Professional Documents
Culture Documents
to be (είµαι)
Ενεστώτας
affirmative form negative form interrogative form
κατάφαση άρνηση ερώτηση
I am lam not am !?
your are your are not are you?
he is he is not is he?
she is she is not is she?
it is it is not is it?
we are we are not are we?
: you are you are not are you?
they are they are not are they?
Αόριστος
κατάφαση άρνηση ερώτηση
I was I was not was I?
you were you were not were you?
he was he was not was he?
she was she was not was she?
it was it was not was it?
we were we were not were we?
you were you were not were you?
they were they were not were they?
Το ρήµα to do
Ενεστώτας
Ορθογραφικές µεταβολές
a. Όταν to ρήµα τελειώνει σε ένα -e τότε το -e αποβάλλεται και προσθέτοµε
το -ing.
e.g. love-loving, hate-hating
but agree-agreeing, see-seeing
b. Όταν το ρήµα είναι µονοσύλλαβο µε ένα φωνήεν και τελειώνει σε ένα σύµφωνο,
το τελευταίο σύµφωνο διπλασιάζεται και προσθέτοµε µετά το -ing.
e.g. stop-stopping, run-running
Τα ρήµατα µε δύο ή παραπάνω συλλαβές των οποίων η τελευταία συλλαβή έχει
µόνο φωνήεν και τελειώνει σε ένα σύµφωνο, διπλασιάζουν αυτό το σύµφωνο αν
τονίζονται στην τελευταία συλλαβή.
e.g. begin-beginning, prefer-preferring
but enter-entering
c. Τα ρήµατα που τελειώνουν σε -Ι και πριν από το -Ι υπάρχει ένα
µόνο φωνήεν, διπλασιάζουν το -Ι και προστίθεται η κατάληξη -ing.
e.g. Travel-travelling
on Sundays, twice a year, every week, every month, every year etc.
a. Για να περιγράψει µια πράξη που άρχισε στο παρελθόν και συνεχίζεται
και στο παρόν.
e.g. I have been teaching English for ten years.
(Άρχισα να διδάσκω πριν 10 χρόνια και διδάσκω ακόµη).
b. Για να περιγράψει µια πράξη που γινόταν στο παρελθόν και τελείωσε
αλλά τα αποτελέσµατα της επηρεάζουν το παρόν.
e.g. He is wet because he has been walking in the rain.
c. Για να περιγράψει πράξεις που γινόταν επανειληµµένα στο παρελθόν σε
συγκεκριµένο χρονικό διάστηµα και συνεχίζονται και στο παρόν.
e.g. Ι have been looking for a house all the week.
d. Για να δείξει ενόχληση ή θυµό.
e.g. Who has been using my pen?
Στον παρακείµενο διαρκείας όπως και στον απλό χρειάζεται πολλές
φορές να αναφέροµε πότε άρχισε και πόσο διήρκεσε µια πράξη.
Γι' αυτό χρησιµοποιούµε και εδώ το for για να δείξουµε την διάρκεια και το
since για να δείξουµε την έναρξη µιας πράξης.
e.g. He has been walking for two hours
They have been writing since 2 o'clock.
Simple Past Perfect (Απλός Υττερσυντέλικος)
Κατάφαση Ερώτηση
I will have been working will I have been working?
you will have been working will you have been working?
he will have been working will he have been working?
she will have been working will she have been working?
it will have been working will it have been working?
we will have been working will we have been working?
you will have been working will you have been working?
they will have been working will they have been working?
Άρνηση
I will not have been working
you will not have been working
he will not have been working
she will not have been working
it will not have been working
we will not have been working
you will not have been working
they will not have been working
Το ρήµα to have
Α. Βοηθητικό ρήµα
Ενεστώτας
Αόριστος
Κατάφαση Ερώτηση Άρνηση
I had had I? I had not (hadn't)
you had had you? you had not
he had had he? he had not
she had had she? she had not
it had had it? it had not
we had had we? we had not
you had had you? you had not
they had had they? they had not
Οι άλλοι χρόνοι σχηµατίζονται όπως και στα υπόλοιπα κύρια ρήµατα. To have
χρησιµοποιείται µε την παθητική µετοχή των ρηµάτων για να σχηµατιστούν οι
χρόνοι:
Απλός παρακείµενος: I have helped
Απλός υπερσυντέλικος: I had helped
Τετελεσµένος µέλλοντας: I will have helped
Perfect conditional: I would have helped.
To ρήµα have to + απαρέµφατο χρησιµοποιείται για να δείξει υποχρέωση και
έχει την ίδια σηµασία µε το must.
e.g. I have to study=I must study.
Η υποχρέωση στο παρελθόν εκφράζεται µε το had to και θεωρείται ως αόριστος
του must.
e.g. I had to go to the village yesterday
Συχνά προσθέταµε το got (παθητική µετοχή του get) στον καταφατικό,
ερωτηµατικό και αρνητικό τύπο του have to όταν αυτό δεν κλίνεται µε το ρήµα do,
χωρίς διαφορά στην έννοια.
e.g. I have got to work - Have I got to work?
I have not got to work
He had not got to work - had he got to work?
He had not got to work.
had better + απαρέµφατο χωρίς to
Χρησιµοποιείται για το παρόν ή το µέλλον και σηµαίνει "θα 'ταν καλύτερα".
e.g. I had better go by bus=θα 'ταν καλύτερα να πάωµε λεωφορείο.
Ταυτοπροσωπία
Όταν το υποκείµενο του ρήµατος και του απαρεµφάτου είναι το ίδιο τότε έχοµε
ταυτοπροσωπία και το υποκείµενο του απαρεµφάτου δεν αναφέρεται χωριστά.
e.g. He wants to know - They want to know
Ετεροπροσωπία
Όταν το υποκείµενο του ρήµατος και το υποκείµενο του απαρεµφάτου είναι
διαφορετικά έχοµε ετεροπροσωπία και τότε το υποκείµενο του απαρεµφάτου
αναφέρεται οπωσδήποτε, µπαίνει πριν το απαρέµφατο και σε αιτιατική πτώση.
e.g. I want her to go ουt=εγώ θέλω να πάει αυτή έξω.
but: I want to go out=εγώ θέλω να πάω εγώ έξω.
Bare infinitive=γυµνό απαρέµφατο ή απαρέµφατο χωρίς to.
Χρησιµοποιείται κυρίως µετά τα βοηθητικά ρήµατα can, could, may, might, shall,
will, would, must, need...
e.g. He may come. We must go. She can swim.
Μετά τα ρήµατα αισθήσεως
e.g. I heard him say that
Μετά τα ρήµατα had better, would rather, make, let
e.g. They let him go
He made me go back
I had better stay here
I would rather swim.