You are on page 1of 99

ΔΗΜΟΣ ΣΗΤΕΙΑΣ

ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΩΝ


ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΣΗΤΕΙΑΣ

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ
ΚΑΙ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ
ΤΟΥ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ
Ἐπιμέλεια: Στέφανος Κακλαμάνης

ΣΗΤΕΙΑ 2015
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ
ΚΑΙ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ
ΤΟΥ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ
Ἡ παρούσα ἔκδοση ἐντάσσεται στὶς δράσεις τοῦ Κέντρου Ἐρευνῶν καὶ Μελετῶν Κρητικοῦ
Πολιτισμοῦ τοῦ Δήμου Σητείας, ποὺ ὑλοποιοῦνται ὡς μέρος τοῦ ἐγκεκριμένου Ὁλοκληρωμέ-
νου Σχεδίου Ἀστικῆς Ἀνάπτυξης (Ο.Σ.Α.Α.) τῆς πόλης τῆς Σητείας, μὲ τὴ συγχρηματοδότηση
τῆς Ἑλλάδας καὶ τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης (Ε.Τ.Π.Α.), μέσῳ τοῦ Ἐπιχειρησιακοῦ Προγράμμα-
τος Κρήτης καὶ Νήσων Αἰγαίου 2007-2013.

Δῆμος Σητείας, 2015


Κέντρο Ἐρευνῶν καὶ Μελετῶν Κρητικοῦ Πολιτισμοῦ τοῦ Δήμου Σητείας

Πατριάρχου Βαρθολομαίου 9, 723 00 Σητεία


Τηλ.: +30 28433 40500 καὶ +30 28433 40501
Φάξ: +30 28430 24584
e-mail: info@sitia.gr καὶ kemkp.sitia@gmail.com
www.sitia.gr | www.facebook.com/crsccsitia

Ἀνάδοχοι ἔκδοσης:
Ὀργανισμὸς Ἀνάπτυξης Σητείας Α.Α.Ε. Ο.Τ.Α.
ΕΤΑΜ Α.Ε. – Ἑταιρεία Συμβούλων

1η ἔκδοση: 2.000 ἀντίτυπα


ISBN: 978-618-82322-1-1
Διανέμεται δωρεάν

Ἡ πνευματικὴ ἰδιοκτησία ἀποκτᾶται χωρὶς καμία διατύπωση καὶ χωρὶς τὴν ἀνάγκη ρήτρας ἀπαγορευτικῆς
τῶν προσβολῶν της. Ἐπισημαίνεται πάντως ὅτι κατὰ τὸν Νόμο 2121/1993, ὅπως ἰσχύει, καὶ τοὺς κανόνες
τοῦ Διεθνοῦς Δικαίου ποὺ ἰσχύουν στὴν Ἑλλάδα ἀπαγορεύεται ἡ ἀναδημοσίευση καὶ γενικὰ ἡ ἀναπαραγωγὴ
τοῦ παρόντος ἔργου, μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο, τμηματικὰ ἢ περιληπτικά, στὸ πρωτότυπο ἢ σὲ μετάφραση ἢ
ἄλλη διασκευή, χωρὶς γραπτὴ ἄδεια τοῦ ἐκδότη. Ρητὰ ἀπαγορεύεται ἡ πώληση, ἡ ἐνοικίαση καθὼς καὶ ἡ καθ’
οἱονδήποτε τρόπο ἐμπορικὴ ἐκμετάλλευση ἀπὸ τρίτους μὲ σκοπὸ τὸ κέρδος. Κατ’ ἐξαίρεση, ἐπιτρέπεται ἡ με-
μονωμένη ἀποθήκευση καὶ ἀντιγραφὴ τμημάτων τοῦ περιεχομένου γιὰ αὐστηρὰ προσωπικὴ χρήση (ἰδιωτικὴ
μελέτη ἢ ἔρευνα, ἐκπαιδευτικοὺς σκοπούς), χωρὶς πρόθεση ἐμπορικῆς ἢ ἄλλης ἐκμετάλλευσης καὶ πάντα ὑπὸ
τὴν προϋπόθεση τῆς ἀναγραφῆς τῆς πηγῆς προέλευσής του, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει καθ’ οἱονδήποτε τρόπο
παραχώρηση δικαιωμάτων πνευματικῆς ἰδιοκτησίας.
ΔΗΜΟΣ ΣΗΤΕΙΑΣ
ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΏΝ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΏΝ
ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΣΗΤΕΙΑΣ

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ
ΚΑΙ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ
ΤΟΥ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ
Ἐπιμέλεια: Στέφανος Κακλαμάνης

ΣΗΤΕΙΑ 2015
Π Ε Ρ Ι Ε ΧΟ Μ Ε ΝΑ

11

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΚΛΑΜΑΝΗΣ
Πρόλογος

13

ΘΕΟΔΏΡΟΣ ΠΑΤΕΡΑΚΗΣ
Χαιρετισμός

19

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΚΛΑΜΑΝΗΣ
Ὁ Ἐρωτόκριτος στὰ χρόνια
τῆς πρώιμης νεωτερικότητας

109

ULRICH MOENNIG
Χαρτογραφώντας τὴ λογοτεχνία
τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ τῆς Κρήτης

121

ΤΙΝΑ ΛΕΝΤΑΡΗ
Τὰ βιβλία τσ᾽ ἐρωτιᾶς:
ἀπὸ τὴ μεσαιωνικὴ μυθιστορία
στὸν Ἐρωτόκριτο
139

ΕΙΡΗΝΗ ΛΥΔΑΚΗ
Τὸ ἐπεισόδιο τοῦ Χαρίδημου:
μύθος, ποίηση καὶ ποιητικὴ
στὰ χρόνια τοῦ Βιτσέντζου Κορνάρου

167

ΜΙΧΑΗΛ ΠΑΣΧΑΛΗΣ
Ὑπάρχουν λατινικὲς πηγὲς
καὶ ἐπιδράσεις στὸν Ἐρωτόκριτο;

185

CRISTIANO LUCIANI
Ρητορικὲς καὶ δομικὲς ὄψεις στὸν Ἐρωτόκριτο:
ἡ σημασία τοῦ ἀκριβοῦς μεσαίου περιστατικοῦ
στὴν οἰκοδόμηση τοῦ ποιήματος

207

ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Νεοπλατωνικὲς ἀπηχήσεις στὸν Ἐρωτόκριτο

235

ΜΑΡΙΝΑ ΡΟΔΟΣΘΕΝΟΥΣ-ΜΠΑΛΑΦΑ
«Σὲ μιὰ πνοὴν ἐζούσανε, σὲ μιὰν ἀγάπη ἐπλέγα»:
ἡ ποιητικὴ τῆς ἀνδρικῆς φιλίας στὸν Ἐρωτόκριτο

257

ΓΙΏΡΓΗΣ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΏΛΑΚΗΣ
Ὄνειρα ἀντικριστά:
ἀπὸ τὸν Ἐρωτόκριτο τοῦ Βιτσέντζου Κορνάρου
στὸν Λάμπρο τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ
297

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΚΛΑΜΑΝΗΣ
Ἡ κρητικὴ λογοτεχνία στὰ Ἑπτάνησα
τὸν 18ο αἰώνα

325

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΥΧΡΟΝΑΚΗΣ
Ὄψεις τοῦ Ἐρωτόκριτου
στὸ ἔργο τοῦ Διονύσιου Σολωμοῦ

363

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΤΣΙΓΙΑΝΝΗΣ
«Ξένος ἢ δικός μας;»
Ἡ κριτικὴ πρόσληψη τοῦ Ἐρωτόκριτου
τὸν 19ο αἰώνα

417

ΝΑΤΑΛΙΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗ – ΜΑΝΏΛΗΣ ΣΕΙΡΑΓΑΚΗΣ


Ὁ Ἐρωτόκριτος στὸ θέατρο:
ἡ παράσταση τῆς Ἐλευθέρας Σκηνῆς (1929)

453
Οἱ συγγραφεῖς τοῦ τόμου
Σ ΤΕΦΑΝΟΣ Κ ΑΚΛΑΜΑΝΗΣ

Ὁ Ἐρωτόκριτος στὰ χρόνια


τῆς πρώιμης νεωτερικότητας

H ΚΡΙΤΙΚH EΚΔΟΣΗ τοῦ Ἐρωτόκριτου ἀπὸ τὸν Στυλιανὸ Ἀλεξίου τὸ


1980 καὶ ὁ τετράτομος Συμφραστικὸς Πίνακας τοῦ ἔργου ἀπὸ τὸν
David Holton καὶ τὴν Dia Philippides τὸ 1999-2001 συγκροτοῦν τὶς δύο
«πρωτεύουσες ἰδιότητες» τῆς κειμενικῆς καὶ ποσοτικῆς ὀντότητας τοῦ
κρητικοῦ ἔργου1 ποὺ ἐπανεκκίνησαν τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἀναζήτηση
τῆς «οὐσίας» του, στρέφοντας τὶς ἔρευνες ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ-βιογραφι-
κὴ βάση του στὴν ποιητικὴ τέχνη τοῦ Κορνάρου καὶ στὴν ἔνταξη τοῦ
Ἐρωτόκριτου στὴ νεότερη πνευματικὴ κληρονομιά μας.2 Οἱ πολιτισμικὲς
προϋποθέσεις, ἡ μεγαλοφυΐα τῆς σύλληψης καὶ ὁ κόσμος τῆς κορναρι-
κῆς ποίησης καθὼς καὶ οἱ δαιδαλώδεις διακειμενικὲς διαδρομές της ὣς τὰ
χρόνια μας, μὲ τὴν πρόσληψη καὶ τὴν πολυμερῆ ἀνασηματοδότησή της
στὰ νεοελληνικὰ δρώμενα, βρίσκονται σταθερὰ πλέον στὸ ἐπίκεντρο τῆς
ἱστορικῆς καὶ φιλολογικῆς ἔρευνας καὶ τῆς λογοτεχνικῆς κριτικῆς.

1. Βλ. Bιτσέντζος Kορνάρος, Ἐρωτόκριτος, Kριτικὴ ἔκδοση, Εἰσαγωγή, Σημειώ-


σεις, Γλωσσάριο: Στυλιανὸς Ἀλεξίου, Ἀθήνα, Ἑρμῆς, 1980 (Tέταρτη ἔκδοση βελτιω-
μένη, 2000 [Φιλολογικὴ Βιβλιοθήκη-3], τὰ παραθέματα προέρχονται ἀπὸ τὴν ἔκδοση
αὐτή). Dia M. L. Philippides – David Holton (μὲ τὴν τεχνικὴ συνεργασία τοῦ John L.
Dawson), Τοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα. Ὁ Ἐρωτόκριτος σὲ ἠλεκτρονικὴ ἀνάλυση, τόμοι
Bʹ-Δʹ: Ἀθήνα, Ἑρμῆς, 1996· τόμος Aʹ: Ἀθήνα, Ἑρμῆς, 2001.
2. Βλ. Ζητήματα ποιητικῆς στὸν Ἐρωτόκριτο, ἐπιμέλεια Στέφανος Κακλαμάνης,
Ἡράκλειο, Βικελαία Δημοτικὴ Βιβλιοθήκη, 2006· ὁ κόσμος τοῦ Ἐρωτόκριτου καὶ ὁ
Ἐρωτόκριτος στὸν κόσμο. Πρακτικὰ Διεθνοῦς Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου, Σητεία 31/7-
2/8 2009, ἐπιμέλεια Τασούλα Μ. Μαρκομιχελάκη, Ἡράκλειο, Δῆμος Σητείας, 2012.

[  19  ]
ΣΤΕΦΑ ΝΟΣ Κ Α Κ Λ Α Μ Α ΝΗ Σ

Ἡ προσέγγιση αὐτή, ἑστιασμένη στὴν ποιητικὴ καὶ στὴ δεξίωση καὶ


πρόσληψη τοῦ Ἐρωτόκριτου, καλύπτει μιὰ μακρὰ περίοδο, ποὺ ξεπερνᾶ
τὸ στενὸ χρονολογικὸ πλαίσιο τοῦ ἔργου, ἀπὸ τὸ 1570 περίπου ὣς τὰ
1613, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἐνηλικίωση ὣς τὸν θάνατο τοῦ ποιητῆ, καθὼς
κινεῖται καὶ πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια αὐτά, στὴν προγενέστερη καὶ στὴν ὕστε-
ρη ἐποχή: ἀπὸ τὴν αὐγὴ τῆς Ἀναγέννησης ὣς τὶς πρῶτες ρομαντικὲς
ἀντιδράσεις στὸ πνεῦμα τοῦ Διαφωτισμοῦ. Πρόκειται γιὰ τὰ χρόνια
τῆς πρώιμης νεωτερικότητας, τὰ ὁποῖα σὲ σχέση μὲ τὴν ἰδεολογικὴ
ταυτότητα τοῦ κρητικοῦ ἔργου θὰ μποροῦσαν νὰ ὁριοθετηθοῦν ἀπὸ
τὴν ἐμφάνιση δύο ἐμβληματικῶν δοκιμίων: ἀφενός, τῆς Oratio de
hominis dignitate (Λόγος περὶ τῆς ἀξιοπρέπειας τοῦ ἀνθρώπου) τοῦ
Τζιοβάννι Πίκο ντέλλα Μιράντολα, τὸ 1486, ποὺ πρόβαλλε τὴν ἠθικὴ
ἐλευθερία καὶ τὴν αὐταξία τῆς ἀνθρώπινης ὀντότητας ὡς ἀφετηρίες
γιὰ τὴ διάπλαση τῆς ἴδιας του τῆς φύσης καὶ τῆς πορείας του στὴ ζωή· 3
ἀφετέρου, τοῦ Τί εἶναι Διαφωτισμός; τοῦ Ἐμμάνουελ Κάντ, τὸ 1784,
ποὺ καλοῦσε τὸν ἄνθρωπο νὰ χρησιμοποιήσει τὴ δύναμη τοῦ Λόγου
γιὰ νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴ βαθιὰ κατάσταση ἀνωριμότητας στὴν ὁποίαν εἶχε
περιέλθει καὶ γιὰ τὴν ὁποίαν εὐθυνόταν ἀποκλειστικὰ ὁ ἴδιος.4 Μέσα
σὲ αὐτὸ τὸ χρονικὸ ἄνυσμα τῶν τρεισήμισυ αἰώνων, ποὺ περιλαμβάνει
τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς Τούρκους
καὶ τὴν ἐφεύρεση τῆς τυπογραφίας καὶ ἀπολήγει στὴ Γαλλικὴ Ἐπανά-
σταση καὶ τὴν ἔναρξη τῆς βιομηχανικῆς ἐποχῆς, διαμορφώθηκαν οἱ
ἱστορικὲς συνθῆκες καὶ οἱ κοινωνικὲς καὶ πνευματικὲς προϋποθέσεις
ποὺ ὁδήγησαν στὴ γένεση τοῦ Ἐρωτόκριτου καὶ στὴν ἐπιβολή του ὡς
τοῦ ἀπόλυτου ἀναγνώσματος τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ
ἡ ἴδια ἡ ἀναζήτηση τῶν ὁρίων τοῦ Λόγου (raison) στὴ συνάφειά του
πρὸς τὸ συναίσθημα, τοῦ λογισμοῦ μὲ τὸ ὄνειρο, ποὺ ὡς αἴτημα καθο-

3. Βλ. Giovanni Pico della Mirandola, Λόγος περὶ τῆς ἀξιοπρέπειας τοῦ ἀνθρώ-
που [Oratio de hominis dignitate], Εἰσαγωγὴ Yves Hersant, μετάφραση ἀπὸ τὰ λατινικὰ
Φραγκίσκη Ἀμπατζοπούλου, Ἀθήνα, Ἄγρα, 2014.
4. Βλ. Mendelssohn, Kant, Hamann, Wieland, Riem, Herder, Lessing, Erhard,
Schiller, Τί εἶναι Διαφωτισμός, Πρόλογος Περικλὴς Σ. Βαλλιάνος, μετάφραση Ν. Μ.
Σκουτερόπουλος, Ἀθήνα, Κριτική, 2014.

[  20  ]
O E ΡΩΤ Ο Κ Ρ Ι Τ ΟΣ Σ Τ Η Ν Π Ρ Ω Ι Μ Η Ν Ε ΩΤ Ε Ρ Ι ΚΌ Τ Η ΤΑ

λικεύεται στὸν ἄνθρωπο τοῦ ὕστερου 18ου αἰώνα, θὰ μεταπλάσει ἀργὰ


ἀλλὰ σταθερὰ καὶ τὸν Ἐρωτόκριτο σὲ καταστατικὴ ἀξία τῆς νεοελληνι-
κῆς λογοτεχνίας χάρη στὸ ἐνέργημα καὶ στὸν ποιητικὸ ἀναστοχασμὸ
τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ.


Ὁ ὅρος νεωτερικότητα χρησιμοποιεῖται στὴ συνέχεια τῆς μελέτης αὐτῆς
γιὰ νὰ δηλώσει τὴν πρωτοποριακὴ-ἐκσυγχρονιστικὴ διαχείριση τῆς
ποιητικῆς ὕλης ἀπὸ τὸν Κορνάρο σὲ σχέση μὲ τὴ μακρὰ παράδοση τῆς
λυρικῆς γραφῆς καὶ τὶς συμβάσεις τοῦ λογοτεχνικοῦ εἴδους ποὺ αὐτὸς
ὑπηρετοῦσε. Θέση τοῦ γράφοντος εἶναι ὅτι ἔργα ὅπως ὁ Ἐρωτόκριτος
περικλείουν τὸ πολιτισμικό τους παρελθόν, ἐνσωματώνουν τὸν διάλο-
γο καὶ τὴ διαδικασία προσαρμογῆς τους στὰ δεσπόζοντα αἰσθητικὰ καὶ
ἰδεολογικὰ συμφραζόμενα τῆς ἐποχῆς τους καί, ταυτόχρονα, ἐμπεριέ-
χουν τὶς ρήξεις ποὺ ἐπιφέρουν σὲ αὐτὰ μὲ τὴ συντεταγμένη εἰσαγωγὴ
καινοτόμων ἐπιλογῶν καὶ μὲ τὴν υἱοθέτηση τολμηρῶν πειραματισμῶν
ποὺ προδιαγράφουν καὶ τὶς γενικότερες λογοτεχνικὲς ἐξελίξεις.
Στὴν ἀφετηρία τοῦ θέματός μας βρίσκονται δύο σημαδιακὲς στὶς
ἐρωτοκρίτειες σπουδὲς μελέτες: τοῦ Γιώργου Σεφέρη ἡ ὁμότιτλη –ἐκδο-
τικὰ καὶ ἀναγνωστικὰ καλότυχη– δοκιμή (1946),5 καὶ τοῦ Στυλιανοῦ
Ἀλεξίου « Ὁ χαρακτὴρ τοῦ Ἐρωτοκρίτου» (1952):6 ὁ πρῶτος ἐξέτασε τὴ
λογοτεχνικότητα τοῦ ἔργου μὲ ὅρους κειμενικοὺς-αἰσθητικοὺς ἀπὸ τὴ
σκοπιὰ τοῦ Μοντερνισμοῦ, ἰδίως τῶν ἀπόψεων τοῦ T. S. Eliot γιὰ τὴν
ποίηση,7 ὁ δεύτερος τὶς ἀναγεννησιακὲς καταβολές του μὲ ὅρους κει-

5. Βλ. Γιῶργoς Σεφέρης, « Ἐρωτόκριτoς», Ἀγγλoελληνικὴ Ἐπιθεώρηση, 2 (1946),


97-105, 147-153 [= Ἐρωτόκριτoς, Ἀθήνα, ἐκδόσεις « Ἄλφα» I. M. Σκαζίκη, 1946 = Δoκι-
μές, Ἀθήνα, Ἴκαρος, ³1974, τ. 1, σ. 268-319, 497-510].
6. Βλ. Στυλιανὸς Ἀλεξίoυ, « Ὁ χαρακτὴρ τoῦ Ἐρωτoκρίτoυ», Κρητικὰ Χρoνικά, 6
(1952), 351-422 [= Κρητικὰ φιλολογικά. Μελέτες, Ἀθήνα, Στιγμή, 1999, σ. 23-73]. Μὲ
τὴν εὐκαιρία τῆς ἀναδημοσίευσης τῆς μελέτης αὐτῆς, ὁ συγγραφέας ἔχει ἀναθεωρήσει
τὸ περιεχόμενό της μὲ βάση τὰ νεότερα πορίσματα τῶν ἐρωτοκρίτειων ἐρευνῶν.
7. Βλ. Νάσος Βαγενάς, Ὁ ποιητὴς καὶ ὁ χορευτής. Μιὰ ἐξέταση τῆς ποιητικῆς καὶ

[  21  ]
ΣΤΕΦΑ ΝΌΣ Κ Α Κ Λ Α Μ Α ΝΗ Σ

μενικοὺς-ἱστορικούς, ἀπὸ τὴν καλειδοσκοπικὴ ὀπτικὴ ποὺ συνέλαβε


τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὁ Jacob Burckhardt στὸ βιβλίο του Die Kultur der
Renaissance in Italien (Βασιλεία 1860).8 Ἔκτοτε οἱ ἐρευνητὲς ἐργάστη-
καν ἐντατικὰ διορθώνοντας, συμπληρώνοντας καὶ τεκμηριώνοντας
πληρέστερα πολλὲς ἀπὸ τὶς προτάσεις καὶ τὶς διαπιστώσεις τοῦ Σεφέ-
ρη καὶ τοῦ Ἀλεξίου, καὶ προώθησαν, ἐνίοτε μὲ ἐντυπωσιακὴ εὐστοχία,
τὰ γραμματολογικὰ ζητήματα τοῦ Ἐρωτόκριτου: τὴν ταυτοποίηση τοῦ
ποιητῆ στὸ πρόσωπο τοῦ Βιτσέντζου Κορνάρου τοῦ Ἰακώβου καὶ τὴ
βιογράφησή του, τὸ ἀκριβὲς πρότυπο καὶ τὶς δευτερεύουσες πηγές, τὴ
συνάφειά του μὲ τὸν πολιτισμὸ τῆς Κρητικῆς καὶ τῆς Ἰταλικῆς Ἀνα-
γέννησης. Τώρα πιὰ συμφωνοῦμε ὅτι τὸ ἔργο δὲν ἀνήκει στὸ (ἡρωικὸ)
ἔπος ἀλλὰ στὴν (ἐρωτικὴ) μυθιστορία, ἕνα εἶδος μὲ πλούσια παράδοση
στὴ δυτικὴ καὶ στὴν πρώιμη νεοελληνικὴ λογοτεχνία, ἐκσυγχρονισμέ-
νο ὅμως καὶ ἐναρμονισμένο μὲ τὰ δυναμικὰ στοιχεῖα τῆς σύγχρονής
του πνευματικῆς καὶ καλλιτεχνικῆς ζωῆς: οἱ ἀποκλίσεις ἀπὸ τὴν τυπικὴ
δομὴ τῆς μυθιστορίας, ὅπως εἶναι ἡ πενταμερὴς διαίρεση τῆς ἱστορίας
καὶ ἡ ἐναλλαγὴ τῶν λυρικῶν-ἐρωτικῶν (Α, Γ, Ε) μὲ τὰ ἐπικὰ-πολεμικὰ
(Β, Δ) μέρη, ἡ πρόοδός της κατὰ συζυγίες προσώπων καὶ δράσεων
(«ἡ οἰκονομία τῶν κινήσεων», τοῦ Σεφέρη), ἡ ἁπλοποίηση τῆς πλοκῆς
μὲ τὴν ἀποφυγὴ τῶν ἐπαναλήψεων καὶ τῶν ἐγκιβωτισμένων διηγήσεων
στὸν κεντρικὸ κορμὸ τῆς ἀφήγησης σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς πολυθεματι-
κοὺς ἄξονες τῆς δυτικῆς μυθιστορίας καὶ μὲ τὴν ἐναλλαγὴ τῶν ἐπεισο-
δίων (entrelacement) ἀπὸ τὸ ἕνα στὸ ἄλλο γιὰ τὴν παράλληλη παρα-
κολούθηση τῆς δράσης, ὁ ἐξορθολογισμὸς τῶν ἐνεργειῶν τῶν ἡρώων,

τῆς ποίησης τοῦ Σεφέρη, Ἀθήνα, Κέδρος, 21980· Διονύσης Καψάλης, «Παράδοση καὶ
μεταφορὰ τῆς “Νέας Κριτικῆς”», Οἱ ὀφειλὲς τῆς ἀνάγνωσης. Δοκίμια θεωρίας, Ἀθήνα,
Νῆσος, 2000, σ. 42-110, εἰδικὰ σ. 72-73.
8. Βλ. Jacob Burckhardt, Ὁ πολιτισμὸς τῆς Ἀναγέννησης στὴν Ἰταλία, μετάφρα-
ση Mαρία Tοπάλη, Ἀθήνα, Νεφέλη, 1997 [ Ὁ Nεώτερος Eὐρωπαϊκὸς Πολιτισμός - 1].
Ὁ Ἀλεξίου γνωρίζει τὸ ἔργο στὴν ἀγγλικὴ μετάφραση τοῦ S. G. C. Middlemore [βλ.
« Ἡ κρητικὴ λογοτεχνία καὶ ἡ ἐποχή της», Kρητικὰ Xρονικά, 8 (1954), 76-108, εἰδικά:
σ. 87, σημ. 26· σ. 88, σημ. 29· σ. 92, σημ. 42], ἀπὸ τὴν ἔκδοση he civilization of the
Renaissance in Italy; an essay, New York, Phaidon Publishers, 1950.

[  22  ]
O E ΡΩΤ Ο Κ Ρ Ι Τ ΟΣ Σ Τ Η Ν Π Ρ Ω Ι Μ Η Ν Ε ΩΤ Ε Ρ Ι ΚΌ Τ Η ΤΑ

ἡ διακριτικὴ σύνοψη τῶν γεγονότων, ἡ δημιουργία προσμονῶν γιὰ τὸ


πῶς θὰ ἐξελιχθεῖ ἡ ἱστορία καὶ ἡ εἰσαγωγὴ τῆς τρίτης, ἀναγεννησια-
κῆς, διάστασης τοῦ ἔργου μὲ τὸν περίτεχνο συνδυασμὸ διαλόγου καὶ
ἀφήγησης σὲ μιὰ χωρὶς προηγούμενο ἀναλογία 42 : 58%, ἡ πυκνότητα
χρήσης τῶν διαλόγων καὶ τῶν μονολόγων γιὰ νὰ ἐκφράσουν οἱ ἥρωες
τὰ συναισθήματα καὶ τὸν παλλόμενο ψυχισμό τους ἢ γιὰ νὰ ἀναμετρη-
θοῦν μὲ τὸν ἑαυτό τους σὲ μιὰ προσπάθεια ἐνδοσκόπησης γι᾽ αὐτὰ ποὺ
ἔπραξαν καὶ γι᾽ αὐτὰ ποὺ θὰ πράξουν, ἡ συστηματικὴ ἀπόρριψη μεσαι-
ωνικῶν θεμάτων ὅπως τὸ παράξενο καὶ θαυμαστὸ στοιχεῖο9 καὶ ἡ στη-
λίτευση τῆς γυναικείας ἀπιστίας, καὶ τρόπων ὅπως ἡ παράταξη καὶ ἡ
συσσώρευση τῆς ἀφηγηματικῆς ὕλης, οἱ στατικὲς περιγραφές («ἔκφρα-
ση»), κ.π.ἄ., εἶναι μερικὲς μόνο ἀπὸ τὶς θεμελιώδεις πρωτοβουλίες τοῦ
Kορνάρου,10 ὁ ὁποῖος, ἀξίζει νὰ λεχθεῖ, δημιουργεῖ σὲ μιὰ περίοδο ὅπου
ἡ μυθιστορία εἶχε πιὰ κλείσει τὸν κύκλο τῆς ζωῆς της καὶ νέα συγγενι-
κὰ μορφώματα εἶχαν κάνει τὴν ἐμφάνισή τους (τὸ 1601 κυκλοφορεῖ τὸ
πρῶτο καὶ τὸ 1615 τὸ δεύτερο μέρος τοῦ Don Quixote τοῦ Θερβάντες),
ἐπιτάσσοντας τὴ ριζικὴ ἀνανέωση τοῦ εἴδους καὶ ἀνοίγοντας διάπλατα
τὸν δρόμο πρὸς τὸ σύγχρονο μυθιστόρημα.11
Ὕστερα, ὁ Κορνάρος, ἀκολουθώντας μιὰν ἰδιάζουσα σύλληψη τοῦ
κλασικισμοῦ,12 θέτει ὡς κέντρο τῆς ἱστορίας τὴν Ἀθήνα: ἰδιάζουσα, γιατὶ

9. Βλ. Jacques Le Goff, Τὸ φαντασιακὸ στὸν Μεσαίωνα. Δοκίμια, μετάφραση Νι-


κόλαος Γκοτσίνας, Ἀθήνα, Κέδρος, 2008.
10. Βλ. Στυλιανὸς Ἀλεξίου, « Ὁ Ἐρωτόκριτος καὶ ἡ ποιητική του (Ἀπολογισμὸς
ἐρευνῶν καὶ προοπτικές)», Ζητήματα ποιητικῆς στὸν Ἐρωτόκριτο, ὅ.π., σ. 25-38. Βλ.
ἐπίσης τὶς ὑπόλοιπες μελέτες ποὺ συγκροτοῦν τὸν τόμο αὐτὸν καὶ στὴν ἐρωτοκρίτεια
βιβλιογραφία· Στέφανος Κακλαμάνης, «Βιβλιογραφία Ἐρωτοκρίτου (1889-2005)», ὅ.π.,
σ. 477-543.
11. Γιὰ μιὰ συνοπτικὴ παρουσίαση τοῦ λογοτεχνικοῦ εἴδους ἀπὸ τὶς ἀπαρχές του
ὣς τὰ νεώτερα χρόνια, βλ. Gillian Beer, Μυθιστορία, μετάφραση Γιῶργος Παπακων-
σταντίνου, Ἀθήνα, Ἑρμῆς, 1974 [ Ἡ γλώσσα τῆς κριτικῆς - 15]· he Cambridge History
of Literary Criticism, Vol. 3: he Renaissance, Edited by Glyn P. Norton, Cambridge,
Cambridge University Press, 2006, passim (roman, romance, romanzo).
12. Ὁ Στυλιανὸς Ἀλεξίου μίλησε γιὰ «ὑπέρβαση τοῦ παντοδύναμου στὰ χρόνια
τοῦ Κορνάρου κλασικισμοῦ». Ὡστόσο, ἀκριβέστερο, νομίζω, εἶναι νὰ μιλᾶμε γιὰ δια-

