You are on page 1of 23

ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ


ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΜΙΣΕΛ ΦΟΥΚΩ


Εξουσία χωρίς υποκείμενο

Panopticon

ΜΑΘΗΜΑ: ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Ι


ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΛΑΜΠΡΕΛΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΦΟΙΤΗΤΗΣ: ΚΕΡΑΜΑΣ ΣΠΥΡΟΣ
ΑΡ. ΜΗΤΡΩΟΥ: 03090060
ΕΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ: 5ο

Χειμερινό εξάμηνο,
Αθήνα 2014
2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή................................................................................................... σελ. 3

Κεφάλαιο 1: Οι μεθοδολογικές προϋποθέσεις στη θεωρία του


Φουκώ........................................................................................................ σελ. 4

Κεφάλαιο 2: Από το «γιατί» στο «πώς» της εξουσίας............................... σελ. 11

Επίλογος: Μεταξύ εγκωμίου και κριτικής................................................ σελ. 20

Βιβλιογραφία.............................................................................................. σελ. 23
3
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η λέξη «εξουσία» συνηθίζει να προκαλεί ίντριγκες, πάθη, ανταγωνισμούς (ενίοτε και


αμηχανία, αν σκεφτούμε λ.χ. κοινωνιολογικές σχολές σαν αυτή του (δομο-λειτουργισμού).
Κυρίως όμως προκαλεί μια σειρά αυθόρμητων συνειρμών, οι οποίοι καταλήγουν πάντοτε
γύρω από ένα ορισμένο λεξιλόγιο: κράτος, βία, καταστολή, νόμος, δίκαιο, άρνηση,
απαγόρευση. Πρόκειται για μορφές με τις οποίες γίνεται αντιληπτή η εξουσία τόσο στον
κοινό νου όσο και στην κοινωνική και πολιτική φιλοσοφία των νεώτερων χρόνων.Ο Μισέλ
Φουκώ, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, αντιτίθεται στις στερεοτυπικές προσλήψεις του
εξουσιαστικού φαινομένου, οι οποίες τείνουν να ταυτίσουν την εξουσία με το κράτος ή το
νόμο, προβάλλοντας μια νέα εννοιολόγηση της εξουσίας, που στέκεται κριτικά τόσο προς
την μαρξιστική σχολή όσο και προς την φιλελεύθερη. Σκοπός ετούτης της σύντομης και μη
συστηματικής μελέτης, είναι να αναδείξει τις πρωτοτυπίες αυτής της νέας θεώρησης της
εξουσίας, αλλά και τα αδιέξοδα τα οποία άφησε πίσω της.

Αρχικά, καταγράφουμε τις μεθοδολογικές προϋποθέσεις στη θεωρία του Φουκώ, έτσι
όπως αυτές διατυπώνονται από τον συγγραφέα, στην Ιστορία της σεξουαλικότητας (τόμος Ι)
και στην Μικροφυσική της εξουσίας. Πρόκειται για ένα σύνολο «κανόνων», μερικοί υπό την
μορφή αξιωματικών παραδοχών, τους οποίους είναι απαραίτητο να έχουμε υπόψιν μας όταν
μελετάμε το εξουσιαστικό φαινόμενο.

Στη συνέχεια, σε μια προσπάθεια υπονόμευσης του ίδιου του τίτλου της εργασίας μας, θα
επιχειρήσουμε να δείξουμε, για ποιο λόγο μέσα από το έργο του Φουκώ δεν αναδύεται τόσο
κάποια «Θεωρία της Εξουσίας», όσο μια «αναλυτική» των τεχνικών της εξουσίας. Η
υποστήριξη του παραπάνω ισχυρισμού θα περάσει μέσα από την ανάλυση εννοιών οπώς
αυτών της «πειθαρχίας», της «κανονικοποίησης», της «βιοπολιτικής» τις οποίες εισάγει ο
Φουκώ για να μετατοπίσει το ενδιαφέρον από το «γιατί» της εξουσίας, στο «πώς»,δηλαδή
στο πώς ασκείται η εξουσία.

Τέλος, θα αναφερθούμε εν συντομία σε ορισμένες κριτικές που έχει δεχθεί η φουκωϊκή


θεώρηση της εξουσίας, τονίζοντας παράλληλα και τις αδιαμφισβήτητες αρετές που τη
συνοδεύουν.
4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΟΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΦΟΥΚΩ

«Το κεφάλι του βασιλιά δεν έχει κοπεί ακόμα στην πολιτική σκέψη και ανάλυση» (Φουκώ
1978: 111).
Η παραπάνω διαπίστωση συμπυκνώνει με τον πιο περιεκτικό τρόπο τον βασικό πυρήνα
όλων των κανόνων που θέτει ο Φουκώ στις αναλύσεις του: να κόψουμε το κεφάλι του
βασιλιά κατά τη μελέτη του εξουσιαστικού φαινομένου. Ή όπως το θέτει ο ίδιος: «...να
σκεφτούμε μία εξουσία χωρίς βασιλιά» (Φουκώ 1978: 114). Πως μεταφράζεται, όμως αυτό
στην κοινωνιολογική γλώσσα; Στο βαθμό που οι κυρίαρχες θεωρίες για την εξουσία στον
χώρο της νεωτερικής πολιτική σκέψης προέρχονται είτε από τον φιλελευθερισμό είτε από
τον μαρξισμό, η προτροπή αυτή σημαίνει να απελευθερώσουμε την έννοια της εξουσίας
από τα δεσμά της μαρξιστικής και φιλελεύθερης εννοιόλογησής της.

Πρόκειται για δύο θεωρητικά συστήματα, στα οποία η εξουσία εμφανίζεται να έχει
κεφάλι: στην περίπτωση του φιλελευθερισμού με τη μορφή του Δικαίου, ενώ στην
περίπτωση του μαρξισμού με τη μορφή του Κράτους. «Η δεξιά θέτει το πρόβλημα της
εξουσίας με όρους συντάγματος, ανώτατης αρχής κτλ, δηλαδή με όρους νομικούς- η
μαρξιστική πλευρά με όρους κρατικού μηχανισμού» (Φουκώ 1987: 18). Αντίθετα, στόχος
του Φουκώ είναι να οικοδομήσει ένα νέο εννοιολογικό/θεωρητικό σύστημα [ή μια
«αναλυτική της εξουσίας» όπως προτιμά ο ίδιος να χαρακτηρίζει τη μελέτη του(1978: 103)],
στα πλαίσια της οποίας η εξουσία δεν θα ανάγεται ούτε στο Δίκαιο ούτε στο Κράτος, αλλά
θα διαθέτει έναν δικό της, αυτόνομο χώρο συγκρότησης, αυτόν του «μικρόκοσμου». Για να
καταφέρουμε να προσεγγίσουμε αυτόν τον μικρόκοσμο (ο οποίος συνιστά και το πεδίο
εφαρμογής των τεχνικών της εξουσίας, πράγμα που αποτελεί τη βασική θεωρητική μέριμνα
του Φουκώ- κεφάλαιο 2), οφείλουμε προηγουμένως να εγκαταλείψουμε τις παλιές μας
θεωρητικές παραδοχές οι οποίες συνηθίζουν να αντιμετωπίζουν την εξουσία ως δομή, ως
θεσμό ή ως πράγμα.

Για να αποφύγει μια τέτοια σύλληψη της εξουσίας, ο Φουκώ προβάλλει και αναλύει τους
παρακάτω κανόνες1- μεθοδολογικές αρχές.
1 Η έννοια του «κανόνα» χρησιμοποιείται συμβατικά. Ο συγγραφέας κάνει λόγο για «μεθοδολογικά
5
Σύμφωνα με τον Φουκώ, δεν υπάρχει ένα κεντρικό σημείο (μία δομή ή ένας θεσμός) από
το οποίο να πηγάζει η εξουσία. «Πρέπει το δίχως άλλο να είμαστε νομιναλιστές: η εξουσία
δεν είναι θεσμός, ούτε δομή, δεν είναι μια συγκεκριμένη δύναμη που κατέχουν μερικοί:
είναι το όνομα που δίνουμε σε μια πολυσύνθετη κατάσταση σε μια δοσμένη κοινωνία»
(Φουκώ 1978: 116-7). Οφείλουμε να δούμε την εξουσία ως ένα πλέγμα σχέσεων δύναμης το
οποίο διαπερνά κάθε σημείο του κοινωνικού συστήματος. Αυτό το πλέγμα εξουσιαστικών
σχέσεων δεν έχει υφανθεί ούτε «απλωθεί» στον κοινωνικό χώρο από κάποιο υποκείμενο,
ατομικό ή συλλογικό. Δεν ελέγχεται από το Κράτος ή την άρχουσα τάξη.

