Professional Documents
Culture Documents
Κανείς δεν άναβε τα φώτα
Κανείς δεν άναβε τα φώτα
Τίτλος πρωτοτύπου Felisberto Hernández, Nadie encendía las lámparas, Editorial Sudamericana
1947
ISBN 978-618-03-2506-5
Το παρόν έργο πνευ ατικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού ό ου
µ N µ (N.
2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σή ερα και τις διεθνείς συ βάσεις περί πνευ ατικής
µ ) µ µ
ιδιοκτησίας Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε έσο ή
. µ
µετάφραση διασκευή ανα ετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε ορφή ηλεκτρονική ηχανική ή
, , µ µ ( , µ
Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα
τηλ .: 211 3003500, fax: 211 3003562
Κεντρική διάθεση
Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα
τηλ .: 210 3647433, fax: 211 3003562
B ιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
• A σκληπιού θήνα
18, 106 80 A
• Πολυχώρος Ιπποκράτους
, 118, 114 72 Αθήνα
τηλ .: 211 3003580, fax: 211 3003581
ΦΕΛΙΣΜΠΕΡΤΟ ΕΡΝΑΝΤΕΣ
ΤΑ ΦΩΤΑ
Η πράσινη καρδιά
Έπιπλα «Το Καναρίνι»
Οι δύο ιστορίες
Σημείωμα στη νέα έκδοση του Κανείς δεν άναβε τα φώτα του
Φελισμπέρτο Ερνάντες
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Κανείς δεν άναβε τα φώτα
Πριν από πολλά χρόνια διάβαζα µια ιστορία στο παλιό σαλόνι
ενός σπιτιού. Στην αρχή, από τις γρίλιες ενός παραθύρου
έµπαιναν µερικές ηλιαχτίδες. Σιγά σιγά άρχισαν να πέφτουν
πάνω στους ανθρώπους, ώσπου έφτασαν σ’ ένα τραπέζι µε
φωτογραφίες προσφιλών νεκρών. Δυσκολευόµουν να βγάλω τις
λέξεις από µέσα µου, θαρρείς και το σώµα µου ήταν ένα
όργανο µε χαλασµένο φυσερό. Στις µπροστινές καρέκλες
κάθονταν δυο χήρες, οι κυρίες του σπιτιού· µολονότι πολύ
ηλικιωµένες, είχαν ακόµη πλούσια µαλλιά πιασµένα σε
φουντωτούς κότσους. Διάβαζα ανόρεχτα και σήκωνα συχνά το
κεφάλι µου από το χαρτί, αλλά έπρεπε να φροντίζω να µην
κοιτάζω πάντα το ίδιο άτοµο· τα µάτια µου όµως είχαν
συνηθίσει να κατευθύνονται ασυναίσθητα στη χλωµή περιοχή
ανάµεσα στο φόρεµα και στον κότσο της µιας χήρας. Ήταν
ένα γαλήνιο πρόσωπο, που για αρκετό καιρό δεν θα έπαυε να
αναπολεί το ίδιο παρελθόν. Κάποιες στιγµές τα µάτια της
έµοιαζαν µε θολά τζάµια που πίσω τους δεν υπάρχει κανείς.
Όταν τύχαινε να σκεφτώ πόσο σηµαντικοί άνθρωποι
βρίσκονταν στο ακροατήριο, πίεζα τον εαυτό µου να µπει στο
πνεύµα της ιστορίας. Μια από τις πολλές φορές που
αφαιρέθηκα είδα µέσα από τις γρίλιες ένα σµάρι περιστέρια να
φτερουγίζουν πάνω από ένα άγαλµα. Ύστερα είδα, στο βάθος
της αίθουσας, µια νέα γυναίκα µε το κεφάλι γερµένο στον
τοίχο· τα ξέπλεκα κυµατιστά µαλλιά της απλώνονταν στους
ώµους της και άφησα το βλέµµα µου να πλανηθεί πάνω τους,
σαν σε φυτό σκαρφαλωµένο στους τοίχους εγκαταλειµµένου
σπιτιού. Μου φαινόταν πληκτικό να πρέπει να εµβαθύνω και
πάλι στην ιστορία που διάβαζα και να µεταφέρω το νόηµά
της· καµιά φορά, ωστόσο, οι ίδιες οι λέξεις αλλά και ο τρόπος
που συνήθιζα να τις λέω προκαλούσαν αίσθηση, χωρίς να το
έχω επιδιώξει, και τότε το γέλιο των ακροατών µε ξάφνιαζε.
Πέρασα για δεύτερη φορά το βλέµµα µου από το κεφάλι που
έγερνε στον τοίχο και σκέφτηκα ότι µπορεί η γυναίκα να το
είχε καταλάβει· οπότε, για να µη φανώ αδιάκριτος, κοίταξα
προς το άγαλµα. Εξακολουθώντας να διαβάζω, σκεφτόµουν
την αθωότητα µε την οποία το άγαλµα έπρεπε να αναπαριστά
µια µορφή που ποτέ δεν θα καταλάβαινε. Ίσως µε τα
περιστέρια να ένιωθε πιο άνετα: δεν φαινόταν να ενοχλείται
που περιφέρονταν γύρω από το κεφάλι του και κάθονταν στον
κύλινδρο που ήταν γερµένος πάνω στο σώµα του. Ξάφνου
συνειδητοποίησα ότι κοίταζα πάλι το κεφάλι που έγερνε στον
τοίχο και είχε τα µάτια κλειστά εκείνη τη στιγµή. Ύστερα
προσπάθησα να θυµηθώ τον ενθουσιασµό που αισθανόµουν
τον πρώτο καιρό που διάβαζα αυτή την ιστορία: µιλούσε για
µια γυναίκα που κάθε µέρα πήγαινε σε µια γέφυρα µε την
ελπίδα να µπορέσει κάποτε να αυτοκτονήσει. Κάθε µέρα όµως
προέκυπτε κι ένα νέο εµπόδιο. Το ακροατήριό µου ξέσπασε
στα γέλια όταν ένα βράδυ τής κόλλησε ένας περαστικός, και η
γυναίκα φοβισµένη έφυγε τρέχοντας για το σπίτι της.
Η γυναίκα του τοίχου γελούσε κι αυτή και έστρεφε το κεφάλι
δεξιά αριστερά, σαν να το είχε γερµένο σε µαξιλάρι. Τώρα πια
είχα συνηθίσει να αποστρέφω το βλέµµα µου από το κεφάλι
εκείνο και να το οδηγώ προς το άγαλµα. Θέλησα να φανταστώ
τη µορφή που αναπαριστούσε το άγαλµα, αλλά δεν µπόρεσα
να σκεφτώ κάτι σοβαρό: ίσως η ψυχή της µορφής αυτής να
είχε χάσει τη σοβαρότητα που διέθετε όσο ήταν εν ζωή και
τώρα να πέρναγε την ώρα της παίζοντας µε τα περιστέρια.
Ξαφνιάστηκα που τα λόγια µου χάρισαν και πάλι το γέλιο·
κοίταξα τις χήρες και είδα κάποιον να προβάλλει στα
θολωµένα µάτια της πιο λυπηµένης. Αποστρέφοντας το
βλέµµα µου για µία ακόµα φορά από το κεφάλι που έγερνε
στον τοίχο, δεν κοίταξα προς το άγαλµα αλλά προς ένα άλλο
δωµάτιο, όπου µου φάνηκε πως είδα φλόγες πάνω σ’ ένα
τραπέζι· ορισµένοι από τους ακροατές ακολούθησαν το
βλέµµα µου· στο τραπέζι όµως δεν υπήρχε παρά ένα βάζο µε
κόκκινα και κίτρινα λουλούδια, πάνω στα οποία έπεφταν
µερικές ηλιαχτίδες.