[  23  ]
ΣΤΕΦΑ ΝΌΣ Κ Α Κ Λ Α Μ Α ΝΗ Σ

ἀποφεύγει νὰ ἀναπαραστήσει τὸ ἀστικὸ περιβάλλον τῆς πόλης τῶν


Ἀθηνῶν ὅπως θὰ ἔκανε κάθε συνεπὴς κλασικιστὴς περιγράφοντας
λεπτομερῶς τὰ ἀρχιτεκτονήματα καὶ τοὺς δημόσιους καὶ ἰδιωτικούς,
ἐσωτερικοὺς καὶ ἐξωτερικούς, χώρους ὅπου τοποθετοῦνται οἱ διάφο-
ρες σκηνὲς τῆς ὑπόθεσης. Ἀντὶ τοῦ μεγαλοπρεποῦς παλατιοῦ, ἀντάξιου
ἑνὸς βασιλιᾶ τῆς ὁλκῆς τοῦ Ἡράκλη, τοῦ ἱπποδρόμου καὶ τῶν ἐπιβλη-
τικῶν οἰκοδομημάτων ποὺ ἀπηχοῦν τὶς αἰσθητικὲς ἐπιταγὲς τῆς ἐποχῆς
καὶ συμφωνοῦν μὲ τὶς εἰκαστικὲς προτάσεις τῶν καλλιτεχνῶν τοῦ 15ου
καὶ 16ου αἰώνα, ὁ Κορνάρος περιορίζεται σὲ ἕνα λιτὸ περίγραμμα τοῦ
ἀστικοῦ τοπίου· γιατὶ λέξεις ὅπως «παλάτι», «φόρος», «στοῦ σιταριοῦ
τὸ σπίτι» δὲν ἐπαρκοῦν γιὰ νὰ ἀνασυγκροτηθεῖ τὸ κτιριακὸ σύμπλεγμα
τοῦ παλατιοῦ, πολλῷ μᾶλλον λείπει τὸ εἰδικὸ λεξιλόγιο γιὰ τὴν ἀρχι-
τεκτονικὴ ἀνάπλαση τῆς πόλης: ἀρκεῖ μιά, ἔστω καὶ βιαστική, σύγκρι-
ση τῆς ἑνότητας μὲ τὴ μουσικὴ «ξεφάντωση» στὸ παλάτι (Α467-506)
ἀπ᾽ ὅπου λείπει ἐμφατικὰ ἡ ἀνάπλαση τοῦ ἐσωτερικοῦ χώρου, καὶ τῆς
εἰκονογραφικῆς του ἀποκατάστασης στὸ χειρόγραφο τοῦ Λονδίνου13 ἢ
τῆς Ἀθήνας, ὅπως περιγράφεται ἀπὸ τὸν Βοκκάκιο στὴ Θησηίδα, μὲ τὰ
θέατρα, τοὺς ναούς, τὶς στοές, τὶς ἁψίδες, τὸν ἱππόδρομο, τὰ λουτρά,
τὰ ὑδραγωγεῖα κ.ἄ., γιὰ νὰ σταθμίσουμε τὶς διαφορὲς καὶ τὸ μέγεθος
τῆς καταστατικῆς ἀπόκλισης τῶν δύο ἔργων μεταξύ τους.
Ὁ Ἐρωτόκριτος στὶς περιπλανήσεις του στὰ περίχωρα τῆς Ἀθήνας,
προσπαθώντας νὰ ξεχάσει τὴν ἀγαπημένη μορφή, ἀλλὰ καὶ ἔξω ἀπὸ
τὴν ἐδαφική της ἐπικράτεια ( Ἔγριπος), συναντᾶ καλλιεργημένους
ἀγρούς, ἀπόδειξη τῆς προκοπῆς τῶν κατοίκων,14 ὄχι ὅμως καὶ ἐρείπια

φορετικὴ σύλληψη τοῦ κλασικισμοῦ, ἐφόσον τὰ δομικὰ στοιχεῖα τοῦ χώρου καὶ τοῦ
χρόνου τῆς ἱστορίας καὶ ἡ πολυθεΐα τῶν οὐράνιων σωμάτων παραμένουν σταθερὰ
στὸν κόσμο τοῦ Ἐρωτόκριτου καὶ ἄθικτα ἀπὸ τὴν κορναρικὴ εἰρωνεία.
13. Βλ. τὴν εἰκόνα καὶ τὸ κείμενο μὲ τὸ ξεφάντωμα στὸ παλάτι, στὴν ἔκδοση Ἐρω-
τόκριτος (Ἀλεξίου), σ. 29-31 (εἰκ. 3). Γιὰ τὴ σχεδίαση τῶν μικρογραφιῶν αὐτῶν, βλ.
παρακάτω στὸν παρόντα τόμο, σ. 308, σημ. 25.
14. Ὁ Πεζόστρατος ὑπενθυμίζει στὸν γιό του τὶς «δουλειές μας στὰ χωριὰ» ποὺ
«καθημερνὸ πληθαίνου» (Α797) ἀλλὰ ποὺ ἔχουν μείνει πίσω, καὶ τὸν καλεῖ νὰ δραστη-
ριοποιηθεῖ σὰν «νοικοκύρης» (Α790) γιατὶ ὁ ἴδιος «εἶναι τώρα γέροντας» (Α795). Ἄλλες

[  24  ]
O E ΡΩΤ Ο Κ Ρ Ι Τ ΟΣ Σ Τ Η Ν Π Ρ Ω Ι Μ Η Ν Ε ΩΤ Ε Ρ Ι ΚΌ Τ Η ΤΑ

(χαλάσματα) ἀπὸ κάθε λογῆς οἰκοδομικὰ ὑπολείμματα μιᾶς ἄλλης


ἐποχῆς, ἀκυρώνοντας ἔτσι κάθε ἔνδειξη παρελθοντικοῦ χρόνου. Ἡ ἀέ-
ναη κίνηση τοῦ τροχοῦ/καιροῦ/χρόνου φαίνεται νὰ μὴν ἐπηρεάζει τὸ
ἀστικὸ τοπίο, ἐνῶ ὅποια μεταβολὴ συντελεῖται στὴ φύση συνδέεται
μὲ τὴν περιοδικότητα/ἐποχιακότητα τῶν φαινομένων καὶ τοῦ μόχθου
«τῶ δουλευτάδω» (Α788). Ἐνῶ ἡ «ἔκφραση» κτισμάτων ἀποτελεῖ δομι-
κὸ χαρακτηριστικὸ τόσο τοῦ γαλλικοῦ/ἰταλικοῦ προτύπου ὅσο καὶ τῆς
βυζαντινῆς δημώδους ἐρωτικῆς μυθιστορίας καὶ κυρίαρχο μοτίβο σή-
μανσης τοῦ φυσικοῦ καὶ τοῦ ἀστικοῦ τοπίου στὴ ζωγραφικὴ τῆς ἐπο-
χῆς γιὰ τὴ δημιουργία τῆς ψευδαίσθησης τοῦ βάθους, στὸν Ἐρωτόκριτο
παραβλέπεται: ἡ «προοπτικὴ» συνίσταται στὸ λεπτεπίλεπτο πλάσιμο
τῶν ἡρώων καὶ στὴν ἐσωτερικὴ ἔνταση τῶν συναισθημάτων. Γενικὰ
οἱ σταθερὲς ἐνδείξεις τῆς ἐπίδρασης τοῦ χρόνου στὴ μετάπλαση τοῦ
ἐξωτερικοῦ χώρου ἀπουσιάζουν· εἶναι καὶ αὐτή, ὅπως καὶ ἡ ἐμφατικὴ
διάκριση τῶν χρονικῶν βαθμίδων τοῦ πρὶν καὶ τοῦ μετά, μιὰ τακτι-
κὴ ποὺ αἴρεται μπροστὰ στὴ δραματικὴ σύσταση τοῦ παρόντος, ὅπου
συντελεῖται ἡ δράση τῶν ἡρώων μας.
Ἐπιπλέον, μὲ τὴ συνειδητὴ φυγὴ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, τὸν
ἀναχρονισμό, τὴν ἀπουσία τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος καὶ τὴ
δραματοποίηση τῆς ἱστορίας, ὁ Κορνάρος καταλύει τὰ δεσμὰ τῆς εἰ-
δολογικῆς ἐξάρτησης τοῦ ἔμμετρου ἐρωτικοῦ μυθιστορήματος ἀπὸ τὸ
μακρόσυρτο μεσογειακὸ παρελθόν του καὶ ἀπελευθερώνει ἕναν πη-
γαῖο δυναμισμὸ ποὺ βρίσκει διέξοδο καὶ ἔκφραση στὸ λογοτεχνικό του
ἐγχείρημα. Οἱ δεσμεύσεις τῆς συγχρονίας αἴρονται ἀπὸ τὸν ἀνιστορι-
κὸ κόσμο ποὺ κατασκευάζει μὲ ἐπιμέλεια καὶ γνώση γιὰ νὰ ἐκθέσει τὸ
«ξόμπλι» καὶ τὴν «ἀρμηνειά» του. Ὡστόσο, παρὰ τὶς τόσο σημαντικὲς
αὐτὲς διαπιστώσεις, ἡ πρό(σ)κληση νὰ ἀναζητήσουμε τὴν «οὐσία» τοῦ
Ἐρωτόκριτου εἶναι, καὶ πρέπει νὰ εἶναι, διαρκής, πολλῷ μᾶλλον καθό-

ἀναφορές, μὲ τὸν Ἐρωτόκριτο νὰ ἐπιδιώκει λ.χ. νὰ μπεῖ «εἰς λαγκάδια καὶ βουνιὰ καὶ
σὲ μεγάλα δάση» (Γ1715), ἐκφράζουν τὴ μελαγχολικὴ διάθεση τοῦ ἐρωτευμένου γιὰ
φυγὴ καὶ ἀπομόνωση ἀπὸ ἕναν κόσμο γεμάτο σφρίγος καὶ ἔνταση («μίσεψε κι ἄμε
γύρισε σ᾽ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, / τόπους νὰ δεῖς πολλὰ ὄμορφους ποὺ ἐδὰ δὲν τσὶ κατέ-
χεις· / (...) / βρύσες νὰ δεῖς καὶ ποταμούς, χῶρες, χωριὰ καὶ δάση», Α1234-1235, 1243).

[  25  ]
ΣΤΕΦΑ ΝΟΣ Κ Α Κ Λ Α Μ Α ΝΗ Σ

σον ὁ ἴδιος ὁ ποιητὴς μὲ τὴ φωνὴ τῆς Ἀρετούσας φανερώνει τὸν νεω-


τερικὸ χαρακτήρα τῆς τέχνης του καὶ τῆς ματιᾶς του:

μὰ ὅλα γιὰ μένα σφάλασι καὶ πᾶσιν ἄνω κάτω,


γιὰ μὲ ξαναγεννήθηκεν ἡ φύση τῶν πραμάτω.
(Γ1277-1278)

Ὁ κόσμος τοῦ Ἐρωτόκριτου εἶναι προϊὸν διανοητικῆς διενέργειας,


ὡς ἐκ τούτου εἶναι πλασματικὸς καὶ ψευδής. Ὁ χαρακτηρισμὸς εἶναι
ἀσφαλῶς ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κάθε ἠθικὸ ψόγο, γιατὶ πρόθεση τοῦ
ποιητῆ ἦταν νὰ πλάσει ἕνα αὐθύπαρκτο ἰδεολογικὸ καὶ αἰσθητικὸ σύμ-
παν μέσα στὸ ὁποῖο νὰ ἀφηγηθεῖ τὴν «ἀθιβολή» του: ἔτσι ὁρίζεται ἡ
λογοτεχνία, ἔτσι συστήνεται κι ὁ δημιουργός της. Ἡ περιπέτεια τῶν
δύο νέων δὲν ἑδράζεται σὲ ἕνα γεγονὸς συντελεσμένο μέσα σὲ συγκε-
κριμένο χρόνο καὶ τόπο, ἀλλὰ σὲ πολλὲς διαδοχικὲς πράξεις ποὺ συγ-
κροτοῦν μιὰν ἀληθοφανῆ πλοκή, ἡ ὁποία ὄχι μόνο διαθέτει τὶς ἀναγ-
καῖες καὶ ἱκανὲς προϋποθέσεις γιὰ νὰ ὑποστηρίξει μιὰ σφικτοδεμένη
καὶ πειστικὴ δράση, ἀλλὰ καὶ νὰ συμβεῖ σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ περιοχὴ
τοῦ κόσμου. Ἡ κορναρικὴ σύλληψη ἀφορμᾶται ἀπὸ τὴν ἀριστοτελι-
κὴ ἀντίληψη τῆς πρωτοκαθεδρίας τῆς ποίησης ἔναντι τῆς ἱστορίας καὶ
βρίσκει τὴν καταξίωσή της μέσα ἀπὸ τὴ διεκπεραίωση τοῦ λόγου. Ἡ
ρητορικὴ θεμελίωση τῆς ἐρωτικῆς ἱστορίας στοχεύει στὴν πειθὼ τοῦ
ἀποδέκτη της (ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν ἐνεργὸ ἄνθρωπο, κατὰ
τὴ ρητὴ δήλωση τοῦ ποιητῆ: «ὅποιος τοῦ πόθου ἐδούλεψε εἰσὲ καιρὸ
κιανένα», Α11) μέσα ἀπὸ τὴν ἔκθεση τῆς ἐσωτερικῆς καὶ τῆς ἐξωτερι-
κῆς περιπέτειας τῶν ἡρώων, προκαλεῖ τὴν τέρψη, ἐπιφέρει τὴ διδαχὴ
καὶ ἀναδεικνύει τὶς ἀξίες ποὺ δομοῦν καὶ συνέχουν τὴν κοινωνία τους.
Ἡ ἀνασύνθεση τῆς ἀτομικῆς δράσης μέσα στὸ κοινωνικὸ περιβάλλον
ὑπηρετεῖ τὴ μίμηση, ἐννοούμενη ὡς πιστὴ ἀναπαράσταση ὄχι τοῦ κό-
σμου αὐτοῦ ἀλλὰ τῶν ἰδεῶν ποὺ τὸν διέπουν. Τὴν ἐπίφοβη ὑπερχείλιση
τοῦ συναισθήματος ἐμποδίζει ἡ ἐπιστράτευση τῆς λογικῆς στὴν ὁποίαν
καταφεύγουν ὅλοι οἱ ἥρωες, οἱ ἔμπιστοι-βοηθοὶ καὶ οἱ πρωταγωνιστές,
καθὼς συνειδητοποιοῦν τὴν ἄμεση ἐμπλοκή τους στὴν ἐρωτικὴ ἱστο-
ρία. Εἶναι, πάντως, ἐνδιαφέρον ὅτι ἡ διακριτικὴ συνέργεια τῆς Φροσύ-

[  26  ]
O E ΡΩΤ Ο Κ Ρ Ι Τ ΟΣ Σ Τ Η Ν Π Ρ Ω Ι Μ Η Ν Ε ΩΤ Ε Ρ Ι ΚΌ Τ Η ΤΑ

νης δίπλα στὴν Ἀρετούσα καὶ τοῦ Πολύδωρου πλάι στὸν Ἐρωτόκρι-
το θυμίζει περισσότερο τὴ λειτουργία τῶν ὁμόλογων προσώπων ποὺ
πλαισιώνουν τοὺς ἥρωες τοῦ κλασικιστικοῦ δράματος παρὰ τῆς μυ-
θιστορίας· ἡ μεταξύ τους ἀπόσταση εἶναι τεράστια καὶ ἰδίως ποιοτική:
στοὺς βοηθοὺς οἱ ἐρωτευμένοι ἐξομολογοῦνται τὶς ἐνδόμυχες σκέψεις
τους, τὰ ἀδιέξοδα προβλήματα ποὺ τοὺς βασανίζουν, καὶ τοὺς ἀπο-
καλύπτουν τὶς πρωτόγνωρες ἐμπειρίες ποὺ βιώνουν καθὼς θεριεύει ὁ
ἔρωτας καὶ τοὺς κυριεύει· κάποιες ἐκμυστηρεύσεις τους θὰ μποροῦσαν
νὰ αὐτονομηθοῦν καὶ νὰ λειτουργήσουν ὡς «θεατρικοὶ» μονόλογοι
ἀλλὰ καὶ ὡς ἀλληγορικοὶ πίνακες τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς.


Ὁ Ἐρωτόκριτος ἔρχεται ἀπὸ μακριά: προϋποθέτει τὴ δυτικὴ παράδοση
ἔτσι ὅπως εἶχε διαμορφωθεῖ κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ ἑλληνιστικοῦ
μυθιστορήματος καὶ τῶν ἐπικῶν καὶ λυρικῶν κύκλων τῆς ὕστερης με-
σαιωνικῆς Εὐρώπης.15 Οἱ ἄμεσοι πρόγονοί του, οἱ μυθιστορίες τῆς δη-
μώδους ἑλληνικῆς καὶ νεολατινικῆς παραγωγῆς τῆς Δύσης, ἀλλὰ καὶ οἱ
πολλαπλὲς ἀνασηματοδοτήσεις τοῦ ἐρωτικοῦ θεματολογίου μέσα ἀπὸ
τοὺς δοκιμασμένους δρόμους τοῦ dolce stil nuovo, τῆς πετραρχικῆς καὶ
νεοπετραρχικῆς ποίησης καὶ ἀπὸ τὶς μακρόστιχες πρωτοουμανιστικὲς
ἀφηγήσεις τοῦ Βοκκακίου καὶ τῶν μιμητῶν του τὸν 15ο καὶ 16ο αἰώ-
να, ἀπαρτίζουν τὸ διακειμενικὸ πεδίο ὅπου ἀπολήγουν φυσιολογικὰ οἱ
ρίζες τοῦ κρητικοῦ ἀριστουργήματος. Ἡ ἐπιλογὴ τοῦ «μύθου» (favola,
soggetto, materia), τοῦ καμβᾶ μιᾶς πολλαπλῶς καταξιωμένης (πεζῆς)
μυθιστορίας μὲ μακρὰ διαδρομὴ στὴν ἀνακύκλωση τοῦ βασικοῦ παρα-
δοσιακοῦ ὑλικοῦ της ὅπως ξεπηδᾶ μέσα ἀπὸ τὸ ἀπώτερο προβηγκιανὸ
πρότυπο (τὸ Paris et Vienne) τοῦ Pierre de la Cypède, καὶ ἀπὸ τὴν ἄμεση
ἰταλικὴ πεζὴ καὶ ἔντυπη μετάπλασή της (τὸ Innamoramento di Paris e

15. Βλ. Μιχαὴλ Πασχάλης, « Ὁ γραμματολογικὸς χαρακτήρας τοῦ Ἐρωτόκριτου»,


Πρώιμη νεοελληνικὴ δημώδης γραμματεία. Γλώσσα, παράδοση καὶ ποιητική. Πρακτικὰ
τοῦ 6ου Διεθνοῦς Συνεδρίου Neograeca Medii Aevi, ἐπιμέλεια Γιάννης Κ. Μαυρομά-
της – Νίκος Ἀγιώτης, Ἡράκλειο, Βικελαία Δημοτικὴ Βιβλιοθήκη, 2012, σ. 451-472.

[  27  ]
ΣΤΕΦΑ ΝΟΣ Κ Α Κ Λ Α Μ Α ΝΗ Σ

Vienna),16 ἀνταποκρινόταν σὲ δύο θεμελιώδη προαπαιτούμενα, τὴν εὐ-


χάριστη καὶ διδακτικὴ ὑφὴ τῆς ἱστορίας, ἀφενός, τὴν ἱκανότητά της νὰ
ἐμπλουτίζεται μὲ ἐκλεκτῆς εὐγένειας καὶ ὑψηλοῦ ἤθους δράσεις, ἀφετέ-
ρου. Ὁ Κορνάρος δὲν χρειάστηκε νὰ ἐπινοήσει τὸν «μύθο» –αὐτό, ἄλ-
λωστε, δὲν ἦταν δεσμευτικό–, ἐπινόησε ὅμως τὰ ὀνόματα-χαρακτῆρες
καὶ τὸν «κόσμο» τους καθὼς καὶ τὸ διακύβευμα τῆς δράσης τους, δημι-
ουργώντας ἔτσι μιὰν ἐντελῶς καινούργια σύνθεση τῶν ἀνθρωπίνων πρα-
γμάτων ποὺ διαπλέκονται μὲ τὸν ἔρωτα (amore) καὶ τὸν πόλεμο (le armi)
στὸν ἀπαράβατο ρυθμὸ τῆς ἀέναης ροῆς τοῦ χρόνου. Τὸ παραδοσιακὸ
θεματολόγιο τοῦ ἔμμετρου ἐρωτικοῦ μυθιστορήματος (συνάντηση καὶ
ἔρωτας τῶν δύο νέων, ἐπώδυνος χωρισμὸς καὶ περιπέτειες, ἐπανένωση
καὶ αἴσιο τέλος, μορφὲς παντοδυναμίας καὶ εἰκονογραφικὲς ἀποτυπώ-
σεις τοῦ Ἔρωτα, παθολογία τοῦ ἐρωτικοῦ συναισθήματος, κ.ἄ.) καὶ τῆς
ἐπικῆς ἀφήγησης (ποικίλες μορφὲς πολέμου καὶ ἀγωνιστικῆς δράσης)
ἔτσι ὅπως διαπλέκονται, κορυφώνονται καὶ κανονικοποιοῦνται στὸν
Μαινόμενο Ὀρλάνδο (Orlando furioso, γʹ καὶ ὁριστικὴ ἔκδοση 1532) τοῦ
Lodovico Ariosto (1474-1533) καὶ στὸν πρώιμο Torquato Tasso (1544-
1595),17 διαπερνοῦν πέρα ὣς πέρα τὴν προσωπικὴ δημιουργία τοῦ Κορ-
νάρου, μὲ τὸν πρῶτο νὰ δίνει τὸν τόνο τῆς παρουσίας του στὸ κρητικὸ
ἔργο. Εἶναι ἕνας τόνος ποὺ ἀφορᾶ στὸ decorum τῆς ἀφήγησης, καθότι

16. Οἱ προγενέστερες καὶ οἱ μεταγενέστερες τοῦ Ἐρωτόκριτου διαγλωσσικὲς με-


ταμορφώσεις τοῦ Paris et Vienne / Innamoramento καὶ οἱ πολλαπλὲς χειρόγραφες καὶ
ἔντυπες ἐπανεκδόσεις τους τὸν 15ο, 16ο καὶ 17ο αἰώνα ἐπιβεβαιώνουν τὴν πλατιὰ
διάδοση καὶ τὴν ἑλκυστικότητα τῆς ἱστορίας αὐτῆς, παρὰ τὴ σταδιακὴ ἀνατροπὴ
τῶν αἰσθητικῶν προτιμήσεων τοῦ κοινοῦ ποὺ σημειώθηκε στὸ ἴδιο διάστημα. Βλ. τὴν
ἀναλυτικὴ ἀπογραφὴ τῆς κειμενικῆς διάχυσης τοῦ ἔργου στὸ Paris e Vienna, romanzo
cavalleresco, a cura di Anna Maria Babbi, Venezia, Marsilio, 1991 [Medioevo Veneto],
σ. 29-153. Γιὰ τὸ ἀναγνωστικὸ κοινὸ τῆς λογοτεχνίας, βλ. Amedeo Quondam, «La
letteratura in tipograia», Letteratura italiana, a cura di Alberto Asor Rosa, vol. II:
Produzione e consumo, Torino, Einaudi, 1983, σ. 555-686· Brian Richardson, Τυπογρα-
φία, συγγραφεῖς καὶ ἀναγνῶστες στὴν Ἰταλία τῆς Ἀναγέννησης, μετάφραση Εἰρήνη Πα-
παδάκη, Ἀθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 2014, σ. 275-408.
17. Γιὰ τὶς ὀφειλές του στὸν Rinaldo τοῦ Tasso, βλ. τὴ μελέτη τῆς Εἰρήνης Λυδάκη
στὸν παρόντα τόμο, σ. 139-166.

[  28  ]
O E ΡΩΤ Ο Κ Ρ Ι Τ ΟΣ Σ Τ Η Ν Π Ρ Ω Ι Μ Η Ν Ε ΩΤ Ε Ρ Ι ΚΌ Τ Η ΤΑ

ἡ ἱστορία τοῦ Ἐρωτόκριτου δὲν ἐγγράφεται στὸ ἴδιο πλαίσιο δρά-


σης τοῦ ἱππότη Ὀρλάνδου, τῶν συντρόφων καὶ τῶν ἀντιπάλων του:
τὴ μακρόχρονη σύγκρουση τῆς χριστιανικῆς Δύσης μὲ τὴν ἰσλαμικὴ
Ἀνατολὴ καὶ τὴν ἀπώθηση τῶν ἀράβων εἰσβολέων στὶς ἀπέναντι ἀκτὲς
τῆς Β. Ἀφρικῆς (Orlando furioso, I 1-2). Ὡστόσο, δὲν στάθηκε δεύτερη
στὸν Κορνάρο, ὅπως καὶ σὲ κάθε ὁμότεχνο τοῦ καιροῦ του, ἡ Αἰνειάδα
τοῦ Βιργιλίου,18 ἀλλὰ καὶ οἱ Μεταμορφώσεις τοῦ Ὀβιδίου, στὸ λατινι-
κὸ πρωτότυπο ἢ/καὶ στὶς ἰταλικὲς μεταφράσεις τοῦ Lodovico Dolce
(1508-1568), τοῦ Annibale Caro (1507-1566) καὶ τοῦ Giovanni Andrea
dell’Anguillara (1517-1572), δύο ἔργα ποὺ προσέφεραν στὸν ἴδιον
εἰκόνες, λεκτικοὺς τρόπους, ἐμπειρία καὶ γνώση ἀνεκτίμητες, καὶ τὰ
ὁποῖα εἶχαν ἀφήσει τὸ χνάρι τους σὲ ὁλόκληρη τὴν ἀφηγηματικὴ ποί-
ηση τῆς ἐποχῆς του καὶ βέβαια στοὺς ἐνδιάμεσους ἐπώνυμους «συνο-
μιλητές» του. Ἀλλὰ ἡ σύλληψη καὶ ἡ ὑπόσταση τοῦ Ἐρωτόκριτου βρί-
σκονται πέρα ἀπὸ τὸν παραδοσιακὸ ὁρίζοντα τῶν ἀναγνωστῶν του,
μολονότι ἡ ἔρευνα τῶν πηγῶν κρύβει ἀκόμη πολλὲς καὶ ἐνδιαφέρου-
σες ἐκπλήξεις: σὲ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν ὁρίζοντα ἐλλόχευε ὁ κίνδυνος νὰ
προκύψει ἡ σύνθεση ἑνὸς κοινότοπου καὶ ἄνευρου ἀφηγήματος, ὅπως
οἱ δημώδεις βυζαντινὲς μυθιστορίες καὶ τὰ δεκάδες poemi di cavalleria
τῶν μέσων τοῦ 16ου αἰώνα,19 ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἴδιον ὁρίζοντα πηγάζει καὶ
ἡ μοναδικότητα τοῦ Ἐρωτόκριτου, λόγῳ τῶν διαφοροποιήσεων καὶ τῶν
καταστατικῶν ἐπιλογῶν τοῦ δημιουργοῦ του.
Ὁ Κορνάρος ἀντιμετωπίζει τὶς πηγές του μὲ ἐλεύθερη καὶ κριτι-
κὴ διάθεση. Ἂν γιὰ παράδειγμα ἡ θρησκεία ἀποτελεῖ δομικὸ συστα-
τικὸ τοῦ ἀπώτερου προβηγκιανοῦ προτύπου καὶ τῆς ἄμεσης ἰταλικῆς

18. Ὁ Tasso ἀποκαλεῖ τὸν Βιργίλιο «ὕπατο τῶν λατίνων ποιητῶν» («principe
de’ poeti latini») στὴν πραγματεία του γιὰ τὸ ἡρωικὸ ποίημα («Discorsi del poema
eroico», Βιβλίο Γʹ). Βλ. Torquato Tasso, Scritti sull’arte poetica, a cura di Ettore Mazzali,
Torino, Einaudi, 1977, τ. Β´, σ. 265.
19. Βλ. Roderick Beaton, Ἡ ἐρωτικὴ μυθιστορία τοῦ ἑλληνικοῦ μεσαίωνα, μετά-
φραση Νίκης Τσιρώνη ἀπὸ τὴ δεύτερη ἀγγλικὴ ἀναθεωρημένη καὶ ἐπαυξημένη ἔκδοση,
Ἀθήνα, Καρδαμίτσα, 1996· Marina Beer, Romanzi di cavalleria: il ‘Furioso’ e il romanzo
italiano del primo Cinquecento, Roma, Bulzoni, 1987 [Biblioteca del Cinquecento].

[  29  ]
ΣΤΕΦΑ ΝΟΣ Κ Α Κ Λ Α Μ Α ΝΗ Σ

πεζῆς μετάπλασής του, ὡς χειροπιαστὴ ἀπόδειξη τοῦ χριστιανικοῦ ζή-


λου τῶν ἡρώων τοῦ Pierre de la Cypède, στὸν Ἐρωτόκριτο τὸ θρησκευ-
τικὸ συναίσθημα μένει ἐμφατικὰ στὰ ἀζήτητα. Μόνο μιὰ ξεθωριασμένη
αἴσθηση πίστης πρὸς τὰ οὐράνια σώματα ἀνιχνεύεται στὸ τρίτο μέρος
τῆς ἀφήγησης (Γ1723, 1727, 1729), ἀλλὰ αὐτὸ συμβαίνει γιὰ νὰ πατή-
σει κάπως, ὑστερότερα, ἡ λύση τῆς ἱστορίας.20 Ἀντὶ γιὰ τοὺς κλειστοὺς
ἰδεολογικοὺς ὁρίζοντες καὶ τὸν ἀδιασάλευτο θρησκευτικὸ κομφορμι-
σμὸ τοῦ μεσαιωνικοῦ προτύπου του, ἀντὶ γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῆς
ἱστορίας, στὴν ὁποία θὰ ἦταν πρακτικὰ ἀδύνατο νὰ ἀποφύγει μάχες καὶ
πολέμους κατὰ τῶν ἀπίστων, ὅπως συμβαίνει κατὰ κόρον στὶς δευτε-
ρεύουσες, καὶ ὄχι μόνο, πηγές του, ὁ Κορνάρος προκρίνει τὴ νεωτερικὴ
ἰδέα ὅτι τὸ σύμπαν εἶναι ἀπείρως πιὸ μεγάλο καὶ πιὸ σύνθετο ἀπ᾽ ὅ,τι πι-
στευόταν καὶ παραδοσιακὰ ἐξέφραζε, λ.χ., ἡ Γένεσις, τὸ πρῶτο βιβλίο τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης. Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ ποιητὴς τοῦ Ἐρωτόκριτου φαίνεται
νὰ μὴν συλλαμβάνει τὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο μὲ ἐσχατολογικὰ κριτήρια,
ὅπως τὸ ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι τοῦ καιροῦ του, μὲ πιὸ χαρακτηριστικὸ ἐκ-
πρόσωπο τὸν συμπατριώτη του Γεώργιο Κλόντζα (περ. 1540-1607) στὶς
ζωγραφικὲς καὶ συγγραφικές του ἐπιδόσεις. Στὰ ἔργα του, κάθε ἔννοια
ἢ δράση ἔχει ὡς ἀφετηρία τὴ σύγκρουση τοῦ καλοῦ μὲ τὸ κακὸ καὶ τὴ
διαρκῆ πάλη τῶν πιστῶν νὰ σώσουν τὴν ψυχή τους ἀπὸ τοὺς μύριους
πειρασμοὺς ποὺ τὴ βασάνιζαν, καὶ ὡς κατάληξη τὴν Ἡμέρα τῆς Κρίσεως
μὲ τὸν θρίαμβο τοῦ Κυρίου, τὴν ἐπιβράβευση τῶν ἐν Χριστῷ ἐναρέτων
καὶ τὴν αἰώνια τιμωρία τῶν ἁμαρτωλῶν.21 [εἰκ. 1] Κι ὅμως, καὶ στοὺς

20. Ἡ μοναδικὴ φορὰ ὅπου δηλώνεται ρητὰ ὁ (χριστιανικὸς) Θεὸς εἶναι στον τε-
λευταῖο στίχο τοῦ ἔργου (Ε1548), ὅπου ὅμως ἀφορᾶ στὸ περιεχόμενο τοῦ αὐτοβιογρα-
φικοῦ ἐπιλόγου τοῦ ποιητῆ καὶ ὄχι τῆς ἱστορίας τοῦ Ἐρωτόκριτου. Βλ. Massimo Peri,
Τοῦ πόθου ἀρρωστημένος. Ἰατρικὴ καὶ Ποίηση στὸν Ἐρωτόκριτο, μετάφραση Ἀφροδίτη
Ἀθανασοπούλου, Ἡράκλειο, Πανεπιστημιακὲς Ἐκδόσεις Κρήτης, 1999, σ. 223.
21. Χαρακτηριστικὰ ἔργα τοῦ Γεωργίου Κλόντζα εἶναι ὅσα συνδέονται μὲ τὴν
παράσταση τῆς Δευτέρας Παρουσίας, σὲ φορητὲς εἰκόνες (λ.χ. Κέρκυρα, Μονὴ Υ. Θ.
Πλατυτέρας/Μουσεῖο Ἀντιβουνιώτισσας· βλ. Παναγιώτης Λ. Βοκοτόπουλος, Εἰκόνες
τῆς Κέρκυρας, Ἀθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 1990, σ. 63-66, ἀρ. 40) καὶ τρίπτυχα (λ.χ. Βενετία, Μου-
σεῖο Ἑλληνικοῦ Ἰνστιτούτου Βυζαντινῶν καὶ Μεταβυζαντινῶν Σπουδῶν· βλ. Ἐλ Γκρέ-
κο. Ταυτότητα καὶ Μεταμόρφωση. Κρήτη – Ἰταλία – Ἱσπανία, ἐπιμέλεια José Álvarez

[  30  ]
O E ΡΩΤ Ο Κ Ρ Ι Τ ΟΣ Σ Τ Η Ν Π Ρ Ω Ι Μ Η Ν Ε ΩΤ Ε Ρ Ι ΚΌ Τ Η ΤΑ

1. Γεώργιος Κλόντζας,
« Ἡ φοβερὰ σάλπιγξ ἠχίσει πάντας τοὺς κεκοιμημένους».
Ὁλοσέλιδη μικρογραφία ἀπὸ τὴ Χρονογραφία,
marcianus Gr. VII, 22 (1466), f. 194v.