Υπό αυτές τις συνθήκες δεν μπορούμε να μιλάμε για την εξουσία στον ενικό (Η Εξουσία),
διότι η χρήση ενικού υποδηλώνει μια ουσιοκρατική αντίληψη. Αντίθετα, ο Φουκώ επιχειρεί
να συλλάβει την εξουσία ως γίγνεσθαι, όχι ως ουσία που έχει παραχθεί από κάποια
πρωταρχική αιτία. Δεν είναι ο Κράτος, ούτε το Δίκαιο αλλά «... το κινούμενο υπόβαθρο των
σχέσεων δύναμης που οδηγούν αδιάκοπα με την ανισότητά τους, σε καταστάσεις εξουσίας,
πάντοτε όμως τοπικές και ασταθείς» (Φουκώ 1978: 116). Έχουμε λοιπόν να κάνουμε να με
μια πανταχού παρούσα εξουσία. Αποφεύγοντας τη χρήση ενικού, μπορούμε να κάνουμε
λόγο για την ύπαρξη άπειρων σχέσεων εξουσίας οι οποίες διασταυρώνονται στο χώρο και
στο χρόνο, συγκροτώντας με αυτό τον τρόπο ένα δίκτυο σχέσεων εξουσίας το οποίο δεν
ανάγεται σε καμία κεντρική αρχή ή δεσπόζουσα δομή, όπως υποστηρίζει ο δομικός
μαρξισμός.

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό όμως, να προσέξουμε τα επίθετα που χρησιμοποιεί ο Φουκώ για
να περιγράψει αυτές τις σχέσεις: «ασταθείς», «τοπικές». Υπό αυτή τη μορφή εμφανίζονται
οι σχέσεις εξουσίας σε μια δοσμένη κοινωνία, εν προκειμένω στην αστική κοινωνία. Η
εξουσία δεν εντοπίζεται στις σχέσεις μεταξύ δύο μεγάλων «στρατοπέδων», όπου το ένα
παίζει το ρόλο του εξουσιαστή και το άλλο του εξουσιαζόμενου (για παράδειγμα, έτσι όπως
εμφανίζεται η κλασική κοινωνική αντίθεση μεταξύ αστικής τάξης και προλεταριάτου). Με
άλλα λόγια, όταν αντικείμενο της έρευνάς μας είναι το εξουσιαστικό φαινόμενο, δεν πρέπει
να έχουμε κατά νου μια καθολική αντίθεση ανάμεσα σε δύο «σταθερά» υποκείμενα (άτομα,
τάξεις ή ομάδες), τους εξουσιαστές από τη μία και τους εξουσιαζόμενους από την άλλη. Ο
Φουκώ μας καλεί να δούμε την εξουσία ως ένα κινούμενο και άκεντρο δίκτυο, αποτελούμενο
προληπτικά μέτρα» (Φουκώ 1991: 105) ή για απλές «προτάσεις» (1978: 117).
6
από πολλαπλές σχέσεις εξουσίας. Δεν υπάρχει υποκείμενο που να διευθύνει αυτό το δίκτυο:
« Ούτε η κάστα που κυβερνάει, ούτε οι ομάδες που ελέγχουν τους κρατικούς μηχανισμούς,
ούτε εκείνοι που παίρνουν τις πιο σημαντικές οικονομικές αποφάσεις διαχειρίζονται
ολόκληρο το δίκτυο της εξουσίας που λειτουργεί μέσα σε μια κοινωνία» (Φουκώ 1978:
118).

Πως γίνεται ωστόσο, σε μια κοινωνία της οποίας η «δομή» (ας μας επιτρέψει ο Γάλλος
φιλόσοφος αυτή την εννοιολογική εκτροπή) γίνεται όλο και πιο συγκεντρωτική-
γραφειοκρατική, εντούτοις η εξουσία να εμφανίζεται διάχυτη στο κοινωνικό σώμα, και όχι
ως προνόμιο μερικών ομάδων; Ή με άλλα λόγια, πως γίνεται η εξουσία να είναι πανταχού
παρούσα; Σε αυτά τα ερωτήματα μπορούν να μας βοηθήσουν μερικοί προκαταρκτικοί
ορισμοί της εξουσίας που δίνει ο συγγραφέας και τους οποίους παραθέτω αμέσως:

«Με τον όρο εξουσία νομίζω πως πρέπει καταρχήν να εννοούμε το πλήθος των
σχέσεων δύναμης που ενυπάρχουν στο χώρο όπου ασκούνται και είναι συστατι-
κές της οργάνωσης τους:το παιχνίδι που μέσα από αδιάκοπους αγώνες και συ-
γκρούσεις τις μεταμορφώνει τις ενδυναμώνει, τις αντιστρέφει»
(Φουκώ 1978: 115-6).

«Αυτό που ορίζει μια σχέση εξουσίας είναι ένας τρόπος δράσης που δεν ενεργεί
ευθέως και άμεσα στους άλλους, αλλά ενεργεί στην ίδια τους δράση»
(Φουκώ 1991: 91).

Ορίζοντας, λοιπόν, τις σχέσεις εξουσίας ως «δράση πάνω στη δράση», είναι λογικό ο
συγγραφέας να οδηγείται σε μια αντίληψη της εξουσίας ως πανταχού παρούσας. Η εξουσία
όχι μόνο δεν στέκει πάνω από την κοινωνία ως ένας εξωτερικός και καταπιεστικός
τοποτηρητής, αλλά ενυπάρχει σε κάθε κοινωνική σχέση, όχι ως κάτι στατικό, αλλά ως κάτι
που ρέει αδιάκοπα, οδηγώντας στον σχηματισμό μιας αλυσίδας αποτελούμενης από
πολλαπλές σχέσεις εξουσίας. Πεδίο συγκρότησης των σχέσεων εξουσίας δεν είναι το
κράτος, αλλά κάθε σημείο όπου συναρθρώνονται κοινωνικές σχέσεις.
7
Ας κατέβουμε όμως για λίγο από τα ύψη της θεωρητικής αφαίρεσης προς χάριν της
εμπειρικής πραγματικότητας. Αυτό για το οποίο ενδιαφέρεται κυρίως ο Φουκώ, είναι να
εξετάσει τους τρόπους με τους οποίους εμφανίζεται αυτή η πολλαπλότητα των σχέσεων
εξουσίας σε μια σειρά από κοινωνικά πεδία, τα οποία η πολιτική σκέψη τα άφηνε απ' έξω
κατά την πραγμάτευση του πολιτικού φαινομένου: στο σχολείο, στη φυλακή, στο
νοσοκομείο, στο ψυχιατρείο, στο εργοστάσιο, στην οικογένεια. Πως λειτουργούν, με άλλα
λόγια, οι σχέσεις εξουσίας στο μικροεπίπεδο και ποια αποτελέσματα παράγουν όσον αφορά
το υποκείμενο, δηλαδή τα άτομα. Κατανοούμε συνεπώς, την «μικροφυσική της εξουσίας» ως
μια απόπειρα του συγγραφέα να «απομυστικοποιήσει» τις εξουσιαστικές πρακτικές που
εκδηλώνονται στη σχέση μεταξύ δασκάλου-μαθητή, γιατρού-ασθενή, καπιταλιστή-
εργαζόμενου, γονέων-παιδιού κλπ. Οι παραπάνω εξουσιαστικές σχέσεις για τον Φουκώ δεν
είναι υποπροϊόντα της εξουσίας του Κράτους ή το αποτέλεσμα των κυρίαρχων ταξικών
σχέσεων, αλλά διαθέτουν μια δική τους σχετική αυτονομία. Όπως αναφέρει
χαρακτηριστικά: «Η οικογένεια δεν είναι απλή αντανάκλαση ή επέκταση της εξουσίας του
Κράτους, δεν ενεργεί ως αντιπρόσωπος του Κράτους σε σχέση με τα παιδιά» (Φουκώ 1991:
123-4).

Θα πρέπει ωστόσο να σημειώσουμε πως ο Φουκώ δεν ισχυρίζεται ότι οι δομές δεν
αποτελούν πεδία άσκησης εξουσίας. Αυτό που θέλει κυρίως να δείξει είναι ότι η αναζήτηση
των σχέσεων εξουσίας δεν μπορεί να περιοριστεί σε ότι ονομάζουμε «πολιτική» ή
«Κράτος». Και το πιο σημαντικό: Για τον Φουκώ, είναι η ύπαρξη και η λειτουργία σχέσεων
εξουσίας στο μικροεπίπεδο που καθιστά δυνατή την αποκρυστάλλωση της εξουσίας σε
δομές ή θεσμούς.

Σε αυτό το σημείο ερχόμαστε σε μια άλλη σημαντική μεθοδολογική αρχή που διατυπώνει
ο φιλόσοφος: να δούμε την εξουσία από τα κάτω προς τα πάνω. Ο Φουκώ εισηγείται μια
«ανοδική ανάλυση της εξουσίας» σε αντιδιαστολή προς τις μέχρι τότε μελέτες που είχαν ως
πρότυπό τους μια εξουσία υπό μορφή Λεβιάθαν (Φουκώ 1991: 108). Η μικροφυσική της
εξουσίας μας υποδεικνύει να αναλύουμε τις δομές ξεκινώντας από τις σχέσεις εξουσίας στο
μικροεπίπεδο και όχι το αντίστροφο. Παίρνοντας ως παράδειγμα την κυριαρχία της αστικής
τάξης στην νεωτερική κοινωνία, ο Φουκώ υποστηρίζει ότι η εγκαθίδρυση της εξουσίας της
8
κατέστη δυνατή εξαιτίας της ύπαρξης και λειτουργίας μιας σειράς εξουσιαστικών
μηχανισμών σε διάφορα μικρο-πεδία (οικογένεια, ιατρική, σεξουαλικότητα), τους οποίους
και υιοθέτησε όταν αντιλήφθηκε την οικονομική και πολιτική τους χρησιμότητα:

«...δεν ήταν η αστική τάξη εκείνη που σκέφτηκε ότι η τρέλα έπρεπε να απο-
κλειστεί ή η βρεφονηπιακή σεξουαλικότητα να κατασταλεί. Αντίθετα αυτό
που συνέβη στην πραγματικότητα ήταν ότι οι μηχανισμοί αποκλεισμού της
τρέλας και της επιτήρησης της βρεφονηπιακής σεξουαλικότητας άρχισαν, από
ένα ορισμένο σημείο και μετά, και για λόγους που χρειάζεται να μελετηθούν,
να αποκαλύπτουν την πολιτική τους χρησιμότητα και να συμβάλλουν στο οι-
κονομικό κέρδος, και κατά συνέπεια κατέληξαν εντελώς ξαφνικά να αποικι-
στούν και να διατηρηθούν από σφαιρικούς μηχανισμούς κι από ολόκληρο το
το κρατικό σύστημα» (Φουκώ 1991: 110).

