You are on page 1of 40

Το κίνημα των Κολλυβάδων και η προσφορά  

του lawgap

Του π. Θεοδώρου Ζήση


Οι μεγάλοι διδάσκαλοι της Εκκλησίας και του Γένους Μακάριος Νοταράς,Νικόδημος Αγιορείτης και Αθανάσιος Πάριος, που έζησαν και
έδρασαν τον 18ον αιώνα και στις αρχές του 19ου, αποτελούν μία νέα τριάδα μεγίστων φωστήρων, όπως οι παλαιοί Τρεις Ιεράρχαι,
τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών και λαμβανομένων υπ’ όψιν των ιστορικών συγκυριών στις οποίες έζησαν με τις διαφορές και τις
ομοιότητες.
Σ’ αυτούς προστίθεται και ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, πρωτουργός χρονικά του κινήματος, όχι όμως με την προσφορά και
δραστηριότητα που οι 3 άλλοι επέδειξαν στη συνέχεια, η οποία άλλωστε ήταν κ η αιτία να συγκαταριθμηθούν στη χορεία των αγίων.
Ονομάσθηκαν ειρωνικά Κολλυβάδες[1] από τους αντιπάλους τους στο Άγιο Όρος, εξ αιτίας του ότι αντέδρασαν στην αντιπαραδοσιακή
μεταφορά της τελέσεως των μνημοσυνών από το Σάββατο στην Κυριακή, γιατί ορθά και δίκαια εξετίμησαν ότι προσβάλλεται έτσι ο
αναστάσιμος και πανηγυρικός χαρακτήρ της ημέρας.
Αυτό βέβαια ήταν εντελώς μικρή λεπτομέρεια μέσα στο όλο ανακαινιστικό και φωτιστικό τους έργο – απλώς τονίσθηκε και διογκώθηκε
εσκεμμένα, ώστε όχι μόνο να αποκρυβεί η άλλη τους προσφορά, αλλά και να συκοφαντηθούν οι ίδιοι, γιατί ασχολούνται με πράγματα
μικρά και ασήμαντα, όπως είναι δήθεν τα μνημόσυνα και τα κόλλυβα.
Υπάρχουν μέχρι των ημερών μας ερευνηταί, οι οποίοι σμικρύνουν το έργο και την προσφορά τους, βλέποντάς το μέσα από αυτό το
παραμορφωτικό πρίσμα της έριδος γύρω από τα μνημόσυνα.
Ευτυχώς που τις τελευταίες δεκαετίες, κατά τις οποίες άρχισε η ελληνική ιστορική και θεολογική έρευνα να απελευθερώνεται σιγά-σιγά
από τα δεσμά, τις εξαρτήσεις και τις επιρροές των Δυτικών, αποκαταστάθηκε η εικόνα της προσφοράς τους ως μιας
ευρύτερης φιλοκαλικής αναγέννησης, που σημειώθηκε τον 18ο αιώνα.
Η αναγέννηση αυτή είχε αποφασιστικές επιδράσεις στην τόνωση και ενίσχυση της παιδείας των υποδούλων ορθοδόξων λαών και στην
διατήρηση της αυτοσυνειδησίας των, όχι μόνον απέναντι των Οθωμανών κατακτητών, αλλά και απέναντι των δυτικών μισσιοναρίων
[εξήγηση "Νεκρού": δηλ. προτεσταντών & καθολικών ιεραποστόλων] που όργωναν τις ορθόδοξες χώρες, ασκώντας προσηλυτισμό με
αθέμιτα μέσα, προ παντός όμως εκμεταλλευόμενοι την αμάθεια, την δουλεία και την φτώχεια των ορθοδόξων πιστών.

Ο κίνδυνος του εξισλαμισμού και του εκλατινισμού [=αλλοτρίωσης από καθολικισμό και προτεσταντισμό] ήταν εξ ίσου μεγάλος,
μεγαλύτερος μάλιστα ο δεύτερος, λόγω της ομοιότητος στη θρησκεία και του υψηλού πολιτιστικού επιπέδου των Δυτικών, που
διευκόλυναν την αφομοίωση, ενώ ως προς το αλλόθρησκο Ισλάμ η αίσθηση της διαφοράς και της υπεροχής δημιουργούσε κάποιους
φραγμούς και επιφυλάξεις.

Έχει καταντήσει κλασική η ρήση του άλλου επίσης μεγάλου διδασκάλου και αγίου της ιδίας εποχής, του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, με
την οποία εξηγεί γιατί επέτρεψε ο Θεός να σκλαβωθούμε στους Τούρκους και όχι στους Φράγκους, «Τριακόσιους χρόνους μετά την
Ανάστασιν του Χριστού μας έστειλεν ο Θεός τον άγιον Κωνσταντίνον και εστερέωσε βασίλειον χριστιανικόν και το είχαν Χριστιανοί το
βασίλειον 1150 χρόνους.
Ύστερον το εσήκωσεν ο Θεός από τους Χριστιανούς και έφερε τον Τούρκον και του το έδωσε διά ιδικόν μας καλόν, και το έχει ο
Τούρκος 320 χρόνους (1453+320=1773).
Και διατί έφερεν ο Θεός τον Τούρκον και δεν έφερεν άλλο γένος;
Διά ιδικόν μας συμφέρον διότι τα άλλα έθνη θα μας έβλαπτον εις την πίστιν, ο δε Τούρκος άσπρα άμα του δώσης, κάμνεις ό,τι θέλεις».

Για να αποφευχθούν πάντως οι εξισλαμισμοί και οι εκλατινισμοί και να μη γίνουν ποτάμι από μικροί χείμαροι και αφανίσουν το Γένος
στην πορεία τους, χρειαζόταν ο φραγμός και οι ρίζες της παιδείας, μετά μάλιστα από το βαθύ σκοτάδι της απαιδευσίας και της αμάθειας
των προηγουμένων αιώνων.
Ό,τι έκανε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός με τις περιοδείες του και την ίδρυση σχολείων σε λαϊκό επίπεδο,
έκαναν σε υψηλότερη βαθμίδα οι Κολλυβάδες Άγιοι εκδίδοντας και ερμηνεύοντας κείμενα της Αγίας Γραφής και των
Πατέρων της Εκκλησίας, βίους και ακολουθίες αγίων, ύμνους της Εκκλησίας, ακόμη και σχολικά εγχειρίδια
Γραμματικής, Ρητορικής, Φιλοσοφίας και μάλιστα θύραθεν συγγραφέων, αρχαίων Ελλήνων και Δυτικών.
Ο άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης, ένας από τους σημαντικότερους πνευματικούς διδασκάλους του Νεότερου Ελληνισμού. Φυσικά οι
“ευρωλιγούρηδες” και οι νεο-ειδωλολάτρες τον μισούν θανάσιμα… Η φωτο από εδώ, όπου απόσπασμα από το έργο του Αόρατος
Πόλεμος.
Αυτό που προείχε ήταν να φωτισθεί το Γένος και να σταθεί στην πίστη και στις παραδόσεις των Πατέρων, να διασωθεί ο
ελληνορθόδοξος πολιτισμός.
Έπρεπε στα σχολεία που άρχισαν να πυκνώνουν, στους δασκάλους, στους μοναχούς, στους κληρικούς να εξασφαλισθεί η δυνατότης
να κατανοούν τα ελληνικά κείμενα με τη σχολική παιδεία, αλλά και να τους προσφερθούν τέτοια κείμενα με εκδόσεις, γιατί τα
χειρόγραφα εσπάνιζαν, κρυμμένα σε μοναστηριακές βιβλιοθήκες ή συλημένα από επιτηδείους ξένους περιηγητάς.
Μπορεί μάλιστα κανείς να εντοπίσει μέσα στην εντυπωσιακή πράγματι εκπαιδευτική και συγγραφική δραστηριότητά τους και ειδική
τάση και δράση απέναντι στον κίνδυνο των εξισλαμισμών και των εκλατινισμών.
Είναι γνωστόν ότι πολλοί από τους Νεομάρτυρες είχαν ως «αλείπτας», ως προπονητάς θα ελέγαμε, οι οποίοι ψυχολογικά τους
ετόνωναν και τους εστήριζαν στο δρόμο του μαρτυρίου, Κολλυβάδες αγίους, όπως τον Άγιο Μακάριο και τον Άγιο Νικόδημο Αγιορείτη.
Και είναι βέβαιο πως όσα με παρρησία λέγουν πολλοί Νεομάρτυρες στις απολογίες τους απέναντι των Τούρκων δικαστών,
προβάλλοντας την υπεροχή της Χριστιανικής πίστεως απέναντι στην θρησκεία του Μωάμεθ, την οποία υποτιμούν και απορρίπτουν,
απηχούν τη διδασκαλία των Κολλυβάδων Αγίων.
Πολλούς από τους διαλόγους αυτούς των Νεομαρτύρων με τους Τούρκους δικαστάς, που θυμίζουν τα αρχαία μαρτυρολόγια, διέσωσε
ο άγιος Νικόδημος στο «Νέο Μαρτυρολόγιο».
Κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει να ερμηνευθούν και τα ειδικά αντιλατινικά έργα του Αγίου Αθανασίου Πάριου «Αντίπαπας»,
«Ουρανού κρίσις», «Ο Παλαμάς εκείνος», και όσα άλλα σε ειδικά ή μη έργα γράφουν για τις εκτροπές και τις πλάνες των
Λατίνων όλοι τους.
Όλοι οι άγιοι που ανήκουν στο πνευματικό κίνημα των Κολλυβάδων (από εδώ).
Η προσφορά βέβαια των Κολλυβάδων στο χώρο της παιδείας και του πολιτισμού δεν περιορίζεται μόνο στην ενίσχυση της
αυτοσυνειδησίας των Ορθοδόξων απέναντι στον διπλό κίνδυνο των επιρροών και αφομοιώσεων από Ανατολή και Δύση, που είναι και
αυτή πολύ μεγάλη.
Έχει και μία άλλη, εξ ίσου ευρεία διάσταση, στον χώρο της οποίας φάνηκε ότι δεν είχαν τότε τόσο μεγάλη επιτυχία, όχι γιατί η
διδασκαλία τους δεν είχε απήχηση, αλλά διότι δυστυχώς ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία, που εδημιούργησαν ένα οικουμενικό κράτος
με οικουμενική ακτινοβολία, την Ρωμιοσύνη του Βυζαντίου, που άντεχε και κρατούσε όρθια την ψυχή και το πνεύμα του και κάτω από
τη σκληρή δουλεία των κατακτητών, μετά το 1821 δέχθηκαν σοβαρά πλήγματα.
Το νέο κράτος αποκόπηκε βίαια από την ελληνορθόδοξη παράδοση, εγκατέλειψε την παραδοσιακή ελληνοχριστιανική
παιδεία και εστράφη καθοδηγούμενο και κηδεμονευόμενο από τη Δύση εναντίον της Βυζαντινής του κληρονομιάς, των
Αγίων και των Πατέρων, των ιερών και όσιων του Γένους.
Είναι γνωστόν ότι οι Κολλυβάδες Άγιοι ήλθαν σε σύγκρουση, ιδιαίτερα ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος, με τους ευρωπαϊστάς και
ευρωπαΐζοντας εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, οι οποίοι υιοθέτησαν τις ιδέες του Γαλλικού Διαφωτισμού και της
Γαλλικής Επαναστάσεως, ακόμη και την αθεΐα τουΒολταίρου, και προσπάθησαν να στρέψουν την πορεία του νεοελληνικού
πολιτισμού προς την κλασική αρχαιότητα, εκθειάζοντας και προβάλλοντας την θύραθεν, την κοσμική σοφία και γνώση και
υποτιμώντας ή αγνοώντας την θεία σοφία.
Ο ορθός λόγος, η επιστήμη, η γνώση, η ελευθερία ήσαν οι νέες θεότητες του κηρύγματος του Διαφωτισμού.

Η βυζαντινή σύνθεση, όπου κατορθώθηκε η διάσωση και η ενίσχυση των υγιών στοιχείων του ελληνικού πνεύματος
στην υπηρεσία του θείου κηρύγματος της αγάπης, της ταπεινώσεως, της καταλλαγής που απέρρεαν από το κήρυγμα
του Ευαγγελίου του Σταυρού, εγκαταλείφθηκε και υποτιμήθηκε.
Ήταν ουσιαστικώς ένας νέος διωγμός εναντίον της Εκκλησίας υπό άλλη μορφή, που συγγενεύει πολύ με την απόπειρα
του Ιουλιανού του Παραβάτου τον 4ο αιώνα να αναβιώσει τον ακραιφνή Ελληνισμό εναντίον του Χριστιανισμού
["Νεκρός": ενν. τον ανορθόλογο ειδωλολατρικό ελληνισμό - ο Ιουλιανός τον έβλεπε ως "ακραιφνή", αλλά ακραιφνής ελληνισμός είναι και ο
μη ειδωλολατρικός ελληνισμός των φιλοσόφων, των "προ Χριστού χριστιανών"]
και του Βαρλαάμ του Καλαβρού τον 14ο αιώνα,
να περάσει, μέσα στο ορθόδοξο Βυζάντιο, τον σχολαστικισμό και ορθολογισμό της Δυτικής Αναγέννησης,
απορρίπτοντας την δοκιμασμένη μέθοδο φωτισμού και τελειώσεως των Πατέρων της Ανατολής, που έδιναν τα πρωτεία στη θεία σοφία
χωρίς να απορρίπτουν την κοσμική, την ανθρώπινη.
Οι Τρεις Ιεράρχαι του 4ου αιώνος, ο Μ. Βασίλειος, ο Γρηγόριος θεολόγος και ο Ιωάννης Χρυσόστομος, με την έξοχη ελληνική παιδεία
τους, όπως και ο ΆγιοςΓρηγόριος Παλαμάς τον 14ο αιώνα, δεν επέτρεψαν την οπισθοδρόμηση προς ένα νοσηρό κλασικισμό που
τοποθετεί το κτιστό πάνω από το άκτιστο, την ανθρώπινη σοφία πάνω από την θεϊκή σοφία, τα άθεα γράμματα πάνω από τα θεωτικά,
όπως έλεγε ο όσιος μοναχός Χριστόφορος Παπουλάκος, βλέποντας την εσφαλμένη πορεία που ακολούθησαν μετά το 1821
οι δυτικοτραφείς λόγιοι και κληρικοί υιοθετώντας πλήρως τις θέσεις των Ευρωπαίων Διαφωτιστών.
Ο άγιος ιεροκήρυκας Χριστοφόρος ο Παπουλάκος. Κόκκινο πανί για ευρωλιγούρηδες και νεο-ειδωλολάτρες, δήθεν προοδευτικούς. Η εικόνα από εδώ, όπου και
άλλα ενδιαφέροντα.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι αγωνισταί του 1821, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης, ο Παπαφλέσσας και άλλοι, γαλουχημένοι με το
πνεύμα της παραδόσεως των Κολλυβάδων, βρέθηκαν προδομένοι και στο σημείο αυτό.
Αγωνίσθηκαν για να απελευθερώσουν σωματικά τους Έλληνες από τους Τούρκους, και είδαν την Ελλάδα να υποδουλώνεται
πνευματικά, να παραδίδει την ψυχή, το πνεύμα της στους Ευρωπαίους.
Ο εκλατινισμός επανήλθε με τη μορφή του εξευρωπαϊσμού και του εκδυτικισμού.
Η Δύση που δεν μπόρεσε ούτε στο ελεύθερο Βυζάντιο με τον Βαρλαάμ Καλαβρό να «διαφωτίσει», δηλαδή
να σκοτίσει τους Έλληνες, γιατί αντέδρασε ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς με το κίνημα του Ησυχασμού,
ούτε στην Τουρκοκρατία, λόγω του νέου φιλοκαλικού – ησυχαστικού κινήματος των Κολλυβάδων,
επεχείρησε να πάρει τη ρεβάνς μετά το 1821 θέτοντας υπό πνευματική κηδεμονία το νεοελληνικό κράτος, την παιδεία και τον
πολιτισμό του.
Φαίνεται όμως ότι και πάλι βγαίνει νικημένη. Οι δυσφημισμένοι ακόμη και κατά το όνομα Κολλυβάδες επηρεάζουν τώρα βαθύτατα την
ορθόδοξη πίστη και ζωή ως γνήσιοι συνεχιστές της πατερικής ησυχαστικής παραδόσεως. Το Άγιον Όρος που τους εξέθρεψε, όπως και
τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, μπορεί να καυχάται για τους μεγάλους αυτούς διδασκάλους της Ορθοδοξίας και του Γένους.
Σημείωση
1. Ο χαρακτηρισμός του κινήματος ως φιλοκαλικής αναγέννησης επεκράτησε μετά τη μελέτη του μητροπολίτου Μαυροβουνίου Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Η φιλοκαλική
αναγέννησις του ΙΗ’ και ΙΘ’ αι. και οι πνευματικοί καρποί της, Αθήναι 1984. Δεν παραθέτουμε εδώ τη σχετική με το κίνημα των Κολλυβάδων βιβλιογραφία.
Για τους δύο εξ αυτών έγιναν στις ημέρες μας επιστημονικά συνέδρια,
ένα για τον Αθανάσιο Πάριο στην Πάρο, τον Σεπτέμβριο του 1998,
και ένα για τον Άγιο Νικόδημο Αγιορείτη στην Ιερά Μονή Αγίου Νικόδημου στη Γουμένισσα Κιλκίς, τον Σεπτέμβριο του 1999, με ενδιαφέρουσες εισηγήσεις και
πλήρη βιβλιογραφική κάλυψη. Εντός του έτους θα κυκλοφορήσουν τα πρακτικά και των δύο συνεδρίων. Στον Άγιο Αθανάσιο Πάριο αναφέρονται επίσης οκτώ
εισηγήσεις που έγιναν κατά το επιστημονικό συνέδριο που έγινε στην Πάρο το Σεπτέμβριο του 1996 για την Εκατονταπυλιανή. Τα πρακτικά έχουν εκδοθή από το
Ιερό Προσκύνημα Παναγίας Εκατονταπυλιανής Πάρου. Η Εκατονταπυλιανή και η Χριστιανική Πάρος. Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου (Πάρος 15-19
Σεπτεμβρίου 1996), Πάρος 1998. Δες και: π. Γ. Μεταλληνού Η πρόκληση του Διαφωτισμού & οι Κολυβάδες
http://agathan.wordpress.com http://agathan.wordpress.com/2013/03/07/%CF%84%CE%BF-%CE%BA%CE%AF%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%BA%CE%BF%CE%BB%CE%BB%CF%85%CE%B2%CE%AC%CE%B4%CF%89%CE%BD-%CE
%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CF%86%CE%BF%CF%81-2/
H πρόκληση του Διαφωτισμου και οι Κολλυβαδες
π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός   Ιστορικός - καθηγητής Παν/μίου Αθηνών
Φωνή βοώντος αμαρτωλού ιερέως

Ίσως θες να δεις πρώτα το (συντομότερο) Το κίνημα των Κολλυβάδων & η προσφορά του
Το 18ο αιώνα συντελείται νέα περιπετειώδης συνάντηση της Ορθόδοξης Ανατολής με τη Δύση, που στα βασικά της σημεία συνιστά
επανάληψη της ανάλογης διαδικασίας του 14ου αιώνα. Συνεχιστές, άλλωστε, των Ησυχαστών του φθίνοντος Βυζαντίου ήσαν οι
αγιορείτες Κολλυβάδες Πατέρες, ενώ στη θέση του Καλαβρού «Λατινέλληνος» Βαρλαάμ, του φορέα δηλαδή και εκφραστού της
«ευρωπαϊκής» συνειδήσεως, κατέλαβαν οι επισημότεροι εκπρόσωποι του Ελληνικού Διαφωτισμού, κληρικοί και μοναχοί στην
πλειονότητα τους, όπως και εκείνοι.
Πρόκειται για μια νέα φάση του μακραίωνος εθνικού διχασμού μας, του μακρόσυρτου δηλαδή «πνευματικού δυϊσμού», που κατατρώγει
μόνιμα την εθνική μας σάρκα.Η πνευματική αυτή κρίση κατανοείται -δίκαια ως ένα σημείο- ως κρίση ταυτότητας του Γένους.
Σημασία όμως έχει, ότι και πάλι το Αγιον Όρος, χώρος περισσότερο ευαισθητοποιημένος σε ζητήματα παραδόσεως, γίνεται επίκεντρο
και της νέας συγκρούσεως, εφ' όσον έχει γίνει πια παραδεκτό (π.χ. Δημ. Αποστολόπουλος), ότι το Αγιον Όρος, στα πρόσωπα των
Κολλυβάδων, όχι μόνο επηρεάζει, αλλά και κατευθύνει τον αγώνα του Εθναρχικού Κέντρου στις κρίσιμες πράγματι εκείνες ιστορικές
επιλογές του.
Άγιος Μακάριος Νοταράς, επίσκοπος Κορίνθου

Οι Έλληνες φορείς του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού εξέφραζαν κατά κανόνα μια στάση ζωής, που συνιστούσε ριζοσπαστική
ανανοηματοδότηση σύνολης της κοινωνικής πραγματικότητας, στα όρια μιας νέας κοσμοθεωρίας (Weltanschauung), με την αυτούσια
μεταφύτευση («μετα-κένωση») ιδεών, αρχών και πρακτικών, που παρήγαγε σε μια μακρά διαλεκτική διαδικασία - άγνωστη στην καθ'
ημάς Ανατολή- ο ευρωπαϊκός χώρος.

Στους Έλληνες Διαφωτιστές δεν έλειπαν αθεϊστικές, αντιχριστιανικές και προ πάντων αντικληρικαλιστικές τάσεις.
Οι ιδέες τους, μάλιστα, προωθούσαν κάτι φοβερότερο για την ορθόδοξη συνείδηση και από την αληθινή ή φαινομενική τους «αθεΐα»,
τον αδιαφορισμό.
 Εξ άλλου, στα έργα τους λανθάνουν θέσεις αντιτριαδικές, πανθεϊστικές, αλλά και ευσεβιστικές (Κοραής), που ήταν αδύνατο να μην
προκαλέσουν τις παραδοσιακές συνειδήσεις, δεδομένου μάλιστα, ότι όλα αυτά εντάσσονταν σε μια σαφώς εκδηλούμενη πρόθεση για
αποδυνάμωση της Ρωμαίικης Εθναρχίας, με απώτερο στόχο τη διάλυσή της (πρβλ. Ελλαδικό αυτοκέφαλο).
Ένας νέος, λοιπόν, κόσμος εισέβαλλε στη Ρωμαίικη (Ελληνορθόδοξη) Ανατολή, που δεν ήταν δυνατόν να επικρατήσει χωρίς ανατροπή
του κόσμου της ορθοδόξου παραδόσεως.
Παραδοσιακοί κατ' εξοχήν στην Ανατολή ήσαν οι Κολλυβάδες Πατέρες, λόγιοι μοναχοί και κληρικοί, εντεταγμένοι στην ησυχαστική
εμπειρία, με ρωμαίικο φρόνημα και γι' αυτό ικανοί να κατανοήσουν τις πνευματικές διαφοροποιήσεις του ευρωπαϊκού κόσμου.
Δυτικοί ερευνητές, όπως ο προτεστάντης Ν. Bonwetsch ή ο Ρωμαιοκαθολικός Louis Ρetit, δεν δίσταζαν να χαρακτηρίσουν
το «κίνημα των Κολλυβάδων» «δείγμα της αφυπνιζόμενης ζωής του Ελληνικού Έθνους», όταν ένα μέρος της δικής μας
Διανοήσεως επέμενε να το βλέπει με έντονη υποτίμηση, εφ' όσον η αξιολόγηση των Κολλυβάδων συμβάδιζε με τη γενικότερη στάση
έναντι του Ησυχασμού και του «Βυζαντίου».
Η αποτίμησή τους όμως σήμερα είναι ευκολότερη, απ' όσο στο παρελθόν, όσο μάλιστα προχωρεί η αποδέσμευση από τα παλαιότερα -
μη ενδογενή εν πολλοίς- καταθλιπτικά κριτήρια.
Κατά τον Καθηγητή κ. Χρ. Γιανναρά, οι Κολλυβάδες συνιστούν «κίνημα αντίδρασης στον εκδυτικισμό και την αλλοτρίωση», που
αποκαλύπτει «μιαν απροσδόκητη για την εποχή θεολογική εγρήγορση και επίγνωση των βιωματικών προτεραιοτήτων της Εκκλησίας».
Οι Κολλυβάδες εξέφραζαν τη συνείδηση του πλατιού λαϊκού στρώματος της εποχής τους, της λαϊκής βάσης, με τα μέσα και τις
δυνατότητες του καιρού τους, αλλά και τις προσωπικές χαρακτηριολογικές καταβολές τους.
Ταυτόχρονα όμως επιβεβαιώνουν τη συνέχεια του Αγίου Όρους ως θεματοφύλακα της πατερικότητας. 
Η αντίδρασή τους στο ρεύμα της εποχής, δηλαδή «στην ευρωπαϊκή κοσμογονία [...] προδίδει μιαν ιστορική διορατικότητα
και οξυδέρκεια πραγματικά θαυμαστή» [σημείωση "Νεκρού": δεδομένου ότι από την "ευρωπαϊκή κοσμογονία" καταλήξαμε π.χ. εδώ και εδώ!].
Η σύγκρουση των παραδοσιακών δυνάμεων του Γένους με τις ιδέες του Διαφωτισμού ήταν αναπόφευκτη, διότι, όπως ελέχθη,
επρόκειτο για διαμετρικά αντίθετους μεταξύ τους κόσμους και δράματα ασύμπτωτα.
Αντίθετα, συμπάθεια στις ιδέες του Διαφωτισμού έδειχναν οι Αγιορείτες Αντικολλυβάδες, επικεντρώνοντας και αυτοί την αντίθεση τους
στην ησυχαστική παράδοση, που τους έφερε κοντά στους Διαφωτιστές.
Ακριβώς δε η απόρριψη των ησυχαστικών πρακτικών από μοναχούς του Αγίου Όρους ήταν για τους Κολλυβάδες απτή απόδειξη των
συνεπειών της ταυτίσεως με τις νέες ιδέες της Ευρώπης και της επερχόμενης αλλοτριώσεως.
Το ρεύμα του Διαφωτισμού ανέπτυξε, έτσι, μια ισχυρή δυναμική στην παραδοσιακή συνείδηση του Γένους, και μάλιστα όχι μόνο
αρνητικά αλλά και θετικά.
Η πρόκληση δηλαδή δεν οδήγησε μόνο σε αντιθέσεις -εν πολλοίς άγονες και ζημιογόνες-, αλλά και σε δημιουργική δράση (συγγραφική
παραγωγή, ποιμαντικές ενέργειες για την αναθέρμανση της πατερικότητας στη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος.

Είναι δε γεγονός, ότι «οι ηγέτες των Κολλυβάδων (Μακάριος Νοταράς, Νικόδημος Αγιορείτης, Αθανάσιος Πάριος)
δεν αντιτάσσουν στο νεωτερισμό μιαν αντίπαλη ιδεολογία, αλλά ένα λόγο υπαρκτικής αφυπνίσεως στις ουσιώδεις πρωταρχικές
ανάγκες του ανθρώπου, όπως τις φώτισε το ήθος και η εμπειρία των Πατέρων της εκκλησιαστικής παραδόσεως».

Αντιρρητική και θεολογική δημιουργία συμπορεύονται στη δράση των Κολλυβάδων, προσφέροντας μαρτυρία πνευματικής
και πολιτισμικής αυτοσυνειδησίας, που δεν θα έφθανε στο φως της δημοσιότητας υπό άλλες συνθήκες.
Αλλωστε, αυτή είναι ανά τους αιώνες η γενεσιουργός αιτία της θεολογικής δημιουργίας της Εκκλησίας.
Πάντα η αιρετική ή αιρετίζουσα απόκλιση προκαλεί δημιουργικά την ορθόδοξη συνείδηση και σκέψη.
Αυτό συνέβη και στην παράδοση των Κολλυβάδων.
Η αντιδιαφωτιστική μάλιστα στράτευσή τους, παρά τις όποιες αστοχίες και υπερβολές της, απεκάλυψε τη συνέχεια της
πατερικής -ορθόδοξης δηλαδή- εμπειρίας σε καιρούς, που η ορθόδοξη θεολογική παρουσία ήταν πολύ ισχνή.
Οι Κολλυβάδες αναπτύσσουν την αντιρρητική τους έναντι των εκπροσώπων του Διαφωτισμού, κινούμενοι σε μια θεματική, τα βασικά
σημεία της οποίας είναι τα ακόλουθα: 
Οι άγιοι Κολυβάδες (από αυτό το εξίσου ενδιαφέρον post)

α) Η Ευρώπη: Οι Έλληνες Διαφωτιστές, με πρώτο τον Αδαμάντιο Κοραή, μιλούν με υπερηφάνεια για τη «φωτισμένη Ευρώπη», τα
«φώτα» της οποίας αυτοί μεταλαμπαδεύουν στο Γένος.
Ο προσανατολισμός τους δε στην Ευρώπη, μόνιμο όραμα των Ενωτικών από αιώνες, θα παραγάγει το «σύνδρομο του εξευρωπαϊσμού»
στο Νεώτερο Ελληνισμό, που κατέστησε την Ευρώπη «καθολική μητρόπολή» του.
Οι Κολλυβάδες, πιστοί στην παράδοση των Ανθενωτικών, από τους Ησυχαστές του 14ου αιώνα ως τον Πατροκοσμά τον Αιτωλό (18ο
αι), δεν πρωτοτυπούν σε τίποτε στη στάση τους έναντι της Ευρώπης.
Απορρίπτουν και αυτοί καθολικά τη μετά το σχίσμα Ευρώπη, αρνούμενοι σ' αυτήν κάθε σχέση με την πατερική παράδοση, θεολογικά
και κοινωνικά, ως και κάθε δυνατότητα αναγέννησης του Γένους με τα δικά της «φώτα».
Ο συχνά χρησιμοποιούμενος από αυτούς όρος «Φραγκιά» (France) εκφράζει ολόκληρη την εκφραγκευμένη Δύση.
Σε ειδικά έργα -λιγότερο ο Νικόδημος και συστηματικότερα, λόγω ειδικών αφορμών, ο Πάριος - προτείνουν τη διακοπή κάθε σχέσης
με την Ευρώπη, διότι ο τρόπος υπάρξεως, που αυτή δημιουργεί, ανατρέπει το ορθόδοξο ήθος.

β) Η Παιδεία: Οι Έλληνες Διαφωτιστές θεωρούσαν τη νέα Φιλοσοφία ως την πεμπτουσία της ανανεωμένης παιδείας, που προέκριναν
για το Γένος και την πρόοδο του.
Η συνείδηση των Κολλυβάδων για τη «νέα φιλοσοφία» προσδιορίζει και τη στάση τους απέναντι στην εισαγόμενη ευρωπαϊκή παιδεία.
Στα σχετικά έργα τους, ιδιαίτερα ο Πάριος, τάσσονται υπέρ μιας παιδείας, που θεμελιώνεται στην παράδοση του Γένους, όπως αυτοί
βέβαια τη νοούν.
Η αφετηρία τους (όσο και αν αναζητούνται άλλα κίνητρα) είναι ουσιαστικά και εδώ ησυχαστική-πατερική επανάληψη της ανάλογης
στάσης του Πατροκοσμά.
Κάνουν διάκριση και αυτοί των δύο γνώσεων-σοφιών (της «άνω» και της «έξω») και διαγράφουν τα όριά τους.
Η «άνω» σοφία απαιτεί πατερικά καθολική μετοχή του ανθρώπου.
Η πολεμική του Παρίου κατά των Επιστημών δεν σημαίνει και απόρριψή τους καθ' εαυτές, αλλά μόνο της στήριξης της ανθρώπινης
ελπίδας σ' αυτές. Αυτή την παράδοση άλλωστε είχε ενσαρκώσει και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, το πνευματικό πρότυπο των
Κολλυβάδων. Γι' αυτό και καταφεύγουν στις «επιστήμες» στα έργα τους, αλλά για να προχωρήσουν σε πνευματικότερες τεκμηριώσεις. 
Είναι σαφής η δήλωση του Παρίου:
«Η έξω σοφία δεν είναι από την εδικήν της φύσιν ούτε κακή, ούτε καλή, αλλά από την μεταχείρισιν των εχόντων αυτήν γίνεται
καλή ή κακή». 
Όχι συνεπώς η «σοφία», αλλ' οι «σοφοί» είναι το πρόβλημα των παραδοσιακών Κολλυβάδων.
Εδώ εντάσσεται και η απόρριψη του Κοπερνίκειου συστήματος από τον Πάριο, αλλά και άλλους.
Οι φονταμενταλιστικές θέσεις (απολυτοποίηση της Γραφής λ.χ. η διακηρύξεις του τύπου «τα μαθηματικά πηγή αθεΐας» κατανοούνται σ'
αυτό το πλαίσιο και σχετίζονται με την έπαρση (των ευρωπαϊκά σκεπτόμενων επιστημόνων, μόνιμο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας
ως τον αιώνα μας).
Η δήθεν αντίθεση πίστεως και γνώσεως (επιστήμης), ψευδοπρόβλημα για την Ορθοδοξία, και η αναγνώριση της προτεραιότητας της
δικαιούμενης από τον ορθό λόγο επιστήμης, βρίσκεται στο υπόβαθρο της διαφωτιστικής στάσης και της αντιδιαφωτιστικής
επιθετικότητας.
Ο άγιος Λουκάς ο Ιατρός, χαρακτηριστική περίπτωση (μία από τις πολλές) συμπόρευσης επιστήμης και αγιότητας στο ίδιο πρόσωπο
(blog γι' αυτόν εδώ).
γ) Προβολή προτύπων: Στα προβαλλόμενα πρότυπα των «σοφών» του κόσμου εκ μέρους των Διαφωτιστών, οι πατερικοί
Κολλυβάδες αντιπροτάσσουν το σοφό της ρωμαίικης παράδοσης, τον Αγιο, το θεούμενο άνθρωπο και «κατά χάριν» θεάνθρωπο.
Υπερβαίνεται, έτσι, η ιδεολογική αντιπαράθεση και το πρόβλημα αντιμετωπίζεται στο επίπεδο της εν Χριστώ αυθεντικής ύπαρξης.
Γι' αυτό ρίχνουν όλο το βάρος της θεολογικής και ποιμαντικής προσφοράς τους στη λατρεία, αποδεδειγμένη κιβωτό του Γένους κατά
τη δουλεία.
Υπογραμμίζουν τη σημασία της λειτουργικής ζωής, μέσα στην οποία διαμορφώνεται το ευχαριστιακό ήθος του εκκλησιαστικού
σώματος.
Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, ότι στο θέμα αυτό αφιερώνεται το μεγαλύτερο μέρος της συγγραφικής παραγωγής τους, που περιλαμβάνει:
πατερικές εκδόσεις με επικέντρωση στο Γρηγ. Παλαμά και τοΣυμεών το Νέο θεολόγο, αναγεννητή του Ησυχασμού τον 11ο αιώνα΄
έκδοση γεροντικών κειμένων (η σοφία της ερήμου), λειτουργικών (ομιλιών, ακολουθιών, συναξαριών, εγκωμίων) και προ πάντων
της Φιλοκαλίας. 
Η τελευταία, προσφέροντας τη νηπτικοασκητική εμπειρία της Ορθοδοξίας, απέβη πνευματική τροφή όλων των Ορθοδόξων και των
σλαβικών χωρών και κριτήριο της νεώτερης θεολογίας μας, ως «εμπειρική μαρτυρία της εκκλησιαστικής γνησιότητας».
Έχει απόλυτα δίκιο ο Χρ. Γιανναράς όταν γράφει, ότι η έκδοση της Φιλοκαλίας συνιστά «πρόκληση αναμέτρησης δύο
πολιτισμών».
«Από τη μια η φρενίτιδα της «προόδου», που ειδωλοποιεί θριαμβικά την πιο στεγνή και στεγανή ανθρωποκεντρική αυτάρκεια,
αυτάρκεια του φυσικού και θνητού [...]
και από την άλλη μεριά, η προτεραιότητα της αναζήτησης της αλήθειας και όχι της χρησιμότητας».

δ) Κοινωνία-εθνικό όραμα: Ένα από τα κυριότερα μέσα διαμόρφωσης της ευρωπαϊκής κοινωνίας απέβησαν οι Χρηστοήθειες, που
προσδιόριζαν το ήθος της νέας κοινωνίας, δηλαδή τις «σχέσεις ανάμεσα στα άτομα και ανάμεσα στα φύλα».
Είναι «οδηγοί καλής συμπεριφοράς» του πολίτη, «πως θα καθήσει, πως θα φάει, πως θα μιλήσει...».
Οι νοοτροπίες αυτές εισβάλλουν στην Ελληνική κοινωνία μέσω διαφόρων διαύλων και κυρίως εκείνων, που, μετά τις σπουδές τους
στην Ευρώπη, μεταφέρουν εδώ τα ήθη της. Τις συνέπειες επισημαίνει ο αείμνηστος Κ. Δημαράς:
«Όλα δείχνουν ότι μια βαθιά αλλοίωση έχει επέλθει στη συγκρότηση της Ελληνικής κοινωνίας».
«Η παραδοσιακή φιλοκαλία περνάει από δοκιμασία, ώσπου να αφομοιωθούν τα καινούρια, ενώ παραμελούνται τα παλαιά».
Είναι η πρόκληση της Ευρώπης στο χώρο της κοινωνίας.
Δεν πρέπει στη συνάφεια αυτή να λησμονείται, ότι η διαμόρφωση της μετακαρλομάγνειας Ευρωπαϊκής κοινωνίας έχει υποδομή
θεολογική, θεολογικό όμως, δηλαδή εκκλησιολογικό, είναι το υπόβαθρο και της ρωμαίικης κοινωνίας.
Οι Κολλυβάδες το βιώνουν αυτό ως εκκλησιαστικά πρόσωπα και θεολόγοι.
Γι΄ αυτό συνδυάζουν στην προσπάθειά τους την ανανέωση της θεολογικής παραδόσεως με το αμετακίνητο ορθόδοξο
κοινωνικό μοντέλο, που προσφέρει το μοναστικό κοινόβιο και εμπεδώνει στις συνειδήσεις η λατρεία.
Η προβολή του ορθοδόξου κοινωνικού ήθους γίνεται, έτσι, μετά από την ίδια την ορθόδοξη πράξη, που διασυνδέει την
κοινωνία της λατρείας με τη «λειτουργία μετά τη λειτουργία», κάτι που εκφράζει πληρέστατα η εκκλησιαστική «πανήγυρις» με
τη διπλή της όψη, μέσα και έξω από την Εκκλησία.
Παρ' όλα αυτά η Χρηστοήθεια του αγίου Νικόδημου έρχεται να καλύψει και θεωρητικά το θέμα.
Οι αναφορές του συγγραφέα δεν είναι βέβαια ευσεβιστικές, αλλά πατερικές και αγιογραφικές.Δεν πρόκειται άρα για ηθικές
«νόρμες», αλλά για αγιοπνευματική εμπειρία.

Ο άγιος, που με το ασκητικό του πνεύμα ενοχλεί τους εκκοσμικευμένους του εκκλησιαστικού χώρου,
προτείνει το αυθεντικό ορθόδοξο-πατερικό ήθος, ως τρόπο εκκλησιαστικής υπάρξεως.

Η πολιτική δράση των Κολλυβάδων, κυρίως του Παρίου, σ' αυτό το πλαίσιο πρέπει πρωταρχικά, κατά την ταπεινή μου γνώμη, να
θεωρηθεί. Είναι η απόλυτη συνέπεια στην απόρριψη της Ευρώπης όχι μόνο στον ιδεολογικό, αλλά και στον κοινωνικό χώρο.
Η θεωρητική τους τεκμηρίωση επιβεβαιώνει αυτή τη θέση.
Τα περί «κηρύγματος δουλικής υποταγής» στην Οθωμανική κυριαρχία ή περί «θεολογικά τεκμηριωμένα εθελοδουλίας» θα
ανταποκρίνονταν στα πράγματα, αν δεν διασκεδασθούν με την προσθήκη του Βασιλείου Μακρίδη: με σκοπό «την προστασία της
Ορθοδοξίας από τον κίνδυνο της Δύσης».
Ίσως μάλιστα ο λόγος για «αυτοπροστασία» είναι προτιμότερος και ρεαλιστικότερος του όρου «εθελοδουλία». 

Ο «αντιευρωπαϊσμός» των Κολλυβάδων δεν είναι κατ' ανάγκη και «φιλοτουρκισμός», για έναν που γνωρίζει τα ευρωπαϊκά και κυρίως
τα γαλλικά σχέδια αυτή την εποχή για τη Ρωμαίικη Εθναρχία. 
Η σύμπτωση του προκρίματος των Κολλυβάδων με τις άμεσες στοχοθεσίες της Οθωμανικής πολιτικής είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός,
ταυτίζεται όμως και εδώ απόλυτα με τη στάση του εθνομάρτυρα αγίου Κοσμά του Αιτωλού, που θεωρεί τον Οθωμανικό ζυγό θεϊκή
εύνοια για το Γένος, με κριτήριο όμως τη στάση της Ευρώπης απέναντι στην Ορθοδοξία.
Η αναζήτηση ερμηνείας πρέπει να αποδεχθεί αυτή την αδιατάρακτη πιστότητα στην παράδοση του Γένους.
Η παραθεώρησή της όμως μεταβάλλει αυτόχρημα την επιστήμη σε πολιτική.
Και μόνη η πρόταση του Παρίου να τιμώνται τα θύματα του ισλαμισμού, όπως οι αρχαίοι μάρτυρες της Εκκλησίας
ή να τιμώνται ως άγιοι οι Νεομάρτυρες χωρίς την έγκριση της Μεγάλης Εκκλησίας, πρέπει να θεωρηθούν ως έμπρακτη «αντίσταση»
στην εξουσία του «αντίχριστου», κατά τον Πατροκοσμά, Σουλτάνου.

Συμπερασματικά:
1. Η αντιπαράθεση Κολλυβάδων-Διαφωτιστών είναι αντίθεση δυο διαφορετικών κόσμων και «πολιτικών οραμάτων»,
ως δύο αλληλοαποκλειομένων εκδοχών της ελληνικότητας.
Η επιλογή των μέσων σ' αυτή τη διαπάλη δεν έχει πρωτεύουσα σημασία, όσο η ίδια η διαπάλη, που υποστασιώνει τις συνειδήσεις.
2. Η αποτίμηση της στάσης των Κολλυβάδων προϋποθέτει δυνατότητα κατανοήσεως της σημασίας γι' αυτούς της Ορθοδοξίας, όχι ως
θρησκευτικής ιδεολογίας ή μεταφυσικού στοχασμού, αλλ' ως τρόπου υπάρξεως, που οδηγεί στη θέωση, τον μοναδικό για την
Ορθοδοξία προορισμό του ανθρώπου, ενδοϊστορικά και μεταϊστορικά.
Είναι, επίσης, αναγκαία η γνώση της γλώσσας τους, που δεν είναι απλά ελληνική, αλλ' εκκλησιαστικά ελληνική, για την αποφυγή
περαιτέρω παρανοήσεων.
3. Έτσι κατανοείται η εμμονή των Κολλυβάδων στην παράδοση του Γένους, εκφραζόμενη με το γραφικό αξίωμα: «μη μέταιρε όρια
αιώνια, α έθεντο οι πατέρες σου» (Παρ. 22, 28).
4. Οι παρεξηγήσεις -τέλος- στην ερμηνευτική προσέγγιση των Κολλυβάδων πρέπει να αποδοθούν στην εφαρμογή δυτικών κριτηρίων
(πολιτικών-οικονομικών, υλιστικών δηλαδή) και όχι των δικών τους (πνευματικών).
Είναι ένα λάθος, που προσπαθεί να διορθώσει η σημερινή επιστημονική έρευνα, όταν βέβαια ελευθερώνεται από το καταθλιπτικό
βάρος του παρελθόντος.
(Περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία», Ιούνιος 2009)  Δες και: Διαφωτισμός & ορθόδοξη παράδοση
Ο Βολταίρος και οι μαύροι (κριτκά σχόλια στην ηθική των Διαφωτιστών) / Ελληνική Νομαρχία, σχολιασμένη 

Το αληθινό αποτρόπαιο πρόσωπο του «διαφωτισμού»


Tου Γιώργου Κεκαυμένου
 Ο άγιος Νήφων, τον 4ο αι. μ.Χ., διακήρυξε πως «όπως η Γη παράγει και άσπρα και μαύρα σταφύλια, έτσι διαμορφώνει και άσπρους
και μαύρους ανθρώπους, όμως όλοι είναι παιδιά του Θεού και προορίζονται για τον παράδεισο».
Επίσης η  εκκλησία από τον 5ο αιώνα τιμά και γιορτάζει την μνήμη του οσίου Μωυσέως του Αιθίοπος (του μαύρου, δηλαδή), για να μη
μιλήσουμε για τον Αιθίοπα Ευνούχο του πρώτου αιώνα, τον πρώτο ίσως μαύρο που έγινε μέλος της Εκκλησίας, όπως αναφέρεται στις
Πράξεις των Αποστόλων.
Πηγή: http://www.antibaro.gr/articles/theory/enlightenment.html 
Όταν έγραφα τα μελετήματά μου για την 25η Μαρτίου και για το κρυφό σχολειό, αναγκάστηκα να διαβάσω όλες
τις «σοφίες» των προοδευτικών ιστορικών σχετικά με τα θέματα αυτά.
Εκεί λοιπόν είδα πως η κοινή επωδός όλων αυτών είναι το να καταγγέλλουν την εκκλησία ως σκοταδιστική και
μεσαιωνική διότι είναι ενάντια στην πρόοδο και στο φως που έφερε στην ανθρωπότητα το κίνημα του
διαφωτισμού.
Και δεν έπαυαν φυσικά να τονίζουν το ότι η εκκλησία ήταν ενάντια στην επανάσταση του 21, την εκδήλωση της
οποίας χρωστάμε αποκλειστικά και μόνον στον διαφωτισμό, ο οποίος είναι ότι πιο προοδευτικό υπήρξε στην γη,
αφού σ’ αυτόν οφείλουμε όλοι οι άνθρωποι τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Υπόχρεοι λοιπόν όλοι οι άνθρωποι στον διαφωτισμό. Όλοι;
Όλοι, αλλά όχι ακριβώς.
Γιατί όλοι αυτοί που λάβροι χαρακτηρίζουν ως σκοταδιστή όποιον τολμήσει να διατυπώσει την αντίθεση του στο
κίνημα του διαφωτισμού «ξεχνάνε» να μας δείξουν και μια άλλη όχι και τόσο φωτεινή πλευρά του «αιώνα των φώτων»…
Ξεχνάνε δηλαδή να μας πούνε ότι καλά και άγια τα ανθρώπινα δικαιώματα αλλά αφορούν αποκλειστικά και μόνον την… λευκή φυλή.
Ναι λοιπόν! Όλοι αυτοί οι φοβεροί και τρομεροί αντιρατσιστές των ημερών μας είναι οι υπέρμαχοι και οι διαπρύσιοι κήρυκες του πιο
σκληρού ρατσιστικού κινήματος που εμφανίστηκε ποτέ, που δεν είναι άλλο από τον διαφωτισμό.
Γι’ αυτό και όλοι οι μεγάλοι εκπρόσωποι του διαφωτισμού είναι πιο σκληροί ρατσιστές και μάλιστα με έναν ρατσισμό τόσον άγριο που
σοκάρει βαθιά κάθε άνθρωπο που τον διαπιστώνει…
Ξεκινάμε λοιπόν με τις απόψεις που εξέφρασε ο κορυφαίος των κορυφαίων του διαφωτισμού, ο Βολταίρος, για τους μαύρους και
τα… δικαιώματά τους!
Γράφει λοιπόν ο μέγας φιλόσοφος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τα εξής… αντιρατσιστικά, καθώς περιγράφει τους μαύρους
συνανθρώπους μας:
«Leurs yeux ronds, leur nez épaté, leurs lèvres toujours grosses, leurs oreilles différemment figurées, la laine de leur tête, la mesure même de leur intelligence, mettent entre eux et les autres espèces d’hommes des d i f f é r e n c e s prodigieuses » : Essai sur les moeurs, INTRODUCTION.[1]

«Τα στρογγυλά μάτια τους, η πλακουτσωτή μύτη τους, τα χείλια τους που είναι πάντα παχιά, τα διαφορετικά διαμορφωμένα αυτιά τους,
το μαλλί στο κεφάλι τους, το μέτρο της ίδιας της νοημοσύνης τους, όλ’ αυτά ορθώνουν ανάμεσα σ’ αυτούς και τα άλλα είδη τεράστιες
δ ι α φ ο ρ έ ς».
«[Ε]t ils n’ont d’homme que la stature du corps, avec la faculté de la parole et de la pensée dans un degré très éloigné du nôtre. Tels sont ceux que j’ai vus et examinés» : Essai sur les moeurs, INTRODUCTION.[2]

«Και δεν είναι άνθρωποι, παρά το παράστημα του σώματος, μιας κι η ικανότητα στο να διατυπώνουν την σκέψη τους απέχει
υπερβολικά πολύ από την δική μας. Τέτοιοι είναι εκείνοι που έχω δει και έχω εξετάσει». 
«[Ε]t on peut dire que si leur intelligence n’est pas d’une autre espèce que notre entendement, elle est fort inférieure. Ils ne sont pas capables d’une grande attention; ils combinent peu, et ne paraissent faits ni pour les avantages ni pour les abus de notre philosophie »: Essai sur les moeurs, κεφ. CXLI.[3]

«Εάν η αντιληπτικότητά τους δεν είναι τελείως διαφορετικής φύσης από την δική μας, είναι σε κάθε περίπτωση πολύ κατώτερη. Δεν
είναι ικανοί στο να δείξουν οποιασδήποτε μεγάλη συγκέντρωση. Έχουν πολύ μικρή συνδυαστική ικανότητα και δεν δείχνουν ικανότητα
να κατακτήσουν ούτε τα πλεονεκτήματα ούτε για τις καταχρήσεις της φιλοσοφίας μας».
Και το καλύτερο:
«C'est une grande question parmi eux s'ils son descendus des singes, ou si les singes sont venus d'eux. Nos sages ont dit que l'homme est l'image de Dieu: voilà une pla isante image de l'Etre éternel qu'u n nez noir épaté, avec peu ou point d'intelligence! Un temps viendra, sans doute, où ces  a n i m a u x sauront bie n cultiver la terre, l'embellir par des maisons et par des jardins, et connaître la route des astres. Il faut du temps pour tout»: Lettres d’A mabed, Septième lettre. D'Amabed.[4]

«Ένα σπουδαίο ζήτημα είναι επίσης το αν προέρχονται [οι Αφρικανοί] από τους πιθήκους ή εάν οι πίθηκοι προέρχονται από αυτούς.
Οι σοφοί μας μας έχουν πει ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα Θεού. Να λοιπόν μια ωραία εικόνα του θείου κατασκευαστή:
Μια πλακουτσωτή μαύρη μύτη με ελάχιστη ή και ανύπαρκτη νοημοσύνη. Σίγουρα θα έρθει καιρός που θα μάθουν ακόμη και αυτά τα
ζ ώ α πώς να καλλιεργούν καλά το έδαφος, να καλλωπίζουν τα σπίτια και τους κήπους τους και να γνωρίσουν τις πορείες των
αστεριών: Ο οποιοσδήποτε χρειάζεται τον χρόνο του για όλα».

