Professional Documents
Culture Documents
ΜΥΚΗΝΑΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΜΥΚΗΝΑΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Ήδη από τα τελευταία στάδια της ύστερης Μεσοελλαδικής εποχής, από τη λεγόμενη
εποχή των λακκοειδών τάφων των Μυκηνών, είχε παρατηρηθεί μια αιφνίδια
συσσώρευση πλούτου, η οποία οφειλόταν στις επιτυχείς εμπορικές δραστηριότητες
μιας κοινωνικά ανερχόμενης τάξης. Η νέα άρχουσα τάξη, οδηγούμενη προφανώς από
ισχυρούς ηγεμόνες, ήταν σε θέση να καλλιεργεί επαφές και εμπορικές σχέσεις με την
ανακτορική Κρήτη και τις προηγμένες χώρες της Ανατολής, από τις οποίες
εξασφαλίζονταν οι απαιτούμενες πρώτες ύλες και η προηγμένη τεχνογνωσία για τη
λειτουργία των ντόπιων εργαστηρίων. Μέσα από τις επαφές των πρώτων μυκηναίων
ηγεμόνων με την Κρήτη δημιουργήθηκαν νέα πρότυπα οικονομικής διαχείρισης, τα
οποία μεταφέρθηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα, συνοδευμένα από τα τελευταία
τεχνολογικά και πνευματικά επιτεύγματα της εποχής.
Με την ίδρυση των μυκηναϊκών ανακτόρων κατά το 14ο αιώνα π.Χ. η οικονομία
άλλαξε χαρακτήρα και έγινε αυστηρά συγκεντρωτική. Οι ειδικευμένοι τεχνίτες
εργάζονταν στα ανάκτορα ή κατά παραγγελία των ανακτόρων σύμφωνα με το
μινωικό πρότυπο. Όπως προκύπτει από τη συσσώρευση των αγροτικών προϊόντων
και των πολύτιμων αγαθών και από τις γραπτές μαρτυρίες των ανακτορικών αρχείων,
τα ανάκτορα λειτουργούσαν ως κέντρα συγκέντρωσης και αναδιανομής του
αγροτικού πλεονάσματος αλλά και ως κέντρα του διεθνούς εμπορίου. Τα μυκηναϊκά
ανάκτορα απέκτησαν γρήγορα οικονομική ισχύ και διεθνή ακτινοβολία,
περιορίζοντας σταδιακά τη μινωική θαλασσοκρατορία. Μια σειρά από οργανωμένες
εμπορικές δραστηριότητες έφεραν τους Μυκηναίους ως την Παλαιστίνη και την
Αίγυπτο αλλά και στα κέντρα της δυτικής Μεσογείου, στην Κάτω Ιταλία, τη Σικελία
και τη Σαρδηνία. Οι τακτικές αυτές συναλλαγές διευκολύνθηκαν από την ίδρυση
εμπορικών σταθμών σε πολλά σημαντικά λιμάνια της Μεσογείου, μερικά από τα
οποία είχαν το χαρακτήρα των αποικιών. Μερικές σπάνιες πρώτες ύλες που βρέθηκαν
σε ορισμένα σημαντικά μυκηναϊκά κέντρα, όπως το ήλεκτρο καθώς και ορισμένες
καλλιτεχνικές αλληλεπιδράσεις υποδεικνύουν ότι οι Μυκηναίοι είχαν σποραδικές
επαφές με τη Βόρεια Ευρώπη, τη Βρετανία και τις χώρες της Βαλτικής. Την
παρουσία των Μυκηναίων στις μακρινές αυτές χώρες προκάλεσε κυρίως η
αναζήτηση των μετάλλων, ιδιαίτερα του χρυσού και του κασσίτερου, που δεν
απαντούν στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Με την κατάρρευση των ανακτόρων γύρω στο 1200 π.Χ. κατέρρευσε και το
οικονομικό σύστημα της μυκηναϊκής Ελλάδας. Οι εμπορικές δραστηριότητες
συρρικνώθηκαν και η οικονομία εισήλθε σε μια μακρά περίοδο μαρασμού. Κατά την
Υπομυκηναϊκή περίοδο, τα τοπικά εργαστήρια συνέχισαν την παραγωγή τους αλλά τα
εισηγμένα πολυτελή προϊόντα έπαψαν να φτάνουν από τις ξένες αγορές και η
καλλιτεχνική δημιουργία έχασε τη λάμψη των προηγούμενων αιώνων. Η οικονομική
παρακμή και η εξαφάνιση της γραφής που χρησιμοποιούνταν από τα ανακτορικά
κέντρα σηματοδότησαν την είσοδο της ηπειρωτικής Ελλάδας στη λεγόμενη περίοδο
των "σκοτεινών αιώνων". Ένα νέο υλικό, ο σίδηρος, η χρήση του οποίου
παρατηρείται από την Πρωτογεωμετρική περίοδο, έδωσε ένα διαφορετικό στίγμα στις
οικονομικές διαδικασίες, δίνοντας και το όνομά του στη νέα εποχή.
ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Το κοινωνικό αυτό πρότυπο διατηρήθηκε επί πέντε περίπου αιώνες μέχρι την
κατάρρευση των μυκηναϊκών ανακτόρων γύρω στο 1200 π.Χ., αμέσως μετά την
οποία άρχισε η περίοδος της παρακμής. Η κατάλυση της κεντρικής εξουσίας είχε
αντίκτυπο σε όλους τους τομείς του πολιτισμού, ιδιαίτερα στην οικονομία και στις
τέχνες. Ο πληθυσμός της ηπειρωτικής Ελλάδας υπολογίζεται ότι μειώθηκε στο ένα
δέκατο περίπου του πληθυσμού του 13ου αιώνα π.Χ. και οργανώθηκε σε μικρότερες
κοινότητες. Οι ενισχύσεις των αμυντικών έργων μαρτυρούν μια έντονη αίσθηση
ανασφάλειας. Παράλληλα όμως ιδρύθηκαν ορισμένοι νέοι παράκτιοι οικισμοί, οι
οποίοι γνώρισαν μεγάλη άνθηση χάρη στις επαφές τους με την Ανατολή.
Μετά την οριστική καταστροφή των ακροπόλεων γύρω στο 1100 π.Χ. οι αλλαγές στα
κοινωνικά δεδομένα έγιναν εμφανέστερες. Κατά τον 11ο αιώνα πολλοί οικισμοί
καταστράφηκαν ή εγκαταλείφτηκαν, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού
αποτραβήχτηκε σε ορεινές αγροτικές εγκαταστάσεις, ενώ τα κέντρα της ευρύτερης
επικράτειας και οι αποικίες ανεξαρτητοποιήθηκαν. Μεγάλα τμήματα του πληθυσμού,
αναζητώντας μεγαλύτερη ασφάλεια και καλύτερες οικονομικές προοπτικές,
εγκαταστάθηκαν στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, στη μικρασιατική ακτή, στην
Κύπρο και στην Παλαιστίνη, όπου μετέφεραν πολλά από τα στοιχεία του μυκηναϊκού
πολιτισμού.
Η αλυσίδα των καταστροφών, τα νέα ταφικά έθιμα που επικράτησαν από τον 11ο
αιώνα π.Χ. και η εισαγωγή ορισμένων νέων στοιχείων του υλικού πολιτισμού, το
κυριότερο από τα οποία είναι η χρήση του σιδήρου, αποδίδονται στην εισχώρηση
νέων πληθυσμών από το Βορρά, οι οποίοι έχουν ταυτιστεί με τα πρώτα δωρικά φύλα
που, όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης, εισέβαλαν στην Πελοπόννησο δύο γενιές μετά τα
Τρωικά.
ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Κατά τη διάρκεια των ώριμων φάσεων της Μυκηναϊκής εποχής (Υστεροελλαδική III
A-III Γ) το τυπικό της λατρείας αποκτά μια στερεότυπη μορφή. Η ανάγνωση των
θρησκευτικών πράξεων αυτής της περιόδου και η ερμηνεία τους υποβοηθούνται τώρα
και από ένα πλήθος εικονιστικών παραστάσεων σε τοιχογραφίες, σφραγίδες και
χρυσά δαχτυλίδια. Η ερμηνεία αυτών των παραστάσεων, οι οποίες είναι συχνά
κωδικοποιημένες σε μεγάλο βαθμό, συμπληρώνεται από την πλουσιότερη και
σαφέστερη κρητική εικονογραφία. Οι επιδράσεις όμως της μινωικής Κρήτης αφορούν
περισσότερο το τυπικό της λατρείας και λιγότερο τις βασικές θρησκευτικές αρχές.
