You are on page 1of 199

Λογοτεχνία

Ψηφιακή έκδοση Σεπτέμβριος 2020

Τίτλος πρωτοτύπου Felisberto Hernández, Nadie encendía las lámparas, Editorial Sudamericana

1947

Διόρθωση τυπογραφικών δοκιμίων Γιάννης Γαλανόπουλος


Σχεδιασμός εξωφύλλου Γιώργος Παναρετάκης

© 2020, E κδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ για την παρούσα έκδοση


( )

ISBN 978-618-03-2506-5

Το παρόν έργο πνευ ατικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού ό ου
µ N µ (N.

2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σή ερα και τις διεθνείς συ βάσεις περί πνευ ατικής
µ ) µ µ

ιδιοκτησίας Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε έσο ή
. µ

τρόπο αντιγραφή φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή εκ ίσθωση ή δανεισ ός


, , µ µ ,

µετάφραση διασκευή ανα ετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε ορφή ηλεκτρονική ηχανική ή
, , µ µ ( , µ

άλλη και η εν γένει εκ ετάλλευση του συνόλου ή έρους του έργου


) µ µ .

Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα
τηλ .: 211 3003500, fax: 211 3003562

www.metaixmio.gr • e-mail: metaixmio@metaixmio.gr

Κεντρική διάθεση
Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα
τηλ .: 210 3647433, fax: 211 3003562

B ιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
• A σκληπιού θήνα
18, 106 80 A

τηλ .: 210 3647433, fax: 211 3003562

• Πολυχώρος Ιπποκράτους
, 118, 114 72 Αθήνα
τηλ .: 211 3003580, fax: 211 3003581
ΦΕΛΙΣΜΠΕΡΤΟ ΕΡΝΑΝΤΕΣ

ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΑΝΑΒΕ

ΤΑ ΦΩΤΑ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – ΕΠΙΜΕΤΡΟ: Γεωργία Ζακοπούλου


Περιεχόµενα

Κανείς δεν άναβε τα φώτα


Το μπαλκόνι
Ο ταξιθέτης
Εκτός από τη Χούλια
Η γυναίκα που μου έμοιαζε
Η πρώτη μου συναυλία
H σκοτεινή τραπεζαρία

Η πράσινη καρδιά
Έπιπλα «Το Καναρίνι»
Οι δύο ιστορίες
Σημείωμα στη νέα έκδοση του Κανείς δεν άναβε τα φώτα του
Φελισμπέρτο Ερνάντες
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Κανείς δεν άναβε τα φώτα

Πριν από πολλά χρόνια διάβαζα µια ιστορία στο παλιό σαλόνι
ενός σπιτιού. Στην αρχή, από τις γρίλιες ενός παραθύρου
έµπαιναν µερικές ηλιαχτίδες. Σιγά σιγά άρχισαν να πέφτουν
πάνω στους ανθρώπους, ώσπου έφτασαν σ’ ένα τραπέζι µε
φωτογραφίες προσφιλών νεκρών. Δυσκολευόµουν να βγάλω τις
λέξεις από µέσα µου, θαρρείς και το σώµα µου ήταν ένα
όργανο µε χαλασµένο φυσερό. Στις µπροστινές καρέκλες
κάθονταν δυο χήρες, οι κυρίες του σπιτιού· µολονότι πολύ
ηλικιωµένες, είχαν ακόµη πλούσια µαλλιά πιασµένα σε
φουντωτούς κότσους. Διάβαζα ανόρεχτα και σήκωνα συχνά το
κεφάλι µου από το χαρτί, αλλά έπρεπε να φροντίζω να µην
κοιτάζω πάντα το ίδιο άτοµο· τα µάτια µου όµως είχαν
συνηθίσει να κατευθύνονται ασυναίσθητα στη χλωµή περιοχή
ανάµεσα στο φόρεµα και στον κότσο της µιας χήρας. Ήταν
ένα γαλήνιο πρόσωπο, που για αρκετό καιρό δεν θα έπαυε να
αναπολεί το ίδιο παρελθόν. Κάποιες στιγµές τα µάτια της
έµοιαζαν µε θολά τζάµια που πίσω τους δεν υπάρχει κανείς.
Όταν τύχαινε να σκεφτώ πόσο σηµαντικοί άνθρωποι
βρίσκονταν στο ακροατήριο, πίεζα τον εαυτό µου να µπει στο
πνεύµα της ιστορίας. Μια από τις πολλές φορές που
αφαιρέθηκα είδα µέσα από τις γρίλιες ένα σµάρι περιστέρια να
φτερουγίζουν πάνω από ένα άγαλµα. Ύστερα είδα, στο βάθος
της αίθουσας, µια νέα γυναίκα µε το κεφάλι γερµένο στον
τοίχο· τα ξέπλεκα κυµατιστά µαλλιά της απλώνονταν στους
ώµους της και άφησα το βλέµµα µου να πλανηθεί πάνω τους,
σαν σε φυτό σκαρφαλωµένο στους τοίχους εγκαταλειµµένου
σπιτιού. Μου φαινόταν πληκτικό να πρέπει να εµβαθύνω και
πάλι στην ιστορία που διάβαζα και να µεταφέρω το νόηµά
της· καµιά φορά, ωστόσο, οι ίδιες οι λέξεις αλλά και ο τρόπος
που συνήθιζα να τις λέω προκαλούσαν αίσθηση, χωρίς να το
έχω επιδιώξει, και τότε το γέλιο των ακροατών µε ξάφνιαζε.
Πέρασα για δεύτερη φορά το βλέµµα µου από το κεφάλι που
έγερνε στον τοίχο και σκέφτηκα ότι µπορεί η γυναίκα να το
είχε καταλάβει· οπότε, για να µη φανώ αδιάκριτος, κοίταξα
προς το άγαλµα. Εξακολουθώντας να διαβάζω, σκεφτόµουν
την αθωότητα µε την οποία το άγαλµα έπρεπε να αναπαριστά
µια µορφή που ποτέ δεν θα καταλάβαινε. Ίσως µε τα
περιστέρια να ένιωθε πιο άνετα: δεν φαινόταν να ενοχλείται
που περιφέρονταν γύρω από το κεφάλι του και κάθονταν στον
κύλινδρο που ήταν γερµένος πάνω στο σώµα του. Ξάφνου
συνειδητοποίησα ότι κοίταζα πάλι το κεφάλι που έγερνε στον
τοίχο και είχε τα µάτια κλειστά εκείνη τη στιγµή. Ύστερα
προσπάθησα να θυµηθώ τον ενθουσιασµό που αισθανόµουν
τον πρώτο καιρό που διάβαζα αυτή την ιστορία: µιλούσε για
µια γυναίκα που κάθε µέρα πήγαινε σε µια γέφυρα µε την
ελπίδα να µπορέσει κάποτε να αυτοκτονήσει. Κάθε µέρα όµως
προέκυπτε κι ένα νέο εµπόδιο. Το ακροατήριό µου ξέσπασε
στα γέλια όταν ένα βράδυ τής κόλλησε ένας περαστικός, και η
γυναίκα φοβισµένη έφυγε τρέχοντας για το σπίτι της.
Η γυναίκα του τοίχου γελούσε κι αυτή και έστρεφε το κεφάλι
δεξιά αριστερά, σαν να το είχε γερµένο σε µαξιλάρι. Τώρα πια
είχα συνηθίσει να αποστρέφω το βλέµµα µου από το κεφάλι
εκείνο και να το οδηγώ προς το άγαλµα. Θέλησα να φανταστώ
τη µορφή που αναπαριστούσε το άγαλµα, αλλά δεν µπόρεσα
να σκεφτώ κάτι σοβαρό: ίσως η ψυχή της µορφής αυτής να
είχε χάσει τη σοβαρότητα που διέθετε όσο ήταν εν ζωή και
τώρα να πέρναγε την ώρα της παίζοντας µε τα περιστέρια.
Ξαφνιάστηκα που τα λόγια µου χάρισαν και πάλι το γέλιο·
κοίταξα τις χήρες και είδα κάποιον να προβάλλει στα
θολωµένα µάτια της πιο λυπηµένης. Αποστρέφοντας το
βλέµµα µου για µία ακόµα φορά από το κεφάλι που έγερνε
στον τοίχο, δεν κοίταξα προς το άγαλµα αλλά προς ένα άλλο
δωµάτιο, όπου µου φάνηκε πως είδα φλόγες πάνω σ’ ένα
τραπέζι· ορισµένοι από τους ακροατές ακολούθησαν το
βλέµµα µου· στο τραπέζι όµως δεν υπήρχε παρά ένα βάζο µε
κόκκινα και κίτρινα λουλούδια, πάνω στα οποία έπεφταν
µερικές ηλιαχτίδες.
Όταν ολοκλήρωσα την ανάγνωση, άρχισε το σούσουρο· ο
κόσµος µαζεύτηκε γύρω µου κάνοντας διάφορα σχόλια κι ένας
κύριος άρχισε να µου αφηγείται την ιστορία µιας άλλης
γυναίκας που είχε αυτοκτονήσει. Ήθελε να εκφραστεί σωστά,
αλλά δυσκολευόταν να βρει τις κατάλληλες λέξεις και άρχισε
τις περιστροφές και τις παρεκβάσεις. Κοίταξα τους
υπόλοιπους και είδα ότι τον άκουγαν ανυπόµονα·
στεκόµασταν όλοι όρθιοι και δεν ξέραµε τι να κάνουµε τα
χέρια µας. Η γυναίκα µε τα ξέπλεκα κυµατιστά µαλλιά
πλησίασε προς το µέρος µας. Της έριξα µια µατιά και ύστερα
κοίταξα το άγαλµα. Δεν ήθελα να ακούσω την ιστορία, επειδή
η προσπάθεια εκείνου του ανθρώπου που κυνηγούσε τις λέξεις
µού προκαλούσε δυσφορία: ήταν σαν να είχε βαλθεί το
άγαλµα να χαστουκίζει τα περιστέρια.
Ο κόσµος που µε περιστοίχιζε δεν είχε άλλη επιλογή παρά να
ακούει τον κύριο που έλεγε την ιστορία, ενώ εκείνος συνέχιζε
µε αδέξιο πείσµα και σαν να ήθελε να πει: «Εγώ είµαι
πολιτικός, όπως ξέρω να αυτοσχεδιάζω οµιλίες, έτσι ξέρω και
να αφηγούµαι ενδιαφέρουσες ιστορίες».
Ανάµεσα σε αυτούς που ακούγαµε ήταν κι ένας νεαρός που
είχε στο µέτωπο ένα παράξενο σηµάδι: ήταν µια σκούρα
λωρίδα, στο σηµείο όπου φυτρώνουν τα µαλλιά, η οποία σε
διάφορα σηµεία κατέβαινε χαµηλά στο µέτωπο και είχε το
χρώµα πυκνής γενειάδας που την έχουν πρόσφατα ξυρίσει και
καλύψει µε πούδρα. Κοίταξα τη γυναίκα µε τα ξέπλεκα
µαλλιά και µε έκπληξη είδα ότι κι εκείνη κοιτούσε τα µαλλιά
µου. Και, τότε, ο πολιτικός ολοκλήρωσε την ιστορία του και
όλοι χειροκρότησαν. Σκεφτόµουν ότι δεν είχα το κουράγιο να
τον συγχαρώ, όταν µία από τις χήρες µού είπε: «Παρακαλώ,
καθίστε». Καθίσαµε όλοι και ακούστηκε ένας αναστεναγµός
γενικής ανακούφισης· χρειάστηκε όµως να σηκωθώ ξανά,
επειδή µία από τις χήρες θέλησε να µε συστήσει στη νεαρή µε
τα κυµατιστά µαλλιά, η οποία, όπως αποδείχτηκε, ήταν
ανιψιά της. Με προσκάλεσαν να καθίσω σ’ έναν µεγάλο
τριθέσιο καναπέ, ανάµεσα στην ανιψιά και στον νεαρό µε το
µαδηµένο µέτωπο. Η ανιψιά έκανε να µιλήσει, αλλά ο νεαρός
τη διέκοψε υψώνοντας το χέρι του µε τα δάχτυλα προς τα
πάνω –σαν σκελετός οµπρέλας που την έχει αναποδογυρίσει ο
αέρας– και είπε:
«Διαβλέπω σ’ εσάς έναν µοναχικό άνθρωπο που θα
αρκούνταν στη φιλία ενός δέντρου».
Αναρωτήθηκα αν είχε ξυρίσει έτσι το µέτωπό του για να το
κάνει να φαίνεται πιο µεγάλο, και όλο κακία τού απάντησα:
«Μην το λέτε· δεν θα µπορούσα να καλέσω ένα δέντρο για
περίπατο».
Γελάσαµε και οι τρεις. Ο νεαρός έριξε προς τα πίσω το
µαδηµένο µέτωπό του και συνέχισε:
«Σωστά. Το δέντρο είναι ο φίλος που θα είναι πάντα εκεί».
Οι χήρες φώναξαν την ανιψιά κι εκείνη σηκώθηκε κάνοντας
έναν µορφασµό δυσαρέσκειας. Την κοιτούσα καθώς
αποµακρυνόταν, και µόνο τότε συνειδητοποίησα ότι ήταν µια
εύσωµη γυναίκα όλο ζωντάνια. Στρέφοντας το κεφάλι µου,
αντίκρισα έναν άλλο νεαρό, τον οποίο µου σύστησε αυτός µε
το µαδηµένο µέτωπο. Ήταν φρεσκοχτενισµένος και στις άκρες
των µαλλιών του λαµπύριζαν σταγόνες νερού. Μια φορά που
είχα χτενιστεί έτσι κι εγώ, όταν ήµουν µικρός, µου είχε πει η
γιαγιά µου: «Τα µαλλιά σου είναι σαν να τα έγλειψε αγελάδα».
Ο νεοφερµένος κάθισε στη θέση της ανιψιάς και άρχισε να
µιλάει:
«Αµάν πια, αυτός ο κύριος µε την ιστορία του! Τι
ισχυρογνώµων!»
Μετά χαράς θα του έλεγα: «Κι εσείς, τι θηλυπρεπής!», αλλά
αντ’ αυτού τον ρώτησα:
«Ξέρετε πώς λέγεται;»
«Ποιος;»
«Ο κύριος… ισχυρογνώµων».
«Α, δεν θυµάµαι. Έχει ένα αριστοκρατικό όνοµα. Είναι
πολιτικός και πάντα τον βάζουν κριτή στους λογοτεχνικούς
διαγωνισµούς».
Κοίταξα τον νεαρό µε το µαδηµένο µέτωπο, που έκανε έναν
µορφασµό σαν να έλεγε: «Τι να κάνουµε, αυτά έχει η ζωή!».
Όταν η ανιψιά επέστρεψε, σήκωσε από τον καναπέ τον
«θηλυπρεπή» νεαρό τραβώντας τον από το µπράτσο και
µερικές σταγόνες νερού έπεσαν στο σακάκι του. Και στη
στιγµή είπε:
«Δεν συµφωνώ µαζί σας…»
«Σε τι;»
«…και µάλιστα µου κάνει εντύπωση που δεν ξέρετε τι κάνει
ένα δέντρο για να έρθει περίπατο µαζί µας».
«Τι;»
«Επαναλαµβάνεται µε µεγάλες δρασκελιές».
Της δώσαµε συγχαρητήρια για την ιδέα της κι εκείνη
ενθουσιασµένη συνέχισε:
«Επαναλαµβάνεται σε µια λεωφόρο υποδεικνύοντάς µας τον
δρόµο· ύστερα όλα τα δέντρα µαζί συγκεντρώνονται στο βάθος
και σκύβουν για να δουν ότι ερχόµαστε, και καθώς εµείς
πλησιάζουµε, παραµερίζουν και µας αφήνουν να
περάσουµε».
Έδωσε έναν τόνο αστεϊσµού στα λόγια της, θέλοντας να
καλύψει τη ροµαντική χροιά τους. Ντράπηκε και κοκκίνισε
ικανοποιηµένη. Τη µαγεία της στιγµής διέκοψε ο θηλυπρεπής
νεαρός:
«Τη νύχτα όµως στο δάσος, τα δέντρα µάς επιτίθενται από
παντού· ορισµένα σκύβουν µπροστά, σαν να πρόκειται να
κάνουν ένα βήµα και να πέσουν πάνω µας· καµιά φορά
µάλιστα µας κλείνουν τον δρόµο και µας τροµάζουν
ανοιγοκλείνοντας τα κλαριά τους».
Η ανιψιά δεν µπόρεσε να συγκρατηθεί:
«Χριστός και Παναγία! Μα ποιος είσαι, η Χιονάτη;»
Κι ενώ ακόµη γελούσαµε, µου είπε ότι ήθελε να µου κάνει
µια ερώτηση και πήγαµε στο δωµάτιο όπου ήταν το βάζο µε
τα λουλούδια. Έγειρε πάνω από το τραπέζι, ώσπου η κόχη του
βυθίστηκε στο κορµί της, και, χώνοντας τα δάχτυλα µες στα
µαλλιά της, µε ρώτησε:
«Πέστε µου την αλήθεια: Γιατί αυτοκτονεί η γυναίκα της
ιστορίας σας;»
«Φοβάµαι ότι θα έπρεπε να ρωτήσετε την ίδια».
«Δεν µπορείτε να τη ρωτήσετε εσείς;»
«Αδύνατον, θα ήταν σαν να ρωτούσα το αποκύηµα ενός
ονείρου».
Χαµογέλασε και χαµήλωσε τα µάτια, οπότε βρήκα την
ευκαιρία να κοιτάξω ολόκληρο το στόµα της, που ήταν πολύ
µεγάλο. Η κίνηση των χειλιών της, καθώς τραβιόνταν προς τα
πλάγια, έµοιαζε δίχως τέλος· τα µάτια µου όµως διέτρεχαν µε
ευχαρίστηση όλη αυτή την κόκκινη υγρή έκταση. Ίσως να µε
έβλεπε κάτω απ’ τα χαµηλωµένα βλέφαρά της, ή να
σκεφτόταν ότι έτσι σιωπηλός που ήµουν αποκλείεται να έκανα
κάτι καλό, επειδή χαµήλωσε πολύ το κεφάλι και έκρυψε το
πρόσωπό της. Τώρα µου επιδείκνυε τα µαλλιά της σε όλο τους
το µεγαλείο· ανάµεσα σε δυο κυµατιστά τσουλούφια φαινόταν
λίγο δέρµα, και θυµήθηκα µια κότα που ο αέρας τής είχε
ανασηκώσει τα φτερά και φαινόταν η σάρκα της. Μου άρεσε
να φαντάζοµαι το κεφάλι εκείνο σαν µια µεγάλη, ζεστή
ανθρώπινη κότα· η ζεστασιά του θα ήταν ευχάριστη, και τα
µαλλιά µια πιο εκλεπτυσµένη εκδοχή των φτερών.
Ήρθε µία από τις θείες –όχι εκείνη µε τα θολωµένα µάτια–
και µας έφερε δυο ποτηράκια λικέρ. Η ανιψιά ανασήκωσε το
κεφάλι και η θεία είπε:
«Να τον προσέχεις αυτόν εδώ· δεν είδες τι αλεπουδίσια µάτια
έχει;»
Σκέφτηκα ξανά την κότα και της αποκρίθηκα:
«Κυρία µου, εδώ δεν είναι κοτέτσι!»
Όταν µείναµε και πάλι µόνοι, και ενόσω δοκίµαζα το λικέρ –
ήταν υπερβολικά γλυκό και µου ’φερε αναγούλα–, η ανιψιά µε
ρώτησε:
«Δεν είχατε ποτέ περιέργεια για το µέλλον;»
Είχε σουφρώσει το στόµα θαρρείς και ήθελε να το χωρέσει
µέσα στο ποτηράκι.
«Όχι, έχω µεγαλύτερη περιέργεια να µάθω τι µπορεί να
συµβαίνει ετούτη ακριβώς τη στιγµή σ’ έναν άλλον άνθρωπο,
ή τι θα έκανα αν βρισκόµουν κάπου αλλού».
«Πέστε µου, τι θα κάνατε τώρα αν δεν ήµουν εγώ εδώ;»
«Α, αυτό το ξέρω καλά. Θα έχυνα το λικέρ στο βάζο µε τα
λουλούδια».
Μου ζήτησαν να παίξω πιάνο. Όταν επέστρεψα στο σαλόνι,
η χήρα µε τα θολωµένα µάτια είχε σκυµµένο το κεφάλι και
άκουγε κάτι που της έλεγε επίµονα στο αυτί η αδελφή της. Το
πιάνο ήταν µικρό, παλιό και φάλτσο. Δεν ήξερα τι να παίξω·
µόλις όµως δοκίµασα τις πρώτες νότες, η χήρα µε τα
θολωµένα µάτια ξέσπασε σε λυγµούς, και όλοι σωπάσαµε. Η
αδελφή και η ανιψιά την πήραν έξω· σε λιγάκι η ανιψιά
επέστρεψε και µας είπε ότι η θεία δεν ήθελε να ακούει
µουσική µετά τον θάνατο του συζύγου της – αγαπιόνταν µε τα
πιο αγνά αισθήµατα.
Ένας ένας οι καλεσµένοι άρχισαν να φεύγουν, και όσοι
µείναµε µιλούσαµε µε φωνή ολοένα πιο σιγανή καθώς έπεφτε
η νύχτα. Κανείς δεν άναβε τα φώτα.
Σκουντουφλώντας πάνω στα έπιπλα, έφευγα µε τους
τελευταίους καλεσµένους, όταν η ανιψιά µε σταµάτησε:
«Θα ήθελα να σας ζητήσω κάτι».
Δεν µου είπε όµως τίποτε: έγειρε το κεφάλι στον τοίχο του
διαδρόµου και µε έπιασε από το µανίκι του σακακιού.
Το µπαλκόνι

Υπάρχει µια πόλη που µου άρεσε να την επισκέπτοµαι τα


καλοκαίρια. Εκείνη την εποχή του χρόνου, σχεδόν µια
ολόκληρη γειτονιά πήγαινε σε µια κοντινή λουτρόπολη. Ένα
από τα σπίτια που έµεναν αδειανά ήταν πολύ παλιό· το είχαν
από χρόνια µετατρέψει σε ξενοδοχείο και µόλις έµπαινε το
καλοκαίρι το σπίτι µελαγχολούσε· έχανε µία µία τις καλύτερες
οικογένειές του, ώσπου στο τέλος οι µόνοι κάτοικοι που του
απέµεναν ήταν οι υπηρέτες. Αν κρυβόµουν πίσω του και
έµπηγα µια δυνατή φωνή, θα την έσβηναν στη στιγµή τα
βρύα.
Το θέατρο όπου έδινα συναυλίες είχε κι αυτό λίγο κόσµο και
το κατέκλυζε η σιωπή: την έβλεπα ν’ απλώνεται σιγά σιγά
πάνω στο µεγάλο µαύρο καπάκι του πιάνου. Η σιωπή
αγαπούσε τη µουσική· αφουγκραζόταν µέχρι και τον
τελευταίο απόηχο της τελευταίας νότας και ύστερα καθόταν
και σκεφτόταν αυτά που είχε ακούσει. Μόνο που αργούσε να
διαµορφώσει γνώµη. Αλλά όταν ξεθάρρευε πια, η σιωπή
άρχιζε να παρεµβαίνει στη µουσική: γλιστρούσε ανάµεσα στις
νότες, σαν γάτος µε µεγάλη µαύρη ουρά, και τις φόρτωνε
προθέσεις.
Μια µέρα, στο τέλος της συναυλίας, ήρθε να µε συγχαρεί
ένας συνεσταλµένος ηλικιωµένος κύριος. Κάτω από τα
γαλάζια µάτια του φαινόταν ολοζώντανη η κόκκινη σάρκα των
χαλαρωµένων του βλεφάρων. Το κάτω χείλι του ήταν πολύ
µεγάλο και περιέβαλλε το µισάνοιχτο στόµα του σαν
προστατευτικό κιγκλίδωµα σε θεωρείο. Μιλούσε µε σβησµένη
φωνή και πρόφερε τις λέξεις µία µία, ξεφυσώντας ανάµεσά
τους παραπονιάρικα.
Ύστερα από µια µεγάλη παύση, µου είπε:
«Λυπάµαι που η κόρη µου δεν µπορεί να ακούσει τη
µουσική σας».
Δεν ξέρω γιατί, αλλά σκέφτηκα ότι µπορεί η κόρη του να
ήταν τυφλή· αµέσως όµως συνειδητοποίησα ότι οι τυφλοί
ακούν, άρα ήταν πιο πιθανό να ήταν κουφή ή να έλειπε από
την πόλη· και ξάφνου µου πέρασε η ιδέα ότι µπορεί να είχε
πεθάνει. Παρ’ όλα αυτά, εκείνο το βράδυ ένιωθα ευτυχής: όλα
σ’ εκείνη την πόλη κινούνταν αργά, αθόρυβα, καθώς
διαβαίναµε µε τον ηλικιωµένο κύριο µισοσκότεινες περιοχές
µε πρασινωπά αντιφεγγίσµατα.
Ξάφνου, σκύβοντας προς το µέρος του –όπως κάνουµε όταν
πρόκειται να θίξουµε ένα πολύ ευαίσθητο θέµα–, τον ρώτησα:
«Η κόρη σας δεν µπορεί να έρθει;»
Έβγαλε έναν κοφτό, γεµάτο έκπληξη, στεναγµό, επιβράδυνε
το βήµα του, µε κοίταξε µες στα µάτια και στο τέλος άφησε
να του ξεφύγουν αυτά τα λόγια:
«Αυτό ακριβώς συµβαίνει. Η κόρη µου δεν µπορεί να βγει.
Το µαντέψατε. Είναι βραδιές που δεν κοιµάται επειδή
σκέφτεται ότι την εποµένη πρέπει να βγει. Ξυπνάει από τα
χαράµατα και γεµάτη ενθουσιασµό τα ετοιµάζει όλα. Σιγά
σιγά, όµως, ο ενθουσιασµός τής περνάει και στο τέλος
κάθεται σε µια πολυθρόνα και δεν µπορεί πια να βγει».
Οι θεατές της συναυλίας χάθηκαν γρήγορα στους γύρω
δρόµους κι εµείς µπήκαµε σ’ ένα καφενείο. Ο ηλικιωµένος
έγνεψε στον σερβιτόρο και του έφεραν ένα σκούρο ποτό σ’ ένα
ποτηράκι. Δεν θα έµενα µαζί του παρά µόνο για λίγα λεπτά,
µιας και έπρεπε να πάω να δειπνήσω αλλού, οπότε του είπα:
«Τι κρίµα που η κόρη σας δεν µπορεί να βγει. Όλοι έχουµε
ανάγκη από έναν περίπατο, λίγη διασκέδαση».
Έφερε το ποτηράκι στο µεγάλο του χείλι και, προτού καλά
καλά προλάβει να το βρέξει, µου εξήγησε:
« Έχει τον δικό της τρόπο να διασκεδάζει. Αγόρασα ένα
παλιό σπίτι, πολύ µεγάλο για τους δυο µας, το οποίο όµως
διατηρείται σε καλή κατάσταση. Έχει έναν κήπο µε σιντριβάνι
και στην κάµαρα της κόρης µου υπάρχει µια πόρτα που
βγάζει σ’ ένα µπαλκόνι κλεισµένο µε τζαµαρία. Είναι ένα
γωνιακό δωµάτιο που βλέπει στον δρόµο, και θα µπορούσε
σχεδόν να πει κανείς ότι η κόρη µου ζει στο µπαλκόνι. Πού
και πού βγαίνει περίπατο στον κήπο και καµιά φορά τα
βραδάκια παίζει πιάνο. Ελάτε να δειπνήσουµε στο σπίτι…
όποτε θέλετε. Θα σας χρωστώ ευγνωµοσύνη».
Κατάλαβα αµέσως, οπότε συµφωνήσαµε τη µέρα που θα
πήγαινα να δειπνήσω µαζί τους και να παίξω πιάνο.
Ήρθε και µε πήρε από το ξενοδοχείο µου ένα απογευµατάκι
που ο ήλιος ήταν ακόµη ψηλά. Από µακριά µού έδειξε τη
γωνία όπου βρισκόταν το κλειστό µπαλκόνι. Ήταν στον πρώτο
όροφο. Μπήκαµε από µια µεγάλη αυλόπορτα στο πλάι του
σπιτιού, που οδηγούσε σ’ έναν κήπο µε ένα σιντριβάνι και
αγαλµατάκια κρυµµένα µες στα αγριόχορτα. Ο κήπος
περιστοιχιζόταν από έναν ψηλό τοίχο που στο επάνω µέρος
του είχε κοµµατάκια γυαλιού κολληµένα µε κονίαµα. Στο
σπίτι ανέβαινες από µια φαρδιά εξωτερική σκάλα που
κατέληγε σ’ έναν τζαµωτό διάδροµο, απ’ όπου φαινόταν ο
κήπος. Ξαφνιάστηκα όταν είδα στον µακρύ διάδροµο µια
σειρά από ανοιχτές οµπρέλες, διάφορων χρωµάτων, που
έµοιαζαν µε µεγάλα φυτά θερµοκηπίου. Ο ηλικιωµένος
έσπευσε να µου εξηγήσει:
«Εγώ της έχω χαρίσει τις περισσότερες. Της αρέσει να είναι
ανοιχτές για να βλέπει τα χρώµατα. Όταν ο καιρός είναι
καλός, διαλέγει µία και κάνει τη βολτίτσα της στον κήπο. Τις
µέρες που φυσάει δεν µπορούµε να ανοίξουµε αυτή την
πόρτα, γιατί οι οµπρέλες πετάνε, οπότε πρέπει να µπαίνουµε
από αλλού».
Προχωρήσαµε ως το βάθος του διαδρόµου βαδίζοντας άκρη
άκρη στον τοίχο, στον ελάχιστο χώρο που άφηναν οι
οµπρέλες. Φτάσαµε σε µια πόρτα και ο ηλικιωµένος χτύπησε
ρυθµικά το τζάµι µε τα δάχτυλα. Από µέσα µάς απάντησε µια
σβησµένη φωνή. Ο ηλικιωµένος µε άφησε να περάσω πρώτος
και αµέσως είδα την κόρη να στέκει όρθια απέναντί µας, στη
µέση του κλειστού µπαλκονιού, µε την πλάτη γυρισµένη στα
πολύχρωµα τζάµια. Είχαµε διασχίσει το µισό δωµάτιο, όταν η
κόρη βγήκε από το µπαλκόνι της για να µας προϋπαντήσει.
Ερχόταν από το βάθος του δωµατίου, µε το χέρι προτεταµένο,
ευχαριστώντας µε για την επίσκεψη. Ακουµπισµένο στον
τοίχο µε το λιγότερο φως, ένα µικρό πιάνο έστεκε ανοιχτό: το
πλατύ κιτρινωπό χαµόγελό του έδειχνε γεµάτο αφέλεια.
Η κόρη δικαιολογήθηκε που δεν µπορούσε να βγει και,
δείχνοντάς µου το αδειανό µπαλκόνι, είπε:
«Αυτό είναι ο µοναδικός µου φίλος».
Της έδειξα το πιάνο και τη ρώτησα:
«Κι αυτό το κακόµοιρο, δεν είναι κι αυτό φίλος σας;»
Κατευθυνθήκαµε προς τις καρέκλες που υπήρχαν στα πόδια
του κρεβατιού της για να καθίσουµε, οπότε βρήκα την
ευκαιρία να παρατηρήσω πολλούς µικρούς πίνακες µε
λουλούδια, που κρέµονταν περιµετρικά στους τέσσερις
τοίχους, στο ίδιο ύψος όλοι, σαν ζωοφόρος. Στο πρόσωπό της
είχε µείνει ξεχασµένο ένα χαµόγελο αθώο σαν του πιάνου·
αλλά και τα θαµπά ξανθά µαλλιά της και το λεπτό κορµί της
έµοιαζαν κι αυτά από καιρό ξεχασµένα. Άρχισε να µου εξηγεί
γιατί το πιάνο δεν ήταν τόσο καλός φίλος της όσο το
µπαλκόνι, όταν ο ηλικιωµένος αποσύρθηκε σχεδόν
ακροπατώντας. Εκείνη συνέχισε:
«Το πιάνο ήταν πολύ καλός φίλος της µητέρας µου».
Έκανα να πάω προς το µέρος του να το δω, αλλά ύψωσε το
χέρι της και, γουρλώνοντας τα µάτια, µε σταµάτησε:
«Με συγχωρείτε, αλλά θα προτιµούσα να δοκιµάσετε το
πιάνο µετά το φαγητό, όταν θα ανάψουµε τα φώτα. Έχω
συνηθίσει από πολύ µικρή να ακούω πιάνο µόνο τη νύχτα.
Είναι η ώρα που έπαιζε η µητέρα µου. Άναβε τα τέσσερα κεριά
στα κηροπήγια κι έπαιζε τις νότες τόσο αργά, τόσο ξεχωριστά
τη µια απ’ την άλλη, µες στη σιωπή, που ήταν σαν να άναβε
έναν έναν και τους ήχους».
Ύστερα σηκώθηκε και, ζητώντας µου συγγνώµη, κίνησε για
το µπαλκόνι. Μόλις έφτασε, ακούµπησε τα γυµνά της χέρια
στα τζάµια, σαν να ξαπόσταινε πάνω στο στήθος ενός
ανθρώπου. Αµέσως όµως στράφηκε και µου είπε:
«Όταν βλέπω κάποιον να περνάει πολλές φορές πίσω από το
κόκκινο τζάµι, σχεδόν πάντα αποδεικνύεται ότι είναι βίαιος ή
οξύθυµος».
Δεν µπόρεσα να συγκρατηθώ και τη ρώτησα:
«Κι εγώ… από ποιο τζάµι πέρασα;»
«Από το πράσινο. Συνήθως απ’ αυτό τυχαίνει να περνούν
άτοµα που τους αρέσει να ζουν µόνα τους στην εξοχή».
«Η αλήθεια είναι ότι µου αρέσει η µοναξιά ανάµεσα στα
φυτά» της απάντησα.
Άνοιξε η πόρτα απ’ όπου είχα µπει και εµφανίστηκε ο
ηλικιωµένος, έχοντας πίσω του µια υπηρέτρια τόσο κοντή,
που δεν ήξερα αν επρόκειτο για παιδί ή για νάνο. Το ροδαλό
πρόσωπό της πρόβαλλε πάνω από το τραπεζάκι που
κουβαλούσε µε τα χεράκια της. Ο ηλικιωµένος µε ρώτησε:
«Τι θα θέλατε να πιείτε;»
Ήµουν έτοιµος να απαντήσω «τίποτα», αλλά σκέφτηκα ότι
δεν θα τους άρεσε και είπα «ό,τι να ’ναι». Εκείνος ζήτησε ένα
ποτηράκι από το σκούρο ποτό που τον είχα δει να πίνει όταν
φύγαµε από τη συναυλία.
Σαν έπεσε η νύχτα για τα καλά, πήγαµε στην τραπεζαρία,
περνώντας από τον διάδροµο µε τις οµπρέλες. Η κόρη άλλαξε
θέση σε µερικές και, ακούγοντάς µε να τις εκθειάζω, το
πρόσωπό της έλαµψε από ευτυχία.
Η τραπεζαρία βρισκόταν κάτω από το επίπεδο του δρόµου
και από τα µικρά καγκελόφραχτα παράθυρά της µπορούσες
να δεις τις γάµπες και τους αστραγάλους των περαστικών στο
πεζοδρόµιο. Μια λάµπα µε πράσινο αµπαζούρ έριχνε το φως
της κατευθείαν πάνω στο άσπρο τραπεζοµάντιλο, όπου ήταν
συγκεντρωµένα όλα τα παλιά αντικείµενα της οικογένειας, σ’
ένα πανηγύρι αναµνήσεων θαρρείς. Μόλις καθίσαµε, µείναµε
για λίγο και οι τρεις σιωπηλοί, οπότε όλα τα πράγµατα που
υπήρχαν στο τραπέζι έµοιαζαν µε ανεκτίµητες µορφές της
σιωπής. Τα χέρια µας άρχισαν να εµφανίζονται δυο δυο πάνω
στο τραπεζοµάντιλο και έµοιαζαν σαν να ήταν οι φυσικοί
κάτοικοι του τραπεζιού. Άθελά µου άρχισα να σκέφτοµαι τη
ζωή των χεριών. Πολλά χρόνια πριν, κάποια χέρια είχαν
αναγκάσει τα αντικείµενα του τραπεζιού να πάρουν µορφή.
Ύστερα από πολλές περιπλανήσεις, τα αντικείµενα είχαν
τελικά βρει τη θέση τους σ’ έναν µπουφέ. Τα πλάσµατα αυτού
του σερβίτσιου έπρεπε να εξυπηρετούν κάθε λογιών χέρια. Ένα
οποιοδήποτε ζευγάρι χέρια µπορεί να πετούσε τα φαγητά
πάνω στο στιλπνό και λαµπερό πρόσωπο των πιάτων, να
ανάγκαζε τις κανάτες να γεµίζουν και να αδειάζουν τους
γοφούς τους, και τα µαχαιροπίρουνα να βυθίζονται στο
κρέας, να το τεµαχίζουν και να µεταφέρουν τα κοµµατάκια
του στο στόµα. Και στο τέλος, πλυµένα και στεγνά, τα
πλάσµατα του σερβίτσιου θα κλείνονταν και πάλι στα µικρά
δωµάτιά τους. Ορισµένα απ’ αυτά µπορεί να επιβίωναν από
πολλά ζευγάρια χέρια, που σίγουρα κάποια θα τους φέρονταν
καλά, θα τα αγαπούσαν και θα τα γέµιζαν αναµνήσεις· εκείνα
όµως θα έπρεπε πάντα να υπηρετούν σιωπηλά.
Λίγη ώρα πριν, όταν βρισκόµασταν στην κάµαρα της κόρης
του σπιτιού, προτού ακόµη ανάψει το φως –ήθελε να
επωφεληθεί ως την τελευταία στιγµή τη λάµψη που έµπαινε
από το µπαλκόνι της–, µιλούσαµε για τα αντικείµενα. Καθώς
το φως της ηµέρας έσβηνε σιγά σιγά, τα αντικείµενα
κούρνιαζαν στη σκιά σαν πουλιά που µαζεύουν τα φτερά τους
και ετοιµάζονται να κοιµηθούν. Τότε, η κόρη µού είπε ότι τα
αντικείµενα αποκτούσαν ψυχή µόλις άρχιζαν να έχουν σχέση
µε ανθρώπους. Μπορεί, βέβαια, κάποια αντικείµενα να ήταν
κάτι άλλο στο παρελθόν και να είχαν µια άλλη ψυχή (εκείνα
που σήµερα είχαν πόδια παλιότερα είχαν κλαδιά, τα πλήκτρα
του πιάνου ήταν κάποτε χαυλιόδοντες), το µπαλκόνι της όµως
απέκτησε για πρώτη φορά ψυχή όταν εκείνη άρχισε να ζει σε
αυτό.
Αίφνης, στην άκρη του τραπεζοµάντιλου φάνηκε το ροδαλό
πρόσωπο της γυναίκας νάνου. Παρότι έβαζε αποφασιστικά τα
χεράκια της πάνω στο τραπέζι για να πιάσει τα διάφορα
πράγµατα, ο ηλικιωµένος και η κόρη του τη διευκόλυναν
σπρώχνοντας τα πιάτα τους στην άκρη του τραπεζιού. Μόλις
τα έπιανε η γυναίκα νάνος, όµως, τα αντικείµενα του
τραπεζιού έχαναν την αξιοπρέπειά τους· αλλά και ο
ηλικιωµένος είχε έναν απότοµο και εξευτελιστικό τρόπο να
αρπάζει την καράφα από τον λαιµό και να τη σφίγγει ώσπου
να βγει το κρασί.
Στην αρχή η συζήτηση ήταν δύσκολη. Κάποια στιγµή
παρενέβη µε τους χτύπους του ένα παλιό ρολόι δαπέδου· όλη
αυτή την ώρα δούλευε στηριγµένο στον τοίχο που βρισκόταν
πίσω από τον ηλικιωµένο, αλλά δεν είχα προσέξει την ύπαρξή
του. Ξαναπιάσαµε τη συζήτηση και η κόρη µε ρώτησε:
«Δεν νιώθετε στοργή για τα παλιά ρούχα;»
«Ασφαλώς! Και σύµφωνα µε όσα είπατε για τα αντικείµενα,
τα ρούχα έχουν την πιο στενή σχέση µαζί µας» –εδώ γέλασα,
αλλά εκείνη παρέµεινε σοβαρή– «και δεν θα µου έκανε
έκπληξη αν κρατούσαν από εµάς κάτι περισσότερο από το
σχήµα του σώµατός µας και µερικές οσµές του δέρµατός
µας».
Εκείνη όµως δεν µε άκουγε και προσπαθούσε να µε
διακόψει, σαν τα παιδιά που βλέποντας το σχοινάκι να γυρίζει
ετοιµάζονται να µπουν. Μου είχε κάνει την ερώτηση έχοντας,
το δίχως άλλο, κατά νου ήδη την απάντηση, επειδή τελικά
είπε:
«Συνθέτω τα ποιήµατά µου πάντα αφού πλαγιάσω» –µου είχε
ήδη αναφέρει τα ποιήµατά της το απόγευµα– «κι έχω ένα
λευκό νυχτικό που µε συντροφεύει από τα πρώτα µου
ποιήµατα. Καµιά φορά, το καλοκαίρι το φορώ και βγαίνω στο
µπαλκόνι το βράδυ. Πέρυσι του αφιέρωσα ένα ποίηµα».
Είχε σταµατήσει να τρώει και δεν έδινε σηµασία στη γυναίκα
νάνο, που έβαζε τα χεράκια της πάνω στο τραπέζι. Άνοιξε
διάπλατα τα µάτια της, σαν να έβλεπε κάποιο όραµα, και
άρχισε να απαγγέλλει:
«Στο λευκό µου νυχτικό».
Οπλίστηκα µε θάρρος, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούσα τα
χέρια της γυναίκας νάνου. Τα κοντόχοντρα δαχτυλάκια της
πήγαιναν µαζεµένα ως τα αντικείµενα και την τελευταία
στιγµή άνοιγαν για να τα πιάσουν.
Στην αρχή χρησιµοποίησα διάφορους τρόπους για να δείχνω
ότι πρόσεχα, ύστερα όµως αρκέστηκα σε µια καταφατική
κίνηση του κεφαλιού, που συνέπιπτε µε την επιστροφή του
εκκρεµούς στη µια πλευρά του ρολογιού. Έπληττα και µε
άγχωνε η σκέψη ότι σύντοµα θα τελείωνε την απαγγελία κι εγώ
δεν είχα ετοιµάσει τίποτε να της πω· και σαν να µην έφτανε
αυτό, ο ηλικιωµένος είχε λίγο σέσκουλο κολληµένο στο κάτω
του χείλι, πολύ κοντά στην κόχη του στόµατός του.
Το ποίηµα ήταν γλυκανάλατο, αλλά είχε καλό ρυθµό· µε το
«νυχτικό» δεν έκανε ρίµα καµία απ’ τις λέξεις που περίµενα·
θα της έλεγα ότι η ποίησή της είχε φρεσκάδα. Κοιτούσα τον
ηλικιωµένο και περνούσα τη γλώσσα µου πάνω απ’ τα χείλη
µου, αλλά εκείνος άκουγε την κόρη του. Το ποίηµα δεν έλεγε
να τελειώσει και άρχισα να δυσφορώ. Ξάφνου είπε «ερωτικό»
για να κάνει ρίµα µε το «νυχτικό», και το ποίηµα τελείωσε.
Άρχισα να µιλάω, και ύστερα από τις πρώτες µου λέξεις
άκουγα τον εαυτό µου µε ύφος γαλήνιο, δίνοντας στους
άλλους την εντύπωση ότι αναζητούσα κάτι που δεν θα
αργούσα να το βρω.
«Μου έκανε εντύπωση» άρχισα «ο εφηβικός τόνος του
ποιήµατος. Είναι τόσο φρέσκο και…».
Δεν είχα προλάβει να ολοκληρώσω τη λέξη «φρέσκο», όταν κι
εκείνη άρχισε να λέει:
« Έχω γράψει κι ένα άλλο…»
Ένιωσα απόγνωση και, σαν προδότης, δεν σκεφτόµουν παρά
τον εαυτό µου. Ήρθε η γυναίκα νάνος µε την επόµενη
πιατέλα και, δίχως να ντραπώ, έβαλα στο πιάτο µου µια
γενναία µερίδα. Όλα είχαν χάσει τη µαγεία τους: τα
αντικείµενα του τραπεζιού, η ποίηση, το σπίτι από πάνω µας,
ο διάδροµος µε τις οµπρέλες, ο κισσός που κάλυπτε από πάνω
ως κάτω τη µια πλευρά του σπιτιού. Και το χειρότερο ήταν ότι
ένιωθα ξεκοµµένος απ’ όλα αυτά και έτρωγα σαν κτήνος.
Κάθε φορά που ο ηλικιωµένος άρπαζε την καράφα από τον
λαιµό, έβρισκε το ποτήρι µου αδειανό.
Όταν η κόρη ολοκλήρωσε και το δεύτερο ποίηµα, της είπα
δείχνοντας το πιάτο:
«Αν δεν ήταν όλα τόσο νόστιµα, θα σας ζητούσα να µου
πείτε άλλο ένα».
Αµέσως όµως παρενέβη ο ηλικιωµένος και είπε:
«Πρέπει πρώτα να φάει. Θα έχουµε χρόνο αργότερα».
Είχα αρχίσει να τα βλέπω όλα κυνικά κι εκείνη τη στιγµή
ποσώς µε ενδιέφερε αν θα έσκαγα από το πολύ φαΐ. Αίφνης,
όµως, ένιωσα την ανάγκη να µείνω πιστός στο καηµένο το
γεροντάκι και αποφάσισα να είµαι λίγο πιο γενναιόδωρος µαζί
του. Δείχνοντάς του το κρασί, του είπα ότι πρόσφατα είχα
ακούσει µια αστεία ιστορία µ’ έναν µεθύστακα. Του
αφηγήθηκα την ιστορία και, µόλις τελείωσα, άρχισαν και οι
δυο να γελάνε µέχρι δακρύων, οπότε τους αφηγήθηκα µερικές
ακόµα. Το γέλιο της κόρης ήταν γεµάτο πόνο, αλλά µε
εκλιπαρούσε να τους αφηγηθώ κι άλλες ιστορίες. Το στόµα της
άνοιγε διάπλατα σαν εντυπωσιακή χαράδρα. Ρυτίδες
σηµάδευαν τις άκρες των δακρυσµένων της µατιών και
έσφιγγε τα χέρια της ενωµένα ανάµεσα στα γόνατα. Ο
ηλικιωµένος έβηχε τόσο πολύ, που αναγκάστηκε να αφήσει
την καράφα προτού προλάβει να γεµίσει το ποτήρι. Η γυναίκα
νάνος γελούσε διπλωµένη στα δύο σαν να υποκλινόταν.
Νιώθαµε ως εκ θαύµατος όλοι µονοιασµένοι, οπότε δεν είχα
πια την παραµικρή τύψη.
Εκείνη τη βραδιά δεν έπαιξα πιάνο. Με ικέτεψαν να µείνω
και µε οδήγησαν σ’ ένα υπνοδωµάτιο που βρισκόταν στην
πλευρά του σπιτιού όπου σκαρφάλωνε ο κισσός. Όταν άρχισα
να ανεβαίνω τη σκάλα, παρατήρησα ότι από το παλιό ρολόι
έβγαινε ένα κορδόνι που ακολουθούσε τη σκάλα σε όλες τις
στροφές της. Φτάνοντας στο υπνοδωµάτιο, είδα ότι το
κορδόνι έµπαινε µέσα και κατέληγε δεµένο σε µία από τις
µικρές κολόνες του ουρανού του κρεβατιού µου. Τα έπιπλα
ήταν κιτρινισµένα και παλιά και το φως µιας λάµπας έκανε τα
σωθικά τους να αστράφτουν. Ακούµπησα τα χέρια µου στη
φουσκωµένη κοιλιά µου και κοίταξα την κοιλιά του
ηλικιωµένου. Οι τελευταίες οδηγίες του για τη βραδιά ήταν:
«Αν ξαγρυπνήσετε και θελήσετε να µάθετε τι ώρα είναι,
τραβήξτε αυτό το κορδόνι. Από εδώ µπορείτε να ακούσετε το
ρολόι της τραπεζαρίας: πρώτα θα χτυπήσει τις ώρες και
ύστερα, έπειτα από µια παύση, τα λεπτά».
Ολοκληρώνοντας τη φράση του, έµπηξε τα γέλια και έφυγε
καληνυχτίζοντάς µε. Δεν αποκλείεται να είχε θυµηθεί καµιά
απ’ τις ιστορίες µου, ίσως εκείνη µε τον µεθύστακα που
συζητούσε µ’ ένα ρολόι.
Η ξύλινη σκάλα έτριζε ακόµη απ’ τα βαριά βήµατα του
ηλικιωµένου, όταν άρχισα να νιώθω µόνος µε το σώµα µου.
Είχε απορροφήσει –το σώµα µου– όλο εκείνο το οινόπνευµα κι
όλα εκείνα τα φαγητά, σαν ζώο που καταβροχθίζει άλλα ζώα,
και τώρα θα αναγκαζόµουν να παλεύω µαζί τους όλο το
βράδυ. Το έγδυσα τελείως και το άφησα να τριγυρίζει
ξυπόλυτο στο δωµάτιο.
Αργότερα, όταν πλάγιασα, προσπάθησα να καταλάβω τι
στην ευχή έκανα µε τη ζωή µου εκείνον τον καιρό. Αλίευσα
από τη µνήµη µου µερικά γεγονότα των προηγούµενων
ηµερών και σκέφτηκα πρόσωπα που βρίσκονταν πολύ µακριά·
και ύστερα άρχισα να γλιστρώ µε θλίψη αλλά και κάποια
λαγνεία µέσα σε κάτι που θα έλεγα ότι ήταν τα σπλάχνα της
σιωπής.
Την εποµένη το πρωί, χαµογελαστός, σχεδόν ευτυχής,
έκανα µια ανασκόπηση της ζωής µου. Ήταν πολύ νωρίς·
ντύθηκα µε την ησυχία µου και βγήκα σ’ έναν διάδροµο λίγα
µέτρα πάνω από τον κήπο, που και απ’ αυτή την πλευρά ήταν
γεµάτος αγριόχορτα και πυκνά ψηλά δέντρα. Άκουσα τον
ηλικιωµένο και την κόρη του να κουβεντιάζουν και
συνειδητοποίησα ότι κάθονταν σ’ ένα παγκάκι ακριβώς κάτω
από τα πόδια µου. Στην αρχή άκουσα την κόρη να λέει:
«Τώρα η Ούρσουλα υποφέρει ακόµα περισσότερο· αγαπάει
ολοένα λιγότερο τον άντρα της και ολοένα περισσότερο τον
άλλον».
Ο ηλικιωµένος ρώτησε:
«Και δεν µπορεί να χωρίσει;»
«Όχι, αφού αγαπάει τα παιδιά της και τα παιδιά αγαπούν
τον σύζυγο, όχι τον άλλον».
Τότε, ο ηλικιωµένος είπε δειλά δειλά:
«Θα µπορούσε να πει στα παιδιά ότι ο σύζυγος έχει
ερωµένες».
Η κόρη σηκώθηκε εξοργισµένη:
«Τον χαβά σου εσύ! Πότε επιτέλους θα καταλάβεις την
Ούρσουλα! Είναι ανίκανη να το κάνει αυτό!»
Ένιωσα την περιέργειά µου να εξάπτεται. Δεν µπορεί να
µιλούσαν για τη γυναίκα νάνο, αφού το όνοµά της ήταν
Ταµαρίντα. Από την άλλη, όµως, ο ηλικιωµένος µού είχε πει
ότι έµενε εντελώς µόνος µε την κόρη του. Και αυτά τα νέα
πότε τα είχαν µάθει; Μες στη νύχτα; Ύστερα από το ξέσπασµά
της, η κόρη πήγε στην τραπεζαρία και σε λίγο ξαναβγήκε στον
κήπο, κρατώντας µια σοµόν οµπρελίτσα µε βολάν από λευκό
τούλι. Το µεσηµέρι δεν ήρθε στο τραπέζι. Ο ηλικιωµένος κι
εγώ φάγαµε ελαφρά και ήπιαµε λίγο κρασάκι. Ύστερα βγήκα
να αγοράσω ένα βιβλίο κατάλληλο να το διαβάζει κανείς µια
ήσυχη βραδιά που έχει φάει και έχει πιει πλουσιοπάροχα σ’
ένα σπίτι πνιγµένο στ’ αγριόχορτα.
Επιστρέφοντας, είδα να περνάει µπροστά απ’ το µπαλκόνι,
λίγο πριν από µένα, ένας φουκαράς µαύρος γερο-σακάτης, µ’
ένα πράσινο πλατύγυρο καπέλο σαν αυτά που φορούν οι
Μεξικάνοι.
Μια λευκή κηλίδα από δέρµα φαινόταν ακουµπισµένη στο
πράσινο τζάµι του µπαλκονιού.
Εκείνο το βράδυ, αµέσως µόλις καθίσαµε να φάµε, άρχισα
να λέω τις ιστορίες µου, οπότε η κόρη δεν απάγγειλε ούτε ένα
ποίηµα.
Ο ηλικιωµένος κι εγώ ξεκαρδιζόµασταν στα γέλια, κι αυτό
µας βοηθούσε να καταναλώνουµε κτηνώδεις ποσότητες
φαγητού και κρασιού.
Κάποια στιγµή σωπάσαµε, οπότε η κόρη µάς είπε:
«Σήµερα το βράδυ θέλω να ακούσω µουσική. Θα ανέβω
πρώτη στο δωµάτιό µου και θα ανάψω τα κεριά του πιάνου.
Πάει τόσος καιρός που δεν τα ανάβει κανείς. Το πιάνο, ο
καηµένος ο φίλος της µαµάς, θα νοµίζει ότι θα παίξει
εκείνη».
Δεν είπαµε λέξη, ούτε ο ηλικιωµένος ούτε εγώ. Σε λίγο ήρθε
η Ταµαρίντα και µας είπε ότι η δεσποινίς µάς περίµενε.
Καθώς ετοιµαζόµουν να παίξω την πρώτη συγχορδία, η
σιωπή έµοιαζε µε βραδυκίνητο ζώο που ανασηκώνει το ένα
του πόδι. Με την πρώτη συγχορδία βγήκαν ήχοι που άρχισαν
να πάλλονται σαν το φως των κεριών. Έπαιξα άλλη µια
συγχορδία, σαν να έκανα άλλο ένα βήµα. Ξάφνου, και προτού
προλάβω να παίξω την επόµενη, έσπασε µια χορδή. Η κόρη
έµπηξε µια κραυγή. Ο ηλικιωµένος κι εγώ πεταχτήκαµε
επάνω· εκείνος πλησίασε την κόρη του, που είχε σκεπάσει τα
µάτια µε τα χέρια της, και προσπάθησε να την ηρεµήσει
λέγοντάς της ότι οι χορδές ήταν παλιές, γεµάτες σκουριά. Η
κόρη όµως δεν έβγαζε τα χέρια από τα µάτια της και έγνεφε
αρνητικά µε το κεφάλι. Δεν ήξερα τι να κάνω· ποτέ δεν µου
είχε σπάσει χορδή. Ζήτησα την άδεια να πάω στο δωµάτιό
µου· καθώς περνούσα από τον διάδροµο, φοβόµουν µην
πατήσω καµιά οµπρελίτσα.
Την εποµένη το πρωί έφτασα αργά στο ραντεβού του
ηλικιωµένου και της κόρης στο παγκάκι του κήπου· πρόλαβα
όµως να ακούσω την κόρη να λέει:
« Ήρθε ο αγαπηµένος της Ούρσουλας και φορούσε ένα
µεγάλο πράσινο πλατύγυρο καπέλο».
Δεν µπορούσα να πιστέψω ότι µιλούσε για εκείνο τον µαύρο
γερο-σακάτη που είχα δει να περνάει το προηγούµενο
απόγευµα· ούτε µπορούσα να σκεφτώ ποιος µπορεί να τους
είχε φέρει τα νέα µες στη νύχτα.
Το µεσηµέρι ο ηλικιωµένος κι εγώ φάγαµε πάλι µόνοι.
Οπότε εκµεταλλεύτηκα την ευκαιρία και του είπα:
«Είναι πολύ όµορφη η θέα από τον διάδροµο. Σήµερα όµως
δεν κάθισα πολύ επειδή συζητούσατε για κάποια Ούρσουλα
και δεν ήθελα να γίνω αδιάκριτος».
Ο γέρος σταµάτησε να τρώει και χαµηλώνοντας τη φωνή µε
ρώτησε:
«Μας ακούσατε;»
Είδα τον δρόµο των εκµυστηρεύσεων να ανοίγει και
αποκρίθηκα:
«Ναι, τα άκουσα όλα! Δεν µπορώ να καταλάβω όµως πώς
είναι δυνατόν η Ούρσουλα να βρίσκει όµορφο αυτόν τον
µαύρο γερο-σακάτη µε το πράσινο πλατύγυρο καπέλο!»
«Α!» είπε ο ηλικιωµένος. «Δεν καταλάβατε. Η κόρη µου, από
παιδί ακόµη, µε υποχρέωνε να ακούω και να συµµετέχω στη
ζωή προσώπων που η ίδια επινοούσε. Κι έκτοτε
παρακολουθούµε τις τύχες τους σαν να είχαν κάποτε υπάρξει
πραγµατικά και να µαθαίνουµε νέα απ’ τη ζωή τους. Τα βάζει
να ζουν καταστάσεις και να φορούν ρούχα που βλέπει από το
µπαλκόνι. Αν χτες είδε έναν άντρα µε πράσινο καπέλο να
περνάει, µην παραξενεύεστε που σήµερα το φόρεσε σ’ έναν
από τους χαρακτήρες της. Δεν καταφέρνω πάντα να
παρακολουθώ τις ιστορίες που επινοεί, και θυµώνει µαζί µου.
Γιατί δεν τη βοηθάτε εσείς; Αν θέλετε, µπορώ…»
Δεν τον άφησα να ολοκληρώσει.
«Ούτε συζήτηση, κύριε. Θα επινοούσα πράγµατα που θα την
πλήγωναν».
Η κόρη δεν ήρθε ούτε το βράδυ στο τραπέζι. Ο ηλικιωµένος
κι εγώ φάγαµε, ήπιαµε και συζητήσαµε ως πολύ αργά το
βράδυ.
Είχα ήδη πλαγιάσει, όταν άκουσα ένα ξύλο να τρίζει, αλλά
όχι από τα έπιπλα. Εντέλει κατάλαβα ότι κάποιος ανέβαινε τη
σκάλα. Σε λίγο κάποιος χτυπούσε απαλά την πόρτα µου.
Ρώτησα ποιος είναι και άκουσα τη φωνή της κόρης να µου
απαντάει:
«Εγώ είµαι, θα ήθελα να σας µιλήσω».
Άναψα τη λάµπα, άνοιξα την πόρτα µια χαραµάδα και η
κόρη µού είπε:
«Δεν έχει νόηµα να κρατάτε µισάνοιχτη την πόρτα. Από τη
χαραµάδα βλέπω τον καθρέφτη κι ο καθρέφτης αντανακλά το
γυµνό είδωλό σας πίσω από την πόρτα».
Έκλεισα αµέσως και της είπα να περιµένει. Όταν της
υπέδειξα ότι µπορεί να µπει, άνοιξε την πόρτα και
κατευθύνθηκε προς µια άλλη πόρτα που υπήρχε στο
υπνοδωµάτιό µου και την οποία δεν είχα µπορέσει να ανοίξω
ποτέ. Την άνοιξε αβίαστα και µπήκε ψηλαφητά µες στο
σκοτάδι εκείνου του άγνωστου σ’ εµένα δωµατίου. Βγήκε εν
ριπή οφθαλµού κρατώντας µια καρέκλα και την τοποθέτησε
δίπλα στο κρεβάτι µου. Άνοιξε την µπλε κάπα που φορούσε
και έβγαλε ένα σηµειωµατάριο µε στίχους. Ενόσω µου
διάβαζε, έκανα τεράστια προσπάθεια να µην αποκοιµηθώ·
προσπαθούσα να κρατήσω τα βλέφαρά µου ανοιχτά, αλλά δεν
µπορούσα, οπότε έστρεφα τα µάτια µου προς τα πάνω και
πρέπει να έµοιαζα µε ετοιµοθάνατο. Ξάφνου έµπηξε µια
κραυγή, όπως όταν έσπασε η χορδή του πιάνου, κι εγώ
πήδηξα πάνω στο κρεβάτι. Στη µέση του δωµατίου υπήρχε
µια τεράστια αράχνη. Τη στιγµή που την είδα, η αράχνη
στεκόταν ακίνητη: είχε τεντώσει τρία από τα µαλλιαρά της
πόδια, σαν να ήταν έτοιµη να πηδήξει. Ύστερα της πέταξα τα
παπούτσια µου, αλλά δεν κατάφερα να την πετύχω. Κατέβηκα
από το κρεβάτι, αλλά το κορίτσι µού είπε να µην πλησιάσω,
επειδή µπορεί η αράχνη να πηδούσε πάνω µου. Άρπαξα τη
λάµπα και πήγα τοίχο τοίχο ως την άλλη άκρη του δωµατίου,
στον νιπτήρα, κι από εκεί άρχισα να της πετάω πρώτα το
σαπούνι, ύστερα το σκέπασµα της θήκης του σαπουνιού,
έπειτα τη βούρτσα, ώσπου στο τέλος της πέταξα ολόκληρη τη
θήκη του σαπουνιού και την πέτυχα. Η αράχνη µάζεψε τα
πόδια της και έγινε ένα µικρό σκούρο κουβάρι µαλλί. Η κόρη
του ηλικιωµένου µού ζήτησε να µην πω τίποτε στον πατέρα
της, επειδή της απαγόρευε να εργάζεται ή να διαβάζει µέχρι
τόσο αργά. Αφού έφυγε, έλιωσα την αράχνη µε το τακούνι του
παπουτσιού µου και πλάγιασα δίχως να σβήσω το φως. Την
ώρα που µε έπαιρνε ο ύπνος, µάζεψα άθελά µου τα δάχτυλα
των ποδιών, κι αυτό µε έκανε να σκεφτώ ότι η αράχνη ήταν
ακόµη εκεί, και ξαναπετάχτηκα όρθιος.
Την εποµένη το πρωί, ο ηλικιωµένος κύριος ήρθε να µου
ζητήσει συγγνώµη για την αράχνη. Του τα είχε διηγηθεί όλα η
κόρη του. Του απάντησα ότι όλα αυτά δεν είχαν καµιά
σηµασία και, για να αλλάξω θέµα συζήτησης, του µίλησα για
µια συναυλία που σκεφτόµουν να δώσω εκείνες τις ηµέρες σε
µια γειτονική πόλη. Εκείνος θεώρησε ότι αυτό ήταν µια
πρόφαση για να φύγω, και αναγκάστηκα να του υποσχεθώ ότι
θα επέστρεφα µετά τη συναυλία.
Την ώρα της αναχώρησής µου, η κόρη µού φίλησε το χέρι
προτού προλάβω να αντιδράσω: δεν ήξερα τι να κάνω. Ο
ηλικιωµένος µε αγκάλιασε και αίφνης τον ένιωσα να µε φιλάει
δίπλα στο αυτί.
Λίγες µέρες αργότερα, προτού καν προλάβω να δώσω τη
συναυλία, έλαβα ένα τηλεφώνηµα από τον ηλικιωµένο.
Ύστερα απ’ τις δυο τρεις πρώτες κουβέντες, µου είπε:
«Η παρουσία σας εδώ είναι απαραίτητη».
«Γιατί, συνέβη κάτι σοβαρό;»
«Μια αληθινή τραγωδία, θα έλεγα».
«Σε ποιον, στην κόρη σας;»
«Όχι».
«Στην Ταµαρίντα;»
«Ούτε. Δεν µπορώ να σας µιλήσω τώρα. Aν µπορείτε να
αναβάλετε τη συναυλία, ελάτε µε το τρένο των τέσσερις και θα
συναντηθούµε στο Καφενείο του Θεάτρου».
«Η κόρη σας είναι καλά;»
«Είναι στο κρεβάτι. Δεν έχει τίποτε, αλλά αρνείται να
σηκωθεί και να βγει στο φως της µέρας· ζει µόνο µε τεχνητό
φως και παράγγειλε να κλείσουµε όλες τις οµπρέλες».
«Καλά, θα έρθω».
Το Καφενείο του Θεάτρου είχε πολλή φασαρία και πήγαµε
αλλού. Ο ηλικιωµένος ήταν πολύ στενοχωρηµένος, αλλά ήταν
έτοιµος να αρπαχτεί και απ’ την παραµικρή ελπίδα που θα
του έδινα. Του έφεραν το ποτηράκι µε το σκούρο ποτό και
µου είπε:
«Προχτές είχε καταιγίδα. Το απογευµατάκι, που
καθόµασταν στην τραπεζαρία, ακούσαµε έναν εκκωφαντικό
θόρυβο κι αµέσως καταλάβαµε ότι δεν ήταν η καταιγίδα. Η
κόρη µου έτρεξε στο δωµάτιό της κι εγώ την ακολούθησα.
Όταν την πρόφτασα, είχε ήδη ανοίξει την πόρτα που βγάζει
στο µπαλκόνι και το µόνο που αντίκρισε ήταν τον ουρανό και
το φως της καταιγίδας. Κάλυψε τα µάτια της και
λιποθύµησε».
«Εννοείτε ότι την τύφλωσε το φως;»
«Μα, φίλε µου! Δεν καταλάβατε τι έγινε;»
«Τι;»
«Χάσαµε το µπαλκόνι! Το µπαλκόνι έπεσε! Αυτό που είδε
δεν ήταν το φως του µπαλκονιού!»
«Μα ένα µπαλκόνι…»
Προτίµησα να σωπάσω. Με όρκισε να µην πω λέξη στην
κόρη του για το µπαλκόνι. Κι εγώ τι µπορούσα να κάνω; Ο
φουκαράς ο ηλικιωµένος µού είχε εµπιστοσύνη. Θυµήθηκα τα
όργια που είχαµε ζήσει µαζί και αποφάσισα να κάτσω ήσυχα
ήσυχα να περιµένω, µε την ελπίδα να σκαρφιστώ κάτι όταν θα
βρισκόµουν µαζί της.
Ήταν στενάχωρο να βλέπεις τον διάδροµο χωρίς τις
οµπρέλες.
Εκείνο το βράδυ φάγαµε και ήπιαµε λίγο. Έπειτα ο
ηλικιωµένος µε οδήγησε στην κρεβατοκάµαρα της κόρης του
και αµέσως βγήκε από το δωµάτιο. Εκείνη δεν είχε πει λέξη·
µόλις όµως έφυγε ο πατέρας της, κοίταξε προς την πόρτα που
τώρα έβγαζε στο κενό και µου είπε:
«Είδατε πώς µας άφησε;»
«Μα, δεσποινίς! Ένα µπαλκόνι που καταρρέει…»
«Αυτό δεν κατέρρευσε. Αυτοκτόνησε».
«Καλά, αλλά…»
«Δεν το αγαπούσα µόνο εγώ· είµαι σίγουρη ότι κι εκείνο µ’
αγαπούσε. Μου το είχε αποδείξει».
Χαµήλωσα το κεφάλι. Ένιωθα ότι έπρεπε να αναλάβω µια
ευθύνη για την οποία δεν ήµουν προετοιµασµένος. Είχε
αποφασίσει να µου εµπιστευτεί την ψυχή της κι εγώ δεν ήξερα
ούτε πώς να τη δεχτώ ούτε τι να την κάνω.
Τώρα η καηµένη η κοπέλα έλεγε:
«Εγώ φταίω για όλα. Ζήλεψε εκείνη τη βραδιά που ήρθα στο
δωµάτιό σας».
«Ποιος;»
«Τι ποιος; Το µπαλκόνι, το µπαλκόνι µου».
«Ελάτε τώρα, δεσποινίς, µην το σκέφτεστε άλλο. Το
µπαλκόνι σας είχε γεράσει πια. Κάποια πράγµατα καταρρέουν
εξαιτίας του βάρους τους».
Δεν µε άκουγε και συνέχισε:
«Εκείνο το βράδυ ένιωσα την προειδοποίηση, την απειλή».
«Μα ακούστε, πώς είναι δυνατόν να…;»
«Δεν θυµάστε ποιος µε απείλησε; Ποιος µε κοιτούσε
επίµονα στα µάτια, σηκώνοντας ψηλά εκείνα τα τρία
µαλλιαρά πόδια;»
«Α! Έχετε δίκιο. Η αράχνη!»
« Έτσι έκανε πάντα».
Ύψωσε τα µάτια, πέταξε στην άκρη τις κουβέρτες και
κατέβηκε απ’ το κρεβάτι µε το νυχτικό. Πήγε προς την πόρτα
που έβγαζε στο µπαλκόνι, και για µια στιγµή σκέφτηκα ότι θα
πηδούσε στο κενό. Έκανα µια κίνηση να την αρπάξω, αλλά
σκέφτηκα ότι ήταν µε το νυχτικό. Ενόσω προσπαθούσα να
αποφασίσω τι να κάνω, άλλαξε πορεία. Κατευθυνόταν σ’ ένα
τραπεζάκι δίπλα στην πόρτα που έβγαζε στο κενό. Προτού
φτάσει στο τραπεζάκι, είδα το σηµειωµατάριο µε το µαύρο
κάλυµµα και τους στίχους.
Κάθισε σε µια καρέκλα, άνοιξε το σηµειωµατάριο και άρχισε
να απαγγέλλει:
«Η χήρα του µπαλκονιού…»
Ο ταξιθέτης