Όταν ολοκλήρωσα την ανάγνωση, άρχισε το σούσουρο· ο
κόσµος µαζεύτηκε γύρω µου κάνοντας διάφορα σχόλια κι ένας
κύριος άρχισε να µου αφηγείται την ιστορία µιας άλλης
γυναίκας που είχε αυτοκτονήσει. Ήθελε να εκφραστεί σωστά,
αλλά δυσκολευόταν να βρει τις κατάλληλες λέξεις και άρχισε
τις περιστροφές και τις παρεκβάσεις. Κοίταξα τους
υπόλοιπους και είδα ότι τον άκουγαν ανυπόµονα·
στεκόµασταν όλοι όρθιοι και δεν ξέραµε τι να κάνουµε τα
χέρια µας. Η γυναίκα µε τα ξέπλεκα κυµατιστά µαλλιά
πλησίασε προς το µέρος µας. Της έριξα µια µατιά και ύστερα
κοίταξα το άγαλµα. Δεν ήθελα να ακούσω την ιστορία, επειδή
η προσπάθεια εκείνου του ανθρώπου που κυνηγούσε τις λέξεις
µού προκαλούσε δυσφορία: ήταν σαν να είχε βαλθεί το
άγαλµα να χαστουκίζει τα περιστέρια.
Ο κόσµος που µε περιστοίχιζε δεν είχε άλλη επιλογή παρά να
ακούει τον κύριο που έλεγε την ιστορία, ενώ εκείνος συνέχιζε
µε αδέξιο πείσµα και σαν να ήθελε να πει: «Εγώ είµαι
πολιτικός, όπως ξέρω να αυτοσχεδιάζω οµιλίες, έτσι ξέρω και
να αφηγούµαι ενδιαφέρουσες ιστορίες».
Ανάµεσα σε αυτούς που ακούγαµε ήταν κι ένας νεαρός που
είχε στο µέτωπο ένα παράξενο σηµάδι: ήταν µια σκούρα
λωρίδα, στο σηµείο όπου φυτρώνουν τα µαλλιά, η οποία σε
διάφορα σηµεία κατέβαινε χαµηλά στο µέτωπο και είχε το
χρώµα πυκνής γενειάδας που την έχουν πρόσφατα ξυρίσει και
καλύψει µε πούδρα. Κοίταξα τη γυναίκα µε τα ξέπλεκα
µαλλιά και µε έκπληξη είδα ότι κι εκείνη κοιτούσε τα µαλλιά
µου. Και, τότε, ο πολιτικός ολοκλήρωσε την ιστορία του και
όλοι χειροκρότησαν. Σκεφτόµουν ότι δεν είχα το κουράγιο να
τον συγχαρώ, όταν µία από τις χήρες µού είπε: «Παρακαλώ,
καθίστε». Καθίσαµε όλοι και ακούστηκε ένας αναστεναγµός
γενικής ανακούφισης· χρειάστηκε όµως να σηκωθώ ξανά,
επειδή µία από τις χήρες θέλησε να µε συστήσει στη νεαρή µε
τα κυµατιστά µαλλιά, η οποία, όπως αποδείχτηκε, ήταν
ανιψιά της. Με προσκάλεσαν να καθίσω σ’ έναν µεγάλο
τριθέσιο καναπέ, ανάµεσα στην ανιψιά και στον νεαρό µε το
µαδηµένο µέτωπο. Η ανιψιά έκανε να µιλήσει, αλλά ο νεαρός
τη διέκοψε υψώνοντας το χέρι του µε τα δάχτυλα προς τα
πάνω –σαν σκελετός οµπρέλας που την έχει αναποδογυρίσει ο
αέρας– και είπε:
«Διαβλέπω σ’ εσάς έναν µοναχικό άνθρωπο που θα
αρκούνταν στη φιλία ενός δέντρου».
Αναρωτήθηκα αν είχε ξυρίσει έτσι το µέτωπό του για να το
κάνει να φαίνεται πιο µεγάλο, και όλο κακία τού απάντησα:
«Μην το λέτε· δεν θα µπορούσα να καλέσω ένα δέντρο για
περίπατο».
Γελάσαµε και οι τρεις. Ο νεαρός έριξε προς τα πίσω το
µαδηµένο µέτωπό του και συνέχισε:
«Σωστά. Το δέντρο είναι ο φίλος που θα είναι πάντα εκεί».
Οι χήρες φώναξαν την ανιψιά κι εκείνη σηκώθηκε κάνοντας
έναν µορφασµό δυσαρέσκειας. Την κοιτούσα καθώς
αποµακρυνόταν, και µόνο τότε συνειδητοποίησα ότι ήταν µια
εύσωµη γυναίκα όλο ζωντάνια. Στρέφοντας το κεφάλι µου,
αντίκρισα έναν άλλο νεαρό, τον οποίο µου σύστησε αυτός µε
το µαδηµένο µέτωπο. Ήταν φρεσκοχτενισµένος και στις άκρες
των µαλλιών του λαµπύριζαν σταγόνες νερού. Μια φορά που
είχα χτενιστεί έτσι κι εγώ, όταν ήµουν µικρός, µου είχε πει η
γιαγιά µου: «Τα µαλλιά σου είναι σαν να τα έγλειψε αγελάδα».
Ο νεοφερµένος κάθισε στη θέση της ανιψιάς και άρχισε να
µιλάει:
«Αµάν πια, αυτός ο κύριος µε την ιστορία του! Τι
ισχυρογνώµων!»
Μετά χαράς θα του έλεγα: «Κι εσείς, τι θηλυπρεπής!», αλλά
αντ’ αυτού τον ρώτησα:
«Ξέρετε πώς λέγεται;»
«Ποιος;»
«Ο κύριος… ισχυρογνώµων».
«Α, δεν θυµάµαι. Έχει ένα αριστοκρατικό όνοµα. Είναι
πολιτικός και πάντα τον βάζουν κριτή στους λογοτεχνικούς
διαγωνισµούς».
Κοίταξα τον νεαρό µε το µαδηµένο µέτωπο, που έκανε έναν
µορφασµό σαν να έλεγε: «Τι να κάνουµε, αυτά έχει η ζωή!».
Όταν η ανιψιά επέστρεψε, σήκωσε από τον καναπέ τον
«θηλυπρεπή» νεαρό τραβώντας τον από το µπράτσο και
µερικές σταγόνες νερού έπεσαν στο σακάκι του. Και στη
στιγµή είπε:
«Δεν συµφωνώ µαζί σας…»
«Σε τι;»
«…και µάλιστα µου κάνει εντύπωση που δεν ξέρετε τι κάνει
ένα δέντρο για να έρθει περίπατο µαζί µας».
«Τι;»
«Επαναλαµβάνεται µε µεγάλες δρασκελιές».
Της δώσαµε συγχαρητήρια για την ιδέα της κι εκείνη
ενθουσιασµένη συνέχισε:
«Επαναλαµβάνεται σε µια λεωφόρο υποδεικνύοντάς µας τον
δρόµο· ύστερα όλα τα δέντρα µαζί συγκεντρώνονται στο βάθος
και σκύβουν για να δουν ότι ερχόµαστε, και καθώς εµείς
πλησιάζουµε, παραµερίζουν και µας αφήνουν να
περάσουµε».
Έδωσε έναν τόνο αστεϊσµού στα λόγια της, θέλοντας να
καλύψει τη ροµαντική χροιά τους. Ντράπηκε και κοκκίνισε
ικανοποιηµένη. Τη µαγεία της στιγµής διέκοψε ο θηλυπρεπής
νεαρός:
«Τη νύχτα όµως στο δάσος, τα δέντρα µάς επιτίθενται από
παντού· ορισµένα σκύβουν µπροστά, σαν να πρόκειται να
κάνουν ένα βήµα και να πέσουν πάνω µας· καµιά φορά
µάλιστα µας κλείνουν τον δρόµο και µας τροµάζουν
ανοιγοκλείνοντας τα κλαριά τους».
Η ανιψιά δεν µπόρεσε να συγκρατηθεί:
«Χριστός και Παναγία! Μα ποιος είσαι, η Χιονάτη;»
Κι ενώ ακόµη γελούσαµε, µου είπε ότι ήθελε να µου κάνει
µια ερώτηση και πήγαµε στο δωµάτιο όπου ήταν το βάζο µε
τα λουλούδια. Έγειρε πάνω από το τραπέζι, ώσπου η κόχη του
βυθίστηκε στο κορµί της, και, χώνοντας τα δάχτυλα µες στα
µαλλιά της, µε ρώτησε:
«Πέστε µου την αλήθεια: Γιατί αυτοκτονεί η γυναίκα της
ιστορίας σας;»
«Φοβάµαι ότι θα έπρεπε να ρωτήσετε την ίδια».
