Professional Documents
Culture Documents
ΕΠΟ43-2ηΓΕ - αρνητικη-θετικη ελευθερία σε Φιλελευθ-Σοσιαλ - Συμεωνίδου
ΕΠΟ43-2ηΓΕ - αρνητικη-θετικη ελευθερία σε Φιλελευθ-Σοσιαλ - Συμεωνίδου
Στην παρούσα εργασία θα εστιάσουμε στην διάκριση της έννοιας της ελευθερίας σε
αρνητική και θετική, μέσα από τις διαφορετικές και αλληλοσυμπληρούμενες αντιλήψεις για
αυτήν, καθώς και την διαφορετική της πρόσληψη στον φιλελευθερισμό και τον σοσιαλισμό.
Αρχικά θα εστιάσουμε στον τυπολογικό διαφορισμό μεταξύ αρνητικής και θετικής ελευθερίας
που καθιέρωσε και αναδιατύπωσε ο Berlin, εξετάζοντας τις σημαντικότερες εννοιολογικές
ανανοηματοδοτήσεις της, τους κινδύνους αλλά και την κριτική που του ασκήθηκε. Στη
συνέχεια θα δούμε πως γίνεται αντιληπτός ο διαφορετικός χαρακτήρας της ελευθερίας, της
ισότητας και των δικαιωμάτων στα κύρια ρεύματα του φιλελευθερισμού. Στο τρίτο μέρος, θα
εξετάσουμε την διαμετρικά διαφορετική νοηματοδότηση που λαμβάνει η ελευθερία και η
ισότητα στον μαρξισμό και στον σοσιαλισμό, επιχειρώντας μια σύντομη σύγκριση της
πρόσληψης της ελευθερίας στις δύο ιδεολογίες. Θα κλείσουμε με κάποια συμπεράσματα,
αλλά και ερωτήματα που παραμένουν ανοιχτά.
Στην σύγχρονη πολιτική θεωρία ο Isaiah Berlin καθιέρωσε την διάκριση της έννοιας της
ελευθερίας σε θετική και αρνητική. Ο τυπολογικός διαφορισμός του Berlin έγκειται στο αν
εστιάζουμε στην ελευθερία του ατόμου από εξωτερικά εμπόδια και καταναγκασμούς, ή στην
ελευθερία του ατόμου να πραγματώσει την βούληση του ως κύριος του εαυτού του.
(Μολύβας, 1998, σ.2). Η αρνητική και η θετική αντίληψη της ελευθερίας, σύμφωνα με τον
Berlin, αν και λογικά δεν απέχουν πολύ η μία από την άλλη, συνιστούν δύο διακριτές όψεις
της ίδιας έννοιας, με πολύ διαφορετικές προεκτάσεις. Ωστόσο ιστορικά, και μέχρι να βρεθούν
σε πλήρη αντιδιαστολή, οι δύο όψεις της ελευθερίας αναπτύχθηκαν σε διαφορετικές
ιδεολογικές διαδρομές και νοηματοδοτήσεις, ανάλογα σε κάθε εποχή με την αντίληψη μας για
την κυριότητα ή την υποδούλωση του εαυτού (Berlin, 1975, σ. 12-13).
Η θετική έννοια της πολιτικής ελευθερίας αποτελεί τον κλασικό ορισμό της, τον οποίο
έχουμε συναντήσει πριν τον Berlin, στο Κοινωνικό Συμβόλαιο του Rousseau: Ελευθερία είναι
η αυτόβουλη υπακοή στον νόμο που οι ίδιοι έχουμε θέσει στον εαυτό μας ( (Bobio, 1998,
σ.98). Έτσι, «αρνητική» θεωρείται η ανεμπόδιστη ελευθερία του ατόμου να δρα ή και να μην
δρα στη βάση των επιλογών του που δεν απαγορεύει ο νόμος (Bobio, 1998, σ.94-96). Ενώ
«θετική» ελευθερία είναι η δυνατότητα «αυτονομίας» ή «αυτοκυριαρχίας» του ατόμου να
πραγματώσει το δυναμικό του ως την προσωπική του ολοκλήρωση. Αυτό προϋποθέτει βέβαια
το άτομο να έχει την ανάλογη ικανότητα για να δράσει αυτόνομα (Heywood, 2007, σ.82-83).
Πλατωνιστές και εγελιανοί διανοητές είχαν ήδη θέσει το ζήτημα του πόσο πραγματικά
μπορεί το άτομο να ισχυριστεί ότι είναι ο κύριος του εαυτού του εάν ταυτόχρονα είναι
υποχείριο της φύσης ή δούλος των παθών του (Berlin, 1975, σ. 12-13). Ο κίνδυνος εδώ είναι
εμφανής: Αν είμαι δέσμιος των παθών μου, ή ανίκανος να αντιληφθώ και να πράξω το όφελός
μου, ποιος μπορεί να γνωρίζει καλύτερα από μένα για μένα, ποιος πρέπει να αποφασίζει για
μένα και μέχρι ποιο βαθμό; Εδώ, το πλασματικό επιχείρημα της ύπαρξης ενός «ανώτερου»,
«ιδανικού» κοινωνικού εαυτού και ενός «κατώτερου» εμπειρικού εαυτού, φαίνεται να
δικαιολογεί την καταπίεση στο όνομα μίας «πραγματικής» είτε «πεφωτισμένης» ωφέλειας και
άρα ελευθερίας (Berlin, 1975, σ.13-14).
