You are on page 1of 21

Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Νεότερη και Σύγχρονη

Ιστορία: Νέες θεωρήσεις και προοπτικές»

Τίτλος εργασίας:

Η εξωτερική πολιτική του Ελευθέριου Βενιζέλου κατά την τετραετία


1928 – 1932. Επισκόπηση γεγονότων και πολιτικών ενεργειών

Εργασία του μεταπτυχιακού φοιτητή: Παναγιώτη Βαρούτσου


Στο μάθημα: Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1919-1933) και η πορεία προς το Β΄
Παγκόσμιο Πόλεμο (1939-1945 )- Δημοκρατία και Φασισμός
Διδάσκων: Κος Χρήστου
Αριθμός μητρώου: 1012201703005

ΚΑΛΑΜΑΤΑ 2018
Περιεχόμενα

ΠΡΟΛΟΓΟΣ..................................................................................3

ΕΙΣΑΓΩΓΗ.....................................................................................4

Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΚΡΑΤΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ...........................5

Α΄. Η διαμόρφωση των σχέσεων με την Ιταλία......................5

Β΄. Η διαμόρφωση των σχέσεων με τη Γιουγκοσλαβία...........8

Γ΄. Η ελληνοτουρκική προσέγγιση.........................................10

ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ....................................13

Α. Οι προσπάθειες βαλκανικής ένωσης.................................13

Β. Το Βαλκανικό Σύμφωνο.....................................................16

ΕΠΙΛΟΓΟΣ..................................................................................19

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...........................................................................20
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η Συνθήκη της Λωζάννης το 1923 σηματοδοτεί μια καθοριστική μεταβολή στους
στόχους της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η Ελλάδα από παράγοντας αστάθειας
στα Βαλκάνια στη διάρκεια του 19 ου αιώνα και των πρώτων δεκαετιών του 20 ου, λόγω
της αλυτρωτικής πολιτικής που ακολουθούσε, μετατρέπεται τώρα σε παράγοντα
συντήρησης. Βασικός στόχος της εξωτερικής πολιτικής είναι πλέον η εξασφάλιση
των συνόρων και η διατήρηση της ακεραιότητας της χώρας.
Η πολιτική των ευρωπαϊκών δυνάμεων που έχουν παράδοση εμπλοκής στα
Βαλκάνια αλλά και οι ενδοβαλκανικές εντάσεις επιβάλλουν να παραμείνει ο στόχος
αυτός στο επίκεντρο της προσοχής έως και τις αρχές του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Η αιτία αυτής της ριζικής μεταστροφής είναι φυσικά η διάψευση της πολιτικής της
Μεγάλης Ιδέας, της κυρίαρχης ιδεολογίας μέχρι την ήττα στη Μ. Ασία, και η
ρεαλιστική αντιμετώπιση των συνεπειών που έχει προκαλέσει αυτή η ήττα.
Στο πλαίσιο της παραπάνω στρατηγικής, ο θεσμός ο οποίος κατά την εκτίμηση των
Ελλήνων πολιτικών ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες της εξωτερικής πολιτικής
είναι η Κοινωνία των Εθνών, η οποία καταρχήν εγγυάται το απαραβίαστο των
συνόρων. Η συμμετοχή της Ελλάδας στα όργανα της ΚτΕ και η προσφυγή σ’ αυτά,
όπως π. χ στην περίπτωση του μειονοτικού ζητήματος, εξελίσσεται σε πάγια αρχή της
εξωτερικής πολιτικής της. Είναι προφανές ότι με τον τρόπο αυτό η Ελλάδα θέλει να
υπογραμμίσει την προσήλωση της στη διεθνή νομιμότητα αλλά και την απομάκρυνση
της από παλαιότερες πρακτικές εξωθεσμικής και μυστικής διπλωματίας.
Στη διάρκεια του 19ου αιώνα και μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο ρόλος του
Στέμματος στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής είναι στην ουσία εξωθεσμικός
αλλά καθοριστικός. Η αντίθεση Βενιζέλου- Κωνσταντίνου στο θέμα της συμμετοχής
της Ελλάδας στον παγκόσμιο πόλεμο είναι η τομή που ανατρέπει τα μέχρι τότε
ισχύοντα και η εξωτερική πολιτική περνά πλέον στην αρμοδιότητα της κυβέρνησης
και κατά δεύτερο λόγο στη Βουλή, της οποίας ο ρόλος αναβαθμίζεται ουσιαστικά στη
διάρκεια του Μεσοπολέμου.
Κατ΄αυτή την περίοδο, οι δύο κύριοι αποσταθεροποιητικοί παράγοντες στα
Βαλκάνια είναι η Βουλγαρία και η Ιταλία. Και στις δύο περιπτώσεις η διεκδικητική
πολιτική τους αποτελεί εξέλιξη προγενέστερων διεκδικήσεων. Η επεκτατική πολιτική
της Βουλγαρίας εκδηλώνεται ταυτόχρονα με την ίδρυση της ως κράτους και
διατηρείται ως μείζων πρόβλημα στα Βαλκάνια, μέσω του μακεδονικού ζητήματος,
με αρνητικό αντίκτυπο στις σχέσεις με τα γειτονικά της κράτη μέχρι τον Α΄
Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι όροι της συνθήκης ειρήνης του Νεϊγύ και κυρίως τα σύνορα
που επιβάλλονται στην ηττημένη Βουλγαρία αναζωπυρώνουν τη διεκδικητική
πολιτική της σε ολόκληρη την περίοδο του Μεσοπολέμου και οξύνουν την αντίθεση
της με τη Γιουγκοσλαβία για τη λεγόμενη τότε Νότια Σερβία, που αντιστοιχεί στα
σημερινά Σκόπια. Η Γιουγκοσλαβία, με την υποστήριξη της Γαλλίας, διεκδικεί το
ρόλο της κυρίαρχης δύναμης στα Βαλκάνια. Η Ιταλία υποστηρίζει την επεκτατική
πολιτική της Βουλγαρίας στο πλαίσιο της δικής της διεκδικητικής πολιτικής στα
Βαλκάνια. Αυτή η πολιτική τη φέρνει σε αντιπαράθεση στο χώρο αυτό, και ιδιαίτερα
στην Αδριατική , με τη Γιουγκοσλαβία αλλά και τη Γαλλία.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η εξωτερική πολιτική που ακολουθεί ο Ε. Βενιζέλος εντάσσεται στο γενικότερο
πλαίσιο της εξασφάλισης της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας. Στην εφαρμογή της
διακρίνεται για τη ρεαλιστική προσέγγιση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η
Ελλάδα και τις τολμηρές αποφάσεις στο πλαίσιο της πολιτικής συγκυρίας της εποχής.
Οι δύο κυριότεροι άξονες της πολιτικής του Ε. Βενιζέλου είναι η δημιουργία
φιλικών σχέσεων με την Ιταλία και η εξομάλυνση των διαφορών με την Τουρκία. Η
γενικότερη επιδίωξη του είναι να συμβάλλει στην εξασφάλιση κλίματος ασφάλειας
και συνεργασίας στα Βαλκάνια και την Α. Μεσόγειο. Η επιλογή του να στραφεί
αρχικά προς την Ιταλία οφείλεται στο γεγονός ότι η χώρα αυτή αποτελεί τον κύριο
αποσταθεροποιητικό παράγοντα και ταυτόχρονα την ισχυρότερη δύναμη της
περιοχής. Ο Ε. Βενιζέλος αντιλαμβάνεται ότι η ελληνοϊταλική προσέγγιση ανοίγει το
δρόμο για τη διευθέτηση των άλλων προβλημάτων που αντιμετωπίζει η εξωτερική
πολιτική της Ελλάδας με τις μικρότερες χώρες.
Υπό αυτές τις πολιτικές και διπλωματικές συνθήκες, η κυβέρνηση του Βενιζέλου,
μετά το συντριπτικό και απροσδόκητο ποσοστό του 61% και τη θριαμβευτική νίκη
στις εκλογές του Αυγούστου του 1928, ξεκινά την εκσυγχρονιστική αποκατάσταση
της χώρας ακολουθώντας μια τολμηρή εξωτερική πολιτική, η οποία και αναλύεται
στα παρακάτω κεφάλαια.
Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΚΡΑΤΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