Μόλις ενηλικιώθηκα, πήγα να ζήσω σε µια µεγάλη πόλη. Το


κέντρο της –όπου όλος ο κόσµος πηγαινοερχόταν βιαστικά
ανάµεσα σε πανύψηλα σπίτια– ήταν κοντά σ’ ένα ποτάµι.
Ήµουν ταξιθέτης σ’ ένα θέατρο, αλλά κι έξω απ’ αυτό δεν
σταµατούσα να τρέχω δεξιά και αριστερά, σαν ποντικός κάτω
από παλιά έπιπλα. Πήγαινα στις αγαπηµένες µου περιοχές
σαν να έµπαινα στη διπλανή τρύπα και να έβρισκα
αναπάντεχες συνδέσεις. Κι ό,τι δεν γνώριζα στην πόλη εκείνη,
µου άρεσε να το φαντάζοµαι.
Στο θέατρο είχα την τελευταία απογευµατινή βάρδια. Έτρεχα
στο καµαρίνι µου, γυάλιζα τα χρυσά κουµπιά µου και
φορούσα το πράσινο φράκο µου πάνω από ένα γκρίζο γιλέκο
κι ένα γκρίζο παντελόνι. Ύστερα πήγαινα στο πόστο µου στον
αριστερό διάδροµο της πλατείας και πλησίαζα τους κυρίους
για να µου δώσουν το εισιτήριό τους· όταν όµως προχωρούσα
µπροστά, σβήνοντας τα βήµατά µου στο κόκκινο χαλί, µε
ακολουθούσαν πρώτες οι κυρίες. Μόλις σταµατούσα, άπλωνα
το χέρι και υποκλινόµουν µε µια φιγούρα µενουέτου.
Περίµενα πάντα ένα εντυπωσιακό φιλοδώρηµα και ήξερα να
γέρνω το κεφάλι µε σεβασµό και καταφρόνια. Δεν µε
ενδιέφερε που εκείνοι ούτε καν υποψιάζονταν πόσο ανώτερος
ήµουν: ένιωθα σαν ξεσκολισµένο γεροντοπαλίκαρο, µ’ ένα
λουλούδι στο πέτο. Ήµουν ευτυχής που έβλεπα τις κυρίες µε
τα κάθε λογής φουστάνια και τη σύγχυση που
δηµιουργούνταν όταν άναβε το φως στη σκηνή και η πλατεία
έµενε στο σκοτάδι. Έπειτα έτρεχα να µετρήσω τα
φιλοδωρήµατα και ύστερα έβγαινα να εξερευνήσω την πόλη.
Επέστρεφα κουρασµένος στο δωµάτιό µου, αλλά όταν
ανέβαινα τη σκάλα και διέσχιζα τους διαδρόµους, όλο και κάτι
ήλπιζα να δω πίσω από τις µισάνοιχτες πόρτες. Μόλις άναβα
το φως, τα λουλούδια της ταπετσαρίας ανακτούσαν αίφνης τα
χρώµατά τους: ήταν κόκκινα και γαλάζια πάνω σε µαύρο
φόντο. Η λάµπα, που κρεµόταν από ένα καλώδιο στο κέντρο
του ταβανιού, ήταν κατεβασµένη χαµηλά και έφτανε σχεδόν
στα πόδια του κρεβατιού µου. Για να µπορώ να διαβάζω,
ξάπλωνα κι εγώ µε το κεφάλι στα πόδια του κρεβατιού και
χρησιµοποιούσα µια εφηµερίδα σαν προστατευτικό, για να µη
µε τυφλώνει το φως και η λάµψη των λουλουδιών. Πλάι στο
κεφαλάρι του κρεβατιού ήταν ένα τραπέζι µε µπουκάλια και
αντικείµενα, που καθόµουν και τα κοίταζα µε τις ώρες.
Ύστερα έσβηνα το φως και έµενα ξύπνιος ώσπου να ακούσω
να µπαίνουν από το παράθυρο ήχοι από κόκαλα που τα
κόβουν µε πριόνι ή τα λιανίζουν µε µπαλτά, και ο βήχας του
χασάπη.
Δύο φορές την εβδοµάδα ένας φίλος µε έπαιρνε µαζί του σε
µια αίθουσα όπου πρόσφεραν δωρεάν φαγητό. Έµπαινες
πρώτα σ’ ένα χολ, µεγάλο σαν χολ θεάτρου, και ύστερα
περνούσες στην πολυτελή σιωπή της τραπεζαρίας. Η αίθουσα
ανήκε σ’ έναν άνθρωπο που είχε αποφασίσει να προσφέρει
εκείνα τα δείπνα ως το τέλος των ηµερών του. Ήταν µια
υπόσχεση που είχε δώσει επειδή είχε σωθεί η κόρη του από τα
νερά του ποταµού. Οι συνδαιτυµόνες ήταν όλοι ξένοι και τους
έπνιγαν οι αναµνήσεις. Ο καθένας τους δικαιούνταν να φέρνει
έναν φίλο δύο φορές την εβδοµάδα, και ο ιδιοκτήτης έτρωγε
µαζί τους µία φορά τον µήνα. Έφτανε σαν διευθυντής
ορχήστρας, όταν οι µουσικοί ήταν έτοιµοι πια να παίξουν.
Αλλά το µόνο που διηύθυνε αυτός ήταν η σιωπή. Στις οκτώ η
ώρα το ένα φύλλο της µεγάλης άσπρης εισόδου στο βάθος
άνοιγε και εµφανιζόταν, στο ηµίφως, το κενό του διπλανού
δωµατίου· και απ’ αυτό το σκοτάδι έβγαινε το µαύρο φράκο
µιας ψηλής φιγούρας, µε το κεφάλι γερµένο προς τα δεξιά.
Ερχόταν υψώνοντας το ένα χέρι για να µας υποδείξει ότι δεν
χρειαζόταν να σηκωθούµε· όλα τα πρόσωπα στρέφονταν προς
το µέρος του, αλλά όχι τα µάτια: τα µάτια παρέµεναν χαµένα
στις σκέψεις που εκείνη τη στιγµή ζούσαν µέσα στο κάθε
κεφάλι. Ο διευθυντής χαιρετούσε µόλις καθόταν, όλοι
έστρεφαν το κεφάλι στα πιάτα τους και άρχιζαν να παίζουν το
όργανό τους. Κάθε βιρτουόζος της σιωπής έπαιζε για τον
εαυτό του. Στην αρχή ακούγονταν τα µαχαιροπίρουνα να
ραµφίζουν, αλλά σε λιγάκι εκείνος ο ήχος πετούσε και ύστερα
λησµονιόταν. Τότε, εγώ άρχιζα απλώς να τρώω. Ο φίλος µου
όµως ήταν σαν τους άλλους και επωφελούνταν από εκείνα τα
λεπτά για να αναπολήσει τη χώρα του. Ξάφνου αισθανόµουν
περιορισµένος στον κύκλο του πιάτου µου και µου φαινόταν
πως δεν είχα πια δικές µου σκέψεις. Οι υπόλοιποι έτρωγαν
σαν κοιµισµένοι, µε τους σερβιτόρους να τους επιτηρούν.
Ξέραµε ότι είχαµε τελειώσει ένα πιάτο όταν ως διά µαγείας
εξαφανιζόταν· γρήγορα όµως ερχόταν το επόµενο να µας
χαροποιήσει. Καµιά φορά έπρεπε να µοιράσουµε την έκπληξή
µας ανάµεσα στο πιάτο µας και µια φιάλη που ερχόταν µε µια
πετσέτα τυλιγµένη στον λαιµό. Κι άλλοτε µας ξάφνιαζε η
σκούρα κηλίδα του κρασιού, που σιγά σιγά µεγάλωνε καθώς
κρατούσαµε στον αέρα το κρυστάλλινο ποτήρι που την
περιείχε.
Ύστερα από µερικά γεύµατα στη δωρεάν τραπεζαρία, είχα
συνηθίσει πια τα αντικείµενα του τραπεζιού και είχα µάθει να
παίζω τα όργανα µόνο για µένα. Αλλά δεν µπορούσα να µην
ανησυχώ για την αποξένωση των καλεσµένων. Όταν ο
«διευθυντής» εµφανίστηκε τον δεύτερο µήνα, δεν πίστευα πια
ότι εκείνος ο άνθρωπος ήταν τόσο γενναιόδωρος µαζί µας
επειδή είχε σωθεί η κόρη του· πίστευα πεισµατικά ότι η κόρη
του είχε πνιγεί. Η σκέψη µου διέσχιζε µε πελώρια και αβέβαια
βήµατα τα λίγα τετράγωνα που µας χώριζαν από το ποτάµι·
τότε, φανταζόµουν το κορίτσι λίγα εκατοστά πάνω από την
επιφάνεια του νερού, µε το φως ενός κιτρινωπού φεγγαριού
να πέφτει πάνω της, ενώ την ίδια στιγµή το πολυτελές φόρεµά
της και το δέρµα των χεριών και του προσώπου της άστραφταν
κατάλευκα, ένα προνόµιο που ίσως να απολάµβανε χάρη στα
πλούτη του πατέρα της και στις παραγνωρισµένες θυσίες του.
Φανταζόµουν ότι οι καλεσµένοι που έτρωγαν απέναντί µου,
µε την πλάτη γυρισµένη στο ποτάµι, είχαν κι εκείνοι πνιγεί:
έσκυβαν πάνω στα πιάτα τους σαν να ήθελαν να ανέβουν από
τον βυθό του ποταµού και να βγουν έξω από το νερό· όσοι
τρώγαµε απέναντί τους κλίναµε την κεφαλή εις ένδειξη
χαιρετισµού, αλλά δεν τείναµε χείρα βοηθείας.
Μια φορά, σ’ εκείνη την τραπεζαρία άκουσα και µερικές
λέξεις. Ένας πολύ ευτραφής συνδαιτυµόνας είπε «Τώρα θα
πεθάνω» και αµέσως έπεσε µε το κεφάλι µες στη σούπα, σαν
να ήθελε να τη φάει χωρίς κουτάλι· οι υπόλοιποι έστρεψαν τα
κεφάλια τους για να δουν το κεφάλι που ήταν σερβιρισµένο
µέσα στο πιάτο και όλα τα µαχαιροπίρουνα έπαψαν να
χτυπούν. Ύστερα ακούστηκαν πόδια από καρέκλες να
σέρνονται, οι σερβιτόροι πήραν τον νεκρό στο δωµάτιο µε τα
καπέλα και κάλεσαν το τηλεφωνικό κέντρο για να φωνάξει τον
γιατρό. Και προτού το πτώµα κρυώσει, είχαν ήδη επιστρέψει
όλοι στα πιάτα τους και ακούγονταν πάλι τα µαχαιροπίρουνα
να ραµφίζουν.
Λίγο καιρό αργότερα άρχισα να περιορίζω τις διαδροµές µου
στους διαδρόµους του θεάτρου και µε πρόσβαλε η νόσος της
σιωπής. Βούλιαζα στον εαυτό µου σαν να βούλιαζα σε βάλτο.
Οι συνάδελφοί µου σκόνταφταν επάνω µου, και άρχισα να
γίνοµαι ένα περιφερόµενο εµπόδιο. Το µόνο που έκανα καλά
ήταν να γυαλίζω τα κουµπιά του φράκου µου. Μια φορά,
ένας συνάδελφος µου είπε: «Κουνήσου, ρε ιπποπόταµε!». Η
λέξη αυτή έπεσε µέσα στον βάλτο µου, κόλλησε πάνω µου και
λίγο λίγο βούλιαξε. Ύστερα µου είπαν κι άλλα πράγµατα. Κι
όταν είχαν γεµίσει το µνηµονικό µου µε λέξεις σαν βρόµικα
πιατικά, απέφευγαν να πέφτουν πάνω µου και έστριβαν από
την άλλη για να παρακάµπτουν τον βάλτο µου.
Έπειτα από λίγο καιρό απολύθηκα από τη δουλειά και ο
ξένος φίλος µου µου βρήκε µια άλλη σ’ ένα µικρότερο θέατρο,
όπου οι γυναίκες που πήγαιναν ήταν κακοντυµένες και οι
άντρες έδιναν µικρό φιλοδώρηµα. Παρ’ όλα αυτά, έκανα ό,τι
µπορούσα για να κρατήσω τη θέση µου.
Μια από εκείνες τις τόσο άθλιες µέρες, όµως, εµφανίστηκε
κάτι µπροστά στα µάτια µου που µε αποζηµίωσε για όλα µου
τα δεινά. Είχε αρχίσει να κάνει αισθητή την παρουσία του σιγά
σιγά. Ένα βράδυ ξύπνησα µες στη σκοτεινή σιγαλιά της
κάµαράς µου και, στον τοίχο µε την ταπετσαρία µε τα
µενεξεδί λουλούδια, είδα ένα φως. Από την πρώτη στιγµή
ψυχανεµίστηκα ότι µου συνέβαινε κάτι εξαιρετικό, οπότε δεν
φοβήθηκα. Κούνησα τα µάτια µου προς τη µια πλευρά και η
φωτεινή κηλίδα έκανε την ίδια κίνηση. Ήταν µια κηλίδα
παρόµοια µε εκείνη που βλέπουµε στο σκοτάδι όταν
σβήνουµε τη λάµπα, µόνο που διαρκούσε περισσότερο και
µπορούσα να δω µέσω αυτής. Χαµήλωσα τα µάτια προς το
τραπέζι και είδα τα µπουκάλια και τα αντικείµενά µου. Δεν
είχα την παραµικρή αµφιβολία· το φως ερχόταν από τα µάτια
µου και είχε αρχίσει να αναπτύσσεται σιγά σιγά από καιρό.
Πέρασα τη ράχη της παλάµης µου µπροστά από το πρόσωπό
µου και είδα τα δάχτυλά µου ανοιχτά. Σε λιγάκι ένιωσα
κουρασµένος· το φως µειώθηκε και έκλεισα τα µάτια. Ύστερα
τα ξανάνοιξα για να βεβαιωθώ ότι ήταν αληθινό. Κοίταξα τον
µικρό γλόµπο της ηλεκτρικής λάµπας και είδα ότι φωτιζόταν
από το δικό µου φως. Πείστηκα ξανά και χαµογέλασα. Ποιος
άλλος στον κόσµο έβλεπε µε τα ίδια του τα µάτια µες στο
σκοτάδι;
Κάθε βράδυ το φως µου δυνάµωνε. Το πρωί γέµιζα τον τοίχο
µε καρφιά και το βράδυ κρεµούσα επάνω τους γυάλινα ή
πορσελάνινα αντικείµενα, επειδή αυτά φαίνονταν καλύτερα.
Σ’ ένα µικρό ερµάρι –όπου ήταν χαραγµένα τα αρχικά µου,
δίχως όµως να τα έχω χαράξει εγώ– φύλαγα κολονάτα ποτήρια,
που τα κρέµαγα από το πόδι τους µε µια κλωστή, µπουκάλια
µε την κλωστή στον λαιµό τους, πιατάκια δεµένα από τις
διάτρητες φιοριτούρες στην άκρη τους, φλιτζανάκια µε χρυσά
γράµµατα, και τα λοιπά. Ένα βράδυ πήρα µια τροµάρα που µ’
έκανε σχεδόν να τρελαθώ. Είχα σηκωθεί για να δω αν είχε
αποµείνει τίποτε µέσα στο ερµάρι. Δεν είχα ανάψει το
ηλεκτρικό φως, και είδα το πρόσωπό µου και τα µάτια µου
στον καθρέφτη φωτισµένα από το δικό µου φως.
Λιποθύµησα. Όταν ξύπνησα, το κεφάλι µου ήταν κάτω από
το κρεβάτι και έβλεπα τα ελατήρια του σοµιέ σαν να ήµουν
κάτω από γέφυρα. Ορκίστηκα να µην ξανακοιτάξω ποτέ το
πρόσωπό µου κι εκείνα τα απόκοσµα µάτια, δυο
κιτρινοπράσινα µάτια όπου έλαµπε θριαµβευτικά µια άγνωστη
αρρώστια. Τα µάτια µου ήταν σαν µεγάλες ροδέλες και το
πρόσωπό µου ήταν χωρισµένο σε κοµµάτια που κανείς δεν θα
µπορούσε να τα ενώσει ή να τα κατανοήσει.
Έµεινα ξύπνιος ωσότου άκουσα να ανεβαίνει ο ήχος από τα
πριονισµένα και λιανισµένα κόκαλα.
Την εποµένη θυµήθηκα ότι, όταν ανέβαινα τον µισοσκότεινο
διάδροµο της πλατείας του θεάτρου πριν από µερικά βράδια,
µια γυναίκα µε είχε κοιτάξει στα µάτια και είχε σµίξει τα
φρύδια. Μια άλλη βραδιά, ο ξένος φίλος µου είχε αστειευτεί
λέγοντάς µου ότι τα µάτια µου γυάλιζαν σαν τα µάτια της
γάτας. Προσπαθούσα να κοιτάζω το πρόσωπό µου στις
σκοτεινές βιτρίνες, κι ας µην έβλεπα τα αντικείµενα που
υπήρχαν πίσω από τις τζαµαρίες. Ύστερα από πολλή σκέψη,
αποφάσισα να χρησιµοποιώ το φως µου µόνον όταν θα ήµουν
µόνος.
Σ’ ένα από τα δείπνα, προτού εµφανιστεί ο ιδιοκτήτης του
σπιτιού στην άσπρη είσοδο, είδα το ηµίφως πίσω από τη
µισάνοιχτη πόρτα και αισθάνθηκα την επιθυµία να χώσω µέσα
εκεί τα µάτια µου. Οπότε άρχισα να σχεδιάζω πώς θα
µπορούσα να µπω σε εκείνο το δωµάτιο, όπου είχα ήδη
εντοπίσει προθήκες κατάφορτες µε αντικείµενα και είχα
αισθανθεί το φως των µατιών µου να δυναµώνει.
Το χολ της µεγάλης τραπεζαρίας έβλεπε σ’ έναν δρόµο, αλλά
το σπίτι έπιανε ολόκληρο το τετράγωνο και είχε την κεντρική
του είσοδο σ’ έναν άλλο δρόµο. Είχα περάσει πολλές φορές
από τον δρόµο του χολ και είχα δει ότι ο µόνος που βρισκόταν
κάθε φορά εκεί ήταν ο οικονόµος. Όταν περπατούσε και τον
έβλεπες από µπροστά, µε τα πόδια και τα χέρια στραµµένα
προς τα έξω, έµοιαζε µε ουρακοτάγκο, αλλά όταν τον έβλεπες
από το πλάι, µε την ουρά του φράκου του κοκαλωµένη,
έµοιαζε µε ζωύφιο. Ένα απόγευµα, πριν από το δείπνο,
αποτόλµησα να του µιλήσω. Με κοιτούσε κρύβοντας τα µάτια
του κάτω από τα πυκνά του φρύδια ενόσω του έλεγα:
«Θα ήθελα να σας µιλήσω για ένα ιδιαίτερο ζήτηµα, αλλά
οφείλω να ζητήσω τη διακριτικότητά σας».
«Σας ακούω, κύριε».
« Έχω…» –ο οικονόµος περίµενε, κοιτάζοντας το πάτωµα–
«ένα φως µέσα στα µάτια µου που µου επιτρέπει να βλέπω
στο σκοτάδι».
«Καταλαβαίνω, κύριε».
«Όχι, δεν καταλαβαίνετε!» του απάντησα εκνευρισµένος.
«Δεν µπορεί να έχετε γνωρίσει κάποιον που να βλέπει στο
σκοτάδι».
«Είπα ότι καταλαβαίνω τα λόγια σας, κύριε. Η αλήθεια,
όµως, είναι πως µε εκπλήσσουν».
«Ακούστε. Αν µπούµε σ’ αυτό το δωµάτιο –στο δωµάτιο µε
τα καπέλα– και κλείσουµε την πόρτα, µπορείτε να βάλετε
πάνω στο τραπέζι ένα οποιοδήποτε αντικείµενο απ’ αυτά που
έχετε στην τσέπη σας κι εγώ θα σας πω τι είναι».
«Μα, κύριε» είπε εκείνος «αν τώρα έρθει…».
«Αν εννοείτε τον ιδιοκτήτη του σπιτιού, σας επιτρέπω να του
το πείτε. Κάντε µου τη χάρη, µια στιγµή θα κάνουµε, όχι
περισσότερο».
«Και προς τι;»
«Θα σας εξηγήσω. Μόλις κλείσω την πόρτα, βάλτε όποιο
αντικείµενο θέλετε πάνω στο τραπέζι κι αµέσως θα σας πω…»
«Ας βιαστούµε, όµως, κύριε…»
Πέρασε µέσα γρήγορα, πλησίασε στο τραπέζι και,
κλείνοντας την πόρτα πίσω µας, αµέσως του είπα:
«Το µόνο που βάλατε πάνω στο τραπέζι είναι την παλάµη
σας ανοιχτή, τίποτε άλλο!»
«Ωραία, αυτό µου αρκεί, κύριε».
«Μα όχι, βάλτε κάτι απ’ αυτά που έχετε στην τσέπη σας…»
Έβαλε το µαντίλι του κι εγώ του είπα γελώντας:
«Τι βρόµικο µαντίλι είναι αυτό!»
Γέλασε κι εκείνος, αλλά ξάφνου έβγαλε µια βραχνή κραυγή
και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Όταν την άνοιξε, είχε το
χέρι του στα µάτια και έτρεµε. Οπότε κατάλαβα ότι είχε δει το
πρόσωπό µου, κι αυτό ήταν κάτι που δεν το είχα προβλέψει.
Τότε, µου είπε ικετευτικά:
«Φύγετε, κύριε! Φύγετε!»
Και άρχισε να διασχίζει την τραπεζαρία, που ήταν ακόµη
φωτισµένη αλλά αδειανή.
Την επόµενη φορά που ο ιδιοκτήτης του σπιτιού έφαγε µαζί
µας, ζήτησα από τον φίλο µου να µου επιτρέψει να καθίσω
κοντά στην κεφαλή του τραπεζιού όπου καθόταν ο
οικοδεσπότης µας. Ο οικονόµος ήταν υποχρεωµένος να τον
σερβίρει, οπότε δεν θα µπορούσε να µε αποφύγει. Έφερνε το
πρώτο πιάτο, όταν ένιωσε τα µάτια µου επάνω του, και τα
χέρια του άρχισαν να τρέµουν. Με τον ήχο από τα
µαχαιροπίρουνα να διασκεδάζει τη σιωπή, συνέχισα να πιέζω
τον οικονόµο. Ύστερα τον ξαναείδα στο χολ. Μου είπε:
«Σας παρακαλώ, κύριε, θα µε καταστρέψετε!»
« Έχετε δίκιο, αυτό ακριβώς θα κάνω αν δεν µε ακούσετε».
«Μα τι θέλει ο κύριος από εµένα;»
«Να µου επιτρέψετε να δω, µόνο να δω –µπορείτε να µε
ψάξετε όταν θα βγαίνω–, τις προθήκες του δωµατίου δίπλα
στην τραπεζαρία».
Άρχισε να κάνει νοήµατα µε τα χέρια και το κεφάλι, χωρίς να
µπορεί να αρθρώσει λέξη. Κι όταν τελικά κατάφερε να
µιλήσει, είπε:
« Ήρθα σ’ αυτό το σπίτι, κύριε, πριν από πολλά χρόνια…»
Τον λυπόµουν και µε ενοχλούσε που τον λυπόµουν. Η
λαχτάρα µου να δω µε έκανε να τον θεωρώ ως ένα πολύπλοκο
εµπόδιο. Μου έλεγε την ιστορία της ζωής του και µου
εξηγούσε γιατί δεν µπορούσε να προδώσει τον οικοδεσπότη.
Τότε, τον διέκοψα απειλώντας τον:
«Τι σηµασία έχουν όλα αυτά, αφού δεν πρόκειται να το
µάθει· εξάλλου, θα φερόσασταν πολύ χειρότερα αν έµπαινα
µες στο κεφάλι σας και σας βούρλιζα. Θα έρθω απόψε το
βράδυ στις δύο και θα µείνω σ’ αυτό το δωµάτιο ως τις τρεις».
«Βουρλίστε µε, κύριε, σκοτώστε µε».
«Κάνε αυτό που σου λέω, γιατί διαφορετικά θα σου συµβούν
πράγµατα πολύ πιο φριχτά από τον θάνατο».
Κι όταν έφευγα, του επανέλαβα:
«Απόψε, στις δύο, θα είµαι σ’ αυτή την πόρτα».
Βγαίνοντας, ένιωσα την ανάγκη να σκεφτώ κάτι που θα
δικαιολογούσε τη συµπεριφορά µου. Οπότε αναλογίστηκα:
«Όταν δει ότι δεν τρέχει τίποτε, δεν θα υποφέρει πια». Ήθελα
εξάπαντος να πάω το ίδιο εκείνο βράδυ, επειδή θα είχα φάει
εκεί, κι εκείνα τα φαγητά µε τα κρασιά τους µε διήγειραν και
έκαναν το φως µου να αυξάνεται.
Την υπόλοιπη ώρα του δείπνου ο οικονόµος δεν ήταν τόσο
νευρικός όσο περίµενα, και σκέφτηκα ότι δεν θα µου άνοιγε
την πόρτα. Πήγα όµως στις δύο και µου άνοιξε. Τότε, καθώς
διέσχιζα την τραπεζαρία προχωρώντας πίσω του και πίσω από
το κηροπήγιό του, µου πέρασε από το µυαλό η ιδέα ότι δεν
είχε αντέξει το βασανιστήριο της απειλής µου, ότι τα είχε πει
όλα στον οικοδεσπότη και ότι µου είχαν στήσει παγίδα. Σαν
µπήκαµε στο δωµάτιο µε τις προθήκες, τον κοίταξα: είχε τα
µάτια χαµηλωµένα και το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο.
Τότε, του είπα:
«Φέρτε µου ένα στρώµα. Βλέπω καλύτερα όταν είµαι στο
πάτωµα, και θέλω το σώµα µου να είναι άνετα».
Διστάζοντας, έκανε µια κίνηση µε το κηροπήγιο και έφυγε.
Όταν έµεινα µόνος, άρχισα να κοιτάζω γύρω µου και µου
φάνηκε σαν να βρισκόµουν στο κέντρο ενός αστερισµού.
Ύστερα σκέφτηκα ότι µπορεί να µου είχαν στήσει παγίδα. Ο
οικονόµος αργούσε. Δεν θα χρειάζονταν όµως τόσο πολύ
χρόνο αν ήταν να µε συλλάβουν. Εµφανίστηκε ο οικονόµος,
σέρνοντας το στρώµα µε το ένα χέρι, επειδή µε το άλλο
κρατούσε το κηροπήγιο. Και µε φωνή που αντήχησε δυνατά
ανάµεσα σ’ εκείνες τις προθήκες είπε:
«Θα επιστρέψω στις τρεις».
Στην αρχή φοβόµουν µην έβλεπα την αντανάκλασή µου
στους µεγάλους καθρέφτες ή στα κρύσταλλα των προθηκών.
Αλλά, έτσι ξαπλωµένος που ήµουν στο πάτωµα, ήµουν
ασφαλής. Γιατί ήταν άραγε τόσο ήρεµος ο οικονόµος; Άφησα
το φως µου να πλανηθεί σ’ εκείνο το σύµπαν, αλλά δεν
µπορούσα να χαρώ. Ύστερα από τόση τόλµη που είχα δείξει
για να φτάσω ως εκεί, δεν έβρισκα πια το κουράγιο να
ηρεµήσω. Μπορούσα να κοιτάξω ένα αντικείµενο και να το
κάνω δικό µου ρίχνοντας πάνω του το φως µου για αρκετή
ώρα, αλλά έπρεπε απαραιτήτως να είµαι ξέγνοιαστος και να
ξέρω ότι είχα το δικαίωµα να το κοιτάζω. Αποφάσισα να
παρατηρήσω µια γωνίτσα σε µια προθήκη που ήταν κοντά στα
µάτια µου. Είχε µια Ιερά Σύνοψη µε εξώφυλλο από
ταρταρούγα και νερά σαν καµένη ζάχαρη, αλλά στη µια της
άκρη είχε ένα φιλιγκράν µ’ ένα πατικωµένο λουλούδι επάνω.
Δίπλα της, κουλουριασµένο σαν φίδι, ήταν απιθωµένο ένα
ροζάριο µε πολύτιµους λίθους. Κι από πάνω υπήρχαν
βεντάλιες, που θύµιζαν χορεύτριες µε ανοιχτές τις φαρδιές
φούστες τους. Καθώς το φως µου περνούσε από κάτι
βεντάλιες µε πούλιες, έχασε λίγο τη σταθερότητά του, και
τελικά σταµάτησε σε µια που είχε ζωγραφισµένο έναν Κινέζο
µε φιλντισένιο πρόσωπο, ντυµένο στα µεταξωτά. Μόνον
αυτός ο Κινέζος θα µπορούσε να στέκει αποµονωµένος µες σ’
αυτή την απεραντοσύνη: είχε έναν τρόπο να παραµένει
ακίνητος, που σε έκανε να σκέφτεσαι το µυστήριο της
ηλιθιότητας. Ωστόσο ήταν το µόνο πράγµα που µπόρεσα να
κάνω δικό µου εκείνο το βράδυ. Βγαίνοντας θέλησα να δώσω
ένα φιλοδώρηµα στον οικονόµο, µα εκείνος το αρνήθηκε
λέγοντας:
«Δεν το κάνω από συµφέρον, κύριε, αλλά επειδή µε
αναγκάσατε».
Τη δεύτερη φορά που πήγα, αποφάσισα να κοιτάξω κάτι
µινιατούρες από ίασπι, αλλά καθώς έριχνα το φως µου σ’ ένα
γεφυράκι πάνω από το οποίο περνούσαν ελέφαντες,
συνειδητοποίησα ότι στο δωµάτιο υπήρχε κι ένα άλλο φως,
εκτός από το δικό µου. Έστρεψα τα µάτια µου προτού στρέψω
το κεφάλι και είδα να προχωράει προς το µέρος µου µια
γυναίκα στα λευκά µ’ ένα κηροπήγιο στο χέρι. Ερχόταν από
την άλλη άκρη της φαρδιάς λεωφόρου µε τις προθήκες κατά
µήκος. Άρχισα να νιώθω ένα σφυροκόπηµα στα µηλίγγια, που
ύστερα κύλησε στα µάγουλά µου σαν νυσταγµένο ποτάµι,
έπειτα τυλίχτηκε γύρω από τα µαλλιά µου σαν τουρµπάνι και
τελικά σύρθηκε στους µηρούς µου, για να σβήσει στα γόνατά
µου. Η γυναίκα προχωρούσε µε το κεφάλι ακίνητο και βήµα
αργό. Περίµενα ότι θα έβαζε τις φωνές όταν το φωτεινό της
περίβληµα θα έφτανε στο στρώµα. Κάθε τόσο σταµατούσε
και, προτού κάνει το επόµενο βήµα, σκεφτόµουν ότι είχα
ακόµη χρόνο να το σκάσω, αλλά δεν µπορούσα να κουνηθώ.
Παρά τις µικρές κηλίδες σκιάς στο πρόσωπό της, ήταν φανερό
ότι εκείνη η γυναίκα ήταν πανέµορφη: έµοιαζε σαν να την
είχαν σχεδιάσει στο χαρτί και να την είχαν σµιλέψει στο χέρι.
Πλησίαζε επικίνδυνα, αλλά είχα σκοπό να παραµείνω
ακίνητος µέχρι τη Δευτέρα Παρουσία. Σταµάτησε πλάι στο
στρώµα. Ύστερα άρχισε και πάλι να βαδίζει, πατώντας το ένα
πόδι στο πάτωµα και το άλλο πάνω στο στρώµα. Έµοιαζα µε
κούκλο ξαπλωµένο σε βιτρίνα µαγαζιού, κι εκείνη σαν να
προχωρούσε µε το ένα πόδι στο κράσπεδο του πεζοδροµίου
και το άλλο στον δρόµο. Παρέµεινα ακίνητος, παρότι το φως
της κινούνταν µ’ έναν παράξενο τρόπο. Όταν την είδα να
ξαναπερνάει για να επιστρέψει πίσω, ακολουθούσε µια
ελικοειδή διαδροµή ανάµεσα στις προθήκες και η ουρά του
πενιουάρ της µπλεκόταν απαλά ανάµεσα στα πόδια των
προθηκών. Είχα την αίσθηση ότι µε πήρε ο ύπνος λίγο προτού
φτάσει στην πόρτα του βάθους. Την είχε αφήσει ανοιχτή όταν
ήρθε και την άφησε ανοιχτή φεύγοντας. Το φως της δεν είχε
ακόµη εξαφανιστεί εντελώς, όταν ανακάλυψα ότι πίσω µου
υπήρχε ένα άλλο φως. Αυτή τη φορά κατάφερα να σηκωθώ.
Πήρα το στρώµα από τη µια του άκρη και βγήκα για να βρω
τον οικονόµο. Έτρεµε σύγκορµος, έτρεµε και το κηροπήγιό
του. Δεν µπορούσα να καταλάβω τι µου έλεγε, επειδή
κροτάλιζαν τα δόντια της τεχνητής οδοντοστοιχίας του.
Ήξερα ότι την επόµενη φορά που θα πήγαινα εκείνη θα
εµφανιζόταν και πάλι. Δεν µπορούσα να συγκεντρωθώ για να
κοιτάξω τίποτε, και το µόνο που έκανα ήταν να την περιµένω.
Όταν εµφανίστηκε, ηρέµησα. Όλα έγιναν όπως την πρώτη
φορά. Τα µάτια της διατηρούσαν την ίδια ακινησία µες στην
κοιλότητά τους, και ωστόσο κάθε βραδιά είχε κάτι το
διαφορετικό, δεν ξέρω τι, ενώ ταυτόχρονα ήδη ένιωθα µια
οικειότητα, µια τρυφερότητα. Καθώς ερχόταν προς το
στρώµα, ξάφνου µε έπιασε µια ανησυχία: συνειδητοποίησα
ότι δεν θα περνούσε από το πλάι του, αλλά θα το διέσχιζε από
πάνω µου. Τροµοκρατήθηκα και πάλι στη σκέψη ότι θα έβαζε
τις φωνές. Σταµάτησε κοντά στα πόδια µου. Ύστερα έκανε ένα
πρώτο βήµα πάνω στο στρώµα· ένα ακόµα πάνω στα γόνατά
µου, που άνοιξαν τρέµοντας και έκαναν το πόδι της να
γλιστρήσει· άλλο ένα βήµα, µε το άλλο πόδι, πάνω στο
στρώµα· άλλο ένα βήµα πάνω στην κοιλότητα του στοµαχιού
µου· ένα ακόµα πάνω στο στρώµα, και τέλος ένα µε το γυµνό
της πόδι να προσγειώνεται πάνω στον λαιµό µου. Και έπειτα
έχασα τις αισθήσεις µου µε τον πιο ντελικάτο τρόπο: όλη η
ουρά του αρωµατισµένου πενιουάρ της πέρασε πάνω από το
πρόσωπό µου.
Κάθε βράδυ τα γεγονότα έµοιαζαν ολοένα περισσότερο
µεταξύ τους, αλλά τα συναισθήµατά µου ήταν διαφορετικά.
Ύστερα όµως όλα συγχωνεύονταν µεταξύ τους, σαν να είχαν
συµβεί σε λίγες µόνο βραδιές. Η ουρά του πενιουάρ της
έσβηνε τις βρόµικες αναµνήσεις µου και διέσχιζα πάλι χώρους
µ’ ένα αεράκι ελαφρύ, σαν αυτό που θα σήκωναν τα σεντόνια
της παιδικής ηλικίας. Καµιά φορά διέκοπτε για λίγο το χάδι
της ουράς της πάνω στο πρόσωπό µου, και τότε µε έπιανε η
αγωνία ότι θα έχανα κάθε επικοινωνία µαζί της και ένιωθα να
µε απειλεί ένα άγνωστο παρόν. Αλλά όταν το χάδι ξανάρχιζε
και άφηνα πίσω µου την άβυσσο, σκεφτόµουν τη διακοπή σαν
ένα τρυφερό αστείο και ρουφούσα µε απόλαυση όση ουρά
απέµενε.
Καµιά φορά ο οικονόµος µού έλεγε:
« Έλεος, κύριε! Σαν πολύ καιρό δεν παίρνει η εξερεύνησή
σας;»
Εγώ όµως επέστρεφα στο δωµάτιό µου, βούρτσιζα µε αργές
κινήσεις το µαύρο µου κοστούµι στο ύψος των γονάτων και
του στοµαχιού και ύστερα πλάγιαζα για να τη σκεφτώ. Είχα
ξεχάσει πια το δικό µου φως: θα το έδινα όλο προκειµένου να
θυµηθώ µε µεγαλύτερη ακρίβεια πώς την τύλιγε το φως του
κηροπήγιού της. Ανακαλούσα τα βήµατά της και
φανταζόµουν ότι ένα βράδυ θα σταµατούσε κοντά µου και θα
γονάτιζε, και τότε αντί για το πενιουάρ της θα ένιωθα το
άγγιγµα των µαλλιών και των χειλιών της. Σκηνοθετούσα µε
διάφορους τρόπους αυτή τη σκηνή, προσθέτοντας καµιά
φορά και λόγια: «Αγάπη µου, σου έλεγα ψέµατα…». Τα λόγια
εκείνα όµως δεν µου φαίνονταν να της ταιριάζουν και
ξανάρχιζα πάλι απ’ την αρχή. Αυτές οι πρόβες δεν µε άφηναν
να κοιµηθώ· µέχρι και στα όνειρά µου τρύπωναν λιγάκι. Μια
φορά την ονειρεύτηκα να διασχίζει µια µεγάλη εκκλησία. Η
λάµψη από τις φλόγες των κεριών αντανακλούσε πάνω σε
χρώµατα κόκκινα και χρυσά. Αυτό όµως που φωτιζόταν
περισσότερο ήταν το λευκό νυφικό µε τη µακριά ουρά που η
νύφη έσερνε πίσω της αργά. Πήγαινε να παντρευτεί αλλά
περπατούσε µόνη, έχοντας το ένα χέρι µέσα στο άλλο. Εγώ
ήµουν ένας µαλλιαρός σκύλος, µε λαµπερό µαύρο τρίχωµα,
ξαπλωµένος πάνω στην ουρά της νύφης. Με έσερνε όλο
περηφάνια κι εγώ έδειχνα να κοιµάµαι. Την ίδια στιγµή,
όµως, ένιωθα ότι προχωρούσα µαζί µε όλο εκείνο το πλήθος
που ακολουθούσε τη νύφη και τον σκύλο. Στη δεύτερη αυτή
εκδοχή µου, είχα ιδέες και συναισθήµατα παρόµοια µε της
µητέρας µου και προσπαθούσα να πλησιάσω τον σκύλο όσο
περισσότερο µπορούσα. Ήταν πολύ ήρεµος, σαν να είχε
αποκοιµηθεί σε µια παραλία και κάθε τόσο να άνοιγε τα µάτια
και να έβλεπε ότι ήταν περιστοιχισµένος από αφρούς. Του
είχα µεταβιβάσει µια ιδέα και ο σκύλος την είχε δεχτεί
χαµογελώντας. Ιδού ποια ήταν: «Αφέσου να παρασυρθείς και
µην το σκέφτεσαι».
Ύστερα, τα χαράµατα, άκουγα να πριονίζουν το κρέας και να
το λιανίζουν µε τον µπαλτά.
Ένα βράδυ, που τα φιλοδωρήµατα ήταν λιγοστά, έφυγα από
το θέατρο και κατηφόρισα στον δρόµο πλάι στο ποτάµι.
Ένιωθα να µη µε κρατούν τα πόδια µου, αλλά τα µάτια µου
είχαν µεγάλη ανάγκη να δουν. Σταµάτησα σ’ έναν υπαίθριο
πάγκο µε παλιά βιβλία και είδα να περνάει ένα ζευγάρι ξένων·
εκείνος ήταν ντυµένος στα µαύρα και φορούσε έναν µπερέ,
εκείνη φορούσε στο κεφάλι ένα σπανιόλικο µαντίλι αλλά
µιλούσε γερµανικά. Βαδίζαµε προς την ίδια κατεύθυνση, αλλά
ήταν βιαστικοί και µε άφησαν πίσω. Φτάνοντας όµως στη
γωνία, έπεσαν πάνω σ’ ένα παιδί που πουλούσε καραµέλες και
του σκόρπισαν τα πακέτα. Η γυναίκα γελούσε, βοήθησε το
παιδί να µαζέψει το εµπόρευµά του και στο τέλος τού έδωσε
µερικά ψιλά. Κι όταν στράφηκε για να ρίξει µια τελευταία
µατιά στον πωλητή, αναγνώρισα την υπνοβάτισσά µου και
ένιωσα να χάνοµαι στο κενό. Ακολούθησα το ζευγάρι όλο
αγωνία, οπότε έπεσα κι εγώ πάνω σε µια χοντρή κυρία, που
µου είπε:
«Κοίτα πού πηγαίνεις, ηλίθιε».
Σχεδόν έτρεχα πια, λίγο ήθελα να αναλυθώ σε λυγµούς.
Έφτασαν σ’ έναν φτηνό κινηµατογράφο, κι όταν εκείνος πήγε
να βγάλει τα εισιτήρια, εκείνη έστρεψε το κεφάλι. Με κοίταξε
κάπως επίµονα, επειδή διέκρινε την αγωνία µου, αλλά δεν µε
αναγνώρισε. Δεν είχα πια την παραµικρή αµφιβολία. Μπήκα
και κάθισα µερικές σειρές µπροστά τους, και µια από τις
φορές που στράφηκα να την κοιτάξω πρέπει να είδε τα µάτια
µου µες στο σκοτάδι, αφού άρχισε να µιλάει στον άντρα
κάπως αναστατωµένη. Σε λίγο στράφηκα πίσω και πάλι·
εκείνοι αντάλλαξαν ξανά δυο τρεις κουβέντες, αλλά αυτή τη
φορά δυνατά. Και αµέσως έφυγαν από την αίθουσα. Κι εγώ το
ίδιο. Έτρεχα ξοπίσω της, δίχως να ξέρω τι να κάνω. Δεν µε
αναγνώριζε, και επιπλέον έφευγε µακριά µου µε κάποιον
άλλον. Δεν είχα νιώσει ποτέ µου µια τέτοια έξαψη και, παρότι
υποψιαζόµουν ότι το τέλος δεν θα ήταν καλό, δεν µπορούσα
να συγκρατηθώ. Ήµουν βέβαιος ότι όλο αυτό ήταν ένα
µπέρδεµα της µοίρας, αλλά ο άντρας που την κρατούσε
σφιχτά από το µπράτσο είχε κατεβάσει τον µπερέ ως τα αυτιά
και περπατούσε ολοένα πιο γρήγορα. Επιταχύναµε και οι τρεις
σαν να µας απειλούσε πυρκαγιά· τους είχα σχεδόν φτάσει, κι
ένας Θεός ξέρει τι περίµενα να συµβεί. Κατέβηκαν από το
πεζοδρόµιο και άρχισαν να διασχίζουν τον δρόµο τρέχοντας·
ετοιµαζόµουν να κάνω κι εγώ το ίδιο, όταν µε σταµάτησε ένας
άλλος άντρας µε µπερέ: ήταν µέσα σ’ ένα αυτοκίνητο,
πατούσε την κόρνα του και µε έβριζε. Μόλις έφυγε το
αυτοκίνητο, είδα το ζευγάρι να πλησιάζει έναν αστυνοµικό.
Με τον ίδιο ρυθµό που περπατούσα πίσω τους αποφάσισα να
πάω προς την άλλη µεριά. Λίγα µέτρα πιο κάτω στράφηκα,
αλλά δεν είδα να µε ακολουθεί κανείς. Τότε, άρχισα να µειώνω
ταχύτητα και να αναγνωρίζω τον καθηµερινό κόσµο. Έπρεπε
να βαδίζω αργά και να σκέφτοµαι πολύ. Κατάλαβα ότι θα µε
έπιανε µεγάλη στενοχώρια και µπήκα σε µια κακοφωτισµένη
ταβέρνα, µε λίγο κόσµο· παρήγγειλα κρασί και άρχισα να
ξοδεύω τα φιλοδωρήµατα που έβαζα στην άκρη για να
πληρώσω το δωµάτιό µου. Το φως έβγαινε στον δρόµο µέσα
από τις γρίλιες ενός ανοιχτού παραθύρου, και έβλεπα να
γυαλίζουν τα φύλλα ενός δέντρου που ορθωνόταν στο
κράσπεδο του πεζοδροµίου. Δεν αποφάσιζα να σκεφτώ τι µου
συνέβαινε. Το πάτωµα ήταν ξύλινο και παλιό, γεµάτο τρύπες.
Σκεφτόµουν ότι ο κόσµος στον οποίο εκείνη κι εγώ είχαµε
συναντηθεί ήταν απαραβίαστος· δεν µπορούσε να τον
εγκαταλείψει έχοντας περάσει τόσες φορές την ουρά του
πενιουάρ της πάνω από το πρόσωπό µου· επρόκειτο για µια
τελετουργία που ανήγγελλε την εκπλήρωση µιας επιταγής.
Έπρεπε να κάνω κάτι. Ή ίσως να περιµένω να µου δώσει µια
ένδειξη µία από εκείνες τις βραδιές. Ωστόσο δεν φαινόταν να
γνωρίζει τον κίνδυνο που διέτρεχε τις νύχτες της ξαγρύπνιας
της, όταν παραβίαζε αυτό που της υποδείκνυαν τα βήµατά
της όταν κοιµόταν. Αισθανόµουν υπερήφανος που ήµουν
ταξιθέτης, που βρισκόµουν στην πιο φτωχική ταβέρνα και που
γνώριζα, εγώ και µόνο εγώ –ούτε καν εκείνη δεν το γνώριζε–,
ότι µε το φως µου είχα διεισδύσει σ’ έναν κόσµο κλειστό για
όλους. Όταν βγήκα από την ταβέρνα, είδα έναν άντρα που
φορούσε µπερέ. Ύστερα είδα κι άλλους. Τότε κατάλαβα κάτι
για τους άντρες µε τους µπερέδες: µπορεί να βρίσκονταν
παντού, αλλά δεν είχαν καµία σχέση µ’ εµένα. Ανέβηκα σ’ ένα
τραµ και µου ήρθε µια ιδέα: την επόµενη φορά που θα
πήγαινα στην αίθουσα µε τις προθήκες, θα έπαιρνα µαζί µου
στα κρυφά έναν µπερέ και ξάφνου θα της τον έδειχνα. Ένας
χοντρός ήρθε και σωριάστηκε µε όλο του το βάρος στο διπλανό
µου κάθισµα, και πλέον δεν µπορούσα να σκεφτώ τίποτε
άλλο.
Στην επόµενη συνάντηση πήρα µαζί µου τον µπερέ, αλλά
δεν ήξερα αν θα τον χρησιµοποιούσα. Μόλις όµως
εµφανίστηκε η γυναίκα στο βάθος της αίθουσας, έβγαλα τον
µπερέ και άρχισα να της κάνω σινιάλα σαν να ήταν ένα µαύρο
φανάρι. Ξάφνου, η γυναίκα κοντοστάθηκε κι εγώ,
ενστικτωδώς, έκρυψα τον µπερέ· αλλά όταν άρχισε να βαδίζει
ξανά, έβγαλα πάλι τον µπερέ και της έκανα σινιάλα. Όταν
έφτασε στην άκρη του στρώµατος, φοβήθηκα και πέταξα
πάνω της τον µπερέ: πρώτα τη χτύπησε στο στήθος και
ύστερα έπεσε στα πόδια της. Πέρασαν µερικά δευτερόλεπτα
και ύστερα έµπηξε µια κραυγή. Το κηροπήγιο της έπεσε από
τα χέρια µε πάταγο και ύστερα έσβησε. Έπειτα άκουσα τον
γδούπο του σώµατός της καθώς σωριαζόταν στο πάτωµα, και
ακολούθησε ένα χτύπηµα πιο σκληρό, που πρέπει να ήταν το
κεφάλι της. Σηκώθηκα όρθιος και άνοιξα τα χέρια σαν να
ήθελα να υπολογίσω το µήκος µιας προθήκης, αλλά εκείνη τη
στιγµή άναψε το φως µου και άρχισε να δυναµώνει, καθώς
απλωνόταν πάνω στο σώµα της. Είχε πέσει σαν να επρόκειτο
να κοιµηθεί και να δει ένα ευχάριστο όνειρο: τα χέρια
µισάνοιχτα, το κεφάλι γερµένο στο πλάι, το πρόσωπο
ντροπαλά κρυµµένο κάτω από τα κύµατα των µαλλιών της.
Διέτρεχα το κορµί της µε το φως µου, σαν κλέφτης που την
ψάχνει µε τον φακό του, και κοντά στα πόδια της ανακάλυψα
έκπληκτος µια µεγάλη µαύρη στάµπα, που αµέσως
αναγνώρισα ότι ήταν ο µπερές µου. Το φως µου δεν φώτιζε
απλώς εκείνη τη γυναίκα, αλλά και της έπαιρνε και κάτι.
Κοιτούσα ικανοποιηµένος τον µπερέ µου και σκεφτόµουν ότι
ήταν δικός µου και κανενός άλλου· ξάφνου, όµως, τα µάτια
µου άρχισαν να βλέπουν στα πόδια της ένα κιτρινοπράσινο
χρώµα, όµοιο µε το χρώµα του προσώπου µου το βράδυ που
το είχα δει στον καθρέφτη της ντουλάπας µου. Σε κάποια
σηµεία του ποδιού της το χρώµα ήταν πιο αστραφτερό και σε
άλλα πιο σκούρο. Στη στιγµή εµφανίστηκαν κάτι άσπρα
κοµµατάκια που µε έκαναν να σκεφτώ ότι ήταν τα κόκαλα
των δαχτύλων του ποδιού της. Και ο τρόµος στροβιλιζόταν µες
στο κεφάλι µου σαν παγιδευµένος καπνός. Άρχισα πάλι να
διατρέχω µε το φως µου εκείνο το κορµί· τώρα πια δεν ήταν το
ίδιο και δεν αναγνώριζα τη µορφή του· στο ύψος της κοιλιάς
βρήκα, χαµένο, το ένα της χέρι, αλλά δεν έβλεπα παρά µόνο
τα οστά του. Δεν ήθελα να κοιτάξω άλλο πια και έκανα µια
µεγάλη προσπάθεια να κλείσω τα βλέφαρά µου. Τα µάτια µου
όµως, σαν δυο σκουλήκια που κινούνταν αυτόνοµα µέσα στις
κόγχες τους, συνέχισαν να στριφογυρίζουν, ώσπου το φως που
πρόβαλλαν έφτασε στο κεφάλι της. Δεν είχε διόλου µαλλιά και
τα οστά του προσώπου της είχαν µια µυστηριώδη λάµψη, σαν
τη λάµψη ενός αστεριού όταν το βλέπουµε µε το τηλεσκόπιο.
Και αίφνης άκουσα τον οικονόµο: περπατούσε µε βήµα βαρύ,
άναβε όλα τα φώτα και µιλούσε σαν τρελός. Εκείνη είχε
ξαναβρεί τη µορφή της, αλλά δεν ήθελα να την κοιτάξω. Από
µια πόρτα που δεν την είχα προσέξει µπήκε ο οικοδεσπότης
και πήγε τρέχοντας να σηκώσει την κόρη του. Έβγαινε µε την
κόρη του στα χέρια, όταν εµφανίστηκε µια άλλη γυναίκα· όλοι
έφευγαν και ο οικονόµος δεν έπαυε να φωνάζει:
«Αυτός φταίει, έχει ένα κολασµένο φως µέσα στα µάτια του.
Εγώ δεν ήθελα να το κάνω, αυτός µε ανάγκασε…»
Μόλις έµεινα µόνος, σκέφτηκα ότι είχα µπλέξει για τα καλά.
Θα µπορούσα να είχα φύγει, αλλά περίµενα ώσπου επέστρεψε
ο οικοδεσπότης. Πίσω του ερχόταν ο οικονόµος, που είπε:
«Εδώ είστε ακόµη;»
Ετοιµαζόµουν να του απαντήσω, αλλά καθυστέρησα λιγάκι
να βρω την απάντηση, η οποία θα ήταν πάνω κάτω η εξής:
«Ποτέ δεν θα έφευγα έτσι από ένα σπίτι. Εξάλλου οφείλω µια
εξήγηση». Αλλά ύστερα σκέφτηκα ότι θα ήταν πιο αξιοπρεπές
να µην απαντήσω στον οικονόµο. Στο µεταξύ, ο
οικοδεσπότης είχε έρθει κοντά µου. Έστρωνε τα µαλλιά του µε
τα δάχτυλα και φαινόταν πολύ ανήσυχος. Ανασήκωσε
περήφανα το κεφάλι, µισόκλεισε τα µάτια και,
συνοφρυωµένος, µε ρώτησε:
«Η κόρη µου σας κάλεσε να έρθετε σ’ αυτό το δωµάτιο;»
Η φωνή του έµοιαζε να έρχεται από τα τρίσβαθα του είναι
του. Ήµουν τόσο σαστισµένος, που δεν µπόρεσα παρά να πω:
«Όχι, κύριε. Ερχόµουν για να δω αυτά τα αντικείµενα… κι
εκείνη περπατούσε πάνω µου…»
Ο οικοδεσπότης έκανε να µιλήσει, αλλά έµεινε µε το στόµα
ανοιχτό. Πέρασε ξανά τα δάχτυλά του µέσα απ’ τα µαλλιά του
και έµοιαζε να σκεφτόταν: «Αυτό το µπέρδεµα δεν το
περίµενα».
Ο οικονόµος άρχισε να του εξηγεί και πάλι το κολασµένο
φως και όλα τα άλλα. Αισθανόµουν ότι όλη µου η ζωή ήταν
κάτι που οι άλλοι δεν θα το καταλάβαιναν. Θέλησα να
ξαναβρώ την περηφάνια µου και είπα:
«Κύριε, δεν θα µπορέσετε ποτέ να καταλάβετε. Αν
προτιµάτε, παραδώστε µε στην αστυνοµία».
Και τότε, ανακτώντας κι εκείνος την περηφάνια του, είπε:
«Δεν θα καλέσω την αστυνοµία, επειδή είστε καλεσµένος
µου· εκµεταλλευτήκατε όµως την εµπιστοσύνη µου, και
ελπίζω να έχετε την αξιοπρέπεια να πράξετε καταπώς
πρέπει».
Τότε, άρχισα να σκέφτοµαι να του πω κάτι προσβλητικό. Το
πρώτο που µου ήρθε στο µυαλό ήταν να τον αποκαλέσω
«βροµιάρη». Έψαχνα να βρω κάτι άλλο, όταν µια προθήκη
άνοιξε από µόνη της και έπεσε στο πάτωµα ένα µαντολίνο.
Ακούσαµε όλοι προσεκτικά τον ήχο που έκαναν οι χορδές και
το ηχείο. Ύστερα, ο οικοδεσπότης στράφηκε και κίνησε να
πάει προς τα µέσα, ενώ ο οικονόµος έσκυψε για να σηκώσει
το µαντολίνο· δεν αποφάσιζε να το πιάσει, λες και φοβόταν
µην ήταν στοιχειωµένο, αλλά το φουκαριάρικο το µαντολίνο
πιο πολύ έµοιαζε µε ταριχευµένο πουλί. Στράφηκα κι εγώ και
άρχισα να διασχίζω την τραπεζαρία κάνοντας τα βήµατά µου
να αντηχούν: ήταν σαν να βάδιζα µέσα σ’ ένα όργανο.
Τις επόµενες µέρες έπεσα σε µεγάλη κατάθλιψη και πάλι µε
έδιωξαν απ’ τη δουλειά. Ένα βράδυ επιχείρησα να κρεµάσω τα
γυαλικά µου στον τοίχο, αλλά µου φάνηκαν γελοία. Εξάλλου
έχανα λίγο λίγο το φως µου: µετά βίας έβλεπα πια τη ράχη της
παλάµης µου όταν την περνούσα µπροστά από τα µάτια µου.
Εκτός από τη Χούλια