Την μεγάλη αυτή αντίφαση μεταξύ των δύο εννοιών της ελευθερίας είχε νωρίτερα
επισημάνει και ο Constant, καθώς ιστορικά η ελευθερία δεν γίνεται αντιληπτή σε κάθε χώρο
και χρόνο ως ίσης αξίας καθολική έννοια σε όλες τις αναγνώσεις της. Στους αρχαίους
χρόνους, νοούνταν ως ελευθερία μόνο η πολιτικοκοινωνική, ή «θετική»: κάθε πολίτης ήταν
ελεύθερος - και ταυτόχρονα ένιωθε υποχρέωση- να συμμετέχει στη λήψη των δημοσίων
αποφάσεων και στη δημιουργία των νόμων, αλλά η ατομικότητα του δεν ήταν σημαντική ως
δικαίωμα και πολλές ατομικές του ελευθερίες καταπιέζονταν. Αντίστροφα σήμερα, ακόμα και
στις πλέον ελεύθερες χώρες, η ιδιωτική ανεξαρτησία ή η «αρνητική» ελευθερία που
1 Ο Berlin θεωρεί πως ο βαθμός «αρνητικής ελευθερίας» του ατόμου προσδιορίζεται δύσκολα, καθώς
εξαρτάται ταυτόχρονα από το ικανό πλήθος των εναλλακτικών, την ευκολία/δυσκολία πραγμάτωσης τους, το
ιδιοσυγκρασιακό αλλά και κοινωνικό αντίκτυπο κάθε επιλογής και τον βαθμό στον οποίο διευκολύνονται ή
αποκλείονται από συνειδητές ανθρώπινες πράξεις.
2 Η πολιτική ελευθερία δεν ταυτίζεται με την ατομική ελευθερία, (Μολύβας, 1998, σ.18)
απολαμβάνουν οι πολίτες δεν συνεπάγεται την θετική, δηλαδή την δυνατότητα κυριαρχίας
τους επί των αποφάσεων που ορίζουν τις ζωές τους (Constant, 2000, σ. 37). Ο Constant
προκρίνει την αξία της αρνητικής (ατομικής) ελευθερίας υπό την προϋπόθεση όμως ότι αυτή
θα πρέπει να διασφαλίζεται από την θετική (πολιτική) ελευθερία, καθιστώντας σαφές πως
μόνο η συμμετοχή στα κοινά μπορεί να προστατεύει δραστικά την ατομικότητα (Μολύβας,
1998, σ.21-22).
Είμαι ελεύθερος, λέει ο Berlin, στο βαθμό που δεν παρεμποδίζομαι ηθελημένα από
άλλους ανθρώπους ή εξωγενείς καταστάσεις και η περιοχή μέσα στην οποία δρω
ανεμπόδιστα συνιστά το μέγεθος της αρνητικής μου πολιτικής ελευθερίας. Αν όμως είμαι
φτωχός ή ανάπηρος, αν δηλαδή βρίσκομαι σε οικονομική, κοινωνική ή φυσική ανισότητα με
τους άλλους, η ελευθερία μου ελαχιστοποιείται και πρακτικά αχρηστεύεται, ακόμη και χωρίς
την παραμικρή νομική απαγόρευση. Καθώς οι άνθρωποι αλληλοεξαρτώμαστε, η ελευθερία
κάποιων είναι υποδούλωση για κάποιους άλλους και το σύστημα που την στηρίζει είναι άδικο
και ανήθικο (Berlin, 1975, σ. 4-7).
Μόνο στα τέλη του 19ου αιώνα ο Green επηρεασμένος από τον Hegel και τις
σοσιαλιστικές ιδέες, ήρθε σε ρήξη με την κλασική φιλελεύθερη θεώρηση. Ο Green πρόκρινε
ρηξικέλευθα την θετική αντίληψη της ελευθερίας, υποστηρίζοντας πως οι άνθρωποι από τη
φύση τους και πέρα από τις ατομικές τους ευθύνες, διαθέτουν αλτρουισμό, ενσυναίσθηση και
διάθεση συνεργασίας και αδελφοσύνης. Ο Green διέβλεψε ορθά ότι στον φιλελεύθερο
καπιταλισμό, αν αφαιρέσουμε τους εξωτερικούς περιορισμούς, το άτομο έχει την «αρνητική
ελευθερία» να πεθάνει απο πείνα. Έτσι πρότεινε ένα εκτεταμένο κοινωνικό κράτος με
θεσμικές στρατηγικές, που στοχεύουν στην εξάλειψη της ανεργίας, της πείνας, της ασθένειας,
της αμάθειας και της εξαθλίωσης. Η θεώρηση του Green που περιγράφηκε ως σοσιαλιστικός
φιλελευθερισμός, επηρέασε έντονα τη γενιά των νέων φιλελεύθερων (Heywood, 2007, σ.126-
127).
