Professional Documents
Culture Documents
2
3
1
Fernad Braudel, Υλικός Πολιτισμός, Καπιταλισμός και Οικονομία (15ος -16ος αιώνας), ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1995, σ. 10.
2
Spyros Vryonis, Byzantine Cyprus, Βank of Cyprus Cultural Foundation, Λευκωσία, 1990, σ. 6.
3
Εύη Βουτσινά, Ένα βυζαντινό δείπνο, Καθημερινή, 2003, σσ.29-30
4
Andrew Dalby, Σειρήνια Δείπνα. Ιστορία της διατροφής και της γαστρονομίας στην Ελλάδα (Siren Feasts), μτφ. Έλενα
Πατρικίου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1996, 2000, σ.327.
5
Dalby όπ.παρ., σ. 327
6
Κωνσταντίνος Γιαγκουλλής, Θησαυρός κυπριακής διαλέκτου, Λευκωσία, 2005, λήμμα έψημα, σ. 164.
7
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μ.Τριανταφυλλίδη, Λεξικό της
Κοινής Νεοελληνικής, 1999, λήμμα πετιμέζι.
8
Dalby όπ.παρ., σ. 357.
3
4
Μέλι
Το μέλι της Κύπρου ήταν γνωστό από τα αρχαία χρόνια. Σχετικές
αναφορές υπάρχουν στα Γεωπονικά του Κασσιανού Βάσσου (6 ος αιώνας
μ.Χ.), ο οποίος άντλησε πληροφορίες για το κυπριακό μέλι από
σύγγραμμα του Διοφάνους τον 1 ο αιώνα π.Χ. που και εκείνος κάνει
ιδιαίτερη μνεία στο Χύτριον μέλι 14, δηλαδή το μέλι της Κυθραίας. Ο
Πλίνιος15 πάλι κάνει αναφορά στο «άφθονο μέλι» που παράγουν οι
«αξιόλογες» όπως τις χαρακτηρίζει κυπριακές κηρήθρες.
9
Σχ. εις Αριστοφ., Πλούτος, 677 (Μοσχ)., και Πτωχοπρόδρομος IV 401 - 402
10
Φαίδων Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, Τόμος Ε., 1952, σ. 119. Ο Κουκουλές αναφέρει ότι σε μεσαιωνικό
γλωσσάριο συνάντησε το εξής : «πόπανον· λαλάγγιον, ξεροτήγανον». Για τις ή τους τηγανίτες αναφορά κάνει και ο Αθήναιος
(ΙΔ, 646e) περιγράφοντας τους ως «πλακούντας εν ελαίω τετηγανισμένους».
11
Κουκουλές, όπ. παρ., σ. 38
12
Μακάριος Αιγύπτιος, ΠΓ, 32, 245. «Πάστελλον· είδος τούτο πλακούντος καθέστηκεν», Σοφρώνιος Ιεροσολύμων, PG, 87,
3657. Ασίζαι Κύπρου (ΜΒ, 6,490). Το παστέλλιν αναφέρεται στα Βυζαντινά κείμενα σε διάφορους αιώνες, όπως στους Βίους
των Αγίων Ιωάννη του Χρυσοστόμου και Ιωάννη του Ελεήμονος. Παστέλλι συνήθιζαν να τρώγουν οι Βυζαντινοί κατά την
τελευταία μέρα του χρόνου. Η μέρα αυτή ονομαζόταν παστείλη σύμφωνα με τα λεξικά των Σουΐδα και Ζωναρά. Από εκεί πήρε
το όνομα του το γλύκισμα αυτό.
13
Κουκουλές, όπ. παρ., σ. 111,112.
14
Χατζηιωάννου Κ., Η Αρχαία Κύπρος εις τας Ελληνικάς Πηγάς, Λευκωσία τ. Δ 1980, τ. Ε, 1983.
15
Νaturalis historia, XI.XIV.33
4
5
Κατά τα μεσαιωνικά χρόνια και αργότερα το μέλι ήταν ένα από τα βασικά
προϊόντα του εξαγωγικού εμπορίου16, όπως μαρτυρούν διάφοροι ξένοι
περιηγητές. Το συναντούμε σε μαρτυρίες όπως του Μπάρσκι 17 ή αργότερα
του Εμίλ Ντεσάν18. Αλλά και νωρίτερα, κατά την Φραγκοκρατία, όπως
γράφει ο Εφραίμ ο Αθηναίος στο έργο του Περιγραφή της ιεράς σεβασμίας και
βασιλικής μονής της υπρεαγίας Θεοτόκου του Κύκκου, επιφημιζομένης κατά την νήσον
Κύπρον19. Αναφορές στο κυπριακό μέλι κατά την περίοδο της
φραγκοκρατίας, συναντούμε στις Ασσίζες της Κύπρου, όπως αναφέρει η
Ε. Ηγουμενίδου20. Για το «καλόν και αρκετόν» μέλι της Κύπρου μας
πληροφορεί και ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός, στη γνωστή του Ιστορία
χρονολογική της νήσου Κύπρου21.