Τι αηδία αισθάνονταν αλήθεια για τους μαύρους ο κορυφαίος του διαφωτισμού και ΘΕΜΕΛΙΩΤΗΣ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Βολταίρος! Και πόσο πολύ τον ενοχλούσε η διδασκαλία της αγίας Γραφής ότι όλοι οι άνθρωποι κατάγονται από έναν και μόνον ζευγάρι,
τον Αδάμ και την Εύα! Και πως θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού για όλους τους ρατσιστές αυτή η διδασκαλία της Βίβλου είναι
κόκκινο πανί. (Βλέπε σχετικά την καταπληκτική ανάλυση του William B. Cohen, The French Encounter With Africans: White Response to Blacks, 1530-1880,
Indiana University Press 2003, σ. 84 κ. εξ.).
Και φυσικά αυτή είναι μια ελάχιστη σταχυολόγηση από τα όσα ωραία αντιρατσιστικά έχει γράψει ο Βολταίρος για τους μαύρους.
Και ήταν μόνον ο Βολταίρος που είχε αυτές τις… ανθρωπιστικές και πολύ αντιρατσιστικές απόψεις; Όχι βέβαια! Να τι λέει ο μεγάλος
επίσης φιλόσοφος των φώτων Δαυίδ Χιουμ:
«I am apt to suspect the Negroes, and in general all other species of men, to be naturally inferior to the whites. There never was any civilized nation of any other complection than white, nor even any individual eminent in action or speculation. No in genious manufactures among them, no arts, no sciences... Such a uniform and constant difference could not happen, in so many countries and ages, if nature had not made an original distinction between these breeds of men»: Of national characters, in Essays: Moral, Political and Literary. [5]

«Είμαι σε θέση να υποψιαστώ πως οι νέγροι, και γενικά όλα τα άλλα ανθρώπινα είδη, ότι είναι φύσει κατώτερα από τα λευκά. Δεν
υπήρξε ποτέ πολιτισμένο έθνος άλλου χρώματος εκτός από λευκό, ούτε ακόμα και οποιοδήποτε άτομο που να διέπρεψε στην δράση ή
την κερδοσκοπία. Καμία έξυπνη κατασκευή μεταξύ τους, καμία τέχνη, καμία επιστήμη… Μια τέτοια ομοιόμορφη και σταθερή διαφορά
δεν θα μπορούσε να συμβεί, σε τόσες πολλές χώρες και ηλικίες, εάν η φύση δεν είχε κάνει μια αρχική διάκριση σ’ αυτές τις ανθρώπινες
φυλές».
Είναι πασίγνωστο πως ο μεγάλος αμερικανός πρόεδρος Θωμάς Τζέφερσον, ο οποίος μάλιστα όταν ήταν στο Παρίσι πήρε μέρος στην
σύνταξη της περίφημης διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη ήταν ιδιοκτήτης εκατό και πλέον μαύρων δούλων.
Σε αντιρατσιστική… έκρηξη θα συλλάβουμε τώρα και τον μεγάλο φιλόσοφο της… ΗΘΙΚΗΣ (εδώ πεθαίνουμε στα γέλια) Εμμανουήλ
Καντ (ναι, ο διάσημος Καντ!), ο οποίος λέει τα εξής: 
«Die Negers von Afrika haben von der Natur kein Gefühl, welches über das Läppische stiege. Herr Hume fordert jedermann auf, ein einziges Beispiel anzuführen, da ein Neger Talente gewiesen habe, und behauptet: daß unter den hunderttausenden von Schwarzen, die aus ihren Ländern anderwärts verführt werden, dennoch nicht ein ein ziger je mals gefunden worden, der entweder in Kunst oder Wissenschaft, oder irgend ein er andern rühmlichen Eig enschaft etwas Großes vorgestellt habe, obgleich unter den Weißen sich beständig welche aus dem niedrigsten Pöbel empor schwingen und durch vorzügliche Gaben in der Welt ein Ansehen erwerben. So wesentlich ist der Unterschied zwischen diesen zwei Menschengeschlechtern,  und er scheint eben so groß in Ansehung der Gemüthsfähigkeiten, als der Farbe nach zu sein»:Beobachtungen über das Gefühl des Schönen und Erhabenen, Vierter Abschnitt.[6]

«Οι νέγροι της Αφρικής δεν έχουν λάβει από τη φύση καμία νοημοσύνη που εξυψώνεται επάνω από τον ανόητο.
Ο κ. Χιουμ προκαλεί οποιονδήποτε να αναφέρει ένα και μόνον παράδειγμα κάποιου νέγρου που να έχει εκδηλώσει κάποιο ταλέντο.
Όπως αυτός βεβαιώνει, μεταξύ των εκατοντάδων χιλιάδων μαύρων που έχουν περιπλανηθεί μακριά από τις χώρες τους, αν και πάρα
πολλοί από αυτούς έχουν απελευθερωθεί, ούτε ένας δεν έχει υπάρξει που να επιτύχει κάτι μεγάλο είτε στην τέχνη είτε την επιστήμη είτε
σε οποιοδήποτε άλλο αξιέπαινο θέμα. Αντίθετα, μεταξύ των λευκών οι άνθρωποι ανεβαίνουν συνεχώς επάνω από το χαμηλό σημείο
όπου βρίσκονται και εξελίσσονται μέσω των ανώτερων προσόντων τους, αποκτώντας στον κόσμο φήμη. Η διαφορά λοιπόν μεταξύ των
δύο φυλών είναι ουσιαστική: Εμφανίζεται να είναι εξίσου μεγάλη και όσον αφορά τις ικανότητες του μυαλού όπως ακριβώς και
στο χρώμα».

Και θα κλείσω αυτήν την σύντομη περιδιάβασή μου στον υπέροχο και… ολοφώτεινο κόσμο του διαφωτισμού με τα όσα αποκαλυπτικά
είπε ο Αβραάμ Λίνκολν σχετικά με τα δικαιώματα που θα μπορούσαν να έχουν οι μαύροι στην Αμερική, μετά την απελευθέρωσή τους:
«I will say, then, that I AM NOT NOR HAVE EVER BEEN in favor of bringing about in any way the socia l and political equality of the black and white races---that I am not, nor ever have been, in favor of making voters or jurors of negroes, nor of qualifying them to hold office, nor to i n t e r m a r r y with White people ; and I will say in addition to this that there is a physical difference between the White and bla ck races which will ever FORBID the two races living together on terms of social and political equality. And inasmuch as they cannot so live, while they do remain together, there must be the position of superior and inferior, and I, as much as any other man, am in favor of having the superior position assigned to the White race»: 4th Lincoln-Dougla s debate, 18 ix. Collected Works, τ. 3, σσ. 145-146.[7]

«Θα πω, λοιπόν, ότι ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΟΥΤΕ ΗΜΟΥΝ ΠΟΤΕ υπέρ του να επιφέρω με κάθε τρόπο την κοινωνική και πολιτική ισότητα της
λευκής με τη μαύρη φυλή. Επίσης, δεν είμαι ούτε ήμουν ποτέ υπέρ του να καταστήσουμε τους νέγρους ψηφοφόρους ή ένορκους, ούτε
υπέρ του να τους δώσουμε την δυνατότητα να διαχειρίζονται γραφεία, ούτε είμαι υπέρ του να παντρεύονται οι νέγροι με λευκούς.
Και θα πω επιπλέον ότι υπάρχει μια φυσική διαφορά μεταξύ των λευκών και των μαύρων που ΘΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ για πάντα τις δύο
αυτές φυλές να ζήσουν μαζί με όρους κοινωνικής και πολιτικής ισότητας. Και δεδομένου ότι δεν θα μπορούν να ζήσουν έτσι, ενώ θα
συνυπάρχουν στον ίδιο τόπο, θα πρέπει να υπάρξει ανώτερος και κατώτερος, και εγώ, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο άτομο,
είμαι υπέρ της ανάθεσης την ανώτερης θέση στην λευκή φυλή».
Αυτός ήταν ο μεγάλος απελευθερωτής των μαύρων Αβραάμ Λίνκολν.
Νά την λοιπόν η εμετική κτηνωδία του διαφωτισμού σε όλο της το μεγαλείο. Ένας διαφωτισμός ο οποίος διακήρυξε σε όλους τους
τόνους τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ισότητα, αλλά με έναν όρο: Όλα αυτά να αφορούν αποκλειστικά και μόνον την λευκή φυλή.
Και όπως είναι γνωστό σε όλους μας, αυτά τα «λαμπρά» τα διδάγματα του διαφωτισμού δεν έμειναν μόνον στα χαρτιά, αλλά
εφαρμόστηκαν με απόλυτη συνέπεια και σχολαστικότητα στα χρόνια που ακολούθησαν και με την αποικιοκρατία, αλλά και με τις
ρατσιστικές διακρίσεις που καθιερώθηκαν επίσημα στις μεγαλύτερες χώρες της «φωτισμένης» Δύσης, με πρώτη και καλύτερη, φυσικά,
την Αμερική.
Αυτός, φίλοι μου, είναι ο διαφωτισμός που θέλουν να δεχτούμε ως πρόοδο και φως όλοι οι «φωταδιστές» διανοούμενοι της πατρίδας
μας. Αυτός είναι ο διαφωτισμός που όποιος τολμήσει να τον απορρίψει, ή έστω να τον αμφισβητήσει, χαρακτηρίζεται ως σκοταδιστής
εχθρός της προόδου, της επιστήμης και όλα τα υπόλοιπα, γνωστά σε όλους. Αυτή είναι η φιλοσοφία στο όνομα της οποίας ομνύουν
όλοι οι δυναμικοί αντιρατσιστές της εποχής μας. 
Όχι τίποτε άλλο, αλλά για να ξέρουμε τι θέλουν να μας πλασάρουν…
Υποσημειώσεις με συνδέσμους των αποσπασμάτων
[1] Δείτε το εδώ  [2] Δείτε το εδώ   [3] Δείτε το εδώ [4] http://en.wikiquote.org/wiki/Voltaire [5] Δείτε το εδώ [6] Με αναφορές σε αρκετά βιβλία [7] Δείτε το εδώ
ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ
Τμήμα ομιλίας του κοσμήτορα της Θεολ. Σχολής του πανεπ. Αθηνών

π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού η οποία δόθηκε στην εκκλησία του Αγ. Αντύπα,στο Γουδί αττικής, στις 03-11-2005.
ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΣΗ: Θ.Α. / ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Θ.Φ.Δ. Είναι λίγο μεγάλο αλλά αξίζει μια τουλάχιστον ανάγνωση
Ο χώρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που ήταν παροπλισμένος με τα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατεκλήσθη από
προτεστάντες ιεραποστόλους. Η ιεραποστολή λέγεται «mission» και οι ιεραπόστολοι του Προτεσταντισμού, αλλά και του Παπισμού, που
προηγήθησαν μερικούς αιώνες και δεν υπάρχουνε σήμερα, ονομάζονται «missionari». Δεν κάνουν ιεραποστολή, κάνουν προσυλητισμό.
Γι’ αυτό εμείς χρησιμοποιούμε τον ξένο όρο, «missionari», για να τους χαρακτηρίσουμε και να τους διακρίνουμε από τους γνήσιους
ιεραποστόλους του Ευαγγελίου.
Οι missionari που έκαναν θραύση εδώ πέρα έμπαιναν στα σχολεία, έπαιρναν στα χέρια τους την εκπαίδευση, κ.ά.. Σκεφτείτε ότι οι
κυβερνώντες ανέθεταν την εκπαίδευση στα χέρια των Προτεσταντών.
Ο Καποδίστριας, ο καημένος, προσπάθησε να μετριάσει τα πράγματα. Έχω βρεί εκθέσεις μισσιοναρίων, γιατί δούλεψα χρόνια σ’ αυτά
τα θέματα, και λέγανε «Μας κάνει τον φίλο ο Καποδίστριας ενώ είναι ο μεγαλύτερος εχθρός μας».
Είναι το μεγαλύτερο εγκώμιο προς τον Καποδίστρια!
Αλλά δεν μπορούσε να συμμαζέψει τα πράγματα, ο Καποδίστριας, διότι χρειαζόταν μέσα και δεν τα είχε. Κι έτσι προσπαθούσε να
ελέγξει την κατάσταση. Δηλαδή να παρακολουθεί για να μη προχωρούν παραπάνω απ’ ότι έπρεπε. Να προσφέρουν κάποια στοιχεία
αλλά όχι να αιχμαλωτίζουν ψυχές, είτε γονείς είτε μαθητές, στον Προτεσταντισμό.
Όταν ιδρύθησαν τα σχολεία του Καποδίστρια, που προσπάθησε το χάος εκείνο να το κάνει κράτος, ίδρυσε την Ιερατική Σχολή στον
Πόρο και το Ορφανοτροφείο της Αιγίνης. Ήτανε τα ορφανά του πολέμου, τα παιδιά των θυμάτων του πολέμου. Και τί έκανε ακόμη;
Οργάνωσε τράπεζα, συσσίτια, όχι μόνο στην Ιερατική Σχολή για να ζούμε μοναστηριακό τυπικό, αλλά οργάνωσε συσσίτια μεσημβρινά
και βραδυνά και στα παιδιά, που ήτανε φτωχόπαιδα και δεν είχαν να φάνε.

Οι Προτεστάντες αυτοί τον κατηγορούσαν στις εκθέσεις τους, τα «reports», που έστελναν οι μισσιονάριοι στις εταιρείες τους:
«Ο Καποδίστριας είναι αναχρονιστικός. Δεν είναι “up-to-date”, σύγχρονος άνθρωπος και σκεφθείτε τί βάζει στα παιδιά να διαβάζουν το
μεσημέρι: βίους Αγίων!».
Ο Καποδίστριας εφήρμοζε το μοναστηριακό σύστημα. Και έβαζε ανάγνωσμα την ώρα του γεύματος και την ώρα του δείπνου, όπως στα
κανονικά μοναστήρια (που δεν είναι τουριστικά κέντρα) αντί να κάθονται και να κουβεντιάζουν μεταξύ τους για τις ελιές και τα κοτόπουλα
του μοναστηριού...
Οπότε διαβάζουν πατερικά έργα και κυρίως το Συναξάριο της ημέρας, τους Αγίους της ημέρας.
Λέμε καμμιά φορά «Πώς οι μοναχοί χωρίς να πάνε σχολείο, ξέρουν γράμματα;» κι έχουμε αρκετούς μοναχούς που δεν έχουν πάει ούτε
μια μέρα στο σχολείο. Κι όχι απλά ξέρουν γράμματα αλλά αμα τους ακούσεις να μιλούν νομίζεις ότι είναι καθηγητές πανεπιστημίου με
έναν, πραγματικά, αμίμητο και άφθαστο ελληνικό λόγο.
Πώς φθάνουν εκεί; Ακούνε όλη μέρα, ψάλλουν.
Το μεγάλο Σχολείο της Ορθοδοξίας είναι το αναλόγιο του ψάλτη! Που αν είναι καλλιεργημένος και δεν ψάλλει για να περάσει η ώρα, ή με
βαρεμάρα, αλλά αγωνίζεται για να καταλάβει και τα λόγια, τότε μαθαίνει.
Θα τα πεί μία φορά, θα τα πει δέκα φορές και μετά θα μπαίνει στο νόημα.
Οπότε κατηγορούσαν τον Καποδίστρια διότι βάζει βίους Αγίων και δεν βάζει τα παραμυθάκια, όπως «Η Φαβιόλα, «Η κόρη του
γαλακτοκόμη», κ.ά. που μας έφερναν και που τα μετέφραζε δυστυχώς κι ο μακαρίτης ο Τρεμπέλας.
Λέει κι ο Γιανναράς και σ’ αυτό έχει δίκιο, ότι «χαράμισε χιλιάδες ώρες ο Παναγιώτης Τρεμπέλας».
Ήταν σπουδαίος, πράγματι. Αλλά ήταν το πνεύμα των οργανώσεων, όπου ζητούσαν να μιμούνται τους Προτεστάντες σ’ ότι έκαμναν,
στην ιεραποστολή, κ.τ.λ.. Και τί έκανε; Μετέφραζε προτεσταντικά διηγήματα από τα αγγλικά και τα γαλλικά.
Δεν μιλούσε καλά αλλά διάβαζε και καταλάβαινε σπουδαία.
Μετέφραζε, δηλαδή, παραμύθια της Χαλιμάς... αντί να προβάλλουνε τα ζωντανά παραδείγματα των Αγίων, την ένσαρκη, εν σώματι
Ορθοδοξία, όπως είναι οι Άγιοι.
Αν μελετήσετε περισσότερο τον Καποδίστρια θα δείτε γιατί τα’ κανε αυτά.
Ο Καποδίστριας ήταν Ρωμηός, ήταν ορθόδοξος Έλληνας. Κι έγραφε, π.χ., ότι ο Κοραής και άλλοι στέλνανε παιδιά να σπουδάσουν στη
Δύση για να γίνουν Φράγκοι, γιατί αν δεν γίνουν «μεγάλοι», αν δεν γίνουν Άγγλοι κ.ά., δεν σώζεται η Ελλάδα.
Έτσι έλεγε, πίστευε και έπραττε ο Καποδίστριας (μη πείτε ότι συκοφαντώ γιατί όσα έχω διαβάσει για τον Καποδίστρια, δεν τα έχετε
διαβάσει εσείς, με τόσα έγγραφα και αρχειακά στοιχεία που έχω δημοσιεύσει στα βιβλία μου).
Ο Καποδίστριας, λοιπόν, κάθε άλλο!
Έγραφε στον Ντεμποβί, έναν Ελβετό φίλο του, που τον βοήθησε πολύ, όπως και ο Εϊνάρδος και άλλοι: «Κοίταξε, εγώ έχω άλλο σκοπό.
Τα παιδιά θα μεστώσουν πρώτα Ορθοδοξία και εθνικότητα στη πατρίδα. Και μετά θα πάνε έξω να σπουδάσουν.
Κι εκεί έξω θα μελετούν πρωτίστως την ελληνική γλώσσα και την πίστη της Εκκλησίας μας, ώστε όταν έλθουν να
κυβερνήσουν την Ελλάδα, το έθνος, ως Έλληνες και όχι ως ξένοι».
Και γι’ αυτό τον φάγανε τον Καποδίστρια. Αυτά τα κείμενα είναι δημοσιευμένα και από την κα Κούκου, την συνάδελφο της φιλοσοφικής
σχολής και σήμερα είναι γνωστότατα. Έτσι ενεργούσε ο Καποδίστριας, (που, όπως έλεγε) «να μεστώσουν τα παιδιά στην Ελλάδα, την
ελληνική παράδοση και την Ορθοδοξία» ώστε να έρθουν να κυβερνήσουν ως Έλληνες Ορθόδοξοι τον τόπο κι όχι ως όργανα των ξένων.
Ο Καποδίστριας είχε υπ’ όψιν του το παράδειγμα των Κολλυβάδων Πατέρων, όπως ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Άγιος Αθανάσιος ο
Πάριος, ο σπουδαίος θεολόγος ο Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης και ο Άγιος Μακάριος, πρώην επίσκοπος Κορίνθου που οι Τούρκοι τον
διώξανε από την Κόρινθο.
Οι Κολλυβάδες Πατέρες λέγονται Νεοησυχαστές Πατέρες, δηλαδή αυτοί οι οποίοι ξανά’ φεραν στην επιφάνεια την παράδοση της
Ορθοδοξίας, την παράδοση της πνευματικής ζωής για να μπορέσει να έχει κανείς κοινωνική ζωή.
Δεν μπορεί να έχει κοινωνική ζωή εαν δεν έχει πνευματική ζωή.
Οπότε, λοιπόν, οι Κολλυβάδες έφεραν στην επιφάνεια αυτή την ζωντανή παράδοση, που δεν έσβησε ποτέ στο Άγιον Όρος κι όλο τον
ρωμαίικο χώρο. Αλλά αναγκάστηκαν να την βγάλουν προς τα έξω γράφοντας βιβλία.
Ο Αθανάσιος ο Πάριος και ο Νικόδημος ο Αγιορείτης είναι μεγάλοι συγγραφείς. Εικοσιοκτώ τόμους, ογκώδη βιβλία, έχουνε γραφεί και
πόσα άλλα λανθάνουν ακόμα στις βιβλιοθήκες του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου!
Σπουδαία και τα βιβλία του Αγίου Αθανασίου του Παρίου, που είναι μέσα στο πνεύμα της παραδόσεως της Ορθοδοξίας αλλά και του
έθνους. Τα εθνικά κείμενα του Αγίου Αθανασίου Παρίου είναι απαράμιλλα.
Βλέπανε ότι ερχόταν από τη Δύση ο Διαφωτισμός με τις ανατρεπτικές ιδέες, της καταλύσεως των πάντων.
Γιατί ο Διαφωτισμός ήταν ένα ρεύμα το οποίο άρδευε όλη την πραγματικότητα. Ήταν ένα πολυεπίπεδο κίνημα, ο Διαφωτισμός.
Όπως ξέρετε, στη Δύση, έχουμε τρία μεγάλα ρήγματα. Δεν έχει ενότητα η Δύση, δυστυχώς!
Εμείς έχουμε ενότητα. Δηλαδή, αν ψάξει κανείς θα βρεί τη συνέχεια, θα υπάρχει.
Άλλοτε είναι περισσότεροι που ενσαρκώνονται σ’ αυτή τη συνέχεια, άλλοτε λιγότεροι ή άγνωστοι, που δεν τους βλέπουμε.
Μου έλεγε ένας γνωστός μου, τώρα που ερχόμουν, ότι διάβαζε τον Κόντογλου. Αιωνία του η μνήμη! Μεγάλος!.
Μου λέει «Διαβάζοντας ορισμένα του Κόντογλου βλέπω τα δικά σου, αυτά που λες. Γιατί;».
Έχω διαβάσει αρκετά αλλά δεν έχω εντρυφήσει στον Κόντογλου, όπως του έλεγα.
Έχω μελετήσει άλλους συγγραφείς. Αλλά χαρακτηριστικά κείμενα του Κόντογλου, κυρίως τα διηγήματα και τα μυθηστορήματά του δεν τα
έχω διαβάσει επιμελώς. Μόνο κομμάτια. Αλλά τα άλλα, τα θεολογικά του κείμενα, τα έχω διαβάσει.
Ξέρετε γιατί και η ταπεινότητά μου μοιάζει με τον Κόντογλου; Διότι κάνουμε βουτιά στην ίδια θάλασσα.
Αμα είναι μια θάλασσα γεμάτη μαργαριτάρια, πέφτεις στη βουτιά κι ό,τι αρπάξεις μαργαριτάρια θα’ ναι.
Επομένως δεν μπορεί να διαφέρουν ο Ρωμανίδης, ο Ιερόθεος Βλάχος, ο παπα-Γιώργης. Όποιος προσπαθεί –άλλος περισσότερο από
μένα, εγώ λιγότερο απ’ όλους– να βουτήξει σ’ αυτή τη θάλασσα, θα βγάλει τα μαργαριτάρια της παραδόσεως στην επιφάνεια.

Του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, οι Διδαχές, είναι σύντομα κείμενα, ίσα ίσα φτιάχνεις ένα βιβλίο.
Κι όμως, όλη η ορθόδοξη Παράδοση κρύπτεται μέσα στις Διδαχές του!
Τα κυρήγματά του προς το Γένος ήταν αυτά που κράτησαν την συνείδησή του ακμαία.
Όσο περισσότερο καλλιεργείτο η πίστη, τόσο περισσότερο ενισχύετο και η συνείδηση της Παραδόσεως του Γένους.
Οι ρίζες! αναζητούσαμε ρίζες! Όταν έλεγε «μάθετε τα παιδιά σας ελληνικά και να μη τα αφήνετε να μιλούν αρβανίτικα και ο,τιδήποτε
άλλο. Κι εγώ θα προσεύχομαι για την ψυχή σας», δεν ήτανε ρατσιστής, δηλαδή σαν να έλεγε «τί τα θέλουμε τα αρβανίτικα;».
Ο πατροΚοσμάς ηξερε πολλές γλώσσες αλλά ήξερε πρώτα απ’ όλα ελληνικά.
Και θα σας πώ, γιατί έλεγε να μαθαίνουν και να διδάσκουν στα παιδιά τους ελληνικά: διότι στα ελληνικά είναι το Ευαγγέλιο!
Να μπορούν τα παιδιά να καταλάβουν το Ευαγγέλιο, τη λειτουργία μας στο πρωτότυπο!
Έτσι που φτάσαμε σήμερα, ολόκληρος Αρχιεπίσκοπος –την ευχή του να’ χουμε– λέει να τα μεταφράσουμε κ.ά., «διότι δεν
καταλαβαίνουν». Μα δεν θα χαλάσουμε εμείς την λατρεία μας! Θα κατηχήσουμε τον κόσμο ώστε να προσπαθεί να φτάσει σε
ένα επίπεδο που να καταλαβαίνει. Δεν ισχύει το «πονάει δόντι κόβει κεφάλι».
Αυτή είναι λανθασμένη πολιτική που την κατάλαβε κι ο Μακαριώτατος και πήρε πίσω αυτό που έλεγε.
Ο πατροΚοσμάς επέμενε, «να μάθετε ελληνικά, διότι στα ελληνικά είναι το Ευαγγέλιο!».

Οι Κολλυβάδες Πατέρες, λοιπόν, έβλεπαν αυτό το πολυεπίπεδο κίνημα από την Δύση, το οποίο ήταν το τρίτο ρήγμα, ρηγματικός
σταθμός στην πορεία της Δύσεως.

Το πρώτο ήταν η Αναγέννηση. Πολλοί, ακούτε την λέξη «Αναγέννηση» και λέτε «τί ωραίο».
Δεν υπάρχει χειρότερο δημιούργημα από την Αναγέννηση!
Δείτε, εν στροφή στην ρωμανικότητα, κυρίως στην φραγκολατινική παράδοση της Δύσεως, όλους τους μεγάλους.
Ο Σίντερμιχ, ένας μεγάλος που έγραψε ογκώδες βιβλίο για την Αναγέννηση, λέει ότι είναι η «περίοδος σκότους».
Γιατί, τί κάνει; «Αποσπά τον άνθρωπο από τον Θεό, αποσπά τον άνθρωπο από τον Παπισμό (αυτό είναι ωραίο) αλλά τον
προσκολλά στον εαυτό του και στα γήινα».
Δηλαδή ο σκοπός δεν ήταν να απελευθερώσουν τον άνθρωπο από ό,τι τυρρανικό στοιχείο υπήρχε στη Δύση αλλά να τον
κάνουν να πάψει να έχει σχέση με το Θεό.

Αυτή η κατάσταση συνεχίζεται σήμερα. Αυτό που λέμε «χωρισμός Εκκλησίας-Πολιτείας» είναι: «τί θέλουμε και μιλούμε για Θεό,
πίστη, κ.τ.λ.;». Αυτή είναι η έννοια του «χωρισμού».
Διοικητικός χωρισμός, υπάρχει. Κι εγώ δεν είμαι βουλευτής ή υπουργός κι ούτε ο Αρχιεπίσκοπος είναι πρωθυπουργός.
«Ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς», που λέει ο λαός.
Με το να μιλείς δεν μπορεί να σου κλείσει το στόμα ο άλλος! Θα πείς «μπράβο κε Παπούλια που επιτέλους κατάλαβες ότι έχουμε και
λίγο αξιοπρέπεια». Δεν θα τα «κατεβάζουμε» συνεχώς –συγγνώμη για την έκφραση– αλλά τόσα χρόνια «τα κατεβάζουμε» για να μη
κάνουμε πόλεμο. Μα όσο σε βλέπουν αδύνατο τόσο σε δίνουν καρπαζιές.
Ακόμα και οι Αλβανοί –γιατί έχει πίσω το θηρίο των Ηνωμένων Πολιτειών.
Επομένως, το να τοποθετηθείς σ’ αυτά τα θέματα δεν είναι πολιτικολογία ούτε είναι υπέρβαση καθήκοντος.
Κάθε Έλληνας έχει δικαίωμα να εκφράζεται δημόσια και ελεύθερα, κατά το Σύνταγμα, αρκεί να μην προσβάλλει τον άλλον.
Έτσι, λοιπόν, το πρώτο ρήγμα ήταν η Αναγέννηση. Σπάσανε, χωριστήκανε.
Από την μία πλευρά ένας ογκόλιθος που λεγότανε Παπισμός
και από την άλλη πλευρά ένας κόσμος που πιέζεται από τους διανοουμένους, όχι να εγκαταλείψει τον Πάπα αλλά να εγκαταλείψει το Θεό.
Τότε, περίπου, γεννήθηκε μια ωραία αγγλική παροιμία: μια μάνα αγγλίδα έπλενε το παιδί της στη λεκάνη (που είχανε εκείνη την εποχή)
και από τη βιασύνη της, μαζί με το απονέρι, πέταξε και το παιδί. Αυτό κάμαν: αντί να πετάξουν τα βρομονέρια, πέταξαν και το Θεό μαζί!

Το δεύτερο ρήγμα είναι το 1517, η θρησκευτική και εκκλησιαστική επανάσταση, η Μεταρρύθμιση, ο Προτεσταντισμός.
«Προτεσταντισμός» σημαίνει «διαμαρτύρηση».
Ο Λούθηρος και όλοι οι άλλοι που ακολούθησαν, οι οποίοι κι αυτοί προσπαθώντας να απαλλαγούν από την κυριαρχία του Πάπα και του
Παπισμού, έκαναν «άλμα» όχι τριπλούν αλλά έκαναν «άλμα πολλαπλούν», δήθεν ότι θα φτάσουν στον 1ο αιώνα και στην ουσία
ξέφυγαν απ’ όλη την Παράδοση της Εκκλησίας.
Αυτά προσπάθησαν να κάνουν. Και μας δημιούργησαν 600 περίπου προτεσταντικές παραφυάδες που είναι χειρότερες από τον
Παπισμό.
Βέβαια, η ρίζα όλου του κακού είναι ο Παπισμός. Αυτός εγέννησε όλη αυτή την ακαταστασία στο Δυτικό κόσμο.
Οπότε διαλύθηκε ο κόσμος πολιτιστικά, ανθρωπιστικά με την Αναγέννηση,
διαλύεται κι ο κόσμος της Δύσεως θρησκευτικά κι εκκλησιαστικά, με την Μεταρρύθμιση.

Μετά από τα τέλη του 16ου με αρχές 17ου αιώνος ήρθε ο λεγόμενος Διαφωτισμός.
Ο Διαφωτισμός είναι η κυριαρχία του λογικού, η αυτοθεοποίηση του ανθρώπου.
Μάλιστα στην Γαλλική Επανάσταση, που είναι η απόληξη του Διαφωτισμού, αυτή τη κυριαρχία της λογικής του ανθρώπου την
εξέφρασαν ο μασόνος Ροβεσπιέρος (το κύριο χαρακτηριστικό του Διαφωτισμού είναι η Μασονία), οι Ιακωβίνοι.
Ο Ροβεσπιέρος ανεκήρυξε την λατρεία, adoration, της θεάς Λογικής.
Είναι η Raison, ο Λόγος, η Λογική, η απολυτοποίηση της λογικής του ανθρώπου. Και μάλιστα, επειδή ήταν μασόνος είχε κάποια
θρησκευτικά. (ακούτε ο άλλος «ο Θεός και ο Θεός». Μα για «θεό και θεό» μιλούν και οι μασόνοι.
Εμείς δεν έχουμε «θεό».
Έχουμε τον Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα.
Αυτός είναι ο Θεός μας. Δεν είναι ο Θεός αόριστος.)
Οπότε τί κάνανε; Στην Παναγία των Παρισίων, τον παπικό ναό –δε φταίει βέβαια ο ναός– κάμανε μια γιορτή του Υπερτάτου Όντος.
Είναι αυτό που λέγεται «μια ανωτέρα Δύναμη» κ.τ.λ. (αυτά είναι μασονικά. Αν ακούτε κάποιον να λέει –εκτός κι αν είναι ανίδεος ο
άνθρωπος και το λέει επειδή δεν ξέρει– «πιστεύω σε μια ανωτέρα Δύναμη, σε ένα ανώτερο Όν, κ.τ.λ.», αυτό είναι Μασονισμός,
είναι η ορολογία του Μασονισμού).
Στην εορτή του Υπερτάτου Όντος πήρανε μια πόρνη, κοινή γνωστή πόρνη στη Γαλλία της υψηλής αριοστοκρατίας ,οι Γάλλοι είχανε
πολλούς «οίκους». Οι οίκοι αυτοί ήταν οίκοι ανοχής αριστοκρατικοί. Πηγαίνανε εκεί για να παίξουν μπιλιάρδο και διάφορα άλλα και
είχανε και προμήθεια γυναικών και αγοριών.
Αυτά τα έχει γράψει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στην Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, δεν είναι εφευρήματα δικά μου.
Και όποιος διαβάζει ιστορία ξέρει τα πράγματα. Την γύμνωσαν [την πόρνη] και την έβαλαν γυμνή πάνω στην αγία τράπεζα της Παναγίας
των Παρισίων.
Και μετά τρέχαν όλοι και την προσκυνούσαν, την φιλούσαν, κ.ά., ως θεά Raison, θεά Λογική.
Έτσι λατρεύτηκε η θεά Λογική από την Γαλλική Επανάσταση. Ήταν η κορύφωση του Διαφωτισμού.

Ο Διαφωτισμός είχε, ως μόνο θετικό στοιχείο, την εξέλιξη στις επιστήμες. Γι’ αυτό και ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Νικηφόρος Θεοτόκης
κ.ά. εδέχτηκαν την πρόοδο της επιστήμης, όπως ο Μέγας Βασίλειος, ο Χρυσόστομος, οι Γρηγόριοι κ.ά..
Άλλο η επιστήμη που πρέπει να ενισχυθεί, να προοδεύσει ως έρευνα και άλλο αυτά τα αίσχη.
Ο Διαφωτισμός έχει ένα επίπεδο στην πολιτική ζωή, στις διαλεκτικές μεταξύ Φεουδαρχίας-Αστισμού, Αστισμού-Σοσιαλισμού,
Σοσιαλισμού-Μαρξισμού, κ.τ.λ.. Όλα αυτά μας ήρθαν από τη Δύση. Ποιος θα μας σώσει πιο γρήγορα και περισσότερο.
Μετά ήταν ένα επίπεδο εκκλησιαστικο-πνευματικό και ένα επίπεδο κοινωνικό, κοινωνικής μεταρρυθμίσεως.
Τότε για πρώτη φορά με την Γαλλική Επανάσταση, εισήχθη ο όρος «αλλαγή». Γι’ αυτό και ο μακαρίτης ο Ανδρέας επανέφερε το
σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης. «Αλλαγή» από τί και σε τί;
«Αλλαγή» απ’ ό,τι θεωρείται γι’ αυτούς καθυστερημένο, πεπαλαιωμένο όπως λέγανε οι Προτεστάντες για τον Καποδίστρια. Ότι ήταν
«obsolete», πεπαλαιωμένος, διότι έβαζε στα παιδιά να διαβάζουν τους βίους και το παράδειγμα των Αγίων μας.

Έτσι, λοιπόν, οι Κολλυβάδες βλέποντας ότι μας έρχονται όλα αυτά τα έργα προέβαλαν τα ορθόδοξα πρότυπα.
Γι’ αυτό αρχίζουν να ανασυντάσσουν, μέσα από τις πηγές, βιογραφίες των μεγάλων ασκητικών και πνευματικών μορφών της
Ορθοδοξίας, να προβάλλουν τους Αγίους. Εν συνεχεία τους Μάρτυρες.
Πώς βγήκαν όλοι οι μεγάλοι Μάρτυρες, οι Νεομάρτυρες κατά του Οθωμανικού καθεστώτος; Διότι ήσαν συνεχώς μέσα σ’ αυτό το
πνεύμα, του μαρτυρίου, της ομολογίας. Ο Χριστιανός δεν σκοτώνει τον άλλον αλλά θυσιάζεται.
Και το αίμα του ποτίζει το δέντρο της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας. Αυτή είναι η δική μας θεολογία και κοινωνική πρακτική.
Έτσι λοιπόν, προβάλλουν συνεχώς τους Αγίους, τους Μάρτυρες
ως απάντηση στα πρότυπα που μας παρουσίασε ο Διαφωτισμός, που μας παρουσίασαν οι Φράγκοι, οι μισσιονάριοι καί οι διαφωτιστές.
Μπορεί να είχαν διαφορές μεταξύ τους αλλά συνηντόντο στην προβολή του πολιτισμού τους. Έλεγε ένας γερμανός καθηγητής, ο
Peter Kalverau, τον οποίο γνώρισα (και μου έχει γράψει μια πολύ καλή κριτική στη ελληνική διδακτορική μου διατριβή που ασχολούμαι
με αυτά τα θέματα), σε ένα ογκώδες βιβλίο του «America und die orientalischen Kirchen» (Η Αμερική και οι Ανατολικές Εκκλησίες) ότι
η ιεραποστολή, η mission και τα αντιτορπιλικά των Ευρωπαίων πηγαίνανε «hand in hand», χέρι με χέρι.
Η πολιτική δια της θρησκείας. Propagandio fidei per scientiae, «προπαγανδισμός της πίστεως δια της επιστήμης».
Μπαίνανε στα σχολεία και διέφθειραν τις ψυχές των ανθρώπων. Αυτό που γίνεται και σήμερα, εν πολλοίς.
Και δεύτερο: «προπαγάνδα της πατρίδος δια των μέσων ιεραποστολής»!
Αντίθετα, ο Καποδίστριας ακολουθεί το παράδειγμα των Κολλυβάδων.
Για να καταλάβετε, σχετικό είναι κι αυτό με το Χρυσόστομο, που του φώναζε ο ιερέας κάτω από τον άμβωνα:
«Πάτερ μου καλά τα λες αλλά θα μας κάμεις τα παιδιά καλογήρους!», επειδή μιλούσε για τα παιδιά και την πνευματική ζωή (σώζεται η
ομιλία). Και πάνω απ’ τον άμβωνα –που τότε ήταν ένα υπερυψωμένο βήμα κι όχι «περιστερώνας», όπως σήμερα, πάνω στους τοίχους–
που αν άκουγες Χρυσόστομο, τον είχες χίλια χρόνια στ’ αυτιά σου, του λέει ο Χρυσόστομος:
«Αδελφέ μου, δεν σου ζητώ να τον κάμεις καλόγηρο. Χριστιανό να τον κάνεις!».
Δεν διαβάζουμε, λοιπόν, αυτά τα κείμενα για να γίνουμε καλόγεροι. Χριστιανοί να γίνουμε!
Τί διαφέρει ο μοναχός από εσάς ή από εμένα αν θέλουμε να είμαστε Χριστιανοί;
Άσκηση κάνει εκείνος, άσκηση πρέπει να κάνουμε κι εμείς.
Πνευματική ζωή, εκείνος, που είναι μέσα στο χώρο της ασκήσεως, πνευματική ζωή κάνουμε κι εμείς: νηστεία, προσευχή, ακολουθίες,
γονυκλισίες, λέμε την ευχή, κ.τ.λ..
Αν λ.χ. έλθει κάποιος να σε συμβουλευτεί και σε ρωτά πώς θα πολεμήσει κάτι, θα του πείς «την ευχή, παιδί μου».
Το ίδιο λέει και ο γέρονας, ο π. Παρθένιος από το Άγιον Όρος: «Την ευχή! Χτύπα τον Διάβολο με την ευχή!».
Το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» είναι το μεγαλύτερο όπλο κατά του Διαβόλου! Δεν διαφέρει ο μοναχισμός από μας.
Μόνο, που αυτά που κάνουμε εμείς εδώ εκείνος τα κάνει με μεγαλύτερη τελειότητα και μεγαλύτερη δυνατότητα προόδου μέσα στην
μοναστική αδελφότητα.
Ο π. Παΐσιος μια φορά –την ευχή του να’ χουμε– όταν τον ρώτησα κάτι τέτοιο, μου λέει : Άκουσε, παιδί μου, να πολεμάτε!
Γιατί όταν ο άνθρωπος μείνει ακίνητος, μαρμαρώνει από το κρύο, ψύχεται.
Κινείστε, λοιπόν. Εσείς κάνετε σημειωτόν εμείς κάνουμε και μισό βήμα παραπάνω, κοντά είμαστε. Κάνε σημειωτόν αν δεν μπορείς να
προχωρήσεις και κάποια στιγμή θα κάνεις άλμα! Σ’ τα μαζεύει ο Θεός όλα μαζί κι εκεί που δεν το περιμένεις καλύπτεις όλη την
απόσταση που θα μπορούσες να κάνεις στο διάστημα που κάνεις σημειωτόν. Αυτή, λοιπόν, είναι η ενότητα.
Στη Δύση, στη Φραγκιά, λένε οι Παπικοί (γιατί οι Προτεστάντες όλα αυτά τα θεωρούν περίεργα, δουλεύουν μόνο με την διάνοια. Εκεί
είναι που ταυτίζονται με τον Διαφωτισμό, στην θεοποίηση της διανοίας) λένε «Άλλη η πνευματικότητα των μοναχών και άλλη η
πνευματικότητα στο κόσμο»! Τί δηλαδή, εμείς είμαστε «διαβολάκια»;
Τί θα πει «άλλη πνευματικότητα»; Η ενότητα,, είναι το αναλόγιο του ψάλτη. Η αναμώχλευση όλης της πνευματικής ιστορίας και του
πνευματικού μας βίου βρίσκεται σ’ αυτά τα βιβλία.
Τα ίδια βιβλία έχουν και στα μοναστήρια! Δεν έχουν άλλα στο μοναστήρι κι άλλα εδώ.
Γι’ αυτό στη Δύση, αν πάτε να δείτε στον κόσμο, αυτά τα οποία κάνουν (που μπήκαν και στους μοναχούς), είναι τα τραγουδάκια του
κατηχητικού σχολείου: «Σύ που κόσμους κυβερνάς... », «τα χριστιανόπουλα», άλλα του Μότσαρτ και του Μπετόβεν, που τραγουδούσαν
και τραγουδούν στις Στοές των μασόνων και στις προτεσταντικές εκκλησίες, τα φέραμε κι εμείς!!
Θέλεις εμβατήριο; Ψάλλε το «Τή Υπερμάχω»!
Είναι ο εθνικός μας Ύμνος επί τόσους αιώνες. Αυτός ήταν ο εθνικός μας Ύμνος, μαζί με το «Σώσον Κύριε τον λαόν σου».
Καταλαβαίνετε; Αποξενωθήκαμε μόνοι μας δήθεν για να γίνουμε Ευρωπαίοι και εκκλησιαστικά. Αυτό είναι το μεγάλο λάθος που έγινε.
Δεν κατηγορούμε κανέναν αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι κάναμε έγκλημα.
Λέω πάλι: ο Τρεμπέλας, αυτό το μεγάλο κεφάλαιο, καθόταν και χαράμιζε το μυαλό του για να μεταφράσει (από τα γερμανικά) το «Η
θυγατέρα του γαλακτοπόλη».
Εγώ τα έχω βρεί και στα αγγλικά, όλα αυτά, στα αρχεία των μισσιοναρίων. Και τότε ξύπνησα, στα εικοσιεννιά με τριάντα μου χρόνια που
τα μελέτησα... και έλεγα «Κοίταξε, ο Τρεμπέλας τώρα με τη “Φαβιόλα” και τη “Περπέτουα”»...
Κάποια όμως έχουν μια βάση αγιολογική κι αυτά τα δεχόμαστε ευχαρίστως. Γι’ αυτό «Αιωνία του η μνήμη».
Το βρήκαμε στο FB Αναρτήθηκε από π Παντελεήμων Kρούσκος Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2010/06/blog-post_03.html#ixzz2Mrc78FuC

Εθνεγερσία: Σύγκρουση δύο οραμάτων

Ομιλία του Καθηγητού Φιλοσοφίας Χρήστου Γιανναρά σε επετειακή εκδήλωση του Αρσακείου Πατρών (24 Μαρτίου 2008)
Κάποτε τις ομιλίες που γίνονταν στις επετείους τις εθνικές, τις ονομάζαμε «πανηγυρικός της ημέρας».
Η έκφραση δήλωνε, νομίζω, ακριβώς τη σύνοψη του νοήματος της πανηγύρεως. Ήταν μια πανήγυρις η εθνική εορτή. Κάτι γιορτάζαμε.
Και το να γιορτάζει κάτι ένας λαός είναι φανερό. Εκφράζει πραγματικά τη χαρά του για κάτι που συνέβη και που έχει σημαδέψει το
συλλογικό βίο και δεν θέλει να ξεχαστεί.
Δεν ξέρω, ένα από τα προβλήματα που πρέπει νομίζω να μας απασχολούν στο ποσοστό που γρηγορεί η συνείδηση που ανήκει σ’ ένα
λαό όπως ο ελληνικός, δεν ξέρω εάν σήμερα, και μόνο η λέξη «πανήγυρις» και «πανηγυρικός», εαν έχει ρεαλιστικό αντίκρισμα.
Πάντως, έτσι κι αλλιώς, νομίζω ότι η περιγραφή ή οι αναφορές οι επαινετικές για το γεγονός που γιορτάζουμε, ίσως έχουν κορεσθεί
πια, έχουμε κορεσθεί από τέτοιες αναφορές, και πιθανόν ο γονιμότερος εορτασμός είναι να προβληματιζόμαστε σε κάθε τέτοια ευκαιρία
και περίπτωση.
Αυτό θα τολμήσω σήμερα, περισσότερο να θέσω ένα πρόβλημα, που να γίνει αφορμή να σκεφθούμε, να ψάξουμε, να μελετήσουμε και
να αποκτήσουμε, κατά το δυνατό, μια προσωπική αντίληψη, με αφορμή το πρόβλημα που θα τεθεί, παρά να σας πλουτίσω ίσως με
πληροφορίες ή με γνώσεις για το γεγονός το οποίο γιορτάζουμε.
Θα ξεκινήσω με τη φράση ενός αμερικανού φιλοσόφου, παράγει πότε πότε και φιλοσόφους η Αμερική, του Ρίτσαρντ Ρώρτυ, ο οποίος
λέει ότι «ένας λαός γράφει την ιστορία του όχι για να αφηγηθεί το παρελθόν του, αλλά για να δηλώσει αυτό που θέλει να είναι στο
μέλλον». Νομίζω έχει μια βαρύτητα αυτή η φράση. Είναι μια επικίνδυνη φράση. Έχει μια βαρύτητα και επικινδυνότητα.
Βαρύτητα, διότι πραγματικά τότε έχει νόημα η ιστορία όταν γίνεται το έδαφος στο οποίο πατάμε για να κοιτάξουμε μπροστά, για να
δηλώσουμε αυτό που θέλουμε να είμαστε.
Έχει επικινδυνότητα διότι στις ημέρες μας με μεγάλη ευκολία η ιστορία πλαστογραφείται.
Κι έχουμε πολύ κοντά μας, πολύ έντονες τις εμπειρίες και τις παραστάσεις λαών οι οποίοι καπηλεύονται την ιστορία, πλαστογραφούν
την ιστορία, για να αποκτήσουν συλλογική ταυτότητα.
Ας μείνουμε στο πρώτο, στο σκέλος της γονιμότητας της πρότασης που εξέφερε ο Ρώρτυ.
Θα ήθελα λοιπόν να πω ότι το γεγονός της 25ης Μαρτίου, η Εθνεγερσία, όπως λέμε, των Ελλήνων, κόμιζε από την πρώτη στιγμή ένα
προβληματισμό, που προσωπικά θα τον όριζα σαν μια σύγκρουση δυο οραμάτων.
Αυτή η σύγκρουση δεν ήταν των ημερών ή απλώς του έτους εκείνου, του 1821. Είχε αρχίσει πολύ πιο νωρίς, από τα τέλη του 18ου
αιώνα. Υπήρχαν, θα ‘λεγε κανείς, δύο οράματα, δύο τρόποι να κοιτάξει το μέλλον του ο Ελληνισμός. Κοιτώντας την ιστορία του να
προδιαγράψει το μέλλον και τις προοπτικές του.