Το παραπάνω αποτελεί μια περίπτωση αυτού που ο Φουκώ αποκαλεί ως «κρατικοποίηση


των σχέσεων εξουσίας» (Φουκώ 1991: 97). Πρόκειται για την προσπάθεια του κράτους να
επεξεργαστεί και να ενσωματώσει τεχνικές εξουσίας οι οποίες γεννήθηκαν έξω από το
έδαφος του. Στο σημείο αυτό ο Φουκώ δεν παραλείπει να τονίσει τη σημασία του κράτους
ως τόπου εξουσίας, το οποίο αν και δεν αποτελεί τη μοναδική πηγή εξουσίας, εντούτοις δεν
είναι ένας τόπος άσκησης εξουσίας σαν όλους τους άλλους, κι αυτό γιατί «... όλοι οι τύποι
σχέσης εξουσίας αναφέρονται μ' έναν ορισμένο τρόπο στο κράτος» (1991: 97).

Αν και οι σχέσεις εξουσίας είναι σκόπιμες, δηλαδή ασκούνται πάντα προς έναν ορισμένο
σκοπό, εντούτοις η αναλυτική της εξουσίας, έτσι όπως την εισηγείται ο Φουκώ, δεν θα
πρέπει να εστιάσει το ενδιαφέρον της στις προθέσεις αυτών που εμπλέκονται σε
καταστάσεις εξουσίας. Αυτό που ενδιαφέρει το Φουκώ δεν είναι να μάθει τους σκοπούς
αυτών που ασκούν εξουσία, αλλά να εντοπίσει το σημείο εφαρμογής της και ποια
αποτελέσματα παράγει, με άλλα λόγια «μια μελέτη της εξουσίας στραμμένη στο εξωτερικό
της πρόσωπο» (Φουκώ 1991: 106). Άλλωστε όπως θα δούμε και στη συνέχεια, κυρίαρχο
μέλημα του συγγραφέα είναι το «πώς» ασκείται η εξουσία, μέσω ποιων μεθόδων, και όχι
«γιατί» ασκείται ή από «ποιους».
9
Κάθε πολιτική ανάλυση, από τον Μαρξ και έπειτα, αναπόφευκτα πραγματεύεται, μεταξύ
άλλων, και το ζήτημα της ιδεολογίας. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει για την θεωρία της
εξουσίας του Φουκώ, στην οποία ή έννοια της ιδεολογίας έχει αντικατασταθεί από αυτή της
«αλήθειας». Αν για τον μαρξισμό κάθε σύστημα εξουσίας συνοδεύεται από ένα σύστημα
ιδεολογίας το οποίο μέσω της παραγωγής ψευδούς συνείδησης, από τη μία αποκρύπτει και
από την άλλη νομιμοποιεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, για τον Φουκώ κάθε σύστημα
εξουσίας ακολουθείται από ένα σύστημα Γνώσης. Ο Φουκώ αρνείται την έννοια της
ιδεολογίας, καθώς αυτή αξιώνει κάποια μορφή «καθαρής» γνώσης. Αυτό που στην
πραγματικότητα συμβαίνει είναι ότι κάθε εξουσιαστική πρακτική ενεργοποιεί κάποιους
μηχανισμούς γνώσης. Για παράδειγμα, κατά την περίοδο της μετάβασης από την
φεουδαλική στην καπιταλιστική κοινωνία, ο έλεγχος του πληθυσμού, που κατέφθανε κατά
εκατοντάδες χιλιάδες στα μεγάλα αστικά βιομηχανικά κέντρα, απαιτούσε τη διάνοιξη νέων
πεδίων γνώσης, όπως αυτών της στατιστικής, της ιατρικής, της δημογραφίας. Γενικά,
σύμφωνα με τον Φουκώ, κάθε σχέση εξουσίας είναι συνυφασμένη με ένα πεδίο γνώσης, και
κάθε γνώση προϋποθέτει αλλά και αποτελεί μια σχέση εξουσίας (Φουκώ 2011: 37).

Τέλος, μία ανάλυση των σχέσεων εξουσίας δεν μπορεί να μην καταπιαστεί με το ζήτημα
της αντίστασης. Αν η εξουσία έρχεται από παντού και βρίσκεται παντού, υπάρχουν
περιθώρια αντίστασης σε αυτή; Υπάρχει διέξοδος από αυτό το ατέρμονο παιχνίδι των
σχέσεων δύναμης ή ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να βρίσκεται παγιδευμένος σε αυτό
το δίχτυ εξουσίας; Σε γενικές γραμμές η αντίσταση παρουσιάζεται να λειτουργεί με τον ίδιο
τρόπο που λειτουργεί και η εξουσία. Θα μπορούσαμε να ξαναγράψουμε το παρόν κεφάλαιο
αντικαθιστώντας την λέξη «εξουσία» από αυτή της «αντίστασης». Θα αρκεστούμε όμως σε
ορισμένες σημαντικές επισημάνσεις.

Γενικά οι κανόνες που ισχύουν για τη σύλληψη της εξουσίας, ισχύουν και στην περίπτωση
της αντίστασης. Η τελευταία πρέπει να ιδωθεί όχι ως μια οργανωμένη, από κάποια κεντρική
αρχή, πρακτική, αλλά ως μια δράση διάχυτη στην κοινωνία, ως μια πρακτική που ασκείται
σε κάθε κοινωνικό χώρο που λειτουργούν σχέσεις εξουσίας. «Όπου υπάρχει εξουσία,
υπάρχει αντίσταση...» η οποία αποτελεί «τον άλλο όρο στις σχέσεις εξουσίας» (Φουκώ
1991: 119). Με άλλα λόγια, κάθε σημείο εξουσίας είναι ταυτόχρονα και ένα σημείο αντί-
10
στασης. Συνεπώς, η αντίσταση, ή μάλλον καλύτερα οι αντιστάσεις, συγκροτούν ένα δίκτυο
που διαπερνά ολόκληρο το κοινωνικό σώμα.

Δεν υπάρχει ένα και μοναδικό υποκείμενο αντίστασης, π.χ. το κόμμα ή η εργατική τάξη. Η
αντίσταση δεν υπόκειται σε οργανωτικές αρχές και δεν διαθέτει ηγεσία. Όπως επίσης, δεν
διακρίνεται για κάποια σφαιρική και μακροπρόθεσμη στρατηγική μετασχηματισμού της
κοινωνίας. Η κατάληψη της κρατικής εξουσίας συνιστά αντίφαση εν τοις όροις, αφού η
εξουσία δεν βρίσκεται συγκεντρωμένη στον κρατικό μηχανισμό και δεν αποτελεί «πράγμα»
ή «ιδιοκτησία» που μπορεί να κατακτηθεί ή να μεταβιβασθεί. Οι αγώνες ενάντια στην
εξουσία έχουν τοπικό χαρακτήρα και δεν έχουν ως στόχο την ανατροπή μιας τάξης ή μιας
ελίτ, αλλά να επιτεθούν «σε μια ιδιαίτερη τεχνική, σε μια μορφή εξουσίας» ( Φουκώ 1991:
81). Εξάλλου, η προοπτική μιας μη εξουσιαστικής τάξης πραγμάτων, δηλαδή μιας
κοινωνίας χωρίς σχέσεις εξουσίας, για τον Φουκώ, δεν είναι παρά μια αφαίρεση και από τη
στιγμή που η υπέρβαση τους θεωρείται αδύνατη, προκρίνει την κριτική αμφισβήτηση των
σχέσεων αυτών ως ένα «αδιάκοπο πολιτικό καθήκον»2 (1991: 95).

Αντί λοιπόν, για την παραγωγή μιας γενικής θεωρίας της εξουσίας, ο Φουκώ προτείνει να
εξετάσουμε τον τρόπο λειτουργίας της εξουσίας σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο,
αρχίζοντας την ανάλυση μας από το μικρο-επίπεδο προκειμένου να ανακαλύψουμε τις
ιδιαίτερες υλικές τεχνικές της εξουσίας, τις μεθόδους της, τις μορφές της, με μια φράση, να
ανακαλύψουμε την τεχνολογία της εξουσίας. Το ζήτημα αυτό θα μας απασχολήσει στο
αμέσως επόμενο κεφάλαιο.

