You are on page 1of 9

Εισαγωγή

Στην παρούσα εργασία θα εστιάσουμε στην διάκριση της έννοιας της ελευθερίας σε
αρνητική και θετική, μέσα από τις διαφορετικές και αλληλοσυμπληρούμενες αντιλήψεις για
αυτήν, καθώς και την διαφορετική της πρόσληψη στον φιλελευθερισμό και τον σοσιαλισμό.
Αρχικά θα εστιάσουμε στον τυπολογικό διαφορισμό μεταξύ αρνητικής και θετικής ελευθερίας
που καθιέρωσε και αναδιατύπωσε ο Berlin, εξετάζοντας τις σημαντικότερες εννοιολογικές
ανανοηματοδοτήσεις της, τους κινδύνους αλλά και την κριτική που του ασκήθηκε. Στη
συνέχεια θα δούμε πως γίνεται αντιληπτός ο διαφορετικός χαρακτήρας της ελευθερίας, της
ισότητας και των δικαιωμάτων στα κύρια ρεύματα του φιλελευθερισμού. Στο τρίτο μέρος, θα
εξετάσουμε την διαμετρικά διαφορετική νοηματοδότηση που λαμβάνει η ελευθερία και η
ισότητα στον μαρξισμό και στον σοσιαλισμό, επιχειρώντας μια σύντομη σύγκριση της
πρόσληψης της ελευθερίας στις δύο ιδεολογίες. Θα κλείσουμε με κάποια συμπεράσματα,
αλλά και ερωτήματα που παραμένουν ανοιχτά.

Η διττή αντίληψη της ελευθερίας

Στην σύγχρονη πολιτική θεωρία ο Isaiah Berlin καθιέρωσε την διάκριση της έννοιας της
ελευθερίας σε θετική και αρνητική. Ο τυπολογικός διαφορισμός του Berlin έγκειται στο αν
εστιάζουμε στην ελευθερία του ατόμου από εξωτερικά εμπόδια και καταναγκασμούς, ή στην
ελευθερία του ατόμου να πραγματώσει την βούληση του ως κύριος του εαυτού του.
(Μολύβας, 1998, σ.2). Η αρνητική και η θετική αντίληψη της ελευθερίας, σύμφωνα με τον
Berlin, αν και λογικά δεν απέχουν πολύ η μία από την άλλη, συνιστούν δύο διακριτές όψεις
της ίδιας έννοιας, με πολύ διαφορετικές προεκτάσεις. Ωστόσο ιστορικά, και μέχρι να βρεθούν
σε πλήρη αντιδιαστολή, οι δύο όψεις της ελευθερίας αναπτύχθηκαν σε διαφορετικές
ιδεολογικές διαδρομές και νοηματοδοτήσεις, ανάλογα σε κάθε εποχή με την αντίληψη μας για
την κυριότητα ή την υποδούλωση του εαυτού (Berlin, 1975, σ. 12-13).

Η θετική έννοια της πολιτικής ελευθερίας αποτελεί τον κλασικό ορισμό της, τον οποίο
έχουμε συναντήσει πριν τον Berlin, στο Κοινωνικό Συμβόλαιο του Rousseau: Ελευθερία είναι
η αυτόβουλη υπακοή στον νόμο που οι ίδιοι έχουμε θέσει στον εαυτό μας ( (Bobio, 1998,
σ.98). Έτσι, «αρνητική» θεωρείται η ανεμπόδιστη ελευθερία του ατόμου να δρα ή και να μην
δρα στη βάση των επιλογών του που δεν απαγορεύει ο νόμος (Bobio, 1998, σ.94-96). Ενώ
«θετική» ελευθερία είναι η δυνατότητα «αυτονομίας» ή «αυτοκυριαρχίας» του ατόμου να
πραγματώσει το δυναμικό του ως την προσωπική του ολοκλήρωση. Αυτό προϋποθέτει βέβαια
το άτομο να έχει την ανάλογη ικανότητα για να δράσει αυτόνομα (Heywood, 2007, σ.82-83).

