You are on page 1of 18

Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία: Νέες

θεωρήσεις και προοπτικές»

Τίτλος εργασίας:
Η ίδρυση της Ε.Ο.Κ και η ένταξη της Ελλάδας

Εργασία του μεταπτυχιακού φοιτητή: Παναγιώτη Βαρούτσου


Στο μάθημα: Ειδικότερα ζητήματα: Εργατικό, προσφυγικό, εβραϊκό, ΝΑΤΟ,
Ε.Ε, νέες τεχνολογίες, αρχιτεκτονική και στρατηγική, η πτώση του υπαρκτού
σοσιαλισμού κ.ά.
Διδάσκων: Κος Χρήστου
Αριθμός μητρώου: 1012201703005

ΚΑΛΑΜΑΤΑ 2019
Περιεχόμενα

ΠΡΟΛΟΓΟΣ..................................................................................3

ΕΙΣΑΓΩΓΗ.....................................................................................3

Α΄ ΟΙ ΠΡΟΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ


ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ (Ε.Ο.Κ)...................................................................4
1. ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ
(ΟΕΟΣ)......................................................................................4
2. ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΑΝΘΡΑΚΑ ΚΑΙ ΧΑΛΥΒΑ (Ε.Κ.Α.Χ.)
………………………………………………………………………………………..5

Β΄ Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ Ε.Ο.Κ................................................................6

Γ΄ Η ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΣΕ ΜΙΑ (Ε.Κ.Α.Χ.,


Ε.Ο.Κ., Ε.Κ.Α.Ε)............................................................................9

Δ΄ Η ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ...........................................10


1. Η ΠΡΩΤΗ ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ (Μ. ΒΡΕΤΑΝΙΑ, ΔΑΝΙΑ, ΙΡΛΑΝΔΙΑ)..10
2. Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΔΙΕΎΡΥΝΣΗ (ΕΛΛΑΔΑ).....................................13
3. Η ΠΛΗΡΗΣ ΕΝΤΑΞΗ ΚΑΙ Η ΕΠΙΦΥΛΑΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ
ΕΥΡΩΠΑΙΩΝ............................................................................14
4. Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ..................16
5. Η ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ........................17

ΕΠΙΛΟΓΟΣ..................................................................................18
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ο απόηχος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξε η αφορμή για να δημιουργηθεί ένα


νέο κλίμα για την ανάπτυξη μιας ουσιαστικής διακρατικής συνεργασίας ανάμεσα στις
ευρωπαϊκές χώρες. Η ανάγκη αυτή υπαγορευόταν από το νέο διεθνές, αλλά και
ευρωπαϊκό πολιτικό τοπίο, που είχε διαμορφωθεί από τα γεγονότα του Β΄
Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ είχαν αναδειχθεί σε νέες υπερδυνάμεις και τα ευρωπαϊκά
κράτη είχαν υποστεί πολλά πλήγματα, που είχαν μειώσει αισθητά τη δύναμη τους.
Συνεπώς, η κατάρρευση της ισχύος του «εθνικού κράτους» είχε ως αποτέλεσμα να
μην μπορεί από μόνο του ένα κράτος να εγγυηθεί εσωτερική ασφάλεια, διεθνή
σταθερότητα και ανάπτυξη. Παράλληλα με τις νέες επιταγές διεθνοποίησης της
οικονομίας, είχε δημιουργηθεί επίσης και η ανάγκη κινητικότητας της εργασίας, κάτι
που θα μπορούσε κυρίως να επιτευχθεί σε εθνικό επίπεδο. Επιπλέον, κρινόταν
αναγκαίο να περιοριστεί η κυριαρχία της Γερμανίας, που είχε οδηγήσει με τις
επίμαχες ενέργειες της στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο ρόλος αυτής της χώρας έπρεπε
να τεθεί σε νέες βάσεις.
Οι κατοπινές εξελίξεις , όπως ο ψυχρός πόλεμος (1947-1989), δηλαδή η ιδεολογική,
γεωπολιτική και οικονομική αντιπαράθεση ΗΠΑ ΕΣΣΔ, η πτώση του τείχους του
Βερολίνου (1989), που σήμαινε την ενοποίηση Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας,
και λίγο αργότερα η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ (κομουνιστικά καθεστώτα)
και η διάλυση της ΕΣΣΔ, υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες ου ενίσχυσαν την
ανάγκη για ευρωπαϊκή ενοποίηση.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, υπήρξε ένα πολύ σημαντικό βήμα στην ιστορία
της χώρας. Οι προσπάθειες για ένταξη ξεκίνησαν ουσιαστικά τον Ιούνιο του 1959 με
την υποβολή αίτησης για σύνδεση με την ΕΟΚ. Έτσι τον Ιούνιο του 1961 η
συμφωνία σύνδεσης, οι διαδικασίες όμως αναστάλθηκαν, καθώς συνέπεσαν χρονικά
με την επταετή ελληνική δικτατορία (1967- 1974). Μετά την πτώση της δικτατορίας
και με πρωθυπουργό πλέον τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τέθηκαν σε εφαρμογή
συντονισμένες ενέργειες προς μια πλήρη ενσωμάτωση της Ελλάδας στην ΕΟΚ με την
κατάθεση αίτησης πλήρους ένταξης στις 12 Ιουνίου 1975.
Ενώ αρχικά εκδηλώθηκαν ορισμένες επιφυλάξεις εκ μέρους της ΕΟΚ και
προτάθηκε μια προενταξιακή περίοδος για την Ελλάδα, με την καίρια παρέμβαση του
πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή επιτεύχθηκε τελικά η κύρωση της Πράξης
Προσχώρησης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα στις 28 Ιουνίου 1979, η
οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1981.

Α΄ ΟΙ ΠΡΟΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ


ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ (Ε.Ο.Κ)

1. ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ


(ΟΕΟΣ)