Το πρώτο όραμα, νομίζω, θα έλεγα επιγραμματικά ότι συγκεφαλαιωνόταν στην τήρηση, στην εμμονή, στην επιλογή ότι ο Ελληνισμός
δεν είναι απλώς μια εθνοφυλετική παρουσία μέσα στην ιστορία. Είναι πριν από αυτό μια πρόταση πολιτισμού.
Σίγουρα έχει μια συγκεκριμένη εθνοφυλετική ιστορική βάση και αφετηρία. Αλλά μέσα στη διαδρομή της ιστορίας ο Ελληνισμός
αποτελούσε περισσότερο μια πρόταση πολιτισμού που ενδιέφερε πανανθρώπινα, παρά ένα κλειστό, το ιδίωμα μιας κλειστής εθνικής
ενότητας.
Επομένως, εάν είναι πρόταση πολιτισμού, τότε δεν είναι κάτι που ανήκει μόνο σ’ ένα λαό. Ένας λαός διαχειρίζεται κυρίως, ο λαός που
οι πρόγονοί του γέννησαν και συνέχισαν αυτόν τον πολιτισμό, τον διαχειρίζεται και τον προωθεί αλλά, επαναλαμβάνω, ο πολιτισμός
ενδιαφέρει πανανθρώπινα.
Όταν λέμε πολιτισμός, επιτρέψτε μου μια μικρή παρένθεση, σήμερα μιλώντας για πολιτισμό νομίζω ότι ο νους μας πηγαίνει
περισσότερο σε κάτι σαν ψυχαγωγία ή σαν πολιτιστικές εκδηλώσεις. Έχουμε και Υπουργείο Πολιτισμού, άκουσον άκουσον! Αν είναι
ποτέ νοητό να παράγει πολιτισμό ένα Υπουργείο.
Ο πολιτισμός θα έλεγα, θα συμφωνήσω με μια πρόταση είναι κι αυτή, ότι θα μπορούσε να οριστεί ως ο τρόπος του βίου μιας
συλλογικότητας, μιας κοινωνίας.
Πολύ συγκεκριμένα, ο τρόπος που ντυνόμαστε, ο τρόπος που χτίζουμε τα σπίτια μας, ο τρόπος που διακοσμούμε τα σπίτια μας, ο
τρόπος που μαγειρεύουμε, που κάνουμε την κουζίνα μας, ο τρόπος που ερωτευόμαστε, ο τρόπος που φτιάχνουμε θεσμούς κοινής
συμβίωσης κ.λ.π. Θα μου πείτε εάν είναι τόσο γενικός ο ορισμός του πολιτισμού τότε γιατί διαφοροποιούνται οι πολιτισμοί.
Διότι δεν είναι πάντοτε και παντού ίδιος ο τρόπος του βίου.
Το κάθε κοινωνικό σύνολο διαμορφώνει ένα τρόπο του βίου επί τη βάσει μιας ιεράρχησης των αναγκών του. Ποια ανάγκη είναι πρώτη
και ποια είναι δεύτερη. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα, θα το έχετε ακουστά, οι αρχαίοι Αθηναίοι, ας πούμε, ξέρουμε ότι οι ιδιωτικές
τους κατοικίες ήταν πενιχρές. Δεν έχουμε τεκμήρια ούτε για μινωικά ανάκτορα ούτε για ρωμαϊκές επαύλεις.
Γιατί; Γιατί αυτό που τους ενδιέφερε, αυτοί που έκτισαν αυτά τα αριστουργήματα που έκτισαν στο κέντρο της πόλης τους, τους
ενδιέφερε αυτό: ο δημόσιος χώρος.
Η πρώτη τους έγνοια ήταν να είναι πολίτες. Να βγουν στην αγορά. Να μετάσχουν κρίσεως και αρχής.
Πίσω λοιπόν απ’ αυτή την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων, με άλλα λόγια, να το πω ακόμα πιο συγκεκριμένα.
Εάν εμάς εδώ σήμερα μας δημιουργηθεί πρώτη ανάγκη να μετέχουμε στα κοινά, ανάγκη πριν και από την ανάγκη να έχουμε
ηλεκτρικό ψυγείο, τότε αλλάζει ο πολιτισμός.
Λέω το ηλεκτρικό ψυγείο για να δώσω ένα σημάδι για πόσο ρεαλιστικές ανάγκες μιλάμε.
Βέβαια, πίσω απ’ αυτή την ιεράρχηση των αναγκών υπάρχει πάντα μια νοηματοδότηση, δηλαδή ένα νόημα που δίνουμε στην ύπαρξη,
στον κόσμο, στην ιστορία. Αυτό το νόημα ιεραρχεί τις ανάγκες μας.
Κι αυτό το νόημα μπορεί να μην είναι συνειδητό σε όλο το κοινωνικό σύνολο. Το εκφράζουν κατ’ εξοχήν οι καλλιτέχνες, με το
αισθητήριο που έχουν να διαβλέπουν και να προηγούνται στην έκφραση της κοινής εμπειρίας, οι φιλόσοφοι με τη σκέψη τους κ.λ.π. γι’
αυτό κι έχει φθάσει να ταυτίζουμε τον πολιτισμό με την τέχνη ή με την θεωρητική σκέψη.
Πολιτισμός, λοιπόν, ο τρόπος του βίου κι ο Ελληνισμός μια πρόταση τέτοιου πολιτισμού.
Μιλάμε όμως για μια εποχή στην οποία ο Ελληνισμός είναι υπόδουλος, είναι ραγιάς, είναι κάτω από την τουρκική κατοχή.
Είναι φτωχός. Είναι στερημένος σε πολλές περιοχές της Ελλάδος από στοιχειώδεις υλικές ανέσεις και αγαθά.
Είναι, κατά περιόδους, σε πολύ μεγάλη πτώση εκπαίδευσης, παιδείας, καλλιέργειας.
Κι όμως αυτός ο λαός παράγει πολιτισμό.
Σήμερα πρέπει να έχεις δεν ξέρω πόσα διδακτορικά ή δεν ξέρω ποια καλλιέργεια για να αντιληφθείς τι πολιτισμό αντιπροσώπευε η
λαϊκή αρχιτεκτονική της Τουρκοκρατίας ή το δημοτικό τραγούδι ή οι φορεσιές που ήταν λαϊκό ένδυμα ή οι θεσμοί οργάνωσης της
συλλογικότητας, οι κοινότητες, οι συντεχνίες, τα συνάφια κ.λ.π.
Παρήγε λοιπόν πολιτισμό.
Γι’ αυτό και είχε περισσότερη την αίσθηση ότι δεν αποτελεί ο Ελληνισμός μια φυλή ή ένας έθνος, όπως ήταν η λέξη που μπήκε
μέσα ση γλώσσα κυρίως με διαφορετικό περιεχόμενο απ’ τα τέλη του 18ου αιώνα, αλλά ήταν ένα Γένος.
Γένος σημαίνει, αν το ερμηνεύω σωστά, ότι όποιος μετέχει σ’ αυτό το Γένος γεννιέται, μεγαλώνει, αυξάνει, μέσα σε μια
πραγματικότητα τρόπου του βίου, μέσα σε μια πραγματικότητα πολιτισμού.
Βέβαια ενώ είπα ότι ήταν ραγιάς ο Έλληνας την εποχή εκείνη, δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς το γεγονός ότι υπάρχουν φαινόμενα που
δηλώνουν και μια οικονομική ευρωστία που μας εκπλήσσει.
Ας πούμε, οι καραβοκυραίοι, οι οποίοι οργώνουν την Μεσόγειο, είναι κυρίαρχοι των ναυτικών οδών και του εμπορίου στη Μεσόγειο.
Οι έμποροι οι οποίοι οργώνουν τις αγορές της Ευρώπης.
Και εδώ θέλω να κάνω μια παρατήρηση. Αξίζει να μελετήσει κανείς πώς μετανάστευαν οι Έλληνες στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Και πώς μεταναστεύουν από τη στιγμή που ιδρύεται το Ελλαδικό κράτος.
Θα έλεγα ότι στους αιώνες της Τουρκοκρατίας οι Έλληνες μεταναστεύουν από θέσεως ισχύος. Κι αυτό μπορεί να το πιστοποιήσει
κανείς αν επισκεφθεί, ας πούμε, το τι άφησαν πίσω τους ως κτήρια και ως επιτέυγματα στην Τεργέστη, στην Βιέννη, στο Μόναχο, στο
Παρίσι. Τα κτίσματα που άφησαν οι ελληνικές κοινότητες εκείνων των αιώνων είναι πραγματικά μια έκπληξη.

Ένα άλλο στοιχείο, λέω τώρα το τι βάσεις τι ερείσματα είχε το όραμα ότι οι Έλληνες αντιπροσωπεύουν κυρίως ένα πολιτισμό, ένα άλλο
στοιχείο είναι ότι ήδη από την άλωση της Κωνσταντινούπολης, κατά κανόνα, οι μεγάλοι δραγουμάνοι της Υψηλής Πύλης, δηλ. οι
υπουργοί των εξωτερικών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ήταν Έλληνες. Κι αυτό για λόγους ανάγκης.
Ήταν οι πιο καλλιεργημένοι, οι μόνοι που μπορούσαν να διαχειριστούν τις διεθνείς σχέσεις της αυτοκρατορίας. Οι ηγεμόνες της
Μολδαβλαχίας.
Ακόμα ευρύτερα, ήδη στον 18ο αιώνα, και κυρίως βέβαια μετά τον 19ο, ήδη στα μεγάλα αστικά κέντρα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας
το ελληνικό στοιχείο ήταν το υπέρτερο, το κυριαρχικό.
Οι τουρκικοί πληθυσμοί, παρ’ όλο που ήταν οι κατακτητές, απωθούνταν λίγο στο περιθώριο του κοινωνικού βίου. Μιλώ για περιπτώσεις
πόλεων όπως η Σμύρνη, η Τραπεζούντα, η Οδησσός κ.λ.π.
Αυτά τα δεδομένα όλα, ενίσχυαν το όραμα το οποίο να πω τώρα και ποιοι κυρίως το εκπροσώπησαν. Ήταν το όραμα των Φαναριωτών
και το όραμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη. Το όραμα ότι ενδέχεται, εάν συνεχίσουν με αυτή την δυναμική, να
υπάρξει μια ένδοθεν άλωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Από μέσα να αλωθεί. Κάτι το οποίο είχε ως προηγούμενο αυτό το οποίο
συνέβη με την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Ο εξελληνισμός της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, κυρίως βέβαια από την εποχή του Κωνσταντίνου και μετά, και κυρίως την εποχή του
Ιουστινιανού, ήταν ένα προηγούμενο το οποίο έδινε λαβή για να αρθρωθεί, να συλληφθεί αυτό το όραμα.
Μάλιστα είχε εμφανιστεί και η άποψη ότι μπορούν να εκληφθούν οι Οθωμανοί ως μια από τις δυναστείες που γνώρισαν στο λεγόμενο
Βυζάντιο οι Έλληνες, ως να ηγεμονεύουν οι αυτοκράτορες στη Nova Roma, στη Νέα Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη.
Να μιλάμε δηλαδή για τη δυναστεία των Οσμανιδών, όπως μιλάγαμε για τη δυναστεία των Ισαύρων, των Παλαιολόγων και άλλων.
Κυρίως όμως από πλευράς πολιτικής, αυτό το όραμα είχε μέσα του την προτεραιότητα της έγνοιας για την διάσωση του Ελληνισμού
στην έκταση και την εξάπλωσή του στον τότε κόσμο, των Βαλκανίων, της Μικράς Ασίας, της Μέσης Ανατολής.

Όταν στα τέλη του 18ου αιώνα, με τη Γαλλική επανάσταση, με τη φιλοσοφία του Διαφωτισμού, πρωτοεμφανίζεται θεωρητικά η έννοια
του έθνους – κράτους, δηλ. μιας οργάνωσης κρατικής, η οποία βασίζεται πλέον σε αντικειμενικά στοιχεία ενότητας και συνοχής μιας
κοινωνικής ομάδας, όπως είναι η γλώσσα, όπως είναι η κάποια κοινή ιστορία, όπως είναι η θρησκεία κ.λ.π.
Όταν εμφανίζονται αυτές οι ιδέες και τις εγκολπώνονται κάποιοι Έλληνες διανοούμενοι, κυρίως στο χώρο της Δύσης, η αντίδραση των
Φαναριωτών και του Πατριαρχείου είναι πάρα πολύ σαφής.
Οι ιδέες τότε του έθνους – κράτους, όπως θα δούμε αμέσως μετά αναλυτικότερα, συνδέονται, ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, με
το ενδεχόμενο να αναστηθεί ένα έθνος – κράτος στα όρια της Αρχαίας Ελλάδας. Ένα έθνος – κράτος το οποίο να επαναναστήσει την
πραγματικότητα εκείνου του Ελληνισμού, που οι Ευρωπαίοι εκτιμούσαν, θαύμαζαν και ήθελαν να είναι οι συνεχιστές του από τους
προηγούμενους αιώνες, ήδη από τον Ευρωπαϊκό Μεσαίωνα.
Αλλά εάν πραγματοποιείτο ένα τέτοιο όραμα, τότε όλοι οι χριστιανικοί, ελληνικοί και ορθόδοξοι πληθυσμοί της Μικράς Ασίας, του
Πόντου, της Ανατολικής Ρωμυλίας, της Δυτικής Μακεδονίας, θα ήσαν έκθετοι στην τουρκική βία, στο μαχαίρι του Τούρκου, όπως θα
λέγαμε πολύ απλά.
Με άλλα λόγια η έγνοια των Φαναριωτών και του Πατριαρχείου, που στους τέσσερις αιώνες της Τουρκοκρατίας έπαιξαν ένα ρόλο
ηγετικό για τη διάσωση του Ελληνισμού, ήταν ακριβώς να περισωθεί ολόκληρος ο Ελληνισμός κι όχι μόνο το όραμα των κλασικιστών
της Ευρώπης, το όραμα της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού για την επανίδρυση, κατά κάποιο τρόπο, της Αρχαίας Ελλάδας.
Βέβαια, αυτό το όραμα, να σωθεί η αυτοκρατορία και όχι να γεννηθεί ένα έθνος – κράτος, κατασυκοφαντήθηκε, ήδη μέχρι τις μέρες μας,
πάρα πολύ, χαρακτηρίστηκε ως φιλοτουρκισμός, ως ενδοτισμός απέναντι στους Τούρκους κ.λ.π.
Υπάρχουν κάποια στοιχεία τα οποία επιτρέπουν αυτή την διαστροφή, νομίζω, της ιστορικής πραγματικότητας, και ήτανε κάποια κείμενα
τα οποία έφτασαν να πουν, όχι αβάσιμα, ότι ήτανε μια δωρεά του Θεού το ότι υποτάχθηκε ο Ελληνισμός στους Τούρκους, δηλαδή σ’
ένα γένος, σ’ ένα λαό χαμηλότερης πολιτιστικής στάθμης και γι’ αυτό δεν απορροφήθηκαν οι Έλληνες σ’ ένα άλλο πολιτισμό, ώστε να
χάσουν την ιδιαιτερότητά τους.
Υπήρξε ένα κείμενο Η Πατρική Διδασκαλία του Αθανάσιου του Πάριου, το οποίο εκφράζει ακριβώς αυτή την άποψη, ότι να
ευχαριστούμε το Θεό που είμαστε σκλάβοι στους Τούρκους και όχι στους Φράγκους, που εκεί ήταν εμφανέστερος ο κίνδυνος με την
ανάπτυξη που γνώρισε η Ευρώπη από τον 17ο κυρίως αιώνα και μετά να υπάρξει μια απορρόφηση, μια αφομοίωση του Ελληνισμού.
Έτσι, αυτό το όραμα της αυτοκρατορίας κατόρθωσε να διασώσει την ευρύτητα της πραγματικότητας του Ελληνισμού ήδη εκείνη την
εποχή, μέσα στη γεωγραφική περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Μια πραγματικότητα, η οποία διασώθηκε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ο Οδυσσέας Ελύτης λέει χαρακτηριστικά ότι μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, με την ελληνική γλώσσα, αν μιλούσες ελληνικά,
είχες αμέσως ένα γλωσσικό διαβατήριο, με το οποίο κυκλοφορούσες άνετα από τα βάθη της Μικράς Ασίας μέχρι τη Νότια Ιταλία κι απ’
τις παραδουνάβιες ηγεονιές μέχρι την Αίγυπτο. Πράγματι όλη αυτή η έκταση ήτανε, νομίζω η έκφραση είναι πολύ πολύ προσεγμένη και
χαρακτηριστική, σ’ όλη αυτή την έκταση είχες τα ελληνικά ως γλωσσικό διαβατήριο.
Υπήρχε μια συνείδηση μετοχής σ’ ένα κοινό πολιτισμό, πέρα από φυλετικές και εθνοτικές διακρίσεις.
Εδώ να προσθέσω μια λεπτομέρεια. Ξέρετε στους ιστορικούς λαούς είναι ολίγον αντιφατικό να ζητάει κανείς – και λέω ιστορικούς
λαούς που επέζησαν - είναι αντιφατικό η φυλετική ομοιογένεια.
Ο αείμνηστος Νίκος Σβορώνος, ένας ιστορικός που δεν υπέταξε ποτέ την ιστορική έρευνα στις ιδεολογικές του προτιμήσεις, έλεγε: «Μη
μου ζητάτε φυλετική ομοιογένεια. Εγώ κάνω ιστορία δεν κάνω ζωολογία».
Εκείνο το οποίο είναι η έκπληξη στην περίπτωση του Ελληνισμού είναι ότι επί τρεισίμισι χιλιάδες χρόνια διασώζεται μια γλωσσική
παράδοση, η ίδια γλωσσική παράδοση, με τις εξελίξεις τις φυσιολογικές που έχει η γλώσσα και μια κοινή συνείδηση μετοχής σ’ αυτήν
την παράδοση.
Αυτό είναι το βασικό στοιχείο κι επίσης θα προσέθετα, δεν το λέει ο Σβορώνος αλλά είναι νομίζω αρκετά τεκμηριωμένο, την δυνατότητα
που είχε αυτός ο λαός να αφομοιώνει προσλήματα, τα οποία ερχόντουσαν σαν σφήνες μέσα στην ζωή του και την ιστορία του.
Απ’ τη Ρωμαϊκή κατάκτηση μέχρι το 1821 στον κυρίως ελλαδικό χώρο, πραγματοποιήθηκαν δεκαεπτά διαδοχικές εισβολές και
εγκαταστάσεις διάφορων φύλων και φυλών. Μέχρι σήμερα νομίζω ακόμα εδώ στην Πελοπόννησο σώζονται, σαν δεύτερη ονομασία,
τοπωνύμια και ονομασίες οικισμών και χωριών με σλαβικά ονόματα.
Ποιος μπορεί να αποδώσει διαφορετική, να πει δεν είναι αμιγώς ελληνικός ο πληθυσμός της Πελοποννήσου.
Γι’ αυτό, νομίζω, ότι η θέα των Φαναριωτών είχε αυτή την ευρύτητα και δυναμική:
Να βλέπει ότι αυτό που συνιστά την ταυτότητα ενός λαού δεν μπορεί να είναι αντικειμενικό κριτήριο που το προσδίδουμε εκ των
υστέρων, αλλά είναι η ταυτότητα βιούμενη και πραγματοποιούμενη ως τρόπος της ζωής του ανθρώπου.
Ένας απόηχος αυτού του οράματος της αυτοκρατορίας σώθηκε, νομίζω, μέχρι την Μικρασιατική καταστροφή περίπου, σ’ αυτό που
ονομάζουμε Μεγάλη Ιδέα και που απέβλεπε πραγματικά στην διάσωση, κατά το δυνατό, του Ελληνισμού πέρα και έξω από στενά
φυλετικά και εθνικά όρια.

Το αντίπαλο όραμα, το υπαινίχθηκα προηγουμένως, ήταν το όραμα μιας ομάδας διανοουμένων οι οποίοι κυρίως ζούσαν και δρούσαν
στην Δυτική Ευρώπη.
Το αντιπροσωπευτικό, συμβολικό θα έλεγα όνομα, που συνοψίζει τη στάση αυτών των διανοουμένων είναι ο Αδαμάντιος Κοραής.
Οι διανοούμενοι αυτοί ζούσαν στην Δυτική Ευρώπη και ήταν εντελώς φυσικό να μετέχουν, να ζουν, να βιώνουν, την έκπληξη και τον
θαυμασμό γι’ αυτό που συντελείτο στην Δυτική Ευρώπη, επαναλαμβάνω από τον 17ο αιώνα και μετά.
Η Βιομηχανική επανάσταση, ο καινούριος πλούτος που εισέρεε στην Ευρώπη, μετά την ανακάλυψη της Αμερικής, μετά των Ινδιών
κ.λ.π. αποικίες που συνεισέφεραν στον πλούτο και στην ανάπτυξη των ευρωπαϊκών κρατών και ταυτόχρονα η ανάπτυξη των
επιστημών, η ανάπτυξη της σκέψης, κυρίως δε με την εμφάνιση της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού, όταν αυτές οι κοινωνίες πια ένιωσαν
ότι μπορούν να είναι αυτόνομες και να αποτινάξουν έναν άλλου τύπου ζυγό που είχαν πράγματι ζήσει στους μέσους αιώνες, τους
πραγματικά σκοτεινούς, δηλαδή μια απόλυτη κυριαρχία πάνω στην κοινωνική πραγματικότητα θρησκευτικών κυρίως θεσμών και
παραγόντων, τελείως διαφορετικών και παραλλαγμένων απ’ ότι γνώριζε και γνώρισε στην πορεία της η Ελληνική ανατολή.
Λοιπόν, αυτό το θαύμα της ανάπτυξης της Ευρώπης, οι Έλληνες διανοούμενοι, οι οποίοι ερχόντουσαν από μια χώρα με όλα τα
υστερήματα που περιέγραψα προηγουμένως, και με πρώτη εικόνα αυτά τα υστερήματα και όχι μια εποπτεία και των θετικών
δυναμικών στοιχείων που επίσης ανέφερα, ήταν σχεδόν φυσικό να εκστασιάζονται.
Να θαυμάζουν «τα πεφωτισμένα και λελαμπρυσμένα της Εσπερίας γένη».
Και να πιστεύουν ότι, να, κάτι τέτοιο θέλουμε να ξαναγίνει η Ελλάδα.
Αυτό το «κάτι τέτοιο» έβρισκε ανταπόκριση στους Φιλέλληνες της Ευρώπης, οι οποίοι σπουδάζουν τα κείμενα των αρχαίων ελλήνων –
άλλο ερώτημα πώς και με ποια οπτική και με ποια ερμηνευτική στάση τα προσέλαβαν ήδη από τον 10ο αιώνα με τον Σχολαστικισμό –
πάντως καλλιεργούσαν ένα θαυμασμό για την Αρχαία Ελλάδα και αυτός ο θαυμασμός ήταν το έρεισμα, όπως είπα και πριν, για να
τροφοδοτείται ένα δεύτερο όραμα, να απαλλαγεί από τον τουρκικό ζυγό, αυτό το ένδοξο κομμάτι των νότιων Βαλκανίων, το κομμάτι στο
οποίο άνθησαν η Αθήνα, η Θήβα, η Σπάρτη, όλα αυτά τα ένδοξα ονόματα του αρχαίου παρελθόντος.

Επομένως, ο ευρωπαϊκός πολιτισμός ήταν έτοιμος να βοηθήσει σε μια εξανάσταση ενός έθνους – κράτους, με τη νεωτερική πια έννοια
του όρου, που θα ανάσταινε ακριβώς την Αρχαία Ελλάδα.
Κι αυτό πήγαινε πάρα πολύ στους Έλληνες διανοουμένους.
Αδιαφορούσαν για την τότε πραγματικότητα του Ελληνισμού, όπως την περιέγραψα, για τα πολιτιστικά του επιτεύγματα εκείνης της
εποχής και μ’ ένα άλμα, με μια αερογέφυρα, πήγαιναν πίσω 25 αιώνες, για να θαυμάσουν την Αθήνα του Περικλή, τους μεγάλους
φιλοσόφους της αρχαιότητας, και κατά το δυνατό να αναχθούν και να αναστήσουν εκείνο το παρελθόν, ωσάν η ιστορία πράγματι να
μπορεί να λειτουργήσει με άλματα και με υπερπήδηση τόσων γενεών.
Μάλιστα, το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων για την Αρχαία Ελλάδα, είχε δημιουργήσει και την τεχνητή ή αυθόρμητη πεποίθηση ότι η
αρχαιοελληνική παράδοση δε συνεχίζεται πια στη σκλαβωμένη περιοχή αυτή που κατοικούν κάποιοι ελληνόφωνοι λαϊκοί και η
παράδοση συνεχίζεται στην Δύση.
Το σχήμα ότι η Αρχαία Ελλάδα τελειώνει με τον Ιουστινιανό και το κλείσιμο, συμβολικά, το 527 των τελευταίων φιλοσοφικών σχολών
της Αθήνας και μεταλαμπαδεύεται η αρχαιοελληνική παράδοση πού και πότε;
Μα στη Δύση, από το 12ο – 13ο αιώνα και μετά, κυρίως με το ρεύμα του Σχολαστικισμού, που αντιπροσωπεύει και την πρώτη
αξιοποίηση της αριστοτελικής παράδοσης.
Μη ξεχνάτε, ο Αριστοτέλης μεταφράστηκε για πρώτη φορά στα λατινικά στα μέσα του 12ου αιώνα.
Η μετάφραση γίνεται από τα αραβικά στα λατινικά και τότε οι καινούριοι κάτοικοι της Ευρώπης, αυτοί οι οποίοι είχαν κατακλύσει τα
ευρωπαϊκά εδάφη από τον 4ο,5ο,6ο μέχρι και τον 7ο αιώνα μ.Χ. τα καινούρια φύλα, τα βαρβαρικά φύλα, όπως μέχρι σήμερα
αυτοαποκαλούνται, στην ιστορική τους διαπραγμάτευση αυτά τα φύλα.
Αυτό το σχήμα κυριάρχησε και επεβλήθη.
Ο Κοραής το προσέλαβε με τέτοια συνέπεια, ώστε έφτιαξε την περίφημη θεωρία της Μετακένωσης. Δηλαδή, οι Έλληνες που ζουν
σήμερα στην κυρίως Ελλάδα δεν έχουν καμία σχέση με ελληνικότητα. Είναι, όπως είπα πριν, παρεφθαρμένοι γραικοί.
Εάν θέλουμε να ξαναγίνουν Έλληνες, πρέπει να εκδυτικιστούν πρώτα, ώστε να παραλάβουν και να προσλάβουν από την Δύση την
ελληνικότητα που εκεί στη Δύση διασώθηκε, έτσι ώστε να ξανακερδίσουν την ελληνικότητά τους, μέσω της Δύσεως.
Αυτή είναι η θεωρία της Μετακένωσης.
Ο ίδιος οΚοραής θέλησε να συμβάλλει σ’ αυτή την μετακένωση δημιουργώντας και μια γλώσσα γι’ αυτούς τους γραικούς που έπρεπε
να εξελληνιστούν.
Μια καθαρεύουσα γλώσσα, που να καθαρεύει δηλαδή, από προσμίξεις μεταγενέστερες και βαρβαρικές.
Από το γραφείο του στο Παρίσι μια τεχνητή γλώσσα έπρεπε να επιβληθεί και να ομιλείται από τους νεοέλληνες, μόνο για να δηλώνεται
η συνέχειά τους, η απευθείας συνέχειά τους από την Αρχαία Ελλάδα.
Κοντολογής αυτό ήταν το δεύτερο όραμα.
Η σύγκρουση των δύο οραμάτων, εκεί, όπως είπα, στα τέλη 18ου αρχές 19ου αιώνα, πήρε κάποιες στιγμές και οξεία διάσταση.
Κυρίως ανάμεσα στον Κοραή προσωπικά και στην ομάδα των Κολλυβάδων.
Μια ομάδα λόγιων μοναχών αγιορειτών, και όχι μόνο, οι οποίοι είχαν αναλάβει ένα πελώριο έργο για τη μόρφωση και την καλλιέργεια
αυτού του υπόδουλου λαού, μεταφράζοντας σε δημώδη γλώσσα ζωντανή, κείμενα τόσο της αρχαιότητας, όσο κυρίως της βυζαντινής
λεγόμενης παράδοσης.
Επιτρέψτε μου μια δεύτερη παρένθεση. Νομίζω ότι αγνοούμε – ενώ τόση συζήτηση κάνουμε τα τελευταία χρόνια με άλλη αφορμή για
διπλές ονομασίες, για πλαστογραφήσεις της ιστορίας – νομίζω ότι αγνοούμε οι περισσότεροι Έλληνες, ότι η λέξη «Βυζάντιο»,
«βυζαντινός» και «Βυζαντινή αυτοκρατορία» είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές πλαστογραφίες που πέτυχε η Δυτική ιστοριογραφία.
Εάν λέγατε σ’ ένα κάτοικο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της Αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης - Κωνσταντινουπόλεως, ότι
είναι βυζαντινός ή ότι ανήκει στη βυζαντινή αυτοκρατορία, δεν θα καταλάβαινε τι του λέτε.
Βέβαια η λέξη «Βυζάντιο» υπήρχε. Ήταν το όνομα της πολίχνης που ίδρυσαν οι Μεγαρείς τον 7ο αιώνα π.Χ., ο Βύζας ο Μεγαρεύς,
στον Κεράτιο κόλπο.
Ο Ξέρξης κατέστρεψε αυτή την αποικία και στα ερείπια αυτής της αποικίας ο Κωνσταντίνος ο Μέγας έκτισε τη Nova Roma, τη Νέα
Ρώμη, την καινούρια πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Κανείς δεν διανοήθηκε να ονομάσει ην αυτοκρατορία ή τους πολίτες
της «Βυζάντιο» ή «Βυζαντινούς».
Στο 17ο αιώνα ένας δεύτερης κατηγορίας ιστορικός στην Δύση, ο Ιερώνυμος Βολφ, μίλησε για πρώτη φορά για «Βυζάντιο» και
«Βυζαντινή αυτοκρατορία». Γιατί; Διότι όλη η ιστοριογραφία στη Δύση διεκδικούσε την ονομασία για την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
του Γερμανικού Έθνους. Ήδη από τον Καρλομάγνο και μετά, αυτή φιλοδοξία υπήρχε. Ότι εμείς είμαστε οι συνεχιστές της Ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας και όχι η Νέα Ρώμη – Κωνσταντινούπολη.
Λοιπόν, επεβλήθη τόσο καθολικά αυτή η πλαστογραφία που σήμερα δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, εάν δεν μιλήσουμε για
«βυζαντινή τέχνη» για «βυζαντινή αυτοκρατορία» για «βυζαντινή ιστορία».
Δεν θα μας καταλάβουν τι λέμε. Παρ’ όλα αυτά δεν παύει να υπάρχει η εκκρεμότητα της πλαστογράφησης αυτής.

Τα δύο οράματα ήρθαν σε σύγκρουση, συγκρούστηκαν σε επίπεδο διανόησης και συγγραφών, αλλά η κρίσιμη στιγμή ήταν όταν
εξερράγη η επανάσταση. Δεν είναι τυχαίο, μέχρι την τελευταία στιγμή, τα δύο οράματα, θα έλεγε κανείς, εντοπίζονται στο γεγονός ότι η
επανάσταση εκρήγνυται αρχικά στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, στη Μολδοβλαχία, και εν συνεχεία στην Πελοπόννησο.
Στην ιστορία δεν επιτρέπονται ερωτήματα «τι θα γινότανε αν». Αποκλείονται.
Παρ’ όλα αυτά, θα ήθελα να σκεφθείτε καμιά φορά, έτσι για τη χαρά του προβληματισμού, τι θα είχε συμβεί εάν η επανάσταση είχε
πετύχει στη Μολδοβλαχία και είχε αποτύχει στον Μοριά.
Ποια θα ήταν η πραγματικότητα του Ελληνισμού σήμερα.
Πέτυχε πάντως στο Μοριά, ελευθερώθηκε ένα κομμάτι, μικρό, ελάχιστο, του Ελληνισμού, ιδρύθηκε το πρώτο ελληνικό κράτος, το οποίο
άφηνε έξω από τα σύνορά του τα τρία τέταρτα των ελληνόφωνων πληθυσμών της εποχής εκείνης.
Το δεύτερο μεγάλο γεγονός που σημαδεύει την εξέλιξη έστω αυτού του μικρού ελεύθερου τμήματος, που συνιστά Ελλαδικό κράτος,
είναι η δολοφονία του Καποδίστρια.
Ο Καποδίστριας ήτανε στο αντίπαλο απ’ τον Κοραή στρατόπεδο, και δεν μπορούμε να ξέρουμε πού θα πήγαινε, προς τα πού θα
βάδιζε αυτό το μικρό κρατίδιο, έστω να διατηρούσε τη συνείδηση ότι διαχειρίζεται ένα πολιτισμό και δεν ορίζει και εξαντλεί την ελληνική
παρουσία μες στην ιστορία.
Όμως με τη Βαυαροκρατία, εκείνο το οποίο επικρατεί ως όραμα, ως ιδεολογία, ως επίσημη θέση – επίσημη κρατική ιδεολογία – είναι ο
Κοραϊσμός.
Δεν θα επιμείνω παραπάνω σ΄ αυτό. Νομίζω από κει και πέρα οι εμπειρίες και οι γνώσεις όλων μας είναι πολύ σαφείς. Θα θυμίσω
απλώς, έτσι λίγο χτυπητά, ότι με την ίδρυση του Ελλαδικού κράτους, με την Βαυαροκρατία κ.λ.π., ο Ελληνισμός παύει να παράγει
πολιτισμό.
Μέχρι τότε, τέσσερις αιώνες, θα το ξαναπώ, μες στη φτώχεια, την σκλαβιά, την υποτέλεια, την αγραμματοσύνη πολλές φορές, αυτός ο
λαός κατορθώνει να παράγει πολιτισμό.
Και μ’ αρέσει πολύ, πάρα πολύ, η φράση του Ελύτη πάλι, που λέει ότι τότε «το παραμικρό κεντητό πουκάμισο, το πιο ταπεινό βαρκάκι,
το χράμι, το κιούπι, αναδίνανε μιαν αρχοντιά κατά τι ανώτερη των Λουδοβίκων».
Αυτό σταματάει με το μαχαίρι.
Από την Βαυαροκρατία και μετά ο Ελληνισμός παράγει μόνο μίμηση. Μόνο μεταπρατισμό. Θέλει να μιμείται «τα πεφωτισμένα και
λελμπρυσμένα» έθνη της Δύσης.
Κάθε πτυχή του βίου, από την οργάνωση του δικαίου, της παιδείας, της Εκκλησίας, της πολιτικής, των θεσμών, όλα είναι αντιγραφή του
Ευρωπαϊκού προτύπου.
Τα πρώτα χρόνια της Βαυαροκρατίας το εθνικό τυπογραφείο στο Ναύπλιο, λειτουργούσε περίπου ως μεταφραστικό τμήμα.
Μετέφραζε από τα γερμανικά κυρίως αστικό κώδικα, ποινικό κώδικα, νομολογίες, όλα, τα πάντα.
Η ζωγραφική, δύο σχολές: η σχολή του Μονάχου, η σχολή του Παρισιού.
Η μουσική, κάθε πτυχή του βίου δεν έχει πια κανένα ίχνος παραγωγής ελληνικής ταυτότητας.
Σ’ αυτή την απομίμηση, βέβαια, οι Έλληνες πετυχαίνουν κάποια πολύ σημαντικά επιτεύγματα.
Η Μαρία Κάλλας, ο Δημήτρης Μητρόπουλος, ο Ιάνης Ξενάκης, ο γιατρός Παπανικολάου, ο Κορνήλιος Καστοριάδης.
Πολύ μεγάλες φυσιογνωμίες του 20ου αιώνα. Αλλά ποιού; Του δυτικού πολιτισμού.
Συμπτωματικά, έτυχε να γεννηθούν στην Ελλάδα.
Η σημασία τους και η συμβολή τους δεν έχει τίποτα να κάνει με την ελληνική συνέχεια και την ελληνική ιδιοπροσωπία.

Πρόβλημα τίθεται, με σαφήνεια, αυτής της αλλοτρίωσης, νομίζω για πρώτη φορά, με τη λεγόμενη γενιά του ’30.
Τότε, μέσα από το έργο και τη δημιουργία αυτής της ομάδας (Πικιώνης, Τσαρούχης, Αγγελική Χατζημιχάλη, Παπαλουκάς, Κόντογλου),
για πρώτη φορά κάποιοι έλληνες αντιλαμβάνονται ότι, πράγματι αυτό που υπήρχε πριν, στην Τουρκοκρατία, ήταν ένα
επίτευγμα πολιτισμού για το οποίο όχι απλώς μπορούν να μην ντρέπονται, αλλά μπορούν πραγματικά να το θαυμάζουν.
Βέβαια από πολλές πλευρές ήταν ήδη αργά.
Ίσως πια ο διαποτισμός των Ελλήνων από τη δυτικότροπη, τη μεταπρατική αντίληψη είχε προχωρήσει πολύ βαθιά, ίσως είχε συμβεί εν
πολλοίς κι αυτό το οποίο απεύχοντο και φοβάντουσαν οι Φαναριώτες, δηλ. όλοι οι ελληνικοί πληθυσμοί, της Μικράς Ασίας, του Πόντου,
της Ανατολικής Ρωμυλίας κ.λ.π. είχαν ήδη εξαφανιστεί από το ιστορικό προσκήνιο.
Ο Ελληνισμός είχε συρρικνωθεί σ΄ αυτό το κρατίδιο, το οποίο συρρικνώνεται και σήμερα.
Αλλά η γενιά του ’30 έμεινε χωρίς συνέχεια ουσιαστικά. Μπορεί να επηρέαζε και να επηρεάζει ακόμα κάποιες πτυχές καλλιτεχνικής
δημιουργίας, δεν πέρασε ποτέ στα επίπεδα ύψους αποφάσεων, που λέμε. Δεν πέρασε ποτέ στην πολιτική και ποτέ στην επίσημη
εκπαίδευση.
Έτσι παραμένουμε ακόμα σήμερα να γιορτάζουμε την Εθνεγερσία μη έχοντας διευκρινίσει το τι αντιπροσώπευε η σύγκρουση των δύο
οραμάτων και πού μπορούσε να οδηγήσει. Πού μπορεί σήμερα να οδηγήσει.

Τελειώνω απλώς υπογραμμίζοντας ότι σήμερα η πρόκληση είναι κάτι περισσότερο από επείγουσα.
Είναι επιτακτική. Γιατί η Ελλάδα πλέον ως κράτος, ως έθνος – κράτος, μετέχει σ’ ένα εταιρισμό εθνών, εταιρισμό ευρωπαϊκών κρατών
στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κι όταν μετέχει κανείς σ’ έναν εταιρισμό πρέπει να κομίζει μια ιδιαιτερότητα, η οποία να ενδιαφέρει και τους
άλλους εταίρους.
Όταν μετέχεις σ΄ έναν εταιρισμό και απλώς πιθηκίζεις τους άλλους, δεν σου δίνει κανείς σημασία.
Είσαι της καρπαζιάς, όπως λέμε. Μόνο όταν κομίζεις πρόταση δική σου, η οποία να ενδιαφέρει και τους άλλους, τότε μπορείς
να μετέχεις ενεργά στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού μέλλοντος.
Ο Ελληνισμός δεν ήταν ποτέ ένα γκέτο. Ήταν πάντα ένα σταυροδρόμι, που δεχόταν όλα τα στοιχεία που μπορούσε να δεχθεί ιστορικά
και τα αφομοίωνε σε μια δική του πρόταση πολιτισμού.
Εάν αυτό χαθεί, νομίζω ότι θα έχει χαθεί και ο Ελληνισμός.
Επομένως η σύγκρουση των δύο οραμάτων παραμένει ένα εξαιρετικά επίκαιρο για όλους μας πρόβλημα σήμερα.
πηγή Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2010/03/blog-post_24.html#ixzz2MrfelMxD

Άγιοι Κολλυβάδες Πατέρες

Άγιοι Κολλυβάδες Πατέρες / Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης - Άγιος Αθανάσιος Πάριος.


Το Σάββατο της Διακαινησίμου εβδομάδος η Εκκλησία μας τιμά άπαντες τούς Αγίους Κολλυβάδες Πατέρες.
Πρόκειται για οσιακές μορφές κυρίως του 18ου και του 19ου αιώνος, αν και δεν είναι άτοπο να συγκαταριθμήσουμε μαζί τους και
άλλους Πατέρες του 20ου, οι οποίοι αγωνίστηκαν να επαναφέρουν στο προσκήνιο την γνήσια ορθόδοξη πνευματική ζωή.
Η αρχή έγινε με οξείες διαφωνίες με άλλους αγιορείτες που υποστήριζαν την κατά την Κυριακή τέλεση των μνημοσύνων αλλά και την
σπάνια συμμετοχή στην θεία Κοινωνία.
Οι «Κολλυβάδες»- όνομα που τους επιδόθηκε σκωπτικά- αγωνίστηκαν να συνδέσουν τους ορθοδόξους της εποχής τους με την λοιπή
ιερή ασκητική Παράδοση της Εκκλησίας μας, όχι μόνον διότι το ορθό ήταν να τελούνται τα μνημόσυνα το Σάββατο και οι Χριστιανοί να
κοινωνούν συχνά, αλλά επειδή γενικότερα η ησυχαστική ζωή της Εκκλησίας είχε παραγκωνισθεί.
Αυτός είναι και ο λόγος που οι Κολλυβάδες προτείνουν διαρκώς θέσεις του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Βέβαια, όπως τότε ο μεγάλος αυτός Πατήρ παρεξηγήθηκε έτσι και αυτοί παρεξηγήθηκαν, πολεμήθηκαν και διώχθηκαν προς χάρη της
Αλήθειας.
Το Φιλοκαλλικό Πνευματικό κίνημα αυτών των Οσίων οφείλουμε να το βιώνουμε διαρκώς εντός της Εκκλησίας, εάν θέλουμε να είμαστε
συνδεδεμένοι με ολόκληρη την αγιοπνευματική Παράδοση Αυτής.
Το φοβερότερο είναι πως ακόμη και σήμερα, ενώ πλέον έχουν ανακηρυχθεί Άγιοι της Εκκλησίας και εμείς είμαστε σε θέση να
παρατηρήσουμε πως όσα δίδαξαν είναι απολύτως σύμφωνα προς την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας μας, κατηγορούνται και
συκοφαντούνται από κάποιους που θεώρησαν εαυτούς ανωτέρους
Η χρήση των αποδείξεων στη Θεολογία

Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης


Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΝ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΠΑΛΑΜΑ
1. Ενδιαφέρον και βασικό θέμα της Πατερικής παραδόσεως
 Είναι εις όλους πλέον γνωστόν ότι η σπουδή και η έρευνα της διδασκαλίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά εσημείωσε τις τελευταίες
δεκαετίες εκπληκτική πρόοδο. Αυτό που επεδίωξαν να πράξουν τον 18ο αιώνα οι εκπρόσωποι του φιλοκαλικού ησυχαστικού
κινήματος, οι λεγόμενοι «Κολλυβάδες», με την σχεδιασθείσα από τότε έκδοση των έργων του μεγάλου πατρός και διδασκάλου,
πραγματοποιήθηκε στις ημέρες μας. Η έκδοση των έργων έχει σχεδόν ολοκληρωθή, κυκλοφορεί μάλιστα και σε νεοελληνική
μετάφραση· πλήθος επίσης μελετών έχουν γραφή γύρω από τα βασικά θέματα της διδασκαλίας του.
Οι «Κολλυβάδες» Άγιοι Μακάριος Νοταράς, Νικόδημος Αγιορείτης και Αθανάσιος Πάριος διέβλεπαν εμφανή τον κίνδυνο να εισέλθουν
λάθρα με τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό στο χώρο της Θεολογίας ο ορθολογισμός και ο σχολαστικισμός, και να αγνοηθεί η ορθόδοξη
πατερική παράδοση στη μέθοδο της θεολογήσεως, να μετατραπεί η Θεολογία σε διαλεκτική και φιλοσοφία.
Αυτό δεν αποφεύχθηκε εν πολλοίς, όπως ήδη διαπιστώθηκε από πολλούς εισηγητάς στο πρώτο συνέδριο Ορθοδόξου Θεολογίας που
έγινε στην Αθήνα το 1936, όπου επισημάνθηκαν πολλές δυτικές επιδράσεις και τονίσθηκε η ανάγκη απανόδου εις τον οίκον των
Πατέρων της Εκκλησίας. 
Η διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά τροφοδοτεί τώρα ικανοποιητικά όλους σχεδόν τους κλάδους της Θεολογίας, την οποία
επαναφέρει επί της παραδοσιακής γραμμής, αφού άλλωστε ο Άγιος Γρηγόριος ούτε εκαινοτόμησε ούτε δικό του σύστημα θεολογίας
οικοδόμησε, αλλά απλώς εκωδικοποίησε και συνήρμοσε σε ενότητα όσα οι προηγούμενοι Πατέρες εδίδαξαν γύρω από τα ζητήματα
που προκάλεσε ο ουμανιστής μοναχός Βαρλαάμ Καλαβρός, μεταφέροντας στην Κωνσταντινούπολη και στην Θεσσαλονίκη δυτική
νοοτροπία και προβληματική.
Γι' αυτό, όπως έχουμε τονίσει, δεν δικαιολογείται η χρήση από τους Ορθοδόξους του όρου «Παλαμισμός» ή «Παλαμική Θεολογία»,
όπως πράττουν οι Δυτικοί, οι οποίοι θεωρούν ως αιρετικές τις απόψεις του, γι' αυτό μαζί με τον Αρειανισμό, τον Νεστοριανισμό και
άλλες αιρέσεις τοποθετούν και τον Παλαμισμό ως προσωπική καινοτομία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Ας μνημονεύσω απλώς εδώ διά του λόγου το αληθές, ότι στους Indices του Cavallera, τη γνωστή κλείδα που χρησιμοποιούμε όλοι για
την Patrologia Graeca του Αββά Migne, ο Ησυχασμός τοποθετείται μεταξύ των αιρέσεων[1]. 
Η μελέτη της διδασκαλίας του Αγίου κατόρθωσε μέχρι τώρα να παρουσιάσει πράγματι τα σημαντικώτερα και βασικώτερα θέματα· ουσία
και ενέργειες, κτιστό και άκτιστο, πάθη και απάθεια, θεοπτία, θεολογία, θέωση, γνώση του Θεού, μοναχισμός, άσκηση, φως και
φωτισμός, μεταμόρφωση, θεία και ανθρώπινη σοφία, Αγία Τριας και πολλά άλλα.
Ειδικά συνέδρια και συλλογικοί εόρτιοι τόμοι προσέφεραν πολλά στη σπουδή της διδασκαλίας του Αγίου Πατρός, όπως αναμφίβολα,
θα προσφέρει και το παρόν λαμπρό συνέδριο που οργανώνει η Ι. Μονή Βατοπαιδίου προς τιμήν του μεγάλου αγιορείτου μονάχου, ο
οποίος ξεκίνησε τους ασκητικούς του αγώνες ως υποτακτικός του διασήμου ασκητού Νικόδημου έξω από την τότε λαύρα του
Βατοπαιδίου, όπου δέχθηκε και την πρώτη θεϊκή ανταπόκριση στο επίμονο μυστικό αίτημα της προσευχής του προς την Υπεραγία
Θεοτόκο· «Φώτισόν μου το σκότος, φώτισόν μου το σκότος». 
Μέσα στο πλήθος των θεμάτων της ογκώδους τώρα βιβλιογραφίας ελάχιστα έχουν γραφή για το θέμα της αποδεικτικής μεθόδου που
χρησιμοποίησε ο Άγιος Γρηγόριος στη θεολογία του έναντι της διαλεκτικής ή συλλογιστικής μεθόδου του αντιπάλου του Βαρλαάμ του
Καλαβρού.
Το θέμα αυτό βρίσκεται στην αφετηρία των θεολογικών του αγώνων, αφού με αυτό ξεκίνησε η σύγκρουση των δύο κόσμων, της
Αγιοπνευματικής Ανατολής και της Ουμανιστικής Δύσης στα πρόσωπα των δύο αντιπάλων, αλλά και σε άμεση συνάρτηση με το
βασικό θέμα της διακρίσεως ουσίας και ενεργειών εν τη θεότητι, το οποίο γεννήθηκε από τη διαφορετική αντιμετώπιση του θέματος της
χρήσεως των αποδείξεων στις συζητήσεις περί του Θεού, στο θέμα δηλαδή της Θεολογίας υπό κυριολεκτική έννοια.

Ο Βαρλαάμ Καλαβρός ηρνείτο παντελώς την αποδεικτική, ισχυριζόμενος βάσει του Αριστοτέλους, ότι άπαντα τα του Θεού δεν
υπόκεινται σε αποδείξεις, είναι αναπόδεικτα, είναι «υπέρ απόδειξιν», υιοθετώντας έτσι ένα θεολογικό αγνωστικισμό και μεταβάλλοντας
τη θεολογία σε πιθανολογία, αφού δεν έχει να στηριχθεί σε κάτι σταθερό που αποδεικνύεται αλλά σε όσα λογικά μόνο, αλλά ασταθή και
ευπρόσβλητα, προκύπτουν κατά τις συζητήσεις επί θεμάτων πίστεως. 

Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, γνήσιος παραδοσιακός θεολόγος, γνωρίζει από την προηγούμενη πατερική παράδοση ότι στα συγγράμ-
ματά τους οι Άγιοι Πατέρες και άλλοι θεολόγοι χρησιμοποιούν και στους τίτλους των θεμάτων, αλλά και κατά την διαπραγμάτευση την
αποδεικτική μέθοδο και ορολογία, όπως π.χ. ο Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός που συνόψισε την πατερική διδασκαλία στο γνωστό
δογματικό του έργο Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, αλλά και ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός στην Δογματική Πανοπλία. 
Μνημονεύουμε εδώ προκαταρκτικώς για την καλύτερη κατανόηση του θέματος ότι ένα από τα πρώτα θεολογικά κεφάλαια της
Δογματικής του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού φέρει τον τίτλο «Απόδειξις ότι έστι Θεός» με ανάλογο αποδεικτικό περιεχόμενο, από το
οποίο προκύπτει ότι όχι μόνον οι δεχόμενοι την Αγία Γραφή, αλλά και των Ελλήνων πλείστοι, δεν αμφιβάλλουν για την ύπαρξη του
Θεού, την οποία αναγκαστικά δέχεται ο μη σκοτισμένος από την αμαρτία ανθρώπινος νους, διότι «η γνώσις του είναι Θεόν φυσικώς
ημίν εγκατέσπαρται», αλλά και διότι «και αυτή η της κτίσεως συνοχή και συντήρησις και κυβέρνησις διδάσκει ημάς, ότι έστι Θεός, ο
τόδε το παν συστησάμενος και συνεχών και συντηρών και αεί προνοούμενος».

