclusions»), για να αναφερθούν
στις μη πλαστικές ύλες, οι οποίες εμπεριέχονται στις φυσικές αργίλους και τον όρο
«προσμίξεις» («tempering») για τις μη πλαστικές ύλες, οι οποίες προστέθηκαν σκόπιμα στην
πηλόμαζα από τον αγγειοπλάστη. Για παράδειγμα, οι οργανικές προσμίξεις θα μπορούσαν να
είναι αποτέλεσμα ατυχήματος, ενώ η προσθήκη θρυμματισμένης κεραμικής (grog), ίσως,
χρησιμοποιούταν ως μέσο συμβολισμού της ενσωμάτωσης των παλιών κεραμικών στα
καινούρια. Βέβαια, η εσκεμμένη προσθήκη των προσμίξεων είναι ιδιαίτερα δύσκολο να
αναγνωριστεί (Orton et al. 1993 : 70, Rice 1987 : 93 - 98, 409 - 410, Rye 1981 : 31 - 32).

Φαίνεται, λοιπόν, πως η επιλογή και η διαμόρφωση της πρώτης ύλης είναι πιθανό να είχε και
πολιτισμική ή ιδεολογική σημασία, οπότε αυτά τα οποία θεωρούμε ότι γνωρίζουμε για το
παραδοσιακό πλαίσιο δημιουργίας και χρήσης των κεραμικών αγγείων είναι πολύ
περιορισμένα, καθώς βασίζονται σε σύγχρονες μελέτες και πειράματα που διενεργήθηκαν σε
τεχνητές συνθήκες (Gosselain 1998 : 81, , Lechtman 2006 [1977], Sillar & Tite 2000). Επειδή,
μάλιστα, η σύνθεση και η κατανομή προσμίξεων στη νεολιθική κεραμική παρουσιάζει μία
μεγάλη ποικιλία μεταξύ των αγγείων, αλλά και στο ίδιο αγγείο, κρίνεται απαραίτητη η
τοποθέτηση περιορισμών στην παρατήρηση και την ερμηνεία τους.

Στην παρούσα μελέτη, μέσω απλής μακροσκοπικής εξέτασης, τα κεραμικά όστρακα


κατηγοριοποιήθηκαν ανάλογα με τη σύστασή τους και σύμφωνα με τους πίνακες των Mathew,
Woods και Oliver σε λεπτόκοκκα (3 %), μεσόκοκκα (5 - 7 %) και χοντρόκοκκα (> 10 %) (Matthew
52
et al. 1991 : 216), ενώ δεν επιχειρήθηκε προσπάθεια διάκρισης της σκόπιμης προσθήκης των
εγκλεισμάτων. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα αποτελέσματα της στατιστικής ανάλυσης, η
καταγεγραμμένη κεραμική της τομής 12 είναι κατά 67 % λεπτόκοκκη, κατά 32,1 % μεσόκοκκη
και κατά 0,9 % χοντρόκοκκη, ενώ της τομής 13 κατά 52,3 % λεπτόκοκκη, κατά 45,6 %
μεσόκοκκη και κατά 2 % χοντρόκοκκη (βλ. Πίνακες και γραφήματα σελ. 112, 122). Στην τομή 14
τα λεπτόκοκκα όστρακα αντιπροσωπεύουν το 57,5 % του συνόλου της καταγεγραμμένης
κεραμικής, τα μεσόκοκκα το 37 % και τα χοντρόκοκκα το 5,5 %, ενώ στην τομή 25 η λεπτόκοκκη
κεραμική αντιστοιχεί στο 53,5 %, η μεσόκοκκη στο 45,4 % και η χοντρόκοκκη μόλις στο 1,1 %
(βλ. Πίνακες και γραφήματα σελ. 132, 143).

4. 3 Η επεξεργασία της επιφάνειας

Όπως γνωρίζουμε, η νεολιθική κεραμική δε σχηματιζόταν με τη χρήση της μηχανικής ενέργειας


του τροχού, αλλά ήταν χειροποίητη και διαμορφωνόταν τμηματικά. Έπειτα, λοιπόν, από τη
μορφοποίησή της δεχόταν μια περαιτέρω επεξεργασία της εξωτερικής ή και εσωτερικής της
επιφάνειας, το αποτέλεσμα της οποίας σχετιζόταν µε την πρακτική (Rice 1987 : 232, Skibo et al.
1997) και κοινωνική της χρήση (Blinkhorn 1997 : 116, David et al. 1988 : 370 - 1) και εξαρτιόταν
από την υγρασία του πηλού, την επιμέλεια του αγγειοπλάστη και τα εργαλεία που θα
χρησιμοποιούσε για να φέρει εις πέρας την εργασία του. Βέβαια, τα ίχνη αυτής της
επεξεργασίας που μπορούν να ταυτοποιήσουν οι αρχαιολόγοι αντιστοιχούν σε αυτά που είναι
διακριτά στην τελική διαμόρφωση των κεραμικών σκευών, καθώς κάθε στάδιο επεξεργασίας
τους απαλείφει τα περισσότερα χαρακτηριστικά του προηγούμενου (Shepard 1976 : 187).

Στην παρούσα μελέτη, τα κεραμικά όστρακα ταξινομήθηκαν, με βάση την επεξεργασία της
εξωτερικής επιφάνειάς τους, στις κατηγορίες των στιλβωμένων, των λειασμένων, των αδρών,
των διακοσμημένων και των αδιάγνωστων, οι οποίες αναλύονται παρακάτω. Μάλιστα, οι τρεις
πρώτες κατηγορίες οστράκων αναλύθηκαν περαιτέρω με βάση το χρώμα της επιφάνειάς τους,
ενώ τα όστρακα της τέταρτης ομαδοποιήθηκαν βάσει του είδους διακόσμησης που έφεραν.

53
4. 3. 1 Στιλβωμένη κεραμική

Στιλβωμένα θεωρούνται τα όστρακα με λεία, στιλπνή και συνεκτική επιφάνεια, η οποία


επεξεργάστηκε με κάποιο είδος εργαλείου, όπως λίθου, οστού, οστρέου, ξύλου ή κομματιού
κεραμικής, που χρησιμοποιήθηκε επανειλημμένα επάνω της ως στιλβωτήρας, όσο ακόμα
βρισκόταν στο κατάλληλο στάδιο υγρού πηλού, για τη σωστή διευθέτηση και τον
προσανατολισμό των λεπτών σωματιδίων της (Rice 1987 : 137 - 138, Rye 1981 : 62, 86,
Κωτσάκης 1983 : 125 - 126, 128, 130, Κυριατζή 2000 : 62, 90). Η στίλβωση των αγγείων, καθώς
και η επίχριση (που θα αναλυθεί παρακάτω), στοχεύουν στη μείωση της διαπερατότητας των
τοιχωμάτων τους και στην περαιτέρω στεγανότητά τους, ώστε να είναι κατάλληλα για την
προσφορά και κατανάλωση τροφής και κυρίως υγρών (Rice 1987 : 232, Schiffer 1988, 1990). Ο
βαθμός στίλβωσης ενός αγγείου μπορεί να ποικίλει από μια αραιή στίλβωση έως το γυάλισμα
της επιφάνειας του, κατάσταση που συναντάται κυρίως σε επιχρισμένα αγγεία, στην επιφάνεια
των οποίων τα ίχνη του στιλβωτήρα δεν είναι ορατά. Εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως
τα εργαλεία που χρησιμοποίησε ο κεραμέας, τη γνώση που διέθετε, την προσπάθεια που
κατέβαλλε αλλά και την ποιότητα του πηλού τον οποίο επέλεξε να διαχειριστεί, σε σχέση με το
βαθμό συστολής του κατά τη διάρκεια του στεγνώματός του. Για παράδειγμα, οι πηλοί των
Παλιαμπέλων φαίνεται πως διαθέτουν φυσική στιλπνότητα (χάρη στο χαμηλό βαθμό συστολής
τους), καθώς η κάλυψη και η ένταση τουλάχιστον των εξωτερικών επιφανειών των
μελετημένων οστράκων είναι συνήθως υψηλές. Βέβαια, όσον αφορά στην παρούσα μελέτη, ο
διαχωρισμός μεταξύ στιλβωμένων και γυαλισμένων οστράκων δεν κρίθηκε ουσιαστικός και
απαραίτητος, λόγω απουσίας των τελευταίων, η οποία οφείλεται, προφανώς, σε
μεταποθετικούς παράγοντες ή στην φθορά των αγγείων λόγω της χρήσης, με αποτέλεσμα την
ενοποίηση των κατηγοριών.

Η φορά στίλβωσης των αγγείων είναι καθαρά επιλογή του αγγειοπλάστη, αφού δημιουργείται
από την πίεση που ασκεί με το εργαλείο στο αγγείο (Κωτσάκης 1983 : 128). Οι προϊστορικοί
κεραμείς εφάρμοζαν διαφορετικούς τρόπους στίλβωσης όπως η κάθετη στίλβωση, η στίλβωση
με οριζόντια φορά, η διαγώνια στίλβωση, η χιαστί ή σταυρωτή στίλβωση (δύο ειδών ίχνη που
επικαλύπτονται) και η στίλβωση προς όλες τις κατευθύνσεις που δηλώνεται με διαγώνια ή

54
κάθετα ίχνη στο σώμα και οριζόντια ίχνη στο χείλος, διαχωρισμός που δε θα μας απασχολήσει
στα πλαίσια της παρούσας εργασίας.

Τα στιλβωμένα όστρακα της τομής 12 αντιπροσωπεύουν το 67,7 % του συνόλου


καταγεγραμμένης κεραμικής και της τομής 13 το 69,2 % (βλ. Πίνακες και γραφήματα σελ. 113,
123). Η στιλβωμένη κεραμική της τομής 14 αντιστοιχεί σε ποσοστό 67 %, ενώ της τομής 25 στο
67,4 % (βλ. Πίνακες και γραφήματα σελ. 133, 144). Πρέπει να σημειωθεί πως η καλή
επεξεργασία χαρακτηρίζει την επιφάνεια αγγείων διαφόρων τύπων και λειτουργιών, από μικρά
κεραμικά σκεύη σερβιρίσματος και κατανάλωσης φαγητού και ποτού έως μεγάλα αγγεία
αποθήκευσης, γι’ αυτό και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από μόνη της ως κριτήριο για την
αναγνώριση ιδιαίτερων τύπων κεραμικών που συμμετέχουν σε συγκεκριμένες, εξέχουσες
περιστάσεις (Vuković 2010 : 9).

4. 3. 2 Λειασμένη κεραμική

Τα χαρακτηρισμένα ως λειασμένα όστρακα δεν παρουσιάζουν τη στιλπνότητα που θα είχε ως


αποτέλεσμα η χρήση κάποιου εργαλείου, όπως για παράδειγμα ο στιλβωτήρας, στην
επιφάνειά τους, άλλα εμφανίζουν ίχνη μεταφοράς του πηλού σε αυτήν, που προκλήθηκε από
το σκούπισμά της με κάποιο ύφασμα, δέρμα ή ακόμα και με τα χέρια, έχοντας ως επακόλουθο
τη λείανσή της (Rice 1987 : 138). Η λειασμένη κεραμική της τομής 12 αντιστοιχεί στο 1,2 % του
συνόλου της καταγεγραμμένης κεραμικής, της τομής 13 μόλις στο 0,9 %, της τομής 14 στο 1,8
% και της τομής 25 στο 2,5 % (βλ. Πίνακες και γραφήματα σελ. 113, 123, 133, 144).

4. 3. 3 Αδρή κεραμική

Ως αδρή χαρακτηρίζεται η κεραμική, η επιφάνεια της οποίας είναι συνήθως τραχιά και δεν
παρουσιάζει καμία κανονικότητα ή κάποιου είδους επεξεργασία φινιρίσματος. Τέτοιων ειδών
επιφάνειες συναντώνται συνήθως σε μαγειρικά σκεύη, διότι αυξάνουν την απορροφητικότητα
της θερμότητας (Rice 1987 : 232) και σε αγγεία μεταφοράς, καθώς διευκολύνουν τη

55
μεταχείριση τους. Από το σύνολο της καταγεγραμμένης κεραμικής καθεμιάς από τις τομές 12,
13, 14 και 25, που βρίσκεται υπό μελέτη στην παρούσα εργασία, τα αδρά όστρακα
αντιπροσωπεύουν το 1,2 %, 1,6 %, 2,2 % και 0,8 % αντίστοιχα (βλ. Πίνακες και γραφήματα σελ.
113, 123, 133, 144).

4. 3. 4 Το χρώμα

Το χρώμα της εξωτερικής επιφάνειας των αγγείων οφείλεται στις φυσικές ιδιότητες του πηλού
από τον οποίο κατασκευάστηκαν, ενώ παρέχει ταυτόχρονα πληροφορίες για τον τρόπο και τις
συνθήκες όπτησής τους. Για παράδειγμα, τα κεραμικά σκεύη κόκκινου χρώματος είναι
αποτέλεσμα οξείδωσης της όποιας ποσότητας σιδήρου υπήρχε στη σύσταση του πηλού ο
οποίος χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή τους, ενώ τα ενδιάμεσα χρώματα, όπως οι
αποχρώσεις του καστανού ή του κίτρινου, καλύπτουν επιφάνειες κεραμικών σκευών από
σιδηρούχους πηλούς οι οποίοι δεν οξειδώθηκαν πλήρως (Orton et al. 1993 : 68 - 69, Rice 1987 :
80 - 81, Rye 1981 : 25, Ούρεμ - Κώτσου 2006 : 53). Αντίθετα, το μαύρο ή τεφρό χρώμα των
αγγείων μπορεί να οφείλεται στην υψηλή περιεκτικότητα της πηλόμαζάς τους σε άνθρακα που
δεν οξειδώθηκε πλήρως, στην επικάθηση άνθρακα στην επιφάνειά τους, ή στη μείωση
οξυγόνου από τα συστατικά της πηλόμαζας τους κατά τη διάρκεια της όπτησής τους
(αναγωγή), γι’ αυτό και είναι πιο δύσκολα ερμηνεύσιμο. Σύμφωνα με την παρακάτω χρωματική
ανάλυση των εξεταζόμενων οστράκων και με βάση τις μακροσκοπικές παρατηρήσεις σχετικά
με τη σκληρότητα, τον ήχο και την οξείδωση του πυρήνα τους, η εικόνα του κεραμικού
συνόλου υπό μελέτη, όσον αφορά στα είδη των πηλών που χρησιμοποιήθηκαν και στις
μεθόδους όπτησης που εφαρμόστηκαν, συμφωνεί με την εικόνα άλλων κεραμικών συνόλων
από σύγχρονους με τα Παλιάμπελα οικισμούς της ευρύτερης περιοχής. Βέβαια, οι
πληροφορίες που αφορούν την όπτηση μεμονωμένων οστράκων δεν μπορούν να θεωρηθούν
αντιπροσωπευτικές ολόκληρων αγγείων (Gosselain 1992 : 256). Πρέπει να τονιστεί πως το
χρώμα είναι μια παράμετρος που μπορεί να είχε ειδική, όχι μόνο αισθητική σημασία, για την
οποία εμείς μπορούμε να κάνουμε μόνο υποθέσεις. Ο συμβολικός χαρακτήρας του χρώματος

56
έχει επισημανθεί από ανθρωπολογικές και αρχαιολογικές έρευνες σε διάφορες εκφάνσεις του
υλικού πολιτισμού (Jones & Bradley R. 1999, Spence 1999).

Το επίχρισμα είναι ο λεπτόκοκκος πηλός που διαχωρίζεται με εναιώρηση στο νερό και
εφαρμόζεται (αλείφεται και στιλβώνεται) στην επιφάνεια των αγγείων, στοχεύοντας στη
μεταβολή του χρώματός της πριν ή κατά τη διάρκεια του επακόλουθου σταδίου μορφοποίησής
τους (όπτηση) (Κωτσάκης 1996 : 108). Η προσθήκη του, που γινόταν με εμβαπτισμό του
αγγείου σε αυτό, χύνοντάς το πάνω στο κεραμικό σκεύος ή με τη χρήση κάποιου είδους
πινέλου ήταν ιδιαίτερα δύσκολη και πρέπει να εφαρμοζόταν σε στεγνές επιφάνειες, για τη
σωστή προσκόλληση και την αποφυγή απολέπισής του κατά τη διάρκεια της όπτησης, ενώ
σπάνια εφαρμοζόταν μετά το ψήσιμο των αγγείων (Κωτσάκης 1996 : 108).

Τα επιχρίσματα είναι πλούσια σε χρωστικές όπως οξείδια σιδήρου, που, ανάλογα με την
ατμόσφαιρα της όπτησης, επιφέρουν κόκκινα, μαύρα ή καστανά χρώματα στην επιφάνεια των
αγγείων και μπορούν να υποστούν σύντηξη ή και υαλοποίηση σε θερμοκρασίες πολύ
χαμηλότερες από αυτές που απαιτούνται για το ψήσιμο του κεραμικού σώματος (Rice 1987 :
94). Όσον αφορά, πάλι, στα λευκά ή υπόλευκα επιχρίσματα, αυτά προέρχονται, συνήθως, από
πηλούς με χαμηλή περιεκτικότητα σε οξείδια του σιδήρου (Orton et al. 1993 : 69).

Η μεγάλη χρωματική ποικιλία στο κεραμικό σύνολο ενός προϊστορικού οικισμού θα μπορούσε
να δηλώνει και την αδιαφορία εκ μέρους των κεραμέων (Shepard 1976) για το τελικό
αποτέλεσμα ή και μια αδυναμία τους ως προς τη σωστή εκτέλεση της διαδικασίας της όπτησης.
Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι, τα κεραμικά υλικά που μελετώνται από τους
αρχαιολόγους φθάνουν στα χέρια τους χρησιμοποιημένα και επηρεασμένα από πλήθος
μεταποθετικών διαδικασιών, στις οποίες υποβλήθηκαν έπειτα από την απόρριψή τους (Vitelli
1994), γεγονός που αποδυναμώνει τη χρήση του χρώματός τους ως αναλυτικού τους
εργαλείου. Η διαπίστωση αυτή δε σημαίνει φυσικά πως το χρώμα δε χρειάζεται παρατήρηση
και καταγραφή, αλλά δηλώνει πως τα όρια μεταξύ των χρωματικών κατηγοριών θα ήταν καλό
να είναι ευέλικτα. Έτσι και το εξεταζόμενο κεραμικό υλικό από τους ανοιχτούς χώρους των
Παλιαμπέλων παρουσιάζει αρκετά μεγάλη χρωματική ποικιλία.

57
Στην παρούσα μελέτη, οι χρωματικές κατηγορίες, όπως διαμορφώθηκαν μέσω του πίνακα
Munsell, περιγράφουν σχηματικά το κεραμικό υλικό, όπως έφτασε στο στάδιο της καταγραφής,
με έμφαση στο χρώμα της εξωτερικής επιφάνειας των οστράκων. Τα στιλβωμένα όστρακα
χωρίζονται στις κατηγορίες των μαύρων / τεφρών, καστανών, με νέφη, κόκκινων, μπεζ, ιωδών,
με κόκκινο επίχρισμα, με καστανό επίχρισμα και με υπόλευκο επίχρισμα, ενώ τα λειασμένα και
τα αδρά σε αυτές των μαύρων / τεφρών, καστανών, με νέφη και κόκκινων (βλ. Εικόνες σελ. 186
- 7).

Η κατηγορία «με νέφη» αφορά και περιλαμβάνει όστρακα που παρουσιάζουν ανομοιομορφίες
στο χρωματισμό τους ή εμφανίζουν κηλίδες από καπνιά, οι οποίες οφείλονταν στην όπτηση
των αγγείων από τα οποία προήλθαν ή στη μαγειρική τους χρήση. Λόγω, βέβαια, της μεγάλης
αποσπασματικότητας του υλικού, είναι θεμιτό να υποτεθεί πως τα μαύρα / τεφρά όστρακα
μπορεί, επίσης, να αντιπροσωπεύουν αγγεία με νέφη. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και στην πολύ
πιθανή περίπτωση υποαντιπροσώπευσής της, η συγκεκριμένη χρωματική κατηγορία των
νεφών είναι και η πιο δημοφιλής μεταξύ των υπολοίπων στο υλικό που εξετάζεται στην
παρούσα εργασία, καθώς αντιστοιχεί στο 16,8 %, στο 17,7 %, στο 18,9 % και στο 17,9 % του
συνόλου καταγεγραμμένης κεραμικής καθεμιάς από τις τομές 12, 13, 14 και 25 αντίστοιχα (βλ.
Πίνακες και γραφήματα σελ. 114 - 5, 124 - 5, 134 - 5, 145 - 6). Ιδιαίτερα συνηθισμένη είναι και
η μαύρη / τεφρή κεραμική, που αντιστοιχεί σε ποσοστό 15,6 % του συνόλου καταγεγραμμένης
κεραμικής της τομής 12, στο 13,9 % της τομής 13, στο 18 % της τομής 14 και στο 14,1 % της
τομής 25 (βλ. Πίνακες και γραφήματα σελ. 114 - 5, 124 - 5, 134 - 5, 145 - 6).

Το κόκκινο επίχρισμα παρουσιάζεται ως μια διακριτή χρωματική κατηγορία ταξινόμησης του


εξεταζόμενου υλικού και ποικίλλει στις μεθόδους εφαρμογής του στις επιφάνειες των αγγείων,
καθώς σε κάποια όστρακα εντοπίζεται ως ένα παχύ στρώμα με πολύ υψηλή στιλπνότητα και
χωρίς ίχνος επεξεργασίας, ενώ σε άλλα είναι άτεχνα και ανομοιόμορφα κατανεμημένο με
ορατά τα ίχνη στίλβωσης. Όσον αφορά στο καστανό επίχρισμα είναι μία κατηγορία που
αντιμετωπίζεται επιφυλακτικά και πιθανόν υποαντιπροσωπεύεται, καθώς δεν ξεχωρίζει
χρωματικά από το κυρίως κεραμικό σώμα, οπότε αναγνωρίζεται δύσκολα μέσω μακροσκοπικής
εξέτασης, και έπειτα δεν είναι σαφές εάν αποτελεί ξέχωρη κατηγορία από αυτήν του κόκκινου
επιχρίσματος, ή πρόκειται απλώς για αποτέλεσμα της ασταθούς ατμόσφαιρας του ψησίματος
58
των συγκεκριμένων αγγείων στα οποία εντοπίζεται. Οι κατηγορίες του κόκκινου και του
καστανού επιχρίσματος, μαζί με τις προαναφερθείσες (με νέφη και μαύρη / τεφρή) αποτελούν
τις συνηθέστερες χρωματικές κατηγορίες του καταγεγραμμένου υλικού με την πρώτη να
αντιπροσωπεύεται σε ποσοστό 11,4 %, 15 %, 8,9 % και 15 % και τη δεύτερη σε ποσοστό 9,9 %,
12,3 %, 7,4 % και 11,4 % των συνόλων καταγεγραμμένης κεραμικής των τομών 12, 13, 14 και 25
αντίστοιχα (βλ. Πίνακες και γραφήματα σελ. 114 - 5, 124 - 5, 134 - 5, 145 - 6).

Η κατηγορία των ιωδών σχετίζεται με τις πρωιμότερες φάσεις του οικισμού και
αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη, καθώς περιλαμβάνει όστρακα με επίχρισμα σκούρου
μαυροκόκκινου χρώματος, που θα μπορούσαν να αποτελούν συνειδητή επιλογή των κεραμέων
ή απλά ατυχήματα της όπτησης επιχρισμένων αγγείων. Η ιώδης κεραμική αντιστοιχεί σε
ποσοστό 1,2 %, 3 %, 0,3 % και 2,6 % του συνόλου καταγεγραμμένης κεραμικής καθεμιάς από
τις τομές 12, 13, 14 και 25 αντίστοιχα (βλ. Πίνακες και γραφήματα σελ. 114 - 5, 124 - 5, 134 - 5,
145 - 6).

Αξίζει να σημειωθεί πως, στο υλικό υπό μελέτη, εντοπίστηκε ένα παχύ λεπτό επίχρισμα στην
εσωτερική επιφάνεια ορισμένων οστράκων, που αναγνωρίστηκε ως ασβεστούχο, καθώς
σημειώθηκε αντίδραση στην επαφή του με κρύο υδροχλωρικό οξύ. Το επίχρισμα αυτό, αν και
δεν παρουσιάζει κάποιου είδους περαιτέρω επεξεργασία, σώζεται σε καλή κατάσταση και
τοποθετούνταν, όπως παρατηρήθηκε (όπου διατηρήθηκε), σε στιλβωμένες επιφάνειες
ομοιόμορφα κατανεμημένο και ισόπαχο. Συνδέεται με ανοιχτά σχήματα κυρίως λεπτόκοκκων
αγγείων, που δεν παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες ως προς την πρώτη ύλη και την επεξεργασία
τους και ίσως χρησιμοποιούνταν ως προστατευτικό της επιφάνειας. Στην καταγραφή του
συγκεκριμένου υλικού εντοπίστηκαν ελάχιστα όστρακα με εσωτερικό υπόλευκο επίχρισμα, που
αντιπροσωπεύουν το 0,4 %, 0,5 %, 0,3 % και 0,2 % του συνόλου καταγεγραμμένης κεραμικής
καθεμιάς από τις τομές 12, 13, 14 και 25 αντίστοιχα (βλ. Πίνακες και γραφήματα σελ. 118, 128,
138, 149).

Η διαχείριση των επιχρισμάτων είναι χαρακτηριστικό στοιχείο αλλαγής της κεραμικής


τεχνολογίας από την ΑΝ στη ΜΝ και αποτέλεσε πολύ βασικό τεχνολογικό βήμα, που οδήγησε
στην εμφάνιση και εξέλιξη της γραπτής διακόσμησης, καθώς οι διάφορες βαφές που

59
χρησιμοποιούνται στη γραπτή κεραμική, μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά με τα επιχρίσματα
(Velde & Druc 1999 : 86, Θεοχάρης 1967 : 130). Στη διαπίστωση της ύπαρξής τους, η οποία
είναι ιδιαίτερα δύσκολη, βοήθησε η παρουσία των χαρακτηριστικών εξαγωνικών ρωγμών (Rye
1981 : 54) και στην παρούσα εργασία καταγράφονται συστηματικά ως πληροφορία που
σχετίζεται με τη χρήση των αγγείων.

4. 3. 5 Διακοσμημένη κεραμική

Η διακόσμηση, ως στάδιο της κατασκευαστικής αλυσίδας των κεραμικών σκευών, φαίνεται


πως αποτελούσε αντιπροσωπευτικό μέσο έκφρασης ενός πολιτισμού ή μιας κοινωνικής
ομάδας και κατείχε χρηστικό (αισθητικό), αλλά και συμβολικό ρόλο. Τα διάφορα διακοσμητικά
στιλ της κεραμικής ήταν αποτελέσματα των επιλογών και των αποφάσεων που πάρθηκαν από
τους αγγειοπλάστες κατά τη διάρκεια της διαμόρφωσής της και μπορεί να οφείλονταν στις
κοινές αισθητικές αντιλήψεις και ιδιοσυγκρασίες ή πρακτικές ανάγκες των κατασκευαστών και
των χρηστών της σε ενδοκοινοτικό ή διακοινοτικό επίπεδο. Βέβαια, οι ομοιότητες στα
διακοσμητικά μοτίβα των κεραμικών σκευών δεν υποδηλώνουν πάντα όμοια χρήση ή
πολιτισμική ενότητα, όπως και η κοινωνική διαφοροποίηση δεν ήταν απαραίτητο να
ακολουθείται πάντα από αλλαγές στον τρόπο διακόσμησης των αγγείων.

