You are on page 1of 92

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ – ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Πρόεδρος: ΑΛΚΜΗΝΗ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ-ΖΑΦΡΑΚΑ


Αντιπρόεδρος: ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΡΡΕΣ
Γεν. Γραμματέας: ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΔΕΛΗΚΑΡΗ
Ταμίας: ΠΟΛΥΜΝΙΑ ΚΑΤΣΩΝΗ
Μέλη: ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΚΟΥΤΖΙΟΥΚΩΣΤΑΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΞΥΔΟΠΟΥΛΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΛΕΟΝΤΙΑΔΗΣ
ΑΡΤΕΜΗ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΝΙΓΔΕΛΗΣ

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

Διεύθυνση: Ομότιμη Καθηγήτρια ΑΛΚΜΗΝΗ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ-ΖΑΦΡΑΚΑ


Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης – 541 24
e-mail: histsociety1977@yahoo.gr

Επιμέλεια έκδοσης: ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ


ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΚΟΥΤΖΙΟΥΚΩΣΤΑΣ

©ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΝΙΑΣ
Πλ. Αγίου Γεωργίου 10, 54635 Θεσσαλονίκη
Τηλ. 2310 218.963, 2130 219.493 Fax 2310 218.963
e-mail: vaniasthess@gmail.com

ISSN: 1012-0513

Θεσσαλονίκη 201 8
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ

Τόμος 34oς
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Α. Μελέτες

Δημήτρης Π. Δρακούλης
Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων
και οι πρώιμοι βυζαντινοί δρόμοι του μεταξιού 11

Ανδρέας Γκουτζιουκώστας
Ο τουρμάρχης των φοιδεράτων (9ος-10ος αι.): Προβλήματα και
παρατηρήσεις 93

Μυρσίνη Σ. Ἀναγνώστου
Ἡ παρουσία τοῦ Ὁμήρου στὸ ἔργο Στίχοι διάφοροι τοῦ
Χριστοφόρου Μυτιληναίου 115

Σταύρος Γ. Γεωργίου
Μελέτες για τη διοίκηση της βυζαντινής Κύπρου:
O κουροπαλάτης και δούκας Κύπρου Ρωμανός Στυππειώτης 125

Marco Miotto
O ἄρχων τῶν ἀρχόντων καὶ ἀμηρᾶς τῶν ἀμηράδων Γεώργιος ο
Αντιοχεύς 133

Dušan Simić
Ο Νικηφόρος Γρηγοράς και ο εμφύλιος πόλεμος των δύο
Ανδρονίκων (1321-1328): η αντίληψή του για τη σύγκρουση,
τα αίτια, τις συνέπειες και την κοινωνική της διάσταση 153

Pascal Androudis
Présence de l’aigle bicéphale en Trebizonde et dans la principauté
grecque de Théodoro en Crimée (XIVe-XVe siècles) 179

Γεώργιος Ορφανίδης
ΑΚΤΑCΗC, ΥΙΩC ΑΛΕΞΗ. Το κτητορικό πορτραίτο στον ναό
του Αγίου Νικολάου του Μαγαλειού Καστοριάς (1504/5):
προσωπογραφικές παρατηρήσεις 219

Tatiana G. Popova
Zur Frage über die slavische Überlieferung der Himmelsleiter des
Johannes Klimakos 237
Ευστρατία Συγκέλλου
Ο Clausewitz και ο πόλεμος στο ύστερο Βυζάντιο 247

Β. Βιβλιοκρισίες – Βιβλιοπαρουσιάσεις

Laonikos Chalkokondyles, The Histories, vol. I: Books 1-5, vol. II:


Books 6-10. Translated by Anthony Kaldellis [Dumbarton Oaks
Medieval Library 33-34], Harvard University Press, Cambridge,
Massachusetts – London, England 2014, σσ. 537+559.
Ἰωάννης Πολέμης 267

On the Difficulties in the Church Fathers. The Ambigua, vol. I-II:


Maximos the Confessor. Edited and translated by Nicholas Constas
[Dumbarton Oaks Medieval Library 28-29], Harvard University Press,
Cambridge, Massachusetts – London, England 2014, σσ. 501+388.
Ἰωάννης Πολέμης 269

The Rhetorical Exercises of Nikephoros Basilakes. Progymnasmata


from Twelfth-Century Byzantium. Edited and translated by Jeffrey
Beneker and Graig A. Gibson [Dumbarton Oaks Medieval Library
43], Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts – London,
England 2016, σσ. 394.
Ἰωάννης Πολέμης 275

Christian Novels from the Menologion of Symeon Metaphrastes.


Edited and translated by Stratis Papaioannou [Dumbarton Oaks
Medieval Library 45], Harvard University Press, Cambridge,
Massachusetts – London, England 2017, σσ. 318.
Ἰωάννης Πολέμης 283

Holy Men of Mouth Athos. Edited and translated by Richard P. H.


Greenfield and Alice-Mary Talbot [Dumbarton Oaks Medieval
Library 40], Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts –
London, England 2016.
Ἰωάννης Πολέμης 285

Γεωργία Ξανθάκη-Καραμάνου (εκδ.), Τὸ Βυζάντιο κατὰ τοὺς


Παλαιολόγειους χρόνους: Σχέσεις Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως καὶ
Ἀφετηρία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ [Ινστιτούτο Έρευνας
Βυζαντινού Πολιτισμού, Σειρά εκδόσεων ΙΙ], εκδόσεις Παπαζήση,
Αθήνα 2017.
Άννα Σκλαβενίτη 289
M. Jeffreys – M. D. Lauxtermann, The Letters of Psellos. Cultural
Networks and Historical Realities [Oxford Studies in Byzantium],
Oxford 2017, σσ. x + 468 + 2 εικ. + 1 πίν.
Σταύρος Γ. Γεωργίου 293

Sergei Mariev (ed.), Byzantine Perspectives on Neoplatonism


[Byzantinisches Archiv – Series Philosophica, Band 1], Walter de
Gruyter Inc., Berlin 2017, p. 289.
Nikolaos Tzoumerkas 299

K. Spronk – G. Rouwhorst – S. Royé (ἐκδ.), Catalogue of Byzantine


Manuscripts in their Liturgical Context: Subsidia 1. Challenges and
Perspectives, Brepols, Turnhout 2013.
Δημήτριος Γ. Σκρέκας 305

Alexios G. C. Savvides (ed.), Ο βυζαντινός Πόντος (4ος-15ος αιώνες


μ.Χ.). Ιστορικές συμβολές, Committee for Pontic Studies, Athens
2013. ISSN 1109-0871.
Eleni Lianta 315

Γ. Νεκρολογίες

Αλέξιος Γ.Κ. Σαββίδης


Mark Whittow (1957-2017) 323
Α. Μελέτες
Δημήτρης Π. Δρακούλης

Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων


και οι πρώιμοι βυζαντινοί δρόμοι του μεταξιού

Εισαγωγή

Σκοπός της ερευνητικής αυτής προσπάθειας είναι η εξέταση του


ανώνυμου ελληνικού κειμένου Ὁδοιπορίαι ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου
ἄχρι τῶν Ῥωμαίων που αναφέρεται στις εμπορικές διαδρομές μεγάλων
αποστάσεων στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο (4ος-6ος αι.)1. Με τον όρο
«διαδρομές μεγάλων αποστάσεων» εννοείται το δίκτυο των χερσαίων
και θαλάσσιων διαδρομών, μέσω των οποίων ανταλλάσσονταν κατά
την Ύστερη Αρχαιότητα εμπορεύματα, πολιτισμικές ιδέες και πνευμα-
τικές αναζητήσεις μεταξύ σημαντικών περιφερειών της Ευρώπης, της
Ασίας και της Αφρικής. Οι διαδρομές αυτές που συμβατικά ονομάζο-
νται και «δρόμοι του μεταξιού»2, έχουν αφετηρία την Κίνα και προο-
ρισμό την Ινδία, την Περσία και τις περιοχές της Μεσογείου.
Παράλληλα, μέσω του Ινδικού Ωκεανού, τα εμπορικά και πολιτισμικά
προϊόντα μεταφέρονται μέσω θαλάσσιων διαδρομών προς την Ινδοκί-
να, την Ινδία, την αραβική χερσόνησο, τις χώρες της ανατολικής Αφρι-
κής και την Αίγυπτο.

1 Τα πρώτα αποτελέσματα αυτής της έρευνας παρουσιάστηκαν στο ΛΒ΄ Πανελλή-

νιο Ιστορικό Συνέδριο της Ελληνικής Ιστορικής Εταιρείας (Θεσσαλονίκη, 27-29 Μαΐου
2011). Ευχαριστίες οφείλονται στους καθ. Ε. Π. Δημητριάδη, Β. Κατσαρό και Μ. Κορ-
δώση για τις συμβουλές, την ηθική υποστήριξη και την παροχή βιβλιογραφίας σε όλες
τις φάσεις της έρευνας.
2 Ο όρος «δρόμοι του μεταξιού» (γερμ. Seidenstrassen) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη

φορά τον 19ο αιώνα από τον Γερμανό γεωγράφο Ferdinand von Richthofen (1833-
1905). Βλ. F. von Richthofen, Über die zentralasiatischen Seidenstrassen bis zum 2. Jh. n.
Chr., Verhandlungen der Gesellschaft für Erdkunde zu Berlin 4 (1877) 96-122. Για την
ιστορία και την ιστοριογραφία του όρου, βλ. D. C. Waugh, Richthofen's “Silk Roads”:
Toward the Archaeology of a Concept, The Silk Road 5.1 (2007) 1-10. ― D. Christian,
Silk Roads or Steppe Roads? The Silk Roads in World History, Journal of World History
11.1 (2000) 1-26, ιδιαίτερα σ. 2-6, όπου και πλούσια βιβλιογραφία.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


12 Δημήτρης Π. Δρακούλης

Αντικείμενο της μελέτης είναι η ανάδειξη των ιστορικο-


γεωγραφικών πληροφοριών που περιέχονται στο κείμενο, η ανάλυσή
τους σε σχέση με το ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δια-
δραματίζονται τα αναφερόμενα και η συσχέτισή τους, αφενός με γεω-
γραφικά κείμενα και άλλες πηγές της ίδιας περιόδου, αφετέρου με
σύγχρονες ψηφιακές μεθόδους χαρτογραφικής αποτύπωσης, ώστε να
χαραχθούν οι διαδρομές και να χωροθετηθούν οι σταθμοί και οι κόμ-
βοι πάνω σε αυτές.
Οι ερευνητικοί στόχοι που ετέθησαν είναι, κατά πρώτον, η κατά-
δειξη του ιστορικο-γεωγραφικού πλαισίου της παραγωγής του κειμέ-
νου, η ανάλυση των εσωτερικών κωδίκων που το δομούν και η
κατανόηση των παραγόντων και λειτουργιών που καθορίζουν το
ιστορικό μήνυμα που εκπέμπει. Κατά δεύτερον, αφορούν στην ιστορι-
κο-γεωγραφική περιγραφή και στη χαρτογραφική αναπαράσταση των
επίγειων και θαλάσσιων διαδρομών μεγάλων αποστάσεων που δια-
φαίνονται μέσα από το κείμενο.
Για τον προσδιορισμό της χρονολόγησης και ερμηνείας των δια-
δρομών του κειμένου χρησιμοποιήθηκαν, σε μεθοδολογικό επίπεδο,
αναλυτικές τεχνικές και επιχειρησιακοί όροι της Ιστορικής Γεωγραφί-
ας3. Πραγματοποιήθηκαν, έτσι, τρεις οριζόντιες διαχρονικές, δοκιμα-
στικές ιστορικές τομές4 στον 4ο, 5ο και 6ο αιώνα. Από αυτές προέκυψε,
για λόγους που θα αιτιολογηθούν στην ανάπτυξη του κειμένου, πως ως
ενδεικτικότερη περίοδος εστίασης της μελέτης θεωρείται το διάστημα
μεταξύ του τέλους του 5ου και των αρχών του 6ου αιώνα. Οι συγχρονι-
κές κάθετες θεματικές5, στις οποίες δόθηκε έμφαση, αφορούν στα επι-
μέρους πολιτικά μορφώματα που εμπίπτουν στην περίοδο μελέτης, στα
εν δυνάμει γεωγραφικά τους όρια, στα δίκτυα οικισμών που τα συ-
γκροτούν και στα δίκτυα επικοινωνιών που τα διατρέχουν.
Για τη χαρτογραφική αποτύπωση των παραπάνω πληροφοριών,
χρησιμοποιούνται ως υπόβαθρα οι ψηφιακοί χάρτες παγκόσμιας ιστο-

3 Η Ιστορική Γεωγραφία είναι επιστημονικό υπο-πεδίο της Ανθρώπινης Γεωγραφί-

ας που μελετά τις γεωγραφίες του παρελθόντος με στόχο την περιγραφή, εξήγηση και
ερμηνεία του μετασχηματισμού των χαρακτηριστικών του χώρου. Βλ. ενδεικτικά A. R.
Η. Baker, Geography and History. Bridging the Divide, Cambridge 2003. ― H. C. Darby,
The Relations of History and Geography. Studies in England, France and the United
States, Exeter 2002.
4 Ιστορική τομή είναι η περιγραφή μιας κοινωνίας και του περιβάλλοντος χώρου

της σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Bλ. D. Gregory, «Cross-section», στο R. J.


Johnston – M. Watts – D. Gregory (εκδ.), The Dictionary of Human Geography. Second
Edition, Oxford 1986 (στο εξής: DHG), σ. 85-86.
5 Κάθετη θεματική είναι η ανίχνευση και αναπαράσταση μιας διαδικασίας εντός

της ίδιας κοινωνίας και του χώρου της, κατά τη διάρκεια της ιστορικής τομής. Βλ. D.
Gregory, «Vertical themes», στο DHG, σ. 520-521.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 13

ρίας του Historical Atlas of South Asia6, και οι αναλογικοί χάρτες του
Barrington Atlas7 και του J. I. Miller8 που καλύπτουν την ευρύτερη
ιστορική περίοδο της Ύστερης Αρχαιότητας. Για τη χάραξη των δια-
δρομών των Οδοιποριών χρησιμοποιείται το λογισμικό ψηφιακής
χαρτογραφίας Google Earth9. Σε αυτό εισάγονται οι γεωγραφικές συ-
ντεταγμένες10 των επιμέρους σταθμών και κόμβων του διηπειρωτικού
οδικού δικτύου που προκύπτουν από τον βιβλιογραφικό εντοπισμό
των θέσεων. Χωροθετούνται επίσης οι σημαντικοί οικισμοί που πλαι-
σιώνουν το οδικό δίκτυο και αναφέρονται στο κείμενο11. Τα παραγό-
μενα διανυσματικά αρχεία kml του Google Earth εξάγονται ως pdf και
επανεισάγονται για χρωματική διόρθωση στο λογισμικό Adobe Pho-
toshop12. Στη συνέχεια εξάγονται στο λογισμικό Corel DRAW13, όπου
προστίθενται γραφιστικά και άλλα χαρτογραφικά στοιχεία (κλίμακα,
προσανατολισμός, υπόμνημα, λεζάντες κ.ά.). Το τελικό χαρτογραφικό
προϊόν επανεξάγεται σε αρχείο pdf για εκτύπωση ποιότητας τυπογρα-
φείου. Για τη δημιουργία της αντίστοιχης ψηφιακής βάσης δεδομένων
της μελέτης που συνοδεύει τη χαρτογραφική παραγωγή, αντλούνται
πληροφορίες που αφορούν στη χάραξη των διαδρομών, κυρίως από
δεδομένα του ερευνητικού προγράμματος Digital Silk Road Project14

6 J. E. Schwartzberg (εκδ.), A Historical Atlas of South Asia, Oxford 1993. Σε ψη-

φιακή μορφή από το University of Chicago, στο: http://dsal.uchicago.edu/reference/


schwartzberg/ (επισκέψιμο 20/04/2017).
7 R. J. A. Talbert (εκδ.), Barrington Atlas of the Greek and Roman World, Princeton,

NJ 2000 (στο εξής: Barrington Atlas). Απαραίτητο συμπλήρωμα, κυρίως για τα τοπω-
νύμια, η ψηφιακή βάση δεδομένων και το ευρετήριο του άτλαντα Barrington Atlas In-
dex του Πανεπιστημίου Princeton που χορηγείται σε CD με το έντυπο.
8 J. I. Miller, The Spice Trade of the Roman Empire, 29 B.C. to A.D. 641, Oxford

1969 (στο εξής: J. I. Miller, The Spice Trade).


9 Στην έκδοση Google Earth Pro 7.1.4.1529 (2015).
10 Ο δικτυακός τόπος Pleiades παρέχει γεωγραφικές συντεταγμένες για τις καταχω-

ρήσεις του Barrington Atlas, στο: https://pleiades.stoa.org/home (επισκέψιμο


20/04/2017).
11 Χρήσιμη για τη χωροθέτηση, η αποτύπωση του ερευνητικού προγράμματος

Orbis του Πανεπιστημίου Stanford. Bλ. W. Scheidel, Orbis. The Stanford Geospatial
Network Model of the Roman World, στο: http://orbis.stanford.edu/orbis2012/# (επι-
σκέψιμο 20/04/2017).
12 Στην έκδοση Adobe Photoshop CS2, 9.0 (2005).
13 Στην έκδοση CorelDRAW Χ5 (2005).
14 Ερευνητικό πρόγραμμα του ιαπωνικού National Institute of Informatics, με

επιστ. υπεύθυνο τον Δρα Α. Kitamoto και έδρα το Τόκυο, στο: http://dsr.nii.ac.jp/
geography/ (επισκέψιμο 20/04/2017). Για το πρόγραμμα, βλ. K. Ono – T. Yamamoto – T.
Kamiuchi κ.ά., Progress of the Digital Silk Roads Project, Progress in Informatics 1
(2005) 93-141.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


14 Δημήτρης Π. Δρακούλης

και δευτερευόντως από δεδομένα του ερευνητικού προγράμματος Old


World Trade Routes Project15.

Το κείμενο των Οδοιποριών

Το 550 λέξεων κείμενο των Οδοιποριών διασώζεται σε πέντε εκ-


δοχές, τέσσερις ελληνικές και μία γεωργιανή. Εκδόθηκε για πρώτη φο-
ρά το 1910 από τον Alfred Klotz, που βασίστηκε σε δυο χειρόγραφα16.
Το πρώτο, Ms. Add. 36753, φ. 219-220, βρίσκεται στο Βρετανικό Μου-
σείο και χρονολογείται στα 119817. Το δεύτερο, Cod. Dresden 52, φ. 31-
32, χρονολογημένο στις αρχές του 13ου αιώνα, βρισκόταν στη Δρέσδη,
αλλά καταστράφηκε κατά τη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου18.
Το 1911 επισημάνθηκε ένα τρίτο χειρόγραφο στον Cod. Vat. Grec.
1114, φ. 174-175, στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού, χρονολογημένο στα
τέλη του 13ου με αρχές του 14ου αιώνα19. Οι παραλλαγές αυτές δημοσι-
εύτηκαν από τον Friedrich Pfister ως παράρτημα σε μελέτη του για ένα
υποτιθέμενο ταξίδι του M. Αλεξάνδρου στον Παράδεισο20. Ένα γεωρ-
γιανό απόγραφο του 17ου αιώνα, προερχόμενο από επίσης γεωργιανό
χειρόγραφο του 10ου αιώνα, δημοσιεύτηκε το 1928 σε γαλλική μετά-
φραση21. Το 1951 η Nina Pigulewskaja δημοσίευσε ένα ακόμη ελληνικό
χειρόγραφο που βρίσκεται στον Cod. Gr. 252, φ. 66-69, στη Βιβλιοθήκη
M.-E. Saltykow-Shchedrin της Αγίας Πετρούπολης και χρονολογείται
στα 166122. To 1966 ο Jean Rougé παρουσίασε την τελική φιλολογική

15Ερευνητικό πρόγραμμα OWTRAD του Australian National University, με επιστ.


υπεύθυνο τον Δρα Μ. Ciolek και έδρα την Canberra, στο: http://www.ciolek.com/
owtrad.html (επισκέψιμο 20/04/2017). Bλ. T. M. Ciolek, Electronic Environments of
Eastern Asia: A Background Survey, Asian Studies Review 26.2 (2002) 233-260.
16 A. Klotz, Ὁδοιπορία ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν ῾Ρωμαίων (zu S. 607 ff.

Mercati in Bd. 66), Rheinisches Museum für Philologie, Geschichte und Griechische Phi-
losophie (στο εξής: RhM) 65 (1910) 606-616, το κείμενο στις σελίδες 608-610.
17 British Museum, Catalogue of Additions to the Manuscripts in the British Museum

in the Years 1900-1905, London 1907, σ. 209.


18 Wanda Wolska-Conus, «Geographie – Hodoiporiai und Itinerarien», στο Th.

Klauser – E. Dassmann – G. Schöllgen (εκδ.), Reallexicon für Antike und Christentum, τ.


I-ΧXVI, Stuttgart 1950-2015 (στο εξής: RAC), τ. Χ (1978), σ. 202-203.
19 G. Mercati, Miszellen (Zu Bd. LXV S. 607 ff.), RhM 65 (1910) 160.
20 F. Pfister, Die Οδοιπορία από Εδέμ του Παραδείσου und die Legende von Alexand-

ers Zug nach dem Paradies, RhM 66 (1911) 458-471 (στο εξής: F. Pfister, Die Οδοιπορία).
21 Z. Avalichvili, Géographie et légende dans un écrit apocryphe de Saint Basile, Re-

vue de l’Orient chrétien 26 (1927-1928) 279-304.


22 Nina Pigulewskaja, Byzanz auf den Wegen nach Indien. Aus der Geschichte des

byzantinischen Handels mit dem Orient vom 4. bis 6. Jahrhundert [Berliner byzantinisti-

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 15

έκδοση του κειμένου που χρησιμοποιεί όλα τα παραπάνω χειρόγρα-


φα23. Όμως, η έκδοση αυτή δεν περιλαμβάνει μια ικανοποιητική εξέτα-
ση των ιστορικών και γεωγραφικών συμφραζομένων. Η παρούσα
μελέτη προσπαθεί να συμβάλει στην κάλυψη αυτού του κενού, αναδει-
κνύοντας την ιστορικο-γεωγραφική διάσταση των πληροφοριών, ανα-
λύοντας, συστηματοποιώντας και χωροθετώντας τις επιμέρους
γεωγραφικές πληροφορίες και χαρτογραφώντας τις διαδρομές.
Το κείμενο αποτελείται από δυο μέρη. Το πρώτο μέρος έχει τον
τίτλο Ἔκθεσις λόγων περὶ Μακαρινῶν και περιγράφονται σε συγχρο-
νικό επίπεδο δυο θέματα, η Εδέμ με τον παράδεισο και οι κάτοικοι με
την ονομασία Μακαρινοί. Στην περιοχή της Εδέμ χωροθετείται υψηλό,
μονολιθικό όρος με μορφή αδάμαντα, με μήκος επτά και πλάτος τρία
μίλια, στην κορυφή του οποίου βρίσκεται εκκλησία που έχει επτά ε-
πάλληλους βωμούς (θυσιαστήρια) με ισάριθμες κλίμακες ανόδου 62
σκαλοπατιών. Από κάτω ρέει ο ποταμός του παραδείσου και εκεί
διαιρείται σε τέσσερα μέρη. Προς τον Νότο ρέουν οι ποταμοί Γεών και
Φισών και προς τον Βορρά ο Τίγρης και ο Ευφράτης. Τα υποκείμενα
που διαβιούν εκεί, οι Μακαρινοί, χαρακτηρίζονται από τη θρησκευτι-
κή τους προσήλωση, δοξάζοντας καθημερινά τον Θεό, και περιγράφο-
νται μέσα από τις διατροφικές τους συνήθειες. Τρέφονται με φρούτα
και άγριο μέλι, δεν σπέρνουν, ούτε θερίζουν και προσλαμβάνουν κάθε
χρόνο, στο διάστημα από το Μεγάλο Σάββατο του Πάσχα και για
επτά ημέρες, το μάννα, σε μορφή βροχής αλεύρου (Εικόνα 1).
Το δεύτερο μέρος με τίτλο Ὁδοιπορίαι ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου
ἄχρι τῶν Ῥωμαίων έχει τον χαρακτήρα των οδοιπορικών της Ύστερης
Αρχαιότητας (itineraria), όπου αναφέρονται παρατακτικά η
αφετηρία, η απόσταση και ο προορισμός της διαδρομής24. Η αφήγηση
των Οδοιποριών πραγματοποιείται με αναφορές σε επίγειες και θα-
λάσσιες διαδρομές. Οι πρώτες είναι του τύπου «Ἀπὸ Ἀντιόχειαν εἰς
Κωνσταντίνου πόλιν μοναὶ λβ΄», αναφέρονται δηλαδή, χωρίς τη χρήση
ρήματος, η αφετηρία, ο προορισμός και η απόσταση. Η τελευταία έχει
ως μετρικό μέγεθος τη μονή (λατ. mansio), δηλ. τους τόπους διανυκτέ-
ρευσης, που βρίσκονταν ανά 30-35 χλμ., όσο δηλ. η μέση ημερήσια
εμπορική μετακίνηση στην Ύστερη Αρχαιότητα. Οι θαλάσσιες διαδρο-
μές είναι του τύπου, π.χ. «Ἀπὸ Ἰνδίας εἰς Ἀξομίαν παραπλέει μῆνας

sche Arbeiten 36], Berlin – Amsterdam 1969 (στο εξής: N. Pigulewskaja, Byzanz), σ. 323-
324.
23 Expositio totius mundi et gentium, έκδ. J. Rougé [Sources Chrétiennes 124], Paris

1966 (στο εξής: J. Rougé [έκδ.], Expositio). Το κείμενο των Οδοιποριών στις σελίδες
346-357.
24 J. Fugmann, «Itinerarium», στο RAC, τ. ΧΙΧ (2001), σ. 24.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


16 Δημήτρης Π. Δρακούλης

ζ΄», αναφέρονται δηλ. με χρήση διαφορετικών μορφών του ρήματος


πλέω και παραπλέω, η αφετηρία, ο προορισμός και η απόσταση, εκ-
φρασμένη όμως σε μήνες.
Οι περιοχές που αναφέρονται στις οδοιπορίες εκκινούν από την
Εδέμ και ακολουθούν οι Δραχμάν, που σε παρόμοια λατινικά κείμενα
που θα εξεταστούν παρακάτω, είναι Brahman και Braxmani, και οι
περιοχές και έθνη Ευιλάτ, Νεκούς και Ιεμήρ που βρίσκονται ανάμεσα
στους π. Γάγγη και Ινδό. Έπεται στον Βορρά η χώρα των Χωναίων,
των Ούννων δηλαδή. Εν συνεχεία, οι συμμετέχοντες κατηφορίζουν τον
Ινδό και παραπλέουν τα παράλια της δυτικής Ινδίας. Αναφέρονται
επίσης το βασίλειο του Αξούμ στην Αιθιοπία, η Μικρά Ινδία, δηλαδή
το βασίλειο των Ομηριτών στη ΝΔ Αραβία, η περιοχή της Περσίδος
στη σασσανιδική Περσία, οι περιοχές των Σαρακηνών, και η Ερυθρά
Θάλασσα με το εμπορικό λιμάνι Αιλάτ. Και από εκεί ονοματοδοτού-
νται ως κόμβοι η Αντιόχεια, η Κωνσταντινούπολις και η Ρώμη. Οι δια-
δρομές καταλήγουν σύμφωνα με όλα τα χειρόγραφα στη Γαλλία, πλην
ενός που αντικαθιστά τη λέξη «Γαλλία» με το τοπωνύμιο «Γάδειρα»
της Ισπανίας25.
Το κείμενο διατρέχουν ένας χωρικός – γεωγραφικός και ένας
θρησκευτικός – ιδεολογικός κώδικας που χαρακτηρίζει και τους
επιμέρους σταθμούς των διαδρομών. Έτσι, π.χ. δίνονται πληροφορίες
για την ύπαρξη χριστιανικών κοινοτήτων στην Ινδία, στην κεντρική
Ασία, στην Αιθιοπία και στη νότια Αραβία. Σε αντίστιξη, στους κα-
τοίκους της Περσίδος αποδίδονται από το κείμενο των Οδοιποριών
αρνητικοί χαρακτηρισμοί. Ονοματίζονται ως «ἄνομοι, μάγοι καὶ φαρ-
μακοί», ενώ σε ένα από τα χειρόγραφα26 προστίθεται και το απόσπα-
σμα «Μαρκιανοί τε καὶ Ἰουδαίοι, Σαμαρείται καὶ Οφίται, Ἔλληνες
καὶ Χριστιανοί»27.
Η αναφορά σε χριστιανούς στις περιοχές αυτές δεν πρέπει να προ-
ξενεί εντύπωση. Χριστιανικές κοινότητες υπάρχουν στη Μεσοποταμία
από τον 1ο αιώνα, όταν ακόμη η περιοχή αυτή, μέχρι το 224, αποτε-
λούσε τμήμα της αυτοκρατορίας των Πάρθων. Τον 3ο αιώνα, όταν

25 Σημ. Cádiz, Ισπανία (36°32′N 6°17′W). Επί του Ατλαντικού Ωκεανού, κοντά στο

στενό του Γιβραλτάρ.


26 Στο χειρόγραφο της Δρέσδης, βλ. J. Rougé (έκδ.), Expositio 353.
27 Για τους Μαρκιωνίτες, οπαδούς του Μαρκίωνος (2ος μ.Χ. αι.), βλ. G. May, «Mar-

cion», στο W. J. Hanegraaff (εκδ.), Dictionary of Gnosis and Western Esotericism, Lei-
den – Boston, ΜΑ 2006 (στο εξής: Dictionary of Gnosis), σ. 765-768. ― Για τους Οφίτες
ή Οφιανούς, οπαδούς της γνωστικής χριστιανικής δοξασίας (2ος-3ος αι.), βλ. B. A. Pear-
son, «Ophites», στο Dictionary of Gnosis, σ. 895-898. ― J. N. Gruber, Die Ophiten,
Würzburg 1864. Για τους Σαμαρείτες, βλ. R. van den Broek, «Simon Magus», στο Dic-
tionary of Gnosis, σ. 1069-1073.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 17

καταλύεται από τους Σασσανίδες, υπάρχουν ήδη σημαντικές χριστια-


νικές κοινότητες στη βόρεια Μεσοποταμία, στην Ελυμαΐδα (Elam) και
στην Περσίδα. Μεταξύ 4ου και 5ου αιώνα, οι κοινότητες αυτές ενισχύο-
νται από τις μαζικές εκτοπίσεις διαφωνούντων με την Ορθοδοξία χρι-
στιανών από την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Κατά τη
διάρκεια της βασιλείας του Shapur Β΄ (339-379), κατηγορούνται από
το ζωροαστρικό ιερατείο ως φιλορωμαίοι και υφίστανται διώξεις, γε-
γονός που τους οδηγεί το 424 να ανεξαρτητοποιηθούν από τις υπόλοι-
πες Εκκλησίες. Η καταδίκη του Νεστορίου28 στις συνόδους της Εφέσου
(431) και της Χαλκηδόνος (451), οδηγεί πολλούς υποστηρικτές του να
εγκατασταθούν στην Περσία των Σασσανιδών. Στις επόμενες δεκαετί-
ες, με την ενθάρρυνση του ζωροαστρικού ιερατείου, οι χριστιανοί της
Περσίας ευθυγραμμίζονται με το νεστοριανό δόγμα με αποτέλεσμα τον
τελικό αποχωρισμό τους από την ορθόδοξη χριστιανοσύνη. Το 489 ο
αυτοκράτορας Ζήνων κλείνει τη Θεολογική Σχολή της Έδεσσας29 στην
Οσροηνή30 και η σχολή μεταφέρεται σε περσικό έδαφος στη Μεσοπο-
ταμία, στη Νίσιβη31, γεγονός που οδηγεί σε νέο μεταναστευτικό ρεύμα
χριστιανών. Έτσι, η νεστοριανή Εκκλησία εδραιώνεται περισσότερο
στην Περσία, με πατριαρχική έδρα στην Κτησιφώντα, επτά μητροπο-
λιτικές έδρες (Νίσιβη, Gundeshapur, Άρβηλα, Ardashir, Karka de Beth
Slokh – Kirkuk, Beth Lapat – Khuzistan και Prat de Maishan – Basra)

28 Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως (428-431) που διαχώριζε το πρόσωπο του

Χριστού σε θεϊκή και ανθρώπινη υπόσταση και θεωρούσε πως η Παναγία γέννησε την
ανθρώπινη και όχι τη θεϊκή υπόστασή του. Βλ. L. R. Wickham, «Nestorius», στο G.
Müller – H. Balz – G. Krause (εκδ.), Theologische Realenzyklopädie, τ. XXIV, Berlin
1994, σ. 276–286.
29 Σημ. Şanlıurfa, Τουρκία (37°09′30″N 38°47′30″E). Για τη Θεολογική Σχολή της

Έδεσσας, βλ. H. J. W. Drijvers, «Edessa, III. Schule von Edessa», στο M. Buchberger – W.
Kasper (εκδ.), Lexikon für Theologie und Kirche, τ. ΙΙΙ, Freiburg 1995, σ. 454. ― F. Nau,
«Édesse (École de)», στο A. Vacant – E. Mangenot – E. Amman (εκδ.), Dictionnaire de
Théologie Catholique, τ. IV.2, Paris 1911, σ. 2102-2103.
30 Δ. Π. Δρακούλης, Το δίκτυο οικισμών της επαρχίας Οσροηνής κατά την πρώιμη

βυζαντινή περίοδο (4ος-6ος αι.): Η Έδεσσα και οι κυριότερες πόλεις, Βυζαντινά 30


(2010) 161-202. ― T. A. Sinclair, Eastern Turkey: An Architectural and Archaeological
Survey, τ. IV, London 1990, σ. 2-28. ― H. J. W. Drijvers, Cults and Beliefs at Edessa
[Etudes préliminaires aux religions orientales 82], Leiden 1980.― J. B. Segal, Edessa: The
Blessed City, Oxford 1970.
31 Σημ. Nusaybin, Τουρκία (37°04′31.2″N 41°12′56.5″E). Για τη Θεολογική Σχολή της

Νίσιβης, βλ. A. H. Becker, Fear of God and the Beginning of Wisdom. The School of Nis-
ibis and the Development of Scholastic Culture in Late Antique Mesopotamia, Philadel-
phia, PA 2006, σ. 77-81. ― G. J. Reinink, Edessa Grew Dim and Nisibis Shone Forth. The
School of Nisibis at the Transition of the Sixth-Seventh Century, στο J. W. Drijvers – A.
A. MacDonald (εκδ.), Centres of Learning. Learning and Location in Pre-Modern Europe
and the Near East [Brill's Studies in Intellectual History 61], Leiden 1995, σ. 77–89.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


18 Δημήτρης Π. Δρακούλης

και περίπου 25 επισκοπικές έδρες. Οι Νεστοριανοί κατορθώνουν, πα-


ρά τις εσωτερικές διαμάχες και τις συνεχιζόμενες διώξεις των Σασσανι-
δών, να εξαπλωθούν μέχρι τα μέσα του 6ου αιώνα σε πολλές περιοχές
πέραν της Περσίας, όπως στην Αίγυπτο, στη Συρία και την Αραβία,
στην Ινδία και την Κεϋλάνη, αλλά και στην κεντρική Ασία, όπως στα
εδάφη των Ούννων και αργότερα τον 7ο αιώνα στην Κίνα32.
Είναι πολύ πιθανό ο συγγραφέας των Οδοιποριών να προέρχεται
από ένα νεστοριανό θεολογικό περιβάλλον και η αναφορά του στην
παρουσία χριστιανών σε διάφορα μέρη της Ασίας να αντανακλά ακρι-
βώς την παραπάνω περιγραφείσα κατάσταση.

Ανάλυση και σχολιασμός του κειμένου

1. «Ἐδὲμ καὶ οἱ Μακαρινοὶ ἐκκλησίαν μίαν ἔχουσιν, ἄνθραξ ὄρος


μονόλιθον, ἑπτὰ μίλια μῆκος, τρία πλάτος· ἔχει ἑπτὰ θυσιαστήρια, τὸ
βῆμα αὐτοῦ ξβ΄ βαθμῶν· ὑποκάτω αὐτοῦ ἐκπορεύεται ποταμὸς ἐκ τὸν
παράδεισον, ἐκεῖθεν μερίζεται εἰς τέσσαρας ἀρχάς· ἐκβαίνουσιν δὲ
Γεὼν καὶ Φισὼν ἐπὶ μεσημβρίαν· Τίγρις καὶ Εὐφράτης ἐπὶ βορρᾶν.
Ἡ δὲ τροφὴ τῶν ἐκεῖ ἀνθρώπων ὀπώρα καὶ μέλι ἄγριον καὶ ἄλευ-
ρον ἐαρινὸν καὶ μάννα· τὸ γὰρ μάννα ἄρχεται βρέχειν ἀπὸ τοῦ μεγά-
λου σαββάτου τοῦ Πάσχα μέχρι ἡμερῶν ἑπτά· ἐξέρχεται δὲ ς΄ ἐκ τὸν
παράδεισον ὡς ἀὴρ ὁμίχλης ἄλευρος· καὶ ἐξ αὐτῶν διοικοῦνται ἀεὶ
καὶ πάντοτε. Οὔτε οἱ οὔτοι θερίζουσιν, οὐδὲ σπείρουσιν, οὐδὲ θερί-
ζουσιν, εἰ μὴ ἐν δοξολογίᾳ Θεοῦ εἰσιν οἱ τοιοῦτοι ἄνθρωποι».