«Δεν µπορείτε να τη ρωτήσετε εσείς;»
«Αδύνατον, θα ήταν σαν να ρωτούσα το αποκύηµα ενός
ονείρου».
Χαµογέλασε και χαµήλωσε τα µάτια, οπότε βρήκα την
ευκαιρία να κοιτάξω ολόκληρο το στόµα της, που ήταν πολύ
µεγάλο. Η κίνηση των χειλιών της, καθώς τραβιόνταν προς τα
πλάγια, έµοιαζε δίχως τέλος· τα µάτια µου όµως διέτρεχαν µε
ευχαρίστηση όλη αυτή την κόκκινη υγρή έκταση. Ίσως να µε
έβλεπε κάτω απ’ τα χαµηλωµένα βλέφαρά της, ή να
σκεφτόταν ότι έτσι σιωπηλός που ήµουν αποκλείεται να έκανα
κάτι καλό, επειδή χαµήλωσε πολύ το κεφάλι και έκρυψε το
πρόσωπό της. Τώρα µου επιδείκνυε τα µαλλιά της σε όλο τους
το µεγαλείο· ανάµεσα σε δυο κυµατιστά τσουλούφια φαινόταν
λίγο δέρµα, και θυµήθηκα µια κότα που ο αέρας τής είχε
ανασηκώσει τα φτερά και φαινόταν η σάρκα της. Μου άρεσε
να φαντάζοµαι το κεφάλι εκείνο σαν µια µεγάλη, ζεστή
ανθρώπινη κότα· η ζεστασιά του θα ήταν ευχάριστη, και τα
µαλλιά µια πιο εκλεπτυσµένη εκδοχή των φτερών.
Ήρθε µία από τις θείες –όχι εκείνη µε τα θολωµένα µάτια–
και µας έφερε δυο ποτηράκια λικέρ. Η ανιψιά ανασήκωσε το
κεφάλι και η θεία είπε:
«Να τον προσέχεις αυτόν εδώ· δεν είδες τι αλεπουδίσια µάτια
έχει;»
Σκέφτηκα ξανά την κότα και της αποκρίθηκα:
«Κυρία µου, εδώ δεν είναι κοτέτσι!»
Όταν µείναµε και πάλι µόνοι, και ενόσω δοκίµαζα το λικέρ –
ήταν υπερβολικά γλυκό και µου ’φερε αναγούλα–, η ανιψιά µε
ρώτησε:
«Δεν είχατε ποτέ περιέργεια για το µέλλον;»
Είχε σουφρώσει το στόµα θαρρείς και ήθελε να το χωρέσει
µέσα στο ποτηράκι.
«Όχι, έχω µεγαλύτερη περιέργεια να µάθω τι µπορεί να
συµβαίνει ετούτη ακριβώς τη στιγµή σ’ έναν άλλον άνθρωπο,
ή τι θα έκανα αν βρισκόµουν κάπου αλλού».
«Πέστε µου, τι θα κάνατε τώρα αν δεν ήµουν εγώ εδώ;»
«Α, αυτό το ξέρω καλά. Θα έχυνα το λικέρ στο βάζο µε τα
λουλούδια».
Μου ζήτησαν να παίξω πιάνο. Όταν επέστρεψα στο σαλόνι,
η χήρα µε τα θολωµένα µάτια είχε σκυµµένο το κεφάλι και
άκουγε κάτι που της έλεγε επίµονα στο αυτί η αδελφή της. Το
πιάνο ήταν µικρό, παλιό και φάλτσο. Δεν ήξερα τι να παίξω·
µόλις όµως δοκίµασα τις πρώτες νότες, η χήρα µε τα
θολωµένα µάτια ξέσπασε σε λυγµούς, και όλοι σωπάσαµε. Η
αδελφή και η ανιψιά την πήραν έξω· σε λιγάκι η ανιψιά
επέστρεψε και µας είπε ότι η θεία δεν ήθελε να ακούει
µουσική µετά τον θάνατο του συζύγου της – αγαπιόνταν µε τα
πιο αγνά αισθήµατα.
Ένας ένας οι καλεσµένοι άρχισαν να φεύγουν, και όσοι
µείναµε µιλούσαµε µε φωνή ολοένα πιο σιγανή καθώς έπεφτε
η νύχτα. Κανείς δεν άναβε τα φώτα.
Σκουντουφλώντας πάνω στα έπιπλα, έφευγα µε τους
τελευταίους καλεσµένους, όταν η ανιψιά µε σταµάτησε:
«Θα ήθελα να σας ζητήσω κάτι».
Δεν µου είπε όµως τίποτε: έγειρε το κεφάλι στον τοίχο του
διαδρόµου και µε έπιασε από το µανίκι του σακακιού.
Το µπαλκόνι
Την τελευταία µου χρονιά στο σχολείο έβλεπα κάθε µέρα ένα
µεγάλο µαύρο κεφάλι γερµένο πάνω σ’ έναν τοίχο βαµµένο µε
πράσινη λαδοµπογιά. Τα κατσαρά µαλλιά αυτού του παιδιού
δεν ήταν πολύ µακριά, αλλά απλώνονταν στο κεφάλι του σαν
αναρριχητικό φυτό, έκρυβαν το κατάλευκο µέτωπό του,
κάλυπταν τους κροτάφους του, έπεφταν πάνω από τ’ αυτιά
του και κατέβαιναν από τον σβέρκο του, ώσπου έµπαιναν
µέσα στο κοτλέ µπλε σακάκι του. Ήταν πάντα ένα ήσυχο
παιδί, που σχεδόν ποτέ δεν έκανε τις ασκήσεις του ούτε
διάβαζε τα µαθήµατά του. Μια µέρα, η δασκάλα τον έστειλε
πίσω στο σπίτι και ρώτησε ποιος από εµάς θα ήθελε να τον
συνοδεύσει για να πει στον πατέρα του να έρθει να του
µιλήσει. Η δασκάλα παραξενεύτηκε όταν σηκώθηκα όρθιος
και προθυµοποιήθηκα να πάω µαζί του, επειδή ήταν µια
δυσάρεστη αποστολή. Πίστευα ότι κάτι θα µπορούσα να κάνω
για να σώσω τον συµµαθητή µου, αλλά η δασκάλα το
πονηρεύτηκε, κατάλαβε τι σκεφτόµασταν και µας έθεσε
κάποιους όρους. Φεύγοντας όµως από εκεί, εµείς πήγαµε στο
πάρκο και ορκιστήκαµε να µην ξαναγυρίσουµε ποτέ στο
σχολείο.
Πέρυσι µε παρακάλεσε ένα πρωί η κόρη µου να την περιµένω
στη γωνιά ενός δρόµου για να πεταχτεί να ρίξει µια µατιά σ’
ένα παλαιοπωλείο. Επειδή καθυστερούσε, πήγα να τη βρω και
ανακάλυψα ότι ο καταστηµατάρχης ήταν ο παιδικός µου
φίλος. Οπότε πιάσαµε την κουβέντα και η κόρη µου
αναγκάστηκε να φύγει χωρίς εµένα.
Από έναν διάδροµο που χανόταν στα βάθη του
καταστήµατος ερχόταν µια κοπέλα κρατώντας κάτι στα χέρια.
Εκείνη τη στιγµή ο φίλος µου µου έλεγε ότι είχε περάσει τα
περισσότερα χρόνια της ζωής του στη Γαλλία, όπου συχνά
αναλογιζόταν, όπως κι εγώ, τους τρόπους που επινοούσαµε
για να ξεγελάµε τους γονείς µας ότι πηγαίναµε στο σχολείο.
Τώρα έµενε µόνος, αλλά είχε στο κατάστηµά του τέσσερα
κορίτσια που του παραστέκονταν σαν κόρες. Εκείνη που
ερχόταν από το βάθος τού έφερνε ένα ποτήρι νερό κι ένα
χαπάκι. Έπειτα, ο φίλος µου πρόσθεσε:
«Είναι πολύ καλές µαζί µου· και συγχωρούν τις…»
Στο σηµείο αυτό έµεινε σιωπηλός και το χέρι του άρχισε να
στροβιλίζεται στον αέρα δίχως να ξέρει πού να σταθεί, αλλά
στο πρόσωπό του είχε χαραγµένο ένα χαµόγελο. Του είπα τότε
δίκην αστείου:
«Αν έχεις καµιά… παραξενιά που σε φέρνει σε δύσκολη
θέση, έχω έναν φίλο γιατρό».