2 Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει ορισμένους μελετητές να κάνουν λόγο για έναν «πεσιμιστικό αναρχισμό»
που κυριαρχεί στη φιλοσοφία του Φουκώ (Craib 2009: 371).
11
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΑΠΟ ΤΟ «ΓΙΑΤΙ» ΣΤΟ «ΠΩΣ» ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

«Ο κόσμος εξακολουθεί να είναι όπως ήταν τον καιρό του Αλάριχου, απλώς τα μέσα καταπίεσης και
καταστροφής (καθώς και ανοικοδόμησης) που διαθέτουμε σήμερα έχουν σημαντικά βελτιωθεί και
υποκριτικά εξωραϊστεί» Καρλ Λέβιτ, Το Νόημα της Ιστορίας (1985)

Κατά την περίοδο της τελικής αποσύνθεσης του φεουδαλικού συστήματος (17ος-18ος
αιώνας) παρατηρείται μια ριζική μεταμόρφωση του «εξωτερικού προσώπου» της εξουσίας.
Η τελευταία φαίνεται να εγκαταλείπει τις βίαιες μεθόδους της. Μέχρι εκείνη την εποχή η
τιμωρητικότητα της εξουσίας συνοδευόταν από μία χωρίς όριο και δημόσια χρήση βίας. Οι
δημόσιοι βασανισμοί ή εκτελέσεις ήταν καθημερινό φαινόμενο 1. Ωστόσο στη νεωτερική
κοινωνία η καθημερινότητα είναι απαλλαγμένη από τέτοια φαινόμενα, ή όποτε προκύπτουν
προκαλούν έντονη δυσφορία, αντιμετωπίζονται ως «περιθωριακά» και πάντοτε
συνοδεύονται από ηθική καταδίκη. Προνεωτερικά, η βίαιη κακοποίηση του ανθρώπινου
σώματος δεν είχε υπαχθεί σε κάποιο ηθικό ή νομικό κώδικα, και κατά συνέπεια σε κάποιον
περιορισμό.

Αυτή η πραγματικότητα αλλάζει με το πέρασμα στη βιομηχανική κοινωνία. Με άλλα


λόγια, η μετάβαση στον καπιταλισμό σηματοδοτεί και την ανάδυση ενός νέου τύπου
εξουσίας, κυρίαρχο χαρακτηριστικό του οποίου είναι η απουσία (ή τουλάχιστον η
υποχώρηση) της φυσικής βίας. Ο Φουκώ επιχειρεί μια ανάλυση των μεθόδων και των
τεχνικών που απαρτίζουν αυτόν τον καινοφανή τύπο εξουσίας, χωρίς όμως να συμμερίζεται
τις ηθικές κραυγές περί προόδου και ανθρωπισμού που προέρχονται κυρίως από
φιλελεύθερους στοχαστές. Ο μετασχηματισμός των εξουσιαστικών πρακτικών δεν ήταν
ζήτημα ανθρωπισμού, αλλά «ιστορικής αναγκαιότητας» 2. Με αυτό εννοούμε ότι εκείνη την
εποχή έλαβαν χώρα ορισμένες κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις, οι οποίες καθιστούσαν

1 Οι βασανισμοί αποτελούσαν λαϊκό θέαμα. Όπως παρατηρεί ο Wolfgang Sofsky: «Οπουδήποτε ασκείται
βία, ο θεατής δεν είναι μακριά. Τον συναντάμε κοντά στην αγχόνη,όπου κρεμούν τους εγκληματίες. Τον
βλέπουμε στη βάση της πυράς, όπου καίνε τους αιρετικούς και τις μάγισσες, στην πλατεία όπου οι
πραξηκοπηματίες κόβονται σε κομμάτια.... στη μέση ενός μαζεμένου πλήθους που ζητάει τον
κρατούμενο για να τον λιντσάρει στο δρόμο» (Sofsky 1998: 122).
2 Χρησιμοποιούμε αυτή την έννοια με κάθε επιφύλαξη, γνωρίζοντας ότι βρισκόμαστε στο έδαφος μιας
μεταμοντέρνας επιστημολογικής θεώρησης όπως αυτή του Φουκώ.
12
την παλιά τεχνολογία της εξουσίας μη αποδοτική και συνεπώς, αναγκαία την
αντικατάσταση ή ανανέωσή της3 Όπως παρατηρεί και ο Barry Smart, μελετητής του Φουκώ
και κινούμενος στα πλαίσια της θεωρίας του, «στόχος των μεταρρυθμίσεων φαίνεται να
είναι όχι τόσο η επιείκεια και ο ανθρωπισμός όσο μια νέα οικονομία της τιμωρίας, μια
μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στην εφαρμογή των ποινών» (Smart 2008: 181).

Ποιες ήταν όμως εκείνες οι ιστορικές συνθήκες που απαιτούσαν την γέννηση και
ανάπτυξη νέων εξουσιαστικών μηχανισμών και μεθόδων; Πρόκειται για δύο νέες και
εξαιρετικά σημαντικές κοινωνικές ανακαλύψεις: α) την ανακάλυψη του ατόμου και β) την
ανακάλυψη του πληθυσμού. Και οι δύο σχετίζονται άμεσα με τη μετάβαση από μια
παραδοσιακή αγροτική οικονομία στην οικονομία της αγοράς. Καθώς η αποδιάρθρωση του
φεουδαλικού συστήματος προχωρούσε με ταχείς ρυθμούς, η κηδεμονία του ανθρώπου από
θεσμούς όπως η θρησκεία, η παράδοση, ο στενός τοπικός περίγυρος, άρχισε σταδιακά να
αίρεται. Ενώ η λειτουργία της φεουδαλικής τάξης πραγμάτων απαιτούσε την κοινωνική και
γεωγραφική «ακινησία» του ανθρώπου και την ολοκληρωτική απορρόφηση του στο
περιβάλλον στο οποίο ζούσε (φέουδο ή συντεχνία), η ανερχόμενη καπιταλιστική οικονομία
είχε ανάγκη από «ελεύθερα» άτομα. Η καπιταλιστική οικονομία της αγοράς απαιτούσε την
ελεύθερη μετακίνηση όλων των εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένης και της εργατικής
δύναμης4 (Σεραφετινίδου 2012: 53). Έτσι λοιπόν, για πρώτη φορά στην νεότερη ιστορία, οι
άνθρωποι αρχίζουν να αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως «άτομα», ως αυτόνομες
δηλαδή οντότητες που αποφασίζουν οι ίδιες για τις γεωγραφικές τους μετακινήσεις και τις
οικονομικές δραστηριότητες τους. Με άλλα λόγια, ο καπιταλισμός στο πρώτο στάδιο
ανάπτυξής του, πέρα από την ανακάλυψη της ατμομηχανής, οδήγησε και στην ανακάλυψη
μιας νέας κοινωνικής υπόστασης: της ατομικότητας.

Παράλληλα με την κατάργηση του θεσμού της δουλοπαροικίας, το μεγαλύτερο μέρος του
αγροτικού πληθυσμού άρχισε να συρρέι στα τότε νεοσύστατα αστικά βιομηχανικά κέντρα.
Καθώς όμως η ανεύρεση εργασίας δεν ήταν δυνατή για όλους, ένα μεγάλο ποσοστό πρώην

3 Λέμε «ανανέωση» διότι η βία, η άμεση καταστολή ουδέποτε έπαψε να αποτελεί ένα από τα
σημαντικότερα εργαλεία της εξουσίας. Πρόκειται στην πραγματικότητα για το τελευταίο ανάχωμα, όταν
οι υπόλοιποι μηχανισμοί της αποτυγχάνουν.
4 Γίνεται κατανοητό ότι η ελευθερία για την οποία κάνουμε λόγο εδώ έχει σαφή ιστορικό περιεχόμενο και
δεν ανταποκρίνεται σε κάποιο α-ιστορικό ιδεότυπο της ελευθερίας.
13
δουλοπάροικων και εν δυνάμει προλετάριων βρέθηκε σε μια κατάσταση συνεχούς
περιπλάνησης, με τις αρρώστιες και την εγκληματικότητα να βρίσκονται εκτός ελέγχου.
Άρχισε να αναδύεται λοιπόν η έννοια του «πληθυσμού» ως μια μονάδα επιστημονικής
παρατήρησης αλλά και άσκησης εξουσιαστικών πρακτικών. Όπως τίθεται από τον ίδιο το
Φουκώ:
«Υπάρχει ένα φαινόμενο που εμφανίζεται τον 18ο αιώνα: είναι η ανακάλυψη
του πληθυσμού ως αντικειμένου επιστημονικής έρευνας. Οι άνθρωποι αρχί-
ζουν να διερευνούν τα ποσοστά γεννήσεων, τα ποσοστά θανάτων και τις αλ-
λαγές στον πληθυσμό και να λένε για πρώτη φορά ότι είναι αδύνατο να κυ-
βερνήσεις ένα κράτος χωρίς να γνωρίζεις τον πληθυσμό του».
(Φουκώ 1987: 26).