Σίραιον ή έψημα
Πρόκειται για ένα νοστιμότατο φυσικό σιρόπι που παράγεται από το
μούστο του σταφυλιού. Ο Γαληνός, ο μεγάλος Έλληνας γιατρός του 2 ου
αιώνα, μας λέει ότι το συμπυκνωμένο στη φωτιά γλεύκος εκαλείτο
«έψημα υπό των κατά την ημετέραν Ασίαν Ελλήνων, προσαγορεύουσι δε
αυτό σίραιον οι Αττικίζονες» Μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα, το έψημα
αποτελούσε μια από τις κύριες γλυκαντικές ουσίες. Το έψημα
αποθηκευόταν σε πήλινα (και σε γυάλινα σε μεταγενέστερες εποχές)
δοχεία και διατηρείτο όλο το χρόνο. Ήταν απαραίτητο για τους
χειμερινούς μήνες και αποτελούσε βασικό συστατικό για την παρασκευή
πολλών γλυκών ιδιαίτερα στα αμπελοχώρια, όπως η γρούτα (χυλός από
έψημα, νερό και αλεύρι), ο χαλβάς ο κουβαρκαστός ο οποίος
παρασκευάζεται από έψημα και σιμιγδάλι ή αλεύρι, τα κουλλουρούδκια ή
τερτσελλούθκια (κουλουράκια από ζυμάρι που βράζονταν πρώτα στο
νερό και στη συνέχεια σε έψημα), ο καϊγκανάς ο οποίος συνηθιζόταν στην
Πιτσιλιά και ήταν χυλός από αλεύρι, νερό και αυγά, τον οποίο τηγάνιζαν
μαζί με αραιωμένο έψημα, τα σουππούθκια, τα οποία είναι μικρά
κομμάτια ψωμιού αναμεμειγμένα με έψημα διαλυμένο σε νερό, ο
παππούς, ένα γλυκό υπό μορφή σβώλων από αλεσμένο πουρκούρι, νερό
και έψημα.
5
6
κομμάτια από φρούτο σε δοχείο όπου έβραζαν τον μούστο, λίγο πριν
μετατραπεί σε έψημα. Τα έβραζαν μαζί μέχρι να γλυκάνουν.
Χρησιμοποιούσαν συνήθως κυδώνια ή κίτρινη κολοκύθα. Tο
κυδωνόπαστο, το οποίο οι παλαιοί Κύπριοι ονόμαζαν τζυωνάτο, υπήρξε
ένα από τα αγαπητά γλυκά των Βυζαντινών της Κωνσταντινούπολης
αλλά και άλλων περιοχών της αυτοκρατορίας 22. Εθεωρείτο μάλιστα τόσο
εξαιρετικό και εκλεπτυσμένο γλυκό που οι Κύπριοι το ενέταξαν στην
παροιμία: «ξέρει ο γάρος ο κούντουρος ιντάν το τζυωνάτον» για να
χαρακτηρίσουν τον αγροίκο και ακαλαίσθητο άνθρωπο.
Χαρουπόμελο ή τερατσόμελο
Προέρχεται από την αρχαιότατη συντοπίτισσά μας, τη χαρουπιά. Τα
τεράτσια, όπως λέγονται στην κυπριακή διάλεκτο, αποτελούσαν μέχρι και
τα μέσα του 20ου αιώνα βασικό εξαγωγικό προϊόν της Κύπρου, ενώ
παλαιότερα η Κύπρος ήταν παγκόσμια γνωστή για την παραγωγή των
καλύτερων ποιοτικά ποικιλιών. Για την παραγωγή και εμπορία
χαρουπιών κάνουν αναφορές διάφοροι ταξιδιώτες που επισκέφθηκαν
κατά καιρούς την Κύπρο όπως : ο John Locke23 επί Βενετοκρατίας το 1553, ο
Ioannes Cotovicus24 το 1598, ο Pietro de La Valle25 το 1625, ο Alexander
Drummond26 το 1745 με 1750, ο Μπάρσκι μεταξύ των ετών 1726 -1736 και
πολύ αργότερα ο Εμίλ Ντεσάν το 1892. Ο Αθανάσιος Σακελλάριος στα
Κυπριακά γράφει ότι τα χαρούπια της Κύπρου είναι «λίαν ζαχαρώδη και
μελιτώδη κι απ’ αυτά εκβάλλουσιν εν τη νήσω το κεράτιον μέλι, κοινώς
τερατσόμελον καλούμενο, και εξ αυτού έπειτα κατασκευάζουσι το
γλύκισμα το καλούμενο παστέλλιον.»27 Για την παρασκευή τερατσόμελου
τα τεράτσια αλέθονται ή κοπανίζονται και στη συνέχεια βράζονται στη
φωτιά μέχρι ο ζωμός να καταστηθεί και να γίνει ένα παχύρευστο υγρό, το
τερατσόμελο. Σε μερικά χωριά αποκαλούσαν το τερατσόμελο, έψημα.