Α΄. Η διαμόρφωση των σχέσεων με την Ιταλία

Η αντιπαράθεση με την Ιταλία χρονολογείται από την περίοδο των πολέμων του
1912-1913. Από την εποχή εκείνη μέχρι τη μονομερή Ιταλική καταγγελία του
Συμφώνου Tittoni- Βενιζέλου1 τον Ιούλιο του 1920 οι σχέσεις Ελλάδας- Ιταλίας είναι
κατά βάση ανταγωνιστικές, παρά το γεγονός ότι στα τέλη του Α΄ Παγκοσμίου
Πολέμου υπάρχει μια επίφαση συνεργασίας εφόσον είναι και οι δυο χώρες μέλη της
Entente.
Τα σημεία τριβής ανάμεσα στα οικονομικά συμφέροντα και το κυρίαρχο ιδεολογικό
ρεύμα στις δύο χώρες είναι πολλά. Αν η ελληνική κυβέρνηση επιλέγει να εντάξει την
ιταλική κατάληψη της Λιβύης και των Δωδεκανήσων στους ευρύτερους στόχους της
για την αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εν όψει της εμπλοκής της στα
Βαλκάνια, η διεκδίκηση της Β. Ηπείρου ένα χρόνο αργότερα, θα τη φέρει αντιμέτωπη
με τη χώρα αυτή. Την απογοήτευση της κυβέρνησης Ε. Βενιζέλου για την άρνηση της
Ιταλίας να διευκολύνει τις ελληνικές βλέψεις στα Δωδεκάνησα, τα οποία συμφωνεί
να επιστρέψει στη Τουρκία τρείς ημέρες πριν από την έναρξη του Βαλκανικού
Πολέμου, διαδέχεται η ανοικτή αντίθεση ως προς τη Βόρεια Ήπειρο, την οποία η
Ιταλία θέλει να αποδώσει το κράτος της Αλβανίας, στη συγκρότηση του οποίου
συμβάλλει αποφασιστικά.
Οι τριβές μεταξύ των δύο κρατών ωστόσο δεν τελειώνουν εδώ. Πιο συγκεκριμένα,
με την Ιταλία υπήρχε, επίσης, το προηγούμενο του επεισοδίου της Κέρκυρας το 1923,
κατά το οποίο το νησί βομβαρδίστηκε και καταλήφθηκε από μονάδα του ιταλικού
ναυτικού. Η ελληνική αντίδραση, ήπια όσο και συγκεχυμένη, επιβεβαίωσε την

1
Το σύνολο των Ελληνοϊταλικών διαφορών εξετάζεται στη διάρκεια της Διάσκεψης Ειρήνης στο
Παρίσι, μετά από πρόταση του Γάλλου πρωθυπουργού Ζ. Κλεμανσώ, με αποτέλεσμα να υπογραφεί
το Σύμφωνο Ε. Βενιζέλου- T. Tittoni στις 29 Ιουλίου 1919. Η Ιταλία αναλαμβάνει να υποστηρίξει τις
ελληνικές διεκδικήσεις στην Ανατολική Θράκη και στη Β. Ήπειρο, που περιλαμβάνουν το
Αργυρόκαστρο και τη Κορυτσά. Παράλληλα η Ελλάδα υποστηρίζει το αίτημα της Ιταλίας να αναλάβει
την εντολή για την Αλβανία και να θέσει υπό την κυριαρχία της το λιμάνι της Αυλώνας και την
ενδοχώρα του. Τα στενά της Κέρκυρας ουδετεροποιούνται ενώ οι ακτές της Β. Ηπείρου που θα
ελέγχει η Ελλάδα αποστρατικοποιούνται σε βάθος 25 χιλιομέτρων. Η Ιταλία παραχωρεί στη Ελλάδα
τα Δωδεκάνησα εκτός από τη Ρόδο, η οποία αποκτά εκτεταμένη αυτονομία. Όμως το άρθρο 7 του
συμφώνου προβλέπει ότι αν δεν ικανοποιηθούν οι βλέψεις της στη Μ. Ασία, η Ιταλία αποκτά πλήρη
έλεγχο κινήσεων.
αδυναμία της χώρας να πράξει οτιδήποτε θα μπορούσε να εναντιώνεται στη βούληση
των Μεγάλων Δυνάμεων 2.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1928, ο Ε. Βενιζέλος και ο Μουσολίνι υπογράφουν στη Ρώμη
διμερή συνθήκη «φιλίας, συνδιαλλαγής και δικαστικού διακανονισμού». Η συνθήκη
αυτή θα εκπνεύσει 11 χρόνια αργότερα, το 1939, με τη σύμφωνη γνώμη της Ιταλίας,
μετά από αγγλικές συμβουλές επί του πρακτέου, τις οποίες είχε ζητήσει ειδικά ο
Ιωάννης Μεταξάς. Αν οι εξελίξεις που οδηγούν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που
τότε αρχίζει, συμβάλλουν καθοριστικά στην υποβάθμιση της σημασίας του
συμφώνου τη στιγμή της εκπνοής του, την εποχή που αυτό υπογράφεται αποτελεί
τομή στη διαμόρφωση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Κατά τη διάρκεια των διαπραγματευτικών συνομιλιών με τον Μουσολίνι, ο
ρεαλισμός του Έλληνα πρωθυπουργού και η ιεράρχηση των στόχων του είχαν
επιβάλλει να μην θέσει ζήτημα Δωδεκανήσου, ιδίως αφού γνώριζε ότι η Ιταλία
αρνείται κατηγορηματικά να το συζητήσει. Στο πλαίσιο αυτό, ο Ε. Βενιζέλος συνδέει
σε δηλώσεις του στη Βουλή τον Νοέμβριο του 1931 το Κυπριακό με το
Δωδεκανησιακό ζήτημα, για να επισημάνει το αδύνατο της ικανοποίησης αυτών των
αλυτρωτικών διεκδικήσεων από τη στιγμή που συγκρούονται με ζωτικά συμφέροντα
κρατών όπως η Αγγλία και η Ιταλία. Η τοποθέτηση του αυτή υπογραμμίζει τη
διαφοροποίηση που έχει επέλθει στο θέμα αυτό από την εποχή των Βαλκανικών
Πολέμων.
Η έντονη συγκίνηση και οι αλλεπάλληλες εκδηλώσεις αλληλεγγύης στην Ελλάδα
δεν εμποδίζουν τον Ε. Βενιζέλο να δηλώσει κατηγορηματικά ότι δεν υφίστανται
κυπριακό ζήτημα μεταξύ της ελληνικής και της αγγλικής κυβέρνησης και να
καταδικάσει την αμετροέπεια που επιδεικνύει ο τύπος στο θέμα αυτό. 3 Η επιρροή της
Αγγλίας και ιδιαίτερα η ταύτιση της ανερχόμενης αστικής τάξης και των
συμφερόντων της, που εκπροσωπούν ο Ε. Βενιζέλος και το κόμμα των Φιλελευθέρων
με τη χώρα αυτή, καθιστά δύσκολη τη διεκδίκηση της Κύπρου.
Αντίθετα απ’ ότι συμβαίνει με την Αγγλία, η σχέση της Ελλάδας με την Ιταλία είναι
ανταγωνιστική και για αυτό το λόγο η υπογραφή της συμφωνίας με τη Ρώμη
σηματοδοτεί την ολοκλήρωση των προσπαθειών και επιδιώξεων από την ελληνική
πλευρά, οι οποίες χρονολογούνται από την κατάληψη της Κέρκυρας και ευοδώνονται
2
Η αδράνεια των κατά παράδοση «προστάτιδων» δυνάμεων Αγγλίας και Γαλλίας κατά το επεισόδιο
είχε επηρεάσει βαθιά τον Βενιζέλο, ο οποίος θεωρούσε ότι δεν ήθελαν και δε μπορούσαν,
ενδεχομένως, να εξασφαλίσουν την Ελλάδα έναντι επιθέσεων τρίτων
3
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Η ελληνική εξωτερική πολιτική 1900- 1945, Αθήνα 2001
μόνο μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Ε. Βενιζέλο. Με το σύμφωνο αυτό
ικανοποιούνται κατ΄ιδίαν στόχοι των δυο κρατών χωρίς τυπικές δεσμεύσεις αλλά με
ουσιαστικά οφέλη και για τις δύο πλευρές.
Η εξέλιξη αυτή εξυπηρετεί ποικιλοτρόπως τα συμφέροντα της Ιταλίας. Σε
συνδυασμό με το σύμφωνο «μη επιθέσεως και ουδετερότητας» που υπογράφει με την
Τουρκία στις 30 Μαΐου 1928, αναγνωρίζεται η σημασία της στην Α. Μεσόγειο αλλά
και στα Βαλκάνια, όπου στο πλαίσιο του ανταγωνισμού της με τη Γαλλία
δημιουργείται η εντύπωση ότι περικυκλώνει τη Γιουγκοσλαβία4.
Ο Ε. Βενιζέλος από την άλλη πλευρά, εκμεταλλεύεται τα μέγιστα την υπογραφή
αυτού του συμφώνου, έχοντας φυσικά συναγάγει τα αναγκαία συμπεράσματα από τη
στάση της Αγγλίας και της Γαλλίας απέναντι στην Ελλάδα στη διάρκεια της
κατάληψης της Κέρκυρας. Γνωρίζει ότι η αντιπαράθεση Ιταλίας- Γιουγκοσλαβίας για
τον έλεγχο της Αδριατικής δεν τερματίζεται με την προσάρτηση του Fiume , την
περίοδο κατά την οποία βρίσκεται σε έξαρση η κρίση που έχει προκαλέσει η
κατάληψη της Κέρκυρας, αλλά, αντίθετα, υπογραμμίζεται από τη συνεχιζόμενη
εδραίωση της ιταλικής παρουσίας στην Αλβανία.
Κατανοεί επιπλέον την τουρκική δυσαρέσκεια προς την Ιταλία, η οποία
χρονολογείται από την κατάληψη της οθωμανικής Τριπολίτιδας και των
Δωδεκανήσων το 1911- 1912. Η δυσαρέσκεια αυτή ενισχύεται από τη διεκδίκηση της
περιοχής της Αττάλειας από τη Ιταλία μετά την ανακωχή του 1918, αλλά και με την
αναγνώριση της ιταλικής κυριαρχίας στα Δωδεκάνησα, η οποία επιβάλλεται στην
Τουρκία με τη Συνθήκη της Λωζάννης. Επιπλέον, η αυξανόμενη ιταλική στρατιωτική
παρουσία στα νησιά, προβληματίζει την τουρκική ηγεσία με αποτέλεσμα η Ιταλία να
θεωρείται στη δεκαετία του 1930 σοβαρή απειλή για την τουρκική ασφάλεια. Στη
διάρκεια της δεκαετίας αυτής θα επιδιωχθεί επανειλημμένως η διπλωματική
εξουδετέρωση αυτής της απειλής με τη σύναψη μεσογειακού συμφώνου. Στα τέλη,
όμως, της δεκαετίας του 1920 οι ανησυχίες των Τούρκων επιλέγεται να
εξοστρακιστούν με την υπογραφή του ιταλοτουρκικού συμφώνου «μη επιθέσεως και
ουδετερότητας».
Έτσι λοιπόν, η αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων με την Ιταλία αναγόταν
σε αξονική αρχή της εξωτερικής πολιτικής του Ε. Βενιζέλου, αφενός γιατί συνωθούσε