Το πρώτο απόσπασμα διατρέχουν μια σειρά από πληροφορίες


που αφορούν στον χώρο και που εξασφαλίζουν την ομοιογένεια και
τη συνοχή του κειμένου. Συναντώνται ομάδες λέξεων που αναφέρο-
νται στον ευρύτερο χώρο (Εδέμ) ο οποίος αρθρώνεται στα γεωγραφι-
κά του χαρακτηριστικά (όρος, ποταμός, ποταμοί) και στα πολιτισμικά
του ορόσημα (εκκλησία, θυσιαστήρια). Δίνονται επίσης οι διαστάσεις,

32 W. Baum – D. W. Winkler, The Church of the East. Α Concise History, London –

New York 2003, σ. 1-15. ― J. R. Russell, «Christianity in Pre-Islamic Persia: Literary


Sources», στο E. Yarshater (εκδ.), Encyclopædia Iranica, τ. Ι-XVI.3, New York 1982-
2016 (στο εξής: EncIr), τ. V.5 (1991), σ. 523-528. ― J. P. Asmussen, Christians in Iran,
στο E. Yarshater (εκδ.), The Cambridge History οf Iran, τ. III: The Seleucid, Parthian
and Sasanid Periods, μέρος Β΄, Cambridge 1983 (στο εξής: The Cambridge History οf
Iran III.2), σ. 924-948. ― J. Labourt, Le christianisme dans l'empire Perse sous la dynas-
tie Sassanide (224-632) [Bibliothèque de renseignement de l'histoire ecclésiastique],
Paris 1904.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 19

κατά τον οριζόντιο άξονα (επτά μίλια μήκος και τρία μίλια πλάτος),
και κατά τον κατακόρυφο, από πάνω προς τα κάτω (επτά επάλληλοι
βωμοί πάνω, εκκλησία και τέσσερις ποταμοί στη γη και από κάτω ο
ποταμός του παραδείσου). Δίνεται επίσης και η προοπτική διάσταση
του βάθους (οι τέσσερις ποταμοί διαιρούνται σε δυο ζεύγη που εκτεί-
νονται ανά δυο κατά τον άξονα Β-Ν). Ο χωρικός αυτός κώδικας ξεκι-
νά από το δυϊστικό ζεύγος «όρος – εκκλησία» (φύση – πολιτισμός) και
αναλύεται σε μια μυθική, ιεραρχική δενδροειδή δομή, με τους επιμέ-
ρους κλάδους της να έχουν τριαδική μορφή (πάνω – γη – κάτω, μήκος –
πλάτος – βάθος)33.
Ο τρόπος με τον οποίο περιγράφεται η εκκλησία με τους επτά
επάλληλους βωμούς και τις κλίμακες ανόδου παραπέμπει στα ziggurat,
τις μνημειακές κατασκευές που οικοδομήθηκαν από τους πολιτισμούς
της Μεσοποταμίας και του ιρανικού οροπεδίου. Έχουν τη μορφή βαθ-
μιδωτής πυραμίδας, με τον περίβολο και διάφορες εγκαταστάσεις στο
ισόγειο, επάλληλα επίπεδα που συνδέονται με κλίμακες ανόδου και
τον κύριο ναό που βρίσκεται στην κορυφή της κατασκευής. Ο συμβο-
λικός σκοπός τους είναι η όσο το δυνατόν πλησιέστερη χωροθέτηση
του ναού ψηλά στον ουρανό34.
Θα πρέπει να επισημανθεί πως η λέξη «παράδεισος» εμφανίζεται
στην ελληνική κλασσική γραμματεία στα έργα των ιστορικών Κτησία35
και Ξενοφώντα36. Πρόκειται για λεκτικό δάνειο από την ιρανική

33 Για τον χωρικό κώδικα και τη διάρθρωσή του, βλ. Α.-Φ. Λαγόπουλος – Κάριν
Boklund-Λαγοπούλου, Θεωρία της Σημειωτικής. Η παράδοση του Ferdinand De
Saussure, Αθήνα 2016 (στο εξής: Α.-Φ. Λαγόπουλος – Κ. Boklund-Λαγοπούλου, Θεωρία
της Σημειωτικής), σ. 141-142. ― A. J. Greimas, Strukturale Semantik. Methodologische
Untersuchungen [Wissenschaftstheorie – Wissenschaft und Philosophie 4], Braunschweig
1971, σ. 165.
34 E. C. Stone, «Ziggurat», στο E. M. Meyers (εκδ.), The Oxford Encyclopedia of Ar-

chaeology in the Near East, τ. Ι-V, New York – Oxford 1997 (στο εξής: Encyclopedia of
Archaeology in the Near East), τ. V, σ. 390-391. ― Harriet Crawford, Sumer and the Su-
merians, New York 1993, σ. 85.
35 Ο Διόδωρος Σικελιώτης (1ος αι. π.Χ.), Ιστορική Βιβλιοθήκη, έκδ. F. Vogel, Diodori

bibliotheca historica, Stuttgart 1964 (α΄ έκδοση Leipzig 1888), τ. Ι, 2.13.2-3 παραδίδει
πως, σύμφωνα με τον Κτησία τον Κνίδιο (5ος-4ος αι. π.Χ.), «Σεμίραμις … κατεσκεύασε
παράδεισον, ὃς τὴν μὲν περίμετρον ἦν δώδεκα σταδίων, ἐν πεδίωι δὲ κείμενος εἶχε
πηγὴν μεγάλην, ἐξ ἧς ἀρδεύεσθαι συνέβαινε τὸ φυτουργεῖον. … ἐνταῦθ' οὖν ἕτερον
παράδεισον ὑπερμεγέθη κατεσκεύασεν, ἐν μέσῳ τὴν πέτραν ἀπολαβοῦσα, καθ' ἣν
οἰκοδομήματα πολυτελῆ πρὸς τρυφὴν ἐποίησεν, ἐξ ὧν τά τε κατὰ τὸν παράδεισον
ἀπεθεώρει φυτουργεῖα …».
36 Ξενοφών (5ος-4ος αι. π.Χ.), Οικονομικός, έκδ. E. C. Marchant, Xenophontis opera

omnia, τ. ΙΙ, Oxford 19212 (ανατ. 1971), 4.13.3-6: «… ἐπιμελεῖται τούτων ὅπως κῆποί τε
ἔσονται, οἱ παράδεισοι καλούμενοι, πάντων καλῶν τε κἀγαθῶν μεστοὶ ὅσα ἡ γῆ φύειν
θέλει, καὶ ἐν τούτοις αὐτὸς τὰ πλεῖστα διατρίβει …».

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


20 Δημήτρης Π. Δρακούλης

pairi.daiza- που εισχώρησε και στο εβραϊκό λεξιλόγιο ως pardes με μια


κοινή κυριολεκτική σημασία. Σήμαινε έναν περίκλειστο, μεγάλο και
καταπράσινο κήπο με αφθονία υδάτων37. Οι περίκλειστοι αυτοί κήποι
δημιουργήθηκαν για την περσική βασιλική ψυχαγωγία38 και σε αυτούς
εκτρέφονταν άγρια ζώα για κυνηγητικούς σκοπούς, ενώ αναφέρονται
περιπτώσεις χρήσης παραδείσων που στεγάζουν βασιλικούς τάφους39.
Ο Μ. Αλέξανδρος, ως διάδοχος των Περσών βασιλέων, διέθετε παρα-
δείσους για προσωπική τέρψη40 και στην ελληνιστική περίοδο οι Σε-
λευκίδες διάδοχοί του, ιδίως στη Συρία, κληρονόμησαν και αυτοί
πρώην βασιλικούς παραδείσους41. Στη μετάφραση των Ο΄, οι ελληνό-
γλωσσοι Εβραίοι της Αιγύπτου που μετέφρασαν την εβραϊκή Πεντά-
τευχο στα ελληνικά την περίοδο μεταξύ 3ου και 1ου αιώνα π.Χ.,
επέλεξαν τη λέξη «παράδεισος» για να αποδώσουν την εβραϊκή λέξη
«‫( »גָּן‬gan) που σημαίνει «κήπος»42. Φαίνεται δηλαδή πως η ελληνική
κυριολεκτική σημασία «περίκλειστος κήπος» αντικατέστησε στη μετά-
φραση των Ο΄ την εβραϊκή απλούστερη σημασία «κήπος».
Η περιγραφή της Εδέμ και του παραδείσου στο περὶ Μακαρινῶν
κείμενο έχει διακειμενικές συγγένειες43 με το αντίστοιχο χωρίο της Γε-

37 D. Kyrtatas, «Παράδεισος (Paradise)», στο A.-F. Christidis (εκδ.), A History of


Ancient Greek. From the Beginnings to Late Antiquity, Cambridge 2007, σ. 1137-1140. ―
A. Scafi, Mapping Paradise. A History of Heaven on Earth, Chicago, IL 2006 (στο εξής:
A. Scafi, Mapping Paradise), σ. 32-35. ― J. N. Bremmer, Paradise: from Persia, via
Greece, into the Septuagint, στο G. P. Luttikhuizen (εκδ.), Paradise Interpreted. Repre-
sentations of Biblical Paradise in Judaism and Christianity [Themes in Biblical Narra-
tive 2], Leiden – Boston – Köln 1999, σ. 1-20.
38 N. Wyatt, A Royal Garden: The Ideology of Eden, Scandinavian Journal of the Old

Testament 28.1 (2014) 1-35.


39 Στράβων (1ος π.Χ.-1ος αι.), Γεωγραφικά, έκδ. A. Meineke, Strabonis geographica, τ.

ΙΙΙ, Graz 1969 (α΄ έκδοση Leipzig 1876-1877) (στο εξής: Στράβων, Γεωγραφικά), 15.3.7:
«Εἶτ' εἰς Πασαργάδας … καὶ τὸν Κύρου τάφον εἶδεν ἐν παραδείσῳ, πύργον οὐ μέγαν,
τῷ δάσει τῶν δένδρων ἐναποκεκρυμμένον, κάτω μὲν στερεὸν ἄνω δὲ στέγην ἔχοντα
καὶ σηκὸν στενὴν τελέως ἔχοντα τὴν εἴσοδον …».
40 Φλάβιος Αρριανός (1ος-2ος αι.), Αλεξάνδρου Ανάβασις, έκδ. A. G. Roos – G. Wirth,

Flavii Arriani quae exstant omnia, τ. Ι, Leipzig 19672 (στο εξης: Αρριανός, Αλεξάνδρου
Ανάβασις), 7.25.3: «ἐκεῖθεν δὲ κατακομισθῆναι ἐπὶ τῆς κλίνης ὡς ἐπὶ τὸν ποταμόν, καὶ
πλοίου ἐπιβάντα διαπλεῦσαι πέραν τοῦ ποταμοῦ ἐς τὸν παράδεισον, κἀκεῖ αὖθις
λουσάμενον ἀναπαύεσθαι».
41 Πλούταρχος (1ος-2ος αι.), Δημήτριος και Αντώνιος, έκδ. K. Ziegler, Plutarchi vitae

parallelae, τ. ΙΙΙ.1, Leipzig 19712, 50.8: «… θεραπεία μὲν ἧκεν ἱκανὴ παρὰ Σελεύκου, καὶ
χρήματα καὶ δίαιτα παρεσκευάζετο καθ' ἡμέραν οὐ μεμπτή, δρόμοι δὲ καὶ περίπατοι
βασιλικοὶ καὶ παράδεισοι θήρας ἔχοντες ἀπεδείχθησαν».
42 Όπως αναφέρεται στη Γένεση 2.8. Βλ. και A. Scafi, Mapping Paradise 35.
43 Με τον όρο «διακειμενικές συγγένειες» εννοούνται οι σχέσεις του κειμένου με

άλλα παλαιότερα ή συγχρονικά κείμενα που ανήκουν στο ευρύτερο περιβάλλον του
λογοτεχνικού είδους όπου εντάσσεται το κείμενο. Οι σχέσεις αυτές ενσωματώνουν στο

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 21

νέσεως44. Ο παράδεισος και οι ποταμοί του αποτελούν ένα θέμα που


απασχολεί τους χριστιανούς της Ύστερης Αρχαιότητας και η ερμηνεία
του χωρίου της Γενέσεως γίνεται αντικείμενο ιδεολογικών διαφωνιών. Η
κυριολεκτική ή η αλληγορική ύπαρξη του παραδείσου τροφοδοτεί θρη-
σκευτικές συζητήσεις μεταξύ των επιμέρους ερμηνευτών της Γραφής που
μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε δύο βασικές ερμηνευτικές μεθόδους.
Η πρώτη, η αλληγορική μέθοδος, αποτελεί ένα μίγμα ελληνιστικής
και ιουδαϊκής φιλοσοφίας και θεωρεί πως τα στοιχεία της βιβλικής
αφήγησης πρέπει να εκλαμβάνονται ως μεταφορικές εκφράσεις. Οι
υποστηρικτές αυτής της πλατωνικής και μυστικιστικής εξήγησης της
Γραφής, της λεγόμενης «Σχολής της Αλεξανδρείας», θεωρούν πως το
νόημα υπάρχει πίσω από τις λέξεις και πως η αλληγορία και η
μεταφορά αποτελούν τα μέσα που χρησιμοποιούνται για να εκφρα-
στούν τα βαθιά πνευματικά μηνύματα που σημαίνονται κάτω από την
επιφάνεια του κειμένου. Κάνοντας χρήση των ερμηνευτικών αυτών ερ-
γαλείων, η δημιουργία του παραδείσου αποτελεί πνευματική πράξη
και αρχέτυπη μίμηση της θεϊκής σοφίας, που βρίσκεται εκτός τόπου
και χρόνου45.
Η δεύτερη προσέγγιση ερμηνείας, η επονομαζόμενη κριτική ιστο-
ρικο-γραμματική μέθοδος, θεωρεί πως η σημασία προκύπτει από μια
ιστορική εξήγηση των γεγονότων της Γραφής. Οι υποστηρικτές αυτής
της αριστοτελικής και ορθολογικής εξήγησης, της λεγόμενης «Σχολής
της Αντιοχείας», υποστηρίζουν την προσήλωση στην κυριολεκτική

κείμενο την ιστορική και κοινωνική διάσταση. Για την έννοια της διακειμενικότητας,
βλ. Α.-Φ. Λαγόπουλος – Κ. Boklund-Λαγοπούλου, Θεωρία της Σημειωτικής 236-247.
44 Γένεσις, έκδ. A. Rahlfs, Septuaginta, Stuttgart 19792 (στο εξής: Γένεσις), τ. Ι, 2.8.-

2.14: «Καὶ ἐφύτευσεν κύριος ὁ θεὸς παράδεισον ἐν Εδεμ κατὰ ἀνατολὰς καὶ ἔθετο ἐκεῖ
τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασεν. … ποταμὸς δὲ ἐκπορεύεται ἐξ Εδεμ ποτίζειν τὸν παράδει-
σον· ἐκεῖθεν ἀφορίζεται εἰς τέσσαρας ἀρχάς. ὄνομα τῷ ἑνὶ Φισων· οὗτος ὁ κυκλῶν
πᾶσαν τὴν γῆν Ευιλατ, ἐκεῖ οὗ ἐστιν τὸ χρυσίον· τὸ δὲ χρυσίον τῆς γῆς ἐκείνης καλόν·
καὶ ἐκεῖ ἐστιν ὁ ἄνθραξ καὶ ὁ λίθος ὁ πράσινος. καὶ ὄνομα τῷ ποταμῷ τῷ δευτέρῳ
Γηων· οὗτος ὁ κυκλῶν πᾶσαν τὴν γῆν Αἰθιοπίας. καὶ ὁ ποταμὸς ὁ τρίτος Τίγρις· οὗτος
ὁ πορευόμενος κατέναντι ᾿Ασσυρίων. ὁ δὲ ποταμὸς ὁ τέταρτος, οὗτος Εὐφράτης».
45 Οι κύριοι εκφραστές της «Σχολής της Αλεξανδρείας» ήταν οι: Φίλων Αλεξαν-

δρεύς (20 π.Χ.-50), Ωριγένης (185–254), Κλήμης Αλεξανδρεύς (150-216), Συνέσιος Κυ-
ρηναίος (370-413) κ.ά. Για τον παράδεισο ως πνευματική δημιουργία, βλ. π.χ. Φίλων
Αλεξανδρεύς, Νόμοι περί αλληγορίας, έκδ. L. Cohn, Philonis Alexandrini opera quae
supersunt, τ. I, Berlin 1896 (ανατ. 1962), 1.43.1-9: «“Καὶ ἐφύτευσεν ὁ θεὸς παράδεισον
ἐν ᾿Εδὲμ κατὰ ἀνατολάς· καὶ ἔθετο ἐκεῖ τὸν ἄνθρωπον ὃν ἔπλασε” (Γεν. 2, 8.). … ταύτης
δ' ὡς ἂν ἀρχετύπου μίμημα τὴν ἐπίγειον σοφίαν νυνὶ παρίστησι διὰ τῆς τοῦ παρα-
δείσου φυτουργίας· μὴ γὰρ τοσαύτη κατάσχοι τὸν ἀνθρώπινον λογισμὸν ἀσέβεια, ὡς
ὑπολαβεῖν ὅτι θεὸς γεωπονεῖ καὶ φυτεύει παραδείσους, ἐπεὶ καὶ τίνος ἕνεκα εὐθὺς
διαπορήσομεν».

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


22 Δημήτρης Π. Δρακούλης

απόδοση του κειμένου46. Ο ανώνυμος συγγραφέας του κειμένου για


την Εδέμ και τους Μακαρινούς φαίνεται να είναι επηρεασμένος από
αυτήν τη δεύτερη κυριολεκτική εξηγητική προσέγγιση, όπου ο παρά-
δεισος της Γενέσεως αποτελεί μια συγκεκριμένη φυσική περιοχή που
τοποθετείται χωρο-χρονικά και τα επίγεια γεωγραφικά χαρακτηριστι-
κά της μπορούν να περιγραφούν47. Έτσι, π.χ., οι αναφερόμενοι τέσσε-
ρις ποταμοί Γεών, Φισών48, Τίγρις και Εὐφράτης φαίνεται να
ταυτίζονται, εντός του κειμενικού πλαισίου, με τους σημ. π. Ινδό,
Γάγγη, Τίγρη και Ευφράτη, άλλοι όμως συγγραφείς της Ύστερης Αρ-
χαιότητας ερμηνεύουν τον π. Γεών ως τον π. Νείλο49.
Το κείμενο με την περιγραφή της Εδέμ έχει επίσης διακειμενικές
συγγένειες με δυο ανώνυμα λατινικά κείμενα «οικονομικής γεωγραφί-
ας» της Ύστερης Αρχαιότητας, που θεωρούνται πως προέρχονται από
ένα προγενέστερο, χαμένο σήμερα, ελληνικό πρωτότυπο. Στο πρώτο
κείμενο του 4ου αιώνα, με τίτλο Expositio totius mundi et gentium50, οι
Μακαρινοί ονοματίζονται ως Camarini, και στο δεύτερο μεταγενέστε-

46 Οι κύριοι εκπρόσωποι της «Σχολής της Αντιοχείας» ήταν οι: Επιφάνιος Σαλαμί-

νος (315-403), Διόδωρος Ταρσού (απ. 390), Ιωάννης ο Χρυσόστομος (349-407), Θεόδω-
ρος Μοψουεστίας (350-428), Θεοδώρητος Κύρου (393-458), Νεστόριος (386-450) κ.ά.
Βλ. L. van Rompay, Antiochene Biblical Interpretation: Greek and Syriac, στο J. Frish-
man – L. Van Rompay (εκδ.), The Book of Genesis in Jewish and Oriental Christian In-
terpretation: A Collection of Essays [Traditio Exegetica Graeca 5], Louvain 1997. Για
τον παράδεισο ως συγκεκριμένη φυσική περιοχή, βλ. π.χ. Επιφάνιος, Πανάριον, έκδ. K.
Holl – J. Dummer, Epiphanius. Panarion (Adversus haereses), τ. II [Die griechischen
christlichen Schriftsteller der ersten drei Jahrhunderte 31], Berlin 19802, σ. 472.16-22:
«Πρῶτον γὰρ <ὅτι> ὁ παράδεισος, … ἐπὶ ταύτης ἐστὶ τῆς γῆς προδήλως τόπος ἐξαίρε-
τος, … <τοῦτο> δῆλον ἀπὸ τοῦ καὶ τὸν Τίγριν καὶ τὸν Εὐφράτην καὶ τοὺς λοιποὺς πο-
ταμοὺς τοὺς ἐκεῖθεν προχεομένους ἐνταῦθα φαίνεσθαι τῶν ῥευμάτων τὰς διεκβολὰς
εἰς τὴν καθ' ἡμᾶς ἤπειρον ἐπικλύζοντας. οὐ γὰρ ἀπὸ τῶν οὐρανῶν ἄνωθεν κα-
ταράσσονται χεόμενοι». Βλ. και τ. II, σ. 473.12-14: «ἐπεὶ μηδὲ ὁ ᾿Αδὰμ ἐκ τῶν οὐρανῶν
ἐξεβλήθη, ἀλλὰ ἀπὸ τοῦ κατὰ ἀνατολὰς ἐν ᾿Εδὲμ πεφυτευμένου παραδείσου».
47 A. Scafi, Mapping Paradise 39-41.
48 Ευσέβιος (4ος αι.), Ονομαστικόν, έκδ. E. Klostermann, Eusebius Werke, τ. ΙΙΙ.1:

Das Onomastikon [Die griechischen christlichen Schriftsteller der ersten drei Jahrhun-
derte 11.1], Leipzig 1904, σ. 166: «Φεισών (Γεν. 2, 11). ἑρμηνεύεται πληθύς. ἔστιν δὲ
ποταμὸς ὃν ῞Ελληνες Γάγγην ὀνομάζουσιν· ἐκ μὲν τοῦ παραδείσου προϊών, ἐπὶ δὲ “τὴν
᾿Ινδικὴν φερόμενος ἐκδίδωσιν εἰς τὸ πέλαγος”. λέγεται δὲ κυκλοῦν “πᾶσαν γῆν
Εὐιλάτ”, οὗ τὸ καλὸν χρυσίον καὶ “ὁ ἄνθραξ καὶ ὁ λίθος ὁ πράσινος”».
49 Φλάβιος Ιώσηπος (1ος αι.), Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, έκδ. B. Niese, Antiquitates Ju-

daicae, στο Flavii Iosephi opera, τ. I, Berlin 1885-1892 (ανατ. 1955), 1.38-39: «Φεισὼν …
ἐπὶ τὴν ᾿Ινδικὴν φερόμενος ἐκδίδωσιν εἰς τὸ πέλαγος ὑφ' ῾Ελλήνων Γάγγης λεγόμενος,
Εὐφράτης δὲ καὶ Τίγρις ἐπὶ τὴν ᾿Ερυθρὰν … Γηὼν δὲ διὰ τῆς Αἰγύπτου ῥέων … ὃν δὴ
Νεῖλον ῞Ελληνες προσαγορεύουσιν».
50 J. Rougé (έκδ.), Expositio, σ. 142, ΙV.1. Ως πιθανή χρονολόγηση θεωρείται το 359.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 23

ρο εκχριστιανισμένο κείμενο, με τίτλο Descriptio totius mundi51, ως


gentem Camarinorum. Στο τελευταίο αυτό κείμενο αναφέρεται
επιπρόσθετα πως «στις περιοχές της Ανατολής, που ο Μωυσής
περιέγραψε με το όνομα της Εδέμ, κατοικεί το έθνος των Καμαρινών …
από εκεί πηγάζει ένας πολύ μεγάλος ποταμός που διαιρείται σε τέσσε-
ρις ποταμούς, Γεών, Φισών, Τίγρης και Ευφράτης. Οι άνθρωποι που
κατοικούν τη χώρα είναι πολύ ευσεβείς και καλοί, και δεν έχουν ούτε
σωματικά, ούτε διανοητικά ελαττώματα … δεν υπάρχει ψωμί, ούτε και
άλλα παρόμοια τρόφιμα, δεν έχουν φωτιά, αλλά … βρέχει άρτο κάθε
μέρα και πίνουν άγριο μέλι και πιπέρι … Δεν έχουν καμία διακυβέρνη-
ση, ελέγχουν μόνοι τον εαυτό τους … έχουν ελάχιστη κακία και … δεν
είναι επιβλαβείς. Υπάρχουν σε αυτούς διάφοροι πολύτιμοι λίθοι, όπως
σμαράγδια, μαργαριτάρια, υάκινθοι, ρουμπίνια και ζαφείρια στα βου-
νά … ζουν ευτυχισμένοι δίχως να εργάζονται, δεν αρρωσταίνουν …
όλοι πεθαίνουν στο 120ό έτος της ζωής τους … Η έκταση της περιοχής
κατοίκησής τους περιλαμβάνει 70 σταθμούς»52.
Παρατηρείται πως τα υποκείμενα της διαβίωσης αναγραμματίζο-
νται από Μακαρινοί στα λατινικά κείμενα σε Camarini, και η περιοχή
χωροθετείται στην Ανατολή, αλλά οι αναφορές στον κώδικα του χώ-
ρου είναι λιγότερες σε σχέση με τις πληροφορίες που αφορούν σε
αξιακούς, πολιτισμικούς υπο-κώδικες. Η αναφορά στους πολύτιμους
λίθους εισάγει έναν οικονομικό υπο-κώδικα, που αποκαλύπτει και την
αιτία του ταξιδιού, ενώ η αναφορά στην απουσία διακυβέρνησης ει-
σάγει έναν πολιτικό υπο-κώδικα που παραπέμπει σε μια θετική ουτο-
πία. Τέλος, εισάγεται η διάσταση του χρόνου με ένα μετρικό μέγεθος
για την περιοχή (70 ημέρες οδοιπορία).

51 Th. Sinko, Die Descriptio orbis terrae, eine Handelsgeographie aus dem 4. Jahr-
hundert, Archiv für Lateinische Lexikographie 13 (1904) 530-571 (στο εξής: Th. Sinko,
Die Descriptio).
52 Ανώνυμος, Descriptio orbis terrae, στο Th. Sinko, Die Descriptio, σ. 543-545, IV-

VII: «Gentem aiunt esse Camarinorum in partibus orientis, [cuius terram Moyses Eden
nominando descripsit]; unde et fluvius maximus exire dicitur [et dividi in quattuor
flumina … Geon, Phison, Tigris et Euphrates.] Isti autem homines, [qui praedictam
terram inhabitant], sunt valde pii et boni, apud quos nulla malitia invenitur, neque
corporis neque animi. neque pane … nec aliquo simili cibo, nec igne quo nos utimur; sed
panem quidem eis plui per singulos dies asserunt, et bibere de agresti melle et pipere; Sunt
autem et sine imperio semet ipsos regentes. … nulla malignitas … neque pediculos … Sunt
autem apud eos lapides pretiosi et varii; hoc est smaragdi, margaritae, hyacinthi,
carbunculus et saphirus in montibus … In tanta ergo felicitate viventes nesciunt laborare,
nec aliqua infirmitate aut aegritudine fatigantur … Omnes enim centum annorum et
viginti moriuntur … Et haec quidem huius gentis bona. Habitatio autem terrae eorum est
mansionum LXX».

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


24 Δημήτρης Π. Δρακούλης

Το κείμενο για τους Μακαρινούς που εξετάζεται φαίνεται να έχει


διακειμενικές συγγένειες και με το έργο των μέσων του 6 ου αιώνα Χρι-
στιανική Τοπογραφία (545-550), που αποδίδεται στον Κοσμά Ινδικο-
πλεύστη, Αλεξανδρινό μοναχό, περιηγητή και έμπορο. Ο Κοσμάς
φαίνεται να γνωρίζει το πνεύμα του κειμένου περί Μακαρινών και την
πρόθεση της ρεαλιστικής χωροθέτησης της Εδέμ και του παραδείσου,
και στη Χριστιανική Τοπογραφία παίρνει μια κριτική στάση απέναντι
σε αυτούς που θέλουν να χωροθετούν τον παράδεισο εντός της γνω-
στής οικουμένης53. Αλλά και στη χαρτογραφία της πρώιμης μεσαιωνι-
κής περιόδου εκφράζεται αυτή η ανάγκη της χωροθέτησης του
παραδείσου, της εισαγωγής στοιχείων βιβλικής γεωγραφίας και σε τε-
λική ανάλυση εκχριστιανισμού των γεωγραφικών γνώσεων54. Ο πρώ-
τος βυζαντινός χάρτης που υπάρχει, πάλι από το χειρόγραφο της
Χριστιανικής Τοπογραφίας του Κοσμά Ινδικοπλεύστη, τοποθετεί και
αυτός προς Ανατολάς, αλλά εκτός ορίων του γνωστού κόσμου, τον
παράδεισο και τους ποταμούς του55 (Εικόνες 2α και 2β).
Εκτός όμως από συμβολικές συνδηλώσεις και διακειμενικές συγγέ-
νειες, το πρώτο απόσπασμα των Οδοιποριών περιέχει πληροφορίες
που πιθανά σχετίζονται και με πραγματικά δεδομένα του ιστορικού
πλαισίου. Έτσι, οι Μακαρινοί των Οδοιποριών και οι Camarini των
λατινικών κειμένων είναι πολύ πιθανό να ταυτίζονται με το βασίλειο
των Kāmarūpa (350-1140 μ.Χ.) στο σημ. κρατίδιο Assam της ΒΑ Ινδίας,
στους πρόποδες των ανατολικών Ιμαλαΐων56. Την περίοδο 350-650 μ.Χ.

53 Το πρωτότυπο έχει χαθεί, αλλά σώζονται τρία εικονογραφημένα απόγραφα, ένα

του 9ου αιώνα στον Cod. Gr. 699 στη Biblioteca Apostolica Vaticana, και δυο του 11ου
αιώνα στον Cod. Gr. 11 86 στη βιβλιοθήκη της Μονής Αγ. Αικατερίνης στο Σινά, και
στον Cod. Plut. 9.28 στη Biblioteca Medicea Laurenziana στη Φλωρεντία. Βλ. Κοσμάς
Ινδικοπλεύστης (6ος αι.), Χριστιανική Τοπογραφία, έκδ. Wanda Wolska-Conus, Cosmas
Indicopleustès, Topographie chrétienne, τ. Ι [Sources chrétiennes 141], Paris 1968 (στο
εξής: Κοσμάς Ινδικοπλεύστης, Χριστιανική Τοπογραφία), 2.45.2: «Οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ οἱ
ἄνθρωποι ποθοῦντες τὰ πολλὰ μανθάνειν καὶ περιεργάζεσθαι, εἴπερ ἦν ὁ παράδεισος
ἐν ταύτῃ τῇ γῇ, οὐκ ὤκνουν οἱ πολλοὶ φθάσαι μέχρι τῶν αὐτόθι. Εἰ γὰρ διὰ μέταξιν
εἰς τὰ ἔσχατα τῆς γῆς τινες ἐμπορίας οἰκτρᾶς χάριν οὐκ ὀκνοῦσι διελθεῖν, πῶς ἂν περὶ
τῆς θέας αὐτοῦ τοῦ παραδείσου ὤκνησαν πορεύεσθαι;».
54 A. Scafi, Mapping Paradise 88-94.
55 M. Kominko, The Map of Cosmas, the Albi Map, and the Tradition of Ancient

Geography, Mediterranean Historical Review 20.2 (2005) 163-186. ― Wanda Wolska-


Conus, La topographie chrétienne de Cosmas Indicopleustes: théologie et sciences au VI e
siècle, Paris 1962.
56 Οφείλω στον καθ. Μιχάλη Κορδώση την επισήμανση της αντιστοιχίας των Μα-

καρινών του κειμένου των Οδοιποριών και των Kāmarūpa στο Ασσάμ. Βλ. M. Kordo-
sis, The Limits of the Known Land (Ecumene) in the East according to Cosmas
Indicopleustes. Tzinista (China) and the Ocean, Byzantion 69.1 (1999) 99-106. ― Μ. Σ.
Κορδώσης, Ιστορικογεωγραφικά πρωτοβυζαντινών και εν γένει παλαιοχριστιανικών

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 25

κυβερνά η δυναστεία των Varman, που διατηρεί φεουδαρχικές σχέσεις


με τη γειτονική αυτοκρατορία των Gupta στη βόρεια Ινδία57. Η επι-
κράτεια των Kāmarūpa περιλάμβανε περιοχές που σήμερα βρίσκονται
στο Ασσάμ, στη βόρεια και δυτική Βεγγάλη, το Μπουτάν, το
Μπαγκλαντές και το Μπιχάρ58. Η περιοχή – πυρήνας του βασιλείου
βρίσκεται σε καλά προφυλαγμένες με φυσικά εμπόδια εύφορες κοιλά-
δες που διασχίζονται από τον π. Brahmaputra. Σημαντικές πόλεις είναι
η πρωτεύουσα Pragjyotisha59 και η πόλη στη σημ. Tezpur60, και οι δυο
εμπορικοί διαμετακομιστικοί κόμβοι επί του π. Βραχμαπούτρα.
Ο Κινέζος βουδιστής μοναχός και ταξιδιώτης Xuanzang ή Yuan
Chwang (602–664), που επισκέφθηκε την περιοχή μεταξύ 629-645,
περιγράφει πως αφού πέρασε τον μεγάλο ποταμό Ka-lo-tu
(Βραχμαπούτρα), έφθασε στους Ka·mo·lu-po, όπως ονοματίζει τους

χρόνων, Αθήνα 1996, σ. 137-138. ― Του ιδίου, Ασσάμ, (ΒΑ. Ινδία): Η πύλη από και
προς Κίνα, Graeco-Arabica 5 (1993) 103-110.
57 J. E. Shin, Searching for Kāmarūpa: Historiography of the Early Brahmaputra Val-

ley in the Colonial and Post-Colonial Period, Puravritta 1 (2016) 115-132. ― R. Das, A
Short account of the Historical Geography of Early Assam, Journal of Humanities and
Social Science 19.4 (2014) 143-146. ― N. Boruah, Historical Geography of Early Assam,
Guwahati 2010. ― Του ιδίου, Early Assam. State formation, political centres, cultural
zones, Guwahati 2007. ― S. L. Baruah, A Comprehensive History of Assam, New Delhi
1995. ― N. Lahiri, Pre-Ahom Assam: Studies in the Inscriptions of Assam between the
Fifth and the Thirteenth Centuries AD, New Delhi 1991 (στο εξής: N. Lahiri, Pre-Ahom
Assam). ― K. L. Barua, The early history of Kamarupa: from the earliest times to the end
of the sixteenth century, Shillong 1933. ― N. Vasu, The social history of Kamarupa,
Charleston, SC 2010 (Calcutta 1922).
58 B. Bhattacharjee, Geographical extent of Pragjyotisa Kamarupa with special refer-

ence to Pundravardhana: Α historical study since 4th cent. to 12th cent. AD, Gauhati
2007, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, στο http://shodhganga.inflibnet.ac.in/handle/
10603/69643 (επισκέψιμο 25/02/2017). ― S. Hazarika, A critical study on the formation
of state and political development of ancient Κamarupa from earliest time to 1228 AD,
Gauhati 2003, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, στο http://shodhganga.inflibnet.ac.in
/handle/10603/69831 (επισκέψιμο 25/02/ 2017).
59 Σημ. Guwahati ή Gauhati (26°8'47.36"Ν 91°44'8.63"Ε), Assam, Ινδία, μεσαιωνική

Pragjyotishpura. Βλ. D. C. Sircar, Pragjyotisha-Kamarupa, στο H. K. Barpujari (εκδ.),


The Comprehensive History of Assam, Gauhati 1990, τ. Ι, σ. 59–78 (στο εξής: H. K.
Barpujari, History of Assam). ― B. Goswami, Pragjyotishpur. The Capital of the Kam-
arupa Rulers, through the Ages till 11th Century AD as depicted in Literature, Gauhati
2008, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, στο http://shodhganga.inflibnet.ac.in/handle/
10603/66653 (επισκέψιμο 25/02/2017).
60 Tezpur, περιφέρεια Sonitpur, ΒΑ Assam, Ινδία (26°37'47.38"N 92°47'59.77"E). M.

Sweta, Archaeological remains of Tezpur in a historical perspective from the 5 th century


CE up to the end of the 12th century CE, Gauhati 2013, αδημοσίευτη διδακτορική
διατριβή στο http://shodhganga.inflibnet.ac.in/handle/10603/29230 (επισκέψιμο
21/02/2017). ― S. Singh – M. Benanav κ.ά., Lonely Planet India (Travel Guide), Mel-
bourne 2011, σ. 558-559.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


26 Δημήτρης Π. Δρακούλης

Kāmarūpa61. Τα όρια του βασιλείου προσδιορίζονται, σύμφωνα και με


τις πληροφορίες του μοναχού, ως εξής: Το βόρειο όριο αποτελούν οι
πρόποδες των ανατολικών Ιμαλαΐων. Το ανατολικό όριο βρίσκεται
κοντά στη σημ. θέση Sadiya62, στο ΒΑ άκρο του σημ. Ασσάμ. Το νότιο
όριο αντιστοιχεί στα σημ. όρια μεταξύ των διοικητικών περιφερειών
Dhaka και Mymensingh, στο Μπαγκλαντές. Το δυτικό όριο είναι ο π.
Karatoa63 στη Β. Βεγγάλη. Φαίνεται, λοιπόν, πως στο πρώτο μισό του
7ου αιώνα, το βασίλειο καλύπτει ολόκληρη την κοιλάδα του π. Βραχ-
μαπούτρα και περιλαμβάνει περιοχές που βρίσκονται στο Μπουτάν,
και στη Β και ΝΑ Βεγγάλη που ανήκουν σήμερα στα ινδικά κρατίδια
Ασσάμ και Μπιχάρ και στο Μπανγκλαντές (Εικόνα 3).
Σύμφωνα με τη διήγηση του προαναφερθέντος μοναχού
Xuanzang, η πεδινή και υγρή χώρα τους έχει περίμετρο 10.000 li (3.300
χλμ.) και η πρωτεύουσά τους 30 li (10 χλμ.). Το κλίμα είναι καλό, πα-
ντού υπάρχουν ποτάμια και δεξαμενές νερού στους οικισμούς. Έχουν
πλούσιες σοδιές και άφθονους καρπούς από αρτόδενδρα (Artocarpus
heterophyllus) και κοκοφοίνικες (Cocos nucifera). Οι κάτοικοι περι-
γράφονται ως τίμιοι, μικρόσωμοι και μελαψοί, η γλώσσα τους διαφέρει
λίγο από την «μέση ινδική», είναι επιμελείς σπουδαστές και λατρεύουν
τις ινδουιστικές θεότητες των Devas. Υπάρχουν περί τους 100 ναούς
και οι διάφορες θρησκευτικές ομάδες αριθμούν πολλές δεκάδες χιλιά-
δες πιστούς. Ο βασιλιάς ανήκει στην κάστα των Βραχμάνων, το όνομά
του είναι Bhaskaravarma, δηλ. αυτός που έχει για όπλο του τον ήλιο
(φωτιά) και Kumara raja, δηλ. νεαρός μονάρχης. Είναι ακόλουθος του
Nārāyaṇa Deva64, θεότητας που συνδέεται με τα ύδατα της
δημιουργίας, αλλά και με τον ήλιο, και εμπνέει τους υπηκόους του με
τη φιλομάθειά του. Προσελκύει πολλούς ξένους σπουδαστές και η δυ-
ναστεία του βασιλεύει επί 1.000 γενιές65.

61 Για την περιγραφή των Kāmarūpa από τον Κινέζο μοναχό Yuan Chwang, βλ. T.

Watters – T. W Rhys Davids – S. W. Bushell (έκδ.), On Yuan Chwang's travels in India


(629 A.D. – 645 A.D.), τ. II, New Delhi 1988 (α΄ έκδοση London 1905), σ. 185-187.
62 Sadiya, περιφέρεια Tinsukia, Assam, Ινδία (27.83°N 95.67°E). H. K. Barpujari,

History of Assam 63-64.


63 Ο π. Karatoa ή Karatoya, είναι σήμερα ένας μικρός ποταμός στην περιοχή της

σημ. πόλης Rajshahi, Μπανγκλαντές (24°22′N 88°36′E). Στη μεσαιωνική περίοδο ήταν
μεγάλος ποταμός που συνδέονταν με τον Βραχμαπούτρα και θεωρούνταν ιερός, ενώ
στη συνέχεια διαιρέθηκε σε τέσσερις μικρότερους ποταμούς. Βλ. H. er Rashid, Geogra-
phy of Bangladesh, Dhaka 1991, σ. 47-48.
64 Στο ινδικό έπος Mahabharata (4ος αι.) ταυτίζεται ο θεός Kṛṣṇa ως ενσάρκωση του

Viṣṇu με τον Nārāyaṇa. Βλ. K. K. Klostermaier, A Concise Encyclopedia of Hinduism,


Oxford 1998, σ. 126 (στο εξής: K. K. Klostermaier, Encyclopedia of Hinduism).
65 Θεωρείται πως ο αναφερόμενος Bhaskaravarma είναι ο Kumar Bhaskar Varman

(600-650) της δυναστείας των Varman.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 27

Υπάρχουν όμως και επιγραφικές μαρτυρίες για τους Kāmarūpa66.