Την τελευταία µου χρονιά στο σχολείο έβλεπα κάθε µέρα ένα
µεγάλο µαύρο κεφάλι γερµένο πάνω σ’ έναν τοίχο βαµµένο µε
πράσινη λαδοµπογιά. Τα κατσαρά µαλλιά αυτού του παιδιού
δεν ήταν πολύ µακριά, αλλά απλώνονταν στο κεφάλι του σαν
αναρριχητικό φυτό, έκρυβαν το κατάλευκο µέτωπό του,
κάλυπταν τους κροτάφους του, έπεφταν πάνω από τ’ αυτιά
του και κατέβαιναν από τον σβέρκο του, ώσπου έµπαιναν
µέσα στο κοτλέ µπλε σακάκι του. Ήταν πάντα ένα ήσυχο
παιδί, που σχεδόν ποτέ δεν έκανε τις ασκήσεις του ούτε
διάβαζε τα µαθήµατά του. Μια µέρα, η δασκάλα τον έστειλε
πίσω στο σπίτι και ρώτησε ποιος από εµάς θα ήθελε να τον
συνοδεύσει για να πει στον πατέρα του να έρθει να του
µιλήσει. Η δασκάλα παραξενεύτηκε όταν σηκώθηκα όρθιος
και προθυµοποιήθηκα να πάω µαζί του, επειδή ήταν µια
δυσάρεστη αποστολή. Πίστευα ότι κάτι θα µπορούσα να κάνω
για να σώσω τον συµµαθητή µου, αλλά η δασκάλα το
πονηρεύτηκε, κατάλαβε τι σκεφτόµασταν και µας έθεσε
κάποιους όρους. Φεύγοντας όµως από εκεί, εµείς πήγαµε στο
πάρκο και ορκιστήκαµε να µην ξαναγυρίσουµε ποτέ στο
σχολείο.
Πέρυσι µε παρακάλεσε ένα πρωί η κόρη µου να την περιµένω
στη γωνιά ενός δρόµου για να πεταχτεί να ρίξει µια µατιά σ’
ένα παλαιοπωλείο. Επειδή καθυστερούσε, πήγα να τη βρω και
ανακάλυψα ότι ο καταστηµατάρχης ήταν ο παιδικός µου
φίλος. Οπότε πιάσαµε την κουβέντα και η κόρη µου
αναγκάστηκε να φύγει χωρίς εµένα.
Από έναν διάδροµο που χανόταν στα βάθη του
καταστήµατος ερχόταν µια κοπέλα κρατώντας κάτι στα χέρια.
Εκείνη τη στιγµή ο φίλος µου µου έλεγε ότι είχε περάσει τα
περισσότερα χρόνια της ζωής του στη Γαλλία, όπου συχνά
αναλογιζόταν, όπως κι εγώ, τους τρόπους που επινοούσαµε
για να ξεγελάµε τους γονείς µας ότι πηγαίναµε στο σχολείο.
Τώρα έµενε µόνος, αλλά είχε στο κατάστηµά του τέσσερα
κορίτσια που του παραστέκονταν σαν κόρες. Εκείνη που
ερχόταν από το βάθος τού έφερνε ένα ποτήρι νερό κι ένα
χαπάκι. Έπειτα, ο φίλος µου πρόσθεσε:
«Είναι πολύ καλές µαζί µου· και συγχωρούν τις…»
Στο σηµείο αυτό έµεινε σιωπηλός και το χέρι του άρχισε να
στροβιλίζεται στον αέρα δίχως να ξέρει πού να σταθεί, αλλά
στο πρόσωπό του είχε χαραγµένο ένα χαµόγελο. Του είπα τότε
δίκην αστείου:
«Αν έχεις καµιά… παραξενιά που σε φέρνει σε δύσκολη
θέση, έχω έναν φίλο γιατρό».
Δεν µε άφησε να ολοκληρώσω τη φράση µου. Το χέρι του
είχε σταθεί στο χείλος ενός ανθοδοχείου. Σήκωσε τον δείκτη
του, και το δάχτυλό του έµοιαζε έτοιµο να κελαηδήσει. Τότε,
ο φίλος µου είπε:
«Αγαπώ την… αρρώστια µου περισσότερο κι απ’ τη ζωή µου.
Όταν καµιά φορά µού περάσει από το µυαλό ότι µπορεί να
θεραπευτώ, µε πιάνει θανάσιµη απελπισία».
«Μα περί τίνος πρόκειται;»
« Ίσως µια µέρα να µπορέσω να σου πω. Αν ανακαλύψω ότι
είσαι από τους ανθρώπους που µπορούν να επιδεινώσουν τη…
νόσο µου, θα σου χαρίσω αυτή την καρέκλα µε τα φιλντισένια
στολίδια, που τόσο άρεσε στην κόρη σου».
Κοίταξα την καρέκλα και για κάποιον λόγο σκέφτηκα ότι η
αρρώστια του φίλου µου καθόταν επάνω της.
Η ηµέρα που αποφάσισε να µου µιλήσει για τη νόσο του
ήταν ένα Σάββατο και είχε µόλις κλείσει το κατάστηµά του.
Πηγαίναµε να πάρουµε ένα υπεραστικό λεωφορείο, και πίσω
µας ακολουθούσαν τα τέσσερα κορίτσια και ένας τύπος µε
φαβορίτες που τον είχα δει να κάθεται στο βάθος του
µαγαζιού, ανάµεσα σε λογιστικά βιβλία.
«Θα πάµε όλοι στο κτήµα µου» µου είπε «κι αν θέλεις να
µάθεις γι’ αυτό που λέγαµε, πρέπει να µείνεις µαζί µας ως το
βράδυ».
Κοντοστάθηκε, για να µας προλάβουν και οι υπόλοιποι, και
µε σύστησε στους υπαλλήλους του. Ο άντρας µε τις φαβορίτες
λεγόταν Αλεχάντρο και είχε συνεχώς τα µάτια χαµηλωµένα,
σαν λακές.
Όταν το υπεραστικό λεωφορείο βγήκε από την πόλη και το
ταξίδι έγινε πια µονότονο, ζήτησα από τον φίλο µου να µε
διαφωτίσει. Γέλασε και τελικά είπε:
«Όλα θα συµβούν σ’ ένα τούνελ».
«Θα µε ειδοποιήσεις όταν πλησιάζουµε;»
«Όχι, δεν κατάλαβες· αυτό το τούνελ είναι στο κτήµα µου
και θα µπούµε µε τα πόδια. Αργότερα, όταν βραδιάσει. Τα
κορίτσια θα είναι ήδη µέσα και θα µας περιµένουν
γονατισµένες σε προσκυνητάρια κατά µήκος του αριστερού
τοίχου, µ’ ένα σκούρο µαντίλι στο κεφάλι. Στη δεξιά πλευρά
θα υπάρχουν αντικείµενα πάνω σ’ έναν µακρόστενο και παλιό
πάγκο. Εγώ θα αγγίζω τα αντικείµενα και θα προσπαθώ να
µαντέψω τι είναι. Θα αγγίζω επίσης τα πρόσωπα των
κοριτσιών και θα φαντάζοµαι ότι δεν τις γνωρίζω…»
Έµεινα για µια στιγµή σιωπηλός. Είχε σηκώσει τα χέρια ψηλά
και ήταν σαν να περίµεναν να ζυγώσουν αντικείµενα ή ίσως
πρόσωπα. Όταν συνειδητοποίησε ότι είχε µείνει σιωπηλός,
κατέβασε τα χέρια του µ’ έναν τρόπο που µου θύµισαν
κεφάλια που κρύβονται πίσω από ένα παράθυρο. Φάνηκε σαν
να ήθελε να συνεχίσει να µου εξηγεί, αλλά είπε µόνο:
«Καταλαβαίνεις;»
Μετά βίας κατάφερα να του απαντήσω:
«Θα προσπαθήσω να καταλάβω».
Ο φίλος µου κοίταζε το τοπίο κι εγώ στράφηκα στα κλεφτά
και παρατήρησα τα πρόσωπα των κοριτσιών: αγνοούσαν τι
λέγαµε· δεν ήθελε πολύ να δεις πόσο αθώες ήταν. Ύστερα από
λίγο σκούντησα µε τον αγκώνα τον φίλο µου και του είπα:
«Αφού κάθονται στο σκοτάδι, γιατί φοράνε µαντίλι στο
κεφάλι;»
Μου απάντησε αφηρηµένα:
«Δεν ξέρω… αλλά το προτιµώ».
Και συνέχισε να κοιτάζει το τοπίο. Κοίταξα κι εγώ έξω από
το παράθυρο του λεωφορείου, αλλά η προσοχή µου ήταν
στραµµένη στο µαύρο κεφάλι του φίλου µου, που είχε
αποµείνει ακίνητο σαν σύννεφο σε µια άκρη του ουρανού, και
σκεφτόµουν τα µέρη που θα είχε διασχίσει κάτω από άλλους
ουρανούς. Τώρα, που γνώριζα ότι εκείνο το κεφάλι είχε
συλλάβει την ιδέα του τούνελ, το καταλάβαινα διαφορετικά.
Εκείνα τα πρωινά στο σχολείο, όταν άφηνε το κεφάλι του να
γέρνει πάνω στον πράσινο τοίχο, ίσως ήδη να διαµορφωνόταν
µέσα του ένα τούνελ. Δεν µε παραξένευε που δεν το είχα
καταλάβει όταν σεργιανίζαµε στο πάρκο, αλλά, όπως τον
ακολουθούσα τότε δίχως να καταλαβαίνω, το ίδιο έπρεπε να
κάνω και τώρα. Πάντως διατηρούσαµε ακόµη την ίδια
συµπάθεια ο ένας για τον άλλον, κι εγώ δεν είχα µάθει να
κρίνω τους ανθρώπους.
Οι θόρυβοι του υπεραστικού λεωφορείου και τα πράγµατα
που έβλεπα µου αποσπούσαν την προσοχή, αλλά στο µυαλό
µου κλωθογύριζε το τούνελ.

Όταν φτάσαµε στο κτήµα µε τον φίλο µου, τα κορίτσια και ο


Αλεχάντρο έσπρωχναν ήδη µια σιδερένια εξώπορτα. Τα φύλλα
των µεγάλων δέντρων είχαν πέσει πάνω στους θάµνους,
κάνοντάς τους να µοιάζουν µε ξέχειλα καλαθάκια αχρήστων.
Και πάνω από τις φυλλωσιές και την εξώπορτα θαρρείς και είχε
κατέβει µια καταχνιά στο χρώµα της σκουριάς. Ενόσω
ψάχναµε τα µονοπάτια ανάµεσα στη χαµηλή βλάστηση,
διέκρινα στο βάθος µακριά ένα παλιό σπίτι. Φτάνοντας εκεί,
ακούσαµε τα κορίτσια να αναφωνούν λυπηµένα: πλάι στην
εξωτερική σκάλα ένα πέτρινο λιοντάρι είχε γίνει θρύψαλα· είχε
πέσει από τη βεράντα. Με ευχαριστούσε που ανακάλυπτα τις
γωνιές του σπιτιού, αλλά θα προτιµούσα να ήµουν µόνος, για
να µένω αρκετή ώρα στην καθεµία.
Όταν ανεβήκαµε στην ταράτσα, είδα ένα ρυάκι να κυλάει. Ο
φίλος µου είπε:
«Βλέπεις εκείνο το υπόστεγο µε τη µεγάλη κλειστή πόρτα; Ε,
λοιπόν, εκεί µέσα είναι το στόµιο του τούνελ· ακολουθεί την
ίδια φορά µε το ρυάκι. Και βλέπεις εκείνο το κιόσκι κοντά
στην εξωτερική σκάλα στο βάθος; Εκεί κρύβεται η ουρά του
τούνελ».
«Και πόση ώρα χρειάζεσαι για να το διασχίσεις; Εννοώ, όταν
αγγίζεις τα αντικείµενα και τα πρόσωπα…»
«Α! Όχι πολλή. Σε µια ώρα το τούνελ µάς έχει χωνέψει όλους.
Ύστερα, όµως, ξαπλώνω σ’ ένα ντιβάνι και αρχίζω να
ξαναφέρνω στη µνήµη µου ό,τι έχω συγκρατήσει απ’ όσα
συνέβησαν εκεί µέσα. Τώρα όµως δεν µπορώ να µιλήσω άλλο
γι’ αυτό. Ετούτο το δυνατό φως µού χαλάει την εικόνα του
τούνελ. Όπως όταν µπαίνει φως στις κάµερες των
φωτογράφων προτού αποτυπωθούν οι εικόνες. Κι όταν
βρίσκοµαι µέσα στο τούνελ, δεν αντέχω ούτε να σκεφτώ το
δυνατό φως: όλα χάνουν τη µαγεία τους, σαν τα σκηνικά του
θεάτρου την εποµένη της παράστασης».
Μου τα έλεγε αυτά και είχαµε κοντοσταθεί σε µια σκοτεινή
στροφή της σκάλας. Όταν ξαναπιάσαµε να κατεβαίνουµε,
είδαµε από ψηλά τη µισοσκότεινη τραπεζαρία και στη µέση
είδαµε να αιωρείται ένα πελώριο άσπρο τραπεζοµάντιλο το
οποίο έµοιαζε µε νεκρό φάντασµα που το είχαν κάνει κόσκινο
τα αντικείµενα.
Τα τέσσερα κορίτσια κάθισαν στη µια κεφαλή του τραπεζιού
και οι τρεις άντρες καθίσαµε στην άλλη. Ανάµεσα στις δύο
οµάδες µεσολαβούσαν µερικά µέτρα κενού τραπεζοµάντιλου,
αφού ο γέρος υπηρέτης είχε το συνήθειο να στρώνει όλο το
τραπέζι από την εποχή που έµενε εκεί η µεγάλη οικογένεια
του φίλου µου. Οι µόνοι που µιλούσαµε ήµασταν εµείς οι
δυο. Ο Αλεχάντρο, µε το λιπόσαρκο πρόσωπό του
στριµωγµένο ανάµεσα στις φαβορίτες του, καθόταν σιωπηλός
και δεν ξέρω αν σκεφτόταν: «Δεν παίρνω θάρρος αν δεν µου
το δώσουν» ή «Σιγά µη δώσω θάρρος σ’ αυτούς τους δυο».
Στην αντικρινή κεφαλή του τραπεζιού, τα κορίτσια µιλούσαν
και γελούσαν, δίχως να κάνουν µεγάλο σαµατά. Και στη δική
µας πλευρά, ο φίλος µου έλεγε:
«Δεν νιώθεις καµιά φορά την ανάγκη να είσαι απόλυτα
µόνος;»
Άρχισα να ρουφάω αέρα για να βγάλω έναν βαθύ
αναστεναγµό και ύστερα είπα:
«Απέναντί µου µένουν δύο γείτονες που έχουν ραδιόφωνο, κι
αµέσως µόλις ξυπνήσουν έρχονται και χώνονται µε τα
ραδιόφωνά τους µες στην κάµαρά µου».
«Κι εσύ γιατί τους επιτρέπεις να µπουν;»
«Όχι, εννοώ ότι βάζουν τα ραδιόφωνά τους τόσο δυνατά,
που είναι σαν να µπαίνουν στην κάµαρά µου».
Ετοιµαζόµουν να του πω κι άλλα, αλλά µε διέκοψε λέγοντας:
«Ξέρεις, κάποτε που περπατούσα στο κτήµα µου και άκουγα
ένα ραδιόφωνο να στριγκλίζει, έχαναν το νόηµά τους τα
δέντρα, όλη µου η ζωή. Αυτή η βεβήλωση ανέτρεπε όλα µου
τα δεδοµένα: το ίδιο µου το κτήµα δεν µου φαινόταν πια δικό
µου, και πολλές φορές σκεφτόµουν ότι είχα γεννηθεί σε λάθος
αιώνα».
Με δυσκολία συγκρατήθηκα να µη µε πιάσουν τα γέλια,
επειδή εκείνη ακριβώς τη στιγµή o Αλεχάντρο, µε τα βλέφαρα
πάντα χαµηλωµένα, έπαθε κάτι σαν λόξιγκα και φούσκωσαν
τα µάγουλά του σαν να έπαιζε κλαρινέτο. Αµέσως όµως είπα
στον φίλο µου:
«Και τώρα αυτό το ραδιόφωνο δεν σε ενοχλεί πια;»
Ήταν µια ανόητη συζήτηση και αποφάσισα να αφοσιωθώ στο
φαγητό µου. Ο φίλος µου όµως συνέχισε λέγοντας:
«Ο άνθρωπος που κάποτε γέµιζε µε θόρυβο το κτήµα µου
ήρθε να µου ζητήσει να µπω εγγυητής για να πάρει ένα
δάνειο…»
Ο Αλεχάντρο ζήτησε την άδεια να σηκωθεί από το τραπέζι
και έκανε νόηµα σ’ ένα από τα κορίτσια να τον ακολουθήσει,
αλλά καθώς έφευγαν τον ξαναέπιασε ο λόξιγκας, κάνοντας τις
φαβορίτες του να σαλεύουν σαν τα µαύρα πανιά πειρατικού
καραβιού. Ο φίλος µου συνέχισε:
«…οπότε του είπα: Όχι µόνο θα µπω εγγυητής, αλλά θα
πληρώνω και τις δόσεις σας. Κι εσείς όµως θα µου κάνετε τη
χάρη να κλείνετε το ραδιόφωνό σας τα Σαββατοκύριακα».
Ύστερα, κοιτάζοντας την άδεια καρέκλα του Αλεχάντρο, µου
είπε:
«Αυτός είναι ο άνθρωπός µου. Συνθέτει το τούνελ σαν να
συνθέτει συµφωνίες. Σηκώθηκε από το τραπέζι για να
σιγουρευτεί ότι δεν ξέχασε τίποτε. Στην αρχή χαράµιζα ένα
µεγάλο µέρος της δουλειάς του, επειδή, όταν δεν κατάφερνα
να µαντέψω ένα αντικείµενο, τον ρωτούσα να µου πει τι είναι,
και ύστερα εκείνος ξεθεωνόταν να βρει άλλα καινούργια.
Τώρα, όταν δεν καταφέρνω να αναγνωρίσω ένα αντικείµενο,
το αφήνω για την επόµενη φορά, κι όταν βαριέµαι πια να το
αγγίζω δίχως να µπορώ να µαντέψω τι είναι, κολλάω επάνω
του µια ετικέτα απ’ αυτές που έχω πάντα στην τσέπη µου, και
για λίγο καιρό το αποσύρει από την κυκλοφορία».
Όταν ο Αλεχάντρο επέστρεψε, είχαµε ήδη µισοτελειώσει το
φαγητό. Οπότε ο φίλος µου, χτυπώντας τον φιλικά στον ώµο,
είπε:
«Ετούτος εδώ που βλέπεις είναι ένας µεγάλος ροµαντικός.
Είναι ο Σούµπερτ του τούνελ. Και µάλιστα είναι πιο
συνεσταλµένος από τον Σούµπερτ κι έχει µεγαλύτερες
φαβορίτες. Φαντάσου ότι είναι ερωτευµένος µε µια κοπέλα
που ούτε την έχει δει ποτέ ούτε ξέρει το όνοµά της. Ύστερα
από τις δέκα το βράδυ κρατάει τα βιβλία σε µια ξυλαποθήκη.
Του αρέσει πολύ να βρίσκεται µόνος, µες στη σιγαλιά και στη
µυρωδιά του ξύλου. Ένα βράδυ πήδηξε τροµαγµένος πάνω
απ’ τα βιβλία επειδή χτύπησε το τηλέφωνο. Μια κυρία είχε
πάρει λάθος αριθµό, κι έκτοτε συνεχίζει να κάνει το ίδιο λάθος
κάθε βράδυ· κι αυτός το µόνο που κάνει είναι να την αγγίζει µε
τα αυτιά και τις προθέσεις του».
Οι µαύρες φαβορίτες του Αλεχάντρο πνίγηκαν µες στην
ντροπή που έζωσε το πρόσωπό του, και τότε άρχισα να τον
συµπαθώ.
Μόλις ολοκληρώσαµε το φαγητό, ο Αλεχάντρο και τα
κορίτσια βγήκαν να κάνουν έναν περίπατο· ο φίλος µου κι εγώ
γείραµε για λίγο στους καναπέδες που είχε στην κάµαρά του.
Ύστερα από τον µεσηµεριανό µας υπνάκο βγήκαµε κι εµείς
και περάσαµε το υπόλοιπο απόγευµα περπατώντας. Καθώς
έπεφτε η νύχτα, ο φίλος µου µιλούσε ολοένα λιγότερο και οι
κινήσεις του γίνονταν πιο αργές. Τώρα το φως ήταν αµυδρό
και τα αντικείµενα αγωνίζονταν να φανούν. Η νύχτα
προβλεπόταν πολύ σκοτεινή· ο φίλος µου ψηλαφούσε τα
δέντρα και τα φυτά και σύντοµα θα µπαίναµε στο τούνελ µε
την ανάµνηση όλων όσων φαίνονταν αχνά πια, καθώς το φως
έσβηνε. Ο φίλος µου µε σταµάτησε στην πόρτα του
υπόστεγου και, προτού µου απευθύνει τον λόγο, άκουσα το
κελάρυσµα του ρυακιού. Ύστερα µου είπε:
«Για την ώρα, µην αγγίξεις τα πρόσωπα των κοριτσιών, δεν
σε ξέρουν ακόµη αρκετά καλά. Μπορείς να αγγίζεις µόνο ό,τι
είναι στα δεξιά σου πάνω στον πάγκο».
Είχα ήδη ακούσει τα βήµατα του Αλεχάντρο. Ο φίλος µου
µιλούσε χαµηλόφωνα και συνέχισε να µου δίνει οδηγίες:
«Δεν πρέπει επ’ ουδενί να αλλάξεις θέση. Να είσαι πάντα
ανάµεσα στον Αλεχάντρο κι εµένα».
Άναψε έναν µικρό φακό και µου έδειξε τα πρώτα χωµάτινα
σκαλοπάτια, που είχαν πάνω τους λίγο κιτρινισµένο χορτάρι.
Φτάσαµε σε µια άλλη πόρτα και έσβησε τον φακό. Τότε µου
είπε και πάλι:
«Θυµήσου, ο πάγκος είναι δεξιά, θα τον βρεις στα δυο
βήµατα. Εδώ είναι η άκρη του κι εδώ επάνω το πρώτο
αντικείµενο. Εγώ ποτέ δεν κατάφερα να το µαντέψω· είναι όλο
δικό σου».
Ξεκίνησα βάζοντας τα χέρια µου πάνω σ’ ένα µικρό
τετράγωνο κουτί απ’ όπου προεξείχε µια καµπυλωτή
επιφάνεια. Δεν ήξερα αν ήταν από σκληρό υλικό και δεν
τόλµησα να τη ζουλήξω µε το νύχι. Είχε ένα απαλό αυλάκι,
ένα µέρος λίγο τραχύ και κοντά στη µια άκρη του κουτιού κάτι
σαν κρεατοελιές… ή σπιθουράκια. Η αίσθησή του ήταν
δυσάρεστη, και τράβηξα τα χέρια µου. Ο φίλος µου µε
ρώτησε:
«Σκέφτηκες κάτι;»
«Αυτό το πράγµα δεν µε ενδιαφέρει καθόλου».
«Από τον τρόπο που αντέδρασες βλέπω ότι κάτι σκέφτηκες».
«Σκέφτηκα τα σπιθουράκια που έβλεπα στη ράχη κάτι πολύ
µεγάλων φρύνων όταν ήµουν παιδί».
«Α! Συνέχισε».
Ύστερα άγγιξα ένα λοφάκι από ένα υλικό σαν αλεύρι. Έχωσα
µέσα τα χέρια µου µε ευχαρίστηση. Κι εκείνος µου είπε:
«Στην άκρη του πάγκου έχει ένα πανί κρεµασµένο σ’ ένα
καρφάκι για να σκουπίσεις τα χέρια σου».
Και του απάντησα υπαινικτικά:
«Πόσο θα µου άρεσε να υπήρχαν παραλίες από αλεύρι!»
«Ωραία. Συνέχισε».
Ύστερα βρήκα ένα κλουβί που είχε σχήµα παγόδας. Το
κούνησα για να δω αν είχε µέσα πουλί. Κι εκείνη τη στιγµή
άστραψε µια ελαφριά λάµψη· δεν ήξερα από πού ερχόταν ούτε
περί τίνος επρόκειτο. Άκουσα τον φίλο µου να κάνει ένα βήµα
και τον ρώτησα:
«Τι συµβαίνει;»
Κι εκείνος, µε τη σειρά του, µε ρώτησε:
«Τι έπαθες;»
«Δεν είδες µια λάµψη;»
«Α, µην ανησυχείς. Καθώς τα κορίτσια είναι λίγα για ένα
τόσο µεγάλο τούνελ, πρέπει να διασκορπίζονται σε µεγάλη
απόσταση η µια από την άλλη, οπότε ανάβουν τον φακό τους
για να µε ειδοποιούν πού βρίσκονται».
Στράφηκα και είδα τη λάµψη να ανάβει αρκετές φορές, σαν
πυγολαµπίδα. Εκείνη τη στιγµή ο φίλος µου είπε:
«Περίµενέ µε εδώ».
Και πηγαίνοντας προς το φως, το κάλυψε µε το σώµα του.
Τότε, σκέφτηκα ότι προχωρούσε σπέρνοντας τα δάχτυλά του
στο σκοτάδι· ύστερα θα τα µάζευε ξανά, και όλα µαζί θα
αντάµωναν στο πρόσωπο του κοριτσιού.
Ξάφνου τον άκουσα να λέει:
«Είναι η τρίτη φορά που µπαίνεις πρώτη, Χούλια».
Μια αδύναµη φωνούλα όµως του απάντησε:
«Δεν είµαι η Χούλια».
Εκείνη τη στιγµή άκουσα να πλησιάζουν τα βήµατα του
Αλεχάντρο και τον ρώτησα:
«Τι είχε µέσα το πρώτο κουτί;»
Καθυστέρησε λίγο να µου απαντήσει και ύστερα είπε:
«Τη φλούδα µιας κολοκύθας».
Τρόµαξα ακούγοντας τη θυµωµένη φωνή του φίλου µου να
λέει:
«Θα σε παρακαλούσα να µην κάνεις ερωτήσεις στον
Αλεχάντρο».
Ξεροκατάπια για να µην του απαντήσω και ακούµπησα τα
χέρια µου στον πάγκο. Αποκεί και ύστερα δεν ξαναµιλήσαµε.
Τα αντικείµενα που αναγνώρισα ήταν, κατά σειρά: η φλούδα
µιας κολοκύθας, ένα λοφάκι από αλεύρι, ένα κλουβί χωρίς
πουλί, ένα ζευγάρι παιδικά παπουτσάκια, µια ντοµάτα, ένα
ζευγάρι µατογυάλια µύτης, µια γυναικεία κάλτσα, µια
γραφοµηχανή, ένα αυγό κότας, ένα εξάρτηµα από ένα
γκαζάκι Primus, ένα φουσκωµένο φλασκί, ένα ανοιχτό
βιβλίο, ένα ζευγάρι χειροπέδες και ένα κουτί παπουτσιών που
είχε µέσα ένα ξεπουπουλιασµένο κοτόπουλο. Λυπήθηκα που ο
Αλεχάντρο είχε βάλει το κοτόπουλο στην τελευταία θέση· η
αίσθηση της αφής του κρύου και σπυριάρικου δέρµατός του
µου ήταν πολύ δυσάρεστη. Σαν βγήκαµε από το τούνελ, ο
Αλεχάντρο µού φώτισε για να ανέβω τα σκαλιά που οδηγούσαν
στο κιόσκι. Όταν φτάσαµε σ’ έναν φωτεινό διάδροµο, ο φίλος
µου έβαλε τρυφερά το χέρι του στον σβέρκο µου σαν να µου
έλεγε: «Συγγνώµη που ήµουν απότοµος µαζί σου απόψε»,
αλλά την ίδια στιγµή έστρεψε από την άλλη το κεφάλι του σαν
να έλεγε: «Τώρα όµως µε απασχολεί κάτι άλλο και πρέπει να
ασχοληθώ µαζί του».
Πηγαίνοντας για την κάµαρά του, µου έγνεψε µε τον δείκτη
να τον ακολουθήσω και ύστερα έφερε το ίδιο δάχτυλο στα
χείλη για να µου ζητήσει να κάνω ησυχία. Όταν µπήκαµε στο
δωµάτιό του, άρχισε να µετακινεί τους καναπέδες έτσι ώστε
να κοιτούν σε αντίθετες κατευθύνσεις και να µη βλέπουµε ο
ένας το πρόσωπο του άλλου. Σωριά στηκε αργά στον έναν
καναπέ κι εγώ στον άλλο. Παραδόθηκα στις σκέψεις µου και
ορκίστηκα να εµβαθύνω όσο περισσότερο µπορούσα στο
ζήτηµα του τούνελ.
Ύστερα από λίγο µε αιφνιδίασε η πολύ σιγανή φωνή του
φίλου µου, που µου έλεγε: «Θα ήθελα αύριο να περάσεις όλη
τη µέρα εδώ, αλλά φοβάµαι ότι η πρότασή µου έχει έναν
όρο…».
Περίµενα µερικά δευτερόλεπτα και του απάντησα:
«Αν δεχόµουν την προσφορά σου, θα ήταν επίσης υπό έναν
όρο».
Στην αρχή γέλασε και ύστερα είπε:
«Κοίτα, ας γράψει ο καθένας τον όρο του σ’ ένα χαρτί.
Δέχεσαι;»
«Πολύ καλά».
Έβγαλα ένα επισκεπτήριό µου. Ύστερα, µιας και τα κεφάλια
των καναπέδων µας ήταν πολύ κοντά, ανταλλάξαµε τα χαρτιά
µας χωρίς να κοιταχτούµε. Το επισκεπτήριο του φίλου µου
έλεγε: « Έχω ανάγκη να περπατάω µόνος µου στο κτήµα όλη
τη µέρα». Και το δικό µου έλεγε: «Θα ήθελα να περάσω όλη
µου τη µέρα κλεισµένος σ’ ένα δωµάτιο». Ο φίλος µου γέλασε
και πάλι. Ύστερα σηκώθηκε και βγήκε έξω για λίγο. Μόλις
επέστρεψε, είπε:
«Το δωµάτιό σου είναι ακριβώς από πάνω. Και τώρα… πάµε
να φάµε».
Στο τραπέζι συνάντησα έναν παλιό µου γνώριµο: το
κοτόπουλο του τούνελ.
Μόλις τελείωσε το δείπνο, ο φίλος µου είπε:
«Σε καλώ να ακούσουµε το κουαρτέτο του δον Κλαούδιο».
Μου άρεσε η οικειότητά του µε τον Κλοντ Ντεµπυσσύ.
Γείραµε στους καναπέδες, και µια από τις φορές που
σηκώθηκε για να αλλάξει πλευρά στον δίσκο κοντοστάθηκε
κρατώντας τον στα χέρια και µου είπε:
«Όταν είµαι µέσα στο τούνελ, νιώθω να µε προσπερνούν
ιδέες που πάνε αλλού».
Ο δίσκος τελείωσε κι εκείνος συνέχισε:
« Έχω ζήσει κοντά σε άλλους ανθρώπους και διατηρώ στη
µνήµη µου θύµησες που δεν µου ανήκουν».
Εκείνο το βράδυ δεν µου είπε τίποτε άλλο και αργότερα,
όταν ήµουν µόνος στο δωµάτιό µου, άρχισα να βηµατίζω
πάνω κάτω· ένιωθα µεγάλη ευτυχία και έξαψη και σκεφτόµουν
ότι το πιο σηµαντικό αντικείµενο του τούνελ ήταν ο φίλος
µου. Την ίδια ακριβώς στιγµή εκείνος ανέβαινε τρέχοντας τη
σκάλα. Άνοιξε την πόρτα, πρόβαλε µέσα το κεφάλι
χαµογελώντας και µε παρακάλεσε:
«Τα βήµατά σου δεν µε αφήνουν να ησυχάσω, ακούγονται
πολύ δυνατά στο κάτω πάτωµα…»
«Συγγνώµη!»
Μόλις έφυγε, έβγαλα τα παπούτσια µου και άρχισα να
βηµατίζω µε τις κάλτσες. Δεν άργησε να ξανανέβει: «Τώρα
είναι ακόµα χειρότερα, αγαπητέ µου. Τα βήµατά σου µου
θυµίζουν τους χτύπους της καρδιάς. Έχω νιώσει κι άλλες φορές
την καρδιά µου να χτυπάει σαν να περπατάει ένας κουτσός
µέσα στο σώµα µου».
«Πωπώ! Θα έχεις µετανιώσει οικτρά που µε κάλεσες να µείνω
στο σπίτι σου».
«Απεναντίας. Σκεφτόµουν ότι τώρα πια δεν θα µου αρέσει
καθόλου να νιώθω άδειο το δωµάτιο όπου έµενες».
Του απάντησα µ’ ένα προσποιητό χαµόγελο κι εκείνος έφυγε
αµέσως.
Γρήγορα µε πήρε ο ύπνος, αλλά σε λιγάκι ξύπνησα. Κάπου
µακριά άστραφτε και βροντούσε. Σηκώθηκα, προσέχοντας να
πατώ ελαφριά, και πήγα να ανοίξω το παράθυρο και να
κοιτάξω το ασπριδερό φως του ουρανού, που ήταν σαν να
ήθελε να πέσει πάνω στο σπίτι µε τα σαρκώδη σύννεφά του.
Και ξάφνου είδα έναν άντρα σκυµµένο πάνω από ένα
µονοπάτι να ψάχνει κάτι ανάµεσα στην έρπουσα βλάστηση.
Έπειτα, δίχως να σηκωθεί, έκανε µερικά βήµατα στο πλάι, και
τότε αποφάσισα να πάω να ειδοποιήσω τον φίλο µου. Η
σκάλα έτριζε και φοβόµουν µην τον ξυπνήσω και µε περάσει
για κλέφτη. Η πόρτα της κάµαράς του ήταν ανοιχτή και το
κρεβάτι του άδειο. Όταν επέστρεψα επάνω, δεν ξαναείδα τον
άντρα. Πλάγιασα και ξανακοιµήθηκα. Την εποµένη, την ώρα
που κατέβηκα για να πλυθώ, ο υπηρέτης ανέβασε στο
δωµάτιό µου το σερβίτσιο του μάτε1, και καθώς το έπινα
θυµήθηκα το όνειρο που είχα δει: Στεκόµασταν µε τον φίλο
µου µπροστά σ’ έναν τάφο, όταν µου είπε: «Ξέρεις ποιος είναι
θαµµένος εδώ; Το κοτόπουλο, µες στο κουτί του». Δεν είχαµε
καµιά συναίσθηση θανάτου. Ήταν ένας τάφος που έµοιαζε µε
ψυγείο µεταµφιεσµένο γουστόζικα σε µνήµα, κι εµείς
γνωρίζαµε ότι µέσα εκεί φιλοξενούνταν όλοι οι νεκροί που θα
τρώγαµε αργότερα.
Τα θυµόµουν όλα αυτά χαζεύοντας το κτήµα πίσω από τις
κιτρινωπές κουρτίνες και πίνοντας το μάτε µου. Ξάφνου είδα
τον φίλο µου να διασχίζει ένα µονοπάτι και άθελά µου
τραβήχτηκα στο πλάι σαν κατάσκοπος. Ύστερα αποφάσισα να
σταµατήσω να τον παρακολουθώ, κι όταν συνειδητοποίησα
ότι δεν µε άκουγε, άρχισα να περπατάω µέσα στο δωµάτιο.
Μια από τις φορές που έφτασα ως το παράθυρο είδα ότι ο
φίλος µου κατευθυνόταν προς το υπόστεγο. Νόµισα ότι θα
πήγαινε στο τούνελ και άρχισαν να µου µπαίνουν υποψίες,
εκείνος όµως κατευθύνθηκε προς κάτι απλωµένα ρούχα και
ακούµπησε την παλάµη του ανοιχτή πάνω σ’ ένα σεντόνι, που
σκέφτηκα ότι θα ήταν υγρό.
Δεν ειδωθήκαµε ξανά παρά την ώρα του βραδινού. Μου
είπε:
«Όταν είµαι στο µαγαζί, περιµένω πώς και πώς να έρθει
ετούτη η µέρα, κι όταν είµαι εδώ, νιώθω τροµερή πλήξη και
θλίψη. Έχω ανάγκη όµως τη µοναξιά, να µη βλέπω άνθρωπο.
Μα τι λέω, συγγνώµη!…»
Τότε, του είπα:
«Χτες το βράδυ πρέπει να είχαν µπει σκύλοι στο κτήµα…
σήµερα το πρωί είδα τσαλαπατηµένες βιολέτες σ’ ένα
µονοπάτι».
Χαµογέλασε:
«Εγώ ήµουν· µου αρέσει να βγαίνω λίγο προτού χαράξει και
να ψάχνω για βιολέτες ανάµεσα στα φύλλα». Με κοίταξε
χαµογελώντας ξανά και µου είπε:
«Είχα αφήσει την πόρτα µου ανοιχτή, αλλά επιστρέφοντας
τη βρήκα κλειστή».
Χαµογέλασα κι εγώ µε τη σειρά µου:
«Φοβήθηκα ότι ήταν κλέφτης και κατέβηκα να σε
ειδοποιήσω».
Το βράδυ επιστρέψαµε στην πόλη κι εκείνος αισθανόταν
καλά.
Το επόµενο Σάββατο ήµασταν ψηλά στην ταράτσα, όταν
ξάφνου είδα ένα απ’ τα κορίτσια να έρχεται προς το µέρος
µου. Νόµισα ότι ήθελε να µου πει ένα µυστικό και γύρισα το
κεφάλι στο πλάι, αλλά το κορίτσι µε φίλησε στο µάγουλο.
Φάνηκε σαν να το είχε προσχεδιάσει, και ο φίλος µου της
είπε:
«Τι κάνεις εκεί;»
Και το κορίτσι τού απάντησε:
«Τώρα δεν είµαστε στο τούνελ».
«Ναι, αλλά είµαστε στο σπίτι µου» είπε εκείνος.
Στο µεταξύ ήρθαν και τα υπόλοιπα κορίτσια. Μας είπαν ότι
έπαιζαν ένα παιχνίδι και ότι αυτό το φιλί ήταν µια από τις
δοκιµασίες. Οπότε, για να το διασκεδάσω, είπα:
«Άλλη φορά να µη βάζετε τόσο σκληρές δοκιµασίες».
Κι ένα άλλο κορίτσι, πιο µικροκαµωµένο, µου απάντησε:
«Μακάρι να είχε τύχει σ’ εµένα αυτή η δοκιµασία!»
Όλα τελείωσαν αισίως, αλλά ο φίλος µου εξακολουθούσε να
είναι ενοχληµένος.
Τη συνηθισµένη ώρα µπήκαµε στο τούνελ. Αναγνώρισα πάλι
τη φλούδα της κολοκύθας, αλλά ο φίλος µου της είχε κολλήσει
ήδη µια ετικέτα για να την αποσύρουν από τον πάγκο. Ύστερα
άρχισα να αγγίζω µια µεγάλη µάζα από αµµώδες υλικό. Δεν
το βρήκα ενδιαφέρον και έπιασα να σκέφτοµαι ότι σύντοµα
θα άναβε το φως της πρώτης γυναίκας, αλλά τα χέρια µου
είχαν αποξεχαστεί αφηρηµένα µέσα σε εκείνη τη µάζα.
Ύστερα άγγιξα κάτι υφασµάτινο µε κρόσσια και ξάφνου
κατάλαβα ότι ήταν ένα ζευγάρι γάντια. Αναρωτήθηκα τι να
σήµαινε αυτό για τα χέρια µου και σκέφτηκα ότι ήταν µια
έκπληξη για εκείνα και όχι για µένα. Ενόσω άγγιζα ένα τζάµι
µού πέρασε από τον νου ότι τα χέρια µπορεί να ήθελαν να
προβάρουν τα γάντια. Ήµουν έτοιµος να το κάνω, αλλά
συγκρατήθηκα και πάλι, σαν πατέρας που δεν θέλει να
υποκύπτει σε όλες τις ιδιοτροπίες των θυγατέρων του. Και
αµέσως άρχισε να γεννιέται µέσα µου µια νέα υποψία. Ο
φίλος µου ήταν πολύ προχωρηµένος στον κόσµο των χεριών.
Ίσως, µάλιστα, χάρη σ’ αυτόν να είχαν αναπτύξει κλίσεις που
τους επέτρεπαν να ζουν µια ζωή αρκετά ανεξάρτητη.
Σκέφτηκα το αλεύρι που µε τόση ευχαρίστηση είχαν αγγίξει τα
χέρια µου το περασµένο Σαββατοκύριακο και αναλογίστηκα:
«Τα χέρια αγαπούν το νωπό αλεύρι». Προσπαθώντας τότε να
ξεφύγω απ’ αυτή την ιδέα, ξαναγύρισα στο τζάµι που είχα
αγγίξει προηγουµένως· στην πίσω πλευρά του είχε ένα
στήριγµα. Να ήταν άραγε κανένα πορτρέτο; Πώς θα
µπορούσα να το βρω; Θα µπορούσε επίσης να είναι ένας
καθρέφτης… Ακόµα πιο δύσκολο. Η φαντασία µου είχε
ξεγελαστεί, σαν να µε κορόιδευε το σκοτάδι. Σχεδόν αµέσως
είδα τη λάµψη από το φως του πρώτου κοριτσιού. Κι εκείνη τη
στιγµή, δεν ξέρω γιατί, σκέφτηκα τη µάζα του υλικού που
είχα αγγίξει στην αρχή και κατάλαβα ότι ήταν το πέτρινο
κεφάλι του λιονταριού. Ο φίλος µου έλεγε σ’ ένα κορίτσι:
«Τι είναι αυτό που κρατάς; Κεφάλι κούκλας;… Σκύλος;…
Κότα;…»
«Όχι» του απάντησε εκείνη «είναι ένα από εκείνα τα κίτρινα
λουλούδια που…».
Τη διέκοψε λέγοντας:
«Δεν σας έχω πει να µη φέρνετε τίποτε εδώ;»
Το κορίτσι είπε:
«Βλάκα!»
«Πώς; Ποια είσαι εσύ;»
«Η Χούλια» είπε µια αποφασιστική φωνή.
«Να µην ξαναφέρεις ποτέ τίποτε εδώ» απάντησε αδύναµα ο
φίλος µου.
Όταν επέστρεψε στον πάγκο, µου είπε:
«Μου αρέσει να ξέρω ότι µέσα σ’ αυτό το σκοτάδι υπάρχει
ένα κίτρινο λουλούδι».
Εκείνη τη στιγµή αισθάνθηκα σαν κάτι να άγγιξε
ανεπαίσθητα το σακάκι µου, και το πρώτο πράγµα που µου
ήρθε στο µυαλό ήταν τα γάντια, θαρρείς και µπορούσαν να
σηκωθούν και να περπατήσουν. Σχεδόν ταυτόχρονα, όµως,
σκέφτηκα ότι µπορεί να ήταν κάποιος άνθρωπος, οπότε είπα
στον φίλο µου:
«Κάποιος άγγιξε ανεπαίσθητα το σακάκι µου».
«Απολύτως αδύνατον. Παραίσθηση θα ήταν. Συµβαίνει
συχνά µέσα στο τούνελ!»
Και εντελώς απρόσµενα ακούσαµε να φυσάει ένας φοβερός
άνεµος. Ο φίλος µου φώναξε:
«Τι είναι πάλι αυτό;»
Το περίεργο είναι ότι ακούγαµε τον άνεµο, αλλά δεν τον
νιώθαµε ούτε στα χέρια µας ούτε στο πρόσωπό µας. Τότε, ο
Αλεχάντρο είπε:
«Είναι ένα µηχάνηµα που µιµείται τον ήχο του ανέµου, το
δανείστηκα από έναν φροντιστή θεάτρου».
«Πολύ καλά» είπε ο φίλος µου «αλλά αυτό δεν είναι για τα
χέρια…».
Έµεινε σιωπηλός για λίγο και ξάφνου ρώτησε:
«Ποιος το έβαλε µπρος;»
«Το πρώτο κορίτσι. Πήγε και το έβαλε µπρος µόλις
αποµακρυνθήκατε».
«Ορίστε» είπα τότε. «Αυτή ήταν που άγγιξε ανεπαίσθητα το
σακάκι µου».
Εκείνο το βράδυ, όταν άλλαζε τους δίσκους, ο φίλος µου
είπε:
«Σήµερα το απόλαυσα. Μπέρδευα τα αντικείµενα, άλλα
έπιανα και άλλα σκεφτόµουν, και είχα αναπάντεχες
αναµνήσεις. Μόλις άρχισα να µετακινώ το σώµα µου µες στο
σκοτάδι, µου δηµιουργήθηκε η εντύπωση ότι θα έπεφτα πάνω
σε κάτι αλλόκοτο, ότι το σώµα µου θα άρχιζε να ζει µε
διαφορετικό τρόπο και ότι το κεφάλι µου ήταν έτοιµο να
καταλάβει κάτι σηµαντικό. Και ξάφνου, µόλις άφησα στον
πάγκο ένα αντικείµενο και το σώµα µου στρεφόταν για να
πάει να αγγίξει ένα πρόσωπο, ανακάλυψα ποιος µε είχε
εξαπατήσει σε µια συναλλαγή».
Πήγα στην κάµαρά µου και, προτού µε πάρει ο ύπνος,
σκέφτηκα ένα ζευγάρι γάντια σαµουά που φούσκωναν
ελαφρώς λόγω των χεριών της γυναίκας που τα φορούσαν. Και
ύστερα σκέφτηκα ότι έβγαζα τα γάντια σαν να έγδυνα τα
χέρια. Αλλά καθώς µε έπαιρνε ο ύπνος, τα γάντια άρχισαν να
γίνονται φλούδια µπανάνας. Και πρέπει να είχε περάσει
αρκετή ώρα αφότου είχα αποκοιµηθεί, όταν ένιωσα κάποια
χέρια να αγγίζουν το πρόσωπό µου. Ξύπνησα ουρλιάζοντας,
µετέωρος για λίγα δευτερόλεπτα µες στο σκοτάδι, και τελικά
κατάλαβα ότι είχα δει εφιάλτη. Ο φίλος µου ανέβηκε
τρέχοντας τη σκάλα και µε ρώτησε:
«Τι σου συµβαίνει;»
Ξεκίνησα να του λέω:
«Είδα ένα όνειρο…»
Αλλά σταµάτησα· δεν ήθελα να του διηγηθώ το όνειρο,
επειδή φοβήθηκα ότι µπορεί να του περνούσε από το µυαλό
να αγγίξει το πρόσωπό µου. Ο φίλος µου έφυγε αµέσως κι εγώ
έµεινα ξύπνιος· σε λιγάκι όµως άκουσα την πόρτα µου να
ανοίγει σιγά σιγά και φώναξα, µε αλλοιωµένη φωνή:
«Ποιος είναι;»
Την ίδια στιγµή άκουσα νύχια ζώου να κατεβαίνουν τη
σκάλα. Όταν ο φίλος µου ανέβηκε ξανά, του είπα ότι είχε
αφήσει την πόρτα ανοιχτή και ότι είχε µπει ένας σκύλος. Και
ύστερα ο φίλος µου άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα.
Το επόµενο Σάββατο, σαν µπήκαµε στο τούνελ, ακούστηκαν
κάτι χαδιάρικα κλαψουρίσµατα και σκέφτηκα ότι θα ήταν
κανένα κουτάβι. Ένα απ’ τα κορίτσια άρχισε να γελάει και
ύστερα µας έπιασαν όλους τα γέλια. Ο φίλος µου θύµωσε πολύ
και άρχισε να µας κατσαδιάζει, οπότε αµέσως σωπάσαµε όλοι,
αλλά όταν σταµάτησε για λίγο να πάρει ανάσα, ακούστηκε το
κουτάβι να κλαψουρίζει πιο δυνατά και σκάσαµε πάλι όλοι στα
γέλια. Τότε, ο φίλος µου φώναξε:
«Φύγετε αποδώ όλοι! Έξω! Εµπρός, όλοι έξω!»
Όσοι ήµασταν κοντά του τον ακούσαµε να αγκοµαχάει, και
αµέσως, µε πιο αδύναµη φωνή και σαν να έκρυβε το πρόσωπό
του στο σκοτάδι, τον ακούσαµε να λέει:
«Εκτός από τη Χούλια».
Τότε, µου κατέβηκε µια ιδέα, στην οποία δεν µπόρεσα να
αντισταθώ: να παραµείνω µέσα στο τούνελ. Ο φίλος µου
περίµενε ώσπου να βγουν όλοι. Ύστερα η Χούλια άρχισε να του
κάνει από µακριά σινιάλα µε τον φακό της. Το φως
αναβόσβηνε σε τακτά διαστήµατα, όπως το φως των φάρων· ο
φίλος µου προχωρούσε µε βήµα βαρύ κι εγώ τον ακολουθούσα
προσπαθώντας να συγχρονίσω τα βήµατά µου µε τα δικά του
ώστε να ηχούν ταυτόχρονα. Όταν έφτασα κοντά τους, η
Χούλια τού έλεγε:
«Θυµάστε άλλα πρόσωπα όταν αγγίζετε το δικό µου;»
Εκείνος τράβηξε λίγο το «νι», προτού απαντήσει «ναι». Και
αµέσως πρόσθεσε:
«Δηλαδή… Να, τώρα σκέφτοµαι µια Βιεννέζα που ζούσε στο
Παρίσι».
« Ήταν φίλη σας;»
«Ο σύζυγός της ήταν φίλος µου. Μια µέρα όµως τον πέταξε
κάτω ένα ξύλινο αλογάκι…»
«Μιλάτε σοβαρά;»
«Θα σου εξηγήσω. Ο φίλος µου ήταν πάντα ασθενικό παιδί
και µια πλούσια θεία του, που ζούσε στην επαρχία, του είχε
ζητήσει να γυµνάζεται. Εκείνη τον είχε µεγαλώσει. Οπότε ο
φίλος µου της έστελνε φωτογραφίες του στις οποίες φορούσε
αθλητικά ρούχα, αλλά το µόνο που έκανε στη ζωή του ήταν να
διαβάζει. Λίγο καιρό µετά τον γάµο του θέλησε να βγάλει µια
φωτογραφία καβάλα σε άλογο. Ήταν πολύ περήφανος µε το
πλατύγυρο καπέλο του, µόνο που το άλογο ήταν ξύλινο και το
ξύλο σκοροφαγωµένο. Ξάφνου, το ένα πόδι του αλόγου
έσπασε και έριξε κάτω τον καβαλάρη, που έσπασε το ένα του
χέρι».
Η Χούλια γέλασε λίγο και ο φίλος µου συνέχισε:
«Οπότε, µ’ αυτή την αφορµή, πήγα στο σπίτι του και
γνώρισα τη γυναίκα του, που στην αρχή µού µιλούσε
χαµογελώντας µου περιπαικτικά. Ο φίλος µου είχε το χέρι
δεµένο και ήταν περιστοιχισµένος από ένα σωρό επισκέπτες.
Η σύζυγος του έφερε έναν ζεστό ζωµό κι εκείνος της είπε ότι
στην κατάστασή του δεν είχε καθόλου όρεξη. Όλοι οι
επισκέπτες είπαν ότι πράγµατι συµβαίνει αυτό όταν είσαι
έτσι. Τότε, σκέφτηκα ότι όλοι οι παριστάµενοι θα είχαν πάθει
κατάγµατα και τους φαντάστηκα στο ηµίφως εκείνου του
δωµατίου µε τα χέρια και τα πόδια τους άσπρα, διογκωµένα
από τους επιδέσµους».
(Κι εντελώς απρόσµενα ξανακούσαµε το κουτάβι να
κλαψουρίζει και η Χούλια γέλασε. Φοβήθηκα ότι ο φίλος µου
θα πήγαινε να το βρει και ότι θα έπεφτε πάνω µου. Αλλά
γρήγορα ξανάπιασε την ιστορία του.)
«Όταν µπόρεσε να σηκωθεί, περπατούσε αργά και µε το χέρι
κρεµασµένο µε επίδεσµο από τον λαιµό του. Όταν τον
έβλεπες από πίσω, µε το ένα µανίκι του σακακιού του
φορεµένο και το άλλο όχι, έµοιαζε µε λατερνατζή, απ’ αυτούς
που λένε και τη µοίρα. Με κάλεσε να τον συνοδεύσω στο
υπόγειο, για να φέρουµε ένα µπουκάλι από το καλύτερό του
κρασί. Η κυρία δεν ήθελε να τον αφήσει µόνο. Μπροστά
πήγαινε εκείνος βαστώντας ένα κερί, που η φλόγα του έκαιγε
τους ιστούς των αραχνών, που έφευγαν τρέχοντας· πίσω του
ακολουθούσε εκείνη και πίσω από εκείνη εγώ…»
Ο φίλος µου σταµάτησε και η Χούλια τον ρώτησε:
«Πριν λίγο είπατε ότι εκείνη η κυρία, στην αρχή, σας
χαµογελούσε περιπαικτικά. Και ύστερα;»
Ο φίλος µου άρχισε να ενοχλείται:
«Δεν χαµογελούσε χλευαστικά µόνο σ’ εµένα· δεν είπα
αυτό!»
«Εσείς είπατε ότι έτσι ήταν στην αρχή».
«Τέλος πάντων… το ίδιο και ύστερα».
Το κουτάβι κλαψούρισε και η Χούλια είπε:
«Μη νοµίζετε ότι µε ενοχλεί αυτό που κάνετε, αλλά… καίει
το πρόσωπό µου».
Άκουσα το προσκυνητάρι να σύρεται και ύστερα άκουσα τα
βήµατά τους καθώς έβγαιναν έξω και έκλειναν την πόρτα.
Τότε, έτρεξα και άρχισα να χτυπάω την πόρτα µε τις γροθιές
και το ένα µου πόδι. Ο φίλος µου άνοιξε την πόρτα και
ρώτησε:
«Ποιος είναι εκεί;»
Του απάντησα κι εκείνος τραυλίζοντας µου είπε:
«Δεν θέλω να ξαναέρθεις ποτέ στο τούνελ µου».
Ετοιµαζόταν να προσθέσει κάτι, αλλά προτίµησε να φύγει.
Το βράδυ πήρα το υπεραστικό λεωφορείο µαζί µε τα κορίτσια
και τον Αλεχάντρο· εκείνοι κάθισαν µπροστά κι εγώ πίσω.
Κανείς τους δεν γύρισε να µε κοιτάξει, και σε όλο το ταξίδι
της επιστροφής ένιωθα σαν προδότης.