Η απιστία και η αθεΐα δεν οφείλονται στην αδυναμία της Θεολογίας να διατυπώσει αποδεικτικό λόγο, γιατί δεν υπάρχουν δήθεν
αποδείξεις, αλλά στη μη σωστή λειτουργία του νου όσων δεν πιστεύουν, οι οποίοι πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ασθενείς, ως
άρρωστοι. Η απιστία και η αθεΐα δεν έχουν καμμία λογική στήριξη, είναι παραλογισμός και τρέλλα· οι άπιστοι δεν είναι λογικοί, αλλά
αλογώτατοι, παράλογοι, γι' αυτό και ονειδίζονται από τον προφήτη Δαβίδ για την αφροσύνη τους· «είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού
ουκ έστι Θεός»[2].
Δεν παραλείπουν οι Άγιοι Πατέρες να τονίσουν επίσης ότι η απιστία στην ύπαρξη του Θεού οφείλεται στην πονηρία των ανθρώπων οι
οποίοι θέλουν να αμαρτάνουν ελεύθερα σαν να μην υπάρχει Θεός που εφορά και παρακολουθεί τον βίο των ανθρώπων, δι' αυτό και
όσοι αμαρτάνουν συνεχώς και εκ συνηθείας αρνούνται εν τοις πράγμασι τον Θεό, έστω και αν δεν το διακηρύσσουν με το στόμα τους.
Ερμηνεύων π.χ. ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας το μνημονευθέν ψαλμικό χωρίο «είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού ουκ έστι Θεός» γρά-
φει· «Κορυφή τούτο πάσης πονηρίας εστί.
Το γαρ οίεσθαι μη είναι Θεόν, αλλά από ταυτομάτου γεγενήσθαι το παν, αρχή πάσης ακολασίας και παρανόμου καθέστηκε πράξεως.
Δηλοί ουν ο λόγος ως εις τοσούτον ασεβείας το γένος ελήλακεν, ως μηδέ Θεόν εφιστάνειν τοις ούσιν, αλλ' ηγείσθαι τον σύμπαντα
τούτον κόσμον, τυχαίαν και αυτόματον ειληφέναι την σύστασιν».
Και συμπληρώνει· «Και πας ο ανέδην αμαρτάνων, δι' ων οράται καταφρονών καν ει μη λέγοι φωναίς αλλ' έργοις αυτοίς και τη του βίου
σκαιότητι μόνον ουχί διακέκραγε το "Ουκ έστι Θεός".
Οι γαρ ούτως ζην ειωθότες, ως μη εφορώντος Θεού, πάντα τε δρώντες απερισκέπτως, έργοις αυτοίς και πράγμασιν αρνούνται
Θεόν»[3].

 2. Αγιογραφική Θεμελίωση 


Εκτός από την επίκληση της πατερικής παραδόσεως υπέρ των αποδείξεων ο Άγιος Γρηγόριος συνιστά στον Βαρλαάμ που ισχυριζόταν
ότι δεν υπάρχει γνώση των θείων και απόδειξη, αλλά μόνον στην πίστη στηρίζεται η Θεολογία -«ουδενός των θείων είναι γνώσιν ουδέ
απόδειξιν, αλλά πίστιν μόνην»[4]- να μελετήσει όσα λέγει ο Απόστολος Παύλος στο πρώτο κεφάλαιο της προς Ρωμαίους επιστολής,
όπου καθιστά αναπολόγητους όχι τους πιστούς Ιουδαίους, αλλά τους απίστους Έλληνες, οι οποίοι, ενώ έπρεπε με τη σοφία τους να
οδηγηθούν στον Θεό και στην κατά Θεόν ζωή και πολιτεία, εν τούτοις κατέληξαν στην ασέβεια της ειδωλολατρίας και σε ποικίλα πάθη
και κακίες.
Είναι αδικαιολόγητοι, έστω και αν ζουν έξω από το χώρο της Π. Διαθήκης και θα αντιμετωπίσουν την οργή του Θεού, διότι «το γνωστόν
του Θεού φανερόν εστιν εν αυτοίς· ο γαρ Θεός αυτοίς εφανέρωσε».
Εξηγώντας δε ο Απόστολος πώς ο Θεός φανερώνει και αποδεικνύει την ύπαρξη και τη σοφία του λέγει την γνωστή και κλασική θέση,
ότι ο αόρατος Θεός καθοράται μέσω των κτισμάτων, μέσω της δημιουργίας· «τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι
νοούμενα καθοράται, η τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης εις το είναι αυτούς αναπολογήτους»[5].
Αλλά και στις Πράξεις των Αποστόλων, ομιλών ο Παύλος προς τους ειδωλολάτρες κατοίκους των Λύστρων, οι οποίοι μετά το θαύμα
της θεραπείας ενός χωλού ενόμισαν πως είναι θεοί αυτός και ο Βαρνάβας και ετοιμάζονταν να προσφέρουν θυσίες, τους εχειραγώγησε
προς την αληθινή θεογνωσία λέγοντας ότι ο Θεός άφησε τα έθνη προ Χριστού να ακολουθήσουν ελεύθερα τον δρόμο της πίστεως ή
της απιστίας, μολονότι υπήρχαν μαρτυρίες και αποδείξεις της υπάρξεως και παρουσίας του, δεν άφησε δηλαδή τον εαυτό του
αμάρτυρο και αναπόδεικτο· «ος εν ταις παρωχημέναις γενεαίς είασε πάντα τα έθνη πορεύεσθαι ταις οδοίς αυτών·  καίτοι γε ουκ
αμάρτυρον εαυτόν αφήκεν αγαθοποιών, ουρανόθεν υμίν υετούς διδούς και καιρούς καρποφόρους, εμπιπλών τροφής και ευφροσύνης
τας καρδίας υμών»[6].
Αν λοιπόν η μόνη οδός γνώσεως του Θεού είναι η πίστη, και δεν οδηγείται κανείς στον Θεό με αποδεικτικούς συλλογισμούς, οι οποίοι
στηρίζονται στις ενέργειες του Θεού στον κόσμο, τότε θα έπρεπε οι εκτός πίστεως να δικαιολογούνται, να μη θεωρούνται αναπολόγητοι
και άξιοι της οργής του Θεού, όπως διδάσκει ο Απόστολος Παύλος[7].
 
Ας σημειώσουμε εδώ παρεμπιπτόντως ότι οι θέσεις αυτές δίδουν απάντηση και στο πολύ συχνά και από πολλούς προβαλλόμενο στις
ημέρες μας ερώτημα, που βέβαια τις πιο πολλές φορές οφείλεται ή σε διάθεση συγκρητιστικής ισοπεδώσεως όλων των ανθρώπων είτε
ανήκουν σε κάποια θρησκεία είτε όχι ή σε επιθυμία ελαφρύνσεως των ευθυνών όσων εγνώρισαν τον Θεό μέσα στην Εκκλησία.
Και το ερώτημα είναι· τι θα γίνει με όσους δεν είναι Χριστιανοί, με όσους βρίσκονται έξω από την Εκκλησία;
Έχουν και αυτοί κάποια ευθύνη και θα δώσουν λόγο για την απιστία τους, αφού δεν εγνώρισαν τον Θεό;
Η απάντηση με βάση τα λεχθένα είναι εύκολη· τον Θεό πρέπει όλοι να τον γνωρίσουν και να τον δεχθούν, γιατί είναι έμφυτη σε όλους η
γνώση του, αλλά και γιατί βοά και κραυγάζει ο κόσμος, η κτίση, το παναρμόνιο σύμπαν για την ύπαρξη και την σοφία του·  «διότι το
γνωστόν του Θεού φανερόν έστιν εν αυτοίς»[8].
Εμείς απλώς που ζούμε μέσα στην Εκκλησία έχομε μεγαλύτερη ευλογία και ευεργεσία, αλλά και μεγαλύτερη ευθύνη· γιατί η γνώση μας,
δεν στηρίζεται μόνο σε φυσικά μέσα, δεν είναι μόνο φυσική γνώση, αλλά στηρίζεται και στα αυτόπιστα και αυταπόδεικτα λόγια του
Χριστού, των Αποστόλων και των Αγίων, στον φανερωθέντα εν τω προσώπω του Χριστού Θεό, και φανερούμενο διαρκώς μέσα στην
Εκκλησία, με τις θεοπτίες και τις θεωτικές εμπειρίες των Αγίων. 

3. Η διπλή μέθοδος. Ουσία και ενέργειες 


Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς πάντως γνωρίζει και αποδέχεται ότι τα του Θεού δεν είναι όλα γνωστά και αποδεδειγμένα. Δεν διαπράττει
το λάθος του Βαρλαάμ να γενικεύσει, και όπως εκείνος εδίδαξε ότι όλα στο Θεό είναι άγνωστα και αναπόδεικτα, να διδάξει αυτός
αντιθέτως την άλλη ακρότητα ότι όλα είναι γνωστά και αποδείξιμα, και στη θέση του βαρλααμικού αγνωστικισμού να επαναφέρει την
αρειανική-ευνομιανική γνωσιαρχία, κατά την οποία ο ανθρώπινος νους μπορεί να κατανοήσει και την ουσία του Θεού, να εισέλθει και
στο χώρο τον αγνώστου, του ακαταλήπτου, του κρυφίου μέρους της θεότητος.
Δικαιολογεί τον Βαρλαάμ, όταν αυτός επικαλείται χωρία της Αγίας Γραφής, όπως το «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε» ή το «έθετο σκότος
αποκρυφήν αυτού», και παρατηρεί ότι όντως υπάρχει η άγνωστη και αναπόδεικτη πλευρά του Θεού, η οποία παραμένει απρόσιτη και
ακατάληπτη στον άνθρωπο.
Αξιοποιεί όμως την διάκριση ουσίας και ενεργειών στην θεότητα, την οποία είχαν ήδη αναπτύξει οι Καππαδόκες Θεολόγοι, και ιδιαίτερα
ο Μ. Βασίλειος, ο οποίος εδίδαξε ότι «ημείς εκ των ενεργειών γνωρίζειν λέγομεν τον Θεόν ημών, τη δε ουσία αυτή προσεγγίζειν ουχ
υπισχνούμεθα.
Αι μεν γαρ ενέργειαι αυτού προς ημάς καταβαίνουσιν, η δε ουσία αυτού μένει απρόσιτος»[9]. Απαντώντας μάλιστα ο Καππαδόκης
πατήρ στο ερώτημα αν προηγείται στη Θεολογία η γνώσις της πίστεως, λέγει ότι πράγματι προηγείται η γνώσις· «Ηγείται η έννοια η
περί του ότι έστι Θεός, ταύτην δε εκ των δημιουργημάτων συνάγομεν.
Σοφόν γαρ και δυνατόν και αγαθόν και πάντα τα αόρατα από της του κόσμου κτίσεως νοούντες επιγινώσκομεν»[10]. 
Με βάση λοιπόν αυτή τη διάκριση ουσίας και ενεργειών ο Θεός δεν είναι ούτε μόνον άγνωστος ούτε μόνον γνωστός· είναι και τα δύο,
άγνωστος και γνωστός, αναπόδεικτος και αποδεικτός, άγνωστος κατά την ουσία, γνωστός κατά τις ενέργειες.
Έχομε εδώ την περίφημη διπλόη, την διπλή θεολογική μέθοδο των Πατέρων, την οποία διά πολλών αναπτύσσει ο Άγιος Γρηγόριος,
εμείς όμως θα περιορισθούμε σε ελάχιστες διατυπώσεις του. 
Απέναντι στον ισχυρισμό του Βαρλαάμ κατά τον οποίο «ουδέν γνωστόν ουδέ αποδεικτόν των θείων», ο Άγιος Γρηγόριος λέγει ότι «των
θείων τα μεν γινώσκεται, τα δε ζητείται, έστι δ' α και αποδείκνυται, έτερα δε έστιν ανεξερεύνητα πάντη και ανεξιχνίαστα[11].
Αυτό που είναι ακαταμάχητο και σύμφωνο με την Αγία Γραφή είναι ότι τα θεία είναι και δεν είναι αποδείξιμα· άλλα είναι και άλλα δεν
είναι· απαναλαμβάνει ότι «τα μεν των θείων γινώσκεται και αποδείκνυται, τα δε απερινόητά εστι και ανεξιχνίαστα».
Γι' αυτό είναι λάθος να ισχυρίζεται κανείς «ως ουκ έστιν απόδειξις επ' ουδενός των θείων·  το θείον αποδεικτόν τέ εστι και ουκ
αποδεικτόν»[12].
Επικαλείται στη συνάφεια αυτή και τα αρεοπαγιτικά συγγράμματα, τα οποία επικαλείται και ο Βαρλαάμ, μονομερώς όμως, για να
κατοχυρώσει μόνον το άγνωστο και ακατάληπτο του Θεού.
Του λέγει λοιπόν ότι ο συγγραφεύς «διττήν σαφώς είναι διδάσκει την θεολογίαν· την μεν μυστικήν, τελεστικήν, απόρρητον, άρρητον, η
δρα και ενιδρύει τω Θεώ ταις αδιδάκτοις μυσταγωγίαις, την δε εμφανή και φιλόσοφον και αποδεικτικήν, η πείθει και καταδείται των
λεγομένων την αλήθειαν»[13]. 
Ακόμη και στον ισχυρισμό που προβάλλει ο Βαρλαάμ ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι έχει αποδείξεις περί του Θεού, διότι
οι αποδείξεις περιορίζονται μόνον στα αισθητά που είναι ομογενή του ανθρώπου, «Θεώ δε ουδέν ομογενές», ο Άγιος Γρηγόριος
προβάλλει την θεοπτική εμπειρία των Αγίων, η οποία κατά χάριν και κατ' ενέργειαν τους μεταβάλλει εις ομογενές του Θεού, τους
θεώνει· «ίσασιν οι κεκαθαρμένοι την καρδίαν διά τεκμηρίου της εγγινομένης εν εαυτοίς ιεράς φωτοφανείας ότι έστι Θεός και οίον φως
εστι, μάλλον δε πηγή φωτός νοερού τε και αΰλου».
Η καθαρότης της καρδίας τους καθιστά δεκτικούς και δεικτικούς της θείας ελλάμψεως.
Όσοι βέβαια δεν έχουν προχωρήσει στην θεωρία και στη θέωση μπορούν να ιδούν και να γνωρίσουν «εκ της περί πάντα προμηθείας
τον κοινόν προμηθέα, εκ των αγαθυνομένων την αυτοαγαθότητα, εκ των ζωοποιουμένων την αυτοζωήν, εκ των σοφιζομένων την
αυτοσοφίαν και απλώς εκ πάντων τον τα πάντα όντα».
Με όλα αυτά ως τεκμήρια σχηματίζεται αψευδής απόδειξις «ότι έστι τις προαγωγεύς και προμηθεύς προάναρχος απάντων,
παντοδύναμος, παντεπίσκοπος, πανάγαθος, παναίτιος, υπερφυής»[14]

4. Οι σύγχρονοι δογματικοί βαρλααμίζονν


Το θέμα της χρήσεως των αποδείξεων στη θεολογία έχει και άλλη ενδιαφέρουσα πλευρά που αναφέρεται στη σύγχρονη θεολογία, την
δογματική κυρίως.
Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς ισχυρίζεται ότι ο Βαρλαάμ Καλαβρός αποτελεί μοναδική περίπτωση θεολόγου καθ’ όλους τους αιώνες
που βρήκε και εδίδαξε πρώτος ότι δεν υπάρχει απόδειξη για τίποτε από τα θεία· «'Εντεύθεν μηδ' είναι απόδειξιν επ' ουδενός των θείων
άρτι πρώτος των εκ του παντός αιώνος θεολόγων και εξεύρε και απεφήνατο»[15].
Αυτό πράγματι φαίνεται να ισχύει σε όλες τις περιόδους της παραδόσεως μέχρι και του 18ου αιώνος.
Αν μετά τη βυζαντινή πατερική παράδοση μελετήσει κανείς τα δύο γνωστά δογματικά εγχειρίδια των χρόνων της Τουρκοκρατίας, το
«Θεολογικόν» του Ευγενίου Βουλγάρεως και την «Επιτομήν των θείων της πίστεως δογμάτων» του Αγίου Αθανασίου Παρίου,
διαπιστώνει ότι συνεχίζεται η πατερική παράδοση ως προς την χρήση των αποδείξεων, με την αποδοχή της διπλόης, της διπλής
δηλαδή γνώσεως· ο Θεός είναι άγνωστος κατά την ουσία, αλλά γνωστός κατά τις ενέργειες. 
Η κατάσταση όμως αλλάζει τον 19ο αιώνα, και η αλλαγή στο θέμα αυτό εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι σήμερα.
Η επικράτηση των Νεοελλήνων Διαφωτιστών στην παιδεία με την παράλληλη στροφή προς την αρχαιολατρία και τον κλασικισμό, όπως
και η μεταφορά της σχολαστικής μεθόδου θεολογήσεως στις ορθόδοξες θεολογικές σχολές από τους υποχρεωτικώς σπουδάζοντας στη
Δύση καθηγητάς, με την σταδιακή μείωση του ενδιαφέροντος για τους Πατέρες και τη διδασκαλία τους, δημιούργησαν σοβαρό ρήγμα
στη συνέχεια της δογματικής παραδόσεως, με συνέπεια τώρα ο Βαρλαάμ να μην είναι ο μόνος που ισχυρίζεται ότι επί του Θεού δεν
ισχύουν οι αποδείξεις, δεν ισχύει η αποδεικτική μέθοδος.
Νεώτεροι δογματικοί θεολόγοι που αγνοούν την πατερική διάκριση ουσίας και ενεργειών αγνοούν και τη διπλή θεολογική μέθοδο.
Όταν εξετάζουν στις Δογματικές τους το θέμα των αποδείξεων βρίσκονται σε αμηχανία, γνωρίζουν ότι οι αποδείξεις ωφελούν και
βοηθούν, παγιδευμένοι όμως στην σχολαστική φιλοσοφική άποψη ότι ο Θεός ως υπεραισθητός είναι υπέρ απόδειξιν, δέχονται ότι οι
αποδείξεις δεν μπορούν να οδηγήσουν στον Θεό, αλλά απλώς μπορούν να ενισχύσουν την προϋπάρχουσα πίστη, που μένει έτσι η μό-
νη οδός θεογνωσίας, ενώ, όπως ήδη είδαμε, η γνώση προηγείται της πίστεως και συνάγεται αποδεικτικώς μέσω των κτισμάτων.

Έτσι ο Χρ. Ανδρούτσος γράφει ότι «αι αποδείξεις της υπάρξεως του υψίστου όντος δεν πορίζουν λοιπόν τω ανθρώπω την έννοιαν του
Θεού, την άλλοθεν προϊούσαν, αλλά, argumenta ad hominem ούσαι, διασαφούσιν αυτήν προϋπάρχουσαν…
Εν δε τω Χριστιανισμώ αποβαίνουσι μεν περιτταί παντί πιστώ, ζέον έχοντι το της πίστεως συναίσθημα και υπό του φωτός της θείας
Αποκαλύψεως ελλαμπομένω (και εκ τοιαύτης επόψεως απέκλεισαν πολλοί αυτάς της Δογματικής) προσφέρουσι δ' έρεισμα τω ασθενεί
έχοντι την πίστιν και προς στιγμήν κυμαινομένω Χριστιανώ».
Ο ίδιος συμπεραίνει ότι απλώς «δύνανται να αξιώνται μνείας εν τη Δογματική», ενώ ως πραγματικές αποδείξεις δεν έχουν ισχύ[16].
Ο Π. Τρεμπέλας ακολουθεί το ίδιο δρόμο, δεχόμενος ότι πράγματι οι αποδείξεις δεν είναι πραγματικές και αληθινές, δεν είναι
argumenta ad veritatem, αλλά argumenta ad hominem, διότι αν ήσαν αληθινές, «θα ήσαν λογικώς αναγκαίαι, ήτοι ουδέ ο ορθώς
διανοούμενος είναι δυνατόν να μη αποδεχθή ό,τι αύται αποδεικνύουσι».
Αυτό όμως διδάσκουν η Αγία Γραφή και οι Πατέρες, ότι ο ορθώς διανοούμενος οδηγείται στον Θεό· ο άθεος είναι άφρων, σκοτισμένος
και ασθενής.
Διορθώνει πάντως την άποψη του Ανδρούτσου ότι απλώς ενισχύουν την προϋπάρχουσαν πίστη, που προέρχεται άλλοθεν· για τους
καλής διαθέσεως ανθρώπους που δεν έχουν τυφλωθή από αμαρτωλές και ένοχες προκαταλήψεις έχουν ισχύ οι αποδείξεις, διότι
διαφορετικά ο Παύλος κακώς αποδίδει ευθύνη και ενοχή στους εθνικούς, που τους χαρακτηρίζει ως αναπολόγητους, διότι, ενώ «το
γνωστόν του Θεού φανερόν ην εν αυτοίς», αυτοί εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν «τη κτίσει παρά τον κτίσαντα»[17].
Πιστεύει πάντως και ο Τρεμπέλας ότι η συστηματική διαπραγμάτευση των αποδείξεων δεν ανήκει στη Δογματική αλλά στην Απολο-
γητική[18].
Νεώτερος δογματικός θεολόγος απαντώντας στο ερώτημα αν υπάρχουν λογικά επιχειρήματα που αποδεικνύουν την ύπαρξη του Θεού
λέγει ότι τέτοιου είδους επιχειρήματα δεν υπάρχουν. Την ύπαρξη του Θεού κανένας δεν μπορεί να την αποδείξει λογικά, όπως αποδει-
κνύει τις φυσικές αλήθειες...
Τις φυσικές αλήθειες ο άνθρωπος αποδεικνύει επιστημονικά, ώστε αυτοί που τις αρνούνται να είναι παράλογοι.
Την ύπαρξη όμως του Θεού κανένας δεν μπορεί να την αποδείξει με επιχειρήματα λογικά, ώστε, αυτός που την αρνείται να
παραλογίζεται.
Καταλήγει λέγοντας ότι δεν πρόκειται περί αποδείξεων, αλλά περί ενδείξεων είναι επιχειρήματα λογικοφανή, δείκτες που
προσαναλίζουν τη σκέψη προς το δυνατό της υπάρξεως του Θεού.
Δεν αποδεικνύουν αναγκαίως αυτήν, αλλ' υπάρχουσαν την καθιστούν λογικοφανή ή τουλάχιστον όχι παράλογη[19]. 
Πρέπει βέβαια να σημειώσουμε ότι η έρευνα των νεωτέρων δογματικών εγχειριδίων μπορεί να παρουσιάζει και άλλες παραλλαγές
ενδιαφέρουσες, είτε συγκλίνουσες στην αποδεικτική θεολογία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά είτε αποκλίνουσες προς τον αγνωστικισμό
του Βαρλαάμ. Δεν προλάβαμε να ολοκληρώσουμε την έρευνα, την οποία θα συνεχίσουμε.
Επίλογος 
Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς αναπτύσσει εκτενώς το θέμα της αποδεικτικής μεθόδου σε πολλά του συγγράμματα. Οι δύο Αποδεικτικοί
λόγοι περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος έδωσαν αφορμή με τον τίτλο τους μόνο να αρχίσει η συζήτηση του θέματος.
Το αναπτύσσει διά πολλών σε δύο επιστολιμαίες πραγματείες προς τον Ακίνδυνο και σε άλλες δύο προς τον Βαρλαάμ.
Εμείς επισημάναμε απλώς το πρόβλημα στη βασική του διάσταση σε σχέση μάλιστα με την σύγχρονη δογματική μας γραμματεία.
Αξίζει πάντως να υπογραμμίσουμε αυτό που άλλοι έχουν σημειώσει· ότι δηλαδή η Θεολογία δεν είναι θεωρητική επιστήμη, αλλά θετική
και εμπειρική.
Όχι μόνον γιατί τα ίδια τα δημιουργήματα βοούν και κραυγάζουν και μας οδηγούν στον Θεό, η ίδια η ανθρώπινη φύση και ο
παναρμόνιος κόσμος, αλλά και η πραγματική εμπειρία των Αγίων, των φίλων του Θεού, οι οποίοι αφού εκαθάρθησαν, είδαν τον Θεό, ο
οποίος φανερώνεται στους καθαρούς και αξίους. Αυτόπτες αυτοί της θείας μεγαλειότητος μας βεβαιώνουν για την ύπαρξη και την
αγαθότητα του Θεού με αποδεικτικό και όχι με συλλογιστικό και διαλεκτικό λόγο.

[1] Βλ. σχετικώς Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Θεολόγοι της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 21997, 6.
[2] Ιωάννου Δαμάσκηνου, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, ΕΠΕ (=Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας) 1, 60. Ψαλμ. 13,1.
[3] Κυρίλλου Αλεξάνδρειας, Ερμηνεία εις τους Ψαλμούς, PG 69,801. [4] Γρηγοριου Παλαμά, Προς Βαρλαάμ 2,12, ΕΠΕ 1, 526.
[5] Ρωμ. 1,18-32. [6] Πράξ. 14,16-17.
[7] Γρηγοριου Παλαμά, Προς Βαρλαάμ 1, 31-33, ΕΠΕ 1,480 κ.ε. [8] Ρωμ. 1,19
[9] Μ. Βασιλείου, Επιστολή 234, 1, ΕΠΕ 1, 152. [10] Επιστολή 235,1, ΕΠΕ 1,156-158.
[11] Προς Βαρλαάμ 2, 19, ΕΠΕ 1, 530. [12] Αυτόθι 22, ΕΠΕ 1,540.
[13] Αυτόθι 20, ΕΠΕ 1, 538. [14] Προς Ακίνδυνον 1,11-12, ΕΠΕ 1,422-426.
[15]Προς Βαρλαάμ 2, 9, ΕΠΕ 1, 524. [16] Χρ. Ανδρούτσου, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Αθήναι 21956, σ. 38-39.
[17] Π. Τρεμπέλα, Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήναι 1959, τομ. 1, σ. 155.
[18] Αυτόθι, σ. 157. [19] Ανδρ. Θεοδώρου, Απαντήσεις σε ερωτήματα δογματικά, Αθήναι 1995, εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 12-14.

Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος (Μέρος Α')

ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ Πρωτοπρεσβυτέρου Καθηγητού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης


 Α'. Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΡΙΟΥ
1. Τοποχρονολογικός προσανατολισμός
       Πριν από διακόσια χρόνια ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος «ο αξιολογώτερος των Ελλήνων θεολόγων μετά τον Ευγένιον Βούλαριν»1,
κατά την γνώμη του L. Petit, βρισκόταν στην Χίο, όπου είχε καταφύγει το 1786, αφού ατύχησε να εκπληρώσει τον σκοπό του
θαλασσινού εκείνου ταξειδιού, να έλθει από την Θεσσαλονίκη στην Πάρο και να αφιερώσει το υπόλοιπο της ζωής του στην προκοπή
της γενετείρας του. Λόγω του Ρωσσοτουρκικού πολέμου το πλοίο αναγκάζεται να αλλάξει γραμμή πλεύσεως.
Προσάραξε στην Χίο, όπου σχεδόν αναγκαστικά οι κάτοικοι τον εκράτησαν ως διδάσκαλο στην περίφημη σχολή τους. Εσχολάρχησε
στην Χίο επί 25 έτη, από το 1786 μέχρι το 1811· εκεί μετά δύο έτη, το 1813, ήρεμα και οσιακά άφησε την τελευταία πνοή του.
       Γεννήθηκε στο χωριό Κώστος της Πάρου το 17212 εκατό ακριβώς χρόνια πριν από την επανάσταση του 1821, και πέθανε οκτώ
χρόνια πριν από την έκρηξή της σε ηλικία 92 ετών.
Ολόκληρος ο 18ος αιώνας σφύζει από πνευματική ζωή και κίνηση, που την προκαλούν οι αξιολογώτεροι λόγιοι των χρόνων της
Τουρκοκρατίας.
Και ανάμεσα σ' αυτούς επιφανής και μεγάλος διδάσκαλος του Γένους, ο Αθανάσιος Πάριος, που γεμίζει ενεργά με την ζωή και την
δράση του ολόκληρο το δεύτερο μισό αυτού του αιώνος και την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνος, 60 ολόκληρα χρόνια. Σμύρνη, Άγιον
Όρος, Κέρκυρα, όπου εμαθήτευσε, Θεσσαλονίκη, Μεσολόγγι, Χίος, όπου εδίδαξε, προδιορίζουν τοπικά τις κινήσεις του.
       Εκτός από το μεγάλο διάστημα των τριών τελευταίων δεκαετιών της ζωής του, που τις περνά στην Χίο, δύο άλλοι τόποι με ισχυρή
και συνεχή παράδοση Ορθοδοξίας, το Άγιον Όρος και η Θεσσαλονίκη, μοιράζονται το υπόλοιπο διάστημα της ενεργού προσφοράς του
ως διδασκάλου, αφού στο Μεσολόγγι έμεινε ως διδάσκαλος, άγνωστον πόσο ακριβώς, πάντως πολύ ολίγα έτη.
Από το 1752 μέχρι το 1758 βρίσκεται στο Άγιον Όρος, την πρώτη φορά έξη περίπου έτη, ως μαθητής στην Αθωνιάδα Σχολή, των
μεγάλων διδασκάλων Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου και Ευγενίου Βουλγάρεως, και ως συγκαθηγητής του τελευταίου στην συνέχεια στην
ίδια σχολή.
Ενωρίτερα επί επτά έτη (1745-1752) εσπούδασε στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, στην οποία μετά δύο δεκαετίες, από
το 1765, θα αρχίσει τις σπουδές του ο κατά 28 έτη νεώτερος Νάξιος την καταγωγή Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης (1749-1809), στενός
συνεργάτης του Αθανασίου και συμπρωταγωνιστής στο λεγόμενο κίνημα των Κολλυβάδων. Στην ίδια Σχολή εφοίτησε και ο Αδαμάντιος
Κοραής, ιδεολογικός και πνευματικός τους αντίπαλος.
Το 1760 βρίσκομε τον Αθανάσιο στην Κέρκυρα να παρακολουθεί μαθήματα του Νικηφόρου Θεοτόκη και μετά το σύντομο πέρασμά του
από το Μεσολόγγι, όπου δρούσε ως διδάσκαλος ο συμμαθητής και φίλος του, γνωστός λόγιος, Παναγιώτης Παλαμάς, έρχεται στην
Θεσσαλονίκη το 1767, όπου διδάσκει επί τρία έτη στην εκεί ακμάζουσα Σχολή (1767-1770).
Το 1770 επανέρχεται στο Άγιον Όρος κληθείς διά πατριαρχικού γράμματος ως διδάσκαλος και σχολάρχης της Αθωνιάδος Σχολής,
όπου παραμένει μέχρι το 1777, συμπληρώνοντας 13 περίπου έτη εγκαταβιώσεως στο Άγιον Όρος.
Ακολούθησε μικρό διάστημα παραμονής του στην Πάρο το 1777.3παραδίδεται ότι «διέτριψε τότε εν τη Μονή του Αγίου Μηνά, περί ην
υπήρχον τα πατρώα κτήματα».
Τον ευρίσκουμε αμέσως το 1778 στην Θεσσαλονίκη και πάλιν, όπου διέμεινε μέχρι του 1786, ως σχολάρχης του «Ελληνομουσείου»,
επί οκτώ δηλαδή τώρα έτη, τα οποία διέκοψε, ως ελέχθη, διά να έλθει οριστικώς στην Πάρο, αλλά να προσαράξει και να μείνει έκτοτε
στην Χίο επί τριάντα περίπου έτη, μέχρι του θανάτου του.
Δύο ή τρία διαστήματα παραμονής του στο Άγιον Όρος, συνολικά 13 περίπου ετών, και δύο διαστήματα παραμονής του στην
Θεσσαλονίκη, συνολικά 11-12 ετών, γεμίζουν την πρώτη αποφασιστική τριακονταετία της ζωής και δράσεως του Αγίου Αθανασίου.
 
2. Παράγοντες που κατέστησαν ανεπίκαιρη την διδασκαλία του Αγίου Αθανασίου Παρίου και των άλλων Κολλυβάδων
        Η σύντομη αυτή αναφορά στα τοποχρονολογικά πλαίσια της ζωής και δράσεως του Αγίου Αθανασίου εκρίθη εισαγωγικά ως
απαραίτητη, για να δείξει ότι οι ζυμώσεις και οι ιδεολογικές συγκρούσεις μεταξύ των λογίων του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνος,
που προσδιόρισαν αποφασιστικά την πολιτιστική και πνευματική φυσιογνωμία του νεοελληνικού κράτους μετά το 1821, κατέληξαν σε
επικράτηση της μερίδος εκείνης των λογίων, η οποία με ηγέτη τον Αδαμάντιο Κοραή, ζώντα εκτός των γεωγραφικών και πνευματικών
ορίων της Ορθοδοξίας, εδίχασε ιστορικά και πνευματικά το Γένος, στρέφοντάς το αποκλειστικά προς τους αρχαίους ημών προγόνους
και διαγράφοντας την λαμπρή περίοδο του Μακεδονικού και του Βυζαντινού Ελληνισμού, ως περιόδους ξενικής κατοχής των Ελλήνων
από τους Μακεδόνες του Φιλίππου και Αλεξάνδρου και τους Γραικορωμαίους αυτοκράτορες της Κωνσταντινουπόλεως.

Συνεπαρμένοι οι «προοδευτικοί» αυτοί λόγιοι από τον ενθουσιασμό των Ευρωπαίων λογίων ήδη από την εποχή της Αναγεννήσεως για
τους αρχαίους Έλληνας σοφούς και επηρεαζόμενοι από την υποτιμητική για το Βυζάντιο και τους Ορθοδόξους Αγίους και Πατέρες
στάση των Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντών ιστοριογράφων και ειδικών, εσυκοφάντησαν και εδυσφήμησαν το Βυζάντιο,
ευθυνόμενοι για τον επικρατούντα μέχρι σήμερα αντιβυζαντινισμό.
Η θεωρία της «μετακενώσεως», του ξαναγεμίσματος δηλαδή του νεοελληνικού πολιτισμού από την αρχαία σοφία των Ελλήνων, την
οποία δήθεν εμείς χάσαμε, πήραν όμως από εμάς οι Ευρωπαίοι και την εκράτησαν, διευκόλυνε, εκτός από την αρχαιολατρεία, να
αναπτυχθεί και ο ευρωπαϊσμός, η ευρωπαϊκή τάση, η στροφή προς τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης, που και αυτή κυριαρχεί μέχρι
σήμερα.
Το «φράγκεψε» και «φράγκεμα» της παραδόσεως, που εσήμαιναν αφελληνισμό και αποστασία, ντύθηκαν τώρα μεγαλόπρεπα το
φανταχτερό ένδυμα του εξευρωπαϊσμού, του ευρωπαϊκού και πολιτισμένου, και καταξιώθηκαν 4.
       Το ίδιο ακριβώς επεχείρησε να κάνει τον 14ο αιώνα ο Ουμανιστής Βαρλαάμ ο Καλαβρός, προτρέποντας τους μοναχούς στην
Θεσσαλονίκη, αν επιθυμούν να φθάσουν στην τελειότητα, να εγκαταλείψουν την προσευχή και την άσκηση, που τα ειρωνεύθηκε ως
ομφαλοσκοπία, και να στραφούν στην μελέτη της φιλοσοφίας, ιδιαιτέρως μάλιστα των αρχαίων Ελλήνων σοφών, «ως άνευ ταύτης ουκ
ενόν αγνοίας και ψευδών απαλλαγήναι δοξασμάτων, καν εις απάθειαν αφίκηταί τις άκραν, ουδέ τελειότητός τε και αγιότητος
επιλαβέσθαι, ει μη πανταχόθεν το ειδέναι συλλέξει,, μάλιστα δε της καθ' Έλληνας παιδείας. Θεού γαρ και αύτη δώρον των προφήταις
και αποστόλοις δι' αποκαλύψεως δεδομένων ομοίως...»5.
Η αυτοονομασθείσα «προοδευτική» μερίς των διαφωτιστών του 18ου αιώνος αντιγράφει τον Βαρλαάμ Καλαβρό, ο δε
πολυδιαφημισθείς και πολυεπαινεθείς νεοελληνικός Διαφωτισμός δεν είναι παρά ένας Νεοβαρλααμισμός, που βρήκε όμως τον 18ο
αιώνα σε εποχή δουλείας και απαιδευσίας προσφορώτερο έδαφος, για να πάρει η λατινική λογοκρατούμενη Δύση τη ρεβάνς από την
ελληνική αγιοπνευματική Ανατολή.
Η ίδια και τότε έπαρση της δήθεν προηγμένης Δύσεως έναντι της Ανατολής· «ταπεινώσω τον άνδρα»6 είπε αναφερόμενος στον Άγιο
Γρηγόριο Παλαμά, ο οποίος έγκαιρα αντελήφθη ότι η παρουσία του Βαρλαάμ εστόχευε στο να αποδείξει την υπεροχή των Δυτικών
έναντι των Ορθοδόξων και σιγά σιγά να τους οδηγήσει στις αγκάλες του πάπα, στον εκλατινισμό και στην αφομοίωση.
Την πρώτη ταπεινωτική ήττα υπέστη σε δημόσια συζήτηση στην Κωνσταντινούπολη με τον Νικηφόρο Γρηγορά, η οποία έγινε, επειδή
προκαλούσε τους λογίους της Κωνσταντινουπόλεως να αποδείξουν τις φιλοσοφικές τους γνώσεις.
Ήταν τόσο ταπεινωτική η ήττα και η αισχύνη, ώστε αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και να επανέλθει στην
Θεσσαλονίκη. Η σύγκρουση αυτή του Βαρλαάμ με τον Γρηγορά, μολονότι έγινε επί καθαρώς φιλοσοφικού επιπέδου, είχε εν τούτοις
θεολογικούς και εκκλησιαστικούς στόχους.
Όπως παρατηρεί ο αείμνηστος καθηγητής και ακαδημαϊκός Γρηγόριος Παπαμιχαήλ η πρόκλησις ήτο «εν των σημείων του ενωτικού
αυτού προγράμματος, διότι ούτω θα απεδεικνύετο, τρόπον τινά η αδαημοσύνη και η κενότης της βυζαντινής σοφίας, δυναμένη να
πληρωθή μόνον διά της μετά της Δύσεως ενώσεως, καθ' ην οι της δυτικής σοφίας ποταμοί θα ηδύναντο να δωροφορήσωσιν, εις το
αυχμούν εν επιστήμαις Βυζάντιον, παραπόταμόν τινα γνώσεως»7.
       Διά της επιτυχούς τότε αντιδράσεως του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά εις τα σφύζοντα κέντρα της ορθοδόξου παραδόσεως, την
Κωνσταντινούπολη, την Θεσσαλονίκη και το Άγιον Όρος, η Ορθοδοξία και ο Ελληνισμός, λίγο πριν από την άλωση, περιχαράκωσαν τα
όριά τους, για να αντέξουν στην επερχόμενη λαίλαπα των εξισλαμισμών και των εκλατινισμών, της απαράδεκτης προπαγάνδας των
Ιησουϊτών, οι οποίοι με όργανο την Ουνία και κατάλληλους συμμάχους την ένδεια και την απαιδευσία κατεσπάρατταν το σώμα της
Ορθοδόξου Εκκλησίας, για να τους μιμηθούν στην συνέχεια οι Προτεστάντες μισσιονάριοι.
Σε τέτοιες κρίσιμες περιστάσεις για το Γένος οι πνευματικοί ηγέτες δεν χαριτολογούν ούτε αρκούνται σε απλούς φιλοσοφικούς
μετεωρισμούς και απλές συζητήσεις περί Ελληνισμού και Ορθοδοξίας.
Με αυξημένη ποιμαντική ευθύνη και εθνική αξιοπρέπεια παίρνουν αποτελεσματικά μέτρα για να συγκρατήσουν τον απαίδευτο λαό. Στο
πλήθος των εξισλαμισμών που υπήρχε κίνδυνος να γίνουν χείμαρρος και να αφανίσουν το γένος αντιτάσσουν τοφράγμα των
Νεομαρτύρων και στις μεθοδείες των ιεραποστόλων καλλιεργούν σοφά και συνετά τον αντιλατινισμό και τον αντιδυτικισμό.
Εγνώριζε πολύ καλά ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος γιατί απέτρεπε τους νέους να σπουδάσουν στην Ευρώπη, γιατί ο ίδιος αρνήθηκε να
πράξει το ίδιο, μολονότι προσεφέρθη ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ να τον βοηθήσει, γιατί εκφραζόταν με τόση δύναμη εναντίον του πάπα και
προέβαλλε τον αντίπαπα, τον Άγιο Μάρκο Εφέσου τον Ευγενικό, αλλά και τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά.
Το ουνιτικό Ελληνικό Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης είχε εκθρέψει δεκάδες αποστατών λογίων, η Κύπρος και η Κρήτη
κόντεψαν να εκλατινισθούν, όπως δεν το απέφυγαν μερικά νησιά εδώ κοντά στην Πάρο, η Σύρος επί παραδείγματι.

       Αυτή λοιπόν η ποιμαντικά και εθνικά επιβαλλόμενη στάση όλων των αγίων της Τουρκοκρατίας, ιδιαίτερα μάλιστα των
ονομασθέντων Κολλυβάδων, δεν είχε επί της εποχής τους και μετέπειτα την επιτυχία που είχε μέσα στο Βυζάντιο η στάση του Αγίου
Γρηγορίου Παλαμά απέναντι στον Ουμανιστή Βαρλαάμ, ο οποίος επεδίωκε γκρεμίζοντας τα θεμέλια της Ορθοδοξίας να διευκολύνει
τον εκλατινισμό των Ορθοδόξων.
Οι Κολλυβάδες, στους οποίους ανήκει ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να συνεχίζουν επακριβώς και
ακλινώς να πορεύονται πάνω στην γνήσια πατερική παράδοση, τελευταίος εκφραστής της οποίας ήταν ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς.
Η επί μακρόν παραμονή του Αγίου Αθανασίου Παρίου στο Άγιον Όρος και στην Θεσσαλονίκη, επί 25 περίπου έτη, όπου με επιτυχία
είχε δοθή η μάχη της Ορθοδοξίας εναντίον του Δυτικού Διαφωτισμού, είχε βαθειά επιδράσει και είχε διαμορφώσει τις περί παιδείας και
Ορθοδοξίας θέσεις του μεγάλου Παρίου διδασκάλου.
Η περίφημη φιλοκαλική αναγέννηση του ιη' αιώνος, που προέβαλε την ησυχαστική και νηπτική παράδοση της Ορθοδοξίας, είχε ως
δημιουργούς της τους μεγάλους εκπροσώπους της ομάδος των Κολλυβάδων, τον Άγιο Μακάριο Νοταρά, τον Άγιο Νικόδημο Αγιορείτη
και τον Άγιο Αθανάσιο Πάριο.
Βοήθησε τότε μάλιστα αποφασιστικά με το να μεταφερθεί από τον Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ στη Ρωσία, στο μοναστικό κυρίως κέντρο της
Όπτινα, να ενισχυθούν και εκεί οι αντιδράσεις του ορθοδόξου πληρώματος στα πρόσωπα των νηπτικών και ησυχαστών Ρώσων
Γερόντων, των στάρετς, εναντίον του βιαίου και σκληρού εκδυτικισμού που επιχειρούσε ο Μέγας Πέτρος, μέγας μεν πολιτικά, μικρός δε
και ελάχιστος και ζημιογόνος εκκλησιαστικά και πνευματικά.
Ο Ντοστογιέφσκυ, που εκφράζει την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία του ρωσικού λαού, συνδέεται πνευματικά με τους στάρετς της
Όπτινα και δι' αυτών με τους δικούς μας φιλοκαλικούς Αγίους του ιη' αιώνος και τον Άγιο Αθανάσιο Πάριο.
       Είναι όντως εντυπωσιακή η προσφορά τους στην έκδοση των συγγραμμάτων του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, της Φιλοκαλίας, στην
σύνταξη βίων και ακολουθιών αγίων, στην αποτελεσματική αντίδραση εναντίον του Παπισμού και των νέων περί παιδείας θέσεων του
Γαλλικού Διαφωτισμού, οι οποίες επεδίωκαν και στην Ανατολή να εμπεδώσουν την αθεΐα του Βολταίρου και να ξεριζώσουν τις
παραδόσεις των Αγίων και των Πατέρων, καλλιεργώντας τον αντιβυζαντισμό και δυσφημώντας την Εκκλησία και τον κλήρο.
       Το δυστύχημα για την νέα περίοδο του νεοελληνικού μας βίου είναι ότι το επέτυχαν.
Μπορεί κανείς μετά λόγου και πολλών τεκμηρίων να ισχυρισθεί ότι επί εκατόν πενήντα χρόνια περίπου (1821-1971) η γνήσια πατερική
ορθόδοξη παράδοση, που την εξέφρασε ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς τον 14ο αιώνα, και την ετόνισαν οι Κολλυβάδες τον 18ο αιώνα,
δυσφημισμένη και συκοφαντημένη μαζύ με τους εκπροσώπους της αγίους και διδασκάλους, μπήκε στο περιθώριο, και για όλο αυτό το
διάστημα ήταν ανεπίκαιρη και απόβλητη.
       Εμφανίσθηκαν μάλιστα στην συνέχεια και άλλοι παράγοντες, οι οποίοι ενίσχυσαν την περιθωριοποίηση αυτή. Η αθεϊστική
προπαγάνδα του Κομμουνισμού, μετά τον Διαφωτισμό, έρριξε τόνους λάσπης και μουντζούρας εναντίον της Εκκλησίας, όπου δε
επεκράτησε και στην κρατική Διοίκηση συνδέθηκε με άγριους διωγμούς εναντίον της Εκκλησίας, που ανεβίωσαν τους παλαιούς
διωγμούς της αρχαίας Εκκλησίας. Εκατοντάδες εκκλησιών και μοναστηριών στη Ρωσία και στις άλλες ορθόδοξες χώρες των
Βαλκανίων μετατράπηκαν σε κέντρα διασκεδάσεως και αθλήσεως, σε σταύλους και αποθήκες, σε μηχανουργεία αυτοκινήτων, ακόμη
και σε χώρους αποθέσεως των φυσικών ανθρωπίνων αναγκών.
Ό,τι άρχισε ο Διαφωτισμός του Μ. Πέτρου στη Ρωσία και ο εκδυτικισμός του, το ολοκλήρωσαν ο Λένιν και ο Στάλιν.
Δεν είναι μάλιστα καθόλου ευκαταφρόνητη η εκτίμηση ότι τεχνηέντως και ασφαλώς με τις κατάλληλες διπλωματικές ενέργειες και
κινήσεις σε διακρατικό επίπεδο κατορθώθηκε να επιβληθεί ο Κομμουνισμός στις ορθόδοξες χώρες, στην μεγάλη και κραταιά Αγία
Ρωσία, ώστε να πληγεί κυρίως η Ορθοδοξία, ενώ ο Παπισμός έβρισκε τρόπους να παρεμβαίνει υπέρ των Ρωμαιοκαθολικών στις
ελάχιστες μάλιστα χώρες που επεβλήθη ο Μαρξισμός, όπως π.χ. στην Πολωνία.
Το ίδιο άλλωστε είδαμε να επαναλαμβάνεται και στις ημέρες μας. οι «Καθολικοί» Κροάτες μετά την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας
προστατεύονται και ενισχύονται από όλους, με την επέμβαση της αποτελεσματικής διπλωματίας του Βατικανού, ενώ οι Ορθόδοξοι
Σέρβοι συγκεντρώνουν όχι μόνο την διεθνή κατακραυγή, αλλά γίνονται στόχος των βομβαρδιστικών του NATO, εν ονόματι μάλιστα της
ειρήνης κ της δικαιοσύνης, στην πραγματικότητα όμως εν ονόματι της διεθνούς υποκρισίας και των διαπλεκομένων συμφερόντων των
μεγάλων και ισχυρών.

       Ο τρίτος παράγων, μετά τον Διαφωτισμό και τον αθεϊστικό Κομμουνισμό που συνετέλεσε και συντελεί στην περιθωριοποίηση των
Αγίων και Πατέρων, είναι ο Οικουμενισμός. 
Οι Άγιοι γνωρίζουν καλώς πού ευρίσκεται η αλήθεια και πού ευρίσκεται η πλάνη, ποια είναι τα όρια της Εκκλησίας, έξω από τα οποία
ευρίσκονται η αίρεση και το σχίσμα.
Κι ενώ η παραδοσιακή ορθόδοξη πατερική θέση είναι «μη μεταίρειν όρια αιώνια α έθεντο οι Πατέρες ημών», εδώ και αρκετές δεκαετίες
με την ανάπτυξη της περιφήμου Οικουμενικής Κινήσεως τα όρια έχουν ανατραπή, και η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία
δεν είναι η Ορθόδοξος Εκκλησία, η απλανώς πορευομένη επί της οδού των Αγίων και των Πατέρων, αλλά και οι μέχρι τώρα αιρετικοί
και σχισματικοί Παπικοί, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες κ.ά., είναι και αυτοί εκκλησίες, πολλές φορές μάλιστα και αδελφές εκκλησίες.

       Έτσι ο «προοδευτικός» λόγιος Διαφωτιστής του Κοραή, ο «προοδευτικός» πολίτης των Κομμουνιστών και ο «προοδευτικός»
οικουμενιστής θεολόγος και πιστός ασφυκτικά εγέμισαν και γεμίζουν τον πνευματικό χώρο κατά την νεοελληνική περίοδο της ιστορίας
μας, καθιστώντας πολύ δύσκολη την παρουσία και επίδραση των φιλοκαλικών πατερικών θέσεων που αντιπροσώπευε ο Άγιος
Αθανάσιος Πάριος, και οι άλλοι Άγιοι Πατέρες.
Όλα αυτά χαρακτηρίσθηκαν ως «συντήρηση» και «σκοταδισμός» και «βυζαντινισμός».
       Η ανάλυση αυτή είχε σαν στόχο να δείξει ότι όσοι παλαιότεροι και σύγχρονοι εκφράζονται υποτιμητικά για τις ιδέες και την
διδασκαλία του Αγίου Αθανασίου του Παρίου το κάνουν για δύο λόγους.
Είτε γιατί είναι επηρεασμένοι, χωρίς να είναι αναγκαστικά και στρατευμένοι, από τις «προοδευτικές» τάσεις που μνημονεύσαμε, των
Διαφωτιστών, των Κομμουνιστών και των Οικουμενιστών, είτε γιατί αγνοούν την διδασκαλία των Πατέρων και των Αγίων που έχει μία
θαυμαστή ενότητα από την αποστολική εποχή μέχρι σήμερα, και νομίζουν πως ό,τι λέγει ο Αθανάσιος Πάριος είναι προσωπική του
θέση και μπορούν να την χαρακτηρίζουν ως ακραία και φανατική, ενώ είναι η παραδοσιακή θέση της Εκκλησίας.
 