Οι πρώτες προσπάθειες ενοποίησης, όπως προαναφέραμε, αρχίζουν μετά το τέλος


του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν τα κράτη της Ευρώπης βρέθηκαν αντιμέτωπα με
την ανάγκη να ανοικοδομήσουν και να αναζωογονήσουν τις κατεστραμμένες εθνικές
οικονομίες τους. Το Σχέδιο Μάρσαλ και η οικονομική βοήθεια που δόθηκε από τις
ΗΠΑ, δημιούργησε την ανάγκη για την ίδρυση του οργανισμού της Ευρωπαϊκής
Οικονομικής Συνεργασίας (ΟΕΟΣ), που θα είχε ως κύριο έργο του την επεξεργασία
ενός υπερεθνικού σχεδίου οικονομικής ανάπτυξης. Κύριος στόχος του νεοσύστατου
αυτού οργανισμού ήταν η ανάπτυξη κοινής οικονομικής πολιτικής και η επίτευξη
μιας υγιούς ευρωπαϊκής οικονομίας μέσω της συνεργασίας των μελών της. Ο ΟΕΟΣ
παραχώρησε αργότερα τη θέση του στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και
Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) τον οποίο μπορούν να απαρτίζουν και μη Ευρωπαϊκές χώρες.1
Μέσω του ΟΕΟΣ διοχετεύτηκαν στο διάστημα 1948 -1951 προς τα μέλη του
Οργανισμού κεφάλαια συνολικού ύψους 12,3 δισ. δολάρια, από τα οποία τα 9,3 ήταν
δωρεάν οικονομική βοήθεια. Στα πλαίσια αυτού του οργανισμού ιδρύθηκε στις 19
Σεπτεμβρίου 1950 η Ευρωπαϊκή Ένωση Πληρωμών για τη διευκόλυνση των
πληρωμών μεταξύ των Κεντρικών Τραπεζών των κρατών - μελών (σύστημα
συμψηφισμού μέσω της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών) και τη δημιουργία των
προϋποθέσεων για την εισαγωγή της ελεύθερης μετατρεψιμότητας των νομισμάτων.
1
N. Nugent, «Πολιτική και διακυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση», Αθήνα, 2004, σ. 52
Η πρώτη, λοιπόν, κίνηση ιδεών υπέρ της ενότητας των δυτικοευρωπαϊκών κρατών
δημιουργήθηκε μέσα σε αυτό το πλαίσιο, όπως απαιτούσε το κλίμα του ψυχρού
πολέμου, σε
μια Ευρώπη χωρισμένη σε δύο στρατόπεδα.2

2. ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΑΝΘΡΑΚΑ ΚΑΙ ΧΑΛΥΒΑ (Ε.Κ.Α.Χ.)

Ο οργανισμός όμως που έθεσε τις βάσεις για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και
θεωρείται προπομπός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη μορφή που έχει σήμερα, είναι η
Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (Ε.Κ.Α.Χ.). Αρχιτέκτονας του
ευρωπαϊκού αυτού οικοδομήματος θεωρείται ο Γάλλος πολιτικός Ρομπέρ Σουμάν,
διαπρεπής νομικός και υπουργός Εξωτερικών από το 1948 έως το 1952. Σε
συνεργασία με τον οικονομικό και πολιτικό σύμβουλο Ζαν Μονέ συνέταξαν το
παγκοσμίως γνωστό «σχέδιο Σουμάν» το οποίο δημοσιεύθηκε στις 9 Μαΐου 1950,
ημερομηνία που αναγράφεται πλέον στη ληξιαρχική πράξη γέννησης της Ευρωπαϊκής
Ένωσης.
Το «σχέδιο Σουμάν» αφορούσε ουσιαστικά την συγχώνευση της βαριάς βιομηχανίας
της Δυτικής Ευρώπης. Βασικός άξονας του σχεδίου, ήταν να τεθεί το σύνολο της
γαλλογερμανικής παραγωγής άνθρακα και χάλυβα υπό τη διαχείριση μιας Ανώτατης
Αρχής3.
Το σκεπτικό ήταν ότι η από κοινού παραγωγή των πόρων αυτών από τις δύο
ισχυρότερες χώρες της ηπείρου θα μπορούσε να αποτρέψει έναν νέο πόλεμο στο
μέλλον. Η συνεργασία θα έπρεπε να σχεδιαστεί έτσι ώστε να δημιουργήσει κοινά
συμφέροντα μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, τα οποία θα οδηγούσαν σε σταδιακή
πολιτική ολοκλήρωση, απαραίτητη προϋπόθεση για ειρηνικές σχέσεις μεταξύ τους.
Τα λόγια του βρήκαν ευήκοα ώτα, αφού ο Γερμανός Καγκελάριος Αντενάουερ έδωσε
γρήγορα θετική απάντηση, όπως και οι κυβερνήσεις των Κάτω Χωρών, του Βελγίου,
της Ιταλίας και του Λουξεμβούργου.4
Σε λόγο που εκφώνησε ο Σουμάν στις 9 Μαΐου 1950, δίνοντας στη δημοσιότητα το
σχέδιο του μεταξύ άλλων τόνιζε: «Η συσπείρωση των ευρωπαϊκών κρατών απαιτεί να

2
Θ. Χριστοδουλίδης, «Από την ευρωπαϊκή ιδέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ιστορική διάσταση του
Ευρωπαϊκού εγχειρήματος 1923-2004», Αθήνα, 2001, σελ. 39
3
Ρομπέρ Σουμάν, Ο αρχιτέκτονας του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, https://europa.eu/european-
union/about-eu/history/founding-fathers_el#box_8, 19/1/2019
4
εξαλειφθεί η προαιώνια αντίθεση μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας(…). Η από κοινού
διαχείριση της παραγωγής του άνθρακα και χάλυβα θα εξασφαλίσει άμεσα την
εγκατάσταση κοινών βάσεων οικονομικής ανάπτυξης, πρώτου σταδίου της
Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας και θα αλλάξει την μοίρα περιοχών, οι οποίες από μακρού
προορίζονται για την κατασκευή πολεμικών όπλων, υπήρξαν δε και τα πιο σταθερά
θύματα των τελευταίων(…). Η αλληλεγγύη που θα δημιουργηθεί στην παραγωγή θα
καταδείξει ότι κάθε πόλεμος μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας καθίσταται όχι μόνον
αδιανόητος αλλά και υλικά αδύνατος.»
Την 24η Ιουνίου 1950 άρχισαν οι διαπραγματεύσεις και την 18η Απριλίου 1951
υπεγράφη από τις έξι χώρες στο Παρίσι, η Συνθήκη με την οποία ιδρύθηκε η
Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (Ε.Κ.Α.Χ.). Παρόλο που η πρώτη αυτή
κοινοπραξία μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών δεν κατόρθωσε να εκπληρώσει στο
ακέραιο τους σκοπούς της ίδρυσης της, πέτυχε μέσω των νεοσύστατων θεσμών και
δομών της να δημιουργήσει μια σημαντικότατη παράδοση συνεργασίας και κοινής
διοίκησης στον χώρο της Ευρώπης.