Η διακόσμηση των αγγείων αποτέλεσε εξ’ αρχής κεντρικό ερμηνευτικό εργαλείο στην
αρχαιολογική έρευνα, καθώς προσφέρει στη σχετική χρονολόγησή τους και στην κατανόηση
και ανάλυση της λειτουργίας τους, σχετικά με το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο
ήταν ενσωματωμένα. Είναι πιθανό πως, μέσω τη διακόσμησης, αποτυπώνονταν πολιτισμικές
και ιδεολογικές αντιλήψεις, γίνονταν διαπραγμάτευση ατομικών, ομαδικών, φυλετικών ή
κοινωνικών ταυτοτήτων, μεταφέρονταν, συνειδητά ή ασυνείδητα, μηνύματα και
κωδικοποιημένες πληροφορίες και διαμορφώνονταν κοινωνικά όρια μεταξύ των ατόμων
μελών μιας ομάδας. Γι’ αυτό και τα διακοσμημένα αγγεία έχουν, κατά κύριο λόγο, συνδεθεί με
λειτουργίες όπως αυτές της προσφοράς και της κατανάλωσης.

60
Φαίνεται πως ορισμένα είδη διακόσμησης σχετίζονται άμεσα με συγκεκριμένες γεωγραφικές
περιοχές και φάσεις της Νεολιθικής. Στην παρούσα εργασία η ανάλυση περιορίζεται στις
τεχνικές διακόσμησης του υπό μελέτη υλικού, καθώς η εικόνα των θεμάτων διακόσμησης,
ελλείψει ολόκληρων αγγείων είναι ιδιαίτερα αποσπασματική και δεν επιτρέπει τη διεξαγωγή
συμπερασμάτων ως προς τη σύνταξη και τα μοτίβα της. Πρέπει μάλιστα να τονιστεί πως,
ακριβώς λόγω της αποσπασματικότητας του υλικού, η διακοσμημένη κεραμική είναι πολύ
πιθανόν να υποαντιπροσωπεύεται, καθώς όστρακα που ανήκαν σε διακοσμημένα αγγεία είναι
πολύ πιθανόν να έχουν τοποθετηθεί στις κατηγορίες μη διακοσμημένων οστράκων με κόκκινο,
καστανό και υπόλευκο επίχρισμα. Ως εκ τούτου, η παρακάτω συζήτηση για τα διακοσμημένα
αγγεία από τους ανοιχτούς χώρους των Παλιαμπέλων περιορίζεται στην αναγνώριση κάποιων
τεχνολογικών επιλογών των κεραμέων του συγκεκριμένου νεολιθικού οικισμού που
εφαρμόστηκαν σε αυτά, στον εντοπισμό γενικών σχέσεών τους με τις διάφορες κεραμικές
παραδόσεις και στη χρονολογική τοποθέτησής τους στο βαθμό που κάτι τέτοιο είναι εφικτό,
παρά σε μία αυτή καθαυτή στυλιστική ανάλυσή τους.

Το ποσοστό των οστράκων που εμφανίζουν κάποιο είδος διακόσμησης αντιστοιχεί στο 13 %,
13,1 %, 11,6 % και 13,4 % του συνόλου της καταγεγραμμένης κεραμικής καθεμιάς από τις τομές
12, 13, 14 και 25 αντίστοιχα (βλ. Πίνακες και γραφήματα σελ. 113, 123, 133, 144).

4. 3. 5. 1 Εμπίεστη (Impresso) διακόσμηση

Το συγκεκριμένο είδος διακόσμησης, που ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο στη Θεσσαλία, τη


Μακεδονία και τα Βαλκάνια, σχηματιζόταν με εμπιέσεις ως μοτίβα στην επιφάνεια των
αγγείων, για τη δημιουργία των οποίων οι κεραμείς μετακινούσαν τον πηλό χρησιμοποιώντας
τα δάχτυλα και τα νύχια τους, ή σπανιότερα κάποιο εργαλείο (Rice 1987 : 144 - 147, Rye 1981 :
92). Στην παρούσα μελέτη, λόγω της μεγάλης αποσπασματικότητας του υλικού, δεν ήταν
εφικτή η αναγνώριση της πυκνής ή αραιής διάταξης των εμπιέσεων, των μοτίβων και της
φοράς τους στο μεγαλύτερο ποσοστό των διακοσμημένων οστράκων. Παρ’ όλα αυτά,
παρατηρήθηκε πως τα περισσότερα όστρακα με impresso διακόσμηση διέθεταν λειασμένες ή
στιλβωμένες (πολλές φορές και εσωτερικά) επιφάνειες, που παρουσίαζαν μεγάλη χρωματική

61
ποικιλία - από ανοιχτά καστανά μέχρι σκούρα τεφρά χρώματα - και το βάθος των εμπιέσεών
τους, που δημιουργούνταν άλλοτε με τα δάχτυλα, με νυχιές και σε πολλές περιπτώσεις με
τσιμπιές στην πηλόμαζα, ήταν ρηχό και σταματούσε συνήθως πριν τη βάση ή το χείλος, αν και
ορισμένες φορές κάλυπτε και αυτά τα σημεία (βλ. Εικόνες σελ. 187 - 8). Τα impresso όστρακα
που διακοσμήθηκαν με εργαλείο είχαν στιλβωμένη επιφάνεια από την οποία αφαιρέθηκαν
μικρά κυκλικά κομμάτια πηλού σχηματίζοντας έτσι μικρές τρύπες (βλ. Εικόνες σελ. 188).

4. 3. 5. 2 Επίθετη πλαστική διακόσμηση

Τα αγγεία με επίθετη πλαστική διακόσμηση (βλ. Εικόνες σελ. 189) χαρακτηρίζονται από μια
μάζα πρόσθετου πηλού σε μορφή στρογγυλού ή επιμήκους κομβίου ή ταινίας, που
προσκολλιόταν στην επιφάνειά τους κατά τη διαδικασία πλασίματός τους και όσο ήταν ακόμα
υγρά (Rice 1987 : 148). Τα υπό μελέτη όστρακα με τη συγκεκριμένη διακόσμηση δεν
υποδεικνύουν την πρακτική ή αισθητική χρήση των αγγείων από τα οποία προήλθαν.

4. 3. 5. 3 Τραχωτή (Barbotin) διακόσμηση

Αυτό το στυλ διακόσμησης (βλ. Εικόνες σελ. 190) εμφανίζεται ήδη από την ΑΝ περίοδο, ήταν
ιδιαίτερα διαδεδομένο στην κεντρική Ευρώπη και τα Βαλκάνια και αντιστοιχεί στην πρόσθεση
μεγαλύτερης ή μικρότερης στρώσης πηλού στην επιφάνεια των αγγείων, η οποία μετέπειτα
σκουπιζόταν με τα δάχτυλα ή με κάποιο μαλακό εργαλείο (ίσως ύφασμα) διαμορφώνοντας
συνήθως ανάγλυφες, ευθύγραμμες, παράλληλες γραμμές ή κορυφές (Manson 1995 : 66 - 67).

4. 3. 5. 4 Εγχάρακτη διακόσμηση

Για την επίτευξη του συγκεκριμένου είδους διακόσμησης (βλ. Εικόνες σελ. 190), οι
αγγειοπλάστες αφαιρούσαν τμήματα πηλού από την επιφάνεια των αγγείων, με τη βοήθεια
κάποιου είδους αιχμηρού αντικείμενου, σχηματίζοντας σε αυτήν βαθιές ή ρηχές χαράξεις

62
διαφορετικών κατευθύνσεων (Rice 1987 : 144 - 147, Rye 1981 : 90 - 93). Όπως και στα
impresso, έτσι και στα εγχάρακτα καταγεγραμμένα όστρακα, λόγω του μικρού μεγέθους τους,
δεν κατέστη εφικτό να αναγνωριστεί η πυκνή ή αραιή διάταξη, τα μοτίβα και η φορά των
χαράξεών τους.

4. 3. 5. 5 Μελανοστεφής διακόσμηση

Βασικό χαρακτηριστικό των μελανοστεφών αγγείων (βλ. Εικόνες σελ. 191) είναι η μαύρη ζώνη
που περιτρέχει το χείλος τους, η οποία μπορεί να ποικίλλει σε φάρδος, ώστε να καλύπτει μέρος
του λαιμού ή και του σώματός τους (Κωτσάκης 2010 : 71). Οι επιφάνειές τους είναι συνήθως
πολύ καλά λειασμένες, επιχρισμένες με λεπτό στρώμα από τον πηλό από τον οποίο
κατασκευάστηκαν ή στιλβωμένες με έντονο γυάλισμα (Κωτσάκης 2010 : 71). Η συγκεκριμένη
διακόσμηση συναντάται κατά κύριο λόγο σε ανοιχτά αγγεία - το πάχος των τοιχωμάτων των
οποίων μπορεί να έφθανε έως και το ένα χιλιοστό - για την προσφορά και την κατανάλωση
τροφής και υγρών ή και σε μεγάλα, κλειστά, αποθηκευτικά αγγεία (Κωτσάκης 2010 : 71). Σε
ορισμένες περιπτώσεις μελανοστεφών αγγείων έχει παρατηρηθεί επιπλέον διακόσμηση,
ρυτιδωτή ή αυλακωτή, με επάλληλες τοξωτές, ρηχές αυλακιές διαφόρων κατευθύνσεων, που
συμπίπτει με το μελανό μέρος των αγγείων, και σχηματίστηκε με τη χρήση σκληρού εργαλείου
κατά τη διάρκεια του πλασίματός τους, όσο η πηλόμαζα ήταν υγρή (Κωτσάκης 2010 : 71).
Τέλος, έχουν βρεθεί μελανοστεφή αγγεία με μικρές, πλαστικές αποφύσεις, εμπίεστα μοτίβα
όπως ομόκεντρους κύκλους, ακόμη και λευκή γραπτή διακόσμηση (Κωτσάκης 2010 : 71).
Πρόκειται, λοιπόν, για εξαιρετικής ποιότητας κεραμική, αλλά, η επίτευξη των δύο (ή και
περισσότερων) χρωματικών ζωνών που τη χαρακτηρίζει, οφειλόταν σε μία ιδιαίτερη τεχνική
όπτησης, η οποία δεν έχει εξακριβωθεί μέσω πειραματικών προσεγγίσεων αναπαραγωγής που
έχουν διενεργηθεί στο πλαίσιο αυτής της εργασίας (βλ. Εικόνες σελ. 197 - 9).

4. 3. 5. 6 Γραπτή διακόσμηση

63
Ο παραπάνω όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει την τεχνική που επιλέχθηκε για την
κόσμηση της εξωτερικής (και μερικές φορές και της εσωτερικής) επιφάνειας των αγγείων με τη
δημιουργία γραπτών μοτίβων, τεχνική η οποία ίσως - και εφόσον δεν εφαρμοζόταν σε
ολόκληρο το σώμα των αγγείων - να υποαντιπροσωπεύεται στο παρόν αποσπασματικό υλικό.
Τα μοτίβα αυτά διαφέρουν χρωματικά από την υπόλοιπη κεραμική επιφάνεια και δεν
διακρίνονται από ιδιαίτερη ποικιλομορφία, καθώς έχουν, κατά κύριο λόγο, τη μορφή ευθείων,
φαρδιών ή λεπτών γραμμών. Για τη σχεδίασή τους οι αγγειοπλάστες χρησιμοποιούσαν
οργανικές, ανόργανες (καστανά ή κόκκινα επιχρίσματα) και ασβεστούχες βαφές, τις οποίες
εφάρμοζαν - προφανώς με κάποιο πινέλο - στις επιφάνειες των αγγείων, πριν ή και μετά την
όπτηση τους, ενώ σε πολλές περιπτώσεις τις στίλβωναν (Rice 1987 : 148, Κυριατζή 2000 : 65 -
66). Στα γραπτά όστρακα υπό μελέτη φαίνεται πως χρησιμοποιήθηκαν κυρίως σιδηρούχες
βαφές, οι οποίες, με την όπτησή τους σε οξειδωτική ατμόσφαιρα, απέδωσαν κόκκινα /
καστανοκόκκινα μοτίβα, που κατηγοριοποιήθηκαν σύμφωνα με τον πίνακα Munsell. Σε
ορισμένες περιπτώσεις διακρίνονται με δυσκολία, ενώ σε άλλες έχουν πυκνή εφαρμογή και
δημιουργούν ανάγλυφη επιφάνεια. Πρέπει να σημειωθεί πως, ορισμένα γραπτά διακοσμημένα
όστρακα, όπως τα καστανά με κόκκινη διακόσμηση (βλ. Εικόνες σελ. 192), τα κόκκινα με
κόκκινη διακόσμηση (βλ. Εικόνες σελ. 193) και τα καστανά με καστανή διακόσμηση (βλ. Εικόνες
σελ. 194), θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελούν ατυχήματα της όπτησης και όχι σκοπιμότητα
των προϊστορικών κεραμέων - παρ’ όλα αυτά καταγράφηκαν ξεχωριστά. Επίσης, κάποια
υπόλευκα όστρακα με καστανή διακόσμηση (βλ. Εικόνες σελ. 193) θα μπορούσαν να
προέρχονται από επείσακτα αγγεία, όπως αυτά που βρέθηκαν σε διαταραγμένα στρώματα της
Μεσημεριανής Τούμπας (Γραμμένος & Κώτσος 2002 β : 455, 458, 467, 472, 531), τα μοτίβα των
οποίων θα μπορούσαν να ταυτιστούν με αυτά οστράκων από το Τσαγγλί (Wace & Thompson
1912 : 95).

Πρέπει να σημειωθεί πως, κατά τη διαδικασία της καταγραφής, όστρακα που εμφανίζουν
συνδυασμό δύο ή περισσοτέρων διακοσμήσεων (βλ. Εικόνες σελ. 196) στο σώμα τους
τοποθετήθηκαν στην κατηγορία «άλλο», όπως φαίνεται στα παραρτήματα κάθε τομής. Στην
ίδια κατηγορία τοποθετήθηκαν ορισμένα όστρακα, τα οποία θα μπορούσαν να
χαρακτηριστούν ως ερυθροστεφή (βλ. Εικόνες σελ. 195), καθώς εμφανίζουν μια ζώνη

64
κοκκινωπού χρώματος που περιτρέχει το χείλος τους. Παρ’ όλα αυτά, επειδή ο αριθμός τους
είναι ελάχιστος και πιθανολογείται πως πρόκειται για ατυχήματα της όπτησης, ταξινομήθηκαν
και αυτά στην προαναφερθείσα κατηγορία.

Τέλος, σε ορισμένα όστρακα παρατηρήθηκε η ύπαρξη οπών (βλ. Εικόνες σελ. 194). Η
δημιουργία οπών είναι μία πρακτική που εφαρμοζόταν με σκοπό την επιδιόρθωση αγγείων
έπειτα από καταστροφή τους και θα μπορούσε να δηλώνει την κοινωνική και ιδεολογική αξία
τους και την ανάγκη διατήρησής τους για τους προϊστορικούς κατοίκους του οικισμού των
Παλιαμπέλων. Τα συγκεκριμένα αγγεία δεν απορρίπτονταν, αλλά συνέχιζαν τον κύκλο ζωής
τους, αποκτώντας πιθανότατα διαφορετικό ρόλο από αυτόν που αρχικά επιτελούσαν. Τα
ελάχιστα όστρακα στα οποία εντοπίστηκαν οπές επιδιόρθωσης φωτογραφήθηκαν και
κατηγοριοποιήθηκαν σύμφωνα με την επεξεργασία της επιφάνειας και το χρώμα τους και
πολλά από αυτά είναι πιθανόν να ανήκαν σε αγγεία όπως τα μεγάλα αποθηκευτικά, η
παραγωγή των οποίων δεν αποτελούσε εύκολο έργο.

4. 4 Το σχήμα

Η ανάλυση του σχήματος των αγγείων στηρίζεται σε έναν αριθμό μεταβλητών που σχετίζονται
µε το θεωρητικό πλαίσιο και τον ερευνητικό προβληματισμό κάθε μελέτης, με αποτέλεσμα να
είναι περισσότερο ή λιγότερο ενδελεχής και λεπτομερής (Rice 1987 : 211 - 22). Ο βασικός
διαχωρισμός που εφαρμόζεται στα αγγεία, με βάση το σχήμα τους, είναι μεταξύ ανοιχτών και
κλειστών, με τα ανοιχτά να έχουν διάμετρο χείλους μεγαλύτερη ή ίση με το ύψος του αγγείου
και τη διάμετρο βάσης, ενώ τα κλειστά να διαθέτουν διάμετρο χείλους μικρότερη από το ύψος
και τη μέγιστη διάμετρο του αγγείου, καθώς, βάσει των συγκεκριμένων αναλογιών, θεωρείται
ότι εκτιμάται η πρόσβαση και η ορατότητα στο περιεχόμενό τους (Rice 1987 : 212, Ούρεμ -
Κώτσου 2006 : 46). Επίσης, στον προσδιορισμό των τύπων μπορεί να λαμβάνεται υπ’ όψιν η
κλίση του ακραίου χείλους, μορφολογικό χαρακτηριστικό με δική του ιδιαίτερη διαμόρφωση,
τυπολογία και έντονη αισθητική διάσταση.

65
Στη συγκεκριμένη εργασία, βέβαια, επειδή η μελέτη εφαρμόστηκε σε όστρακα, με προέκταση
της ερμηνείας σε ολόκληρα αγγεία, καθώς επίσης εξ’ αιτίας της μεγάλης αποσπασματικότητας
του υλικού, των ανωμαλιών στο πλάσιμο και της έλλειψης ιδιαίτερης τυποποίησης των
σχημάτων, τα όστρακα διαχωρίστηκαν συμβατικά (για τις ανάγκες της ταξινόμησης) σε τρεις
κατηγορίες όσον αφορά στο γενικό σχήμα τους, δηλαδή σε ανοιχτά, κλειστά και αδιάγνωστα,
βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων όπως η κλίση, στην περίπτωση των χειλέων, και η επεξεργασία
της εσωτερικής επιφάνειας για τα υπόλοιπα όστρακα. Τα όστρακα με στιλβωμένη ή
επιχρισμένη εσωτερική επιφάνεια θεωρήθηκαν ότι ανήκουν σε ανοιχτά αγγεία, σε αντίθεση με
αυτά που διέθεταν μη επιμελημένη, αδρή εσωτερική επιφάνεια και ταξινομήθηκαν στα
κλειστά. Μάλιστα, στο εξεταζόμενο κεραμικό σύνολο, τα όστρακα με επίχρισμα στην εξωτερική
τους επιφάνεια, έφεραν επίχρισμα και στην εσωτερική. Φαίνεται πως οι κεραμείς δεν
κατέβαλλαν ιδιαίτερη προσπάθεια στην επεξεργασία των εσωτερικών επιφανειών των
κλειστών αγγείων, καθώς δε θα ήταν ορατή, οπότε την άφηναν αστίλβωτη, σκουπίζοντάς την
με ένα δέρμα ή πανί, ή ακόμα και εντελώς ακατέργαστη. Οι τύποι αυτοί, βέβαια, επισημαίνουν
τις γενικές τάσεις που επικρατούν στο υλικό και τα όρια μεταξύ τους δεν πρέπει να νοούνται
ως απόλυτα. Πρέπει, μάλιστα, να τονιστεί πως, στα όστρακα με πολύ μικρό μέγεθος, ο
διαχωρισμός δεν είναι πάντα απόλυτα σωστός, ενώ τα εξεταζόμενα χείλη που δεν ήταν εφικτό
να κατηγοριοποιηθούν σε ανοιχτά - κλειστά βάσει της κλίσης τους, τοποθετήθηκαν στα
αδιάγνωστα, καθώς από τη ΜΝ εμφανίζονται κλειστά αγγεία με στιλβωμένο λαιμό εσωτερικά
και εξωτερικά. Ένα μεγάλο, λοιπόν, μέρος του κεραμικού υλικού που εξετάζεται τοποθετήθηκε,
σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, αλλά και εξαιτίας της μεγάλης διάβρωσης που υπέστη, στην
κατηγορία των αδιάγνωστων, οπότε είναι πολύ πιθανόν κάποια από τις δύο κατηγορίες των
ανοιχτών ή των κλειστών να υποαντιπροσπωπεύεται.

Τα σύνολο, λοιπόν, των οστράκων που φαίνεται να ανήκει σε ανοιχτά αγγεία αντιστοιχεί σε
ποσοστό 50,3 %, 44,1 %, 43,5 % και 41,3 %, σε κλειστά σε ποσοστό 1,3 %, 5,6 %, 0,9 % και 8,6 %
και σε αδιάγνωστα σε ποσοστό 48,4 %, 50,3 %, 55,6 % και 50,1 % των συνόλων
καταγεγραμμένης κεραμικής καθεμιάς από τις τομές 12, 13, 14 και 25 αντίστοιχα (βλ. Πίνακες
και γραφήματα σελ. 116, 126, 136, 147).

66
Το σχήμα των αγγείων αποτελεί ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά τους που βοηθά, ως
ένα βαθμό, τους αρχαιολόγους στην προσέγγιση της ερμηνείας και την αποκωδικοποίηση της
λειτουργίας και της χρήσης τους (Henrickson & McDonald 1983, Orton et al. 1993 : 218 - 219,
Rice 1987 : 208 - 209). Πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί πως, η συσχέτιση των αγγείων με
συγκεκριμένες χρήσεις εξαρτάται από πολλές υλικές, κοινωνικές, ακόμα και συμβολικές
παραμέτρους, όπως το φύλο, την ηλικία, την εθνοτική ταυτότητα, την κοινωνική θέση ακόμα
και τις διατροφικές συνήθειες των κατασκευαστών και των χρηστών τους (Ούρεμ - Κώτσου
2006 : 46). Έτσι, οι νοητικοί συσχετισμοί μεταξύ τυπολογίας και χρήσης, όπως για παράδειγμα
η σύνδεση των ανοιχτών αγγείων με την προετοιμασία και την κατανάλωση στερεών και υγρών
και των κλειστών µε τη μεταφορά και αποθήκευσή τους, πρέπει να γίνονται με την ανάλογη
προσοχή.

4. 4. 1 Η Τυπολογία

Καθώς, όπως αναφέρθηκε, το υλικό υπό μελέτη είναι ιδιαίτερα αποσπασματικό - όντας από
ανοιχτούς χώρους - και το μέγεθος των οστράκων πολύ μικρό, σχεδιάστηκε ένα μικρό ποσοστό
αντιπροσωπευτικών, διαγνωστικών χειλέων και βάσεων, με σκοπό την αναγνώριση κάποιων
πιθανών σχημάτων αγγείων που θα μπορούσαν να ανταποκρίνονται στην προϊστορική
πραγματικότητα. Η υπεραντιπροσώπευση κάποιων συγκεκριμένων μερών αγγείων μπορεί να
υποδηλώνει την προτίμηση των κεραμέων για επαναχρησιμοποίησή τους, ή την αυξημένη
πιθανότητα ευκολότερου σπασίματος των συγκεκριμένων μερών, όπως συνήθως συμβαίνει με
τα χείλη (Kacerik 2002 : 12 - 13).

4. 4. 1. 1 Χείλη

Από τα σχέδια των χειλέων αναγνωρίστηκαν σχήματα ανοιχτών αγγείων, ποικίλων διαμέτρων
και μεγεθών, που ταξινομήθηκαν στις κατηγορίες των «κωνικών» (βλ. Σχέδια σελ. 173 - 4), «με
κάθετα τοιχώματα» (βλ. Σχέδια σελ. 168), «ημισφαιρικών» (βλ. Σχέδια σελ. 169 - 70) και
«σφαιρικών χωρίς λαιμό» (βλ. Σχέδια σελ. 171 - 2) καθώς, επίσης, σχήματα πιθανών κλειστών

67
αγγείων, που διαχωρίστηκαν στα «σφαιρικά με λαιμό σιγμοειδούς κατατομής» (βλ. Σχέδια σελ.
175 - 6), στα «σφαιρικά χωρίς λαιμό με αναδιπλώμενο χείλος» (βλ. Σχέδια σελ. 177 - 8) και στα
«σφαιρικά με απλό χείλος» (βλ. Σχέδια σελ. 178). Πρέπει να σημειωθεί πως, αγγεία με φαρδύ
στόμιο και διάμετρο χείλους, η οποία δεν ήταν εφικτό να προσδιοριστεί ως προς αυτήν του
σώματός τους, χαρακτηρίστηκαν ως «ευρύστομα», εφόσον δεν μπορούσαν να ενταχθούν ούτε
στην κατηγορία των ανοιχτών αλλά ούτε και των κλειστών αγγείων. Όσον αφορά στην
κατηγορία των ευρυστόμων, αυτά διαχωρίστηκαν σε ευρύστομα με κάθετα (βλ. Σχέδια σελ.
179) και συγκλίνοντα τοιχώματα (βλ. Σχέδια σελ. 179).

Στην παρούσα καταγραφή δεν κρίθηκε απαραίτητος ο διαχωρισμός μεταξύ των χειλέων που
φέρουν μέρος του σώματος του αγγείου (rims) και των ακραίων χειλέων (lips), καθώς τα
καταγεγραμμένα χείλη είναι παραλλαγές των απλών και οι ιδιομορφίες που παρουσιάζουν
οφείλονται στη διάβρωση που υπέστησαν ή σε επιλογές των αγγειοπλαστών κατά τη διάρκεια
του πλασίματός τους.

Τα χείλη αποτελούν το 15,3 %, 17,3 %, 18,1 % και 16,9 % των συνόλων καταγεγραμμένης
κεραμικής καθεμιάς από τις τομές 12, 13, 14 και 25 αντίστοιχα (βλ. Πίνακες και γραφήματα
σελ. 117, 127, 137, 148).

4. 4. 1. 2 Βάσεις

Σύμφωνα με τα μορφολογικά και τεχνολογικά τους χαρακτηριστικά, οι βάσεις που


σχεδιάστηκαν ταξινομήθηκαν σε «επίπεδες» (βλ. Σχέδια σελ. 154 - 8), «δισκοειδείς -
κυλινδρικές» (βλ. Σχέδια σελ. 159 - 163, Εικόνες σελ. 195), με έναν δίσκο πηλού εξωτερικά του
πυθμένα τους, «κυρτές - επίπεδες» (βλ. Σχέδια σελ. 164 -5), με μια ελαφρά καμπυλότητα προς
την εσωτερική τους πλευρά και ομαλό καμπύλο πέρασμα στο σώμα του αγγείου στο οποίο
ανήκαν, «κοίλες» (βλ. Σχέδια σελ. 166), που παρουσιάζουν μια καμπυλότητα στην εξωτερική
τους πλευρά, «δακτυλιόσχημες» (βλ. Σχέδια σελ. 166 - 7, Εικόνες σελ. 195) και «πόδια» (βλ.
Σχέδια σελ. 167). Ως πόδια χαρακτηρίστηκαν οι βάσεις με ύψος μεγαλύτερο από τα 3.5 / 10 της
διαμέτρου τους, συνδέονται συνήθως με αγγεία για προσφορά τροφής (ΜΝ) ή για μαγειρικές

68
δραστηριότητες (ΝΝ) (Sophronidou & Tsirtsoni 2007 : 261 - 262) και στην παρούσα εργασία
διαχωρίστηκαν σε συμπαγή κυλινδρικά και κοίλα (βλ. Εικόνες σελ. 195).