Στην πράξη όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ διαφορετικά στις χώρες του
υπαρκτού σοσιαλισμού. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, στην κριτική της στον αυταρχικό σοσιαλισμό
της μεταεπαναστατικής Ρωσίας, επεσήμανε ότι η προνομιακή ελευθερία, για τα μέλη ενός
κόμματος ή τους υποστηριχτές μιας κυβέρνησης, δεν συνιστά πραγματικά ελευθερία, γιατί «Η
ελευθερία νοείται πάντα ελευθερία για κείνον που σκέφτεται διαφορετικά» (Λουξεμπουργκ ,
1958, σ. 69-70).
Στην πράξη, η συνύπαρξη ελευθερίας και ισότητας αποκλείεται, όχι μόνο στον
σύγχρονο φιλελευθερισμό, αλλά και στον σοσιαλισμό και ακόμα περισσότερο στον κοινωνικό
προοδευτισμό των μειονοτήτων σύμφωνα τον μαρξιστή Balibar (1993, σ.4). Ο Balibar, σε
αντίθεση με τον διαφορισμό του Berlin (Μολύβας, 1998, σ.4), ταυτίζει αφενός το άτομο με την
πολιτική του ιδιότητα και αφετέρου την ελευθερία με την ισότητα, ως έννοιες αδιαχώριστες
που αλληλοκαθοριζονται και αλληλοδομούνται στην πρόταση της ισοελευθερίας. (Balibar,
1993, σ. 9,-10). Στην πρόταση του οι διακρίσεις μεταξύ ατομικών/ συλλογικών ελευθεριών ή
«τυπικής»/ «πραγματικής» ισότητας δεν έχουν νόημα, μόνο δηλώνουν τον αναγκαίο βαθμό
ισότητας για την συλλογικοποίηση των ατομικών ελευθεριών και τον αναγκαίο βαθμό
ελευθερίας για την συλλογική ισότητα. Οι ιδέες τις ελευθερίας και της ισότητας προφανώς
ταυτίζονται γιατί έχουν κοινό φυσικό θεμέλιο τον άνθρωπο-πολίτη και γιατί ιστορικά
αποδεικνύεται πώς οποτεδήποτε καταπνίγεται η πρώτη αυτομάτως καταστρατηγείται η
δεύτερη και αντίστροφα. (Balibar, 1993, σ.13-14). Καθώς τα διάφορα αντιμαχόμενα δίπολα 3
τείνουν ωφελιμιστικά να διαχωρίζουν την ελευθερία από την ισότητα, χρειάζεται να θεμελιωθεί
ένα τρίτο μεσολαβητικό δίπολο, που να εξετάζει την ελευθερία και την ισότητα μέσω της
ιδιοκτησίας και της κοινότητας (Balibar, 1993, σ.17).
Επίλογος
Είναι φανερό ότι ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε στην πολιτική θεωρία θεμελιακές
έννοιες όπως η ελευθερία, η ισότητα, η δικαιοσύνη εξαρτά σε μεγάλο βαθμό την πολιτική μας
στάση απέναντι τους, αλλά και απέναντι στον εαυτό, στον άνθρωπο και την θέση μας στον
κόσμο. Στην βάση της διαφορετικής πρόσληψης της έννοιας της ελευθερίας, άλλοτε ως
«αρνητικής» ατομικής ελευθερίας και άλλοτε ως «θετικής» πολιτικοκοινωνικής ελευθερίας,
καθώς και στη σχέση της με την ισότητα και την δικαιοσύνη, αναδείχθηκαν τα διαφορετικά
ιδεολογικά ρεύματα του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού των τελευταίων αιώνων, που
εξελίσσονται, διευρύνονται και αλληλεπιδρούν μέχρι σήμερα. Μέσα στο σύγχρονο,
παγκόσμιο, επιθετικό και εκφασισμένο καπιταλισμό τα ερωτήματα της αρνητικής και θετικής
ελευθερίας «Πόσο ελεύθερος περιορισμών είμαι;» και «Ποιος αποφασίζει για μένα;»
παραμένουν επώδυνα ανοιχτά. Οι απόπειρες απάντησης τους σε κάθε πεδίο του βίου,
ορίζουν κάθε στιγμή την θέση και τη στάση του ατόμου απέναντι στα πολιτικά συστήματα
εξουσίας, την κοινωνία και τη συμμετοχή του στα κοινά._