Δεν µε άφησε να ολοκληρώσω τη φράση µου. Το χέρι του
είχε σταθεί στο χείλος ενός ανθοδοχείου. Σήκωσε τον δείκτη
του, και το δάχτυλό του έµοιαζε έτοιµο να κελαηδήσει. Τότε,
ο φίλος µου είπε:
«Αγαπώ την… αρρώστια µου περισσότερο κι απ’ τη ζωή µου.
Όταν καµιά φορά µού περάσει από το µυαλό ότι µπορεί να
θεραπευτώ, µε πιάνει θανάσιµη απελπισία».
«Μα περί τίνος πρόκειται;»
« Ίσως µια µέρα να µπορέσω να σου πω. Αν ανακαλύψω ότι
είσαι από τους ανθρώπους που µπορούν να επιδεινώσουν τη…
νόσο µου, θα σου χαρίσω αυτή την καρέκλα µε τα φιλντισένια
στολίδια, που τόσο άρεσε στην κόρη σου».
Κοίταξα την καρέκλα και για κάποιον λόγο σκέφτηκα ότι η
αρρώστια του φίλου µου καθόταν επάνω της.
Η ηµέρα που αποφάσισε να µου µιλήσει για τη νόσο του
ήταν ένα Σάββατο και είχε µόλις κλείσει το κατάστηµά του.
Πηγαίναµε να πάρουµε ένα υπεραστικό λεωφορείο, και πίσω
µας ακολουθούσαν τα τέσσερα κορίτσια και ένας τύπος µε
φαβορίτες που τον είχα δει να κάθεται στο βάθος του
µαγαζιού, ανάµεσα σε λογιστικά βιβλία.
«Θα πάµε όλοι στο κτήµα µου» µου είπε «κι αν θέλεις να
µάθεις γι’ αυτό που λέγαµε, πρέπει να µείνεις µαζί µας ως το
βράδυ».
Κοντοστάθηκε, για να µας προλάβουν και οι υπόλοιποι, και
µε σύστησε στους υπαλλήλους του. Ο άντρας µε τις φαβορίτες
λεγόταν Αλεχάντρο και είχε συνεχώς τα µάτια χαµηλωµένα,
σαν λακές.
Όταν το υπεραστικό λεωφορείο βγήκε από την πόλη και το
ταξίδι έγινε πια µονότονο, ζήτησα από τον φίλο µου να µε
διαφωτίσει. Γέλασε και τελικά είπε:
«Όλα θα συµβούν σ’ ένα τούνελ».
«Θα µε ειδοποιήσεις όταν πλησιάζουµε;»
«Όχι, δεν κατάλαβες· αυτό το τούνελ είναι στο κτήµα µου
και θα µπούµε µε τα πόδια. Αργότερα, όταν βραδιάσει. Τα
κορίτσια θα είναι ήδη µέσα και θα µας περιµένουν
γονατισµένες σε προσκυνητάρια κατά µήκος του αριστερού
τοίχου, µ’ ένα σκούρο µαντίλι στο κεφάλι. Στη δεξιά πλευρά
θα υπάρχουν αντικείµενα πάνω σ’ έναν µακρόστενο και παλιό
πάγκο. Εγώ θα αγγίζω τα αντικείµενα και θα προσπαθώ να
µαντέψω τι είναι. Θα αγγίζω επίσης τα πρόσωπα των
κοριτσιών και θα φαντάζοµαι ότι δεν τις γνωρίζω…»
Έµεινα για µια στιγµή σιωπηλός. Είχε σηκώσει τα χέρια ψηλά
και ήταν σαν να περίµεναν να ζυγώσουν αντικείµενα ή ίσως
πρόσωπα. Όταν συνειδητοποίησε ότι είχε µείνει σιωπηλός,
κατέβασε τα χέρια του µ’ έναν τρόπο που µου θύµισαν
κεφάλια που κρύβονται πίσω από ένα παράθυρο. Φάνηκε σαν
να ήθελε να συνεχίσει να µου εξηγεί, αλλά είπε µόνο:
«Καταλαβαίνεις;»
Μετά βίας κατάφερα να του απαντήσω:
«Θα προσπαθήσω να καταλάβω».
Ο φίλος µου κοίταζε το τοπίο κι εγώ στράφηκα στα κλεφτά
και παρατήρησα τα πρόσωπα των κοριτσιών: αγνοούσαν τι
λέγαµε· δεν ήθελε πολύ να δεις πόσο αθώες ήταν. Ύστερα από
λίγο σκούντησα µε τον αγκώνα τον φίλο µου και του είπα:
«Αφού κάθονται στο σκοτάδι, γιατί φοράνε µαντίλι στο
κεφάλι;»
Μου απάντησε αφηρηµένα:
«Δεν ξέρω… αλλά το προτιµώ».
Και συνέχισε να κοιτάζει το τοπίο. Κοίταξα κι εγώ έξω από
το παράθυρο του λεωφορείου, αλλά η προσοχή µου ήταν
στραµµένη στο µαύρο κεφάλι του φίλου µου, που είχε
αποµείνει ακίνητο σαν σύννεφο σε µια άκρη του ουρανού, και
σκεφτόµουν τα µέρη που θα είχε διασχίσει κάτω από άλλους
ουρανούς. Τώρα, που γνώριζα ότι εκείνο το κεφάλι είχε
συλλάβει την ιδέα του τούνελ, το καταλάβαινα διαφορετικά.
Εκείνα τα πρωινά στο σχολείο, όταν άφηνε το κεφάλι του να
γέρνει πάνω στον πράσινο τοίχο, ίσως ήδη να διαµορφωνόταν
µέσα του ένα τούνελ. Δεν µε παραξένευε που δεν το είχα
καταλάβει όταν σεργιανίζαµε στο πάρκο, αλλά, όπως τον
ακολουθούσα τότε δίχως να καταλαβαίνω, το ίδιο έπρεπε να
κάνω και τώρα. Πάντως διατηρούσαµε ακόµη την ίδια
συµπάθεια ο ένας για τον άλλον, κι εγώ δεν είχα µάθει να
κρίνω τους ανθρώπους.
Οι θόρυβοι του υπεραστικού λεωφορείου και τα πράγµατα
που έβλεπα µου αποσπούσαν την προσοχή, αλλά στο µυαλό
µου κλωθογύριζε το τούνελ.
Λίγες µέρες αργότερα ο φίλος µου ήρθε στο σπίτι µου· ήταν
αργά το βράδυ και είχα πλαγιάσει. Μου ζήτησε συγγνώµη που
µε ανησύχησε και για τα όσα µου είχε πει στην έξοδο του
τούνελ. Παρά τη χαρά µου, εκείνος εξακολουθούσε να είναι
ανήσυχος. Ξάφνου µου είπε:
«Σήµερα ήρθε στο µαγαζί ο πατέρας της Χούλια. Δεν θέλει
να αγγίζω πια το πρόσωπο της κόρης του, αλλά άφησε να
εννοηθεί ότι αν αρραβωνιαζόµασταν δεν θα είχε αντίρρηση.
Κοίταξα τη Χούλια, που εκείνη τη στιγµή είχε τα µάτια
χαµηλωµένα και έξυνε το βερνίκι των νυχιών της, και τότε
κατάλαβα ότι την αγαπάω».
«Τόσο το καλύτερο!» του απάντησα. «Και γιατί δεν την
παντρεύεσαι;»
«Δεν µπορώ. Δεν θέλει να αγγίζω άλλα πρόσωπα στο
τούνελ».
Ο φίλος µου καθόταν µε τους αγκώνες ακουµπισµένους στα
γόνατα, και ξάφνου έκρυψε το πρόσωπό του· εκείνη τη στιγµή
το κεφάλι του µου φάνηκε µικρό σαν κεφαλάκι αρνιού.