Η πρώτη βρίσκεται σε επιγραφή του 4ου αιώνα στα σανσκριτικά που
επαινεί τον αυτοκράτορα της κεντρικής και βόρειας Ινδίας
Samudragupta (β. 335-380), της δυναστείας των Gupta, και απαριθμεί
τα πολιτικά και στρατιωτικά του επιτεύγματα. Οι Kāmarūpa αναφέ-
ρονται μαζί με άλλους λαούς, ως βασιλείς των συνοριακών περιοχών,
υποτελών των Gupta67. Στην κοιλάδα του π. Βραχμαπούτρα και στα
όρια του βασιλείου των Kāmarūpa έχουν βρεθεί επίσης τρεις επιγραφι-
κές μαρτυρίες που χρονολογούνται δυο στον 5ο και μια στον 6ο μ.Χ.
αιώνα. Είναι χαραγμένες σε βράχους στα σανσκριτικά και με καλλι-
γραφία που προσομοιάζει στη βραχμανική γραφή της περιόδου Gupta
(320-550). Η παλαιότερη βραχογραφία βρέθηκε στους λόφους
Umachal, κοντά στη Guwahati, σημ. πρωτεύουσα του κρατιδίου
Assam. Αναφέρεται στην κατασκευή ναού σε σπήλαιο, αφιερωμένου
στην ινδουιστική θεότητα Balabhadra68, από τον βασιλιά Mahendra (β.
470-494) της πρώτης ιστορικής δυναστείας των Kāmarūpa, των
Varman. Η δεύτερη βραχογραφία του 5ου αιώνα βρέθηκε στο χωριό
Khanikargaon69, σε γειτνίαση με τον π. Βραχμαπούτρα. Αναφέρεται σε
χορηγία γης που περικλείεται από αδιευκρίνιστο τόπο προς ανατολάς
και έχει προς δυσμάς ως ορόσημο ένα δένδρο της ποικιλίας Banyan
(Ficus benghalensis), του ιερού δένδρου των ινδουιστών. Η τρίτη
βραχογραφία των αρχών του 6ου αιώνα βρέθηκε σε θέση παρά τον π.
Barganga70, παραπόταμο του Βραχμαπούτρα. Αναφέρει τον βασιλέα
Bhutivarman (β. 518-542) της δυναστείας των Varman, με την ιδιότητα

66 N. Lahiri, Pre-Ahom Assam 26-28. ― P. C. Choudhury, The History of Civilization

of the People of Assam to the Twelfth Century AD, Guwahati 1987 (α΄ έκδοση 1959), σ.
26-28.
67 Βρίσκεται στο Allahabad του Uttar Pradesh, στη βόρεια Ινδία (25°27'59.74"Ν

81°53'18.92"Ε). Η μονολιθική στήλη 11μ. είχε πιθανά αρχικά λίθινο λέοντα στην κορυ-
φή. Φέρει επιγραφές που αναφέρονται σε διατάγματα του βουδιστή αυτοκράτορα
Ashoka, της δυναστείας των Μαουρύα, που κυβέρνησε την κεντρική Ινδία τον 3ο π.Χ.
αιώνα. Η επιγραφή του Samudragupta χαράχθηκε μεταγενέστερα. Για το κείμενο της
επιγραφής του Ashoka, βλ. A. Cunningham (έκδ.), Inscriptions of Asoka [Corpus
inscriptionum Indicarum 1], Calcutta 1877 (ανατ. Varanasi 1961), σ. 37-38. Για το κεί-
μενο της επιγραφής του Samudragupta με την μετάφρασή του, βλ. J. F. Fleet (έκδ.),
Ιnscriptions of the Early Gupta Kings [Corpus Inscriptionum Indicarum 3], New Delhi
1981, σ. 211-220.
68 Ο Balabhadra ή Balarāma θεωρείται ο μεγαλύτερος αδελφός του Kṛṣṇa και με-

τενσάρκωση του Viṣṇu, και συνδέεται με τη γεωργία και τη γονιμότητα. Βλ. K. K.


Klostermaier, Encyclopedia of Hinduism 34.
69 Στην περιοχή Nagajari, κεντρικό Assam, περίπου 350 χλμ. ΒΑ της Guwahati

(27°28'17.28"Ν 95°4'16.50"Ε).
70 Αρχαιολογική θέση (26°20'58.97"Ν 92°41'5.03"Ε), επαρχία Nagaon, στο κεντρικό

Assam.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


28 Δημήτρης Π. Δρακούλης

του τελετάρχη θυσίας ίππου, μέρους της επίσημης ινδουιστικής τελε-


τουργίας Asvamedha71. Από την κατανομή των θέσεων των επιγραφι-
κών μαρτυριών φαίνεται πως το βασίλειο των Kāmarūpa εκτείνεται
στην πρώιμη μεσαιωνική περίοδο στην κοιλάδα του π. Βραχμαπούτρα
(Εικόνα 3). Φαίνεται επίσης πως στην περίοδο αυτή το βασίλειο κυ-
βερνά η δυναστεία των Varman (350-650) και πως η κυρίαρχη θρη-
σκευτική έκφραση είναι ο ινδουισμός.

2. «Ἀπὸ Ἐδὲμ ἕως Δραχμὰν μοναὶ ο΄· ὁδὸν παρὰ τὸν ποταμὸν τὸν
λεγόμενον Φισών. Ἀπὸ Δραχμὰν ἕως Εὐϊλὰτ μοναὶ ο΄· ἐκεῖ σπείρουσιν
καὶ θερίζουσιν· ἔχουσιν δὲ τὰ πάντα κοινὰ καὶ ἀμέριστα· οἱ δὲ
ἄνθρωποι Χριστιανοί».

Ως πρώτος σταθμός μετά την Εδέμ, σε απόσταση 70 ημερών, ανα-


φέρεται η περιοχή Δραχμάν που στα λατινικά κείμενα οι κάτοικοι
ονοματίζονται ως Braxmani και gentem Braxmanas72, και μετά 70 ακό-
μη ημέρες ακολουθεί η περιοχή Εὐϊλάτ73. Γίνεται κατανοητό πως
πρόκειται για την Ινδία, την περιοχή αυτών που λατρεύουν το ανώτα-
το παγκόσμιο Ον, την ύψιστη πραγματικότητα του σύμπαντος, την
κοσμική αρχή, την απόλυτη, αμετάβλητη, άπειρη, αιώνια και υπερβα-
τική πραγματικότητα με την ονομασία Βράχμαν74. Είναι η Ινδία της

71 Για την τελετή της Asva-medha, της θυσίας του βασιλικού ίππου, βλ. D. M. Knipe,

Vedic Voices: Intimate Narratives of a Living Andhra Tradition, Oxford 2015, σ. 234-
237. ― K. K. Klostermaier, Encyclopedia of Hinduism,157.
72 J. Rougé (έκδ.), Expositio 148 και Th. Sinko, Die Descriptio 545.
73 Η περιοχή της Εὐϊλάτ ταυτίζεται με την Ινδία. Βλ. Κοσμάς Ινδικοπλεύστης, Χρι-

στιανική Τοπογραφία 11.24.1-4: «Πᾶσαν δὲ τὴν ᾿Ινδικὴν καὶ τὴν Οὐννίαν διαιρεῖ ὁ
Φεισὼν ποταμός. Καλεῖται γὰρ παρὰ τῇ θείᾳ Γραφῇ ἡ γῆ τῆς ᾿Ινδικῆς χώρας “Εὐιλάτ”·
οὕτως γὰρ γέγραπται ἐν τῇ Γενέσει·». ― Για τις βιβλικές ερμηνείες του όρου και για
την ταύτιση με την Ινδία, βλ. S. Krauss, “Euilat” in the LXX, The Jewish Quarterly Re-
view 11.4 (1899) 675-679.
74 Πρόκειται για βεδική σανσκριτική λέξη που αρχικά σήμαινε «ιερή λέξη» ή «ιερός

τύπος» ή «ιερή δύναμη» και αργότερα παρέπεμπε και σε «ιερός λόγος». Βλ. K. K. Klos-
termaier, Encyclopedia of Hinduism 41-42. ― R. C. Zaehner, Der Hinduismus. Seine Ge-
schichte und seine Lehre, München 1964, σ. 52-53. ― Στέφανος Βυζάντιος (6ος αι.),
Εθνικά, έκδ. A. Meineke, Stephan von Byzanz. Ethnika (epitome), Berlin 1849 (ανατ.
Graz 1958) (στο εξής: Στέφανος Βυζάντιος, Εθνικά), σ. 184: «… Βραχμᾶνες, ᾿Ινδικὸν
ἔθνος σοφώτατον, οὓς καὶ Βράχμας καλοῦσιν. ῾Ιεροκλῆς δ' ἐν τοῖς φιλίστορσί φησι·
μετὰ ταῦτα σπουδῆς ἄξιον ἐνομίσθη τὸ Βραχμάνων ἰδεῖν φῦλον, ἀνδρῶν φιλοσόφων
καὶ θεοῖς φίλων, ἡλίῳ δὲ μάλιστα καθωσιωμένων· ἀπέχονται δὲ σαρκοφαγίας πάσης
καὶ ὑπαίθριοι τὸν ἀεὶ χρόνον βιοτεύουσι καὶ ἀλήθειαν τιμῶσιν, χρῶνται δὲ ἐσθῆτι λι-
νῇ τῇ ἐκ πετρῶν· λίθων γὰρ μηρύματα μαλακὰ καὶ δερματώδη συνεκφέρουσιν, ἐξ ὧν
ὑφάσματα γίνεται μήτε πυρὶ καιόμενα μήτε ὕδατι καθαιρόμενα, ἀλλ' ἐπειδὰν ῥύπου
καὶ κηλῖδος ἐμπλησθῇ χρωμένων, ἐμβληθέντα εἰς φλόγα λευκὰ καὶ διαφανῆ γίνεται».

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 29

κοιλάδας του π. Γάγγη και των παραποτάμων75 του, μια υπερμεγέθης


πεδινή έκταση στη βόρεια Ινδία με μήκος περίπου 2.400 χλμ. στην κα-
τεύθυνση Α-Δ, και πλάτος 200-300 χλμ. στην κατεύθυνση Β-Ν. Ορίζε-
ται προς Β από την οροσειρά των Ιμαλαΐων, από όπου και πηγάζει ο
Γάγγης, προς Α από τον κόλπο της Βεγγάλης, όπου και εκβάλλει, προς
Ν από τις οροσειρές Vindhya της κεντρικής Ινδίας (Deccan) και προς Δ
από τους λόφους Aravalli, την έρημο Thar και την λεκάνη απορροής
του π. Ινδού που βρίσκεται σε διαφορετικό υψόμετρο76 (Εικόνα 4)77.
Η Εὐϊλάτ και η χώρα των Βραχμάνων του κειμένου είναι η κε-
ντρική Ινδία που κυβερνάται από τη δυναστεία των Gupta (320-550),
μια δυναστεία που συνάσπισε το μεγαλύτερο μέρος των μικρών βασι-
λείων της Β. Ινδίας78. Παλαιότερα θεωρούνταν πως οι Gupta είχαν ως
αρχική τους κοιτίδα στις αρχές του 4ου αιώνα την περιοχή Magadha της
βόρειας Βεγγάλης. Νεότερες έρευνες με βάση νομισματικά και επιγραφι-
κά ευρήματα εκτιμούν πως η κοιτίδα πρέπει να αναζητηθεί δυτικότερα,
προς την κεντρική περιοχή που περικλείεται μεταξύ των παράλληλων
ροών των π. Γάγγη και Yamuna, στο άκρο της γαγγιτικής κοιλάδας79.

75 Είναι ο π. Yamuna ή Jumna που ρέει παράλληλα με τον π. Γάγγη και μετά ενώ-

νεται μαζί του, προς Α οι π. Gomati, Sarayu, Ghaghra και Gandak που ρέουν νοτίως
των Ιμαλαΐων και προς Ν οι π. Son, Betwa και Chambal. Βλ. Romila Thapar, The Pen-
guin History of Early India. From the Origins to AD 1300, London 2003 (στο εξής: R.
Thapar, History of Early India), σ. 42-43.
76 Τα εδάφη της κοιλάδας του π. Γάγγη ανήκουν σήμερα στα ινδικά κρατίδια Uttar

Pradesh, Bihar και Δυτική Βεγγάλη. Βλ. H.-G. Bohle, Ökologische Grundlagen: Natur-
raum und Klima, στο D. Rothermund (εκδ.), Indien. Kultur, Geschichte, Politik, Wirt-
schaft, Umwelt. Ein Handbuch, München 1995, σ. 19–37.
77 Οι Εικόνες 4-14 που έπονται στη συνέχεια και συνοδεύουν το κείμενο, αναδει-

κνύοντας τις εν δυνάμει διαδρομές των Οδοιποριών, χρησιμοποιούν ως γεωγραφικά


υπόβαθρα τις δορυφορικές εικόνες του λογισμικού Google Earth, όπου χωροθετούνται
μόνο οι τοποθεσίες που αναφέρονται στην παρούσα έρευνα.
78 A. Daud, «Guptan Empire», στο S. Wolpert (εκδ.), Encyclopedia of India, τ. I-IV,

New York 2006, τ. II, σ. 163-164. ― R. Thapar, History of Early India 282-287. ― H.
Kulke – D. Rothermund, A History of India, London – New York 2002 (α΄ έκδοση 1986)
(στο εξής: H. Kulke – D. Rothermund, A History of India), σ. 87-91. ― H. C. Ray-
chaudhuri, Political History of Ancient India. From the Accession of Parikshit to the Ex-
tinction of the Gupta Dynasty, London 2012 (α΄ έκδοση Calcutta 1923), σ. 271-310. ― V.
A. Smith, The early history of India: from 600 B.C. to the Muhammadan conquest, in-
cluding the invasion of Alexander the Great, Oxford 1904, σ. 244-281.
79 Η περιοχή ονομάζεται σήμερα Lower Doab Region και περιλαμβάνει και τους π.

Sind, Betwa και Ken που ρέουν παράλληλα μεταξύ τους. Βλ. K. Chakrabarti, The Gupta
Kingdom, στο B. A. Litvinsky (εκδ.), History of Civilizations of Central Asia, τ. ΙΙΙ: The
crossroads of civilizations: AD 250 to 750, Paris 1999 (στο εξής: History of Civilizations of
Central Asia ΙΙΙ), σ. 185-206 (στο εξής K. Chakrabarti, The Gupta Kingdom), εδώ 188.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


30 Δημήτρης Π. Δρακούλης

Ο Κινέζος μοναχός Faxian80 ή Fa-Hien (337-422), που επισκέφθηκε


τις περιοχές των Gupta, αναφέρει ως σημαντικές πόλεις την αρχική
πρωτεύουσα Pāṭaliputra81 (αρχ. Παλιβόθρα) και τη μεταγενέστερη
πρωτεύουσα Ujjain82, καθώς και τις Mathurā83, Kannauj84, Ka-
pilavastu85, Kushinagar86, Vaishali87, Kāśī88 και Rajgriha89, ενώ στις πα-
ραπάνω θα πρέπει να προστεθούν η Ayodhyā90 και η Prayāga91. Σαν
αιτίες της παρακμής τους στα μέσα του 6ου αιώνα θεωρούνται οι επάλ-
ληλες εισβολές των Ούννων και ο ανταγωνισμός με τη δυναστεία των
Vakataka της κεντρικής Ινδίας (βλ. παρακάτω).

80 J. Legge (μτφρ.), A Record of Buddhistic Kingdoms; being an account by the Chi-

nese monk Fa-Hien of his travels in India and Ceylon, A.D. 399-414, in search of the
Buddhist books of discipline, Oxford 1886, σποράδην.
81 Σημ. Patna, Bihar, Ινδία (25°36′45″N, 85°7′42″E). Βλ. L. A. Waddell, Report on the

excavations at Pātaliputra (Patna). The Palibothra of the Greeks, Calcutta 1903 (ανατ.
New Delhi 1975). ― Στράβων, Γεωγραφικά 15.1.13: «… Γάγγης ποταμός. οὗτος μὲν οὖν
καταβὰς ἐκ τῆς ὀρεινῆς … ἐπιστρέψας πρὸς ἕω καὶ ῥυεὶς παρὰ τὰ Παλίβοθρα μεγίστην
πόλιν…».
82 Σημ. Ujjain, Madhya Pradesh, Ινδία (23.17°N 75.79°E). Βλ. K. B. Dongray, In

Touch with Ujjain, Gwalior 1935.


83 Σημ. Mathura, Uttar Pradesh, Ινδία (27°29′33″N 77°40′25″E). Γενέθλιος τόπος του

Krishna, στη δυτική όχθη του π. Yamuna. Βλ. F. S. Growse, Mathurá. A District Memoir,
Bulandshahr 1882 (ανατ. New Delhi 1979).
84 Uttar Pradesh, Ινδία (27.07°N 79.92°E). Βλ. R. S. Tripathi, History of Kanauj to the

Moslem Conquest, New Delhi 1959 (ανατ. 1989).


85 Στο νότιο Νεπάλ (27°32′N 83°3′E). Γενέθλιος τόπος του Βούδα. Βλ. S. D.

Tuladhar, The Ancient City of Kapilvastu – Revisited, Ancient Nepal 151 (2002) 1–7.
86 Uttar Pradesh, Ινδία (26.741°N 83.888°E). Βλ. R. Stoddard, The Geography of Bud-

dhist Pilgrimage in Asia, στο A. Proser (εκδ.), Pilgrimage and Buddhist Art, New Haven,
CT – London 2010, σ. 2-4.
87 Σημ. αρχαιολογική θέση (25.99°N 85.13°E), στο Bihar, Ινδία. Βλ. D. Kumar, Ar-

chaeology of Vaishali, New Delhi 1986.


88 Σημ. Varanasi ή Benares, Uttar Pradesh, Ινδία (25.28°N 82.96°E). Πνευματική

πρωτεύουσα της Ινδίας. Βλ. D. L. Eck, Banaras: City of light, New York 1982.
89 Σημ. Rajgir, Bihar, Ινδία (25.03°N 85.42°E). Πρώτη πρωτεύουσα της περιοχής

Magadha στη Β. Βεγγάλη. Βλ. J. K. Bauddh, Rajagraha: Historical Capital of Magadha,


New Delhi 2009.
90 Σημ. Ayodhya, Uttar Pradesh, Ινδία (26.80°N 82.20°E). Γενέθλιος τόπος του Ράμα.

Βλ. M. Jain, Rama and Ayodhya, New Delhi 2013.


91 Σημ. Allahabad, Uttar Pradesh, Ινδία (25.45°N 82.5°E). Βλ. U. Singh, Allahabad. A

Study in Urban Geography, Varanasi 1966.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 31

3. «Ἀπὸ Εὐϊλὰτ εἰς Ἰεμὴρ μοναὶ μζ΄. Ἀπὸ Ἰεμὴρ ἕως Νέκκους μοναὶ
λβ΄. Ἀπὸ Νέκκους εἰς Δισιμανεῖς μῆνας β΄. Ἕως ὧδε ἀμέριστα ποτίζε-
ται ἡ γῆ αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ Φισών· εἴδωλα ἐν αὐτοῖς οὐ
κέκτηνται οὐδὲ πρὸ Χριστοῦ οὐδὲ μετὰ Χριστοῦ· ἀλλὰ πάντες θεοσε-
βεῖς καὶ ἀληθεῖς».

Μετά την Εὐϊλάτ αναφέρονται μια σειρά από περιοχές και έθνη —
Ἰεμήρ σε 47 ημέρες, από εκεί Νέκκους σε 32 ημέρες και στη συνέχεια σε
δυο μήνες στους Δισιμανεῖς— που είναι άγνωστα και μη ανιχνεύσιμα
στις πηγές. Γίνεται όμως κατανοητό, από την αναφορά πως διαρρέο-
νται από τον π. Φισών (Γάγγη), ή πιθανά από κάποιον από τους πα-
ραποτάμους του (π.χ. Yamuna), πως πρόκειται για περιοχές στη ΒΔ
Ινδία στο άκρο της γαγγιτικής κοιλάδας (Εικόνα 4).

4. «Ἀπὸ Δισιμανεῖς ἔθνος λεγόμενον Χῶναι, μεγάλην ἔχοντα


ὁδοιπορίαν μηνῶν η΄· πάντες Χριστιανοί».

Η επόμενη οδοιπορία, που καλύπτεται σε οκτώ μήνες, αφορά στη


διαδρομή από τους άγνωστους Δισιμανεῖς προς το ἔθνος Χῶναι, που
στα λατινικά κείμενα καταγράφεται ως Gens Choneum92. Αναγνωρίζε-
ται ως κάποιο από τα ουννικά φύλα που στις αρχές του 6ου αιώνα επε-
κτείνονται στο μεγαλύτερο μέρος της ΒΔ Ινδίας, καταλαμβάνοντας
εδάφη που ανήκαν στους Gupta93.
Σύμφωνα με τις νομισματικές μαρτυρίες, θεωρείται πως, από τον
4ο αιώνα και μετά, υπάρχουν τέσσερα διαδοχικά κύματα επιδρομών
και μεταναστεύσεων ουννικών φύλων ιρανικής καταγωγής. Το πρώτο
κύμα καταλαμβάνει εδάφη που κατοικούνται από τους Κιδαρίτες,
υποτελείς των Σασσανιδών, στα σημ. σύνορα Αφγανιστάν και Πακι-
στάν, στις περιοχές μεταξύ Kubhā (Kabul) και Puruṣapura (Peshawar).
Το δεύτερο κύμα Ούννων, των αποκαλούμενων Alkhon, που οι ινδικές
πηγές αποκαλούν Hūṇas, καταλαμβάνει το σύνολο της ΒΔ Ινδίας. Το
τρίτο κύμα μετά το 450, που η ονομασία τους στα νομισματικά ευρή-
ματα έχει αποδοθεί ως Napki (npky) ή Nspk ή Nēzak, εγκαθίσταται σε
περιοχές του σημ. Αφγανιστάν, νοτίως της οροσειράς του Hindu Kush,
με κύρια κέντρα τους τις πόλεις Ḡazni94 και Kubhā95 (Kabul). Τέλος, το

92 J. Rougé (έκδ.), Expositio 150 και Th. Sinko, Die Descriptio 546.
93 K. Chakrabarti, The Gupta Kingdom 191.
94 Σημ. Ghazni, Αφγανιστάν (33°33′N 68°25′E). Παλαιότερα τοπωνύμια, Ghaznai,

Ghaznīn, Ghazna. Βλ. C. E. Bosworth, «Ghazni», στο Historic Cities of the Islamic
World, Leiden 2007 (στο εξής: C. E. Bosworth, Historic Cities), σ. 146-148.
95 Σημ. Kabul, Αφγανιστάν (34°32′N 69°10′E). Βλ. X. de Planhol, «Kabul. Historical

Geography», στο EncIr, τ. XV.3 (2012), σ. 282-303. ― C. E. Bosworth, Historic Cities,

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


32 Δημήτρης Π. Δρακούλης

τέταρτο και πιο σημαντικό κύμα Ούννων ιρανικής καταγωγής είναι


αυτό των αποκαλούμενων Εφθαλιτών ή Λευκών Ούννων, που μεταξύ
5ου και 6ου αιώνα συνιστούν τον σημαντικότερο εξ ανατολών ανταγω-
νιστή της αυτοκρατορίας των Σασσανιδών96 (Εικόνα 4).
Θεωρείται πως κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σασσανίδη
Pērōz (457-484), οι Εφθαλίτες αποκτούν υπό τον Tôramâna, τον έλεγχο
μιας εκτεταμένης περιοχής της κεντρικής Ασίας, με πρωτεύουσα την
Bāmyān97. Οι νομισματικές μαρτυρίες από την παρουσία τους στη ΒΔ
Ινδία δείχνουν πως ο έλεγχός τους εκτεινόταν στα σημ. ινδικά κρατί-
δια Uttar Pradesh, Rajputana, Panjab και Kashmir98. Ο γιος του
Tôramâna, ο Mihirakula (β. 515-530), εγκαθιδρύει την πρωτεύουσά του
στη Sialkot99, ελέγχοντας τη Βακτριανή (Tokharistan) και την οροσει-
ρά Pamir, ένα μεγάλο τμήμα του Αφγανιστάν, καθώς και τμήματα της
κοιλάδας του π. Ταρίμ στη ΒΔ Κίνα. Οι Εφθαλίτες διατήρησαν τα
εδάφη τους ως τα τέλη του 6ου αιώνα, προτού συρρικνωθούν και πε-
ριοριστούν στην περιοχή του σημ. N. Αφγανιστάν, λόγω των συντονι-
σμένων πιέσεων από τους Σασσανίδες του Χοσρόη Α΄ (Ḫosrau Α΄, β.
531-579) και των δυτικών τουρκικών φυλών100.
Σύμφωνα με τον Προκόπιο, οι Εφθαλίτες διακρίνονταν από τα
υπόλοιπα ουννικά φύλα από το γεγονός ότι δεν συγκατοικούσαν με
αυτά και ζούσαν σε εύφορα εδάφη. Διακρίνονταν επίσης από την εμ-
φάνιση, δηλ. τη λευκότητα του δέρματος και από τον τρόπο διαβίω-
σης, καθότι δεν ήταν νομάδες. Είχαν βασιλεία με σχετικά οργανωμένο

«Kabul», σ. 256-258. ― W. W. Tarn, The Greeks in Bactria and India, Cambridge 1951
(στο εξής: W. W. Tarn, The Greeks in Bactria and India), σ. 469.
96 A. Kurbanov, The Hephthalites: Archaeological and Historical Analysis, Berlin

2010, 2-32. ― M. Schottky, «Huns», στο EncIr, τ. ΧΙΙ.6 (2004), σ. 575-577. ― A. D. H.


Bivar, «Hephthalites», στο EncIr, τ. ΧΙΙ.2 (2003), σ. 198-201.
97 Σημ. Bamiyan ή Bāmyān, περιοχή Hazarajat, κεντρικό Αφγανιστάν (34°49′Ν

67°49′Ε). Βλ. X. de Planhol, «Bāmīān», στο EncIr, τ. ΙΙΙ.6 (1988), σ. 657-661. ― Nancy
Hatch Dupree, An Historical Guide to Afghanistan, Kabul 1977, σ. 153-155. ― Της ιδίας,
The Valley of Bamiyan, Kabul 1967, σ. 9-21.
98 B. A. Litvinsky, The Hephthalite Empire, στο History of Civilizations of Central

Asia ΙΙΙ, σ. 135-162 (στο εξής: B. A. Litvinsky, The Hephthalite Empire), εδώ 144.
99 Σημ. Sialkot, Punjab, ΒΑ Πακιστάν (32°29′50″Β 74°32′10″Α). Αρχ. Σάγαλα, που

αναφέρεται από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο (2ος αι.), Γεωγραφική Υφήγησις, έκδ. C. F. A.
Nobbe, Claudii Ptolemæi Geographia, Leipzig 1845 (Hildesheim 1966) τ. ΙΙ, (στο εξής:
Πτολεμαίος, Γεωγραφία), 7.1.46, παρά τον π. Υάρωτη (σημ. Ravi), παραπόταμο του π.
Ινδού. Βλ. Μ. Σ. Κορδώσης, Σάγαλα η και Ευθυμηδία, Ιστορικογεωγραφικά 4 (1994)
179-190.
100 B. A. Litvinsky, The Hephthalite Empire 147.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 33

διοικητικό μηχανισμό, μια σημαντική πόλη με την ονομασία Γοργώ101,


πόλεις, νομοθεσία και σύστημα είσπραξης φόρων102. Οι οικονομικές
δραστηριότητες των Εφθαλιτών εξασκούνταν από κατοίκους πόλεων,
μόνιμα εγκατεστημένους γεωργούς και νομαδικούς πληθυσμούς. Οι
αστικοί οικισμοί δεν ξεπερνούσαν αριθμητικά τους αγροτικούς, όμως
η οικονομική, πολιτική, θρησκευτική και πολιτισμική σημασία των
πόλεων ήταν πολύ μεγαλύτερη από εκείνη των αγροτικών οικισμών103.
Η πρωτεύουσα Balkh104 (αρχ. Βάκτρα) είναι χωροθετημένη στη
διασταύρωση δυο σημαντικών οδικών διαδρομών. Η πρώτη, με κατεύ-
θυνση Δ-Α, οδηγεί κατά μήκος της οροσειράς του Hindu Kush από τη
σασσανιδική Περσία στην κεντρική Ασία και στην Κίνα. Η δεύτερη με
ΒΔ-ΝΑ κατεύθυνση οδηγεί μέσα από τα ορεινά περάσματα του κε-
ντρικού Αφγανιστάν στη ΒΔ Ινδία105. Η πυκνοκατοικημένη αυτή πόλη
διέθετε στις αρχές του 7ου αιώνα 100 βουδιστικά μοναστήρια και 3.000
μοναχούς106. Σημαντικός κόμβος ήταν επίσης η πόλη Termez107, σημα-
ντικό βουδιστικό κέντρο στην περίοδο των Kushan (1ος-2ος αι. μ.Χ.).
Στη διάρκεια της Ύστερης Αρχαιότητας υπήρχαν 10 βουδιστικά

101 Πιθανή θέση στον σημ. οικισμό Gonbad-e ή Kāvus, επαρχία Golestān, ΒΑ Ιράν

(37°15′00″N 55°10′02″E). Βλ. E. Ehlers – M. Momeni, «Gonbad-e Qābus», στο EncIr, τ.


ΧΙ.2 (2002), σ. 126-129.
102 Προκόπιος (6ος αι.), Υπέρ των πολέμων λόγοι, έκδ. J. Haury – G. Wirth, Procopii

Caesariensis opera omnia, τ. Ι: De bellis libri I-IV, Leipzig 1962 (στο εξής: Προκόπιος,
Υπέρ των πολέμων), 1.3.2-4: «᾿Εφθαλῖται δὲ Οὐννικὸν μὲν ἔθνος εἰσί τε … οὐ μέντοι
ἀναμίγνυνται ἢ ἐπιχωριάζουσιν Οὔννων τισὶν ὧν ἡμεῖς ἴσμεν … ἀλλὰ προσοικοῦσι
μὲν Πέρσαις πρὸς βορρᾶν ἄνεμον, οὗ δὴ πόλις Γοργὼ ὄνομα πρὸς αὐταῖς που ταῖς
Περσῶν ἐσχατιαῖς ἐστιν … οὐ γὰρ νομάδες εἰσὶν ὥσπερ τὰ ἄλλα Οὐννικὰ ἔθνη, ἀλλ'
ἐπὶ χώρας ἀγαθῆς τινος ἐκ παλαιοῦ ἵδρυνται … μόνοι δὲ Οὔννων οὗτοι λευκοί τε τὰ
σώματα καὶ οὐκ ἄμορφοι τὰς ὄψεις εἰσίν. οὐ μὴν οὔτε τὴν δίαιταν ὁμοιότροπον
αὐτοῖς ἔχουσιν … ἀλλὰ καὶ πρὸς βασιλέως ἑνὸς ἄρχονται καὶ πολιτείαν ἔννομον
ἔχοντες ἀλλήλοις …».
103 B. A. Litvinsky, The Hephthalite Empire 148.
104 Σημ. Balkh, Αφγανιστάν (36°45′N 66°54′E). Αρχ. Βάκτρα και «Ζαρί(α)σπα ἢ

Χαρίσπα» (Πτολεμαίος, Γεωγραφία 1.12.7 και 6.11.7). Βλ. P. Leriche – F. Grenet, «Bac-
tria», στο EncIr, τ. ΙΙ.4 (1988), σ. 339-344. ― A. B. Bosworth, A Historical Commentary
on Arrian’s History of Alexander, τ. Ι: Commentary on Books I-III, Oxford 1980 (στο
εξής: A. B. Bosworth, A Historical Commentary), σ. 356. ― W. W. Tarn, The Greeks in
Bactria and India 114.
105 B. A. Litvinsky, The Hephthalite Empire 152.
106 S. Beal (μτφρ.), Si-yu-ki. Buddhist records of the western world. Translated from

the Chinese of Hiuen Tsiang (A.D. 629), τ. Ι, London 1884 (ανατ. Delhi 1969) (στο εξής:
S. Beal, Buddhist records), σ. 39.
107 Αρχαιολογική θέση 4 χλμ. Δ της σημ. Termez ή Termiz, NA Ουζμπεκιστάν

(37°13′N 67°17′E), παρά τον π. Surkhandarya, παραπόταμο του π. Amu Dar’ya (αρχ.
Ώξου). Βλ. B. Stavisky, La Bactriane sous les Kuchans: problèmes d’histoire et de culture,
Paris, 1986.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


34 Δημήτρης Π. Δρακούλης

μοναστήρια με 1.000 μοναχούς108. Άλλες σημαντικές θέσεις ήταν η


επαρχιακή πρωτεύουσα Chaganiyan109 και οι οικισμοί στις θέσεις
Kafyr-kala110 και Kala-i Kafirnigan111.

5. «Ἀπὸ Χωναίων ἕως Διαβὰ ὁδὸς μῆνας δ΄· καὶ αὐτοὶ Χριστιανοί·
ἔχει τόπους ἀνύδρους μονῶν κθ΄».

Η διαδρομή από τις περιοχές των Ούννων στην περιοχή Διαβά


διαρκεί τέσσερις μήνες, δηλ. 120 σταθμούς, εκ των οποίων 29 βρίσκο-
νται σε άνυδρες περιοχές. Η λέξη «Διαβά» του κειμένου έχει ερμηνευθεί
ως προερχόμενη από τη σανσκριτική dvIpa, που αρχικά σήμαινε νησί,
και, έτσι, η Nina Pigulewskaja θεώρησε πως πρόκειται για τη νήσο Κε-
ϋλάνη (Sielen Diva)112. Το συμπέρασμα αυτό δεν φαίνεται να ευσταθεί,
καθώς, όπως η ίδια συγγραφέας παρατηρεί, υπάρχει μια γεωγραφική
ανακολουθία ανάμεσα στους Ούννους, τη Διαβά, αν εκληφθεί ως Κεϋ-
λάνη, και τη Μεγάλη Ινδία που έπεται και που, όπως θα φανεί παρα-
κάτω, πρόκειται για το νότιο τμήμα της ινδικής χερσονήσου. Θα
πρέπει να σημειωθεί πως σε ένα από τα χειρόγραφα113 των Οδοιπο-
ριών, μετά τη λέξη Διαβά, ο αντιγραφέας έχει προσθέσει τη φράση
«ὅπου εἰσῆλθεν Ἀλέξανδρος τῶν Μακεδόνων βασιλεὺς καὶ ἐποίησεν
θησαυροὺς καὶ ἔστησεν ἀνδριάντα εἰκόνα». Η προσθήκη αυτή έχει
διακειμενικές συγγένειες με αντίστοιχο χωρίο από το κείμενο Διήγησις
Αλεξάνδρου που αποδίδεται στον Ψευδο-Καλλισθένη, όπου περιγρά-
φεται αντίστοιχη ιστορία και γίνεται χρήση του ρήματος «διαβάς» 114.

108S. Beal, Buddhist records 38-39.


109Σημ. θέση Budrach, Ουζμπεκιστάν, παρά τον π. Surkhandarya (μη χωροθετημένη).
110 Σημ. αρχ. θέση Kafyr-kala, Τατζικιστάν (37°34'40.35"Ν 68°38'39.72"Ε), στα περί-

χωρα της σημ. Kolchosobod, παρά τον π. Vakhsh. Βλ. B. Litvinsky – V. Solovév, The Ar-
chitecture and Art of Kafyr Kala (Early Medieval Tokharistan), Bulletin of the Asia
Institute 1.4 (1990) 61-75.
111 Σημ. Kala-i Kafirnigan, Τατζικιστάν (37°49'16.23"Ν 68°44'17.43"Ε). Βλ. B. A.

Litvinskij, Kalai-Kafirnigan. Problems in the Religion and Art of Early Mediaeval


Tokharistan, East and West 31.1 (1981) 35-66.
112 N. Pigulewskaja, Byzanz 104. Πάντως, στην Ύστερη Αρχαιότητα η σημ. Κεϋλάνη

(Sri Lanka) αποδιδόταν στα ελληνικά ως Ταπροβάνη.


113 Στο χειρόγραφο του British Museum. Βλ. J. Rougé (έκδ.), Expositio 352.
114 Ψευδο-Καλλισθένης (3ος αι.), Historia Alexandri Magni, έκδ. H. Engelmann, Der

griechische Alexanderroman. Rezension γ, τ. ΙΙ [Beiträge zur klassischen Philologie 12],


Meisenheim am Glan 1963, 37.18-29: «ἐκεῖθεν δὲ ἀναχωρήσαντες εἰς τόπον τινὰ ἐπίπε-
δον, μέσον δὲ τῆς πεδιάδος φάραγξ ἦν διαχωρίζουσα, τῆς δὲ φάραγγος τὸ βάθος
ἀνείκαστον ἦν. ἐκεῖσε οὖν ᾿Αλέξανδρος ἤγειρεν ἁψῖδα, γεφυρώσας αὐτήν· ἐν δὲ τῇ
ἁψῖδι γράψας γράμμασιν ῾Ελληνικοῖς καὶ Περσικοῖς καὶ Αἰγυπτιακοῖς … ·ἐνθάδε
᾿Αλέξανδρος εἰσελθὼν ἤγειρεν ἁψῖδα ἐν ᾗ πανστρατὶ δι α β ά ς , ἄκρῳ θέλων γαίας κα-
ταλαβεῖν ὡς τῇ προνοίᾳ δόξειε». Βλ. F. Pfister, Die Οδοιπορία 460-461. ― I. Friedla-

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 35

Φαίνεται, λοιπόν, πως η αναφερόμενη «Διαβά» θα μπορούσε να


εκληφθεί κυριολεκτικά ως «διάβαση», δηλαδή ως πέρασμα. Λαμβάνο-
ντας υπόψη πως αναφέρεται μετά τη χώρα των Ούννων και πριν την
Μεγάλη Ινδία, μπορεί να παραπέμπει στην κυριότερη ορεινή διάβαση
μεταξύ κεντρικής Ασίας και ινδικής υποηπείρου, με τη σημ. ονομασία
Khyber Pass. Αυτή συνδέει την Kabul στο Αφγανιστάν με την Peshawar
στο Πακιστάν και αποτελεί διαχρονικό εμπορικό κόμβο επί των δια-
δρομών του «δρόμου του μεταξιού», με ιδιαίτερη πολιτισμική, οικονο-
μική και γεωπολιτική σημασία115.
Όμως, η σανσκριτική λέξη dvIpa σημαίνει εκτός από νησί και
ήπειρος, χερσόνησος, καταφύγιο και διαίρεση του κόσμου116. Έτσι, μια
δεύτερη και πιθανότερη ερμηνεία θα μπορούσε να συνδέεται με τη ση-
μασία της σανσκριτικής dvIpa ως χερσόνησος και η αναφερόμενη
«Διαβά» να παραπέμπει στη χερσόνησο Gujarat της ΒΔ Ινδίας, στα
σύνορα με το Πακιστάν. Με την ερμηνεία αυτή, η οδοιπορία που δια-
σχίζει άνυδρους τόπους, όπως αναφέρεται στο κείμενο, θα μπορούσε
να είναι η κάθετη διάβαση της ΒΔ Ινδίας, μέσω της ερήμου Thar117, για
να φθάσει στο δέλτα του π. Ινδού, στην πόλη Πάταλα118 και στις ακτές
της χερσονήσου Gujarat, όπου και οι εμπορικές πόλεις – λιμάνια Βαρ-
βαρικόν119 και Βαρύγαζα120 (Εικόνα 4).

ender, Alexanders Zug nach dem Lebensquell und die Chadhirlegende, Archiv für Religi-
onswissenschaft 13 (1910) 160-246.
115 Το υψηλότερο σημείο της διάβασης (1.070 μ.) εκτείνεται για 5 χλμ. εντός του

Πακιστάν (34°6'36.63"Ν 71°9'59.71"Ε). Βλ. P. Docherty, The Khyber Pass: A History of


Empire and Invasion, New York 2008, σ. XXIV.
116 Βλ. Sanskrit Dictionary for Spoken Sanskrit, «dvIpa», στο http:// spokensan-

skrit.de/index.php?beginning=0+&tinput=dvIpa&trans=Translatedirection=SE (επισκέ-
ψιμο 22/03/2017).
117 Μεγάλη ινδική έρημος, στο σημ. κρατίδιο Rajasthan, Ινδία. Βλ. R. P. Dhir – A. K.