Παράλληλα με τη λατρεία της γυναικείας μινωικής θεότητας, η οποία διακρίνεται από
έντονα ανατολικά στοιχεία, διαπιστώνεται, κυρίως μέσα από τις γραπτές πηγές, και η
λατρεία άλλων γυναικείων και αντρικών θεοτήτων με ονόματα ινδοευρωπαϊκής
προέλευσης. Από το σύνολο των γλωσσολογικών και των αρχαιολογικών δεδομένων
προκύπτει ότι κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία είχε διαμορφωθεί ήδη το πάνθεον και
οι κύριες μορφές λατρείας της κλασικής Ελλάδας.
ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ
Οι γνώσεις μας για τις εγκαταστάσεις της Μυκηναϊκής εποχής προέρχονται κυρίως
από τις ανασκαφικές έρευνες των μυκηναϊκών θέσεων αλλά και από τις επιφανειακές
έρευνες, οι οποίες δίνουν μια εικόνα της έκτασης και της πυκνότητας της μυκηναϊκής
κατοίκησης. Μια συμπληρωματική εικόνα προσφέρουν επίσης τα νεκροταφεία, τα
οποία, ακόμη και όταν δε βρίσκεται κοντά τους κάποιος οικισμός, υποδεικνύουν την
ύπαρξη μιας γειτονικής εγκατάστασης.
Για την κατοίκηση της πρώιμης Μυκηναϊκής εποχής διαθέτουμε ελάχιστα στοιχεία,
καθώς οι οικιστικές αυτές φάσεις έχουν καλυφθεί ή και καταστραφεί από τις
εντατικές οικοδομικές δραστηριότητες των υστερότερων φάσεων. Το φαινόμενο της
έλλειψης οικιστικών δεδομένων αυτής της εποχής είναι τόσο εκτεταμένο, ώστε να
συζητείται ακόμη και το ενδεχόμενο μιας μαζικής εγκατάλειψης οικισμών. Τα
ανασκαμμένα τμήματα όμως ορισμένων Υστεροελλαδικών Ι και ΙΙ οικισμών όμως
στην Τσούγκιζα, στην Περιστεριά, στα Νιχώρια και στον ’γιο Στέφανο, μαρτυρούν
την ύπαρξη πρώιμων μυκηναϊκών οικισμών με πολεοδομικό σχεδιασμό παρόμοιο μ'
εκείνο της Μέσης Χαλκοκρατίας.
Στα ψηλότερα σημεία των ακροπόλεων ήταν χτισμένα τα ανάκτορα των ηγεμόνων.
Τα μυκηναϊκά ανάκτορα συγγενεύουν αρκετά με τα μινωικά, όσον αφορά την αρχική
τους σύλληψη. Οι λειτουργικές ανάγκες που έπρεπε να εξυπηρετούν ήταν οι ίδιες,
δηλαδή έπρεπε να περικλείουν τα ιδιωτικά διαμερίσματα των ηγεμόνων, καθώς
επίσης και εργαστήρια, αποθήκες και τόπους υποδοχής του κοινού. Κοινά στοιχεία με
τα μινωικά ανάκτορα παρατηρούνται επίσης στην πολυτελή εσωτερική διακόσμηση,
η οποία περιλάμβανε τοιχογραφημένο διάκοσμο και λίθινες
επενδύσεις. Ο σχεδιασμός τους όμως δε θυμίζει καθόλου την
πολυπλοκότητα και την έκταση των μινωικών ανακτόρων. Τα
ανάκτορα της ηπειρωτικής Ελλάδας ήταν απλούστερα κτίσματα
περιορισμένης έκτασης, δομημένα γύρω από ένα κεντρικό μέγαρο, το
οποίο αποτελούσε ένα προγενέστερο στοιχείο της ελλαδικής
αρχιτεκτονικής.