3. Η αλλαγή του πνευματικού κλίματος καθιστά επίκαιρη την διδασκαλία του Αγίου Αθανασίου του Παρίου
       Η κατάσταση ευτυχώς έχει αλλάξει εδώ και μερικές δεκαετίες με την επιστροφή στον οίκο των Πατέρων, τον οποίο ως άσωτοι υιοί
είχαμε εγκαταλείψει, περιπλανώμενοι σε ξένες αυλές. Στις ημέρες μας παρατηρείται αξιοπρόσεκτη και ενθαρρυντική αναγέννηση του
ενδιαφέροντος για τα πατερικά κείμενα, ιδιαίτερα τα νηπτικά και ησυχαστικά, άνθηση του Μοναχισμού, λειτουργική και πνευματική
αφύπνιση, στις οποίες μάλιστα ενεργά μετέχουν νέοι άνθρωποι, που δεν έχουν δηλητηριασθή από τους αρνητικούς παράγοντες που
αναφέραμε.
Ο αθεϊστικός δυτικός Διαφωτισμός και ο ευρωπαϊκός πολιτισμός δέχονται οξύτατη κριτική, αφού οι καρποί τους στην παιδεία και στον
πολιτισμό είναι σαθροί και επικίνδυνοι, ο Κομμουνισμός δοκιμάσθηκε και απέτυχε, ο Οικουμενισμός επίσης εισέρχεται στη
διαδικασία κριτικής και απορρίψεως, ο δε αντιβυζαντινισμός άρχισε επίσης να υποχωρεί · σε διεθνή βυζαντινολογικά συνέδρια έχει
καλώς κατοχυρωθή η άποψη ότι το Βυζάντιο, το οποίο οι Έλληνες Διαφωτισταί απέρριψαν ως περίοδο της ιστορικής μας συνεχείας,
έχει πλουτίσει την ανθρωπότητα με τον πνευματικό δυναμισμό του και ότι η αρνητική αντιμετώπισή του οφείλεται στις ομολογιακές
προκαταλήψεις των χρονογράφων και θεολόγων του Μεσαίωνος εναντίον της Ορθοδοξίας. Χαρακτηριστική είναι η εκφρασθείσα
εσχάτως (13.1.1994) στην ελληνική εκπομπή του BBC γνώμη του γνωστού μεγάλου Βρεττανού Βυζαντινολόγου Στήβεν Ράνσιμαν, με
αφορμή εκδήλωση που οργάνωσε προς τιμήν του η ελληνική Κοινότης του Λονδίνου.

Είπε:«Κατά τον επόμενον αιώνα η Ορθοδοξία θα επικρατήση μεταξύ όλων των ιστορικών θρησκειών, ενώ το μέλλον του
Καθολικισμού και του Προτεσταντισμού είναι αβέβαιο.
Η Ορθοδοξία διατηρεί το στοιχείον της πίστεως, ενώ αι άλλαι Χριστιανικαί ομολογίαι κατέπεσαν εις ξηρόν Ορθολογισμόν.
Μέγα σφάλμα διέπραξαν οι Δυτικοί ιστορικοί και ο Αδαμάντιος Κοραής, οι οποίοι υπετίμησαν την Βυζαντινήν Αυτοκρατορίαν
επιχειρούντες να συνδέσουν κατ' ευθείαν τον Νέον Ελληνισμόν με την Αρχαιότητα» 8.

       Για το πού οδήγησε επίσης η παιδεία στην Δύση, την οποία πολλοί θαυμάζουν και χαρακτηρίζουν τον Άγιο Αθανάσιο Πάριο, που
την κρίνει αυστηρά, ως φανατικό και υπερβολικό, εκτός των σημερινών τραγικών αδιεξόδων, των ναρκωτικών, του AIDS, του άγχους,
της διαλύσεως της οικογενείας, της οικολογικής καταστροφής κ.ά., πρέπει να μνημονεύσουμε το αξιοπαρατήρητο πόρισμα
ευρωπαϊκών στατιστικών, βάσει του οποίου τα τρία τέταρτα των Ελλήνων δήλωσαν ότι ο Θεός είναι κάτι πολύ σημαντικό για τη ζωή
τους, πράγμα που τοποθετεί την Ελλάδα στην πρώτη θέση μεταξύ των Ευρωπαίων πιστών. 
Η Ελλάδα είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα όπου το θρησκευτικό αίσθημα κερδίζει συνεχώς έδαφος. Παντού αλλού χάνει, παρά
τις γνωστές επιπτώσεις της «κρίσης των ιδεολογιών»9.
Δεν χρειάσθηκαν στην Ευρώπη διωγμοί και πιέσεις για να καταστραφούν οι ναοί και τα σεβάσματα. Η άθεη παιδεία του Βολταίρου και
των άλλων Διαφωτιστών ή καλύτερα Διασκοτιστών, εναντίον της οποίας στρεφότανε ο Αθανάσιος Πάριος, ελεύθερα έκανε μόνη το
έργο της.
Ένα συγκλονιστικό πάνω σ' αυτό στοιχείο είναι ότι ενώ στην Ελλάδα κτίζονται νέες εκκλησίες και ανακαινίζονται οι παλιές, στην
Ευρώπη πωλούνται και μεταβάλλονται σε γκαλερί τέχνης, δικηγορικά και αρχιτεκτονικά γραφεία, αίθουσες συναυλιών, σχολές χορού,
ωδεία, καταστήματα ρούχων, σούπερ μάρκετ και διαμερίσματα προς ενοικίαση, γιατί πλέον οι ιερείς χωρίς τον οβολό των πιστών, που
δεν εκκλησιάζονται, δεν μπορούν να τις συντηρήσουν.
Διακωμωδώντας μάλιστα αυτήν την κατάπτωση της Ευρώπης το περιοδικό που δημοσιεύει αυτήν την είδηση καταλήγει με το σλόγκαν
«Αγόρασε και συ μια Εκκλησία. Μπορείς»10.
       Κατασταλαγμένη η νέα αυτή, ανεπηρέαστη από ξενικές επικρίσεις, συνείδηση των Ορθοδόξων Ελλήνων για τους δυσφημισθέντες
Κολλυβάδες, βρίσκεται στις πράξεις εντάξεως των δύο από αυτούς, του Νικοδήμου του Αγιορείτου το 1965 και του Αθανασίου Παρίου
το 1994, στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ενώ ο τρίτος μεγάλος της ομάδος, ο Μακάριος Νοταράς τιμάται ως άγιος ήδη από
της εκδημίας του11.
Δύο νέοι Άγιοι, Κυκλαδίτες μάλιστα, παρά τις εναντίον τους άδικες κριτικές μερικών λογίων, ακόμη και θεολόγων, υψώνονται και
τιμώνται επάξια.
Στον Άγιο Νικόδημο έχουν αφιερωθή ήδη αρκετοί ναοί, ακόμη και μοναστήρια, και στον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο αφιερώθηκε ήδη η
πρώτη εκκλησία, αυτή που εθεμελίωσε χθες στην γενέτειρά του, στον Κώστο, ο σεβασμιώτατος ποιμενάρχης Παροναξίας κ.
Αμβρόσιος. Ευχόμαστε γρήγορα να ανεγερθούν και άλλοι ναοί προς τιμήν του.
 
4. Δειγματοληπτική αναφορά σε επίκαιρες θέσεις του Αγίου Αθανασίου. Οι απόψεις του για την παιδεία.
       Υπάρχει λοιπόν εντυπωσιακή και ελπιδοφόρα αλλαγή του πνευματικού κλίματος, η οποία επανασυνδέει το Γένος με τις
παραδόσεις και τον πολιτισμό του και καθιστά πάλιν επίκαιρη την διδασκαλία του Αγίου Αθανασίου Παρίου, που ταυτίζεται με τη
διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας. Θα αναφέρουμε ενδεικτικά μερικές από τις βασικές πτυχές της διδασκαλίας του, επιμένοντας
ιδιαίτερα στις απόψεις του για την πολυπαθή και ταλαιπωρούμενη σήμερα παιδεία.

α'. Αντιπαπισμός - Αντιδυτικισμός
       Είπαμε ήδη προηγουμένως ότι η Ορθόδοξη Ανατολή κατά τους σκληρούς χρόνους της δουλείας αντιμετώπιζε εκτός από τον
κίνδυνο του εξισλαμισμού και τον κίνδυνο του εκλατινισμού, που απειλούσαν να αφανίσουν το Γένος. Την προκλητική αυτή επίθεση
των Δυτικών μισσιοναρίων την αντιμετώπισε την περίοδο αυτή με επιτυχία το φιλοκαλικό πατερικό κίνημα των ονομασθέντων
Κολλυβάδων, επιφανές μέλος του οποίου ήταν και ο Αθανάσιος Πάριος.
Τις υποτιμητικές και συκοφαντικές για τους Αγίους της Ορθοδοξίας διαδόσεις της δυτικής προπαγάνδας αντιμετώπισαν οι Κολλυβάδες
προβάλλοντας τον άγιο βίο τους και τα σοφά τους συγγράμματα, ιδιαίτερα εκείνων τους οποίους είχαν βάλει στο στόχαστρό τους οι
Δυτικοί, γιατί ήσαν αποτελεσματικοί και επικίνδυνοι αντίπαλοί τους, όπως ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ο Άγιος Μάρκος Εφέσου ο
Ευγενικός12.
Γνωρίζουμε πολύ καλά τους αγώνες και τους κόπους των Αγίων Μακαρίου Νοταρά και Νικοδήμου Αγιορείτου για την έκδοση των
έργων του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, τον οποίον λυσσωδώς συκοφαντούσε και πολεμούσε η λατινική προπαγάνδα.
Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε και ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος συνεκδίδοντας σε ένα βιβλίο τον βίο του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, που
γράφτηκε από τον Άγιο Φιλόθεο Κόκκινο, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, και τον «Αντίπαπα», όπως ονόμασε τον Άγιο Μάρκο
Ευγενικό, για τους υπερθαύμαστους αγώνες και τα ηρωικά του παλαίσματα εναντίον του πάπα, τα οποία εκθέτει με βάση πλήθος
ιστορικών πηγών και στοιχείων.
Δύο μικρά αποσπάσματα, ένα για τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά και ένα για τον Άγιο Μάρκο Εφέσου τον Ευγενικό αρκούν για να δείξουν
το αγωνιστικό του φρόνημα.
Γράφει για τον πρώτο: «Ιδού λοιπόν Χριστιανοί, πόσον ωφέλιμος είναι ο βίος του θείου τούτου Γρηγορίου· επειδή γαρ το άγιόν του
λείψανον όπου είναι μία ορατή βεβαίωσις, εις ένα μόνον μέρος της γης και εις μίαν Εκκλησίαν μέσα ευρίσκεται κλεισμένον και τας ιάσεις
όπου επιτελεί, όλοι δεν τας βλέπουσι, ουδέ όλοι τας μανθάνουσι, διά τούτο τώρα από τον θαυμάσιον βίον του θέλετε μάθη και
βεβαιωθή όλα αυτά οπού είπαμεν έως τώρα
πρώτον δηλαδή πως είναι άγιος της Εκκλησίας, και οι μιαρώτατοι παπισταί υβρίζουν και βλασφημούν άδικα τον άγιον του Υψίστου · 
δεύτερον, πως δεν είναι απλώς άγιος, αλλά ένας από τους μεγίστους ιεράρχας και φωστήρας της οικουμένης. 
τρίτον, ότι και εκ της τούτου αγιότητος αναδείκνυται της ανατολικής Εκκλησίας η αλήθεια και εκ τουναντίον το ψεύδος της δυτικής, ότι
εκ του καρπού το δένδρον γινώσκεται. 
τέταρτον, ότι δείχνοντας εκ τούτου την αλήθειαν και αγιότητα των δογμάτων της ανατολικής Εκκλησίας εύκολα ημπορείς να
συμπεράνης εκ τούτων και την ευκληρίαν οπού έχει προς γονιμότητα αγίων τέκνων εδικών της. και όχι μόνον λογικώς να συμπεράνης,
αλλά και πραγματικώς, απαριθμώντας, εάν δύνασαι τους υπέρ αριθμόν πληθυνομένους αγίους, μετά το σχίσμα. και ούτω Θεού
διδόντος να σαλπίσης τα νικητήρια, αποφράττοντας με την πραγματικήν αλήθειαν τα μιαρά και απύλωτα στόματα».

Και για τον Άγιο Μάρκο Ευγενικό γράφει στον «Αντίπαπα»:


«Τούτον λοιπόν εγώ Χριστιανοί Ορθόδοξοι, ανάμεσα εις πολλούς άλλους, ή να ειπώ καλλίτερα και υπέρ πολλούς άλλους τοιούτους
αγίους, εις όλα τα Ορθόδοξα των πιστών συστήματα τον αγιώτατον Μάρκον της Εφέσου παρρησιάζω σήμερον.
Μάρκον εκείνον λέγω, τον οποίον η Ανατολή ανέτειλεν, αλλ' η Δύσις έφριξε.
Μάρκον εκείνον, το καύχημα της Ασίας και μάστιγα της Ευρώπης. Μάρκον εκείνον, τον φωστήρα της Ανατολικής Εκκλησίας και
κεραυνόν της Δυτικής αγερωχίας. Μάρκον εκείνον, το στόμα των θεολόγων, την δόξαν των Ορθοδόξων, τον υπερθαύμαστον αθλητήν,
τον μόνον αήττητον και αδαμάντινον άνθρωπον»13.

      Ακολουθώντας τέτοιους αγίους ο Αθανάσιος εμαστίγωσε και αυτός την Ευρώπη δικαίως, την Ευρώπη της αθεΐας και του
αντιεκκλησιαστικού πνεύματος, την ανατρεπτική και αναρχική Ευρώπη, στην παρεξηγημένη Αντιφώνησή του, η οποία ως υπότιτλο έχει
τα εξής:
«Προς τον παράλογον ζήλον, των από της Ευρώπης ερχομένων φιλοσόφων, δεικνύσα, ότι μάταιος και ανόητος είναι ο ταλανισμός
οπού κάνουσι του γένους μας και διδάσκουσα ποία είναι η όντως και αληθινή φιλοσοφία. Τούτοις προσετέθη και παραίνεσις
ωφελιμωτάτη προς τους αδεώς πέμποντας τους υιούς των εις την Ευρώπην χάριν πραγματείας».
Και μόνον από τον τίτλον συμπεραίνει κανείς ότι προσπαθεί να στηρίξει την αξιοπρέπεια του Γένους και την εμπιστοσύνη των
Ελλήνων στις αξίες του πολιτισμού των απέναντι στους Γραικύλους, τους πρόθυμους να υποκλιθούν στους ξένους και να τα
παραδώσουν όλα σ' αυτούς.
Ως προς την σύσταση να μη στέλνουν αδεώς οι γονείς τα παιδιά τους στην Ευρώπη για σπουδές, γιατί εκεί εμφωλεύουν πολλοί
κίνδυνοι, αυτό είναι κατ' εξοχήν επίκαιρο σήμερα και θα το επικροτούσαν χιλιάδες γονείς που στέλνουν εξ ανάγκης τα παιδιά τους να
σπουδάσουν σε ξένα πανεπιστήμια και που τα βλέπουν τις περισσότερες φορές να χάνονται για τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία, όχι
μόνο σωματικά, γιατί παραμένουν συνήθως έξω εκεί που σπουδάζουν, αλλά και πνευματικά, γιατί αφομοιώνονται οι περισσότεροι από
το περιβάλλον.
β'. Προβολή των Πατέρων και της λειτουργικής ζωής
        Όπως και οι λοιποί Κολλυβάδες, έτσι και ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος αγωνίζεται να διδάξει την ορθόδοξη πίστη και ζωή
συγγράφοντας σχετικά έργα, όπως το περίφημο δογματικό του έργο, Επιτομή, είτε Συλλογή των θείων της πίστεως δογμάτων, μεταξύ
πολλών άλλων σχετικών, πάντοτε με βάση τους Πατέρας της Εκκλησίας και αναπτύσσοντας πλήθος λειτουργικών θεμάτων, για τον
Μέγα Αγιασμό, για τις άγιες εικόνες, για τα αναθήματα και αφιερώματα, τα σκεύη, τα άμφια, τα μνημόσυνα, την γονυκλισία της
Πεντηκοστής, τον αναβαπτισμό των Λατίνων και των βρεφών που έλαβαν βάπτισμα ανάγκης και πολλά άλλα.
Σημαντική είναι επίσης και η αγιολογική του προσφορά με την σύνταξη βίων και ακολουθιών πολλών αγίων14.
Όλα αυτά ταιριάζουν απολύτως σήμερα που ζούμε αυτήν την νεοπατερική αναγέννηση που χαρακτηρίζεται συν τοις άλλοις από το
πλήθος των πατερικών και λειτουργικών εκδόσεων.
γ'. Οι απόψεις του για την παιδεία
        Θα τελειώσουμε την ενδεικτική αυτή αναφορά μας με ορισμένες από τις θέσεις του για την παιδεία. Ήταν όντως μέγας διδάσκαλος
του Γένους ο Αθανάσιος. Κατηνάλωσε τη ζωή του στο έργο της σχολικής διδασκαλίας, όπου διακρίθηκε για την ευρύτητα του
πνεύματός του.
Στην Αντιφώνηση γράφει: «Δεν ημπορούμεν να αρνηθώμεν ότι είναι φυσικός ο πόθος της μαθήσεως και αξιωματική φωνή είναι
εκείνη του Αριστοτέλους η λέγουσα ότι πάντες οι άνθρωποι του ειδέναι ορέγονται».
Στο έργο του Ρητορική πραγματεία, όπου, στηριζόμενος κυρίως σε αρχαίους ρήτορες, Ερμογένη, Δημοσθένη και άλλους, αναλύει τα
είδη του ρητορικού λόγου και εκτιμά ότι η γνώση των κανόνων της Ρητορικής είναι απαραίτητη για τον κήρυκα του Ευαγγελίου,
εκφράζει στον πρόλογο τον ενθουσιασμό του γιατί βρήκε την Ρητορική του Ερμογένους, για την οποία λέγει ότι είναι πολυτιμότερη και
από το χρυσούν δέρας του Ιάσωνος:
«Εκείνο τε γαρ χρυσού ποίησιν, ως ο λόγος, διά χημείας εδίδασκε, και τούτο τους χρυσού τιμιωτέρους και κρείττονας λόγους, οιονεί διά
χημείας, της ευμεθόδου γυμνασίας, ως άριστα υποτίθησιν γίνεσθαι.
Αγαλλιασάμενος ουν επί τούτοις ως ο ευρίσκων σκύλλα πολλά, την βίβλον μεταγραψάμενος είχον, εγκολπίου παντός τιμαλφέστερον
περιφέρων».
       Άριστος χειριστής της αρχαίας ελληνικής γλώσσης, όπως φαίνεται από τα διασωθέντα επιγράμματα και τις ακολουθίες που
συνέθεσε, εξόπλιζε τους μαθητάς του, στους τόπους που εδίδαξε, με τέτοια αρχαιομάθεια, που θα την ζήλευαν σήμερα και οι
καθηγητές των Φιλοσοφικών Σχολών, αφού ούτε οι ίδιοι, ούτε πολύ περισσότερο οι μαθητές τους, ημπορούν να χρησιμοποιούν
αρχαΐζουσα γλώσσα, όπως εκείνος.
Εντυπωσιασμένος από την ευρυμάθεια του διδασκάλου του ο μαθητής του στην Χίο, Άγιος Νικηφόρος ο Χίος εχάραξε τα εξής επάνω
στην επιτάφια πλάκα:
Υπήρξε και γαρ μαθήσεως παντοίας ταμείον σεπτόν της θύραθεν και θείας.
Θείων εννοιών πανσεβάσμιος θήκη και των ιερών θεολόγων προθήκη.
        Αυτή η εκτίμηση, ότι ενδιαφερόταν για το σύνολο της σοφίας, την θύραθεν και την θεία, που τις δίδασκε στους μαθητές του με
βάση τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και τους Πατέρες της Εκκλησίας, αποδίδει καλώς το παιδευτικό έργο του Παρίου, με την
συμπλήρωση ότι ήθελε και επεδίωκε η παιδεία και η μάθηση να είναι συνδεδεμένα με την ευσέβεια και τον φόβο του Θεού, για να έχει
καρπούς αγαθούς.
Η έξω σοφία, η κοσμική, δεν είναι αυτοαγαθόν από την καλή ή κακή χρήση της, εξαρτάται ο θετικός ή αρνητικός χαρακτήρας της, όπως
γράφει πάλι στην Αντιφώνηση:
«Οι έχοντες την έξω σοφίαν πολύ ωφέλησαν την Εκκλησίαν.
Και πάλιν άλλοι αυτήν μεταχειριζόμενοι εκ του εναντίου, πολλήν βλάβην και ταραχήν επροξένησαν εις την Εκκλησίαν του Χριστού.
Ώστε η έξω σοφία δεν είναι από την εδικήν της φύσιν, ούτε κακή ούτε καλή. Αλλά από την μεταχείρισιν των εχόντων αυτήν γίνεται καλή
ή κακή».
       Στον Αδαμάντιο Κοραή γράφει, όπως απέδωσε το κείμενο της επιστολής ο π. Νικόλαος Αρκάς:
«Πρέπει να ξέρης και να παραδέχεσαι, αγαπητέ μου, πώς εμείς κάθε σοφία και γνώσι, που είναι, συνδυασμένη με την ευσέβεια, τη
θεωρούμε μέγα απόκτημα και απ' όλα τα αγαθά το κάλλιστο και υπέρτερο.
Και γιατί όχι; Είναι πράγμα που κι' αυτοί οι θείοι κι' εξαίρετοι άγιοι Πατέρες πάρα πολύ εκαλλιέργησαν σ' όλη τη ζωή τους. Και κείνοι
εδιάλεξαν ό,τι καλόν ευρήκαν και στους άλλους το μετέδωκαν για νάρχεται η ωφέλεια κοινή.
Δίχως όμως την ευσέβεια όχι μόνο δεν την θαυμάζουμε τη σοφία, αλλά τη θεωρούμε μισητή και απόβλητη...
Σοφία πραγματική είναι η τήρηση των εντολών του Χριστού και η κάθαρση της ψυχής από τα αισχρά πάθη.
Σοφία είναι η όσο το δυνατόν προσκόλλησι στο Θεό, η απόκτησι της δικής του σοφίας που είναι και τροφή της ψυχής και η
οποία εικονίζει την μέλλουσα ευδαιμονία, χορηγεί δε και την προσωρινή εδώ.
Για τούτο και ο Χριστός που ήλθε στον κόσμο να μας ανοίξη το δρόμο προς εκείνη την κατάσταση, τη μακαρία, δεν έκαμε αυτό
διδάσκοντάς μας γεωμετρία ή αστρονομία ή αποκαλύπτοντάς μας της φύσεως απόκρυφες δυνάμεις»15.
Στις θέσεις του αυτές χωρίς αμφιβολία ο Άγιος Αθανάσιος είχε ως βάση τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά και όλη την προηγουμένη πατερική
παράδοση, γι' αυτό και είναι τελείως άδικες οι κρίσεις συγχρόνων λογίων, σύμφωνα με τις οποίες «ανήκει εις την παράταξιν των
υπερσυντηρητικών καλογήρων και λαϊκών, των μετά πείσματος και φανατισμού εμμενόντων εις την διατήρησιν της κακώς υπ' αυτών
εννοουμένης "παραδόσεως", καταπολεμούντων δε πάσαν πρόοδον και εξέλιξιν»
και ότι δήθεν κατά τον Άγιο Αθανάσιο «απόβλητος από την λογικήν του Χριστού ποίμνην θεωρείται πας αναγινώσκων, πλην των θείων
Γραφών και των Πατέρων, βιβλία προερχόμενα εκ της Ευρώπης».

       Όπως είδαμε, ο Αθανάσιος δεν απαγόρευε την χρήση άλλων βιβλίων, τα οποία και ο ίδιος χρησιμοποιούσε και στους μαθητές τα
εδίδασκε, όπως έκαναν και οι Πατέρες.
Πίστευε ορθώς ότι η θύραθεν σοφία δεν οδηγεί στην τελειότητα και στην αγιότητα, στην απόκτηση των αγαθών της βασιλείας του Θεού,
και ότι η χρησιμότητά της περιορίζεται εδώ στην γη.
Είναι πάντως χρήσιμη ακόμη και στην θεολογία, η οποία, όπως γράφει στην Επιτομή, «ει και υπερφυσικαίς χρήται αρχαίς, δηλαδή ταις
εκ της θείας Γραφής μαρτυρίαις, ου μέντοι ανεπιδεής εστι και της εκ των έξωθεν λόγων βοηθείας, πολλαχού δε και φυσικώ χρήται
λόγω, εν τε αποδείξεσι και σαφηνείαις χρήζουσι θεωρήμασι».
       Το πώς αντιλαμβανόταν ο Αθανάσιος το διδασκαλικό λειτούργημα, συνδεδεμένο δηλαδή μόνο με την προσφορά και όχι την
απολαυή χρημάτων και αξιωμάτων, φαίνεται και από την ζωή του.
Κατά την τελευταία παραμονή του στην Θεσσαλονίκη τον καλεί το Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη να αναλάβει την διεύθυνση της
Πατριαρχικής Σχολής. Του δίδει και οικονομικά κίνητρα και υπόσχεση μητροπολιτικής έδρας.
Απαντά: «Τας μεν αρχιερατείας τιμώ και προσκυνώ, αλλ' εγώ δεν είμαι άξιος. Αν εκαταλάμβανα ότι έκαμνα περισσότερον καρπόν εις
την βασιλεύουσαν πόλιν, ήθελα έλθει αυτόκλητος.
Επειδή όμως, ως στοχάζομαι, αυτού είναι κάποια εμπόδια, διά τούτο άφετέ με, παρακαλώ, εδώ εις τα πέριξ, να ωφελώ όσον δύναμαι
τους αδελφούς μου και το Γένος μου»16.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
       Η επίσημη ένταξη του Αθανασίου στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας ανασύρει τον λύχνον από τον μόδιον, όπου τον κρύβαμε τόσα
χρόνια πικραμένοι από τις άδικες κρίσεις και επιφυλάξεις μερικών λογίων, οι οποίοι είτε παρασύρθηκαν από σκόπιμες συκοφαντίες
εναντίον του, είτε από άγνοια της πατερικής παραδόσεως δεν κατενόησαν την διδασκαλία του. Είναι πλέον καιρός να τον θέσουμε επί
την λυχνίαν για να φωταγωγήσει «πάσι τοις εν τη οικία».
Η αφιέρωση τόσων εισηγήσεων από το Συνέδριό μας δείχνει την σπουδαιότητα του προσώπου και του έργου του.
Ας αποτελέσει αυτό μία αρχή, ώστε στην συνέχεια το Ιερόν Προσκύνημα της Εκατονταπυλιανής να φροντίσει για την έκδοση των
Απάντων του, αφού προηγουμένως γίνει η σχετική εργασία για τα μέχρι τώρα ανέκδοτα έργα του, ως και για την σύνταξη μιας
συνθετικής συγκροτημένης μονογραφίας για το πρόσωπο και το έργο του, όπου με αντικειμενικότητα και εκκλησιαστική ευαισθησία θα
ιστορηθούν και θα εκτιμηθούν τα κατ' αυτόν.
Ο π. Νικόλαος Αρκάς έκανε πολύ καλή αρχή και πρέπει να την συνεχίσουμε.
Για να διαβάσετε την συνέχεια κάνετε κλικ εδώ:  Β'. Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΣΤΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΡΙΟΥ

"ΚΟΛΛΥΒΑΔΙΚΑ  / Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης / Άγιος Αθανάσιος Πάριος" /ΕΚΔΟΣΕΙΣ: "Βρυέννιος"


Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος (Β' Μέρος)

 ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ Πρωτοπρεσβυτέρου Καθηγητού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης


Β'. Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΣΤΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΡΙΟΥ
Για να διαβάσετε το Α' Μέρος κάντε κλίκ εδώ

 1. Κολλυβάδες ή Ησυχασταί;


       Η επιλογή του θέματος αυτού στο παρόν συνέδριο της Πάρου, που οργανώθηκε με την εμπνευσμένη πρωτοβουλία του
σεβασμιωτάτου μητροπολίτου Παροναξίας κ. Αμβροσίου και της Διοικούσης Επιτροπής του Ιερού Προσκυνήματος της Παναγίας
Εκατονταπυλιανής, έχει διπλό στόχο.
Να παρουσιάσει εν πρώτοις τον βαθμό, την έκταση της χρησιμοποιήσεως του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά στα συγγράμματα και στην
διδασκαλία του μεγάλου Παρίου θεολόγου.
       Δεν κομίζομεν γλαύκα εις Αθήνας.
Είναι σχεδόν γνωστά τα στοιχεία εις τους ερευνητάς και ως προς τον Άγιο Αθανάσιο, αλλά και ως προς τους δύο άλλους μεγάλους
συγχρόνους του θεολόγους, τον Άγιο Μακάριο Νοταρά και τον Άγιο Νικόδημο Αγιορείτη.
Εργάσθηκαν και οι τρεις για την ενίσχυση της ορθοδόξου αυτοσυνειδησίας, για την προστασία της Παραδόσεως, απέναντι σε ισχυρές
αλλοτριωτικές επιδράσεις, απέναντι στο νεωτεριστικό πνεύμα του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επαναστάσεως, το οποίο εσάρωσε
την Ευρώπη κατά τον 18ο αιώνα, πέρασε όμως, εξασθενημένο βέβαια λόγω άλλου κλίματος, και στην Ορθόδοξη Ανατολή.
Βασικά γνωρίσματά του η αθεΐα, ο αντικληρικαλισμός, ο ορθολογισμός και η εκκοσμίκευση.
Ολόκληρο το οικοδόμημα του χριστιανικού πολιτισμού σείσθηκε εκ θεμελίων.
Η εμμονή σε θρησκευτικές παραδόσεις του παρελθόντος χαρακτηρίσθηκε ως δεισιδαιμονία και σκοταδισμός, κάθε είδους αυθεντία
γελοιοποιήθηκε, όπως και κάθε παραδοσιακό παιδαγωγικό μέσο, ως μοναδικό δε κριτήριο αληθείας, ως αληθινό φως, που φωτίζει και
ανυψώνει, προεβλήθη η νέα θεότης, η ratio, ο ορθός λόγος, η επιστημονική γνώση.
Σε επίπεδο επίσης πρακτικής εφαρμογής αυτών των αρχών του υλισμού και της αθεΐας γελοιοποιήθηκαν οι παραδοσιακές αρετές της
νηστείας, της εγκράτειας, της σωφροσύνης, και προεβλήθη ένας χονδροειδής ευδαιμονισμός που απέβλεπε στην ικανοποίηση του
στομάχου και της σάρκας, η κοιλιοδουλεία δηλαδή και ο πανσεξουαλισμός.
Κάθε τι το εκκλησιαστικό απορρίφθηκε ως μεσαιωνικό και αναχρονιστικό, ενώ κάθε τι το κοσμικό αξιολογήθηκε ως πρόοδος και
εκσυγχρονισμός.
Η εκκοσμίκευση θρονιάσθηκε μεγαλόπρεπα και στον θεωρητικό και στον πρακτικό βίο, στην θεωρία και στην πράξη.
       Οι αρχές αυτές του «Διαφωτισμού» προσδιώρισαν έκτοτε και εξακολουθούν να προσδιορίζουν μέχρι σήμερα την ανάπτυξη του
δυτικού πολιτισμού, με εμφανή βέβαια τα μελανά τους σημεία και με πικρή τη γεύση των ποικίλων αδιεξόδων για τους λαούς της
Δύσεως και για τους εκδυτικισθέντας ή εκδυτικιζομένους λαούς, όπως είναι σε προχωρημένη μάλιστα φάση ο ελληνικός λαός, αλλά και
άλλοι ορθόδοξοι λαοί που επιθυμούν δικαιολογημένα, για τους έχοντας κοσμικά κριτήρια, να απαλλαγούν από την υλική φτώχεια και να
εισέλθουν στον παράδεισο της υλικής ευημερίας, με το σκληρό τίμημα της αλλοτριώσεως και του αφανισμού της ιδιοπροσωπείας των.

       Στην Ευρώπη παρόμοιες διεργασίες είχαν αρχίσει ήδη από του τέλους της πρώτης χιλιετίας, που ενισχύθηκαν στις αρχές της
δεύτερης χιλιετίας, μετά το σχίσμα, ερήμην της Ορθοδοξίας, η οποία θα μπορούσε συνθετικά να αποτρέψει και για λογαριασμό της
Δύσεως την ολοκληρωτική αποδέσμευση από την Παράδοση και την άμβλυνση των νεωτεριστικών τάσεων μέσα στο χωνευτήρι της
αγιοπνευματικής εμπειρίας και της αληθινής φιλοσόφου ζωής, του αληθινού φωτισμού, που βιώνεται εμφαντικά στον Μοναχισμό, αλλά
και στην καθημερινή λειτουργική ζωή και πράξη της κοινότητος, της συνάξεως.
Αυτονομημένη όμως τώρα η Δύση και ξεκομμένη από την Ανατολή, στην οποία επί χίλια χρόνια μαθήτευε, έδωσε κατ' αρχήν και σε
επίπεδο εκκλησιαστικό κακό παράδειγμα με τις καινοτομίες στο δόγμα και στα ήθη, ενίσχυσε τον ανθρωποκεντρισμό και τον
αυταρχισμό στο πρόσωπο του αλαθήτου πάπα, καταξίωσε τον ορθολογισμό με την αριστοτελική φιλοσοφία και τον σχολαστικισμό και
έστρεψε τον Μοναχισμό προς κοινωνικές και επιστημονικές δραστηριότητες.
Δεν άργησε γι' αυτό να ξεπηδήσουν μέσα από αυτές τις διεργασίες η Αναγέννηση, η Μεταρρύθμιση και ο Διαφωτισμός με τις τάσεις
που καλλιεργήθηκαν μέσα στην Εκκλησία, αυτονομημένες όμως τώρα και εχθρικές προς την Εκκλησία.

       Αντιμετωπίζοντας τον Διαφωτισμό του 18ου αιώνος οι μνημονευθέντες τρεις άγιοι και μεγάλοι θεολόγοι, Μακάριος Νοταράς,
Νικόδημος Αγιορείτης και Αθανάσιος Πάριος δεν ξαφνιάσθηκαν ούτε έψαξαν πολύ για να βρουν παραδοσιακά ερείσματα στα οποία θα
στήριζαν τις θέσεις τους.
Ο «Διαφωτισμός» ήταν ένας Νεοβαρλααμισμός που καταδικάσθηκε στο πρόσωπο του Βαρλαάμ του Καλαβρού με συνοδικές
αποφάσεις από την συνείδηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας τον 14ο αιώνα και με πρωταγωνιστή τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, αγιορείτη
μοναχό και αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης.
Η επαναπροβολή της διδασκαλίας του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά με την μελέτη και έκδοση των έργων του, η ενίσχυση της
λειτουργικής ζωής με εκδόσεις βίων αγίων και ακολουθιών, η σθεναρή υποστήριξη των παραδόσεων απέναντι σε εκσυγχρονιστικές
τάσεις και η στηλίτευση του ορθολογισμού και των νέων περί παιδείας και φωτισμού αντιλήψεων συνθέτουν τις βασικές πλευρές του
πνευματικού κινήματος, το οποίο προσφυώς ονομάσθηκε ησυχαστική ή φιλοκαλική αναγέννηση, ονομασία που άρχισε τώρα να
επιβάλλεται στην ιστορική και θεολογική ορολογία αντί της ειρωνικής ακατάλληλης ονομασίας τους ως «Κολλυβάδων».
       Η έρις που ξέσπασε τότε στο Άγιον Όρος στη σκήτη της Αγίας Άννης, με την αντιπαραδοσιακή μετάθεση της τέλεσης των
μνημοσυνών (Κολλύβων) από το Σάββατο στην Κυριακή, εναντίον της οποίας αντέδρασαν οι τρεις νέοι μεγάλοι θεολόγοι και η οποία
τους προσέδωσε την ονομασία των Κολλυβάδων, δεν ήταν παρά μία μόνο ελάχιστη πτυχή του νεωτεριστικού αντιπαραδοσιακού
πνεύματος, το οποίο από την Ευρώπη ορμώμενο έπνεε και στην Ανατολή, ακόμη και σε εκκλησιαστικούς και μοναστηριακούς κύκλους,
ακόμη και στο Άγιον Όρος.
       Ήδη από το 1960 ο Le Guillou, κινούμενος βέβαια μέσα στα πλαίσια της Ρωμαιοκαθολικής Θεολογίας, προσέδωσε την αρμόζουσα
ευρύτητα στο πνευματικό αυτό κίνημα, που περιοριζόταν από ξένους αλλά και από Έλληνας ερευνητάς στην έριδα γύρω από τα
μνημόσυνα και τα κόλλυβα.
Σε άρθρο του με τίτλο «La renaissance spirituele du XVIII siecle» και σε ειδικό κεφάλαιο «La renaissance hesychaste» παρουσιάζει το
αναγεννητικό έργο των τριών ως άνω θεολόγων.
Προτάσσει στην σειρά των ονομάτων τον Αθανάσιο Πάριο, για τον οποίο λέγει, επαναλαμβάνοντας την εκτίμηση του L. Petit, ότι είναι ο
καλύτερος Έλληνας θεολόγος από το τέλος του 18ου αιώνος μετά τον Ευγένιο Βούλγαρη.
Θα μπορούσε μάλιστα κανείς κρατώντας επιφύλαξη μόνο για το επίθετο «συντηρητικός, συντηρητική» να υιοθετήσει πλήρως τον
διδόμενο από τον Le Guillu ορισμό του κινήματος, σύμφωνα με τον οποίο ως ησυχαστική αναγέννηση χαρακτηρίζεται «η συντηρητική
τάση, που εκπροσωπείται κυρίως από ομάδα τριών προσώπων, συνδεομένων διά φιλίας, τον Αθανάσιο Πάριο, τον Μακάριο Κορίνθου
και τον Νικόδημο Αγιορείτη, και η οποία ως ουσιώδες γνώρισμα έχει την επιθυμία να συνεχισθεί η γνήσια ησυχαστική παράδοση».
Την γραμμή αυτή του ξένου ερευνητού πέρασε στην νεώτερη ορθόδοξη ελληνόφωνη βιβλιογραφία και την ενίσχυσε ο τότε
αρχιμανδρίτης, τώρα δε μητροπολίτης Μαυροβουνίου, Αμφιλόχιος Ράντοβιτς, με την μελέτη του
«Η Φιλοκαλική Αναγέννηση του XVIII και XIX αι. και οι πνευματικοί της καρποί», με συνέπεια όχι μόνο την σταδιακή εγκατάλειψη από
τους μετά ταύτα ερευνητάς του όρου «Κολλυβάδες», αλλά κυρίως την αξιολόγηση του έργου τους με την δέουσα ευρύτητα, ως έργου
συνεχίσεως και ενισχύσεως της ησυχαστικής πατερικής παραδόσεως17.
       Ασφαλώς δε στο κέντρο αυτής της προσπάθειας ευρίσκεται το πρόσωπο και το έργο του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, του κατ'
εξοχήν εκφραστού και κήρυκος αυτής της παραδόσεως.
Μολονότι λοιπόν δεν κομίζομεν γλαύκα εις Αθήνας ή λίθον Πάριον εις την Πάρον, θα προσπαθήσουμε συνθέτοντας γνωστά και
άγνωστα ή μη χρησιμοποιηθέντα επαρκώς στοιχεία να παρουσιάσουμε σύντομα την χρήση των συγγραμμάτων και της διδασκαλίας
του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά από τον Άγιο Αθανάσιο Πάριο.

       Ο δεύτερος στόχος της ιδικής μας εισηγήσεως, που προκύπτει από τον πρώτο, είναι να προωθηθεί περισσότερο η αλλαγή
νοοτροπίας και κριτηρίων στην αποτίμηση του προσώπου και του έργου ιδιαίτερα του αγίου Αθανασίου Παρίου, ο οποίος, επειδή
ανέλαβε το κύριο βάρος της αντιδράσεως στις νεωτεριστικές θέσεις των Ελλήνων Διαφωτιστών του 18ου αιώνος, και μάλιστα του
πρώτου μεταξύ αυτών Αδαμαντίου Κοραή, έγινε στόχος αδίκων επικρίσεων και χαρακτηρισμών εκ μέρους των νεωτεριστών, όπως
βέβαια και αντικείμενο επαίνων και θαυμασμού και τιμής εκ μέρους όσων γνωρίζουν την ζωή και την διδασκαλία της Εκκλησίας.

Υπάρχουν βέβαια και μεταξύ των «θύραθεν» αρκετοί ερευνηταί που αποτιμούν θετικά τον Άγιο Αθανάσιο και το λεγόμενο κίνημα των
Κολλυβάδων, όπως υπάρχουν επίσης και ερευνηταί θεωρούμενοι ως ανήκοντες εις τους ένδον, εις τους καθ' ημάς, εις την ημετέραν
αυλήν με αρνητική παντελώς εικόνα.
Από τους τελευταίους ενδεικτικώς θα μνημονεύσουμε δύο περιπτώσεις για να φανεί το μέγεθος της αγνοίας και της εκτροπής
θεολόγων και θεολογούντων από την γνήσια πατερική ησυχαστική παράδοση. Σε διδακτορική διατριβή που υπεβλήθη πριν από
τριάντα χρόνια στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από τον Χαρίλαο Τζώγα, με θέμα
«Η περί μνημοσύνων έρις εν Αγίω Όρει κατά τον ΙΗ' αιώνα», ο συγγραφεύς γράφει τα εξής: «Εις το κίνημα των Κολλυβάδων
αντικατοπτρίζεται μάλλον το συντηρητικό πνεύμα...
Το κίνημα των Κολλυβάδων είναι κυρίως προϊόν του ζηλωτισμού, ο οποίος κατά τον ΙΗ' αιώνα ευρίσκετο εις έξαρσιν εν Αγίω Όρει...
Οι ζηλωταί... έδιδον μεγαλυτέραν σημασίαν εις τον τύπον.
Μίαν τοιαύτην φανατικήν εκδήλωσιν λοιπόν του ζηλωτισμού, η οποία είχε πολλάς συνεπείας και επιπτώσεις και εις την Εκκλησίαν και
εις την παιδείαν αποτελεί και η περί μνημοσυνών και συνεχούς μεταλήψεως έρις των Κολλυβάδων εν Αγίω Όρει»18.
Ο Ιωάννης Χατζηφώτης, πριν να εισέλθει βέβαια εις τα ενδότερα της Εκκλησίας και να αναλάβει και το έργο του εκπροσώπου της Ιεράς
Συνόδου, ως «θύραθεν» μάλλον τότε στοχαστής, σε μελέτη του που δημοσιεύθηκε το 1971 με θέμα
«Ο ελληνικός διαφωτισμός προάγγελος του 21» πλέκει ύμνους στον Κοραή και καταβαραθρώνει τον άγιο Αθανάσιο Πάριο γράφοντας:
«Ο Αθανάσιος Πάριος κατεχόταν πάντα από πνεύμα αντιδραστικό. Φανατικός, εριστικός, θρησκόληπτος, τα έβαλε με τον Κοραή, όταν
έπεσε στα χέρια του ένα γράμμα του σοφού διδασκάλου, όπου κατηγορούσε την νηστεία.
Η μανία του ήταν τέτοια, που έφτασε να κατηγορήση όσους σπουδάζουν στη δύση για ανήθικη διαγωγή!
Η "Αντιφώνησίς" του, τυπωμένη το 1802, είναι το πιο αντιδραστικό κείμενο της περιόδου του διαφωτισμού» 19.
       Εάν εγνώριζε ο αποτιμών τόσο αρνητικά τον Άγιο Αθανάσιο, ότι η «Αντιφώνησις» δεν είναι τίποτε άλλο από απλή μετάπλαση
γλωσσική των όσων λέγει ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, συγκρίνοντας την ανθρώπινη σοφία με τη θεία σοφία, αλλά και η προηγούμενη
πατερική παράδοση σε απόλυτη συμφωνία με την διδασκαλία του Χριστού και των Αποστόλων, ιδιαίτερα των Αποστόλων Παύλου και
Ιακώβου Αδελφοθέου, δεν θα τολμούσε να κάνει αυτούς τους χαρακτηρισμούς.
Εκτός αν συνολικά η πίστη στον Θεό, στο έργο του Χριστού και της Εκκλησίας θεωρείται ως δεισιδαιμονία και σκοτάδι, όπως
διεκήρυτταν τότε οι κορυφαίοι των Ευρωπαίων διαφωτιστών με προεξάρχοντα τον Βολταίρο, τις αθεϊστικές ιδέες του οποίου
καταπολέμησε με σπάνια παρρησία ο Αθανάσιος Πάριος, για να προφυλάξει τους Ορθοδόξους από τις δυτικές επιδράσεις,
γνωρίζοντας ότι θα έπεφταν επάνω του με ύβρεις και απειλές οι τότε και οι μετέπειτα φραγγεμένοι και ευρωπαΐζοντες λόγιοι.
Ο εξευτελίζων την νηστεία Κοραής είναι σοφός και μέγας διδάσκαλος, ενώ ο υπερασπίζων την εκκλησιαστική παράδοση Αθανάσιος
Πάριος είναι φανατικός και εριστικός.
       Σύγχρονοι ερευνηταί επιχειρούν «θύραθεν», εκ των έξω, να συμβάλουν στην αποκατάσταση της ιστορικής εικόνος του Αθανασίου
Παρίου, ο οποίος λόγω του ότι δεν έχουν ακόμη εκδοθή όλα τα έργα του, απουσιάζει δε και μία πλήρως διακριβωμένη βιογραφία του,
αδικήθηκε και δυσφημήθηκε από τους ιδεολογικούς του αντιπάλους20.
Είναι πράγματι μία νηφάλια τοποθέτηση, αρκεί να συνοδευθεί από την τόλμη της όχι «θύραθεν», αλλά της «ένδοθεν» μελέτης και
αποτίμησης.
Με βάση μία τέτοια αποτίμηση δεν απομένει κανένα περιθώριο αρνητικής αξιολογήσεως, γιατί ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος είναι ακριβής
τηρητής και συνεχιστής της Πατερικής Παραδόσεως, μεγάλη μορφή οσίου Πατρός και ομολογητού, που επλήρωσε με συκοφαντίες και
ύβρεις το θάρρος και την ακλινή απόφασή του να ομολογεί και να υπερασπίζεται την Ορθοδοξία, τους Πατέρας και τους αγίους, τη
λειτουργική μεγαλοπρέπεια και λαμπρότητα, τους θεσμούς και τα ήθη της γνησίας χριστιανικής ζωής, απέναντι στον σαρωτικό άνεμο
του εκμοντερνισμού και της εκκοσμίκευσης.
 
2. Ο Νεοβαρλααμισμός του Κοραή αποτυγχάνει. Νέα τριάς λαμπρών θεολόγων.
       Ας δούμε όμως σύντομα την εικόνα της παρουσίας του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά στα συγγράμματα και στην διδασκαλία του.
Ο Άγιος Γρηγόριος έκανε τον 14ο αιώνα αυτό που έκανε τον 8ο αιώνα ο Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός.
Με αφορμή τις πλάνες του προδρόμου των διαφωτιστών Βαρλαάμ Καλαβρού, ο οποίος υπερεκτιμούσε την ανθρώπινη σοφία, την
φιλοσοφία και τις επιστήμες, στην απόκτηση της τελειότητος και απέρριπτε ως ασυντελή και ματαία την θεία σοφία και όλες τις
εκδηλώσεις της πνευματικής ζωής, προσευχή, νηστεία, κακοπάθεια, ο μέγας ησυχαστής και θεολόγος της Ορθοδόξου Εκκλησίας
συνόψισε στα συγγράμματά του και αντιπαρέθεσε την εμπειρία και διδασκαλία όλων των προηγουμένων αγίων, αποστόλων και
Πατέρων.
Η θέση του, που την επαναλαμβάνει και ο Άγιος Αθανάσιος, είναι συνθετική και σαφέστατη.
Η ανθρώπινη σοφία είναι καλή για την γνώση και μεταχείριση των πραγμάτων αυτού του κόσμου.
Δεν μπορεί να βοηθήσει στην πνευματική τελείωση και στην θέωση. Αν μάλιστα συνδεθεί με την ασέβεια και την αθεΐα, ή με την
υποστήριξη παθών και κακιών, γίνεται πολύ επικίνδυνη21.
Αυτό είναι το αφετηριακό σημείο της ησυχαστικής έριδος του 14ου αιώνος μεταξύ Γρηγορίου Παλαμά και Βαρλαάμ, που εκπροσωπούν
όχι προσωπικές απόψεις, αλλά δύο διαφορετικούς κόσμους και πολιτισμούς, και αυτό είναι επίσης το βασικό, το κεντρικό θέμα, μετά
από τέσσερις αιώνες στην σύγκρουση τώρα μεταξύ του Αθανασίου Παρίου, ως νέου Παλαμά, και του Κοραή, ως νέου Βαρλαάμ.