Πήγαινα να βάλω το χέρι µου στον ώµο του, όταν άθελά µου
άγγιξα τα κατσαρά µαλλιά του. Και, τότε, σκέφτηκα ότι είχα
αγγίξει ανεπαίσθητα ένα από τα αντικείµενα του τούνελ.
1 Δηµοφιλές αφέψηµα της Ουρουγουάης, αλλά και όλης της Νότιας Αµερικής, που
συχνά σερβίρεται σε κούπα από ξερή κολοκύθα µε µεταλλικό καλαµάκι. (Σ.τ.Μ.)
Η γυναίκα που µου έµοιαζε
Στην αρχή ήταν πολύ φίλος µας, µια ωραία πρωία όµως έπαψε
να µας χαιρετάει. Στο κιγκλίδωµα της εξέδρας όπου παίζαµε
υπήρχε µια σειρά από πολύχρωµα φωτάκια και ο Αραχνούλας
είχε αναλάβει να τα ανάβει µόλις αρχίζαµε να παίζουµε. Μια
µέρα το «βιολί» ανακάλυψε ότι ο Αραχνούλας άναβε τα
φωτάκια ακριβώς τη στιγµή που ακουγόταν το πρώτο ακόρντο
του κοµµατιού µε το οποίο ανοίγαµε την παράσταση. Οπότε
ένα βράδυ, θέλοντας να του κάνουµε πλάκα, παίξαµε
ταυτόχρονα ένα διαφορετικό ακόρντο ο καθένας. Ο βρόντος
που ακούστηκε σε συνδυασµό µε τα φωτάκια τράβηξαν την
προσοχή του κόσµου και ορισµένοι χειροκρότησαν. Ο
Αραχνούλας όµως πηγαινοερχόταν πίσω από τον πάγκο σαν
λυσσασµένος και έµοιαζε έτοιµος να µας χυµήξει. Από εκεί
και πέρα δεν µας χαιρετούσε· πολλά χρόνια αργότερα,
ωστόσο, όταν πια δεν έπαιζα σε εκείνο το καφέ, µε είδε στον
δρόµο και ήρθε να µε χαιρετήσει µ’ ένα πολύ εγκάρδιο
χαµόγελο, οπότε ξαναγίναµε φίλοι.
Εκείνο το απόγευµα στη σκοτεινή τραπεζαρία ήρθε και πάλι
να µε χαιρετήσει προτού φύγει και µου είπε:
«Μπορείτε να µείνετε ήσυχος. Σ’ αυτό το σπίτι η δουλειά σας
είναι εξασφαλισµένη».
Ευτυχώς. Άλλη µια ευεργετική συνέπεια της συναυλίας.
Αµέσως όµως σκέφτηκα ότι υπήρχε και κάτι άλλο που έπρεπε
να κάνω, µόνο που εκείνη τη στιγµή δεν µπορούσα να
θυµηθώ τι. Δεν άργησα να το βρω: έπρεπε να πω στην Ντόλλυ
να µη µου µιλάει στον ενικό. Πάνω στην ώρα, η Ντόλλυ
µπήκε τρέχοντας στις µύτες των ποδιών και µου έτεινε το
χέρι. Δεν µου έµενε άλλη λύση παρά να της δώσω κι εγώ το
χέρι, οπότε µου είπε:
«Συγχαρητήρια». Και ξανάφυγε τρέχοντας.
Στις επόµενες συναντήσεις µας η Κούκλα καθόταν και πάλι
σιωπηλή και έπινε το μάτε της στην τραπεζαρία, ενόσω εγώ
σκεφτόµουν ήσυχα ήσυχα τα δικά µου.
Αφότου ο Αραχνούλας τακτοποίησε την κατάστασή µου στο
σπίτι της αδελφής του, ο καιρός περνούσε δίχως να διακόπτει
τις σκέψεις µου η Κούκλα. Έπινε το μάτε της, ώσπου το νερό
στην τσαγιέρα κρύωνε, και µε τα αλλήθωρα µάτια της
καρφωµένα στο κενό ατένιζε κι αυτή τις αναµνήσεις της. Ένα
απόβραδο, ωστόσο, που η τραπεζαρία είχε σχεδόν βυθιστεί
στο σκοτάδι και είχαµε σχεδόν φτάσει στο τέλος της
παράστασης, η Κούκλα µού µίλησε. Το µυαλό µου εκείνη τη
στιγµή έτρεχε µίλια µακριά. Μόλις έπεσαν πάνω µου τα λόγια
της Κούκλας και κατέρρευσε η σιωπή, έκανα µια απότοµη
κίνηση µε τα πόδια µου και χτύπησα το πιάνο. Η αρµονική
τράπεζα συνέχισε να αντηχεί και η Κούκλα ξέσπασε σ’ ένα
χυδαίο χαχανητό. Ύστερα επανέλαβε την ερώτησή της:
«Σας ρώτησα πώς λέγεται το τάνγκο που παίζατε».
Η πρώτη µου παρόρµηση ήταν να της πω τον τίτλο, ύστερα
όµως σκέφτηκα ότι, αν της τον έλεγα –το τάνγκο λεγόταν
Έφυγες; Να πας στο καλό–, ίσως να θεωρούσε ότι ήταν
υπαινιγµός για τον αγαπητικό της, που το είχε σκάσει µε µια
άλλη στη σανιδόσκαλα του ατµόπλοιου. Οπότε άναψα το φως,
για να της πάω την παρτιτούρα. Εκείνη όµως κατάλαβε την
πρόθεσή µου και µε σταµάτησε:
«Μην κάνετε τον κόπο, πείτε τον µου εσείς».
Της τον είπα µε µια παράξενη χροιά στη φωνή· µε έβαλε να
τον επαναλάβω και αµέσως είπε:
«Χριστέ µου, µα είναι γελοίος!»
Στις 16 Ιουνίου, και όταν είχε πια σχεδόν νυχτώσει, ένας νέος
κάθισε σ’ ένα τραπεζάκι όπου υπήρχαν σύνεργα της γραφής.
Φιλοδοξούσε να συλλάβει µια ιστορία και να τη φυλακίσει σ’
ένα τετράδιο. Από µέρες σκεφτόταν τη συγκίνηση της στιγµής
που θα έγραφε. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του ότι θα έγραφε
την ιστορία πολύ αργά, καταθέτοντας σ’ αυτήν τα καλύτερα
αποθέµατα του πνεύµατός του. Εκείνη την ηµέρα θα άρχιζε
να γράφει: δούλευε σ’ ένα κατάστηµα παιχνιδιών και, καθώς
χάζευε έναν µαυροπίνακα που στη µια του πλευρά είχε
γαλάζιες και κόκκινες χάντρες περασµένες σε σύρµατα, του
µπήκε η ιδέα ότι εκείνο το απόγευµα θα άρχιζε να γράφει την
ιστορία. Θυµήθηκε επίσης ένα άλλο απόγευµα που σκεφτόταν
µια λεπτοµέρεια της ιστορίας του και ο διευθυντής του
καταστήµατος τον είχε κακίσει πως ήταν αφηρηµένος την ώρα
της δουλειάς. Το πνεύµα του όµως έσβηνε όλες τις άσχηµες
αναµνήσεις αµέσως µόλις εµφανίζονταν, και συνέχισε να
σκέφτεται την ιστορία του, που τον έκανε τόσο ευτυχισµένο
αλλά και τόσο αδέξιο, αφού, µόλις έφυγε από τη δουλειά και
ένιωσε ελεύθερος, άφησε ένα πολύ µικρό κοµµάτι του εαυτού
του να ασχολείται µε τον εξωτερικό κόσµο και να τον πάει στο
σπίτι του. Αφήνοντας να τον παρασέρνει αυτή η µικρή
δύναµη, στην οποία είχε αναθέσει να τον οδηγεί, αφιέρωσε τη
σκέψη του στην αγαπηµένη του ιστορία. Καµιά φορά η
ευτυχία που ένιωθε του επέτρεπε να εγκαταλείπει για λίγο την
ευχάριστη σκέψη του και να παρατηρεί διάφορα πράγµατα
στον δρόµο, προσπαθώντας να τα βρει ενδιαφέροντα· αµέσως
όµως ξαναγύριζε στην ιστορία του· κι όλα αυτά αφήνοντας να
τον παρασέρνει η µικρή δύναµη στην οποία είχε αναθέσει να
τον οδηγεί.