4
Προκόπης Παπαστράτης « ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ. Η προσπάθεια διατήρησης των κεκτημένων κατά
το Μεσοπόλεμο» στο Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα: όψεις πολιτικής και οικονομικής ιστορίας
(επιμέλεια Χρήστος Χατζηιωσήφ), Αθήνα 2009, σ. 402
στη διεύρυνση του διπλωματικού ορίζοντα της ελληνικής στρατηγικής αυξάνοντας τα
περιθώρια επιλογών, ελιγμών και εξισορροπήσεων με συνεπαγόμενο την εξασφάλιση
ενός βαθμού ανεξαρτησίας- απεξάρτησης από τον αγγλογαλλικό άξονα, αφετέρου
γιατί ενίσχυε τη θέση της Ελλάδας στο περιφερειακό της υποσύστημα,
αποκαθιστώντας την ισορροπία διαπραγματευτικής ισχύος με τα υπόλοιπα βαλκανικά
κράτη. 5

Β΄. Η διαμόρφωση των σχέσεων με τη Γιουγκοσλαβία

Στο πλαίσιο αυτού του ανοίγματος προς την Ιταλία, ο Ε. Βενιζέλος κινείται με
προσοχή και ταχύτητα αφ’ ενός για να διασκεδάσει τις ανησυχίες της Αγγλίας και της
Γαλλίας, αφ’ ετέρου για να εκμεταλλευτεί κατάλληλα την ανησυχία της
Γιουγκοσλαβίας, επισκεπτόμενος διαδοχικά το Παρίσι και το Λονδίνο, τα οποία έχει
ήδη ενημερώσει ως προς το περιεχόμενο του συμφώνου αμέσως μετά την υπογραφή
του στη Ρώμη, και εξηγώντας γιατί επιδιώκει να καταστήσει ως προς την Ελλάδα, την
Ιταλία ισότιμη με την Αγγλία και τη Γαλλία. Με την κίνηση του αυτή, ο Βενιζέλος
υπογραμμίζει την απομάκρυνση της Ελλάδας από τις πάγιες θέσεις της εξωτερικής
της πολιτικής.
Οι επαφές με τον Γάλλο υπουργό εξωτερικών Α. Briand το φθινόπωρο του 1928
διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις 6. Ο Βενιζέλος εφιστούσε την προσοχή
του Γάλλου υπουργού στο ενδεχόμενο συνέχισης των γιουγκοσλαβικών πιέσεων για
την περιοχή της Θεσσαλονίκης, λέγοντάς του ότι λόγω των συνθηκών, θα κατέφευγε
πιθανότατα στην ιταλική βοήθεια.
Η υπογραφή του ελληνοϊταλικού συμφώνου είχε αντίκτυπο στις σχέσεις της
Ελλάδας με τη Γιουγκοσλαβία, οι οποίες μετά την πτώση της δικτατορίας του
Πάγκαλου είχαν οξυνθεί. Στη διάρκεια της δικτατορίας του Θεόδωρου Πάγκαλου
(1925-26), ικανοποιήθηκε προσωρινά μια σειρά από πάγιες επιδιώξεις του
Βελιγραδίου αναφορικά με την έξοδο στο Αιγαίο. Μεταξύ άλλων και η διεύρυνση της
ζώνης στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης καθώς και ο χαρακτηρισμός των σλαβόφωνων
ως γιουγκοσλαβική μειονότητα7.