Σε ορισμένες βάσεις παρατηρήθηκε φθορά των εξωτερικών αλλά και των εσωτερικών
επιφανειών τους, ενώ αναγνωρίστηκαν, επίσης, σημάδια καπνίσματος, που απαντώνται
συχνότερα στα μαγειρικά αγγεία και σχετίζονται με τον τρόπο τοποθέτησής τους στη φωτιά
(πάνω, μέσα ή και ανάποδα), αλλά και τον τρόπο μαγειρέματος του περιεχομένου τους. Άλλες
βάσεις διατηρήθηκαν ανέπαφες με τη στίλβωση ή και το επίχρισμα τους, γεγονός που θα
μπορούσε να οφείλεται στη χρήση των αγγείων στα οποία ανήκαν, στην πολύ μικρή διάρκεια
ζωής τους ή στην άμεση απόρριψή τους λόγω καταστροφής κατά τη διάρκεια της όπτησης.
Πρέπει να σημειωθεί πως, η ύπαρξη ορισμένων βάσεων, που παρουσιάζουν κάποιες
ιδιομορφίες όσον αφορά στο κυκλικό τους σχήμα, μπορεί να υποδηλώνουν ακανόνιστο
πλάσιμο.

Οι βάσεις αποτελούν το 10,9 %, 13 %, 9,7 % και 13,1 % των συνόλων καταγεγραμμένης


κεραμικής καθεμιάς από τις τομές 12, 13, 14 και 25 αντίστοιχα (βλ. Πίνακες και γραφήματα
σελ. 117, 127, 137, 148).

4. 4. 1. 3 Αποφύσεις και Λαβές

Οι αποφύσεις και οι λαβές είναι σχηματισμένες πηλόμαζες, που προσκολλούνταν στην


επιφάνεια των κεραμικών σκευών και ο προσανατολισμός τους, κάθετος ή οριζόντιος,
σχετιζόταν με το σώμα του αγγείου στο οποίο εφαρμόζονταν, με αποτέλεσμα να είναι
ιδιαίτερα δύσκολο να παρατηρηθεί και να αναγνωριστεί σε αποσπασματικά υλικά όπως το υπό
μελέτη. Κατηγοριοποιούνται σε διάτρητες αποφύσεις (βλ. Εικόνες σελ. 196), που
διαμορφώνονταν με τη χρήση σκληρού εργαλείου και αποφύσεις χωρίς διάτρηση
(γλωσσοειδείς ή με τη μορφή ταινίας) (βλ. Εικόνες σελ. 189).

Οι λαβές αποτελούν το 1,2 %, 1,4 %, 2,1 % και 1,4 % των συνόλων καταγεγραμμένης κεραμικής
καθεμιάς από τις τομές 12, 13, 14 και 25 αντίστοιχα (βλ. Πίνακες και γραφήματα σελ. 117, 127,
137, 148).

69
Παρατηρείται, λοιπόν, όπως ήταν αναμενόμενο, πως το μεγαλύτερο μέρος των
καταγεγραμμένων οστράκων καθεμιάς από τις τομές 12, 13, 14 και 25 καταλαμβάνουν τα
σώματα, με ποσοστό 72,6 %, 68,3 %, 70,1 % και 68,6 % αντίστοιχα (βλ. Πίνακες και γραφήματα
σελ. 117, 127, 137, 148).

4. 5 Το μέγεθος

Το μέγεθος των αγγείων συνδέεται άμεσα µε το σχήμα τους και θεωρείται βασική παράμετρος
για την προσέγγιση της χρήσης τους (προετοιμασία, προσφορά, κατανάλωση, αποθήκευση
φαγητού και ποτού), του κοινωνικού πλαισίου στο οποίο δρούσαν και των στοιχείων της
κοινωνικής ταυτότητας των κατασκευαστών ή των χρηστών τους. Βοηθά, επίσης, στην
ερμηνεία της μορφολογικής ποικιλότητας των κεραμικών σκευών, σχετικά με το είδος και την
ποσότητα του περιεχομένου τους και τη δυνατότητα μετακίνησής τους, ενώ συμβάλλει, τέλος,
στον προσδιορισμό των αγγείων ατομικής ή ομαδικής χρήσης, με τα πρώτα να θεωρούνται
μικρομεγέθη, ενώ στα δεύτερα να αποδίδεται μεγαλύτερο μέγεθος, χωρίς, βέβαια, να
αποκλείεται η χρήση μικρών αγγείων από περισσότερα άτομα ή και το αντίθετο (Blinkhorn
1997 : 122, Mills 1999, Rice 1987 : 224 - 226, Ούρεμ - Κώτσου 2006 : 48 - 50).

Το μέγεθος των αγγείων, σε άμεση συνάρτηση µε το οποίο είναι και η χωρητικότητά τους,
μπορεί να εκτιμηθεί ιδανικά μέσω συνυπολογισμού των αναλογιών τους, όπως η διάμετρος
του χείλους τους, η μέγιστη διάμετρος του σώματός τους και το ύψος τους (Ούρεμ - Κώτσου
2006 : 49), γεγονός που σε αποσπασματικά υλικά δεν είναι συνήθως εφικτό. Σε τέτοιου είδους
υλικά, τη σημαντικότερη μαρτυρία για τον υπολογισμό του μεγέθους των ανοιχτών αγγείων
αποτελεί η διάμετρος του χείλους, η οποία, όμως, δε βοηθά ιδιαίτερα στον προσδιορισμό των
κλειστών αγγείων. Κατά συνέπεια, λοιπόν, όσον αφορά στο συγκεκριμένο υλικό, εφόσον δε
σώζονται ολόκληρα αγγεία ή μεγάλα τμήματά τους, δεν έχουν γίνει μετρήσεις αναλογιών,
εκτός των διαμέτρων των χειλέων και των βάσεων που αποτυπώθηκαν σχεδιαστικά. Ούτως ή
άλλως, ο διαχωρισμός των αγγείων σε διακριτές κατηγορίες όπως μικρά, μεσαία και μεγάλα,
με βάση μεμονωμένα όστρακα δεν είναι πάντα πραγματοποιήσιμος και πρέπει να

70
αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη, ιδιαίτερα στα θεωρούμενα μεγάλα αγγεία και κατά κύριο λόγο
στη χειροποίητη κεραμική.

4. 6 Η ταφονομική εικόνα της κεραμικής

Όπως γνωρίζουμε, τα κεραμικά αγγεία, έπειτα από την κατασκευή τους, επιτελούσαν έναν ή
περισσότερους ρόλους, για μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα, φθάνοντας στα χέρια
των αρχαιολόγων πολλά χρόνια μετά την απόρριψή τους, διαμορφωμένα, με διαφορετικούς
τρόπους, από ένα πλήθος αποθετικών και μεταποθετικών διαδικασιών. Έτσι, λοιπόν, η
διάβρωση που εμφανίζουν τα κεραμικά υλικά που μελετώνται, αποδίδεται στις πιθανές
χρήσεις των αγγείων από τα οποία προήλθαν, αλλά και σε αποθετικές και μεταποθετικές
διαδικασίες, που τα επηρέασαν έπειτα από την απόρριψή τους και κατά τη διάρκεια της
ταφονομικής τους ιστορίας.

Για παράδειγμα, στη ΜΝ περίοδο υποστηρίζεται, όπως προαναφέρθηκε, η διευρυμένη και


συστηματική μαγειρική χρήση, κυρίως ανοιχτών ή ευρύστομων αγγείων, η οποία βασίζεται
στην παρατηρούμενη φθορά και χρωματική αλλοίωση του εσωτερικού τους, λόγω της
οξύτητας των τροφών που μαγειρεύονταν σε αυτά, του πλυσίματός τους και της γενικότερης
καταπόνησής τους, που οφειλόταν στη συνεχή και επαναλαμβανόμενη χρήση τους (Hally 1983
: 14 - 20). Πολλές φορές, η μαγειρική χρήση των κεραμικών σκευών συμπεραίνεται και από την
προσκολλούμενη καπνιά στην εξωτερική επιφάνεια, κυρίως των βάσεων και των χειλέων τους,
που προκλήθηκε από την επαφή τους με τη φωτιά. Βέβαια, το μαγείρεμα στην προϊστορία
μπορεί να συνδεόταν και με κλειστά αγγεία για το βράσιμο τροφών, τεχνική που, όμως, δεν
άφηνε ίχνη στα κεραμικά σκεύη, καθώς είναι δυνατό να επιτυγχανόταν με την απλή
τοποθέτηση καυτών λίθων στο εσωτερικό τους (Longacre 1995 : 278 - 279). Σημάδια
διάβρωσης εμφανίζονται σπανιότερα και στο λαιμό και τον ώμο λεπτών αγγείων, γεγονός που
θα μπορούσε να υποστηρίζει τη λειτουργία τους ως σκεύη κατανάλωσης και σερβιρίσματος
(Vuković 2010 : 18 - 19).

71
Η διάβρωση, βέβαια, των κεραμικών σκευών, μπορεί, όπως προαναφέρθηκε, να οφείλεται σε
αποθετικές και μεταποθετικές διαδικασίες, οι οποίες είναι υπεύθυνες για περαιτέρω
καταστροφή τους, όπως σπάσιμο, ράγισμα και αποκόλληση των επιφανειών τους, καθώς,
επίσης, για τη δημιουργία και ανάπτυξη ιζήματος σε αυτές. Ίζημα στα όστρακα μπορεί να
προκληθεί εξαιτίας περιβαλλοντικών παραγόντων, όπως η επαφή τους με νερό ή με ρίζες
φυτών, εξαιτίας της προσκόλλησης οικοδομικών υλικών (π. χ. χαλίκια) στην επιφάνειά τους ή
λόγω πιθανής πυρκαγιάς, που είναι αιτία εμφάνισης αναγωγικών ιζημάτων με μαύρο χρώμα
και ακανόνιστη διάταξη και ιζημάτων από στάχτες με υπόλευκο χρώμα, που δημιουργούνταν
με την ανάπτυξη υψηλών θερμοκρασιών (Boardman και Jones 1990 : 5 - 8).

Για την ανασύνθεση, λοιπόν, της πραγματικής χρήσης των αγγείων επιδιώκεται η συσχέτιση
των διαφόρων μεταβολών, χημικών και φυσικών, που αυτά υπέστησαν, κατά τη διάρκεια
χρήσης και μετά την απόρριψή τους (“pottery use alteration”). Πέραν, βέβαια, των ορατών
αλλοιώσεων, που πολλές φορές έχουν τη μορφή καμένων ή απανθρακωμένων οργανικών
καταλοίπων και τα οποία βρίσκουμε στο εσωτερικό ή εξωτερικό των αγγείων, οργανικά
κατάλοιπα μπορούν, όπως προαναφέρθηκε, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, να απορροφηθούν
στους πόρους της κεραμικής ύλης χωρίς να αφήσουν εμφανή ίχνη. Με τη βελτίωση και ευρεία
διάδοση αναλυτικών τεχνικών και εργαστηριακών μεθόδων είναι, πλέον, εφικτή η μελέτη των
πιθανών μη ορατών αλλοιώσεων που έχουν υποστεί τα αγγεία, οι οποίες θα μπορούσαν να
οφείλονται στη χρήση τους, στο περιβάλλον απόθεσης ή ακόμα και στη μεταχείρισή τους κατά
τη διάρκεια της ανασκαφής ή καταγραφής τους.

Όσον αφορά στο παρόν υλικό υπό μελέτη, η πυκνότητα της κεραμικής των αποθετικών
ενοτήτων των τομών 12, 13, 14 και 25 που αντιπροσωπεύουν ανοιχτούς χώρους υπολογίστηκε
προσεγγιστικά, βάσει του αριθμού και όχι του μεγέθους των οστράκων που αποκαλύφθηκαν
σε αυτές ως προς τον όγκο των επιχώσεών τους και καταγράφηκε στα ημερολόγια και τη βάση
δεδομένων του ανασκαφικού προγράμματος των Παλιαμπέλων Κολινδρού. Στην παρούσα
μελέτη, τα όστρακα διαχωρίστηκαν, επίσης προσεγγιστικά, ως προς το μέγεθός τους, σε μικρά,
μεσαία και μεγάλα, με εμφανή επικράτηση των δύο πρώτων κατηγοριών, χωρίς, βέβαια, να
είναι δυνατό να αναδειχθεί, μέσω της συγκεκριμένης μέτρησης, η ενδεχόμενη ποικιλότητα
μεγεθών ολόκληρων αγγείων. Λόγω του ότι η κεραμική που μελετάται στη συγκεκριμένη
72
διατριβή προέρχεται από ανοιχτούς χώρους, δηλαδή από μη καθορισμένα χρονολογικά και
χωροταξικά πλαίσια, η κατανομή της στο χώρο δεν είναι ξεκάθαρη, παρουσιάζεται ιδιαίτερα
αποσπασματική, ενώ ένα μεγάλο μέρος της έχει υποστεί διάβρωση και εμφανίζει διαφόρων
ειδών ιζήματα. Το ποσοστό διάβρωσης του συνόλου καταγεγραμμένης κεραμικής καθεμιάς
από τις τομές 12, 13, 14 και 25 είναι 17,5 %, 23,5 %, 20 % και 29,2 % αντίστοιχα. Πρέπει να
σημειωθεί πως, λόγω της διάβρωσης και τη φθοράς που υπέστη η κεραμική, η επεξεργασία της
επιφάνειας και το χρώμα των οστράκων δεν ήταν πάντα διακριτά και αναγνωρίσιμα, με
αποτέλεσμα ένα μεγάλο ποσοστό του υλικού (Τομή 12 - 17 %, Τομή 13 - 15,2 %, Τομή 14 - 17,4
%, Τομή 25 - 15, 8 %) να καταγραφεί ως αδιάγνωστο (βλ. Πίνακες και γραφήματα σελ. 113, 123,
133, 144). Πέραν, βέβαια, του είδους του αποθετικού περιβάλλοντος (ανοιχτοί χώροι) από το
οποίο συλλέχθηκαν τα εξεταζόμενα όστρακα, υπεύθυνες για τη διάβρωση που υπέστησαν
είναι βέβαια και οι λειτουργίες των αγγείων από τα οποία προέρχονται. Στα πλαίσια της
συγκεκριμένης εργασίας, στην αναγνώριση των λειτουργιών αυτών βοηθά ιδιαίτερα η
παραπάνω μορφολογική και τεχνολογική ανάλυση, εφόσον δεν πραγματοποιήθηκαν χημικές
αναλύσεις.

73
5. ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

74
5. 1 Σχέση τεχνολογίας και χρήσης των κεραμικών αγγείων

Έχει γίνει πλέον κατανοητό πως η κεραμική αποτελεί ένα από τα βασικότερα εργαλεία των
αρχαιολόγων, με βάση το οποίο επιχειρούν να ανασυνθέσουν τις πολύπλευρες δραστηριότητες
των ανθρώπων που τη χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν. Μέσω της συστηματικής μελέτης της,
μπορεί να συμβάλλει στην προσέγγιση καθημερινών διαδικασιών όπως η επεξεργασία, η
προετοιμασία, το σερβίρισμα, η μεταφορά (με σκοπό την προσφορά, τη δωρεά ή την
ανταλλαγή), η αποθήκευση και η κατανάλωση τροφής και υγρών, καθώς και στην καλύτερη
κατανόηση και ερμηνεία θεμάτων που αφορούν την πολιτισμική, ατομική ή ομαδική ταυτότητα
των κατασκευαστών και των χρηστών της, των διατροφικών τους συνηθειών, των σχέσεων που
αναπτύσσονταν μεταξύ τους και γενικότερα του τρόπου με τον οποίο έβλεπαν και
αντιμετώπιζαν τον εαυτό τους και τον κόσμο γύρω τους.

Σύμφωνα με τον Luis Binford και τις αρχές της «συστημικής προσέγγισης», τα παράγωγα του
υλικού πολιτισμού - κατ’ επέκταση και της κεραμικής - διαχωρίζονται σε «τεχνημικά»
(«technomic»), που βοηθούσαν πρακτικά στην επιβίωση των ανθρώπων, «κοινωνιοτεχνικά»
(«societechnic»), που στόχευαν στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και στα λεγόμενα
«ιδεοτεχνικά» («ideotechnic»), η λειτουργία των οποίων ήταν συμβολική και εξέφραζε την
ιδεολογία των κατασκευαστών ή των χρηστών τους ή θα μπορούσαν να ανήκουν σε
περισσότερες από μία κατηγορίες (Binford L. 1962). Πρέπει να σημειωθεί πως, ο όρος
«λειτουργία» («function»), αν και στη βιβλιογραφία ταυτίζεται, συνήθως, με τον όρο «χρήση»
(«use»), αναφέρεται στη συνολική συμπεριφορά ενός αντικειμένου, σε επίπεδο τεχνολογικό,
κοινωνικό, αλλά και ιδεολογικό.

Τα μορφολογικά και τεχνολογικά χαρακτηριστικά των αγγείων καθορίζονταν από την


προβλεπόμενη χρήση τους και παράλληλα καθόριζαν τη μετέπειτα απόδοσή τους. Για
παράδειγμα το ύψος και το βάρος των κεραμικών σκευών επηρέαζαν, ως ένα βαθμό, τη
μακροζωία τους, σε συνάρτηση με τη μετέπειτα συνεχή τους κίνηση ή στατικότητά (Vuković
2010 : 13). Έτσι, βάσει των κατασκευαστικών γνωρισμάτων της κεραμικής, μπορούμε να
διακρίνουμε την ενδεδειγμένη χρήση της, ενώ, μέσω των παρατηρούμενων μεταβολών που
μπορεί να υπέστη, αναδεικνύεται, όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο, η πραγματική

75
της χρήση. Βέβαια, αγγεία που προορίζονταν για την κάλυψη διαφορετικών αναγκών
παρουσιάζουν συχνά ομοιότητες στα μορφολογικά και τεχνολογικά τους χαρακτηριστικά, ώστε
δεν αποκλείεται η πιθανότητα χρήσης σκευών του ίδιου τύπου σε διαφορετικά κοινωνικά
πλαίσια (Ούρεµ - Κώτσου 1998 / 02 : 228, 231).

Τα λεπτά αγγεία, για παράδειγμα, που χαρακτηρίζονται από προσμίξεις μικρότερες των 0.5
mm (Bronitsky & Hammer 1986 : 90), δεν έχουν ιδιαίτερα πορώδη υφή, γεγονός που αυξάνει
τη σκληρότητά και την αντοχή τους σε μηχανικές πιέσεις - προς αποφυγή σπασίματος ή
διάβρωσης (Bronitsky 1989 : 590) - ώστε καθίστανται κατάλληλα για την αποθήκευση και
μεταφορά υγρών, ενώ συντελεί ταυτόχρονα στην αύξηση της θερμικής τους αγωγιμότητας,
που έχει ως επακόλουθο τη μικρή τους αντίσταση στις αλλαγές θερμοκρασίας, με αποτέλεσμα
να μην ενδείκνυνται για μαγείρεμα. Βέβαια, η σκληρότητα και η ανθεκτικότητα των αγγείων,
πέραν του πορώδους της κεραμικής τους ύλης και του πάχους των τοιχωμάτων τους,
εξαρτιόταν και από το στέγνωμα της πηλόμαζας προς διαμόρφωση, την επεξεργασία της
επιφάνειάς τους και από την όπτηση στην οποία υποβλήθηκαν (Tite et al. 2001 : 304) και ήταν
πάντα μια επιθυμητή ιδιότητα για τα κεραμικά σκεύη, ανεξάρτητα από τη λειτουργία την οποία
προορίζονταν να επιτελέσουν, καθώς βοηθούσε και συνέβαλε στη μακροβιότητά τους. Ο
«μεταλλικός» ήχος των οστράκων και οι καθαρές και οξείες ακμές των τομών τους είναι
ενδεικτικά μίας σκληρής κεραμικής.

Τα αγγεία που προορίζονταν για μαγειρική χρήση έπρεπε να είναι εύκολα διαχειρίσιμα και να
διαθέτουν τοιχώματα που ευνοούσαν την απορρόφηση θερμότητας, ώστε να μην εμποδίζεται
ο βρασμός του περιεχομένου τους. Βασικό τους γνώρισμα ήταν η χαμηλή διαπερατότητα, ώστε
να αποφεύγεται η διάχυσή του εσωτερικού τους, ιδιότητα που επιτυγχανόταν με τη
στεγανοποίηση της εσωτερικής επιφάνειας των τοιχωμάτων τους με τη χρήση οργανικών
επιχρισμάτων ή με τη μέθοδο της στίλβωσης. Τα μαγειρικά σκεύη θα έπρεπε, επίσης, να είναι
ανθεκτικά, με καλή αντίσταση στις απότομες αυξομειώσεις της θερμοκρασίας (θερμικό σοκ),
γι’ αυτό και διέθεταν, συνήθως, στρογγυλεμένους πυθμένες, απλό περίγραμμα σώματος και
λεπτά, ισόπαχα, πορώδους υφής τοιχώματα, χαρακτηριστικά που συνέβαλαν στην ομοιόμορφη
διάχυση των θερμικών πιέσεων που προέρχονταν από το εσωτερικό του περιεχομένου τους και
την επαφή τους με τη φωτιά. Πέραν των παραπάνω, βέβαια, η μορφολογία των μαγειρικών
76
αγγείων εξαρτιόταν και από πλήθος άλλων παραγόντων, όπως το είδος και η ποσότητα του
φαγητού που επρόκειτο να μαγειρευτεί σε αυτά, οι πρακτικές και ο χρόνος που απαιτούνταν
για τη συγκεκριμένη διαδικασία, η συχνότητα των γευμάτων για τα οποία θα
χρησιμοποιούνταν κ. λπ.

Τα αγγεία που προορίζονταν για τη μεταφορά και αποθήκευση υγρών, πέραν της
ανθεκτικότητας και της χαμηλής διαπερατότητας που, όπως προαναφέρθηκε, ήταν
απαραίτητες για την αποφυγή απώλειας του περιεχομένου τους, έπρεπε να διαθέτουν
συγκεκριμένα μορφολογικά χαρακτηριστικά, που θα διευκόλυναν την άρση και μεταφορά
τους. Βέβαια, όσον αφορά στα αγγεία αποθήκευσης και μεταφοράς υγρών όπως το νερό, οι
κεραμείς, ίσως επιδίωκαν την κατασκευή τοιχωμάτων πορώδους σύνθεσης, τις επιφάνειες των
οποίων κάλυπταν με ανοιχτόχρωμα επιχρίσματα, για να διατηρήσουν δροσερό το περιεχόμενό
τους, διαδικασία που είναι λογικό να υποθέσουμε πως δεν εφαρμοζόταν σε περιοχές με ψυχρό
κλίμα, καθώς, λόγω της υψηλής διαπερατότητας που θα αποκτούσαν τα κεραμικά σκεύη
εξαιτίας της, το νερό που θα πότιζε τα τοιχώματά τους θα πάγωνε, προκαλώντας, έτσι, τη
θραύση τους. Στα επιτραπέζια σκεύη που χρησιμοποιούνταν για την κατανάλωση τροφής και
υγρών, το βάρος δινόταν, κυρίως, στα οπτικά χαρακτηριστικά απόδοσης, ανάλογα με το
κοινωνικό ή ιδεολογικά και συμβολικά φορτισμένο πλαίσιο στο οποίο θα συμμετείχαν. Είναι
πολύ πιθανό, για παράδειγμα, κάποια ανοιχτά αγγεία με διακοσμημένη βάση, να
χρησιμοποιούνταν τοποθετημένα ανάποδα - ως καλύμματα - για τη προσωρινή διατήρηση της
τροφής (Μαλαμίδου 2014 : 531), λειτουργώντας, ταυτόχρονα, ως μέσο επίδειξης.

Πρέπει να σημειωθεί πως, η συνεκτίμηση των ποικίλων και διαφορετικών παραμέτρων που
επηρέαζαν τη διαδικασία παραγωγής κεραμικής είναι απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου
να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο για την κατανόηση της πολυμορφίας της. Για παράδειγμα, οι
δυσμενείς κλιματολογικές συνθήκες θα μπορούσαν να επηρεάζουν την προσβασιμότητα σε
πρώτες ύλες, τη διαθεσιμότητα της καύσιμης ύλης και τη διαδικασία στεγνώματος των αγγείων
σε συνθήκες βροχής και υγρασίας. Έπειτα, ο ρυθμός της παραγωγής των κεραμικών σκευών, η
επιθυμητή αισθητική τους, οι υπάρχουσες συνθήκες αποθήκευσης και συντήρησής τους,
καθώς και η διακίνηση, ο τρόπος μεταφοράς, ο αριθμός τους και η απόσταση για τη διανομή
τους αποτελούσαν σημαντικούς παράγοντες που συνέβαλαν στη διαμόρφωση των
77
χαρακτηριστικών τους, επηρεάζοντας τις επιλογές των αγγειοπλαστών. Βέβαια, οι παράγοντες
αυτοί είναι περισσότερο καθοριστικοί σε περιπτώσεις παραγωγής μεγάλης κλίμακας.

Βλέπουμε, λοιπόν, πως αν και το σημαντικότερο στάδιο στον «κύκλο ζωής» ενός
τεχνουργήματος ήταν αυτό της καθεαυτής χρήσης του, η διαδικασία παραγωγής και το τελικό
αποτέλεσμα προσαρμοζόταν σε μια σειρά από πρόσθετες ανάγκες. Για το λόγο αυτό το έργο
των ερευνητών που επιχειρούν να κατανοήσουν τη συνολική λειτουργία την κεραμικών
σκευών αποτελεί ένα ιδιαίτερα δύσκολο εγχείρημα.

Βάσει της μορφολογικής, τεχνολογικής και τυπολογικής ανάλυσης που αναπτύχθηκε σε


προηγούμενο κεφάλαιο, το μεγαλύτερο ποσοστό των οστράκων που καταγράφηκαν από τους
χώρους που επιλέχθηκαν για μελέτη προέρχεται από λεπτά, στιλβωμένα, ανοιχτά αγγεία, που
ανήκουν στις χρωματικές κατηγορίες των μαύρων / τεφρών, με νέφη και με καστανό και
κόκκινο επίχρισμα, ενώ ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό τους φέρει διακόσμηση. Παρ’ όλα αυτά,
φαίνεται πως το κεραμικό υλικό υπό εξέταση άνηκε στο σύνολό του σε αγγεία διαφόρων
μεγεθών και σχημάτων, ανοιχτά και κλειστά, που παρουσίαζαν μία στυλιστική ποικιλομορφία
και ήταν σε θέση να εξυπηρετήσουν και να ικανοποιήσουν ένα πλήθος αναγκών σε σχέση με
την επεξεργασία, την προετοιμασία, το σερβίρισμα, τη μεταφορά, την αποθήκευση και την
κατανάλωση τροφής και υγρών. Σύμφωνα, λοιπόν, με την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε
στα προηγούμενα κεφάλαια, μπορούμε να υποθέσουμε πως οι κάτοικοι του νεολιθικού
οικισμού των Παλιαμπέλων ήταν εξοικειωμένοι με το περιβάλλον στο οποίο ζούσαν, όντας
ικανοί να εντοπίσουν τους κατάλληλους πηλούς για την κατασκευή των κεραμικών που
επιθυμούσαν και παράλληλα διέθεταν γνώσεις και εμπειρία σχετικά με την επεξεργασία του
και τη μετέπειτα διαδικασία διαμόρφωσής τους. Είναι εμφανές πως ήταν επιμελείς όσον
αφορά στην επεξεργασία των επιφανειών των αγγείων, βάσει της υπεροχής των καλά
στιλβωμένων και επιχρισμένων οστράκων, ενώ η ποικιλομορφία των ειδών διακόσμησης θα
μπορούσε να υποδεικνύει την κοινωνική πολυπλοκότητα που επικρατούσε μεταξύ αυτών,
αλλά και μεταξύ των χρηστών των κεραμικών σκευών ή να δηλώνει επιδράσεις και επιρροές
από ανθρώπους κοντινών οικισμών με τους οποίους βρίσκονταν σε επικοινωνία.