Β΄ Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ Ε.Ο.Κ

Οι προσπάθειές του Σουμάν όμως, δεν σταμάτησαν εκεί. Ήταν μέγας υπέρμαχος της
περαιτέρω ολοκλήρωσης μέσω της δημιουργίας μιας Ευρωπαϊκής Αμυντικής
Κοινότητας, πρόταση η οποία ωστόσο γρήγορα απορρίφθηκε. Στα τέλη του 1954,
μετά την απόρριψη της πρότασης για τον ευρωπαϊκό στρατό από το γαλλικό
κοινοβούλιο, μικρές ομάδες πιστών στην περαιτέρω ευρωπαϊκή ενοποίηση, με τον
Ζαν Μονέ και τους οπαδούς του στην πρώτη γραμμή, ανακινούν το σχέδιο της
ευρωπαϊκής κοινότητας από κοινού με τους ηγέτες της Μπενελούξ (Ολλανδία,
Βέλγιο, Λουξεμβούργο), ξεκινώντας από το ειδικότερο πρόβλημα της οικονομικής
ολοκλήρωσης.
Δύο διαφορετικές πρωτοβουλίες διασταυρώνονται το 1955 για την προώθηση της
κοινοτικής ιδέας. Η πρώτη έχει τις ρίζες της σε κύκλους τεχνοκρατών, για τους
οποίους η πιο πρόσφορη διαδικασία είναι η θέσπιση ενός κλαδικού πλαισίου, είτε
μέσω της ΕΚΑΧ είτε με την επέκταση των αρμοδιοτήτων της στην ενέργεια και τις
μεταφορές. Μεταξύ των ομάδων και των προσωπικοτήτων που κινούνται σε αυτή τη
κατεύθυνση είναι ο Ζαν Μονέ και το επιτελείο του, αλλά και άλλοι τεχνοκράτες με
όραμα, όπως ο Λουί Αρμάντ, πρόεδρος των γαλλικών σιδηροδρόμων, και οι
επικεφαλείς της Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας. Είναι η εποχή του μεγάλου
ενθουσιασμού για την ατομική ενέργεια και ιδιαίτερα την ειρηνική της χρήση, την
οποία θεωρούσαν πανάκεια για την ενεργειακή κρίση που έμοιαζε να απειλεί την
Ευρώπη. Η ιδέα που διαδίδεται ταχύτατα μετά την αποτυχία της Ευρωπαϊκής
Αμυντικής Κοινότητας (ΕΑΚ), κυρίως στη Γαλλία όπου η πτώση της κυβέρνησης
Μαντές- Φρανς στις αρχές του 1955 και η ανάληψη της εξουσίας από τον Έντγκαρ
Φωρ μοιάζει να ευνοεί την αλλαγή νοοτροπίας, είναι πως το άτομο πρέπει να γίνει ο
μοχλός της ευρωπαϊκής ανόρθωσης5.
Η δεύτερη πρωτοβουλία αφορά τον καταρτισμό ενός σφαιρικού σχεδίου για μια
ευρύτερη Κοινή Αγορά. Ξεκινάει από τον υπουργό Οικονομικών της δυτικής
Γερμανίας Λούντβιχ Έραρντ, που ως γνήσιος Φιλελεύθερος οραματίζεται τον
περιορισμό των εμποδίων στις διεθνής ανταλλαγές. Η πρόταση αυτή υποστηρίζεται
από ιθύνοντες κύκλους της Ολλανδίας και τον Βέλγο διατελέσαντα υπουργό
Εξωτερικών και Πρωθυπουργό των μεταπολεμικών κυβερνήσεων Σπάακ, ανθρώπους
που ευνοούν μια σφαιρική οικονομική ενοποίηση με υπερεθνική δομή.
Στις αρχές του 1955 άρχισαν οι επαφές ανάμεσα στους εκπροσώπους των δυο
κυρίαρχων τάσεων, όπου ο Μονέ και ο Σπάακ αφιερώνουν όλες τους τις δυνάμεις
στην προσέγγιση των διαφόρων απόψεων και τη συμφιλίωση της σφαιρικής με την
κλαδική αντίληψη. Η Γαλλία διατηρεί ακόμα τους ισχυρότερους ενδοιασμούς, ενώ ο
Φωρ, στην κυβέρνηση του οποίου μετέχουν και γκωλικοί υπουργοί, βλέπει ευνοϊκά
μια πρωτοβουλία στον τομέα των μεταφορών και της ενέργειας, αλλά όχι
αναγκαστικά με τη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της ΕΚΑΧ.
Αντίθετα, ο πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου Μπεκ και ο υπουργός Εξωτερικών
της Ολλανδίας Μπάιεν υποδέχονται με ζωηρό ενθουσιασμό το σχέδιο Σπάακ. Πιο
επιφυλακτικός, ο Γερμανός Καγκελάριος Αντενάουερ, θα συνταχθεί με τις προτάσεις
του Βέλγου υπουργού μετά την κύρωση των συμφωνιών του Παρισιού, όπως και ο
Ιταλός Μαρτίνο.
Τέλος, στις 9 Μαΐου 1955 η Συνέλευση της ΕΚΑΧ ψηφίζει ομόφωνα τη συνέχιση
της ευρωπαϊκής οικοδόμησης, προκρίνοντας τόσο τα σχέδια της κλαδικής
ενοποίησης, όσο και το πιο φιλόδοξο πρόγραμμα των εκπροσώπων της Μπενελούξ
και της Γερμανίας. Στις 3 Ιουνίου, οι υπουργοί Εξωτερικών των έξι χωρών υιοθετούν