5
Διονύσιος Τσιριγώτης, Νεότερη και σύγχρονη ελληνική ιστορία . Διεθνείς σχέσεις και διπλωματία,
Αθήνα 2013, σ. 372
6
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, «Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδος», στο Ιστορία του Ελληνικού
Έθνους τΙΕ΄, Εκδοτική Αθηνών (1978,επαν.2008), σ. 353
Στο πλαίσιο των προσπαθειών του να διασκεδάσει τις ανησυχίες της Αγγλίας και της
Γαλλίας, αλλά και αποβλέποντας ταυτόχρονα στην άσκηση παράλληλων πιέσεων, ο
Ε. Βενιζέλος εξηγεί την πολιτική του στο Βελιγράδι, το οποίο επισκέπτεται αμέσως
μετά, για να επιβάλλει ουσιαστικά τις απόψεις του. Η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση,
κατανοεί πλήρως, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στις αρχές Οκτωβρίου
1928, ότι η υπογραφή του ελληνοϊταλικού συμφώνου έχει μεταστρέψει την
κατάσταση υπέρ της Ελλάδας.
Συγκεκριμένα, η συμφωνία αμοιβαίας παροχής διπλωματικής και πολιτικής
υποστήριξης, όταν τα συμφέροντα του ενός από τα δύο κράτη απειληθεί από
εξωτερική απειλή, σε συνδυασμό με την άρνηση του Ε. Βενιζέλου να υπογράψει
αντίστοιχη συμφωνία αλλά και να επιτρέψει τη διέλευση πολεμικού υλικού για τη
Γιουγκοσλαβία από τη Θεσσαλονίκη, εξαναγκάζει το Βελιγράδι να αποδεχθεί τελικά
τις ελληνικές απόψεις.
Το αποτέλεσμα είναι να υπογραφούν δυο πρωτόκολλα τον Οκτώβριο του 1928 και η
τελική συμφωνία τον Μάρτιο του 1929 που ρυθμίζουν τη λειτουργία της ελεύθερης
ζώνης στη Θεσσαλονίκη και της σιδηροδρομικής γραμμής μέχρι τη Γευγελή 8. Τον
ίδιο μήνα υπογράφεται και σύμφωνο φιλίας και ειρηνικής διευθέτησης των
διαφορών9, το οποίο όμως, επειδή δεν περιέχει διατάξεις όπως εκείνες του άρθρου 3,
δεν έχει την ισχύ του αντίστοιχου κειμένου με την Ιταλία.
Υπέρ της επικράτησης των ελληνικών απόψεων λειτουργεί και ο φόβος της
Γιουγκοσλαβίας ότι υπάρχουν μυστικές συμφωνίες της Ελλάδας με την Ιταλία. Ο Ε.
Βενιζέλος όμως, στο πλαίσιο της νέας διπλωματικής πρακτικής που ακολουθεί,
αποφεύγει την εμπλοκή σε συμμαχίες, όπως του προτείνει ο Μουσολίνι, κατά την
υπογραφή του ελληνοϊταλικού συμφώνου. Είναι προφανές ότι το κίνητρο του Ιταλού
δικτάτορα είναι η περικύκλωση της Γιουγκοσλαβίας και η περαιτέρω ενίσχυση της
ιταλικής παρουσίας στις ενδοβαλκανικές υποθέσεις.
Η υπογραφή του συμφώνου αποτέλεσε το μέσο για την αποκατάσταση των φιλικών
σχέσεων συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών. Το γεγονός ότι η Γιουγκοσλαβία
εξαναγκάστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις σε αναδίπλωση από την ασύμφορη για την

7
Οι συμφωνίες μεταξύ των δύο χωρών τον Αύγουστο του 1926 δεν είχαν προλάβει να επικυρωθούν
από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ούτε και να δημοσιευθούν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Επίσης, ούτε η μετέπειτα κυβέρνηση του Κονδύλη αλλά ούτε και οι επόμενες κυβερνήσεις τις
επικύρωσαν, μέχρι να χαρακτηριστούν ως «μη υπάρχουσες» από την παμψηφία της ελληνικής
Βουλής, τον Αύγουστο του 1927.
8
Προκόπης Παπαστράτης, ό. π., σ. 403
9
S. K Pavlowitch, Ιστορία των Βαλκανίων 1804 – 1945, Αθήνα 2005, σ. 346
Ελλάδα, οικονομική συμφωνία του 1926, μπορεί να χαρακτηριστεί ως το πιο άμεσο
και «χειροπιαστό» όφελος που προέκυπτε από το σύμφωνο φιλίας10.

Γ΄. Η ελληνοτουρκική προσέγγιση

Η συμβολή του Ε. Βενιζέλου υπήρξε αποφασιστική για τη διαρρύθμιση των διμερών


ελληνοτουρκικών διαφορών, την ενίσχυση των πολιτικοδιπλωματικών σχέσεων των
δυο χωρών, καθώς και την εγκαθίδρυση ενός κλίματος ύφεσης και μιας βραχύβιας
περιόδου φιλίας και συνεργασίας. Επιστέγασμα της δημιουργίας του παραπάνω
πλαισίου αποτέλεσε η υπογραφή στις 30 Οκτωβρίου 1930, στην Άγκυρα, τριών
συμφωνιών: ενός συμφώνου φιλίας, ουδετερότητας και διαιτησίας, μιας συμφωνίας
για το θέμα των ναυτικών εξοπλισμών και μιας εμπορικής σύμβασης που
περιλαμβάνει σύμβαση εγκατάστασης και προξενική σύμβαση.11
Η εξέλιξη αυτή, η οποία θέτει τις σχέσεις των δυο χωρών σε νέες βάσεις, είναι το
επιστέγασμα μακρών διαπραγματεύσεων, που εκκινούν μετά τη Συνθήκη της
Λωζάννης τον Ιούλιο του 1923 και εισέρχονται σε φάση επίλυσης μετά τις εκλογές
του Αυγούστου του 1928 και την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Ε. Βενιζέλο.
Προσπάθειες προσέγγισης έχουν γίνει και από προηγούμενες κυβερνήσεις , με την
πλέον πρόσφατη να εκδηλώνεται τον Μάρτιο του 1928, όταν εκπρόσωποι των δυο
χωρών και της Ιταλίας συμφωνούν να υπογράψουν τρία διμερή σύμφωνα. Ωστόσο, οι
ελληνοτουρκικές διαφορές που αφορούν το πρόβλημα των ανταλλάξιμων δεν
επιτρέπουν τη σύναψη αυτού του συμφώνου.
Ο Ε. Βενιζέλος, εκδηλώνει άμεσα την επιθυμία του να επιλυθεί το θέμα αυτό,
απευθύνοντας επιστολή στον Τούρκο πρωθυπουργό στις 30 Αυγούστου 1928, ενώ
παράλληλα προωθεί, όπως ήδη αναπτύχθηκε, και τον άλλον άξονα της εξωτερικής
πολιτικής του, την προσέγγιση με την Ιταλία. Την πρόθεση του αυτή έχει
επανειλημμένως εκφράσει κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, όπως
επισημαίνει στην εν λόγω επιστολή, στην οποία προσδιορίζει επίσης ότι το σύμφωνο
φιλίας, μη επιθέσεως και διαιτησίας, όπως το ονομάζει, θα πρέπει να έχει το ευρύτερο
δυνατό περιεχόμενο. Παρόμοια κίνηση πραγματοποιεί και κατά την προεκλογική
περίοδο και προς την Ιταλία.
10
Τα πέντε συμπληρωματικά στη σύμβαση του 1923, πρωτόκολλα του Ιουνίου του 1926 προέβλεπαν
ελεύθερη από δασμούς χρήση του λιμανιού της Θεσσαλονίκης για τη Γιουγκοσλαβία, ρήτρα επιζήμια
για την ελληνική οικονομία.
11
Διονύσιος Τσιριγώτης, ό. π., σ. 403
Η θετική απάντηση του Τούρκου πρωθυπουργού, ο οποίος έχει ήδη δηλώσει
δημόσια ότι δεν υφίσταται για την Τουρκία καμία εδαφική αμφισβήτηση,
ακολουθώντας το παράδειγμα του Ε. Βενιζέλου στο θέμα αυτό, θέτει τις βάσεις για τη
διευθέτηση των εκκρεμοτήτων. Στη διάρκεια όμως του χρόνου που ακολουθεί, η
διάσταση απόψεων ως προς την οικονομική πλευρά της σύμβασης ανταλλαγής
παρεμποδίζει τη ρύθμιση.
Η λύση δίνεται από την ελληνική κυβέρνηση με την απόφαση της να δεχθεί το
συμψηφισμό των περιουσιών των προσώπων που υπάγονται στο καθεστώς της
ανταλλαγής. Οι περιουσίες των προσώπων που δεν υπάγονται στην ανταλλαγή και
έχουν διατεθεί στους πρόσφυγες δεν επιστρέφονται στους δικαιούχους τους, επειδή
αυτό δεν είναι πλέον δυνατό. Και στο θέμα αυτό, η ελληνική πλευρά αποφασίζει, με
βάση, την αρχή του συμψηφισμού, να καταβάλει 450.000 λίρες Αγγλίας.12
Η Τουρκία αναλαμβάνει να αποδώσει στους Έλληνες υπηκόους της
Κωνσταντινούπολης όλα τα κτήματα τους που έχουν καταληφθεί σε αυτή τη
περιφέρεια. Επιπλέον διευκρινίζεται ότι οι «εγκατεστημένοι», δηλαδή όσοι
απαρτίζουν τη μειονότητα σε κάθε κράτος, είναι οι Έλληνες και οι Τούρκοι που
βρίσκονται στην Κωνσταντινούπολη και τη Δ. Θράκη αντίστοιχα τη 10 η Ιουνίου
1930, ημέρα της υπογραφής της Σύμβασης της Άγκυρας, που εκκαθαρίζει οριστικά
τα ζητήματα ανταλλαγής των πληθυσμών. Οι πρόσφυγες και οι πληθυσμοί που
ανταλλάχθηκαν είναι πάνω από 1.000.000 Έλληνες και 400.000 Τούρκοι. Είναι
προφανές ότι η απόφαση του Ε. Βενιζέλου να δεχθεί η Ελλάδα να καταβάλλει το
ποσό των 450.000 λιρών όταν, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η αξία των περιουσιών
που εγκατέλειψαν οι Έλληνες ήταν πολύ μεγαλύτερη εκείνης που άφησαν οι
Τούρκοι, αποτελούσε σημαντική πολιτική παραχώρηση στο βωμό της συνεννόησης
των δυο χωρών.
Το σύμφωνο φιλίας που υπογράφεται περιέχει και διάταξη που εμποδίζει τα δύο
κράτη να λάβουν μέρος σε οποιαδήποτε πολιτική η οικονομική συνεννόηση η οποία
θα στρέφεται εναντίον ενός από αυτά. Το ναυτικό πρωτόκολλο προωθεί τον αμοιβαίο
περιορισμό των ναυτικών εξοπλισμών, θεσπίζοντας την υποχρέωση να ενημερώνουν
τον αντισυμβαλλόμενο έξι μήνες πριν προβούν σε σχετική παραγγελία, ώστε να δοθεί
χρόνος στις κυβερνήσεις τους να προλάβουν την εξέλιξη αυτή με ανταλλαγή
απόψεων.