78
Η υπεροχή των οστράκων με επιμελημένη και διακοσμημένη επιφάνεια θα μπορούσε να
αποδοθεί στην έντονη παρουσία αγγείων που προορίζονταν για την προσφορά και
κατανάλωση της τροφής, αν, φυσικά, υποθέσουμε πως η επίχριση ή η διακόσμηση είχαν
κοινωνική υπόσταση και εφαρμόζονταν σε αγγεία που βασικός σκοπός τους ήταν η έκθεση και
επίδειξή τους σε ένα ευρύ κοινό. Η παραπάνω υπόθεση ενισχύεται από πολλά παραδείγματα
οικισμών της ΜΝ περιόδου, όπου η πλειονότητα των διακοσμημένων και επιχρισμένων
αγγείων συνδέεται με την προσφορά και κατανάλωση της τροφής (Urem - Kotsou κ. ά. 2014 :
508). Μάλιστα, ήδη από το τέλος της ΑΝ περιόδου, η χρήση επιχρίσματος, κυρίως κόκκινου,
καθώς επίσης καστανού και υπόλευκου, αποτελεί ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της
κεραμικής των Παλιαμπέλων Κολινδρού - όπως των περισσοτέρων οικισμών της Βόρειας
Ελλάδας - και θεωρείται σημαντικό βήμα στην προσπάθεια βελτίωσης της υφής και του
χρωματισμού της επιφάνειας των αγγείων (Κωτσάκης 1983, Urem - Kotsou κ. ά. 2014 : 508) και
μείωσης της διαπερατότητας των τοιχωμάτων τους. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως, η
εύρεση οστράκων που φαίνεται πως ανήκαν σε επείσακτα γραπτά αγγεία επιβεβαιώνει τις
σχέσεις του οικισμού υπό μελέτη με θέσεις γεωγραφικά απομακρυσμένες και, ίσως,
υποδηλώνει μια περαιτέρω κοινωνική σημασία στην προσφορά και κατανάλωση της τροφής.

Το μεγάλο ποσοστό οστράκων με νέφη, ίσως, υποδεικνύει μια αδιαφορία των αγγειοπλαστών
για το χρωματισμό κάποιων αγγείων ή ακόμα και δυσκολίες στην όπτησή τους. Ίσως, πάλι, σε
συνδυασμό με συγκεκριμένα διαγνωστικά χαρακτηριστικά, όπως η φθορά και οι χρωματικές
αλλοιώσεις στην εσωτερική τους επιφάνεια, να αποτελεί απόδειξη της επίσης έντονης
παρουσίας αγγείων επεξεργασίας και μαγειρέματος της τροφής, γεγονός που θα επιβεβαιωθεί
μέσω χημικών αναλύσεων σε επιλεγμένα όστρακα με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Οι
προαναφερθείσες αλλοιώσεις των οστράκων θα μπορούσαν να οφείλονται στην
επαναλαμβανόμενη επαφή των αγγείων στα οποία ανήκαν με οξέα τροφών ή στη μηχανική
τους καταπόνηση κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας του περιεχομένου τους (π. χ. ανακάτεμα
του φαγητού) ή του πλυσίματός τους (Hally 1983 : 14 - 20). Τα ίχνη καπνιάς που
παρατηρήθηκαν στις εξωτερικές επιφάνειες ορισμένων βάσεων και χειλέων ίσως ήταν
αποτέλεσμα της συνεχούς επαφής των αγγείων στα οποία ανήκαν με τη φωτιά. Άλλωστε
γνωρίζουμε πως στη ΜΝ περίοδο διευρύνεται η χρήση των κεραμικών σκευών που

79
χρησιμοποιούνται συστηματικά για το μαγείρεμα και ορισμένα από αυτά διακοσμούνται με
impresso διακόσμηση (Urem - Kotsou 2016), παραδείγματα των οποίων συναντώνται στο
παρόν υλικό υπό μελέτη. Τέλος, η ύπαρξη ορισμένων κλειστών αγγείων, ίσως, συνδεόταν με το
μαγείρεμα, αν υποθέσουμε πως χρησιμοποιούνταν για το βράσιμο τροφών, διαδικασία που
δεν θα άφηνε ορατά ίχνη, αν για παράδειγμα επιτυγχανόταν με την τοποθέτηση καυτών λίθων
στο εσωτερικό τους (Urem - Kotsou 2016, Longacre 1995 : 278 - 279).

Λόγω της κατανάλωσης δημητριακών (μονόκοκκο και δίκοκκο σιτάρι, κριθάρι), οσπρίων
(φακές, μπιζέλι, ρόβι και λαθούρι), καθώς και άγριων καρπών και φρούτων, που έχει
επιβεβαιωθεί μέσω αρχαιοβοτανικών ερευνών για τους νεολιθικούς οικισμούς της Βόρειας
Ελλάδας, μπορούμε να υποθέσουμε πως, κάποια αγγεία με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά
(μεγάλο μέγεθος, κλειστό σχήμα) εξυπηρετούσαν την ασφαλή αποθήκευση της παραγωγής.
Βέβαια, η αποθήκευση τροφών θα μπορούσε να λάμβανε μέρος σε κλειστούς, εσωτερικούς
χώρους οικιών, σε λάκκους, όπως αυτοί της Αψάλου (ΜΝ περίοδος), που ήταν επιχρισμένοι με
πηλό (Χρυσοστόμου κ. ά. 2003 : 518), ή σε φθαρτά υλικά, όπως ψάθινα ή δερμάτινα καλάθια,
τα οποία είναι δύσκολο να εντοπιστούν, καθώς η διατήρησή τους είναι συνήθως ανέφικτη
λόγω περιβαλλοντικών συνθηκών. Ωστόσο, η χρήση αποθηκευτικών αγγείων (πίθοι)
επιβεβαιώνεται από τη μελέτη οικήματος στα Παλιάμπελα Κολινδρού της ΜΝ περιόδου
(Σιαμίδου 2017). Στο κεραμικό σύνολο υπό εξέταση παρατηρήθηκαν όστρακα με μεγάλο
πάχος, που ανήκαν πολύ πιθανόν σε αποθηκευτικά αγγεία και μερικά εξ αυτών έφεραν
barbotin διακόσμηση και οπές επιδιόρθωσης, πρακτική ιδιαίτερα χρήσιμη για την επιδιόρθωση
μεγάλων αγγείων, η παραγωγή των οποίων αποτελούσε δύσκολο έργο. Βέβαια, η
συγκεκριμένη πρακτική θα μπορούσε, όπως προαναφέρθηκε, να υποδηλώνει και την
κοινωνική ή ιδεολογική σημασία κάποιων αγγείων μεταφοράς και κατανάλωσης τροφής και
υγρών που, ενώ καταστράφηκαν, επιδιορθώθηκαν και συνέχισαν τον κύκλο ζωής τους
επιτελώντας πιθανόν διαφορετικό ρόλο. Τέτοια παραδείγματα οστράκων καταγράφηκαν
επίσης στο κεραμικό υλικό που μελετάται.

Λόγω, βέβαια, της μεγάλης αποσπασματικότητας του κεραμικού συνόλου υπό εξέταση και ως
εκ τούτου της έλλειψης ολόκληρων αγγείων, που έχει ως επακόλουθο την αδυναμία
υπολογισμού των αναλογιών τους αλλά και εξαγωγής απόλυτων συμπερασμάτων ως προς το
80
σχήμα τους, καθώς επίσης εξαιτίας του μη καθορισμένου, χρονολογικά και χωροταξικά,
πλαισίου στα οποίο βρέθηκαν, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε όσον αφορά στη χρήση τους
είναι υποθέσεις.

5. 2 Πιθανές λειτουργίες των εξεταζόμενων ανοιχτών χώρων

Όπως έχει αναφερθεί, η ποικιλομορφία των αποθέσεων του υλικού πολιτισμού μπορεί να είναι
αποτέλεσμα τυχαίων, ασυνείδητων διαδικασιών, που δε διέπονταν από κάποιο είδος
σκοπιμότητας, γεγονός που, βέβαια, δε συνεπάγεται την απουσία σημασίας των αποθέσεων
αυτών (Garrow 2012 : 110 - 111) και δεν πρέπει να αποθαρρύνει την προσπάθεια των
ερευνητών όσον αφορά στην ερμηνεία τους. Στην προσπάθεια αυτή, βασικό ρόλο έχει η
προσέγγιση της βιογραφίας των παραγώγων του υλικού πολισμού που αποκαλύπτονται στις
διάφορες αποθέσεις (Kopytoff 1986) και η κατανόηση των σχέσεων που διαμορφώνονταν
μεταξύ των παραγώγων αυτών και των ατόμων που τα χρησιμοποιούσαν. Βέβαια, η εκάστοτε
μελέτη ενός συνόλου αντικειμένων πρέπει να συνοδεύεται από την ερμηνεία του πλαισίου
συνάφειάς (context) του (Bourdieu 1977 : 93), της σχέσης του, δηλαδή, με τις υπόλοιπες
κατηγορίες αρχαιολογικών ευρημάτων που βρέθηκαν σε συνάρτηση με αυτό, η οποία βοηθά
στην κατανόηση των πραγματικών διαστάσεων της χρήσης των αντικειμένων του
συγκεκριμένου συνόλου και στην καλύτερη ερμηνεία της αποθετικής τους ιστορίας.

Όπως προαναφέρθηκε, τα όστρακα υπό μελέτη συλλέχθηκαν από εξωτερικούς, ανοιχτούς,


λιθόστρωτους και μη, χώρους, οι οποίοι βρίσκονταν σε άμεση συνάφεια με οικίες και
περιλάμβαναν λάκκους, τροφοπαρασκευστικές κατασκευές, εστίες και ένα πλήθος ευρημάτων
όπως οστά, όστρεα και λίθινα εργαλεία. Αν και δεν έχουν διενεργηθεί μελέτες για τα
συγκεκριμένα σύνολα υλικών αντικειμένων, ώστε να μπορεί να διαμορφωθεί μια πληρέστερη
εικόνα σχετικά με το πλαίσιο συνάφειας (context) της κεραμικής που εξετάζεται στην παρούσα
διατριβή, παρ’ όλα αυτά μπορούμε να κάνουμε κάποιες υποθέσεις για τη λειτουργία των
ανοιχτών χώρων με βάση τα παρόντα δεδομένα, αλλά και τα παραδείγματα που διαθέτουμε
από μελέτες άλλων σύγχρονων οικισμών με αυτόν των Παλιαμπέλων.

81
Μία βασική λειτουργία των εξωτερικών χώρων υπό εξέταση θα μπορούσε να ήταν αυτή του
τόπου συνάθροισης των μελών ενός ή περισσοτέρων νοικοκυριών με σκοπό την κοινή
κατανάλωση τροφής. Με βάση την εύρεση εστιών, τροφοπαρασκευαστικών κατασκευών και
πλήθους οστών ζώων, σε συνδυασμό με το μεγάλο ποσοστό των ανοιχτών, λεπτών,
στιλβωμένων, επιχρισμένων και διακοσμημένων οστράκων (βλ. παραπάνω ανάλυση) που
πιθανώς προέρχονταν από αγγεία προσφοράς και κατανάλωσης, μπορούμε να υποθέσουμε
πως, οι κάτοικοι του συγκεκριμένου νεολιθικού οικισμού, αφού προετοίμαζαν το φαγητό τους,
στη συνέχεια το μοιράζονταν σε κοινά γεύματα στα οποία, μέσω της μεταξύ τους
αλληλεπίδρασης, διαμόρφωναν τις κοινωνικές τους ταυτότητες. Η ύπαρξη, λοιπόν, πολύ καλής
ποιότητας διακοσμημένων επιτραπέζιων σκευών υποδηλώνει τον πολύ σημαντικό ρόλο που
κατείχε η δημόσια κατανάλωση τροφής σε ενδοκοινοτικό ή ακόμα και διακοινοτικό επίπεδο
(Halstead 2004 : 151). Βέβαια, η έννοια της συλλογικής κατανάλωσης δεν αναφέρεται μόνο σε
μεγάλα δημόσια γεύματα και γιορτές, αλλά και στο μοίρασμα τροφής μεταξύ ορισμένων
μικρών ομάδων ή νοικοκυριών. Η ομαδική κατανάλωση μπορεί να συνέβαινε με σκοπό την
υποκίνηση της αγροτικής παραγωγής, για την αύξηση του αγροτικού πλεονάσματος σε
περιόδους ανασφάλειας, ή για λόγους επίδειξης του περισσεύματος από τους οικοδεσπότες
προς τους φιλοξενούμενους, μέθοδοι, δηλαδή, που εμπίπτουν στο εύρος πρακτικών και
πολιτικών σκοπιμοτήτων (Dietler 2001 : 73, Hayden 2001 : 44) και δεν μπορούν να
επιβεβαιωθούν αρχαιολογικά.

Έπειτα, η ανάλυση του κεραμικού συνόλου υπό εξέταση, σε συνδυασμό με τη μεγάλη


αποσπασματικότητα που το χαρακτηρίζει και την ποικιλομορφία των αρχαιολογικών
ευρημάτων (π. χ. λίθινα εργαλεία, μυλόπετρες κ. λπ.) που αποκαλύφθηκαν σε άμεση συνάφεια
με αυτό, θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν στο να υποθέσουμε ότι οι ανοιχτοί χώροι υπό
μελέτη λειτουργούσαν και ως εργαστηριακοί ή χώροι επεξεργασία της τροφής. Ίσως υπήρχε
μεγάλη ανάγκη παραγωγής λεπτών κεραμικών σκευών κατανάλωσης, που οφειλόταν σε
σπασίματα ή δυσλειτουργία τους, εξαιτίας της συνεχούς χρήσης τους (Vuković 2010 : 13 - 14)
και είναι πολύ πιθανό όστρακα από τα κατεστραμμένα αυτά αγγεία να χρησιμοποιούνταν
δευτερογενώς ως εργαλεία για το σχηματισμό νέων (Vuković 2010 : 14). Βέβαια, οι απόπειρες
κατασκευής αγγείων και τα αποτυχημένα κεραμικά σκεύη δεν είναι εύκολο να αναγνωριστούν.

82
Παρ’ όλα τα παραπάνω, η εικόνα που διαθέτουμε για τους συγκεκριμένους χώρους μας οδηγεί
στο συμπέρασμα ότι λειτουργούσαν, κατά κύριο λόγο, ως απορριμματικοί. Όσον αφορά στην
απόρριψη των αγγείων αυτή αποτελεί μέρος της βιογραφίας τους και ορίζεται πολιτισμικά ως
απλή διαχείριση των καθημερινών απορριμμάτων ή ως έκφραση συμβολικών δομών (π. χ.
σκόπιμη συσσώρευση). Βέβαια, η μελέτη κεραμικών συνόλων από χώρους απόρριψης ή άλλες
διαταραγμένες αποθέσεις βασίζεται πολλές φορές σε δεδομένα της εθνοαρχαιολογίας, που
ασχολείται με την άμεση παρατήρηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και τη συνολική
(τεχνολογική και κοινωνική / ιδεολογική) λειτουργία των αντικειμένων σε ένα κοινωνικό
σύστημα, αλλά και της πειραματικής αρχαιολογίας, που εξετάζει κυρίως ζητήματα που
αφορούν στη χρήση των αντικειμένων, αναλογικά με τον τρόπο κατασκευής και τα
μορφολογικά τους χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, σύμφωνα με εθνογραφικές έρευνες, η
θραύση - με επακόλουθο την απόρριψη - των αγγείων θα μπορούσε να οφείλεται σε τυχαίο
γεγονός, όπως σε αστοχία μεταφοράς τους, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις θα μπορούσε να
ήταν σκόπιμη και να συνέβαινε για ιδεολογικούς ή και πρακτικούς λόγους, όπως για
παράδειγμα την εξαγωγή του εσωτερικού τους περιεχομένου. Τέτοιου είδους αγγεία θα
μπορούσαν να αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία κεραμικών σκευών, που δημιουργήθηκαν για το
συγκεκριμένο σκοπό, ώστε η θραύση ήταν και το σημαντικότερο μέρος της λειτουργίας και
βιογραφίας τους.

Η διαχείριση των υλικών αντικειμένων που ολοκλήρωσαν τον κύκλο ζωής τους αποτελεί
αναμφίβολα µια πρακτική με κοινωνικό περιεχόμενο, καθώς τα αντικείμενα αυτά, αν και
έφθασαν να αντιμετωπίζονται ως απορρίμματα, κάποια στιγμή έφεραν νοήματα και
συνδέονταν με γεγονότα και μνήμες (Martin & Russel 2000, Needham & Spence 1997). Για το
λόγο αυτό, οι χώροι απόθεσής τους πρέπει να αντιμετωπίζονται ως κοινωνικά πεδία, όπου οι
άνθρωποι αλληλεπιδρούσαν και διαμόρφωναν τις κοινωνικές τους ταυτότητες. Τα οργανικά
υλικά, τα οστά, οι στάχτες και τα μικρά κεραμικά όστρακα αποτελούσαν τα πιο συνηθισμένα
προϊόντα απόρριψης ενός νεολιθικού νοικοκυριού που, ίσως αποθέτονταν αρχικά στο κέντρο
του οικήματος, γύρω από την εστία, και με το συνεχή καθαρισμό τους κατέληγαν στους
εξωτερικούς χώρους. Αντικείμενα τα οποία είχαν κάποια ιδιαίτερη αξία και σημασία ή υπήρχε
περίπτωση να επαναχρησιμοποιηθούν (π. χ. σπασμένα κεραμικά σκεύη) θα μπορούσαν να

83
κρατούνται για απροσδιόριστες περιόδους, σε δευτερογενείς χώρους απόρριψης, δηλαδή στο
εσωτερικό των σπιτιών ή σε συγκεκριμένα μέρη στο εξωτερικό τους, με την προοπτική να
ανακυκλωθούν ή να επισκευαστούν και αποκαλύπτονται συνήθως σε συγκεντρώσεις, με μια
ορισμένη διάταξη. Στις περιπτώσεις αυτές, είναι λογικό πως, από τη στιγμή απόθεσής τους, τα
παραπάνω αντικείμενα ήταν ευάλωτα σε επιπλέον σπασίματα και αλλοιώσεις, λόγω καιρικών
συνθηκών, ατυχημάτων ή ακόμα και της μεταχείρισής τους ως παιχνίδια από παιδιά ή ζώα.
Μετέπειτα, βέβαια, αν ο χώρος αποθήκευσής τους ήταν περιορισμένος, οι κάτοικοι πολύ
πιθανόν τα μετέφεραν σε κάποιο άλλο μέρος (δρόμοι, ρυάκια, φράκτες, λάκκοι), που
αποτελούσε και τον τελικό χώρο απόρριψής τους.

Ίσως οι νεολιθικοί απέθεταν ορισμένα υλικά αντικείμενα που σταματούσαν να χρησιμοποιούν


σε συγκεκριμένους χώρους με συμβολικό χαρακτήρα ή διενεργούσαν την σκόπιμη θραύση
τους, με σκοπό το συμβολικό προσδιορισμό τους. Μια τέτοια πράξη θα μπορούσε να
χαρακτηριστεί τελετουργική, αν όντως ξέφευγε από το πλαίσιο της καθημερινότητας και δεν
κινούνταν στη σφαίρα των συνηθισμένων τρόπων έκφρασης και συμπεριφορών που
χαρακτήριζαν την εκάστοτε κοινωνία που την εφάρμοζε. Βέβαια, οι υποτιθέμενες
τελετουργικές / συμβολικές, αλλά και οι πιο καθημερινές διαδικασίες απόρριψης υπάκουαν σε
κοινωνικές και πολιτισμικές αρχές (Hill 1995 : 16, Moore 1986, Whittle et al. 1999 : 355) και η
κατανόηση τους αποτελεί πολύ δύσκολο έργο για την έρευνα.

Βάσει, λοιπόν, της μεγάλης αποσπασματικότητας και διάβρωσης του καταγεγραμμένου


υλικού, καθώς και της διασποράς των λοιπών ευρημάτων που αποκαλύφθηκαν στους
ανοιχτούς χώρους υπό μελέτη, είναι πολύ λογικό να υποθέσουμε πως οι κάτοικοι του
νεολιθικού οικισμού των Παλιαμπέλων θα μπορούσαν να εκμεταλλεύονται τους
συγκεκριμένους χώρους για την απόρριψη αντικειμένων που σταμάτησαν να χρησιμοποιούν ή
απέτυχαν να τα διαμορφώσουν όπως ήθελαν κατά τη διάρκεια της κατασκευαστικής τους
διαδικασίας.

Στους νεολιθικούς οικισμούς που έχουν μελετηθεί, μεγάλες συγκεντρώσεις συγκεκριμένων


ειδών απορριμμάτων προέρχονται, συνήθως, από περιοχές που χρησιμοποιούνταν ως
εργαστηριακοί χώροι, ενώ αυξημένη διασπορά τους συναντάται σε περιοχές δευτερογενούς

84
απόρριψης, καθώς σε αυτές κατέληγαν αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν σε ένα σύνολο
δραστηριοτήτων (Kacerik 2002 : 12, Schiffer 1983 : 685 - 686). Πρέπει, μάλιστα, να σημειωθεί,
πως η σταδιακή εγκατάλειψη ενός οικισμού έχει ως επακόλουθο την απουσία πλήθους
ευρημάτων, τα οποία, σε περιπτώσεις ξαφνικής εγκατάλειψης (π. χ. λόγω πυρκαγιάς), θα ήταν
παρόντα σε μεγάλες ποσότητες και καλή σχετικά κατάσταση, ενώ θα προέρχονταν, κατά κύριο
λόγο, από περιοχές απόρριψης (Kacerik 2002 : 12).

Η αποκωδικοποίηση, λοιπόν, των μοτίβων παρόμοιων - με τις παραπάνω - αρχαιολογικών


αποθέσεων και η ανάγνωση της ιστορίας των υλικών καταλοίπων που αποκαλύπτονται σε
αυτές αποτελεί ένα βασικό στόχο των αρχαιολόγων που επιθυμούν να προσεγγίσουν και να
κατανοήσουν το προϊστορικό παρελθόν. Βέβαια, τα μοτίβα που εντοπίζονται και
αναγνωρίζονται στα κατάλοιπα του υλικού πολιτισμού των συγκεκριμένων αποθέσεων μπορεί
να μην είναι πάντα αποτέλεσμα σκοπιμότητας, αλλά τυχαίων διαδικασιών, που οδήγησαν στη
δημιουργία διαφοροποιήσεων, γεγονός που δυσκολεύει πολύ περισσότερο το έργο των
ερευνητών. Παρόλα αυτά, στην παρούσα μελέτη έγινε μια προσπάθεια απόδοσης ερμηνειών
και προσέγγισης των λειτουργιών των ανοιχτών χώρων υπό εξέταση που βασίστηκαν στη
μορφολογική, τυπολογική και ταφονομική ανάλυση της κεραμικής που αποκαλύφθηκε σε
αυτούς και στο πλήθος υλικών αντικειμένων που βρέθηκε σε άμεση συνάφεια με αυτή.
Σίγουρα, οι μελέτες των συγκεκριμένων αντικειμένων θα συμβάλλουν σημαντικά στην εξαγωγή
πιο ολοκληρωμένων συμπερασμάτων σχετικά με το θέμα της παρούσας διατριβής.

85
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

86
Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία

Ammerman, A. J. & P. Biagi (2003) “The Widening Harvest. The Neolithic Transition in Europe :
Looking Back, Looking Forward”, Archaeological Institute of America Colloquia & Conference
Papers vol. 6, Boston, MA : Archaeological Institute of America.

Andreou, S., M. Fotiades & K. Kotsakis (1996) “Review of Aegean Prehistory V : The Neolithic
and Bronze Age of Northern Greece”, American Journal of Archaeology 100 (3), pp. 537 - 597.

Andreou, S., M. Fotiades & K. Kotsakis (2001) “Review of Aegean Prehistory V : The Neolithic
and Bronze Age of Northern Greece”, in, T. Cullen (ed.), Aegean Prehistory. A Review, American
Journal of Archaeology Supplement 1, Boston: Archaeological Institute of America, pp. 259 - 327.

Andreou, S & K. Kotsakis (1994) “Prehistoric Rural Communities in Perspective : The Langadas
Survey Project”, in, P. Doulelis and L. Mendoni (eds.), Structures Rurales et Sociétés Antiques,
Paris : Annales Littéraires de l’ Université de Besancon, pp. 17 - 25.

Andreou, S. & K. Kotsakis (1999) “Counting People in an Artifact Poor Landscape. The Langadas
Case, Macedonia, Greece”, in, J. Bintliff and K. Sbonias (eds.), Restructuring Past Population
Trends in Mediterranean Europe (3000 B.C. - A.D. 1800), Oxbow Books, Oxford, pp. 35 - 43.

Arnold, D. E. (1985) “Ceramic Theory and Cultural Process (New Studies in Archaeology)”
Cambridge, New York : Cambridge University Press.

Barnett, W. K. & J. W. Hoopes (1995) “The Emergence of Pottery : Technology and Innovation in
Ancient Societies”, Smithsonian Institution Press, Volume 71, Washington D. C., June 1997, pp.
494 - 497.

Binford, L. (1986) “In Pursuit of the Future”, in D. F. D. J. Meltzer and J. A. Sabloff (eds.),
American Archaeology, Past and Future, Smithsonian Institution Press, Washington D. C., pp.
459 - 479.

Bintliff, J. (2012) “The Complete Archaeology of Greece : From Hunter - Gatherers to the 20th
Century A. D.”, Malden, MA, Oxford and Whichester : Wiley - Blackwell.

87
Blinkhorn, P. (1997) "Habitus, Social Identity and Anglo - Saxon Pottery", in, C. G. Cumberpatch
& P. W. Blinkhorn (eds.), Not so much a Pot More a Way of Life. Current Approaches to Artifact
Analysis in Archaeology, Oxford : Oxbow Books, pp. 113 - 124.

Boardman, S. & G. Jones (1990) “Experiments on the Effects of Charring on Cereal Plant
Components”, Journal of Archaeological Science 17 (1), pp. 1 - 11.

Bogucki, P. (1996) “The Spread of Early Farming in Europe”, Princeton University, Princeton, NJ.

Bourdieu, P. (1977) “Outline of a Theory of Practice”, Cambridge Studies in Social Anthropology,


Cambridge : Cambridge University Press.

Bradley, R. (1991) “Ritual, Time and History”, World A 23 (2), pp. 209 - 219.

Braun D. P. (1983) “Pots as Tools”, in, A. Keene and J. Moore (eds.), Archaeological Hammers
and Theories, Academic Press, New York, pp. 107 - 134.

Bronitsky G. (1989) “Pottery Technology : Ideas and Approaches”, G. Bronitsky (ed.), Westview
Press, Boulder, Colorado.

Bronitsky G. & R. Hamer (1986) “Experiments in Ceramic Technology : The Effects of Various
Tempering Materials on Impact and Thermal Shock Resistance”, American Antiquity 51 (1), pp.
89 - 101.

Broodbank, C. (2006) “The Origins and Early Development of Mediterranean Maritime Activity”,
Journal of Mediterranean Archaeology 19, pp. 199 - 230.

Chapman, J. & B. Gaydarska (2006) “Does Enclosure Make a Difference? A View from the
Balkans” in, A. Harding, S. Sievers and N. Venclová (eds.), Enclosing the Past. Inside and Outside
in Prehistory, J. R. Collis Publications, pp. 20 - 43.