22
Αναφορές στα παραδοσιακά κυπριακά γλυκά βλ. Θεοφανώ Κυπρή, Καλλιόπη Πρωτοπαπά, Παραδοσιακά ζυμώματα της
Κύπρου. Η χρήση και σημασία τους στην εθιμική ζωή, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, Δημοσιεύματα τ. XVIII, Υπουργείο
Γεωργίας Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Κυπριακά παραδοσιακά παρασκευάσματα, έκδ. 9/2006, Λευκωσία, 2006 καθώς
επίσης και Φαίδων Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμό, τ.Ε, , Αθήνα, 1952, σσ. 110-121.
23
Claude D. Cobham, Exerpta Cypria, Materials for a History of Cyprus, Cambridge, 1908, σ. 72
24
Claude D. Cobham, Exerpta Cypria, Materials for a History of Cyprus, Cambridge, 1908, σσ. 188-189
25
Claude D. Cobham, Exerpta Cypria, Materials for a History of Cyprus, Cambridge, 1908, σ.214
26
Claude D. Cobham, Exerpta Cypria, Materials for a History of Cyprus, Cambridge, 1908, σ.281
27
Τα Κυπριακά, τ.Α, σ.245
6
7
Σταυροφόρων, στο τέλος του 12 ου αιώνα, ενώ από τις αρχές του 14 ου και
μέχρι το τέλος του 16ου αιώνα καλλιεργείται εντατικά και γίνεται βασικό
προϊόν της κυπριακής γεωργίας, όπως τονίζει η Μαρίνα Ιερωνυμίδου στη
μελέτη της με τίτλο «Η παραγωγή ζάχαρης στη Μεσαιωνική Κύπρο»28.
28
Μαρίνα Σολομίδου Ιερωνυμίδου, «Η παραγωγή της ζάχαρης στη μεσαιωνική Κύπρο», Βυζαντινή Μεσαιωνική Κύπρος,
Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου, Λευκωσία, 1997, σσ. 65-71
29
Θεοφανώ Κυπρή, Καλλιόπη Πρωτοπαπά, οπ.παρ.
7
8
30
Θεοφανώ Κυπρή, Καλλιόπη Πρωτοπαπά, οπ.παρ., σσ. 291-296
31
Θεοφανώ Κυπρή, Καλλιόπη Πρωτοπαπά, οπ.παρ., σσ. 140-154
8
9
9
10
ερωτήματα αυτά, είναι πάντως σαφές ότι στην κυπριακή κουζίνα τα όρια
ανάμεσα στα δύο τηρούνται αυστηρά. Το γλυκό και το μη γλυκό, κατά
κανόνα, είναι χωριστά για τους Κυπρίους. Και δεν υπάρχει τ’ ανάμεσό
τους.
Μέσα από τη χρήση των γλυκαντικών ουσιών και τη σημασία του γλυκού
στη ζωή των βυζαντινών και μεταβυζαντινών Κυπρίων βλέπουμε λοιπόν
ακόμα μια φορά, πώς προσλαμβάνονται τα φυσικά υλικά και πώς στη
συνέχεια εισάγονται στην κοινωνική σφαίρα για να μεταποιηθούν σε
κοινωνικές σημασίες, βλέπουμε δηλαδή τη δημιουργία πολιτισμού και
συλλογικής ταυτότητας. Ενός πολιτισμού που φέρει αφ’ ενός τη σφραγίδα
του ιδιόμορφου φυσικού περιβάλλοντος της Κύπρου το οποίο δίνει τις
πρώτες ύλες, και αφ’ ετέρου μια έντονη κοινωνική σφραγίδα, στην οποία
εμπλέκεται η θρησκεία, το σύστημα αξιών και γενικότερα η νοοτροπία
των Κυπρίων κατά την περίοδο αυτή.
10