Singhvi – A. Kar (εκδ.), Thar Desert in Rajasthan: land, man, and environment,
Bangalore 1992.
118 Πιθανή ταύτιση με τη σημ. Thatta, επαρχία Sindh, Πακιστάν (24°44′46.02″N

67°55′27.61″E). Βλ. A. H. Dani – P. Bernard, Alexander and his Successors in Central


Asia, στο J. Harmatta – B. N. Puri – G. F. Etemadi (εκδ.), History of civilizations of
Central Asia, τ. ΙΙ: The development of sedentary and nomadic civilizations: 700 B.C. to
A.D. 250, Paris 1994, σ. 85. ― Αντίθετα, για πιθανή ταύτιση με την σημ. Bahmanabad,
Πακιστάν, 75 χλμ. ΒΑ της Hyderabad, βλ. H. Wilhelmy, Verschollene Städte im Indusdel-
ta, Geographische Zeitschrift 56.4 (1968) 256-294.
119 Η θέση ταυτίζεται πιθανά με τη μεσαιωνική Daibul, τη μεταγενέστερη, ερειπω-

μένη και αυτή σήμερα Banbhore, επαρχία Sindh, Πακιστάν, 60 χλμ. ΝΑ του Καράτσι
(24°55'38.39"N 67°0'42.82"E). Βλ. N. Manassero – V. Piacentini Fiorani, The Site of
Banbhore (Sindh – Pakistan): A Joint Pakistani-French-Italian Project. Current Research
in Archaeology and History (2010-2014), The Silk Road 12 (2014) 82-88.
120 Σημ. Bharuch, Gujarat, Ινδία (21.712°N 72.993°E). Βλ. K. Rupfing, Wege in den

Osten. Die Routen des römischen Sud- und Ost-handels (1. bis 2. Jahrhundert n. Chr.),

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


36 Δημήτρης Π. Δρακούλης

6. «Ἀπὸ Διαβὰ παραπλέων τὸν αἰγιαλὸν ἔρχεται εἰς Ἰνδίαν τὴν


μεγάλην, καὶ πλέει μῆνας ζ΄. Εἰσὶ Χριστιανοὶ καὶ Ἕλληνες».

Η Μεγάλη Ινδία των Οδοιποριών είναι η δυτική ακτή της κυρίως


ινδικής χερσονήσου. Αυτή διαχωρίζεται από τις κοιλάδες των π. Γάγγη
και Ινδού της Β. Ινδίας με τις σχετικά χαμηλές οροσειρές Vindhya και
Satpura, καθώς και τον π. Narmada, στο σημ. κρατίδιο Madhya
Pradesh. Νοτίως των παραπάνω οροσειρών βρίσκεται περιοχή με ορο-
πέδια και πυκνά δάση στο εσωτερικό (Deccan). Περικλείεται από
οροσειρές που κατεβαίνουν παράλληλα με την ακτή και σε μικρή από-
σταση στο εσωτερικό (Δυτικά και Ανατολικά Ghats)121. Σε όλο το
Deccan, στις περιοχές του σημ. κρατιδίου Maharashtra, κυριαρχεί στην
Ύστερη Αρχαιότητα η βραχμανική δυναστεία των Vākāṭaka122 (250-
500) με διαδοχικές πρωτεύουσες τις πόλεις Nandivardhana123,
Pravarapura124 και Vatsagulma125. Νοτιότερα, επί της δυτικής ακτής,
στις περιοχές των σημ. κρατιδίων Karnataka και Goa, κυριαρχεί η
βραχμανική δυναστεία των Kadamba126 (250-600), με πρωτεύουσα την
Banavasi127. Στο νότιο άκρο της ινδικής χερσονήσου, στις περιοχές των
σημ. κρατιδίων Kerala και Tamil Nadu, κυριαρχεί η δυναστεία των
Kalabhra128 (250-600) που ακολουθεί τον τζαϊνισμό129, με κυριότερες
πόλεις τις Madurai130 και Kāveripūmpattinam131 (Εικόνα 5).

στο E. Olshausen – H. Sonnabend (εκδ.), Stuttgarter Kolloquium zur historischen Geogra-


phie des Altertums 7. Zu Wasser und zu Land. Verkehrswege in der Antiken Welt
[Geographica Historica 17], Stuttgart 1999, σ. 360-378.
121 R. Thapar, History of Early India 44-45.
122 H. Kulke – D. Rothermund, A History of India 91-93.
123 Σημ. Nagardhan (21°24'7.73"Ν 79°19'39.51"Ε), Maharashtra, Ινδία. Βλ. H. Lacey,

Nandivardhana and Nagardhan: Preliminary Analysis of the Surface Evidence from Na-
gardhan and Hamlapuri in the Eastern Vākāṭaka Territory near Rāmṭek, Maharashtra,
South Asian Studies 30.2 (2014) 116-132.
124 Σημ. Pavnar (20°51'7.01"Ν 78°40'58.22"Ε), Maharashtra, Ινδία.
125 Σημ. Washim (20.1°N 77.15°E), Maharashtra, Ινδία.
126 H. Kulke – D. Rothermund, A History of India 119.
127 Σημ. Banavasi (14.5341°N 75.0177°E), Karnataka, Ινδία. Βλ. Πτολεμαίος,

Γεωγραφία 7.1.83: «Βαναουασεί». ― J. Kamat, Ancient City of Banavasi, στο


http://www.kamat.com/ kalranga /archaeology/banavasi.htm (επισκέψιμο 26/03/2017).
128 H. Kulke – D. Rothermund, A History of India 120.
129 Ο τζαϊνισμός παραδέχεται την ύπαρξη δύο «ουσιών». Η μία είναι χονδροειδής

και αδρανής (ajīva) και συνιστά το άψυχο τμήμα του σύμπαντος, η άλλη είναι έμψυχος
(jīva) και αποτελεί τις ψυχές (ātman) τόσο των φυτών και των ζώων, όσο και του αν-
θρώπου, ακόμη και του Θεού. Βλ. P. Dundas, The Jains, Oxford 2002.
130 Σημ. Madurai (9.9°N 78.1°E), Tamil Nadu, Ινδία. Αρχ. Μέθορα ή Μόδουρα. Βλ.

Αρριανός (1ος-2ος αι.), Ινδικά, έκδ. A. G. Roos – G. Wirth, Flavii Arriani quae exstant om-
nia, τ. ΙΙ, Leipzig 19682 (στο εξής: Αρριανός, Ινδικά), 8.5.3: «… πόληες μεγάλαι, Μέθορά τε
καὶ Κλεισόβορα ...». ― Πτολεμαίος, Γεωγραφία 7.1.50: «Μόδουρα ἡ τῶν Θεῶν».

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 37

Οι Οδοιπορίες δεν αναφέρουν παράλιους σταθμούς στη Μεγάλη


Ινδία. Υπάρχει όμως η μαρτυρία του Κοσμά Ινδικοπλεύστη που
καταγράφει τις σημαντικότερες περιοχές και τα εμπορικά λιμάνια των
μέσων του 6ου αιώνα στη δυτική ακτή της Μεγάλης Ινδίας132. Από Β
προς Ν βρίσκονται οι περιοχές Σινδοῦ133 και ᾿Ορροθᾶ134, ακολουθούν
τα εμπορεία Καλλιανᾶ135 και Σιβὼρ136 και έπεται η παράκτια περιοχή
Μαλὲ137 με πέντε εμπορικά λιμάνια που εξάγουν πιπέρι (Πάρτι,
Μαγγαρουθ, Σαλοπάτανα, Ναλοπάτανα, Πουδαπάτανα)138. Στις
θέσεις επί της ακτής Μαλέ θα πρέπει να προστεθούν και δυο ακόμη
εμπορικές θέσεις, που δεν αναφέρονται από τον Κοσμά αλλά

131 Σημ. Tharangambadi, πρ. Tranquebar (11°1′45″N 79°50′58″E), Tamil Nadu, Ινδία.
132 Κοσμάς Ινδικοπλεύστης, Χριστιανική Τοπογραφία 11.16.5-7: «Εἰσὶν οὖν τὰ
λαμπρὰ ἐμπόρια τῆς ᾿Ινδικῆς ταῦτα, Σινδοῦ, ᾿Ορροθᾶ, Καλλιανᾶ, Σιβώρ, ἡ Μαλέ,
πέντε ἐμπόρια ἔχουσα βάλλοντα τὸ πέπερι, Πάρτι, Μαγγαρούθ, Σαλοπάτανα, Να-
λοπάτανα, Πουδαπάτανα».
133 Κοσμάς Ινδικοπλεύστης, Χριστιανική Τοπογραφία 11.16.2: «Ἡ Σινδοῦ δέ ἐστιν

ἀρχὴ τῆς ᾿Ινδικῆς». Πιθανόν στην περιοχή των εκβολών του π. Ινδού. Βλ. M. Kordosis,
The Route from Byzantium to India and vice versa, according to Cosmas Indicopleustes,
Yavanika: Indo-Hellenic Studies 5 (1995) 87-90. ― Μ. Σ. Κορδώσης, Η ελληνική πα-
ρουσία στον Ινδικό κατά την πρωτοβυζαντινή εποχή, Ιστορικογεωγραφικά 3 (1991)
255-273. Σύμφωνα με τους H. Yule – A. C. Burnell, The Concise Hobson-Jobson: An An-
glo-Indian Dictionary, London 1985 (α΄ έκδοση 1886), σ. 837, η λέξη «Sind» σηματοδο-
τεί την περιοχή κάτω από το ινδικό Punjab (Πενταποταμία), αντιστοιχεί δηλ. στο σημ.
κρατίδιο Gujarat, όπου και οι εκβολές του π. Ινδού.
134 Μη χωροθετούμενη, πιθανά στο ΝΔ άκρο του Gujarat, στην περιοχή της χερσο-

νήσου Saurashtra (αρχ. Συραστρηνή), μεταξύ των σημ. κόλπων Kutch και Khambhat. ―
L. P. van den Bosch, India and the Apostolate of St. Thomas, στο J. N. Bremmer κ.ά.
(εκδ.), The Apocryphal Acts of Thomas [Studies on Early Christian Apocrypha 6], Leu-
ven 2001, σ. 125-148, εδώ 142.
135 Σημ. Kalyan (19.24°N 73.13°E), Maharashtra, Ινδία, 50 χλμ. ΒΑ της Βομβάης, πα-

ρά τον π. Ulhas. Βλ. L. Casson (έκδ.), The Periplus Maris Erythraei, Princeton, NJ 1989
(στο εξής: L. Casson [έκδ.], The Periplus), σ. 215.
136 Πιθανή ταύτιση με τη σημ. Surat, πρ. Suryapur, Gujarat, Ινδία (21°10′12.864″N

72°49′51.819″E), νοτίως της Βομβάης. Βλ. N. Pigulewskaja, Byzanz 144. Αντίθετα, ο J.


Banaji, ‘Regions that Look Seaward’: Changing Fortunes, Submerged Histories and the
Slow Capitalism of the Sea, στο F. De Romanis – M. Maiuro (εκδ.), Across the Ocean.
Nine Essays on Indo-Mediterranean Trade [Columbia Studies in the Classical Tradition
41], Leiden – Boston 2015, σ. 114-126 (στο εξής: J. Banaji, Regions), εδώ 115, την ταυτί-
ζει με τη μεσαιωνική Sindābūr, στην περιοχή της σημ. Velha Goa (15.503°N 73.912°E),
Goa, Ινδία.
137 Σημ. ακτή Malabar, αρχ. Λιμυρική. Βλ. L. Casson (έκδ.), The Periplus 169.
138 Η Πάρτι παραμένει αταύτιστη, η Μαγγαρούθ πιθανά ταυτίζεται με τη σημ.

Mangalore – Mangaluru (12°51′30″N 74°49′47″E), Karnataka, Ινδία. Το δεύτερο συνθε-


τικό «πάτανα» των Σαλοπάτανα, Ναλοπάτανα και Πουδαπάτανα σημαίνει πόλη. Οι
πρώτες δυο αταύτιστες, η τρίτη Πουδαπάτανα πιθανά η σημ. Puthupatanam ή
Puthupanam (11°36'45.94"N 75°35'38.07"E), στην ακτή Vadakara, Kerala, Ινδία. Για τις
ταυτίσεις, βλ. J. Banaji, Regions 115-116.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


38 Δημήτρης Π. Δρακούλης

εμφανίζονται σε άλλες γραπτές πηγές139 της Ύστερης Αρχαιότητας, η


Μουζιρὶς140 και η Νέλκυνδα141.

7. «Ἀπὸ Ἰνδίας εἰς Ἀξομίαν παραπλέει μῆνας ζ΄. Εἰσὶ Χριστιανοὶ


καὶ Ἕλληνες».

Η Αξομία που αναφέρεται στις Οδοιπορίες παραπέμπει στο βασί-


λειο του Αξούμ που πήρε την ονομασία του από την ομώνυμη
πρωτεύουσά του, στο οροπέδιο της Αβυσσηνίας, στη σημ. Αιθιοπία.
Αναφέρεται για πρώτη φορά στο ανώνυμο κείμενο Περίπλους της
Ερυθράς Θαλάσσης (τέλη 1ου μ.Χ. αι.) και από τον Πτολεμαίο στη Γε-
ωγραφία (160 μ.Χ.). Τα όρια της επικράτειας του βασιλείου περιλαμ-
βάνουν το βόρειο τμήμα της σημ. Αιθιοπίας και τμήματα της σημ.
Ερυθραίας, ενώ προς Δ εκτείνονται μέχρι το εσωτερικό του σημ. Σου-
δάν. Η πρωτεύουσα Αξούμ142 είναι χωροθετημένη σε υψόμετρο 2.100
μ., προστατευμένη ανάμεσα σε λοφίσκους και με συνεχή παροχή νερού
από δυο μικρούς ποταμούς που την διέρρεαν. Το εμπορικό της λιμάνι,

139 Gaius Plinius Secundus (1ος αι.), Naturalis Historia, έκδ. K. Mayhof, τ. Ι, Leipzig

1892-1909 (στο εξής: Plinius, Naturalis Historia), 6.104: «primum emporium Indiae
Muzirim» και για την Νέλκυνδα, 6.105: «alius utilior portus gentis Neacyndon, qui
vocatur Becare». ― Πτολεμαίος, Γεωγραφία 7.1.8: «Μουζιρὶς ἐμπόριον» και 7.1.9:
«Μελκύνδα». ― L. Casson [έκδ.], The Periplus 84: «Μουζιρὶς» και «Νελκύνδα».
140 Ταυτίζεται σήμερα με αρχαιολογική θέση κοντά στο χωριό Pattanam

(10°09.434’N 76°12.587’E), 9 χλμ. Ν της Kodungallur (Cranganūr), Kerala, Ινδία. Έχουν


βρεθεί μεγάλες ποσότητες ρωμαϊκών νομισμάτων, καθώς και αμφορείς, κεραμικά και
υάλινα θραύσματα προερχόμενα από τη Μεσόγειο (2ος π.Χ. – 5ος μ.Χ.). Παλαιότερη
ταύτιση με την Cranganūr δεν απέδωσε αρχαιολογικά ευρήματα. Βλ. R. Tomber, The
Roman Pottery from Pattanam, στο K. S. Mathew (εκδ.), Imperial Rome, Indian Ocean
Regions and Muziris. New Perspectives on Maritime Trade, London 2016 (α΄ έκδοση
New Delhi 2015), σ. 381-394. Για μια γενική επισκόπηση, βλ. R. Gurukkal – D. Whit-
taker, In Search of Muziris, Journal of Roman Archaeology 14 (2001) 335-352. Για τις
εμπορικές δραστηριότητες, βλ. L. Casson, New Light on Maritime Loans: P. Vindob. G
40822, Zeitschrift für Papyrologie und Epigraphik 84 (1990) 195-206.
141 Πιθανή ταύτιση με τον οικισμό Nirkunnam (9°21′N 76°31′E), επί του π.

Meenachil, Kerala, Ινδία. Βλ. Barrington Atlas 67 και χ. 5. Για παλαιότερη ταύτιση με
θέση επί του π. Kallada, στην περιοχή Kollam, Kerala, βλ. H. Yule, Notes on the Oldest
Records of the Sea-Route to China from Western Asia, Proceedings of the Royal Geo-
graphical Society and Monthly Record of Geography 4.11 (1882) 649-660, σ. 652. Για πα-
λαιότερες ταυτίσεις με θέσεις πάντα στην ακτή Μαλέ (Malabar), βλ. L. Casson (έκδ.),
The Periplus 298.
142 Aksum ή Axum, Αιθιοπία (14°7′15″N 38°43′40″E). ― Πτολεμαίος, Γεωγραφία,

4.8.25: «Αὐξούμη». ― S. C. Munro-Hay, Aksum. An African Civilisation of Late Antiq-


uity, Edinburgh 1991, σ. 91-101 (στο εξής: S. C. Munro-Hay, Aksum).

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 39

η Αδουλίς143, σε απόσταση πέντε ημερών προς ΒΑ, την καθιστά διαμε-


τακομιστικό κόμβο πάνω στο πέρασμα της Ερυθράς Θάλασσας που
ελέγχει το εμπόριο ελεφαντόδοντου από την Αφρική προς την Αίγυ-
πτο και τη Μεσόγειο. Αποτελεί επίσης σταθμό για το εμπόριο
καρυκευμάτων και μεταξιού, που από την Ινδία, μέσω Ευδαίμονος
Αραβίας, διέρχονται από εκεί για να κατευθυνθούν προς την Αίγυ-
πτο144 (Εικόνα 6).
Κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα, ο στρατός των Αξουμιτών, υπό
τον Ελεσβόα (Kaleb Ella Asbeha β. 520-540), εισβάλλει με βυζαντινή
υποστήριξη στο ιουδαϊκό βασίλειο των Ομηριτών (Ḥimyar) στην ΝΔ
Αραβία, ως αντίποινα για τη σφαγή των χριστιανών στο Najran145.
Μετά τα μέσα του 6ου αιώνα το βασίλειο αρχίζει να παρακμάζει, οι
Σασσανίδες καταλύουν τις κτήσεις του στη Ν. Αραβία, ενώ από τα
τέλη του 7ου αιώνα χάνει τον έλεγχο της Ερυθράς Θάλασσας, λόγω της
αραβικής εξάπλωσης και της ανόδου του Ισλάμ. Η πόλη του Αξούμ
εγκαταλείπεται ως βασιλική πρωτεύουσα, αν και συνεχίζει να

143 Αρχαιολογική θέση σε μικρή απόσταση από τον σημ. οικισμό Zula, Ερυθραία

(15.263061°N 39.660552°E). Βλ. Πτολεμαίος, Γεωγραφία, 4.7.8: «Ἀδουλὶς ἢ Ἀδούλη». ―


Ε. Ζαχαροπούλου, Άδουλη: Η πύλη των ελληνικών επιρροών, Εκκλησιαστικός Φάρος
89 (2007) 1–41. ― C. J. Robin, «Adulis», στο G. W. Bowersock – P. Brown – O. Grabar
(εκδ.), Late Antiquity. A Guide to the Postclassical World, Cambridge 1999 (στο εξής: G.
W. Bowersock κ.ά., Late Antiquity), σ. 277.
144 C. Haas, «Axum», στο R. S. Bagnall – K. Brodersen κ.ά (εκδ.), The Encyclopedia

of Ancient History, Oxford 2013, σ. 1000-1002. ― D. W. Phillipson, Foundations of an


African Civilization. Aksum and the northern Horn, 1000 BC – AD 1300, Addis Ababa
2012, σ. 47-78. ― D. W. Phillipson – M. Di Blasi, «Aksum», στο N. A. Silberman – A. A.
Bauer κ.ά. (εκδ.), The Oxford Companion to Archaeology. Second edition, τ. Ι-ΙΙΙ, Ox-
ford 2012, τ. Ι, σ. 47-49. ― Γ. Σιδηρόπουλος, Ο μοναχισμός ως πολιτισμική λεωφόρος
του ελληνικού πολιτισμού προς την αιθιοπική κοινωνία, στο Δ. Π. Δρακούλης – Γ. Π.
Τσότσος (εκδ.), Ιστορική Γεωγραφία της Ελλάδος και της Ανατολικής Μεσογείου,
Θεσσαλονίκη 2012, σ. 133-150, εδώ 137 και 150, χ. 3. ― Ε. Ζαχαροπούλου, Πρώιμη βυ-
ζαντινή αυτοκρατορία και βασίλειο του Αξούμ. Πολιτικές, οικονομικές και στρατιω-
τικές σχέσεις και επιρροές (324-565 μ.Χ.), Θεσσαλονίκη 2010. ― D. W. Phillipson,
Ancient Ethiopia. Aksum: Its Antecedents and Successors, London 20022. ― F. Anfray,
The Civilization of Aksum from the First to the Seventh Century, στο G. Mokhtar (εκδ.),
General History of Africa, τ. ΙΙ: Ancient Civilizations of Africa, Paris 2000 (α΄ έκδοση
Berkeley 1981), σ. 362-380. ― C. J. Robin, «Ethiopia», στο G. W. Bowersock κ.ά., Late
Antiquity, σ. 433-435. ― Δ. Λέτσιος, Βυζάντιο και Ερυθρά Θάλασσα. Σχέσεις με τη
Νουβία, Αιθιοπία και Νότια Αραβία ως την αραβική κατάκτηση, Αθήνα 1988. ― Y.
M. Kobishchanov, Axum, Philadelphia 1979. ― L. P. Kirwan, The Christian Topography
and the Kingdom of Axum, The Geographical Journal 138.2 (1972) 166-177. ― J.
Desanges, Une mention altérée d'Axoum dans L'Expositio totius mundi et gentium, An-
nales d'Ethiopie 7 (1967) 141-155.
145 V. Christides, The Himyarite-Ethiopian War and the Ethiopian Occupation of South

Arabia in the Acts of Gregentius (ca. 530 A.D.), Annales d’Éthiopie 9 (1972) 115-146.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


40 Δημήτρης Π. Δρακούλης

λειτουργεί ως εμπορικό και θρησκευτικό κέντρο146. Οι κυριότεροι οικι-


σμοί147 κατά μήκος της χερσαίας διαδρομής από το λιμάνι Αδουλίς
στην πρωτεύουσα Αξούμ είναι οι Kohaito148, Matara149 και Yeha150.

8. «Ἀπὸ Ἀξομίαν παραπλέει τὴν Ἐρυθρὰν Θάλασσαν· ἔρχεται εἰς


Ἰνδίαν τὴν μικράν διὰ μηνῶν ε΄· εἰσὶν Χριστιανοὶ καὶ Ἕλληνες».

Το απόσπασμα αυτό προτείνει έναν παράπλου από τον λιμένα


Αδουλίς του βασιλείου του Αξούμ στη Μικρά Ινδία, δηλ. στη Νότια
Αραβία151, που πραγματοποιείται σε πέντε μήνες. Εκεί βασιλεύουν οι
Ομηρίτες (Ḥimyar), μια φυλή της ΝΔ Αραβίας που στην περίοδο 500-
115 π.Χ. ανήκε στο βασίλειο των Σαβαϊτών , ενώ μεταξύ 115 π.Χ.-525
μ.Χ. ηγεμόνευε ενός μεγάλου μέρους της Ν. Αραβίας. Η ανακάλυψη του
θαλασσίου δρόμου από την Αίγυπτο στην Ινδία, μέσω Ερυθράς Θά-
λασσας, τον 1ο π.Χ. αιώνα προσδίδει γεωπολιτική αξία στα λιμάνια
τους στις ακτές της σημ. Υεμένης. Καταφέρνουν έτσι να υποσκελίσουν
τη σπουδαιότητα του παραδοσιακού χερσαίου εμπορικού δρόμου
διάσχισης της Αραβίας, στον οποίο στηριζόταν το βασίλειο των
Σαβαϊτών152. Από τους τελευταίους κληρονομούν τη γλώσσα και τα
πολιτισμικά ήθη και από τη νέα τους πρωτεύουσα Ẓafār153, οι Ομηρίτες

146 K. W. Butzer, Rise and Fall of Axum, Ethiopia: A Geo-Archaeological Interpreta-

tion, American Antiquity 46.3 (1981) 471-495. ― S. C. Munro-Hay, Aksum 217-218.


147 Για τους οικισμούς στο βασίλειο του Αξούμ κατά την Ύστερη Αρχαιότητα, βλ.

F. Anfray, Nouveaux sites antiques, Journal of Ethiopian Studies 11.2 (1973) 13-27 και
χ. 1. ― Του ιδίου, L'archéologie d'Αxoum en 1972, Paideuma 18 (1972) 60-78, σ. 72. ―
Του ιδίου, Notes archéologiques, Annales d'Ethiopie 8 (1970) 31-56.
148 Kohaito ή Qohayto, 15 χλμ. Α της σημ. Adi-Keih, Ερυθραία, σε υψόμετρο 2.600μ.

(14°51'4.35"N 39°23'27.68"E).
149 Αρχαιολογική θέση Matara, Ερυθραία (14.674722°N 39.424722°E).
150 Αρχαιολογική θέση Yeha, Αιθιοπία (14°17′0″N 39°1′0″E).
151 P. Mayerson, A Confusion of Indias: Asian India and African India in the Byzan-

tine Sources, Journal of the American Oriental Society 113.2 (1993) 169-174, σ. 171.
152 R. D. Tindel, The Rise of the Himyar and the Origins of Modern Yemen, στο N.

Nebes (εκδ.), Arabia Felix. Beiträge zur Sprache und Kultur des vorislamischen Arabien.
Festschrift Walter W. Müller zum 60. Geburtstag, Wiesbaden 1994, σ. 273-278.
153 Σημ. Ẓafār, Υεμένη (14°12′41″N 44°24′31″E). Βλ. L. Moritz, «Saphar 1», στο W.

Kroll – K. Witte (εκδ.), Realencyclopädie der classischen Altertumswissenschaft (στο


εξής: RE), τ. ΙΑ2, Stuttgart 1920, στ. 2322. ― Πτολεμαίος, Γεωγραφία 6.7.41:
«Σάπφαρα». ― Φιλοστόργιος (4ος-5ος αι.), Εκκλησιαστική Ιστορία, στο J. Bidez – F.
Winkelmann (έκδ.), Philostorgius. Kirchengeschichte [Die griechischen christlichen
Schriftsteller 21], Berlin 1981 (στο εξής: Φιλοστόργιος, Εκκλησιαστική Ιστορία), 3.4.45:
«Θεόφιλος … τῶν δὲ ἐκκλησιῶν μίαν μὲν ἐν αὐτῇ τῇ μητροπόλει τοῦ παντὸς ἔθνους
Τάφαρον ὀνομαζομένῃ καθιδρύσατο».

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 41

(Ḥimyar) επεκτείνουν την επιρροή τους προς Α μέχρι τον Περσικό


κόλπο και προς Β στην αραβική έρημο154 (Εικόνα 6).
Η Ẓafār ήταν κτισμένη αμφιθεατρικά σε υψίπεδο 2.800 μ., σε δια-
φορετικά επίπεδα που καλύπτουν μια ορθογωνική επιφάνεια 110 ha,
με τον πληθυσμό κατανεμημένο ανομοιογενώς ως προς την πυκνότητα,
σε μικρότερο οικιστικό χώρο, εντός και εκτός των τειχών. Έχει οχυρή
ακρόπολη (σημ. Husn Raydan ή al-Qasr) εντός των τειχών, που η περί-
μετρός τους φθάνει τα 4 χλμ., ενώ αναφέρονται και πέντε βασιλικά
παλάτια. Τα υλικά κατάλοιπα χρονολογούνται από τον 2ο αιώνα π.Χ.
μέχρι το πρώτο τέταρτο του 6ου μ.Χ., δηλ. κατά την περίοδο των Ομη-
ριτών155. Θεωρείται πως η εξάντληση των φυσικών πόρων οδήγησε
στην σταδιακή εγκατάλειψή της Ẓafār, και στις αρχές του 4ου αιώνα η
πρωτεύουσα μεταφέρεται βορειότερα στη Sana'a156, με τον Χριστιανι-
σμό και τον Ιουδαϊσμό να έχουν ισχυρή παρουσία στην περιοχή. Οι
εσωτερικές αναταραχές και οι μεταβολές στα δρομολόγια των εμπορι-
κών οδών οδηγούν το βασίλειο σε πολιτική και οικονομική κρίση και
το 525, μετά από διάφορες ανεπιτυχείς προσπάθειες, στρατιωτική δύ-
ναμη από το απέναντι αφρικανικό βασίλειο του Αξούμ εισβάλλει και
υποτάσσει τους Ομηρίτες. Η έκκληση για βοήθεια προς τους Σασσανί-
δες οδηγεί στον περσικό έλεγχο της περιοχής το 575157.
Ο προτεινόμενος παράπλους εκκινεί από το λιμάνι Αδουλίς και
προσεγγίζει πιθανότατα πρώτα τα απέναντι εμπορικά λιμάνια της
Ερυθράς Θάλασσας στο ΝΔ άκρο της αραβικής χερσονήσου Μούζα158
και Όκηλις159. Διαπλέει έπειτα το θαλάσσιο στενό Bāb al-mandab (αρχ.

154 N. Pigulewskaja, Byzanz 211-264.


155 P. Yule – K. Franke – C. Meyer κ.ά., Ẓafār, capital of Ḥimyar, Ibb Province,
Yemen, Archäologische Berichte aus dem Yemen 11 (2007) 479-547.
156 Sana'a ή Ṣan‘ā’ (15°20′54″N 44°12′23″E) σε υψόμετρο 2.200 μ., σημ. πρωτεύουσα

της Υεμένης. Μετά το πραξικόπημα του 2014-2015 και την κατάληψή της από τους Σιί-
τες φιλο-ιρανούς Huthi, η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε προσωρινά στο Aden. Για την
πόλη στην προ-ισλαμική περίοδο, βλ. G. R. Smith, «Sanaa», στο C. E. Bosworth, Historic
Cities, σ. 461-464. ― J. Heise, Die Gründung Sana'as – Ein orientalisch-islamischer My-
thos, Berlin 2010.
157 Βλ. I. Shahîd, Byzantium in South Arabia, Dumbarton Oaks Papers 33 (1979) 23-

94 (στο εξής: I. Shahîd, Byzantium in South Arabia), σ. 25.


158 Αρχαιολογική θέση κοντά στο χωριό Wahija, 30 χλμ. Δ της σημ. Mocha ή Mokha

ή al-Muḫā, ΝΔ Υεμένη (13°19′N 43°15′E). Σημαντικό εμπορικό λιμάνι στη ΝΑ Ερυθρά


Θάλασσα. Βλ. Πτολεμαίος, Γεωγραφία, 6.7.7.: «Μούζα ἐμπόριον». ― L. Casson [έκδ.],
The Periplus 21: «… ἐν κόλπῳ τῷ τελευταιοτάτῳ τῶν εὐωνύμων τούτου τοῦ πελάγους
ἐμπόριόν ἐστι νόμιμον παραθαλάσσιον Μούζα …». ― 'A. al-g. 'A. Sa'id, The city of al-
Sawa: an archaeological / historical study, Arabian Archaeology and Epigraphy 6 (1995)
270-276, σ. 272.
159 Πιθανή θέση στο ακρωτήριο Ash Shaykh Sa`id, το κοντινότερο σημείο της

αραβικής χερσονήσου με την Αφρική. ― Πτολεμαίος, Γεωγραφία, 6.7.7: «Ὄκηλις

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


42 Δημήτρης Π. Δρακούλης

Δειρῇ), μεταξύ Αφρικής και αραβικής χερσονήσου που συνδέει την


Ερυθρά Θάλασσα με τον κόλπο του Aden160, και προσεγγίζει το εμπο-
ρικό λιμάνι της Ευδαίμονος Αραβίας161. Ο παράπλους της νότιας Αρα-
βίας συνεχίζει προς Α με τα λιμάνια Κανὴ162 και Μόσχα163, κατόπιν
προσπερνά το ακρωτήριο Κορόδαβον ἄκρον164, τα λιμάνια Κρυπτὸς
Λιμὴν165 και Soḥār166 και παίρνοντας ΒΔ πορεία κατευθύνεται προς
την είσοδο του Περσικού κόλπου.
Θα πρέπει να επισημανθεί πως παράλληλα με τον θαλάσσιο πα-
ράπλου της Ν. Αραβίας υπάρχει κατά την Ύστερη Αρχαιότητα και
χερσαίος δρόμος που τη διασχίζει, αν και δεν αναφέρεται στο κείμενο

ἐμπόριον». ― Στράβων, Γεωγραφικά 16.4.5: «Φησὶ δ' Ἀρτεμίδωρος τὸ ἀντικείμενον ἐκ


τῆς Ἀραβίας ἀκρωτήριον τῇ Δειρῇ καλεῖσθαι Ἀκίλαν». ― C. Robin, La Tihama yémé-
nite avant l’Islam: notes d’histoire et de géographie historique, Arabian Archaeology and
Epigraphy 6 (1995) 222-235, σ. 225.
160 Ο κόλπος του Aden ονοματίζεται από τον Πτολεμαίο, Γεωγραφία, 4.8.27 ως

«Αὐαλίτης (ἢ ᾿Αβαλίτης) κόλπος».


161 Aden, νότια Υεμένη (12°48′N 45°02′E), λιμάνι στον ομώνυμο κόλπο, περ. 170

χλμ. Δ του θαλάσσιου στενού Bāb al-mandab. Αρχ. Εὐδαίμων Ἀραβία. Βλ. L. Casson
[έκδ.], The Periplus 26: «… ἐστὶν Εὐδαίμων Ἀραβία, κώμη παραθαλάσσιος … τοὺς ὅρ-
μους μὲν ἐπιτηδείους καὶ ὑδρεύματα γλυκύτερα [καὶ] κρείσσονα … ἐν ἀρχῇ κόλπου
κειμένη τῷ τὴν χώραν ὑποφεύγειν». ― H. von Wissmann, Die Geschichte des
Sabäerreichs und der Feldzug des Aelius Gallus, στο H. Temporini (εκδ.), Aufstieg und
Niedergang der römischen Welt, τ. II.9.1: Politische Geschichte (Provizen und
Randvölker: Mesopotamien, Armenien, Iran, Südarabien, Rom und der Ferne Osten),
Berlin – New York 1976, σ. 308-544. Στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο γνωστή ως
Ἀδάνη. Βλ. Φιλοστόργιος, Εκκλησιαστική Ιστορία 3.4.48: «… καλοῦσι δὲ τὸ χωρίον
Ἀδάνην, ἔνθα καὶ τοὺς ἐκ ῾Ρωμαίων ἀφικνουμένους ἔθος ἦν καθορμίζεσθαι …».
162 Qana ή Qanīʻ, αρχαιολογική θέση παρά τον σημ. οικισμό Bir 'Ali, νότια Υεμένη

(14°01′30″N 48°20′31″E). Πιθανή ίδρυση από Εβραίους εποίκους κατά την ελληνιστική
ή τη ρωμαϊκή περίοδο. Βλ. L. Casson [έκδ.], The Periplus 27: «… ἐμπόριόν ἐστιν ἕτερον
παραθαλάσσιον, Κανὴ, … χώρας λιβανωτοφόρου …». ― A. V. Sedov, New archaeologi-
cal and epigraphic material from Qana, South Arabia, Arabian Archaeology and Epigra-
phy 3.2 (1992) 110-137. ― A. H. al-Sheiba, Die Ortsnamen in den altsüdarabischen
Inschriften (mit dem Versuch ihrer Identifizierung und Lokalisierung), Archäologische
Berichte aus dem Yemen 4 (1987) 1-62 (στο εξής: A. H. al-Sheiba, Die Ortsnamen), σ. 48.
163 Πιθανή αρχαιολογική θέση παρά τον σημ. οικισμό Khor Rori ή Ḫawr Rawrī ή

Sum(h)uram, στις εκβολές του π. Wadi Darbat, ΝΔ Ομάν (17°2′20.4″N 54°26′4″E). Βλ. L.
Casson [έκδ.], The Periplus 32: «Μόσχα λιμὴν λεγόμενος». ― Alessandra Avanzini
(εκδ.), Khor Rori Report 2. A Port in Arabia between Rome and the Indian Ocean (3rd C.
BC – 5th C. AD) [Arabia Antica 5], Roma 2008.
164 Θέση παρά τον οικισμό Raʾs al-Ḥadd, Α. Ομάν (22°31′1.2″N 59°46′1.2″E). Βλ.

Πτολεμαίος, Γεωγραφία 6.7.7: «Κορόδαβον ἄκρον».


165 Σημ. Muscat, Ομάν (23°36′N 58°35′E). Βλ. D. T. Potts, The Arabian Gulf in An-

tiquity, τ. ΙΙ: From Alexander the Great to the coming of Islam, Oxford 1990 (στο εξής:
D. T. Potts, The Arabian Gulf), σ. 321.
166 Σημ. Sohar ή Suhar ή Soḥār, Ομάν (24°20′31.2″N 56°43′47.6″E). Βλ. D. T. Potts,

The Arabian Gulf 292-293 και 296-297.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 43

των Οδοιποριών. Η χερσαία αυτή διαδρομή συνδέει τα προαναφερθέ-


ντα εμπορικά λιμάνια με την πρώην πρωτεύουσα των Σαβαίων
Ma’rib167 και τους μεσόγειους οικισμούς Sabat(h)a168, Shibām169,
Tarim170 και Hajarayn171 και τη Sana'a και συνεχίζει προς τα ΒΔ για να
αποτελέσει τον Δρόμο των Αρωμάτων (Via Odorifera)172. Περνά από
την ανθηρή όαση Najrān173, με τη μεγαλύτερη χριστιανική κοινότητα
της προ-ισλαμικής Αραβίας, και με ΒΔ διεύθυνση συναντά την προ-
ισλαμική Μέκκα174, την όαση της Yathrib175 και τον οχυρό αγροτικό

167 Σε θέση 3,5 χλμ. Β της σημ. πρωτεύουσας της Υεμένης Ma'rib (15°25′N 45°21′E).

Βλ. A. Korotayev, Apologia for the Sabaean Cultural-Political Area, Bulletin of the
School of Oriental and African Studies 57 (1994) 469-474.
168 Σημ. Šabwa ή Schabwat, Υεμένη (15°22'8.78"Ν 47°1'38.27"Ε). Βλ. Πτολεμαίος, Γε-

ωγραφία 6.7.38: «Σάββαθα». ― P. Yule, Himyar. Spätantike im Jemen, Aichwald 2007,


σ. 125.
169 Σημ. Shibam, Υεμένη (15°55′36.98″N 48°37′36.01″E). Βλ. T. Leiermann, Shibam -

Leben in Lehmtürmen. Weltkulturerbe im Jemen, Wiesbaden 2009.


170 Σημ. Tarīm, Υεμένη (16°03′N 49°0′E). Βλ. S. Samar Damluij, The Valley of Mud-

brick Architecture. Shibām, Tarīm and Wādī Hadramūt, Reading 1993.


171 Σημ. Al-Hajarayn, Υεμένη (15°29'26.59"N 48°20'16.14"E).
172 C. Singer, The Incense Kingdoms of Yemen: An Outline History of the South Ara-

bian Incense Trade, στο D. Peacock – D. Williams (εκδ.), Food for the Gods. New Light
on the Ancient Incense Trade, Oxford 2007, σ. 4-27. ― Á. del Río Alda, One Elephant
and Two Giraffes on the Incense Route, στο Ana de Francisco Heredero – D. Hernández
de la Fuente – Susana Torres Prieto (εκδ.), New Perspectives on Late Antiquity in the
Eastern Roman Empire, Newcastle upon Tyne 2014, σ. 191-201.
173 Najrān, ΝΔ Σαουδική Αραβία (17°29′30″N 44°7′56″E). Βλ. Πτολεμαίος, Γεωγρα-

φία 6.7.37: «Νάγαρα μητρόπολις». ― Στράβων, Γεωγραφικά 16.4.24: «Νέγρανα». ― A.