Colledge, S., J. Conolly, & S. Shennan (2004) “Archaeobotanical Evidence for the Spread of
Farming in the Eastern Mediterranean”, Current Anthropology 45, pp. 35 - 58.

88
David, N., J. Sterner & K. Gavua (1988) “Why Pots Are Decorated”, in, Current Anthropology, vol.
29 (3), June 1988, pp. 365 - 389.

Demoule, J. P. & C. Perlès (1993) “The Greek Neolithic : A New Review”, Journal of World
Prehistory 7 (4), pp. 355 - 416.

Dietler, M. (2001) “Theorizing the Feast : Rituals of Consumption, Commensal Politics, and
Power in African Contexts” in, Μ. Dietler and Β. Hayden (eds.), Feasts. Archaeological and
Ethnographic Perspectives on Food, Politics and Power, Washington and London : Smithsonian
Institution Press, pp. 65 - 114.

Dietler, M. & I. Herbich (1998) “Habitus, Techniques, Style : An Integrated Approach to the
Social Understanding of Material Culture and Boundaries”, in, M. T. Stark (ed.), The Archaeology
of Social Boundaries, Washington D. C., Smithsonian Institution Press, pp. 232 - 263.

Dimoula, A., A. Pentedeka & K. Filis (2012) “Lete I. The Pottery of a Neolithic Site in Central
Macedonia 100 Years After”, in, E. Stefani, N. Merousis and A. Dimoula (eds.), A Century of
Research in Prehistoric Macedonia 1912 - 2012, International Conference Proceedings,
Archaeological Museum of Thessaloniki 22 - 24 November 2012, Edition : No 22, Publisher :
Archaeological Museum of Thessaloniki, pp. 491 - 503.

Dobres, M. A. (1999) “The Social Dynamics of Technology : Practice, Politics and World Views”,
Smithsonian Institution Press, Washington and London.

Dobres, M. A. (2000) “Technology and Social Agency Outlining a Practice Framework for
Archaeology”, Blackwell.

Dobres, M. A. & Chr. R. Hoffman (1994) “Social Agency and the Dynamics of Prehistoric
Technology”, Journal of Archaeological Method and Theory 1 (3), pp. 211 - 258.

Dobres, M. A. & J. E. Robb (2000) “Agency in Archaeology. Paradigm or Platitude?” in, M. A.


Dobres and J. E. Robb (eds.), Agency in Archaeology, London, New York : Routledge, pp. 3 - 17.

89
Düring, B. S. & A. Marciniak (2006) “Households and Communities in the Central Anatolian
Neolithic”, Archaeological Dialogues 12 (2), pp. 165 - 187.

Fotiadis, M. (1985) “Economy, Ecology and Settlement among Subsistence Farmers in the Serres
Basin, Northeastern Greece, 5000 - 1000 B. C.”, doctoral thesis, Indiana University.

French, D. (1967) “Index of Prehistoric Sites in Central Macedonia and Catalogue of Sherd
Material”, University of Thessaloniki.

Garrow, D. (2012) “Discussion Article - Odd Deposits and Average Practice. A Critical History of
the Concept of Structured Deposition”, Archaeological Dialogues 19 (2), Cambridge University
Press, pp. 85 - 115.

Gheorghiu, D. (2009) “Early Farmers, Late Foragers and Ceramic Traditions : On the Beginning of
Pottery in the Near East and Europe”, Newcastle upon Tyne, Cambridge Scholars Publishing.

Ghilardi, M., E. Fouache, F. Queyrel, G. Syrides, K. Vouvalidis, S. Kunesch, M. Styllas, S. Stathis


(2008) “Human Occupation and Geomorphological Evolution of the Thessaloniki Plain (Greece)
since Mid Holocene”, Journal of Archaelogical Science 35, pp. 111 - 125.

Gibson, A. & A. Woods (1990) “Prehistoric Pottery for the Archaeologist”, Leicester University
Press.

Gosselain, O. P. (1992) “Bonfire of the Enquiries. Pottery Firing Temperatures in Archaeology :


What For?”, Journal of Archaeological Science 19, pp. 243 - 259.

Gosselain, O. P. (1998) “The Social and Technical Identity in a Clay Crystal Ball”, in, M. T. Stark
(ed.), Archaeology of Social Boundaries, Washington D. C., Smithsonian Institution Press, pp. 78 -
106.

Hally, D. J. (1983) “Use Alteration of Pottery Vessel Surfaces : an Important Source of Evidence
for the Identification of Vessel Function”, North American Archaeologist 4 (1), pp. 3 - 26.

90
Halstead, P. (1981) “Counting Sheep in Neolithic and Bronze Age Greece”, in, I. Hodder, G. Isaac
and N. Hammond (eds.), Patterns of the Past : Studies in Honor of David Clarke, Cambridge :
Cambridge University Press, pp. 307 - 339.

Halstead, P. (1984) “Strategies for Survival : an Ecological Approach to Social and Economic
Change in Early Farming Communities in Thessaly, N. Greece”, Ph. D. thesis, University of
Cambridge, Department of Archeology.

Halstead, P. (1989) “The Economy Has a Normal Surplus : Economic Stability and Social Change
Among Early Farming Communities in Thessaly, Greece”, in, P. Halstead and J. O’ Shea (eds.),
Bad Year Economics. Cultural Responses to Risk and Uncertainty, Cambridge : Cambridge
University Press, pp. 66 - 80.

Halstead, P. (1994) “The North - South Divide : Regional Paths to Complexity in Prehistoric
Greece”, in, C. Mathers and S. Stoddart (eds), Development and decline in the Mediterranean
Bronze Age, Sheffield Archaeological Monographs 8, Sheffield : J. R. Collis Publication, pp. 195 -
219.

Halstead, P. (1995) “From Sharing to Hoarding : the Neolithic Foundations of Aegean Bronze Age
Society?”, in, R. Laffineur and W. D. Niemeier (eds), Politeia. Society and State in the Aegean
Bronze Age, Aegeum 12, Liège : University of Liège, pp. 11 - 20.

Halstead, P. (1996) “The Development of Agriculture and Pastoralism in Greece : When, How,
Who and What”, in, D. R. Harris (ed.), The Origins and Spread of Agriculture and Pastoralism in
Eurasia, London : University College London Press, pp. 296 - 309.

Halstead, P. (1999) “Neighbours From Hell? The Household in Neolithic Greece”, in, P. Halstead
(ed.), Neolithic Society in Greece, Sheffield : Sheffield Academic Press, pp. 77 - 95.

Halstead, P. (2004) “Farming and Feasting in the Neolithic of Greece : the Ecological Context of
Fighting with Food”, Documenta Praehistorica XXXI, pp. 151 - 161.

91
Halstead, P. (2005) “Resettling the Neolithic : Faunal Evidence for Seasons of Consumption and
Residence at Neolithic Sites in Greece” in, D. Bailey, A. Whittle and V. Cummins (eds.)
(Un)settling the Neolithic, pp. 38 - 50.

Halstead, P. (2006) “What is Ours is Mine? Village and Household in Early Farming Society in
Greece”, G. H. Kroon Memorial, Lecture 28, Amsterdam : University of Amsterdam.

Halstead, P. (2012) “Feast, Food and Fodder in Neolithic - Bronze Age Greece. Commensality
and the Construction of Value”, in, S. Pollock (ed.) Between Feasts and Daily Meals Toward an
Archaeology of Commensal Spaces, eTopoi, Journal for Ancient Studies, Special Volume 2, Berlin
: Exzellenzcluster 264 Topoi, pp. 21 - 51.

Halstead, P. & K. Kotsakis (2001) “Paliambela, Archaeological Reports for 2000 - 2001”, pp. 93 -
94.

Halstead, P. & K. Kotsakis (2002) “Paliambela. Archaeological Reports for 2001 - 2002”, Society
for the Promotion of Hellenic Studies and the British School at Athens, pp. 80.

Halstead, P. & K. Kotsakis (2003) “Paliambela. Archaeological Reports for 2002 - 2003”, Society
for the Promotion of Hellenic Studies and the British School at Athens, pp. 66.

Halstead, P. & K. Kotsakis (2005) “Paliambela. Archaeological Reports for 2004 - 2005”, Society
for the Promotion of Hellenic Studies and the British School at Athens, pp. 78.

Halstead, P. & K. Kotsakis (2006) “Paliambela. Archaeological Reports for 2004 - 2005”, Society
for the Promotion of Hellenic Studies and the British School at Athens, pp. 91.

Hayden, B. (2001) “Fabulous Feasts : A Prolegomenon to the Importance of Feasting” in, M.


Dietler and B. Hayden (eds), Feasts. Archaeological and Ethnographic Perspectives on Food,
Politics, and Power, Washington and London : Smithsonian Institution Press, pp. 23 - 64.

Hegmon, M. (1998) “Technology, Style and Social Practices : Archaeological Approaches”, in, M.
T. Stark (ed.), The Archaeology of Social Boundaries, Smithsonian Institution Press, Washington
and London, pp. 264 - 279.

92
Henrickson, E. F. & M. M. A. McDonald (1983) “Ceramic Form and Function : An Ethnographic
Search and an Archeological Application”, American Anthropologist 85 (3), pp. 630 - 643.

Heurtley, W. (1939) “Prehistoric Macedonia. An Archaeological Reconnaissance of Greek


Macedonia (West of Struma) in the Neolithic, Bronze and Early Iron Ages”, Cambridge University
Press, Cambridge.

Hill, J. D. (1995) “Ritual and Rubbish in the Iron Age of Wessex. A Study on the Formation of a
Specific Archaeological Record”, Tempus Reparatum, BAR British Series 242, Oxford, British
Archaeological Reports.

Hodder, I. (1982) “Symbols in Action, Ethnoarchaeological Studies of Material Culture”,


Cambridge University Press.

Hodder, I. (1986) “Reading the Past”, Cambridge University Press, Cambridge.

Hodder, I. (1991) “Reading the Past : Current Approaches to Interpretation in Archaeology”, 2nd
edition, Cambridge : Cambridge University Press.

Hodder, I. (1995) “Material Culture in Time”, in, I. Hodder and M. Shanks (eds), Interpreting
Archaeology, London and New York, pp. 164 - 168.

Hodder, I. & S. Hutson (2010) “Διαβάζοντας το Παρελθόν. Τρέχουσες Ερμηνευτικές


Προσεγγίσεις στην Αρχαιολογία”, Μετάφραση Ν. Κούρκουλος, 2η ελληνική έκδοση, Αθήνα :
Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.

Horejs, B., B. Milic, F. Ostmann, U. Thanheiser, B. Weninger & A. Galik (2015) “The Aegean in the
Early 7th Millennium BC : Maritime Networks and Colonization”, Journal of World Prehistory 28
(4).

Johnson, M. (1999) “Archaeological Theory. An Introduction” Malden, Oxford, Carlton: Blackwell


Publishing.

Jones, A. (2002) “Archaeological Theory and Scientific Practice”, Cambridge: Cabridge University
Press.

93
Jones, A. & R. Bradley (1999) “The Significance of Color in European Archaeology”, Cambridge
Archaeological Journal, 9 (1), pp. 112 - 114.

Jones, R. E. (1986) “Identification of Materials Carried by Ceramic Vessels”, in, R. E. Jones (ed.),
Greek and Cypriot Pottery : a Review of Scientific Studies, British school at Athens Fitch
Laboratory Occasional Paper No 1, Athens, Greece, pp. 839 - 847.

Kacerik, A. (2002) “Pottery on a Neolithic Site and Problems with its Interpretation”,
Department of Archaeology and Ancient History, Uppsala University.

Kilikoglou, V., Y. Bassiakos, R. C. Doonan & J. Stratis, (1997) “NAA and ICP Analysis of Obsidian
from Central Europe and the Aegean : Source Characterization and Provenance Determination”,
Journal of Radioanalytical and Nuclear Chemistry 216, pp. 87 - 93.

Knapp, A. B. (1992) “Archaeology and Annales : Time, Space and Change”, in, A. B. Knapp (ed.),
Archaeology, Annales and Ethnohistory, Cambridge University Press, Cambridge, pp. 1 - 21.

Knappett, C., L. Malafouris & P. Tomkins (2010) “Ceramics as Containers”, in, D. Hicks and M.
Beaudry (eds.), The Oxford Handbook of Material Culture Studies, Oxford : Oxford University
Press, pp. 588 - 612.

Kopytoff, I. (1986) “The Cultural Biography of Things : Commoditization as Process”, in, A.


Appadurai (ed.), The Social Life of Things, Cambridge University Press, Cambridge, pp. 64 - 91.

Kotsakis, K. (1999) “What Tells Can Tell : Social Space and Settlement in the Greek Neolithic”, in,
P. Halstead (ed.), Neolithic Society in Greece, Sheffield Studies in Aegean Archaeology 2,
Sheffield, Sheffield Academic Press, pp. 66 - 76.

Kotsakis, K. (2001) “Mesolithic to Neolithic in Greece. Continuity, Discontinuity or Change of


Course?”, Documenta Praehistorica 28, pp. 63 - 78.

Kotsakis, K. (2003) “From the Neolithic Side : the Mesolithic / Neolithic Interface in Greece” in
N. Galanidou and C. Perlès (eds.), The Greek Mesolithic : Problems and Perspectives, London :
British School at Athens Studies, pp. 217 - 21.

94
Kotsakis, K. (2005) “Across the Border : Unstable Dwellings and Fluid Landscapes in the Earliest
Neolithic of Greece”, in, D. Bailey, A. Whittle and V. Cummings (eds.), (Un) settling the Neolithic,
Oxford, Oxbow Books, pp. 8 - 15.

Kotsakis, K. (2006) “Settlement of Discord : Sesklo and the Emerging Household”, in, N. Tasić
and C. Grozdanov (eds.), Homage to Milutin Garašnin, Belgrade, Serbian Academy of Sciences
and Arts, pp. 207 - 220.

Kotsakis, K. (2009) “The Neolithic Settlement : Space of Production and Ideology”, in, A. P.
Lagopoulos (ed.), A History of the Greek City, Oxford Archaeopress.

Kotsakis, K. (2014) “Domesticating the Periphery. New Research into the Neolithic of Greece.”,
Pharos 20 (1), pp. 41 - 73.

Kotsakis, K. (2018) “Eating Out : Food and Social Context in the Early Neolithic of Greece”, in, M.
Ivanova, B. Atanassov, V. Petrova, T. Desislava and P. W. Stockhammer (eds.), Social Dimensions
of Food in the Prehistoric Balkans, Oxford : Oxbow.

Kotsos, S. (2012) “Settlement and Housing during the 6th Millennium BC in Western
Thessaloniki and the Adjacent Langadas Province”, in, E. Stefani, N. Merousis and A. Dimoula
(eds.), A Century of Research in Prehistoric Macedonia 1912 - 2012, International Conference
Proceedings, Archaeological Museum of Thessaloniki 22 - 24 November 2012, Edition : No 22,
Publisher : Archaeological Museum of Thessaloniki, pp. 315 - 322.

Kotsos, S. & D. Urem - Kotsou (2006) “Filling in the Neolithic Landscape of Central Macedonia,
Greece”, in, N. Tasid and C. Grozdanov (eds.), Homage to Milutin Garasanin, Belgrade, Serbian
Academy of Science and Arts, pp. 193 - 205.

Krahtopoulou, A. (2001) “Late Quaternary Alluvial History of Northern Pieria, Macedonia,


Greece”, Unpublished doctoral dissertation, University of Sheffield, Department of Archaeology
and Prehistory.

Kristiansen, K. (1984) “Ideology and Material Culture : an Archaeological Perspective”, Marxist


Perspectives in Archaeology, pp. 72 - 100.

95
Kuijt, I. (2002) “Near Eastern Neolithic Research : Directions and Trends”, in, I. Kuijt (ed.), Life in
Neolithic farming Communities, Social Organization, Identity and Differentiation, pp. 311 - 322.

Lechtman, H. (2006) [1977] “Style in Technology : Some Early Thoughts”, in, H. Lechtman and R.
Merrill (eds.), Material Culture : Styles, Organization and Dynamics of Technology. Proceedings
of the American Ethnological Society for 1975, West Publishing Company, pp. 3 - 20, republished
in, H. Morphy and M. Perkins (eds.), The Anthropology of Art : A Reader (2006), Blackwell
Publishing, pp. 270 - 279.

Leeuw, S. van der (1993) “Giving the Potter a Choice. Conceptual Aspects of Pottery
Techniques”, in, P. Lemonnier (ed.), Technological Choices. Transformation in Material Cultures
since the Neolithic, London & New York : Routledge, pp. 238 - 288.

Lemonnier, P. (1986) “The Study of Material Culture Today : Toward an Anthropology of


Technical Systems”, Journal of Anthropological Archaeology 5, pp. 147 - 186.

Lemonnier, P. (1993) “Introduction”, in, P. Lemonnier (ed.), Technological Choices :


Transformation in Material Cultures since the Neolithic, London, New York : Routledge, pp. 1 -
35.

Libšer, I. & F. Vilert (1967) “Tehnologija Keramike”, Beograd: Umetnička akademija.

Longacre, W. A. (1995) “Why Did They Invent Pottery Anyway?”, in, W. K. Barnett and J. Hoopes
(eds.), The Emergence of Pottery, Technology and Innovation in Ancient Societies, Smithsonian
Institution Press, pp. 277 - 280.

Mahias, M. C. (1993) “Pottery Techniques in India : Technical Variants and Social Choice”, in, P.
Lemonier (ed.), Technological Choices : Transformation in Material Cultures since the Neolithic,
London : Routledge, pp. 157 - 180.

Manson, J. (1995) “Starcevo Pottery and Neolithic Development in the Central Balkans”, in, W.
K. Barnet & J. Hoopes (eds.), The Emergence of Pottery. Technology and Innovation in Ancient
Societies, Washington D. C., Smithsonian Institution Press, pp. 65 - 78.

96
Martin & Russell (2000) “Trashing Rubbish in Towards Reflexive Method in Archaeology : the
Example at Chatal Hoyuk”, I. Hodder (ed.), Monograph 28, Cambridge : Mc Donald Institute for
archaeological research, London : British Institute of archaeology at Ankara, pp. 57 - 69.

Mathew, A. J., A. J. Woods & C. Oliver (1991) “Spots before the Eyes : New Comparison Charts
for Visual Percentage Estimation in Archaeological Material”, in, A. Middleton and I. Freestone
(eds.), Recent Developments in Ceramic Petrology, British Museum Occasional Paper 81, London
: The British Museum, pp. 211 - 263.

Mc Glade, J. (1999) “The Times of History : Archaeology, Narrative and Non - linear Causality”,
in, T. Murray (ed.), Time and Archaeology, One World Archaeology 37, Routledge, London and
New York, pp. 139 - 163.

Miller, D. (1985) “Artefacts as Categories. A Study of Ceramic Variability in Central India (New
Studies in Archaeology)”, Cambridge : Cambridge University Press.

Mills, B. J. (1999) “Ceramics and the Social Contexts of Food Consumption in the Northern
Southwest”, in, J. M. Skibo and G. M. Feinman (eds.), Pottery and People : A Dynamic
Interaction, Salt Lake City : The University of Utah Press, pp. 99 - 114.

Milojčić, V. (1983) “Die Deutschen Ausgrabungen auf der Otzaki - Magula”, in Thessalien II : Das
mittlere Neolithikum : Die mittel - neolithische Siedlung, Bonn, BAM 20.

Moore H. L. (1986) “Space, Text and Gender. An anthropological study of Marakwet of Kenya”,
Cambridge University Press.

Nandris, J. (1970) “The Development and Relationships of the Earlier Greek Neolithic”, Man 5,
pp. 192 - 213.

Nanoglou, S. (2001) “Social and Monumental Space in Neolithic Thessaly, Greece”, European
Journal of Archaeology, 4 (3), pp. 303 - 322.

Nanoglou, S. (2008) “Building Biographies and Households : Aspects of Community Life in


Neolithic Northern Greece”, Journal of Social Archaeology, vol. 8. 1, pp. 139 - 160.

97
Needham, S. P. & A. J. Spence (1996) “Refuse and Disposal at Area 16 East Runnymede”,
Runnymede Bridge Research Excavations, volume 2.

Neff, H. (1992) “Ceramics and Evolution”, in, M. B. Schiffer (ed.), Advances in Archaeological
Method and Theory, Vol. 2, University of Arizona Press, Tucson, pp. 141 - 194.

O’Brien, M. J., T. D. Holland, R. J. Hoard & G. L. Fox (1994) “Evolutionary Implications of Design
and Performance Characteristics of Prehistoric Pottery”, Journal of Archaeological Method and
Theory 1, pp. 259 - 304.

Orton, C., P. Tyers & A. Vince (1993) “Pottery in Archaeology”, Cambridge manuals in
archaeology, Cambridge : Cambridge University Press.

Pappa, M. (2007) “Neolithic Societies : Recent Evidence from Northern Greece”, in, H. Todorova,
M. Stefanovich, G. Ivanov (eds), The Struma / Strymon River Valley in Prehistory. Proceedings of
the International Symposium Strymon Praehistoricus, Kjustendi l - Blagoevgrad (Bulgaria) and
Serres - Amphipolis (Greece), 27. 09 - 01. 10. 2004, Sofia, pp. 257 - 271.

Pappa, M. & M. Besios (1999) “The Neolithic settlement at Makriyalos, Northern Greece :
Preliminary Report on the 1993 - 95 Excavations”, Journal of Field Archaeology 26, pp. 177 - 95.

Pappa, M., P. Halstead, K. Kotsakis & D. Urem - Kotsou (2004) “Evidence for Large - scale
Feasting at Late Neolithic Makriyalos, N. Greece”, in, P. Halstead & John C. (eds.), Food, Cuisine
and Society in Prehistoric Greece, Sheffield : Oxbow Books.

Pappa, M., P. Halstead, K. Kotsakis, A. Bogaard, R. Fraser, V. Isaakidou, I. Mainland, D. Mylona,


K. Skourtopoulou, S. Triantaphyllou, C. Tsoraki, D. Urem-Kotsou, S. M. Valamoti & R.
Veropoulidou (2013) “The Neolithic site of Makriyalos, Northern Greece. A Reconstruction of
the Social and Economic Structure of the Settlement through a Comparative Study of the Finds”,
in, S. Voutsaki and S. M. Valamoti (eds.), Diet, Economy and Society in the Ancient Greek Word.
Towards a Better Integration of Archaeology and Science, Proceedings of the International
Conference held at the Netherlands Institute at Athens on 22-24 March 2010, (Peeters Leuven,
Paris, Walpole, MA 2013), pp. 77 - 88.

98
Parker Pearson, M., (1984) “Social Change, Ideology and the Archaeological Record, in Marxist
Perspectives in Archaeology”, M. Spriggs (ed.), Cambridge : Cambridge University Press, pp. 59 -
71.

Perlés, C. (2004) «The Early Neolithic in Greece : Τhe First Farming in Europe”, Cambridge
University Press.

Perlès, C. & K. D. Vitelli (1999) “Craft Specialization in the Greek Neolithic”, in, P. Halstead (ed.),
Neolithic Society in Greece, Sheffield Studies in Aegean Archaeology 2, Sheffield : Sheffield
Academic Press, pp. 96 - 107.

Pfaffenberger, B. (1988) “Fetishised Objects and Humanised Nature : Towards an Anthropology


of Technology”, Man 23, pp. 236 - 252.

Pfaffenberger, B. (1992) “Social anthropology of technology”, Annual Review of Anthropology


21, pp. 491 - 516.

Pfaffenberger, B. (2001) “Symbols Do Not Create Meanings - Activities Do : Or Why Symbolic


Anthropology Needs the Anthropology of Technology”, in, M. B. Schiffer (ed.), Anthropological
Perspectives on Technology, Albuquerque, University of New Mexico Press.

Rice, P. M. (1987) “Pottery Analysis. A Sourcebook”, Chicago & London : The University of
Chicago Press.

Rice, P. M. (1999) “On the Origins of Pottery”, Journal of Archaeological Method and Theory 6,
pp. 1 - 54.

Ridley C. & K. A. Wardle (1979) “Rescue Excavations at Servia 1971 - 73 : A Preliminary Report”,
Volume 74, November 1979, British School at Athens, pp. 185 - 230.

Robb, J. (2007) “The Early Mediterranean Village : Agency, Material Culture and Social Change in
Neolithic Italy”, Cambridge University Press, Cambridge.

Runnels, C. N. (1995) “Review of Aegean Prehistory IV : the Stone Age of Greece from the
Paleolithic to the Advent of Neolithic”, American Journal of Archeology 99, pp. 699 - 728.

99
Runnels, C. N. (2003) “The Origins of the Greek Neolithic : A Personal View”, in, A. J. Ammerman
and P. Biagi (eds.), The Widening Harvest : Looking Back, Looking Forward, Boston (MA)
: Archaeological Institute of America, pp. 121 - 132.

Runnels, C. N. (2009) “Mesolithic Sites and Surveys in Greece : A Case Study from the Southern
Argolid”, Journal of Mediterranean Archaeology 22 (1), pp. 57 - 73.

Rye, O. S. (1981) “Pottery Technology : Principles and Reconstruction”, Manuals on Archaeology


4, Washington D. C. : Taraxacum.

Schiffer, M. B. (1983) “Toward the Identification of Formation”, American Antiquity, Vol. 48, No.
4 (Oct. 1983), Published by : Society for American Archaeology, pp. 675 - 706.

Schiffer, M. B. (1988) “The Effects of Surface Treatment on Permeability and Evaporative


Cooling Effectiveness of Pottery”, in, R. M. Farquhar, R. G. V. Hancock and L. A. Pavish (eds.),
Proceedings of the 26th International Archaeometry Symposium, Toronto, University of Toronto,
pp. 23 - 29.

Schiffer, M. B. (1990) “The Influence of Surface Treatment on Heating Effectiveness of Ceramic


Vessels”, Journal of Archaeological Science, vol. 17, pp. 373 - 381.

Schiffer, M. B. & J. M. Skibo (1987) “Theory and Experiment in the Study of Technological
Change”, Current Anthropology, vol. 28, no. 5, pp. 595 - 622.

Shanks, M. (1998) “The Life of an Artifact in an Interpretive Archaeology” Fennoscadia


Archaeologica 15, pp. 15 - 30.

Shanks, M. & C. Tilley (1987 α) “Social Theory and Archaeology”, Polity Press, Cambridge.

Shanks, M. & C. Tilley (1987 β) “Abstract and Substantial Time”, Archaeological Review from
Cambridge 6 (1), pp. 32 - 41.

Shepard, A. O. (1976) [1956] “Ceramics for the Archaeologist”, 2 nd edition, Washington D. C. :


Carnegie Institution of Washington.

100
Sillar, B. & M. Tite (2000) “The Challenge of Technological Choices for Materials Science
Approaches in Archaeology”, Archaeometry 42 (1), pp. 2 - 20.

Skibo, J. M., T. C. Butts & M. B. Schiffer (1997) “Ceramic Surface Treatment and Abrasion
Resistance : An Experimental Study”, Journal of Archaeological Science 24 (4), pp. 311 - 318.

Skibo, J. M. & M. B. Schiffer (2008) “People and Things : A Behavioral Approach to Material
Culture”, New York : Springer.

Smith, M. E. (1992) “Braudel's Temporal Rhythms and Chronology Theory in Archaeology”, in, A.
B. Knapp (ed.), Archaeology, Annales and Ethnohistory, Cambridge University Press, Cambridge,
pp. 23 - 34.

Sophronidou, M. & Z. Tsirtsoni (2007) “What are Legs for? Vessels with Legs in the Neolithic and
Bronze Age Aegean”, in, C. Mee and J. Renard (eds.), Cooking up the Past. Food and Culinary
Practices in the Neolithic and Bronze Age Aegean, Oxbow Books, pp. 257 - 26.