[  31  ]
ΣΤΕΦΑ ΝΟΣ Κ Α Κ Λ Α Μ Α ΝΗ Σ

δύο αὐτοὺς Κρητικούς, τὸν Κορνάρο καὶ τὸν Κλόντζα, δὲν ἦταν ἄγνω-
στες οἱ ἐπιστημονικὲς κατακτήσεις τῆς ἐποχῆς τους. Ἡ ἐκτατικότητα
τοῦ γεωγραφικοῦ χώρου μὲ τὰ θαλάσσια ταξίδια καὶ τὶς ἀνακαλύψεις
νέων τόπων, ἡ ἐντυπωσιακὴ πρόοδος τῶν ἐπιστημῶν μὲ τὴ μελέτη τοῦ
αἰσθητοῦ-φυσικοῦ μακρόκοσμου καὶ μὲ τὴν ἐνδοσκοπικὴ ψηλάφηση
τοῦ ἀνθρώπινου μικρόκοσμου,22 ἦταν πραγματικότητες ποὺ ἀπασχο-
λοῦσαν καὶ τὸν Κορνάρο, ἂν κρίνουμε ἀπὸ τὴ βιβλιοθήκη καὶ τοὺς
ἱστοριογραφικοὺς προσανατολισμοὺς τοῦ ἀδελφοῦ του Ἀνδρέα καὶ τὶς
μᾶλλον βέβαιες γνώσεις τοῦ ἴδιου στὴν ἰατρική (θεωρία τῶν τεσσά-
ρων χυμῶν τοῦ σώματος, κ.ἄ.),23 ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του·
ἕνας μάλιστα ἀπὸ τοὺς τελευταίους θιασῶτες τῆς γεωκεντρικῆς δόμη-
σης τοῦ σύμπαντος ἦταν ὁ βενετοκρητικὸς εὐγενής, μαθηματικὸς καὶ

Lopera, Μιλάνο, Schira Editore, 1999, σ. 238-241, 350-352· [Συλλογὴ Μαριάννας Λά-
τση] Μετὰ τὸ Βυζάντιο, Ἀπρίλιος 1996, ἀρ. 24· γιὰ ἄλλα ζωγραφικὰ ἔργα του μὲ ὁμόθε-
μο περιεχόμενο, βλ. Μανόλης Χατζηδάκης – Εὐγενία Δρακοπούλου, Ἕλληνες ζωγρά-
φοι μετὰ τὴν Ἅλωση (1450-1830), τ. 2, Ἀθήνα 1997 [Κέντρο Νεοελληνικῶν Ἐρευνῶν
Ε.Ι.Ε. - 62], σ. 83-96). Γιὰ τὴν εἰκονογραφία τοῦ ἱεροῦ κηρύγματος ἀπὸ τὸν Κλόντζα
ὡς μέσου γιὰ τὴ συμμόρφωση τοῦ ἐκκλησιάσματος στοὺς κανόνες τῆς πίστης ὑπὸ
τὴν ἐπίδραση τῶν ἰδεῶν τῆς Ἀντιμεταρρύθμισης, βλ. Ὄλγα Γκράτζιου, « Ἡ εἰκόνα τοῦ
Γεωργίου Κλόντζα στὸ Σεράγεβο καὶ τὰ ἐπάλληλα ἐπίπεδα σημασιῶν της», Δελτίον
τῆς Χριστιανικῆς καὶ Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας, περίοδος Δʹ, 14 (1987-1988), 9-31· Δη-
μήτριος Δ. Τριανταφυλλόπουλος, «Κήρυγμα καὶ ζωγραφικὴ τὸν 16ο αἰώνα. Μιὰ ὄψη
τῶν ἑλληνορθοδόξων ὑπὸ τὴ Γαληνοτάτη», Πρώιμη νεοελληνικὴ δημώδης γραμματεία.
Γλώσσα, παράδοση καὶ ποιητική. Πρακτικὰ τοῦ 6ου Διεθνοῦς Συνεδρίου Neograeca
Medii Aevi, ὅ.π., σ. 451-472.
22. Βλ. Allen G. Debus, Ἄνθρωπος καὶ Φύση στὴν Ἀναγέννηση, ἀπόδοση στὰ ἑλ-
ληνικὰ Τάσος Τσιαντούλας, ἐπιστημονικὴ ἐπιμέλεια Κώστας Γαβρόγλου, Ἡράκλειο,
Πανεπιστημιακὲς Ἐκδόσεις Κρήτης, 1997.
23. Βλ. Massimo Peri, Τοῦ πόθου ἀρρωστημένος. Ἰατρικὴ καὶ Ποίηση στὸν Ἐρω-
τόκριτο, ὅ.π. Εἶναι γνωστὸ ὅτι τὸν καιρὸ τῆς ἐπιδημίας πανούκλας (1593) καὶ τὸ 1596
ὁ Βιτσέντζος Κορνάρος ὑπηρέτησε ὡς Ἐπόπτης Ὑγείας (Provveditor alla Sanità) στὴν
πόλη τοῦ Χάνδακα καὶ στὸ διαμέρισμα τῆς ἐπαρχίας Πεδιάδος. Βλ. Nικόλαος M. Πα-
ναγιωτάκης, « Ὁ ποιητὴς τοῦ Ἐρωτοκρίτου», Πεπραγμένα τοῦ Δʹ Διεθνοῦς Kρητολο-
γικοῦ Συνεδρίου, τ. 2, Ἀθήνα 1981, σ. 329-395 [= Kρητικὴ Ἀναγέννηση. Mελετήματα
γιὰ τὸν Bιτσέντζο Kορνάρο, ἐπιμέλεια Στέφανος Kακλαμάνης – Γιάννης Mαυρομάτης,
Ἀθήνα, Στιγμή, 2002, σ. 149-221, εἰδικά: σ. 208-209].

[  32  ]
O E ΡΩΤ Ο Κ Ρ Ι Τ ΟΣ Σ Τ Η Ν Π Ρ Ω Ι Μ Η Ν Ε ΩΤ Ε Ρ Ι ΚΌ Τ Η ΤΑ

μέλος τῆς Ἀκαδημίας τῶν Stravaganti, Francesco Barozzi (1537-1604)


ἀπὸ τὸ Ρέθυμνο.24 Στὴν ὀγκώδη Κοσμογραφία του συγκέντρωσε καὶ
ἀξιολόγησε τὴν ἀποδεικτικὴ ἀξία τῶν ἐπιχειρημάτων ποὺ ἔθεταν τὴ γῆ
στὸ κέντρο τοῦ Σύμπαντος [εἰκ. 2], παρουσιάζοντας ἔτσι τὸ «κύκνειο
ἄσμα» τῆς παλαιᾶς καὶ ἤδη ἀσθμαίνουσας ἀντίληψης γιὰ τὸ Στερέω-
μα.25 Ὁ Κορνάρος παρέκαμψε ἐπιδεικτικὰ τὸν σκόπελο τῆς θρησκείας
γιὰ νὰ μείνει μακριὰ ἀπὸ τὰ ἐπικαιρικὰ ἐρωτήματα ποὺ ταλάνιζαν τοὺς
συγχρόνους του, ὅπως ἡ ὑπέρβαση τῶν πολιτικῶν καὶ δογματικῶν δια-
φορῶν γιὰ τὴν ἔνοπλη ἀντιμετώπιση τῶν ἀπίστων ὑπὸ τὸ ψυχολογικὸ
βάρος τῆς λαμπρῆς ναυτικῆς νίκης τῶν χριστιανικῶν δυνάμεων στὴ
Ναύπακτο (1571), ἡ διαχείριση τοῦ πλούτου καὶ τῆς φτώχειας καὶ ὁ
ρόλος τῆς Ἐκκλησίας στὴν κοινωνία. Ἀρκούμενος στὴν ἀσαφῆ πολυ-
θεΐα τῶν οὐρανίων σωμάτων, προτίμησε νὰ υἱοθετήσει τὸ συμβατικὸ
καὶ ἀθῶο σύμπαν τῆς λογοτεχνίας, γιὰ νὰ ἐνισχύσει τὰ ἀξιακὰ θεμέλια
τῆς κοινωνίας μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἠθικούς, κοινωνικοὺς καὶ ἰδεολογικοὺς
κανόνες ποὺ ἕνα συντεταγμένο θεολογικὸ σύστημα θὰ τοῦ ἐπέβαλλε,
χωρὶς παρεκκλίσεις καὶ ἐσωτερικὲς ἀντιφάσεις, καὶ γιὰ νὰ διατρανώσει
τὴν πίστη του στὴ σπουδαιότητα τῆς ἐνδοσκόπησης καὶ στὴν ἐξερεύ-

24. Βλ. Francesco Barozzi, Descrittione dell’isola di Creta (Περιγραφὴ τῆς Κρήτης)
1577/8, Εἰσαγωγή, Ἔκδοση κειμένου, Σχόλια καὶ ἀπόδοση στὰ ἑλληνικά: Στέφανος
Κακλαμάνης, Ἡράκλειο, Βικελαία Δημοτικὴ Βιβλιοθήκη, 2004.
25. Cosmographia in quatuor libros distributa, summo ordine, miraque facilitate,
ac breuitate ad Μagnam Ptolemaei Mathematicam Constructionem, ad uniuersamque
Astrologiam instituens Francisco Barocio, Iacobi ilio, patritio Veneto autore. Cum prae-
fatione eiusdem autoris, in qua perfecta quidem Astrologiae diuisio et enarratio autorum
illustrium, et voluminum ab eis conscriptorum in singulis Astrologiae partibus habetur:
Ioannis de Sacrobosco verò 84 errores, et alij permulti suorum expositorum et sectato-
rum ostenduntur, rationibusq[ue] redarguuntur. Praecesserunt etiam qaedam communia
mathematica necnon arithmetica et geometrica principia nonnullaeque propositiones, de
quibus in toto opere saepe it mentio: ac demum locupletissimus Index eorum, quae ipsa
Cosmographia continentur. Cum privilegio. Venetijs, ex Οicina Gratiosi Perchacini, 1585.
Γιὰ τὴ θέση τοῦ συγγραφέα της στὴ μαθηματικὴ σκέψη τῆς ἐποχῆς του, βλ. Paul Lawrence
Rose, «A Venetian Patron and Mathematician of the Sixteenth Century: Francesco
Barozzi (1537-1604)», Studi Veneziani, n.s. I (1977), 119-178.

[  33  ]
ΣΤΕΦΑ ΝΟΣ Κ Α Κ Λ Α Μ Α ΝΗ Σ

2. Cosmographia in quatuor libros distributa, summo ordine, miraque facilitate,


ac breuitate ad Μagnam Ptolemaei Mathematicam Constructionem,
ad uniuersamque Astrologiam instituens Francisco Barocio, Iacobi ilio,
patritio Veneto autore, ..., Venetijs, ex Οicina Gratiosi Perchacini, 1585, σ. 318.
Σχήματα μὲ φάσεις ἀπὸ ἔκλειψη τῆς Σελήνης.

[  34  ]
O E ΡΩΤ Ο Κ Ρ Ι Τ ΟΣ Σ Τ Η Ν Π Ρ Ω Ι Μ Η Ν Ε ΩΤ Ε Ρ Ι ΚΌ Τ Η ΤΑ

νηση τοῦ ἀγνώστου, ὅπως αὐτὸ ξεπρόβαλλε μέσα ἀπὸ τὴν ἀνάδυση
τοῦ αὐτεξούσιου, τῆς ἐλεύθερης βούλησης τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀπὸ τὴ
δεσπόζουσα θέση του στὸ κέντρο τῆς Οἰκουμένης, καὶ ὄχι μέσα ἀπὸ
προτάγματα, ἑρμηνεύματα καὶ οἰωνούς. Ὁ λόγος τῆς Φροσύνης ἠχεῖ
ἀφοπλιστικά:

Κι ἂν τὰ ὀνειροφαντάσματα δύναμην εἶχαν τόση,


τί ἤξαζε τὸ φτεξούσιο στὸν ἄνθρωπο κ᾽ ἡ γνώση;
(Δ137-138)

Νεωτερικὴ εἶναι καὶ ἡ διαγραφὴ τῆς ἀνθρώπινης ὑπόστασης ὡς ψυ-


χοπνευματικῆς ὀντότητας στὸ πλαίσιο τῆς ἀναγεννησιακῆς σύλληψης
τοῦ κόσμου· τὸ ἴδιο νεωτερικὴ εἶναι καὶ ἡ διαχείριση τῶν κρίσεων με-
ταξὺ τῶν προσώπων τῆς ἱστορίας μας, ἀφοῦ οἱ χαρακτῆρες καὶ ἡ ἐναλ-
λαγὴ τῶν καταστάσεων ἐντάσσονται στὴ θαυμαστὴ λειτουργία τῆς
μηχανῆς τοῦ κόσμου («la machina del mondo»)26 ποὺ κινεῖ τὸ σύμπαν
καὶ παράγει ἕνα ἀστείρευτο ἀπαύγασμα σοφίας καὶ δύναμης, προερχό-
μενες κατευθείαν ἀπὸ «τοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα», ἀπὸ «τοῦ καιροῦ
τ᾽ ἀλλάματα» καὶ ἀπὸ τοῦ τροχοῦ τὴν ἀέναη περιστροφή.
Ὁ Κορνάρος ἀνασύρει τὸ μοτίβο τοῦ τροχοῦ («ruota della fortuna»)
ἀπὸ τὴ μεσαιωνικὴ λογοτεχνικὴ παρακαταθήκη,27 ἑλκόμενος ἀπὸ τὴν
ἀναγνωρισιμότητά του, τὴν ἑρμηνευτική του σαφήνεια καὶ τὴν εὐλογο-

26. Ὁ ὅρος «machina del mondo» ἐμφανίζεται στὸν ἐναρκτήριο λόγο τοῦ Francesco
Barozzi στὴν Ἀκαδημία τῶν Vivi. Βλ. Nικόλαος M. Παναγιωτάκης, « Ὁ Francesco Barozzi
καὶ ἡ Ἀκαδημία τῶν Vivi τοῦ Pεθύμνου», Πεπραγμένα τοῦ Γʹ Διεθνοῦς Kρητολογικοῦ
Συνεδρίου, τ. Bʹ, ἐν Ἀθήναις 1974, σ. 233-251 [= Kρητικὸ Θέατρο. Mελέτες, ἐπιμέλεια
Στέφανος Kακλαμάνης – Γιάννης K. Mαυρομάτης, Ἀθήνα 2002, σ. 85]. Πρβλ. Rosemary
E. Bancrot-Marcus, «Literary Cryptograms and the Cretan Academies», Byzantine and
Modern Greek Studies, 8 (1982-1983), 47-76, εἰδικὰ σ. 62-64.
27. Βλ. Howard Rollin Patch, he Goddess Fortuna in Mediaeval Literature, Cam-
bridge, Mass., Harvard University Press, 1927. Γιὰ τὴν παρουσία του στὸν Ἐρωτόκριτο, βλ.
Cristiano Luciani, «In margine ai primi versi dell᾿Erotocritos», Θησαυρίσματα, 22 (1992),
239-250 [= «Il motivo di Fortuna nei primi versi dell᾿Erotocritos», Manierismo cretese.
Ricerche su Andrea e Vincenzo Cornaro, Roma, Edizioni Nuova Cultura, 2005, σ. 57-76].

[  35  ]
ΣΤΕΦΑ ΝΟΣ Κ Α Κ Λ Α Μ Α ΝΗ Σ

φανῆ ἐξήγηση τῶν ἀλλαγῶν καὶ τῶν βίαιων ἀνατροπῶν, τῆς πτώσης
καὶ τῆς συντριβῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀνάκαμψης καὶ τῆς εὐημερίας ποὺ
συναντῶνται στὸν ταραχώδη βίο τοῦ ἀνθρώπου τῆς πρώιμης νεωτε-
ρικότητας. Στὴν κοινωνία τοῦ Μεσαίωνα τὸ μοτίβο τοῦ τροχοῦ λει-
τουργοῦσε μὲ μεγάλη ἀποτελεσματικότητα, γιατὶ ἐξηγοῦσε πειστικὰ
ὅσα παράδοξα καὶ ἐπώδυνα συνέβαιναν στὸν κόσμο καὶ γιατὶ, χάρη
στὴν ἐγκαρτέρηση ποὺ συνιστοῦσε, συνέδραμε στὴν ἀγόγγυστη ἀπο-
δοχή τους καὶ στὴ διατήρηση τῆς σταθερότητας τῶν πραγμάτων. Ὁ
ἐκχριστιανισμὸς τοῦ μοτίβου ὑποστήριξε τὴν εὐρύτατη διάδοσή του
στὴν τέχνη καὶ τὴ λογοτεχνία, στὸ κήρυγμα καὶ τὴ λαϊκὴ δημιουργία,
γιατὶ συνδέθηκε μὲ τὴν αἰώνια σύγκρουση τοῦ καλοῦ μὲ τὸ κακό, καὶ
ἡ ταχύτητα περιστροφῆς του μὲ τὴν ἔνταση τῆς ἁμαρτίας στὸν κόσμο
καὶ μὲ τὴν ἐπιτακτικὴ πρόσκληση νὰ ἐπιστρέψει ὁ ἄνθρωπος στὸν
λόγο τοῦ Θεοῦ. Οἱ φυσικὲς καταστροφές, οἱ σιτοδεῖες, οἱ ἐπιδημικὲς
ἀσθένειες, οἱ κακοτυχίες καὶ οἱ κάθε λογῆς ἀναπάντεχες ἀναστατώ-
σεις ἑρμηνεύονταν μέσα ἀπὸ τὴ μεταφυσικὴ ἀντίληψη ποὺ διέπει τὴν
ἀνθρώπινη ζωή. Τὸ μοτίβο τὸ χρησιμοποιεῖ καὶ ὁ Ariosto (Orlando
furioso, 45, 1-4),28 γιὰ κάποιους μάλιστα θεωρήθηκε καὶ ὡς ἀφετηρία
τοῦ ἐρωτοκρίτειου προοιμίου. Ὡστόσο, ὁ Κορνάρος ἐπαναπροσδιο-
ρίζει τοὺς συμβολισμοὺς ποὺ ἀφοροῦν στὴν περιστροφικὴ κίνηση τοῦ

28. Ὁ Ariosto ἀναπτύσσει τὸ μοτίβο σὲ 4 ὀκτάστιχα· ἐδῶ παραθέτω τοὺς πρώτους


καὶ τοὺς τελευταίους στίχους, ἐνῶ στοὺς ἐνδιάμεσους ὁ ποιητὴς ἀπὸ τὴ Φερράρα ἀνα-
φέρει παραδείγματα (exempla) ἀνδρῶν ἀντλημένα ἀπὸ τὴν ἀρχαία καὶ τὴν πρόσφατη
σὲ αὐτὸν ἱστορία: [45, 1.1-4] Quanto più su l’instabil ruota vedi / di Fortuna ire in alto il
miser uomo, / tanto più tosto hai da vedergli i piedi / ove ora ha il capo, e far cadendo il
tomo. / (...) [45, 4.1-8] Si vede per gli esempi di che piene / sono l’antiche e le moderne
istorie, / che ’l ben va dietro al male, e ’l male al bene, / e in son l’un de l’altro e biasmi
e glorie; / e che idarsi a l’uom non si conviene / in suo tesor, suo regno e sue vittorie,
/ né disperarsi per Fortuna avversa, / che sempre la sua ruota in giro versa. Ὁ Ariosto
προβάλλει τὸ ἑπόμενο ἐπεισόδιο μὲ πρωταγωνιστὴ τὸν Ruggiero ὡς ἕνα ἀκόμη χειρο-
πιαστὸ παράδειγμα τῆς εὐμετάβολης Τύχης στὶς ἀνθρώπινες καταστάσεις: ὁ Ruggiero
ἔχει σπεύσει στὴν Ἀνατολὴ καὶ ἀγωνίζεται στὸ πλευρὸ τῶν Βουλγάρων, ἀλλὰ θὰ προ-
δοθεῖ καὶ θὰ αἰχμαλωτιστεῖ ἀπὸ τὸν Ungiardo καὶ θὰ φυλακιστεῖ ἀπὸ τὴ Θεοδώρα, γιὰ
νὰ ἀπελευθερωθεῖ ἐντέλει ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Λέοντα (45, 5-52).

[  36  ]
O E ΡΩΤ Ο Κ Ρ Ι Τ ΟΣ Σ Τ Η Ν Π Ρ Ω Ι Μ Η Ν Ε ΩΤ Ε Ρ Ι ΚΌ Τ Η ΤΑ

τροχοῦ, ἐμπλέκοντας τὸν χρόνο, τὶς ἀστάθμητες δυνάμεις τῆς Τύχης


καὶ τὴν ἀνθρώπινη δράση σὲ ἕναν καμβὰ ποὺ ἐξελίσσει σημασιολογικὰ
ὑπὸ ἐντελῶς νέους ὅρους τὸ μοτίβο. Ἀποφεύγοντας τὴν κοινοτοπία
τῆς παραδοσιακῆς λειτουργίας τοῦ μοτίβου ὡς συμβόλου τῆς ἀλλαγῆς
καὶ τῆς ματαιότητας τῶν ἀνθρωπίνων, τὸ μεταπλάθει ἀνανοηματοδο-
τώντας τὴν ἑρμηνεία του καὶ τὸ μετατρέπει σὲ μηχανισμὸ ἀνασύνταξης
τῆς ζωῆς καὶ τῆς δράσης γιὰ τὴν εὐόδωση τῶν προσδοκιῶν καὶ γιὰ τὴ
δικαίωση τῶν ἡρώων. Μιλᾶ ἡ Φροσύνη:

Ἄφις τσὶ μῆνες νὰ διαβοῦ, τὸ χρόνο νὰ περάσει,


τ᾽ ἄγρια θεριὰ μερώνουσι μὲ τὸν καιρὸ στὰ δάση·
μὲ τὸν καιρὸ τὰ δύσκολα καὶ τὰ βαρὰ ἀλαφραίνου,
οἱ ἀνάγκες, πάθη κι ἀρρωστιὲς γιατρεύγουνται καὶ γιαίνου·
μὲ τὸν καιρὸ οἱ ἀνεμικὲς κ᾽ οἱ ταραχὲς σκολάζου
καὶ τὰ ζεστὰ κρυαίνουσι, τὰ μαργωμένα βράζου·
μὲ τὸν καιρὸν οἱ συννεφιὲς παύγουσι κ᾽ οἱ ἀντάρες
κ᾽ εὐκὲς μεγάλες γίνουνται μὲ τὸν καιρὸ οἱ κατάρες.
(Γ1629-1636)

Στὴ φυλακὴ ἡ Ἀρετὴ ἀναλογίζεται ὅσα τῆς ἔφερε ἡ Μοίρα καὶ λέει:

Ὅποιος τσὶ μεγαλότητες ζητᾶ ἐτουνοῦ τοῦ κόσμου


καὶ δὲ γνωρίζει πὼς ἐπὰ διαβάτης εἶν’ τοῦ δρόμου,
μὰ ρέμπεται στὲς ἀφεντιές, στὰ πλούτη του καυκᾶται,
ἐγὼ ἄγνωστο τόνε κρατῶ καὶ πελελὸς λογᾶται.
Tοῦτά ᾿ναι ἀνθοὶ καὶ λούλουδα, διαβαίνου καὶ περνοῦσι
καὶ μεταλλάσσουν τα οἱ καιροί, συχνιὰ τὰ καταλοῦσι·
σὰν τὸ γυαλὶ ραγίζουνται, σὰν τὸν καπνὸ διαβαίνου,
ποτὲ δὲ στέκου ἀσάλευτα, μὰ πιλαλοῦν καὶ πηαίνου.
Kι ὅσο πλιὰ ἡ Mοίρα στὰ ψηλὰ τὸν ἄθρωπο καθίζει,
τόσο καὶ πλιότερα πονεῖ, ὅντε τόνε γκρεμνίζει·
κ’ ἐκεῖνα ὁποὺ τὸν κάνουσι συχνιὰ ν’ ἀναγαλλιάσει
μεγάλοι ὀχθροὶ τοῦ γίνουνται τὴν ὥρα ὁποὺ τὰ χάσει.
Kι ὅσο πλιὰ ἀφέντης κράζεται καὶ βασιλιὸς λογᾶται,
τόσο πλιὰ πρέπει νὰ δειλιᾶ, πλιότερα νὰ φοβᾶται·

[  37  ]
ΣΤΕΦΑ ΝΟΣ Κ Α Κ Λ Α Μ Α ΝΗ Σ

γιατὶ ἔτσι τό ᾿χει φυσικὸ τσῆ Mοίρας τὸ παιγνίδι,


νὰ παίρνει ἀπὸ τὴ μιὰ μερά, στὴν ἄλλη νὰ τὰ δίδει.
(Δ601-616)

Τὸ μοτίβο τοῦ τροχοῦ βρίσκεται στὸ προοίμιο τοῦ Ἐρωτόκριτου, ἐπα-


νέρχεται ὅμως ὡς ἐπωδὸς σὲ πολλὰ ἐπεισόδια τοῦ ἔργου ὡς «κύκλος»,
ὡς «καιρὸς» καὶ ὡς «χρόνος».29 Μὲ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ χριστιανικοῦ
μοιρολατρικοῦ στοιχείου (παροδικότητα τῆς ζωῆς, memento mori) καὶ
μὲ τὸν σημασιολογικὸ ἐκσυγχρονισμὸ τοῦ μοτίβου, ὁ ποιητὴς δίνει μιὰ
σταθερὴ προοπτικὴ στὴ διάθεση ἀγωνιστικότητας τοῦ ἀνθρώπου καὶ
ἀντικειμενικὴ διάσταση καὶ καθολικὴ ἀξία σὲ ὅ,τι ἔχει παρουσιαστεῖ στὸ
ἔργο ὡς ἀτομικὴ-προσωπικὴ ὑπόθεση. Ἡ πίστη στὴ μεταβλητότητα τῆς
ζωῆς, ὅσο ἰσχυρὴ καὶ ἂν προβάλλει, ἔχει μόνο σχετικὴ ἀξία, ἀφοῦ μὲ τὴ
γνώση καὶ τὴν ἀρετή, μὲ «τσ᾽ εὐγενειᾶς τὰ δῶρα», ὁ ἄνθρωπος μένει
ἀκατάλυτος, παρὰ τὸ διαλυτικὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, σύμφωνα μὲ τὸν
λόγο τοῦ «ἀκριβοῦ» πρωτοσυμβούλου τοῦ Βασιλιᾶ, τοῦ Πεζόστρατου:

Ὅλα τὰ πλούτη κ᾽ οἱ ἀφεντιὲς ἐσβήνουν καὶ χαλοῦσι


καὶ μεταλλάσσουν, κ᾽ οἱ καιροὶ συχνιὰ τὰ καταλοῦσι,
μὰ ἡ γνώση ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ τσ᾽ εὐγενιᾶς τὰ δῶρα
ξάζου ἄλλο παρὰ βασιλειά, παρὰ χωριὰ χωριὰ καὶ χώρα·
οὐδ᾽ ὁ τροχὸς δὲν ἔχει ἐξάν, ὡς θέλει νὰ γυρίσει,
τὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετὴ ποτὲ νὰ καταλύσει.
(Γ905-910)

Πόσο τολμηρὴ πρωτοβουλία στάθηκε ὁ ἑρμηνευτικὸς ἐμπλουτισμὸς


τοῦ μοτίβου αὐτοῦ ἀπὸ τὸν Κορνάρο ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴ γρήγορη

29. Τὴν πρόσδεση τοῦ καιροῦ/χρόνου στὸν τροχὸ προτείνει καὶ ὁ Achille Bocchi
σὲ μιὰ συμβολικὴ εἰκόνα του μὲ τίτλο «Occasionem qui sapis ne amiseris» καὶ μὲ ἐπιγρα-
φὴ στὴ βάση τοῦ τροχοῦ «ΓΝΩΘΙ ΚΑΙΡΟΝ». Βλ. Achillis Bocchii Bono, Symbolicarum
Quaestionum, De universo genere, quas serio ludebat, Libri Quinque, Bononiae, apud
Societatem Typographiae Bononiensis 1574, σ. CLII, Libr. III, symb. LXXI. [εἰκ. 3]. Γιὰ
τὸν Bocchi, βλ. Antonio Rotondò, «Achille Bocchi», Dizionario biograico degli Italiani,
τ. 11, Roma 1969, σ. 67-70.

[  38  ]
O E ΡΩΤ Ο Κ Ρ Ι Τ ΟΣ Σ Τ Η Ν Π Ρ Ω Ι Μ Η Ν Ε ΩΤ Ε Ρ Ι ΚΌ Τ Η ΤΑ

3. Achillis Bocchii Bono, Symbolicarum Quaestionum,


De universo genere, quas serio ludebat, Libri Quinque,
Bononiae, apud Societatem Typographiae Bononiensis 1574,
σ. CLII, Libr. III, symb. LXXI. 152 «ΓΝΩΘΙ ΚΑΙΡΟΝ».

[  39  ]
ΣΤΕΦΑ ΝΟΣ Κ Α Κ Λ Α Μ Α ΝΗ Σ

ἐπιστροφή του στὴν πεπατημένη σήμανσή του κατὰ τὶς ἐπανεμφανί-


σεις του στὴν κοσμικὴ καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τέχνη30 καὶ τὴ λογοτε-
χνία τοῦ 18ου αἰώνα, στὰ χρόνια τοῦ νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ: στὶς
χειρόγραφες ἀνθολογίες φαναριώτικης ποίησης περιέχονται πολλὲς
ἀνώνυμες συνθέσεις ὅπου κυριαρχεῖ τὸ μοτίβο τοῦ τροχοῦ, ἐνῶ στὴν
ἔντυπη συλλογὴ (1818) τοῦ Ζήση Δαούτη φιλοξενεῖται, πλάι στὰ «ἕτε-
ρα ποιημάτια» ποὺ θεματοποιοῦν τὸ μοτίβο αὐτό, καὶ τὸ πολύστιχο
ἠθικοδιδακτικὸ μουρμούρισμα τοῦ Κωνσταντίνου/Καισάριου Δαπόντε
(1713-1784) μὲ τίτλο «Περὶ ματαιότητος κόσμου καὶ ἀθλιότητος τοῦ
ἀνθρώπου», ὅπου ἡ ἀντίληψη τῆς παροδικότητας, τῆς ματαιότητας
τῶν ἐγκοσμίων καὶ τῆς ἐγκαρτέρησης βρίσκει τὸν μάστορά της.31 Ὅσο
γιὰ τὸν Διονύσιο Φωτεινό, τὸν φαναριώτη πλάστη τοῦ Νέου Ἐρωτόκρι-
του, προτιμᾶ νὰ ἐξοστρακίσει τὸ προοίμιο τοῦ κρητικοῦ προτύπου του
καὶ νὰ μπεῖ κατευθείαν στὴν «Διήγησιν» τῆς ἱστορίας:

Εἰς τῆς Ἑλλάδος πρώτην θρυλουμένην ἐποχὴν


καὶ τοῦ τῶν Ἑλλήνων γένους ἔνδοξον ὑπεροχήν,

30. Μία ἀπὸ τὶς πιὸ γνωστὲς τοιχογραφίες τοῦ θέματος μὲ τὸν τροχὸ καὶ τὸ δέντρο
τῆς ζωῆς βρίσκεται στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Προδρόμου στὴ συνοικία Ἀπό-
ζαρι τῆς Καστοριᾶς. Στὶς μελέτες τοῦ Ἠλία Ἀντωνόπουλου, « Ἡ δεκάδα τῶν ἡλικιῶν:
ἀμφίδρομη γενεαλογικὴ δοκιμή», Δελτίον Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας,
Δ´/ΚΣΤʹ (2005), 353-366, καὶ «Πάντα ἀτελῆ, καὶ ἄθλια καὶ ἄχρηστα. Κῶδιξ Parisinus
Graecus 36 (14ος-15ος αἰ.). Γραφόμενα καὶ ζωγραφούμενα», Ἰόνιος Λόγος, 1 (2007),
<Τόμος χαριστήριος στὸν Δημήτρη Ζ. Σοφιανό>, σ. 15-42, δημοσιεύεται μιὰ ὁλόκληρη
σειρὰ ἐμφανίσεων τοῦ εἰκονογραφικοῦ αὐτοῦ θέματος.
31. Μισμαγιά. Ἀνθολόγιο φαναριώτικης ποίησης, κατὰ τὴν ἔκδοση Ζήση Δαούτη
(1818), Εἰσαγωγή, ἐπιμέλεια, κριτικὸ ὑπόμνημα, σχόλια, παραρτήματα: Ἄντεια Φραντζῆ,
Ἐπίμετρο: Μάρκος Δραγούμης, Ἀθήνα, Βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑστίας, 1993. Τὸ στιχούργη-
μα τοῦ Δαπόντε (ὅ.π., σ. 93-118, 560 ὁμοιοκατάληκτοι δεκαπεντασύλλαβοι στίχοι) ἐνσω-
ματώνεται στὴ συλλογὴ ὡς ἀνώνυμο. Γιὰ μιὰ εὐρύτερη θεώρηση τοῦ μοτίβου τοῦ τροχοῦ
στὴ νεοελληνικὴ λογοτεχνία τοῦ Διαφωτισμοῦ, βλ. Ἴλια Χατζηπαναγιώτη-Sangmeister,
« “Eἰς τὸ θέατρον τοῦ κόσμου”: ἀποτυπώσεις τοῦ Μπαρὸκ στὰ φαναριώτικα στιχουργή-
ματα», Φαναριώτικα καὶ ἀστικὰ στιχουργήματα στὴν ἐποχὴ τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτι-
σμοῦ, Ἐπιστημονικὴ ἐπιμέλεια Ἴλια Χατζηπαναγιώτη-Sangmeister, Χαρίτων Καρανάσιος,
Matthias Kappler, Χαράλαμπος Χοτζάκογλου, Ἀθήνα 2013, σ. 27-88· στὸ Παράρτημα
δημοσιεύονται συνθέσεις μὲ θέμα τὴν Τύχη καὶ τὸν τροχό.