Όταν έφτασε στο δωµάτιό του, σκέφτηκε ότι, αν το
τακτοποιούσε λιγάκι προτού καθίσει να γράψει, θα ηρεµούσε
κάπως, µα από την άλλη τού φάνηκε πως τα µάτια του και η
µύτη του θα σκουντουφλούσαν πάνω στα πράγµατα, πάνω
στην πόρτα και στους τοίχους· τελικά αποφάσισε να καθίσει
στο χαµηλό τραπεζάκι που ήταν βαµµένο στο χρώµα της
καρυδιάς. Σαν κάθισε όµως, χρειάστηκε να σηκωθεί πάλι για
να βρει ένα σηµειωµατάριο όπου είχε σηµειώσει την
ηµεροµηνία που άρχιζε η ιστορία.
«Η 16η Μαΐου ήταν ηµέρα Σάββατο, και θα ήταν γύρω στις
εννέα η ώρα το βράδυ όταν τη γνώρισα. Πριν από λίγο
αναλογιζόµουν τι άνθρωπος ήµουν εκείνο το βράδυ και την
αδιαφορία που ένιωθα. Φανταζόµουν επίσης ότι, εάν αυτός
που είµαι τώρα έλεγε σε εκείνον που ήµουν εκείνη τη βραδιά
να σηµειώσει βγαίνοντας από το σπίτι της την ηµεροµηνία,
επειδή θα σηµατοδοτούσε ένα σηµαντικό γεγονός, τότε
εκείνος θα µου έλεγε πως ήµουν πολύ συντηρητικός και ότι
είχα πέσει στην παγίδα της κοινοτοπίας. Ωστόσο, ο άνθρωπος
που είµαι τώρα γελάει µε εκείνον που ήµουν τότε, και δεν
κάθεται να αναρωτηθεί αν είχε δίκιο ή όχι. Και όχι µόνο:
προσπαθεί να τον θυµάται µε κάθε λεπτοµέρεια για να µπορεί
να γελάει ακόµα πιο πολύ µαζί του, αλλά και για να δει πότε
και πώς εκείνος ο άνθρωπος άρχισε να γίνεται αυτός που είναι
σήµερα. Αλλά και όχι µόνο: θέλει να τον θυµάται επειδή έτσι
θυµάται κι εκείνη. Αλλά και για έναν τελευταίο λόγο: επειδή
θέλει να γράψει αυτή την ιστορία για να ασχολείται
αποκλειστικά και µόνο µε εκείνη. Κι αν έγραψε την
ηµεροµηνία που τη γνώρισε, όπως θα έκανε και ο τελευταίος
ερωτευµένος, είναι επειδή στο θέµα αυτό, λιγότερο απ’ ό,τι
στα υπόλοιπα, δεν ντρέπεται που δεν πρωτοτύπησε. Θα
κλείσω µε µια τελευταία κοινοποίηση: µπόρεσα να εντοπίσω
την ηµεροµηνία εκείνης της βραδιάς χάρη στη βοήθεια ενός
πολύ καλού φίλου που µε συνόδευε εκείνη τη βραδιά, αλλά
και πολλές άλλες, ώσπου να πειστούµε και οι δύο ότι η
γυναίκα αγαπούσε εµένα και όχι εκείνον».
Ολοκληρώνοντας αυτή την παράγραφο, ο νέος σταµάτησε,
σηκώθηκε και άρχισε να βηµατίζει µες στο δωµάτιο. Ο χώρος
που είχε για να βηµατίζει ήταν πολύ περιορισµένος· θα
µπορούσε να µεριάσει λίγο το τραπεζάκι για να τον διευρύνει,
αλλά του άρεσε να πηγαίνει ως το τραπεζάκι και να κοιτάζει
την παράγραφο που είχε γράψει. Θα µπορούσε επίσης να
συνεχίσει να γράφει, αλλά ένιωθε µια κρυφή αγωνία: για να
γράψει, έπρεπε να ανακαλεί τα περασµένα, αλλά τότε
συνειδητοποιούσε ότι η ανάµνησή τους παραµορφωνόταν, κι
εκείνος τα αγαπούσε πάρα πολύ για να επιτρέπει στον εαυτό
του να τα παραµορφώνει. Ήθελε να τα αφηγηθεί µε κάθε
ακρίβεια, αλλά πολύ γρήγορα συνειδητοποίησε ότι αυτό ήταν
αδύνατον, και γι’ αυτό άρχισε να τον βασανίζει εκείνη η
ακαθόριστη και κρυφή αγωνία.
Αν είχε µια κρυφή αγωνία που η ανάµνησή τους
παραµορφωνόταν, ακόµα πιο κρυφός και προσωπικός ήταν ο
λόγος για τον οποίο την εποµένη δεν ένιωθε πια αυτή την
αγωνία. Ήταν ο ίδιος λόγος για τον οποίο το να γράψει την
ιστορία ήταν γι’ αυτόν µια αναγκαιότητα και µια ηδονή πιο
ισχυρή απ’ όσο µπορούσε να αντιληφθεί. Το πνεύµα του,
όπως ακριβώς είχε σβήσει την άσχηµη ανάµνηση του διευ-
θυντή του καταστήµατος των παιχνιδιών να τον βγάζει
απότοµα από τις πιο αγαπηµένες του σκέψεις, έτσι και τώρα
του έκρυβε τον βαθύτερο λόγο για τον οποίο επιθυµούσε τόσο
απεγνωσµένα να γράψει την ιστορία. Παρά τη θέλησή του, το
πνεύµα του του έκρυβε αυτόν τον λόγο, χρησιµοποιώντας τις
δικαιολογίες που ο ίδιος επικαλούνταν αδιάκοπα στο κοµµάτι
που είχε γράψει. Την ιστορία όµως θα την έγραφε, επειδή
εκείνη δεν τον αγαπούσε πια.
«Ο άνθρωπος που ήµουν προτού τη γνωρίσω είχε την
αδιαφορία της κόπωσης. Αν την είχα γνωρίσει πολύ νωρίτερα,
πολύ νωρίτερα θα είχα αφιερώσει όλη µου την ενέργεια στο να
την αγαπώ· επειδή όµως δεν την είχα συναντήσει, αφιέρωσα
εκείνη την ενέργεια στο να σκέφτοµαι: είχα σκεφτεί τόσο
πολύ, που είχα ανακαλύψει πόσο µαταιόδοξη και απατηλή
είναι η σκέψη όταν θεωρεί ότι αυτή είναι η κατεξοχήν
κατευθυντήρια δύναµη του πεπρωµένου µας. Και παρότι το
γνώριζα αυτό, συνέχιζα να σκέφτοµαι, συνέχισα να χαλαλίζω
την ενέργειά µου στη σκέψη, και ένιωθα την πιο δυσάρεστη
κόπωση. Ο άνθρωπος που είµαι τώρα ξαποσταίνει στις κατά
βούληση ερωτικές ανησυχίες· αλλά από τις 19 Μαΐου –δύο
µέρες4 αφότου είχε αρχίσει η ιστορία– έως τις 6 Ιουνίου –την
ηµέρα που εγώ ο ίδιος διέκοψα την ιστορία επειδή την
εποµένη έφυγα πολύ νωρίς από την πόλη όπου έµενε–,
τουτέστιν τις είκοσι δύο µέρες που µεσολάβησαν, ξαπόσταινα
επίσης στα µεγάλα γαλανά της µάτια: η απόσταση που
µεσολαβούσε ανάµεσα στα µάτια και στα φρύδια της ήταν κι
αυτή µεγάλη, και από εκείνον τον χώρο που ήταν βαµµένος
µε ανοιχτή γαλάζια σκιά, από εκείνον τον γαλάζιο θόλο,
έµοιαζε να κατεβαίνει αυτό που είχε στα µάτια της και µε
έκανε να ξαποσταίνω από τις σκέψεις µου και να την αγαπώ
µε όλο µου το είναι».