Spence, K. (1999) “Red, White and Black : Colour in Building Stone in Ancient Egypt” Cambridge
Archaeological Journal, 9 (1), pp. 114 - 117.

Steponaitis, V. (1984) “Technological Studies of Prehistoric Pottery from Alabama : Physical


Properties and Vessel Function”, in, S. van der Leeuw and A. Pritchard (eds.), The Many
Dimensions of Pottery, Ceramics in Archaeology and Anthropology, Universiteit van Amsterdam,
pp. 79 - 129.

Theocharis, D. R. (1973) “Neolithic Greece”, National Bank of Greece.

Tite, M. S., V. Kilikoglou & G. Vekinis (2001) “Review Article : Strength, Toughness and Thermal
Shock. Resistance of Ancient Ceramics and their Influence on Technological Choice”,
Archaeometry, vol. 43, no.3, pp. 301 - 324.

Tomkins, P. (2004) “Filling in the Neolithic Background : Social Life and Social Transformation in
the Aegean Before the Bronze Age”, in, J. C. Barrett and P. Halstead (eds.), The Emergence of

101
Civilisation Revisited, Sheffield Studies in Aegean Archaeology, 6, Oxford : Oxbow Books, pp. 38 -
63.

Tomkins, P. (2007) “Communality and Competition : The Social Life of Food and Containers at
Aceramic and Early Neolithic Knossos, Crete”, in, C. Mee and J. Renard (eds.), Cooking up the
Past : Food and Culinary Practices in the Neolithic and Bronze Age Aegean, Oxford Oxbow books,
pp. 174 - 99.

Tozzi, C. & B. Zamagni (2003) “Gli Scavi nel Villaggio Neolitico di Catignano (1971 - 1980)”,
Origines, Istituto Italiano di Preistoria e Protostoria, Firenze.

Triantaphyllou, S. (2001) “A Bioarchaeological Approach to Prehistoric Cemetery Populations


from Western and Central Macedonia”, BAR International Series 976, Oxford : British
Archaeological Reports.

Triantaphyllou, S. (2008) “Living with the Dead : a Re - Consideration of Mortuary Practices in


the Greek Neolithic” in, V. Isaakidou and P. Tomkins (eds), Escaping the Labyrinth : The Cretan
Neolithic in Context, Oxford : Oxbow.

Trigger, B. G. (2005) “Μια ιστορία της αρχαιολογικής σκέψης”, (μετφρ.) Ιωάννα Ανδρέου,
Αθήνα Αλεξάνδρεια.

Tringham, R. (2000) “Southeastern Europe in the Transition to Agriculture in Europe : Bridge,


Buffer, or Mosaic”, in, T. D. Price (ed.), Europe's First Farmers, Cambridge : Cambridge University
Press, pp. 19 - 56.

Urem - Kotsou, D. & K. Kotsakis (2007) “Pottery, Cuisine and Community in the Neolithic of
North Greece”, in, J. Renard and Ch. Mee (eds.), Cooking up the Past : Food and Culinary
Practices in the Neolithic and Bronze Aegean, Oxford : Oxbow Books, pp. 225 - 246.

Urem - Kotsou, D., A. Papaioannou, T. Papadakou, N. Saridaki & Z. Intze (2014) “Pottery and
Stylistic Boundaries. Early and Middle Neolithic Pottery in Macedonia”, in, E. Stefani, N.
Merousis and A. Dimoula (eds.), A Century of Research in Prehistoric Macedonia 1912 - 2012,
International Conference Thessaloniki, November 2012, Thessaloniki, Zitis, pp. 505 - 517.

102
Van Andel, T. H. & C. N. Runnels (1995) “The Earliest Farmers in Europe”, Antiquity 69, pp. 481 -
500.

Vandiver, P. B. (1987) “Sequentional Slab Construction : a Conservative Southwest Asiatic


Ceramic Tradition 7000 - 3000 B. C.”, Paleorient 13, pp. 9 - 35.

Velde, B. & I. C. Druc (1999) “Archaeological Ceramic Materials, Origin and Utilization”, Springer,
Heidelberg.

Verpoorte, A. (2001) “Places of Art, Traces of Fire : a Contextual Approach to Anthropomorphic


Figurines in the Pavlovian”, Archaeological Studies, Leiden University, Leiden.

Vitelli, K. D. (1993 α) “Franchthi Neolithic Pottery”, Vol. I, Classification and Ceramic Phases 1
and 2, Excavations in Franchthi Cave, Greece, Bloomington, Indiana : Indiana University Press.

Vitelli, K. D. (1993 β) “Power to the Potters”, Journal of Mediterranean Archaeology 6, pp. 247 -
257.

Vitelli, K. D. (1994) “Experimental Approaches to Thessalian Neolithic Ceramics : Gray Ware and
Ceramic Colour”, in ΘΕΣΣΑΛΙΑ : Δεκαπέντε Χρόνια Αρχαιολογικής Έρευνας, 1975 - 1990,
Αποτελέσματα και Προοπτικές, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Λυών, 17 - 22 Απριλίου 1990, pp.
143 - 148.

Vuković, J. B. (2010) “Neolithic Fine Pottery : Properties, Performance and Function” from the
project Cultural Identity, Integration Factors, Technological Processes and the Role of the Central
Balkans in the Development of European Prehistory funded by the Ministry of Education and
Science of the Republic of Serbia, University of Belgrade, Faculty of Philosophy, Department of
Archaeology, in, Miroslav Vujović (ed.), Journal of the Serbian Archaeological Society vol 26, Čika
- Ljubina 18 - 20, 11000 Belgrade, Serbia, pp. 7 - 23.

Wace, A. J & M. S. Thomson (1912) “Prehistoric Thessaly” New York : AMS Press.

Whittle, A., J. Pollard & C. Grigson (1999) “The Harmony of Symbols”, Oxford : Oxbow Books.

103
Yiouni P. (2001) “Surface Treatment of Neolithic Vessels from Macedonia and Thrace”, The
Annual of the British School at Athens, 26, pp. 1 - 25.

Ελληνική Βιβλιογραφία

Αδάμ - Βελένη, Π. Μ. Βιολάτζης, Π. Καρατάσιος & Α. Στάγκος (2004) «Προϊστορικές θέσεις στην
ενδοχώρα του Στρυμονικού κόλπου. Νεολιθική θέση στην Ασπροβάλτα», Το Αρχαιολογικό Έργο
στη Μακεδονία και Θράκη 16, 2002, Θεσσαλονίκη : ΥΠ. ΠΟ. - Τ. Α. Π. - Α. Π. Θ., σελ. 171 - 190.

Γραμμένος, Δ. Β. (1990) «Ανασκαφή Νεολιθικού Οικισμού Θέρμης : Ανασκαφική Περίοδος


1987», Μακεδονικά ΚΖ, σελ. 244 - 254.

Γραμμένος, Δ. Β. (1991) «Νεολιθικές Έρευνες στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία», Αθήνα
: Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρίας 117.

Γραμμένος, Δ. Β. (1992) «Ανασκαφή Νεολιθικού Οικισμού Θέρμης Β και Βυζαντινής


Εγκατάστασης παρά τον Προϊστορικό Οικισμό Θέρμη Α: Ανασκαφική περίοδος 1989»,
Μακεδονικά ΚΗ, σελ. 381 - 384.

Γραμμένος, Δ. Β. & Σ. Κώτσος (2001) «Ανασκαφή Προϊστορικού Οικισμού Νεότερης Νεολιθικής


και Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου στον Λόφο της Αγίας Λυδίας Ασπροβάλτας», Μακεδονικά 32,
σελ. 393 - 441.

Γραμμένος, Δ. Β. & Σ. Κώτσος (2002 α) «Σωστικές Ανασκαφές στο Νεολιθικό Οικισμό


Σταυρούπολης Θεσσαλονίκης», Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Βόρειας
Ελλάδας, 2, Θεσσαλονίκη : Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Βόρειας Ελλάδας.

Γραμμένος, Δ. Β. & Σ. Κώτσος (2002 β) «Ανασκαφή στον Προϊστορικό Οικισμό ‘Μεσημεριανή


Τούμπα’ Τριλόφου Ν. Θεσσαλονίκης, Ανασκαφικές Περίοδοι 1992, 1994 - 1996, 2000, 2001»,
Θεσσαλονίκη, Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Βόρειας Ελλάδας.

Γραμμένος, Δ. Β. & Σ. Κώτσος (2003) «Ανασκαφή στο Νεολιθικό Οικισμό του Ζαγκλιβερίου
Νομού Θεσσαλονίκης», Μακεδονικά 33, σελ. 49 - 75.

104
Γραμμένος, Δ. Β. & Σ. Κώτσος (2004) «Σωστικές Ανασκαφές στο Νεολιθικό Οικισμό
Σταυρούπολης Θεσσαλονίκης ΙΙ (1998 - 2003)», Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου
Βόρειας Ελλάδας, 6, Θεσσαλονίκη : Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Βόρειας Ελλάδας.

Γραμμένος, Δ. Β., Μ. Μπέσιος & Σ. Κώτσος (1997) «Από τους Προϊστορικούς Οικισμούς της
Κεντρικής Μακεδονίας», Θεσσαλονίκη : Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών.

Δημητρακούδη, Ε. (2009) «Προσδιορισμός Χημικής Σύστασης Οργανικών Καταλοίπων σε


Αρχαία Κεραμικά Σκεύη», διδακτορική διατριβή που υποβλήθηκε στο Εργαστήριο Αναλυτικής
Χημείας, του τομέα ΦΑΠΧ, του Τμήματος Χημείας Α. Π. Θ.

Δημουλά, Α. (2014) «Πρώιμη Κεραμική Τεχνολογία και Παραγωγή», Θεσσαλονίκη, Ενυάλιο


κληροδότημα, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Θεοχάρης, Δ. Ρ. (1967) «Η Αυγή της Θεσσαλικής Προϊστορίας. Αρχή και Πρώιμη Εξέλιξη της
Νεολιθικής», Βόλος : Θεσσαλικά μελετήματα 1.

Καλογηροπούλου, Ε. (2014) «Αναζητώντας Κοινωνικές Ταυτότητες : η Συμβολή των Θερμικών


Κατασκευών στην Οργάνωση του Χώρου στη Νεολιθική Μακεδονία», στο, Ε. Στεφανή, Ν.
Μερούσης και Α. Δημουλά (επ. εκδ.), Εκατό χρόνια έρευνας στην προϊστορική Μακεδονία, 1912
- 2012, Θεσσαλονίκη, Ζήτη, σελ. 359 - 372.

Καλογήρου, Α. & Ντ., Ούρεμ - Κώτσου (2013) «Νεολιθική Κεραμική στη Μακεδονία», στο, Δ.
Γραμμένος (επ. εκδ.), Μελέτες για την Προϊστορική Μακεδονία, στο διαδικτυακό περιοδικό
ΠΡΟΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ, Παράρτημα Νο 1, (2013), 1 - 27, Διαθέσιμο στη διεύθυνση
https://proistoria.wordpress.com.

Κουκούλη - Χρυσανθάκη Χ. (1996) «Μακεδονία - Θράκη», στο, Γ. Α. Παπαθανασόπουλος,


Νεολιθικός Πολιτισμός στην Ελλάδα, Αθήνα, Ίδρυμα Ν. Π. Γουλανδρή, Μουσείο Κυκλαδικής
Τέχνης, σελ. 112 - 117.

Κυριατζή, Ε. (2000) «Κεραμική Τεχνολογία και Παραγωγή : Η Κεραμική της ΥΕΧ από την Τούμπα
Θεσσαλονίκης», Διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη : Α. Π. Θ.

105
Κωτσάκης, Κ. (1983) «Κεραμική Τεχνολογία και Κεραμική Διαφοροποίηση : Προβλήματα της
Μέσης Νεολιθικής Εποχής του Σέσκλου», Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης.

Κωτσάκης, Κ. (1992) «Ο Νεολιθικός Τρόπος Παραγωγής. Ιθαγενής ή Άποικος;», στο Διεθνές


Συνέδριο για την αρχαία Θεσσαλία στη μνήμη του Δημήτρη Ρ. Θεοχάρη, Αθήνα : Ταμείο
Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, σελ. 120 - 35.

Κωτσάκης, Κ. (1996) «Ανταλλαγές και Σχέσεις», στο, Γ. Α. Παπαθανασόπουλος, Νεολιθικός


Πολιτισμός στην Ελλάδα, Ίδρυμα Ν. Π. Γουλανδρή, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Αθήνα, σελ.
168 - 170.

Κωτσάκης, Κ. (2000) «Η Αρχή της Νεολιθικής στην Ελλάδα», στο, Ν. Κυπαρίσση - Αποστολίκα
(επ. εκδ.), Σπήλαιο Θεόπετρας - Δώδεκα χρόνια Ανασκαφών και Έρευνας, Πρακτικά Διεθνούς
Συνεδρίου, Τρίκαλα, 6 - 7 Νοεμβρίου 1998, Αθήνα, σελ. 170 - 80.

Κωτσάκης, Κ. (2004) «Ο Νεολιθικός Οικισμός. Χώρος Παραγωγής και Ιδεολογίας», στο, Α. Φ.


Λαγόπουλος (επ. εκδ.), Η Ιστορία της Ελληνικής Πόλης, Αθήνα : Ερμής, σελ. 55 - 68.

Κωτσάκης, Κ. (2007) «Η Προϊστορική Μακεδονία», Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα.


http://www.imma.edu.gr/imma/history/01.html

Κωτσάκης, Κ. (2008) «Υλικός Πολιτισμός και Ερμηνεία στη Σύγχρονη Αρχαιολογική Θεωρία»,
στο, Κ. Κασβίκης και Ν. Νικονάνου (επ. εκδ.), Εκπαιδευτικά Ταξίδια στο Χρόνο : Εμπειρίες και
Ερμηνείες του Παρελθόντος, σελ. 31 - 65.

Κωτσάκης, Κ. (2010) «Η Κεραμική της Νεότερης Νεολιθικής στην Βόρεια Ελλάδα», στο, Ν.
Παπαδημητρίου και Ζ. Τσιρτσώνη (επ. εκδ..), Η Ελλάδα στο Ευρύτερο Πολιτισμικό Πλαίσιο των
Βαλκανίων κατά την 5 και 6 Χιλιετία π. Χ., Αθήνα : Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Ίδρυμα Ν. Π.
Γουλανδρή, σελ. 66 - 75.

Κωτσάκης, Κ. & P. Halstead (2002) «Ανασκαφή στα Νεολιθικά Παλιάμπελα Κολινδρού», Το


Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 16, 2002, Θεσσαλονίκη : ΥΠ. ΠΟ - Τ. Α. Π. - Α. Π.
Θ., σελ. 407 - 415.

106
Μαλαμίδου, Δ. (2014) «Ταυτότητες Ανθρώπων και Διακοσμημένα Κεραμικά Σκεύη κατά τη
Νεότερη Νεολιθική στη Βόρεια Ελλάδα : Παραδείγματα από την Κεραμική Παράδοση ‘Μαύρο
σε Ερυθρό», στο, Ε. Στεφανή, Ν. Μερούσης και Α. Δημουλά (επ. εκδ.), Εκατό Χρόνια Έρευνας
στην Προϊστορική Μακεδονία Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου Αρχαιολογικό Μουσείο
Θεσσαλονίκης, 22 - 24 Νοεμβρίου 2012, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, σελ. 527 - 536.

Μανιάτης, Γ., Κ. Κωτσάκης & P. Halstead (2012) «Νέες Ραδιοχρονολογήσεις της Αρχαιότερης
Νεολιθικής στην Μακεδονία. Παλιάμπελα Κολινδρού», Το Αρχαιολογικό Έργο στην Μακεδονία
και τη Θράκη 2012.

Ούρεµ Κώτσου, Ντ. (1998) «Η Κεραμική της Θέρμης Β. Οι Κοινωνικές Διαστάσεις της
Τεχνολογίας», Μεταπτυχιακή εργασία, Θεσσαλονίκη : Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο.

Ούρεµ Κώτσου, Ντ. (1998 / 02) «Η Κεραμική ως Ένδειξη για τις Διατροφικές Συνήθειες : Ένα
Παράδειγμα από το Νεολιθικό Οικισμό Θέρμη Β», στο, Η Προϊστορική Έρευνα στην Ελλάδα και
οι Προοπτικές της : Θεωρητικοί και Μεθοδολογικοί Προβληματισμοί, Πρακτικά Διεθνούς
Συμποσίου στ μνήμη του ∆. Ρ. Θεοχάρη, Θεσσαλονίκη - Καστοριά, 26 - 28 Σεπτεμβρίου 1998,
σελ. 227 - 234.

Ούρεμ - Κώτσου, Ντ. (2006) «Νεολιθική Κεραμική του Μακρυγιάλου. Διατροφικές Συνήθειες
και οι Κοινωνικές Διαστάσεις της Κεραμικής. Τόμος Ι.», Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη :
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Ούρεµ - Κώτσου, Ντ. & Ε. Γκιούρα (2004) «Η Κεραμική των Νέων Ανασκαφών», στο, ∆. Β.
Γραµµένος και Σ. Κώτσος (επ. εκδ.), Σωστικές Ανασκαφές στο Νεολιθικό Οικισμό
Σταυρούπολης, Θεσσαλονίκης, Μέρος ΙΙ (1998 - 2003), Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού
Ινστιτούτου Βόρειας Ελλάδας, Αρ. 6., Θεσσαλονίκη : Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Βόρειας Ελλάδας,
σελ. 219 - 304.

Ούρεμ - Κώτσου, Nτ., Κ. Κωτσάκης, Α. Χρυσοστόμου, Γ. Βουζαρά, Ν. Σαριδάκη, Τ. Παπαδάκου,


Ά. Παπαϊωάννου & Χ. Πολουκίδου (2014) «Πρώτοι Γεωργοί και Κτηνοτρόφοι στην Αλμωπία :
Ένας Οικισμός της Μέσης Νεολιθικής στην Άψαλο», στο, Α. Χρυσοστόμου - Π. Χρυσοστόμου

107
(επ. εκδ.), Πρακτικά Γ´ Πανελληνίου Επιστημονικού Συμποσίου 11 - 12 Δεκεμβρίου 2010, Η
Έδεσσα και η Περιοχή της Ιστορία και Πολιτισμός, σελ. 131 - 138.

Ούρεμ Κώτσου, Nτ., Ά. Παπαϊωάννου & Τ. Παπαδάκου (2012) «Νεολιθική Κεραμική στην
Πιερία», στο, Οι Αρχαιολόγοι Μιλούν για τη Β. Πιερία, Πρακτικά Ημερίδων, Έκδοση του
Οργανισμού Φεστιβάλ Ολύμπου, σελ. 39 - 46.

Παπαδάκου, Τ. (2010) «Η Κεραμική της Αρχαιότερης Νεολιθικής από τη Θέση Παλιάμπελα


Κολινδρού», Μεταπτυχιακή Διατριβή, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας,
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Παπαθανασόπουλος, Γ. Α. (1996) «Νεολιθικός Πολιτισμός στην Ελλάδα», Αθήνα: Μουσείο


Κυκλαδικής Τέχνης.

Παπανθίμου, Α. (2013) «Συμβολική και ιδεολογική ζωή», στο, Δ. Β. Γραμμένος (επ. εκδ.),
Μελέτες για την Προϊστορική Μακεδονία, στο διαδικτυακό περιοδικό ΠΡΟΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ,
Παράρτημα Νο 1, (2013), 1 - 5, Διαθέσιμο στη διεύθυνση https://proistoria.wordpress.com.

Παππά, Μ. (2008) «Οργάνωση του Χώρου και Οικιστικά Στοιχεία στους Νεολιθικούς Οικισμούς
της Κεντρικής Μακεδονίας. Δ. Ε. Θ. - Θέρμη - Μακρύγιαλος. Τόμος Ι.», Διδακτορική Διατριβή,
Θεσσαλονίκη : Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Πεντεδέκα, Α. (2008) «Δίκτυα Ανταλλαγής της Κεραμικής κατά τη Μέση και τη Νεότερη
Νεολιθική στην Θεσσαλία», Διδακτορική Διατριβή, Θεσσαλονίκη : Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης.

Σιαμίδου, Ι. (2017) «Οικήματα της Μέσης Νεολιθικής στα Παλιάμπελα Κολινδρού (Η Κεραμική
από τα Οικήματα 20 / 25), Μεταπτυχιακή Διατριβή, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας και
Αρχαιολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Στρατούλη, Γ., N. H. Andreasen, Ε. Καλογηροπούλου, Ν. Κατσικαρίδης, Δ. Κλουκίνας, Γ.


Κοροµηλά, Ε. Μαργαρίτη & Τ. Μπεκιάρης (2010) «Σπίτια και Αυλές στο Νεολιθικό Οικισµό
Αυγής Καστοριάς : το Κτίριο 5 και οι Γειτονικοί Ανοιχτοί Χώροι», το Αρχαιολογικό Έργο στη
Μακεδονία και τη Θράκη 2010, (Θεσσαλονίκη, ΥΠ. ΠΟ - Τ. Α. Π. - Α. Π. Θ.).

108
Τερκενλή Θ. (1996), «Το πολιτισμικό Τοπίο. Γεωγραφικές Προσεγγίσεις.», Αθήνα 1996.

Χρυσοστόμου Α., Πολουκίδου Χ. & Προκοπίδου Α. (2003) «Επαρχιακή Οδός Αψάλου - Αριδαίας.
Η Ανασκαφή του Νεολιθικού Οικισμού στη Θέση Γραμμή», το Αρχαιολογικό Έργο στη
Μακεδονία και τη Θράκη 15, 2001, (Θεσσαλονίκη, ΥΠ. ΠΟ - Τ. Α. Π. - Α. Π. Θ.), σελ. 513 - 524.

Ψαράκη, Κ. (2004) «Υλική και Κοινωνική Διάσταση του Στιλ της Κεραμικής. Η Χειροποίητη
Κεραμική της Εποχής Χαλκού από την Τούμπα Θεσσαλονίκης», Τόμος Ι, Διδακτορική διατριβή,
Θεσσαλονίκη : Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

109
Υποδειγματικά : Ηλεκτρονική καταχώρηση του καταγεγραμμένου κεραμικού
υλικού της πάσας 12011 στη βάση δεδομένων

110
ΠΙΝΑΚΕΣ ΚΑΙ ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

111
ΤΟΜΗ 12

Κεραμική ύλη
Frequency Percent Valid Percent Cumulative Percent

Valid Λεπτά 516 66,9 67,0 67,0

Μεσαία 247 32,0 32,1 99,1


Χοντρά 7 ,9 ,9 100,0
Total 770 99,9 100,0
Missing System 1 ,1

Total 771 100,0

Πίνακας 1 (και γράφημα) : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την κεραμική της ύλη

112
Επεξεργασία επιφάνειας
Frequency Percent Valid Percent Cumulative
Percent
Valid Γυαλισμένα / Στιλβωμένα 521 67,6 67,7 67,7

Λειασμένα 9 1,2 1,2 68,8


Αδρά 9 1,2 1,2 70,0
Διακοσμημένα 100 13,0 13,0 83,0
Αδιάγνωστα 131 17,0 17,0 100,0
Total 770 99,9 100,0
Missing System 1 ,1
Total 771 100,0

Πίνακας 2 (και γράφημα) : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την επεξεργασία της
εξωτερικής επιφάνειάς της

113
Χρώμα και Διακόσμηση
Frequency Percent Valid Percent Cumulative
Percent
Valid Αδιάγνωστα 131 17,0 17,0 17,0
Μαύρα / Τεφρά 120 15,6 15,6 32,6
Καστανά 48 6,2 6,2 38,8
Νέφη 130 16,9 16,9 55,7
Κόκκινα 48 6,2 6,2 61,9
Κόκκινο Επίχρισμα 88 11,4 11,4 73,4
Μπεζ 2 ,3 ,3 73,6
Ιώδη 9 1,2 1,2 74,8
Καστανό Επίχρισμα 76 9,9 9,9 84,7
Υπόλευκο Επίχρισμα 18 2,3 2,3 87,0
Impresso Τσιμπητή 5 ,6 ,6 87,7

3 Impresso Ονυχωτή
Impresso Με εργαλείο
9
5
1,2
,6
1,2
,6
88,8
89,5
Επίθετη Πλαστική 9 1,2 1,2 90,6
διακόσμηση
Μελανοστεφή 2 ,3 ,3 90,9
Καστανά με κόκκινη 4 ,5 ,5 91,4
διακόσμηση
Κόκκινα με καστανή 3 ,4 ,4 91,8
διακόσμηση
Στιλβωτή 11 1,4 1,4 93,2
Υπόλευκα με καστανή 4 ,5 ,5 93,8
διακόσμηση
Καστανό σε Καστανό 4 ,5 ,5 94,3
Κόκκινο σε Κόκκινο 1 ,1 ,1 94,4
Λευκό σε Τεφρό 1 ,1 ,1 94,5
Μαύρο σε Λευκό 1 ,1 ,1 94,7
Εγχάρακτα 14 1,8 1,8 96,5
Άλλο 6 ,8 ,8 97,3
Barbotin 21 2,7 2,7 100,0
Total 770 99,9 100,0
Missing System 1 ,1
Total 771 100,0

Πίνακας 3 (και γραφήματα) : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση το χρώμα και τη
διακόσμηση της εξωτερικής της επιφάνειας

114
115
Σχήμα
Frequency Percent Valid Percent Cumulative Percent

Valid Ανοικτά 387 50,2 50,3 50,3

Κλειστά 10 1,3 1,3 51,6


Αδιάγνωστα 372 48,2 48,4 100,0
Total 769 99,7 100,0
Missing System 2 ,3

Total 771 100,0

Πίνακας 4 (και γράφημα) : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση το σχήμα του αγγείου
από το οποίο προήλθε

116
Τμήμα αγγείου
Frequency Percent Valid Percent Cumulative Percent

Valid Βάση 84 10,9 10,9 10,9

Σώμα 559 72,5 72,6 83,5


Χείλος 118 15,3 15,3 98,8
Λαβή 9 1,2 1,2 100,0
Total 770 99,9 100,0
Missing System 1 ,1

Total 771 100,0

Πίνακας 5 (και γράφημα) : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση το τμήμα του
αγγείου από το οποίο προήλθε

117
Εσωτερικό υπόλευκο επίχρισμα

Frequency Percent Valid Percent Cumulative Percent

Valid TRUE 3 ,4 ,4 ,4

FALSE 767 99,5 99,6 100,0


Total 770 99,9 100,0
Missing System 1 ,1

Total 771 100,0

Πίνακας 6 (και γράφημα) : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την παρουσία
λευκού επιχρίσματος στο εσωτερικό της

118
Κεραμική ύλη * Σχήμα Crosstabulation
Σχήμα Total

Ανοικτά Κλειστά Αδιάγνωστα


Κεραμική ύλη Λεπτά Count 247 9 259 515

Expected Count 259,2 6,7 249,1 515,0


Μεσαία Count 137 1 109 247
Expected Count 124,3 3,2 119,5 247,0
Χοντρά Count 3 0 4 7
Expected Count 3,5 ,1 3,4 7,0
Total Count 387 10 372 769

Expected Count 387,0 10,0 372,0 769,0

7
Πίνακας 7 : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την κεραμική της ύλη και το σχήμα
του αγγείου από το οποίο προήλθε

Κεραμική ύλη * Τμήμα αγγείου Crosstabulation


Τμήμα αγγείου Total
Βάση Σώμα Χείλος Λαβή
Κεραμική Λεπτά Count 67 344 98 7 516
ύλη Expected Count 56,3 374,6 79,1 6,0 516,0
Μεσαία Count 17 209 19 2 247
Expected Count 26,9 179,3 37,9 2,9 247,0
Χοντρά Count 0 6 1 0 7
Expected Count ,8 5,1 1,1 ,1 7,0
Total Count 84 559 118 9 770
Expected Count 84,0 559,0 118,0 9,0 770,0