Πλατωνιστές και εγελιανοί διανοητές είχαν ήδη θέσει το ζήτημα του πόσο πραγματικά
μπορεί το άτομο να ισχυριστεί ότι είναι ο κύριος του εαυτού του εάν ταυτόχρονα είναι
υποχείριο της φύσης ή δούλος των παθών του (Berlin, 1975, σ. 12-13). Ο κίνδυνος εδώ είναι
εμφανής: Αν είμαι δέσμιος των παθών μου, ή ανίκανος να αντιληφθώ και να πράξω το όφελός
μου, ποιος μπορεί να γνωρίζει καλύτερα από μένα για μένα, ποιος πρέπει να αποφασίζει για
μένα και μέχρι ποιο βαθμό; Εδώ, το πλασματικό επιχείρημα της ύπαρξης ενός «ανώτερου»,
«ιδανικού» κοινωνικού εαυτού και ενός «κατώτερου» εμπειρικού εαυτού, φαίνεται να
δικαιολογεί την καταπίεση στο όνομα μίας «πραγματικής» είτε «πεφωτισμένης» ωφέλειας και
άρα ελευθερίας (Berlin, 1975, σ.13-14).

Για να αποφευχθεί αυτός ο (εκούσιος ή ακούσιος) καταναγκασμός, ο Berlin


διαπιστώνοντας πως οι επιλογές των ανθρώπων δεν είναι πάντα ή όμοια ελεύθερες, εισάγει
στην αρνητική ελευθερία τα απαραίτητα χαρακτηριστικά που καθιστούν τις επιλογές
πραγματικά ελεύθερες.1 Ο Berlin σε αυτό ακριβώς το σημείο εντοπίζει την ειδοποιό διαφορά
μεταξύ αρνητικής και θετικής ελευθερίας: Η θετική ελευθερία δεν απαντά, στο «Τι είμαι
ελεύθερος να πράττω ή να είμαι;» αλλά στο «Ποιος με κυβερνά;» και «Ποιος αποφασίζει για
μένα;» (Berlin, 2001, σ.270-271). Επισημαίνει ότι η δημοκρατία δεν σημαίνει απαραίτητα
ελευθερία2, Προκρίνει ως μοναδική μορφή πραγματικής ελευθερίας την αρνητική ή ατομική,
χωρίς όμως να απαντάει στο βασικό ζητούμενο της διαχρονικής της διασφάλισης (Μολύβας,
1998, σ.18-20).

Την μεγάλη αυτή αντίφαση μεταξύ των δύο εννοιών της ελευθερίας είχε νωρίτερα
επισημάνει και ο Constant, καθώς ιστορικά η ελευθερία δεν γίνεται αντιληπτή σε κάθε χώρο
και χρόνο ως ίσης αξίας καθολική έννοια σε όλες τις αναγνώσεις της. Στους αρχαίους
χρόνους, νοούνταν ως ελευθερία μόνο η πολιτικοκοινωνική, ή «θετική»: κάθε πολίτης ήταν
ελεύθερος - και ταυτόχρονα ένιωθε υποχρέωση- να συμμετέχει στη λήψη των δημοσίων
αποφάσεων και στη δημιουργία των νόμων, αλλά η ατομικότητα του δεν ήταν σημαντική ως
δικαίωμα και πολλές ατομικές του ελευθερίες καταπιέζονταν. Αντίστροφα σήμερα, ακόμα και
στις πλέον ελεύθερες χώρες, η ιδιωτική ανεξαρτησία ή η «αρνητική» ελευθερία που

1 Ο Berlin θεωρεί πως ο βαθμός «αρνητικής ελευθερίας» του ατόμου προσδιορίζεται δύσκολα, καθώς
εξαρτάται ταυτόχρονα από το ικανό πλήθος των εναλλακτικών, την ευκολία/δυσκολία πραγμάτωσης τους, το
ιδιοσυγκρασιακό αλλά και κοινωνικό αντίκτυπο κάθε επιλογής και τον βαθμό στον οποίο διευκολύνονται ή
αποκλείονται από συνειδητές ανθρώπινες πράξεις.
2 Η πολιτική ελευθερία δεν ταυτίζεται με την ατομική ελευθερία, (Μολύβας, 1998, σ.18)
απολαμβάνουν οι πολίτες δεν συνεπάγεται την θετική, δηλαδή την δυνατότητα κυριαρχίας
τους επί των αποφάσεων που ορίζουν τις ζωές τους (Constant, 2000, σ. 37). Ο Constant
προκρίνει την αξία της αρνητικής (ατομικής) ελευθερίας υπό την προϋπόθεση όμως ότι αυτή
θα πρέπει να διασφαλίζεται από την θετική (πολιτική) ελευθερία, καθιστώντας σαφές πως
μόνο η συμμετοχή στα κοινά μπορεί να προστατεύει δραστικά την ατομικότητα (Μολύβας,
1998, σ.21-22).