Η ανάγκη για καθυπόταξη της ατομικότητας και ελέγχου του περιπλανώμενου (και μη)
πληθυσμού οδήγησε στην ανάδυση μιας νέας μορφής εξουσίας την οποία ο Φουκώ
ονομάζει «πειθαρχική εξουσία» (Φουκώ 2011). Οι μηχανισμοί πειθαρχικής εξουσίας ήρθαν
να αντικαταστήσουν τους παραδοσιακούς μηχανισμούς κοινωνικού ελέγχου οι οποίοι δεν
ήταν καθόλου (ή ελάχιστα) χρήσιμοι για τη νέα κοινωνική τάξη. Η πειθάρχηση ελεύθερων
υποκειμένων αλλά και η επιτήρηση ολόκληρων πληθυσμών απαιτεί να τεθούν σε
λειτουργία νέες τεχνικές εξουσίας, που θα διακρίνονται από τις παλιές για την
αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητά τους.

Από την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας απουσιάζει η χρήση φυσικής βίας ή ανοιχτής
καταστολής. Οι σκοποί της πειθαρχικής εξουσίας, δηλαδή ο έλεγχος και η διαχείριση ενός
πληθυσμού διαφορετικών ατόμων και η επιβολή ενός συγκεκριμένου προτύπου
συμπεριφοράς (κανονικοποίηση), δεν εξυπηρετούνται από την άσκηση φυσικής βίας. Αυτή
η νέα μορφή εξουσίας που εμφανίζεται με την αυγή του βιομηχανικού καπιταλισμού
βασίζεται κυρίως στην ύπαρξη και λειτουργία συστημάτων επιτήρησης του ατόμου. Τα
συστήματα επιτήρησης διακρίνονται για τις εξής τεχνικές:
Α) Καθορίζουν τη σχέση του ατόμου με τον χρόνο. Επιβάλλοντας συγκεκριμένα ωράρια
και ρυθμούς δραστηριότητας, το άτομο αρχίζει να αισθάνεται τη ροή του χρόνου ως έναν
μηχανισμό πίεσης και ελέγχου. Αυτή η «γραφειοκρατικοποίηση» του χρόνου, ή διαφορετικά
14
η «πειθαρχία του χρόνου», αναγκαία συνθήκη του καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας,
αντανακλάται και στις τεχνολογικές εφευρέσεις της εποχής, όπως το ρολόι. 5 Η πράξη, η
εργασιακή πράξη ή σχολική πράξη, υφίσταται μια «χρονική επεξεργασία» (Φουκώ 2011:
173) και η τελευταία της λεπτομέρεια ορίζεται με σχολαστική ακρίβεια.
Β) Δομούν το πεδίο δράσης του ατόμου μέσω της κατάτμησης του χώρου. Η
γραφειοκρατική οργάνωση του χώρου έχει ως σκοπό «να αποφεύγονται η κατανομή ανά
ομάδες, να αποσυντίθενται οι συλλογικές εγκαταστάσεις, να αναλύονται οι συγκεχυμένες,
μαζικές ή φευγαλέες πληθυντικότητες. Ο πειθαρχικός χώρος τείνει να διαιρεθεί σε τόσα
τμήματα όσο και τα σώματα η τα στοιχεία που κατανέμει» (2011: 163)6.
Γ) Συγκροτούν μηχανισμούς ιεραρχικής μορφής. Η ιεραρχική κατανομή των ατόμων
διασφαλίζει τη συμμόρφωση και την υπακοή κάθε βαθμίδας στην ανώτερή της και
μετατρέπει τα «μη λειτουργικά και επικίνδυνα πλήθη σε πειθαρχημένα και αποδοτικά
σύνολα» ( Σεραφετινίδου 2003: 140).
Δ) Συλλέγουν και ταξινομούν στοιχεία για τη ζωή και τη συμπεριφορά κάθε ατόμου. Η
τήρηση αρχείων ή προσωπικών φακέλων αναδεικνύεται σε μια από τις πιο αποτελεσματικές
τεχνικές επιτήρησης και εξουσιασμού στις σύγχρονες κοινωνίες7.

Και οι τέσσερις αυτές τεχνικές πειθαρχικής εξουσίας βρίσκονται σε πλήρη αρμονία με τις
θεωρητικές παραδοχές του φιλοσόφου, έτσι όπως παρουσιάστηκαν στο προηγούμενο
κεφάλαιο: ο ρόλος τους συνίσταται ακριβώς στη δόμηση του ενδεχόμενου πεδίου δράσης
του άλλου. Δεν ασκούνται απευθείας στο άτομο, δεν περιορίζουν το ίδιο το άτομο αλλά το
ενδεχόμενο πεδίο δράσης του, μέσω της γραφειοκρατικής/ιεραρχικής οργάνωσης του χρόνου
και του χώρου σε κάθε κοινωνικό πεδίο: στα σχολεία, στις φυλακές, στα εργοστάσια, στα
άσυλα, στους κρατικούς οργανισμούς. Στόχος των πειθαρχικών μεθόδων είναι η διάπλαση
πειθήνιων σωμάτων.

5 Ο Λιούις Μαμφορντ ισχυρίζεται ότι, «η μηχανή-κλειδί της νεωτερικής βιομηχανικής και επιστημονικής
εποχής δεν είναι η ατμομηχανή αλλά το ρολόι». Παρατίθεται στο Ε.Π. Τόμσον, Χρόνος, εργασιακή
πειθαρχία και βιομηχανικός καπιταλισμός (1983). Στο ίδιο έργο γίνεται μια σύντομη αλλά εξαιρετική
ιστορική ανάλυση των μεθόδων δια μέσου των οποίων κατέστη δυνατή η επιβολή της πειθαρχίας του
χρόνου στις πρώτες φάσεις του βιομηχανικού καπιταλισμού.
6 Ο Φουκώ κάνει λόγο για «τεχνικές εξουσίας που επενδύονται στην αρχιτεκτονική»: «Τον 18ο αιώνα
βλέπει κανείς την ανάπτυξη ενός στοχασμού γύρω από την αρχιτεκτονική ως συνάρτηση των σκοπών και
των τεχνικών της διακυβέρνησης των κοινωνιών» (Φουκώ 1987: 51).
7 Η σύνοψη των τεσσάρων αυτών τεχνικών της πειθαρχικής εξουσίας βασίζεται στο: Μελίνα
Σεραφετινίδου, Εισαγωγή στην Πολιτική Κοινωνιολογία (2003), σελ. 139-140.
15
Μέσα σε ένα τέτοιο σύστημα επιτήρησης κάθε άτομο γνωρίζει ότι δεν μπορεί να ξεφύγει
από το πανταχού παρόν «μάτι της εξουσίας». Ως συνέπεια αυτού τα υπό επιτήρηση άτομα
εσωτερικεύουν τις διαδικασίες επιτήρησης και ο έλεγχος από εξωτερικός μετατρέπεται σε
εσωτερικό. Το άτομο γίνεται επιτηρητής του εαυτού του, καθιστώντας έτσι τον εξωτερικό
έλεγχο περιττό. Αρκεί «μόνο ένα βλέμμα», γράφει ο Φουκώ, «ένα βλέμμα που επιθεωρεί,
ένα βλέμμα που κάθε άτομο αισθανόμενο το βάρος του καταλήγει να το εσωτερικεύσει στο
σημείο που γίνεται ο επόπτης του ίδιου του εαυτού του, ασκώντας την επιτήρηση επί του
ίδιου του εαυτού του και ενάντια στον εαυτό του».8

Πρότυπο ενός τέτοιου συστήματος επιτήρησης είναι το λεγόμενο, πανοπτικό. Το


πανοπτικό είναι ένας ιδιαίτερος αρχιτεκτονικός τύπος κτιρίου που σχεδιάστηκε τον 18ο
αιώνα από τον Άγγλο φιλόσοφο Τζέρεμι Μπένθαμ με σκοπό την πιο αποτελεσματική
άσκηση εξουσίας και ελέγχου στις φυλακές, στα εργοστάσια, στα νοσοκομεία και σε
άλλους χώρους όπου συγκεντρώνονταν άνθρωποι από τις κατώτερες και «επικίνδυνες»
τάξεις.. Στα πλαίσια του πανοπτικού, η άσκηση του ελέγχου δεν εξαρτάται από κάποιο
υποκείμενο, π.χ από το πρόσωπο του δεσμοφύλακα. Είναι η ίδια η δόμηση του χώρου που
παράγει την εξουσία της επιτήρησης. Με άλλα λόγια, η άσκηση της εξουσίας γίνεται
απρόσωπη και είναι η αρχιτεκτονική δομή του κτιρίου που αναλαμβάνει τον ρόλο του
«επόπτη» και ταυτόχρονα εξασφαλίζει το αίσθημα της μόνιμης επιτήρησης στον
κρατούμενο. Το πανοπτικό ως εργαλείο ελέγχου (αλλά και γνώσης, σύμφωνα με τον
Φουκώ) δείχνει με ποιον τρόπο κατέστη ιστορικά εφικτή μια εξουσία χωρίς υποκείμενο.