       Ο ορθολογισμός και ο σχολαστικισμός των Δυτικών απέτυχαν τον 14ο αιώνα να περάσουν στην Ανατολή, γιατί προσέκρουσαν
στην παγιωμένη επί αιώνες αγιοπνευματική εμπειρία.
Το επιχειρούν μετά από τέσσερις αιώνες ελπίζοντας πως η αμάθεια και η απουσία μεγάλων θεολογικών μορφών, λόγω των συνθηκών
της δουλείας, θα επέτρεπαν τώρα να πάρουν την ρεβάνς.
Διέπραξαν όμως τώρα χειρότερο λάθος, γιατί απέτυχαν απέναντι ενός ταλαιπωρημένου και βασανισμένου λαού, ο οποίος πάντως δεν
ξεπούλησε την πίστη του και δεν θαμπώθηκε από το φως των Διαφωτιστών, γιατί γευόταν το αληθινό φως της ζωής και της
διδασκαλίας των αγίων, αλλά και γιατί εμφανίσθηκε η τριάς αυτή των μεγάλων θεολόγων ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος, ο Άγιος Μακάριος
Κορίνθου και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης.

Η Αγία Τριάς εφώτισε και ανέδειξε την νέα αυτή, την τρίτη τριάδα των θεολόγων, όπως παλαιότερα, τον 4ο αιώνα, ανέδειξε τους
γνωστούς τρεις Ιεράρχας και στις κρίσιμες στιγμές του 15ου αιώνος, γύρω από τα χρόνια της συγκλήσεως της ουνιτικής συνόδου
Φερράρας Φλωρεντίας, ανέδειξε την τριάδα των Ιωσήφ Βρυεννίου, Μάρκου Εφέσου του Ευγενικού και Γενναδίου Σχολαρίου.
       Δεν είχε πράγματι πολλές ελπίδες να πάρει έκταση και να περάσει στον λαό το ξενόφερτο κίνημα του Διαφωτισμού.
Περιορίσθηκε σε μικρούς κύκλους λογίων.
Παρά τον δυναμισμό που επέδειξαν οι φορείς του δεν κατάφεραν να αναμορφώσουν ουσιαστικά τις παραδοσιακές δομές της τότε
κοινωνίας, και παρέμειναν τότε σαφώς μια μειοψηφία στα πλαίσια της παραδοσιακής κοινωνίας, όπως διαπιστώνει σε πρόσφατη
μελέτη του ο παριστάμενος στο συνέδριό μας μελετητής του Διαφωτισμού Βασίλειος Μακρίδης22.

Ο βασικός λόγος αυτής της αποτυχίας οφείλεται εις το ότι η παραδοσιακή τότε ελληνική κοινωνία, παρά την έλλειψη σχολείων και
υψηλής παιδείας, παρά τις δυσκολίες εκτυπώσεως και κυκλοφορήσεως συγγραμμάτων των Πατέρων, φοιτούσε και διδασκόταν
αδιάλειπτα την αληθινή σοφία της αρετής και της αγιότητος μέσα στους χώρους λατρείας, στους ναούς και στα μοναστήρια.
Η ησυχαστική παράδοση, η τιμή και η μνήμη του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά ήσαν πάντοτε ζωντανές στο Άγιον Όρος, στην
Κωνσταντινούπολη, στην Θεσσαλονίκη, αλλά και σε άλλες πόλεις, όπως προκύπτει από μαρτυρίες λειτουργικών χειρογράφων και από
εικονιστικές μαρτυρίες.
Είναι ζωντανή η παρουσία του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά ακόμη και στους πανηγυρικούς λόγους και στον θεολογικό προβληματισμό
επιφανών θεολόγων του 16ου και του 17ου αιώνος, όπως του Μαξίμου Γραικού, του πατριάρχου Ιερεμίου Β' του Τρανού, του
Νικηφόρου Μελισσηνού κ.ά., ενώ μια τοπική σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη το 1727 πανηγυρικά προσεπιβεβαιώνει τον Ησυχασμό
ως επίσημη διδασκαλία της Εκκλησίας.

Είναι λανθασμένη η εντύπωση, παρατηρεί ο G. Podskalsky, πως δήθεν ο «Παλαμισμός» κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας είχε
θέση μόνο στην μεταξύ των χριστιανικών ομολογιών πολεμική.
Ο ίδιος παρατηρεί ότι το αποκορύφωμα της πνευματικής ακτινοβολίας του επέτυχε ο «Παλαμισμός» από το ένα μέρος με την έκδοση
της Φιλοκαλίας, που περιέχει πολλά ησυχαστικά κείμενα, από τους Μακάριο Κορίνθου και Νικόδημο Αγιορείτη, και από το άλλο μέρος
με την σχεδιασθείσα από τον Αθανάσιο Πάριο και τον Νικόδημο έκδοση σε τρεις τόμους των απάντων του Γρηγορίου Παλαμά23.
        Η έκδοση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε για δεύτερη φορά. Η πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια έγινε από τον Δοσίθεο
Ιεροσολύμων24.
Τώρα τα χειρόγραφα της εκδόσεως εστάλησαν στο τυπογραφείο των αδελφών Μαρκίδων Πούλιου στην Βιέννη. Επειδή όμως στο
τυπογραφείο είχαν εκτυπωθή επαναστατικές προκηρύξεις του Ρήγα Φεραίου, οι αυστριακές αρχές εσφράγισαν το τυπογραφείο και
κατέσχον όλο το υλικό.
Τα χειρόγραφα της εκδόσεως των έργων του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά χάθηκαν. Σώθηκε μόνον ο πολύ ενδιαφέρων πρόλογος της
εκδόσεως, γραμμένος από τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη25.
 
3. Η συμβολή του Αγίου Αθανασίου Παρίου στην έκδοση των απάντων του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά
       Φαίνεται πάντως ότι η πρωτοβουλία της εκδόσεως ξεκίνησε από τον Άγιο Αθανάσιο Πάριο, ο οποίος δεν προέτρεψε απλώς τον
Άγιο Νικόδημο, αλλά εργάσθηκε και ο ίδιος μεταγράφοντας από χειρόγραφα το ογκωδέστερο και σημαντικώτερο ησυχαστικό έργο του
Παλαμά, τους εννέα λόγους, σε τρεις τριάδες, «Υπέρ των Ιερώς ησυχαζόντων».
Την πληροφορία για την πρωτοβουλία αυτή οφείλομε στον βιογράφο του Αγίου Νικοδήμου, συμμοναστή του Ευθύμιο Μοναχό, της
συνοδείας των Σκουρταίων στις Καρυές.
Ο Ευθύμιος γράφει σχετικώς· «Εις αυτόν τον καιρόν (περί το 1784-85) παρακαλείται από τον διδάσκαλον κυρ Αθανάσιον τον Πάριον,
όντα τότε εις την Θεσσαλονίκην, να κάμη τον κόπον διά να συνάξη τα άπαντα του θείου πατρός ημών Γρηγορίου του Παλαμά και να τα 
καλλωπίση καθώς στοχάζεται.26την οποίαν παράκλησιν μετά χαράς την εδέχθη, μάλιστα διά την αγάπην όπου είχεν εις τον Άγιον
Γρηγόριον, το εκαλλώπισε λέγω και το εστόλισε και εις την Βιένναν εστάλθη διά να τυπωθή».
Η προσωπική εργασία και βοήθεια του Αγίου Αθανασίου του Παρίου προκύπτει έμμεσα από όσα ο ίδιος ο Άγιος Νικόδημος λέγει στον
διασωθέντα πρόλογο της εκδόσεως.
Σε υποσημείωση του προλόγου γράφει ότι τα συγγράμματα συγκεντρώθηκαν από χειρόγραφα των μονών Λαύρας, Βατοπεδίου και
Σιμωνόπετρας, αλλά και «της περιωνύμου μονής της Αγίας Αναστασίας της κατά την επαρχίαν του αγίου Αρδαμερίου, πλησίον της
Θεσσαλονίκης κειμένης». Στην μονή της Αγίας Αναστασίας είναι γνωστόν ότι εσώζοντο, και πρέπει να σώζονται μέχρι σήμερα,
χειρόγραφα με τους εννέα «Υπέρ των Ιερώς ησυχαζόντων» λόγους.
Φαίνεται λοιπόν πως αυτοί οι κώδικες δόθηκαν στον Άγιο Αθανάσιο, ο οποίος τους μετέγραψε, ενώ διηύθυνε το «Ελληνομουσείον» της
Θεσσαλονίκης.
Γράφει στην υποσημείωση ο Άγιος Νικόδημος· «Έσχατοι δε πάντων ευρεθέντες και οι κατά Βαρλαάμ εννέα λόγοι του θείου πατρός, οι
πάντων των άλλων αυτού συγγραμμάτων ομολογουμένως τα πρωτεία και αριστεία φέροντες διά πάντων, εν τω κατά την μεγαλόπολιν
Θεσσαλονίκην Ελληνικώ φροντιστηρίω αντεγράφησαν και αυτοί αγαλλομένη χειρί»27.
Η αγαλλομένη χειρ ήταν προφανώς του συστήσαντος την έκδοση φίλου και συναγωνιστού του Αγίου Νικοδήμου Ιερομόναχου και
στολάρχου του «Ελληνομουσείου» της Θεσσαλονίκης Αθανασίου του Παρίου.
Υπάρχει περί αυτού και άλλη έμμεση μαρτυρία από κείμενο του ίδιου του Αθανασίου του Παρίου, ο οποίος στο έργο του «Περί της
αληθούς φιλοσοφίας ή Αντιφώνησις προς τον παράλογον ζήλον των από της Ευρώπης ερχομένων φιλοσόφων και επί αφιλοσοφία το
ημέτερον γένος ανοήτως οικτειρόντων» προβαίνει σε εκτενή παρουσίαση των αγώνων του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά εναντίον του
Βαρλαάμ.
Η επιχειρηματολογία του Αγίου Αθανασίου εναντίον των διαφωτιστών είναι ειλημμένη κατά το περιεχόμενο από τον Άγιο Γρηγόριο
Παλαμά, σε ελεύθερη όμως απόδοση, όπως την ενεθυμείτο από την μεταγραφή και μελέτη των χειρογράφων στην Θεσσαλονίκη, γιατί
στην Χίο όπου βρισκόταν, όταν έγραφε την «Αντιφώνηση», δεν μπορούσε να έχει μπροστά του τους κώδικες της Αγίας Αναστασίας.
Γράφει σχετικώς ο Αθανάσιος περί του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά· «Ελθών λοιπόν εις Θεσσαλονίκην ο Μακάριος εκείνος και
παμφαής φωστήρ, αντέταξεν επιτυχώς προς τας φλυαρίας του παράφρονος Βαρλαάμ εννέα λόγους αξίως της μεγάλης αυτού δόξης
και σοφίας συγγεγραμμένους.
Εξ ων ημείς, ως εξ ακραιφνούς πηγής μη δυνάμενοι να αντλήσουμεν το σωτήριον της διδασκαλίας νάμα, ευχαριστούμεθα ν'
αρυσθώμεν όμως εκ του προς αυτόν, τον μέγαν της Εκκλησίας διδάσκαλον και φωστήρα, εγκωμίου Νείλου του αγιωτάτου και
σοφωτάτου Πατριάρχου της Κωνσταντινουπόλεως»28.
Το εγκώμιο του πατριάρχου Νείλου (1379-1388) ήταν εύκολο να το παραθέσει επί λέξει, διότι το είχε συμπεριλάβει στο τέλος του
βιβλίου του «Ο Παλαμάς Εκείνος», που το ετοίμασε στην Θεσσαλονίκη, όπως θα δούμε και το εξέδωσε στην Βιέννη το 1784. 

       Και στα προλεγόμενα πάντως αυτού του τελευταίου βιβλίου είναι σαφές το ενδιαφέρον του Αγίου Αθανασίου για την έκδοση των
συγγραμμάτων του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Εκείνο που έλειπε για να προχωρήσει η έκδοση ήταν, όπως συνήθως συμβαίνει, τα χρήματα. Γράφει ο Πάριος διδάσκαλος: «Ηξεύρω,
πώς οι φιλομαθείς και λόγιοι, ήθελαν μας ζητήση προτιμότερον τα συγγράμματα του αγίου·και αληθινά ευχής έργον ηθέλαμεν
κάμη· αλλά πρέπει να έχωμεν συγγνώμην, ότι η εδική μας Θεσσαλονίκη δεν ημπορεί να δώση τούτην την υπόσχεσιν. ότι εδώ
αποζώσιν, αλλ' ου ζώσιν οι άνθρωποι. αν εις άλλον κανένα τόπον ήθελεν εξεγείρει ο Θεός τον ζήλον κανενός εν Θεώ δυναμένου, ας
μας δηλώση την θεοφιλή γνώμην του και ουδείς φθόνος.
Ετοίμως θέλομεν χορηγήσει τα σωζόμενα παρ' ημίν συγγράμματα». Φαίνεται ότι η έκκληση αυτή βοηθείας του Αθανασίου ώστε να
εκδοθούν τα συγγράμματα βρήκε απήχηση στον εκτός Θεσσαλονίκης ζώντα Θεσσαλονικέα μητροπολίτη Ηλιουπόλεως και Θείρων
Λεόντιο.
Ενθουσιασμένος ο Άγιος Νικόδημος του πλέκει το εγκώμιο και τον επαινεί για την ανάληψη των εξόδων της εκτυπώσεως: «Ούτος γαρ
ο του Θεού άνθρωπος, και πιστός οικονόμος των αυτού μυστηρίων εστίν, ο δι' οικείας φιλοτίμου δαπάνης λαμπρώς λαμπρά
τυπογραφία τα λαμπρά ταύτα εκδούς συγγράμματα, εις ωφέλειαν των αδελφών ως φιλάδελφος.
Έδει γαρ έδει τον ιεράρχην τα του ιεράρχου. τον περί λόγους εσπουδακότα, τα του θεολόγου· και τον Θεσσαλονικέα τα του
Θεσσαλονίκης κοινοποιήσαι τοις άλλοις»29.
Ο επίσκοπος Λεόντιος εχρηματοδότησε την έκδοση και των Πανηγυρικών Λόγων Μακαρίου του Χρυσοκεφάλου, την οποίαν προλογίζει
ανωνύμως ο Αθανάσιος Πάριος, ο οποίος προσέθεσε και ιδικόν του λόγον «Εις τον άγιον Γρηγόριο Παλαμάν», που εξεφωνήθη στην
Θεσσαλονίκη κατά την Β' Κυριακή των Νηστειών του 1759 ή του 1768. Στην νέα έκδοση αυτών των λόγων ο συντάξας
εμπεριστατωμένην εισαγωγήν αρχιμανδρίτης Ειρηναίος Δεληδήμος, στηριζόμενος σε πληροφορία του Κωνσταντίνου Κούμα στον βίο
του Αγίου Νικοδήμου γράφει ότι «ο Αθανάσιος Πάριος και ο επίσκοπος Ηλιουπόλεως Λεόντιος παρεκίνησαν τον Όσιον να ετοιμάση
έκδοσιν των έργων του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά»30.
 
4. Έργα περί του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά
        Ήδη, αναφερόμενοι στην συμβολή του Αγίου Αθανασίου ως προς την έκδοση των έργων του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά,
μνημονεύσαμε δύο άλλα του πονήματα που αναφέρονται στον μεγάλο ησυχαστή Πατέρα και θεολόγο.
Το ένα έργο επιγράφεται «Ο Παλαμάς Εκείνος» με όλη την συνέχεια του μακροσκελούς τίτλου, όπως συνηθιζόταν τότε.
Στο έργο αυτό ο Άγιος Αθανάσιος εκδίδει σε μετάφραση που έκανε ο ίδιος τον θαυμάσιο όντως βίο του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά που
έγραψε ο Άγιος Φιλόθεος Κόκκινος, μαθητής και συναγωνιστής του στην αντιπαράθεση με τον Βαρλαάμ, κατόπιν δε και πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως.
Η μετάφραση του βίου αποτελεί το κύριο μέρος του βιβλίου, το οποίο όμως έχει πλουτισθή και με άλλα κείμενα που προέρχονται από
τον Πάριο διδάσκαλο ή έχουν συνερανισθή απ' αυτόν.
Πριν από τον βίο προτάσσεται:
α) Ακολουθία του εν αγίοις πατρός ημών Γρηγορίου αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του θαυματουργού του και Παλαμά, νεωστί
συνερανισθείσα και συμπληρωθείσα εκ πολλών,
β) Ακολουθία παρακλητική, ψαλλομένη εις τον εν ιεράρχαις θείον Γρηγόριον τον της Θεσσαλονίκης αρχιποίμενα τον θαυματουργόν, εν
τη μνήμη αυτού γινομένης λιτανείας περί τον θείον ναόν μετά του ιερού αυτού λειψάνου,
γ) Διάταξις, καθ' όσον ενδέχεται ακριβής περί της Λιτανείας της γενομένης μετά του ιερού Λειψάνου, εν τη Παραμονή της εορτής του
θείου Πατρός ημών Γρηγορίου. Φαίνεται ότι ο Αθανάσιος Πάριος με το ενδιαφέρον του για τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, συνετέλεσε και
στην καθιέρωση της λιτανείας του ιερού Λειψάνου ή στον λειτουργικό καθορισμό του τυπικού της τελέσεως της λιτανείας, διότι πριν
από τις τυπικές διατάξεις γράφει τα εξής:
«Καθώς μέχρις ημών, ουδέν εγίνετο των νυν εν τη Λιτανεία γινομένων ούτως αυτά και μετά ταύτα ενδέχεται αμεληθήναι, και
αμεληθέντα τέλειον εκλείψαι και στραφήναι εις το απ' αρχής. Διά τούτο σημειούμεν ενταύθα την τάξιν, χάριν των μεταγενεστέρων»,
δ) Ετέρα παρακλητική ακολουθία, κατά πάσαν χρείαν, ψαλλομένη εις τον αυτόν Άγιον Γρηγόριον Θεσσαλονίκης τον θαυματουργόν.
ε) Κανών παρακλητικός, ψαλλόμενος εις τον θείον Δημήτριον, ενώπιον της αγίας αυτού εικόνος, όταν εν τη μνήμη αυτού εις το μέσον
του ναού μεταφερομένη ιδρύεται. Ακολουθεί ως κύριο μέρος
στ) η μετάφραση του βίου του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά. Μετά δε τον βίον συνεκδίδονται:
ζ) Συνοδική απόφασις περί της αγιότητος του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, επί πατριαρχίας Φιλόθεου Κοκκίνου, η οποία προεκλήθη όπως
γράφει στο προτασσόμενο σημείωμα ο Άγιος Αθανάσιος, επειδή ο Πρόχορος Κυδώνης, λατινόφρων και βαρλααμιστής μοναχός, σε
επιστολή του προς τους Λαυριώτας μοναχούς τους ονειδίζει, επειδή εόρταζαν ως άγιο τον ιερό Γρηγόριο.
κολουθεί η έκδοσις δύο μικρών έργων του Αγίου Γρηγορίου δηλαδή:
η) ο Δεκάλογος της κατά Χριστόν νομοθεσίας, ήτοι της νέας Διαθήκης και
θ) η ομολογία της Ορθοδόξου πίστεως. Τελευταίο δε κείμενο είναι το
ι) Εγκώμιον εις τον εν Αγίοις πατέρα ημών Γρηγόριον Αρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης τον θαυματουργόν, γραμμένο από τον πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως Νείλο (1379-1388)31.

       Εις τα εκτενή προλεγόμενα του έργου «Ο Παλαμάς Εκείνος», ο Άγιος Αθανάσιος εξαίρει την θεολογική δεινότητα και το έργο του
Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, εκθέτει δε και τους λόγους που επέβαλαν την έκδοση του έργου.
Όσα λέγει είναι πολύ ενδιαφέροντα και θα άξιζε να παρουσιασθούν στο συνέδριο, δεν αρκεί όμως ο χρόνος που έχει προσμετρηθή για
κάθε εισήγηση.
Σχετίζονται, πάντως, με την επείγουσα ποιμαντική μέριμνα να ενισχυθεί η αυτοσυνειδησία των Ορθοδόξων, με την προβολή μεγάλων
και αγωνιστικών πατερικών μορφών, απέναντι στις συκοφαντικές επιθέσεις της Δύσεως, εκ μέρους και των Παπικών και των
Προτεσταντών.
Τα προλεγόμενα υπογράφει ο Άγιος Αθανάσιος τον Ιούλιο του 1783, και το έργο εκδίδεται στη Βιέννη το 1784 «αναλώμασι και φροντίδι
του ευγενούς και φιλοκάλου ανδρός και τα μάλιστα φιλοπάτριδος Κυρίου Ιωάννου Γούτα Καυτανζώλη (= όγλου) του Θεσσαλονικέως».
       Στα πλαίσια της φιλοπαλαμικής του δραστηριότητος κατά την διάρκεια της παραμονής του στην Θεσσαλονίκη εντάσσεται και η
εκφώνηση από τον Άγιο Αθανάσιο Πάριο ενός πανηγυρικού λόγου, που εκφωνήθηκε, όπως γράφεται στον τίτλο της εκδόσεως, «εν
Θεσσαλονίκη, κατά την ημέραν, τούτ' έτσι την δευτέραν Κυριακήν της Αγίας Τεσσαρακοστής, εν η λαμπρώς επιτελείται η μνήμη του
θείου Γρηγορίου Παλαμά».
Όπως ήδη είπαμε ο λόγος αυτός δημοσιεύθηκε ως προσθήκη στην έκδοση των Πανηγυρικών Λόγων του Μακαρίου Χρυσοκεφάλου,
την οποία επιμελήθηκε ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος32.
Κατά τον συντάκτη της εισαγωγής της δευτέρας εκδόσεως των λόγων αρχιμ. Ειρηναίο Δεληδήμο η «Κοσμόπολις» που φέρεται ως
τόπος εκδόσεως πρέπει να ταυτισθεί με την Βιέννη, ο δε χρόνος να τοποθετηθεί στο έτος 1793, ενώ ως έτη εκφωνήσεως των λόγων
στην Θεσσαλονίκη να θεωρηθούν τα έτη 1759 ή 176833.
Τρίτη έκδοση, μόνον του λόγου του Γρηγορίου Παλαμά, έκαμε προσφάτως ο καλός νέος ερευνητής Αθανάσιος Καλαμάτας34.
 
5. Η χρήση της διδασκαλίας του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά
       Μέχρις εδώ παρουσιάσαμε την συμβολή του Αγίου Αθανασίου στην έκδοση των συγγραμμάτων του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, του
βίου, υμνολογικών και εγκωμιαστικών κειμένων που αναφέρονται εις αυτόν, ως και εις τον συνταχθέντα από τον ίδιο πανηγυρικό λόγο
στην μνήμη του.
Η πολύ καλή γνώση των συγγραμμάτων και της διδασκαλίας του συνετέλεσε ώστε και τα ιδικά του συγγράμματα να εμποτισθούν από
την ησυχαστική θεολογική παράδοση, αλλά κυρίως στο να εύρει ισχυρά ερείσματα και επιχειρήματα στην αντιπαράθεση με τους
φιλοευρωπαίους διαφωτιστάς, ιδιαίτερα με τον Κοραή, ο οποίος, όπως είπαμε, ανανέωνε τον 18ο και 19ο αιώνα την βαρλααμική πλάνη
του 14ου αιώνος.
Τις δύο αυτές πλευρές της επιδράσεως του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, στην δογματική του δηλαδή διδασκαλία, και στην
αντιδιαφωτιστική και αντιδυτική του δράση, βλέπει κανείς ενδεικτικά σε δύο σπουδαία έργα του που κινούνται σ' αυτούς τους δύο
χώρους· στο κλασικό δογματικό του έργο «Επιτομή των θείων της πίστεως δογμάτων», και στο πολυσυζητημένο και διαβεβλημένο
αδίκως έργο του «Περί της αληθούς φιλοσοφίας ή Αντιφώνησις».

       Στην Επιτομή, η οποία, όπως ο ίδιος γράφει, στηρίζεται στο Θεολογικόν του Ευγενίου Βουλγάρεως, το οποίο όμως διορθώνει εν
πολλοίς και συμπληρώνει και τακτοποιεί, αναφέρεται, όταν η συνάφεια το απαιτεί, στα θεολογικά θέματα που έγιναν πλέον δόγματα και
διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά τους αγώνες του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά και τις σχετικές συνοδικές αποφάσεις, όπως
π.χ. στην διάκριση ουσίας και ενεργειών εν τη θεότητι, στο αν η θεία ουσία ή οι θείες ενέργειες είναι μεθεκτές από τον άνθρωπο 35, με
αναφορά μάλιστα ονομαστική εις τον μέγαν της Θεσσαλονίκης Γρηγόριον, στο άκτιστο φως της θείας του Κυρίου Μεταμορφώσεως, το
οποίον ο Βαρλαάμ και οι μετ' αυτού εξελάμβαναν ως κτιστό·όπως γράφει, «κατά της κακίστης ταύτης αιρέσεως, πρώτος ο θείος
Γρηγόριος ο Παλαμάς συνέγραψε και μετά τούτον άλλοι»36.
Κατανοεί κανείς καλύτερα την μεγάλη σημασία του Αθανασίου Παρίου ως χρυσού κρίκου στην αλυσίδα της μεγάλης σειράς των
μεγάλων διδασκάλων και αγίων, ως γνησίου συνεχιστού και διαδόχου της πατερικής παραδόσεως, αν λάβει υπ' όψιν ότι τα δύο πιο
γνωστά σύγχρονα εγχειρίδια Δογματικής, που εξεπαίδευσαν και εκπαιδεύουν γενεές θεολόγων και κληρικών, των Χρ. Ανδρούτσου και
Π. Τρεμπέλα, διακόπτουν αυτήν την διαδοχή και συνέχεια αγνοώντας παντελώς την σχετική προβληματολογία.
Στο τέλος της Επιτομής ο Αθανάσιος εκδίδει πάλι το πολύ προσφιλές κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας έργο του Αγίου Γρηγορίου
Παλαμά «Δεκάλογος της κατά Χριστόν νομοθεσίας, ήτοι της νέας Διαθήκης»37.

       Και ερχόμαστε, τελειώνοντας, στο έργο «Αντιφώνησις».


Το έργο αυτό και η «Πατρική Διδασκαλία» περισσότερο από τα άλλα έργα δέχθηκαν και δέχονται μέχρι σήμερα ομαδικά και
συντονισμένα πυρά από τους διαφωτιστάς και τους Κοραϊστάς.
Δεν θα αναφερθούμε στην «Πατρική Διδασκαλία», γιατί δεν έχει σχέση με τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά.
Η «Αντιφώνησις» όμως δεν είναι τίποτε άλλο παρά συγκέντρωση και σύνθεση των όσων οι Πατέρες της Εκκλησίας, μεταξύ δε αυτών
κατ' εξοχήν ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, λέγουν και διδάσκουν για την ανθρώπινη και την θεία σοφία, για την κοσμική παιδεία και
επιστήμη και για τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος.
Αν οι επικριταί της «Αντιφωνήσεως» έβλεπαν συνολικά και διαχρονικά την ιστορία του Γένους και του πολιτισμού μας, δεν θα
περιόριζαν το οπτικό τους πεδίο μόνο στους αρχαίους ημών προγόνους, πτωχαίνοντας την διάρκεια και τους θησαυρούς του ελληνικού
πολιτισμού.
Θα το επεξέτειναν και στο Βυζάντιο, στην θαυμαστή αυτή και καρποφόρο χιλιόχρονη προσφορά χιλιάδων εργατών του πνεύματος στον
θεωρητικό και στον πρακτικό βίο, στην φιλοσοφία, στις τέχνες, στην επιστήμη, στην αγιότητα.
Και τούτο ποιήσαι κακείνο μη αφιέναι. Και η κλασσική αρχαιότητα και το Βυζάντιο αχωρίστως συνιστούν τον ελληνικό πολιτισμό.
Ο φιλόσοφος των αρχαίων βίος συμπληρώθηκε και ολοκληρώθηκε και άλλαξε μέσα στο φως του Ευαγγελίου. η χριστιανική πολιτεία και
ζωή, όπως μάλιστα βιώνεται γνήσια από τους μοναχούς, είναι ο νέος φιλοσοφίας βίος.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας οι νέοι σοφοί διδάσκαλοι.
Ο Σταυρός του Χριστού, που είναι σκάνδαλο για τους Ιουδαίους και μωρία για τους Έλληνες, είναι για τον Απόστολο Παύλο «Θεού
δύναμις και Θεού σοφία».
Αν λοιπόν οι Διαφωτισταί δεν φοιτούσαν στην άθεη Ευρώπη των νεωτέρων χρόνων, αλλά στην ελληνορθόδοξη παράδοση των
Πατέρων της Εκκλησίας, τότε θα εγνώριζαν πως ο Αθανάσιος Πάριος δεν λέγει τίποτε διαφορετικό από εκείνους, απλώς αποδίδει την
διδασκαλία τους.
Απορρίπτοντας και πολεμώντας τον Αθανάσιο, απορρίπτουν και πολεμούν την αποστολική και πατερική παράδοση στο σύνολό της.
 
Επίλογος
        Ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος μαζύ με τους άλλους αγίους της Φιλοκαλικής Αναγεννήσεως του 18ου αιώνος εκράτησαν με την
διδασκαλία και την ζωή τους την ελληνική κοινωνία στις αρχές και στις αξίες της παραδοσιακής εκκλησιαστικής ζωής.
Όταν ο Ψαλίδας θέλησε μέσω ενός Πατμίου καραβοκύρη να διαδώσει αθεϊστικές βλασφημίες και ειρωνείες εναντίον της Εκκλησίας και
των θείων, σύσσωμοι οι κάτοικοι της Πάτμου, όλοι ανεξαιρέτως μέχρις ενός, αντέδρασαν και εζήτησαν από τον ηγούμενο της Ιεράς
Μονής και από παρατυχόντα εκεί αρχιερέα να αναθεματίσουν τον Ψαλίδα και τον καραβοκύρη για να σταματήσει το κακό, όπως και
έγινε.
Σήμερα αυτά μοιάζουν όχι μόνον πολύ μακρινά, αλλά απορρίπτονται, γιατί έχει αλλάξει η νοοτροπία, έχουν εκλείψει ο ζήλος και η
αφοσίωση στις παραδόσεις.
Ο αποτυχημένος τότε Διαφωτισμός με την μειοψηφία των λογίων και διδασκάλων βοηθήθηκε από τις ιστορικές συγκυρίες και ανέτρεψε
υπέρ αυτού την κατάσταση.
Οι κυβερνήσεις των Βαυαρών, οι διωγμοί εναντίον των μοναχών, η ίδρυση του Πανεπιστημίου Αθηνών με τους δυτικοτραφείς και
δυτικοστραφείς καθηγητάς του, η αιχμαλωσία της Εκκλησίας στους βασιλικούς και κυβερνητικούς εκπροσώπους και πολλοί άλλοι
παράγοντες, που έχουν αναλυτικά παρουσιασθή από πολλούς διανοητάς των ημερών μας και ο δουλικός ευρωπαϊσμός όλων σχεδόν
των πολιτικών και της πλειονότητος των πνευματικών δυνάμεων, έχουν αλλάξει δυστυχώς το πνευματικό τοπίο.
Τώρα την μειοψηφία αποτελούν όχι οι Διαφωτισταί και οι Κοραϊσταί, αλλά όσοι συμμερίζονται την διδασκαλία των εκπροσώπων της
Φιλοκαλικής Αναγεννήσεως, του Αγίου Αθανασίου του Παρίου.
Υπάρχουν βέβαια τις τελευταίες δεκαετίες αισιόδοξα μηνύματα. Έχει δρομολογηθή και βρίσκεται σε εξέλιξη με καλούς καρπούς μετά
από διακόσια χρόνια μία νέα φιλοκαλική αναγέννηση.
Η διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά και άλλων Πατέρων, νηπτικών και ησυχαστικών, αρδεύει ικανοποιητικά την θεολογική και
πνευματική ζωή. Χρειάζεται ακόμη δουλειά και προσπάθεια, προ παντός πίστη στην αλήθεια και στην μοναδικότητα της Ορθοδοξίας.
Δύο από τους τρεις μεγάλους εκπροσώπους της Φιλοκαλικής Αναγεννήσεως, ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος και ο Άγιος Νικόδημος
Αγιορείτης, προέρχονται από την επαρχία σας, την Πάρο και την Νάξο.
Εκείνοι εκοπίασαν για να μελετήσουν και εκδώσουν τα έργα του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά και να προκαλέσουν έτσι την πνευματική
αναγέννηση.
Ήδη και στο περασμένο συνέδριο και στο παρόν ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος μελετάται με σοβαρότητα και ευθύνη, ετοιμάζεται δε και η
έκδοση των έργων του από το Ιερό Προσκύνημα της Εκατονταπυλιανής, που συντονίζει αποτελεσματικά τις προσπάθειες. Το ίδιο
μπορεί να γίνει και με τον Άγιο Νικόδημο, μολονότι ως προς αυτόν έχουν ήδη γίνει αρκετά.
Χρειάζονται ολοκλήρωση και εκκλησιαστική ευλογία και κάλυψη.
Η φιλοκαλική αναγέννηση του 20ου αιώνος δεν πρέπει να ανακοπεί.
Είναι ο καλύτερος τρόπος για να δώσουμε περιεχόμενο στους εορτασμούς των 2000 ετών της ιστορίας του Χριστιανισμού.
 
Γ. Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΡΙΟΥ
1. Γενική εκτίμηση
        Η Χίος, εκτός των πολλών άλλων πνευματικών καυχημάτων της, έχει την μοναδική τιμή και χάρη να φιλοξενεί στα αγιοβάδιστα και
μαρτυροπλούτιστα χώματά της τους τάφους και τα σκηνώματα των δύο από τους τρεις κορυφαίους εκπροσώπους του ησυχαστικού και
φιλοκαλικού κινήματος του 18ου αιώνος, το οποίο επεκράτησε στην ιστορική και θεολογική έρευνα να ονομάζεται κολλυβαδική έρις, και
οι μετασχόντες σ' αυτό Κολλυβάδες.
Δεν πρόκειται τώρα να αναλύσουμε την αταίριαστη και άδικη αυτή ονομασία, την ρετσινιά αυτή, που τους την εκόλλησαν οι αντίπαλοί
τους.
Αυτό έχει γίνει τα τελευταία χρόνια από πολλούς.
Θέλουμε απλώς να επισημάνουμε για τους Χιώτες, ότι, και αν ακόμη παρέμεινε και αιωρείται στις σκέψεις τους και στην καρδιά τους
κάποιο κατάλοιπο αμφιβολίας ή λογισμού από όσα εναντίον των Κολλυβάδων έγραψαν και είπαν οι αντίπαλοί τους, δεν πρέπει επ'
ουδενί να επιτρέψουν την τελική αποδοχή του.
Όχι μόνο γιατί η αμερόληπτη ιστορική και θεολογική έρευνα τείνουν τώρα να κατανοήσουν την προσφορά τους ανάλογα με τις
συνθήκες του τουρκοκρατούμενου Ελληνισμού, ως ποιμαντική μέριμνα και αγωνία να αποφευχθεί η πνευματική αλλοτρίωση του
Γένους και να συντηρηθούν οι αξίες που συνέθεταν επί αιώνες την πνευματική φυσιογνωμία του, αλλά και γιατί η νέα αυτή τριάδα
Αγίων, ο Μακάριος Κορίνθου, ο Νικόδημος Αγιορείτης και ο Αθανάσιος Πάριος κοσμούν πλέον τις αγιολογικές δέλτους της Ορθοδόξου
Εκκλησίας, τιμώνται και γεραίρονται ως άγιοι, θαρραλέοι διδάσκαλοι και ομολογηταί της Ορθοδόξου πίστεως.
Τί να τις κάνουμε λοιπόν και γιατί να επηρεασθούμε από τις οποιεσδήποτε κρίσεις και εκτιμήσεις ανθρώπων των οποίων συνήθως οι
λογισμοί είναι επισφαλείς, ασθενικοί και προκατειλημμένοι, μπροστά στην αλάθητη κρίση της Εκκλησίας, μπροστά στην κρίση του
ουρανού, στην «Ουρανού κρίσιν», όπως λέγει για ανάλογη περίπτωση ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος, τιτλοφορώντας σχετικό του έργο,
στο οποίο θα αναφερθούμε στη συνέχεια;
       Υπάρχει όντως «Ουρανού κρίσις» για τους τρεις Αγίους Κολλυβάδες, οι δύο από τους οποίους, ο Άγιος Μακάριος Κορίνθου και ο
Άγιος Αθανάσιος Πάριος, επέρασαν μεγάλο μέρος της ζωής τους στην Χίο και ετελείωσαν οσιακά την ζωή τους εδώ, αγιάζοντες τον διά
και άλλων αγίων και μαρτύρων αγιασθέντα αυτόν τόπον.
Δεν υπάρχει μήπως «Ουρανού κρίσις» και διά τον επί πολλά επίσης έτη, και μάλιστα νεανικά, εργασθέντα ως δημοδιδάσκαλον εδώ
στην Χίο, στο χωριό Λιθί, κατόπιν δε ως μοναχόν αφιερωθέντα στην Νέα Μονή μεγάλον άγιο, θαυματουργό και θεολόγο Νεκτάριο
Πενταπόλεως;
Και αυτός κατηγορήθηκε και συκοφαντήθηκε από κληρικούς της πατριαρχικής αυλής στην Αλεξάνδρεια με συνέπεια να εκδιωχθεί από
εκεί αδίκως και να ταλαιπωρηθεί.
Εμίλησε όμως, και έκρινε και γι' αυτόν οριστικά ο Ουρανός, με την μυροβλυσία και τα πάμπολλα θαύματα των λειψάνων του, ώστε να
φιμωθούν όλες οι αντίθετες γνώμες.
       Για τον Άγιο Μακάριο Κορίνθου, τον κινητήριο αυτό μοχλό του ησυχαστικού φιλοκαλικού κινήματος, υπάρχει εμφανέστατη
ετυμηγορία του ουρανού, η οποία συνετέλεσε ώστε να τιμάται ως άγιος αμέσως μετά την κοίμησή του.
Πολυάριθμα θαύματα ιάσεως ασθενών εδώ στην Χίο παραδίδονται από τις αγιολογικές πηγές38.
Είναι μάλιστα πολύ χαρακτηριστικό ότι ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος, που επείσθη τελικά να μείνει στην Χίο, από τις προτροπές του Αγίου
Μακαρίου, συνέθεσε θαυμάσια ακολουθία που εσώζετο μέχρι τώρα ανέκδοτη σε κώδικα της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, εξεδόθη
όμως τώρα στα Πρακτικά του λαμπρού Επιστημονικού Συνεδρίου που συνεκάλεσε το Ιερόν Προσκύνημα Παναγίας Εκατονταπυλιανής
της Πάρου, της Ιεράς Μητροπόλεως Παροναξίας, τον Σεπτέμβριο του 1998.
Στην ακολουθία αυτή γράφεται μεταξύ άλλων ότι ο ευκλεής ιεράρχης κατευφραίνει τους εν Χίω «οσμαίς πνευματικαίς θείων έργων», ότι
από πρόεδρος της εκκλησίας της Κορίνθου «λόγοις απορρήτοις Θεού προνοίας» ήλθε στην Χίο, όπου διέπρεψε «λόγοις και πράξεσι»
και ότι το τέλος του βίου του ήταν «όντως θεοδόξαστον, θαυμάτων παραδόξων θεόθεν χάριν κομισάμενος».
Είναι «Πελοποννήσου θρέμμα και Χίου θείος κοσμήτωρ», της οποίας «ο χριστεπώνυμος λαός θησαυρόν ουράνιον και όλβον θείον τα
σεπτά λείψανα αυτού επλούτησε».
Προτρέπονται οι πιστοί της Χίου να χαίρουν, «προστάτην πεπλουτηκότες ετοιμότατον. πριν γαρ διά σώματος νυν δε διά πνεύματος
ευεργετεί εκάστοτε θείοις ιάμασι»39.
       Ασφαλώς και ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος ήλθε στην Χίο «λόγοις απορρήτοις Θεού προνοίας», για να υπηρετήσει εδώ ως
σχολάρχης και καθηγητής επί ένα τέταρτο αιώνος στην περίφημη Φιλοσοφική Σχολή της, η οποία επί της σχολαρχίας του απέκτησε
μοναδική αίγλη και ακτινοβολία, επρόκειτο όμως συγχρόνως να γίνει και χώρος αντιπαραθέσεως του παραδοσιακού και αγιοπατερικού
Αθανασίου, με τους εκσυγχρονιστάς του Δυτικού Διαφωτισμού, επί κεφαλής των οποίων ήτο ο Χιώτης επίσης λόγιος και διδάσκαλος
Αδαμάντιος Κοραής, με ενέργειες του οποίου και των φίλων του αναγκάσθηκε να φύγει από την Σχολή το 1811, σε ηλικία ενενήντα
ετών, ενώ μετά από δύο έτη, το 1813, απέθανε.
Εκπλήσσουν το σφρίγος, η ζωντάνια και ο δυναμισμός του Αγίου Αθανασίου κατά την τελευταία εικοσιπενταετία της ζωής του στην Χίο.
Έπαιρνε δύναμη και ζωή από τον διδασκαλικό του ζήλο, από την επιθυμία να προσφέρει όλες του τις δυνάμεις στον φωτισμό του
Γένους, όχι μόνο με την διδασκαλία, αλλά και με πολυάριθμα συγγράμματα, μεγάλο μέρος από τα οποία εγράφησαν κατά την περίοδο
αυτή της ζωής του.
Η Χίος του προσέφερε τις δυνατότητες, εκπαιδευτικές και προσωπικές, ώστε να προσφέρει όσα κατά την κρίσιμη αυτή περίοδο ήσαν
αναγκαία, ώστε να αναχαιτισθεί ο εκδυτικισμός της Ορθοδοξίας σε δύο επίπεδα, στο χώρο της παιδείας με τον ξένο στην Ορθόδοξη
Παράδοση αντιεκκλησιαστικό Διαφωτισμό, στον χώρο δε της Εκκλησίας και της Θεολογίας με τον επιθετικό προσηλυτισμό του
Παπισμού, ο οποίος ιδιαίτερα στα νησιά των Κυκλάδων, όπως παλαιότερα στην Κύπρο και στην Κρήτη, είχε αποκτήσει ισχυρά
ερείσματα από την εποχή των σταυροφοριών.
Η μεγάλη του αυτή προσφορά, στην οποία σύντομα θα αναφερθούμε, είχε σαν συνέπεια να γίνει ο Αθανάσιος στόχος των Ελλήνων
Διαφωτιστών και των επιγόνων τους περισσότερο από όλους τους άλλους παραδοσιακούς λογίους και θεολόγους, περισσότερο και
από τους δύο άλλους της Τριάδος των Κολλυβάδων που εμνημονεύσαμε. γιατί αυτός περισσότερο από όλους τους άλλους με σθένος
και παρρησία ακατάβλητη, με συγκροτημένη επιχειρηματολογία και άριστη γνώση προσώπων και πραγμάτων αποκάλυψε τον κίνδυνο
που διέτρεχε η ελληνική κοινωνία από τις αθεϊστικές ιδέες του Βολταίρου και από την επιχειρούμενη εκθεμελίωση του ορθοδόξου
πολιτισμού με την πλημμυρίδα και την εισαγωγή ξένων ηθών και εθίμων.
Είναι εκπληκτικά επίκαιρος σήμερα με την λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης και της πολτοποίησης των πολιτισμών ο Άγιος Αθανάσιος 40.
Παρουσίασε το μεγαλείο της Ορθοδοξίας στην ζωή, στην διδασκαλία και στα θαύματα των Αγίων, ιδιαίτερα με την προβολή της
ησυχαστικής διδασκαλίας του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, ο οποίος στην εποχή του αντιμετώπισε παρόμοια κατάσταση στο πρόσωπο
του εκ Δύσεως μοναχού Βαρλαάμ του Καλαβρού.
Ο Διαφωτισμός με τον ανθρωποκεντρισμό και τον κλασικισμό του είναι στην ουσία Νεοβαρλααμισμός, οι δε Άγιοι Κολλυβάδες είναι
ακριβείς συνεχισταί του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά και των Πατέρων της Εκκλησίας.
Δεν λογάριασε ο Άγιος Αθανάσιος το κόστος της αντιπαραθέσεως και το ποτάμι της λάσπης που θα προσπαθούσε να τον πνίξει.
Οι μεγάλοι δε φοβούνται και δεν πτοούνται. η αλήθεια δεν κρύβεται, όπως τελικά δεν κρύφτηκε και το μεγαλείο του Αγίου Αθανασίου.
       Δύο μεγάλοι ξένοι Ρωμαιοκαθολικοί ερευνηταί, ο L. Petit και ο Le Guillu χαρακτηρίζουν τον Αθανάσιο Πάριο ως τον μεγαλύτερο
Έλληνα θεολόγο μετά τον Ευγένιο Βούλγαρη, από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα41.
Γαλλικής καταγωγής και οι δύο, παρά την σκληρή κριτική που ασκεί εναντίον του Παπισμού, φαίνεται ότι διέγνωσαν την ευθικρισία και
αμεροληψία του, ιδιαίτερα στα όσα γράφει εναντίον της αθεΐας του Βολταίρου και της Γαλλικής Επαναστάσεως, που οδήγησαν ένα
ολόκληρο έθνος, πρώην χριστιανικό, στην αποστασία από τον Θεό και τελικά στα αδιέξοδα του υλισμού και της αχαλίνωτης ελευθερίας.

Από τον Podsckalsky επίσης, νεώτερο Ρωμαιοκαθολικό ιστορικό και θεολόγο, χαρακτηρίζεται ως άκαμπτος υπέρμαχος της
Παραδόσεως και δριμύτατος επικριτής της Γαλλικής Επαναστάσεως και των ιδεών του Βολταίρου και του Ρουσσώ, ενώ ως προς την
θύραθεν σοφία μένει σταθερά προσανατολισμένος στις θέσεις του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά και απορρίπτει στο πρόσωπο και στις
θέσεις του Βαρλαάμ την κοσμική σοφία και τις δυναμικές της προεκτάσεις στην θεολογία και στην σωτηριολογία42.
       Δεν προτιθέμεθα να αναλύσουμε τις θετικές αλλά και τις αρνητικές αξιολογήσεις, όλες άδικες και προκατειλημμένες, για τον
Αθανάσιο Πάριο.
Το έχει κάνει αυτό νεαρός ερευνητής, ο Χρ. Αραμπατζής, σε μελέτη του που δημοσιεύεται στα Πρακτικά του μνημονευθέντος συνεδρίου
της Πάρου με θέμα «Ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος στην ιστορική και θεολογική έρευνα».
Ομαδοποιεί τις τάσεις των ερευνητών σε τρεις κατηγορίες:
α) Σε όσους τον αξιολογούν αρνητικά, δίχως καμμία θετική κρίση,
β) σε όσους τον κρίνουν αυστηρά με βάση την επιχειρηματολογία του Διαφωτισμού, διαβλέπουν όμως τις αναμφισβήτητες ικανότητές
του και διακρίνουν την ειλικρίνεια των προθέσεών του και
γ) σε εκείνους που τον κρίνουν θετικά ως έναν από τους σημαντικώτερους λογίους της εποχής του, που μόχθησε να διασώσει τα
ελληνορθόδοξα πολιτιστικά πρότυπα και να περιφρουρήσει την απροετοίμαστη ελληνική κοινωνία από την εισβολή των αθεϊστικών και
ατομοκεντρικών μοντέλων του Διαφωτισμού43.
Την ίδια εικόνα αποκομίζει κανείς και από το πολύ χρήσιμο έργο του ίδιου ερευνητή «Αθανασίου Παρίου Βιβλιογραφικά», όπου, αφού
στο πρώτο μέρος παρουσιάζεται η εργογραφία του Αγίου Αθανασίου με τα εκδεδομένα και ανέκδοτα έργα του και όλες τις σχετικές
πληροφορίες, στο δεύτερο παρουσιάζεται σε 309 λήμματα η σχετική με τον Αθανάσιο βιβλιογραφία, με ενδεικτικές αναφορές στις
γνώμες του συγγραφέων για την προσφορά του Αθανασίου44.
       Ας μνημονεύσουμε εδώ κατ' εξαίρεσιν, επειδή βρισκόμαστε στην Χίο, την πολύ καλή μελέτη του Μ. Βασιλάκη, «Ο Αθανάσιος
Πάριος και το έργο του», που δημοσιεύθηκε στα Χιακά εκκλησιαστικά Χρονικά το 1958.
Κατά τον συγγραφέα «Ο Πάριος ήτο άνθρωπος ευφυής, αγχίνους, φιλόπονος, αλλά και συντηρητικός, ασκητικός, πιστός εις τας
εθνικοθρησκευτικάς μας παραδόσεως και τα ήθη και έθιμα τα Ελληνικά».
Γίνονται αναφορές στις σχέσεις Κοραή και Παρίου και προβάλλεται η θετική γνώμη του Αθανασίου για τον Κοραή.
Παρατίθεται κατάλογος όλων των γνωστών τότε έργων του Αγίου με ιδιαίτερη αναφορά στα υμνολογικά και αγιολογικά του έργα.
Σημειώνονται σχόλια και κρίσεις για τον Πάριο, από Ιστορικούς της εποχής και επιγράμματα των μαθητών του.
Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά στο ενδιαφέρον του οσίου Γέροντος της Πάρου Φιλόθεου Ζερβάκου για τον εντοπισμό των λειψάνων
του Παρίου στην Χίο κατά την δεκαετία του 193045.
 