Λίγες µέρες αργότερα ο φίλος µου ήρθε στο σπίτι µου· ήταν
αργά το βράδυ και είχα πλαγιάσει. Μου ζήτησε συγγνώµη που
µε ανησύχησε και για τα όσα µου είχε πει στην έξοδο του
τούνελ. Παρά τη χαρά µου, εκείνος εξακολουθούσε να είναι
ανήσυχος. Ξάφνου µου είπε:
«Σήµερα ήρθε στο µαγαζί ο πατέρας της Χούλια. Δεν θέλει
να αγγίζω πια το πρόσωπο της κόρης του, αλλά άφησε να
εννοηθεί ότι αν αρραβωνιαζόµασταν δεν θα είχε αντίρρηση.
Κοίταξα τη Χούλια, που εκείνη τη στιγµή είχε τα µάτια
χαµηλωµένα και έξυνε το βερνίκι των νυχιών της, και τότε
κατάλαβα ότι την αγαπάω».
«Τόσο το καλύτερο!» του απάντησα. «Και γιατί δεν την
παντρεύεσαι;»
«Δεν µπορώ. Δεν θέλει να αγγίζω άλλα πρόσωπα στο
τούνελ».
Ο φίλος µου καθόταν µε τους αγκώνες ακουµπισµένους στα
γόνατα, και ξάφνου έκρυψε το πρόσωπό του· εκείνη τη στιγµή
το κεφάλι του µου φάνηκε µικρό σαν κεφαλάκι αρνιού.
Πήγαινα να βάλω το χέρι µου στον ώµο του, όταν άθελά µου
άγγιξα τα κατσαρά µαλλιά του. Και, τότε, σκέφτηκα ότι είχα
αγγίξει ανεπαίσθητα ένα από τα αντικείµενα του τούνελ.

1 Δηµοφιλές αφέψηµα της Ουρουγουάης, αλλά και όλης της Νότιας Αµερικής, που
συχνά σερβίρεται σε κούπα από ξερή κολοκύθα µε µεταλλικό καλαµάκι. (Σ.τ.Μ.)
Η γυναίκα που µου έµοιαζε

Πάνε µερικά καλοκαίρια τώρα, που άρχισα να υποψιάζοµαι


ότι κάποτε ήµουν άλογο. Όταν έπεφτε η νύχτα, αυτή η σκέψη
µού ξαναρχόταν σαν να επέστρεφε στον στάβλο του σπιτιού
µου. Μόλις το ανθρώπινο κορµί µου πλάγιαζε, η αλογίσια
µνήµη µου άρχιζε να καλπάζει.
Μια απ’ αυτές τις νύχτες, βάδιζα σ’ έναν χωµατόδροµο και
πατούσα τις κηλίδες που σχηµάτιζαν οι σκιές των δέντρων.
Από τη µια µεριά µε ακολουθούσε το φεγγάρι· από την άλλη
σερνόταν η σκιά µου, που, καθώς ανεβοκατέβαινε στους
σβόλους του χώµατος, κάλυπτε τα ίχνη. Από την αντίθετη
κατεύθυνση τα δέντρα έρχονταν καταπάνω µου
καταβάλλοντας µεγάλη προσπάθεια, και η σκιά τους
στριµωχνόταν πλάι στη δική µου.
Ένιωθα το καταπονηµένο σαρκίο µου να µε στενεύει και να
µε πονούν οι αρθρώσεις κοντά στις οπλές. Καµιά φορά
ξεχνούσα να συντονίσω τα µπροστινά µου πόδια µε τα πίσω,
παραπατούσα και κινδύνευα να πέσω.
Ξάφνου µου ερχόταν µια µυρωδιά νερού, αλλά δεν ήταν
παρά τα δυσώδη νερά µιας κοντινής λίµνης. Τα µάτια µου
ήταν κι αυτά σαν λίµνες και στην επικλινή και δακρυσµένη
επιφάνειά τους αντανακλούσαν πράγµατα µικρά και µεγάλα
συνάµα, κοντινά και µακρινά. Η µόνη µου έγνοια ήταν να
φυλάγοµαι από τις επικίνδυνες σκιές και τις απειλητικές
διαθέσεις των ζώων και των ανθρώπων· κι όταν κατέβαζα το
κεφάλι µου στη γη για να βοσκήσω το χορτάρι που φώλιαζε
κάτω απ’ τα δέντρα, έπρεπε επίσης να φροντίζω να αποφεύγω
τα δηλητηριώδη χόρτα· κι αν µου καρφώνονταν αγκάθια στα
χείλη, έπρεπε να τινάζω δυνατά το κεφάλι ώσπου να βγουν.
Τις πρώτες ώρες της νύχτας, ακόµα κι αν πεινούσα, δεν
σταµατούσα ποτέ. Στην αλογίσια µου ζωή είχα βρει κάτι που
έµοιαζε πολύ µε αυτό που είχα αφήσει πίσω µου στον
άνθρωπο: µια παροιµιώδη οκνηρία, που επέτρεπε στις
αναµνήσεις µου να δουλεύουν µε την ησυχία τους. Είχα
εξάλλου ανακαλύψει ότι, όσο βάδιζα, οι αναµνήσεις µου
ξετυλίγονταν καλύτερα. Εκείνο τον καιρό δούλευα σ’ έναν
φούρναρη που µου έδινε την ψευδαίσθηση ότι µπορεί να
έβρισκα κι εγώ κάποτε την ευτυχία. Μου φορούσε ένα σακούλι
πάνω απ’ τα µάτια και µε έζευε σ’ ένα µαδέρι που κινούσε ένα
είδος νερόµυλου, µόνο που τον χρησιµοποιούσε σαν µηχανή
ζυµώµατος. Γυρνούσα γύρω γύρω, ώρες ολόκληρες, δεµένος
πάνω στο µαδέρι, που προχωρούσε σαν λεπτοδείκτης
ρολογιού. Κι έτσι, χωρίς στραβοπατήµατα, ανέσυρα από τη
λήθη τις αναµνήσεις µου, υπό τον ήχο των βηµάτων µου και
των γραναζιών.
Δουλεύαµε ως αργά το βράδυ· όταν τελειώναµε, το αφεντικό
µού έδινε να φάω και, ακούγοντας τον ήχο που έκανε το
καλαµπόκι την ώρα που το τραγάνιζα, οι σκέψεις µου
συνέχιζαν να σεργιανίζουν.
(Ετούτη τη στιγµή που είµαι άλογο σκέφτοµαι κάτι που µου
είχε συµβεί πριν από λίγο καιρό, όταν ήµουν ακόµη
άνθρωπος: µια βραδιά που δεν µπορούσα να κοιµηθώ από την
πείνα, θυµήθηκα ότι µες στο ντουλάπι είχα ένα κουτί µε
καραµέλες µέντας. Τις έφαγα όλες, αλλά, καθώς τις µασούσα,
έκαναν έναν ήχο σαν να µασούσα καλαµπόκι.)
Η πραγµατικότητα, όµως, µε καλεί στη σηµερινή αλογίσια
µου ζωή. Τα βήµατά µου αντηχούν βαριά καθώς περνώ πάνω
από µια µεγάλη ξύλινη γέφυρα.
Από δρόµους πολύ διαφορετικούς, καταλήγω πάντα στις
ίδιες αναµνήσεις, που µέρα νύχτα κυλούν στη µνήµη µου σαν
τα ποτάµια µιας χώρας. Καµιά φορά τις περιεργάζοµαι, και
άλλοτε µε πληµµυρίζουν.

Νεαρό πουλάρι ακόµη, ένιωθα πολύ µεγάλο µίσος για το παιδί


του στάβλου που µε φρόντιζε. Ήταν κι αυτός νεαρός. Ο ήλιος
ήταν ήδη ψηλά, όταν µια µέρα αυτός ο αχρείος µε χτύπησε
στο µουσούδι· µου ανέβηκε το αίµα στο κεφάλι και από τη
λύσσα µου τρελάθηκα. Σηκώθηκα όρθιος στα δυο µπροστινά
µου πόδια και τον έριξα κάτω, δαγκώνοντάς τον στο κεφάλι·
ύστερα του ξέσχισα τον έναν µηρό, κι όταν στράφηκα και τον
αποτελείωσα µε τα πίσω µου πόδια, κάποιος είδε τη χαίτη
µου να τινάζεται ψηλά.
Την εποµένη πολλοί προτίµησαν να µη µείνουν να
ξενυχτήσουν τον νεκρό, για να έρθουν να µε δουν την ώρα
που οι άντρες του χωριού θα έπαιρναν την εκδίκησή τους για
εκείνο τον θάνατο. Σκότωσαν το πουλάρι µέσα µου και µε
µετέτρεψαν σε άλογο.
Λίγο καιρό αργότερα πέρασα µια ατέλειωτη νύχτα. Από τα
χρόνια της νιότης µου είχα συγκρατήσει µερικές «πονηριές»,
κι έτσι εκείνο το βράδυ τις έβαλα σε εφαρµογή για να πηδήξω
έναν φράχτη που έβγαζε στον δρόµο. Τα κατάφερα κακήν
κακώς και έφυγα λαβωµένος. Άρχισα να ζω µια ζωή ελεύθερη
αλλά µελαγχολική. Ένιωθα το σώµα µου βαρύ και, σαν να µην
έφτανε αυτό, καθένα από τα µέλη µου ήθελε να ζήσει τη δική
του ανεξάρτητη ζωή, δίχως να καταβάλει την παραµικρή
προσπάθεια: σαν υπηρέτες δυσαρεστηµένοι µε το αφεντικό
τους, που τα κάνουν όλα βαρυγκωµώντας. Όταν ήµουν
ξαπλωµένος και ήθελα να σηκωθώ, έπρεπε να πείθω τα µέλη
µου ένα προς ένα. Και την τελευταία στιγµή είχαµε πάντα
διαµαρτυρίες και απρόβλεπτους γογγυσµούς. Η πείνα,
ωστόσο, κατάφερνε να τα συσπειρώνει πάντα, µε µεγάλη
επιτυχία· εκείνο όµως που τα έκανε να µονοιάζουν αµέσως
ήταν ο φόβος της καταδίωξης. Όταν ένα κακό αφεντικό
ξυλοκοπούσε ένα από τα µέλη µου, εκείνα ένιωθαν
αλληλέγγυα και πάσχιζαν όλα µαζί να προφυλάξουν το
δύστυχο αυτό µέλος απ’ τα χειρότερα· εξάλλου, κανένα δεν
ένιωθε ασφαλές. Προσπαθούσα να επιλέγω αφεντικά µε
χαµηλούς φράχτες· µετά τον πρώτο ξυλοδαρµό το έσκαγα,
οπότε άρχιζε η πείνα και η καταδίωξη.
Μια φορά έπεσα σ’ ένα πολύ βάναυσο αφεντικό. Στην αρχή
µε χτυπούσε µόνο όταν τον είχα καβάλα και περνούσαµε
µπροστά από το σπίτι της αγαπηµένης του. Ύστερα όµως
άρχισε να φορτώνει τόσο πολύ το πίσω µέρος του κάρου, που
ανασηκωνόµουν σχεδόν στον αέρα και δεν µπορούσα να
στηριχτώ στο έδαφος για να βάλω δύναµη. Τότε φρύαζε από
το κακό του και µε χτυπούσε στην κοιλιά, στα πόδια και στο
κεφάλι. Το έσκασα ένα απόβραδο· χρειά στηκε όµως να τρέξω
πολύ προτού µπορέσω να κρυφτώ στο σκοτάδι. Διέσχισα τις
παρυφές ενός χωριού και κοντοστάθηκα για µια στιγµή σε µια
καλύβα· µέσα είχε αναµµένη φωτιά και ανάµεσα απ’ τους
υδρατµούς και µια φλογίτσα που τρεµόπαιζε είδα έναν άντρα
µε το καπέλο στο κεφάλι. Είχε πια νυχτώσει για τα καλά, αλλά
εγώ συνέχισα.
Μόλις άρχισα και πάλι να προχωρώ, ένιωσα ελαφρύτερος,
οπότε σκέφτηκα ότι µπορεί κάποια µέλη του σώµατός µου να
είχαν ξεµείνει πίσω ή να περιπλανιόνταν χαµένα µες στη
νύχτα. Και, τότε, προσπάθησα να επιταχύνω το βήµα µου.
Μακριά στο βάθος υπήρχε µια συστάδα δέντρων και
ανάµεσα στα κλαδιά τους έβλεπα φώτα να τρεµοπαίζουν.
Ξάφνου κατάλαβα ότι στο τέλος του δρόµου υπήρχε µια
εκθαµβωτική λάµψη. Πεινούσα, αλλά αποφάσισα να µη φάω
προτού φτάσω κοντά σ’ αυτή τη λάµψη. Μπορεί να ήταν
κανένα χωριό. Ο δρόµος ξετυλιγόταν ολοένα πιο αργά και η
λάµψη που βρισκόταν στο τέλος του δεν έλεγε να πλησιάσει.
Σιγά σιγά άρχισα να συνειδητοποιώ ότι κανένα από τα µέλη
µου δεν µε είχε εγκαταλείψει. Άρχισαν να εµφανίζονται ένα
ένα: όποιο δεν ήταν πεινασµένο ήταν κουρασµένο· πρώτα
όµως ήρθαν εκείνα που πονούσαν. Δεν ήξερα πια πώς να τα
ξεγελάσω: τους θύµιζα το αφεντικό τη στιγµή που µας έβγαζε
τη σέλα· την κοντή και πλακουτσωτή σκιά του που
αργοσάλευε γύρω απ’ το κορµί µου. Αυτόν έπρεπε να είχα
σκοτώσει όταν ήµουν πουλάρι, όταν τα µέλη µου δεν είχαν
ακόµη διασπαστεί, όταν η λύσσα µου, η θέλησή µου κι εγώ
ήµασταν ένα και το αυτό.

Όταν πλησίαζα στα πρώτα σπίτια, άρχισα να τρώω λίγο


χορτάρι. Κινδύνευα να µε εντοπίσουν, µιας και το τρίχωµά
µου ήταν γεµάτο µεγάλες λευκές και µαύρες κηλίδες, αλλά η
νύχτα είχε πέσει για τα καλά και κανείς δεν θα ήταν ξύπνιος.
Φρούµαζα µετά µανίας και σήκωνα σκόνη – δεν την έβλεπα,
αλλά µου έµπαινε στα µάτια. Έφτασα σ’ έναν σκληρό δρόµο
που είχε µια µεγάλη αυλόπορτα. Μόλις πέρασα την
αυλόπορτα, είδα κάτι λευκές κηλίδες να κινούνται στο
σκοτάδι. Ήταν σχολικές ποδιές. Με τρόµαξαν και ανέβηκα
µια σκαλίτσα µε λίγα σκαλιά. Τρόµαξα όµως και πάλι, γιατί
ψηλά στη σκάλα είχε κι άλλες ποδιές. Με τις οπλές µου να
αντηχούν δυνατά σ’ ένα ξύλινο πάτωµα, βρέθηκα ξαφνικά σε
µια µικρή φωτισµένη αίθουσα, αντίκρυ σ’ ένα φιλοθεάµον
κοινό. Έγινε µια έκρηξη από φωνές και γέλια. Τα παιδιά µε τις
µακριές στολές, που βρίσκονταν στη µικρή αίθουσα, έφυγαν
τρέχοντας· κι απ’ το πολύβουο κοινό, όπου κι εκεί υπήρχαν
πολλά παιδιά, ξεχώριζαν µερικές φωνές που έλεγαν: « Ένα
άλογο, ένα άλογο…». Κι ένα παιδί, που τα αυτιά του έµοιαζαν
λες και τα είχε διπλώσει στα δύο στριµώχνοντάς τα µέσα σ’ ένα
µεγάλο καπέλο, φώναζε: «Είναι το πιτσιλωτό άλογο των
Μέντεζ». Κάποια στιγµή, επιτέλους, βγήκε στη σκηνή η
δασκάλα. Γελούσε κι αυτή, αλλά ζήτησε από το κοινό να κάνει
ησυχία· είπε ότι το έργο είχε σχεδόν τελειώσει και άρχισε να
διηγείται το τέλος του. Κάποιος όµως τη διέκοψε ξανά.
Ήµουν κατάκοπος, κι όταν κατέρρευσα στο χαλί, το κοινό
άρχισε και πάλι να µε χειροκροτεί ξέφρενα. Ανακοινώθηκε το
τέλος της παράστασης και κάποιοι ανέβηκαν πάνω στη
σκηνή. Ένα κοριτσάκι, τριών χρονών περίπου, ξέφυγε απ’ τη
µητέρα του, ήρθε προς το µέρος µου και έβαλε το χέρι του,
ανοιχτό σαν αστεράκι, πάνω στην κάθιδρη ράχη µου. Όταν η
µητέρα του το τράβηξε µακριά µου, εκείνο σήκωσε το χεράκι
του ανοιχτό και είπε: «Μανούλα, το άλογο είναι µούσκεµα».
Ένας κύριος, πλησιάζοντας τον δείκτη του χεριού του στη
δασκάλα σαν να επρόκειτο να χτυπήσει κανένα κουδούνι, της
έλεγε µε ύφος καχύποπτο: «Μην το αρνείστε, δική σας ιδέα
ήταν αυτή η έκπληξη, µόνο που το άλογο µπήκε στη σκηνή
πριν την ώρα του. Τα άλογα δεν εκπαιδεύονται εύκολα. Είχα
κι εγώ ένα άλογο…». Το παιδί µε τα διπλωµένα αυτιά
ανασήκωσε το πάνω χείλος µου και, κοιτώντας τα δόντια µου,
είπε: «Αυτό το άλογο είναι γέρικο». Η δασκάλα άφησε τον
κόσµο να πιστεύει ότι εκείνη είχε ετοιµάσει την έκπληξη µε το
άλογο. Μια παιδική της φίλη ήρθε να τη χαιρετήσει. Η φίλη
θυµήθηκε µια φορά που είχαν τσακωθεί όταν πήγαιναν
σχολείο και η δασκάλα θυµήθηκε, µε τη σειρά της, ότι σ’
εκείνο τον τσακωµό η φίλη της την είχε πει αλογοµούρα.
Κοίταξα έκπληκτος τη δασκάλα και είδα ότι πράγµατι µου
έµοιαζε. Όπως και να είχε πάντως, δεν έπρεπε να το πει
παρουσία µου· ήταν έλλειψη σεβασµού προς τα ταπεινότερα
όντα.
Όταν τα χειροκροτήµατα και η οχλαγωγία σιγά σιγά
καταλάγιασαν, στον διάδροµο της πλατείας εµφανίστηκε ένας
νεαρός και διέκοψε τη δασκάλα –που µιλούσε στην παιδική
της φίλη και στον άντρα που κουνούσε τον δείκτη σαν να
επρόκειτο να χτυπήσει κανένα κουδούνι–, λέγοντάς της
δυνατά:
«Τοµάσα! Ο δον Σαντιάγο λέει ότι είναι καλύτερα να
συνεχίσουµε τη συζήτηση στο ζαχαροπλαστείο, να µην καίµε
άδικα το φως».
«Και το άλογο;»
«Μα τι θέλεις, αγαπητή µου; Να κάτσεις όλη νύχτα εδώ µαζί
του;»
«Όπου να ’ναι έρχεται ο Αλεχάντρο µ’ ένα σχοινί, για να το
πάµε στο σπίτι».
Ο νεαρός σκαρφάλωσε στη σκηνή και συνέχισε τη συζήτηση
µε τους υπόλοιπους τρεις, επιχειρηµατολογώντας εναντίον
µου.
«Η γνώµη µου είναι ότι η Τοµάσα εκτίθεται υπερβολικά
παίρνοντας το άλογο στο σπίτι της. Ήδη άκουσα τις αδελφές
Σουµπιρία να λένε ότι είναι παράλογο µια γυναίκα που ζει
µόνη να πάρει ένα άλογο που δεν πρόκειται να της
χρησιµεύσει σε τίποτε· εξάλλου, και η µαµά λέει ότι αυτό το
άλογο θα της δηµιουργήσει πολλά προβλήµατα».
Η Τοµάσα όµως απάντησε:
«Πρώτα πρώτα δεν είµαι µόνη στο σπίτι, έχω την
Καντελάρια, που µε βοηθάει λιγάκι. Κι έπειτα, θα µπορούσα
να αγοράσω ένα µόνιππο, αν µου το επιτρέπουν οι κυρίες
γεροντοκόρες».
Πάνω στην ώρα µπήκε ο Αλεχάντρο µε το σχοινί· ήταν ο
πιτσιρίκος µε τα διπλωµένα αυτιά. Μου έδεσε µια θηλιά στον
λαιµό, κι όταν προσπάθησαν να µε σηκώσουν, στάθηκε
αδύνατον να κουνηθώ. Ο άντρας µε τον δείκτη είπε:
«Τα πόδια αυτού του ζώου είναι πρησµένα, µπορεί να
χρειαστεί να του κάνουµε αφαίµαξη».
Φοβήθηκα τόσο πολύ, που έβαλα τα δυνατά µου και
κατάφερα να σηκωθώ. Περπατούσα σαν να ήµουν ένα από
κείνα τα ξύλινα αλογάκια· µε έβγαλαν από την πίσω σκαλίτσα
και, όταν βρεθήκαµε στην αυλή, ο Αλεχάντρο έκανε το σχοινί
καπίστρι, ανέβηκε στη ράχη µου και άρχισε να µε τσινάει µε
τα τακούνια και την άκρη του σχοινιού. Έκανα τον γύρο ως
την είσοδο του θεάτρου υποφέροντας απίστευτα, αλλά µόλις
µας είδε η δασκάλα είπε στον Αλεχάντρο να κατέβει.

Ενόσω διασχίζαµε το χωριό, και παρά την κούραση και τον


µονότονο ρυθµό των βηµάτων µου, δεν µπορούσα να
κοιµηθώ. Σαν ξεχαρβαλωµένο και φάλτσο οργανάκι, ήµουν
αναγκασµένος να επαναλαµβάνω αδιάκοπα όλο το ρεπερτόριο
των παθήσεών µου. Ο πόνος µε έκανε να στρέφω την προσοχή
µου σε κάθε µέλος του σώµατός µου που άρχιζε να κινείται.
Κάπου κάπου, αγνοώντας τον ρυθµό των βηµάτων µου, ένα
ρίγος διαπερνούσε τη ραχοκοκαλιά µου· και, άλλες φορές,
ένιωθα να µε διαπερνά σαν ευλογηµένη αύρα η ιδέα όσων θα
συνέβαιναν αργότερα, όταν θα ξεκουραζόµουν και θα είχα νέο
υλικό για τις αναµνήσεις µου.
Το ζαχαροπλαστείο ήταν στην πραγµατικότητα ένα
καφενείο· από τη µια µεριά είχε µπιλιάρδα και από την άλλη
µια µεγάλη αίθουσα για οικογένειες. Ανάµεσα στους δύο
χώρους υπήρχε ένα µεγάλο ξύλινο κιγκλίδωµα. Πάνω στην
κουπαστή του κιγκλιδώµατος υπήρχαν δύο γλάστρες ντυµένες
µε κίτρινο γκοφρέ χαρτί· η µία είχε ένα φυτό µαραµένο σχεδόν
και η άλλη δεν είχε φυτό· ανάµεσά τους υπήρχε µια µεγάλη
γυάλα µ’ ένα µόνο ψάρι. Ο αρραβωνιαστικός της δασκάλας
εξακολουθούσε να συζητά, πιθανότατα για µένα. Μόλις
φτάσαµε, όλοι οι πελάτες του ζαχαροπλαστείου –πολλοί από
τους οποίους ήταν προηγουµένως στο θέατρο– άρχισαν να
γελούν και ξαναζωντάνεψε κάπως η επιτυχία µου. Ύστερα από
λίγο βγήκε έξω το γκαρσόνι µ’ έναν κουβά νερό· ο κουβάς
µύριζε σαπούνι και λίγδα, αλλά το νερό ήταν καθαρό. Έπινα
µε βουλιµία και η µυρωδιά του κουβά µού έφερνε αναµνήσεις
από ιδιωτικές στιγµές σ’ ένα σπίτι όπου είχα ζήσει
ευτυχισµένος. Ο Αλεχάντρο δεν θέλησε να µε δέσει ούτε να
µπει µέσα µε τους άλλους· ενόσω έπινα νερό µε κρατούσε από
το σχοινί και χτυπούσε το πόδι του κάτω, σαν να κρατούσε τον
ρυθµό κάποιας µουσικής. Ύστερα από λίγο, το γκαρσόνι µού
έφερε ξερό χορτάρι και είπε:
«Κάπου το ξέρω αυτό το άλογο».
Και ο Αλεχάντρο, γελώντας, τον έβγαλε από την πλάνη του:
«Κι εγώ νόµιζα ότι ήταν το άλογο των Μέντεζ».
«Όχι, δεν εννοώ αυτό» απάντησε αµέσως το γκαρσόνι «εννοώ
ένα άλλο, όχι από τα µέρη µας».
Εκείνη τη στιγµή εµφανίστηκε το τρίχρονο κοριτσάκι που µε
είχε χαϊδέψει όταν ήµουν ακόµη επάνω στη σκηνή, κρατώντας
από το χέρι ένα άλλο κοριτσάκι, µεγαλύτερο. Στο ελεύθερο
χεράκι της είχε µια χούφτα χλωρό χορτάρι, που προσπάθησε
να το ρίξει πάνω στον σωρό όπου βύθιζα τα δόντια µου, αλλά
δεν τα κατάφερε και µου το πέταξε στο κεφάλι και µέσα στο
ένα µου αυτί.
Το βράδυ µε πήγαν στο σπίτι της δασκάλας και µε έκλεισαν
µέσα σ’ έναν αχυρώνα· πρώτη µπήκε η δασκάλα,
προφυλάσσοντας µε την παλάµη της τη φλόγα ενός κεριού.
Την εποµένη δεν µπορούσα να σηκωθώ. Μου άνοιξαν ένα
παράθυρο που έβλεπε στον ουρανό και ο κύριος µε τον δείκτη
µού έκανε αφαίµαξη. Έπειτα ήρθε ο Αλεχάντρο, έβαλε ένα
σκαµνάκι δίπλα µου και άρχισε να παίζει φυσαρµόνικα. Όταν
µπόρεσα να σταθώ όρθιος, ξεπρόβαλα στο παράθυρο· το
παράθυρο έβλεπε τώρα σε µια πλαγιά που κατέληγε σε µια
συστάδα δέντρων· ανάµεσα στους κορµούς των δέντρων
έβλεπα να κυλάει ακατάπαυστα ένα ποτάµι. Μου έφεραν νερό
από το ποτάµι και µου έδωσαν να φάω καλαµπόκι και βρόµη.
Εκείνη τη µέρα δεν είχα όρεξη για αναµνήσεις. Το απόγευµα
ήρθε ο αρραβωνιαστικός της δασκάλας· η διάθεσή του
απέναντί µου ήταν καλύτερη: µου χάιδεψε τον λαιµό και, από
τον τρόπο που µου έδινε χτυπηµατάκια, κατάλαβα ότι
επρόκειτο για συµπαθητικό παιδί. Με χάιδεψε και η δασκάλα,
αλλά ο τρόπος της δεν µου άρεσε· δεν ήξερε να χαϊδέψει ένα
άλογο· περνούσε το χέρι της µε περισσή αβρότητα και µε
γαργαλούσε δυσάρεστα. Κάποια στιγµή, που µε άγγιξε στο
µπροστινό µέρος του κεφαλιού, αναλογίστηκα: «Λες να
κατάλαβε ότι σ’ αυτό ακριβώς το σηµείο µοιάζουµε;». Ύστερα
ο αρραβωνιαστικός βγήκε στην αυλή και µας φωτογράφισε να
ξεπροβάλλουµε στο παράθυρο. Είχε περάσει το ένα της χέρι
γύρω απ’ τον λαιµό µου και ακουµπούσε το κεφάλι της πάνω
στο δικό µου.
Εκείνο το βράδυ πήρα µεγάλο φόβο. Είχα ξεπροβάλει στο
παράθυρο, χαζεύοντας τον ουρανό και ακούγοντας το ποτάµι,
όταν ένιωσα κάποιον να σέρνει αργά το βήµα του και είδα µια
σκυµµένη µορφή. Ήταν µια γυναίκα µε λευκά µαλλιά. Ύστερα
από λίγο ξαναπέρασε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Κι αυτό
γινόταν κάθε βράδυ όσο καιρό έµεινα σε εκείνο το σπίτι. Έτσι
όπως την έβλεπα από πίσω, µε τους τετράγωνους γοφούς της,
τα στραβά πόδια και το σώµα διπλωµένο στα δύο, µου θύµιζε
τραπεζάκι που είχε βαλθεί να περπατάει. Την πρώτη µέρα που
βγήκα έξω την είδα να κάθεται στην αυλή και να καθαρίζει
πατάτες µ’ ένα µαχαίρι µε ασηµένια λαβή. Ήταν µαύρη. Έτσι
όπως έσκυβε το κεφάλι πάνω από τις πατάτες, µου φάνηκε
στην αρχή ότι τα λευκά µαλλιά της κινούνταν µ’ έναν περίεργο
τρόπο, ύστερα όµως κατάλαβα ότι δεν ήταν τα µαλλιά της
αλλά ο καπνός που έβγαινε από µια µικρή πίπα που έσφιγγε
στην άκρη των χειλιών της. Εκείνο το πρωί ο Αλεχάντρο τη
ρώτησε:
«Καντελάρια, σου αρέσει το άλογο;»
Κι εκείνη απάντησε:
«Όπου να ’ναι θα ’ρθει το αφεντικό του και θα το πάρει».
Εξακολουθούσα να µην έχω όρεξη για αναµνήσεις.