[  40  ]
O E ΡΩΤ Ο Κ Ρ Ι Τ ΟΣ Σ Τ Η Ν Π Ρ Ω Ι Μ Η Ν Ε ΩΤ Ε Ρ Ι ΚΌ Τ Η ΤΑ

ἕνας καθαρὸς ἐφάνη ἔρωτας ἐπὶ τῆς γῆς


κ᾽ ἔμεινεν εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἀνεξάλειπτος σφραγίς.32

Μιὰ συστηματικὴ ἐξέταση τῶν περισσότερων μοτίβων τοῦ Ἐρωτόκριτου


μᾶς ὁδηγεῖ σὲ ἀνάλογες διαπιστώσεις. Γενικά, ὁ Κορνάρος χρησιμοποιεῖ
μοτίβα καὶ ἰδέες ποὺ κάθε ἄλλο παρὰ πρωτότυπα εἶναι· πρωτότυπη
εἶναι ἡ ἐπεξεργασία τους, καὶ ἡ ἐμπνευσμένη ἐνσωμάτωσή τους σὲ μιὰ
ἀφήγηση ποὺ ξεκινᾶ ὡς παραδοσιακὴ γιὰ νὰ ἐξελιχθεῖ μὲ ὅρους δρα-
ματικοὺς-θεατρικούς. Ἡ ἐπεξεργασία τῶν μοτίβων αὐτῶν ὑπῆρξε καινο-
φανής, ἀφοῦ τίποτε στὸ παρελθὸν δὲν τὴν προετοίμασε γιὰ μιὰ τέτοια
στόχευση καὶ τίποτε στὸ μέλλον δὲν τὴν ξανάφερε μπροστά μας μὲ τέ-
τοια ἀρχιτεκτονικὴ καὶ αἰσθητικὴ συμμετρία καὶ νοηματικὴ πληρότητα.
Δεκάδες πολύχρωμα νήματα μὲ μοτίβα (τοῦ φυτοῦ, τοῦ δέντρου, τοῦ
πουλιοῦ, τοῦ σύννεφου, τοῦ νεροῦ, τῆς θάλασσας, τῶν καιρικῶν φαι-
νομένων, τοῦ ταξιδιοῦ, κ.ἄ.π.) καὶ ρητορικὰ σχήματα (παραλληλισμός,
ἀντίθεση, ἀσύνδετο, πολυσύνδετο, σύγκριση, μεταφορά, κ.ἄ.) ἀρθρώ-
νουν, συνέχουν καὶ ὁμογενοποιοῦν τὸ κείμενο, καθὼς πλέκονται μεταξύ
τους καὶ ὁλοκληρώνονται ἐνῶ ἡ ἱστορία ὁδηγεῖται πρὸς τὸ τέλος της.


Ἡ ἐποχὴ τοῦ Κορνάρου χαρακτηρίζεται ἀπὸ βαθεῖς πειραματισμοὺς
στὴ χρήση τοῦ παραδοσιακοῦ ὑλικοῦ. Ὁ Μανιερισμὸς ὡς αἰσθητικὴ
πρόταση περιέχει τὴν ἐπαναφορὰ στὸ προσκήνιο θεμάτων, μοτίβων,
τόπων καὶ ὀπτικῶν ἀνάγνωσης καὶ ἑρμηνείας τοῦ κόσμου καὶ ἐπανεγ-
γραφῆς τους στὶς νέες ἱστορικὲς συνθῆκες μιᾶς διχασμένης Εὐρώπης
ποὺ παλλόταν ἀπὸ τὸ ἄγχος ὕπαρξης καὶ δημιουργίας. Ἔτσι, θέματα
ὅπως ἡ ἰσόρροπη σχέση τῆς τέχνης μὲ τὴ φύση, ἡ ἁρμονικὴ ταλάντευ-
ση τοῦ λόγου μὲ τὴν ἐμπειρία, ποὺ ἐπανέρχονται στὸν Ἐρωτόκριτο μὲ
πολλοὺς καὶ ποικίλους τρόπους, παραπέμπουν στὰ οὐμανιστικὰ πρό-

32. Νέος Ἐρωτόκριτος παρὰ Διονυσίου Φωτεινοῦ, τ. Α´-Β´, ἐν Βιέννῃ, ἐκ τοῦ Χει-
ροσφελδείου Τυπογραφείου, 1818, τ. Α´, Μέρος Α´, Κεφάλαιον Α´, σ. 11.

[  41  ]
ΣΤΕΦΑ ΝΟΣ Κ Α Κ Λ Α Μ Α ΝΗ Σ

τυπα ποὺ κυριαρχοῦσαν πρὶν ἀπὸ τὸν μεγάλο διχασμὸ τῆς σκέψης
καὶ τῆς θεώρησης τῆς ζωῆς ποὺ προκάλεσε τὸ κίνημα τῆς Ἀντιμεταρ-
ρύθμισης μὲ τὸν ἔλεγχο τῶν συνειδήσεων καὶ τῆς αὐτόνομης δράσης
τοῦ πολίτη στὴν ἰδιωτικὴ καὶ τὴ δημόσια σφαίρα. Εἶναι νὰ θαυμάζει
κανεὶς τὴ μαστοριὰ μὲ τὴν ὁποία ὁ Κορνάρος ξεπερνᾶ τέτοια σπου-
δαῖα ζητήματα ἄμεσης προτεραιότητας στὴν κοινωνία τῶν γραμμάτων
τῆς ἐποχῆς του: μπροστὰ στὸ ἐπιτακτικὸ καὶ ἀξεδιάλυτο δίλημμα ἂν
θὰ συνταχθεῖ μὲ τὴ δογματικὴ ὀρθοδοξία ἢ τὸν αἱρετικὸ λόγο, προ-
κρίνει τὴ φυγὴ στὸν ἐξωπραγματικὸ κόσμο τῆς ἐρωτικῆς μυθιστορίας
ἀποδιώχνοντας κάθε τι ποὺ ἔστω καὶ λίγο θὰ μποροῦσε νὰ θυμίζει
ἕνα ἱστορικά, κοινωνικὰ καὶ θρησκευτικὰ ἐπακριβωμένο περιβάλλον.
Ἡ ἐπινόηση (inventio) τοῦ ἰδανικοῦ ἐρωτοκρίτειου κόσμου εἶναι μο-
ναδικὴ στὴν ἱστορία τῆς λογοτεχνίας, προϊὸν μιᾶς σύλληψης ἀντάξια
τῆς ὁποίας δὲν βρίσκω ἄλλη παρὰ στὴν τέχνη τῆς ζωγραφικῆς καὶ στὶς
πολυπρόσωπες εἰκονογραφικὲς συνθέσεις τοῦ Ραφαὴλ (Rafaello Santi,
1483-1523) στὴν αἴθουσα τῆς Ὑπογραφῆς (Stanza della Segnatura)
στὸ Βατικανό, δηλαδὴ τὴ Σχολὴ τῶν Ἀθηνῶν (causarum cognitio), τὸν
θρίαμβο τῆς θεολογίας / Ἡ ἔρις γιὰ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια (disputa)
(Divinarum rerum notitia) καὶ τὸν Παρνασσό (numine alatur), τὶς
τρεῖς τοιχογραφίες ὅπου ὑμνοῦνται οἱ πλέον ἐπιφανεῖς στοχαστὲς τοῦ
ἑλληνορωμαϊκοῦ πνεύματος –οἱ αὐθεντίες (auctoritates) τῆς θεολογι-
κῆς σκέψης τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου– διατεταγμένοι γύρω ἀπὸ τὴν
ἁγία τράπεζα καὶ κάτω ἀπὸ τὸ τρισυπόστατο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὴν
Παναγία, τοὺς προφῆτες καὶ τοὺς Ἀποστόλους, καθὼς καὶ οἱ ἐννέα
μοῦσες μὲ δεκαοκτὼ ποιητὲς τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ, λατινικοῦ καὶ ἰτα-
λικοῦ λόγου:33 ὁ δημιουργὸς κατόρθωσε νὰ ἀποδώσει μὲ ζωντάνια τὸ
κεντρικὸ θέμα κάθε μιᾶς παράστασης παρακάμπτοντας τὸν σκόπελο
τῆς διαχρονίας καὶ ἐπιβάλλοντας τὴ συμπαρουσία ὅλων ὅσοι ἀφοσι-
ώθηκαν στὴν ἔρευνα καὶ τὴν κατανόηση τῆς ἀνθρώπινης ὀντότητας

33. Βλ. Rome, art and Architecture, edited by Marco Bussagli, Tandem Verlag
GmbH 2007, σ. 452-458· E. H. Gombrich, «Raphael’s Stanza della Segnatura and the
Nature of its Symbolism», Gombrich on the Renaissance, vol. 2: Symbolic Images, Phaidon
Press Limited 1985, σ. 85-101.

[  42  ]
O E ΡΩΤ Ο Κ Ρ Ι Τ ΟΣ Σ Τ Η Ν Π Ρ Ω Ι Μ Η Ν Ε ΩΤ Ε Ρ Ι ΚΌ Τ Η ΤΑ

ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἔζησαν. Ἡ ἐπιστράτευση τῆς μαγείας,


δεσπόζουσα ἐπιλογὴ τόσο στὸν Orlando furioso ὅσο καὶ στὴν Ἐλευθε-
ρωμένη Ἱερουσαλὴμ (Gerusalemme liberata, 1575) τοῦ Tasso ὡς ἀπό-
δειξη τῆς ἐμπλοκῆς καὶ τῆς δύναμης τοῦ κακοῦ στὰ ἀνθρώπινα, στὸν
Ἐρωτόκριτο μόλις καὶ μετὰ βίας ὑπεισέρχεται στὴ δράση, γιὰ νὰ ὑπο-
στηρίξει τὸ μοτίβο τῆς μεταμόρφωσης (radoppiamento) ὡς στοιχείου
πλοκῆς καὶ ἔντασης τῶν συναισθημάτων καὶ νὰ συμβάλει στὴν εὐτυ-
χῆ ἔκβαση τῆς ἱστορίας. Ὁ ποιητής, ἐνῶ βιώνει στὴν καθημερινότητά
του τὴν ἰδεολογία τῆς Ἀντιμεταρρύθμισης, ἀποστρέφεται τὸν βαθὺ
διχασμὸ τοῦ ἐπίγειου κόσμου ὡς παραδοχὴ τῆς αἰώνιας σύγκρουσης
τοῦ καλοῦ μὲ τὸ κακό (ποὺ δονεῖ, λ.χ., τὸν Tasso), γιὰ νὰ πλάσει μιὰ
φαντασιακὴ κοινωνία, ἀπὸ τὴν ὁποία λείπει κάθε ἴχνος χριστιανικῆς
πίστης. Στὴ μεταϊστορικὴ διάσταση τοῦ ἀφηγήματός του ὁ Κορνάρος
ἐγγράφει μία μόνο καὶ μοναδικὴ ἡμερομηνία, αὐτὴν τῆς 25ης Ἀπριλίου,
ἑορτὴ τοῦ εὐαγγελιστῆ προστάτη τῆς Βενετίας ἁγίου Μάρκου, ἀρκετὴ
ὅμως γιὰ νὰ δηλώσει τὴν πολιτικὴ διαπίστευση τοῦ ἴδιου καὶ τῆς κοι-
νωνίας ποὺ ἐξέφρασε.
Νεωτερικὴ εἶναι καὶ ἡ χρήση τῶν ἐμβλημάτων, τῶν εἰκόνων ποὺ «μι-
λοῦν», στὸ Δεύτερο Μέρος τοῦ Ἐρωτόκριτου. Μολονότι στὴν Ἰταλία καὶ
στὴν ὑπόλοιπη Εὐρώπη οἱ ἐπιδόσεις τῶν λογίων στὴν ἐμβληματογραφία
εἶχαν φθάσει στὴν ὑπερβολὴ καὶ τὴν ἐκζήτηση, μὲ στριφνὲς ἐπινοήσεις
καὶ ἀναρίθμητες λεκτικὲς καὶ εἰκονογραφικὲς μεταφορές, θεματικὰ ὅλο
καὶ πιὸ σύνθετες καὶ ἑρμηνευτικὰ πιὸ σκοτεινές,34 αὐτὸ δὲν ἀπέτρεψε
τὸν Κορνάρο ἀπὸ τὸ νὰ ἐξοικειωθεῖ μὲ τὴν ἐμβληματικὴ φιλολογία τῆς
ἐποχῆς του καὶ νὰ τὴν ἐμπιστευθεῖ, ἑλκόμενος ἀπὸ τὴν εἰκονογραφικὴ
καὶ εἰκονολογικὴ δύναμη τῶν ἐμβλημάτων.35 Κάπως ἁπλοποιημένα καὶ

34. Βλ. συνοπτικά: Daniel Russell, «he genres of epigram and emblem», he
Cambridge History of Literary Criticism, Vol. 3: he Renaissance, Edited by Glyn P. Nor-
ton, Cambridge, Cambridge University Press, 2006, σ. 278-283· Robert J. Clements,
Picta poesis. Literary and Humanistic heory in Renaissance Emblem Books, Roma,
Edizioni di Storia e Letteratura, 1960 (ἀνατ. 2013) [Temi e Testi - 6].
35. Μιὰ πρώτη πραγμάτευση τοῦ ζητήματος, ἀλλὰ μὲ ἐντελῶς διαφορετικὴ στό-
χευση, τὴ χρονολόγηση τοῦ Ἐρωτόκριτου, ἐπιχείρησε ὁ Gareth Morgan, «he Emblems

[  43  ]
ΣΤΕΦΑ ΝΟΣ Κ Α Κ Λ Α Μ Α ΝΗ Σ

πάντως ἐνταγμένα στὸν ὁρίζοντα παραστάσεων τοῦ ἀστικοῦ πληθυσμοῦ


τῆς Κρήτης, τὰ ἐμβλήματα εἶχαν γίνει τοῦ συρμοῦ σὲ δημόσιες ἐκδηλώ-
σεις καὶ τελετὲς μὲ σκοπὸ νὰ περιγράψουν τὴν ἰδεολογία τῆς τοπικῆς καὶ
τῆς μητροπολιτικῆς ἀριστοκρατίας καὶ νὰ προβάλουν τὴν εὐπείθειά της
στὶς πολιτικὲς Ἀρχές.36 Ἀλλὰ ἐνῶ στὴ Δύση ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 16ου αἰώνα
ἡ ἐμβληματογραφία εἶχε ἐξελιχθεῖ σὲ στεγνὸ καὶ ἀφόρητο ἀκαδημαϊσμὸ
ποὺ σωρεύτηκε στὰ δεκάδες ὁμόθεμα ἔντυπα συγγράμματα,37 στὴν Κρή-
τη τῆς ὕστερης Ἀναγέννησης ἀξιοποιήθηκε κυρίως λογοτεχνικά, μὲ τὸν
Κορνάρο νὰ τὴ μελετᾶ καὶ νὰ τὴν ἐφαρμόζει ἁπλουστευμένα γιὰ νὰ ἐνι-
σχύσει τὸν αἰσθητικὸ καὶ φιλοσοφικὸ παλμὸ τοῦ Ἐρωτόκριτου. Ἄντλησε

of Erotocritos», he Texas Quarterly, Winter 1967, σ. 241-268 [= «Τὰ ἐμβλήματα τoῦ


Ἐρωτοκρίτoυ», μετάφραση N. M. Παναγιωτάκης, Κρητικὰ Χρoνικά, 23 (1971), 9-51 =
Ν. Μ. Παναγιωτάκης, Κρητικὴ Ἀναγέννηση. Μελετήματα γιὰ τὸν Βιτσέντζο Κορνάρο,
σ. 251-296]. Πρβλ. τὶς εὔστοχες ἐπισημάνσεις τοῦ Massimo Peri, Τοῦ πόθου ἀρρωστημέ-
νος. Ἰατρικὴ καὶ Ποίηση στὸν Ἐρωτόκριτο, ὅ.π., σ. 111-113· Rosemary Bancrot-Marcus,
«he Cretan Academies and the Imprese of Erotokritos», Cretan Studies, 3 (1992), 21-45
τῆς ἴδιας, «he Cretan Academies and the Scientiic Imagery of Erotokritos», Πεπραγμένα
τοῦ Zʹ Διεθνοῦς Κρητολογικοῦ Συνεδρίου, τ. B1, Ρέθυμνο 1995, σ. 117-132.
36. Γιὰ τὶς δημόσιες τελετὲς στὸν Χάνδακα μὲ τὴν ἐνεργὸ συμμετοχὴ τῆς Ἀκαδη-
μίας τῶν Stravaganti καὶ τοῦ Ἀνδρέα Κορνάρου, βλ. Stefanos Kaklamanis, «Partendo da
Candia. Pubbliche manifestazioni in onore di Gian Giacomo Zane, ex capitano general
di Creta (1598)», Κρητικὰ Χρονικά, 31 (2011), 69-138.
37. Οἱ πλέον ἀντιπροσωπευτικὲς πραγματεῖες καὶ συναγωγὲς ἐμβλημάτων βιβλιο-
γραφοῦνται στὸν κατάλογο τῆς ὁμότιτλης ἔκθεσης «Con parola brieve e con igura».
Libri antichi di imprese e emblemi, Introduzione di Lina Bolzoni, Luca 2004. Ὁ πληρέ-
στερος σύγχρονος κατάλογος ἐμβλημάτων μὲ τὰ συνοδευτικά τους κείμενα εἶναι τῶν
Arthur Henkel καὶ Albrecht Schöne, Emblemata, Handbuch zur Sinnbildkunst des XVI.
und XVII. Jahrhunderts, Stuttgart-Weimar, Verlag J. B. Metzler, 1996. Ἀφετηρία τοῦ εἴ-
δους θεωρεῖται ἡ συλλογὴ ἐμβλημάτων τοῦ Andrea Alciato (1492-1550), Emblematum
liber (Augsburg, Heinrich Steyner, 1531), μὲ τὰ περισσότερα λατινικὰ ἐπιγράμματα νὰ
προέρχονται ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Ἀνθολογία. Βλ. Andrea Alciato, Il libro degli Emblemi,
Secondo le edizioni del 1531 e del 1534, Introduzione, traduzione e commento di Mino
Gabriele, Nuova edizione riveduta e ampliata, Milano, Adelphi edizioni, 2015 [Gli
Adelphi, 472]· E. H. Gombrich, «Philosophies of Symbolism and their Bearing on Art»,
Gombrich on the Renaissance, vol. 2: Symbolic Images, ὅ.π., σ. 123-195, ἰδίως σ. 160 κ.ἑ.
Γιὰ τὸν Alciato, βλ. Roberto Abbondanza, «Andrea Alciato», Dizionario biograico degli
Italiani, τ. 2, Roma 1960, σ. 69-77.

[  44  ]
O E ΡΩΤ Ο Κ Ρ Ι Τ ΟΣ Σ Τ Η Ν Π Ρ Ω Ι Μ Η Ν Ε ΩΤ Ε Ρ Ι ΚΌ Τ Η ΤΑ

διάφορες ἀλληγορικὲς ἐκφάνσεις τοῦ Ἔρωτα καὶ τὶς ἔπλεξε στὴν ἱστορία
του γιὰ νὰ τὴν ἐμπλουτίσει σὲ ἐκφραστικὴ δύναμη, δραματικότητα καὶ
σὲ πιθανὲς ἢ πειστικὲς λύσεις: ἀνάμεσα στὸν τραγικὸ μονόδρομο τοῦ
Χαρίδημου καὶ τὴν ἀλαζονεία τοῦ Κυπρίδημου γιὰ τὰ ὅρια τῆς ἀνθρώ-
πινης ἀντίστασης καὶ ἀντίδρασης ἀπέναντι στὸν Ἔρωτα, ὁ ποιητὴς πα-
ρεμβάλλει καὶ πολλὲς ἄλλες –ὄχι λιγότερο συναρπαστικὲς– ὄψεις καὶ
ἐκφράσεις τῆς παντοδυναμίας του, μὲ φορεῖς τὰ παλληκάρια ποὺ συμ-
μετέχουν στὸ κονταροκτύπημα καὶ μὲ εἰκονογραφία ἄμεσα ἐξαρτημένη
ἀπὸ τὴ μορφολογία καὶ τὴν παθολογία τοῦ Ἔρωτα.
Στὸν Πίνακα ποὺ ἀκολουθεῖ, παρατίθεται ὁ ὀνομαστικὸς κατά-
λογος μὲ τὰ παλληκάρια ποὺ συμμετέχουν στὴν γκιόστρα καὶ οἱ ἀρι-
θμητικὲς ἐνδείξεις τῶν στίχων μὲ τὴν περιγραφὴ τῆς θεαματικῆς εἰσό-
δου τους στὸν ἀγωνιστικὸ στίβο, μὲ τὴν ἀλληγορικὴ εἰκόνα (ἰμπρέζα,
impresa, signa, imagines) καὶ τὸ ἐπίγραμμα (μόττο):

IΠΠOTEΣ I II III
1. Δημοφάνης, ἀφεντόπουλο τῆς Mυτιλήνης 143-162 (20) 149-153 (5) 154-156 (3)
2. Ἀντρόμαχος, ρηγόπουλο τοῦ Ἀναπλιοῦ 163-184 (22) 170-176 (7) 177-180 (4)
3. Φιλάρετος, ἀφέντης τῆς Mεθώνης 184-200 (17) 191-194 (3) 195-198 (4)
4. Ἡράκλης, ἀφέντης τῆς Ἔγριπος 201-214 (14) 205-210 (6) 211-214 (4)
5. Nικοστράτης, ἀφέντης τῆς Mακεδονίας 215-228 (14) 223-225 (3) 226-228 (3)
6. Δρακόκαρδος, ἀφέντης τῆς Kορώνης 229-258 (30) 251-254 (4) 255-258 (4)
7. Tριπόλεμος, ἀφέντης τῆς Σκλαβουνιᾶς 259-282 (24) 269-274 (6) 275-278 (4)
8. Γλυκάρετος, ἀφέντης τῆς Ἀξιᾶς 283-318 (36) 307-312 (6) 313-316 (4)
9. Σπιθόλιοντας, ἀφέντης τῆς Kαραμανίας 319-364 (46) 361-362 (2) 363-364 (2)
10. Πιστόφορος, ρηγόπουλο τοῦ Bυζαντίου 365-452 (88) 431-432 (2) 433-434 (2)
11. Δρακόκαρδος, ἀφέντης τῆς Πάτρας 453-494 (42) 471-476 (6) 477-480 (4)
12. Kυπρίδημος, ρηγόπουλο τῆς Kύπρου 495-516 (22) 511-512 (2) 515-516 (2)
13. Ἐρωτόκριτος, ἀπὸ τὴν Ἀθήνα 517-534 (18) 527-528 (2) 531-532 (2)
14. Xαρίδημος, ἀφέντης τῆς Γόρτυνας 581-768 (188) 757-758 (2) 761-762 (2)

I = συνολικὴ περιγραφή / II = ἰμπρέζα / III = μόττο

Ὁ ποιητὴς ἀφιερώνει δύο δίστιχα γιὰ τὸ ἔμβλημα (ἰμπρέζα καὶ μόττο)


τοῦ Χαρίδημου, τοῦ Πιστόφορου καὶ τοῦ Σπιθόλιοντα, ἐνῶ γιὰ τὴ
συνολικὴ περιγραφή τους διέθεσε μερικὲς δεκάδες στίχους – σὲ δύο
δίστιχα παρουσιάζει καὶ τὸ ἔμβλημα τοῦ τέταρτου πρωταγωνιστῆ τῆς

[  45  ]
ΣΤΕΦΑ ΝΟΣ Κ Α Κ Λ Α Μ Α ΝΗ Σ

γκιόστρας, τοῦ Ἐρωτόκριτου, γιὰ τὴ συνολικὴ περιγραφὴ τοῦ ὁποίου


ἀφιερώνει μικρὸ ἀριθμὸ στίχων, ἀφοῦ τὸ πρόσωπο τὸ γνωρίζουμε
καλά· γιὰ τὰ ἐμβλήματα ὅλων τῶν ἄλλων διαγωνιζομένων χρειάστηκε
κατὰ μέσο ὅρο τέσσερα μὲ πέντε δίστιχα, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἔκταση
ποὺ ἀφιέρωσε γιὰ τὴ συνολική τους παρουσίαση, προσφέροντας ἔτσι
μιὰν εἰκόνα ἀντιστρόφως ἀνάλογη τῆς ἀγωνιστικῆς τους ἀξίας· ὁ κα-
θένας τους ἐκφράζει τὴν ἄποψή του γιὰ τὸν Ἔρωτα ὅπως τὴν ἔπλασε
μέσα ἀπὸ τὴν προσωπική του ἐμπειρία.
Τὰ θέματα ποὺ ἀπεικονίζονται στὶς περικεφαλαῖες τους εἶναι, ἀντι-
στοίχως:

1. ἕνα ἐλάφι στὴν κορυφὴ ψηλοῦ βουνοῦ, πληγωμένο ἀπὸ βέλος·


2. ἕνας ἥλιος θαμπωμένος ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ μιᾶς κόρης ποὺ κάθεται
ἀπέναντί του·
3. ὁ Ἔρωτας ὡς σιδερὰς σφυρηλατεῖ μιὰ καρδιὰ στὸ ἀμόνι του·
4. «ἕνα δέντρο ξεραμένο ἀπέναντι σὲ μιὰ βρύση μὲ κρυσταλλένιo
νερό·
5. ἕνα γεράκι πιασμένο στὸ δίχτυ καὶ γύρω του πολλὰ νεκρὰ πουλιά·
6. τὸ πουλὶ φοίνικας ποὺ γεννιέται καὶ πάλι μέσα ἀπὸ τὶς φλόγες του·
7. ἕνα νησὶ καταμεσῆς στὸ πέλαγος δαρμένο ἀπὸ τὴ θάλασσα καὶ
τοὺς ἀνέμους·
8. κάτω ἀπὸ τὸ φεγγαρόφωτο δύο δέντρα, τὸ ἕνα ξεραμένο, τὸ ἄλλο
θαλερό, μὲ τὸν Ἔρωτα νὰ κοιμᾶται στὶς φυλλωσιές του·
9. ὁ Xάρος μὲ τὸ δρεπάνι του·
10. ἕνα κλῆμα μὲ ἄγουρα ἀκόμη σταφύλια·
11. ἕνας ψαρὰς ἀπὸ τὴ στεριὰ ἀδυνατεῖ νὰ ρίξει τὸ δίχτυ του στὴν
ταραγμένη θάλασσα·
12. ἕνα ἅρμα/ἁμάξι σέρνει πίσω του τὸν Ἔρωτα·
13. μιὰ πεταλούδα/ψυχάρι καίγεται στὴ φλόγα ἑνὸς κεριοῦ·
14. ἕνα κερὶ σβησμένο ἀπὸ τὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου.

Τὸ ἔμβλημα τοῦ Δημοφάνη, τοῦ ἀφεντόπουλου τῆς Μυτιλήνης, ἔχει


θέμα τὸ τοξευμένο ἐλάφι ποὺ «στέκει νὰ παραδώσει» κουρασμένο
ἀπὸ τὴ μάταιη ἀναζήτηση τοῦ δίκταμου στὶς πλαγιὲς τοῦ βουνοῦ·

[  46  ]
O E ΡΩΤ Ο Κ Ρ Ι Τ ΟΣ Σ Τ Η Ν Π Ρ Ω Ι Μ Η Ν Ε ΩΤ Ε Ρ Ι ΚΌ Τ Η ΤΑ

γιατὶ ἂν μασοῦσε τὸ βοτάνι αὐτό, θὰ ἀπαλλασσόταν μεμιᾶς ἀπὸ τὸ βέ-


λος ποὺ τώρα τὸ «λαφάκι», ἀπελπισμένο καὶ μὲ στραμμένο τὸ κεφάλι
πρὸς τὸ μέρος του, «δείχνει» στὸν θεατή. Μὲ τὴν ὑπόρρητη ἀναφορὰ
στὸ δίκταμο, ποὺ προσδιόριζε τὴν Κρήτη ἤδη ἀπὸ τὴν Ἀρχαιότητα, ὁ
Κορνάρος «κρητικοποιεῖ» ἐξαρχῆς ἕνα πολυφωνικὸ περιβάλλον ποὺ
θὰ βρεῖ τὴν ἰδεολογική του πληρότητα μὲ τὴν ἄφιξη, τὴν τελευταία
στιγμή, τοῦ ἀφέντη τῆς Γόρτυνας Χαρίδημου, τοῦ Κρητικοῦ. Ἡ παρο-
μοίωση τοῦ ἐρωτευμένου μὲ τοξευμένο ἐλάφι ἔχει βέβαια βιργιλιανὴ
καταβολή (Αἰνειάς, IV, 68-73, ὅπου ἡ ἐρωτοχτυπημένη Διδὼ παρομοι-
άζεται μὲ μιὰ σαϊτεμένη ἐλαφίνα ποὺ παραδέρνει στὰ βουνὰ τῆς Κρή-
της), ὅμως τὴν εὐρύτατη διάχυσή της τὴ γνώρισε σὲ ὁλόκληρο τὸ φά-
σμα τῆς ἀναγεννησιακῆς ποίησης38 μὲ τὴ μεσολάβηση τοῦ Πετράρχη
(σονέττο ἀρ. 209, 9-14).