Παρότι το πνεύµα του του έκρυβε για ποιον λόγο έγραφε την
ιστορία, δεν αποκλείεται να ένιωθε την ανάσα µιας συµφοράς
να τον ακολουθεί καταπόδας. Για την ακρίβεια, το πνεύµα
του ήταν εκείνο που δεν άφηνε την εντύπωσή του ότι η
γυναίκα δεν τον αγαπούσε πια να γίνει σκέψη, και τότε, εκτός
του ότι προσπαθούσε να συγκαλύψει αυτή την εντύπωση
χρησιµοποιώντας όλες τις δικαιολογίες µε τις οποίες εξηγούσε
γιατί έπρεπε να γράψει αυτή την ιστορία, γαντζωνόταν και
στις ηµεροµηνίες, επειδή του φαινόταν πως έτσι,
συγκρατώντας τις ηµεροµηνίες, συγκρατούσε και τον χρόνο
και εξασφάλιζε τον έρωτά της. Το βράδυ της 6ης Ιουνίου
όµως, ύστερα από τη συνάντησή τους, ήρθε στο δωµάτιο του
ξενοδοχείου µου, και για µια στιγµή είδα µια κρυφή, µικρή
αµφιβολία να βαραίνει το πνεύµα του: µου µιλούσε για εκείνη
και µου έλεγε ότι δεν ήξερε πότε και αν θα την ξανάβλεπε,
όταν κάρφωσε το βλέµµα του στο ηµερολόγιο και, βλέποντας
την ηµεροµηνία –6 Ιουνίου–, είπε: «Α, για δες αυτό το 6! Σαν
καθιστό ζώο µοιάζει… µε την ουρά του καλά
κουλουριασµένη». Κι όταν το είπε αυτό, τη στιγµή ακριβώς
εκείνη ήταν που είδα την κρυφή, µικρή αµφιβολία να
βαραίνει το πνεύµα του και που κι εκείνος ένιωσε την ανάσα
της συµφοράς να τον ακολουθεί καταπόδας.
Πολλά χρόνια πριν, τον πρώτο καιρό που άρχισε να τον
βασανίζει η σκέψη του, είχε και πάλι βρει ένα ζευγάρι γαλάζια
µάτια για να ξαποστάσει. Από τα γραπτά του εκείνης της
εποχής επέλεξα εκείνα που µου µετέφεραν καλύτερα την
αίσθηση των όσων γνώριζε για τον εαυτό του. Ήταν τα εξής
τρία κοµµάτια: Η επίσκεψη, Ο δρόμος και Το όνειρο .
Η επίσκεψη
Απόψε χρειάστηκε να ασχοληθώ µε κάποιες σκέψεις. Όταν
κουραζόµουν, ήθελα να τις ξεφορτωθώ έστω και µόνο για λίγο,
ήξερα όµως καλά πόσο σηµαντικές ήταν και δεν µπορούσα να
πάψω να ασχολούµαι µαζί τους. Ξαπόσταινα µόνον όταν
κάποιος µε διέκοπτε για να µε ρωτήσει κάτι. Αν όµως πήγαινα
να κάνω κάτι για να αποσπάσω τη σκέψη µου, υποχρέωνα τον
εαυτό µου να µην κάνει ζαβολιές: δεν θα υπήρχε πρόβληµα
αν κάτι αυθόρµητο µε έκανε να διακόψω τις σκέψεις µου,
αλλά δεν έπρεπε να επιζητώ την ευκαιρία· απεναντίας, ακόµα
κι αν παρουσιαζόταν η ευκαιρία, ακόµα κι αν ένιωθα ευτυχής
που θα ξαπόσταινα, όφειλα να λυπάµαι για τη διακοπή. Κάτι
παρόµοιο µου συνέβαινε κι όταν ήµουν µικρός και µε
σήκωναν αδιάβαστο για µάθηµα: αν µε έπιανε βήχας, ήµουν
ευτυχής επειδή ήταν µια ανάπαυλα στο µαρτύριό µου και
επειδή, ενόσω έβηχα, µπορεί να συνέβαινε κάτι σηµαντικό
που θα µε γλίτωνε από το µάθηµα· αλλά όταν έβηχα επίτηδες,
ο δάσκαλος το καταλάβαινε. Εκείνη την εποχή θα µου
φαινόταν απίστευτο ότι τώρα, που ήµουν πια µεγάλος, θα
υποχρέωνα τον εαυτό µου να φέρεται σαν να είχα µέσα µου
τον δάσκαλο.
Όταν πια είχε βραδιάσει για τα καλά, ήρθαν στο σπίτι µου οι
αδελφές µου µε µια ξανθιά κοπέλα µ’ ένα πρόσωπο µεγάλο,
χαρούµενο και φωτεινό. Το ίδιο βράδυ τής εξοµολογήθηκα ότι
όταν την κοιτούσα ξαπόσταινα από κάτι σκέψεις που µε
βασάνιζαν και ότι δεν είχα συνειδητοποιήσει πότε ακριβώς
εκείνες οι σκέψεις είχαν φύγει απ’ το µυαλό µου. Η κοπέλα µε
ρώτησε πώς ήταν εκείνες οι σκέψεις κι εγώ της είπα ότι ήταν
σκέψεις ανώφελες, ότι το κεφάλι µου ήταν σαν µια αίθουσα
όπου οι σκέψεις µου έκαναν γυµναστική και ότι όταν ήρθε
εκείνη όλες µου οι σκέψεις πήδηξαν από το παράθυρο.
Ο δρόμος
Σήµερα αναλογιζόµουν κάτι που µου είχε συµβεί λίγα βράδια
πριν. Εκείνο το βράδυ είχα συναντηθεί µε µια γυναίκα και
βαδίζαµε µαζί σ’ έναν µοναχικό δρόµο. Στις άκρες του
δρόµου υψώνονταν αυστηροί άσπροι τοίχοι, που κατά πάσα
πιθανότητα θα ήταν τοίχοι εργοστασίων ή αποθηκών. Τα
πεζοδρόµια έµοιαζαν να γεννιούνται από τα ριζά των τοίχων,
και ήταν συµπαθητικά· αλλά τα φανάρια του δρόµου, που κι
αυτά έµοιαζαν να γεννιούνται από τους τοίχους, είχαν λευκά
καπελάκια και ήταν γελοία. Ήταν µια νύχτα χωρίς φεγγάρι,
οπότε φώτιζαν µόνο τα φανάρια, αλλά έµοιαζε σαν να
φώτιζαν µονάχα τον αέρα και τη σιωπή.
Βαδίζαµε αργά. Της είχα ζητήσει να µη µου µιλάει για λίγο
επειδή ήθελα κάτι να σκεφτώ, αλλά δεν κατάφερνα να το
σκεφτώ, επειδή το µυαλό µου αφαιρούνταν βλέποντας πως
όταν τελείωνε το φως του ενός φαναριού µας περίµενε µε
ανόητη προθυµία το φως του επόµενου.