8
Πίνακας 8 : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την κεραμική της ύλη και το τμήμα
του αγγείου από το οποίο προήλθε

119
Σχήμα * Τμήμα αγγείου Crosstabulation
Τμήμα αγγείου Total

Βάση Σώμα Χείλος Λαβή


Σχήμα Ανοικτά Count 51 331 4 1 387

Expected Count 42,3 281,3 58,9 4,5 387,0


Κλειστά Count 0 10 0 0 10
9 Expected Count 1,1 7,3 1,5 ,1 10,0
Αδιάγνωστα Count 33 218 113 8 372
Expected Count 40,6 270,4 56,6 4,4 372,0
Total Count 84 559 117 9 769

Expected Count 84,0 559,0 117,0 9,0 769,0

Πίνακας 9 : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση το σχήμα και το τμήμα του αγγείου από
το οποίο προήλθε

Κεραμική ύλη * Επεξεργασία επιφάνειας Crosstabulation


Επεξεργασία επιφάνειας Total
Γυαλισμένα/ Λειασμένα Αδρά Διακοσμημένα Αδιάγνωστα
Στιλβωμένα
Κεραμική Λεπτά Count 352 5 7 76 76 516
ύλη Expected 349,1 6,0 6,0 67,0 87,8 516,0
Count
Μεσαία Count 166 4 2 24 51 247
10 Expected 167,1 2,9 2,9 32,1 42,0 247,0
Count
Χοντρά Count 3 0 0 0 4 7
Expected 4,7 ,1 ,1 ,9 1,2 7,0
Count
Total Count 521 9 9 100 131 770
Expected 521,0 9,0 9,0 100,0 131,0 770,0
Count

Πίνακας 10 : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την κεραμική της ύλη και την επεξεργασία
της εξωτερικής της επιφάνειας

120
Επεξεργασία επιφάνειας * Σχήμα Crosstabulation
Σχήμα Total

Ανοικτά Κλειστά Αδιάγνωστα


Επεξεργασία Γυαλισμένα / Count 258 8 254 520
επιφάνειας Στιλβωμένα
Expected Count 261,7 6,8 251,5 520,0
Λειασμένα Count 5 0 4 9
Expected Count 4,5 ,1 4,4 9,0

11 Αδρά Count 5 0 4 9
Expected Count 4,5 ,1 4,4 9,0
Διακοσμημένα Count 66 0 34 100
Expected Count 50,3 1,3 48,4 100,0
Αδιάγνωστα Count 53 2 76 131
Expected Count 65,9 1,7 63,4 131,0
Total Count 387 10 372 769

Expected Count 387,0 10,0 372,0 769,0

Πίνακας 11 : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την επεξεργασία της εξωτερικής της
επιφάνειας και το σχήμα του αγγείου από το οποίο προήλθε

Επεξεργασία επιφάνειας * Τμήμα αγγείου Crosstabulation


Τμήμα αγγείου Total

Βάση Σώμα Χείλος Λαβή


Επεξεργασία Γυαλισμένα / Count 61 365 92 3 521
επιφάνειας Στιλβωμένα Expected Count 56,8 378,2 79,8 6,1 521,0
Λειασμένα Count 0 7 2 0 9
Expected Count 1,0 6,5 1,4 ,1 9,0
Αδρά Count 1 8 0 0 9
12 Expected Count 1,0 6,5 1,4 ,1 9,0
Διακοσμημένα Count 1 88 9 2 100
Expected Count 10,9 72,6 15,3 1,2 100,0
Αδιάγνωστα Count 21 91 15 4 131
Expected Count 14,3 95,1 20,1 1,5 131,0
Total Count 84 559 118 9 770
Expected Count 84,0 559,0 118,0 9,0 770,0

Πίνακας 12 : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την επεξεργασία της εξωτερικής της
επιφάνειας και το τμήμα του αγγείου από το οποίο προήλθε

121
TOMH 13

Κεραμική ύλη

Frequency Percent Valid Percent Cumulative Percent

Valid Λεπτά 335 52,3 52,3 52,3

Μεσαία 292 45,6 45,6 98,0


Χοντρά 13 2,0 2,0 100,0
Total 640 100,0 100,0

13

Πίνακας 13 (και γράφημα) : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την κεραμική της
ύλη

122
Επεξεργασία επιφάνειας

Frequency Percent Valid Percent Cumulative


Percent

Valid Γυαλισμένα / Στιλβωμένα 443 69,2 69,2 69,2

Λειασμένα 6 ,9 ,9 70,2
Αδρά 10 1,6 1,6 71,7
Διακοσμημένα 84 13,1 13,1 84,8
Αδιάγνωστα 97 15,2 15,2 100,0
Total 640 100,0 100,0

14

Πίνακας 14 (και γράφημα) : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την επεξεργασία
της εξωτερικής επιφάνειάς της

123
Χρώμα και Διακόσμηση
Frequency Percent Valid Percent Cumulative
Percent
Valid Αδιάγνωστα 97 15,2 15,2 15,2
Μαύρα / Τεφρά 89 13,9 13,9 29,1
Καστανά 26 4,1 4,1 33,1
Νέφη 113 17,7 17,7 50,8
Κόκκινα 16 2,5 2,5 53,3
Κόκκινο Επίχρισμα 96 15,0 15,0 68,3
Μπεζ 4 ,6 ,6 68,9
Ιώδη 19 3,0 3,0 71,9
Καστανό Επίχρισμα 79 12,3 12,3 84,2
Υπόλευκο Επίχρισμα 17 2,7 2,7 86,9
Impresso Τσιμπητή 4 ,6 ,6 87,5
Impresso Ονυχωτή 11 1,7 1,7 89,2
Impresso Με εργαλείο 5 ,8 ,8 90,0
Επίθετη Πλαστική διακόσμηση 17 2,7 2,7 92,7
Μελανοστεφή 2 ,3 ,3 93,0
Καστανά με κόκκινη 4 ,6 ,6 93,6
διακόσμηση
Κόκκινα με καστανή 4 ,6 ,6 94,2
διακόσμηση
Κόκκινα με λευκή διακόσμηση 2 ,3 ,3 94,5
Λευκά με κόκκινη διακόσμηση 3 ,5 ,5 95,0
Στιλβωτή 1 ,2 ,2 95,2
Υπόλευκα με καστανή 3 ,5 ,5 95,6
διακόσμηση
Καστανό σε Καστανό 7 1,1 1,1 96,7
Κόκκινο σε Κόκκινο 2 ,3 ,3 97,0
Εγχάρακτα 6 ,9 ,9 98,0
Άλλο 6 ,9 ,9 98,9
Barbotin 7 1,1 1,1 100,0
Total 640 100,0 100,0

15
Πίνακας 15 (και γραφήματα) : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση το χρώμα και
τη διακόσμηση της εξωτερικής της επιφάνειας

124
125
Σχήμα

Frequency Percent Valid Percent Cumulative Percent

Valid Ανοικτά 282 44,1 44,1 44,1

Κλειστά 36 5,6 5,6 49,7


Αδιάγνωστα 322 50,3 50,3 100,0
Total 640 100,0 100,0

16

Πίνακας 16 (και γράφημα) : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση το σχήμα του
αγγείου από το οποίο προήλθε

126
Τμήμα αγγείου

Frequency Percent Valid Percent Cumulative Percent

Valid Βάση 83 13,0 13,0 13,0

Σώμα 437 68,3 68,3 81,3


Χείλος 111 17,3 17,3 98,6
Λαβή 9 1,4 1,4 100,0
Total 640 100,0 100,0

17

Πίνακας 17 (και γράφημα) : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση το τμήμα του
αγγείου από το οποίο προήλθε

127
Εσωτερικό υπόλευκο επίχρισμα

Frequency Percent Valid Percent Cumulative Percent

Valid TRUE 3 ,5 ,5 ,5

FALSE 637 99,5 99,5 100,0


Total 640 100,0 100,0

18

Πίνακας 18 (και γράφημα) : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την παρουσία
λευκού επιχρίσματος στο εσωτερικό της

128
Κεραμική ύλη * Σχήμα Crosstabulation
Σχήμα Total
Ανοικτά Κλειστά Αδιάγνωστα
Κεραμική ύλη Λεπτά Count 157 5 173 335
Expected Count 147,6 18,8 168,5 335,0
Μεσαία Count 118 31 143 292
Expected Count 128,7 16,4 146,9 292,0
Χοντρά Count 7 0 6 13
Expected Count 5,7 ,7 6,5 13,0
Total Count 282 36 322 640
Expected Count 282,0 36,0 322,0 640,0

19

Πίνακας 19 : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την κεραμική της ύλη και το
σχήμα του αγγείου από το οποίο προήλθε

Κεραμική ύλη * Τμήμα αγγείου Crosstabulation


Τμήμα αγγείου Total
Βάση Σώμα Χείλος Λαβή
Κεραμική Λεπτά Count 45 216 67 7 335
ύλη Expected Count 43,4 228,7 58,1 4,7 335,0
Μεσαία Count 35 211 44 2 292
Expected Count 37,9 199,4 50,6 4,1 292,0
Χοντρά Count 3 10 0 0 13
Expected Count 1,7 8,9 2,3 ,2 13,0
Total Count 83 437 111 9 640
Expected Count 83,0 437,0 111,0 9,0 640,0

20

Πίνακας 20 : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την κεραμική της ύλη και το
τμήμα του αγγείου από το οποίο προήλθε

129
Σχήμα * Τμήμα αγγείου Crosstabulation
Τμήμα αγγείου Total
Βάση Σώμα Χείλος Λαβή
Σχήμα Ανοικτά Count 39 231 9 3 282
Expected 36,6 192,6 48,9 4,0 282,0
Count
Κλειστά Count 3 31 2 0 36

21 Expected 4,7 24,6 6,2 ,5 36,0


Count
Αδιάγνωστα Count 41 175 100 6 322
Expected 41,8 219,9 55,8 4,5 322,0
Count
Total Count 83 437 111 9 640

Expected 83,0 437,0 111,0 9,0 640,0


Count

Πίνακας 21 : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση το σχήμα και το τμήμα του αγγείου
από το οποίο προήλθε

Κεραμική ύλη * Επεξεργασία επιφάνειας Crosstabulation


Επεξεργασία επιφάνειας Total
Γυαλισμένα/ Λειασμένα Αδρά Διακοσμημένα Αδιάγνωστα
Στιλβωμένα
Κεραμική Λεπτά Count 225 1 4 61 44 335
ύλη Expected 231,9 3,1 5,2 44,0 50,8 335,0
Count
Μεσαία Count 210 5 5 22 50 292
22 Expected 202,1 2,7 4,6 38,3 44,3 292,0
Count
Χοντρά Count 8 0 1 1 3 13
Expected 9,0 ,1 ,2 1,7 2,0 13,0
Count
Total Count 443 6 10 84 97 640
Expected 443,0 6,0 10,0 84,0 97,0 640,0
Count

Πίνακας 22 : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την κεραμική της ύλη και την επεξεργασία
της εξωτερικής της επιφάνειας
130
Επεξεργασία επιφάνειας * Σχήμα Crosstabulation
Σχήμα Total

Ανοικτά Κλειστά Αδιάγνωστα


Επεξεργασία Γυαλισμένα / Count 196 27 220 443
επιφάνειας Στιλβωμένα Expected Count 195,2 24,9 222,9 443,0
Λειασμένα Count 2 1 3 6
Expected Count 2,6 ,3 3,0 6,0
Αδρά Count 4 1 5 10
23 Expected Count 4,4 ,6 5,0 10,0
Διακοσμημένα Count 47 3 34 84
Expected Count 37,0 4,7 42,3 84,0
Αδιάγνωστα Count 33 4 60 97
Expected Count 42,7 5,5 48,8 97,0
Total Count 282 36 322 640

Expected Count 282,0 36,0 322,0 640,0

Πίνακας 23 : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την επεξεργασία της εξωτερικής
της επιφάνειας και το σχήμα του αγγείου από το οποίο προήλθε

Επεξεργασία επιφάνειας * Τμήμα αγγείου Crosstabulation


Τμήμα αγγείου Total

Βάση Σώμα Χείλος Λαβή


Επεξεργασία Γυαλισμένα / Count 62 297 80 4 443
επιφάνειας Στιλβωμένα Expected Count 57,5 302,5 76,8 6,2 443,0
Λειασμένα Count 0 5 1 0 6
Expected Count ,8 4,1 1,0 ,1 6,0
Αδρά
24 Count
Expected Count
1
1,3
9
6,8
0
1,7
0
,1
10
10,0
Διακοσμημένα Count 1 65 13 5 84
Expected Count 10,9 57,4 14,6 1,2 84,0
Αδιάγνωστα Count 19 61 17 0 97
Expected Count 12,6 66,2 16,8 1,4 97,0
Total Count 83 437 111 9 640

Expected Count 83,0 437,0 111,0 9,0 640,0

Πίνακας 24 : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την επεξεργασία της εξωτερικής της
επιφάνειας και το τμήμα του αγγείου από το οποίο προήλθε

131
TOMH 14

Κεραμική ύλη
Frequency Percent Valid Percent Cumulative Percent

Valid Λεπτά 387 57,4 57,5 57,5


Μεσαία 249 36,9 37,0 94,5
Χοντρά 37 5,5 5,5 100,0
Total 673 99,9 100,0
Missing System 1 ,1

Total 674 100,0

25

Πίνακας 25 (και γράφημα) : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την κεραμική της
ύλη

132
Επεξεργασία επιφάνειας
Frequency Percent Valid Percent Cumulative
Percent

Valid Γυαλισμένα / Στιλβωμένα 451 66,9 67,0 67,0

Λειασμένα 12 1,8 1,8 68,8


Αδρά 15 2,2 2,2 71,0
Διακοσμημένα 78 11,6 11,6 82,6
Αδιάγνωστα 117 17,4 17,4 100,0
Total 673 99,9 100,0
Missing System 1 ,1

Total 674 100,0

26

Πίνακας 26 (και γράφημα) : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την επεξεργασία
της εξωτερικής επιφάνειάς της

133
Χρώμα και Διακόσμηση
Frequency Percent Valid Percent Cumulative
Percent
Valid Αδιάγνωστα 117 17,4 17,4 17,4
Μαύρα / Τεφρά 121 18,0 18,0 35,4
Καστανά 43 6,4 6,4 41,8
Νέφη 127 18,8 18,9 60,6
Κόκκινα 54 8,0 8,0 68,6
Κόκκινο Επίχρισμα 60 8,9 8,9 77,6
Μπεζ 2 ,3 ,3 77,9
Ιώδη 2 ,3 ,3 78,2
Καστανό Επίχρισμα 50 7,4 7,4 85,6
Υπόλευκο Επίχρισμα 19 2,8 2,8 88,4
Impresso Τσιμπητή 3 ,4 ,4 88,9
Impresso Ονυχωτή 5 ,7 ,7 89,6
Impresso Με εργαλείο 5 ,7 ,7 90,3
Impresso με δάχτυλο 2 ,3 ,3 90,6
27 Επίθετη Πλαστική διακόσμηση 11 1,6 1,6 92,3

Μελανοστεφή 8 1,2 1,2 93,5


Καστανά με κόκκινη 2 ,3 ,3 93,8
διακόσμηση
Κόκκινα με καστανή 2 ,3 ,3 94,1
διακόσμηση
Κόκκινα με λευκή διακόσμηση 5 ,7 ,7 94,8

Λευκά με κόκκινη διακόσμηση 2 ,3 ,3 95,1

Στιλβωτή 4 ,6 ,6 95,7
Υπόλευκα με καστανή 2 ,3 ,3 96,0
διακόσμηση
Καστανό σε Καστανό 3 ,4 ,4 96,4
Κόκκινο σε Κόκκινο 1 ,1 ,1 96,6
Καστανά με λευκή 1 ,1 ,1 96,7
διακόσμηση
Εγχάρακτα 6 ,9 ,9 97,6
Άλλο 4 ,6 ,6 98,2
Barbotin 12 1,8 1,8 100,0
Total 673 99,9 100,0
Missing System 1 ,1
Total 674 100,0

134
Πίνακας 27 (και γραφήματα) : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση το χρώμα και
τη διακόσμηση της εξωτερικής της επιφάνειας
135
Σχήμα
Frequency Percent Valid Percent Cumulative Percent

Valid Ανοικτά 293 43,5 43,5 43,5


Κλειστά 6 ,9 ,9 44,4
Αδιάγνωστα 374 55,5 55,6 100,0
Total 673 99,9 100,0
Missing System 1 ,1
Total 674 100,0

28

Πίνακας 28 (και γράφημα) : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση το σχήμα του
αγγείου από το οποίο προήλθε

136
Τμήμα αγγείου
Frequency Percent Valid Percent Cumulative Percent

Valid Βάση 65 9,6 9,7 9,7

Σώμα 472 70,0 70,1 79,8


Χείλος 122 18,1 18,1 97,9
Λαβή 14 2,1 2,1 100,0
Total 673 99,9 100,0
Missing System 1 ,1

Total 674 100,0

29

Πίνακας 29 (και γράφημα) : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση το τμήμα του
αγγείου από το οποίο προήλθε

137
Εσωτερικό υπόλευκο επίχρισμα
Frequency Percent Valid Percent Cumulative Percent

Valid TRUE 2 ,3 ,3 ,3

FALSE 671 99,6 99,7 100,0


Total 673 99,9 100,0
Missing System 1 ,1

Total 674 100,0

30

Πίνακας 30 (και γράφημα) : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την παρουσία
λευκού επιχρίσματος στο εσωτερικό της

138
Κεραμική ύλη * Σχήμα Crosstabulation
Σχήμα Total
Ανοικτά Κλειστά Αδιάγνωστα
Κεραμική ύλη Λεπτά Count 178 4 205 387
Expected Count 168,5 3,5 215,1 387,0
Μεσαία Count 104 2 143 249
Expected Count 108,4 2,2 138,4 249,0
Χοντρά Count 11 0 26 37
Expected Count 16,1 ,3 20,6 37,0
Total Count 293 6 374 673
Expected Count 293,0 6,0 374,0 673,0

31
Πίνακας 31 : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την κεραμική της ύλη και το σχήμα
του αγγείου από το οποίο προήλθε

Κεραμική ύλη * Τμήμα αγγείου Crosstabulation


Τμήμα αγγείου Total
Βάση Σώμα Χείλος Λαβή
Κεραμική ύλη Λεπτά Count 42 252 84 9 387
Expected Count 37,4 271,4 70,2 8,1 387,0
Μεσαία Count 21 190 35 3 249
Expected Count 24,0 174,6 45,1 5,2 249,0
Χοντρά Count 2 30 3 2 37
Expected Count 3,6 25,9 6,7 ,8 37,0
Total Count 65 472 122 14 673
Expected Count 65,0 472,0 122,0 14,0 673,0

32
Πίνακας 32 : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την κεραμική της ύλη και το
τμήμα του αγγείου από το οποίο προήλθε

139
Σχήμα * Τμήμα αγγείου Crosstabulation
Τμήμα αγγείου Total
33 Βάση Σώμα Χείλος Λαβή
Σχήμα Ανοικτά Count 41 246 3 3 293

Expected Count 28,3 205,5 53,1 6,1 293,0


Κλειστά Count 0 6 0 0 6
Expected Count ,6 4,2 1,1 ,1 6,0
Αδιάγνωστα Count 24 220 119 11 374
Expected Count 36,1 262,3 67,8 7,8 374,0
Total Count 65 472 122 14 673

Expected Count 65,0 472,0 122,0 14,0 673,0

Πίνακας 33 : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση το σχήμα και το τμήμα του αγγείου από
το οποίο προήλθε

Κεραμική ύλη * Επεξεργασία επιφάνειας Crosstabulation


Επεξεργασία επιφάνειας Total
34 Γυαλισμένα/ Λειασμένα Αδρά Διακοσμημένα Αδιάγνωστα
Στιλβωμένα
Κεραμική Λεπτά Count 265 6 5 57 54 387
ύλη Expected 259,3 6,9 8,6 44,9 67,3 387,0
Count
Μεσαία Count 161 6 6 21 55 249
Expected 166,9 4,4 5,5 28,9 43,3 249,0
Count
Χοντρά Count 25 0 4 0 8 37
Expected 24,8 ,7 ,8 4,3 6,4 37,0
Count
Total Count 451 12 15 78 117 673

Expected 451,0 12,0 15,0 78,0 117,0 673,0


Count

Πίνακας 34 : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την κεραμική της ύλη και την επεξεργασία
της εξωτερικής της επιφάνειας

140
Επεξεργασία επιφάνειας * Σχήμα Crosstabulation
Σχήμα Total

Ανοικτά Κλειστά Αδιάγνωστα


Επεξεργασία Γυαλισμένα / Στιλβωμένα Count 203 5 243 451
επιφάνειας Expected Count 196,3 4,0 250,6 451,0
Λειασμένα Count 6 1 5 12
Expected Count 5,2 ,1 6,7 12,0
Αδρά Count 2 0 13 15
35 Expected Count 6,5 ,1 8,3 15,0
Διακοσμημένα Count 38 0 40 78
Expected Count 34,0 ,7 43,3 78,0
Αδιάγνωστα Count 44 0 73 117
Expected Count 50,9 1,0 65,0 117,0
Total Count 293 6 374 673

Expected Count 293,0 6,0 374,0 673,0

Πίνακας 35 : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την επεξεργασία της εξωτερικής της
επιφάνειας και το σχήμα του αγγείου από το οποίο προήλθε

141
Επεξεργασία επιφάνειας * Τμήμα αγγείου Crosstabulation
Τμήμα αγγείου Total

Βάση Σώμα Χείλος Λαβή


Επεξεργασία Γυαλισμένα / Στιλβωμένα Count 40 322 82 7 451
επιφάνειας Expected 43,6 316,3 81,8 9,4 451,0
Count
Λειασμένα Count 0 12 0 0 12
36 Expected 1,2 8,4 2,2 ,2 12,0
Count
Αδρά Count 1 11 2 1 15
Expected 1,4 10,5 2,7 ,3 15,0
Count
Διακοσμημένα Count 3 56 16 3 78
Expected 7,5 54,7 14,1 1,6 78,0
Count
Αδιάγνωστα Count 21 71 22 3 117
Expected 11,3 82,1 21,2 2,4 117,0
Count
Total Count 65 472 122 14 673

Expected 65,0 472,0 122,0 14,0 673,0


Count

Πίνακας 36 : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την επεξεργασία της εξωτερικής της
επιφάνειας και το τμήμα του αγγείου από το οποίο προήλθε

142
TOMH 25

Κεραμική ύλη
Frequency Percent Valid Percent Cumulative Percent

Valid Λεπτά 703 52,4 53,5 53,5

Μεσαία 597 44,5 45,4 98,9


Χοντρά 15 1,1 1,1 100,0
Total 1315 98,1 100,0
Missing System 26 1,9

Total 1341 100,0

37

Πίνακας 37 (και γράφημα) : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την κεραμική της
ύλη

143
Επεξεργασία επιφάνειας
Frequency Percent Valid Percent Cumulative
Percent

Valid Γυαλισμένα / Στιλβωμένα 885 66,0 67,4 67,4

Λειασμένα 33 2,5 2,5 69,9


Αδρά 10 ,7 ,8 70,7
Διακοσμημένα 176 13,1 13,4 84,1
Αδιάγνωστα 209 15,6 15,9 100,0
Total 1313 97,9 100,0
Missing System 28 2,1

Total 1341 100,0

38

Πίνακας 38 (και γράφημα) : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την επεξεργασία
της εξωτερικής επιφάνειάς της

144
Χρώμα και Διακόσμηση
Frequency Percent Valid Percent Cumulative
Percent

Valid Αδιάγνωστα 208 15,5 15,8 15,8

Μαύρα / Τεφρά 185 13,8 14,1 29,9


Καστανά 81 6,0 6,2 36,1
Νέφη 235 17,5 17,9 54,0
Κόκκινα 31 2,3 2,4 56,4
Κόκκινο Επίχρισμα 197 14,7 15,0 71,4
Μπεζ 4 ,3 ,3 71,7
Ιώδη 34 2,5 2,6 74,3
Καστανό Επίχρισμα 150 11,2 11,4 85,7
Υπόλευκο Επίχρισμα 11 ,8 ,8 86,5
Impresso Τσιμπητή 24 1,8 1,8 88,3
Impresso Ονυχωτή 60 4,5 4,6 92,9
Impresso Με εργαλείο 14 1,0 1,1 94,0
Επίθετη Πλαστική διακόσμηση 32 2,4 2,4 96,4
Μελανοστεφή 6 ,4 ,5 96,9
Καστανά με κόκκινη 4 ,3 ,3 97,2
διακόσμηση
Κόκκινα με λευκή διακόσμηση 1 ,1 ,1 97,3
Υπόλευκα με κόκκινη 2 ,1 ,2 97,4
διακόσμηση
Υπόλευκα με καστανή 4 ,3 ,3 97,7
διακόσμηση
Καστανό σε Καστανό 2 ,1 ,2 97,9
Εγχάρακτα 17 1,3 1,3 99,2
Άλλο 5 ,4 ,4 99,5
Barbotin 6 ,4 ,5 100,0
Total 1313 97,9 100,0
Missing System 28 2,1

Total 1341 100,0

39
Πίνακας 39 (και γραφήματα) : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση το χρώμα και τη
διακόσμηση της εξωτερικής της επιφάνειας

145
146
Σχήμα
Frequency Percent Valid Percent Cumulative Percent

Valid Ανοικτά 543 40,5 41,3 41,3

Κλειστά 113 8,4 8,6 49,9


Αδιάγνωστα 659 49,1 50,1 100,0
Total 1315 98,1 100,0
Missing System 26 1,9

Total 1341 100,0

40

Πίνακας 40 (και γράφημα) : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση το σχήμα του
αγγείου από το οποίο προήλθε

147
Τμήμα αγγείου
Frequency Percent Valid Percent Cumulative Percent

Valid Βάση 172 12,8 13,1 13,1

Σώμα 902 67,3 68,6 81,7


Χείλος 222 16,6 16,9 98,6
Λαβή 19 1,4 1,4 100,0
Total 1315 98,1 100,0
Missing System 26 1,9

Total 1341 100,0

41

Πίνακας 41 (και γράφημα) : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση το τμήμα του
αγγείου από το οποίο προήλθε

148
Εσωτερικό υπόλευκο επίχρισμα
Frequency Percent Valid Percent Cumulative Percent

Valid TRUE 3 ,2 ,2 ,2

FALSE 1312 97,8 99,8 100,0


Total 1315 98,1 100,0
Missing System 26 1,9

Total 1341 100,0

42

Πίνακας 42 (και γράφημα) : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την παρουσία
λευκού επιχρίσματος στο εσωτερικό της

149
Κεραμική ύλη * Σχήμα Crosstabulation
Σχήμα Total
Ανοικτά Κλειστά Αδιάγνωστα
Κεραμική ύλη Λεπτά Count 320 25 358 703
Expected Count 290,3 60,4 352,3 703,0
Μεσαία Count 218 88 291 597
Expected Count 246,5 51,3 299,2 597,0
Χοντρά Count 5 0 10 15
Expected Count 6,2 1,3 7,5 15,0
Total Count 543 113 659 1315
Expected Count 543,0 113,0 659,0 1315,0

43
Πίνακας 43 : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την κεραμική της ύλη και το σχήμα
του αγγείου από το οποίο προήλθε