H. al-Sheiba, Die Ortsnamen 56. Το 517 οι Ομηρίτες κατέσφαξαν τον χριστιανικό πλη-
θυσμό της πόλης. Βλ. A. Berger, Christianity in South Arabia in the 6th Century AD –
Truth and Legend, στο A. Al-Helabi – D. G. Letsios – M. Al-Moraekhi κ.ά. (εκδ.), Ara-
bia, Greece and Byzantium. Cultural Contacts in Ancient and Medieval Times: Proceed-
ings of the International Symposium on the Historical Relations between Arabia, the
Greek and Byzantine World (5th century BC – 10th century AD), Riyadh 2012, σ. 155-
162. ― I. Shahîd, Byzantium in South Arabia 29 και σχ. Α. ― Του ιδίου, The martyrs of
Najran. New documents [Subsidia Ηagiographica 49], Bruxelles 1971. ― A. F. L.
Beeston, Some Observations on Greek and Latin Data Relating to South Arabia, Bulletin
of the School of Oriental and African Studies 42.1 (1979) 7-12. ― N. Pigulewskaja,
Byzanz 272-307.
174 Mecca ή Makkah, στη δυτική Σαουδική Αραβία, σημ. πρωτεύουσα της ομώνυμης

περιφέρειας, η ιερή πόλη του Ισλάμ (21°25′N 39°49′E). Πιθανόν η αναφερόμενη από
τον Πτολεμαίο Μακοράβα (Γεωγραφία, 6.7.32). Για τις συνθήκες στη Μέκκα πριν από
την έλευση του Ισλάμ και τον ρόλο της ως τόπου προσκύνησης του αραβικού πολυθεϊ-
σμού, αλλά και ως σταθμού στον Δρόμο των Αρωμάτων (Via odorifera), βλ. M.
Ibrahim, Social and Economic Conditions in Pre-Islamic Mecca, International Journal of
Middle East Studies 14.3 (1982) 343-358. Για μια αντίθετη άποψη, που αμφισβητεί τη
σπουδαιότητα της εμπορικής διάστασης της πόλης και την ταύτιση με την πτολεμαϊκή
Μακοράβα, βλ. P. Crone, Meccan Trade and the Rise of Islam, Princeton NJ 1987, σ.
133–138.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


44 Δημήτρης Π. Δρακούλης

και εμπορικό οικισμό – όαση Khaybar176, που έχει μέχρι τον 7ο αιώνα
την πολυπληθέστερη εβραϊκή κοινότητα στην Αραβία. Πάντα με την
ίδια διεύθυνση περνά από την όαση Tayma177, με πολυπληθή εβραϊκή
κοινότητα τον 6ο αιώνα, την Tabūk178 και τη χριστιανική Ma'an179, και
φθάνει στην Πέτρα180 (Εικόνα 6).

9. «Ἀπὸ Ἰνδίας παραπλέει ἕως Περσίδος μῆνας γ΄· εἰσὶ δὲ ἄνθρω-


ποι ἄνομοι, μάγοι καὶ φαρμακοί».

Το απόσπασμα αυτό αναφέρεται στον παράπλου από τη Μικρά


Ινδία (Ν. Αραβία), στην Περσίδα σε τρεις μήνες (Εικόνα 7). Η ονομα-
σία «Περσίς» παραπέμπει με μια ευρεία έννοια στην Περσία, την αυ-
τοκρατορία που άρχεται στην Ύστερη Αρχαιότητα από τη δυναστεία
των Σασσανιδών (224-651)181. Όμως, η ονομασία «Περσίς» έχει στην

175 Αρχ. Yathrib, σημ. Medina ή al-Madīnah, δυτική Σαουδική Αραβία (24°28′N

39°36′E). Σημ. πρωτεύουσα της ομώνυμης περιφέρειας, η δεύτερη ιερή πόλη του Ισλάμ.
Μέχρι τον 7ο αιώνα κατοικούνταν από τρεις φυλές εβραϊκής καταγωγής (Banu
Quynuqa, Banu Qurayza και Banu Nadir), πιθανόν υποτελών στους Σασσανίδες. Βλ. B.
Lewis, The Αrabs in Ηistory, Oxford 2002 (α΄ έκδοση 1950), σ. 27.
176 Khaybar ή Ḫaibar, 150 χλμ. Β της Medina, ΒΔ Σαουδική Αραβία (25°41′55″N

39°17′33″E). Φημισμένη για τους χουρμάδες της. Βλ. J. Braslavi – L. Bornstein-


Makovetsky, «Khaybar», στο F. Skolnik (εκδ.), Encyclopedia Judaica. Second Edition,τ.
Ι-ΧΧΙΙ, Jerusalem 2007 (στο εξής: EJ), τ. ΧΙΙ, σ. 106-108.
177 Tayma ή Taymāʾ, στη ΒΔ Σαουδική Αραβία (27°37′47″N 38°32′38″E). Πιθανόν η

αναφερόμενη από τον Πτολεμαίο, Γεωγραφία, 6.7.29: «Θαῖμα». Βλ. Y. Tobi, «Tayma
(Tema)», στο EJ, τ. ΧΙΧ (2007), σ. 560-561.
178 Tabūk ή Tabouk, ΒΔ Σαουδική Αραβία, σημ. πρωτεύουσα της ομώνυμης περιφέ-

ρειας (28°23′50″N 36°34′44″E). Πιθανόν αναφέρεται από τον Plinius, Naturalis Historia
6.157 ως oppidum Baclanaza. Βλ. Barrington Atlas 1194.
179 Αρχαιολογική θέση ΒΔ της σημ. Ma'an, Ν. Ιορδανία (30°11.6′N 35°44′E), 220

χλμ. ΝΔ της σημ. πρωτεύουσας Amman. Τον 6ο αιώνα ανήκε στους Γασσανίδες που
έχουν ασπαστεί τον Χριστιανισμό και ήταν σύμμαχοι με τους Βυζαντινούς. Βλ. A. De
Maigret, The Frankincense Road from Najran to Ma'an: a hypothetical itinerary, στο
Alessandra Avanzini (εκδ.), Profumi d'Arabia. Atti del Convegno, Roma 1997, σ. 315-332.
180 Σημ. αρχαιολογική θέση al-Batrā’, στην κοιλάδα Wadi Musa, Ιορδανία

(30°19′43″N 35°26′31″E). Βλ. J. McKenzie, The architecture of Petra, Oxford 1990. ― I. B.


Browning, Petra, London 19893.
181 T. Daryaee, The Sasanian Empire (224-651 CE), στο T. Daryaee (εκδ.), The Ox-

ford Handbook of Iranian History, Oxford 2012, σ. 187-207. ― D. Huff, Formation and
Ideology of the Sasanian State in the Context of Archaeological Evidence, στο Vesta Sar-
khosh Curtis – Sarah Stewart (εκδ.), The Idea of Iran, τ. ΙΙΙ: The Sasanian Era, London
2008, σ. 31-59. ― P. Pourshariati, Decline and Fall of the Sasanian Empire. The Sasa-
nian–Parthian Confederacy and the Arab Conquest of Iran, New York 2008, ιδιαίτερα
σ. 473, σχ. 6.2. ― Beate Dignas – E. Winter, Rome and Persia in Late Antiquity. Neigh-
bours and Rivals, Cambridge 2007. ― R. N. Frye, The Political History of Iran under the
Sasanians, στο E. Yarshater (εκδ.), The Cambridge History οf Iran, τ. ΙΙΙ: The Seleucid,

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 45

Ύστερη Αρχαιότητα και μια στενότερη γεωγραφική έννοια, που πα-


ραπέμπει σε διοικητικό επίπεδο, σε διοικητική περιφέρεια – σατραπεία
με το ίδιο όνομα. Στη συνέχεια εξετάζεται αρχικά η «Περσίς» με την
ευρεία και έπειτα με τη στενή έννοιά της.
Σύμφωνα με την τρίγλωσση επιγραφή182 του Σαπώρη Α΄ (β. 240-
270), ο «βασιλεὺς βασιλέων Ἀρριανῶν καὶ Ἀναριανῶν», δηλ. των
Περσών και όχι μόνο, «ἐκ γένους θεῶν», κατέχει τον 3ο αιώνα τα πα-
ρακάτω έθνη, δηλ. γεωγραφικές περιοχές οργανωμένες σε 25 σατραπεί-
ες (šahr): Περσίδαν (Pārs), Παρθίαν (Partaw), Οὑζηνὴν (Hūzistān –
Σουσιανή), Μησανηνὴν (Mēšān – Μεσσήνη), Ἀσσυρίαν (Āsūrestān),
Ἀδιαβηνὴν (Nōdšīragān, στο σημ. Κουρδιστάν), Arbāyistān (Άνω Με-
σοποταμία), Ἀδουρβαδηνὴν (Ādurbādagān, στο σημ. Αζερμπαϊτζάν),
Ἀρμενίαν (Armen), Ἰβηρίαν (Wirožān, στη σημ. Γεωργία), Μαχελονίαν
(Sigān – Λαζική), Ἀλβανίαν (Ar(r)ān, μεταξύ Ευξείνου Πόντου και
Κασπίας Θάλασσας), […]γηνὴν (Balāsagān) ἕως ἔμπροσθεν Καπ ὄρους
(σημ. όρ. Καύκασος) καὶ πυλῶν Ἀλβανῶν καὶ ὅλον τὸ Πρεσσουαρ
ὄρος (σημ. όρ. Alborz), Μαδηνὴν (Māh – Μηδία), Γουργαν (Gurgān),
Μαρου (Marg – Merv), Ρην (Harēw – Herat) καὶ πάντα τὰ ἀνωτάτω
ἔθνη (Abaršahr), Κερμανζηνὴν (Kirmān), Σεγιστανὴν (Sagestān –
Sīstān), Τουρηνὴν (Tūrestān), Παραδηνὴν (Makurān), Ἰνδίαν
(Hindestān) καὶ Κουσηνῶν ἔθνη (Kušānšahr – Kushan) ἕως ἔμπροσθεν
Πασκιβουρων (Paškabur – σημ. Peshawar) καὶ ἕως Κας (Kashgar),
Σωδικηνῆς (Sugd – Σογδιανή) καὶ Τσατσηνῆς ὅρων (Čāč – σημ.
Τασκένδη) καὶ ἐξ ἐκείνου τοῦ μέρους τῆς θαλάσσης Μι[…] ἔθνος
(Mazūn – σημ. Ομάν).
Από τις παραπάνω πληροφορίες γίνεται κατανοητό πως η Περσία
ή Ērānšahr, όπως αποκαλούσαν οι Σασσανίδες την αυτοκρατορία
τους, περιλάμβανε εκτός του σημ. Ιράν (1.650.000 τ.χλμ.), επιπλέον
εκτάσεις στην κεντρική Ασία περ. 1.350.000 τ.χλμ. Η Ērānšahr ορίζεται
στα ΒΔ από ένα νοητό όριο μεταξύ Ευξείνου Πόντου και Κασπίας
Θάλασσας, με περιοχές που ανήκουν σήμερα στη Γεωργία, Αρμενία
και Αζερμπαϊτζάν. Τα ΒΔ τμήματα είναι κυρίως ορεινά, με τους σχη-
ματισμούς της οροσειράς Alborz να διαχωρίζουν κάποιες μεγάλες εύ-
φορες πεδιάδες που βρίσκονται κατά μήκος της ακτογραμμής της

Parthian and Sasanian Periods, μέρος Α΄, Cambridge 1983, σ. 116-180. ― A. Christen-
sen, L'Iran sous les Sassanides, Copenhague 1944.
182 Η επιγραφή στα ελληνικά, παρθικά και μέσα περσικά (pahlavi) βρίσκεται στον

Ka'ba-ye Zartosht, δηλ. κύβο του Ζαρατούστρα (29°59′18.38″N 52°52′26.22″E), κοντά


στην Περσέπολη. Πρόκειται για λίθινο πύργο 12 μ. με τετραγωνική κάτοψη και κλίμα-
κες ανόδου, στη βασιλική νεκρόπολη Naqsh-e Rustam. Ακολουθείται η ορθογραφία
του μεταγράψαντος την επιγραφή A. Maricq, Classica et Orientalia. 5. Res Gestae Divi
Saporis, Syria 35.3/4 (1958) 295-360.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


46 Δημήτρης Π. Δρακούλης

Κασπίας Θάλασσας από τις νοτιότερα ευρισκόμενες άγονες περιοχές.


Στα Β και ΒΑ το όριο αυτό περιλάμβανε εντός του περιοχές των σημ.
Τουρκμενιστάν, Τατζικιστάν, Ουζμπεκιστάν και Αφγανιστάν, με κυ-
ρίαρχη την παρουσία των ΝΔ απολήξεων των οροσειρών Pamir και
Hindu Kush. Προς Α έφθανε σε περιοχές του σημ. Πακιστάν και ορίζο-
νται από τις νότιες απολήξεις των οροσειρών Sulaiman και Kirthar και
τη ροή του π. Ινδού. Στο Νότο περιλάμβανε τον Περσικό κόλπο και
περιοχές στην ανατολική αραβική χερσόνησο που σήμερα ανήκουν στο
Ομάν, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Κατάρ και Μπαχρέιν. Τέλος, το
δυτικό όριο περιλάμβανε περιοχές που ανήκουν σήμερα στο Κουβέιτ
και στο Ιράκ. Εντός αυτών των ορίων βρίσκονται υψηλές και γυμνές
οροσειρές που οριοθετούν διαφορετικά υψίπεδα και λεκάνες. Στο κέ-
ντρο, με ΒΔ-ΝΑ διεύθυνση δεσπόζει η οροσειρά Zagros και το αποκα-
λούμενο ιρανικό οροπέδιο, ένα σύστημα οροσειρών που διακόπτονται
από μεγάλα οροπέδια με μέσο υψόμετρο 2.000 μ., όπου κυριαρχούν
δυο μεγάλοι έρημοι (Kavir και Lut) με διάσπαρτες αλμυρές λίμνες. Με-
γάλες πεδιάδες βρίσκονται κατά μήκος της ακτογραμμής της Κασπίας
Θάλασσας και στο Νότο, στο βόρειο άκρο του Περσικού Κόλπου. Μι-
κρότερες ασυνεχείς πεδιάδες βρίσκονται σκορπισμένες στις υπόλοιπες
ακτές του Περσικού Κόλπου, στα Στενά του Ορμούζ, και στη Θάλασ-
σα του Ομάν.
Στα τέλη του 5ου αιώνα, επί Καβάδη Α΄ (β. 488-531), η Περσία
υφίσταται μια στρατιωτικού χαρακτήρα αναδιοργάνωση και διαιρεί-
ται σε τέσσερα τμήματα, ενώ κατά τον 6ο αιώνα ο Χοσρόης Α΄ (531-
579) εφαρμόζει τη διαίρεση αυτή και σε διοικητικό επίπεδο. Έτσι, οι
σατραπείες υπάγονται σε ένα υψηλότερο διοικητικό επίπεδο, σε τέσ-
σερις μεγαλύτερες περιφέρειες183.
Όπως παραδίδει η περσική γεωγραφική πραγματεία του 8ου αιώνα
Šahrestānīhā Ī Ērānšahr184, η αρχική συγγραφή της οποίας πραγματο-
ποιήθηκε τον 6ο αιώνα και αναφέρεται σε αυτόν, οι Σασσανίδες διαι-
ρούν την αυτοκρατορία τους σε τέσσερα τμήματα – πλευρές (kust) –
περιφέρειες που αντιστοιχούν σε τέσσερις, διασταυρούμενες μεταξύ

183 C. Brunner, Geographical and Administrative Divisions: Settlements and Econo-

my, στο The Cambridge History οf Iran ΙΙΙ.2, σ. 747-777, ιδιαίτερα χάρτης στις σ. 748-
749 (στο εξής: C. Brunner, Divisions).
184 Ο τίτλος σημαίνει «επαρχιακές πρωτεύουσες του Ιράν». Βλ. T. Daryaee, (έκδ.),

Sahrestaniha-i Eranshahr: A Middle Persian text on Late Antique Geography, Epic, and
History [Bibliotheca Iranica Intellectual Traditions 7], Costa Mesa 2002, σ. 17-21. Την
ίδια τετραμερή διαίρεση της αυτοκρατορίας παραδίδει το αρμενικό κείμενο της Γεω-
γραφίας (8ος αι.) που αποδίδεται στον Ψευδο-Μωυσή της Χωρηνής και που αποτελεί
επιτομή προγενέστερου έργου του Ανανία του Σιράκ (590-670). Βλ. J. Marquart, Eran-
shahr nach der Geographie des Ps. Moses Xoranac'i, Berlin 1901.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 47

τους, γεωγραφικές κατευθύνσεις: 1) A-ΒΑ (Kust ī Xwarāsān), όπου


ανήκουν οι σατραπείες Μαρου (Marγ - Merv), Ρη (Harēw – Herat) και
Abaršahr. 2) ΝΔ (Kust ī Xwarārān), όπου ανήκουν οι σατραπείες Μη-
σανηνή (Μεσσήνη), Ἀσσυρία, Ἀδιαβηνὴ και Ἀραβία (τμήμα της Με-
σοποταμίας). 3) Ν-ΝΑ (Kust ī Nēmrōz), όπου ανήκουν οι σατραπείες
Περσίς, Οὑζηνή (Σουσιανή), Κερμανζηνή, Σεγιστανή, Τουρηνή, Παρα-
δηνή, Ἰνδία και Mazūn (Ομάν). 4) Β-ΒΔ (Kust ī Ādurbādagān), όπου
ανήκουν οι σατραπείες Παρθία, Μηδία, Ἀδουρβαδηνή, Ἀρμενία, Ἰβη-
ρία, Μαχελονία και Balāsagān. Σε ένα χαμηλότερο διοικητικό επίπεδο,
οι σατραπείες υποδιαιρούνται σε μικρότερες επαρχίες (xwarrah – χώ-
ρα) που με τη σειρά τους περιλαμβάνουν περιοχές (rōstāg ή tasūg),
όπου είναι χωροθετημένοι οικισμοί με τις επιμέρους υπο-περιοχές (deh)
και τα αγροκτήματα185.
Αναφορικά με την Περσίδα με τη στενή έννοια του όρου, θα πρέ-
πει να διευκρινιστεί πως πρόκειται για περιοχή στο ΝΔ Ιράν που
αντιστοιχεί στις σημ. περιφέρειες Fārs, Būšehr και Hormozgān. Ορίζε-
ται από Β με την οροσειρά Zagros, από Α και Δ με τις κατωφέρειες του
ανατ. Zagros και από το Ν με τον Περσικό κόλπο. Αποτελείται από
επάλληλες εκτεταμένες επιμήκεις κοιλάδες με ΒΔ-ΝΑ προσανατολισμό
που βρίσκονται σε οροπέδια με υψόμετρο μεταξύ 1.000-1.800 μέ-
τρων186. Ο Στράβων χωρίζει την Περσίδα σε τρεις γεωγραφικές και
κλιματικές περιοχές: α) στη θερμή και άγονη παραλιακή, όπου βρίσκο-
νταν όμως χωροθετημένα τα λιμάνια, β) στην απότομη, κρύα και αφι-
λόξενη ορεινή περιοχή και γ) στην εύφορη περιοχή των καλά
υδρευόμενων κοιλάδων187 (Εικόνα 7).
Η περιοχή αστικοποιήθηκε από τους Πασαργάδες188, την κύρια
φυλή Περσών που την κατοικούσαν, από όπου και καταγόταν ο
βασιλικός οίκος των Αχαιμενιδών (559-330 π.Χ.) με πρωτεύουσα την

185 N. Miri, Sasanian Pars. Historical Geography and Administrative Organization


[Sasanika Series 4], Costa Mesa 2012 (στο εξής: N. Miri, Sasanian Pars), σ. 22-32. ― Του
ιδίου, Historical Geography of Fars during the Sasanian Period, e-Sasanika 6 (2009) 1-65.
186 X. de Planhol, «Fārs – Geography», στο EncIr, τ. ΙΧ (1999), σ. 328-333. ― J. Wie-

sehöfer, «Fārs II: History in the Pre-Islamic Period», στο EncIr, τ. ΙΧ (1999), σ. 333-337.
187 Στράβων, Γεωγραφικά 15.3.1.1-13 15.3.1: «… ἡ Περσὶς ἔστι, πολλὴ μὲν ἐν τῇ πα-

ραλίᾳ τοῦ ἀπ’ αὐτῆς ὀνομαζομένου κόλπου, πολὺ δὲ μείζων ἐν τῇ μεσογαίᾳ, καὶ μάλι-
στα ἐπὶ μῆκος … τριττὴ δ’ ἐστὶ καὶ τῇ φύσει καὶ τῇ τῶν ἀέρων κράσει. ἡ μὲν γὰρ
παραλία καυματηρά τε καὶ ἀμμώδης καὶ σπανιστὴ καρποῖς ἐστι πλὴν φοινίκων … ἡ δ’
ὑπὲρ ταύτης ἐστὶ πάμφορος καὶ πεδινὴ καὶ θρεμμάτων ἀρίστη τροφός, ποταμοῖς τε
καὶ λίμναις πληθύει. τρίτη δ’ ἐστὶν ἡ πρὸς βορρᾶν χειμέριος καὶ ὀρεινή».
188 Κατοικούνταν τον 7ο π.Χ. αιώνα από τρεις φυλές Περσών, όπως αναφέρει ο

Ηρόδοτος (5ος π.Χ. αι.), Ιστορίαι, έκδ. Ph.-E. Legrand, Herodotus, Historiae, Paris 1932,
1.125.11-12: «Πασαργάδαι, Μαράφιοι, Μάσπιοι».·

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


48 Δημήτρης Π. Δρακούλης

Περσέπολη189. Η αστικοποίηση συνεχίστηκε από τους Πάρθους και


τους Σασσανίδες και επέφερε δημογραφική αύξηση. Αυτή προήλθε
αφενός από τη μετακίνηση πληθυσμιακών ομάδων από άλλες περιοχές
του ιρανικού οροπεδίου, αλλά και από αναγκαστικές μετακινήσεις
πληθυσμών από την Εγγύς Ανατολή. Από την Περσίδα κατάγονταν
επίσης και τα μέλη της δυναστείας των Σασσανιδών που στην Ύστερη
Αρχαιότητα μετέφεραν την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας τους
εκτός Περσίδας, πιο κεντρικά προς Δ, στην Κτησιφώντα190.
Η σασσανιδική σατραπεία της Περσίδος (Pārs) ανήκει στη Ν-ΝΑ
περιφέρεια (Kust ī Nēmrōz) και υποδιαιρείται αρχικά σε τέσσερις και
στις αρχές του 6ου αιώνα σε πέντε επαρχίες (xwarrah): 1) Στα ΒΔ η
Istakhr (Staxr) με πρωτεύουσα (šahrestān) την ομώνυμη πόλη191 που
αναδεικνύεται σε διοικητικό, οικονομικό και κυρίως θρησκευτικό κέ-
ντρο της Περσίδος. Εκεί είναι χωροθετημένοι οι ναοί με τις ιερές εστίες
του Ζωροαστρισμού και των προγόνων των Σασσανιδών192. Η πόλη
λειτουργεί επίσης ως σημαντική οδική διασταύρωση που συνδέει τις
ακτές του Περσικού κόλπου με τις γειτονικές μεσόγειες σατραπείες και
επαρχίες. Στην Tabula Peutingeriana, το επιζωγραφισμένο οδοιπορικό
της Ύστερης Αρχαιότητας, ονοματίζεται ως Persepolis, Commercium
persarum, χρησιμοποιείται δηλαδή η παλαιότερη ονομασία «Περσέπο-
λις» και χαρακτηρίζεται ως περσικό εμπορείον (commercium)193. Ση-
μαντική πόλη επίσης επί της οδού προς τα λιμάνια του Περσικού είναι

189 Αρχ. Pārsa, στην Ύστερη Αρχαιότητα γνωστή και ως Sat Setun (29°56′04″N

52°53′29″E). Βλ. A. Shapur Shahbazi, «Persepolis», στο EncIr: http://www.iranica


online.org /articles/persepolis (επισκέψιμο 16/03/2017). ― Του ιδίου, From Pārsa to
Taxt-e Jamšid, Archäologische Mitteilungen aus Iran 10 (1977) 197-207. ― E. Schmidt,
Persepolis, τ. Ι-ΙΙΙ, Chicago 1957-1970.
190 Θέση Ṭīsfūn, 32 χλμ. ΝΑ της Βαγδάτης (33°5′37″N 44°34′50″E). Κοντά στον σημ.

οικισμό al-Ma'aridh, Ιράκ, επί του π. Τίγρη. Βλ. J. Kröger, «Ctesiphon», στο EncIr, τ.
VI.4 (1993), σ. 446-448.
191 Αρχ. Περσέπολις, σημ. Stakhr, Ιράν (29°58'51.00"N 52°54'34.00"E). ― A. D. H.

Bivar - M. Boyce, «Εṣṭaḵr», στο EncIr, τ. VIII.6 (1998), σ. 643–646. ― W. Kleiss, Istakhr
und Umgebung – archäologische Beobachtungen und Befunde, Archäologische Mitteilun-
gen aus Iran 27 (1994) 165-189. Με νομισματοκοπείο στη σασσανιδική περίοδο.
192 Ο Ζωροαστρισμός αποτέλεσε για περίπου μια χιλιετία την επίσημη θρησκεία

των προϊσλαμικών περσικών αυτοκρατοριών. Βασίζεται στην πάλη μεταξύ δύο αντί-
θετων δυνάμεων, Ahura Mazda ή Ohrmazd που αντιπροσωπεύει την κοσμική τάξη και
Ahriman, που αντιπροσωπεύει το χάος. Βλ. P. O. Skjaervo, An Introduction to
Zoroastrianism [I. B. Tauris Introductions to Religion], London 2006, σ. 12-21. ― J.
Duchesne-Guillemin, Zoroastrian Religion, στο The Cambridge History οf Iran ΙΙΙ.2, σ.
866-909.
193 Στην Tabula αναγράφεται: «Persepoliscon Mercium persarum». Βλ. N.

Pigulewskaja, Byzanz 97.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 49

ο κόμβος της Šīrāz194. 2) Στα ΒΑ η Darabgerd Xwarrah (Dārāvkirt) με


πρωτεύουσα το σημαντικό βιοτεχνικό κέντρο Darabgerd195, που διοχε-
τεύει και δέχεται προϊόντα από το λιμάνι Kujaran-Ardeshir196, την
αναφερόμενη από τον Αρριανό Αρμόζεια,197 που ταυτίζεται με θέση
στα στενά του Χορμούζ στην είσοδο του Περσικού κόλπου, και το λι-
μάνι στη νήσο Kharg198. 3) Στα ΝΑ η Ardashir Xwarrah με πρωτεύου-
σα την Gōr199. Ελέγχει μια λοφώδη περιοχή, είναι χωροθετημένη σε
καλά υδρευόμενη κοιλάδα και επικοινωνεί με τα σημαντικά οχυρά
λιμάνια Sirāf200 και Rēw-Ardašīr (Būšehr)201. 4) Στα ΝΔ η εύφορη
Shapur Xwarrah, με πρωτεύουσα την Veh-Shāpūr202 και λιμάνι στη
Ganāva203. 5) Στις αρχές του 6ου αιώνα δημιουργείται στα δυτικά όρια

194 Shiraz, σημ. πρωτεύουσα της περιφέρειας Fars (29°37′0″N 52°32′0″E).


195 Σε αρχαιολογική θέση μερικά χιλιόμετρα ΝΔ της σημ. Dārāb, Ιράν (28°45′07″N
54°32′40″E). Βλ. D. Huff, «Dārāb», στο EncIr, τ. VII.1 (1994), σ. 5-7. Με νεστοριανή
επισκοπική έδρα από το 424.
196 Kujaran-Ardeshir ή Guzeran, αρχαιολογική θέση (26°33′29″N 54°52′50″E) κοντά

στη σημ. πόλη λιμάνι Bandar-ī Lengeh, Ιράν. Βλ. T. Daryaee, The Sasanian ‘Mare
Nostrum’: The Persian Gulf, International Journal of the Society of Iranian
Archaeologists 2.3 (2016) 40-46, σ. 43.
197 Σημ. Bandar Abbas, Ιράν (27°11′N 56°16′E). Βλ. Αρριανός, Ινδικά 33.2.3: «ὁ δὲ

χῶρος Ἁρμόζεια ἐκαλέετο». ― D. T. Potts, «Hormuz», στο EncIr, τ. ΧΙΙ.5 (2004), σ. 470-
471.
198 Kharg ή Xārk, νησί στον Περσικό κόλπο, γνωστό για τα μαργαριτάρια του, 50

χλμ. ΒΔ της Būšehr, Ιράν (29.235481°N 50.31°E). Βλ. T. Daryaee, The Persian Gulf Trade
in Late Antiquity, Journal of World History 14.1 (2003) 1-16.
199 Σημ. Fīrūzābād, Ιράν (28°50′38″N 52°34′15″E). Πιθανή ταύτιση με την αναφερό-

μενη στον Πτολεμαίο, Γεωγραφικά 6.4.6: «Γάβρα». Στην Ύστερη Αρχαιότητα γνωστή
και ως Gur και Fīrūzābād. Βλ. D. Huff, «Fīrūzābād», στο EncIr, τ. ΙΧ.6 (1999), σ. 633-
636. Με νομισματοκοπείο στη σασσανιδική περίοδο.
200 Κοντά στον σημ. οικισμό Taheri, Ιράν (27°40′00″N 52°20′33″E). Πιθανή ταύτιση

με την αναφερόμενη στον Πτολεμαίο, Γεωγραφικά 6.4.2: «Αὐσίνζα». Η οχύρωσή της


πιθανόν πραγματοποιήθηκε από Ρωμαίους αιχμαλώτους. Βλ. H. R. Pashazanous – M.
Montazer Zohouri - T. Ahmadi, Sea Trade between Iran and China in the Persian Gulf
based on the Excavations of Sīrāf City, Indian Journal of Economics and Development
2.2 (2014) 6–13. ― D. Whitehouse – A. Williamson, Sasanian maritime trade, Iran 11
(1973) 29-49, σ. 33 (στο εξής: D. Whitehouse – A. Williamson, Sasanian maritime trade).
― D. Whitehouse, Sirāf: A medieval port on the Persian Gulf, World Archaeology 2.2
(1970) 141-158.
201 Αρχαιολογική θέση Rēw-Ardašīr, 12 χλμ. Ν της σημ. Būšehr ή Bushir, Ιράν

(28°58′N 50°50′E). Στην ελληνιστική περίοδο γνωστή ως Αντιόχεια Περσίδος. Πιθανή


ταύτιση με την αναφερόμενη στον Πτολεμαίο, Γεωγραφικά, 6.4.2: «Χερσόνησος
ἄκρα». Βλ. X. de Planhol, «Būšehr», στο EncIr, τ. IV.6 (1990), σ. 569-572. ― D.
Whitcomb, Bushire and the Angali canal, Mesopotamia 22 (1987) 311-336.
202 Σημ. Shapur, Ιράν (29°46′40″N 51°34′15″E). Στην Ύστερη Αρχαιότητα γνωστή

και ως Bīšāpūr. Βλ. E. J. Keall, «Bīšāpūr», στο EncIr, τ. IV.3 (1989), σ. 287-289.
203 Σημ. Bandar-e Ganāveh ή Genāveh, Ιράν (29°34′45″N 50°31′1″E). Βλ. M.

Yusofnezhad, «Ganāva», στο EncIr, τ. Χ.3 (2000), σ. 265-266.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


50 Δημήτρης Π. Δρακούλης

της Περσίδος, με προσάρτηση από τη γειτονική σατραπεία Khūzestān,


μια πέμπτη επαρχία, η Arrajān (Argan), με πρωτεύουσα την Weh-az-
Amid-Kawād204 και λιμάνι στο Mahrūbān205.
Οι ορεινές περιοχές στα βόρεια και δυτικά των μεγάλων οικιστι-
κών κέντρων της Περσίδας κατοικούνται αφενός από νομάδες, αφετέ-
ρου από κοινότητες μόνιμα εγκατεστημένων γεωργών που
καλλιεργούν με το σύστημα των αναβαθμίδων, διαχειρίζονται την
προμήθεια νερού με κατασκευές καναλιών και φραγμάτων και χρησι-
μοποιούν μύλους. Η κύρια απασχόληση των κατοίκων είναι η πρωτο-
γενής παραγωγή, για την οποία υπάρχει κρατική μέριμνα με την
κατασκευή καναλιών και άλλων αρδευτικών έργων που έχουν ως στό-
χο την αύξηση της γεωργικής παραγωγής. Ωστόσο, η περιοχή είναι φη-
μισμένη και για τα λινά, μάλλινα και βαμβακερά υφάσματα, ιδιαίτερα
για τα χρυσοποίκιλτα μπροκάρ και τα χαλιά της. Το κέντρο της
βιοτεχνικής αυτής παραγωγής που εξάγεται μέχρι την Κίνα είναι η
μεσόγεια επαρχιακή πρωτεύουσα Darabgerd, που τροφοδοτεί τα
παράλια λιμάνια206.

10. «Ἀπὸ Περσίδος εἰς Σαρακηνὴν μοναὶ β΄. Ἕλληνες καὶ


Χριστιανοί».

Η οδοιπορία αυτή, που σύμφωνα με το κείμενο απαιτεί δύο μόνο


στάσεις207, οδηγεί στη χώρα των Σαρακηνών. Όπως εξηγεί ο ιστορικός
του 4ου αιώνα Ammianus Marcellinus, η Σαρακηνή είναι η περιοχή των
Αράβων νομάδων (Scenitae Arabes)208. Η ονομασία πιθανά χαρακτη-
ρίζει αρχικά μια συγκεκριμένη φυλή Αράβων και στη συνέχεια ο όρος

204 Αρχαιολογική θέση 1,5 χλμ. ΒΔ του Behbahān, Ιράν (30°35′45″N 50°14′30″E). Βλ.

N. Miri, Sasanian Pars 81. ― H. Gaube, «Arrajān», στο EncIr, τ. ΙΙ.5 (1986), σ. 519-520.
Για τα όρια της νέας επαρχίας, βλ. R. N. Frye, The History of Ancient Iran [Handbuch
der Altertumswissenschaft 3.7], München 1983 (στο εξής: R. N. Frye, The History of An-
cient Iran), ε.κ., χ. 3.
205 Αρχαιολογική θέση Mahrūbān ή Mahrūyān, κοντά στο σημ. Bandar-e Deylam

(30°3′15″N 50°9′32″E). Βλ. M. E. Esmaeili Jelodar – M. Mortezayi, Re-Identifying the Lo-


cation of Ancient Port of Mahruban on the Persian Gulf Based on Excavation and Writ-
ten Evidence, Journal of Archaeological Studies 4.2 (2012-2013) 13-31. ― S. ʿAlī Āl-e
Dāwūd, «Deylam, Bandar-E», στο EncIr, τ. VII.3 (1994), σ. 335-336.
206 C. Brunner, Divisions 751-752.
207 Ο χρόνος των δυο στάσεων φαίνεται πολύ μικρός, πιθανόν εννοούνται δυο

μήνες πορείας.
208 Ammianus Marcellinus, Res Gestae, έκδ. W. Seyfarth, Ammiani Marcellini

Rerum gestarum libri qui supersunt, τ. II, Leipzig: 1978, 22.15.2: «… et Scenitas
praetenditur Arabas, quos Sarracenos nunc appellamus» και 23.6.13: «… Scenitas Arabas,
quos Saracenos posteritas appellavit».

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 51

γενικεύεται προσδιορίζοντας τις αραβικές φυλετικές συνομοσπονδίες


της Ύστερης Αρχαιότητας, όπως τους Λαχμίδες και τους Γασσανίδες209.
Η δυναστεία των Λαχμιδών (αραβ. Banū Laḫm) ελέγχει από τα τέ-
λη του 3ου μ.Χ. αιώνα τις φυλές της κεντρικής αραβικής χερσονήσου.
Είναι υποτελείς στους Σασσανίδες και σύμμαχοί τους ενάντια στην
Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αν και κάποιοι βασιλείς τους
έχουν ασπαστεί τον Νεστοριανισμό. Η πρωτεύουσά τους al-Ḥīra210,
κομβικό σημείο στο πέρασμα των καραβανιών, αποτελεί σημαντικό
χριστιανικό κέντρο με πολλές εκκλησίες και μοναστήρια. Το 602 τα
εδάφη της δυναστείας καταλύονται από τους Σασσανίδες211.
Αντίθετα, η δυναστεία των Γασσανιδών (αραβ. al-Ghasāsinah)
αποτελεί σημαντικό σύμμαχο των Βυζαντινών κατά τη διάρκεια του
6ου αιώνα. Προέρχονται από αραβική φυλή της Ν. Αραβίας που
μεταναστεύει στη συνέχεια σε περιοχές που αντιστοιχούν σε τμήματα
της σημ. ΝΔ Συρίας (Hauran, αρχ. Αυρανίτις), Ιορδανίας και Ισραήλ. Η
περιοχή αυτή συνιστά μια ενδιάμεση ζώνη που προστατεύει με μισθο-
φορικά στρατεύματα (foederati) τις εμπορικές οδούς της αραβικής χερ-
σονήσου από τους νομάδες της ερήμου212. Οι Γασσανίδες με έδρα τους
την πρωτεύουσα Jābiyah213 και δεύτερη κύρια πόλη και συμπρωτεύου-
σα την Jalliq214 ελέγχουν μεγάλα τμήματα της ΒΔ Αραβίας, έχουν οικο-
νομική ευημερία και αντιπαρατίθενται στην κυριαρχία των Λαχμιδών

209 Για τον όρο «Σαρακηνοί», βλ. I. Shahîd, Byzantium and the Arabs in the Fifth

Century, Washington, D.C. 1989, σ. 16-22. ― Του ιδίου, Rome and the Arabs. A Prole-
gomenon to the Study of Byzantium and the Arabs, Washington, D.C. 1984, σ. 123-142.
210 Θέση κοντά στη σημ. Kufa, στο ΝΔ Ιράκ (31°53′N 44°27′E). Βλ. C. E. Bosworth,

«Ḥira», στο EncIr, τ. XII.3 (2003), σ. 322-323. ― I. Shahîd, «al-Ḥira», στο P. J. Bearman –
Th. Bianquis – C. E. Bosworth κ.ά. (εκδ.), Encyclopaedia of Islam. Second Edition, τ. I-
XII, Leiden 1960-2005 (στο εξής: EI 2), τ. III (1967), σ. 462-463. ― I. Shahîd, Byzantium
and the Arabs in the Fourth Century, Washington, D.C. 1984, σ. 490-498. ― M. J. Kister,
Al-Hīra. Some notes on its relations with Arabia, Arabica 15.2 (1968) 143-169.
211 I. Shahîd, «Lakhmids», στο EI 2, τ. V (1986), σ. 632-634. ― G. Rothstein, Die Dy-

nastie der Lachmiden in al-Hira, Berlin 1899, σ. 12-40.


212 M. Miotto, Βυζάντιο και η άμυνα της Συρίας: Άραβες φοιδεράτοι, αραβικές επιδρο-

μές και ισλαμική κατάκτηση, Βυζαντινά 27 (2007) 187-214. ― A. Kazhdan, «Foederati»,


στο A. P. Kazhdan κ.ά. (εκδ.), The Oxford Dictionary of Byzantium, τ. I-III, New York –
Oxford 1991 (στο εξής: ODB), τ. ΙΙ, σ. 794.
213 Jābiya, αρχαιολογική θέση Α της Νεκράς Θάλασσας, στην περιοχή των υψωμά-

των του Golan, στη σημ. Συρία (32°56'10"N 36°1'50"E). Βλ. I. Shahîd, Byzantium and the
Arabs in the Sixth Century, τ. ΙΙ.1: Toponymny, Monuments, Historical Geography and
Frontier Studies, Washington, D.C. 2002 (Στο εξής: I. Shahîd, BASC, τ. II.1), σ. 96-103. ―
H. Lammens, «Al-D̲j̲ābiya», στο EI 2, τ. ΙΙ (1991), σ. 360.
214 Jalliq, πιθανή ταύτιση με τη σημ. Al-Kiswah, Συρία (33°21′N 36°14′E), 13 χλμ. Ν

της Δαμασκού. Η ονομασία Jalliq από παραφθορά της ρωμαϊκής λεγεώνας Tertia Gal-
lica που πιθανόν στάθμευε εκεί. Δεν υπάρχουν ωστόσο αρχαιολογικά ευρήματα. Βλ. I.
Shahîd, BASC, τ. II.1, σ. 105-114.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


52 Δημήτρης Π. Δρακούλης

στη ΒΑ Αραβία. Για την υποστήριξή τους ενάντια στους φιλο-


σασσανίδες Σαμαρείτες, ο Ιουστινιανός δίνει στον φύλαρχό τους Αρέ-
θα (al-Ḥārith ibn Jabalah 529-569) το αξίωμα βασιλέως και τον τίτλο
του πατρικίου215. Αργότερα, λόγω της προσήλωσής τους στον Μονο-
φυσιτισμό, η υποστήριξη σταματά και το 614 η εξουσία τους καταλύε-
ται από τους Σασσανίδες216 (Εικόνα 8).