12
Προκόπης Παπαστράτης, ό. π., σ. 404
Η οικονομική συνεργασία που προβλέπει η εμπορική σύμβαση που υπογράφηκε
είναι γεγονός πως στη φάση αυτή λειτουργεί περισσότερο ως ένδειξη των προθέσεων
των δυο κομμάτων και δεν έχει απτά αποτελέσματα. Η Ελλάδα θα επιδιώξει να λύσει
τα άμεσα προβλήματα με την υπογραφή διμερών συμφωνιών εμπορικού
συμψηφισμού, το clearing agreements.13 Το οικοδόμημα της νέας εξωτερικής
ισορροπίας της Ελλάδας συμπληρώνεται με την υπογραφή νέας σύμβασης εμπορίου,
ναυσιπλοΐας και εγκατάστασης, στο Βουκουρέστι, τον Αύγουστο του 1931, εξαιτίας
της ισχυρής ελληνικής παρουσίας στο διακομιστικό εμπόριο μέσω Δούναβη.
Η γεωπολιτική- γεωστρατηγική σημασία του ελληνοτουρκικού άξονα έγκειται στη
διατήρηση της ισορροπίας ισχύος στα Βαλκάνια και στη δημιουργία ενός
ανασχετικού φραγμού σε οποιαδήποτε αναθεωρητική ενέργεια μιας άλλης
βαλκανικής δύναμης για την εγκαθίδρυση της πρωτοκαθεδρίας στην περιοχή 14. Ο Ε.
Βενιζέλος στη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών (28.2.1934) ανέφερε πως η
ελληνοτουρκική προσέγγιση θα δημιουργούσε μια ελληνοτουρκική δύναμη στα
Βαλκάνια η οποία δεν θα επέτρεπε σε κανένα άλλο κράτος να έχει ηγεμονικές
αξιώσεις στη περιοχή.15
Αναλυτικότερα, τα κοινά ζωτικά συμφέροντα των δυο χωρών στη Βαλκανική,
συνοδεύονταν από μια αντίστοιχη σύμπτωση συμφερόντων στη Μεσόγειο. Η
Τουρκία ως παράκτιο κράτος αναδεικνύονταν σε μείζονα δύναμη στο περιφερειακό
υποσύστημα των Βαλκανίων και της Μ. Ασίας, με την οποία θα μπορούσε να
συμμαχήσει η Ελλάδα για τη διασφάλιση των συμφερόντων της. Συμπληρωματικά,
θα πρέπει να τονιστεί πως η συνεργασία με την Τουρκία αποτελεί εξέλιξη η οποία
ενισχύει τη θέση της Ελλάδας έναντι της Βουλγαρίας, οι απαιτήσεις της οποίας
συγκροτούν μέρος της ευρύτερης αναθεωρητικής πολιτικής της χώρας αυτής και
υπονομεύουν κάθε προσπάθεια βαλκανικής συνεργασίας.
Εν ολίγοις, ο κεντρικός στόχος της ελληνικής στρατηγικής ήταν η διατήρηση της
ισορροπίας ισχύος στην περιοχή μέσω της σύναψης διμερών συμφωνιών- συνθηκών.
Κατά τον Ε. Βενιζέλο, η Ελλάδα υποστήριζε την πολυμερή συνεργασία στο βαθμό
και το μέτρο που το σύνολο των περιφερειακών της συνδαιτημόνων ήταν ευνοϊκά
διακείμενο και ικανοποιημένο με το υπάρχον εδαφικό καθεστώς. Όταν όμως αυτό δεν
συμβαίνει, η Ελλάδα οφείλει να συνεργάζεται με τις μη αναθεωρητικές βαλκανικές

13
Προκόπης Παπαστράτης, ό. π., σ. 405
14
Διονύσιος Τσιριγώτης, ό. π., σ. 382
15
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Η ελληνική εξωτερική πολιτική 1900- 1945, Αθήνα 2001, σ. 51
χώρες για την εξισορρόπηση εκείνων που επιζητούν την αλλαγή του status quo. Ως εκ
τούτου, η ιδέα της Βαλκανικής ομοσπονδίας, την οποία υποστήριξε ο Ε. Βενιζέλος
κατά την πρώτη κυβερνητική θητεία του, αντικαθίσταται από την καθολική
διαβαλκανική συνεργασία στο πλαίσιο διμερών συμφωνιών.
Ωστόσο, περισσότερο και από τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923, την υπογραφή
της οποίας δικαιολογούσε και διευκόλυνε η προφανής ανάγκη να τερματιστεί η
εμπόλεμη κατάσταση, οι συμφωνίες του 1930, αναγνωρίζοντας το τέλος της εδαφικής
επέκτασης σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έθιγαν στερεότυπα του
ελληνικού εθνικισμού και για το λόγο αυτόν προσφέρονταν για άσκηση σφοδρής
κριτικής στο εσωτερικό της χώρας.

ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ

Α. Οι προσπάθειες βαλκανικής ένωσης

Στις αρχές Οκτωβρίου 1929, στο 27 ο Παγκόσμιο Συνέδριο για την Ειρήνη που
συγκαλείται στην Αθήνα, γίνεται αποδεκτή η πρόταση του Αλ. Παπαναστασίου, η
οποία προβλέπει ετήσιες βαλκανικές συνδιασκέψεις για τη μελέτη όλων των
προβλημάτων κοινού ενδιαφέροντος που αντιμετωπίζουν οι λαοί της χερσονήσου.
Στόχος του είναι η συγκρότηση βαλκανικής ομοσπονδίας στην οποία θα
συμπεριλαμβάνεται και η Τουρκία16. Την περίοδο αυτή στα Βαλκάνια έχει
δημιουργηθεί ευνοϊκό κλίμα για την ειρηνική επίλυση των διαφορών. Η πρωτοβουλία
του Α. Παπαναστασίου εκδηλώνεται στο πλαίσιο της κίνησης για τη συγκρότηση
ενός βαλκανικού μπλοκ κρατών και των προτάσεων του πρώην πρωθυπουργού της
Γαλλίας Α. Μπριάν για τη συγκρότηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης.
Η ιδέα μιας βαλκανικής ομοσπονδίας είναι παλιά και έχει συζητηθεί στο παρελθόν,
ωστόσο το ιδιάζον και σημαντικό είναι ότι αυτή τη φορά περιέχει μια οικονομικό
σκέλος. Επιπλέον, η διεθνής συγκυρία επιβάλλει την ταχύτερη δυνατή διεύρυνση της
εφαρμογής της. . Όταν ο Α. Παπαναστασίου καταθέτει την πρόταση του, η διεθνής
οικονομική κρίση, που ακολούθησε την κατάρρευση του χρηματιστηρίου της Ν.
Υόρκης στις 29 Οκτωβρίου 1929, δεν έχει ακόμα εκδηλωθεί. Έναν χρόνο όμως μετά,