5
Sierge Berstein-Pierre Milza, «Ιστορία της Ευρώπης, Διάσπαση και ανοικοδόμηση της Ευρώπης 1919
έως σήμερα», Αθήνα 1997, σ. 208
στη Συνδιάσκεψη της Μεσσήνης μια απόφαση όπου τονίζεται η κοινή επιθυμία των
χωρών τους «να εισέλθουν σε νέο στάδιο».6 Αποφάσισαν τη σύσταση μιας επιτροπής
εμπειρογνωμόνων υπό τη προεδρία του Βέλγου υπουργού Εξωτερικών Σπάακ, με την
εντολή να προετοιμάσουν σχετική έκθεση.
Την 29η Μαΐου 1956 συνήλθε η Διάσκεψη της Βενετίας κατά την οποία οι
Υπουργοί Εξωτερικών των έξι χωρών - μελών της Ε.Κ.Α.Χ. ενέκριναν, κατ’ αρχήν
τις προτάσεις της Επιτροπής Σπάακ και αποφάσισαν να προχωρήσουν αμέσως στις
αναγκαίες διαπραγματεύσεις για τη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Κοινότητας
Ατομικής Ενέργειας και μιας Οικονομικής Κοινότητας. Η Μεγάλη Βρετανία, οι οποία
είχε κληθεί και πάλι στις διαπραγματεύσεις δημιουργίας των δύο νέων Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων αρνήθηκε να συμμετάσχει. Εν τω μεταξύ είχε υπογράψει την 21η
Δεκεμβρίου 1954 Συμφωνία Συνδέσεως με την Ε.Κ.Α.Χ.
Την 26η Ιουνίου 1956, άρχισαν οι διαπραγματεύσεις υπό την προεδρία του
Σπάακ. Οι διαπραγματεύσεις ήταν δύσκολες. Η Γαλλία και η Ιταλία με πολλούς
δισταγμούς προχωρούσαν προς τη δημιουργία μιας ελεύθερης αγοράς στα
βιομηχανικά προϊόντα, φοβούμενες τον ανταγωνισμό της γερμανικής βιομηχανίας.
Επιπλέον, η μεν Γαλλία ζητούσε να περιληφθεί και η Κοινή Αγροτική Πολιτική και η
προστασία στον κοινωνικό τομέα, ενώ η Γερμανία δεν δεχόταν ευνοϊκά την Κοινή
Αγροτική Πολιτική και η Ιταλία ζητούσε ελευθερία κυκλοφορίας των εργαζομένων
και προστασία και οικονομική ενίσχυση του καθυστερημένου Νότου, πολιτική την
οποία ζητούσε και η Γαλλία για τις κτήσεις της στην Αφρική.
Η Επιτροπή Σπάακ εργάστηκε με ταχύτητα και αποδοτικά. Υιοθέτησε
συμβιβαστικές λύσεις και μεταβατικές ρυθμίσεις και, σε λιγότερο από ένα χρόνο, οι
έξι χώρες κατέληξαν σε συμφωνία. Την 25η Μαρτίου 1957, υπογράφτηκαν στο
Καπιτώλιο της Ρώμης δύο νέες Συνθήκες, η μία περί ιδρύσεως της «Ευρωπαϊκής
Οικονομικής Κοινότητας» (Ε.Ο.Κ.) και η άλλη περί ιδρύσεως της «Ευρωπαϊκής
Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας» (Ε.Κ.Α.Ε.). Οι δύο νέες συνθήκες τέθηκαν σε ισχύ
την 1η Ιανουάριου 1958 και μαζί με τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της «Ευρωπαϊκής
Κοινότητας Άνθρακος και Χάλυβος» (Ε.Κ.Α.Χ.) αποτέλεσαν τον Καταστατικό
Χάρτη των τριών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Από το φθινόπωρο του 1955 έως τις αρχές του 1957 αρκετοί παράγοντες
επιταχύνουν τη συγκρότηση της νέας κοινότητας. Καίριο ρόλο παίζουν οι
προσπάθειες της Επιτροπής Δράσης για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης του
6
Στο ίδιο, σ. 209
Μονέ, όπου μετέχουν ευρωπαϊκές προσωπικότητες από διάφορους πολιτικούς
χώρους- σοσιαλδημοκράτες, χριστιανοδημοκράτες και φιλελεύθεροι-, ικανοί να
διαφωτίσουν τόσο τις κυβερνήσεις όσο και την κοινή γνώμη. Επίσης, μετά τη
συνάντηση της Μεσσήνης αφυπνίζονται πολλά φιλευρωπαϊκά κινήματα ανενεργά ως
τότε, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση Φεντεραλιστών, η Ευρωπαϊκή Φεντεραλιστική
Δράση και ο Οργανισμός Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας.
Παράλληλα, δραστηριοποιούνται αξιωματούχοι και πολιτικοί που εκφράζουν τις
ίδιες τάσεις. Έτσι, στη Γαλλία η νίκη του «Δημοκρατικού Μετώπου» στις αρχές του
1956 και η κάμψη των γκωλικών, επιτρέπουν τον σχηματισμό φιλευρωπαϊκής
πλειοψηφίας, στην οποία μετέχουν σοσιαλιστές, ριζοσπάστες, χριστιανοδημοκράτες
και ανεξάρτητοι όλων των δυνατών αποχρώσεων, με μόνο κοινό σημείο την πίστη
στην ανάγκη της ευρωπαϊκής οικοδόμησης.
Άλλος παράγοντας που επισπεύδει τις διαδικασίες είναι το κλίμα των διεθνών
σχέσεων, που χαρακτηρίζεται το 1956 από την επιστροφή στον Ψυχρό Πόλεμο. Τα
γεγονότα της Ουγγαρίας και κυρίως η κρίση του Σουέζ, που κατέδειξε στους
Ευρωπαίους την ενεργειακή τους εξάρτηση, τους επανέφεραν στην αντίληψη ότι
μόνο μια ενωμένη Ευρώπη θα μπορούσε να έχει «δυνατή φωνή» στον διεθνή στίβο.
Σε αντίθεση με την ΕΚΑΧ, οι δύο νέες κοινότητες δεν λειτουργούν σε υπερεθνική
βάση. Το Κοινοβούλιο, που απαρτίζεται από αντιπροσώπους των εθνικών
κοινοβουλίων, έχει μόνο συμβουλευτικές αρμοδιότητες, ενώ η Επιτροπή των
Βρυξελλών εισάγει και εκτελεί αποφάσεις. Οι τελευταίες λαμβάνονται από το
Συμβούλιο των Υπουργών, όπου ακολουθείται η αρχή της ομοφωνίας.

Γ΄ Η ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΣΕ ΜΙΑ


(Ε.Κ.Α.Χ., Ε.Ο.Κ., Ε.Κ.Α.Ε)

Το 1965 υπογράφηκε στις Βρυξέλλες η συνθήκη συγχώνευσης των εκτελεστικών


οργάνων των τριών κοινοτήτων (Ε.Κ.Α.Χ., Ε.Ο.Κ., Ε.Κ.Α.Ε.), η οποία αρχίζει να
ισχύει στις 1 Ιουλίου 1967. Το ίδιο έτος διεξάγεται στη Ρώμη η διάσκεψη κορυφής
για τον εορτασμό της 10ης επετείου από την υπογραφή των συνθηκών Ε.Ο.Κ. και
Ε.Κ.Α.Ε. Οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων εκφράζουν τη πρόθεσή του να θέσουν
σε ισχύ τη συνθήκη συγχώνευσης των οργάνων των τριών κοινοτήτων την 1η
Ιουλίου.
Στο εξής οι ευρωπαϊκές κοινότητες θα έχουν ενιαία επιτροπή και ενιαίο συμβούλιο.
Ωστόσο, θα εξακολουθούν να δρουν σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τη κάθε
μία από αυτές τις κοινότητες. Η Συνθήκη της Ρώμης προέβλεπε μεταβατική περίοδο
δώδεκα ετών για τη σταδιακή κατάργηση των τελωνιακών φραγμών μεταξύ των
κρατών- μελών και την υιοθέτηση κοινού εξωτερικού δασμολογίου, ωστόσο, ο
στόχος υλοποιείται ήδη τον Ιούλιο του 1968.
Στα 1963 η Κοινότητα συνάπτει με τις πρώην βελγικές και γαλλικές κτήσεις τη
συμφωνία του Γιαουντέ, η οποία επιτρέπει την ατελή εισαγωγή εμπορευμάτων από τα
ενδιαφερόμενα αφρικανικά κράτη και τη Μαγαδασκάρη. Μετά το 1961 κυρώθηκαν
αρκετές εμπορικές συμφωνίες με διάφορα κράτη της Μεσογείου. Το άνοιγμα του
εμπορίου συμπίπτει με την άνθηση της βιομηχανίας και τη ραγδαία ανάπτυξη, που
οφείλονται οπωσδήποτε σε άλλες παραμέτρους, πήραν ωστόσο μεγάλη ώθηση χάρη
στην ύπαρξη της Κοινής Αγοράς.