Οι τεχνικές της πειθαρχικής εξουσίας δεν εξαντλούνται στα μέσα ιεραρχικής επιτήρησης.
Τα συστήματα ελέγχου συνοδεύονται από μια σειρά τεχνικών, κυρίαρχο ρόλο μεταξύ των
οποίων έχει η «κανονικοποιητική κύρωση» (Φουκώ 2011: 203). Ο Κανόνας, ως ένα από τα
μείζονα εργαλεία της σύγχρονης εξουσίας, εμφανίζεται τον 18ο αιώνα και οι λειτουργίες
του περιγράφονται από τον Φουκώ παραθέτοντας μια σειρά ενδεικτικών ρημάτων: ο
Κανόνας συγκρίνει, διαφοροποιεί, ιεραρχεί, ταξινομεί, κατανέμει, ομογενοποιεί «με μια λέξη,
κανονικοποιεί» (2011: 209). Ο Κανόνας δεν έχει νομικό χαρακτήρα. Δεν λειτουργεί ως
νόμος που επιτρέπει η απαγορεύει. Στόχος του Κανόνα είναι να ελέγχει τις αποκλίσεις και
να εξασφαλίζει τη συμμόρφωση προς έναν ενιαίο τρόπο συμπεριφοράς. Ορίζοντας τι είναι
8 Παρατίθεται στο: Σεραφετινίδου (2003), σελ. 139.
16
φυσιολογικό και τι παθολογικό, ορίζοντας το κανονικό και το μη κανονικό «η εξουσία της
κανονικοποίησης εξαναγκάζει στην ομοιογένεια» (2011: 211).

Στο σημείο αυτό μπορούν να γίνουν κατανοητές και δύο, εκ πρώτης όψεως, παράδοξες
θέσεις του Φουκώ. Η πρώτη έχει να κάνει με την υποτίμηση της βίας ως βασικού εργαλείου
και συστατικού στοιχείου της σύγχρονης εξουσίας. Η θέση αυτή πράγματι ηχεί παράξενα αν
λάβουμε υπόψιν ότι διατυπώθηκε σε έναν αιώνα όπου τόσο οι βίαιες συγκρούσεις (κάθε
μορφής: ταξικής, διακρατικής, φυλετικής) εντάθηκαν όσο και η ίδια η τεχνολογία της βίας
γνώρισε μια πρωτόγνωρη ανάπτυξη. «Ο 20ος αιώνας», γράφει ένας σύγχρονος Γερμανός
κοινωνιολόγος, «δεν γνώρισε μόνο μια τεράστια ανάπτυξη της τεχνικής πολεμικής βίας,
αλλά και τη διαρκή προέλαση των βασανιστηρίων, στους μεγάλους και στους μικρούς
πολέμους, στα υπόγεια των δικτατοριών και των κατοχικών καθεστώτων, στα στρατόπεδα
του ολοκληρωτισμού» (Sofsky 1998: 100).

Ωστόσο ο Φουκώ αναφέρεται σε έναν συγκεκριμένο τύπο εξουσίας με σαφή ιστορικά


όρια. Δεν επιχειρεί μια υπερ-ιστορική ανάλυση της εξουσίας. Μέλημα του είναι να
ανιχνεύσει τις εξουσιαστικές μεθόδους που εφαρμόζονται σε μια ορισμένη περίοδο της
ανθρώπινης ιστορίας (17ος-18ος αιώνας) και σε συγκεκριμένους θεσμούς που έκαναν την
εμφάνιση τους εκείνη την εποχή, όπως το σύστημα εγκλεισμού, ο εθνικός στρατός, το
μαζικό σχολείο, το καπιταλιστικό εργοστάσιο, οι οποίες στη συνέχεια επεκτέθηκαν σε
ολόκληρη την κοινωνία οδηγώντας έτσι στη συγκρότηση της «πειθαρχικής κοινωνίας». Οι
σχέσεις εξουσίας δεν εμφανίζονται πάντοτε με τη μορφή της πειθαρχικής εξουσίας και με
τις τεχνικές που την διακρίνουν. «Η εξουσία δεν είναι πειθαρχία, η πειθαρχία είναι ένας
πιθανός τρόπος ενέργειας της εξουσίας» (Φουκώ 1987: 130).9

Η δεύτερη επισήμανση μας αφορά τον πρωτότυπο συσχετισμό ελευθερίας και εξουσίας
που επιχειρείται από τον φιλόσοφο. Για τον Φουκώ η ελευθερία είναι μια απαραίτητη
συνθήκη για την ύπαρξη εξουσιαστικών σχέσεων, και όχι το αντίθετό της. «Η εξουσία
ασκείται μόνο σε “ελεύθερα υποκείμενα”... εκεί όπου οι καθορισμοί έχουν κορεστεί δεν

9 Και λίγο παρακάτω: «Προσπάθησα να καταδείξω τα όρια αυτού που θέλησα να κάνω, δηλαδή της
ανάλυσης μιας ειδικής ιστορικής μορφής, μιας συγκεκριμένης τεχνικής διακυβέρνησης των ατόμων...»
(Φουκώ 1987: 130)
17
υπάρχει σχέση εξουσίας. Η δουλεία δεν είναι μια σχέση εξουσίας όταν ο άνθρωπος είναι
αλυσοδεμένος...» (Φουκώ 1991: 93). Πιθανότατα ο Φουκώ όταν ισχυρίζεται κάτι τέτοιο να
έχει κατά νου μονάχα τον πειθαρχικό τύπο εξουσίας του οποίου οι τεχνικές πράγματι δεν
μπορούν να εφαρμοστούν παρά μόνο σε “ελεύθερες” ατομικότητες. Μηχανισμοί αυτο-
επιτήρησης και αυτο-ελέγχου είναι αναγκαίοι και μπορούν να αναπτυχθούν μόνο στο
έδαφος μιας κοινωνίας τυπικά ελεύθερων ατόμων. Η «διακυβέρνηση», έννοια που
χρησιμοποιεί ο Φουκώ για να περιγράψει τον «τρόπο διεύθυνσης και διαγωγής των ατόμων
ή των ομάδων» προϋποθέτει ένα ελεύθερο πεδίο δράσης για τους εξουσιαζόμενους και όχι
έναν απλό καταναγκασμό της βίας (Φουκώ 1991: 92-93). Και το σημαντικότερο: η εξουσία
για τον Φουκώ είναι παραγωγική, και η παραγωγικότητά της μπορεί να ευδοκιμήσει μόνο
σε ελεύθερα και όχι «αλυσοδέμενα» άτομα.

Τι σημαίνει ωστόσο ο όρος «παραγωγική εξουσία»; Αν αληθεύει ότι ορισμένες από τις
τεχνικές της πειθαρχικής εξουσίας δεν ασκούνται απευθείας πάνω στο άτομο αλλά στο
χώρο δράσης του, εξίσου αληθές είναι ότι το έσχατο σημείο άσκησης των σχέσεων
εξουσίας είναι το σώμα. Η εξουσία είναι παραγωγική γιατί εδράζεται σε ένα σύνολο
μηχανισμών οι οποίοι δεν θέτουν μόνο όρια στο άτομο, αλλά το συγκροτούν ως τέτοιο. Η
δικαιϊκή θεώρηση συλλαμβάνει την εξουσία υπό μια αρνητική οπτική γωνία, σαν μια
δύναμη που το μόνο που κάνει είναι να λέει «όχι» 10, να στήνει περιορισμούς και να
εμποδίζει το άτομο από το να κάνει κάτι. Αντίθετα στον Φουκώ αναδύεται μια «θετική»
εννοιολόγηση της εξουσίας, υπό την έννοια ότι η εξουσία σε μια ορισμένη ιστορική στιγμή
δεν δρα μόνο κατασταλτικά απέναντι στον άνθρωπο αλλά αναλαμβάνει την ίδια τη
«δημιουργία» του.

Ο καπιταλισμός, στην πρώιμη ηλικία του, είχε ανάγκη μεθόδους εξουσίας που θα
προικίζουν το άτομο με δεξιότητες, θα αυξάνουν τις δυνάμεις και την παραγωγικότητά του,
χωρίς παρόλα αυτά να εμποδίζεται η καθυπόταξη του. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε
ότι για τον Φουκώ ο νέος τύπος εξουσίας που εμφανίζεται κατά τον 17ο-18ο αιώνα
αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο του βιομηχανικού καπιταλισμού και βασικό εργαλείο στη
σύστασή του (Φουκώ 1991: 114). Πολλές από τις νέες τεχνικές εξουσίας που αναδύονται

10 «Αν η εξουσία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά καταπιεστική, αν ποτέ δεν έκανε τίποτε άλλο από το να λέει
“΄όχι”, νομίζετε θα την υπάκουαν οι άνθρωποι;» (Φουκώ 1987: 21).
18
εκείνη την εποχή συνδέονται άμεσα με το νέο σύστημα παραγωγής. Πρόκειται για ένα
σύστημα το οποίο «εξαρτάται περισσότερο από τα σώματα κι απ' αυτό που κάνουν... είναι
ένας μηχανισμός εξουσίας που επιτρέπει να αποσπαστούν από τα σώματα χρόνος και
εργασία παρά πλούτος και εμπορεύματα» (1991: 113). Η νεωτερικότητα λοιπόν δεν φέρνει
μαζί της μόνο μια τεχνολογία των μηχανών αλλά και μια τεχνολογία του σώματος, επινοεί,
δηλαδή, τεχνικές και πρακτικές διαμέσου των οποίων το σώμα θα καταστεί ένα
«παραγωγικό υποκείμενο» (Macherey 2013).11

H σχέση εξουσιαστικών πρακτικών και υποκειμένου είναι άλλωστε και ο κεντρικός άξονας
των μελετών του Φουκώ. Μέλημα του δεν είναι να μελετήσει το εξουσιαστικό φαινόμενο
αυτό καθαυτό, αλλά να το συλλάβει σε σχέση με το υποκείμενο και να αναλύσει την
«θετική», δημιουργική-μετασχηματιστική δράση των σχέσεων εξουσίας πάνω στο
υποκείμενο. Η εξουσία είναι μια δύναμη που δεν απαγορεύει απλώς «αλλά διασχίζει τα
πράγματα, παράγει πράγματα, επιφέρει ηδονή, μορφές γνώσης, παράγει λόγο» (Φουκώ
1987:21). Συνεπώς και το ίδιο το υποκείμενο κατανοείται ως αποτέλεσμα των σχέσεων
εξουσίας, δεν προηγείται αυτών. Η εξουσία γενικότερα κατανοείται ως η δημιουργός
δύναμη της ίδιας της πραγματικότητας.