16
Προκόπης Παπαστράτης, «Από τη μεγάλη ιδέα στη Βαλκανική Ένωση», στο Γ. Μαυρογορδάτος – Χ.
Χατζηιωσήφ (επιμ.), Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός, Ηράκλειο 1988, σ. 420
όταν γίνεται η πρώτη πανηγυρική διάσκεψη στην Αθήνα, οι ελληνικές εξαγωγές
έχουν πληγεί αισθητά και η αντιμετώπιση της κρίσης είναι ήδη ένα φλέγον θέμα
συζήτησης.
Η δυνατότητα διεξόδου από την κρίση, ιδιαίτερα όταν στον διεθνή ορίζοντα
συγκροτούνται οικονομικά μπλόκ που δεν περιλαμβάνουν την Ελλάδα, εξηγεί την
αρχική υποστήριξη της ιδέας της βαλκανικής συνεργασίας από την κυβέρνηση του Ε.
Βενιζέλου. Στο πλαίσιο αυτής της υποστήριξης, η κυβέρνηση προσπαθεί να ελέγξει
τη δραστηριότητα της ελληνικής ομάδας στις βαλκανικές διασκέψεις, όπως άλλωστε
πράττουν και οι άλλες κυβερνήσεις με τις δικές τους εθνικές ομάδες καθώς οι
διασκέψεις αυτές επιτρέπουν στις κυβερνήσεις των βαλκανικών κρατών να
επιχειρούν δοκιμαστικές κρούσεις σε διάφορα ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος, χωρίς
όμως να δεσμεύονται.
Η οικονομική συνεργασία συγκεντρώνει από την αρχή την προσοχή των
βαλκανικών διασκέψεων. Ωστόσο τα αποτελέσματα περιορίστηκαν τελικά στη
συγκρότηση του διαβαλκανικού οργανισμού καπνού και του διαβαλκανικού
εμπορικού και βιομηχανικού επιμελητηρίου17. Οι αντίρροπες οικονομικές και
πολιτικές εξελίξεις προς τη βαλκανική συνεργασία που σημειώνονται τα χρόνια αυτά,
ακυρώνουν τα πρώτα θετικά αποτελέσματα στο χώρο της οικονομίας. Οι διμερείς
συμφωνίες εμπορικού συμψηφισμού που υπογράφουν τα βαλκανικά κράτη κυρίως με
τη Γερμανία και η γαλλική πρωτοβουλία που εκδηλώνεται, τόσο με το σχέδιο Τardieu
για τελωνειακή ένωση των κρατών του Δούναβη όσο και με την
επαναδραστηριοποίηση της Μικρής Αντάντ18στο χώρο της Κεντρικής Ευρώπης, στην
οποία συμμετέχουν η Γιουγκοσλαβία και η Ρουμανία, ασκούν αθροιστική πίεση στην
εύθραυστη προσπάθεια των βαλκανικών διασκέψεων. Οι μεμονωμένες και
ουσιαστικά ανεπίσημου χαρακτήρα αντιδράσεις των οπαδών της βαλκανικής
συνεργασίας δεν μπορούν να ανακόψουν τη συγκρότηση σημαντικών συμμαχιών που
επιβάλλει πλέον η πολιτική Βενιζέλου.

17
Προκόπης Παπαστράτης, ό. π., σ. 428
18
Έτσι ονομάστηκε η συμμαχία της Τσεχοσλοβακίας, της Γιουγκοσλαβίας και της Ρουμανίας που
προέκυψε από τις συμφωνίες του 1920 και του 1921, τις οποίες υπέγραψαν (συνθήκη Βελιγραδίου,
1929) οι χώρες αυτές για να αποτρέψουν την ίδρυση μιας παραδουνάβιας ομοσπονδίας, ευνοϊκής
προς την Αυστρία και την Ουγγαρία, και να εξασφαλίσουν την ισχύ της συνθήκης του Τριανόν. Η
μικρή Α. κλονίστηκε σοβαρά με την κατάληψη της Ρηνανίας από τους Γερμανούς τον Μάρτιο του
1936, με την υπογραφή πολιτικής συμφωνίας μεταξύ της Γιουγκοσλαβίας της φασιστικής Ιταλίας και
της ναζιστικής Γερμανίας. Το τελειωτικό χτύπημα εναντίον της δόθηκε με την κατάληψη της
Τσεχοσλοβακίας από τους Γερμανούς (1939). Επίσημα διαλύθηκε ύστερα από συνεννόηση της
Γιουγκοσλαβίας με τη Ρουμανία τον ίδιο χρόνο.
Η κυβέρνηση Ε. Βενιζέλου δυσπιστεί ως προς το τελικό αποτέλεσμα αυτής της
προσπάθειας του Α. Παπαναστασίου. Επιπλέον, όμως, ήδη η πρωτοβουλία αυτή είναι
αντίθετη με τη θεμελιώδη αρχή του Ε. Βενιζέλου περί μη υπογραφής πολυμερών
συμφωνιών. Ο ίδιος ο Βενιζέλος, από το 1931 ήδη, και μετά από εκτίμηση της
περιρρέουσας ατμόσφαιρας στην Ευρώπη, δήλωνε ότι η Ελλάδα έπρεπε να
παραμείνει ουδέτερη στην περίπτωση νέας παγκόσμιας σύρραξης. Σχετικά με την
υπογραφή του συμφώνου έγραφε σε εφημερίδα της εποχής: «Τα υφιστάμενα ήδη
σύμφωνα αρκούν· μια βαλκανική προσέγγισις δεν είναι αδύνατος αλλά δεν πρέπει εν
τούτοις να σπεύσωμεν![…]Διατί να εμπλακεί η Ελλάς εις τας γενικοτέρας αντιθέσεις
περί την κεντρικήν και ανατολικήν Ευρώπην;»19
Η επιφυλακτικότητα εξηγείται και από την αρνητική επίδραση που θα μπορούσε να
έχει στις ελληνοϊταλικές σχέσεις μια ουσιαστικά ελληνική πρωτοβουλία στα
Βαλκάνια, με συνεπακόλουθη μείωση της Ιταλικής επιρροής στο χώρο. Ο άλλος
λόγος σοβαρής αντίρρησης της ελληνικής κυβέρνησης, που παραμερίζει την
περιορισμένη αρχική της υποστήριξη, είναι η πιεστική πρόταση της βουλγαρικής
ομάδας στη βαλκανική διάσκεψη για τη διευθέτηση του ζητήματος των μειονοτήτων.
Στόχος της είναι να προβάλει την αντίθεση της Βουλγαρίας στο εδαφικό καθεστώς
που έχει προκύψει στα Βαλκάνια μετά τη Συνθήκη του Νεϊγύ. Αυτή η εμμονή της
Βουλγαρίας, καθιστά το ζήτημα των μειονοτήτων σε μείζονα παράγοντα ανάσχεσης
της επιτυχίας των βαλκανικών διασκέψεων. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε
πως και η ελληνική ομάδα ταυτίζεται απόλυτα και από την αρχή με την απορριπτική
θέση της ελληνικής κυβέρνησης στο θέμα αυτό.
Πρόσθετος λόγος νευρικότητας της ελληνικής κυβέρνησης, είναι το ενδεχόμενο να
διαταραχθούν οι σχέσεις με τη Γιουγκοσλαβία, η οποία έχει προσφάτως αναγκαστεί
να αποδεχθεί τις ελληνικές θέσεις. Η πρόθεση των Γιουγκοσλάβων και των
Βούλγαρων αντιπροσώπων στη Β΄ Βαλκανική Διάσκεψη να έρθουν σε άμεση
συνεννόηση για την επίλυση των διαφορών τους, επιτείνει αυτή την ανησυχία.
Αναφορά της ελληνικής πρεσβείας στην Άγκυρα, τον Νοέμβριο του 1931,
επισημαίνει ότι υπάρχει βάση μελλοντικής συνεννόησης για τις μειονότητες μεταξύ
Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας. Οι κυβερνητικές ανησυχίες προβάλλονται
διογκωμένες για προπαγανδιστικούς λόγους σε σειρά άρθρων στο περιοδικό