2. Αδιαίρετη παιδεία. Ελληνική και Χριστιανική.
       Μετά από αυτή την γενική αναφορά που μας προϊδέασε για την θεολογική προσφορά του Αγίου Αθανασίου ας δούμε ειδικώτερα
τις διαστάσεις της. Πρέπει πάντως εξ αρχής να επισημάνουμε ότι ο Αθανάσιος δεν ήταν θεολόγος του τύπου των σημερινών
πτυχιούχων των Θεολογικών Σχολών.
Ήταν περισσότερο φιλόλογος και φιλόσοφος με βάση τις σπουδές του στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης και στην Αθωνιάδα του
Ευγενίου Βούλγαρη, ως και με βάση την διδασκαλική του δραστηριότητα στο Ελληνομουσείο της Θεσσαλονίκης και στην Σχολή της
Χίου.
Ο διχασμός και ο χωρισμός φιλοσοφικών και θεολογικών σχολών, που θυμίζει την απόπειρα του Ιουλιανού του Παραβάτου, να
στερήσει την κλασική παιδεία από τους Χριστιανούς, οφείλεται στην προσπάθεια των Διαφωτιστών να αποκαθάρουν την ελληνική
παιδεία από τα χριστιανικά και εκκλησιαστικά της γνωρίσματα που απέκτησε κατά την περίοδο της Ρωμιοσύνης του Βυζαντίου, να
θέσουν στο περιθώριο τα ιερά γράμματα, την Αγία Γραφή και τους Πατέρες, που θα έπρεπε τώρα να διδάσκονται μόνο στις θεολογικές
σχολές.
Η ιστορική διαίρεση και διάσπαση του Ελληνισμού, που τον εσυρρίκνωσαν και τον περιόρισαν μόνο στην αρχαία Ελλάδα, αφαιρώντας
και αποκόπτοντας την περίοδο του χριστιανικού Ελληνισμού, είναι κακό προϊόν της αρχαιολατρείας και του κλασικισμού των
Διαφωτιστών, που θα το πληρώναμε πολύ ακριβά, αν δεν εμφανίζονταν οι μεγάλοι ιστορικοί μας Ζαμπέλιος και Παπαρρηγόπουλος, και
στην συνέχεια πολλοί άλλοι διανοηταί, που κατοχύρωσαν την διαχρονική ενότητα του Ελληνισμού στις ιστορικές του φάσεις της
αρχαιότητος, του Βυζαντίου και της Τουρκοκρατίας μέχρι σήμερα.
Αν έλειπε επίσης η Εκκλησία, η οποία στην θεολογία και στην λατρεία της εξακολούθησε και εξακολουθεί να διατηρεί ζωντανό τον
Έλληνα λόγο, ο οποίος τείνει να υποβαθμισθεί ή και να αφανισθεί στις άλλες εκδηλώσεις του πολιτιστικού μας βίου.
       Είναι εκπληκτικό να σκέπτεται κανείς ότι ακόμη και σήμερα υπάρχουν υμνογράφοι, όπως ο αείμνηστος Γέροντας Γεράσιμος
Μικραγιαννίτης και πολλοί άλλοι, που γράφουν κοντάκια και κανόνες, στην γλώσσα του Ρωμανού του Μελωδού, του Ιωάννου
Δαμασκηνού, του Θεοδώρου Στουδίτου.
Ποιος από τους σημερινούς φιλολόγους της διχασμένης παιδείας μας μπορεί να γράψει αρχαίες τραγωδίες ή ομηρικά έπη, όπως
έγραφαν οι Πατέρες της Εκκλησίας με την εκπληκτική τους αρχαιομάθεια ιαμβική ή τονική ποίηση;
Δεν δυσκολεύθηκε καθόλου ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος να γράψει τα εκπληκτικά του ποιήματα, για να διδάσκονται στα χριστιανικά
σχολεία, σε περίπτωση που θα προχωρούσε το σχέδιο του Ιουλιανού για τον αφελληνισμό της χριστιανικής παιδείας. Ακόμη και
σήμερα μετά την πανθομολογούμενη υποβάθμιση της ελληνικής γλώσσας, η Εκκλησία εξακολουθεί να παραμένει το καταφύγιο και η
ελπίδα της.
        Δεν ήταν λοιπόν ο Αθανάσιος Πάριος ούτε προϊόν ούτε διδάσκαλος της μετά τον Διαφωτισμό διχασμένης ελληνικής παιδείας, που
προσπαθούσε και προσπαθεί να απομονώσει και να θέσει στο περιθώριο την Εκκλησία και την θεολογία.
Ήταν καρπός και διάκονος της ελληνοπρεπούς παιδείας, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά από την εις τα ίδια τα κείμενα της Κ.
Διαθήκης, κατά Θεία Πρόνοια, συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού και την πορεία της στην συνέχεια στην ζωή της Εκκλησίας.
Ο Αθανάσιος Πάριος από της πλευράς αυτής είναι συνεχιστής των αρχαίων απολογητών, των Αλεξανδρινών θεολόγων, των
Καππαδοκών Πατέρων, του Αγίου Μαξίμου, του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, του Μ. Φωτίου, του Ευσταθίου Θεσσαλονίκης, του
Γρηγορίου Παλαμά, του Γενναδίου Σχολαρίου.
Η θεολογία δεν ήταν για όλους αυτούς μία ξεχωριστή παιδευτική δραστηριότης. διεπότιζε όλη την παιδεία, η οποία δεν ήταν παιδεία
ασεβής, αλλά παιδεία θεοσεβής, και προ παντός ήταν πράξη ζωής, εμπειρία και βίωμα, κατάκτηση της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος,
του θεϊκού φωτισμού, και όχι ανθρώπινος Διαφωτισμός και επαγγελματική ενασχόληση.
Δίδασκε περισσότερο Ρητορική και Γραμματική και λιγώτερο θεολογία.
       Ο μαθητής του Σαμουήλ ο εξ Άνδρου, διδάσκαλος και αυτός, προλογίζοντας το έργο του Αθανασίου «Αλεξίκακον Φάρμακον»,
αφού λέγει ότι η ευαγγελική του αρετή εστάθη τόσον υψηλή διά παντός του βίου, ώστε η φήμη του ως ενός εκ των οσιωτέρων
ομοδόξων προβάλλεται και εις άλλους λαούς και άλλας γλώσσας, λέγει επί λέξει τα εξής για το εκπαιδευτικό έργο και την προσφορά
του: «Αλλά προς τούτοις τί χρη και λέγειν και γράφειν το τούτου πρόμαχον υπέρ της ορθοδόξου πίστεως, το αδιάκοπον φιλομαθές εις
τε παράδοσιν και επίδοσιν ότι πλείστων μαθητών, και το ατρύτως φιλόπονον εις σύνθεσιν παντοίων συνταγμάτων άχρι τέλους της
αυτού ζωής;
Ου μην αλλά πώς δει επαριθμείν τα διάφορα, είτε πλείστα ιδιοΰπόγραφα, και ανώνυμα κατά τον διπλούν φιλόσοφον έντεχνα και
ορθόδοξα βιβλία μετά των πολυμαθών εκασταχού διασπαρέντων αυτού μαθητών εν βαθμώ διδασκαλίας, εκκλησιαστικής προεδρίας,
άλλης τε υπερβαθμίου πραγματείας;
Της γαρ ταλαίνης Ελλάδος μετά την άλωσιν του γένους ημών έτι στειρευούσης, πολλούς υιούς και κληρονόμους ο αείμνηστος πατήρ
εγέννησε κατά λόγον της επικτήτου και εφευρετικής πολυμαθούς ορθοδιδασκαλίας. άλλους μεν εκθρέψας εν τελειότητι διά της
γραμματικής τέχνης, άλλους δε διά της ρητορικής εμπειρίας, ετέρους δε διά της θεολογικής και μεταφυσικής επιστήμης.
Πώς δε σιωπήσω το σπάνιον κριτικόν του νοός αυτού, κατά τον Φώτιον εκείνον! περί τε την ανακριτικήν ανάγνωσιν και φιλολογικήν
αγχίνοιαν;
Τοιούτου όντος του ανδρός, και ούτω κατ' άμφω το κοινόν του χριστωνύμου πληρώματος ωφελήσαντος, ιδού και τούτο περί το
σεβαστόν αυτού γήρας προστίθεται τοις άλλοις κοινωφελεστάτοις μεγαλοσώμοις βιβλίοις, οίον τι προσάρτημα του υπέρ της ορθοδοξίας
ζήλου και παραπλήρωμα δήθεν της αυτού ιδιωφελούς και κοινωφελούς ζωής. Τούτο αυτό το πονημάτιον πολλοί των εν Χίω
εκκλησιαστικοί τε και λαϊκοί ανέγνωσαν».
Και συνεχίζει αναφέροντας τους επαινέσαντας το βιβλίο, μεταξύ των οποίων επίσης «εν τε Ιασίω της Μολδαβίας, και Βουκουρεστίω της
Ουγκροβλαχίας περισσοί λογιώτεροι των αρχιερέων και ελλογιμώτεροι των διδασκάλων επαίνων πολλών απηξίωσαν»46.
       Αυτήν την πολυμέρεια και ευρύτητα του Αθανασίου, την κατ' άμφω προσφορά του, και ως προς την θύραθεν και ως προς την
χριστιανική παιδεία, εικονίζει και ο κατάλογος των πολυπληθών συγγραμμάτων του.
Τα εκδεδομένα εξ αυτών αριθμούνται εις 31, τα ανέκδοτα εις 35, ενώ σώζονται και 27 επιστολές του.
Η ανάγκη πάντως να αντιμετωπίσει ως εκκλησιαστική προσωπικότης τα ανακύπτοντα προβλήματα, αλλά και να διαφωτίσει και διδάξει
θέματα της ορθοδόξου πίστεως και ζωής συνετέλεσαν ώστε το συγγραφικό του έργο να είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος θεολογικό,
όπως αυτό φαίνεται από την ειδολογική διαίρεση των συγγραμμάτων, στην οποία προέβη η επιστημονική επιτροπή εκδόσεως, που
συνέστησε το Ιερό Προσκύνημα της Εκατοντοπυλιανής της Πάρου.
Ομαδοποιούνται λοιπόν τα συγγράμματα σε αγιολογικά, αντιρρητικά, απολογητικά, δογματικά, κανονολογικά, λειτουργικά και
λειτουργιολογικά, ομιλητικά, σχολικά, φιλολογικά, φιλοσοφικά, επιστολές και επιγράμματα.

3. Η θεολογική προσφορά
       Με βάση λοιπόν το πλούσιο και πολυσχιδές αυτό συγγραφικό έργο η θεολογική προσφορά του Αγίου Αθανασίου είναι δυνατόν να
συνοψισθεί στους εξής βασικώς τομείς της Θεολογίας.
α'. Απολογητική
       Ο Άγιος Αθανάσιος, ακολουθώντας και μιμούμενος τους αρχαίους απολογητάς, αναλαμβάνει να αποκρούσει τις εναντίον του
Χριστιανισμού κατηγορίες, εναντίον πολλών δογμάτων και προσώπων, ιδιαίτερα μάλιστα τις εναντίον της θεότητος του Χριστού
αμφισβητήσεις και τα επιχειρήματα των αθέων οπαδών του Βολταίρου.
Ο λόγος του αναγκαστικά προσλαμβάνει και πολιτικό χαρακτήρα, διότι πιστεύει ότι οι αρχές της ελευθερίας και της ισότητος που
προβάλλουν δεν οδηγούν στην αληθινή, την πνευματική ελευθερία και ισότητα, αλλά έχουν σκοπό να παρασύρουν, ως δολώματα,
τους πολλούς στην κατάλυση των παραδεδομένων χριστιανικών αξιών, να πλήξουν την θρησκεία, την Εκκλησία.
Εκτιμά ο Αθανάσιος ότι ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός συνδεδεμένος με την αθεΐα και υιοθετηθείς με την Γαλλική Επανάσταση από ένα
ολόκληρο έθνος, την Γαλλία, είναι πολύ χειρότερος από τις αρχαίες αιρέσεις, οι οποίες είχαν κάποιο εισηγητή και μερικούς οπαδούς.
Λέγει στο έργο του «Απολογία Χριστιανική» ότι η κατάσταση τότε και εις τα δύο, «ήτοι και κατά τα θεία και κατά τα πολιτικά είναι
αθλιωτάτη, και τόσον πολλά αθλιωτάτη, ώστε οπού δεν δύναται τινάς, να την ομοιάση με καμμίαν από τας παλαιάς ιστορίας.
Αληθώς τα γινόμενα εν ταις ημέραις ημών ταύταις, κάνουσιν ημάς να φωνάξωμεν με περισσότερον δίκαιον, ότι έοικε την παρούσαν
ζωήν επιλελοιπέναι καθόλου η του Θεού κηδεμονία.
Επειδή όχι ο δείνα, ή ο δείνα αιρεσιάρχης βλασφημεί εις την Πίστιν και ταράττει την εκκλησίαν του Θεού, αλλ' έθνος μέγα, γένος
ολόκληρον κατά δύσιν, διόλου και εξολοκλήρου απεκήρυξε τον Χριστιανισμόν, απεσκοράκισε το Ιερόν Ευαγγέλιον, και πάσαν απλώς
αγίαν γραφήν. απέβαλε προφήτας και αποστόλους, απεδίωξε μάρτυρας, οσίους, δικαίους, πάσαν αγιότητα.
Εβεβήλωσε τα θυσιαστήρια, εμετάβαλε τους ιερούς ναούς εις μαγαζία, τα μοναστήρια εις χαμαιτυπεία και κοινά καταγώγια. Απλώς
ειπείν τα πάντα, όσα θεία, όσα σεμνά, όσα τίμια διά την αγιωτάτην πίστιν του Χριστού, όλα τα απέρριψαν, και σπουδάζουν
επιμελέστατα να επανέλθουν, μάλιστα και επανήλθον εις την πρώτην εκείνην ασέβειαν, εις την οποίαν ευρίσκοντο, προ του να
επιστρέψουν εις την πίστιν του Χριστού».
Και εις άλλο σημείο. «Αλλά τέλος πάντων, η μανία, η λύσσα, ο ενθουσιασμός της λιμπερτάς αποφασίζει αποστασίαν πάσης αρχής και
εξουσίας, ου μόνον επιγείου, αλλά και ουρανίου, και τί (λέγει) η Γραφή εμποδίζει;
Ούτε καίσαρα, ούτε θεόν, ούτε ηγεμόνα, ούτε Αποστόλους, ούτε νόμους, ούτε άρχοντας ούτε ευαγγέλια.
Έξω προφήται, έξω απόστολοι, έξω ευαγγέλια, έξω Χριστός, έξω Θεός.
Αντί τούτων ας έλθη, ας παρρησιασθή εις το μέσον ο σοφώτατος Βολταίρ, ο συνετώτατος Ρουσών, ο Αμήτριος ο Βοολστών, ο
Ονισάντης, ο Κόλινσος, οι άριστοι και εξαίρετοι πολιτικοί.
Ούτοι και οι παρόμοιοι με τούτους, από την σήμερον ας τιμώνται, αυτοί ας γεραίρωνται, αυτοί ας κηρύττωνται, ως όντως ευεργέται της
ανθρωπότητος».
       Το χειρότερο μάλιστα είναι ότι αυτήν την ανατροπή και κατεδάφιση των πάντων δεν αρκούνται να την εφαρμόσουν στην χώρα
τους, αλλά φιλοδοξούν να την εξαγάγουν και να την επιβάλουν με πολέμους και αλλού, «εξορμήσαντες από τα όριά τους, περιέρχονται
άνω και κάτω, ωσάν τόσοι Απόστολοι του Άδου, με σκοπόν και απόφασιν να εξαπλώσουν πανταχού την θνητοψυχίαν, την ασέβειαν,
την αθεΐαν, προβάλλοντες μεν εις τα πλήθη το ψευδώνυμον όνομα της λιμπερτάς, ήγουν ελευθερίας, σπέρνοντες δε όπου φθάσουν,
φθοράς, αφανισμούς, λεηλασίας, ακαταστασίας και αρπαγάς.
Ωχ, τί να ειπώ; Και τί να βοήσω;
Το κακόν είναι απερίγραπτον, είναι ανεκδιήγητον, τα αθεώτατα άρματα νικώσι, προχωρούσι, θριαμβεύουσι, τα δένδρα της αθεΐας (έτζι
πρέπει να λέγονται ορθότερον) πανταχού φυτεύονται και ριζώνουσι, και ο σταυρός του Χριστού (φευ) ξερριζώνεται και ατίμως
εκβάλλεται. αληθώς έοικε την παρούσαν ζωήν επιλελοιπέναι καθόλου η του Θεού κηδεμονία»47.
       Και μόνον από τα αποσπάσματα αυτά αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο Άγιος Αθανάσιος δεν είχε πολιτικά, αλλά εκκλησιαστικά,
πνευματικά, κίνητρα, όταν στρεφόταν εναντίον του Διαφωτισμού, των ιδεών της Γαλλικής Επαναστάσεως, όταν απέτρεπε τους νέους
από το να σπουδάσουν στην Ευρώπη48.
Όλα τα αντιδιαφωτιστικά του συγγράμματα έχουν απολογητικό χαρακτήρα. απολογούνται και αναιρούν τις κατά του Χριστιανισμού, της
Εκκλησίας, κατηγορίες των αθέων, εναντίον του κλήρου, των μοναχών, των αγίων ηθών και εθίμων, των παραδεδομένων αξιών.
Σήμερα μάλιστα που η Ευρώπη αρχίζει να υιοθετεί το μοντέλο του άθρησκου, του λαϊκού κράτους της Γαλλίας, και πολλοί από τους
ηγέτες της δεν θέλουν ούτε να μνημονεύεται το χριστιανικό παρελθόν της, δεν θέλουν στις ταυτότητες των πολιτών ούτε την ένδειξη της
θρησκείας, και όλοι οι θεσμοί αποχριστιανίζονται και φθείρονται με οφθαλμοφανείς τις συνέπειες στην πνευματική ευστάθεια και
ισορροπία, ο λόγος του Αθανασίου καταντά επίκαιρος και προφητικός.
Θέτει μάλιστα προ των ευθυνών μας όλους για την έλλειψη αγωνιστικού προφητικού πνεύματος, όταν πλέον όχι μόνο ένα έθνος, η
Γαλλία, αλλά ο κόσμος ολόκληρος στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης της Νέας Εποχής, φαίνεται να εκδιώκει τον Χριστό και να
εγκαθιστά τον Αντίχριστο, στην σκέψη, στην συμπεριφορά, στην νοοτροπία των ανθρώπων.
Μήπως δεν εξάγουν και τώρα οι μεγάλοι την αθεΐα, εν ονόματι της ελευθερίας των λαών, για να τους επιβάλουν χειρότερη πνευματική
και πολιτική καταπίεση;
 
β'. Δογματική - Αντιρρητική - Πολεμική
       Το ίδιο αναλογικά ισχύει και για τον άλλο χώρο, όπου ο Άγιος Αθανάσιος είναι αντιδυτικός, τον χώρο δηλαδή των δογμάτων, της
διδασκαλίας της Εκκλησίας, όπου εδώ έχει αντιπάλους όχι τους Διαφωτιστάς, αλλά τον Παπισμό και τους μισσιοναρίους του, οι οποίοι
εκμεταλλευόμενοι την αμάθεια και την φτώχεια των υποδούλων Ορθοδόξων, επεδίωκαν να τους αποσπάσουν από την Ορθόδοξη
Εκκλησία και να τους προσδέσουν στον Παπισμό.
Όπως ο Διαφωτισμός έτσι και ο Παπισμός είναι ουσιαστικά ανθρωποκεντρισμός· εξήρτησε τα πάντα από τον αλάθητο άνθρωπο της
Ρώμης, τον πάπα, και εξοβέλισε το συνοδικό σύστημα διοικήσεως της Εκκλησίας, που λειτουργεί συμμετοχικά, συμπεριλαμβάνοντας
το πλήρωμα της Εκκλησίας, κλήρο και λαό.
Εισήγαγε τον σχολαστικισμό και την φιλοσοφία στη Θεολογία, αγνοώντας και καταργώντας την Χάρη του Αγίου Πνεύματος, όπως αυτό
φάνηκε στην σύγκρουση του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά με τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό, εκπρόσωπο της Αναγεννήσεως και πρόδρομο
των Διαφωτιστών, προσέδωσε ποινικό και νομικό χαρακτήρα στην πνευματική ζωή και με τις δυνατότητες των δογμάτων, του
πρωτείου και του αλαθήτου μετέβαλε και άλλαξε τα πάντα στην διδασκαλία της Εκκλησίας, εισάγοντας πάμπολλες καινοτομίες και
αιρέσεις, αντίθετες προς την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Το ίδιο ακριβώς ισχύει και εδώ. έξω οι προφήται, έξω οι Απόστολοι, έξω οι Πατέρες, έξω ο Χριστός, έξω η Εκκλησία.
Ο Διαφωτισμός άλλωστε είναι τέκνο του Παπισμού, όπως και ο Προτεσταντισμός.
       Ο Αθανάσιος αντιμετωπίζοντας τον Παπισμό προέβαλλε τους αγώνες των μεγάλων αγίων και την σχετική διδασκαλία τους.
Τα έργα του «Ο Παλαμάς εκείνος», στο οποίο μεταφράζει και σχολιάζει τον βίο του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, του Αγίου Φιλοθέου
Κοκκίνου, και «Αντίπαπας», όπως ονομάζει τον Άγιο Μάρκο Εφέσου τον Ευγενικό, αυτόν τον σκοπό εξυπηρετούν.
Στο περίφημο δογματικό του σύγγραμμα, την «Επιτομήν των θείων της πίστεως δογμάτων», εκθέτει με λόγο θετικής διδαχής τα
δόγματα της Εκκλησίας με βάση την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων, ακολουθώντας αντίστοιχο έργο του Ευγενίου Βουλγάρεως, το
«Θεολογικόν», δεν παραλείπει όμως να τονίσει σε κάθε συνάφεια τις αιρετικές αποκλίσεις των Λατίνων και των Λουθηροκαλβίνων,
όπως ονομάζει τους Προτεστάντες.
Και επειδή οι διαφορές δεν είναι πάντοτε κατανοητές, και πολλοί δεν αντιλαμβάνονται γιατί είμαστε χωρισμένοι και διηρημένοι οι
Χριστιανοί, δεν παραλείπει στο έργο του «Ουρανού κρίσις» να επικαλεσθεί την ετυμηγορία των ουρανών, την γνώμη του Θεού για τον
Παπισμό και την Ορθοδοξία, διηγούμενος το θαύμα του Αγίου Σπυρίδωνος στην Κέρκυρα, όταν ο Βενετός ηγεμών θέλησε, διά της βίας
να οικοδομήσει "αλτάρι", αγία τράπεζα, μέσα στον ορθόδοξο ναό του Αγίου.
Η βεβήλωση αυτή του ορθοδόξου ναού από το παπικό «αλτάρι» προκάλεσε την τιμωρητική θαυματουργό επέμβαση του Αγίου
Σπυρίδωνος, η οποία θεωρήθηκε ως «Ουρανού κρίσις».
       Κατηγορούσαν επί της εποχής του οι Ρωμαιοκαθολικοί, οι παπισταί, όπως τους λέγει, την Ορθόδοξη Εκκλησία ως αιρετική και
σχισματική, ότι έπαυσε πλέον να παράγει αγίους και ότι μόνον αυτοί αποτελούν την Μία, Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, στην
οποία έπρεπε να επιστρέψουν, για να σωθούν.
Είναι γνωστός ο προσηλυτισμός που ασκήθηκε επί Τουρκοκρατίας εις βάρος των Ορθοδόξων, ιδιαίτερα μέσω του φοβερού
μηχανισμού της Ουνίας, όταν διεπίστωσαν ότι αποτυγχάνουν ο βίαιος εκλατινισμός, που επεβλήθη με τις σταυροφορίες σ' ολόκληρη
την Ανατολή, και ο προσωπικός προσηλυτισμός, ο οποίος απαιτεί πολύ κόπο και έχει μικρή απόδοση49.
Οι κατηγορίες και οι συκοφαντίες εναντίον Αγίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας είχαν οργανωθή άριστα από τους Ιησουίτες, όπως αυτό
φαίνεται στο βιβλίο του Φραγκίσκου Ροσιέρου «Τάργα», το οποίο ντρέπεται κανείς και να διαβάσει . από την αρχή διαπιστώνει τις
απίστευτες κατηγορίες και συκοφαντίες εναντίον μεγάλων Αγίων της Εκκλησίας, όπως του Αγίου Φωτίου, του Αγίου Μάρκου του
Ευγενικού, του Αγίου Νείλου Καβάσιλα, του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά κ.ά.
Δεν είναι εύκολο στους πολλούς, όταν μάλιστα στερούνται θεολογικής παιδείας, να καταλάβουν τις θεολογικές διαφορές μεταξύ
Ορθοδοξίας και Παπισμού και να διαπιστώσουν πού βρίσκεται η αλήθεια, και αν δικαιολογείται ο χωρισμός και η διαίρεση του
χριστιανικού κόσμου.
Η δυσκολία αυτή υπάρχει μέχρι σήμερα και την ζήσαμε προ ολίγου, το 2001, με τις αντιπαραθέσεις και τους αγώνες εναντίον της
επισκέψεως του πάπα στην Αθήνα, όπως και με την βυζαντινή Θεία Λειτουργία που ετέλεσε ο Οικουμενικός πατριάρχης στον ναό του
Αγίου Απολλιναρίου στη Ραβέννα, κατά την οποία μετέδωσε την θεία κοινωνία και σε Ρωμαιοκαθολικούς πιστούς, τον Μάιο του 2002.

       Επειδή λοιπόν είναι δύσκολη η εύρεση της αλήθειας και μάλιστα σε εποχές απιστίας και σκληρύνσεως, επιτελεί ο Θεός θαύματα,
όπως έγινε στην Κέρκυρα μετά την απελευθέρωσή της από τους Τούρκους εκ μέρους των Βενετών το 1716.
Αυτό το θαύμα θεωρεί ο Άγιος Αθανάσιος ως «Ουρανού κρίσιν».
Λέγει ότι ο ηγεμών της Κερκύρας, θέλοντας να ευχαριστήσει τον Άγιο Σπυρίδωνα για την απελευθέρωση της πόλεως και μετά από
συμβουλή παπικού θεολόγου, αποφάσισε να οικοδομήσει μέσα στον ορθόδοξο ναό του Αγίου λατινική αγία τράπεζα, «ένα Αλτάρι
μαρμάρινον πολύτιμον, διά να λέγεται καθ' εκάστην εκεί μέσα και μία λατινική λειτουργία, και η εξοχότης σου να ακούης λειτουργίαν της
γλώσσης σου, όταν εις τους διωρισμένους καιρούς παρουσιάζης εκεί», όπως αποδίδει την συμβουλή του θεολόγου ο Άγιος Αθανάσιος
Πάριος.
Παρά τις επανειλημμένες εμφανίσεις του Αγίου Σπυρίδωνος κατ' όναρ στον Βενετό ηγεμόνα, με τις οποίες τον απέτρεπε από την
πραγματοποίηση του σχεδίου, ως και τις παρακλήσεις των ορθοδόξων ιερέων, και του λαού, ο ηγεμών επέμενε στην κατασκευή του
παπικού αλταρίου· όταν λοιπόν κατά την ορισμένη ημέρα επρόκειτο να αρχίσουν οι τεχνίτες να εργάζονται, ο φύλακας του ηγεμονικού
παλατίου είδε ένα μοναχό, μέσα σε αστραπές και βροντές, να κατευθύνεται προς το παλάτι κρατώντας αναμμένο δαυλό. τον ερώτησε
ποιος είναι και απήντησε ότι ονομάζεται Σπυρίδων σε λίγο το παλάτι έγινε παρανάλωμα του πυρός, μέσα στο οποίο βρήκαν τραγικό
θάνατο και ο ηγεμών και ο σύμβουλος θεολόγος.
       Παρουσιάζοντας το θαύμα αυτό στο ειδικό βιβλίο του «Ουρανού κρίσις» ο Άγιος Αθανάσιος λέγει ότι δεν είναι ένα απλό θαύμα
«αλλά κατά αλήθεια μία αδέκαστος του ουρανού κρίσις.
Κρίσις με την οποίαν ο ουρανός άνωθεν έδειξε σήμερον ποία από τας δύω εκκλησίας βαστά την θείαν αλήθειαν, ήγουν, ποία από τας
δύω κρατά απαρασάλευτα τα θεοπαράδοτα και αποστολικά δόγματα, και τας αποστολικάς και πατρικάς παραδόσεις, και ποία ηθέλησε
και ανέτρεψεν αυτά όλα και με τας κακάς της καινοτομίας έγινεν αφορμή η μία εκκλησία να σχισθή εις δύω εναντίας και πολεμίας
αναμεταξύ των...
Οι φιλονεικίαις όλαις, λέγω, σήμερον έλαβον τέλος. σήμερον ο ουρανός άνωθεν, διά της δεξιάς του άνωθεν και εξ αρχής μεγάλου
προστάτου της Ορθοδοξίας θείου Σπυρίδωνος, ολοφάνερα και καθαρώτατα απεφάσισε, πώς η ανατολική εκκλησία είναι ορθόδοξος,
ευσεβεστάτη, αποστολική και αγία· η δε δυτική εκ του εναντίου είναι κακόδοξος, αιρετική, δυσσεβεστάτη, παπιστική και ακάθαρτος» 50.

       Πώς να μη παραλληλίσει κανείς την καθαρή, πατερική, ομολογητική αυτή στάση του Αγίου Αθανασίου, με την απαράδεκτη και
προδοτική της πίστεως στάση πολλών σημερινών πατριαρχών, αρχιεπισκόπων, αρχιερέων, οι οποίοι όχι μόνο δεν θα διενοούντο ποτέ
να αποκαλέσουν την δυτική εκκλησία «κακόδοξη, αιρετική, δυσεβεστάτη, παπιστική και ακάθαρτη», αλλά αντίθετα διδάσκουν ότι ο
Παπισμός δεν είναι αίρεση, το Filioque είναι θεολογούμενο, και συνωθούνται συμπροσευχόμενοι και κοινωνούντες με τους αιρετικούς
μέσα σε παπικούς ναούς, γύρω από παπικά αλτάρια;
Αν λησμόνησαν και έθαψαν αυτήν την κρίση του Ουρανού που ετελέσθη «διά της δεξιάς του άνωθεν και εξ αρχής μεγάλου προστάτου
της Ορθοδοξίας θείου Σπυρίδωνος», δεν πρέπει, να ξεχνούν το διαρκές θαύμα, την διαρκή κρίση του ουρανού, που κραυγάζει μέσα
από τα επί αιώνες άφθαρτα άγια σκηνώματα των τριών Αγίων της Επτανήσου, του Αγίου Σπυρίδωνος στην Κέρκυρα, του Αγίου
Διονυσίου στην Ζάκυνθο και του Αγίου Γερασίμου στην Κεφαλλονιά.
Είναι εκεί και οι τρεις βιγλάτορες της Ορθοδοξίας, φυλάγουν τα θαλάσσια σύνορα Ορθοδοξίας και πλάνης, Ορθόδοξης Ανατολής και
αιρετικής Δύσης, όπως φυλάγουν τα βορεινά σύνορα στη στεριά οι δεινοπαθήσαντες και δεινοπαθούντες από την παπική διπλωματία
Ορθόδοξοι Σέρβοι.
Ανθρώπινα φαίνεται εύκολο να δρασκελίσεις αυτά τα σύνορα και να βρεθείς από την Αθήνα ή από την Κωνσταντινούπολη στην Ρώμη.
Πνευματικά όμως ποιος μπορεί να τα βάλει με τους νόμους της θείας κυβερνητικής, ποιος θα αθετήσει την «Ουρανού κρίσιν», ποιος θα
μετακινήσει τα σύνορα της Ορθοδοξίας, «τα όρια, α έθεντο οι Πατέρες», και θα αγνοήσει τους Αγίους που τα φρουρούν;
 
γ'. Αγιολογία - Λειτουργική
       Απομένουν άλλοι δύο βασικοί θεολογικοί χώροι, στους οποίους ο Άγιος Αθανάσιος προσέφερε πολλά· η Αγιολογία και η
Λειτουργική. Προέβαλλε βίους αγίων, ιδιαίτερα μαρτύρων και νεομαρτύρων, για πολλούς από τους οποίους συνέθεσε ο ίδιος θαυμάσιες
ακολουθίες.
Το «Νέον Χιακόν Λειμωνάριον» οφείλει πολλά στην γραφίδα του Αγίου Αθανασίου. Μνημονεύσαμε ήδη την ακολουθία του Αγίου
Μακαρίου Κορίνθου, υπάρχουν δε και άλλες σε άλλους αγίους· του Αγίου Ελευθερίου, του Αγίου Κλήμεντος Βουλγαρίας, της Αγίας και
Μεγάλης Οικουμενικής Συνόδου, της Αγίας Θεοκτίστης της Πάρου, των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, της Αγίας Μαρίνης. Ας
επαναλάβουμε εδώ τα δύο μεγάλα έργα του που αναφέρονται σε δύο μεγάλους αγίους· το «Ο Παλαμάς εκείνος» στον Άγιο Γρηγόριο
Παλαμά, και το «Ο Αντίπαπας» στον Άγιο Μάρκο Ευγενικό.
Εκπλήσσει η θεολογική του εμβρίθεια και η γνώση της λειτουργικοκανονικής παραδόσεως, όταν αναλαμβάνει να δώσει ερμηνείες και
εξηγήσεις σε δύσκολα λειτουργικά και κανονικά θέματα, όπως η απαγόρευση της γονυκλισίας κατά τις αναστάσιμες ημέρες,
ο Μ. Αγιασμός, ο αναβαπτισμός των Λατίνων, το βάπτισμα ανάγκης από λαϊκούς και άλλα.
Υπάρχουν θαυμάσιες επίσης ομιλίες του στην Μεταμόρφωση, στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, στον Τίμιο Σταυρό, στην Αγία
Παρασκευή, στον Άγιο Γεώργιο, στην Αγία Αικατερίνη, στην Αγία και Μεγάλη Παρασκευή στον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, στον Μ.
Αθανάσιο, στην Αγία Ματρώνα, σε ρητά του Ευαγγελίου51.
 
Επίλογος
       Χρονικά δεν απέχει πολύ από την εποχή μας ο Άγιος Αθανάσιος, αλλά και θεολογικά είναι επίκαιρος και Χρήσιμος, διότι πολλά
από τα θέματα με τα οποία ασχολήθηκε εξακολουθούν να απασχολούν την Εκκλησία και την Θεολογία και μάλιστα με μεγαλύτερη
ένταση και μεγαλύτερο βαθμό επικινδυνότητος.
Ο αθεϊστικός Ουμανισμός δεν περιορίζεται πλέον σε ομάδες διανοουμένων, αλλά έχει γίνει καθολική πράξη ζωής· η Γαλλική
Επανάσταση έχει προσλάβει παγκόσμιες διαστάσεις και το λαϊκό άθρησκο κράτος έχει γίνει το κυριαρχικό μοντέλο διακυβερνήσεως
των λαών.
Ο Παπισμός και ο Προτεσταντισμός που ευθύνονται γι' αυτές τις εξελίξεις, αντί να κάνουν αυτοκριτική και να μετανοήσουν,
επιστρέφοντες στον Αποστολικό και Πατερικό δρόμο της Ορθοδοξίας, επειδή στις δικές τους γεωγραφικές περιοχές δεν βρίσκουν
πλέον ζωτικό χώρο, αφού η Δύση έχει αποχριστιανισθή, ασκούν πιέσεις προς την Ανατολή να τους μιμηθεί ή ασκούν ακόμη και
προσηλυτισμό, ώστε να μην υπάρχει μέτρο συγκρίσεως και απορρίψεώς τους.
       Το 2013 συμπληρώνονται διακόσια χρόνια από την οσιακή κοίμηση του Αγίου Αθανασίου στα αγιοβάδιστα χώματα της Χίου.
Εύλογο προβάλλει το καθήκον είτε της γενετείρας του της Πάρου, είτε της Χίου, που τον εδέχθη και εν ζωή και μετά θάνατον, να
τιμήσουν πρεπόντως αυτήν την επέτειο με κατάλληλες εορτές και εκδηλώσεις.
Υπάρχουν πλέον στην έρευνα νέα στοιχεία, νηφάλιες εκτιμήσεις, που αποκαθιστούν και βελτιώνουν την εικόνα του. Η έκδοση των
«Απάντων» του από το Ιερό Προσκύνημα Εκατονταπυλιανής της Πάρου, που βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο, θα έχει μέχρι τότε
ολοκληρωθή, συν Θεώ και θα βοηθήσει τα μέγιστα την ιστορική και θεολογική έρευνα.
       Θα τελειώσω με αναφορά σε μια απτή προσφορά του Αγίου Αθανασίου στο νησί της Χίου, το οποίο παρά την θύελλα του
τουρισμού και της εκκοσμίκευσης εξακολουθεί να κρατά τα ήθη και τα έθιμα, τους θησαυρούς της Ορθοδόξου Πίστεως και ζωής.
Εντυπωσιάσθηκα, όταν προ ετών ευρεθείς στο Ηράκλειο Κρήτης άκουσα την παραδοσιακή χορωδία «Ιωνία Αηδών» με μαέστρο την
Χιώτισσα Κική Καγιάβα να αποδίδει το χιώτικο δημοτικό τραγούδι «Είμαστε(ν) Πυργούσοι».
Δύο από τις στροφές του θα έκαναν τον Άγιο Αθανάσιο να καυχάται ότι οι αγώνες του για την Ορθοδοξία και η κριτική του στάση
απέναντι στους Φράγκους δεν πήγαν χαμένα:
 Και όποιος χωριανός ξενιτεμένος έρτει με τα Φράτζικα ντυμένος
άμα εν φορεί(ν) την φορεσά μας εμείς εν τον θέλουμε(ν) κοντά μας.
 
Όλα μας τα ρούχα(ν) εις τον αργαλειό(ν) η χρυσή(ν) κοπέλλα μας τα 'φαίνει
κι άμα υμνωθούσιν όλοι μες' την Χιό(ν) εμείς μόνο θάμαστε(ν) ντυμένοι.
 
 1.    L. Petit, «Athanase de Paros», Dictionnaire de Theologie Catholique, τ. 2, 2189.
 2.    Τις απόψεις των ερευνητών για το ακριβές έτος της γεννήσεώς του βλ. εν Δ. Οικονομίδου, «Αθανάσιος ο Πάριος (1721 -1813)», Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών
Μελετών 1 (1961) 347 ε.
 3.    Bλ. σχετικώς Αρχιμ. Νικολάου Αρκά, Αθανάσιος ο Πάριος, Αθήναι 1960, σελ. 25.
 4.    Bλ. περισσότερα εις Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Επόμενοι τοις θείοις πατράσι. Αρχές και κριτήρια της Πατερικής Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1997 2, σελ. 93 ε.
Του ιδίου, Φραγκέψαμε. Η ευρωπαϊκή μας αιχμαλωσία, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 195 ε.
 5.    Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των Ιερώς ησυχαζόντων 1, 1 εν Π. Χρήστου, Γρηγορίου Παλαμά Συγγράμματα, Θεσσαλονίκη 1962, τ. 1, σελ. 359.
 6.    Αυτόθι, σελ. 321.
 7.    Γρ. Παπαμιχαήλ, Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Πετρούπολις1911, σελ. 21. Περισσότερα βλ. εις Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Θεολόγοι της Θεσσαλονίκης,
Θεσσαλονίκη 19972, σελ. 77 εε.
 8.    Βλ. περιοδικό «Ο Σωτήρ», τεύχ. 1540 (26.1.1994)
 9.    Βλ. περιοδικό «Πρόθεσις», τεύχ. 4 (Ιανουάριος 1996) 16.
 10.  Αυτόθι, σελ. 18.
 11.  Από την πλούσια βιβλιογραφία για τους δύο τελευταίους μνημονεύουμε ενδεικτικώς τα περιεκτικά και συγκροτημένα έργα των: Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου,
Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Ο βίος και τα έργα του 1749-1809, Αθήναι 19782 και Κ. Παπουλίδη, Μακάριος Νοταράς (1731-1805) αρχιεπίσκοπος Κορινθίας, Αθήναι 1974
[Εκκλησιαστικαί Εκδόσεις Εθνικής Εκατονπεντηκονταετηρίδος 14]. Στην ίδια σειρά με το προηγούμενο εξεδόθησαν επίσης το έργο της Αθηνάς Καραμπέτσου, Αθανάσιος ο
Πάριος, Αθήναι 1974, αριθμ. 15 και Κ. Παπουλίδη, Το κίνημα των Κολλυβάδων, Αθήναι 1991 2, αριθμ. 7. Για τον Αθανάσιο Πάριο έχουν εκπονηθή στη Θεολογική Σχολή
Θεσσαλονίκης δύο ενδιαφέρουσες διπλωματικές εργασίες, με πολύ καλή βιβλιογραφική ενημέρωση και επιστημονική συγκρότηση · του Διονυσίου Τσεντικόπουλου, Ο
Αθανάσιος Πάριος ως θεολόγος, Θεσσαλονίκη 1995 και του Αθ. Καλαμάτα, Αθανάσιος Πάριος (1721 -1813). Βίος - Δράση - Συγγράμματα. Συμβολή στην εκκλησιαστική
Ιστορία του 18ου αι., Θεσσαλονίκη 1994.
 12.  Για την εναντίον του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά πολεμική της παλαιάς αλλά και της σύγχρονης δυτικής έρευνας βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Θεολόγοι της
Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 19972, σελ. 105 ε., 114 ε.
 13.  Ιερομονάχου Αθανασίου του Παρίου, Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ο Αντίπαπας (ο Άγιος Μάρκος Εφέσου), Θεσσαλονίκη 1981, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», σελ.
27 και 260.
 14.  Για το συγγραφικό έργο του Αγίου Αθανασίου υπάρχουν στοιχεία στις μνημονευθείσες ήδη γι' αυτόν μελέτες, όπως και στην πρόσφατη μελέτη του π. Γεωργίου
Μεταλληνού, Αθανάσιος Πάριος (1721-1813). (Εργογραφία - Ιδεολογία - Βιβλιογραφικά), Αθήναι 1995.
 15.  Ένθ' ανωτ., σελ. 43-45.
 16.  Κ. Σάθα, Νεοελληνική Φιλολογία. Βιογραφία των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων από της καταλύσεως της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μέχρι της Ελληνικής
Εθνεγερσίας (1453-1821), Αθήναι 1869, σ. 632. Δ. Τσεντικοπούλου, ένθ' ανωτ., σελ. 47.
 17.  Μ.-J. Le Guillu, Ο. P., «La renaissance spirituelle du XVIIIe siecle», Istina 1 (1960) 114-115. L. Petit, «Athanase de Paros», Dictionnaire de Theologie Catholique, τ. 2,
2189. Αρχιμ. Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Η Φιλοκαλική Αναγέννηση του XVIII και XIX αι. και οι πνευματικοί της καρποί, Αθήναι 1984. Γράφει ο μητροπολίτης Αμφιλόχιος,
αυτόθι, σελ. 7-8: «Το φιλοκαλικό κίνημα, γνωστό ως το "κίνημα των κολλυβάδων", είναι από τα πιο αξιόλογα πνευματικά φαινόμενα και από τις πιο γόνιμες πνευματικές
κινήσεις μέσα στους κόλπους της Ορθοδοξίας την εποχή της Τουρκοκρατίας. Το φαινόμενο αυτό δεν έχει μελετηθή ως τώρα όσο πρέπει. Πολλές δε φορές έχει και
παρερμηνευθή... Πιστεύω ότι οι καιροί έχουν ωριμάσει και η ιστορική έρευνα της εποχής εκείνης έχει τόσο προχωρήσει, ώστε μπορούμε να αντικαταστήσουμε την
παραπλανητική αυτή ονομασία με μια άλλη ικανή να συμπεριλάβη τις διαστάσεις του κινήματος και να εκφράση τον εσωτερικό πυρήνα του και το πραγματικό νόημά του»·.
 18.  Χαριλάου Τζώγα, Η περί μνημοσυνών έρις εν Αγίω Όρει κατά τον ΙΗ' αιώνα, Θεσσαλονίκη 1969.
 19.  Ιω. Χατζηφώτη, Ο ελληνικός διαφωτισμός προάγγελος του εικοσιένα, Αθήνα 1971, σελ. 22.
 20.  Βλ. Π. Κιτρομηλίδη, «Θύραθεν θεώρηση Αθανασίου του Παρίου», Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου, «Η Εκατονταπυλιανή και η χριστιανική Πάρος», Πάρος 1998,
σελ. 461-462.
 21.  Βλ. σχετικώς Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Θεολόγοι της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 134 ε. Γεωργίου Θεοδωρούδη, Θεία και ανθρώπινη σοφία
κατά την πατερικήν παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1998.
 22.  Βασ. Μακρίδη, «Ορθόδοξη Εκκλησία και φορείς του Διαφωτισμού στον ελληνικό χώρο: Ιδιαιτερότητες μιας σχέσης», Κληρονομία 29 (1997) 196-201.
 23.  G. Podskalsky, Griechische Theologie in der Zeit der Turkentieirschafl, 1453-1821, Munchen 1988, σελ. 42-43. Σημειώνουμε εδώ το εσφαλμένο της χρήσεως του όρου
«Παλαμισμός» για την διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά. Ο Άγιος Γρηγόριος δεν διετύπωσε προσωπική διδασκαλία αλλά αποσαφήνισε και εξέφρασε την
διδασκαλία της Εκκλησίας. Προσωπικές διδασκαλίες διατυπώνουν οι αιρετικοί γι' αυτό και χαρακτηρίζονται με τα ονόματά τους, όπως Απολλιναρισμός, Αρειανισμός,
Νεστοριανισμός. Βέβαια ο Podskalsky με βάση την παπική αντιμετώπιση του Αγίου Γρηγορίου ως αιρετικού χρησιμοποιεί εύλογα και με συνέπεια τον όρο. Λάθος κάνουν
όσοι εκ των Ορθοδόξων τον χρησιμοποιούν, μετατοπιζόμενοι ακρίτως και ανεπιγνώστως εις την ετέραν πλευράν.
 24.  G. Podskalsky, αυτόθι.
 25.  Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πρόλογος εις τα συγγράμματα του εν αγίοις πατρός ημών Γρηγορίου του Παλαμά», Εκκλησιαστική Αλήθεια 4 (1883-84) 95-101. Βλ. σχετικώς
Σωφρονίου Ευστρατιάδου, «Νικόδημος ο Αγιορείτης», Μακεδονικά 1 (1940) 40-43. Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Ο βίος και τα έργα
του, 1749-1809, Αθήναι 19782, σελ. 208ε.
 26.  Σπυρίδωνος Λαυριώτου, «Βίος και πολιτεία και αγώνες διά δόξαν της ημών Εκκλησίας τελεσθέντες παρά του οσιολογιωτάτου και μακαρίτου και αοιδίμου Νικοδήμου
μοναχού, συγγραφέντες δε παρά του εν Χριστώ αδελφού του Ευθυμίου ιερομονάχου», Γρηγόριος Παλαμάς 5 (1921) 112. Τις ατέλειες και επεμβάσεις στο κείμενο του βίου
που έκανε ο Σπυρίδων Λαυριώτης διορθώνει ο Μοναχός Νικόδημος Μπιλάλης σε νέα έκδοση του βίου με τίτλο: Ο πρωτότυπος βίος του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου
(1749-1809). Γραμμένος το 1812-13 από τον παραδελφό του Ιερομόναχο Ευθύμιο. Κριτικό κείμενο, εισαγωγή, επιμέλεια Αγιορείτου Μοναχού Νικοδήμου (Μπιλάλη),
έκδοση ενάτη (9η) (επαυξημένη και βελτιωμένη), του Συλλόγου «Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης», Αθήναι 1996.
 27.  Ενθ' ανωτ., σελ. 100. Ο συντάξας το μικρό εισαγωγικό σημείωμα στην έκδοση του Προλόγου, μάλλον ο Μ. Γεδεών, γράφει ότι «οι κατά Βαρλαάμ λόγοι μετεγράφησαν
εκ χειρογράφου της Βιβλιοθήκης του εν Θεσσαλονίκη ελληνικού γυμνασίου, εξ ης, αν μη απατώμεθα, μεταγράψας εξέδωκε λόγους τινας ο μακαρίτης Σοφοκλής Κ.
Οικονόμος», Αυτόθι, σελ. 93.
 28.  Περί της αληθούς φιλοσοφίας ή Αντιφώνησις, προς τον παράλογον ζήλον των από της Ευρώπης ερχομένων φιλοσόφων και επί αφιλοσοφία το ημέτερον γένος
ανοήτως οικτειρόντων. Τούτοις προσετέθη και Παραίνεσις προς τους αδεώς πέμποντας εις Ευρώπην τους παίδας. Αμφότερα συγγραφέντα υπό Ναθαναήλ Νεοκαισαρέως
του εν τω Αγίω Όρει ησυχάζοντος, έκδοσις δευτέρα, εν Ερμουπόλει 1866, σελ. 45-46.
 29.  Νικοδήμου Αγιορείτου, Πρόλογος, ένθ' ανωτ., σελ. 96.
 30.  Μακαρίου του Χρυσοκεφάλου, αρχιεπισκόπου Φιλαδελφείας, Λόγοι Πανηγυρικοί ιδ', Εισαγωγή Αρχ. Ειρηναίου Δεληδήμου, εκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1989,
σελ. 49-51.
 31.  Η νέα έκδοση του θαυμασίου αυτού έργου, που έγινε στην Θεσσαλονίκη από τον εκδοτικό οίκο «Ορθόδοξος Κυψέλη» του Στυλιανού Κεμεντσετζίδη, παρέλειψε όλα τα
προ του βίου υμνολογικά κείμενα, προφανώς για να περιορισθεί η έκταση του τόμου, στον οποίο περιελήφθη και άλλο εκτενές έργο του Αγίου Αθανασίου «0 Αντίπαπας»,
όπως χαρακτηρίζεται ο Άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός.
 32.  Λόγοι Πανηγυρικοί ΙΔ', του Πανιερωτάτου Αρχιεπισκόπου Φιλαδέλφειας και ποιμενάρχου πάσης Λυδίας, καθολικού κριτού των Ρωμαίων Κυρού Μακαρίου
Χρυσοκεφάλου, νυν πρώτον τύποις εκδοθέντες αναλώμασι του θεοφιλεστάτου και ελλογιμωτάτου Επισκόπου Ηλιουπόλεως και Θυατείρων και ευπατρίδου της
μεγαλοπόλεως Θεσσαλονίκης Κυρίου Λεοντίου εις μνημόσυνον των εαυτού γεννητόρων. Οις και έτερ' άττα προσετέθησαν, οίον βίος του εν αγίοις πατρός ημών Λεοντίου
Πατριάρχου Ιεροσολύμων, μετά τινων κεφαλαίων των αυτού θεολογικών. Θαύμα τι πεπραγμένον παρά του Ευαγγελιστού Ιωάννου εις τον Μαλαξόν εν Κρήτη, και υπ' αυτού
εκτεθέν εις δόξαν Θεού και του θείου Ευαγγελιστού. Τούτοις άπασιν επισυνήπται και λόγος τις εν απλή τη φράσει, εκφωνηθείς εν Θεσσαλονίκη κατά την ημέραν τούτ' έστι
την δευτέραν Κυριακήν της Αγίας Τεσσαρακοστής, εν η λαμπρώς επιτελείται η μνήμη του θείου Γρηγορίου του Παλαμά.
 33.  Μακαρίου Χρυσοκεφάλου, ένθ' ανωτ., σελ. 51-52.
 34.  Αθανασίου Καλαμάτα, «Ένας άγνωστος λόγος του Αθανασίου Παρίου για τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά», Γρηγόριος Παλαμάς, τεύχος 765 (1996) 1195-1218.
 35.  Επιτομή είτε Συλλογή των θείων της πίστεως δογμάτων, μετά πάσης επιμελείας κατ' επιτομήν φιλοπονηθείσα, υπό του εν Ιερομονάχοις ελαχίστου, Αθανάσιου του
Παρίου, και ότι μάλιστα επισταμένως και επιμελώς θεωρηθείσα υπό του Πανιερωτάτου και Σεβασμιωτάτου αγίου πρώην Κορίνθου Κυρίου Κυρίου Μακαρίου Νοταρά... Εν
Λειψία της Σαξωνίας 1806, σελ. 65-66.
 36.  Αυτόθι, σελ. 79, 89.
 37.  Αυτόθι, σελ. 385.
 38.  Για τον Άγιο Μακάριο διαθέτουμε πλέον την πολύ καλή μονογραφία, που συνέγραψε με άριστη γνώση των πηγών και της βιβλιογραφίας και έκδηλη ευλάβεια ο Χιώτης
γνωστός φιλόλογος -εκπαιδευτικός Αντώνιος Χαροκόπος με τίτλο: Ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς μητροπολίτης Κορίνθου (1731 -1805), Αθήναι 2001.
 39.  Βλ. Ιερομονάχου Νικοδήμου Λαυριώτου, «Άγνωστος αυτόγραφος ακολουθία, ποίημα αγίου Αθανασίου του Παρίου, εις τον Άγιον Μακάριον αρχιεπίσκοπον Κορίνθου
τον Νοταράν και έτερα έργα αυτού εν τη Βιβλιοθήκη της Μεγίστης Λαύρας», εις Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου (Πάρος 29 Σεπτεμβρίου-4
Οκτωβρίου 1998), εκδ. Ιερού Προσκυνήματος Παναγίας Εκατονταπυλιανής Πάρου, της Ιεράς Μητροπόλως Παροναξίας, Πάρος 2000, σελ. 165-206.
 40.  Για την επικαιρότητα της διδασκαλίας του Αγίου Αθανάσιου Παρίου βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, «Η επικαιρότης της διδασκαλίας του Αγίου Αθανασίου,
του Παρίου», εις Η Εκατονταπυλιανή και η Χριστιανική Πάρος, Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου (15-19 Σεπτεμβρίου 1996), έκδ. Ιερού Προσκυνήματος Παναγίας
Εκατονταπυλιανής Πάρου, Ι. Μητροπόλεως Παροναξίας, Πάρος 1998, σελ. 387-400.
 41.  L. Petit, «Athanase de Paros», Dictionnaire de Theologie Catholique,τ. 2,2189. Μ.-J. Le Guillou, Ο. P., «La renaissance spirituelle du XVIIe siecle», Istina 1 (1960) 104-
115.
 42.  G. Potskalsky, Griechische Theologie in der Zeit der Turkenherschaft (1453-1821), Munchen 1988, σελ. 365.
 43.  Χρ. Αραμπατζή, «O Άγιος Αθανάσιος Πάριος στην ιστορική και θεολογική έρευνα», εις Άγιος Αθανάσιος Πάριος, Πρακτικά, ένθ' ανωτ., σελ. 76-77.
 44.  Χρ. Αραμπατζή, Αθανασίου του Παρίου Βιβλιογραφικά, έκδ. Ι. Προσκυνήματος Παναγίας Εκατονταπυλιανής Πάρου, Θεσσαλονίκη 1998.
 45.  Χιακά Εκκλησιαστικά Χρονικά 3 (1958) 12-14,43.
 46.  Αλεξίκακον Φάρμακον, ήτοι πνευματικόν εγχειρίδιον, συντεθέν υπό του διδασκάλου, Αθανασίου του Παρίου. Τύποις δε εκδοθέν επιμελεία του διδασκάλου Σαμουήλ
του εξ Άνδρου. Δαπάνη δε των φιλοχρίστων Ιωάννου και Ηλία, εν Λειψία. Παρά τω Βράϊτκοπφ και Έρτελ 1818, σελ. IV-VIII.
 47.  Απολογία Χριστιανική, συντεθείσα μεν ανωνύμως υπό τινος θεοσεβούς και ορθοδόξου Χριστιανού εις ωφέλειαν των ομογενών. Νυν δε το δεύτερον τύποις εκδοθείσα,
διά φιλοτίμου δαπάνης τινός φιλοχρίστου και ευσεβούς Χριστιανού. Εν Λειψία της Σαξωνίας. Εν τη τυπογραφία του Νάϋμπερτ, 1805, σελ. 9-10, 37.
 48.  Ο τίτλος του σχετικού έργου έχει ως εξής: Αντιφώνησις προς τον παράλογον ζήλον, των από της Ευρώπης ερχομένων φιλοσόφων, δεικνύσα, ότι μάταιος, και ανόητος
είναι ο ταλανισμός όπου κάνουσι του γένους μας και διδάσκουσα ποια είναι η όντως, και αληθινή φιλοσοφία. Τούτοις προσετέθη, και παραίνεσις ωφελημοτάτη (sic) προς
τους αδεώς πέμποντας τους υιούς των εις την Ευρώπην χάριν πραγματείας, αμφότερα σχεδιασθέντα, και συντεθέντα παρά Ναθαναήλ Νεοκαισαρέως του εν τω αγίω όρει
ησυχάζοντος. Νυν δε πρώτον τύποις εκδοθέντα δαπάνη των εντιμοτάτων Πραγματευτών Κυρίων Ιωάννου Καρακάλλου και Δημητρίου Κοντογόνη των Πελοποννησίων. Εν
Τριεστίω 1802. Παρά Μπράντατζ, και Μπέσεκ.
 49.  Σχετικώς βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Ουνία. Η καταδίκη και η αθώωση, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 55-66.
 50.  Ουρανού Κρίσις, ήτοι θαύμα φρικτόν και εξαίσιον του θαυματουργικωτάτου θείου Σπυρίδωνος, δι' ου τας βουλάς των παρανόμων Παπιστών, εματαίωσε, μη
συγχωρήσας αυτοίς, να εγείρουν Αλτάριον, ήτοι θυσιαστήριον, μέσα εις τον εν τη Κερκύρα άγιόν του Ναόν, συντεθέν, μετά και Ιεράς και επινεικείου ακολουθίας, εις αυτό,
παρά ζηλωτού τινος αδελφού... Εν Λειψία της Σαξωνίας, Εν τη τυπογραφία του Νάϋμπερτ, 1805, σελ. 25.
 51.  Βλ. τους πλήρεις τίτλους των έργων και τα άλλα σχετικά εις Χρ. Αραμπατζή, Αθανασίου του Παρίου Βιβλιογραφικά, ένθ. ανωτ.
 