Μια µέρα ο Αλεχάντρο µε πήρε µαζί του στο σχολείο. Τα


παιδιά ξεσήκωσαν τον κόσµο απ’ τις φωνές. Υπήρχε όµως κι
ένα που µε κοιτούσε επίµονα δίχως να µιλάει. Είχε µεγάλα
αυτιά τόσο πεταχτά, που έµοιαζαν µε φτερά έτοιµα να
απογειωθούν· και τα γυαλιά του ήταν πολύ µεγάλα, αλλά τα
αλλήθωρα µάτια του ήταν σχεδόν κολληµένα στη µύτη του.
Μια στιγµή που ο Αλεχάντρο δεν πρόσεχε, το αλλήθωρο παιδί
µού έδωσε µια τροµερή κλοτσιά στην κοιλιά. Ο Αλεχάντρο
πήγε τρέχοντας να το µαρτυρήσει στη δασκάλα· όταν γύρισε,
ένα κορίτσι, που κρατούσε ένα µελανοδοχείο µε κόκκινο
µελάνι, ζωγράφιζε µε το πώµα του µια λευκή κηλίδα στην
κοιλιά µου, και κατευθείαν ο Αλεχάντρο ξαναπήγε στη
δασκάλα και της είπε:
«Κι αυτό το κορίτσι τού ζωγράφισε µια καρδιά στην κοιλιά».
Την ώρα του διαλείµµατος ένα άλλο κορίτσι έφερε µια
µεγάλη κούκλα και είπε ότι µετά το σχολείο θα τη βάφτιζαν.
Όταν χτύπησε το κουδούνι, ο Αλεχάντρο µε πήρε και φύγαµε
αµέσως· στην επιστροφή ακολουθήσαµε άλλον δρόµο και,
κάνοντας τον γύρο της εκκλησίας, σταµατήσαµε στο
σκευοφυλάκιο. Τότε, ο Αλεχάντρο φώναξε τον ιερέα και τον
ρώτησε:
«Για πέστε µου, πάτερ, πόσο θα µου στοιχίσει να βαφτίσω το
άλογο;»
«Μα, παιδάκι µου, τα άλογα δεν βαφτίζονται».
Και άρχισε να γελάει, βαστώντας την κοιλιά του.
Ο Αλεχάντρο επέµεινε:
«Θυµάστε εκείνη την εικόνα που η Παρθένος κάθεται πάνω
σ’ έναν γάιδαρο;»
«Ναι».
«Ωραία λοιπόν, αφού βαφτίζονται τα γαϊδούρια, γιατί να µην
µπορούν να βαφτιστούν και τ’ άλογα;»
«Μα ο γάιδαρος δεν ήταν βαφτισµένος».
«Ναι, καλά! Σιγά µην καθόταν η Παρθένος πάνω σε
αβάφτιστο γάιδαρο».
Ο ιερέας έκανε να µιλήσει, αλλά δεν µπορούσε από τα γέλια.
Ο Αλεχάντρο συνέχισε:
«Εσείς ευλογήσατε την εικόνα, και µέσα στην εικόνα ήταν κι
ο γάιδαρος».

Φύγαµε πολύ λυπηµένοι.


Λίγες µέρες αργότερα συναντήσαµε ένα µαύρο αγοράκι και ο
Αλεχάντρο το ρώτησε:
«Τι όνοµα λες να δώσουµε στο άλογο;»
Το µαύρο αγοράκι έκανε σαν να προσπαθούσε κάτι να
θυµηθεί. Στο τέλος είπε:
«Πώς µας είπε η δασκάλα ότι λέµε κάτι όταν είναι όµορφο;»
«Α, ναι, ξέρω» είπε ο Αλεχάντρο «το λέµε επίτετο».
Το βράδυ ο Αλεχάντρο καθόταν στο σκαµνάκι δίπλα µου και
έπαιζε φυσαρµόνικα, όταν µπήκε η δασκάλα.
«Αλεχάντρο, πήγαινε σπίτι σου. Θα σε περιµένουν».
«Δεσποινίς, ξέρετε τι όνοµα δώσαµε στο άλογο; Επίτετο».
«Πρώτα πρώτα, λέγεται επίθετο, κι έπειτα το επίθετο δεν
είναι όνοµα, είναι… επίθετο» είπε η δασκάλα, διστάζοντας για
µια στιγµή.

Ένα απόγευµα, επιστρέφοντας στο σπίτι, ήµουν πολύ


χαρούµενος επειδή είχα ακούσει µια φωνή να λέει πίσω από
ένα παραθυρόφυλλο: «Να και η δασκάλα µε το άλογό της».
Δεν είχα πολλή ώρα που ήµουν στον αχυρώνα –ήταν µια από
τις µέρες που ο Αλεχάντρο δεν ήταν εκεί–, όταν ήρθε η
δασκάλα, µε έβγαλε έξω και, µε πρωτόγνωρη έκπληξη, είδα
ότι µε οδηγούσε στην κάµαρά της. Όταν φτάσαµε, µε
γαργάλησε µε τον δυσάρεστο τρόπο της και µου είπε: «Σε
παρακαλώ, µη χλιµιντρίσεις». Δεν ξέρω γιατί, αλλά ξαναβγήκε
αµέσως. Μόνος µέσα σ’ εκείνη την κάµαρα, άρχισα να
αναρωτιέµαι: «Μα τι θέλει αυτή η γυναίκα από µένα;». Πάνω
στις καρέκλες και στο κρεβάτι ήταν σκορπισµένα ένα σωρό
ρούχα. Ανασήκωσα το κεφάλι µου και βρέθηκα αντιµέτωπος
µε την εικόνα µου, µε το λησµονηµένο κεφάλι του δύστυχου
αλόγου που ήµουν τώρα πια. Στον καθρέφτη φαινόταν και το
υπόλοιπο σώµα µου· οι λευκές και µαύρες πιτσιλιές µου
έµοιαζαν κι αυτές µε σκόρπια ρούχα. Αυτό όµως που µου
έκανε τη µεγαλύτερη εντύπωση ήταν το κεφάλι µου· άρχισα
να το ανασηκώνω ολοένα περισσότερο. Είχα µείνει τόσο
έκθαµβος, που χρειάστηκε να κλείσω τα βλέφαρα και να ψάξω
για µια στιγµή να βρω ποιος ήµουν, την ιδέα που είχα
σχηµατίσει για την αλογίσια µορφή µου όταν ακόµη τα µάτια
µου την αγνοούσαν.
Με περίµεναν όµως κι άλλες εκπλήξεις. Στο κάτω µέρος του
καθρέφτη ήµασταν οι δυο µας, η Τοµάσα κι εγώ, στη
φωτογραφία που µας είχε βγάλει ο αρραβωνιαστικός της όταν
ξεπροβάλαµε στο παράθυρο. Και ξαφνικά µου λύθηκαν τα
γόνατα, θαρρείς και είχαν καταλάβει πριν από µένα ποιανού
ήταν η φωνή που µιλούσε απέξω. Δεν µπόρεσα να ακούσω τι
έλεγε «αυτός», ξεχώρισα όµως τη φωνή της Τοµάσα όταν του
απάντησε: «Όπως έφυγε από το σπίτι σας, έτσι έφυγε κι απ’
το δικό µου. Σήµερα το πρωί, όταν του πήγαµε σανό,
βρήκαµε τον αχυρώνα άδειο, όπως τον βλέπετε τώρα».
Ύστερα οι φωνές αποµακρύνθηκαν. Όταν έµεινα µόνος, µε
κατέκλυσαν πάλι οι προηγούµενες σκέψεις µου, αλλά δεν είχα
πια το κουράγιο να κοιτάξω τον εαυτό µου στον καθρέφτη.
Ήταν απίστευτο! Να είσαι άλογο και να έχεις τέτοιες
ψευδαισθήσεις! Η δασκάλα επέστρεψε ύστερα από αρκετή
ώρα. Με γαργάλησε µε τον δυσάρεστο τρόπο της, αλλά αυτό
που µε πονούσε περισσότερο ήταν η αθωότητά της.
Ένα απόγευµα, λίγες µέρες αργότερα, ο Αλεχάντρο έπαιζε
φυσαρµόνικα πλάι µου. Ξάφνου, σαν να θυµήθηκε κάτι,
φύλαξε τη φυσαρµόνικα, σηκώθηκε από το σκαµνάκι και
έβγαλε από την τσέπη του τη φωτογραφία µου µε την
Τοµάσα. Στην αρχή την έβαλε κοντά στο ένα µου µάτι, όταν
όµως είδε ότι δεν αντιδρούσα διόλου, την έβαλε κάπως
µακρύτερα. Ύστερα έκανε το ίδιο στο άλλο µάτι και στο τέλος
την έβαλε µπροστά µου, σε απόσταση ενός µέτρου. Οι ένοχες
σκέψεις µου µε γέµιζαν πίκρα. Μια βραδιά, απορροφηµένος
καθώς ήµουν να ακούω το ποτάµι, δεν αναγνώρισα τα βήµατα
της Καντελάρια και σκιάχτηκα, οπότε έδωσα µια κλοτσιά στον
κουβά µε το νερό. Όταν η µαύρη υπηρέτρια πέρασε δίπλα
µου, είπε: « Έγνοια σου, και το αφεντικό σου δεν θα αργήσει
να ξαναγυρίσει». Την εποµένη ο Αλεχάντρο µε πήγε στο
ποτάµι να κολυµπήσω· καθόταν στη ράχη µου και ήταν πολύ
ευτυχής µέσα στη ζεστή του βάρκα. Εγώ όµως άρχισα να
νιώθω ένα βάρος στην καρδιά και σχεδόν αµέσως άκουσα ένα
σφύριγµα που µου πάγωσε το αίµα. Όρθωσα τα αυτιά µου και
άρχισα να τα γυρίζω δεξιά αριστερά σαν περισκόπιο. Στο τέλος
άκουσα τη φωνή «του» να λέει δυνατά: «Αυτό το άλογο είναι
δικό µου». Ο Αλεχάντρο µε έβγαλε στην όχθη και, χωρίς να πει
κουβέντα, µε οδήγησε καλπάζοντας στο σπίτι της δασκάλας.
Το αφεντικό ερχόταν τρέχοντας ξοπίσω µας, οπότε δεν είχα
τον χρόνο να κρυφτώ. Ήµουν εγκλωβισµένος µες στο κορµί
µου, σαν να είχα κλειστεί µέσα σε µια ντουλάπα. Η δασκάλα
προσφέρθηκε να µε αγοράσει κι «εκείνος» της απάντησε:
«Όταν θα έχετε εξήντα πέσος, όσα µου κόστισε κι εµένα,
ελάτε να τον πάρετε». Ο Αλεχάντρο µού έβγαλε τα χαλινάρια
και τα σχοινιά, που ήταν δικά του, και το αφεντικό µού
φόρεσε εκείνα που είχε φέρει µαζί του. Η δασκάλα µπήκε
στην κάµαρά της και το τελευταίο που είδα ήταν τα σφιγµένα
χείλη του Αλεχάντρο προτού ξεσπάσει σε κλάµατα. Τα
ποδάρια µου έτρεµαν, «εκείνος» όµως µε χτύπησε δυνατά µε
το καµουτσίκι και ξεκίνησα. Μόνο τότε θυµήθηκα ότι δεν του
είχα κοστίσει εξήντα πέσος, αλλά ότι µε είχε ανταλλάξει µε
ένα σαραβαλιασµένο µπλε ποδήλατο που δεν είχε ούτε
λάστιχα ούτε τρόµπα. Δίχως να χάσει λεπτό, άρχισε να ξεσπάει
τη λύσσα του χτυπώντας µε αδιάκοπα µε όλη του τη δύναµη.
Είχα παχύνει πολύ και δεν µπορούσα να ανασάνω. Πόσο µε
περιποιόταν ο Αλεχάντρο! Αναπολούσα επίσης την επιτυχία
χάρη στην οποία είχα µπει σ’ εκείνο το σπίτι και την ευτυχία
που είχα γνωρίσει ακόµα κι όταν µου έφερνε ένοχες σκέψεις.
Ένας ανεξέλεγκτος θυµός άρχισε να ανεβαίνει από τα σωθικά
µου. Διψούσα πολύ και θυµόµουν ότι σύντοµα θα διασχίζαµε
ένα µικρό ρυάκι, όπου ένα ξερό κλαδί εξείχε από ένα δέντρο
ως τη µέση του δρόµου σχεδόν. Ήταν µια νύχτα µε φεγγάρι
και από µακριά είδα τα χαλίκια να λαµποκοπούν µέσα στο
νερό σαν λέπια. Λίγο προτού φτάσουµε στο ρυάκι, άρχισα να
επιβραδύνω· εκείνος το κατάλαβε και άρχισε να µε χτυπάει
ξανά. Για µερικά δευτερόλεπτα αισθάνθηκα να µε κυριεύουν
συναισθήµατα που πάλευαν µεταξύ τους σαν εχθροί που
ανταµώνουν στο σκοτάδι και βολιδοσκοπούν ο ένας τον άλλον
καχύποπτα. Αµέσως όρµησα για το ρυάκι, εκεί όπου εξείχε το
ξερό κλαδί. Κι εκείνος δεν πρόλαβε παρά να κρεµαστεί από
πάνω του, αφήνοντάς µε ελεύθερο. Το ξερό κλαρί όµως
έσπασε και έπεσαν µαζί στο νερό, κατρακυλώντας πάνω στις
πέτρες. Γύρισα πίσω και ρίχτηκα καταπάνω του, τη στιγµή
που κι εκείνος γύριζε και έβγαινε κάτω απ’ το κλαδί.
Κατάφερα να τον ποδοπατήσω, όταν το σώµα του ήταν
ακόµη γυρισµένο στο πλάι, αλλά το πόδι µου γλίστρησε πάνω
στην πλάτη του. Του έκοψα όµως µια δαγκωνιά στον λαιµό
και µια στον σβέρκο. Έσφιξα τα δόντια σαν τρελός και
αποφάσισα να περιµένω, δίχως να κινούµαι. Ύστερα από λίγο,
αφού συσπάστηκε το ένα του χέρι, έπαψε κι εκείνος να
κινείται. Ένιωθα στο στόµα µου την ξινή του σάρκα και τα
γένια του µου τρυπούσαν τη γλώσσα. Είχα αρχίσει ήδη να
νιώθω τη γεύση του αίµατος, όταν το είδα να βάφει το νερό
και τις πέτρες.
Διέσχισα πολλές φορές το ρυάκι από τη µια πλευρά στην
άλλη, µην ξέροντας τι να κάνω τώρα που ήµουν ελεύθερος.
Τελικά αποφάσισα να πάω στο σπίτι της δασκάλας· αλλά µόλις
έκανα µερικά βήµατα, ξαναγύρισα πίσω και ήπια νερό δίπλα
στον νεκρό.
Προχωρούσα αργά επειδή ήµουν κατάκοπος, αλλά
αισθανόµουν ελεύθερος και δεν φοβόµουν. Τι χαρά που θα
έκανε ο Αλεχάντρο! Κι εκείνη; Όταν ο Αλεχάντρο µού έδειχνε
τη φωτογραφία µας, ένιωθα τύψεις. Τώρα όµως πόσο θα
ήθελα να την είχα!
Έφτασα στο σπίτι σέρνοντας τα πόδια µου και σκεφτόµουν
να µπω κατευθείαν στον αχυρώνα, όταν πήρε το αυτί µου µια
συζήτηση στην κάµαρα της Τοµάσα. Άκουσα τη φωνή του
αρραβωνιαστικού να λέει για τα εξήντα πέσος· ήταν το δίχως
άλλο εκείνα που χρειάζονταν για να µε αγοράσουν. Ήµουν
έτοιµος να χαρώ µε τη σκέψη ότι τώρα πια δεν θα τους
στοίχιζα τίποτα, όταν τον άκουσα να µιλάει για γάµο κι
έπειτα, καθώς κινούσε να φύγει, να λέει εκτός εαυτού: « Ή
εγώ ή το άλογο!».
Στην αρχή άφησα το κεφάλι µου να πέσει πάνω στο κόκκινο
περβάζι έξω από την κάµαρά της. Ύστερα όµως, µέσα σε
ελάχιστα δευτερόλεπτα, πήρα τη µεγάλη απόφαση: θα
έφευγα. Είχα αρχίσει να έχω µια αξιοπρεπή ζωή και δεν ήθελα
να ζήσω σ’ ένα περιβάλλον που θα γινόταν ολοένα πιο
πνιγηρό. Αν έµενα, θα κατέληγα ένα ανεπιθύµητο άλογο. Κι
εκείνη η ίδια µπορεί αργότερα να περνούσε στιγµές
αµφιβολίας για µένα.
Δεν καλοθυµάµαι πώς έφυγα. Θυµάµαι όµως ότι αυτό που
µε λυπούσε περισσότερο που δεν ήµουν άνθρωπος ήταν ότι
δεν είχα µια τσέπη να πάρω µαζί µου εκείνη τη φωτογραφία.
Η πρώτη µου συναυλία

Τη µέρα της πρώτης µου συναυλίας µε βασάνιζαν παράξενες


αγωνίες και µια απρόσµενη αίσθηση αυτογνωσίας. Είχα
σηκωθεί από τις έξι το πρωί, γεγονός ασυνήθιστο για µένα,
αφού τα βράδια έπαιζα µουσική σ’ ένα καφέ και ύστερα
αργούσε να µε πάρει ο ύπνος. Μερικά βράδια µάλιστα, όταν
επέστρεφα στο δωµάτιό µου και έβλεπα το µικρό µαύρο πιάνο
που έµοιαζε µε σαρκοφάγο, δεν µπορούσα να πλαγιάσω και
έβγαινα να περπατήσω. Το ίδιο µου συνέβη και το βράδυ πριν
από τη συναυλία. Παρ’ όλα αυτά, την εποµένη το πρωί πήγα
και κλείστηκα από τα χαράµατα στο άδειο θέατρο. Ήταν ένα
θέατρο µάλλον µικρό και το κιγκλίδωµα του θεωρείου ήταν
φτιαγµένο από µπρούτζινα κολονάκια, βαµµένα λευκά. Ώστε
λοιπόν εδώ θα γινόταν η συναυλία. Το πιάνο βρισκόταν ήδη
πάνω στη σκηνή· ήταν ένα παλιό µαύρο πιάνο και το
περιστοίχιζαν κόκκινοι και χρυσαφί χάρτινοι τοίχοι που
αναπαριστούσαν ένα σαλόνι. Σκονισµένες ηλιαχτίδες
έµπαιναν από διάφορες τρύπες, και ψηλά στην οροφή το
αεράκι φούσκωνε τους ιστούς των αραχνών. Εκείνο το πρωί
δεν είχα µεγάλη αυτοπεποίθηση, οπότε βάλθηκα να κάνω µια
επανάληψη στο πρόγραµµά µου, σαν κάποιον που µετράει τα
χρήµατά του επειδή υποψιάζεται ότι µπορεί τη νύχτα να τον
έκλεψαν. Γρήγορα συνειδητοποίησα ότι τα πράγµατα δεν
πήγαιναν καλά. Το είχα υποψιαστεί για πρώτη φορά µερικές
µέρες νωρίτερα, όταν έκλεινα τη συµφωνία µε τους ιδιοκτήτες
του θεάτρου: είχα νιώσει ένα παράξενο κάψιµο στο στοµάχι
και το προαίσθηµα ενός άµεσου κινδύνου. Η αντίδρασή µου
τότε ήταν να πάω αµέσως να µελετήσω. Επειδή όµως είχα
αρκετές µέρες µπροστά µου, ως συνήθως δεν υπολόγισα καλά
τον χρόνο που µου απέµενε, κι όταν ξηµέρωσε η µέρα της
συναυλίας, συνειδητοποίησα τους συµβιβασµούς που είχα
κάνει όταν σπούδαζα. Τώρα πλέον ήταν αργά: όχι µόνο δεν
είχα το επιθυµητό επίπεδο, αλλά και δεν θα το αποκτούσα
ακόµα κι αν σπούδαζα άλλον έναν χρόνο. Εκεί όµως που
χώλαινα περισσότερο ήταν στην αποµνηµόνευση.
Οποιοδήποτε κοµµάτι κι αν διάλεγα να παίξω, όσο αργά κι αν
το έπαιζα, έβλεπα ότι ποτέ δεν κατάφερνα να θυµηθώ όλες τις
νότες. Απελπισµένος, βγήκα έξω στον δρόµο. Στρίβοντας σε
µια γωνία, έπεσα πάνω σ’ ένα κάρο που στα πλάγιά του είχε
δυο µεγάλες αφίσες µε το όνοµά µου γραµµένο µε πελώρια
γράµµατα. Αυτό µε αναστάτωσε ακόµα περισσότερο. Αν τα
γράµµατα ήταν λίγο µικρότερα, ίσως και η ευθύνη µου να µην
ήταν τόσο µεγάλη· οπότε επέστρεψα στο θέατρο και
προσπάθησα να ηρεµήσω για να σκεφτώ τι θα κάνω. Κάθισα
στην πλατεία και κοιτούσα το πιάνο που έστεκε µόνο του στη
σκηνή και µε περίµενε, µε σηκωµένο το µαύρο του καπάκι.
Σε µικρή απόσταση από το κάθισµά µου βρίσκονταν οι
πολυθρόνες όπου συνήθιζαν να κάθονται δυο αδέλφια, φίλοι
µου· πίσω τους καθόταν συνήθως µια οικογένεια που
πρόσφατα είχε αποδοκιµάσει τόσο σκληρά µια συναυλία που
είχαν δώσει κάτι νεαρές συντοπίτισσές τους, ώστε, εν µέσω
της παράστασης, οι κοπέλες παράτησαν το πιάνο και,
κρύβοντας το κεφάλι µες στα χέρια, έφυγαν άρον άρον σαν
τροµοκρατηµένες κότες. Μόλις το θυµήθηκα αυτό, σκέφτηκα
για πρώτη φορά ότι έπρεπε να δω τι θα έκανα και µε τη
θεατρική πτυχή της εκτέλεσής µου. Επιθεώρησα καλά καλά
όλο το θέατρο, για να βεβαιωθώ ότι δεν µε έβλεπε κανείς, και
αµέσως άρχισα να δοκιµάζω πώς θα διέσχιζα τη σκηνή
πηγαίνοντας από τις κουίντες στο πιάνο. Την πρώτη φορά
µπήκα γρήγορα γρήγορα, σαν φουριόζος µπακαλόγατος που
δεν βλέπει την ώρα να ξεφορτωθεί τα ψώνια πάνω στο
τραπέζι. Δεν ήταν ο πιο κατάλληλος τρόπος. Έπρεπε να µπω
µε τη βραδύτητα καλλιτέχνη που δίνει την εικοστή τέταρτη
συναυλία της δέκατης ένατης περιόδου του· σχεδόν
βαριεστηµένα· να µη βιαστώ όταν θα ένιωθα τον φόβο να
απειλεί τη µαταιοδοξία µου· έπρεπε να δίνω την εντύπωση ότι
έφερα ανέµελα κάτι το απόλυτα προσωπικό, το µυστηριώδες,
που είχε αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια µιας ανεξιχνίαστης
ζωής. Άρχισα να µπαίνω αργά αργά και φανταζόµουν τόσο
έντονα την παρουσία του κοινού, που ξαφνικά
δυσκολευόµουν να βαδίσω· όσο περισσότερο επικέντρωνα την
προσοχή µου στα βήµατά µου, τόσο λιγότερο τα έλεγχα·
οπότε επιχείρησα να περπατήσω ανέµελα, σαν να ήµουν
κάπου αλλού, εκτός σκηνής, και στη συνέχεια να αντιγράψω
τα ίδια µου τα βήµατα. Μερικές φορές το κατάφερνα και
αιφνιδίαζα τον εαυτό µου· αλλά, ακόµα κι όταν το σώµα µου
ήταν χαλαρό και νόµιζα ότι περπατούσα φυσιολογικά, απλώς
µιµούµουν διάφορους τρόπους βαδίσµατος: κουνούσα τους
γοφούς µου σαν ταυροµάχος ή πήγαινα στητός σαν να
κρατούσα έναν παραφορτωµένο δίσκο ή έγερνα το κορµί µου
δεξιά αριστερά σαν πυγµάχος.
Ύστερα βρέθηκα αντιµέτωπος µε µια άλλη µεγάλη δυσκολία:
τα χέρια. Πάντα µού φαινόταν άσχηµο που ορισµένοι
µουσικοί, όταν βγαίνουν να χαιρετήσουν το κοινό, αφήνουν
τα χέρια τους να κρέµονται ή να ταλαντεύονται σαν εκκρεµές.
Δοκίµασα να περπατήσω κουνώντας τα χέρια στον ρυθµό των
βηµάτων, το αποτέλεσµα όµως θύµιζε στρατιωτική παρέλαση.
Τότε, σκέφτηκα να κάνω κάτι που για πολύ καιρό το
θεωρούσα µεγάλη πρωτοτυπία: θα έµπαινα κρατώντας τον
αριστερό καρπό µου µε το δεξί χέρι, σαν να κούµπωνα το
µανικετόκουµπό µου. (Χρόνια αργότερα, ένας ηθοποιός µού
είπε πως επρόκειτο για ένα κοινότατο κόλπο που το έλεγαν «η
στάση του χορευτή» και γελώντας µιµήθηκε τον βηµατισµό µε
χορευτικές κινήσεις, πιάνοντας πότε τον δεξή του καρπό µε
το αριστερό χέρι και πότε τον αριστερό µε το δεξί.)
Εκείνη την ηµέρα έφαγα το µεσηµεριανό µου και πέρασα
όλο µου το απόγευµα επί σκηνής. Το απόβραδο ήρθε ο
ηλεκτρολόγος και πειραµατιστήκαµε µε τον φωτισµό της
αίθουσας και της σκηνής. Έπειτα δοκίµασα το σµόκιν που
µου είχε χαρίσει ένας φίλος· µου έπεφτε τόσο µικρό, που δεν
µπορούσα να κουνηθώ. Αν το φορούσα, θα πήγαιναν στον
βρόντο όλες οι πρόβες που είχα κάνει για να κινούµαι
ανεπιτήδευτα και άνετα, άσε που ανά πάσα στιγµή µπορεί να
µου σκιζόταν. Τελικά αποφάσισα να φορέσω το καθηµερινό
µου κοστούµι· έτσι θα ήµουν πιο φυσικός· αν και βέβαια ούτε
η τόση οικειότητα µου φαινόταν σωστή· θα ήθελα να
επινοούσα κάτι ασυνήθιστο, είχα όµως κουραστεί πολύ και
αισθανόµουν έναν ελαφρύ πόνο κάτω από τις µασχάλες, στα
σηµεία που µε στένευε το σµόκιν. Οπότε πήγα και κάθισα στο
ηµίφως της πλατείας, να περιµένω την ώρα της συναυλίας.
Δεν είχα προλάβει όµως να ηρεµήσω λιγάκι, όταν µου µπήκε
και πάλι η έµµονη ιδέα να θέλω να θυµηθώ τις νότες ενός
κοµµατιού· δεν ωφελούσε να προσπαθώ να µην το σκέφτοµαι·
το µόνο γιατρικό ήταν να πάω να βρω την παρτιτούρα και να
συµβουλευτώ τις νότες.
Λίγο πριν από τη συναυλία ήρθαν οι φίλοι µου, τα δύο
αδέλφια, µε τον χορδιστή του πιάνου. Τους είπα να
περιµένουν ένα λεπτό και κλείστηκα στο καµαρίνι, επειδή, αν
δεν τελείωνα το κοµµάτι που µελετούσα, δεν θα µπορούσα να
ησυχάσω στιγµή. Αργότερα, η κουβέντα µαζί τους θα µου
αποσπούσε την προσοχή, κι έτσι δεν θα ξανάρχιζα να
προσπαθώ να θυµηθώ τα υπόλοιπα κοµµάτια. Στη σάλα δεν
υπήρχε ακόµη κανείς. Ο ένας από τους δύο φίλους µου
πρόβαλε στην είσοδο της κουίντας και κοίταξε το µαύρο πιάνο
σαν να ήταν φέρετρο. Και ύστερα µου µιλούσαν και οι δυο
σιγανά, σαν να ήµουν ο πιο κοντινός συγγενής του
εκλιπόντος. Όταν άρχισε να µπαίνει ο κόσµος, ανοίγαµε
µικρές χαραµάδες στα χάρτινα σκηνικά και κοιτούσαµε το
κοινό, σκύβοντας κάπως, θαρρείς και ήµασταν στα
χαρακώµατα. Καµιά φορά το πιάνο, σαν µεγάλο κανόνι, µας
εµπόδιζε να δούµε ένα µεγάλο µέρος της πλατείας. Κάθε τόσο
πήγαινα και κοιτούσα από τις χαραµάδες των άλλων, σαν
αξιωµατικός που µοιράζει εντολές. Ευχόµουν να µην έρθει
πολύς κόσµος, επειδή έτσι η πανωλεθρία µου θα σχολιαζόταν
λιγότερο· άσε που και οι ειδήµονες θα ήταν λιγότεροι. Αν το
κοινό δεν ήταν σε θέση να κρίνει τη µουσική, οι πρόβες που
είχα κάνει για τη σκηνική παρουσία µου θα λειτουργούσαν
υπέρ µου. Ακόµα κι εκείνοι που κάτι θα καταλάβαιναν θα
δίσταζαν. Τότε, άρχισα να αναθαρρεύω και είπα στους φίλους
µου:
«Τα βλέπετε! Είναι απίστευτο πόσο αδιαφορεί ο κόσµος για
τέτοιου είδους εκδηλώσεις! Τζάµπα οι τόσες θυσίες!»
Ύστερα άρχισε να έρχεται ολοένα περισσότερος κόσµος, και
ένιωσα να κλονίζοµαι· παρ’ όλα αυτά, έτριβα τα χέρια µου και
τους έλεγα:
«Πάλι καλά, πάλι καλά».
Οι φίλοι µου έδειχναν να φοβούνται κι αυτοί, οπότε κάποια
στιγµή –αφού για λίγο έκανα ότι δεν είχα πάρει είδηση την
ανησυχία τους– άρχισα να τους λέω µε υψωµένο τον τόνο της
φωνής:
«Μα, για πέστε µου κάτι… Ανησυχείτε για µένα; Τι
νοµίζετε, πρώτη φορά εµφανίζοµαι µπροστά σε κοινό; Να
παίξω πιάνο πάω, δεν πάω στην Ιερά Εξέταση. Ε, λοιπόν, θα
δείτε! Μέχρι τώρα κρατούσα το στόµα µου κλειστό, περίµενα
όµως πώς και πώς ετούτη τη βραδιά για να αποδείξω σε όλες
αυτές τις γαλιάντρες τις καθηγήτριες µουσικής ότι ένας
πλανόδιος πιανίστας» –είχα έρθει στην πόλη έχοντας
υπογράψει συµβόλαιο µ’ ένα καφέ– «µπορεί κάλλιστα να δίνει
και συναυλίες, επειδή αυτές οι κυρίες δεν ξέρουν ότι σε τούτη
τη χώρα συνήθως συµβαίνει το αντίθετο, ότι δηλαδή σοβαροί
πιανίστες αναγκάζονται να παίζουν στα καφέ για να ζήσουν».
Παρότι η φωνή µου δεν ακουγόταν στη σάλα, οι φίλοι µου
προσπάθησαν να µε ηρεµήσουν.
Είχε φτάσει η ώρα της συναυλίας· έδωσα εντολή να
χτυπήσουν το καµπανάκι και ζήτησα από τους φίλους µου να
κατέβουν στην πλατεία. Προτού φύγουν, µου είπαν ότι θα
έρχονταν στο τέλος της συναυλίας και θα µου µετέφεραν τα
σχόλια του κοινού. Έγνεψα στον ηλεκτρολόγο να χαµηλώσει τα
φώτα και, φέρνοντας στο µυαλό µου τα βήµατα, έπιασα µε το
δεξί χέρι το αριστερό µανικετόκουµπο και όρµησα στη σκηνή,
σαν να χωνόµουν στη φλογισµένη ανταύγεια µιας πυρκαγιάς.
Παρότι έβλεπα τα βήµατά µου από ψηλά, από το ύψος των
µατιών µου, δεν µπορούσα να πάψω να φαντάζοµαι πώς θα
έδειχνε ο τρόπος του βαδίσµατός µου από την πλατεία, και οι
σκέψεις µε έζωναν σαν πελώρια πουλιά που πετούσαν
κλείνοντάς µου τον δρόµο· εγώ όµως συνέχισα να βαδίζω µε
σιγουριά, παρατηρώντας τα βήµατά µου να διασχίζουν τη
σκηνή.
Είχα φτάσει στο κάθισµά µου και ακόµη δεν είχαν ακουστεί
τα πρώτα χειροκροτήµατα. Εντέλει ο κόσµος άρχισε να
χειροκροτεί κι εγώ, προκειµένου να υποκλιθώ για να
χαιρετήσω, αναγκάστηκα να διακόψω την κίνηση που έκανα
καθώς πήγαινα να καθίσω. Παρά τη µικρή αυτή αναποδιά,
προσπάθησα να συνεχίσω σχολαστικά το πρόγραµµά µου.
Έριξα µια κάπως συγκεχυµένη και αδιάφορη µατιά στο κοινό,
αλλά µέσα στο ηµίφως διέκρινα το υπόλευκο χρώµα του
προσώπου των θεατών, που έµοιαζε µε κέλυφος αυγού. Πάνω
στο βελούδινο κάλυµµα του κιγκλιδώµατος µε τις µπρούτζινες
λευκές κολονίτσες είδα διάσπαρτα ένα σωρό ζευγάρια χέρια.
Τότε, έβαλα κι εγώ τα χέρια µου πάνω στα πλήκτρα, άφησα
να µου ξεφύγουν στα γρήγορα µερικές συγχορδίες και αµέσως
σταµάτησα. Έπειτα, σύµφωνα µε το πρόγραµµά µου πάντα,
έπρεπε να κοιτάξω για λίγο τα πλήκτρα σαν να
συγκεντρωνόµουν στις σκέψεις µου και να περίµενα την
έλευση της µούσας ή του πνεύµατος του συνθέτη – που
µάλλον θα βρισκόταν πολύ µακριά, αφού επρόκειτο για τον
Μπαχ. Ο κόσµος όµως εξακολουθούσε να µπαίνει στην
αίθουσα και αναγκάστηκα να διακόψω την επικοινωνία. Αυτό
το ανέλπιστο διάλειµµα µε ανακούφισε: όταν γύρισα και πάλι
να κοιτάξω την αίθουσα, σκέφτηκα ότι ζούσα σ’ έναν κόσµο
όπου όλα ήταν δυνατά. Ωστόσο, µόλις πέρασαν µερικά
δευτερόλεπτα, αισθάνθηκα ότι θα µε έζωνε και πάλι ο φόβος
που πριν από λίγο είχα ξεπεράσει. Προσπάθησα να θυµηθώ τα
πλήκτρα που συνέθεταν τις πρώτες συγχορδίες, αλλά αµέσως
διαισθάνθηκα ότι από τον δρόµο αυτό δεν θα αργούσα να
πέσω πάνω σε κάποια λησµονηµένη συγχορδία. Οπότε
αποφάσισα να επιτεθώ στην πρώτη νότα. Ήταν ένα µαύρο
πλήκτρο· ακούµπησα το δάχτυλο επάνω του και, προτού το
κατεβάσω, είχα όλο τον χρόνο να συνειδητοποιήσω ότι είχε
φτάσει η µεγάλη στιγµή: ήµουν έτοιµος και δεν έπρεπε να
κωλυσιεργώ περισσότερο. Στην πλατεία απλώθηκε µια σιωπή
που µου θύµισε το κενό που αισθάνεσαι λίγο πριν συµβεί ένα
ατύχηµα που δεν µπορείς να αποφύγεις. Η πρώτη νότα
αντήχησε σαν πέτρα που πέφτει σε λιµνούλα. Αποσβολωµένος
µε αυτό που είχα κάνει, ακολούθησα τυφλά την παρόρµησή
µου και, µε την παλάµη ορθάνοιχτη, έπαιξα µια συγχορδία
που ακούστηκε σαν χαστούκι. Συνέχισα νευρικά τα πρώτα
µέτρα. Ξάφνου έγειρα πάνω στο πιάνο, χαµήλωσα απότοµα
την ένταση και άρχισα να τσιµπώ ένα «πιανίσιµο» στις υψηλές
νότες. Το αποτέλεσµα µου άρεσε και σκέφτηκα να συνεχίσω
τους αυτοσχεδιασµούς. Έχωνα τα χέρια µέσα στην ηχητική
µάζα και τη µάλαζα σαν να δούλευα ένα εύπλαστο και ζεστό
υλικό· κάθε τόσο σταµατούσα, τροποποιώντας το τέµπο, και
προσπαθούσα να δώσω νέα µορφή στη µάζα· όταν όµως
έβλεπα ότι κινδύνευε να µου κρυώσει, έπαιζα πιο γρήγορα και
της έδινα πίσω τη ζεστασιά της. Ένιωθα σαν να βρισκόµουν
στο εργαστήρι ενός µάγου. Δεν γνώριζα τα υλικά που είχε
αναµείξει για να ανάψει ετούτη τη φωτιά, τον ακολουθούσα
όµως σε κάθε του έµπνευση. Ξαφνικά, ο ρυθµός γινόταν
αργός και η φλόγα ηρεµούσε. Τότε, ανασήκωνα το κεφάλι,
που το είχα γερµένο στο πλάι και ήταν σαν να προσευχόµουν
γονυπετής. Τα µάτια του κοινού ήταν καρφωµένα στο δεξί
µου µάγουλο και ένιωθα να βγάζω φουσκάλες. Μόλις έπαιξα
και την τελευταία νότα, το κοινό ξέσπασε σε χειροκροτήµατα.
Σηκώθηκα και χαιρέτησα συγκρατηµένα, αλλά ένιωθα πολύ
χαρούµενος. Ξανακάθισα, δίχως να σταµατήσω να κοιτάζω τις
κολονίτσες του θεωρείου και τα χέρια που χειροκροτούσαν.
Όλα συνεχίστηκαν οµαλά, ώσπου έφτασε η ώρα του
Μουσικού κουτιού. Είχα σπρώξει ελαφρά το κάθισµά µου προς
τις υψηλές νότες για να µπορώ να παίζω πιο άνετα, και οι
πρώτες νότες άρχισαν να πέφτουν σαν τις σταγόνες της
βροχής. Ήµουν βέβαιος ότι κι αυτό το κοµµάτι δεν θα πήγαινε
χειρότερα από τα προηγούµενα, όταν ξαφνικά άκουσα στην
αίθουσα µουρµουρητά και κάτι σαν γέλια. Άρχισα να
συρρικνώνοµαι σαν σκουλήκι, να αµφιβάλλω για την τεχνική
µου και να γίνοµαι αδέξιος. Μου φάνηκε επίσης πως είδα µια
µακρόστενη σκιά να κινείται πάνω στο πάτωµα της σκηνής.
Όταν µπόρεσα να ρίξω µια φευγαλέα µατιά, ανακάλυψα ότι
πράγµατι υπήρχε µια σκιά, µόνο που στεκόταν ακίνητη.
Εξακολούθησα να παίζω, ενώ στην αίθουσα συνεχίζονταν τα
µουρµουρητά. Παρότι δεν κοιτούσα, έβλεπα τη σκιά να κάνει
διάφορες κινήσεις. Δεν ήθελα να πιστέψω ότι επρόκειτο για
κάτι εξωπραγµατικό ή ότι κάποιος ήθελε να µου κάνει πλάκα.
Σ’ ένα σχετικά εύκολο µέρος του κοµµατιού που έπαιζα είδα
ότι η σκιά κουνούσε ένα µακρύ χέρι. Γύρισα να κοιτάξω και η
σκιά δεν ήταν πια εκεί. Κοίταξα λίγο καλύτερα και είδα µια
µαύρη γάτα. Κόντευα να ολοκληρώσω το κοµµάτι, όταν τα
µουρµουρητά και τα γέλια του κόσµου έγιναν πιο δυνατά.
Τότε, συνειδητοποίησα ότι η γάτα έπλενε το µουσούδι της. Τι
να έκανα; Να την έβγαζα έξω; Μου φάνηκε γελοίο.
Ολοκλήρωσα το κοµµάτι, ο κόσµος χειροκρότησε, και µόλις
σηκώθηκα για να χαιρετήσω, ένιωσα τη γάτα να τρίβεται στο
παντελόνι µου. Υποκλίθηκα και χαµογέλασα. Κάθισα πάλι και
σκέφτηκα να τη χαϊδέψω. Άφησα να περάσει ένα εύλογο
χρονικό διάστηµα προτού αρχίσω το επόµενο έργο, και ακόµη
δεν ήξερα τι να κάνω µε τη γάτα. Μου φαινόταν γελοίο να
αρχίσω να την κυνηγάω πάνω στη σκηνή, µπροστά στο κοινό.
Οπότε αποφάσισα να την αφήσω να καθίσει δίπλα µου όσο θα
έπαιζα· τώρα όµως δεν µπορούσα να επινοήσω νέους τρόπους
ερµηνείας ούτε να ακολουθήσω καµιά ιδέα: το µυαλό µου
ήταν συνέχεια στη γάτα. Κι έπειτα σκέφτηκα κάτι που µε
γέµισε φόβο. Στη µέση του έργου υπήρχαν µέρη τα οποία
έπρεπε να εκτελέσω γρατζουνίζοντας τις νότες µε το αριστερό
µου χέρι, δηλαδή προς την πλευρά της γάτας, οπότε δεν θα
της ήταν δύσκολο να πηδήξει πάνω στα πλήκτρα. Προτού
όµως φτάσω σ’ εκείνο το σηµείο, αναλογίστηκα: «Αν πηδήξει
η γάτα, τότε όλοι θα ρίξουν πάνω της το φταίξιµο για την
κακή εκτέλεση». Οπότε αποφάσισα να τα ρισκάρω όλα για όλα
και να κάνω τρέλες. Η γάτα δεν πήδηξε· εγώ όµως
ολοκλήρωσα το κοµµάτι και µαζί µ’ αυτό το πρώτο µέρος της
συναυλίας. Ενόσω µε χειροκροτούσαν κοίταξα τη σκηνή απ’
άκρη σ’ άκρη, αλλά η γάτα δεν ήταν πια εκεί.
Οι φίλοι µου δεν περίµεναν να τελειώσει η συναυλία· ήρθαν
να µε δουν στο διάλειµµα και µου µετέφεραν τις επευφηµίες
της οικογένειας που καθόταν πίσω τους και είχε επικρίνει τόσο
αυστηρά την προηγούµενη συναυλία. Είχαν µάλιστα
συνεννοηθεί και µε κάποιους άλλους και είχαν αποφασίσει να
δώσουν προς τιµήν µου µια µικρή δεξίωση µετά τη συναυλία.
Όλα τελείωσαν αισίως και µου ζήτησαν να παίξω δύο
κοµµάτια εκτός προγράµµατος. Φεύγοντας, άκουσα µια
κοπέλα µέσα από το πλήθος να λέει: «Αυτός είναι το µουσικό
κουτί».
H σκοτεινή τραπεζαρία

Για µερικούς µήνες η δουλειά µου ήταν να παίζω πιάνο σε µια


σκοτεινή τραπεζαρία. Μοναδικό µου ακροατήριο µια κυρία,
που ποσώς την ενδιέφερε αν έπαιζα εγώ ή κάποιος άλλος. Kι
εγώ, απ’ τη µεριά µου, έπαιζα µε µισή καρδιά. Αλλά στα
διαστήµατα που παρεµβάλλονταν ανάµεσα στην εκτέλεση των
κοµµατιών –όταν κανείς µας δεν µιλούσε– απλωνόταν µια
σιωπή που έκανε τις σκέψεις µου να δουλεύουν µε ασυνήθιστο
τρόπο.
Όλα είχαν ξεκινήσει ένα απόγευµα που είχα πάει στην Ένωση
Πιανιστών. Τα παιδιά της Ένωσης µου έβρισκαν πολύ συχνά
δουλειά σε ορχήστρες λαϊκής µουσικής και λίγο καιρό πριν µου
είχαν οργανώσει µια συναυλία.
Εκείνο το απόγευµα ο πρόεδρος του συλλόγου µε κάλεσε
ιδιαιτέρως:
«Άκου να δεις, σου έχω µια δουλίτσα. Τίποτε σπουδαίο,
αλλά, πού ξέρεις (είχε ήδη αρχίσει να παίρνει ένα ύφος όλο
υπονοούµενα), µπορεί τελικά να αποδειχτεί δουλειά µε
µέλλον. Μια πλούσια χήρα θέλει να της παίζουν µουσική δύο
φορές την εβδοµάδα. Δύο παραστάσεις της µιας ώρας, µε
αµοιβή εκατόν πενήντα πέσος την παράσταση».
Στο σηµείο αυτό κάποιος τον φώναξε από το διπλανό
δωµάτιο, οπότε σταµάτησε και βγήκε για λίγο.
Πίστευε ότι θα µε στενοχωρούσε να πάω να δουλέψω για
τόσο λίγα· γι’ αυτό και µου έκανε την πρόταση δίνοντας στη
φωνή του έναν εύθυµο αλλά πειστικό τόνο: οι δουλειές δεν
ήταν πολλές και καλά θα έκανα να αρπάξω την πρώτη που θα
έβρισκα.
Θα του οµολογούσα ευχαρίστως πόση χαρά µού έδινε αυτή η
προσφορά, αλλά θα δυσκολευόµουν να του εξηγήσω –κι
εκείνος να καταλάβει– γιατί ένιωθα την ανάγκη να µπαίνω σε
άγνωστα σπίτια.
Όταν ο πρόεδρος επέστρεψε, φούσκωνα σαν παγόνι από τη
µαταιοδοξία µου, σκεφτόµουν ότι η χήρα πρέπει να είχε
ακούσει τη συναυλία µου ή το όνοµά µου, ή να είχε δει
φωτογραφίες ή άρθρα για µένα στις εφηµερίδες. Οπότε τον
ρώτησα:
«Ζήτησε εµένα προσωπικά;»
«Όχι, ζήτησε να της βρουν έναν πιανίστα».
«Για κλασική µουσική;»
«Δεν ξέρω. Κανόνισέ τα µαζί της. Ορίστε η διεύθυνση.
Ζήτησε την κυρία Κούκλα».