Η ελευθερία και η ισότητα είναι αναμφίβολα οι πιο πολυσυζητημένες, πολυεπίπεδες και


πολυσύνθετες έννοιες της ανθρώπινης διανόησης και αξίες της πολιτικής φιλοσοφίας, Από την
εποχή του Διαφωτισμού και το σύνθημα «Ελευθερία – Ισότητα – Δικαιοσύνη» της Γαλλικής
Επανάστασης, μέχρι τις σύγχρονες αστικές φιλελεύθερες ή σοσιαλιστικές δημοκρατίες, η
ελευθερία και η ισότητα αποτελούν τα κυριότερα πολιτικά προτάγματα, άλλοτε
αντιδιαστελλόμενα και άλλοτε αλληλοκαθοριζόμενα (Balibar, 1993, σ.3-4).

Η έννοια της ελευθερίας στις φιλελεύθερες ιδεολογίες


Στον φιλελευθερισμό η θετική ελευθερία ως πραγματική δυνατότητα αναζήτησης
επιλογών δεν αναπτύχθηκε συστηματικά (Held, 2007, σ.117) Αντίθετα, στον φιλελευθερισμό
ενυπάρχει η αρνητική πρόσληψη της ατομικής ελευθερίας. Αποτελεί δε, υπέρτατη πολιτική
αξία και φυσικό δικαίωμα, γύρω από την προστασία του οποίου χτίζεται όλη η φιλελεύθερη
ιδεολογία (Heywood, 2007, σ.80). Η ελευθερία συνδέεται με την έννοια της ανεκτικότητας,
ώστε κάθε άτομο να είναι ελεύθερο να δρα όπως επιθυμεί, αρκεί να μην προσβάλλει την
ελευθερία των άλλων. Έτσι για πολλούς φιλελεύθερους η «θετική» ελευθερία αμφισβητείται
ως πραγματική (Βανδώρος, 2015, σ. 30-32)

Από τα δύο κύρια ρεύματα της φιλελεύθερης σκέψης, οι κλασσικοί φιλελεύθεροι


υποστηρίζουν την αρνητική ελευθερία, ώστε να περιοριστεί η μοναρχική διακυβέρνηση και να
διαφυλαχθεί ένα ευρύτερο πεδίο ατομικής ελευθερίας για τους νεοανερχόμενους αστούς.
Κεντρικά δομικά στοιχεία στην κλασική φιλελεύθερη θεώρηση είναι η προτεραιότητα της
προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων και ο περιορισμός και διαχωρισμός της κυβερνητικής
εξουσίας, ώστε να μην δύναται να παρεμβαίνει αυθαίρετα και ανεξέλεγκτα, Το μέγεθος της
ελευθερίας του ατόμου αυξάνει όσο περιορίζεται η νομική παρέμβαση, άρα ο χαρακτήρας των
ιδιωτικών ελευθεριών είναι αρνητικός (Rosseli, 2013, σ. 13-15). Κατά τον J.S. Mill η μοναδική
επιτρεπτή-δικαιολογημένη παρέμβαση στην ατομική (ή αρνητική) ελευθερία είναι όταν μία
πράξη άφορα άλλους και τους βλάπτει, δηλαδή η αυτοπροστασία (Held, 2007, σ.120)
Κατά τον Berlin, η οποιαδήποτε ερμηνεία του όρου «ελευθερία» απαραιτήτως πρέπει
να εμπεριέχει ένα ελάχιστο «αρνητικής» ελευθερίας, ένα minimum απόλυτης απώλειας
καταναγκασμού, ώστε να συνιστά πράγματι ελευθερία. Αυτό το ελάχιστο για τους
φιλελεύθερους Mill και Constant οφείλει να είναι η μέγιστη δυνατή έλλειψη καταναγκασμού /
επέμβασης της κοινωνίας επί του ατόμου, δηλαδή η κοινωνία να θέτει όσο το δυνατόν
λιγότερες απαιτήσεις και απαγορεύσεις στα άτομα, προκειμένου αυτά να είναι ελεύθερα.
(Berlin, 2001, σ. 317). Στις δικαιωματικές διακηρύξεις που αναδύθηκαν μέσα από τα
επαναστατικά κινήματα του 18ου αιώνα, η ελευθερία και η ισότητα αναδείχθηκαν ως εξίσου
θεμελιώδη δικαιώματα, που οφείλουν τα φιλελεύθερα και δημοκρατικά κράτη να διασφαλίζουν
στους πολίτες τους. Για τον Dworkin, ελευθερία και ισότητα δεν είναι δύο ιδανικά, αλλά οι δύο
όψεις του ίδιου ιδανικού (Rosseli, 2013, σ.16-19).