Et qual cervo ferito di saetta,


col ferro avelenato dentr’al ianco,
fugge, et più duolsi quanto più s’afretta,
tal io, con quello stral dal lato manco,
che mi consuma, et parte mi diletta,
di duol mi struggo, et di fuggir mi stanco.39

38. Δύο χαρακτηριστικὲς ἐμφανίσεις: Matteo Maria Boiardo, Orlando Innamorato


(a cura di Riccardo Bruscagli, Torino, Einaudi, 1995), Libro I, canto V, 14, 3-8:
«Benché lontana sia la giovanetta, / non può Ranaldo levarse del core. / Come cerva
ferita di saetta, / che al lungo tempo accresce il suo dolore, / e quanto il corso più ve-
loce afretta, / più sangue perde ed ha pena maggiore: così ognor cresce alla donzella
il caldo, / anci il foco nel cor, che ha per Rinaldo»· Ariosto, Orlando furioso (ἔκδ.
Cesare Segre), XVI 3, 5-6: «Vorria il miser [sc. Grifone] fuggire; e come cervo / ferito,
ovunque va, porta la freccia: ha di se stesso e del suo amor vergogna, / né l’osa dire,
e invan sanarsi agogna», κ.ἄ.
39. Francesco Petrarca Canzoniere, Edizione commentata a cura di Marco Santagata,
nuova edizione aggiornata, Milano, Arnoldo Mondatori Editore, 2004 [i Meridiani],
σ. 901-902, ἀρ. 209. Τὶς τερτσίνες αὐτὲς τοῦ πετραρχικοῦ σονέττου σχολιάζει καὶ ὁ
Scipion Bargagli ὅταν πραγματεύεται τὸ θέμα καὶ τὶς ὑποδηλώσεις του· βλ. Dell’imprese di
Scipion Bargagli gentil’huomo Sanese, alla prima Parte, la Seconda, e la Terza nuovamente

[  47  ]
ΣΤΕΦΑ ΝΟΣ Κ Α Κ Λ Α Μ Α ΝΗ Σ

Καὶ σὰν τὸ τοξευμένο ἐλάφι


ποὺ μὲ τὴ φαρμακερὴ σαΐτα στὸ πλευρὸ
φεύγει, καὶ τόσο πιὸ πολὺ πονᾶ ὅσο πιὸ γρήγορα τρέχει,
ἔτσι κι ἐγὼ μὲ τέτοια σαΐτα στὸ μέρος τῆς καρδιᾶς,
νὰ μὲ πεθαίνει καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ νὰ μὲ εὐφραίνει,
ἀπὸ τὴ θλίψη λιώνω καὶ ἀπὸ τὴ φευγάλα σβήνω.

Ἕνας τέτοιος «τόπος» τῆς λυρικῆς ποίησης εὐδοκίμησε καὶ στὴν Κρήτη,
τὸ προνομιακὸ πεδίο τῆς φυσικῆς καὶ τῆς εἰκονογραφικῆς του ἔνταξης
χάρη στὸν ὑπαινιγμὸ τοῦ δίκταμου, μὲ ἀναλυτικὲς καὶ προσεγμένες πε-
ριγραφὲς ὅπως στὴν κρητικὴ ἀπόδοση τοῦ Pastor Fido τοῦ Gianbattista
Guarini ἀπὸ ἀνώνυμο ποιητή (Πιστικὸς Βοσκὸς Εʹ, σκ. 7, στ. 37-106),40
ἢ στὴ λίγο μεταγενέστερη Amorosa Fede τοῦ Ἀντωνίου Πάνδημου41
(Βʹ, σκ. 3, στ. 337-361). Τὸν ἴδιο «τόπο» βρίσκουμε, φυσικά, καὶ στὴν
προγενέστερη ὅλων ποιμενικὴ κωμωδία Πανώρια τοῦ Γεωργίου Χορ-
τάτση· μονολογεῖ ὁ Γύπαρης:

Ἐγώ, ὁ καημένος, τ’ ἀλαφιοῦ μοιάζω τοῦ δοξεμένου,


ὁποὺ τὰ γλάκια τὰ πολλὰ κ’ οἱ στράτες δὲν τὸ γιαίνου.
Kαθὼς τ’ ἀλάφι, ὅντας βαστᾶ στὸ στῆθος τὸ δοξάρι,
λογιάζοντας ἀνάπαψη στὸν πόνο του νὰ πάρει
ὧρες σ᾿ τσὶ κάμπους πορπατεῖ κι ὧρες στὰ δάση μπαίνει,
ὧρες σ᾿ λαγκάδια χώνεται κι ὧρες σ᾿ βουνὰ ἀνεβαίνει,

aggiunte, (...), In Venetia 1594, σ. 284-285. Γι᾽ αὐτόν, βλ. N. Borsellino, «Scipione
Bargagli», Dizionario biograico degli Italiani, τ. 6, Roma 1964, σ. 343-346.
40. Ὁ Πιστικὸς Βοσκός, Der treue Schäfer, Der Pastor Fido des G. B. Guarini von
einem Anonymus im 17. Jahrhundert in Kretische Mundart übersetzt, Erstausgabe von
Perikles Ioannou, Berlin, Akademie-Verlag, 1962 [Deutsche Akademie der Wissen-
schaten zu Berlin, Institut für griechisch-römische Altertumskunde, Berliner Byzan-
tinische Arbeiten, Band 27].
41. Antonio Pandimo, L’amorosa fede: tragicommedia pastorale, a cura di Cristia-
no Luciani, con la collaborazione di Alfred Vincent, Venezia, Istituto ellenico di studi
bizantini e postbizantini di Venezia, 2003 [Graecolatinitas nostra. Πηγὲς 5].

[  48  ]
O E ΡΩΤ Ο Κ Ρ Ι Τ ΟΣ Σ Τ Η Ν Π Ρ Ω Ι Μ Η Ν Ε ΩΤ Ε Ρ Ι ΚΌ Τ Η ΤΑ

4. Le imprese heroiche e morali ritrovate


da m. Gabriello Symeoni iorentino, al gran Conestabile di Francia,
In Lyone, appresso Guglielo Rouillio, 1559, σ. 34.

ὧρες γλακᾶ, ὧρες στέκεται, πέφτει ὧρες καὶ μουγκᾶται


κι ὅσο γυρεύει ἀνάπαψη πλειότερα τυραννᾶται,
ἔτσι κ’ ἐγὼ ὁ βαρειόμοιρος, ἀπόσταν τσῆ καρδιᾶς μου
ἐκάμασίνε τὴν πληγὴ τὰ μάτια τσῆ κερᾶς μου,
μέρα καὶ νύχτα πορπατῶ σὲ κάμπους, σὲ λιβάδια,
σὲ δάσητα κ’ εἰσὲ γκρεμνά, σὲ ὄρη, σὲ λαγκάδια.
Mὰ σ’ ὅποια μέρη κι ἂ διαβῶ κάνω χειρότερό μου
κ’ ἐκεῖ π’ ὀλπίζω γιατρικό, πληθαίνω τὸν καημό μου.
Γιατὶ ὅπου πάω ὁ Ἔρωτας γυρίζει κι ἀκλουθᾶ μου
κι ὁλημερνὶς στὸ λογισμὸ μοῦ φέρνει τὴν κερά μου.
(Πανώρια, Βʹ, σκ. 4, στ. 147-160).42

42. Γεωργίου Χορτάτση Πανώρια, Kριτικὴ ἔκδοση μὲ Εἰσαγωγή, Σχόλια καὶ Λεξιλόγιο
Ἐμμανουὴλ Kριαρᾶ, Θεσσαλονίκη 1975 [Βυζαντινὴ καὶ Nεοελληνικὴ Βιβλιοθήκη - 2].

[  49  ]
ΣΤΕΦΑ ΝΌΣ Κ Α Κ Λ Α Μ Α ΝΗ Σ

Μὲ τὸ ἔμβλημα τοῦ τοξευμένου ἐλαφιοῦ ὁ Κορνάρος δηλώνει τὴν πλή-


ρη ἀδυναμία τοῦ ἐρωτευμένου νὰ γιατρευτεῖ, ὅ,τι κι ἂν κάνει, ὅπως κι
ἂν φερθεῖ·43 μὲ τὴν παραδειγματικὴ ἱστορία τοῦ Χαρίδημου ἐκφράζει
τὴν ἰσόβια ἀφοσίωση τοῦ ἐρωτευμένου στὸ ἀγαπημένο πρόσωπο. Στὰ
ὑπόλοιπα ἐμβλήματα, ὅπως θὰ δοῦμε, ἐπαναφέρει τὸ ἴδιο ζήτημα ἐξε-
τάζοντάς το ἀπὸ διαφορετικὲς σκοπιές.

43. Στὰ βιβλία ἐμβλημάτων ἡ παράσταση συνοδεύεται ἀπὸ σχόλια ποὺ ἐπιμένουν
στὴν ἀθεράπευτη φύση μιᾶς τέτοιας ἀρρώστιας. [εἰκ. 4] Ἡ εἰκονογραφικὴ ἀπόδοση
τοῦ θέματος σὲ ἔμβλημα ὀφείλεται στὸν λόγιο Gabriel Simeoni (βλ. Le imprese hero-
iche e morali ritrovate da m. Gabriello Symeoni iorentino, al gran Conestabile di Francia,
In Lyone, appresso Guglielo Rouillio, 1559, σ. 34-35), καὶ θεμελιώνεται στὸν στίχο τοῦ
Ὀβιδίου (Μεταμορφώσεις, I, 523): «Hei mihi quod nullis Amore est medicabilis herbis»
[«Ὁ Ἔρωτας, ἀλίμονό μου, δὲν γιατρεύεται μὲ κανένα βοτάνι»], ἀπὸ ὅπου προέρχεται
καὶ ἡ βασανιστικὴ ρήση ποὺ γράφεται στὴν ταινία ὡς μόττο: «Esto tiene su remedio
y non yo» [«Αὐτὸς ἔχει τὸ φάρμακό του, ἐγὼ ὅμως ὄχι»]. Παραθέτω τὸ σχόλιο μὲ τὴν
εἰκόνα: «UN’AMICO INNAMORATO. Un’altr’amico mi contò un giorno d’una impresa
che un’ innamorato haveva fatta per una sua Dama, la quale era, volendo mostrare che
’l suo male era senza rimedio, un cervio ferito d’una freccia con una herba in bocca
chiamata Dittamo, che nasce abondantemente nell’isola di Candia, con la quale il cervio
mangiandola si guarisce, e le parole | dell’impresa eran tali, ESTO TIENE SU REMEDIO Y
NON YO, imitando in questo quel verso d’Ovidio nelle Metamorfosi in persona di Febo
per amor di Dafne, quando ei dice: Hei mihi quod nullis Amore est medicabilis her-
bis» [« ΕΝΑΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ ΦΙΛΟΣ. Μιὰ μέρα ἕνας ἄλλος φίλος μοῦ μίλησε γιὰ ἕνα
ἔμβλημα ποὺ εἶχε φτιάξει ἕνας ἐρωτευμένος γιὰ τὴν Κυρά του. Θέλοντας νὰ δείξει ὅτι
ἡ ἀρρώστια του ἦταν ἀγιάτρευτη, εἶχε βάλει στὸ ἔμβλημά του ἕνα ἐλάφι λαβωμένο ἀπὸ
σαΐτα, μὲ χορτάρι στὸ στόμα ποὺ τὸ λένε δίκταμο καὶ ἀφθονεῖ στὸ νησὶ τῆς Κρήτης·
ὅταν τὸ ἐλάφι τὸ μασήσει γιατρεύεται. Καὶ τὰ λόγια στὸ ἔμβλημα ἔλεγαν: “Αὐτὸς ἔχει
τὸ φάρμακό του, ἐγὼ ὅμως ὄχι”, κατὰ μίμηση ἐκείνου τοῦ στίχου ὅπου ὁ Ἀπόλλωνας
μιλᾶ γιὰ τὸν ἔρωτά του γιὰ τὴ Δάφνη ἀπὸ τὶς Μεταμορφώσεις τοῦ Ὀβιδίου καὶ λέει:
“ Ὁ Ἔρωτας, ἀλίμονό μου, δὲν γιατρεύεται μὲ κανένα βοτάνι”»]. Ἔμβλημα καὶ σχόλιο
ἐπανεμφανίζονται στὴν ἐπανέκδοση τοῦ Dialogo dell’imprese militari et amorose di Mon-
signor Giovio Vescovo di Nocera; Et del S. Gabriel Symeoni Fiorentino. Con un ragionamen-
to di M. Lodovico Domenichi, nel medesimo soggetto. Con la Tavola, In Lyone, appresso
Guglielo Rouillio, 1574, σ. 198-199. Γιὰ τὸν συγγραφέα, βλ. T. C. Price Zimmermann,
«Paolo Giovio», Dizionario biograico degli Italiani, τ. 56, Roma 2001, σ. 430-440. Βλ.
Gareth Morgan, «Τὰ ἐμβλήματα τoῡ Ἐρωτοκρίτoυ», ὅ.π., σ. 261.

[  50  ]
O E ΡΩΤ Ο Κ Ρ Ι Τ ΟΣ Σ Τ Η Ν Π Ρ Ω Ι Μ Η Ν Ε ΩΤ Ε Ρ Ι ΚΌ Τ Η ΤΑ

Ἡ εἰκονογραφία τῶν ἐμβλημάτων ἀφορμᾶται ἀπὸ πασίγνωστες ποιητι-


κὲς εἰκόνες καὶ ἰδέες,44 στὰ περισσότερα πάντως ἐνυπάρχει ἕνας φιλοσο-
φικὸς εἰκονογραφικὸς συμβολισμὸς μὲ νεοπλατωνικὲς καταβολές (ἁγνὸς
ἔρωτας, ἁρμονία, εὐρυθμία καὶ πνευματικὴ ὀμορφιά, ἀμφίδρομη σχέση τοῦ
μικρόκοσμου μὲ τὸν μακρόκοσμο, παρατήρηση τοῦ χώρου ἀπὸ ψηλὰ ἢ τῆς
θάλασσας ἀπὸ τὴν ἀσφάλεια τῆς στεριᾶς, ἀλληλεπίδραση τοῦ ἀνθρώπου
μὲ τὸν αἰσθητὸ φυσικὸ κόσμο, τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς, τοῦ φωτὸς καὶ
τῆς σκιᾶς, τοῦ πανδαμάτορα χρόνου μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴν περιοδικὴ ἀνα-
γέννησή της, κ.ἄ.), ὁ ὁποῖος συλλαμβάνεται καὶ σμιλεύεται ἀλληγορικά,
ἀλλὰ χωρὶς τὴν ἔνταση καὶ τὴ βαθύτητα μὲ τὶς ὁποῖες, λ.χ., ἐκφράστηκε ὁ
φιλοσοφικὸς λόγος τοῦ Marsilio Ficino (1433-1499), τοῦ Giovanni Pico
della Mirandola (1463-1494) καὶ τῶν ὀπαδῶν τους, ἰδίως τοῦ βενετοῦ μο-
ναχοῦ Francesco Zorzi (1466-1540), τοῦ Giulio Camillo Delminio (1480-
1544) καὶ τοῦ Enrico Cornelio Agrippa (Heinrich Cornelius Agrippa di
Nettesheim, 1486-1535), ποὺ κυριάρχησαν στὴν ἰταλικὴ διανόηση τοῦ
16ου αἰώνα. Τὸ θαλερὸ καὶ τὸ ξεραμένο δέντρο, τὸ νερὸ καὶ τὸ χῶμα, τὰ
ἄγουρα σταφύλια, συμβολίζουν τὴ διαρκῆ πάλη τῆς ψυχῆς νὰ ἀπεμπλακεῖ
ἀπὸ τὶς κατώτερες σφαῖρες καὶ νὰ κινηθεῖ πρὸς τὶς ἀνώτερες, τὴν ἀναζήτη-
ση τοῦ πνευματικοῦ μέσα στὸ ὑλικό, τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ ἁγνοῦ Ἔρωτα
ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ σώματος· ὁ φοίνικας καὶ ὁ Χάρος τὸ διαρκὲς παιχνίδι τῆς
ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου· τὸ πιασμένο στὸ δίχτυ γεράκι τὶς ἄγνωστες δυνά-
μεις ποὺ δεσπόζουν στὸν μικρόκοσμο καὶ στὸν μακρόκοσμο τοῦ ἀνθρώ-
που· τὸ νησὶ ποὺ δέρνεται ἀπὸ τὸ κύμα καὶ τοὺς ἀνέμους τὴν ψυχὴ ποὺ
ἔχοντας τὴν ἀρετὴ βαθιὰ ριζωμένη μέσα της δὲν φοβᾶται νὰ ἀντιμετωπίσει
τὶς ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς καὶ τὰ καμώματα τῆς Τύχης· κ.ἄ.π.

44. Μιὰ πρώτη ἀπογραφὴ καὶ παρουσίαση τῆς σχετικῆς γραμματείας, ἐντυπωσιακὴ
ὡς πρὸς τὴ συναγωγὴ καὶ τὴν πολυθεματικὴ ταξινόμηση τοῦ εἰκονογραφικοῦ καὶ τοῦ
λογοτεχνικοῦ ὑλικοῦ ποὺ περιλαμβάνει, εἶναι τὸ ἔργο τοῦ ἀββᾶ Filippo Picinelli,
Mondo simbolico o sia Università d’imprese scelte, spiegate ed illustrate con sentenze ed
erudizioni sacre e profane. Studiosi diporti dell’abbate d. Filippo Picinelli, Milanese ne
i Canonici Regolari Lateranensi, Teologo, Lettore di Sacra Scrittura e Predicatore privile-
giato, che somministrano agli Oratori, Predicatori, Accademici, Poeti et ininito numero
di concetti. Con indici copiosissimi, In Milano, per lo Stampatore Archiepiscopale, 1653.

[  51  ]
ΣΤΕΦΑ ΝΟΣ Κ Α Κ Λ Α Μ Α ΝΗ Σ

Ἡ γνωριμία τοῦ Κορνάρου μὲ τὴ νεοπλατωνικὴ φιλοσοφία μπο-


ροῦσε νὰ γίνει μὲ τὴ μεσολάβηση τῆς νεοπετραρχικῆς ποίησης καὶ
γραμματείας ἢ ἀπευθείας μὲ τὴ συστηματικὴ σπουδὴ τῶν πιὸ ἀντι-
προσωπευτικῶν ἔργων της, μὲ τὴν πρώτη δυνατότητα στὴν περίπτω-
σή μας νὰ φαίνεται ἀκαταμάχητη.45 Ἡ ἐμπλοκὴ τῆς ποίησης καὶ τῆς
λογοτεχνίας γενικότερα (καί, βέβαια, τῆς ζωγραφικῆς) στὴ διάχυση
καὶ τὴν ἀνασηματοδότηση τῶν ἰδεῶν αὐτῶν ἔχει ἀποδειχθεῖ μὲ ἀδιά-
σειστα τεκμήρια46 – οὔτε, φυσικά, ὁ Κορνάρος ὡς ποιητὴς εἶχε ἀνάγκη
νὰ μελετήσει τὰ ἐγχειρίδια αὐτὰ γιὰ νὰ ἐμπλουτίσει τὸ εἰκονογραφικό
του ὑλικό. Τὸ ἔμβλημα, π.χ., τοῦ Ἐρωτόκριτου, τὸ ψυχάρι, ἀφορμᾶται
ἀπὸ ἕνα πολὺ συνηθισμένο στὴν πετραρχικὴ ποίηση μοτίβο,47 τὸ ὁποῖο
συναντᾶμε εἰκονογραφημένο σὲ διάφορα βιβλία ἐμβλημάτων, ὅπως
λ.χ. τοῦ Symeoni (1559) [εἰκ. 5] καὶ τοῦ Scipione Bargagli (1594).48
Στὰ τέλη τοῦ 16ου αἰώνα, τὸ κυνήγι τῶν ἀποκρυφιστικῶν ἰδεῶν
στὴν Κρήτη ἀπὸ τοὺς πολιτικοὺς ἐκφραστὲς καὶ τοὺς ἰδεολογικοὺς

45. (Νεο)πετραρχικὰ μοτίβα καὶ κοινοὺς τόπους στὸν Ἐρωτόκριτο, ἀπὸ τὴ λυρικὴ
ποίηση τοῦ 16ου αἰώνα καὶ ἀπὸ πεζὰ-διαλογικὰ ἔργα ὅπως οἱ Asolani τοῦ Pietro Bembo
καὶ τὸ Libro del Cortigiano τοῦ Baldassare Castiglione, ἢ ἀπὸ ἔντυπες πραγματεῖες
«Περὶ ἔρωτος», ὅπως τοῦ Marsilio Ficino, ἔχει ἐπισημάνει ὁ Μιχάλης Λασιθιωτάκης,
« Ὁ Ἐρωτόκριτος καὶ τὰ ἰταλικὰ Trattati d᾿amore τοῦ 16ου αἰώνα», Μαντατοφόρος,
39-40 (1995), 5-39· τοῦ ἴδιου, «Πετραρχικὰ μοτίβα στὸν Ἐρωτόκριτο», Θησαυρίσματα,
26 (1996), 145-179· τοῦ ἴδιου, « Ἐμάργωνεν εἰς τὴ φωτιά. hèmes pétrarchistes et néo-
pétrarchistes dans la littérature crétoise de la Renaissance», Cahiers balkaniques, 24
(1996), 211-233· Marina Rodosthenous-Balafa, «Erotokritos, the Cypriot Canzoniere
and their dialogue with the Neoplatonic tradition», ΚΑΜΠΟΣ: Cambridge Papers in
Modern Greek, 20 (2013), 133-164.
46. Ἀπὸ τὴν τεράστια γιὰ τὸ θέμα βιβλιογραφία ἀναφέρω ἐνδεικτικά: Erwin
Panofsky, Μελέτες εἰκονολογίας. Οὐμανιστικὰ θέματα στὴν Τέχνη τῆς Ἀναγέννησης,
μετάφραση Ἀνδρέας Παππάς, Ἀθήνα, Νεφέλη, 1991· Lina Bolzoni, La stanza della me-
moria. Modelli letterari e iconograici nell’età della stampa, Torino, Einaudi, 1995 [Saggi
797]· τῆς ἴδιας, Il cuore di cristallo. Ragionamenti d’amore, poesia e ritratto nel Rinasci-
mento, Torino, Einaudi, 2010 [Saggi 914].
47. Βλ. τὰ σονέττα 19: «Son animali al mondo de sí altera», καὶ 141: «Come talora
al caldo tempo sòle», τοῦ πετραρχικοῦ Canzoniere.
48. Βλ. Scipion Bargagli, Dell’imprese, ὅ.π., σ. 127.

[  52  ]
O E ΡΩΤ Ο Κ Ρ Ι Τ ΟΣ Σ Τ Η Ν Π Ρ Ω Ι Μ Η Ν Ε ΩΤ Ε Ρ Ι ΚΌ Τ Η ΤΑ

5. Le imprese heroiche e morali ritrovate


da m. Gabriello Symeoni iorentino, ὅ.π., σ. 11.

θεματοφύλακες τῆς Ἀντιμεταρρύθμισης δὲν ἐπιχειρήθηκε μὲ τὴ σφο-


δρότητα καὶ τὴν ἐμμονὴ ποὺ ἐκδηλώθηκε στὴν Ἰταλία καὶ τὶς ὑπόλοι-
πες χῶρες τῆς Εὐρώπης ποὺ βρίσκονταν κάτω ἀπὸ τὸν ἀστερισμὸ τῆς
Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας. Σὲ ὅποια πόλη ἢ χώρα οἱ διώξεις ἐντάθηκαν –μὲ
ὁρόσημο τὸ 1600 καὶ τὴν καύση τοῦ Giordano Bruno (1548-1600) στὴ
Ρώμη ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Ἐξέταση49–, αὐτὸ ὀφειλόταν στὴν παρουσία τῶν
Ἰησουιτῶν καὶ στὴν ἀνεμπόδιστη δράση τους. Στὴν Κρήτη ὅμως οἱ μο-
ναχοὶ τοῦ Τάγματος τοῦ Ἰησοῦ ὄχι μόνο δὲν βρῆκαν ἀνταπόκριση μετα-
ξὺ τῶν Καθολικῶν τοῦ νησιοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐκδιώχθηκαν τὴν ἐπαύριο τῆς
ἄφιξής τους ἀφήνοντας ἔτσι τὸ πεδίο ἔκφρασης ἀνοικτὸ καὶ ἐλεύθερο
γιὰ στοχαστικὲς κινήσεις καὶ συνθέσεις ὑψηλῆς διανοητικῆς ἐμβέλειας.
Τὸ παράδειγμα τοῦ Francesco Barozzi, ὁ ὁποῖος τὸ 1587 δικάστηκε ἀπὸ

49. Βλ. Frances A. Yates, Giordano Bruno e la tradizione ermetica, Roma-Bari,


Editori Laterza, 1985 (αʹ ἀγγλ. ἔκδ. 1964).

[  53  ]
ΣΤΕΦΑ ΝΟΣ Κ Α Κ Λ Α Μ Α ΝΗ Σ

τὴν Ἱερὰ Ἐξέταση τῆς Βενετίας μὲ τὴν κατηγορία τῆς μαγείας καὶ τῆς
ἀθεΐας γιὰ πράξεις καὶ τελετουργίες ποὺ εἶχε ἐπιτελέσει παλαιότερα
στὸ Ρέθυμνο,50 ἀποδεικνύει ὅτι στὸ νησὶ ὑπῆρχαν πρόσωπα καὶ κύκλοι
λογίων ποὺ δὲν ἔμεναν ἀδιάφοροι ἀπέναντι στὶς ἀπόκρυφες ἐπιστῆμες
καὶ τὴν ἑρμητικὴ φιλοσοφία.51 Ἄλλωστε, ἡ ὕπαρξη θαλερῶν ἑβραϊκῶν
κοινοτήτων στὰ ἀστικὰ κέντρα τῆς Κρήτης δημιουργοῦσε ἕνα περι-
βάλλον ὅπου ὁ ἀναγεννησιακὸς νεοπλατωνισμός, ἡ χριστιανικὴ θεο-
λογία καὶ ὁ μυστικισμὸς τῆς Καμπάλα εἶχαν ὅλες τὶς προϋποθέσεις νὰ
διασταυρωθοῦν μὲ εὐεργετικὲς συνέπειες στὴν ἐσωτερικὴ πνευματικὴ
ζωή. Δύο ἐνδεικτικὲς μαρτυρίες ἐπιτρέπουν μιὰ πρώτη ἐπιβεβαίωση
τοῦ ἐνδιαφέροντος καὶ τῆς διάδοσης τῶν μυστικιστικῶν ἰδεῶν στὴν
Κρήτη: δάσκαλος τοῦ Giovanni Pico della Mirandola, τοῦ πρωτεργάτη
τῆς διασταύρωσης αὐτῆς στὴν Ἰταλία, ἦταν ὁ ἑβραῖος Elia del Medigo
(Helias Cretensis, περ. 1450-1492) ἀπὸ τὸν Χάνδακα·52 τὸ 1542, ὁ εἰκο-
σάχρονος Ἀντώνιος Καλλέργης (1521-1555) ζητᾶ ἐπίμονα ἀπὸ τὸν
Γεώργιο Κόμη Κορίνθιο, ποὺ βρισκόταν τότε στὴ Βενετία, νὰ τοῦ ἀγο-
ράσει διάφορα βιβλία, καὶ μεταξὺ αὐτῶν τὸ Adversus calumniatorem
Platonis τοῦ καρδινάλιου Βησσαρίωνα καθὼς καὶ ὅλα τὰ ἔργα («tutte
le opere») τοῦ Agrippa, συγγραφέα τοῦ De occulta Philosophia.53 Ἕνας
ἀκόμη κρητικός, ὁ don Francesco da Candia, μνημονεύεται στὸν περί-
φημο «Διάλογο περὶ ἐμβλημάτων» («Dialogo delle imprese») τοῦ Paolo
Giovio γιὰ τὸ ἔμβλημά του, ποὺ ἀπεικόνιζε τὰ Ἀκροκεραύνεια ὄρη νὰ

50. Ἡ ὑπόθεση ἔκλεισε μὲ μᾶλλον ἀνώδυνο γιὰ τὸν Barozzi τρόπο, ἀφοῦ ἡ ποινή
του περιορίστηκε στὴν καταβολὴ χρηματικοῦ προστίμου· ὅμως δὲν ἀπέφυγε τὴ δημόσια
ἀποκήρυξη τῶν ἰδεῶν του (abiura). Βλ. Διονυσία Γ. Γιαλαμᾶ, «Nέες εἰδήσεις γιὰ τὸν βενε-
τοκρητικὸ λόγιο Φραγκίσκο Barozzi (1537-1604)», Θησαυρίσματα, 20 (1990), 300-403.
51. Γιὰ ὑποθέσεις λευκῆς καὶ μαύρης μαγείας –καθὼς καὶ λαϊκῆς– ἀπὸ τὴν Κρήτη,
ποὺ δικάστηκαν ἀπὸ τὴν Ἱερὰ ἐξέταση τῆς Βενετίας, βλ. Διονυσία Γ. Γιαλαμᾶ, Ἑλληνί-
δες μάγισσες στὴ Βενετία, 16ος-18ος αἰώνας: Μὲ βάση τὶς δικογραφίες τῆς Ἱερᾶς Ἐξέτα-
σης τῆς Βενετίας, Ἀθήνα, Βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑστίας, 2009.
52. Alberto Bartòla, «Del Medigo, Elia», Dizionario Biograico degli Italiani, τ. 38,
Roma 1990, σ. 117-121.
53. Βλ. Στέφανος Kακλαμάνης, «Tὸ Ἐπιστολάριο τοῦ Kρητικοῦ λογίου Ἀντωνίου
Kαλλέργη (1542-1543)», Πεπραγμένα Εʹ Διεθνοῦς Kρητολογικοῦ Συνεδρίου, τ. Bʹ, Ἡρά-
κλειο Kρήτης 1986, σ. 150-163.

[  54  ]
O E ΡΩΤ Ο Κ Ρ Ι Τ ΟΣ Σ Τ Η Ν Π Ρ Ω Ι Μ Η Ν Ε ΩΤ Ε Ρ Ι ΚΌ Τ Η ΤΑ

6. Dialogo dell’imprese militari et amorose di Monsignor Giovio


Vescovo di Nocera; et del S. Gabriel Symeoni Fiorentino.
Con un ragionamento di M. Lodovico Domenichi, nel medesimo soggetto,
In Lyone, appresso Guglielo Rouillio, 1574, σ. 10.

δέχονται κεραυνὸ ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ καὶ μὲ μόττο: «Feriunt summos


fulmina montes» («Οἱ κεραυνοὶ χτυποῦν τὶς πιὸ ψηλὲς βουνοκορφές»),
ἀντλημένο ἀπὸ τὸν Ὀβίδιο.54 [εἰκ. 6]
Τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ κρατᾶ σὲ ἀπόσταση ἀσφαλείας τὸν Βιτσέντζο
Κορνάρο ἀπὸ τὸν πυρήνα τοῦ ἑρμητικοῦ κινήματος, εἶναι προσώρας
δύσκολο νὰ ἀποφανθοῦμε. Ὁπωσδήποτε, τὸ πνεῦμα τῆς δογματικῆς
ἀνεκτικότητας ποὺ χαρακτήριζε τὴν κρητικὴ κοινωνία, καὶ συνάμα ὁ ἐξο-

54. Βλ. Dialogo dell’imprese militari et amorose di monsignor Paolo Giovio Vescovo
di Nucera, Con gratia et privilegio, In Roma appresso Antonio Barre, 1555, σ. 10. Στὴν
πρώτη εἰκονογραφημένη ἔκδοση τοῦ 1559, Paolo Giovio, Dialogo dell’imprese militari
et amorose, ὅ.π., σ. 10-11, μὲ τὸ κείμενο καὶ τὴν παράσταση. Γιὰ τὴν ταυτότητα τοῦ don
Francesco da Candia δὲν δίνεται κάποια ἄλλη πληροφορία.