Δ΄ Η ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

1. Η ΠΡΩΤΗ ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ (Μ. ΒΡΕΤΑΝΙΑ, ΔΑΝΙΑ, ΙΡΛΑΝΔΙΑ)

Η αποκλιμάκωση των διεθνών σχέσεων που αρχίζει μετά την κρίση της Κούβας,
καθίσταται έκδηλη στα χρόνια 1965-1966 και στα τέλη της δεκαετίας μεταβάλλεται
σε αληθινή διαδικασία «εξομάλυνσης», η οποία κορυφώνεται στα χρόνια 1972-1973.
Αν και αφορά πρωτίστως τις σχέσεις μεταξύ των υπερδυνάμεων, που ωστόσο
εξακολουθούν τις αντιπαραθέσεις στον ιδεολογικό τομέα και τις περιφερειακές
συγκρούσεις (Βιετνάμ, Μέση Ανατολή), η εξομάλυνση επιδρά άμεσα στην εξέλιξη
της Ευρώπης και στο κλίμα που περιβάλλει την έντονη οικονομική ανάπτυξη της
περιόδου. Η ευημερία, ο αχαλίνωτος καταναλωτισμός και η απομάκρυνση της
απειλής του πολέμου επιτρέπουν στους Ευρωπαίους να επιδοθούν στη διεύρυνση των
δραστηριοτήτων τους, στις οποίες εντάσσονται και οι διαπραγματεύσεις που
καταλήγουν το 1972 στην ένταξη ακόμα τριών κρατών στην Κοινή Αγορά.
Η πρώτη αίτηση για προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα από τις
προαναφερθείσες χώρες έγινε το 1961. Σε αυτές προστέθηκε η Νορβηγία με αίτηση
της το 1962. Η υποβολή ένταξης προσχώρησης από πλευράς Μ. Βρετανίας αποτελεί
μείζονος σημασίας γεγονός και αντανακλά την δυναμική της νεοσύστατης, τότε,
κοινότητας, καθότι η χώρα αυτή όχι μόνο είχε αρνηθεί να συμμετάσχει στο αρχικό
στάδιο δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αλλά είχε δραστήρια αναμειχθεί
στη δημιουργία της «αντίπαλης» Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών
(ΕΖΕΣ) με τη Σύμβαση της Στοκχόλμης το 1960.
Ο σημαντικότερος λόγος για την απόφαση της Μεγάλης Βρετανίας να επιδιώξει την
ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ίσως βρίσκεται στο γεγονός ότι παρά τις
αρχικές εκτιμήσεις της Βρετανίας, η ΕΟΚ έδειξε δείγματα επιτυχούς πορείας, πράγμα
που ανάγκασε το Λονδίνο να αναθεωρήσει τη στάση του ως προς τη θέση της χώρας
στο ενοποιημένο ευρωπαϊκό σύνολο, χωρίς ωστόσο να αναθεωρήσει και τη βασική
ιδεολογική προσέγγιση προς το φαινόμενο της ενοποίησης. 7 Συνεπώς, η πορεία
εισδοχής του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΟΚ είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα,
εξεταζόμενη από την πλευρά της πολιτικής αντίθεσης με τη Γαλλία και κυρίως από
την αρχική της αντίθεση στον κυρίαρχο ευρωπαϊκό θεσμό.8
Η πρώτη αίτηση εισδοχής της Μ. Βρετανίας στην ΕΟΚ έλαβε χώρα, όπως
προαναφέρθηκε, το 1961, επί πρωθυπουργίας H. Macmillan, άλλα το 1963 ο τότε
πρόεδρος της Γαλλίας, στρατηγός De Gaulle, άσκησε βέτο, με αποτέλεσμα να θέσει
τέρμα στη σχετική διαπραγμάτευση. Η βασική αιτία της απροθυμίας του Γάλλου
προέδρου για την εισδοχή της Βρετανίας, ήταν η πολιτική που ακολουθούσε ως προς
μια Ευρώπη ανεξάρτητη του ΝΑΤΟ, πολιτική που απεμπολούσε το Λονδίνο.
Η δεύτερη αίτηση της Μ. Βρετανίας υπεβλήθη από τον H. Wilson, τον τότε
πρωθυπουργό της χώρας, το 1966. Όμως και πάλι η Γαλλία αρνήθηκε την ένταξη του
Ηνωμένου Βασιλείου. Η Τρίτη και αποφασιστική αίτηση υπεβλήθη από την Βρετανία
μαζί με τη Δανία, την Ιρλανδία και τη Νορβηγία, το Μάϊο του 1967. Τότε η
κοινότητα είχε ήδη προχωρήσει αισθητά στην οικοδόμηση της θεσμικής της
ταυτότητας και στην επίσημη επικύρωση βασικών αρχών της σχετικά με την
ενοποίηση της Κοινής Αγοράς και την εμβάθυνση και διεύρυνση της.
Προς αυτή την κατεύθυνση συνέβαλλε αποφασιστικά και η παραίτηση του
στρατηγού Ντε Γκωλ από το προεδρικό αξίωμα και η εκλογή του Ζωρζ Πομπιντού.
Εκεί που ο Ντε Γκωλ θεωρούσε την ενωμένη Ευρώπη απλή πιθανότητα και μάλιστα
εργαλείο των γαλλικών φιλοδοξιών –πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και η άρνηση του
στην προσχώρηση της Μ. Βρετανίας-, ο παλιός πρωθυπουργός του πιστεύει θερμά
7
Π. Κ. Ιωακειμίδης, «Η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης», στο: Η ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, οργάνωση και πολιτικές 50 χρόνια (Επιμ. Ν. Μαραβέγιας- Ν. Τσινιζέλης ), Αθήνα 1999, σ. 192
8
Ε. Ι. Καραφωτάκης, «Οι διευρύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης», στο: Νέα Ευρωπαϊκή Ένωση,
οργάνωση και πολιτικές 50 χρόνια (Επιμ. Ν. Μαραβέγιας- Ν. Τσινιζέλης), Αθήνα 2016, σ. 784
στην ανάγκη της ευρωπαϊκής οικοδόμησης και αντιλαμβάνεται ότι η σύσφιξη των
δεσμών μεταξύ των μελών εξαρτάται κατά παράδοξο τρόπο από τη διεύρυνση της
Κοινότητας, και ιδίως από την προσχώρηση της Μ. Βρετανίας9.
Επιπλέον, η πολιτική του Πομπιντού έχει ήδη προδιαγραφεί από τις δεσμεύσεις που
ανέλαβε κατά την προεκλογική του εκστρατεία , προκειμένου να μην υστερήσει από
τον χριστιανοδημοκράτη αντίπαλο του Αλαίν Ποέρ, γνήσιο ευρωπαϊστή και πρώην
συνεργάτη του Ρομπέρ Σουμάν. Η επιλογή του Ζακ Σαμπάν- Ντελμάς για την
πρωθυπουργία και του Μωρίς Σουμάν ως υπουργού των Εξωτερικών, δυο γκωλικών
που ωστόσο ευνοούσαν τη διεύρυνση και η συμμετοχή στην κυβέρνηση τεσσάρων
μελών της Επιτροπής Δράσης του Ζαν Μονέ επιβεβαιώνουν τις προθέσεις του νέου
προέδρου.
Οι διαβουλεύσεις με τις υποψήφιες χώρες αρχίζουν τον Ιούλιο του 1970 και
καταλήγουν στην υπογραφή της ένταξης τους στις 22 Ιανουαρίου 1972 στις
Βρυξέλλες. Η πρώτη ενταξιακή διαπραγμάτευση που οδήγησε στην Κοινότητα των
εννέα κρατών-μελών, διαμόρφωσε ορισμένες βασικές αρχές που κατά κάποιο τρόπο
ίσχυσαν και για τις μεταγενέστερες διαπραγματεύσεις.
Ανάμεσα στις αρχές αυτές περιλαμβάνεται η αποδοχή του «κοινοτικού κεκτημένου»
από τις υποψήφιες για ένταξη χώρες, δηλαδή η αποδοχή του συνόλου του δικαίου
των πολιτικών και σχέσεων που έχει δημιουργήσει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα και της
αρχής ότι το καταστατικό και θεσμικό πλαίσιο της Κοινότητας δεν τροποποιείται για
την αποδοχή νέων μελών, απλώς επέρχονται ορισμένες τεχνικές προσαρμογές στους
θεσμούς10. Τέλος, ορίζονταν μια μεταβατική περίοδος πέντε ετών για τις αναγκαίες
προσαρμογές.
Η συνθήκη επικυρώνεται με αρκετά μεγάλη πλειοψηφία στη Μ. Βρετανία όπου η
ένωση εξαρτάται μόνο από την ψήφο της Βουλής των Κοινοτήτων. Στην Ιρλανδία και
τη Δανία διεξάγονται δημοψηφίσματα με το «ναι» να τυγχάνει ευρείας αποδοχής.
Αντίθετα στη Νορβηγία, η σύμπραξη άκρας αριστεράς και μέρους της αριστεράς που
αντιτίθεται στην Ευρώπη «του μεγάλου κεφαλαίου» με φιλοπαραδοσιακές και
εθνικιστικές δυνάμεις είχε ως αποτέλεσμα να απορριφθεί αναπάντεχα η ένταξη της
χώρας στην ΕΟΚ.
Έτσι η Κοινότητα των Έξι γίνεται επίσημα από την 1 η Ιανουαρίου 1973 «Ευρώπη
των Εννέα». Δεν είναι πια η «Μικρή Ευρώπη» που χλεύαζαν οι οπαδοί μιας