19
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Το Βαλκανικόν Σύμφωνον, Αθήνα 1974, σ. 29
Εργασία20 και υπογραμμίζουν τον κίνδυνο να συγκροτηθεί ένα νοτιοσλαβικό κράτος,
το οποίο να περιλαμβάνει και τη Βουλγαρία.
Μέσα σ΄ αυτό το γενικότερο πλαίσιο εντάσσονται και οι επιφυλάξεις του Α.
Μιχαλακόπουλου, όταν απαντά στις προγραμματικές δηλώσεις της βραχύβιας
κυβέρνησης Παπαναστασίου τον Ιούνιο του 1932.
Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία τον Ιανουάριο του 1933 και η υπογραφή του
Βαλκανικού Συμφώνου στις 9 Φεβρουαρίου 1934, επιδρούν καταλυτικά στο θεσμό
των βαλκανικών διασκέψεων , οι οποίες έχουν συγκληθεί , εκτός από την Αθήνα το
1934, το 1931 στην Κωνσταντινούπολη και το 1932 στο Βουκουρέστι. Παρά τις
σημαντικές προόδους που σημειώνονται στη Δ΄ Διάσκεψη, τον Νοέμβριο του 1933
στη Θεσσαλονίκη, ιδιαίτερα σε θέματα οικονομικής συνεργασίας, η επόμενη
διάσκεψη, προγραμματισμένη για το τέλος του 1934 στην Κωνσταντινούπολη,
αναβάλλεται επ’ αόριστον. Η μεταστροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι
σαφής ήδη από τον Οκτώβριο του 1933,όταν η κυβέρνηση Π. Τσαλδάρη αρχίζει τις
διαπραγματεύσεις που θα καταλήξουν στην υπογραφή του Βαλκανικού Συμφώνου.