Μέχρι εδώ ασχοληθήκαμε με τις τεχνικές πειθαρχικής εξουσίας οι οποίες ασκούνται


κυρίως σε επίπεδο ατόμων. Οι παραπάνω τεχνικές όπως έχουμε ήδη σημειώσει
αναπτύχθηκαν προκειμένου να ελεγχθεί η ελεύθερη ατομικότητα που έφερε στο ιστορικό
προσκήνιο το πέρασμα από τον φεουδαλισμό στον καπιταλισμό. Ωστόσο, η νεωτερική
κοινωνία ανέπτυξε τεχνικές ελέγχου και για το δεύτερο προϊόν αυτής της ιστορικής
μετάβασης, τον πληθυσμό. Αυτός ο τύπος εξουσίας ο οποίος έχει σαν βασική του λειτουργία
τον έλεγχο του πληθυσμού και διακρίνεται επίσης για τον παραγωγικό και όχι κατασταλτικό
χαρακτήρα του, ονομάζεται βιοεξουσία. Ο Φουκώ θέλοντας να τονίσει την ιστορική
διάσταση αυτού του νέου τύπου εξουσίας, επιχειρεί να δείξει τη στενή συσχέτιση του με τις
διαδικασίες εδραίωσης του καπιταλισμού: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η βιοεξουσία ήταν
ένα απαραίτητο στοιχείο για την ανάπτυξη του καπιταλισμού καθώς ο τελευταίος δεν θα

11 «Υπάρχει μια σχέση εξουσίας που θεμελιώνει την αντιμετώπιση της εργασιακής δύναμης ως δύναμης η
οποία είναι όχι μόνο παραγούσα αλλά και προικισμένη με μια βαθμιδωτή αναλογία- και βαθμιαία
βελτιώσιμη- παραγωγικότητας που επιβάλλεται στον εργαζόμενο» (Macherey 2013: 49).
19
μπορούσε να διασφαλιστεί παρά με τίμημα την ελεγχόμενη ένταξη των σωμάτων στον
μηχανισμό παραγωγής και μέσω μιας προσαρμογής των πληθυσμιακών φαινομένων στις
οικονομικές διαδικασίες» (Φουκώ 1978: 168).

Ο έλεγχος των πληθυσμιακών μεταβολών και η εναρμόνιση τους με τις διαδικασίες


συσσώρευσης κεφαλαίου δεν είναι οι μοναδικές λειτουργίες της βιοεξουσίας. Η τελευταία
μεριμνά επίσης για τις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού, αναδεικνύοντας έτσι μια
ιδιαίτερη τεχνική της σύγχρονης εξουσίας, την οποία ο Φουκώ αποκαλεί ποιμαντική
(Φουκώ 1991:83). Η ποιμαντική εξουσία είναι μια τεχνική η οποία έλκει την καταγωγή της
από προ-νεωτερικούς χριστιανικούς θεσμούς και αφομοιώθηκε από το σύγχρονο δυτικό
κράτος υπό μια πολιτική μορφή. Οι φορείς της εξουσίας σε αυτή την περίπτωση δεν
εμφανίζονται ως άρχοντες αλλά ως ποιμένες οι οποίοι μεριμνούν για την ευημερία του
πληθυσμού και για την «επίγεια σωτηρία του ποιμνίου τους», δηλαδή για τη διασφάλιση
ενός ικανοποιητικού επιπέδου ζωής, διαμέσου της προσφοράς διαφόρων υπηρεσιών: υγείας,
ασφάλειας, εκπαίδευσης.

Είναι φανερό ότι ιστορικός εκφραστής της ποιμαντικής εξουσίας στην εποχή του
καπιταλισμού αποτέλεσε το κράτος πρόνοιας. 12 Το διαφαινόμενο ιστορικό τέλος του
κοινωνικού κράτους γεννά πολλά ερωτήματα σχετικά με το μέλλον της βιοεξουσίας και
κυρίως διαμέσου ποιων μηχανισμών θα συνεχίσει να ασκείται. Όσο δαπανηρή και να
καθίσταται η βιοεξουσία η σημασία της για τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό είναι
πασιφανής. Το πιθανότερο είναι ότι αλλάζει ο τρόπος λειτουργίας της 13 και αρχίζει να
εδράζεται σε νέους μηχανισμούς. Δεν μένει παρά να τους ανακαλύψουμε 14, να
δημιουργήσουμε δηλαδή μια νέα μικροφυσική της εξουσίας για τον καπιταλισμό του 21ου
αιώνα.

12 Αν και ο Φουκώ δεν το κατονομάζει ευθέως, το κράτος πρόνοιας αποτελεί την κατεξοχήν υλική και
θεσμική έκφραση της ποιμαντικής εξουσίας ή της βιοεξουσίας.
13 Έχει ενδιαφέρον η υπόθεση του Δημήτρη Βεργέτη σύμφωνα με την οποία ίσως η βιοεξουσία του 21ου
αιώνα να έχει ως πρώτιστο μέλημα της όχι την διαχείριση της ζωής αλλά του θανάτου. Βεργέτης Δ. -
Φουκώ-Μαρξ: Η νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη της βιοεξουσίας, στο Rednotebook.gr, 22/12/2013
14 Ο καινοφανής θεσμός της Δια βίου Μάθησης και Εκπαίδευσης πιθανώς να αποτελεί μια νέα τεχνική
αναπαραγωγής του παραγωγικού υποκειμένου.
20

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΜΕΤΑΞΥ ΕΓΚΩΜΙΟΥ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Έχει ειπωθεί ότι μεγάλοι στοχαστές υπήρξαν όσοι επιχείρησαν να πολεμήσουν την
προφάνεια των πραγμάτων και να ανακαλύψουν την άδηλη λειτουργία τους. Όσοι
επιχείρησαν να μελετήσουν τις κοινωνικές σχέσεις, ξετυλίγοντάς τες από το νομικό τους
περίβλημα και τοποθετώντας τες στην υλική/ιστορική τους βάση. Έχει ειπωθεί επίσης ότι
ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της κοινωνιολογίας στη σχέση της με το κοινό, είναι το
πρόβλημα της «οικειότητας». Πρόκειται για την αδυναμία της κοινωνιολογίας να πείσει για
την ιδιαιτερότητα του αντικειμένου της. «Ασφαλώς και θα ανοίξω ένα εγχειρίδιο φυσικής
για να μάθω σχετικά με τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά του ηλεκτρονίου, αλλά δεν
βρίσκω το λόγο να πράξω κάτι ανάλογο για το ζήτημα της εξουσίας ή του κράτους, αφού
πρόκειται μια πραγματικότητα που τη ζω άμεσα, είναι αντικείμενα άμεσης προσωπικής
εμπειρίας», ίσως να ισχυριστεί κάποιος. «Γιατί η εξουσία να αποτελεί αντικείμενο
ιδιαίτερης κοινωνιολογικής ή ιστορικής ανάλυσης; Αφού, αρκεί να ανοίξω το Σύνταγμα
ενός κράτους για να μάθω για τη μορφή της εξουσίας και τη γενικότερη πολιτική οργάνωση
που χαρακτηρίζει μια κοινωνία».