11. «Ἀπὸ Σαρακηνῆς ἀποπλέει εἰς Ἀϊλὰτ τὴν Ἐρυθρὰν Θάλασσαν,


εἰς τὸν λιμένα τῆς Περσίδος καὶ Ἰνδικῆς καὶ ἀπὸ Αἰγύπτου, μοναὶ ζ΄».

Η Ἀϊλὰτ των Οδοιποριών είναι η Αίλα217 ή Αίλανα που βρίσκεται


χωροθετημένη στον ΒΑ μυχό του Αιλανίτη κόλπου (κοντά στην σημ.
Aqaba)218. Ακμάζει τον 1ο π.Χ. αιώνα ως πόλη των Ναβαταίων, αντι-
καθιστώντας το αρχαϊκό λιμάνι Ezjon-Geber, που αναφέρεται στην
Παλαιά Διαθήκη με την ονομασία Ελάτ. Η Αίλα χρησιμοποιείται, από
τη ρωμαϊκή προσάρτηση της Ναβαταίας το 106 μ.Χ. και για όλο το
διάστημα μέχρι την ειρηνική παράδοσή της το 630 στους Άραβες, ως
λιμενική πύλη εισόδου στη ρωμαϊκή επικράτεια και ως σταθμός μετα-
φόρτωσης των εμπορικών προϊόντων που έρχονται δια θαλάσσης από
την Ανατολή. Από εκεί τα εμπορεύματα μεταφέρονται μέσω Πέτρας
στην Αντιόχεια της Συρίας, είτε κατευθυνόμενα προς Γάζα δια των
παραθαλάσσιων οδών που συναντούν τις μεγάλες πόλεις – λιμάνια της
ανατολικής Μεσογείου είτε ακολουθώντας εσωτερικά τη Via Nova
Traiana, μέσω Βόστρων προς Συρία219. Από τις αρχές του 4ου αιώνα η
πόλη αποτελεί έδρα praefectus legionis και φιλοξενεί στρατιωτικές
εγκαταστάσεις της λεγεώνας X Fretensis220. Ανασκαφικές έρευνες
έχουν αποκαλύψει την οχύρωση της πόλης στα τέλη του 4ου με αρχές
του 5ου αιώνα και μια χριστιανική βασιλική, πιθανά του 4ου αιώνα, ενώ

215 Προκόπιος, Υπέρ των πολέμων 1.17.47: «βασιλεὺς Ἰουστινιανὸς φυλαῖς ὅτι

πλείσταις Ἀρέθαν τὸν Γαβαλᾶ παῖδα ἐπέστησεν, ὃς τῶν ἐν Ἀραβίοις Σαρακηνῶν ἦρ-
χεν, ἀξίωμα βασιλέως αὐτῷ περιθέμενος».
216 I. Shahîd, BASC, τ. II.1, σ. 51.
217 Στην Ιορδανία, 1 χλμ. Β της σημ. Aqaba (29.5167°N 35°E).
218 Προκόπιος, Υπέρ των πολέμων 1.19.3: «αὕτη δὲ ἡ θάλασσα ἐξ Ἰνδῶν ἀρχομένη

ἐνταῦθα τελευτᾷ τῆς Ρωμαίων ἀρχῆς. καὶ πόλις Αἰλὰς καλουμένη πρὸς τῇ ταύτης
ἠϊόνι ἐστὶν, ἔνθα ἡ θάλασσα, ὥσπερ μοι εἴρηται, ἀπολήγουσα πορθμός τις ἐς ἄγαν
στενὸς γίνεται».
219 G. K. Young, Rome's Eastern Trade. International commerce and imperial policy,

31 BC – AD 305, London 2001, σ. 119.


220 O. Seeck (έκδ.), Notitia dignitatum in partibus orientis et occidentis; accedunt No-

titia Urbis Constantinopolitanae et latercula provinciarum, Berlin 1876 (ανατ. Frankfurt


am Main 1962), σ. 73, XXXIV, στ. 30: «praefectus legionis decimae Fretensis, Ailae»,
που υπάγονταν στον Dux Palaestinae.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 53

αρχειακές πηγές βεβαιώνουν την ύπαρξη επισκόπου στην Αίλα από το


325221 (Εικόνα 8).

12. «Ἀπὰ Ἀϊλάτ εἰς Ἐλαμὴν μοναὶ θ΄».

Το απόσπασμα αυτό των Οδοιποριών παρουσιάζει μια διαδρομή


εννέα σταθμών από την Αίλα στην Ελαμή222. Η ονομασία «Ελαμή» πα-
ραπέμπει αφενός στη βιβλική «Αιλάμ»223, αφετέρου στην ελληνική
«Ελυμαΐδα»224. Από Β και Α ορίζεται από τους πρόποδες της οροσει-
ράς Zagros, νοτίως από τον Περσικό κόλπο και δυτικά από τις εκβολές
του π. Τίγρη. Ο π. Kārun (αρχ. Πασιτίγρης) την διατρέχει εγκάρσια και
την διαιρεί σε δυο τμήματα, στο βόρειο, με λοφώδεις και ορεινούς σχη-
ματισμούς στους πρόποδες της οροσειράς Zagros, και στο νότιο, με πε-
δινές και βαλτώδεις εκτάσεις στη σύγκλιση των εκβολών των π. Τίγρη
και Shatt al-Arab 225 (Εικόνα 8).
Η περιοχή αυτή παλαιότερα περιλαμβάνονταν στο αρχαίο βασί-
λειο του Ελάμ226 και απορροφήθηκε στη συνέχεια ως σατραπεία, με
την ονομασία Hujiyā από την αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών (546-

221 S. E. Sidebotham, Northern Red Sea Ports and their Networks in the Late Ro-
man/Byzantine Period, στο Marlia Mundell Mango (εκδ.), Byzantine Trade, 4th-12th Cen-
turies. The Archaeology of Local, Regional and International Exchange [Society for the
Promotion of Byzantine Studies 14], Surrey 2009, σ. 329-352, εδώ 331-333. ― S. T. Par-
ker, The Roman Aqaba Project: The 1994 Campaign, Annual of the Department of An-
tiquities of Jordan 40 (1998) 231-257. ― Του ιδίου, The Roman Aqaba Project: The
Economy of Aila on the Red Sea, The Biblical Archaeologist 59.3 (1996) 182. ― Του
ιδίου, The Roman Aqaba Project: Aila Rediscovered, The Biblical Archaeologist 57.3
(1994) 172. ― D. Whitcomb, Aqaba. Port of Palestine on the China Sea, Amman 1988.
222 Στα επιμέρους χειρόγραφα των Οδοιποριών εμφανίζονται οι παραλλαγές Ελάμ,

Ελλαμήν και Σελαμήν. Παρατηρείται επίσης απόκλιση μεταξύ τους, σχετικά με τη


διάρκεια από 9 σε 19 και 39 σταθμούς αντίστοιχα. Βλ. J. Rougé (έκδ.), Expositio 353.
Για μια τέτοια διαδρομή φαίνεται πως οι 39 σταθμοί είναι πιθανότεροι.
223 Γένεσις, 10.22.1: «Αιλαμ καὶ Ασσουρ». Στο απόκρυφο, αρχαίο εβραϊκό θρη-

σκευτικό Βιβλίο των Ιωβηλαίων αναφέρεται η κόρη του Αιλαμ (‘Êlām), με την ονομα-
σία Shushān που παραπέμπει πιθανόν στην πρωτεύουσα της περιοχής Σούσα. Βλ. R. H.
Charles (έκδ.), The book of Jubilees, or, The little Genesis, London 1902, σ. 66.
224 Περιοχή στο ΝΔ Ιράν που αντιστοιχεί στη σημ. επαρχία Ḫūzestān.
225 V. M. A. Heyvaert – P. Verkinderen – J. Walstra, Geoarchaeological Research in

Lower Khuzestan: State of the Art, στο K. De Graef – J. Tavernier (εκδ.), Susa and Elam.
Archaeological, Philological, Historical and Geographical Perspectives, Leiden – Boston,
ΜΑ 2013, σ. 493-534, εδώ 494-495 και χ. 2.
226 V. Messina, Gli dei dell’altopiano. Santuari rupestri dell’antica Elimaide, Atti della

Accademia delle Scienze di Torino. Classe di scienze morali 149 (2015) 181-204, σ. 184,
χ. 2. ― D. T. Potts, The Archaeology of Elam. Formation and Transformation of an An-
cient Iranian State, Cambridge 20162 (στο εξής: D. T. Potts, The Archaeology of Elam).
― J. F. Hansman, «Elymais», στο EncIr, τ. VIII.4 (1998), σ. 373-376.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


54 Δημήτρης Π. Δρακούλης

332 π.Χ.) και των Σελευκιδών διαδόχων (312-64 π.Χ.), με την ονομασία
Σουσιανή. Από τον 2ο π.Χ. ως τις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα, με την ονο-
μασία Hwzstn (Ουζηνή) και πρωτεύουσα τα Σούσα227 είναι υποτελής
στους Αρσακίδες της Παρθίας, έως την οριστική υποταγή της το 221
στους Σασσανίδες του Ardašīr Α΄228. Αυτός ιδρύει και επανιδρύει μια
σειρά από πόλεις, όπως οι Hormizd-Ardashir229, Shūshtar230 και
Gundeshapur231. Μετά την καταστροφή των Σούσων από τον Shapur Β΄
(β. 309-379), ιδρύεται η Eran-xwarrah-Shapur232 που ανακηρύσσεται σε
διοικητική πρωτεύουσα της επαρχίας. Κυριότερες εμπορικές θέσεις –
επίνεια κοντά στον Περσικό κόλπο, στο Δέλτα του Τίγρη και του Ευ-
φράτη ήταν η Astarabadh Ardashir233 (αρχ. Σπασίνου Χάραξ) και η
Obolla234 (αρχ. Απόλογος).
Η πιθανή οδοιπορία από την Αίλα στην Ελαμή κινείται αρχικά
προς Β, περνά από την Πέτρα και κάνοντας χρήση της Via Nova
Traiana235 διέρχεται από περιοχές Α της Νεκράς Θάλασσας, συναντά
τη Μήδαβα236 και φθάνει στη Φιλαδέλφεια237. Στη συνέχεια στρέφεται

227Σημ. αρχαιολογική θέση Shush (32°11′26″N 48°15′28″E), επ. Ḫūzestān, Ιράν. Βλ.
G. Gropp, «Susa. The Sasanian Period», στο EncIr: http://www.iranicaonline.org/
articles/susa-v (επισκέψιμο 27/03/2017).
228 Για τις ονομασίες της περιοχής στις επιμέρους ιστορικές περιόδους, βλ. A. Ma-

ricq, Classica et Orientalia: 5. Res Gestae Divi Saporis, Syria 35.3/4 (1958) 295-360, σ.
336. Για την πολιτική ιστορία της Ελυμαΐδος, βλ. R. N. Frye, The History of Ancient
Iran 273-275.
229 Σημ. Ahvāz (31°19′13″N 48°40′09″E), επ. Ḫūzestān, Ιράν. Βλ. C. E. Bosworth,

«Ahvāz», στο EncIr, τ. 1.VII (1984), σ. 688-691.


230 Σημ. Shūshtar (32°02′44″N 48°51′24″E), επ. Ḫūzestān, Ιράν. Βλ. J. H. Kramers – C.

E. Bosworth, «Shushtar», στο ΕΙ 2, τ. IX (1997) 512-513.


231 Σημ. αρχαιολογική θέση Gundeshapur (32°17′N 48°31′E), επ. Ḫūzestān, Ιράν. Βλ.

A. Shapur Shahbazi, «Gondēshāpūr», EncIr, τ. ΧΙ.2 (2002), σ. 131-135.


232 Σημ. αρχαιολογική θέση Ivan-e Kerkha, π. 17 χλμ. ΒΔ των Σούσων (μη χωροθε-

τημένη). Βλ. D. T. Potts, The Archaeology of Elam 424-426.


233 Σπασίνου Χάραξ ή Ἀντιόχεια τῆς Σουσιανῆς. Αρχαιολογική θέση στο Ιράκ

(30°53′40.89″N 47°34′40.91″E). Βλ. D. Whitehouse – A. Williamson, Sasanian maritime


trade 33. ― J. Hansman, Charax and the Karkheh, Iranica antiqua 7 (1967) 21-58.
234 Obolla ή âl-Ubulla (30°30′N 47°49′E), κοντά στη σημ. Basra, Ιράκ. Βλ. C. E.

Bosworth, «Obolla», στο EncIr: http://www.iranicaonline.org/articles/obolla (επισκέψιμο


31/03/2017).
235 M. P. Speidel, The Roman Road to Dumata (Jawf in Saudi Arabia) and the Fron-

tier Strategy of “Praetensione Colligare”, Historia: Zeitschrift für Alte Geschichte 36.2
(1987) 213-221 (στο εξής: M. P. Speidel, The Roman Road).
236 Σημ. Madaba, Ιορδανία (31°43′N 35°48′E). Βλ. «Madaba», στο E. Stern (εκδ.), The

New Encyclopedia of Archaeological Excavations in the Holy Land, τ. I-IV, Jerusalem –


New York 1993 (στο εξής: NEAEHL), τ. III, σ. 992-1001.
237 Βιβλική Rabbath-Ammon, ελληνιστική Φιλαδέλφεια, σημ. ʿAmmān, πρωτεύουσα

Ιορδανίας (31°56′59″N 35°55′58″E). Βλ. A. Segal, «Roman Philadelphia», στο NEAEHL,


τ. IV, σ. 1249-1251.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 55

προς Α και μέσω του οικισμού Basienis238, ακολουθεί τη διαδρομή κα-


τά μήκος της κοιλάδας Wadi Al-Sirhan239, φθάνοντας στη Dumatta240,
που κατά τον 5ο με 6ο αιώνα αποτελεί την πρωτεύουσα της αραβικής
φυλής των Kinda. Από εκεί με ανατολική πορεία, μέσω της Αραβικής
Ερήμου, προσεγγίζει τα λιμάνια στον Περσικό κόλπο, έχοντας καλύ-
ψει μια απόσταση περίπου 1.600 χλμ. (Εικόνα 8).

13. «Ἀπὸ Ἐλαμὴν εἰς Ἀντιόχειαν μοναὶ κ΄».

Η διαδρομή από την Ελαμή στην Αντιόχεια σε 20 ημέρες φαίνεται


να προτείνει τη διάσχιση της Μεσοποταμίας μέσα από τη σασσανιδική
Περσία (Εικόνα 9). Ξεκινά από τα προαναφερθέντα λιμάνια στον
Περσικό κόλπο, Astarabadh Ardashir (αρχ. Σπασίνου Χάραξ) και
Obolla (αρχ. Απόλογος). Εκεί οι επιλογές είναι δύο, η πρώτη με ΒΑ
κατεύθυνση κατά μήκος του π. Τίγρη και η δεύτερη με ΒΔ κατεύθυνση
κατά μήκος του π. Ευφράτη. Και οι δύο οδηγούν στον εμπορικό κόμβο
της Κτησιφώντος. Από εκεί η διαδρομή συνεχίζει πάντα κατά μήκος
του π. Ευφράτη, περνώντας από τις πόλεις Δούρα241, Κιρκήσιον242,
Καλλίνικον243 και Ζεύγμα244. Στο σημείο αυτό στρέφεται προς τα ΝΔ

238 Basienis ή Basianis, πιθανόν σημ. Qasr el-Azraq, Ιορδανία (31°50′N 36°49′E), 100
χλμ. Α του Amman. Βλ. M. P. Speidel, The Roman Road 215.
239 Στη βόρεια Σαουδική Αραβία, με μήκος 300 και πλάτος 15-50 χιλιόμετρα.
240 Σημ. αρχαιολογική θέση Dumat al-Jundal, στην επαρχία al-Jawf, Σαουδική Αρα-

βία (29°48′41.1″N 39°52′5.9″E). Βλ. M. P. Speidel, The Roman Road 214. Για την ιστορία
της φυλής των Kinda, βλ. M. D. Bukharin, Towards the earliest history of Kinda, Arabi-
an Archaeology and Epigraphy 20 (2009) 64-80.
241 Αρχ. Δοῦρα Εὐρωπός, κοντά στον σημ. οικισμό Salihiya, Συρία (34.747°N

40.730°E). Βλ. L. M. White, «Dura-Europos», στο Encyclopedia of Archaeology in the


Near East, τ. Ι, σ. 173-178.
242 Ρωμ. Circesium, βυζ. Κιρκήσιον ή Qarquza ή Habora, στην σημ. al-Busaira, Συρία

(35.156758°N 40.425739°E), στη συμβολή των π. Αβόρρα (Khabur) και Ευφράτη. Βλ.
Προκόπιος, Περί κτισμάτων, έκδ. G. Wirth – J. Haury, Procopii Caesariensis opera
omnia, τ. ΙV: De aedeficiis, Leipzig 1964, 2.6.1.1-2: «῏Ην δὲ Ρωμαίων φρούριον παρὰ
ποταμὸν Εὐφράτην ἐν τοῖς Μεσοποταμίας ἐσχάτοις, ἵνα δὴ Ἀβόρρας ποταμὸς τῷ
Εὐφράτῃ ἀναμιγνύμενος τὴν ἐκβολὴν ἐνταῦθα ποιεῖται. τοῦτο Κιρκήσιον μὲν
ὀνομάζεται, βασιλεὺς δὲ αὐτὸ Διοκλητιανὸς ἐν τοῖς ἄνω χρόνοις ἐδείματο». ― D. Feis-
sel – J. Gascou, Documents d'archives romains inédits du Moyen Euphrate (IIIe s. ap. J.-
C.), Comptes-rendus des séances de l'Académie des Inscriptions et Belles-Lettres 133.3
(1989) 535-561, σ. 543-544 και χ. 1. ― A. Musil, The Middle Euphrates, a topographical
Itinerary [Oriental Explorations and Studies 3], New York 1927, σ. 334-338.
243 Σημ. Raqqa, στη Συρία, από το 2014 ως το 2018 πρωτεύουσα του λεγόμενου «Ισ-

λαμικού Κράτους» – ISIS (35°57′00″N 39°01′00″E). Ελληνιστικό Νικηφόριον και Καλ-


λίνικον, ρωμ. Callinicum, πρώιμη βυζ. Λεοντόπολις. Βλ. Marlia Mundell Mango,
«Kallinikos», στο ODB, τ. ΙΙ, σ. 1094.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


56 Δημήτρης Π. Δρακούλης

και φθάνει στην Αντιόχεια245, έχοντας καλύψει μια απόσταση περίπου


1.600 χλμ. Η άφιξη στην Αντιόχεια της Συρίας σηματοδοτεί την επαφή
με την πρώτη μεγάλη πόλη των ανατολικών επαρχιών της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας που συναντούν οι έμποροι και τα καραβάνια μεγάλων
αποστάσεων. Η πόλη εκτείνεται αμφιθεατρικά, στις παρυφές του Σιλ-
πίου όρους, στην ανατολική όχθη του π. Ορόντη (σημ. Nahr el-Asi).
Βρίσκεται σε απόσταση 25 χλμ. από τη μεσογειακή ακτή, όπου και το
λιμάνι – επίνειό της Σελεύκεια Πιερία246 και υποστηρίζεται από μια
εκτεταμένη, καλά υδρευόμενη και εύφορη ενδοχώρα (σημ. κοιλάδα
Amuq ή Amik). Ο ανώνυμος συγγραφέας της Expositio αναφέρει για
την Αντιόχεια πως είναι από κάθε άποψη βασιλική πόλη, όπου διαμέ-
νει ο κύριος της οικουμένης (dominus orbis terrarum), αποτελεί δηλαδή
τόπο αυτοκρατορικής διαμονής. Προσθέτει επίσης πως είναι μια
περίλαμπρη πόλη λόγω των δημόσιων κτιρίων της, όπου υπάρχουν
πολλές εθνότητες και διαθέτει υπερεπάρκεια προϊόντων που έρχονται
από παντού247.

14. «Ἀπὸ Ἀντιόχειαν εἰς Κωνσταντίνου πόλιν μοναὶ λβ΄».

Το τμήμα αυτό των Οδοιποριών αφορά στη διαδρομή από την


Αντιόχεια της Συρίας ως την Κωνσταντινούπολη (Εικόνα 10). Πραγ-
ματοποιείται σύμφωνα με το κείμενο, με 32 ενδιάμεσους σταθμούς που
δεν αναφέρονται. Η διαδρομή όμως αυτή είναι γνωστή από ένα άλλο
ανώνυμο χριστιανικό οδοιπορικό του 4ου αιώνα, το itinerarium
Burdigalense248. Είναι ένας κατάλογος σταθμών αλλαγής αλόγων
(mutationes) και σταθμών διανυκτέρευσης (mansiones) που αφορά

244 Σημ. Kavunlu, πρ. Belkis, Τουρκία (37°3′31″N 37°51′57″E). Ελληνιστική Σελεύ-

κεια η επί του Ζεύγματος ή Σελεύκεια προς Ευφράτην ή Ζεύγμα. Βλ. J. Wagner, Seleu-
keia am Euphrat / Zeugma [TAVO Beihefte B 10], Wiesbaden 1976.
245 Σημ. Antakya, επ. Hatay, Τουρκία (36°12′N 36°09′E). Βλ. Christine Kondoleon

(εκδ.), Antioch. The Lost Ancient City, Princeton, NJ 2001.


246 Σημ. Kapısuyu, επ. Hatay, Τουρκία (36°08′N 35°56′E). Αρχ. Ὕδατος ποταμοί. Βλ.

Στράβων, Γεωγραφικά 16.2.8: «… ἐκαλεῖτο δ' ἡ Σελεύκεια πρότερον ῞Υδατος ποταμοί·


ἔρυμα δέ ἐστιν ἀξιόλογον…».
247 J. Rougé (έκδ.), Expositio 158, XXIII.
248 Itinerarium Burdigalense ή Hierosolymitanum ή Οδοιπορικό του προσκυνητή

του Μπορντώ που χρονολογείται στα 333. Βλ. το κείμενο στο K. Miller (έκδ.), Itinera-
ria Romana. Römische Reisewege an der Hand der Tabula Peutingeriana, Roma 1964 (α΄
έκδοση Stuttgart 1916) (στο εξής: K. Miller [έκδ.], Itineraria Romana), σ. LXVIII-LXX.
Βλ. επίσης J. Elsner, The Itinerarium Burdigalense: Politics and Salvation in the Geogra-
phy of Constantine's Empire, The Journal of Roman Studies 90 (2000) 181-195. ― L.
Douglass, A New Look at the Itinerarium Burdigalense, Journal of Early Christian Stud-
ies 4.3 (1996) 313-333.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 57

στην προσκυνηματική διαδρομή από τη Βουρδιγάλα249 της Γαλλίας


στην Ιερουσαλήμ. Μεταξύ Αντιόχειας και Κωνσταντινούπολης αναφέ-
ρονται 11 πόλεις και 40 ενδιάμεσοι σταθμοί που διασχίζουν διαγωνίως
το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Από την Αντιόχεια της Συρίας, οι πό-
λεις - σταθμοί από τα ΝΑ προς τα ΒΔ είναι οι παρακάτω: Μοψουε-
στία250, Άδανα251 και Ταρσός252, πρωτεύουσα της επ. Κιλικίας Α΄. Η
οδός στρέφεται προς τα ΒΔ, διασχίζει τις Κιλίκιες Πύλες253, διέρχεται
από τη Φαυστινόπολη254 και περνά από τα Τύανα255, πρωτεύουσα της
επ. Καππαδοκίας Β΄. Έπειτα στρέφεται προς τα ΒΑ, παρακάμπτοντας
το Αργαίον256 όρος, περνά από τη Ναζιανζό257 και φθάνει στην
Κολόνεια258, στο μικρασιατικό οροπέδιο. Η διαδρομή συνεχίζει με ΒΔ

249 Σημ. Bordeaux, παρά τον π. Garonne, ΝΔ Γαλλία (44°50′N 0°35′W). Για την Bur-
digala στην Ύστερη Αρχαιότητα, βλ. H. Shivan, «Bordeaux», στο G. W. Bowersock κ.ά.,
Late Antiquity, σ. 347-348.
250 Αρχαιολογική θέση (36°57′28″N 35°37′10″E), μεταξύ των σημ. οικισμών

Yakapınar και Eski Misis, επ. Adana, Τουρκία, παρά τον π. Πύραμο (σημ. Ceyhan
Nehri). Αρχ. Μόψου Εστία ή Μόψιον ή Μόψος, ελληνιστική Σελεύκεια πρὸς τὸν Πύ-
ραμον, Σελεύκεια Πύραμος ή Σελεύκεια Κιλικίας ή Σελεύκεια πρὸς Πυράμῳ, ρωμ.
Hadriana και αργότερα Decia, πρώιμη βυζ. Μοψουεστία Κιλικίας Β΄. Βλ. F. Hild – H.
Hellenkemper, Tabula Imperii Byzantini 5. Kilikien und Isaurien [Denkschriften der Ös-
terreichische Akademie der Wissenschaften, Philosophisch-historische Klasse 215], Wien
1990 (στο εξής: TIB Kilikien), σ. 351–359.
251 Σημ. Adana, Τουρκία (37°0′N 35°19.28′E). Αρχ. Addvr, ελληνιστική Ἀντιόχεια

ἐπὶ Σάρον και Ἀντιόχεια τῆς Κιλικίας, ρωμ. Antiochia ad Sarum, πρώιμη βυζ. Άδανα
Κιλικίας Α΄. Βλ. TIB Kilikien 154-158. Στην είσοδο της πεδιάδας της Κιλικίας (σημ.
Çukurova), στις ΝΑ υπώρειες της οροσειράς του Ταύρου (Toros Dağları).
252 Σημ. Tarsos, επ. Mersin, Τουρκία (36°55′00″N 34°53′44″E). Ελληνιστική Ἀντιό-

χεια τοῦ Κύδνου, ρωμ. Antiochia ad Cydnum, πρώιμη βυζ. Ταρσός. Βλ. TIB Kilikien
428-439. Πρωτεύουσα της Κιλικίας Α΄, σε κομβικό σημείο που συνδέει την πεδιάδα της
Κιλικίας με την κεντρική Μικρά Ασία και την ανατολική Μεσόγειο.
253 Σημ. Gülek Bogazi. Βλ. TIB Kilikien 302. Σημαντικό ορεινό εμπορικό κα στρα-

τιωτικό πέρασμα σε υψόμετρο 1000 μ. στην οροσειρά του Ταύρου που συνδέει την Κι-
λικία με την Καππαδοκία.
254 Παρά τον σημ. οικισμό Toraman, επ. Niğde, Τουρκία (37°38′23.78″N

34°41′3.37″E). Ρωμ. Colonia Faustinopolis και Halala, πρώιμη βυζ. Φαυστινόπολις Καπ-
παδοκίας Β΄. Βλ. F. Hild – M. Restle, Tabula Imperii Byzantini 2. Kappadokien (Kap-
padokia, Charsianon, Sebasteia und Lykandos) [Denkschriften der Österreichische
Akademie der Wissenschaften, Philosophisch-historische Klasse 149], Wien 1981 (στο
εξής: TIB Kappadokien), σ. 258-259.
255 Σημ. Kemerhisar, επ. Niğde, Τουρκία (37°50′53″N 34°36′40″E). Αρχ. Tuwanuwa,

ελληνιστική Εὐσέβεια, ρωμ. Colonia Aurelia Antoniniana και Tyanitis, πρώιμη βυζ.
Τύανα Καππαδοκίας Β΄ και Χριστούπολις. Βλ. TIB Kappadokien 298-299. Σε καλά
υδρευόμενη και εύφορη περιοχή.
256 Σημ. όρ. Hasan Dağ. Βλ. TIB Kappadokien 136-138.
257 Σημ. Nenezigözü, Τουρκία (38°23′40″N 34°22′53″E). Βλ. TIB Kappadokien 244-245.
258 Σημ. Aksaray, Τουρκία (38°22′N 34°02′E). Αρχ. Garsaura, κλασ. Ἀρχελαΐς, ρωμ.

Colonia Claudia Archelais, πρώιμη βυζ. Κολόνεια ή Κολώνεια Καππαδοκίας Β΄. Βλ.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


58 Δημήτρης Π. Δρακούλης

κατεύθυνση, περνά από τις πόλεις Παρνασσός259 και Άσπονα260 και


φθάνει στην Άγκυρα261, πρωτεύουσα της επαρχίας Γαλατίας. Στη συ-
νέχεια στρέφεται ΒΔ, κατευθύνεται προς την Αναστασιούπολη262,
περνώντας την Ιουλιούπολη263 παρά τον π. Σκόπα264, και αφήνοντας
την επ. Γαλατίας εισέρχεται στην επ. Βιθυνίας. Η διαδρομή διασχίζει
τις αγροτικές περιοχές – ρεγεώνες με τους ομώνυμους οικισμούς Δω-
ρίς265 και Τατάϊον266, και ακολουθώντας για ένα διάστημα τη ροή του
π. Σαγγάριου φθάνει στη Νίκαια267. Κατόπιν η διαδρομή παίρνει βό-

TIB Kappadokien 207. Σε εύφορη και καλά υδρευόμενη περιοχή, 40 χλμ. Α της αλμυ-
ρής λίμνης Τάττα (σημ. Tuz Gölü).
259 Σημ. Değirmenyolu, πρώην Parlasan, επ. Ankara, Τουρκία (39°3'0"N 33°36'0"E).

Βλ. TIB Kappadokien 252-253.


260 Σημ. Sarıhüyük, 20 χλμ. Β της αλμυρής λίμνης Τάττα (Tuz Gölü), επ. Ankara,

Τουρκία (39°18′N 33°17′E). Στην πρώιμη βυζ. περίοδο Ἄσπονα Γαλατίας Α΄. Βλ. K.
Belke – M. Restle, Tabula Imperii Byzantini 4. Galatien und Lykaonien [Denkschriften
der Österreichische Akademie der Wissenschaften, Philosophisch-historische Klasse 172],
Wien 1984 (στο εξής: TIB Galatien), σ. 135.
261 Σημ. Ankara, Τουρκία (39°56′N 32°52′E). Στην πρώιμη βυζ. περίοδο πρωτεύουσα

της επαρχίας Γαλατίας Α΄. Βλ. TIB Galatien 126-130. Βλ. επίσης D. H. French (εκδ.),
Roman, Late Roman and Byzantine Inscriptions of Ankara: A Selection, Ankara 2003.
― C. Foss, Late Antique and Byzantine Ankara, Dumbarton Oaks Papers 31 (1977) 27-
87. Στο σημείο σύγκλισης τριών μικρότερων ποταμών στον μεγαλύτερο π. Ankara
Çayı, παραπόταμο του π. Σαγγάριου (Sakarya).
262 Αρχαιολογική θέση Dikmen Hüyük, Τουρκία (40°1'34.15"Ν 31°57'51.38"Ε). Αρχ.

Λαγανία, ρωμ. Lagania, πρώιμη βυζ. Ἀναστασιούπολις Γαλατίας Α΄. Βλ. TIB Galatien
125-126.
263 Σημ. Sarılar, Τουρκία (40°6'48.05"Ν 31°38'55.78"Ε). Αρχ. Γορδίου Κώμη, ρωμ.

Iuliupolis, πρώιμη βυζ. Ἰουλιόπολις και Ἡλιούπολις Γαλατίας Α΄. Βλ. TIB Galatien
181-182.
264 Σημ. π. Aladağı Çayı. Βλ.TIB Galatien 226.
265 Στην περιοχή του σημ. οικισμού Çayköy, Τουρκία (40°14'45.30"Ν 30°45'38.04"Ε).

Βλ. Barrington Atlas 792.


266 Παρά τον σημ. οικισμό Arıcaklar, επ. Bilecik, Τουρκία (40°17′0″N 30°22′0″E).

Βλ. Barrington Atlas 1219.


267 Σημ. İznik, Τουρκία (40°25′45″N 29°43′16″E). Αρχ. Ἀγκώρη και Ἐλικώρη, ελλη-

νιστική Ἀντιγονεία, ρωμ. Nicæa, πρώιμη βυζ. Νίκαια επ. Βιθυνίας, παρά την λίμνη
Ασκανία (İznik Gölü). Βλ. K. Belke, Bithynien. Historische und geographische Beobach-
tungen zu einer Provinz in byzantinischer Zeit, στο E. Winter – K. Zimmermann (εκδ.),
Neue Funde und Forschungen in Bithynien: Friedrich Karl Dörner zum 100. Geburtstag
gewidmet [Asia Minor Studien 69], Bonn 2013, σ. 83-110. ― Δ. Π. Δρακούλης, Συμβολή
στη μελέτη της Επαρχίας Βιθυνίας κατά την πρώιμη Βυζαντινή Περίοδο, στο Θ. Κορ-
ρές κ.ά. (εκδ.), Φιλοτιμία. Τιμητικός τόμος για την ομότιμη καθηγήτρια Αλκμήνη
Σταυρίδου-Ζαφράκα, Θεσσαλονίκη 2011, σ. 147-172, ιδιαίτερα σ. 161 (στο εξής: Δ. Π.
Δρακούλης, Συμβολή). ― R. Bondoux, Les Villes, στο B. Geyer – J. Lefort (εκδ.), La
Bithynie au Moyen Âge [Réalités byzantines 9], Paris 2003, σ. 377-409 (στο εξής: R.
Bondoux, Les Villes), εδώ 396-399. ― C. Foss, Nicaea. A Byzantine Capital and its Prais-
es, Brookline, MA 1996, σ. 5-15.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 59

ρεια διεύθυνση και φθάνει στη Νικομήδεια268, πρωτεύουσα της επαρ-


χίας Βιθυνίας. Έπειτα στρέφεται προς δυσμάς και ακολουθώντας
παράκτια πορεία φθάνει στη Χαλκηδόνα269, τελευταίο σταθμό επί της
ασιατικής ηπείρου και περνά στην Ευρώπη με άφιξη στην Κωνσταντι-
νούπολη270, έχοντας καλύψει μια απόσταση από την Αντιόχεια περ.
1.100 χλμ. Η άφιξη στην Κωνσταντινούπολη σηματοδοτεί την επαφή
με το ευρωπαϊκό αστικό τοπίο της βασιλεύουσας πόλης της Ανατολι-
κής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

15. «Ἀπὸ Κωνσταντίνου πόλεως ἕως Ῥώμης μοναὶ πς΄».

Η χερσαία αυτή διαδρομή που οι Οδοιπορίες αναφέρουν πως


πραγματοποιείται σε 86 ημέρες, πιθανόν ακολουθούσε τον σημαντικό
διαπεριφερειακό άξονα που αποκαλούνταν Βασιλική Οδός271 (Εικόνα
11). Η οδός αυτή εκκινεί από την Κωνσταντινούπολη και κατευθυνό-
μενη προς Δ, περνά παραλιακά από την Ηράκλεια272, στρέφεται έπειτα

268 Σημ. İzmit, Τουρκία (40°46′N 29°55′E). Βλ. Δ. Π. Δρακούλης, Συμβολή 156-157.
― R. Bondoux, Les Villes 399-402. ― C. Foss, Nicomedia [Survey of Medieval Castles of
Anatolia 2 = British Institute of Archaeology at Ankara, Monograph 21], Ankara 1996.
269 Σημ. Kadıköy, Τουρκία (40°59′0″N 29°2′0″E). Βλ. G. Fiaccadori, «Chalcedon», στο

ODB, τ. Ι, σ. 403-404.
270 Σημ. Istanbul, Τουρκία (41°00′49″N 28°57′18″E). Βλ. A. Külzer, Tabula Imperii

Byzantini 12. Ostthrakien (Eurōpē) [Denkschriften der Österreichische Akademie der


Wissenschaften, Philosophisch-historische Klasse 369], Wien 2008 (στο εξής: TIB Ost-
thrakien), σ. 461-473. ― M. Restle, «Konstantinopel», στο M. Restle (εκδ.), Reallexikon
zur byzantinischen Kunst, τ. IV, Stuttgart 1989, σ. 366-737. Για την Κωνσταντινούπολη
στο πλαίσιο του Itinerarium Burdigalense, βλ. R. W. B. Salway, There but Not There:
Constantinople in the Itinerarium Burdigalense, στο Lucy Grig – G. Kelly (εκδ.), Two
Romes: Rome and Constantinople in Late Antiquity, Oxford 2012, σ. 293-324, ιδιαίτερα
σ. 297-298 και εικ. 13.1.
271 Για τη Βασιλική Οδό ή Via Diagonalis ή Via Militaris, βλ. Δ. Π. Δρακούλης, Η

περιφερειακή οργάνωση των οικισμών της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κα-


τά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο (4ος-6ος αιώνας), τ. Ι: Θρακική – Ιλλυρικόν – Ασιανή
[Βυζαντινά Κείμενα και Μελέτες 53Α], Θεσσαλονίκη 2009, σ. 56. ― TIB Ostthrakien
194-195. ― Άννα Αβραμέα, Χερσαίες και θαλάσσιες επικοινωνίες, στο Αγγελική Ε.
Λαΐου κ.ά. (εκδ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα, τ.
Α΄-Γ΄, Αθήνα 2007 (στο εξής: Οικονομική ιστορία), τ. Α΄, σ. 125-168, εδώ 135-136. ― P.
Soustal, Tabula Imperii Byzantini 6. Thrakien [Denkschriften der Österreichische Aka-
demie der Wissenschaften, Philosophisch-historische Klasse 221], Wien 1991 (στο εξής:
TIB Thrakien), σ. 132-135. ― K. Miller (έκδ.), Itineraria Romana 515-516. ― C. J.
Jireček, Die Heerstrasse von Belgrad nach Constantinopel und die Balkanpässe. Eine his-
torisch-geographische Studie, Prag 1877 (ανατ. Amsterdam 1967), σ. 1-68.
272 Αρχ. Πέρινθος, στην πρώιμη βυζ. περίοδο ως Ἡράκλεια, πρωτεύουσα επ. Εὐρώ-

πης. Σημ. Ereğli, επαρχία Tekirdağ, Τουρκία (40°58′11″N 27°57′19″E). Βλ. Δ. Π. Δρα-
κούλης, Η οικο-γεωγραφική οργάνωση της επαρχίας Ευρώπης κατά την πρώιμη
βυζαντινή περίοδο, Βυζαντιακά 29 (2010) 13-47, σ. 31-32. ― TIB Ostthrakien 398-408.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


60 Δημήτρης Π. Δρακούλης

προς τα ΒΔ και φθάνει στην Αδριανούπολη273. Στη συνέχεια περνά


από την Φιλιππούπολη274 και πάντα με ΒΔ κατεύθυνση διέρχεται από
τη Σαρδική275 και τη Ναϊσσό276. Κατόπιν με βόρεια διεύθυνση περνά
από το Horreum Margi277, το Βιμινάκιον278 και το Σιγγίδουνον279 με
άφιξη στο Σίρμιον280. Από εκεί κατευθύνεται προς Δ, περνά από τις
πόλεις Cibalae281, Servitium282, Siscia283 και Emona284 και φθάνει στην

― M. H. Sayar, Perinthos-Herakleia (Marmara Ereğlisi) und Umgebung. Geschichte, Te-


stimonien, griechische und lateinische Inschriften [Denkschriften der Österreichische
Akademie der Wissenschaften, Philosophisch-historische Klasse 269], Wien 1998.
273 Αρχ. Uscudama, ρωμ. Hadrianopolis, στην πρώιμη βυζ. περίοδο ως Ἀδριανόπο-

λις, πρωτεύουσα επ. Αἰμίμοντου, στη συμβολή των π. Άρδα, Τούντζα και Έβρου. Σημ.
Edirne, Τουρκία (41°40′37″N 26°33′20″E). Βλ. TIB Thrakien 161-167.
274 Αρχ. Pulpudeva, ρωμ. Trimontium, στην πρώιμη βυζ. περίοδο ως Φιλιππούπολις,

πρωτεύουσα επ. Θράκης, παρά τον π. Μαρίτσα. Σημ. Plovdiv, Βουλγαρία (42°9′N
24°45′E). Βλ. I. Topalilov, «Philippopolis», στο R. Teofilov Ivanov (εκδ.), Tabula Imperii
Romani K 35/2, Philippopolis, Sofia 2012, σ. 293-299. ― R. F. Hoddinott, Bulgaria in
Antiquity. An Archaeological Introduction, New York 1975, σ. 187-195.
275 Ρωμαϊκή Ulpia Serdica, στην πρώιμη βυζ. περίοδο ως Σαρδική, πρωτεύουσα επ.