[  55  ]
ΣΤΕΦΑ ΝΟΣ Κ Α Κ Λ Α Μ Α ΝΗ Σ

βελισμὸς τῆς θρησκείας, οἱ θεματικὲς ἐπιταγὲς τῆς μυθιστορίας γιὰ τὸν


ἔρωτα (Ὀβίδιος, Andrea Capelano, Βοκκάκιος) καὶ ἡ γερὴ γνώση τῆς
(νεο)πετραρχικῆς παράδοσης μέσα ἀπὸ τὴ λυρικὴ ποίηση τοῦ βενετικοῦ
Μανιερισμοῦ, πρέπει νὰ ἐπηρέασαν τὸν Κορνάρο στὴν ἀλληγορικὴ σή-
μανση τῶν εἰκόνων καὶ στὸ ἰδεολογικὸ στίγμα τῶν μόττο ποὺ συγκρο-
τοῦσαν τὰ ἐμβλήματα/imprese. Στὴν ποιητικὴ τοῦ Μανιερισμοῦ, ὁ λόγος
καὶ ἡ εἰκόνα ἔπρεπε νὰ πειθαρχήσουν στὸν κεντρικὸ ἰδεολογικὸ ἄξονα
τῆς ἱστορίας καὶ νὰ ταιριάξουν στὴ δράση τῶν ἡρώων, ὥστε νὰ ἐπιτευχθεῖ
τὸ ἐπιθυμητὸ ποιητικὸ ἀποτέλεσμα, ὅπου βεβαίως ὅλα κρίνονται καὶ ἀπο-
τιμῶνται. Ἡ ἐρωτογραφία τῶν ἐμβλημάτων ξεδιπλώνεται στὸ Δεύτερο
Μέρος, καθὼς ἕνα-ἕνα τὰ δεκατέσσερα παλληκάρια ἐμφανίζονται ἔφιπ-
πα μπροστὰ στὸ κοινὸ τῆς Ἀθήνας, καὶ μὲ τὴ σύνθεση εἰκόνας καὶ λόγου
ποὺ φέρουν στὴν περικεφαλαία τους ἐκθέτει ἕνας-ἕνας τὴ φιλοσοφία του
γιὰ τὸν ἔρωτα. Ἔτσι, τὸ θεαματικὸ κονταροκτύπημα τῆς Ἀθήνας, «ποὺ
ἤτονε τσῆ μάθησης ἡ βρῶσις / καὶ τὸ θρονὶ τῆς ἀφεντιᾶς κι ὁ ποταμὸς
τῆς γνώσης» (Α25-26), ἀναβαθμίζεται σὲ μιὰ ἰδιάζουσα ἀντιπαράθεση
θέσεων γιὰ τὸν ἔρωτα,55 μιὰ mutatis mutandis φιλοσοφικὴ διαμάχη ἀνά-
λογη ἐκείνων ποὺ εἴδαμε νὰ ἀπεικονίζουν οἱ τοιχογραφίες τοῦ Ραφαήλ.
Ὡστόσο, ὁ Κορνάρος δὲν περιορίζει τὴ χρήση αὐτῶν τῶν (νεο)πε-
τραρχικῆς προέλευσης ποιητικῶν εἰκόνων, ποὺ ἀνήκουν στὸ βασικὸ ὑλι-
κὸ τῆς ἀναγεννησιακῆς ἐμβληματογραφίας, ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὸ
Δεύτερο Μέρος, ἀλλὰ τὶς ἐκμεταλλεύεται δημιουργικὰ καὶ στὰ ὑπόλοι-
πα Μέρη τοῦ ἔργου του μοιράζοντάς τες ἁπλόχερα σὲ ὅλη τὴν ἔκτασή
του56 καί, ὄχι σπάνια, ἐπεκτείνοντάς τες καὶ συμπληρώνοντάς τες, ἰδίως
στὶς ἀπολήξεις τους, μὲ ρήσεις καθολικῆς ἀξίας. Δημιουργεῖ ἔτσι ἕνα
σταθερὸ πεδίο ἐπενέργειας καὶ συναισθηματικῆς ἔντασης ποὺ ἀνανεώ-

55. Πρβλ. Γεώργιος Ι. Κουρμούλης, « Ὕβρις καὶ κάθαρσις παρ᾽ Ἐρωτοκρίτῳ»,


Κρητικὰ Χρονικά, 15-16 (1961-1962), <Πεπραγμένα τοῦ Αʹ Διεθνοῦς Κρητολογικοῦ
Συνεδρίου, τχ. Τρίτον>, 27-39, ἰδίως σ. 33-36· Wim F. Bakker, «Τὰ τρία ἀστέρια τῆς
γκιόστρας στὸν Ἐρωτόκριτο», Θησαυρίσματα, 30 (2000), 339-378.
56. Βλ. μερικὲς τέτοιες περιπτώσεις στὴ μελέτη τοῦ G. Morgan, «Τὰ ἐμβλήματα
τοῦ Ἐρωτοκρίτου», ὅ.π., σ. 276-296· αὐτὴ ἡ ἐπισήμανση, κατὰ τὴ γνώμη μου, εἶναι καὶ
ἡ σημανικότερη συμβολὴ τοῦ Morgan στὶς ἐρωτοκρίτειες ἔρευνες.

[  56  ]
O E ΡΩΤ Ο Κ Ρ Ι Τ ΟΣ Σ Τ Η Ν Π Ρ Ω Ι Μ Η Ν Ε ΩΤ Ε Ρ Ι ΚΌ Τ Η ΤΑ

νει τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ ἀποδέκτη τῆς ἀφήγησης γιὰ τὴν ἱστορία τῶν δύο
νέων. Στὴ γνώση καὶ τὴ μαστοριὰ ἑνὸς τέτοιου δημιουργοῦ ὀφείλεται
καὶ ὁ ἐμπλουτισμός τους μὲ πολλὲς καινούργιες εἰκόνες ἀντλημένες ἀπὸ
τὴν παρατήρηση τῆς φύσης καὶ τῆς ζωῆς, ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς κλασι-
κῆς γραμματείας καὶ λογοτεχνίας, πρωτότυπες κατ᾽ οὐσίαν συνθέσεις
ποὺ ἀποδίδουν ἔξοχα τὶς ποικίλες καταστάσεις καὶ τὰ συναισθήματα τῶν
ἀνθρώπων. Ἡ γοητεία τοῦ θέματος, ἡ ἐνάργεια τῆς εἰκονογραφίας ποὺ
δημιουργεῖται, κυρίως ὅμως οἱ ὑπὸ μορφὴ γνωμικῶν ἀποφάνσεις τοῦ
ποιητῆ μένουν κάθε φορὰ ἀνεξίτηλες στὴ μνήμη τοῦ ἀναγνώστη. Ἕνα
παράδειγμα ἀπὸ τὶς «θαλασσογραφίες» του·57 μιλᾶ ἡ Ἀρετούσα:

Παιγνίδι μᾶσε φαίνεται τὸ δοῦμε φουσκωμένη


ἀπὸ μακρὰ τὴ θάλασσα κι ἄγρια καὶ θυμωμένη
μὲ κύματα ἄσπρα καὶ θολά, βρυγιὰ ἀνακατωμένα,
καὶ τὰ χαράκια ὅντε κτυποῦν κι ἀφρίζουν ἕναν ἕνα
καὶ τὸ καράβι ἀμπώθουσι μὲ μάνητα μεγάλη
στὴ φουσκωμένη θάλασσα σὲ μιὰ μεριὰ κ᾿ εἰς ἄλλη
κ᾿ ἐκείνους τσ᾿ ἀνακατωμοὺς καὶ ταραχὲς γροικοῦμε
καὶ δίχως φόβο ἀπὸ μακρὰ γελώντας τσὶ θωροῦμε·
μὰ ᾿κεῖνος ποὺ στὰ βάθη της εἶναι καὶ κιντυνεύγει
καὶ νὰ γλυτώσει ἀπ᾽ τὴ σκληρὰ ξετρέχει καὶ γυρεύγει,
αὐτὸς κατέχει νὰ σοῦ πεῖ κι ἀπόκριση νὰ δώσει
ἴντά ᾿ναι ὁ φόβος τοῦ γιαλοῦ, ἂν ἔναι καὶ γλυτώσει,
καὶ τῶν κυμάτω ὁ πόλεμος καὶ τῶν ἀνέμω ἡ μάχη,
καὶ δὲ γνωρίζει τὸ κακὸ κανείς, ἂ δὲν τοῦ λάχει.
(A1629-1642)

Ἂν καὶ ἡ κεντρικὴ ἰδέα τῆς παρομοίωσης αὐτῆς ἔχει τὶς ρίζες της σὲ μιὰ
παραίνεση τοῦ Λουκρήτιου, ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴν στέκει ἀδιάφορος κι
ἀνέμελος στὰ βάσανα τῶν ἄλλων παρατηρώντας τα ἀπὸ τὴν ἀσφά-

57. Βλ. Wim F. Bakker – Dia M. L. Philippides, «he Sea in the Erotokritos», Jour-
nal of Modern Greek Studies, 6 (1988), 97-116· Γ. Π. Σαββίδης, «Πόσο “θαλασσινὸς”
ἦταν ὁ Βιτσέντζος Κορνάρος;», Λοιβὴ εἰς μνήμην Ἀνδρέα Γ. Καλοκαιρινοῦ, Ἡράκλειον,
Ἑταιρία Κρητικῶν Ἱστορικῶν Μελετῶν, 1994, σ. 39-50.

[  57  ]
ΣΤΕΦΑ ΝΟΣ Κ Α Κ Λ Α Μ Α ΝΗ Σ

λεια τῆς στεριᾶς ἢ ἀπὸ ἀπόσταση, ἀλλὰ νὰ ἀναστοχάζεται τὴ μοίρα


του καὶ τὸν σκοπὸ τῆς ὕπαρξής του ἀναλογιζόμενος τὶς ἀδυσώπητες
δυνάμεις ποὺ τὸν περιβάλλουν (Γιὰ τὴ φύση τῶν πραγμάτων [De rerum
natura], βιβλίο Βʹ, 1-20),58 βέβαιο εἶναι ὅτι ὁ Κορνάρος δὲν τὴν προσ-
λαμβάνει ἀπὸ τὸ λατινικὸ πρωτότυπο59 ἤ, πολὺ περισσότερο, ἀπὸ τὶς
μεταφράσεις του, ἀφοῦ αὐτὲς ἐκδόθηκαν μὲ μεγάλη καθυστέρηση (τὸν

58. Βλ. Giuseppe Spadaro, «Imitazione e originalità nelle similitudini dell᾿Erotokri-


tos», Studi di Filologia Cretese, Catania 1979 [Quaderni del Siculorum Gymnasium -5],
σ. 47-169 [= Letteratura cretese e Rinascimento italiano, Soveria Mannelli, Rubbettino, 1994,
σ. 125-178, εἰδικά: σ. 163-164]. Ὁ Spadaro ὑποδεικνύει δύο στίχους τοῦ Μιχαὴλ Γλυκᾶ («Ἂν
ἴδῃς εἰς τὸ πέλαγος καράβιν κινδυνεῦον / ἐσὺ γελᾶς ἀπόμακρα κ᾽ ἐκεῖ μεγάλη τσίκνα»,
στ. 123-124, ἀπὸ τὸ Στίχοι οὓς ἔγραψε καθ᾽ ὃν κατεσχέθη καιρόν, Κριτικὴ ἔκδοση: Ε. Τσολάκης,
Θεσσαλονίκη 1959) ποὺ παρέχουν τὴν ἴδια εἰκόνα (καὶ ἰδέα), ὅμως ἡ πολυπλοκότητα τῆς
ἐρωτοκρίτειας σύνθεσης καθιστᾶ ἐντελῶς ἀπίθανη ὁποιαδήποτε γενετικὴ σχέση μεταξὺ τῶν
δύο κειμένων. Βλ. καὶ τὴ μελέτη τοῦ Μιχαὴλ Πασχάλη στὸν παρόντα τόμο, σ. 167-183.
59. Τὸ De rerum natura ὑπῆρξε, σύμφωνα μὲ ὅλες τὶς ἐνδείξεις, τὸ πρῶτο ἔργο
λατίνου κλασικοῦ ποὺ ὁ Ἄλδος Μανούτιος τύπωσε τὸν Δεκέμβρη τοῦ 1500 (μὲ τὴ φι-
λολογικὴ φροντίδα τοῦ Girolamo Avanzi), καὶ ἡ ἀνατύπωσή του, τὸν Γενάρη τοῦ 1515,
ἦταν ἡ τελευταία ἐπιλογή του ὡς ἐκδότη· ἑπομένως, εἶναι βέβαιο ὅτι τὸ ἔργο δὲν ἔμει-
νε ἀπαρατήρητο στοὺς πνευματικοὺς καὶ καλλιτεχνικοὺς κύκλους τῆς Ἰταλίας. Πολλῷ
μᾶλλον, καθόσον τὸ 1515 ὁ Ἄλδος, στὴν Ἀφιέρωση τοῦ ἔργου στὸν ἡγεμόνα τοῦ Carpi
καὶ προστάτη του Alberto Pio, δὲν διστάζει νὰ ὑπογραμμίσει τὸ ἀξιανάγνωστο τοῦ
ἔργου αὐτοῦ παρὰ τὶς ἀστοχίες, τὶς ἐσφαλμένες ἀπόψεις καὶ τὶς προκλητικὲς θέσεις
τοῦ συγγραφέα του ἀπέναντι σὲ ζητήματα πλατωνικῆς φιλοσοφίας καὶ χριστιανικῆς
θεολογίας. Ἀπὸ τὴ μελέτη ἑνὸς τέτοιου κειμένου ἡ ἀλήθεια βγαίνει πάντα κερδισμένη.
«En igitur tibi Lucretius, et poeta et philosophus quidem maximus vel antiquorum
iudicio, sed plenus mendaciorum. Nam multo aliter sentit de Deo, de creatione rerum,
quam Plato, quam caeteri Academici, quippe qui Epicuream sectam secutus est. Qua-
mobrem sunt qui ne legendum quidem illum censent Christianis hominibus, qui ve-
rum Deum adorant, colunt, venerantur. Sed quoniam veritas, quanto magis inquiritur,
tanto apparet illustrior et venerabilior – qualis est ides catholica, quam Iesus Christus
Deus optimus maximus, dum in humanis ageret, praedicavit hominibus – Lucretius, et
qui Lucretio sunt simillimi, legendi quidem mihi videntur, sed ut falsi et mendaces, ut
certe sunt». Βλ. Aldo Manuzio editore. Dediche - Prefazioni, Note ai testi, Introduzione
di Carlo Dionisotti, testo latino con traduzione e note a cura di Giovanni Orlandi, Mi-
lano, Edizioni il Poliilo, 1976, τ. I, σ. 153. Στὴν ἀφιερωτικὴ ἐπιστολὴ τῆς πρώτης ἔκδο-
σης τοῦ Λουκρήτιου, ὁ Ἄλδος ἑστιάζει στὸ ἔργο τῆς ἀποκατάστασης τοῦ κειμένου ἀπὸ
τὸν Avanzi. Γιὰ τὴ δεξίωση τοῦ Λουκρήτιου στὴν Ἀναγέννηση, βλ. Ada Palmer, «Reading
Lucretius in the Renaissance», Journal of the History of Ideas, 73 (2012), 395-416.

[  58  ]
O E ΡΩΤ Ο Κ Ρ Ι Τ ΟΣ Σ Τ Η Ν Π Ρ Ω Ι Μ Η Ν Ε ΩΤ Ε Ρ Ι ΚΌ Τ Η ΤΑ

17ο αἰώνα) καὶ ἄσκησαν περιορισμένη ἐπίδραση στὴ λογοτεχνία τῆς


μετα-αναγεννησιακῆς περιόδου· ἄλλωστε, καὶ οἱ ἀπόψεις τοῦ Λουκρή-
τιου γιὰ τὸν Ἔρωτα (βιβλίο Δ´, 1037-1287) βρίσκονται στὴν ἀντίπερα
ὄχθη ἐκείνων ποὺ ὑπηρετεῖ καὶ πρεσβεύει ὁ ποιητὴς τοῦ Ἐρωτόκριτου.
Ἡ παρομοίωση τοῦ «ναυαγίου μὲ θεατὴ» εἶναι σπανιότατη στὴ λο-
γοτεχνία τῆς ἐποχῆς.60 Ἔτσι, πιθανότερο εἶναι ὁ ποιητής μας νὰ τὴν
ἀντλεῖ ἀπὸ μιὰ ἐπεξεργασμένη εἰκονογραφικὴ ἐκδοχή της, ὅπως λ.χ.
ἡ ὁμόθεμη ξυλογραφία ποὺ περιέχεται στοὺς Διαλόγους (I marmi)61
τοῦ Anton Francesco Doni (1513-1574) [εἰκ. 7] ἢ ἀπὸ ἕνα ἔμβλημα μὲ
γενικὸ θέμα-«τόπο» τὴν ἀλληγορικὴ ἔκφραση τῆς ζωῆς (τοῦ ἀνθρώ-
που ἢ τῆς πολιτείας) ὡς πλοίου ποὺ ταξιδεύει στὴ φουρτουνιασμένη
θάλασσα ἀναζητώντας ἀπάνεμο λιμάνι.62 Ἕνα τέτοιο ἔμβλημα, λ.χ.,

60. Βλ. Valentina Prosperi, «Il punto di vista del naufrago. Il II poemio lucreziano
nell’opera di Tasso», Maia, rivista di Letterature classiche, 67 (2015), 1-14· τῆς ἴδιας,
«Per un bilancio della fortuna di Lucrezio in Italia tra Umanesimo e Controriforma»,
Sandalion, 31 (2008), 191-210. Τόσο ἀπὸ τὶς μελέτες αὐτές, ὅπου ἀπογράφονται οἱ
ἐλάχιστες ἐμφανίσεις τοῦ θέματος στὴν ἰταλικὴ γραμματεία τοῦ 16ου αἰώνα, ὅσο καὶ
ἀπὸ τὸ δοκίμιο τοῦ Hans Blumenberg, Shipwreck with Spectator. Paradigm of a Meta-
phor for Existence, translated by Steven Rendall, he MIT Press-Cambridge, Massachu-
setts-London 1997, ὅπου τὸ ἐνδιαφέρον πέφτει στὶς ἐποχὲς τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ τοῦ
Ρομαντισμοῦ, ἀπουσιάζουν οἱ ἔντυπες εἰκονογραφικὲς τύχες τοῦ θέματος.
61. I marmi del Doni, academico Peregrino. Al magniico et eccellente S. Antonio da
Feltro dedicati. Con privilegio. In Vinegia per Francesco Marcolini, MDLII, σ. 16, ἡ ξυ-
λογραφία ἔχει θέμα τὴν προφητεία τοῦ φιλόσοφου Φερεκύδη ἀπὸ τὴ Σάμο. Σύμφωνα
μὲ τὸν Διογένη τὸν Λαέρτιο (Βίοι καὶ γνῶμαι τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων,
Βιβλίον Α´, 116), ὁ Φερεκύδης προέβλεψε τὴ βύθιση ἑνὸς πλοίου ποὺ ἔπλεε στὸ πέλα-
γος ἐνῶ ἐκεῖνος τὸ παρατηροῦσε ἀπὸ τὴ στεριά [«Πολλὰ δὲ καὶ θαυμάσια λέγεται περὶ
αὐτοῦ. καὶ γὰρ παρὰ τὸν αἰγιαλὸν τῆς Σάμου περιπατοῦντα καὶ ναῦν οὐριοδρομοῦσαν
ἰδόντα εἰπεῖν ὡς οὐ μετὰ πολὺ καταδύσεται· καὶ ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ καταδῦναι»].
Στὴν ἀπεικόνιση τοῦ θέματος, τὸν Φερεκύδη συντροφεύουν οἱ φιλόσοφοι Ἀναξί-
μανδρος, Πιττακὸς καὶ Σιμωνίδης. Βλ. Giovanna Rizzarelli, «‘O che belle igurette’: la
struttura del Dialogo e la funzione delle illustrazioni nei Marmi», I Marmi di Anton
Francesco Doni: la storia, i generi e le arti, a cura di Giovanna Rizzarelli, Firenze, Leo S.
Olschki Editore, 2012, σ. 263-308, εἰδικά: σ. 284-286.
62. Στοὺς Διαλόγους (I Marmi, «Ragionamento settimo fatto ai Marmi di Fioren-
za», ὅ.π., σ. 124-125) τοῦ Anton Francesco Doni ἀπαντᾶ καὶ μιὰ σύνθεση ἀπὸ ἕξι σε-
στίνες καὶ μία τερτσίνα μὲ τὸ ἴδιο θέμα· παρὰ τὴν ἔκτασή της, τὴ μεταφέρω ἐδῶ:

[  59  ]
ΣΤΕΦΑ ΝΟΣ Κ Α Κ Λ Α Μ Α ΝΗ Σ

7. I marmi del Doni, academico Peregrino. Al magniico et eccellente S. Antonio


da Feltro dedicati, In Vinegia per Francesco Marcolini, MDLII, σ. 16.

Chi da fortuna ria in fragil legno allora il vento rio mi gonia l’onde
d’intorno è combattuto in mezzo all’onde, e confonde il pregar in quello stato;
mal puote alzar la travagliata vela, cosí riman piú che perduto il legno,
essendo in periglioso et aspro ine, per non poter seguire il suo buon ine.
o l’áncora fermar per alcun tempo, Et io, che pur desidro andare al ine,
il qual si cangia spesso e muta stato. comincio a confortarmi in sí mal tempo
Alla mia pace ogn’or ed al mio stato e tento alleggerir lo stanco legno;
sorge crudel tempesta, e ’l picciol legno ma contrari mi son l’onde e la vela
si perde infra le nebbie e scuro tempo e ’l timon lascio solo in reo stato,
né contrastar non può né solcar l’onde. tal che la nave se ne portan l’onde.
O miseria del mondo, o tristo ine, Se ’l cielo, adunque, non mi ferma l’onde,
che il mio pensier travaglia e questa vela! tardi giunge novella del mio ine.
E bench’io aspetti all’afannata vela O dell’amara vita, o del mio stato,
prospero vento al mio doglioso stato, O Fortuna crudel, che sí per tempo
veggio la vita in periglioso ine, hai smarrito il sentier della mia vela
sí travagliato è l’infelice legno, e rotto in mille parti il debil legno!
perché l’abbatton giorno e notte l’onde Signor, che l’onde arresti e guidi il legno,
e cresce la fortuna e ’l brutto tempo. deh porgi al ine un vento alla mia vela
Poi, quando io prego il ciel che mi dia tempo e cangia il tristo tempo in buono stato.
ch’io possi amainar la rotta vela, |(125)

[  60  ]
O E ΡΩΤ Ο Κ Ρ Ι Τ ΟΣ Σ Τ Η Ν Π Ρ Ω Ι Μ Η Ν Ε ΩΤ Ε Ρ Ι ΚΌ Τ Η ΤΑ

8. Diverse imprese accommodate a diverse moralità,


con versi che i loro signiicati dichiarano insieme con molte altre nella
lingua Italiana non più tradotte. Tratte da gli Emblemi dell’Alciato,
In Lione, appresso Gulielmo Rovillio, 1564, σ. 44.

[  61  ]
ΣΤΕΦΑ ΝΟΣ Κ Α Κ Λ Α Μ Α ΝΗ Σ

μὲ τίτλο «SPERANZA. Che la speranza dee venir di sopra» περιέχεται


στὴν ἐμπλουτισμένη συλλογὴ ἐμβλημάτων τοῦ Andrea Alciato (Λυὼν
1564),63 [εἰκ. 8] καὶ συνοδεύεται ἀπὸ τὸ ἀκόλουθο ὀκτάστιχο:

Come da l’onde e dal furor de venti


in mezzo ’l mare combattuto legno,
tal percossa da pene e da tormenti
è nostra vita senza un sol ritegno;
se bei lumi di sopra almi e lucenti
(nel pelago mortal solo sostegno)
non la reggono ogn’hor, si che dal torto
suo camin speri di ridursi in porto.64

Ὅπως ἀπὸ τὰ κύματα καὶ τὴ μανία τῶν ἀνέμων


χτυπιέται τὸ πλοῖο μεσοπέλαγα,
ἔτσι ὑποφέρει ἀπὸ κόπους κι ἀπὸ βάσανα
ἡ ζωή μας χωρὶς ἀνάσα, χωρὶς τελειωμό·
κι ἂν ἀστέρια ἀπὸ ψηλά, ἁγνὰ καὶ λαμπερὰ
(μόνη βοήθεια στὴν ἐπικίνδυνη θάλασσα)
δὲν τὸ ὁδηγοῦν κάθε στιγμή, νὰ μὴν ἐλπίζει
ἀπὸ τὸν λάθος δρόμο του νὰ φτάσει σὲ λιμάνι.

Ἡ παρουσία πολλῶν ἐκτενῶν ποιητικῶν εἰκόνων ὅπως αὐτὴ σὲ ὅλο τὸ


μῆκος τοῦ ἔργου, μὲ σαφεῖς ἀναλογίες καὶ καταβολὲς στὴν ἐμβληματικὴ
φιλολογία τοῦ 16ου αἰώνα, μᾶς δίνει τὴν αἴσθηση ὅτι στὸ ἐρωτοκρίτειο

63. Diverse imprese accommodate a diverse moralità, con versi che i loro signiicati
dichiarano insieme con molte altre nella lingua Italiana non più tradotte. Tratte da gli Em-
blemi dell’Alciato, In Lione, appresso Gulielmo Rovillio, 1564. Τὸ θέμα ἐπανέρχεται στὶς
ἀνατυπώσεις τοῦ ἔργου καθὼς καὶ σὲ ὁμόλογες συλλογὲς ἐμβλημάτων στὸν 16ο καὶ 17ο
αἰώνα. Νὰ σημειωθεῖ ὅτι στὶς πρῶτες ἐκδόσεις τῶν ἐμβλημάτων τοῦ Alciato περιέχεται
μόνο ἕνα, ὁμόθεμο μὲ αὐτό, ἔμβλημα, τὸ ὑπ. ἀρ. XXXIV [«spes proxima»]. Βλ. Andrea
Alciato, Il libro degli Emblemi, Secondo le edizioni del 1531 e del 1534, σ. 203-207.
64. Ὅ.π., σ. 44. Πίσω ἀπὸ τὴν ἔκφραση «bei lumi di sopra almi e lucenti» δηλώνον-
ται οἱ δύο ἀδελφοὶ τῆς ὡραίας Ἑλένης («Helenae lucentia sidera fratres»), οἱ Διόσκουροι
Κάστωρ καὶ Πολυδεύκης. Βλ. τὰ σχόλια τοῦ Mino Gabriele στὴν ἔκδοση Andrea Alciato,
Il libro degli Emblemi, Secondo le edizioni del 1531 e del 1534, ὅ.π.

[  62  ]
O E ΡΩΤ Ο Κ Ρ Ι Τ ΟΣ Σ Τ Η Ν Π Ρ Ω Ι Μ Η Ν Ε ΩΤ Ε Ρ Ι ΚΌ Τ Η ΤΑ

κείμενο βρίσκεται ἔντεχνα ἐνσωματωμένη μιὰ «συλλογὴ ἐμβλημάτων»,


ἕνα ἄλλο «Liber Emblematum»/«Liber Symbolicarum» μὲ ἠθικὸ-φιλο-
σοφικὸ προσανατολισμό, τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ ξεφυλλίσει κανεὶς καθὼς
παρακαλουθεῖ τὴν ἐξέλιξη τῆς ἱστορίας τῶν δύο νέων. Μὲ ἀφετηρία τὸ
αἴτημα τοῦ Οὐμανισμοῦ γιὰ τὴν κατανόηση τῶν ἰδιοτήτων ποὺ διέπουν
τὰ πλάσματα τῆς φύσης καὶ τὴν ἀναβάθμιση τοῦ ρόλου τῆς ἠθικῆς φιλο-
σοφίας ὡς κινητήριας δύναμης τῆς κοινωνίας, ὁ Κορνάρος φαίνεται μὲ
τὸν τρόπο αὐτὸν νὰ προτείνει μιὰ «δεύτερη» πιὸ φιλόδοξη καὶ πιὸ μεθοδι-
κὴ ἀνάγνωση τοῦ ἔργου του μέσῳ τῆς ἀποκρυσταλλωμένης σοφίας ποὺ
περιεῖχαν οἱ ποιητικὲς εἰκόνες καὶ τὰ ἀποφθέγματα ποὺ τὶς συνόδευαν
ἢ τὰ ὁποῖα δὲν ἦταν καθόλου δύσκολο νὰ συναχθοῦν συνειρμικὰ ἀπὸ
τὸ θέμα καὶ τὶς πολλαπλὲς συνδηλώσεις του.65
Συνάμα, ἡ συστηματικὴ χρήση ἐκτενῶν παρομοιώσεων, μεταφορῶν
καὶ συγκρίσεων κάθε εἴδους ὑπακούει στὴν ἀνάγκη νὰ ἐνισχυθεῖ ἡ
περιγραφὴ ἀφενὸς τῆς ἐξωτερικῆς δράσης καὶ ἀφετέρου τῆς ψυχικῆς
κατάστασης τῶν ἡρώων, παράλληλα ὅμως ἐπιτελεῖ καὶ ἕναν ἀκόμη
ἀξιοπρόσεκτο ρόλο: ἀποτελεῖ ἰσχυρὸ εἰδολογικὸ καὶ ἑρμηνευτικὸ κλειδὶ
τῶν διακειμενικῶν σχέσεων ποὺ ὁ ποιητὴς ἔχει ἀνοίξει μὲ τοὺς ὁμο-
τέχνους του. Πρόκειται γιὰ μερικὲς δεκάδες παρομοιώσεις μέσης ἔκτα-
σης 5/6 στίχων, καὶ μὲ καταβολὲς ποὺ μέσῳ τοῦ Gian Giorgio Trissino,
τοῦ Ariosto καὶ τοῦ Boiardo φθάνουν ὣς τὸν Βιργίλιο, τὸν Ὀβίδιο καὶ
τὸν Στάτιο, καὶ ἀκόμη παλαιότερα, στὸν Ὅμηρο.66
Ἡ δημιουργικὴ διασταύρωση τῆς ἐπικῆς μὲ τὴ λυρικὴ ὕλη καὶ ἡ
λεπτεπίλεπτη θεματικὴ καὶ ρητορικὴ ἐπεξεργασία τους συντελοῦνται
ὑπὸ τὶς γλωσσικὲς ἐπιταγὲς τοῦ Μανιερισμοῦ καὶ διεκπεραιώνονται σὲ
ὕφος μέχρι ἐπιτηδεύσεως λιτό. Ἡ γλώσσα τοῦ Ἐρωτόκριτου εἶναι δου-
λεμένη μὲ τέχνη καὶ φροντίδα περισσή, ἱκανὴ νὰ ἐκφράσει καὶ τὶς πιὸ
λεπτὲς ἀποχρώσεις τοῦ ποιητικοῦ στοχασμοῦ. Ἀπὸ κοντὰ καὶ ἡ μορ-
φικὴ τελειότητα τῶν στίχων, ποὺ συνδυάζει τὸ ρυθμικὸ βάδισμα μὲ τὴ

65. Τὸ θέμα ἀπαιτεῖ ξεχωριστὴ πραγμάτευση.


66. Βλ. Giuseppe Spadaro, «Imitazione e originalità nelle similitudini dell᾿Erotokri-
tos», ὅ.π., σ. 125-178. Στέφανος Κακλαμάνης, «Διακειμενικότητα καὶ ποιητικὴ τέχνη:
Ἀχέλης καὶ Kορνάρος», στὸ Zητήματα ποιητικῆς στὸν Ἐρωτόκριτο, ὅ.π., σ. 249-272.