Είμαι ελεύθερος, λέει ο Berlin, στο βαθμό που δεν παρεμποδίζομαι ηθελημένα από
άλλους ανθρώπους ή εξωγενείς καταστάσεις και η περιοχή μέσα στην οποία δρω
ανεμπόδιστα συνιστά το μέγεθος της αρνητικής μου πολιτικής ελευθερίας. Αν όμως είμαι
φτωχός ή ανάπηρος, αν δηλαδή βρίσκομαι σε οικονομική, κοινωνική ή φυσική ανισότητα με
τους άλλους, η ελευθερία μου ελαχιστοποιείται και πρακτικά αχρηστεύεται, ακόμη και χωρίς
την παραμικρή νομική απαγόρευση. Καθώς οι άνθρωποι αλληλοεξαρτώμαστε, η ελευθερία
κάποιων είναι υποδούλωση για κάποιους άλλους και το σύστημα που την στηρίζει είναι άδικο
και ανήθικο (Berlin, 1975, σ. 4-7).

Με την βιομηχανική επανάσταση και την καπιταλιστική παραγωγή οι κοινωνικές,


οικονομικές και εργασιακές ανισότητες εκτοξεύτηκαν και μαζί μεγάλωσε η από τα κάτω πίεση
για περισσότερα δικαιώματα. Καθώς αναπτύχθηκαν τα εργατικά και σοσιαλιστικά κινήματα, οι
φιλελεύθεροι υποχρεώθηκαν να δώσουν χώρο σε συνδικάτα και κόμματα και εργατικά
δικαιώματα. Ο φιλελευθερισμός ακολούθησε άλλοτε μία πιο αυταρχική και άλλοτε μία πιο
δημοκρατική διάσταση, πάντα με στόχο τη διαφύλαξη του καπιταλιστικού μονοπωλίου των
μέσων παραγωγής (Rosseli, 2013, σ.21-22). Στην προσπάθεια άμβλυνσης των κοινωνικές
ανισοτήτων, ο εξισωτικός (κοινωνικός) φιλελευθερισμός του Rawls, ή σοσιαλδημοκρατικός
φιλελευθερισμός) εισήγαγε περισσότερες προστατευτικές «αρνητικές» ελευθερίες για τους
κοινωνικά ασθενέστερους (Heywood, 2007, σ.130-132).

Μόνο στα τέλη του 19ου αιώνα ο Green επηρεασμένος από τον Hegel και τις
σοσιαλιστικές ιδέες, ήρθε σε ρήξη με την κλασική φιλελεύθερη θεώρηση. Ο Green πρόκρινε
ρηξικέλευθα την θετική αντίληψη της ελευθερίας, υποστηρίζοντας πως οι άνθρωποι από τη
φύση τους και πέρα από τις ατομικές τους ευθύνες, διαθέτουν αλτρουισμό, ενσυναίσθηση και
διάθεση συνεργασίας και αδελφοσύνης. Ο Green διέβλεψε ορθά ότι στον φιλελεύθερο
καπιταλισμό, αν αφαιρέσουμε τους εξωτερικούς περιορισμούς, το άτομο έχει την «αρνητική
ελευθερία» να πεθάνει απο πείνα. Έτσι πρότεινε ένα εκτεταμένο κοινωνικό κράτος με
θεσμικές στρατηγικές, που στοχεύουν στην εξάλειψη της ανεργίας, της πείνας, της ασθένειας,
της αμάθειας και της εξαθλίωσης. Η θεώρηση του Green που περιγράφηκε ως σοσιαλιστικός
φιλελευθερισμός, επηρέασε έντονα τη γενιά των νέων φιλελεύθερων (Heywood, 2007, σ.126-
127).