Δακίας Μεσογείου, παρά τον π. Οἶσκο (Iskar). Σημ. Σόφια, Βουλγαρία (42.70°N
23.33°E). Βλ. J. S̆as̆el (εκδ.), Tabula Imperii Romani K 34, Naissus, Dyrrhachion – Scupi
– Serdica – Thessalonike, Ljubljana 1976 (στο εξής: TIR Naissus), σ. 113.
276 Ρωμ. Naissus, παρά τον π. Άνω Μοράβα. Σημ. Niš, Σερβία (43°19′09″N

21°53′46″E). Βλ. TIR Naissus 89-90.


277 Horreum Margi, δηλ. αποθήκη σιτηρών (ὡρεῖον) παρά τον π. Μοράβα. Σημ.

Ćuprija, Σερβία (43°56′N 21°22′E). Βλ. TIR Naissus 63.


278 Ρωμ. Viminacium ή Viminatium, στην πρώιμη βυζ. περίοδο ως Βιμινάκιον, πρω-

τεύουσα επ. Μυσίας Α΄, παρά τον π. Δούναβη. Σε αρχαιολογική. θέση 12 χλμ. από το
σημ. Kostolac, Σερβία (44.736980°N 21.225605°E). Βλ. S. Soproni (εκδ.), Tabula Imperii
Romani L 34. Aquincum – Sarmizegetusa – Sirmium, Amsterdam 1968 (στο εξής: TIR
Aquincum), σ. 119.
279 Ρωμ. Singidunum, παρά τον π. Δούναβη. Σημ. Βελιγράδι, πρωτεύουσα της Σερ-

βίας (44.82°N 20.46°E). Βλ. P. Cabanes, «Singidunum», στο H. Cancik – H. Schneider


(εκδ.), Der neue Pauly. Enzyklopädie der Antike. Das klassische Altertum und seine Re-
zeptionsgeschichte, τ. ΧΙ, Stuttgart 2001, σ. 583. ― A. Kazhdan, «Singidunum», στο
ODB, τ. ΙΙΙ, σ. 1904.
280 Ρωμαϊκό Sirmium, στην πρώιμη βυζ. περίοδο ως Σίρμιον, πρωτεύουσα επ. Παν-

νονίας. Σημ. Sremska Mitrovica, επ. Vojvodina, Σερβία (44°59′N 19°37′E). Βλ. V.
Popović (εκδ.), Sirmium. Αrchaeological Ιnvestigations in Sirmian Pannonia, τ. Ι, Bel-
grade 1971. ― TIR Aquincum 103.
281 Σημ. Vinkovci, Κροατία (45°17′28″N 018°48′04″E). Βλ. TIR Aquincum 46-47.
282 Σημ. Bosanska Gradiška, Βοσνία – Ερζεγοβίνη, στη δεξιά όχθη του π. Σάβου

(Sava) (45°8′ 0″N 17°15′0″E). Βλ. Barrington Atlas 296.


283 Ρωμ. Siscia ή Segestica, σημ. Sisak, Κροατία (45°29′N 16°22′E). Βλ. J. S̆as̆el,

«Siscia», στο H. Gärtner (εκδ.), Realencyclopädie der classischen Altertumswissenschaft,


Suppl. XIV, München 1974, στ. 702-741.
284 Σημ. Ljubljana, πρωτεύουσα της Σλοβενίας (46°03′20″N 14°30′30″E). Βλ. J. S̆as̆el,

«Emona», στο K. Ziegler (εκδ.), Realencyclopädie der classischen Altertumswissen-


schaft, Suppl. XI, Stuttgart 1968, στ. 539-578.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 61

Aquileia285. Έχοντας εισέλθει στην ιταλική χερσόνησο, στρέφεται προς


τα ΝΑ και διέρχεται παραλιακά από τις πόλεις Ραβέννα286 και
Ariminum287. Στη συνέχεια η διαδρομή ακολουθεί τη Via Flaminia288,
περνά παραλιακά από την Fanum Fortunae289, στρέφεται έπειτα νότια,
διασχίζοντας εγκάρσια τα κεντρικά Απέννινα όρη, φθάνει στο
Spoletium290 και καταλήγει στη Ρώμη291, έχοντας καλύψει περ. 2.100
χλμ. Ο ανώνυμος συγγραφέας της Expositio mundi αναφέρει για τη
Ρώμη πως είναι το στολίδι της Ιταλίας, μια βασιλική πόλη που έχει κο-
σμηθεί από διάφορους αυτοκράτορες με λαμπρά δημόσια κτίρια και
καλά σχεδιασμένο ιππόδρομο. Αναφέρεται επίσης στην ύπαρξη του π.
Τίβερη που τη διαρρέει, από όπου φθάνουν όλα τα ξένα εμπορεύματα
στην πόλη292.

16. «Ἀπὸ Ῥώμης εἰς Γαλλίαν μοναὶ κζ΄».

Τον 6ο αιώνα οι περιοχές που ανήκαν προηγουμένως στη Δυτική


Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έχουν περάσει στην εξουσία γερμανικών φύ-
λων. Στα δυτικά Βαλκάνια, στην πρ. Dioecesis Pannoniae εγκαθίστα-
νται ως Ρωμαίοι μισθοφόροι οι Οστρογότθοι. Στη συνέχεια
επεκτείνονται στην ιταλική χερσόνησο, στην πρώην Dioecesis Italiae
suburbicariae και υπό τον Θεοδώριχο τον Μέγα (β. 471-526) εγκαθι-
δρύουν το βασίλειό τους με πρωτεύουσα τη Ραβέννα, αναγνωρίζοντας

285 Στον μυχό της Αδριατικής Θάλασσας, σε απόσταση 10 χλμ. από τη θάλασσα.
Σημ. Aquileia, Ιταλία (45°46′N 13°22′E). Βλ. M. Buora – Franca Maselli Scotti (εκδ.),
Aquileia romana: vita pubblica e privata, Venezia 1991.
286 Σημ. Ravenna, Ιταλία (44°25′04″N 12°11′58″E). Βλ. G. Susini (εκδ.), Storia di Ra-

venna, τ. Ι: L'Evo antico, Venezia 1990.


287 Σημ. Rimini, Ιταλία (44°03′00″N 12°34′00″E). Βλ. C. Negrelli, Rimini bizantina:

topografía e cultura materiale, στο C. Ravara Montebelli (εκδ.), Adrias, 2. Ariminum,


storia e archeologia (Atti della Giornata di Studio su Ariminum, un laboratorio archeolo-
gico), Roma 2006, σ. 189-222. ― G. A. Mansuelli, Edizione archeologica della Carta
d’Italia al 100.000, Foglio 101 (Rimini), Firenze 1949, σ. 7-33.
288 G. Radke, «Viae publicae Romanae», στο K. Ziegler (εκδ.), Realencyclopädie der

classischen Altertumswissenschaft, Suppl. ΧΙΙΙ, München 1973, στ. 123-159. ― G. Messi-


neo, La Via Flaminia da Porta del Popolo a Malborghetto, Roma 1991.
289 Σημ. Fano, Ιταλία (43°50′N 13°01′E). Βλ. F. Milesi (εκδ.), Fano romana, Fano

1992. ― N. Alfieri, Per la topografia storica di Fanum Fortunae (Fano), Rivista Storica
dell’Antichità 6-7 (1976-1977) 147-171.
290 Σημ. Spoleto, Ιταλία (42°44′N 12°44′E). Βλ. L. Di Marco, Spoletium. Topografia e

urbanistica, Spoleto 1975.


291 Σημ. Roma, πρωτεύουσα της Ιταλίας (41°54′N 12°30′E). Βλ. L. Richardson, Jr., A

New Topographical Dictionary of Ancient Rome, Baltimore, MD – London 1992. ― F.


Coarelli, Guida archeologica di Roma, Milano 1984.
292 J. Rougé (έκδ.), Expositio 192-194, LV.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


62 Δημήτρης Π. Δρακούλης

αρχικά τη Βυζαντινή επικυριαρχία και αμφισβητώντας την αργότερα.


Στη νότια Γαλλία, στην πρ. Dioecesis Viennensis εγκαθίστανται ως
Ρωμαίοι μισθοφόροι οι Βησιγότθοι με πρωτεύουσα την Τουλούζη
(regnum Tolosanum). Κατόπιν επεκτείνονται στο νότιο και κεντρικό
τμήμα της ιβηρικής χερσονήσου, εκδιώκοντας τους Βανδάλους από τις
πρώην ρωμαϊκές επαρχίες Tarraconensis, Carthaginiensis και Baetica.
Το 507 εκδιώκονται από τους Φράγκους από τη νότια Γαλλία και πε-
ριορίζονται στο μεγαλύτερο τμήμα της Ιβηρικής με πρωτεύουσα το
Τολέδο293. Παρά την κατάρρευση της πολιτικής και διοικητικής δομής,
οι οικονομικές και εμπορικές δραστηριότητες δεν μειώνονται294.
Η διαδρομή που αναφέρεται από τη Ρώμη στη Γαλλία, δηλαδή τη
Γαλατία, καλύπτεται σε 27 ημέρες και πιθανόν γίνεται χρήση κάποιων
βασικών ρωμαϊκών οδικών αξόνων (Εικόνα 12). Εκκινεί από τη Ρώμη
και κατά μήκος της Via Aurelia295, μέσω Cosa296, αφίκνειται στην Pi-
sae297. Συνεχίζει ακολουθώντας ένα τμήμα της Via Aemilia Scauri298,
μέσω Luna299, και φθάνει στη Genua300. Από εκεί η κοντινότερη δια-
δρομή για τη Γαλατία (Γαλλία) είναι η παραλιακή, κάνοντας χρήση
της Via Julia Augusta301, που μέσω Forum Iulii302 και Aquae Sextiae303,
φθάνει στην Arelate304, καλύπτοντας περ. 800 χλμ.

293Το ΒΔ τμήμα της χερσονήσου κατέχει το Σουηβικό βασίλειο της Γαλικίας, ενώ την
περίοδο 552-624, με την ιουστινιάνεια παλινόρθωση, το νότιο παραλιακό τμήμα και οι
Βαλεαρίδες νήσοι συνιστούν τη βυζαντινή επαρχία Ἱσπανιῶν (Provincia Spaniae).
294 N. Christie, The Fall of the Western Roman Empire. An Archaeological and His-

torical Perspective, London – New York 2011.


295 F. Castagnoli, La via Aurelia da Roma a Forum Aureli [Quaderni dell'Istituto di

topografia antica della Università di Roma 4], Roma 1968. ― K. Miller (έκδ.), Itineraria
Romana 33.
296 Σημ. Ansedonia, Τοσκάνη, Ιταλία (42°24′39.3078″N 11°17′11.4102″E). Βλ. F. E.

Brown, Cosa: The Making of a Roman Town [Jerome Lectures 13], Ann Arbor, MI 1980.
297 Σημ. Pisa, Τοσκάνη, Ιταλία (43°43′N 10°24′E). Βλ. P. L. Rupi – A. Martinelli

(εκδ.), Pisa. Storia urbanistica, Pisa 1997.


298 Elizabeth Fentress, Via Aurelia, Via Aemilia, Papers of the British School at

Rome 52 (1984) 72-76. ― N. Lamboglia, Liguria romana. Studi storico-topografici, Alas-


sio 1939. ― K. Miller (έκδ.), Itineraria Romana 191.
299 Σημ. Luni, Λιγουρία, Ιταλία (44°04′00″N 10°02′00″E). Βλ. A. M. Durante – L.

Gervasini (εκδ.), Luni. Guida archeologica, Roma 2000.


300 Σημ. Genova, Λιγουρία, Ιταλία (44°24′40″N 8°55′58″E). Βλ. M. Milanese, Genova

romana. Mercato e città dalla tarda età repubblicana a Diocleziano dagli scavi del Colle
di Castello (Genova – S. Silvestro 2) [Studia Archaeologica 62], Roma 1993.
301 K. Miller (έκδ.), Itineraria Romana 193.
302 Σημ. Fréjus, στην Κυανή Ακτή, Γαλλία (43°25′59″N 6°44′13″E). Ρωμ. Colonia Fo-

rum Iulii. Βλ. A. L. F. Rivet, Gallia Narbonensis: Southern France in Roman Times,
London 1988, σ. 226-230. ― P.-A. Février, Fréjus (Forum Iulii) et la basse vallée de
l’Argens, Cuneo 1977.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 63

Όπως όμως προαναφέρθηκε, σε ένα από τα χειρόγραφα των


Οδοιποριών, η λέξη «Γαλλία» αντικαθίσταται με τη λέξη «Γαδείραν»
που αναγνωρίζεται ως η ρωμαϊκή πόλη Gades (σημ. Cádiz) στην Ισπα-
νία. Η διαδρομή από την Arelate στην Gades καλύπτει επιπλέον περί-
που 1400 χλμ. Έτσι, αν ληφθεί υπόψη η εναλλακτική αυτή εκδοχή του
τελικού προορισμού, η διαδρομή συνεχίζει με τη Via Domitia, που μέ-
σω Narbo Martius305, συνδέει τη Γαλατία με την Ισπανία. Διασχίζει
παραλιακά τα Πυρηναία όρη και περνά από Emporiae306 και Barci-
no307, φθάνοντας στην Tarrago308. Από εκεί, κάνοντας χρήση της Via
Augusta309, συνεχίζει παραλιακά ως το Saguntum310, έπειτα στρέφεται
στο εσωτερικό προς Δ και μέσω Corduba311 και Hispalis312 κατεβαίνει

303 Σημ. Aix-en-Provence, Γαλλία (43°31′35″N 5°26′44″E). Ρωμ. Colonia Aquae Sex-

tiae. Βλ. R. Ambard, Aix romaine : nouvelles observations sur la topographie d’Aquae
Sextiae, Aix-en-Provence 1984. ― J. Guyon, Aix-en Provence, στο V. Duval – P.-A. Fé-
vrier – J. Guyon (εκδ.), Topographie chrétienne des cités de la Gaule, des origines au mi-
lieu du VIIIe siècle, τ. ΙΙ: Provinces ecclésiastiques d’Aix et d’Embrun (Narbonensis
Secunda et Alpes Maritimae), Paris 1986, σ. 17-28.
304 Σημ. Arles, Γαλλία (43°40′36″N 4°37′40″E). Ρωμ. Colonia Arelate, στην Ύστερη

Αρχαιότητα γνωστή και ως Constantina. ― P.-A. Février, Arles, στο L. Biarne κ.ά.
(εκδ.), Topographie chrétienne des cités de la Gaule, des origines au milieu du VIIIe
siècle, τ. ΙΙΙ: Provinces ecclésiastiques de Vienne et d’Arles (Viennensis et Alpes Graiae
et Poeninae), Paris 1986, σ. 73-84.
305 Σημ. Narbonne, Ακουιτανία, ΝΔ Γαλλία (43°11′01″N 3°00′15″E). Ρωμ. Colonia

Narbo Martius και Colonia Iulia Paterna Claudia. Βλ. M. Gayraud, Narbonne antique
des origines à la fin du IIIe siècle [Revue Archéologique de Narbonnaise, supplément 8],
Paris 1981.
306 Σημ. Empúries, Καταλονία, Ισπανία (42°08′05″N 03°07′14″E). Βλ. J. Guitart Du-

ran – G. Fatás Cabeza (εκδ.), Tabula Imperii Romani K-J 31. Tarraco-Baleares, Madrid
1997 (στο εξής: TIR Tarraco), σ. 71-75.
307 Σημ. Barcelona, Καταλονία, Ισπανία (41°23′N 2°11′E). Ρωμ. Colonia Barcino και

Colonia Iulia Augusta και Paterna Faventia. Βλ. TIR Tarraco 44-49.
308 Σημ. Tarragona, Καταλονία, Ισπανία (41°06′56.51″N 1°14′58.54″E). Ρωμ. Colonia

Tarraco και Colonia Iulia Urbs Triumphalis. Βλ. TIR Tarraco 151-155.
309 Via Augusta ή Via Herculea ή Via Exterior. Βλ. M. G. Schmidt, A Gadibus

Romam. Myth and Reality of an Ancient Route, Bulletin of the Institute of Classical
Studies 54.2 (2011) 71-86, ιδιαίτερα σ. 81 και χ. 3. ― P. Sillières, Les voies de communi-
cation de l'Hispanie méridionale [Publications du Centre Pierre Paris 20], Paris 1990, σ.
291-299, 303-316. ― K. Miller (έκδ.), Itineraria Romana 148-149.
310 Σημ. Sagunto, Βαλένθια, Ισπανία (39°40′35″N 0°16′24″W). Βλ. K. Abel,

«Saguntum», στο K. Ziegler – W. Sontheimer (εκδ.), Der Kleine Pauly. Lexikon der
Antike, τ. IV, München 1979, σ. 1500.
311 Σημ. Córdoba, Ανδαλουσία, Ισπανία (37°53′0″N 4°46′0″W). Ρωμ. Colonia Patricia.

Βλ. R. C. Knapp, Roman Córdoba [University of California Publications, Classical Stud-


ies 30], Berkeley, CA 1983.
312 Σημ. Sevilla, Ανδαλουσία, Ισπανία (37°22′38″N 5°59′13″W). Ρωμ. Colonia

Romula. Βλ. M. Kulikowski, Late Roman Spain and its Cities, Baltimore, MD – London

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


64 Δημήτρης Π. Δρακούλης

νοτίως και φθάνει στο Gades313, στη ΝΔ Ισπανία, επί του Ατλαντικού
Ωκεανού και κοντά στις Ηράκλειες Στήλες, θεωρούμενο στην Ύστερη
Αρχαιότητα ως το δυτικό άκρο της γνωστής οικουμένης.

«Ὁμοῦ μοναὶ αυκε΄, ἡ μονὴ ἔχει μίλια ξ΄. Τέλος τῆς ὁδοιπορίας
ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων».

Το κείμενο τελειώνει παρέχοντας την πληροφορία πως οι συνολι-


κοί σταθμοί είναι 1.425 και πως η μεταξύ τους απόσταση είναι 60 μί-
λια. Είναι γνωστό πως το ρωμαϊκό μίλι αντιστοιχεί σε 1.480 μ.,
επομένως η απόσταση 60 μιλίων, δηλ. περ. 90 χλμ., δεν είναι δυνατό να
καλυφθεί σε ημερήσια βάση από εμπόρους. Ακολουθώντας τη λογική
του κειμένου, οι 1.425 σταθμοί αντιστοιχούν σε περ. 128.000 χλμ.

Παρατηρήσεις

Μετά την εξέταση των κυριολεκτικών αναφορών του κειμένου,


δηλ. των προτεινόμενων γεωγραφικών διαδρομών θα επιχειρηθούν στη
συνέχεια κάποιες παρατηρήσεις σχετικές με τον χρόνο της παραγωγής
του κειμένου, τον πιθανό πομπό και τους δυνητικούς παραλήπτες ως
τμήματα της συνολικής επικοινωνιακής διαδικασίας. Οι παρατηρήσεις
συμπληρώνονται με την επισήμανση διαδρομών του ευρύτερου δικτύ-
ου των «δρόμων του μεταξιού», που διαφωτίζουν περισσότερο τα
πραγματικά σημεία εκκίνησης των προτεινόμενων από τις Οδοιπορίες
διαδρομών.
Αναφορικά με τον χρόνο παραγωγής του κειμένου υποστηρίζεται
πως θα πρέπει να τοποθετηθεί μετά την ανώνυμη συγγραφή της Expo-
sitio (359) και πριν από τη συγγραφή της Χριστιανικής Τοπογραφίας
του Κοσμά Ινδικοπλεύστη (545-550). Λαμβάνοντας υπόψη την πιθανή
σχέση του πομπού του μηνύματος με το θρησκευτικό περιβάλλον του
Νεστοριανισμού και της Εκκλησίας της Ανατολής, η παραγωγή του
κειμένου θα πρέπει να τοποθετηθεί μεταξύ του 489, χρονολογίας που
σηματοδοτεί το κλείσιμο της Θεολογικής Σχολής της Έδεσσας και της
συνακόλουθης φυγής των νεστοριανών χριστιανών στην Περσία, και
του 510-530, περιόδου κατά την οποία οι Εφθαλίτες Ούννοι ελέγχουν

2004, σ. 177-182. ― J. Campos Carrasco, La estructura urbana de la Colonia Iulia


Romula Hispalis en época imperial, Anales de arqueología cordobesa 4 (1993) 181-219.
313 Σημ. Cádiz, Ανδαλουσία, Ισπανία (36°32′N 6°17′W). Ρωμ. Colonia Augusta

Gaditana και Urbs Iulia Gaditana. Βλ. J. de Alarçao (εκδ.), Tabula Imperii Romani J-29.
Lisboa – Emerita – Scallabis – Pax Iulia – Gades, Madrid 1995, σ. 82-84. ― M. P. García-
Bellido, Colonia Augusta Gaditana, Archivo español de arqueología 61 (1988) 324-334.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 65

τη ΒΔ Ινδία. Πρόκειται για μια περίοδο, κατά την οποία οι Σασσανί-


δες εμποδίζουν την ομαλή διεξαγωγή του διεθνούς χερσαίου εμπορίου
στην επικράτειά τους. Οι πομποί του μηνύματος των Οδοιποριών προ-
τείνουν εναλλακτικές θαλάσσιες και χερσαίες διαδρομές που αποφεύ-
γουν κατά το δυνατό τη διάσχιση της σασσανιδικής Περσίας.
Στο παρασκήνιο της σύνταξης των Οδοιποριών βρίσκονται σημα-
ντικές εμπορικές επιδιώξεις που αφορούν στη διακίνηση και ανταλλα-
γή αγαθών μεταξύ εμπόρων και μεταπρατών, ο καθένας από τους
οποίους επιδιώκει ατομικό κέρδος. Για τον λόγο αυτό οι πληροφορίες
για το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων και τους σταθμούς του είναι πο-
λύτιμες. Ο βασικός σκοπός που υπηρετούν οι Οδοιπορίες είναι πρα-
κτικής φύσης. Αφορά στα εμπορικά οδικά δίκτυα μεγάλων
αποστάσεων και στους επιμέρους κόμβους τους που οδηγούν στις Ινδί-
ες, καθώς και στα προσφερόμενα και διακινούμενα προϊόντα. Τα οι-
κονομικά συμφέροντα που διακυβεύονται είναι μεγάλα και
κινητοποιούν θεωρητικές γνώσεις και πρακτικές δράσεις. Υποχρεώ-
νουν τους αποδέκτες των μηνυμάτων, δηλαδή τους μεμονωμένους κοι-
νωνικούς εκπροσώπους των εμπορικών στρωμάτων να επενδύσουν την
εμπειρική τους γνώση σε γεωγραφικά κείμενα. Τα κείμενα αυτά που
πιθανότατα έλκουν την καταγωγή τους από παλαιότερα εθνικά
ταξιδιωτικά οδοιπορικά και παράπλοες, εκχριστιανίζονται προκειμέ-
νου να συγχρονιστούν με την καινούργια θρησκευτική πραγμα-
τικότητα και τη νέα εκχριστιανισμένη εκδοχή της οικουμένης της
Ύστερης Αρχαιότητας314.
Μια οριστική απάντηση αναφορικά με την κοινωνική προέλευση
του παραγωγού των κειμένων είναι δύσκολη, μια και δεν αναφέρονται
συγκεκριμένες ενδείξεις. Ο πομπός μπορεί να ανήκει κοινωνικά στις
δυο κατηγορίες εμπορευομένων της Ύστερης Αρχαιότητας, τους
factores και τους mercatores. Οι πρώτοι είναι πράκτορες στην υπηρε-
σία τρίτων, του κράτους, πλουσίων γαιοκτημόνων ή της εκκλησίας, οι
δεύτεροι είναι ανεξάρτητοι επιχειρηματίες315. Λαμβάνοντας υπόψη την
άνοδο του εμπορίου και της νομισματικής οικονομίας στις αρχές του
6ου αιώνα, μπορεί να υποτεθεί και μια αντίστοιχη άνοδος του αριθμού
των βιοτεχνών και των εμπόρων. Οι πλέον ανίσχυροι οικονομικά από
αυτούς απευθύνονται στα πλέον ευκατάστατα μέλη της αστικής κοινω-
νίας (π.χ. δημοτικούς άρχοντες – curiales) που επενδύουν στο τοπικό
εμπόριο αλλά και στο εμπόριο μεγάλων αποστάσεων. Εμπλέκονται
επίσης μεγάλοι γαιοκτήμονες που διαθέτουν την απαραίτητη

314 N. Pigulewskaja, Byzanz 108-109.


315 Αγγελική Ε. Λαΐου, Οικονομικές και μη οικονομικές ανταλλαγές, στο Οικονο-
μική ιστορία, τ. Β΄, σ. 447-470, εδώ 453.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


66 Δημήτρης Π. Δρακούλης

οικονομική ευμάρεια για να ασχοληθούν με το εμπόριο, όπως επίσης,


μικρέμποροι, βιοτέχνες, ναυτικοί και μικρομεταπράτες. Υπάρχουν επί-
σης και ενδιάμεσοι έμποροι που αγοράζουν το ανεπεξέργαστο προϊόν,
το δίνουν σε βιοτέχνες και ιδιοκτήτες από linyphia, gynaecea και
baphia και παίρνουν τα επεξεργασμένα προϊόντα προς μεταπώληση316.
Για να γίνουν αποτελεσματικές οι εμπορικές πρακτικές πρέπει να τρο-
φοδοτηθούν με πληροφορίες για προϊόντα, ποιότητες και ποσότητες,
αλλά κυρίως για τους εναλλακτικούς δρόμους του δικτύου, τους εμπο-
ρικούς κόμβους και τις αποστάσεις μεταξύ τους. Οι ανάγκες αυτές
ανατροφοδοτούνται με κείμενα, περιγραφές και πιθανόν χάρτες που
εξασφαλίζουν, ενθαρρύνουν και εξοικειώνουν τους παραλήπτες του
μηνύματος με την ιδέα της πραγματοποίησης ενός τέτοιου ταξιδιού.
Αν η περιοχή εκκίνησης των Οδοιποριών μετά την Εδέμ και τον
παράδεισο είναι οι Μακαρινοί, δηλ. το βασίλειο των Kāmarūpa, στο
Assam της ΒΑ Ινδίας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, θα πρέπει να το-
νιστεί πως η περιοχή θεωρητικής εκκίνησης των προϊόντων και των
«δρόμων του μεταξιού» είναι η ΒΑ Κίνα. Στην περίοδο 420-589 η Κίνα
είναι διαιρεμένη σε δυο τμήματα. Το βόρειο ενοποιημένο τμήμα κυβερ-
νάται από τις δυναστείες των μογγολικής καταγωγής νομάδων εισβο-
λέων Βόρειων Wei, με πρωτεύουσα την Luoyang317. Στο κατάκερ-
ματισμένο νότιο τμήμα κυριαρχούν από τις αρχές του 3ου ως τα τέλη
του 6ου αιώνα διαδοχικά έξι δυναστείες318 κινεζικής καταγωγής, με
πρωτεύουσα την Jiankang319. Παρά τον διχασμό της χώρας, τις εμφύ-
λιες συγκρούσεις και τις πολιτικές αναταραχές, κατά την περίοδο αυτή
παρατηρείται άνθηση του εμπορίου, των τεχνών και του πολιτισμού,
με προόδους στην τεχνολογική εξέλιξη και τη διάδοση του Βουδισμού
της σχολής του «μεγάλου οχήματος» (Mahāyāna) και του Ταοϊσμού320.
Η πιθανή πόλη εκκίνησης των «δρόμων του μεταξιού» είναι η
Luoyang, η «μητρόπολις Σῖναι ἢ Θῖναι» του Πτολεμαίου (7.3.6) (Εικό-

316
Εργοστάσια υφαντουργίας με χρήση μύλων, για μάλλινα (gynaecia) και λινά
υφάσματα (linyphia), καθώς και βαφεία υφασμάτων (baphia). Βλ. A. H. M. Jones, The
Later Roman Empire, 284-602. A Social, Economic and Administrative Survey, τ. Ι-ΙΙΙ,
Norman, OK 1964, τ. II, σ. 860.
317 Luoyang ή Loyang (34°40′11″N 112°26′32″E), στην περιοχή σύγκλισης του Κίτρι-

νου π. (Huang He) με τον παραπόταμό του Luo, στο δυτικό τμήμα της σημ. επαρχίας
Henan, κεντρική Κίνα.
318 Οι διαδοχικές έξι νότιες δυναστείες που κυβέρνησαν τη νότια Κίνα ήταν οι Wu

(222-280), Dong (Ανατολικοί) Jin (317-420), Liu-Song (420-479), Nan (Νότιοι) Qi (479-
502), Nan Liang (502-557) και Nan Chen (557-589).
319 Jiankang ή Jianye, επί του π. Yangtze, σε αρχαιολογική θέση παρά τη σημ.

Nanjing ή Nanking (32°03′N 118°46′E), επαρχία Jiangsu, Κίνα.


320 M. E. Lewis, China Βetween Empires. The Northern and Southern Dynasties,

Cambridge, MA – London 2009, σ. 54-86, ιδιαίτερα σ. 82 και χ. 9.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 67

να 13). Η διαδρομή ακολουθώντας τον ρου του Κίτρινου ποταμού


(Huáng Hé) κατηφορίζει νοτιότερα και φθάνει στην Chang’an321, την
«Σήρα μητρόπολις» του Πτολεμαίου (6.16.8), το σημαντικότερο κέντρο
αποθήκευσης, διαλογής και διανομής ανεπεξέργαστου μεταξιού. Ο
δρόμος συνεχίζει δυτικότερα, περνά από την Fengxiang322 και από εκεί
κατεβαίνει ΝΔ στην Langzhong323, στο ΒΑ πεδινό τμήμα της κοιλάδας
του Szechuan και νοτιότερα στην επαρχιακή πρωτεύουσα Chengdu324.
Στη συνέχεια κατευθύνεται νοτιότερα, πάντα σε περιοχές της σημ. κι-
νεζικής επαρχίας Szechuan που διαρρέονται από τον π. Yangtze. Στρέ-
φεται έπειτα προς τα ΝΔ, για να συναντήσει τον π. Βραχμαπούτρα και
να εισέλθει στην κοιλάδα του, στο ΒΑ Assam και να αφιχθεί στην
Pragjyotishpura, πρωτεύουσα του βασιλείου των Kāmarūpa, δηλ. των
Μακαρινών του κειμένου, έχοντας καλύψει μια απόσταση περ. 2.500
χλμ. από την Chang’an.
Εκτός όμως από την κάθετη αυτή διαδρομή για τη ΒΑ Ινδία, από
την Chang’an εκκινεί στην Ύστερη Αρχαιότητα και άλλη διαδρομή
που διασχίζει την κεντρική Ασία με κατεύθυνση Α-Δ325 (Εικόνα 14). Ο
δρόμος συνεχίζει για Lanzhou326, βασικό σημείο διάβασης του Κίτρινου
π. (Huang He), και κατόπιν με ΒΔ κατεύθυνση περνά από τους οικι-
σμούς Liangzhou327, Ganzhou328 και Suzhou329, την σημαντική όαση
Anxi330 και φθάνει στο Dunhuang331, στρατηγικό κόμβο διακλάδωσης

321 Chang’an (34°11'53.08"N 108°54'36.32"E), σημ. Xi'an ή Sian, επαρχία Shaanxi,

στο βόρειο τμήμα της κεντρικής Κίνας. Για τη μεσαιωνική πόλη και τα αρχαιολογικά
ευρήματα, βλ. Valerie Hansen, The Silk Road: A New History, Oxford 2012 (στο εξής: V.
Hansen, The Silk Road), σ. 141-144. Για την πολεοδομία της πόλης και την οργάνωση
των αγορών της, βλ. V. Xiong, Sui-Tang Chang'an: A Study in the Urban History of Late
Medieval China [Michigan Monographs in Chinese Studies 85], Ann Arbor, MI 2000, σ.
165-195.
322 Fengxiang (34°34'44.42"N 107°26'33.31"E), επαρχία Shaanxi, Κίνα.
323 Langzhong (31°35′N 105°58′E), επαρχία Szechuan, Κίνα.
324 Chengdu ή Chengtu (30°39′31″N 104°03′53″E), επαρχία Szechuan, Κίνα.
325 J. I. Miller, The Spice Trade 123-126 και χ. 2, 3 και 5.
326 Lanzhou, σημ. έδρα της περιφέρειας Gansu, ΒΔ Κίνα (36°02′N 103°48′E). Στην

περίοδο της βόρειας δυναστείας Wei (386-534) μετονομάστηκε σε Zicheng.


327 Σημ. Wuwei, πρ. Liangzhou, περιφ. Gansu, ΒΔ Κίνα (37°55′41″N 102°38′29″E).
328 Σημ. Zhangye, πρ. Ganzhou, περιφ. Gansu, ΒΔ Κίνα (38°36′N 100°27′E). Όαση με

προμήθειες νερού από τον π. Ruo ή Hei Shui.


329 Σημ. Jiuquan, πρ. Suzhou, περιφ. Gansu, ΒΔ Κίνα (39°46′N 98°34′E). Κύρια πηγή

προμήθειας του φαρμακευτικού φυτού ραβέντι (Rheum rhabarbarum).


330 Αρχαιολογική θέση Anxi παρά την σημ. Guazhou, περιφ. Gansu, ΒΔ Κίνα

(40°28'37.91"N 95°46'45.13"E).
331 Dunhuang, περιφ. Gansu, ΒΔ Κίνα (40°09′N 94°40′E). Καταληκτικό σημείο στε-

νής διάβασης με την ονομασία «διάδρομος Hexi» ή «διάδρομος Gansu», ανάμεσα από
την έρημο Gobi στον Βορρά και το βόρειο θιβετιανό οροπέδιο στο Νότο. Στρατιωτικός

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


68 Δημήτρης Π. Δρακούλης

των «δρόμων του μεταξιού», έχοντας καλύψει μια απόσταση περ. 1.500
χλμ. από την Chang’an.
Από εκεί ένας πρώτος κλάδος, αποκαλούμενος «δρόμος της στέ-
πας»332, και χρησιμοποιούμενος κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής
περιόδου, κατευθύνεται βορείως της οροσειράς Tian Shan. Διασχίζει
τις οάσεις Hami333 και Turfan334 και την κομβική θέση της σημ.
Urumqi335, και μέσω Kulja336, Almaty337 και Taraz338 αποφεύγει τη διά-
βαση της οροσειράς Pamir339. Περνά έπειτα από το Chach (σημ. Τα-
σκένδη)340, κατηφορίζει ΝΔ προς τη Σαμαρκάνδη341 και κατόπιν
στρέφεται νότια και φθάνει στη Balkh – Βάκτρα, έχοντας καλύψει μια
απόσταση περ. 3.100 χλμ. από την Dunhuang.
Πάντα από τον κόμβο του Dunhuang ένας δεύτερος κλάδος, χωρί-
ζεται με τη σειρά του σε δυο επιμέρους κλάδους, στον βόρειο και νότιο
δρόμο των οάσεων342. Ο βόρειος δρόμος διασχίζει τη συνοριακή διά-

διασυνοριακός σταθμός, το δυτικότερο σημείο της κινεζικής επικράτειας, σημαντικό


κέντρο βουδιστικών μοναστηριών. Βλ. V. Hansen, The Silk Road 169-174.
332 Για τον δρόμο της στέπας, βλ. Z. Xu-Shan, The Northern Silk Route and its west-

ern terminus in the Balkans, στο Ε. Π. Δημητριάδης – Α.-Φ. Λαγόπουλος – Γ. Π. Τσό-


τσος (εκδ.), Δρόμοι και κόμβοι της Βαλκανικής. Από την αρχαιότητα στην ενιαία
Ευρώπη, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου Ιστορικής Γεωγραφίας, Θεσσαλονίκη 1998, σ.
125-132.
333 Hami ή Kumul, περιφ. Xinjiang, επίσημη ονομασία «αυτόνομη περιοχή των

Ουιγούρων του Σιντσιάνγκ», ΒΔ Κίνα (42°50′19″N 93°30′15″E). Η εύφορη όαση ήταν


γνωστή για τα αγροτικά της προϊόντα, ιδιαίτερα για τα πεπόνια και τις μουριές της.
334 Turfan ή Turpan ή Tulufan, περιφ. Xinjiang, ΒΔ Κίνα (42°58'42.21"Ν

89°10'45.57"Ε). Σημαντικό εμπορικό κέντρο. Η ευφορία του οφείλεται στο υπόγειο σύ-
στημα διανομής νερού οριζόντιων καναλιών με κάθετα φρεάτια (qanat ή karez).
335 Ürümqi, σημ. πρωτεύουσα περιφ. Xinjiang, ΒΔ Κίνα (43°49′30″N 87°36′00″E).
336 Kulja ή Taranchi Kulja, σημ. Yining ή Ghulja, περιφ. Xinjiang, ΒΔ Κίνα

(43°55′N 81°19′E). Σημ. έδρα της αυτόνομης περιοχής Ili Kazakh.


337 Almaty, πρώην Alma-Ata, Καζακστάν (43°16′39″N 76°53′45″E).
338 Taraz ή Talas, σημ. έδρα της περιφ. Jambyl, βόρειο Καζακστάν (42°54′N 71°22′E).
339 Η μεγάλη οροσειρά Pamir στην Κ. Ασία έχει τέσσερις επιμέρους κλάδους, από

τους οποίους οι τρεις, Ferghana, Karategin και Alai εκτείνονται από Α προς Δ και ο
τέταρτος Sarikol (αρχ. Ἠμώδη ὄρη) από Β προς Ν. Ανάμεσά τους δημιουργείται
οροπέδιο 600×450 χλμ. με επτά επιμέρους κοιλάδες. Βλ. J. I. Miller, The Spice Trade
127-128.
340 Tashkent, σημ. πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν (41°16′N 69°13′E). Στην προ-

ισλαμική περίοδο γνωστή ως Chach.