9
Sierge Berstein- Pierre Milza, ό, π., σ. 221
10
Π. Κ. Ιωακειμίδης, ό, π., σ. 193
ευρύτερης ζώνης ελεύθερων συναλλαγών αλλά ένα συγκρότημα πρώτου μεγέθους, με
πληθυσμό μεγαλύτερο από τις ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, με δικό της το 1/3 των παγκόσμιων
συναλλαγών και τη δεύτερη σε δυναμικότητα βιομηχανία στον κόσμο.
Από γεωπολιτική σκοπιά η ΕΟΚ είναι προς το παρόν μια δύναμη ιδεατή, αλλά η
πολιτική της ενοποίηση, η υιοθέτηση κοινού νομίσματος και η ανάληψη της ευθύνης
της άμυνας της υπόσχονται ακόμα πολλές δυνατότητες για διεθνής παρεμβάσεις. Η
συνάντηση κορυφής των Εννέα τον Οκτώβριο του 1972 στο Παρίσι, εμφανίζεται
πολύ φιλόδοξη σε αυτά τα θέματα. Θέτει στα 1980 το όριο της «οικονομικής και
νομισματικής ένωσης» και προβλέπει, αν και αρκετά αόριστα, τη συγκρότηση της
«Ενωμένης Ευρώπης» πριν από το τέλος της δεκαετίας. Ωστόσο, η παγκόσμια κρίση
του 1973-1974 αναβάλλει επ’ αόριστον και τους δυο αυτούς στόχους.

2. Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΔΙΕΎΡΥΝΣΗ (ΕΛΛΑΔΑ)

Η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα που είχε αποτελέσει συνδεδεμένο μέλος της
Κοινότητας με τη Συμφωνία Σύνδεσης των Αθηνών της 9 ης Ιουλίου 1961. Οι «έξι»
δέχθηκαν το ελληνικό αίτημα για σύνδεση παρά το γεγονός ότι η χώρα ήταν λιγότερο
ανεπτυγμένη και είχε χάσει χρόνο και πόρους με τον μακροχρόνιο εμφύλιο 11.
Πρυτάνευσαν γεωπολιτικοί μάλλον παρά οικονομικοί λόγοι, καθώς ο Ψυχρός
Πόλεμος βρισκόταν τότε σε πλήρη εξέλιξη. Ρόλο στη θετική έκβαση των
διαπραγματεύσεων πρέπει να έπαιξε και η γενικότερη αισιοδοξία για τις προοπτικές
οικονομικής βελτίωσης τόσο χωρών όπως η Ελλάδα όσο και της ίδιας της Ευρώπης,
που ζούσε τη χρυσή εποχή υψηλών ρυθμών ανάπτυξης.
Της ελληνικής σύνδεσης είχε προηγηθεί σειρά ολόκληρων μέτρων που οι ιστορικοί
ονόμασαν «πρώτο εκσυγχρονισμό» της χώρας: περιέλαβε την υποτίμηση και μερική
ελευθέρωση του εμπορίου το 1953, τη δημοσιονομική ισορροπία (με στόχο τον
ισοσκελισμένο και όσο γινόταν πλεονασματικό τακτικό προϋπολογισμό), την
αναζήτηση επενδυτικών πόρων στο εξωτερικό για την υλοποίηση συγκεκριμένων
μεγάλων έργων, την ενθάρρυνση των αμέσων ξένων επενδύσεων, τη δημιουργία
θεσμών προγραμματισμού και άλλων αναπτυξιακών φορέων. Επομένως η Συμφωνία
Σύνδεσης μπορεί να θεωρηθεί το επιστέγασμα μιας διαδικασίας βαθμιαίας (αν και
ατελούς, όπως θα δούμε) προσαρμογής της χώρας στα ευρωπαϊκά δεδομένα.