Ωστόσο, στον σύγχρονο φιλελευθερισμό η ελευθερία ερμηνεύεται περισσότερο


πολυδιάστατα, ώστε η αρνητική και η θετική όψη της, αν και ασυμβίβαστες, δεν είναι
ασύμβατες αλλά συμπληρώνουν η μία την άλλη. Σύμφωνα με τον Bobio «η αρνητική
ελευθερία των ατόμων συνοδεύεται από τη θετική ελευθερία της κοινότητας». Καθώς η θετική
ελευθερία τείνει να μεγιστοποιεί την συμμετοχή των πολιτών στις συλλογικές αποφάσεις,
οδηγούμαστε από τον φιλελευθερισμό στην δημοκρατία (Rosseli, 2013, σ.16-17).

Η έννοια της ελευθερίας στον σοσιαλισμό

Αν κάτι διακρίνει καθοριστικά τον σοσιαλισμό από τις φιλελεύθερες ή συντηρητικές


ιδεολογίες είναι η προσήλωση του στην κοινωνική ισότητα ως θεμελιώδους πολιτικής αρχής
της σοσιαλιστικής ιδεολογίας (Heywood, 2007, σ.213).

Οι περισσότεροι σοσιαλιστές μετά την Γαλλική Επανάσταση με το όραμα μίας δίκαιης


και ελεύθερης αντικαπιταλιστικής κοινωνίας πρότειναν την κατάργηση της ατομικής
ιδιοκτησίας και την προστασία από την άναρχη εξουσία της καπιταλιστικής οικονομίας. Οι
Marx και Engels τους χαρακτήρισαν «ουτοπιστές», διαχωρίζοντας από τα προηγούμενα τον
δικό τους «επιστημονικό» σοσιαλισμό (Rosseli, 2013, σ.25-26) Ακολουθώντας την παράδοση
των Hegel, Rousseau, Kant, Fichte, ο Marx συνδέει την θετική ελευθερία της βούλησης που
είναι αναγκαία για να αναπτύξει ο άνθρωπος το δυναμικό του με την δικαιοσύνη των
κοινωνικών θεσμών. Η δίκαιη κοινωνία πρώτιστα διασφαλίζει την ελευθερία των μελών της να
αναζητούν ελεύθερα την προσωπική τους ανάπτυξη και ευτυχία, αρκεί να μην υπονομεύεται ο
αυτοκαθορισμός κανενός μέλους της (Μιχαλάκης, 2015, σ.297-298). Η μαρξιστική σκέψη
προτάσσει έτσι μία πολυδιάστατη και κοινωνική αντίληψη της ελευθερίας, αναδεικνύοντας τον
άνθρωπο ως αιτία και σκοπό του κοινωνικού κόσμου: Η ελεύθερη ανάπτυξη του ατόμου,
πέραν του αυτοκαθορισμού, στοχεύει επιπλέον και στην ελεύθερη ανάπτυξη όλων. Τα
υποκείμενα θεωρούνται ικανά να διαμορφώνουν μόνα τους τους κοινωνικούς θεσμούς και
πρακτικές που διασφαλίζουν την καθολική ανάπτυξη. Η κοινωνία και η ιστορία για τον
μαρξισμό είναι έργο των κοινωνικών υποκειμένων, ακόμα κι αν δεν έχουν επιλέξει τις
συνθήκες (Μιχαλάκης, 2015, σ.303-305).

Στην πράξη όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ διαφορετικά στις χώρες του
υπαρκτού σοσιαλισμού. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, στην κριτική της στον αυταρχικό σοσιαλισμό
της μεταεπαναστατικής Ρωσίας, επεσήμανε ότι η προνομιακή ελευθερία, για τα μέλη ενός
κόμματος ή τους υποστηριχτές μιας κυβέρνησης, δεν συνιστά πραγματικά ελευθερία, γιατί «Η
ελευθερία νοείται πάντα ελευθερία για κείνον που σκέφτεται διαφορετικά» (Λουξεμπουργκ ,
1958, σ. 69-70).