Αίφνης σταµάτησα και στράφηκα προς τα πίσω, επειδή στο
βάθος του δρόµου περνούσε το τρένο. Εκείνη έκανε µερικά
βήµατα ακόµα και ύστερα σταµάτησε. Δεν ξέρω τι µπορεί να
σκεφτόταν. Πάντα µε ενδιέφερε το θέαµα ενός τρένου που
περνάει, και σίγουρα γι’ αυτό στράφηκα, για να έχω την
ευκαιρία να το δω ακόµα µία φορά· ωστόσο, εκείνο το βράδυ
δεν είχα καµιά ιδιαίτερη επιθυµία να δω το τρένο, είχα
στραφεί άθελά µου: ήταν σαν εκείνη τη στιγµή να είχα
κάποιον άλλον µέσα µου, που είχε βγει έξω χωρίς τη
συναίνεσή µου, επειδή τον είχε ξυπνήσει ο σαµατάς του
τρένου. Αµέσως όµως ένιωσα ότι κι ένα άλλο πρόσωπο, που κι
αυτό είχε ξεπηδήσει από µέσα µου, είχε αποµείνει να κοιτάζει
προς την κατεύθυνση όπου βάδιζα προηγουµένως και το
οποίο, θέλοντας να επικρατήσει επί του πρώτου, µε ωθούσε να
προχωρήσω προς τα εµπρός. Αν εκείνα τα δύο πρόσωπα
στερούνταν λογικής και ήθελαν να δραπετεύσουν ήταν επειδή
εγώ, το κεντρικό πρόσωπο, ήµουν χαµένος στις πνευµατικές
µου ανησυχίες. Όταν το συνειδητοποίησα αυτό, θέλησα να τα
διώξω, να γυρίσω πίσω στην πραγµατικότητα και να κάνω κάτι
θετικό, οπότε κοίταξα τα χέρια µου. Αµέσως σκέφτηκα –σαν
έναν νέο τρόπο για να επανέλθω στο φυσιολογικό, να βγω και
πάλι στην επιφάνεια– να προχωρήσω προς τη γυναίκα και,
επωφελούµενος από το ότι ο δρόµος ήταν µοναχικός, να τη
φιλήσω: τότε, αφού φίλησα το τόσο ασυνήθιστο πρόσωπό της,
συνειδητοποίησα ότι µου είχε συµβεί το ίδιο όπως και µε το
τρένο, ότι δεν είχα καµιά διάθεση να τη φιλήσω, ότι την είχε
φιλήσει το πρόσωπο που είχε στραφεί και κοίταζε προς τα
πίσω. Και ύστερα, µόλις αντέδρασα και θέλησα να έρθω στα
συγκαλά µου και την έπιασα αγκαζέ για να συνεχίσουµε να
βαδίζουµε, ένιωσα ότι µε είχε κυριεύσει το πρόσωπο που
προχωρούσε προς τα εµπρός. Αφού έκανα µερικά βήµατα,
σταµάτησα να σκέφτοµαι αυτό που µου συνέβαινε, έβγαλα
ένα τσιγάρο, το έφερα στα χείλη µου, κι επειδή το
σµυριδόχαρτο του σπιρτόκουτου ήταν φθαρµένο και έτριβα το
σπίρτο πάνω του ανώφελα, άφησα τη γυναίκα στη µέση του
δρόµου και πήγα να το τρίψω πάνω στον τοίχο.
Όταν είχαµε αφήσει πίσω µας τον δρόµο κι εγώ
εξακολουθούσα να αναλογίζοµαι αυτό που µου είχε συµβεί,
σκέφτηκα ότι ο δρόµος δεν ήταν πια ίδιος· ότι ένας από τους
τοίχους είχε µια ουλή από ένα σπίρτο και ότι το σπίρτο εκείνο
είχε παραµείνει αναµµένο πάνω στο πεζοδρόµιο που ο τοίχος
αυτός είχε γεννήσει. Αργότερα, σαν να ξυπνούσα από όνειρο
και να καταλάβαινα τι είχε συµβεί, σκέφτηκα ότι οι αυστηροί
άσπροι τοίχοι είχαν ανταλλάξει µατιές µέσω του αέρα και της
σιωπής, που φωτίζονταν από τα φανάρια µε τα γελοία
καπελάκια. Ωστόσο δεν µπορώ να πω πώς ήταν ο αέρας και η
σιωπή εκείνη τη νύχτα σ’ εκείνον τον δρόµο. Πάντως, µου
φαίνεται ότι κάθε φορά γράφω καλύτερα αυτά που µου
συµβαίνουν: κρίµα που αυτά που µου συµβαίνουν είναι
ολοένα και χειρότερα.
Το όνειρο
cuentos .
Σήµερα, είκοσι σχεδόν χρόνια αργότερα, διατηρώντας τον
ίδιο θαυµασµό και την ίδια αγάπη γι’ αυτόν τον µοναδικό
συγγραφέα και µοναχικό πιανίστα, και διαπιστώνοντας το
αυξανόµενο διεθνές ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού,
των µελετητών και των κριτικών λογοτεχνίας για το έργο του
«συγγραφέα που δεν µοιάζει µε κανέναν άλλο Ευρωπαίο ή
Λατινοαµερικάνο, αυτού του ελεύθερου σκοπευτή που
διαφεύγει από κάθε είδους κατηγοριοποίηση και
χαρακτηρισµό» σύµφωνα µε τα λεγόµενα του Ίταλο Καλβίνο
(βλ. Επίµετρο), αποφασίσαµε να δουλέψουµε από την αρχή
τις παλιές µεταφράσεις και να προχωρήσουµε σε µια
ολοκληρωµένη έκδοση της µετάφρασης και των δέκα
διηγηµάτων της συλλογής Κανείς δεν άναβε τα φώτα, µε την
ελπίδα ότι σύντοµα θα µπορέσουµε να µεταφράσουµε και να
εκδώσουµε επίσης την πλήρη συλλογή La casa inundada y otros
ΓΕΩΡΓΙΑ ΖΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
συγγραφέας
nouvelles
1
Traduites de l’uruguayen par Laure Guille - ataillon
ά
Préface de Julio Cor t zar
απλώς τις αναµνήσεις του αλλά επιχειρεί µια πιο διεξοδική ανάλυση των
εσωτερικών διαδικασιών της µνήµης, και, τέλος, την πιο γόνιµη και ώριµη
περίοδο (1947-1960), όταν οι αποσπασµατικές αναµνήσεις του «ξεβράζονται» πια
στα διηγήµατά του (Nadie encendίa las lάmparas, Las Hor tensias, El cocodrilo, La casa
inundada, Diario del sinverguenza y ultimas invenciones ).
8 Εκδότης του βιβλίου ήταν ο Μπένους Γκονσάλες Ολάσα, στενός φίλος και
ιµπρεσάριος του Φελισµπέρτο στις περιοδείες του στην επαρχία. Το La barba
metafίsica, ένα από τα σύντοµα κείµενά του, είναι ουσιαστικά ένα πορτρέτο του
Ολάσα.
9 Ο Ζυλ Συπερβιέλ (Μοντεβιδέο, Ουρουγουάη, 1884 – Παρίσι 1960), που ζούσε
µεγάλα διαστήµατα άλλοτε στη Γαλλία και άλλοτε στην Ουρουγουάη, βρισκόταν
στο Μοντεβιδέο όταν ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσµιος Πόλεµος και
αναγκάστηκε να µείνει εκεί µέχρι το τέλος του. Ο Συπερβιέλ δεν έπαψε ποτέ να
ενθαρρύνει και να συµβουλεύει τον Φελισµπέρτο, ο οποίος µε τη σειρά του τον
εµπιστευόταν και τον θαύµαζε, αποκαλώντας τον «Αγαπητέ µου γίγαντα».
10 Αγαπητέ Κύριε,
Πόση χαρά πήρα διαβάζοντάς σας, γνωρίζοντας έναν συγγραφέα πραγματικά νέο να
αγγίζει την ομορφιά, το μεγαλείο θα έλεγα, με τη δύναμη «της ταπεινότητας μπροστά στο
υποκείμενο».
Καταφέρνετε να είστε πρωτότυπος δίχως να το επιδιώκετε, σκύβοντας αυθόρμητα προς
το βαθύτερο. Έχετε μια έμφυτη έννοια αυτού που μια μέρα θα θεωρηθεί κλασικό. Οι
εικόνες σας είναι πάντα εύγλωττες και, καθώς απαντούν σε μια αναγκαιότητα, είναι πάντα
έτοιμες να χαραχτούν στο πνεύμα.
Το βιβλίο σας περιέχει σελίδες αντάξιες των πιο απαιτητικών ανθολογιών, ορισμένες
μάλιστα είναι αληθινά αξιοθαύμαστες. Σας συγχαίρω με όλη μου την καρδιά που μας
δώσατε αυτό το βιβλίο.
Ευχαριστώ επίσης τους φίλους σας που είχαν την τιμή να εκδώσουν τις σελίδες
ετούτες.
Δικός σας,
Ζυλ Συπερβιέλ
11 Silvia Larrañaga, Las paradojas de una identitad enunciativa, στην επιθεώρηση του
Centro de Estudios de Literaturas y Civilizaciones del Rio de la Plata
(CELCIPR), Rio de la Plata 19, Actas del coloquio, Homenaje international a
Felisberto Hernández, Paris, UNESCO, 1997, σελ. 120-121.
12 Περισσότερα για το θέµα αυτό βλέπε Edmundo Gόmez Mango, Las felicidadeas de
Felisber to: Las infancies de su escritura, ό.π ., σελ. 75-82.
13 Horacio Xaubet, La escritura del margen/al margen de la escritura, ό.π., σελ. 97-105.