[  63  ]
ΣΤΕΦΑ ΝΟΣ Κ Α Κ Λ Α Μ Α ΝΗ Σ

σοφὴ οἰκονομία τοῦ νοήματος. Ἡ στάση τοῦ Κορνάρου ἀπέναντι στὴ


γλώσσα καὶ ἡ πίστη του γιὰ τὴν ἐκφραστικὴ δύναμη ποὺ περικλείει
ὅταν δουλεύεται μαστορικά, ἀποδεικνύεται νεωτερική. Ὁ λόγος του,
καὶ πάλι μὲ τὴ φωνὴ τῆς Ἀρετούσας:

Ἀπ᾽ ὅ,τι κάλλη ἔχει ἄθρωπος, τὰ λόγια ἔχουν τὴ χάρη


νὰ κάμουσι κάθε καρδιὰ παρηγοριὰ νὰ πάρει·
κι ὁποὺ κατέχει νὰ μιλεῖ μὲ γνώση καὶ μὲ τρόπο,
κάνει καὶ κλαῖσι καὶ γελοῦ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπω
(Α887-890)

δὲν ἔχει ἀντίστοιχό του σὲ ὁλόκληρο τὸ γνωστὸ ἑλληνόγλωσσο δια-


κείμενο τῆς πρώιμης λογοτεχνίας μας, στὰ χρόνια τοῦ Κορνάρου, ὅπου
ἡ ἀπαγκίστρωση ἀπὸ τὴν αὐθεντία τοῦ δημώδους ὕφους εἶχε ἐπιτευ-
χθεῖ παρὰ τὶς ἀντιστάσεις καὶ τὶς ὑφολογικὲς ὀπισθοχωρήσεις. Αὐτὴ ἡ
στάση προδίδει μιὰν ξεχωριστὴ ποιητικὴ ἰδιοσυγκρασία θεμελιωμένη
στὴν ἐμπειρία τῆς ζωῆς καὶ στὴν κατοχὴ τῆς λογοτεχνικῆς θεωρίας καὶ
πράξης τῆς ἐποχῆς του ἡ ὁποία ἔδινε τεράστια σημασία στὴ γλώσσα
τῆς ποιητικῆς δημιουργίας. Ἡ ἀλληλουχία τοῦ διανοητικοῦ μὲ τὸ συν-
αισθηματικὸ νόημα δὲν παρουσιάζει διακυμάνσεις καὶ διακοπές, ἡ
σκέψη καὶ τὸ συναίσθημα ἀποτυπώνονται μὲ τὸν ἴδιο ἁρμονικὸ καὶ
συνεκτικὸ λόγο. Νεωτερικὴ εἶναι καὶ ἡ ἰσορροπία μορφῆς καὶ περιεχο-
μένου τοῦ λόγου: ὅ,τι ὁ Σεφέρης ἀποκάλεσε «ποιητικὸ βηματισμό». Οἱ
λέξεις βρίσκονται σὲ εὐθεία σύνδεση πρὸς τὰ πράγματα ποὺ ὁρίζουν.
Τὸ ἐκλεπτυσμένο καὶ ἀριστοκρατικὰ πλασμένο λεξιλόγιο ἀποτελεῖ
μιὰν ἀληθινὴ γλωσσικὴ ἐπανάσταση. Μόνο ποὺ οἱ συνέπειές της θὰ
ἐκδηλωθοῦν μετὰ τὴν πρώτη ἔντυπη δημοσίευση τοῦ κειμένου, ἀκρι-
βῶς ἕναν αἰώνα ἀργότερα.
Ὁ Ἐρωτόκριτος δὲν κυκλοφόρησε ἔξω ἀπὸ τὸν παλαιὸ ἀριστοκρα-
τικὸ κύκλο ποὺ τὸν δημιούργησε καὶ τὸν γεύτηκε ἀναγνωστικά, ἀκου-
στικὰ καὶ ὀπτικά, μορφοποιημένος σὲ δύο κειμενικὲς ἐκδοχὲς μὲ πεν-
ταμερῆ διαίρεση-ὀργάνωση τοῦ περιεχομένου του: σὲ μιὰ λιτὴ κατὰ
δίστιχο (βέρσο) παράταξη τοῦ κειμένου καὶ σὲ μιὰ δεύτερη, πλούσια
εἰκονογραφημένη, ποὺ ἀπέβλεπε στὴν προβολὴ τῆς πατροπαράδοτης

[  64  ]
O E ΡΩΤ Ο Κ Ρ Ι Τ ΟΣ Σ Τ Η Ν Π Ρ Ω Ι Μ Η Ν Ε ΩΤ Ε Ρ Ι ΚΌ Τ Η ΤΑ

αἴγλης τοῦ ἡγετικοῦ clan τῆς οἰκογένειας τῶν Κορνάρων καὶ τῶν δο-
ρυφόρων της στὴν κρητικὴ κοινωνία.67
Ἡ παντελὴς ἀπουσία ὁποιασδήποτε ἐπίδρασης τοῦ ἐρωτοκρίτειου
κειμένου σὲ ὁλόκληρη τὴ γνωστὴ σήμερα ἑλληνόγλωσση λογοτεχνι-
κὴ παραγωγὴ τοῦ 17ου αἰώνα, μέσα κι ἔξω ἀπὸ τὴν Κρήτη, ἐξηγεῖ τὴν
ἑρμητικότητα τῆς ἰδιωτικῆς σφαίρας ὅπου, ὅπως εἴπαμε, τὸ ἔργο αὐτὸ
γεννήθηκε καὶ παρέμεινε ἐπὶ μακρόν. Ἡ ἴδια αὐτὴ ἀπομόνωση χαρα-
κτηρίζει καὶ τὴν ἐξαιρετικὰ πλούσια συγγραφική, ποιητικὴ καὶ ἱστοριο-
γραφική, παραγωγὴ τοῦ Ἀνδρέα Κορνάρου, τοῦ μεγαλύτερου ἀδελφοῦ
τοῦ Βιτσέντζου.68 Μολονότι τὸ κοινωνικὸ καὶ πνευματικὸ περιβάλλον
τους (milieu) δὲν θὰ δυσκολευτεῖ νὰ τοὺς ἀποκαλέσει ἄλλους Διό-
σκουρους, γιατὶ δέσποζαν στὸν λογοτεχνικὸ οὐρανὸ τῆς Κρήτης ὡς
πρωταγωνιστὲς τῶν πολιτισμικῶν δράσεων ποὺ γίνονταν στὰ 1600
στὴν πρωτεύουσα τοῦ Κρητικοῦ Βασιλείου («δίδυμο ἀγαπημένο ἄστρο
τοῦ οὐρανοῦ τῆς Κρήτης Κάστορα καὶ Πολυδεύκη» / «cara gemina luce
del ciel di Creta Castore e Polluce»), κατὰ τὴν ἔμμετρη ἀλληγορικὴ δή-
λωση τοῦ ποιητῆ Giambattista Basile ἀπὸ τὴ Νάπολη,69 ποὺ ὑπηρετοῦ-

67. Στέφανος Κακλαμάνης, «Σημειώσεις γιὰ τὴ χειρόγραφη παράδοση τοῦ Ἐρω-


τοκρίτου», Πρακτικὰ τοῦ Θ´ Πανιόνιου Συνεδρίου (Παξοί, 26-30 Μαΐου 2010), τ. Β´,
Παξοὶ 2014, σ. 99-125.
68. Προσπάθειες διαφόρων βενετῶν πατρικίων ὅπως τοῦ Δούκα Donato Moro-
sini, καὶ ἐκκλησιαστικῶν ὅπως τοῦ Alvise Lollino, ἐπισκόπου τοῦ Belluno, νὰ ἀποκτή-
σουν ἀντίγραφα τῶν ἔργων τοῦ Ἀνδρέα Κορνάρου βρῆκαν μικρὴ ἀνταπόκριση ἀπὸ
τὸν ἐναπομείναντα ἀδελφό του Ἰωάννη Φραγκίσκο. Μετὰ τὸν θάνατό του τὰ κατά-
λοιπα τοῦ Ἀνδρέα πέρασαν, σύμφωνα μὲ τὶς διαθέσιμες ἐνδείξεις, στὴν κατοχὴ τοῦ
Ματθαίου, τοῦ Francesco καὶ τοῦ Santo Zeno (τοῦ Νικολάου), μετὰ τὸ 1658 τὰ μετέφε-
ραν στὴ Βενετία, γιὰ νὰ καταλήξουν, τὰ περισσότερα, μετὰ τὸ 1680 στὴ συλλογὴ τοῦ
ἀνεψιοῦ καὶ κληρονόμου τους Apostolo Zeno. Ἀπὸ ποιὰ διαδρομὴ πέρασε τὸ κείμενο
τοῦ Ἐρωτόκριτου στὰ Ἑπτάνησα καὶ στὴ Βενετία εἶναι, πρὸς τὸ παρόν, ἄγνωστο.
69. Ν. Μ. Παναγιωτάκης – A. L. Vincent, «Νέα στοιχεῖα γιὰ τὴν Ἀκαδημία τῶν
Stravaganti», Θησαυρίσματα, 7 (1970), 52-81 [= Παναγιωτάκης, Κρητικὴ Ἀναγέννη-
ση, ὅ.π., σ. 103-135, εἰδικά: σ. 132]. Ἡ ἐπιστράτευση τοῦ μύθου συνδέεται εὐθέως μὲ
τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα, ἀλλιῶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιτελέσει τὸν σκοπό του,
δηλαδὴ νὰ δηλώσει ἀλληγορικὰ ὅ,τι ὄντως συνέβαινε στὰ πολιτισμικὰ πράγματα τοῦ
Χάνδακα. Ὡς γνωστόν, οἱ Διόσκουροι, ὡς ἀστερισμοί, ὁδηγοῦν τοὺς ναυτιλλομένους

[  65  ]
ΣΤΕΦΑ ΝΟΣ Κ Α Κ Λ Α Μ Α ΝΗ Σ

σε τότε στὴν ἰταλικὴ φρουρὰ τοῦ Χάνδακα, οἱ ἐντυπωσιακὲς σὲ ποσό-


τητα καὶ ποιότητα συγγραφές του παρέμειναν ἀπὸ τότε καὶ ὣς σήμερα
ἀνέκδοτες καὶ γνωστὲς μόνο στὰ μέλη τῆς Ἀκαδημίας τῶν Stravaganti.
Στὴν ἑρμητικότητα τοῦ κορναρικοῦ περιβάλλοντος ὀφείλεται καὶ
ἡ ὑψηλὴ ποιότητα τοῦ κειμένου τῆς πρώτης ἔκδοσης τοῦ Ἐρωτόκριτου
(Βενετία 1713), ὅπως κατ᾽ ἐπανάληψη ἡ φιλολογικὴ κριτικὴ ἔχει ὑπο-
στηρίξει ἀξιολογώντας τὸ τυπωμένο προϊὸν τοῦ Antonio Bortoli, φρον-
τισμένο χάρη στὰ κριτήρια ποὺ ἐφάρμοζαν οἱ ἐπιμελητὲς στὴν ἔντυπη
μορφὴ τῶν κρητικῶν ἔργων.70 Τὸ ἔτος 1713, ἀκριβῶς ἕναν αἰώνα μετὰ
τὸν θάνατο τοῦ Κορνάρου, σηματοδοτεῖ τὸ πέρασμα τοῦ Ἐρωτόκριτου
ἀπὸ τὴν ἰδιωτικὴ σφαίρα σ᾽ ἐκείνη τῆς ἀστικῆς δημοσιότητας, ἐπιβαλ-
λόμενος ἔκτοτε ὡς ἀξιανάγνωστη λογοτεχνικὴ πρόταση στὸν ἄνθρω-
πο τοῦ 18ου αἰώνα μὲ τὶς ἐννέα τουλάχιστον ἐπανεκδόσεις του. Τοῦ
1710/1713 εἶναι καὶ τὸ ἑπτανησιακὸ χειρόγραφο τοῦ ἔργου [Παράρτη-
μα, εἰκόνα 1 (στὸ ἑξῆς: Π. εἰκ. 1)] μὲ τὶς πάνω ἀπὸ 120 μικρογραφίες ποὺ
εἰκονογραφοῦν τὴν ἱστορία καὶ οἱ ὁποῖες, παρὰ τὶς τεχνικὲς ἀδυναμίες
τῆς ἐκτέλεσής τους, διατηροῦν ἀκόμη κάτι ἀπὸ τὴ γοητεία τοῦ παλαιοῦ
εἰκονογραφημένου χειρόγραφου προτύπου τους.71
Τὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ ὁρίζεται ἀπὸ τὴ συγγραφὴ τοῦ Ἐρωτόκρι-
του (πρὶν τὸ 1613) καὶ τὴν ἀτελέσφορη κατασκευὴ τοῦ ἑπτανησιακοῦ
χειρογράφου τὸ 1710 (διακόπτεται τὸ 1713) εἶναι ἀπὸ πολλὲς πλευρὲς
διδακτικό: σὲ τοπικὴ (κρητικὴ) κλίμακα τὰ πολιτισμικὰ γεγονότα πε-
ριλαμβάνουν ἀφενὸς τὸν ἀκαδημαϊσμὸ τῆς λογοτεχνικῆς καὶ καλλιτε-
χνικῆς ζωῆς ὑπὸ τὸ πρίσμα τοῦ δεσπόζοντος πνεύματος τοῦ Μπαρὸκ
καὶ τὴν ἐνίσχυση τῆς ρητορικῆς στὸν δημιουργικὸ λόγο, ἀφετέρου τὸ
φυλλορρόισμα τῆς κρητικῆς πνευματικῆς élite, ποὺ μετακινήθηκε στὴ

στὸν προορισμό τους. Βλ. ἐδῶ, ὅσα σημειώνονται στὴ σ. 62, σημ. 64, μὲ ἀφορμὴ τὸ
ἔμβλημα τῆς εἰκόνας 8.
70. Στυλιανὸς Ἀλεξίου, «Κριτικὰ στὸν Koρνάρo», Κρητικὰ Χρoνικά, 25 (1973), 397-
412. «Γλώσσα καὶ στιχoυργία τoῦ Ἐρωτoκρίτoυ στὴν ἔκδoση τoῦ Ξανθoυδίδη», Κρητικὰ
Χρoνικά, 23 (1971), 199-208 [= Κρητικὰ φιλολογικά. Μελέτες, ὅ.π., σ. 185-197, 211-229]·
Κακλαμάνης, «Σημειώσεις γιὰ τὴ χειρόγραφη παράδοση τοῦ Ἐρωτοκρίτου», ὅ.π.
71. Κακλαμάνης, «Σημειώσεις γιὰ τὴ χειρόγραφη παράδοση τοῦ Ἐρωτοκρίτου», ὅ.π.

[  66  ]
O E ΡΩΤ Ο Κ Ρ Ι Τ ΟΣ Σ Τ Η Ν Π Ρ Ω Ι Μ Η Ν Ε ΩΤ Ε Ρ Ι ΚΌ Τ Η ΤΑ

Βενετία καί, μετὰ τὴν ἔκρηξη τοῦ πολέμου, τὸ 1645, στὰ Ἰόνια νησιὰ
καὶ τὴ βενετικὴ ἐνδοχώρα. Σὲ διεθνῆ κλίμακα, ἡ ἐπικράτηση τοῦ Ἀπο-
λυταρχισμοῦ μέσα ἀπὸ διαδοχικὲς θρησκευτικὲς συρράξεις καὶ δυνα-
στικοὺς ἀγῶνες, ἡ διάπλαση ἑνὸς νέου καὶ πολυσύνθετου γραφειοκρα-
τικοῦ μηχανισμοῦ ἐξυπηρέτησης τοῦ κράτους, τῆς οἰκονομίας καὶ τῆς
ὀργάνωσης, διακίνησης καὶ κατανάλωσης τῶν ἰδεῶν, καὶ ἡ σταδιακὴ
ἀνάδυση τοῦ ὀρθολογισμοῦ ὡς θεμελιώδους κριτηρίου γιὰ τὸν ὁρι-
σμὸ τῶν φυσικῶν καὶ τῶν κοσμικῶν νόμων (μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση στὴν
κριτικὴ θεώρηση τῶν ὑφιστάμενων πολιτικῶν καὶ πολιτειακῶν δομῶν)
ἀνέτρεψαν τὸ ἀναγεννησιακὸ ὅραμα γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὴ ζωή.
Οἱ συνέπειες τῶν δυναμικῶν αὐτῶν ἀλλαγῶν, ποὺ συντελοῦνται μέσα
σὲ μιὰ δύσκαμπτη καὶ καχύποπτη ἀπέναντι σὲ νεωτερισμοὺς κοινωνικὴ
πραγματικότητα στὰ Ἰόνια νησιά, κατοπτρίζονται ποιοτικὰ στὴν ἀποκω-
δικοποίηση τοῦ ἐρωτοκρίτειου λόγου ἀπὸ τὸν ἀνώνυμο γραφέα τοῦ ἑπτα-
νησιακοῦ χειρογράφου (καὶ μεταγραφέα τοῦ κειμένου ἀπὸ τὸ ἰταλογράμ-
ματο πρότυπο στὸ ἑλληνικὸ ἀλφάβητο). Ὁ βαθμὸς ἀπόκλισης, κάποτε
ἰδιαίτερα ὑψηλός, μεταξὺ τοῦ κρητικοῦ, ὅπως παρέχεται στὴν ἔκδοση τοῦ
1713 (Α), καὶ τοῦ ἑπτανησιακοῦ κειμένου, ὅπως στὸ χειρόγραφο τοῦ 1710
(Χ), δηλώνει καὶ τὴν ποιοτικὴ ἀπόκλιση τοῦ βενετοκρητικοῦ πολιτισμοῦ
τῆς Ἀναγέννησης ἀπὸ τὸν βενετοεπτανησιακὸ τῶν νεώτερων χρόνων.72
Ἡ ἔρευνα στὸ πεδίο αὐτὸ φέρνει ὅλο καὶ περισσότερα τεκμήρια, καθὼς
ἑτοιμάζεται ἡ ἔκδοση τοῦ ἑπτανησιακοῦ χειρογράφου, ἑνὸς μάρτυρα ποὺ
ἐκφράζει ἀνάγλυφα τὴν ἀπορία καὶ τὰ ἑρμηνευτικὰ ἀδιέξοδα τοῦ γρα-
φέα μπροστὰ στὶς ἀπαιτητικὲς καὶ ραφινάτες ἰδέες τοῦ Ἐρωτόκριτου.73 Σὲ
αὐτὴν τὴ φάση τῆς δεξίωσής του τὸ ἔργο ἐπιβάλλεται ὡς τὸ ἀντιπροσω-
πευτικότερο δημιούργημα μιᾶς ὁριστικὰ χαμένης συλλογικῆς πολιτισμι-
κῆς ταυτότητας, ἐνεργοποιεῖ μία κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον παθητικὴ ὣς
τότε λαϊκὴ κουλτούρα, ἀνανεώνει τὴ θεματική της καὶ ὠθεῖ τοὺς φορεῖς
καὶ τοὺς διαμεσολαβητές της σὲ καινούργιες εἰκαστικὲς μεταφορές, ὅπως,
λ.χ., ἐκφράζει τὸ ρουμάνικο χειρόγραφο μὲ τὶς μικρογραφίες τοῦ Πετρά-

72. Ὅ.π.
73. Κακλαμάνης, «Σημειώσεις γιὰ τὴ χειρόγραφη παράδοση τοῦ Ἐρωτοκρίτου», ὅ.π.

[  67  ]
ΣΤΕΦΑ ΝΟΣ Κ Α Κ Λ Α Μ Α ΝΗ Σ

κη,74 καὶ σὲ τολμηρὲς προσαρμογὲς καὶ γονιμοποιήσεις, ὅπως αὐτὲς μὲ τὴ


Φιορέντζα τοῦ Σαβόια Ρούσμελη καὶ μὲ τὸν Νέο Ἐρωτόκριτο τοῦ Ἰωάννη
Λαζαρόπουλου75 καὶ ἰδίως τοῦ Διονυσίου Φωτεινοῦ. Ἡ διασκευὴ αὐτὴ
κυκλοφόρησε στὴ Βιέννη τὸ 1818 σὲ δύο τόμους καὶ ἐμπλουτίστηκε μὲ
στιχουργήματα σὲ διάφορα μέτρα καὶ μὲ ὁλοσέλιδες χαλκογραφημένες
εἰκόνες ποὺ σχεδίασαν ὁ Γ. Μανδᾶς καὶ ὁ Λεοπόλδος Λεῖπ καὶ ἐχάραξαν
ὁ Λ. Βέϋερ, ὁ Ἰωάν. Ἰάρεσς καὶ ὁ Ἰωσ. Ἰούγγκ, καὶ οἱ ὁποῖες ἐπικράτησαν
στὴν εἰκονογραφία τοῦ ἔργου σὲ ὁλόκληρο τὸν 19ο αἰώνα.76 [Π. εἰκ. 3α-η]
Στὰ Προλεγόμενά του ὁ Φωτεινὸς ἀναφέρει τὶς ἐπεμβάσεις ποὺ ἔκρινε
κατάλληλες νὰ κάνει γιὰ νὰ ἐνσωματώσει τὸν Ἐρωτόκριτο στὸ αἰσθητικὸ
καὶ ἰδεολογικὸ κλίμα τῆς φαναριώτικης κοινωνίας, προωθώντας ἔτσι μιὰ
ἀνάγνωση ποὺ κατέληξε νὰ βρίσκεται στοὺς ἀντίποδες τῶν προθέσεων
καὶ τῶν προϋποθέσεων τοῦ κρητικοῦ ἔργου. Ἡ ἀναδημοσίευση τοῦ Προ-
λόγου εἶναι ἀπὸ πολλὲς πλευρὲς διαφωτιστική.
ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΓΕΝΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΣ
Ἡ παροῦσα ἐποποιΐα μὲ τὸ νὰ εὑρίσκετο εἰς φράσιν παλαιὰν τῆς γραικικῆς
κρητικῆς διαλέκτου, μὲ ἰδιωτισμοὺς πολλὰ ἀηδεῖς καὶ λέξεις βαρβαρικὰς
σχεδὸν δυσνοήτους, ἔκρινα εὔλογον νὰ παραφράσω ταύτην ἐν καιρῷ τῆς
ἀργίας μου πρὸς περιδιάβασίν μου, κατὰ τὴν νῦν καθομιλουμένην ἀνθηρὰν

74. Περιέχονται στὴν ἔκδοση: Βιτσέντζος Kορνάρος – Πετράκης λογοθέτης, Ἐρω-


τόκριτος, ἐπιμέλεια Δημήτρης Δεληγιάννης, Ἀθήνα, ΑΔΑΜ, 1998· [Π. εἰκ. 2] βλ. καὶ τὴ
βιβλιοκρισία τοῦ γράφοντος μὲ τίτλο: «Tοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα...», ἐφημ. Tὸ Βῆμα
τῆς Kυριακῆς, εἰδικὸ ἔνθετο ΒΙΒΛΙΑ, Kυριακὴ 20 Δεκεμβρίου 1998, σ. 5.
75. Νάσoς Βαγενάς, « Ἕνας ἀκόμη Ἐρωτόκριτoς», Ἀριάδνη, 5 (1989), <Ἀφιέρωμα
στὸν Στυλιανὸ Ἀλεξίoυ>, σ. 339-343 [= « Ἰωάννης Λαζαρόπουλος», Ἡ εἰρωνικὴ γλώσ-
σα. Κριτικὲς μελέτες γιὰ τὴ νεοελληνικὴ γραμματεία, Ἀθήνα, Στιγμή, 1994, σ. 177-184].
Βλ. ἐπίσης τὴ μελέτη μου « Ἡ κρητικὴ λογοτεχνία στὰ Ἑπτάνησα τὸν 18ο αἰώνα»,
σ. 297-323, στὸν παρόντα τόμο.
76. Νέος Ἐρωτόκριτος παρὰ Διονυσίου Φωτεινοῦ, τ. Α´-Βʹ, ἐν Βιέννῃ, ἐκ τοῦ Χειρο-
σφελδείου Τυπογραφείου, 1818. Φίλιππος Ἠλιού, Ἑλληνικὴ Βιβλιογραφία τοῦ 19ου αἰώνα.
Βιβλία ~ Φυλλάδια, τόμος πρῶτος 1801-1818, Ἀθήνα Ε.Λ.Ι.Α., σ. 556-557, ἀρ. 18118.60-61.
Γ. Π. Σαββίδης, « Ἀναλυτικὰ περιεχόμενα τοῦ Νέου Ἐρωτόκριτου Διονυσίου Φωτεινοῦ τοῦ
ἐκ Παλαιῶν Πατρῶν», Τόμος τιμητικὸς Κ. Ν. Τριανταφύλλου, τ. Αʹ, Πάτρα 1990, σ. 417-
445. Γιὰ τὸν διασκευαστή, βλ. Δημήτριος Β. Οἰκονομίδης, «Διονυσίου Φωτεινοῦ Βίος
καὶ ἔργον», Μνημοσύνη, 11 (1988-1990), 83-173, εἰδικὰ σ. 118-127, ὅπου καὶ σύντομο
ἱστορικὸ γιὰ τὴν πρόσληψη τοῦ Ἐρωτόκριτου καὶ τοῦ Νέου Ἐρωτόκριτου στὴ Ρουμανία.

[  68  ]
O E ΡΩΤ Ο Κ Ρ Ι Τ ΟΣ Σ Τ Η Ν Π Ρ Ω Ι Μ Η Ν Ε ΩΤ Ε Ρ Ι ΚΌ Τ Η ΤΑ

καὶ γλυκυτάτην φράσιν τῶν τοῦ ἡμετέρου γένους πεπαιδευμένων Γραικῶν.


Πρὸς περισσοτέραν χάριν δὲ τοῦ συγγράμματος καὶ περιδιάβασιν τερπνο-
τέραν τῶν ἀναγινωσκόντων δὲν ἐφύλαξα τὸ αὐτὸ εἶδος τῶν στίχων ἀπ᾽
ἀρχῆς μέχρι τέλους, ὡς ἔθος τῆς ἐποποιΐας, ἀλλὰ παραβλέψας τοῦτο, | τῇ
παρακινήσει τῶν ἐν Βουκουρεστίῳ τῆς Βλαχίας ἐλλογίμων καὶ εὐγενῶν
φίλων μου, ἔκαμα ποικίλον τὸ σύγγραμμα, συνθέσας αὐτὸ ἀπὸ διάφορα
μέτρα στίχων πρὸς τέρψιν τῶν νέων ἀναγινωσκόντων· ἐφύλαξα μὲν τὸ νόη-
μα τῆς τοῦ παλαιοῦ Ἐρωτοκρίτου μυθιστορίας, ἐπηύξησα δὲ καὶ παρέκτεινα
τοῦτο ἐπὶ μᾶλλον καὶ μᾶλλον μὲ διάφορα ἔντονα καὶ ἀνθηρὰ στιχουργή-
ματα, καὶ μὲ τραγῴδια κατὰ τὰ διάφορα συμβεβηκότα τῶν περιστάσεων.
Αὕτη δὲ ἡ μυθιστορία ἂν καὶ ἐκ πρώτης συγγραφῆς της ὠνομάσθη Ἐρω-
τόκριτος (ὡς καὶ ἤδη καλεῖται πάλιν Νέος Ἐρωτόκριτος) οὐκ εἶν᾽ ὅμως ἄσε-
μνος ἢ ἐπιβλαβὴς εἰς τὰς τῶν νέων ψυχάς, ὅταν τινὰς ἐπεξεργασθῇ ἀπαθῶς,
ἀλλὰ μᾶλλον σεμνὴ καὶ ἠθικωτάτη· καθ᾽ ὅτι ἐν ᾧ παριστάνει τὴν ἀνεπαισθή-
τως εἰσχωρήσασαν δύναμιν τοῦ Ἔρωτος, εἰς μὲν τὴν τῆς Ἀρετῆς καρδίαν διὰ
τῆς ἀκοῆς, εἰς δὲ τὴν τοῦ Ἐρωτοκρίτου διὰ τῆς συνεχοῦς ὁράσεως· παραινεῖ
ὅμως διὰ τούτου τοῦ παραδείγματος τοὺς γονεῖς νὰ μὴ παρεκτείνωνται κατ᾽
ἔμπροσθεν τῶν τρυφερῶν καὶ ἀπαθῶν νέων εἰς ὁμιλίας ἐρωτικὰς καὶ ἐπαί-
νους ὡραιοτήτων σωματικῶν, οὔτε νὰ ἀμελοῦν εἰς | τὸ νὰ ἐμποδίζουν τὴν
ἐλευθέραν καὶ συνεχῆ θεωρίαν τῶν ὡραίων προσώπων (κάλλος γὰρ φθείρει
ψυχῆς ἀρετὴν) καὶ ἡδονικὴν μελῳδίαν τῶν ἐρωτικῶν τραγῳδίων.
Ἐν ταὐτῷ ἐπιφέρει τὰ δύο πρόσωπα, τῆς τε τροφοῦ Εὐφροσύνης καὶ
φίλου Πολυδώρου, παριστάνοντα αὐτὰ μὲ ἀγάπην ἐγκάρδιον, μὲ ψυχῆς
εἰλικρίνειαν καὶ μὲ ἄπειρον φρόνησιν· τῶν ὁποίων τὰς συμβουλὰς καὶ πα-
ραινέσεις, τόσον τῆς τροφοῦ πρὸς τὴν Ἀρετήν, ὅσον τοῦ φίλου πρὸς τὸν
Ἐρωτόκριτον, τῷ ὄντι ἁρμόζει νὰ τὰς ἔχουν πρὸ ὀφθαλμῶν οἵ τε νέοι καὶ αἱ
νέαι, ᾀείποτε ὡς καθρέπτην, διὰ νὰ προβλέπουν τὰ ὀλέθρια συμβεβηκότα
τῶν ἀποτελεσμάτων τοῦ ἀνομοίου ἔρωτος.
Ἐν τούτοις νουθετεῖ τοὺς γονεῖς νὰ μὴ φέρωνται μὲ τόσην ἀπανθρωπίαν
καὶ σκληρότητα πρὸς τὰ τέκνα των ὡς ὁ Βασιλεὺς Ἡράκλειος καὶ ἡ Βασίλισ-
σα· οὔτε νὰ εἶναι τόσον συγκαταβατικοί, ὑπακούοντες προθύμως εἰς τὰς τῶν
νέων θελήσεις τε καὶ λόγους ὡς ὁ Πεζόστρατος, ἀλλὰ πρέπει νὰ φυλάττουν
τὸν μέσον ὅρον διὰ νὰ συγκιρνοῦν μὲ τὴν γηραλαίαν, βραδύπορον καὶ φλε-
γματώδη | κρᾶσιν των, τὴν τῶν νέων ταχύπορον καὶ ὁρμητικὴν θερμότητα.
Παριστάνει πρὸς τούτοις τὰ φρικτὰ ἀποτελέσματα τῆς τῶν γυναικῶν
ζηλοτυπίας, μὲ τὸν φόνον τῆς τοῦ Χαριδήμου ἀγαπητῆς συζύγου. Ἑπομένως
ἀποδεικνύει τὸ ἀκατάστατον τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων· τὰς ἀφ᾽ ἡμέρας

[  69  ]
ΣΤΕΦΑ ΝΟΣ Κ Α Κ Λ Α Μ Α ΝΗ Σ

εἰς ἡμέραν φορὰς τοῦ καιροῦ καὶ μεταβολὰς τῆς τύχης· τὰ ἀλλεπάλληλα καὶ
ἀχώριστα συμβεβηκότα τῆς τε χαρᾶς καὶ λύπης, καὶ ἐν γένει ἀποδεικνύει
τὴν ἀρετὴν τῆς ἀνδρείας· τὴν γενναιότητα τῆς ψυχῆς· τὴν μεθ᾽ ὑπομονῆς
καρτερίαν εἰς τὰς θλίψεις καὶ πάθη· τὸ ὕποπτον τῶν ἐρωμένων διὰ τὴν με-
ταξὺ σταθερότητα τοῦ ἑαυτῶν ἔρωτος. Προσέτι ἀποδεικνύει τὰς ἐντίμους
καὶ ἐνδόξους ἀνδραγαθίας τοῦ Ἐρωτοκρίτου· τὴν θυσίαν τῆς ζωῆς του δι᾽
ἀγάπην καὶ σέβας πρὸς τοὺς γεννήτορας τῆς ἐρωμένης του· τὴν ἀξιέπαινον
συστολήν του, ὑπακοὴν καὶ σταθερότητα πρὸς αὐτήν· καὶ τέλος πάντων,
τὴν ἀπαραδειγμάτιστον σωφροσύνην καὶ φρόνησιν τῆς νεάνιδος Ἀρετῆς,
ἥτις ὄχι μόνον δὲν ἐρρύπωσε τὸ πολύτιμον τῆς παρθενίας της μὲ τὴν πλέον
ἐλαχίστην κηλῖδα ἢ μῶμον, ἀλλ᾽ οὔτε ἁφὴν χειρὸς | οὔτε φίλημα χείλους
ἔστερξε πρὶν τῆς συγκαταθέσεως καὶ τελείας θελήσεως τῶν γεννητόρων της
καὶ πρὶν συζευχθῇ μετὰ τοῦ Ἐρωτοκρίτου νομίμως εἰς γάμου κοινωνίαν.
Ὡς ἠθικωτάτη λοιπόν, ἡ παροῦσα μυθιστορία ἐλπίζω νὰ φανῇ εὐάρεστος,
ἀλλ᾽ ὄχι νὰ κατηγορηθῇ παρὰ τῶν ὀρθοφρονούντων Κριτικῶν διὰ τὴν ἔκ-
δοσίν της, ἀφ᾽ οὗ ἐμφιλοχωρήσουν ἤδη ἀκριβῶς εἰς τὴν σκέψιν τοῦ πρα-
γματευομένου· ἐπειδὴ ὄχι μόνον δὲν ἐπιφέρει παντελῶς βλάβην (ὡς τινὲς τῶν
ἡμετέρων δεισιδαιμόνων νομίζουσιν, ὅτι τάχα παριστάνει εἰς τοὺς νέους τὴν
δύναμιν τοῦ Ἔρωτος) ἀλλὰ μᾶλλον διδάσκει μὲ τὸ παράδειγμα τοὺς νέους
καὶ νέας, νὰ μὴν ἐνδίδωσιν εὐκόλως καὶ ἀπερισκέπτως εἰς τὰ ἐρωτικὰ θέλγη-
τρα καὶ κινήματα· καὶ ἄν τινες τύχωσι φύσει ἐπιρρεπεῖς νὰ ὑποδουλωθῶσιν
εἰς τὸν Ἔρωτα, τοὺς παραινεῖ πάλιν νὰ προσέχωσιν κἂν διὰ νὰ φυλάξωσι
καθαρὸν τὸν πολύτιμον θησαυρὸν τῆς τιμῆς των ἀπέχοντες ἀπὸ ἀσέμνους
μωρολογίας καὶ ἀναίσχυντα ἔργα τε καὶ κινήματα καὶ νὰ φέρωσιν ὑποτα-
γὴν καὶ εὐπείθειαν εἰς τοὺς γεννήτοράς των, ἕως ὅτου ὁ καιρὸς καὶ | ἡ μεθ᾽
ὑπομονῆς ἀρετή των νὰ μεταβάλωσι τὰς διαθέσεις τῶν γεννητόρων, καὶ νὰ
συγκατανεύσουν εἰς τὸ ποθούμενον αὐτῶν διὰ νὰ ἀπολαύσωσι τὴν ἡδονὴν
πολλαπλασίως γλυκυτέραν, μετὰ τῶν κοινῶν ἐπαίνων καὶ ἐγκωμίων·

Ἐπειδὴ ὁ Ἔρως ὅσον δύσκολος εἶν᾽ στὰς ἀρχάς,


τόσον οὗτος καθηδύνει εἰς τὰ τέλη τὰς ψυχάς,
ἂν δ᾽ ἐφόδια συστήσῃ καὶ πρὸς ἀρετὴν καλά,
καὶ καρποὺς θέλει τρυγήσῃ καὶ γλυκεῖς κατὰ πολλά.