Συγκριτικά με τα φιλελεύθερα κράτη, στην Σοβιετική Ένωση και την Κίνα, οι


«αρνητικές» (ατομικές) ελευθερίες περιορίστηκαν δραστικά, ενώ οι «θετικές ελευθερίες»
αυξήθηκαν. Κάθε πολίτης είχε πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση και βασικά
αγαθά, αλλά με τον συγκεκριμένο τρόπο που υπαγόρευε το καθεστώς. Ως σήμερα, στις πιο
προηγμένες καπιταλιστικές κυβερνήσεις, αυτή η σχέση αντιστρέφεται: οι «θετικές ελευθερίες»
περικόπτονται ή δεν υπάρχουν καθόλου, ενώ οι «αρνητικές» είναι περισσότερες από ποτέ.
Θεωρητικά, μια σοσιαλιστική κοινωνία που δημιουργείται από μια καπιταλιστική, θα ενισχύσει
τις «αρνητικές ελευθερίες», ενώ παράλληλα θα δημιουργεί πραγματικά θετικές ελευθερίες,
εξασφαλίζοντας ισότιμη και ελεύθερη πρόσβαση στις κοινωνικές υπηρεσίες από όλους. Στον
σοσιαλισμό ένα άτομο δεν μπορεί να περιορίζει τις εργασιακές ελευθερίες, αλλά είναι
ελεύθερο να κατέχει περισσότερο ή λιγότερο ίσο μερίδιο των μέσων παραγωγής ανάλογα με
τις ανάγκες και τις ικανότητές του. (Encyclopedia of Marxism).

Στην πράξη, η συνύπαρξη ελευθερίας και ισότητας αποκλείεται, όχι μόνο στον
σύγχρονο φιλελευθερισμό, αλλά και στον σοσιαλισμό και ακόμα περισσότερο στον κοινωνικό
προοδευτισμό των μειονοτήτων σύμφωνα τον μαρξιστή Balibar (1993, σ.4). Ο Balibar, σε
αντίθεση με τον διαφορισμό του Berlin (Μολύβας, 1998, σ.4), ταυτίζει αφενός το άτομο με την
πολιτική του ιδιότητα και αφετέρου την ελευθερία με την ισότητα, ως έννοιες αδιαχώριστες
που αλληλοκαθοριζονται και αλληλοδομούνται στην πρόταση της ισοελευθερίας. (Balibar,
1993, σ. 9,-10). Στην πρόταση του οι διακρίσεις μεταξύ ατομικών/ συλλογικών ελευθεριών ή
«τυπικής»/ «πραγματικής» ισότητας δεν έχουν νόημα, μόνο δηλώνουν τον αναγκαίο βαθμό
ισότητας για την συλλογικοποίηση των ατομικών ελευθεριών και τον αναγκαίο βαθμό
ελευθερίας για την συλλογική ισότητα. Οι ιδέες τις ελευθερίας και της ισότητας προφανώς
ταυτίζονται γιατί έχουν κοινό φυσικό θεμέλιο τον άνθρωπο-πολίτη και γιατί ιστορικά
αποδεικνύεται πώς οποτεδήποτε καταπνίγεται η πρώτη αυτομάτως καταστρατηγείται η
δεύτερη και αντίστροφα. (Balibar, 1993, σ.13-14). Καθώς τα διάφορα αντιμαχόμενα δίπολα 3
τείνουν ωφελιμιστικά να διαχωρίζουν την ελευθερία από την ισότητα, χρειάζεται να θεμελιωθεί
ένα τρίτο μεσολαβητικό δίπολο, που να εξετάζει την ελευθερία και την ισότητα μέσω της
ιδιοκτησίας και της κοινότητας (Balibar, 1993, σ.17).

Επίλογος

Είναι φανερό ότι ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε στην πολιτική θεωρία θεμελιακές
έννοιες όπως η ελευθερία, η ισότητα, η δικαιοσύνη εξαρτά σε μεγάλο βαθμό την πολιτική μας
στάση απέναντι τους, αλλά και απέναντι στον εαυτό, στον άνθρωπο και την θέση μας στον
κόσμο. Στην βάση της διαφορετικής πρόσληψης της έννοιας της ελευθερίας, άλλοτε ως
«αρνητικής» ατομικής ελευθερίας και άλλοτε ως «θετικής» πολιτικοκοινωνικής ελευθερίας,
καθώς και στη σχέση της με την ισότητα και την δικαιοσύνη, αναδείχθηκαν τα διαφορετικά
ιδεολογικά ρεύματα του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού των τελευταίων αιώνων, που
εξελίσσονται, διευρύνονται και αλληλεπιδρούν μέχρι σήμερα. Μέσα στο σύγχρονο,
παγκόσμιο, επιθετικό και εκφασισμένο καπιταλισμό τα ερωτήματα της αρνητικής και θετικής
ελευθερίας «Πόσο ελεύθερος περιορισμών είμαι;» και «Ποιος αποφασίζει για μένα;»
παραμένουν επώδυνα ανοιχτά. Οι απόπειρες απάντησης τους σε κάθε πεδίο του βίου,
ορίζουν κάθε στιγμή την θέση και τη στάση του ατόμου απέναντι στα πολιτικά συστήματα
εξουσίας, την κοινωνία και τη συμμετοχή του στα κοινά._