Ο Φουκώ πετά στον κάλαθο των αχρήστων τα νομικά κείμενα, αφού ο νόμος δεν είναι
τίποτε άλλο παρά η ψεύτικη όψη των πραγματικών σχέσεων εξουσίας 1 και λύνει το
πρόβλημα της «οικειότητας» μεταφέροντας τη μελέτη του εξουσιαστικού φαινομένου από
την κοινωνιολογία/φιλοσοφία στη «Φυσική». Η εξουσία διαθέτει υλικότητα, καθώς επίσης
και μιαν τεχνολογία. Μαθηματικοποιεί τον χρόνο και το χώρο, μέσω της συνεχούς
ορθολογικοποίησης τους, μέσω της αδιάκοπης κατάτμησης και ταξινόμησης. «Χάρη στις
τεχνικές επιτήρησης η “φυσική” της εξουσίας και η επιλαβή του σώματος διενεργούνται
σύμφωνα με τους νόμους της οπτικής και της μηχανικής, σύμφωνα με ένα ολόκληρο
παιχνίδι χώρων, γραμμών, οθονών, δεσμών, βαθμών και χωρίς καταφυγή, κατ' αρχήν
τουλάχιστον, στην υπερβολή, τη δύναμη, τη βία. Πρόκειται για μια εξουσία που είναι
φαινομενικά τόσο λιγότερο σωματική όσο είναι περισσότερο επιδέξια “υλική”»2 (Φουκώ

1 Λίλα Τρουλινού, Εξουσία και Δίκαιο στον Φουκώ, στο Φουκώ: 1991, σελ. 170-182.
2 Η έμφαση δική μας.
2011: 203).
21
Όσο ριζοσπαστική και να είναι η θεώρηση της εξουσίας από τον Γάλλο φιλόσοφο, δεν
παύει ωστόσο να γεννά κι αυτή ορισμένα ερωτήματα και να οδηγείται και η ίδια σε
αδιέξοδα. Ο Φουκώ προτιμά να κάνει λόγο για μια διασπορά της εξουσίας σε πολλαπλά
σημεία. Ως κληρονόμος της νιτσεϊκής φιλοσοφίας δεν αναζητεί κάποιο συγκεκριμένο
θεμέλιο για την εξουσία. Η εξουσία δεν θεμελιώνεται σε κάποιο ιδιαίτερο πεδίο, όπως είναι
για παράδειγμα, οι παραγωγικές/ταξικές σχέσεις για τον μαρξισμό. Σύμφωνα με ορισμένες
κριτικές που έχει δεχθεί η ανάλυση του Φουκώ, μοιάζει σχεδόν μεταφυσική η παραδοχή
του ότι η εξουσία έρχεται από παντού, ότι είναι προγενέστερη κάθε ιδιαίτερου πεδίου και
ότι ενυπάρχει επίσης σε κάθε κοινωνική σχέση. Αυτή η φιλοσοφική «εκθεμελίωση», έχει
σαν αποτέλεσμα, η εξουσία να ανάγεται πάντοτε στον εαυτό της. Όπως εύστοχα παρατηρεί
ο Νίκος Πουλαντζάς, «για τον Φουκώ, η σχέση εξουσίας δεν έχει ποτέ άλλη βάση παρά τον
ίδιο τον εαυτό της» (Πουλαντζάς 2008: 2013). Πόσο διαφορετική είναι τελικά η άποψη που
ταυτίζει την εξουσία με το κράτος, από εκείνη που ταυτίζει την εξουσία με την Εξουσία;

Με τον τρόπο αυτό οι αναλύσεις του Φουκώ προσλαμβάνουν περισσότερο έναν


περιγραφικό χαρακτήρα παρά εξηγητικό ή αιτιοκρατικό. Το γεγονός αυτό δεν είναι καθόλου
περίεργο αν λάβουμε υπόψιν μας ότι ο Φουκώ γράφει σε μια εποχή όπου το κλασικό
επιστημολογικό παράδειγμα δέχεται ισχυρές επιθέσεις και η αρχή του ντετερμινισμού
αρχίζει να χάνει την πρωτοκαθεδρία της. Το νέο επιστημολογικό πρότυπο, το οποίο αρκετοί
αποδίδουν με τον όρο «μεταμοντέρνο», δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην πολλαπλότητα, στον
πλουραλισμό των παραγόντων και αποβάλλει σταδιακά τα άκαμπτα αιτιοκρατικά σχήματα.
Αρνείται τις καθολικές αφηγήσεις, δηλαδή μια σφαιρική ερμηνεία της (κοινωνικής)
πραγματικότητας και προτιμά τις τοπικές αποσπασματικές μελέτες. Η αναζήτηση
πρωταρχικών αιτιών που λειτουργούν ως γενικά ιστορικά ερμηνευτικά εργαλεία έχει μπει
στο περιθώριο. Όπως υπογραμμίζει και ο ίδιος ο Φουκώ «το ενδιαφέρον είναι πάντα η
αλληλοσύνδεση, όχι η προτεραιότητα αυτού έναντι εκείνου, που δεν έχει ποτέ κανένα
νόημα» (Φουκώ 1987: 66).

Εξάλλου σε αυτή την πρωτοποριακή αναπαράσταση της εξουσίας που επιχειρεί ο Φουκώ,
δεν μπορεί να μην έπαιξε καθοριστικό ρόλο και η ίδια η κοινωνική πραγματικότητα των
22
δεκαετιών του 1960 και 1970. Πρόκειται για μια εποχή όπου ο ταξικός αγώνας φαίνεται να
χάνει τα πρωτεία και μια σειρά συγκρούσεων να λαμβάνει χώρα για λόγους ξένους προς τα
ταξικά ζητήματα. Οι κοινωνικοί αγώνες προσλαμβάνουν τοπικό χαρακτήρα και τα αιτήματα
δεν αφορούν μια ολοκληρωτική ανατροπή του τύπου εξουσίας που κυριαρχεί, αλλά κάθε
φορά εναντιώνονται σε ιδιαίτερες και συγκεκριμένες μορφές εξουσίας. Είναι η εποχή όπου
οι αγώνες περνούν από το κράτος και τα εργοστάσια, στα πανεπιστήμια, στις φυλακές, στα
ψυχιατρεία, όπου μια πολλαπλότητα διεκδικήσεων (φυλετικών, σεξουαλικών,
πολιτισμικών) αρχίζει να αντικαθιστά τη μονοτονία της ταξικής πάλης.

Ένας συνδυασμός, επομένως, επιστημολογικών και ιστορικών παραγόντων συνέβαλαν


κατά ένα μέρος στη διαμόρφωση των εξωτερικών χαρακτηριστικών της θεωρίας του Φουκώ
για την εξουσία, της οποίας οι αρετές δεν μπορούν να αγνοηθούν. Ο Φουκώ είναι από τους
λίγους στοχαστές (μαζί με τον Πουλαντζά) που εναντιώθηκε σε μια εργαλειακή αντίληψη
της εξουσίας, σύμφωνα με την οποία η εξουσία αποτελεί ένα «πράγμα» που μπορεί κανείς
να κατέχει. Αντίθετα προσπάθησε να αναδείξει το σχεσιακό περιεχόμενο της εξουσίας και
την αδυναμία μας να την κατανοήσουμε αν δεν εστιάσουμε στους τρόπους άσκησης της.
Είναι επίσης εξαιρετικά ριζοσπαστική η θέση του ότι η εξουσία μπορεί να λειτουργήσει και
χωρίς υποκείμενο, δείχνοντας πως η ίδια η δόμηση του χώρου μπορεί να ενεργοποιεί
εξουσιαστικές σχέσεις και μηχανισμούς. Μα πάνω απ' όλα, σε αυτόν πιστώνεται ο
επαναπροσδιορισμός της έννοιας «πολιτική». Είναι ίσως ο μοναδικός στοχαστής της εποχής
του που επεκτείνει το πεδίο της πολιτικής πέρα από τους προφανείς χώρους. Απεγκλωβίζει
δηλαδή, την έννοια της πολιτικής από τη στενότητα του κράτους και της κυβέρνησης,
μεταφέροντας τη μελέτη των σχέσεων εξουσίας σε πεδία τα οποία ως τότε εκλαμβάνονταν
ως μη πολιτικά.

Αν αληθεύει ότι, «είναι αδύνατο να στοχαστούμε σήμερα την ιστορία.... χωρίς να


τοποθετηθούμε σε έναν ορίζοντα που περιέγραψε και όρισε ο Μαρξ» 3, όπως ισχυρίζεται ο
Γάλλος φιλόσοφος, εξίσου αδύνατο είναι να στοχαστούμε σήμερα την πολιτική και την
εξουσία χωρίς να χρησιμοποιήσουμε το «μικροσκόπιο» του Φουκώ.

3 Παρατίθεται στο Macherey 2013:11, συνέντευξη του Φουκώ στο περιοδικό Magazine Litteraire (1975).
23
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Craib I. (2009) Σύγχρονη κοινωνική θεωρία, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα

Λέβιτ Κ. (1985) Το νόημα της Ιστορίας, Αθήνα: Γνώση

Macherey P. (2013) Φουκώ & Μαρξ: Το παραγωγικό υποκείμενο, Αθήνα: Εκτός Γραμμή

Πουλαντζάς Ν. (2008) Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, Αθήνα: Θεμέλιο

Σεραφετινίδου Μ. (2003) Εισαγωγή στην Πολιτική Κοινωνιολογία, Αθήνα: Gutenberg

Σεραφετινίδου Μ. (2012) Το φαινόμενο της γραφειοκρατίας (τ. ΙΙ), Αθήνα: Gutenberg

Smart B. (2009) «Michel Foucault: Υποκείμενα εξουσίας, αντικείμενα γνώσης» Σύγχρονη


κοινωνιολογική θεωρία, επ. Πετμετζίδου Μ. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

Sofsky W. (1998) Πραγματεία περί της βίας, Αθήνα: Νέα Σύνορα

Τόμσον Ε.Π. (1994) Χρόνος, εργασιακή πειθαρχία και βιομηχανικός καπιταλισμός,


Θεσσαλονίκη: Νησίδες

Φουκώ Μ. (1978) Ιστορία της σεξουαλικότητας (τ. Ι), Αθήνα: Ράππα

Φουκώ Μ. (1987) Εξουσία, γνώση και ηθική, Αθήνα: Ύψιλον

Φουκώ Μ. (1991) Η μικροφυσική της εξουσίας, Αθήνα: Ύψιλον

Φουκώ Μ. (2011) Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, Αθήνα: Πλέθρον

You might also like