11
Jean Lecerf, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Ενότητος, Αθήνα 1965, σ. 202
Η Συμφωνία Σύνδεσης ήταν η πρώτη του είδους της στην ιστορία της ευρωπαϊκής
ενοποίησης. Προέβλεπε ρητά ότι, εφόσον η Ελλάδα θα είναι σε θέση να αναλάβει
πλήρως τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής
Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ), «τα συμβαλλόμενα μέρη θα εξετάσουν τη
δυνατότητα προσχώρησης της Ελλάδας στην Κοινότητα». Ο κύριος ενδιάμεσος
στόχος ήταν να επιτευχθεί σταδιακά πλήρης τελωνειακή ένωση κατά τη διάρκεια μιας
μεταβατικής περιόδου που θα ολοκληρωνόταν σε 22 χρόνια.
Αυτό σήμαινε ότι θα καταργούνταν οι δασμοί στο ελληνοκοινοτικό εμπόριο και θα
εφαρμοζόταν το (χαμηλότερο) κοινό εξωτερικό δασμολόγιο έναντι τρίτων χωρών.
Όμως, μια ρήτρα ασφαλείας επέτρεπε στην Ελλάδα να επανεισάγει δασμούς μέσα σε
αυστηρά καθορισμένα όρια για να ενθαρρύνει νεοσύστατες βιομηχανίες, να
χρησιμοποιήσει δηλαδή τους δασμούς ως εργαλείο μιας εθνικής βιομηχανικής
πολιτικής. Επίσης, ειδικό πρωτόκολλο προέβλεπε χαμηλότοκα μακροπρόθεσμα
δάνεια που θα υπηρετούσαν αναπτυξιακούς στόχους.
Η συμφωνία κάλυπτε και άλλα θέματα που θεωρούνταν απαραίτητα για τη σταδιακή
ενσωμάτωση της ελληνικής οικονομίας στο κοινοτικό σύστημα (εναρμόνιση της
αγροτικής πολιτικής, τεχνική βοήθεια, κυκλοφορία προσώπων και υπηρεσιών) 12.
Ωστόσο, οι πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό της Ελλάδας με το πραξικόπημα των
Συνταγματαρχών και την εγκαθίδρυση της στρατιωτικής δικτατορίας (1967-1974),
πάγωσαν την ομαλή πορεία της πλήρους ένταξης της χώρας στους κόλπους της ΕΟΚ.

3. Η ΠΛΗΡΗΣ ΕΝΤΑΞΗ ΚΑΙ Η ΕΠΙΦΥΛΑΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ


ΕΥΡΩΠΑΙΩΝ

Ένα χρόνο μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, στις 12 Ιουνίου 1975, η
Ελλάδα υπέβαλλε αίτηση προσχώρησης στην Κοινότητα, βάση του σχετικού άρθρου
της Συνθήκης της ΕΟΚ (237). Η προοπτική της ελληνικής αίτησης αιφνιδίασε την
Κοινότητα, για την οποία δημιουργούσε μια σειρά οικονομικών, θεσμικών και
πολιτικών προκλήσεων. Η κατάσταση έγινε ακόμη πιο περίπλοκη λόγω της
συνδρομής ενός στοιχείου ασφαλείας, το οποίο δεν υφίστατο κατά την προηγούμενη
διεύρυνση. Το στοιχείο αυτό ανέκυψε όταν, στις 14 Αυγούστου 1974, η Ελλάδα
αποφάσισε να αποχωρήσει από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ λόγω της δεύτερης

12
Στο ίδιο, σ. 202-206
τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και καθώς ανέκυπτε το φάσμα ενός
ελληνοτουρκικού πολέμου.
Η παράλληλη πτώση των άλλων δύο νοτιοευρωπαϊκών δικτατοριών -της
Πορτογαλίας και της Ισπανίας- μαζί με την αναστάτωση που αντιμετώπιζε η Ιταλία
την ίδια περίοδο έθεταν το ενδεχόμενο αναδιατάξεων στην ευρωπαϊκή στρατηγική
σκακιέρα. Οι ανησυχίες για την εξελισσόμενη κρίση στη Νότια Ευρώπη ενισχύονταν
από την προοπτική της εισδοχής ενός νέου μέλους, του οποίου οι σχέσεις με την
Τουρκία, κρίσιμης σημασίας μέλος της νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ, ήταν εχθρικές. Η
ενδεχόμενη εισδοχή της Ελλάδας θα μπορούσε να διαταράξει την πολιτική της ίσης
απόστασης που προτιμούσε να διατηρήσει η Κοινότητα μεταξύ των δύο χωρών.
Εξάλλου, η Τουρκία δεν ήταν μόνο ένα κομβικό μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά και χώρα
που επίσης διέθετε συμφωνία Σύνδεσης με την Κοινότητα.
Η προσθήκη ενός νέου μέλους -η Ελλάδα ήταν η φτωχότερη χώρα που έως τότε είχε
κάνει ανάλογη αίτηση, ενώ διέθετε μια σχετικά αδύναμη οικονομία και δημόσια
διοίκηση- θα αποτελούσε πρόκληση για τους θεσμούς και τις διαδικασίες λήψης
αποφάσεων της Κοινότητας. Η διαδικασία θα συνεπαγόταν σημαντική μεταφορά
πόρων ώστε να διευκολυνθούν οι απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές στο μελλοντικό
μέλος. Επιπλέον, και ίσως πιο σημαντικό, δίνοντας το «πράσινο φως» στην ελληνική
αίτηση, οι Εννέα θα όφειλαν, παράλληλα, να αποδεχθούν την προοπτική μεγάλων
αλλαγών στην υφή της Κοινότητάς τους. Δεν ήταν απλώς ζήτημα αποδοχής μιας
μικρής χώρας, που θα είχε περιθωριακή επίπτωση στις οικονομικές και πολιτικές
ισορροπίες μέσα στην Κοινότητα.
Αντίθετα, μια θετική αντίδραση στο ελληνικό αίτημα σίγουρα θα προκαλούσε
ανάλογες αιτήσεις και άλλων χωρών: ένα ενδεχόμενο «ναι» στην Ελλάδα θα
καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολο για την Κοινότητα να πει «όχι» σε άλλες χώρες της
Νότιας Ευρώπης. Με τη σειρά της, η προοπτική μιας μεσογειακής διεύρυνσης θα
συνεπαγόταν ανεπιθύμητο ανταγωνισμό στον τομέα των αγροτικών προϊόντων και
μεγάλα βάρη στην Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ). Ουσιαστικά, μια μεσογειακή
διεύρυνση θα ανάγκαζε την Κοινότητα να προχωρήσει σε μια μεγάλης έκτασης
αναμόρφωση της ΚΑΠ, ώστε να απαλύνει τις γαλλικές και τις ιταλικές ανησυχίες
σχετικά με την ελληνική (αλλά, πολύ περισσότερο, με την ισπανική) γεωργική
παραγωγή.
Και για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, η ελληνική αίτηση ήρθε σε μια εποχή
βαριάς οικονομικής κρίσης. Η πετρελαϊκή κρίση του 1973 και η επακόλουθη
οικονομική ύφεση στη Δύση είχαν ήδη δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα για το
μοντέλο ανάπτυξης της Κοινότητας.

4. Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Η Ελλάδα προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα ως πλήρες μέλος το 1981. H


αίτηση για την πλήρη ένταξη, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, υποβλήθηκε τον Ιούνιο
του 1975 από τον τότε Πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή. Οι λόγοι που η
Ελλάδα επιθυμούσε την πλήρη ένταξη της της στους κόλπους των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων ήταν κυρίως πολιτικοί.
Από τα πλέον βασικά επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς ήταν πως η προσχώρηση
αυτή θα συνέβαλλε τα μέγιστα στην επίτευξη της πολιτικής σταθερότητας και την
εδραίωση δημοκρατικών πολιτικών θεσμών. Αναλυτικότερα, η εκτίμηση ήταν ότι η
θεσμική ένταξη στην Κοινότητα θα συμβάλλει αποφασιστικά στην εμπέδωση των
δημοκρατικών πολιτικών θεσμών, καθώς η ίδια η Κοινότητα, ως θεσμός δημοκρατικά
οργανωμένων κρατών- μελών θα ευεργετική επίπτωση προς αυτή την κατεύθυνση. 13
Δεν θα πρέπει επίσης να αγνοήσουμε πως βρισκόμαστε σε μια περίοδο μεγάλης
πολιτικής αναταραχής στη Νότια Ευρώπη -στην Ελλάδα, ειδικότερα, μια εποχή
έντονου αντιαμερικανισμού, που κυριαρχούσε στην πολιτική σκηνή τόσο πολύ ώστε
να επηρεάσει και την απόφαση για αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του
ΝΑΤΟ.
Με τη σειρά του βέβαια, αυτό έκανε τον κίνδυνο μιας αναγκαστικής αναθεώρησης
του προσανατολισμού της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής να φαίνεται ακόμη πιο
βάσιμος. Αυτή η «απειλή» παρέμεινε πάντοτε αποκλειστικά έμμεση: δεν εκφράστηκε
ποτέ ρητά, κάτι που έτεινε να υπογραμμίζει τη σημασία της. Έτσι, η Ελλάδα επεδίωξε
την ένταξη της προκειμένου να ενισχύσει τη θέση της στο διεθνές πολιτικό και
οικονομικό σύστημα και γενικότερα τις σχέσεις της με τη Δύση.
Τέλος, με την ένταξη της η Ελλάδα επεδίωξε να αποκτήσει τις προϋποθέσεις
(οικονομικούς πόρους, μεγάλη αγορά) για τον εκσυγχρονισμό του οικονομικού και
κοινωνικού της συστήματος. Το περιεχόμενο του εκσυγχρονισμού ήταν βεβαίως
οριοθετημένο ως πρότυπο εκδυτικισμού ή εξευρωπαϊσμού. Έτσι η επιλογή της
Ελλάδας να επιδιώξει την πλήρη θεσμική της ένταξη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα

13
Π. Κ. Ιωακειμίδης, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ελληνικό κράτος- Οι επιπτώσεις από την συμμετοχή στην
ενοποιητική διαδικασία, Αθήνα 1998, σ. 46
αντιπροσώπευε μια ιδιαίτερα σημαντική πράξη σε μια ιστορική διαδικασία για τον
εκσυγχρονισμό του ελληνικού πολιτικού και κοινωνικού μορφώματος.14

5. Η ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ

Η σχετικά σύντομη ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης επιτεύχθηκε λόγω της


ευέλικτης στάσης που επέδειξε η Ελληνική Κυβέρνηση στις τεχνικές
διαπραγματεύσεις αλλά και λόγω της αποφυγής ομαδοποίησης της ελληνικής αίτησης
με αυτές της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, που είχαν στο μεταξύ υποβληθεί.
Για την ελληνική ένταξη ίσχυσαν δύο βασικές αρχές που ήδη αναφέρθηκαν, μια μία
βασική τροποποίηση: οι χορηγούμενες μεταβατικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή του
«κοινοτικού κεκτημένου» απέβλεπαν στο να υποβοηθήσουν τη διαδικασία
προσαρμογής, όχι μόνο στην υποψήφια για ένταξη χώρα αλλά και στην ίδια την
Κοινότητα.
Έτσι, η επταετής μεταβατική περίοδος που προβλέφθηκε για την ελεύθερη
μετακίνηση εργαζομένων, καθώς και την εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής
(ΚΑΠ) για ορισμένα προϊόντα, απέβλεπε πρωτίστως στο να διευκολύνει την
Κοινότητα «να απορροφήσει» τις συνέπειες από την ένταξη της Ελλάδας 15. Θα πρέπει
να επισημανθεί ότι με τις διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Ελλάδας
δημιουργήθηκε ένα διαπραγματευτικό πρότυπο, το οποίο ίσχυσε και στις επόμενες
διαπραγματεύσεις διεύρυνσης.

14
Στο ίδιο, σ. 47
15
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Κατά τη δεκαετία του 1970, λίγοι θα μπορούσαν να φανταστούν ότι η Ελλάδα θα


γινόταν μια εδραιωμένη φιλελεύθερη δημοκρατία και πλήρες μέλος των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων. Το επίτευγμα της Ελλάδας ήρθε ως ο καρπός μιας μακροπρόθεσμης,
περίπλοκης διαδικασίας που άρχισε στο θεσμικό επίπεδο στην αρχή της δεκαετίας
του 1960, με τη Συμφωνία Σύνδεσης, και ολοκληρώθηκε το 1981, όταν επενήργησε
μια σειρά παραμέτρων, εσωτερικών ευρωπαϊκών και ευρύτερων διεθνών, που
καθιστούσαν την ένταξη δυνατή.
Στη δεκαετία του 1970 οι άνεμοι της αλλαγής έπνεαν στην Ευρώπη και η ελληνική
κυβέρνηση διέγνωσε αυτό το γεγονός και το εκμεταλλεύτηκε. Η Ελλάδα υιοθέτησε
ρεαλιστικές τακτικές διαπραγμάτευσης και εισήλθε σε διαδικασίες στενής
συνεργασίας και συνεχούς εποικοδομητικής διαβούλευσης με τις κυβερνήσεις των
μελλοντικών εταίρων της, χωρίς να χάσει την αίσθηση της εθνικής της στρατηγικής,
αλλά και κάνοντας στην περίπτωση αυτή, όπως πάντοτε γίνεται στη διεθνή
διαπραγμάτευση, σημαντικές οικονομικές και πολιτικές θυσίες.

You might also like