 "ΚΟΛΛΥΒΑΔΙΚΑ Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης / Άγιος Αθανάσιος Πάριος" / ΕΚΔΟΣΕΙΣ: "Βρυέννιος"
http://www.impantokratoros.gr/4A4EBF5A.el.aspx
Ο «Διαφωτισμός», ο «Φιλελευθερισμός» και ο Κοραής είναι που μας λείπουν;
Ελληνική πολιτική, Σωτήρης Μητραλέξης Σωτήρης Μητραλέξης
Με ενθουσιασμό διαπίστωσα πως ο αγαπητός Akenaton εγκαινίασε διάλογο για τα ουσιώδη.
Σε αυτά τα πλαίσια ας μου επιτραπεί να διατυπώσω αντίρρηση, μήπως καταφέρω να συνεισφέρω στην γονιμότητα του διαλόγου.
Ας είναι μόνο η αρχή! Παίρνω το συγκεκριμένο άρθρο απλώς σαν αφορμή: εκεί εκφράζεται η διαπίστωση ότι όλοι οι λοιποί
προσδιορισμοί της ευρύτερης παράταξης δεξιότερα του κέντρου καταλήγουν σε αδιέξοδο, και «μένει λοιπόν ο Φιλελευθερισμός».
Δεν εντοπίζεται κανένα άλλο νοηματικό περιεχόμενο στον «συντηρητισμό» ως πολιτική ιδεολογία πλην της διατήρησης (συντήρησης)
της ενδημούσας σήψης.
Ερώτηση πρώτη: συντηρητισμός είναι το να συντηρήσεις την κατάσταση της σημερινής Ελλάδας, ή να την αλλάξεις εντελώς; 
Εξ όσων γνωρίζω, οι «συντηρητικές» αξίες, οι αξίες που προτάσσει κατά προτεραιότητα ο «συντηρητισμός», είναι η αξιοσύνη και
αξιοκρατία, η εργατικότητα, η παράδοση-παραδεδομένη πείρα αιώνων, η αξιοπρέπεια, η αξιοπρεπής αυτάρκεια, η φιλοτιμία.
Δεν είναι η διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης. (Φυσικά, η Αριστερά δεν τις… αρνείται αυτές τις αξίες! Το ερώτημα όμως έγκειται
στην ιεράρχηση των προτεραιοτήτων, κ η Αριστερά προτάσσει πρωτίστως άλλες: την κοινωνική δικαιοσύνη, την «πάλη των τάξεων» κλπ)
Το λοιπόν, οι «συντηρητικές» αυτές αξίες είναι ό,τι ενδημεί στον σημερινό ελλαδικό δημόσιο βίο και χρήζει συντηρήσεως, ή ό,τι λείπει
απελπιστικά και το χρειαζόμαστε επειγόντως;
Προς τί η απόρριψη της «συντηρητικής» παράταξης λοιπόν; Πού αλλού στον κόσμο φοβάται αυτή η παράταξη να αυτοαποκληθεί
«συντηρητική»;
Ερώτηση δεύτερη: εκθέτει ο ευφυέστατος αρθρογράφος με την γόνιμη πένα του κάποιους τίτλους ιδεολογιών για να τους απορρίψει
στην συνέχεια, και καταλήγει πως «μένει λοιπόν ο Φιλελευθερισμός».
Μα γιατί το «μενού» των ιδεολογιών μας το σερβίρουν κάποιοι άλλοι, οπότε εμείς απλώς διαλέγουμε από τον μπουφέ τους και ενίοτε
δια της εις άτοπον απαγωγής καταλήγουμε στο «τελευταίο» που «μένει»;
Γιατί δεν μπορούμε να διατυπώσουμε μόνοι μας τον ιθαγενή ιδεολογικοπολιτικό καημό μας, τί παραπάνω έχουν αυτοί από τους
οποίους εισάγουμε ιδεολογίες από δεύτερο χέρι και τον διατυπώνουν-εξάγουν;
Γιατί αυτοκαταδικαζόμαστε εκ προοιμίου στον μιμητισμό, διαλέγοντας από ιδεολογίες που άλλοι έθεσαν πριν από εμάς για εμάς;
Μη φοβάστε το φάντασμα της εσωστρέφειας: με όση τόλμη κι αν αυτοπροσδιοριστεί κάποιος ιδεολογικά, με όση παρρησία κι αν
εκφράσει το όραμά του, πάλι εντάσσεται σε δεδομένο τόπο της τρέχουσας πολιτικής γεωγραφίας και διαλέγεται ευχερώς με όλους τους
άλλους.
Ίσως μάλιστα ευχερέστερα, διότι γνωρίζει καλύτερα ποιός είναι, πού πατά και τί επιζητεί.
Απλώς, όχι με ιδεολογικά ρούχα Prêt-à-Porter, αλλά με τον προσωπικό ράφτη της ζείδωρης ιδεολογικής ετερότητάς του…
(Παρεμπιπτόντως, αυτή δεν υποκαθίσταται με «μεταποιήσεις» και «μπαλώματα» στα έτοιμα ρούχα).
Ερώτηση τρίτη: ο εγκαινιάσας τον γόνιμο διάλογο αρθρογράφος ορίζει τον φιλελευθερισμό ως «ένα σύστημα που είναι κομμένο και
ραμμένο στα μέτρα του Ελληνισμού». Θεμέλιο και ιδρυτική αρχή του φιλελευθερισμού, αν δεν κάνω λάθος, είναι η παντοκρατορία του
φυσικού ατόμου, της «ελευθερίας» του δια των «δικαιωμάτων» του.
Η περιορισμένη, ίσως επιφανειακή και σίγουρα απλώς αφετηριακή προσπάθειά μου για την μελέτη της διαχρονίας του
ελληνικού τρόπου, της ελληνικής πολιτισμικής ιδιαιτερότητας (εκτός κι αν «δεν υπάρχει κάτι τέτοιο», οπότε πάει αλλού το πράγμα) μου
προσπορίζει την αίσθηση ότι ο ελληνισμός στέκεται ακριβώς στους αντίποδες αυτής της κοσμοθεωρίας (και μαρτυρεί ότι η ελευθερία
εντοπίζεται στην σχέση, πολιτικά στην κοινότητα-σύναξη που φανερώνει τον στόχο της συνύπαρξης, η οποία δεν είναι απλώς
«χρηστική» είτε πρόκειται για την αρχαιοελληνική Εκκλησία του Δήμου είτε για το κέντρο της μετέπειτα πολιτικής συνύπαρξης, την
Εκκλησία των πιστών).
Είναι ελληνικός ο φιλελευθερισμός;
Συγκρινόμενος στανικά με κάποια «αντίθετη ιδεολογία», π.χ. τον σοσιαλισμό ή τον κρατισμό γενικότερα, ίσως· μα ποιός έθεσε κατ’
αρχήν αυτές τις συγκρίσεις;
Ο φιλελευθερισμός γεννήθηκε σε κοινωνίες με τελείως διαφορετική κοινωνική εμπειρία και ριζικά άλλους ιστορικούς εθισμούς.
Στην Ελλάδα εμφανίζεται μόνον ως εισαγόμενο προϊόν.
Πόθεν προκύπτει το ότι «ως λαός δώσαμε τις αρχικές ιδέες και τα επιχειρήματα αυτών των ιδεολογικών ρευμάτων»;
Επειδή οι αλλαχού εμπνευστές τους αρέσκονται να εντοπίζουν τις ρίζες των ιδεών τους στους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους (στους
οποίους έχουν αποδοθεί οι πιο αντιφατικές μεταξύ τους ιδέες ανά τους αιώνες), παίρνοντας τη σκιά τους για το μπόϊ τους;
Καλά κάνουν και το πιστεύουν, με γειά τους με χαρά τους, αλλά εμείς γιατί οφείλουμε να το δεχθούμε και να το αναπαραγάγουμε;
Το αν η αναγκαστική αυτοτοποθέτηση ως προς τις διεθνείς αγοραίες ιδεολογίες μας εξωθεί ενίοτε να αυτοπροσδιοριστούμε, εν όλω ή
εν μέρει, ως «φιλελεύθεροι», αυτό είναι άλλη ιστορία, άλλοτε τέκνο της ανάγκης και άλλοτε της οργής.
Άλλο όμως αυτό και άλλο το να εντοπίσουμε στο ολότελα ξένο φόρεμα το πραγματικό μας πρόσωπο!
Όσον αφορά στην σύγκριση αλλά και σύγκρουση συντηρητισμού-φιλελευθερισμού, δεν έχουμε παρά να αντιπαραθέσουμε τα σημεία
όπου αυτοί συγκρούονται για να διαπιστώσουμε ότι η παράταξη δεξιώτερα του κέντρου είναι κυρίως και πρωτίστως συντηρητική στην
βάση της, με την απλή ανοχή πινελιάς φιλελευθερισμού.
Παραδείγματος χάριν: γάμοι ομοφυλοφίλων, ναι ή όχι;,
Πλήρης και άτεγκτος χωρισμός Εκκλησίας-Κράτους τύπου Γαλλίας, ναι ή όχι;
Διάπλαση (συγκεκριμένου) ήθους με πρότυπα συγκεκριμένους ήρωες και μάρτυρες στην δημόσια παιδεία, ναι ή όχι;
Και λοιπά και λοιπά.
Με βάση τα παραπάνω, είναι ή δεν είναι η περίφημη «βάση» σαφώς συντηρητική και σαφώς όχι φιλελεύθερη; 
Μη γίνουμε σαν την Σοβιετική Ένωση, όπου όταν το πολιτ-μπιρό διαφωνούσε με τον λαό… αλλάζαμε λαό!
Ερώτηση τέταρτη: Διαφωτισμός. Κοσμοϊστορικής σημασίας απάντηση στις ιστορικές ανάγκες και στα πνευματικά και ιστορικά
αιτήματα άλλων λαών και άλλων εποχών, σε άλλους τόπους.
Έκτοτε οι λαοί που τόσο ωφελήθηκαν από αυτήν την επανάσταση των συνειδήσεων την αφομοίωσαν, γεύτηκαν τα θετικά της και
βίωσαν τα όριά της, προχώρησαν, προόδευσαν, στάθηκαν κριτικά, απέρριψαν, ξαναδημιούργησαν, πάνε για άλλα. Έχουν περάσει και
κάμποσοι αιώνες.
Κανείς σήμερα στην Ευρώπη δεν προτάσσει τον «Διαφωτισμό» ως σύγχρονο ζητούμενο – πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού ακόμα
και η διαπίστωση των ορίων του και των αδιεξόδων του έχει αναλυθεί μέχρι κορεσμού και έχουμε όλοι προχωρήσει παραπέρα.
Το μεγάλο εθνικό όραμα για την Ελλάδα του 2013 θα είναι να ζήσουμε τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό που δεν ζήσαμε όσο θα έπρεπε;
Live your Enlightenment in Greece? Μα αυτό δεν προτάθηκε ως εθνικό όραμα από τον Σημίτη, τρόπον τινά; (Πέρα από τον Βενιζέλο
πιο πριν, και τον Τρικούπη πιο πριν, και… και… και…)
Το είδαμε αυτό το έργο, τον ζήσαμε τον «εκσυγχρονισμό»!
Όσον αφορά στον Κοραή, τον μη περιγραφέντα μα ευστόχως εικονισθέντα στο άρθρο:
Ο Αδαμάντιος Κοραής προσέφερε εν τέλει με το έργο του πολλά στην Επανάσταση (για την οποία τήρησε αρνητική στάση) και στο
μετέπειτα ελεύθερο ελληνικό κράτος (στο οποίο δεν είχε πατήσει ποτέ ούτε προ απελευθερώσεως ούτε κατόπιν, παρά μόνο ως οστά),
δεν τίθεται θέμα.
Δεν νοιώθουμε την ανάγκη να του αποδώσουμε τον τίτλο που του απέδωσε ο μέγιστος Steven Runciman, αυτόν του «κακού δαίμονα
του Ελληνισμού», ούτε όμως μπορούμε να μεταβούμε στο αντίθετο άκρο της ηρωοποίησής του και της ανάδειξής του σε πρότυπο,
πόσω δε μάλλον στην ανάδειξή του ως ενός εκ των σημαντικώτερων λογίων του γένους, κάτι που επιχειρεί συστηματικά το
μεταπρατικό ελλαδικό κράτος ως κρατική ιδεολογία (οσονούπω και πάλι, με την ονομασία του επερχομένου ομοσπονδιακού υπερ-
πανεπιστημίου των Αθηνών). Αλλά πώς να το κάνουμε, ο άνθρωπος είχε συγκεκριμένη αντίληψη για τον Ελληνισμό και αυτή ήταν η
αποθέωση του μιμητισμού και του μεταπρατισμού, η «Μετακένωση».
Δηλαδή, η μίμηση ως εθνικός στόχος: πραγματικοί συνεχιστές των αρχαίων Ελλήνων είναι οι δυτικοευρωπαίοι, εμείς
εκβαρβαριστήκαμε, άρα για να γίνουμε πραγματικοί Έλληνες πρέπει να μιμηθούμε όσο το δυνατόν πληρέστερα τους Ευρωπαίους.
Όσο περισσότερο τους μιμούμαστε, τόσο περισσότερο Έλληνες γινόμαστε.
Για το ζήτημα υφίσταται εκτενέστατη βιβλιογραφία που δεν διαγράφεται με μια μονοκοντυλιά.

Το δε πολιτικό «παράδειγμα» που προτείνει το σάρκωσε άλλωστε και ο ίδιος:


μετά την απελευθέρωση πολέμησε λυσσαλέα (και ψευδωνύμως!) τον κυβερνήτη Καποδίστρια, ενώ με έναυσμα την δολοφονία αυτού
του «απεχθούς προβλήματος» η ιδεολογική μειονότητα των κοραϊστών (μετά τον θάνατο του ίδιου του Κοραή) στελέχωσε, πρεσβείαις
των πανευτυχών Βαυαρών και ινδαλμάτων τους, σχεδόν ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό, συνεχίζοντας αδιαπτώτως την
αναπαραγωγή της, ως πλειοψηφίας πλέον.
 Ο κοραϊσμός είναι ιδεολογία που διαπερνά στον πυρήνα της σχεδόν κάθε κυρίαρχη ιδεολογία του νεοελληνικού κράτους και βασίζεται
στις εξής αξιωματικές παραδοχές του ίδιου του Κοραή, είτε αυτές εκφράζονται ρητώς από τους συνεχιστές είτε υπορρήτως.
Τις διατυπώνω με παιγνιώδη υπεραπλούστευση με εμπρηστικές διαθέσεις για την συζήτηση που ελπίζω να ακολουθήσει:
(α) η Δύση είναι πάντοτε πρώτη και για την ακρίβεια πιο ελληνική από εμάς, άρα εμάς μας πρέπει μόνο η μίμηση μήπως και
καταφέρουμε να προσεγγίσουμε κάπως το πρωτότυπο.
Τα πεφωτισμένα και λελαμπρυσμένα της Εσπερίας έθνη, τόσο κοντά κι όμως τόσο μακριά στην δική μας ιλαροτραγική οθωμανική
βαρβαρότητα.
Το απόλυτο ιδανικό είναι ένας εκδυτικισμός τον οποίο πάντα κυνηγάμε και ποτέ δεν φτάνουμε. Τρέχα μικρούλη!
(β) Ακόμα και η εισβολή και κατοχή –έστω απλώς πολιτισμική- από αυτά τα ανώτερα όντα της δυτικής Ευρώπης είναι ευκταία, είναι
ευλογία από την οποία θα ωφεληθούμε (το γράφει ξεκάθαρα για τους Γάλλους αυτό, «δεν αντέχουν να βλέπουν την δυστυχία» οπότε…
καταλαμβάνουν).
Πρόκειται για απελευθέρωση που θα μας ξανακάνει πραγματικούς Έλληνες, σαν τους αρχαίους, δηλαδή δυτικοευρωπαίους.
Η επιβολή των τρόπων και των εθισμών των δυτικοευρωπαίων επί του εθνικού μας σώματος συνιστά θεραπεία της αηδιαστικής
αρρώστιας μας, της αρρώστιας μας να είμαστε αυτοί που δυστυχώς είμαστε.
(γ) Οποιαδήποτε άλλη αντίληψη φανερώνει το πόσο οπισθοδρομικοί, καθυστερημένοι και αξιοθρήνητοι είμαστε: έχουμε το Φως δίπλα
μας, στην Δύση, και αντί να το κυνηγάμε το χλευάζουμε.
Θα έπρεπε να ντρεπόμαστε που υπάρχουμε, ο μόνος λόγος για να αναπνέουμε είναι αφ’ ενός το ότι κάποτε περπάτησαν στα ίδια μέρη
οι ένδοξοι αρχαίοι μας πρόγονοι, και αφ’ ετέρου ότι έχουμε την ευλογία να είμαστε κοντά στους μόνους και άξιους συνεχιστές τους,
τους δυτικοευρωπαίους.
Η σωτηρία βρίσκεται στη μίμηση. Για τον Κοραή, ακόμα και το καμπαναριό του χωριού ήταν «καθυστερημένο» μπροστά στο
προοδευτικό ρολόϊ του ευρωπαϊκού χωριού.
Κοίτα, είναι και χρήσιμο! Από τον Στέλιο Ράμφο μέχρι τον Νίκο Δήμου, από τα κρατικά σχολικά βιβλία μέχρι τις αιρετικές πολιτικές
φωνές αμφισβήτησης, από το εκσυγχρονιστικό σημιτιστάν μέχρι την φωτισμένη αστική δεξιά, από το επερχόμενο ομοσπονδιακό υπερ-
πανεπιστήμιο μέχρι τον βλαχοδήμαρχο μεταξύ ρετσινών και μέχρι τους ιδεολόγους της φωτισμένης Αριστεράς, αυτές οι αντιλήψεις
εντοπίζονται παντού και καρμπόν.
Είμαστε που είμαστε καθυστερημένοι, οπισθοδρομικοί, αξιοθρήνητοι που δεν μιμηθήκαμε όταν έπρεπε, ας μιμηθούμε τουλάχιστον
τώρα, έστω και με μερικούς αιώνες καθυστέρηση.
Η Αριστερά στην θεωρία και ιδεολογία της ήταν ούτως ή άλλως ανέκαθεν μεταπρατική και ετερόφωτη:
σαφή πράγματα, ‘ξηγημένα, χωρίς περιθώρια παρεξηγήσεων.
Η πραγματική τραγωδία συντελείται αενάως στον χώρο της Δεξιάς:
οι κεφαλές της ήταν ανέκαθεν μεταπρατικές, βουτηγμένες στην λογική της «μετακένωσης» μέχρι το μεδούλι, ενώ η τάλαινα «βάση» είχε
στο μεγαλύτερο μέρος της ως πρότυπο όχι τον Ευρωπαίο ή τον καρδινάλιο Βησσαρίωνα, αλλά τον θεοείκελο Μακρυγιάννη, αυτόν τον
«οπισθοδρομικό» όλον Λαό (που το ΚΚΕ τον εξωπέταξε από λαϊκό ήρωα μόλις δημοσιεύθηκαν τα τεκμήρια της εκκλησιαστικής του
ευσέβειας).
Και όλο ελπίζει ο λαός ότι θα κλείσει αυτό το αβυσσαλέο χάσμα λόγω των «καλών προθέσεων» της παραταξιακής κορυφής,
αγνοώντας το προφανές: πως αυτές οι δομές δεν αναπαράγονται τυχαία, ούτε παύουν από μόνες τους.
Το μεταπρατικό κράτος (κάποτε του «αγγλικού», «γαλλικού» και «ρωσικού» κόμματος) είναι ξένο απέναντι στον λαό, εχθρικό απέναντι
στην «οπισθοδρομική» υπόστασή του, και ο λαός το αντιλαμβάνεται ως κατακτητή: ονομάζει τους φόρους του «χαράτσια», ευφραίνεται
όταν καταφέρνει να το κλέψει δια της φοροδιαφυγής, αντιλαμβάνεται την διάβρωσή του με την διαφθορά περίπου ως ηρωικό
κλεφταρματολίκι. Μισή ντροπή του λαού, μισή ντροπή του κράτους!
Κλείνοντας θα ήθελα να ευχαριστήσω ξανά από καρδιάς τον αγαπητό Akenaton που άνοιξε μια τέτοια συζήτηση, συνιστά πραγματικό δώρημα.
Έναυσμα για να συζητήσουμε την αναγκαιότητα της πνευματικής μας Παλιγγενεσίας, που θυσιάστηκε εξαιρετικά πρόωρα κάτω από τις
λόγχες της βαυαρικής αντιβασιλείας. Αυτές οι συζητήσεις, συγκρούσεις και ζυμώσεις είναι που δομούν ιδεολογικά πολιτική Παράταξη,
κατ’ αρχήν πάντα και με το ιστορικό τους βάθος, και όχι τα φληναφήματα που διατυπώνονται από τις κομματικές κυψέλες ακριβώς για
να παρακαμφθεί στα γρήγορα το ερώτημα της ιδεολογίας. Αρκετά με τις παρακάμψεις!
Όμως, προσοχή: το διαρκές πνευματικό μας Μνημόνιο δεν αίρεται με εξορκισμούς και φοβέρες, αλλά μόνο με πρωτογενές πνευματικό
πλεόνασμα…  
Περισσότερα: http://www.antibaro.gr/article/7435, Ἀντίβαρο http://www.antibaro.gr/article/7435
Απόπειρες αποκρυφιστικής ερμηνείας του Ησυχασμού

του Πρωτοπρ. Βασιλείου Γεωργοπούλου Δρ. Θ. (α’ μέρος)


Ο άγιος Γρηγόριος, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ο Παλαμάς, ανήκει στις κορυφαίες πατερικές προσωπικότητες της Ορθοδόξου
Εκκλησίας μας. Το πρόσωπό του συναριθμείται στους κορυφαίους προμάχους και εκφραστές της Ορθοδόξου Πίστεως, στους απλανείς
διδασκάλους της αληθινής θεολογίας και θεογνωσίας, αλλά και της προφητικής, αποστολικής και αγιοπατερικής διδασκαλίας και
εμπειρίας του τρόπου θεραπείας της ανθρωπίνης ύπαρξης.
Ο ιερός Πατέρας υπερασπίστηκε και διατύπωσε με ακρίβεια και σαφήνεια το αποστολοπαράδοτο φρόνημα και τρόπο με τον οποίο
είναι δυνατή η αληθής θεογνωσία και κοινωνία του ανθρώπου μετά του Τριαδικού Θεού, έχοντας απέναντι του εκπροσώπους του
ανθρωποκεντρικού ουμανισμού, τους λατινόφρονες και λατίνους της εποχής του, οι οποίοι πολέμησαν τόσο το πρόσωπο του αγ.
Γρηγορίου όσο και την ησυχαστική μέθοδο, ως εκκλησιαστική και αγιοπατερική πρακτική, που είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις θέσεις
του ιερού Πατέρα.
Οι πολέμιοι του, όπως ο Βαρλαάμ, ως γνωστόν, θέλησαν να ταυτίσουν τις θέσεις του με τις αιρετικές διδασκαλίες, των «Μασσαλιανών»
και επινόησαν τους απαξιωτικούς και δυσφημιστικούς όρους «ομφαλοψυχία» και «ομφαλοσκόποι».
Στα νεότερα χρόνια οι Ρωμαιοκαθολικοί και οι Προτεστάντες υιοθέτησαν τον απαράδεκτο όρο «Παλαμισμός»  για να παρουσιάσουν τη
διδασκαλία του αγ. Γρηγορίου ως δήθεν μία ατομική και ιδιόρρυθμου χαρακτήρα διδασκαλία χωρίς να παραιτηθούν της πολεμικής ή και
της κριτικής τους κατά του ιερού πατέρα .
Προσπάθησαν ακόμη να συσχετίσουν τον Ησυχασμό με θρησκευτικές πρακτικές του Ινδουισμού, όπως τη Γιόγκα.
Σχετικά όμως με το πρόσωπο του αγ. Γρηγορίου του Παλαμά και την ησυχαστική μέθοδο, στα νεότερα χρόνια, επιχειρήθηκαν και
διάφορες απόπειρες αποκρυφιστικής προσέγγισης, παρουσίας και ερμηνείας τους, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό που δεν
είναι ευρύτερα γνωστές.
Στα πλαίσια του άρθρου μας αυτού, και έχοντας ως σκοπό μόνο την ενημέρωση, θα επισημάνουμε βασικά σημεία αυτής της
απόπειρας αποκρυφιστικής ερμηνείας του Ησυχασμού, με αναφορά σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα. Εν προκειμένω
είναι αυτονόητο, ότι η συστηματική αναίρεση των αποκρυφιστικών θέσεων ξεφεύγει από τα πλαίσια ενός άρθρου.
Το πρώτο παράδειγμα προέρχεται από το εξωτερικό.
Όπως ήδη αναφέραμε η απόπειρα αποκρυφιστικής ερμηνείας του ησυχασμού δεν είναι γνώρισμα ή πρακτική μόνο ελληνικών
αποκρυφιστικών κύκλων. Στα πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα ανήκει το έργο του Pierre A. Riffard, L' Ésoterisme, ένα έργο το
οποίο αποτελεί για το χώρο του βασικό έργο αναφοράς (Standardwerk) .
Στο έργο αυτό ο Ησυχασμός αφ' ενός μεν θεωρείται κεφάλαιο της δυτικής εσωτεριστικής παραδόσεως, αφ' ετέρου δε, χαρακτηρίζεται
ως χριστιανική Γιόγκα  και επιχειρείται η επισήμανση αναλογιών μεταξύ διαφόρων εκπροσώπων της ησυχαστικής παράδοσης και
Ινδουιστικών πρακτικών.
Στο ίδιο έργο διάφορα φιλοκαλικά κείμενα μέσα από ένα παραμορφωτικό πρίσμα προσέγγισής τους συγκαταλέγονται στα
αντιπροσωπευτικά δείγματα μιας ακόμη μορφής εσωτερισμού, μεταξύ των πολλών, στις διάφορες μορφές της χωροχρονικής του
έκφρασης και εξέλιξής του.
Σε αντίστοιχα πλαίσια και θέσεις, παρουσίαζε τον Ησυχασμό ως κεφάλαιο του δυτικού εσωτερισμού στην χριστιανική του εκδοχή, τη
δεκαετία του 1960 και ο Luc Benoist, στο πολύ μικρότερο ως προς τον όγκο της ύλης έργο του, L' Ésotérisme, που είχε εκδοθεί το
1963 στη σειρά que sais-je?, Les Presses Universitaires de France.
Το δεύτερο παράδειγμα προέρχεται από έναν σημαντικό εκπρόσωπο του ελληνικού αποκρυφισμού τον Νικόλαο Μαργιωρή (1913 -
1993). Ο Ν. Μαργιωρής υιοθετεί ανεπιφύλακτα τον υποτιμητικό όρο ομφαλοσκόποι, ταυτίζει το άκτιστο φως με το Άγιο Πνεύμα και το
χαρακτηρίζει «κυλιόμενο πύρινο ρεύμα».
Στη συνέχεια αναφέρεται εκτενώς στην στάση του σώματος, τονίζοντας ότι ο ομφαλός που εστίαζαν οι μοναχοί το βλέμμα τους, στον
εσωτερισμό χαρακτηρίζεται ως περιοχή «Ηλιακού πλέγματος», όπου σύμφωνα με την εσωτεριστική ανθρωπολογία βρίσκεται «η έδρα
του τέταρτου εγκεφάλου», και ότι μετά το διαλογισμό, που αυτός ανακαλύπτει ότι έκαναν οι μοναχοί, έπιπταν σ' έκσταση.
Η πίστη στο Χριστό, και η ευχή δεν είναι, κατά τον εν λόγω αποκρυφιστή, παρά μόνο «εκχύλισμα δονητικής συγκίνησης»  που
αποβλέπει στην απελευθέρωση, «από τη φυλακή του σώματος της πνευματοψυχής, προς τα Ουράνια Βασίλεια».
Στη συνέχεια παρουσιάζει πλήθος φαντασιών των εσωτεριστών ως ανάλογες θείες εμπειρίες, υποστηρίζει ότι οι Μασσαλιανοί έδωσαν
πολλά στον αγ. Γρηγόριο τον Παλαμά, και επιχειρεί να παρουσιάσει αναλογίες και συσχετισμούς του ακτίστου φωτός με άλλα φώτα
που βλέπουν οι διάφοροι μυστικιστές.
Ομιλεί ιδιαίτερως θετικά για τη σημασία και τη λειτουργία της φαντασίας  και καταλήγει στο ότι ο αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, είναι συν
τοις άλλοις, υπερασπιστής των αληθινών μυστικιστών.
Το τρίτο παράδειγμα προέρχεται από εκπρόσωπο και οπαδό γκουρουϊστικής κίνησης στην Ελλάδα, η οποία είναι διεθνώς γνωστή ως
«Επιστήμη της Πνευματικότητας» (Science of Spirituality) και ως «Sawan - Kipral Ruhani Mission» .
Σε κείμενο του, αφού επισημάνει ότι πίστη του μυστικισμού είναι μεταξύ των άλλων και η πεποίθηση ότι ο άνθρωπος «αποτελεί μία
σταγόνα από τον Ωκεανό της Θεότητας» που ως τελικό στόχο έχει να «ενωθεί με τη Θεότητα», θα συνδυάσει τον μυστικισμό τόσο με
κοινές δοξασίες αμφοτέρων, του αποκρυφισμού δηλαδή και του γκουρουϊσμού, όπως, μετενσάρκωση, διαλογισμός, μαθητής,
δάσκαλος, όσο και με ιδιαιτερότητες της γκουρουϊστικής κίνησης όπως «χορτοφαγία», ή την «ιδέα των φωτισμένων αγίων» .
Αφού, αρχικά, συσχετίσει το πρόσωπο του Χριστού και την υποτιθέμενη εσωτερική του διδασκαλία, που αυτός διαπιστώνει, με το
πρόσωπο και τη διδασκαλία του Πυθαγόρα, το πρόσωπο του αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, όπως και άλλων νηπτικών πατέρων, το
εντάσσει στα πλαίσια του χριστιανικού μυστικισμού.
Να σημειωθεί όμως, ότι ο εν λόγω οπαδός της γκουρουϊστικής κίνησης, αφ' ενός μεν κατανοεί τον όρο μυστικισμό με σαφώς
αποκρυφιστικό περιεχόμενο, αφ' ετέρου δε, τον λεγόμενο χριστιανικό μυστικισμό τον θεωρεί μετεξέλιξη του αρχαίου ελληνικού
μυστικισμού.
Στα πλαίσια αυτά θεωρεί τον αγ. Γρηγόριο ως ένα κρίκο στα πλαίσια μιας αλυσίδας προσώπων «που διέσωσαν μέχρι τις μέρες μας
άσβεστη τη δάδα της μυστικιστικής γνώσης» .
Όπως προκύπτει αβίαστα και στις τρεις περιπτώσεις αποκρυφιστικής ερμηνείας του Ησυχασμού που αναφέραμε, η διδασκαλία του
αγίου Γρηγορίου του Παλαμά παρουσιάζεται πλήρως διαστρεβλωμένη και έξω από κάθε ιστορική, εκκλησιαστική και θεολογική βάση.
Τα όσα αναφέρουν ως διδασκαλίες του αγίου είναι απολύτως αντίθετα με τα όσα όντως ο ιερός πατέρας διδάσκει.
Γι' αυτούς θεωρείται ως ένας ακόμα εκπρόσωπος του μυστικισμού σε καθαρά αποκρυφιστική  εσωτεριστική βάση, που διατυπώνει
προσωπικές του, εσωτεριστικού τύπου, εμπειρίες.
Συνεχίζοντας την αναφορά μας στις απόπειρες αποκρυφιστικής ερμηνείας του Ησυχασμού, πρέπει να επισημάνουμε ότι τέτοιες
απόπειρες δεν απουσιάζουν και από περιοδικά που κινούνται ξεκάθαρα στα πλαίσια του αντιχριστιανικού χώρου της λεγόμενης «Νέας
Εποχής».
Σε αρθρογραφία αυτών των περιοδικών  ο Ησυχασμός παρουσιάζεται ουσιαστικά ως μορφή και κεφάλαιο του Εσωτερισμού.
Σύμφωνα με την αρθρογραφία αυτή, ο Ησυχασμός χαρακτηρίζεται ως ο «μεγάλος άγνωστος του ελληνικού εσωτερισμού» .
Ως μέθοδος, ισχυρίζονται, είναι γνωστή προ της εμφανίσεως του χριστιανισμού, ανακαλύπτουν συγγένειες και ομοιότητες στις
ησυχαστικές πρακτικές με ανάλογες πρακτικές τόσο της Γιόγκα, όσο και με πρακτικές βουδιστών μοναχών ή και των Σούφι, καθώς,
κατά την αντίληψή τους, το συνεκτικό στοιχείο ανάμεσά τους, παρά τις διαφοροποιήσεις τους, είναι ο μυστικισμός.
Επιπλέον, οι ομοιότητες που αυτοί διαπιστώνουν δείχνουν, «όχι μια απλή σύμπτωση, αλλά δανεισμό της μιας παράδοσης από την
άλλη» .
Η ορθόδοξη ησυχαστική παράδοση σε σχέση με τη νοερά προσευχή, υποστηρίζουν, «χρησιμοποιεί την ίδια μέθοδο με όλες τις έγκυρες
παραδόσεις (σημ. Σ. τις εξωχριστιανικές εννοείται) και παρόμοιες τεχνικές»  και το μόνο που τη διαφοροποιεί είναι το πρόσωπο του
Χριστού.
Στα ίδια πλαίσια, σ' άλλη περίπτωση ο Ησυχασμός αξιολογείται ότι στην «ουσία πρόκειται για μια όψη της προαιώνιας Σοφίας ή της
παγκόσμιας μυστικής παράδοσης, που στην Ευρώπη και στη Μεσόγειο προηγήθηκε του επίσημου Χριστιανισμού κατά τουλάχιστον
χίλια χρόνια» .
Στην αρθρογραφία των Νεοεποχίτικων αυτών περιοδικών σχετικά με τον Ησυχασμό συναντά επιπλέον κάποιος:
α) μία αποσπασματική χρήση και αναφορά κειμένων παλαιότερων και νεότερων νηπτικών πατέρων, όχι ορθώς πάντα κατανοούμενων,
εκτός της ευρύτερης νοηματικής τους συνάφειας και εξάπαντος εκτός της θεολογικής τους και εκκλησιαστικής τους νοηματοδότησης.
Και
β) δεν απουσιάζουν και ανιστόρητοι ισχυρισμοί όπως: «η σύγχρονη χριστιανική θρησκεία και η αυθεντική διδασκαλία του Ιησού, είναι
μάλλον δύο πράγματα ασύμβατα, που δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους», ή ότι «Ο Ησυχασμός, όπως και ο κυριότερος εκφραστής
του, ο Γρηγόριος Παλαμάς (1296-1359), κάποια εποχή (19ος αι.) αμφισβητήθηκαν και θεωρήθηκαν έως και αιρετικοί από την επίσημη
Εκκλησία» .
Ένα ακόμη παράδειγμα αποκρυφιστικής ερμηνείας του Ησυχασμού προέρχεται από τον χώρο του Τεκτονισμού. Στην Εγκυκλοπαίδεια
της Ελευθέρας Τεκτονικής υπάρχει λήμμα «Ομφαλοσκόποι» και η ησυχαστική πρακτική παρουσιάζεται μόνο ως μια μορφή
ψυχοσωματικής στάσης.
Στη συνέχεια παρουσιάζεται και περιγράφεται τόσο η εν λόγω στάση όσο και τα παραγόμενα αποτελέσματά της κατά τρόπο σαφώς
επιφανειακό και ανακριβή.
Αναφέρονται χαρακτηριστικά, συν τοις άλλοις, στο εν λόγω λήμμα ότι ομφαλοσκόποι ονομάζονταν κατά τον 14ον αιώνα μοναχοί της
Ανατολικής εκκλησίας, οι όποιοι «κλεισμένοι εις τα κελλία των εκάθηντο κατά γης με τα γόνατα διπλωμένα προς το στήθος και ητένιζον
ακίνητοι τον ομφαλόν των.
Εν αρχή κατελαμβάνοντο υπό σκοτοδίνης, αλλά κατόπιν ησθάνοντο ότι εκυκλούντο υπό ζωηρού φωτός εξερχομένου εκ των ένδον, το
οποίον εθεώρουν ως θείον φως, ως αυτόν τον Θεόν και κατελαμβάνοντο από ευφροσύνην ». 
Ολοκληρώνοντας την αναφορά μας για τις απόπειρες αποκρυφιστικής ερμηνείας του Ησυχασμού με τα διάφορα αντιπροσωπευτικά και
όχι τα μοναδικά παραδείγματα που αναφέραμε, θα θέλαμε να επισημάνουμε ορισμένα βασικά σημεία που διαπιστώνει κάποιος σε όλες
αυτές τις κινήσεις.
α) Η όλη επιχειρηματολογία των αποκρυφιστικών προσπαθειών επιχειρεί να παρουσιάσει τον Ησυχασμό εντός των εσωτεριστικών
πλαισίων ως μία μυστική, απόρρητη διδασκαλία και τεχνική που απευθύνεται σε κάποιο στενό κύκλο μυημένων.
β) Η διδασκαλία του αγ. Γρηγορίου του Παλαμά κακοποιείται στην κυριολεξία, καθώς τις θεολογικές θέσεις του επιχειρούν να τις
παρουσιάσουν και να τις νοηματοδοτήσουν με περιεχόμενο που συναντά κάποιος σε αποκρυφιστικά κείμενα και χώρους.
γ) Το πρόσωπο και η διδασκαλία του αγ. Γρηγορίου του Παλαμά παρουσιάζεται άλλοτε ως μια μορφή διδασκαλίας και τεχνικής
εσωτεριστικού χαρακτήρα και άλλοτε επιχειρούν να εξισώσουν με πρακτικές εξωχριστιανικών θρησκευμάτων (Ινδουϊσμού-Βουδισμού).
δ) Η ησυχαστική διδασκαλία παρουσιάζεται έξω από κάθε ιστορική, εκκλησιαστική και θεολογική βάση. Συνέπεια αυτού, είναι το
γεγονός, ο αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς να παρουσιάζεται ως ένας εσωτεριστής που διατύπωσε την αντίστοιχη δική του προσωπικού
τύπου εμπειρία στα πλαίσια της υποτιθέμενης εσωτερικής αναζήτησής του.
ε) Σύμπασα η ησυχαστική παράδοση, νηπτικοί Πατέρες και φιλοκαλικά κείμενα, αποτελούν στα πλαίσια της αποκρυφιστικής ερμηνείας
του Ησυχασμού μια μορφή, μεταξύ των πολλών, της χωροχρονικής έκφρασης και εξέλιξης του εσωτερισμού.
Αν θέλαμε να χαρακτηρίσουμε όλες αυτές τις αποκρυφιστικές προσπάθειες ερμηνείας του Ησυχασμού, θα πρέπει να επαναλάβουμε
μια επισήμανση που υπάρχει στο Μήνυμα της Συνόδου των εν ενεργεία Ιεραρχών του σεπτού Οικουμενικού Θρόνου το 1998 που
ισχύει εν προκειμένω και στη δική μας περίπτωση, ότι όλες αυτές οι αποκρυφιστικές απόπειρες «κατά τη διδασκαλία των νηπτικών
Πατέρων γέμουν αχυρολογίας».
ΠΕΡΙΟΔΙΚ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 55
Όσοι έχουν διαβάσει το συγκεκριμένο άρθρο συνήθως διαβάζουν επίσης τα παρακάτω:
Διδασκαλία του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή
Θεολογικές μελέτες. Το δογματικό υπόβαθρο της ασκητικής ζωής και διδασκαλίας του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή.
(11/2/08)

Ποιοι είναι οι καρποί της ευχής του Ιησού;


Γέρων Κλεόπας Ηλιέ: Ο πρώτος καρπός της ευχής του Ιησού είναι η αποβολή των νοερών παραστάσεων... (3/5/2011

Ησυχασμός
Ησυχασμός. Η συμβολή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στον Ησυχασμό. Θεολογικές προϋποθέσεις της εν Αγίω
Πνεύματι ζωής. (22/1/08)

Ψυχή - Νους - Νοερά προσευχή


Νοερά προσευχή. Επίσκεψις νοερά, μυστική και ειλικρινής εις τα βάθη της ψυχής κατευθυνομένη και ελεγχομένη υπό
του φωτός του νοός. (15/1/08)

   
των Αγίων.

Απολυτίκιον - Κοντάκιον - Μεγαλυνάριον των Αγίων Κολλυβάδων Πατέρων  

Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης


Η επικαιρότης της διδασκαλίας του Αγίου Υπάρχουν δυτικές επιδράσεις στη διδασκαλία του
Αθανασίου του Παρίου. Θεοδώρου Ζήση Αγίου Νικοδήμου; (25/4/09)
Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. (24/4/09)

ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ
Τριμηνιαία έκδοση Ορθοδόξου Διδαχής / Έτος 13 - Τέυχος 1 - Ιανουάριος Μάρτιος 2011
Αγοράστε online το τεύχος εδώ
Όσοι έχουν διαβάσει το συγκεκριμένο άρθρο συνήθως διαβάζουν επίσης τα παρακάτω:
Πρωτ. Θεόδωρος Ζήσης - Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και Βαρλαάμ ο Καλαβρός - Βίντεο
Άγιοι Κολλυβάδες Πατέρες
Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης - Άγιος Αθανάσιος Πάριος. Εισήγηση του Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση
Καθηγητού Πανεπιστημίου Α.Π.Θ (25/4/09)

Αρχική σελίδα \ Θεματικές κατηγορίες \ Γέροντες και μορφές της Ορθοδοξίας \ Σύγχρονες μορφές της Ορθοδοξίας \ Π. Θεόδωρος
Ζήσης \ Η χρήση των αποδείξεων στη Θεολογία
Αγοράστε online το τεύχος εδώ
Όσοι έχουν διαβάσει το συγκεκριμένο άρθρο συνήθως διαβάζουν επίσης τα παρακάτω:

Πρωτ. Θεόδωρος
Ζήσης - Άγιος
Γρηγόριος ο
Παλαμάς και
Βαρλαάμ ο
Καλαβρός -
Βίντεο

Άγιοι Κολλυβάδες Πατέρες


Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης - Άγιος Αθανάσιος Πάριος. Εισήγηση του Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση
Καθηγητού Πανεπιστημίου Α.Π.Θ (25/4/09)

   

You might also like