Το σπίτι ήταν διώροφο, µε µαρµάρινα µπαλκόνια. Μόλις


µπήκα στην είσοδο, εντυπωσιάστηκα από τις ασυνήθιστες
διαστάσεις και τα µάρµαρά της, που ήταν πιο όµορφα και απ’
αυτά των µπαλκονιών. Είχαν ένα χρώµα ακαθόριστο και
έδιναν την εντύπωση ότι δεν ζούσαν εκεί αλλά σε µέρη
αλαργινά.
Ένιωσα να µε κοιτούν τα σκαλιστά µπιζουτέ κρύσταλλα της
διπλής πόρτας που οδηγούσε στην εσωτερική αυλή· τα
θυρόφυλλα δεν είχαν πολύ ξύλο και θύµιζαν κυρίες µε γενναίο
ντεκολτέ ή µε µακρόταλο φουστάνι. Οι κουρτίνες ήταν τόσο
λεπτές, που σου έδιναν την εντύπωση ότι είχες πιάσει την
πόρτα στα πράσα µε τα νυχτικά. Πίσω από τις κουρτίνες
φαινόταν µια ελαφρά σκυµµένη φτέρη, ψηλή σαν φοίνικας.
Είχε περάσει αρκετή ώρα που είχα χτυπήσει το κουδούνι,
όταν είδα µια πελώρια γυναίκα να εµφανίζεται στο βάθος της
αυλής. Ώσπου να µου ανοίξει την πόρτα δεν µπορούσα να
πιστέψω ότι από τα χείλη της κρεµόταν ένα τσιγάρο. Δίχως να
µε χαιρετήσει, µε ρώτησε:
«Είστε από την Ένωση Πιανιστών;»
Μόλις της απάντησα, µου άνοιξε αµέσως την πόρτα, έκανε
µεταβολή και προχώρησε προς την αυλή, υποδεικνύοντάς µου
να την ακολουθήσω. Η ανάµνηση του στόµατός της την ώρα
που µιλούσε δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τα µάτια µου: τα
χείλη της ήταν σαρκώδη και ανάµεσά τους ταλαντευόταν το
αναµµένο τσιγάρο. Με οδήγησε σε µια γωνιά της αυλής, που
δεν φαινόταν από την είσοδο. Ετοιµαζόµουν να καθίσω στην
πολυθρόνα που µου υπέδειξε µε µια µατιά κάτω από τα
µισόκλειστα βλέφαρά της, όταν τη ρώτησα:
«Είστε η κυρία Κούκλα;»
«Αν σας άκουγε η κυρία Κούκλα να µε λέτε έτσι, θα µας
πετούσε έξω και τους δυο. Μη στενοχωριέστε όµως, µε έχει
ειδοποιήσει ότι θα ερχόσασταν».
Άνοιξε την τζαµένια πόρτα που οδηγούσε στην τραπεζαρία.
Πάνω στο κρύσταλλο ήταν σχεδιασµένο ένα τοπίο µε
πελαργούς. Το ξανθό κεφάλι της έφτανε στο ύψος του
κεφαλιού ενός πελαργού που κρατούσε στο ράµφος του ένα
ψάρι και ήταν έτοιµος να το καταπιεί.
Δεν είχα καλά καλά προλάβει να περιεργαστώ τη µεγάλη
αυλή, που ήταν πνιγµένη στα φυτά και στρωµένη µε
σµαλτωµένα πολύχρωµα πλακάκια, όταν εµφανίστηκε και
πάλι η ξανθιά γυναίκα κρατώντας ένα πιατάκι του γλυκού στο
χέρι. Κάθισε σε µια καρέκλα δίπλα στην πολυθρόνα µου,
έβαλε το πιατάκι σε µια άλλη καρέκλα και είπε:
«Δεν πρέπει να αργήσει πολύ. Την έχω µάθει να χτυπάει το
κουδούνι όταν επιστρέφει. Της είπα ότι, αν αφήνει την πόρτα
ανοιχτή, µπορεί να την κλέψουν».
Έκανα να µιλήσω, αλλά η φωνή µου δεν έβγαινε· µου πήρε
λίγο χρόνο, θαρρείς και έπρεπε να ψάξω να τη βρω µέσα σε
καµιά τσέπη.
«Είναι όλα τόσο καλόγουστα…»
Δεν µε άφησε να ολοκληρώσω.
«Όχι χάρη σ’ αυτήν. Κάποτε εδώ ζούσε ένας “ντοτόρος”.
Όταν έχασε την κόρη του, αποφάσισε να της πουλήσει το
σπίτι· αυτή, παρότι πολύ νέα, ήταν ήδη µια πλούσια χήρα».
Τίναξε τη στάχτη του τσιγάρου της στο πιατάκι του γλυκού
και φοβήθηκα ότι το πιατάκι θα έπεφτε κάτω.
«Το µόνο που δεν είχε ο “ντοτόρος” ήταν το πιάνο. Αυτή το
αγόρασε, και το πλήρωσε µε πολλά δάκρυα».
Την κοιτούσα ανοίγοντας υπερβολικά τα µάτια, ίσως και το
στόµα. Φαίνεται ότι της άρεσε ο τρόπος που την άκουγα,
επειδή, µετά την αρχική περιφρονητική σιωπή της,
φλυαρούσε µέχρις ότου επέστρεψε η κυρία του σπιτιού.
Αγαπηµένο της θέµα οτιδήποτε είχε σχέση µε την κυρία
Κούκλα· ακόµα κι όταν άρχιζε να µιλάει για κάτι άλλο,
γρήγορα ξεστράτιζε χωρίς να το πάρει είδηση και επανερχόταν
στο ίδιο θέµα.
Κάποια στιγµή τη ρώτησα:
«Η κυρία Κούκλα είναι ψηλή σαν κι εσάς;»
Γέλασε:
«Όταν πρωτοήρθαµε εδώ, χρειάστηκε να χαµηλώσουµε όλους
τους καθρέφτες, και τώρα εγώ αναγκάζοµαι να σκύβω».
Αίφνης, χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο, ξανάπιασε το θέµα
του πιάνου: σαν να είχε αφήσει κάτι στην κουζίνα να
σιγοβράζει και να έπρεπε τώρα να το ανακατέψει.
«Πόσα δάκρυα δεν έχυσε για το πιάνο αυτό. Το αγόρασε
κάποτε για να παίζει ένας αγαπητικός της. Κι αυτός της
έγραψε ένα τάνγκο που το ονόµασε προς τιµήν της “Κούκλα”.
Ένα βράδυ, όµως, που ο αγαπηµένος της θα έφευγε για το
Μπουένος Άιρες και δεν την άφησε να τον συνοδεύσει στο
λιµάνι, εκείνη πεισµάτωσε και µε πήρε και πήγαµε µαζί. Τον
είδαµε να φτάνει καθυστερηµένος στο ατµόπλοιο και να
ανεβαίνει τρέχοντας τη σανιδόσκαλα µε µια άλλη κρεµασµένη
στο µπράτσο του».
Για µια στιγµή µού φάνηκε ότι το πιατάκι θα έπεφτε κάτω
και έκανα να το αρπάξω. Το κατάλαβε και µου είπε να µη
φοβάµαι· πάνω στην ώρα όµως χτύπησε το κουδούνι, οπότε
έφυγε τρέχοντας µε το πιατάκι στο χέρι και χώθηκε πάλι µες
στο τοπίο µε τους πελαργούς.
Ύστερα από λίγο είδα µια βιολετί κηλίδα κολληµένη στην
πόρτα της κεντρικής εισόδου και άκουσα νύχια να χτυπούν
ανυπόµονα το τζάµι. Όταν η ψηλή γυναίκα άνοιξε την πόρτα,
µπήκε φουριόζα µια κοντούλα, που άρχισε να µιλάει για τον
χασάπη. Είχα την εντύπωση ότι το ένα µάτι της άρτι
αφιχθείσας κοιτούσε προς το µέρος µου· εγώ την έβλεπα απ’
το πλάι· παρότι ήταν µια γυναίκα κάποιας ηλικίας, δεν
φαινόταν άσχηµη· δεν µπορώ να ξεχάσω, ωστόσο, αυτό που
συνέβη όταν άρχισε να στρέφει αργά αργά το κεφάλι της προς
το µέρος µου και είδα το πρόσωπό της από µπροστά: ήταν
τόσο ισχνό, που δεν πίστευα στα µάτια µου· ένιωσα όπως
όταν, αφού προσπεράσουµε ένα σπίτι που η πρόσοψή του
µοιάζει φυσιολογική, κοιτώντας το από το πλάι
συνειδητοποιούµε ότι δεν έχει βάθος και ότι καταλήγει σε
οξεία γωνία. Θα µπορούσε σχεδόν να πει κανείς ότι εκείνο το
πρόσωπο δεν υπήρχε παρά µόνο προφίλ· ανφάς ήταν ελάχιστα
πιο φαρδύ στο ύψος των µατιών, τα οποία αλληθώριζαν: το
αριστερό κοιτούσε ευθεία µπροστά και το δεξί προς τα δεξιά.
Για να εξισορροπήσει το στενό πρόσωπό της, η κυρία Κούκλα
έκανε µια φουσκωτή κόµµωση, όπου µπορούσε κανείς να
διακρίνει τούφες σε διάφορα χρώµατα: µαύρες, διάφορες
αποχρώσεις του καστανού και µερικά τσουλούφια ψαρά. Πάνω
πάνω, στην κορυφή, όλα αυτά τα χρώµατα συνδυάζονταν σε
έναν µικρό σφιχτό κότσο.
Άρχισε να βαδίζει προς το µέρος µου και, όση ώρα χρειά-
στηκε για να διασχίσει την αυλή, κοιταζόµασταν αµίλητοι.
«Είστε ο πιανίστας; Περάστε, παρακαλώ».
Μετέφερε τη φουσκωτή κόµµωσή της προς την πόρτα της
τραπεζαρίας. Παρά το µπόι που της έδιναν τα µαλλιά της,
µόλις και µετά βίας έφτανε στο ύψος των ποδιών του
πελαργού µε το ψάρι στο ράµφος. Τραβήξαµε τις καρέκλες
που ήταν δίπλα στο µεγάλο τραπέζι και ο θόρυβος που έκαναν
αντήχησε σαν βρυχηθµός. Η τραπεζαρία ήταν ένα σκοτεινό
δωµάτιο, µε σκούρα έπιπλα και λιγοστό φως, όπου
κυριαρχούσε µια ιδιαίτερη σιωπή. Μου κακοφάνηκε όταν η
κυρία Κούκλα την παραβίασε για να µου πει:
«Στην οικογένειά µου… (κουνούσε τα µάτια της και δεν
ήξερα ποιο απ’ τα δύο να κοιτάξω, επειδή δεν ήξερα µε ποιο
από τα δύο µε κοιτούσε εκείνη) …στην οικογένειά µου
πάντοτε τρέφαµε µεγάλο σεβασµό για τη µουσική. Γι’ αυτό κι
εγώ θα ήθελα δύο φορές τη βδοµάδα να παίζει μουσική σ’ αυτό
το σπίτι».
Εκείνη τη στιγµή τής φώναξαν ότι είχε έρθει ο χασάπης.
Σηκώθηκε κουνώντας µια µεγάλη χρυσή αλυσίδα, που ήταν
περασµένη πολλές φορές γύρω από τον λαιµό της και
κατέληγε δεµένη στην αριστερή πλευρά της µέσης της.
Παραταγµένες πάνω στον µπουφέ, δυο οβάλ πιατέλες
κοιτούσαν προς την εσωτερική αυλή, αιχµαλωτίζοντας το
τελευταίο φως που απέµενε στην τραπεζαρία. Λίγες άσπρες
ανταύγειες φώτιζαν επίσης τα ψάρια του πίνακα που
κρεµόταν πάνω από τον µπουφέ. Ένιωσα την παλάµη µου να
µουδιάζει καθώς την έτριβα πάνω στο τσόχινο
τραπεζοµάντιλο, που τώρα είχε πάρει ένα σκούρο πράσινο
χρώµα. Όταν επέστρεψε η κυρία Κούκλα, προσπάθησα να
επιταχύνω τη συνέντευξη:
«Τι είδους µουσική επιθυµείτε, κυρία;»
«Τι εννοείτε τι είδους µουσική; Τη µουσική που είναι της
µόδας, αυτήν που ακούει όλος ο κόσµος».
«Πολύ καλά. Μπορώ να δοκιµάσω το πιάνο;»
« Έπρεπε να το είχατε ήδη κάνει».
«Πού βρίσκεται;»
«Πίσω σας. Δεν το βλέπετε;»
«Όχι, κυρία, το φως είναι λιγοστό».
Πλησίασε ένα λαµπατέρ στη γωνιά όπου βρισκόταν το πιάνο.
Παραπάτησε και άρχισε να µουρµουρίζει. Όταν βρήκε την
πρίζα, το φως ξεχύθηκε πάνω στο κερασί χρώµα ενός µικρού
πιάνου. Αφού το δοκίµασα και είπα ένα ακόµα «πολύ καλά»,
σκέφτηκα να τη ρωτήσω:
«Πόσο θέλετε να είναι τα διαλείµµατα ανάµεσα στα
κοµµάτια;»
«Τι εννοείτε;»
«Πόσα λεπτά θέλετε να αφήνω να περάσουν αφότου
τελειώσω ένα κοµµάτι και…»
«Όσα και στο γιαπωνέζικο καφέ».
Είπα ένα τελευταίο «πολύ καλά» και, αφού καθορίσαµε τη
µέρα που θα αρχίζαµε, την αποχαιρέτησα.
Το πρώτο απόγευµα που πήγα να παίξω η κυρία Κούκλα δεν
ήταν πάλι εκεί. Η ψηλή γυναίκα µε πέρασε στην τραπεζαρία
και βάλθηκε να φλυαρεί. Το όνοµά της ήταν Φιλοµένα, αλλά
από µικρή ήθελε να τη φωνάζουν Ντόλλυ: ήταν το όνοµα µιας
δυστυχισµένης που είχε ριχτεί στη θάλασσα σε µια ταινία της
εποχής. Όπως µπόρεσα να δια πιστώσω στη συνέχεια, ούτε
εκείνη ούτε η οικοδέσποινα γνώριζαν ότι Ντόλλυ στα αγγλικά
σήµαινε κουκλίτσα. Και, δεν ξέρω γιατί, φοβήθηκα να τις
βγάλω από την άγνοιά τους. Τελειώνοντας, µου µίλησε για
τον αδελφό της κυρίας Κούκλας. Η κυρία τον είχε βάλει να
βρει δουλειά, κι αν εκείνος «συµµορφωνόταν», θα του
µεταβίβαζε, στο όνοµά του, ένα µικρό σπιτάκι που είχε στη
συνοικία του Πράδο, δίπλα σε µια βίλα που κι αυτή ήταν δική
της.
Η παλάµη µου είχε µουδιάσει, επειδή χάιδευα το ανάγλυφο
δέρµα µιας καρέκλας δίπλα µου.
Όταν η κυρία Κούκλα χτύπησε το κουδούνι, µετέφερα την
καρέκλα µου στο πιάνο, έβαλα τις παρτιτούρες στο αναλόγιο
και την περίµενα, έτοιµος να ξεκινήσω. Αµέσως µόλις µπήκε
έφερε το χέρι στην αριστερή πλευρά της µέσης της και έβγαλε
ένα µικρό ρολόι που ήταν πιασµένο στην άκρη της µακριάς
αλυσίδας – ο συνδυασµός τους ήταν τόσο δυσανάλογος, σαν
να είχε δέσει ένα σκυλάκι µε αλυσίδα δεξαµενόπλοιου. Μου
είπε: «Μπορείτε να αρχίσετε». Ύστερα κάθισε στην άλλη άκρη
του τραπεζιού και έπιασε να τρίβει το χέρι της πάνω στο
τσόχινο τραπεζοµάντιλο, όπως είχα κάνει τις προάλλες κι εγώ.
Άρχισα να παίζω ένα τάνγκο, και προτού προλάβω να το
ολοκληρώσω εµφανίστηκε η ψηλή γυναίκα. Μιλούσε δυνατά,
ώστε η φωνή της να καλύπτει τον ήχο του πιάνου.
«Κούκλα, πού είναι ο βραστήρας;»
Η Κούκλα όµως είχε άλλη αντίληψη για τα πράγµατα: είχε
σκεφτεί να ζητήσει από κάποιον να της παίζει µουσική και
τον πλήρωνε θεωρώντας ότι πρόκειται για κάτι σοβαρό, σαν να
είχε ζητήσει να της παίζουν θέατρο αποκλειστικά για εκείνη·
και να που τώρα ερχόταν ετούτη εδώ να διακόψει την
παράσταση και να ποδοπατήσει αυτή την αίσθηση
αξιοπρέπειας και αριστοκρατικότητας που ήθελε να επικρατεί
στο σπιτικό της. Οπότε, θυµωµένη, πετάχτηκε όρθια και είπε:
«Μην ξανατολµήσεις ποτέ να διακόψεις τη µουσική µε τις
αγριοφωνάρες σου».
Η ψηλή γυναίκα έκανε µεταβολή και έφυγε. Στη στιγµή,
όµως, η κυρία Κούκλα τής ξαναφώναξε δυνατά:
«Ντόλλυ!»
Και αµέσως η άλλη απάντησε:
«Κούκλα;»
«Ετοίµασε το μάτε. Ο βραστήρας είναι στο λουτρό».
Εντωµεταξύ είχα τελειώσει το τάνγκο και, κοιτάζοντας τα
έπιπλα γύρω µου, σκεφτόµουν τον γιατρό. Υπήρχε κάτι στο
σπίτι εκείνο που µε έκανε να σκεφτώ έναν ιερό τάφο που τον
είχαν εγκαταλείψει βιαστικά και στον οποίο είχαν µπει αυτές
οι δύο γυναίκες και βεβήλωναν τις µνήµες του. Πάνω στον
µπουφέ υπήρχε ένα ανοιγµένο κουτί μάτε και µέσα σε µια
βιτρίνα ήταν στοιβαγµένα, το ένα πάνω στο άλλο, τα
κρυστάλλινα κολονάτα ποτήρια, για να χωρέσει δίπλα τους κι
ένα µπουκάλι φτηνό κρασί.
Η Ντόλλυ έφερε σιωπηλά αυτό που της είχαν ζητήσει· άρχισα
να παίζω ένα «αργό βαλς» και κανείς δεν ξαναµίλησε. Η κυρία
Κούκλα έπινε το μάτε της, κοιτούσε προς την εσωτερική αυλή
και έµοιαζε να στέκει εκεί, σαν τις πιατέλες κι αυτή, απλώς
και µόνο για να υποδέχεται το τελευταίο φως της ηµέρας. Δεν
ζήτησα να µου ανάψουν το λαµπατέρ. Έπαιξα µερικά
κοµµάτια από µνήµης και στα διαλείµµατα σκεφτόµουν τα
δικά µου. Η κυρία Κούκλα φαινόταν να µην ακούει τη
µουσική, είχε µάλιστα αφήσει το μάτε της στο τραπέζι και το
ένα της χέρι έστεκε ακίνητο πάνω στο τσόχινο
τραπεζοµάντιλο.
Στις επόµενες συναντήσεις µας όλα ήταν έτοιµα όταν
έφτανα. Κι αφού η κυρία Κούκλα έπινε τα πρώτα της μάτε κι
εγώ έπαιζα τα πρώτα τάνγκο, εκείνη καθόταν ακίνητη κι εγώ
σκεφτόµουν τα θέµατά µου.

Είχε περάσει περισσότερο από ένας µήνας που εργαζόµουν


εκεί, όταν έτυχε και πάλι να µην είναι έτοιµο το μάτε της
κυρίας Κούκλας. Μπήκε κάπως νευρική στο δωµάτιο όπου
βρισκόµουν και µου είπε ότι θα µε άκουγε όπως κάθε φορά,
αλλά από το διπλανό δωµάτιο. Εκείνο το απόγευµα είπε και
πάλι στην Ντόλλυ να της ετοιµάσει το μάτε και ότι ο
βραστήρας ήταν στο λουτρό. Όταν η Ντόλλυ επέστρεψε, η
κυρία δεν ήταν πια στην τραπεζαρία, οπότε, επωφελούµενη
της ευκαιρίας, µου είπε:
«Σήµερα κλείνουν δυο χρόνια από τη µέρα που είδαµε τον
αγαπητικό της Κούκλας ν’ ανεβαίνει τη σανιδόσκαλα του
ατµόπλοιου µε τη λεγάµενη κρεµασµένη στο µπράτσο.
Οπότε, τα μάτια σου δεκατέσσερα και κοίτα μην κάνεις καμιά
κουταμάρα».
Μου έκανε πολύ κακή εντύπωση που µου µιλούσε στον ενικό
και ετοιµαζόµουν να την επιπλήξω, αλλά ήρθε η κυρία. Εκείνο
το απόγευµα εµφανιζόταν και εξαφανιζόταν σαν ξαφνική
καλοκαιρινή βροχούλα.
Λίγες µέρες αργότερα µε κάλεσαν από την Ένωση Πιανιστών
και ο πρόεδρος µου είπε:
« Ήρθε η κυρία Κούκλα και ζήτησε άλλον πιανίστα. Λέει ότι
είσαι κάπως µελαγχολικός και ότι η µουσική σου δεν τη
διασκεδάζει. Εγώ της απάντησα: “Ακούστε, κυρία µου, αυτός
είναι ο καλύτερος πιανίστας της Ένωσης” και προσπάθησα να
τη µεταπείσω λέγοντάς της ότι θα αλλάξεις ρεπερτόριο και ότι
θα παίζεις πιο κεφάτα».
Αποκαρδιώθηκα. Χρειάστηκε να πιεστώ για να πάω στην
επόµενη συνάντηση, αφού όχι µόνο έπρεπε να παίξω «πιο
κεφάτα» αλλά και να πω στην Ντόλλυ να µη µου µιλάει στον
ενικό. Όταν όµως µπήκα στην τραπεζαρία, µε περίµενε µια
ανέλπιστη έκπληξη. Ο αδελφός της κυρίας Κούκλας είχε έρθει
να την επισκεφτεί και, όπως αποδείχτηκε, ήταν παλιός µου
γνώριµος. Μόλις µε είδε, πετάχτηκε πάνω να µου σφίξει το
χέρι και µου είπε:
«Τι κάνετε, µαέστρο; Τα συγχαρητήριά µου, έµαθα ότι η
συναυλία σας είχε µεγάλη επιτυχία. Είδα τα άρθρα και τις
φωτογραφίες σας στις εφηµερίδες».
Η Κούκλα άρχισε να εξακοντίζει µατιές προς όλες τις
κατευθύνσεις, τόσο που θα ’λεγε κανείς ότι αλληθώριζε
επίτηδες, επειδή ήταν καχύποπτη µε όλο τον κόσµο. Μας
διέκοψε αναφωνώντας:
«Πώς; Δεν µου είχαν πει ότι είστε διάσηµος και σας γράφουν
οι εφηµερίδες!»
Ο αδελφός συνέχισε:
«Μα ασφαλώς! Μια φορά, µάλιστα, ήµασταν µαζί στην ίδια
εφηµερίδα· δεν µας χώριζε παρά µία στήλη. Ήταν τότε που
είχα εκλεγεί γραµµατέας στη λέσχη».
«Και που σε συνεχάρη ο πρόεδρος» παρενέβη η Κούκλα, και
ύστερα είπε στον αδελφό της: «Έλα».
Είχα το κεφάλι χαµηλωµένο και είδα να βγαίνουν από τη
σκοτεινή τραπεζαρία πρώτα το βιολετί φόρεµα και λίγο πιο
πίσω τα µαύρα παντελόνια του αδελφού.
Έπειτα άρχισα να αναλογίζοµαι το καφέ όπου έπαιζα όταν
γνώρισα αυτόν τον νεαρό. Δεν ξέρω γιατί τον φώναζαν
«Αραχνούλα», ούτε πώς το ανεχόταν, έτσι ευέξαπτος που
ήταν. Ξάφνου ένιωσα επιτακτικά την ανάγκη να βάλω την
κυρία Κούκλα µε το βιολετί φόρεµα µες στην ιστορία αυτού
του νέου. Η γνωριµία µου µαζί της ερχόταν κάπως
καθυστερηµένα να επηρεάσει την ιδέα που είχα σχηµατίσει γι’
αυτόν προ καιρού και, παρότι µπορεί να µην ήταν η πιο
κατάλληλη στιγµή για να το κάνω, άρχισα να ανακαλώ στη
µνήµη µου όλα όσα ήξερα γι’ αυτόν, αλλά λαµβάνοντας
υπόψη πια και την ύπαρξη της αδελφής του. Εξάλλου, µου
φαινόταν ότι κι εκείνη ήθελε να µπει στην ιστορία· και
µάλιστα διά της βίας, σαν να έµπαινε σε κατάµεστο
λεωφορείο.

Το καφέ εκείνο ήταν κρυµµένο κάτω από τα µπαλκόνια ενός


πρώτου ορόφου, πίσω από µια συστάδα δέντρων. Όταν έκανες
να µπεις, η πόρτα σε σταµατούσε. Μόλις έβαζες το χέρι στο
µεγάλο µαύρο πόµολο, που θύµιζε το χερούλι που έχουν τα
σίδερα των ραφτάδων, το πόµολο άρχιζε να περιστρέφεται
ελεύθερα χωρίς να προβάλλει καµία αντίσταση. Νόµιζες ότι η
πόρτα σε κορόιδευε. Αν τύχαινε να κάθεται κανείς κοντά στο
τζάµι –µιας κι αν καθόταν µακρύτερα, η λίγδα του τζαµιού
δεν θα του επέτρεπε να σε δει–, µπορεί να σου έκανε νόηµα
µε το χέρι σαν να σου έλεγε: « Έλα! Σπρώξε δυνατά!». Τότε,
έριχνες µια σπρωξιά και η πόρτα υποχωρούσε
µουρµουρώντας. Όταν κατάφερνες πια να µπεις, και προτού
καλά καλά προλάβεις να γυρίσεις την πλάτη σου στον δρόµο,
η πόρτα έπαιρνε την εκδίκησή της καταφέρνοντάς σου ένα
απότοµο χτύπηµα.
Ο καπνός κατάπινε σχεδόν εξ ολοκλήρου το λιγοστό φως των
γλόµπων και τα χρώµατα των ρούχων και έκρυβε τις λεπτές
κολονίτσες που στήριζαν το πάλκο όπου παίζαµε (ήµασταν
τρεις: ένα βιολί, ένα φλάουτο κι εγώ), κάνοντάς το να
φαίνεται υψωµένο στο λευκό ταβάνι. Κι εµείς, σαν υπάλληλοι
του ουρανού, στέλναµε µέσα από τα σύννεφα του καπνού µια
µουσική που κανείς από κάτω δεν φαινόταν ν’ ακούει. Μόλις
τελειώναµε ένα κοµµάτι, εφορµούσαν πάνω µας οι
συζητήσεις όλων αυτών των ανθρώπων. Ήταν ένα
µουρµουρητό δυνατό, µονότονο, που τον χειµώνα µάς
αποκοίµιζε. Σκύβαµε, καθισµένοι πίσω από το κιγκλίδωµα
της εξέδρας, και ούτε ξέρω τι κάναµε τόσην ώρα µε τα µάτια
καρφωµένα εκεί κάτω. Καµιά φορά απλώς κοιτούσαµε τα
κεφάλια να σκύβουν πάνω από τους λευκούς κύκλους των
µαρµάρινων τραπεζιών και τα χέρια να φέρνουν κοντά στη
µύτη τον καφέ, που από ψηλά µας φαινόταν σαν µια µικρή
µαύρη κηλίδα. Ένας από τους σερβιτόρους ήταν µύωπας και
κυκλοφορούσε κρυµµένος πίσω από κάτι πολύ χοντρά
κρύσταλλα, που τον συµβούλευαν αργά αλλά σταθερά πού θα
έβρισκε το κάθε πράγµα. Ύστερα, η µύτη του άρχιζε να
ταλαντεύεται σαν τη βελόνα της πυξίδας και σταµατούσε όταν
πια είχε τον στόχο στο στόχαστρο. Στο ένα χέρι κρατούσε τον
δίσκο του και µε το άλλο προχωρούσε ψηλαφητά ανάµεσα
στον κόσµο. Ήταν χωρισµένος, ξαναπαντρεµένος, και είχε ένα
σωρό κουτσούβελα. Τον χαζεύαµε σαν να ήταν ένα µικρό
ατµόπλοιο που ταξίδευε ανάµεσα σε νησιά και κάθε τόσο
προσάραζε ή ξεφόρτωνε τις παραγγελίες σε λάθος λιµάνι.
Όλα αυτά συνέβαιναν το βράδυ. Την ώρα του βερμούτ όµως
τα πράγµατα ήταν πολύ διαφορετικά, και όχι µόνο επειδή
ξέραµε ότι ήταν απόγευµα και όχι βράδυ ή επειδή το κοινό
ήταν διαφορετικό και έπινε διαφορετικά πράγµατα. Εκείνη
την ώρα µαζεύονταν τα µέλη της πολιτικής λέσχης που είχε τα
γραφεία της πάνω από το καφέ. Κάθονταν σε δυο τραπέζια
στο βάθος και σχεδόν όλοι ήταν σύντροφοι ή θαυµαστές του
Αραχνούλα, του αδελφού της κυρίας Κούκλας. Τον
παρακολουθούσαν από µακριά για αρκετή ώρα και περίµεναν
να τελειώσει την ετοιµασία των κοκτέιλ πίσω από τον πάγκο,
ώστε να µπορέσουν να κουβεντιάσουν µαζί του. Κι ακριβώς
εκείνη τη στιγµή άναβε ένα πολύ δυνατό φως που φώτιζε το
λευκό χρώµα του σακακιού του, το πουκάµισο και τα δόντια
του. Σε αντίθεση µε όλο αυτό το λευκό πρόβαλλε η γραβάτα,
τα φρύδια, τα µάτια και τα κατάµαυρα µαλλιά του. Και
ενδιάµεσα υπήρχε το συµβιβαστικό χρώµα του προσώπου του,
ένα χρώµα λαδί που κατά τόπους σκούραινε ελαφρά, κυρίως
πάνω απ’ τα φρύδια, τα οποία θα ήταν τεράστια αν δεν τα
ξύριζε, αφήνοντας στη θέση τους δυο λεπτές γραµµές σαν
κορδόνια παπουτσιών.
Κανένα χαρακτηριστικό του προσώπου του δεν φαινόταν να
σαλεύει κατά τη διάρκεια της ιεροτελεστίας και δεν µπορούσες
να ξέρεις πότε ακριβώς έπιανε ή άφηνε ένα µπουκάλι: το
βλέµµα δεν κατάφερνε να συντονιστεί µε την ακριβή στιγµή
που ο Αραχνούλας έδινε µια ώθηση σ’ ένα αντικείµενο και τη
στιγµή που εκείνο υπάκουε. Θα ’λεγε κανείς ότι τα
µπουκάλια, τα ποτήρια, ο πάγος και τα σουρωτήρια είχαν τη
δική τους ζωή και ότι είχαν µεγαλώσει σ’ ένα καθεστώς
ελευθερίας· δεν είχε σηµασία αν δεν υπάκουαν αµέσως:
ήξεραν τις ευθύνες τους και όλα θα γίνονταν στην ώρα τους. Η
µοναδική στιγµή που τα µάτια µπορούσαν να ικανοποιήσουν
τη χυδαία δίψα τους για συντονισµό ήταν όταν ο Αραχνούλας
κουνούσε µε δύναµη το σέικερ. Μια τέτοια στιγµή, που έτυχε
να περνώ δίπλα από τα τραπέζια του βάθους, άκουσα κάποιον
να λέει: «Πώς φαίνεται ο άνθρωπος µε προσωπικότητα!».
Ο Αραχνούλας ήξερε ανά πάσα στιγµή ποιο κοκτέιλ είχε τη
µεγαλύτερη ζήτηση. Οπότε ετοίµαζε πολλά ποτήρια µαζί.
Κουνούσε το σέικερ και µοίραζε το υγρό στα ποτήρια µε την
ίδια πάντα κίνηση του καρπού, αλλά και µε µια ακρίβεια που
σε έκανε να σκεφτείς τα µυστικά της φύσης: κάθε σταγόνα
έµπαινε στο γυάλινο µαντρί της σαν να την καθοδηγούσε ένα
αγελαίο ένστικτο. Αφού άδειαζε το πρώτο φορτίο του σέικερ –
που µπορεί να αποτελούνταν από σταγόνες µιας σκούρας
ράτσας–, ετοίµαζε ένα δεύτερο, λευκής ράτσας, και το
άδειαζε κι αυτό µε τον ίδιο τρόπο. Τότε, ερχόταν η στιγµή
που όλοι περιµέναµε. Έπαιρνε ένα κουταλάκι µε µακριά λαβή
και, µε µικρές περιστροφικές κινήσεις, ανακάτευε γρήγορα
γρήγορα τις οικογένειες των ποτών που υπήρχαν σε κάθε
ποτήρι, και τότε συνέβαινε το ανέλπιστο: κάθε ποτήρι
τραγουδούσε σε διαφορετικό τόνο και έβγαινε µια τυχαία
µουσική. Κι αυτό ήταν το µοναδικό απρόβλεπτο πράγµα που
συνέβαινε κάθε µέρα: µ’ έναν µυστηριώδη τρόπο,
φαινοµενικά όµοια ποτήρια έβγαζαν διαφορετικό ήχο το
καθένα.
Ξάφνου βλέπαµε τον Αραχνούλα να φοράει το µαύρο
εφαρµοστό σακάκι του και το πλατύγυρο καπέλο του µε το
σκληρό σαν ατσάλι γείσο. Περνούσε από την έξω µεριά του
πάγκου, και τότε ο ίδιος ο ιδιοκτήτης του καφέ –φίλος και
οµόθρησκος– τον κερνούσε ένα ρούµι. Οι πολιτικοί έφευγαν
σιγά σιγά και θα τον περίµεναν αργότερα στα γραφεία τους.
Πολλές φορές, καθώς τους έβλεπα να φεύγουν,
αναλογιζόµουν κάτι που είχα µάθει γι’ αυτόν. Ο Αραχνούλας
είχε κάποτε µια αγαπητικιά που του ζήτησε µια µέρα την
άδεια να πάει σ’ έναν χορό· παρότι εκείνος αρνήθηκε να της
τη δώσει, εκείνη πήγε. Ο Αραχνούλας δεν άργησε να το µάθει,
και διέκοψε τη σχέση τους µε λόγια κοφτά σαν βουρδουλιές.
Ένα απόγευµα η αρραβωνιαστικιά ήρθε να τον βρει στο καφέ,
εκείνος όµως της µήνυσε µε τον σερβιτόρο να φύγει. Σε λίγο
καιρό η κοπέλα φαρµακώθηκε.

Στην αρχή ήταν πολύ φίλος µας, µια ωραία πρωία όµως έπαψε
να µας χαιρετάει. Στο κιγκλίδωµα της εξέδρας όπου παίζαµε
υπήρχε µια σειρά από πολύχρωµα φωτάκια και ο Αραχνούλας
είχε αναλάβει να τα ανάβει µόλις αρχίζαµε να παίζουµε. Μια
µέρα το «βιολί» ανακάλυψε ότι ο Αραχνούλας άναβε τα
φωτάκια ακριβώς τη στιγµή που ακουγόταν το πρώτο ακόρντο
του κοµµατιού µε το οποίο ανοίγαµε την παράσταση. Οπότε
ένα βράδυ, θέλοντας να του κάνουµε πλάκα, παίξαµε
ταυτόχρονα ένα διαφορετικό ακόρντο ο καθένας. Ο βρόντος
που ακούστηκε σε συνδυασµό µε τα φωτάκια τράβηξαν την
προσοχή του κόσµου και ορισµένοι χειροκρότησαν. Ο
Αραχνούλας όµως πηγαινοερχόταν πίσω από τον πάγκο σαν
λυσσασµένος και έµοιαζε έτοιµος να µας χυµήξει. Από εκεί
και πέρα δεν µας χαιρετούσε· πολλά χρόνια αργότερα,
ωστόσο, όταν πια δεν έπαιζα σε εκείνο το καφέ, µε είδε στον
δρόµο και ήρθε να µε χαιρετήσει µ’ ένα πολύ εγκάρδιο
χαµόγελο, οπότε ξαναγίναµε φίλοι.
Εκείνο το απόγευµα στη σκοτεινή τραπεζαρία ήρθε και πάλι
να µε χαιρετήσει προτού φύγει και µου είπε:
«Μπορείτε να µείνετε ήσυχος. Σ’ αυτό το σπίτι η δουλειά σας
είναι εξασφαλισµένη».
Ευτυχώς. Άλλη µια ευεργετική συνέπεια της συναυλίας.
Αµέσως όµως σκέφτηκα ότι υπήρχε και κάτι άλλο που έπρεπε
να κάνω, µόνο που εκείνη τη στιγµή δεν µπορούσα να
θυµηθώ τι. Δεν άργησα να το βρω: έπρεπε να πω στην Ντόλλυ
να µη µου µιλάει στον ενικό. Πάνω στην ώρα, η Ντόλλυ
µπήκε τρέχοντας στις µύτες των ποδιών και µου έτεινε το
χέρι. Δεν µου έµενε άλλη λύση παρά να της δώσω κι εγώ το
χέρι, οπότε µου είπε:
«Συγχαρητήρια». Και ξανάφυγε τρέχοντας.
Στις επόµενες συναντήσεις µας η Κούκλα καθόταν και πάλι
σιωπηλή και έπινε το μάτε της στην τραπεζαρία, ενόσω εγώ
σκεφτόµουν ήσυχα ήσυχα τα δικά µου.
Αφότου ο Αραχνούλας τακτοποίησε την κατάστασή µου στο
σπίτι της αδελφής του, ο καιρός περνούσε δίχως να διακόπτει
τις σκέψεις µου η Κούκλα. Έπινε το μάτε της, ώσπου το νερό
στην τσαγιέρα κρύωνε, και µε τα αλλήθωρα µάτια της
καρφωµένα στο κενό ατένιζε κι αυτή τις αναµνήσεις της. Ένα
απόβραδο, ωστόσο, που η τραπεζαρία είχε σχεδόν βυθιστεί
στο σκοτάδι και είχαµε σχεδόν φτάσει στο τέλος της
παράστασης, η Κούκλα µού µίλησε. Το µυαλό µου εκείνη τη
στιγµή έτρεχε µίλια µακριά. Μόλις έπεσαν πάνω µου τα λόγια
της Κούκλας και κατέρρευσε η σιωπή, έκανα µια απότοµη
κίνηση µε τα πόδια µου και χτύπησα το πιάνο. Η αρµονική
τράπεζα συνέχισε να αντηχεί και η Κούκλα ξέσπασε σ’ ένα
χυδαίο χαχανητό. Ύστερα επανέλαβε την ερώτησή της:
«Σας ρώτησα πώς λέγεται το τάνγκο που παίζατε».
Η πρώτη µου παρόρµηση ήταν να της πω τον τίτλο, ύστερα
όµως σκέφτηκα ότι, αν της τον έλεγα –το τάνγκο λεγόταν
Έφυγες; Να πας στο καλό–, ίσως να θεωρούσε ότι ήταν
υπαινιγµός για τον αγαπητικό της, που το είχε σκάσει µε µια
άλλη στη σανιδόσκαλα του ατµόπλοιου. Οπότε άναψα το φως,
για να της πάω την παρτιτούρα. Εκείνη όµως κατάλαβε την
πρόθεσή µου και µε σταµάτησε:
«Μην κάνετε τον κόπο, πείτε τον µου εσείς».
Της τον είπα µε µια παράξενη χροιά στη φωνή· µε έβαλε να
τον επαναλάβω και αµέσως είπε:
«Χριστέ µου, µα είναι γελοίος!»

Δεν ήθελα αυτός ο τίτλος να της ξυπνήσει άσχηµες


αναµνήσεις, παρότι πάντα µε γοήτευαν τα δράµατα που
παίζονταν στα ξένα σπίτια. Ένα από τα οφέλη που είχα
αποκοµίσει από τη συναυλία µου ήταν ότι έκανα καινούργιες
σχέσεις που µου έδιναν τη δυνατότητα να µπαίνω σε άγνωστα
σπίτια.
Ένα απόγευµα που σκεφτόµουν το ανθρώπινο δράµα,
ένιωσα στη σκοτεινή τραπεζαρία µια δυνατή µυρωδιά από
γουρουνόπουλο µαρινάτο, οπότε είπα στην Ντόλλυ:
«Πώς µυρίζει έτσι αυτό το γουρουνόπουλο! Δεν το παίρνεις
αποδώ; Είναι κρίµα, µέσα σε µια τόσο όµορφη τραπεζαρία!»
Η Ντόλλυ θύµωσε:
«Γιατί, η µυρωδιά του γουρουνόπουλου δεν ταιριάζει σε
τραπεζαρία; Τι θέλεις, να το βάλω στο σαλόνι;»
Το γουρουνόπουλο βρισκόταν πάνω στον µπουφέ, µέσα σε
µια µπλε σµαλτωµένη πιατέλα, σκεπασµένο µ’ ένα λευκό
τούλι. Η Ντόλλυ έφυγε φουριόζα, αλλά δεν άργησε να γυρίσει
και µου είπε:
«Τώρα κατάλαβα, το λιμπίστηκες και θέλεις να το φας».
Άρχισα να διαµαρτύροµαι έντονα, αλλά εκείνη,
προσπαθώντας να καταπνίξει τις φωνές µου, µου έκανε
«Σουτ! Σουτ!» και πάλευε να µου πιάσει τα χέρια. Έτσι όπως
τα κουνούσα πέρα δώθε κι εκείνη τα κυνηγούσε, κάναµε
διάφορα σχέδια στο κενό και αισθανόµουν το ελαφρύ αεράκι
που σήκωναν τα τέσσερα χέρια στο αναψοκοκκινισµένο
πρόσωπό µου. Στο τέλος έβαλα τα χέρια µου πίσω από την
πλάτη και άφησα την Ντόλλυ να µιλήσει:
«Κοίτα, σήµερα το βράδυ στις δέκα έλα από τον πίσω δρόµο.
Θα δεις ένα δέντρο µε χοντρά κλαριά που φτάνουν ως το
παραθυράκι της κουζίνας. Δεν σε βάζω από µπροστά, γιατί
φοβάµαι τα κουτσοµπολιά. Είµαι αρραβωνιασµένη και
σκέφτοµαι να παντρευτώ».
Θέλησα να τη διακόψω, αλλά κατάφερε να µου πιάσει το ένα
χέρι. Το τράβηξα απότοµα, κι ενώ σκεφτόµουν την άγαρµπη
κίνησή µου, η Ντόλλυ ξανάπιασε να µου εξηγεί:
«Θ’ ανέβεις στο δέντρο και θα μπεις στις δέκα η ώρα. Εγώ θα
έχω έτοιµο το γουρουνόπουλο, ένα λίτρο κρασί, κι εκεί να δεις
τσιµπούσι που θα κάνουµε».
Επιτέλους, κάποια στιγµή, κατάφερα να πω:
«Κι αν µε δει η Κούκλα; Τι θέλεις, να χάσω τη δουλειά µου
για ένα κοµµάτι γουρουνόπουλο;»
Με κοίταξε για µια στιγµή σιωπηλή, σαν να µην πίστευε στ’
αυτιά της, και µου είπε:
«Στις εννιάµισι η Κούκλα είναι στο κρεβάτι και κοιµάται
βαριά. Εγώ τη µεταφέρω και µπορώ να την αφήσω µε τα
ρούχα ως την εποµένη το πρωί».
«Μα τι λες; Τόσο βαριά κοιµάται;»
Η Ντόλλυ ξέσπασε σε δυνατά γέλια, κάθισε, πέταξε τα
κόκκινα παπούτσια της, τύλιξε τα γυµνά της πόδια γύρω από
τα ποδαράκια της καρέκλας και είπε:
«Μόλις φεύγεις, αρχίζει να πίνει κρασί· έπειτα τρώει,
πίνοντας πάλι κρασί· µετά το επιδόρπιο πίνει κι άλλο κρασί, κι
όταν πια µεθύσει για τα καλά, τη µεταφέρω στο κρεβάτι».
Βλέποντας το ύφος µου, η Ντόλλυ συνέχισε µε µεγαλύτερο
ενθουσιασµό:
«Μάλιστα, όλο υποδείξεις και καθωσπρεπισµούς, όλο
διακριτικότητα, όλο απαγορεύσεις. Δεν µου επιτρέπει να
συζητάω µε τους επισκέπτες, ούτε καν µε τον αδελφό της, και
ύστερα αυτή µεθοκοπάει σαν γουρούνι».
Χαµήλωσα το κεφάλι και στη στιγµή µε ρώτησε:
«Τι έχεις σκοπό να κάνεις; Θα έρθεις να φας το
γουρουνόπουλο ή όχι;»
Άρχισα να επινοώ διάφορες άκοµψες δικαιολογίες· µια απ’
τις χειρότερες που της είπα ήταν ότι µπορεί να έπεφτα από το
δέντρο· κατάλαβε, σούφρωσε το στόµα στο πλάι, φόρεσε τα
παπούτσια της και, τη στιγµή που έφευγε, µου είπε:
«Άντε να χαθείς, είσαι πολύ ανώριµος».
Ένα απόγευµα, λίγες µέρες αργότερα, στην πόρτα δεν µε
υποδέχτηκε η Ντόλλυ αλλά ένας υπηρέτης µε φαβορίτες,
γιλέκο και ριγέ µανίκια. Μου έδωσε ένα γράµµα µε το οποίο η
Κούκλα µού ανακοίνωνε την παύση των υπηρεσιών µου και
µέσα στον φάκελο είχε τα χρήµατα που µου χρωστούσε.
Ύστερα απ’ αυτό πέρασα λίγο καιρό χωρίς δουλειά. Λίγο
έλειψε να ανέβω στο δέντρο για να πάω να βρω την Ντόλλυ.
Ένα καλοκαιριάτικο πρωινό ένιωθα πολύ απαισιόδοξος και
σκεφτόµουν όλες τις αποτυχίες µου. Η συναυλία όχι µόνο δεν
µου είχε αποφέρει χρήµατα, αλλά και τίποτε απ’ όσα
προσδοκούσα. Ούτε καν γνωριµίες ώστε να µπορώ να µπαίνω
σε άγνωστα σπίτια. Το µοναδικό σπίτι που είχα γνωρίσει ήταν
το σπίτι µε τη σκοτεινή τραπεζαρία, όπου µόλις και µετά βίας
πρόλαβα να καταλάβω το δράµα που παιζόταν, όταν έµαθα
ότι η Κούκλα έπινε· όσο για την Ντόλλυ, δεν φαινόταν για
γυναίκα που να κρύβει κάποιο δράµα.
Περιέφερα αργά αργά αυτές τις σκέψεις, περπατώντας µε τα
χέρια πίσω από την πλάτη σε µια λεωφόρο του Πράδο, όταν
αισθάνθηκα κάποιον να µου γαργαλάει την παλάµη. Γύρισα
και είδα την Ντόλλυ. Μου είπε:
«Σε είδα να περνάς απ’ το σπίτι και σε ακολούθησα».
«Πώς έτσι; Δεν µένετε πια στο σπίτι της Κούκλας;»
«Αυτή η παλιόγρια θα µε θυµάται σ’ όλη της τη ζωή. Ένα
απόγευµα της είπα: “Πρέπει να βρείτε άλλη, φεύγω αύριο το
πρωί”. Με ρώτησε: “Μα τι σου έκανα πάλι;” Οπότε της
πέταξα: “Αυτή τη φορά τίποτα, αλλά πρόκειται να
παντρευτώ… τον αδελφό σου”. Την έπιασε ένα περίεργο
τρέµουλο και άρχισε να βγάζει αφρούς απ’ το στόµα, επειδή
εκείνη τη µέρα το πρωί είχε µεταβιβάσει το σπιτάκι στον
αδελφό της».
Συζητούσαµε περπατώντας. Όταν όµως ανέφερε τον
Αραχνούλα, σταµάτησα και την κοίταξα. Μου έπιασε το χέρι
και µου είπε:
« Έλα να δεις το σπιτάκι. Τέτοια ώρα ο Αραχνούλας είναι
πάντα στη δουλειά».
Τράβηξα το χέρι µου και της είπα:
«Όχι, µια άλλη φορά».
Έγινε πυρ και µανία πάλι, όπως εκείνη τη µέρα που δεν
ήθελα να ανέβω στο δέντρο, σούφρωσε το πάνω χείλι της και
µου είπε:
«Άντε να χαθείς, φουκαρά πιανίστα!»
Η πράσινη καρδιά

Σήµερα, µες στο δωµάτιο ετούτο, έζησα στιγµές ευτυχίας. Τι


κι αν γέµισα το τραπέζι βελονιές. Για το µόνο που λυπάµαι
είναι ότι θα χρειαστεί να αλλάξω την εφηµερίδα που το
καλύπτει· πάει καιρός που την έχω βάλει εκεί και έχω συνδεθεί
µαζί της· είναι µια πρασινισµένη εφηµερίδα, µε πορτοκαλί
γράµµατα στους τίτλους και µια µεγάλη φωτογραφία µε κάτι
πεντάδυµα. Αργά το απόγευµα, την ώρα που καταλάγιαζε
κάπως η πολλή ζέστη, επέστρεφα στο δωµάτιό µου
καταπονηµένος από το περπάτηµα. Είχα πάει να πληρώσω τη
δόση για ένα πανωφόρι που είχα αγοράσει τον χειµώνα.
Ήµουν κάπως απογοητευµένος από τη ζωή µου, αλλά βάδιζα
προσεκτικά µη µε πατήσουν τα αυτοκίνητα· σκεφτόµουν το
δωµάτιό µου και θυµήθηκα τα φαλακρά κεφαλάκια των
πεντάδυµων, ολόιδια οι ρώγες πέντε δαχτύλων. Πίσω στην
κάµαρά µου πια, µε τα µπράτσα γυµνά πάνω στην πράσινη
εφηµερίδα κι έναν µικρό φωτεινό κύκλο να πέφτει πάνω στα
βιβλία µε τις χρωµατιστές υπογραµµίσεις, άνοιξα ένα κουτί
µολυβιών και από µέσα έβγαλα την καρφίτσα της γραβάτας
µου. Τη στριφογύριζα στα χέρια µου, µέχρι που τα δάχτυλά
µου κουράστηκαν, και αφηρηµένος άρχισα να τρυπάω τα
πεντάδυµα στα µάτια.
Κάποτε το κεφάλι αυτής της καρφίτσας ήταν µια µικρή
πράσινη πέτρα, που σιγά σιγά την έφαγε η θάλασσα και πήρε
σχήµα καρδιάς· ύστερα την έδεσαν σε καρφίτσα και η καρδιά
έµεινε σφραγισµένη µέσα σ’ ένα τετράγωνο πλαίσιο, µεγάλο
σαν δόντι αλόγου. Στην αρχή, καθώς τη στριφογύριζα
ανάµεσα στα δάχτυλά µου, σκεφτόµουν πράγµατα που δεν
είχαν καµία σχέση µ’ αυτήν· ξάφνου, όµως, µου έφερε στο
µυαλό τη µητέρα µου, ύστερα ένα ιππήλατο τραµ, το πώµα
ενός βάζου, ένα ηλεκτροκίνητο τραµ, τη γιαγιά µου, µια
γαλλίδα κυρία που φορούσε ένα χάρτινο καπέλο και ήταν
πάντα γεµάτη πούπουλα, την κόρη της, που την έλεγαν Υβόν
και την έπιανε ένας λόξιγκας δυνατός σαν στριγκλιά, έναν
πεθαµένο που κάποτε πουλούσε κοτόπουλα, µια ύποπτη
συνοικία σε µια πόλη της Αργεντινής, όπου κάποιο χειµώνα
κοιµόµουν καταγής και σκεπαζόµουν µε εφηµερίδες, µια
αριστοκρατική συνοικία σε µια άλλη πόλη, όπου κοιµόµουν
σαν πρίγκιπας και σκεπαζόµουν µε πολλές κουβέρτες, και
τέλος ένα νιαντού2 κι ένα φλιτζάνι καφέ.
Όλες αυτές οι αναµνήσεις ζούσαν καταχωνιασµένες σε µια
γωνιά της ύπαρξής µου, σαν σε χαµένο χωριουδάκι. Ένα
χωριουδάκι αύταρκες, αποκοµµένο από τον υπόλοιπο κόσµο.
Πάνε χρόνια που κανείς δεν έχει γεννηθεί ούτε έχει πεθάνει
εκεί. Ιδρυτές του οι παιδικές µου αναµνήσεις. Ύστερα, πολλά
χρόνια αργότερα, ήρθαν και µερικοί ξένοι: οι αναµνήσεις µου
από την Αργεντινή. Απόψε είχα την αίσθηση ότι πήγα να
ξεκουραστώ στο χωριουδάκι αυτό, θαρρείς και είχα πάρει
άδεια διακοπών από τη δυστυχία.
Όταν ήµουν µικρός, επί πολλά χρόνια µέναµε στους
πρόποδες του Σέρρο3. Οι άνθρωποι που ανηφόριζαν τον δρόµο
του σπιτιού µου έγερναν το σώµα τους προς τα εµπρός και
έµοιαζαν σαν να ψάχνουν κάτι ανάµεσα στις πέτρες· κι όταν
κατηφόριζαν, το έγερναν προς τα πίσω, κι έτσι όπως πήγαιναν
καµαρωτοί καµαρωτοί σκόνταφταν πάνω στις πέτρες. Τα
απογεύµατα η θεία µου µε πήγαινε να παίξω σε κάτι βραχάκια
ψηλά στο φρούριο. Αποκεί φαίνονταν οι βάρκες στον µόλο και
τα µεγάλα ή τα µικρά κατάρτια τους που θύµιζαν
ψαροκόκαλο. Όταν στο φρούριο ηχούσε η κανονιά της δύσης
του ήλιου, αρχίζαµε να κατηφορίζουµε.
Ένα απόγευµα µου είπε η µητέρα µου ότι θα µε πήγαινε στο
σπίτι της γιαγιάς µου που έµενε κοντά στην προκυµαία και
ότι θα έβλεπα ένα ηλεκτροκίνητο τραµ. Ωστόσο, εκείνο το
πρωί είχα κάνει ένα σωρό κουταµάρες· µε έστειλαν να
αγοράσω ένα κουτί κόλλα, αλλά εγώ έφερα χύµα κόλλα και µε
κατσάδιασαν· ύστερα από λίγο µε έστειλαν να αγοράσω μάτε
και, καθώς επέµενα να είναι σε κουτί, οι παντοπώλες, που
ήταν οικογενειακοί µας φίλοι, µου το έβαλαν σ’ ένα κουτί
παπουτσιών· και πάλι όµως είχα κάνει ένα λάθος: γύρισα στο
σπίτι µε όλα τα ψιλά που µου είχαν δώσει για να πληρώσω και
µε κατσάδιασαν γιατί δεν είχα πληρώσει. Λίγο αργότερα µου
έδωσαν ένα πέσο και µε έστειλαν να φέρω φιδέ· έφερα τον
φιδέ, αλλά δεν θέλησα να πάρω τα ρέστα, επειδή τότε θα
έφερνα πίσω ψιλά και πάλι θα µε κατσάδιαζαν. Στο σπίτι
ανησύχησαν που δεν έφερα τα ρέστα και µε έστειλαν να τα
ζητήσω. Τότε, οι παντοπώλες έγραψαν σ’ ένα χαρτάκι κάτι
που καθησύχασε τη µαµά. Το χαρτάκι έλεγε: «Τα ρέστα είναι
µέσα στον φιδέ».
Εκείνο το απόγευµα όλες οι γυναίκες του σπιτιού
προσπαθούσαν να µου φορέσουν έναν µεγάλο κολλαρισµένο
γιακά, που έπιανε στο πουκάµισο µε µεταλλικά κουµπιά. Η
µόνη που το κατάφερε ήταν η άλλη µου γιαγιά, όχι εκείνη
που έµενε στην προκυµαία και φορούσε στο στήθος την
πράσινη καρδιά· ετούτη εδώ είχε κάτι δαχτυλάκια ζεστά και
στρουµπουλά που, καθώς τα έχωνε µέσα απ’ τον γιακά για να
τον κουµπώσει, µου τσίµπαγαν τον λαιµό· ένιωσα δυο τρεις
φορές να πνίγοµαι και µου ήρθε αναγούλα.
Όταν βγήκαµε στον δρόµο, ο ήλιος έκανε τα λουστρίνια µου
να λαµπυρίζουν, αλλά µου κακοφαινόταν που σκόνταφτα σ’
όλες τις πέτρες του δρόµου έτσι όπως µε τραβούσε από το χέρι
η µητέρα µου, τρέχοντας σχεδόν. Ήµουν όµως
ευχαριστηµένος, κι όταν η µαµά δεν απαντούσε στις
ερωτήσεις µου, απαντούσα µόνος µου. Ώσπου κάποια στιγµή
µού είπε:
«Πάψε πια. Κάνεις σαν τον τρελό µε τα επτά κέρατα».
Και πάνω στην ώρα περάσαµε από το σπίτι του τρελού. Ήταν
ένα πολύ παλιό σπίτι, ασοβάτιστο. Στα κάγκελα του
παραθύρου κρέµονταν κονσερβοκούτια δεµένα µε σύρµα και
από πίσω ωρυόταν αδιάκοπα ο τρελός, φωνάζοντας στους
περαστικούς. Ήταν ένας ψηλός, χοντρός άντρας µε καρό
πουκάµισο. Κάθε τόσο εµφανιζόταν η γυναίκα του, που ήταν
κοντούλα και κοκαλιάρα, και τον έκανε να σωπάσει. Εκείνος
όµως ξανάρχιζε αµέσως να ωρύεται, ώσπου βράχνιαζε.
Έπειτα διασχίσαµε τον δρόµο µπροστά από το κρεοπωλείο:
εκεί περνούσα ολόκληρα πρωινά περιµένοντας να µε
εξυπηρετήσουν· ο κόσµος δεν µιλούσε, µόνο ένας κότσυφας
κελαηδούσε δυνατά, αλλά πάντα το ίδιο τραγούδι, κι εγώ
βαριόµουν αφόρητα.
Στα ριζά του Σέρρο ήταν ο δρόµος απ’ όπου περνούσε το
ιππήλατο τραµ· πρώτα άκουγες την κόρνα κι έπειτα τον
θόρυβο που έκαναν τα άλογα, οι αλυσίδες και το µακρύ
µαστίγιο, που έφτανε µέχρι και το άλογο στην κεφαλή.
Συνήθως καθόµουν γονατιστός πάνω σ’ έναν από τους δύο
µεγάλους πάγκους, για να βλέπω έξω από το παράθυρο.
Ύστερα από αρκετή ώρα περνούσαµε από τα σφαγεία που
βρίσκονταν δίπλα σ’ ένα ρυάκι, και έπρεπε να κλείνω τη µύτη
µου. Καµιά φορά, όταν το τραµ και τα άλογα έκαναν πολύ
θόρυβο την ώρα που περνούσαµε τη γέφυρα, ξεχνούσα να
κλείσω τη µύτη µου και αµέσως µε έπιανε η µυρωδιά. Εκείνο
το απόγευµα κατεβήκαµε στο Πάσο Μολίνο και η µητέρα µου
µπήκε σ’ ένα ζαχαροπλαστείο, όπου έπιασε την κουβέντα µε
την ιδιοκτήτρια. Είχε περάσει αρκετή ώρα, όταν η κυρία του
ζαχαροπλαστείου είπε:
«Ο γιος σας κοιτάζει τις καραµέλες».
Και δείχνοντάς µου τα βάζα µε ρώτησε:
«Από ποιες θέλεις; Απ’ αυτές ή… απ’ αυτές;»
Είπα στη µητέρα µου ότι ήθελα το πώµα του βάζου.
Γέλασαν, και η κυρία µού έφερε το πώµα ενός άλλου βάζου
που είχε σπάσει πρόσφατα. Η µητέρα µου δεν ήθελε να
περπατάω στον δρόµο µε το πώµα στα χέρια, αλλά η κυρία το
τύλιξε, το έδεσε µ’ έναν σπάγκο και του έβαλε ένα ξυλαράκι
για να µπορώ να το κρατάω.
Όταν βγήκαµε, είχε αρχίσει ήδη να σουρουπώνει και στη
µέση του δρόµου είδα έναν φωτισµένο διάδροµο· καθώς η
µητέρα µου µε πήγαινε προς τα κει, χάζευα τα πολύχρωµα
τζάµια του. Μου είπε ότι ήταν ένα ηλεκτροκίνητο τραµ.
Επειδή όµως το έβλεπα από πίσω, εξακολουθούσα να πιστεύω
ότι ήταν διάδροµος. Εκείνη τη στιγµή χτύπησε ένα
καµπανάκι, ο «διάδροµος» έβγαλε έναν δυνατό αναστεναγµό
και άρχισε να γλιστράει αργά προς τα εµπρός. Στην αρχή ίσα
που κινούνταν, και οι άνθρωποι που κατάφερα να δω µέσα
στέκονταν ακίνητοι σαν κούκλες σε βιτρίνα. Δεν τον
προφτάσαµε όµως, και στο λεπτό ο διάδροµος
αποµακρύνθηκε και έστριψε ανάµεσα σε κάτι δέντρα.
Το σπίτι της γιαγιάς µου ήταν σ’ έναν δρόµο κοντά στο
λιµάνι. Μπήκαµε από µια µεγάλη εσωτερική αυλή και έπρεπε
να ανέβουµε κάτι σκαλιά. Ύστερα περάσαµε σε µια
τραπεζαρία, όπου υπήρχε ένα τραπέζι και µια πιατέλα µε
γλυκά. Η µητέρα µου µε είχε νουθετήσει να µη ζητήσω
τίποτε, οπότε κι εγώ είπα στη γιαγιά µου:
«Αν είναι να µου δώσουν, ζητάω· αν όχι, όχι».
Η γιαγιά µου διασκέδασε µ’ αυτό που είπα και µια απ’ τις
φορές που ήρθε να µε φιλήσει είδα την πράσινη καρδιά και
της τη ζήτησα, αλλά δεν µου την έδωσε. Πριν το δείπνο, µου
επέτρεψαν να παίξω µε ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Υβόν. Η
µητέρα της φορούσε στο κεφάλι ένα δίκοχο από χαρτί
εφηµερίδας και όλο το πρόσωπό της και το µαντίλι της ήταν
γεµάτα µε πολύ µικρά λευκά πούπουλα.
Εκείνο το βράδυ, προτού µε πάρει ο ύπνος, είδα στον τοίχο
µια φωτεινή σκαλίτσα: ήταν το φως που περνούσε µέσα από
τις περσίδες. Αργότερα, όταν το πώµα του βάζου γλίστρησε
κάτω απ’ το µαξιλάρι µου και έπεσε στο πάτωµα κάνοντας
έναν εκκωφαντικό θόρυβο, ξεσηκώθηκαν όλοι στο πόδι, αλλά
εγώ δεν ξύπνησα. Την εποµένη, την ώρα που έπινα το πρωινό
µου γάλα µε λίγο καφέ, άκουγα συνέχεια µια παράξενη
στριγκλιά και µου είπαν ότι ήταν ο λόξιγκας της Υβόν· έµοιαζε
σαν να το έκανε επίτηδες. Εκείνο το πρωί η Υβόν µε κάλεσε να
πάµε να δούµε έναν πεθαµένο στα πίσω δωµάτια. Η µητέρα
της δεν ήθελε να την αφήσει να πάει, επειδή είχε λόξιγκα.
Κοιτούσα το χάρτινο δίκοχο της µητέρας και τα µικρά
πούπουλα, που εκείνη την ηµέρα ήταν βιολετιά. Αµέσως µετά
σκέφτηκα τον πεθαµένο. Η Υβόν έλεγε στη µητέρα της:
« Έλα τώρα, µαµά, αφού τον ξέραµε καλά· είναι εκείνος ο
γεράκος που πουλούσε κοτόπουλα».
Η Υβόν µε πήρε από το χέρι και µε οδήγησε στον γεράκο·
φοβόµουν και δεν της άφηνα το χέρι. Ο γεράκος ήταν µόνος,
σκεπασµένος µ’ ένα τούλι. Η Υβόν όχι µόνο δεν σταµάτησε να
στριγκλίζει µε τον λόξιγκά της, αλλά ήθελε να σβήσει κι όλα τα
κεριά που υπήρχαν γύρω από το φέρετρο. Ξάφνου µπήκε στο
δωµάτιο η µητέρα της, την άρπαξε από το ένα χέρι και την
πέταξε έξω άρον άρον· και καθώς εγώ την κρατούσα σφιχτά
από το άλλο χέρι, µε έσυρε κι εµένα µαζί.
Το ίδιο πρωί η γιαγιά µού χάρισε την πράσινη καρδιά· και
πριν από µερικά χρόνια ήρθαν να προστεθούν σ’ αυτές τις
αναµνήσεις καινούργια γεγονότα.
Ήµουν σε µια πόλη της Αργεντινής, όπου ο διοργανωτής των
συναυλιών µου είχε κάνει από την πρώτη στιγµή τόσο πολλά
λάθη, που όλα πήγαιναν στραβά. Καθώς ο καιρός περνούσε,
κατέβαινα σκαλί σκαλί όλες τις κατηγορίες των ξενοδοχείων
του κέντρου, ώσπου τελικά ξέπεσα σε µια ύποπτη συνοικία
των προαστίων, όπου ένας φίλος µου νοίκιαζε ένα δωµάτιο.
Του είχαν στείλει οι γονείς του ένα κρεβάτι κι εκείνος µου
παραχώρησε το ένα του στρώµα. Έκανε πολύ κρύο και είχα
ξοδέψει τα περισσότερα χρήµατά µου για να αγοράσω παλιές
εφηµερίδες: τις έστρωνα ανοιχτές πάνω σε µια λεπτή
κουβερτούλα κι από πάνω τους έβαζα ένα πανωφόρι που µου
είχε δανείσει ο διοργανωτής των συναυλιών µου. Ένα βράδυ
ξύπνησα τον φίλο µου µ’ ένα άγριο ουρλιαχτό µου. Ξύπνησα
κι εγώ και είδα ότι ήµουν όρθιος και έβαζα ένα µαξιλάρι στον
τοίχο: είχα ονειρευτεί ότι στο σηµείο εκείνο υπήρχε µια τρύπα
απ’ όπου εµφανιζόταν χαµογελαστός ένας τρελός, που
φορούσε στο κεφάλι ένα δίκοχο από χαρτί εφηµερίδας. Αφού
το σκέφτηκα αρκετή ώρα –δεν ήθελα να κοιµηθώ επειδή
φοβόµουν µην τυχόν και έβλεπα πάλι τον ίδιο εφιάλτη–,
θυµήθηκα το δίκοχο της µαµάς της Υβόν.
Μερικές µέρες αργότερα σεργιάνιζα λυπηµένος στο
κατάφωτο κέντρο της πόλης, όταν ξαφνικά αποφάσισα να
βάλω ενέχυρο την πράσινη καρδιά για να πάω κινηµατογράφο.
Εκείνο το βράδυ, µετά την ταινία, αποφάσισα να ζητήσω
χρήµατα από έναν άλλο φίλο µου, που έµενε στο Μπουένος
Άιρες· του χρωστούσα ήδη πολλά, αλλά θα το αποτολµούσα
επειδή είχα σχεδόν κλείσει µια συναυλία σε µια γειτονική
πόλη. Την ίδια πάλι βραδιά ξανασκέφτηκα το δίκοχο της
µαµάς της Υβόν και αποφάσισα να γράψω στη µητέρα µου να
τη ρωτήσω τι έκανε εκείνη η κυρία µε τα πούπουλα και το
δίκοχο από χαρτί εφηµερίδας. Μπορεί η µητέρα µου να
ήξερε. Της ανέφερα επίσης ότι θυµόµουν πάντα αυτή την
κυρία να τραβολογάει κάτι που είχε στη φούστα της και ότι
τότε είχα σκεφτεί πως µπορεί να ξεπουπούλιαζε κανένα
πουλάκι.
Όταν ήρθαν τα χρήµατα, πήρα πίσω την πράσινη καρδιά και
έφυγα για τη γειτονική πόλη. Εκεί όλα πήγαν καλά απ’ την
αρχή και µπόρεσα να µείνω σ’ ένα άνετο ξενοδοχείο. Μου
έδωσαν ένα δωµάτιο µε τρία κρεβάτια, ένα διπλό και δύο
µονά. Διευκρίνισα ότι ήθελα ένα δωµάτιο αποκλειστικά για
µένα και µου είπαν ότι πράγµατι το δωµάτιο αυτό θα ήταν
µόνο για µένα και ότι µπορούσα να διαλέξω όποιο κρεβάτι
ήθελα. Το βράδυ, ύστερα από ένα λουκούλλειο δείπνο,
διάλεξα το διπλό κρεβάτι και έριξα πάνω του τις κουβέρτες και
των τριών κρεβατιών. Τα έπιπλα ήταν παλιά και σκούρα, οι
καθρέφτες θολοί και δεν καλοέβλεπαν το φως.
Το απόγευµα που έδωσα την πρώτη συναυλία βρήκα τον
χρόνο –προτού κλείσουν τα µαγαζιά– να αγοράσω µερικά
βιβλία, λίγα χρωµατιστά µολύβια για υπογράµµιση κι ένα πολύ
χαριτωµένο ευρετήριο, που θα σκεφτόµουν αργότερα τι να το
κάνω. Αφού έφαγα το βραδινό µου, έπεσα µε τα βιβλία στο
διπλό κρεβάτι, αλλά σκέφτηκα τον κινηµατογράφο και δεν
µπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασµό: ξαναντύθηκα και πήγα
να δω µια παλιά ταινία, όπου ένα ερωτευµένο ζευγάρι
φιλιόταν µε πάθος. Ήµουν πολύ ευτυχισµένος και δεν ήθελα
να κοιµηθώ, οπότε πήγα σ’ ένα καφέ, όπου ένα εξηµερωµένο
νιαντού περιφερόταν νωχελικά ανάµεσα στα τραπέζια. Το
χάζευα αφηρηµένος, στριφογυρίζοντας ανάµεσα στα δάχτυλά
µου την καρφίτσα της γραβάτας µου, όταν το νιαντού ήρθε
φουριόζο καταπάνω µου, άρπαξε απότοµα µε το ράµφος του
την πράσινη καρδιά και την κατάπιε. Τα µάτια µου κοιτούσαν
µε απελπισία την καρφίτσα να κατεβαίνει στον λαιµό του
νιαντού, σαν ένα µπαλάκι µέσα σε κάλτσα· θα ήθελα να την
πίεζα να ανέβει ξανά προς τα πάνω, αλλά ήρθε το γκαρσόνι µε
τον καφέ και µου είπε:
«Μην ανησυχείτε».
«Μα τι λέτε, κύριε! Εδώ πρόκειται για οικογενειακό
κειµήλιο!»
«Ακούστε, κύριε» µου είπε το γκαρσόνι, υψώνοντας το χέρι
σαν τροχονόµος που σταµατάει ένα αυτοκίνητο, «αυτό το
νιαντού έχει καταπιεί ένα σωρό πράγµατα και πάντα τα
επιστρέφει. Μείνετε ήσυχος, αύριο ή µεθαύριο θα σας
επιστρέψω την καρφίτσα σας κι ούτε γάτα ούτε ζηµιά».
Την εποµένη είδα στις εφηµερίδες τις κριτικές για τις
συναυλίες µου. Κάποια όµως είχε στο πρωτοσέλιδο έναν τίτλο
που έλεγε: «Η παραµονή του πιανίστα εξαρτάται από το
νιαντού», και το άρθρο ήταν γεµάτο αστεία.
Την ίδια µέρα έλαβα ένα γράµµα από τη µητέρα µου, όπου
µου έλεγε ότι η µαµά της Υβόν έφτιαχνε πινέλα πούδρας µε
χρωµατιστά πούπουλα κύκνου και ότι τα τραβολογήµατα θα
ήταν για να βγάλει τα πούπουλα από το πακέτο, επειδή
ορισµένες φορές τής τα έστελναν δεµένα πολύ σφιχτά.
Την εποµένη το γκαρσόνι µού έφερε την καρφίτσα και µου
είπε:
«Δεν σας το είπα, κύριε; Το νιαντού είναι πολύ σοβαρό και
τα επιστρέφει όλα».