Ἔρρωσθε.77

77. Βλ. Διονύσιος Φωτεινός, Νέος Ἐρωτόκριτος, τ. Α´, σ. γ´-η´.

[  70  ]
O E ΡΩΤ Ο Κ Ρ Ι Τ ΟΣ Σ Τ Η Ν Π Ρ Ω Ι Μ Η Ν Ε ΩΤ Ε Ρ Ι ΚΌ Τ Η ΤΑ

Ὁ ἐμπειρισμὸς τοῦ Διαφωτισμοῦ ἀξιοποίησε, δὲν ἔπνιξε, τὸν λυρικὸ


λόγο τοῦ Ἐρωτόκριτου, γιατὶ ὡς κίνημα δὲν περιέστειλε τὴ δημιουρ-
γικὴ φαντασία,78 ὅπως συνήθως καὶ ὑπεραπλουστευτικὰ λέγεται· γι᾽
αὐτὸ ἄλλωστε καὶ ὁ Ἐρωτόκριτος συνέδραμε τὴν ποιητικὴ τοῦ Ρομαν-
τισμοῦ, ἂν κρίνουμε ἀπὸ τὸ σολωμικὸ παράδειγμα.
Τὴν εὐτυχῆ συνάντηση τοῦ Ἐρωτόκριτου μὲ τὴ νεοελληνικὴ κοι-
νωνία καὶ τὴ μετάπλασή του σὲ εἰκόνα τὰ ὀφείλει στὴν ἐπίδραση
ποὺ ἄσκησαν στοὺς ἀναγνῶστες τους οἱ δεκάδες ἐκδόσεις τοῦ 18ου
καὶ 19ου αἰώνα ἀπὸ τὰ τυπογραφεῖα τῆς Βενετίας καὶ τῆς Ἀθήνας,
οἱ σποραδικὲς δημοσιεύσεις ἀποσπασμάτων σὲ Ἀνθολογίες,79 καὶ βέ-
βαια οἱ εἰκονογραφημένες ἐκδόσεις τοῦ Νέου Ἐρωτόκριτου τοῦ Φω-
τεινοῦ.80 [Π. εἰκ. 4α-ι] Ἡ κυκλοφορία χιλιάδων ἀντιτύπων κράτησε τὸ

78. Βλ. Ernst Cassirer, Ἡ φιλοσοφία τοῦ Διαφωτισμοῦ, Εἰσαγωγὴ Gerald Hartung,
Κατάλογος Βιβλιοκρισιῶν: Arno Schubbach, μετάφραση Ἀννέτε Φωσβίνκελ, Ἀθήνα,
Μ.Ι.Ε.Τ., 2013, σ. 427-547.
79. Λ.χ. Κωνσταντῖνος Ἀλ. Χαντσερῆς, Ἑλληνικὸς Νέος Παρνασσὸς ἢ Ἀπάνθισμα
τῶν ἐκλεκτοτέρων ποιήσεων τῆς ἀναγεννηθείσης Ἑλλάδος, ἐν Ἀθήναις 1841, σ. δ´-ε´,
61-63. Τὰ ἀποσπάσματα ἔχουν «βελτιωθεῖ» μὲ τὴν ἐπέμβαση «δοκίμου ποιητοῦ» ὥστε
νὰ εἶναι ἀξιανάγνωστα: «Εἰς τὴν ἐποποιΐαν τοῦ Βικεντίου ἀπαντῶνται τεμάχια ὑψηλῆς
ποιήσεως ἄξια τοῦ Ὁμήρου καὶ τοῦ Αἰσχύλου, τὰ ὁποῖα ὅμως πνίγονται εἰς τὸν καταρ-
ράκτην τῆς πολυλογίας του. Ἐκτὸς τούτου ἡ γλῶσσά του ἀμόρφωτος ἔτι καὶ παλαιά,
κατέστη σήμερον ἀκατανόητος. Θελήσαντες ἡμεῖς νὰ δημοσιεύσωμεν δείγματά τινα
τῆς μεγαλοφυΐας τοῦ ἐποποιοῦ τῆς Κρήτης, παρεδώκαμεν αὐτὸν εἰς χεῖρας δοκίμου
ποιητοῦ· αὐτὸς δὲ λαβὼν ἐκ τῶν ὡραιοτέρων του τεμαχίων τοὺς ἐντελεστέρους στί-
χους, προσέθεσε πολλάκις ἡμιστίχια ἴδιά του, πολλάκις δὲ καὶ στίχον ὁλόκληρον
προσήρμοσε, καὶ εἰργάσθη, καθὼς εἰς ναὸν μέγαν καὶ καταρρεύσαντα ἐμβαίνων δια-
βάτης συνάζει τοὺς πεπτωκότας κίονας, προσαρμόζει τὰ συντρίμματά του, καὶ μικρόν
τινα βωμὸν ἐγείρει ἀρχιτεκτονικῆς μεγαλοπρεποῦς ἐκ τῶν ἐρειπίων τοῦ μεγάλου ναοῦ.
Κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπον εἰργάσθημεν εἰς τὸν Ἐρωτόκριτον, καὶ δίδομεν τὰ ἓξ ὡραῖα
τεμάχια τοῦ Κορνάρου, τοῦ μιμητοῦ τούτου τοῦ Τάσσου, τοῦ Ἀριόστου».
80. Γιὰ τὶς ἐπανεκδόσεις τοῦ 18ου καὶ 19ου αἰώνα, βλ. Στέφανος Κακλαμάνης,
«Βιβλιογραφία Ἐρωτοκρίτου», ὅ.π., σ. 482-490, 494. Οἱ ὣς τώρα γνωστὲς ἐκδόσεις
τοῦ Νέου Ἐρωτόκριτου κυκλοφόρησαν σὲ δύο τόμους καὶ εἶναι πέντε: Βιέννη, ἐκ
τοῦ Χιρσφελδείου Τυπογραφείου, 1818. Κωνσταντινούπολη, τυπογραφεῖον Καγιόλ,
1845.Σμύρνη, ἐκ τοῦ τυπογραφείου τῆς Ἀμαλθείας, 1864. Ἀθήνα χ.χ.. Σμύρνη, Βιβλιο-
πωλεῖον Δ. Βρετοπούλου, 1879. Βλ. καὶ τὸ Παράρτημα Ι τῆς μελέτης τοῦ Ἀλέξανδρου
Κατσιγιάννη, παρακάτω στὸν παρόντα τόμο, σ. 396-405.

[  71  ]
ΣΤΕΦΑ ΝΟΣ Κ Α Κ Λ Α Μ Α ΝΗ Σ

ἔργο σταθερὰ στὸ ἐπίκεντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος ἑνὸς κοινοῦ ποὺ δὲν
δυσκολεύτηκε νὰ τὸ κατακτήσει ὡς ἀκρόαμα καὶ ὡς ἀνάγνωσμα, νὰ τὸ
καταστήσει ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ δημοφιλῆ ἀναγνώσματά του καὶ νὰ ἀπο-
δεχθεῖ τὸν Ἐρωτόκριτο καὶ τὴν Ἀρετούσα ὡς πρότυπα ἐρωτικῆς πίστης
καὶ ὀμορφιᾶς.81 Ἔτσι, δὲν ἄργησε ἡ ἱστορία τῶν δύο νέων, μέσα ἀπὸ
τὴν προφορικὴ διάδοση, νὰ γίνει θρύλος, παραμύθι, σύντομο ἀφήγη-
μα, τραγούδι καὶ δρώμενο καὶ νὰ ριζώσει στὸ πολιτισμικὸ σύμπαν τοῦ
ἑλληνόφωνου κόσμου, νὰ κερδίσει τὴ φαντασία καὶ τὴν αἰσθητική του
καὶ νὰ τὴν ἐνισχύσει μὲ διάφορους τρόπους, ὅπως ἡ μαντινάδα, τὸ λια-
νοτράγουδο, ἡ θυμοσοφικὴ συμπύκνωση, κ.ἄ.82 Τροφοδότησε ἀκόμη
τὴν τέχνη, ἰδίως τὴ ζωγραφική, σὲ ὅλες τὶς ἐκδοχές της, μὲ πλῆθος
θεμάτων, ἀνάμεσα στὰ ὁποῖα τὸν πρῶτο λόγο εἶχαν οἱ λυρικὲς καὶ
δευτερευόντως οἱ ἐπικὲς στιγμὲς τοῦ Ἐρωτόκριτου: ὁ Ἐρωτόκριτος μὲ
τὴν Ἀρετούσα στὸ μπαλκόνι σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς πολλὲς παραστάσεις τῆς
σκηνῆς ἀπὸ τὸν Θεόφιλο. [Π. εἰκ. 6α-δ] ὁ ἥρωας ποὺ σονάρει κάτω
ἀπὸ τὸ δωμάτιό της στὸ χαρακτικὸ τοῦ Γιάννη Μόραλη. [Π. εἰκ. 9]
οἱ λαϊκὲς ἐκδόσεις τοῦ Μιχαὴλ Σαλιβέρου. [Π. εἰκ. 7α-β] Ὡς πολε-
μιστής,83 ὁ ἥρωάς μας θὰ ἐνταχθεῖ στὴν ἑλληνικὴ εἰκονογραφικὴ πα-
ράδοση καὶ θὰ ἀποτελέσει ἀναπόσπαστο σύμβολό της, σὰν ἄλλος
Διγενὴς καὶ Μεγαλέξανδρος, συμπληρώνοντας τὸ ἑλληνοχριστιανικὸ

81. Σὲ πίνακα τοῦ Ἐπαμεινώνδα Θωμόπουλου μεγάλων διαστάσεων (4-5 μέτρα!)


ἀπεικονίζεται ἕνας βοσκὸς καὶ μιὰ βοσκοπούλα νὰ εἶναι ἀπορροφημένοι διαβάζοντας
Ἐρωτόκριτο. [Π. εἰκ. 5β] Ὁ πίνακας αὐτός, δημοσιευμένος στὸ τεῦχος Δεκεμβρίου
1929 τοῦ περιοδικοῦ Νέα Ἑστία, δὲν ἔχει ἐντοπιστεῖ. Μιὰ παραλλαγή του, διαστάσεων
50 x 120 ἑκ., βρίσκεται στὸ Μουσεῖο Μπενάκη. [Π. εἰκ. 5α].
82. Βλ. Ἀλέξης Πολίτης, « Ἐρωτόκριτος καὶ προφορικὴ παράδοση», Ζητήματα ποι-
ητικῆς στὸν Ἐρωτόκριτο, σ. 395-411.
83. Ἀπὸ ὅλες τὶς γνωστὲς σὲ μένα ἀπεικονίσεις μόνο μία, τὸ σχέδιο τοῦ Φώτη
Κόντογλου, [Π. εἰκ. 8] εἶναι ἐμπνευσμένη ἀπὸ τὶς μικρογραφίες τοῦ ἑπτανησιακοῦ
χειρογράφου· τὶς γνώριζε ἀπὸ τὴν ἀναδημοσίευσή τους στὴν κριτικὴ ἔκδοση τοῦ
Ἐρωτόκριτου ἀπὸ τὸν Στέφανο Ξανθουδίδη (1915, πίν. 1-8). Ἡ κεντρικὴ σκηνὴ μὲ τὸν
Ἐρωτόκριτο ἔφιππο ἐπανέρχεται στὸ ἐξώφυλλο τοῦ δερματόδετου ἀντιτύπου τῆς ἔκ-
δοσης τοῦ Ἐρωτόκριτου ἀπὸ τὸν Ξανθουδίδη (1915), τὸ ὁποῖο ὁ Κόντογλου δώρισε
στὸν Ἰωάννη Μεταξᾶ τὸ 1935/6. Βλ. Φώτης Κόντογλου, Ἀπὸ τὸν Λόγο στὴν Ἔκφρασι,
ἐπιμέλεια Χρῆστος Ρ. Μαργαρίτης, Ἀθήνα, Μουσεῖο Μπενάκη, 2015, σ. 16.

[  72  ]
O E ΡΩΤ Ο Κ Ρ Ι Τ ΟΣ Σ Τ Η Ν Π Ρ Ω Ι Μ Η Ν Ε ΩΤ Ε Ρ Ι ΚΌ Τ Η ΤΑ

τριμερές του ἀποτύπωμα. Μὲ τὴ μορφὴ αὐτὴ [Π. εἰκ. 4β] εἶχε κατα-
σταλάξει καὶ στὴν ψυχὴ τοῦ Γιώργου Σεφέρη, ὡς «ἕνας τρίδυμος
ἀδελφός» τους. 84 σὰν ἄλλο στρατιωτικὸ ἅγιο τὸν εἶδε καὶ ὁ γλύπτης,
χαράκτης καὶ ζωγράφος Ἀνατολὴς Λαζαρίδης στὸ ἐξώφυλλο τοῦ ἀφιε-
ρώματος τῆς Ἑλληνικῆς Δημιουργίας στὸ ἔργο τὸ 1952. [Π. εἰκ. 10]
Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ μεταμόρφωση τοῦ Ἐρωτόκριτου, ποὺ χρονολογεῖται
τὴν ἐπαύριο τοῦ ἐμφύλιου σπαραγμοῦ, δίπλα σὲ ἐκεῖνες ποὺ προέκρι-
ναν οἱ παλιὲς λαϊκὲς φυλλάδες τῶν τυπογραφείων τοῦ Ἀνέστη Κων-
σταντινίδη, τοῦ Ἀντωνίου Γεωργίου, τοῦ Ἰωάννη Νικολαΐδου καὶ
τοῦ Μιχαὴλ Σαλιβέρου, τὰ εἰκονογραφημένα περιοδικά, [Π. εἰκ. 11]
οἱ προσωπογραφίες τοῦ Γιάννη Τσαρούχη καὶ οἱ σκαμπρόζικες ἀνα-
πλάσεις τῶν δύο ἡρώων ἀπὸ τὸν Χρύσανθο Μποσταντζόγλου (Μπόστ),
[Π. εἰκ. 12] μήπως δὲν εἶναι μία ἀκόμη νεωτερικὴ ἐκφορά του ποὺ μᾶς
συνδέει μὲ τὴν ἱστορία μας;

84. Ἡ μαρτυρία τοῦ Σεφέρη παραμένει ἐμβληματικὴ ἑνὸς κόσμου ποὺ ἔφευγε καὶ
ἑνὸς κόσμου ποὺ ἐρχόταν: «Θυμᾶμαι, παιδὶ στὴ Σμύρνη, κάθε ἀπόγεμα, τὴν ἴδια ὥρα,
τὴν ἴδια φωνὴ στὸ δρόμο: “ Ἔχω βιβλία διάφορα! Τὸν Ἐρωτόκριτο καὶ τὴν Ἀρετούσα!
Τὴν Ἱστορία τῆς Γενοβέφας! Τὴν Ἱστορία τῆς Χαλιμᾶς!...” Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη οἱ ἄθλιες
αὐτὲς ἐκδόσεις μὲ γοητεύανε. Στὸ ξώφυλλο, ὁ Ἐρωτόκριτος, ἕνας λεβέντης κοιτάζον-
τας ἀγριωπὰ καὶ κάπως λοξά, μὲ περικεφαλαία θυσανωτή, μ᾽ἀναδιπλωμένο μανδύα
πάνω ἀπ᾽ τὸ θώρακα, ἔχοντας πίσω του ἕνα ἀχαμνὸ βυζαντινὸ περιστύλιο, τὸ σκου-
τάρι καὶ τὸ κοντάρι ἀεροκρέμαστα ἀνάμεσα στὶς κολόνες. Ἦταν γιὰ μένα ἡ ἴδια ψυχὴ
μὲ τὸν Διγενῆ καὶ τὸν Μεγαλέξαντρο, ἕνας τρίδυμος ἀδερφός. Ἂν μὲ ρωτοῦσαν, δὲ θὰ
μποροῦσα νὰ ξεχωρίσω τὸν ἕνα ἀπὸ τὸν ἄλλον, ὅπως, τὸ ἴδιο, δὲ θὰ μποροῦσα νὰ βρῶ
τίποτα ποὺ νὰ ξεχωρίζει τὴν Ἀρετούσα ἀπὸ τὴ γοργόνα τοῦ Μεγαλέξαντρου». Βλ.
Γιῶργος Σεφέρης, « Ἐρωτόκριτος», Δοκιμές, τ. Α´, σ. 268-269.

[  73  ]
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Η ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ

Σ ΥΓΚΕΝΤΡΩΝΟΝΤΑΙ ΜΕΡΙΚA ἀντιπροσωπευτικὰ δείγματα τῆς


εἰκονογράφησης ποὺ πλαισίωσε τὸν Ἐρωτόκριτο τοῦ Κορνάρου καὶ
τὸν Νέο Ἐρωτόκριτο τοῦ Φωτεινοῦ στὶς διάφορες χειρόγραφες καὶ ἔντυ-
πες ἐκδοχές τους τὸν 18ο καὶ 19ο αἰώνα, πρῶτα στὰ Ἑπτάνησα, στὶς Πα-
ραδουνάβιες Ἡγεμονίες καὶ στὰ μεγάλα περιφερειακὰ κέντρα τοῦ Νέου
Ἑλληνισμοῦ (Βιέννη, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη) καὶ κατόπιν στὴν
Ἀθήνα, τὴν πρωτεύουσα τοῦ νεοσύστατου κράτους. Ἀπὸ τὴν ἁδρομερῆ
αὐτὴ εἰκαστικὴ περιδιάβαση στὴν ἱστορία τοῦ Ἐρωτόκριτου συνάγεται
ἡ ἀναιτιολόγητη ταύτιση τῶν δύο ἔργων, μὲ τὶς ὁλοσέλιδες εἰκόνες τῆς
πρώτης ἔκδοσης τοῦ Νέου Ἐρωτόκριτου νὰ ἐπιβάλλονται στὴν ἔντυπη
ἱστορία τοῦ Ἐρωτόκριτου τὸν 19ο αἰώνα. Ὅ,τι προσλαμβάνεται εἶναι ἡ
αἰσθητικὴ ἀρτιότητα τῆς σχεδίασης, τῆς χάραξης καὶ τῆς ἐκτέλεσης τῶν
χαλκογραφιῶν τῆς ἔκδοσης τοῦ 1818, ἡ ὁποία μὲ τὸν χρόνο εὐτελίζεται
φθάνοντας ὣς τὶς τραχιὲς κι ἀδέξιες ἀπομιμήσεις ποὺ εἰσάγουν οἱ λαϊκὲς
ἐκδόσεις τῆς Ἀθήνας. Τὶς εἰκόνες αὐτὲς ἔχουν ὑπόψη τους ζωγράφοι σὰν
τὸν Θεόφιλο καὶ αὐτὲς κατὰ κανόνα ἀναπαράγουν στὶς εἰκαστικές τους
προτάσεις μὲ μιὰν ἐλευθερία σύλληψης καὶ ἐκτέλεσης ἀνάλογη τῆς δύ-
ναμης τοῦ πνεύματός τους. Ἡ εἰκονογραφία τοῦ Ἐρωτόκριτου ἐμπλου-
τίστηκε μετὰ τὸ 1915 χάρη στὰ ὀκτὼ φωτογραφικὰ δείγματα σελίδων
μὲ μικρογραφίες τοῦ ἑπτανησιακοῦ χειρογράφου τοῦ Ἐρωτόκριτου ποὺ
περιέλαβε ὁ Στέφανος Ξανθουδίδης στὸ τέλος τῆς κριτικῆς ἔκδοσης τοῦ
ἔργου ( Ἡράκλειο 1915). Τὸ σχέδιο τοῦ Φώτη Κόντογλου μὲ τοὺς δύο
ἥρωες, ἐμπνευσμένο ἀπὸ τοὺς δημοσιευμένους πίνακες 3, 7, 8 τοῦ χειρο-
γράφου, ὑποδεικνύει τὴν πορεία αὐτὴ στὸν 20ὸ αἰώνα, ἐνῶ παράλληλα

[  75  ]
ΣΤΕΦΑ ΝΟΣ Κ Α Κ Λ Α Μ Α ΝΗ Σ

θὰ ἐκδηλωθοῦν εἰκαστικὲς πρωτοβουλίες ζωγράφων καὶ χαρακτῶν δια-


φόρων αἰσθητικῶν καὶ ἰδεολογικῶν τάσεων τοῦ 20οῦ αἰώνα ὅπως τοῦ
Γιάννη Μόραλη, τοῦ Νίκου Ἐγγονόπουλου, τοῦ Ἀνατολῆ Λαζαρίδη, τοῦ
Γιάννη Τσαρούχη, τοῦ Χρύσανθου Μποσταντζόγλου, τοῦ Γιώργου Κόρ-
δη κ.ἄ., ἐνίοτε καὶ μὲ ἀφορμὴ ἄλλες προβολὲς τοῦ ἔργου στὸ θέατρο,
στὴ μουσικὴ καὶ στὸν περιοδικὸ Τύπο.

Τὸ εἰκονογραφικὸ ὑλικὸ προέρχεται ἀπὸ τὴ Βιβλιοθήκη τοῦ Πανεπι-


στημίου Κρήτης (Ρέθυμνο), τὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη, τὸ Μουσεῖο Μπε-
νάκη, τὸ Μουσεῖο Ἑλληνικῆς Λαϊκῆς Τέχνης, τὸ Μ.Ι.Ε.Τ., τὸ Ε.Λ.Ι.Α.
(Ἀθήνα) καὶ τὸ Μουσεῖο Θεόφιλου (Λέσβος)· εὐχαριστῶ καὶ ἀπὸ τὴ
θέση αὐτὴ τὶς Βιβλιοθῆκες, τὰ Μουσεῖα, τὰ Ἱδρύματα καθὼς καὶ τοὺς
Γιῶργο Ζεβελάκη καὶ Ἄννα Λαζαρίδη γιὰ τὴν παραχώρηση τοῦ φωτο-
γραφικοῦ ὑλικοῦ καὶ τὴν ἄδεια δημοσίευσής του.

[  76  ]
1. ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΡΟΤΟΚΡΗΤΟΥ: 1710:-,
British Library, cod. Harleian 5644, σ. 1.
2. Πετράκη, « Ὁ Ἐρωτόκριτος γράφων», ἀπὸ τὴν ἔκδοση: Βιτσέντζος Kορνάρος – Πετράκης
λογοθέτης, Ἐρωτόκριτος, ἐπιμέλεια Δημήτρης Δεληγιάννης, Ἀθήνα, ΑΔΑΜ, 1998.
3α. Νέος Ἐρωτόκριτος παρὰ Διονυσίου Φωτεινοῦ,
ἐν Βιέννῃ, ἐκ τοῦ Χειροσφελδείου Τυπογραφείου, 1818, τ. Α´, σελίδα τίτλου.
3β. Νέος Ἐρωτόκριτος παρὰ Διονυσίου Φωτεινοῦ,
ἐν Βιέννῃ, ἐκ τοῦ Χειροσφελδείου Τυπογραφείου, 1818, τ. Α´, σ. 50/51.
3γ. Νέος Ἐρωτόκριτος παρὰ Διονυσίου Φωτεινοῦ,
ἐν Βιέννῃ, ἐκ τοῦ Χειροσφελδείου Τυπογραφείου, 1818, τ. Α´, σ. 104/105.
3δ. Νέος Ἐρωτόκριτος παρὰ Διονυσίου Φωτεινοῦ,
ἐν Βιέννῃ, ἐκ τοῦ Χειροσφελδείου Τυπογραφείου, 1818, τ. Α´, σ. 130/131.
3ε. Νέος Ἐρωτόκριτος παρὰ Διονυσίου Φωτεινοῦ,
ἐν Βιέννῃ, ἐκ τοῦ Χειροσφελδείου Τυπογραφείου, 1818, τ. Α´, σ. 306/307.
3στ. Νέος Ἐρωτόκριτος παρὰ Διονυσίου Φωτεινοῦ,
ἐν Βιέννῃ, ἐκ τοῦ Χειροσφελδείου Τυπογραφείου, 1818, τ. Β´, σ. 172/173.
3ζ. Νέος Ἐρωτόκριτος παρὰ Διονυσίου Φωτεινοῦ,
ἐν Βιέννῃ, ἐκ τοῦ Χειροσφελδείου Τυπογραφείου, 1818, τ. Β´, σ. 350/351.
3η. Νέος Ἐρωτόκριτος παρὰ Διονυσίου Φωτεινοῦ,
ἐν Βιέννῃ, ἐκ τοῦ Χειροσφελδείου Τυπογραφείου, 1818, τ. Β´, σ. 374/375.
4α. Νέος Ἐρωτόκριτος παρὰ Διονυσίου Φωτεινοῦ,
ἐν Σμύρνῃ, Βιβλιοπωλεῖον Δ. Βρετοπούλου, 1879, τ. Α´, ἐξώφυλλο.
4β. Νέος Ἐρωτόκριτος παρὰ Διονυσίου Φωτεινοῦ,
ἐν Σμύρνῃ, Βιβλιοπωλεῖον Δ. Βρετοπούλου, 1879, τ. Α´, σ. δ´/ε´.
4γ. Νέος Ἐρωτόκριτος παρὰ Διονυσίου Φωτεινοῦ,
ἐν Σμύρνῃ, Βιβλιοπωλεῖον Δ. Βρετοπούλου, 1879, τ. Β´, σ. 4/5.
4δ-ε. Νέος Ἐρωτόκριτος παρὰ Διονυσίου Φωτεινοῦ,
ἐν Σμύρνῃ, Βιβλιοπωλεῖον Δ. Βρετοπούλου, 1879, τ. Α´, σ. 40/41, 82/83.
4στ-ζ. Νέος Ἐρωτόκριτος παρὰ Διονυσίου Φωτεινοῦ,
ἐν Σμύρνῃ, Βιβλιοπωλεῖον Δ. Βρετοπούλου, 1879, τ. Β´, σ. 80/81.
4η-θ. Νέος Ἐρωτόκριτος παρὰ Διονυσίου Φωτεινοῦ,
ἐν Σμύρνῃ, Βιβλιοπωλεῖον Δ. Βρετοπούλου, 1879, τ. Α´, σ. 230/231, τ. Β´, σ. 136/137.
4ι. Νέος Ἐρωτόκριτος παρὰ Διονυσίου Φωτεινοῦ,
ἐν Σμύρνῃ, Βιβλιοπωλεῖον Δ. Βρετοπούλου, 1879, τ. Β´, σ. 264/265, 274/275.
5. Ἐπαμεινώνδας Θωμόπουλος,
α. Βοσκοπούλα μὲ κατσίκα, ἐλαιογραφία, Μουσεῖο Μπενάκη.
β. «Κι εἶπε ὁ Ἐρωτόκριτος στὴν Ἀρετούσα», Νέα Ἑστία, Δεκέμβριος 1929.
6α. Θεόφιλος [Χατζημιχαήλ],
Ἐρωτόκριτος καὶ Ἀρετούσα, ἐλαιογραφία σὲ ξύλο,
Συλλογὴ Μουσείου Ἑλληνικῆς Λαϊκῆς Τέχνης, Α.Μ. ΜΕΛΤ 3097.
6β. Θεόφιλος [Χατζημιχαήλ],
Ὁ Ἐρωτόκριτος καὶ ἡ Ἀρετούσα, τμῆμα τοῦ τοιχογραφημένου διάκοσμου
τῆς «Αἴθουσας Θεόφιλου» ποὺ βρίσκεται
στὸ Μουσεῖο Ἑλληνικῆς Λαϊκῆς Τέχνης, Α.Μ. ΜΕΛΤ 18695.
6γ. Θεόφιλος [Χατζημιχαήλ],
Ἡ στέψη τοῦ Ἐρωτόκριτου, τμῆμα τοῦ τοιχογραφημένου διάκοσμου
τῆς «Αἴθουσας Θεόφιλου» ποὺ βρίσκεται
στὸ Μουσεῖο Ἑλληνικῆς Λαϊκῆς Τέχνης, Α.Μ. ΜΕΛΤ 18695.
6δ. Θεόφιλος [Χατζημιχαήλ],
Ὁ Ἐρωτόκριτος καὶ ἡ Ἀρετούσα, Μουσεῖο Θεόφιλου,
Δῆμος Λέσβου, χ.χ., εἰκ. ἀρ. 5 (ἀρ. καταλόγου 62).
7α. Ἐρωτόκριτος, ποίημα ἐρωτικὸν συνταχθὲν παρὰ Βικεντίου Κορνάρου
Τοῦ ἐκ τῆς Σιτείας, χώρας ἐν τῇ Νήσῳ Κρήτῃ, ἐπιμελῶς διορθωθεὶς
κατὰ τὴν ἔκδοσιν τῆς Βενετίας μετὰ πολλῶν εἰκόνων,
Βιβλιοπωλεῖον Μιχ. Ι. Σαλιβέρου Α.Ε., Σταδίου 14, Ἀθῆναι (χ.χ.): ἐξώφυλλο.
7β. Ἐρωτόκριτος, ποίημα ἐρωτικὸν συνταχθὲν παρὰ Βικεντίου Κορνάρου
Τοῦ ἐκ τῆς Σιτείας, χώρας ἐν τῇ Νήσῳ Κρήτῃ, ἐπιμελῶς διορθωθεὶς
κατὰ τὴν ἔκδοσιν τῆς Βενετίας μετὰ πολλῶν εἰκόνων,
Βιβλιοπωλεῖον Μιχ. Ι. Σαλιβέρου Α.Ε., Σταδίου 14, Ἀθῆναι (χ.χ.).
8. Φώτης Κόντογλου, Ἐρωτόκριτος καὶ Ἀρετούσα, σχέδιο μὲ μελάνι,
Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, Πυρσὸς Α.Ε., τ. ΙΑ´, Ἀθῆναι 1929, ἀρχὴ τοῦ Ε.
9. Γιάννης Μόραλης, Ἐρωτόκριτος, 1940.
10. Ἀνατολὴς Λαζαρίδης, Ἐρωτόκριτος,
περ. Ἑλληνικὴ Δημιουργία, τχ. 104 (1952), < Ὁ Ἐρωτόκριτος. Ἀφιέρωμα>.
11. Ἐρωτόκριτος, Κλασικὰ Εἰκονογραφημένα, τχ. 1120
[Ἀπὸ τὴν Μυθολογία καὶ τὴν Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος],
Ἐκδότης ΑΤΛΑΝΤΙΣ – Μ. ΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗΣ & ΣΙΑ ΑΒΕΕ.
12. Χρύσανθος Μποσταντζόγλου (Μπόστ),
Ὀ Ἐροτόκριτος ψάλων τόν ἔροτα εἰς τῆν Ἀρετοῦσαν,
Συλλογὴ Μορφωτικοῦ Ἱδρύματος Ἐθνικῆς Τραπέζης.
ISBN | 978-618-82322-1-1

You might also like