(σώμα κειμένου 2310 λέξεις)

3 Ανταγωνιστικά δίπολα όπως: κεφαλαιούχοι - εργάτες, χειρώνακτες – διανοούμενοι, άνδρες – γυναίκες,


ιδιοκτήτες – άκληροι, ιθαγενείς – άποικοι κ. ά.
Βιβλιογραφικές αναφορές

 Balibar E., (1993). «Η πρόταση της ισοελευθερίας». Θέσεις, τεύχ. 42 Ιανουάριος -


Μάρτιος Βλ. (http://www.theseis.com/index.php?
option=com_content&task=view&id=402&Itemid=29).
 Βανδώρος Σ., (2015). Εισαγωγή στις Πολιτικές Ιδεολογίες. Αθήνα. Βλ.
https://repository.kallipos.gr/bitstream/11419/4733/4/00_master%20document_%ce
%95%ce%99%ce%a3.%ce%a0%ce%9f%ce%9b.%ce%99%ce%94%ce%95%ce%9f
%ce%9b_%ce%a4%ce%95%ce%9b%ce%99%ce%9a%ce%9f.pdf
 Berlin I., (1975). «Δύο έννοιες της ελευθερίας». Δευκαλίων, τόμ. 4, αρ. 13. βλ.
http://academia.lis.upatras.gr/index.php/deukalionas/article/view/1326/1202. (Το
άρθρο αυτό αποτελεί συντομευμένη εκδοχή του 3ου κεφαλαίου του I. Berlin (2001).
 Berlin I., (2001). Τέσσερα δοκίμια περί ελευθερίας (μτφ. Γ. Παπαδημητρίου). Αθήνα:
Scripta.
 Bobio N., (1998 ). Ισότητα και ελευθερία (μτφ. Μ. Αρχιμανδρίτου). Αθήνα: Πόλις.
 Constant, B., (2000). Περί ελευθερίας και ελευθεριών (μτφ. Τ. Δαρβέρης). Θεσσαλονίκη:
Ζήτρος.
 Encyclopedia of Marxism: Glossary of Terms, Positive Freedom and Negative
Freedom, https://www.marxists.org/glossary/terms/f/r.htm?fbclid=IwAR2QYQL-
twER6oa1GphRCbghuv-_9Mp9cdMz1rpsfFVl0QqK_PDMSJAtBOE, προσπελάσθηκε
21/01/2019.
 Held D., (2007). Μοντέλα Δημοκρατίας (μτφ. Μ. Τζιαντζή, Κ. Κέη, Γ. Βογιατζής). Αθήνα:
Πολύτροπον.
 Heywood A., (2007). Πολιτικές Ιδεολογίες (μτφ. Χ. Κουτρής). Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.
 Kymlicka W., (2005). Η Πολιτική Φιλοσοφία της Εποχής μας (μτφ. Γ. Μολύβας). Αθήνα:
Πόλις.
 Λούξεμπουργκ, Ρ., (1958). Ρωσική επανάσταση (μτφ. Α. Στίνα). Αθήνα: Ύψιλον.
 Μιχαλάκης, Α. (2015). «Καρλ Μαρξ: Η δικαιοσύνη ως ελευθερία» στον τόμο Δικαιοσύνη
και Δίκαιο (επιμ. Σ. Ζουμπουλάκης). Αθήνα: Άρτος Ζωής.
 Μολύβας Γ., (1998). «Η διάκριση μεταξύ θετικής και αρνητικής ελευθερίας κατά τον
Isaiah Berlin και ο ορισμός της ελευθερίας ως αρνητικής ιδέας». Επιστήμη και
Κοινωνία, τ. 1. Bλ. https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/sas/article/viewFile/
681/679
 Rosselli C., (2013). Φιλελεύθερος σοσιαλισμός (μτφ. Α. Καλαμαράς, εισ. Θ.
Γιαλκέτσης). Αθήνα: Πόλις.

You might also like