341 Σημ. Samarqand, ΝΑ Ουζμπεκιστάν (39°42′N 66°59′E). Αρχ. Μαράκανδα, Στρά-

βων, Γεωγραφικά 11.11.4. Τον 6ο αιώνα με νεστοριανή επισκοπή και κοινότητα. Βλ. A.
B. Bosworth, A Historical Commentary 377.
342 Οι περιοχές αυτές βρίσκονται κατά την περίοδο 484-567 υπό την κυριαρχία των

Εφθαλιτών Ούννων. Βλ. Z. Guang-da, The City-States of the Tarim Basin, στο History
of Civilizations of Central Asia ΙΙΙ, σ. 281-302, εδώ 290.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 69

βαση του Σινικού Τείχους με την ονομασία Yumen343, κατευθύνεται


βορείως της ερήμου Taklamakan344 και ακολουθεί τις νότιες υπώρειες
της οροσειράς Tiān Shān 345. Περνά από την όαση Loulan346, στο ΒΔ
άκρο της αλμυρής λίμνης Lop Nur347, έπειτα από τις οάσεις Karasahr348,
Kucha349 και Aksu350 και φθάνει στο Kashgar351, στους πρόποδες του
ανατολικού Pamir, έχοντας καλύψει μια απόσταση περ. 1.700 χλμ. από
την Dunhuang.
Ο νότιος δρόμος με εκκίνηση πάντα από τον κόμβο του
Dunhuang, κατεβαίνοντας ΝΔ περνά από την οχυρή διάβαση
Yangguan352, κατευθύνεται νοτίως της ερήμου Taklamakan και ακο-
λουθεί τις βόρειες υπώρειες της οροσειράς Kunlun353. Περνά από τις
οάσεις Charkhlik354, Qiĕmò355, Niya356, Khotan357 και Yarkand358 και

343 Yùmén Guān, δηλ. «πύλη του νεφρίτη», περιφ. Gansu, ΒΔ Κίνα (40°21′12.6″N

93°51′50.5″E). Διάβαση ανάμεσα στην κεντρική Ασία και την Κίνα, σε θέση 80 χλμ. ΒΔ
του Dunhuang.
344 Η έρημος με έκταση 337.000 τ.χλμ. περικλείεται Β από τις οροσειρές Tian Shan,

Α από την έρημο Gobi, Ν από την οροσειρά Kunlun και Δ από την οροσειρά Pamir.
Ένα τμήμα της περιλαμβάνει τη λεκάνη απορροής του π. Tarim, μήκους 1.000 και πλά-
τους 400 χλμ., αλλά η υπόλοιπη έκταση είναι άνυδρη. Για τις δυσκολίες της διάβασης,
βλ. C. Blackmore, Crossing the Desert of Death. Through the Fearsome Taklamakan,
London 2000.
345 Η οροσειρά Tiān Shān με διεύθυνση από Δ-ΒΔ προς Α-ΒΑ, μήκος 2.500 χλμ. και

πλάτος 800 χλμ. εκτείνεται από την οροσειρά Παμίρ μέχρι τα υψίπεδα Altai της
Μογγολίας.
346 Lóulán ή Krorän, περιφ. Xinjiang, ΒΔ Κίνα (40°31′39.48″N 89°50′26.32″E).
347 Αλμυρή λίμνη Lop Nur ή Lop Nor, σε υψόμετρο 780 μ., σήμερα αποξηραμένη.
348 Karasahr ή Yānqí, περιφ. Xinjiang, ΒΔ Κίνα (42°3′31″N 86°34′6″E). Σημ. έδρα

της αυτόνομης περιοχής Yanqi Hui.


349 Kucha ή Kuche ή Qiūcí, περιφ. Xinjiang, ΒΔ Κίνα (41°42′56″N 82°55′56″E). Ο

μεγαλύτερος, πολυπληθέστερος και ανθηρότερος οικισμός – όαση του βόρειου δρόμου,


παρά τον ομώνυμο ποταμό, παραπόταμο του π. Tarim. Από τον 4ο αιώνα κέντρο βου-
διστικής διδασκαλίας της σχολής Hinayana. Μέχρι τα μέσα του 6ου αιώνα υπό την κα-
τοχή πιθανά των Εφθαλιτών Ούννων. Βλ. V. Hansen, The Silk Road 56 και 75.
350 Aksu ή Ākèsū, περιφ. Xinjiang, ΒΔ Κίνα (41°10′N 80°15′E).
351 Kashgar ή Kāshí, περιφ. Xinjiang, ΒΔ Κίνα (39°28′N 75°59′E). Αρχ. Ἰσσηδὼν

Σκυθικὴ (Πτολεμαίος, Γεωγραφία 6.15.4). Τον 5ο-6ο αιώνα η όαση με τη γύρω περιοχή
της, με νεστοριανή επισκοπή και κοινότητα, υποτελής στους Εφθαλίτες Ούννους.
352 Yangguan ή «πύλη του ηλίου», περιφ. Gansu, ΒΔ Κίνα (39°55′38.1″N

94°3′32.5″E). Ορεινή διασυνοριακή διάβαση με οχύρωση, σε θέση 70 χλμ. ΝΔ του


Dunhuang.
353 Η οροσειρά Kunlun ή Kūnlún Shān (7.200μ) στην κεντρική Ασία με μήκος περ.

3.000 χλμ. αποτελεί το βόρειο όριο του Θιβετιανού οροπεδίου. Αρχ. Κάσια ή Ἠμώδη
ὄρη. Πτολεμαίος, Γεωγραφία 6.15.2 και 6.16.2.
354 Charkhlik ή Charklik, σημ. Ruoqiang, περιφ. Xinjiang, ΒΔ Κίνα (39.033333°N

88°E).
355 Qiĕmò ή Charchan, περιφ. Xinjiang, ΒΔ Κίνα (38°08′04″N 85°31′49″E). Σημ. έδρα

της αυτόνομης περιοχής Bayingolin Mongol.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


70 Δημήτρης Π. Δρακούλης

καταλήγει, όπως και ο βόρειος δρόμος, πάλι στο Kashgar, έχοντας κα-
λύψει μια απόσταση περ. 1.850 χλμ. από την Dunhuang.
Με τη συνένωση του βόρειου και του νότιου δρόμου στο Kashgar,
η διαδρομή συνεχίζει προς Δ και διακλαδίζεται σε τρεις κατευθύνσεις.
Μια πρώτη, από το Kashgar ή πιθανά από την προηγούμενη όαση
Yarkand, ακολουθώντας ΝΔ διεύθυνση, διασχίζει την οροσειρά Sarikol
και μέσω Tashkurgan359 και Kunduz360 φθάνει στη Balkh - Βάκτρα. Μια
δεύτερη, ακολουθώντας διεύθυνση προς Δ, διέρχεται από τις ΒΔ υπώ-
ρειες του Pamir, και μέσω της κοιλάδας Ferghana, περνά από Osh361
και Kokand362, φθάνει στη Σαμαρκάνδη και στρέφεται νότια με άφιξη
στη Balkh. Μια τρίτη, ακολουθώντας αρχικά ΒΔ διεύθυνση, περνά από
τη στρατηγική διάβαση Irkeshtam363, και μέσω της κοιλάδας Alai διέρ-

356Αρχαιολογική θέση Niya, περιφ. Xinjiang, ΒΔ Κίνα (38.021400°N 82.737600°E).


Βλ. Valerie Hansen, Religious Life in a Silk Road Community: Niya During the Third
and Fourth Centuries, στο J. Lagerwey (εκδ.), Religion and Chinese Society, τ.Ι: Ancient
and Medieval China, Hong Kong 2004, σ. 279-316.
357 Αρχαιολογική θέση Δ της σημ. Khotan ή Hotan ή Hétián, περιφ. Xinjiang, ΒΔ

Κίνα (37°06′N 80°01′E). Αρχ. Ἰσσηδὼν Σηρικὴ (Πτολεμαίος, Γεωγραφία 6.16.7). Ο με-
γαλύτερος, πολυπληθέστερος και ανθηρότερος οικισμός – όαση του νότιου δρόμου,
στη συμβολή των π. Yurung-kàsh και Kara-kàsh. Γνωστή για τα αγροτικά της προϊόντα
και τα ορυχεία νεφρίτη. Με ισχυρή παρουσία του Βουδισμού της σχολής Mahayana,
και με νεστοριανή κοινότητα. Τον 6ο αιώνα υπό την κυριαρχία των Εφθαλιτών Ούν-
νων. Βλ. V. Hansen, The Silk Road 199-201. ― A. M. Stein, Ancient Khotan. Detailed
Report of Archaeological Explorations in Chinese Turkestan, Oxford 1907.
358 Yarkand ή Yarkant ή Shache, περιφ. Xinjiang, ΒΔ Κίνα (38°24'45.22"N

77°13'0.12"E). Η όαση διαρρέεται από τον ομώνυμο ποταμό.


359 Tashkurgan ή Τāshkurghān στην οροσειρά Sarikol, παρά τον π. Yarkand, περιφ.

Xinjiang, ΒΔ Κίνα (37°46′22″N 75°13′28″E). Σημ. έδρα της αυτόνομης περιοχής των
Τατζίκων του Tashkurgan. Η λέξη Tashkurgan που μεταφράζεται ως «πέτρινος πύρ-
γος», παραπέμπει στον «λίθινο πύργο» του Πτολεμαίου (1.11.3). Ο πύργος χρησιμο-
ποιείται από τον Πτολεμαίο ως σημείο 0 της μέτρησης της απόστασης προς Α ως την
«Σήρα μητρόπολις», σημ. Chang’an (36.200 στάδια, περ. 6.200 χλμ.) και της απόστασης
προς Δ ως τον π. Ευφράτη (26.280 στάδια, περ. 4.500 χλμ.).
360 Σημ. Kunduz, βόρειο Αφγανιστάν (36°43′43″N 68°52′5″E). Αρχ. Δράψακα, Αρ-

ριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις 2.29. Πηγή προμήθειας του γαλάζιου ημιπολύτιμου λί-
θου lapis lazuli.
361 Osh, περιφ. Osh, Κιργιστάν (40°31′48″N 72°48′0″E). Ο λόφος Taht-I-Suleiman, σε

γειτνίαση με την πόλη, θεωρείται ως άλλη εναλλακτική πρόταση για την ταύτιση της
χωροθέτησης του πτολεμαϊκού «λίθινου πύργου». Βλ. D. Riaz, The Location of Ptole-
my's Stone Tower: The Case for Sulaiman-Too in Osh, The Silk Road 13 (2015) 75-83.
362 Kokand, περιφ. Ferghana, ανατολικό Ουζμπεκιστάν (40°31′43″N 70°56′33″E).

Αρχ. Ἀλεξάνδρεια ᾿Εσχάτη (Πτολεμαίος, Γεωγραφία 6.12.6). Πηγή προμήθειας φημι-


σμένων ίππων.
363 Irkeshtam ή Erkeshtam, περιφ. Osh, Κιργιστάν (39°40′48″N 73°54′36″E), 230 χλμ.

Δ του Kashgar.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 71

χεται από τον οικισμό Daraut-Korgan364. Έπειτα στρέφεται Ν-ΝΔ και


μέσω Kunduz φθάνει στη Balkh.
Από τη Balkh ξεκινούν δύο διαδρομές. Η πρώτη κατευθύνεται
προς Νότο και διασχίζοντας τις ΝΔ υπώρειες του Hindukush και τον π.
Kubhā365, περνά από τις πόλεις Bāmyān και Kubhā (Kabul) και μέσω
της διάβασης Khyber φθάνει στην κοιλάδα της Puruṣapura366
(Peshawar). Η διαδρομή αυτή φαίνεται να είναι και η πιθανότερη,
όσον αφορά στην άφιξη των προϊόντων στην Ινδία από το έθνος των
Χωναίων, όπως αποκαλούν οι Οδοιπορίες τις περιοχές αυτές. Από εκεί
η διαδρομή μπορούσε να κατευθυνθεί είτε ΝΑ προς τη κοιλάδα του π.
Γάγγη, μέσω Taxila367, Jhelum368 και Sialkot, είτε ΝΔ μέσω της κοιλάδας
του π. Ινδού προς τα λιμάνια της δυτικής ακτής της Ινδίας.
Η δεύτερη διαδρομή από τη Balkh κατευθύνεται δυτικά της ορο-
σειράς Pamir, προς Merv369, κατηφορίζει ΝΔ προς τη σημ. Mashhad370
και εισέρχεται στη σασσανιδική Περσία. Στη συνέχεια στρέφεται ΒΔ,

364 Daraut-Korgan ή Daroot-Korgon ή Daroot-Qurghan, περιφ. Osh, Κιργιστάν


(39°33′12″N 72°12′0″E). Σε απόσταση 4,5 χλμ. προς Δ, υπάρχει αρχαιολογική θέση που
θεωρείται ως άλλη εναλλακτική πρόταση για την ταύτιση της χωροθέτησης του πτολε-
μαϊκού «λίθινου πύργου». Βλ. A. Stein, Innermost Asia. Detailed Report of Explorations
in Central Asia, Kansu, and Eastern Īrān, carried out and described under the orders of
H.M. Indian Government, τ. Ι-ΙV, Oxford 1928 (ανατ. 1991), τ. ΙΙ, σ. 847-851.
365 Σημ. π. Kabul, Βυζ. Κωφὴν ποταμός (Μένανδρος Προτήκτωρ, έκδ. C. de Boor,

Excerpta historica iussu Imp. Constantini Porphyrogeniti confecta, τ. Ι: Excerpta de


legationibus Romanorum ad gentes, μέρος Α΄, Berlin 1903, 1.8.28). Πλωτός κατά ένα μέ-
ρος, από το πέρασμα του Hindukush μέχρι την κοιλάδα της Peshawar. Βλ. J. I. Miller,
The Spice Trade 121.
366 Σημ. Peshawar, Πακιστάν (34°01′N 71°35′E). Βλ. A. H. Dani, Peshawar. Historic

city of the Frontier, Lahore 1995. Για την πόλη στην πρώιμη μεσαιωνική περίοδο, βλ. R.
Samad, The Grandeur of Gandhara. The Ancient Buddhist Civilization of the Swat,
Peshawar, Kabul and Indus Valleys, New York 2011 (στο εξής: R. Samad, The Grandeur
of Gandhara), σ. 131-142.
367 Taxila ή Takṣaśilā, Punjab, ΒΑ Πακιστάν (33°44′45″N 72°47′15″E). Αρριανός,

Αλεξάνδρου Ανάβασις 5.3.6: «καὶ τὴν πόλιν Τάξιλα, τὴν μεγίστην μεταξὺ Ἰνδοῦ τε
ποταμοῦ καὶ Ὑδάσπου». ― R. Samad, The Grandeur of Gandhara 126-127.
368 Jhelum, Punjab, ΒΑ Πακιστάν (32°56′33″N 73°43′32″E). Πιθανόν η αρχ. Βουκέ-

φαλος Ἀλεξάνδρεια, στη δυτική όχθη του π. Ὑδάσπη (σημ. π. Jhelum), ανατολικά του
π. Ινδού. Βλ. L. Casson (έκδ.), The Periplus Maris Erythraei, Princeton, NJ 1989 (στο
εξής: Ανώνυμος, Περίπλους), 47.3. ― P. M. Fraser, Cities of Alexander the Great, Ox-
ford 1996, σ. 161.
369 Merv ή Marv, αρχαιολογική θέση σε γειτνίαση με τη σημ. Marv, ΝΑ Τουρκμενι-

στάν (37°39′46″N 62°11′33″E). Αρχ. Ἀντιόχεια Μαργιανή (Πτολεμαίος, Γεωγραφία,


6.10.4). Η όαση διαρρέεται από το Δέλτα του π. Murghab.
370 Mashhad, στην κοιλάδα του π. Kashafrud, επαρχία Razavi Khorasan, ΒΑ Ιράν

(36°18′N 59°36′E). Βλ. J. H. Lorentz, Historical Dictionary of Iran, Toronto – Plymouth


20072 (στο εξής: J. H. Lorentz, Dictionary of Iran), σ. 202-203.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


72 Δημήτρης Π. Δρακούλης

περνά από τη Damghan371, διέρχεται από τις παρυφές της Κασπίας


Θάλασσας και τις νότιες υπώρειες της οροσειράς Elburz372 και φθάνει
στη Ῥάγαια (σημ. Τεχεράνη)373. Περνά έπειτα με δυτική κατεύθυνση
από τις ΒΔ υπώρειες της οροσειράς Zagros και τα Εκβάτανα374 και κα-
ταλήγει μέσω Ardashir Khoreh375 στον κόμβο της Κτησιφώντας. Η δια-
δρομή αυτή φαίνεται να μην προτείνεται από τις Οδοιπορίες.
Αντίθετα, οι προτεινόμενες από το κείμενο διαδρομές, σκοπό έχουν να
αποφύγουν ακριβώς τη διάσχιση του εσωτερικού της Περσίας για τους
λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω (Εικόνα 7).
Θα πρέπει να παρατηρηθεί πως στο σύνολό τους οι περιγραφόμε-
νες διαδρομές πραγματοποιούνται είτε επίγεια, ακολουθώντας οάσεις
και χρησιμοποιώντας ποταμούς376, όπου αυτοί είναι πλωτοί, είτε δια
θαλάσσης, είτε όπως έγινε κατανοητό από την προηγηθείσα παρουσί-
αση, σε συνδυασμό μεταξύ τους. Στις επίγειες διαδρομές, όπου η διακί-
νηση πραγματοποιείται με οργανωμένα καραβάνια, τα μέσα
μεταφοράς περιλαμβάνουν ανάλογα με την περιοχή μεγαλόσωμες κα-
μήλες της Βακτριανής (Camelus bactrianus με δυο εξογκώματα στην
πλάτη), αραβικές καμήλες δρομάδες (Camelus dromedarius), γιακ (βοο-
ειδή του είδους Bos grunniens - Βους ο γρυλλίζων), ίππους, ημίονους,
όνους, βόδια (Bos taurus), ελέφαντες (Elephas maximus indicus), καθώς
και αχθοφόρους377. Οι θαλάσσιες διαδρομές πραγματοποιούνται με
σκάφη που μπορούν να κουβαλήσουν φορτίο 500-1.000 τόννων378.

371Σημ. DāmḠān, επ. Semnan, ΒΑ Ιράν (36°10′06″N 54°20′53″E). Στη γειτονική αρ-
χαιολογική θέση Šahr-e Qûmes, διαστάσεων 7×4 χλμ. χωροθετείται πιθανά η αρχ.
Ἑκατόμπυλος (Πτολεμαίος, Γεωγραφία, 8.21.16). Βλ. C. Adle, «DāmḠān», στο EncIr, τ.
VI.6 (1993), σ. 632-638. ― J. Hansman – D. Stronach, Excavations at Shahr-I Qūmis,
1971, The Journal of the Royal Asiatic Society of Great Britain and Ireland 1974, αρ. 1,
8-22. ― J. Hansman – D. Stronach – H. Bailey, Excavations at Shahr-I Qūmis, 1967, The
Journal of the Royal Asiatic Society of Great Britain and Ireland 1970, αρ. 1, 29-62.
372 Το όρος Elburz ή Alburz ή Alborz ανήκει στην οροσειρά του Καυκάσου.
373 Tehrān, πρωτεύουσα του Ιράν (επίσημη σημ. ονομ. Ισλαμική Δημοκρατία του

Ιράν) (35°41′46″N 51°25′23″E). Αρχ. Ῥάγαια (Πτολεμαίος, Γεωγραφία 6.5.4). ― J. H.


Lorentz, Dictionary of Iran 327-329. νοτίως της σημ. Τεχεράνης.
374 Σημ. Hamadan, έδρα της ομώνυμης επαρχίας, ΒΔ Ιράν (34°48′N 48°31′E). Αρχ.

Ἐκβάτανα (Πτολεμαίος, Γεωγραφία 6.2.14). Βλ. J. H. Lorentz, Dictionary of Iran 116-


118. ― S. C. Brown, «Ecbatana», στο EncIr, τ. VIII.1 (1997), σ. 80-84.
375 Σημ. Kermanshah, έδρα της ομώνυμης επαρχίας, δυτικό Ιράν (34°18′51″N

47°03′54″E). Βλ. J. H. Lorentz, Dictionary of Iran 163-164. Ως Ardashir Khoreh, θερινή


πρωτεύουσα των Σασσανιδών.
376 Π.χ. τμήματα των π. Yangtze, Βραχμαπούτρα, Γαγγη, Ινδού, Kabul, Ευφράτη κ.ά.
377 J. I. Miller, The Spice Trade 120.
378 Για τα σκάφη, τον τρόπο κατασκευής τους και τις συνθήκες του θαλάσσιου τα-

ξιδιού, βλ. L. Casson, Rome's Trade with the East: The Sea Voyage to Africa and India,
Transactions of the American Philological Association 110 (1980) 21-36. ― Του ιδίου,

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 73

Ιδιαίτερα για το ταξίδι των 4.000 χλμ. με εκκίνηση από τις δυτικές
ακτές της νότιας Ινδίας, τη διάσχιση του Ινδικού Ωκεανού και την
άφιξη στην Αφρική ή και αντίστροφα, τα πλοία αυτά χρησιμοποιούν
ως κινητήρια δύναμη των ιστίων τους τους εποχικούς Μουσώνες379.
Τα αντικείμενα των εμπορικών συναλλαγών, δηλ. τα προϊόντα
που μεταφέρονται, δεν κατονομάζονται στο κείμενο. Όμως, είναι γνω-
στή η ποικιλία των εμπορευμάτων που εισάγονται από τις χώρες της
Ανατολής στην Ύστερη Αρχαιότητα. Όπως φαίνεται από ένα νόμο του
4ου αιώνα που συνεχίζει να είναι σε ισχύ και τον 6ο αιώνα και που πε-
ριέχεται στους ιουστινιάνειους Πανδέκτες380, αναφέρονται συνολικά
54 εισαγόμενα είδη που υπόκεινται σε δασμούς. Αυτά κατατάσσονται
σε πέντε βασικές κατηγορίες, καρυκεύματα και φαρμακευτικά – αρω-
ματικά φυτά, δέρματα ζώων και ελεφαντόδοντο, υφάσματα διαφόρων
ποιοτήτων, πολύτιμοι λίθοι και ζωντανά ζώα.
Στα καρυκεύματα περιλαμβάνονται καταρχάς διάφορα είδη του
γένους Cinnamomum, από όπου βγαίνει και η κανέλα. Αυτά
αναφέρονται ως cinnamomum381, cassia turiana382, xylocassia383,
malabathrum384 και xylocinnamomum385. Στα καρυκεύματα προστί-
θενται επίσης τρία είδη πιπεριού, μακρύ πιπέρι386, λευκό πιπέρι387 και

Ships and Seamanship in the Ancient World, Baltimore, MD 1995 (α΄ έκδοση Princeton
1971). ― Του ιδίου, Ancient Shipbuilding: New Light on an Old Source, Transactions
and Proceedings of the American Philological Association 94 (1963) 28-33.
379 Δηλ. τη διεύθυνση των περιοδικών ανέμων του Ινδικού Ωκεανού που πνέουν

τον μισό χρόνο με κατεύθυνση από ΝΔ-ΒΑ και τον άλλο μισό από ΒΑ-ΝΔ. Η ανακά-
λυψη οφείλεται στον γεωγράφο του 1ου π.Χ. αιώνα Ίππαλο. Βλ. Ανώνυμος, Περίπλους
57: «πρῶτος δὲ Ἵππαλος κυβερνήτης, κατανοήσας τὴν θέσιν τῶν ἐμπορίων καὶ τὸ
σχῆμα τῆς θαλάσσης, τὸν διὰ πελάγους ἐξεῦρε πλοῦν, ἀφ’ οὗ καὶ τοπικῶς ἐκ τοῦ ὠκε-
ανοῦ φυσώντων, κατὰ τὸν καιρὸν τῶν παρ’ ἡμῖν, ἐτησίων ἐν τῷ Ἰνδικῷ πελάγει ὁ λι-
βόνοτος φαίνεται [ἵππαλος] προσονομάζεσθαι [ἀπὸ τῆς προσηγορίας τοῦ πρώτως
ἐξευρηκότος τὸν διάπλουν]».
380 Ιουστινιανός, Πανδέκται, στο Th. Mommsen – P. Krueger (έκδ.), Digesta Iustini-

ani augusti, Berlin 1870, τ. ΙΙ, σ. 407, 39.4.16.7. Για την ταύτιση των επιμέρους γενών,
ειδών και ποικιλιών, βλ. J. I. Miller, The Spice Trade 34-109 και 279-280. Για το πλήθος
των εισαγόμενων προϊόντων, βλ. E. H. Warmington, The Commerce Between the Ro-
man Empire and India, Cambridge 2014 (α΄ έκδοση 1928) σ. 147-157.
381 Cinnamomum verum (κιννάμωμον το γνήσιον) από την Κεϋλάνη.
382 Cinnamomum cassia (κιννάμωμον η κασσία), από την Κίνα και την κεντρική

Ασία, o αποξηραμένος φλοιός χρησιμοποιείται ως καρύκευμα.


383 Φλοιός του Cinnamomum iners από τη νότια Ινδία.
384 Φύλλα του Cinnamomum tamala, κοινώς tejpat, μαλάβαθρον και ινδικό δαφνό-

φυλλο, από τη βόρεια Ινδία.


385 Φλοιός του Cinnamomum camphora (καμφορόδεντρο), από τη νότια Κίνα.
386 Piper longum (πέπερι το μακρόν), από την Ινδία.
387 Piper album, από σπόρους ώριμων καρπών, από τη νότια Ινδία.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


74 Δημήτρης Π. Δρακούλης

folium pentaspherum388. Στα φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά περι-


λαμβάνονται το folium barbaricum389, έπονται δυο παραπλήσια αρω-
ματικά είδη, costum390 και costamomum και ακολουθούν ο nardi
stachys391 και η smurna392. Αναφέρονται επίσης δυο είδη κάρδαμου,
amomum393 και cardamomum394. Ακολουθεί το zingiberi395, και το
aroma indicum, κάποιο αδιευκρίνιστο είδος ινδικού καρυκεύματος.
Στη συνέχεια αναφέρονται τα αρωματικά chalbane396, laser397, alohe398,
lycium399 και το φαρμακευτικό sargocolla400. Τα είδη των υφασμάτων
που μνημονεύονται είναι επεξεργασμένα λινά υφάσματα (opus
byssicum), ανεπεξέργαστο βαμβάκι (carpasum) και ανεπεξέργαστο με-
τάξι (metaxa), ρουχισμός από μετάξι ή τμήματα μεταξωτών ρούχων
(vestis serica vel subserica), επιχρωματισμένα υφάσματα (vela tincta),
λεπτά υφάσματα από μουσελίνα (carbasea), μεταξωτό νήμα ραπτικής
(nema sericum) και νήμα από τρίχα ινδική (capilli indici), υφάσματα
βαμμένα με πορφυρή χρωστική ουσία από φύκη (purpura) και ενδύμα-
τα από μαλλί προβάτων (item pecorum lana). Στους πολύτιμους λίθους
που δασμολογούνται αναφέρονται οι λίθοι γενικά (lapis universus),
και ειδικότερα αραβικός όνυχας (onyx arabicus), σαρδόνυχας (sardon-
yx), οπάλιο ή κάποια μορφή χαλκηδονίου (ceraunium), ζιρκόνιο ιώ-
δους απόχρωσης (hyacinthus), σμαράγδια (smaragdus), διαμάντια
(adamas), ζαφείρια (saffirinus), τιρκουάζ (callainus), ακουαμαρίνα

388Πιθανό είδος Piper betle, από όπου το σημ. betel, από τη ΝΑ Ασία και τη Β. Ινδία.
389Πιθανό είδος Rheum rhabarbarum (Ρήον το βαρβαρικόν), κοινώς ραβέντι χρησι-
μοποιούμενο ως καθαρτικό, πιθανά από την Κίνα.
390 Προερχόμενα από φυτό του είδους Saussurea costus ή Saussurea lappa από τη Β.

Ινδία, τα Ιμαλάια και το Κασμίρ.


391 Nardostachys jatamansi, είδος βαλεριάνας από τα Ιμαλάια και το Ινδοκούς. Από

τα φύλλα και τη ρίζα παραγόταν αρωματικό αιθέριο έλαιο που χρησίμευε ως αρωμα-
τικό και ως συντηρητικό στις τροφές.
392 Μύρο, αρωματική ρητίνη ή λάδι από διάφορα είδη του γένους Commiphora,

κυρίως Commiphora Myrrha (κομμιοφόρος μύρα) από την ανατολική Αφρική και τη
Ν. Αραβία και Commiphora Mukul από τη Δ. Ινδία, γνωστό και ως βδέλλιο, για την
επούλωση πληγών.
393 Μαύρο κάρδαμο του είδους Αmomum subulatum από τη Β. Ινδία.
394 Πράσινο κάρδαμο του είδους Elettaria cardamomum από τη ΝΔ Ινδία.
395 Πιπερόριζα (τζίντζερ), ρίζα του φυτού Zingiber officinale από την Α. Αφρική.
396 Χαλβάνη ή και πάναξ, αρωματική ρητίνη του είδους Ferula gummosa ή

galbaniflua από περιοχές της Περσίας και του Αφγανιστάν.


397 Αρωματική ρητίνη από τη ρίζα του είδους Ferula Asafoetida από την Περσία.
398 Ξύλο αλόης, αρωματική ρητίνη σε ξυλώδη μορφή του είδους Aquilaria agallocha

από τη ΒΑ Ινδία.
399 Αρωματικοί σπόροι του είδους Berberis lycium από το Πακιστάν, Β. Ινδία και

Ιμαλάια.
400 Σαρκοκόλλα, σε μορφή μαστίχης και σε σκόνη από το είδος Astragalus

fasciculifolius για την ίαση πληγών, από την Περσία.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Οι Οδοιπορίες ἀπὸ Ἐδὲμ τοῦ παραδείσου ἄχρι τῶν Ῥωμαίων 75

(beryllus) και μαργαριτάρια (margarita). Στα δασμολογούμενα είδη


περιλαμβάνονται επίσης δέρματα401 (pelles babylonicae και pelles
parthicae), ελεφαντόδοντο (ebur), όστρακα χελώνας (chelοnia), επε-
ξεργασμένα σιδηρά αντικείμενα από την Ινδία (ferrum indicum), φαρ-
μακευτικά προϊόντα από την Ινδία και την Κίνα (opia indica vel
serica), αρσενικά και θηλυκά λιοντάρια402, λεοπαρδάλεις403 και πάν-
θηρες404 (leones, leaenae, pardi, leopardi, pantherae), καθώς και Ινδοί
ευνούχοι (spadones indici).
Ανακεφαλαιώνοντας, πραγματοποιήθηκε μια απόπειρα ανάλυσης
του κειμένου των Οδοιποριών, με τη διερεύνηση των ιδιαίτερων στοι-
χείων που είναι φορείς νοήματος, όπως η Εδέμ με τον παράδεισο και
τους ποταμούς του, οι σταθμοί και οι διαδρομές των επιμέρους οδοι-
ποριών και παραπλόων. Η ανάλυση συνοδεύτηκε με περιγραφές των
ιστορικο-γεωγραφικών περιοχών, όπως το βασίλειο των Kāmarūpa στο
ΒΑ Assam, η βόρεια Ινδία της γαγγιτικής κοιλάδας υπό τη δυναστεία
των Gupta, οι περιοχές των Εφθαλιτών Ούννων στη ΒΔ Ινδία και στην
κεντρική Ασία, η σασσανιδική Περσία και ιδιαίτερα οι περιοχές της
Περσίδας και Ελυμαΐδας, η νότια Αραβία των Ομηριτών, το βασίλειο
του Αξούμ στην Αιθιοπία, οι περιοχές της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυ-
τοκρατορίας στην Μικρά Ασία και στα Βαλκάνια, και τέλος οι μεσο-
γειακές ακτές της πρώην Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Επιχειρήθηκε να προσδιοριστεί η ιστορικά και πολιτισμικά δομημένη
σημειοδότηση και ανιχνεύτηκαν δυο κύριοι κώδικες που αρθρώνονται
μεταξύ τους, ο χωρικός – γεωγραφικός και ο ιδεολογικός – θρησκευτι-
κός. Στο επίπεδο του γεωγραφικού κώδικα καταγράφηκαν 16 διαδρο-
μές μεγάλων αποστάσεων που σηματοδοτούνται με λέξεις, φράσεις και
εκφράσεις που σημαίνουν τις περιοχές και τους επιμέρους κόμβους και
σταθμούς. Αυτές κατηγοριοποιήθηκαν, χαρτογραφήθηκαν και συσχε-
τίστηκαν με άλλες πηγές, καθώς και με δεδομένα φυσικής και πολιτι-
κής Γεωγραφίας. Παρουσιάστηκαν επίσης και οι υπόλοιπες διαδρομές
των «δρόμων του μεταξιού» που δεν αναφέρονται στο κείμενο των
Οδοιποριών, αλλά που υποβοηθούν στην πληρέστερη κατανόηση του
συνολικού δικτύου ανταλλαγών και αποκαλύπτουν την πραγματική
του έκταση, τις αφετηρίες και τους κόμβους του. Εξετάστηκε επίσης η
κωδικοποιημένη χριστιανική ιδεολογία του κειμένου, από όπου

401 Δέρματα με γούνα στο εσωτερικό, από τη Βαβυλώνα και την Παρθία, δηλ. την
Περσία (Ιράν).
402 Panthera leo abyssinica από την Αφρική και Panthera leo persica από την Περ-

σία και την Ινδία, για μονομαχίες.


403 Panthera pardus από την Αφρική.
404 Panthera Felis pardus, πιθανά τίγρεις από την Ασία.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


76 Δημήτρης Π. Δρακούλης

φάνηκε πως στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο πραγματοποιείται μια


προσπάθεια εκχριστιανισμού της προϋπάρχουσας «εθνικής» γεωγρα-
φίας, με την προσθήκη βιβλικών πληροφοριών που εξοικειώνουν πο-
μπούς και αποδέκτες, αφενός με μια πιο εκχριστιανισμένη εκδοχή της
οικουμένης, αφετέρου με πρακτικές πληροφορίες για αποστάσεις και
σημεία όπου υπάρχουν χριστιανοί. Η άνθηση του νεστοριανισμού
συνδέεται και ενισχύει τις προσπάθειες αυτές, που διευκολύνουν κατά
κύριο λόγο εμπορικές συναλλαγές και πολιτισμικές ανταλλαγές μεταξύ
Ασίας, Αφρικής και Ευρώπης.

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης


d.p.drakoulis@gmail.com

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


Dimitris P. Drakoulis

The Itineraries From the Paradise of Eden to the Land of Romans


and the Early Byzantine Silk Roads

The aim of the paper is to examine the anonymous Greek text enti-
tled “Itineraries (Hodoiporiai) from the Paradise of Eden to the land of
Romans”. It refers to the long-distance commercial routes in the early
Byzantine period (4th-6th c.). By “long distance routes” we mean the net-
work of land and sea routes, through which commodities, cultural and
intellectual ideas were exchanged between the major regions of Europe,
Asia and Africa in the Late Antique period. These routes, conventional-
ly called “Silk Roads”, originated in China and went to India, Persia and
the Mediterranean regions. At the same time, via the Indian Ocean,
commercial and cultural products were transported by sea to Indochina,
India, the Arabian Peninsula, the East African countries and Egypt.
The purpose of the study is to highlight the historical-geographical
information contained in the text, to analyze it in relation to the histori-
cal-social context, and to correlate it with geographical texts and other
sources of the same period. In addition, digital cartography methods are
used to map and measure the itineraries, to geo-reference the stations
and locate the principal nodes on the paths. The research objectives are
firstly to presentation of the historical-geographical context of the pro-
duction of the text, the analysis of the internal codes that structure and
dominate its meaning and the understanding of the factors and func-
tions that determine the historical message it transmits. Secondly, they
are concerned with the historical-geographical description and the car-
tographic representation of the long-distance terrestrial and maritime
routes that are described by the text.
A textual analysis has been carried out which explored the distinc-
tive features that are meaningful, such as Eden with the paradise and the
four rivers, and carriers of signification, such as the stations and the
routes of the individual itineraries and circumnavigations (Peripli). The
analysis is accompanied by descriptions of the historical-geographical

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


78 Dimitris P. Drakoulis

regions, invested with meaning and value in the text, such as the
Kāmarūpa kingdom in North Assam; northern India of the Ganges val-
ley ruled by the Gupta dynasty; the Himalayan regions of NW India and
central Asia ruled by the Hephthalites Huns; Sassanian Persia, and in
particular the areas of Persis and Elymais; Southern Arabia ruled by the
Ḥimyarite Kingdom; the kingdom of Axum in Ethiopia; the regions of
the Eastern Roman Empire in Asia Minor and the Balkans, and finally
the Mediterranean coasts of the former Western Roman Empire.
An attempt has been made to identify the historically and culturally
structured signification and two main codes were identified which con-
nected them: a spatial - geographical and an ideological – religious code.
At the level of the geographical code, 16 long-distance routes were
recorded. These routes which are marked in the text with words, phrases
and expressions denote the various regions, nodes and stations of the in-
dividual itineraries. These data have been located, geo-referenced,
mapped, categorized, and correlated with contemporary sources (e.g.
Cosmas Indikopleustes) and other data of Physical, Political and Com-
mercial Geography. The latter include also those routes of the “silk
roads” that are not mentioned in the text of the Hodoiporiai. The map-
ping and the presentation of the whole network of the early medieval
“silk roads” helped to put the text in context and to understand the total
network of exchanges, while its real extent, starting points and individ-
ual nodes have been revealed. The codified Christian ideology of the text
has also been identified.
It appears that in the Early Byzantine period an attempt was made
to christianize the pre-existing “pagan” geography by adding biblical in-
formation and familiarizing transmitters and recipients with a more
christianized version of the world. The information contained concerns
practical matters, such as distances between stations and nodes where
Christians reside. The spreading of Nestorianism and of the “Church of
the East” is linked to and reinforces these efforts that primarily facilitate
trade and cultural exchanges between Asia, Africa and Europe in the
Early Byzantine period.

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ 34 (2017) 11-92


79

Εικόνα 1. Το κείμενο των Οδοιποριών, σύμφωνα με την τελική


έκδοση του J. Rougé (έκδ.), Expositio 350-354.
80

Εικόνα 2α. Κοσμάς Ινδικοπλεύστης, Χριστιανική Τοπογραφία (545-


550 μ.Χ.) (Biblioteca Medicea Laurenziana e Palatina, Firenze, Cod. Plut.
9.28, φ. 92v).

Εικόνα 2β. Διαγραμματική αποτύπωση του χάρτη της Χριστιανικής


Τοπογραφίας του Κοσμά Ινδικοπλέυστη (προσαρμογή από: A. Scafi,
Mapping Paradise 161, σχ. 7.1β).
Εικόνα 3. Η περιοχή του βασιλείου των Kāmarūpa στην κοιλάδα του π. Βραχμαπούτρα, με υπογραμμισμένη την
πρωτεύουσα Pragjyotishpura (400-1200) (προσαρμογή από: P. C. Choudhury, The History of Civilization of the People of
Assam to the Twelfth Century AD, Guwahati 1959, ε.κ., χ. 2).
81
82

Εικόνα 4. Διαδρομές 1-5. Από τη ΒΑ Ινδία (Kāmarūpa – Assam – Εδέμ) κατά μήκος της κοιλάδας του π. Γάγγη
στο Hindu Kush (Ούννοι) και η κάθοδος του π. Ινδού.
Εικόνα 5. Διαδρομή 6. Διάπλους Δυτικής Ινδίας (Μεγάλη Ινδία).
83
84

Εικόνα 6. Διαδρομές 7-8. Από την Ινδία στην Αιθιοπία (Αξούμ) και από το Αξούμ παραπλέοντας τη
Νότια Αραβία (Μικρά Ινδία) στον Περσικό Κόλπο.
Εικόνα 7. Διαδρομή 9. Η Σασσανιδική Περσία και η Περσίς, καθώς και η «απαγορευμένη» διαδρομή
της διάσχισης του εσωτερικού της Περσίας.
85
86

Εικόνα 8. Διαδρομές 10-12. Από την Περσία στους Σαρακηνούς και από την Αίλα στην Ερυθρά Θάλασσα μέσω Αραβικής Ερήμου
στην Ελαμή.
Εικόνα 9. Διαδρομή 13. Από Ελαμήν εις Αντιόχειαν.
87
88

Εικόνα 10. Διαδρομή 14. Από την Αντιόχεια στην Κωνσταντινούπολη.


Εικόνα 11. Διαδρομή 15. Από την Κωνσταντινούπολη στη Ρώμη.
89
90

Εικόνα 12. Διαδρομή 16. Από τη Ρώμη στη Γαλλία και στα Γάδειρα της Ισπανίας.
Εικόνα 13. Η διαδρομή από την Κίνα (Luoyang), μέσω Szechuan, στο Assam, στο βασίλειο των Kāmarūpa.
91
92

Εικόνα 14. Οι διαδρομές των «δρόμων του μεταξιού» στην Κεντρική Ασία.

You might also like