Κεραμική ύλη * Τμήμα αγγείου Crosstabulation


Τμήμα αγγείου Total
Βάση Σώμα Χείλος Λαβή
Κεραμική ύλη Λεπτά Count 102 457 130 14 703
Expected Count 92,0 482,2 118,7 10,2 703,0
Μεσαία Count 68 432 92 5 597
Expected Count 78,1 409,5 100,8 8,6 597,0
Χοντρά Count 2 13 0 0 15
Expected Count 2,0 10,3 2,5 ,2 15,0
Total Count 172 902 222 19 1315
Expected Count 172,0 902,0 222,0 19,0 1315,0

44
Πίνακας 44 : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την κεραμική της ύλη και το τμήμα
του αγγείου από το οποίο προήλθε

150
Σχήμα * Τμήμα αγγείου Crosstabulation
Τμήμα αγγείου Total
45 Βάση Σώμα Χείλος Λαβή
Σχήμα Ανοικτά Count 79 426 31 7 543

Expected Count 71,0 372,5 91,7 7,8 543,0


Κλειστά Count 12 93 7 1 113
Expected Count 14,8 77,5 19,1 1,6 113,0
Αδιάγνωστα Count 81 383 184 11 659
Expected Count 86,2 452,0 111,3 9,5 659,0
Total Count 172 902 222 19 1315

Expected Count 172,0 902,0 222,0 19,0 1315,0

Πίνακας 45 : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση το σχήμα και το τμήμα του αγγείου από
το οποίο προήλθε

Κεραμική ύλη * Επεξεργασία επιφάνειας Crosstabulation


Επεξεργασία επιφάνειας Total

46 Γυαλισμένα/ Λειασμένα Αδρά Διακοσμημένα Αδιάγνωστα


Στιλβωμένα
Κεραμική Λεπτά Count 456 25 10 115 95 701
ύλη Expected 472,5 17,6 5,3 94,0 111,6 701,0
Count
Μεσαία Count 424 8 0 59 106 597
Expected 402,4 15,0 4,5 80,0 95,0 597,0
Count
Χοντρά Count 5 0 0 2 8 15
Expected 10,1 ,4 ,1 2,0 2,4 15,0
Count
Total Count 885 33 10 176 209 1313
Expected 885,0 33,0 10,0 176,0 209,0 1313,
Count 0

Πίνακας 46 : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την κεραμική της ύλη και την επεξεργασία
της εξωτερικής της επιφάνειας

151
Επεξεργασία επιφάνειας * Σχήμα Crosstabulation
Σχήμα Total
Ανοικτά Κλειστά Αδιάγνωστα
Επεξεργασία Γυαλισμένα / Count 376 85 424 885
επιφάνειας Στιλβωμένα Expected Count 366,0 76,2 442,8 885,0
Λειασμένα Count 11 2 20 33
Expected Count 13,6 2,8 16,5 33,0
Αδρά Count 3 0 7 10
47 Expected Count 4,1 ,9 5,0 10,0
Διακοσμημένα Count 89 10 77 176
Expected Count 72,8 15,1 88,1 176,0
Αδιάγνωστα Count 64 16 129 209
Expected Count 86,4 18,0 104,6 209,0
Total Count 543 113 657 1313
Expected Count 543,0 113,0 657,0 1313,0

Πίνακας 47 : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την επεξεργασία της εξωτερικής της
επιφάνειας και το σχήμα του αγγείου από το οποίο προήλθε

Επεξεργασία επιφάνειας * Τμήμα αγγείου Crosstabulation


Τμήμα αγγείου Total
Βάση Σώμα Χείλος Λαβή
Επεξεργασία Γυαλισμένα/Στιλβωμένα Count 102 606 169 8 885
επιφάνειας Expected Count 115,9 606,6 149,6 12,8 885,0
Λειασμένα Count 6 22 5 0 33
Expected Count 4,3 22,6 5,6 ,5 33,0
Αδρά Count 3 5 2 0 10
48 Expected Count 1,3 6,9 1,7 ,1 10,0
Διακοσμημένα Count 5 154 10 7 176
Expected Count 23,1 120,6 29,8 2,5 176,0
Αδιάγνωστα Count 56 113 36 4 209
Expected Count 27,4 143,3 35,3 3,0 209,0
Total Count 172 900 222 19 1313

Expected Count 172,0 900,0 222,0 19,0 1313,0

Πίνακας 48 : Συχνότητα της καταγεγραμμένης κεραμικής με βάση την επεξεργασία της εξωτερικής της
επιφάνειας και το τμήμα του αγγείου από το οποίο προήλθε

152
ΣΧΕΔΙΑ

153
ΕΠΙΠΕΔΕΣ ΒΑΣΕΙΣ

Σχέδιο 1 : 4 / 9 / 2001, Πάσα 14060, Διάμετρος 10 εκ.

Σχέδιο 2 : 28 / 8 / 2001, Πάσα 14039, Διάμετρος 10 εκ.

Σχέδιο 3 : 3 / 8 / 2006, Πάσα 25055, Διάμετρος 12 εκ.

154
Σχέδιο 4 : 28 / 8 / 2001, Πάσα 14033, Διάμετρος 12 εκ.

Σχέδιο 5 : 1 / 9 / 2009, Πάσα 25118, Διάμετρος 13 εκ.

Σχέδιο 6 : 4 / 9 / 2001, Πάσα 12032, Διάμετρος 16 εκ.

155
Σχέδιο 7 : 9 / 8 / 2006, Πάσα 25065, Διάμετρος 16 εκ.

Σχέδιο 8 : 2 / 9 / 2009, Πάσα 25124, Διάμετρος 16 εκ.

Σχέδιο 9 : 23 / 8 / 2001, Πάσα 14033, Διάμετρος 17 εκ.

Σχέδιο 10 : 30 / 8 / 2004, Πάσα 25034, Διάμετρος 18 εκ.

156
Σχέδιο 11 : 30 / 8 / 2004, Πάσα 25034, Διάμετρος 18 εκ.

Σχέδιο 12 : 9 / 8 / 2002, Πάσα 13078, Διάμετρος 18 εκ.

Σχέδιο 13 : 4 / 9 / 2001, Πάσα 14060, Διάμετρος 20 εκ.

Σχέδιο 14 : 4 / 9 / 2001, Πάσα 12032, Διάμετρος 20 εκ.

157
Σχέδιο 15 : 6 / 8 / 2002, Πάσα 13063, Διάμετρος 21 εκ.

Σχέδιο 16 : 10 / 8 / 2004, Πάσα 25011, Διάμετρος 22 εκ.

Σχέδιο 17 : 14 / 8 / 2002, Πάσα 14100, Διάμετρος 36 εκ.

158
ΔΙΣΚΟΕΙΔΕΙΣ - ΚΥΛΙΝΔΡΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ

Σχέδιο 18 : 22 / 8 / 2001, Πάσα 13020, Διάμετρος 6 εκ.

Σχέδιο 19 : 1 / 9 / 2004, Πάσα 25038, Διάμετρος 6 εκ.

Σχέδιο 20 : 2 / 9 / 2002, Πάσα 25039, Διάμετρος 8 εκ.

159
Σχέδιο 21 : 1 / 9 / 2004, Πάσα 25038, Διάμετρος 8 εκ.

Σχέδιο 22 : 11 / 8 / 2004, Πάσα 25013, Διάμετρος 10 εκ.

Σχέδιο 23 : 20 / 8 / 2003, Πάσα 14119, Διάμετρος 10 εκ.

Σχέδιο 24 : 23 / 8 / 2001, Πάσα 13022, Διάμετρος 10 εκ.

160
Σχέδιο 25 : 4 / 9 / 2001, Πάσα 12003, Διάμετρος 11 εκ.

Σχέδιο 26 : 4 / 9 / 2001, Πάσα 14058, Διάμετρος 11 εκ.

Σχέδιο 27 : 9 / 8 / 2002, Πάσα 13081, Διάμετρος 12 εκ.

161
Σχέδιο 28 : 21 / 8 / 2003, Πάσα 14120, Διάμετρος 14 εκ.

Σχέδιο 29 : 1 / 9 / 2004, Πάσα 25038, Διάμετρος 14 εκ.

Σχέδιο 30 : 4 / 9 / 2001, Πάσα 12033, Διάμετρος 18 εκ.

162
Σχέδιο 31 : 29 / 8 / 2002, Πάσα 13104, Διάμετρος 18 εκ.

Σχέδιο 32 : 27 / 8 / 2001, Πάσα 13024, Διάμετρος 22 εκ.

Σχέδιο 33 : 3 / 9 / 2009, Πάσα 25133, Διάμετρος 24 εκ.

Σχέδιο 34 : 23 / 8 / 2001, Πάσα 14035, Διάμετρος 30 εκ.

163
ΚΥΡΤΕΣ - ΕΠΙΠΕΔΕΣ ΒΑΣΕΙΣ

Σχέδιο 35 : 4 / 9 / 2001, Πάσα 14058, Διάμετρος 8 εκ.

Σχέδιο 36 : 1 / 9 / 2009, Πάσα 25118, Διάμετρος 10 εκ.

Σχέδιο 37 : 31 / 8 / 2001, Πάσα 12026, Διάμετρος 10 εκ.

164
Σχέδιο 38 : 4 / 9 / 2001, Πάσα 12033, Διάμετρος 10 εκ.

Σχέδιο 39 : 1 / 9 / 2009, Πάσα 25118, Διάμετρος 14 εκ.

Σχέδιο 40 : 30 / 8 / 2004, Πάσα 25034, Διάμετρος 14 εκ.

165
ΚΟΙΛΗ ΒΑΣΗ

Σχέδιο 41 : 9 / 8 / 2002, Πάσα 13078, Διάμετρος 13 εκ.

ΔΑΚΤΥΛΙΟΣΧΗΜΗ ΒΑΣΗ

Σχέδιο 42 : 31 / 8 / 2004, Πάσα 25034, Διάμετρος 16 εκ.

166
ΣΦΑΙΡΙΚΟ ΑΓΓΕΙΟ ΜΕ ΔΑΤΥΛΙΟΣΧΗΜΗ ΒΑΣΗ

Σχέδιο 43 : 1 / 9 / 2004, Πάσα 25037, Διάμετρος 7 εκ.

ΚΟΙΛΟ ΠΟΔΙ ΑΓΓΕΙΟΥ

Σχέδιο 44 : 21 / 8 / 2003, Πάσα 14120, Διάμετρος 7 εκ.

167
ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΓΓΕΙΑ ΜΕ ΚΑΘΕΤΑ ΤΟΙΧΩΜΑΤΑ

Σχέδιο 45 : 30 / 8 / 2001, Πάσα 12024, Διάμετρος 13 εκ.

Σχέδιο 46 : 31 / 8 / 2001, Πάσα 25035, Διάμετρος 14 εκ.

168
ΗΜΙΣΦΑΙΡΙΚΑ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΓΓΕΙΑ

Σχέδιο 47 : 14 / 8 / 2002, Πάσα 14100, Διάμετρος 12 εκ.

Σχέδιο 48 : 23 / 8 / 2001, Πάσα 14035, Διάμετρος 15 εκ.

Σχέδιο 49 : 23 / 8 / 2001, Πάσα 14035, Διάμετρος 15 εκ.

169
Σχέδιο 50 : 21 / 8 / 2003, Πάσα 14120, Διάμετρος 16 εκ.

Σχέδιο 51 : 21 / 8 / 2001, Πάσα 14093, Διάμετρος 29 εκ.

Σχέδιο 52 : 27 / 8 / 2001, Πάσα 14038, Διάμετρος 32 εκ.

170
ΑΝΟΙΧΤΑ ΣΦΑΙΡΙΚΑ ΑΓΓΕΙΑ ΧΩΡΙΣ ΛΑΙΜΟ

Σχέδιο 53 : 1 / 9 / 2004, Πάσα 25038, Διάμετρος 14 εκ.

Σχέδιο 54 : 18 / 8 / 2006, Πάσα 25069, Διάμετρος 14 εκ.

Σχέδιο 55 : 2 / 8 / 2002, Πάσα 12056, Διάμετρος 22 εκ.

171
Σχέδιο 56 : 8 / 8 / 2006, Πάσα 25064, Διάμετρος 22 εκ.

Σχέδιο 57 : 7 / 8 / 2006, Πάσα 25060, Διάμετρος 34 εκ.

172
ΑΝΟΙΧΤΑ ΚΩΝΙΚΑ ΑΓΓΕΙΑ

Σχέδιο 58 : 20 / 8 / 2003, Πάσα 14119, Διάμετρος 20 εκ.

Σχέδιο 59 : 14 / 8 / 2002, Πάσα 13092, Διάμετρος 26 εκ.

173
Σχέδιο 60 : 31 / 8 / 2004, Πάσα 25036, Διάμετρος 28 εκ.

Σχέδιο 61 : 9 / 8 / 2002, Πάσα 13078, Διάμετρος 30 εκ.

Σχέδιο 62 : 20 / 8 / 2003, Πάσα 14119, Διάμετρος 38 εκ.

Σχέδιο 63 : 4 / 9 / 2001, Πάσα 12033, Διάμετρος 46 εκ.

174
ΚΛΕΙΣΤΑ ΣΦΑΙΡΙΚΑ ΑΓΓΕΙΑ ΜΕ ΛΑΙΜΟ ΣΙΓΜΟΕΙΔΟΥΣ ΚΑΤΑΤΟΜΗΣ

Σχέδιο 64 : 1 / 8 / 2002, Πάσα 12054, Διάμετρος 9 εκ.

Σχέδιο 65 : 2 / 9 / 2004, Πάσα 25039, Διάμετρος 13 εκ.

175
Σχέδιο 66 : 8 / 8 / 2006, Πάσα 25064, Διάμετρος 14 εκ.

Σχέδιο 67 : 1 / 9 / 2004, Πάσα 25038, Διάμετρος 15 εκ.

Σχέδιο 68 : 7 / 9 / 2001, Πάσα 12044, Διάμετρος 18 εκ.

176
ΚΛΕΙΣΤΑ ΣΦΑΙΡΙΚΑ ΑΓΓΕΙΑ ΜΕ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΧΕΙΛΟΣ

Σχέδιο 69 : 3 / 8 / 2006, Πάσα 25055, Διάμετρος 10 εκ.

Σχέδιο 70 : 1 / 9 / 2009, Πάσα 25118, Διάμετρος 11 εκ.

Σχέδιο 71 : 20 / 8 / 2003, Πάσα 14119, Διάμετρος 15 εκ.

177
Σχέδιο 72 : 8 / 8 / 2006, Πάσα 25064, Διάμετρος 17 εκ.

Σχέδιο 73 : 3 / 9 / 2009, Πάσα 25133, Διάμετρος 17 εκ.

ΚΛΕΙΣΤΟ ΣΦΑΙΡΙΚΟ ΑΓΓΕΙΟ ΜΕ ΑΠΛΟ ΧΕΙΛΟΣ

Σχέδιο 74 : 23 / 8 / 2001, Πάσα 14035, Διάμετρος 10 εκ.

178
ΕΥΡΥΣΤΟΜΟ ΑΓΓΕΙΟ ΜΕ ΚΑΘΕΤΑ ΤΟΙΧΩΜΑΤΑ

Σχέδιο 75 : 4 / 9 / 2001, Πάσα 14060, Διάμετρος 36 εκ.

ΕΥΡΥΣΤΟΜΑ ΑΓΓΕΙΑ ΜΕ ΣΥΓΚΛΙΝΟΝΤΑ ΤΟΙΧΩΜΑΤΑ

Σχέδιο 76 : 2 / 8 / 2001, Πάσα 14093, Διάμετρος 30 εκ.

Σχέδιο 77 : 2 / 8 / 2002, Πάσα 12057, Διάμετρος 50 εκ.

179
ΕΙΚΟΝΕΣ

180
Εικόνα 1 : Γεωγραφική τοποθέτηση του νεολιθικού οικισμού των Παλιαμπέλων Κολινδρού

Εικόνα 2 : Η Ανασκαφή του νεολιθικού οικισμού των Παλιαμπέλων Κολινδρού

(Αρχείο Ανασκαφής Παλιαμπέλων Κολινδρού)

181
Εικόνα 3 : Μαγνητική διασκόπηση του νεολιθικού οικισμού των Παλιαμπέλων

Εικόνα 4 : Ανασκαφικές τομές των Παλιαμπέλων

(Αρχείο Ανασκαφής Παλιαμπέλων Κολινδρού)

182
Εικόνα 5 : Ανασκαφικός καμβάς και φωτογραφίες των οικιστικών καταλοίπων της

νεολιθικής θέσης των Παλιαμπέλων

(Αρχείο Ανασκαφής Παλιαμπέλων Κολινδρού)

183
Εικόνα 6 : Σχέδιο των οικιστικών καταλοίπων της ΜΝ στην κορυφή του οικισμού των
Παλιαμπέλων

Εικόνα 7 : Σχέδιο των οικιστικών καταλοίπων της ΝΝ στο νότιο τμήμα του οικισμού των
Παλιαμπέλων

(Αρχείο Ανασκαφής Παλιαμπέλων Κολινδρού)

184
Εικόνα 8 : Ο διπλός λίθινος περίβολος της ΝΝ του οικισμού των Παλιαμπέλων Κολινδρού

(Αρχείο Ανασκαφής Παλιαμπέλων Κολινδρού)

185
ΤΕΦΡΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ

Εικόνες 9 & 10 : 6 / 9 / 01, Πάσα


14067

9 10

11 12 13

ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΜΕ ΝΕΦΗ

Εικόνες 11 & 12 : 18 / 8 / 06, Πάσα 25069 Εικόνα 13 : 3 / 9 / 09, Πάσα 25133

14 15 16

ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΜΕ ΚΟΚΚΙΝΟ ΕΠΙΧΡΙΣΜΑ

Εικόνα 14 : 4 / 8 / 06, Πάσα 25057 Εικόνα 15 : 3 / 9 / 09, Πάσα 25133 Εικόνα 16 : 2 / 9 / 09,
Πάσα 25124

186
ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΜΕ ΚΑΣΤΑΝΟ ΕΠΙΧΡΙΣΜΑ

Εικόνα 17 : 10 / 9 / 01, Πάσα 14075

Εικόνα 18 : 18 / 8 / 06, Πάσα 25069

17 18

ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΜΕ ΥΠΟΛΕΥΚΟ ΕΠΙΧΡΙΣΜΑ

Εικόνες 19 & 20 : 8 / 8 / 06, Πάσα 25064


19
Εικόνα 21 : 14 / 8 / 01, Πάσα 13092

20 21

22 23 24

IMPRESSO ΟΝΥΧΩΤΗ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ

Εικόνα 22 : 9 / 8 / 06, Πάσα 25065 Εικόνα 23 : 1 / 9 / 04, Πάσα 25037 Εικόνα 24 : 27 / 8 / 01,
Πάσα 14038

187
25 26 27

IMPRESSO ΤΣΙΜΠΗΤΗ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ

Εικόνα 25 : 9 / 8 / 02, Πάσα 13078 Εικόνες 26 & 27 : 10 / 8 / 04, Πάσα 25011

28 29

IMPRESSO ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ ΜΕ ΕΡΓΑΛΕΙΟ

Εικόνα 28 : 27 / 8 / 01, Πάσα 14038 Εικόνα 29 : 4 / 9 / 01, Πάσα


12032 Εικόνα 30 : 1 / 9 / 04, Πάσα 25037

30

IMPRESSO ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ ΜΕ ΔΑΧΤΥΛΟ

Εικόνα 31 : 27 / 8 / 01, Πάσα 14038

31

188
32 33 34

ΕΠΙΘΕΤΗ ΠΛΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ

Εικόνα 32 : 29 / 8 / 01, Πάσα 13029 Εικόνα 33 : 6 / 8 / 02, Πάσα 13063 Εικόνα 34 : 23 /


8 / 01, Πάσα 12017

35 36

ΕΠΙΘΕΤΗ ΠΛΑΣΤΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑ

Εικόνα 35 : 23 / 8 / 01, Πάσα 13022 Εικόνα 36 : 7 / 9 / 01, Πάσα 12043

37 38 39

ΓΛΩΣΣΟΕΙΔΕΙΣ ΑΠΟΦΥΣΕΙΣ

Εικόνα 37 : 23 / 8 / 01, Πάσα 14035 Εικόνα 38 : 2 / 9 / 09, Πάσα 25124 Εικόνα 39 : 28 /


8 / 01, Πάσα 14039

189
40 41 42

ΒΑΡΒΟΤΙΝ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ

Εικόνα 40 : 30 / 8 / 01, Πάσα 12024 Εικόνες 41 & 42 : 4 / 9 / 01, Πάσα 12033

43 44 45

46 47 48

ΕΓΧΑΡΑΚΤΗ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ

Εικόνα 43 : 8 / 8 / 06, Πάσα 25064 Εικόνα 44 : 31 / 8 / 04, Πάσα 25036 Εικόνα 45 : 22 / 8 / 01,
Πάσα 13020 Εικόνα 46 : 23 / 8 / 01, Πάσα 13022 Εικόνα 47 : 10 / 9 / 01, Πάσα 12047
Εικόνα 48 : 4 / 9 / 01, Πάσα 12033

190
49 50 51

52 53 54

ΜΕΛΑΝΟΣΤΕΦΗΣ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ

Εικόνα 49 : 23 / 8 / 01, Πάσα 14035 Εικόνα 50 : 12 / 8 / 02, Πάσα 13084 Εικόνα 51 : 29 / 8 / 02,
Πάσα 13104 Εικόνα 52 : 3 / 8 / 06, Πάσα 25055 Εικόνα 53 : 28 / 8 / 01, Πάσα 14039
Εικόνα 54 : 4 / 9 / 01, Πάσα 12033

Μελανοστεφές όστρακο με επίθετη πλαστική διακόσμηση

Εικόνα 55 : 7 / 9 / 01, Πάσα 12043

55

Μελανοστεφές όστρακο με γραπτή διακόσμηση

Εικόνα 56 : 27 / 8 / 01, Πάσα 14038

56

191
57 58 59

ΣΤΙΛΒΩΤΗ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ

Εικόνα 57 : 2 / 8 / 02, Πάσα 12056 Εικόνα 58 : 7 / 9 / 01, Πάσα 12043 Εικόνα 59 : 2 / 9 /


09, Πάσα 25124

60 61 62 63

ΚΑΣΤΑΝΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΜΕ ΥΠΟΛΕΥΚΗ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ

Εικόνα 60 : 23 / 8 / 01 Πάσα 14035 Εικόνα 61 : 28 / 8 / 01, Πάσα 14039 Εικόνα 62 : 4 / 9 / 01,


Πάσα 14059 Εικόνα 63 : 2 / 8 / 01, Πάσα 14093

ΚΑΣΤΑΝΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΜΕ ΚΟΚΚΙΝΗ


ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ

Εικόνα 64 : 9 / 8 / 01, Πάσα 13081


Εικόνα 65 : 14 / 8 / 01, Πάσα 13092

64 65

192
66 67 68

ΥΠΟΛΕΥΚΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΜΕ ΚΟΚΚΙΝΗ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ

Εικόνα 66 : 18 / 8 / 06, Πάσα 25069

ΥΠΟΛΕΥΚΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΜΕ ΚΑΣΤΑΝΗ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ

Εικόνα 67 : 20 / 8 / 01, Πάσα 12011 Εικόνα 68 : 3 / 9 / 01, Πάσα 12027

ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΜΕ ΛΕΥΚΗ


ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ

Εικόνα 69 : 14 / 8 / 01, Πάσα 13092

Εικόνα 70 : 28 / 8 / 01, Πάσα 14039


69 70

ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΜΕ ΚΟΚΚΙΝΗ


ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ

Εικόνα 71 : 14 / 8 / 02, Πάσα 14100

Εικόνα 72 : 22 / 8 / 01, Πάσα 13020

71 72

193
ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΜΕ ΚΑΣΤΑΝΗ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ

Εικόνα 73 : 27 / 8 / 01, Πάσα 14038


Εικόνα 74 : 22 / 8 / 01, Πάσα 13020
73 74

ΚΑΣΤΑΝΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΜΕ ΚΑΣΤΑΝΗ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ

Εικόνα 75 : 23 / 8 / 01, Πάσα 14035


Εικόνα 76 : 2 / 8 / 02, Πάσα 12056

75 76

ΤΕΦΡΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΜΕ ΛΕΥΚΗ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ

Εικόνα 77 : 2 / 8 / 01, Πάσα 14093

77

ΛΕΥΚΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΜΕ ΜΑΥΡΗ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ

Εικόνα 78 : 7 / 9 / 01, Πάσα 12043

78

79 80 81

ΚΕΡΑΜΙΚΑ ΟΣΤΡΑΚΑ ΜΕ ΟΠΕΣ ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΗΣ

Εικόνα 79 : 4 / 9 / 01, Πάσα 12033 Εικόνα 80 : 1 / 9 / 09, Πάσα 25117


Εικόνα 81 : 27 / 8 / 01, Πάσα 14038 Εικόνα 82 : 23 / 8 / 01, Πάσα 12017

82

194
ΕΠΕΙΣΑΚΤΑ ΟΣΤΡΑΚΑ ΣΤΥΛ ΤΥΠΟΥ ΧΑΙΡΩΝΕΙΑΣ

Εικόνα 83 : 4 / 9 / 01, Πάσα 12033


Εικόνα 84 : 14 / 8 / 01, Πάσα 13092

83 84

ΠΙΘΑΝΟ ΕΡΥΘΡΟΣΤΕΦΕΣ ΟΣΤΡΑΚΟ

Εικόνα 85 : 21 / 8 / 02, Πάσα 12053

85

ΔΑΚΤΥΛΙΟΣΧΗΜΕΣ ΒΑΣΕΙΣ

Εικόνα 86 & 87 : 23 / 8 / 04, Πάσα 25036

86 87

ΔΙΣΚΟΕΙΔΕΙΣ ΒΑΣΕΙΣ

Εικόνα 88 : 10 / 9 / 01, Πάσα 14075


Εικόνα 89 : 18 / 8 / 06, Πάσα 25069
88 89

90 91 92 93

ΠΟΔΙΑ Εικόνα 90 : 1 / 9 / 09, Πάσα 25117 Εικόνα 91 : 2 / 9 / 04, Πάσα 25040


Εικόνα 92 : 4 / 9 / 01, Πάσα 12033 Εικόνα 93 : 1 / 9 / 09, Πάσα 25118

195
95 96

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΔΙΑΤΡΗΤΕΣ ΑΠΟΦΥΣΕΙΣ / ΛΑΒΕΣ

Εικόνα 95 : 6 / 8 / 02, Πάσα 13063 Εικόνα 96 : 6 / 9 / 01, Πάσα


14067

Εικόνα 97 : 14 / 8 / 01, Πάσα 13092


97

ΣΥΝΔΥΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ (COMBINATION)

ΕΠΙΘΕΤΟ ΠΛΑΣΤΙΚΟ ΚΟΜΒΙΟ ΚΑΙ ΓΥΡΩ ΤΟΥ IMPRESSO


ΟΝΥΧΩΤΗ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ

Εικόνα 98 : 31 / 8 / 04, Πάσα 25036

98

ΣΥΝΔΥΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ (COMBINATION)

ΟΣΤΡΑΚΟ ΜΕ BARBOTIN ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ ΚΑΙ ΕΓΧΑΡΑΚΤΟ


ΧΕΙΛΟΣ

Εικόνα 99 : 21 / 8 / 02, Πάσα 12057

99

196
100

101

197
102

103

198
104

Εικόνες 100 - 104 : Προσπάθεια κατασκευής μελανοστεφών αγγείων με τη βοήθεια του κεραμέα
Γιάννη Σταγγίδη

199
200

You might also like