Την επόµενη φορά που θα πάω να ξεκουραστώ σ’ αυτό το


χωριουδάκι των αναµνήσεων ίσως ανακαλύψω ότι ο πληθυσµός
του έχει αυξηθεί· και είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα βρίσκεται εκεί
κι ετούτη η πρασινισµένη εφηµερίδα και τα πεντάδυµα που
τους τρύπησα τα µάτια µε την καρφίτσα.
2 Μεγαλόσωµο πτηνό της Νότιας Αµερικής, που µοιάζει µε τη στρουθοκάµηλο.
(Σ.τ.Μ.)
3 Cerro στα ισπανικά σηµαίνει λόφος, αλλά στο Μοντεβιδέο υπάρχει ένας λόφος
που ονοµάζεται Σέρρο. (Σ.τ.Μ.)
Έπιπλα «Το Καναρίνι»

Η διαφήµιση αυτών των επίπλων µε έπιασε απροετοίµαστο.


Είχα πάει να περάσω έναν µήνα διακοπών σ’ ένα κοντινό
θέρετρο και δεν είχα θελήσει να ενηµερωθώ για όσα είχαν
συµβεί στην πόλη. Όταν γύρισα πίσω, έκανε πολλή ζέστη,
οπότε το βράδυ πήγα στην παραλία. Επέστρεψα στο δωµάτιό
µου µάλλον νωρίς και λιγάκι κακόκεφος, εξαιτίας αυτού που
µου είχε συµβεί στο τραµ. Είχα πάρει το τραµ από την
παραλία και έτυχε να καθίσω σε µια θέση που έβλεπε στον
διάδροµο. Επειδή έκανε ακόµη πολλή ζέστη, είχα διπλώσει το
σακάκι µου πάνω στα γόνατα και είχα τα µπράτσα γυµνά,
αφού το πουκάµισο που φορούσα ήταν κοντοµάνικο.
Ξάφνου, ένας από τους επιβάτες που στέκονταν στον
διάδροµο µου είπε:
«Μου επιτρέπετε, παρακαλώ…»
Κι εγώ του απάντησα βιαστικά:
«Στη διάθεσή σας».
Και, τότε, όχι µόνο δεν κατάλαβα τι γινόταν αλλά φοβήθηκα
κιόλας, επειδή µέσα σε µια στιγµή συνέβησαν ταυτόχρονα
πολλά πράγµατα. Το πρώτο ήταν ότι, προτού καλά καλά
ζητήσει την άδειά µου εκείνος ο κύριος, κι ενόσω εγώ του
απαντούσα, έπιασε να τρίβει το γυµνό µου µπράτσο µε κάτι
κρύο, που, δεν ξέρω γιατί, νόµισα ότι ήταν σάλιο. Κι όταν
ολοκλήρωσα την απάντησή µου, ένιωσα ένα τσίµπηµα και
είδα µια µεγάλη σύριγγα µε γράµµατα επάνω. Ταυτόχρονα,
µια χοντρή κυρία, που καθόταν σε µια άλλη θέση, είπε:
« Ύστερα είναι η σειρά µου».
Πρέπει να κούνησα απότοµα το χέρι µου, επειδή ο κύριος µε
τη σύριγγα είπε:
«Προσέξτε, θα σας πονέσω… µην κουνιέστε…»
Γρήγορα τράβηξε έξω τη βελόνα, ενώ οι άλλοι επιβάτες
χαµογελούσαν µε το ύφος µου. Ύστερα άρχισε να τρίβει το
µπράτσο της χοντρής κυρίας κι εκείνη τον κοιτούσε
πανευτυχής. Παρότι η σύριγγα ήταν µεγάλη, κάθε πάτηµα
του εµβόλου απελευθέρωνε µικρή µόνο ποσότητα υγρού.
Τότε, διάβασα τα κίτρινα γράµµατα πάνω στον κύλινδρο:
Έπιπλα «Το Καναρίνι». Ντράπηκα να ρωτήσω περί τίνος
επρόκειτο και αποφάσισα να ενηµερωθώ την εποµένη από τις
εφηµερίδες. Μόλις όµως κατέβηκα από το τραµ, σκέφτηκα:
«Δεν µπορεί να είναι απλώς ένα δυναµωτικό· αν πρόκειται
πράγµατι για διαφήµιση, πρέπει να είναι κάτι που οι
συνέπειές του να γίνονται αντιληπτές αµέσως». Δεν γνώριζα
ακριβώς περί τίνος επρόκειτο, αλλά ήµουν κατάκοπος και
αποφάσισα να µη δώσω σηµασία στο γεγονός. Ήµουν βέβαιος
πάντως ότι οι αρχές δεν θα επέτρεπαν να χορηγούνται
ναρκωτικά στο κοινό. Προτού πέσω να κοιµηθώ, σκέφτηκα ότι
ίσως µε την ένεση να ήθελαν να δηµιουργήσουν µια
κατάσταση σωµατικής ηδονής ή ευεξίας. Δεν είχα ακόµη
αποκοιµηθεί, όταν άκουσα να κελαηδάει µέσα µου ένα
πουλάκι. Δεν µου θύµιζε κανέναν γνωστό εσωτερικό ήχο, ούτε
αυτούς που έρχονται απέξω. Ήταν κάτι ανώµαλο, σαν µια
καινούργια αρρώστια· είχε όµως και µια χροιά ειρωνική: σαν η
αρρώστια να ένιωθε χαρούµενη και να είχε βαλθεί να
τραγουδάει. Αυτή η αίσθηση πέρασε γρήγορα και αµέσως
ακολούθησε κάτι πιο συγκεκριµένο· άκουσα να αντηχεί µες
στο κεφάλι µου µια φωνή που έλεγε:
«Χαίρετε, χαίρετε, ακούτε τον ραδιοσταθµό “Το Καναρίνι”…
Χαίρετε, χαίρετε, έκτακτη εκποµπή. Τα άτοµα που έχουν
ευαισθητοποιηθεί γι’ αυτές τις εκποµπές… και τα λοιπά, και
τα λοιπά».
Τα άκουγα όλα αυτά όρθιος, ξυπόλυτος πλάι στο κρεβάτι,
δίχως να έχω το κουράγιο να ανάψω το φως· είχα πεταχτεί
επάνω και είχα µείνει απολιθωµένος σε εκείνο το σηµείο: µου
φαινόταν απίστευτο ότι αντηχούσαν αυτές οι φράσεις µες στο
κεφάλι µου. Ξάπλωσα πάλι στο κρεβάτι και τελικά αποφάσισα
να περιµένω. Τώρα η φωνή έδινε πληροφορίες για την αγορά
επίπλων «Το Καναρίνι» µε δόσεις. Και ξάφνου είπε:
«Το πρώτο τραγούδι που θα µεταδώσουµε είναι ένα
τάνγκο…»
Απελπισµένος, πήρα µια χοντρή κουβέρτα και χώθηκα από
κάτω, αλλά του κάκου· η κουβέρτα έπνιγε τους ήχους του
δρόµου και άκουγα ακόµα πιο καθαρά ό,τι συνέβαινε µες στο
κεφάλι µου. Πέταξα από πάνω µου την κουβέρτα και άρχισα
να βηµατίζω στην κάµαρη· αυτό µε ανακούφιζε κάπως, αλλά
µε είχε πιάσει κάτι σαν κρυφό πείσµα να ακούω και να
παραπονιέµαι για τη δυστυχία µου. Πλάγια σα ξανά και,
κρατώντας σφιχτά τα κάγκελα του κρεβατιού, ξανάκουσα το
τάνγκο, ακόµα πιο καθαρά.
Ύστερα από λίγο βγήκα έξω: αναζητούσα άλλους θορύβους
που θα µετρίαζαν αυτόν που άκουγα µες στο κεφάλι µου.
Σκέφτηκα να αγοράσω µια εφηµερίδα για να βρω τη
διεύθυνση του ραδιοφωνικού σταθµού και να ρωτήσω τι
έπρεπε να κάνω για να εξουδετερώσω την επίδραση της
ένεσης. Ήρθε όµως ένα τραµ, και το πήρα. Σύντοµα το τραµ
πέρασε από ένα σηµείο όπου οι ράγες ήταν σε κακή
κατάσταση και ο σαµατάς µε απάλλαξε από το επόµενο
τάνγκο που έπαιζαν τώρα· ξάφνου, όµως, κοίταξα µέσα στο
τραµ και είδα έναν άλλο άντρα µε µια άλλη σύριγγα· έκανε
ενέσεις σε κάτι παιδιά που κάθονταν στα αντικριστά
καθίσµατα. Τον πλησίασα και τον ρώτησα τι έπρεπε να κάνω
για να εξουδετερώσω την επίδραση µιας ένεσης που µου είχαν
κάνει πριν από µία ώρα. Με κοίταξε έκπληκτος και είπε:
«Γιατί, δεν σας αρέσει η εκποµπή;»
«Διόλου».
«Κάντε λίγο υποµονή, σε λίγα λεπτά θα αρχίσει η καθηµερινή
σειρά».
«Τι φρίκη!» του είπα.
Εκείνος συνέχισε να κάνει ενέσεις και κουνούσε το κεφάλι
του χαµογελώντας. Δεν άκουγα πια το τάνγκο. Είχαν
ξαναρχίσει να µιλούν για τα έπιπλα. Τελικά, ο άντρας που
έκανε τις ενέσεις µού είπε:
«Κύριε, όλες οι εφηµερίδες έχουν την ανακοίνωση για τα
χαπάκια Το Καναρίνι. Αν δεν σας αρέσει η εκποµπή, πάρτε ένα
και τελειώσατε».
«Μα τώρα όλα τα φαρµακεία είναι κλειστά κι εγώ κοντεύω να
τρελαθώ!»
Εκείνη τη στιγµή άκουσα τον εκφωνητή να ανακοινώνει:
«Και τώρα θα µεταδώσουµε ένα ποίηµα µε τίτλο: Αγαπημένη
μου πολυθρόνα· ένα σονέτο γραµµένο ειδικά για τα έπιπλα Το
Καναρίνι».
Ύστερα, ο άντρας που έκανε τις ενέσεις µε πλησίασε και µου
είπε στα κρυφά:
« Έχω τον τρόπο να τακτοποιήσω το ζήτηµά σας. Δεν θα σας
χρεώσω παρά µόνο ένα πέσο, επειδή βλέπω ότι είστε τίµιος
άνθρωπος. Μη µε µαρτυρήσετε όµως, γιατί θα χάσω τη
δουλειά µου· η εταιρεία, βλέπετε, θέλει να πουλάει τα χάπια
της».
Τον πίεσα να µου αποκαλύψει το µυστικό. Τότε,
απλώνοντας την παλάµη, µου είπε:
«Το πέσο πρώτα».
Κι αφού του το έδωσα, πρόσθεσε: «Κάντε ένα πολύ ζεστό
ποδόλουτρο».
Οι δύο ιστορίες

Στις 16 Ιουνίου, και όταν είχε πια σχεδόν νυχτώσει, ένας νέος
κάθισε σ’ ένα τραπεζάκι όπου υπήρχαν σύνεργα της γραφής.
Φιλοδοξούσε να συλλάβει µια ιστορία και να τη φυλακίσει σ’
ένα τετράδιο. Από µέρες σκεφτόταν τη συγκίνηση της στιγµής
που θα έγραφε. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του ότι θα έγραφε
την ιστορία πολύ αργά, καταθέτοντας σ’ αυτήν τα καλύτερα
αποθέµατα του πνεύµατός του. Εκείνη την ηµέρα θα άρχιζε
να γράφει: δούλευε σ’ ένα κατάστηµα παιχνιδιών και, καθώς
χάζευε έναν µαυροπίνακα που στη µια του πλευρά είχε
γαλάζιες και κόκκινες χάντρες περασµένες σε σύρµατα, του
µπήκε η ιδέα ότι εκείνο το απόγευµα θα άρχιζε να γράφει την
ιστορία. Θυµήθηκε επίσης ένα άλλο απόγευµα που σκεφτόταν
µια λεπτοµέρεια της ιστορίας του και ο διευθυντής του
καταστήµατος τον είχε κακίσει πως ήταν αφηρηµένος την ώρα
της δουλειάς. Το πνεύµα του όµως έσβηνε όλες τις άσχηµες
αναµνήσεις αµέσως µόλις εµφανίζονταν, και συνέχισε να
σκέφτεται την ιστορία του, που τον έκανε τόσο ευτυχισµένο
αλλά και τόσο αδέξιο, αφού, µόλις έφυγε από τη δουλειά και
ένιωσε ελεύθερος, άφησε ένα πολύ µικρό κοµµάτι του εαυτού
του να ασχολείται µε τον εξωτερικό κόσµο και να τον πάει στο
σπίτι του. Αφήνοντας να τον παρασέρνει αυτή η µικρή
δύναµη, στην οποία είχε αναθέσει να τον οδηγεί, αφιέρωσε τη
σκέψη του στην αγαπηµένη του ιστορία. Καµιά φορά η
ευτυχία που ένιωθε του επέτρεπε να εγκαταλείπει για λίγο την
ευχάριστη σκέψη του και να παρατηρεί διάφορα πράγµατα
στον δρόµο, προσπαθώντας να τα βρει ενδιαφέροντα· αµέσως
όµως ξαναγύριζε στην ιστορία του· κι όλα αυτά αφήνοντας να
τον παρασέρνει η µικρή δύναµη στην οποία είχε αναθέσει να
τον οδηγεί.
Όταν έφτασε στο δωµάτιό του, σκέφτηκε ότι, αν το
τακτοποιούσε λιγάκι προτού καθίσει να γράψει, θα ηρεµούσε
κάπως, µα από την άλλη τού φάνηκε πως τα µάτια του και η
µύτη του θα σκουντουφλούσαν πάνω στα πράγµατα, πάνω
στην πόρτα και στους τοίχους· τελικά αποφάσισε να καθίσει
στο χαµηλό τραπεζάκι που ήταν βαµµένο στο χρώµα της
καρυδιάς. Σαν κάθισε όµως, χρειάστηκε να σηκωθεί πάλι για
να βρει ένα σηµειωµατάριο όπου είχε σηµειώσει την
ηµεροµηνία που άρχιζε η ιστορία.
«Η 16η Μαΐου ήταν ηµέρα Σάββατο, και θα ήταν γύρω στις
εννέα η ώρα το βράδυ όταν τη γνώρισα. Πριν από λίγο
αναλογιζόµουν τι άνθρωπος ήµουν εκείνο το βράδυ και την
αδιαφορία που ένιωθα. Φανταζόµουν επίσης ότι, εάν αυτός
που είµαι τώρα έλεγε σε εκείνον που ήµουν εκείνη τη βραδιά
να σηµειώσει βγαίνοντας από το σπίτι της την ηµεροµηνία,
επειδή θα σηµατοδοτούσε ένα σηµαντικό γεγονός, τότε
εκείνος θα µου έλεγε πως ήµουν πολύ συντηρητικός και ότι
είχα πέσει στην παγίδα της κοινοτοπίας. Ωστόσο, ο άνθρωπος
που είµαι τώρα γελάει µε εκείνον που ήµουν τότε, και δεν
κάθεται να αναρωτηθεί αν είχε δίκιο ή όχι. Και όχι µόνο:
προσπαθεί να τον θυµάται µε κάθε λεπτοµέρεια για να µπορεί
να γελάει ακόµα πιο πολύ µαζί του, αλλά και για να δει πότε
και πώς εκείνος ο άνθρωπος άρχισε να γίνεται αυτός που είναι
σήµερα. Αλλά και όχι µόνο: θέλει να τον θυµάται επειδή έτσι
θυµάται κι εκείνη. Αλλά και για έναν τελευταίο λόγο: επειδή
θέλει να γράψει αυτή την ιστορία για να ασχολείται
αποκλειστικά και µόνο µε εκείνη. Κι αν έγραψε την
ηµεροµηνία που τη γνώρισε, όπως θα έκανε και ο τελευταίος
ερωτευµένος, είναι επειδή στο θέµα αυτό, λιγότερο απ’ ό,τι
στα υπόλοιπα, δεν ντρέπεται που δεν πρωτοτύπησε. Θα
κλείσω µε µια τελευταία κοινοποίηση: µπόρεσα να εντοπίσω
την ηµεροµηνία εκείνης της βραδιάς χάρη στη βοήθεια ενός
πολύ καλού φίλου που µε συνόδευε εκείνη τη βραδιά, αλλά
και πολλές άλλες, ώσπου να πειστούµε και οι δύο ότι η
γυναίκα αγαπούσε εµένα και όχι εκείνον».
Ολοκληρώνοντας αυτή την παράγραφο, ο νέος σταµάτησε,
σηκώθηκε και άρχισε να βηµατίζει µες στο δωµάτιο. Ο χώρος
που είχε για να βηµατίζει ήταν πολύ περιορισµένος· θα
µπορούσε να µεριάσει λίγο το τραπεζάκι για να τον διευρύνει,
αλλά του άρεσε να πηγαίνει ως το τραπεζάκι και να κοιτάζει
την παράγραφο που είχε γράψει. Θα µπορούσε επίσης να
συνεχίσει να γράφει, αλλά ένιωθε µια κρυφή αγωνία: για να
γράψει, έπρεπε να ανακαλεί τα περασµένα, αλλά τότε
συνειδητοποιούσε ότι η ανάµνησή τους παραµορφωνόταν, κι
εκείνος τα αγαπούσε πάρα πολύ για να επιτρέπει στον εαυτό
του να τα παραµορφώνει. Ήθελε να τα αφηγηθεί µε κάθε
ακρίβεια, αλλά πολύ γρήγορα συνειδητοποίησε ότι αυτό ήταν
αδύνατον, και γι’ αυτό άρχισε να τον βασανίζει εκείνη η
ακαθόριστη και κρυφή αγωνία.
Αν είχε µια κρυφή αγωνία που η ανάµνησή τους
παραµορφωνόταν, ακόµα πιο κρυφός και προσωπικός ήταν ο
λόγος για τον οποίο την εποµένη δεν ένιωθε πια αυτή την
αγωνία. Ήταν ο ίδιος λόγος για τον οποίο το να γράψει την
ιστορία ήταν γι’ αυτόν µια αναγκαιότητα και µια ηδονή πιο
ισχυρή απ’ όσο µπορούσε να αντιληφθεί. Το πνεύµα του,
όπως ακριβώς είχε σβήσει την άσχηµη ανάµνηση του διευ-
θυντή του καταστήµατος των παιχνιδιών να τον βγάζει
απότοµα από τις πιο αγαπηµένες του σκέψεις, έτσι και τώρα
του έκρυβε τον βαθύτερο λόγο για τον οποίο επιθυµούσε τόσο
απεγνωσµένα να γράψει την ιστορία. Παρά τη θέλησή του, το
πνεύµα του του έκρυβε αυτόν τον λόγο, χρησιµοποιώντας τις
δικαιολογίες που ο ίδιος επικαλούνταν αδιάκοπα στο κοµµάτι
που είχε γράψει. Την ιστορία όµως θα την έγραφε, επειδή
εκείνη δεν τον αγαπούσε πια.
«Ο άνθρωπος που ήµουν προτού τη γνωρίσω είχε την
αδιαφορία της κόπωσης. Αν την είχα γνωρίσει πολύ νωρίτερα,
πολύ νωρίτερα θα είχα αφιερώσει όλη µου την ενέργεια στο να
την αγαπώ· επειδή όµως δεν την είχα συναντήσει, αφιέρωσα
εκείνη την ενέργεια στο να σκέφτοµαι: είχα σκεφτεί τόσο
πολύ, που είχα ανακαλύψει πόσο µαταιόδοξη και απατηλή
είναι η σκέψη όταν θεωρεί ότι αυτή είναι η κατεξοχήν
κατευθυντήρια δύναµη του πεπρωµένου µας. Και παρότι το
γνώριζα αυτό, συνέχιζα να σκέφτοµαι, συνέχισα να χαλαλίζω
την ενέργειά µου στη σκέψη, και ένιωθα την πιο δυσάρεστη
κόπωση. Ο άνθρωπος που είµαι τώρα ξαποσταίνει στις κατά
βούληση ερωτικές ανησυχίες· αλλά από τις 19 Μαΐου –δύο
µέρες4 αφότου είχε αρχίσει η ιστορία– έως τις 6 Ιουνίου –την
ηµέρα που εγώ ο ίδιος διέκοψα την ιστορία επειδή την
εποµένη έφυγα πολύ νωρίς από την πόλη όπου έµενε–,
τουτέστιν τις είκοσι δύο µέρες που µεσολάβησαν, ξαπόσταινα
επίσης στα µεγάλα γαλανά της µάτια: η απόσταση που
µεσολαβούσε ανάµεσα στα µάτια και στα φρύδια της ήταν κι
αυτή µεγάλη, και από εκείνον τον χώρο που ήταν βαµµένος
µε ανοιχτή γαλάζια σκιά, από εκείνον τον γαλάζιο θόλο,
έµοιαζε να κατεβαίνει αυτό που είχε στα µάτια της και µε
έκανε να ξαποσταίνω από τις σκέψεις µου και να την αγαπώ
µε όλο µου το είναι».
Παρότι το πνεύµα του του έκρυβε για ποιον λόγο έγραφε την
ιστορία, δεν αποκλείεται να ένιωθε την ανάσα µιας συµφοράς
να τον ακολουθεί καταπόδας. Για την ακρίβεια, το πνεύµα
του ήταν εκείνο που δεν άφηνε την εντύπωσή του ότι η
γυναίκα δεν τον αγαπούσε πια να γίνει σκέψη, και τότε, εκτός
του ότι προσπαθούσε να συγκαλύψει αυτή την εντύπωση
χρησιµοποιώντας όλες τις δικαιολογίες µε τις οποίες εξηγούσε
γιατί έπρεπε να γράψει αυτή την ιστορία, γαντζωνόταν και
στις ηµεροµηνίες, επειδή του φαινόταν πως έτσι,
συγκρατώντας τις ηµεροµηνίες, συγκρατούσε και τον χρόνο
και εξασφάλιζε τον έρωτά της. Το βράδυ της 6ης Ιουνίου
όµως, ύστερα από τη συνάντησή τους, ήρθε στο δωµάτιο του
ξενοδοχείου µου, και για µια στιγµή είδα µια κρυφή, µικρή
αµφιβολία να βαραίνει το πνεύµα του: µου µιλούσε για εκείνη
και µου έλεγε ότι δεν ήξερε πότε και αν θα την ξανάβλεπε,
όταν κάρφωσε το βλέµµα του στο ηµερολόγιο και, βλέποντας
την ηµεροµηνία –6 Ιουνίου–, είπε: «Α, για δες αυτό το 6! Σαν
καθιστό ζώο µοιάζει… µε την ουρά του καλά
κουλουριασµένη». Κι όταν το είπε αυτό, τη στιγµή ακριβώς
εκείνη ήταν που είδα την κρυφή, µικρή αµφιβολία να
βαραίνει το πνεύµα του και που κι εκείνος ένιωσε την ανάσα
της συµφοράς να τον ακολουθεί καταπόδας.
Πολλά χρόνια πριν, τον πρώτο καιρό που άρχισε να τον
βασανίζει η σκέψη του, είχε και πάλι βρει ένα ζευγάρι γαλάζια
µάτια για να ξαποστάσει. Από τα γραπτά του εκείνης της
εποχής επέλεξα εκείνα που µου µετέφεραν καλύτερα την
αίσθηση των όσων γνώριζε για τον εαυτό του. Ήταν τα εξής
τρία κοµµάτια: Η επίσκεψη, Ο δρόμος και Το όνειρο .

Η επίσκεψη
Απόψε χρειάστηκε να ασχοληθώ µε κάποιες σκέψεις. Όταν
κουραζόµουν, ήθελα να τις ξεφορτωθώ έστω και µόνο για λίγο,
ήξερα όµως καλά πόσο σηµαντικές ήταν και δεν µπορούσα να
πάψω να ασχολούµαι µαζί τους. Ξαπόσταινα µόνον όταν
κάποιος µε διέκοπτε για να µε ρωτήσει κάτι. Αν όµως πήγαινα
να κάνω κάτι για να αποσπάσω τη σκέψη µου, υποχρέωνα τον
εαυτό µου να µην κάνει ζαβολιές: δεν θα υπήρχε πρόβληµα
αν κάτι αυθόρµητο µε έκανε να διακόψω τις σκέψεις µου,
αλλά δεν έπρεπε να επιζητώ την ευκαιρία· απεναντίας, ακόµα
κι αν παρουσιαζόταν η ευκαιρία, ακόµα κι αν ένιωθα ευτυχής
που θα ξαπόσταινα, όφειλα να λυπάµαι για τη διακοπή. Κάτι
παρόµοιο µου συνέβαινε κι όταν ήµουν µικρός και µε
σήκωναν αδιάβαστο για µάθηµα: αν µε έπιανε βήχας, ήµουν
ευτυχής επειδή ήταν µια ανάπαυλα στο µαρτύριό µου και
επειδή, ενόσω έβηχα, µπορεί να συνέβαινε κάτι σηµαντικό
που θα µε γλίτωνε από το µάθηµα· αλλά όταν έβηχα επίτηδες,
ο δάσκαλος το καταλάβαινε. Εκείνη την εποχή θα µου
φαινόταν απίστευτο ότι τώρα, που ήµουν πια µεγάλος, θα
υποχρέωνα τον εαυτό µου να φέρεται σαν να είχα µέσα µου
τον δάσκαλο.
Όταν πια είχε βραδιάσει για τα καλά, ήρθαν στο σπίτι µου οι
αδελφές µου µε µια ξανθιά κοπέλα µ’ ένα πρόσωπο µεγάλο,
χαρούµενο και φωτεινό. Το ίδιο βράδυ τής εξοµολογήθηκα ότι
όταν την κοιτούσα ξαπόσταινα από κάτι σκέψεις που µε
βασάνιζαν και ότι δεν είχα συνειδητοποιήσει πότε ακριβώς
εκείνες οι σκέψεις είχαν φύγει απ’ το µυαλό µου. Η κοπέλα µε
ρώτησε πώς ήταν εκείνες οι σκέψεις κι εγώ της είπα ότι ήταν
σκέψεις ανώφελες, ότι το κεφάλι µου ήταν σαν µια αίθουσα
όπου οι σκέψεις µου έκαναν γυµναστική και ότι όταν ήρθε
εκείνη όλες µου οι σκέψεις πήδηξαν από το παράθυρο.

Ο δρόμος
Σήµερα αναλογιζόµουν κάτι που µου είχε συµβεί λίγα βράδια
πριν. Εκείνο το βράδυ είχα συναντηθεί µε µια γυναίκα και
βαδίζαµε µαζί σ’ έναν µοναχικό δρόµο. Στις άκρες του
δρόµου υψώνονταν αυστηροί άσπροι τοίχοι, που κατά πάσα
πιθανότητα θα ήταν τοίχοι εργοστασίων ή αποθηκών. Τα
πεζοδρόµια έµοιαζαν να γεννιούνται από τα ριζά των τοίχων,
και ήταν συµπαθητικά· αλλά τα φανάρια του δρόµου, που κι
αυτά έµοιαζαν να γεννιούνται από τους τοίχους, είχαν λευκά
καπελάκια και ήταν γελοία. Ήταν µια νύχτα χωρίς φεγγάρι,
οπότε φώτιζαν µόνο τα φανάρια, αλλά έµοιαζε σαν να
φώτιζαν µονάχα τον αέρα και τη σιωπή.
Βαδίζαµε αργά. Της είχα ζητήσει να µη µου µιλάει για λίγο
επειδή ήθελα κάτι να σκεφτώ, αλλά δεν κατάφερνα να το
σκεφτώ, επειδή το µυαλό µου αφαιρούνταν βλέποντας πως
όταν τελείωνε το φως του ενός φαναριού µας περίµενε µε
ανόητη προθυµία το φως του επόµενου.
Αίφνης σταµάτησα και στράφηκα προς τα πίσω, επειδή στο
βάθος του δρόµου περνούσε το τρένο. Εκείνη έκανε µερικά
βήµατα ακόµα και ύστερα σταµάτησε. Δεν ξέρω τι µπορεί να
σκεφτόταν. Πάντα µε ενδιέφερε το θέαµα ενός τρένου που
περνάει, και σίγουρα γι’ αυτό στράφηκα, για να έχω την
ευκαιρία να το δω ακόµα µία φορά· ωστόσο, εκείνο το βράδυ
δεν είχα καµιά ιδιαίτερη επιθυµία να δω το τρένο, είχα
στραφεί άθελά µου: ήταν σαν εκείνη τη στιγµή να είχα
κάποιον άλλον µέσα µου, που είχε βγει έξω χωρίς τη
συναίνεσή µου, επειδή τον είχε ξυπνήσει ο σαµατάς του
τρένου. Αµέσως όµως ένιωσα ότι κι ένα άλλο πρόσωπο, που κι
αυτό είχε ξεπηδήσει από µέσα µου, είχε αποµείνει να κοιτάζει
προς την κατεύθυνση όπου βάδιζα προηγουµένως και το
οποίο, θέλοντας να επικρατήσει επί του πρώτου, µε ωθούσε να
προχωρήσω προς τα εµπρός. Αν εκείνα τα δύο πρόσωπα
στερούνταν λογικής και ήθελαν να δραπετεύσουν ήταν επειδή
εγώ, το κεντρικό πρόσωπο, ήµουν χαµένος στις πνευµατικές
µου ανησυχίες. Όταν το συνειδητοποίησα αυτό, θέλησα να τα
διώξω, να γυρίσω πίσω στην πραγµατικότητα και να κάνω κάτι
θετικό, οπότε κοίταξα τα χέρια µου. Αµέσως σκέφτηκα –σαν
έναν νέο τρόπο για να επανέλθω στο φυσιολογικό, να βγω και
πάλι στην επιφάνεια– να προχωρήσω προς τη γυναίκα και,
επωφελούµενος από το ότι ο δρόµος ήταν µοναχικός, να τη
φιλήσω: τότε, αφού φίλησα το τόσο ασυνήθιστο πρόσωπό της,
συνειδητοποίησα ότι µου είχε συµβεί το ίδιο όπως και µε το
τρένο, ότι δεν είχα καµιά διάθεση να τη φιλήσω, ότι την είχε
φιλήσει το πρόσωπο που είχε στραφεί και κοίταζε προς τα
πίσω. Και ύστερα, µόλις αντέδρασα και θέλησα να έρθω στα
συγκαλά µου και την έπιασα αγκαζέ για να συνεχίσουµε να
βαδίζουµε, ένιωσα ότι µε είχε κυριεύσει το πρόσωπο που
προχωρούσε προς τα εµπρός. Αφού έκανα µερικά βήµατα,
σταµάτησα να σκέφτοµαι αυτό που µου συνέβαινε, έβγαλα
ένα τσιγάρο, το έφερα στα χείλη µου, κι επειδή το
σµυριδόχαρτο του σπιρτόκουτου ήταν φθαρµένο και έτριβα το
σπίρτο πάνω του ανώφελα, άφησα τη γυναίκα στη µέση του
δρόµου και πήγα να το τρίψω πάνω στον τοίχο.
Όταν είχαµε αφήσει πίσω µας τον δρόµο κι εγώ
εξακολουθούσα να αναλογίζοµαι αυτό που µου είχε συµβεί,
σκέφτηκα ότι ο δρόµος δεν ήταν πια ίδιος· ότι ένας από τους
τοίχους είχε µια ουλή από ένα σπίρτο και ότι το σπίρτο εκείνο
είχε παραµείνει αναµµένο πάνω στο πεζοδρόµιο που ο τοίχος
αυτός είχε γεννήσει. Αργότερα, σαν να ξυπνούσα από όνειρο
και να καταλάβαινα τι είχε συµβεί, σκέφτηκα ότι οι αυστηροί
άσπροι τοίχοι είχαν ανταλλάξει µατιές µέσω του αέρα και της
σιωπής, που φωτίζονταν από τα φανάρια µε τα γελοία
καπελάκια. Ωστόσο δεν µπορώ να πω πώς ήταν ο αέρας και η
σιωπή εκείνη τη νύχτα σ’ εκείνον τον δρόµο. Πάντως, µου
φαίνεται ότι κάθε φορά γράφω καλύτερα αυτά που µου
συµβαίνουν: κρίµα που αυτά που µου συµβαίνουν είναι
ολοένα και χειρότερα.

Το όνειρο

Στο µεγαλύτερο µέρος ενός ονείρου ήµουν σ’ ένα


υπνοδωµάτιο και ήταν βράδυ. Καθόµουν σε µια καρέκλα
δίπλα σ’ ένα µεγάλο κρεβάτι, και πάνω σ’ αυτό το κρεβάτι,
ανάµεσα στις κουβέρτες, καθόταν µια νέα κοπέλα. Είχε την
απροσδιόριστη εκείνη ηλικία µεταξύ παιδούλας και
δεσποινίδας· κινούνταν διαρκώς, τακτοποιώντας και
παίζοντας µε κάποια πράγµατα που θεωρούσε ότι θα µε
ενδιέφεραν. Δυσκολευόµουν να πιστέψω ότι µπορεί να την
ενδιέφεραν όλα αυτά τα κοριτσίστικα πράγµατα και να ένιωθε
την ευχαρίστηση που νιώθουν τα µικρά κορίτσια όταν
τακτοποιούν τα πράγµατά τους και κινούνται διαρκώς, και
συνάµα να ένιωθε τη σχεδόν καθαρά πνευµατική ευχαρίστηση
µιας βαθιάς αγάπης σαν αυτήν που γνώριζα ότι ένιωθε για
µένα. Καµιά φορά θα έλεγε κανείς ότι διάβαζε τις σκέψεις µου
και ότι τα έκανε όλα αυτά επίτηδες: της άρεσε να την κοιτάζω
να παίζει. Ξάφνου, όµως, διέκοπτε το παιχνίδι της και έφερνε
το πρόσωπό της κοντά στο δικό µου· εκείνη τη στιγµή το
πρόσωπό της είχε µια ιδέα θλίψης, µια ιδέα ικεσίας και
πρόωρου πόνου· και ξάφνου πάλι µου έδινε ένα πεταχτό φιλί
και συνέχιζε να παίζει όπως πριν· αυτό µε έκανε να σκέφτοµαι
ότι το πιο σηµαντικό για εκείνη ήταν η ευχαρίστηση του
παιχνιδιού, εκείνου του παιχνιδιού που καλά καλά δεν γνώριζα
ούτε ποιο ήταν ούτε µε τι παιζόταν και το οποίο
παρακολουθούσα παριστάνοντας ότι µε ενδια φέρει, όπως
παρακολουθούµε παριστάνοντας ότι µας ενδιαφέρουν τα
παιχνίδια των παιδιών, όταν στην πραγµατικότητα αυτό που
µας ενδιαφέρει είναι εκείνα µάλλον παρά τα παιχνίδια τους.
Τότε, την κοιτούσα σαν να ήταν ένα µικρό κοριτσάκι και της
συγχωρούσα όλα όσα έκανε, όπως συγχωρούµε τα παιδιά όταν
δεν ξέρουν ότι ενοχλούν: κινούνταν διαρκώς και µε ενοχλούσε
που διατάρασσε για τόσο πολλή ώρα τις σκιές που
δηµιουργούνταν από τις ακτίνες του φωτός ενός λαµπατέρ µε
πράσινο αµπαζούρ στην αντικρινή πλευρά του κρεβατιού. Ο
τρόπος που τη συγχωρούσα είχε επίσης µια δόση πονηριάς,
µια συµφεροντολογική επιείκεια, επειδή ήξερα ότι, αφού
παρακολουθούσα για αρκετή ώρα το παιχνίδι της, θα της
ζητούσα να µε φιλήσει κι εκείνη, θα µε γέµιζε µε χάδια και
φιλιά. Παρ’ όλα αυτά, όταν την επόµενη στιγµή τη φιλούσα,
ένιωθα ότι δεν την αγαπούσα, ότι δεν ήµουν ειλικρινής µε τον
εαυτό µου και ότι πάσχιζα να βρίσκω ευχάριστη µια
πολύπλοκη κατάσταση στην οποία είχα µόνος µου µπλεχτεί·
τότε, τη φιλούσα στα µάγουλα, όπου έτρεχαν άφθονα τα
δάκρυά της και πάσχιζα να τα αποφεύγω, επειδή, όταν τα
συναντούσα, θεωρούσα ότι ήµουν υποχρεωµένος να τα πιω,
και το υγρό γινόταν ολοένα πιο αλµυρό, ολοένα πιο άφθονο.
Άλλοτε βρισκόµουν στην καρέκλα, κολληµένος δίπλα στο
κρεβάτι, και άλλοτε βρισκόµουν σε µια ακαθόριστη απόσταση
από το κρεβάτι και έβλεπα τον εαυτό µου, µ’ ένα
ανοιχτόχρωµο κοστούµι, να κάθεται στην καρέκλα. Όταν
ήµουν στην καρέκλα και το κορίτσι ήταν κοντά µου, ένιωθα
την αληθινή κατάσταση των πραγµάτων χωρίς να
συνειδητοποιώ ότι την ένιωθα, και µε έτρωγε η αγωνία.
Άλλοτε έπιανα τον εαυτό µου να τη χαζεύει και άλλοτε να
κάνει πράγµατα που δεν ήθελε να κάνει. Άλλες φορές έπαιζε
τόσο µακριά µου, που οι κινήσεις της δεν ακούγονταν διόλου
και έµοιαζαν µε τις κινήσεις των βωβών ταινιών, όταν
παίζονται χωρίς µουσική. Τότε, όµως, συνειδητοποιούσα
αυτή τη σιωπή, αλλά και τη δική µου –πρέπει να µη µιλούσα
καθόλου–, επειδή, αντί να είµαι εγώ πλάι στο κρεβάτι της,
πρέπει να ήταν κάποιος άλλος, µάλλον ο αγαπητικός της, τον
οποίο γνώριζαν οι γονείς της και της επέτρεπαν να του µιλάει.
Όταν ήµουν µακριά από το κρεβάτι και έβλεπα τον εαυτό
µου να κάθεται µε το ανοιχτόχρωµο κοστούµι στην καρέκλα,
ένιωθα λιγότερη αγωνία, και τότε το κορίτσι και το «εγώ» που
έβλεπα από εκείνη την ακαθόριστη απόσταση συνυπήρχαν πιο
αρµονικά.
Μια από τις φορές που βρισκόµουν κοντά της, είχε το
σωµατάκι ενός µωρού λίγων µηνών και πολύ µεγάλο κεφάλι·
έπαιζε µ’ ένα κοµµάτι χαρτί, που άλλοτε το έβαζε πάνω στους
ώµους της και άλλοτε το τύλιγε σφιχτά γύρω από το σωµατάκι
της· το χαρτί έτριζε πολύ δυνατά. Οι γονείς της, που ήταν στο
διπλανό δωµάτιο, έσκυβαν πάνω από τα πόδια του κρεβατιού
τους και µας κοιτούσαν µέσα από την ενδιάµεση πόρτα, που
ήταν ανοιχτή. Ξάφνου εµφανίστηκε στο δωµάτιό µας η
µητέρα, µε το νυχτικό, και µου είπε: «Δεν περίµενα τέτοιο
θρίαµβο από εσάς». Πόσο µε πλήγωσαν αυτά τα λόγια!…
Ένιωσα την προδοσία µου και τον πόνο που πρέπει να
αισθανόταν το προδοµένο πρόσωπο αναγνωρίζοντας τον
θρίαµβό µου… Το καπέλο µου ήταν πότε εδώ, πότε εκεί·
άλλαζε θέση κάθε φορά που έκανα να το πιάσω και να φύγω.
Τότε, όµως, σκέφτηκα αυτό το ψέµα και είπα: «Ακούστε,
κυρία, είµαι πολύ ερωτευµένος µε µια φίλη της κόρης σας
και, περνώντας αποδώ, σκέφτηκα ότι η κόρη σας θα
µπορούσε να µου µιλήσει για τη γυναίκα που αγαπώ· καθώς
είδα φως, πήρα το θάρρος να χτυπήσω κι εκείνη µου άνοιξε».
Όταν ολοκλήρωσα τη φράση µου, το κορίτσι έκλαιγε
απαρηγόρητο, κι αυτό που είχα πει άρχισε να παίρνει αληθινή
υπόσταση…

«Όπως µου συµβαίνει συχνά, όταν ξύπνησα άρχισα να


καταλαβαίνω γιατί είχαν συµβεί ορισµένα πράγµατα, και οι
απαντήσεις έπεφταν η µια µετά την άλλη σαν τα πιόνια του
ντόµινο: οι γονείς είχαν ξυπνήσει εξαιτίας του θορύβου που
έκανε το τσαλακωµένο χαρτί· το κορίτσι έκλαιγε επειδή ήξερε
ότι αγαπούσα µια άλλη, και τα λοιπά. Αλλά αυτό που µε
εξέπληξε περισσότερο όταν ξύπνησα ήταν που
συνειδητοποίησα ότι η µητέρα της ήταν η δική µου µητέρα.
Θυµήθηκα, επίσης, κάτι που µου είχε συµβεί προτού
αποκοιµηθώ αλλά και στο τέλος του ονείρου: σκεφτόµουν
τους φυσικούς και ανθρώπινους νόµους και έβλεπα τις
επιθυµίες µου να περνούν σαν σύννεφα σε τετραγωνισµένο
ουρανό. Καθώς µε έπαιρνε σιγά σιγά ο ύπνος, το πλέγµα αυτό
έσπαγε, αλλά εγώ εξακολουθούσα να το σκέφτοµαι και να το
αισθάνοµαι σαν να ήταν ολόκληρο: τα σπασµένα κοµµάτια
ήταν σαν ολόκληρα, και υπήρχε ένα τετραγωνάκι τόσο καλά
κρυµµένο κάτω από ένα άλλο, που η µητέρα της ήταν η δική
µου…»
Ο νέος δεν θέλει να συνεχίσει να περιγράφει τα γεγονότα µε
τη σειρά που συνέβησαν· ούτε θέλει να µιλήσει για τα
πρόσωπα που είχαν σχέση µε τη γυναίκα που αγαπούσε, ούτε
καν για τα µέλη της οικογένειάς της. Του κόλλησε όµως η ιδέα
να περιγράψει τη µύτη της, κι ας το έβρισκε γελοίο.