Β. Το Βαλκανικό Σύμφωνο

Η διασφάλιση του εδαφικού καθεστώτος που προέκυψε με τις συνθήκες ειρήνης του
Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου αποκτά προτεραιότητα έναντι της οικονομικής
συνεργασίας, μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Η αλλαγή προτεραιοτήτων
είναι σαφής στην Κεντρική και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Η εξέλιξη αυτή
διευκολύνεται και από τη σταδιακή υποχώρηση της διεθνούς οικονομικής κρίσης.
Τον Φεβρουάριο του 1934 ανασυγκροτείται η συμμαχία της Μικρής Αντάντ, ενώ
παράλληλα προβλέπεται εκτενής οικονομική συνεργασία μεταξύ των μελών της,
Γιουγκοσλαβίας, Ρουμανίας και Τσεχοσλοβακίας. Τον επόμενο μήνα, ο πρόεδρος της
γιουγκοσλαβικής αντιπροσωπείας στις βαλκανικές διασκέψεις δηλώνει ότι η Μικρή
Αντάντ δείχνει το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν οι μικρές χώρες προκειμένου
να απελευθερωθούν από την επιρροή των μεγάλων δυνάμεων και ο Τούρκος
υπουργός Εξωτερικών για πρώτη φορά παραδέχεται ότι το ενδιαφέρον της χώρας του
για τις βαλκανικές διασκέψεις είναι περιορισμένο.
Η Βουλγαρία αντιδρά στη διαφαινόμενη πρωτοβουλία να συγκροτηθεί νέα
συμμαχία, προτείνοντας συνομιλίες με την Ελλάδα, την Τουρκία και την Αλβανία,
20
Προκόπης Παπαστράτης, ό. π., σ. 410
για την υπογραφή πολιτικής και οικονομικής συμφωνίας. Η κυβέρνηση Π. Τσαλδάρη
εγκαταλείπει το τυπικό ενδιαφέρον που δείχνει για τις βαλκανικές διασκέψεις και
δραστηριοποιείται στις διαπραγματεύσεις που οδηγούν στην υπογραφή του
Βαλκανικού Συμφώνου. Ήδη από τις αρχές Δεκεμβρίου 1933 ο υπουργός
Εξωτερικών Δ. Μάξιμος, με εμπιστευτική εγκύκλιο που αποστέλλει σε όλες τις
ελληνικές πρεσβείες, υπογραμμίζει τις νέες προτεραιότητες της ελληνικής εξωτερικής
πολιτικής, μετά την άνοδο του Α. Χίτλερ στην εξουσία. Από το κείμενο προκύπτει
σαφώς ότι δεν υφίσταται πλέον η δυνατότητα για την ειρηνική συνεργασία που
προσπαθούν να προωθήσουν οι βαλκανικές διασκέψεις.
Η Βαλκανική συνεννόηση έχει σαφώς πιο περιορισμένους στόχους από τις
βαλκανικές διασκέψεις. Είναι μια κλασσική πολιτική συμμαχία, σχεδιασμένη να
εγγυηθεί τα υφιστάμενα σύνορα των βαλκανικών κρατών, γεγονός που προκαλεί την
έντονη αντίδραση της Βουλγαρίας. Το σύμφωνο που συγκροτείται υπογράφεται στην
Αθήνα, στις 9 Φεβρουαρίου 1934, από την Ελλάδα, την Τουρκία, τη Ρουμανία και τη
Γιουγκοσλαβία. Περιλαμβάνει, όμως, και μια επίμαχη διάταξη που προκαλεί έντονες
αντιρρήσεις στα κράτη που το έχουν υπογράψει. Σύμφωνα με αυτή, το σύμφωνο
εφαρμόζεται πλήρως και στην περίπτωση κατά την οποία ένα από τα συμβαλλόμενα
μέρη υποστεί επίθεση από μη βαλκανικό κράτος και ένα βαλκανικό κράτος
συνεργαστεί στην επίθεση αυτή.
Η εξαίρεση της Βουλγαρίας αποδεικνύεται σύντομα ότι αποτελεί μια εγγενή
αδυναμία γι΄αυτή τη συνεννόηση. Όταν όμως αυτή υπογράφεται, θεωρείται μεγάλη
επιτυχία της διπλωματικής επίθεσης που επιχειρεί η Γαλλία, για να προκαταλάβει
αντίστοιχες γερμανικές πρωτοβουλίες στην περιοχή. Ο πρωθυπουργός της
Τσεχοσλοβακίας Ε. Μπένες πιστεύει ότι κάτω υπό την επιρροή της γαλλικής
πολιτικής, οι στενές σχέσεις της Μικρής Αντάντ και της Βαλκανικής συνεννόησης θα
αποτελέσουν μια από τις νέες σημαντικές εγγυήσεις ειρήνης.
Η μη συμμετοχή της Βουλγαρίας όμως στο σύμφωνο, επιβεβαιώνει τη προσχώρηση
της στην παράταξη των αναθεωρητικών κρατών, η οποία έχει καθοριστικά ενισχυθεί
με την άνοδο του Α. Χίτλερ στην εξουσία. Παράλληλα η στάση της Γερμανίας και
της Ιταλίας στη συγκρότηση της Βαλκανικής Συνεννόησης είναι αρνητική αλλά και
αναμενόμενη στο πλαίσιο των αντιθέσεων του με την Γαλλία. Η Αγγλία εδράζει την
αντίθεση της, δηλώνοντας ότι αυτό διευρύνει το ρήγμα μεταξύ της Βουλγαρίας και
των υπολοίπων βαλκανικών κρατών.
Σε βαλκανικό επίπεδο, πρώτος ο Ε. Βενιζέλος διατυπώνει σοβαρές αντιρρήσεις. Στο
Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών, που συνέρχεται στα τέλη Φεβρουαρίου 1934,
αντιτίθεται στην πολιτική αποκλεισμού της Βουλγαρίας, όπως άλλωστε και η Αγγλία,
επισημαίνοντας ότι η ηθική σημασία του τετραμερούς συμφώνου θα ήταν
μεγαλύτερη αν δεν στρεφόταν εναντίον αυτής της χώρας. Τονίζει επιπλέον ότι η
Ελλάδα αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να εμπλακεί σε πόλεμο με μεγάλη δύναμη και
συγκεκριμένα με την Ιταλία, σε περίπτωση που αυτή επιτεθεί εναντίον της
Γιουγκοσλαβίας. Τις απόψεις αυτές είχε ήδη διατυπώσει ο Ε. Βενιζέλος στον Έλληνα
υπουργό εξωτερικών Δ. Μάξιμο, ήδη από τις αρχές Οκτωβρίου του 1933, μετά την
επιστροφή του από την Κωνσταντινούπολη και την ανεπίσημη ενημέρωση του από
την τουρκική κυβέρνηση. Την αντίθεση τους στο Σύμφωνο διατυπώνουν και οι άλλοι
πολιτικοί αρχηγοί με εξαίρεση τον Π. Κονδύλη.
Το Βαλκανικό Σύμφωνο επικυρώνεται τελικά από τη Βουλή στις 15 Μαρτίου 1934.
Η κυβέρνηση έχει, όμως, δεχθεί να προβεί την ίδια ημέρα στη Βουλή, πριν από την
ψηφοφορία, σε ερμηνευτική δήλωση την οποία έχει συντάξει ο Ε. Βενιζέλος. Σκοπός
του συμφώνου, δηλώνει ο Δ. Μάξιμος, είναι η εγγύηση της ασφάλειας μόνο των
ενδοβαλκανικών συνόρων εναντίον ενός άλλου βαλκανικού κράτους. Επομένως, η
Ελλάδα δεν μπορεί σε ουδεμία περίπτωση, όταν εκτελεί υποχρεώσεις που απορρέουν
από το σύμφωνο , να αχθεί σε πόλεμο με οποιαδήποτε μεγάλη δύναμη. Στο πλαίσιο
του δόγματος της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής περί αποφυγής αντιπαραθέσεων με
τη Ρωσία, ακολουθεί παρόμοια επεξηγηματική δήλωση από την τουρκική κυβέρνηση,
για την περίπτωση αντιπαράθεσης Σ. Ένωσης- Ρουμανίας.
Είναι σαφές λοιπόν ότι αυτές οι ερμηνευτικές δηλώσεις αποδυναμώνουν ουσιαστικά
τη σημασία του Βαλκανικού Συμφώνου, όπως προκύπτει σύντομα από τις εξελίξεις
στον ευρωπαϊκό χώρο. Επικουρικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η απροσδόκητη οικονομική
κρίση της δεκαετίας του '30, που συνέβαλε δραματικά στην αποσταθεροποίηση της
διεθνούς ζωής, πλήττοντας τη βιωσιμότητα του καθεστώτος της ειρήνης. Στα χρόνια
1934-39, η αποσύνθεση του καθεστώτος της ειρήνης και η επιδείνωση της διεθνούς
κρίσης υπέβαλαν σε σκληρή δοκιμασία το σύστημα των ενδοβαλκανικών εγγυήσεων
και τελικά οδήγησαν σε αδιέξοδο. Οι φυγόκεντρες και διασπαστικές ενδοβαλκανικές
τάσεις με την πάροδο του χρόνου και μπροστά στην απειλή του Β΄ Παγκοσμίου
Πολέμου, απαξίωσαν το Βαλκανικό Σύμφωνο, επιβεβαιώνοντας εν μέρει το σκεπτικό
του έμπειρου πολιτικού21.
21
S.K Pavlowitch, Ιστορία των Βαλκανίων 1804 – 1945, Αθήνα 2005, σ. 437 - 445
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Προσηλωμένος στο πνεύμα της Kοινωνίας των Εθνών, ο Βενιζέλος απέβλεπε στην
ενίσχυση των συλλογικών διαδικασιών και κατανοούσε την ανάγκη ένταξης της
χώρας στα διεθνή δίκτυα. H τετραετία διακυβέρνησής του όμως, χαρακτηρίστηκε
κυρίως από την ιεράρχηση προτεραιοτήτων της εσωτερικής πολιτικής έναντι της
εξωτερικής. H τήρηση του καθεστώτος της ισορροπίας με τις Μεγάλες Δυνάμεις που
επιτεύχθηκε χάρη στην προσωπική του ευελιξία, και η αναζήτηση ευρύτερων
διακρατικών οργανισμών για την προαγωγή της ειρήνης, υπονομεύτηκαν από τις
μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις.
Ο Βενιζέλος, ως εναλλακτική λύση στη χαμένη Μεγάλη Ιδέα διατύπωσε ένα
περισσότερο ρεαλιστικό, αλλά όχι λιγότερο φιλόδοξο πρόγραμμα εσωτερικής
ανοικοδόμησης και ανάληψης από την Ελλάδα ηγετικού ρόλου στα Βαλκάνια, μέσω
της οικονομικής και πνευματικής υπεροχής.
Η κυβέρνηση Βενιζέλου είναι η πρώτη που υιοθέτησε το διπλωματικό δόγμα του
κατευνασμού της Τουρκίας, μια πολιτική τακτική που θα εφαρμοστεί κατά κόρον από
τις μελλοντικές κυβερνήσεις. Οι προσπάθειές για πλήρη κατοχύρωση της εδαφικής
ακεραιότητας δεν μπόρεσαν να ευοδωθούν εν μέσω της επιτεινόμενης ευρωπαϊκής
κρίσης· επιτεύχθηκε όμως η εξασφάλιση σημαντικών εγγυήσεων, ικανών να
εξουδετερώσουν γειτονικές και μη, απειλές.
Οι επικριτές του υποστήριξαν ότι δέχτηκε ακριβοπληρωμένους συμβιβασμούς
προκειμένου να βελτιώσει τις σχέσεις της Ελλάδος με τους γείτονες της· ότι η
πολιτική που ασκήθηκε ήταν μια πολιτική οδυνηρών παραχωρήσεων σε όλα τα
μέτωπα, ώστε σε κλίμα ειρήνης να προχωρήσει στην εσωτερική της ανασυγκρότηση.
Ομολογουμένως οι διεθνείς οικονομικές και πολιτικές συνθήκες της εποχής υπήρξαν
το λιγότερο, δύσκολες. Μπορούν όμως με βεβαιότητα να αναγνωριστούν στον
Βενιζέλο καλές προθέσεις, διπλωματική ευελιξία, πολιτική ευστροφία και μεγάλη
προσωπική προσπάθεια. Ίσως τα αποτελέσματα της πολιτικής του, μέσα από το
πλεονέκτημα της γνώσης της μετέπειτα ιστορικής συνέχειας να χαρακτηρίζονται κατά
κανόνα επιφανειακά και χωρίς ιστορικό βάθος. Ωστόσο, η πολιτική που
ακολουθήθηκε, πέραν πάσης αμφιβολίας, αρμόζει σε ένα ανεξάρτητο κράτος που
αγωνίζεται για την εσωτερική του ανασυγκρότηση και την ισχυροποίηση της θέσης
του στο διεθνές πολιτικό και διπλωματικό στερέωμα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Προκόπης Παπαστράτης «ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ. Η


προσπάθεια διατήρησης των κεκτημένων κατά το Μεσοπόλεμο»,
στο Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα: όψεις πολιτικής και
οικονομικής ιστορίας (επιμέλεια Χρήστος Χατζηιωσήφ), Αθήνα
2009

Προκόπης Παπαστράτης, «Από τη μεγάλη ιδέα στη Βαλκανική


Ένωση», στο Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός (επιμέλεια
Γ. Μαυρογορδάτος – Χ. Χατζηιωσήφ), Ηράκλειο 1988

Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Το Βαλκανικόν Σύμφωνον, Αθήνα


1974

Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Η ελληνική εξωτερική πολιτική 1900-


1945, Αθήνα 2001

Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, «Η εξωτερική πολιτική της


Ελλάδος», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τΙΕ΄, Αθήνα 1978

Διονύσιος Τσιριγώτης, Νεότερη και σύγχρονη ελληνική ιστορία.


Διεθνείς σχέσεις και διπλωματία, Αθήνα 2013

S.K Pavlowitch, Ιστορία των Βαλκανίων 1804 – 1945, Αθήνα 2005

You might also like