«Τον καιρό που ζούσα κοντά της, επικέντρωνα πολύ συχνά


όλη µου την προσοχή και τον θαυµασµό στη µύτη της. Μου
φαινόταν, επίσης, ότι πολλές παράξενες σκέψεις που
πλανιόνταν στον αέρα έµπαιναν στο κεφάλι µου και έβγαιναν
από τα µάτια µου για να καταλήξουν πάνω στη µύτη της.
Και, τότε, πίστευα ότι ο τρόπος που καθόταν, µε το κορµί
στητό, ο τρόπος που ανασήκωνε το κεφάλι, προτάσσοντας το
πιγούνι, και καθετί σωµατικά ή πνευµατικά ωραίο πάνω της
ήταν µια πονηριά της φύσης της για να προετοιµάσει το
πνεύµα µου και να το κάνει να λατρέψει τη µύτη της.
»Η µύτη της προεξείχε στο πρόσωπό της σαν φλογερός
πόθος· ένας πόθος, όµως, που υπονοούνταν συγκαλυµµένα
και τον οποίο απέσυρε ευθύς αµέσως, επίτηδες θαρρείς, µε
κάποια δολιότητα. Όταν την κοιτούσα ανφάς και τα µεγάλα
γαλάζια µάτια της ήταν µισόκλειστα, η µύτη της έδειχνε πολύ
ευαίσθητη στα δάκρυα που κυλούσαν από εκείνα τα µάτια και
στέγνωναν επάνω της, αφήνοντας τα ίχνη τους πάνω σε δυο
πολύ µικρά ωχρά εξογκώµατα που γυάλιζαν στην άκρη της.
»Όταν υπαινισσόµουν εγώ τους φλογερούς µου πόθους,
διατυπώνοντάς τους µε λόγια –µε λόγια που µου έβγαιναν
άτσαλα, σαν κάτι γελοίους και ντροπαλούς άντρες που
βγαίνουν να χορέψουν για πρώτη φορά–, η µύτη της έµοιαζε
να ακούει, κι αφού τα µάτια της ήταν σχεδόν κλειστά,
έµοιαζε επίσης και να βλέπει. Και όταν πρόβαλλε το κεφάλι
της από το παράθυρο, για να δει τι συνέβαινε στον δρόµο, η
µύτη της έµοιαζε σαν να περίµενε να έρθει αργά αργά να
καθίσει πάνω της ένα ζευγάρι µατογυάλια µύτης.
»Δεν έχω χρόνο να κάτσω να σκεφτώ γιατί νιώθω την ανάγκη
να εξηγήσω πώς άρχισε να κλωθογυρίζει στο µυαλό µου
σήµερα µια φριχτή σκέψη. Το σίγουρο, όµως, είναι ότι τώρα
θέλω να την ξεδιπλώσω σ’ αυτή τη σελίδα.
»Πρώτα κάθισα στο κρεβάτι µου και κοίταξα το τραπεζάκι
που ήταν βαµµένο στο χρώµα της καρυδιάς· ύστερα κοίταξα
ένα ένα τα αντικείµενα του δωµατίου µου… Συνειδητοποιώ
ότι επιθυµώ να µιλήσω για όλα τα αντικείµενα που υπάρχουν
στο δωµάτιό µου, για να καθυστερήσω να θυµηθώ ακριβώς
πώς µου ήρθε αυτή η σκέψη· αλλά δεν θα βασανίσω το µυαλό
µου και πολύ, αφού είναι η πρώτη φορά που προσπαθώ να
θυµηθώ. Ξάφνου ένιωσα µες στην ψυχή µου έναν φωτεινό
χώρο, όπου περιφερόταν κάτι σαν αεροπλάνο. Θα κάνω την
υπόθεση ότι τα µάτια µου κοιτούσαν προς τα µέσα µε τον ίδιο
τρόπο που κοιτούσαν και προς τα έξω· οπότε, αφού είναι
σφαιρικά και κινούνταν για να κοιτάξουν προς τα µέσα,
κινούνταν επίσης κοιτάζοντας προς τα έξω, και γι’ αυτό
κοίταζα τα αντικείµενα που υπήρχαν στο δωµάτιό µου δίχως
να τα προσέχω: η προσοχή µου ήταν στραµµένη στο
αεροπλάνο που πετούσε στον φωτεινό χώρο εντός µου.
»Έπειτα, το τµήµα των µατιών µου που κοιτούσε προς τα
έξω δίχως να προσέχει κοίταξε αναπάντεχα –όπως θα κοίταζε
κάθε κοινός ερωτευµένος– µια φωτογραφία της πάνω στο
τραπεζάκι που ήταν βαµµένο στο χρώµα της καρυδιάς, και
τότε, αντί να συνεχίσω να έχω στραµµένη την προσοχή µου
στο αεροπλάνο που βρισκόταν εντός µου, την έστρεψα στη
φωτογραφία που ήταν απέξω. Ύστερα θέλησα να ξαναδώ το
αεροπλάνο, αλλά αυτό είχε χαθεί µες στον φωτεινό χώρο,
οπότε αναλογίστηκα: “Όπου να ’ναι, θα επιστρέψει, κι αν
καθυστερεί, είναι επειδή µάλλον κάτι θα φορτώνει”. Όταν
επέστρεψε, δεν µου φάνηκε απλώς φορτωµένο, αλλά και ότι
δεν ήταν το ίδιο αεροπλάνο. Αισθάνθηκα επίσης ότι ερχόταν
καταπάνω µου, καταπάνω στο ανόητο πρόσωπο που ήµουν
εκείνη τη στιγµή· και το µόνο που κατάφερα να κάνω ήταν να
βγάλω ένα κουρέλι από ένα άλλο µέρος της ψυχής µου και να
του κάνω σινιάλο να συνεχίσει… αλλά πρέπει να του έκανα
σινιάλο να σταµατήσει, επειδή ήρθε καταπάνω µου και µου
έσπασε το κεφάλι και µαζί όλες τις κρυφές γωνίες του ανόητου
εαυτού µου».

Νοµίζω ότι θα κρατήσει πολύ καιρό η έκπληξη απ’ όσα µου


συνέβησαν σήµερα: είδα τον νεαρό της ιστορίας και µου είπε
ότι δεν είχε πια διάθεση να συνεχίσει να τη γράφει και ότι ίσως
να µην επιχειρούσε να την ξαναπιάσει ποτέ.
Πολύ λυπάµαι γι’ αυτό, επειδή, αφού συνέλεξα όλες αυτές
τις πληροφορίες, που µου φαίνονται ενδιαφέρουσες, δεν θα
µπορέσω να τις χρησιµοποιήσω γι’ αυτή την ιστορία. Παρ’ όλα
αυτά, θα φυλάξω ως κόρην οφθαλµού αυτές τις σηµειώσεις,
επειδή σ’ αυτές θα βρίσκω πάντα µια άλλη ιστορία: την
ιστορία που πήρε σάρκα και οστά όταν ένας νεαρός
προσπάθησε να συλλάβει τη δική του.

4 Εδώ ο συγγραφέας υπολογίζει λάθος τις ηµέρες: στην πραγµατικότητα έχουν


περάσει τρεις ηµέρες αφότου άρχισε η ιστορία, και οι ηµέρες που µεσολάβησαν
είναι δεκαοκτώ. (Σ.τ.Μ.)
Σηµείωµα στη νέα έκδοση του Κανείς δεν άναβε

τα φώτα του Φελισµπέρτο Ερνάντες

Το 2002, προκειµένου να συστήσουµε στο ελληνικό


αναγνωστικό κοινό τον ουρουγουανό συγγραφέα Φελισµπέρτο
Ερνάντες (1902-1964), επιλέξαµε να µεταφράσουµε ορισµένα
από τα πιο όµορφα διηγήµατα της ώριµης περιόδου του
(1947-1960), που είχαν χαρίσει στον συγγραφέα µια σηµαντική
θέση ανάµεσα στους σηµαντικότερους συγγραφείς του
φανταστικού διηγήµατος της Λατινικής Αµερικής. Επρόκειτο
για τα διηγήµατα: Κανείς δεν άναβε τα φώτα, Το μπαλκόνι, Η
γυναίκα που μου έμοιαζε, Η πρώτη μου συναυλία, Η σκοτεινή
τραπεζαρία και Η πράσινη καρδιά, από τη συλλογή διηγηµάτων
του ά
Nadie encendí a las l , και τα:
mparas κροκόδειλος και Το
O

πλημμυρισμένο σπίτι, από τη συλλογή La casa inundada y otros

cuentos .
Σήµερα, είκοσι σχεδόν χρόνια αργότερα, διατηρώντας τον
ίδιο θαυµασµό και την ίδια αγάπη γι’ αυτόν τον µοναδικό
συγγραφέα και µοναχικό πιανίστα, και διαπιστώνοντας το
αυξανόµενο διεθνές ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού,
των µελετητών και των κριτικών λογοτεχνίας για το έργο του
«συγγραφέα που δεν µοιάζει µε κανέναν άλλο Ευρωπαίο ή
Λατινοαµερικάνο, αυτού του ελεύθερου σκοπευτή που
διαφεύγει από κάθε είδους κατηγοριοποίηση και
χαρακτηρισµό» σύµφωνα µε τα λεγόµενα του Ίταλο Καλβίνο
(βλ. Επίµετρο), αποφασίσαµε να δουλέψουµε από την αρχή
τις παλιές µεταφράσεις και να προχωρήσουµε σε µια
ολοκληρωµένη έκδοση της µετάφρασης και των δέκα
διηγηµάτων της συλλογής Κανείς δεν άναβε τα φώτα, µε την
ελπίδα ότι σύντοµα θα µπορέσουµε να µεταφράσουµε και να
εκδώσουµε επίσης την πλήρη συλλογή La casa inundada y otros

cuentos , στην οποία εµπεριέχονται τα διηγήµατα O

κροκόδειλος και Το πλημμυρισμένο σπίτι, που είχαµε


συµπεριλάβει στην έκδοση του 2002.

ΓΕΩΡΓΙΑ ΖΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Ρόδος, 20 Ιουνίου 2020


ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Φελισµπέρτο Ερνάντες, ένας µαγικός άγνωστος

συγγραφέας

Τον Νοέµβριο του 1999, µε την ευκαιρία της συµµετοχής µου


στο 16ο Συνέδριο Λογοτεχνικής Μετάφρασης στο Collège
International des Traducteurs Littéraires στην Αρλ, άκουσα
να αναφέρεται σ’ ένα από τα στρογγυλά τραπέζια το όνοµα
της Λορ Μπαταγιόν, πρώτης προέδρου και ψυχής του
κολεγίου. Η Λορ Μπαταγιόν, µια γυναίκα που αφιέρωσε όλη
της τη ζωή στη µετάφραση, είχε µεταφράσει και εισαγάγει στη
Γαλλία ορισµένους από τους πιο σηµαντικούς συγγραφείς της
Λατινικής Αµερικής: Χούλιο Κορτάσαρ, Χουάν Κάρλος Ονέττι,
Αρνάλντο Καλβέιρα, Φελισµπέρτο Ερνάντες… Φελισµπέρτο
Ερνάντες; Το όνοµα αυτό δεν µου έλεγε τίποτα. Η περιέργεια
µε έκανε να αναζητήσω στη βιβλιοθήκη του κολεγίου τη
µετάφραση για την οποία είχα ακούσει να µιλούν.
Κατεβάζοντας το βιβλίο από το ράφι, είδα στο εξώφυλλο να
στέκει καµαρωτή µια παλιοµοδίτικη κούκλα µε δαντελωτά
φουστάνια και καπέλο, σαν εκείνες που στόλιζαν τη δεκαετία
του ’60 τους καναπέδες των γιαγιάδων µας. Ακριβώς από
πάνω έγραφε:

Felisber to Hern άndez


Les Hor tenses

nouvelles
1
Traduites de l’uruguayen par Laure Guille - ataillon

ά
Préface de Julio Cor t zar

Πρόλογος του Χούλιο Κορτάσαρ! Το πράγµα γινόταν ολοένα


και πιο ενδιαφέρον. Μα ποιος ήταν επιτέλους αυτός ο
Φελισµπέρτο Ερνάντες;
Την πρώτη απάντηση στο ερώτηµά µου έδωσε ο πρόλογος
του Κορτάσαρ:
(…) Μοναχικός μέσα στην ίδια του τη χώρα, την Ουρουγουάη, ο
Φελισμπέρτο δεν υποτάσσεται στα ρεύματα της εποχής και ζει όλη
του τη ζωή αναδιπλωμένος στον εαυτό του, με μοναδική του
έγνοια τις εσωτερικές αναζητήσεις του που τον αποτραβούν από
την αδιάφορη και ανούσια καθημερινότητα. Δεν είναι τυχαίο που η
συντριπτική πλειοψηφία των διηγημάτων του είναι γραμμένα στο
πρώτο πρόσωπο(…) Αρκεί να αρχίσουμε να διαβάζουμε ένα
οποιοδήποτε κείμενό του και θα βρούμε τον Φελισμπέρτο εκεί,
έναν άνθρωπο μελαγχολικό και φτωχό που ζει δίνοντας συναυλίες
πιάνου σε επαρχιακές λέσχες, όπως έκανε κι εκείνος στη ζωή του,
όπως ακριβώς μας το διηγείται από την πρώτη παράγραφο. Και
προτού καλά καλά τον αναγνωρίσουμε –“καλή σου μέρα,
Φελισμπέρτο, πώς τα πας εκεί που βρίσκεσαι τώρα, έχεις κάπως
περισσότερα χρήματα, τα δωμάτια των ξενοδοχείων που μένεις
είναι λιγότερο άθλια, σε χειροκροτούν στα θέατρα και στα καφέ, η
γυναίκα που κοιτάς θα σ’ αγαπήσει άραγε ποτέ;”–, από τις πρώτες
κιόλας παραγράφους, κάνει τη μεγάλη στροφή, ένα εκθαμβωτικό
άλμα προς το μόνο που μετράει γι’ αυτόν: προς το ξάφνιασμα, την
άρρητη επικοινωνία με το άμεσο, τουτέστιν με όλα εκείνα τα οποία
διαρκώς παραγνωρίζουμε ή προσπερνάμε στο όνομα αυτού που
αποκαλούμε ζωή.
(…) Αυτό που αγαπάμε στον Φελισμπέρτο είναι η απλότητά του,
η πλήρης έλλειψη στόμφου, που χαρακτήριζε την κολλαρισμένη
λογοτεχνία της εποχής του. Παραδομένος ολοκληρωτικά σε μια
οπτική που τον απομακρύνει από τις συμβατικές παραδοχές και του
δίνει πρόσβαση σε μια άλλη κατάταξη ανθρώπων και πραγμάτων, ο
Φελισμπέρτο δεν αφήνεται ποτέ να διερωτηθεί για τα όσα
συμβαίνουν στη χώρα του τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, και
θα έλεγε κανείς ότι το βλέμμα του σταματάει στους τοίχους που τον
περιστοιχίζουν, χωρίς να προσπαθεί να επεκτείνει τις εμπειρίες του
ώστε να ενταχθεί στη δομή του τοπίου ή της κοινωνίας. Εντούτοις,
και όχι παραδόξως, όπως ορισμένοι θα μπορούσαν να σκεφτούν,
καθεμιά από τις ιστορίες του έχει την τρομερή δύναμη να
μεταφέρει τον αναγνώστη στην Ουρουγουάη της εποχής εκείνης,
κι εγώ αρκεί να τις ξαναδιαβάσω για να νιώσω ότι βρίσκομαι και
πάλι στους δρόμους του Μοντεβιδέο, στα καφέ, στα ξενοδοχεία και
στα χωριά της ενδοχώρας, όπου όλα γίνονται με τον ίδιο ανόρεχτο
τρόπο που κι εκείνος πρέπει να έδινε τις συναυλίες του, παίζοντας
σε σκοροφαγωμένα πιάνα, καταχρεωμένος και φορώντας
νοικιασμένα κοστούμια. Τι άλλο να ζητήσει κανείς από έναν
αφηγητή ικανό να παντρεύει το καθημερινό με το εξαιρετικό με
τέτοιον τρόπο που να αποδεικνύει ότι μπορούν να είναι ένα και το
αυτό;
Το σημερινό δράμα της Ουρουγουάης προαναγγέλλεται στις
ιστορίες του Φελισμπέρτο (…) Οι χρεοκοπίες μας –μιλάω για την
Ουρουγουάη και την Αργεντινή σαν μια ενιαία χώρα, επειδή περί
αυτού πρόκειται, όσο κι αν κακοφαίνεται στους εθνικιστές–, η
μυστική ή αχαλίνωτη δύναμή μας, ο αργός και νωθρός τρόπος με
τον οποίο αντιμετωπίζουμε το πεπρωμένο του πλανήτη, όλη η
ομορφιά και η θλίψη της αυλής ενός φτωχικού σπιτιού ή μιας
παρτίδας χαρτιών ανάμεσα σε φίλους, ξεπροβάλλουν από τις
ιστορίες του Φελισμπέρτο γκρεμίζοντας με ακατανίκητο τρόπο τις
ψευδαισθήσεις. Ανόρεχτος μάρτυρας, κρυφοκοιτάζει τις
μελαγχολικές, όλο επιτήδευση κυρίες και τους παίζει τα τάνγκο
του. Όπως όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς, μας καταγγέλλει διακριτικά
ενώ ταυτόχρονα μας δίνει ένα κλειδί για να ανοίξουμε τις πόρτες
του μέλλοντος και να βγούμε στον καθαρό αέρα.5
Μια πιο ενδελεχής έρευνα έφερε στα χέρια µου ένα κείµενο
που είχε γράψει ο Ίταλο Καλβίνο ως εισαγωγή στην ιταλική
µετάφραση της συλλογής Nadie ί
encend a las l ά mparas του
Φελισµπέρτο Ερνάντες, καθώς και τα πρακτικά ενός διεθνούς
συνεδρίου που είχε γίνει στο Παρίσι στις 4 και 5 Δεκεµβρίου
του 1997 και ήταν αφιερωµένο στο έργο του.
Έπρεπε επειγόντως να βρω τη συλλογή αυτών των
διηγηµάτων στο πρωτότυπο, αφού δεν είχα µπορέσει να τα
διαβάσω ακόµη, παρά µόνο στη γαλλική τους µετάφραση.
Μια µικρή στάση στη Librairie Hispanoamericaine της οδού
Monsieur le Prince στο Παρίσι έφερε επιτέλους στα χέρια µου
το πολυπόθητο βιβλίο. Τρεις ώρες αργότερα είχα πάρει την
απόφασή µου: αυτό το βιβλίο έπρεπε να µεταφραστεί στα
ελληνικά και θα έκανα τα αδύνατα δυνατά να βρω εκδότη.
Μου ήταν αδύνατον να πιστέψω πως αυτός ο συγγραφέας
παρέµενε εντελώς άγνωστος στην Ελλάδα. Άντε όµως να βρεις
εκδότη! Φυσικά ήξερα ότι θα χρειαζόταν υποµονή και
επιµονή, δύο χρόνια όµως αργότερα, και ύστερα από µια
σειρά αρνητικές απαντήσεις –«Πρόκειται για καταπληκτικό
βιβλίο, αλλά να… αυτή την εποχή εκδίδουµε πιο εµπορικά
βιβλία»–, η αισιοδοξία µου είχε αρχίσει να κάµπτεται. Ώσπου
µια εντελώς τυχαία συνάντηση µε τον κύριο Νώντα
Παπαγεωργίου των εκδόσεων Μεταίχµιο επέτρεψε την
πραγµατοποίηση αυτής της έκδοσης.
Ο Φελισµπέρτο Ερνάντες γράφει τις ιστορίες του, που
ξεδιπλώνονται σαν όνειρο, συνδυάζοντας τη µελαγχολία του
µοναχικού ανθρώπου µε το καταλυτικό χιούµορ, µε πρώτη ύλη
τα προσωπικά του βιώµατα: ένας συγγραφέας που διαβάζει
αδιάφορα τις ιστορίες του ενώπιον ενός κοινού που τον κάνει
να πλήττει, ένα µπαλκόνι που αυτοκτονεί από ζήλια, µια
µικροκαµωµένη κυρία που θρηνεί τον χαµένο έρωτά της
ακούγοντας να της παίζουν πιάνο σε µια σκοτεινή
τραπεζαρία, η αγωνία ενός πιανίστα λίγο πριν ξεκινήσει την
πρώτη του συναυλία, οι περιπέτειες ενός αλόγου που κάποτε
ήταν άνθρωπος, µια πράσινη πέτρα που ανασύρει από τη
µνήµη παιδικές αναµνήσεις, έπιπλα και αντικείµενα που
κρύβουν µυστικά, ιδιότροπες γυναίκες και µυστηριώδη
σπίτια, είναι ο κόσµος του Φελισµπέρτο Ερνάντες.
Ο Φελισιάνο Φελισµπέρτο Ερνάντες γεννήθηκε στις 20
Οκτωβρίου 1902 στη συνοικία Αταουάλπα του Μοντεβιδέο.
Πρωτότοκος γιος της Χουάνα Ορτένσια Σίλβα, της
επονοµαζόµενης Καλίτα, και του Προυδένσιο Ερνάντες, ζει
τα πρώτα χρόνια της ζωής του ευτυχισµένα, µέχρι το 1907,
οπότε η οικογένεια Ερνάντες-Σίλβα αρχίζει να αντιµετωπίζει
οικονοµικές δυσκολίες. Κατά τη διάρκεια των παιδικών και
εφηβικών του χρόνων ο Φελισµπέρτο και η οικογένειά του θα
αναγκαστούν να µετακοµίσουν πολλές φορές.
Το 1911 αρχίζει να παίρνει τα πρώτα µαθήµατα πιάνου µε τη
γαλλίδα Σελίνα Μουλιέ, φίλη της µητέρας του, η οποία
τριάντα χρόνια αργότερα θα αποτελέσει το κεντρικό πρόσωπο
στο διήγηµά του El caballo perdido. Το 1914 γράφεται µαζί µε
τις αδελφές του σε µια λαϊκή µεικτή οµάδα προσκόπων, την
οποία είχε ιδρύσει ο Δρ. Αλεχάντρο Λάµας. Την ίδια χρονιά
αποτυγχάνει στις εισαγωγικές εξετάσεις του γυµνασίου, που
την εποχή εκείνη στην Ουρουγουάη υπαγόταν στο
πανεπιστήµιο. Όταν η οικογενειακή τους φίλη Μαρί Σαιντ-
Ιλαίρ Λάµας προσφέρεται να τον προγυµνάσει για να
ξαναδώσει εξετάσεις, εκείνος της απαντά: «Δεν ωφελεί,
κυρία. Δεν µπορώ να µάθω. Πρέπει να δηµιουργήσω». Και
ήταν ακόµη δώδεκα χρονών. Την επόµενη χρονιά γνωρίζει τον
Κλεµέντε Κόλλινγκ, έναν τυφλό γάλλο πιανίστα και συνθέτη, ο
οποίος, έχοντας πέσει θύµα ενός αδίστακτου ιµπρεσάριου
στην Αργεντινή, είχε καταφύγει εξαθλιωµένος και πένης στην
Ουρουγουάη. Μια πολύ ζεστή και ειλικρινής φιλία γεννιέται
ανάµεσα στον νεαρό Φελισµπέρτο και στον τυφλό πιανίστα, ο
οποίος θα τον µυήσει όχι µόνο στον κόσµο της µουσικής,
αλλά και στον ζοφερό κόσµο των τυφλών και της φαντασίας.
Προτού ολοκληρώσει καλά καλά τις µουσικές σπουδές του, ο
Φελισµπέρτο αρχίζει να δουλεύει ως πιανίστας στις
κινηµατογραφικές αίθουσες των προαστίων του Μοντεβιδέο,
συνοδεύοντας µε τις µελωδίες του ταινίες του βωβού
κινηµατογράφου. Λίγα χρόνια αργότερα αρχίζει να µελετάει
αρµονία και σύνθεση υπό την καθοδήγηση του τυφλού
δασκάλου του. Εκείνη την εποχή θεωρεί ότι έχει κάνει την
οριστική επιλογή του: θα γίνει µουσικός, έστω κι αν µες στην
τσέπη του κουβαλάει πάντα κρυµµένο ένα µυστικό
σηµειωµατάριο, όπου καταγράφει στιγµιότυπα από την
προσωπική του ζωή, αναµνήσεις από τα παιδικά του χρόνια
και τα δεινοπαθήµατά του στη µοναχική του πορεία.
Το 1922 αρχίζει να παρακολουθεί µε πάθος τις διαλέξεις του
µεγάλου φιλοσόφου Κάρλος Μπας Φερρέιρα και να παρίσταται
µε µεγάλη επιµέλεια στις λογοτεχνικές συναθροίσεις που
γίνονταν στο εξοχικό του. Η επιρροή του φιλοσόφου είναι
φανερή στα κείµενα της πρώτης δηµιουργικής του περιόδου.6
Το πρώτο βιβλίο του Φελισµπέρτο Ερνάντες θα δει το φως το
1925, χάρη στη γενναιοδωρία του Χοσέ Ροδρίγες Ριέτ,
ιδιοκτήτη ενός µικρού βιβλιοπωλείου και στενού φίλου του.
Πρόκειται για το Fulano de tal , ένα µικροσκοπικό βιβλιαράκι
(8x11 cm) που θα χωρούσε ακόµα και σε µια τσέπη γιλέκου.
Την ίδια χρονιά ο θυελλώδης έρωτάς του µε την καλλονή
Μαρία Ισαβέλ Γκέρα, την οποία γνώριζε από το καλοκαίρι του
1919, όταν παραθέριζαν µαζί, καταλήγει σε γάµο και έναν
χρόνο αργότερα γεννιέται η πρώτη τους κόρη, Μάβελ
Ερνάντες-Γκέρα. Για να µπορέσει να ζήσει την οικογένειά του
και να εξοικονοµήσει λίγα λεφτά για τη χρηµατοδότηση των
συναυλιών του, ο Φελισµπέρτο αρχίζει να παίζει πιάνο στα
καφέ του Μοντεβιδέο και της Μερσέδες και να κάνει
περιοδείες στην επαρχία της Ουρουγουάης και της
Αργεντινής. Άθλια ξενοδοχεία, θλιβερές αίθουσες,
ξεκούρδιστα πιάνα, νοσταλγικά αγροτόσπιτα και ιδιόρρυθµοι
άνθρωποι θα είναι οι σύντροφοι του Φελισµπέρτο στα
µοναχικά του ταξίδια, αλλά και το υλικό από το οποίο θα
εµπνευστεί για να γράψει τα διηγήµατά του αρκετά χρόνια
αργότερα.
Το 1927 δίνει την πρώτη του συναυλία πιάνου στο
Μοντεβιδέο, φροντίζοντας να συµπεριλάβει στο πρόγραµµα
και έργα που έχει συνθέσει ο ίδιος. Ακολουθεί η έκδοση, σε
περιορισµένα αντίτυπα, τριών ακόµα κειµένων του,7 τα οποία
παρά τον αποσπασµατικό τους χαρακτήρα θα του χαρίσουν
την υποστήριξη ενός µικρού κύκλου σηµαντικών προσώπων
της διανόησης του Μοντεβιδέο: του φιλοσόφου Κάρλος Μπας
Φερρέιρα, του γιατρού Αλφρέδο Κάσερες, του ζωγράφου
Χοακίν Τόρες-Γκαρσία και άλλων.
Ύστερα από έξι χρόνια γάµου χωρίζει µε την πρώτη του
γυναίκα και το 1937 γνωρίζει και παντρεύεται την Αµάλια
Νιέτο, µεγάλη ουρουγουανή ζωγράφο, µαθήτρια του Αντρέ
Λοτ και του Χοακίν Τόρες-Γκαρσία, µε την οποία θα
αποκτήσει τη δεύτερη κόρη του, Άννα Μαρία Ερνάντες-Νιέτο.
Συνεχίζει τις περιοδείες του στην Αργεντινή, και το 1939 δίνει
µια σηµαντική συναυλία πιάνου στο Μπουένος Άιρες, όπου
ερµηνεύει έξοχα τον Πετρούσκα του Ιγκόρ Στραβίνσκι.
Το 1942 χωρίζει µε τη δεύτερη γυναίκα του και την ίδια
χρονιά, χάρη στη χρηµατοδότηση µιας οµάδας διανοουµένων
φίλων του, εκδίδεται το Por los tiempos de Clemente Colling

(Montevideo, Uruguay, Gonzάles Panizza Hermanos)8.


Πρόκειται για το πρώτο αληθινά σηµαντικό έργο του, µε το
οποίο ο Φελισµπέρτο κάνει τη µεγάλη στροφή στη γραφή του.
Δύο χρόνια αργότερα η στροφή αυτή θα επιβεβαιωθεί µε το El

caballo perdid ο (Montevideo, Uruguay, Gonzáles Panizza


Hermanos). Δεν έχουµε να κάνουµε πλέον µε σύντοµα
σηµειώµατα και αποσπασµατικές φράσεις, αλλά µε δύο
αρκετά µεγάλα αυτοβιογραφικά αφηγήµατα . Την ίδια χρονιά ο
γάλλος ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και διηγηµατογράφος
Ζυλ Συπερβιέλ, που εκείνη την εποχή βρίσκεται στο
Μοντεβιδέο,9 διαβάζει το Por los tiempos de Clemente Colling ,
ενθουσιάζεται και στέλνει στον Φελισµπέρτο µια εγκωµιαστική
επιστολή,10 η οποία θα αποτελέσει την αρχή της µακρόχρονης
φιλίας τους. Όταν µετά το τέλος του Δεύτερου Παγκόσµιου
Πολέµου ο Ζυλ Συπερβιέλ επιστρέφει στη Γαλλία µε την
ιδιότητα του µορφωτικού ακολούθου της πρεσβείας της
Ουρουγουάης στο Παρίσι, µεσολαβεί στο γαλλικό κράτος ώστε
να δοθεί µια υποτροφία στον Φελισµπέρτο.
Πράγµατι, τον Νοέµβριο του 1946 ο Φελισµπέρτο φτάνει στη
Γαλλία µε την ελπίδα να αποκοµίσει όσα περισσότερα µπορεί
και να προωθήσει το έργο του. Στους δεκαοκτώ µήνες που θα
παραµείνει εκεί θα γνωρίσει τους εκδοτικούς και
λογοτεχνικούς κύκλους του Παρισιού και θα έχει την ευκαιρία
να παρουσιάσει το έργο του στο γαλλικό κοινό στη Σορβόννη,
σε µια τελετή αφιερωµένη στην Ουρουγουάη. Κατά τη
διάρκεια της παραµονής του στη Γαλλία µελετάει και γράφει
συστηµατικά και γνωρίζει για µία ακόµα φορά τον έρωτα στο
πρόσωπο της Μαρία Λουίσα Λας Έρας, µιας
πολιτικοποιηµένης ισπανίδας δηµοκράτισσας και κατασκόπου
της KGB. Το 1947, κι ενόσω ακόµη βρίσκεται στη Γαλλία, ένας
πολύ µεγάλος εκδοτικός οίκος της Αργεντινής, ο Editorial
Sudamericana, εκδίδει το Nadie ί
enced a las l άmparas, τη
σηµαντικότερη συλλογή διηγηµάτων του, στη σειρά
«Horizonte», στην οποία είχαν εκδοθεί έργα των Αντρέ
Μαλρό, Ζυλιέν Γκριν, Φρανσουά Μοριάκ, Γουίλιαµ Φόκνερ,
Τζον Ντος Πάσσος, Τζον Στέινµπεκ, Βιρτζίνια Γουλφ, Τόµας
Μαν και άλλων. Ιστορίες ασυνήθιστες, γραµµένες στο πρώτο
πρόσωπο, σε γλώσσα απλή, καθηµερινή, που µπορεί να
φαίνονται αυθαίρετες, αλλά ταυτόχρονα εκπέµπουν µια
παράξενη αναγκαιότητα. Ιστορίες µελαγχολικές, ονειρικές,
όπου η υπερβολή, συστατικό στοιχείο του φανταστικού,
συνυπάρχει µε την τρυφερότητα και το χιούµορ. Ιστορίες που
ενίοτε αναδεικνύονται σε µικρά αριστουργήµατα ερωτικής
ποίησης.
Παρά τις καλές κριτικές όµως που θα συγκεντρώσει, το
βιβλίο δεν είχε την ανάλογη εµπορική επιτυχία. Όταν δώδεκα
χρόνια αργότερα ο Φελισµπέρτο θα βρεθεί στο Μπουένος
Άιρες, θα ανακαλύψει στις αποθήκες του εκδοτικού οίκου
εκατοντάδες απούλητα αντίτυπα. Η έκδοση αυτού του
βιβλίου, ωστόσο, αποτέλεσε µια ιδιαιτέρως σηµαντική στιγµή
στη λογοτεχνική σταδιοδροµία του. Το διήγηµα El 1 alc όn, που
εµπεριέχεται σε αυτή τη συλλογή, µεταφράζεται στα γαλλικά
και δηµοσιεύεται, µε τη φροντίδα της ουρουγουανής
ποιήτριας Σουσάνα Σόκα, στη λογοτεχνική επιθεώρηση La

Licorne . Πρόκειται για ένα διήγηµα το οποίο, σύµφωνα µε τη


µαρτυρία του γιατρού και φίλου του Αλφρέδο Κάσερες, ο
Φελισµπέρτο εµπνεύστηκε από µια ασθενή µε υδρωπικία, την
οποία είχαν επισκεφθεί το 1940. Η ασθενής ζούσε σ’ ένα µικρό
δωµατιάκι, βαµµένο πράσινο, χωρίς ούτε ένα παράθυρο.
Φεύγοντας ο Φελισµπέρτο δήλωσε έξαλλος: «Αυτή η γυναίκα
χρειάζεται ένα παράθυρο. Θα γράψω µια ιστορία».
Επιστρέφοντας από τη Γαλλία, εργάζεται σε δουλειές που
του προκαλούν αφόρητη πλήξη και το 1949 η Μαρία Λουίσα
Λας Έρας θα περάσει τον Ατλαντικό και θα παντρευτούν. Την
ίδια χρονιά εκδίδεται στη λογοτεχνική επιθεώρηση Escritura η
νουβέλα του , την οποία είχε γράψει κατά τη
Las Hor tensias

διάρκεια της διαµονής του στο Παρίσι. Πρόκειται για το


µοναδικό έργο του που δεν είναι γραµµένο στο πρώτο
πρόσωπο, και αφορά την ιστορία ενός άντρα ο οποίος
οργανώνει ένα είδος ταµπλό βιβάν µε πλαστικές κούκλες –
ιδιωτική αναπαραγωγή των κιτς αναπαραστάσεων που
συνήθιζαν να κοσµούν τις βιτρίνες των µαγαζιών την εποχή
εκείνη–, για να καταλήξει τελικά να ερωτευτεί µία από αυτές,
να απατήσει µαζί της τη γυναίκα του και να οδηγηθεί στην
τρέλα. Το κείµενο είναι αφιερωµένο στη «Μαρία Λουίσα» και η
έκδοση είναι εικονογραφηµένη από την Ολύµπια Τόρες, κόρη
του κονστρουκτιβιστή ζωγράφου Χοακίν Τόρες-Γκαρσία. Το
1951 χωρίζει µε τη Μαρία Λουίσα Λας Έρας και το 1955
παντρεύεται τη Ρέινα Ρέγιες. Κι αυτός ο γάµος όµως δεν θα
διαρκέσει περισσότερο από τρία χρόνια. Μετά το τελευταίο
του διαζύγιο ο Φελισµπέρτο φιλοξενείται για ένα διάστηµα
στο σπίτι του ανιψιού του Σέρχιο Ελένα και στη συνέχεια
καταφεύγει στο µικρό διαµέρισµα της µητέρας του, από την
οποία δεν µπόρεσε ποτέ να χειραφετηθεί συναισθηµατικά.
Όταν το 1960 εκδίδεται η νέα συλλογή διηγηµάτων του La

casa inundada και το οµώνυµο διήγηµα επιλέγεται να


µεταφραστεί στα ιταλικά και να συµπεριληφθεί σε µια
ανθολογία µε τα καλύτερα διηγήµατα του κόσµου (Le piu belle

novelle di tutti i paesi (Milano, Italia, Aldo Martello), ο


Φελισµπέρτο παίρνει µια από τις µεγαλύτερες χαρές της ζωής
του.
Το 1963 αρχίζουν οι πρώτες ανησυχητικές ενδείξεις
λευχαιµίας, και την αυγή της 13ης Ιανουαρίου του 1964 ο
Φελισµπέρτο Ερνάντες αφήνει την τελευταία του πνοή στο
πανεπιστηµιακό νοσοκοµείο του Μοντεβιδέο, φτωχός και
παραγνωρισµένος.
Μετά τον θάνατό του εκδίδονται τα άπαντά του τόσο στη
χώρα του όσο και στο Μεξικό και αρκετά από τα διηγήµατά
του µεταφράζονται στην Ιταλία και στη Γαλλία, κυρίως χάρη
στο ενδιαφέρον που έδειξαν για το έργο του ο Ίταλο Καλβίνο
και ο Χούλιο Κορτάσαρ.
Οι διάφορες κριτικές εργασίες και οι µελέτες που συχνά
βλέπουµε να παρουσιάζονται στα φιλολογικά συνέδρια µε
θέµα το έργο του ουρουγουανού συγγραφέα αποδεικνύουν
την αυξανόµενη σηµασία της ανθεκτικής, µοναχικής και
περιφρονηµένης στην εποχή της, γραφής του Φελισµπέρτο
Ερνάντες.
Σύµφωνα µε τη Σίλβια Λαρρανιάγα του Πανεπιστηµίου της
Ντιζόν, το έργο του Φελισµπέρτο Ερνάντες χαρακτηρίζεται
από µια εκφραστική ενότητα, από έναν κοινό τόνο, ο οποίος
ενοποιεί οντότητες κατ’ αρχάς διαφορετικές, τοποθετώντας
στο ίδιο επίπεδο τον κόσµο της µυθοπλασίας και το αληθινό
σύµπαν. Η ιδιορρυθµία του αυτή, σε συνδυασµό µε το απλό
λεξιλόγιο και µια σύνταξη που φέρει έντονα τα σηµάδια του
προφορικού λόγου, προσδίδουν στη γραφή του έναν
εξοµολογητικό χαρακτήρα, κάτι που σύµφωνα µε ορισµένους
κριτικούς θυµίζει τη σχέση ψυχαναλυτή και ψυχαναλυόµενου.
Ο αφηγητής, τον οποίο ως αναγνώστες ταυτίζουµε
αναπόφευκτα µε τον συγγραφέα, µας γίνεται τόσο οικείος,
τόσο κοντινός, που αν τον συναντούσαµε δεν θα διστάζαµε
να τον αποκαλέσουµε µε το µικρό του όνοµα, σαν να ήταν
παλιός µας φίλος.11
Από τα πρώτα του αποσπασµατικά αφηγήµατα µέχρι και τα
διηγήµατα της πιο ώριµης περιόδου του, ο Φελισµπέρτο
Ερνάντες δεν µπορεί να κρύψει το αληθινό του πάθος για τα
αντικείµενα. Πιστεύει ότι τα αντικείµενα αιχµαλωτίζουν τις
αναµνήσεις και ότι ακόµα και το πιο µικρό πραγµατάκι έχει
την ικανότητα να συλλάβει τα µυστικά µιας ζωής και να τα
διαφυλάξει ως κόρην οφθαλµού, γι’ αυτό και τα γεµίζει µε
λέξεις, τα κάνει να µιλήσουν, να βγουν από τη σιωπή τους και
να προδώσουν αυτά τα πολυπόθητα µυστικά.12
Ο Φελισµπέρτο Ερνάντες, παρά την υποστήριξη που είχε
από έναν µικρό κύκλο σηµαντικών διανοουµένων και
καλλιτεχνών, παρά τη φιλία και τους επαίνους του Ζυλ
Συπερβιέλ και µερικές πραγµατικά ενθουσιώδεις κριτικές,
δέχτηκε και την άδικη επίθεση πολλών κριτικών. Τον
κατηγορούσαν για το περιορισµένο λεξιλόγιό του και τα
συντακτικά του λάθη, που πολλές φορές έκαναν τα κείµενά
του «ακατανόητα». Όπως όµως σηµειώνει ο Οράσιο Σαουµπέτ
στη µελέτη του La escritura del margen/ al margen de la escritura:
(…) Ο Φελισμπέρτο δεν έκρυψε την ιδιορρυθμία του, ούτε
φαίνεται να τον ένοιαζε να μιλάει με ειλικρίνεια για όσα ορισμένοι
θα μπορούσαν να θεωρήσουν ελαττώματα. Σ’ ένα σύντομο άρθρο
του, αναφερόμενος στη σύνθεση των ιστοριών του, γράφει ότι
πάντα προσπαθούσε να αφαιρεί απ’ τις ιστορίες του καθετί το
άσχημο, ποτέ όμως εις βάρος της φυσικότητάς τους, και
παραδέχεται ότι φοβάται –και χρησιμοποιεί αυτό ακριβώς το ρήμα–
πως το άσχημο υπήρξε πάντα ο πιο πλούσιος τρόπος έκφρασής του
(…).13

Αρκετά χρόνια µετά τον θάνατο του Φελισµπέρτο Ερνάντες ο


Ίταλο Καλβίνο, κατανοώντας σε βάθος το έργο και τον τρόπο
γραφής του, σηµειώνει στην εισαγωγή της ιταλικής
µετάφρασης του Nadie encendίa las lάmparas:
(…) Ο συνειρμός των ιδεών δεν είναι μόνο το αγαπημένο παιχνίδι
των χαρακτήρων του Ερνάντες, αλλά, όπως έχει ομολογήσει και ο
ίδιος, και το κυρίαρχο πάθος του. Είναι επίσης η διαδικασία με την
οποία οικοδομεί τις ιστορίες του, καθώς συνδέει το ένα θέμα με το
άλλο, όπως κάνει και στις μουσικές του συνθέσεις. Φαίνεται
μάλιστα πως οι πιο κοινότοπες καθημερινές εμπειρίες θέτουν σε
κίνηση τις πιο απρόβλεπτες νοητικές χορευτικές φιγούρες, ενώ οι
ιδιοτροπίες και οι μανίες, που απαιτούν σύνθετη προμελέτη και μια
πιο επεξεργασμένη χορογραφία, δεν έχουν άλλο στόχο παρά να
αφυπνίσουν τις πιο απλές αλλά λησμονημένες αισθήσεις. Και
καταλήγει: (…) Ο Φελισμπέρτο Ερνάντες είναι ένας συγγραφέας
που δεν μοιάζει με κανέναν άλλο ευρωπαίο ή λατινοαμερικάνο
συγγραφέα. Είναι ένας “ελεύθερος σκοπευτής” που διαφεύγει από
κάθε είδους κατηγοριοποίηση και χαρακτηρισμό, αλλά του οποίου
η παρουσία είναι αναμφισβήτητη σε όποια σελίδα κι αν ανοίξουμε
τα βιβλία του.
Ποιος όµως θα µπορούσε να µιλήσει καλύτερα για το έργο του
Φελισµπέρτο Ερνάντες, αν όχι ο ίδιος ο συγγραφέας; Όταν το
1955 ο γάλλος κριτικός Ροζέ Καγιουά τού ζήτησε να γράψει
ένα κείµενο µε θέµα τη συγγραφική του δουλειά, ο
Φελισµπέρτο Ερνάντες έγραψε δυο σελίδες µε τον αινιγµατικό
τίτλο Explicaci ό n falsa de mis cuentos (Ψευδής επεξήγηση των
ιστοριών μου).
Εξαναγκάζοντας ή προδίδοντας τον εαυτό μου να πω πώς φτιάχνω
τις ιστορίες μου, θα καταφύγω σε επεξηγήσεις έξω απ’ αυτές. Οι
ιστορίες μου δεν είναι εντελώς φυσικές, με την έννοια ότι δεν
παρεμβαίνει σ’ αυτές καθόλου η συνείδηση. Αυτό θα μου ήταν
αποκρουστικό. Δεν κυριαρχούνται συνειδητά από κάποια θεωρία.
Αυτό θα μου ήταν εξαιρετικά αποκρουστικό. Θα προτιμούσα να πω
ότι η συνείδηση παρεμβαίνει με τρόπο μυστηριώδη. Οι ιστορίες
μου δεν έχουν λογική δομή. Ακόμα και η σταθερή και αυστηρή
επαγρύπνηση της συνείδησης παραμένει για μένα δυσδιάκριτη.
Κάποια στιγμή σκέφτομαι ότι σε μια γωνίτσα μέσα μου πρόκειται
να γεννηθεί ένα φυτό. Αρχίζω να το παραφυλάω, με τη σκέψη ότι
κάτι παράξενο συμβαίνει στη γωνίτσα αυτή, κάτι που μπορεί να
έχει καλλιτεχνική προοπτική. Αν αυτή η ιδέα δεν αποτύχει
παταγωδώς, θα είμαι ευτυχής. Παρ’ όλα αυτά, οφείλω να περιμένω
δίχως να γνωρίζω για πόσο: δεν ξέρω πώς να κάνω το φυτό να
βλαστήσει, πώς να διευκολύνω και να προστατέψω την ανάπτυξή
του. Προαισθάνομαι μόνο –ή μάλλον αυτό επιθυμώ– ότι θα έχει
φύλλα καμωμένα από ποίηση ή από κάτι που θα μετασχηματιστεί
σε ποίηση όταν κάποια μάτια το κοιτάξουν. Πρέπει να έχω τον νου
μου να μην καταλάβει πολύ χώρο, να μην επιδιώκει να γίνει
όμορφο ή δυνατό, αλλά το φυτό που προοριζόταν να γίνει, κι εγώ
να το βοηθήσω να το πετύχει. Στο μεταξύ, το φυτό θα μεγαλώνει
σε αρμονία με αυτόν που το περιεργάζεται και στον οποίο δεν θα
δώσει ιδιαίτερη σημασία αν θελήσει να του υποβάλει υπερβολικές
προθέσεις ή φιλοδοξίες. Αν το φυτό έχει αυτοκυριαρχία, θα έχει μια
φυσική ποιητικότητα, την οποία θα αγνοεί. Πρέπει να μοιάζει μ’
έναν άνθρωπο που δεν ξέρει πόσος καιρός τού απομένει να ζήσει·
να έχει τις δικές του ανάγκες και μια διακριτική περηφάνια, κάπως
αδέξια, που να δείχνει αυτοσχέδια. Το ίδιο δεν θα γνωρίζει τους
νόμους του, αν και κατά βάθος θα έχει νόμους, απρόσιτους για τη
συνείδηση. Δεν θα γνωρίζει σε ποιον βαθμό ούτε με ποιον τρόπο
θα παρέμβει η συνείδηση, αλλά τελικά θα καταφέρει να της
επιβάλει τη θέλησή του. Και θα διδάξει στη συνείδηση να μην είναι
ιδιοτελής.
Το μόνο βέβαιο πάντως είναι ότι δεν ξέρω πώς φτιάχνω τις
ιστορίες μου, επειδή η καθεμιά τους έχει τη δική της παράξενη
ζωή. Ξέρω όμως ότι οι ιστορίες μου ζουν σε μια αέναη πάλη με τη
συνείδηση, για να αποφεύγουν τους ξένους που τους προτείνει.
5 Με το κείµενο αυτό ο Χούλιο Κορτάσαρ προλόγιζε τη συλλογή διηγηµάτων του
Φελισµπέρτο Ερνάντες La casa inundada y otros cuentos, που εκδόθηκε το 1975 από
τις εκδόσεις Lumen στη Βαρκελώνη.
6 Ο Χοσέ Πέδρο Ντίας στην εισαγωγή του στα Obras Completas του Φελισµπέρτο
Ερνάντες, που εκδόθηκαν το 1982 σε τρεις τόµους από τις εκδόσεις Arca στο
Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης, χωρίζει το έργο του Φελισµπέρτο Ερνάντες σε
τρεις περιόδους: την περίοδο των πρώτων δηµοσιευµάτων (1925-31), η οποία
περιλαµβάνει τέσσερα µικρά βιβλιαράκια (Fulano de tal, Libro sin tapas, La cara de
2na, La envenedada) και ορισµένα κείµενα σε περιοδικά, την περίοδο των πιο
εκτεταµένων αυτοβιογραφικών αφηγηµατικών έργων του (1942-43) (Por los tiempos
de Clemente Colling, El caballo perdido), στα οποία ο συγγραφέας δεν καταγράφει

απλώς τις αναµνήσεις του αλλά επιχειρεί µια πιο διεξοδική ανάλυση των
εσωτερικών διαδικασιών της µνήµης, και, τέλος, την πιο γόνιµη και ώριµη
περίοδο (1947-1960), όταν οι αποσπασµατικές αναµνήσεις του «ξεβράζονται» πια
στα διηγήµατά του (Nadie encendίa las lάmparas, Las Hor tensias, El cocodrilo, La casa
inundada, Diario del sinverguenza y ultimas invenciones ).

7 Πρόκειται για τα:


– Libro sin tapas, Rocha, Uruguay τυπογραφείο La palabra, 1929.

– La cara de 2na, Mercedes Uruguay, χωρίς όνοµα εκδότη, 1930.

– La envenedada, Florida, Uruguay, χωρίς όνοµα εκδότη, 1931.

8 Εκδότης του βιβλίου ήταν ο Μπένους Γκονσάλες Ολάσα, στενός φίλος και
ιµπρεσάριος του Φελισµπέρτο στις περιοδείες του στην επαρχία. Το La barba
metafίsica, ένα από τα σύντοµα κείµενά του, είναι ουσιαστικά ένα πορτρέτο του

Ολάσα.
9 Ο Ζυλ Συπερβιέλ (Μοντεβιδέο, Ουρουγουάη, 1884 – Παρίσι 1960), που ζούσε
µεγάλα διαστήµατα άλλοτε στη Γαλλία και άλλοτε στην Ουρουγουάη, βρισκόταν
στο Μοντεβιδέο όταν ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσµιος Πόλεµος και
αναγκάστηκε να µείνει εκεί µέχρι το τέλος του. Ο Συπερβιέλ δεν έπαψε ποτέ να
ενθαρρύνει και να συµβουλεύει τον Φελισµπέρτο, ο οποίος µε τη σειρά του τον
εµπιστευόταν και τον θαύµαζε, αποκαλώντας τον «Αγαπητέ µου γίγαντα».
10 Αγαπητέ Κύριε,
Πόση χαρά πήρα διαβάζοντάς σας, γνωρίζοντας έναν συγγραφέα πραγματικά νέο να
αγγίζει την ομορφιά, το μεγαλείο θα έλεγα, με τη δύναμη «της ταπεινότητας μπροστά στο
υποκείμενο».
Καταφέρνετε να είστε πρωτότυπος δίχως να το επιδιώκετε, σκύβοντας αυθόρμητα προς
το βαθύτερο. Έχετε μια έμφυτη έννοια αυτού που μια μέρα θα θεωρηθεί κλασικό. Οι
εικόνες σας είναι πάντα εύγλωττες και, καθώς απαντούν σε μια αναγκαιότητα, είναι πάντα
έτοιμες να χαραχτούν στο πνεύμα.
Το βιβλίο σας περιέχει σελίδες αντάξιες των πιο απαιτητικών ανθολογιών, ορισμένες
μάλιστα είναι αληθινά αξιοθαύμαστες. Σας συγχαίρω με όλη μου την καρδιά που μας
δώσατε αυτό το βιβλίο.
Ευχαριστώ επίσης τους φίλους σας που είχαν την τιμή να εκδώσουν τις σελίδες
ετούτες.
Δικός σας,
Ζυλ Συπερβιέλ
11 Silvia Larrañaga, Las paradojas de una identitad enunciativa, στην επιθεώρηση του
Centro de Estudios de Literaturas y Civilizaciones del Rio de la Plata
(CELCIPR), Rio de la Plata 19, Actas del coloquio, Homenaje international a
Felisberto Hernández, Paris, UNESCO, 1997, σελ. 120-121.
12 Περισσότερα για το θέµα αυτό βλέπε Edmundo Gόmez Mango, Las felicidadeas de
Felisber to: Las infancies de su escritura, ό.π ., σελ. 75-82.

13 Horacio Xaubet, La escritura del margen/al margen de la escritura, ό.π., σελ. 97-105.

You might also like